Dido_sotiriou_-_oi_nekroi_perimenoun.pdf

  • Uploaded by: bill
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Dido_sotiriou_-_oi_nekroi_perimenoun.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 66,285
  • Pages: 155
Loading documents preview...
Διδώ Σωτηρίου

Οι νεκροί περιμένουν... Μυθιστόρημα

Πέμπτη έκδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «Ο ΚΕΔΡΟΣ» Μάρτιος 1977

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ κοριτσάκι ξεκινάει απ' τ' ανώμαλα καλντερίμια μιας επαρχιακής πόλης της Μικρασίας, που λέγεται Αϊντίνι. Το μελαχροινό πρόσωπό του με τα μαύρα μάτια, το πλαισιώνουν ολόξανθες μπούκλες που πέφτουν, καλαίσθητα, κάτω από ένα ροζ, ανάλαφρο καπελλάκι, χαρωπό σύμβολο μιας ρόδινης, ξένοιαστης ζωής. Εκείνες οι παιδιάστικες μπουκλίτσες, που ήταν απαλές σα μετάξι κι έλαμπαν σαν το χρυσάφι στον ήλιο, έδιναν στο χλωμό κοριτσίστικο προσωπάκι μια παράξενη χάρη, μια υπόσχεση, μια ελπίδα... Κι όμως δεν ήταν αληθινές! Τις είχαν αγοράσει και ράψει πάνω στο καπέλλο του παιδιού για να σκεπάσουν και να εξωραΐσουν μιαν ασχήμια, έναν επίμονο, καταλυτικό «ψωροφύτη», που είχε αναγκάσει τους γονιούς του κοριτσιού να κουρέψουν σύρριζα, με την αμείλιχτη ψιλή μηχανή τα πλούσια μαλλιά του. Έτσι, μια από τις πρώτες διδαχές που πήρε η μικρούλα εκείνη, ήταν πως εξωραΐζονται ακόμα και οι ασχήμιες της ζωής, φτάνει να μη διστάζει κανείς να κρύψει την πραγματικότητα μ' ένα όμορφο, χρυσωμένο ψέμα... Θα παραξενευτούν πολλοί που αρχίζω τούτη δω την ιστορία, μια μακριά, αλήθεια, ιστορία, γεμάτη πάθη, συγκρούσεις, έρωτες, πολέμους και κοινωνικές αναστατώσεις, πρωτομιλώντας για ένα ροζ καπέλλο με λίγες ψεύτικες, ξανθές μπούκλες. Μπορεί μάλιστα και να σκεφτούν πώς όλα τούτα μοιάζουν με μαθητική έκθεση. Κι όμως έμενα αυτή η ασήμαντη λεπτομέρεια μ' απασχολεί, σχεδόν με προκαλεί, παρ' όλα τα είκοσι πέντε χρόνια που πέρασαν από τότε και παρ' όλο που αυτή τη στιγμή αναστατώνουν την καρδιά μου οι ομοβροντίες των χιτλερικών εκτελέσεων, στην Αθήνα, και βιάζομαι, βιάζομαι να πω αυτά που με καίνε, πριν έρθει, ίσως, και η δική μου σειρά. Καθώς γυρίζω πίσω στο 1918 και δοκιμάζω να περπατήσω ψηλαφητά μέσα στην αχλύ των παιδικών μου αναμνήσεων πρωτανταμώνουμαι μ' αυτή την παράξενη εικόνα: Το κορίτσι με τον ψωροφύτη και τις δεκατέσσερις ψεύτικες μπούκλες. Γιατί ήταν πραγματικά τόσες, όσοι ακριβώς και οι υποβλητικοί εκείνοι Δεκατέσσερις όροι του Προέδρου Ουίλσων που άφησαν τη σφραγίδα τους στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν σα σίφουνας και σαν μπόρα. Μα η Μικρασία που πλήρωσε την απάτη της πολιτικής της Αντάντ δεν ήταν ψεύτικη και κανένα χρυσωμένο ψέμα δεν μπορεί να σκεπάσει την τραγική μοίρα των Ελλήνων που την κατοικούσαν. Ήταν μια χώρα με χώματα καρπερά, ευλογημένα, χορτάτα από το σπέρμα της βλάστησης. Σαν άνοιγες την Κυριακή τις πόρτες των σπιτιών, αντάμωνες έναν κόσμο δουλευτάδων με την καθαρή του αλλαξιά, το γιορτινό του τραπέζι, το ρακί του, το μερτικό του στον έρωτα και στη χαρά και άσβηστο τον πόθο να λευτερωθεί απ' τη ραγιαδοσύνη. Κι ύστερα, ύστερα πέρασε πάνω κι απ' αυτή τη χώρα ο «ψωροφύτης» του πολέμου κι ακολούθησε η ξυριστική μηχανή του ξεριζωμού... Μη σας παραπλανήσουν ωστόσο οι εύκολες αυτές μεταφορές και φανταστείτε πως η μικρή με τις ψεύτικες, ξανθές μπούκλες είναι κανένα σκαρωμένο σύμβολο. Η μικρή, που άφηνε, πρόωρα, τον ξέγνοιαστο παιδιάτικο κόσμο της και ξεκινούσε ανυπόμονη για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, ήμουν εγώ η ίδια. Κι η μάνα μου, απελπισμένη για κείνο το αναπάντεχο πάθημά μου, έβαλε όλη τη φαντασία της να το καλύψει, για τα μάτια του κόσμου και τα δικά της. Ήμουν, αλήθεια, ένα τόσο άσκημο κι ασθενικό παιδί!

Καλύτερα όμως να σας συστηθώ εξαρχής, μια και θα γνωριστούμε καλά. Το όνομά μου είναι Αλίκη Μάγη. Μα αν βιάζομαι να συστηθώ, δεν πάει να πει πως είμαι και η κεντρική ηρωίδα. Μια αφηγήτρια είμαι. Οι ήρωες είναι πολλοί και ο καθένας τους ξεπροβάλλει με την ώρα του, γέννημα θρέμμα της ταραγμένης του εποχής. Ίσως μάλιστα το σημαντικό να μην είναι καν οι άνθρωποι που θα γνωρίστε, μα τα είκοσι πέντε χρόνια που καλύπτουν με τα γεγονότα τους αυτήν εδώ την αφήγηση...

1 ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του 1918 ταξιδεύαμε, ολόκληρη η οικογένεια, από το Αϊντίνι στη Σμύρνη, καλεσμένοι από τον ισχυρό Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Ταλάτ - μπέη. Περνούσαμε με το τραίνο από πυρωμένους κάμπους που τους έκαναν θαρρείς ακόμα πιο ζεστούς τα πολλά λιόδεντρα και οι συκιές. Το βαγόνι μας είχε σχεδόν αδειάσει από τον ξένο κόσμο. Μέναμε μόνοι εμείς: ο πατέρας, η μητέρα, η Ριρή, η μεγάλη μου αδερφή, ο Στέφος, ο μοναχογιός της οικογένειας, και η μικρή Ινώ, που την κρατούσε στα γόνατά της η κυρά Ευανθία, η νταντά. Εγώ, που είχα πρωτοφορέσει τη σαρλότα μου με τις κρεμαστές ξανθές μπούκλες, δεν εννοούσα να τις αποχωριστώ ούτε στιγμή για να γείρω να κοιμηθώ, σαν τα άλλα παιδιά. Κουτουλούσα, μα κρατούσα ορθό με αξιοπρέπεια το κεφάλι μου. Είχα γλυκαθεί απ' τα χάδια της μάνας μου, που με κύτταζε με καμάρι κι όλο έλεγε: —Τι όμορφο πούγινε το κοριτσάκι μου! Όπως τόχα ονειρευτεί, ξανθό με μαύρα μάτια. Γι' αυτό, όταν κάποτε έπαψε ν' ασχολείται μαζί μου κι άρχισε μιαν ατέλειωτη ψιλοκουβέντα με τον πατέρα μου, κατσούφιασα και δεν το κουνούσα από κοντά τους, περιμένοντας νάρθει πάλι η σειρά μου να χαϊδευτώ. Να πει κανείς πως ζήλευα τον πατέρα μου δε θάταν σωστό. Γιατί τον τελευταίο καιρό τους έβλεπα, αλήθεια, τόσο σπάνια να κάθουνται οι δυο τους, έτσι σιμά ο ένας στον άλλον και να μιλούνε. Και τόθελα, τόθελα τόσο μέσα μου αυτό. Κυττάζοντας με τα σημερινά μάτια μου τη μικρή εκείνη Αλίκη θα μπορούσα να πω πως τα αδύνατα πόδια της δρασκελούσαν απίστευτα βιαστικά τα παιδικά χρόνια. Μέσα στην άφτιαχτη ψυχή της εισορμούσαν μ' έναν παράξενο τρόπο οι καϋμοί, οι χαρές, οι πράξεις και οι σκέψεις των μεγάλων κι έπρεπε να τις συμφιλιώνει με την αχνή αντίληψη που είχε ως τότε για τη ζωή και τους ανθρώπους της. Δεν της έφτανε πια να προεκτείνει και να μπερδεύει τα παιχνίδια και τα παραμύθια με τα πρόσωπα που την τριγύριζαν. Κι ούτε ωφελούσε να πετά ένα κλάμα διαμαρτυρίας, όταν δεν τάβγαζε πέρα, όπως τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Καθόμουνα κοντά στον πατέρα και τη μητέρα μου, μέσα στο νυσταλέο βαγόνι και παρακολουθούσα την ακατάληπτη για μένα συζήτηση, που αργότερα μου αποκάλυψε η μητέρα το νόημά της. —Είμαστε στις παραμονές σοβαρών ιστορικών γεγονότων, έλεγε ο πατέρας μου. Η νίκη της Αντάντ ανατρέπει οπωσδήποτε τα σχέδια των εχθρών μας. —Το πιστεύεις; του απάντησε η μητέρα, συλλογισμένη. Εγώ πάντα μου σκέφτομαι εκείνη την κουβέντα του Άγγλου φίλου σου, του Φόρμπες. Θυμάσαι τι σούλεγε; «Τη φιλία των Τούρκων θα την αγοράσουμε αργά ή γρήγορα κι όσο ακριβά κι αν στοιχίσει...» —Αυτά ήταν δικές του, προσωπικές αντιλήψεις. Οι Αγγλογάλλοι ακολουθούνε παστρικό παιχνίδι. Η Ελλάδα τους βοήθησε κι είναι σωστό και δίκαιο να ικανοποιηθεί. Η Τουρκία τους πολέμησε και τώρα που νικήθηκε θα πληρώσει, και θα πληρώσει ακριβά, αυτή τη φορά, πίστεψέ με. Έκανα μιαν υπεράνθρωπη προσπάθεια να ξεδιαλύνω τις έννοιες. Οι λέξεις «ειρήνη, Αντάντ, λευτεριά» πηγαινορχόντανε σαν πολύχρωμα μπαλόνια. Ο πατέρας μου, ξαναμμένος από την επιφυλακτικότητα της μητέρας ξέχασε να μιλάει σιγά και σχεδόν έβγαζε λόγο. Οι φλέβες του λαιμού του φούσκωναν

από αίμα, λες κι έκανε αυτός τη στερνή προσπάθεια να σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς. Ως και η μικρή στρογγυλή κοιλίτσα του χοροπηδούσε κι αυτή με το ρυθμό της γρήγορης ανάσας του. Η μητέρα τον άκουγε με δυσπιστία και στο τέλος με κάποιαν ανία. Πλάι της ο καϋμένος ο πατέρας έχανε πάντα τόσο πολύ! Ο κάθε ξένος θα μπορούσε να σκεφτεί πως ήταν ένα αταίριαστο ζευγάρι. Κι όμως δεν ήταν εκείνος άσκημος άντρας, ήταν εκείνη ασυνήθιστα όμορφη και τον αδικούσε η σύγκριση. Είχε κάτι περίεργα πράσινα μάτια με φωτεινές σκιές, λες και φτερούγιζαν εκεί μέσα ανήσυχες πεταλούδες διψασμένες για τη γύρη της ζωής. Καθώς παίζαν οι πλούσιες βλεφαρίδες της, σε σκλάβωναν, σ' έσφιγγαν ανάλαφρα και σφιχτά μαζί, όπως η αράχνη το θύμα της. Ήταν και κείνα τα καστανά κυματιστά μαλλιά της που είχαν πολλή αστροφεγγιά και το μελαψό δέρμα της το απαλό και διάφανο, και το στόμα της, με τα σαρκωμένα χείλια, που σ' έβαζε στον πειρασμό να σκύψεις να το φιλήσεις. Μα στο παιχνίδι των συγκρίσεων έχανε πιο πολύ ο πατέρας ιδίως γιατί ήταν πιο κοντός από κείνη και λιγότερο έξυπνος. Τον άκουγα που προσπαθούσε να της επιβάλει εκείνη τη συζήτηση. —Περίμενε ν' ακούσεις, βρε αδερφέ, που ακριβώς θέλω να καταλήξω, περίμενε. —Μα ξέρω, ξέρω καλά που θα καταλήξεις. Τα δικά μου όμως συμπεράσματα είναι εντελώς άλλα. Πιστεύω πως ήρθε και η σειρά μας να δοκιμάσουμε τον πόλεμο στα ίδια τα χώματά μας. —Πόλεμο; Πόλεμο! έκανε με συγκαταβατικό χαμόγελο ο πατέρας. Όχι δα και πόλεμο, Μαίρη. Η λέξη αυτή πάει, σβήστηκε πια από το ανθρώπινο λεξιλόγιο. Ειρηνικά και μόνο ειρηνικά θα λυθεί το δικό μας πρόβλημα. Όσο αίμα ήταν να χυθεί, χύθηκε. Εγώ είμαι πολύ, πάρα πολύ αισιόδοξος για το μέλλον... —Και πότε δεν είσαι συ αισιόδοξος, Βασιλάκη; είπε η μητέρα με διάθεση πειραχτική. Θα παραξενευόμουνα πολύ να σ' ακούσω κάποτε ν' ανησυχείς για κάτι. Ο πατέρας, δίχως να θυμώσει, γύρισε και την κύτταξε με το βαθύ βλέμμα της τρυφεράδας. Κι ύστερα της είπε μαλακά, σχεδόν χαϊδευτικά: —Έχω κι εγώ τις ανησυχίες μου, Μαίρη, κι ας μην το δείχνω. Και σε βεβαιώνω πως δεν είναι μόνο για τις δουλειές μου και για τις διεθνείς εξελίξεις. Είναι και για σένα, αν θέλεις να μιλήσουμε γι' αυτό το θέμα. —Για μένα; ρώτησε με φιλάρεσκη περιέργεια η μητέρα. —Ναι, για σένα! Ανησυχώ —πως να στο πω, για να εκφραστώ σωστά;— να, ανησυχώ γιατί δεν ξέρω αν είσαι πια ευτυχισμένη μαζί μου, όπως άλλοτε. Δεν κατάλαβα αν ντρεπόταν η δείλιαζε για την εξομολόγησή του εκείνη, γιατί ήταν κατακόκκινος και έτρεμε ελαφριά, σαν ερωτευμένος μαθητάκος. Κι η μητέρα ήταν καταταραγμένη, μα του απάντησε με άνεση και χιούμορ. —Αυτό, Βασιλάκη, είναι ευχάριστο σημάδι, ύστερα από τόσα χρόνια συζυγικού βίου! Ο πατέρας δεν απάντησε, λες και ήθελε ν' αποφύγει κάποιαν οδυνηρή συνέχεια. Μα ούτε και κείνη

φάνηκε ενθουσιασμένη από το απροσδόκητο αυτό συναισθηματικό ξέσπασμα που πρόβαλε ανάμεσά τους. Ένα χαμόγελο αμηχανίας κλείδωσε το στόμα τους. Κι ύστερα ο πατέρας έψαξε για τα τσιγάρα του. Αυτή η μικρή ανάπαυλα ανακούφισε τη μάνα που γύρισε γρήγορα προς το παράθυρο και κάρφωσε έξω το βλέμμα της. Οι απέραντες μικρασιάτικες πεδιάδες διαδεχόταν η μία την άλλη μονότονα, χωρίς καμιά σχεδόν ειδυλλιακή νότα. Τα στιβαρά συκόδεντρα έμοιαζαν με κοντόχοντρους αθλητές βαρέων βαρών, σε παράταξη. Οι καλαμποκιές δείχναν το μεστωμένο καρπό τους, λες και ήταν λαίμαργες μασέλες. Μόνο οι ελιές με τις χνουδωτές φυλλωσιές τους έπλεκαν έναν ασημένιο ατέλειωτο θόλο, πούδινε στο τοπίο κάποιαν αίσθηση τρυφεράδας και γαλήνης. Η μητέρα, ασφαλώς, σκεφτόταν εντελώς άλλα πράματα, καθώς η ματιά της ξεφύλλιζε τη ζωντανή εκείνη εικονογράφηση του μικρασιάτικου πλούτου. Μια στενόχωρη σιωπή είχε εισχωρήσει ανάμεσά τους, κι έμοιαζε να βαραίνει την ατμόσφαιρα σαν πηχτός καπνός. Από κάποια σοβαρή, πολύ σοβαρή κρίση περνούσαν οι σχέσεις των γονιών μου, μα το παιδιάτικο μυαλό μου δεν κατάφερνε να συλλάβει καλά - καλά την αιτία της. —Ρεμβάζεις ή νοσταλγείς; τη ρώτησε τέλος ο πατέρας με ύφος δύσθυμο. —Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Νομίζω πως μπορεί κανείς να κάνει και κάτι σοβαρότερο. —Μπα; Μπα; Σαν τι σοβαρές, λοιπόν, σκέψεις απασχολούν την κυρία μου και δεν τις ξέρω; Κι εγώ που είχα τη γνώμη πως αποτελούσαμε το λιγότερο σοβαρό ζευγάρι του Αϊντινιού. Ήταν φανερό πως ο πατέρας είχε τη διάθεση, όχι τόσο να την προσβάλει, όσο να την αφοπλίσει με την ειρωνεία του. Μα εκείνη πέρασε στην αντεπίθεση, χωρίς να χάσει καιρό. —Για μια φορά στη ζωή σου, να που δεν έπεσες έξω στις διαπιστώσεις σου. —Με θεωρείς, λοιπόν, τόσο επιπόλαιο; —Σε θεωρώ απλώς καχύποπτο, Βασιλάκη. Εκείνο που με απασχολεί αυτή τη στιγμή το ξέρεις. Αν δεν καταφέρουμε και τώρα τίποτα με τον Ταλάτ - μπέη, πάει η δουλειά σου, γκρέμισε. Κι όχι τίποτ' άλλο, σκέψου πως έχουμε τέσσερα παιδιά, που δε μας έφταιξαν τίποτα να τα κουβαλήσουμε στον κόσμο για να τα ρίξουμε στη δυστυχία. Έμεινε λίγες στιγμές σκεφτικός ο πατέρας, ρουφώντας άπληστα το τσιγάρο του. Κι ύστερα, είπε, σα να ξαναβρήκε το θάρρος του: —Μα τώρα όλα θα πάνε καλά. Αν φύγουν από τη μέση οι Γερμανοί κεφαλαιούχοι —που θα φύγουν— αποκλείεται ο περίφημος ξάδερφός μου να καταπιαστεί μόνος του και να πετύχει το μονοπώλιο του λαδιού. —Ω! έκανε με αποδοκιμασία η μητέρα. Δε θα είναι οι Γερμανοί, θα είναι οι Άγγλοι, οι Γάλλοι. Θα χώσουν και πάλι τη μύτη τους παντού, όπως έγινε στα καπνά με τη Ρεζί... —Μα γιατί πάντα είσαι απαισιόδοξη, Μαίρη; —Γιατί είσαι συ, Βασιλάκη, πολύ αισιόδοξος και προσπαθώ να φέρω την ισορροπία.

—Κι όμως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι που αναφέρεις, δε θα βοηθήσουν τον Αριστείδη Βαϊνδίρογλου, που υπήρξε το δεξί χέρι των Γερμανών και των Τούρκων, στο βεβαιώνω αυτό. Διάβολε, κάτι προσφέραμε και μεις στο συμμαχικόν αγώνα και δεν μπορεί να το λησμονήσουν. Η μητέρα κούνησε δύσπιστα το κεφάλι της. —Είσαι πολύ αφελής, Βασιλάκη. Συναισθηματισμούς θα κυττάξει το κεφάλαιο ή συμφέροντα; Ποιος είναι ισχυρότερος οικονομικά εσύ ή ο Αριστείδης; Ο Αριστείδης βέβαια. Ε, αυτόν θα προσεταιρισθούν οι Αγγλογάλλοι σου. Εσένα, το πολύ, θα σου δώσουν κανένα συμμαχικό μετάλλιο καλών υπηρεσιών. —Μαίρη! είπε ο πατέρας με κάποιο τόνο δραματικό. Μείνε εσύ κοντά μου και τότε θα δεις πως θα βρω τη δύναμη να ξεπεράσω όλες τις δυσκολίες. Δεν καταλάβαινα αν ήταν τέρας ή άνθρωπος εκείνο το γερμανικό και το εγγλέζικο κεφάλαιο που θα καταβρόχθιζε τη δουλειά του πατέρα μου. Μα η στερνή έκκλησή του στη μητέρα, μου μπήκε σα σφήνα στο μυαλό. Αντιμετώπιζε λοιπόν ο πατέρας το ενδεχόμενο να τη χάσει; Είχα προσέξει μερικά ανησυχητικά σημάδια, πριν φύγουμε από το Αϊντίνι, μα δεν μπορούσα να ξεδιαλύνω τι ακριβώς συνέβαινε. Ήθελα να πεταχτώ στην κουβέντα, έτσι για να διαλύσω την άσκημη εκείνη ατμόσφαιρα και να τους θυμίσω πως ήμουνα κι εγώ εκεί, κι όσο κι αν προσποιόμουνα πως δεν προσέχω, τ' άκουγα όλα, όλα. Μα αισθανόμουνα κάποια ενοχή, και δίστασα. Ευτυχώς πλησίασε η Ριρή, που αν και μεγαλύτερή μου, είχε πολύ περισσότερη αφέλεια κι άρχισε να ρωτάει πότε τελοσπάντων φτάνουμε, που θα μείνουμε στη Σμύρνη, κι αν η μητέρα θα την άφηνε να φορέσει κι αυτή τακούνι, όπως τόσες άλλες συμμαθήτριές της, —Φτάνουμε, φτάνουμε, είπε ο πατέρας. Ν' αρχίσετε να ετοιμάζεστε. Η κυρά-Ευανθία έβγαλε το ανθόνερο να πλύνει τη μικρή, ενώ η Ριρή ρίχτηκε με μανία στο καθρεφτάκι της και προσπαθούσε με φιλαρέσκεια να κατεβάσει ένα τσουλούφι σαν σαλιγκάρι στο στενό της μέτωπο. Ο Στέφος, που σ' ολόκληρη τη διαδρομή κοιμότανε, ξύπνησε, τεντώθηκε απολαυστικά κι άρχισε να πειράζει τη Ριρή με την κάπως τσεβδή προφορά του. —Φρόντισε την καλλονή σου, της είπε, γιατί στο σταθμό έχουν μαζευτεί τα αρρεναγωγεία της Σμύρνης να υποδεχτούν την ωραία του Αϊδινίου! —Η εξυπνάδα σου αυτή μπορούσε και να λείπει, του απάντησε ενοχλημένη η Ριρή. Ο Στέφος, έβγαλε από την τσέπη του ένα ξύλο γλυκόριζας κι άρχισε να το δαγκώνει, όπως ο πατέρας το τσιμπούκι του. Ύστερα έστρεψε σε μένα τα κεφάτα πειράγματά του. —Τι λέει, λοιπόν, το ξανθόμαλλο νεραϊδοπαρμένο κορίτσι μας; —Λέει, πως όσο κι αν μεγαλοπιάνεσαι, την «τρίτη κλίση» δε θα καταφέρεις να τη μάθεις! —Είσπραξέ το! φώναξε κατενθουσιασμένη η Ριρή. Είχα πετύχει, πραγματικά, την αχίλλεια φτέρνα του αδερφού μας, που είχε σκοντάψει στην «τρίτη

κλίση» της Ελληνικής Γραμματικής, σαν σε ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ο πατέρας χαμογέλασε καλόκαρδα, πήρε το Στέφο από το χέρι και του είπε: —Πάμε, γιε μου, να φροντίσουμε για τις βαλίτσες, γιατί τα θηλυκά μέλη της οικογένειας το πήραν πολύ απάνω τους.

Το ταξίδι αυτό στη Σμύρνη μήνες ολόκληρους κρατούσε σε έξαψη τη φαντασία μου. Μ' αναστάτωνε η σκέψη της θάλασσας, που δεν την είχα ποτέ γνωρίσει ως τότε. Στο Αϊντίνι δεν είχε άλλο από ποτάμια. Κι αυτά τα πλάταινα, τα βάθαινα, τ' ανεκάτευα με τη γαλάζια απεραντοσύνη τ' ουρανού κι έτσι έφτιαχνα το δράμα της θάλασσας. Μα τούτο το θέαμα που αντίκρυσα, μόλις βρέθηκαν τ' αμάξια μας στο Και της Σμύρνης, μ' άφησε εκστατική. Δοκίμαζα για πρώτη φορά, τη σπάνια ικανοποίηση, που δίνει η πραγματικότητα, όταν ξεπερνάει την προσδοκία. Έστεκα με δυο μάτια αστεία γουρλωμένα, λες κι όσο τ' άνοιγα, τόσο καλύτερα θ' αγκάλιαζαν το θέαμα. Ένα ροδί χρώμα έσβηνε προς το Κορδελιό και οι ανταύγειές του καθρεφτίζονταν με φιλαρέσκεια πάνω στη γυάλινη επιφάνεια του νερού, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν σπαθωτά τα πρώτα ασήμια του φεγγαριού. Τ' αμάξια μας σταμάτησαν απότομα μπρος σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο της παραλίας. Ο πατέρας μου δεν πρόφτασε ν' αναγγείλει στο θυρωρό τ' όνομά του, κι αμέσως ένας λόχος από γκαρσόνια και καμαριέρες παρατάχθηκαν να μας εξυπηρετήσουν. Ο κοντόχοντρος διευθυντής κουνιόταν σα λαστιχένιος φασουλής, ενώ έλεγε στον πατέρα μου πως μας κράτησε τα καλύτερα δωμάτια γιατί οι επιθυμίες των φιλοξενουμένων του Ταλάτ-μπέη είναι για την ταπεινότητά του προσταγές. Μας ανέβασαν στα δωμάτιά μας σχεδόν στα χέρια, ενώ η Ριρή μουρμούριζε μαγεμένη: —Δε σας τόλεγα εγώ, πως θα τα περάσουμε στη Σμύρνη σαν τους πρίγκηπες του παραμυθιού; Ολόκληρος καυγάς έγινε για να με πείσουν να εγκαταλείψω το μπαλκόνι και το δράμα της θάλασσας. Και μόνο η μητέρα μου κατάλαβε πως εκείνη την στιγμή γνωριζόμουν μ' ένα όνειρο και είπε: —Αφήστε το ήσυχο το παιδί να χαρεί όπως θέλει τις πρώτες του εντυπώσεις. Η Ριρή διάλεξε το πιο φανταχτερό φουστάνι της και απαιτούσε να βρεθεί σίδερο, κείνη τη στιγμή, για να μην εμφανιστεί τσαλακωμένη. Ο Στέφος έβαλε άσπρα ναυτικά. Η μαμά, όπως πάντα, έλαμπε από ομορφιά και ταχτοποιούσε με σβελτάδα τις τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής της, ενώ ο πατέρας, από ώρα είχε βαρεθεί τα «χασομέρια των γυναικών» και κατέβηκε πρώτος να χαιρετήσει τον Ταλάτ - μπέη. Όταν γύρισαν αργά τη νύχτα, η Ριρή με ξύπνησε για να μου μεταδώσει τις εντυπώσεις και τους ενθουσιασμούς της. —Αλίκη, Αλίκη ! ξύπνα ν' ακούσεις. Περάσαμε υπέροχα! Και το πιο πιο σπουδαίο είναι πως θα πάμε όλοι μαζί να καθήσουμε στο εξοχικό παλάτι του Ταλάτ - μπέη. Τι έξυπνος άνθρωπος, τι κομψός! Και τι ωραία που μιλάει ελληνικά και γαλλικά. Η πληροφορία της Ριρής μ' έκανε να ξεχάσω το ξαφνικό ξύπνημά μου. Το παλάτι του Ταλάτ - μπέη απασχολούσε κι αυτό τα όνειρά μου από καιρό. Το είχα φανταστεί με σαράντα μαρμαρένια

σκαλοπάτια, σαράντα δωμάτια, σαράντα δούλους και σαράντα χανούμισσες στο χαρέμι, σαν ένα παραμύθι που μου είχε κάποτε διηγηθεί η γιαγιά μου. Μα εκτός απ' αυτό ήξερα πια πολύ καλά, πως από την προστασία του ισχυρού αυτού Τούρκου έμελλαν να εξαρτηθούν πολλά, πάρα πολλά πράματα. Κι έτσι εκείνο το πρώτο βράδυ της Σμύρνης ξαγρύπνησα, προσπαθώντας να συναρμολογήσω αυτά που ήξερα κι εκείνα που ζητούσα να μαντέψω.

2 ΟΤΑΝ Ο ΤΑΛΑΤ - ΜΠΕΗΣ ήρθε στο Αϊντίνι, την άνοιξη του 1917, γνωρίστηκε με τον πατέρα μου και τον πήρε από μεγάλη συμπάθεια. Μια τέτοια γνωριμία θεωρήθηκε μεγάλη τύχη για κείνη την εποχή. —Να τολμήσω να τον καλέσω στο σπίτι, Μαίρη; Τι λες; Μίλησα προχτές μαζί του για τις δουλειές μου και μούδωσε πολλές ελπίδες. Του είπα όλη την προσπάθεια που κάνουν οι Γερμανοί επιχειρηματίες να εξαφανίσουν τις μικρότερες επιχειρήσεις. Του τόνισα πως αυτό θα ζημιώσει και τους Τούρκους. Και ξέρεις τι μ' απάντησε; «Οι ξένες εταιρίες δεν μπορεί και δεν πρέπει ν' αρπάξουν έτσι το ψωμί των βιοπαλαιστών που μόχθησαν να φτιάξουν κάτι». Άφεριμ, Ταλάτ-μπέη, γεια στο στόμα σου! Μα αν δεν καταφέρουν να κάνουν το μονοπώλιο του λαδιού, θα μας συναγωνιστούν και πάλι με τα κεφάλαια και τα τεχνικά μέσα που διαθέτουν. Πρέπει να πετύχω κι εγώ κανένα σοβαρό δάνειο, μια μείωση της βαριάς φορολογίας. «Άφησε να τη μελετήσω την υπόθεση» μου είπε «όταν θα γυρίσω στη Σμύρνη». Ο πατέρας τα έλεγε όλα αυτά αρπαχτά, σα να έτρωγε ένα πολύ ορεχτικό φαΐ. Κι ύστερα στάθηκε περιμένοντας τις κρίσεις της γυναίκας του. —Τι λες, λοιπόν, Μαίρη; Να τον καλέσουμε; Σπάνια χρησιμοποιούσε το «θα» ο πατέρας, όταν απευθυνόταν στη μητέρα. Ήταν αναποφάσιστος μπροστά της κι αισθανόταν, θαρρείς, μια σιγουριά να βάζει σ' όλες τις προτάσεις του ερωτηματικά. —Αν νομίζεις πως αξίζει τον κόπο, κάλεσέ τον. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος τουρκαλάς... —Μην το παίρνεις έτσι αψήφιστα το ζήτημα Μαιρούλα, τη διέκοψε εκείνος· είναι λαχείο για μας αυτός ο άνθρωπος. Άλλωστε — εδώ κόμπιασε λίγο ο πατέρας — δεν ήθελα τόσες μέρες να σε αναστατώσω, μα έχω από Τούρκο την πληροφορία, πως οι αντίπαλοί μου προσπαθούν να ξεμπερδεύουν μαζί μου και με άλλα μέσα. Κάτι ψιθύρισαν στις εδώ αρχές, πως διατηρώ σύνδεσμο με την Ελλάδα και, και... Η μητέρα ταράχτηκε. —Μπα; Έφτασε ως εκεί ο Αριστείδης; Δεν πρέπει να μου κάνει καμιά εντύπωση. Είναι άξιος και για χειρότερα. Κάλεσέ τον, Βασιλάκη, το μπέη σου, και γρήγορα. Η μητέρα έβαλε όλη τη δεξιοτεχνία της να ετοιμάσει το σπίτι για την επίσημη υποδοχή. Κι είχε ένα τέτοιο ταλέντο στις διακοσμήσεις! Ποτέ δεν άφηνε τα έπιπλα στην ίδια θέση. Τα μετακινούσε όλη ώρα. Τους άλλαζε στόφες. Ανανέωνε τις ταπετσαρίες και τις λαδομπογιές. Αναποδογύριζε το σπίτι μέσα σε λίγες ώρες και τούδινε έναν τόνο πάντα νέο και θερμό. Αυτή η αλλαγή ήταν σα μια ψυχική ανάγκη για τη μητέρα. Το εύρημά της για το χορό του Ταλάτ ήταν να στολίσει τους τοίχους του μεγάλου χωλ με γιρλάντες από κισσούς και γαρύφαλα. Βγήκαν από τα μπαούλα τα πιο βαριά κεντημένα λινά τραπεζομάντηλα. Παρατάχτηκαν τα ασημικά, τα κρύσταλλα και οι πορσελάνες. Οι κουρτίνες και οι φραμπαλάδες των κρεβατιών περάστηκαν με κόλλα. Στην κουζίνα βράζανε διάνους και χοιρομέρια, κόβανε κεφάλια τυριά και καϊμάκια που έμοιαζαν σαν κέρινες μεγάλες μπάλες. Φτιάχνανε τυρόπηττες, μπουρεκάκια και σουτζουκάκια, σαλάμια, τουρσιά και γλυκά σιροπιαστά που μοσχοβόλαγαν. Το βράδυ άνοιξε η μητέρα το χορό με καβαλιέρο τον Ταλάτ-μπέη. Φορούσε μαύρο βελούδινο

φουστάνι με ουρά, κεντημένο με ασημένιες παγέτες. Τα μαλλιά της τα είχε ψηλά σηκωμένα, μ' έναν κότσο όλο μπούκλες, που τον συγκρατούσαν φανταχτερές σπανιόλικες χτένες — είχε πάντα τόση φαντασία στα χτενίσματά της η μητέρα μου! Στο λαιμό της έλαμπε το μπριγιαντένιο παντατίφ που της είχε δωρήσει ο πατέρας, όταν του γέννησε το «διάδοχο». Τι ωραίος που ήταν έτσι ο χυτός λαιμός της! Εκεί μ' άρεσε ν' ακουμπώ τα χέρια μου όταν είχα πυρετό για να δροσίζουμαι. Έβλεπα όλα τα ανδρικά μάτια, και τα πιο άτονα, να ζωηρεύουν στη θέα της και να χοροπηδούν ευχαριστημένα. Ο πατέρας μου κορδωνόταν κι έστριβε διαρκώς το αλά Κάιζερ μουστάκι του γεμάτος περηφάνεια, που το ξωτικό κείνο πουλί ανήκε σ' αυτόν. Μόνο που εκείνη δε χόρευε ποτέ μαζί του, γιατί ήταν πιο κοντός κι όλο τον αποθάρρυνε λέγοντάς του πως πηδούσε σαν τσαλαπετεινός στο βαλς. Το φόρτε του πατέρα μου ήταν οι καντρίλλιες και οι λανσιέδες, όταν έδινε εκείνος κεφάτα τα παραγγέλματα. —Σανζέ ντε νταμ! Μπαλανσέ! Τουρ! Γκαλλόπ! Ντεφιλέ!.. Σ' εκείνον το χορό άκουσα για πρώτη φορά να λένε πως θα κλείσει το εργοστάσιο του πατέρα μου. Καθώς οι λανσιέδες ήταν στο φόρτε τους και το κέφι είχε ανάψει για καλά, ξεμύτισαν απ' την κουζίνα οι υπηρέτριες και οι βοηθοί τους, κύτταζαν με περιέργεια τους χορευτές κι έλεγαν ψιθυριστά διάφορα ξόμπλια, πνίγοντας τα γέλια τους. Κάποια στιγμή άκουσα τον Πετρή, ένα νεαρό εργάτη μας, που φόρεσε για την περίσταση στολή γκαρσονιού, να λέει με ασυνείδητη ικανοποίηση. —Χορεύτε, Μάγηδες, χορεύτε όσο μπορείτε, γιατί τελειώνουν και τα δικά σας μεγαλεία. Ως εδώ ήταν τα ψωμιά σας! —Τι κουβέντα είν' τούτη, Πετρή; Τι σούκαναν μαθές τ' αφεντικά; είπε πειραγμένη η κόνα - Αγγελικώ η παραδουλεύτρα μας. —Εμένα; Τίποτις δε μούκαναν οι άνθρωποι. Ψωμί τρώω κοντά τους κι ας είναι και λιγοστό. Μα την είπα την κουβέντα γιατί ακούστηκε στην αγορά πως θα του το φάει το σαπουντζίδικο το θερίο, κείνος ο πάμπλουτος ο ξάδελφός του ο κυρ Αρίστος ο Βαϊνδίρογλου. Έφερε σου λένε κάτι θαματουργές μηχανές από τη Γερμανία που είναι να τα χάνεις! Μόνες τους δουλεύουν το σαπούνι, μόνες τους το κόβουνε, μόνες τους πατούνε τη μάρκα και το τσουβαλιάζουν... Κατιτίς το πρωτοφανέρωτο, σου λένε. Κι ύστερα λάδι δε θα πηγαίνει σε άλλα χέρια. Τούτος ο Βαϊνδίρογλου θα τα μαζεύει ούλα... Η γριά παραδουλεύτρα φούντωσε: —Για ρωτήστε μ' κι εμένα να σας ιστουρήσου σαν τι πράμα είν' ου Αρίστους. Αμί τον ξισκάτ'να μουρό, αμί έτρωγα τσι κλωτσιές τ', σαν μου τον απαράταγι η μάνα τ' κι έτρεχι να ξενοράβ'. Κι απέ μια βολά που ήρτα κι γω σε μεγάλ' ανάγκ' και του ζήτ'σα πέντε παγκανότ'ς να ξιχριώσου μαθές το σπιτάκι μ' κι να του τις δίνου κομμάτ-κομμάτ, μου ζ'τησι διάφορου. Ναίσκε διάφορου! Τούτος δω, ο κυρ Βασίλ'ς, που να μου κόβ' ο Θιός μέρις κι να του χαρίζ' χρόνια, πουτέ τ' δε μ' χάλασε καρδιά. Βόλεψε κι βολέβ' μάτια μ' κουσμάκ'. —Σωστά τα λες, θειά, είπε ο Πετρής, σκληρός άνθρωπος ο κυρ-Αρίστος, τους ξεζουμίζει τους παραγιούς του. Κι ύστερα τους χρεώνει με τούτο και με τ' άλλο και τους γονατίζει. Αν ρωτάς και για τους χωριάτες, Παναγιά βοήθα τι τραβούνε απ' την τοκογλυφία του. Σου λένε πως η κάσα του είναι γεμάτη βεργιέτες, σταυρουδάκια παιδιών, χρυσά δόντια, κονίσματα και μενταγιόνια ενθυμητικά... —Και μη δενέεφαγ' αυτός κι τη γυναίκα τ'; Θιός σχωρέστην! Την πήρι για τον παρά τ'ς κι μ' τούτο του

χρήμα σ' λεν' πως τράνεψ'. Ωχού, τι κουπελίτσα ήταν η Γοργώ! Μάτια μ' τι νιάτα και τι ομορφιά! Λάμψ' ο γήλιος για να λάμψ'! Κι τούτος ου κακουρίζ'κους ήταν λεβεντοπαλίκαρο, γλυκόθ'ρος. Έβλεπες του χαμογέλιο τ' κι άνοιγαν οι ουρανοί. Κι ας ήταν ένας εξαπουδός... —Τα ξέρω όλα τούτα, είπε πάλι ο Πετρής, μα πως το θες, θεια, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Σαν βαλθεί αυτός ο ανθρωποφάγος να καταπιεί χριστιανό ή αλλόθρησκο δεν τον πολυπασπατεύει, μόνο τον χάφτει ολοσούμπιτο. Μ' ακούς, κοκόνα -Αγγελικώ; τ' αφεντικό μας την έχει άσκημα, βουλιάζει... —Λες, Πετρή, να χάσεις κι εσύ τη δουλειά σου και να μείνει πίσω πάλι ο γάμος μας; είπε η καμαριέρα μας; η Μαρίτσα. Κάτι σαν αυτά που λες πήρε και το δικό μου τ' αυτί... Συγκρατούσα ως και την ανάσα μου, για να μην πάρουν είδηση πως βρισκόμουνα κοντά τους. Μα εκείνοι μαθημένοι να ξεπερνούν τις έγνοιες τους, αποτραβήχτηκαν πάλι στην κουζίνα, γελούσαν και μπουκωνόντανε μεζέδες, λες κι ήθελαν μονοβραδίς να χορτάσουν χρονών πείνα. Κάθησα απόμερα άκεφη κι αναλογιζόμουνα τα λόγια τους. Αυτός ο κίνδυνος, που δεν μπορούσα να τον συλλάβω απόλυτα και που όλο πλησίαζε, γέμισε θολούρα τη σκέψη μου. Πώς ήταν δυνατό να κλείσει έτσι το εργοστάσιο του πατέρα μου, για τις ψωρομηχανές και τα ψωρολεφτά των Γερμανών; Κι εκείνος ο θείος Αριστείδης πώς μπορούσε να σκαρώνει τέτοιες βρωμοδουλειές στον ξάδερφό του, αφού η μητέρα του, η θεία Καλλιόπη, ήταν αδερφή της γιαγιάς και μας αγαπούσε και την αγαπούσαμε; Δεν καταλάβαινα τι θα πει να φτωχήνεις, μα με βασάνιζε η σκέψη πως θάπαυε να ζει το εργοστάσιο του πατέρα μου, που το γνώριζα και το αγαπούσα σαν ένα ζωντανό φίλο. Όσες φορές ερχόταν στο σπίτι μας ο Αλής, ένας γεροδεμένος Τούρκος καβάσης, του γινόμουνα φόρτωμα να με παίρνει μαζί του. Μ' άρεσε ο αέρας εκεί κάτω στο σαπουντζίδικο του πατέρα μου, μοσχοβολούσε πάστρα, σα να ξεδίπλωναν φρεσκοπλυμένη μπουγάδα. Κι ύστερα ήταν κι εκείνα τα θεόρατα καζάνια, που έφταναν ως το δεύτερο πάτωμα, και μέσα ανάδευαν οι «παραγιοί» του πατέρα μου με ξύλινες κουτάλες την καυτή μάζα του σαπουνιού, λες κι ήταν κουρκούτι. Εκείνο το θέαμα, είν' αλήθεια, πως μούφερνε και λίγο δέος γιατί έσμιγε με τα όσα είχα ακούσει για τα καζάνια της κόλασης και για τα βαρέλια που μέσα ρίχνουν οι «Οβραίοι» τα παιδιά για να πιουν το αίμα τους... Μα όλοι οι φόβοι μου σβήνανε όταν έβγαζα τα παπούτσια μου και άρχιζα να τσουλάω πάνω στο πηγμένο σαπούνι, που απλωνόταν σε ξύλινες τάβλες, κι οι εργάτες τόκοβαν σε κομμάτια σα νάτανε γλύκισμα και πατούσαν με βιασύνη τη σφραγίδα του πατέρα μου, ελληνικά και τουρκικά «ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΓΗΣ — Ποιότης Πρώτη— ΑΪΔΙΝΙΟΝ». Και δεν ήταν το ενδιαφέρον μόνο μέσα στο εργοστάσιο, απλωνόταν και έξω, απ' όπου περνούσε ένα ποτάμι κι είχε δεξιά κι αριστερά ταμπάκικα, υφαντουργεία, ταπητουργεία και χάνια. Ένα τσούρμο ξυπόλυτα παιδιά, γεμάτα σπυριά, ψωροφύτη και πονόματο, μπαινόβγαιναν απ' τα μικρά εργατόσπιτα, που οι μανάδες τους αγωνίζονταν να τ' ασβεστώνουν για να τα εξωραΐσουν. Καραβάνια με καμήλες περνοδιάβαιναν, με το ράθυμο γκλιν-γκλαν των κουδουνιών τους και τα παιδιά τρυπώνανε κάτω απ' τις κοιλιές τους και σκούζανε τραγουδιστά: «Καμήλα, βουβάλα τα μάτια σου μεγάλα...» Όταν ερχόταν στο εργοστάσιο κι ο Στέφος με τους φίλους του, τρέχαμε όλα τα παιδιά μαζί κατά τη φάμπρικα του λαδιού του θείου Αριστείδη που είχε μια καμινάδα σα μιναρέ και πολλές αποθήκες χωρίς στέγη, που μοιάζαν με πελώρια πέτρινα κουτιά, γεμάτα μαύρες ελιές και πυρήνα. Εκεί παίζαμε

τα πιο τρελλά παιχνίδια μας. Τα Τουρκόπουλα, με τα ξυρισμένα κεφάλια, που οι γονιοί τους δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί στις γύρω ρωμέικες φάμπρικες, όταν έβλεπαν εμάς τα καλοντυμένα παιδιά, δίσταζαν να μπουν στο παιχνίδι. Στέκονταν παράμερα και μας κύτταζαν με περιέργεια και με ζήλεια, λες κι είμαστε εμείς οι κυρίαρχοι και εκείνα οι υπόδουλοι. Κι όταν δεν τα καταφέρναμε στο παιχνίδι και τα Τουρκάκια δοκίμαζαν να μας ευκολύνουνε, ο Στέφος και οι φίλοι του τους ρίχνανε πέτρες και τους φωνάζανε σα νάτανε σκυλιά: —Ούξου! ουστ, κιοπέκ! Κι όμως, όταν λείπαμε εμείς, όλα εκείνα τα ξυπόλυτα εργατόπαιδα, Τουρκάκια κι Ελληνόπουλα, παίζανε φιλιωμένα, όπως παίζαμε κι εμείς, όταν τύχαινε, με τα παιδιά των μπέηδων, χωρίς ο Στέφος να τολμάει να πει ποτέ σ' εκείνα τα «ασιχτίρια» του.

Μέρες πολλές ύστερα από κείνον το χορό του Ταλάτ, παρακολουθούσα ερευνητικά τον πατέρα και τη μητέρα μου και περίμενα ν' ακούσω τα δυσάρεστα νέα. Ένα πρωί ήρθε στο σπίτι η θεία Καλλιόπη, η μικρότερη αδερφή της γιαγιάς, αναστατωμένη. Πήρε τη μητέρα ιδιαίτερα και άρχισε να της μιλάει και να κλαίει. —Δεν το άντεχε η συνείδησή μου, έλεγε, να ξέρω κάτι τέτοιο και να σας το κρύψω. Αχ, Μαίρη μου, εγώ το γέννησα και τ' ανάθρεψα αυτό το παιδί; Εγώ; Τι φαρμάκια είν' αυτά που ποτίζει τον κοσμάκη κι εμένανε μαζί; Τι το θέλει τόσο χρήμα, πες μου! Δε χόρτασε πια; Δε φοβάται Θεό, να πατάει συνεχώς σε πτώματα για να θησαυρίζει; Θυμάσαι κι άλλοτες τι ζημιές του είχε κάνει του καϋμένου του Βασιλάκη μ' εκείνο το εργοστάσιο της γλυκερίνης; Και τότε είχα πέσει στα πόδια του, τον παρακαλούσα· βρε χρυσέ μου, βρε καλέ μου... σκέψου το άδικο που κάνεις στον ξάδερφό σου, που μόνο εμπιστοσύνη και καλωσύνη σούδειξε. Η απάντηση του ξέρεις ποια ήταν; Να μου πει πως έχω κι εγώ το χαλασμένο μυαλό του «προκομμένου» του ξαδέρφου του, της αδερφής μου της Ερηνάκης και του «αχαΐρευτου» του αδερφού μου του Θανάση... «Σας σιχαίνουμαι όλους εσάς, μου είπε, γιατί είστε αδύνατα όντα και πάτε να κρύψετε την αποτυχία σας κάτω από την καλωσύνη. Την καλωσύνη! Χαρά στη λέξη! Δεν το χρειάζονται το ανόητο αυτό αίσθημα οι δυνατοί, γιατί ορθοποδίζουν με το σπαθί τους. Τι με νοιάζει τι σκέφτονται για μένα οι χρεοκοπημένοι, όταν με σέβονται οι ισχυροί. Όποιος στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μου δε σταματώ να ξετάσω την άποψή του, σαν το Βασιλάκη, τον συντρίβω. Δεν έχω καιρό... Μάνα, με νοιώθεις; Δημιουργώ, χτίζω, ανεβαίνω...» Η θεία Καλλιόπη έκλαιγε. —Μου είπε κι άλλα πολλά, παιδί μου, μα είναι γιος μου και δεν μπορώ να τα επαναλάβω, γιατί θα τον σιχαθούν κι οι πέτρες. —Μην κάνεις έτσι, θεία Καλλιόπη, είπε η μητέρα. Μήπως δεν τον ξέρουμε. —Κανείς δεν τον ξέρει, κόρη μου, ως που ακριβώς μπορεί να φτάσει. Κανείς, ούτε κι εγώ η έρμη. Πρώτη φορά θα σου εκμυστηρευτώ τι μας έκανε μ' εκείνον το Χουσεΐν - μπέη. Μόλις κατάλαβε πως του άρεσε η Έλλη μου, αντί να κοιτάξει πώς να τον απομακρύνει από την αδερφή του, αυτός τον πήρε συνεταίρο για να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του. Και τον κουβαλούσε όλη την ώρα στο σπίτι και τον τραπέζωνε κι έβαζε το κορίτσι να του παίζει πιάνο και να του τραγουδάει κι ύστερα τον έσπρωχνε να κάνει του κόσμου τα άδικα σε Ρωμιούς και σε Τούρκους. Κι όταν τον μάδησε για καλά και τον

εξέθεσε, τότε τον έδιωξε και του είπε να το βουλώσει το στόμα του γιατί θα τα γράψει όλα τα σκάνδαλα στην Πόλη και θα τον κάψει. Κι εκείνος, Μαίρη μου, σκέψου, Τούρκος κι είχε περισσότερη καρδιά! Έφυγε για την Προύσα. Έφυγε και είπε: «Χαλάλι του του εντεψίζη. Να χρωστάει χάρη στην αδερφή του που δεν του τίναξα τα μυαλά. Όμως θα μου το πληρώσει το ρεζιλίκι που μούκανε. Θα του την κλέψω τη μικρή και θα την κάνω δική μου...» Κι έχω, Μαίρη μου, τώρα κι αυτή τη λαχτάρα και τρέμω νύχτα - μέρα και δεν τ' αφήνω το κορίτσι μου να ξεμυτίσει, κοντεύω να το κάνω νευρασθενικό. Βρέθηκε κι εκείνο το άγιο παλικάρι ο Σπύρος, και τη ζήτησε σε γάμο, και τον έδιωξε κι αυτόν όπως όλους. Εγώ με ξεβράκωτους δε συγγενεύω, είπε, βγάλτε το απ' το μυαλό σας. Η αδερφή μου είναι αρκετά όμορφη ώστε να με πληρώσουν για να την πάρουν κι όχι να πληρώσω εγώ. Πόσο δυστυχισμένη έπρεπε να είναι η θεία Καλλιόπη για να μιλήσει, για πρώτη φορά, έτσι σκληρά για το μοναχογιό της που καμάρωνε την ομορφιά και την εξυπνάδα του! —Γι' αυτά τα παιδιά θυσίασε τα νιάτα της, άκουγα να λέει συχνά η γιαγιά μου. Μα όσο γλυκιά και τρυφερή της βγήκε η κοπέλα της, τόσο σκληρός κι απάνθρωπος είναι εκείνος ο Αρίστος. Απόταν γέμισε το κεμέρι του άδειασε η ψυχή του... Για το θείο Αριστείδη μιλούσε όλος ο κόσμος με φόβο. Αδικούσε τους αδύνατους. Είχε στο χέρι ακόμα και τους κοτσαμπάσηδες. Καλλιεργούσε ισχυρές φιλίες που έφταναν ως τους Σουλτάνους. Τον φοβόνταν οι Τούρκοι, τον τρέμαν οι Ρωμιοί, τον υπολόγιζαν οι ξένοι. Ήταν ανακατεμένος σ' όλες τις μεγάλες εταιρίες, στις Τράπεζες, στους γαλλικούς και στους εγγλέζικους σιδηρόδρομους. Συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, που με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήρθαν στη Μικρασία να παραμερίσουν τους Αγγλογάλλους. Είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του σαν παραγιός στο εμπορικό κατάστηαα του Όμηρου Τάσογλου. Στεκόταν κράχτης έξω από την πόρτα και καλούσε την πελατεία: «Περάστε, κύριοι και κυρίες. Έχουμε τα καλύτερα παριζιάνικα υφάσματα...» Α, εκείνη η ταπείνωση! Τον κυνηγούσε σε κάθε κατοπινή σκληρότητα και αδικία του. Μα τα χρόνια της βιοπάλης δεν κράτησαν πολύ. Παντρεύτηκε τη μοναχοκόρη του Τάσογλου, κι όταν εκείνη πέθανε πάνω στη γέννα μαζί με το παιδί, κληρονόμησε εκείνος με διαθήκη ολόκληρη την περιουσία της. Σαν κηρύχτηκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ήταν τόσο πλούσιος και ισχυρός που παραμέρισε ως κι αυτόν τον Άγγλο Φόρμπες από το εργοστάσιο γλυκερίνης, και ανάγκασε, με χίλιες ατιμίες, τον πατέρα μου να παραιτηθεί κι αυτός από τη διεύθυνση. Στα μυστικά αρχεία της εταιρίας αυτής βρέθηκε αργότερα, μια πρόταση του μετόχου Αριστείδη Βαϊνδίρογλου προς το Γερμανό συνταγματάρχη φον Χέρτερ, που έλεγε πως ο Βασίλειος Μάγης είναι ανάγκη να αντικατασταθεί αμέσως γιατί εμφορείται από φιλανταντικά αισθήματα και, παρακωλύει την παραγωγήν γλυκερίνης, ήτις, ως γνωστόν, είναι τόσον ζωτική δια τον πόλεμον...» Μόλις η γιαγιά και η θεία Ερμιόνη έμαθαν τη νέα καταστροφή που ετοίμαζε ο Αριστείδης Βαϊνδίρογλου στον πατέρα μου, έτρεξαν στο σπίτι και κλειδώθηκαν μαζί του στο γραφείο, ψάχνοντας για λύσεις. Τους έβλεπα και τους τρεις να χειρονομούν και να βηματίζουν εκνευρισμένα. Κι ύστερα η θεία Ερμιόνη έφυγε βιαστική λέγοντας: —Μην περιμένετε πολλά πράματα από το Γιάγκο. Δε θα τα διαθέσει τόσα λεφτά. Ξέρω καλά τι θα μου πει: «Γυναίκα, βρίσκει και τα κάνει ο Αρίστος. Γιατί δεν τόλμησε ποτέ να σκαρώσει και σε μένα τίποτα;»

3 Η ΘΕΙΑ ΕΡΜΙΟΝΗ είχε μεγάλη αδυναμία στον αδερφό της και σ' εμάς τα παιδιά. Αμφιβάλλω όμως αν για τη μητέρα μου έτρεφε τα ίδια αισθήματα. Ήταν μια γυναίκα ήσυχη, διακριτική και μετρημένη, με πολλή αξιοπρέπεια και με ακόμα πιο πολλή περηφάνεια για το σόι της, που ο άνδρας της, ο Γιάγκος Σιτζάνογλου, το 'λεγε με ειρωνεία «το τζάκι». Η χαρά της ήταν να μας καθίζει πλάι της και να μας επιβάλει ν' ακούμε την ιστορία του παππούλη μας, που ήταν «δάσκαλος του Γένους» και την ιστορία του πατέρα της γιαγιάς μας, που ήταν γιατρός των Σουλτάνων, ξακουστός στην Πόλη για τις αγαθοεργίες του και τα πολλά του λεφτά. Μας τα είχε πει όλα αυτά τόσες φορές, με τις ίδιες πάντοτε μονότονες λεπτομέρειες και τα ίδια, «ήθικά συμπεράσματα», που κουραζόμαστε να την προσέχουμε. Όταν όμως έβλεπε το Στέφο να χασμουριέται, τη Ριρή να κρυφοκοιτάζει το ρολόι, κι εμένα να λύνω και να δένω τα μποτίνια μου, άλλαζε κουβέντα. Μας έφερνε στον κήπο και μας διασκέδαζε με παιχνίδια και αστεία. Εμείς τότε γελούσαμε, παίρνοντας τις αδεξιότητές της για φάρσες. Εκείνο το γέλιο μας έφτανε για να της αλλάξει το σκυθρωπό πρόσωπό της και να του δώσει μια τόσο γλυκιά θωριά.—Πόσο αργά, αλήθεια, κατάλαβα πως η καρδιά της θείας Ερμιόνης ήταν ικανή για τις μεγαλύτερες προσφορές και θυσίες! Κάτω από τα κουραστικά κηρύγματά της για το καλό και για το κακό και για τις καθιερωμένες αξίες, έκρυβε έναν καταχωνιασμένον πόθο για τη ζωή, την αγάπη, τη χαρά, τα παιδικά χαμόγελα. Ο θείος Γιάγκος είχε μια ανυποληψία γενική για όλους τους «γραμματιζούμενους» που δεν ξέρουν ούτε να βγάλουν λεφτά, ούτε να τα κρατήσουν, και μιαν ειδική ανυποληψία για τον πεθερό του, το «δάσκαλο του Γένους», που κατάφερε να κατασπαταλήσει τη μεγάλη προίκα της γιαγιάς και πεθαίνοντας να μην αφήσει στην οικογένειά του άλλο από «άχρηστα συγγράμματα, βιβλιοθήκες και μια ογκώδη έμμετρη αλληλογραφία». Έτσι πήρε αυτός τη θεία Ερμιόνη κυριολεχτικά με το πουκάμισο. —Εμένα ο παππούλης μου, έλεγε, πετάλωνε άλογα κι ο πατέρας μου ήταν καροτσέρης. Και για να δείξει πιο παραστατικά το επάγγελμα του γονιού του, άπλωνε τα χέρια του λες και κρατούσαν γκέμι και συνόδευε τις χειρονομίες του μ' ένα πολύ αστείο και ηχηρό «Ντέι, ντέε, τσε, τσε...», που απογοήτευε τη θεία Ερμιόνη. —Γιατί μουτρώνεις, βρε γυναίκα; της έλεγε. Για μένα ετούτο είναι το καύχημά μου. Βλέπεις η καταγωγή δεν εμποδίζει τους άξιους ανθρώπους να γίνουν κάτι. Η θεία Ερμιόνη ασφαλώς δεν ήταν ευτυχισμένη με τον συμφεροντολογικό γάμο που είχε κάνει. Όμως, η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε να δείξει σε κανέναν τα συναισθήματά της. Ύστερα είχε στο βάθος έναν κρυφό σεβασμό και ένα θαυμασμό για τον άντρα της, που ήξερε να βγάζει λεφτά και ήταν για το Αϊντίνι το υπόδειγμα του τίμιου και μετρημένου νοικοκύρη. Ο θείος Γιάγκος ήταν μικρόσωμος και πολύ ικανός άνθρωπος. Είχε δυο ευκίνητα και πονηρά μάτια με λιγοστές βλεφαρίδες. Όταν μιλούσε με κόσμο τα κρατούσε κατεβασμένα με ταπεινότητα. Κι όμως ήξερε πάντα τι σκέφτεται και τι λογαριάζει στα μύχιά του ο αντικρινός του, έτσι, που στο αλισφερίσι του να είναι όχι μόνο εξασφαλισμένος, μα νάχει πάντα όλον τον κόσμο στο χέρι. Η μόρφωσή του ήταν λιγοστή, μα η περιουσία του ήταν τεράστια. Κι είχε αρπαχτεί απ' αυτήν κι έγινε μέγας και πολύς και έτρεμε μην τη χάσει και ξαναπέσει στη φτώχεια και στις ταπεινώσεις της.

Η δουλειά ήταν γι' αυτόν προορισμός και μοναδική ψυχαγωγία. Όταν γύριζε από το υφαντουργείο του, έβαζε τα παλιά του ρούχα, ξαπλωνόταν σε μια πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια του και σκεφτόταν τις επιχειρήσεις του. Δεν κάπνιζε, γιατί έλεγε, πως με το έξοδο του τσιγάρου ο οικονόμος άνθρωπος χτίζει σπίτι. Μα τα αδύνατα, ευκίνητα δάχτυλά του, που είχαν αποχτήσει μια νευρικότητα από το μέτρημα των λεφτών, έπαιζαν συνεχώς μ' ένα κομπολόι. Τούτο ήταν και το μοναδικό βίτσιο του, μια και δεν έβρισκε ευχαρίστηση ούτε στο πιοτό, ούτε στις παρέες, ούτε στα χαρτιά. Η θεία Ερμιόνη, καθόταν πάντα πλάι του και κεντούσε ή μπάλωνε σιωπηλή. Το σπίτι τους ήταν ήσυχο, πεντακάθαρο και ταχτικό, τόσο ταχτικό, που κουραζόσουν να το βλέπεις. Τα έπιπλα, τα σκεύη, τα ρούχα, όλα έλεγες πως μόλις αγοράστηκαν, λες και δεν τάπιασαν ανθρώπινα χέρια να τους δώσουν την ψυχή και τη ζωντάνια της φθοράς. Άψογες, καλοστολισμένες βιτρίνες δίχως ανησυχία, αίσθημα ή σκέψη. Παιδιά δεν έκαναν και ολοχρονίς ήταν και οι δυο απασχολημένοι με την υγειά τους, που τους φαινόταν κλονισμένη, δίχως ποτέ νάχουν κάτι το σοβαρό. Θάλεγε κανείς πως αυτή την απασχόληση την είχαν εφεύρει για να σπάζουν τη μονοτονία της ζωής τους. Ο κόσμος που συναναστρέφονταν οι θείοι μου δεν ήταν ούτε γλεντζέδες, ούτε άνθρωποι των γραμμάτων, όπως οι φίλοι του πατέρα μου, μα λογικοί και μετρημένοι οικογενειάρχες αφοσιωμένοι στους τύπους και στις παραδόσεις, που αγαπούσαν την οικονομία και ενδιαφέρονταν για τα θέματα της καθημερινής ζωής. Η γιαγιά, έμενε με τη θεία Ερμιόνη, όχι τόσο γιατί το ήθελε η ίδια, μα γιατί έβλεπε πως η κόρη της αντλούσε χαρά και παρηγοριά απ' τον εύθυμο και φιλοσοφημένο χαρακτήρα της. Η γιαγιά είχε μόνο τις ρυτίδες και το ντύσιμο της γριάς. Η καρδιά της έμενε νεανική, ανθηρή, ανήσυχη. Γι' αυτήν, οι χαρές, τα γλέντια, οι αδυναμίες των ανθρώπων ήταν η σάρκα της ζωής και ψυχή η καλωσύνη. Είχε ταξιδέψει στη Μέση Ανατολή κι είχε ζήσει τα παιδικά και τα νεανικά της χρόνια στην Πόλη. Αυτή η επαφή με τους λαούς της Ανατολής της είχε εξάψει τη φαντασία και της είχε δώσει μια μακαριότητα κι έναν πλούτο εντυπώσεων, που για μας τα παιδιά ήταν πηγή δροσερή κι αχόρταστη. Η γιαγιά πάσχιζε ν' αλλάξει τη θεία Ερμιόνη, να την κάνει αληθινή γυναίκα, όπως ήταν η μητέρα· μα δεν τα κατάφερνε. —Έχεις εκείνον το Γιάγκο, έλεγε με πίκρα, καλός και άξιος ο ευλογημένος, μα σφιχτός, πολύ σφιχτός και στενόκαρδος. Πώς να ξανοιχτεί και να ξαλλεγράρει κι εκείνη η Ερμιόνη μου! Όταν την έπνιγε η μονοτονία των Σιτζάνογλου έριχνε το μποξαδάκι της στις πλάτες και, ψηλή και λυγερή, ανέβαινε σβέλτα την Ουζούν-Ερίμ για νάρθει στο σπίτι μας να διασκεδάσει. Σ' εμάς, όποιαν ώρα της μέρας κι αν ερχόταν κανείς, έβρισκε πάντα κόσμο και κίνηση και κουζίνα σε δράση. Μοσχοβολούσαν ψητά και τηγανητά και λουκουμάδες και χαλβάδες και κατημέρια· δε χρειαζόταν καν να υπάρχει η πρόφαση κάποιας γιορτής. Μπαινόβγαιναν τα παιδιά της γειτονιάς, οι δασκάλοι μας, οι ράφτρες, οι παραδουλεύτρες, οι γειτόνισσες, φτωχές και πλούσιες, οι χαρτορίχτρες, η διανοούμενη νεολαία του Αϊντινιού. Κάθε Τετάρτη, μαζεύονταν οι συγγένισσες κι οι φίλες, για να γίνει ο φιδές. Ο φιδές ήταν ένα είδος ψιλό και στρογγυλό κριθαράκι, σα χοντρές οξείες, που τόφτιαχναν οι γυναίκες στρίβοντας με δεξιοτεχνία το ζυμάρι ανάμεσα στα βουτυρωμένα δάχτυλά τους και το αράδιαζαν πάνω σε κόσκινα, σε σίτες και σε τραπέζια στρωμένα με ολόασπρα τραπεζομάντηλα.

Το σόι του πατέρα μου, που φιλοδοξούσε να δίνει στον κόσμο την εντύπωση της πιο μονιασμένης οικογένειας, ήταν στην πραγματικότητα χωρισμένο σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες. Στη μια ανήκε η γιαγιά, ο θείος Θανάσης, η θεία Καλλιόπη κι ο πατέρας, γιατί ήταν όλοι τους παραλλαγές ενός ζωντανού, λαϊκού, εύθυμου και καλόκαρδου μοτίβου, στην άλλη ο θείος Αριστείδης και δυο άλλα πλούσια αδέρφια της γιαγιάς, ο θείος Περικλής κι ο θείος Ορέστης με τις οικογένειές τους. Η θεία Ερμιόνη βρισκόταν ανάμεσά τους με το ένα πόδι εδώ και τ' άλλο εκεί. Οι γυναίκες του θείου Περικλή και του θείου Ορέστη ήταν γνωστές στο Αϊντίνι για τις μεγάλες προίκες τους και την ψωροπερηφάνεια τους. Είχαν κι οι δυο αρχαιόπρεπα ονόματα, όπως συνηθιζόταν στη Μικρασία. Ηλέκτρα έλεγαν τη μία, Ιώ την άλλη. Όταν τις έβλεπε η θεία Καλλιόπη να καταφτάνουν τις Τετάρτες, με τις κόρες τους, ντούρες ακατάδεχτες, με σουρωμένα τα χείλια τους, σα να ήταν σακουλίτσες με λίρες, έλεγε στη μητέρα: —Μαίρη, ετοιμάσου να μαζέψεις δηλητήρια. Το αχμάκ-καραβάν έρχεται. Ωχ, τι έχεις ν' ακούσεις πάλι, που κάλεσες την Τακουή! —Μα για να τις σοκάρω την κάλεσα, έλεγε η μητέρα, και τις έβαζε να καθήσουν κοντά στην Αρμένισα γειτόνισσά μας. Η Τακουή που με την καλή, λαϊκή της καρδιά και την αφέλειά της δεν ξεχώριζε τις διαθέσεις τους, τις σκουντούσε με τον αγκώνα της σε κάθε αστείο της για να γελάσουν, αναποδογύριζε τα φλιτζάνια του καφέ να τους πει την τύχη τους, αράδιαζε χίλιες - δυο συνταγές για τον έρωτα και την καλλονή, για το πώς λύνονται τα μάγια των ξελογιασμένων αντρών και πως γεννιέται τ' αρσενικό παιδί. Αυτές μειδιούσαν με τσιγκουνιά και στην πρώτη ευκαιρία άλλαζαν θέση. Έπιαναν κρυφά τη θεία Ερμιόνη και της έλεγαν: —Μα επιτρέπεται στη Μαίρη να συναναστρέφεται γυναίκες τέτοιας κοινωνικής τάξεως! Επιτρέπεται; Η θεία Καλλιόπη, έκλεινε τότε το μάτι και ψιθύριζε της μητέρας: —Σουτ! ν' ακούσουμε τις αριστοκράτισσες που άλλο όργανο απ' τη χολή δεν έχουν. Μωρέ θύμισε μου καμιά σόκιν ιστορία να την ξεφουρνίσω, να γελάσουιιε με τα μουτσουνίσματά τους. —Όχι, να χαρείς, θεία Καλλιόπη, της έλεγε η μητέρα. Φτάνει για σήμερα. Πες, καλύτερα, την ερωτική περιπέτεια του καπτάν - Μαθιού με την εγγλέζα λαίδη. Αυτή θα τους αρέσει. Κι η θεία Καλλιόπη άρχιζε τη διήγηση με ευθυμία και μιμόταν τις νευρικές χειρονομίες και τη φωνή του άτυχου καπτάν -Μαθιού, που ήταν ένας καραβοτσακισμένος θαλασσόλυκος κι έγινε ύστερα στεργιανός κι άραξε στο Αϊντίνι, κοντά σ' έναν αδερφό του, γιατί είχε πάθει καταρράχτη και στα δυο του μάτια. Του καπτάν - Μαθιού τις φανταστικές ιστορίες τις ρουφούσε όλο το Αϊντίνι, σα να ήταν νόστιμα θαλασσινά. Μα εκείνη που τις αξιοποιούσε πραγματικά ήταν η θεία Καλλιόπη. Όταν περνούσε καμιά φορά απ' το σπίτι της ο καπτάν - Μαθιός να πιει το καφεδάκι του, τον κούρντιζε να της πει τον έρωτά του με την εγγλέζα λαίδη. —Έχ, μωρέ Καλλιόπ', έκανε κείνος, δε μ' πιστεύ'ς γιατί ως φαίνεται δεν τούνι ξέρ' η αφεντιά σ' τι εξαπουδός είναι ου έρωντας. Αλησμονάς πως τότες τόλιγι η καρδιά τ' Μαθιού κι τα πουντίκια των χεριώνε τ' φουσκώνανι σα σιδερ'κά κι έβραζε η νιότ' στα γαίματά τ' κι έκανε μοναχόζιτ' για ικατό εγγλέζ' ναυάρχ'... Και που τη γνώρισες, μωρέ Μαθιό, τέτοια μεγάλη και τρανή αριστοκράτισσα;

—Στούπα, ντε, κι άλλουτις. Στου λιμάν' ανταμώσαμι. Κι μούπι. «Σ' δίνου όσα πιντόλιρα θες να γίν'ς άντραζιμ' Έναν τέτιουνι λιβέντ' θέλου μαθές»! Μα εγώ δεν παλάβουσα να παντριφτώ γ'ναίκα που δεν ήταν τση σειράζιμ'... Κι ο αθεόφοβος, ο καπτάν - Μαθιός, άρχιζε να περιγράφει σαν ποιητής τη νύχτα που αποχωρίστηκαν στον κήπο της λαίδης. Και την κρατούσε αγκαλιά ως την αυγή και μιλούσανε κάτω απ' το φεγγάρι. Και μεθούσε και συγκινιόταν κι ο ίδιος, τόσο, με τα ψέματά του, που έτρεχαν δάκρυα απ' τ' αρρωστημένα του μάτια. Μα η θεία Καλλιόπη τον κούρντιζε πάλι: —Καλά, μωρέ Μαθιό, πώς μιλούσες με την κοπέλα; Εσύ δεν ξέρεις εγγλέζικα. —Έεε; έκανε με αμηχανία ο μπάρμπα - Μαθιός, καθώς δεν περίμενε τέτοιαν ανάκριση. Βέβαια τα εγγλέζ'κα δεν τα κατέχου, μα ήξερι μαθές η αφεντιά τσ' τ' αρχαία ιλληνικά! —Κι εσύ που τα ξέρεις τα αρχαία; τον βασάνιζε η θεία Καλιόπη με απονιά. —Κατ' λιγουλάκια τα ξέρουμ' κι εμείς δα, μοιάζνι μι τ' αλατζατιανά... Τα πρωινά εκείνα του φιδέ παίρνανε πάντα τον τόνο γιορτής. Οι ασημένιοι δίσκοι πηγαινοερχόντανε με καφέδες και γλυκά — νεραντζάκι, φυστίκι και μελιτζανάκι παραγεμισμένο με μύγδαλο, μαστίχα και πράσινο καρυδάκι. Το κέφι τότε άναβε και καθώς τα χέρια δούλευαν με σβελτάδα το ζυμάρι, άλεθαν κι οι γλώσσες. Κι η καθεμιά έλεγε τις δικές της συνταγές για φαγιά και γλυκά. Ερχόταν και η νύφη του θείου Γιάγκου, η κυρία Ελβίρα Σιτζάνογλου με τα παιδιά της, τις δυο υπηρέτριές της και τις τρεις σειρές φλουριά στο λαιμό της και γινότανε ο στόχος της γενικής ευθυμίας. Μόνο η θεία Ηλέκτρα και η θεία Ιώ της μιλούσαν πάντα με το «σας» και με το «σεις», γιατί είχαν υπόληψη στον άντρα της, που ήταν εργοστασιάρχης. —Θα μας έρθει και ο σύζυγος το απόγευμα, κυρία Σιτζάνογλου; —Θα σας έρθει, έλεγε κι εκείνη που ήταν αγράμματη και φοβόταν μη δε χρησιμοποιήσει το σωστό ρήμα και τις σωστές αντωνυμίες. Το μεσημέρι, όλος Εκείνος ο γυναικόκοσμος έτρωγε στο σπίτι μας και τ' απόγεμα έρχονταν κι οι άντρες απ' τις δουλειές τους και το ρίχνανε στα ουζάκια. Η Ριρή έπαιζε πιάνο και οι νέοι χόρευαν. Αν ο καιρός ήταν καλός, πήγαιναν όλοι μαζί στις γύρω έξοχες — πότε στου Τσακίρογλου, πότε στο Μπουνάρι, πότε στο Κέπεζι και κουβαλούσαν εκεί οι «δούλες» τα λογιών - λογιών μπουρεκάκια, τους παστουρμάδες, τις αγκινάρες τουρσί και τις παραγεμισμένες με αντζούγια ελιές. Ο θείος Θανάσης τότε μεθούσε, έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε, έκανε εξομολογήσεις στις ό'μορφες κι έλεγε στ' αδέρφια του και στο θείο Γιάγκο που συζητούσαν όλο για τις επιχειρήσεις τους. —Αφήστε βρε αρκαντάσηδες, ήσυχα για λίγο τα μυαλά σας. Η ζωή θέλει έρωτα και λουλούδια. Θέλει και κοντάρια χαρά και καλωσύνη, θέλει και ασκιά, πολλά ασκιά κρασί και γέλιο. Έτσι δεν είναι πριγκηπέσσα μου; (Πριγκηπέσσα φώναζε τη γυναίκα του, την Ελπινίκη, σε πείσμα των αδερφών του, που τη θεωρούσαν παρακατιανή). Εκείνη, μαζεμένη και ντροπαλή όπως ήταν, απασχολημένη συνεχώς με τα οκτώ παιδιά της, γύριζε και του χαμογελούσε καλοκάγαθα, χωρίς να μιλάει. Εμείς τα παιδιά δε χάναμε τίποτα από τις κινήσεις και τις διηγήσεις των μεγάλων και τρώγαμε τόσο

πολύ και τόσο άταχτα, που στομαχιάζαμε και παθαίναμε πυρετούς και δυσπεψίες.

Η γιαγιά, δεν παραδεχόταν καμιά αρρώστια εκτός από το μάτι. Ακόμα κι όταν μας έπιαναν ελώδεις, φώναζε την κόνα-Αγγελικώ να μας ξεβασκάνει. Κι εκείνη, άλλο που δεν ήθελε, για να βγάλει κανένα έκτακτο μπαξίσι. Άναβε λιβάνι και διάφορα βότανα και φτερά και δέρματα και κόκκαλα ερπετών και πουλιών στο μπρούτζινο θυμιατό, κι άρχιζε τα ξόρκια της: «Σαντού, Μαντού, η πιο μεγάλ' τσ' νύχτας κι τσ' μέρας, βόηθα να διώξου του κακό...». Με την κόνα -Αγγελικώ είχα περάσει πολύ κοντά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, κι είναι από τις φυσιογνωμίες, που ο χρόνος δεν τις σβήνει στην ανάμνηση, μα τις ζωηρεύει. Ξερακιανή, σβέλτα, με χέρια φαγωμένα από μισόν αιώνα μπουγάδες, μπορούσε να δουλεύει στη σκάφη δώδεκα ώρες και στο μεταξύ να διακόφτει για να μπει στην κουζίνα να φτιάξει κατημέρια, να τηγανίσει «τζιεράκια», να μας λούσει όλα εμάς τα παιδιά, να τρίψει τα μπακίρια, να επιδοθεί σε ξόρκια και γιατροσόφια. Έκοβε το «σαρλίκι» με μέλι και μετάξι, τις «μαγουλήθρες» των παιδιών με το Πεντάλφα, γήτευε τον «παροξυσμό», τον «κουκλού», τον «ψωροφύτη». Κάποτε παρατούσε τη δουλειά για να τρέξει να σαβανώσει και κανένα Χριστιανό, για την ψυχή της. Η κόνα-Αγγελικώ είχε αδυναμία στα παραμύθια. Ίσως γιατί την απομάκρυναν απ' τη σκληρή ζωή της, ίσως και γιατί σ' αυτά έβρισκε μια διέξοδο η ζωηρή φαντασία της. Όταν μας ξεφορτωνόταν η μητέρα, γιατί είχε δικές της συντροφιές, μας μάζευε αυτή γύρω της και μας έλεγε πότε για τις νεράιδες που βγαίνουν τη νύχτα απ' τα μπουνάρια και ξελογιάζουν με την ομορφιά τους τους άντρες και πότε για τα στοιχειωμένα τσοκαράκια της Βαλιντέ - χανούμ που τη σκότωσε ο άντρας της από ζήλεια κι από τότε τις νύχτες τρέχουν μόνα τους τα τσοκαράκια και φωνάζουν την κυρά τους: «Βαλιντέ! Βαλιντέ!» Όταν πρωτακούσαμε το παραμύθι αυτό, ούτε η Ριρή, ούτ' εγώ κλείσαμε μάτι. Καθώς προχωρούσε η νύχτα κι οι δρόμοι πέφτανε στη σιωπή του φόβου, ακούστηκε η χτύπος του ραβδιού του παζβάντη: «Ταμ, ταμ, ταμ, τάκα, τάκα, νταν...». Άλλοτε ο χτύπος αυτός μας έδινε το αίσθημα της σιγουριάς. Ήταν το σύνθημα για τον κόσμο να κοιμηθεί ήσυχα, γιατί οι παζβάντες άγρυπνοι φρουροί φύλαγαν τη ζωή και την περιουσία του. Μα εκείνη τη νύχτα η φαντασία μας έτρεχε αχαλίνωτη. —Ακούς; Ακούς τα τσοκαράκια; ψιθύρισε η Ριρή. —Ακούω, της είπα κι έτρεμα σύγκορμη. Ο αγαπημένος ήρωας της κόνα-Αγγελικώς ήταν ο Τσάκιτζης, ο ξακουστός Εφές του Αϊντινιού. Μας τον παράσταινε προστάτη της φτωχολογιας, μεγαλόκαρδο, σελμπέση και δίκαιο. Μα μέσα σ' εκείνες τις διηγήσεις της έβαζε και τους δικούς της καϋμούς και πόθους, τις προσδοκίες, τις πίκρες και το άχτι της για τις αδικίες των ισχυρών. Έβρισκε ξεχωριστή ευχαρίστηση να διηγιέται, με νέες πάντα παραλλαγές, την ιστορία του σκληρού και άπονου Ραμάζη, του τσιφλικά, που έκανε «μαύρη κι άραχλη» τη ζωή των φτωχών κι άφηνε τα παιδιά τους να πεθαίνουν απ' το χτικιό. Μα ένα βράδυ ο Τσάκιτζης ζώστηκε τις πιστόλες του, καβαλίκεψε τ' άσπρο του το άτι και «τάκα-τουκ, τάκα-τουκ», νάτος με τα παλικάρια του στον κούλα του Ραμάζη. —Διαόλου σπέρμα — του λέει — τοιμάσου να παραδώσεις ψυχή!

Εκείνος προσκύνησε και του φιλούσε χέρια και πόδια τάζοντάς του τα πιο πλούσια δώρα για να του χαρίσει τη ζωή. —Αμάν γιαβρούμ! Αμάν... Μα ο εκδικητής των φτωχών δεν είχε οίκτο για το σιχαμερό εκείνο σκουλήκι. —Κι μπαμ! — ξέσπασε με άγρια χαρά η κόνα - Αγγελικώ — άδειαζ' τσι μπιστόλες τ' στην καρδιά τ'. Κι τ' παίρν' του κιμέριτ μι τσ' λίρις — λίρα να ιδεί του μάτι σ' κι να σαστίσ'. Κι βγάζ' ντιλάλ' κι κράζ' σι σύναξ' ούλιοι τσι χουργιάτις Τούρκ' κι Ρουμιοί, που βρώμαγαν τα χνώτα τ'ς απ' τ' πείνα... Και ο τιμωρός της αδικίας καλούσε τότε τους χωριάτες να σφάξουν βόδια κι αρνιά και γουρούνια και ν' ανοίξουν τα βαρέλια με το ρακί και να ριχτούν στο φαγοπότι. Κι έδινε ένα σακουλάκι λίρες στο Μεχμέτη που είχε δώδεκα παιδιά, κι άλλο ένα σακουλάκι στο Γιώργη που είχε αστεφάνωτες τις πέντε κόρες του. —Κι να εδώ, κι να κι κει, έπισι του χρυσάφ' κι τ' ασήμ σαν του σπόρου... Άαχ! Δεν νταγιαντιόταν πιδάκια μ' άλλου η φτώχεια... Τα μάτια της κόνα - Αγγελικώς άστραφταν, τα χέρια της πλανιόνταν ανοιχτά στον αέρα, λες κι ήταν και η ίδια εκειδά που μοίραζαν τις λίρες ν' αρπάξει κανένα σακουλάκι να το τρέξει στην κόρη της την Ασημίνα και στα εγγόνια της... Μα μια και δεν τον είχε πρόχειρο τον Τσάκιτζη να την ευεργετήσει, βόλευε τη φτώχεια της ξαφρίζοντας τα δικά μας κελάρια. Το βράδυ, όταν έφευγε κι έτρεχα ξοπίσω της ως το δρόμο τραβώντας την απ' τις φούστες, ένοιωθαν τα δάχτυλά μου όχι το αποσκελετωμένο κορμί που υποδεχόμουνα το πρωί, μα διάφορα κουτιά και δέματα μαλακά και σκληρά, χωμένα μέσα στο μακρύ βρακί της, που έδενε στον αστράγαλο, και κάτω απ' τις καμιζόλες της, όπου κολυμπούσαν δυο πλαδαρά στήθια. Μα η ανακάλυψή μου αυτή δεν την τρόμαζε. Ήξερε πως δε θα το πρόδινα σε κανέναν το μυστικό της, γιατί την αγαπούσα αληθινά. Άλλωστε, στο σπίτι μας τέτοια «ψιλοπράματα» κανείς δεν τα υπολόγιζε τότε.

Ο πατέρας ήταν ο καλύτερος υποστηριχτής της ελληνικής κοινότητας του Αϊντινιού. Ήταν έφορος του Άη - Γιώργη. Φρόντιζε για την καλή λειτουργία του ελληνικού νοσοκομείου, βοηθούσε οικονομικά τη Λέσχη, που ήταν ένα πνευματικό κέντρο. Έβρισκε πως μέσα σ' εκείνα τα ιδρύματα κρατιόταν άσβηστη η φλόγα του πατριωτισμού που θύμιζε στους ραγιάδες την Ελλάδα, τη μητέρα τους. Δεν τον φόβιζαν ούτε οι κόποι, ούτε τα έξοδα, ούτε οι συχνές ενοχλήσεις των ζαπτιέδων και οι ατομικοί κίνδυνοι, που ήξερε να τους ξεπερνάει χάρη στις σχέσεις που καλλιεργούσε, γι' αυτό το λόγο, με τους μπέηδες κι όλους τους ισχυρούς Τούρκους. Τον τελευταίο καιρό όμως προτιμούσε να περνάει τις ώρες του στην ταβέρνα του Βελιχέρη, όπου, με το πρόσχημα πως ήταν ανάγκη να βλέπεται με Τούρκους και Ρωμιούς για τις δουλειές του, τόριχνε στο ρακί και γύριζε, σχεδόν κάθε βράδυ, εύθυμος και αισιόδοξος για το μέλλον. Η μητέρα δεν γκρίνιαζε γι' αυτό. Ήταν κι εκείνη δοσμένη με πάθος στην προετοιμασία των «ζουρ-φιξ» της, που τα είχε καθιερώσει κάθε Σάββατο. Τα «ζουρ-φιξ» αυτά δεν έμοιαζαν με τις άλλες οικογενειακές συγκεντρώσεις. Έπαιρναν ένα τόνο

φιλολογικό. Ερχόταν εκεί όλη η μορφωμένη νεολαία, ένα σωρό πλουσιόπαιδα που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη. Ήταν παράξενο για την εποχή εκείνη ν' ακούει κανείς τους νέους αυτούς, που ζούσαν στα βάθη της Τουρκίας, να μιλούνε για δημοτικισμό, για σοσιαλισμό, για ελεύθερο έρωτα, για Σολωμό και Κάλβο. Ένα ασυγκράτητο πνεύμα φιλελευθερισμού χαρακτήριζε τους πιο τολμηρούς. Η μητέρα τους δεχόταν σ' ένα ειδικό δωμάτιο, με ωραίους πίνακες και βιβλιοθήκες, για να απομονώνονται απ' τις άλλες παρέες που έπιναν και θορυβούσαν ή έπαιζαν χαρτιά. Όλοι εκείνοι οι νέοι επιστήμονες την περιβάλλανε μ' ένα θαυμασμό σχεδόν ερωτικό. Δεν τους τραβούσε μόνο η ομορφιά της, μα και η τόλμη της να δέχεται το μοντέρνο πνεύμα, που αυτοί κουβαλούσαν με τις αποσκευές τους απ' την Ευρώπη. Η φιλία της μητέρας μου με την ομάδα εκείνη των λογίων του Αϊντινιού είχε αρχίσει μια μέρα στη Λέσχη, όταν έδινε μια διάλεξη ο γιατρός Αλέξης Μπένας. Τα συντηρητικά αντρόγυνα σχεδόν αποδοκίμασαν το γιατρό για τις «ανάρμοστες» σκέψεις του πάνω στον έρωτα και στη θρησκεία. Τότε η μητέρα σηκώθηκε με θάρρος και υποστήριξε πως είναι δικαίωμα των νέων ν' αρνιούνται ό,τι πάλιωσε και να ψάχνουν για το καινούργιο. Η σεμνοτυφία, είπε, είναι υποκρισία και σαδιστική εφεύρεση των καλογέρων. Σκάνδαλο μεγάλο ξέσπασε, γιατί δεν άρμοζε σε γυναίκα παντρεμένη να σηκωθεί να μιλήσει για τέτοια πρωτάκουστα θέματα. Χρειάστηκε ν' αγωνιστεί ο πατέρας μ' όλο το κύρος του, για να σταματήσει τουλάχιστον το φανερό σούσουρο. Ο Αλέξης Μπένας ήταν ο πιο περιζήτητος γαμπρός σ' όλο το Αϊντίνι. Ήταν ψηλός, μελαχροινός, με πολύ αδρά χαρακτηριστικά. Το ντύσιμό του ήταν άψογο και τα χέρια του — αυτό μου είχε κάνει τότε τη μεγαλύτερη εντύπωση — μύριζαν πάντα λεβάντα. Είχε σπουδάσει στο Παρίσι κι ο πατέρας του, πεθαίνοντας, του είχε αφήσει μια μεγάλη κτηματική περιουσία. Έμενε ωστόσο αίνιγμα αξεδιάλυτο, γιατί ο Αλέξης Μπένας δεν είχε δεχτεί κανένα απ' τα αξιοπρόσεχτα συνοικέσια που του πρότειναν, κι ούτε κι έτρεφε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για τις τόσες πολύφερνες νύφες της μικρής πλούσιας πολιτείας. Γι' αυτό οι γυναίκες του κύκλου του, ιδίως όσες είχαν κόρες της παντρειάς, όταν τον έβλεπαν τόσο περιποιητικό και προσηλωμένο στη μητέρα μου, ζήλευαν και άφηναν ύπουλα να τους ξεφεύγουν διάφορα υπονοούμενα. —Θα μπορούσε δα ο γιατρός να είναι περισσότερο προσεχτικός στις εκδηλώσεις του θαυμασμού του προς τη Μαίρη Μάγη. —Μα κι εκείνη δεν πάει πίσω, πρόσθεταν οι πιο φαρμακερές γλώσσες. Ο πατέρας μου ζήλευε κι αυτός για την περικύκλωση που έκαναν στη μητέρα όλοι εκείνοι οι νέοι, αλλά, ήταν φανερό, πιο πολύ ανησυχούσε για το γιατρό. Όταν τον έβλεπε στα «ζουρ-φιξ» πάθαινε μια νευρικότητα κι όλη ώρα έμπαινε μέσα στο γραφείο και παρακινούσε τη μητέρα να πάει με τους άλλους καλεσμένους του, που ήταν συνήθως αντιπρόσωποι ξένων εταιριών, έμποροι και βιομήχανοι, περαστικοί και ντόπιοι. Πολλές φορές, όταν η μητέρα τού μιλούσε για τις σκέψεις του γιατρού και τις επιστημονικές επιτυχίες του, εκείνος κατσούφιαζε και με παιδιάτικη αφέλεια έδειχνε τα αισθήματά του:

—Είναι καυχησιάρης, έλεγε, και ξιππασμένος. Ένας σοβαρός άντρας δε θα περηφανευόταν για τόσο ασήμαντη δράση.

Η μητέρα ήταν κόρη ενός παραγγελιοδόχου απ' τα Δωδεκάνησα. Όταν κάποτε, φτωχή και άσημη μαθητριούλα, ήρθε να παραθερίσει σε μια θεία της στη Σμύρνη, γνώρισε τον πατέρα, διάσημο γλεντζέ της εποχής, που τον περιτριγύριζαν πολλές νύφες γιατί ήταν ευχάριστος και είχε τη φήμη πλούσιου γαμπρού. Ο πατέρας θαμπώθηκε απ' την ομορφιά και τη ζωηράδα του κοριτσιού, κι αισθηματικός καθώς ήταν, τη ζήτησε αμέσως σε γάμο. Τ' αδέρφια της μητέρας βρήκαν μοναδική την τύχη να ξεφορτωθούν χωρίς προίκα το θηλυκό διάβολο της οικογένειας. Η μικρή έκλαψε, αντιστάθηκε, μα στο τέλος, όταν έπεσαν όλοι οι συγγενείς απάνω της και της εξόγκωσαν την ευτυχία που την περίμενε, δέχτηκε. Το ζευγάρι έφυγε για το Αϊντίνι. Με τον πρώτο χρόνο γεννήθηκε η Ριρή κι ευθύς μετά ακολούθησε ο Στέφος. Μα τα παιδιά φαίνεται πως δεν έφταναν για να γεμίσουν τη ζωή της μητέρας, που και η ίδια ήταν ακόμη παιδί. Ο πατέρας δεν είχε καταφέρει να της επιβληθεί και να γεμίσει τη ζωή της. Κολάκευε τις πιο εξωφρενικές φαντασίες της και την ηφαιστιακή προσωπικότητά της, που αναζητούσε πάντα καινούργια ξεσπάσματα. Στην αρχή γέμισε το σπίτι με κάθε λογής δασκάλους. Άρχισε να μαθαίνει γαλλικά και ζωγραφική με τον κύριο Φρανσουά, έναν ξεπεσμένο Φραγκολεβαντίνο, που χειμώνα - καλοκαίρι φορούσε ένα αξιοδάκρυτο «μπομπέ». Τον έντυσε, τον τραπέζωνε, τον επέβαλε σα δάσκαλο της μόδας. Έπειτα ανακάλυψε ένα νεαρό καθηγητή, τον κύριο Ιππόλυτο που φορούσε τις πιο παράξενες «φλοτάν» γραβάτες κι έγραφε ποιήματα. Ο κύριος Ιππόλυτος της έκανε μαθήματα φιλολογίας. Τη γνώρισε με Έλληνες και ξένους ποιητές και η μητέρα αξιοποιούσε όλες αυτές τις γνώσεις στις φιλολογικές συγκεντρώσεις, που γίνονταν στη Λέσχη. Για ένα άλλο φεγγάρι άρχισε πιάνο μ' ένα νεαρό Γερμανό, τον Χανς Βάισμαν, που δούλευε στο στρατιωτικό ασύρματο. Σε λίγο, παράτησε το πιάνο κι άρχισε κιθάρα με τον Μπρούνο Μαρίνι, έναν Ιταλό μπεκρή, κουρδιστή πιάνων. Τη θεία Ερμιόνη τη σκανδάλιζαν φοβερά οι ασχολίες αυτές της μητέρας κι έλεγε: —Δεν ήταν η Μαίρη η γυναίκα που χρειαζόταν ο Βασιλάκης. Είναι πολύ όμορφη και ανήσυχη κι εκείνος πολύ σπάταλος και με αδύνατο χαρακτήρα. Ο πατέρας, ωστόσο, παρά το υπόκωφο κουτσομπολιό που γινόταν γύρω από τη γυναίκα του, ήταν κατενθουσιασμένος. Οι φιλολογικές και καλλιτεχνικές επιδόσεις της του έλυναν το δύσκολο πρόβλημα της ψυχαγωγίας της, που μόνος του δεν κατάφερνε να το αντιμετωπίσει. Σταθερό σύμμαχό του είχε τη γιαγιά που λάτρευε τη νύφη της. Σ' αυτήν έβλεπε την προβολή της δικής της ζωής. —Έτσι ήμουνα κι εγώ στα νιάτα μου, συνήθιζε να λέει, ζωντανή και καλοβαλμένη, κι αναζητούσα να σπάσω την ανία της χαρεμίστικης ζωής. Όταν γεννήθηκα εγώ, η μητέρα άφησε μονομιάς όλες τις διασκεδάσεις και τις εκκεντρικότητες. Ήμουνα τόσο αδύνατο και φιλάσθενο παιδί, που μ' έβρισκαν κάθε λογής επιδημίες. Κι εκείνη πάλευε

απελπισμένα με τη φύση και με τον κόσμο, που με ειρωνευόταν για την ασχήμια και τα παθήματά μου. Είχε βάλει πείσμα να με κρατήσει στη ζωή, να με μεταμορφώσει. Και στην προσπάθειά της αυτή, που έγινε ο νέος της προορισμός, είχε για κύριο βοηθό τον Αλέξη Μπένα. —Δεν έχει τίποτα το σοβαρό η μικρή, την ησύχαζε ο γιατρός. Ως δέκα χρονώ θα είναι κάπως πιο ευαίσθητο παιδί· ύστερα θα δυναμώσει, θα γίνει αγνώριστη. Ωστόσο, ήταν στιγμές που αποθαρρυνόταν για μένα ως κι αυτή η μητέρα μου και πίστευε πως το πέρασμά μου απ' τη ζωή θα ήταν πολύ σύντομο. Νύχτες ολόκληρες ξαγρυπνούσε στο προσκεφάλι μου και το ωραίο χέρι της απλωνόταν με αγωνία μια στο μέτωπό μου και μια στο σφυγμό μου. Ο γιατρός δεν έλειπε τότε από κοντά της. Πολλές φορές καθώς άνοιγα τα βαριά μάτια μου και τον έβλεπα πλάι της να προσπαθεί περισσότερο να ησυχάσει εκείνη, παρά να γιατρέψει εμένα, σκεφτόμουνα πόσο ωραία θα της ταίριαζε της μαμάς αν ήταν αυτός ο άντρας της... Μα ευθύς, μετάνοιωνα για τη σκέψη μου, γιατί είχα τόση αγάπη στον πατέρα.

4 Ο ΠΡΩΤΟΣ παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε επηρεάσει πάρα πολύ τον τρόπο της ζωής στο Αϊντίνι. Οι δουλειές κλείναν κάπως δυσκολότερα από πριν, μα όσοι πλούσιοι τα κατάφερναν νάχουν ένα μπέη προστάτη ή συνέταιρο θησαύριζαν κι απόφευγαν τις επιτάξεις, το στρατιωτικό και τους διωγμούς. Ένας παρδαλός κόσμος ανακατευόταν κι ερχόταν σε κάθε λογής συναλλαγές με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ρωμιοί εμπορευόμενοι και χωριάτες με μαύρες βράκες και χρωματιστά τουζλούκια στις γάμπες. Αρμένηδες με φέσια, φοβισμένοι απ' τους διωγμούς, μα καπάτσοι. Εβραίοι με άσπρες γκελεμπίες, που συναγωνίζονταν σε πονηριά τους Λεβαντίνους. Ιταλιάνοι ξεπεσμένοι και Γερμανοί που αναζητούσαν ζωτικό χώρο. Αγαθοί Τούρκοι χωρικοί που αγόραζαν και πουλούσαν καθισμένοι σταυροπόδι στα μπεζεστένια, με τον απαραίτητο ναργιλέ πλάι τους, λες και τους απασχολούσε περισσότερο αυτός με το ραχάτι του, παρά οι πονηριές του εμπορίου. —Ζαράρ γιοκ, εφέντιμ!... Οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου, που τους έζησαν τόσο δραματικά άλλα μέρη της Μικρασίας, εδώ δεν είχαν πάρει μεγάλη έκταση. Στο σπίτι συζητούσαν όλη ώρα για τις σχέσεις των ραγιάδων με τους Τούρκους. Ο γείτονάς μας, ο Κωστάκι' - εφέντης, που ήταν διορισμένος στα τούρκικα δικαστήρια, υποστήριζε πως μ' ένα φέσι κι ένα καλό μπαξίσι τον ξεγελάς σίγουρα τον Τούρκο και του παίρνεις το έχει του: —Κι αν του προσφέρεις και κανένα ουζάκι με λίγη φιλία για μεζέ, του παίρνεις και την καρδιά του. —Κακά τα ψέματα, τον έκοβε ο θείος Γιάγκος. Λίγα μας τρώνε οι μπέηδες, ως κι αυτοί οι τσαούσηδες κι οι ομπασήδες, για να γλυτώσουμε το στρατιωτικό και να μη μας στέλνουν στο σπάσιμο της πέτρας; Κι ύστερα τις επιτάξεις που τις βάζεις; Ο Κωστάκι' - εφέντης επέμενε στην άποψή του: —Έχεις παράπονο κι εσύ, μωρέ Γιάγκο, που φόρεσες τη στρατιωτική στολή και δεν το κούνησες απ' το εργοστάσιό σου; Άσε να παραπονεθεί η πλεμπάγια, ο Αριστοτέλης ο δάσκαλος, που ρασοφορέθηκε για να γλυτώσει, κι ο μάστρο - Στυλιανός ο δόλιος, που έχασε και τα δυο τα παλικάρια του στην Κόνια! Αυτά είναι δράματα. —Κωστάκι' - εφέντη, έμπαινε στην κουβέντα κι ο πατέρας, δεν τα κρίνεις σωστά τα πράματα. Απ' τον καιρό που μας κουβαλήθηκαν οι Νεότουρκοι κι οι Γερμανοί, πονηρεύτηκαν κι οι δικοί μας εδώ κάτω και μας κάνουν το βίο αβίωτο. Να μου πεις για τα παλιά χρόνια. Τότε, μάλιστα, περνούσαμε ζωή χαρισάμενη. Έτρεχε ο παράς, αδερφέ, έτρεχε σαν το νεράκι απ' τη βρύση... —Εσένα, Βασιλάκη, δε σε αδικώ, του απαντούσε ο άλλος, μα ο Γιάγκος ας μη μας λέει πως τον ζημίωσε ο πόλεμος. Ποιος την έκλεισε εκείνη τη δουλειά με τα υφάσματα του τουρκικού στρατού στα 16; Το ξέχασες; Ο θείος Γιάγκος δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του, ιδίως όταν μιλούσε με χρήσιμους ανθρώπους: —Φίλτατε Κωστάκι'- εφέντη, ξέρεις καλά πως αν δεν έπαιρνα τον Εσρέφ - μπέη συνέταιρο, θάχανα και τ' αυγά και τα καλάθια... Μα νομίζω πως τη συζήτηση τη στενέψαμε και την κάναμε προσωπική. Το ζήτημα είναι αλλού. Αν οι Τούρκοι δε μας πολυενοχλούν εδώ κάτω στις πολιτείες, είναι γιατί μας έχουν ανάγκη. Είμαστε — πως να στο πω — η μαγιά που ανεβάζει το ψωμί. Τη μόρφωσή μας, την

ειδίκευσή μας, τις ικανότητές μας, τις χρειάζονται ώσπου να γίνουν οι ίδιοι άξιοι να πάρουν στα χέρια τους τα χαλινάρια. Πάρε παράδειγμα την αφεντιά σου. Αν είχαν πολλούς Τούρκους νομικούς, θα σ' άφηναν ποτέ εσένα, Χριστιανό, ν' απονέμεις το δίκιο; Κύττα όμως τι γίνεται με τους κτηματίες. Στην πρώτη μπόρα αυτοί τα πληρώνουν. Γιατί; Γιατί, αδερφέ μου, η γη τούς χρειάζεται κι έχουνε χέρια ικανά να τη δουλέψουν... Ο θείος Γιάγκος είχε ένα υφαντουργείο - ταπητουργείο, που έκανε χρυσές δουλειές, ακόμα και με το εξωτερικό, ποτέ του όμως δεν ήταν ικανοποιημένος με όσα κέρδιζε, ή κι αν ήταν, ποτέ δεν τ' ομολογούσε. Αισθανόταν πιο σίγουρος να κλαίγεται και να παρασταίνει το βιοπαλαιστή. Ακόμα και στη θεία Ερμιόνη, τη γυναίκα του, δεν ομολογούσε τι κέρδιζε. Της έλεγε μόνο τι έχανε. Ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι έκανε ο πατέρας μου.

Όταν ο Ταλάτ - μπέης έφυγε απ' το Αϊντίνι, διατήρησε αλληλογραφία με τον πατέρα μου και συχνά έστελνε και διάφορα δώρα: χαλιά απ' το Ουσάκ και τα Σπάρτα, βάζα απ' την Κιουτάχεια. Μας έστειλε κάποτε και τον ύμνο του σε νότες, μα η μητέρα δεν άφηνε τη Ριρή να τον παίζει στο πιάνο, γιατί υμνούσε τους Τούρκους, κι εμείς, έλεγε, είμαστε και θα μείνουμε Έλληνες. —Και τότε γιατί δεν τους σκοτώνουμε όλους τους Τούρκους, να μείνουμε εδώ μόνοι μας; ρωτούσε ο Στέφος. —Γιατί δεν έχουμε όπλα και στρατό. Εμείς πρέπει να υπομένουμε και να υποκρινόμαστε τους υποταχτικούς, ώσπου νάρθει η ώρα να λευτερωθούμε. Τότε πεταγόμουνα κι εγώ στη συζήτηση και ρωτούσα τι θα πει «να υποκρινόμαστε». Η μητέρα δυσκολεύτηκε λίγο να μου εξηγήσει, μα στο τέλος τα κατάφερε και μούδωσε να καταλάβω τι πάει να πει η λέξη ραγιάς. —Και λοιπόν — επέμενα εγώ — υποκρινόμαστε όταν ολοένα καλούμε Τούρκους στο σπίτι μας και τους κάνουμε τεμενάδες; —Και ναι και όχι, γιατί πολλοί είναι καλοί άνθρωποι και καλοί φίλοι κι ο πατέρας σας εργάζεται μαζί τους. —Ο Ταλάτ, μανούλα, είναι καλός; —Είναι ισχυρός. —Κι οι ισχυροί είναι όλοι καλοί; —Ουφ, ουφ! δεν ξέρω, έλεγε με αμηχανία. Ρωτήστε τον πατέρα σας. Η μητέρα πολλές φορές καταπιανόταν να μας καλλιεργεί την εθνική περηφάνεια μας. Μας έλεγε πως οι Τούρκοι είναι οι προαιώνιοι εχθροί μας, μας διηγόταν πως έπεσε η Πόλη και πως ο μαρμαρωμένος βασιλιάς περίμενε να ξαναπάνε πίσω οι Έλληνες να τον αναστήσουν. Μας μιλούσε χωρίς καμιά χρονολογική σειρά, πότε για τις σφαγές των Αρμεναίων στα Άδανα και πότε για τις σφαγές των Σμυρνιών απ' τους γενίτσαρους στην Άγια-Φωτεινή και στο Φασουλά. Πηδούσε στις αρχαίες Τράλλεις, που απόδειχναν πως το Αϊντίνι ήταν ανέκαθεν ελληνικό. Ανακάτευε τους αρχαίους Ίωνες και έλεγε «ο δικός μας ο Όμηρος». Κι ύστερα κατηφόριζε σκόρπια στο 21.

Εμείς την ακούγαμε προσεχτικά, γιατί διηγόταν πάντα τόσο ζωηρά και παραστατικά. Αλλά στο βάθος ούτε εκείνη, ούτ' εμείς πιστεύαμε πως οι αγαθοί Τούρκοι, που έρχονταν στο σπίτι μας με τα χαμόγελα και τα πεσκέσια τους, ήταν οι προαιώνιοι εχθροί μας. Δεν ήταν εύκολο με τον κάθε Τούρκο να συζητάς τέτοια επικίνδυνα θέματα, μα με τον Αλή, τον καβάση του πατέρα μου, το πράμα ήταν διαφορετικό. Θυμούμαι, όταν με πήγαινε περίπατο, πόσο στοργικά με κρατούσε μ' εκείνη την κακοτράχαλη χερούκλα του, που ποιος ξέρει πόσα στρέμματα γης είχε οργώσει και πόσα χτυπήματα είχε δώσει σε ζώα και σ' ανθρώπους. —Αλή, γιατί μας αγαπάς; τον ρώτησα μια μέρα. —Γιατί τρώω ψωμί κοντά σας. —Μα αφού οι Τούρκοι μισούν τους γκιαούρηδες; —Όταν δεν τους βλάφτουν τα νιτερέσα τους, δεν τους μισούνε. —Μα η κυρά-Ευανθία με πήγε τις προάλλες σ' ένα σπίτι που κλαίγανε ένα Ρωμιό σκοτωμένον από ζεϊμπέκηδες. Κι όλοι έλεγαν: «Τον καϋμένο τον άνθρωπο, τον σκότωσαν νύχτα στον Κούλα του. Αχ, να μας ξεκληρίσουν βάλθηκαν εμάς τους Χριστιανούς...». Ο Αλής έμεινε σκεφτικός: —Δε θα ήταν καλός άνθρωπος. Κάποιον θα είχε βλάψει στην περιοχή, ή να σου πω, μπορεί και να θέλανε να πάρουν τα κτήματά του άλλοι τσιφλικάδες. Αυτοί τα σκαρώνουν κάτι τέτοια, κι ύστερα βάζουν εμάς τους φτωχούς... Εγώ επέμενα: —Μα, Αλή, λένε πως όλους τους Χριστιανούς θέλετε να τους ξεκάνετε επειδή πιστεύουν στο Χριστό. Τι σας βλάφτει αυτό εσάς; —Εμάς να βλάφτει; Τέτοιο ένα πράμα, εγώ δεν το σκέφτηκα. Τι με κόφτει εμένα, ποιο Θεό πιστεύουν; Εγώ, σ' όποιον κι αν δουλεύω, Τούρκο ή ραγιά, το ψωμί μου θέλω να βγάζω, τίμια και σωστά, κι απέ... Αυτά τα πράματα, κοριτσάκι μου, δε γίνονται έτσι στο βρόντο. Δε μας διατάζει η καρδιά μας να πιάνουμε στα καλά - καθούμενα το μαχαίρι και δόστου να πετσοκόβουμε τον άλλονε. Τα διατάζουν άλλοι αυτά. —Ποιοι άλλοι; ρώτησα γεμάτη περιέργεια. —Ξέρω κι εγώ; να, οι τρανοί, αυτοί που ξέρουν πότε και πώς πρέπει να γίνονται τούτα ή εκείνα στον κόσμο. Αυτοί, να πούμε, που γράφουνε τα νιζάμια και τα φιρμάνια που οδηγάνε τ' ασκέρια, που κατέχουνε τον πολύ παρά. Σάμπως ξέρω κι εγώ να στα 'ξηγήσω; Πώς να μου τα εξηγήσει καθαρά όλα εκείνα ο καϋμένος ο Αλής, μέσα από το πυκνό σκοτάδι, όπου κρατούσαν τη γενιά του αυτοί που γράφουν τα νιζάμια και τα φιρμάνια, και κατέχουν τον πλούτο και τη δύναμη στον κόσμο; Θυμάμαι ακόμα μια χαρακτηριστική φράση, που μου είπε κάποτε ένας άλλος απλός Τούρκος, ο Χασάνης, ο γκαμηλιέρης, που τον είχε, θαρρείς, γεννημένον εκείνη η γη, σα δέντρο της: —Όσα φωτίζει το λυχνάρι μας με το κοντό φυτίλι του, αυτά μόνο βλέπουμε, κοριτσάκι μου...

Καθώς η ανάμνηση ζυμώνει τα παλιά με τα καινούργια, μου φαίνεται σα να μου την είπε χτες μόλις την κουβέντα αυτή ο σεβάσμιος εκείνος γέροντας με το κοντό ανάστημα, τα πυκνά άσπρα γένια και τα καστανά μάτια, τα γεμάτα νωχέλεια και πίστη στο κισμέτ. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς δεν έσβησαν απ' τη μνήμη μου ο Χασάνης κι ο Αλής, όπως τόσοι άλλοι Τούρκοι που γνώρισα, και η μόνη απόκριση που βρίσκω είναι πως οι δυο αυτοί αντιπροσώπευαν, στην καρδιά μου, την αγνή και αγαθή ψυχή του βασανισμένου και καθυστερημένου εκείνου λαού, που ύπουλες και κακοποιές δυνάμεις τον έσπρωχναν καταπάνω μας και τον μεταβάλανε σε «προαιώνιο εχθρό» μας.

Ο Χασάνης κατέβαινε απ' το χωριό του κάθε Σάββατο. Περπατούσε πρώτος αυτός, αργά και ήσυχα, και πίσω του τον ακολουθούσε ένα καραβάνι από γκαμήλες, που όμως καμιά δεν του ανήκε. Μια μέρα σταμάτησε μπρος στην πόρτα μας κι ακούμπησε στα σκαλοπάτια το άρρωστο στερνοπαίδι του, ένα αγοράκι τριών χρονών. Το παιδί είχε σπασμούς από μεγάλο πυρετό. Στα ματάκια του δεν έβλεπες πια μαυράδι κι η ανάσα του μόλις ακουγόταν. —Φέρτο μέσα το παιδί, είπε ο πατέρας μου. Κι έστειλε αμέσως την κυρά-Ευανθία να φέρει το γιατρό. Αυτό ήταν όλο. Το παιδί με την πρώτη ένεση του γιατρού συνήρθε. Κι ο Χασάνης δεν το ξέχασε. Κάθε Σάββατο έπρεπε να σταθεί στο σπίτι μας, να φέρει τα πεσκέσια του, πότε καϊμάκι, πότε τυρί, πότε ρόδια ή κυδώνια και πότε λίγα αγριολούλουδα. Έβγαζε πάντα στην πόρτα τα τσόχινα παπούτσια του κι έμπαινε μέσα, πατώντας με ευλάβεια, με τις δερμάτινες κάλτσες του, όπως κάνουν οι μουσουλμάνοι στα τζαμιά τους. Έκανε ένα βαθύ τεμενά, φέρνοντας φευγαλέα το χέρι του στο στόμα και στο μέτωπο. Κι ύστερα καθόταν σταυροπόδι, αμίλητα, καλοκάγαθα κι ευχαριστημένα και μοίραζε χαμόγελα προς όλες τις διευθύνσεις. Το Πάσχα, όταν το κάθε παίδι στο σπίτι μας είχε το δικό του αρνί και το στόλιζε με γαλάζιες πέτρες και πλουμιστά κορδόνια, ο Χασάνης μας συνόδευε ψηλά στο βουνό, για να τα βόσκουμε. Εκεί καθόταν μαζί μας υπομονετικά και μας μάθαινε ν' αγαπούμε την πλούσια γη μας, που τη γονιμοποιούσε ο Μαίανδρος και την έκανε να γεννοβολάει όλων των ειδών τα καλά: τα ξακουστά, τα μπαρντατζίκια σύκα, τα μελένια και ξανθά σαν την μπλίρα, τις γεμάτες χυμό ελιές, τα σφιχτά κριθάρια και τα καλαμπόκια, τις γλυκόρριζες και τα μπαμπάκια. —Τα χώματά μας, έλεγε, τα βλόγησε ο Αλλάχ. Θάχουμε και φέτος λαδιά που δε θα ξέρουμε που να τη βάλουμε. Κι άπλωνε το χέρι του στοργικά προς το κοκκινόμαυρο λιπαρό χώμα και το χούφτωνε. Κι έγερνε προς τη γη, λες κι έσμιγε μαζί της και γινόταν ένα. Κι αφουγκραζόταν τον παλμό της σαν τον ερωτευμένο που ακουμπάει το κεφάλι του στο στήθος της αγαπημένης του. —Ρίχνεις ένα σπόρο και πριν χαϊδέψεις το χώμα, σου γυρνάει πίσω χίλιους. Ταράζεις μιαν ελιά, έτσι για καλημέρα, και σου χαρίζει ένα ζεμπίλι καρπό. Μπρε, μπρε, μπρε, τι βλογημένος τόπος είναι τούτος! Με το Χασάνη γυρίζαμε στα γύρω τουρκοχώρια. Τα ρωμέικα χωριά τα ήξερα καλά γιατί μας πήγαινε συχνά ο θείος Θανάσης στα τσιφλίκια των Χατζηδημαίων. Μα εκείνη την εντύπωση που μούκαναν τα καθυστερημένα τουρκοχώρια δε θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν

έβλεπες εκεί ούτε ένα Ρωμιό. Μόνο Τούρκοι, αμέτρητοι φουκαράδες, ιδρωκοπούσαν με τα πρωτόγονα αλέτρια τους, που τάσερναν πολλές φορές άνθρωποι γιατί στοίχιζαν πιο φτηνά απ' τα ζώα. Μοχθούσαν και βασανιζόντανε δίχως ανάσα, δίχως να τους ανήκει ούτε σπιθαμή από τη γη που δούλευαν. Άρχιζαν απ' τις εύφορες πεδιάδες και σκάλωναν ψηλά ως τα πιο άγονα βράχια, που τρυπούσαν τον ουρανό, και καλλιεργούσαν ως κι εκεί μοσχοβολιστά τριαντάφυλλα για να βγάζουν ροδέλαια. Κι όλα εκείνα τα καλά και τ' αγαθά, που τα χαιρόταν η ψυχή του Χασάνη, τα κουβαλούσαν στ' αφεντικά τους, στους μπέηδες, που είχαν πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου. Εκείνα όλα τα τουρκοχώρια μου είχαν γεννήσει μια βασανιστική απορία. Σε ποιόν πραγματικά ανήκε η εύφορη εκείνη γη; Στους Τούρκους ή σ' εμάς; Όταν ζούσες στις «καθαρόαιμες» ρωμέικες συνοικίες και στα δικά μας χωριά, και μάθαινες τα ελληνικά σου στα σκολειά, και τα μιλούσες στο δρόμο, και πήγαινες να λειτουργηθείς στις εκκλησιές, κι έβλεπες όλες εκείνες τις φάμπρικες και τα τσιφλίκια πούχαν αφεντικά τους ρωμιούς τζορμπατζήδες, τότε πίστευες πως ήταν δική μας, καταδική μας η Μικρασία. Μα όταν ξεστράτιζες κατά τους τουρκομαχαλάδες και τα τουρκοχώρια κι έβλεπες το λεφούσι εκείνο των Τούρκων δουλευτάδων, που πάππου προς πάππου μοχθούσαν πάνω στην ίδια εκείνη γη, κι έχτιζαν τα σπίτια τους και τα τζαμιά τους, και μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, κι είχαν τις δικές τους παραδόσεις, κι είχαν ριζωμένη στη ψυχή τους την πίστη πως βρίσκονταν στη δική τους πατρίδα, τότε δε θα μπορούσες να μη μπερδευτείς. Μια μέρα είχα ρωτήσει τον πατέρα μου: —Δε μου λες, πατέρα, εμείς είμαστε περισσότεροι ή οι Τούρκοι; —Στο Αϊντίνι — μου είπε εκείνος — οι Ρωμιοί θάναι καμιά δεκαριά χιλιάδες, κι οι Τούρκοι ως είκοσι. —Και στα χωριά; —Α, δεν ξέρω ακριβώς. Μα τι τα θέλεις εσύ αυτά; Με στατιστικές καταπιάστηκες; Δεν ήξερα τι θα πει στατιστική, μα το θέμα μου φαινόταν πολύ σκοτεινό. Κι ούτε οι τρομερές πυρκαγιές που μέλλανε ν' ανάψουν εκεί αργότερα, μου το φώτισαν, ούτε και βρέθηκε κανείς να μου εξηγήσει πώς, απάνω στην ισότητα της λαϊκής εξαθλίωσης, Τούρκοι μπέηδες και Ρωμιοί κοτζαμπάσηδες, είχαν στεριώσει από αιώνες τη δική τους καλοπέραση.

5 ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ μέρες μας στη Σμύρνη είχαν κέφι και συγκινήσεις. Γυρίζαμε εδώ κι εκεί σαν περιηγητές και γεμίζαμε τα μάτια και την ψυχή μας νέα θεάματα, και νέες εντυπώσεις, με την άπληστη διάθεση που έχει κανείς για το καινούργιο, το φευγαλέο και το προσωρινό. Η μεγάλη πολιτεία με τα άγνωστα σπίτια, τον άγνωστο κόσμο, την άγνωστη ρυμοτομία, τις άγνωστες εκπλήξεις, μας κρατούσε σε συνεχή έξαψη. Στο Αϊντίνι ήξερες τον καθένα με το όνομά του και τα προβλήματά του. Ήξερες που πηγαίνει, όταν βγαίνει την τάδε ώρα, τι λέει όταν συναντιέται μ' έναν άλλον, που και πώς διασκεδάζει, γιατί τρέχει και ιδρωκοπάει, γιατί παντρεύεται και από τι πεθαίνει. Εδώ, το καινούργιο βιβλίο με τις ζωηρές εικόνες δεν τελείωνε εύκολα και τα ερωτηματικά ήταν πολλά κι οι γρίφοι σου ζητούσανε μια κάποια λύση, έστω και φανταστική. Δε μας ξέρανε εδώ οι πολλοί άνθρωποι και δεν τους ξέραμε ούτε εμείς, κι έτσι νοιώθαμε τόση ελευθερία. Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελλαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ - Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα, η Άγια - Φωτεινή, η Άγια Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που τόσερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα μονά-ζυγά φιστίκια, τα «Πολιτάκια» με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, χτυπητές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ' αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει μαζί μας στα καταστήματα και ν' αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα. Κάθε μεσημέρι μας περίμενε ο πατέρας στο «Καφέ ντε Παρί» κι όλο και φτάναμε καθυστερημένες, φορτωμένες σαν Άη - Βασίληδες. —Σα λίγα ψωνίσατε, βρε παιδιά, μας έλεγε ειρωνικά. Δεν είχαν άλλα τα μαγαζιά; Τότε η μαμά περνούσε χαδιάρικα το μπράτσο της στο δικό του και του μετάδινε ευθύς το κέφι και τις εντυπώσεις της. —Τι να σου πω, Βασιλάκη. Δεν τη χορταίνω τη Σμύρνη! Τη βρίσκω ολοένα πιο νέα και πιο ελκυστική. —Κι όμως — απαντούσε ο πατέρας — πέρασαν οι άνθρωποι εδώ πείνα στον αποκλεισμό, που εμείς, εκεί κάτω, ούτε στον ύπνο μας δεν την είδαμε. —Ωστόσο να, που δεν τους άφησε ίχνη. Όπως στα παιδιά μας, που πριν στεγνώσουν τα δάκρυά τους, ξεσπάει το γέλιο τους. Εγώ, αν ήθελα να την περιγράψω, θα την έλεγα πολιτεία του παιχνιδιού και της χαράς, ανάλαφρη και χαδιάρα σαν τις γυναίκες της. Μια ζεστή αγκαλιά ανοιχτή, που σε σφίγγει λιγωτικά. Ο πατέρας χαμογελούσε ευχαριστημένος, δεν έπαυε όμως και να πειράζει τη μητέρα. —Κρύψε τις εντυπώσεις σου, για τους φιλολογούντες νεαρούς των «ζουρ-φιξ» σου... Ένα βράδυ μας προσκάλεσε ο Ταλάτ - μπέης, σε επίσημο γεύμα, στο εστιατόριο του «Κραίμερ». Μόλις μπήκαμε η μουσική άρχισε να παίζει τον ύμνο του, κι ο κόσμος σηκώθηκε αναγκαστικά όρθιος να χαιρετίσει. Ένοιωσα ένα περίεργο αίσθημα ντροπής και παρατήρησα πως κι ο πατέρας μου ήταν στενοχωρημένος με τη σκηνή. Την ίδια αυτή δυσάρεστη εντύπωση την αιστάνθηκα λίγες μέρες αργότερα, όταν είδα τον Ταλάτ, τον τόσο λεπτό και ευγενικό μαζί μας, να σέρνει απ' τα χέρια βίαια τη νόμιμη γυναίκα του, που γονατιστή τον ικέτευε να μην παρουσιαστεί χωρίς φερετζέ στο τραπέζι, μπρος στον πατέρα μου. Δεν κατάλαβα τι της έλεγε με τόσο θυμό, μα τον άκουσα να διηγιέται ο ίδιος τη σκηνή στον πατέρα μου και να του

λέει: —Ήρθε ο καιρός να εξευρωπαΐσουμε κι εμείς τα ήθη μας. Αλλιώς δε βλέπω πώς μπορούμε να σταθούμε πλάι στα πολιτισμένα κράτη... Η εξοχική βίλλα του Τούρκου μπέη ήταν σκαλωμένη πάνω στο γραφικό λόφο του Γκιός - Τεπέ, απ' όπου ξανοιγόταν μαγευτικό το πανόραμα της θάλασσας. Το μέγαρο ήταν τρίπατο με πολλές αραβικές κολώνες και σκαλίσματα στις βεράντες. Ο μεγάλος κήπος, το ισόγειο και το δεύτερο πάτωμα, ήταν στη διάθεσή μας. Μόνο το τρίτο πάτωμα έμενε πάντα κλειστό και απαγορευμένο. Πολλές φορές πρότεινα στη Ριρή, να παραβιάσουμε την πόρτα της σκάλας και ν' ανεβούμε. Μα εκείνη με άκουγε με δέος, λες και της πρότεινα ν' ανεβούμε στον Άρη. —Τρελλάθηκες, Αλίκη! Τι κουταμάρες είν' αυτές! Εκεί είναι το χαρέμι του Ταλάτ - μπέη και η μαμά είπε πως δεν επιτρέπεται να πατήσει κανείς μας. —Γιατί να μην επιτρέπεται; —Γιατί εκεί μένουν οι κρυφές γυναίκες του. —Κι αφού είναι κρυφές, πώς τις έχει στο σπίτι του; —Μα είναι έθιμο τουρκικό, βρε παιδί μου. Δεν καταλαβαίνεις; Αν ποτέ πας μέσα κει, να το ξέρεις, θα μαρμαρώσεις... Ήταν τόση η επιθυμία μου να δω τι ακριβώς ήταν ο απαγορευμένος εκείνος τόπος με τις κρυφές γυναίκες, που δε με συγκράτησε ούτε ο κίνδυνος να μαρμαρώσω. Βασιζόμουνα πολύ, στο ότι ήμουν ασύδοτη και κανείς δεν πρόσεχε τις κινήσεις μου, ούτε υποπτευόταν τις προθέσεις μου. Μια ολόκληρη μέρα κατάστρωνα το σχέδιό μου. Είχα ανακαλύψει μια μυστική εσωτερική σκάλα, που οδηγούσε απ' την κουζίνα στο τρίτο πάτωμα και πρόσεξα ποιες ώρες η πόρτα της έμενε ανοιχτή. Έτσι, με πολύν κι ανομολόγητο φόβο γλύστρησα στο χαρέμι, χωρίς κανείς να με δει. Η πρώτη εντύπωση μου ήταν πως βρίσκομαι σε χαμάμ. Τα παράθυρα ήταν όλα ψηλά και μικρά, κι είχαν χρωματιστά τζάμια. Μέσα από κει χυνόταν ένα φως θαμπό, λιγοστό, υποβλητικό όπως στις φράγκικες εκκλησίες. Κι ήταν τόσο, όσο χρειαζόταν για να παίρνουν έναν αχνό, αόριστο όγκο τα αντικείμενα και να εξάπτεται η φαντασία ενός περίεργου κοριτσιού. Μια φρόνιμη φωνή μούλεγε μέσα μου: «Γύρνα πίσω, Αλίκη! Δεν κάνει να προχωρήσεις!» Μα αυτή η ίδια φρόνηση μασκαρευόταν αμέσως σε ειρωνεία και οιστρηλατούσε την επιθυμία μου. Προχώρησα σε μια πρώτη αίθουσα, που τη βρήκα ανοιχτή. Στο τριανταφυλλί μωσαϊκό, που πατούσα, καθρεφτιζόμουνα ολόκληρη και φάνταζα μεγάλη, σα νάβγαινα απ' το βιβλίο των παραμυθιών της Χαλιμάς. Προχώρησα προς το κέντρο όπου βρισκόταν μια στρογγυλή δεξαμενή ντυμένη με γαλάζιες πλάκες. Κοίταξα εκστατική το νερό που έμοιαζε ν' αχνίζει και να σκορπάει αρώματα. Και μέσα από κείνους τους αχνούς, που θάμπωναν τα μάτια και το μυαλό, είδα ξαφνικά την ωραία Βαλιντέ-χανούμ ολόγυμνη, όπως μου την παράσταινε η κόνα - Αγγελικώ. Στα χέρια της κρατούσε με μεγαλοπρέπεια ένα μαλαματένιο τάσι, λες κι ήταν δισκοπότηρο. Πλήθος άλλες γυναίκες γονάτιζαν ακουμπώντας

ταπεινά τα μέτωπά τους πάνω στο μωσαϊκό, για να μη δουν τους έρωτές της με το παλικάρι, που είχε διαλέξει για κείνη την ημέρα... Ενώ ήμουν έτσι παραδομένη στα οράματα της φαντασίας μου, είδα δυο χανούμισες αληθινές, με σάρκα και οστά, που έρχονταν για να κάνουν το μπάνιο τους. Μόλις μ' αντίκρυσαν έβαλαν τις φωνές και υποχώρησαν τρεχάλα, σα φοβισμένα ζώα. Σούσουρο μεγάλο ξεσηκώθηκε. Πόρτες ακούστηκαν να κλείνουν βιαστικά με σύρτες και κουβέντες όπου δεν ξεδιάλυνα άλλη λέξη από το «Κιζ! Κιζ!». Τάχασα. Τα πόδια μου σα να κόλλησαν στο πάτωμα. Άρχισα να παγώνω ολόκληρη και τότε πίστεψα πως πραγματικά μαρμάρωνα. Έκλεισα τα μάτια μου κι έμεινα ακίνητη με τεντωμένα νεύρα, περιμένοντας τη μοιραία τιμωρία της θανάσιμης αμαρτίας μου. Στη δραματική εκείνη στιγμή αντήχησε πολύ αστεία ένα: —Ψιτ, ψιτ, έι, μικρούλα, για έλα κατά-δω... Άνοιξα τα μάτια μου, κι έκανα μια τεράστια προσπάθεια να γυρίσω, λες και μετακινούσα βράχο. Μπρος σε μια πόρτα στεκόταν μια κοπελίτσα ως δέκα εφτά χρονώ, μελαχροινή, μελένια, με δυο βελούδινα, θερμά μάτια. —Έλα δω, μου είπε, έλα. Τι στέκεις έτσι φοβισμένη; Δεν τρώμε δα κι ανθρώπους! Η προσταγή της κίνησε τα πόδια μου, ενώ μέσα μου χοροπηδούσε η καρδιά μου από χαρά που δεν είχα μαρμαρώσει. Με τράβηξε μέσα στην κάμαρά της. Ξάπλωσε με νωχέλεια πάνω στο μεταξένιο ντιβάνι της, σα νάπαιζε θέατρο. —Πώς σε λένε; με ρώτησε. Τα καθαρά ελληνικά της και το παιδικό πρόσωπό της μου απόδιωξαν κάθε φόβο. Είχα γίνει και πάλι όλη περιέργεια. —Εμένα, πώς με λένε; ρώτησα για να κερδίσω καιρό και να σκεφτώ πως έπρεπε να φερθώ. Κι ύστερα αμέσως πρόσθεσα: —Με λένε Αλίκη Μάγη. Και σένα; —Εμένα με λέγανε Μαρίτσα. Τώρα όμως με φωνάζουν Μαριάμ - χανούμ. —Και γιατί άλλαξες όνομα; είπα με περισσότερο θράσος. —Γιατί τούρκεψα. —Άαα! έκανα κατάπληκτη. Τούρκεψες; —Γιατί κάνεις «άαα!» Μήπως δε θα μπορούσε να πάθει το ίδιο κι η αδερφή σου, κι η μάνα σου, που αρέσει τόσο στο μπέη μου, όπως μαθαίνω; —Να τουρκέψουν; είπα κατακόκκινη από θυμό. Ποτέ, ποτέ! Εμείς είμαστε Έλληνες και χριστιανοί, κι αν θες να ξέρεις, ο πατέρας μου... Ήμουν έτοιμη να ξεφουρνίσω όλες τις ιστορίες για τους πατριωτικούς άθλους του πατέρα μου και για ποιο λόγο καλόπιανε τώρα τον Ταλάτ, μα, από ένστιχτο, σταμάτησα εκεί.

—Κι εγώ είχα πατέρα, μα δεν τα κατάφερε ν' αντισταθεί στη θέληση ενός Ταλάτ - μπέη. Πήρε μια χούφτα σπόρους απόνα χαμηλό τραπεζάκι πλάι της κι άρχισε να τους σπάζει με τα ωραία δόντια της, φτύνοντας τα φλούδια στο πάτωμα. Τα χέρια της γαλατένια, λες και δεν τα είχε δει ποτές ήλιος, και τα νύχια της, μακριά και κυρτωμένα σαν αρπαχτικού ζώου, ήταν βαμμένα με κινά. Με περιεργαζόταν σα να ζύγιζε αν έπρεπε να μου πει όσα είχε στην καρδιά της. —Κάθησε, με διέταξε. Κι εγώ κάθησα σαν υπνωτισμένη άκρη - άκρη στο ντιβάνι της και σταύρωσα τα χέρια μου όπως όταν μ' έβαζε τιμωρία ο δάσκαλος. Ήμουν γεμάτη αόριστους φόβους μα και περιέργεια ν' ακούσω τη συνέχεια. —Πες μου, πώς τούρκεψες; τη ρώτησα σα να απευθυνόμουν στη γιαγιά μου και να της ζητούσα να συνεχίσει το παραμύθι της. —Τι; Πώς τούρκεψα; είπε κείνη απότομα. Ήρθε ο Ταλάτ -μπέης στο Εσκί-Σεχίρ, πριν από τρία χρόνια, κι εγώ τον υπηρετούσα. Του άρεσα και με πήρε μαζί του. Ο πατέρας μου τι μπορούσε να κάνει, ένας χωριάτης φουκαράς... Κλειδώθηκε στο κατώι του σπιτιού μας για να μην αντικρύσει τους συχωριανούς του, κι εκειδά πέθανε. — Θεός σχωρέστον! Κι εγώ στην αρχή ντρεπόμουνα πολύ, κι ολο έκλαιγα κι αναστέναζα. Μα ύστερα συνήθισα. Και τώρα μ' αρέσει εδώ καλύτερα, γιατί ούτε δουλεύω, ούτε πεινάω. Έχω ό,τι πεθυμήσει η καρδιά μου. Για κύτταξε! Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μπρος σ' ένα πελώριο σεντούκι. Το άνοιξε και βούτηξε μέσα τα χέρια της κι άρπαζε και σήκωνε, έτσι στην τύχη, χτυπητά μεταξωτά και πλουμιστές ρόμπες και πασουμάκια χρυσοκέντητα και χοντρές μαλαματένιες καδένες με φλουριά κι ασήμια και κουτιά με σεκέρια... —Κάποτε θυμάμαι τη μάνα μου, μου είπε νοσταλγικά. Τι ν' απόγινε η καψερή! —Έχεις και μάνα; —Αμέ δεν έχω; Σκύλα με γέννησε μαθές! Κατάλαβα τη γκάφα μου, μα τα είχα χαμένα με τις απροσδόκητες εκείνες αποκαλύψεις της Μαριάμ χανούμ. Εκείνη όμως ήταν καλόκαρδη κι αντί να θυμώσει μαζί μου, άνοιξε ένα ροδί μεταξωτό μαντήλι, το γέμισε λουκούμια και μου τόδωσε. Κι ύστερα κοιτάζοντας ανήσυχα προς την πόρτα μούπε: —Τώρα πήγαινε, γιατί δεν πρέπει να σε δει εδώ η αδερφή του Ταλάτ. —Μα η αδερφή του Ταλάτ — της είπα για να πάρω κουράγιο — είναι φίλη μας και τρώει μπρος στον πατέρα μου χωρίς φερετζέ. —Το ξέρω, το ξέρω. Όλα τα ξέρω. Κρυφοκοιτάζω και μαθαίνω κι απ' τους σπιούνους μου ό,τι γίνεται δω μέσα... όλα με κατάλαβες; Στη φράση της αυτή είχε βάλει έναν τόνο απειλής. Έφυγα κατατρομοκρατημένη με τη σκέψη πως μπορούσε ν' αρπάξει κάποια μέρα ο Τούρκος μπέης τη μητέρα μου ή την αδερφή μου. Κι όπως δεν τολμούσα να εκμυστηρευτώ σε κανέναν τις εξερευνήσεις μου στο χαρέμι και τα όσα εκεί έμαθα, ο φόβος μου ώρα με την ώρα έπαιρνε τη μορφή ψυχικού πανικού. Έχασα τους ενθουσιασμούς των

πρώτων ημερών. Είχα καταντήσει η σκιά της μητέρας μου κι όταν έβλεπα τον Ταλάτ - μπέη να την κοιτάζει με θαυμασμό μ' έπιανε αληθινή ταχυπαλμία. Κάθε επιθυμία της ήταν διαταγή εκεί μέσα. Μια φορά είπε πως εκείνη η γωνιά του κήπου θα ήταν ωραία αν είχε γαρυφαλιές κι η άλλη αν είχε τριανταφυλλιές, και το άλλο πρωί σαν με μαγεία οι επιθυμίες της φύτρωσαν στα παρτέρια... —Μανούλα — της είπα ένα βράδυ, καθώς με πήρε στην αγκαλιά της να με καληνυχτίσει — θέλω να φύγουμε, να φύγουμε από δω μέσα .. —Γιατί, μικρό μου; —Δεν ξέρω γιατί, μα θέλω να φύγουμε. Κι άρχισα να κλαίω. —Σε πείραξε κανείς; —Όχι. —Τότε; Μήπως πεθύμησες τη γιαγιά σου; —Κι αυτό, μα και κάτι άλλο... —Τι άλλο, μίλησέ μου, επιτέλους! —Δεν μπορώ, δεν μπορώ σου λέω, θέλω να γυρίσουμε σπίτι μας. —Τι έχει ετούτο, είπε ανήσυχα η μητέρα μου και στράφηκε στ' αδέρφια μου. —Λόξες έχει, είπε αδιάφορα η Ριρή, καθώς τύλιγε τις μπούκλες της. Δεν την ξέρεις, καϋμένη μαμά; Τι την προσέχεις! —Κάτι έχει το παιδί και πάψτε να το πειράζετε. Αλικούλα, ησύχασε μωρό μου, θα φύγουμε· σου το υπόσχομαι. Δεν ήρθαμε δα για να μείνομε εδώ αιωνίως. Μόλις τακτοποιήσει τις δουλειές του ο πατέρας σας... Με φίλησε και βγήκε βιαστικά γιατί την φώναξαν να πάνε περίπατο με τα καΐκια. Ο Στέφος άρχισε τότε να με πεισμώνει. —Βρε συ, παλιόπαιδο — μούλεγε — καλά το λένε πως εσένα δε σε γέννησε η μάνα μας, μόνο σε φέρανε οι τσιγγάνες και σ' απαρατήσανε έξω από την πόρτα μας... Γι' αυτό δε σ' αρέσει η όμορφη ζωή. Να φύγουμεεε! να φύγουμεεε! Άκου κουβέντες! Εδώ είναι τόσο ωραία κι έχω και άλογο, θαύμα αράπικο αλογάκι, στη διάθεσή μου, κι αυτή κλαψουρίζει. Να πάμε πάλι εκεί, στο ψωρο - Αϊντίνι, να με κυνηγάει ο Ψαλτάκης, ο δάσκαλος, με το χάρακα και τη γραμματική, κι η γιαγιά το ξοπίσω, κι η θεία η Ερμιόνη με τις διδαχές. Όχι, δε θέλω να πάμε πίσω! Εμένα εδώ μ' αρέσει, εδώ περνάμε μπέικα. Έσφιγγα τα δόντια μου από λύσσα. Όλα αυτά που περιφρονούσε ο αδερφός μου ήταν για μένα τόσο αγαπημένα. Δεν είχαμε ούτ' ένα μήνα στη Σμύρνη και λαχταρούσα τόσο νάμουνα πάλι πίσω στο Αϊντίνι. Να τρέχω σα ζαρκάδι στο δροσερό κήπο της Εδέμ, κάτω απ' τα λιόδεντρα, μέσα στις αγριοτριανταφυλλιές και στις βατομουριές, να κυνηγώ πεταλούδες κι αλογάκια της Παναγίτσας στου Τσακίρογλου τα νερά, να σκαρφαλώνω στο δέντρο μου, την τρίκλωνη μουριά που κρεμόταν σ' έναν

γκρεμό, στο Ταγαράκι, λες κι ήθελε να ξεχωρίσει απ' τ' άλλα τα δέντρα, κι εκεί καθισμένη, σα σε θρόνο, να παραδίνομαι στον ίλιγγο και στα φανταστικά παιχνίδια μου με τους αόρατους ήρωες των παραμυθιών που ήξερα... Ώρες πολλές έκανε να με πάρει ο ύπνος κείνη τη νύχτα. Περίμενα πότε θα ξαναγυρίσει η μητέρα. Μήπως θα την τούρκευε κείνο το βράδυ ο Ταλάτ - μπέης;... Όταν τους άκουσα νάρχονται μαζί με τον πατέρα, γελώντας εύθυμα και ξένοιαστα, πήδησα από χαρά. Έτρεξα στο παράθυρο και είδα στον κήπο ν' ανάβουν τα φανάρια και να σερβίρουν τα γκαρσόνια παγωτά, καφέδες και λικέρ. Ήταν μαζί τους κι ένα σωρό άλλοι Ρωμιοί με τις γυναίκες τους κι ένας τους έπαιζε κιθάρα τόσο παθητικά όσο κι ο θείος Θανάσης. Τότε ξέσπασα πια κι ομολόγησα στη Ριρή όλη την περιπέτειά μου στο χαρέμι. Άρχισε να γελάει με την καρδιά της χωρίς να σταματάει. Εγώ πειράχτηκα. —Γιατί με κοροϊδεύεις; τη ρώτησα. Αυτή εξακολουθούσε να γελάει και μέσα απ' τα παχιά γέλια της μου είπε σαν μπουκωμένη: —Καλά σε λένε ονειροπαρμένη, καλέ Αλίκη! Ε, λοιπόν μάθε, προς μεγάλη σου απογοήτευση, πως ούτε χαρέμι υπάρχει, ούτε χαρεμάκι. Πάνε δυο χρόνια που το διάλυσε ο Ταλάτ - μπέης και μένουν τώρα μόνο τρεις γυναίκες εκεί πάνω, που είναι να πούμε και σαν υπηρέτριες της γυναίκας και της αδερφής του Ταλάτ - μπέη. Αυτό είναι όλο κι όλο!

Μια μέρα πήραμε ένα γράμμα της θείας Ερμιόνης. Ο μπαμπάς μας διάβασε μόνο μια περικοπή, που έλεγε για μας τα παιδιά πόσο μας λαχτάρησε η γιαγιά και η ίδια. Ύστερα από λίγο όμως κλειδώθηκαν με τη μητέρα στο δωμάτιό τους και συζητούσαν ζωηρά, κι ο πατέρας έκλαιγε, κι έκλαιγε ύστερα κι η μητέρα. Να ήταν όλη αυτή η σκηνή για το γράμμα της θείας Ερμιόνης; Δεν το πίστευα και είχα δίκιο. Γιατί λίγες μέρες αργότερα, όταν μ' έστειλε η μητέρα να της φέρω μια ασπιρίνη από την τσάντα της, ανακάλυψα ένα άλλο γράμμα τσαλακωμένο, σα να είχε χιλιοδιαβαστεί, σα να το είχε σφίξει οργισμένη ή απελπισμένη παλάμη. Νόμισα πως ήταν το γράμμα της θείας Ερμιόνης κι είπα να το διαβάσω να μου λυθεί το μυστήριο. Μα δεν ήταν από κείνη. Ήταν από το γιατρό, τον Αλέξη Μπένα. Δεν τα κατάλαβα όλα όσα έγραφε, μα την ουσία την κατάλαβα. Κι αν σήμερα είμαι σε θέση να δώσω ολόκληρο κείνο το κείμενο, είναι γιατί όταν πέθανε η μητέρα, ήταν κι αυτό το γράμμα μέσα στα λίγα ενθύμια που είχε φυλάξει ευλαβικά μέσα απ' όλες τις καταστροφές και τα ξεριζώματα. Ο γιατρός Αλέξης Μπένας έγραφε στη μητέρα μου: «Μαίρη, Τώρα που μας έλειψες, τώρα συνειδητοποίησα μέσα μου, τι αντιπροσωπεύεις για μένα. Είναι φορές που η καρδιά ξελευτερώνεται απ' τα δεσμά που της επιβάλλουν οι συμβατικότητες της ζωής και ζητάει να μιλήσει καθαρά, αληθινά, έτσι που τα λόγια της να πάρουν βαρύτητα για ολόκληρη τη ζωή. Με τέτοια φωνή θέλω κι εγώ να σου μιλήσω σήμερα. »Το ξέρεις πως σ' αγαπώ μ' έναν έρωτα παράφορο κι απελπισμένο. Και ξέρεις ακόμα πως σε σέβομαι σαν την ύπαρξη την εκλεκτική, που η φύση την έπλασε για τα μεγάλα αισθήματα και τα

μεγάλα πετάγματα. Το σκέφτηκα πολύ, πάρα - πολύ πριν τολμήσω να σου γράψω τα λόγια αυτά, που χρόνια με τυραννούν. Μα τώρα πρέπει να τ' ακούσεις, ήρθε η ώρα. »Μη σε φοβίζει καθόλου το σούσουρο και το κουτσομπολιό που άρχισε σε βάρος μας. Ήταν μοιραίο κάποτε να γίνει κι αυτό. Και οι δειλοί κι οι συκοφάντες βρήκαν την ευκαιρία τώρα που εσύ λείπεις. Περιφρόνησέ τους, κι άκουσε την πρότασή μου. Είναι η μόνη που θα μας απαλλάξει απ' τις βρώμικες γλώσσες του επαρχιώτικου κουτσομπολιού. »Μαίρη, σου ζητώ για τελευταία φορά να δεχτείς να γίνεις γυναίκα μου. Τους ξέρω καλά τους ενδοιασμούς σου. Ξέρω τι ακριβώς θα μου απαντήσεις: «Έχω τέσσερα παιδιά και δε θέλω να τα πληγώσω χωρίζοντάς τα απ' τον πατέρα τους, ούτε κι έχω τη δύναμη να τ' αποχωριστώ εγώ και να τ' αφήσω στο έλεος μιας ξένης γυναίκας». »Αλλά Μαίρη, ξεχνάς πως τα παιδιά σου μεγάλωσαν πια κι έχουν το δικό τους κόσμο, κι αύριο μόνα τους θα θελήσουν να πάνε εσωτερικά σε σχολεία, να φύγουν στην Ευρώπη, να παντρευτούν. Εσύ, εσύ όμως, που είσαι ακόμα τόσο νέα, τι θ' απογίνεις; Γιατί πρέπει να πληρώνεις σ' όλη σου τη ζωή μια αγοραπωλησία που έκαναν οι δικοί σου, χωρίς τη θέλησή σου; »Βλέπω τον κατήφορο που παίρνει ο Βασιλάκης και σε σκέπτομαι δυστυχισμένη, και βλέπω ανήμπορο τον εαυτό μου να σε βοηθήσει αλλιώς, από του να σου προσφερθώ μ' όλο το είναι μου, μ' όλη την καρδιά μου, μ' ό,τι έχω. »Δε θέλω να ασκήσω απάνω σου καμιά ψυχολογική βία. Δε θέλω καν να σε φέρω στη χαρά, πληγώνοντάς σε προηγούμενα με μια πράξη που θα σου φέρνει συνεχώς τύψεις. Θέλω να πιστέψεις πως τα παιδιά σου θα σε καταλάβουν αργότερα και θα πουν πως δεν τα αδίκησες. Είμαι βέβαιος γι' αυτό. Ενώ εσύ, αποδιώχνοντας τη μόνη σωστή λύση, αδικείς στα σίγουρα τον εαυτό σου, κι αδικείς και μένα, για όλη τη ζωή. Γιατί, πίστεψέ με, θα πληγωθώ ανεπανόρθωτα. »Μαίρη, άκουσε το απεγνωσμένο αυτό προσκλητήριο. Είναι τόσο δυνατό και ωραίο που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να το ασχημήνει. »Περιμένω απάντηση, τρελλός από αγωνία. Αλέξης» Τα μάτια μου τρέχανε από συγκίνηση χωρίς να τα ελέγχω, χωρίς να μπορώ καν να προσδιορίσω γιατί. Η μαμά όμως από κάτω φώναζε: —Αλίκη, τι κανείς και ξεχρόνισες; Θα μου φέρεις τέλος πάντων αυτή την ασπιρίνη; Πώς θα κοίταζα τώρα κατάματα τη μητέρα; Αν καταλάβαινε πως ήξερα το μυστικό της; Κατέβηκα αργά - αργά με την ασπιρίνη στο χέρι, την έδωσα χωρίς να γυρίσω να κυττάξω κανέναν κι έτρεξα έξω στον καθαρό αέρα. Πήρα μια βαθιά ανάσα, λες κι είχα τρέξει σε ανήφορο. Με κατείχε η αγωνία: Τι θ' απαντήσει η μητέρα στο παράξενο αυτό γράμμα; Τι θ' απογίνει; Θα μας εγκαταλείψει ή θα θυσιαστεί για μας, όπως έγραφε ο γιατρός; Κι αν μείνει κι είναι δυστυχισμένη; Κι αν πάλι μας αφήσει κι είναι δυστυχισμένος ο πατέρας; Ένα φοβερό αδιέξοδο πρόβαλε μπροστά μου. Τι άσκημα που έκανα να διαβάσω κείνο το γράμμα. Να

το ήξερε τάχα ο πατέρας; Ίσως γι' αυτό να έκλαιγαν κι οι δυο τους προχτές... Τι θα τ' απόκανα τώρα αυτό το αβάσταχτο μυστικό μέσα μου; Σε ποιον να το πω; Ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει τη μητέρα χωρίς όμως να την πληγώσει καθόλου; Να μιλούσα στη Ριρή; Να έγραφα στη γιαγιά; Όχι! όχι, δεν έπρεπε. Σε κανένα δεν είχα δικαίωμα να το εμπιστευτώ. Και πώς τα κατάφερνε η μητέρα, νάχει μέσα της τόση αγωνία κι όμως να παρουσιάζεται στον κόσμο πρόσχαρη και γελαστή! Φορούσε λοιπόν κι εκείνη τις ψεύτικες μπούκλες της, για να κρύβει τις δικές της πληγές; Πληγές ή ασκήμιες;... Όχι ασκήμιες! Ήταν τόσο ωραία τα λόγια που της έγραψε ο γιατρός, όσο κι η μορφή του. Θυμάμαι το χαμόγελό του, τον βαθύ, επιβλητικό τόνο της φωνής του, κι εκείνο το κάτω χείλι του, που ήταν μεστό και ζωντανό σαν ώριμο κεράσι. Και θυμάμαι πως γινόταν ακόμα πιο όμορφη η μητέρα, όταν ήταν εκείνος στο σπίτι. Κλωθογύριζαν στο μυαλό μου ανάκατα όλα όσα μας είχε πει για τον έρωτα η κόνα - Αγγελικώ. Κι ύστερα σταμάτησα στη σκηνή, που ο άντρας σκοτώνει τη Βαλιντέ - χανούμ από ζήλεια. Θα μπορούσε τάχα κι ο μπαμπάς να σκοτώσει τη μητέρα από ζήλεια;

Τ' αδέρφια μου δεν έμαθαν ποτέ, ποια ήταν η αληθινή αιτία που δεν ξαναγυρίσαμε πίσω στο Αϊντίνι. Ούτε και πρόσεξε κανείς τους πόσο λυπημένη ήταν η μητέρα και πόσο αποζητούσε τη μοναξιά. Εγώ όμως τα μάντευα τώρα όλα. Παρακολουθούσα την αγωνία της, το αφηρημένο βλέμμα της, που έμοιαζε ν' ακολουθάει ένα δικό του δράμα. Είχε παρακαλέσει τον πατέρα να φύγουμε απ' το σπίτι του Ταλάτ - μπέη, γιατί την είχε κουράσει πολύ η διαμονή σε τόσο ξένο περιβάλλον. Έτσι κάποιο πρωί βρεθήκαμε σ' ένα επιπλωμένο δίπατο σπίτι, στην Κατεντράλ. Ο κύριος Γιαλ, ο φραγκολεβαντίνος νοικοκύρης μας, η γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους περιορίστηκαν σε τρία δωμάτια, στο πρώτο πάτωμα. Κι εμείς δεν ξέραμε πώς να χρησιμοποιήσουμε το υπόλοιπο μέγαρο. Ο πατέρας μου έφυγε ύστερα από λίγες μέρες για το Αϊντίνι κι έστειλε για συντροφιά στη μητέρα τη δεύτερη ξαδέρφη του, τη Στάσα Ρόδη. Ίσως η εκλογή αυτή του πατέρα να μην ήταν τυχαία. Ήθελε να εξασφαλίσει στη μαμά μια εύθυμη παρέα, που δε θα τολμούσε ποτέ να την ενοχλήσει με κουτσομπολιά και αυστηρές κρίσεις. Τον είχα ακούσει, που της είπε όταν έφευγε: —Κοίταξε, να το ρίξεις λίγο έξω, Μαίρη! Γύριζε, διασκέδαζε, φρόντισε για τη νέα μας εγκατάσταση· θα χρειαστούν νέα έπιπλα... Με πόσο αδύνατα μέσα προσπαθούσε ο πατέρας να συγκρατήσει το εξωτικό κείνο πουλί, που πίστεψε πως θα μπορούσε να κατακτήσει με τα χρήματά του! Μείναμε τρεις μήνες μόνοι στη Σμύρνη. Κάτι είχε χαλαρωθεί στην οικογένεια, κάτι που δεν κατάφερνα να το συλλάβω. Η μητέρα είχε τόσο αλλάξει! Μας χάιδευε όσο ποτέ και μας παραμελούσε άλλο τόσο. Είχε ξεσπάσματα άδικου θυμού μαζί μας και ξεσπάσματα έξαλλης στοργής και τρυφεράδας. Δεν την ενδιέφεραν πια ούτε τα φιλολογικά θέματα, ούτε οι ιδέες, ούτε η επίπλωση του σπιτιού. Έβγαινε συνεχώς έξω με τη Στάσα Ρόδη. Πολλές φορές, όταν δεν κοιμόμουνα, τις άκουγα το βράδυ που γύριζαν να γελούν, να γελούν τόσο νευρικά, ποιος ξέρει κάτω από την επίδραση ποιων

εντυπώσεων που ξέφευγαν απ' το οπτικό μου πεδίο... Οι μέρες σ' εκείνο το σπίτι περνούσανε, σβήνανε χωρίς ν' αφήνουν αχνάρια. Δεν έμπαιναν, θαρρείς, η μια πλάι στην άλλη να φτιάξουν μια στρωτή συνέχεια. Τα βαριά έπιπλα, πάντα σκονισμένα, έδιναν κι αυτά την εικόνα της εγκατάλειψης. Κι ο κήπος μου φαινόταν τώρα άδειος, αφιλόξενος, χωρίς ψυχή. Θυμόμουνα νοσταλγικά το δικό μας στο Αϊντίνι, με τις ξωτικές μανόλιες του, τις γαλάζιες γκλυσίνες του, με τις μυρωδάτες νεραντζιές, τις μανταρινίτσες του, τα πυρά τζιράνια και τα φυλλόδεντρά του. Σ' εκείνα όλα κατοικούσε ο παιδικός μου φεγγαρίσιος κόσμος. Τα ασημένια δίχτυα που τσάκωναν ένα φυλλαράκι και τόκαναν ευτυχία, και τα παραμύθια με το σκοτεινό τους δέος και τα θλιβερά ναμάζια των μουεζίνηδων, καθώς φτάνανε κάθε σούρουπο απ' το γειτονικό μας μιναρέ... Να είχα αλλάξει τάχα εγώ ή οι άλλοι; Δεν είχα κανέναν πια να μιλήσω. Η Ριρή γράφτηκε στο γυμνάσιο και μεγαλοπιάστηκε. Όταν δε μελετούσε, κορτάριζε με τον Τζωρτζ Γιαλ, το γιο του σπιτονοικοκύρη μας, που την πολιορκούσε στενά. Ως κι ο Στέφος παράσταινε κι αυτός τον καταχτητή. Έκανε δέκα ώρες τη χωρίστρα του στον καθρέφτη και παράσερνε τη μικρή Τέτη Γιαλ να κάνουν τσούλες στα κάγκελα της σκάλας, κι όταν έπεφταν στο χωλ την αγκάλιαζε και την έσφιγγε με τα χέρια και τα πόδια του, προσπαθώντας να τη φιλήσει. Εμένα έμοιαζαν να μ' έχουν ξεχάσει όλοι εκεί μέσα. Δε μούμενε για συντροφιά παρά η Ινώ· μα ήταν ακόμα τόσο μικρή. Όταν έφτασε το πρώτο γράμμα της γιαγιάς, κανείς δε σκέφτηκε να τ' ανοίξει. Α! είναι απ' τη γιαγιά, είπαν και το παράτησαν πάνω σε μια κονσόλα. Εγώ το πήρα, έτρεξα σ' ένα άδειο δωμάτιο κι εκεί το στριφογύριζα ώρα πολλή στα χέρια μου. Μου φάνηκε πως στεκόταν μπροστά μου η ίδια η γιαγιά, ψηλή, ξερακιανή, με τα καταγάλανα καθάρια μάτια της, το μποξαδάκι της και τη σουρωτή μακριά φούστα της με τις βαθιές τσέπες, που έκρυβαν πάντα για μας μιαν ωραία έκπληξη. Κι ήταν τόσο τρυφερό κείνο το πρώτο της γράμμα! Μας έγραφε: «Αγαπημένα μου παιδιά, Ξεπετάτε στα μάτια μου, κι όταν βραδιάζει σας πονώ τόσο πολύ, που κλαίω. Έχω σχεδόν γεμίσει τους κουμπαράδες σας, γιατί τι να τα κάνω πια τα χαρτζιλίκια που μου δίνει η θεία σας, όταν δεν σας έχω να τα ξοδεύουμε μαζί σε παιχνίδια και σε βιβλία; Το μόνο έξοδό μου είναι τα κεράκια που ανάβω στην Παναγία, για να σας έχει καλά και να σας δίνει γερό μυαλό. (Αυτό το λέω κυρίως για σένα, Στέφο. Μελετάς τώρα που είσαι μοναχός ή θα μείνεις πάλι μεταξεταστέος;) »Λυπήθηκα πολύ που ο μπαμπάς σας θέλει, ντε και καλά, να μείνετε στη Σμύρνη. Αν όμως είναι για καλό σας, ας γίνει το θέλημα τον Κυρίου. Φιλήστε μου πολύ - πολύ τη γλυκιά μανούλα σας. Και να την ακούτε, μην την κουράζετε. Σας φιλώ μ' όλη μου την αγάπη καθώς και η θεία σας Η γιαγιά Ερινάκι». Έβαλα το ανοιγμένο γράμμα μ' ευλάβεια πάνω στο κομοδίνο της μαμάς για να το δει. Πέρασαν δυο μέρες και το βρήκα στην ίδια θέση. Ήμουν πια σίγουρη πως η νέα ζωή τούς είχε όλους βγάλει απ' την

ως τώρα τροχιά τους. Εκείνη που μου χτυπούσε αληθινά στα νεύρα, γιατί την θεωρούσα υπαίτια της αλλαγής της μητέρας μου, ήταν η Στάσα Ρόδη. Είχε ριχτεί πάνω στον προϋπολογισμό του σπιτιού και ξόδευε για τον εαυτό της όσα δεν είχε ξοδέψει ποτέ στη ζωή της. Ήθελε να βρει γαμπρό στη Σμύρνη και με τη δικαιολογία αυτή τραβούσε και τη μητέρα μου εδώ κι εκεί. Η Στάσα Ρόδη είχε απασχολήσει πολλές φορές το κουτσομπολιό του Αϊντινιού. Η μητέρα της, η κυρία Εύχαρις, χηρεβάμενη από τα νιάτα της και μεγαλομανής, πέτυχε κάποτε να «μπλέξει» έναν πλούσιο γαμπρό για την πρωτοκόρη της, την Ελένη. Με κολακείες, με τραπέζια, με εκδρομές, κατάφερε το Δαμιανό Αρναούδη να δώσει το λόγο του και σε λίγο έγιναν στα Σώκια οι γάμοι του με την Ελένη Ρόδη. Η οικογένεια Αρναούδη, που είχε χωριά ολόκληρα δικά της, δέχτηκε το γάμο, αν και οι βλέψεις της για το μοναχογιό και επίδοξο κληρονόμο ήταν πολύ διαφορετικές. Πριν περάσουν ωστόσο δυο χρόνια, η Ελένη πέθανε. Είχε μείνει έγκυος και η μητέρα της την ανάγκασε να καταφύγει σε γιατροσόφια για να ρίξει το παιδί. —Από τώρα δε θα μου πλαδαρώσεις το στήθος σου, της έλεγε. Άκου ζεβζεκιές! Να μου βγάλει κουνενέ πριν προλάβει να χαρεί τη ζωή τση! Οι άντροι, κυρά μου, τα θένε τα παιδιά, μα όχι πριν τήνε γοντίρουν τη γυναίκα. Εσύ ακόμα δεν τον ερώτεψες και θα φουσκώσεις να τον αποδιώξεις, μαθές; Και δόστου γιατροσόφια και μαμές και πειραματισμοί — ήρθε και πρήστηκε η κοιλιά της, έπαθε περιτονίτη και πέθανε. Η κυρία Εύχαρις έκλαψε με υστερισμούς, χτυπιότανε και δεν την ήθελε τη ζωή της. Μα μια και δεν πέθανε, δεν της ερχόταν να ξεχάσει την πραγματικότητα. Τι θα γινόταν τώρα; Θα τον έχανε έτσι τζάμπα τον πάμπλουτο γαμπρό; Σφούγγισε τα δάκρυά της, έπιασε τη δεύτερη κόρη της, τη Στάσα, την έντυσε με τα ρούχα της πεθαμένης, τη χτένισε όπως εκείνη και είπε στο γαμπρό: —Δαμιανέ, η Ελένη σου δεν πέθανε... Νάτηνα, φτυστή την έχεις μπροστά σου... Η Στάσα ήταν στην αρχή ντροπαλή, άπειρη και δισταχτική. Μα η μάνα της δεν την άφηνε ρούπι: «Πες του έτσι κι έτσι. Πήγαινε να τον πάρεις απ' το γραφείο του. Σιδέρωσέ του τα ρούχα του. Κάνε τη λυπημένη και κοίταζέ τον κατάματα. Ξεκούμπωσε λίγο πιο κάτω το ντεκολτέ σου. Κολάκευε τις αδυναμίες του...» Μαθήματα αδιάκοπα και σκηνοθεσίες. Την έστελνε μόνη μαζί του, όταν εκείνος περιόδευε στα τσιφλίκια του. Ο Δαμιανός ζωηρός και νέος άντρας άρχισε να επωφελείται από τις άπειρες αυτές ευκαιρίες. —Καλά πάμε, έλεγε η γριά. Τώρα όμως προσοχή! Μ' ακούς; Όχι αισθήματα. Γραδάρισε... Μην τα δώσεις όλα! Η Στάσα ήταν μόλις δέκα εφτά χρονώ, φλογερή κι ωραία. Αγάπησε στ' αλήθεια το Δαμιανό κι έγινε δική του, χωρίς να περιμένει στεφάνι. Το σκάνδαλο ξέσπασε και η οικογένεια Αρναούδη ανάγκασε το γιο της να φύγει κρυφά για την Ευρώπη, απ' όπου και δεν ξαναγύρισε.

Η Στάσα έμεινε στο ράφι, γιατί είχε πια εκτεθεί κι έγινε θέμα του αδυσώπητου επαρχιώτικου κουτσομπολιού. Οι καθώς πρέπει κυρίες, σαν τη θεία Ηλέκτρα και τη θεία Ιώ, δεν τη χαιρετούσαν. Οι άντρες τη γλυκοκοίταζαν και την έφερναν στο νου τους ακόμα κι όταν αγκάλιαζαν τις γυναίκες τους. Ήρθε ύστερα κι η φτώχεια κι αποτέλειωσε το θλιβερό κατάντημα. Η γριά έγινε ανυπόφορη, σχεδόν μανιακή. Πασάλειβε την κόρη της με όλων των ειδών τους «σουλουμάδες», έκανε ξόρκια και μάγια και την έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, όπου υπήρχε γιος πλούσιος της παντριάς. Κατάντησαν έτσι κι οι δυο τους ένα τραγικό νούμερο. Ώσπου πέθανε μια μέρα η μάνα απ' τον καϋμό της, κι έμεινε η Στάσα πεντάρφανη, ζώντας από ψυχικά των συγγενών και κυρίως του πατέρα μου. Ο ερχομός της στη Σμύρνη ξαναζωντάνεψε τις ελπίδες της και ξανάρθαν στο νου της οι διδαχές της μάνας της. Για να στεριώσει τη θέση της, είχε γίνει τώρα ο κόλακας της μητέρας μου κι ο μυστικοσύμβουλός της. Λίγο αργότερα ήρθαν απ' τα Δωδεκάνησα και οι δυο αδερφοί της μαμάς, ο Πέτρος κι ο Χριστόφορος. Ο ερχομός τους μας γέμισε χαρά. Γρήγορα όμως καταλάβαμε πως ήταν κι αυτοί ένα παθητικό για την οικογένεια. Ο Πέτρος ήταν γλεντζές κι επιπόλαιος. Είχε κάνει δυο γάμους «ατυχείς», όπως έλεγε ο ίδιος, και τώρα πήγαινε για μια τρίτη πλούσια νύφη. Οι λογαριασμοί των κοστουμιών του έρχονταν πάντοτε στη μητέρα. Κι όταν εκείνη δυστροπούσε, την άρπαζε απ' τη μέση, τη γύριζε κύκλους στον αέρα και γελώντας ηχηρά επαναλάβαινε την επωδό του: «Μόλις πάρω την προίκα, αδερφούλα, θα στα δώσω διπλά και θα σου φανούν σα δώρο...» Ο θείος Χριστόφορος ήταν εντελώς άλλος χαρακτήρας. Σιωπηλός, αξιοπρεπής και μελετηρός. Φαινόταν σα να μη τον ενδιέφερε διόλου τι γινόταν γύρω του. Κλειδωνόταν ώρες ατέλειωτες μέσα στο δωμάτιό του και διάβαζε ή έγραφε. Ακόμα και στο τραπέζι στήριζε μπρος στο ποτήρι του το βιβλίο του και ξεχνιότανε, ενώ την ίδια ώρα ο Πέτρος άπλωνε το χέρι του κάτω απ' το τραπεζομάντηλο κι έπιανε το πόδι της Στάσας, διηγόταν σόκιν ιστορίες, έκανε νίλες στο Στέφο, ή πείραζε τις υπηρέτριες.

Όταν γύρισε ο πατέρας απ' το Αϊντίνι, ούτε καν σκέφτηκε να κάνει μια παρατήρηση για την απροσδόκητη εισβολή όλων αυτών των συγγενών. Φάνηκε μάλιστα πως αυτός την είχε προκαλέσει, για να επηρεάσει την απόφαση της μητέρας και να τη δεσμεύσει με νέες υποχρεώσεις. —Είπα στον Πέτρο και στο Χριστόφορο να μείνουν όσον καιρό θέλουν μαζί μας, γιατί εδώ στη Σμύρνη θα βρουν ένα σωρό ευκαιρίες ν' αναδειχτούν και να φτιάξουν ένα μέλλον. —Δεν κάνεις καλά, του απάντησε η μητέρα. Δεν ήταν εποχή κατάλληλη για να προσδέσουμε τόσα βάρη. —Δε βαριέσαι, έλεγ' εκείνος. Τι οκτώ στόματα, τι δέκα... το ίδιο κάνει, δικά μας παιδιά είναι κι αυτά. Ο πατέρας είχε έρθει απ' το Αϊντίνι με αρκετά χρήματα. Περίμενε πως μ' αυτά θα κέρδιζε και πάλι τη μητέρα και θα την έκανε ευτυχισμένη. Ούτε που πήγαινε ο νους του στην οικονομία. Της φερόταν με τον ίδιο αφελή τρόπο που οι μεγάλοι συνηθίζουν να εξαγοράζουν την εύνοια των παιδιών. Της έφερνε γλυκά, λουλούδια, φορέματα, τσάντες. Παίνευε την εξυπνάδα της, την καλωσύνη της, ενθάρρυνε την κοκετταρία της. Έψαχνε κάθε στιγμή να διαβάσει τις σκέψεις της, χωρίς ποτέ να τολμάει να τη ρωτήσει καθαρά αν είχε αποφασίσει να μείνει μαζί του.

Το πρόσωπό του πήρε μιαν έκφραση αγωνίας όταν τη ρώτησε γιατί δεν είχε φροντίσει για μια μόνιμη διαμονή, λες κι από κείνη την απάντηση θα κρινόταν η τύχη του. Η μαμά, που το κατάλαβε, δε βιάστηκε ν' απαντήσει. Κατέβασε τα μάτια της και σώπαινε επίμονα. —Ούτε έπιπλα δεν παράγγειλες; ξαναρώτησε και τα χείλη του έτρεμαν. —Ούτε... —Κοίταξες για το γερμανικό πιάνο που θέλει η Ριρή; —Δεν κοίταξα... —Μα δεν σούγραψα να φροντίσεις; — Μούγραψες... Ήξερα πως η μητέρα είχε φροντίσει για όλα αυτά και ήξερα απ' όλες τις συζητήσεις με τ' αδέρφια της, πως μέσα της είχε ήδη νικήσει η μάνα κι είχε παραμερίσει κάθε προσωπικό αίσθημα. Τότε γιατί δε μιλούσε καθαρά στον πατέρα; Έπαιζε μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι; Ή αίσθανόταν ένα είδος ικανοποίησης να τον κάνει να υποφέρει, όπως είχε υποφέρει και η ίδια; Ο μπαμπάς έπαιζε νευρικά το τσιγάρο του στα δάχτυλά του και είπε σαν παραπονεμένο παιδί: —Κι εγώ που πούλησα όλα τα έπιπλα μας για να σου δώσω τη χαρά ν' αγοράσεις καινούργια... Τα χαρακτηριστικά της μητέρας μαλάκωσαν ξαφνικά. Έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό, σα να παραμέριζε κείνη τη στιγμή και τον τελευταίο ενδοιασμό της, και είπε μ' έναν τόνο υποταγής στη μοίρα της: —Και σπίτι θα νοικιάσουμε, Βασιλάκη, και έπιπλα θα πάρουμε· όλα θα γίνουν, φτάνει να υπάρχει υγεία... Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση που πήραν εκείνη τη στιγμή τα μάτια του πατέρα. Φωτίστηκαν, άνθισαν, πήδησαν, πέταξαν. Έπιασε τα χέρια της μαμάς και τα φιλούσε και τάβρεχε με τα δάκρυά του σα να της έλεγε «σ' ευχαριστώ, σ'ευχαριστώ». Ούτε μια στιγμή δεν πρόσεξε τη δική της απελπισία... Βάλθηκε να της αραδιάζει τα πιο μεγαλεπήβολα σχέδια για τη δουλειά του, πως το πρατήριο της Σμύρνης θα γινότανε τώρα υποκατάστημα, και γρήγορα θ' άνοιγε κι εδώ εργοστάσιο και... και... Ο πατέρας δεν έλεγε αλήθεια. Γιατί αργότερα, μόλις βεβαιώθηκε πια πως ο Αλέξης Μπένας έφυγε απελπισμένος για την Αίγυπτο και κίνδυνος δεν υπήρχε ν' αλλάξει γνώμη η μητέρα, τότε της αποκάλυψε, πως είχε πουλήσει ολόκληρη την κτηματική του περιουσία. —Μαίρη μου, το μόνο που θα ήθελα να κρατήσουμε ήταν το σπίτι, είπε συγκινημένος. Το σπίτι που ζήσαμε τόσες χαρές. Μα έπρεπε, χρυσή μου, να το δώσω κι εκείνο για να μας μείνει η πηγή των αγαθών, το εργοστάσιο. Από κει έγιναν τα σπίτια, εκείνο τα έφαγε, κείνο πάλι θα τα ξαναφτιάξει.

Η ζωή μας τώρα έμπαινε σε μια αληθινά νέα φάση. Νοικιάσαμε ένα σπίτι περίεργο στην οδό

Μοσκώφ. Ήταν παλιά ατζέμικο προξενείο. Δίπατο, τεράστιο σε όγκο, με πελώρια δωμάτια και ζωηρές ταπετσαρίες, με μιαν αυλή γεμάτη γλάστρες, που οι τοίχοι της υψώνονταν θεόρατοι, σα να ήταν προαύλιο φυλακής και στη γωνιά αλυσοδεμένος ένας γίγαντας, το κοντάρι, που σ' αυτό σήκωναν καθώς φαίνεται άλλοτε την περσική σημαία. Ανάμεσα στο κάτω και στο πάνω πάτωμα υπήρχαν δυο δωμάτια, τα «αντρεσόλια», που κανονικά έπρεπε να είναι δωμάτια υπηρεσίας. Η μητέρα μου όμως, επειδή είχε περίσσιο χώρο στο πάνω πάτωμα, κι επειδή ήθελε να «ελέγχει» τις υπηρέτριες, τις τοποθέτησε εκεί. Έτσι τα αντρεσόλια έμειναν για μας τα παιδιά. Εκεί περιμάζεψα όλα τα βιβλία του παππού μου, που απ' τον καιρό που σταμάτησε η φιλομάθεια και τα «ζουρ - φιξ» της μητέρας κανείς δεν καταδεχόταν, όχι να τα διαβάσει, μα ούτε και να δει τους τίτλους. Χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα απ' το περιεχόμενό τους, τ' αγαπούσα εκείνα τα παλιά, χοντρά βιβλία με τα βυσσινιά, τα μαύρα και τα χρυσά δεσίματα. Τα φυλλομετρούσα, κοίταζα τις ζωγραφιές, έπαιζα με τον όγκο τους, λες και περίμενα απ' την επαφή μου εκείνη πως θ' αφομοίωνα τη σοφία τους. Είχε ακόμα κείνο το σπίτι κι ένα βαθύ σκοτεινό υπόγειο που προκαλούσε σε όλους ένα ακατανίκητο δέος. Μια μέρα έπεισα την κυρά - Ευανθία να κατεβούμε να το εξερευνήσουμε, λέγοντάς της πως εκεί θα βρούμε θαμμένο κανένα κιούπι με χρυσάφι. Πήραμε ένα φανάρι κι αρχίσαμε να ψάχνουμε. Το πρώτο μας εύρημα ήταν ένας πελώριος θυρεός με το περσικό λιοντάρι, που κρατούσε ένα γυμνό σπαθί. Βρήκαμε ακόμα και πολλά σπασμένα έπιπλα από έβενο και φίλντισι κι αγαλματάκια μπρούτζινα και ξύλινα, κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου, και μια σπάθα της Δαμασκού σπασμένη. Η κυρά - Ευανθία άρχισε να σταυροκοπιέται και να χλομιάζει. Κάποια στιγμή σκοντάψαμε σ' ένα σιδερόφραχτο χώρο, σαν κρατητήριο. —Ο θησαυρός! της είπα για να της δώσω θάρρος. Τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα. Μα καθώς κάναμε να παραβιάσουμε τη σκουριασμένη μπετούγια, τα σιδερικά τρίξαν κι η κυρά-Ευανθία με τράβηξε πίσω πανικόβλητη. —Ο Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά... Στοιχειωμένος είν' ο τόπος! Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυπτα πως τα υπερφυσικά όντα δε με φόβιζαν πια. Με φόβιζαν οι άνθρωποι. Η εποχή των παραμυθιών είχε περάσει χωρίς κι εγώ η ίδια να το καταλάβω. Κάτι καινούργιο άρχιζε να με συγκινεί· ένα σύγχρονο ζωντανό παραμύθι, που το ζούσα κι εγώ μαζί με όλους τους άλλους. Σ' εκείνο το σκοτεινό υπόγειο, όπως και στα αντρεσόλια, μαζευόμαστε τώρα όλα τα παιδιά και με το μυστικισμό των πρώτων χριστιανών γράφαμε στους τοίχους με κιμωλία τα πατριωτικά «ζήτω» μας και ζωγραφίζαμε την ελληνική σημαία και τραγουδούσαμε τον Ύμνο της λευτεριάς. Κι ο πατέρας, που ήταν ο εμπνευστής των νέων αυτών παιχνιδιών μας, έλεγε στη μητέρα: —Τα χελιδονάκια μας, προμηνούν την άνοιξη...

6 ΚΙ ΗΡΘΕ Η ΑΝΟΙΞΗ του 1919. Ανήμερα την πρωτομαγιά ο πατέρας μας πήγε εκδρομή με αμάξι στη μπυραρία «Αϊντίν», μέσα σ' ένα δάσος, που πάνω στα δέντρα του η εμπορική εφευρετικότητα των ιδιοκτητών είχε φτιάξει πατάρια όμοια με στρογγυλούς άμβωνες. Εκεί πάνω ανέβαιναν για τα «πικ νικ» τους οι εύθυμοι Σμυρνιοί κι άδειαζαν βαρελάκια ολόκληρα μπύρα. Ήμουν κρεμασμένη η μισή έξω απ' τη σκάλα ενός τέτοιου παταριού και κουνώντας το ένα πόδι μου στον αέρα κοίταζα μια τη φύση, που είχε στρώσει πλούσια τα πράσινα και τα πορφυρένια ταπέτα της και μια την παρέα του πατέρα μου, που βρισκόταν στο ζενίθ του κεφιού. Ένα αμάξι φάνηκε απ' το φιδωτό, σκονισμένο δρόμο ν' ανηφορίζει με καλπασμό. Κι είδα τον κύριο Στέλιο, το γραμματικό μας, να πηδάει έξαλλος, και χωρίς τις συνηθισμένες αβρές χαιρετούρες του, να ορμάει προς το μέρος που ήταν ο πατέρας μου και να του λέει κάτι στ' αυτί. Πριν καν τελειώσει το μακρύ μυστικό του, ο πατέρας αναπήδησε κόκκινος σαν αστακός. —Είναι εξακριβωμένο; τον ρώτησε. —Μα ναι, βέβαια, σας λέω ότι... Ο πατέρας έπαθε τότε ένα είδος τρέλας. Πέταξε το ποτήρι του στον αέρα κι άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει και να μονολογεί. —Έρχονται, έρχονται... Δόξα σοι ο Θεός! Τέλειωσαν τα ψέματα... Γύρισαν όλοι ξαφνιασμένοι και περίεργοι. —Ποιοί έρχονται, Βασιλάκη, και κανείς έτσι; Μέθυσες; —Οι Έλληνες! Οι Έλληνες φτάνουν! Ως το πρωί ο ελληνικός στόλος θα βρίσκεται στο λιμάνι της Σμύρνης. —Οι Έλληνες; έκαναν όλοι μαζί, σα να μην το χωρούσε αμέσως το μυαλό τους. Οι Έλληνες; Ποιοί; Οι Έλληνες! Ά οι... οι Έλληνες! Και τότε έπαθαν κι αυτοί ομαδικά την ίδια κρίση με τον πατέρα μου. Κι άρχισαν να κλαίνε και να γελούν και ν' αγκαλιάζονται και να ευχαριστούνε το Θεό και να κάνουν τάματα. Και στριφογύριζαν άσκοπα στον ίδιο χώρο, μ' επιφωνήματα κι αλαλαγμούς χαράς. Κι άλλοι μάζευαν τα πράματά τους βιαστικά και τα ξαναπαρατούσαν και τα ξαναμάζευαν κι άλλοι φώναζαν τα παιδιά τους για να φύγουν. Δε θυμούμαι πόσο βάσταξε η σκηνή εκείνη, μα μόλις κόπασαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί ο κύριος Τηλέμαχος ο «κουγιουμτζής», άναψε το τσιμπούκι του σκεφτικός κι άρχισε να λέει: —Για καλό και για κακό πρέπει ν' αδειάσουμε τα μαγαζιά μας απ' τα πολύτιμα είδη. Να φτιάξουν οι γυναίκες μας ζώνες εσωτερικές για λίρες και πολύτιμες πέτρες... Βέβαια, δεν ξέρει κανείς ποτέ τι γίνεται. Οι ανώμαλες εποχές δεν είναι παίξε -γέλασε... Τέτοιες ζώνες από κάμποτο, που μέσα αράδιαζαν τις λίρες σα φυσεκλίκια, τις θυμόμουνα να τις φοράει συχνά η μητέρα στα ταξίδια της. Τώρα άρχισαν όλοι να διατυπώνουν κι από μια γνώμη για τα

προληπτικά μέτρα που θάπρεπε να πάρουν. Μόνο ο πατέρας μου δεν ήθελε ν' ασχοληθεί με σκέψεις πραχτικές που κατέβαζαν τον ενθουσιασμό και μείωναν την πίστη στην παντοδυναμία της λευτεριάς. Η μόνη ερώτηση που ανέβηκε στα χείλη του αυθόρμητα ήταν: —Μαίρη, τις σημαίες τις ετοίμασες όλες; —Όλες, Βασιλάκη, κι είναι και μεταξωτές. Τα μάτια της μητέρας έπαιζαν, σα να γύριζε σελίδα. Έμεινε λίγο σκεφτική και στο τέλος με κάποια δισταχτικότητα είπε: —Πάμε να φύγουμε, Βασιλάκη. Απόμερα είναι... Τέτοιες ώρες δεν ξέρει κανείς ποτέ... Ο πατέρας πέρασε το χέρι του προστατευτικά στο μπράτσο της και της είπε με σιγουριά: —Δεν έχει πια φόβους και τρομάρες. Τελείωσε η σκλαβιά, μην ανησυχείς. Μόλις κατρακυλήσαμε κάτω από κείνο το περίεργο πατάρι, ο πατέρας πέταξε στα γκαρσόνια μια χούφτα λεφτά. —Πάρτε, πάρτε, δε μου χρειάζονται πια οι τούρκικες λίρες. Είμαστε λεύτεροι παλικάρια, λεύτεροι! Οι παρέες χωρίστηκαν. Κάθε οικογένεια πήρε τ' αμάξι της και τράβηξε για το σπίτι της. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας και η μητέρα δεν πλάγιασαν. Στο σπίτι ερχόταν συνέχεια κόσμος να χαιρετίσει, να πάρει πληροφορίες και οδηγίες για το γιορτασμό. Ο πατέρας είχε το ύφος αρχιστράτηγου. Η Ριρή είχε πάρει κι αυτή το ανάλογο ύφος. Μας απομόνωσε κι άρχισε τις εξομολογήσεις. —Χρόνια και χρόνια δουλεύει μυστικά ο μπαμπάς, για νάρθουν οι Έλληνες να μας λευτερώσουν. Εγώ τα είχα όλα μυριστεί, μα είσαστε πιτσιρίκια και δε σας τάλεγα. Τώρα θα δείτε μεγαλεία, και τιμές και πλούτη! Η μαμά έχει ράψει κάτι σημαιάρες, που δε θα τις σηκώνει ούτε το ατζέμικο κοντάρι. Εμείς το ξέρουμε από καιρό, πως θάρθουν οι Έλληνες. Άνοιξε τη ντουλάπα κι άρχισε να ψαχουλεύει τα φουστάνια της, για να δει ποιο θα ταίριαζε καλύτερα για την υποδοχή. —Εγώ φοβάμαι, είπε με ειλικρίνεια ο Στέφος. Δε μ' αρέσουν οι φασαρίες. —Χα, χα! ο ήρωας που ήθελε να σκοτώσει όλους τους Τούρκους στο Αϊντίνι! τον ειρωνεύτηκε η Ριρή. —Εγώ δε θέλω ούτε να σκοτώσω, ούτε να με σκοτώσουν ξανάπε ο Στέφος. —Τότε, χρυσέ και πολύτιμε αδερφούλη μου, να μην έρθεις αύριο μαζί μας στην υποδοχή. Να μείνεις εδώ, με την Ινώ και την Αλίκη, που η μαμά είπε πως δε θα τις πάρουμε μαζί μας γιατί μπορεί να γίνουν φασαρίες. Έφτασε αυτή η κουβέντα της Ριρής για να μείνω άγρυπνη. Ώρες περίμενα πότε θάρθει η μεγάλη στιγμή, για ν' απαιτήσω να με πάρουν μαζί τους. Απ' την αγωνία όμως να κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου, κουράστηκα κι έπεσα σε βαθύν ύπνο. Το πρωί, ξύπνησα με τη φωνή του τυφλού εφημεριδοπώλη που διαλαλούσε:

—Αμάλθεια! Αρμονία! Τηλέγραφος και Ρεφόρμ! Όλες οι λεπτομέρειες της αποβάσεως των Ελλήνων! Πετάχτηκα ολόρθη κι είδα άδειο το κρεβάτι της Ριρής και του Στέφου. Έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας. Κι εκεί ψυχή. Κατρακύλησα τις σκάλες. Η κυρά - Ευανθία, τάιζε με τη συνηθισμένη μακαριότητά της την Ινώ στην τραπεζαρία. —Που πήγαν όλοι; ρώτησα θυμωμένη. —Μακάρ' κι νάξιρα, μ' απάντησε. Κάτσι να σ' βάλου του γάλασ'. —Δε θέλω του γάλαμ', είπα κοροϊδευτικά. Θέλω να δω κι εγώ τους Έλληνες. Το κατάλαβες; Άρχισα να κλαίω και να χτυπάω τα πόδια μου. —Ιμένα πιδίμ' αυτό μούπαν, αυτό κάνου... Πήδησα στο παράθυρο και κοίταξα το δρόμο μας. Σε όλα τα σπίτια κυμάτιζαν πελώριες γαλανόλευκες σημαίες. Ένα κομμάτι απ' τον ουρανό απλώθηκε στα μπαλκόνια και στις καρδιές. Τίποτα πια δε με συγκρατούσε, ούτε η διπλοκλειδωμένη εξώπορτα. Έδωσα έναν πήδο απ' το παράθυρο με κίνδυνο να τσακιστώ και άρχισα να τρέχω κατά την παραλία. Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους σαν το νερό που σπάζει με ορμή τα φράγματα κι απλώνεται παντού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, σχημάτιζαν αυθόρμητες διαδηλώσεις. Μυριόστομα ξεσπούσαν τα κρυμμένα τραγούδια τους. Ήταν μια στιγμή τέτοιου ομαδικού, ηλεκτρισμένου ενθουσιασμού, που κάνει τους απλούς ανθρώπους να αισθάνονται ήρωες. Δεν παζαρεύουν, δεν υπολογίζουν, δε σκέφτονται· μπορούν ακόμα και για μια χίμαιρα, για ένα πυροτέχνημα να τα προσφέρουν όλα, κι αυτή τη ζωή τους.

Είχα φτάσει στο Φραγκομαχαλά, όταν ξαφνικά ακούστηκε άγριο τουφεκίδι. Μερικοί πληγωμένοι σέρνονταν από τοίχο σε τοίχο. —Τρέξτε τους στα Σπιτάλια του Άη - Χαράλαμπου, φώναζαν οι γυναίκες. —Τι τρέχει, βρε παλικάρια; ρωτούσε ο κόσμος που κατέβαινε. —Τίποτα σοβαρό. Στο Και γίνονται συγκρούσεις. Οι Τούρκοι δε θέλουνε να παραδώσουν τα καράβια τους... —Αμ' θα τα παραδώσουνε, στο χέρι τους είναι; είπαν οι άλλοι και τάχυναν το βήμα τους κατά την παραλία. Όσο προχωρούσα, η ανθρωποθάλασσα παράσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Μια γριά πλάι μου έπεσε ξερή. Συγκοπή, φώναξαν κι άνοιξαν δρόμο να την περάσουν. Επωφελήθηκα και γλύστρησα μέσα από κείνο το άνοιγμα, κι έφτασα ως το ξενοδοχείο που βρίσκονταν οι δικοί μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα γόνατά μου τρέμανε. Η πόρτα του ξενοδοχείου ήταν αμπαρωμένη. Άρχισα να χτυπάω με τα χέρια και με τα πόδια, απελπισμένα. —Ανοίχτε, ανοίχτε!

—Δεν ανοίγουμε σε κανένα, γεμίσαμε κόσμο, ακούστηκε η σερέτικη φωνή του κυρ - Ανέστη, του θυρωρού. —Κόνα - Μαριόγκα, φώναξα με κλάματα στη γυναίκα του, άνοιξέ μου εσύ. Είμαι η Αλίκη Μάγη, θέλω τη μητέρα μου. Η φιγούρα της κόνα - Μαριόγκας, με την περούκα και το πολύ φτιασίδι, ξεπρόβαλε στο παράθυρο. —Ήχου, καλέ θα λωλαθώ! τση Μαίρης η μικρή βρέθηκε στσι δρόμοι! Άνοιξέ τση, Ανέστη μου, να δεις καλή μέρα! Ο κυρ - Ανέστης έβρισε, έφτυσε, κι ύστερα άπλωσε τη χερούκλα του, μ' άρπαξε απ' το γιακά και με τράβηξε μέσα. —Σου χρειάζεται ένα μπερντάχι ξύλο, μου είπε, για να μάθεις να ξεπορτίζεις τέτοιες ώρες... Χωρίς να προσέξω το θυμό του κυρ - Ανέστη, ανέβηκα τρία - τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκα ίσια στο μεγάλο μπαλκόνι του σαλονιού. Απέναντι, στο λιμάνι ήταν αραγμένα τα πρώτα ελληνικά πολεμικά. Εκείνη τη στιγμή έμπαινε και το υπερωκεάνιο «Πατρίς» φορτωμένο άντρες με χακί. Πάνω στο κατάστρωμα τραγουδούσαν και χόρευαν φουστανελλάδες. —Να, αυτοί 'ναι οι Παλιοελλαδίτες, είπε ένας κύριος. Γύρισα και τον κύτταξα φουρκισμένη γιατί νόμισα πως το «παλιοελλαδίτες» ήταν βρισιά, σαν το παλιάνθρωπος και το παλιόπαιδο. Τότε μονάχα πρόσεξα πως στο ίδιο εκείνο μπαλκόνι, βρισκόταν κι ο πατέρας. Φοβήθηκα νέα σκηνή, μα εκείνος ήταν τόσο συνεπαρμένος, που θεώρησε φυσικότατη την παρουσία μου εκεί. Κάθε φορά που οι Έλληνες αιχμαλώτιζαν καμιά ομάδα Τούρκων και την κλείδωναν μέσα στις αποθήκες του Τελωνείου, ο κόσμος δυνάμωνε τα ουρλιαχτά του: —Σειρά σας και σειρά μας, εντεψήζηδες!... Οι ταραχές πέρασαν γρήγορα. Όταν έγινε γνωστό πως 163 στρατιώτες και πολίτες πλήρωσαν με τη ζωή τους την ειρηνική κατάληψη της Σμύρνης, ο κόσμος τους χαλάλισε: —Μικρός ο φόρος, για μια τόσο μεγάλη μέρα! Οι Σμυρνιοί πρόθυμα πετούσαν στους δρόμους τα καλύτερα χαλιά τους για να πατήσει ο στρατός, κι έκοβαν λουλούδια απ' τους κήπους και τις γλάστρες τους, κι έχυναν τη σοδειά τους το ρύζι, για να ράνουν τους απελευθερωτές. —Να ριζώστε, παλικάρια της Ελλάδας! Και στην Πόλη με το καλό! Μερόνυχτα κράτησε το πανδαιμόνιο των υποδοχών στο σπίτι μας. Γλέντια, τραπέζια, φιλοξενίες αξιωματικών. Είχαμε χάσει και τη λίγη οικογενειακή ισορροπία που μας απόμεινε. Η μητέρα κι η Ριρή πήγαιναν σ' όλους τους χορούς που δίνονταν στο «Σπόρτιγκ» και στις άλλες Λέσχες. Ο πατέρας μας έφερνε κάθε μέρα στο τραπέζι κι ένα - δυο νέους φίλους του αξιωματικούς, με

χρυσά σειρίτια και άστρα στους ώμους. Όλους αυτούς τους έβλεπε σαν ήρωες και ημίθεους και τους χάριζε για ενθύμιο ό,τι πολύτιμο υπήρχε στο σπίτι που θύμιζε Ανατολή. Όσο ο στρατός προχωρούσε, τόσο ο κόσμος πίστευε περισσότερο πως ήταν πραγματική η ευτυχία του. Οι εφημερίδες έβγαζαν αδιάκοπα παραρτήματα για τις νίκες στο Τουρμπαλί, στη Μαινεμένη, στη Μαγνησία, στον Κασαμπά, στο Μπαϋντίρι, στα Θείρα, στο Ναζλί, στο Αϊντίνι, στο Αξάρι, στις Κυδωνίες... Εύκολο το μεθύσι της νίκης. Όμορφη και ζαλιστική η λευτεριά· ηλέκτριζε κι οδηγούσε ως την παραφορά. Οι άνθρωποι δεν την ψαχούλευαν· την ποθούσαν, την πίστευαν, και την έραιναν με τ' άνθη και τα δάκρυα της χαράς τους. Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή που λαχταρούσε και οραματιζόταν αιώνες ο ραγιάς. Και τώρα, έκαιγε το φέσι της υποταγής και της υποκρισίας και ξεσπούσε σ' ένα αυθόρμητο, μυριόστομο «Ζ Ζ ή τ ω !».

Δώδεκα μόλις μέρες είχαν περάσει, από τότε που η Σμύρνη έγινε ελληνική. Κι εκείνη τη δωδέκατη μαγιάτικη νύχτα, έφτασε ο πατέρας στο σπίτι με την είδηση της απελευθέρωσης του Αϊντινιού. Τρίκλιζε μεθυσμένος από χαρά κι έσουρνε μαζί του παιχνιδιατόρους και φίλους και δυο κασόνια σαμπάνιες. Μας ξύπνησε με τις χαρούμενες φωνές του. —Βρε κοιμάστε; κοιμάστε; Είναι δυνατόν να κοιμούνται άνθρωποι στον κόσμο, όταν το 4ο Πεζικό πατάει τα χώματά μας! Εδώ σηκώθηκαν οι νεκροί, ναι, και οι νεκροί μας σηκώθηκαν και γλεντούν τη λευτεριά! Η μητέρα πετάχτηκε, ανακάθησε στο κρεβάτι της και σαν συνήρθε μουρμούρισε συγκινημένη: —Είναι απίστευτο, απίστευτο! Το περιμέναμε χρόνια, το οραματιζόμαστε σαν κάτι πολύ μεγάλο, που μπορούσε να μην αξιωθούμε και να το δούμε. Και τώρα, να, έρχεσαι μέσα στη νύχτα, και το λες και δεν πιστεύω στ' αφτιά μου... Όταν έμεινε μόνη, δε βιάστηκε να ντυθεί, πλησίασε στο παράθυρο και στάθηκε κει ακίνητη, συνεπαρμένη, λες κι ήθελε να αναμετρηθεί με τα γεγονότα. Κείνη η πρώτη άνοιξη της λευτεριάς έσμιγε, θαρρείς, τον ουρανό, τη γη και τον άνθρωπο σ' έναν ίλιγγο από χρώματα, αρώματα και συγκινήσεις. Από τις στέγες, από τους κήπους της Σμύρνης, από τις γλάστρες κι από τις καρδιές, ξανεμίζονταν ανοιξιάτικες ελπίδες. Σκιρτούσε η χαρά. Ήταν μια από κείνες τις σπάνιες στιγμές, που το συναίσθημα της ευδαιμονίας γίνεται καθολικό δώρο ενός ολόκληρου πληθυσμού. Οι γέροι τόλεγαν θάμα, οι πολεμιστές αγώνα, οι πολιτικοί επιτυχία, οι ερωτευμένοι όνειρο, κι οι μικρασιάτες λευτεριά! Η οικογένεια Μάγη γλέντησε όλη κείνη τη νύχτα. Οι φελλοί από τις σαμπάνιες πηδούσαν στον αέρα το ίδιο τσιριχτά, όπως κι οι κορώνες της Ριρής, που δε σταματούσε το ρεπερτόριο των τραγουδιών της. Ο πατέρας γελούσε καλόκαρδα κι όλο τρατάριζε τους καλεσμένους. —Φάτε, φάτε φίλοι μου. Απόψε θα εξαντλήσουμε όλα τα αποθέματα της χαράς. Μούρχεται τρέλλα, όταν αναλογίζουμαι πως η ελληνική αρβύλα χτυπάει τα καλντερίμια και τους ντουσεμέδες μας!... Μα τι θαύματα, λοιπόν, κρύβει ετούτος ο ντουνιάς! Ύστερα από λίγες μέρες κατέβηκε στη Σμύρνη και η θεία Ερμιόνη με το θείο Γιάγκο και τη γιαγιά.

—Τώρα που φεύγω εγώ για το Αϊντίνι, ήρθατε σεις; είπε ο πατέρας. Ο θείος Γιάγκος, όμως, δε συμμεριζόταν καθόλου τους ενθουσιασμούς του πατέρα μου και μετά το φαγητό άρχισαν να συζητούν ζωηρά. —Δε μ' αρέσουν οι φουριόζικες δουλειές, έλεγε ο θείος. Δεν τη βλέπω σίγουρη τη γρήγορη προέλαση του στρατού μας. Έπρεπε να προετοιμαστεί καλύτερα — πως να στο πω; — να δένεται κάθε νίκη του, να κατοχυρώνεται. —Φοβάσαι αντεπίθεση των Τούρκων; ρώτησε με ειρωνεία ο πατέρας. Μα η Τουρκιά, αγαπητέ μου, ξώφλησε πλέον, πάει. Για τα πτώματα θα μιλούμε τώρα; —Δεν ξόφλησε δυστυχώς! επέμενε ο θείος Γιάγκος. Ο Νουρεντίν - πασάς θ' απαντήσει. Οργανώνει στρατό και τσέτες, φανατίζει τους πληθυσμούς... Σήκωσε τα μάτια του κατά τον ουρανό, άνοιξε τα χέρια του παρακλητικά και πρόσθεσε: —Να δώσει ο Θεός να βγω γελασμένος! —Που ζεις, μωρέ Γιάγκο, που ζεις, καϋμένε! είπε ο πατέρας και πρόσθεσε ένα ηχηρό «τσ, τσ, τσ» αποδοκιμασίας. —Πάντως, Βασιλάκη, δε ζω στα σύννεφα, όπως εσύ. Κι αν ήρθα στη Σμύρνη, ήρθα για να λάβω ορισμένα μέτρα. Το ίδιο κάνουν όλοι οι μυαλωμένοι άνθρωποι. Είναι η μόνη ευκαιρία να βγάλουμε χρήμα στο εξωτερικό, να φροντίσουμε για καμιά τοποθέτηση στη Γερμανία, τώρα που εκεί πουλιούνται για έναν παρά τ' ακίνητα. Αμ' έτσι είναι, Βασιλάκη μου, εμπόροι είμαστε, δεν είμαστε ποιητάδες. Αύριο πέφτει ο Βενιζέλος κι έρχονται οι άλλοι, που τη θέλουνε μικρή την Ελλάδα. Ή τα φτιάχνουν οι Αγγλογάλλοι με τους Τούρκους... Στο σημείο αυτό, ο πατέρας μου, έγινε κατακόκκινος απ' το κακό του. — Μα στο Θεό σου, Γιάγκο, που τις σκαρφίστηκες πάλι όλες τούτες τις παραδοξολογίες; Γιατί ξεχνάς, αδερφέ, και τον κομήτη; Αύριο αγγίζει η ουρά του στη γη! Ε; Τι γίνεται τότε; Τι γίνεται; Πρέπει να στείλουμε, προληπτικώς, τα χρήματά μας στο Κρεντί - Λυωναί του Άρη, για να τα σιγουράρουμε. Αμ' με το συμφέρον μοναδικόν οδηγό δε λευτερώνονται, Γιάγκο, οι πατρίδες. Χρειάζεται πίστη, γαλαντομιά, θυσία... Τραβούσε επίμονα τα πέτα του, και ρουφούσε τη μύτη του από νευρικότητα. Ο θείος Γιάγκος χαμογελούσε ήρεμα, και επέμενε στις θέσεις του. — Μπας και νομίζεις πως θ' ανοίξουν οι δουλειές μας, με τους Έλληνες; Εγώ σου λέω πως θα μας πατήσουν φορολογία, που το χαράτσι των Τούρκων θα ωχριά! Ο πατέρας μου μόρφασε. —Για κοίτα, μωρέ, κάτι πατριώτες! Πρώτα σκέφτονται την τσέπη τους κι ύστερα το εθνικό συμφέρον! Τζάμπα τη θέλει η αφεντιά σου τη λευτεριά; —Πρώτα το στομάχι, αγαπητέ μου. Το χορτάτο στομάχι είναι η λευτεριά. —Σωστά τα λες Γιάγκο. Μα η αφεντιά σου δε σκέφτεται του κοσμάκη το στομάχι, μα το αχόρταγο

πορτοφόλι σου. Καλύτερα φτωχοί μα λεύτεροι, παρά πλούσιοι και ραγιάδες... Ο θείος Γιάγκος δε θύμωσε, γιατί δεν ήθελε να στραπατσάρει άδικα τη υγεία του. Βλέποντας τον πατέρα μου να κατεβάζει εκνευρισμένος το ένα πίσω από τ' άλλο τα ποτηράκια το λικέρ, θέλησε ν' αλλάξει θέμα. —Ώστε φεύγεις αύριο για το Αϊντίνι; —Ναι, φυσικά, απάντησε ήρεμα τώρα κι ο πατέρας. —Δεν το βρίσκω και τόσο φρόνιμο ξέρεις. Μπορούσες να περιμένεις λίγο, να δούμε τι εξελίξεις θάχουμε. Να είχες καμιά σοβαρή δουλειά, τέλος πάντων, σπολάτι. Μα να τρέχεις τώρα δα για ανδριάντες, λόγους και κουροφέξαλα! Ο πατέρας είχε απελπιστεί πως ήταν δυνατόν να συνεννοηθεί με το γαμπρό του. —Τι να πεις Γιάγκο, τι να πεις! Για άλλους τα κουροφέξαλα είναι το παν στη ζωή. Αντιλήψεις βλέπεις... Τελειώνοντας τη φράση του σηκώθηκε, τεντώθηκε, αναζήτησε με τα μάτια τη μητέρα, και βλέποντας πως έλειπε, είπε: —Το «χαρέμι» βαρέθηκε να μας ακούει και τόσκασε. Πάμε να τις βγάλουμε λίγο έξω, να πάρουν αέρα. Όταν μείναμε μόνες με τη γιαγιά κι ανεβήκαμε για ύπνο, την έβαλα να μου διηγηθεί πώς μπήκαν οι Έλληνες στο Αϊντίνι και τι έκανε ο κόσμος και τι έκαναν οι Τούρκοι. Κι ενώ η γιαγιά έλεγε κι έλεγε με την τραγουδιστή φωνή της και περίμενε πως θα κοιμόμουνα, εγώ, ανακάθησα στο κρεβάτι μαζεύοντας κοντά στο στήθος μου τα γόνατά μου. Τα λόγια του θείου Γιάγκου μου είχαν αποδιώξει κάθε διάθεση για ύπνο. Και ζητούσα από τη γιαγιά να μου ξεκαθαρίσει ένα σωρό απορίες. —Τι απόγιναν οι δικοί μας οι Τούρκοι, ο Αλής κι ο Χασάνης; τη ρώτησα κάποια στιγμή. Μπας και τους σκότωσαν οι Έλληνες; —Μπορεί και να τους σκότωσαν, παιδί μου. Έγινα έξω φρενών κι άρχισα να διαμαρτύρομαι. Αφού εμείς είμαστε οι καλοί, οι δίκαιοι και οι δυνατοί, γιαγιά, πως μπορούμε να σκοτώνουμε ευγενικούς ανθρώπους, μόνο και μόνο γιατί είναι Τούρκοι; Άπλωσε το χέρι της και χαϊδεύοντάς με ήσυχα, μου είπε: —Αχ, παιδί μου! ο πόλεμος δεν ξέρει έλεος. Είναι μεγάλη συφορά ο πόλεμος. Οι Τούρκοι δεν είναι πια κείνοι πούξερες. Τους φανατίζουν οι πασάδες. Τους λένε πως οι γκιαούρηδες θα τους σφάξουν, θα τους αρπάξουν τη γη τους και τις γυναίκες τους, θα τους κλέψουν τη σερμαγιά τους, θα μολέψουν τα τζαμιά τους, θα τους κάψουν τα σπίτια τους. Τα ήσυχα περβόλια και τα βουνά μας, που άλλοτες τρέχατε με τις γκαμήλες και τ' αρνιά σας, χωρίς κανένας να σας πειράζει, τώρα τα διαφεντεύουν τσέτες, που παραφυλάνε κι αδικοσκοτώνουν. Άλλαξαν τα χρόνια, άλλαξαν. Ο Θεός να φυλάει εσάς που είστε μικρά, κι απέ ελόγου μας, το φάγαμε πια το ψωμί μας. —Λες, γιαγιά, να γίνουν όσα είπε ο θείος Γιάγκος;

—Όχι μικρό μου. Κοιμήσου εσύ ήσυχα. Μην ακούς όλα όσα λένε οι μεγάλοι, δεν είναι πάντα και σωστά. Ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι μου κι άρχισε να με χαϊδεύει, απαλά, υπομονετικά, ώσπου να γλαρώσουν και να κλείσουν τα μάτια μου. Κι εγώ, που ένοιωθα θερμή τη συντροφιά της στοργής εμπιστεύτηκα κι αποκοιμήθηκα.

Την άλλη μέρα έφυγε ξημερώματα ο πατέρας και δεν τον είδα να τον αποχαιρετήσω. Περίμενα με ανυπομονησία το πρώτο γράμμα του, κι όταν ήρθε, έτρεξα να τ' ακούσω. Δεν ήταν κεφάτο γράμμα. Κι ούτε είχε τους ενθουσιασμούς που συνήθιζε ο πατέρας. Έγραφε πως θα καθυστερήσει την επιστροφή του, γιατί έβαλε μπρος κάτι μερεμέτια στο εργοστάσιο. Λέξη δεν έλεγε για το στρατό, τις προελάσεις και τους ανδριάντες που θα έστηνε. Το ίδιο κείνο βράδυ, ήρθε ο θείος Γιάγκος κι έφερε μαζί του ένα γιατρό, για να εξετάσει τη γιαγιά που είχε αρρωστήσει απ' την καρδιά της. Καθώς η θεία Ερμιόνη ήταν επάνω, τον άκουσα να λέει τρομοκρατημένος στη μητέρα πως οι Τούρκοι πέρασαν σε αντεπίθεση και μάχες σκληρές γίνονταν τώρα έξω απ' το Αϊντίνι. Κι ύστερα πρόσθεσε: —Σ' ορκίζομαι, Μαίρη, πως όταν τα πρόβλεπα, πριν λίγες μέρες και τα φώναζα του Βασιλάκη, μέσα μου δεν τα πίστευα. Γιατί αν τα πίστευα, δεν θάφηνα εκτεθειμένο το εργοστάσιό μου, ούτε και θάφηνα εκεί τον αδερφό μου με τα παιδιά του. —Δηλαδή νομίζεις πως υπάρχει κίνδυνος; ρώτησε ανήσυχη η μητέρα. —Δεν ξέρω, δεν ξέρω, είπε κι έκλεισε με τα δάχτυλά του τα μάτια του, για ν' αποδιώξει ένα κακό όραμα.

Είχε περάσει μόλις ένας μήνας από την απελευθέρωση του Αϊντινιού, και οι αόριστοι αχνοί φόβοι, έγιναν βουερές, φοβερές βροντές που διαπέρασαν τις καρδιές όλων μας. Στις 17 του Ιούνη — πώς να την ξεχάσω κείνη την ημερομηνία; — οι Τούρκοι μπήκαν πάλι στην πόλη, κι ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε άτακτα. Μέσα σε λίγες ώρες, πήρε κι έδωσε το κακό με μια ταχύτητα δραματική. Όσες ώρες χρειάζονταν για να καούν οι θυμωνιές σ' ένα χωράφι, τόσες έφτασαν για να μεταβάλουν σε στάχτη όλη εκείνη τη ζωντανή και πλούσια πολιτεία, που τη στήριξαν στα πόδια της μόχθοι, κόποι, ιδρώτας και αίμα αιώνων. Πριν προλάβουμε να καλοπιστέψουμε τη μακάβρια είδηση, το σπίτι μας γέμισε από πρόσφυγες. Η πόρτα έμενε ανοιχτή κι οι συγγενείς κι οι φίλοι μπαινοβγαίνανε, κλαίγανε, φωνάζανε σα σε κηδεία. Η αγωνία για την τύχη του πατέρα αφάνιζε κάθε ευαισθησία μας. Γιατί δεν ερχόταν κι εκείνος με τους τόσους πρόσφυγες; Ο αδερφός του θείου Γιάγκου, ο κύριος Γεράσιμος, που μόλις είχε φτάσει με την οικογένειά του, βάθυνε την αγωνία μας. Μας είπε, πως μια μέρα πριν μπουν οι Τούρκοι στο Αϊντίνι, ο πατέρας έκανε μια διάλεξη στη Λέσχη. Μίλησε για ολόκληρη την παλιά μυστική του δράση: «Αν τότε, είπε, που δεν είχαμε ούτε στρατό, ούτε τις Μεγάλες Δυνάμεις στο πλευρό μας, ούτε τη σκιά μιας ελπίδας να μας ενισχύει, τολμούσαμε κι αντιστεκόμαστε στην Τουρκιά, σκεφτείτε ποιο είναι το καθήκον μας σήμερα. Μη σας αποθαρρύνουν οι παροδικές, τοπικές αποτυχίες. Κρατείστε ακμαίο το ηθικό σας. Υπερασπίστε, μαζί με το στρατό, τα χώματά μας, σπιθαμή με σπιθαμή — αν χρειαστεί, που δε θα χρειαστεί...»

Αυτά λοιπόν, ήταν τα μερεμέτια που μας έγραφε ο πατέρας για να μην ανησυχούμε; —Εμένα, έλεγε ο κ. Γεράσιμος, ο Βασιλάκης με ειδοποίησε να πάρω την οικογένειά μου και να φύγω, μ' όποιο μέσο βρω. «Κι εσύ; τον ρώτησα». «Εγώ, μου είπε, μόνος μου είμαι, θα τα καταφέρω να φύγω αργότερα. Το θεωρώ λιποταξία να εγκαταλείψω τόσα γυναικόπαιδα σε μια τέτοια κρίσιμη ώρα. Χρέος έχω να τους παρασταθώ...» —Οι αιώνιοι δονκιχωτισμοί του Βασιλάκη, έκανε ο θείος Γιάγκος νευριασμένος. Θαρρείς, μωρέ παιδί μου, πως τον θέλγουν αυτόν τον άνθρωπο τα σάπια σανίδια. Τέτοιοι παλικαρισμοί, μπορούσαν και να λείψουν χωρίς να ζημιωθεί μ' αυτό η πατρίδα. Ο θείος Γιάγκος ποτέ δε συγχωρούσε τη λεβεντιά στους ανθρώπους. Η μητέρα ήθελε να φανεί γενναία. Αισθανόταν μεγάλη περηφάνεια για τη στάση του πατέρα. Ίσως για πρώτη φορά, τον έβλεπε σαν ήρωα κι έτρεμε μην του φύλαγε η τύχη να γίνει και μάρτυρας. Έτρεχε μόνη της στο Σταθμό, στο Διοικητήριο, στους καταυλισμούς των προσφύγων και προσπαθούσε να πάρει καμιά σωστή πληροφορία. Άλλος, της έλεγε πως οι Τούρκοι τον ζητούσαν παντού, άλλος πως τον πιάσανε, άλλος πως κρυβόταν μέσα στα γυναικόπαιδα, άλλος πως είχε πάρει όπλο και πολεμούσε με το στρατό. Που να βρισκόταν η αλήθεια; Όσο περνούσαν οι μέρες και δε γύριζε, τόσο η μητέρα έχανε το κουράγιο της. Πρώτη φορά την είδα να μιλάει με τόσο πόνο και τόση τρυφερότητα για τον πατέρα. Μάζευε με επιμέλεια κάθε καλή του θύμηση, κάθε πρωτυτερνή ευγενικιά χειρονομία και πράξη του και τη διηγότανε. Του είχε βιαστικά ψαλιδίσει κάθε αδυναμία του και του έραψε μιαν άλλη ζωή, τέτοια που να την αναλογίζεται και να πεθαίνει από αγωνία μήπως και κοπούν τα νήματά της... Βημάτιζε όλο το βράδυ μέσα στο δωμάτιό της· στεκόταν μπρος στα ρούχα του και στις φωτογραφίες του, τα κοίταζε με πάθος, σα να τη βασάνιζε μια φοβερή σκέψη. Κι ύστερα, εξουθενωμένη, έπεφτε στην πολυθρόνα κι έπνιγε τους λυγμούς της μέσα στο μαντήλι της. Εμείς τότε, και τα τέσσερα παιδιά, που λαγοκοιμόμαστε πάνω στο κρεβάτι τους, τρέχαμε και γονατίζαμε κοντά της και μας έπιανε το παράπονο. —Τι έγινε ο μπαμπάς, τι έγινε; Η μητέρα τότε σφούγγιζε τα δάκρυά της και μας έβαζε πάλι να κοιμηθούμε. —Ησυχάστε, θάρθει. Δεν μπορεί να μην έρθει... Μόλις ξημέρωνε, περνούσε βιαστικά ένα ρούχο, χωρίς καμιά κοκεταρία κι έπαιρνε τους δρόμους. Ο δικός μου ο ρόλος ήταν σκληρός· μου είχαν αναθέσει να πηγαίνω στο δωμάτιο της γιαγιάς που ήταν πολύ άρρωστη, να της κρατάω συντροφιά και να προσποιούμαι πως δε συμβαίνει τίποτα. Θυμάμαι πως καθόμουνα κουβαριασμένη κοντά της και τρέμανε τα χέρια μου και τα συγκρατούσα το ένα με τ' άλλο λες κι ήταν περιστέρια έτοιμα να πετάξουν. Κι ωστόσο, όλο και κατάφερνα να πνίγω τη συγκίνησή μου, και να της λέω διάφορα για να την ξεγελάω. Κι ύστερα, κατέβαινα μια βόλτα στο κάτω πάτωμα κι έψαχνα φοβισμένη τα πρόσωπα των μεγάλων, μήπως κι έμαθαν τίποτα το κακό. Κι όταν δεν έβγαζα νόημα απ' τα μάτια, ρωτούσα δειλά: —Ακόμα τίποτα; —Τίποτα παιδί μου, έλεγε η θεία Ερμιόνη κι έτρεμαν τα χείλη της καθώς τάσφιγγε να μην κλάψει.

Όσο περνούσαν οι ώρες, όλο και κάποιος γνωστός πρόβαλλε στο χωλ, με ξεσχισμένα ρούχα, με τραβηγμένα χαρακτηριστικά, με κόκκινα πρησμένα μάτια. Κοίταζε ολόγυρα, φοβισμένα σαν αγρίμι, κι ύστερα καταλάβαινε πως όλοι εκεί μέσα είχαν την ίδια μοίρα, και ξεσπούσε σε αναφιλητά. Κι ο ένας ρωτούσε τον άλλον για τα χαμένα δικά του πρόσωπα, μην τα είδε, μην ξέρει τίποτα για την τύχη τους... Κι άλλοι βρίσκανε, δεν ξέρω τι ικανοποίηση, να λένε πως ζωντανός δεν έμεινε πίσω κανένας. Κι ήταν όλων των λογιών άνθρωποι: Άντρες που γύρευαν τις γυναίκες τους και γυναίκες που έψαχναν για τους άντρες τους, και μάνες δίχως τα παιδιά τους και παιδιά χωρίς τις μανάδες τους, και γέροι, και γριές, και άρρωστοι, και πληγωμένοι που είχαν ανάγκη από γιατρό. Γυρεύανε σ' εμάς αποκούμπι και παρηγοριά, την ώρα που κι εμείς νοιώθαμε της αγωνίας τις κονταριές να μπήγουνται μέσα στη σάρκα μας, στριφτά, στραμπουλιχτά, έτσι που να σούρχεται να φωνάξεις και να πέσεις ξερός κάτω· ξερός για να μη νοιώθεις, να μην ακούς, να μη βλέπεις άλλο. Την πέμπτη μέρα της καταστροφής, κατά τις έντεκα το πρωί, χτύπησε την πόρτα μας ένας αξιωματικός με γένια, αποκαμωμένος από την αϋπνία και την κούραση. Ζήτησε τη μητέρα. —Έρχομαι απ' τον κύριο Μάγη, είπε. Είναι καλά και να μην ανησυχείτε. Μόλις βρει τραίνο ή άλλο μέσο θάρθει. Βοηθάει τα γυναικόπαιδα και τους πληγωμένους να φτάσουν στη Σμύρνη. Ήταν τόσο αναπάντεχη κείνη η μεγάλη είδηση, που η μάνα τάχασε κι έπεσε σε μια καρέκλα. Ύστερα έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο, λες κι αυτό θα την βοηθούσε να ξαναβρεί τη μιλιά της. —Άκουσα καλά; τραύλισε. Ζει ο Βασιλάκης; —Καλά ακούσατε, κυρία μου, είπε ο αξιωματικός. Περάσατε μεγάλη αγωνία και δεν είχατε άδικο. Ο άντρας σας σώθηκε ως εκ θαύματος... Τότε, η θεία Ερμιόνη αγκάλιασε τη μαμά και κλαίγανε μαζί χαρούμενα κι έλεγαν τρυφερά λόγια η μια στην άλλη, τέτοια που ποτές άλλοτε δεν είχαν ξαναπεί. Ήρθε κι ο θείος Γιάγκος και τρέχανε δάκρυα ως κι εκείνου τα μάτια. Κι εμείς τα παιδιά χοροπηδούσαμε. Για μια στιγμή τα ξεχάσαμε όλα, όλα, λες και μας είπαν πως δεν είχε γίνει η καταστροφή. Κι είπε τότε η μητέρα, ν' ανέβει η ίδια στη γιαγιά, να της πάει το φαγητό της, και να φροντίσουμε να φάνε κι αυτοί οι δυστυχισμένοι ανθρώποι που ήρθαν να βρουν αποκούμπι σ' εμάς και τους αφήσαμε νηστικούς. Κι η Ριρή πήγε αμέσως να κοκεταριστεί. Κι ο Στέφος τόσκασε να πάει να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του. Μα καθώς κάναμε να ξαγκιστρωθούμε απ' τον πόνο, πρόβαλε στην πόρτα σα φάντασμα η κόρη της κόνα-Αγγελικώς, η Ασημίνα. Στεκόταν εκεί σα δραματική ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας, απόκοσμη, λες κι έβγαινε από τάφο. Κι έλεγες μέσα σου: Τι θα πει αν κάνει πώς ανοίγει το στόμα της! —Πέρασε μέσα Ασημίνα, είπε η μητέρα, για να διακόψει εκείνο το σιωπηρό, τρομαγμένο αλληλοκοίταγμα. Τα πόδια της Ασημίνας κινήθηκαν αργά σαν αυτόματα. Τράβηξε ίσια στην κουζίνα κι έπεσε στην αγκαλιά της κυρά - Ευανθίας που ήταν ξαδέρφη της. —Ξεκληρίστηκε η φαμελιά μου Ευανθία, της είπε με μια σπασμένη από λυγμούς φωνή. Δεν έχω πια παιδιά, δεν έχω άντρα, δεν έχω μάνα· όλοι χάθηκαν, πάνε! Την ακούμπησαν σε μια καρέκλα, κι έμοιαζε με άδειο σακκούλι. Έκλαιγε διακριτικά, λυπητερά, κουρασμένα. Μια μαύρη μπόλια πλαισίωνε το παραμορφωμένο πρόσωπό της, που ήταν σκληρό σα να μην είχε γνωρίσει ποτέ χάδι ή γέλιο. Η κόκκινη κλαδωτή ρόμπα που φορούσε, ερχόταν σε τέτοια αντίθεση με το κεφάλι της, που έλεγες πως σ' άλλον ανήκε το ένα και σ' άλλον το άλλο. Μ' αυτή τη

ρόμπα είχε ξεκινήσει απ' το ευτυχισμένο της σπιτικό, το πρώτο πρωινό της καταστροφής. Κι όταν ο χάρος αναπάντεχα της άρπαξε, μέσα σε λίγες ώρες, ολόκληρη τη φαμελιά της, κι έντυσε για πάντα τη ψυχή της στα κρέπια, έμεινε πάλι με την ίδια κόκκινη κλαδωτή ρόμπα. Δεν είχε ν' αγοράσει μαύρα. Η μητέρα την πλησίασε και την έπεισε να ρουφήξει, με τη βία, ένα πιάτο ψαρόσουπα και να πιει και λίγες γουλιές κρασί να στυλωθεί, όπως όλοι οι πικροπονεμένοι. Η ξενοδουλεύτρα που δεν ήταν μαθημένη να τρώει ποτέ τζάμπα ψωμί, ανασηκώθηκε με κόπο και ζήτησε να πλύνει τα πιάτα που στοιβάζονταν και γέμιζε ο νεροχύτης. —Για τόνομα του Χριστού, Ασημίνα! —έκανε η μητέρα— σα λίγη ταλαιπωρία πέρασες, καϋμενούλα μου... Κάθησε υποταχτικά ακούμπησε τα χέρια της άτονα στα γόνατά της, κι έκλεισε τα μάτια της· μέσα απ' τα βλέφαρά της κυλούσαν αραιά και που, χοντρές σταγόνες δάκρυα, κι έπεφταν στα μαραζωμένα μάγουλά της. Στην αρχή δεν τη ζύγωνε κανείς. Η βαριά συφορά της, είχε τρομάξει ως κι αυτούς τους συφοριασμένους. Ύστερα έγινε γύρω της ένας πυκνός κύκλος. Κι η Ασημίνα άρχισε να μιλάει: —Η μάνα μου είχε φύγει με το μικρόνε το Χαράλαμπο, πριν μπούνε οι Τούρκοι. Ακλουθάγανε το στρατό στο φευγιό του, μαζί μ' άλλα γυναικόπαιδα. Σαν κοντοζύγωνε το ντουμάνι της φωτιάς κατά το σπίτι μας, είπα στον άντρα μου: «Πάμε κι εμείς Γιαννακό, πάμε μη μας φάνε οι φλόγες κι οι τσέτες...» «Σύρε συ, μ' αποκρίθηκ' εκείνος, σύρε να φτάξεις τη μάνα σου. Εγώ με τ' αγόρια έχουμε χρέος να διαφεντέψουμε το βιος μας». Κι έδινε διαταγές ο Γιαννακός στα δυο τ' αγόρια, ν' ανασέρνουνε νερό απ' το πηγάδι, να γεμίζουν τα κιούπια, να μαζεύουν τα έπιπλα και το ρουχισμό στη σάλα που κλείδωνε καλά. Ως και τις γλάστρες τις περιμάζεψε και τις σκέπασε με λινάτσα, να μην τις κάψει ο λίβας της φωτιάς και γκρινιάζει η μάνα μου! «Μωρ' Γιαννακό, του ξανάπα, ας το το ρημάδι. Ας σωθούμε μεις και το ξαναφτιάχνουμε μαθές». «Γι' άκου, Ασημίνα, μούπε σεκλετισμένος. Παράτα τα λόγια και σύρε η αφεντιά σου. Τριάντα χρονώνε δούλεψη έχουμε ρίξει 'δω μέσα για να το ξεχρεώσουμε, και τώρα πούναι κατάδικό μας θα τ' απαρατήσω; Τράβα ελόγου σου, πούσαι γυναίκα, να μη σ' έχουμε φόρτωμα· κι απέ εμείς άντροι είμαστε και θα την παλαίψουμε τη φουρτούνα». »Κι έφυγα η έρμη, έφυγα που να μην τ' αξιονόμουνα. Κι εκειδάς καρβούνιασαν όλοι μαζί και μούγγριζαν να ραγίζει πέτρα να τσ' ακούει. Και τους είδε ο μάστρο - Χρήστος ο Σεβντικιαλής και χέρι βοήθειας δεν μπόρεσε να τους δώσει, μόνο έμειναν άταφοι κι αδιάβαστοι, σαν άπιστοι...» Η εφιαλτική διήγηση συνεχιζόταν απίθανη σαν όλη εκείνη την ξαφνική συμφορά. «Έτρεχα —συνέχισε— έτρεχα δυο νύχτες και δυο μέρες, δίχως αναπαμό. Είμασταν διακόσιοι ανοματέοι, όταν κινήσαμε και φτάσαμε πενήντα. Ανεβαίναμε βουνά και φαράγγια, περνούσαμε ποτάμια και τουνέλια. Οι τσέτες καταπόδι μας· στιγμή δεν είχαμε καιρό ν' ανασάνουμε. Έπεφτ' η μάνα και το παιδί δεν στεκόταν να την ανασύρει· κι έπεφτε το παιδί κι η μάνα δεν στεκόταν να του δώσει τον ύστερο ασπασμό... »Ετσιδάς, σε τέτοιο ένα γιουρούσι βρέθηκε κι η δόλια η μάνα μου με το Χαραλαμπάκι στην αγκαλιά. Το κράταγε το μωρό ανάποδα και χαμπάρι δεν τόχε. Κι ήρθε το βόλι και το τρύπησε το πουλάκι μου και την τρύπησε και την ίδιανε, κι είδηση δεν το πήρε, μόν' έτρεχε αλαφιασμένη να σώσει μαθές το παιδί. Την αντάμωσα στο Τουρμπαλί με το μωρό νεκρό στην αγκαλιά. Απ' τη πρησμένη του κοιλίτσα

έβγαινε ένα τοσοδά αντεράκι σαν στριμένη βρακοζώνα! Μ' έπιασε αγριάδα κι απονιά και ρίχτηκα καταπάνω της. «Μάνα, μούγγρισα, τι μου τόκανες τ' αγοράκι μου; Δε λογίστηκες, άμοιρη, πως δεν έχω πια άλλα παιδιά, δεν έχω άντρα!» »Την έσφιγγα να την πνίξω, σαν παραλοϊσμένη. Μα μ' αγγίξανε τα αίματα απ' το ξεσκισμένο της στήθος κι άνοιωσα την ανάσα της βαριά και χαλασμένη. Νόμισα πως θα μ' απόμενε στα χέρια. «Μάνα, μάνα! μη μου φύγεις κι εσύ! Συχώρα με, μανούλα μου...» Η Ασημίνα άρχισε πάλι να σιγοκλαίει, μα μέσα από τα αναφιλητά της, συνέχισε: «Το ίδιο κείνο βράδυ, συχωρέθηκε κι η μάνα μου. Πήγε ν' ανταμώσει το Χαραλαμπάκι, το Γιαννακό, το Χρήστο και το Γιώργη μου». Η Ασημίνα έκλεισε τα μάτια της και δεν καταλάβαινες αν μ' αυτό ήθελε να πάψει να βλέπει τα οράματα ή να τα φέρει κοντύτερά της. Όλοι γύρω της σώπαιναν αγριεμένοι. Μόνο η κόνα Λοξάντρα βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει: —Ωχού! έκανε σα να μοιρολογούσε. Την καψούρα τη μάνα σ', είμουνα μαζί τ'ς σαν τόχασι του πιδί. Δεν τόβαζ' ο λοϊσμός τ'ς πως τσ' απόθανε. Μόν' τούτριβι τα χιράκια τ' κι τα πουδαράκια τ' να ζεσταθούνε, πούτανι κρύα, μπουζ. Κι παρακαλούσι την Παρθένα κι τσούλιγι: Βαγγελίστρα μ', μάνα συ του Χριστού, κάνει του θάμα σ'. Κι τ' αφουγκραζόταν κάθε μινούτο κι μας έκανι: «Μαρσείς ζει του πιδί. Την ακούω, μαθές, την καρδούλα τ' που χτυπάει' ζει, ζει!» Κι γύρ'ζε στου Χαραλαμπάκ' κι τούκανι: «Πες μ' λεβέντη μ', πες μ' γιόκαμ' μια κουβιντούλα! Ψυχή μ' εσύ, καμάρι μ' εσύ! Τι λόγου θα δώσου στη μάνα σ' αγόριμ' που σι μπιστεύτηκι στα χέρια μ';... Σαν τι λόγια νάβρου να τση του παραστήσου;» Με πήρανε τα κλάματα κι έφυγα απ' την κουζίνα. Δεν μπορούσα πια ν' ακούω. Ήξερα πως ήταν η ώρα μου ν' ανέβω στο δωμάτιο της γιαγιάς, μα δεν τολμούσα. Δεν ήξερα αν θ' άντεχα στο ερευνητικό βλέμμα της κι αν θα μπορούσα ν' απαντώ ήρεμα στις επίμονες ερωτήσεις της. Πριν λίγη ώρα, με είχε υποβάλλει σ' ένα τυραννικό ερωτηματολόγιο. —Τι νταβαντούρι γίνεται κάτω Αλίκη; Τι συμβαίνει παιδί μου; —Ήρθαν γειτόνοι, γιαγιάκα, πολλοί γειτόνοι. Κι εδώ, στη Σμύρνη, γελούν δυνατά οι άνθρωποι και φωνάζουν. —Μα σα να μην ακούω γέλια, μου ξανάλεγε η γιαγιά όλο καχυποψία. Κι ύστερα πρόσθεσε συλλογισμένη: — Είδα ένα τόσο κακό όνειρο, ψες βράδυ! Σα να καιόταν το σπίτι μας. Κι ήταν εκεί η αδερφή μου, η Καλλιόπη, με το νυφιάτικό της, ροδοκόκκινη και ζωηρή. Και γαμπρός, λέει — Θε μ' συχώρεσέ με! — ήταν ο αδερφός μας ο Θανάσης. Κι εκείνη γελούσε, όπως συνήθιζε με το ψύλλου πήδημα, κι έτρωγε τόση μια ψαρούκλα! Σταυροκοπήθηκε, έφτιαξε το μποξαδάκι της σα να είχε κρυάδες κι εξακολούθησε: —Καλό κι ευλογημένο νάναι· μα το ψάρι λένε πως είναι λαχτάρα· για να δούμε... Εμένα χτυπούσαν τα δόντια μου, όπως μικρή όταν με πείραζαν θέρμες.

—Μη νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω, έλεγε πάλι η γιαγιά. Κάτι τρέχει και μου το κρύβετε όλοι εδώ μέσα. Ύστερα σώπασε και σώπασα κι εγώ. Κι έβλεπα στα καθαρά, γαλάζια μάτια της μιαν παράκληση: Μη γελαστώ και της πω την αλήθεια, γιατί, όσο κι αν 'ξέταζε, διάψευση περίμενε, κι όχι επιβεβαίωση. Δεν ήταν λοιπόν δυνατό, στα χάλια που βρισκόμουνα, να πάω ξανά επάνω. Τράβηξα στο αντρεσόλι, έγειρα πλάι στ' αγαπημένα μου βιβλία, κι έτσι άγρυπνη και κατάκοπη όπως ήμουνα, με πήρε ο ύπνος. Μα τι ύπνος ήταν εκείνος! Κάθε στιγμή πηδούσε ολόκληρο το κορμί μου. Άνοιγα τα μάτια μου τρομαγμένη και ξανάπεφτα σε νάρκη. Στ' αυτιά μου άκουγα έναν ομαδικό θρήνο· σα νάκλαιγε ολόκληρη η Μικρασία. Και τότε είδα όλα τα γελαστά, γνωστά πρόσωπα των Τούρκων νάχουνε φίδια αντί γένια και φωτιές αντί μάτια και να κρατούν ματωμένα γιαταγάνια, που από κάθε άκρη κρέμονταν πολλά τρυπημένα παιδιά, και γριές βογκούσαν στη γης, πλημμυρισμένες στο αίμα. Κι ύστερα, άνοιγαν ένας-ένας οι τόμοι των βιβλίων του παππού μου, και βγαίναν από μέσα οι ήρωες του εικοσιένα, και μαζί τους κι ο πατέρας μου, με φουστανέλλα και φέσι, κι αντιπαλεύανε με τον Νουρεντίν-πασά· κι ο Ντουρεντίν είχε το σώμα μιας φοβερής ύαινας, μιας ύαινας που την είχα δει στη ζωολογία του Στέφου. Ξύπνησα τρομαγμένη και κατάκοπη και κατέβηκα ίσια στο χωλ. Όλο το κάτω πάτωμα βογγούσε από θρήνους. Η θεία Ερμιόνη, σε μια πολυθρόνα, κρατούσε με το ένα χέρι το κεφάλι της και με το άλλο έσφιγγε το στομάχι της. Κάθε τόσο έβγαινε παραπατώντας, πήγαινε στην κουζίνα, έβγαζε μια πράσινη χολή και ξαναγύριζε στη θέση της. Η Ριρή μούκανε νόημα να την ακολουθήσω. Ήταν κλαμένη και ωχρή. —Ξέρεις Αλίκη, μου είπε, τη θεία Καλλιόπη και την Έλλη μας... Την έπνιξε ένας λυγμός. —Τι; Τι θες να πεις! —Τις έσφαξαν οι Τούρκοι! —Δεν είναι αλήθεια! φώναξα μ' όλη μου τη δύναμη. Μα ύστερα θυμήθηκα το όνειρο της γιαγιάς κι άρχισε να γυρίζει το στομάχι μου, το κεφάλι μου. —Δυστυχώς είναι αλήθεια! μας το είπαν πολλοί, που τις είδαν στον τόπο της σφαγής. Έκοβαν, λέει, κομμάτια, κρέας απ' την Έλλη, το στήθος της, τα μπράτσα της, τα μεριά της, κι η θεία Καλλιόπη έβλεπε όλα αυτά, δεμένη... Κι ύστερα, πριν ξεψυχήσει η Έλλη, έκαναν τα ίδια στη θεία Καλλιόπη! Και τις άφησαν έτσι να γαγγραινιάσουν... Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, με μιαν ηλίθια έκφραση απόγνωσης, χωρίς να μπορώ ν' αρθρώσω λέξη. Σύρθηκα ως το πρώτο κατώφλι της αυλής, κι εκεί ζάρωσα, τόσο φοβισμένα, στη γωνίτσα μου, σα νάμουνα ένας μικρός μπόγος απ' αυτούς που έφερναν μαζί τους οι πρόσφυγες. Τα μάτια μου τάνοιωθα σα θαμπά τζάμια που πάνου τους κυλούν χοντρές οι σταγόνες της βροχής. Αν ήξεραν οι μεγάλοι πόσο πονούν τα παιδιά και πόσο λυπούνται με τη δυστυχία, ίσως ο κόσμος να ήταν πιο μαλακός. Γιατί; γιατί; ο κάθε πατέρας, σ' όποιο έθνος κι αν ανήκει, δεν θέλει να κλαίει το παιδί του, κι όλοι μαζί οι πατεράδες, ξαφνικά, κάνουν τα παιδιά των άλλων να κλαίνε; Γιατί εμείς σκοτώσαμε τα παιδιά του Αλή και του Χασάνη και γιατί ο Αλής κι ο Χασάνης κατάσφαξαν με τόση λύσσα τα δικά μας; Χρόνια και χρόνια ζούσαμε σ' εκείνα τα χώματα, πλάι - πλάι με τους Τούρκους· και μας χαμογελούσανε και τους χαμογελούσαμε, και μας χαρίζανε τόσα δώρα, και τους χαρίζαμε διπλά. Κι

εκειδά που χτύπαγε η καμπάνα μας, ακουγόταν και του Χότζα το ναμάζι, και γιορτάζαμε το Πάσχα, και γιόρταζαν το Μπαϊράμι, κι αλλάζαμε ευχές με σεβασμό! Τι είναι λοιπόν; τι είναι αυτό το φοβερό πράμα, που λέγεται πόλεμος και που βγάζει τους ανθρώπους απ' τα συγκαλά τους και τους μαυροντύνει και καίει τ' ακριβά, αγαπημένα σπιτάκια, και σκοτώνει και τους ζωντανούς, και σκοτώνει και τη χαρά; Ο ρεσπέρης, ο μπάρμπα-Μήτρος, που είχε μπει πριν δυο ώρες στο σπίτι μας, δεν είχε περισώσει τίποτα απ' τους κόπους και τον ίδρωτα το δικό του και των προγόνων του. Μα είχε γεμίσει μια σακουλίτσα με χώμα και τόβρεχε τώρα με τα δάκρυά του κι όλο έλεγε: —Τη γη μας θερία, τη γη των πατεράδων μας, μας επήρατε. Μα θα σας την επάρουμε πάλι οπίσω. Τη γης θέλομε, τη γη μας... Και θυμήθηκα τότε το Χασάνη, που έπιανε κι αυτός το χώμα μέσα στις χούφτες του και το φιλούσε, και του μιλούσε τρυφερά, με στοργή και αγάπη κι έλεγε με καλοσύνη. —Ισααλά! νάχουν τέτοια γης όλοι οι άνθρωποι. Κι όλοι οι άνθρωποι, εκεί - κάτω στο Μαίανδρο, κλαίγανε τώρα. Κι άλλοι κλαίγανε χτες κι άλλοι θα κλαίνε αύριο. Γιατί; Γιατί;

Σαν γύρισε στο σπίτι ο πατέρας, τρομάξαμε να τον γνωρίσουμε. Αξύριστος, βρώμικος και ψειριασμένος, με τα ρούχα του γεμάτα λάσπη και αίματα! Γύρω απ' τα μάτια του είχε μεγάλα μαύρα στεφάνια, και τα μαλλιά του θαρρείς κι άσπρισαν με μιας. Όλη του η προσπάθεια ήταν ν' αλλάξει την ατμόσφαιρα του σπιτιού και ν' αποφύγει τις δραματικές σκηνές. —Μην κάνετε έτσι, έλεγε. Ό,τι ξαναγίνεται θα το φτιάξουμε και πάλι. Κι ό,τι δεν ξαναγίνεται θα μείνει στη μνήμη μας γλυκά, σαν υπέρτατη θυσία σ' ένα σκληρόν αγώνα για τη λευτεριά. Το ύφος που μιλούσε ωστόσο δεν ήταν το ίδιο, το πρωτυτερνό θαρρείς πως είχε επιστρατέψει το μνημονικό του να θυμηθεί παλιά του λόγια, που πια δεν τα πίστευε. Κι αράδιαζε κουβέντες, έτσι άχρωμα και στεγνά. Όταν ήταν μόνος, έπεφτε σε βαθιά συλλογή κι άρχισε να πίνει με το ίδιο πάθος που κάπνιζε. Στον ύπνο του φώναζε και πετιόταν ορθός. —Βασιλάκη, τούλεγε η μητέρα, πάρε κανένα καταπραϋντικό για τα νεύρα σου. Πώς τσάκισες τόσο γρήγορα; —Δεν τσάκισα, απαντούσε, θα μου περάσει. Είναι φοβερό να γνωριστείς πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, να νοιώσεις την παγωμένη βρώμικη ανάσα του και να του ξεφύγεις για να τον θυμάσαι! Με κυνηγούν οι φωνές των πληγωμένων, τα γυάλινα μάτια των νεκρών, ο τρόμος των γυναικών, οι θηριωδίες, οι φλόγες της φωτιάς, η ερήμωση, ο πανικός της φυγής... Τρέχαμε, πως τρέχαμε! Μάτωναν οι πατούσες μας, λες και τις κεντούσαν μιλιούνια καρφίτσες. Και τρέχαμε δίχως νόημα· από σκέτο φόβο. Μαύριζε η μέρα και μπερδευόταν η γη με τον ουρανό, τα σπαρτά με τα σύννεφα, τα ποτάμια με τον ήλιο, κι ο νους με τον Άδη. Κι εμείς δόστου να τρέχουμε για να γλυτώσουμε τη μικρή ζωούλα μας. Διψούσαμε σαν κολασμένοι, πεινούσαμε σα λύκοι, κατουριόμασταν πάνω μας, μα πουθενά δε στεκόμασταν. Τρέχαμε! Το δράμα της ζωής μάς οιστρηλατούσε. Αυτή η ζωή, που κάποτε μοιάζει τόσο ασήμαντη και τη βαριόμαστε, και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε, έπαιρνε μπρος στον

τρόμο του θανάτου, ασύλληπτες διαστάσεις και καταντούσε ένα τυραννικό, φοβερό ένστιχτο, με περιθώρια αντοχής ανεξάντλητα. Αν το καλοσκεφτόταν κανείς, ο θάνατος θάταν μια λύτρωση· μα να, που δεν τον θέλαμε. Κι άφηνε η μάνα το παιδί στο δρόμο νεκρό, και το παίδι τη μάνα και τρέχαν, τρέχαν γιατί δεν είχαν καιρό να σκεφτούν τι τους συνέβαινε, και τι θα την έκαναν μετά, αυτήν τη ζωή που βάλθηκαν να την περισώσουν. Αχ, αυτό ειν' όλο, αυτό! Έγειρε το κεφάλι του για να κρύψει τα δάκρυα που κυλούσαν απ' τα μάτια του. Πρώτη φορά ο πατέρας μιλούσε σε τέτοιον τόνο. —Βασιλάκη! είπε κείνη, τόσο τρυφερά και γλυκά που τον έκανε να ξεσπάσει, πέφτοντας στην αγκαλιά της. —Αγαπημένη μου, καλή μου, Μαίρη. Ένας λόγος που δεν ήθελα να πεθάνω, ήσουν εσύ. Δε σε χόρτασα ακόμα. Δε σε ξέρω καν. Δε μου φτάνει η ζωή για να σ' αγαπήσω όσο θα ήθελα... Πέρασε το μπράτσο του στη μέση της και την τράβηξε κοντά του με δύναμη και πάθος. —Με πονάς, είπε η μητέρα κάπως ψυχρά. Μα ευθύς το κατάλαβε και του είπε γελαστά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του: —Τι λες; Γινόμαστε πάλι είκοσι χρονώ; —Ναι, Μαίρη, πρέπει να γίνουμε· πρέπει να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας. Τώρα που τα χάσαμε όλα, μου χρειάζεται η δική σου δύναμη, η δική σου έμπνευση, η ορμήνια σου, για να τα βγάλω πέρα. Έχω να παλέψω τόσο άγρια με τη ζωή! Δε μου μένει παρά ένα γραφείο, κάμποσα γραμμάτια, ένα εξογκωμένο «Δούναι», και η φήμη του πλούσιου και τίμιου ανθρώπου· απ' αυτά πρέπει να φτιάξω το μέλλον των παιδιών μας. Την ίδια μέρα που γύρισε ο πατέρας, οι εφημερίδες έβγαλαν έκτακτα παραρτήματα. «Ο ελληνικός στρατός ανεκατέλαβε το Αϊδίνιον. Οι κάτοικοι επιστρέφουν εις την ερειπωμένην πόλιν των». Η μητέρα άρχισε να διαβάζει δυνατά όλες τις λεπτομέρειες. Γύρω της μαζεύτηκαν όσοι πρόσφυγες έμεναν στο σπίτι. Δεν πίστευαν στ' αυτιά τους, δεν πίστευαν στον εαυτό τους, δεν πίστευαν πως ήταν αυτοί οι ίδιοι που γνώρισαν τέτοια συμφορά. Τα ξέχασαν όλα μέσα σ' ένα λεπτό. Κι άρχισαν πάλι να ελπίζουν. Νόμιζαν πως γυρίζοντας θα βρουν ως και τις γλάστρες τους ανθισμένες και τα προσφιλή τους πρόσωπα να τους περιμένουν στις πόρτες για να τους καλωσορίσουν και να τους πουν: Ήταν ένα κακό όνειρο που πέρασε. —Να πάμε αμέσως, είπαν οι φτωχοί, αυτοί που δεν είχαν να κάνουν εκλογή τόπου διαμονής. —Να πάμε αμέσως, είπαν κι όσοι δεν είχαν είδηση για την τύχη των δικών τους. Κι άρπαξαν πάλι τα τραίνα. Η θεία Ερμιόνη ξεσηκώθηκε να φύγει, να πάει να δει τι έγινε η θεία Καλλιόπη, η Έλλη κι ο θείος Θανάσης με την οικογένειά του. Μα ο θείος Γιάγκος ούτε να τ' ακούσει δεν ήθελε. —Ας πάνε τ' αδέρφια τους, είπε νευριασμένος. Εσύ, τι δουλειά έχεις μέσα στα ερείπια; Η δική μας

πατρίδα τώρα είναι η Σμύρνη. Ευτυχώς κι έλαβα όλα τα μέτρα μου κι έτσι από αύριο ξαναρχίζω εδώ, τη δουλειά μου. Την ώρα που γινόταν αυτή η συζήτηση, μπήκε ο πατέρας ωχρός, με μια νέα έκδοση εφημερίδας στο χέρι. Η θεία Ερμιόνη του είπε αμέσως το σχέδιό της να πάει ως το Αϊντίνι. Εκείνος κατέβασε το κεφάλι του σκεφτικός. —Γιατί δε μιλάς; τον ρώτησε όλο αγωνία. Έμαθες τίποτα καινούργιο; —Είναι άσκοπο να πας εσύ, Ερμιόνη, της απάντησε. Εγώ πρέπει να πάω. Όταν έφυγε η θεία Ερμιόνη, ο πατέρας άνοιξε την εφημερίδα του κι άρχισε να διαβάζει στο θείο Γιάγκο, με φωνή αργή, σβησμένη. Ήταν περιγραφές των απεσταλμένων δημοσιογράφων και μιλούσαν για μια νεκρή πολιτεία γεμάτη ερείπια. Τα μάτια του παίζανε νευρικά πάνω στους τίτλους: «Ο ένδοξος στρατός μας, εξεδικήθη το αίμα των αθώων». «Οι επιστρέφοντες δεν αναγνωρίζουν τα πτώματα των προσφιλών των. Η οσμή της πτωμαΐνης τούς αναγκάζει να φεύγουν μακριά...» «Κίνδυνος επιδημιών, λόγω του καύσωνος...» —Α, εδώ είναι, είπε ο πατέρας, κι έβαλε το δάχτυλό του που έτρεμε, πάνω σ' έναν υπότιτλο με χοντρά μαύρα γράμματα. Έκανε να διαβάσει, μα η φωνή του δεν έβγαινε. Τα μάτια του θόλωσαν. Ο θείος Γιάγκος πήρε την εφημερίδα και συνέχισε: «Η τραγική ιστορία ενός επιζήσαντος. Παρηκολούθησε την φοβεράν καταστροφην εις όλας της τας λεπτομερείας. Έθαψε τα οκτώ τέκνα του και την σύζυγόν του και παρεφρόνησε...» «Με κάποιαν ασύλληπτον ειρωνείαν — θα ελέγομεν — η τύχη εξέλεξε δια τον ρόλον αυτόν, τον πλέον εύθυμον τύπον του Αϊδινίου, όστις ηγνόει το πένθος, τον πόνον και την αγωνίαν και έζη ευτυχής εν μέσω...» Ο θείος Γιάγκος σταμάτησε απότομα και είπε: —Ο Θανάσης είναι; —Ναι, ο Θανάσης, είπε ο πατέρας και σφούγγισε τα μάτια του. Έγινε μια μικρή σιωπή κι ο θείος ξανάπε. —Μήπως πρόκειται περί των γνωστών δημοσιογραφικών ανακριβειών; —Ω! έκανε ο πατέρας. Όσον αφορά το όγδοο παίδι μόνο. Γιατί, όπως ξέρεις, η Βαλεντίνη είναι εδώ... Ο πατέρας άναψε ένα τσιγάρο και ζήτησε απ' την κυρά -Ευανθία έναν πικρό καφέ. —Θα πάω να τον φέρω, είπε μονολογώντας, γιατί τ' αδέρφια του βέβαια, δεν πρόκειται να ενδιαφερθούν. Και θα τρέχεις πάλι εσύ, Βασιλάκη; Τι διάβολο! Εννοείς να φορτώνεσαι ευθύνες που κανείς δε θα σε κατηγορήσει αν δεν τις σηκώσεις. Άφησε τους άλλους να τα βγάλουν πέρα. Λεφτά έχουν, μέσα έχουν... —Σωστά, σωστά, είπε ο πατέρας, όλα τα έχουν, μα τους λείπει η καρδιά. Είναι απ' την ίδια πάστα του

Αρίστου, που όταν κατάλαβε πως βρωμάει μπαρούτι, έφυγε για την Ευρώπη και άφησε τη μάνα του και την αδελφή του να του φυλάξουν το σπίτι, μήπως και του το επιτάξουν οι Τούρκοι!!... Σώπασαν για αρκετή ώρα. Ο καθένας τους ακολουθούσε τις δικές του σκέψεις. Ύστερα σηκώθηκε ο πατέρας και είπε: —Δικαιολόγησε όπως μπορείς στη Μαίρη το ταξίδι μου αυτό. Πρέπει να φύγω αμέσως. Θα είμαι πίσω αύριο βράδυ. Εγώ, που έμενα σ' όλη εκείνη τη συζήτηση ξαπλωμένη στο πάτωμα κι έκανα πως κύτταζα ένα βιβλίο, πήδησα ολόρθη. —Μπαμπά, που πας πάλι; Μη φύγεις μπαμπά! Έσκυψε και με φίλησε. — Πουθενά δεν πάω μικρό μου, μη φοβάσαι. Έφυγε δισταχτικά, σχεδόν κουρασμένα. Μόλις άδειασε το σαλόνι, έτρεξα στην εφημερίδα που παράτησαν κι άρχισα να διαβάζω όλα τα σχετικά με το θείο Θανάση. Τον βρήκαν, έγραφε, στο σπίτι του να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει. Δεξιά κι αριστερά ήταν τα πτώματα των παιδιών του, και πάνω στο κρεβάτι η γυναίκα του. «—Καλωσορίσατε, είπε στους στρατιώτες, που κρατούσαν τη μύτη τους, απ' τη φοβερή πτωμαΐνη. Εδώ, κύριοι, έχομε ένα μικρό οικογενειακό γλεντάκι. Περάστε, περάστε να σας κεράσουμε κάτι...» Πέταξα την εφημερίδα κι έτρεξα έξω στο δρόμο. Η θύμηση του θείου Θανάση με κυνηγούσε παντού. Τον έβλεπα μπροστά μου κοντό και σβέλτο, σαν τον πατέρα, με τις αστείες πηδηχτές κινήσεις του και την κουφαμάρα του που τον ανάγκαζε συνεχώς να φέρνει το χέρι στ' αυτί του. Το χιούμορ του ανεξάντλητο. Το καλημέρα του ήταν πάντα ένα πείραγμα. Λάτρευε τα γλέντια, το ρακί και τις χαρές της ζωής. Όταν οι άλλοι μαγαζατόροι τον βλέπανε να κατεβαίνει στη δουλειά του, πάντα καθυστερημένος, μ' ένα δυο απ' τα κουτσούβελά του στον ώμο και στα χέρια, βγαίνανε να τον χαιρετίσουν και τον παρακαλούσανε να πει κανένα αστείο για να τόχουν ολημερίς να το πιπιλούνε σα γλυφιτσούρι. Ως και οι Τούρκοι έλεγαν: —Μωρέ, τι χωρατατζής αυτός ο Θανάσης! Είναι το χαμόγελο της πολιτείας· αν λείψει θα κατσουφιάσει το Αϊντίνι. Η γυναίκα του, η Ελπινίκη, τον λάτρευε. Είχε όμως μεγάλον καϋμό να τον βλέπει να λείπει, σχεδόν κάθε νύχτα, από κοντά της. Θυμούμαι ένα βράδυ, που τα παιδιά του με κράτησαν να κοιμηθώ μαζί τους για να πάμε το πρωί στο κτήμα του παππούλη τους. Ο θείος Θανάσης γύρισε αργά, όπως πάντα, και καθώς κοιμόμαστε όλοι στην αυλή, τον άκουσα που έκανε καντάδα στη γυναίκα του: Ξύπνα πουλί μου, ξύπνησε κι έβγα στο παναθύρι, πόχω δυο λόγια να σου πω μη μου χαλνάς χατήρι. Ξύπνα λαλέ, ξύπνα κοντσέ, ξύπνα δικό μου ταίρι

Ξύπνα τση γειτονιάς καρφί και των οχτρών μαχαίρι... —Θανάση! φώναξε η θεία Ελπινίκη. Έλα χριστιανέ μου να πέσεις. Ύπνο δε χόρτασες στη ζήση σου. —Ύπνο; Τι ύπνο; Ζωή δεν χόρτασα πριγκηπέσσα μου! —Παράτα πια τις σαχλαμάρες σου, γκρίνιαζε η θεία Ελπινίκη. Πώς θα ξυπνήσεις αύριο να πας στη δουλειά σου; Κι ενώ ο θείος Θανάσης έβγαζε αργά τα παπούτσια του σιγοτραγουδώντας, εκείνη προσπαθούσε να του αραδιάσει τα βάσανα και τους μόχθους της μέρας της. —Αμ' έτσι με τα ψέματα, δε μεγαλώνουν τα παιδιά, Θανάση, ε, Θανάση! Αν την ήθελες τούτη την εργένικη ζωή, οικογένεια δεν έπρεπε ν' αποχτήσεις, καϋμένε. Νάχεις χάρη πούχεις εμένα γυναίκα, κι απέ σούλεγα εγώ κακομοίρη μου πόσ' απίδια βάν' ο σάκκος. Ο θείος Θανάσης τότε άρχιζε τα χάδια, τα γλυκόλογα και τις υποσχέσεις για το μέλλον. Και καθώς την καλόπιανε και την χάιδευε, αποκοιμήθηκε σιμά της, ήσυχος κι ευτυχισμένος. Ενώ εκείνη μουρμούριζε: —Αμ' τι να σου κάνω που είσαι γαλίφης· ένας γαλίφης...

7 Ο ΠΑΤΕΡΑΣ γύρισε, πραγματικά, το άλλο βράδυ και μας είπε πως πήγε το θείο Θανάση σε νευρολογική κλινική γιατί 'ταν αδύνατο να τον φέρει στο σπίτι, στα χάλια που βρισκότανε. Πέρασαν αρκετοί μήνες και κανείς πια δε μιλούσε γι' αυτόν. Ένα πρωί, καθώς καθόμουνα στα σκαλοπάτια της εξώπορτας κι έτρωγα μια φέτα ψωμί με βούτυρο, να και τον βλέπω μπροστά μου. Μ' έπιασε πανικός και θέλησα να φύγω, μα δεν πρόφτασα. Στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε άτονα, σα να μη με γνώριζε. Ύστερα τα μάτια του γλύκαναν και μου χαμογέλασε. Σηκώθηκα ορθή, ενώ τα καλάμια των ποδιών μου κοντότρεμαν. —Βρε, Αλίκη, μούπε, πώς μεγάλωσες, βρε αραπάκι; —Θείε Θανάση! μουρμούρισα καταταραγμένη και μη ξέροντας πως να εκδηλώσω τη συγκίνησή μου, πήρα το χέρι του και το φίλησα πολλές φορές. —Είναι μέσα η γιαγιά σου; Είχα ακούσει τη θεία Ερμιόνη που έλεγε: «Ο Θεός να φυλάει μη συναντηθεί καμιά μέρα ο θείος Θανάσης, με τη μητέρα...» Τι να του απαντούσα; Κατέβασα το κεφάλι μου και είπα με πολλή ντροπή. —Δε... δεν ξέρω, θείε. Ακούμπησε τα δάχτυλά του απαλά στο κεφάλι μου, κ' ύστερα μου ανασήκωσε το πηγούνι και με κοίταξε στα μάτια. —Μη με φοβάσαι, Αλίκη. Είμαι καλά τώρα, πολύ καλά. Να μπω μέσα; Και χωρίς να περιμένει απόκριση πρόσθεσε: —Ψήνει πάντα ωραίο καφέ η μάνα σου; Και μπήκε στο σπίτι. Από τότε ερχόταν συχνά. Χτυπούσε το παραθυράκι και ρωτούσε: —Να μπω; Ή μήπως είναι «εκείνη» μέσα; «Εκείνη» εννοούσε τη γιαγιά, που τον είχαν παρακαλέσει να μην την ανταμώσει. Ο θείος Θανάσης φορούσε πάντα μαύρο πουκάμισο κι είχε αφήσει μακριά γένια, για πένθος. Από τις διηγήσεις του, που δεν ήταν ποτέ στρωτές και ολοκληρωμένες, μάθαμε, άκρες-μέσες, το φοβερό του δράμα. Όταν ξαναπήραν οι Τούρκοι το Αϊντίνι, ο θείος Θανάσης ήταν γερμένος στη δουλειά του και είδηση δεν το πήρε. Οι υποδοχές του ελληνικού στρατού και τα γλέντια τον κάνανε να παραμελήσει τις παραγγελίες που είχε κι έπρεπε να δουλέψει σκληρά, με νυχτέρια, για ν' ανταποκριθεί. —Ήταν ράφτης ο θείος Θανάσης. — Λίγες μέρες πριν γίνει η καταστροφή, οι φίλοι του λέγανε με ανησυχία πως είχαν αρχίσει μάχες κι ήταν άσκημα τα νέα. Μα εκείνος με το ατάραχο ύφος του και την αιώνια αισιοδοξία του, απαντούσε ειρωνικά: —Αμ' μάχες βέβαια γίνονται. Με τι θα θέλατε ελόγου σας να λευτερωθούμε; Με λιτανείες;

Σαν μπήκαν οι Τούρκοι κι άρχισαν οι πυρκαϊές και η σφαγή, οι γειτόνοι του που παρατούσαν τα μαγαζιά τους, του φώναζαν από μακριά: —Μπάρμπα - Θανάση, φεύγα, μπήκαν οι τσέτες! Εκείνος θεόκουφος και ριγμένος στη βελόνα, νόμιζε πως του κάναν αστεία και μουρμούριζε: —Σε καλό σας σήμερα, που τα ψαρέψατε τόσα χωρατά; Χρειάστηκε νάρθει να τον ξεσηκώσει με τα κλάματά της η κυρά - Πανανή, η σπιτονοικοκυρά του. —Μπάρμπα, θα καούμε ζωντανοί, ερήμωσε ο τόπος, φωτιές ανάβουν οι Τούρκοι και σφάζουν! Σηκώθηκε αλαφιασμένος κι άρχισε να τρέχει κατά το σπίτι του. Στο δρόμο δρασκελούσε κορμιά σκοτωμένων, περνούσε μέσα από φλόγες που τον τσουρούφλιζαν. Ερημιά παντού, νέκρα, μπιστολίδι και εκρήξεις. Όταν ύστερα από πολλές περιπέτειες, κατάφερε να φτάσει στο σπίτι του, το βρήκε άδειο. Πόρτες, παράθυρα, συρτάρια, όλ' ανοιχτά. Ρούχα κι έπιπλα πεταμένα. Και το τσουκάλι με το φαγητό καιγότανε στο τζάκι. Φώναξε σα χαμένος. —Ελπινίκη! Γιώργο! Φοίβο! Κωστή! Φανή! Νίνα! Ελένη! Τίμο! Παιδιά! Που είστε; Άρχισε να κλαίει δυνατά, σα μικρό παιδί. Έψαξε στο υπόγειο, έψαξε στην έρημη γειτονιά. Τριγύριζε στα στενοσόκακα. Κι ύστερα κάποια στιγμή, μπρος στην εκκλησιά του Άη - Γιώργη που καιγότανε, πάνω σ' άλλα στιβαγμένα κορμιά, γνώρισε τον Τίμο νεκρό. —Τίμο, παλικάρι μου, παιδί μου! Τον ανάσυρε και τον τράβηξε στην αγκαλιά του. Καθώς τον έσφιγγε και κοίταζε ολόγυρα απελπισμένος, πήρε το μάτι του τα δυο του κοριτσάκια τα δίδυμα, αγκαλιασμένα και τρυπημένα στην κοιλιά. Τα μάτια τους μέναν ανοιχτά και γεμάτα τρόμο... Άρχισε να ψάχνει σαν τρελός όλα τα πτώματα. Κάθε παιδί του που ανακάλυπτε, τ' ανάσερνε και τόβαζε στην μπάντα. Κι ύστερα πάλι έψαχνε τριγύρω και γύριζε στον τόπο που είχε τοποθετήσει τα παιδιά κι άρχιζε να τα μετράει: —Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε, εξ, εφτά... Η Βαλεντίνη μου; Που είναι η Βαλεντίνη μου. Βαλεντίνηηη, Βαλεντίνηηη! Δεν θυμόταν πως η Βαλεντίνη έλειπε στη Σμύρνη. Δεν καταλάβαινε ποιος είναι και τι του συμβαίνει. Ξαφνικά τον έπιασε ένας τρελλός φόβος. Τόβαλε στα πόδια κι άρχισε να τρέχει. Γύρισε πίσω στο σπίτι του, άνοιξε τη στέρνα και μπήκε μέσα στο νερό. Έμεινε εκεί κρυμμένος όλο τ' απόγεμα και τη νύχτα βγήκε. Γύρισε πίσω στον Άη - Γιώργη, πήρε δυο - δυο τα πτώματα των παιδιών του και τάφερε στο σπίτι. Τελευταία, άφησε να μεταφέρει την Ελπινίκη του. Η μέρα είχε χαράξει κι οι Τούρκοι τον είδαν και τον κυνήγησαν. Κάποια στιγμή ένας τους φώναξε: —Είναι φάντασμα, φάντασμα! Και τον παράτησαν κι άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν φοβισμένοι. «Της έφτιαξα το κρεβάτι, της Ελπινίκης μου. Βρήκα τα σιδερικά και το στρώμα και την ξάπλωσα. Κι έπεσα κι εγώ πλάι της. Να, της είπα. Βλέπεις, θα μείνω για πάντα κοντά σου πριγκηπέσσα μου. Και θα σου λέω παραμύθια και γαλιφιές, για να γίνει γλυκός κι ανάλαφρος ο ύπνος σου...» Όλα αυτά τα διηγόταν ο θείος Θανάσης χωρίς καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση, σα να είχαν συμβεί σε

κάποιον τρίτο. Κανείς δεν τολμούσε να τον ρωτήσει πως ξέφυγε ο ίδιος απ' το μαχαίρι των Τούρκων. Όλοι παρακαλούσαν να σταματήσει κείνη τη μακάβρια διήγηση. Μα αυτός συνέχιζε: —Ξέχασα, αλήθεια, να σας πω, πως αντάμωσα και τον Ταχράν - εφέντη. Το φουκαρά! Θαρρείς πως τούχε στρίψει. Είχε χάσει όλη του τη φαμελιά και δεν βρήκε ούτε το κοκκαλάκι τους. Κι όμως ο άνθρωπος, δεν μπορώ να πω, με προστάτεψε. Πάντα ήταν καλός φίλος ο Ταχράν. Μ' έδειξε στους στρατιώτες του και είπε: —Αυτόν δε θέλω να τον πειράξει κανείς. Ακούτε, κανείς. Λάβετε όσα μέτρα χρειάζονται. Και με συνόδεψε και στο σπίτι μου. Και κάθησε στα σκαλοπάτια και περίμενε υπομονετικά, σα φρουρός μου. Ύστερα μπήκε και με τράβηξε απ' το κρεβάτι της Ελπινίκης. —Πάμε, μούπε. —Που να πάμε; —Πάμε να πιούμε. Και φύγαμε... Ύστερα δε θυμούμαι τι έγινε. Όταν ξαναμπήκαν οι Έλληνες, έψαχνα να βρω τον Ταχράν. Τον καϋμένο! Το σκεφτήκατε να χάσει έτσι δα, στα καλά καθούμενα, όλη την φαμελιά του; Κι άρχισε ξαφνικά να κλαίει για τον Τούρκο φίλο του, χωρίς κανείς να μπορεί να βρει μια λέξη παρηγοριάς να του πει...

8 Η ΓΙΑΓΙΑ δεν έμαθε, ποτέ, πώς ακριβώς έγινε και τι έκταση πήρε η καταστροφή του Αϊντινιού. Κι αυτό γιατί η θεία Ερμιόνη στάθηκε αληθινή ασπίδα και την προστάτεψε απ' τον περίσσιο κείνον πόνο. Όμως τα μάντευε όλα. Οι κουβέντες της κλωθογυρίζανε γύρω απ' το θέμα, χωρίς όμως και ν' αγγίζουν το άμεσο οδυνηρό σημείο. Δε ρωτούσε ποτέ τι απόγινε η αδερφή της, δε ρωτούσε ποτέ για το ίδιο το σπίτι της ή γιατί δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια στο Αϊντίνι. Μόν' έπαιρνε κείνο το συνηθισμένο βιβλικό της ύφος, το ανακατεμένο με την ανατολίτικη μοιρολατρεία κι έλεγε: —Σαν έρθει η ώρα να πονέσει και να κλάψει ένας λαός, κανένα χέρι δεν μπορεί να τον συντρέξει. Γιατί, άμα ξαπολυθεί η συφορά του πολέμου, χέρι ανθρώπινο δεν τηνε κρατάει πια, μηδέ κι ανθρώπινη καρδιά την αντέχει. Και ψαχουλεύεις τότε να τα βολέψεις με τη σκληρότητα για να τα καταφέρεις να κρατηθείς στη ζωή. Καληώρα νάχουμε... —Γιατί τα λες όλ' αυτά, μητέρα; ρωτούσε η θεία Ερμιόνη. —Γιατί τα λέω, γιατί τα λέω αλήθεια; Σκέφτομαι τους πατριώτες μας. Σκέφτομαι και τον εαυτό μας. Δουλειά δεν έχω και ξαμολιέμαι στα άγνωστα και στα γνωστά. Και λέω με το λίγο μυαλό μου: σαν τι νόμος πάλι νάναι τούτος που κάνει τους ανθρώπους να μερώνουν και να ξεγελιούνται σαν παιδιά κι αρπάζονται από τη ζωή με τόση λαχτάρα; Οι αοριστολογίες της γιαγιάς είχανε μια βάση. Οι χαροκαμένες οικογένειες άρχισαν να γιατρεύονται πιπιλίζοντας τον ίδιο τον πόνο τους, σαν πικρό κινίνο. Απορροφήθηκαν από τη βιοπάλη. Γεννήθηκαν παιδιά, έγιναν γάμοι, άνοιξαν νέα σπιτικά. Φύτρωσαν γλάστρες, ορθώθηκαν νέα προβλήματα. Κυλούσε το αιώνιο ποτάμι της ζωής κι οι θυσίες έγιναν μύθος με μια χρυσοκέντητη αφιέρωση: Στη λευτεριά. Και στο δικό μας το σπίτι, ξαναγύρισε ο παλιός ρυθμός της ζωής. Ο πατέρας άφησε πάλι να φυτρώσουν οι περιπλοκάδες των ενθουσιασμών του και ξέχασε την πραγματικότητα. Η μητέρα αφοσιώθηκε στις οικογενειακές και στις κοσμικές της ασχολίες. Ξανάρχισαν τα γλέντια, οι συναναστροφές, τα όνειρα για το μέλλον. Μια μέρα άνοιξα συζήτηση με τη Ριρή. —Εξήγησέ μου, της είπα, γιατί όλοι οι πλούσιοι συγγενείς και φίλοι μας γλύτωσαν απ' την καταστροφή και περνούν κι εδώ καλά, όπως και στο Αϊντίνι; —Σκέφτεσαι κάτι μεγαλίστικα πράματα, κάτι σαχλαμάρες, Αλίκη. —Δεν είναι σαχλαμάρες, επέμενα εγώ. Πρόσεξε και θα δεις. —Μα κουτό παιδί, δεν το ξέρεις πως όταν έχεις λεφτά, έχεις και σχέσεις με τους μεγάλους και μαθαίνεις πότε θάρθει το κακό; Και να το υποπτεύεσαι μόνο, έχεις τον τρόπο να λάβεις τα μέτρα σου. Κάνεις, που λέει ο λόγος, ένα ταξιδάκι προληπτικό, όπως ο θείος Γιάγκος, και βρίσκεσαι πάντα σε ασφάλεια. Βγάζεις τα χρήματά σου στο εξωτερικό και τ' ασφαλίζεις. Να γιατί, εγώ, τ' αγαπώ τα λεφτά. Με τα λεφτά κάνεις ό,τι θες. Εδώ οι καθολικοί αγοράζανε με τα λεφτά μέχρι και θέση στον παράδεισο... —Θέση στο παράδεισο! ρώτησα κατάπληχτη. Μα περνούν κι εκεί τα λεφτά Ριρή; Για εξήγησέ μου ετούτο το καινούργιο πάλι!

Η Ριρή, από τότε που πήγε στο γυμνάσιο και ήξερε τον Όμηρο απ' έξω κι ανακατωτά, παράσταινε τη σοφή. Όμως εκείνο το βράδυ δεν είχε καμιά διάθεση να μου επιδειχτεί. Κάτι άλλο την απασχολούσε. —Αλίκη, δεν έχω κέφι για τέτοιου είδους φλυαρίες. Να μ' αφήσεις ήσυχη να κοιμηθώ γιατί θέλω αύριο να είμαι φρέσκια. —Και τι το ιδιαίτερο θα συμβεί αύριο και πρέπει να μην είσαι μπαγιάτικη; —Τίποτα και πολλά... —Δηλαδή; —Δηλαδή φλέγομαι να σου πω κάτι, μα σε φοβούμαι μην το πεις. —Με ξέρεις για τέτοιο κορίτσι; —Όχι, βρε Αλίκη, καλή είσαι, δε λέω, μα φοβούμαι μην πάρεις την ομολογία μου και την κάνεις φιλοσοφική απορία και τρέξεις να ρωτήσεις καμιά γιαγιά να σου την εξηγήσει και τα τέτοια τα δικά σου... Κατάλαβα πως η Ριρή ήθελε οπωσδήποτε να μου κάνει εκμυστηρεύσεις και την διαβεβαίωσα πως από μένα δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. —Καλά, τότε θα σου πω. Αύριο θα σε πάρω μαζί μου σ' ένα ραντεβού. —Τι είναι το ραντεβού; —Το ραντεβού είναι να πας κάπου που θα σε περιμένει κάποιος και στην ειδική περίπτωση, ένας κύριος. —Α, α, κατάλαβα. Τότε δε θάρθω μαζί σου. —Όχι, Αλίκη, πρέπει νάρθεις, χρυσή μου. Σε χρειάζομαι. Δεν πρέπει να πάω μόνη μου. Τώρα που σου είπα το μυστικό μου, είναι σα νάγινες φίλη μου. Κατάλαβες; —Άρχισα να καταλαβαίνω, της είπα πονηρά. —Δόξα νάχει ο Ύψιστος... Θέλω από τόσες μέρες να σου μιλήσω. Νάχω κι εγώ μιαν αδερφή που να μπορώ να πω τα δικά μου, να με καταλαβαίνει· μα εσύ — τι να σου πω; — κάθεσαι και καταπιάνεσαι με γεροντίστικες υποθέσεις... Την άλλη μέρα η Ριρή έβαλε ό,τι καλύτερο είχε. Φορτώθηκε κορδελλίτσες και χρωματιστές καρφίτσες, γέμισε κατεβαστά μαλλιά το μέτωπό της, φόρεσε και τα ψηλά τακούνια της και ξεκινήσαμε με το βαποράκι της συγκοινωνίας του Κορδελιού. —Που είναι ο ραντεβούς; της είπα πειραχτικά. —Ο ραντεβούς είναι αυτός ο αξιωματικός, που κάθεται απέναντί μας και με κυττάζει, μου απάντησε θριαμβευτικά. —Μα αυτός αδερφή μου είναι παππούς...

—Τι λες που είναι γέρος! Είναι δικηγόρος και σπουδαίος δικηγόρος απ' την Αθήνα. —Κι αυτός απ' την Αθήνα; Μα όλοι οι αξιωματικοί που ήρθαν εδώ απ' την Αθήνα είναι; Δεν έχει άλλη πόλη η Ελλάδα: —Αγεωγράφητη που είσαι! Έχει ένα σωρό πόλεις. Μα οι μορφωμένοι Έλληνες είναι όλοι πρωτευουσιάνοι. —Και γιατί δε σου μιλάει ο δικηγόρος σου; —Για να μη μας δουν οι γνωστοί. Πάμε κρυφό ραντεβού, κατάλαβες; Άρχισα να καταλαβαίνω και να παίρνω το ύφος συνενόχου. Σέ λίγο όμως φτάσαμε στο Κορδελιό και ξέχασα τη Ριρή και το δικηγόρο της. Το προάστιο αυτό της Σμύρνης ήταν σαν ένα χαρούμενο ελαφρό τραγουδάκι. Η προκυμαία του, οι μπυραρίες του, τ' αμαξάκια του, ο κόσμος του, οι κήποι του, τα γιασεμιά του, όλα γελούσαν, γελούσαν και φάνταζαν τόσο που σ' έκαναν, άθελά σου να ευθυμείς. Όταν φτάσαμε σε μιαν εξοχική μπύρα, ο άγνωστος εκείνος αξιωματικός μας πλησίασε, διάλεξε μια απόμερη θέση και μας έβαλε να καθίσουμε. Άρχισε να διηγιέται στη Ριρή, ένα σωρό μελοδραματικές ιστορίες για βαθιές αγάπες που γεννιούνται με την πρώτη ματιά και φτάνουν ως το θάνατο, κι άλλα τέτοια. Εκείνη γελούσε κατενθουσιασμένη κι έκανε τη μεγάλη, προσπαθώντας να μιμηθεί τη μαμά, δίχως νάχει ούτε τοσοδά τη χάρη και τη γοητεία της. Ύστερα, κείνος, έσκυψε κι έκανε πως της έλεγε κάτι στ' αυτί, μα το είδα καθαρά πως τη φίλησε και προσπαθούσε μάλιστα να τη σφίξει πάνω του, κατακόκκινος. Εμένα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η παιδική μου σεμνοτυφία καταδίκασε αμέσως τη διάθεσή του σαν άπρεπη και εχθρική. Πώς ήταν δυνατό ένας ξένος να φιλάει με το πρώτο μια κοπέλα; Δεν ήξερα με ποιο τρόπο θάπρεπε να προστατέψω τη Ριρή και να εκδηλώσω το θυμό και την αποδοκιμασία μου για τα φερσίματα του αξιωματικού της. Όταν μας πλησίασε το γκαρσόνι, ο περίφημος εκείνος δικηγόρος παράγγειλε μπύρες και γυρίζοντας σ' εμένα με ρώτησε: —Εσύ μικρούλα τι θα πάρεις; —Τίποτα δε θα πάρω, του απάντησα απότομα. —Πώς τίποτα; —Δεν το ξέρετε το «τίποτα» εσείς οι Αθηναίοι; Ο τόνος μου ήταν τόσο εχθρικός, που η Ριρή ζήτησε να μαλακώσει την κατάσταση, λέγοντας: —Η Αλίκη αγαπάει τη γλασσάδα. — Γλασσάδα; Γλασσάδα! έκανε κείνος κι άρχισε να ψευτογελάει. Ύστερα γύρισε πάλι σ' εμένα και μου είπε: —Να κάτι δεσποινίς που στην Αθήνα το λέμε διαφορετικά. Είχα όλη τον περιέργεια να μάθω πως έλεγαν στην Αθήνα τη γλασσάδα, μα δεν ήθελα να μου το πει ο

άγνωστος εκείνος «εχθρός» που όλη του η προσπάθεια ήταν ν' αγκαλιάσει τη Ριρή. —Ζόρικη είναι η μικρή, τον άκουσα να λέει όταν φεύγαμε. Θα προτιμούσα να μην τη φέρεις άλλοτε μαζί σου...

Το νέο μέγαρο που νοίκιασε η οικογένεια Σιτζάνογλου στο αριστοκρατικό Και, μας άρπαξε τη γιαγιά μας και την έκανε αθέατη. Δεν την είχαμε, όπως άλλοτε του χεριού μας, να συζητούμε μαζί της το κάθε τι. Ούτε μπορούσαμε πια να της σφυρίζουμε για να βγαίνει στο παράθυρο και να μας απαντάει με τον ίδιο παιδιάτικο τόνο. Η καταστροφή του Αϊντινιού ανέβασε το θείο Γιάγκο πιο ψηλά. Είχε κεφάλαια στο εξωτερικό κι αυτό τον βοήθησε να οργανώσει καλύτερα τη δουλειά του. —Οι μεγάλοι - μεγάλοι, έλεγε ο πατέρας με πίκρα, δε βουλιάζουν ούτε με γρέγο, ούτε με πουνέντε... Και τόλεγε αυτό γιατί ο ίδιος δεν μπόρεσε πια να ορθοποδήσει. Η ζωή του, σα βιομήχανου, τέλειωσε με την καταστροφή. Του έμενε η φήμη του εύπορου κι αυτό τον βοηθούσε κάπως να βρίσκει πιστώσεις και υποστηρίξεις. Άρχισε να κολυμπάει σε άγνωστα νερά. Πότε έκανε τον τροφοδότη του στρατού, πότε τον παραγγελιοδόχο, πότε τον έμπορα. Άλλαζε συχνά συνεταίρους και μοχθούσε να σταθεροποιήσει κάποια δουλειά, χωρίς όμως και να τα καταφέρνει. Στο σπίτι παίρναμε πάντα είδηση με τι είδους εμπόρια καταπιανόταν ο πατέρας, γιατί είμασταν οι καλύτεροι καταναλωτές του. Τα ντουλάπια μας γέμιζαν με ιταλικές μορταντέλες ή κρασιά «Κιάντε», τυλιγμένα σε κομψές ψάθες, ή με σοκολάτες «Νεστλέ» κι ένα σωρό άλλα είδη. Όλα αυτά τα χαιρόμαστε μεις πρώτα και τα χαρίζαμε και στους φίλους μας, λες και δεν είχαν καμιά εμπορική αξία. Όσο φτώχαινε ο πατέρας, τόσο περισσότερα τραπέζια έκανε στους φίλους του και η μητέρα εμφανιζόταν πάντα με νέες τουαλέττες. Πήγαιναν και σε επίσημους χορούς, κι όταν γύριζαν, εμείς τα παιδιά μαλώναμε ποιος θα πρωτοπάρει το καρνέ της μαμάς, με το λεπτό ροζ ή θαλασσί μολυβάκι, όπου σημείωνε τα ονόματα των καβαλιέρων της. Κι ήταν γραμμένα εκεί μέσα όλο επίσημα ονόματα: μεγαλέμποροι, μεγαλοβιομήχανοι ή ανώτεροι αξιωματικοί. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ακριβώς σκεφτόταν ο πατέρας μου. Ήθελε τάχα να διατηρήσει την ετικέττα του πλούσιου, για να μην απομονωθεί από τους κύκλους που έκλειναν ακόμα δουλειές μαζί του; Ή, είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να φτιάξει τη δουλειά του, κι έβρισκε πολύ πιο φιλοσοφημένο να ζήσει, όσο περισσότερο μπορούσε, την άνετη κι ευχάριστη ζωή των πλουσίων; Άκουσα μια μέρα τη θεία Ερμιόνη να του λέει με το διδαχτικό εκείνο τόνο της: —Πρόσεξε, Βασιλάκη, γιατί ο οικονομικός κατήφορος θα φέρει και τον ηθικό. Ο Γιάγκος μου είπε πως άρχισες να μην σέβεσαι τις υποχρεώσεις σου και την υπογραφή σου! Ο πατέρας πειράχτηκε. —Ο Γιάγκος παριστάνει πάντα το δίκαιο, ενώ δεν είναι παρά ένας Φιλισταίος. Ξεχνάει πως στο εμπόριο, λίγο ως πολύ, ο ένας κλέβει τον άλλον. Όταν έχεις κεφάλαια, η κλεψιά είναι μεγάλη και γίνεται σε βάρος της εργασίας των φτωχών, γι' αυτό και δεν τιμωρείται. Όταν είσαι φουκαράς μεταπράτης, την περνάς με μικροαπατεωνίες, με κίνδυνο, φυσικά, να την πληρώσεις κάποτε...

—Δε σε αναγνωρίζω, Βασιλάκη! Είναι φοβερό να σκέφτεσαι έτσι κυνικά! —Ε, τι να γίνει Ερμιόνη! πρόσθεσε πικραμένος ο πατέρας. Ο πόλεμος καταστρέφει τους πιο αδύνατους και παχαίνει τους πιο καλοθρεμμένους! Μ' όποιο σκοπό μας παίζουν θα χορέψουμε... Ύστερα από κείνη τη συζήτηση, και πολλές άλλες που ακολούθησαν, η θεία Ερμιόνη έπαψε πια νάρχεται στο σπίτι. Μα ούτε και η μητέρα με τον πατέρα πήγαιναν στο δικό της. Ποτέ δε μάθαμε το λόγο που δημιούργησε κείνη την απόσταση. Κάποτε μούδωσε η μητέρα μου ένα γράμμα να το πάω στη θεία μου. Εκείνη το διάβασε ψυχρά, χωρίς το πρόσωπό της να πάρει καμιά αποκαλυπτική έκφραση. Το μόνο που μπόρεσα να δω ήταν ένα «Με πόνο» και κάτω απ' αυτό η υπογραφή της μητέρας. Η λέξη εκείνη μούκανε μεγάλη εντύπωση. Τι πόνο είχε τάχα η μητέρα και τον εμπιστευόταν στη θεία Ερμιόνη, κι εκείνη έμενε έτσι απαθής δίχως καθόλου να συγκινηθεί; Στις γιορτές των Χριστουγέννων ήρθε από την Ιταλία μια χήρα αδερφή της μαμάς, η θεία Ελένη, και εγκαταστάθηκε μόνιμα μαζί μας. Η θεία Ελένη, μόλις μπήκε στο σπίτι, αγκάλιασε τη μητέρα, τη φιλούσε κι έκλαιγε. —Να, που τ' αποφάσισες επιτέλους, Ελένη, ναρθείς να μας δεις, της είπε κείνη. —Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, Μαίρη μου. Όταν μούγραψες πως περιμένεις κι άλλο παιδί, είπα: Θα πάω να της σταθώ αυτή τη φορά. Η είδηση πως η μητέρα περίμενε νέο παιδί, ήταν κάτι το απροσδόκητο. Κανένας μας δεν το είχε μυριστεί. Ούτε η Ριρή που έκανε πως ξέρει όλα τα μυστικά της μητέρας. Είχαμε πιστέψει πως η Ινώ ήταν το στερνοκούνι της, όπως τόλεγε. Και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, θάμπαινε κι ένας νέος άνθρωπος στην οικογένεια! —Εγώ θέλω να είναι κοριτσάκι το μωρό, φώναζε η Ινώ. —Κι εγώ το θέλω κοριτσάκι, έλεγε η Ριρή. —Κι εγώ σας λέω, είπε ο Στέφος, πως αν βγει κοριτσάρα θα την πνίξω. Σας βαρέθηκα τόσες που είστε! Το θέμα του μωρού που θαρχόταν, μας απορρόφησε τόσο, που δε δείξαμε κανέναν ενθουσιασμό για τη νιόφερτη θεία. Εγώ μάλιστα δεν είχα ούτε καν φιλική διάθεση. Δεν ήθελα, η άγνωστη εκείνη, να πάρει τη θέση της θείας Ερμιόνης που μαζί της μας δέναν τόσες και τόσες αναμνήσεις. Ύστερα όμως σκέφτηκα πως ήταν αδερφή της μητέρας κι έπρεπε να την αγαπώ. —Την καϋμενούλα, την Ελένη, έλεγε η μαμά στον πατέρα μου, χήρεψε τόσο νέα και για να μεγαλώσει τα παιδιά της, στερήθηκε τη ζωή. Τώρα, εκείνα παντρεύτηκαν, κι αυτή έμεινε έρημη, δίχως στήριγμα, δίχως πόρους. —Ας μείνει μαζί μας όσο θέλει, είπε ο πατέρας. Άλλωστε, νέα είναι ακόμα, ίσως βρεθεί και κανένας να την πάρει. —Μακάρι! Μακάρι! έκανε η μητέρα.

Έτσι η θεία Ελένη έγινε η σκιά της αδερφής της. Μαζί έβγαιναν, μαζί μιλούσαν, μαζί ράβαν και δέχονταν τον κόσμο. Σπάνιο πράμα να βρούμε πια μονάχη τη μητέρα και να της μιλήσουμε όπως παλιά. Η Ριρή, πρώτη, έδειξε συμπάθεια στη θεία Ελένη, γιατί τη χτένιζε μεγαλίστικα, της έλεγε πως θάχει πολλές επιτυχίες και πως θα παντρευτεί γρήγορα, όπως παντρεύτηκε και η κόρη της η Άρτεμις. Εγώ δεν κατάφερα, ως το τέλος, να τη νοιώσω κοντά μου. Την έκρινα πολύ αυστηρά. Μου φαινόταν κωμικό να τη βλέπω όλη μέρα, να σέρνεται μισοάρρωστη, από κρεβάτι σε κρεβάτι, και το βράδυ να εμφανίζεται σαν εύθυμη κοπελούδα, που αναζητάει νυμφίο. Δεν καταλάβαινα πως και για την ίδια ήταν τόσο κουραστική η προσπάθεια να εμφανίζεται άλλη απ' ότι ήταν για ν' αποχτήσει εκείνο το περίφημο «αποκούμπι» για τα γερατειά, όπως έλεγε η μητέρα μου. Όταν τα βράδια έρχονταν οι «υποψήφιοι» της θείας Ελένης, κάτι βαρετά γεροντοπαλίκαρα, που ο εαυτός τους αποτελούσε τον «ομφαλό» της γης, όλα τα παιδιά, από τη Ριρή, ως την Ινώ, ξεπορτίζαμε, δίχως κανείς να το προσέξει.

Τ' απογέματα της Σμύρνης, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, έμοιαζαν με γιορτή. Η ζωή ξεχυνόταν στους δρόμους. Οι νεαροί σουλατσάριζαν κι οι νέες, πεταχτές και ζωηρές, κορτάριζαν στις γωνιές χωρίς καμιά συγκράτηση. Ήταν μια εποχή που περίσσευαν οι άντρες, εξαιτίας του στρατού που προστέθηκε στον αρσενικό πληθυσμό του τόπου. Όλοι αυτοί οι στρατιωτικοί, με την πολεμική ψυχολογία, ζαλίστηκαν απ' τη ζωηράδα και τη θέρμη των κοριτσιών της Ανατολής. Και τα κορίτσια, με τη σειρά τους, αναζητούσαν σ' αυτούς τη γοητεία του ξένου στοιχείου. Οι φίλες της Ριρής έκαναν συναγωνισμό σε καταχτήσεις και δεν καταδέχονταν πια, καθόλου, τ' αγόρια του τόπου. — Οι δικοί μας οι γαμπροί, έλεγαν, είναι καλοί για έμποροι. Τούτοι δω, οι Έλληνες, ξέρουν και μιλούν τόσο ωραία! Σπουδάζουν σε πανεπιστήμια, είναι διαφορετικοί άνθρωποι από μας. Οι νεαροί Σμυρνιοί γίνονταν μπαρούτι απ' το κακό τους. —Αυτοί, οι απένταροι καλαμαράδες, είναι καλύτεροί μας, μούγκριζαν, ή εσείς είστε κοκορόμυαλες και ξιππασμένες, και παίρνετε στα σοβαρά τις κοροϊδίες που σας πετούν; Τέτοιοι καυγάδες γίνονταν σχεδόν κάθε βράδυ. Η Ριρή με τις φίλες της έπαιρναν θέση στα εμπρός τραπεζάκια της Λέσχης, των Κυνηγών ή τον Σπόρτιγκ, για να ελέγχουν το δρόμο. Στριφογύριζαν, σαν προβολείς, τα λαμπερά ολόθερμα μάτια τους, αποθέωναν με τις στάσεις τους τα πεταχτά μέλη τους και τα ατίθασα μαλλιά τους. Χαχάνιζαν, ξόμπλιαζαν, και επιθεωρούσαν το στρατό των γαμπρών, που ήταν έτοιμος να παραδώσει τα όπλα στο πρώτο ενθαρρυντικό βλέμμα. Το θέμα των υποψήφιων γαμπρών κυριαρχούσε στις κουβέντες τους: —Σ' αρέσει αυτός; —Ο ανθυπολοχαγός δεξιά; Με κυνηγάει εδώ και μια βδομάδα. —Κοίταξε έρχεται ο ναύτης, με την αρχαία κατατομή. Αυτός είναι γνήσιος Έλληνας, αυτός μάλιστα...

—Αυτός; Χα! Αυτός, είναι βαρκάρης τον Πειραιά, έλεγε ο Στέφος, που τον καλόπιαναν τα μεγαλύτερα αγόρια και τον έβαζαν συνεχώς να τις απογοητεύει. Ωστόσο, η κάθε μια είχε, ήδη, διαλέξει τον εκλεκτό της, κι άλλες είχαν περισσότερους από έναν και τους άλλαζαν συχνά -πυκνά. Είχαν την ψυχολογία των μικρών παιδιών που βρίσκονται μπρος σε πολλά παιχνίδια. Πιάνουν το ένα, μα τους αρέσει και το άλλο. Κι όλο και ψάχνουν για το καλύτερο, με τη διάθεση να τα πάρουν όλα, και να τα περιεργαστούν ωσότου τα βαρεθούν και τα πετάξουν. Η Ριρή δεν έχανε καθόλου τον καιρό της. Ο δικηγόρος της, είχε προ πολλού ξεχαστεί. Τον αντικαταστήσανε διάφοροι υποψήφιοι, ανθυπολοχαγοί, υπολοχαγοί μόνιμοι και έφεδροι. Στο τέλος, κέρδισε τις εύνοιές της, ένας απλός φαντάρος, φοιτητής της φιλολογίας. Τον λέγανε Κλέαρχο, κι ήταν ψηλός, ξανθός κι αδύνατος. Πρωί κι απόγεμα, ανεβοκατέβαινε την οδό Μοσκώφ, κυττάζοντας άπληστα τα παράθυρά μας. Η Ριρή, που ήξερε τις ώρες του, έτρεχε βιαστικά στον καθρέφτη, τσιμπούσε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν, έτριβε μ' ένα κόκκινο χαρτί από σοκολάτα τα χείλη της, φούντωνε τα μαλλιά της κι έγερνε η μισή έξω απ' το παράθυρο, παρακολουθώντας τα σούρτα-φέρτα του Ρωμαίου της. Όταν έλειπαν οι μεγάλοι απ' το σπίτι, καθόταν στο πιάνο κι άρχιζε να παίζει και να τραγουδάει ολόκληρο το Τσάρντας. Κι εκείνος έστεκε μαγεμένος τεντώνοντας τ' αυτιά του και χειροκροτούσε και πετούσε λουλούδια. Ως κ' η κυρά - Ευανθία τον είχε πάρει μυρουδιά τον γαμπρό κι όταν τον έβλεπε της φώναζε: —Ήρθι ου «σαπάν-σακάτ». Τα τρώει ου έρμους τα ντουρσέκια. —Κοίταξε μην τα προφτάσεις στη μάνα μου, της είπε ανήσυχη η Ριρή. —Αμ' εννοιασ' κι τσ' τούπανι. —Ποιος; ρώτησε με αγωνία η Ριρή. —Να, η μαντάμα, η καρσινή. —Η μαντάμ - Παρή; —Ναίσκε. —Μα αυτή την κοτσομπόλα δε θα την πιστέψει ποτέ η μαμά. Η μαντάμ - Παρή ήταν μια φραγκολεβαντίνα ζωντοχήρα, που είχε περάσει από καιρό τα πενήντα. Ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει κι έφυγε για το Παρίσι, με μια νεαρή γαλλιδούλα. Από τότε η μαντάμ - Παρή καταδίωκε με πάθος τον έρωτα και τους ερωτευμένους. Καθώς οι περισσότεροι δρόμοι της Σμύρνης ήταν στενοί, μπορούσε εύκολα ο κάθε γείτονας να παρακολουθεί όλη τη ζωή του αντικρινού του σπιτιού. Η μαντάμ - Παρή, που καθόταν καταντικρύ μας, τα τρία τέταρτα της μέρας και της νύχτας, τα περνούσε στο παράθυρο. Ήξερε όλα όσα συνέβαιναν στην οδό Μοσκώφ και στις γύρω γειτονιές, δυσάρεστα κι ευχάριστα. Δυο ήταν οι μονομανίες της. Η πρώτη να βγάζει όλους τους άντρες ξελογιασμένους κι η δεύτερη να προσπαθεί να δείξει πως ήταν ακόμα σε θέση να παντρευτεί και να κάνει παιδί. Κάθε πρωί, μόλις η μητέρα έβγαζε στο παράθυρο ν' αερίσει τα σεντόνια, να σου και ξεπρόβαλε η μαντάμ - Παρή.

—Μπονζούρ, μαντάμ Μάγκη. —Πώς είσθε; της απαντούσε η μητέρα εύθυμα. —Πώς να είμαι μαντάμ, πως να είμαι! Και χαμηλώνοντας τη φωνή της πρόσθετε: Έχω πάλι εκείνα... Και υποφέρω τόσο πολύ! Αχ εμείς οι γυναίκες! —Πάλι; έλεγε η μητέρα, με ειρωνεία. Γιατί δεν πάτε σε κανένα γυναικολόγο; —Αχ! μαντάμ, πως να πάω; Οι γιατροί σήμερις έγιναν κι αυτοί μουρντάρηδες. Φτάνει να δουν μια γυναίκα μόνη... Με καταλαβαίνετε; —Πώς δεν σας καταλαβαίνω! έκανε η μαμά που μόλις συγκρατούσε τα γέλια της. Όταν έμπαινε μέσα, διηγόταν τη σκηνή στη θεία Ελένη και πρόσθετε με συμπόνια: —Από τότε που πέρασε την κρίσιμη ηλικία, αυτό πλέον της έγινε μονομανία. Και ξεχνάει η δόλια τις ημερομηνίες... Η Ριρή περίμενε με αγωνία τη σκηνή που θα της έκανε, κείνο το βράδυ, η μητέρα. Και πραγματικά μόλις γύρισε τη φώναξε στο δωμάτιό της κι άρχισε να την κατσαδιάζει. —Δε θέλω, της έλεγε, να ξανακούσω τέτοια ρεζιλίκια! Δε θα γίνουμε θέμα, στο στόμα της κάθε μαντάμ - Παρής. Να πάψουν τα σουλάτσα και οι οικειότητες του κυρίου αυτού. Από σένα περίμενα περισσότερη σοβαρότητα, Ριρή! Εδώ έχουν έρθει χιλιάδες νέοι, στρατιώτες και αξιωματικοί, που κανείς δεν ξέρει πούθε κρατάει η σκούφια τους. Πολλοί είναι παντρεμένοι και ζητούν απλώς να γλεντήσουν, παριστάνοντας τους αριστοκράτες γαμπρούς. —Ο Κλέαρχος δεν είναι παντρεμένος, μαμά, το ξέρω καλά. Είναι σπουδαίο παιδί, πάει και στο Πανεπιστήμιο. —Δε μ' ενδιαφέρουν τα προσόντα του, είπε η μητέρα θυμωμένη. Η Ριρή ήρθε με μάτια πρησμένα απ' το κλάμα και άρχισε τις εξομολογήσεις: —Τον αγαπώ, τον αγαπώ πολύ! Μούπε πως θάρθει να με ζητήσει. Βοήθησέ με Άλίκη μου, γιατί αν δεν μου τον δώσουν θ' αυτοκτονήσω! Δεν είχα ακούσει ποτέ τη Ριρή να ενδιαφέρεται για τίποτε και για κανέναν τόσο σοβαρά, όσο για το νεαρόν εκείνο φοιτητή. Και τη δικαίωνα, γιατί μ' άρεσε κι εμένα. Είχε μιαν ευγένεια στη φυσιογνωμία, στις κινήσεις, στη φωνή, και στην ψυχή. Φαινόταν τόσο αληθινά ερωτευμένος με τη Ριρή. —Θα σε βοηθήσω, της είπα. Και του πήγα ένα γράμμα της και την επομένη ένα άλλο. Κι εκείνος είχε έτοιμες τις απαντήσεις κατεβατά ολόκληρα και μούδινε πάντα και λουλούδια να της πηγαίνω. Η δουλειά αυτή συνεχίστηκε αρκετόν καιρό. Άρχισα να διαβάζω κι εγώ την αλληλογραφία και να πιστεύω πως είμαι πια αρκετά μεγάλη και πεπειραμένη στα ερωτικά ζητήματα. Την πεποίθησή μου αυτή μου την ενίσχυσε και μια φίλη μου, η Λιλή, που ήταν μεγαλύτερή μου και πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Η Λιλή ήταν το ίνδαλμα του Στέψου κι όλων των αγοριών της γειτονιάς.

Της χάριζαν μολύβια και κασετίνες, της έγραφαν τα μαθηματικά της, της έκαναν ακόμα κι όλα τα θελήματα του σπιτιού της. Μα αυτή δεν πρόσεχε παρά το Δημήτρη Βερδεκήτη. Ο Δημήτρης ήταν μια σπιθαμή πιο κοντός απ' τη Λιλή, που είχε πρόωρη ανάπτυξη. Είχε δυο γλυκά σχεδόν στρογγυλά μάτια κι ήταν σπιρτόζος, ζωηρός, πρώτος στο ποδόσφαιρο κι αηδόνι στο τραγούδι. Η ταράτσα του σπιτιού του ήταν κολλητή με τη δική μας. Η φίλη μου εννοούσε ν' ανεβαίνομε εκεί, κάθε απόγεμα, για να μιλάει με τον εκλεκτό της. Εγώ καθόμουνα υπομονετικά και τους άκουγα. Καυχιόταν ο καθένας τους για τους γονιούς του, κι αράδιαζε τα προσωπικά του κατορθώματα. —Μίλησε κι εσύ με το Στέφανο, μου είπε μια μέρα η Λιλή. Δε βλέπεις πως σε κυττάζει ο καϋμένος; Ο Στέφανος ήταν ο μικρότερος αδερφός του Δημήτρη. Ήταν κοκκινοτρίχης με πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Είχε ένα ύφος ηλίθιο λες και δεν καταλάβαινε ποτέ τι συμβαίνει γύρω του. Πριν προλάβω ν' απαντήσω στην πρόταση της Λιλής πετάχτηκε ο Δημήτρης. —Η Αλίκη είναι τόσο ακατάδεχτη! —Δεν είμαι καθόλου ακατάδεχτη. —Τότε, γιατί ποτέ δεν κάθεσαι κοντά μας; —Γιατί η Λιλή κι εσύ έχετε να πείτε τα δικά σας... —Δεν έχομε τίποτε το ιδιαίτερο, Αλίκη. Μείνε μαζί μας, μ' αρέσει τόσο να σ' ακούω να μιλάς! Η Λιλή μούτρωσε και την επομένη μου είπε: —Εσύ, Αλίκη, να μην ανέβεις σήμερα μαζί μου. Ο Δημήτρης από ευγένεια χτες... Τη σταμάτησα πριν τελειώσει τη φράση της. —Άλλο που δε θέλω, Λιλή. Βαριέμαι αληθινά να σας ακούω. Σε λίγο όμως, κατέβηκε απ' την ταράτσα νευριασμένη και πεισμωμένη και μου πέταξε βιαστικά: —Ο Δημήτρης είναι ένας πρόστυχος! —Γιατί; ρώτησα έκπληκτη. Μήπως σε φίλησε; —Α, όχι, όχι! μουρμούρισε συγκρατώντας τα δάκρυά της. Και δίχως να μου δώσει καμιάν άλλη εξήγηση έφυγε τρεχάτη και δεν ξαναπάτησε ποτέ στο σπίτι. Το βράδυ, μετά το φαγητό, ο Δημήτρης άρχισε να τραγουδάει στην ταράτσα τ' αγαπημένο του τραγούδι, το «Γεροδήμο». —Άκουσέ τα, φώναξε ο Στέφος, σου κάνει καντάδα, ο ασίκης. —Ποιανού; Εμένα; —Αμ' έχει γούστο να τραγουδάει για μένα ή για την Ινώ! Αφού, λέει στ' αγόρια, πως εσύ είσαι το

κορίτσι του. Τη Λιλή την καλοπιάνει για να πλησιάζει εσένα. Τι σου βρίσκει, μα το Θεό! —Στέφο, μη λες ανοησίες, του είπα, κι έφυγα θυμωμένη. Όταν έπεσα να κοιμηθώ άρχισα, άθελά μου, να σκέφτουμαι το Δημήτρη. Θυμήθηκα πως μια μέρα μούδωσε το πρώτο λουλούδι της γαρδένιας τους και μου είπε: —Παρακαλούσα, τόσες μέρες, ν' ανθίσει για να στο προσφέρω. Κι ύστερα, μιαν άλλη μέρα, ήρθε με το Στέφο στα «αντρεσόλια» να δει το «άντρον» μου. Περιεργάστηκε τα βιβλία του παππού, τις σημαίες και τα συνθήματα, που έγραφα με κιμωλία, στους τοίχους. —Μ' αρέσεις, Αλίκη, μου είπε, γιατί καταλαβαίνεις καλύτερα τ' αγορίστικα παιχνίδια. Κι όμως, δεν τον χώνευα καθόλου τον κύριο αυτόν που για χατήρι του έχασα την ευχάριστη παρέα της Λιλής. Τώρα, δε μούμεινε άλλη φίλη απ' τη Μαργκώ, που η μαμά τη φώναζε «ακριδούλα», γιατί είχε κάτι ξερακιανά κυρτά πόδια και χέρια, και δυο μεγάλα εκστατικά μάτια. Η Μαργκώ δεν ήταν έξυπνη και ζωντανή σαν τη Λιλή· δεν ήταν καν φλύαρη κι ευχάριστη στην παρέα. Μα κείνη την εποχή μου φαινόταν τόσο απαραίτητη μια στενή, εντελώς δική μου φίλη, που να μου δείχνει στοργή, όσο απαραίτητος ήταν και ο Κλέαρχος για τη Ριρή και οι κούκλες για την Ινώ. Δεν ήξερα τίποτα απ' τη ζωή της παρά πως ήταν εβραιοπούλα, πως ο πατέρας της, ο κ. Λεβής, φορούσε χρυσά γυαλιά κι ήταν δικηγόρος και πως η μητέρα της, η μαντάμ - Εστέρ, έβγαινε μόνο το βράδυ στις επτά παρά τέταρτο, πολύ παρδαλά ντυμένη. Έκανε μικρά κωμικά βηματάκια, χωρίς να λυγίζει τη μέση της. —Γιατί δεν σου μιλάει ποτέ η μητέρα σου, όταν περνάει; τη ρώτησα μια μέρα. —Δεν ξέρω, μ' απάντησε φοβισμένα και μια βαθιά μελαγχολία χύθηκε στο πρόσωπό της. Είχα καϋμό μεγάλο, που δεν κατάφερνα ποτέ να κάνω τη Μαργκώ να γελάσει. Ήταν πάντοτε σκεφτική και μόνιμα θλιμμένη. Όταν πήγαινα καμιά φορά να την πάρω απ' το σπίτι της, δε μούλεγε ποτέ να μπω μέσα. Πετιόταν αλαφιασμένη στο παράθυρο και σιγά - σιγά μου ψιθύριζε: —Πήγαινε στην πόρτα σου και φτάνω. Το μόνο που ήξερα απ' το σπίτι της Μαργκώς ήταν τα αιώνια κλειστά παραθυρόφυλλα και το χωλ, που μύριζε μούχλα, κι είχε κάτι παλιά σκονισμένα ψάθινα καθίσματα, ένα σταματημένο ρολόι του τοίχου, και κάτι λεκιασμένες φτηνές ταπετσαρίες, που πάνω εκεί σεργιανούσαν μιλιούνια κορέοι και κατσαρίδες. Κάθε απόγεμα, πιανόμασταν απ' τη μέση κι αρχίζαμε το σουλάτσο στην οδό Μοσκώφ και πέρα - δώθε στους γύρω μαχαλάδες. Χαζεύαμε έξω απ' τις βιτρίνες και τα καφενεία και μασουλίζαμε σπόρους. Μια μέρα, καθώς κατεβαίναμε το στενό του Άη - Χαράλαμπου, κι ήταν σχεδόν σούρουπο, είδαμε κόσμο πολύ, μαζεμένον, κι ακούσαμε χάχανα και φωνές και σφυρίγματα. Πέτρες πέφτανε γύρω και λεμονόκουπες και «γιούχα», «γιούχα»! —Καυγάς, της είπα. Και τρέξαμε κι εμείς να χαζέψουμε.

Μόλις ανοίξαμε με κόπο δρόμο, βρεθήκαμε μπρος σ' ένα θέαμα τραγικό. Καταμεσής στεκόταν σα φοβισμένο ζώο η μαντάμ - Εστέρ. Φορούσε, αντίς καπέλο, ένα μπομπέ του πατέρα της Μαργκώς, μ' ένα πελώριο φτερό διάνου. Τη φούστα της, που ήταν μεταξωτή, με ουρά, την κρατούσαν δυο μάγκες, την ανέμιζαν και φώναζαν: —Προσκυνήστε τη βασίλισσα του Σαββά! Άλλα παιδιά χοροπηδούσαν ολόγυρα σα διαβόλοι και πρόφεραν τραγουδιστά: —Η λωλή! Η λωλή η Οβριά! Η λωλή η Οβριά! Η Μαργκώ μούφυγε απ' το χέρι κι έτρεξε στη μητέρα της. —Μάμη! Μάμη! είπε κλαίγοντας, βάμος... Τ' αγόρια πέσανε καταπάνω της. —Ούξου τσιφουταρία, που κλέβετε τα παιδιά και πίνετε το αίμα τους, ούξου! Πρώτη φορά βρέθηκα αντιμέτωπη με το φυλετικό μίσος. Μόλις συνήρθα απ' την έκπληξή μου, ρίχτηκα κι εγώ στο στίβο. Άρχισα να χτυπάω τα δυο αγόρια, που σήκωναν τα ρούχα της μαντάμ Εστέρ, και να δαγκώνω τα χέρια των άλλων παιδιών, που προσπαθούσαν να με συγκρατήσουν. —Ντροπή! Ντροπή! ούρλιασα. Η μαντάμ - Εστέρ είναι μια καθώς πρέπει κυρία, αφήστε την ήσυχη. Τ' αγόρια δεν άργησαν να με πετάξουν χάμω χτυπώντας με με τα πόδια τους στα μούτρα. Απ' τη μύτη μου έτρεχε αίμα, μα ούτε που το πρόσεξα. Σηκώθηκα και πλησίασα δυο χωροφύλακες, που κύτταζαν χαμογελαστοί τη σκηνή. —Σώστε τη γυναίκα! φώναξα. —Μα αυτή είναι μια γνωστή Εβραία παλαβή, μου απάντησαν και τελευταίως, μάλιστα, διαταράσσει και την τάξη. Απορεί κανείς πώς την αφήνουν ακόμα να κυκλοφορεί. Θα αναφερθούμε... Και προχώρησαν, έδιωξαν τον κόσμο, σταμάτησαν ένα στρατιωτικό αμάξι, έβαλαν μέσα τη Μαργκώ και τη μητέρα της και τις πήγαν στο τμήμα. Εγώ, έτρεξα ξαναμμένη και κλαμένη στο γραφείο του κυρίου Δεβή να τον ειδοποιήσω για όσα έγιναν. Από κείνη τη μέρα κατάλαβα το μυστικό της Μαργκώς και την αγάπησα πιο πολύ. Είχα σκεφτεί τι θα της έλεγα όταν θ' ανταμώναμε ξανά, για να διαλύσω την πίκρα της και να μην την πληγώσω· μα εκείνη με απόφευγε. Μια βδομάδα ολόκληρη η πόρτα της δεν άνοιγε παρά όταν έμπαινε ο πατέρας της με το γιατρό. Κι ύστερα, ένα Σάββατο, τους είδα και τους τρεις να φεύγουν μ' ένα αμάξι και πίσω ένα κάρρο με τα έπιπλά τους. Η Μαργκώ μου κούνησε το αδύνατο χεράκι της, ενώ τα μεγάλα έκπληχτα μάτια της φαίνονταν βουρκωμένα. Χαιρέτησα κι εγώ, κι έμεινα συγκινημένη στη μέση του δρόμου ως ότου χάθηκαν... Πάει κι αυτή η φίλη, σκέφτηκα. Κι έμεινα πάλι μπερδεμένη μέσα στη ζωή των μεγάλων.

Στο σπίτι είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για τη γέννα της μαμάς. Ράβανε, πλέκανε, κεντούσαν μωρουδιακά. Ο Στέφος η Ινώ κι εγώ κάναμε συνωμοσία να παρακολουθήσουμε από την κλειδαρότρυπα για να δούμε πως έρχονται στον κόσμο τα παιδιά. Μα όταν την έπιασαν τη μητέρα οι πόνοι και φώναζε και βογκούσε, πανικοβληθήκαμε τόσο, που κατρακυλήσαμε τις σκάλες και βρεθήκαμε στο κάτω πάτωμα. Κουρνιάσαμε για πρώτη φορά, ο ένας κοντά στον άλλον, χωρίς να μαλώνουμε και μείναμε ακίνητοι. Μα οι φωνές της μαμάς όλο και δυνάμωναν. —Στέφο, είπε ο πατέρας, πήγαινε να καθήσεις στο μαγαζί. Κι εσύ Αλίκη πάρε την Ινώ και πηγαίνετε στη γιαγιά σας. — Θα πονάει πολλή ώρα η μαμά; ρώτησα θορυβημένη. —Όχι, άλλα τώρα φύγετε απ' τη μέση ν' αδειάσει ο τόπος. Φύγαμε με πολύ βαριά καρδιά. Η Ινώ μου πρότεινε να μην πάμε να κλειδωθούμε στης γιαγιάς, μα να πάρουμε το τραμ που πήγαινε στα τέσσερα παραλιακά προάστεια, στο Καρατάς, Καραντίνα, ΓκιοςΤεπέ, Κοκαργιαλί. Βρήκα σπουδαία την πρότασή σης. Όσο μεγάλωνε η Ινώ τόσο περισσότερο έμοιαζε της μητέρας. Ήταν το πιο καλόβολο παίδι του σπιτιού. Δεν τσακωνόταν ποτέ της με κανένα μας. —Τούτο το παιδί μου, έλεγε η μητέρα, δε με κούρασε καθόλου. Μεγαλώνει σαν το λουλουδάκι της γλάστρας. Η Ινώ ήταν το καταφύγιό μου, όταν δεν είχα άλλες παρέες. Της έλεγα όλο τρομερά παραμύθια κι ιστορίες από το Αϊντίνι, αφήνοντας τη φαντασία μου να υφαίνει τα πιο εντυπωσιακά και καταπληχτικά γεγονότα για τσέτες, εφέδες, τελώνια, νεράιδες και τα τέτοια. Της έλεγα όλη ώρα το ποίημα «Στην Πάργα πίσω» κι εκείνη έκλαιγε από τρόμο. Κι όσο την έβλεπα να σκιάζεται, τόσο πίστευα πως πετύχαιναν οι καλλιτεχνικές επιδόσεις μου. Έτρεμε ολόκληρη όταν μ' έναν μπόγο στον ώμο της παράσταινα το σημείο που λέει: «Και μέσ' τους σάκκους τι έχετε κρυμμένα βρυκολάκοι; Με πεθαμένων κόκκαλα γεμάτοι είν' όλοι οι σάκκοι...» Η φωνή μου τότε έβγαινε βραχνή, τα μάτια μου λάμπανε, αυτοσχεδίαζα τα λόγια κι ανεκάτευα μέσα την καταστροφή του Αϊντινιού: «Ινώ μου, δεν τα πρόφτασες του Νουρεντίν τα χρόνια, σταλμένος απ' τα τάρταρα...» Εκείνα τα τάρταρα της έφερναν ανατριχίλες. Έτρεμε και μου φώναζε: — Μη! μη, Αλίκη, φτάνει. Φοβούμαι... Τότε εγώ έσκαζα στα γέλια και τη μέρωνα. —Κουτή! θέατρο σου κάνω. Εσύ είσαι το κοινό μου και πρέπει να φοβάσαι στα ψέματα όχι στ' αλήθεια. —Το ξέρω, έλεγε πάλι η Ινώ, μα δε θέλω άλλο... Έτσι κι εκείνη τη μέρα ξέσπασα απάνω στην Ινώ όλη τη δραματική μου διάθεση. Της έλεγα πως η μαμά κάτω απ' το χαμόγελό της κρύβει μιαν απέραντη δυστυχία που δεν την 'μολογά σε κανέναν. Κι άρχισα να σκαρώνω το παραμύθι μου: «Μια μέρα κάλεσε ο Θεός τη μητέρα και της είπε: —Γυναίκα, γυναίκα, τι προτιμάς, τη δική σου χαρά ή των παιδιών σου; —Ω, μεγάλε Άρχοντα της γης και τ' ουρανού, απάντησε κείνη, θέλει και ρώτημα; Των παιδιών μου τη

χαρά θέλω και τίποτ' άλλο. —Τότε της είπε, σαν έρθει το βασιλόπουλο να σε πλανέψει, να κλείσεις τ' αυτιά σου και τα μάτια σου και να κλείσεις την καρδιά σου. Γιατί 'ναι ωραία τα λόγια του και η μορφή του και θα ζαλιστείς και θα τ' αγαπήσεις. Κι ήρθε, πραγματικά το βασιλόπουλο μ' ένα μπριγιαντένιο δαχτυλίδι που έλαμπε πιο πολύ κι από τον ήλιο και της το πέρασε στο δάχτυλο. —Δούλος γίνομαι της ομορφιάς σου, αν τ' αποφασίσεις ναρθείς μαζί μου, της είπε. Κάτω, σε περιμένει ένα ολόχρυσο αμάξι, που το σέρνουν τα πιο γοργοπόδαρα και γερά άλογα του κόσμου. Έλα να φύγουμε, θα σε πάω μακριά, σε μια χώρα που ποτέ δεν ξαπλώνει να κοιμηθεί ο ήλιος και ποτέ δε μαραίνονται τα λουλούδια, κι οι άνθρωποι είναι καλοί, γιατί δεν ξέρουν τίποτα από πολέμους και σκοτωμούς, κ' έχουν πάντα γεμάτα τα κελάρια τους με σοδειές... Της έλεγε, της έλεγε το ωραίο βασιλόπουλο, για αγάπη και ευτυχία· μα κείνη έκλεινε τ' αυτιά της, τα μάτια της και την καρδιά της. Και τότε μαρμάρωσε το βασιλόπουλο κι έχασε για πάντα τη λαλιά του. Κι η μαμά έχασε κι αυτή τα καλά και τ' αγαθά που την περίμεναν, μόνο και μόνο γιατί ήθελε να μείνει κοντά σ' εμάς και στον πατέρα μας...» —Δεν καταλαβαίνω, μου είπε συνοφρυωμένη η Ινώ. Αφού είχε το μπαμπά άντρα, πως ήταν δυνατό να σκεφτεί να φύγει με το βασιλόπουλο; —Αυτό γίνεται, της είπα, με σοβαρότητα, μα δεν μπορώ ακόμα να σου το εξηγήσω γιατί είσαι μικρή. Θα το καταλάβεις όταν θα μεγαλώσεις και τότε θα δεις τι θυσία έκανε για μας η μάμα. Η Ινώ έμεινε σκεφτική. —Γι' αυτό έκλαιγε τώρα και φώναζε; με ρώτησε. —Γι' αυτό, βέβαια. Τούτο το παιδί που θα γεννήσει της τόδωσε ο μπαμπάς για να μερώσει και να πάψει να κλαίει. Όπως σου είχε δώσει κι εσένα όταν αρρώστησες, εκείνη τη μεγάλη κούκλα. Θυμάσαι; Όταν γυρίσαμε στο σπίτι η γιαγιά μας περίμενε στην πόρτα ανάστατη. —Που είσαστε; Που πήγατε; Γιατί δεν ήρθατε στο σπίτι που σας έστειλε ο πατέρας σας, μόνο μας σπάσατε τη χολή και τρέχουν τώρα όλοι να σας γυρεύουν; —Πήγαμε μια βόλτα να ξεσκάσουμε, είπα, γεμάτη τύψεις. Κι αμέσως γύρισα την κουβέντα και ρώτησα: Γέννησε η μαμά; —Γέννησε, δόξα σοι ο Θεός! και μας έκανε ένα ωραίο κοριτσάκι. Η Ινώ που ήθελε κοριτσάκι δεν έδειξε τώρα κανέναν ενθουσιασμό. Ανεβήκαμε, φιλήσαμε τη μητέρα, περιεργαστήκαμε το χρυσό πεντόλιρο που της είχε τοποθετήσει ο πατέρας στο προσκέφαλό της. Ρίξαμε κάμποσες περιφρονητικές ματιές στο μωρό, που τσίριζε κι ήταν όλο ζάρες, κι ύστερα κατεβήκαμε κάτω. Η Ινώ είπε στη γιαγιά: —Χαράστο το ωραίο κοριτσάκι! Αυτό είναι σαν ζαρωμένος και φαφούτης γέρος.

Η γιαγιά γέλασε, πήρε την Ινώ στα γόνατά της κι άρχισε να τη χαϊδεύει και να της λέει: —Κι εσύ μικρό έτσι ήσουνα. Όλα τα παιδιά σαν πρωτογεννηθούν μοιάζουν μ' ότι θα γίνουν μετά εκατό χρόνια, αν το καντηλάκι τους θ' ανάβει τόσα χρόνια. Όταν μας έβαλε και φάγαμε ετοιμάστηκε να φύγει. —Γιατί γιαγιά δε μένεις ποτέ πια μαζί μας; της είπα. Κάθησε που σε θέλουμε. —Κι εγώ θα τόθελα παιδί μου, μα εδώ μαζευτήκατε τόσα στόματα! Κι έπειτα η θεία σας είναι μόνη η καϋμενούλα. —Αφού είναι μόνη γιατί δεν έρχεται εδώ που έχουμε συντροφιές; —Καλύτερα νάρχεσαι εσύ Αλικούλα στο σπίτι. Νάρχεσαι, παιδί μου. Γιατί μας ξέχασες; Και να λες και τις ιστορίες σου, έτσι νόστιμα, νόστιμα όπως πρώτα. Μόλις διηγόμουνα στη γιαγιά μια οποιαδήποτε ασήμαντη πράξη ή σκέψη μου, μου έλεγε πάντα γεμάτη θαυμασμό: —Αχ, πες το και στη θεία σου αυτοδά. Εγώ της τα διηγούμαι, μα άλλο είναι ν' ακούσει αυτό το γαρουφαλένιο στοματάκι να παρλάρει πίτσι, πίτσι... Γρήγορα κατάλαβα γιατί η γιαγιά με παρακινούσε τόσο επίμονα να επιδείχνω τα προτερήματά μου στη θεία Ερμιόνη. Ανάμεσα στην οικογένεια Σιτζάνογλου και στον πατέρα μου είχαν αρχίσει μυστικές διαπραγματεύσεις. Η θεία Ερμιόνη είχε αποφασίσει να πάρει ένα παιδί κοντά της. Της το ζητούσε επίμονα η γιαγιά. —Πρέπει, της έλεγε, να μπει γέλιο παιδιού, σε τούτο το σπίτι, να το ανοίξει. Πώς θα ζήσετε δυο κούκοι μόνοι, όλα τα χρόνια σας! Σπίτι χωρίς παιδί, δε στέκει. Όπως δε στέκει εκκλησιά χωρίς κόνισμα. Ποιον θα διάλεγε ανάμεσά μας, η θεία Ερμιόνη; Για τη Ριρή, το Στέφο και το μωρό δε γινόταν λόγος. Στη ζυγαριά έβαζαν την Ινώ κι εμένα. Ποιοι ήταν οι όροι των διαπραγματεύσεων αυτών και γιατί δεν καταλήγανε σε γρήγορη απόφαση δεν τόμαθα ποτέ. Πάντως την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει στο σπίτι μια επίμονη γκρίνια. Τα οικονομικά του πατέρα μου δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Οι πιστωτές του λιγόστεψαν. Αποχτήσαμε κι εμείς, όπως τόσα άλλα σπίτια της Σμύρνης, «τεφτεράκι» για τα βερεσέδια στο μπακάλη, στο μανάβη, στο φούρνο. Μα στο τέλος της κάθε βδομάδας ήταν αδύνατο να ξωφλήσουμε. Η μητέρα έβρισκε πως φταίει ο πατέρας κι εκείνος πάλι έριχνε το φταίξιμο στη μητέρα. Είχαν γίνει κι οι δυο νευρικοί και πρόσβαιλνε ο ένας τον άλλον. Συχνά η γκρίνια γινόταν καυγάς κι ο καυγάς ξεσπούσε σ' εμάς. Ως και η βάφτιση της μικρής, που την έβγαλαν Νιόβη, έγινε χωρίς πολλές επιδείξεις. Η μητέρα όταν τη θήλαζε της έλεγε με συγκίνηση: —Άτυχο ήσουν, μικρό μου, άτυχο! Και το γάλα που τρως κι αυτό φαρμακωμένο είναι από τις πίκρες. —Αυτήνα λες άτυχη; γκρίνιαζε η Ινώ που άρχισε να ζηλεύει τη Νιόβη. Αυτήν που έχει τόσο ωραία

σγουρά μαλλιά; Εγώ 'μαι η άτυχη που τα μαλλιά μου είναι ίσια σαν πράσα. —Τρίχες, τρίχες! Να, ποιες είναι οι κορτσάρες που μας αράδιασες, πετιόταν ο Στέφος. Η μαμά τότε ξεχνιότανε με τα παιδιάτικα αστεία και τα πείσματά μας και προσπαθούσε να συμβιβάζει τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά μας. Ένα πρωινό, συννεφιασμένο και μουντό, μας ειδοποίησαν πως πέθανε η γιαγιά. Έφυγε απ' τη ζωή σεμνά, αθόρυβα, ωραία, όπως κι έζησε. Ήταν ο πρώτος νεκρός στην οικογένεια που τον βλέπαμε να βγαίνει από το σπίτι, μέσα σε φέρετρο, με όλες τις θλιβερές τελετές. Κι όπως ξεμάκραινε νόμιζα πως έπαιρνε μαζί της όλη την παλιά μας ζωή, όλα τα νήματα που έδεναν την οικογένεια, όλα τα παραμύθια και μαζί ένα κομμάτι αγάπης καθάριας, αγνής και ζεστής σαν το φως του ήλιου. Ένας πόνος πρωτόφερτος γεννήθηκε μέσα στη παιδική ψυχή μου. Ήταν οδυνηρός και άμεσος. Δεν έμοιαζε με τις άλλες συγκινήσεις που είχα γνωρίσει ως τώρα. Εκείνες έρχονταν απ' έξω και μου επιβάλανε την παρουσία τους. Τούτος 'δω ο πόνος έβγαινε μέσα απ' την ψυχή μου και τον κρατούσα να μείνει κοντά μου για να τιμήσουμε μαζί το τρυφερότερο πλάσμα που συγκλόνισε τα παιδικά μου χρόνια.

9 ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ του 1920, που ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, η Σμύρνη άρχισε να γνωρίζει μια περίοδο πολιτικού αναβρασμού, άγνωστου ως τότε στους μικρασιάτες. Στα καφενεία, στα σπίτια, στα μαγαζιά και στους δρόμους οι Σμυρνιοί πολιτικολογούσαν — για πρώτη φορά στη ζωή τους. Μιλούσαν με φανατισμό για βενιζελισμό και αντιβενιζελισμό. Πίστευαν πως τη λευτεριά την οφείλανε στο Βενιζέλο και ράψανε τις δυο αυτές λέξεις τόσο καλά μαζί, που δεν τις ξεχώριζαν. Του Αγίου Ελευθερίου, σε πείσμα της κυβέρνησης Γούναρη, η Σμύρνη γιόρτασε τον υπερπρωθυπουργό της. Γενικός σημαιοστολισμός, γιορτές, χοροί. Στα σταυροδρόμια στήναν τραπέζια για να φάει και να πιει ο λαός. —Να ζήσει ο Λευτέρης που μας λευτέρωσε! Τραγούδια δονούσαν την ατμόσφαιρα: Του Βενιζέλου το μυαλό και του Δαγκλή το βόλι θα μας ανοίξουν τα Στενά να μπούμε και στην Πόλη. Κι η ρυθμική επωδός «Βενιζέλαρος»! φανέρωνε έξαψη και φανατισμό. Όταν ήρθε στη Σμύρνη ο Κωνσταντίνος, πολλοί μουρμούριζαν δύσθυμα: —Αυτός θα μας καταστρέψει, αυτός με τη μικρή του Ελλάδα. Ωστόσο οι αξιωματικοί που μπαινόβγαιναν σπίτι μας, μιλούσαν με σεβασμό για την πολιτική του Κωνσταντίνου. —Βαρεθήκαμε τους πολέμους, έλεγαν. Θέλουμε κάποτε κι εμείς να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ο Βενιζέλος, μας έριξε σε περιπέτειες που κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξουν... —Δηλαδή; Θέλετε να μας παρατήστε σύξυλους τώρα που μας ξεσηκώσατε, απαντούσε οργισμένος ο πατέρας. Μια ανησυχία περνούσε σα ρίγος απ' τις καρδιές του κοσμάκη, μα ήξερε να την αποδιώχνει και να ξαναβρίσκει την πίστη και την αισιοδοξία του. Η κατάληψη της Φιλαδέλφειας, η απόβαση του ελληνικού στρατού στα Μουδανιά, η νίκη του Δορυλαίου και του Αφιόν - Καρά - Χισάρ, φούσκωναν ξανά τις καρδιές με τ' όνειρο της Πόλης και της Κόκκινης Μηλιάς. Η αυταπάτη άπλωνε τα χέρια της στα μάτια των ανθρώπων και τους τάκλεινε, για να μη βλέπουν την πραγματικότητα. Οι μήνες που ακολούθησαν, κατρακύλησαν μέσα στο αίμα. Ήρθε ο Αύγουστος του 1921, με την εικοσαήμερη δραματική μάχη του Σαγγάριου. Θυμούμαι τα μελαγχολικά γράμματα που έστελνε από το μέτωπο στη Ριρή ο νεαρός φοιτητής της, ο Κλέαρχος. «Το αίμα του στρατού μας — έγραφε — κάνει ν' ανθίσει ακόμα κι η άγονη Αλμυρή Έρημος. Και τ' άνθη της συμφοράς συμπονούν τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας κι όλο και μας ρωτούν: —Για που τραβάτε φανταράκια; Για που το βάλατε;

Πες μου, αλήθεια, κι εσύ Ριρή, για που τραβούμε; Που θα μας φέρει ο τραχύς αυτός δρόμος; Τι δουλειά έχουμε στα βάθη αυτά της Ασίας, που μας οχτρεύεται ως κι αυτή η φύση και μας πολεμάει; Θα ξαναδούμε ποτέ τα σπίτια μας, τις μάνες μας; Θα αξιωθούμε να ζήσουμε κι εμείς κάποτε μιαν ήσυχη ζωή να φορέσουμε τη βέρα στη γυναίκα των ονείρων μας; Φοβούμαι, Ριρή, φοβούμαι πως δε θα τελειώσει καλά ετούτος ο αιμάτινος Γολγοθάς...» Η Ριρή ήταν περήφανη για τα γράμματα του Κλέαρχου, μα κι απαρηγόρητη για την τύχη που τον περίμενε. Κι η μαμά, την άφηνε να του γράφει συχνά. Τώρα όλα τα κορίτσια αλληλογραφούσαν με γνωστούς κι άγνωστους «αδελφούς» και προσπαθούσαν να τους ψυχώνουν. Κι όμως η αγωνία είχε θρονιαστεί σ' όλων τις καρδιές.

Ένα πρωί είδα τη μητέρα κλαμένη να μαζεύει τα ρούχα μου και να τα τακτοποιεί μέσα σε μια μικρή γκρι βαλίτσα. —Αλίκη! μου φώναξε. Κι ύστερα μετάνιωσε και είπε με φωνή που έτρεμε. —Τίποτα, παιδί μου, πήγαινε να παίξεις ακόμα λίγο. —Μα εσύ, Μαίρη, έτσι που κανείς θ' αρρωστήσεις, άκουσα να λέει η θεία Ελένη. Σάμπως είναι για το κακό του παιδιού σου; Θα εξασφαλιστεί κι εκείνο, κι εσείς θα ξανασάνετε λίγο. —Δεν μπορώ, δεν μπορώ, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Θα μ' αποξενώσει η Ερμιόνη απ' το παιδί μου· να το θυμάσαι. Ώστε είχε πέσει σε μένα ο κλήρος να πάω να ζήσω με τη θεία Ερμιόνη; Μ' ένα πήδημα βρέθηκα στην αγκαλιά της μητέρας μου κι άρχισα να κλαίω κι εγώ και να τη φιλώ παντού, στα μάτια, στα μάγουλα, στο λαιμό της. —Δε θέλω να φύγω, δε θέλω! έλεγα απελπισμένη. Η μαμά φιλούσε τα δάκρυά μου κι η αρμύρα των δικών της έβρεχε τα πικραμένα χείλη μου που τρέμαν ασταμάτητα. Η θεία Ελένη πλησίασε και είπε στη μητέρα αυστηρά: —Μαίρη, τι αισθηματισμοί είναι αυτοί! Λες και θα πάει το παιδί στα ξένα· μη χειρότερα! Εγώ δεν είχα ψυχή όταν τα έστειλα και τα δυο παιδιά μου από μικρά στο θείο τους το Γιάννη, κι έμεινα τόσα χρόνια θεομόναχη; Κι όμως είπα μέσα μου: Αφού είναι για το καλό τους, να σπουδάσουν, ν' ανθρωπέψουν, ας γίνει το θέλημα του Θεού. Εγώ δεν είχα να τους προσφέρω την καλή ζωή που θα τους έδινε ο θείος τους. Ήθελα πολύ κείνη τη στιγμή να φωνάξω στη θεία Ελένη να σωπάσει, και να μας αφήσει μόνες με τη μητέρα μου, να μιλήσουν οι καρδιές μας και τα δάκρυά μας. Μα δεν είπα λέξη. Δεν είχα δύναμη. Δεν είχα άλλο συναίσθημα από μια απέραντη θλίψη. Έμενα ώρα πολλή κουρνιασμένη στην αγκαλιά της γλυκειάς εκείνης ύπαρξης, που όταν ήμουν δυο χρονώ τη φώναζα «μανούλα-ζάχαρη». Η καρδιά μου χτυπούσε, σαν την καμπάνα της Άγιας Φωτεινής στις κηδείες. Με χάιδευε σκεφτική η μητέρα, δίχως να λέει λέξη. Κι εγώ, δεχόμουνα κείνο το απαλό χάδι, όπως όταν ήμουν άρρωστη και την ένοιωθα, νύχτα - μέρα, πάνω απ' το προσκεφάλι μου. Τι να σκεφτόταν τάχα, κείνη τη στιγμή και μ' έσφιγγε έτσι απελπισμένα; Τη δική της ή τη δική μου τύχη; Τα παλιά ή τα μελλούμενα;

Κείνο το θερμό αγκάλιασμά της, που έκλεινε μέσα του τόσον ήλιο και τόση νύχτα, ήρθε να το διακόψει μια ασήμαντη φράση της θείας Ελένης: —Να, Μαίρη, πάρε το καρώ της φουστανάκι, της το σιδέρωσα. Η μητέρα με κατέβασε τότε από τα πόδια της και βάλθηκε να με ντύσει. —Σου στένεψε κι αυτό το φουστανάκι σου, μικρό μου. Δεν πειράζει όμως θα σου κάνουν τώρα άλλα λούσα, ωραιότερα. Με κοίταζε δακρυσμένα και της ανταπόδωσα το ίδιο φουρτουνιασμένο βλέμμα. Ύστερα μούβαλε στο χέρι μου τη γκρι βαλιτσούλα. —Πήγαινε, αγάπη μου, πήγαινε στο καλό. Ένας λυγμός έπνιξε τη φωνή της. Έφυγα μόνη, γρήγορα κι απότομα, χωρίς να χαιρετήσω κανέναν. Όταν προχώρησα έξω στο δρόμο, γύρισα να ξαναδώ το «ατζέμικο προξενείο της οδού Μοσκώφ. Η μητέρα μου απ' το μπαλκόνι με κύτταζε με μάτια σκοτεινιασμένα και δάκρυα χοντρά αυλάκωναν τα δροσερά μάγουλά της. —Τ' απόγεμα θάρθω, μανούλα, μην κλαις, της φώναξα. Μου φαινόταν πως έπρεπε να είμαι γω, 'κείνη τη στιγμή η μεγάλη και η δυνατή. Άρχισα να τρέχω σαν κυνηγημένη. Μα όσο πλησίαζα στο σπίτι της θείας Ερμιόνης τόσο τα πόδια μου γίνονταν βαριά, μολυβένια. Αισθανόμουν μιαν ακαθόριστη απελπισία και μοναξιά. Θυμόμουνα τα πειράγματα του Στέφου: «Εσύ δεν είσαι δικό μας παιδί. Σ' έφεραν οι τσιγγάνες...». Με πήρε το παράπονο. Τους βάραινε, λοιπόν, τόσο πολύ το δικό μου έξοδο; Κι όμως, όλοι εκείνοι οι ξένοι, που έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι μας, στοίχιζαν τόσα πολλά! Κι ο πατέρας που έλεγε: τι έξι, τι δέκα στόματα! Τι είχε συμβεί στις καρδιές τους; Δεν ήταν δυνατόν να είχαν αυτές πια το λόγο. Κάποιος άλλος θάδινε τα προστάγματα. Μα ποιος; Κάθησα σ' ένα σκαλοπάτι, ακούμπησα πλάι μου τη γκρίζα βαλίτσα, και με πήρε το παράπονο. Έκλαψα γιατί ξαφνικά μου πέρασε απ' το νου πως η τύχη μου δεν παράλλαζε από την τύχη των παιδιών που τα πουλούν στα σκλαβοπάζαρα. Με πονούσε το κεφάλι μου. Το στομάχι μου τόσφιγγε ένας δυνατός σπασμός. Σηκώθηκα πάλι κι άρχισα να περπατώ, αργά, απελπισμένα. Αν πέθαινα, έτσι ξαφνικά, στο δρόμο, θα ήταν μια καλή εκδίκηση... Στάθηκα μπρος σε μια βιτρίνα με παιχνίδια και παιδικά φουστανάκια. Μια πελώρια κούκλα μου χαμογελούσε μ' απλωμένα τα δυο της χέρια. Μήπως ήμουνα υπερβολική; Μήπως εκεί που πήγαινα θ' αντάμωνα τη χαρά; Η θεία μου δεν ήταν σκλαβοπάζαρο. Μ' αγαπούσε και την αγαπούσα. Και θα μου αγόραζε ό,τι ήθελα. Ονειρευόμουνα πάντα ένα καλό ζευγαράκι παπούτσια. Είχα βαρεθεί να φορώ εκείνα τα πανάθλια φτηνά μποτίνια με τις σουβλερές μύτες που έστελνε μετά τον πόλεμο η Αμερική. Τα πόδια μου ξαναβρήκαν την σβελτάδα τους. Μα οι αισιόδοξες σκέψεις μου δεν κράτησαν πολύ. Άρχισα πάλι ν' αναρωτιέμαι γιατί τάχα διάλεξε μένα η θεία Ερμιόνη—όπως διαλέγεις έναν παπαγάλο ή ένα καναρίνι για το κλουβί σου. Μου φαινόταν μάλιστα πως άκουγα το θείο Γιάγκο να λέει: —Άσκημο είναι, βρε Ερμιόνη, το παιδί που πήραμε. Κι εκείνη τον παρηγορούσε. —Άσκημο, μα κόβει και ράβει το γλωσσί του. Θα μας διασκεδάζει...

Όταν έφτασα στο Φασουλά, είδα τον πατέρα μου στη συνηθισμένη ταβέρνα του. Έτρεξα για να τον αποφύγω. Εκείνος όμως με περίμενε και βγήκε στη πόρτα μ' ένα ποτήρι ούζο στο χέρι κι ένα λιμπινάρι στο στόμα. Έκανε τον αδιάφορο· μα κάποια στιγμή που αντάμωσαν τα μάτια μας, είδα κει μέσα κάτι σα σαστισμάρα και σαν απελπισία. Ύστερα βρήκε τα λόγια του και μου είπε με σπαραγμό: —Πηγαίνεις στης θείας; Αχ! Τι να γίνει; Πήγαινε στο καλό, παιδί μου. Κούνησα το κεφάλι μου από ευγένεια, για να μη νομίσει ο πατέρας πως τον περιφρονώ. Μα στο βάθος ήμουνα κακιωμένη μαζί του.

Η πρώτη μέρα στο νέο μου σπίτι ήταν ανυπόφορη. Η θεία Ερμιόνη κι ο θείος Γιάγκος βάλθηκαν να μου μάθουν τις συνήθειές τους και να μου σβήσουν μονοκοντυλιάς όλες τις δικές μου. Με σήκωσαν απ' το τραπέζι να πάω να πλύνω τα χέρια μου. Μ' έβαλαν να πω την προσευχή μου: «Και δος ημίν σήμερον τον άρτον τον επιούσιον...» Και όταν ήρθε ο άρτος, ήταν κάτι ψιλές, αραχνοΰφαντες φετίτστες, που τις μοίραζε με ιεροτελεστία η κυρά-Χρυσή, η μαγείρισα. Μόνο που τις έβλεπε κανείς κείνες τις φετούλες, είχε το αίσθημα πως δε θα χορτάσει. Ύστερα, σερβίρισαν σε μια πιατέλλα μπιφτεκάκια της σχάρας με λίγο πουρέ στην άκρη. —Εμείς εδώ συνηθίζουμε τη γαλλική κουζίνα, είπε η θεία Ερμιόνη, γιατί υποφέρουμε απ' το στομάχι μας. Θα σου κάνει κι εσένα καλό. Ο καθηγητής Μπονάρ, στο Παρίσι, έλεγε: «Το τηγάνι να το πετάξετε. Όχι σάλτσες, όχι εκείνα τα παχειά ανατολίτικα φαγητά. Και προ παντός, ποτέ μπακλαβάδες». Ενώ δίδασκε η θεία Ερμιόνη, εγώ κατέβαζα με δυσκολία τα δυο στεγνά μπιφτεκάκια και θυμώμουνα τα πικάντικα αλατοπιπερωμένα αγριογούρουνα του σπιτιού μας, και τα κρασάτα ψητά που κολυμπούσαν στο πάχος, και το λαγό στυφάδο με το άφθονο ξύδι και τα μυρωδικά. Έγινε ολόκληρη συζήτηση αν θάπρεπε να φάω ένα αυγό για συμπλήρωμα. Ο θείος Γιάγκος επέμενε πως δεν έπρεπε να συνεχίσω το «λαίμαργο και ανθυγεινό τρόπο διατροφής». Τα αυγά, είπε, είναι εντελώς περιττά, αφού θα τελειώσουμε το γεύμα μας με κομπόστα. Μόλις αποφάγαμε, οι θείοι μου πήγαν και ξάπλωσαν και βάλαν από μια κομπρέσα ο καθένας στο στομάχι, ενώ η κυρά -Χρυσή τοποθετούσε στα κομοδίνα τους χαμόμηλο. —Η μικρή να πέσει να ησυχάσει, της είπαν. Να πέσω μεσημεριάτικα! Την ώρα ακριβώς που μ' άρεσε να παίζω στα αντρεσόλια ή ν' αλωνίζω τη γειτονιά με την Ινώ και τις φίλες μου! Η κυρά - Χρυσή μούπλυνε τα πόδια, λες κι ήμουνα μωρό, μούβαλε ένα καινούργιο νυχτικό και με ξάπλωσε, κλείνοντας τα παραθυρόφυλλα για να είναι σκοτεινά και να κοιμηθώ. Δεν τόλμησα ν' αντισταθώ. Ντρεπόμουνα φοβερά και φοβόμουνα να πω τις δικές μου συνήθειες, μήπως και κατηγορήσουν τη μάνα μου. Τ' απόγεμα ήρθε η θεία Ερμιόνη στο δωμάτιό μου. —Ντύσου, Αλίκη, και κατέβα κάτω στην τραπεζαρία για το τσάι. Ο θείος Γιάγκος είχε φύγει για το γραφείο του κι η θεία Ερμιόνη άρχισε να πλέκει φιλέ. Έβλεπα πως είχε όλη την καλή διάθεση να με διασκεδάσει, αλλά δεν ήξερε πώς. Κι εγώ ήθελα να παίξω το ρόλο

μου, γιατί ασφαλώς για κάποιο ρόλο είχα έρθει σε κείνο το βλοσυρό σπίτι, αλλά δεν καταλάβαινα πώς έπρεπε να φερθώ. Η θεία Ερμιόνη με γύρισε σ' όλο το σπίτι για να το γνωρίσω. Μου είπε με ποιον τρόπο θα τινάζω τα ρούχα μου και θα τα βουρτσίζω όταν έρχομαι απέξω, πόσες φορές θα σφουγγίζω τα παπούτσια μου στο ψαθί και πώς θα τ' αφήνω έξω απ' το δωμάτιό μου για να μου τα γυαλίζει η κυρά-Χρυσή. Θυμόμουνα τότε το μάστρο - Λευτέρη το λούστρο, που μόλις στεκόταν έξω απ' την πόρτα μας και φώναζε «ο λούστριοος», του πετούσαμε τα παπούτσια απ' τα παράθυρα, κι αυτός άρχιζε τα «γκεβεζελίκια» και τις διασκεδαστικές ιστορίες του. Του κάκου περίμενα νάρθει καμιά επίσκεψη τ' απόγεμα για ν' απαλλαγώ απ' τη θεία Ερμιόνη και να πεταχτώ μια βόλτα ως το σπίτι μας. Εκεί τέτοιαν ώρα θα ήταν τόσες γειτόνισσες για το απογεματινό καφεδάκι. Κι η Ριρή θα ξεφώνιζε στο πιάνο και τ' αγόρια της γειτονιάς θα σφύριζαν για να βγει ο Στέφος κι η κυρά-Ευανθία θα γκρίνιαζε για το σιδέρωμα των ρούχων. Κι όλοι μαζί θα ετοιμάζονταν να ξεπορτίσουν, για τον βραδινό περίπατο. Κι εγώ θα πηγαινοερχόμουνα στο μπακάλη, τον ψιλικατζή, το ζαχαροπλάστη και θα βαστούσα στο χέρι τη φετάρα μου το ψωμί με βούτυρο και μια κομματάρα τυρί ή μορταντέλλα. Περίμενα κι εδώ να με στείλουν σε κανένα θέλημα να περιεργαστώ τουλάχιστον τη γειτονιά, να δω αν έχει παιδιά. Τίποτα! Περίμενα να μ' ανοίξει κάποιος κουβέντα για τη μητέρα μου, για τους δικούς μου. Τσιμουδιά! Αυτή η συνωμοσία της σιωπής γινόταν ασφαλώς από σύστημα. Κατάλαβα πως το θέμα των δικών μου ήταν απαγορευμένο. Οι σχέσεις με τους γονιούς μου ήταν κομμένες κι έπρεπε κι εγώ ν' ακολουθήσω την ίδια ταχτική. Βρισκόμουν κάτω από αληθινή επιτήρηση. Το βραδάκι, πριν σκοτεινιάσει, ερχόταν ο θείος Γιάγκος, έβαζε ευθύς τα παλιά του ρούχα και τις παντούφλες του, ξαπλωνόταν στην πολυθρόνα κι άρχιζε να μιλάει για τις δουλειές του, ενώ στα γόνατά του κουλουριαζόταν η ψιψίνα, μια χαριτωμένη γατούλα της Αγκύρας. Στις οχτώ έπρεπε νάχει τελειώσει το βραδινό φαγητό και στις δέκα, το αργότερο, να βρίσκονται όλοι στα κρεβάτια τους. Εδώ ούτε σε Λέσχες πήγαιναν ούτε κιθαρωδοί έφταναν τα μεσάνυχτα ούτε πιάνο υπήρχε ούτε γεροντοπαλίκαρα ούτε αξιωματικοί ούτε αστεία ούτε πολιτική συζήτηση ούτε ακαταστασίες ούτε φωνές παιδιών. Την ήξερα, άκρες - μέσες, τη ζωή των θείων μου, μα δεν υποπτευόμουν από μακριά πόσο πληχτικό ήταν να τη ζεις, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα. Περίμενα με κρυφή χαρά πότε θα πάνε στα κρεβάτια τους κι ύστερα έβγαινα στο μπαλκόνι κι άρχιζα να τραγουδάω όλα τα πατριωτικά και τα ερωτικά τραγούδια που ήξερα, ώσπου κουραζόμουν και νύσταζα. Μα όταν πήγαινα για ύπνο, μ' έπιανε η νοσταλγία της μάνας μου κι έβρεχα το μαξιλάρι με τα δάκρυά μου. Την επομένη τραγουδούσα λιγότερο και την άλλη ακόμα λιγότερο. Μια μέρα άκουσα τη θεία Ερμιόνη που έλεγε: —Αυτό το μικρό μοιάζει σαν τα αηδονάκια που τα κλειδώνουν στο κλουβί. Στην αρχή κελαϊδούν κι ύστερα, σιγά-σιγά, σωπαίνουν. —Αμ δε φαντάζομαι να θέλεις να την αφήσεις κι εσύ, να τρέχει στους δρόμους, όπως έκανε η μάνα της! —Όχι βέβαια, στους δρόμους, έλεγε η θεία, μα πρέπει να γνωριστεί και με κανένα παιδί να παίζει. Το λυπούμαι μοναχό του. Αυτή η ανθρωπιστική διάθεση της θείας Ερμιόνης, μου γέννησε τόση ελπίδα όση και σ' έναν φυλακισμένον η είδηση πως θα τον βγάλουν απ' την απομόνωση. Άρχισα να ψάχνω μέσα στο σπίτι,

για ν' ανακαλύψω μια γωνιά που θα μπορούσα να παίζω. Βρήκα κάποιο ενδιαφέρον στις κουζίνες που βρίσκονταν στο ισόγειο. Ήταν ευρύχωρες κι είχαν δυο μικρές πόρτες· η μια έβγαινε στο δρόμο κι η άλλη σ' ένα μικρό κήπο μ' ένα δυο κληματαριές και μουσμουλιές. Εκεί μαζεύονταν όλες οι υπηρέτριες της γειτονιάς κι έστηναν κουβεντολόι. Έρχονταν, καμιά φορά, κι οι φίλοι τους και μιλούσαν για τα χωριά τους, κι έλεγαν για έρωτες, για γάμους και για σκάνδαλα και γελούσαν τότε εύθυμα και με την καρδιά τους. Μα ήταν και φορές, που νευρίαζαν με τ' αφεντικά τους και τους ψέλναν τον αναβαλλόμενο: —Ο διάολος, έλεγαν, τους τάχει κλειδωμένα τα λεφτά τους, και τσιγκουνεύονται, και γκρινιάζουν, και μας κάνουνε μαύρη τη ζωή... Κι ο Μήτσος, ένας κοντούτσικος τόσος δα ανθρωπάκος, κοσμοταξιδεμένος, που ο θείος μου τον έλεγε «αχαΐρευτο», γιατί όλο άλλαζε επάγγελμα και πουθενά δε στέργιωνε, τους έλεγε: —Εμείς και που λευτερωθήκαμε, τι καταλάβαμε; Σκλάβοι ήμασταν και σκλάβοι απομείναμε. —Ορθώς ομιλείς Μήτσο. Τι απολάψαμε εμείς από την λευτεροσύνη; είπε κι η καμαριέρα η Ντίνα, που μιμόταν με πολύ αστείο τρόπο τους καθαρευουσιάνους. —Γιατί είμαστε σκλάβοι, κυρ Μήτσο τον ρώτησα, αφού δεν έχουμε πια Τούρκους στο κεφάλι μας; —Δε μίλησα για σας δεσποσύνη. Είπα για μας. Εκείνο το «σας» και «μας» κι η αντίληψη για τη λευτεριά μ' είχαν βάλει σε μεγάλη συλλογή, μα μάταια έψαχνα να βρω την άκρη τους. Οι κουζίνες εκείνες είχαν για μένα ένα ακόμα θέλγητρο. Διαθέτανε πόρτα, μια απομονωμένη πόρτα, που έφερνε στο χαμένο μου παράδεισο, το δρόμο! Από κει μπορούσα να βγαίνω κρυφά, δίχως επιτήρηση και να παρακολουθώ την κίνηση και τα παιχνίδια των παιδιών. Μα πιο πολύ μ' άρεσε να κάθουμαι ν' ακούω τις κουβέντες των φαντάρων, που μαζεύονταν έξω από το αντικρινό μας στρατιωτικό νοσοκομείο. Οι περισσότεροι ήταν τραυματίες που γύριζαν από το μέτωπο. Άλλοι ήταν αλαφριά πληγωμένοι κι είχαν το κέφι να πειράζουν τα περαστικά κορίτσια, και να κάνουν σχέδια για το μέλλον· κι άλλοι είχαν κομμένα χέρια και πόδια και φευγάτα σαγόνια και ουλές στο πρόσωπο και τραύματα στο στήθος και ξεχαρβαλωμένα νεύρα· ήταν βλοσυροί και γκρίνιαζαν κι έβριζαν τον πόλεμο και θυμόνταν τις φαμελιές τους και τον τόπο τους και τα χωράφια τους. —Ρε σεις, τους είπε μια μέρα, ένας χωροφύλακας, που δεν είχε κουνήσει μέσα από τη Σμύρνη, έχετε και παράπονο; Δεν το ξέρετε, ζωντόβολα, πως τα χωράφια και τα σπίτια των Τούρκων θα μας τα μοιράσουν εμάς; Κι είναι γης μια βολά ετούτη! Αχ, Παναγίτσα μου και νάρθει αυτή η ώρα! Έβαλα στο μάτι ένα χτηματάκι, εδώ στα περίχωρα, μούρλια! Θα φέρω και τη φαμελιά και θα περάσουμε ζωή και κόττα. Και πλατσουλούσε τη γλώσσα του, λες κι ήταν σιρόπι εκείνες οι κουβέντες και το γευόταν. Οι άλλοι τότε τούλεγαν δύσπιστα: —Πότε, κυρ ενωμοτάρχα; Πότε, θα γίνει το θάμα αυτό; Όταν εμείς δε θα υπάρχουμε; Ο θείος Γιάγκος μ' έπαιρνε συχνά μαζί με την κυρά-Χρυσή και πηγαίναμε σ' εκείνο το στρατιωτικό νοσοκομείο για να μοιράζουμε στους τραυματίες τσιγάρα και γλυκά, τυλιγμένα σε χρυσά. Έτσι ανάπαυε ο θείος μου την πατριωτική του συνείδηση κι έλεγε:

—Κάνουμε κι εμείς το καθήκον μας! Όλα αυτά ήταν μια ποικιλία για μένα.

Ο χωρισμός από τη μάνα μου με βασάνιζε τόσο, που τίποτα δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. Η νοσταλγία της είχε τρυπώσει μέσα στη σκέψη μου και τη μάτωνε. Μέρες και νύχτες έψαχνα να βρω μια διέξοδο, σαν τον κατάδικο που μελετάει τρόπους για ν' αποδράσει. Ήταν δυνατόν να πιστεύουν οι θείοι μου πως έφτανε ν' αλλάξω σπίτι για ν' αλλάξω ευθύς κι αισθήματα; Κανείς λοιπόν, δεν υποπτευόταν το μαρτύριό μου, κανείς; Μια Κυριακή πρωί, μάζεψα όλο το θάρρος μου, κι είπα στη θεία Ερμιόνη: —Θέλω να πάω στην εκκλησία. —Μόνη σου; —Μόνη μου. Πάντα μόνη πήγαινα όταν ήμουν «εκεί». Έλεγα «εκεί», γιατί είχα καταλάβει πως ούτε το όνομα των δικών μου δεν ήθελαν να τους λέω. Η θεία μου δίστασε. Πήγε κι έκανε ολόκληρη σύσκεψη με το θείο Γιάγκο κι ύστερα μου είπε: —Πήγαινε, αν θέλεις. Αλλά ν' ανάψεις ένα κερί και να γυρίσεις αμέσως πίσω. Μόλις βγήκα στο δρόμο άρχισα να τρέχω κατευθείαν για το σπίτι μου. Για πότε βρέθηκα στις Μεγάλες Ταβέρνες, κι ύστερα στο Φραγκομαχαλά και στου Χατζηστάμου και στην οδό Μοσκώφ! Όσο πλησίαζα η καρδιά μου έτρεμε. Αν έλειπε η μητέρα ή τ' αδέρφια μου; Μόλις αντίκρυσα ανοιχτά τα παράθυρα πήρα μια βαθιά ανάσα. Η ψιλή διαπεραστική φωνή της Ριρής ακούστηκε από τη γωνιά. Για τον έρωτα μη χάνεις τα χρυσά σου χρόνια Γρήγορα θα τον ξεχάσεις μεσ' την καταφρόνια... —Ήρθα, μανούλα! φώναξα μόλις την αντίκρυσα και ρίχτηκα στην αγκαλιά της κι άρχισα να τη φιλάω με πάθος, με δίψα, με διάθεση να μείνω εκεί και να μην ξεκολλήσω. —Καλώς την πλούσια αδερφή, φώναξε πειραχτικά ο Στέφος και τον ευγνωμονούσα που με τ' αστεία του σκέπασε τη δραματική εκείνη σκηνή. Η Ριρή ψαχούλεψε το νέο φουστάνι μου και τα λουστρινένια μποτινάκια μου. Πήρε το μάτι της και το χρυσό βραχιόλι με το βενέτικο φλουρί που μου χάρισε η θεία Ερμιόνη μια μέρα που με είδε πολύ απογοητευμένη. Η Ινώ με ρωτούσε αν μ' αγόραζαν πολλά παιχνίδια. Η θεία Ελένη ερευνούσε να μάθει αν η επίσκεψή μου έγινε με τη συγκατάθεση των θείων μου. Με τις πρώτες ματιές κατάλαβα πως τα οικονομικά στο σπίτι είχαν πολύ στενέψει. Ήθελα να τους ρωτήσω για όλα τα δικά τους και να τους ιστορήσω και τη δική μου ζωή, μα κάτι με συγκρατούσε. Τι έπρεπε να πω και τι να κρύψω για να μην τους πληγώσω; Το τυραννικό αυτό δίλημμα δε βάσταξε πολύ, γιατί ήρθαν επισκέψεις κι όλοι εξαφανίστηκαν με μιας και μ' άφησαν με τη μικρή Νιόβη στα χέρια και την απογοήτευση στην καρδιά. Ούτε και η μητέρα δεν είχε, λοιπόν, τον καιρό να καταλάβει το εξαιρετικό γεγονός του ερχομού μου; Ούτε κι αυτή δεν υποπτεύτηκε πόσο δύσκολα τα είχα καταφέρει; Κάτι το σοβαρό θάπρεπε να περίμεναν από κείνες τις επισκέψεις, γιατί αμέσως όλοι απασχολήθηκαν με το χτένισμα και το

ντύσιμό τους κι εμένα με ξέχασαν. —Εγώ, μανούλα, θα φύγω, είπα, πνίγοντας τη συγκίνησή μου. —Μόλις ήρθες παιδί μου, γιατί; Μείνε το μεσημέρι να σε δω. Σε λαχτάρησα τόσο πολύ. —Όχι, δεν είναι δυνατόν να μείνω. Πρέπει να πηγαίνω... Η φωνή της Ριρής μας διέκοψε: —Μα μαμά! Θαρθείς επιτέλους να με βοηθήσεις ή θα ξεχρονίσεις; —Αλίκη, παιδί μου, κοίταξε μην κάνουμε πάλι έναν αιώνα να σε δούμε! Όπως βλέπεις, εδώ σήμερα είναι πανδαιμόνιο. Έλα καλύτερα ένα απογευματάκι, νωρίς - νωρίς. Με φίλησε τρυφερά κι έτρεξε βιαστική. Ένας κόμπος δέθηκε στο λαρύγγι μου και δεν μπόρεσα ν' αρθρώσω λέξη. Έφυγα, χωρίς να γυρίσω καν να δω στο σαλόνι, ποιες επισκέψεις μου άρπαξαν την μοναδική εκείνη στιγμή που την περίμενα με αγωνία τόσες μέρες και τόσες νύχτες! Υποπτευόμουνα πως κάποιον πλούσιο γαμπρό θα παρουσίαζαν στη Ριρή, γιατί πριν λίγο είχε αρχίσει να μου κάνει ένα σχετικό πρόλογο. —Ξέρεις, ο Κλέαρχος δε μου γράφει πια. —Και το λες τόσο αδιάφορα; Κι αν σκοτώθηκε κει κάτω στο μέτωπο; —Δεν πιστεύω. Γιατί να σκοτώθηκε; Η θεία Ελένη μ' έπεισε να πάψω να ενδιαφέρουμαι γι' αυτόν. Ο Κλέαρχος, ξέρεις, δεν έχει δεκάρα. Κι εμείς στο σπίτι τάχουμε, τωραδά, πολύ στενά. Μη βλέπεις εσύ που βολεύτηκες στης θείας και δεν παίρνεις είδηση. Πρέπει κι εγώ να εξασφαλίσω κάπως το μέλλον μου. Λυπήθηκα πολύ για όσα μούλεγε η Ριρή, μα δεν της είπα τίποτα. Μόνο τη ρώτησα δισταχτικά: —Ποιον σου προξενεύουν πάλι να πάρεις; —Τον κύριο Τέρπανδρο Χαριτόγλου. —Πώς; Αυτός, Ριρή μου, είναι γαμπρός για τη θεία Ελένη, όχι για σένα! —Τι σημασία έχουν τα χρόνια όταν υπάρχουν λεφτά! Ο κύριος Τέρπανδρος θα συνεταιριστεί με τον μπαμπά, θα μας σώσει... Όταν γύρισα ξανά στο σπίτι της θείας μου είχα μια διάθεση να συμφιλιωθώ με το περιβάλλον μου. Για πρώτη φορά άρχισα να πιστεύω πως η διαμονή μου εκεί ήταν οριστική και αναγκαία.

Η θεία Ερμιόνη μ' έστειλε να τελειώσω το σχολικό μου χρόνο στο Ομήρειο, γιατί εκεί πήγαιναν τα πλουσιόπαιδα. Το όνειρό της ήταν να μου πάρει μια ξένη εσωτερική δασκάλα, κατά προτίμηση Αγγλίδα. Και την ήθελε να ντύνεται ολόασπρα και νάχει τρόπους καλούς και προφορά του Καίμπριτζ. Ο θείος την άφηνε να κάνει σχέδια, μα κάθε φορά που ο κόμπος έφτανε στο χτένι, έλεγε πεζότατα: —Βρε αδερφέ! εμάς τέτοιες σουσουράδες μας μεγάλωσαν και γίναμε άνθρωποι; Χαράμι λεφτά δε

δίνω. Ας μάθει πρώτα τη γλώσσα της κι ας λείπουν τα «γκουντ μπάι». Το καλοκαίρι πιάσαμε ένα εξοχικό σπίτι στο Μπουτζά, για να παραθερίσουμε. Πλάι στις επιβλητικές βίλλες των Άγγλων και της σμυρνέικης αριστοκρατίας, το δικό μας σπίτι έμοιαζε ταπεινό κι ασήμαντο. Μα η αρχή του θείου Γιάγκου ήταν πάντοτε να μην κάνει επίδειξη και να μην ξοδεύει περιττά λεφτά. Και περιττό γι' αυτόν ήταν η άνεση, όσο κι αν είχε να την πληρώσει. Απέναντι στο εξοχικό σπίτι μας, καθόταν ο κύριος Πολιτίδης, ο νέος συνεταίρος του θείου μου, με τα τρία παιδιά του και τη γυναίκα του. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ψηλός και ξερακιανός, με λεπτούς τρόπους και άψογη εμφάνιση. Αγαπούσε περισσότερο το διάβασμα και τα σπορ παρά τα εμπόρια και τις επιχειρήσεις. Γι' αυτό κι είχε σχεδόν εγκαταλείψει το μεγάλο ταπητουργείο που κληρονόμησε απ' τον πατέρα του. Στο σπίτι του κυρίου Πολιτίδη, σύχναζαν όλοι οι πλούσιοι Άγγλοι και Έλληνες του Μπουτζά, έπαιζαν χαρτιά και μουσική, έπιναν ουίσκι και συζητούσαν για σπορ και για τέχνη. Στον απέραντο κήπο του είχε ένα γήπεδο για τέννις και για κρίκετ και σταύλους για άλογα. Ζήλευα τα παιδιά του, που το καθένα είχε το ποδήλατό του και το άλογό του, και είχαν κι ένα δικό τους δωμάτιο γεμάτο σπάνια παιχνίδια. Πλάι στον κύριο Πολιτίδη, ο θείος μου έμοιαζε ένας ταπεινός και άσημος ανθρωπάκος. Κι όμως αυτός ήταν ο κεφαλαιούχος και ο εγκέφαλος της νέας εταιρίας. Γι' αυτό κι όταν έμπαινε στο σπίτι του κ. Πολιτίδη, όλοι τσακίζονταν να τον περιποιηθούν και να του φανούν ευχάριστοι. Η κυρία Πολιτίδου κολάκευε τη θεία μου και την προσκαλούσε σε όλα τα «γκάρντεν πάρτυ», στα τσάγια και στις βεγγέρες της. Οι «μεγάλες» αυτές σχέσεις δεν ενθουσίαζαν καθόλου το θείο Γιάγκο, γιατί επιστρέφοντας η γυναίκα του, όλο και τούφερνε κάποια καινούργια πολυέξοδη έμπνευση. Ο Άλκος, ο Πήτερ και η Σίσυ Πολιτίδου έκαναν πολύ λίγη παρέα μαζί μου. Έβρισκαν πως είχα προφορά επαρχιώτικη, δεν μιλούσα ξένες γλώσσες, δεν ήξερα ιππασία και δεν καθάριζα το φρούτο με μαχαιροπήρουνο. Κι εγώ με τη σειρά μου, τάβρισκα πλάσματα κουτά και ξιππασμένα, χωρίς ζωντάνια και φαντασία. Προτιμούσα τη Ρέα, την ξαδέρφη τους, που ο πατέρας της ήταν ζωγράφος και την άφηνε να τριγυρνάει παντού σαν ελεύθερο σπουργίτι για νάχει άμεσες τις εντυπώσεις της ζωής. Η Ρέα ήταν αφελέστατη και καταδεχτικιά, τόσο καταδεχτικιά μάλιστα που ο θείος μου έλεγε πως έλυσε το πρόβλημα της διατροφής της, μια και όλη ώρα έτρωγε μαζί μας. Ο Μπουτζάς δεν είχε τη ζωντάνια και την ευθυμία του Κορδελιού. Εδώ δεν υπήρχε θάλασσα και μπυραρίες και ζωή ξεχυμένη στους δρόμους. Οι άνθρωποι μιλούσαν σιγά, γελούσαν διακριτικά, πρόσεχαν τις χειρονομίες και τις σχέσεις τους. Η ζωή διαδραματιζόταν μέσα στις κλειστές βίλλες. Το χάι-λάιφ της Σμύρνης, που κατοικούσε εδώ, είχε όλη την άνεση, τη μόρφωση και τα μέσα να καταπιάνεται με καλλιτεχνικά και πνευματικά ζητήματα. Στα μεγάλα σπίτια έβλεπες πλούσιες βιβλιοθήκες και σπάνιους πίνακες της γαλλικής και της Ιταλικής Αναγέννησης. Σ' ένα τέτοιο περιβάλλον ζούσε, η αδελφή του κυρίου Πολιτίδη, η Τζένη, που την έλεγαν «σουφραζέττα» γιατί γύριζε με άλογο, κάπνιζε και διαχειριζόταν μόνη της τα περιουσιακά της ζητήματα. Η σουφραζέττα, μου είχε κάνει ζωηρή εντύπωση. Πηδούσε στις περιπέτειες με το ίδιο θάρρος και την ίδια ευκολία, που πηδούσε και πάνω στο ωραίο σταχτί άλογό της. Μιλούσε με άνεση στους άντρες για τα δικά τους θέματα κι είχε έναν τρόπο απότομο, γρήγορο κι αποφασιστικό όταν αντιμετώπιζε όλα τα δύσκολα προβλήματα. Ωστόσο ντυνόταν με τόσο λεπτό γούστο κι είχε τόση θηλυκότητα και χάρη, που δεν μπορούσες να την ξεχωρίσεις απ' τις φιλάρεσκες γυναίκες. Μόνο που η δική της κοκεταρία ήταν έξυπνη και πρωτότυπη. Της άρεσε να κινάει την περιέργεια, ειρωνευόμενη τις αρετές και τα σφάλματά της, και χρησιμοποιούσε την αποκοτιά και την τόλμη για να παγιδεύει το θαυμασμό και την κατάπληξη των αντρών και των γυναικών.

Συχνά πήγαινε στο μέτωπο φορώντας την ωραία άσπρη στολή της νοσοκόμας. Αντί όμως να δένει πληγές και να παρηγορεί τους τραυματίες, καταπιανόταν με διοικητικά, στρατιωτικά και πολιτικά προβλήματα. Αναζητούσε λύσεις κι έκανε τόσο τολμηρές υποδείξεις, που ξένιζαν και θύμωναν τους αξιωματικούς, αν και στο τέλος τις υιοθετούσαν και της εκφράζανε και την ευγνωμοσύνη τους. Τα νέα που έφερνε η Τζένη, από τις τελευταίες περιοδείες της στο μέτωπο, δεν ήταν ευχάριστα. —Ο καθένας προσπαθεί να κάνει το καθήκον του, έλεγε. Οι μεραρχίες της Σμύρνης και των Κυδωνιών μαθαίνουν να πολεμούν. Τα νιάτα της Μικρασίας βιάζονται να επιδείξουν θάρρος και τόλμη. Μα ένας στρατός δε γίνεται απ' τη μια μέρα στην άλλη. Ύστερα, τι τα θέλετε; όταν τα στρατιωτικά θέματα μπερδεύονται με τα πολιτικά χαντακώνονται τα πάντα. Απ' το κόσκινο της κριτικής της περνούσαν, κατά καιρούς ένας-ένας οι αρχιστράτηγοι με τα σφάλματά τους: Ο Νίδερ, ο Παρασκευόπουλος, ο Παπούλας, ο Χατζηανέστης. Κεντρικός της στόχος ήταν ο Στεργιάδης, ο ύπατος αρμοστής, ο Κωνσταντίνος και η κυβέρνηση των Αθηνών. Ο θείος Γιάγκος παρατηρούσε με πολύ σκεπτικισμό: —Όλ' αυτά θα μπορούσαν να διορθωθούν. Εκείνο που εγώ φοβόμουν απανέκαθεν και το φώναζα, είναι η στάση της Αντάντ. Δε μ' άρεσαν οι περιορισμοί που έβαλαν οι Άγγλοι στην προέλαση του στρατού μας και στη διάλυση των τσέτηδων. Νομίζω πως παίζουν, όπως πάντα, διπλό παιχνίδι. Η Τζένη Πολιτίδου θαύμαζε πολύ τους Άγγλους και ήθελε να τους απαλλάξει από κάθε ευθύνη, αλλά δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως τα καμώματα του ναυάρχου Κάλθορπ, είχαν κάτι το «ελαφρώς ύποπτον». Ο θείος Γιάγκος, ωστόσο δεν εννοούσε να χαρίσει κάστανα ούτε στους συμμάχους: —Είναι ηλίου φαεινότερον, αγαπητή δεσποινίς Τζένη, ότι τους Τούρκους τους εξοπλίζουν οι Άγγλοι και οι Ιταλοί. Δεν έφτιαξε με τα ψέματα ο Κεμάλ 80.000 στρατό! Να, πάρτε παράδειγμα την Αττάλεια κι όλη την περιοχή νότια του Μαιάνδρου που την κατέχουν οι Ιταλοί. Εκεί οι κεμαλικοί οργιάζουν ανενόχλητα, εξοπλίζονται κι ύστερα ρίχνονται στις γραμμές μας και μας ταράζουν. Έτσι μας έφαγαν το Αϊντίνι! —Η αλήθεια είναι, είπε η Τζένη, πως πρέπει νάμαστε άγρυπνοι, όχι όμως κι απαισιόδοξοι. Υπάρχουν ακόμα βάσιμες ελπίδες. Ο θείος ένοιωσε ένα ρίγος μ' εκείνη την τελευταία φράση της Τζένης Πολιτίδου. Δεν περίμενε ότι το κακό θάχε τόσο προχωρήσει. —Απαισιόδοξοι δεν είμαστε, είπε, άλλα όποιος καεί στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Τη θαύμαζα την Τζένη Πολιτίδου, που μιλούσε για τόσο σοβαρά θέματα και πηγαινορχόταν στα μέτωπα και ξεχώριζε από όλες τις άλλες γυναίκες. Όταν ήξερα πως βρισκόταν στο σπίτι της, τριγυρνούσα απ' έξω για να με δει να με φωνάξει. Ήταν η μόνη που μου μιλούσε με τόνο σοβαρό σα νάμουνα μεγάλη και μορφωμένη κι αυτό με σκλάβωνε. Άρχισα ν' απομιμούμαι το βάδισμά της, τα νευρικά «τικ» του προσώπου της, το βαρύ τόνο της φωνής της. Τόσο ήθελα να μοιάζω στη σουφραζέττα μου, που ένα βράδυ, ζήτησα απ' τη Ρέα να φέρει τσιγάρα να τα καπνίσουμε. Έκανα τον αστείο συλλογισμό πως όποια γυναίκα πίνει τσιγάρο, θα

σκέφτεται και θα μιλάει σαν την Τζένη Πολιτίδου. Πήγαμε με τη Ρέα σε μια γωνιά του κήπου κι ανάψαμε το πρώτο τσιγάρο. Το κρατούσα επιδειχτικά κι έβγαζα περίτεχνα τον καπνό προσπαθώντας να πνίξω τα βήχα μου. —Μμ! ωραίο και περίεργο πράμα το τσιγάρο! Πώς θάθελα να πάθω μια αρρώστια και να διατάξει ο γιατρός για θεραπεία να μου δίνουν τσιγάρα, άφθονα τσιγάρα, είπα. —Εμένα δεν μ' αρέσει διόλου, μ' απάντησε η Ρέα. Απ' όλα τα κακά πράματα που δοκίμασα ως τώρα, προτιμώ τα φιλιά. Με πιάνει μια γλυκιά ανατριχίλα όταν με φιλούν τα γνωστά μου αγόρια και μούρχεται να τ' αγκαλιάσω και να τα σφίξω πολύ. Κι εσύ όταν με φιλάς μ' αρέσει, μα δεν ξέρεις να φιλάς. Δεν ήθελα να δείξω στη φίλη μου πως υστερώ στο ζήτημα» αυτό. —Δεν έτυχε να προσέξω αν μ' αρέσουν τα φιλιά, της απάντησα. Τότε με τράβηξε κοντά της και με φίλησε τόσο θερμά, που δεν μπόρεσα να πάρω ανάσα. Γελάσαμε κι οι δυο και νοιώθαμε ευτυχισμένες. —Έλα να κοιτάξουμε μαζί το σκοτάδι χωρίς να μιλούμε, της είπα γεμάτη ρομαντισμό. Αγκαλιαστήκαμε και καθήσαμε σ' ένα μπάγκο, κάτω απ' τη μουριά. Γύρω η νύχτα ήταν πηχτή και μόνο τάστρα έριχναν ένα αχνό φως που άφηνε να διαγράφονται οι σιλουέττες των δέντρων και των σπιτιών. Μια ευχάριστη δροσιά χάιδευε τα μάτια και δεν τάφηνε να νυστάξουν. Ήθελα πολύ να κάνω εντύπωση στη Ρέα και να της δείξω πως είμουνα κι εγώ σπουδαία, σαν τη σουφραζέττα, γι' αυτό κι άρχισα να κάνω επιδείξεις: —Ρώτησαν, της είπα, κάποτε τον Ναστραντίν - Χότζα: «Όταν γίνεται καινούργιο φεγγάρι, το παλιό τι το κάνουν;». Κι ο Ναστραντίν απάντησε: «Το ψαλιδίζουν και το κάνουν άστρα». —Σηκώθηκα όρθια κι άστραψαν μέσα μου όλες οι αναμνήσεις απ' τα ξόρκια και τα παραμύθια της κόνα - Αγγελικώς. —Θέλεις, της είπα, να ψαλιδίσουμε κι εμείς τη νύχτα, κι απ' τα κομμάτια της να φτιάξουμε ένα αραπάκι; Θα του βάλουμε δυο άστρα για μάτια. Θα σπάσουμε ένα ρόδι να κάνουμε τα χείλια του. Το αραπάκι θα εκτελεί ό,τι του ζητούμε. Το παράθυρο της θείας Ερμιόνης άνοιξε απότομα. —Αλίκη, φώναξε αυστηρά, έλα γρήγορα να κοιμηθείς. —Έρχομαι, είπα μειωμένη απ' την πεζή επέμβαση της εξουσίας και χαιρέτησα τη Ρέα με θέρμη, προσθέτοντας: —Αύριο θα συνεχίσουμε... Το επόμενο βράδυ, ο κύριος Πολιτίδης, έστειλε και φώναξε τους θείους μου για βεγγέρα. Η κυράΧρυσή δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό της που θα μέναμε μόνες.

—Πάγινι στουν κήπου, μούπε με την ανάκατη χωριάτικη προφορά της, και σαν απουσώσου τα πιάτα μ' θε νάρθω κι εγώ. Πήγα και ξάπλωσα στη φιλεδένια κούνια που ήταν δεμένη ανάμεσα σε δυο κορμούς πεύκων. Απ' τον καιρό που είχα έρθει στο σπίτι της θείας μου η κυρά-Χρυσή, που όλοι την έλεγαν κακότροπη και γκρινιάρα, είχε αλλάξει. Έγινε πιο υπομονητικιά και καλή. Μ' ορμήνευε πως να φέρνομαι στη θεία μου για να μην την εκνευρίζω. Διόρθωνε τις ακαταστασίες μου για να μη με κατσαδιάζουν. Με τάιζε κανέναν μεζέ, στα κρυφά. Και η μοναδική πληρωμή της, για όλα αυτά, ήταν να κάθεται να μ' ακούει να της διηγιέμαι διάφορες ιστορίες και να μου λέει κι αυτή τα δικά της: Τη σκληρή μεταχείριση που γνώρισε από παιδάκι, όταν ορφανή ξεκίνησε για τα ξένα χέρια. Το ξύλο που έφαγε, από ένα σωρό δύστροπα αφεντικά, την πείνα που πέρασε στα χωριά. —Κι οι γυναίκες, μούλεγε, αχ τσι σκρόφες, αυτές είναι πιο άπονες. Όσες πρωτοπιάνουνε τον παρά, αυτές κι αν είναι σκληρές μάτια μου. Εκείνο το βράδυ, όμως, ήταν στα κέφια της, η κυρά-Χρυσή. —Τα μπουρδούκλωσα τα πιάτα, μου είπε, πλυμένα κι άπλ'τα κι ήρχα. Για δες τι σούχω; Έλαμπε από ευχαρίστηση κι έσφιγγε κάτι στην τσέπη της ποδιάς της μ' ανυπομονησία. —Τι μούχεις, κυρά-Χρυσή; —Βρες του ντε! Ιδώ 'σθέλου. Κάρφωσα τα μάτια μου στην τσέπη της, γεμάτη περιέργεια, και περίμενα. —Του βελουσ'πέτ ντε, άι του! Είδα ένα δέμα λεφτά, τυλιγμένο με μιαν άσπρη κορδέλλα χάρτινη κι απάνω τα στρογγυλά ταχτικά γράμματα του θείου Γιάγκου με δυο ημερομηνίες που τις συνόδευε η φράση: «Μισθοί δυο ετών». Σαν αστραπή πέρασε απ' το μυαλό μου το σχέδιο της κυρά-Χρυσής. Από τότε που ήρθαμε στο Μπουτζά, παραπονιόμουνα γιατί ο θείος μου δεν μου αγόραζε ένα ποδήλατο, όπως είχαν όλα τα πλουσιοκόριτσα. Και, να, που η κυρά-Χρυσή τράβηξε τους μισθούς της για να μου δώσει, εκείνη, τη χαρά του περιττού που λαχταρούσα. Πήδηξα στην αγκαλιά της κι άρχισα να τη φιλάω, έτσι, που κανείς στη ζωή της δεν τη φίλησε. —Ιέλα, φτάν' πια! έκανε κατασυγκινημένη. Τι ψυχή έ'χνι οι παλιοπαράδιζμ' μπρος στη χαρούλα τη δ'κίσ'. — Κυρά-Χρυσή μου, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ! φώναζα και χόρευα και την τραβολογούσα. —Μη, και ζαλίζουμι, μ' απάντησε, ενώ χοροπηδούσε πρόθυμα μ' όλο το βαρύ κορμί της και τα πεταχτά πισινά της. Ξαφνικά σταμάτησα σκεφτική. Με πιάσανε τύψεις. —Δε θα τα πάρω τα λεφτά σου, κυρά-Χρυσή μου, της είπα κοφτά. Δεν μπορώ να τα πάρω. Εσύ βασανίστηκες δυο χρόνια. Όχι! δεν τα παίρνω.

—Νάτα μας! φώναξε με καμάρι. Νάτα μας, τώρα που δεν θα τα πάρ'! Μια βολά θα γιφτώ κι ιγώ, σαν τι σόι είν' η χαρά να δίν'ς ρεγάλο. Έλα, ξάπλου τώρα να τα πούμι κι άφησ' τα μαλιμάτια. Θα πάμε, π' λες, κρυφά στη Σμύρν' να τ' αγουράσουμι. Καθήσαμε κι οι δυο, συνεπαρμένες από το όνειρό μας, κι αρχίσαμε να καταστρώνουμε ολόκληρο στρατηγικό σχέδιο, πώς θα κατέβουμε με το πρωινό τραίνο για να πάει, τάχα, η κυρά - Χρυσή στον οδοντογιατρό κι από κει θα το στρίψουμε και θα πάμε και στη μητέρα μου και θα πάμε και στη «Μυροβόλο» να φάμε λουκουμάδες, για να το «βρέξουμε» το καινούργιο «βελοσ'πέτ», κι όταν πια θα το δουν αγορασμένο, οι θείοι μου, τι θα κάνουν, θα παραδεχτούν το τετελεσμένο γεγονός. Καθώς βρισκόμαστε κι οι δυο στον έβδομο ουρανό, ακούσαμε την πόρτα του κήπου ν' ανοίγει. —Ιέρχουντι! είπε η κυρά-Χρυσή και χάθηκε να πάει να κάνει νυχτικά. Εγώ έπεσα πάλι στην κούνια μου κι έκανα την κοιμισμένη, με το ένα μάτι μισοανοιγμένο. Οι θείοι μου προχώρησαν και κάθησαν κοντά στο μαρμαρένιο τραπέζι του κήπου, χωρίς να προσέξουν την παρουσία μου. Για αρκετή ώρα είχαν κι οι δυο τα κεφάλια τους κατεβασμένα. Ο θείος μου τσιμπούσε μια κρεατοελιά, που είχε στο πηγούνι του, όπως συνήθιζε, όταν ήταν στενοχωρεμένος κι είχε ανάγκη από συγκέντρωση. Ύστερα, η θεία Ερμιόνη, έκοψε τη σιωπή: —Λες, Γιάγκο, νάχουμε πάλι τα ίδια του Αϊντινιού; Εμένα τα νέα απ' το μέτωπο δεν μ' αρέσουν καθόλου, μα καθόλου. —Και μήπως μ' αρέσουν εμένα! Αν η υποχώρηση μεταβληθεί σε σπάσιμο του μετώπου, τότε βράσ' τα! Κανείς δεν ξέρει που θα φτάσει το κακό... —Εγώ, άντρα μου, στο λέω, δεν αντέχω να ζήσω τέτοιους εφιάλτες. Θα ρίξω ένα τενεκέ πετρέλαιο στο σπίτι να καούμε. Προτιμώ να καώ, παρά να ζήσω εκείνη τη συμφορά του Αϊντινιού! Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ήθελα να μιλήσω, μα συγκρατήθηκα. —Μη δημιουργείς πανικό, είπε ο θείος Γιάγκος, και προ παντός πρόσεξε, μην το πεις σε κανέναν. Είδες τι μας τόνισε η Τζένη, είναι μυστικό στρατιωτικό. —Κι όμως, Γιάγκο, ο κόσμος θάπρεπε να λάβει τα μέτρα του, να φύγει. —Που να πάει, βρε γυναίκα, που; Πριν είχαμε τη Σμύρνη, που ήταν κι εδώ τόπος μας. Τώρα; Έτσι νομίζεις πως αφήνει ο καθένας το σπίτι του και τη δουλειά του; Έπεσε σε μεγάλη συλλογή. — Ξέρεις τι λέω γυναίκα; Να πάρεις το παιδί και την κυρά-Χρυσή, νάρθουν, μαζί, και τα παιδιά του αδερφού μου με τη μητέρα τους, και να πάτε ένα προληπτικό ταξιδάκι, ως την Αθήνα. Τι έχουμε να χάσουμε; Θα γνωρίσει κι η μικρή την Αθήνα. Άσε να δω ως αύριο, τι νεώτερα θα μάθουμε απ' το μέτωπο. Κι αν είναι άσκημα τα μαντάτα, αμ' έπος αμ' έργον. Ο φόβος μου τώρα έγινε πανικός. Θυμήθηκα τις κουβέντες της Ριρής για τους πλούσιους, που έχουν σχέσεις και μαθαίνουν έγκαιρα τα νέα και κάνουν πάντα ένα προληπτικό ταξιδάκι. Κι οι δικοί μου που δεν έχουν λεφτά, τι θ' απογίνουν; Θάχουν την τύχη της θείας Καλλιόπης και της οικογένειας του θείου Θανάση;

Μόλις είδα τους θείους μου να πηγαίνουν στο δωμάτιό τους, έτρεξα κι είπα τα νέα στην κυρά-Χρυσή. —Χριστός κι Παναγιά! έκανε η αγαθή χωριάτισσα και σταυροκοπήθηκε. Δε θα γίν' τέτοιου κακό πιδί μ' άμε να κοιμηθείς ήσ'χα. —Ορκίσου μου, της είπα έτοιμη να κλάψω, πως αύριο θα πάμε στη Σμύρνη να τα πούμε όλα στη μητέρα μου. —Αμ' θα πάμι, κι θα τσι δώσ'μι κι τσι παράδεζι μ' εκείνης. Του χρόν' παίρν'ς βιλοσ'πέτ. Τα δάκρυά μου ξέσπασαν. —Καλή μου κυρά - Χρυσή, της είπα, και τράβηξα αργά για το δωμάτιό μου, γεμάτη αόριστους φόβους.

Δεν πρόλαβε ο θείος Γιάγκος να πάει το πρωί στο γραφείο του και νάτος ξαναγύρισε με την Τζένη Πολιτίδου. —Ερμιόνη, είπε, με φωνή συγκινημένη μα αποφασιστική, το βράδυ αργά φεύγετε με το βαπόρι για τον Πειραιά. Τα σκεφθήκαμε τα πράματα με την Τζένη, και βρήκαμε πως έτσι θα είναι καλύτερα. Ο αδερφός μου ο Γεράσιμος κι εγώ θα μείνουμε μία δυο μέρες να ταχτοποιήσουμε τις δουλειές μας και μετά, αν χρειαστεί, θαρθούμε κι εμείς. Η θεία μου έχασε το χρώμα της. —Γιάγκο δε θα φύγω δίχως εσένα, ποτέ! Είναι λοιπόν τόσο άσκημη η κατάσταση; Ο θείος κατέβασε το κεφάλι για να κρύψει την απελπισία του. —Είναι Ερμιόνη, δε σου το κρύβω. Όμως, υπάρχουν και ελπίδες, ακόμα, υπάρχουν... Ο Θεός είναι μεγάλος! Πάντως, εσείς θα φύγετε σήμερα. Μην επιμένεις, μη με στενοχωρείς. Έχω ανάγκη να συγκεντρωθώ. Πρέπει να φύγω αμέσως για το εργοστάσιο. Εσύ πήγαινε στο σπίτι, αν νομίζεις πως χρειάζεται να πάρεις τίποτα. Όταν έφυγε ο θείος Γιάγκος, η θεία μου έμεινε εκεί στη θέση της, απολιθωμένη, άβουλη, νεκρή. Ύστερα την έπιασε πάλι το στομάχι της κι άρχισε να κάνει εμετούς, όπως τότε στην καταστροφή την πρώτη, του Αϊντινιού. Για λίγη ώρα πάλευε αναποφάσιστη: «Να κατέβω στο σπίτι; να μην κατέβω;» Στο τέλος είπε στην κυρά-Χρυσή να πάει εκείνη και να προσέξει να μαζέψει ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε και να γεμίσει τις δυο πελώριες κασόνες που είχαμε για να κρύβουμε τα χειμωνιάτικα. —Πήγαινε κι εσύ Αλίκη, μου είπε, ν' αποχαιρετήσεις τη μητέρα και τον πατέρα σου. Γρήγορα, δεν έχουμε πολύν καιρό. Έτρεξα να ντυθώ. Αισθανόμουν ανατριχίλες, σαστισμάρα και διάθεση να κλάψω. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιό μου η θεία Ερμιόνη. Στα χέρια της κρατούσε μια σακκουλίτσα με λίρες. —Αυτά, δώσε τα στη μητέρα σου, μου είπε, και πες της (εδώ η θεία μου μεταχειρίστηκε πληθυντικό) να τα φυλάξουν, να μην τα ξοδέψουν. Μόλις δουν πως πλησιάζουν οι Τούρκοι, να μπαρκάρουν με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο καΐκι. Μη γελαστούν και ξενοιαστούν. Ακούς;

Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως άνοιξαν δυο πελώρια παράθυρα και μπήκε φως, αέρας και ήλιος μέσα στην μικρή ψυχή μου που πνιγότανε. Θα ήθελα να πέσω στην αγκαλιά της θείας Ερμιόνης και να της πω πόσο την είχα παρεξηγήσει και πόσο καλή ήταν. Μα δεν υπήρχε καιρός για τέτοιες εκδηλώσεις. Γύρισα μόνο και την κοίταξα με μάτια δακρυσμένα και γεμάτα αγάπη. Πήρα την πολύτιμη σακκουλίτσα και την κυρά-Χρυσή και τρέξαμε για το σταθμό. Σ' όλη τη διαδρομή, καθώς αγκομαχούσε το τραινάκι του Μπουτζά για να φτάσει στη Σμύρνη, αγκομαχούσε κι η καρδιά μου από αγωνία. Τα μάτια μου παίζανε νευρικά αρπάζοντας εκείνες τις όλο γαλήνη εικόνες του ήρεμου τοπίου: Τα περιβόλια με τα δέντρα, που τα κλαριά τους γερνάνε ως κάτω απ' τον πλούσιο καρπό, τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά τα τρεχούμενα λαχταριστά νερά, τις αγελάδες και τ' άλογα που αδιάφορα μασούλιζαν το αφράτο χορτάρι τους. Εδώ κι εκεί αμέριμνοι οι χωρικοί με τις κουνιστές τους βράκες, σκάλιζαν τη γης και όργωναν τ' αμπέλια που θα πότιζαν αύριο με το χυμό τους το κέφι των εύθυμων Σμυρνιών, για να τραγουδούν και ν' αγαπούνε... Μέσα μου πάλευε η συγκίνηση με την οργή. Γιατί πάλι αυτή η αναταραχή κι η τρικυμία; Γιατί οι άνθρωποι του τόπου μας έπρεπε να τρέχουν κυνηγημένοι και να σκοτώνονται. Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες τους; Γιατί δε βρισκόταν ένας τρόπος να ζει ο καθένας στη γη των προγόνων του και να τη δουλεύει ήσυχα και καλά, είτε Τούρκος ήταν είτε Έλληνας; Νάταν από Θεού δοσμένο τότε, δε θάταν πόλεμος, θάταν σεισμός, αστροπελέκι, πλημμυρά. Τούτη τη συμφορά ποιοι άνθρωποι να τη φτιάχναν και γιατί; Όταν φτάσαμε στην οδό Μοσκώφ και είδα όλους τους δικούς μου μαζεμένους να τρώνε ξένοιαστοι, κάτι ξεσφίχτηκε μέσα μου. Κανείς εδώ δεν φαινόταν ανήσυχος. Μήπως ήταν υπερβολικές οι ειδήσεις του θείου μου; Η κυρά-Ευανθία σερβίριζε ένα μυρωδάτο μουσακά και σουλήνες παραγεμιστές. Ρίχτηκα κι εγώ στο πιάτο μου κι άρχισα να τρώω τα γευστικά φαγητά της μητέρας και ν' ακούω τ' αστεία δυο καλεσμένων αξιωματικών που χαριεντίζονταν με τη Ριρή και τη θεία Ελένη. Την ώρα του καφέ ο πατέρας επέμενε να παίξει η Ριρή στο πιάνο το Τροβατόρε που τ' αγαπούσε, ενώ εκείνη διαμαρτυρόταν. —Ωχ, καλέ μπαμπά κι εσύ, με τις αρχαιολογίες σου! Τα νοήματα που μου έκανε η κυρά-Χρυσή από την πόρτα, μου θύμισαν το σκοπό της επίσκεψής μου. Έσκυψα στ' αυτί της μητέρας και της είπα: —Μανούλα, πάμε έξω. Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σου πω. Της εξήγησα όλα, όπως τ' άκουσα, κι όπως μου τα είπε η θεία Ερμιόνη και της έδωσα τη σακκούλα με τις λίρες. Μόλις μπήκε ο πατέρας, η μαμά έκρυψε αμέσως τα λεφτά. Η βιασύνη της εκείνη, μ' έκανε να καταλάβω πόσο είχε λείψει μεταξύ τους η εμπιστοσύνη. —Τι συμβαίνει; ρώτησε ο πατέρας. Κοίταξα ερευνητικά τη μητέρα μου και ζήτησα να διαβάσω στα μάτια της τι έπρεπε να πω. Μα εκείνη βιάστηκε να του απαντήσει: —Το παιδί φεύγει ταξίδι με τη θεία του και την οικογένεια του Γεράσιμου.

—Μπα; και πως τώρα δα, στα καλά καθούμενα; —Μα, ως λένε, δεν είναι κι εντελώς καλά καθούμενα. Κάτι, τα νέα απ' το μέτωπο είναι άσκημα. —Άσκημα; Όλο απαισιόδοξα τα βλέπει ο Γιάγκος. Μια θα υποχωρεί, μια θα προχωρεί ο στρατός μας. Αυτά μου λέγανε, τώρα ακριβώς, οι καλεσμένοι μας. Ας πάνε στο ταξιδάκι τους όμως οι άνθρωποι, και με το καλό να ξαναγυρίσουν. Η αισιοδοξία όλου του κόσμου εκεί μέσα και η ευθυμία τους έκανε πολύ ευκολότερο τον αποχαιρετισμό μας. Τ' αδέρφια μου με ζήλευαν που θα γνώριζα την Αθήνα κι όλοι μου παράγγελναν να τους φέρω κάτι για ενθύμιο. Όταν βγήκα στην εξώπορτα, ξαναγύρισα και φίλησα πάλι τη μητέρα μου. —Μανούλα, της είπα, μην ξεχάσεις. Όταν χρειαστεί με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο καΐκι... Ακούς; Καθώς διέσχιζα την οδό Μοσκώφ ένοιωσα το ίδιο αίσθημα που είχα όταν μ' έστελναν μακριά απ' το σπίτι μου, με τη γκρίζα εκείνη βαλιτσούλα και τα σταχτιά σύννεφα στην καρδιά. Θα γυρίσω τάχα ξανά στ' αγαπημένα τούτα σοκάκια; αναλογίστηκα με συντριβή. Θα ξαναδώ τη μητέρα μου; Τι νέες βαρειές εκπλήξεις μας φύλαγε το μέλλον;

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

1 ΜΟΛΙΣ ΞΕΜΠΑΡΚΑΡΑΜΕ στον Πειραιά, όλο χαμόγελα και όνειρα για τουριστικές εξερευνήσεις, βρεθήκαμε μπρος σ' ένα παράξενο θέαμα: Κόσμος πολύς ήταν μαζωμένος, εδώ κι εκεί, σκυθρωπός και μουδιασμένος. Νέες γυναίκες και γριές μαντηλωμένες, φώναζαν και χειρονομούσαν νευρικά, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς, τι ακριβώς λέγανε και γιατί οι χωροφύλακες τις σπρώχναν πέρα. Ύστερα πετάχτηκαν στη μέση κάμποσοι φαντάροι, αγριωποί, στραπατσαρισμένοι και φώναζαν κι αυτοί: —Τι τις χτυπάτε μωρέ τις γυναίκες; Ε; Τι τις χτυπάτε; Τίνος κάνανε κακό; Φοβάστε μη διαταράξουν την τάξη, την τάξη, ε; Τα παιδιά τους ζητούνε, που δεν ξέρουν τι απόγιναν κει κάτω στη σφαγή. Καθώς προσπαθούσαμε ν' ακούσουμε και να καταλάβουμε τι γινόταν, ένας ναύτης μας έδειξε και είπε: —Να, μας ήρθαν κι εδώ οι πρώτοι πρόσφυγες απ' τη Σμύρνη. Η θεία Ερμιόνη γύρισε και μας κοίταξε, σα να ζητούσε από μας διάψευση. —Για μας το λένε, είπε. Ακούστε πώς βγαίνουν οι διαδόσεις! Η κουβέντα εκείνη του ναύτη ήταν σα σπίρτο σε χυμένη βενζίνα. Φλόγες πήδηξαν απ' τις γυναίκες. Πέσανε όλες πάνω μας, μας τραβούσαν, έκλαιγαν, ρωτούσαν νέα, μας απειλούσαν. Μια γριά στάθηκε μπροστά μας με τα χέρια στη μέση: —Ελόγου σας το λοιπόν είστε οι πρόσφυγκοι; Και τι κοπιάσατε να κάνετε στα μέρη μας; Πούναι τα παιδιά μας; Γιατί φορτώσανε την αφεντιά σας στα βαπόρια κι αφήσανε οπίσω τους φαντάρους; Οι χωροφύλακες τρέξανε κι έκαναν μια ζώνη γύρω μας. Μοιάζαμε σαν το κεφάλι ενός ερωτηματικού, που δεν ήξερες τι απόκριση θα γεννήσει. Η θεία Ερμιόνη κάτωχρη προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως δεν είμαστε πρόσφυγες και πως καμιά καταστροφή δεν είχε γίνει, μα οι γυναίκες κλαίγανε και χτυπιόντανε. —Λέτε ψέματα, ψέματα! Μια μικρή ξέφυγε απ' το χέρι της μάνας της κι ήρθε κοντά μου. —Δε φοράτε σαλβάρια και φερετζέδες; με ρώτησε καθώς ξέταζε το καλοραμμένο φουστάνι μου. Παρ' όλο τον τρόμο που μου γέννησε κείνη η σκηνή, άρχισα να γελάω. Όταν όμως καλοσκέφτηκα την κουβέντα της μικρής, θύμωσα και της είπα: —Δεν είμαστε μεις Τουρκάλες! —Πώς δεν είστε, είστε πρόσφυγες, πρόσφυγες, κακοί άνθρωποι! Δεν πρόλαβα να εξηγηθώ με τη μικρή, γιατί οι χωροφύλακες μας έσυραν ως το λιμεναρχείο, ενώ στο δρόμο μας εξηγούσαν πως έσπασε το μέτωπο, η Μικρασία καιγότανε, ο στρατός επαναστάτησε κι ο κόσμος έφευγε, μ' ό,τι μεταφορικό μέσο έβρισκε. Η συνυφάδα της θείας Ερμιόνης, η κυρία Ελβίρα άρχισε να κλαίει.

—Διαδόσεις είναι, έλεγε και ξανάλεγε η θεία Ερμιόνη. Όταν όμως κατόρθωσε να τηλεφωνήσει στον αντιπρόσωπο του θείου Γιάγκου, στην Αθήνα, την έπιασε πανικός. —Αλλοίμονο! αλλοίμονο! έλεγε. Να λοιπόν που μας βρήκαν και τα χειρότερα... Κι ωστόσο, κανείς μας ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει, πως είμαστε οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας που έφτανε, η πρώτη αχνή γραμμή μιας φοβερής ατέλειωτης ανθρωποθάλασσας που θα ξεχυνόταν σε λίγο, σ' εκείνο το άγνωστο λιμάνι. Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νάμαστε τυφλοί και δεν ξέραμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' αποκουμπίσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση: —Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες. —Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη. Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους: —Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα; —Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις ναρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άντρες μας! Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε. Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο, και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σκολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι. Ενάμισυ εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τουρκικό μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενητεμό. Κοιμήθηκαν από βραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλλας, του Βόλου, της Πάτρας. Ενάμισυ εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που ν' αποκουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Που να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρυκολάκοι. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμάλωτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές και στα καζάντια... Κι είπαν: Περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως - όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα, σαν το ψωμί, το νερό και τ' αλάτι. Τόσοι ήταν. Ενάμισυ εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν, τώρα, στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς μπαούλο. Και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης, πως είχες το κατιτί το δικό σου. Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο· μα πριν απ' όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή, που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική, με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού...

Οι πρώτες μέρες, στο λιμάνι κείνο, που ήταν η πόρτα της νέας πατρίδας μας, ήταν στυφές και πικρές μαζί. Η δυσεντερία μας θέριζε. Καθόμαστε κει στο δρόμο, δίχως κανένα συναίσθημα ντροπής, κι αποπατούσαμε. Αυτό που ξέραμε ως τότε σαν ανθρώπινη αξιοπρέπεια, διπλώθηκε στον προσφυγικό μπόγο· μείναν μόνον οι χοντρές ανάγκες της ζωής, τυραννικές, απαίσιες. Μικροί μεγάλοι στριμωχνόμαστε όλοι σ' εκείνο το λιμάνι, αποβλακωμένοι, άβουλοι, με μια έμμονη ιδέα ο καθένας κι άλλος με μιαν άνοια αποκρουστική. Οι πιο τυχεροί ξεδίναν, γιατί κλαίγανε και βρίζανε και μουγγρίζαν από πόνο. Μια νέα γυναίκα πετούσε από καιρό σε καιρό ένα τραγικό νανούρισμα. «Νάνι, νάνι το παιδάκι μου να κάνει...» Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μαξιλάρι που όλο το σκέπαζε και το φιλούσε και κοίταζε γύρω της πανικόβλητη. Κανένας δεν την πρόσεχε. Μόνο ο γερο - πατέρας της πάσχιζε να την ησυχάσει. —Κορούλα μου, Ελένη μου, κάνε παιδί μου κουράγιο. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού... Κάποιος δημοσιογράφος που πρόσεξε τη σκηνή, κοντοστάθηκε και θέλησε να πληροφορηθεί. —Άφησέ μας, χριστιανέ μου, έκανε ο γέρος. Τ' αγοράκι της έσκυψε να πάρει απ' την κούνια του κι αντί γι' αυτό πήρε το μαξιλάρι κι έφυγε! Μέσα στο πλήθος αντίκρυσα το φίλο του πατέρα μου, τον κύριο Τηλέμαχο, τον κουγιουμτζή. Έτρεξα με λαχτάρα να τον ρωτήσω για τους δικούς μου. Μ' αυτός με κύτταζε δίχως να με βλέπει και μ' άκουγε δίχως να με καταλαβαίνει. Στο χέρι του κρατούσε μια αρμαθιά ξερές μπάμιες, περασμένες σε χοντρή κλωστή και τις ανέμιζε, όπως ο διάκος το θυμιατό. —Κύριε ελέησον, έλεγε, Κύριε ελέησον... και μη χειρότερα! Η κυρία Πολυξένη, η γυναίκα του, με τράβηξε απ' το χέρι.

—Σουτ! Αλίκη, μην του μιλάς κι εξαγριώνεται με τις κουβέντες. —Ήθελα κυρία Πολυξένη, να μου πει κι εμένα κάποιος μην είδε την οικογένειά μου. Η κυρία Πολυξένη, ούτε που μ' αποκρίθηκε. Το μόνο που μου είπε ήταν: —Πήγε στο σπίτι, ο Τηλέμαχός μου, με κίνδυνο της ζωής του, για να πάρει του μαγαζιού του τα χρυσαφικά. Και τι πήρε κι έφυγε; Τις μπάμιες. Ναι, τις ξερές μπάμιες, κόρη μου, που της είχα 'τοιμάσει για το χειμώνα! Του άρεσαν οι ξερές μπάμιες, γιατί ήταν δυσκοίλιος... Έφυγα. Έτρεχα να ψάξω μέσα στους καινουργιοφερμένους. Τίποτα πια απ' ότι έβλεπα κι άκουγα δε με παραξένευε. Κάθε βαπόρι που έφτανε χωρίς τους δικούς μου, κρεμνούσε, θαρρείς, την άγκυρα του στην ψυχή μου, και την παράσερνε στο σκοτεινό βυθό της απόγνωσης. Σαν ένα ξεκομμένο απ' το μαντρί του πρόβατο, πλανιόμουνα μέσα σ' εκείνην την ανθρώπινη στέππα, κι αποζητούσα τους γονιούς μου με τα μάτια, μ' όλη τη δύναμη της ξεπνεμένης ψυχής μου. Η θεία Ερμιόνη όταν γύριζα στο ξενοδοχείο με κοίταζε με το δικό της άρρωστο βλέμμα, δίχως να τολμάει να με ρωτήσει και μούλεγε πονετικά: —Μικρό, αισθηματικό μου παιδί! Μια μέρα, αντάμωσα μέσα σ' ένα ανθρώπινο μπουλούκι το θείο Θανάση με τη κόρη του τη Βαλεντίνη. Ήταν οι πρώτοι συγγενείς που έβλεπα κι αρπάχτηκα απ' αυτούς, ξεσπώντας σ' ένα παραπονεμένο κλάμα. —Τι απόγινε η μανούλα μου; Που βρίσκονται οι δικοί μου, Βαλεντίνη; Η Βαλεντίνη προσπάθησε να με μερώσει. —Θαρθούν, θαρθούν, μην απελπίζεσαι. Είναι κόσμος, χιλιάδες κόσμος, που μπαρκάρει ακόμα. Της έδειξα που βρίσκεται το ξενοδοχείο μας, κι έτρεξε. Μα ο θείος Θανάσης δεν την ακολούθησε. Αδιάφορος και ήρεμος κοίταζε τον κόσμο. Είχε πάθει πάλι μια δυνατή νευρική κρίση κι όλο έλεγε ξερά: —Κοίτα μωρέ, πώς κάνουν οι άνθρωποι! Τι τους έπιασε και το χάσαν πάλι το τσερβέλο τους; Η Βαλεντίνη ανιστόρησε στη θεία μου, όλα όσα ήξερε για την καταστροφή. Πώς μπήκαν οι ζεϊμπέκηδες μέσα στη Σμύρνη. Στην αρχή δεν πείραξαν άνθρωπο· μα ύστερα ρίχτηκαν με λύσσα στη σφαγή και στο πλιάτσικο, αρχίζοντας απ' την αρμένικη γειτονιά. Ο Νουρεντίν - πασάς έβγαλε τότε φιρμάνι ν' αφήνουν όλα τα γυναικόπαιδα και τους γέρους να φεύγουν, και να κρατούνε αιχμάλωτους μόνο τους άντρες και τ' αγόρια. Η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες και στο αίμα. Ο κόσμος στριμωχνόταν στην παραλία ζητώντας προστασία απ' τον Αγγλογαλλικό στόλο· και παρακαλούσε τους συμμάχους του να τον σώσουν απ' το λεπίδι. Μα οι ξένοι είχαν, λέει, διαταγές να μην επεμβαίνουν! Και κάθονταν, πάνω στα καράβια τους με σταυρωμένα χέρια, και κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους! Και κοίταζαν, σα θεατές, το φοβερό μαρτύριο ενός ολόκληρου πληθυσμού. Κι όσοι είχαν λεφτά, έδιναν μιαν ολόκληρη περιουσία για να τους πάρουν οι βάρκες. Μα τις

περισσότερες φορές τους εκτοπίζανε άλλοι πιο χεροδύναμοι και σβέλτοι, σπρώχναν τους πρώτους κι άρπαζαν τη θέση τους. Κι οι βάρκες, κάθε τόσο, αναποδογύριζαν, κι οι άνθρωποι πνίγονταν μέσα στον πανικό, σαν τις μύγες. —Θε μου! Θε μου! φτάνει Βαλεντίνη, δε θέλω ν' ακούσω άλλο έλεγε η θεία Ερμιόνη και ξεροκατάπινε, γιατί είχε γίνει πηχτό και πικρό το σάλιο της. Κι ήρθε, κούτσα - κούτσα, στο ξενοδοχείο κι ο καπτάν-Μαθιός, με κομμένα τα περισσότερα δάχτυλα των χεριών του, κι έκλαιγε σα μωρό παιδί που το αδικοξύλισαν. —Πώς θα δουλέψω ανθρώποι μου χωρίς τα χέρια μου; Πέστε μου; Πώς θα δουλέψω; Κι έλεγε πως είχε πέσει στη θάλασσα του Τζεσμέ, κι είχε φτάσει κολυμπώντας ως ένα εγγλέζικο αντιτορπιλλικό και γάντζωσε πάνω στις λαμαρίνες της πλώρης μαζί με δέκα άλλους νοματέους. Μα οι Εγγλέζοι σπρώχναν τον κόσμο με χέρια και με πόδια και τους ξαναπετούσαν στη θάλασσα. Κι έλεγαν πως δεν μπορούσαν να επέμβουν στα εσωτερικά της Τουρκίας γιατί ήταν ουδέτεροι... «Ακούς ουδέτεροι οι Θεομπαίχτες!» Κι ένας αγριάνθρωπος τούφερε μια στα δάχτυλα, μ' ένα σιδερένιο λοστό, και τούσπασε τις κλείδωσες κι έπεσε αναίσθητος στο νερό, και τον ανάσυρε ένας καϊκτζής, παλιός του συνάδερφος. Κι ως να φτάσει στη Χιό, του τόκοψαν στο νοσοκομείο τα «νταουλιασμένα» δάχτυλα που «βρωμολογούσαν έμπυο» τρία απ' το ζερβί και δυο απ' το δεξί του χέρι. —Σώθηκες μια βολά, καπτάν - Μαθιό, σώθηκες; Αυτό να μου πεις, κι απέ τα ρέστα περνούν — του είπε με ζήλεια και περιφρόνηση, η κυρία Ελβίρα. Και γύρισε και σιγοψιθύρισε στη συνυφάδα της: —Για κοίτα. Θε 'σχώρεσέ με, κύττα ποιοι άχρηστοι άνθρωποι γλύτωσαν! Κι οι δικοί μας; Που είναι τους; Μια μέρα, ήταν περίπου μεσημέρι, ένα νιόφερτο καράβι είχε μόλις ξεφορτώσει, φουρνιές, φουρνιές τη συμφορά. —Αλίκη! μου φώναξε ο Τρύφωνας, ο γιος της κυρίας Ελβίρας, για δες σ' εκείνη την πέμπτη βάρκα. Διακρίνεις; Το βλέμμα μου άρπαξε με μιας το θέαμα. Σκίρτησα ολόκληρη. Τα μάτια μου πήδηξαν από τις κόγχες και ξωπίσω τους πήδηξε και η καρδιά μου. Είδα, είδα το Στέφο πρώτον, στην πλώρη της βάρκας, και πίσω του τη μητέρα, που κρατούσε από το χεράκι τη Νιόβη και τη θεία Ελένη με την Ινώ και τη Ριρή που είχε κρεμασμένα στο λαιμό τα κιάλια και σιγοκουβέντιαζε με δυο άγνωστους νέους. Και στο τιμόνι, είδα κοντά σε δυο θεόρατους μπόγους, τον πατέρα που κάπνιζε αμέριμνος. Έμοιαζαν όλοι μαζί με τουρίστες που πήγαιναν σε ταξιδάκι αναψυχής. Ήταν λοιπόν πραγματικότητα ή παράκρουση; Έσπρωχνα, σαν τρελλή τον κόσμο ως να φτάσω στην ακροθαλασσιά. Κι άπλωνα τα σκελετωμένα χέρια μου μεταβάλλοντάς τα σε μαγνήτες και φώναζα ικετευτικά: «Ελάτε! Ελάτε επιτέλους!» Αιώνες μου φάνηκε πως έκανε κείνη η βάρκα ως ν' αγγίξει τη στεργιά, και ν' αγγίξω κι εγώ εκείνους, να βεβαιωθώ πως ήταν πραγματικοί, κι όχι πλάσματα της φαντασίας μου. Για πότε βρέθηκα μέσα στην αγκαλιά της μάνας μου δεν το κατάλαβα. Ο πατέρας στάθηκε κι αυτός με δακρυσμένα μάτια και με χάιδευε.

—Έρχεται κι ο θείος Γιάγκος, είπε, τον είδαμε στη Μυτιλήνη. Ευτυχώς σώθηκε! Κι ύστερα έτρεξε και τραβολογούσε δυο δέματα. —Τα χαλιά, έλεγε, προσέχετε μη βραχούν τα χαλιά, γιατί αυτή 'ναι όλη η περιουσία μας. Πόσο απλή ήταν η αντάμωση και πόσο σκληρή και περίπλοκη η αγωνία της προσμονής! Τους πήγα στο ξενοδοχείο να δουν τη θεία Ερμιόνη και να την ησυχάσουν. Της διηγήθηκαν που και πότε συναντήθηκαν με το θείο Γιάγκο, —Έρχονται, κι ο Γιάγκος, κι ο Γεράσιμος. Ναύλωσαν μόνοι τους καΐκι εξηγούσε ο πατέρας. Τους είδα στη Μυτιλήνη και φορούσαν ακόμα φέσια. Ακούς φέσια! Που τα βρήκαν και τα κοτσάρισαν! Η θεία Ερμιόνη ζωντάνεψε με μιας κι έβαλε στο καμινέτο να ψήσει καφέ για όλους. Ύστερα έπιασε τη μικρή Νιόβη στα χέρια της, και την έσφιγγε με νενρικότητα και χαρά. —Για πότε ξεπετάχτηκε τούτο το μικρό; Και τι όμορφο παιδάκι! Να μην αβασκαθεί!

2 Ο ΠΑΤΕΡΑΣ νοίκιασε αμέσως ένα μικρό σπίτι στη Φρεαττύδα και με πήρε κι εμένα μαζί για να συνέρθω από τα εντερικά και τις συγκινήσεις. Η μητέρα τα κατάφερε γρήγορα και με το τίποτα συμμόρφωσε κείνο το άδειο σπίτι! Αγόρασε λίγα κουζινικά, ένα παλιό τραπέζι, μερικές καρέκλες. Άνοιξε με ιεροτελεστία τους μπόγους της προσφυγιάς, έκανε τα χαλιά στρώματα, έβαλε στον τοίχο ένα δυο καλούς πίνακες, και δεν παράλειψε να κρεμάσει στα παράθυρα ούτε κι αυτές τις κουρτίνες της μικροαστικής αυταπάτης. Κείνοι οι προσφυγικοί μπόγοι ήταν η μόνη επιβίωση απ' το παρελθόν της οικογένειας Μάγη. Κι ήταν θαρρείς εμπόδιο για ν' ατενίσει το παρόν και το μέλλον, στις πραγματικές του διαστάσεις. Είχαν τόσο παράξενα πράματα μέσα! Μπέρδευαν το πολύτιμο με το ασήμαντο, το χρήσιμο με το περιττό κι έδιναν ανάγλυφη την εικόνα του κυνηγημένου και τρομοκρατημένου ανθρώπου, που του μένουν λίγες στιγμές για να διαλέξει, τι πρέπει να πάρει απ' το παρελθόν του για να τραβήξει στο άγνωστο. Είχαν τη συγκίνηση των αναμνήσεων, ανάκατη με την απελπισία και τον τρόμο. Έβλεπες ασημικά με άχρηστους φραμπαλάδες κρεβατιών, γουναρικά με μανταλάκια της μπουγάδας, ρετάλια και κουρέλια και κουμπιά και τρύπιες κάλτσες μαζί με τα χρυσά κιάλια, τα «λορνιόν» του θεάτρου, που τα κρατούσε το ζεύγος στα «γκαλά» της Όπερας, όταν κατέβαινε να τραγουδήσει στη Σμύρνη η Σαμπανιέβα! Κι έβλεπες το μπρούντζινο θυμιατό της γιαγιάς και τις «μασιές», που μ' αυτές έστριβε κάθε πρωί τα μουστάκια του ο πατέρας για να διατηρούνται «αλά Κάιζερ», με τη σακκούλα που η μητέρα «έκρυβε τα χρυσαφικά της. Κι ήταν ακόμα κι οι νότες της Ριρής μαζί με το πορτ - μπεμπέ του Στέφου, την πρώτη σαλιαρίστρα της Ινώς και τη δική μου περίφημη ροζ σαρλότα με τις κρεμαστές ξανθές μπούκλες, ξεφτισμένες, κακομαθημένες και μαδημένες. Ο Στέφος, μόλις το ανεκάλυψε το καπελλάκι εκείνο, το φόρεσε, και προσπαθούσε να μας κάνει αστεία για να γελάσουμε. Κανενός όμως τα χείλη δε χάραξαν. Μόνο η μητέρα αναστέναξε και είπε: —Έτσι δα, φτιαχτά και ψεύτικα, πήγαν να ράψουν και τη Μικρασία στο χάρτη της Ελλάδας. Δουλειές πρόσκαιρες που ξεφτούνε... Του πατέρα τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω σε κείνους τους μπόγους με μια σιωπηρή συγκίνηση, λες κι αποχαιρετούσε για πάντα το παρελθόν. Αλήθεια, πόσο παράξενο είναι να βρεθεί κανείς ξαφνικά, χωρίς κανένα παρελθόν, χωρίς παραδόσεις, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτα απ' ό,τι δημιούργησαν οι κόποι του και οι κόποι των προγόνων του, χωρίς καν τις φωτογραφίες αυτού του παρελθόντος. Φαίνεται πως τις ίδιες αυτές σκέψεις έκανε κι η μάνα μου, γιατί είπε: — Σ' αυτές τις περιπτώσεις θάπρεπε να παθαίνει κανείς αμνησία, και ν' αρχίζει απ' την αρχή τη ζωή του. Η συνοφρύωση κι η απαισιοδοξία δεν κράτησαν πολύ. Η οικογένεια Μάγη δεν άργησε να προβάλλει τις άμεσες απαιτήσεις της και το κέφι της για τη ζωή. Η Ριρή ρωτούσε αν θα ήταν εύκολο να νοικιάσει ένα πιάνο. Η Ινώ ονειρευόταν να την κλείσουν οικότροφη σε κανένα ξένο, αριστοκρατικό σχολείο. Ο Στέφος ήθελε να φορέσει αμέσως μακριά παντελόνια και ν' αγοράσει ποδήλατο. Η μητέρα σχεδίαζε πως, με τα κασόνια και με τις βελούδινες κουρτίνες, που έφερε από τη Σμύρνη, θάφτιαχνε τη νέα επίπλωση του σπιτιού. Κι ο πατέρας αντιμετώπιζε την κατάσταση με το συνηθισμένο του «θα τα βολέψω!» Ταμπουρώθηκε ξανά, μέσα στην αισιοδοξία του και δεν καταλάβαινες πια, αν την πίστευε ο ίδιος ή γύρευε να μερώσει τους άλλους. Κάθε φορά που γύριζε απ' τα τρεξίματά του και τις εξερευνήσεις του για δουλειά, όλο ξεφούρνιζε κι από ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για καταπληχτικές επιχειρήσεις. Και το τοποθετούσε τόσο ορεχτικά που κανείς δεν υποπτευόταν πόσο σκληρή έμελλε να είναι η νέα ζωή. Πότε γινόταν μέτοχος σε συνεταιρισμό για τη στέγαση των προσφύγων. Πότε άνοιγε

ξανά εργοστάσιο σαπουνιών, και πότε γραφείο ξένων αντιπροσωπειών. —Δε γίνονται αυτές οι δουλειές δίχως κεφάλαια, έλεγε η μητέρα αναστενάζοντας. —Θα βρω και κεφάλαιο. Ο Βασιλάκης Μάγης δε χάνεται. Έχει φίλους. Μιλούσε με τόση σιγουριά κι έμπαινε σε τέτοιες λεπτομέρειες, που έλεγες πως κάτι βέβαιο έχει στο χέρι. Έτσι, μέρα με τη μέρα, βγήκαν και πουλήθηκαν όλα τα χαλιά, τα μπριγιαντένια δαχτυλίδια της μητέρας, τα σκουλαρίκια της και το σπάνιο εκείνο παντατίφ, που το φορούσε στους χορούς κι έλαμπε σα βασίλισσα. —Απ' αυτά, Βασιλάκη, ούτε δραχμή δεν πρέπει να ξοδευτεί για το σπίτι. Μ' ακούς; Δεν έχομε άλλη ελπίδα. —Βέβαια, έλεγ' εκείνος με ειλικρίνεια και καλή θέληση. Κι ύστερα γύριζε στο σπίτι με ψώνια και με πολύ λιγότερες πιθανότητες, πως κάποια δουλειά, απ' όλες όσες είχε περιγράψει, βρισκόταν στο στάδιο της πραγματοποίησης.

Όταν γύρισε από τη Μυτιλήνη ο θείος Γιάγκος νοίκιασε στην Καστέλλα ένα σπίτι μαζί με τον αδερφό του. Ήταν μικρό και στενάχωρο, μα το βρήκαν προσωρινό αποκούμπι ένα σωρό απένταροι συγγενείς που δεν είχαν που να μείνουν. Ο θείος Γιάγκος έχασε γρήγορα την υπομονή και την ανεκτικότητα που έδειχνε τις πρώτες μέρες, όταν τον κυνηγούσε ακόμα το δράμα του θανάτου και η μεγαλοψυχία της χαράς για τη σωτηρία του. —Ούτε καταυλισμό, ούτε φιλανθρωπικό ίδρυμα δεν το 'κανα το σπίτι μου, είπε μια μέρα ορθά κοφτά. Σχολειά επιταγμένα υπάρχουνε κι εκκλησιές και θέατρα και μπάγκοι στους κήπους. Να φύγουν όλοι! Κράτησε μόνο τον μπάρμπα του τον Κωστή, που λογάριαζε να τον πάρει φύλακα στην οικοδομή του εργοστάσιου, και την κόρη του την Πινέλλα, που βοηθούσε στην κουζίνα και στόλιζε με την ομορφιά και το κέφι της το άδειο μας σπίτι. Ζήτημα ολόκληρο δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δυο οικογένειες Σιτζάνογλου: Έπρεπε ν' αγοραστούν κρεβάτια ή όχι; —Ν' αγοράσουμε ένα, μόνο για σένα Ερμιόνη, που είσαι άρρωστη, έλεγε ο θείος. Εμείς οι άλλοι καλό θα ήταν να συνηθίσουμε στη σκληραγωγία. —Μα δεν είμαστε δα και του αναγκεμού, απαντούσε η θεία Ερμιόνη. Εσείς και τα δυο αδέρφια, έχετε τόσες καταθέσεις στις Τράπεζες του Εξωτερικού! Ο θείος Γιάγκος νευρίασε. —Πρέπει να φερόμαστε σαν να είμαστε αναγκεμένοι, γιατί έχομε έργο μεγάλο να επιτελέσουμε. Μην το ξεχνάτε. Θα χτίσουμε εργοστάσιο, μας χρειάζονται κεφάλαια, πολλά κεφάλαια. —Πάντως ή όλοι θα βολευτούμε ή κανείς, αποκρινόταν η θεία Ερμιόνη. Πρώτα να φροντίσουμε τα παιδιά που έχουν τόσο ταλαιπωρηθεί.

—Τα παιδιά αντέχουν, είπε κατηγορηματικά ο θείος Γιάγκος. Κι η συζήτηση συνεχιζόταν μέρες και νύχτες, ενώ η συνυφάδα της θείας μου κρυφογκρίνιαζε στον άντρα της. —Ο Γιάγκος θεωρεί καλομαθημένη μόνο τη δική του γυναίκα. Ακούς απαίτηση, να πάρει εκεινής μονάχα κρεβάτι! —Θα σου πάρω κι εσένα μανίτσα μου, της έλεγε ο κύριος Γεράσιμος, που δε συμφωνούσε καθόλου με το πρόγραμμα περισυλλογής του αδερφού του. Μήνες ολόκληρους τρώγαμε κάτω στο πάτωμα σταυροπόδι, σαν Τούρκοι χωριάτες και το φαγητό μας ήταν όσπριο και λαχανίδες και κολιτσιάνοι του Φαλήρου ή σαρδέλλες. Ο θείος Γιάγκος έδινε πρώτος το καλό παράδειγμα ρίχνοντας μισή κουταλιά λάδι στο πιάτο του. —Τόσο αρκεί, δήλωνε, κοιτάζοντας κατάματα όλους τριγύρω. Θα στερηθούμε λίγο στην αρχή, για να βοηθήσομε όλοι μαζί να χτιστεί το νέο εργοστάσιο. Η κυρία Ελβίρα έβρισκε ανυπόφορο το χαλινάρι του θείου Γιάγκου. Η κουζίνα της στο Αϊντίνι ήταν πλούσια, όπως και της μητέρας μου. Έτρωγαν κι εκεί ανατολίτικα παχειά φαγιά και μεζέδες και πολλά γλυκά. Όταν γύριζε κάθε απόγεμα από το εργοστάσιο ο άντρας της ο κ. Γεράσιμος, η καλύτερη ψυχαγωγία του ήταν να μπαίνει στην κουζίνα και να φτιάχνει μόνος του τα λουκάνικα, τους παστουρμάδες και τα τουρσιά της χρονιάς. Πετούσε στο τηγάνι και τρία τέσσερα αυγά με σηκοτάκια, για να πάει απογεματινό μεζέ στη γυναίκα του, που αγαπούσε το χουζούρι και τον περίμενε πάντα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μασουλώντας και φτύνοντας πασατέμπους ή τσεμπλεμπούδες. Κι όταν αργούσε στη μαγειρική —γιατί ο κύριος Γεράσιμος νοστιμευόταν και τις νεαρές του υπηρέτριες— εκείνη τότε φώναζε ανυπόμονα. —Μωρ' Γεράσιμε θάρτεις καμιά βολά ή θα μου κοπεί η όρεξη; —Έρχομαι μανίτσα μου, έρχομαι απαντούσε κείνος καλόκαρδα, μα και βιασύνη δεν τον έπιανε. Στο Αϊντίνι, είχανε να το λένε, για τη χρυσή καρδιά του κυρ-Γεράσιμου, που κάθε χρόνο πάντρευε και μια μαγείρισσά του και την προίκιζε και τη φρόντιζε σα στοργικός πατέρας. Μα οι κακές γλώσσες λέγανε, πως από μια περίεργη σύμπτωση, όλες αυτές οι νύφες τα γεννούσαν εφταμηνίτικα τα πρώτα τους παιδιά. Μεγάλη γκρίνια και ξεσυνέριση είχε αρχίσει τώρα στο σπίτι της Καστέλλας. Το κάθε ζευγάρι έτρωγε στα κρυφά, στο δωμάτιό του κάτι συμπληρωματικό. Μέσα στ' ασπρόρουχα κρύβανε με φροντίδα λαδόχαρτα με κασέρια, βούτυρα, ζαμπόνια, κουλούρια ή αμυγδαλωτά. Κι όταν βγαίναν στη φόρα τα ιδιαίτερα αυτά από τα παιδιά της κυρίας Ελβίρας, εκείνη έλεγε: —Μια βολά έφερε κι ο Γεράσιμος κάτι κρυφά στη γυναίκα του και τα γρουσούζικα έβγαλαν τελάλη. Κι ύστερα τα ορμήνευε, να πάνε και στο δωμάτιο της θείας τους της Ερμιόνης να δούνε τι της κουβαλούσε κι εκείνης ο άντρας της. Αυτά έβλεπε κι ο μπάρμπα-Κωστής, που ήταν ένας φιλότιμος νοικοκύρης, και τόφερνε βαριά να κάθεται στην κουζίνα, σα ζητιάνος, να περιμένει το πιάτο το φαΐ. —Εχ, μονολογούσε, και ποιος δεν έφαγε και δεν ήπιε στου μπάρμπα-Κωστή το χτήμα, στο ευλογημένο μας το Κοζαγάκι! Μόλις έφταναν οι επισκέψεις, η συχωρεμένη η Χαρίτσα μου, έβαζε το

μπρίκι. Κι εγώ έτρεχα ν' αρμέξω γάλα από τις κατσίκες, να βγάλω τα σταρένια τα παξιμάδια και τα παχειά τυριά, να κόψω τα νυχάτα τα σταφύλια. Κι όλο να λέω μέσα μου: «Τι άλλο είχε το σπιτικό μας να προσφέρει;» Καθόταν τώρα σε μια γωνιά της κουζίνας, μαζεμένος και ντροπαλός, με τις μπλε τσόχινες βράκες του και την κόκκινη στραβή φέσα του, κι όλο μονολογούσε: —Βρε τι ρεζιλίκι ήταν τούτο που πάθαμε! Βρε τι παναθεματισμένος τόπος είν' τούτος που ήρχαμε! Τόπος χωρίς νερό! Τι περιμένεις να είναι; Περσότερο ήταν το λάδι στην πατρίδα μας, παρά το νερό σε τούτη δω τη γης. Όταν τον φώναζαν για το φαγητό απαντούσε όλος ντροπή. —Φάτε ελόγου σας νοικοκυραίοι, κι αν περισέψει, τρώω κι εγώ στην κουζίνα με τα κορίτσια. Εκεί στην κουζίνα είχε μια κουρελού και το προσφυγικό του μπογαλάκι κι έγερνε το βράδυ. Μα ύπνος δεν του κολνούσε. Πολλές φορές πήγαινε ο Τρύφωνας και ξάπλωνε κοντά του και τούλεγε: —Μπάρμπα, πες μου κι άλλα για το Κοζαγάκι. —Τι να σου πω γιε μου και τι να σου ιστορήσω; Εκεί ήταν ευλογία Θεού! Τρέχανε τα νερά ολούθε και χαιρόσουνα να οργώνεις κείνα τ' αφράτα χώματα. Ήταν γιούκα μου η γης— πώς να στο πω;— σαν βούτουρας, ναι, σαν βούτουρας. Αχ και να δώσει ο Ύψιστος να ματαγυρίσουμε στα ευλογημένα τα μέρη μας, γιατί εδώ θ' αποθάνουμε ούλοι, ούλοι. Όποιος, παιδί μου, μεγάλωσε στη Μικρασία, ευτυχισμένος δεν μπορεί να είναι πουθενά αλλού, πουθενά... Κάθε εσπερινό έπαιρνε τη θυγατέρα του την Πινέλλα και κατέβαινε στην εκκλησιά. Κι εκεί γονάτιζε ταπεινά, ακουμπούσε το μέτωπό του στις πλάκες και παρακαλούσε:. —Θε μου εισάκουσε την προσευκή μου. Ανάπαψε το αμαρτωλό κορμί μου κει που αναπαύονται τα κόκκαλα της Χαρίτσας μου. Κάνε να γυρίσουμε πίσω στο Κοζαγάκι μας... Ύστερα σηκωνόταν, έπιανε το μπράτσο της Πινέλλας και της έλεγε: —Πάμε κόρη μου, πάμε. Και καθώς όρθωνε με κόπο το ισχνό κορμί του, η τσόχινη βράκα του πηγαινορχόταν, έτσι, θλιβερά και άσκοπα. Αυτό το πήγαιν' έλα στην εκκλησιά ήταν η μοναδική έξοδος της Πινέλλας. Κι οι νέοι της συνοικίας το είχαν πάρει είδηση και τρέχαν να τη δουν, κι ελπίζανε να την ξεμοναχιάσουν και να της μιλήσουνε. Η ομορφιά κι η ζωηράδα της είχε αναστατώσει όλον τον αρσενικό πληθυσμό της γειτονιάς. Όταν έβγαινε στο μπαλκόνι και τέντωνε τα μπράτσα της πίσω, να ξεμουδιάσει και να ρουφήξει λίγο θαλασσινό αεράκι και πηδούσαν σαν κίτρα τα δυο σφιχτά στήθια της κι έλαμπαν παιχνιδιάρικα κι ανήσυχα τα μπιρμπιλωτά μάτια της κι υγραίνονταν τα μεστά χείλη της, ο μανάβης, αντίκρυ, στεκόταν κι έκανε το σταυρό του. —Παναγιά βόηθα κορίτσαρος! Ρε Πινέλλα μάτια μου, τι σ' έστειλε από κει κάτω ο Θεός για να μου πληγώνεις, έτσι δα τζάμπα, την καρδιά; Η Πινέλλα τότε χαχάνιζε καλόκαρδα και του απαντούσε όλο εξυπνάδα.

—Καϋμένε Αλέκο. Δεν ξέρεις γιατί μας έστειλε εδώ ο Θεός; Για να μας γδύσετε αλόγου σας και να πλουτείστε. —Αχ, Κυρά μου, αναστέναζε κείνος. Εσένα και δίχως να σε γδύσω, θα στάδινα όλα τζάμπα, όλα και την καρδιά μου. Κάθε πρωί πρώτος στο σπίτι ξυπνούσε ο μπάρμπα-Κωστής, μα σκιαζόταν και ντρεπόταν να ζητήσει ένα καφεδάκι, μόνο μερακλωμένος κι άνιφτος, άρπαζε τις στάμνες και κατέβαινε την κατηφοριά να προφτάσει το νερουλά που διαλαλούσε στον πέρα δρόμο: «Νιερό από τον Πόρο! Είν' από τον Πόροοο το νιερόοου!». Και καθώς ανηφόριζε ο μπάρμπα-Κωστής με τις φορτωμένες στάμνες και φούσκωναν τα λαιμά του να σπάσουν, έβγαζε το άχτι του να μονολογά: —Βρε, που καταντήσαμε, που καταντήσαμε! Ακούς ν' αγοράζουμε το νερό, το νερό! Φτου, εξαποδέ που μας κουβάλησες, άρον-άρον, στον ερημότοπο τούτονε. Να υστερνά μάλαμα! Να, να, που να μη σώνανε ποτέ να το πατούσαν το πόδι τους, οι κολασμένοι, όπου μας καταστρέψανε... Μια δυο, άκουγαν οι γειτόνισσες άκρες - μέσες και τον λέγανε για παλαβό —έτσι μάλιστα, αλλόκοτα, που ήταν ντυμένος ο γερο-Μπουτζαλής. Ένα πρωί βγήκε η σπιτονοικοκυρά μας χολιασμένη χαι ζωχαδιασμένη, λες κι από καιρό του το φύλαγε και γύρευε αφορμή να ξεσπάσει: —Βρε γερο-βρακά, του είπε, αν δεν σου γουστάρει ο τόπος μας, γύρνα στον εδικό σου, γύρνα αν σου βαστάει... Ο μπαρμπα-Κωστής ξαφνιάστηκε απ' την απροσδόκητη επίθεση κι είπε μόνος του: —Σαμπάλα, σαμπάλα! —Πάψε να βρίζεις, τουρκόσπορε, ούρλιαξε η σπιτονοικοκυρά. Δεν κοιτάς την κόρη σου την πρόστυχη, που ξεμυάλισε τους άντρες της γειτονιάς και την έχεις και την καμαρώνεις; —Πίσω μου σ' έχω Σατανά! είπε ο μπάρμπας. Αν δεν ήσουν γυναίκα, κυρά, θα σούδινα άσκημη απόκριση. Συμμάζεψε τη γλώσσα σου, μ' ακούς; Άφησέ μας ήσυχους στη συφορά που μας εβρήκε στα υστερνά μας. Τότε κείνη άρχισε να σκούζει μανιασμένη, λες και την σφάζανε. —Να φύγετε απ' το σπίτι μου, να ξεκουμπιστείτε, παλιοπρόσφυγες. Μας πήρατε τις δουλειές των αντρώνε μας, μας αρπάξατε το φαΐ μας, μας βρωμίσατε τον τόπο. Χρόνια είχε την ταβέρνα ο Πότης μου στο Φάληρο, κι ήρτε ένας παλιοτουρκόσπορος κι άνοιξε μιαν παράγκα πλάι, και με τους ψευτομεζέδες του, και τις ψευτοπεριποίησές του και τις λωλοσμυρνιές που κουβαλάει, μας άρπαξε την πελατεία, που να τον επάρει ο Χάρος. Άνοιξαν κι άλλες πόρτες, κι άνοιξαν κι άλλες γλώσσες, κι όλες μαζί οι ντόπιες δικαίωναν τη σπιτονοικοκυρά. Και το πήραν είδηση και οι προσφυγίνες απ' το γειτονικό σκολειό, κι ήρθαν κι αυτές απειλητικές. Και μια τους, τράβηξε τα μαλλιά μιας άλλης, κι όλες μαζί πιάστηκαν στα χέρια. —Αντροχωρίστρες πρόστυχες, φώναζαν οι ντόπιες. —Κρυόμπλαστρα, ψοφίμια, πεινασμένες, απαντούσαν οι άλλες.

Μπήκαν στη μέση κι οι άντρες. Έσπασαν κεφάλια και τζάμια. Ήρθε και η αστυνομία, κι άρχισαν ανακρίσεις. Ο Μπάρμπα-Κωστής δεν την ήθελε τη ζωή του. Το ίδιο βράδυ, μάζεψε την κουρελού του, πήρε και την Πινέλλα του κι έφυγε. —Εμείς, είπε, θα πάμε στη Σάμο να δουλέψουμε. Εκεί θα ξαγναντεύουμε και τα μέρη μας. Και σα θε ναρθεί η ώρα η μεγάλη, θα είμαστε κοντινότερα για να γυρίσουμε οπίσω στην πατρίδα. Κανείς δεν τον εμπόδισε. —Αυτοί οι άνθρωποι, είπε ο θείος Γιάγκος, είναι μονοκόμματοι. Δεν ξέρουν και λίγη πολιτική. Μια και είμαστε σε ξένον τόπο, πρέπει να δίνουμε τόπο στην οργή. —Τι θα πει ξένος τόπος, μωρέ Γιάγκο, αρπάχτηκε ο κ. Γεράσιμος. Δεν είμαστε κι εμείς Έλληνες; Αν δεν είμαστε τι ήθελαν να μας λευτερώσουν και να μας καταστρέψουν; Αυτοί έδιωξαν το Βενιζέλο που... —Καλά, καλά αδερφέ. Αν ζητήσουμε τώρα να εμβαθύνουμε και ν' αποδώσουμε ευθύνες, θα πάμε πολύ μακριά. Το ζήτημα είναι να μην οξύνουμε κι εμείς τούτα τα μίση που αφυπνίσθηκαν. —Μνήσθητί μου Κύριε! έκανε η κυρία Ελβίρα, τέτοιο μίσος δε μας το είχαν μήτε οι Τούρκοι. —Θα καταλαγιάσουν με τον καιρό, όλα θα καταλαγιάσουν, είπε με το συμφιλιωτικό του πνεύμα ο θείος Γιάγκος. Θα έρθουν άλλα μίση να τα διαδεχθούν, άλλα πάθη. Αυτή είναι η ζωή.

Από κείνο το σπίτι της Καστέλλας, για μήνες περνούσαν τσακισμένοι άνθρωποι που δεν ήξεραν που ν' αποκουμπήσουν τον πόνο τους και πώς να φιλιωθούν και πάλι με τη ζωή. Σαν ξεστρατισμένοι ψάχναν παντού ν' αναγνωρίσουν κάτι, που θα τους έδινε τη σιγουριά μιας ελπίδας, την ελπίδα μιας χαράς, τη χαρά μιας καλής είδησης. Κι όλοι ρωτούσαν το Γιάγκο και το Γεράσιμο Σιτζάνογλου. —Εσείς που σχετίζεστε τους μεγάλους, πέστε μας. Θα γυρίσουμε καμιά βολά στα μέρη μας, τώρα που τουφέκισαν τους έξι. Ποιο κόμμα θα μας πάει πίσω να το υποστηρίξουμε; —Δε μ' ενδιαφέρουν τα πολιτικά, απαντούσε ο θείος Γιάγκος. Μα ο Θεός είναι μεγάλος και δίκαιος. —Ώστε πιστεύεις κι ελόγου σου πως μπορεί μια μέρα να γυρίσουμε; Όλοι οι πατριώτες μας λένε: Για να χτίζει ο κύριος Γιάγκος εδώ φάμπρικα πάει να πει πως δεν υπάρχουν ελπίδες. Ο θείος Γιάγκος κουνούσε με αμηχανία το κεφάλι και έλεγε: —Ένας εργατικός άνθρωπος, όπου και να σταθεί, έστω και προσωρινά, χτίζει, δημιουργεί. —Κι εμείς δουλειά ζητούμε, μα δε βρίσκουμε. Ας μας δώσουν που λέει ο λόγος και χαλικότοπο κι εμείς θα τον κάνουμε καρπερό. Μόνο να μας τονε δώσουνε. Λίγη γης ζητούμε να στήσουμε το τσαρδί μας. —Όλα θα γίνουν, όλα, τους απαντούσε. Χρειάζεται υπομονή, καρτερικότητα, δουλειά. Κι όχι να σηκώνετε παντιέρα και να βγάζουν όνομα οι πρόσφυγες πως είναι ρέμπελοι.

Κι οι άνθρωποι φεύγανε κι έρχονταν άλλοι, κι άλλοι, και ζητούσαν να πιάσουν δουλειά στο εργοστάσιο «για ένα κομμάτι ψωμί». Είχε έρθει πολλές φορές και η Στάσα Ρόδη και γύρευε βοήθεια. Μα κανένας δεν τη δεχόταν. Έβγαινε η κυρά-Χρυσή και της έλεγε: —Δεν είναι κανείς, γιαβρούμ, εδώ. Λείπ'νε. —Μα πάντα λείπουνε; —Πάντα, κόμπιαζε η κυρά-Χρυσή. —Καλά, πάει καλά. Ας πούμε πως το πιστεύουμε, έλεγε πικραμένη και πειραγμένη κι έφευγε αργά, αργά. Ήταν τόσο αδύνατη τώρα η Στάσα Ρόδη. Είχε ένα βήχα μικρόν ξερόν που γάντζωνε πάνω στην χοντρή, σχεδόν αντρική φωνή της. Κι είχε βαμμένα τα μάτια της και τα χείλη της τόσο πολύ, που σούφερνε τρόμο. —Έγινε ιερόδουλος, είπε μια μέρα ο θείος Γιάγκος. Έχει και βιβλιάριο. Ψάξαμε όλα τα λεξικά με τη Φωτεινή και τον Τρύφωνα για ν' ανακαλύψουμε τι ακριβώς σήμαινε η νέα λέξη που ακούσαμε. Το λεξιλόγιό μας έμελλε να πλουτιστεί σύντομα, με πολλές άλλες παρόμοιες λέξεις και έννοιες. Ένα βράδυ, ο κύριος Γεράσιμος μας έφερε την αναδεξιμιά του, τη μικρή Ίρμα που τη βρήκε να ζητιανεύει στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Φαλήρου. Ήταν ψειριασμένη, αδύνατη και φοβισμένη και δεν ήθελε να μιλήσει ούτε στη Φωτεινή που την είχε φίλη στο Αϊντίνι. Αμέσως της ξύρισαν τα μαλλιά και το συμπαθητικό, νεανικό κεφαλάκι της έμοιασε με μαδημένο, κακοπαθημένο πουλί. Της φόρεσαν έναν άσπρο σκούφο και μιαν άσπρη ποδιά και την τιτλοφόρησαν καμαριέρα. —Το καϋμένο! είπε η θεία Ερμιόνη. Δε θα ήταν καλύτερα να το βάζαμε σε κανένα αναμορφωτικό σχολείο, να μάθει τουλάχιστον καμιά τέχνη; Κρίμα είναι, να γίνει δουλί. Από σεβασμό στον πατέρα της τέλος πάντων. Ο κύριος Γεράσιμος την κοίταξε παραξενεμένος. —Μα μικρή δουλειά τόχεις εσύ, Ερμιόνη, ξέσπασε, νάχει εξασφαλίσει στέγη και φαγητό τζάμπα και να σωθεί κοντά μας από το εμπόριο της λευκής σαρκός. —Μα τούτο καλέ είναι σερσέμικο, όπως ήταν και μικρό ένα ουδέτερο πράμα, είπε πάλι η θεία Ερμιόνη. —Έτσι λες εσύ, μα οι άντρες έχουν άλλη γνώμη. Ξέρεις πως τούτο το μικρό έχει κάνει ήδη δυο εκτρώσεις; —Θεός φυλάξει! έκανε η κυρία Ελβίρα. Πότε πρόλαβε το άμοιρο; Εκείνο, ως την καταστροφή της Σμύρνης, δεν ξεκολνούσε από τη βελάδα του πατέρα του. Και το είχε με τα σχολεία του, την ανατροφή του. —«Τσοτζουκλαρίν μπουρντά» έκανε ο κύριος Γεράσιμος κι έδειξε κατά την πόρτα όπου η Φωτεινή, ο

Τρύφωνας κι εγώ, είχαμε τεντώσει τ' αυτιά μας και προσέχαμε μη μας ξεφύγει λέξη. Είχαμε πια αποχτήσει τη συνήθεια να τρέχουμε πίσω από τους μεγάλους και να παρακολουθούμε τις κουβέντες τους. Όλη εκείνη η παρέλαση του τραγικού μάς στόμωσε την παιδική ευαισθησία και αισθανόμαστε μια νοσηρή περιέργεια, ν' ακούμε τις φοβερές περιπέτειες του κατατρεγμένου κόσμου που μας περίζωνε. Όσο μεγαλώναμε, μας ενδιέφερε νάχουν μέσα και έρωτες, όλες εκείνες οι ιστορίες του τρόμου και του αίματος. Βαλθήκαμε οπωσδήποτε να μάθουμε τις περιπέτειες της Ίρμας που την ξέραμε, ως τότε, ίση μας, στα ίδια μ' εμάς θρανία και τώρα της φωνάζαμε: —Ίρμα, ξεσκόνισε τα παπούτσια μας! —Ίρμα, φέρε μας νερό! Την ίδια, δεν τολμούσαμε να τη ρωτήσουμε. Μας μιλούσε τόσο λίγο. Όταν τέλειωνε τη δουλειά της, ζάρωνε πάνω σ' ένα καμπυλωτό, παλαιικό σεντούκι, προικιό της κυρίας Ελβίρας κι έπλεκε συνεχώς με το βελονάκι, δίχως να σηκώνει κεφάλι. Μόλις δινόταν το σύνθημα του ύπνου, χωνότανε μέσα στη σκοτεινή αποθηκούλα κι έγερνε στο μιντέρι της. Μόνο η κυρά - Χρυσή έβρισκε τον τρόπο να την πλησιάζει και να την μερώνει όταν έκλαιγε και απ' αυτήν μάθαμε την ιστορία της. Ο πατέρας της Ίρμας, ο κύριος Αριστομένης, ήταν χρόνια πολλά δάσκαλος στον Αϊντίνι. Όταν παντρεύτηκε την Άννα τη Μπουρνοβαλιά, ήταν τόσο γέρος και άρρωστος, που στο φαγοπότι του γαμήλιου τραπεζιού, δεν μπόρεσε να βάλει στο στόμα του παρά μια φρυγανιά με γιαούρτι. Γι' αυτό κι έκανε μεγάλη εντύπωση, πως η κυρία Άννα περίμενε παιδί. Και το παιδί γεννήθηκε όμορφα και καλά, μα η Μπουρνοβαλιά έπαθε επιλόχιο πυρετό και καθώς είχε αδύνατη καρδιά, πέθανε. Ο κύριος Αριστομένης έμεινε μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, που δεν ήξερε πώς να το μερώσει. Ο κόσμος τον περιγελούσε όταν τον έβλεπε κάθε πρωί, να κάθεται στην αυλή του και να προσπαθεί να το ταΐσει με το μπιμπερό. Οι μαθητές στην τάξη, όταν αργούσε, τραγουδούσανε ρυθμικά. Τι κάνει ου δάσκαλους κι αργεί; Δίνει τση Ίρμας του βυζί. Ο κ. Αριστομένης άκουγε κι έβλεπε τις κοροϊδίες του κόσμου, μα τίποτα δεν τον τάραζε. Μόλις ξεπετάχτηκε το μικρό, κι έγινε δυο χρονώ, τούπλεκε κάτι άτσαλες κοτσιδούλες και τόπαιρνε μαζί του στην τάξη. Μα δεν ήταν πια μάθημα κείνο που γινόταν. Κάθε τόσο τα παιδιά φωνάζανε. —Κυρ δάσκαλε, χέστηκε η Ίρμα! —Κυρ δάσκαλε, ξέρασε η Ίρμα! —Κυρ δάσκαλε, η Ίρμα μας δαγκώνι'! Με κόπο και μόχθο την έκανε κοπελίτσα την Ίρμα του, ο κ. Αριστομένης. Κι όταν τον έπαψαν απ' το σχολειό γιατί κουφάθηκε, η Ίρμα του στάθηκε σα στοργική κόρη. Μόνο που ήταν ντροπαλό παιδί και φοβισμένο. Δεν τολμούσε ν' αρθρώσει δυο κουβέντες μπροστά σε ξένους. Τάχανε. Γι' αυτό και την φώναζαν «σερσέμικο». Ο κ. Αριστομένης προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει: —Έλειψεν από το τέκνο μου η πνοή και η θέρμη της μητρικής στοργής, έλεγε.

Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη, ο γεροδάσκαλος ήταν άρρωστος. —Πατέρα, φώναξε η Ίρμα, όλος ο κόσμος τρέχει να σωθεί. Σήκω, πατέρα, να φύγουμε. Ο γέρος ξεσηκώθηκε κι εκείνη τον βοηθούσε να ντυθεί. Μα είχε ουρία με ζάλες και μόλις έκανε δυο βήματα, κουβαριάστηκε στο πάτωμα. Πατούσε με τις χούφτες των χεριών του για ν' ανασηκώσει το κορμί του. Οι φλέβες στο λαιμό του γέμιζαν σα σκοινί καραβίσιο. Η ανάσα του έβγαινε δύσκολη και κομμένη. Μόλις όμως τα κατάφερνε να στηθεί καθιστός, έκλεινε τα μάτια του, έγερνε το κορμί του κι έπεφτε αργά, σαν ξύλινη κούκλα, μ' έναν κούφιο γδούπο. Παφ! —Πατέρα, φοβούμαι πατέρα! έλεγε η Ίρμα, καθώς τον ανασήκωνε. Εκείνος τότε άνοιξε τα θολά μάτια του και κάνοντας μιαν ύστατη προσπάθεια της αποκρίθηκε. —Φύγε, παιδί μου, τρέξε μόνη σου να σωθείς. Και θα έλθω κι εγώ αργότερα. Η Ίρμα δίστασε στην αρχή, μα ύστερα την έπιασε ένας πανικός και τόβαλε στα πόδια, χωρίς καν να τον χαιρετήσει. Στο δρόμο έπεσε σε τούρκικη περίπολο. Ολόγυρα δεν ήταν ψυχή. Άρχισαν να την ψάχνουν για λεφτά. Της πήραν το χρυσό μενταγιόν της μητέρας της που το φορούσε στο λαιμό. Κι ύστερα ένας έδειξε στους άλλους το στήθος της, που ήταν ξεπεταμένο και κρουστό. Και τότε άρχισε καυγάς ανάμεσό τους, ποιος θα την πρωτοπάρει. Την τράβηξαν σε μια μάντρα. Άρχισαν να κυλιούνται μαζί της χάμω και να την κάνουν να πονάει και να κλαίει και να φωνάζει: «Μη, μη, μη!». Οι άλλοι από πάνω κύτταζαν. Κι όταν ξάπλωσαν όλοι μαζί της, ο επικεφαλής τσαούσης έδωσε διαταγή να σηκωθούν να φύγουν. Το κορίτσι σαν τρελλό φώναζε:. —Τι μου κάνατε! Τι μου κάνατε! Κι ένας στρατιώτης της είπε ελληνικά, ενώ κούμπωνε τη στολή του. —Σου σπείραμε δέκα τουρκάκια στην κοιλιά. Κι όταν φυτρώσουν μας 'δοποιάς. Έτσι κάναν κι οι δικοί σας στις κόρες και στις γυναίκες μας... Κι έφτυσε, κι έφυγε μαζί με τους άλλους. Δεν έμαθε ποιος την ανάσυρε από κείνο το δρόμο και την μπάρκαρε στο πλοίο που την έφερε στον Πειραιά. Ο πυρετός την έκαιγε κι όλα τα μέσα της ήταν αναστατωμένα. Ήταν μαζεμένη κι εκμηδενισμένη, σαν το ψωριάρικο γατί που το πετούν σ' ένα κάρρο σκουπιδιών. Όταν έφτασε στον Πειραιά, ήταν νύχτα. Ένα δυο ώρες σερνόταν πίσω από μια ομάδα ξένων ανθρώπων π' αναζητούσαν στέγη ν' αποκουμπήσουν. Στο τέλος, τους βόλεψαν σε μια παγωμένη εκκλησιά, στα Καρβουνιάρικα. Εκειδά σε μια γωνίτσα, πάνω στα μάρμαρα, έμεινε μέρες άρρωστη. Κάθε βράδυ πετιόταν ορθή και ξεφώνιζε σπαρταρώντας από λαχτάρα: «Πατέρα! Πατερούλη μου, μου φύτεψαν δέκα τουρκάκια στα σπλάχνα μου...» Μια πονετικιά προσφυγίνα είπε: —Να το πάμε το καϋμένο το κοριτσάκι σε νευρολόγο, γιατί ως φαίνεται, τούστριψε. —Να το πάμε, είπαν κι άλλες. Μα κανείς τελικά δεν έκανε την απόφαση. Είχε ο καθένας τόσα δικά του βάσανα! Και που να

βρίσκονται κι οι γιατροί; Σάμπως ξέρανε τι υπήρχε έξω απ' την πόρτα εκείνης της εκκλησιάς; Άγνωστοι, ξένοι δρόμοι, ξένοι άνθρωποι. Όσο περνούσαν οι μέρες φούσκωνε η κοιλιά της Ίρμας και την πείραζαν εμετοί. Τότε ανασκουμπώθηκε η κόνα - Λοξάντρα η μαμή και είπε: —Καλέ τι νευρολόγο συζητάτε. Τούτο το έρμο είναι γκαστρωμένο από Τούρκο, ως φαίνεται. Και το πήρε απάνω της να το ρίξει, εκείνη, το παιδί, κι ας έχει το κρίμα στην ψυχή της, γιατί μεγαλύτερο κρίμα από τέτοια γέννα της ντροπής δε γινόταν. Η κόνα - Λοξάντρα ήταν καλή μαμή, σπουδαγμένη σε νοσοκομείο «κι έπλενε ως και τα χέρια της για να κάνει το μάλαγμα». Η μικρή κακόπαθε, λαχτάρησε, μα λευτερώθηκε από κείνον το φόβο πως θα γεννήσει δέκα τουρκόπουλα. Τώρα είχε γίνει το δουλί της κόνα - Λοξάντρας, κι ας τη φώναζε ψυχοκόρη. Την έστρωνε στη μπουγάδα, στις δουλειές. Έτυχε μέρα που την έστειλε και στη ζητιανιά, μαζί μ' άλλα κορίτσια. Η ανάγκη τόχε φέρει, δεν ήταν ντροπή. Ένα βράδυ ο άντρας της μαμής, που του άρεσε να κοιμάται πλάι στην ψυχοκόρη του έξω απ' το ιερό της εκκλησιάς, την τράβηξε κοντά του και της έκανε τα ίδια με τους Τούρκους. Κι εκείνη, που σκιάχτηκε και ντράπηκε την κόνα - Λοξάντρα, δεν έβγαλε τσιμουδιά. Μόνο, το άλλο βράδυ, πήγε και κούρνιασε ψηλά, στον άμβωνα. Μα ο ψυχοπατέρας της ήταν ζόρικος άντρας και δε σήκωνε τις εναντιώσεις. Τη φώναξε, την τρόμαξε με απειλές, κι ύστερα την καλόπιασε, της είπε πως θα φροντίσει να φέρει τον πατέρα της στον Πειραιά και θα τήνε βάλει και σε σχολείο να σπουδάξει δασκάλα. Και σιγά - σιγά, με τη βία και με τα καλοπιάσματα, την έμαθε να νοστιμεύεται την αγκαλιά του. Και την ξανάπιασαν πάλι οι εμετοί τη μικρή, κι ανάλαβε πάλι τη δουλειά η μαμή. Μα τούτη τη φορά η δόλια η Ίρμα πόνεσε πολύ κι αρρώστησε, να πεθάνει. Έφυγε απ' τα Καρβουνιάρικα κι ήρθε κι έμεινε στο θέατρο του Φαλήρου. Εκεί την πήρε κοντά της η γριά η Μονοχέραινα, που τη φώναζαν έτσι γιατί είχε ένα μόνο χέρι, από γεννησιμιό της, κι ήξερε να το περιφέρει με τέχνη στη ζήτεια για να τη λυπούνται. Και την έμαθε κι αυτή να ζητιανεύει και να κάνει λυπητερή τη φωνή της, όταν έλεγε: —Βοηθείστε με Χριστιανοί, ορφανό είμαι κι απροστάτευτο στον κόσμο... Τώρα εξηγούσαμε γιατί η κυρία Ελβίρα έλεγε όλη ώρα στον άντρα της: —Καλό κουμάσι μας ήφερες στο σπίτι. Κι εκείνος της απαντούσε πονηρά: —Γιατί βρε γυναίκα σου κακόρχεται που μας δουλεύει τζάμπα το κορίτσι κι αύριο, μεθαύριο, θάχει κι ο γιος σου «ανοιχτό» δρόμο για τ'ς ανάγκες του. —Λέω μη την ορέγεσαι ελόγου σου τώρα κι απέ ο γιος μας, έχει ακόμα μπροστά του χρόνια, ως να λεχτεί τούτο το μυξιάρικο, έκανε η κυρία Ελβίρα. Η θεία Ερμιόνη ωστόσο, είχε ξαναθυμηθεί την ιεραποστολική διάθεσή της κι είχε καταπιαστεί να κάνει μαθήματα ηθικής στην Ίρμα. Όταν ξεθεωμένο το κορίτσι απ' τη δουλειά, έγερνε στο γιατάκι του, το φώναζε και τόβαζε με το ζόρι να κεντά και να πλέκει και το γέμιζε άδειες ηθικολογίες και ανούσια, γνωστά ρητά: «Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει...»

3 ΣΙΓΑ - ΣΙΓΑ, άρχισαν να ξεφυτρώνουν, εδώ κι εκεί, οι πρώτοι προσφυγικοί συνοικισμοί. Κάθε μικρασιάτης πάλευε ν' αποχτήσει λίγα μέτρα γης και τη γης εκείνην, πάσχιζε να την κάνει μια μικρογραφία των αγαθών που είχε αφήσει πίσω στην Ανατολή. Χτίζανε μόνοι τους οι πρόσφυγες την παράγκα τους με πλιθιά, ντενεκέδες και γκαζόκασες. Μα πρώτα - πρώτα βάζανε τις γλάστρες στη σειρά, και φύτευαν και κάτι αναιμικά, τοσαδά δεντράκια. Να βολευτούμε, έλεγαν. Νάχουμε και λίγο πράσινο. Και κόβανε απ' το νερό που πίνανε, για να ποτίζουν τα δεντράκια. Κι ασπρίζανε τις παράγκες, που δεν χώραγαν ξαπλωτά τα πόδια όλης της φαμελιάς, και βάζανε και λουλάκι μέσα στον ασβέστη, για να φαίνονται καθαρά και γαλάζια τα σπιτάκια τους, σαν το νέο καθάριο ουρανό που τους σκέπαζε. Και κεντούσαν νυχτέρια οι γυναίκες τα «μπριζ - μπιζ» για τα παράθυρα και τις μέρες έψαχναν για δουλειά στα εργοστάσια και στα σπίτια. —Μόνο οι δικοί μας δεν πήγανε να βολευτούν σ' ένα συνοικισμό, έλεγε ο θείος Γιάγκος. Τι θέλουν να παραστήσουν αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνω! Και «δικούς» μας εννοούσε τον πατέρα και τη μητέρα μου, που το οικονομικό κατρακύλισμά τους ήρθε πολύ πιο ολοκληρωτικό απ' ότι μπορούσε κανείς να το υπολογίσει. Μέσα στο γενικό κείνον ξετραχηλισμό, που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει τον παλιό τους εαυτό κι έκαναν σκληρούς αγώνες να προσαρμοστούν και ν' αγκιστρωθούν στη νέα ζωή, είχε ξεχάσει κι η θεία Ερμιόνη τις παιδαγωγικές θεωρίες της. Τώρα έτρεχα κι εγώ στους δρόμους με τ' άλλα παιδιά, κι έτσι, δεν μου ήταν πια δύσκολο να πηγαίνω, όποτε μου άρεσε, στο σπίτι της Φρεαττύδας. Η μητέρα μου συγκινιόταν πολύ όταν μ' έβλεπε, μα ποτέ δεν είχε τον καιρό και το κέφι να μ' ακούσει. Οι δρόμοι μας είχαν τραβήξει λοξά. Η αναπαραδιά κι ο αναγκεμός τούς είχε μεταμορφώσει όλους και δεν μπορούσα να τους πολυκαταλάβω. Κι ούτε κι αυτοί με καταλάβαιναν πια. Στο σπίτι της Καστέλλας κακοτρώγαμε κείνο τον πρώτο καιρό. Κι αυτό γιατί ο θείος Γιάγκος ήθελε να δείξει στον κόσμο, πως έκτιζε το εργοστάσιό του με στερήσεις και θυσίες, και πως είναι κι αυτός αναγκεμένος και δεν του περίσσευαν για δανεικά και φιλανθρωπίες. Στο σπίτι της Φρεαττύδας, που δεν τους ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος κι είχαν όλη τη διάθεση και δανεικά να δώσουν και καλά να ζήσουν, πρόβαλε το σκιάχτρο της, όχι μόνο η φτώχεια, μα κι η πείνα, η αληθινή, η μόνιμη και καθολική μιζέρια, που αρχίζει απ' τ' άδειο στομάχι, το τρύπιο παπούτσι, το λυωμένο ρούχο, το ανύπαρχτο σαπούνι, τον απλέρωτο λογαριασμό. Ο πατέρας είδε ξαφνικά γύρω του, να πέφτουν μαραμένα όλα τ' αναρριχώμενα λουλούδια της αισιοδοξίας του. Κι όταν χάθηκε κι αυτό το αποκούμπι του, τότε κατάλαβε πως ήταν μαντρωμένος, θαμμένος ζωντανός. Απ' όπου κι αν έτρεχε κι όση φόρα κι αν έβαζε, τόσο πιο άσκημα χτυπούσε το κεφάλι του στο αδιέξοδο. —Βρε αμάν! έκανε απελπισμένος, γερός άντρας είμαι, δουλευτής είμαι, ενεργητικός είμαι, πείρα εμπορική έχω, τιμιότητα έχω, μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά ζητώ. Δουλειά κι ας μη σηκώνω κεφάλι εικοσιτέσσερες ώρες, στο εικοσιτετράωρο. Μέρα - νύχτα, έψαχνε για θέση, τρέχοντας σε γνωστούς, φίλους και συγγενείς. Μα οι ίδιοι άνθρωποι που άλλοτες του εμπιστεύονταν περιουσίες, τώρα δεν τον ήθελαν ούτε για πλασιέ, ούτε για γραφιά τους. Τι τα θες, έλεγαν, με συγγενή σου φάε πιες κι αλισφερίσ' μην κάνεις. Πώς μπορείς να διατάξεις έναν τέτοιον άνθρωπο; Και τι μισθό να του δώσεις; Και πώς να τον κατσαδιάσεις, αν χρειαστεί; Κι αν, αύριο, θελήσεις —που λέει ο λόγος— να τον απολύσεις; Όχι, όχι, μακριά! Ο πατέρας δεν ήθελε να πιστέψει στ' αυτιά του. Βρε τους θεομπαίχτες, τους αλιτήριους, βρε, βρε, βρε... Και πάταγε ένα πρωτάκουστο βρισίδι. Τα μάτια του κοκκίνιζαν σαν μπαλόνια που ήταν έτοιμα

να κρεπάρουν. Έπεφτε στο θυμό της απελπισίας, στο φοβερό κι άχρηστο θυμό του ανθρώπου που τα βάζει με σκληρές δυνάμεις και δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ούτε καν να εκδικηθεί. Σε τέτοιες στιγμές, έτρεχε η Νιόβη και σκάλωνε πάνω στα γόνατά του και τον ρωτούσε χαδιάρικα: — Ποιος σ' έβλαψε μπαμπούλη να τον δείρω; Του πατέρα τα χέρια τρέμανε καθώς έκανε να την χαϊδέψει και δεν ήξερε; αν ήταν από σκέτη αγανάχτηση ή αν είχε πάθει ντελίριο. —Το χρήμα, το χρήμα! της απαντούσε, λες κι η Νιόβη ήταν σε θέση να καταλάβει. Πάντα μου το μισούσα το χρήμα. Ακόμα κι όταν το κέρδιζα τόκανα από μίσος, ναι, από μίσος, για να το πετώ, να το περιφρονώ, να το ρεζιλεύω, να το ταπεινώνω. Όχι, δεν ήμουν εγώ από τους «φρόνιμους», τους οικονόμους που ωστόσο δε διστάζουνε να πατήσουν στα πτώματα των άλλων για ν' ανεβούνε. Οι συνειδητοί αδικητές, που το κέφι τους για κέρδος φτάνει ως την κόλαση. —Μπαμπάκα, είπε η Νιόβη. Τι σόι πράμα είναι αυτό το κακό το χρήμα; Είναι παιδί και το λες «το». —Τα παιδιά δεν είναι ποτέ κακά, μικρό μου. Το χρήμα είναι τέρας! Τέρας αδηφάγο και σκληρό. Κι αυτό παίρνει το άρθρο «το» μπροστά. Το τέρας! —Κατάλαβα, έκανε η Νιόβη. Μα η λέξη γέλιο, πατερούλη, που δε είναι κακιά, γιατί παίρνει «το» κι αυτή; Τα πικραμένα χείλη του πατέρα τρέμαν από συγκίνηση. Τα μάτια του θόλωναν. —Νάχεις ένα τέτοιο παιδάκι, έλεγε, και να τ' αφήνεις να πεινάει, να τ' αφήνεις δίχως παιχνίδια, δίχως βιβλία! Όχι, δεν μπορώ! Σηκωνόταν τότε κι έφευγε, κι έπαιρνε τους δρόμους άσκοπα, και γύριζε ύστερα στο ταβερνάκι της γειτονιάς και τάπινε με τον καινούργιο φίλο του, τον κυρ-Αντρίκο. Κι όταν μεθούσε κι έχανε πια τη συναίσθηση της πραγματικότητας γύριζε στο σπίτι φουντωμένος από αισιόδοξα σχέδια και όνειρα, όπως παλιά. Και ξεσπούσε σ' έναν τραγικό μονόλογο. —Το παν είναι να βρω τα κεφάλαια. Τα εξασφάλισα αυτά; Εξασφάλισα και την επιτυχία, εκατό τις εκατό. Θα βγάλω εγώ στον Πειραιά σαπούνι, που ποτέ δεν το είδαν οι ντόπιοι στα μάτια τους. Ουρά θα περιμένει η πελατεία έξω απ' το εργοστάσιό μου. Τα τηλεγραφήματα για παραγγελίες θα στοιβάζονται. «Αποστείλατε, αποστείλατε...» Υπομονή, Κύριοί μου, υπομονή, έχουν άλλοι σειρά. Προηγούνται... Η μητέρα, στην αρχή, τον άφηνε να λέει για να ξεθυμαίνει. Κι εκείνος αναθαρρούσε από τη σιωπή της που την έπαιρνε για έγκριση και συνέχιζε: —Και να σου πω, Μαιρούλα, και εργοστάσιο να μην ανοίξω, εκείνη η άλλη ιδέα που σούλεγα για μπυραρία δεν είναι κακή. Έχει ψωμί, πολύ ψωμί. Ο κόσμος θέλει σήμερα ψυχαγωγία, καλοπέραση... Η μητέρα έκανε πως έραβε βιαστικά για να κρύβει τη συγκίνησή της. —Και να σου πω, Μαίρη μου, που λέει ο λόγος, κι ένα περίπτερο να μπορέσουμε ν' ανοίξουμε, κάπου σε κεντρικό δρόμο, και πάλι, εγώ, θα τα καταφέρω να σας ζήσω.

Οι μονόλογοι αυτοί δεν τελείωναν, ώσπου έχανε η μητέρα την ψυχραιμία της κι έλεγε με φωνή που έμοιαζε με κλάμα. —Πέσε κοιμήσου, Βασιλάκη. Έχουμε κι αύριο μέρα να σκεφτούμε. —Κλαις; έκανε κείνος. Άκου κλαίει! Γιατί χάνεις την πίστη σου σ' εμένα Μαίρη; Αύριο θα βρω δουλειά να το δεις, αύριο, οπωσδήποτε. Έχω ένα σωρό προτάσεις. Ύστερα, σκέφτηκα να δοκιμάσω να ζητήσω κανένα δάνειο. Όχι ζητιανιές, όχι λιγοστά λεφτά. Τα λίγα τρώγονται, ξεχνιούνται, θα ήθελα ένα σοβαρό δάνειο που θα μου επέτρεπε να φτιάξω μια δική μου δουλίτσα. Δεν είμαι δα και κανένας ανάξιος, κανένας τεμπέλης. Κι ούτε και σκέφτηκα ποτέ μου να ζήσω σε βάρος άλλων. Εγώ πώς δάνειζα όλο τον κόσμο, όταν είχα; Ας με δανείσουν, τώρα που είμαι κι εγώ αναγκεμένος. Θα πάω πάλι και σ' εκείνον τον Γιάγκο και στην Ερμιόνη, και θα τους πω: Γιατί είστε χωρίς καρδιά; Γιατί ξεχνάτε το συνάνθρωπό σας που τον έφαγε η συμφορά του πολέμου; Το συγγενή του δεν μπορεί κανείς να τον παρατάει έτσι αβοήθητο. Όχι, εγώ ποτέ μου δεν άφησα άνθρωπο αβοήθητο, όποιος κι αν ήταν, πόσο μάλλον συγγενής. Εσύ, κύριε Γιάγκο κι ο Αριστείδης και οι όμοιοί σας, επιζήσατε. Ναίσκε. Και δεύτερος Κατακλυσμός αν γίνει, εσείς θα τάχετε βολέψει νάχετε μέσα στην Κιβωτό το χρηματοκιβώτιό σας. Μπράβο σας, δε σας κακίζω. Με γεια σας, με χαρά σας. Άνθρωποι κι άνθρωποι σε τούτον το ντουνιά. Μα τώρα τέλος πάντων, τι θα γίνει Γιάγκο; Δε σου ζητάω δανεικά, βρε αδερφέ, μια δουλειά σου ζητάω. Να, βάλε με, που λέει ο λόγος, και νυχτοφύλακα στο εργοστάσιό σου. Νυχτοφύλακα για να μη με βλέπουν οι γνωστοί και ντρέπονται για λογαριασμό σου και για λογαριασμό μου. Οι γνωστοί, τα θεριά τ' ανήμερα! Εγώ για μένα Μαίρη μου, στο λέω, δε με νοιάζει και ψωμί με κρεμμύδι να φάω και κούφια καρύδια. Μα τα παιδιά, εσύ Μαίρη, αχ, εσύ, τι θα σκέφτεσαι για μένα; Πώς θα με κρίνεις; Θα λες πως σε ξεγέλασα. Έγειρε το κεφάλι του προς τον τοίχο. Το λιγνεμένο κορμί του ζάρωσε κι έγινε μικρό κι ασήμαντο. Η μητέρα έκλαιγε με πνιχτά αναφυλλητά, μα κείνος δεν την άκουγε πια. Αποκοιμήθηκε μπαϊλντισμένος απ' το πιοτό κι από τον αγώνα που έκανε να την πείσει πως ήταν ακόμα ικανός για κάτι. Η μητέρα τα είχε εντελώς χαμένα και φοβόταν πολύ, για το νευρικό σύστημα του πατέρα. Και τα δικά της νεύρα δεν τάνοιωθε γερά. Έκλαιγε με το τίποτα κι έχασε όλη εκείνη την διάθεση που είχε, για ζωή και δράση, για γέλιο και ψυχαγωγία. Της στοίχισε που αναγκάστηκε κι έφυγε η θεία Ελένη για την Ιταλία, και πήρε μαζί της και την Ινώ. «Πάει κι αυτό το παιδί μου, έλεγε, πάει στο άγνωστο...» Και την έπιανε τέτοια απελπισία που σηκωνόταν κι έβγαινε απ' το σπίτι και τριγυρνούσε σα χαμένη κοντά στη θάλασσα και την κοίταζε με λαχτάρα, σα να ήξερε αυτή το μυστικό της απολύτρωσης. Μια βουτιά κι όλα τα βάσανα θάπαιρναν ένα τέλος. Μια βουτιά μόνο. Ούτε πιστόλια ούτε θόρυβος ούτε δηλητήρια. Το πολύ-πολύ, ν' ακουστεί ένα πλαφ πιο ηχηρό απ' το συνηθισμένο κρότο που κάνει το κουπί. Ύστερα ένοιωθε μια κακία για τον εαυτό της, μια ντροπή, μια διάθεση να τον τυραννάει, να τον εξευτελίζει, να τον γελοιοποιεί. «Α! ερίτιμος κυρία Μάγη, παίζετε το μελόδραμά σας προ των εκπλήκτων οφθαλμών της συνειδήσεώς σας. Λεπτοτάτη κυρία Μάγη, τα φέρατε μπαστουνιά στη ζωή και τρέπεσθε προς τας ευκόλους λύσεις. Πάντοτε ρομαντική, αδιόρθωτα ρομαντική, κυρία Μάγη. Εδώ, εδώ σας θέλω, κυρία μου, να κάνετε πέτρα την καρδιά σας και ν' ανασκουμπωθείτε να δείτε πως θα τα βγάλετε πέρα με τη ζωή». Αυτά σκεφτόταν η μητέρα σε κείνα τα σεργιάνια της απελπισίας, στη Φρεαττύδα. Και μια μέρα, όταν ξεπέρασε την κρίση αυτή, μου τα ομολόγησε όλα και πρόσθεσε: —Ντρεπόμουνα για τον εαυτό μου, μα δεν είχα και το κουράγιο να εγκαταλείψω κείνες τις νοσηρές σκέψεις. Ώσπου, μια μέρα, η Νιόβη, με τράβηξε απ' το χέρι, και δείχνοντάς μου πέρα τα κύματα που χοροπηδούσαν γεμάτα ορμή προς την Αίγινα, μου είπε: «Μαμά, είν' ωραίο πράμα η φουρτούνα. Δεν είναι; Να κυβερνάς καΐκι με γαλήνη το ξέρει κι η γάτα μας. Να παλεύεις όμως με τις κυματάρες και χραπ, να σκαμπανεβαίνεις και δόσ' του απάνω, και βίρα κάτω και άιντε πάλι ψηλά... Αυτό μ' αρέσει.

Πότε θα με πάρει ο μπαμπάς στο ψάρεμα με τον κυρ-Αντρέα; Όλο μου τάζετε πράματα κι ύστερα τα ξεχνάτε». Δεν κατάλαβα, συνέχισε η μητέρα, αν επιδράσανε πάνω μου κείνες οι κουβέντες σα συμβολικές έννοιες ή αν σκέτη, εκείνη η φωνίτσα, της Νιόβης, η χαρωπή κι έξυπνη, με συνέφερε και μ' έκανε να σκεφτώ τα παιδιά μου. Αυτά, ίσως, και ν' αξιωνόντουσαν να φτιάξουν μια νέα ζωή και να μεταβάλουν και την τροχιά της δίκης μας. Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου... Και γαντζώθηκα και πάλι απ' αυτά. Η Ριρή βρήκε μια θέση δαχτυλογράφου σε ιδιωτική επιχείρηση. Είχε αλλάξει ένα δυο γραφεία, ως να ταχτοποιηθεί κάπως μονιμότερα. Τ' απόγεμα πήγαινε και στο Ωδείο για πιάνο και τραγούδι. Μα σιγά σιγά, τα παράτησε. Δεν είχε να πληρώνει τα δίδακτρα και δεν είχε και καιρό να πηγαίνει να μελετάει. Η μητέρα προσπαθούσε να τη ντύνει όσο καλύτερα μπορούσε. Της έφτιαχνε, με καλαισθησία, όλα τα παλιά φουστάνια που έστελνε η θεία Ερμιόνη. Και η Ριρή φαινόταν κατενθουσιασμένη. Δεν είχε ποτέ μεγάλες αξιώσεις απ' τη ζωή. Ο Στέφος, που δεν τα γουστάριζε τα γράμματα, έπιασε δουλειά σ' ένα μηχανουργείο. Είχε γίνει αδύνατος και γκρινιάρης. Τον απασχολούσαν πολύ τα κορίτσια. Μα ήταν ντροπαλός και αδέξιος. Ντρεπόταν για τα χέρια του, που είχαν αποχτήσει ρόζους και μόνιμες μαυρίλες και πρόδιναν πως ήταν εργάτης. Ντρεπόταν για τα τριμένα ρούχα του. Φούρκιζε με όλους και με όλα, που στέκονταν εμπόδιο ανάμεσα σ' αυτόν και στην Νίνα του, μια κοπέλα που αγαπούσε από τη Σμύρνη. «Εκεινής ο πατέρας, έλεγε, ήταν προνοητικός κι έξυπνος κι εξασφάλισε στη οικογένειά του μια καλή ζωή. Μόνο ο δικός μας τα μούσκεψε και να που καταντήσαμε». Κι έδειχνε τα ροζιάρικα χέρια του και τα παπούτσια του που ήταν γεμάτα μπαλώματα. Η Νιόβη τον άκουγε κι άνοιγε όσο μπορούσε πιο πολύ τα μεγάλα της μάτια προσπαθώντας να μπει στο νόημα. Μα η Ριρή δεν κρατήθηκε και του είπε μια μέρα: —Και γιατί, Στέφο, πρέπει, ντε και καλά, ν' αγαπάς τη Νίνα που δε σε θέλει; Αγάπησε μιαν άλλη κοπέλα της σειράς σου. —Ποια 'ναι η σειρά μου, βρε σκάρτο πράμα, που πετιέσαι κι εσύ παντού και πάντα! Ποια 'ναι η σειρά μου; Μπας κι ήμουνα και χτες εργάτης;

Μια μέρα, οι εργάτες του μηχανουργείου κάναν απεργία, για ν' αυξήσουν τα μεροκάματά τους. Ο Στέφος δε θέλησε ν' ανακατευτεί μαζί τους. Δήλωσε στον αρχιεργάτη, τον Αρτέμη, πως αυτός θάπιανε δουλειά, αν του έκαναν μια μικρή αύξηση. —Εσένα σου αξίζει, ό,τι και να σου δώσουμε, είπε κείνος, γιατί 'σαι παιδί από καλή φαμελιά και δεν εξομοιώνεσαι με τους μπολσεβίκους. Ο Στέφος γύρισε στο σπίτι γεμάτος όνειρα. —Αν πάρω την αύξηση, είπε, θ' αγοράσω καινούργια παπούτσια και θα γυρίσω κι εκείνη την παλιά φορεσιά του θείου Γιάγκου. Θα πληρώσω και το μπακάλη που με παραζορίζει για το χρέος. Η μητέρα τον κοίταξε λυπημένη. —Δεν ξέρω από απεργίες, του είπε, μα φοβούμαι πως μόλις λυθεί, δε θα σου τη δώσουνε την αύξηση που ελπίζεις. Και το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι, να γίνεις μισητός στους συναδέλφους σου.

—Κάνεις λάθος, είπε κείνος. Είναι μια ευκαιρία να με προσέξουν τ' αφεντικά και να δουν, πως εγώ δε μοιάζω με τους άλλους. Κι όταν τάχεις καλά με το Θεό, τι τους θέλεις τους Άγιους; Το πρωί σηκώθηκε αυγές, όπως του είχε συστήσει ο αρχιεργάτης, και πήγε να μπει στο εργοστάσιο, πριν πιάσουν τα στέκια στους δρόμους οι απεργοί. Μόλις όμως έφτασε στη γωνιά κι έκανε να προχωρήσει κατά την πίσω πόρτα, τον σταμάτησε ο Νικοτσάρας, ένας κουτσός μάστορας, που αυτός του πρωτοδίδαξε την τέχνη και στάθηκε πάντα καλός μαζί του. —Βρε Στέφο, του είπε μαλακά, γιατί πας να μας χαλάσεις τη δουλειά; —Δε μ' αρέσει να μπλέκω σε φασαρίες, είπε ντροπιασμένα ο Στέφος. Δε μ' αρέσουν οι απεργίες. —Και μήπως αρέσουν σε μένα, ένα γέρο φαμελίτη; Μα τι θες να κάνω που έχω να θρέψω δέκα στόματα; Αυτά που παίρνω δε φτάνουν ούτε για ψωμί. Και μη θα ξεχρεώσεις και θα ξεπεινάσεις, μωρέ αγόρι, με τις πενταροδεκάρες που θα πάρεις σήμερα; Υπομόνεψε, πάλεψε να βολέψουμε όλοι μαζί την τύχη μας. —Μάστορη, βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη η φαμελιά μου. Έλα αν θέλεις κι εσύ να πάμε μέσα να πιάσουμε δουλειά. Φοβούμαι μη μας απολύσουνε. Ο μάστρο - Νικοτσάρας στην αρχή δε θύμωσε. —Άκουσ' εδώ παλικαράκι μου. Τούτα τα μαλλιά που βλέπεις, άσπρισαν με τιμή. Προδότης εγώ της τάξης μου δε γίνουμαι. Θα σου πω μιαν αλήθεια να τήνε θυμάσαι. Το γιατρικό των εδικώνε μας των χαλιών είναι ένα: η ενότητα. Με καταλαβαίνεις; Όσο μας χωρίζουν και μας ξεμοναχιάζουν, προκοπή δε θα δούμε. Θα μας σπάζουν τις απεργίες και το ηθικό. Ύστερις, έναν - έναν μοναχόνε μπορούν να τόνε ξεζουμίζουν και να του αλλάζουν τον αδόξαστο. Όταν όμως ο ένας είναι όλοι κι όλοι είναι ο ένας; Καταλαβαίνεις, βρε αγόρι που βρίσκεται η δύναμη; Ο Στέφος τον άκουγε σαστισμένος και δεν καταλάβαινε τι τούλεγε, γιατί ο Αρτέμης είχε ανοίξει το παραθυράκι και τούκανε νόημα να βιαστεί. Ο μάστρο - Νικοτσάρας κύτταξε το Στέφο που ήθελε να προχωρήσει κατά την πόρτα κι έγινε μπαρούτι. —Ξεκουμπίσου ρε, κι πήγαινε μέσα, ούρλιαξε. Αν δε σ' έβλεπα έτσι αμούστακο κι άπραγο, θα σούφερνα μια γροθιά στη μούρη να με καταλάβεις καλύτερα. Σύρε, χάσου τώρα, μπρος απ' τα μάτια μου, και τόλμησε αύριο ναρτείς στο Σωματείο για προστασία. Γιατί θα το δεις, μωρέ παλιοκούταβο, θα το δεις, αν θα σου πλερώσουν την αύξηση. Ο Στέφος έτρεμε από έναν περίεργο φόβο. Ήθελε να δείξει πως δεν πτοήθηκε από τις απειλές του Νικοτσάρα και τράβηξε μπρος. Μόλις όμως έκανε δυο βήματα, σταμάτησε απότομα. Ο φόβος έγινε μέσα του πανικός. Κύτταζε σα χαμένος μια το Νικοτσάρα, και μια τον Άρτεμη. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Κι ύστερα τόβαλε στα πόδια κι ήρθε στο σπίτι. Ήταν χλωμός κι άρχισε να βρίζει για να πνίξει την διάθεσή του να κλάψει. Η μητέρα προσπάθησε να τον ησυχάσει, μα φαινόταν και η ίδια απελπισμένη. —Μην κανείς έτσι, του είπε, θα μάθεις σιγά - σιγά. Αφού έτσι τάφερε η τύχη, πρέπει να προσαρμοστούμε.

—Δε θέλω να μάθω, δεν ξαναπηγαίνω κει χάμω. Θα μ' έχουν τώρα από κλώτσο κι από μπάτσο όλοι τους, και τ' αφεντικό μου και οι εργάτες. Τάκανα θάλασσα. Η μητέρα τον κοίταζε με θλίψη κι είπε: —Έτσι είναι, Στέφο. Με κάποιον απ' τους δυο πρέπει να βρίσκεσαι κοντά. Εμείς είμαστε μετέωροι. Κι η μοναξιά κι η απελπισία μας γίνεται ανυπόφορη. Η ανεργία του Στέφου μεγάλωσε την ανέχεια στο σπίτι. Ο γαλατάς χτυπούσε την πόρτα το πρωί και φώναζε για τα λεφτά που του χρωστούσαν. Η μητέρα έβγαινε και τον ησύχαζε, κι έπαιρνε μόνο εκατό δράμια γάλα για την Νιόβη, που είχε αδυνατίσει επικίνδυνα. Η Ριρή ήταν η μόνη που δούλευε. Κι όπως έπαιρνε το μισθό της, τον έδινε στη μάνα της. Μα ο πατέρας είπε μια μέρα: —Δεν μπορεί να μας ντροπιάζουν οι γυναίκες. Τα λεφτά πρέπει να τα παίρνω εγώ, στο χέρι, για να κάνω κουμάντο σα νοικοκύρης. Ο Στέφος έγινε έξω φρένων. —Εσύ, του είπε, δεν είσαι πια ικανός για κουμάντο. Δεν αξίζεις δεκάρα. Σπατάλησες ολόκληρους θησαυρούς, που πέρασαν απ' τα χέρια σου και τώρα πίνεις, μεθοκοπάς και καρφί δε σου καίγεται για το σπιτικό σου και για τη γυναίκα σου, που δε σου αξίζει —στο λέω εγώ— δε σ' άξιζε ποτέ, τέτοια γυναίκα. Ο πατέρας κοκκίνισε, κιτρίνισε, αγρίεψαν τα μάτια του, έτρεμαν τα χείλια του. Πήγε να βρίσει, μα συγκρατήθηκε. Έσφιξε τις γροθιές του, και φώναξε: —Παλιόπαιδο! Δε σου επιτρέπεται να μιλάς έτσι, στον πατέρα σου. Εί... είμαι βέβαιος πως θα συνέλθεις και θα καταλάβεις το άσχημο φέρσιμό σου. Την τελευταία λέξη του την έπνιξε ένας λυγμός. Έφυγε κατά την κουζίνα, ενώ η μητέρα έτρεξε πίσω του ταραγμένη. —Βασιλάκη, μην το παίρνεις κατάκαρδα. Παιδί είναι. Νευρίασε κι αυτός. Όλοι νευριάσαμε, δεν είμαστε στα συγκαλά μας... Συχώρεσέ τον. Απ' τη στιγμή που η μητέρα ένοιωσε τον πατέρα αδύνατο και κατατρεγμένον, άρχισε να του δείχνει μια περίεργη αφοσίωση. Η αρχική περιφρόνησή της έγινε οίκτος, οίκτος για κείνον που πάσχισε, μα δεν μπόρεσε ποτέ, να της δώσει την αληθινή ευτυχία. Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθε αδικημένον τον πατέρα. Από ποιον και πώς, δεν το εξέταζε. Έβλεπε μόνο πως είχαν ένα κοινό σημείο, την απόγνωση. Μέσα της, χωρίς να το θέλει, κάτι είχε λευτερωθεί. Δεν αισθανόταν εκείνη την ταπείνωση και την υποταγή, μπρος στον εύπορο άντρα της. Είναι κι αυτό ένα κέρδος, σκεφτόταν. Αν δοκίμαζε, τώρα, να πιάσει αυτή τα χαλινάρια της ζωής, θα κατάφερνε τίποτα; Θάταν μπορετό για μιαν ικανή γυναίκα ν' αναλάβει να ζήσει, αυτή, τα παιδιά της; Να κάνει τι όμως; Επάγγελμα δεν είχε. Κεφάλαια δεν είχε. Μέσα δεν είχε. Κοινωνικη υποστήριξη δεν είχε. Μπερδευόταν μέσα στις σκέψεις της αυτές κι όλο και δίσταζε κι όλο και κατάφευγε στο παρελθόν της για να κλαίει, πιο πολύ, για τη σημερινή κατάντια της. Ύστερα από κείνην τη σκηνή με το Στέφο, ο πατέρας πήρε το στρώμα του και το πήγε στην κουζίνα για να κοιμάται κει. Όλη νύχτα τριγύριζε άγρυπνος καπνίζοντας και πίνοντας που και που κανένα πικρό

καφεδάκι. Ο Στέφος, όσο τον άκουγε, τόσο γινόταν και πιο επιθετικός. —Μας πίνει και το λίγο καφέ που οικονομήσαμε, ο εγωίσταρος, έλεγε, κι έσφιγγε τα δόντια του να τα σπάσει. Δεν του φτάνει τόσος κράσος! —Παιδί μου! του αντιμίλησε η μητέρα, δεν πρέπει να εκφράζεσαι έτσι για τον πατέρα σου. Στο κάτω κάτω, σκέψου πως είσαι παιδί του. —Χίλιες φορές να μην ήμουνα, μούγγριζε ο Στέφος. —Μα αγόρι μου, είναι κι αυτός ο άνθρωπος χαμένος, στεναχωρημένος, ζητάει να ξεχαστεί στο κρασί. —Ωραία λύση βρήκε. Τότε να κάνουμε όλοι το ίδιο, να δούμε που θα καταλήξουμε. —Ου, ου, ουφ, φώναξε απ' το στρώμα της η Ριρή. Σωπάστε επί τέλους να κοιμηθούμε. Το πρωί έχουμε δουλειά, το καταλαβαίνετε; Ένα βράδυ ξέσπασε η φουρτούνα. Από νωρίς είχε στείλει το λογαριασμό ο μπακάλης με την απειλή πως αν δεν ξωφληθεί ως αύριο, θα κάνει μήνυση. Ο σπιτονοικοκύρης απειλούσε κι αυτός με έξωση, και ο χασάπης έπιασε το Στέφο και τον ντρόπιασε μπρος στους γειτόνους. —Δεν τόξερα, είπε, πως καταντήσατε τρακαδόροι· ναι, τρακαδόροι. Η μητέρα αποφάσισε να πουλήσει τη βέρα της και κάτι σπασμένα χρυσά δόντια που της μέναν στο συρτάρι. Έψαξε να τα βρει, έφαγε τον κόσμο· μα πουθενά χρυσαφικά. —Εκεί, να εκειδά τα είχα, έλεγε, μαζί με τη βέρα μου που μούπεφτε απ' το δάχτυλο, έτσι που αδυνάτισα. Ποιος να τα πήρε; —Ποιος άλλος, είπε ο Στέφος με λύσσα. Αυτός ο... (να μην πω τη λέξη). Αυτός θα τα πήρε, να τα πιει. —Παιδί μου, συγκρατήσου! —Τι να συγκρατηθώ, βρε μάνα, τα σκότωσε σου λέω, τα σκότωσε τα χρυσαφικά για να πιει! Η μητέρα έψαχνε σκεφτική και χωρίς να τολμήσει να ομολογήσει πως κι η ίδια πίστευε σ' αυτή την εκδοχή. Η Ριρή, καλόπιστη όπως πάντα, προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πνεύματα. —Θα βρεθούν, μην κάνετε έτσι. Εξάλλου, εγώ θα πάρω αύριο το μισθό μου και τον δίνουμε απέναντι στα χρέη μας. Έλα τώρα, μαμά, κύτταξέ με αν είμαι καλά ντυμένη, γιατί θα βγω απόψε με τον κύριο Νώντα. — Τρέχα κι εσύ με τον γεροξούρη τον προίστάμενο σου, και να δούμε που διάολο θα καταντήσει αυτό το σπιτικό. Καλά σας τα ψέλνουν οι ντόπιες κοπέλες. —Μαμά! φώναξε νευριασμένη η Ριρή, θα του μιλήσεις επιτέλους του κανακάρη σου; Τι θέλει να μας παραστήσει εδώ μέσα, το σατράπη; —Δε θέλω να παραστήσω τίποτα, θέλω μόνο να σας βάλω λίγο μυαλό.

—Σου περίσσεψε βλέπεις, είπε νευριασμένα η Ριρή, που γέρασες και δεν κατάφερες ούτε ένα γυμνάσιο να βγάλεις. —Κι επειδή δεν έβγαλα εγώ το γυμνάσιο, γι' αυτό πρέπει του λόγου σου να... βγάζεις τα μάτια σου με τον κάθε προϊστάμενο; —Στέφο! φώναξε αυστηρά η μητέρα, δε σου επιτρέπω να μιλάς πρόστυχα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Νιόβη κι η μητέρα έτρεξε να της δώσει το γάλα της. —Τρέχα στο στερνοκούνι σου, το γαλαζοαίματο, φώναξε πεισμωμένος ο Στέφος. Δόσ' του το γαλατάκι του μη σου αδυνατίσει. Κι εμείς ας έχουμε μήνες να πιούμε μια γουλιά. —Με το μικρό θα τα βάλεις τώρα; Ησύχασε, παιδί μου. Θέλετε τίποτ' άλλο; θα πάω από αύριο να βρω μια οποιαδήποτε δουλειά, σε σπίτι οικονόμα, νταντά, δούλα. —Αυτό το ρεζιλίκι μας έλειπε, είπε ο Στέφος, κι έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Τα μεσάνυχτα γύρισε ο πατέρας και σε λίγο μπήκε κι ο Στέφος στην κουζίνα. —Τι έγινε η βέρα της μαμάς, πατέρα; Λέγε! Πότε την πούλησες και γιατί; —Δε σου πέφτει εσένα λόγος, του απάντησε κείνος κοφτά. —Αυτό λέγεται ασυνειδησία, φώναξε ο Στέφος έξαλλος. —Πάρε πίσω τη βρισιά σου. —Αχαΐρευτε άνθρωπε! φώναξε ο Στέφος, βυσσινής απ' το κακό του. Βρε 'γω που είμαι παλικάρι, και δεν τόλμησα να ξοδέψω ούτε ένα φράγκο απ' το μιστό μου, για να πάω με κανένα κορίτσι, κι εσύ τα δίνεις όλα στο πάθος που σε κυρίεψε; Δε σκέφτεσαι λοιπόν τίποτα και κανέναν; Δε σούμεινε ντιπ φιλότιμο; —Κλείστο, θηρίο, το στόμα σου. Σεβάσου τον πατέρα σου! —Εσένα να σεβαστώ; Ο Στέφος άρχισε ένα νευρικό γέλιο που έμοιαζε με κλάμα. Πριν προλάβει να μπει στη μέση η μητέρα, οι δυο άντρες άρχισαν να χτυπιούνται. Τα λίγα πιατικά πήδηξαν στον αέρα και τζάμια ακούστηκαν να σπάζουν. Η μητέρα έκλαιγε και μαζί της κι η Ριρή, ενώ η Νιόβη ξύπνησε και κύτταζε τρέμοντας τη φοβερή σκηνή. Μερικά παράθυρα της γειτονιάς άνοιξαν κι οι γειτόνισσες σταυροκοπήθηκαν. —Πρώτη φορά ακούμε τέτοιο σαματά στο σπιτικό αυτό. Φαίνονταν τόσο μονοιασμένοι άνθρωποι, τόσο μαλακοί! Σε λίγο χτύπησε η εξώπορτα με θόρυβο κι έφυγε ο Στέφος. Ο πατέρας έπλενε το αίμα απ' το χέρι του, που είχε κοπεί, δίχως να μιλάει. Η μητέρα βημάτιζε σκεφτική κι ανήμπορη να δώσει μια λύση.

Κανείς δεν κοιμήθηκε κείνο το βράδυ. Μόλις χάραξε, ο πατέρας έφυγε, ενώ η μητέρα ρωτούσε ανήσυχη τη Ριρή: —Που να πήγε ο Στέφος; Που να κοιμήθηκε το παιδί; Που τάμαθε τέτοια φερσίματα; Θε μου! Πώς φτάσαμε σ' αυτά τα χάλια; —Μαμά, είπε δειλά η Ριρή. Ο κύριος Νώντας μου είπε χτες βράδυ, πως θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Μου είπε πως μ' αγαπάει και θα ήθελε να με παντρευτεί. Η μητέρα έκλαιγε δίχως ν' απαντάει. —Τόσον καιρό με φλερτάρει, μα τον έβρισκα γέρο. Έχει όμως δυο σπίτια δικά του κι έχει και γενναίο μισθό στην Εταιρία και ποσοστά και καταθέσεις στην Τράπεζα. —Δε θέλω να χαραμιστείς κι εσυ, είπε ξερά η μητέρα, όχι, Ριρή, δεν είναι λύση αυτή. —Τι να χαραμιστώ, καλέ μαμά; Καλύτερη είναι τούτη η ζωή; Να μου πεις το άλλο: Να δούμε, με θέλει πραγματικά για γάμο ή θέλει κι αυτός να περάσει την ώρα του; Το βράδυ γύρισαν και οι δυο άντρες, ξεθυμασμένοι και ξαλαφρωμένοι. —Βρήκα δουλειά, είπε ο πατέρας. Διευθυντής σ' ένα ξενοδοχείο, στην Αθήνα. Με σύστησε ο κύριος Νώντας· ας είναι καλά ο άνθρωπος. Θα χρειαστεί να μου σιδερώσεις, Μαιρούλα, τη μαύρη μου φορεσιά και το καλό μου άσπρο πουκάμισο. Θα ξεσκουριάσω και τα γαλλικά και τ' αγγλικά μου. Όλα τα προσόντα που απαιτούνται τα έχω. Δόξα σοι ο Θεός! —Κι εγώ βρήκα δουλειά, φώναξε θριαμβευτικά ο Στέφος. Ως τώρα δίσταζα· μα το πήρα πια απόφαση· θα μπω βοηθός μηχανικού σε καράβι. Πώς το θες. Μόνο η θάλασσα δίνει ψωμί σε τούτη τη χώρα· τα ξύλινα τείχη της είναι σωτηρία. Σε λίγες μέρες μπαρκάρω. Θα πάμε για ανθράκευση στο Κάρντιφ κι από κει στην Άπω Ανατολή. Η Νιόβη, που κύτταζε κείνη τη στιγμή ένα βιβλίο, σήκωσε το έκπληκτο προσωπάκι της και είπε χτυπώντας τα δυο χέρια της: —Τι καλοί που γίνονται οι άνθρωποι όταν έχουν δουλειά και λεφτά. Ο Στέφος έτρεξε και τη φίλησε. —Βρε γριά, είπε στη μαμά (έτσι τη φώναζε χαϊδευτικά όταν ήταν στις καλές του). Όσο μυαλό είχες, τόδωσες σε τούτο, το στερνοκούνι σου. Χαλάλι του! Ο πατέρας τότε ξεθάρρεψε και τόλμησε κι έβγαλε απ' την τσέπη του ένα πακέτο. —Πήρα λίγο σαλάμι και λίγο κασέρι να γιορτάσουμε το ευχάριστο γεγονός, είπε. Έχομε τόσες μέρες να φάμε! —Κι εγώ σούφερα λίγη ρετσίνα, έκανε ο Στέφος, με χαμηλωμένα τα μάτια κι αληθινή μετάνοια. Σύρε να φέρεις και το φίλο σου τον κυρ-Αντρέα. Τον είδα σεκλετισμένο στην ταβέρνα· έχασε τη συντροφιά σου. Ήρθε δειλός και περιμαζεμένος ο κυρ-Αντρέας και κάθησε, σα φρόνιμο σκολιαρόπουλο, στο τραπέζι.

—Να μην κοπιάζετε για μένα, είπε στη μητέρα. Κι ύστερα δε μιλούσε παρά μόνο όταν ο Στέφος τον ρωτούσε λεπτομέρειες για τη ζωή των ναυτικών. Η Νιόβη στάθηκε κατάντικρύ του κι άρχισε να τον περιεργάζεται. —Εσύ, του είπε, δεν είσαι καλά ντυμένος σαν τους άλλους φίλους που είχε ο πατέρας μου. Ο άνθρωπος κοκκίνισε ως τ' αυτιά κι έκανε προσπάθεια να γελάσει. —Εμείς, είπε ντροπαλά, είμαστε άνθρωποι του λιμανιού, κοριτσάκι μου, και η δουλειά μας είναι χοντρή, κατάλαβες; —Κατάλαβα, είπε η Νιόβη. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο. Στους καλοντυμένους που τους φωνάζουν κύριε και στους κακοντυμένους που τους φωνάζουν κυρ. Ποιοι είναι οι καλοί; —Νιόβη! φώναξε η μητέρα αυστηρά. —Αφήστε το το παιδί, έκανε ο κυρ-Αντρέας. —Δεν ξέρεις, Αντρίκο μου, τι έξυπνο είναι τούτο το μικρό μας! είπε περήφανος ο πατέρας. Κι ύστερα αναστέναξε και πρόσθεσε: —Αυτό μας γλυκαίνει λίγο τη ζωή. Μόνο που δεν ήταν τυχερό κι έπεσε στην εποχή των ισχνών αγελάδων. —Όλοι καλοί και άξιοι είστε δω μέσα, είπε κείνος. —Κυρ-Αντρέα, ξέρεις τι είναι οι ισχνές αγελάδες; ρώτησε ξανά η Νιόβη, που αναθάρρεψε με τα παίνια του πατέρα. —Ε; έκανε ο άνθρωπος με αμηχανία. Πες το μας εσύ να το μάθουμε. —Αν μ' αφήσουν θα στο πω· εγώ τάχω διαβάσει. —Νιόβη! της φώναξε πάλι η μητέρα. Άφησε ήσυχους τους μεγάλους. —Τέτοιο παιδί δεν ματαείδα, σταυροκοπήθηκε ο κυρ-Αντρέας. Πάντα μου τόλεγα πως οι πρόσφυγες είναι αλλιώτικοι άνθρωποι. Την άλλη μέρα πρωί - πρωί έστειλε ένα πελώριο ψάρι δώρο για τη μικρή. Ο Στέφος έσκασε στα γέλια. —Βρε γριά, για σένα τόστειλε το ψάρι. Του γυάλισες, ως φαίνεται, του φουκαρατζίκου! Με τους καθώς πρέπει θαυμαστές δεν έβγαινε τίποτα. Το λιμάνι, τουλάχιστον, καταθέτει στους πόδας σου τα ψάρια του.

Ο Στέφος μπάρκαρε ένα Σάββατο βράδυ κι έφυγε για την Αγγλία. Η μητέρα τον πήρε στην αγκαλιά της, σα να κρατούσε το παλιό μικρό της αγόρι. Του φιλούσε τα μάτια, τα μάγουλα, τα μαλλιά. Ήταν ανήσυχη και πολύ συγκινηαένη. Ένα-ένα της τάπαιρνε η ανάγκη μακριά τα παιδιά της. Μα τώρα δε

φαινόταν να σκέφτεται τον εαυτό της. Έτρεμε για το γιο της. Ήξερε πως ήταν άντρας κι όμως είχε ανάγκη ακόμα από προστασία και σύντρεξη. Ο Στέφος φοβόταν πάντα το κάθε άγνωστο. Κι η θάλασσα ήταν άγνωστη και δυνατή. Κι αυτός ήταν τόσο αδύνατος. Δεν την αγαπούσε· δεν την ήξερε. Δεν είχε μάθει ποτέ του ούτε καν να κολυμπάει, σαν όλους μας· είχε μείνει στεργιανός. Και τον φανταζόταν τώρα η μητέρα, φοβισμένον κι ανήμπορο, να νοιώσει την απεραντοσύνη του νερού. Και πάλευε η δική της ψυχή μέσα στο αγριοπέλαγος της ανησυχίας του. Και τον έβλεπε μέσα στις τρικυμίες ν' αγωνίζεται, όχι με τα κύματα, μα με τον ίδιο το φόβο του. Και τι δε θάδινε να μπορούσε να του πει: Μείνε. Μα δεν είχε να του προσφέρει πια τίποτα, τίποτα εκτός από στεναχώριες και πίκρες. Κι ο Στέφος λιποψυχούσε με το πρώτο, κι έχανε το θάρρος του κι έχανε και την υπομονή του. Γι' αυτό του είπε: —Πήγαινε στο καλό, παιδί μου. Και κύτταζε τη δική σου την ευτυχία. Αναζήτησέ την στην καινούργια σου ζωή. Προσπάθησε ν' αγαπήσεις τη θάλασσα, να φιλιωθείς μαζί της. Στην αρχή θα είναι λίγο δύσκολα, μα ύστερα θα βρεις το κέφι σου και την ξεκούρασή σου σ' αυτήν. —Βρε γριά, άστα τα συγκινητικά, είπε κείνος, για να πνίξει την ίδια του τη συγκίνηση· κι έφυγε δακρυσμένος.

Λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκε η Ριρή με τον προϊστάμενό της, τον κύριο Νώντα Δερλή. Ο γάμος έγινε σε μιαν εκκλησία στην Αίγινα, χωρίς κόσμο κι επιδείξεις. Ήταν περίεργο, όλες οι επίσημες τελετές της οικογένειας Μάγη, γάμοι, βαφτίσια, γενέθλια ή γιορτές, δεν παίρναν ποτέ μεγαλοπρέπεια κι επισημότητα, ενώ αποζητούσε μόνιμα τις εκδηλώσεις αυτές στην καθημερινή ζωή. Στη γειτονιά τη μακαρίζανε τη Ριρή και λέγανε, γενικεύοντας τα συμπεράσματά τους: —Τις είδες, παιδί μου, τις προσφυγίνες για πότε τους αρπάζουν τους καλούς γαμπρούς! Και χωρίς δεκάρα προίκα, με το πουκάμισο! Κι όμως η μητέρα ήταν απαρηγόρητη με την τύχη της Ριρής. Ο Νώντας ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της. Κι ήταν ζηλιάρης και σκληρός. Την αποξένωσε μεμιάς απ' την οικογένεια κι απ' όλο τον κόσμο. Την κλείδωσε στο πατρογονικό του με κέρβερο την πεθερά, που δεν επέτρεπε να μπει στο σπίτι ούτε αρσενική γάτα. Ο Νώντας δε χαιρόταν αληθινά παρά μόνο τις τραγικές στιγμές της ζωής του και της ζωής των άλλων. Όταν πήγαινες στο σπίτι του σε ρωτούσε: «Τι νέα;» Αν τούλεγες πως όλα πάνε καλά, πως διασκεδάζεις, πως πήρες κάποιο δίπλωμα, πως η υγεία σου και η υγεία των δικών σου πάει περίφημα, ένοιωθες το βλέμμα του να γίνεται ψυχρό, αδιάφορο. Κι αν προχωρούσες σε περισσότερα «ευχάριστα», τον έβλεπες να στεγνώνει παράξενα, ν' αδιαφορεί, να βιάζεται να σταματήσεις τις περιγραφές. Μα αν είχες να του πεις βάσανα, λύπες, φόβους, κινδύνους, γινόταν καλός, ευγενικός. Σε κρατούσε να μείνεις να φας μαζί τους. Έκανε το κάθε τι για να σε παρηγορήσει, να σε συμβουλέψει, να σε διασκεδάσει, να δείξει κατανόηση, λογική, ακόμα κι αλληλεγγύη. Όταν συνέβαινε κανένα ατύχημα, κανένας θάνατος σε γνωστό ή συγγενικό σπίτι, τον έβλεπες να τρέχει, να παθαίνεται, να τρέμει από συγκίνηση, να πιπιλάει τις τραγικές λεπτομέρειες, να ρουφάει κυριολεκτικά τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς. Μόνο στις χαρές γινόταν άφαντος. Τον τάραζε το γέλιο, τον εκνεύριζε το κέφι, τον αποθάρρυνε η επιτυχία του οποιουδήποτε, ακόμα και του ίδιου του εαυτού του. Εκείνο που τον ενοχλούσε περισσότερο στη Ριρή και δεν τα πήγαιναν καλά, ήταν ο ευτυχισμένος χαραχτήρας της, η παιδιάστικη ξεγνοιασιά της, η αστείρευτη ευθυμία της που παραμέριζε όλες τις στεναχώριες και ξεμύτιζε κάθε στιγμή, απαιτώντας λίγη χαρά. Κι ακόμα, τον πείραζε ο συμφιλιωτικός

τόνος της, η δροσιά και τα νιάτα της. (Αυτά τα νιάτα που τον είχαν σκλαβώσει, τώρα τα μισούσε...) «Γιλδίζ» την έλεγε τη νέα της ζωή η Ριρή. Κι η μητέρα απελπιζόταν. Αλλιώς είχε ονειρευτεί την τύχη των παιδιών της. Και τώρα καθόταν κι έκλαιγε για τα πληγωμένα γράμματα της Ινώς που ήταν πολύ δυστυχισμένη στην Ιταλία, για του Στέφου τον ξενητεμό, για της πρωτοκόρης της τη δυστυχία και για τη δική μου απομάκρυνση, που όλο και βάθαινε με τα χρόνια. Η μόνη παρηγοριά που της έμενε, για να τη στυλώνει, ήταν το μικρό της, η Νιόβη, που μεγάλωνε στη σκιά της και ωρίμαζε αντικρύζοντας την αμείλιχτη πραγματικότητα, δίχως ένα κλίμα παιδιάστικης ξεγνοιασιάς ή παραμυθένιου διάκοσμου.

Ο πατέρας, που η δουλειά τον είχε τόσο γαληνέψει, ξαναβρέθηκε άνεργος. Το ξενοδοχείο που δούλευε, άλλαξε επιχειρηματία και μαζί και προσωπικό. Έκρυψε ξανά, στο μπαούλο, τη μαύρη του φορεσιά και τα γαλλικά του και τους ευγενικούς του τρόπους. Φόρεσε την τραγιάσκα του εργάτη, τα τριμμένα του ρούχα και σουλατσάριζε στο λιμάνι περιμένοντας κανένα έκτακτο μεροκάματο, πότε δω και πότε κει. Είχε ζαρώσει κι είχε γίνει ένα αδύνατο γεροντάκι με πολλές ρυτίδες και δύσκολη, ασθματική ανάσα. Έγερνε συνεχώς το κεφάλι του, λες και τον φόβιζε η θέα των ανθρώπων. Κι όλο κι έπινε, κι όλο και θυμόταν, όταν έφτανε στο κέφι, τα παλιά στρατηγικά σχέδιά του για να ξεφύγει από τον κλοιό της μιζέριας. Μα τώρα δεν τα εκμυστηρευόταν πια στη μητέρα. Τάλεγε μόνο στον κυρΑντρέα και στον εαυτό του καθώς είχε πάρει τη συνήθεια να περπατά και να παραμιλάει. Η ρετσίνα έγινε το πάθος και το καταφύγιό του. Τον παλιό καιρό έπινε για να τον καμαρώνουν και να τον λένε οι φίλοι του «γερό ποτήρι». Το γλεντούσε κείνο το ρακί, τόπαιζε, τόκανε κέφι και δύναμη. Ύστερα τούγινε συνήθεια να πίνει, όσο κι αν πάλευε με τον εαυτό του. Κι όταν δεν κατάφερνε να το κόψει, έλεγε: «Άστο να κυκλοφορεί κι αυτό στο αίμα. Είμαι δυνατότερός του και το εξουσιάζω». Τώρα όμως; Α! τώρα. Τι σημασία έχει πια για το ασήμαντο σαρκίο του όσο κι αν πίνει. Τώρα τον τραβολογάει αυτό το πάθος, τον σέρνει. Που; Όπου κι αν τον σέρνει είναι χαμένος, ναι χαμένος, χαμένος! Μια μέρα, καθώς πήγαινα το πρωί στο σκολειό μου, τον είδα στη γωνιά να με περιμένει. Έτρεξα κοντά του ανήσυχη. Ήταν αφηρημένος και πολύ νευρικός. —Αλίκη, μου είπε, με φωνή που σκόνταφτε. Μήπως σου βρίσκονται τίποτα λεφτουδάκια πάνω σου; Κάτι φάρμακα ήθελα ν' αγοράσω της μητέρας σου και δεν έχω σήμερα ευχέρεια. —Είναι άρρωστη η μαμά; ρώτησα ανήσυχη. —Ε, όχι σπουδαία πράματα. Μα ωστόσο... Ποτέ δεν κρατούσα πάνω μου πολλά λεφτά. Μα κείνη τη μέρα η θεία Ερμιόνη μούχε δώσει να ξοφλήσω το λογαριασμό του σχολείου. Έβγαλα το φάκελλο από τη σάκα μου και του τον παράδωσα όπως βαστούσε και βρισκότανε, χωρίς να σκεφτώ τη συνέχεια. Τα μάτια του λάμψανε· η τσέπη του άνοιξε, θαρρείς, μόνη της, και τα ρούφηξε. —Θα στα δώσω, μου είπε, σε δυο - τρεις μέρες το πολύ, θα στα δώσω. Ναι, κάποτε ο άνθρωπος βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. Αν θέλεις, μην το πεις ούτε στη μητέρα σου ούτε στη θεία σου· δε θέλω να ξέρουν σε ποιους μπελάδες βρίσκομαι. Σε σένα έχω εμπιστοσύνη. Ευχαριστώ, παιδί μου! Τα είπε όλα αυτά στεγνά, σαν αποστηθισμένο μάθημα· κι ύστερα έφυγε απότομα. Στάθηκα στη μέση

του δρόμου και τον έβλεπα που ξεμάκραινε. Ύστερα έφερα τις δυο χούφτες στο πρόσωπό μου, λες και γύρευα να κρύψω την απελπισία μου. Όταν μπήκα στην τάξη δεν καταλάβαινα τίποτα απ' όσα έλεγαν οι καθηγητές. Στο διάλειμμα των έντεκα, παρουσιάστηκα στο διευθυντή και ζήτησα άδεια να σχολάσω, με την πρόφαση πως είχα πυρετό. Έτρεξα αμέσως στο σπίτι της μητέρας μου, χτύπησα την πόρτα, μα κανείς δε μου αποκρίθηκε. Χτύπησα το παράθυρο, φώναξα, πέταξα πέτρες. Τσιμουδιά. Μ' έζωσαν άσχημες προαισθήσεις. Μήπως ήταν πολύ άρρωστη η μητέρα και την πήγαν σε νοσοκομείο; Μήπως είναι μέσα κι έπαθε τίποτα κακό; Και η Νιόβη; Νάταν τάχα σχολείο; Έτρεξα στην απέναντι γειτόνισσα, που η Νιόβη τη φώναζε «Δελτίο», γιατί ήταν πάντα καλά πληροφορημένη για ό,τι γινόταν στη γειτονιά. —Τούτες τις μέρες, η μάνα σου ξεπορτίζει απ' τις αυγές, μου είπε. Κάπου θαρρώ πως δουλεύει. Αισθανόμουνα μιαν ασυγκράτητη χαρά που η μητέρα μου δεν ήταν άρρωστη. Κι ήταν τόση η ανακούφισή μου που ξέχασα τα δανεικά του πατέρα. Μόλις όμως έφυγε η πρώτη εκείνη εντύπωση, μ' έπιασε ένα σφίξιμο στην καρδιά που ανέβηκε ως το λαρύγγι μου και μούκοβε την ανάσα. Έτσι λοιπόν, ψέματα μου τα είπε ο πατέρας για να... Δε θέλησα να συνεχίσω τη σκέψη μου. Δεν είχα καμιά διάθεση να τον κρίνω αυστηρά. Με πλημμύρισε ένας πόνος. Πώς ήταν δυνατό να φτάσει ως εκεί, ο καλός μου πατέρας; Ο πατέρας, που άλλοτε βουτούσαμε τα χέρια μας μικροί και μεγάλοι στις τσέπες του και παίρναμε όσα λεφτά θέλαμε! Τραβούσα κατά την παραλία της Καστέλλας, σχεδόν μηχανικά. Για ν' αποδιώξω κάθε θλιβερή σκέψη, προσπαθούσα ν' ανακαλύψω ποια δικαιολογία θάλεγα στη θεία Ερμιόνη για τα δίδαχτρα που δεν πλήρωσα. Μα το μυαλό μου δεν πειθαρχούσε. Ξέφευγε με τεχνάσματα και ξαναγύριζε στο θέμα του πατέρα μου. Τον έβλεπα να τρέμει, καθισμένος στο εδώλιο του κατηγορούμενου, ενώ γύρω του, πρόσωπα συγγενικά και ξένα με τη μαρμάρινη ψυχρότητα δικαστών, τον καταδίκαζαν· και βιαζόμουν να συντάξω την υπεράσπισή του. Δεν ήταν δα και κανένα μεγάλο το ποσό! Πόσα τέτοια λεφτά δε σκόρπιζε κείνος σε γνωστούς και φίλους· και δεν χρειαζόταν καν να του δίνουν εξηγήσεις. «Ξέρεις, Βασιλάκη, τούλεγαν, είμαστε σε ανάγκη...» «Καλά, βρε αδερφέ, πάρτε να κάνετε τώρα τη δουλειά σας! Άνθρωποι είμαστε...» Τον έβλεπα ολοζώντανο, τον παλιόν εκείνο Βασιλάκη Μάγη, τον κεφάτο και τον αισιόδοξο, που λογάριαζε τα λεφτά τόσο λίγο, όσο κι ένα σπάταλο παιδί το απροσδόκητο χαρτζιλίκι που πέφτει στα χέρια του. Αλλοίμονο! Εκείνη η πρώτη προσφυγή του σε μένα ήταν μια αρχή. Ύστερα από λίγον καιρό ήρθε και ξαναήρθε. Και μια μέρα που δεν είχα ούτε το κοριτσίστικο χαρτζιλίκι μου να του προσφέρω, έβγαλα το χρυσό μου βραχιόλι με το βενέτικο φλουρί. Μα καθώς του τόκλεινα διακριτικά μέσα στη χούφτα, άρπαξε το χέρι μου και το φίλησε πολλές φορές με πάθος. Εκείνη η χειρονομία αναστάτωσε τη νεανική ψυχή μου. Μου φάνηκε πως, ποτέ ανθρώπινο φιλί δεν έκλεινε τόση ταπείνωση και τόσον πόνο. Ω πατέρα! πατέρα! Αν μπορούσα να σ' απαλλάξω από κείνη την κατάπτωση!

5 Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ κίνησε κι απλώθηκε σ' ολόκληρη την έκταση της Ελλάδας, σαν το ποτάμι που ξεχείλισε κι έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι π' αναζητάει βοσκή. Οι καταυλισμοί και οι περιμαντρωμένοι χώροι δεν τη χωρούσαν πια και δεν την κρατούσαν. Ενάμισυ εκατομμύριο πεινασμένα στόματα... Ενάμισυ εκατομμύριο φτηνά χέρια... Ενάμισυ εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας! Έβγαζε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνειας, όσο - όσο. Για ένα ξεροκόμματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια. Κι η ντόπια φτωχολογιά σκιάχτηκε. Σκιάχτηκε ο εργάτης το φτηνό μεροκάματο του συναγωνισμού και την αναδουλειά. Σκιάχτηκε ο αγρότης, γιατί του είπανε πως ο πρόσφυγας θάπαιρνε εκκλησιαστικά χτήματα κι απαλλοτριωμένη γης για να την κάνει, κατά πως λέγανε, κεντίδι λαχταριστό! Η έχθρητα ξεμύτισε. Μα απ' όλη αυτή τη σύγχυση τ' αφεντικά βγήκαν κερδισμένα, γιατί δε ματαγίνονται εύκολα τέτοιες ευκαιρίες. Γέμισαν οι πολιτείες άνεργους κι η ύπαιθρος παρακεντέδες. Ξεχέρσωναν την άγονη γη. Κρακ κρακ το χαλίκι. Πέτρα να δει το μάτι σου! Οι παλάμες δε νοιώθαν πια την αφράτη γυναίκα και χάδι παιδιού δε χόρταιναν. Κι ήταν κι άλλες χιλιάδες που τράβηξαν κατά τα έλη, ατέλειωτα έλη και μιλιούνια κουνούπια. Είχαν γενεί οι άνθρωποι σαν την κίτρινη φυλή. Σωστοί κούληδες. Και τα «εγγειοβελτιωτικά έργα και η αποξήρανσις των ελών» κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, όπως και η «αστική αποκατάστασις των προσφύγων». Κι έμενε στυφή η ανάμνησή τους πάνω στις πρησμένες σπλήνες των παιδιών. Μα η προσφυγιά σφηνώθηκε πάνω στη γη της Ελλάδας κι άρχισε να μαλάζεται με τη ζωή της και να χαράζει αποφασιστικά την εξέλιξή της. Είδε κι έπαθε να απαλλαγεί ο πρόσφυγας απ' το λαχταριστό όνειρο του γυρισμού. Κι όταν το ξερίζωσε απ' την ψυχή του, τότε, η μοναξιά κι η κακομοιριά, κι η ανάμνηση του χαμένου παράδεισου, κι η ανάμνηση της νικημένης ραγιαδοσύνης και της πολεμικής αντάρας, όλα έσμιξαν σιγά - σιγά κι έγιναν αποφασιστικότητα για δράση, για μια καλύτερη, ανθρωπινότερη ζωή. Κι έγιναν οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους μια καινούργια ανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα: Προζύμι της προκοπής. Κάποιοι τη νοιώσαν αυτή την αλλαγή, της δώσανε συνείδηση και χρώμα και τη μεταδώσανε και στους άλλους. Δέσανε κόμπο τη δυστυχία τους με του πλαϊνού τους, όποιος κι αν ήταν, πρόσφυγας ή ντόπιος, κι από το τριμμένο αυτό το νήμα άρχισαν να πλέκουν τις νέες ελπίδες τους, μαζί μ' ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Τέντωσαν τ' αυτί τους και τόμαθαν ν' αφουγκράζεται όλες τις καρδιές που χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό χιλιάδες αγαναχτησμένες καρδιές! Κι ένοιωσαν τότε μια ξαφνική, πρωτοείδωτη δύναμη. Ο πρόσφυγας δεν ήταν μόνος με τη μοίρα του να κλαίει· ήταν πολλοί. Ήταν ο ελληνικός λαός.

Οι δουλειές του θείου Γιάγκου όλο και πήγαιναν με τ' απάνω. Στο εργοστάσιο δούλευαν τώρα μέρα και νύχτα βάρδιες. Διακόσοι εργάτες πάσχιζαν να φέρουν γύρα τις καινούργιες μηχανές που φτάνανε απ' τις Ευρώπες. Οι μαστόροι παραπονιόνταν: Λίγα τα χέρια και δεν την άντεχαν την τόση κούραση. Μα ο θείος Γιάγκος τους αποκρινόταν κοφτά, ν' αφήσουν στην άκρη τα οχτάωρα και τις ανταρσίες και να δουλεύουν με ψυχή, γιατί αλλιώς προκοπή δε θάβλεπαν και θάχαναν το ψωμί τους.

—Να βλογάτε την ώρα που βρέθηκα στη στράτα σας και ζήσατε κι ελόου σας, τους έλεγε. Αλλιώς, κακομοίρηδες, θα διακονεύατε, όπως τόσοι και τόσοι πρόσφυγες. Κι ύστερα χτύπαγε τους πιο ζόρικους προστατευτικά στον ώμο: —Άιντε, παιδιά μου, κουράγιο! Θα κουραστούμε όλοι στην αρχή. Μα δουλειά δε θα μας λείψει. Θα το στεργιώσουμε το εργοστάσιο, θα τ' αγαπήσουμε και θα το φροντίσουμε σαν πρωτοπαίδι μας. Θαν το κάνουμε το πρώτο μέσα στα πρώτα. Θα δείξουμε μεις στους ντόπιους τι μπορούν να φτιάξουν οι πρόσφυγες. Κι όταν θαρθεί η ώρα, εγώ, μόνος μου, θε να σας αμείψω κατά τον κόπο σας. Και που ξέρετε; Ο Θεός είναι μεγάλος, μπορεί μια μέρα και να γυρίσουμε στα μέρη μας! Γι' αυτό πασχίζουμε όλοι μας. Ο θείος Γιάγκος είχε διαλέξει με πολλή προσοχή το εργατικό προσωπικό του. Προτιμούσε τους πολύ αναγκεμένους ή κείνους που ήταν νοικοκυραίοι στον τόπο τους, φρόνιμοι, συνετοί και θεοφοβούμενοι και δεν ήταν ακουστό πως γούσταραν τους συνδικαλισμούς και τις ανταρσίες των συνοικισμών. «Αυτοί —έλεγε— που σέβονται ακόμα τ' αφεντικά τους και ξέρουν να ξεχωρίζουν ποια είναι η δική τους θέση...» Κι έπαιρνε και δυο και τρία πρόσωπα απ' την ίδια φαμελιά, έτσι που να προσθέτει τα μεροκάματα και να τους λέει: — Εσείς βγάζετε περισσότερα κι από μένα κι έχετε παράπονο; Εγώ που βάζω τα κεφάλαια τι απολαμβάνω; Φόρους, πίκρες, αγωνίες, ζημιές. Και τζάμπα η προσωπική μου εργασία, μάλιστα τζάμπα. Και με βλέπετε δα αν δουλεύω! Σα σκλάβος! Ο θείος Γιάγκος για ένα διάστημα προσπάθησε να κρατήσει τις παλιές ανατολίτικες συνήθειες. Ήθελε τον εργάτη παραγιό. Ν' ανακατεύεται τ' αφεντικό στη ζωή του. Να τον παντρεύει, να του βαφτίζει κανένα παιδί. Και νάρχεται και κάποτε η φαμελιά τ' αφεντικού στο εργοστάσιο, με τραταμέντα, ταψιά γλυκά και μεζέδες. Έτσι, ο θείος Γιάγκος είχε αποχτήσει πολλούς πιστούς κι αφοσιωμένους εργάτες, που δεν αναγκαζόταν και να τους πλερώνει μεγαλύτερα μεροκάματα για να τον υπηρετούνε με ψυχή. Οι νοικοκυραίοι αυτοί, που νόμιζαν πως ήταν προσωρινοί εργάτες, τον σεγκοντάριζαν. —Δικός μας είναι, έλεγαν· πρόσφυγας. Καλή πάστα. Μη δίνετε προσοχή σ' αυτουνούς που μας ξεσηκώνουν με ψευτιές για λιγότερη δουλειά και μεγαλύτερα μεροκάματα. Αυτοί 'ναι βαλτοί απ' τους ντόπιους επιχειρηαατίες. Πρέπει να το χωνέψει το τσερβέλο μας: Αν κάνει χαΐρι τ' αφεντικό, θα δούμε κι ελόγου μας χαΐρι. Αλλιώτικα!.. Ο συνέταιρος του θείου μου, ο κ. Πολιτίδης, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του. —Γιάγκο μου, είσαι αμίμητος, άφθαστος! Εγώ ποτέ δε θα κατάφερνα μια τέτοια αδελφική συνεργασία με τους εργάτες μου. Ο θείος τότε γελούσε μ' ένα μικρό, στεγνό, ξόφαρτσο γέλιο και του απαντούσε: —Την ξέρω καλά τη γλώσσα τους και τη νοοτροπία τους, γιατί κι εγώ από εργάτης άρχισα κι εργάτης θα μείνω σ' ολόκληρη τη ζωή μου. Αυτή η εξομοίωση, η έστω και θεωρητική, δεν άρεσε καθόλου στον κ. Πολιτίδη. Ο Γιάγκος Σιτζάνογλου δεν ήταν πια ένας άσημος ανθρωπάκος, ένας επιχειρηματίας του Αϊντινιού. Ήταν πρώτος μέσα στους πρώτους της Αθήνας. Είχε τεράστια επιχείρηση. Τον πρόσεχαν οι ισχυροί. Τον προσκυνούσαν οι φουκαράδες. Δεν μπορούσε να ζει στην αφάνεια όπως πριν. Του χρειαζόταν

γνωριμίες τρανές, σχέσεις πολιτικές, μέγαρα για δεξιώσεις, θόρυβος γύρω απ' τ' όνομά του. —Ακόμα και στην πολιτική πρέπει ν' ανακατευθούμε — έλεγε ο κ. Πολιτίδης — που η αδερφή του, η Τζένη, είχε παντρευτεί μ' έναν γιατρό, άλλοτε υπουργό. Κάποιο Κόμμα πρέπει να υπολογίζει και στη δική μας οικονομική ενίσχυση. Στην Ελλάδα, αγαπητέ Γιάγκο, χωρίς φίλους πολιτικούς δε γίνεται τίποτα. — Αυτά είναι που σιχαίνομαι εγώ — έλεγε με δέος ο θείος Γιάγκος — και θέλω να βρεθεί εκείνος ο ένας, ο δυνατός άντρας, που θα τα σαρώσει και θα κυβερνήσει με πυγμή. —Σύμφωνοι, σύμφωνοι, απαντούσε ο κ. Πολιτίδης. Μ' αυτό όμως δε θα πει πως εσύ πρέπει να κάθεσαι σε φτωχογειτονιές, να κάνεις παρέα με ανθρωπάκια κατώτερά σου, και να σε βλέπουν να κυκλοφορείς στα τραμ με τη σακούλα του νοικοκύρη γεμάτη ψώνια. Σου χρειάζεται άλλη ζωή: Μια βίλλα, μια κούρσα, λίγες απαραίτητες δεξιώσεις, λίγος δημοσιογραφικός θόρυβος. —Α, όχι! έκανε τρομοκρατημένος ο θείος Γιάγκος. Δεν είμαι 'γώ γι' αυτές τις δουλειές. Αρκετές είναι οι σκοτούρες μου. Δίνε τες εσύ τις δεξιώσεις και χρέωνε μ' ένα κονδύλι την Εταιρία. Όσο για σπίτι, βέβαια, αυτό το έχω ύπ' όψη μου κι εγώ· πρέπει ν' αγοράσω ένα καλό σπίτι. Και πραγματικά, μήνες και μήνες όργωνε η θεία Ερμιόνη την Αθήνα και τα περίχωρά της, για ν' ανακαλύψει το κατάλληλο σπίτι που ζητούσε ν' αγοράσει ο θείος Γιάγκος. —Πρόσεξέ με! της έλεγε, μεγαλεία δε θέλω, γιατί τα βλέπουν κι οι εργάτες και με το δίκιο τους γκρινιάζουνε. Να είναι ένα σπίτι διόροφο, ευπαρουσίαστο, με τον κηπάκο στο πίσω μέρος, για να ξαπλώνω ν' ανακτώ τις δυνάμεις μου. Όταν η θεία Ερμιόνη πετύχαινε κάτι καλό, εκείνος δίσταζε. —Τι να σου πω, βρε γυναίκα! της έλεγε, η αγορά των ακινήτων είναι μεγάλη ζημιά για τον επιχειρηματία. Σκλαβώνεις ζωντανό κεφάλαιο και το νεκρώνεις. Άσε τουλάχιστο να βρούμε κάτι που να είναι εξαιρετική ευκαιρία. —Τι μ' έχεις τότε και βασανίζομαι! παραπονιόταν εκείνη. Ποτέ σου δεν το αγάπησες το ωραίο. Ποτέ σου δεν ένοιωσες την ανάγκη για λίγη άνεση. Πάρε την απόφαση και ξέγραψε, τέλος πάντων, ένα ποσό. Πες πως δεν τα είχες αυτά τα λεφτά κι αποφάσισε να τελειώνουμε. Οι σκηνές συνεχίστηκαν, όπως κι οι έρευνες. Κάποτε βρέθηκε το «κελεπούρι» που αναζητούσε ο θείος Γιάγκος. Ένας δυστυχισμένος άνθρωπος που είχε χάσει τη γυναίκα του και το παιδί του, μέσα στον ίδιο χρόνο, μίσησε το σπίτι του στο Ψυχικό κι ήθελε να το ξεκάνει όσα-όσα, για να φύγει στο εξωτερικό. Ο θείος Γιάγκος δεν καταλάβαινε, καθόλου, την «ανόητη» αισθηματολογία του ανθρώπου εκείνου. Κατάλαβε όμως πως δεύτερη τέτοια ευκαιρία δε θα του τύχαινε. Κι έκλεισε αμέσως τη συμφωνία. Έβαλε όμως κι έναν όρο στη γυναίκα του: —Θα πάρουμε μαζί μας, της είπε, και τον ανεψιό μου τον Τρύφωνα, για να μην πληρώνουμε και για δαύτον μια περιουσία να τον έχουμε εσωτερικό στο Κολλέγιο. Έτσι, θα βγει ο τόκος των χρημάτων μας. Ο Τρύφωνας ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Έφερνε συχνά και τους συμμαθητές του και πολλά κορίτσια και χόρευαν, πίνανε κοκτέιλ, μιλούσαν για ηθοποιούς, για ταξίδια και έρωτες.

Ο θείος Γιάγκος γινότανε τότε πυρ και μανία. Κλειδωνότανε στο δωμάτιό του και ξεθύμαινε πάνω στη γυναίκα του. —Τι θα μας γίνει ο κανακάρης μας, φώναζε, μαμόθρεφτος, ντιντής; Εμείς δουλέψαμε σκληρά για να τ' αποχτήσουμε τα λεφτά. Δεν τα βρήκαμε στο δρόμο για να τα σπαταλάει ασυλλόγιστα η αφεντιά του. Η θεία Ερμιόνη τον μαλάκωνε. —Νέος είναι, Γιάγκο μου. Τι θες να ζει σαν κι εμάς; Ύστερα για ποιο σκοπό μοχθήσατε κι εσύ κι ο πατέρας του; Για να ζήσουν και τούτα τα παιδιά μια καλύεερη και πιο άνετη ζωή. Τι θα τα κάνετε μήπως τα λεφτά, θα τα πάρετε μαζί σας; Όσα κι αν σπαταλήσει, κι αυτός και τα παιδιά του και τα εγγόνια του, θα μείνουν στην οικογένεια Σιτζάνογλου αρκετά, μην ανησυχείς. —Αυτά να λες κι εσύ και να δούμε που θα βρούμε την άκρη, απαντούσε εκνευρισμένος ο θείος Γιάγκος. Το χρήμα, αν δεν το προστατέψεις και δεν το αυξήσεις, σ' αφήνει και πάει αλλού, στον ισχυρότερο. Γι' αυτό με βλέπεις εμένα ν' αγωνίζομαι. Άλλωστε το παράδειγμα του Βασιλάκη θάπρεπε να σε συνετίσει. Η θεία Ερμιόνη τότε σώπαινε και μελαγχολούσε. Την έτρωγε το σαράκι του πατέρα μου, κι έκανε πολλές προσπάθειες να πείσει τον άντρα της να τον πάρει στη δουλειά του ή, τουλάχιστο, να τον βοηθήσει οικονομικά ν' ανοίξει μια δική του δουλίτσα. —Μάταιο, μάταιο, έλεγε ο θείος Γιάγκος. Χαμένα, χαραμισμένα λεφτά. Στα χάλια που κατάντησε, δεν μπορεί πια να τον σώσει τίποτα, θα μας ρεζιλέψει κι εμάς. Οι σπατάλες του τον φάγανε... Δεν ξέρω αν στ' αλήθεια πίστευε η θεία Ερμιόνη, πως οι σπατάλες τον φάγανε τον πατέρα μου. Μα είχε γαντζωθεί απ' αυτό το επιχείρημα κι έρριχνε πολλά φταιξίματα στη μητέρα μου κι όλο μούλεγε: —Αν δε σ' αφήνω να πηγαίνεις συχνά είναι γιατί δε θέλω να τους έχεις για πρότυπό σου. Μα, ύστερα, όταν μ' έβλεπε να πονώ και να πικραίνουμαι, στεναχωριόταν κι η ίδια και μούλεγε: —Θαρρείς πως κι εγώ δεν υποφέρω να τους βλέπω έτσι; Βράδι ήσυχο δεν έχω δει. Μα τι να τους κάνω; Τι να τους κάνω! Και μούδινε τις μεγάλες μέρες και τις γιορτάδες τα χαρτζιλίκια της, να τα πηγαίνω στη μητέρα. Και σύναζε κι έστελνε κι όλα τα παλιά ρούχα και τα φθαρμένα σεντόνια. Και πλέρωνε που και που και το σκολειό της Νιόβης, γιατί έλεγε «τ' αξίζει τα γράμματα αυτό το παιδί, τ' αξίζει». Και προσπαθούσε να μεγαλώνει τα προτερήματά της, όταν τ' αράδιαζε στο θείο Γιάγκο, όπως έκανε άλλοτε η γιαγιά μου για μένα. Όταν μάλιστα τον έβρισκε στα καλά του, τον ρωτούσε: —Να το παίρναμε και τούτο το παιδί, Γιάγκο, κοντά μας; Τι λες; —Ε, όχι, βρε γυναίκα! απαντούσε κείνος. Τι θα το κάνουμε το σπίτι μας, οικοτροφείο; Πάλι όμως... αν εσύ το θέλεις, πάρε το. Μα η μητέρα σαν το άκουσε εξαγριώθηκε και είπε: —Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε πολύ. Μα άλλη τέτοια «βοήθεια» δεν θα την αντέξει η καρδιά μου. Μου φτάνει ο καϋμός της Αλίκης.

6 ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ. Κι ένα πρωί η οικογένεια Μάγη πήρε τα λίγα υπάρχοντά της και βρέθηκε στην Κοκκινιά. —Εδώ είναι η θέση μας, είπε ο πατέρας. Κι όλοι το κατάλαβαν, ακόμα κι η μητέρα, που εννοούσε να κρατήσει τα περασμένα μεγαλεία της σαν οικόσημα ξεπεσμένης ευγένειας. Σε τούτες δω τις γειτονιές, ένοιωθες μια συντροφιά, μια ζέστα. Άνοιγες το βράδυ την πόρτα σου να πάρεις αέρα και σε τύλιγε ένα φιλικό καλωσόρισμα. Οι καρέκλες του γείτονα πλησιάζανε κι οι αναμνήσεις πλησιάζανε. —Είστε από μέσα από τη Σμύρνη; Από τον τάδε μαχαλά, απ' του δείνα τη φαμελιά; Πώς, πώς γνωστό το όνομα, ακουστός ο δρόμος. Σαν το χοντρό τον άνθρωπο που πια δεν τον χωράνε τα στενά ρούχα του, έτσι έμοιαζε κείνος ο συνοικισμός. Στενά τα σπίτια, στενοί οι δρόμοι, στενά τα οικονομικά, πολλά τα παιδιά. Πόρτες και παραθύρια έχυναν στα σοκάκια μιαν ανθρώπινη μπόχα. Ο ιδρώτας του μόχθου έσμιγε με το σκόρδο της λιτότητας. Τα πρώτα καλοκαιριάτικα βράδια σαν η οικογένεια Μάγη έβγαινε στην πόρτα να ξεκουραστεί και ν' ανασάνει, την έζωνε με το ενδιαφέρον της ολόκληρη η γειτονιά. Όλοι θέλανε να τους φιλέψουνε κατιτίς. «Ό,τι θέλετε, ό,τι σας κάνει ανάγκη να μας το ζητήσετε. Μια πόρτα είμαστε. Και τιμή μας να κοπιάσετε απ' το σπίτι μας. Και να σας έρθουμε κι εμείς. Και να σας στείλουμε μεις μαγιά, αν ζυμώνετε. Και να σας δώσουμε μπόλι απ' τις γαρουφαλιές μας και γιασεμάκι καλέ, τι θα πει, μάλιστα, να σας δώσουμε· σπουδαίο πράμα είναι, μαθές! Και ναρθεί ο άντρας μου την Κυριακή, που δεν έχει μεροκάματο, να το βγάλει κείνο το τζάμι του φεγγίτη να παίρνετε λίγον αγέρα ..» Κι ήρθε και η σειρά των νοσταλγικών αναμνήσεων. —Εχ, είπε μια πονεμένη γριούλα, τα δικά μας τα μέρη ήταν ευλογημένα! Θ' αξιωθούμε ποτέ να ματαγυρίσουμε; Ένας νέος που ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα και διάβαζε, έκλεισε το βιβλίο του επιδειχτικά, σηκώθηκε και με κάποια αδημονία, είπε στη γριά: —Μπρε μάνα! Δεν τα είπαμε χίλιες φορές; Ξέχασε τον πια αυτόν το γυρισμό, να συχάσεις και συ κι οι άλλοι που σ' ακούνε. Ύστερα στράφηκε σ' εμάς που καθόμασταν στη πόρτα και τον περιεργαζόμασταν σα να τον ξομπλιάζαμε. —Δε θέλω να την πικραίνω τη γριά μου, είπε απολογητικά. Όμως, δεν είναι και σωστό να ζούμε με χίμαιρες, που παραπλανούν και να τις μπολιάζουμε και σ' άλλους. Η Νιόβη μόλις βρήκε ευκαιρία μου σφύριξε στ' αφτί. —Δε μου λες; Επίδειξη κάνει ο νεαρός;

Στη γειτονιά λέγανε τόσα παίνια γι' αυτόν το Ζήση Δρόγα που δεν αντέχαμε άλλο. «Να δήτε που θάναι κανένα καλόπαιδο του Κατηχητικού — είπε κοροϊδευτικά η Νιόβη,— φρόνιμο σαν κορίτσι!». Ο πατέρας ήταν ο μόνος που του απάντησε και με αρκετή συμπάθεια. —Παλικάρι μου, του είπε. Μην περιμένεις η γενιά η δική μας να ξεχάσει. Δεν είναι εύκολο. Ο Ζήσης φάνηκε στην αρχή δισταχτικός. Να μιλήσει; Να μη μιλήσει; Έτσι και πήρε όμως την απόφαση, ξεθάρρεψε και λύθηκε για καλά η γλώσσα του. Απευθυνόταν συνέχεια στον πατέρα και κείνος άλλο που δεν ήθελε. —Αυτό που είπατε, κύριε Μάγη, είναι σωστό. Όμως ο πρόσφυγας δεν αεροβατεί! Κοιτάει πως θ' αξιοποιήσει την πείρα, την αξιοσύνη, τις τέχνες, το δαιμόνιο της φυλής που κουβάλησε μαζί του. Απ' την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εδώ δεν άραξε σε καφενέδες. Έπιασε τσάπα και μυστρί, ν' ανοίξει θεμέλια να ριζώσει! Και είδατε; Που είναι η παλιά κακομοιριά; Οι συνοικισμοί γίναν φυτώρια προόδου. Ο πρόσφυγας δεν θέλει να τον πάνε πίσω! Μπροστά θέλει να τον οδηγήσουνε. Αυτός ο ύμνος στο Μικρασιάτη πρόσφυγα άρεσε. Κι ο πατέρας έφερε για παράδειγμα την «ταπητουργία». —Άρχισε απ' τον αργαλιό που στήθηκε στο κατώι της προσφυγικής παράγκας και σήμερα είναι μια τρανή βιομηχανία που αποφέρει στο Κράτος σημαντικό συνάλλαγμα. —Και μήπως είναι μόνο τα χαλιά; πήρε θάρρος ο Ζήσης. Κάθε μέρα ξεφυτρώνουν μεγάλες και μικρές βιοτεχνίες και βιομηχανίες. Ακόμα και την ανατολίτικη καλοφαγία την κάνουν επιχείρηση, είπε γελώντας. Γέμισε ο κόσμος μπυραρίες με γαργαλιστικούς μεζέδες, ουζάδικα, τυροπιτάδικα, σουβλατζίδικα, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβάδες, εκμέκ κανταΐφια και ταούκ - κιοκσού και λουκουματζίδικα και στραγαλατζίδικα. Και μέσα απ' τις παράγκες υψώνονται σιγά σιγά κολωνίτσες από μπετόν και ρίχνονται δεύτερα και τρίτα πατώματα. Καινούργιες σπορές, κύριε Μάγη, για καπνό και κηπευτικά, μα και για ιδέες. Ο βενιζελισμός και ο αντιβενιζελισμός παραψευτίσανε και ξεφτίσανε στα μάτια του κόσμου. Στεκόταν με το δεξί πόδι πάνω στο πεζούλι της πόρτας που ήταν ακριβώς πλάι στη δική μας, γερτός κατά μας, ακουμπούσε τον αγκώνα στο γόνυ του. Ήταν ψηλό ντελικάτο παληκάρι με ίσιο ξανθό μαλλί ριγμένο ανέμελα πίσω και μ' ένα τσουλούφι που μόνιμα έπεφτε στο μελαχροινό μέτωπό του, με μάτια ζωηρά ολόμαυρα που σπίθιζαν καθώς ρητόρευε. Η προκατάληψη που είχαμε γι' αυτόν διαλύθηκε και τον κοιτούσαμε μ' εντελώς άλλο μάτι. Η μάνα μάλιστα τον προσκάλεσε να καθήσει μαζί μας. —Είστε τριτοετής φοιτητής; τον ρώτησε. —Τι φοιτητής, κυρία Μάγη. Στο Πανεπιστήμιο πηγαίνω στη χάση και στη φέξη, όταν είναι ανάγκη να δώσω καμμιά παρουσία. Δεν έχω καιρό. Εργάζομαι. Γι' αυτό και παράτησα το Πολυτεχνείο και ξέπεσα στα Νομικά! —Και τι επαγγέλεσθε; ρώτησε μ' επισημότητα η μητέρα. Η ανακρισούλα αυτή διασκέδαζε ως φαίνεται το Ζήση γιατί πήρε ένα πολύ πονηρό ύφος και της απάντησε.

—Κάνω ό,τι δουλειά μου τύχει. Πουλώ και λεμόνια και λαχεία. Κρατώ και λογιστικά βιβλία. Καμμιά φορά τα καλοκαίρια, κάνω και το γκαρσόνι σε τουριστικά κέντρα. Έχω δουλέψει για ένα φεγγάρι και σε πεθαμενατζίδικο! Η Νιόβη έβαλε τα γέλια. Ως τώρα δεν είχε πει λέξη. Παράσταινε το κοριτσόπουλο που ακούει και δεν έχει δικές του απόψεις. Φαίνεται πως περίμενε ευκαιρία για να κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο στο στίβο. Τη βοήθησε κι η μητέρα όταν είπε: —Εμείς στο σπίτι δεν πάθαμε ποτέ την ψύχωση του γυρισμού. Σ' εμάς πατέρας και κόρη (κι έδειξε τη Νιόβη) τρώγονται συνεχώς για το ποιος έφταιξε για την καταστροφή. Ο ένας λέει πως αν ήταν ο Βενιζέλος στο πηδάλιο θα είχαμε σήμερα Μεγάλη Ελλάδα. Η άλλη χτυπιέται και βρίσκει ρηχές και ανεδαφικές τις θεωρίες του πατέρα. Και μην τα ρωτάτε τι πανδαιμόνιο έχουμε ολοχρονίς! Ο Ζήσης γύρισε και κοίταξε τη Νιόβη με κάποια έκπληξη. Δεν το περίμενε πως κείνο το αμίλητο μικροκαμωμένο κορίτσι μπορούσε να 'χει τέτοιου είδους ενδιαφέροντα. —Δηλαδή εσείς τι πιστεύετε; Ποιος νομίζετε πως έφταιξε; τη ρώτησε μ' αληθινή περιέργεια. Η Νιόβη σήκωσε τους ώμους. —Σημασία δεν έχει τι πιστεύω ή τι νομίζω εγώ ή ο άλλος, είπε. Σημασία έχει ποια είναι η αλήθεια. Δεν ανήκω σε κείνους που φορτώνουν όλα τα σπασμένα στους πολιτικούς και στους στρατιωτικούς και ξοφλάνε. Τα δικά τους φταιξίματα μπορεί να 'ναι σοβαρά μα είναι γνωστά. Όμως ο κύριος ένοχος, αυτός, ξέρει να καμουφλάρεται για να συνεχίσει και στο μέλλον την «προστασία» του το ίδιο «αποτελεσματικά». —Μη μας θίγετε τις Μεγάλες «προστάτιδες» Δυνάμεις! είπε με ειρωνία ο Ζήσης. Ο πατέρας πήγε να διαμαρτυρηθεί, μα τον τράβηξε η μάνα και του 'κανε νόημα να μη μιλήσει. Η Νιόβη δεν το πρόσεξε. Πρόσεχε μόνο το θαυμασμό του Ζήση και σ' αυτόν απευθυνότανε: —Αυτοί οι Μεγάλοι και τρανοί Σύμμαχοι μας στείλανε στη Μικρασία ν' αστυνομεύσουμε τα συμφέροντά τους και μας δώσανε «ελευθερία δράσεως» μόνο και μόνο για να πιέσουνε τους Τούρκους στις διαπραγματεύσεις και να τους αποσπάσουνε όσο περισσότερα μπορούσαν. Και μόλις τα βόλεψαν, κλωτσιά στους ένδοξους Έλληνες! Η παρέμβασή της ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για το Ζήση. Τον έκανε να ξεχάσει τους τύπους και δίχως συγκράτηση καμιά άρχισε να την σεγκοντάρει με οικειότητα και θέρμη: —Αν το αίμα που χύσαμε στο Σαγγάριο ήταν πετρέλαιο... Αν εμείς είχαμε τη Μοσούλη, δε θα βρισκόμασταν σήμερα στην Κοκκινιά, μα στην Κόκκινη Μηλιά! Γι' αυτό τους βλέπαμε στη Σμύρνη τους Μεγάλους Φίλους μας να παρασταίνουν τους ουδέτερους και τους ανήξερους και να κοιτάνε απ' τα βαπόρια τους με αγγλοσαξονικό φλέγμα πώς μας πετσοκόβανε και μας καίγανε οι τσέτες! Ο πατέρας δεν κρατιόταν άλλο: —Και τι 'θελες, αδερφέ; Να δώσουν βοήθεια στους γερμανόφιλους Κωνσταντινικούς που δημιούργησαν τα Νοεμβριανά; Ποτέ δε θα φερνόταν έτσι οι Σύμμαχοι σ' έναν Βενιζέλο. Η μητέρα που είχε σηκωθεί να σερβίρει λίγη βυσσινάδα, σταμάτησε και είπε γελώντας:

—Τον ακούτε; Τα γεγονότα δεν τον προσγείωσαν! Μα στο Θεό σου, Βασιλάκη, συμπάθειες και χατήρια κάνει η πολιτική; Γιατί να 'ναι εκδικητική η Αντάντ μόνο με τους Κωνσταντινικούς κι όχι και με τους Τούρκους, που αυτοί ήταν ανοιχτοί σύμμαχοι των Γερμανών; Αν ο Γούναρης είχε πετρελαιοπηγές να εκχωρήσει, όπως λέει ο κύριος Ζήσης... Η Νιόβη μετακίνησε την καρέκλα της και την πήγε κοντά στο Ζήση. —Για να μη φωνάζουμε, δικαιολογήθηκε, και μας ακούει η γειτονιά. Συνεχίσανε το κουβεντολόι. Η θερμοκρασία όλο και ανέβαινε. Έλεγε ο ένας, απόσωνε ο άλλος. Δεν τους ενδιέφερε πια να πείσουν τον πατέρα, μα να βρούνε κοινά σημεία και λίγο να καταπλήξει ο ένας τον άλλον. Νιόβη: Συχνά αναρωτιέμαι μήπως κι είναι σκέτη απάτη η ανεξαρτησία μας. Η μοίρα των μικρών είναι να υπηρετούνε τα συμφέροντα των Μεγάλων. Όρα και Βρεταννία. Μας «παραστέκει» απ' τα γεννητούρια μας. Μας έφτιασε στα μέτρα των συμφερόντων της. Απ' τη πρώτη στιγμή της λεγόμενης ανεξαρτησίας μας δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να χώνει τη μύτη της στα εσωτερικά μας και να τορπιλλίζει κάθε λαϊκή και δημοκρατική λύση, θέτε στο αγροτικό, στην εκβιομηχάνιση, στον τρόπο που θα κυβερνηθούμε και που θ' ανασάνουμε. Ακόμα και με πόσες σταγόνες νερό θα πλυθούμε. Κι αυτό είναι υπόθεση της Ούλεν. Ζήσης: Και φτάνουνε και σε αποκλεισμούς και κατοχές κι εμφύλιες έριδες! Διαίρει και βασίλευε! Νιόβη: Σκλαβάκια μας θένε, δε χωράει αμφιβολία. Ζήσης: Κι όσες φορές δε μας βρίσκουνε αρκετά υπάκουους μας πασάρουνε τελεσίγραφα και εκφοβιστικές διακοινώσεις. Νιόβη: Και μας ξαποστέλνουνε και τον ένδοξο στόλο τους στα Φαληρικά ύδατα. Ζήσης: Άμα έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; Ο πατέρας εκνευρίστηκε: —Δε νομίζετε, πως αυτά που λέτε είναι αυθαίρετα; Αφήστε την ιστορία να τα ξεδιαλύνει. —Μα για ιστορία, μιλάμε, πατέρα, είπε επιδειχτικά η Νιόβη. Δεν αναφερόμαστε σε φήμες των τριώδων. —Τέλος πάντων, έκανε κείνος και σηκώθηκε. Το μόνο ελαφρυντικό σας είναι ότι είσθε πολύ νέοι. Σας έχουν φουσκώσει τα μυαλά με διάφορες ακαταστάλαχτες θεωρίες και ουτοπίες και αρέσκεσθε να κρίνετε τα πάντα ακόμα και να διαγράφετε προσωπικότητες που λάμπρυναν και δόξασαν την Ελλάδα. Ο Ζήσης του απάντησε με ευγένεια μα και ειλικρίνεια. —Ίσως να τα είπαμε λίγο ζωηρά, κύριε Μάγη. Μη μας παρεξηγείτε. Έχει κι η δική μας γενιά ένα σοβαρό χρέος: να δει καθαρά ν' ανακαλύψει και ν' αποκαλύψει την καταχωνιασμένη και έντεχνα μπερδεμένη ιστορική αλήθεια. Κι όπως ξέρετε η αλήθεια ενοχλεί. Όχι μονάχα εκείνους που έχουν συμφέρον να την κρύβουν, μα και τους ανίδεους και τους ονειροπόλους. Ο πατέρας δεν έδειχνε διάθεση να συνεχίσει. Έβγαλε απ' την τσέπη του γιλέκου του το μεγάλο

στρογγυλό ρολόι του για να δείξει πως πέρασε η ώρα και πρέπει να το διαλύσουμε.

Όταν πήγαμε για ύπνο η Νιόβη μου είπε ενθουσιασμένη: —Καλούτσικος ο φοιτητάκος, ε; Άδικα τον κουτσομπολεύαμε! Ως να μας πάρει ο ύπνος λέγαμε τ' αστεία της βραδιάς και χαχανίζαμε. Μα κι από το πλαϊνό δωμάτιο ακούστηκε το γέλιο του πατέρα. Ήταν ευχαριστημένος γιατί νόμιζε πως είχε ξαναγίνει λίγο ο ήρωας της βραδυάς. Τα τελευταία χρόνια ένοιωσε τόσες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς! Απόταν μεγάλωσε όμως η Νιόβη έκανε προσπάθεια ν' αναστηλώσει το γόητρό του. —Αφήστε τις αστειότητες, έλεγε. Ούτε ο θείος Γιάγκος πλούτισε με τις οικονομίες του, ούτε ο πατέρας φτώχηνε με τις σπατάλες του. Τον κατηγοράτε πως τάχα δεν ήταν προνοητικός, ενώ ο θείος Γιάγκος φρόντισε έγκαιρα κι έστειλε έξω τα χρήματά του. Μα κείνος είχε περίσσια κεφάλαια, ο δικός μας τι θέλατε να περισώσει; Τα πρωτόγονα καζάνια του σαπουνιού, τις ξύλινες τάβλες ή τα χρέη του; Η ίδια η μητέρα έδειχνε τώρα μια διάθεση αλλαγής. Αναζητούσε ένα βιοποριστικό επάγγελμα, γιατί έλεγε πως είχε χρέος κι η γυναίκα να δουλεύει κι όχι να τα περιμένει όλα από τον άντρα. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Στην αρχή εκμεταλλεύτηκε την επιτηδειότητά της στα χτενίσματα. Η πελατεία όμως στη συνοικία ήταν φτωχική. Άλλαξε επάγγελμα. Έμαθε να δουλεύει μέταλλα, να φτιάχνει αμπαζούρια, βάζα και μπιμπελό, μα και τούτη η δουλειά δεν είχε ψωμί. Δοκίμασε τότε τα καλλυντικά. Έφτιαχνε με δεξιοτεχνία κρέμες, πούντρες, λοσιόν και αλοιφές, με συνταγές που είχε φέρει απ' την Ανατολή. Έτρεχε στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα σπίτια του συνοικισμού, να λανσάρει τα προϊόντα της. Κυνηγούσε με το ντουφέκι την πελατεία, μα δεν την κούραζε πια η προσπάθεια, τη δυνάμωνε. Ωστόσο, και να ξεχάσει ολότελα τα παλιά μεγαλεία της, δεν το λέγε. Κι η Νιόβη την πείραζε. —Αν είχε μεγαλοπρέπεια η ζωή σου, μάνα, θα σούλεγα πως θα σε φάει το μεγάλο σου παρελθόν, όπως καταθλίβει τους νεοέλληνες η Ακρόπολη. Μα σε βεβαιώνω πως δεν της βρίσκω τίποτα, μα τίποτα το εξαιρετικό. Αντίθετα, μου φέρνει μια σφίξη όταν σ' ακούω να μιλάς για τα παλιά. —Κι όμως, κανείς δεν ξέρει ποτέ τι τον περιμένει στη ζωή, είπε η μητέρα με διάθεση φιλοσοφική. Ακόμη κι ο εαυτός μας τόσος δα είναι και λέμε πως τον εξουσιάζουμε, πως τον ξέρουμε απ' την καλή και την ανάποδη κι αυτός μας είναι ολότελα άγνωστος. Ούτε που μπορούμε να τον κουμαντάρουμε και να πούμε αυτό θα σκεφτεί, αυτό θα πράξει, τούτον το δρόμο θ' ακολουθήσει. Σ' οδηγεί η μοίρα σου, είτε καλή είναι, είτε κακή... —Μπα, μοιρολατρίες η μάνα μου! φώναξε η Νιόβη. Δε σ' αναγνωρίζω! Τα πιστεύεις όλα τούτα; Και να κυβερνηθεί μπορεί ο άνθρωπος και τον εαυτό του να γνωρίσει και την τύχη του ν' αλλάξει. Κουτούτσικη μανούλα! Κρυφογελούσε η μητέρα και καμάρωνε όπως πάντα τη μικρή της. —Μπορεί εσείς οι νέοι να τα καταφέρετε καλύτερα από μας. Βαδίζετε απ' την αρχή στο σωστό δρόμο. —Και συ μάνα και συ θα τα καταφέρεις. Ποτέ δεν είναι αργά. Η μητέρα γύρισε σε μένα και μου πε:

—Βλέπεις, Αλίκη, τι δασκάλα έχω; Η αλεπού εκατό χρονώ, το αλεπόπουλο εκατόν δέκα. Την προσήλωση και το θαυμασμό ολόκληρης της οικογένειας Μάγη στη Νιόβη τη θεωρούσα, λίγο θρύλο, ένα θρύλο που τον είχε πρωτοδημιουργήσει η ζωηρή φαντασία της μητέρας. Είχαν αποθέσει πάνω σε τούτο το παιδί ό,τι ψηλότερο είχαν φανταστεί και δεν τους ήταν μπορετό να τ' αγγίξουν. Όταν ερχόταν η Νιόβη στο σπίτι της θείας Ερμιόνης, κι ήταν ακόμα παιδάκι του Δημοτικού, άρχισα να θαυμάζω κι εγώ το απέραντο μνημονικό της, τη μεστή σκέψη της και το ένστιχτο που την οδηγούσε να βρίσκει το σωστό χωρίς περιστροφές. Τούτο το παιδί μπλέχτηκε, χειρότερα κι από μένα, στη ζωή των μεγάλων. Δε βρήκε καιρό και άνεση για παιχνίδια και ξεγνοιασιά. Έπεσε μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και πριν μάθει η ίδια να κολυμπάει, πάσχισε να σώσει τους άλλους απ' τον πνιγμό.

7 ΚΕΙΝΗ Η ΠΡΩΤΗ γνωριμία με το Ζήση δεν έμεινε δίχως συνέχεια. Ο πολυάσχολος Ζήσης, που δεν τα βόλευε με τα εικοσιτετράωρα, δεν έλειπε τώρα κανένα βράδυ απ' το σπίτι. Περνούσε για ένα τεταρτάκι, για ένα λεπτό που συχνά γινόταν τρίωρο. Η μάνα τους βάφτισε «Δίκαιους» γιατί έλεγε πως για άλλο δεν κουβέντιαζαν παρά για κοινωνική δικαιοσύνη. «Νέοι είν' αυτοί;» απορούσε. Να μη λένε και καμιά σαχλαμαρίτσα να γελάσουν. «Όλο ευθύνες, ευθύνες! Ποιος τους τις φόρτωσε ήθελα να ξέρω». Οι «Δίκαιοι» μέρα τη μέρα πληθαίνανε και στο τέλος της χρονιάς γίνανε τόσοι πολλοί που δεν τους χωρούσαν πια τα σπίτια. Κάνανε τότε διαβήματα κι ενέργειες να τους παραχωρήσει ο Δήμος ένα εντευκτήριο. Αρχίσανε να φτιάχνουν και μια βιβλιοθήκη που για τον πλουτισμό της τρέχαν Αθήνα, Πειραιά και σκαρώνανε γιορτές και θεατρικές παραστασούλες και χορούς. Κι η Νιόβη με το Ζήση και μ' έναν άλλο Κοκκινιώτη φοιτητή, το Σωτήρη, που ήταν και ποιητής, πασχίζανε να βγάλουν ένα περιοδικό. Οι τρεις τους είχαν γίνει αχώριστοι. Η Νιόβη μάλιστα, έλεγε: —Προτιμώ να κάνω παρέα με δυο αγόρια, έτσι δεν κινδυνεύω από κανέναν. Τ' αρχικά τους το δείχνουν «Σω - Ζη». Έτσι σώζεται η κατάσταση και θριαμβεύει η θεωρία μου πως η φιλία ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι δυνατή, δίχως να παρεμβάλλει τις ασυναρτησίες του ο έρωτας. Υποπτευόμουνα πως η Νιόβη ήθελε την παρέα του Σωτήρη περισσότερο για να κάνει το Ζήση να ζηλεύει. Ο Σωτήρης στην αρχή δεν τα κατάφερνε να παρακολουθεί τη σκέψη τους. Αυτόν τον ενδιέφερε το «άτομο» με τις εσωτερικές του «αγωνίες» και τις περίπλοκες ψυχοσυνθέσεις του. Η δραματική αναζήτηση της ελευθερίας του ατόμου, που όταν συγκρούεται με το κοινωνικό σύνολο, δημιουργεί τραγικά αδιέξοδα. Κι έτρεμε μήπως και του στραπατσάρουν αυτή την προσωπικότητα κι αυτή την ελευθερία. Η Νιόβη θύμωνε μαζί του. Μια μέρα έχασε την υπομονή της και του είπε: —Τι τις θέλεις, μωρέ Σωτήρη, τις ευαισθησίες του εσωτερικού κόσμου, όταν υπάρχει το πεινασμένο στομάχι, η απλυσιά, η αναδουλειά, η αγραμματοσύνη, το σκοτάδι; Δεν καταλαβαίνεις πως το φαφλαταριό αυτό θολώνει τα νερά και δεν ξέρει κανείς πούθε να κάνει; Φανταχτερές, άδειες λέξεις που κουδουνίζουν στο κεφάλι, για να γουργουρίζουν ακίνδυνα τα στομάχια... Ο Ζήσης θεωρούσε υποχρέωσή του νάναι πολύ πιο υπομονετικός με το Σωτήρη και να του δείχνει πρώτα που βλέπει σωστά κι ύστερα που λαθεύει. Προσπαθούσε να τον φέρει μαλακά στην άποψή του και να τον κάνει να παραδεχτεί πως μπούχτησε και δεινοπάθησε ο κόσμος από το «εκλεκτό άτομο το κλειδωμένο στον φιλντισένιο πύργο του». —Ύστερα, πώς το θες, Σωτήρη, του είπε, οι ελευθερίες σου κατάντησαν δώρο άδωρο. —Πες καλύτερα απάτη, φώναξε ανυπόμονα η Νιόβη. Ο Σωτήρης πειράχτηκε, γιατί έβλεπε πως η Νιόβη, όχι μόνο δεν τον θαύμαζε μα αισθανόταν όλη τη διάθεση να τον μειώνει. —Εσείς, είπε νευριασμένος, όλα τ' ανάγετε σ' ένα πελώριο πεινασμένο στόμα, που όποιος το πρωτομπουκώσει κέρδισε τη μάχη. Προς το παρόν, πάντως γεμίζετε το στόμα του λαού ελπίδες για να τις μασάει όπως τα ροκανίδια ο ήρωας του Κνουτ Χάμσουν.

Ο Ζήσης χαμογέλασε, γιατί έλεγε πως με τους ακατατόπιστους «πρέπει ν' αρχίζεις, πάντα, από το σημείο που βρίσκονται αυτοί κι όχι από το σημείο που βρίσκεται συ...» —Κανείς μας δε βλέπει το λαό σαν πεινασμένο στομάχι, του απάντησε. Ο λαός είναι μαζί και η ψυχή και η μεγαλοφυία του έθνους. Είναι η ίδια η ζωή, που δεν τόχει κατά νου ν' αυτοκτονήσει. Είναι ανάγκη να βρούμε το αληθινό όνομα της δυστυχίας των πολλών ανθρώπων για να ξέρουμε να την πολεμήσουμε. Και δε φτάνει μόνο να βλέπουμε σωστά, πρέπει και να δράσουμε σωστά. Όχι να βάζουμε βεζικάντι στη πλάτη γιατί μας πονάει στο στομάχι. —Ο καθένας μας πασχίζει να βρει την αλήθεια, να την κάνει δική του, να της αφοσιωθεί, είπε ο Σωτήρης. Η Νιόβη πετάχτηκε ορθή. —Ποια απ' όλες τις αλήθειες; Ξεχνάς πως ένα σωρό απάτες μασκαρεύτηκαν, κατά καιρούς, σε αλήθειες; Όταν έφυγε ο Σωτήρης και η Νιόβη έμεινε μόνη με τον Ζήση, του είπε: —Ήμουνα πολύ μονοκόμματη κι αδέξια στη συζήτηση. Δε βρίσκεις; —Ναι, λίγο... Μήπως έχεις προσωπικούς λόγους; την πείραξε. —Αν θέλεις πάρτο κι έτσι. Πάντως αισθάνομαι τύψεις. Έχω κολλήσει και γω μονοκομματιά και καταντάω πληχτική και δογματική. Πέστο μου. Γιατί δε μου το λες; Αφού το σκέφτεσαι! —Δεν είσαι η μόνη, Νιόβη, και γω δεν πάω πίσω. Έχω έναν τόνο διδαχής που δεν είναι καθόλου συναρπαστικός κι αμφιβάλλω πολύ αν είναι και πειστικός. Χρειάζεται ν' αναθεωρήσουμε μερικά πράματα. Το πιο μεγάλο λάθος μας ξέρεις ποιο είναι; Αρπάζουμε τον καθένα από τον ύπνο και με μιας τον εκσφενδονίζουμε σε ύψη που ζαλίζουν. Ενώ θα πρεπε να τους αφήνουμε ν' ανέβουν κανονικά τα σκαλοπάτια. Τον κάθε άνθρωπο που δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει τον θεωρούμε του πεταμού. Η Νιόβη τον άκουγε με κατεβασμένο κεφάλι. Της πήρε τα χέρια και τάσφιξε στα δικά του. —Πάντως εσύ, της είπε με κρυφή ζήλεια, θα είχες κάθε λόγο να είσαι αισιόδοξη για το Σωτήρη. Για χάρη σου θα γινόταν κι οπαδός της Κου Κλουξ Κλαν. —Γιατί είσαι κακός; —Κακός; Όχι δεν είμαι κακός, Νιόβη. Είμαι ερωτευμένος! Σαν ήρθε και μου διηγήθηκε τη σκηνή αυτή, φώναζε όλο χαρά. —Επιτέλους! Επιτέλους! Έπεσαν τα τείχη.. . —Τον αγαπάς λοιπόν τόσο πολύ; Τα μάτια της άστραψαν από ευτυχία. —Δεν μπορώ να εκφραστώ με τις γνωστές λέξεις, μου αποκρίθηκε. Μου φαίνεται πως για να γεννηθεί

αυτή η αγάπη, χρειάστηκαν όλες οι αγάπες, που γεννήθηκαν ως τώρα κι όλες όσες θα γεννηθούν στο μέλλον...

Όσες φορές κατέβαινα στην Κοκκινιά κι αντάμωνα τις παρέες της Νιόβης γύριζα στο σπίτι όλο κέφι. Περπατούσα ανάλαφρα, σχεδόν πηδηχτά και μουρχόταν να τραγουδώ. Εκεί κάτω πίστευαν στον άνθρωπο κι αυτό ήταν όλο το μυστικό της μεταδοτικής χαράς τους. Πιάναν το υφάδι της κοινωνίας και το ξύλωναν και το ξανάπλεκαν. Κι έβλεπες με τα ίδια υλικά να σου φτιάχνουν το δράμα μιας νέας ζωής, όμορφης και φωτεινής. Θυμόμουνα τότε τα «ζουρ - φιξ» της μητέρας στο Αϊντίνι, όταν η συντροφιά του Αλέξη Μπένα πάσχιζε και κείνη να ψαλιδίσει τα γερασμένα κλαριά. Ωστόσο τούτα δω τα παληκάρια, με τα τριμμένα ρούχα και τις άδειες τσέπες είχαν ένα καινούργιο δυναμισμό. Πάλευαν με αυτοθυσία χωρίς να προσδοκούν ατομικά ωφέλη. Όταν έφερνα τις σκέψεις και τις ιδέες τους στη βίλλα μας στο Ψ υχικό και τις αράδιαζα να τις ξανακοιτάζω και να τις κάνω δικές μου, μου μαραίνονταν. Σκεφτόμουνα τον Τρύφωνα και τις παρέες του. Αυτοί δεν ήταν καν συνεχιστές του Αλέξη Μπένα. Δεν τους χρειαζόταν πια ο φιλελευθερισμός. Τον βρίσκαν επικίνδυνο και σαν ανάμνηση και σαν παιχνίδι. Ρίχνονταν με λαιμαργία στη ζωή και στην καλοπέραση, μ' ένα μύχιο, ανομολόγητο φόβο πως μπορεί να πάψουν νάναι αύριο οι προνομιούχοι της ζωής. Αυτή η έλλειψη σιγουριάς τούς έκανε σκληρούς, σαν τους πρώτους άποικους, σαν τους δουλέμπορους που έπρεπε να κρατούν μαστίγιο και όπλο για να επιβληθούνε. Οι αντιλήψεις τους δε διαφέρανε καθόλου από του θείου Γιάγκου, που έλεγε: «Οι δικοί μας, οι πρόσφυγες, είναι τα ζιζάνια. Σου ξεσηκώνονται οι συνοικισμοί και ζητούν το λούσο και την καλοπέραση. Ακόμα και οι καπνουλούδισες κι οι υφαντουργίνες και τα δουλικά γυρεύουν σήμερα τη μεταξωτή κάλτσα. Να, που καταντήσαμε!» Πολλές φορές δοκίμασα να συζητήσω με τον Τρύφωνα όλα αυτά τα θέματα. Μα κείνος με αποθάρρυνε. —Δε θέλω να σε προσβάλλω, Αλίκη, μα έχεις κάτι το δονκιχωτικό στη νοοτροπία σου. Τι δουλειά έχεις εσύ να σκοτίζεσαι για όλα τα περίπλοκα, που συμβαίνουν στον κόσμο; Γιατί δε χαίρεσαι την τύχη που σου εξασφάλισε μια τόσο άνετη ζωή; Κορόιδο είσαι να την παίρνεις στα σοβαρά; Η επιπολαιότητα είναι σοφία και άμυνα. Πόσο μακριά ήταν ο Τρύφωνας απ' το παιδί εκείνο της Καστέλλας που αγαπούσα! Ανεβαίναμε τότε μαζί στην ταράτσα να δούμε την ανατολή και τη δύση του ήλιου, να σχολιάσουμε την πικρή μοίρα της Ίρμας και της Στάσας Ρόδη, να κάνουμε παραμύθια τα όσα ξέραμε για την καταστροφή της Σμύρνης. Κι άλλοτε κλαίγαμε κι άλλοτε γελούσαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί. Έψαχνα να βρω τι ήταν εκείνο που νάρκωνε την ανθρωπιά στον Τρύφωνα και τον έκανε υπεροπτικό, καυχησάρη, άδειο και σκληρό, λες και φορούσε πανοπλία και το κάθε τι γλυστρούσε στην επιφάνειά της και χανόταν. Είχε αρχίσει να περιφρονεί ακόμα και τους ίδιους του γονιούς του. Ντρεπόταν να φέρνει στο σπίτι του παρέες, ιδίως τα κορίτσια, που θ' ανακαλύπτανε πως η μητέρα του ήταν αγράμματη κι ο πατέρας του δεν είχε αριστοκρατικούς τρόπους και δεν εννοούσε ν' αποχωριστεί τις συνήθειες που είχε αποχτήσει στο Αϊντίνι, όταν ήταν ένας σκέτος τεχνίτης και τον φώναζαν μάστρο - Γεράσιμο. Γι' αυτό και δέχτηκε με τόση ανακούφιση την πρόσκληση που τούκανε ο θείος Γιάγκος να μείνει προσωρινά μαζί μας στο Ψυχικό. Ωστόσο, εγώ ήθελα να πιστεύω πως διατηρούσα μιαν ευεργετική επίδραση πάνω του και

πως θα τον άλλαζα. Δεν έκανα όμως και καμμιά προσπάθεια όσο ήταν ακόμα καιρός. Αντίθετα. Από τότε που άρχισα να τον συγκρίνω με το Ζήση και το Σωτήρη ξέπεσε ολότελα στα μάτια μου. Έβλεπα μόνο τα κουσούρια του. Ίσως μάλιστα κι οι τόσο αυστηρές κρίσεις μου γι' αυτόν να μην ήταν απόλυτα δίκαιες. «Τον άνθρωπο εξαρτάται από τι πρίσμα τον βλέπεις», μούχε πει κάποτε. Το δικό του περιβάλλον τον έβλεπε σαν ένα ξύπνιο, ζωντανό ζεστό παλικάρι, ικανό να χαρεί τη ζωή και να μεγαλώσει την περιουσία του θείου και του πατέρα του. Ακόμα και ν' αναρριχηθεί στην εξουσία! Μια μέρα βρεθήκαμε μόνοι στη τραπεζαρία. Ήταν ξαπλωμένος σε μια βαθειά εγγλέζικη πολυθρόνα. Έπαιζε στα χέρια του μιαν αλυσιδίτσα και σφύριζε ευχαριστημένος. —Βρε Αλίκη, μου είπε, πότε θ' αποφασίσεις και συ να χαρείς λίγο, να γλεντήσεις. —Δηλαδή, πώς εννοείς αυτό το γλέντι; τον ρώτησα. —Να, πώς, μου 'πε και πήδηξε από την πολυθρόνα, μ' άρπαξε στην αγκαλιά του κι άρχισε να με φιλάει φλογερά στο στόμα. Στην αρχή ένοιωσα μια περίεργη συγκίνηση, ύστερα όμως τον έσπρωξα απότομα κι εχθρικά. Ρίχτηκε ξανά στην πολυθρόνα πειραγμένος. —Μου κάνει εντύπωση η αλλαγή σου, του είπα. Άλλοτε είχες μιαν ευαισθησία, μια τρυφερότητα. Άρχισε να γελάει, νευρικά, ψεύτικα και μούπε κοροϊδευτικά σε τόνο στομφώδη: —Μην κάνεις δα και μελόδραμα τη λίγη ψυχαγωγία που σου πρότεινα! —Αναρωτιέμαι, που τον βρήκες τόσο κυνισμό. —Μου τον εμπνέεις εσύ, με τις σοφίες και την αγιωσύνη σου.

—Τι συμβαίνει με τον Τρύφωνα; με ρώτησε ο θείος Γιάγκος. Κάτι πήρε τ' αυτί μου εχθές. —Κάνει μερικά αστεία, κάπως χοντρά, αποκρίθηκα. —Δε χρειάζεται να είσαι επιεικής! Το σπίτι μου είναι εκκλησία και ο κύριος αυτός πρέπει να το καταλάβει. Δεν ξέρω αν του μίλησε ο θείος του ή αν ήταν οι πολλές και περίεργες συσκέψεις, που είχε τον τελευταίο καιρό, πάντως έγινε αθέατος. Δε μέναμε πια μόνοι κι όταν μέναμε δε μου μιλούσε ποτέ όπως πριν. Έτσι, δεν έμαθα τι είχε συμβεί και μαζεύονταν τώρα μόνο αγόρια, και κουβέντιαζαν με χαμηλή φωνή. Η ψυχή στις συναντήσεις εκείνες ήταν ο Λώλης Χαρίδης, ένα φτωχό παιδί απ' το Παγκράτι, που είχε σπουδάσει με υποτροφία στο Κολλέγιο και που ο Τρύφωνας τον έλεγε «ατσίδα». Ο ατσίδας ήταν φωνακλάς, εύγλωττος και φανφαρόνος. Πίστευε στον εαυτό του, κι έλεγε πως θ' ανέβει ψηλά, όσες θυσίες κι αν χρειαστούν. Καλλιεργούσε με περίσσεια δουλοπρέπεια σχέσεις με όλα τα πλουσιόπαιδα, κορτάριζε τις αδερφές τους, κι ήταν πάντα καλοντυμένος δημιουργώντας χρέη αξεπέραστα στη μητέρα του, που δούλευε νοσοκόμα για να τον μεγαλώσει. Ο Λώλης Χαρίδης ήταν

οπαδός της πυγμής και του κνούτου. —Βρε κουτεντέδες, έλεγε στον Τρύφωνα και στους άλλους τελειόφοιτους, εγώ θα σας ανοίγω τα μάτια; Αν δεν ξυπνήσουμε μεις, και δε βιαστούμε να οργανώσουμε τους νέους, πάει το χάσαμε το μπούσι... Τι διάβολο, κοιμάστε όρθιοι; Μωραίνει Κύριος... Δεν ανοίγετε τα μάτια σας να δείτε που τραβάει ο τόπος με τον κοινοβουλευτισμό; Ο Τρύφωνας τον καμάρωνε τον ατσίδα του και μια μέρα τον άκουσα να του λέει: —Λώλη, όπως είπαμε. Τράβα μπρος και θάχεις οικονομική και ηθική βοήθεια. Κύτταξε μοναχά να πάρεις μαζί σου τη νεολαία των συνοικισμών. Θα σε συστήσουμε σε ανθρώπους που βρίσκονται πολύ ψηλά... Του Λώλη τα μάτια λάμψανε από χαρά. Είχε την περιέργεια να μάθει λεπτομέρειες, αλλά ήξερε πως έπρεπε να δείχνει υποταγή στον Τρύφωνα κι εμπιστοσύνη και να τον αφήνει να πιστεύει πως μέσον αυτού θα λυνόταν το κάθε τι. Τον κύτταζε σαν το σκυλί τ' αφεντικό του. Μα τούτη τη φορά δεν ξέσπασε σε εκφράσεις ευγνωμοσύνης. Λες και μέσα του μια φωνή του 'λεγε: Αυτοί σ' έχουν τώρα ανάγκη. Αυτοί κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους. Ν' αναλάβουν οι ίδιοι βαριούνται, κι ύστερα, το γιο του τάδε και του δείνα εργοστασιάρχη ποιος θα τον πίστευε; Πηδούσε η καρδιά του στη σκέψη πως θάχει το μισθάκο του εξασφαλισμένο, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει και χωριστά τα τυχερά. Και θα γυρίζει στους συνοικισμούς να μιλάει. Τι στοιχίζουν τα λόγια γι' αυτόν; Τούρχονται στο στόμα όπως το σάλιο. Κι από κάτω θα του φωνάζουν τα πλήθη: Γεια σου Χρυσόστομε! Εσένα θέλουμε! Και θα τον έβγαζαν και βουλευτή — αν το απαίσιο κοινοβουλευτικό σύστημα επιζούσε. Αν πάλι πήγαινε κατά διαβόλου, όπως το περίμενε, τότε θα τον διόριζαν σ' ένα επίσημο πόστο· και θα είχε δοσοληψίες με μεγάλα πρόσωπα και θαρχόταν στα χέρια του κονδύλια μυστικά και φανερά, να τα διαχειριστεί, και θ' αποχτούσε σιγά σιγά και την αυτοκινητάρα του, και δε θάχε ανάγκη να γλύφει κατουρημένες ποδιές, για να τον παίρνουν της προσκολλήσεως στα καμπαρέ και στις δεξιώσεις. Ένα βράδυ, που ο Τρύφωνας ήταν πάλι κατακλειδωμένος στο σαλόνι με τους φίλους του και η θεία Ερμιόνη έλειπε στο θέατρο, με κάλεσε ο θείος Γιάγκος στο δωμάτιό του. (Αυτός ποτέ στη ζωή του δεν είχε πατήσει σε θέαμα). —Ε, πώς πάμε; με ρώτησε. Διορθώθηκε ο προκομμένος ή μήπως και συνεχίζει τις ενοχλήσεις του; Δεν περίμενα πως θα ξαναγύριζε σ' αυτό το θέμα και ξαφνιάστηκα. —Διορθώθηκε, είπα. Άλλωστε δεν τον βλέπω καθόλου αυτό τον καιρό. —Ναι, Δόξα νάχει ο Κύριος! έκανε μ' ένα μισοκακόμοιρο ύφος. Χάρη στο Λώλη σοβαρεύτηκε και δεν κυττάζει μόνο τα πάρτυ και τους φραμπαλάδες. Τα μάτια του θείου Γιάγκου γυάλιζαν περίεργα. Είχε ένα αποχαυνωμένο χαμόγελο αμηχανίας στα χείλη, σα να σκεφτόταν από ώρα κάτι απαγορευμένο και δεν ήξερε πως να το πει. —Εδώ που τα λέμε παιδί μου — συνέχισε απροσδόκητα — δε φταίει εντελώς κι ο Τρύφωνας. Πολύ μου ξεπετάχτηκες τον τελευταίο καιρό. Μου φαίνεται πως γρήγορα θα πρέπει να σου βρούμε γαμπρό. Έκανες ένα σωματάκι! Να μην αβασκαθείς! Έχεις κανένα φιλαράκο; Έμεινα άναυδη. Προσπάθησα να μιλήσω, μα η φωνή μου είχε εξαφανιστεί. —Ντρέπεσαι; Με μένα να μη ντρέπεσαι. Εγώ είμαι πατέρας σου και φίλος σου. Όλα μπορούμε να τα

λέμε οι δυο μας. Κείνη την ώρα χτύπησε την πόρτα η κυρά - Χρυσή και ρώτησε: —Με ζητήσατε κύριε; —Όχι, είπε νευριασμένος. Από ώρα την ένοιωθα την κυρά - Χρυσή έξω απ' την πόρτα, να στριφογυρίζει, να μετακινάει καρέκλες, να φυσάει με το στόμα την πόρτα, τάχα πως ξεσκονίζει και να σέρνει τα βαρειά πόδια της με τον επαγγελματικό φλεβίτη· (είχε τη συνήθεια να κρυφακούει...). —Αλίκη —μούπε— η θεια σ' θέλ' να τ' γανίσ'ς ισί τσι πουρπέτ'ς. Θάρθ'ς κουρτσάκι μ'; Ποτέ πρόταση για σπιτική δουλειά δε μούδωσε περισσότερη χαρά. Η θεία Ερμιόνη συχνά με βασάνιζε και μ' έβαζε να κεντάω, να μαγειρεύω, να σηκώνω το τραπέζι, να κυττάζω όλα τα σεντόνια της μπουγάδας, ψάχνοντας με το φακό μήπως υπάρχει κανένα μικρό αόρατο λυώσιμο. Έτρεξα με ανακούφιση κάτω στην κουζίνα κι έβαλα όλη τη μανία μου στο ζύμωμα του κυμά. Όταν γύρισε η θεία από το θέατρο, άρχισε τη συνηθισμένη της γκρίνια για το κάθε στραβό μικροπραματάκι: Γιατί δεν πήγα στη μοδίστρα για πρόβα. Γιατί δε χτενίζομαι καλά. Γιατί δεν ξεσκόνισα το παλτό μου. Γιατί δεν προσκαλώ κι εγώ τις φίλες μου και δεν είμαι κοσμική, όπως ο Τρύφωνας. Γιατί δεν αγαπώ τις σπιτικές δουλειές, μόνο ρίχνομαι στα βιβλία και χάνομαι και ζαβώνω! Ο θείος πήρε το μέρος μου: -Ω! άφησε το επιτέλους ήσυχο το κορίτσι να κάνει ό,τι θέλει. Λεφτά έχει και δεν της χρειάζονται τα νοικοκυριά. Όμορφη είναι και δεν της χρειάζονται τα λούσα. Θέλει να διαβάζει; Ας διαβάζει. Μορφώνεται το παιδί. Γιατί χολοσκάς εσύ; —Γιατί, είπε κείνη, τούτα τα βιβλία την απομακρύνουν από μας, κι ήρθε η ώρα να παντρευτεί και δε θέλει άνθρωπο της σειράς μας, μόνο κυττάζει τους διανοούμενους, τους ξεβράκωτους.... —Ε, και; έκανε πάλι ο θείος μου όλο γαλαντομιά και μεγαλοψυχία. Εγώ θα της δώσω όποιον γουστάρει η καρδούλα της. Το κεμέρι του θείου της νάναι καλά. Το πρόσωπο της θείας Ερμιόνης φωτίστηκε και δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Φοβόταν πάντα μήπως αδικηθώ και δεν πάρω αρκετό μερτικό απ' τ' αγαθά του θείου μου. Η αδυναμία της για μένα γινόταν με τα χρόνια πάθος. Όλος ο καταπιεσμένος ερωτισμός της, όλη η κρυμμένη τρυφερότητα της μητρικής ανάγκης, συγκεντρώθηκαν σε μιαν αγάπη, που καταντούσε τυραννική. Άρχισα κι εγώ να βρίσκω μια νοσηρή ικανοποίηση στη διαφθορά κείνης της αγάπης και να γίνομαι σκληρότερος απ' αυτήν τύραννος. Έκανα πάντα το αντίθετο απ' ό,τι ήθελε. Προσποιόμουνα την άρρωστη για να την τρομάζω. Και σιγά - σιγά συνήθισα να χρησιμοποιώ το όπλο της υποκρισίας, για ν' αμύνομαι και να πετυχαίνω τις μικροεπιδιώξεις μου — όπως κάνουν οι γυναίκες με τους άντρες τους κι οι ραγιάδες με τους δυνάστες τους. Όμως εκείνη τη μέρα, η υπεράσπιση του θείου μου με τάραξε περίεργα. Την υποψιάστηκα την ξαφνική συμμαχία του μαζί μου. Νόμισα τον εαυτό μου ένοχο κάποιας συνωμοσίας που στρεφόταν

κατά της θείας μου και δεν τολμούσα να την κυττάξω κατάματα, όπως πριν. Με βασάνιζε τώρα ένας παραπάνω φόβος, ανακατεμένος με απογοήτευση και αηδία.

8 ΕIXΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ τη θεία Ερμιόνη να μ' αφήνει τα Σαββατοκύριακα να κατεβαίνω στην Κοκκινιά. Η μητέρα χάρηκε πολύ, όταν με πρωτοείδε. —Μπες, μπες να σπάσεις κέφι. Τα έχω στρώσει τα παιδιά στη δουλειά. Δουλεύουν τα καλλυντικά μου. Έχουμε πάλι κάτι κουτσοπαραγγελίες και μόνη μου δεν προλαβαίνω. Αν έχεις όρεξη, δίνεις και συ κανένα χέρι και στο τέλος... πληρώνεις και το μεροκάματό σου! —Και βέβαια θα το πληρώσω, της είπα γελόντας. θα βάλω το κρέας και το φρούτο της Κυριακής. —Τι πήρε τ' αυτί μου! φώναξε από μέσα η Νιόβη κι έτρεξε να με φιλήσει. Βλέπετε, κύριοι, τι τυχερά έχει κανείς όταν διαθέτει πλούσια αδερφή... Ο Σωτήρης έκανε μπροστά μου μια βαθειά κωμική υπόκλιση, μου φίλησε το χέρι και είπε: —Είμαι εις το ύψος σας, δεσποινίς μου; Τι λέτε; Θα μπορούσα να λάβω μέρος στα πάρτυ σας; —Αλήθεια, είπε ο Ζήσης, τι γίνεται ο Λώλης Χαρίδης; Κέρδισε τέλος πάντων τη νεολαία της Ελλάδας; Προχτές εθεάθη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και θέλησε να βγάλει λόγο. Βρε παιδιά, τα γιούχα που έφαγε και τις λεμονόκουπες! Ήταν να τον κλαίγεται η καρδιά σου. Ωστόσο, τον αντίπαλό του, κανένας δεν πρέπει να τον υποτιμάει όσο κι αν φαίνεται φαιδρός. Πίσω από το γελοίο αυτό φτωχοπρόδρομο κρύβονται άλλοι. —Παιδιά, φώναξε η Νιόβη, απόψε το εξηγηθήκαμε, δεν έχει κουβεντολόι. Το τραστ των καλλυντικών της κυρίας Μαίρης Μάγη έχει κι αυτό τα υψηλά συμφέροντά του. Ο Ζήσης θα βάλει το εμπορικό του δαιμόνιο κι ο Σωτήρης την ποιητική του έξαρση. —Κι ελόγου σου, παρακαλώ, τι θα κάνεις; είπε ο Ζήσης· θα φλυαρείς μήπως με την Αλίκη; —Εγώ; Εγώ είμαι αφεντικό, μπορώ να κάνω ό,τι μου γουστάρει. Ύστερα γύρισε σ' έμενα και μου διηγήθηκε με χιούμορ, πώς και γιατί ονόμασε «Μαίρντεν» μια τελευταία κολώνια της μάνας μας, «ένα φοβερό κατασκεύασμα». —Τη βάφτισα «Μαίρντεν»! κατά το Μαίρη, το Άρντεν και την ιστορική φράση του Καμπρόν!.. Γελούσαν και παίζανε. Κι η μητέρα μπαινόβγαινε ζωηρή και ξαναμμένη, γιατί καταπιανόταν κι αυτή με τις αλχημίες της στην κουζίνα. Κάποια στιγμή, τους έφερε ένα ξερό καφεδάκι, γεμάτη καμάρι για το πολύτιμο σερβίρισμά της. (Πώς τους ξέχασε, αλήθεια, τους ασημένιους δίσκους του Αϊντινιού με τα πέντε λογιώ γλυκά!) —Μπρε, μπρε! φώναξαν, τυχεροί που είμαστε απόψε! Για χατήρι της Αλίκης θα πιούμε κι εμείς καφεδάκι. Όταν νύχτωσε κι οι νεαροί γκρίνιαζαν και βρήκαν πως πολυδούλεψαν, τότε μπήκε η μητέρα και φώναξε. —Σχολάστε, σκλάβοι της δουλειάς. Σφύριξε η μπουρού, δεν την ακούσατε; —Το μεροκάματο, το μεροκάματο, μεγαλοκαρχαρίαινα, φώναζαν κεφάτα όλοι μαζί.

—Θα σας κάνω το τραπέζι απ' τα κέρδη. Αν όμως έχω ζημιά, θα τη μοιραστούμε και να το ξέρετε. Θα σας λείψει και το καφεδάκι και η εφημερίδα. Σύρτε τώρα, αγοράστε μια φυλλάδα να διαβάσουμε που βρίσκονται κείνοι οι «Νον πασσεράμος». Γιατί πολύ φοβούμαι πως σύντομα θάχουμε κι εδώ τις προκοπές τους. Η κουβέντα αυτή της μητέρας τους θύμησε πως δεν είχανε σημειώσει στο χάρτη της Ισπανίας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της βδομάδας. Τελευταία κάθε που συζητούσαν το ισπανικό τους έπιανε μελαγχολία. Δεν πήγαιναν καλά τα πράματα. —Μπορείτε να μου εξηγήστε, έκανε ο Σωτήρης, γιατί επιτέλους οι Δημοκρατικές χώρες εννοούν να τηρούν τη «μη επέμβαση» τη στιγμή που ο Φύρερ και ο Ντούτσε την καταπατούνε τόσο φανερά, ξεδιάντροπα και αποτελεσματικά; Κανείς δεν έδειξε βιασύνη ν' απαντήσει. Μόνο ο Ζήσης είπε με κάποιο δισταγμό. —Ίσως θέλουν ν' αποφύγουν μιαν απ' ευθείας σύγκρουση που θα οδηγούσε σε πόλεμο. —Δεν ξέρω αν η καλύτερη απάντηση στη βία είναι ο κατευνασμός, του αποκρίθηκε μελαγχολικά η Νιόβη. Μα βλέποντας το κουρασμένο πρόσωπό του άλλαξε κουβέντα. —Βρε παιδιά, παρατούμε τις έγνοιες και τις βλοσυρότητες να κάνουμε αύριο μια εξόρμηση ίσαμε την Πάρνηθα; Συχνά μου μιλούσε η Νιόβη για την ομορφιά που είχαν κείνες οι εκδρομές τους. Ιδιαίτερα όταν πήγαινε μόνη με το Ζήση. Έψαχναν για κλεφτονέρια. Ξάπλωναν ξέγνοιαστα πάνω στο γρασίδι και λιάζονταν σα σαύρες. Είχαν μια πρωτόγονη χαρά, μιαν ευφορία. Η γη κάτω τους ζωντάνευε κι ένοιωθαν τη νιότης τους να σμίγει με τ' αγριολούλουδα, τα ελάτια και το γαλάζιο άπειρο του ορίζοντα. Όταν η Νιόβη έφευγε για εκδρομή, έμενα και συντρόφευα τη μητέρα κι έβλεπα και τον πατέρα μου, που τον είχε ολότελα ρουφήξει η βιοπάλη. Είχε πετύχει μια θεσούλα γραφιά στους φορτοεκφορτωτές του Πειραιά και βασανιζόταν πολύ. Έφευγε αυγές και γύριζε το βράδυ αργά ξεθεωμένος απ' την κούραση. Φορούσε μια τραγιάσκα και μια μπλε φόρμα. Είχε λυώσει σαν τη μεγάλη πλάκα το σαπούνι, που αφήνει στο τέλος ένα απολιφάδι έτοιμο να σπάσει στο πρώτο σφίξιμο. Δεν του απόμεινε πια κουράγιο για τίποτα. Η μόνη παρηγοριά του ήταν ο κυρ Αντρέας. Μαζί τα κουτσόπιναν και λέγαν τα βάσανά τους και κονταρομαχούσαν με τα «σημερινά χρόνια», που αυτά έφταιγαν για τη φτώχεια και το κάθε κακό που γινόταν στον κόσμο. Ο κυρ Αντρέας, μάλιστα, ταβαζε και με την επιστήμη: πίστευε πως πάνω σ' αυτήν σκόνταψαν και θρυμματίστηκαν όλες οι ελπίδες των ανθρώπων για προκοπή. Ο Σωτήρης σαν τον πρωτάκουσε, αρπάχτηκε: —Η δική σας η τύφλωση, του είπε, χαντακώνει κάθε προσπάθεια προόδου... Μα ο Ζήσης κοκκίνισε από ντροπή, και σαν έμεινε μόνος με το Σωτήρη τούδωσε ένα καλό μάθημα: —Εμένα, Σωτήρη, η ζωή μ' έμαθε νάχω εμπιστοσύνη στην ανθρωπιά, όπου την ανταμώσω, όχι στις ιδέες. Κι ο κυρ Αντρέας έχει ανθρωπιά... Η μητέρα ήταν για τον πατέρα και τον κυρ - Αντρέα ένα σωστό ίνδαλμα. Έφτανε να φανεί, και τότε και τα δυο γεροντάκια παίρναν ύφος ιπποτών. Τέντωναν ίσια τα κορμιά τους και κούμπωναν τα τριμμένα σακάκια τους για να κρύψουν τη φτώχεια τους. Μα τη μητέρα, θεωρητικά δεν την ενοχλούσε πια η

φτώχεια. Άρχισε να πιστεύει, με παιδιάστικη αφέλεια, πως οι φτωχοί είχαν ένα μεγάλο προορισμό στην εποχή μας: θ' άλλαζαν το γερασμένο κι άκαρδο κόσμο — που την είχε και την ίδια τόσο πληγώσει — όπως άλλαζε κείνη την επίπλωση του σπιτιού της στο Αϊντίνι. —Η αδικία δεν είναι νόμος της ζωής, έλεγε με ύφος περισπούδαστο, ούτε η κακομοιριά. Νόμος είναι η ανανέωση. Κι εμείς να μην την αξιωθούμε την αλλαγή, δεν πειράζει. Δεν είναι αυτό που έχει σημασία...

Ένα πρωί γύρισε από την Ιταλία η Ινώ, έτσι απροειδοποίητα. Ήταν πια μια σωστή κοπελίτσα, ψηλή, με κορμί λυγερό και μια στενή, πολύ στενή μεσούλα· αληθινός μίσχος λουλουδιού. Είχε μακριά απαλά μαλλιά που φτάναν ως τους ώμους της κι είχε κληρονομήσει τα πλούσια μάτια της μητέρας και το θερμό της στόμα. Μα ήταν χλωμή και μελαγχολική και δεν είχε καθόλου χιούμορ κι απλότητα. Η σκληρή πείρα που απόχτησε στον ξένο τόπο, με τους ξένους ανθρώπους, φαινόταν νάχει πληγώσει βαθιά την ευαισθησία της. —Απ' την Ιταλία, βιάστηκε να δηλώσει, δε γνώρισα τίποτ' άλλο παρά τους νεροχύτες, τα πλυσταριά και τα κατηχητικά νυχτερινά σχολεία των καθολικών. Ήμουν απ' τις αυγές στο πόδι, σαν το χειρότερο δουλί, κι ετοίμαζα τα γάλατα των μικρών και τα τσάγια της οικογενείας κι έτρεχα για θελήματα και για ψώνια. Η θεία Ελένη με λυπόταν κι αγαναχτούσε, μα δεν μπορούσε ν' αλλάξει τη ζωή μου, γιατί στο σπίτι ήταν άλλοι αφεντικά. Η μητέρα άνοιξε τα φτερά της για να ζεστάνει το νέο κλωσσοπουλάκι της. Τη χουχούλιζε και τη χάιδευε, θαρείς αναδρομικά και για τα χρόνια που της έλειψε. Μα η Ινώ δεν ξαναβρήκε τον παλιό ευτυχισμένο χαρακτήρα της. Νόμιζε πως όλοι την αδικούσαν κι ήταν συνεχώς αναστατωμένη, χωρίς καμιά αυτοπεποίθηση. Η γνωριμία της με τη Νιόβη, της βάθυνε πιο πολύ το πλέγμα κατωτερότητας που τη βασάνιζε· ήθελε ν' αναμετρηθεί μαζί της, αν και περιφρονούσε τις ιδέες της και τις έβρισκε χιμαιρικές. Ούτε κι ο Ζήσης δεν της άρεσε. —Είναι πληχτικός και κουραστικός έλεγε. Δε σε κάνει να αισθάνεσαι, μα να σκέφτεσαι, όλο να σκέφτεσαι. Προτιμώ τον Τρύφωνα. Ήθελε στα γρήγορα ν' αναδειχτεί. Σε τι όμως; Και πως; Κλειδωνόταν μέσα στο δωμάτιό της κι έγραφε, έγραφε κι ύστερα την ακούγαμε να σκίζει τα χαρτιά με φούρκα. Κάποτε καταπιάστηκε και με τη ζωγραφική. Έβαζε πρώτα τις επιγραφές «Το λιμάνι της Γένοβας». «Ονειροπόλημα», «Το κορίτσι με τα μαύρα μάτια». Αν δεν ήταν τόσο φιλόδοξες κείνες οι επιγραφές της, οι πίνακες που έφτιαχνε θάταν καλοί για το εμπόριο. Η μητέρα μάλιστα της πρότεινε να σκεφτεί πραχτικά, πως θ' αξιοποιούσε το ταλέντο της. Μα η Νιόβη την πείραζε: —Βρε, ιερόσυλον πλάσμα, τι σου φταίει η τέχνη και βάλθηκες να την κακομεταχειρίζεσαι έτσι; —Θέλω να δοκιμάσω να κάνω κάτι, έλεγε απελπισμένη. Νοιώθω μέσα μου, λέξεις, νότες, χρώματα και σχήματα σαν ένα κουβάρι μπερδεμένο. Αν έπαιρνα μιαν άλλη μόρφωση ίσως μπορούσα να κάνω κάτι. Η Νιόβη προσπαθούσε να τη βοηθήσει. —Δεν ξέρω πως να φερθώ με την Ινώ, έλεγε στενοχωρημένη. Είναι φορές που βλέπω πως έχει έναν πλούτο που ζητάει να εκδηλωθεί. Κι άλλοτε μου δίνει την εντύπωση πως είναι άδεια, εντελώς άδεια.

Δεν καταλαβαίνεις τι της λείπει: οι ηλεχτρικές εγκαταστάσεις ή η παροχή ρεύματος; Κι απορεί και θυμώνει κι απελπίζεται για το σκοτάδι που την κυκλώνει. Όταν δείχναμε ενδιαφέρον για τα ζητήματά της μας απόπαιρνε: —Δε μ' αρέσει ν' ασχολείσθε όλοι μαζί μου, έλεγε ψυχρά. Είχε υιοθετήσει μια ψεύτικη αδιαφορία που πίστευε πως την προστάτευε από εχθρούς και φίλους. Ήθελε να κρατάει σε απόσταση όλους, ίσως για να μη δημιουργούνται οικειότητες και συναισθήματα. Η ψυχρότητά της ήταν φτιαγμένη από πικρία. Ωστόσο η ομορφιά της κι η φυσική της ευγένεια γεννούσαν δυνατές συμπάθειες σ' όσους τη γνώριζαν. Η μητέρα είχε μπρος στην Ινώ ένα αίσθημα ενοχής. Πίστευε πως την αδίκησε, αφήνοντάς τη να φύγει από κοντά της. Η επιστροφή της Ινώς δημιούργησε νέο οικονομικό πρόβλημα για την οικογένεια. Κι η κατάσταση δεν άργησε να χειροτερέψει. Δυο μήνες αργότερα γύρισε και ο Στέφος. Ήρθε από την Αγγλία άνεργος κουβαλώντας μέσα στο ναυτικό του σάκκο λίγα δωράκια και μπόλικη απαισιοδοξία. Είχε φύγει ένα αμούστακο αγόρι, δειλό και φοβισμένο, και τώρα ήταν άντρας δασύς, με μπράτσα όλο πλεγμένα ποντίκια, με χοντρές φλέβες σαν καραβόσκοινα και στήθος στητό και πλατύ. Μόνο το πρόσωπό του είχε μείνει παιδικό, φρέσκο, με δυο καλοκάγαθα μάτια συνεχώς εκπληχτα. Καθώς άπλωσε τις χερούκλες του κι αγκάλιασε τη μητέρα, έλεγες πως θα τη συντρίψει, τόσο αδύνατη κι εύθραυστη είχε γίνει. Κλαίγανε από χαρά κι οι δυο και μουρμουρίζανε τρυφερά λόγια γεμάτα πόνο και νοσταλγία. —Πώς θάθελα να σου φέρω το χρυσάφι της Τράπεζας της Αγγλίας και να σου πω: να, βρε γριά, πάρε και βόλεψε την κατάσταση. Μα βλέπεις, μάνα, ήρθα νέτος με άδειες τσέπες. —Τι λες παιδί μου! Μούφερες το μόνο χρυσάφι που ποθεί η ψυχή μου, τη χαρά να σ' αγκαλιάσω και πάλι. Γύρισε βουρκωμένη και κύτταξε όλα τα παιδιά της, που ήταν συγκεντρωμένα ύστερα από τόσα χρόνια διασποράς. —Τα είδες τα κλωσσόπουλά μου, να μην αβασκαθούν! είπε ευτυχισμένη. —Τι κλωσσόπουλα, βρε γριά! Εδώ 'βλέπω πουλαδίτσες τρυφερές. —Ζήτω, το Μάγηκο κοτέτσι! φώναξε με κέφι η Νιόβη. Ο Στέφος την άρπαξε στα χέρια του και προσπάθησε να τη σηκώσει ψηλά, λες κι ήταν το μικρό κοριτσάκι που άφησε φεύγοντας. —Αδιόρθωτο πειραχτήριο, της είπε. Κι ύστερα γύρισε στην Ινώ και σε μένα. —Τι βλέπω; λεύτερες μου είστε ακόμη και οι δυο σας; Μα δεν έχουν μάτια λοιπόν τα παλικάρια στην Ελλάδα ή μήπως έχασαν το γούστο τους;

—Εγώ περιμένω το βασιλόπουλο του παραμυθιού, είπε η Ινώ. Ίσως κατά βάθος να μην ήταν και ψέματα. Είχε ρθει και η Ριρή και για πρώτη φορά έφερε και το μωρό της. Ο Στέφος πήρε τη μικρή στα χέρια του, τη χοροπήδησε, της έδωσε μιαν ασημένια κουδουνίστρα και τη σκέπασε με μια ωραία ροζ κουβερτίτσα. —Η αληθινή χαρά βρίσκεται μόνο στα παιδιά, είπε με πίκρα. Και μεις γεράσαμε κι ακόμα δεν αξιωθήκαμε να φτιάξουμε οικογένεια. Η Ριρή κουνούσε μηχανικά το κεφάλι, μα φαινόταν ζαλισμένη. Ο Νώντας της είχε κάνει μια φοβερή σκηνή, γιατί έβαλε στο μωρό άσπρο ζιπουνάκι κι όχι ροζ και γιατί άφησε στην πεθερά της εντολή να δώσει κουάκερ στο μεγαλύτερο κοριτσάκι της κι όχι ρύζι, μια και χτες είχε ενεργηθεί δυο φορές! Όταν ήρθε η σειρά να γνωριστεί ο Στέφος με το Ζήση, στάθηκε και τον κύτταξε με ματιά περισσότερο αμήχανη, παρά ερευνητική. —Μαντεύω, ποιος είναι, είπε. —Δική μου παράλειψη που δεν σου τον σύστησα έκανε η Νιόβη. Μα μέσα στο μελοδραματικό αυτό πανδαιμόνιο των έκτακτων συγκινήσεων της οικογενείας Μάγη... Ο Ζήσης άπλωσε το χέρι του κι ο Στέφος το χούφτωσε με εγκαρδιότητα. —Φίλε μου του είπε, σε ξέρω τόσο καλά από τα γράμματα της γριάς μου, που θα σε γνώριζα απ' την πρώτη ματιά, ακόμα κι αν σ' έβλεπα στο Λονδίνο. Η μητέρα μπαινόβγαινε χαρούμενη να κουβαλάει κρασί και ροδοκόκκινες πατάτες με μοσχολιστό ψητό. Την τελευταία στιγμή πήρε είδηση πως τα πιάτα και τα ποτήρια ήταν λιγοστά και δεν φτάναν για τόσο κόσμο. Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας και φώναξε στην χυρία Ζωή, τη γειτόνισσά μας, αν μπορούσε να μας τα συμπληρώσει. —Μετά χαράς, έκανε η κυρία Ζωή. Και φώναξε το ίδιο σύνθημα στην παραδιπλανή γειτόνισσα. Ήρθαν δυο τρεις γυναίκες με γυαλικά, γεμάτες περιέργεια να δουν τον καινουργιοφερμένο γιο. —Καλώς τον δεχθήκατε! λέγαν, πίνοντας στο ποδάρι ένα ποτηράκι ρετσίνα. Ο Στέφος γούρλωσε τα μάτια του καθώς είδε την κόρη της κυρίας Ζωής, πεταχτή, στρουμπουλή και τσαχπίνα. —Μμ! μούγκρισε στ' αυτί της μάνας. Να, κορίτσι κατάλληλο για το γιο σου. Δεν τήνε κρατάς να φάει μαζί μας; —Σαν πολύ βιαστικός είσαι. Άφησε, έχω άλλες νύφες κατάλληλες για το λεβέντη μου. Το κέφι μεγάλωσε με το φαΐ. Ο Στέφος ήθελε να πληροφορηθεί τα πάντα μέσα σε λίγη ώρα και βομβάρδιζε όλους μας μ' ερωτήσεις. Κάποια στιγμή τα μάτια του συννέφιασαν. Γύρευε να δικαιολογηθεί που γύρισε άνεργος. —Όλα τα πλοία δένουν, είπε. Οι χώρες κλειδομανταλώνονται και υψώνουν δασμολογικά τείχη. Δεν

υπάρχουνε δουλειές παρά μόνο για τους έμπορους του θανάτου. Άμα θέλεις να μεταφέρεις μπόμπες και κανόνια, τότε τρως ψωμί. Μα ο καθένας σκιάζεται να παίξει τη ζωή του. Η Νιόβη τον κύτταξε ερευνητικά. —Μου φαίνεται, του είπε, πως δεν έχασες τζάμπα τον καιρό σου στις ξένες χώρες που περνοδιάβαινες. —Αμ, δε χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς τι πάνε πάλι να μας σκαρώσουν. —Ωστόσο, εμείς εδώ, ευτυχούμε, έκανε ειρωνικά ο Ζήσης. Τόσο ευτυχούμε, που στέλνομε τα πολύτιμα προϊόντα μας στο Φύρερ και κείνος, σ' αντάλλαγμα, μας στέλνει καναρινάκια για να μας τέρπουν και να διακοσμούν τα κλουβιά μας. —Βρε παιδιά, σας εξορκίζω! φώναξε η Ινώ νευριασμένη, μην αρχίστε πάλι τα πολιτικά. Έπαθα δυσπεψία από τέτοια θέματα. —Πολιτική το λες εσύ το ζήτημα του ψωμιού μας και της ζωής μας; έκανε ο Στέφος. —Ξέρεις, Στέφο, η Ινώ βγάζει τώρα χίλιες δραχμές το μήνα και αισθάνεται σιγουριά, είπε με κάποια ειρωνία η Νιόβη. Η μητέρα θέλησε να προλάβει το απαραίτητο αδελφικό καυγαδάκι και τόριξε στ' αστεία: —Κι η Νιόβη είναι «αυτάρκης». Εργάζεται και σύγχρονα σπουδάζει. Μα κι εγώ που με βλέπεις είμαι επιχειρηματίας με... σταθερό παθητικό, που μου το καλύπτει το αιώνιο θύμα μου, η Αλίκη. —Μπράβο, στα θηλυκά μας, μπράβο! Καλά λέει ο γέρος πως εσείς τα βολεύετε καλύτερα απ' τους άντρες. Ώστε, να πούμε, εγώ θα είμαι μάλλον ο κηφήνας εδώ μέσα!

Κείνη η πρώτη βραδιά της επιστροφής του Στέφου ήταν εύθυμη κι όμορφη. Μα από τη δεύτερη μέρα, άρχισε πάλι να γκρινιάζει, ν' απελπίζεται και να τα χάνει. —Γριά, έλεγε της μητέρας, μου φαίνεται πως θα σας γίνω φόρτωμα για καιρό. Πήγα στο Σύλλογό μου. Κίνηση καμιά στο λιμάνι. Θα κρεπάρω. Δεν έμαθα να ζω χωρίς χαρτζιλίκι. Και τα κορίτσια που με κυττάζουν, γιατί νομίζουν πως έφερα λίρες! Η μητέρα τον παρηγορούσε και τούλεγε να κάνει υπομονή. Μα η Νιόβη τη μάλωνε. —Μη τον παραχαϊδεύεις, δεν είναι πια παιδί· πρέπει να μάθει ν' αντιμετωπίζει ψύχραιμα την πραγματικότητα. Άφησ' εμένα και το Ζήση να τον συνεφέρουμε, είναι καλή πάστα ο Στέφος. Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια μέρα άκουσα το Στέφο να δηλώνει: —Θέλω να νετάρω με κείνον τον παλιό εαυτό μου. Τι μ' ωφέλησαν τ' άσκοπα μπουρίνια μου κι οι θυμοί μου; Μόνο με αγώνες μπορεί να φτιάξει κανείς μια καλύτερη ζωή. Θαύμαζε το ήθος του Ζήση, τις γνώσεις, την εξυπνάδα του.

—Σπουδαίο παλικάρι! έλεγε στη μητέρα. Καλά τον διάλεξε το στερνοκούνι σου τον μέλλοντα σύζυγό της. Μόνο που πετάει στα σύννεφα. Εγώ αν είχα τη σοφία του θα κύτταζα κάπως πραχτικότερα τη ζωή. Δε θάμουνα με μισό παπούτσι... Ύστερα όταν μια μέρα έμαθε πως ήταν με τους φοιτητές που αντιμάχονταν τη δικτατορία κι υπήρχε φόβος να εξοριστεί, τάχασε. —Τι συμβαίνει με το Ζήση; ρώτησε. Η μητέρα χαμογέλασε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους. —Συνηθισμένες δουλειές. Έτσι γίνεται μ' όσους θέλουν τον ηλεκτροφωτισμό. —Για ποιον ηλεκτροφωτισμό μιλάς, βρε γριά; Σα να παραγενήκατε γρίφοι, όλοι εδώ μέσα. Ο Στέφος θάθελε να ξεκαθαρίσει όλες τις απορίες του, μα το βρήκε φρονιμότερο να μην πολυρωταει. Μάντευε, κι αυτό έφτανε για να γεμίσει πανικό την καρδιά του. Άρχισε ν' αποφεύγει το Ζήση. Έψαχνε να βρει τρόπο ν' απομακρύνει και τη Νιόβη από κοντά του. —Παλιολαός, μουρμούριζε. Δεν αξίζει να θυσιάζεις γι' αυτόν ούτε την παρανυχίδα σου. Ο ένας προδίνει τον άλλον. Ο θείος Γιάγκος δεν έχει άδικο όταν λέει πως μόνο το κνούτο θα τον συνεφέρει. Μάτια δεν έχουν οι άνθρωποι να τη δούνε την αιτία της κακομοιριάς τους; Είναι ανάγκη να τους κυνηγάς, να τους βάλεις με το στανιό την αλήθεια στο κεφάλι; Κι αυτοί να σε προδίνουν με το πρώτο και να σε παραδίνουν, όπως ο Ιούδας το Χριστό! Παράταμε, αδερφέ, με τις ανωτερότητες... Κύτταζε ήσυχα και καλά τη δουλειά σου, το συμφέρον σου. Όταν τον άκουγε ο Ζήσης να μιλάει έτσι, τον άφηνε να ξεθυμαίνει κι ύστερα υπομονετικά, όπως μιλούν σ' ένα πεισματάρικο παιδί που δε θέλει να καταλάβει, τον έφερνε βόλτα. —Στα χρόνια μας, Στέφο, για ν' ανακαλύψεις την αλήθεια πρέπει να γίνεις λίγο εφευρέτης. Και για να την επιβάλεις πρέπει να γίνεις Ηρακλής. Όμως, έρχεται μια στιγμή που τα γεγονότα συγκλονίζουν τους ανθρώπους και τους κάνουν και καταλαβαίνουν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί τη ζούνε την αλήθεια. Δεν πρόκειται για ονειροφαντασίες και ουτοπίες δικές σου και δικές μου. Ο Ζήσης έλεγε, πολλές φορές, πως ο άνθρωπος δεν είναι πηλός να τον κάνεις ό,τι θέλεις. Είναι μαλαχίτης και δουλεύεται δύσκολα. Αν θέλεις να σ' εμπιστευτεί, πρέπει νάχεις υπομονή. Και να τραβάς εσύ μπροστά, πάντα μπροστά, παίζοντας τη ζωή σου.

9 Η ΘΕΙΑ ΕΡΜΙΟΝΗ χαιρότανε σαν μικρό παιδί γιατί ο Τρύφωνας, που θα φευγε για σπουδές στη Χαϊδελβέργη, αποφάσισε να δώσει στο Ψυχικό, μεγάλο αποχαιρετιστήριο χορό. Η ελπίδα πως μέσα στους καλεσμένους θα μπορούσε να βρεθεί κανένα «καλό παλικάρι» που να μ' αρέσει την έκανε να ξεχάσει τις συμβουλές του γιατρού γι' ανάπαυση. Ξεσηκώθηκε απ' το κρεβάτι και με πήγε στην καλύτερη ράφτρα. Τα μάτια της λάμπανε, λες κι ήταν αυτή η νέα, που θα χόρευε και θα διάλεγε τον υποψήφιο γαμπρό. Μου αγόρασε μια αιθέρια ροζ μουσελίνα και χρυσά πέδιλα, χρυσό κολλιέ. Ώρα πολλή με καμάρωνε, με στριφογύριζε, μούφτιαχνε τα μαλλιά. Και βάλε λίγη μυρωδιά. Και πιο κάτω τη ζώνη σου. Και πιο πάνω το λουλούδι σου. Και στρώσε το ρουζ στα χείλη σου. Κι όταν χορεύεις να σηκώνεις ανάλαφρα το μακρύ μουστάνι σου, μην το πατήσεις. Έτσι, με χάρη! Και κύτταξε μην αρχίσεις φιλοσοφίες κι άλλα ανιαρά για ένα κορίτσι θέματα. Εγώ στεκόμουνα ανόρεχτα, μα δεν αντιδρούσα, μόνο την πείραζα και την ρωτούσα, ποιόν γαμπρό πάλι είχε βάλει στο μάτι κι έκανε όλες εκείνες τις ετοιμασίες. —Κορόιδευέ με, έλεγε μελαγχολικά. Κι όμως εγώ δε σκέφτομαι άλλο από την ευτυχία σου. Να σε δω αποκαταστημένη, να ξέρω πως εξασφαλίστηκες, κι ύστερα ας κλείσω τα μάτια μου... Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες, έτρεχε παντού πολυάσχολη να δώσει τις οδηγίες της στο μάγειρα και στα γκαρσόνια και στον ηλεκτρολόγο που περνούσε χρωματιστά φώτα στον κήπο. Κι όλο έλεγε στον Τρύφωνα: —Καλά που ήρθες κι εσύ, παιδί μου, κι άνοιξε το σπίτι μας. Γιατί η Αλίκη με τα βιβλία της κι ο θείος σου με τις επιχειρήσεις του, μη μου τους κύκλους τάραττε! Ο Τρύφωνας χαμογελούσε ευχαριστημένος και στεκόταν μπρος σε κάθε καθρέφτη και καμάρωνε τον εαυτό του. —Θεία Ερμιόνη, της είπε, το βράδυ ν' αποσυρθήτε με τρόπο, και να παρασύρετε και το γέρο Σιτζάνογλου, για ν' αφήστε τόπο στα νιάτα. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα άρχισαν να καταφθάνουν το ένα πίσω από τ' άλλο με κοπέλες, που φορούσαν φανταχτερά φουστάνια και κοσμήματα, και με παλικάρια ατσαλάκωτα, που έλεγες πως βγήκαν από φιγουρίνια. Γελούσαν, μιλούσαν, χόρευαν και τρώγαν με κέφι και ξεγνοιασιά. Ο Λώλης Χαρίδης προσπαθούσε να επιδείξει την αξία του στο θείο Γιάγκο. Από ώρα καιροφυλακτούσε να τον απομονώσει. —Πώς πάνε οι δουλειές, κύριε Σιτζάνογλου; —Ε, δόξα τω Θεώ! Ας λέμε καλά για να μην πούμε μη χειρότερα, έκανε ο θείος Γιάγκος με το συνηθισμένο εκείνο κακομοίρικο ύφος, που δεν έλεγε να το εγκαταλείψει, από φόβο μην του ζητήσουν δανεικά. —Τώρα όλα πάνε καλά. Πρέπει νάχουμε εμπιστοσύνη στο νέο μας καθεστώς. —Τι άλλο κάνουμε; είπε ο θείος Γιάγκος. Ήταν καιρός να τελειώσει η αστάθεια και το ρεζιλίκι να βλέπουμε τις κυβερνήσεις να κατρακυλούν η μια πίσω απ' την άλλη, χωρίς ποτέ νάχουν τον απαιτούμενο χρόνο να χαράξουν ένα θετικό πρόγραμμα και να το εφαρμόσουν. Εμένα τα πολιτικά δε μ' αρέσουν. Με ξέρεις. Μα τούτη δω η κατάστασις, φίλε μου, είχε συνέπειες και στη δουλειά μας.

Θαύμαζα κι εγώ, σαν όλους τους Μικρασιάτες, το Βενιζέλο και τη Δημοκρατία. Μα πάει στο διάτανο! Σκάρτεψαν όλα στα πονηρά χρόνια που περνούμε. Έντεκα επαναστάσεις και στρατιωτικά κινήματα μέσα σε είκοσι χρόνια! Το σκέφτηκες; —Θυμάστε τι σας έλεγα εγώ για το κοινοβουλευτικό σύστημα; του απάντησε ο Λώλης θριαμβευτικά. Σάπισε, έγινε άχρηστο. Πέρασε η εποχή που οι αερολόγοι Αγγλογάλλοι τσαμπουνούσαν τα ψευτοδημοκρατικά τους ιδεώδη. Τουλάχιστον η Γερμανία του Χίτλερ μας δίνει ένα καλό παράδειγμα πειθαρχίας και νοικοκυροσύνης. Ο θείος Γιάγκος έριξε στο Λώλη μια ματιά όλο ικανοποίηση. Αυτός ο νέος άξιζε πραγματικά την υποστήριξή του. Ωστόσο δε θάταν άσκοπο να ξέρει κι ο Λώλης Χαρίδης, όπως και κάθε άλλος, πως ο Γιάγκος Σιτζάνογλου δεν είναι διατεθειμένος ν' ανοίξει το πουγγί του και να μπουκώνει ανεξέλεγκτα το νέο καθεστώς. —Χρειάζεται περισυλλογή και σύνεση, είπε. Ακόμα και τώρα... Ο Λώλης ένοιωθε τα νεύρα του να σφίγγονται. Θάθελε τουλάχιστον να τον βάλει στη θέση του. Μα συγκρατήθηκε γιατί τον είχε ανάγκη. —Ε, τι να γίνει κύριε Γιάγκο, θα κάνετε και σεις λίγες θυσίες για να φυλάξετε τα πολλά, του αποκρίθηκε ξερά κι ειρωνικά. Δε γίνεται αλλιώς. Δεν μπορεί νάχουμε και την πήττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Ο Λώλης είχε ταπεινωθεί πολλές φορές μπρος στους Σιτζάνογλου, όταν ακόμα γύριζε με τρύπια παπούτσια και ζητιάνευε τη βοήθειά τους. Στο βάθος της ψυχής του τους μισούσε. Μα τώρα τα πράματα άλλαζαν. Τώρα είχε αρχίσει να ανεβαίνει, νάχει λεφτά στην τσέπη του, νάχει δύναμη στα χέρια του. Οι γειτόνοι τον τρέμανε και τον χαιρετούσαν με υποκλίσεις. Ένας του λόγος έφτανε για να τους χαντακώσει μια για πάντα. Αύριο θα τον έτρεμαν κι οι Σιτζανογλέοι. Γιατί όχι; Ο Τρύφωνας τους πλησίασε με μια παρέα από κορίτσια. Άρπαξε το Λώλη και ρίχτηκαν όλοι μαζί στο χορό. Η βραδιά ήταν για γλέντι κι όχι για συζητήσεις. Στον κήπο απομακρύνονταν τα ζευγάρια κι ακούγονταν τα γέλια τους. —Κανένας δε σ' αρέσει εσένα; Κανένας; μου είπε η θεία Ερμιόνη καθώς με πλησίασε. Κύτταξε πόσα ωραία και πλούσια παλικάρια είναι δω απόψε! Πήγαινε να χορέψεις. Κάνε επιτέλους μιαν εκλογή... —Δε με είδατε πώς τρελλοπηδάω και χαχανίζω; —Σε είδα, σε είδα που δεν χάραξε το χείλι σου, λες και σε νευριάζουν οι πάντες και τα πάντα. Κι όμως, Αλίκη παιδί μου, αυτός είναι ο κόσμος σου. Πρέπει να τον αγαπήσεις, πρέπει να τον καταλάβεις. Τα χρόνια περνούν, είναι ανάγκη να παντρευτείς, πριν εγώ κλείσω τα μάτια μου. —Μα τι σας έπιασε, τώρα δα; Γιατί αυτές οι μελαγχολικές σκέψεις; Γύρισα και την κύτταξα. Ήταν χλωμή και τα μάτια της βαθουλωμένα και σβησμένα. —Δεν αισθάνομαι και τόσο καλά, μου είπε. Δεν ξέρω... η καρδιά μου πάλι. Πήρα και τις σταγόνες, μα δε μ' έπιασαν. —Κουραστήκατε, της είπα. Δεν πάτε να πέσετε;

—Ναι, θα πάω. θα πάω αν μου υποσχεθείς πως δε θα μ' ακολουθήσεις, πως θα μείνεις εδώ, να χορέψεις, να χαρείς. Οι λέξεις της βγαίνανε με κόπο. Την είχε πιάσει δύσπνοια. Την πήρα από το μπράτσο και την έφερα ως το δωμάτιό της. Δεν πρόλαβε ούτε καν να ξεντυθεί. —Ζαλίζομαι, μου είπε. Κι έπεσε ξερή, ενώ ένας κρύος ιδρώτας έτρεχε απ' το μέτωπό της. Φώναξα το θείο Γιάγκο, τηλεφωνήσαμε στο γιατρό. Μα εκείνη, από λεπτό σε λεπτό, όλο και χειροτέρευε. Της κρατούσα το χέρι. Ήρθε ο γιατρός, της έκανε μια ένεση. Μόλις συνήρθε άνοιξε τα μάτια της, μου χαμογέλασε, και με σβησμένη φωνή μου ψιθύρισε: —Πήγαινε να χορέψεις... Η θεία Ερμιόνη έπαψε ν' ανασαίνει, στις πέντε το πρωί. Το σπίτι ήταν γεμάτο ακόμα από πιάτα με μεζέδες και ποτήρια με κρασί. Η κυρά - Χρυσή συμμάζευε κλαίγοντας και κουφώνοντας τα παράθυρα. Η μετάβαση από το γλέντι στη κηδεία ήταν σκληρή. Ένιωθα να βουλιάζω μέσα σε μια πηχτή λάσπη απελπισίας. Πόσο βαθειά την αγαπούσα τη θεία Ερμιόνη και δεν το καταλάβαινα. Η σκέψη ήταν μουδιασμένη όπως και το κορμί. Το έδαφος χανόταν κάτω απ' τα πόδια μου κι ένιωθα μετέωρη. Το μόνο που μ' έκανε να αισθάνομαι πως είμαι ζωντανή ήταν οι πόνοι στο κεφάλι και στα κόκκαλα λες και με περίζωναν όλες οι γρίππες του κόσμου. Πάει ακόμα μια ζωή πικραμένη που δε βρήκε κλίμα ν' ανθίσει. Την ξέρανε το άχαρο, πληχτικό περιβάλλον της, οι στενοκέφαλες προλήψεις. Κι εγώ; Τι πρόσφερα; Πάντα αντιδρούσα. Ίσως όμως κι η ίδια να ήταν μια άρνηση. Δεν ήθελα να την κρίνω! Δεν ήθελα να συλλογιέμαι τίποτα κακό γι' αυτήν, μόνο καλά. Και που με γκρίνιαζε ήταν από αγάπη. Και που με πιλάτευε «ν' αποκατασταθώ» και να μη σπουδάζω και να μη διαβάζω, όλα ήταν από αγάπη, από στοργή, από έγνοια. Κι ο θείος Γιάγκος, (ο καημένος κι αυτός), μπρος στον τρόμο του θανάτου είχε γίνει συναισθηματικός. Ξέχασε και τις τσιγκουνιές του και παράγγελνε να της φτιάξουν ένα μαρμάρινο μνήμα μεγάλο σαν σπίτι. Πονούσα. Πονούσα αληθινά και βασανιζόμουνα κι έκλαιγα κάθε που ανακάλυπτα στις τσάντες ή στις τσέπες της ένα μαντηλάκι με τ' άρωμά της, ένα σημείωμα για ψώνια, κάποιο εισιτήριο του τραμ. Κι όταν μια μέρα άνοιξα και ψαχούλεψα τα χρυσαφικά, τα μετρητά, τις ομολογίες, τα βιβλιάρια των καταθέσεων, ό,τι μου είχε αφήσει κληρονομιά, ένιωσα μιαν ενοχή, σα να μόλυνα την ανυστερόβουλη και άδολη αγάπη που ήθελα νάχω γι' αυτήν. Άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα μπορούσα ν' απαλλαγώ απ' όλα αυτά τ' αγαθά για να μη γίνω και 'γώ σαν όλους τους συμφεροντολόγους που μισούσα. Μήνες έζησα κλειδωμένη στο σπίτι, τυλιγμένη στο βαρύ μου πένθος, χωρίς καμιά διάθεση ν' αντιδράσω. —Το ξέρεις πως είναι νοσηρό κι αφύσικο αυτό που κανείς; μ' έβαλε πόστα μια μέρα η Νιόβη. Τι δίπλωσες τα χέρια σου και τα φτερά σου, λες και δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτ' άλλο από τον πολύτιμο πόνο σου. —Μ' εμένα συμβαίνει κάτι παράξενο, της είπα. Τώρα που έχασα τη θεία Ερμιόνη, τώρα κατάλαβα πόσο ακριβή μου ήταν. Αισθάνομαι σα να φυγε η σκεπή του σπιτιού. —Ανοησίες! μ' έκοψε. Πας με το στανιό να παραστήσεις το αδύναμο πλάσμα. —Έτσι με μάθαν.

—Να ξεμάθεις! Ν' ασχοληθείς με κάτι. Να βρεις το δρόμο σου, να δράσεις. Δεν μπορεί να μένεις πάντα θεατής. Έχουμε αξιώσεις από σένα. Είσαι ένα πνευματικό κεφάλαιο. —Εγώ πνευματικό κεφάλαιο! Ε, όχι δα! κάγχασα. Ούτε και ξέρω τι πραγματικά είμαι. Λέω μεγάλα λόγια και κάνω μικρές πράξεις... —Λες κουταμάρες, κι αυτό είν' όλο. Ντράπηκα και χάρηκα μαζί. Έκανε καλά η Νιόβη που μου τα ψαλε. Ποιος ο λόγος να καλλιεργώ την εξουθένωσή μου; Θαύμαζα τις γάτες που ως να τις δεις ζαρωμένες, δίνουν σάλτο και βρίσκονται στα κεραμίδια. Αυτό πρέπει να κάνω. Ένα σάλτο! Με τράβηξε στη βεράντα να χαρούμε το χλιαρό φθινοπωριάτικο απόβραδο. Ο μεγάλος κήπος μπροστά μας φάνταζε με την πράσινη χλόη του και τα στολισμένα με χρυσάνθεμα και τριαντάφυλλα παρτέρια του. Μοσχοβόλαγαν οι γιασεμιές ξεγελασμένες απ' το μικρό Άη - Δημητριάτικο καλοκαιράκι. Ο Υμηττός έκρυβε τη γύμνια του με μια πανσεδένια πάχνη που πάνω της αργοπορούσαν ρόδινες πινελιές από τη δύση. —Τι όμορφα! Τι όμορφα! ανάσαινε βαθειά η Νιόβη. Αν ήταν εδώ η Ινώ θα σκάρωνε κανέναν πίνακα. Κι όπως τα καταφέρνει καλύτερα με τους τίτλους θα τον βάφτιζε «Το παρεξηγημένο σούρουπο». —Γιατί παρεξηγημένο; Σήκωσε τους ώμους. —Ξέρω και 'γώ; Ίσως γιατί οι ποιητάδες λένε πως είναι ώρα θλίψης. Ενώ είναι ώρα χαράς. Τελειώνει μια μέρα, και... γεννιέται η ελπίδα μιας άλλης! Το είπε με στόμφο κι ύστερα άρχισε να στριφογυρνάει στα τακούνια της σα να χόρευε. Της πρότεινα αν ήθελε να πιούμε καφέ στη βεράντα. —Τι; Σ' αυτόν εδώ τον παράδεισο; Και το ρωτάς; Αν μάλιστα έχεις από εκείνο το κέικ με τα φρούτα... Έχω μια μόνιμη πείνα — ιδιαίτερα για γλυκά. Όταν είδε να καταπλέει η νεαρή καμαριέρα τσουλώντας με μεγαλοπρέπεια ένα τραπεζάκι με ρόδες που η κυρά - Χρυσή φρόντισε εξεπίτηδες να το φορτώσει με βουτήματα, καρυδόπιττες κι άλλες λιχουδιές, άρχισε ν' ανοιγοκλείνει αστεία τα μάτια της και να πλατσουλάει τα χείλη της. —Τι βλέπω! Τι βλέπω! Μωρέ σαν καλά περνούν οι πλούσιοι! Αν είναι, αδερφούλα μου, να μου σερβίρεις κάθε φορά τέτοια αγγλοπρεπή «φάιβ ο κλοκ» θα περνώ εδώ όλα τ' απογέματα. Έκανε δυο βδομάδες να φανεί, κι όταν ήρθε ένα πρωί να με δει ήταν άκεφη, συλλογισμένη και βιαστική. —Έχω φασαρίες με το Ζήση, μούπε. Τον καταζητάνε και κρύβεται. Ήθελε να δείξει πως δεν ήταν καθόλου πτοημένη και πως εκείνο που την απασχολούσε δεν ήταν οι συναισθηματισμοί μα ένα σωρό δύσκολα επείγοντα προβλήματα. —Χρειαζόμαστε τυπογραφεία, σπίτια, λεφτά! Αν μπορούσες να μας βοηθήσεις, Αλίκη, θάταν

θαυμάσια. Σκέψου το. Κείνη τη νύχτα την πέρασα ξάγρυπνη παλεύοντας να πάρω μιαν απόφαση.

10 ΘΑΧΟΥΜΕ λέτε, πόλεμο; —Πόλεμο; —Πόλεμο! —Ναι, πόλεμο! —Ποιος τα λέει; —Διαδόσεις. —Προπαγάνδες. —Κι όμως... Η Αβυσσηνία... —Η Ισπανία... —Η Τσεχοσλοβακία... —Το Μόναχο... Το Μόναχο... —Το Ντάντσιχ... Ο ζωτικός χώρος... Η μυστική διπλωματία! —Βοούν τα γεγονότα. Και δεν είναι αυτοκέφαλα και μεταφυσικά πράματα. Κάποιοι τα δημιουργούνε. —Εμείς πλερώσαμε το μερτικό μας και σε αίμα και σε δάκρυ. —Μη φοβάστε! Η Ελλάδα έχει για ασπίδα της την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα! —Όσο έχει η Ευρώπη γι' ασπίδα την ομπρέλλα του Τσάμπερλαιν! —Έτσι αρχίζουν πάντα οι πόλεμοι κουβεντιαστά, με φήμες, μύθους, θρύλους. —Και εξοπλισμούς! —Υπνωτικά σε μικρές δόσεις! Κι ευτύς μετά τα υπέρ πίστεως και πατρίδος διεγερτικά. —Κάποιο παραγνωρισμένο, ιερό δίκαιο! —Δεν είναι απαραίτητα πια τα τελεσίγραφα. —Ο πόλεμος μάς προειδοποιούσε από καιρό «Θάρθω! Έρχομαι!» Ήρθε! Ακούστηκαν οι σειρήνες. Τα ραδιόφωνα σταμάτησαν τα ερωτικά τραγούδια. Αρχίσανε τα θούρια. Προσοχή! Προσοχή! (Άμοιροι άνθρωποι, προσοχή!). Σήμερον 1ην Σεπτεμβρίου του 1939 και περί ώραν έκτην πρωινήν μηχανοκίνητοι και τεθωρακισμέναι δυνάμεις του Γερμανικού Στρατού με ισχυραν υποστήριξιν της Λουφτβάφφε εισέβαλον εκ τεσσάρων σημείων εις την Πολωνίαν...

Σήμερον... και περί ωραν... μηχανοκίνητοι Γερμανικοί μονάδες εισέβαλον εις το Βέλγιον! Σήμερον και περί ώραν... μηχανοκίνητοι Γερμανικοί μονάδες εισέβαλον εις την Γαλλίαν... την... το... την... το... την... την... την... Οι μπόττες της Νέας τάξης δρασκελούν λαχανιαστά τα σύνορα της Ευρώπης. Μπλήης κρηγκ! Μπλητς κρηγκ! Σήμερον 28ην Οκτωβρίου 1940 ισχυραί Ιταλικαί δυνάμεις ορμώμενοι εξ Αλβανίας επεχείρησαν να εισβάλουν εις την Ελλάδα... Σήμερον 6ην Απριλίου του 1941 μηχανοκίνητοι Γερμανικοί δυνάμεις εισέβαλον εις την Ελλάδα... Πόλεμος! Πόλεμος! Αποχαιρετήστε δουλειές, γυναίκες, παιδιά. Πόλεμος! Σβήνουν φώτα, τζάκια, μάτια. Μια ατέλειωτη αιμάτινη γραμμή... —Χιλιάδες χρόνια περπατούμε, περπατούμε ξυπόλητοι σε κακοτράχαλες ανηφοριές. Να φτάσουμε λαχταρίσαμε! Να φτάσουμε! —Ε, μα, ναι, ναι! Τούτη τη φορά τελείωσαν τα ψέματα. Ως να το καταλάβουμε θα τελειώσει ο πόλεμος και θα 'ναι ο τελευταίος! Θα θριαμβέψει οριστικά το δίκιο, η ειρήνη, η δημοκρατία! Και «εν ανθρώποις ευδοκία». —Να προλάβουμε, να προλάβουμε! Η Ευρώπη ζώνεται τα φυσεκλίκια της Αντίστασης. —Θάνατος στο θάνατο! Κρέμονται τα τσαμπιά στις κληματαριές. Σταφύλι κόκκινο, λαχταριστό. —Ετοιμάστε τα ποτήρια σας για το μπρούσκο. Τελειώνει η προϊστορία! Βγήκαν και οι νεκροί από τους τάφους για συμπαράσταση. —Θα περιμένουμε! —Θα περιμένουμε!

More Documents from "bill"