Dion Xrysostomos.pdf

  • Uploaded by: παπαδημητριουχρυση
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Dion Xrysostomos.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 59,713
  • Pages: 247
Loading documents preview...
κυνηγός

© νεοελληνικής απόδοσης: Εκδόσεις

9όρα8εν

Βασ. Ηρακλείου 40 - Θεσσαλονίκη 54623 τηλ. (031) 241917 - τηλεομοιότυπο 244609

Τον «Διάλογο Αλέξανδρου και Διογένη» μετέφρασε η Στέλλα Μητσάκα. Τον «Ολυμπιακό» και τον «Κυνηγό» μετέφρασε ο Γ . Αβραμίδης. Η φιλολογική επιμέλεια και η τυπογραφική διόρθωση των κειμένων έγιναν από την Κατερίνα Καούκη.

Η θύραθεν σειρά των εκδόσεων Επιλογή συνεχίζεται με την έκδοση «άγνωστων» ελληνικών έργων της Ύστερης Αρχαιότητας καθώς και ιστορικών μελετών

ΔΙΩΝ Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ

Διάλογος Αλέξανδρου και Διογένη * * ^

Ο Κυνηγός Ηί * *

Ολυμπιακός

Απόδοση: Γιάννης Αβραμίδης - Στέλλα Μητσάκα Φιλολογική Επιμέλεια: Κατερίνα Καούκη Πρόλογος: Γ.Αβραμίδης

9upa9ev ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Β

ι ο ς κ α ι (ξ ϊ )π ο λ ι τ ε ι α t o t

Δ

ιω ν α

Π

Ε

πο νο μ άσθ η κε

απο τη ν

ρο ύσα, ποτ

Κ

ο κ κ η ια ν ο τ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜ ΟΣ

Η μια εποχή παρανοεί την άλλη' και η ασήμαντη εποχή παρανοεί όλες τις άλλες με το δικό της ποταπό τρόπο. Ludwig Wittgenstein Πολιτισμός και αξίες, 1950.

Ο Διων (4 0 -12 0 μ.Χ.) ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΖΗΣΕΙ στις απαρχές της Πρώτης Αναγέννησης του Ελληνισμού, και στο ξεκίνημα της πιο ευτυχισμένης εποχής που γνώρισε ποτέ ο δυτικός άν­ θρωπος. Ο δεύτερος αιώνας μ.Χ., ήταν η ειρηνικότερη και ευτυ­ χέστερη περίοδος που έζησε ποτέ η πολιτισμένη ανθρωπότητα. Οι βάρβαροι αργούσαν ακόμα να εμφανιστούν απειλητικοί, και πόλεμοι γίνονταν μόνο στα σύνορα* του αχανούς εκείνου και ορ­ γανωμένου κράτους που απλωνόταν από τη σημερινή Σκωτία ως την Αραβία. Κι ήσαν πόλεμοι με εξωτερικούς -και αδύνα­ μους· αντιπάλους. Η αυτοκρατορία κυβερνήθηκε άψογα όταν η σκυτάλη της εξουσίας μετά το θάνατο του τύραννου Δομιτιανού (το 90 μ.Χ.), πέρασε σε μια σειρά φωτισμένους ικανώτατους «βασιλιάδες»,** για τους οποίους ήταν αυτονόητο, ότι «η Ρώ* Στη σημερινή Ρουμανία και το σημερινό Ιράκ. **Έ τσ ι επέμεναν να τους λένε οιΈλληνες, αντί του αύγουστος, princeps ή imperator -σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, που απεχθάνονταν τη λέξη rex.

9

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

μη παρείχε το σώμα της αυτοκρατορίας και η Ελλάδα την ψυ­ χή». Τα ονόματα τους είναι Νέρβας, Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος ο Ευσεβής και Μάρκος Αυρήλιος. Η Ρώμη ήταν η «Ουάσινγκτον» της εποχής κι η Αλεξάνδρεια το οικονομικό κέντρο, όμως ο νους κι η καρδιά της αυτοκρατο­ ρίας ήταν η Αθήνα: ένα πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό έργο τέ­ χνης, μια μεγάλη πανεπιστημιούπολη, ένα τεράστιο καλλιτεχνι­ κό και θεατρικό εργαστήρι, κέντρο πνευματικών ζυμώσεων όπου λειτουργούσαν ελεύθερα, -όχι μόνο ανεμπόδιστα αλλά και με πλούσιες παροχές και υποστήριξη από το κράτος- επτά «αντί­ παλες» φιλοσοφικές σχολές. Με πολυάριθμους οπαδούς, που παρ’ όλες τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις και τους διαξιφισμούς, δεν διανοούνταν να εξαλείψουν ή να θέσουν υπό διωγμό τον α­ ντίπαλο. Όχι μόνο ot διανοούμενοι μα κι οι απλοί λαϊκοί άνθρω­ ποι που δεν είχαν παρασυρθεί από τις ανατολικές δεισιδαιμονίες και τα ιουδαϊκά μεσσιανικά δόγματα, έπαιρναν στα σοβαρά τη φιλοσοφία και είχαν ως πρότυπό τους τον Σωκράτη. Αλλά και η φιλοσοφία είχε βγει στους δρόμους και διαλεγόταν με τους πάντες και για τα πάντα... Έ ξι αιώνες μετά τον Περικλή και τον Πλάτωνα, όπως γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, «ακόμη συνήρχοντο τά συνεδρία τών Βοιωτών, των Φωκέων, των ’Α χ α ιώ ν ακόμη συνέρρεεν απασα ή 'Ελλάς εις τα Όλυμπια, εις τα Νέμεα, εις τα Πυθία, και ό έλάϊνος των αγώνων στέφανος έλογίζετο ώς η υπέρτα­ τη τών τιμών ης ήδυνατο να άζιωθη άνθρωπος επί της γη ς· ακόμη έπανηγυρίζοντο α ίκ α τά τών Περσών νικαι διά θυσι­ ών τελουμένων εν Μαραθώνι και εν Πλαταιαΐς, διά λόγων έκφωνουμένων εις τά πεδία της μάχης, διά αγώνων διεξαγομένω ν περί τους τάφους του Λεωνίδου καί του Παυσανίου- ά-

ιο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

κόμη το άμφικτυονικον συνέδρων ή το επιτετραμμένον την προστασίαν του εν Δελφοΐς ίεροΰ...» Το πολιτικό κλίμα της εποχής συνοψίζουν με τον καλύτερο τρό­ πο τα παρακάτω λόγια, ενός ανθρώπου της ανώτατης εξουσίας. Είναι οι οδηγίες με τις οποίες ξεπροβόδισε τον αυτοκρατορικό α­ πεσταλμένο στην Ελλάδα, ο Πλίνιος ο Νεώτερος, φίλος και υ­ πουργός του αυτοκράτορα Τραϊανού. «Ευτυχή Μάξιμε, ο αυτοκράτορας σε στέλνει στην Ελλάδα, στην πατρίδα των γραμμάτων, της κομψότητας, της γεωργίας. Στη μακά­ ρια εκείνη γη, σου αναθέτει να τακτοποιήσεις ζητήματα πόλεων ελευ­ θέρων, ανδρών ελευθέρων, που οι αρετές τους, οι πράξεις, οι συμμαχίες, οι συνθήκες, το θρήσκευμα, κύριο σκοπό είχαν τη διατήρηση και προάσπιση της ελευθερίας, του ωραιότερου δικαιώματος που παρέχει η φύση στον άνθρωπο. Κατανόησε το μέγεθος της εντολής που σου α­ νατέθηκε. Τίμησε τους θεούς και κτίτορες της πατρίδας των Αθηναί­ ων, τίμησε το κλέος των ποιητών και πολεμιστών αυτού του έθνους, σεβάσου το ιερό γήρας των πόλεων. Μη λησμονήσεις ποτέ, ότι εμείς οι Ρωμαίοι παραλάβαμε το δημόσιο δίκαιό μας από την Αττική, και ότι ενώ επιβάλαμε τους νόμους μας πάνω στα νικημένα έθνη, επικα­ λούμαστε νόμους που οι ίδιοι οιΈλληνες θέσπισαν για τον εαυτό τους. Μη σου διαφύγει ποτέ ότι άρχεις Αθηναίων και Λακεδαιμονίων και ότι θα ήταν σκληρό και βάρβαρο να υβρίσεις την σκιά της χαμένης των ελευθερίας. Να ’χεις κατά νου το πώς ήσαν κάποτε οι πόλεις αυ­ τές και όχι το πώς είναι σήμερα.»

Ο αγαθός φιλόσοφος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος κατέγρα­ φε τις πιο μύχιες σκέψεις του στα ελληνικά. Στις μέρες του (γύρω στο 16θ μ.Χ.) είχαν πρωτοεμφανιστεί βάρβα­ ροι εισβολείς στο βορρά, και ο Μάρκος ζούσε τον περισσότερο καιρό σ’ ένα στρατόπεδο στις όχθες του Δούναβη. Εκεί έγραψε τους περίφημους στοχασμούς του, τα Ε ις Εαυτόν -ένα τεράστιο έργο που, ωστόσο, δεν προοριζόταν καν για δημοσίευση. Και συχνά, εγκατέλειπε το Δούνα-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

βη για να βρεθεί στην Αθήνα και να αναμετρηθεί με άλλους ρήτορες και σοφιστές και με τον παλιό του δάσκαλο Ηρώδη τον Αττικό.

Ήδη εβδομήντα χρόνια πριν απ’ αυτόν, ο αυτοκράτορας Τραϊ­ ανός, ένας αληθινά «σκληροτράχηλος στρατιωτικός», όπως τον περιγράφουν, θεωρούσε αυτονόητο το να ακούει με σεβασμό τις αγορεύσεις που του απηύθυνε ο φτωχοντυμένος φιλόσοφος Δίων ο Χρυσόστομος' χαιρόταν να βρίσκεται μαζί του «κι ας μην τον καταλάβαινε», όπως έλεγε κι ο ίδιος. Κι αυτό ενώ η γυναίκα του, η βασίλισσα Πλωτίνα, ανήκε σε αντίπαλη φιλοσοφική σχο­ λή, στους σκληροπυρηνικούς και «δογματικούς» Επικούρειους. Ήταν μια εποχή που γέννησε τον Πλούταρχο, τον Επίκτητο, τον περιηγητή Παυσανία, τον Κέλσο, τον Λουκιανό, τον Μάρ­ κο Αυρήλιο, τον Ηρώδη Αττικό, τον Αρριανό, τον Διογένη Οινοανδέα, τον Αριστείδη, τον γεωγράφο Πτολεμαίο και πλήθος άλλων, που με το έργο τους τίμησαν τον ελληνορωμαϊκό πολι­ τισμό. Θα έπρεπε τότε να διαθέτει κανείς καλπάζουσα φαντασία, για να διανοηθεί ότι διακόσια πενήντα χρόνια μετά, ο αρμονικός συνδυασμός Γερμανικής βαρβαρότητας και Εβραϊκής τρομολα­ γνείας θα βύθιζε τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, κι ιδιαίτερα τη Δύ­ ση, σ’ ένα απίστευτο σκοτάδι που θα βαστούσε μια χιλιετία... Θεωρήσαμε απαραίτητο να σκιαγραφήσουμε, στο μέτρο που ε­ πιτρέπει η οικονομία ενός προλογικού σημειώματος, την εποχή του Δίωνα. Σήμερα, για λόγους που ανάγονται στην προπαγάνδα και τη μυθολογία του δεσπόζοντος θρησκεύματος και στη συμμόρφωση του νεοελληνικού επιστημονικού κόσμου στις αξιώσεις του εντό­ πιου χριστιανισμού, ολόκληρη εκείνη η εποχή αναγέννησης, στη συνείδηση των νεοελλήνων παραμένει συμπιεσμένη στη λέξη

12

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«παρακμή». Παρακμή από την οποία η ανθρωπότητα έπρεπε εξάπαντος να σωθεί, ασπαζόμενη τα δόγματα μιας ιουδαϊκής αί­ ρεσης... Στην δυτική Ευρώπη, τη διαστρεβλωμένη από την παπική εκ­ κλησία ιστορική πραγματικότητα αποκατέστησε για πρώτη φο­ ρά ο χαλκέντερος Άγγλος ιστορικός (ι8ος αι.) Εδουάρδος Γίββων' ήταν ο πρώτος που φώτισε την αλήθεια και κήρυξε ότι ο 2ος μ.Χ. αιώνας υπήρξε η κορωνίδα όλων των αιώνων της ανθρώ­ πινης ιστορίας. Μετά τον Γίββωνα, ο επιστημονικός κόσμος της δύσης θεωρεί τον 2ο μ.Χ. αιώνα ως τον «χρυσό αιώνα» της αν­ θρωπότητας. Αντίθετα, στους κύκλους της νεοελληνικής διανόησης, η μεγα­ λειώδης εκείνη αναγέννηση παραμένει αγνοημένη - καταχωρημένη σε ένα μίζερο συρταράκι με τον άχρωμο τίτλο «δεύτερη σο­ φιστική»: Τα μόνα που είναι γνωστά για την εποχή εκείνη, εί­ ναι: (α) ότι χάρη στον φιλελληνισμό ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, του Αδριανού, έγιναν στην Αθήνα εξωραϊστικά έργα, (β) ότι κάποιοι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής εκείνης θέλησαν να μιμηθούν τη γλώσσα του Πλάτωνα και των άλλων κλασικών κι έτσι εμφανίστηκε το φαινόμενο του «νεοαττικισμού», και (γ),οι Έλληνες ήσαν απλώς υποτελείς των Ρωμαίων -εν πάσει περιπτώσει, πιο υποτελείς και εξαρτημένοι από όσο το νεοελληνικό κράτος στις κατά καιρούς υπερδυνάμεις... Μόνος ο Καβάφης, με τα μέσα που διέθετε, επιχείρησε να αποκαταστήσει την εποχή και τους ανθρώπους της: Άφοΰέκαμαν τόσον κρότον κατά τονβίον των σχεδόν έπαναστατοΰντες τάς πόλεις όπου επήγαιναν κρατούντες την ση­ μαίαν της Τέχνης τόσω υψηλά ώστε νά βλέπωμεν τον ενα νά

13

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

άρνήται τον μεγαλήτερον τίτλον τον δποΐον εχει να δώση 6 αύτοκράτωρ, λέγω ν οτι δεν θέλει να έκπέση αλλάζων τίτλον άφοΰείναι Σοφιστής, ένα άλλον όνομάζοντα τον Όμηρον πα­ τέρα του, ενα άλλον συγκρίνοντα την τέχνην του μ ε το ουρά­ νιον τό ξο ν άφοΰ έκαμαν τόσον κρότον, άφοΰ ώμίλησαν τόσον πολύ, άφοΰ εζησαν τόσον μεγάλα, κακή τύχη συνεπήρε τα έρ­ γα των κ α ί τα όνόματά των, καί έλησμονήθησαν. Τοΐς ήρμοζε καλλιτέρα τύχη. Δ ιά τοΰτο νομίζω οτι έκτος των διαφόρων των προσόντων, έκτος της λατρείας των διά την Τέχνην ήτις πρέπει νά τους συστείνη πολύ εις ημάς τους την σήμερον καταγινομένους περι τον Λόγον, αυτή ταύτη ή ατυχία των, αυτή ή σιωπή τήν όποίαν τοΐς έπέβαλλεν ή Μ οί­ ρα -πόσον άφόρητος θα ή ναι εις τάς σκιάς των- οφείλει νά μ ά ς καθιστά έπιεικεΐς κα'ι συμπαθείς. Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Όλίγαι σελίδες περί των Σοφιστών.

*

*

Όλη εκείνη η εποχή ζωντανεύει μέσα στο έργο του Φιλόστρατου του Λήμνιου, «Biot Σοφιστών». Από τις 57 προσωπικότη­ τες που παρουσιάζονται, οι περισσότερες εζησαν τον 2ο αιώνα μ. X. Για τον Δίωνα, περίπου ΙΟΟ χρόνια μετά το θάνατό του, γράφει ο Φιλόστρατος: «Τον Δίωνα από την Προύσα δεν ξέρω πώς θα πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε [σ.τ.μ.: φιλόσοφο ή σοφιστή] γιατί ήταν άξιος σε όΧα.Ήταν, που λέει ο λόγος, το «Κέρας της Αμάλθειας». Από ό­ λα όσα έχουν ειπωθεί με τον πιο άριστο τρόπο, ο Δίων είχε α­ φομοιώσει τα καλύτερα. Το ύφος του απηχεί τον Πλάτωνα και

Μ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

το Δημοσθένη' όμως ο Δίων, σαν την άρπα με τις είκοσι χορδές, βγάζει ένα καταδικό του ήχο, γεμάτο φυσικότητα. Επιπλέον, μέσα από τους Λόγους του διαφαίνεται ο υπέροχος χαρακτήρας του: πόλεις που είχαν ξεπέσει στην ύβρι, ο Δίων τις επέπληξε πολλές φορές, χωρίς ποτέ η στάση του να είναι ούτε δυσάρεστη ούτε φιλοίόορη' σαν εκείνον που εκπαιδεύει το ατίθασο άλογο με το χαλινάρι περισσότερο παρά με το μαστίγιο. Κ ι όταν παίνευε τις ευνομούμενες πόλεις, δεν το ’κανε για να τις εκθειάσει αλλά για να δείξει ότι αν άλλαζαν, θα καταστρέφονταν ... Η αξιοσύνη του ως ιστορικού, φαίνεται από τα Γετικα ο Δίων βρέθηκε στη χώρα των Γετών την εποχή της εξορίας του [σ.τ.μ.: στη σημερινή Ρουμανία].

Δεν θα αποκαλούσα την παραμονή του στα Γετικά έθνη εξορία, μιας και δεν υπήρξε διαταγή για κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και ή­ ταν ένα απλό ταξίδι: ο Δίων είχε χαθεί από προσώπου γης, κρύ­ φτηκε μακριά από τα μάτια και τ’ αυτιά του κόσμου, κάνοντας το ’να και τ άλλο σε διάφορες περιοχές του κόσμου, φοβούμενος την τυραννική εξουσία [σ.τ.μ. εννοεί τον Δομιτιανό, που το 80 μ.Χ. είχε διατάξει να διωχτούν από τη Ρώμη οι φιλόσοφοι] που καταδίωκε την φι­ λοσοφία. Φύτευε κι έσκαβε και αντλούσε νερό για λουτρά και μπαξέδες κι έκανε πολλές τέτοιες δουλειές για να εξασφαλίσει το φαγητό του' κι ωστόσο δεν παραμέλησε τη μόρφωσή του και διατήρησε την πνευματική του συνοχή χάρη σε δυο βιβλία, τον Φαίδωνα τ ου Πλάτωνα και το Κ ατά της Πρεσβείας του Δημο­ σθένη. Σύχναζε μέσα στα στρατόπεδα όπου σκληραγωγούσε τον εαυτό του και όταν κάποτε, μετά την σφαγή του Δομιτιανού, αντιλήφθηκε ότι οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να στασιάσουν, βλέ­ ποντας ότι ξεσπάει αταξία, δεν συγκρατήθηκε αλλά πήδηξε γυ­ μνός πάνω σ’ ένα ψηλό βωμό και άρχισε να μιλά με τα παρακά­

15

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

τω λόγια: «Τότε, ο πολυμήχανος Οδυσσέας πεταξε από πάνω του τα κουρέλια!» »Και αφού το ’πε αυτό, και φανέρωσε ποιος ήταν στ’ αλήθεια -ότι δεν ήταν ο φτωχός που νόμιζαν, αλλά ο Δίων ο σοφός-, μί­ λησε λάβρος κατά του τυράννου' τους στρατιώτες όμως τους ορμήνεψε να σκεφτούν καλύτερα και να ενεργήσουν σύμφωνα με τη θέληση των Ρωμαίων. Μίλησε με τέτοια πειθώ, που κατάφερε να παρασύρει ακόμα και κείνους που καλά-καλά δεν ξέραν ελλη­ νικά. Κ ι έτσι ο αυτοκράτορας Τραϊανός, στη Ρώμη, τον ανέβασε στη χρυσή άμαξα πάνω στην οποία παρελαύνουν θριαμβευτικά οι βασιλιάδες μετά από πόλεμο. Συχνά, γυρνούσε στο Δίωνα και του ’λεγε: “ Δεν καταλαβαίνω αυτά που λες, όμως σ’ αγαπάω ό­ σο και τον εαυτό \χοχϊ\(“ Τ ί μεν λέγεις, ουκ οίδα, φιλώ δέ σε ώς εμαυτον ).» Πληροφορίες και σχόλια για το Δίωνα, βρίσκουμε επίσης στο έργο του Συνέσιου. Ο Συνέσιος (370-41 3 ) ήταν συνομήλικος της Υπατίας και μαθητής της. Την υπεραγαπούσε και όταν αποχωρίστηκαν δεν έπαψε να της στέλνει επιστολές γεμάτες νοσταλγία. Πέθανε νέος, δυο χρόνια πριν από την στυγερή δολοφονία της. Ο Συνέσιος είχε στραφεί στην -σχε­ δόν υποχρεωτική πια, τον πέμπτο αιώνα- χριστιανική θρησκεία κι εί­ χε εκλεγεί παρά τη θέλησή του επίσκοπος της Πτολεμαΐδος. Οι δικαι­ ολογίες που πρόβαλλε όταν αρνιόταν το αξίωμα, ήταν ότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη γυναίκα του, τη ζωή της υπαίθρου και τις φιλοσο­ φικές του πεποιθήσεις για να διδάξει θεωρίες «περισσότερο συμβολι­ κές παρά πραγματικές».

Λάτρης της Ελληνικής φιλοσοφίας -ο ίδιος ήταν νεοπλατωνι­ κός- ο Συνέσιος θεωρούσε τον Δίωνα ως πρότυπο και έγραψε το Δ ίω ν ή περί τήςκατ ’αυτόν διαγωγής, για να επαινέσει το συν­

ι6

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

δυασμό ρητορικής και φιλοσοφίας που είχε πετυχει ο Δίων, και για να υπερασπιστεί τη μάθηση και την καλλιεργημένη ζωή -ε­ νάντια τόσο στον ακραίο χριστιανικό συντηρητισμό όσο και στις δεισιδαιμονίες των Εθνικών. Στο ίδιο έργο γράφει: « Ά ζιώ γάρ εγώ τον φιλόσοφον μ η δ ’ άλλο τι κακον μηδ ’ άγροικον είναι, αλλά και τά εκ Χαρίτωνμυέΐσθαι, και ακριβώς 'Έλληνα εΐναι, τοΰτ ’ εστι δύνασθαι τοΓς άνθρώποις έξομιλήσαι, τώ μηδενδς άπείρως έχειν ελλογίμου συγγράμματος. (...κανένα αξιόλογο σύγγραμμα να μην του είναι άγνωστο).» Του Συνέσιου είναι και το διασκεδαστικό ανάγνωσμα Εγκώμιο της Φαλάκρας, που το ’γράψε σαν απάντηση στο Εγκώμιον Κ ό­ μης του Δίωνα -τριακόσια χρόνια μετά τον Δίωνα. Αρχίζει ως εξής: «Ο Δίων με τη χρυσή τη γλώσσα, έγραψε ένα βιβλίο, το “ Κό­ μης Εγκώμιον” ' είναι τόσο εξαίσιο, που διαβάζοντας τα επιχειρήματά του ένας φαλάκρας, δεν μπορεί παρά να νιώθει ντροπή. Γιατί τα επιχειρήματα συναρμόζονται με την ίδια τη φύση: όλοι από φυσικού μας θέλουμε να είμαστε ωραίοι, πράγμα στο οποίο συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό οι τρίχες, με τις οποίες είμαστε εξ­ οικειωμένοι από μικρά παιδιά. Εμένα, λοιπόν, όταν άρχισε το κακό και μου ’πεφταν τα μαλλιά, δαγκώθηκε η καρδιά μου...» [Λ ίω νι τωχρυσω την γλώτταν εποιήθη βιβλίον, κόμης ε γ ­ κώμιον, ούτω δη τι λαμπρόν, ώς ανάγκην είναι παρά του λόγου φαλακρόν άνδρα αισχύνεσθαι. συνεπιτίθεται γάρ ο λό­ γος τη φύσει' φύσει δε άπαντες εθέλομεν είναι καλοί, πρός ο μ έγα μέρος οίι τρίχες συμβάλλονται, αΐς ημάς εκ παίδων ή φύσις ωκείωσεν. εγώ μεν ob ν και οπηνίκα το δεινόν ηρχετο και θριξάπερρύη, μέσην αυτήν δέδηγμαι την καρδίαν...\

ΐ7

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

* * * 0 Δίων έχει. κατά καιρούς χαρακτηριστεί στωικός, κυνικός,

πλατωνικός... Δεν ήταν παρά ένας τυπικός εχλεχτιχός φιλόσο­ φος που τα έργα των μεγάλων κλασσικών διανοητών εννοούσε να τα βλέπει περισσότερο ως «ραψωδίες απόψεων» παρά ως συμ­ παγή οικοδομήματα. Φυσικά, η περίπτωσή του επιβεβαιώνει ό­ τι υπήρχε σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους επικού­ ρειους και όλους τους άλλους... Ο θεοσεβής και συντηρητικός Δί­ ων ανήκει στη μεγάλη πλειονότητα των ασυμβίβαστων αντιπά­ λων του επικουρισμού και δεν παραλείπει να του επιτεθεί. Όπως όλοι οι ελεύθεροι και ακέραιοι διανοούμενοι όλων των εποχών, ασυμβίβαστος, δεν έπαυε να στηλιτεύει τα κακώς κεί­ μενα της εποχής του, συχνά διογκώνοντάς τα... και παράλληλα, δεν έχανε ευκαιρία να εξάρει τις αρετές του παρελθόντος. Είναι βέβαιο ότι αν δεν το λάβει κανείς υπ’ όψη του αυτό, θα νομίσει ότι ο Δίων ζούσε σ’ έναν κόσμο πιο διεφθαρμένο από τον σημε­ ρινό... * * * Όπως είναι γνωστό, ο Πλούταρχος έγραψε τους «Παράλλη­ λους Βίους», όπου σε κάθε έργο παρουσιάζει δυο ιστορικές προ­ σωπικότητες, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά (όπως: Επαμεινώνδας-Σκιπίων, Δημοσθένης-Κικέρων, και πάει λέγοντας). Να λοιπόν, που κάποιος βρήκε και τον «παράλληλο» του ίδιου του Πλούταρχου, που δεν είναι άλλος από τον Δίωνα. Μερικές δε­ καετίες πριν, ο Άγγλος φιλόλογος Sir Richard Livingstone έγρα­ ψε:

ι8

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

« 0 Δίων είναι περισσότερο ρήτορας παρά στοχαστής, παρου­

σιάζει ενδιαφέρον αλλά όχι βάθος, και σε τούτο, όπως και σε αρ­ κετά άλλα, μοιάζει με τον Πλούταρχο. Ο πρώτος άνετα θα γέ­ μιζε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, στον δεύτερο θα ταίριαζε περισσότερο το αββαείο του Ουέστμινστερ. Ο Πλούταρχος έγρα­ φε, ο Δίων αγόρευε. Ο Πλούταρχος απευθυνόταν στους μορφω­ μένους ανθρώπους' ο Δίων κανοναρχούσε τα πλήθη της αγοράς και των πανηγυριών. Κι οι δύο είναι πρακτικοί, ιδεαλιστές, ειλι­ κρινείς, έντιμοι. Η φιλοσοφία του πρώτου απορρέει από τα διαβάσματά του και απ’ το γεγονός ότι είχε άφθονο ελεύθερο χρό­ νο να αφιερώσει στην καλλιέργεια του νου' ο άλλος εμπέδωσε τα δόγματά του στο σχολειό της φτώχειας και της ταλαιπωρίας. Το ύφος του Πλούταρχου είναι κάπως βαρύ και φορές-φορές πληκτικό. Ο Δίων είναι ζωηρός, ορμητικός, μία απόλαυση να τον διαβάζεις. Συνδυάζοντας αυτούς τους δύο, θα είχαμε πλού­ σιο υλικό, ό,τι χρειαζόμαστε για να γράψουμε ένα ιστορικό μυ­ θιστόρημα της εποχής. Ο Πλούταρχος καταγράφει τη ζωή και τα ιδεώδη του μορφωμένου ανθρώπου στην ευρωπαϊκή Ελλάδα. Ο Δίων μάς παίρνει μαζί του στους πολυσύχναστους δρόμους και προσφέρει μιαν αξεπέραστη εικόνα της πολιτικής και κοινω­ νικής ζωής των ελληνικών κοινοτήτων στην εποχή της ρωμαϊ­ κής αυτοκρατορίας [...] »Έ χ ω στη βιβλιοθήκη μου δύο χοντρούς τόμους με τίτλο Οι ομιλίες του Δίωνα Χρυσόστομον, του Δίωνα «με το χρυσό το στόμα» (40-120 μ.Χ.) Τα βιβλία αυτά μας γυρνούν σ’ αλλοτινές εποχές, πριν την επέλαση των Τούρκων, σε μία Μικρά Ασία διάσπαρτη με ακμάζουσες πόλεις. Σε μία απ’ αυτές -τη σημερι­ νή Προύσα- γεννήθηκε ο Δίων Χρυσόστομος, την ίδια εποχή που στην Αντιόχεια οι Απόστολοι αποκαλούνταν για πρώτη φο­

ΐ9

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ρά «Χριστιανοί». Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, άσκησε το επάγγελμα του σοφιστή ή ρήτορα με μεγάλη επιτυ­ χία, παντρεύτηκε, η γυναίκα του τού χάρισε ένα παιδί, έβγαλε αρκετά χρήματα ώστε να αποκτήσει έναν εμπορικό σταθμό και σπίτι με περιστύλιο, και κόντεψε να χάσει τη ζωή του όταν του επιτέθηκαν οργισμένοι πολίτες που τον υποψιάζονταν για κερδο­ σκοπικό μονοπώλιο σταριού. Θα ξεκινήσουμε με κάποια περιστατικά που δείχνουν τελείως διαφορετικές όψεις του ανδρός. Το πρώτο αναφέρεται στα πρώι­ μα χρόνια του. Σκηνή πρώτη: «Ξύπνησα τα χαράματα' δεν αισθανόμουν καλά και έκανε ψύ­ χρα εκείνη την ώρα, ο καιρός θύμιζε φθινόπωρο μολονότι είμα­ στε στα μέσα του καλοκαιριού. Βιάστηκα λοιπόν να ντυθώ κι εί­ πα τις προσευχές μου. Κατόπιν ανέβηκα στο άρμα μου και περιέτρεξα δυο τρεις φορές τον ιππόδρομο ήρεμα και χωρίς βιασύ­ νη. Στη συνέχεια έκανα έναν περίπατο και αναπαύτηκα για λί­ γο. Μετά πήρα το μπάνιο μου, προγευμάτισα ελαφρά και κάθησα να διαβάσω κάποιες τραγωδίες». (Τρεις τραγωδίες πάνω στο ίδιο θέμα, γραμμένες από τους τρεις μεγάλους αττικούς δραματουργούς' ο Δίων, όπως και ο σημερινός λόγιος, λυπόταν που δεν είχε παρακολουθήσει τις αρχικές παραστάσεις). Σκηνή δεύτερη: Η σκηνή αυτή δεν έχει καμία σχέση με βιβλία και ανέσεις’ βρι­ σκόμαστε σε μια μικρή ελληνική αποικία, κοντά στη σημερινή Οδησσό, που ακόμη δεν έχει συνέλθει από την πρόσφατη επιδρο­ μή αγρίων ρωσικών φυλών. Εμφανίζεται ο Δίων, ένας άντρας που έχει περάσει τα σαράντα, πεζός, (δίχως άρμα πια), κρατώ­

20

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ντας το ραβδί των κυνικών και φορώντας τον τρίβωνά τους, α­ παράλλακτος με ζητιάνο. Σκηνή τρίτη: Ένας κουρελής Δίων ξεμπαρκάρει κακήν κακώς σε μιαν έρημη κι απόκρημνη ακτή της Εύβοιας. Συναντά έναν άγνωστό του κυνηγό που του προτείνει να τον ακολουθήσει στην καλύβα του. «Τον ακολούθησα με χαρά», λέει, «κι ούτε που φοβήθηκα μή­ πως σκεφτόταν να μου κάνει κακό, αφού δεν είχα παρά ένα ρού­ χο, κι αυτό σε κακό χάλι. Και στο παρελθόν, όταν βρέθηκα συ­ χνά σε παρόμοιες περιστάσεις, μιας και συνεχώς περιπλανιέμαι, αλλά κι αυτή τη φορά, η πείρα με δίδαξε πως η φτώχεια είναι πραγματικά ιερή και απαραβίαστη και κανένας δε σε πειράζει. Τον ακολουθούσα λοιπόν άφοβα...» Τ ι προκάλεσε τούτη την απότομη αλλαγή; Η συμφορά και ως επακόλουθο της συμφοράς η πλήρης μεταστροφή. Ένας Ρωμαί­ ος φίλος του Δίωνα έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα, παρασύροντας στην ατίμωσή του και τον Δίωνα, γύρω στα σαρά­ ντα τότε. Του επιβλήθηκε η ποινή της εξορίας κι έτσι, με μονα­ δική συντροφιά τα έργα του Πλάτωνα και μία δημηγορία του μεγαλυτέρου Έλληνα ρήτορα, του Δημοσθένη, εγκατέλειψε το άνετο σπιτικό του, περιπλανήθηκε στην Ελλάδα ως ζητιάνος και έφτασε μέχρι τα προκεχωρημένα φυλάκια του πολιτισμού στις ε­ ρημιές της Κριμαίας. Όταν ο αυτοκράτορας πέθανε, ο Δίων ε­ πέστρεψε στην πατρίδα αλλά όχι και στον παλιό του τρόπο ζω­ ής. Η πείνα, οι ξάγρυπνες νύχτες, η κάψα του καλοκαιριού και η παγωνιά του χειμώνα ήταν οι αχώριστοι του σύντροφοι επί έξι χρόνια. Η προηγούμενη ζωή του τού φαινόταν κενή' έτσι στρά­ φηκε στη φιλοσοφία και βάλθηκε να τριγυρνάει στον κόσμο κη-

21

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ρύσσοντας την αρετή και τις κυνικές πεποιθήσεις: περιορίστε τις ανάγκες σας και αναζητήστε την ευτυχία στον εαυτό σας και ό­ χ ι στα υπάρχοντά σας. 0 Δίων διδάχτηκε τον ασκητισμό από τους κυνικούς, και στα χρόνια που ταξίδευε, δεν πρέπει να διέφερε σε τίποτα από τους επαίτες που περιφέρονταν σ’ όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Αλλά ο δικός του κυνισμός μετριάζεται από τη μεγάλη του γνώ­ ση της λογοτεχνίας και τον κοινό νου, είναι μία εκλεκτική φι­ λοσοφία που αντλούσε, όχι μόνον από τον Διογένη, αλλά και α­ πό τον Πλάτωνα και τους στωικούς και δεν έπαψε ποτέ να φέ­ ρει τα σημάδια του παρελθόντος του Δίωνα, της εποχής που ή­ ταν πλούσιος και λόγιος. Το έργο του περιλαμβάνει διαλόγους, διαλέξεις και ομιλίες. Όσα γράφτηκαν πριν την εξορία του είναι κυρίως λογοτεχνικά: από τα πιο ενδιαφέροντα, είναι ένα ευφυέ­ στατο δοκίμιο που αποδεικνύει ότι η Τροία δεν αλώθηκε ποτέ και ότι ο Όμηρος ψεύδεται... Στο μεταγενέστερο έργο του απαρνείται τη λογοτεχνία και κηρύσσει μία φιλοσοφία ζωής. Σκι­ αγραφεί τον τέλειο ηγεμόνα για χάρη του αυτοκράτορα' εκθέτει πολιτικά ιδεώδη στην Αλεξάνδρεια, την Ταρσό, τη Ρόδο, χωρίς να διστάσει να κατηγορήσει τους κατοίκους των πόλεων αυτών για την επιπολαιότητα και την εμπάθειά τους, για τα χυδαία θε­ άματα που παρακολουθούσαν σαν μαγεμένοι, για τις ταραχές του όχλου, τις διαπολιτειακές τους έριδες, κοντολογίς για όλα ό­ σα εξευτέλιζαν την πολιτική ζωή...»*

* Sir Richard Livingstone, Η Αποστολή της Ελλάδας, εκδ. Θύραθεν.

22

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΚΥΝ Η ΓΟ Σ Η' ΕΥΒΟ ΪΚΟ Σ ’'Εχωμεν ει’κοσιτε'σσαρας λόγους του σοφιστοΰΔίωνος, το δε Εύβοϊχόν μυθιστόρημά του -διότι είναι αληθές μυθιστόρημα- είναι εργον σπανίας χάριτος. Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ, “ Όλίγαι σελίδες περί τών Σοφιστών” .

Ενάρετος (δηλαδή πολιτισμένος) βίος ίσον μέτρο+αξιοπρέφιλοξενία. Και φιλοξενία ίσον: ανθρώπινη στάση απέναντι στον ξένο, τον αλλότριο. Αυτό υποστηρίζει ο Δίων. Τον σημερι­ νό αναγνώστη, ακόμα και τον Νεοέλληνα,* ξενίζει το ότι ο Δίωνας, όταν μιλά για φτώχεια και πλούτη, για κοινωνική δικαιο­ σύνη, για πνευματική νωθρότητα και εκχυδαϊσμό του κοσμάκη, το κάνει έχοντας ως ζητούμενο την ικανότητα για φιλοξενία. Η φιλοξενία** είναι λυδία λίθος. Ο Δίων με γνώμονα αυτήν, κρί­ νει ζώντες και νεκρούς. Θεωρεί απολίτιστη μια κοινωνία αφιλό­ ξενων ανθρώπων. Αυτή είναι η «κεντρική ιδέα»του Κυνηγού πέρα από τις ηθικολογίες, που δεν λείπουν από καμία σχεδόν η­ * Ο Νεοέλληνας, μέχρι τα μέσα του απάνθρωπου 20ου αιώνα, είχε κατα­ φέρει να περάσει τις πολλαπλές συμπληγάδες της ιστορίας κουβαλώντας στις αποσκευές του δυο έννοιες καταδίκες του, έστω και κουτσουρεμένες. Σήμερα, οι λέξεις φιλότιμο και φιλοξενία έχουν ακολουθήσει το δικό της δρόμο η καθεμιά. Η πρώτη έχει μεταμορφωθεί σε λέξη αγνώστου περιε­ χομένου, ενώ η δεύτερη παραπέμπει μόνο σε τουριστικά επαγγέλματα... ** Πασίγνωστη διαχρονική αξία του ελληνισμού από τα Ομηρικά χρόνια μέχρι τον Ιουλιανό, η ελληνική φιλοξενία ήταν έννοια ευρύτερη της μετα­ γενέστερης χριστιανικής «αγάπης προς τον πλησίον»' φιλοξενία σημαίνει ακριβώς αγάπη προς τον ξένο -και μάλιστα έμπρακτη' θεσμοθετημένη, ευ­ ρύτατα καθιερωμένη, αναπόσπαστη από την κοινωνική ζωή.

23

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

θική διατριβή του Δίωνα. Δεν γνωρίζουμε τι απήχηση μπορεί να είχε ο λόγος αυτός στην εποχή του. Ο Φιλόστρατος, πάντως, δεν φαίνεται να τον εκτίμη­ σε ιδιαίτερα, και έγραψε: «Όσο για τον Ευβοεα και το Εγκώμιο του Παπαγάλου, και ό­ λα εκείνα τα χωρίς ιδιαίτερη σπουδαιότητα θέματα που απασχό­ λησαν τον Δίωνα, ας μην τα θεωρήσουμε ασήμαντα, αλλά ας τα δούμε σαν σοφιστικά γυμνάσματα -κι είναι υποχρέωση ενός σο­ φιστή να καταγίνεται και μ’ αυτά.» Η άποψη αυτή του Φιλόστρατου για τον Κυνηγό,’ επικρίθηκε αυστηρά από τον Συνέσιο, που κοντά στα άλλα έγραψε: «αν το έργο αυτό το βάλεις ξέχωρα από τα σπουδαία και με σημαντικό θέμα έργα, τότε δε νομίζω πως εύκολα θα παραδεχτείς κάποιον άλλο Λόγο του Δίωνα, χάρη στον οποίο μπορείς να τον κατα­ τάξεις στους φιλοσόφους. Γιατί ο λόγος αυτός αποτελεί σχεδιά­ γραμμα του ευδαίμονος βίου. Ανάγνωσμα αξιότατο για όλους, πλουσίους και φτωχούς... με διήγηση που γλυκαίνει την ακοή ό­ λων (διηγήματι καταμελιτοΰντι τάς απάντων άκοάς), και που ακόμα και τον Ξέρξη θα έπειθε, τον Ξέρξη που έκανε τη μ ε­ γάλη εκστρατεία κατά των Ελλήνων, ότι ένας κυνηγός στην ο­ ρεινή Εύβοια που έτρωγε κεχρί, ζούσε πιο ευτυχισμένος α π ’ αυ­ τόν.» [Συνέσιος, «Δίων ή περ'ι τής κατ’ αυτόν διαγωγής».]

[Προσωπικό σχόλιο: Ας σκύψει ο αναγνώστης προσεκτικά πάνω στην προσωπικότητα του κυνηγού. Πώς μπορούσε, παρά το ότι ήταν αμόρ­ φωτος και απλοϊκός, ένας μικροκαλλιεργητής κυνηγός που ζούσε με τους δικούς του μες στην ερημιά, να σκέφτεται τόσο λογικά και ενάρετα, να επιχειρηματολογεί με παρρησία και ήθος μπροστά στην εξουσία και σε ένα πλήθος εχθρικό, να αφηγείται με τόση γλαφυρότητα;

24

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Καθώς τον έφερνα στο νου, έκανα την πρόχειρη σκέψη: δύσκολο να γ ι­ νόταν διαφορετικά. Ο άνθρωπος από πολύ μικρή ηλικία, κοντά στα άλ­ λα, είχε μάθει φυσικότατα να μιλάει εκείνη την πιο τέλεια, την πιο πλού­ σια, την πιο δύσκολη γλώσσα του κόσμου. Χρησιμοποιεί λ.χ. μία δοτική μετοχής παρακειμένου και παρακάτω ένα απαρέμφατο αορίστου β, χω­ ρίς βέβαια -περιττό να το πω- να έχει ιδέα από γραμματική και κλίσεις και πτώσεις κ.τ.τ.' όχι μόνο σε σχολείο δεν είχε πατήσει ποτέ, αλλά ζούσε και πίσω από τον κόσμο. Όμως η ίδια η μητρική του γλώσσα, τον βο­ ηθούσε -ή τον έσπρωχνε;- να σκέφτεται και να εκφράζεται πιο σύνθετα. Kat -νομίζω- η γλώσσα εκείνη εμφυσούσε στον δεκτικό άνθρωπο ένα ή­ θος. Ξέρω πως η σκέψη αυτή είναι ατελής' δεν είμαι κανένας γλωσσολό­ γος, κι η λειτουργία και οι νόμοι της γλώσσας ως οργάνου επικοινωνίας, ανήκουν στην αρμοδιότητα των γλωσσολόγων/ίσως όμως περιέχει κάποιαν αλήθεια/ίσως δεν σημαίνει το ίδιο, το να λες: Χ ειμώ νος δε επελθόντος εργον μεν ουδέ ν ήν πεφψός αύτοΐς, ου τε εις αστυ καταβασιν ούτε εις κώμην τινά, * με το να λες, Μπήκε ο χειμώνας αλλά δουλειά δε μπόρεσαν να βρουν -ούτε στην πό­ λη όπου κατέβηκαν ούτε σε χωριό. Ή , σε «λόγια» αγγλική, When winter came on, there was no work in sight fo r them, whether they came down to town or to a villa g e.

* όπου πεφηνός: μετοχή παρακειμένου β'του φαίνω (=φανερώνω), και καταβάσι ν: δοτική πληθυντ. γένους αρσεν. μετοχής αορίστου β' του καταβαίνω. \

25

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Α ΛΕΞΑ Ν ΔΡΟ Υ ΚΑ Ι ΔΙΟ ΓΕΝ Η (Π ΕΡΙ Β Α Σ ΙΛ ΕΙΑ Σ Δ')

Είναι σημαντικό να γνωρίζει ο αναγνώστης εκ των προτέρων ότι ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα Τραϊανό, την ημέρα των γενεθλίων του (στις ι8 Σεπτεμβρίου του 103 μ.Χ·)· Ο Δίων, λάτρης του Διογένη, γνώριζε κάθε λεπτομέ­ ρεια της ζωής του κυνικού φιλοσόφου μολονότι ήταν κατά 400 χρόνια μεταγενέστερος, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο τρόπος που παρατίθεται η συνομιλία σέβεται την ιστορική αλήθεια' άλλω­ στε, ο Δίων επικαλείται προγενέστερες ιστορικές καταγραφές της συνάντησης Μ. Αλεξάνδρου και Διογένη. Ωστόσο ο Δίων έμμε­ σα προειδοποιεί ότι θα προσθέσει και δικά του στοιχεία. Κ ι έτσι έχουμε εδώ, ουσιαστικά, ένα πολιτικό λόγο, που απευθύνει ένας άνθρωπος του λαού προς την ανώτατη εξουσία. Μέσα από την προβολή της θέσης των κυνικών ότι η «συγγένεια» ενός βασιλέα με το Δία εμφαίνεται στον χαρακτήρα και στην πνευματική του ποιότητα και όχι στο μέγεθος της εξουσίας και της στρατιωτικής ισχύος, ο Δίων, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Διογένη, νουθε­ τεί τον ίδιο τον αυτοκράτορα' του επισημαίνει και του περιγρά­ φει τους «τρεις κακούς δαίμονες» των ανθρώπων της εξουσίας και όχι μόνο. Τους δαίμονες της φιλαργυρίας, της φιληδονίας και της φιλοδοξίας...

ΟΛΥΜ ΠΙΚΟ Σ Η' Π Ε Ρ Ι Τ Η Σ Π ΡΩ ΤΗ Σ ΤΟ Υ ΘΕΟΥ ΕΝΝΟ ΙΑΣ

Γ ια τον σύγχρονο ερευνητή και αρχαιογνώστη, ο Ολύμπιαχός είναι σωστό χρυσωρυχείο. Πρόκειται για ένα κήρυγμα-μανιφέ-

26

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

στο της Ελληνικής Θρησκείας και Τέχνης. Την ομιλία του αυτή ο Δίων την εκφώνησε μπροστά στο γιγάντιο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, στη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων του 105 μ.Χ .Έ χει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στην ιστορία των θρησκειών. Ο ένθερμος θρησκευτικός ζήλος του Δίωνα, όσο και η φραστική επίθεσή του ενάντια στους επικούρειους, ίσως θα πρέπει να προ­ σεχτούν ιδιαίτερα. Ορισμένα σημεία της ομιλίας του κάποιοι δε θα δίσταζαν να τα χαρακτηρίσουν θρησκευτικό παραλήρημα ση­ μερινού ιεραπόστολου. Κ ι όμως: (α) σ’ ολόκληρη την ομιλία του, ο θεοσεβέστατος Δίων πουθενά δεν επιστρατεύει την έννοια της πίστης. Την ίδια τη λέξη δεν την εκφέρει ούτε μία φορά. Αντίθε­ τα, τον ενδιαφέρει να στηρίξει την άποψή του για το πώς και γιατί άρχισαν οι πρώτοι άνθρωποι να συλλαμβάνουν την έννοια του θεού και να τον λατρεύουν. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι υπόληφη (αντίληψη, σύλληψη), δόξα (άποψη, γνώμη), επίνοια (ιδέα, έμπνευση), κλπ. Ο θρησκευόμενος Δίων δεν έχει να στηρι­ χτεί σε «εξ Αποκαλύψεως» αλήθειες. Ως γνήσιος Έλληνας, στη­ ρίζεται σε λογικά επιχειρήματα και λογικές υποθέσεις... (β) Η ιε­ ρή αγανάκτηση που νιώθει για τους άθεους επικούρειους, δεν τον ωθεί επ’ ουδενί να εκτοξεύσει απειλές περί κολάσεως, «θείας δί­ κης» και «αιωνίου πυρός»... (γ) Ο Δίων ταυτίζει τη σχέση παι­ διού με γονέα με τη σχέση ανθρώπων και θεού. Οι άνθρωποι δεν είναι δούλοι του θεού'είναι απόγονοί του. (δ) Ο κόσμος είναι τέ­ λεια ισορροπημένος. Δεν κυριαρχείται από το κακό και την α­ μαρτία, και τους ανθρώπους δεν βαραίνει κανένα προπατορικό αμάρτημα' η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται θεόσταλτους μεσσίες ιουδαϊκής έμπνευσης' χρειάζεται τους ποιητές, τους φιλοσόφους και τους καλλιτέχνες... Αυτά -και πολλά άλλα- στοιχειοθετού-

27

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

σαν τη χαώδη διαφορά των θεοσεβούμενων Ελλήνων με τον σύγχρονό τους ιουδαιοχριστιανισμό. Σοβαρή αδυναμία του Ολυμπιακού είναι η υπέρμετρη φλυαρία του πρώτου μέρους. Προτού μπει στο ψητό, ο Δίων αναλίσκεται σε προλογικές -δήθεν μετριόφρονες και απομυθοποιητικές- περιαυτολογίες, για να κερδίσει, εννοείται, τη συμπάθεια του κοι­ νού, εμφανιζόμενος σαν ένας κοινός άνθρωπος που μόνη του δια­ φορά από το ακροατήριό του είναι τ ότι ο ίδιος είναι πολυταξι­ δεμένος. Σπεύδω να προσθέσω ότι σχόλια όπως το παραπάνω είναι πα­ ρακινδυνευμένα. Ο Ολυμπιακός, όπως τα περισσότερα έργα του Δίωνα, δεν ήταν ένα σκέτο κείμενο προς ανάγνωση.Ήταν λόγος που εκφωνήθηκε σε πολυπληθές κοινό, κάποτε, όταν ο κόσμος δεν ήταν εθισμένος στην εικόνα, λάτρευε τον λόγο και παρακο­ λουθούσε με προσήλωση την -συνήθως σχοινοτενή- επιχειρημα­ τολογία και το προσωπικό ύφος του κάθε σοφιστή. Ο κόσμος δεν παρακολουθούσε μόνο το κείμενο' απολάμβανε την ίδια την εκ­ φορά του λόγου που εκφωνούνταν, τραγουδιστή σχεδόν και πα­ ραστατική, απολάμβανε όχι μόνο τον εκφραστικό πλούτο αλλά και τον ίδιο τον ήχο της ελληνικής γλώσσας, μετέχοντας σ’ ένα είδος παράστασης. [...Τα παραπάνω δεν σημαίνουν τίποτα για ένα σημερινό κοι­ νό. Ένας παρόμοιος λόγος σε σημερινό ακροατήριο, εθισμένο σ’ ένα διαρκή καταιγισμό απίστευτων εικόνων και ολιγόλογων σλόγκαν, είναι περίπου βέβαιο ότι θα προκαλούσε πολλά χα­ σμουρητά...]

28

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ε ρ γ ο γ ρ α φ ια

Τα έργα του Δίωνα τυπώθηκαν για πρώτη φορά στο Μιλάνο, το 1476. Η πρώτη εκείνη έκδοση -«editio piinceps»- έχει χαθεί, σώ­ ζεται όμως μία βενετική του Ι 550- Στους επόμενους αιώνες κυκλο­ φόρησαν άλλες 8 εκδόσεις, οι περισσότερες στη Γερμανία, άλλες πλήρεις και άλλες όχι: Morel, F., Παρίσι, 1604. Με μετάφραση στα λατινικά. Reiske, J.J., Λειψία, 1784· Νέα έκδοση το 1 798. G e e l , Λέυντεν, 1840/Εκδοση της Ι2ης Ομιλίας (του Ολυμπιακού), με σχόλια και σημειώσεις για τις υπόλοιπες Ομιλίες. Emperius, A., Μπράουνσβάίχ, 1844· Dindorf, L., εκδόσεις Teubner, σε 2 τόμους, Λειψία, 1857· Arnim, H. von, Βερολίνο, 1893, 1896. Bude, Guy de, εκδόσεις Teubner, σε 2 τόμους, Βερολίνο, 1916, 1 91 9The Loeb Classical Library, 5 τόμοι, Λονδίνο-Καίμπριτζ, Ι 9 3 2·

Σώζονται συνολικά 80 διατριβές του Δίωνα. Χοντρικά διαιρούν­ ται σε τρεις κατηγορίες: πολιτικές, σοφιστικές και ηθικές. Στις -ε­ λάχιστες- σοφιστικές συγκαταλέγεται το Κόμης Εγκώμιον, που διασώθηκε αυτούσιο μέσα από το Φαλάκρας Εγκώμιον του Συνέσιου. Οι πολιτικοί λόγοι γράφτηκαν μετά την επιστροφή του α­ πό την εξορία. Πολλοί απ’ αυτούς καταγίνονται με υποθέσεις της επαρχίας της Βιθυνίας, με τις αντιπαλότητες ανάμεσα στις γειτο­ νικές πόλεις Προύσα (γενέτειρά του), Νίκαια και Νικομήδεια, κα­ θώς και με έριδες μεταξύ συμπολιτών του. Παρουσιάζουν όλοι με-

29

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

γάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Οι ηθικές διατριβές ανήκουν στην τελευ­ ταία περίοδο του Δίωνα και θεωρούνται οι καλύτερες. Οι σπουδαιότερες διατριβές: -Περι Βασιλείας (τέσσερις διατριβές) -Ροδιακός -Προς Άλεξανδρεις -Βορυσθενιτικός όν άνέγνω έν τή πατρίδι -Κορινθιακός (ίσως ανήκει στόν μαθητή του Φαβωρίνο) -Προς Νικομηδεΐς περι όμονοίας προς Νικαεΐς -Περι Όμονοίας έν Νίκαια πεπαυμένης τής στάσεως -Έ ν τή πατρίδι περι τής προς Άπαμεΐς όμονοίας -Διάλεξις έν τή πατρίδι -Φιλοφρονητικός προς την πατρίδα είσηγουμένην αύτω τιμάς -Πολιτικός έν εκκλησία -Παραίτησις αρχής έν βουλή -Περι τών έ'ργων έν βουλή -Περι βασιλείας και τυραννίδος -Διογένης ή περι τυραννίας -Περι τύχης (τρεις διατριβές, εκ των οποίων η δεύτερη ίσως ανήκει στον μαθητή του Φαβωρίνο) -Περι δόξης (τρεις διατριβές) -Περι αρετής -Περι φιλοσοφίας -Περι νόμου -Περι έθους -Περι πλούτου -Περι Αισχύλου και Σοφοκλέους κα'ι Εύριπίδου ή περι τών Φιλοκτήτου τόξων -Περι Όμήρου

30

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

-Περί Σωκράτους -Περ'ι 'Ομήρου και Σωκράτους -Νέστωρ -Φιλοκτήτης -Χρυσηίς -Κυνηγός ή Εύβοϊκός -Διογένης ή περ'ι αρετής -Τρωικός, υπέρ του Ίλιον μη άλώναι -Όλυμπικος ή περι τής πρώτης του Θεοΰ έννοιας - ’Εν Άθήναις περ'ι φυγής (μτφρ.: «Για την εξορία»:) -Περ'ι πλεονεξίας -Περ'ι λόγου άσκήσεως -Περ'ι κάλλους -Περ'ι του δαίμονος -Χαρίδημος -Ό τι ευδαίμων ο σοφός. Χαμένοι έργα του Δίωνα: -Εί φθαρτός ο κόσμος -Έγκώμιον Ήρακλέους και Πλάτωνος -'Υπέρ 'Ομήρου προς Πλάτωνα -Κατά των φιλοσόφων (πρώιμο έργο, γραμμένο προτού ο Δίων στραφεί στη φιλοσοφία) -Περι των ’Αλεξάνδρου αρετών -Τά Γετικά (ιστορία του έθνους των Γετών).

Η =* *

31

Δ Α

ιά λ ο γ ο ς

λέξαν δρο υ κα ι

Δ

ιο γ έ ν η

(Π Ε ΡΙ Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΑ Σ Λ)

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Π Ε Ρ Ι Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΑ Σ Δ

ι

Φ α σί ποτε ’Αλέξανδρον Διογένει συμβαλέίν ου πάνυ τι σχολάζοντα πολλήν άγοντι σχολήν, ήν γάρ ο μεν βασιλεύς Μ ακεδόνων τε και άλλων πολλών, ο δε φυγάς εκ Σινώπης,

ταΰτα δε λέγουσι και γράφουσι πολλοί, τον Αλέξανδρον ούχ ήττον θαυμάζοντες και επαινουντες, δτι τοσούτων άρχων και τών τότεμέγιστον δυνάμενος ούχ ΰπερεώρα πένητος άν2 θρώπου συνουσίαν νοΰν εχοντος και δυναμένου καρτερέίν. οι γάρ άνθρωποι χαίρουσι φύσει πάντες τιμωμένην ορώντες φρόνησιν υπό τής μεγίστης εξουσίας τε και δυνάμεως, ώστε οΰ μόνον τάληθή διηγούνται περι τών τοιούτων, άλλα και αύτο'ι πλάττουσιν υπερβάλλοντες, προσέτι και τάλλα άφαιρούμενοι τών φρονίμων, οΐονχρήματα και τιμάς και την του σώματος δύναμιν, όπως διά μόνην δόξωσι τιμάσθαι την ξύν3 εσιν. ώ ς δε έικδς εκείνοις γενέσθαι την ξυνουσίαν εκείνην, έίποιμ ’ αν, επειδή και τυγχάνομεν σχολήν άγοντες άπδ τών άλλων πραγμάτων.

34

Δ

ιά λ ο γ ο ς

Α

λ έ ξ α ν δ ρο υ κ α ι

Δ

ιο γ έ ν η

(Περί Βασιλείας, Λόγος Δ')

Δ ένε πως κάποτε ο Αλέξανδρος, που δεν είχε και πολύ ελεύ­ θερο χρόνο, συναπαντήθηκε με τον Διογένη που είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του. Ο πρώτος, βλέπετε, ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων και άλλων πολλών, ενώ ο άλλος ήταν ένας εξόριστος από τη Σινώπη. Για τη συνάντηση αυτή μιλούν και γράφουν πολλοί, εκφράζοντας θαυμασμό και επαινώντας τον Αλέξανδρο τουλάχιστον όσο και το Διογένη, επειδή, αν και ε­ ξούσιαζε τόσους ανθρώπους κι ήταν ο ισχυρότερος ανάμεσα στους σύγχρονούς του, δεν περιφρονούσε τη συναναστροφή αν­ θρώπου φτωχού, προικισμένου με ευφυία και δύναμη να υπο­ μένει. Όλοι οι άνθρωποι από φυσικού τους χαίρονται όταν βλέπουν να τιμάται η φρόνηση από κείνους που κατέχουν τη μεγαλύτερη εξουσία και δύναμη' τόσο που, σε περιπτώσεις σαν κι αυτήν, διηγούνται όχι μόνο τ αληθινά γεγονότα, αλλά και μόνοι τους πλάθουν υπερβολές' κι επί πλέον, αποσιωπούν τα όποια άλλα προτερήματά τους (χρήματα, δόξες, σωματική ρώμη), για να φανεί ότι τιμώνται μόνο για τη σύνεσή τους. Μιας και τυχαίνει να μη μ’ απασχολούν άλλες έγνοιες, θα ’θελα τώρα να διηγηθώ το πώς, αναμφίβολα, έγινε η συνομι­ λία τους εκείνη.

35

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

4 τΗ ν μ εν γάρ, ώς φασιν, ό ’Αλέξανδρος ανθρώπων φιλοτιμότατος και μάλιστα δόξης εραστής και του καταλιπεΐν ώς μέγιστον αυτου όνομα εν πάσιν'Έλλησι και βαρβάροις, και επεθύμει γε τιμάσθαι σχεδόν ούχ υπό των ανθρώπων μόνον πανταχοΰ, άλλ ’ εϊ πως δυνατόν ήν, υπό τε των ορνίθων και 5 των εν τοΐς όρεσι θηρίων, των μεν ου ν άλλων πάντων κατεφρόνει και ούδένα ωετο άξιόμαχον αύτω περ'ι τούτου του πράγματος, ούτε τον Πέρσην ούτε τον Σκύθην ούτε τον Ι ν ­ δόν ούτε εν τοΐς "Ελλησιν ούδένα <ούτε> άνδρα ούτε πόλιν. 6 ήσθάνετο γάρ ότι μικρού διεφθαρμένοι πάντες ε’ισ'ι τάς φυχάς υπό τρυφής και αργίας και του κερδαίνειν και ηδονής ήττονες. περι Διογένους δε πυνθανόμενος των τε λόγων ούς έλε­

7

γε ν και των έργων ά έπραττεν, και όπως διήνεγκε την φυγήν, ενίοτε μεν κατεφρόνει τής τε πενίας τάνδρός και τής εΰτελείας, άτε νέος ών και τραφείς ενβασιλικω τύφω, πολλάκις δε εθαύμαζε και εζηλοτύπει τής τε ανδρείας τούτον και τής καρ­ τερίας, και μάλιστα τής δόξης, ότι τοιουτος ώ ν πάσι τοΐς Έ λλησι γιγνώσκοιτο και θαυμάζοιτο, και ούδείς ήδύνατο τών

8 άλλων οΐος εκείνος γενέσθαι τή φιλοτιμία' και ότι αύτω μεν έδει τής Μ ακεδόνων φάλαγγος και του θεττα λώ ν 'ιππικού και Θρακών και Π αιάνων και άλλων πολλών, έι μέλλοι βαδίζειν όποι βούλοιτο και τυγχάνειν ών επιθυμοΐ' ό δε μόνος άπήει πάνυ άσφαλώς ού μόνον ημέρας, άλλα καί νυκτός, έν9 θα αύτω εδόκει' και ότι αύτός μεν χρυσίου καί άργυρίου παμπόλλου εδεΐτο, ώστε επιτελέσαι τι ών εβούλετο' έτι δε εί μέλλοι πειθομένους εξειν Μ ακεδόνας καί τούς άλλους 'Έ λ ­ ληνας,, θεραπευτέον αύτω τούς τε άρχοντας καί τον άλλον 6 -

36

Δ

ιάλο γο ς

Α

λέξαν δρου και

Δ

ιογένη

Ό πως λένε λοιπόν, ο Αλέξανδρος ήταν ο πιο φιλόδοξος άν­ θρωπος -στον υπέρτατο βαθμό εραστής της δόξας' ήθελε να α­ φήσει σπουδαίο όνομα σε όλους τους Έλληνες και τους βαρ­ βάρους κι ήθελε να τον τιμούν όχι μόνο οι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο αλλά, αν ήταν δυνατόν, και τα πουλιά και τα θηρία των βουνών. Περιφρονούσε όλους τους άλλους και κανέναν δεν θε­ ωρούσε άξιο να τον συναγωνιστεί στη δόξα' ούτε τον Πέρση βασιλιά ούτε τον Σκύθη ούτε τον Ινδό' και κανέναν ανάμεσα στους Έλληνες -μήτε άνθρωπο μήτε πόλη. Γ ιατί κατάλαβε ό­ τι όλοι είχαν καταστραφεί ψυχικά από την καλοπέραση και την απραξία, δούλοι του κέρδους και της ηδονής. Όταν έμαθε για τον Διογένη, και για κείνα που έλεγε και για τις πράξεις του και το πώς υπέμεινε την εξορία, άλλες στιγμές τον κατα­ φρονούσε για τη φτώχεια και την αθλιότητά του -επειδή ο ί­ διος ήταν νέος κι είχε ανατραφεί με βασιλική αλαζονεία-, συχνά όμως ένιωθε ένα θαυμασμό και τον ζήλευε για την αν­ δρεία και την καρτερία του και, πάνω απ’ όλα, για τη δόξα του' γιατί όλοι οιΈλληνες τον γνώριζαν και τον θαύμαζαν γ ι’ αυτό που ήταν, και κανένας άλλος δεν απολάμβανε τόση εκτί­ μηση όσο αυτός. Ο Αλέξανδρος, αν επρόκειτο να πάει εκεί που επιθυμούσε και να πετύχει εκείνο που ήθελε, χρειαζόταν τη Μακεδονική φάλαγγα και το ιππικό των Θεσσαλών και Θρά­ κες και Παίονες και πολλούς άλλους. Ενώ ο Διογένης πήγαι­ νε μόνος του όπου του έκανε κέφι, με απόλυτη ασφάλεια, όχι μόνο τη μέρα αλλά και τη νύχτα. Ο ένας χρειαζόταν τεράστιες ποσότητες από χρυσάφι και ασήμι για να υλοποιήσει τα σχέ­ διά του' χώρια που αν ήθελε να κρατά υποταγμένους τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες, έπρεπε πολλές φορές να καλοπιάνει τους άρχοντες και τον όχλο με λόγια και με δώ-

37

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

χλον λόγοις τε και δώροις πολλάκις’ ό δε ούδένα ανθρώπων ύπήει θωπεύων, άλλα τάληθή πρός άπαντας λέγω ν και ούδεμίαν δραχμήν κεκτημένος ώς εβούλετο έπραττε και των προκειμένων ούδενός άπετύγχανε και τον βίον εζη μόνος, δν ηγείτο άριστον και εΰδαιμονέστατον, και οΰκ αν ήλλάξατο τήν εκείνου βασιλείαν ούδέ τον των Περσών τε και Μ ήδω ν πλούτον άντι τής εαυτού πενίας. n Δ ιά ταυτα δή δακνόμενος, ε’ί τις αύτού διοίσει ραδίως ού­

ίο

τως και άπραγμόνως ζών, και προσέτι ούχ ήττον όνομαστός έσοιτο, τυχόν δέ τι και ώφεληθήσεσθαι νομίζων άπό τής συνουσίας τάνδρός, πάλαι μεν επεθύμει θεάσασθαι τον άνδρα ΐ2 και συγγενέσθαι αύτω' επέι δε ήκεν εις Κόρινθον και τάς τε πρεσβείας άπεδέζατο τάς παρά των 'Ελλήνων και τάλλα τά των ζυμμάχων διωκησεν, έφη τόίς περί αυτόν ότι σχολάσαι τι βούλοιτο, και ωχετο, οΰκ επί θύρας τού Διογένους' ού γάρ ήσαν αΰτω θύραι ούτε μείζους ούτε ελάττους, ούδε οίκος ίδιος ΐ3 ούδε εστία, καθάπερ τοΐς μακαρίοις, άλλά οίκοιςμεν εχρήτο ταΐς πόλεσι, και ενταύθα διέτριβεν εν τοΐς κοινοΐς τε και ίεροΐς, [άπερ ίδρυται τοίς θεοΐς], εστίαν δε ενόμιζε τήν γην άΐ4 πασαν, ήπερ εστι κοινή των άνθρώπων εστία και τροφός, και τότε ετύγχανεν εν τω Κρανείω διατριβών μόνος' ούδε γάρ μαθητάς τινας ούδε τοιούτον όχλον περ'ι αυτόν έϊχεν, ώσπερ οι σοφισται και αύληται και οι διδάσκαλοι των χορών, προσήλθε ν ου ν αύτω καθημένω και ήσπάσατο. καί ός άνέβλεφε πρός αυτόν γοργόν, ώσπερ οι λέοντες, και εκέλευσεν άποστήναι σμικρόν' ετύγχανε γάρ άλεαινόμενος πρός τον ΐ5 ήλιον, ό ουν Α λέξανδρος ευθύς ήγάσθη τού άνδρός τό θάρ-

38

Δ

ιάλο γος

Α

λέξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

ρα. Ενώ ο άλλος δεν χάιδευε με κολακείες κανέναν, αλλά, λέ­ γοντας σε όλους την αλήθεια και χωρίς να έχει δραχμή, ενερ­ γούσε όπως ήθελε και χωρίς να αποτύχει σε κανένα στόχο του έζησε μόνος του τη ζωή που θεωρούσε καλύτερη και πιο ευτυ­ χισμένη, και τη φτώχεια του δεν θα την άλλαζε ούτε με τη βα­ σιλεία του Αλέξανδρου ούτε με τον πλούτο των Περσών και των Μήδων. Γ C αυτό ο Αλέξανδρος, επειδή τον κέντριζε η ιδέα πως τον ξεπερνούσε κάποιος που ζούσε τόσο εύκολα και ανέμελα και, επιπλέον, δεν ήταν λιγότερο διάσημος, νομίζοντας πως θα ω ­ φεληθεί απ’ τη συνομιλία με τον άνθρωπο αυτόν, από καιρό ε­ πιθυμούσε να τον δει και να τον συναναστραφεί. Όταν έφτασε στην Κόρινθο, αφού πρώτα δέχτηκε τις πρεσβείες των Ελλή­ νων και κανόνισε τις υποθέσεις των συμμάχων, είπε στην α­ κολουθία του ότι ήθελε λίγο ελεύθερο χρόνο και έφυγε' όχι βέ­ βαια για το ανάκτορο του Διογένη γιατί αυτός δεν είχε ανά­ κτορο ούτε μικρό ούτε μεγάλο ούτε δικό του σπίτι ούτε εστία όπως έχουν οι πλούσιοι, μον’ είχε τις πόλεις για σπίτι του και περνούσε τον καιρό του στα δημόσια κτίρια και στα ιερά των θεών και εστία του θεωρούσε όλη τη γη, που είναι άλλωστε κοινή εστία και τροφός των ανθρώπων. Εκείνη τη μέρα ο Διογένης έτυχε να βρίσκεται μόνος του στο Κράνειο' γιατί δεν είχε γύρω του καθόλου μαθητές ούτε τον ό­ χλο που μαζεύουν γύρω τους οι σοφιστές, οι αυλητές και οι χο­ ροδιδάσκαλοι. Ενώ λοιπόν καθόταν, τον ζύγωσε ο Αλέξαν­ δρος και τον χαιρέτησε. Αυτός τον κοίταξε με βλέμμα αγριε­ μένο, σαν λιοντάρι, και του ζήτησε να σταθεί λίγο παραπέρα, γιατί, εκείνη τη στιγμή ζεσταινόταν στον ήλιο. Ο Αλέξανδρος αμέσως χάρηκε το θάρρος και την αταραξία αυτού του άνδρα

39

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

σος και την ησυχίαν, ότι ού κατεπλάγη έπιστάντος αύτώ. και γάρ πως πεφύκασιν οϊ μ έν θαρραλέοι τους θαρραλέους φιλέίν, οι δε δειλοί τούς μεν ύφορώνται και μισουσιν ώς εχθρούς, τούς δε άγεννέίς προσίενται και άγαπώσιν. όθεν τοΐς μεν α­ λήθεια και παρρησία πάντων εστ'ιν ήδιστόν, τοΐς δε κολακεία και φευδος, και άκούουσιν ήδέως οι μ εν τών προςχάριν όμιλούντων, οϊ δε τών προς αλήθειαν. Ο ούν Δ ιογένης ολίγον έπισχών ήρετο αύτόν όστις είη και τίβουλόμενος ήκοι προς αύτόν, ή, έφη, τών εμών τι ληψόμέ­ νος; Ή γάρ, έφη, χρήματα εστι σοι και έχεις ότου αν μεταδοίης; Π ολλά γε, είπε, και πολλοΰ άξια, ών σύ ούκ όιδα εί ποτε δυνήσημεταλαβέίν. ού μέντοι "άορας ούδε λέβητας"ούδέ κρατήρας ούδε κλίνας και τραπέζας τυγχάνω κεκτημένος, ώς τινές φασι κεκτήσθαι Λαρέίον εν Πέρσαις. Τ ίδέ, έφη, ούκ οΐσθα ’Αλέξανδρον τον βασιλέα; Τό γε όνομα, έίπεν, ακούω πολλών λεγόντων, ώς κολοιών περιπετομένων, αύτόν δέ ού γιγνώ σ κω ' ού γάρ έιμι έμπειρος αύτού τής διανοίας. Ά λ λ α νυν, έφη, γνώση και τήν διάνοιαν' ηκω γάρ ε π ’ αύτό τούτο, έμαυτόν τε παρέξων σοι καταμαθέίν και σέ όφόμενος. Ά λ λ α χαλεπώς, έφη, με αν ίδοις, ώσπερ τό φώς οι τα όμματα ά-

Δ

ιάλο γο ς

Α

λ έξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

που δεν έδειξε να ταράζεται από την παρουσία του. Γιατί, σαν από φυσικού τους, οι θαρραλέοι αγαπούν τους θαρραλέους, ενώ οι δειλοί τούς κοιτούν με καχυποψία και τους μισούν σαν εχ­ θρούς, αποδέχονται όμως, και αγαπούν τους χυδαίους. Γ ι’ αυ­ τό, για τους πρώτους, η αλήθεια και η παρρησία είναι το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο -ενώ για τους άλλους είναι η κολακεία και το ψέμα. Οι δειλοί ακούνε μ’ ευχαρίστηση αυτούς που μιλούν για να κολακέψουν, ενώ οι θαρραλέοι αυτούς που μιλούν για να πουν την αλήθεια. Ο Διογένης, λοιπόν, μετά από μια μικρή παύση, τον ρώτη­ σε ποιος είναι και τι ζητά και ήρθε σ’ αυτόν. « Ή μήπως ήρθες», του λέει, «για να πάρεις κάτι απ’ την περουσία μου;» «Αλήθεια», είπε ο άλλος, «έχεις καθόλου περιουσία; Έχεις κάτι που θα μπορούσες να το μοιραστείς με κάποιον;» «Πολλά», είπε αυτός, «και μάλιστα πολύτιμα, που δεν ξέρω αν εσύ θα μπορέσεις ποτέ να τα αποκτήσεις. Όμως αυτά που τυχαίνει να έχω εγώ δεν είναι ούτε ξίφη ούτε καζάνια ούτε αγ­ γεία ούτε κρεβάτια ούτε τραπέζια, σαν αυτά που όπως λένε έχει ο Δαρείος στην Περσία.» «Μα, δεν γνωρίζεις τον βασιλιά Αλέξανδρο;» «Ακούω πολλούς να προφέρουν τ’ όνομά του, σαν τις κάργες που πετούν γύρω τριγύρω. Τον άνθρωπο όμως δεν τον γνω ­ ρίζω, γιατί αγνοώ τη σκέψη του.» «Τώρα όμως», είπε ο Αλέξανδρος, «θα γνωρίσεις και τη σκέ­ ψη του' γιατί έχω έρθει γ ι’ αυτό ακριβώς, για να σ’ αφήσω να με γνωρίσεις καλά και για να σε δω.» «Όμως», απάντησε ο Διογένης, «είναι δύσκολο για σένα να με δεις, όπως ακριβώς είναι δύσκολο και για τους τυφλούς να



ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ9

σθενεΐς. τόδε δε μοι ε’ιπέ, συ εκείνος ε ϊ ’Αλέξανδρος, ον λέγουσιν ύποβολιμαΐον; και δς άκούσας ήρυθρίασε μεν και ώργίσθη, κατέσχε δ ’ εαυτόν'μετενόει δέ, ότι εις λόγους ήξίωσεν έλθεΐν άνδρι σκαιω τε και άλαζόνι, ώς αυτός ενόμιζεν. ο ουν Δ ιογένης καταμαθών αύτον τεταραγμένον, εβουλήθη μεταβαλεΐν αύτου την ψυχήν, ώσπερ όι παΐδες τούς αστραγάλους, εϊ πόντος δε αύτου, Πόθεν δέ σοι επήλθεν ημάς υποβολιμαί­ ους είπεΐν; ' Ο πόθεν, εφη, και την μητέρα σου άκούω ταυ τα περ'ι σου λέγειν. ή ούκ ’ Ολυμπίάς εστιν ή εϊπουσα οτι ούκ εκ Φιλίππου τυγχάνεις γεγονώς, άλλ ’ εκ δράκοντος ή Ά μ μ ω -

νος ή ούκ οΐδα δτου ποτέ θεών ή άνθρώπων ή θηρίων; καίτοι ούτως υποβολιμαίος αν εϊης. 20 ’Ενταύθα ο ’Αλέξανδρος εμειδίασεν, και ήσθη ώς ούδέποτε, και έδοξεν αύτω ο Δ ιογένης ού μόνον ού σκαιός, άλλά και δεξιώτατος άπάντων και μόνος ε’ιδώς χαρίζεσθαι. Τ ί ούν, εφη, 2ΐ πότερον αληθής ή ψευδής είναι δοκεΐ σοι ο λόγος;’'Αδηλον, έφη, εστίν' εάν μεν γάρ ής σώφρων και άνδρεΐος και τήν τού Δ ιός επιστάμενος τέχνην τήν βασιλική ν, ούθέν σε κωλύει τού 22 Δ ιός είναι υιόν' επεϊ τούτο γε και Ομηρόν φασι λέγειν, ότι πατήρ εστιν ό Ζεύς, ώσπερ τών θεών, και τών άνδρών, άλλ ’ ού τών άνδραπόδων ούδέ τών φαύλων τε και άγεννών ούδενός' εάν δε δειλός ής και τρυφερός και άνελεύθερος, ούτε σοι 23 θεών ούτε άνθρώπων τών άγαθών προσήκει. άλλά τοΐς μεν εν Θήβαις Σπαρτόΐς ποτε λεγομένοις σημεΐον λέγεται είναι

42

Δ

ιάλογος

Α

λ έ ξα ν δρο υ και

Δ

ιογένη

δουν το φως... Για πες μου, εσύ είσαι εκείνος ο Αλέξανδρος, που τον λένε νόθο;» Σαν τ’ άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος κοκκίνισε και θύμωσε, μα συγκρατήθηκε' μετάνιωσε που καταδέχτηκε να έρθει να συνο­ μιλήσει με άνθρωπο αγενή και αλαζονικό, όπως του φάνηκε. Ο Διογένης, όμως, επειδή κατάλαβε την ταραχή του, θέλησε να του μεταβάλει την ψυχική διάθεση, με τον ίδιο τρόπο που τα παιδάκια ρίχνουν τους αστραγάλους. Όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε, «Από πού σου ’ρθε να με πεις νόθο;», εκείνος αποκρίθηκε: «Από πού; Ακούω πως μέχρι και η μάνα σου το λέει αυτό για σένα. Ή μήπως δεν είναι η Ολυμπιάδα που είπε πως πα­ τέρας σου δεν είναι ο Φίλιππος αλλά κάποιος δράκοντας ή ο Άμμωνας ή δεν ξέρω ποιος θεός ή ημίθεος ή θηρίο. Σ ’ αυτή την περίπτωση, θα ήσουν νόθος.» Τότε ο Αλέξανδρος χαμογέλασε και ευχαριστήθηκε όσο πο­ τέ’ του φάνηκε πως ο Διογένης, όχι μόνο δεν ήταν αγενής, αλ­ λά πως ήταν πιο ευφυής απ’ όλους και ο μόνος που ήξερε να κάνει μια φιλοφρόνηση. «Λοιπόν τι πιστεύεις;» ρώτησε. «Η ιστορία αυτή είναι αλη­ θινή ή ψεύτικη;» «Άγνωστο» απάντησε ο άλλος. «Γιατί αν είσαι συνετός και γνώστης της βασιλικής τέχνης του Δία, τίποτα δεν σ’ εμποδί­ ζει να είσαι γιος του, αφού, καταπώς λένε, αυτό είπε ο Όμη­ ρος: ότι ο Δίας είναι πατέρας όχι μόνο των θεών αλλά και των ανθρώπων' όχι όμως των ανδράποδων, ούτε των φαύλων και των χυδαίων. Κ ι αν είσαι δειλός, μαλθακός και δουλικός, δεν συγγενεύεις ούτε με τους θεούς ούτε με τους χρηστούς ανθρώ­ πους. Στη Θήβα λένε πως οι άνθρωποι που ονομάζονται

43

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

του γένους λόγχη τις οΐμαι έπϊ του σώματος’ όστις δε τούτο τδ σημέΐονμη έχοι, ού δοκέΐν τών Σπαρτώ ν είνα ι' τοΐς δε του Λ ιός εκγόνοις οΰκ ο’ίει σημέΐον ενεΐναι τη φυχη, εξ ob φανεροί έσονται τοΐς δυναμένοις γνωρίζει ν είτε ε ξ εκείνου γεγο νότες έισιν είτε μ η ; πάνυ ουν ησθη τουτω τω λόγω ό ’Αλέξανδρος. 24 Μ ετά δε τούτο ηρετο αΰτόν, Π ώ ς αν, έφη, κάλλιστα βασιλεύοι τις; και δς δεινό ν ύποβλέφας, Ά λ λ ’ οΰδε έστιν, έφη, βασιλεύειν κακώς οΰ μάλλον η κακώς άγαθόν είναι, ό γάρ βασιλεύς άνθρώπων άριστός έστιν, άνδρειότατος ών και δι­ καιότατος και φιλανθρωπότατος και άνίκητος υπό παντός 25 πόνου και πάσης επιθυμίας, ή συ οΐει τον άδυνατον ήνιοχέΐν ηνίοχον εΐναι τούτον; η τον άπειρον του κυβερνάν κυβερνή­ την, ή τον οΰκ επιστάμενον ιάσθαι ιατρόν; οΰκ έστιν. καθάπερ ουν οΰκ έστι κυβερνάν μ ή κυβερνητικώς, ούτως οΰδε βασιλεύειν μ ή βασιλικώς, οΰδ’ αν πάντες φώσιν "Ελληνες και βάρβαροι και πολλά διαδήματα και σκήπτρα και τιάρας προσάφωσιν αΰτω, καθάπερ τά περιδέραια τοΐς εκτιθεμένοις παιδίοις, ϊνα μ ή άγνοήται. 26 Κ α ι ό ’Αλέξανδρος φοβηθείς μ ή άρα άπειρος άναφανη τής βασιλικής επιστήμης, Κ α ι τις, εφη, σοι δοκεΐ τήν τέχνην ταύτην παραδιδόναι; ή ποΐ δεΐ πορευθέντα μαθεΐν; ο ουν Δ ι27 ογένης έίπεν, Ά λ λ ’επίστασαι αΰτήν, έίπερ άληθής ο τής ’ Ολυμπιάδος λόγος και γέγόνας εκ του Δ ιό ς' εκείνος γάρ έστιν

44

Δ

ιά λο γο ς

Α

λέξανδρου

και

Δ

ιογένη

Σπαρτοί έχουν σημάδι της καταγωγής τους κάποια λόγχη στο σώμα' κι όποιος δεν το ’χει αυτό το σημάδι, δεν θεωρείται ότι ανήκει στους Σπαρτούς. Δεν νομίζεις ότι και για τους απο­ γόνους του Δία υπάρχει ένα σημάδι της ψυχής, απ’ το οποίο θα τους αναγνωρίσουν όσοι ξέρουν να κρίνουν, αν είναι από­ γονοί του ή όχι;» Ο Αλέξανδρος χάρηκε πολύ μ’ αυτή την κουβέντα. Κατόπιν τον ρώτησε: «Με ποιο τρόπο βασιλεύει κανείς καλύτερα;» Ο άλλος κοιτώντας τον αυστηρά είπε: «Δεν είναι δυνατό να βασιλεύει κανείς άσχημα, όπως δεν μπορεί να είναι κανείς καλός με κακό τρόπο. Γιατί ο βασιλιάς είναι ο καλύτερος ανάμεσα στους ανθρώπους, αφού είναι ο πιο ανδρείος, ο πιο δίκαιος, ο πιο φιλάνθρωπος και ανίκητος από κάθε πόνο και επιθυμία. Ή μήπως εσύ θεωρείς ηνίοχο αυτόν που δεν ξέρει να κρατά τα ηνία ή άρχοντα αυτόν που δεν ξέρει να διοικήσει ή γιατρό αυτόν που δεν ξέρει να θεραπεύει; Δε στέ­ κει. Με τον ίδιο τρόπο, δε γίνεται να μη κυβερνά κανείς ως κυ­ βερνήτης και να μη βασιλεύει με τρόπο βασιλικό, ακόμη κι αν όλοι,Έλληνες και βάρβαροι, τον λένε βασιλιά, ακόμη κι αν του φορέσουν διαδήματα, σκήπτρα και τιάρες, όπως τα περιδέραια που φορούν στα παιδιά που βγάζουν για πούλημα, για να τρα­ βούν την προσοχή.» Κ ι ο Αλέξανδρος, που φοβήθηκε μήπως φανεί ότι αγνοεί τη βασιλική επιστήμη: «Και ποιος νομίζεις πως μεταδίδει αυτή την τέχνη ή πού πρέπει να πάει κανείς για να τη μάθει;» Τότε ο Διογένης τού απάντησε: «Εσύ τη γνωρίζεις, αν αληθεύουν βέβαια, τα λόγια της Ολυ­ μπιάδας πως είσαι γιος του Δία. Γ ιατί αυτός είναι ο πρώτος

45

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ό την επιστήμην ταυ την πρώτος και μάλιστα έχω ν και όΐς εθέλει μεταδιδούς' οΐς δε αν μεταδω, πάντες ουτοι Λ ιός πάΐδές 28 εισ ί τε και λέγονται, η συ οίει τους σοφιστάς είναι τους διδά­ σκοντας βασιλεύει ν; άλλ ’ εκείνων μεν οϊ πολλοί ούχ όπως η

ι

J/

>

τ /)

ν

t/

λ

/)

29 ρασιλευειν, αλλ ουοε ζην ισασιν. ουκ οισσα, εφη, οτι οιττη εστιν ή παιδεία, ή μεν τις δαιμόνιος, ή δε ανθρώπινη; ή μεν ουν θεία μεγάλη και ισχυρά και ραδία, ή δε ανθρώπινη μικρά και άσθενής και πολλούς εχουσα κινδύνους και άπάτην ούκ 30 όλίγην' όμως δε άναγκαία προσγενέσθαι εκείνη, ει όρθώς γίγνοιτο. καλουσι δε οϊ πολλοί ταύτην μεν παιδείαν, καθάπερ όϊμαι παιδιάν, και νομίζουσι τον πλεΐστα γράμματα εϊδότα, Π ερσικά τε και 'Ελληνικά και τά Σύρων και τά Φ ο ι­ νίκων, και πλείστοις εντυγχάνοντα βιβλίοις, τούτον σοφώτατον και μάλιστα πεπαιδευμένον" πάλιν δε όταν εντύχωσι τών τοιούτων τισι μοχθηρόΐςκαι δειλόίςκαι φιλαργύροις, ο­ λίγου άξιόν φασι τό πράγμα [και τον άνθρωπον]' τήν δε ε3ΐ τέραν ενίοτε μεν παιδείαν, ενίοτε δε άνδρείαν και μεγαλοφροσύνην. και ουτω δη Λ ιός παΐδας έκάλουν οϊ πρότερον τούς τής άγαθής παιδείας επιτυγχάνοντας και τάς φυχάς άνδρείους, πεπαιδευμένους ώ ς'Η ρακλέα εκείνον, ούκουν όστις αν εκείνην την παιδείαν έχη καλώς πεφυκώς, ραδίως και ταύτης γίγνεται μέτοχος, ολίγα άκούσας και όλιγάκις, αύτά τά μέγισ τα και κυριώτατα, και μεμύηται και φυλάττει εν τή 32 ψυχή. και ούδεις αν αύτόν τι τούτων άφέλοιτο ούτε καιρός ούτε άνθρωπος σοφιστής, ά λ λ ’ ούδ’ αν πυρί τις εκκαυσαι

46

Δ

ιάλο γος

Α

λ έξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

και ο κατεξοχήν κάτοχος αυτής της γνώσης και τη μεταδίδει σε όποιους θέλει' και σε όσους τη μεταδώσει, όλοι αυτοί είναι παιδιά του Δία και έτσι αποκαλούνται.Ή μήπως νομίζεις πως οι σοφιστές είναι αυτοί που διδάσκουν πώς να βασιλεύει κα­ νείς; Μα οι περισσότεροί τους δεν έχουν ιδέα, όχι μόνο πώς να βασιλεύουν αλλά ούτε καν πώς να ζήσουν. Δεν ξέρεις πως η παιδεία είναι δύο ειδών, μία η θεϊκή και η άλλη η ανθρώπινη; Η θεϊκή είναι μεγάλη, δυνατή και εύκολη, ενώ η ανθρώπινη μικρή, αδύναμη και περιέχει πολλούς κινδύνους και ουκ ολίγη απάτη' θα πρέπει αναγκαστικά να προεγγίσει τη θεϊκή παι­ δεία, προκειμένου να είναι ορθή. Αυτό το ανθρώπινο είδος οι περισσότεροι άνθρωποι το λένε “ παιδεία” -όπως λέμε παιδιά, [σ.τ.μ., το παιχνίδι] φαντάζομαι- και όποιον γνωρίζει την περισ­ σότερη λογοτεχνία, Περσική, Ελληνική, Συριακή, Φοινικική και έχει διαβάσει τα περισσότερα βιβλία, τον θεωρούν σοφό και εξαιρετικά μορφωμένο' κι αν τύχει και συναντήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους μορφωμένους κάποιους κακοήθεις, δειλούς και φιλάργυρους, λένε πως η περίπτωσή τους -κι ο συγκεκριμένος άνθρωπος-, απλώς είναι ανάξια λόγου. »Το άλλο είδος άλλοτε το ονομάζουν παιδεία και άλλοτε αν­ δρεία και μεγαλοφροσύνη. Γ ι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, οι γεροντότεροι αποκαλούσαν παιδιά του Δία αυτούς που απόκτησαν καλή παιδεία κι είχαν γενναία ψυχή, γιατί μορφώθηκαν σαν τον Ηρακλή. Όποιος λοιπόν την έχει από τη φύση του αυτή την υψηλή παιδεία και εύκολα γίνεται κοινωνός της, του είναι αρκετό ν’ ακούσει λίγα πράγματα και σε λίγα μαθήματα, α­ πλά τα σπουδαιότερα και τα κυριότερα, και είναι ήδη μυημένος, τα φυλάει αυτά στην ψυχή του και κανείς δεν μπορεί να του τα αφαιρέσει, ούτε ο χρόνος ούτε κανένας σοφιστής αλλά

47

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

33

βουλόμενος' άλλά καν εμπρήση τις τον άνθρωπον, ώσπερ τον 'Ηρακλέα φασϊν αυτόν έμπρήσαι, μένοι άν αύτου τά δόγματα εν τη ψυχή, καθάπερ όϊμαι τώνκατακαιομένων νε­ κρών τούς όδόντας φασϊ διαμένειν, του άλλου σώματος δαπανηθέντος υπό του πυρός. [ού γάρ μαθεΐν, ά λ λ ’ ύπομνησθήναι δεΐται μόνον' ’έ πειτα εύθύς οι δεν τε και εγνώρισεν, ώς άν ε ξ άρχής τά δόγματα έχω ν ταυ τα εν τη αύτου διανοία.] προσέτι δέ, εάν μ εν άνδρι περιπέση ώσπερ οδόν επισταμένω, ραδίως εκείνος επέδειξεν αύτω, και μαθών εύθύς άπεισιν' εάν δε άγνοουντι και άλαζόνι σοφιστή, κατατρίψει περιάγων αύτόν, οτε μ εν πρός άνατολάς, ότε δε πρός δύσιν, ότέ δε πρός

μεσημβρίαν έλκων, ούδέν αύτός ε’ιδώς, άλλά εικάζω ν, και 34 πολύ πρότερον αύτός υπό τοιούτων άλαζόνων πεπλανημένος. ώσπερ γάρ at άμαθείς και άκόλαστοι κύνες εν τη Θήρα μηδέν ξυνεΐσαι μηδέ γνωρίσασαι τό ίχνος εξαπατώσιν άλλ ας τη φωνή και τω σχήματι, ώς ε’ι δυίαί τε και όρώσαι, και πολ-

35

λαι συνέπονται ταύταις, άι άφρονέσταται σχεδόν τάίςμάτην φθεγγομέναις, τούτων δ ’ άι μεν άφθογγοι και σιωπώσαι μ όναι αύτάι εξαπατώνται, άι δε προπετέσταται και άνοητόταται μιμούμεναι τάς πρώτας θορυβουσι και φιλοτιμουνται άλλας εξαπατάν, τοιουτον εύροις άν και περι τούς καλού μ έ ­ νους σοφιστάς πολύ ν όχλον ενίοτε συνεπόμενον άνθρώπων ήλιθίων' και γνώση ότι ούδεν διαφέρει σοφιστής άνθρωπος εύνούχου άκολάστου.

48

Δ

ιάλογος

Α

λ έξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

ούτε και κάποιος που θα ’θελε να τα εξαφανίσει στη φωτιά. Α ­ κόμη και στη φωτιά να τον ρίξουν, όπως ο Ηρακλής, που λέ­ νε πως αυτοπυρπολήθηκε, θα κρατήσει τις αρχές του ανέπα­ φες μες στην ψυχή του, έτσι όπως στους νεκρούς που αποτε­ φρώνονται μένουν τα δόντια ενώ το υπόλοιπο σώμα έχει ανα­ λωθεί στη φωτιά. Γιατί αυτός δεν χρειάζεται να μαθαίνει, παρά μόνο να θυμάται' μετά, αμέσως γνωρίζει και αναγνω­ ρίζει, σαν να είχε εξαρχής αυτές τις ιδέες στο μυαλό του. Κ ι ακόμα, αν τύχει και πέσει σε άνθρωπο που «ξέρει τον δρόμο», θα ’ναι εύκολο για τον άνθρωπο εκείνο να του δείξει το δρόμο' κι αυτός μαθαίνοντάς τον, αμέσως ξεκινά. Αν όμως βρεθεί με κανέναν σοφιστή ανίδεο και απατεώνα, αυτός θα τον εξαντλή­ σει περιφέροντας τον εδώ και κει, τραβολογώντας τον πότε α­ νατολικά πότε δυτικά πότε νότια, μη γνωρίζοντας ο ίδιος τί­ ποτα, αλλά απλά υποθέτοντας, αφού και ο ίδιος στο παρελθόν έχει παραπλανηθεί από τέτοιους απατεώνες. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα αγύμναστα και ατίθασα σκυλιά στο κυνήγι, που χωρίς να μυρίζονται τίποτα, χωρίς ν’ αναγνωρίζουν κα­ νένα ίχνος, εξαπατούν τ άλλα σκυλιά με το να γαβγίζουν και να φέρονται σαν να ξέρουν και να βλέπουν' και τα περισσότε­ ρα, τα πιο ανόητα, ακολουθούν αυτά τα σκυλιά που γαβγίζουν χωρίς λόγο' απ’ αυτά, τώρα, όσα δεν γαβγίζουν και σω­ παίνουν, εξαπατούν μονάχα τον εαυτό τους, ενώ τα πιο ορμη­ τικά και ανόητα, καθώς μιμούνται τα πρώτα, θορυβούν και προσπαθούν να ξεγελάσουν κι άλλα σκυλιά. Παρόμοια, γύρω απ’ τους λεγάμενους σοφιστές θα βρεις κάποτε ένα τέτοιο πλή­ θος ανθρώπων ηλιθίων που ακολουθούν από κοντά, και θα α­ νακαλύψεις πως ο σοφιστής σε τίποτα δε διαφέρει από έναν α­ κόλαστο ευνούχο.»

49

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

36

Κ α ι δς άκούσας εθαύμασε κατά τ ί τον σοφιστήν εύνούχω παρέβαλεν, και ήρετο αυτόν. Οτι, είπε, των ευνούχων φασϊν οι άσελγέστατοι άνδρες είναι και εράν των γυναικών, και συγκαθεύδουσιν αύτάΐς και ένοχλοΰσι, γίγνεται δ ’ ούδεν πλέον, ούδ’ αν τάς τε νύκτας και τάς ημέρας συνώσιν αύταΐς.

37 και παρά τοΐς σοφισταΐς ουν πολλούς εύρήσεις γηράσκοντας άμαθεΐς, πλανωμένους εν τοΐς λόγοις πολύ κάκιον ή τον Ό δυσσέα φησιν ' Ομηρος εν τη θαλάττη, και πρότερον εις αδου αν άφίκοιτο, ώσπερ εκείνος, η γένοιτο άνήρ άγαθόςλέγω ν τε 38 και άκούων. και σύ, έπείπερ ουτω πέφυκας, εάν τύχης επισταμένου άνδρός, ικανή σοί έστι μ ία ήμέρα πρός το συνιδεΐν το πράγμα και τήν τέχνην, και ούδεν ετι δεήση ποικίλων σο­ φισμάτων ή λόγω ν' εάν δε μ ή τύχης διδασκάλου του Λ ιός ή άλλου τοιούτου, ταχύ και σαφώς φράζοντος ά δειποιέΐν, ούδέν σοι πλέον, ούδε αν όλον κατατρίφης τον βίον άγρυπνων τε και άσιτών παρά τοΐς κακοδαίμοσι σοφισταΐς. τούτο δε 39 ούκ εγώ λέγω νυν, άλλ ’ "Ομηρος εμου πρότερος. ή ούκ έμ­ πειρος ε ΐ τών Ό μηρου επών; Ό δε Α λέξανδροςμέγιστον εφρόνει, ότι ήπίστατομεν τό ετερον ποίημα όλον, τήν Ίλιάδα, πολλά δε καί τ ή ς ’ Οδύσσει­ ας. θαυμάσας ουν έφη, Κ α ι που διείλεκται περι τούτων Ο ­ μηρος; Έ κεΐ, έφη, όπου τον Μ ίνω λέγει τού Δ ιός όαριστήν. 40 ή ού τό όαρίζειν όμιλεΐν έστιν; ούκουν ομιλητήν* του Δ ιός φησιν αύτόν είναι, ώσπερ αν έι έφη μαθητήν, ά ρ ’ ούν ύπέρ

(σ.τ.μ.:) ' Ομιλητής: συνώνυμο τοιτ μαθητής.

50

Δ

ιάλο γος

Α

λέξανδρου

και

Δ

ιο γέν η

Όταν τ’ άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, απόρησε για ποιο λόγο σύγκρινε τον σοφιστή με τον ευνούχο και τον ρώτησε γ ι’ αυτό. «Επειδή οι πιο ακόλαστοι ευνούχοι, λέγοντας πως είναι άν­ τρες που αγαπούν τις γυναίκες, κοιμούνται μαζί τους και τις ενοχλούν, αλλά δεν γίνεται τίποτα περισσότερο, ακόμη κι αν μείνουν μαζί τους νύχτα μέρα. Έ τσι και ανάμεσα στους σοφι­ στές θα βρεις πολλούς που γερνάνε αμαθείς, περιπλανώμενοι μες στα λόγια πολύ χειρότερα απ’ ό,τι περιπλανήθηκε ο Ομη­ ρικός Οδυσσέας στη θάλασσα' και ο καθένας τους, σαν τον 0 δυσσέα, συντομότερα μπορεί να φτάσει στον Άδη, παρά να γί­ νει χρηστός άνθρωπος λέγοντας κι ακούγοντας λόγια. Και συ, αφού βέβαια έχεις τέτοια καταγωγή, αν συναντήσεις έναν άν­ θρωπο ειδήμονα, σου φτάνει μια μέρα για ν’ αποκτήσεις επαρ­ κή γνώση του αντικειμένου και της τέχνης του, και δε θα ’χεις άλλη ανάγκη για περίπλοκα σοφίσματα ή συζητήσεις. Αν ό­ μως δεν έτυχε να έχεις για δάσκαλο μαθητή του Δία ή άλλου σαν τον Δία, που να σου λέει σύντομα και με σαφήνεια τι πρέ­ πει να κάνεις, τίποτα δεν θα καταφέρεις ακόμη κι αν, άγρυ­ πνος και νηστικός, ξοδέψεις ολόκληρη τη ζωή σου στις σχολές των άθλιων σοφιστών. Αυτό δεν το λέω εγώ τώρα, αλλά το είπε ο Όμηρος πριν από μένα. Ή μήπως δεν τα γνωρίζεις τα έπη του Ομήρου;» Ο Αλέξανδρος ήταν περήφανος που ήξερε το ένα ποίημα, την Ιλιάδα, ολόκληρο, και πολλά μέρη απ’ την Οδύσσεια. Απορη­ μένος, λοιπόν, ρώτησε: «Και σε ποιο σημείο μιλάει γι’ αυτά ο Όμηρος;» «Εκεί που λέει τον Μίνωα1 σύντροφο του Δία. Ή μήπως, μαθητεύοντας* πλάι σε κάποιον δεν είσαι και σύντροφός του; Λέει, λοιπόν, πως είναι σύντροφος του Δία, που θα ’ταν το ίδιο



ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

άλλων αύτόν οϊει μανθάνοντα ομιλεΐν τώ Δ ά πραγμάτων ή τών δικαίων και βασιλικών; επ εί τοι και λέγεται δικαιότατος 4ΐ ό Μ ίνω ς πάντων γενέσθαι. πάλιν δέ όταν λέγη διοτρεφεΐς τούς βασιλέας και διιφίλους, άλλο τι οϊει λέγειν αύτόν ή την τροφήν ταυτην, ην έφην θείαν είναι διδασκαλίαν και μαθη­ τείαν; η σύ οϊει λέγειν αύτόν υπό του Δ ιός τούς βασιλέας τρέφεσθαι ώσπερ υπό τίτθης γάλακτι και ο’ίνω και σιτίοις, άλλ ’ 42 ούκ επιστήμη και άληθεία; ομοίως δε και φιλίαν ούκ άλλην ή τό ταύτά βούλεσθαι και διανοεΐσθαι, όμόνοιάν τι να ούσαν; ούτως γάρ δήπου και τοΐς άνθρώποις δοκουσιν οϊ φίλοι πάν­ των μάλιστα ομονοεΐν και μ η διαφέρεσθαι περι μηδενός. δς 43 αν ουν τω Δ ά φίλος η και όμονοη προς εκείνον, έσθ’ όπως ά­ δικου τινός επιθυμήσει πράγματος ή πονηρόν τι και αϊσχρόν διανοηθήσεται; αύτό δε τούτο έοικε δηλούν και όταν έγκω 44 μ ιά ζω ν τινά λέγη τών βασιλέων "ποιμένα λαών", τού γάρ ποιμένος ούκ άλλο τι έργον ή πρόνοια και σωτηρία και φυ­ λακή προβάτων, ούχ ώστε κατακόπτειν, ού μ ά Δ ία, και σφάττειν και δέρειν. καίτοι ενίοτε πολλά πρόβατα ελαύνει μάγειρος ώ ς ώνησάμενος άλλά πλεΐστον διαφέρει μαγειρική 45 τε και ποιμενική, σχεδόν όσον βασιλεία τε και τυραννίς. ότε γούν Ξέρξης και Δαρεΐος άνωθεν εκ Σούσων ήλαυνον πολύν όχλον Περσών τε και Μ ήδω ν και Σακώ ν και ’Αράβω ν και Α ιγ υ π τίω ν δεύρο εις την Ελλάδα άπολούμενον, πότερον βασιλικό ν ή μαγειρικόν έπραττον έργον λείαν ελαύνοντες κα τακο πησομένην;

52

___________ Δ

ιάλο γο ς

Α

λέξανδρου

και

Δ

ιογένη

αν έλεγε πως είναι μαθητής του. Και τι φαντάζεσαι, πως ο Μίνωας μαθήτευσε πλάι στο Δία, για να μάθει κάτι άλλο, πέ­ ρα από τη δικαιοσύνη και τη βασιλική τέχνη; Γιαυτό και ο Μ ί­ νωας έγινε, καθώς λένε, ο πιο δίκαιος άνθρωπος στον κόσμο. Όταν πάλι λέει ο Όμηρος πως οι βασιλιάδες είναι «αναθρεμμένοι απ’ τον Δία» και «φίλοι του», νομίζεις πως εννοεί δια­ φορετική ανατροφή απ’ τη διδασκαλία και τη μαθητεία που ε­ γώ ονομάζω θεϊκή; Μήπως θέλει να πει ότι τους βασιλιάδες τους ταΐζει ο Δίας, σαν την παραμάνα, με γάλα, κρασί και φα­ γητά και όχι με γνώση και αλήθεια; Το ίδιο και η «φιλία» με το θεό δε σημαίνει παρά ταυτότητα επιθυμιών και τρόπου σκέ­ ψης, ένα είδος ομό-νοιας. Και αυτή, νομίζω είναι η άποψη του κόσμου, πως οι φίλοι περισσότερο απ’ όλους συμφωνούν μετα­ ξύ τους και δεν τους χωρίζει τίποτα. Είναι δυνατόν, λοιπόν, αυτός που είναι φίλος του Δία και έχει τον ίδιο τρόπο σκέψης μ’ εκείνον, να επιθυμήσει κάτι άδικο ή να σκεφτεί κάτι πονηρό και αισχρό; Είναι φανερό πως αυτό θέλει να δείξει ο Όμηρος, όταν, επαινώντας κάποιο βασιλιά, τον λέει «ποιμένα των λα­ ών». Γιατί έργο του ποιμένα είναι να φροντίζει, να προστα­ τεύει και να φυλάει τα πρόβατα και όχι, μα το Δία, να τα πε­ τσοκόβει, να τα σφάζει και να τα γδέρνει. Και όμως, μερικές φορές κι αυτός, σαν χασάπης, οδηγεί πολλά πρόβατα στο πα­ ζάρι. Αλλά τόσο πολύ διαφέρει ο χασάπης από τον ποιμένα, σχεδόν όσο η βασιλεία από την τυραννία. Όταν, για παράδειγ­ μα, ο Ξέρξης κι ο Δαρείος οδηγούσαν από τα Σούσα ένα τερά­ στιο πλήθος από Πέρσες, Μήδους, Σάκες, Άραβες και Αιγυ­ πτίους εδώ στην Ελλάδα σε βέβαιο χαμό, ενεργούσαν σαν βα­ σιλιάδες ή σαν χασάπηδες οδηγώντας στη σφαγή αυτή τη λεία;»

53

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

46

Κ α ι 6 ’Αλέξανδρος, Σοί, έφη, ώς έοικεν, ού δοχέΐβασιλεύς είναι οΰδε ο μ έγα ς βασιλεύς; και ό Δ ιογένης μειδιάσας, Ού μάλλον, έίπεν, ώ Αλέξανδρε, ή ο σμικρδς δάκτυλος. Ο ύδ’

άρα εγώ, έφη, καταλύσας εκείνον μέγας βασιλεύς έσομαι; Ού 47 τούτου γε ενεκα, είπεν ο Διογένης, ούδε γάρ τών παίδων ό νικήσας, όταν παίζωσιν, ώς αύτοί φασι, βασιλέας, τω δντι βασιλεύς έστιν. οι μέντοι πάΐδες ϊσασιν δτι ό νενικηκώς και λεγόμενος βασιλεύς σκυτοτόμου υιός έστιν ή τέκτονος, και δει μανθάνειν αύτόν τήν του πατρός τέχνην' ο δέ άποδράς παίζει 48 μ ε θ ’ ετέρων, και τότε μάλιστα οϊεται σπουδάζειν - ’ε νίοτε δέ και δούλος καταλιπών τον δεσπότην, ίσως ουν και υμείς τοιοΰτόν τι ποιείτε, έκάτερος υμών παΐδας έχοντες τούς συμφιλονικουντας, ό μέν Πέρσας και τούς άλλους τούς κατά τήν ’Ασίαν, σύ δέ Μ ακεδόνας τε και τούς άλλους'Έλληνας. και ώσπερ ’εκείνοι τη σφαίρα στοχάζονται άλλήλων, ο δέ πληγείς ήττηται, και σύ νυνΔαρείου στοχάζη και σου ’εκείνος, και τυ­ 49

χ ό ν αν πλήξαις τε και έκβάλοις αύτόν' έπισκοπώτερος γάρ έίν α ίμ ο ι δοκέίς. έπειτα οι μ ε τ ’ ’εκείνου πρότερον όντεςμετά σου έσονται και ύποκύφουσι, και σύ όνομασθήσηβασιλεύς άπάντων. Ο ουν ’Αλέξανδρος πάλιν έλυπέίτο και ήχθετο. ούδέ γάρ ζην έβούλετο, έι μ ή βασιλεύς έίη τής Εύρώπης και τής Α σ ία ς και τής Λ ιβύης και ε ϊ πού τις έστι νήσος έν τω Ώ κεανω κει-

54

Δ

ιάλο γο ς

Α

λ έξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

Και ο Αλέξανδρος είπε: «Εσύ δηλαδή δεν θεωρείς βασιλιά ούτε τον μέγα βασιλέα;» Και ο Διογένης, χαμογελώντας, απάντησε: «Όχι περισσότερο, Αλέξανδρε, απ’ όσο θεωρώ βασιλιά το μι­ κρό μου δάχτυλο.» «Άρα ούτε εγώ θα γίνω μέγας βασιλέας, όταν καταλύσω την εξουσία του;» «Δεν θα ’ναι αυτός ο λόγος που θα γίνεις μέγας βασιλέας», είπε ο Διογένης. «Γιατί και στα παιδιά, όποιο νικάει στο παι­ χνίδι και το λένε βασιλιά, δεν είναι στ’ αλήθεια βασιλιάς. Τα παιδιά ξέρουν βέβαια πως ο νικητής που τον λένε βασιλιά εί­ ναι γιος τσαγκάρη ή μαραγκού και πως πρέπει να μάθει την τέχνη του πατέρα του' όμως το σκάει και παίζει με τ’ άλλα παιδιά και μάλιστα φαντάζεται την ώρα εκείνη ότι κάνει κάτι πολύ σπουδαίο -και μερικές φορές, βασιλιάς είναι κι ένας δού­ λος που την κοπάνισε από τ’ αφεντικό/ίσως, λοιπόν, και σεις οι δυο κάνετε κάτι παρόμοιο, κι ο καθένας σας, στη θέση των παιδιών, έχει τους στρατιώτες που πολεμούν μεταξύ τους' αυ­ τός τους Πέρσες και τους άλλους Ασιάτες και συ τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Και όπως ακριβώς εκείνα τα παιδιά σημαδεύουν το ένα το άλλο με την μπάλα και όποιο χτυπηθεί, χάνει, έτσι και συ σημαδεύεις τον Δαρείο και ο Δαρείος εσένα κι ίσως μάλιστα τον χτυπήσεις και τον βγάλεις απ’ τη μέση γιατί μου φαίνεσαι για πιο εύστοχος. Έπειτα, αυτοί που πριν ήταν στο πλευρό του θα ’ρθουν με το μέρος σου και θα υποταγούν και συ θα ονομαστείς βασιλιάς όλων.» Ο Αλέξανδρος, βέβαια, πάλι λυπόταν και στενοχωριόταν. Γ ιατί ούτε να ζήσει ήθελε, αν δεν γινόταν βασιλιάς της Ευρώ­ πης, της Ασίας, της Αφρικής και των όποιων νησιών του Ωκε-

55

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

50 μένη. επεπόνθει γάρ τουναντίον η φησιν 'Όμηρος τον Ά χ ιλ λέα νεκρόν πεπονθέναι. εκείνος μ εν γάρ έλεγε ν ότι ζών βούλοιτο θητεύειν άνδρϊ παρ ’ άκληρω, ω μ η βίοτος πολύς εϊη, η πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν άνάσσειν' ο δε ’Αλέξανδρος δοκεΐμοι ελέσθαι άν και του τρίτου μέρους τών νεκρών άρχειν άποθανών ή ζην τον άπαντα χρόνον θεός 5ΐ γενόμενος, μόνον εϊ μ η βασιλεύς γένοιτο τών άλλων θεών. μόνου δ ’ ’ίσως ούκ άν ύπερεΐδε του Δ ιός, ότι βασιλέα καλουσιν αύτόν οί άνθρωποι' όθεν και εκόλαζε ν αύ τον ό Δ ιογένης πάντα τρόπον. ’Έ φ η ούν, Τί 2 Διόγενες, συ μ έν μοι παίζειν δοκεΐς' εγώ δέ άν Δαρέΐον ελω και έτι το ν’Ινδώ ν βασιλέα, ούδέν μ ε κωλύσει τών πώποτε βασιλέων μέγιστον είναι, τ ί γάρ εμοϊ λοιπόν εστι κρατησαντι Βαβυλώ νος και Σουσω ν και ’Εκβατάνων και 52 τών εν Ίνδόίς πραγμάτων; και ός ορών αύτόν φλεγόμενον υπό της φιλοτιμίας κάκεί τη -ψυχή όλον τεταμένον και φερόμενον, ώσπερ at γέρανοι, όποι άν όρμήσωσιν, άποτείνασαι έ53 αυτάς πέτονται, Α λ λ ’ ούδέν έξεις, έφη, πλέον ούδενός ούδέ τω όντι βασιλευσεις άφ ’ ης έχεις ταύτης διανοίας, ούδέ άν υ­ περβαλλόμενος τό έν Βαβυλώνι τείχος ούτως έλης την πά­ λι ν, άλλά μ η διορυττων έξωθεν και ύπορυττων, ομοίως δέ και τό έν Σούσοις και τό έν Βάκτροις, ούδ’ άν Κυρον μιμη54 σάμενος κατά τον ποταμόν εϊσρυης, ώσπερ ύδρος, ούδ’ άν έτέραν προσλάβης μείζω της Α σ ία ς ήπειρον, τον Ω κεανόν διανηξάμενος.

56

Δ

ιάλο γο ς

Α

λέξανδρου

και

Δ

ιογένη

ανού. Η ψυχική του κατάσταση ήταν διαμετρικά αντίθετη α­ πό του Αχιλλέα που περιγράφει ο Όμηρος. Γιατί εκείνος έλε­ γε πως προτιμούσε να ζει δούλος σε αφέντη δίχως κτήματα και μ ε λίγο βιος παρά να βασιλεύει εδώ στους πεθαμένους όλους. Ο Αλέξανδρος όμως μου φαίνεται θα προτιμούσε να πεθάνει, αν ήταν να κυβερνά έστω και το εν τρίτο των νεκρών, παρά να γίνει θεός και να ζει αιώνια -εκτός κι αν γινόταν βασιλιάς των άλλων θεών. Κ ι ίσως μόνο τον Δία δεν θα περιφρονούσε, κι αυτό γιατί οι άνθρωποι τον ονομάζουν βασιλιά. Γ ι’ αυτό και ο Διογένης τον τσιγκλούσε με κάθε τρόπο. «Διογένη», είπε, «μου φαίνεται πως με δουλεύεις. Αν πιάσω αιχμάλωτο το Δαρείο και τον βασιλιά των Ινδών, τίποτα δεν μ’ εμποδίζει να είμαι ο μεγαλύτερος βασιλιάς που έζησε ποτέ. Γ ιατί τι θα απομείνει, αν κυριέψω την Βαβυλώνα, τα Σούσα, τα Εκβάτανα και την αυτοκρατορία της Ινδίας;» Ο Διογένης βλέποντάς τον να φλέγεται από φιλοδοξία και μ’ όλη του την ψυχή εκεί να κατευθύνει τις προσπάθειές του σαν τους γερανούς που πετούν προς το στόχο με τεντωμένο το λαιμό, του είπε: «Με τέτοια μυαλά, δεν θα έχεις τίποτα περισσότερο από κανέναν κι ούτε στ’ αλήθεια θα βασιλεύσεις, ακόμη κι αν κυριέψεις την Βαβυλώνα πηδώντας πάνω απ’ τα τείχη της αντί να τα υποσκάψεις ανοίγοντας τάφρο απ’ έξω, ακόμα κι αν μπεις στο ποτάμι σαν νερόφιδο, όπως ο Κύρος, και κυριέψεις τα Σούσα και τα Βάκτρα με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν διασχί­ σεις τον Ωκεανό και καταχτήσεις μεγαλύτερη ήπειρο απ’ την Ασία».

57

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Κ α ι τίς, έίπεν, έτι μοι καταλείπεται πολέμιος, εάν ελω τού­ τους ούς εΐπον; Ό πάντων, έφη, δυσμαχώτατος, ού περσίζων, ού μηδίζω ν τη φωνή, καθάπερ οΐμαι Λαρέίος, άλλά μ ακεδονίζων τε και ελληνίζων. και δς έταράχθη τε και ήγω νίασεν μ ή τινα επίσταιτο εν Μ ακεδονία ή εν τη Έ λλάδι πα56 ρασκευαζόμενον ώς πολεμήσοντα και ήρετο, Τίς ουτός έστιν έμός πολέμιος έν τη Έ λλάδι ή Μακεδονία; Σύ, έφη, άγνοέίς, πάντων μάλιστα γιγνώσκειν ο’ιόμενος;’Έπειτα, έφη, ούκ έρεΐς αύτόν, άλλά κρύφεις; Π άλαι γάρ, είπε, λέγω, σύ δέ ούκ άκούεις, ότι σύ αύτω μάλιστα έχθιστος έίκ α ι πολεμιώτατος, μέχρι αν ης κακός και άνόητος. και οΰτος, έφη, έστιν άνήρ, 57 ον σύ άγνοέίς, ώς ούδένα άλλον, ούδε'ις γάρ των αφρόνων και πονηρών έπίσταται εαυτόν, ού γάρ αν τούτο πρώτον προσέταττεν ο Α π ό λ λ ω ν ώ ςχαλεπώ τατον εκάστω, γνώναι 55

58 εαυτόν, ή ού τήν άφροσύνη ν ή γη μεγίστην και τελεωτάτην πασών νόσον και βλάβην τοΐς έχουσι και τον άφρονα άνδρα αύτόν αύτω βλαβερώτατον; ή ού τον βλαβερώτατον εκάστω και πλείστων κακών αίτιον, τούτον έχθιστον και πολεμιώτατον έκείνω ομολογείς είναι; πρός ταυτα χαλέπαινε και πή59

δα, έφη, και μιαρώτατον άνθρώπων έμέ νόμιζε και λοιδορεί πρός άπαντας, έάν δέ σοι δόξη, τω δορατίω διαπερόνησον’ ώς άκούσει παρά μόνου άνθρώπων έμου τάληθή, και π αρ’ ούδε-

58

Δ

ιάλο γο ς

Α

λ έξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

«Και ποιος εχθρός μου θ’ απομείνει αν αιχμαλωτίσω αυτούς που είπα;» «Ο πιο δύσκολος εχθρός σου δεν μιλά περσικά ή μηδικά ό­ πως μιλάει, φαντάζομαι, ο Δαρείος, αλλά μακεδονικά και ελ­ ληνικά». Ο Αλέξανδρος ταράχθηκε τότε και ανησύχησε μήπως ήξερε ο Διογένης κάποιον στη Μακεδονία ή στην Ελλάδα που να ε­ τοιμάζεται να πολεμήσει εναντίον του και ρώτησε, «Ποιος εί­ ναι αυτός ο εχθρός μου στην Ελλάδα ή στη Μακεδονία;» «Δεν ξέρεις; Εσύ που νομίζεις πως ξέρεις περισσότερα απ’ τον καθένα;» «Λοιπόν, δεν θα μου τον αποκαλύψεις; Κρυφό θα τον κρατή­ σεις;» «Εδώ και ώρα' προσπαθώ να σου το πω αλλά δε θες να ακούσεις: εσύ είσαι ο πιο άσπονδος εχθρός και αντίπαλος του ε­ αυτού σου, όσο παραμένεις κακός και ανόητος. Κ ι αυτός είναι ο άνθρωπος που αγνοείς περισσότερο από κάθε άλλον. Γ ιατί κανένας ανόητος και κακός δε γνωρίζει τον εαυτό του. Διαφο­ ρετικά, δεν θα όριζε ο Απόλλωνας ως πρώτο καθήκον το Γνώ θι σ ’ αυτόν, θεωρώντας ότι είναι το πιο δύσκολο για τον καθέ­ να. Μήπως δεν συμφωνείς ότι η αφροσύνη είναι η μεγαλύτερη και σοβαρότερη απ’ όλες τις αρρώστιες και καταστροφική για όσους την έχουν, και δεν θεωρείς τον άφρονα άνθρωπο αυτοκαταστροφικό; Ή δεν παραδέχεσαι πως εκείνος που βλάπτει έναν άνθρωπο και του προξενεί ένα σωρό κακά, δεν μπορεί παρά να είναι και ο πιο μεγάλος εχθρός και αντίπαλός του; Γ ι’ αυτά πήδα και θύμωνε όσο θες, και πες πως είμαι ο χειρότερος βρωμιάρης και βρίζε με σ’ όλο τον κόσμο, κι αν σου ’ρθει, κάρ­ φωσε με με το δόρυ. Γ ιατί είμαι ο μόνος άνθρωπος απ’ τον ο-

59

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

νός άλλου άνθρώπων άν μάθοις. πάντες γάρ ε’ισι χείρους ε­ μού και άνελευθερώτεροι. 6ο Ταύτα δε έλεγεν ο Διογένης, παρ’ ούδένμεν ηγούμενος, ε’ι κ α ί τι πείσεται, πλήν σαφώς γε ε’ιδώς ότι ουδέ ν έσοιτο. ήπίστατο γάρ τόν’Αλέξανδρον δούλο ν δντα τής δόξης και ού6ι δ έπ ο τ’ άν άμαρτόντα περι εκείνην, έφη οΰ ν αΰτόν μηδ'ε τό σημέίον τό βασιλικό ν έχειν. και ό ’Αλέξανδρος θαυμάσας, Οΰκ άρτι έλεγες, έφη, ότι ούδέν δει σημείων τω βασιλέϊ; Ν α ι μ ά Δ ί ’, είπε, τών γε έξωθεν, οΐον τιάρας και πορφύρας* τού­ των γάρ ούδέν έστιν όφελος' τό δέ εκ τής φύσεως αΰτω δει 62 προσεΐναι πάντων μάλιστα. Κ α ί τ ί τούτο έστιν, έφη ό ’Α λ έ ­ ξανδρος;’Ό και τώ νμελιττώ ν, ή δ ’ ός, τω βασιλεί πρόσεστιν. ή ούκ άκήκοας ότι εστι βασιλεύς εν ταΐς μελίτταις φύσει γιγνόμενος, οΰκ εκ γένους τούτο έχων, ώσπερ υμείς φατε, άφ ’ Ήρακλέους όντες; Τ ί ού ν τούτο εστιν, εΐπεν ό ’Αλέξανδρος, 63 τό σημεΐον; Οΰκ άκήκοας, είπε, τών γεωργών ότι μόνη εκεί­ νη ή μέλιττα άνευ κέντρου εστίν, ώς ούδέν αύτή δέον όπλου προς οΰδένα; ούδεμία γάρ αύτή τών άλλων μελιττώ ν άμφισβητήσει περι τής βασιλείας ούδε μαχήσεται τούτο εχούσγ). σΰ δ έμ ο ι δοκέΐς ού μόνον περιπατείν, άλλά και καθεύδειν εν 64 τοΐς όπλοις. Οΰκ όΐσθα, έφη, ότι φοβουμένου έστιν άνθρώπου όπλα έχειν; φοβούμενος δε ούδέποτ’ άν οΰδεις γένοιτοβάσι­

μο

Δ

ιάλο γο ς

Α

λέξαν δρου και

Δ

ιογένη

ποιο μπορείς ν’ ακούσεις την αλήθεια και δεν θα τη μάθεις α­ πό κανέναν άλλο. Γ ιατί όλοι είναι χειρότεροι και δουλικότεροι από μένα». Αυτά έλεγε ο Διογένης αδιαφορώντας αν θα τιμωρηθεί, γνω ­ ρίζοντας όμως καλά ότι τίποτα δε θα συνέβαινε. Γ ιατί ήξερε πως ο Αλέξανδρος ήταν δούλος της δόξας και ποτέ δε θα έκα­ νε κάτι που θα του χαλούσε τη δόξα. Του είπε, λοιπόν, πως δεν έχει το σημάδι του βασιλιά. Κ ι ο Αλέξανδρος απορημένος: «Τώρα μόλις δεν έλεγες πως ο βασιλιάς δε χρειάζεται σημά­ δια;» «Ναι, μα τον Δία, αλλά εννοούσα τα εξωτερικά σημάδια ό­ πως τιάρες και πορφύρες' γιατί αυτά σε τίποτα δεν ωφελούν' αλλά το σημάδι που δίνει η φύση, αυτό είναι απαραίτητο πά­ νω απ’ όλα.» «Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε ο Αλέξανδρος. «Είναι αυτό που έχει η βασίλισσα των μελισσών. Ή μήπως δεν έχεις ακούσει πως υπάρχει βασίλισσα που γεννιέται τέτοια απ’ τη φύση της, χωρίς να έχει αυτό το προνόμιο απ’ την κα­ ταγωγή της, όπως εσείς που ισχυρίζεστε ότι κατάγεστε απ’ τον Ηρακλή;» «Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το σημάδι;» ρώτησε ο Αλέξανδρος. «Δεν έχεις ακούσει απ’ τους γεωργούς πως αυτή μόνο η μέ­ λισσα δεν έχει κεντρί, γιατί δεν χρειάζεται κανένα όπλο ενα­ ντίον κανενός; Γ ιατί καμιά απ’ τις άλλες μέλισσες δεν θα της αμφισβητήσει το βασιλικό δικαίωμα ούτε θα την πολεμήσει, αν έχει αυτό το σημάδι. Εσύ όμως μου φαίνεσαι πως όχι μό­ νο περπατάς, αλλά και κοιμάσαι οπλισμένος. Δεν καταλα­ βαίνεις ότι το να είναι κανείς οπλισμένος δείχνει φοβισμένο άν­ θρωπο; Και κανένας φοβισμένος άνθρωπος δε θα μπορούσε να



ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

λεύς, ού μάλλον ή δούλος, άκούσας δε ό ’Αλέξανδρος ολίγου εκ της χειρός άφήκε τό δοράτιον. 65 Ταυτα δε έλεγεν ο Διογένης, προτρέπων αύτόν εύεργεσία πιστεύειν και τω δίκαιον παρέχειν αύτόν, άλλά μ ή τόίς ό­ πλο ις. Σ ύ δέ, έφη, και τον θυμόν εν τη ψυχή φορείς ήκονημένον, 66 χαλεπό ν ούτως και βίαιον κέντρον. ούκ άπορρίφας ταυτα ά νυν έχεις, έξωμίδα λαβών λατρεύσεις τόίς αυτού κρείττοσιν, άλλά περιελεύση διάδημα έχω ν καταγέλαστον; μικρω δέ ύ­ στερον ίσως λόφον φύσεις και τιάραν, ώσπερ οι άλεκτρυόνες; ούκ έννενόηκας τήν τών Σακώ ν εορτήν, ήν Πέρσαι άγουσιν, 67 ου νυν ώρμηκας στρατεύεσθαι; και δς εύθύς ήρώτα, Π οίαν τινά; έβούλετο γάρ πάντα είδέναι τά τών Περσών πράγμα­ τα. Λαβόντες, έφη, τών δεσμωτών ένα τών έπι θανάτω καθίζουσιν εις τον θρόνον τον τούβασιλέως, και τήν έσθήτα διδόασιν αύτω τήν βασιλικήν, και προστάττειν έώσι και π ί­ νει ν και τρυφάν και τάίς παλλακάίς χρήσθαι τάς ημέρας έκείνας τάίς βασιλέως, και ούδε'ις ούδέν αύτόν κωλύει ποιείν ών βούλεται, μετά δέ ταυτα άποδύσαντες και μαστιγώσαν68 τες έκρέμασαν. τίνος ουν ή γη τούτο είναι σύμβολον και διά τ ί γίγνεσθαι παρά τόίς Πέρσαις; ούχ ότι πολλάκις άνόητοι άνθρωποι και πονηροί τής ’εξουσίας ταύτηςκαι τού ονόματος τυγχάνουσιν, έπειτα χρόνον τινά ύβρίσαντες αίσχιστα και 69 κάκιστα άπόλλυνται; ούκούν τότε, έπειδάν άρωσι τον άν­ θρωπον έκ τών δεσμών, έικός έστι τον μέν άνόητον και ά-

62

Δ

ιάλο γο ς

Α

λ έξαν δρο υ και

Δ

ιογένη

γίνει ποτέ βασιλιάς περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να γίνει δούλος.» Ακούγοντάς το αυτό ο Αλέξανδρος, έκανε ν’ αφήσει το ακό­ ντιο απ’ το χέρι. Αυτά του ’λεγε ο Διογένης, προτρέποντάς τον να πιστεύει ό­ χι στα όπλα αλλά στην ευεργεσία και να αφοσιώνεται στη δι­ καιοσύνη. «Εσύ», του είπε, «ακόμη και την ψυχική σου διάθε­ ση την έχεις ακονισμένη, σαν κεντρί κακό και βίαιο. Δεν θα πετάξεις λοιπόν τα όπλα που κρατάς, ώστε να υπηρετήσεις τους καλύτερούς σου φορώντας ένα χιτώνα, αντί να τριγυρνάς φο­ ρώντας ένα γελοίο διάδημα; Όπου να ’ναι, μπορεί να βγάλεις και κανένα λοφίο ή τιάρα, σαν τους πετεινούς. Δεν έχεις ακου­ στά τη γιορτή των Σακών που διοργανώνουν οι Πέρσες, που ενάντιά τους ετοιμάζεσαι να εκστρατεύσεις;» Κ ι ο άλλος αμέσως ρώτησε, «Ποια γιορτή;», γιατί ήθελε να ξέρει τα πάντα για τους Πέρσες. «Παίρνουν λοιπόν, έναν καταδικασμένο σε θάνατο, τον βά­ ζουν να καθίσει στο βασιλικό θρόνο, του δίνουν το βασιλικό έν­ δυμα, τον αφήνουν να διατάζει, να πίνει, να ξεφαντώνει και να ερωτοτροπεί με τις παλλακίδες του βασιλιά τις μέρες εκείνες, και κανείς δεν τον εμποδίζει να κάνει ό,τι γουστάρει. Και κα­ τόπιν, αφού τον ξεντύσουν και τον μαστιγώσουν, τον κρεμά­ νε. Λοιπόν, τι λες να συμβολίζει αυτό το περσικό έθιμο και σε τι αποσκοπεί; Δεν θέλει να δείξει πως πολλές φορές ανόητοι και πονηροί άνθρωποι αποκτούν αυτή τη βασιλική δύναμη και τον τίτλο και πως μετά από μια εποχή αλαζονείας χάνονται με τον πιο επονείδιστο και απαίσιο τρόπο;Έτσι, όταν τον α­ πελευθερώνουν απ’ τις αλυσίδες, είναι φυσικό, αν είναι ανόη­ τος και αγνοεί τη σοβαρότητα της κατάστασης, να χαίρεται

63

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

πειρον τού πράγματος χαίρει ν καί μακαρίζεις εαυτόν επί τοΐς γιγνομένοις, τον δε ειδότα όδύρεσθαι καί μ η εθέλειν εκόντα 70 συνακολουθεΐν, άλλά μάλλον, ώσπερ είχε, μένειν εν ταΐς πέδαις. μ η ου ν πρότερον, ώ μάταιε, βασιλεύει ν επιχειρεί πριν η φρονησαι. τέως δέ, έφη, κρεΐττον μηδέν προστάττειν, άλλά μόνον αυτόν ζην διφθέραν έχοντα. Σύ, έφη, κελεύεις εμέ διφθέραν λαβεΐν τον άφ’ Ήρακλέους γεγονότα καί τών 'Ελλήνων ηγεμόνα καί Μ ακεδόνων β α­ τ\ σιλέα; Π άνυ γε, εΐπεν, ώσπερ ό πρόγονός σου. Ποΐος, έφη, πρόγονος;’Αρχέλαος, ή ούκ αίπόλος ην ό Α ρχέλα ος ουδέ ήλθεν εις Μ ακεδονίαν αίγας ελαύνων; πότερον ουν αύτόν εν πορφύρα μάλλον η εν διφθέρα όίει τούτο ποιεΐν; καί ο Α λ έ ­ ξανδρος άνείθη τε καί έ γέλασε καί έφη, Τά περί τον χρησμόν, 72 ώ Διόγενες, λέγεις, ό δε στρυφνω τω προσώπω, Ποιον, είπε, χρησμόν; ούκ οΐδα έγωγε, πλήν ότι αίπόλος ην ό Αρχέλαος. . άλλ ’ άν άπαλλαγης τού τύφου καί τών νύν πραγμάτων, έστ] βασιλεύς, ού λόγω τυχόν, άλλ ’ έργω' καί κρατήσεις ού μόνον τών άνδρών άπάντων, άλλά καί τών γυναικών, ώσπερ ό Η 73 ρακλης, όν σου φης πρόγονον είναι, καί ός, Π οίων, έφη, γυ­ ναικών; η δηλον, έφη, ότι τών Α μ α ζό νω ν λέγεις; Α λ λ ’ ε­ κείνων, ή δ ’ ός, ούδεν ην κρατησαι χαλεπό ν' ετέρου δέ τίνος γένους, δεινού καί άγριου παντελώς, η ούκ άκηκοας τ ό ν Α ι-

64

Δ

ιάλο γο ς

Α

λέξανδρου

και

Δ

ιογένη

και να συγχαίρει τον εαυτό του γ ι’ αυτά που συμβαίνουν, ενώ αυτός που ξέρει, κλαίει και οδύρεται, αρνείται να ακολουθήσει με τη θέλησή του και θα προτιμούσε να μείνει με τις χειροπέ­ δες όπως ήταν πριν. Μη προσπαθείς, λοιπόν, ανόητε, να γ ί­ νεις βασιλιάς πριν αποκτήσεις φρόνηση. Εν τω μεταξύ», πρόσθεσε, «είναι καλύτερα όχι να δίνεις διαταγές, αλλά να ζεις μοναχικά φορώντας προβιά.» «Εσύ», είπε ο Αλέξανδρος, «με διατάζεις να φορέσω προβιά, εμένα τον απόγονο του Ηρακλή, τον ηγεμόνα των Ελλήνων και βασιλιά των Μακεδόνων;» «Όπως ακριβώς ο πρόγονός σου», είπε ο Διογένης. «Ποιος πρόγονος;» «Ο Αρχέλαος. Ή μήπως δεν ήταν γιδοβοσκός ο Αρχέλαος και δεν ήρθε στη Μακεδονία οδηγώντας γίδια; Λοιπόν, τι φα­ ντάζεσαι ότι φορούσε όταν το ’κανε αυτό; Πορφύρα ή προβιά;» Κ ι ο Αλέξανδρος χαλάρωσε, γέλασε και είπε: «Εννοείς, Διογένη, την ιστορία με τον χρησμό;» Κ ι ο άλλος ξυνίζοντας τα μούτρα: «Ποιο χρησμό; Αυτό που ξέρω εγώ είναι πως ο Αρχέλαος ήταν γιδοβοσκός. Αλλά αν α­ παλλαγείς απ’ την αλαζονεία και την τωρινή σου πολυπραγμοσύνη, θα γίνεις ίσως βασιλιάς, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη' και θα κυριαρχήσεις όχι μόνο πάνω σ’ όλους τους άνδρες μα και στις γυναίκες, όπως ο Ηρακλής απ’ τον οποίο ι­ σχυρίζεσαι ότι κατάγεσαι». Κι ο άλλος: «Ποιες γυναίκες; Μήπως λες τις Αμαζόνες;» «Αυτές δεν είναι δύσκολο να τις νικήσει κανείς. Λέω για γυ­ ναίκες από άλλο γένος που είναι υπερβολικά επικίνδυνες και άγριες. Δεν έχεις ακούσει τον Λιβυκό μύθο;»

65

Δ ίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

βυκόν μύθον; και ός οΰκ έφη άκηκοέναι. διηγείτο δη μετά 74 ταυ τα προθύμως και ήδέως, βουλόμενος αύτόν παραμυθήσασθαι, καθάπερ at τίτθαι τά παιδία, έπειδάν αύτοίς πληγάς έμβάλωσι, παραμυθούμεναι και χαριζόμεναι μύθον αϋτοίς ύ­ στερον διηγήσαντο. 75 Ε ύ δε ϊσθι, έφη, ότι ού πρότερον έσηβασιλεύς, πριν άν τον αΰτοΰ δαίμονα και θεραπεύσας ώς δείάποδείξης άρχικόν τε και ελευθέριον και βασιλικό ν, άλλά μη, ώς νυν έχεις, δου76 λον και άνελεύθερον και πονηρόν. ενταύθα δη ο ’Αλέξανδρος εκπεπληγμένος του άνθρώπου τό άνδρείον και τό άδεές, νο­ μίσα ς πλέον τι τών άλλων έπίστασθαι αύτόν, παντοδαπός ην 'ικετεύων μ ή φθονησαι μηδένα τρόπον, άλλά φράσαι τίς έστιν ο δαίμων αύτου και πώς χρή ϊλάσασθαι αύτόν. ήλπιζε γάρ όνομά τι άκούσεσθαι δαίμονοςκαι θυσίας τινάς ή καθαρμούς, 77 ους δεί επιτελέσαι. κατιδών ού ν αύτόν ό Δ ιογένης τεθορυβημένον και σφόδρα τη φυχη μετέωρον, προσέπαιζε και περιείλκεν, ε’ί πως δυναιτο κινηθείς άπό του τύφου και της δόξης 78 μικρόν τι άνανηφαι. και γάρ δη ήσθάνετο αύτόν νυν μέν ήδόμενον, νυν δε λυπούμενον εν τω αύτω και την φοχήν αύτου άκριτον ουσαν, ώσπερ τον άέρα έν ταίς τροπαίς, όταν έκ του αύτου νέφους ύη τε και λάμπη ό ήλιος, συνίει δε ότι και του τρόπου κατεφρόνει, εν ω διελέγετο προς αύτόν, άτε ούδέποτε άκηκοώς δεινού λέγειν άνδρός, άλλά τούς τών σοφιστών 79

θαυμάζω ν λόγους, ώς ύφηλούς τε και μεγαλοπρεπείς, βουλό­ μενος ούν χαρίσασθαι αύτω, άμα τε επιδείξαι ότι ούκ άδύνα-

66

Δ

ιάλο γο ς

Α

λέξανδρου

και

Δ

ιογένη

Και κείνος απάντησε πως δεν τον είχε ακουστά. Τότε, ο Διο­ γένης του διηγήθηκε το μύθο2 με προθυμία κι ευχαρίστηση γιατί ήθελε να τον καλοπιάσει, όπως οι παραμάνες, που πρώ­ τα δέρνουν τα παιδιά και μετά για να τα παρηγορήσουν, τους κάνουν το χατήρι και τους λένε ένα παραμύθι. «Να ξέρεις καλά», είπε, «ότι δε θα γίνεις ποτέ βασιλιάς, πριν εξευμενίσεις το δαίμονα που ’χεις μέσα σου και υπηρετώντας τον όπως πρέπει, αποδείξεις πως είναι ηγεμονικός, ελεύθερος και βασιλικός και όχι όπως τώρα, δουλικός, ανελεύθερος και κακός.» Πάνω εκεί, ο Αλέξανδρος έμεινε κατάπληκτος απ’ τον αν­ δρείο και τολμηρό χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου' θεωρών­ τας πως ο Διογένης ήξερε κάτι παραπάνω απ’ τους άλλους, τον παρακαλούσε επίμονα να μην του αρνηθεί, αλλά να του πει ποιος είναι ο δαίμονάς του και πώς πρέπει να τον εξευμε­ νίσει. Γιατί περίμενε ν’ ακούσει κάποιο όνομα θεού ή για κάποιες θυσίες ή καθαρμούς που θα ’πρεπε να κάνει. Κ ι ο Διογέ­ νης, καταλαβαίνοντας πως ο άλλος είχε ταραχτεί και ήταν μες στην ανυπομονησία, τον περιέπαιζε και τον πιλάτευε, μήπως και μπορέσει κάπως να ξεκουνηθεί απ’ την αλαζονεία του και τη δίψα για δόξα, και συνέρθει λιγάκι. Γ ιατί τον παρατηρούσε πώς τη μια στιγμή ήταν χαρούμενος και την άλλη λυπημένος για το ίδιο πράγμα, κι η ψυχή του ήταν άστατη σαν τις μετα­ βολές του καιρού, όπου απ’ το ίδιο σύννεφο πέφτει βροχή και βγαίνει λαμπρός ο ήλιος. Κ ι ακόμα, κατάλαβε πως ο Αλέξαν­ δρος περιφρονούσε τον τρόπο που συζητούσε μαζί του, γιατί ποτέ δεν είχε ακούσει άνθρωπο δεινό στο λόγο, παρά θαύμα­ ζε τους λόγους των σοφιστών ως υψηλούς και μεγαλοπρεπείς. Θέλοντας λοιπόν να του κάνει τη χάρη και συνάμα να του δεί-

67

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

τός έστιν ώσπερ ίππον ευμαθή και πειθόμενον, όταν αΰτω δοκη, τον λόγον επάραι, λέγει πρός αΰτόν οΰτως περί δαι­ μόνων, ότι οΰκ είσ'ιν έξωθεν τών άνθρώπων όι πονηροί και άγαθο'ι δαίμονες, οι τάς συμφοράς και τάς εΰτυχίας φέροντες 8ο αΰτόίς, ο δε ίδιος έκαστου νους, οΰτός έστι δαίμων του έχοντος άνδρός, άγαθόςμεν ο του φρονίμου και άγαθού δαίμων, πονηρός δε δ του πονηρού, ώσαυτως δε ελεύθερος μεν δ του ελευθέρου, δούλος δε δ του δούλου, και βασιλικός μεν ο του βασιλικού και μεγαλόφρονος, ταπεινός δε δ τού ταπεινού και 8ι ά γεν νους. ίνα δέ, έφη, μ η κα θ’ εν έκαστον έπιών πολύ τι πλήθος έπάγω μαι λόγων, ερώ τους κοινοτάτους και φανερωτάτους δαίμονας, υφ’ ών άπαντες, ώς ε’ιπείν, ελαύνονται τύραννοι και ίδιώται και πλούσιοι και πένητες και όλα ’έθνη και πόλεις, ενταύθα δη πάντα άνε'ιςκάλωνμάλα υφηλώςκαι άδεώς τον έξης διεπέραινε λόγον. 82 ΤΊολλαι μέν, ώ π α ί Φιλίππου, περι πάντα κακίαι τε και διαφθοραι τών άθλιων άνθρώπων, και τοσαύται σχεδόν όσας οΰ δυνατόν διελθείν. τω όντι γάρ κατά τον ποιητην οΰκ έστιν οΰδέν δεινόν ώ δ ’ ε’ιπείν έπος οΰδε πάθος οΰδε συμφοράν θεήλατον, ής οΰκ αν άραιτ’ άχθος άνθρώπου φύσις. 83

Τριών δέ έπικρατούντων, ώς έπος ε’ιπείν, βίων, εις ο ΰ ςμ ά ­ λιστα έμπίπτουσιν όι πολλοί, μ ά A C οΰ μετά λογισμού σκεφάμενοι και δοκιμάσαντες, άλόγω δέ δρμη και τύχη προσενεχθέντες, τοσούτους φατέον είναι και δαίμονας, οίς συνέπονται και λατρεύουσιν ό πολΰς και άμαθης όμιλος, άλλοι

68

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

ξει ότι ήταν ικανός, σαν άλογο γυμνασμένο και πειθαρχημένο, αν ήθελε, να εξυψώσει το λόγο του, του μίλησε για τους δαί­ μονες εξηγώντας του πως οι κακοί κι οι καλοί δαίμονες, που φέρνουν ευτυχία και δυστυχία, δεν βρίσκονται έξω απ’ τους ανθρώπους, αλλά ότι ο νους του καθενός, αυτός είναι ο δαίμονάς του. Καλός είναι ο δαίμονας του καλού και φρόνιμου αν­ θρώπου, κακός ο δαίμονας του κακού και, παρόμοια, ελεύθε­ ρος είναι ο δαίμονας του ελεύθερου ανθρώπου, ενώ δουλικός του δούλου, βασιλικός του βασιλικού και μεγαλοπρεπούς και χαμερπής ο δαίμονας του χαμερπούς και χυδαίου ανθρώπου. «Και για να μη μακρηγορώ» είπε, «εξετάζοντας τον καθένα χωριστά, θα αναφέρω τους πιο κοινούς και αξιοπρόσεκτους δαίμονες που υποκινούν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, τύραννους και ιδιώτες, πλούσιους και φτωχούς, καθώς και ό­ λα τα έθνη και τις πόλεις.» Εδώ, βάζοντας τα δυνατά του, με θάρρος και υψηλοφροσύνη, έφερε σε πέρας τον ακόλουθο λόγο: «Πολλές, γιε του Φιλίππου, είναι οι κακίες κι οι επιρροές που διαφθείρουν τους άθλιους ανθρώπους, σχεδόν τόσες πολλές που είναι αδύνατο να αναφερθώ διεξοδικά σε όλες. Είναι πάν­ τως αλήθεια αυτό που λέει ο ποιητής,

δεν υπάρχουν λόγια τόσο τρομερά που να μην λέγονται ούτε πάθος ούτε συμφορά θεόσταλτη που να μην μπορεί το βάρος τους να σηκώσει ο άνθρωπος. Όπως, ας πούμε, επικρατούν τρεις τρόποι ζωής, στους οποί­ ους καταλήγουν οι περισσότεροι -όχι, μα το Δία, μετά από ώ ­ ριμη σκέψη και δοκιμή, αλλά επειδή παρασύρθηκαν εκεί τυ­ χαία και από άλογη ορμή-, τόσοι, πρέπει να πούμε, πως είναι και οι δαίμονες που ακολουθεί και υπηρετεί ο πολύς και αμα-

69

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

84

85

86

87

88

άλλω, καθάπερ ήγεμόνι πονηρώ και μαινομένω πονηρός και ασελγής θίασος, έστι δε τούτων ών έφηνβίων ό μεν ηδυπαθής και τρυφερός περ'ι τάς του σώματος ήδονάς, ό δ ’ αυ φιλοχρή­ ματος και φιλόπλουτος, ό δε τρίτος άμφοτέρων επιφανέστε­ ρος τε και μάλλον τεταραγμένος, ο φιλότιμος και φιλόδοξος, έκδηλοτέραν και σφοδροτέραν επιδεικνόμενος τήν ταραχήν και τήν μανίαν, εξαπατώ ν αυτόν, ώς καλού δή τίνος εραστήν. Φέρε ου ν καθάπερ όι κομψο'ι τών δημιουργών επί πάντα έμβραχυ φέρουσι τήν αυτών επίνοιαν καί τέχνην, ού μόνον τάς τών θεών άπομιμουμενοι φύσεις άνθρωπίνοις είδεσιν, άλλά καί τών άλλων έκαστον, ποταμούς τε ενίοτε γράφοντες άνδράσιν όμοιους καί κρήνας έν τισι γυναικείοις είδεσι, νή­ σους τε καί πόλεις καί τά άλλα μικρού δεΐν ξύμπαντα, όποιον καί Ομηρος έτόλμησεν επιδείξαι Σκάμανδρον φθεγγόμενον υπό τη δίνη, κάκεΐνοι φωνάςμεν ούκ έχουσι προσθείναι τοΐς είδώλοις, είδη δε οικεία καί σημεία άπό τής φύσεως, όΐον τούς ποταμούς κατακειμένους γυμνούς τό πλέον, γένειον πολύ καθεικότας, μυρίκην ή κάλαμον έστεφανωμένους' ούκουν καί ήμεΐςμη χείρουςμηδ'ε φαυλότεροι περί τούς λόγους φανώμεν ή εκείνοι περί τάς αυτών τέχνας, τω πλάττειν καί άφομοιουν τούς τρόπους του τριπλού δαίμονος τών τριών βίων, τήν εν­ αντίαν εξιν καί άντίστροφον επιδεικνύμενοι τής τών λεγομένων φυσιογνωμόνων εμπειρίας καί μαντικής, οϊ μέν γάρ άπό τής μορφής καί του είδους τό ήθος γιγνώσκουσι καί άπαγ-

70

Δ ιά λ ο γο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

θής όχλος -κάθε άνθρωπος και διαφορετικό' ακριβώς όπως μια ομάδα κακών και ακόλαστων ανθρώπων ακολουθεί αρχη­ γό κακοήθη και παρανοϊκό. Α π’ αυτούς τους τρόπους ζωής που ανέφερα, ο πρώτος είναι ο φιλήδονος και επιρρεπής στις σωματικές ηδονές' ο δεύτερος είναι ο φιλοχρήματος και φιλάρ­ γυρος' και ο τρίτος, ο πιο επιφανής και ταραχώδης, είναι αυ­ τός που αγαπά τις τιμές και τη δόξα και έχει να επιδείξει την πιο φανερή και έντονη ανησυχία και παράνοια, με την αυτα­ πάτη ότι λατρεύει κάποιο ευγενές ιδανικό. »Ας μιμηθούμε λοιπόν τους ευφυείς καλλιτέχνες. Αυτοί βά­ ζουν παντού τη σφραγίδα της έμπνευσης και της τέχνης τους, αναπαριστώντας όχι μόνο τους διάφορους θεούς με ανθρώπι­ νες μορφές αλλά και κάθε τι άλλο.Έτσι μερικές φορές ζωγρα­ φίζουν ποτάμια με μορφή άνδρα και πηγές με γυναικείες μορ­ φές και νησιά και πόλεις -σχεδόν ο,τιδήποτε. Σαν τον Όμηρο, που τόλμησε να παρουσιάσει τον Σκάμανδρο να μιλά κάτω απ’ τη δίνη του, έτσι κι αυτοί, μη μπορώντας να δώσουν φω­ νή στα είδωλά τους, τους δίνουν μορφές και σύμβολα που ται­ ριάζουν στη φύση τους' όπως για παράδειγμα τους ποταμούς, που τους παριστάνουν σαν άνδρες ξαπλωμένους, συνήθως γυ­ μνούς, με μακριά γενειάδα και στεφανωμένους με αρμυρίκια ή καλαμιές. Λοιπόν, κι εμείς ας μη φανούμε χειρότεροι και λιγότερο επιτήδειοι στην τέχνη του λόγου απ’ όσο εκείνοι στις δι­ κές τους τέχνες' ας πλάσουμε και ας απεικονίσουμε τους χα­ ρακτήρες του τριπλού δαίμονα των τριών τρόπων ζωής, επι­ δεικνύοντας μιαν ικανότητα αντίστροφη από τη γνωστική και μαντική δύναμη των λεγάμενων φυσιογνωμιστών. Οι φυσιο­ γνωμιστές μπορούν να διαγνώσουν και να περιγράφουν το χαρακτήρα κάποιου από τη μορφή και την εμφάνισή του, ενώ



Δ

8g

90



92

ιών

Χ

ρυςοςτομος

γέλλουσιν, ημείς δε άπό τών ηθών και τών έργων χαρακτή­ ρα και μορφήν αξίαν εκείνων σπάσωμεν, έι άρα μάλλον άφασθαι δυνησόμεθα τών πολλών και φαυλοτέρων' πρός τό άποδείξαι την τών βίων άτοπίαν ούδεν άσχημον δν ούδε νεμεσητόν και ποιηταίς παραβαλλομένους και χειροτέχναις και καθαρταίς[δράσθαι], έι δέοι, σπεύδειν πανταχόθεν εικό­ νας και παραδείγματα πορίζοντας, αν πως ισχύσωμεν άποτρέφαι κακίας και άπατης και πονηρών επιθυμιών, εις άρετης δε φιλίαν προαγαγείν και έρωτα ζωής άμείνονος' ή ώς έιώθασιν ενιοι τών περί τάς τελετάς καί τά καθάρσια, μήνιν Ε κά της ίλασκόμενοίτε καί εξάντη φάσκοντες ποιήσειν, έπει­ τα όΐμαι φάσματα πολλά καί ποικίλα προ τών καθαρμών εξηγούμενοι καί επιδεικνυντες, ά φασιν επιπέμπειν χολουμένην την θεόν. Ε ϊεν ' ό μεν δη φιλοχρήματος δαίμων χρυσού καί άργύρου καί γης καί βοσκημάτων καί συνοικιών καί πάσης κτήσεως εραστής, άρα ούκ αν σκυθρωπός τε καί συννεφής ίδέίν εν σχήματι ταπεινω καί άγεννέί πλάττοιτο υπό δημιουργού μη φαύλου τήν τέχνην; αύχμηρός καί ρυπών, ούτε πάίδας η γο­ νέας ούτε πατρίδα φιλών, ή συγγένειαν άλλο τι νομίζω ν ή τά χρήματα, τούς δε θεούς πλέον ούδεν είναι λογιζόμενος ή ό τι μή πολλούς αύτω καί μεγάλους θησαυρούς παραδείκνυσιν η θανάτους οίκείων τινών καί συγγενών, όπως έχοι κληρονομέίν, τάς δε εορτάς ζημίαν άλλως ηγούμενος καί ματαίαν δαπάνην, άγέλαστος καί άμειδίατος, ύφορώμενος άπαντας

72

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

εμείς απ’ τις συνήθειες και τις πράξεις του θα συμπεράνουμε το χαρακτήρα και τη μορφή του, ισάξια με κείνους -αν βέβαια μπορέσουμε να καταπιαστούμε με τους πολλούς και τους χειρό­ τερους. Προκειμένου να καταδείξουμε τον παραλογισμό που υπάρχει στους τρόπους ζωής των ανθρώπων, δεν υπάρχει τίπο­ τα άπρεπο ή μεμπτό στο να παραβάλουμε τους εαυτούς μας με τους ποιητές ή τους καλλιτέχνες ή, αν χρειαστεί, και με τους εξαγνιστές, στην προσπάθειά μας να φέρουμε από παντού ει­ κόνες και παραδείγματα, μήπως μπορέσουμε να αποτρέφουμε κάποιον απ’ την κακία, την απάτη και τις πονηρές επιθυμίες και τον κάνουμε να αγαπήσει την αρετή και να νιώσει έρωτα για μια ζωή καλύτερη' αν όχι, τότε θα μιμηθούμε εκείνους που κάνουν τελετές και εξαγνισμούς κι εξευμενίζουν την οργή της Εκάτης κι υπόσχονται ότι θα σε απαλλάξουν από το κακό και έπειτα, νομίζω πριν τους καθαρμούς, περιγράφουν και δεί­ χνουν πολλά και ποικίλα οράματα που λένε πως τα στέλνει η θεά όταν θυμώνει. »Ας είναι. Ο φιλοχρήματος δαίμονας λατρεύει το χρυσάφι, το ασήμι, τα κτήματα, τα κοπάδια, τα σπίτια και κάθε είδους ιδιοκτησία. Άραγε ένας ικανός ζωγράφος δεν θα τον ζωγράφι­ ζε σκυθρωπό και συννεφιασμένο με ρούχα άθλια και ευτελή; Άπλυτος και βρώμικος, μήτε παιδιά δεν αγαπά μήτε γονείς μήτε πατρίδα. Δεν αναγνωρίζει κανενός άλλου είδους συγγέ­ νεια παρά μόνο αυτή των χρημάτων και θεωρεί ότι οι θεοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δύναμη που του χαρίζει πολλούς και μεγάλους θησαυρούς ή θανάτους κάποιων οικείων και συγγε­ νών για να ’χει να παίρνει κληρονομιά, ενώ οι γιορτές είναι γ ι’ αυτόν μόνο ζημία και άχρηστα έξοδα' και αγέλαστος, χωρίς ένα χαμόγελο, βλέπει όλους τους ανθρώπους με καχυποψία

73

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

93

94

95

96

καί βλαβερούς ηγούμενος και άπιστων πάσιν, άρπακτικόν βλέπω ν, άε'ι κινών τούς δακτύλους, ήτοι τήν αυτού λογιζόμενος ουσίαν ή τών άλλων τινός, τάλλα δε άναίσθητος και άμαθής, παιδείας και γραμμάτων καταγελώ ν, πλήν όσον περι λογισμούς και συμβόλαια, τυφλού δικαίως και λεγομένου και γραφομένου τού πλούτου τυφλότερος εραστής, περι πάντα λυττών κτήματα και ούδέν άπόβλητον ηγούμενος, ούχ ώσπερ τήν μαγνήτιν λίθον ελκειν φασ'ι προς αυτήν τον σίδηρον, άλλά και χαλκόν καί μόλυβδον προσαγόμενος, καν ψάμμον ή λίθον διδω τις, παν τάχη και περι πάντα σχεδόν τι τό έχειν τού μη έχει ν λ υσι τελέστερόν τε και άμεινον ηγούμε­ νος, μάλιστα δέ περι τήν τού άργυρίου κτήσιν έκφρων και συντεταμένος, ότι δή τάχιστα κάδαπανώτατα πρόεισι, σύν ημέρα και νυκτ'ι προβαΐνον και φθάνον όίμαι τάς τής σελήνης περιόδους, τό δέ τής άπεχθείας και τό τού μίσους και τών βλασφημιών ούδαμή λογιζόμενος, έτι δέ τήμ έν άλλη κτήσει καλλωπισμόν τινα προσεϊναι και διατριβήν ήγούμενος, τό δέ άργύριον ώς εν βραχυτάτω συνειληφέναι τήν τού πλούτου δύναμιν. τούτο ού ν διώκει και ζητεί πανταχόθε ν, ούδέν τι μεταστρεφόμενος, ούτ’ ε’ι μ ε τ ’ αισχύνης ούτ’ ε’ι μ ε τ ’ άδικίας γίγνοιτο, πλήν όσον τάς κολάσεις ύφορώμενος οδοιδόκων εύλαβέστερός έστι δειλία κρατηθείς, κυνός άχρήστου ψυχήν έχων, τά μεν άρπάζοντος, εάν έλπίση λήσεσθαι, τοΐς δέ επεμβλέποντοςκαι άκοντος άπεχομένου διά τούς έφεστηκότας φύλακας, έστω δή βραχύς ίδεΐν, δουλοπρεπής, άγρυπνος, ού-

74

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιο γέ ν η

και δυσπιστεί απέναντι σε όλους, θεωρώντας τους επικίνδυ­ νους' με βλέμμα αρπακτικό, κουνώντας διαρκώς τα δάχτυλά του καθώς υπολογίζει την περιουσία τη δική του ή κάποιου άλλου, σ’ όλα τ άλλα είναι αναίσθητος και ανίδεος και κορο­ ϊδεύει την παιδεία και τα γράμματα, εκτός κι αν η μόρφωση έ­ χει να κάνει με λογαριασμούς και συμβόλαια’ και όπως δίκαια λένε και γράφουν, είναι εραστής του πλούτου πιο τυφλός και από τυφλό, λυσσασμένος για κάθε λογής απόκτημα, πιστεύο­ ντας πως τίποτα δεν είναι για πέταμα’ και αντίθετα απ’ τον μαγνήτη που λένε πως έλκει το σίδηρο, αυτός συσσωρεύει και χαλκό και μόλυβδο, ακόμη και άμμο και πέτρα, αν του δώσει κάποιος, θεωρώντας παντού και πάντα το έχειν πιο ωφέλιμο και καλύτερο απ’ το μη έχειν. Είναι μάλιστα μανιώδης και εν­ θουσιώδης όταν πρόκειται για απόκτηση χρήματος, γιατί η προκοπή εδώ είναι ταχύτατη και ανέξοδη, καθώς το χρήμα συσσωρεύεται νύχτα μέρα με ρυθμό που συμβαδίζει, νομίζω, με τις φάσεις της σελήνης. Δεν λογαριάζει καθόλου την απέ­ χθεια, το μίσος και τις βλαστήμιες, και νομίζει πως όλα τ’ άλ­ λα αποκτήματα είναι για καλλωπισμό και διασκέδαση, ενώ το χρήμα είναι, με δυο λόγια, η δύναμη του πλούτου. Το χρή­ μα, λοιπόν, κυνηγά και αναζητά παντού χωρίς να υποχωρεί, ακόμη κι αν αυτό γίνεται με επαίσχυντα ή αθέμιτα μέσα, μέχρις ότου παραμονεύοντας παρακολουθήσει τις τιμωρίες και κυριευμένος απ’ τη δειλία γίνει προσεκτικότερος' γιατί έχει ψυχή κοπρόσκυλου, που άλλοτε αρπάζει το φαγητό, αν ελπί­ ζει πως θα ξεφύγει, και άλλοτε μόνο το κοιτά με φθόνο και, παρά τη θέλησή του, δεν το πλησιάζει επειδή κάποιοι το φυ­ λούν και το προσέχουν. Ας είναι λοιπόν ασήμαντος στην εμ­ φάνιση, δουλοπρεπής, άγρυπνος, πάντα αγέλαστος, πάντα να

75

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



99

ΙΟΟ

ΙΟΙ

δεποτε μειδιώ ν, άεί τω λοιδορούμενος και μαχόμενος, πορ­ νοβοσκοί μάλιστα προσεοικώς τό τε σχήμα και τον τρόπον άναιδείκαι γλίσχρω, βαπτόν άμπεχομένω τριβώνιον μιάς τί­ νος τών εταιρών ών ίσμεν. όδε ο δαίμων αισχρός και άπρε­ πης, τους αύτου φίλους τε και εταίρους, μάλλον δε δούλους και ύπηρέταςλωβώμενοςκαι καταισχύνων πάντα τρόπον, ε­ άν τε εν ι’ διώτου σχήματι λάβη τινάς εάν τε εν βασιλέως. ή ου πολλούς τών καλούμενων βασιλέων ιδεΐν έστι καπήλους και τελώνας και πορνοβοσκούς; άλλά Δρόμωνα μεν και Σάραμβον, οτι εν Ά θήναις καπηλεύουσι και υπό ’Αθηναίων τούτο άκούουσι τό όνομα, δικαίως φαμ'εν άκούειν, Δαρεΐον δε τον πρότερον, ότι εν Βαβυλώνι και Σούσοις έκαπήλευε, και Πέρσαι αύτόν έτι και νυν καλουσι κάπηλόν, ού δικαίως κεκλήσθαι; ίδιον γε μην τούτω συμβέβηκε παρά τούς άλλους δαίμονας' ενίοτε μεν γάρ άρχει και κρατεί τής ψυχής, ενίοτε δε εκείνοις συνέπεται διά τό πάσης επιθυμίας και σπουδής υπηρέτην τε και διάκονον άπροφάσιστον είναι τον πλούτον, ά λλ’ εγώ λέγω νυν τον αύτόν ηγούμενον και προεστηκότα τής του δυστυχούς άνθρώπου διανοίας, ούτε εφ ’ ηδονήν τινα ούτε εις δόξαν άναφέροντα τήν τών χρημάτων κτήσιν, ούδέ ώς άναλώσοντα και χρησόμενον ξυνάγοντα, άνέξοδον δέ και άχρείον φυλάττοντα τον πλούτον τω όντι, κατάκλειστον έν τισι κρυπτοίς και άφεγγέσι θαλάμοις. Ε ΐεν ' ό δέ δή δεύτερος άνήρ τε και δαίμων εκείνου τού άνδρός, ό τά τής ήδονής άναφαίνων όργια και τήν θεόν ταύτην θαυμάζω ν και προτιμών, άτεχνώς γυναικείαν θεόν, ποικίλος

76

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

βρίζεται και να μαλώνει με κάποιον' ίδιος -στην όψη και στο χαρακτήρα- με νταβατζή ξεδιάντροπο και τσιγγούνη, ντυμέ­ νος με φθαρμένο χρωματιστό πανωφόρι κάποιας εταίρας απ’ αυτές που ξέρουμε. Είναι δαίμονας αισχρός και αποκρουστικός, γιατί διαφθείρει και ντροπιάζει με κάθε τρόπο τους φίλους και συντρόφους του ή για να το πούμε καλύτερα, τους δούλους και υπηρέτες του, είτε τους βρει με ρούχα απλού πολίτη είτε με ρούχα βασιλιά. Ή μήπως δεν βλέπουμε πως πολλοί απ’ τους λεγάμενους βασιλιάδες είναι μπακάληδες, φοροεισπρά­ κτορες και σωματέμποροι; Μήπως θα ισχυριστούμε πως τον Δρόμωνα και τον Σάραμβο, επειδή έχουν παντοπωλείο στην Αθήνα, δίκαια οι Αθηναίοι τους λένε μπακάληδες, ενώ για το Δαρείο τον πρεσβύτερο που’χε για μαγαζιά του τη Βαβυλώ­ να και τα Σούσα, κι οι Πέρσες ακόμα και σήμερα τον λένε «μαγαζάτορα», θα πούμε πως δεν του αξίζει αυτό το όνομα; Επιπλέον, υπάρχει μια ιδιομορφία σ’ αυτόν τον δαίμονα σε σχέση με τους άλλους: άλλοτε κυριαρχεί και κυριεύει την ψυ­ χή και άλλοτε παίρνει από πίσω τους άλλους δαίμονες, κι αυτό επειδή ο πλούτος είναι πρόθυμος υπηρέτης και διάκονος κάθε επιθυμίας και δραστηριότητας. Ε γώ πάντως μιλάω αυ­ τή η στιγμή για το δαίμονα που καθοδηγεί και κυβερνά το νου του δυστυχισμένου ανθρώπου: αυτός δεν έχει ούτε την ηδονή ούτε τη δόξα ως κίνητρο για την απόκτηση πλούτου' και δε μαζεύει πλούτο για να τον ξοδέψει και να τον χρησιμοποιήσει, παρά τον φυλάει χωρίς να τον κυκλοφορεί, πραγματικά άχρη­ στο, κλειδωμένο μέσα σε κρυφούς και σκοτεινούς θαλάμους. »Ας είναι. Ο δεύτερος τύπος ανθρώπου, κι ο δαίμονάς του, είναι αυτός που γεννά τα όργια της ηδονής και θαυμάζει και προτιμά αυτή τη θεά, μια πραγματικά γυναικεία θεότητα. Ο

77

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ02

103

ΐ04

ΐ05

καί πολυειδής περί τε όσμάς και γεύσεις απλήρωτος, έτι δε όίμαι περι πάντα μεν οράματα, πάντα δε ακούσματα τά προς ηδονήν τινα φέροντα, πάσας δε άφάς προσηνείς τε και μαλακάς λουτρών τε όσημέραι θερμών μάλλον δε δ'ις τής η­ μέρας, και χρίσεων οΰ κάματον ϊωμένων, προς δέ αυ τούτοις εσθήτων τε μαλακών έλξεις και κατακλίσεις ήσκημένας και διακονίας άκριβείς καθ’ έκάστην επιθυμίαν τε και χρείαν, περι ταύτα πάντα δεινώς έπτοημένος, μάλισταμέντοι και άκρατέστατα περι τήν τών άφροδισίων όξείαν και διάπυρον μανίαν θηλυκών τε και άρρενικών μίξεων και έτι πλειόνων άρρήτων και άνωνύμων α’ισχρουργιών, επί πάντα ομοίως τά τοιαύτα φερόμενος καί άγων, ούδε ν άπώμοτον ούδε άπρα­ κτον ποιούμενος. Ν ύν γάρ δή ένα τούτον τίθεμεν τον άπάσας τάς τοιαύτας παρειληφότα νόσους καί άκρασίας τής φυχής, ϊνα μη πολύ ν τινα άθροίσωμεν εσμόν μοιχικών τινων δαιμόνιων καί φιλόφων καί φιλοίνων καί άλλων δή μυρίων, άλλ ’ άπλώς ένα δαίμονα τιθώμεν τον άκόλαστον καί δεδουλωμένον υφ ’ ήδονής, εάν μεν έπιρρέγ} ποθεν άνελλιπές τό τής χορηγίας, χρη­ μάτων βασιλικών ή τίνος μεγάλης ιδιωτικής ύπούσης ούσίας, έν πολλή καί άφθόνω κυλινδούμενον άσελγεια μέχρι γήρως" ε’ι δε μή, ταχύ μάλα έξαναλώσαντα τά παρόντα, πένητα άκρατή καί άκόλαστον εν σπάνει καί ίμέρω δεινώς τών έπιθυμιών λειπόμενον. έτι δέ τινας ουτος τών ύ π ’ αύτού κρα­ τουμένων εις γυναικείονμετέβαλε βίον τε καί σχήμα, ώσπερ



Δ ιά λο γο ς Α λ έ ξ α ν δρ ο υ και Δ ιογένη

δαίμονας αυτός έχει πολλές όψεις και πολλές μορφές, είναι μο­ νίμους πεινασμένος για μυρωδιές και γεύσεις αλλά και για οποιοδήποτε θέαμα ή ακρόαμα προσφέρει ηδονή, και για κάθε είδους άγγιγμα ευχάριστο και απαλό -όπως τα θερμά λουτρά μία ή μάλλον δύο φορές τη μέρα, κι οι επαλείψεις που δε γ ί­ νονται για να ανακουφίσουν απ’ την κούραση, κι ακόμα, οι απαλές εσθήτες, οι ξάπλες, η σχολαστική εξυπηρέτηση κάθε α­ νάγκης και επιθυμίας. Σ ’ όλα αυτά είναι εξαιρετικά αφοσιωμένος, ακόμα περισσότερο όμως, και πιο ασυγκράτητα, στην έντονη και διακαή μανία του για σεξουαλικές πράξεις με γυ­ ναίκες και άνδρες και για άλλες ακόμη πιο ανομολόγητες και ακατανόμαστες αισχρότητες' σε όλα αυτά αδιακρίτως επιδί­ δεται και παρασύρει και άλλους, χωρίς να απορρίπτει και χω ­ ρίς ν’ αφήνει τίποτα που να μη το δοκιμάσει. Τώρα βέβαια, τον αντιμετωπίζουμε σαν έναν αυτόν τον δαί­ μονα που συγκεντρώνει όλες τούτες τις αρρώστιες κι αδυνα­ μίες της ψυχής -κι αυτό για να μην μαζέψουμε πολύ μεγάλο πλήθος δαιμόνων, που αγαπούν άλλος τη μοιχεία κι άλλος τα φαγητά και το κρασί και πάει λέγοντας' ας θεωρήσουμε λοι­ πόν ως έναν αυτόν τον ασελγή δαίμονα που ’ναι δούλος της ηδονής και που θα κυλιέται μέχρι τα γεράματά του μες στην χειρότερη ακολασία, όσο θα ρέει ανελλιπώς το χρήμα -είτε από το βασιλικό ταμείο είτε από κάποια μεγάλη ιδιωτική πε­ ριουσία. Ειδεμή, θα κατασπαταλήσει πολύ γρήγορα αυτά που έχει και θα καταλήξει φτωχός, παραλυμένος και αισχρός, μες στη στέρηση και στον ανικανοποίητο πόθο, μιας και ο ίδιος θα βρίσκεται πολύ πίσω από τις επιθυμίες του. Επιπλέον, αυτός ο δαίμονας μεταμόρφωσε κάποιους που κυριεύτηκαν απ’ αυ­ τόν σε γυναίκες, και στον τρόπο ζωής και στην εμφάνιση -α-

79

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ιο6

ΐ07

ιο8

ΐ09

ιίο

οι μύθοί φασι τούς μεταβαλόντας εξ άνθρώπων εις όρνιθας ή θηρία, εάν τύχωσι τοιαύτης ήττηθέντες ηδονής. Π άλιν δε κάνταΰθα άντιχορηγία πεφηνεν' ό μεν γάρ άσθενής τε και άτολμος εκ τούτου τού γένους δαίμων επ ί τε τάς γυναικείας νόσους και άλλας αισχύνας, δπόσαις πρόσεστι ζημία και ονείδη, προσάγει ραδίως' δπου δε ηδονών τινων τιμωρίαι πρόσεισι, θανάτοις ή δεσμόίς κολάζουσαι τούς εξαμαρτάνοντας ή χρημάτων πολλών έκτίσεσιν, ού πάνυ τι πρός ταύτα εφίησιν. δ δε άτενέστερός τε και θρασύτερος πάν­ τα άπλώς ύπερβαίνειν άναγκάζει τά τε άνθρώπινα και τά θεία. και δ μεν άσθενής τε και άτολμος εύθύς προσθέμενος την τοιαύτην αισχύνην ομολογεί ούδενός άνδρείου πράγμα­ τος άπτόμενος, άλλά παραχωρών τών κοινών και πολιτικών πράξεων τόίς άμεινον βεβιωκόσιν ' δ δε ’ιταμός και άτρεστος, πολλάς ύβρεις τε και αισχύνας ύπομείνας, οστρά­ κου, φασί, μεταπεσόντος, στρατηγός η δημαγωγός πέφηνεν οξύ και διάτορον βοών, ώσπερ όι τών δραμάτων ύποκριταϊ άπορρίφας μεταξύ τήν γυναικείαν στολήν, έπειτα στρατιώ­ του τινός η ρήτορος στολήν άρπάσας περιέρχεται συκοφάν­ της και φοβερός, άντίον πάσι βλέπων. ’Λ ρ ’ ούν άρρενωπόν τι και σεμνόν είδος τω τοιούτω δαίμονι πρέπει η μάλλον ύγρόν τε και μαλθακόν; ούκούν τό ο’ικέίον αύτω σχήμα προσθήσομεν, ούχ δ πλαττόμενος ενδύεται πολλάκις άνδρέίον και φοβερόν' προΐτω γε μην νή Α ία τρυφών τε και μύρου και οίνου άποπνέων εν κροκωτω μετά

8ο

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

κριβώς όπως στους μύθους, που μας μιλούν για μεταμορφώ­ σεις ανθρώπων σε πουλιά ή θηρία, έτσι και τύχαινε να νικη­ θούν από μια τέτοια ηδονή. »Όμως πάλι εδώ παρουσιάζεται μια αντίθεση. Σ ’ αυτό το εί­ δος, υπάρχει από τη μια ο αδύναμος και άτολμος δαίμονας που παρασύρει εύκολα σε θηλυπρεπείς αρρώστιες και άλλες α­ τιμίες που απλώς σου κάνουν ζημιά και σε εξευτελίζουν' δεν δείχνει όμως μεγάλη έφεση σε κάποιες ηδονές που συνοδεύο­ νται από τιμωρίες που επιβάλλουν θάνατο ή φυλάκιση ή βα­ ριά πρόστιμα. Απ’ την άλλη όμως υπάρχει ο πιο επίμονος και θρασύς δαίμονας που αναγκάζει το θύμα του να παραβεί τους ανθρώπινους και θεϊκούς νόμους. Ο αδύναμος και άτολμος δαίμονας, αμέσως ομολογεί το ρεζιλίκι του και δεν καταπιά­ νεται διόλου με αντρίκιες δουλειές, αφήνοντας τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες για άλλους ανθρώπους που ο βίος τους υπήρξε ενάρετος. Αντίθετα, ο θρασύς και άφοβος δαί­ μονας, ενώ έχει υποστεί σωρεία ύβρεων και εξευτελισμών, μ’ ένα ξαφνικό γύρισμα της τύχης, που λέει ο λόγος, εμφανίζεται ως στρατηγός ή δημαγωγός, με φωνή οξεία και διαπεραστι­ κή, και σαν τους ηθοποιούς στο θέατρο πετά από πάνω του τη γυναικεία αμφίεση κι αρπάζει τη στολή κάποιου στρατιωτικού ή ρήτορα και τριγυρνάει κοιτώντας τον κόσμο με θράσος, και συκοφαντεί και τρομοκρατεί τους πάντες. »Τ ι μορφή ταιριάζει περισσότερο σ’ αυτόν τον δαίμονα; Αρ­ ρενωπή και σοβαροφανής ή αδύναμη και θηλυπρεπής; Βεβαί­ ως, θα του βάλουμε το κατάλληλο ένδυμα, κι όχι κείνο το αντρίκιο και φοβερό που φοράει όταν υποκρίνεται. Μα τον Δία, ας βγει επί σκηνής με εμφάνιση πολυτελή, αποπνέοντας αρώ­ ματα και κρασί, μ’ ένα μανδύα κροκωτό και με πολλά και α-

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ιιι ιΐ2

ιΐ3

ιΐ4

ιΐ5

πολλού καί άταχτου γέλωτος, μεθύοντι προσεοικώς κωμάζοντι μ εθ ’ ημέραν άσελγή χώμον, στεφάνους τινάς εστεφανωμένος εώλους τήν τε χεφαλήν καί περι τω τραχήλω, καί πλάγιος φερόμενος, άρχουμενός τε χαι αδων θήλυ χαϊ άμου­ σο ν μέλος, άγέσθω δε υπό γυναικών άναισχύντων και άκολάστων, επιθυμιών τινων λεγομένων άλλων ε π ’ άλλα ελκουσών, μηδεμίαν αυτών άπωθούμενος μηδε άντιλέγων, άλλά ετοίμως δή και προθύμως συνεπόμενος. αι δε μετά πολλου πατάγου κυμβάλων τε και αυλών φέρουσαι μαινόμενον αύτόν σπουδή προΐτωσαν. ό δ ’ εκ μέσων άναβοάτω τών γυναικών όξύτερον και άκρατέστερον, λευκός ϊδέΐν και τρυφερός, αιθρίας και πόνων άπειρος, άποκλίνων τον τρά­ χηλον, ύγροΐς τοΐς όμμασι μάχλον ύποβλέπων, άεί ποτε τό σώμα καταθεώμενος, τη φυχη δε ούδέν προσέχων ούδε τοΐς ύ π ’ αύτής προσταττομένοις. τούτον άγαλματοποιός ή γραφεύς άναγκαζόμενος εϊκάζειν ούκ άν όμοιότερον άλλω εργάσαιτο ή τω Σ υρω νβασιλεΐμετ’ εύνουχων καί παλλακών έν­ δον διαβιούντι, στρατοπέδου δε καί πολέμου καί άγοράς άθεάτω τό παράπαν. προηγείσθω δε καί τούτου ’Απάτη, πάνυ ώραίακαί πιθανή, κεκοσμημένη κόσμοις πορνικοΐς, μειδιώσα καί ύπισχνουμένη πλήθος άγαθών, ώς ε π ’ αύτήν άγουσα τήν εύδαιμονίαν, έως άν εϊς τό βάραθρον καταβάλη λαθούσα, εις πολύν τε καί ρυπαρό ν βόρβορον, έπειτα εάση κυλινδεΐσθαι μετά τών στεφάνων καί τού κροκωτού, τοιούτω δεσπότη λατρεύουσαι καί τοιαύτα πάσχουσαι πλανώνται κατά τονβίον όσαι φυχαί προς μεν πόνους δειλαί καί άδύνατοι, δεδουλω-

82

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

συνάρτητα γέλια, ίδιος με μεθυσμένο γλεντζέ μέρα μεσημέρι, με μαραμένα στέφανα στο κεφάλι και γύρω απ’ το λαιμό, τρεκλίζοντας και χορεύοντας με τραγούδια θηλυπρεπή και παρά­ τονα. Ας τον οδηγήσουν γυναίκες ξεδιάντροπες και ακόλαστες -που μερικές τους ονομάζονται σαρκικές επιθυμίες- κι η καθε­ μιά να τον τραβάει κατά κει που θέλει, κι ο ίδιος να μη διώ­ χνει καμιά μήτε ν’ αρνιέται, παρά αμέσως να τις ακολουθεί με προθυμία. Κ ι εκείνες ας προχωρούν με σαματά μεγάλο, συνο­ δεύοντας τον αλλόφρονα αυτόν άνθρωπο με κύμβαλα και αυ­ λούς. Κ ι αυτός ας κραυγάζει ανάμεσα στις γυναίκες με φωνή πιο διαπεραστική και παθιασμένη' λευκός και μαλθακός στην όψη, ασυνήθιστος στον καθαρό αέρα και στους σωματικούς κόπους, με το κεφάλι να γέρνει και με βλέμμα λάγνο να μελε­ τά πάντα το σώμα, χωρίς να δίνει σημασία στην ψυχή και τα κελεύσματά της. Αν υποχρεωνόταν να τον απεικονίσει ένας γλύπτης ή ζωγράφος, με κανένα δεν θα μπορούσε να πετύχει μεγαλύτερη ομοιότητα απ’ ό,τι με τον βασιλιά των Σύρων, που ζει μες στο ανάκτορό του ανάμεσα σε ευνούχους και παλ­ λακίδες, χωρίς να εμφανίζεται ποτέ στο στρατόπεδο, στον πό­ λεμο ή σε συνέλευση. Ας οδηγεί τα βήματά του η Αυταπάτη, πανέμορφη και πειστική και γεμάτη πορνικά στολίδια, κι ας του υπόσχεται χαμογελαστή ένα πλήθος αγαθά, κάνοντάς τον να πιστέψει πως τον οδηγεί στην ευτυχία, ώσπου να τον καταβαραθρώσει, προτού την πάρει χαμπάρι, μέσα σε βαθύ και μολυσμένο βόρβορο, και τον αφήσει μετά να κυλιέται με τα στεφάνια και τον κροκωτό μανδύα του. Τέτοιον τύραννο υ­ πηρετώντας και με τέτοια παθήματα, περιπλανιούνται μες στη ζωή οι αδύναμες ψυχές που δειλιάζουν μπρος στους σω­ ματικούς κόπους, κι υποδουλωμένες στις ηδονές αγαπούν μό-

»3

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

μέναι δε ήδοναΐς, φιλήδονοι και φιλοσώματοι, βι'ον. α’ισχρόν και επονείδιστον οΰχ ελόμεναι ζώσιν, άλλά ένεχθεΐσαι πρδς αύτόν. Ούκοΰν μετά τούτον δ λόγος ώσπερ εν άγώνι σφΰττει τρί­ τον εϊσάγειν, ώς ο κήρυξχορόν, τον φιλότιμον, ού πάνυ προθύμως τά νυν άγωνιουμενον, καίτοι φιλόνικον όντα τή φύσει περί πάντα και πρωτεύειν άξιούντα’ πλήν ού περι δόξης η τι­ μής ή κρίσις αύτω τά νύν ενέστηκεν, υπερ δε πολλής και δικαίας άδοξίας. φέρε δή ποιόν τι πλάττωμεν τό τε σχήμα και είδος τού φιλοτίμου δαίμονος; ή δήλον ότι πτερωτόν τε και ύπηνέμιον κατά τό ήθος αύτού και τήν επιθυμίαν άμα τοΐς πνεύμασι φερόμενον, οποίους τούς Βορεάδας ενεθυμήθησάν τε και έγραφαν οι γραφείς, ελαφρούς τε και μεταρσίους, τάίς τού πατρός αύραις συνθέοντας. άλλ ’ εκείνοι μέν, δπότε βου­ λή θείε ν, ε’ πεδείκνυντο τήν αυτών δύναμιν, τέως δε μετά τών άλλων ηρώων εν τή Ά ρ γ ο ΐ συνέπλεον ναυτιλλόμενοι και τάλλα πράττοντες ούδενός ήττον. δ δε τών φιλοδοξών άνδρών προστάτης άει μετέωρος, ούδέποτε γής εφαπτόμενος ούδε ταπεινού τίνος, άλλά ύφηλός και μετάρσιος, όταν μεν αιθρίας τύχη και γαλήνης ή ζεφύρου τινός επιεικώς πνέοντος, άει μάλλον άγαλλόμενός τε και άνιών εις αύτόν τον a πολλάκις δ ’ εν σκοτεινω νέφει κρυπτόμενος, άδοξίας τινός συντρεχούσης και φόγου παρά τών πολλών άνθρώπων, ούς εκείνος θεραπεύει και τιμά και τής εύδαιμονίας τής αύτού κυ­ ρίους άπέδειξεν.

Δ ιά λ ο γο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

νο τη σάρκα, και ο βίος τους είναι αισχρός και επονείδιστος, όχι επειδή τον επιλέγουν αλλά επειδή έχουν παρασυρθεί σ’ αυτόν. »Και τώρα μετά απ’ αυτόν τον δαίμονα, ο λόγος μου, σαν σε αγώνα, ανυπομονεί να βγάλει στη σκηνή τον τρίτο δαίμο­ να, όπως ο κήρυκας τον χορό' εννοώ τον δαίμονα τον φιλόδο­ ξο. Αυτός, τώρα, δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμος να διαγωνιστεί, αν και είναι από τη φύση του φιλόνικος σε όλα και αξιώνει να είναι πρώτος. Όμως, τώρα δενκρίνεται για τη δόξα ή την τι­ μή αλλά για το μέγεθος και την ορθότητα της κακής του φή­ μης. Έ λα, λοιπόν, ποιο ένδυμα και ποια εμφάνιση θα δώσου­ με στο φιλόδοξο δαίμονα; Ή είναι φανερό πως θα τον παρα­ στήσουμε φτερωτό, έρμαιο των ανέμων, σύμφωνα με το χα­ ρακτήρα και την επιθυμία του; Να άγεται και να φέρεται από τους ανέμους σαν τους γιους του Βοριά, που οι συγγραφείς κι οι ζωγράφοι τούς φαντάστηκαν και τους απεικόνισαν ελαφρούς και μετέωρους, να τρέχουν παρέα με τις αύρες του πατέρα τους; Εκείνοι όμως είχαν δική τους δύναμη που την επιδείκνυ­ αν όποτε ήθελαν, κι είχαν τότε ταξιδέψει με την Αργώ ως ναυ­ τικοί μαζί με τους άλλους ήρωες, κι έκαναν όλες τις δουλειές, όμοια με τους άλλους. Ενώ ετούτος ο προστάτης των φιλόδο­ ξων ανδρών μονίμως αιωρείται στον αέρα και ποτέ του δεν αγγίζει τη γη ή κάτι το ταπεινό' κι όταν πετύχει αίθριο καιρό και άπνοια ή απαλό αεράκι, αισθάνεται τη μεγαλύτερη αγαλ­ λίαση κι ανεβαίνει ολοένα και ψηλώτερα, ως τα ουράνια' συ­ χνά όμως πάει και κρύβεται μέσα σε σκοτεινά σύννεφα, αν τύχει και διαδοθεί κάποια κακή φήμη και κατηγορία από τον πολύ τον κόσμο, που ο ίδιος υπηρετεί και τιμά και τον έχει ο­ ρίσει να ελέγχει την ευτυχία του.

85

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ2θ

ΐ2ΐ

122

ΐ23

ΐ24

Ούδέν γε μην προσέοιχεν άσφαλείας ένεχεν ούτε άετοϊς ούτε γεράνοις ούτε άλλω τινι πτηνω γένει τήν φύσιν, άλλά μάλλον άν τις αύτόν προσειχάσειε τη Ίχαρίου βιαίω χα'ι παρά φύσιν φορά, ού δυνατόν τέχνημα έπιχειρήσαντος Δαιδάλου τεχνήσασθαι. τοιγαρούν ύπό νεότητοςχαι άλαζονείαςεπιθυμών υ­ ψηλότερος τών άστρων φέρεσθαι χρόνον μέν τινα έσωζε το βραχύν, χαλωμένων δε τών δεσμών χα'ι τού χηρού ρέοντος, επωνυμίαν άπό τούδε τω πελάγει παρέσχεν, ουπερ ήφανίσθη πεσώ ν. κάκεΐνος άσθε νέσι χαι χούφοις τω όντι πιστεύσας πτερόΐς, λέγω δέ τιμάΐς τε χαι έπαίνοις ύπό τών άνθρώπων τών πολλών ώς έτυχε γιγνομένοις, έπισφαλώς χαι άσταθμήτως φέρεται χαι φέρει τον άνδρα τον αύτου ζηλωτήν τε χαι υπη­ ρέτην, νύν μέν ύψηλόν χα'ι μαχάριον πολλοΐς φαινόμενον, πάλιν δέ αύ ταπεινόν τε χα'ι άθλιον τοΐς τε άλλοις χα'ι πρώτω και μάλιστα αύτω δοχούντα. ε’ι δέ τω ού φίλον πτηνόν αύτόν διανοείσθαι χα'ι ποιεΐν, b δε άφομοιούτω αύτόν τη τού Ίξίονος χαλεπή χα'ι βιαίω φορά τε χα'ι άνάγχη, τροχού τίνος ρύμη κύκλω χινουμένου τε χα'ι φερομένου. ού γάρ άπεοιχός ούδέ μαχράν δή τών σοφών τε χαι χομψών ε’ιχασμάτων εϊη άν ό τροχός δόξη παραβαλλόμενος, τη τε κινήσει χα'ι μεταβολή πάνυ ραδίως περιθέων, έν δέ τη περιφορά παντόία σχήματα τήν ψυχήν άναγχάζει λαμβάνειν μάλλον ή ο τών κεραμέων τά ε π ’ αύτω πλαττόμενα. άνδρα δή τοιούτον έιλούμενον άε'ι χα'ι περιφερόμενον, κόλακα δήμων τε και όχλων έν έκκλησίαις ή έπιδείξεσιν ή βασιλέων ή τυράννων λεγομέναις δή φιλίαις χα'ι θεραπείαις, τίς ούκ άν έλεήσειε τής φύσεως και τού

86

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

»Από πλευράς ασφάλειας, το πέταγμα αυτό δεν έχει να μοιά­ σει με των αετών ή των γερανών ή άλλων πουλιών' μάλλον θα το παρομοίαζε κανείς με το βεβιασμένο και αφύσικο πέταγ­ μα του Τκαρου, τότε που ο πατέρας του ο Δαίδαλος επιχείρη­ σε να πετύχει το ακατόρθωτο. Κ ι επειδή ο Ίκαρος ήταν νέος και ματαιόδοξος, θέλησε να φτάσει πιο ψηλά από τ’ αστέρια και για λίγη ώρα δεν πάθαινε τίποτα, όταν όμως χαλάρωσαν οι σύνδεσμοι κι έλιωσε το κερί, κατέληξε να δώσει το όνομά του στο πέλαγος όπου χάθηκε πέφτοντας. Έ τσ ι κι αυτός ο δαίμονας, δίνοντας πίστη σε φτερά αδύναμα και στην πραγ­ ματικότητα ανύπαρκτα -και εννοώ τις τιμές και τους επαίνους που έτυχε να δεχτεί απ’ το πλήθος-, κινείται ο ίδιος και κινεί επικίνδυνα και αβέβαια τον άνθρωπο που ’ναι φανατικός οπα­ δός και υπηρέτης του, και που άλλοτε δίνει την εντύπωση πως είναι σπουδαίος και ευτυχής, κι άλλοτε πως είναι ταπεινωμέ­ νος και άθλιος -κι όχι μόνο στα μάτια των άλλων, μα πρώτα και κύρια στον ίδιο του τον εαυτό. Και όποιος δεν θέλει να τον φαντάζεται και να τον παριστάνει ιπτάμενο, ας τον παρομοιά­ σει με τον Ιξίονα,3 που καταδικάστηκε να περιστρέφεται με τρόπο φοβερό και βίαιο, δεμένος πάνω σ’ ένα τροχό που γυρνούσε με φόρα. Η παρομοίωση της δόξας με τον τροχό, ούτε αταίριαστη είναι ούτε χειρότερη απ’ τις σοφές και πνευματώ­ δεις εικόνες των ρητόρων: γιατί έτσι καθώς γυρίζει ο τροχός με τη μεγαλύτερη ευκολία, αναγκάζει την ψυχή να παίρνει πε­ ρισσότερα σχήματα απ’ όσα δίνει ο τροχός του αγγειοπλάστη στον πηλό που πλάθεται.Έναν τέτοιο άνθρωπο, ζορισμένο και περιστρεφόμενο, έναν κόλακα του λαού και των όχλων σε συν­ ελεύσεις και αγορεύσεις ή φίλο, δήθεν, και υπηρέτη βασιλιά­ δων και τυράννων -ποιος δε θα τον λυπόταν για το χαρακτή-

87

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ25 126

ΐ27

ΐ28

ΐ29

βίου; λέγω δε ούχ δς άν εαυτού βέλτιστα προεστηκώς πολύ τι πλήθος άνθρώπων πειθόί και λόγω μ ε τ ’ εύνοίας καί δικαι­ οσύνης πειράται ρυθμίζει ν τε καί άγειν επί τά βελτίω. Έ χέτω δή καί οΰτος ήμίν ο δαίμων τέλος, ίνα μή νύν στολάς τε καί μορφάς προστιθέντες αύτω καί τάλλα τά προσήκοντά πολύ ν καί άπειρον είσφερώμεθα λόγων όχλον, είη δ ’ άν αύτού τό ήθος, ώς εν βραχεί περιλαβείν, φιλόνικον, άνόητον, χαύνον, άλαζονεία καί ζηλοτυπία καί πάσι τοίς τοιούτοις ’ένοχον χαλεποίς καί άγρίοις πάθεσιν. άπαντα γάρ ταύτα φιλοτιμώ τρόπω ψυχής άκοινώνητακαί άγρια καί χαλεπά άνάγκη πάσα συνέπεσθαι, έτι δέ αύτόν πολύ μεταλλάττειν είκός καί άνώμαλον έχειν τήν διάνοιαν, άτε άνωμάλω δουλεύοντα καί προσέχοντα πράγματι, πυκνότερον καί συνεχέστερον ή τούς κυνηγέτας φασί χαίροντα καί λυπούμενον' εκείνοις γάρ δή μάλιστα τούτο πλείστον καί συνεχέστατον συμβαίνειν λέγουσι, φαινομένης τε καί άπολλυμένης τής άγρας' όταν μεν γάρ εύδοκιμήσεις τε καί έπαινοι συμβαίνωσι ν αύτοίς, ή ψυχή τού τοιούτου άνδρός αύξει καί βλαστάνει καί θαυμαστόν ϊσχει μέγεθος, καθάπερ Ά θήνησί φασι τον ιερό ν τής ελαίας θαλλόν έν ήμερα μια βλαστήσαι καί τέλειον γενέσθαι' ταχύ δέ αύ πάλιν συστέλλεται καί ταπεινούται καί φθίνει, ψόγου τινός προσπεσόντος ή δυσφημίας. άπάτη δε καί τούτω παρέπεται τω δαίμονι άπασών πιθανωτάτη. ού γάρ ώς ή τού φιλαργύρου καί φιλήδονου λαμπρόν μεν ούδέν λόγω εδύναντο υποσχέσθαι, ούδ’ ώς ’επί σεμνά καί λαμπρά προήγαγον τούς άπατωμένους ύπ ’ αύτών, άλλά μόνον τό τών άγαθών αύτοίς όνομα έπεφήμιζον καί προσετίθεσαν, ούτως ή

88

Δ ιά λ ο γο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

ρα και τον τρόπο ζωής του; Και δε μιλώ εδώ για τον άνθρωπο που αφού ταχτοποιήσει όσο καλύτερα γίνεται την προσωπική του ζωή, πασχίζει με την πειθώ και τη λογική, με καλή θέλη­ ση και δικαιοσύνη να διορθώσει και να οδηγήσει ένα πλήθος ανθρώπων σε μια καλύτερη ζωή. »Ας τελειώνουμε λοιπόν μ’ αυτό το δαίμονα, για να μη φλυαρούμε ατέλειωτα προσδίδοντάς του φορεσιές, σχήματα και άλλα χαρακτηριστικά που του ταιριάζουν. Κοντολογίς, θα τον χαρακτηρίζαμε φιλόνικο, ανόητο, μάταιο, υποταγμένο στην αλαζονεία, τη ζηλοτυπία κι όλα αυτά τα φοβερά και ά­ γρια πάθη. Γ ιατί είναι αναπόφευκτο όλα αυτά τα ακοινώνη­ τα, τα άγρια και λυπηρά συναισθήματα να συνοδεύουν τη φι­ λόδοξη ψυχή και είναι φυσικό ο νους του ανθρώπου να ’ναι πο­ λύ ευμετάβλητος και ασταθής, αφού υποδουλώνεται και αφοσιώνεται σ’ ένα πράγμα ασταθές, και συνεχώς περνά απ’ τη χαρά στη λύπη συχνότερα κι από τους κυνηγούς- γιατί λένε πως περισσότερο από κάθε άλλον, οι κυνηγοί το παθαίνουν αυτό, που βρίσκουν το θήραμα κι αμέσως μετά το χάνουν. Το ίδιο και ο φιλόδοξος: όταν συμβαίνει να ’χει καλή φήμη και να τον παινεύουν, μεγαλώνει η ψυχή του και πετάει βλαστάρια και αποκτά θαυμαστό ανάστημα, σαν το ιερό κλαρί της ελιάς στην Αθήνα, που λένε πως βλασταίνει και μεγαλώνει μέσα σε μια μέρα. Γρήγορα όμως η ψυχή του πάλι μαραίνεται, ζαρώ­ νει και φθίνει, αν τύχει να τον αποδοκιμάσουν ή αν βγάλει κα­ κό όνομα. Κ ι η Αυταπάτη που συνοδεύει κι αυτόν τον δαίμο­ να είναι η πιο πειστική απ’ όλες. Γ ιατί οι Αυταπάτες του φι­ λάργυρου και του φιλήδονου, τίποτα το λαμπρό δεν ήσαν ικα­ νές να υποσχεθούν με βεβαιότητα, κι ούτε προόριζαν τα θύμα­ τά τους για υψηλά και λαμπρά ιδανικά, παρά μόνο διαλαλού-

89

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ30

ΐ3ΐ

ΐ32

ΐ33

ΐ34

τούδε άπατη, άλλ ’ επάδουσα και γοητεύουσά φησι φιλόκαλον αύτόν είναι και ώς ε π ’ άρετήν τινα ή εύκλειαν άγει επί τήν δόξαν, πάλιν ούν ενθάδε κινδυνεύσω τό δεύτερον εις τον αύτόν πεσεΐνμύθον τον Ίξίονος. και γάρ εκείνον φασιν επιθυμήσαντα τών Ηραςμακαρίων γάμων νεφέλη τινι συγγενόμενον σκοτεινή και άχλυώδει άχρηστα και άλλδκοτα γεννήσαι τέκνα, τό τών Κενταύρων γένος ποικίλον και συμπεφορημένον. δ γάρ εύκλειας έρωτος διαμαρτών, έπειτα δδξης επιθυμία συνών, τω όντι νεφέλη λέληθεν άντ'ι τής θείας και σεμνής ομιλίας συνών. έκ δε τών τοιούτων συνουσιών ή γά­ μω ν ώφέλιμον μεν ή χρήσιμον ούδεν αν γένοιτο, θαυμαστά δε και άλογα, προσεοικότα τοΐς Κενταύροις, δημαγωγών τινων πολιτεύματα και ξυγγράμματα σοφιστών, ξεναγοί γάρ και σοφισταϊ και δημαγω γοί'λέγω δε διακρίνων στρατηγούς τε και παιδευτάς και πολιτικούς άνδρας άπό τών νύν έιρημένω ν' ούτοι πάντες εκείνω τω δαίμονι προσνέμεσθαι άξιοι και τής εκείνου μερίδος τε και εταιρείας άριθμεΐσθαι. Κ α ι δή νύν μεν επεξήλθον τούς ύφ’ ενός εκάστου τών έιρημένων δαιμόνων ελαυνομένους' πολλάκις δε και δύο τον αύ­ τόν ή πάντες ε’ιλήχασι, τάναντία άλλήλοις προστάττοντες και άπειλούντες, έι μή πείθοιτο, μεγάλαις τι σι περιβαλεΐν ζημίαις, δ μεν φιλήδονος άναλίσκειν εις τάς ήδονάς κελεύων, και μήτε χρυσού μήτε άργύρου μήτε άλλου κτήματος φείδε-

90

Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

σαν και επέβαλλαν το όνομα των αγαθών τους' αντίθετα, η Αυταπάτη αυτού του δαίμονα, μαγεύοντας το θύμα της με το θελκτικό της τραγούδι, του λέει πως είναι εραστής του ωραί­ ου και το οδηγεί προς τη δόξα, θαρρείς και το οδηγεί σε κάποια αρετή ή καλή φήμη. Πάλι λοιπόν θα διακινδυνεύσω άλ­ λη μια αναφορά στον ίδιο μύθο του Ιξίονα: Λένε πως απ’ τον πόθο του για ένα ευτυχισμένο γάμο με την Ήρα, αγκάλιασε ένα σύννεφο σκοτεινό και ζοφερό, κι έτσι έφερε στον κόσμο ά­ χρηστα και αλλόκοτα παιδιά, την πανούργα και μπάσταρδη γενιά των Κενταύρων. Έ τσ ι κι ο άνθρωπος που επειδή δεν βρήκε ανταπόκριση στον έρωτά του για καλή φήμη, ερωτο­ τροπεί με τη λαχτάρα για δόξα, στην πραγματικότητα, και χωρίς να το ’χει καταλάβει, συνουσιάζεται με σύννεφο αντί να χαρεί μια συνουσία θεϊκή και υπέροχη. Από τέτοιες συνουσίες ή γάμους τίποτα ωφέλιμο ή χρήσιμο δεν μπορεί να προκόψει παρά μόνο πλάσματα ασυνήθιστα και παράδοξα που μοιά­ ζουν με Κενταύρους, όπως η πολιτική κάποιων δημαγωγών και τα συγγράμματα των σοφιστών. Γ ιατί και οι σοφιστές και οι δημαγωγοί δεν διαφέρουν από αρχηγούς μισθοφόρων. Κ ά­ ποιους στρατηγούς και ανθρώπους της παιδείας και πολιτι­ κούς άνδρες, τους ξεχωρίζω εδώ απ’ όλους κείνους που μόλις ανέφερα και που όλοι είναι άξιοι να συγκαταλέγονται στην παράταξη και στην παρέα εκείνου του δαίμονα. »Μέχρι τώρα μίλησα για όσους βρίσκονται υπό την επιρροή του καθενός από τους παραπάνω δαίμονες, χωριστά' συχνά όμως συμβαίνει, δύο ή όλοι οι δαίμονες να κατέχουν τον ίδιο άνθρωπο, δίνοντάς του αντικρουόμενες προσταγές και απει­ λώντας τον με αυστηρές τιμωρίες, αν δεν υπακούσει. Ο φιλή­ δονος δαίμονας τον προτρέπει να αναλώνεται σε ηδονές χω-



ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

σθαι μηδενός, ό δ ’ αυ φιλοχρήματος και μικρολόγος ούκ έών, άλλά κατέχω ν τε και απειλών, ε’ι πείσεται έκείνω, λιμω τε ΐ35 και δίψη και άπάση πενία τε και άπορία διολλυειν αύτόν. πάλιν δε ό μεν φιλόδοξος συμβουλεύει και παρακαλεΐ προΐεσθαι τά όντα τιμής ενεκεν' ο δε και πρός τούτον άπομάχεται και άντίβαίνει. και μην ο γε τής ηδονής φίλος και ό τής δόξης ούποτε δύνανται συνασαι ούδέ τό αύτό εϊπέίν. ό μέν γάρ κα­ ταφρονεί τής δόξης και λήρον ηγείται και τό τού Σαρδαναπάλλου προφέρεται πολλάκις έλεγείον, τόσσ ’ έχω όσσ ’ έφαγον και έφύβρισα και μετ ’ έρωτος τέρπν’ έπαθον" τά δέ λοιπά και όλβια πάντα λέλειπται, 136 και μάλιστα τον θάνατον άε'ι προ οφθαλμών δείκνυσιν, ώς ούδενός έτι τών ήδέων δυνησομένω μετασχείν’ ό δέ φιλόδο­ ξος άπάγει τε και άφέλκει τών ηδονών, τά τε ονείδη καί τάς ΐ37 λοιδορίας έπανατεινόμενος. ούκ έχων ού ν δ ποίηση καί δποι

τράπηται καί καταδύσηται, άποδιδράσκει πολλάκις εις τό σκότος, καί πείρά ται λανθάνων τω έτέρω χαρίζεσθαι καί υ­ πηρετείν' ο δέ άποκαλύπτει καί εις τό μέσον αύτόν έλκει, ού[38 τω δή ψυχήν διαφορουμένην τε καί διασπωμένην, άείποτε έν μάχη καί στάσει διηνεκεί πρός αύτήν ούσαν, άνάγκη πρός πάσαν άφικνείσθαι δυστυχίαν, ώσπερ γάρ τά νοσήματα άλλήλοις έπιπλεκόμενα, τάναντία δοκούντα πολλάκις, χαλεπήν καί άπορον ποιεί τήν ίασιν, τον αύτόν όϊμαι τρόπον ά-

92

Δ ιά λ ο γο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

ρίς να λυπάται ούτε χρυσό ούτε ασήμι ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, ενώ ο φιλοχρήματος και μικροπρεπής δαίμονας δεν τον αφήνει, παρά τον απειλεί πως αν υπακούσει στον άλλο θα χαθεί απ’ την πείνα και τη δίψα, πάμφτωχος και στερημένος. Ο φιλόξοδος πάλι τον συμβουλεύει και τον παρακινεί να θυ­ σιάσει την περιουσία του για χάρη της δόξας, ενώ ο άλλος δαί­ μονας τον αποκρούει και αντιστέκεται. Και βέβαια, ο εραστής της ηδονής και ο εραστής της δόξας δεν μπορούν ποτέ να συμ­ φωνήσουν ούτε να πουν το ίδιο πράγμα. Γ ιατί ο ένας περιφρονεί τη δόξα και τη θεωρεί ηλιθιότητα, και συχνά αναφέρει τους στίχους του Σαρδανάπαλλου:

Τα φαγοπότια, οι ασωτείες μου κι οι απολαύσεις που μου χάρισε ο έρωτας, αυτά μου έμειναν' τ ’ άλλα τα αγαθά όλα χάθηκαν. Και κυρίως, έχει το θάνατο συνεχώς μπρος στα μάτια του, να του θυμίζει ότι κάποτε δε θα μπορεί πια να απολαμβάνει κα­ μιά ηδονή. Όμως ο δαίμονας της φιλοδοξίας πάει να τον τρα­ βήξει μακριά απ’ τις ηδονές, επισείοντάς του τον κίνδυνο της ντροπής και της κατακραυγής. Μην ξέροντας λοιπόν τι να κά­ νει και πού να πάει να χωθεί, συχνά δραπετεύει στο σκοτάδι και προσπαθεί κρυφά να ευχαριστήσει και να υπηρετήσει τον δεύτερο δαίμονα, αλλά ο άλλος τον αποκαλύπτει και τον ξε­ μπροστιάζει. Έ τσ ι λοιπόν η ψυχή του, αμφίβολη και διχα­ σμένη, πάντοτε σε ατέλειωτη διαμάχη και σύγκρουση με τον ίδιο της τον εαυτό, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην από­ λυτη δυστυχία. Γιατί ακριβώς όπως όταν συντυχαίνουν οι αρρώστιες και μπερδεύονται μεταξύ τους και μοιάζουν να ’ναι αντίθετες η μια με την άλλη κι η θεραπεία γίνεται δύσκολη και

93

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

νάγκη γίγνεσθαι και τών τής ψυχής συμμιγνυμένων τε και συμπλεκόμενων εις τό αυτό παθών. *39 Ά λ λ ά δή μεταλαβόντες καθαράν τε και κρείττω τής πρό­ τερον άρμονίας τον άγαθόν και σώφρονα υμνώμεν δαίμονα και θεόν, οΐς ποτε εκείνου τυχείν επέκλωσαν άγαθα'ι Μόίραι παιδείας υγιους και λόγου μεταλαβουσι.

94

Δ ιά λ ο γο ς Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ και Δ ιογένη

αδύνατη, το ίδιο, νομίζω, συμβαίνει και με τα πάθη της ψυ­ χής, όταν συνυπάρχουν και περιπλέκονται το ένα με το άλλο. »Αλλά εμείς, μετέχοντας σε μια γνήσια αρμονία, ανώτερη α­ πό κάθε προηγούμενη, ας υμνούμε τον καλό και σώφρονα δαί­ μονα και θεό που οι αγαθές Μοίρες κάποτε όρισαν να τον έ­ χουμε προστάτη, μεταλαμβάνοντας τον Λόγο και την υγιή παιδεία.»

95

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ι Μίνωας: μυθικός βασιλιάς της Κρήτης, για τον οποίο οι Έλληνες πί­ στευαν ότι υπήρξε μέγας νομοθέτης και δικαιότατος βασιλιάς, και ότι τους νόμους που θέσπιζε τους παραλάμβανε απ’ ευθείας από τον Δία μέ­ σα σε ένα σπήλαιο. Μετά θάνατον, ορίστηκε ως ένας από τους κριτές στον Ά δ η , μαζί με τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ. 2 Σύμφωνα με το «Λιβυκό Μύθο», ζούσαν στην έρημο της Λιβύης κάποια όντα με πανέμορφα πρόσωπα και κορμιά γυναικών, που από τη μέση και κάτω ήταν ερπετά. Αποπλανούσαν και καταβρόχθιζαν τους α­ νυποψίαστους που τύχαινε να περνούν από τα μέρη τους. Ο μύθος, φυ­ σικά, είχε συμβολικό χαρακτήρα.

3 Ιξίονας: μυθικός ήρωας, βασιλιάς των Λαπιθών. Επειδή αποπειράθηκε να βιάσει την Ή ρα, ο Δίας τον καταδίκασε σε αιώνια τιμωρία, δένοντάς τον σε πύρινο τροχό που στριφογύριζε αδιάκοπα στους αιθέρες.

96

ΚΥΝ Η ΓΟ Σ Η'

Ε

υ β ο ϊκ ο ς

97

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΕΥΒΟΪΚΟΣ Η' ΚΥΝΗΓΟΣ

Τόδε μην αυτός ιδών, οΰ παρ’ ετέρων άκούσας, διηγήσομαι. ί’ σως γάρ οΰ μόνον πρεσβυτικόν πολυλογία και τό μηδένα διωθέίσθαι ραδίως τών εμπιπτόντων λόγων, πρός δε τω πρεσβυτικω τυχόν αν είη και άλητικόν. αίτιον δέ, ότι πολλά τυχόν άμφότεροι πεπόνθασιν, ών οΰκ άηδώςμέμνηνται. ερώ δ ’ οΰ ν οίοις άνδράσι και όντινα βίον ζώσι συνέβαλον εν μέση σχεδόν τι τη Έλλάδι. Έ τυγχανον μεν άπό Χ ίου περαιουμενος μετά τινων άλιέων έξω τής θερινής ώρας εν μικρω παντελώς άκατίω. χειμώνος δε γενομένου χαλεπώς και μόλις διεσώθημεν πρός τά κοίλα τής Εΰβοίας' τό μεν δη άκάτιον εις τραχύν τινα α’ιγιαλόν υπό τόίς κρημνοίς εκβαλόντες διέφθειραν, αΰτοι δε άπεχώρησαν πρός τινας πορφυρέίς υφορμούντας επι τη πλη­ σίον χηλή, κάκείνοις συνεργάζεσθαι διενοουντο αύτού μένοντες. καταλειφθέις δη μόνος, οΰκ έχων εις τίνα πόλιν σωθήσομαι, παρά τήν θάλατταν άλλως επλανώμην, εΐ πού τινας ή παραπλέοντας ή δρμούντας ίδοιμι. προεληλυθώς δε

98

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Α υ τό που θα διηγηθώ εδώ δεν τ’ άκουσα από άλλους, αλλά το έζησα ο ίδιος. Βλέπετε, η πολυλογία και η δυσκολία να κρατάμε μέσα μας ό,τι φτάνει ως τα χείλη μας, ίσως δεν είναι συνήθειο των γέρων μόνο' είναι και των κοσμογυρισμένων. Κ ι ο λόγος είναι πως και οι μεν και οι δε έχουν περάσει πολλά που τα θυμούνται με ευχαρίστηση. Θα περιγράφω λοιπόν τι είδους ανθρώπους συνάντησα, στο κέντρο σχεδόν της Ελλά­ δας, και πώς ζούνε. Έ τυχε, αρχές φθινοπώρου, να ταξιδεύω από τη Χίο με κάτι ψαράδες πάνω σ’ ένα μικροσκοπικό βαρκάκι. Πέσαμε όμως σε άσχημο καιρό και με τα χίλια ζόρια γλιτώσαμε και βγήκαμε στα Κοίλα της Εύβοιας. Οι ψαράδες έριξαν το βαρκάκι τους στα βράχια, κάτω από κάτι γκρεμούς και το ’καναν κομμάτια, κι ύστερα έφυγαν να βρούνε κάποιους θαλασσινούς που είχαν αράξει σ’ έναν κοντινό κάβο και μάζευαν πορφύρες' σκέφτον­ ταν να μείνουν αυτού και να δουλέψουν με τους άλλους συνε­ ταιρικά. Έμεινα λοιπόν μόνος' κι αφού δεν υπήρχε εκεί κοντά καμιά πόλη να καταφύγω, περιπλανιόμουν άσκοπα στην ακτή μήπως και δω κανένα καΐκι να ταξιδεύει γιαλό-γιαλό ή να έ­ χει αράξει. Είχα προχωρήσει αρκετά, άνθρωπο όμως δεν έ-

99

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

συχνό ν ανθρώπων μεν ουδέ να έώρων' επιτυγχάνω δέ ελάφω νεωστϊ κατά του κρημνού πεπτωκότι παρ’ αυτήν τήνραχίαν, υπό τών κυμάτων παιομένω, φυσώντι έτι. και μ ε τ ’ ολίγον έδοξα υλακής άκουσαι κυνών άνωθεν μόλις πως διά τον ήχον 4 τον άπό τής θαλάττης. προελθών δε και προβάς πάνυ χαλεπώς πρός τι ύφηλόν τούς τε κύνας όρώ ήπορημένους και διαθέοντας, ύφ’ ών εϊκαζον άποβιασθέν τό ζωον άλέσθαι κατά τού κρημνού, και μ ε τ ’ ολίγον άνδρα, κυνηγέτην άπό τής όφεως και τής στολής, τά γένεια υγιή κομώντα ού φαύλως ούδε άγεννώς εξ όπισθεν, όίους επί ’Ιλιον ' Ομηρός φησιν έλθείν Εύβοέας, σκώπτων, εμοί δοκέίν, καί καταγελών, ότι τών άλλων Α χ α ιώ ν καλώς έχόντων οι δε εξ ήμίσους εκόμων. 5 Κ α ί δς άνηρώτα με, Ά λ λ ’ ή, ώ ξείνε, τηδέ που φεύγοντα έλαφον κατενόησας; κάγώ πρός αύτόν,’Εκείνος, έφην, εν τω κλύδωνι ήδη' καί άγαγών έδειξα, ελκύσας ούν αύτόν εκ τής θαλάττης τό τε δέρμα εξέδειρε μαχαίρα, κάμού ξυλλαμβάνοντος όσον οΐός τε ήν, καί τών σκελών άποτεμών τά οπί­ σθια έκόμιζεν άμα τω δέρματι. παρεκάλει δέ κάμε συνακολουθείν καί συνεστιάσθαι τών κρεών’ είναι δε ού μακράν τήν 6 οίκησιν.Έπειτα έωθεν παρ ’ ήμίν, έφη, κοιμηθείς ήξεις ’επί τήν θάλατταν, ώς τά γε νύν ούκ έστι πλόιμα, καί μή τούτο, είπε, φοβηθης. βουλοίμην δ ’ άν έγωγε καί μετά πέντε ημέρας λήξαι τον άνεμον' άλλ’ ού ράδιον, εΐπεν, όταν ούτως πιεσθη τά ά­ κρα τής Εύβοιας υπό τών νεφών ώς γε νύν κατειλημμένα όρας. καί άμα ήρώτα με όπόθεν δή καί όπως εκείκατηνέχθην,

ΙΟΟ

ο Κ υνηγός

βλεπα, όταν ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ελάφι, που μό­ λις είχε πέσει από τον γκρεμό στην ακροθαλασσιά δίπλα, και το χτυπούσαν τα κύματα, ζωντανό ακόμα/Υστερα από λίγο μου φάνηκε πως άκουσα από ψηλά γαβγίσματα σκυλιών, αμυδρά όμως γιατί αχολογούσαν τα κύματα. Σκαρφάλωσα με πολύ μεγάλη δυσκολία σ’ ένα ύψωμα και βλέπω τα σκυλιά που όπως το φαντάστηκα είχαν στριμώξει το ζώο και το ανά­ γκασαν να ριχτεί στον γκρεμό- να τρέχουν πέρα δώθε σαστι­ σμένα' και σε λίγο βλέπω έναν άντρα, κυνηγό καθώς έδειχνε η όψη και το ντύσιμό του. Με ωραία γενειάδα, και μαλλιά ό­ χι μόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού' δεν είχε, λοιπόν, εκείνο το απαίσιο χτένισμα που περιγράφει ο Όμηρος ότι είχαν οι Ευβοείς στην Τροία (μου φαίνεται, οΌμηρος ήθελε να τους γε­ λοιοποιήσει, που ενώ οι άλλοι'Ελληνες είχαν ωραία κόμμω­ ση, ετούτοι είχαν μόνο τα μισά μαλλιά). «Ξένε», με ρώτησε, «μήπως είδες κανένα ελάφι να τρέχει κατά δω;» «Έχει κιόλας πέσει μες στα κύματα», του αποκρίθηκα και τον πήγα να του το δείξω. Το τράβηξε λοιπόν από τη θάλασσα και το έγδαρε με το μα­ χαίρι του. Τον βοηθούσα κι εγώ όσο μπορούσα. Κι αφού του έκοψε τα πίσω πόδια, το φορτώθηκε μαζί με το δέρμα. Με καλούσε να τον ακολουθήσω, να πάμε να φάμε το θήραμα μαζί' το σπιτικό του δεν ήταν μακριά. «Θα κοιμηθείς σε μας», είπε, «και τα χαράματα κατεβαίνεις στη θάλασσα. Τώρα ο καιρός δεν είναι για ταξίδι, αλλά μη σε φοβίζει αυτό. Μακάρι να πέσει ο αέρας και σε πέντε μέρες, πράμα δύσκολο όταν οι βουνοκορφές της Εύβοιας είνοα σκεπα­ σμένες με σύννεφα, όπως τις βλέπεις τώρα.» Και με ρώτησε

ΙΟΙ

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

και εϊ μή διεφθάρη τό πλοΐον. Μικρόν ήν παντελώς, έφην, άλιέων τινών περαιουμένων, κάγώ μόνος ξυνέπλεον υπό σπουδής τίνος, διεφθάρη δ'όμω ς επ'ι τήν γήν εκπεσόν. Ουκουν ράδιο ν, εφη, άλλως’ όρα γάρ ώς άγρια και σκληρά τής νήσου τά πρός τό πέλαγος. Ταυτ\ εΐπεν, έστ'ι τά κοίλα τής Εύβοιας λεγάμενα, όπου κατενεχθεΐσα ναύς ούκ άν ετι σωθείη ' σπανίως δε σώζονται και τών άνθρώπων τινές, εϊ μή άρα, ώσπερ ύμεΐς, ελαφροί παντελώς πλέοντες. άλλ ’ ίθι και μηδέν δείσης. νυν μεν εκ τής κακοπαθείας άνακτήση σαυτόν' εις αυριον δέ, ό τι άν ή δυνατό ν, επιμελησόμεθα όπως σωθής, επειδή σε έγνωμεν άπαξ. δοκεΐς δέ μοι τών άστικών εΐναί τις, ού ναύτης ούδ’ εργάτης, άλλά πολλήν τινα άσθένειαν του σώματος άσθενεϊν έοικας άπό τής ισχνότητος. ’Ε γ ώ δε άσμενος ήκολούθουν' ού γάρ επιβουλευθήναί ποτε έδεισα, ούδεν έχων ή φαυλον ϊμάτιον. και πολλάκις μέν δή και άλλοτε έπειράθην έν τοΐς τοιούτοις καιρόΐς, άτε έν άλη συνεχεΐ, άτάρ ού ν δή και τότε ώς έστι πενία χρήμα τω όντι ϊερόν και άσυλο ν, και ούδεις άδικεΐ, πολύ γε ήττον ή τούς τά κηρύκεια έχοντας' ώς δή και τότε θαρρών έιπόμην. ήν δέ σχεδόν τι περι τετταράκοντα στάδια πρός τό χωρίο ν. Ω ς ού ν έβαδίζομεν, διηγείτο μοι κατά τήν οδόν τά αύτου πράγματα και τονβίον ον έζημετά γυναικός αύτούκαι παί-

ο Κ υνηγός

από πού ερχόμουν και πώς μ’ έριξε η θάλασσα εκεί κι αν τη γλίτωσε το σκάφος. «Ένα μικροσκοπικό σκαφάκι ήταν», του απάντησα, «κάτι ψαράδων που ’ρχονταν από απέναντι, κι είχα ανεβεί κι εγώ μαζί τους γιατί βιαζόμουν. Τσακίστηκε όμως πάνω στα βρά­ χια.» «Μπορούσε να γίνει κι αλλιώς;» είπε. «Δες τι κακοτράχα­ λη, όλο βράχια είναι αυτή η μεριά του νησιού που βλέπει στο πέλαγος. Αυτά είναι τα Κοίλα της Εύβοιας, με τ’ όνομα, κι απ’ τα καράβια που ’χει ρίξει εδώ ο καιρός, κανένα δε γλίτω­ σε μέχρι τώρα. Σπάνια, καμιά φορά, να σωθούν και μερικοί άνθρωποι, αν ταξιδεύουν, όπως εσείς, με ελαφρύ σκάφος. Ό ­ μως έλα και μη φοβάσαι τίποτα. Να συνέρθεις πρώτα απ’ την ταλαιπωρία, τώρα που σε γνωρίσαμε, κι αύριο θα φροντίσου­ με, όσο περνάει από το χέρι μας, να πας στο καλό. Σα να μου φαίνεσαι άνθρωπος της πόλης' δε μοιάζεις για θαλασσινός ού­ τε γ ι” αγρότης, κι έτσι αδύνατος που είσαι, θαρρώ πως κάποια αρρώστια σε βασανίζει.» Ε γώ τον ακολούθησα με χαρά κι ούτε που φοβήθηκα μήπως σκεφτόταν να μου κάνει κακό, αφού δεν είχα παρά ένα ρούχο, κι αυτό σε κακό χάλι. Και στο παρελθόν, όταν βρέθηκα συχνά σε παρόμοιες περιστάσεις, μιας και συνεχώς περιπλανιέμαι, αλλά κι αυτή τη φορά, η πείρα με δίδαξε πως η φτώχεια είναι ιερή και πραγματικά σου παρέχει ασυλία και κανένας δε σε πειράζει -πάντως κινδυνεύεις λιγότερο από εκείνους που κρα­ τούν κηρύκειο. Τον ακολουθούσα λοιπόν με θάρρος. Από το σπίτι του απείχαμε κάπου σαράντα στάδια. Καθώς λοιπόν βαδίζαμε, στη διαδρομή μού έλεγε τα δικά του και πώς ζούσε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

103

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ιι

ΐ2

ΐ3

ΐ4

δων.Ή μείς γάρ, έφη, δύο εσμέν, ώ ξένε, τον αύτόν ο’ιχούντες τόπον, έχομε ν δε γυναΐχας άλλήλων άδελφάς χαι παΐδας εξ αύτω ν υιούς χαϊ θυγατέρας, ζώμεν δε άπό Θήρας ώς τό πολύ, μιχρόν τι τής γης έπεργαζόμενοι. τό γάρ χωρίον ούx έστιν ήμέτερον, ούτε πατρωον ούτε ημείς έχτησάμεθα, άλλά ήσαν οι πατέρες ημών ελεύθεροι μέν, πένητες δε ούχ ήττον ημών, μ ι­ σθού βουκόλοι, βούς νέμοντες άνδρός μακαρίου τών ενθένδε τινός εκ τής νήσου, πολλάς μεν άγέλας και 'ίππων και βοών κεκτημένου, πολλάς δε ποίμνας, πολλούς δε χαι καλούς άγρούς, πολλά δε άλλα χρήματα, ξύμπαντα δέ ταύτα τά όρη. οΰ δή άποθανόντος καί τής οΰσίας δημευθείσης' φασί δε καί αύτόν άπολέσθαι διά τά χρήματα υπό τούβασιλέως' τήν μεν άγέλην εΰθύς άπήλασαν, ώστε κατακόφαι, πρός δε τή αγέλη καί τά ήμέτερα άτ τα βοίδια, καί τον μισθόν ούδείς άποδέδωκε. τότε μέν δή εξ άνάγκης αΰτού κατεμείναμεν, οΰπερ έτύχομεν τάς βούς έχοντες κα ί τινας σκηνάς πεποιημένοι καί αΰλήν διά ξύλων οΰ μεγάλην ούδε ισχυρά ν, μόσχων ενεκεν, ώς άν οίμαι πρός αύτό που τό θέρος, τού μέν γάρ χειμώνος έν τοΐς πεδίοις ενέμομεν, νομήν ίκανήν έχοντες καί πολύν χ ιλόν άποκείμενον' τού δε θέρους άπηλαύνομεν εις τά όρη. μ ά ­ λιστα δ ’ εν τούτω τω τόπω σταθμόν εποιούντο' τό τε γάρ χ ω ­ ρίον άπόρρυτον εκατέρωθεν, φάραγξβαθεΐα καί σύσκιος, καί διά μέσου ποταμός οΰ τραχύς, άλλ ’ ώς ραστος εμβήναι καί βουσί καί μόσχοις, τό δε ύδωρ πολύ καί καθαρό ν, άτε τής πηγής εγγύς άναδιδούσης, καί πνεύμα τού θέρους άεί διαπνέον διά τής φάραγγος’ όί τε περικείμενοι δρυμοί μαλακοί καί κατάρρυτοι, ήκιστα μεν οίστρον τρέφοντες, ήκιστα δε άλ-

ι ο4

ο Κ υνηγός

-Είμαστε δυο που μένουμε στο ίδιο μέρος, ξένε.Έχουμε παν­ τρευτεί ο ένας την αδερφή του άλλου και κάναμε γιους και κόρες. Ζούμε προπάντων από το κυνήγι και καλλιεργούμε ένα μικρό κομμάτι γης, γιατί το μέρος δεν μας ανήκει. Ούτε το κληρονομήσαμε ούτε το αγοράσαμε. Οι πατεράδες μας ήταν βέβαια ελεύθεροι, αλλά το ίδιο φτωχοί όσο κι εμείς. Δούλευαν γελαδάρηδες με μισθό. Βοσκούσαν τα βόδια ενός πλούσιου ε­ δώ στο νησί, που είχε πολλά κοπάδια άλογα, βόδια και πρό­ βατα, πολλά χωράφια γόνιμα και μεγάλη περιουσία κι όλα τούτα εδώ τα βουνά. Όταν λοιπόν πέθανε και δημεύτηκε η πε­ ριουσία του -λένε πως τον έβγαλε απ’ τη μέση ο βασιλιάς για τα λεφτά του-, μάζεψαν αμέσως τα βόδια του και τα πήραν για σφάξιμο και μαζί μ’ εκείνα και λίγα δικά μας μοσχάρια. Τους μισθούς μας δεν μας τους πλήρωσε κανείς. Αναγκαστικά λοι­ πόν και μεις μείναμε εκεί όπου βρεθήκαμε με τα βόδια. Ε ίχα­ με φτιάξει και κάτι καλύβια και μια μικρή μάντρα ξύλινη για τα βόδια, όχι πολύ γερή, ίσα ίσα, θαρρώ, για το καλοκαίρι. Γ ιατί το χειμώνα τα βοσκούσαμε στα πεδινά, όπου και βοσκή πολλή είχαμε και μπόλικη ζωοτροφή αποθηκεμένη. Το καλο­ καίρι τα οδηγούσαμε στα βουνά. Προτιμούσαν να τα μαντρί­ ζουν σε τούτο το μέρος, γιατί ο τόπος, κατηφορικός όπως είναι κι από τις δυο μεριές, σχηματίζει ένα βαθύ και σκιερό φαράγ­ γι. Στη μέση έχει ένα ήρεμο ποτάμι με πολύ νερό και καθαρό, επειδή η πηγή αναβλύζει εκεί κοντά κι είναι μέρος εύκολο για να μπαίνουν τα βόδια και τα μοσχάρια. Όλο το καλοκαίρι, μέσα απ’ το φαράγγι φυσάει αεράκι. Τα γύρω δάση είναι ήμε­ ρα κι όλο νερά' ούτε βοϊδόμυγες έχουν ούτε άλλο τίποτε που να πειράζει τα βόδια. Κάτω από δέντρα ψηλά και αραιά α­ πλώνονται λιβάδια πολύ ωραία, όλα γεμάτα παχύ χορτάρι, ό-

105

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

λην τινά βλάβηνβουσί. πολλοί δέ και πάγκαλοι λειμώνες υ­ πό ύψηλόΐς τε και άραιόίς δένδρεσιν άνειμένοι, και πάντα μ ε­ στά βοτάνης εύθαλοΰς δι ’ ολου του θέρους, ώστε μή πολυν πλανάσθαι τόπον, ών δή 'ένεκα συνήθως εκείκαθίστασαν τήν άγέλην. Κ α ι τότε έμειναν εν τάΐς σκηνάΐς, μέχρι άν ε'ύρωσι μισθόν τι να ή έργον, και διετράφησαν άπό χωρίου μικρού παντελώς, δ έτυχον ειργασμένοι πλησίον του στάθμου, τουτό τε επήρκεσεν α ύτοΐς 'ικανώς, άτε κόπρου πολλής ένούσης. και σχο­ λήν άγοντες άπό τών βοών πρός Θήραν ετράπησαν, τό μεν αυτοί, τό δέ και μετά κυνών. δύο γάρ τών επομένων τάίς βουσίν, ώς δή μακράν ήσαν ούχ όρώντες τους νομεΐς, υπέ­ στρεψαν έπϊ τον τόπον καταλιπόντες τήν άγέλην. ουτοι τό μέν πρώτον συνηκολούθουν αΰτοϊς, ώσπερ έ π ’ άλλο τι" καί τούς μέν λύκους οπότε ϊδοιεν, έδίωκον μέχρι τινός, συών δέ ή έλάφων ούδέν αύτόίς έμελεν. εϊ δέ ποτε ϊδοιεν τών άρκτων τινα όψέ καί πρώ, συνιστάμενοι ύλάκτουν τε καί ήμυνον, ώσ­ περ άν εϊ πρός άνθρωπον έμάχοντο. γευόμενοι δέ τού αίμα­ τος καί συών καί έλάφων καί τών κρεών πολλάκις έσθίοντες, όψέ μεταμανθάνοντες κρέασιν άντϊ μάζης ήδεσθαι, τών μέν έμπιμπλάμενοι, εϊ ποτε άλοίη τι, οπότε δέ μή, πεινώντες, μάλλον ήδη τω τοιούτω προσεΐχον, και τό φαινόμενον έδίω­ κον παν ομοίως, και όσμής άμηγέπη και ’ίχνους ήσθάνοντο, και άπέβησαν άντϊ βουκόλων τοιούτοί τινες οψιμαθείς και βραδύτεροι θηρευταί Χειμώνος δέ έπελθόντος έργον μέν ούδέν ήν πεφηνός αύ­ τόίς, ούτε εις άστυ καταβάσιν ούτε εϊςκώμην τινά' φραξάμε­

ο Κ υνηγός

σο κρατάει το καλοκαίρι, κι έτσι δε χρειαζόταν να τριγυρνάμε μακριά. Γ ι’ αυτό και το μαντρί συνήθως εκεί το έστηναν. Έμειναν λοιπόν τότε στα καλύβια μέχρι να βρουν καμιά δου­ λειά με μισθό' και τους έτρεφε ένα χωραφάκι μια σταλιά, που έτυχε να το ’χουν καλλιεργήσει κοντά στο μαντρί' τους έφτασε και με το παραπάνω, γιατί είχε πολύ λίπασμα από τις κοπρι­ ές. Κ ι αφού δεν είχαν πια να φροντίζουν το κοπάδι, το γύρι­ σαν στο κυνήγι, πότε μόνοι τους πότε με σκυλιά. Από τα σκυ­ λιά που ακολούθησαν τα βόδια, τα δύο, σαν είδαν ότι είχαν α­ πομακρυνθεί χωρίς τους βοσκούς, παράτησαν το κοπάδι και γύρισαν πίσω στα καλύβια. Στην αρχή λοιπόν ακολουθούσαν κι αυτά, σα να πήγαιναν γ ι’ άλλη δουλειά αντίς για κυνήγι. Όποτε έβλεπαν λύκους, τους κυνηγούσαν' όμως για τα αγριο­ γούρουνα ή τα ελάφια ούτε που νοιάζονταν. Κ ι αν έβλεπαν καμιάν αρκούδα, είτε βράδυ ήταν είτε πρωί, μαζί και τα δυο τη γάβγιζαν και την κρατούσαν μακριά, θαρρείς και τα ’βαζαν με κανέναν άνθρωπο. Σαν όμως άρχισαν να γεύονται το αίμα από τα αγριογούρουνα και τα ελάφια και να τρώνε κρέας συ­ χνά, κι έμαθαν σε μεγάλη ηλικία να φχαριστιούνται πιο πολύ με το κρέας παρά με ψωμί, κάθε φορά που πετυχαίναμε κανέ­ να ζώο, έτρωγαν του σκασμού' αν όμως δεν χτυπούσαμε τί­ ποτα, έμεναν πεινασμένα. Ώσπου τελικά άρχισαν να προσέ­ χουν περισσότερο στο κυνήγι, και όποιο ζώο εμφανιζόταν, το κυνηγούσαν με όρεξη, κι άρχισαν κάπως να παίρνουν χαμπάρι από μυρωδιές και χνάρια. Κ ι από τσοπανόσκυλα, έγιναν στα γεράματά τους αργοκίνητα κυνηγόσκυλα. Μπήκε ο χειμώνας αλλά δουλειά δε μπόρεσαν να βρουν -ού­ τε στην πόλη όπου κατέβηκαν ούτε σε χωριό. Αφού λοιπόν φράξανε με προσοχή τις χαραμάδες στα καλύβια και στερέω-

107

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ9

20



22

νοι δε τάς σκηνάς επιμελέστερου και τήν αυλήν πυκνοτέραν ποιησαντες, ούτως διεγένοντο, και τό χωρίο ν εκείνο πάν έιργάσαντο, και τής Θήρας ή χειμερινή ράων εγίγνετο. τά γάρ ί­ χνη φανερώτερα, ώς αν εν υγρω τω εδάφει σημαινόμενα' ή δε χιώ ν και πάνυ τηλαυγή παρέχει, ώστε ούδεν δέί ζητουντα πράγματα έχειν, ώσπερ δδοΰ φερούσης ε π ’ αύτά, και τά θη­ ρία μάλλον τι υπομένει όκνοΰντα' έστι δ ’ έτι και λαγώς και δορκάδας εν τάίς εύνάίς καταλαμβάνειν. ούτως δή τό ά π ’ ε­ κείνου διέμειναν, ούδεν έτι προσδεηθέντες άλλου βίου. και ήμίν συνέζευξαν γυναίκας τοίς άλλήλων ύιέσιν εκάτερος τήν αύτού θυγατέρα, τεθνήκασι δε άμφότεροι πέρυσι σχεδόν, τά μεν έτη πολλά λέγοντες άβεβιώκεσαν, ισχυροί δε έτι και νέοι και γενναίοι τά σώματα, τών δέ μητέρων ή εμή περίεστιν. Ό μεν ού ν ετερος ήμών ούδεπώποτε εις πόλιν κατέβη, πεντήκοντα έτη γεγονώς' εγώ δε δις μόνον, άπαξ μεν έτι πάίςμετά τού πατρός, δπηνίκα τήν άγέλην είχομεν. ύστερον δε ήκέ τις άργύριον αϊτών, ώσπερ έχοντάς τι, κελεύω ν άκολουθείν εις τήν πόλιν. ήμίν δε άργύριον μεν ούκ ήν, άλλ ’ άπωμοσάμην μή έχειν’ έι δε μη, δεδωκέναι άν. εξεν ίσαμε ν δε αύτόν ώς ήδυνάμεθα κάλλιστα και δύο ελάφεια δέρματα εδώκαμεν' κάγώ ήκολούθησα έις τήν πόλιν. έφη γάρ άνάγκην έίναι τον ετερον ελθείν και διδάξαι περι τούτων. Είδον ού ν, οία και πρότερον, οικίας πολλάς και μεγάλας και τείχος έξωθεν καρτεράν και όικήματά τινα ύφηλά και τε­ τράγωνα εν τω τείχει, τούς πύργους, και πλοία πολλά δρ-

ιο8

ο Κ υνηγός

σαν καλύτερα τον φράχτη, έτσι ξεχειμώνιασαν και καλλιέργη­ σαν όλον εκείνο τον τόπο. Και το χειμώνα το κυνήγι ήταν ευ­ κολότερο, γιατί τα χνάρια φαίνονται καλύτερα πάνω στο υγρό έδαφος, και στο χιόνι τα βλέπεις από μακριά, κι έτσι δε χρειάζεται πολύς κόπος, γιατί είναι σα να σε πηγαίνει ο δρό­ μος στα θηράματα, χώρια που κι αυτά είναι κάπως πιο νω­ θρά. Ακόμα και λαγούς και ζαρκάδια, μπορείς να τα πιάσεις μες στις φωλιές τους. Από τότε λοιπόν έτσι έζησαν εκεί, χωρίς να ’χουν καμιάν α­ νάγκη από μεγαλύτερο βιός. Kt ο καθένας τους πάντρεψε την κόρη του με το γιο του άλλου. Πέθαναν και οι δυο πέρυσι, γεροί, και με κορμιά νεανικά, α­ φού έζησαν πολλά χρόνια, όπως λέγαν οι ίδιοι. Κ ι από τις μα­ νάδες, η δίκιά μου ζει ακόμη. Ο γαμπρός μου, πενήντα χρονών άνθρωπος και δεν κατέβη­ κε ποτέ του σε πόλη' αλλά κι εγώ μόνο δυο φορές έχω πάει. Τη μια με τον πατέρα μου, παιδί ακόμη, τότε που είχαμε το κοπάδι. Μετά από καιρό, ήρθε κάποιος και μας ζητούσε λεφτά, θαρ­ ρείς κι εμείς είχαμε, και διέταξε να τον ακολουθήσουμε στην πόλη. Λεφτά δεν υπήρχαν, του ορκίστηκα πως δεν είχαμε, ει­ δεμή θα του ’χαμε δώσει. Τον φιλοξενήσαμε όσο καλύτερα γι­ νόταν και του δώσαμε και δυο δέρματα από ελάφι. Και τον α­ κολούθησα εγώ στην πόλη. Γ ιατί είπε πως ο ένας από τους δυο μας αναγκαστικά θα ’πρεπε να πάει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Είδα λοιπόν, όπως και την προηγούμενη φορά που είχα πά­ ει, πολλά μεγάλα σπίτια κι από γύρω ένα γερό τείχος, που ’χε πάνω του κάτι ψηλά χτίσματα τετράγωνα, τους πύργους, κι

109

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

23 μουντοί ώσπερ εν λίμνη εν τώ λιμένι κατά πολλήν ησυχίαν, τούτο δε ενθάδε οΰκ εστιν οΰδαμού, όπου κατηνέχθης' και διά τούτο αί νήες άπόλλυνται. ταυτα ου ν εώρων και πολΰν όχλον εν ταΰτω συνειργμένον και θόρυβον άμήχανον και κραυγήν’ ώστε εμοι εδόκουν πάντεςμάχεσθαι άλλήλοις. άγει ούνμε πρός τινας άρχοντας, και είπε γελών, Ουτός εστιν εφ ’ ον με επέμφατε. έχει δε οΰδέν ε’ι μη γε τήν κόμην και σκηνήν 24 μάλα ϊσχυράν ξύλων, οι δε άρχοντες εις τό θέατρον έβάδιζον, κάγώ συν αύτοίς. τό δε θέατρόν έστιν ώσπερ φάραγξ κοίλον, πλήν οΰμακρόν εκατέρωθεν, άλλά στρογγύλον εξ ήμίσους, οΰκ αΰτόματον, άλλ ’ ώκοδομημένον λίθοις. ίσως δέ μου καταγελάς, ότι σοι διηγούμαι σαφώς είδότι ταύτα. Πρώτον μεν ούν πολύν τινα χρόνον άλλα τινά έπραττεν ό όχλος, και έβόων ποτέ μέν πράως και 'ιλαροί πάντες, έπαι25 νούντές τινας, ποτέ δε σφόδρακαι όργίλως. ήν δε τούτοχαλεπόν τό τής οργής αΰτών’ και τοΰς άνθρώπους εΰθΰς εξέ-

πληττον οΐς άνέκραγον ώστε οι μεν αΰτών περιτρέχοντες έδέοντο, οι δέ τά ϊμάτια ερρίπτουν υπό τού φόβου, εγώ δέ και αΰτός άπαξ ολίγου κατέπεσον υπό τής κραυγής, ώσπερ κλύ26 δωνος εξαίφνης ή βροντής επιρραγείσης. άλλοι δέ τινες άν­ θρωποι παριόντες, οϊ δ ’ εκ μέσων άνιστάμενοι, διελέγοντο πρός τό πλήθος, οϊ μέν ολίγα ρήματα, οϊ δε πολλούς λόγους, και τών μέν ήκουον πολύν τινα χρόνον, τοίς δέ έχαλέπαινον

I ΙΟ

ο Κ υνηγός

ένα σωρό πλοία στο λιμάνι αραγμένα σε ήρεμα νερά, σα να ή­ ταν σε λίμνη. Τέτοιο πράγμα δεν θα βρεις πουθενά εδώ που σ’ έβγαλε η θάλασσα. Γ ι’ αυτό χάνονται τα καράβια. Αυτά λοι­ πόν έβλεπα και μαζί ένα σωρό κόσμο στριμωγμένο σ’ ένα τό­ πο, κι είχε μια φασαρία ανεξήγητη κι άκουγα παντού φωνές και μου φάνηκε ότι μάλωναν όλοι μεταξύ τους. Με πάει λοιπόν σε κάποιους άρχοντες και τους λέει γελα­ στός: «Να αυτός που με στείλατε να βρω.Όμως το μόνο που έχει είναι τα μακριά μαλλιά και μια καλύβα ξύλινη, αρκετά γερή.» Οι άρχοντες τράβηξαν για το θέατρο. Μαζί και γω. Το θέα­ τρο μοιάζει με φαράγγι βαθουλωτό, με τη διαφορά ότι είναι μισοστρόγγυλο αντί να ’ναι μακρύ από τις δυο μεριές, και δεν φτιάχτηκε από μόνο του αλλά είναι χτισμένο με πέτρες. Θα με κοροϊδεύεις τώρα, που σου μιλάω για πράγματα που εσύ τα ξέρεις καλά. Στην αρχή λοιπόν το πλήθος ασχολιόταν για πολλή ώρα με άλλα πράγματα. Κ ι άλλες φορές φώναζαν όλοι μαζί γελαστοί και με καλή διάθεση και παίνευαν κάποιους που έβγαζαν λό­ γο, ενώ άλλες φορές θυμωμένοι, φώναζαν δυνατά. Ο θυμός τους ήταν φοβερός. Κ ι αμέσως τρόμαζαν εκείνοι που τους έ­ κραζε το πλήθος, σε σημείο να τρέχουν γύρω γύρω και να παρακαλάνε, και άλλοι να βγάζουν και να πετάνε τα ρούχα τους απ’ το φόβο. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος μια φορά παραλίγο να πέ­ σω καταγής από τη φωνή του πλήθους, που ξέσπασε ξαφνικά σαν βροντή και σαν τρικυμία. Μερικοί έβγαιναν μπροστά, άλ­ λοι σηκώνονταν από τις κερκίδες και μιλούσαν στον κόσμο, μερικοί με δυο τρεις λέξεις κι άλλοι με ατέλειωτους λόγους. Κ ι άλλους τους άκουγε ο κόσμος για ώρα πολλή, άλλους όμως

III

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

27

28

29

30

εύθύς φθεγξαμένοις και ούδέ γρύζειν επέτρεπον. Έπε'ι δε καθέστασάν ποτε και ησυχία έγένετο, παρήγαγον κάμε. και είπε τις, Ουτός έστιν, ώ άνδρες, τών καρπουμένων τήν δημοσίαν γην πολλά έτη ού μόνον αύτός, άλλά και ο πατήρ αύτου πρότερον, και κατανέμουσι τά ήμέτερα όρη και γεωργουσι και θηρεύουσι κα'ι οικίας ενωκοδομήκασι και άμπέλους έμπεφυτεύκασι πολλάς και άλλα πολλά έχουσιν άγαθά, ούτε τιμήν καταβαλόντες ούδεν'ι τής γής ούτε δωρεάν παρά του δήμου λαβόντες. υπέρ τίνος γάρ άν και έλαβον; έχοντες δέ τά ήμέτερα κα'ι πλουτούντες ουτε λειτουργίαν πώποτε έλειτούργησαν ούδεμίαν ουτε μόίράν τινα ύποτελουσι τών γιγνομένων, άλλ ’ άτελεΐς και άλειτούργητοι διατελούσιν, ώσπερ εύεργέται τής πόλεως. όίμαι δέ, έφη, μηδέ έληλυθέναι πώποτε αύτούς ένθάδε. κάγώ άνένευσα. ό δέ έγέλασεν, ώς είδε. και ο λέγων έκείνος ώργίσθη έπ'ι τω γέλωτι κ α ί μοι έλοιδορείτο. έπειτα έπιστρέφας, Ε ’ι ουν, έφη, δοκεϊ ταυτα ούτως, ούκ άν φθάνοιμεν άπαντες τά κοινά διαρπάσαντες, όι μέν τά χρήματα τής πόλεως, ώσπερ άμέλει και νυν ποιούσί τινες, οι δέ τήν χώραν κατανειμάμενοι μή πείσαντες υμάς, έάν έπιτρέφητε τοΐς θηρίοις τούτοις προίκα έχειν πλέον ή χίλια πλέθρα γής τής άρίστης, όθεν ύμΐν έστι τρεις χοίνικας Αττικάς σίτου λαμβάνειν κ α τ’ άνδρα. ’Ε γ ώ δέ άκούσας έγέλασα οσον έδυνάμην μέγιστον. τό δέ πλήθος ούκέτ’έγέλων, ώσπερ πρότερον, άλλ ’έθορύβουν. ό δέ

112

ο Κ υνηγός

τους αποπαίρναν μόλις άνοιγαν το στόμα και μιλούσαν, και δεν τους άφηναν ούτε κιχ να πουν. Όταν κάποτε ηρέμησαν κι έγινε ησυχία, με βγάλανε και μέ­ να μπροστά. Kat κάποιος είπε: «Αυτός είναι, ω άνδρες, ένας από εκείνους που εκμεταλλεύονται τη δημόσια γη εδώ και πολλά χρόνια! Ό χι μόνο ο ίδιος, αλλά και πριν απ’ αυτόν ο πατέρας του. Kat βόσκουν στα βουνά μας τα κοπάδια τους και καλλιεργούν χωράφια και κυνηγούν κι έχουν εκεί χτίσει πολ­ λά σπίτια κι έχουν φυτέψει αμπέλια κι έχουν του κόσμου τα καλά, χωρίς να πληρώνουν πουθενά για τη γη και δίχως να τους έχει δοθεί δωρεάν από το δήμο. Και για ποιο λόγο να τους τη δώσει, άλλωστε; Κ ι ενώ κατέχουν δική μας περιουσία και πλουτίζουν, ποτέ δεν ανέλαβαν μια δημόσια δαπάνη ούτε φόρο πληρώνουν για τα εισοδήματα τους, αλλά μένουν πάντα αφορολόγητοι και αμέτοχοι στις δαπάνες, θαρρείς κι η πόλη τούς έχει κηρύξει ευεργέτες. Κ ι απ’ ό,τι νομίζω, δεν έχουν πα­ τήσει ποτέ τους εδώ», είπε. Ε γώ έκανα όχι κουνώντας το κε­ φάλι και ο κόσμος γέλασε μόλις με είδε. Κ ι ο ρήτορας τσατίστηκε με τα γέλια τους κι άρχισε να βρίζει εμένα. Έπειτα γύ­ ρισε στο πλήθος και είπε: «Αν το εγκρίνετε εσείς αυτό, τότε ας μη χάνουμε χρόνο κι ας λεηλατήσουμε όλοι τη δημόσια περι­ ουσία, ας σηκώσουμε το ταμείο της πόλης, όπως ήδη κάνουν κάποιοι, και άλλοι ας μοιράσουν μεταξύ τους τη γη δίχως την άδειά σας -αν είναι να επιτρέψετε σ’ αυτά τα θεριά να έχουν τζάμπα στην κατοχή τους πάνω από χίλια πλέθρα ευφορότατη γη, απ’ όπου ο καθένας σας θα μπορούσε να λαβαίνει τρεις αττικές χοίνικες' στάρι». Ε γώ σαν τ’ άκουσα γέλασα μ’ όλη μου τη δύναμη. Όμως τώρα το πλήθος δε γελούσε πια όπως πριν, αλλά έκανε φασα-

ιΐ3

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



32

33

34

άνθρωπος [δ ρήτωρ ] εχαλέπαινε, κοά δεινό ν εμβλέφας εις εμέ εΐπεν, Ό ράτε την ειρωνείαν και τήν ύβριν του καθάρμα­ τος, ώς καταγελά πάνυ θρασέως; δν άπάγειν ολίγου δέω και τον κοινωνόν αύτοΰ - πυνθάνομαι γάρ δύο έίναι τους κορυ­ φαίους τών κατειληφότων άπασαν σχεδόν τήν εν τοίς δρεσι χώραν- δίμαι γάρ αυτούς μηδε τών ναυαγίων άπέχεσθαι τών εκάστοτε εκπιπτοντων, υπέρ αύτάς σχεδόν τι τάς Κ α φηρίδας οίκούντας. πόθεν γάρ ούτως πολυτελείς άγρούς, μάλλον δε δλας κώμας κατεσκευάσαντο και τοσούτον πλή­ θος βοσκημάτων και ζεύγη και άνδράποδα; και υμείς δε ίσως όράτε αύτού τήν εξωμίδα ώς φαύλη, και τό δέρμα, δ εληλυθε δεύρο έναφάμενος τής ύμετέρας ενεκεν άπάτης, ώς πτωχός ότι και ούδεν έχων. εγώ μεν γάρ, έφη, βλέπων αύτόν μικρού δέδοικα, ώσπερ όΐμαι τον Ναύπλιον όρων άπό τού Καφηρέως ήκοντα. και γάρ όίμαι πυρσεύειν αύτόν άπό τών άκρων τοίς πλέουσιν, όπως εκπίπτωσιν εις τάς πέτρας, ταύτα δε εκείνου λέγοντος και πολλά πρός τούτοις, δ μεν όχλος ήγριούτο' εγώ δε ήπόρουν και εδεδοίκεινμή τίμ ε εργάσωνται κακόν. Παρελθών δε άλλος τις, ώς εφαίνετο, επιεικής άνθρωπος άπό τε τών λόγων οΰς είπε και άπό τού σχήματος πρώτον μεν ήξίου σιωπήσαι τό πλήθος' και εσιώπησαν' έπειτα είπε τη φωνή πράως ότι ούδεν άδικούσιν όι τήν άργόν τής χώρας εργαζόμενοι και κατασκευάζοντες, άλλά τούναντίον επαίνου δικαίως αν τυγχάνοιεν' και δεί μ ή τόίς οϊκοδομούσι και φυτεύουσι τήν δημοσίαν γήν χαλεπώς έχειν, άλλά τόίς καταφθείρουσιν. επει και νύν, έφη, ώ άνδρες, σχεδόν τι τά δύομέ-

ιΐ4

ο Κ υνηγός

ρία. Ο ρήτορας είχε αγριέψει, κι αφού μου ’ριξε μια φοβερή μα­ τιά είπε: «Βλέπετε το κάθαρμα, με πόση ειρωνεία και ύβρη με κοροϊδεύει, ο θρασύτατος; Έ τσ ι μου ’ρχεται να τον κλείσω μέ­ σα κι αυτόν και το σύντροφό του. Γ ιατί έχω πληροφορηθεί ότι δύο είναι οι αρχηγοί των καταπατητών που λυμαίνονται όλη σχεδόν την ορεινή χώρα. Και πιστεύω πως βάζουν χέρι και στα ναυάγια που ξεβράζει η θάλασσα μιας και κατοικούν πά­ νω από τα βράχια του Καφηρέα σχεδόν. Πώς αλλιώς απόχτησαν τόσο πλούσια χωράφια ή, καλύτερα, χωριά ολόκληρα, και τόσα κοπάδια και ζώα για όργωμα και δούλους; Εσάς τώ­ ρα μπορεί να σας φαίνεται άθλια η εξωμίδα του και το δέρμα που φόρεσε για να ’ρθει εδώ και να σας ξεγελάσει, ότι δήθεν είναι φτωχός και δεν έχει μία. Γιατί εμένα», λέει, «σχεδόν με πιάνει φόβος κοιτάζοντάς τον, και νομίζω πως βλέπω τον Ναύπλιο2 να έρχεται από τον Καφηρέα. Διότι πιστεύω πως αυτός εδώ ανάβει στα ακρωτήρια παραπλανητικές φωτιές για τους ναυτικούς, για να πέφτουν πάνω στα βράχια». Κ ι ενώ τα ’λεγε αυτά κι άλλα πολλά, ο κόσμος άρχισε να αγριεύει. Ε γώ τα είχα χαμένα και φοβήθηκα μη μου κάνουν κανένα κακό. Τότε όμως βγήκε να μιλήσει ένας άλλος που από την κοψιά του αλλά κι από τα λόγια που είπε, έδειχνε άνθρωπος δίκαιος. Πρώτα απαίτησε να σωπάσει το πλήθος, και έγινε ησυχία.Ύ­ στερα, με ήρεμη φωνή είπε ότι δεν διαπράττουν κανένα αδίκη­ μα όσοι καλλιεργούν και κάνουν έργα στην ερημιά, αλλά αντί­ θετα, το δίκαιο θα ήταν να επαινεθούν. Κ ι ότι δεν πρέπει να οργιζόμαστε με κείνους που χτίζουν και φυτεύουν τη δημόσια γη αλλά με κείνους που τη ρημάζουν. «Αφού και τώρα, ω άνδρες», είπε, «σχεδόν τα δύο τρίτα της γης μας είναι ερημότο­ ποι, και αιτία είναι ότι την παραμελήσαμε και το ότι είμαστε

ιΐ5

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ρη τής χώρας ημών έρημα εστι δι ’ αμέλειαν τε και όλιγανθρωπίαν. κάγώ πολλά κέκτημαι πλέθρα, ώσπερ οΊμαι και άλλος τις, ου μόνον εν τοΐς όρεσιν, άλλά και εν τοΐς πεδινοϊς, ά εϊ τις εθέλοι γεωργεΐν, ού μόνον άν προίκα δοίην, άλλά και 35 άργύριον ήδέως προστελέσαιμι. δήλον γάρ ώς εμο'ι πλέονος άξια γίγνεται, και άμα ήδύ όραμα χώρα οικουμένη και ενερ­ γός' ή δ ’ έρημος ού μόνον ανωφελές κτήμα τοΐς έχουσιν, άλ­ λά και σφοδρά ελεεινό ν τε και δυστυχίαν τινά κατηγορουν 36 τών δεσποτών, ώστε μοι δοκεΐμάλλον ετέρους προτρέπειν, όσους άν δύνησθε τών πολιτών, έργάζεσθαι τής δημοσίας γής άπολαβόντας, τούς μέν άφορμήν τι να έχοντας πλείω, τούς δέ πένητας, όσην άν έκαστος fj δυνατός, ϊνα ύμϊν ή τε χώρα εν­ εργός η και τών πολιτών οι θέλοντες δύο τών μεγίστων ά37 πηλλαγμένοι κακών, άργίας και πενίας, έπι δέκα μέν ούν έτη προίκα έχόντων' μετά δέ τούτον τον χρόνον ταξάμενοι μοί­ ραν όλίγην παρεχέτωσαν άπό τών καρπών, άπό δέ τών βο­ σκημάτων μηδέν, έάν δέ τις ξένος γεωργή, πέντε έτη και ουτοι μηδέν ύποτελούντων, ύστερον δέ διπλάσιον ή οϊ πολΐται. ός δέ άν έξεργάσηται τών ξένων διακόσια πλέθρα, πολίτην αύτόν είναι, ϊνα ώς πλεϊστοι ώσιν οϊ προθυμούμενοι. 38 Έ π ει νυν γε και τά προ τών πυλών άγρια παντελώς έστι και αισχρά δεινώς, ώσπερ έν έρημία τή βαθυτάτη, ούχ ώς προάστιον πόλεως' τά δέ γε έντός τείχους σπείρεται τά πλεΐ-

ιι6

ο Κ υνηγός

λίγοι. Ε γώ ο ίδιος έχω στην κατοχή μου πολλά πλέθρα γης όπως και άλλοι, φαντάζομαι- όχι μόνο στα βουνά αλλά και στον κάμπο, που άμα ήθελε κανείς να τα καλλιεργήσει, όχι μόνο θα του τα παραχωρούσα τζάμπα αλλά από πάνω θα του ’δινα και λεφτά. Γ ιατί είναι ξεκάθαρο πως θα αποκτήσουν με­ γαλύτερη αξία, προς όφελος μου' χώρια που είναι ευχάριστο να βλέπεις έναν τόπο κατοικημένο και ζωντανό. Ενώ η έρημη γης, όχι μόνο δεν αποφέρει κανένα όφελος στους ιδιοκτήτες της αλλά έτσι όπως είναι σε ελεεινή κατάσταση, φανερώνει ό­ τι οι ιδιοκτήτες της υποφέρουν από κάποια δυστυχία. Τόσο που μου φαίνεται πως θα ’πρεπε μάλλον να παρακινείτε κι άλ­ λους πολίτες, όσο γίνεται πιο πολλούς, να παίρνουν και να δουλεύουν τη δημόσια γη' εκείνοι που έχουν κάποια οικονομι­ κή βάση να παίρνουν πολλή κι οι φτωχοί να παίρνουν όση μπορεί ο καθένας. Για να ’ναι έτσι ο τόπος σας καλλιεργημέ­ νος και για να απαλλαγούν από τα δυο μέγιστα κακά -την αρ­ γία και τη φτώχεια- όποιοι πολίτες θέλουν. Για δέκα χρόνια να την έχουν χωρίς καμιά επιβάρυνση. Και μετά τα δέκα χρό­ νια, με συμφωνία που θα ’χουν κάνει, να δίνουν ένα μικρό πο­ σοστό από τη σοδιά. Από τα ζώα τους να μη δίνουν τίποτα. Κ ι αν έρθει ξένος να καλλιεργήσει, κι αυτός για πέντε χρόνια να μην επιβαρυνθεί, κι από κει και μετά να δίνει τα διπλά α­ πό ό,τι οι πολίτες. Κ ι όποιος ξένος πάρει να δουλέψει διακό­ σια πλέθρα, να γίνεται πολίτης. Έ τσι ώστε να προθυμοποιη­ θούν όσο γίνεται περισσότεροι. »Γιατί την ώρα αυτή, έξω από την είσοδο της πόλης η γη εί­ ναι εντελώς χέρσα και σε αισχρή κατάσταση, θαρρείς και πρό­ κειται για καμιά μακρινή ερημιά και όχι για προάστιο πόλης. Κ ι από την άλλη, μέσα από τα τείχη, η περισσότερη γη σπέρ-

ιΐ7

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

στα και κατανέμεται. ούκούν άξιον, έφη, θαυμάσαι τών ρη­ τόρων, ότι τους μεν έπ'ι τω Καφηρέΐ φιλεργούντας εν τοΐς έ­ σχατο ις της Εύβοιας συκοφαντουσι, τούς δε τό γυμνάσιον γεωργοΰντας και την αγοράν κατανέμοντας ούδεν οϊονται 39 ποιέΐν δεινόν. βλέπετε γάρ αύτο'ι δήπουθεν ότι τό γυμνάσιον ύμΐν άρουραν πεποιήκασιν, ώστε τόν'Ηρακλέα και άλλους άνδριάντας συχνούς ύπό του θέρους άποκεκρύφθαι, τούς μεν ηρώων, τούς δε θεών' και ότι καθ’ ημέραν τά του ρήτορος τούτου πρόβατα εωθεν εις την άγοράν εμβάλλει και κατανέμεται τά περί τό βουλευτήριον και τά άρχεΐα' ώστε τούς πρώτον επιδημήσαντας ξένους τούς μεν καταγελάν της πόλεως, τούς δέ ο’ικτίρειν αύτήν. πάλι ν ουν ταύτα άκούσαντες ώργΐζοντο πρός ’εκείνον και έθορύβουν. 40 Κ α ι τοιαύτα ποιων τούς ταλαιπώρους ’ιδιώτας όίεται δεΐν άπαγαγεΐν, ΐνα δηλον ότι μηδεις έργάζηται τό λοιπόν, άλλ’ όι μέν έξω ληστεύωσιν, όι δ ’ εν τη πόλει λωποδυτώσιν. έμοι δέ, έφη, δοκεΐ τούτους ’εάν έφ’ όΐς αύτόι πεποιήκασιν, ύποτελούντας τό λοιπόν όσον μέτριον, περ'ι δέ τών έμπροσθεν προσόδων συγγνώναι αύτοΐς, ότι έρημον και άχρεΐον γεωργήσοντες τήν γην κατελάβοντο. ’εάν δέ τιμήν θέλωσι καταβαλεΐν τού χωρίου, άποδόσθαι αύτοΐς έλάττονος ή άλλοις. 4ΐ Εϊπόντος δέ αύτού τοιαύτα, πάλιν δ εξάρχής εκείνος άντέλεγεν, και έλοιδορούντο έπι πολύ. τέλος δέ και έμέ έκέλευον έιπεΐν ό, τι βούλομαι. Κ α ι τίμε, έφην, δείλέγειν; Πρός τά εϊρημένα, εΐπέ τις τών

118

ο Κ υνηγός

νεται ή έχει γίνει βοσκότοπος. Είναι να εντυπωσιάζεσαι με τους ρήτορες, που συκοφαντούν τους δουλευτάδες κατοίκους του Καφηρέα, πέρα στις εσχατιές της Εύβοιας, και την ίδια στιγμή θεωρούν ότι δεν κάνουν τίποτα το φοβερό, όσοι εδώ πέρα μετατρέπουν το γυμναστήριο σε χωράφι και βόσκουν ζώα μες στην αγορά. Το βλέπετε βέβαια και μόνοι σας ότι το γυμναστήριο το κάνανε χωράφι, σε σημείο να ’χουν σκεπαστεί από τα στάχια και ο Ηρακλής και τόσα άλλα αγάλματα θεών και ηρώων. Και ότι καθημερινά, τα πρόβατα αυτού εδώ του ρήτορα ορμάνε μες στην αγορά από τα χαράματα και βόσκουν γύρω από το κτίριο της βουλής και το διοικητήριο. Κ ι έτσι, οι ξένοι που έρχονται για πρώτη φορά στην πόλη μας, την περι­ γελούν ή την ελεεινολογούν». Μόλις λοιπόν τ’ άκουσε ο κό­ σμος αυτά, θύμωσε με τον άλλον κι έκανε φασαρία. «Κι ενώ κάνει τέτοια, λέει πως πρέπει να ρίχνουμε στη φυλακή τους ταλαίπωρους πολίτες, για να φτάσουμε έτσι στο σημείο να μη δουλεύει κανένας στο εξής, κι όσοι ζουν έξω απ’ την πόλη να είναι ληστές ενώ όσοι ζουν μες στην πόλη να ’ναι λωποδύτες. Η γνώμη η δική μου είναι ν’ αφήσουμε ήσυχους τους ανθρώ­ πους αυτούς με τα όσα έφτιαξαν από μόνοι τους, κι από τώρα και στο εξής να πληρώνουν μια υποτυπώδη εισφορά. Κι όσο για τα παλιότερα εισοδήματά τους, να τους χαρίσουμε την εισ­ φορά, διότι έπιασαν και καλλιέργησαν μιαν έρημη και άχρη­ στη γη. Κ ι αν θέλουν να πληρώσουν και να την αγοράσουν, να τους τη δώσουμε πιο φτηνά απ’ ό,τι θα τη δίναμε σε άλλους.» Μόλις τα είπε, βγήκε πάλι ο πρώτος κι έφερε αντιρρήσεις κι άρχισαν να βρίζονται για ώρα πολλή. Τελικά, με καλέσαν και μένα να πω ό,τι θέλω. «Και τι πρέπει να πω;» ρώτησα. «Να μιλήσεις πάνω σ’ αυτά που ειπώθηκαν», είπε κάποιος

ιΐ9

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

42

43

44

45

καθημένων. Ούκούν λέγω, έφην, ότι ούθέν αληθές εστιν ών εϊρηκεν. εγώ μέν, ώ άνδρες, ένύπνια ωμην, έφην, οράν, α­ γρούς και κώμας και τοιαύτα φλυαροΰντος. ήμεΐς δέ ουτε κώμην έχομεν ούτε ίππους ούτε όνους ούτε βούς. είθε γάρ ήν έχειν ημάς όσα ούτος έλεγεν άγαθά, ϊνα και ύμΐν έδώκαμεν και αύτο'ι τών μακαρίων ήμεν. και τά νυν δέ όντα ήμΐν 'ικανά εστιν, έξ ών εϊ τι βούλεσθε λάβετε' καν πάντα έθέλητε, ημείς έτερα κτησόμεθα. έπϊ τούτω δέ τω λόγω έπήνεσαν. ΕΙτα έπηρώτα με ο άρχω ν τ ί δυνησόμεθα δούναι τω δήμω; κάγώ, Τέσσαρα, έφην, έλάφεια δέρματα πάνυ καλά. οι δέ πολλοί αυτών έγέλασαν. ο δέ άρχων ήγανάκτησε πρός με. Τά γάρ άρκεια, έφην, σκληρά έστιν καί τά τράγεια ούκ άξια τούτων, άλλα δέ παλαιά, τά δέ μικρά αύτών' εϊ δέ βούλεσθε, κάκείνα λάβετε, πάλιν ούν ήγανάκτει καί έφη με άγροικον εΐναι παντελώς, κάγώ, Πάλιν, εΐπον, αύ καί σύ άγρούς λέγεις; ούκ άκούεις ότι άγρούς ούκ έχομεν; Ο δέ ήρώτα με εϊ τάλαντον έκάτερος’Αττικόν δούναι θέλοιμεν. έγώ δέ εΐπον, Ούχ ϊσταμεν τά κρέα ήμεΐς' ά δ ’ άν ή, δίδομεν. έστι δέ ολίγα έν άλσί, τάλλα δ ’ έν τω καπνω ξηρά, ού πολύ έκείνων χείρω, σκελίδες ύών καί έλάφειοι καί άλλα γενναία κρέα. ένταύθα δή έθορύβουν καί φεύδεσθαίμε έφασαν. ο δέ ήρώτα με εϊ σίτον έχομεν καί πόσον τινά. εΐπον τον όντα άληθώς'Λ ύο, έφην, μεδίμνους πυρών καί τέτταρας κριθών καί τοσούτουςκέγχρων, κυάμων δέ ήμίεκτον' ού γάρ έγένοντο τήτες. τούς μέν ούν πυρούς καί τάς κριθάς, έφην, ύ-

120

ο Κ υνηγός

από τις κερκίδες. «Ε, λοιπόν, λέω πως τίποτα απ’ όσα είπε τούτος δεν είναι αλήθεια. Ε γώ , κύριοι, νόμιζα πως έβλεπα όνειρο όση ώρα φλυαρούσε αυτός για αγροκτήματα και χωριά και τα τοιαύτα. Εμείς ούτε χωριό έχουμε ούτε άλογα ούτε γαϊδούρια ού­ τε βόδια. Μακάρι να είχαμε τα αγαθά που αράδιαζε, να δίνα­ με και σε σας και να είμαστε κι εμείς πλούσιοι. Αλλά και τώ­ ρα μας φτάνουν αυτά που έχουμε, και αν θέλετε κάτι από αυ­ τά, πάρτε το. Αν πάλι τα θέλετε όλα, εμείς θα αποχτήσουμε άλλα». Στο σημείο αυτό με παινέψανε. Ύστερα πήρε να με ρωτάει ο άρχοντας, τι θα μπορούσαμε να δώσουμε στο δήμο. Και γω του λέω, «Τέσσερα πολύ ωραία κομμάτια ελαφόδερμα.» Οι περισσότεροι γέλασαν, ο άρχο­ ντας όμως θύμωσε μαζί μου. «Τα αρκουδοτόμαρα», είπα, «είναι σκληρά, ενώ τα τραγίσια δεν αξίζουν και τόσο -άλλα είναι παλιά, άλλα μικρά. Αν τα θέλετε όμως πάρτε τα κι εκεί­ να». Εκείνος θύμωσε πάλι κι είπε πως είμαι ντιπ αγροίκος. «Πάλι για αγρούς μιλάς κι εσύ; Μα δεν ακούς ότι δεν έχουμε αγρούς;» του λέω. Εκείνος με ρώτησε ύστερα αν θα θέλαμε να δώσουμε από έ­ να αττικό τάλαντο ο καθένας, κι εγώ είπα: «Εμείς τα κρέατα δεν τα ζυγίζουμε/Οσο βγει, θα σας το δώσουμε. Έχουμε λίγο αλατισμένο, τα υπόλοιπα είναι καπνιστά κι είναι το ίδιο κα­ λά. Κομμάτια από αγριογούρουνο και ελάφι, και άλλα καλά κρέατα». Πάνω εδώ, έβαλαν τις φωνές κι είπαν πως λέω ψέ­ ματα. Ο άρχοντας με ρώτησε αν έχουμε σιτάρι και πόσο. Ε ί­ πα την αλήθεια: «Δυο μέδιμνους στάρι, τέσσερις κριθάρι, τέσ­ σερις κεχρί και ένα δέκατο του μέδιμνου κουκιά, γιατί φέτος δεν βγήκαν. Πάρτε εσείς το στάρι και το κριθάρι και μας αφή-

121

Δ

ιών

Χ

ρυςοςτομος

μείς Χάβετε, τάς δε κέγχρους ήμίν άφετε. ε’ι δε κέγχρων δεΐσθε, και ταυτας λάβετε. 46 Ούδε οίνον ποιείτε; άλλος τις ήρώτησεν. Ποιούμεν, εΐπον. άν ούν τις υμών άφίκηται, δώσομεν' όπως δε ήξει φέρων άσκόν τινα' ημείς γάρ ούκ εχομεν. Πόσαι γάρ τινές ε’ισιν ύμίν άμπελοι; Δύο μέν, έφην, αϊ προ τών θυρών, έσω δέ της αύλης είκοσι' και τού ποταμού πέραν ας έναγχος εφυτεύσαμεν, έτεραι τοσαύται' εϊσι δέ γενναΐαι σφόδρα και τούς βότρυς φέρουσι μεγάλους, όταν οϊ παριόντες έπαφώσιν αύτούς. ϊνα δέ 47 μη πράγματα έχητε καθ’ έκαστον έρωτώντες, έρώ και τάλ­ λα ά έστιν ήμίν' αίγες όκτώ θήλειαι, βούς κολοβή, μοσχάριον εξ αύ της πάνυ καλό ν, δρέπανα τέτταρα, δίκελλαι τέτταρες, λόγχαι τρεις, μάχαιραν ημών έκάτερος κέκτηται πρός τά θηρία, τά δε κεράμια σκεύη τ ί άν λέγοι τις; και γυναίκες ήμίν εϊσι και τούτων τέκνα, οϊκούμεν δέ έν δυσι σκηναΐς καλαίς' και τρίτη ν έχομεν, ου κεΐται τό σιτάριον και τά δέρματα. 48 Ν ή Δία, εΐπεν ό ρήτωρ, όπου και τό άργύριον ίσως κατορύττετε. Ούκούν, έφην, άνάσκαφον έλθών, ώ μώρε. τις δέ κατορύττει άργύριον; ού γάρ δή φύεται γε. ενταύθα πάντες έγέλων, εκείνου μοι δοκείν καταγελάσαντες. Ταύτα έστιν ήμίν' ε’ι ούν και πάντα θέλετε, ήμείς έκόντες ύμίν χαριζόμεθα, και ούδέν ύμάς άφαιρείσθαι δεί πρός βίαν 49 ώσπερ άλλοτρίων ή πονηρών' έπεί τοι και πολίται τής πόλεώς εσμεν, ώς εγώ τού πατρός ήκουον. κα ί ποτε εκείνος δεύρο άφικόμενος, επιτυχών άργυρίω διδομένω, και αύτός έλαβεν έν τοίς πολίταις. ούκούν και τρέφομεν ύμετέρους πολίτας τούς παίδας. κάν ποτε δέησθε, βοηθήσουσιν ύμίν πρός

122

ο Κ υνηγός

νετε το κεχρί. Αν όμως έχετε ανάγκη κι από κεχρί, πάρτε το κι αυτό». «Κρασί δεν κάνετε;», ρώτησε κάποιος άλλος. «Κάνουμε», αποκρίθηκα. «Αν έρθει κανείς από σας θα του δώσουμε. Μό­ νο να φέρει μαζί και κανένα τουλούμι, γιατί εμείς δεν έχουμε». «Δηλαδή πόσα κλήματα έχετε;» «Δυο έξω από την πόρτα και είκοσι στην αυλή. Κ ι άλλα τόσα, που τα φυτέψαμε πρόσφατα, πέρα απ’ το ποτάμι. Είναι καλή ποικιλία και κάνουν μεγάλα τσαμπιά, όταν δεν τα βάζουν χέρι οι περαστικοί. Και για να μην μπείτε στον κόπο να ρωτήσετε για το κάθε τι χωριστά, θα σας αναφέρω και τα άλλα μας υπάρχοντα: οχτώ κατσίκες θήλεις, μια κολοβή αγελάδα, μοσχαράκι ωραιότατο, δικό της, δρεπάνια τέσσερα, δικέλια τέσσερα, λόγχες τρεις, μαχαίρι από ένα έκαστος για τα Θηράματα/Οσο για τα πήλινα σκεύη, τι να τ’ αναφέρω τώρα; Επίσης έχουμε γυναίκες και παιδιά. Μέ­ νουμε σε δυο ωραία καλύβια. Κ ι έχουμε και μια τρίτη καλύβα, όπου βάζουμε το στάρι και τα δέρματα». «Κ ι όπου θα παραχώνετε και τα λεφτά, μα το Δία», είπε ο πρώτος ρήτορας. «Ε, τότε, έλα και σκάψε, βρε ανόητε!», του κάνω. «Ποιος θάβει λεφτά; Αφού δε φυτρώνουν.» Πάνω εκεί, όλοι έβαλαν τα γέλια, και νομίζω εκείνον κοροΐδευαν. «Αυτά έχουμε. Και αν τα θέλετε όλα, εμείς σας τα χαρίζου­ με με τη θέλησή μας και δεν υπάρχει λόγος να μας τα πάρετε με τη βία, σα να είμαστε τίποτε εχθροί ή παλιάνθρωποι. Αφού είμαστε και πολίτες αυτής της πόλης, καθώς άκουγα να λέει ο πατέρας μου. Μάλιστα, μια φορά που ήρθε εδώ κι έτυχε να μοιράζονται λεφτά, πήρε κι αυτός μαζί με όλους τους πολίτες. Και τα παιδιά μας τα μεγαλώνουμε ως συμπολίτες σας. Κ ι αν κάποτε χρειαστεί, θα σας βοηθήσουν ενάντια σε ληστές ή ε-

123

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ληστάς ή πρός πολεμίους, νυν μεν ουν ειρήνη εστίν' εάν δέ ποτε συμβή καιρός τοιούτος, εύξεσθε τους πολλούς φανήναι δμοίους ήμίν. μή γάρ δή τούτον γε τον ρήτορα νομίζετε μαχείσθαι τότε περί ύμών, έι μ ή γε λοιδορούμενον ώσπερ τάς 50 γυναίκας, τών μέντοι κρεών και τών δερμάτων, δταν γέ τοί ποτε ελωμεν θηρίον, μοίραν δώσομεν' μόνον πέμπετε τον ληφόμενον. εάν δε κελεύσητε καθελείν τάς σκηνάς, εί τι βλάπτουσι, καθελουμεν. άλλ "όπως δώσετε ήμίν ενθάδε ο’ι κίαν' ή πώς ύπενεγκείν δυνησόμεθα του χειμώνος; έστι δ ’ ύμίν οική­ ματα πολλά εντός του τείχους, εν οΐς ούδέις ο’ικεί" τούτων ή­ μίν εν άρκέσει. έι δε ούκ ενθάδε ζώμεν ούδε πρός τή στενο­ χώρια τοσούτων άνθρώπων εν ταύτω διαγόντων και ήμείς ενοχλούμεν, ού δήπου διά γε τούτο μετοικίζεσθαι άξιοί εσμεν. 5ΐ Ο δε ετόλμησεν ε’ιπεΐν περι τών ναυαγίων, πράγμα ούτως άνδσιον και πονηρδν' τούτο γάρ μικρού εξελαθόμην ε’ιπείν δ πάντων πρώτον έδει με έιρηκέναι" τίς αν πιστεύσειέ ποτε ύ­ μώ ν; πρός γάρ τη άσεβεία και άδύνατόν έστιν εκείθεν και ότιούν λαβέίν, όπου και τών ξύλων ούδεν πλέον έστιν ϊδείν ή τήν τέφραν' ούτω πάνυ σμικρά εκπίπτει, και έστιν εκείνη 52 μόνη ή άκτή άπασών άπρόσιτος. και τούς λάρους, οΰς άπαξ ευρό ν ποτε εκβεβρασμένους, και τούτους άνέπηξα εις τήν δρύν τήν 'ιεράν τήν πλησίον τής θαλάττης. μή γάρ είη ποτέ, ώ Ζεύ, λαβέίν μηδε κερδάναι κέρδος τοιούτον άπό άνθρώ­ πων δυστυχίας, άλλά ώφελήθην μεν ούδεν πώποτε, ήλέησα δε πολλάκις ναυαγούς άφικομένους, και τη σκηνή ύπεδεξάμην, και φαγέίν έδωκα και πιείν, και εί τι άλλο έδυνάμην, ε-

1 24

ο Κ υνηγός

χθρούς. Τώρα βέβαια έχουμε ειρήνη, αν όμως κάποτε έρθει η ώρα, θα παρακαλάτε όλος ο κόσμος να ’ναι σαν κι εμάς. Γ ια­ τί μη νομίζετε πως ετούτος εδώ ο ρήτορας θα πολεμήσει τότε για σας' το μόνο που θα κάνει, θα ’ναι να ωρύεται, σαν τις γυ­ ναίκες. Πάντως, όταν θα σκοτώσουμε κανένα θήραμα, θα σας δώσουμε ένα μερίδιο από το κρέας και τα δέρματα. Μόνο να στείλετε κάποιον να τα παραλάβει. Κ ι αν μας διατάξετε να γκρεμίσουμε τα καλύβια, αν βλάπτουν σε κάτι, εμείς θα τα γκρεμίσουμε. Μόνο να μας δώστε κανένα σπίτι εδώ πέρα. Αλ­ λιώς, πώς θα βγάλουμε το χειμώνα;Έχετε ένα σωρό σπιτά­ κια μέσα από το τείχος, που ’ναι ακατοίκητα. Έ να μας φτά­ νει. Όμως το ότι δεν ζούμε εδώ στην πόλη και δεν γινόμαστε ενοχλητικοί με την παρουσία μας ανάμεσα σε τόσο κόσμο στριμωγμένο στον ίδιο τόπο, δεν είναι λόγος για να υποχρεωθού­ με να μετοικίσουμε εδώ. »Κ ι όσο για κείνα τα ανόσια, εκείνες τις αθλιότητες που τόλ­ μησε αυτός να πει για τα ναυάγια -παραλίγο να το ξεχάσω, αυτό που πρώτο απ’ όλα έπρεπε να πω-, ποιος από σας θα τα πίστευε; Εκτός από ανίερο, είναι και αδύνατο να πάρεις ο,τιδήποτε από ένα ναυάγιο, όπου ακόμα κι από τα ξύλα το μόνο που απομένει να δεις είναι οι σκλήθρες. Κομματάκια βγαίνουν στη στεριά. Κ ι η ακτή εκείνη είναι η πιο απρόσιτη από όλες. Και τα κουπιά που βρήκα μια φορά να τα ’χει ξεβράσει το κύμα, τα κάρφωσα πάνω στην ιερή βαλανιδιά που είναι κοντά στη θάλασσα. Μη δώσεις ποτέ, Δία, να βγάλω τέτοιο κέρδος από ανθρώπινη δυστυχία. Ποτέ δεν βγήκα ωφελημένος, αλλά αντίθετα σπλαχνίστηκα πολλές φορές ναυαγούς που βγήκαν στη στεριά και τους φιλοξένησα στην καλύβα μου και τους έ­ δωσα να φάνε και να πιουν, τους βοήθησα όσο μπορούσα και

125

Δ

ιών

Χ

ρυςοςτομος

πεβοήθησα καί συνηκολουθησαμέχρι τών οίκουμένων, άλλά 53 τίς άν εκείνων έμοί νυν μαρτυρήσειεν; ούκούν ούδε τότε εποίουν μαρτυρίας ενεκεν ή χάριτος, ος γε ούδ’ όπόθεν ησαν ήπιστάμην. μη γάρ υμών γεμηδείς περιπέσοι τοιουτω πράγ­ ματι. Ταυτα δε εμού λέγοντος άνίσταταί τις εκ μέσων' κάγώ προς εμαυτόν ένεθυμηθην ότι άλλος τις τοιοΰτος τυχόν εμου 54 καταφευσόμενος. ο δε εΐπεν, Ά νδρες, εγώ πάλαι τούτον άμφιγνοών ήπίστουν όμως. επεί δε σαφώς αύτόν έγνωκα, δει­ νόν μοι δοκέί, μάλλον δε άσεβές, μη είπέίν ά συνεπίσταμαι μ η δ ’ άποδούναι λόγωχάριν, έργω τά μέγιστα ευ παθών, ε’ιμί 55 δέ, έφη, πολίτης, ώς ϊστε, καί όδε, δείζας τον παρακαθήμενον, καί ος επανέστη' ετύχομεν δε πλέοντες εν τη Σωκλέους νηί τρίτον έτος. καί διαφθαρείσης της νεώς περί τον Καφηρέα παντελώς ολίγοι τινές εσώθημεν άπό πολλών, τούς μέν ούν πορφυρέίς άνέλαβον' έΐχον γάρ αύτών τινες άργύριον εν φά­ σκωλ ίο ις. ημείς δέ γυμνοί παντελώς έκπεσόντες δ ι’ άτραπού τίνος εβαδίζομεν, ελπίζοντες εύρήσειν σκέπην τινά ποιμένων ή βουκόλων, κινδυνεύοντες υπό λιμού τε καί δίφους διαφθα56 ρηναι. καί μόλις ποτέ ήλθομεν επί σκηνάς τινας, καί στάντες έβοώμεν. προελθών δέ ουτος εισάγει τε ημάς ένδον καί άνέκαε πύρ ούκ άθρόον, άλλά κ α τ’ ολίγον' καί τον μέν ημών αύτός άνέτριβε, τον δέ η γυνή στέατι' ού γάρ ήν αύτοίς έλαι-

12 6

ο Κ υνηγός

τους ξεπροβόδισα μέχρι την κατοικημένη περιοχή. Ποιος απ’ αυτούς όμως θα μπορούσε τώρα να καταθέσει για μένα; Μα κι αυτό δεν το έκανα για να το καταθέτουν υπέρ εμού ή για να μου είναι υπόχρεοι, αφού δεν ήξερα καλά-καλά ποιος ήταν ο τόπος τους. Κ ι εύχομαι να μην πέσει κανένας σας σε τέτοια συμφορά.» Την ώρα που τα ’λεγα αυτά, σηκώνεται κάποιος μέσα από το πλήθος. Κ ι είπα από μέσα μου, άλλος ένας σαν και τον πρώτο, που θ’ αρχίσει τις ψευτιές εναντίον μου. Εκείνος όμως είπε: «Κύριοι, εδώ και ώρα αναρωτιόμουν αν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο, όμως είχα αμφιβολίες. Τώρα όμως που τον α­ ναγνώρισα με σιγουριά, το βρίσκω φοβερό, ή μάλλον ασεβές, να μην πω τα όσα ξέρω, και να μην εκφράσω την ευγνωμοσύ­ νη μου με λόγια, εγώ που έμπρακτα έχω ευεργετηθεί από τον άνθρωπο αυτόν. Είμαι συμπολίτης σας, όπως ξέρετε, καθώς και τούτος εδώ» -κι έδειξε τον διπλανό του που σηκώθηκε απ’ τη θέση του. «Πριν τρία χρόνια έτυχε να ταξιδεύουμε με το καράβι του Σωκλέα. Το καράβι τσακίστηκε στον Καφηρέα και από τους πολλούς επιβάτες σωθήκαμε ελάχιστοι. Κάποιους τους περιμαζέψαν οι ψαράδες της πορφύρας -μερικοί από αυ­ τούς, βλέπετε, είχαν λεφτά στα πουγκιά τους. Εμείς όμως, που τα κύματα μας πέταξαν έξω ολόγυμνους, ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι με την ελπίδα να βρούμε καμιά στάνη τσοπά­ νων ή γελαδάρηδων, αλλιώς κινδυνεύαμε να πεθάνουμε από πείνα και δίψα. Μόλις και μετά βίας μπορέσαμε και φτάσαμε σε κάτι καλύβες. Σταθήκαμε κι αρχίσαμε να φωνάζουμε. Βγή­ κε λοιπόν ετούτος εδώ και μας έμπασε μέσα. Κ ι άναψε φωτιά, που τη δυνάμωσε σιγά σιγά κι όχι απότομα. Κ ι άρχισαν αυ­ τός και η γυναίκα του να μας τρίβουν με λίπος -γιατί λάδι δεν

127

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

57

58

59

6ο



ον' τέλος δέ ύδωρ κατέχεον θερμόν, έως άνέλαβον άπεφυγμένους. έπειτα κατακλίναντες και περιβαλόντες οΐς εΐχον παρέθηκαν φαγεΐν ήμΐν άρτους πυρίνους, αύτο'ι δέ κέγχρον έφθήν ήσθιον. έδωκαν δέ και οίνον ήμΐν πιεϊν, ύδωρ αύτο'ι πίνοντες, και κρέα έλάφεια όπτώντες άφθονα, τά δέ εφοντες’ τη δ ’ ύστεραία βουλομένους άπιέναι κατέσχον έπ'ι τρεις ήμέρας. έπειτα προύπεμφαν εις τό πεδίον, και άπιούσι κρέας έδωκαν και δέρμα έκατέρω πάνυ καλόν. έμέ δέ ορών έκ τής κακοπαθείας έτι πονήρως έχοντα ένέδυσε χιτώνων, τής θυγατρός άφελόμένος’ έκείνη δέ άλλο τι ράκος περιεζώσατο. τούτο, ε­ πειδή έν τή κώμη έγενόμην, άπέδωκα. ούτως ήμεΐς γε ύπό τούτου μάλιστα έσώθημεν μετά τούς θεούς. Ταύτα δέ έκείνου λέγοντος ό μέν δήμος ήκουεν ήδέως και έπηνουν με, έγώ δέ άναμνησθείς, Χαϊρε, έφην, Σω τάδη’ και προσελθών έφίλουν αύτόν και τον έτερον, ο δέ δήμος έγέλα σφόδρα, ότι έφίλουν αύτούς. τότε έγνων ότι έν ταίς πόλεσιν ού φιλούσιν άλλήλους. Παρελθών δέ έκεΐνος ό έπιεικής ό τήν άρχήν υπέρ έμού λέ­ γω ν, Έ μοί, έφη, ώ άνδρες, δοκεΐκαλέσαι τούτον εις τό πρυ­ τανείο ν έπ'ι ξενία, ού γάρ, ε’ι μέν έν πολέμω τινά έσωσε τών πολιτών ύπερασπίσας, πολλών άν και μεγάλων δωρεών έτυχε’ νυν'ι δέ δύο σώσας πολίτας, τυχόν δέ και άλλους, οι ού πάρεισιν, ούκ έστιν άξιος ούδεμιάς τιμής; άντ'ι δέ τού χιτώ νος, ον έδωκε τω πολίτη κινδυνεύοντι, τήν θυγατέρα άποδύσας, έπιδούναι αύτω τήν πόλιν χιτώνα και ίμάτιον, ϊνα και τοΐς άλλοις προτροπή γένηται δικαίοις είναι και έπαρκεΐν

128

ο Κ υνηγός

είχαν. Και στο τέλος μας περιχύνανε με ζεστό νερό ώσπου να μας συνεφέρουν από το ξεπάγιασμα. Και μετά, αφού μας έβα­ λαν και ξαπλώσαμε και μας σκέπασαν με ό,τι είχαν, μας έδω­ σαν να φάμε ψωμί σταρένιο, ενώ οι ίδιοι έτρωγαν κεχρί βρα­ σμένο. Μας δώσαν και κρασί ενώ αυτοί έπιναν νερό' και μπό­ λικο κρέας ελαφίσιο, ψητό και βραστό. Την επομένη θελήσαμε να φύγουμε, αλλά μας κράτησαν τρεις μέρες. Έπειτα μας ξε­ προβόδισαν μέχρι τον κάμπο και μας έδωσαν κρέας και από ένα πολύ ωραίο δέρμα. Κ ι επειδή μ’ έβλεπε ότι ήμουν ακόμα σε άσχημη κατάσταση, μ’ έντυσε με ένα μικρό χιτώνα που τον πήρε από την κόρη του. Εκείνη ζώστηκε μ’ ένα κουρέλι. Όταν φτάσαμε στο χωριό, τον επέστρεψα το χιτώνα. Έ τσι, πρώτα οι θεοί, σωθήκαμε, κυρίως χάρη σ’ αυτόν.» Όση ώρα τα έλεγε, ο λαός τον άκουγε με ευχαρίστηση και με παίνευε. Ε γώ τον θυμήθηκα κι είπα: «Γεια σου, Σωτάδη!» Πήγα κοντά κι έπιασα να τους φιλάω, κι αυτόν και τον άλλο. Μα ο κόσμος ξεκαρδιζόταν στα γέλια που τους φιλούσα' τότε έμαθα πως στις πόλεις δε φιλιούνται μεταξύ τους. Ύστερα σηκώθηκε εκείνος ο δίκαιος άνθρωπος που με υπερα­ σπιζόταν από την πρώτη στιγμή, κι είπε: «Κύριοι, νομίζω πως πρέπει να τον καλέσουμε στο πρυτανείο, όπως αξίζει σε ένα φιλοξενούμενο. Γ ιατί αν έσωζε στον πόλεμο ένα συμπολί­ τη μας σκεπάζοντάς τον με την ασπίδα του, θα του δίναμε πλούσια δώρα' και τώρα που έσωσε δύο πολίτες, κι ίσως και άλλους που δεν βρίσκονται εδώ, δε βλέπω για ποιο λόγο να μην του αξίζει καμιά τιμή. Και για το χιτώνα που έδωσε στον συμπολίτη μας που κινδύνευε, στερώντας τον από την κόρη του, ας του προσφέρει η πόλη χιτώνα και ιμάτιο, για να πα­ ρακινηθούν και οι άλλοι να είναι δίκαιοι και να βοηθιούνται

129

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

άλλήλοις, φηφίσασθαι δε αύτοΐς καρπούσθαι τό χωρίου και αύτούς και τά τέκνα, και μηδένα αύτοΐς ενοχλείν, δούναι δε αύτω και εκατόν δραχμάς εις κατασκευήν' τό δε άργύριον τούτο υπερ της πόλεως εγώ παρ’ εμαυτού δίδωμι. 62 Έ π ι τούτω δε επηνέθη, και τάλλα εγένετο ώς έΐπεν. και εκομίσθη παραχρήμα εις τό θέατρον τά 'ιμάτια και τό άργύ­ ριον. εγώ δε ούκ εβουλόμην λαβέίν, άλλ ’έίπον δτι ού δύνασαι δειπνείν εν τω δέρματι. Ούκούν, έίπον, τό σήμερον άδειπνος μενώ. όμως δε ενέδυσάν με τον χιτώ να και περιέβαλον τό ϊμάτιον. εγώ δε άνωθεν βαλεΐν εβουλδμην τό δέρμα, όι δε ούκ 63 εΐων. τό δε άργύριον ούκ εδεξάμην ούδένα τρόπον, άλλ ’ άπωμοσάμην λήφεσθαι. Ε ’ι δε ζητείτε τίς λάβη, τω ρήτορι, έ<ρην, δότε, όπως κατορύξη αύτό' επίσταται γάρ δήλον ότι. ά π ’ εκείνου δε ημάς ούδέις ήνώχλησε. 64 Σχεδόν ουν έιρηκότος αύτού πρός τάίς σκηνάίς ημεν. κάγώ γελάσας είπον, Ά λ λ ’ εν τι άπεκρύφω τούς πολίτας, τό κάλλιστον τών κτημάτων. 77 τούτο; έΐπεν. Τον κήπον, έφην, τούτον, πάνυ καλόν και λάχανα πολλά και δένδρα έχοντα. Ούκ ήν, έφη, τότε, άλλ ’ ύστερον εποιήσαμεν. 65 Ε ι’ σελθόντες ουν εύωχούμεθα τό λοιπόν τής ημέρας, ημείς μεν κατακλιθέντες επί φύλλων τε και δερμάτων έπι στιβάδος ύφηλής, ή δε γυνή πλησίον παρά τον άνδρα καθημένη. θυγάτηρ δε ώραία γάμου διηκονεΐτο, και ενέχει πιεΐν μέλανα οΐ-

ΐ3ο

ο Κυνηγός

μεταξύ τους. Και να αποφασίσουμε με ψήφισμα, αυτοί και τα παιδιά τους να εκμεταλλεύονται τη γη εκείνη και να μη τους ενοχλεί κανείς, και επιπλέον να τους δώσουμε και εκατό δραχ­ μές για εξοπλισμό. Προσφέρω εγώ από την τσέπη μου αυτό το ποσό για λογαριασμό της πόλης.» Τον παινέψανε για την πρότασή του κι όλα όσα είπε έγιναν. Αμέσως έφεραν στο θέατρο και τα ρούχα και τα χρήματα. Ε ­ γώ δεν τα ’παιρνα, αλλά μου λένε, «Δε γίνεται να δειπνήσεις φορώντας τα δέρματα». «Ε, λοιπόν», είπα, «σήμερα θα μεί­ νω χωρίς δείπνο.» Όμως εκείνοι μου φόρεσαν το χιτώνα και με τύλιξαν με το ιμάτιο. Ε γώ ήθελα από πάνω να ρίξω και το ελαφοτόμαρο, αλλά αυτοί δε μ’ άφηναν. Τα λεφτά πάντως δεν τα δεχόμουνα με τίποτα. Ορκίστηκα να μη τα πάρω. Τους λέ­ ω, «Αν ψάχνετε κάποιον να τα πάρει, δώστε τα στο ρήτορα, να τα παραχώσει. Ξέρει αυτός, απ’ ό,τι φαίνεται.» Από τότε, δε μας πείραξε κανείς. Είχε σχεδόν τελειώσει τη διήγησή του, όταν φτάσαμε πια στις καλύβες. Γελώντας του είπα: «Ένα πράγμα, πάντως, έ­ κρυψες από τους πολίτες, το πιο όμορφο κτήμα σου.» «Ποιο κτήμα;» ρώτησε. «Αυτό το πανέμορφο περιβόλι», του λέω, «που ’ναι γεμάτο λαχανικά και δέντρα.» «Δεν υπήρχε τότε», είπε, «μετά το φτιάξαμε.» Μπήκαμε λοιπόν στην καλύβα και μέχρι που βράδιασε απο­ λαμβάναμε φαΐ και πιοτό, ξαπλωμένοι σ’ ένα παχύ στρώμα α­ πό φύλλα και δέρματα. Η γυναίκα καθόταν πλάι στον άντρα της. Η θυγατέρα του, κορίτσι της παντρειάς, μας περιποιόταν και μας έβαζε να πιούμε μαύρο γλυκό κρασί. Οι γιοι του ετοί-

ΐ3ΐ

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

66

67

68

νον ήδύν. οι δε παίδες τά κρέα παρεσκεύαζον, και αυτοί άμα έδείπνουν παρατιθέντες, ώστε εμέ εύδαιμονίζειν τους άν­ θρωπο υς εκείνους και οϊεσθαι μακαρίως ζην πάντων μάλιστα ών ήπιστάμην. καίτοι πλουσίων οικίας τε και τραπέζας ήπι­ στά μην, ού μόνον ιδιωτών, άλλά και σατραπών και βασιλέ­ ων, οί μάλιστα εδόκουν μοι τότε άθλιοι, και πρότερον δο­ κού ντες, έτι μάλλον, όρώντι τήν εκεί πενίαν τε και ελευθε­ ρίαν, και ότι ούδέν άπελείποντο ούδέ τής περι τό φαγείν τε και πιέίν ηδονής, άλλά και τουτοις έπλεονέκτουν σχεδόν τι. Ηδη δ ’ ϊκανώς ήμών έχόντων ήλθε κάκέίνος ό ’έτερος, συνηκολούθει δέ υιός αύτω, μειράκιον ούκ άγεννές, λαγών φέρων. είσελθών δέ ουτος ήρυθρίασεν' έν όσω δέ ο πατήρ αύτου ήσπάζετο ήμάς, αύτός έφίλησε τήν κόρην και τον λαγών ε­ κείνη έδωκεν. ή μέν ούν παίς έπαύσατο διακονουμένη και παρά τήν μητέρα έκαθέζετο, τό δέ μειράκιον ά ντ’ εκείνης διηκονείτο. κάγώ τον ξένον ήρώτησα, Αυτη, έφην, έστίν, ής τον χιτώ να άποδύσας τω ναυαγώ έδωκας; και ός γελάσας, Uüx, εφη, αλλ εκείνη, είπε, παλαι προς ανορα εοοση, και τέκνα έχει μεγάλα ήδη, πρός άνδρα πλούσιον εις κώμην. Ούκούν, έφην, έπαρκούσιν ύμίν ο, τι άν δέησθε; Ούδέν, εΐπεν ή γονή, δεόμεθα ήμείς. εκείνοι δέ λαμβάνουσι και όπηνίκ ’ άν τι θηραθη και οπώραν και λάχανα" ού γάρ έστι κήπος παρ’ αύτοίς. πέρυσι δέ παρ’ αύτών πυρούς έλάβομεν, σπέρμα φιλόν, και άπεδώκαμεν αύτοίς εύθύς τής θερείας. Τ ί ούν; έφην, \>

69

ν

>

*

*

)

>

/

Τ

/1

132

'

>/

Ο·

^ (> / / )

'

ο Κ υνηγός

μαζαν τα κρέατα, τα σέρβιραν κι έτρωγαν κι αυτοί μαζί. Κ ι ε­ γώ τους καλοτύχιζα τους ανθρώπους εκείνους και σκεφτόμου­ να πως ζούσαν πολύ πιο ευτυχισμένοι απ’ όσους ανθρώπους γνώριζα. Και τα γνώριζα πολύ καλά μάλιστα,τα σπίτια και τα τραπέζια των πλουσίων- κι όχι μόνο ιδιωτών αλλά και σα­ τραπών και βασιλιάδων. Αυτοί και τότε ακόμα μου φαίνονταν δυστυχισμένοι, τώρα όμως πολύ περισσότερο, που έβλεπα τη φτώχεια και την γενναιοδωρία εκείνων των ανθρώπων και πως σε τίποτα δεν υστερούσαν' ούτε καν στην απόλαυση του φαγητού και του πιοτού’ και σ’ αυτό ακόμα, σχεδόν τους ξεπερνούσαν. Είχαμε πια χορτάσει, όταν ήρθε και ο άλλος. Τον ακολου­ θούσε ο γιος του, ένα αγόρι διόλου άσχημο, που κρατούσε ένα λαγό. Με το που μπήκε, κοκκίνισε, και την ώρα που μας χαι­ ρετούσε ο πατέρας του, εκείνος φίλησε την κοπέλα κι έδωσε σ’ αυτήν το λαγό. Τότε η κόρη σταμάτησε να μας περιποιείται και κάθισε πλάι στη μητέρα της, και αντί γ ι’ αυτήν, μας περιποιόταν ο νεαρός. «Αυτή είναι που της έβγαλες το χιτώνα και τον έδωσες στο ναυαγό;» ρώτησα το νοικοκύρη. Και κείνος γελαστός: «Όχι, εκείνη πάει καιρός που παντρεύ­ τηκε, τώρα έχει μεγάλα παιδιά. Πήρε πλούσιο άντρα στο χω ­ ριό.» «Σας στέλνουν λοιπόν ό,τι χρειάζεστε;» ρώτησα. «Δε μας λείπει τίποτα», είπε η γυναίκα. «Εκείνοι παίρνουν από μας, όποτε πιάσουμε τίποτα στο κυνήγι, και φρούτα και λαχανικά. Βλέπεις, δεν έχουν περιβόλι. Πέρυσι μας έστειλαν για σπόρο λίγο στάρι, και τους το επιστρέψαμε αμέσως μετά το θερισμό.»

133

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

καί ταύτην διανοεΐσθε διδόναι πλουσίω, ϊνα ύμΐν χα'ι αυτή πυρούς δανείση; ε’ νταύθα μέντοι άμφω ήρυθριασάτην, ή κόρη και τό μειράκιο ν. 70 ' Ο δε πατήρ αυτής εφη, Πένητα άνδρα λήφεται, όμοιον ή­ μΐν κυνηγέτην' καί μειδιάσας έβλεφεν είς τον νεανίσκον, κά­ γώ, Τ ΐ ούν ούκ ήδη δίδοτε; ή δει ποθεν αύτόν εκ κώμης άφικέσθαι; Δοκώ μέν, εΐπεν, ού μακράν εστιν' άλλ ’ένδον ενθάδε, καί ποιήσομέν γε τούς γάμους ήμέραν άγαθήν έπιλεξάμενοι. κάγώ, Πώς, έφην, κρίνετε τήν άγαθήν ήμέραν; καί ος, 'Όταν μή μικρόν ή τό σελήνιον' δει δέ καί τον άέρα είναι καθαρόν, 7ΐ αιθρίαν λαμπράν. κάγώ, Τ ίδ έ; τω οντι κυνηγέτης άγαθός έστιν; έφην.Έγωγε, εΐπεν ό νεανίσκος, καί έλαφον καταπονώ καί συν υφίσταμαι, όφει δέ αύριον, άν θέλης, ώ ξένε. καί τον λαγών τούτον σύ, έφην, έλαβες; ’Ε γώ , έφη γελάσας, τω λιναρίω τής νυκτός' ήν γάρ αίθρια πάνυ καλή καί ή σελήνη τη- . 72 λικαύτη τό μέγεθος ήλίκη ούδεπώποτε έγένετο. ’ενταύθα μέντοι έγέλασαν άμφότεροι, ού μόνον ό τής κόρης πατήρ, άλλά καί ό ’εκείνου, ό δέ ήσχύνθη καί έσιώπησε. Λ έγει ούν ό τής κόρης πατήρ, ’Ε γώ μέν, έφη, ώ παϊ, ούδέν υπερβάλλομαι, ό δέ πατήρ σου περιμένει, έστ’ άν ίερεΐον πρίηται πορευθείς, δει γάρ θύσαι τοΐς θεοΐς. εΐπεν ούν ό νεώτερος άδελφός τής κόρης, Ά λ λ ά ίερεΐον γε πάλαι ούτος παρεσκεύακε, καί εστιν ένδον τρεφόμενον όπισθεν τής σκηνής γενναΐ-

134

I

ο Κ υνηγός

«Λοιπόν;» είπα. «Κι αυτήν εδώ σκέφτεστε να τη δώσετε σε κανένα πλούσιο, για να σας δανείσει κι αυτή σπόρο;» Τότε κοκκίνισαν κι οι δυο, η κοπέλα και ο νεαρός. «Φτωχό άντρα θα πάρει, κυνηγό σαν εμάς», είπε ο πατέρας. Χαμογέλασε κι έστρεφε τη ματιά του στο νεαρό. «Γιατί, λοιπόν, δεν την παντρεύετε; Περιμένετε να ’ρθει ο γαμπρός από κανένα χωριό;» «Νομίζω», είπε, «πως ο γαμπρός δε βρίσκεται μακριά αλ­ λά εδώ μέσα. Και βέβαια θα κάνουμε το γάμο αφού πρώτα διαλέξουμε μια καλή μέρα.» «Και πώς κρίνετε αν είναι καλή μέρα;» ρώτησα εγώ. «Όταν το φεγγάρι δεν είναι στη χάση του. Πρέπει όμως και ο καιρός να είναι καθαρός, να ’χει ξαστεριά.» Κ ι εγώ: «Είναι όμως πραγματικά καλός κυνηγός;» «Και βέβαια είμαι», είπε ο νεαρός. «Μπορώ ένα ελάφι να το εξαντλήσω και τα βάζω και με αγριογούρουνο. Κ ι αν θέλεις, ξένε, αύριο θα δεις.» «Κι αυτό το λαγό εσύ τον έπιασες;» «Εγώ », αποκρίθηκε γελαστός, «με θηλειά. Είχε, βλέπεις, ωραία ξαστεριά και το φεγγάρι ήταν μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά.» Τότε γέλασαν κι οι δυο πατεράδες, όχι μόνο του κοριτσιού αλλά και ο δικός του. Ο νεαρός ντράπηκε και σώπασε. Λέει λοιπόν ο πατέρας του κοριτσιού: «Εγώ , παιδί μου, δεν αναβάλλω το γάμο' ο δε πατέρας σου περιμένει πότε θα μπο­ ρέσει να πάει ν’ αγοράσει ζώο για τη θυσία. Γ ιατί θα πρέπει να θυσιάσουμε στους θεούς.» Είπε τότε ο μικρότερος αδερφός της κοπέλας: «Μα αυτός έχει από καιρό έτοιμο για θυσία ένα ζώο που το ’χει μες στο

135

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

73 ον. ήρώτων ουν αύτόν, ’Αληθώς; δ δε έφη. Κ α ι πόθεν σοι; έφασαν. Οτε τήν ΰν έλάβομεν τήν τά τέκνα έχουσαν, τά μέν

άλλα διέδρα' και ήν, έφη, ταχύτερα τού λα γώ ' ενός δέ έγώ λίθω έτυχον και άλόντι τό δέρμα έπέβαλον' τούτο ήλλαξάμην έν τή κώμη, και έλαβον ά ντ’ αύτού χοίρον, και έθρεφα 74 ποιήσας όπισθεν συφεόν. Ταύτα, εΐπεν, άρα ή μήτηρ σου έγέ­ λα, δπότε θαυμάζοιμι άκούων γρυλιζούσης τής συός, και τάς κριθάς ούτως άνήλισκες. Α'ι γάρ εύβοΐδες, εΐπεν, ούχ ίκαναϊ ήσαν πιάναι, έι μόνας γε βαλάνους ήθελεν έσθίειν. άλλά έι βούλεσθε ίδέΐν αύτήν, άξω πορευθείς, όι δέ έκέλευον. άπήε75 σαν ού ν έκείνός τε και οϊ παίδες αύτόθεν δρόμω χαίροντες. έν δέ τούτω ή παρθένος άναστάσα έξ έτέρας σκηνής έκόμισεν ούα τετμημένα και μέσπιλα και μήλα χειμερινά και τής γεν­ ναίας σταφυλήςβότρυς σφριγώντας, και έθηκεν έπι τήν τρά­ πεζαν, καταφήσασα φύλλοις άπδ τών κρεών, ύποβαλούσα 76 καθαράν πτερίδα. ήκον δέ και όι παίδες τήν ύν άγοντες μετά γέλωτος και παιδιάς. συνηκολούθει δέ ή μήτηρ τού νεανίσκου και άδελφοι δύο παιδάρια' έφερον δέ άρτους τε καθαρούς και ώά έφθά έν ξυλίνοις πίναξι και ερεβίνθους φρυκτούς. Άσπασαμένη δέ τον άδελφόν ή γυνή και τήν άδελφιδήν έκαθέζετο παρά τον αυτής άνδρα, και έΐπεν, Ιδού τό 'ιερείον, δ ούτος πάλαι έτρεφεν εις τούς γάμους, και τάλλα τά παρ’ η­ μώ ν ετοιμά έστι, και άλφιτα και άλευρα πεποίηται' μόνον ί-

136

ο Κ υνηγός

κτήμα πίσω από την καλύβα και το ταΐζει, κι είναι ό,τι πρέ­ πει.» «Αλήθεια;» τον ρώτησαν, και κείνος τους είπε. «Και πού το βρήκες;» «Όταν πιάσαμε κείνο το αγριογούρουνο με τα μικρά, εκείνα μας ξέφυγαν, πιο γρήγορα κι από λαγό τρέχανε.Ένα όμως το πέτυχα με πέτρα, το ’πιασα και το τύλιξα στη δορά μου. Το αντάλλαξα στο χωριό με ένα γουρούνι. Έφτιαξα ένα χοιρο­ στάσιο και το μεγάλωσα.» «Γι’ αυτό γελούσε η μάνα σου, κάθε φορά που παραξενευό­ μουνα ακούγοντας το γουρούνι να γρυλίζει... και το κριθάρι ε­ κεί το ξόδευες.» «Γιατί τα αγριοκάστανα», είπε ο νεαρός, «δε φτάναν για να παχύνει, εκτός κι αν είχε σκοπό να τρώει μόνο απ’ αυτά. Αν θέλετε να το δείτε, πάω να το φέρω.» Του ’παν να το φέρει. Αμέσως, αυτός και τ’ άλλα αγόρια έ­ φυγαν τρέχοντας χαρούμενοι. Στο μεταξύ σηκώθηκε και το κορίτσι κι έφερε από άλλη καλύβα κομμένα σούρβα, μούσμου­ λα, χειμωνιάτικα μήλα και ζουμερά σταφύλια από το εκλεκτό κλήμα. Τα ’βαλε στο τραπέζι αφού πρώτα το καθάρισε από τα κρέατα σκουπίζοντάς το με φύλλα και στρώνοντας καθαρές φτέρες. Ήρθαν και τα παιδιά φέρνοντας το γουρούνι, με γέλια και παιχνίδια. Ακολουθούσε η μητέρα του νεαρού και τα δυο μικρά αδερφάκια του. Έφερναν άσπρα σταρένια ψωμιά, αυγά βρασμένα και καβουρντισμένα ρεβίθια μέσα σε ξύλινα πιάτα. Αφού αγκάλιασε τον αδελφό της και την ανεψιά, η γυναίκα κάθισε πλάι στον άντρα της κι είπε: «Να το σφάγιο που από καιρό το τάιζε αυτός για το γάμο. Όσα είναι δίκιά μας δου­ λειά, το πληγούρι και το αλεύρι, τα ’χουμε έτοιμα. Ίσως μόνο

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

σως οι ναρίου προσδεησόμεθα' καί τούτο οΰ χαλεπό ν εκ της 77 κώμης λαβεΐν. παρειστήκει δε αΰτη πλησίον ό υιός πρός τον κηδεστην άποβλέπων. καί όςμειδιάσας εΐπεν, Ουτος, έφη, εστίν ο έπέχων' ίσως γάρ έτι βούλεται πιάναι την ύν. καί τό μειράκιον, Α ύτη μέν, εΐπεν, υπό τού λίπους διαρραγήσεται. 78 κάγώ βουλόμενος αύτω βοηθησαι, Ορα, έφην, μη έως πιαίνεται η υς ούτος ΰμΐν λεπτός γένηται. ή δε μήτηρ, ’Αληθώς, εΐπεν, ό ξένος λέγει, επεί καί νύν λεπτότερος αυτού γέγονε' καί πρώην ησθόμην της νυκτός αΰτόν εγρηγορότα καί προελθόντα έξω της σκηνής. Οίκύνες, έφη, ΰλάκτουν, καί εξηλ79 θον όφόμενος. Οΰ σύ γε, εΐπεν, άλλά περιεπάτεις άλύων. μη οΰν πλείω χρόνον εώμεν άνιάσθαι αΰτόν. καί περιβαλούσα εφίλησε τήν μητέρα της κόρης, ή δε πρός τον άνδρα τον εαυτης, Ποιώμεν, εΐπεν, ώς θέλουσι. καί έδοξε ταύτα, καί έΐπον, Ε ις τρίτη ν ποιώμεν τοΰς γάμους. παρεκάλουν δε κάμε προσ8ο μεΐναι τήν ημέραν, κάγώ προσέμεινα οΰκ άηδώς, ’ενθυμούμε­ νος άμα τών πλουσίων όποΐά εστι τά τε άλλα καί τά περί τοΰς γάμους, προμνηστριών τε πέρι καί ’εξετάσεων οΰσιών τε καί γένους, προικών τε καί εδνων καί υποσχέσεων καί άπατών, ομολογιών τε καί συγγραφών, καί τελευταΐον πολλάκις εν αΰτοΐς τοΐς γάμοις λοιδοριών καί άπεχθειών.

138

ο Κ

υνηγός

να χρειαστούμε λίγο κρασάκι. Μα κι απ’ αυτό εύκολα βρί­ σκουμε στο χωριό.» Δίπλα της είχε σταθεί ο γιος της κοιτώντας τον πεθερό του. Κ αι κείνος είπε χαμογελαστός: «Αυτός μας καθυστερεί. Φαί­ νεται, θέλει να το παχύνει κι άλλο το γουρούνι.» Κ ι ο νεαρός: «Μα αυτό πάει να σκάσει από το πάχος.» «Πρόσεχε», είπα εγώ για να τον υποστηρίξω, «μήπως, μέ­ χρι να παχύνει το γουρούνι, μείνει το παιδί πετσί και κόκα­ λο.» Κ ι η μάνα: «Καλά λέει ο ξένος μας, γιατί και τώρα είναι πιο αδυνατισμένος από ποτέ. Και τις προάλλες τον πήρα είδηση μια νύχτα που δεν είχε ύπνο και βγήκε από την καλύβα.» «Γαβγίζανε τα σκυλιά», είπε το αγόρι, «και βγήκα να δω.» «Δε βγήκες γ ι’ αυτό, μόνο τριγυρνούσες όλο ανησυχία. Ας μην τον αφήσουμε λοιπόν να βασανίζεται άλλο.» Και αγκαλιάζοντας φίλησε τη μητέρα της κοπέλας. Και κεί­ νη είπε στον άντρα της: «Ας γίνει όπως θέλουν.» Το αποφάσισαν και είπαν, «μεθαύριο κάνουμε το γάμο». Παρακαλούσαν να μείνω κι εγώ ως τότε. Έμεινα με χαρά και συλλογιόμουν τους πλούσιους, τη ζωή τους και τους γάμους τους: προξενήτρες, έρευνες για την περιουσία και την καταγω­ γή, προίκες και γαμήλια δώρα και υποσχέσεις και απάτες, πα­ ζαρέματα και προικοσύμφωνα, και στο τέλος -πολλές φορές α­ κόμα και την ώρα του γάμου-, αντεγκλήσεις και μίση.

139

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

"Απαντα δή τούτον τον λόγον διήλθον ούκ άλλως ούδ’ ώς τ ά χ ’ άν δόξαιμί τισιν, άδολεσχέίν βουλόμενος, άλλ ’ ουπερ εξ άρχής ύπεθέμην βίου και τής τών πενήτων διαγωγής παρά­ δειγμα εκτιθείς, δ αύτός ήπιστάμην, τωβουλομένω θεάσασθαι λόγων τε και ’έ ργων και κοινωνιών τών πρός άλλήλους, εϊ τι τών πλουσίων ελαττουνται διά τήν πενίαν πρός τό ζήν εύ­ σχημό νως και κατά φύσιν ή τω παντϊ πλέον έχουσιν. και δή82 τα και τό τού Εύριπίδου σκοπών, εϊ κ α τ’ άλήθειαν άπόρως αύτόίς έχει τά πρός τούς ξένους, ώς μήτε ύποδέξασθαί ποτε δύνασθαι μήτε επαρκέσαι δεομένω τινί, ούδαμή πω τοιοΰτον εύρίσκω τό τής ξενίας, άλλά και πύρ έναύοντας προθυμότε­ ρο ν τών πλουσίων και οδών άπροφασίστους ήγεμόνας" επεί τοι τά τοιαύτα και αϊσχύνοιντο άν' πολλάκις δε και μεταδί­ δοντας ών έχουσιν ετοιμότερον' ού γάρ δή ναυαγώ τις δώσει εκείνων ούτε τό τής γυναικός άλουργές ή τό τής θυγατρός ούτε πολύ ήττον τούτου φόρημα, τών χλαινών τινα ή χ ιτώ ­ νων, μυρία έχοντες, άλλ ’ ούδέ τών οίκετών ούδενός ϊμάτιον. 83 Δ ηλοΐ δέ και τούτο'Ομηρος' τον μέν γάρ Εύμαιον πεποίηκε δούλον και πένητα όμως τον Οδυσσέα καλώς ύποδεχόμενον και τροφή και κοίτη' τούς δέ μνηστήρας ύπό πλούτου και ύβρεως ού πάνυ ραδίως αύτω μεταδίδοντας ούδέ τών άλλοτρίων, ώς που και αύτός πεποίηται λέγων πρός τον Α ντί8ι

ΐ 4ο

ο Κ

υνηγός

Όλη αυτή την ιστορία δεν την διηγήθηκα άσκοπα ή επειδή είχα όρεξη να φλυαρήσω, όπως ίσως νομίσουν κάποιοι, αλλά για να παρουσιάσω ευθύς εξ αρχής ένα παράδειγμα για τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά των φτωχών' πράγματα που τα έζησα ο ίδιος, να τα παρουσιάσω σε όποιον ενδιαφέρεται να διαπιστώσει εάν τα λόγια κι οι πράξεις κι οι σχέσεις των φτω­ χών μεταξύ τους είναι, λόγω φτώχειας, κατώτερα από πλευ­ ράς ευπρέπειας και φυσικότητας απ’ ό,τι των πλουσίων -ή μή­ πως είναι ανώτεροι τους σε όλα. Κ ι όταν καλοσκέφτομαι τα λόγια του Ευριπίδη3 κι αναρω­ τιέμαι au στ’ αλήθεια οι φτωχοί δυσκολεύονται με τους ξένους τόσο που να μην είναι σε θέση μήτε να υποδεχτούν μήτε να συνδράμουν κάποιον που ’χει ανάγκη, τέτοιο πράγμα δε βρί­ σκω όσον αφορά στη φιλοξενία. Αντίθετα, και φωτιά θα ανά­ ψουν με προθυμία μεγαλύτερη από ό,τι οι πλούσιοι, και στο δρόμο που ψάχνεις θα σε οδηγήσουν δίχως ψευτοδικαιολογίες -γιατί τις ντρέπονται- και πολλές φορές είναι πιο πρόθυμοι να σου δώσουν από αυτά που έχουν. Βλέπετε, κανένας πλού­ σιος δεν πρόκειται να δώσει σε ναυαγό την πορφύρα της γυ­ ναίκας του ή της κόρης του ή κάποιο φτηνότερο φόρεμα, μια χλαίνη ή κανένα χιτώνα, παρ’ όλο που έχουν αμέτρητα -ού­ τε καν το ρούχο ενός υπηρέτη. Το δείχνει και ο Όμηρος αυτό: γιατί τον Εύμαιο τον πα­ ρουσιάζει δούλο και φτωχό, που όμως καλοδέχεται τον Οδυσσέα και του προσφέρει και φαί και κρεβάτι να κοιμηθεί' ενώ τους μνηστήρες τούς παρουσιάζει μες στα πλούτη και την α­ λαζονεία, να μη του προσφέρουν τίποτα με ευκολία, ούτε καν απ’ αυτά που δεν είναι δικά τους' όπως παρουσιάζει και τον ίδιο τον Οδυσσέα, που σε κάποιο σημείο λέει στον Αντίνοο,

ΐ4ΐ

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

νουν, ονειδίζω ν τήν ανελευθερίαν, οΰ σ ύγ’ αν εξ οίκου σω επιστάτη οΰδ’ άλα δοίης, δς νυν άλλοτρίοισι παρήμενος ούτι μοι έτλης σίτου άπάρξασθαι, πολλών κατά οίκον εόντων. 84 Κ α ι τούτους μεν έστω διά τήν άλλην πονηριάν είναι τοιούτους' άλλ ’ οΰδε τήν Πηνελόπην, καίτοι χρηστήν ουσαν και σφόδρα ήδέως διαλεγομένην πρός αΰτόν και περί τού άνδρός πεπυσμένην, οΰδε ταύτην φησιν ϊμάτιον αΰτω δούναι γυμνω παρακαθημένω, άλλ ’ ή μόνον επαγγέλλεσθαι, αν άρα φαν)j 85 άληθεύων περί τού Όδυσσέως, ότι εκείνου τού μηνός ήξοι, καί ύστερον, επειδή τό τόζον ητει, τών μνηστήρων, οΰ δυναμένων εντείναι, χαλεπαινόντων εκείνω, ότι ήξίου πρός αΰτούς άμιλλάσθαι περί άρετής, άξιοι δοθήναι αΰτω' οΰ γάρ δη περί τού γάμου γε είναι κάκείνω τον λόγον, άλλ ’εάν τύχη επιτείναςκαί διαβαλών διά τών πελέκεων, επαγγέλλεται αΰ­ τω δώσειν χιτώ να καί ϊμάτιον καί υποδήματα' ώς δέον αΰ86 τον τό Εΰρύτου τόξον εντείναι καί τοσούτοις νεανίσκοις εχ­ θρόν γενέσθαι, τυχόν δε καί άπολέσθαι παραχρήμα ΰ π ’ αΰ-

τών, εί μέλλει τυγχάνει ν εξωμίδος καί υποδημάτων, ή τον Όδυσσέα, έίκοσιν ετών οΰδαμού πεφηνότα, ήκοντα άποδείξαι, καί ταύτα εν ήμέραις ρη-τάίς' εί δε μή, εν τοίς αΰτοίς άπιέναιράκεσι παρά τήςσώφρονοςκαί άγαθής’Ικαρίου θυγατρός βασιλίδος. 87 Σχεδόν δε καί δ Τηλέμαχος τοιαύτα ετερα πρός τον συβώτην λέγει περί αΰτού, κελεύων αΰτόν εις τήν πόλιν πέμπειν

142

ο Κ

υνηγός

κατηγορώντας τον για την τσιγγουνιά του:

Μεσ’ απ’ το σπίτι σου ούτε αλάτι δε θα :δίνες σε ζητιάνο, εσύ που τώρα κάθεσαι σε ξένο τραπέζι και δε δέχτηκες να μου προσφέρεις ούτε ψωμί, κι ας έχει τόσο μες στο σπίτι. Κ ι ας δεχτούμε ότι οι μνηστήρες φέρονται έτσι γιατί γενικά είναι παλιάνθρωποι. Αλλά ούτε και την Πηνελόπη' ούτε καν αυτήν δεν βάζει ο Όμηρος να δώσει ένα ρούχο στον Οδυσσέα που κάθεται δίπλα της γυμνός' παρ’ όλο που είναι χρηστή γυ­ ναίκα και συζητάει μαζί του με ευχαρίστηση και τον έχει ρω­ τήσει για τον σύζυγό της. Μονάχα του υπόσχεται ένα, αν τε­ λικά αποδειχτεί ότι της λέει αλήθεια για τον Οδυσσέα, πως θα γυρίσει μες στο μήνα. Και μετά, όταν ζήτησε το τόξο που δεν μπόρεσαν να τεντώσουν οι μνηστήρες και κείνοι θύμωσαν μα­ ζί του, που είχε την αξίωση να τους παραβγεί, εκείνη απαιτεί να του δοθεί το τόξο. Βέβαια, για κείνον δεν ισχύει καμιά υ­ πόσχεση γάμου. Του υπόσχεται μόνο πως αν πετύχει να το τεντώσει και να περάσει το βέλος ανάμεσα από τους πελέκεις, θα του δώσει ένα χιτώνα, ιμάτιο και υποδήματα. Εκείνος εί­ ναι αναγκασμένος, προκειμένου ν’ αποκτήσει υποδήματα και μια εξωμίδα, να τεντώσει το τόξο του Εύρυτου και να γίνει ε­ χθρός με τόσους νεαρούς -που ίσως και να τον καθαρίσουν επί τόπου. Ή θα πρέπει να παρουσιάσει μπροστά της -και μάλι­ στα μέσα σε καθορισμένη ημερομηνία- τον Οδυσσέα, που εί­ κοσι χρόνια δεν είχε φανεί πουθενά. Ειδεμή, φορώντας τα ίδια κουρέλια, να πάρει δρόμο από το σπίτι της φρόνιμης και αγα­ θής θυγατέρας του βασιλιά Ικάριου. Παρόμοια σχεδόν πράγματα γ ι’ αυτόν λέει κι ο Τηλέμαχος στον χοιροβοσκό, διατάζοντάς τον να στείλει τον Οδυσσέα να

143

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

88

89

90



92

τήν ταχι στην πτωχευσοντα εκει, και μη πλειους ημέρας τρεφειν εν τω σταθμφ- και γάρ ε’ι ξυνέκειτο αύτοίς ταΰτα, άλλ ’ ό γε συβώτης ού θαυμάζει το πράγμα και τήν άπανθρωπίαν, ώς έθους δή δντος ούτως άκριβώς και άνελευθέρως πράττειν τά περι τούς ξένους τούς πένητας, μόνους δε τούς πλουσίους ύποδέχεσθαι φιλοφρόνως ξενίοις καί δώροις, παρ’ ών δήλον ότι και αύτο'ι προσεδόκων τών ’ίσων άν τυχεΐν, όποια σχεδόν και τά τών νύν εστι φιλανθρωπίας τε περι και προαιρέσεως. αϊ γάρ δή δοκούσαι φιλοφρονήσεις και χάριτες, εάν σκοπη τις όρθώς, ούδε ν διαφέρουσιν εράνων και δανείων, επί τόκω συχνω καί ταύτα ώς τό πολύ γιγνόμενα, εί μη νή Λ ί ’ υπερβάλ­ λει τά νύν τά πρότερον, ώσπερ εν τη άλλη ξυμπάση κακία. έχω γε μήν είπεΐν καί περί τών Φαιάκων καί τής εκείνων φιλανθρωπίας, εί τω δοκούσιν ουτοι ούκ άγεννώς ούδ’ άναξίως τού πλούτου προσενεχθήναι τω Όδυσσεΐ, μ εθ ’όίαςμά­ λιστα διανοίας καί δι ’ ας αιτίας προυτράπησαν άφθόνως καί μεγαλοπρεπώςχαρίζεσθαι. άλλά γάρ πολύ πλείω τών ικα­ νών καί τά νύν ύπέρ τούτων είρημένα. Λ ήλον γε μήν ώς ό πλούτος ούτε πρός ξένους ούτε άλλως μέγα τι συμβάλλεται τοΐς κεκτημένοις, άλλά τούναντίον γλίσχρους καί φειδωλούς ώς τό πολύ μάλλον τής πενίας άποτελεΐν πέφυκεν. ούδε γάρ, εί τις αύ τών πλουσίων, εις που τάχα εν μυρίοις, δαψιλής καί μεγαλόφρων τον τρόπον εύρεθείη, τούτο ίκανώς δείκνυσι τό μη ούχί τούς πολλούςχείρους περί ταύτα γίγνεσθαι τών άπορωτέρων. άνδρί δε πένητι μη

144

ο Κ

υνηγός

πάει να ζητιανέψει στην πόλη το συντομότερο, και να μην τον ταΐζει άλλο μες στη στάνη. Ακόμα κι αν έτσι τα είχαν συμφωνημένα ο Οδυσσέας κι ο Τηλέμαχος, ο χοιροβοσκός δεν απο­ ρεί με το γεγονός και με τη σκληρότητα, γιατί ήταν συνηθι­ σμένο, πραγματικά, έτσι υπολογιστές και σφιχτοχέρηδες να είναι με τους φτωχούς ξένους. Και μόνο τους πλούσιους να δέ­ χονται με φιλοφροσύνη, με περιποιήσεις και δώρα, εκείνους α­ πό τους οποίους -είναι φανερό- προσδοκούσαν την ίδια αντι­ μετώπιση. Περίπου για τον ίδιο λόγο που και οι σημερινοί άν­ θρωποι δείχνουν φιλάνθρωπα αισθήματα και καλές διαθέσεις. Γ ιατί αυτές οι δήθεν φιλοφρονήσεις και χάρες, αν το καλοεξετάσουμε, δε διαφέρουν σε τίποτα από τη συνεισφορά σε ρεφενέ ή από τα υψηλότοκα δάνεια. Αυτό συμβαίνει ως επί το πλείστον, αν όχι σε χειρότερο βαθμό απ’ ό,τι παλιά, μα το Δ ί­ α -όπως συμβαίνει με όλα τα υπόλοιπα κακά.Έχω βέβαια να πω και για τους Φαίακες και τη φιλανθρωπία τους -αν κά­ ποιος έχει την εντύπωση ότι η προσφορά τους στον Οδυσσέα ήταν ευγενής και άξια του πλούτου τους-, με ποιο σκεπτικό και για ποιους λόγους παρακινήθηκαν να του χαριστούν τόσο πλουσιοπάροχα και μεγαλόπρεπα. Μα τα όσα ήδη έχουν ει­ πωθεί γ ι’ αυτούς είναι παραπάνω από αρκετά. Είναι φανερό, ναι, ότι ο πλούτος δεν συμβάλλει ώστε οι κά­ τοχοί του να γίνουν καλύτεροι, είτε προς τους ξένους είτε γενικώτερα' αντίθετα, από τη φύση του, τους καταντάει τιποτέ­ νιους και σπαγκοραμμένους, περισσότερο από όσο η φτώχεια. Και πάλι, αν ανάμεσα στους πλούσιους βρεθεί κι ένας στους δέκα χιλιάδες να ’ναι ανοιχτοχέρης και μεγαλόψυχος, αυτό δεν αρκεί για ν’ αποδείξει ότι οι περισσότεροί τους δεν είναι χειρότεροι στο θέμα αυτό από τους φτωχούς. Για ένα φτωχό

145

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

φαύλω τήν φύσιν άρκεΐ τά παρόντα και τό σώμα μετρίως άσθενήσαντι, τοιούτου ποτε νοσήματος ξυμβάντος οΐάπερ εϊωθε γίγνεσθαι τοΐς ούκ άργοΐς εκάστοτε έμπιμπλαμένοις, άνακτήσασθαι, και ξένοις έλθούσι δούναι προσφιλή ξένια, χ ω 93 ρ'ις υποψίας παρ' εκόντων διδόμενα άλύπως, ούκ ίσως άργυρούς κρατήρας ή ποικίλους πέπλους ή τέθριππον, τ ά 'Ε λ έ­ νης και Μενέλεω Τηλεμάχω δώρα. ούδέ γάρ τοιούτους υποδέχοιντ’ άν, ώς ε’ικός, ξένους, σατράπας ή βασιλέας, ει μ ή γε πάνυ σώφρονας και άγαθούς, οΐς ουδέ ν ένδεές μετά φιλίας γιγνόμενον. άκολάστους δέ κα'ι τυραννικούς ούτ’ άν όΐμαι 94 δύναιντο θεραπεύειν ϊκανώς ξένους ούτ’ άν ίσως προσδέοιντο τοιαύτης ξενίας, ουδέ γάρ τω Μενέλεω δήπουθεν άπέβη πρός τό λωον, οτι ήδύνατο δέξασθαι τον πλουσιώτατον έκ τής ’Α ­ σίας ξένον, άλλος δέ ούδε'ις 'ικανός ήν έν τή Σπάρτη τό ν Π ρι95 άμου τού βασιλέως υιόν ΰποδέξασθαι. τοιγάρτοι έρημώσας αυτού τήν οικίαν και πρός τοΐς χρήμασι τήν γυναίκα προσλαβών, τήν δέ θυγατέρα όρφανήν τής μητρός έάσας, ωχετο άποπλέων. κα'ι μετά ταύτα ό Μενέλαος χρόνον μέν πολύν έφθείρετο* πανταχόσε τής'Ελλάδος, όδυρόμενος τάς αυτού συμφοράς, δεόμενος έκάστου τών βασιλέων έπαμύναι. ήναγκάσθη δέ ϊκετεύσαι κα'ι τον άδελφόν, όπως έπιδω τήν θυγα96 τέρα σφαγησομένην έν Αύλίδι. δέκα δέ έτη καθήστο πολεμώ ν έν Τροία, πάλιν έκεΐ κολακεύων τους ηγεμόνας τού * (σ.τ.μ.:) Το «φθείρομαι» στην παθ. φωνή, όταν δεν σήμαινε φονεύομαι ή -ε­ πί γυναικών- ατιμάζομαι, είχε την έννοια του «παίρνω δρόμο» ή «γκρεμοτσακίζομαι», και συνήθως χρησιμοποιόταν στην προστακτική -ως κατάρα, όπως σήμερα το «άει πνίξου». Η απόδοση εδώ, ωστόσο, παραμένει κάπως ελεύθερη.

146

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

άνθρωπο με καλό χαρακτήρα, τα όσα έχει του φτάνουν ώστε άμα τον βρει μια ήπια αρρώστια -απ’ αυτές που τις έχουν συν­ ηθίσει οι δουλευτάδες και όσοι δεν παραχορταίνουν φαγητόνα ξαναγίνει καλά' του φτάνουν για να προσφέρει στους ξέ­ νους που θα ’ρθουν περιποίηση από καρδιάς, που δεν θα γεν­ νά την υποψία ότι γίνεται υστερόβουλα. Μπορεί να μη χαρί­ σει ασημένιους κρατήρες ή πολύχρωμα πέπλα ή τέθριππο -τα δώρα της Ελένης και του Μενέλαου στον Τηλέμαχο. Δε θα μπορούσαν άλλωστε να φιλοξενήσουν τέτοιους ξένους, σατρά­ πες και βασιλιάδες, εκτός αν οι τελευταίοι είναι πολύ μυαλω­ μένοι και καλοί και δεν θεωρούν φτωχικό ό,τι προσφέρεται μέσα απ’ την καρδιά. Ανθρώπους όμως ακόλαστους και τυ­ ραννικούς, πιστεύω δε θα μπορούσαν να τους περιποιηθούν ι­ κανοποιητικά, κι ίσως να μην ένιωθαν και την ανάγκη να προσφέρουν τη φιλοξενία τους. Και του Μενέλαου δεν του βγή­ κε σε καλό το ότι ήταν σε θέση να φιλοξενήσει τον ζάπλουτο ξένο που ήρθε από τη Ασία και τ’ ότι κανείς άλλος στην Σπάρ­ τη δεν ήταν ικανός να δεχτεί τον γιο του βασιλιά Πρίαμου. Με αποτέλεσμα, αφού του ρήμαξε το σπιτικό κι εκτός από τα πράγματα τού πήρε και τη γυναίκα κι άφησε την κόρη του ορ­ φανή από μάνα, να σαλπάρει και να εξαφανιστεί. Κ ι ύστερα ο Μενέλαος για πολύ καιρό γυρνούσε σαν την άδικη κατάρα* σ’ όλη την Ελλάδα και κλαιγόταν για τις συμφορές του και παρακαλούσε τον κάθε βασιλιά να τον βοηθήσει να πάρει εκδίκη­ ση. Μέχρι που αναγκάστηκε και τον αδερφό του να ικετεύσει, να προσφέρει την κόρη του για θυσία στην Αυλίδα. Και έμει­ νε δέκα χρόνια να πολεμάει στην Τροία, και πάλι εκεί καλόπιανε τους αρχηγούς του στρατού -κι ο ίδιος και ο αδερφός του. Αλλιώς, οι άλλοι θύμωναν και απειλούσαν κάθε φορά να

147

Δ

ιών

Χ

ρυςοςτομος

στρατού και αυτός και δ αδελφός' έι δε μή, ώργίζοντο και ήπείλουν εκάστοτε άποπλεύσεσθαι' και πολλούς πόνους και κινδύνους αμήχανους ύπομένων, ύστερον δε ήλατο και ούχ οΐός τ ’ ήν δίχαμυρίων κακών όίκαδ’ άφικέσθαι. 97 ^Λρ ’ ουν ού σφόδρα άξιον άγασθαι τού πλούτου κατά τον ποιητήν και τω όντι ζηλωτδν ύπολαβέΐν, ό φησιν αύτούμέγιστον είναι άγαθόν, τό δούναι ξένοις, και εάν ποτέ τινες έλ­ θω σι τρυφώντες επί τήν οικίαν, μή άδύνατον γενέσθαι παρασχέίν κατάλυσιν και προθείναι ξένια, οΐς αν εκείνοι μάλι9« στα ήδοιντο; λέγομεν δε ταύτα μεμνημένοι τών ποιητών, ούκ άλλως άντιπαρεξάγοντες εκείνοις ούδε τής δόξης ζηλοτυπούντες, ήν άπό τών ποιημάτων εκτήσαντο επϊ σοφία' ού τούτων ενεκα, φιλοτιμούμενοι εξελέγχειν αύτούς, άλλά παρ’ εκείνοις μάλιστα εύρήσειν ηγούμενοι τήν τών πολλών διά­ νοιαν, ά δή και τόίς πολλόίς εδόκει περί τε πλούτου και τών άλλων, ά θαυμάζουσι, και τίμέγιστον οίονταίσφισι γενέσθαι 9 9 αν άφ ’ εκάστου τών τοιούτων. δήλον γάρ ότι μή συμφωνούντος αύτοίς τού ποιήματος μηδε τήν αύτήν γνώμην εχοντος ούκ αν ούτω σφόδρα εφίλουν ούδε επήνουν ώς σοφούς ιοο τε και άγαθούς και τάληθή λέγοντας, επέι ουν ούκ έστιν έκα­ στον άπολαμβάνοντα ελέγχειν τού πλήθους, ούδ’ άνερωτάν άπαντας εν μέρει, Τ ί γάρ σύ, ώ άνθρωπε, δέδοικας τήν πε­ νίαν ούτως πάνυ, τον δε πλούτον υπερτιμάς, τ ί δ ’ αύ σύ ελ­ πίζεις κερδανείνμέγιστον, άν τύχης πλουτήσας η νή Δ ία έμ­ πορος γενόμενος η και βασιλεύσας; (άμήχανον γάρ δή τό

148

ο Κ

υνηγός

σαλπάρουν. Κ ι αφού πέρασε ένα σωρό ταλαιπωρίες και απε­ ρίγραπτους κινδύνους, βάλθηκε μετά να περιπλανιέται, και δε μπόρεσε να γυρίσει σπίτι του παρά μόνο ύστερα από μύρια βάσανα. Αξίζει, λοιπόν, να θαυμάζουμε τόσο πολύ τα πλούτη, όπως ο ποιητής, και να τα θεωρούμε πράγματι αξιοζήλευτα; Τα πλούτη που -όπως ισχυρίζεται ο ποιητής- το μεγαλύτερο κα­ λό τους είναι ότι μας δίνουν τη δυνατότητα να προσφέρουμε στους ξένους, κι αν ποτέ μας έρθουν στο σπίτι τίποτε καλομα­ θημένοι, να μπορούμε να τους προσφέρουμε κατάλυμα και πε­ ριποίηση που θα την ευχαριστηθούν με το παραπάνω...Τους ποιητές δεν τους μνημονεύω εδώ για να τους αντιπαρατεθώ έτσι γενικά, ούτε επειδή φθονώ τη φήμη τους ότι είναι σοφοί. Ο λόγος που φιλοδοξώ να τους βγάλω ψεύτες δεν είναι αυτός' είναι επειδή πιστεύω πως στα έργα τους, περισσότερο από ο­ πουδήποτε αλλού, θα βρεις τη νοοτροπία του κόσμου, το τι πιστεύει ο πολύς ο κόσμος για τον πλούτο και τ άλλα που θαυμάζει, και ποιο είναι το μεγαλύτερο καλό που φαντάζεται ότι μπορεί να του προσφέρει το καθένα απ’ αυτά. (Φως φανά­ ρι, ότι αν τα ποιήματα δεν συμφωνούσαν με την κοινή γνώμη και δεν εκφράζαν την άποψη των πολλών, εκείνοι δεν θα αγα­ πούσαν τόσο πολύ τους ποιητές ούτε θα τους παινεύαν ως σο­ φούς και καλούς ανθρώπους που λένε αλήθειες). Έπειτα, δεν είναι δυνατό να πιάνουμε έναν-έναν τους ανθρώπους μέσα απ’ το πλήθος και να τους ρωτάμε τον καθένα ξεχωριστά, «Για­ τί, άνθρωπέ μου, φοβάσαι τη φτώχεια τόσο πολύ και υπερτι­ μάς τα πλούτη, και ποιο περιμένεις να ’ναι το μεγαλύτερο κέρδος σου, μα το Δία, αν το φέρει η τύχη να πλουτίσεις ή αν γίνεις έμπορος ή βασιλιάς;» -είναι απίθανο κάτι τέτοιο και τε-

149

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ιοί τοιούτον και οΰδαμώς άνυστόν) ούτως ούν επϊ τους προφήτας αΰτών και συνηγόρους, τοΰς ποιητάς, εξ ανάγκης ϊμεν, ώς εκείφανεράς και μέτροις κατακεκλειμένας εΰρήσοντες τάς ΐ02 τών πολλών δόξας'και δήτα οΰ πάνυμοι δοκούμεν άποτυγ­

χάνει ν. τούτο δε σύνηθες δήπου και τοΐς σοφωτέροις, δ νύν η­ μείς ποιούμεν' επέι και αΰτοΐς τούτοις τοΐς έπεσιν άντείρηκε τών πάνυ φιλοσόφων τις, ον οΰδεις, εμοϊ δοκεΐν, φαίη άν πο­ τε φιλονικούντα τούτοις τε άντειρηκέναι και τοΐς υπό Σοφοκλέους εις τον πλούτον ε’ιρημένοις, εκείνοις μεν ε π ’ ολίγον, τοΐς δε τού Σοφοκλέους επί πλέον, οΰ μήν, ώσπερ νύν ημείς, διά μακρών, άτε οΰ παραχρήμα κατά πολλή ν εξουσίαν διεξιών, άλλ ’ ενβίβλοις γράφων. ΐ03 Γεωργικού μεν δή πέρι και κυνηγετικού τε και ποιμενικού βίου τάδε πλείω διατριβήν ίσως παρασχόντα τούμετρίου λελέχθω, προθυμουμένων ημών άμηγέπη δεΐξαι πενίαν ώς οΰκ άπορον χρήμα βίου και ζωής πρεπούσης άνδράσιν ελευθέροις αΰτουργεΐν εθέλουσιν, άλλ ’ επι κρείττω πολΰ και συμφορώτερα έργα και πράξεις άγον και μάλλον κατά φύσιν ή εφ ’ οΐα ο πλούτος εΐωθε τοΰς πολλούς προτρέπειν. εΐεν δή, περι τών ΐ04 εν άστει και κατά πόλιν πενήτων σκεπτέον άν ε’ίη τού βίου και τών εργασιών, πώς άν μάλιστα διάγοντες και ποΐ ’ άττα μεταχειριζόμενοι δυνήσονται μη κακώς ζην μηδε φαυλότερον τών δανειζόντων επϊ τόκοις συχνόΐς, ευ μάλ ’ επισταμένων τον ημερών τε και μηνών άριθμόν, και τών συνοικίας τε μ ε­ γάλα ς καϊ ναύς κεκτημένων και άνδράποδα πολλά’

150

ο Κ

υνηγός

λείως ακατόρθωτο. Κ ι έτσι, αναγκαστικά, πάμε στους ποιη­ τές, που ’ναι συνήγοροι και ερμηνευτές της θέλησης του κό­ σμου, αφού σ’ αυτούς θα βρούμε ξεκάθαρες και έμμετρα διατυ­ πωμένες τις ιδέες των πολλών ανθρώπων. Και δε νομίζω να πέσουμε έξω, αφού αυτό που κάνω τώρα το συνηθίζουν και άνθρωποι πιο σοφοί από μένα. Πάνω στους ίδιους αυτούς στί­ χους του Ευριπίδη έχει εκφράσει τις αντιρρήσεις του ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους, ένας άνθρωπος για τον οποίο δεν νομίζω πως θα μπορούσε κανείς να πει ότι από εριστική διάθεση και μόνο αντέκρουσε και του Σοφοκλή την άποψη για τον πλούτο -του Ευριπίδη με συντομία, όμως του Σοφοκλή εκτενέστερα' όχι όμως όπως εγώ τώρα με πολλές-πολλές κουβέντες, καθώς δεν είχε την άνεση για αυτοσχεδιασμούς και πολυλογίες, παρά έγραφε σε βιβλίο. Αυτά είχα να πω για τη ζωή την αγροτική, την κυνηγετική και ποιμενική, ξεπερνώντας, ίσως, το μέτρο. Επιθυμούσα ό­ μως να σας δείξω κατά κάποιο τρόπο, ότι η πενία δεν είναι εμ­ πόδιο για να ζήσει κανείς όπως ταιριάζει σε άντρες ελεύθερους που είναι πρόθυμοι να δουλέψουν’ αντίθετα, τους οδηγεί σε έρ­ γα και πράξεις πολύ καλύτερες και συμφερότερες και πιο εναρ­ μονισμένες με την φύση του ανθρώπου, απ’ ό,τι τα έργα στα οποία συνήθως σπρώχνει ο πλούτος τον πολύ κόσμο. Ωραία, λοιπόν. Θα ’πρεπε να σκεφτούμε σχετικά με τη ζωή και την απασχόληση των φτωχών που ζούνε στο άστυ ή σε κάποια πόλη' με τι τρόπο ζωής και με τι μέσα, όχι μόνο να μη δυσ­ τυχούν αλλά και να μη γίνουν πιο φαύλοι από τους τοκογλύ­ φους που ξέρουν μόνο να μετράνε μέρες και μήνες, κι από τους μεγαλοϊδιοκτήτες διαμερισμάτων και πλοίων και δούλων.

151

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Μ ήποτε σπάνια ή τά εν ταΐς πόλεσιν έργα τοΐς τοιούτοις, άρορμής* τε έξωθεν προσδεόμενα, δταν ο’ικεϊν τε μισθού δέη και τάλλ ’ έχειν ώνουμένους, ού μόνον ϊμάτια και σκεύη και σίτον, άλλά και ξύλα, τής γε καθ’ ήμέραν χρείας 'ένεκα τού πυρός, κάν φρυγάνων δέη ποτέ ή φύλλων ή άλλου ότουούν ιο6 τών πάνυ φαύλων, δίχα δέ ύδατος τά άλλα σύμπαντα άναγκάζωνται λαμβάνειν, τιμήν κατατιθέντες, άτε πάντων κατακλειομένων και μηδενός έν μέσω φαινομένου πλήν γε όΐμαι τών έπ'ι πράσει πολλών και τιμίων. τάχα γάρ φανεϊται χ α ­ λεπό ν τοιούτω βίω διαρκεϊν μηδέν άλλο κτήμα έξω τού σώ­ ματος κεκτημένους, άλλως τε όταν μή τό τυχόν έργον μηδέ πάνθ ’ ομοίως συμβουλεύωμεν αύτοΐς, όθεν έστι κερδάναι' ΐ07 ώστε ίσως άναγκασθησόμεθα έκβαλεΐν έκ τών πόλεων τω λόγω τούς κομψούς πένητας, ϊνα παρέχωμεν τω όντι καθ’ Όμηρον τάς πόλεις ευ ναιεταώσας, ύπό μόνων τών μακα­ ρίων οϊκουμένας, ’εντός δέ τείχους ούδένα έάσομεν, ώς έοικεν, ε’ λεύθερον ’εργάτην, άλλά τούς τοιούτους άπαντας τί δράσομεν; ή διασπείραντες έν τη χώρα κατοικιούμεν, καθάπερ ’Α ­ θηναίους φασ'ι νέμεσθαι καθ’ όλην τήν’Αττικήν τό παλαιόν, ιο8 και πάλιν ύστερον τυραννήσαντος Πεισιστράτου; ούκουν ού­ δέ έκείνοις άξύμφορος ή τοιαύτη δίαιτα έγένετο, ούδέ άγεννεϊς ήνεγκε φύσεις πολιτών, άλλά τω παντ'ι βελτίουςκαι σωφρονεστέρους τών έν άστει τρεφομένων ύστερον ’εκκλησια­ στών και δικαστών και γραμματέων, άργών άμα και βαναύ105

' (σ.τ.μ.:) Η λέξη αφορμή έχει οικονομικό περιεχόμενο και σημαίνει ακριβώς «κεφάλαιο», ή/και «τραπεζικό» κεφάλαιο.

152

ο Κ

υνηγός

Ίσως να σπανίζουν στις πόλεις οι δουλειές για τέτοιους φτω­ χούς ανθρώπους και να χρειάζονται κεφάλαια* τρίτων, τη στιγμή που οι ίδιοι είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν νοίκι για να ζουν σε σπίτι και γενικά όλα να τα αγοράζουν, όχι μό­ νο ρούχα, τρόφιμα και σκεύη αλλά και τα ξύλα για τις καθη­ μερινές τους ανάγκες. Ακόμα και φρύγανα αν χρειαστούν ή φύλλα ή ο,τιδήποτε άλλο μηδαμινό πράγμα -εκτός απ’ το νε­ ρό, βέβαια- είναι υποχρεωμένοι για το κάθε τι να πληρώνουν το αντίτιμο, καθώς τα πάντα είναι κλειδαμπαρωμένα και απ’ ό,τι καταλαβαίνω, τίποτα δε βγαίνει στην αγορά εκτός από έ­ να πλήθος εμπορευμάτων που κοστίζουν ακριβά. Γρήγορα λοιπόν θα φανεί πως μια τέτοια ζωή είναι δύσκο­ λο να την αντέξουν, αφού δεν έχουν άλλο τίποτα εκτός από το σώμα τους' πόσο μάλλον όταν δεν τους συμβουλεύουμε να πιάνουν τη δουλειά που θα τους τύχει ή να κάνουν ο,τιδήποτε θα τους αποφέρει κέρδος. Κ ι έτσι, στα λόγια, ίσως αναγκα­ στούμε να διώξουμε από τις πόλεις τη γραφική φτωχολογιά για να ’χουμε να παρουσιάζουμε πόλεις πραγματικά «αρχο­ ντικές», που λέει κι ο Όμηρος, κατοικημένες μόνο από πλού­ σιους' και προφανώς, να μην αφήσουμε εντός των τειχών ού­ τε έναν ελεύθερο εργάτη. Τ ι θα κάνουμε όμως με όλους αυ­ τούς; Μήπως θα τους σκορπίσουμε στην ύπαιθρο και θα τους εγκαταστήσουμε εκεί, όπως έκαναν τα παλιά χρόνια οι Αθη­ ναίοι, που είχαν πιάσει όλη την Αττική, κι άλλη μια φορά επί τυραννίας Πεισίστρατου; Κάθε άλλο παρά τους έβλαψε εκείνος ο τρόπος ζωής' ούτε εκφυλισμένους πολίτες δημιούργησε -α­ ντίθετα, σε όλα καλύτερους και πιο μυαλωμένους από τους μετέπειτα εκκλησιαστές και δικαστές και γραμματείς που τους τάιζε η πόλη, κι ήσαν αχαΐρευτοι και χοντράνθρωποι. Δεν υ-

153

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ09

ιιο

πι

ιΐ2

σων. ούκούν ο κίνδυνοςμέγας ούδε χαλεπός, εί πάντες ουτοι καί πάντα τρόπον αγροίκοι έσονταΓ όΐμαι δ ’ όμως αύτούς ούκ άπορήσειν ούδε εν άστει τροφής. Ά λ λ ά ίδωμεν πόσα καί άττα πράττοντες επιεικώς ήμίν διάξουσιν, ίνα μή πολλάκις άναγκασθώσιν άργοί καθήμενοι πρός τι τών φαύλων τραπήναι. αί μεν δή σύμπασαι κατά πόλιν εργασίαι καί τέχναι πολλαί καί παντοδαπαί, σφόδρα τε λυσιτελείς ένιαι τοΐςχρωμένοις, εάν τις τό λυσιτελές σκοπή πρός άργύριον. όνομάσαι δε αύτάς πάσας κατά μέρος ού ράδιον διά τό πλήθος καί τήν άτοπίαν ούχ ήττον. ούκούν οδε είρήσθω περί αύτών εν βραχεί ψόγος τε καί έπαινος, όσαι μεν σώματι βλαβεραί πρός ύγίειαν ή πρός ίσχύν τήν ικανή ν δι ’ άργίαν τε καί εδραιότητα ή ψυχή άσχημοσύνην τε καί άνελευθερίαν εντίκτουσαι ή άλλως άχρεΐοι καί πρός ούδέν όφε­ λος είσιν εύρημέναι δι ’ άβελτερίαν τε καί τρυφήν τών πόλε­ ων, ας γε τήν άρχήν μήτε τέχναςμήτε εργασίας τό γε όρθόν καλεΐν' ού γάρ άν ποτε 'Ησίοδος σοφός ών έπήνεσεν ομοίως παν έργον, εί τι τών πονηρών ή τών αισχρών ήξίου ταύτης τής προσηγορίας' αΐςμέν άν τις προσή τούτων τών βλαβών καί ήτισούν, μηδένα άπτεσθαι τών ελευθέρων τε καί επιεικών μηδέ έπίστασθαι μήτε αύτόν μήτε παΐδας τούς αύτού διδά­ σκει ν, ώς ούτε καθ’ 'Ησίοδον ούτε καθ’ ημάς εργάτην έσόμενον, άν τι μεταχειρίζηται τοιούτον, άλλά άργίας τε άμα καί αίσχροκερδείας άνελεύθερον εξοντα όνειδος, βάναυσον καί άχρεΐον καί πονηρό ν άπλώς όνομαζόμενον. όσα δέ αύ μήτε

154

ο Κ υνηγός

πάρχει λοιπόν κανένας κίνδυνος μέγας και φοβερός, αν όλοι αυτοί γίνουν με κάθε τρόπο αγρότες. Όμως πιστεύω ότι και μες στην πόλη δεν θα τους λείψει η τροφή. Ας δούμε όμως με πόσα και με τι λογιών επαγγέλματα θα ζήσουν αξιοπρεπώς, ώστε να μην υποχρεώνονται κάθε τόσο να στρέφονται σε βρώμικες ασχολίες, επειδή θα ’ναι άεργοι. Οι δουλειές κι οι τέχνες στις πόλεις είναι πολλές και κάθε λογής. Κάποιες είναι πάρα πολύ αποδοτικές για κείνους που τις α­ σκούν -αν λέγοντας «αποδοτικό» έχουμε κατά νου τα λεφτά. Δεν είναι όμως εύκολο να τις αναφέρω μία μία χωριστά’ και γιατί είναι πολλές και γιατί δεν είναι ώρα για κάτι τέτοιο. Ας περιοριστώ λοιπόν εδώ σε σύντομους επαίνους και ψόγους. Όσες δουλειές βλάπτουν τη σωματική υγεία ή στερούν από το σώμα την απαραίτητη δύναμη επειδή είναι τεμπέλικες και καθιστικές’ ή όσες γεννούν μες στην ψυχή την ασχήμια και τη φιλαργυρία' ή όσες είναι άχρηστες γενικά και δεν ωφελούν κανέναν και εφευρέθηκαν χάρη στην ανοησία και την πολυτέλεια των πόλεων' το σωστό είναι όλες αυτές να μη τις ονομάζου­ με τέχνες μήτε εργασίες. Ο Ησίοδος που ήταν άνθρωπος σο­ φός, ποτέ δεν θα παίνευε όλες τις δουλειές το ίδιο, αν κάποια ελεεινή ή αισχρή απασχόληση αξίωνε να τη λέμε δουλειά. Λοι­ πόν, κανείς ελεύθερος και έντιμος άνθρωπος να μη καταγίνε­ ται με έργα που είναι σύμφυτα με τις παραπάνω βλάβές ή τις όποιες άλλες' ούτε ο ίδιος να τα μαθαίνει ούτε στα παιδιά του να τα διδάσκει, γιατί αν μπλέκει μ’ αυτά δεν πρόκειται να γ ί­ νει αυτό που ο Ησίοδος και εγώ εννοούμε με τη λέξη «εργά­ της», παρά θα τον βαραίνει το όνειδος της τεμπελιάς και της αισχροκέρδειας και θα του βγει το όνομα ότι είναι πρόστυχος,

155

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

άπρεπή τοίς μετιούσι μοχθηρίαν τε μηδεμίαν εμποιούντα τή ψυχή μήτε νοσώδη τών τε άλλων νοσημάτων και δήτα άσθενείας τε και οκνου και μαλακίας διά πολλήν ησυχίαν εγγιγνομένης εν τω σώματι, και μην χρείαν γε 'ικανήν παρέ113 χοντα πρδς τον βίον, πάντα τά τοιαύτα πράττοντες προθύμω ς και φιλοπόνως ουποτ’ άν ενδεείς έργου και βίου γίγνοιντο, ούδ’ άν άληθή τήν επίκλησιν παρέχοιεν τοίς πλουσίο ις καλείν αυτούς, ήπερ ε’ιώθασιν, άπορους δνομάζοντες, τουναντίον μάλλον εκείνων δντες πορισται και μηδενδς άπορούντες, ώς έπος έιπείν, τών άναγκαίων και χρησίμων. ιΐ4 Φέρε ουν μνησθώμεν άφ’ εκατέρου τού γένους, έι και μή πάνυ άκριβώς εκαστα φράζοντες, άλλ ’ ώς τύπω γε κατιδέίν, τά ποΤ άττα και ών ενεκα ού προσιέμεθα, και ποία θαρρούντας επιχειρείν κελεύομεν, μηδέν φροντίζοντας τών άλλως τά τοιαύτα προφερόντων, οΐον έιώθασι λοιδορούμενοι προφέρειν πολλάκις ού μόνον τάς αύτών εργασίας, άίς ούδεν άτοπον πρόσεστιν, άλλά και τών γονέων, άν τίνος έριθος ή μήτηρ ή τρυγήτρια εξελθούσά ποτε ή μισθού τιτθεύση πάίδα τών ορ­ φανών ή πλουσίων ή δ πατήρ διδάζη γράμματα ή παιδαγωιΐ5 γήσγι’ μηδέν ούν τοιούτον άισχυνομένους δμόσε ϊέναι. ού γάρ άλλως αύτά ερούσιν, άν λέγωσιν, ή ώς σημεία πενίας, πενίαν αύτήν λοιδορούντες δήλον ότι και προφέροντες ώς κακόν δή τι και δυστυχές, ού τών έργων ούδέν. ώστε επειδή ού φαμεν χείρον ούδε δυστυχέστερον πλούτου πενίαν, τοίς δε πολλοίς

156

ο Κ υνηγός

άχρηστος και παλιάνθρωπος. Κ ι από την άλλη, αν ασχολη­ θούν πρόθυμα και φιλόπονα με δουλειές που μήτε απρεπείς εί­ ναι μήτε την ψυχή φθείρουν μήτε αρρώστιες προκαλούν -και ιδιαίτερα, σωματική αδυναμία, βαρεμάρα και νωθρότητα απ’ την πολλή ακινησία- και επιπλέον σου παρέχουν τα προς το ζην, ποτέ δεν θα έμεναν άνεργοι ούτε θα τους έλειπαν τα απα­ ραίτητα και θα ’βγαίνε ψεύτικο το παρατσούκλι που τους έ­ χουν κολλήσει οι πλούσιοι, που συνηθίζουν να τους αποκαλούν άπορους' ίσα ίσα, που θα είναι ποριστές περισσότερο α­ πό ό,τι είναι οι πλούσιοι και δεν θα τους λείπει τίποτα, που λέ­ ει ο λόγος, από τα χρήσιμα και αναγκαία. Ας θυμίσω λοιπόν, χωρίς να τα περιγράψω με πολλές λε­ πτομέρειες αλλά αναφέροντας ενδεικτικά, επαγγέλματα και των δυο κατηγοριών, ποια δεν εγκρίνω και για ποιους λόγους και ποια επαγγέλματα συμβουλεύω να αναλαμβάνουν χωρίς δισταγμό. Χωρίς να δίνουν σημασία σε κείνους που έτσι κι αλ­ λιώς τα χλευάζουν, που συνηθίζουν να κοροϊδεύουν κάθε τόσο όχι μόνο τις εργασίες των φτωχών που δεν έχουν τίποτα το ανάρμοστο, αλλά ακόμα και των γονιών τους -αν η μάνα κά­ ποιου, ας πούμε, πήγε να δουλέψει υπηρέτρια ή στον τρύγο ή αν θηλάσει ένα ορφανό ή ένα βρέφος πλουσίων ή αν ο πατέ­ ρας γίνει γραμματοδιδάσκαλος ή παιδαγωγός: να μη ντρέ­ πονται μπροστά σε κανέναν από τους άλλους παρά να τα βά­ ζουν και μαζί τους. Γ ιατί οι άλλοι λένε ό,τι λένε για αυτές τις δουλειές, επειδή τις βλέπουν σα σύμβολα της φτώχιας, και λοιδορούν την ίδια τη φτώχεια, είναι φανερό, και αυτήν κατη­ γορούν ως κάτι το κακό και δύστυχο -όχι τα επαγγέλματα. Κ ι αφού δεν παραδεχόμαστε ότι το να ’σαι φτωχός είναι χει­ ρότερο και ατυχέστερο από το να είσαι πλούσιος, κι ίσως δεν

157

____________________ Δ

ιών

Χ

ρ υ ς ο ς τ ο μ ο ς ____________________

ί’ σωςχαι ξυμφορώτερον, ούδέ τό όνειδος του ονείδους μάλλον 116 τι βαρυντέον τούτ ’ εκείνου. ε’ι γάρ τοι δέοι μή ονομάζοντας τό πράγμα, δ φέγουσι, τά χαθ’ ήμέραν συμβαίνοντα δ ι’ αυτό βλασφημεϊν προφέροντας, πολύ πλείω άν έχοιεν χαϊ τω όντι αισχρά διά πλούτον γιγνόμενα, οΰχ ήχιστα δε τό παρά τω 'Ησιόδω χεχριμένον έπονείδιστον προφέρειν, τό τής άργίας, λέγοντες, ότι σε, ώ άνθρωπε, ούτε σχαπτήρα θεο'ι θέσαν ούτ’ άροτήρα, χαι ότι άλλως τάς χειρ ας έχεις χατά τους μνηστήρας άτρίπτους χαι άπαλάς. ιΐ7 Οΰχούν τόδε μέν όίμαι παντί τω δήλον χαι πολλάχις λε­ γόμενον ίσως ότι βαφείς μέν χα\ μυρεφους σύν χουριχή γυ­ ναικών τε και άνδρών, ού πολύ τι διαφερούσαΐς τά νύν, και ποικιλτική πάση σχεδόν ούκ έσθήτος μόνον, άλλά και τρι­ χώ ν και χρωτός, έγχούση και ψιμυθίω και πάσι φαρμάκοις μηχανωμένη ώρας ψευδείς και νόθα είδωλα, έτι δέ έν οικιών όροφαΐς και τοίχοις και έδάφει τά μέν χρώμασι, τά δέ λίθοις, ιι8 τά δέχρυσω, τά δ ’έλέφαντι ποικιλλόντων, τά δέ αύτών τοί­ χω ν γλυφάίς, τό μέν άριστόν μή παραδέχεσθαι καθόλου τάς πόλεις, τό δέ δεύτερον ήμΐν έν τω παρόντι λ άγω διορίσαι μηδένα άν τοιούτον γίγνεσθαι τών ήμετέρων πενήτων, οΐς πρός τούς πλουσίους ήμεΐς άγωνιζόμεθα ώσπερ χορω τά νύν, ούχ υπέρ ευδαιμονίας προκειμένου τού άγώνος' ού γάρ πενία τούτό γε πρόκειται τό άθλον ούδέ αυ πλούτω, μόνης δέ άρε-

158

ο Κ

υνηγός

είναι πιο ασύμφορη κατάσταση για τον πολύ τον κόσμο, ο χλευασμός της φτώχειας δεν θα ’πρεπε να μας καταθλίβει πε­ ρισσότερο από τον χλευασμό του πλούτου. Κ ι αν οι άνθρωποι εκείνοι έμπαιναν στον κόπο να κακολογούν τα όσα καθημερι­ νά συμβαίνουν εξ αιτίας ενός πράγματος, δίχως να κατονομά­ ζουν ρητά αυτό το πράγμα, τότε θα είχαν να ασχολούνται πο­ λύ περισσότερο με τα αισχρά αποκυήματα του πλούτου' και δεν θ’ άφηναν τελευταία την απραξία, που ο Ησίοδος την κα­ ταδίκασε ως επονείδιστη, και θα ’λεγαν, «εσένα, άνθρωπέ μου,

ούτε σκαφτιά σε κάναν οι θεοί ούτε ζευγολάτη» και: τα χέρια σου είναι σαν των μνηστήρων, αγύμναστα και μαλακά. Λοιπόν, νομίζω είναι σε όλους προφανές και ακούγεται συ­ χνά, ότι τους βαφείς και τους αρωματοποιούς καθώς και ό­ σους καταγίνονται με την κομμωτική και των γυναικών και των ανδρών -όχι πως διαφέρει και πολύ, στις μέρες μας- και σχεδόν όλους όσοι στολίζουν όχι μόνο τα φορέματα αλλά και τα μαλλιά και το δέρμα, με κοκκινάδια, πούδρες και κάθε λογής καλλυντικά και μηχανεύονται ψεύτικα και νόθα είδωλα νεότητας' και κείνους που διακοσμούν τα ταβάνια, τους τοί­ χους και τα δάπεδα των σπιτιών με χρώματα, ψηφιδωτά, χρυσάφι και φίλντισι και ανάγλυφα πάνω στους τοίχους' αυ­ τούς όλους, το καλύτερο απ’ όλα είναι να μη τους δέχονται οι πόλεις, και κατά δεύτερο λόγο, στην ομιλία μου αυτή να ορί­ σω, οι φτωχοί μας να μη μπλέκουν με τέτοια επαγγέλματα. Διότι βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε αντιπαράθεση με τους πλούσιους, σαν χορός απέναντι σε χορό, κι ο ανταγωνισμός δεν αφορά την ευημερία -γιατί το βραβείο δεν θα πάει στη

159

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

τής εστιν έξαίρετον' άλλως δε υπέρ άγωγής τίνος και μέτρι­ οτητος βίου. Κ α ι τοίνυν ούδ’ υποκριτάς τραγικούς ή κωμικούς ή διά τινων μίμω ν άκράτου γέλωτος δημιουργούς ούδε όρχηστάς ούδε χορευτάς, πλήν γε τών 'ιερών χορών, άλλ ’ ούκ επ ί γε τοΐς Νιόβης ή Θυέστου πάθεσιν αδοντας ή όρχουμένους, ού­ δε κιθαρωδούς ούδε αύλητάς περι νίκης εν θεάτροις άμιλλωμένους, εί κ α ί τινες τών ενδόξων πόλεων επί τούτοις ήμίν δυσχερώςέξουσι, Σμύρνα καί Χίος, καί δήτα σύν ταύταις καί τό ’Ά ργος, ώς τήν 'Ομήρου τε καί Άγαμέμνονος δόξαν ούκ εώντων αύξεσθαι τό γούν εφ’ ήμίν' τυχόν δέ καί Άθηναΐοι χαλεπανούσιν, άτιμάζεσθαι νομίζοντες τούς σφετέρους ποιητάς τραγικούς καί κωμικούς, όταν τούς ύπηρέτας αύτών άφαιρώμεθα, μηδέν άγαθόν φάσκοντες έπιτηδεύειν. είκός δέ άγανακτεΐν καί Θηβαίους, ώς τής νίκης αύτών ύβριζομένης, ήν προεκρίθησαν υπό τής Ελλάδος νικάν έ π ’αύλητική' ταύτην δέ τήν νίκην ούτω σφόδρα ήγάπησαν, ώστε άναστάτου τής πόλεως αύτοΐς γενομένης καί έτι νύν σχεδόν ούσης πλήν μικρού μέρους, τής Καδμείας οικουμένης, τών μέν άλλων ούδενός έφρόντισαν τών ήφανισμένων άπό πολλών μέν ιε­ ρών, πολλών δέ στηλών καί επιγραφών, τον δέ Έ ρμήν άναζητήσαντες πάλιν άνώρθωσαν, έφ ’ ω ην τό επίγραμμα τό περί τής αύλητικής, ’Ελλάςμέν Θήβας νικάν προέκρινεν έν αύλοΐς'

ο Κ

υνηγός

φτώχεια ή τον πλούτο καθαυτά, αλλά σε κείνον που ξεχωρί­ ζει στην αρετή: ο ανταγωνισμός αφορά στην αγωγή και στη μετρημένη ζωή. Γιαυτό, ούτε ηθοποιοί να μη γίνονται, είτε τραγικοί είτε κωμικοί είτε της μιμικής -γελωτοποιοί που θα προκαλούν μο­ νάχα το γέλιο- μήτε χορευτές μήτε μέλη χορού -εκτός βέβαια των ιερών χορών' πάντως, όχι να τραγουδούν και να παρι­ στάνουν τα πάθη της Νιόβης και του Θυέστη, μήτε να αντα­ γωνίζονται άλλους κιθαριστές και αυλητές μες στα θέατρα για να κερδίσουν μια νίκη. Αν και θα δυσφορήσουν μαζί μου κάποιες πόλεις ένδοξες σαν τη Σμύρνη και τη Χίο και φυσικά μαζί μ’ αυτές και το Άργος, που δήθεν, όσο περνά από το χέ­ ρι μου δεν αφήνω να μεγαλώσει η δόξα του Όμηρου και του Αγαμέμνονα. Μπορεί να θυμώσουν κι οι Αθηναίοι, νομίζον­ τας πως περιφρονώ τους τραγικούς και κωμικούς συγγραφείς τους, μιας και στερώ το θέατρο από τους υπηρέτες του, υπο­ στηρίζοντας πως τίποτα καλό δε βγαίνει από το επάγγελμα αυτό. Ως κι οι Θηβαίοι είναι φυσικό να αγανακτήσουν, γιατί προσβάλλεται η νίκη που κέρδισαν πανελλαδικά στην αυλητική. Τόσο πολύ την αγάπησαν τη νίκη τους εκείνη, που όταν η πόλη τους καταστράφηκε τελείως -κι εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να ’ναι κατεστραμμένη, όλη εκτός από ένα μικρό μέ­ ρος που κατοικείται, η Καδμεία- οι Θηβαίοι δεν φρόντισαν για τίποτα άλλο από τα τόσα που αφανίστηκαν (ένα σωρό ναοί, αναθηματικές στήλες και επιγραφές), παρά έψαξαν να βρουν και να ξαναστήσουν όρθιο τον Ερμή που είχε χαραγμένο το ε­ πίγραμμα,

Η Ελλάδα προεκρινετη Θήβα νικήτρια στον αυλό.

ι6ι

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

και νύν επι μέσης τής αρχαίας αγοράς εν τούτο άγαλμα εΐ22 στηκεν εν τοίς ερειπίοις. ού δή φοβηθέντες ούδένα τούτων ούδε τούς επιτιμήσοντας ήμίν, ώς τά σπουδαιότατα παρά τοίς'Έλλησι φέγομεν, άπαντα τά τοιαύτα ούκ αιδημόνων ούδε ελευθέρων άνθρώπων άποφαινόμενοι έργα, ώς άλλα τε πολλά δυσχερή πρόσεστιν αύ τοίς και δή μέγιστον τό τής άναιδείας, τό μάλλον τού δέοντος φρονείν τον όχλον, όπερ θρασύνεσθαι καλείν όρθότερον. ΐ23 Ούκουν ούδε κήρυκας ώνίων ούδε κλοπών ή δρασμώνμήνυτρα προτιθέντας εν δδοίς καί εν άγορά φθεγγομένουςμετά πολλής ελευθερίας, ούδε συμβολαίων και προκλήσεων και καθόλου τών περ\ δίκας και εγκλήματα συγγραφείς, προσποιουμένους νόμιμον εμπειρίαν, ούδε αύ τούς σοφούς τε και δεινούς δικορράφους τε και συνηγόρους, μισθού πάσιν δμοίως επαγγελλομένους βοηθήσειν, και άδικούσι τά μέγιστα, και άναισχυντήσειν ύπερ τών άλλοτρίων άδικημάτων και σχετλιάσειν και βοήσεσθαι και ικετεύσειν ύπερ τών ούτε φίλων ούτε συγγενών σφίσιν όντων, σφόδρα εντίμους και λαμπρούς ενίους είναι δοκούντας εν τή πόλει, ούδε τοιούτον ούδένα άξιόίμεν άν εκείνων γίγνεσθαι, παραχωρείν δε ετέροις. χειρο124 τέχναςμεν γάρ εξ αύτών τινας άνάγκη γενέσθαι, γλωσσοτέχνας δε και δικοτέχνας ούδεμία άνάγκη. Τούτων δε τών έιρημένων τε και ρηθησομένων εί τινα δο-

1 62

ο Κ

υνηγός

Kat σήμερα, στη μέση της παλιάς αγοράς, μόνο αυτό το ά­ γαλμα βρίσκεται όρθιο ανάμεσα στα ερείπια. Κανέναν τους δεν θα φοβηθώ, ούτε και αυτούς που θα με κα­ τηγορήσουν ότι μέμφομαι εκείνα που οιΈλληνες θεωρούν ως τα πιο σπουδαία και ότι αποφαίνομαι πως όλα τούτα δεν εί­ ναι έργα σεμνών και ελευθέρων ανθρώπων, γιατί έχουν πολ­ λά λυπηρά επακόλουθα και το μεγαλύτερο απ’ όλα είναι η α­ ναίδεια, εκείνη η φαντασμένη ψωροπερηφάνεια του όχλου, που σωστότερο θα ήταν να την πούμε αλαζονεία. Δεν θα αξίωνα ούτε διαφημιστές εμπορευμάτων να γίνονται οι φτωχοί, ούτε ντελάληδες αμοιβών για όσους συλλάβουν κλέφτες ή δραπέτες, και να φωνάζουν δίχως συστολή μες στους δρόμους και στην αγορά- ούτε να συντάσσουν δικαστι­ κές κλήσεις και αγωγές για διαφορές που προκύπτουν από συ­ ναλλαγές, δικαστικά έγγραφα και μηνύσεις γενικότερα, παριστάνοντας τους νομομαθείς- ούτε πάλι να γίνουν σοφοί και φοβεροί δικολάβοι και δικηγόροι, να υπόσχονται τα ίδια σε ό­ λους -ότι θα τους βοηθήσουν έναντι αμοιβής, ακόμα κι αν έ­ χουν διαπράξει τη μεγαλύτερη αδικία- και αναίσχυντα να υ­ ποστηρίζουν τις αδικίες τρίτων και να ωρύονται αγανακτισμένοι μες στα δικαστήρια και να παρακαλούν για το συμφέ­ ρον ανθρώπων που ούτε φίλοι ούτε συγγενείς τους είναι. Παρ’ όλο που κάποιους από τους παραπάνω η πόλη τούς θεωρεί ε­ ντιμότατους και σπουδαίους, θα είχα την αξίωση κανείς από τους φτωχούς να μην γίνει τέτοιος- ας τις αφήσουν για άλλους αυτές τις δουλειές. Χειροτέχνες υπάρχει ανάγκη να γίνουν με­ ρικοί- μα για να γίνουν γλωσσοτέχνες και δικοτέχνες, καμία ανάγκη δεν υπάρχει. Από τα επαγγέλματα που ’χω αναφέρει και θ’ αναφέρω, αν

163

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ25

126

ΐ27

ΐ28

κεΐ χρήσιμα ταΐς πόλεσιν, ώσπερ [ταΐς] νύν οίκουμέναις, οΐον δή ί’ σως τό περι τήν τών δικών αναγραφήν και τών συμ­ βολαίων, τάχα δέ και κηρυγμάτων ένίων, όπως άν η υφ ’ ών γιγνόμενα ήκιστα άν ε’ίη βλαβερά, ού νυν καιρός έστι διορίζειν. ού γάρ πολιτείαν εν τω παρόντι διατάττομεν, οποία τις άν ή άρίστη γένοιτο η πολλών άμείνων, άλλά περι πενίας προυθέμεθα ε’ιπέίν ώς ούκ άπορα αύτή τά πράγματά έστιν, ηπερ δοκεΐ τοΐς πολλοΐς αύτή τε είναι φευκτόν και κακό ν, άλλά μυρίας άφορμάς προς τό ζην παρέχει τοΐς αύτουργεΐν βουλομένοις ούτε άσχήμονας ούτε βλαβεράς. άπό γάρ αύτής άρχής ταύτης τά περ'ι γεωργίας και Θήρας προυτράπημεν προδιελθεΐν επϊ πλέον πρότερον, και νύν περι τών κατά άστυ εργασιών, τίνες αύτών πρέπουσαι και άβλαβεΐς τοΐςμή κά­ κιστα βιωσομένοις και τίνες χείρους άν άποτελοΐεν τούς έ π ’ αύτών. Ε ί δέ πολλά τών είρημένων καθόλου χρήσιμά έστι πρός πολιτείαν καί την τού προσήκοντος αίρεσιν, ταύτη καί δικαιότερον συγγνώμην έχειν τού μήκους τών λόγων, ότι ού μάτην άλλως ούδέ περί άχρηστα πλανώμένω πλείονες γεγόνασιν. ή γάρ περί εργασιών καί τεχνών σκέφις καί καθόλου περί βίου προσήκοντος ή μή τοΐς μετρίοις καί καθ’ αύτή ν άξία πέφηνεν πολλής καί πάνυ άκριβούς θεωρίας, χρή ούν τάς έκτροπάς τών λόγων, άν καί σφόδρα μακροί δοκώσι, μή μέντοι περί γε φαύλων μηδέ άναξ ίων μηδέ ού προσηκόντων, μή δυσκόλως φέρειν, ώς ούκ αύ τήν λιπόντος τήν τών όλων ύπόθεσιν τού λέγοντος, έως άν περί τών άναγκαίων καί

ο Κ υνηγός

ορισμένα θεωρούνται χρήσιμα για πόλεις σαν τις σημερινές, όπως, ίσως, η σύνταξη δικαστικών εγγράφων και αγωγών, και ίσως το επάγγελμα του δημόσιου κήρυκα σε ορισμένες πε­ ριπτώσεις·, το πώς ή από ποιους θα μπορούσε να ασκούνται, έτσι ώστε η διαφθορά να περιορίζεται στο ελάχιστο, δεν είναι ώρα τώρα να το ορίσουμε. Διότι εδώ δεν διευθετούμε ζητήμα­ τα περί πολιτείας ώστε να ορίσουμε ποια πολιτεία θα ήταν η άριστη ή καλύτερη από πολλές άλλες' πρόθεσή μου ήταν να πω για τη φτώχεια, ότι δεν φέρνει τα πράγματα σε αδιέξοδο -τη φτώχεια, που οι πολλοί τη βλέπουν σαν ένα κακό προς α­ ποφυγήν. Ό τι αντιθέτως παρέχει μύρωυς τρόπους να ζήσει ό­ ποιος θέλει να δουλέψει με τα χέρια του, ούτε αισχρούς ούτε επιβλαβείς. Αυτό κατ’ αρχήν με παρακίνησε να μιλήσω εκτενώς, πρώτα για τη γεωργία και το κυνήγι και τώρα για τα ε­ παγγέλματα της πόλης: ποια από αυτά δεν διαφθείρουν κι εί­ ναι κατάλληλα για ανθρώπους που δεν προορίζονται να ζήσουν πρόστυχα' και ποια επαγγέλματα κάνουν χειρότερους αυτούς που τα μετέρχονται. Κ ι αν πολλά απ’ όσα έχω πει είναι γενικώς χρήσιμα για τη διαμόρφωση κάποιας πολιτικής και για τη λήψη μιας κατάλ­ ληλης απόφασης, τότε ένας λόγος παραπάνω να με συγχωρέσετε για την πολυλογία' η ομιλία δεν τράβηξε σε μάκρος ανώ­ φελα ούτε έγινε για άχρηστα πράγματα. Γ ιατί ο προβλημα­ τισμός γύρω από τις τέχνες και τα επαγγέλματα και τον σω­ στό ή μη τρόπο ζωής του μέσου ανθρώπου, έδειξε ότι αξίζει μεγάλη και προσεκτική έρευνα. Δεν πρέπει λοιπόν να δυσφορούμε όταν ο ρήτορας παρεκκλίνει, κι ας μας φαίνεται ότι το παρατραβάει σε μάκρος -αρκεί βέβαια να μη μιλάει για τιπο­ τένια, ανάξια και άσχετα πράγματα. Το κυρίως θέμα του δεν

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

J29 προσηκόντων φιλοσοφία διεξίη. σχεδόν γάρ κατά τούτο μ ι­ μούμενοι τούς κυνηγέτας ούκ άν άμαρτάνοιμεν’ οϊ γε επει-

ΐ30

ΐ3ΐ

ΐ32

ΐ33

δάν τό πρώτον ϊχνος έκλαβόντες κάκείνω επόμενοι μεταξύ επιτύχωσιν ετέρω φανερωτέρω κα'ι μάλλον εγγύς, ούκ ώκνησαν τούτω ξυνακολουθήσαι, και ελόντες τό εμπεσόν ύστερον ε π ’ εκείνο μετήλθον. ’ίσως ούν ούδέ εκείνο μεμπτέον, δστις περ'ι άνδρός δικαίου και δικαιοσύνης λέγειν άρξάμενος, μνησθε'ις πόλεως παραδείγματος ένεκεν, πολλαπλάσιον λόγον άνάλωσεν περ'ι πολιτείας, και ού πρότερον άπέκαμε πρ'ιν ή πάσαςμεταβολάςκα'ι άπαντα γένη πολιτειών διεξήλθε, πάνυ εναργώς τε και μεγαλοπρεπώς τά ξυμβαίνοντα περ'ι εκάστην επιδεικνύς" ε’ι κα'ι παρά τισιν αιτίαν έχει περ'ι τού μήκους τών λόγων και τής διατριβής τής περι τό παράδειγμα δήπουθεν’ άλλ’ ώς ούδέν ον τα πρός τό προκείμενον τά εϊρημένα και ούδ’ όπωστιούν σαφεστέρου δι ’ αύτά τού ζητουμένου γεγο­ νότος, ούπερ ένεκεν έξ άρχής εις τον λόγον παρελήφθη, διά ταύτα, ε’ίπερ άρα, ού παντάπασιν άδίκως εύθύνεται. έάν ούν και ήμεΐς μή προσήκοντα μηδέ οικεία τω προκειμένω φαινώμεθα διεξιόντες, μακρολογείν εικότως άν λεγοίμεθα. καθ’ αυτό δέ άλλως ούτε μήκος ούτε βραχύτητα έν λόγοις έπαινεΐν ή φέγειν δίκαιον. Περ'ι δέ τών λοιπών τών έν ταΐς πόλεσι πράξεωνχρή θαρρούντας διαπεράναι, τών μέν μιμνησκομένους, τά δέ και έώντας άρρητά τε και άμνημόνευτα. Ού γάρ δή περί γε πορνοβοσκών και περ'ι πορνοβοσκίας ώς άμφιβόλων άπαγορευτέον, άλλά και πάνυ ϊσχυριστέον τε κα'ι άπορρητέον, λέγοντι μηδένα προσχρήσθαι μήτε ούν πένητα

166

ο Κ

υνηγός

το ’χει εγκαταλείψει, εφ’ όσον συζητά για πράγματα ουσιώδη και ταιριαστά στη φιλοσοφία. Ίσως, αν μιμηθούμε εδώ τους κυνηγούς, να μη χάσουμε το δρόμο μας. Οι κυνηγοί, σαν βρουν το πρώτο χνάρι και τ’ ακολουθήσουν, αν στο μεταξύ πετύχουν άλλο χνάρι πιο καθαρό και κοντινό, δε διστάζουν ν’ α­ κολουθήσουν αυτό' κι αν στο δρόμο τους βρεθεί ένα θήραμα και το πιάσουν, επιστρέφουν στο παλιό. Ίσως λοιπόν δεν πρέ­ πει να επικρίνουμε ούτε και κείνον4 που ξεκινώντας να μιλή­ σει για τη δικαιοσύνη και τον δίκαιο άνδρα, κατέληξε να ξοδέ­ ψει πολλαπλάσια λόγια για την πολιτεία, φέρνοντας το πα­ ράδειγμα μιας πόλης' και δεν απόκαμε, παρά αφού μίλησε διεξοδικά για όλες τις μεταβολές και τα είδη των πολιτευμά­ των, παρουσιάζοντας με σαφήνεια και μεγαλοπρέπεια, τι συμ­ βαίνει με το κάθε πολίτευμα. Αν και κάποιοι τον κατηγορούν ότι λέει πολλά και, φυσικά, ότι επιμένει στα παραδείγματα. Δεν τον κατηγορούν τελείως άδικα, ότι με τις παρατηρήσεις του ξεφεύγει από το κυρίως θέμα και δεν φωτίζει περισσότερο το ζήτημα για το οποίο ευθύς εξ αρχής τις χρησιμοποίησε. Αν λοιπόν και εγώ δίνω την εντύπωση ότι λέω πράγματα άσχε­ τα και αταίριαστα με το θέμα, εύλογα θα λέγατε ότι μακρη­ γορώ. Όμως γενικά δεν είναι σωστό να επαινούνται ή να ψέ­ γονται, αυτές καθ’ αυτές η μακρηγορία κι η βραχυλογία. Πρέπει όμως, μιλώντας με θάρρος, να τελειώσω με τις υπό­ λοιπες δραστηριότητες τις πόλης, μνημονεύοντας μερικές απ’ αυτές και παραλείποντας άλλες. Σε ό,τι αφορά στους νταβατζήδες και στη σωματεμπορία, δεν πρέπει να φανούμε υποχωρητικοί, δήθεν επειδή το θέμα έ­ χει διάφορες πλευρές, παρά να δείξουμε αποφασιστικότητα και να απαγορέψουμε τη δραστηριότητα αυτή, λέγοντας: κα-

167

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

μήτε πλούσιον εργασία τοιαύτη, μισθόν ύβρεως και ακολα­ σίας ομοίως παρά πάσιν επονείδιστον εκλέγοντας, άναφροδίτου μίξεως και άνεράστων ερώτων κέρδους ενεκα γιγνομένους συναγωγούς, αιχμάλωτα σώματα γυναικών ή παίδων ή άλλως άργυρώνητα ε π ’ αισχύνη προίστάντας ε π ’ οικημά­ των ρυπαρών, πανταχού τής πόλεως άποδεδειγμένων, έν τε ΐ34 παρόδοις άρχόντων κάι άγοραίς, πλησίον άρχείων τε και 'ιε­ ρών, μεταξύ τών δσιωτάτων, μ ή τ ’ ουν βαρβαρικά σώματα μήτε 'Ελλήνων πρότερον μεν ού πάνυ, τά νύν δε άφθόνω τε και πολλή δουλεία κεχρημένων, επ'ι τήν τοιαύτην λώβην και άνάγκην άγοντας, ϊπποφορβών και δνοφορβών πολύ κάκιον και άκαθαρτότερον έργον εργαζομένους, ού κτήνεσι κτήνη δίχα βίας εκόντα εκούσιν επιβάλλοντας ούδεν α’ισχυνομένοις, άλλά άνθρώποις άισχυνομένοις και άκουσιν οϊστρώντας και άκολάστους άνθρώπους επ ’ άτελέίκαι άκάρπω συμ­ πλοκή σωμάτων φθοράν μάλλον ή γένεσιν άποτελούση, ούκ 135 άισχυνομένους ούδένα άνθρώπων ή θεών, ούτε Δ ία γ ενέθλ ι­ όν ούτε’Ήραν γαμήλιον ούτε άνθρώπων ή θεών, ούτε Δ ία γενέθλιον ούτε Ηραν γαμήλιον ούτε Μοίρας τελεσφόρους ή λοχίαν ’Ά ρτεμιν ή μητέρα ’Ρέαν, ούδε τάς προεστώσας άνθρωπίνης γενέσεως Είλειθυίας ούδε Άφροδίτην επώνυμον ΐ36 τής κατά φύσιν πρδς τδ θήλυ τού άρρενος συνόδου τε και ο­ μιλίας. μή δή επιτρέπειν τά τοιαύτα κέρδη μηδε νομοθετείν μήτε άρχοντα μήτε νομοθέτην μ ή τ ’ εν τάίς άκρως πρός άρετήν όικησομέναις πόλεσιν μ ή τ ’ εν τάίς δευτέραις ή τρίταις ή

1 68

ο Κ

υνηγός

νείς, μήτε φτωχός μήτε πλούσιος, να μην κάνει τέτοια δου­ λειά, εισπράττοντας αμοιβή ντροπής και ακολασίας, αισχρή για όλους, και βάζοντας τους ανθρώπους να σμίγουν σε έρω­ τες δίχως έρωτα, έτσι αναίσθητα, για χάρη του κέρδους' να στήνουν μπροστά-μπροστά κορμιά γυναικών και παιδιών, αιχμαλωτισμένα ή αγορασμένα, και να τα εξευτελίζουν μέσα στα βρωμόσπιτα που ’χουν ξεφυτρώσει παντού σ’ όλη την πό­ λη, σε σοκκάκια πλάι στα αρχοντικά και στις αγορές, κοντά σε δημόσια κτίρια και σε ναούς, ανάμεσα στα πιο ιερά πράγ­ ματα' λοιπόν, είτε πρόκειται για βαρβάρων σώματα είτε Ελ­ λήνων, ανθρώπων που πρώτα είχαν κάποια ελευθερία μα τώ­ ρα ζουν ολωσδιόλου υπόδουλοι: ας μην φτάνουν να τους οδη­ γούν σε τέτοια άθλια μεταχείριση και βία, εκτελώντας έτσι έ­ να έργο χειρότερο και βρωμερότερο απ’ τη δουλειά των ιπποφορβών και ονοφορβών: γιατί οι τελευταίοι βάζουν ζώα με ζώα να σμίγουν με τη θέλησή τους, δίχως βία και ντροπή, ε­ νώ ετούτοι, πάνω σε ανθρώπινα όντα, που ντρέπονται κι εί­ ναι εξαναγκασμένα, ρίχνουν λάγνους και ακόλαστους ανθρώ­ πους, για ένα άσκοπο και άκαρπο μπλέξιμο σωμάτων, που α­ ντί για τη γέννηση παράγει τη φθορά' χωρίς να ντρέπονται ανθρώπους και θεούς -ούτε τον γενέθλιο Δία, ούτε την γαμή­ λιο Ήρα, ούτε τις τελεσφόρες Μοίρες ή την Άρτεμη την προστάτιδα των λεχώνων ή την μητέρα Ρέα, ούτε τις Ειλείθυιες που προστατεύουν τον τοκετό, ούτε την Αφροδίτη που τ’ όνομά της δηλώνει το φυσικό πλησίασμα του άντρα προς τη γυναίκα και το σμίξιμό τους. Λοιπόν, ας μην επιτρέπουν κι ας μη νομιμοποιούν τέτοια κέρδη οι άρχοντες κι οι νομοθέτες, εί­ τε πρόκειται για πόλεις που θα κατοικηθούν από ανθρώπους υψηλής αρετής είτε για πόλεις δεύτερης σειράς ή τρίτης ή τέ-

169

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ37 τεταρταις ή οποιαισουν, εαν επ αυτών τινι η τα τοιαυτα κωλύειν. εάν δ ’ άρα παλαιά έθη καί νοσήματα έσκιρωμένα χρόνω παραλάβη, μητοι γε παντελώς εάν άθεράπευτα και άκόλαστα, άλλά σκοπούντα τό δυνατόν άμηγέπη στέλλειν και κολάζειν. ώς ου ποτε φιλει τά μοχθηρά μένειν επϊ τοΐς αύτοίς, ά λλ’ άεϊ κινείται και πρόεισιν επϊ τό άσελγέστερον, μηδενός άναγκαίου μέτρου τυγχάνοντα. 138 Δ ε ι δή ποιεΐσθαί τινα επιμέλειαν, μή πάνυ τι πράως μηδέ ραθύμως φέροντας τήν εις τά άτιμα και δούλα σώματα ύβριν, ού ταυτη μόνον, η κοινή τό άνθρώπινον γένος άπαν έντιμον και όμότιμον ύπό του φύσαντος θεού ταύτά σημεία και σύμ­

βολα έχον τού τιμάσθαι δικαίως και λόγον καϊ εμπειρίαν καλών τε καϊ αισχρών γέγονεν, άλλά κάκέΐνο ενθυμούμε­ νους, ότι χαλεπόν ύβρει τρεφομένη δι ’εξουσίαν όρον τινά εύρεΐν, ον ούκ άν έτι τολμησαι διά φόβον ύπερβαίνειν' άλλ ’άπό τής έν τοΐς έλάττοσι δοκούσι καϊ έφειμένοιςμελέτης καϊ συν­ ήθειας άκάθεκτον τήν ϊσχύν καϊ ρώμην λαβούσα ούδενός έτι φείδεται τών λοιπών. ΐ39 Ηδη ούν χρή παντός μάλλον οϊεσθαι τάς έν τω μέσω ταύτας φανεράς καϊ άτιμους μοιχείας καϊ λίαν άναισχύντως καϊ άνέδην γιγνομένας, ότι τών άδηλων καϊ άφανών εις εντίμους γυναΐκάς τε και παΐδας ύβρεων ούχ ήκιστα παρέχουσι τήν αιτίαν, τού πάνυ ραδίως τά τοιαύτα τολμάσθαι, τής αισχύ­ νης έν κοινω καταφρονουμένης, άλλ ’ ούχ, ώσπερ ο’ί ονταί τι-

ΐ 7ο

ο Κ

υνηγός

ταρτης ή όποιασδήποτε, εφ’ όσον κάποιος απ’ αυτούς είναι σε θέση να κλείσει το δρόμο σε τέτοιες δραστηριότητες. Κ ι αν έ­ χει παραλάβει παλιές συνήθειες και αρρώστιες που σκλήρυναν με το πέρασμα του χρόνου, να μην τις αφήνει εντελώς αθερά­ πευτες και ατιμώρητες' να εξετάσει τι περνάει από το χέρι του ώστε να περιορίζει και να τιμωρεί με τον ένα ή τον άλλο τρό­ πο. Γ ιατί η αθλιότητα ποτέ δεν αρέσκεται στα ίδια και στα ί­ δια, αλλά είναι αεικίνητη, και αν δεν τεθεί σε αναγκαστικό πε­ ριορισμό, προχωρεί σε ακόμα μεγαλύτερες ασέλγειες. Καθήκον μας είναι να δείξουμε ενδιαφέρον και να μην ανε­ χόμαστε με τόση ηρεμία και ανεμελιά αυτήν την ύβρη σε βά­ ρος των ατιμασμένων και υποδουλωμένων κορμιών. Ό χι μό­ νο γιατί ο θεός έχει τιμήσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος που ο ίδιος δημιούργησε και το κατέστησε ισότιμό του, κι όλοι α­ νεξαιρέτως οι άνθρωποι έχουν από κοινού τα ίδια σημάδια και σύμβολα που δείχνουν ότι τη δικαιούνται την τιμή αυτή: τον Λόγο και την γνώση του καλού και του κακού. Αλλά και για­ τί έχουμε κατά νου ότι είναι πολύ δύσκολο, στην ύβρη που θε­ ριεύει χάρη στα δικαιώματά της, να μπει ένα όριο τέτοιο που να μη τολμήσει να το υπερβεί' ξεκινώντας από συνήθειες και πρακτικές που θεωρούνται ασήμαντες και επιτρεπτές, αποκτά ασυγκράτητη ορμή και δεν υπολογίζει πλέον τίποτα. Κ ι εδώ πρέπει πάνω απ’ όλα, αυτές τις άτιμες πράξεις δια­ φθοράς που γίνονται μπρος σ’ όλο τον κόσμο τόσο ξεδιάντρο­ πα και απροσχημάτιστα, να τις δούμε σαν πάτημα για τις κρυφές και αφανέρωτες προσβολές που αποτολμούνται σε βά­ ρος έντιμων γυναικών και παιδιών με τη μεγαλύτερη άνεση, αφού πλέον το αίσθημα της ντροπής περιφρονείται απ’ όλους. Κ ι όχι να λέμε, σαν μερικούς-μερικούς, πως η πορνεία εφευ-

Ι7ΐ

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΐ4ο

ΐ4ΐ

ΐ42

ΐ43

νες, υπέρ άσφαλείας κα'ι αποχής εκείνων εΰρήσθαι τών α­ μαρτημάτων. Τ ά χ ’ ούν λέγοι τις άν άγροικότερον ούτω πω ς ' Ώ σοφοί νομοθέται και άρχοντες οϊ παραδεξάμενοι τά τοιαΰτα ά π ’ άρχής, ώς δή τι θαυμαστό ν εΰρηκότες ταΐς πόλεσιν υμείς σωφροσύνης φάρμακον, όπως υμΐν μή τά φανερά ταυτα και άκλειστα οικήματα τάς κεκλειμένας οικίας και τους ένδοθεν θαλάμους άναπετάση, κα'ι τους έξω κα'ι φανερώς άσελγαίνοντας άπό μικράς δαπάνης έπ'ι τάς έλευθέρας κα'ι σεμνάς τρέφη γυναίκας μετά πολλών χρημάτων τε καϊ δώρων, τό σφόδρα εύωνον και μ ε τ ’ εξουσίας οΰκέτι στέργοντας, άλλ’ αυτό δή τό κεκωλυμένον εν φόβω τε καϊ πολλοΐς άναλώμασι διώκοντας, όφεσθε δε αυτό, έμοϊ δοκεΐν, άκριβέστερον, εάν σκοπήτε ’ παρ’ οΐς γάρ καϊ τά τών μοιχειών μεγαλοπρεπέ­ στερο ν πως παραπέμπεται, πολλής και σφόδρα φιλανθρώπου τής ευγνωμοσύνης τυγχάνοντα, τά μεν πολλά υπό χρηστότητος ούκ αισθανόμενων τών άνδρών, τά δέ τι να οΰχ ομολογούντων εϊδέναι, ξένους δε καϊ φίλους καϊ ξυγγενείς τους μοιχούς καλουμένους άνεχομένων, και αύτών ενίοτε φιλοφρονουμένων καϊ παρακαλούντων εν ταΐς εορταΐςκαϊ θυσίαις επϊ τάς εστιάσεις, ώς άν όΐμαι τούς οϊκειοτάτους, επϊ δε τοΐς σφόδρα εκδήλοις καϊ φανεροϊς μετρίας τάς όργάς ποιο υμέ­ νων’ παρ ’ οΐς, φημί, ταύθ’ ούτως επιεικώς εξάγεται τά περι τάς γυναίκας, ούδέ περ'ι τών παρθένων ’εκείθαρρήσαι ράδιον τής κορείας ούδέ τον υμέναιον ώς άληθώς κα'ι δικαίως άδόμενον έν τοΐς παρθενικόΐς γάμοις πιστεύσαί ποτε. ή ούκ ά-

172

ο Κ

υνηγός

ρέθηκε για να εξασφαλιστεί το ότι δεν θα γίνονται τέτοια αμαρ­ τήματα. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να τα πει πιο χοντρά, κάπως έ­ τσι: Ω σοφοί νομοθέτες και άρχοντες, που απ’ την αρχή τα ε­ πιτρέψατε κάτι τέτοια, λες και είχατε ανακαλύψει κανένα θαυ­ μάσιο φάρμακο σωφροσύνης για τις πόλεις. Κοιτάξτε μήπως αυτά τα σπίτια που λειτουργούν στα φανερά και μ’ ανοιχτές τις πόρτες, τελικά ανοίξουν και τις πόρτες των κλεισμένων σπιτιών και των δωματίων τους, για να στραφούν εκεί, στις ελεύθερες και ευυπόληπτες γυναίκες σας, άνθρωποι που έξω ασελγούν στα φανερά με μικρό κόστος. Αυτή τη φορά με λε­ φτά πολλά και με δώρα, διότι πλέον δεν θα τους ικανοποιεί το φτηνό και το νόμιμο και θα επιδιώκουν το απαγορευμένο που έχει ρίσκο και το ακριβοπληρώνουν. Νομίζω θα δείτε τα πράγματα πιο καθαρά, αν παρατηρήσετε το εξής: σε σπίτια ό­ που ως και η μοιχεία αντιμετωπίζεται με υπερβολικά φιλάνθρωπη επιείκεια, και την προσπερνούν με κάποια μεγαλοπρέ­ πεια οι σύζυγοι, τις περισσότερες φορές επειδή είναι αγαθιάρη­ δες και δεν την παίρνουν χαμπάρι και άλλοτε γιατί δεν το ο­ μολογούν ότι ξέρουν και ανέχονται, οι μοιχοί να ονομάζονται φιλοξενούμενοι και φίλοι και συγγενείς, κι οι ίδιοι καμιά φορά τους κάνουν φιλοφροσύνες και τους καλούν στο τραπέζι σε γιορτές και θυσίες, λες κι είναι οι πιο στενοί συγγενείς, και θυ­ μώνουν συγκρατημένα όταν πια το πράγμα γίνεται φως φα­ νάρι. Σε σπίτια, λέω, που επιφυλάσσουν μια τόσο «καθωσ­ πρέπει» αντιμετώπιση των ξένων όσον αφορά στις γυναίκες, ούτε για την παρθενιά των κοριτσιών δεν μπορείς να ’σαι βέ­ βαιος ούτε και να πιστέψεις ότι ορθά και δίκαια τραγουδιέται στους γάμους των ο υμέναιος.5 Αλήθεια, δεν είναι αναπόφευ-

173

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

νάγκη πολλά έοικότα ξυμβαίνειν αυτόθι τοΐς παλαιόΐς μυθοις, δίχα γε τής τών πατέρων οργήςχα'ι πολυπραγμοσύνης, [άλλά] πολλών μιμουμένων τους τών θεών έρωτας λεγομέ­ νους, χρυσοΰ τε πολλού διαρρέοντος διά τών ορόφων και πάνυ ραδίως, άτε ού χαλχών όντων ούδε λίθινων τών ο’ικηΐ44 μάτων, χα'ι νή Δ ία άργύρου στάζοντος ού χ α τ’ ολίγον ούδ’ έις τούς τών παρθένων κόλπους μόνον, άλλ ’ εις τε μητέρων και τροφών και παιδαγωγών, και άλλων πολλών και καλών δώρων τών μεν κρύφα έισιόντων διά τών στεγών, έστι δ ’ ων 145 φανερώς κ α τ’ αύτάς που τάς κλισιάδας; τ ί δ ’; εν ποταμόίς και έπι κρηνών ούκ έικδς όμοια πολλά γενέσθαι τοίς πρότε­ ρον λεγομένοις ύπδ τών ποιητών; πλήν ίσως γε ού δημόσια γιγνόμενα ούδ’ έν τω φανερω, κ α τ’ ο’ικίας δε ούτως εύδαίμονας κήπων τε και προαστείων πολυτελείς επαύλεις έν τισι νυμφώσι κατεσκευασμένοις και θαυμαστοίς άλσεσιν, άτε ού περ'ι πενιχράς ούδε πενήτωνβασιλέων οίας ύδροφορείν τε και παίζειν παρά τόίς ποταμοίς, φνχρά λουτρά λουομέναςκαι έν αϊγιαλοίς άναπεπταμένοις, άλλά μακαρίας και μακαρίων γονέων, έν βασιλικαίς καταγωγαίς ίδια πάντα ταύτα έχούσαις, πολύ κρείττονα και μεγαλοπρεπέστερα τών κοινών. 146 Ά λ λ ’ ί’ σως γε ούδεν ήττον έμελλον έν εκείνη τή πόλει πάίδας προσδοκάν έσομένους, οΐον'Ομηρος έίρηκεν Εύδωρον, υιόν Έ ρμού και Πολυδώρας, ύποκοριζόμενος αύτόν όίμαι κατά τήν γένεσιν, παρθένιος, τον έτικτε χορω καλή Πολυδώρη.

174

ο Κ

υνηγός

κτο να συμβούν εδώ ένα σωρό περιστατικά παρόμοια με των αρχαίων μύθων; (Αν εξαιρέσουμε, βέβαια, την οργή και τη σκοτούρα των πατεράδων). Τη στιγμή που πολλοί μιμούνται τους λεγάμενους έρωτες των θεών και ρέει πολύ χρυσάφι από τις οροφές,6 και μάλιστα με τη μεγαλύτερη ευκολία μιας και τα σπίτια ούτε χάλκινα είναι ούτε λίθινα, και μα το Δία, το α­ σήμι δεν στάζει μόνο στους κόλπους των κοριτσιών αλλά και των μανάδων και των παραμανάδων και των παιδαγωγών" τη στιγμή που κι άλλα πολλά και ωραία δώρα μπαίνουν μες στο σπίτι, πότε κρυφά απ’ τις στέγες και πότε φανερά κατευ­ θείαν από την πόρτα. Αλλά τι; Φυσικό δεν είναι να συμβαί­ νουν τόσα και τόσα, πλάι στα ποτάμια και στις κρήνες, όμοια με κείνα που εξιστορούσαν παλιότερα οι ποιητές; Βέβαια μπο­ ρεί να μη γίνονται δημόσια και φανερά, αλλά σε σπίτια πλου­ σίων, σε πολυτελείς επαύλεις με κήπους σε προάστια, και σε ερωτικές φωλιές χτισμένες επί τούτου και μέσα σε θαυμαστά άλση. Γιατί εδώ δεν πρόκειται για φτωχοκόριτσα ή κόρες φτωχών βασιλιάδων -κοπέλες που κουβαλούν νερό και παί­ ζουν πλάι στο ποτάμι και κάνουν κρύα μπάνια σε ανοιχτές α­ κρογιαλιές- πρόκειται για πλούσιες θυγατέρες πλούσιων γο­ νιών, μέσα σε βασιλικά οικήματα που διαθέτουν όλα τα πα­ ραπάνω για αποκλειστικά δική τους χρήση, πολύ ανώτερα και μεγαλοπρεπέστερα από τα κοινά. Δεν αποκλείεται, βέβαια, σε μια τέτοια πόλη να περιμένουν πως θα γεννηθούν παιδιά σαν τον Εύδωρο, το γιο του Ερμή και της Πολυδώρας, που ανέφερε ο Όμηρος, μιλώντας για τη γέννησή του με λόγια ευφημιστικά, νομίζω:

Παρθενογεννημένος από την ωραία χορεύτρια Πολύδωρα.

175

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

147 Σχεδό ν δε και παρά Λ ακεδαιμ ο νίοις έτυχόν τι νες ταυ της τής επωνυμίας τών ούτως γενομένων, Παρθενίαι κληθέντες συ­ χ ν ο ί' ώ σ τ’, ε’ι μή διεφθείροντο οϊ πλείους τών εν ταΐς ούτως τρυφώσαις πόλεσι γιγνομένων, άτε οϋδαμώς όΐμαι δαιμονίου τυγχάνοντες επιμελείας, ούδέν άν εκώλυε πάντα μεστά μ 8 ηρώων είναι, νύν δε οϊ μεν άπόλλυνται παραχρήμα' όσοι δ ’ άν και φανώσι, κρύφα έν δούλου σχήματι μένουσιν άχρι γήρως, άτε ούδέν αύτούς δυναμένων τών σπειράντων προσωφελεΐν.

ΕΤεν δή, παρ’ οΐς άν και τά περι τάς κόρας ούτως άπλώς έχη, τίχρ ή προσδοκάν τούς κόρους, ποίας τίνος παιδείας καϊ ΐ49 άγωγής τυγχάνειν; έσθ’ όπως άν άπόσχοιτο τής τών άρρένων λώβης και φθοράς τό γε άκόλαστον γένος, τούτον 'ικα­ νό ν και σαφή ποιησάμενον ορον τον τής φύσεως, άλλ ’ ούκ άν έμπιμπλάμενον πάντα τρόπον τής περι γυναίκας άκρασίας διακορές γενόμενον τής ηδονής ταύτης ζητοίη ετέραν μείζω iso και παρανομωτέραν ύβριν; ώς τά γε γυναικών, αύτών σχε­ δόν τε τών ’ελευθέρων και παρθένων, έφάνη ράδια και ούδεις πόνος θηρώντι μετά πλούτου τήν τοιάνδε Θήραν' ούδέ έπ'ι τάς πάνυ σεμνάς και σεμνών τω όντι γυναίκας και θυγατέρας όστις άν ϊη σύν τή τού Λιός μηχανή, χρυσό ν μετά χεΐρας φέΐ5ΐ ρων, ού μήποτε άποτυγχάνη. Ά λ λ ’αύτά που τά λοιπά δήλα παρά πολλοΐς γιγνόμενα. Ο γάρ άπληστος τών τοιούτων ε­ πιθυμιών, όταν μηδέν ευρίσκη σπάνιον μηδέ άντιτεΐνον έν έκείνω τω γένει, καταφρονήσας τού ραδίου καϊ άτιμάσας τήν έν ταΐς γυναιξιν Άφροδίτην ώς έτοιμον δή τινα και τω όντι

ιγ6

ο Κ υνηγός

Αλλά και στη Σπάρτη, παιδιά που γεννήθηκαν με τέτοιο τρόπο, απόκτησαν την επωνυμία αυτή και δεν ήσαν λίγοι με το όνομα Παρθενίας. Κ ι αν δεν ξεπάστρευαν τα περισσότερα νεογέννητα -γιατί, φαντάζομαι, κανένας θεός δεν τα φροντίζει- τίποτα δεν θα ε­ μπόδιζε, οι ακόλαστες πόλεις παντού να ήταν γεμάτες από η­ μίθεους ήρωες. Τώρα όμως τα σκοτώνουν παρευθύς. Κ ι όσα επιβιώσουν, ζουν στη σκιά ως δούλοι μέχρι να γεράσουν' για­ τί εκείνοι που τους έσπειραν, δεν είναι ικανοί να τους σταθούν χρήσιμοι σε τίποτα. Τελοσπάντων, σε μια πόλη όπου γενικά έτσι έχει η κατά­ σταση με τα κορίτσια, τι θα πρέπει να περιμένει κανείς από τα αγόρια; Τ ι είδους παιδεία και αγωγή θα λάβουν; Είναι δυνα­ τό, τούτοι οι ακόλαστοι να κρατηθούν μακριά από τ’ αρσενι­ κά παιδιά και να μην τα ατιμάσουν και τα διαφθείρουν; Είναι δυνατό να παραμείνουν μέσα στα σαφή όρια που θέτει η φύση και να ’ναι ικανοποιημένοι; Ή μήπως, όταν πια η ακράτητη βουλιμία τους θα έχει με κάθε τρόπο κορεστεί με τις γυναίκες, δεν θα επιζητήσουν άλλη χειρότερη, πιο άνομη ύβρη; Πόσο μάλλον που οι ελεύθερες και παρθένες τούς φάνηκαν σχεδόν εύκολη υπόθεση, ένα κυνήγι που για όποιον έχει λεφτά δεν χρειάζεται κόπο' ακόμα και ευυπόληπτες συζύγους και θυγα­ τέρες αληθινά έντιμων ανθρώπων, όποιος τις πλησιάσει με το τέχνασμα του Δία, κρατώντας στα χέρια του χρυσάφι, δεν πρόκειται να βγει χαμένος. Μα κι οι παραπέρα εξελίξεις, για πολλούς είναι ολοφάνερες: ο ερωτικά ακόρεστος, όταν στο γυ­ ναικείο φύλο δεν βρίσκει αντίσταση είτε κάτι που να σπανίζει, περιφρονεί το εύκολο κυνήγι και την ερωτικότητα των γυναι­ κών ως κάτι το εξασφαλισμένο και ολωσδιόλου θηλυπρεπές,

177

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

θήλυν παντελώς επϊ τήν άνδρωνΐτιν μεταβήσεται, τους άρ­ χοντας αΰτίκα μάλα και δικάσοντας και στρατηγήσοντας εΐ52 πιθυμών καταισχυνειν, ώς ενθάδε που τό χαλεπδν και δυσπόριστον εΰρήσων τών ηδονών εΐδος, τοΐς άγαν φιλοπόταις καϊ οίνόφλυξι ταϋτό πεπονθώς πάθος' οϊ πολλάκις μετά πολλήν άκρατοποσίαν καϊ συνεχή οΰκ εθέλοντες πιεΐν αΰχμόν εξεπίτηδες μηχανώνται διά τε 'ιδρώτων καϊ σιτίων αλ­ μυρών καϊ δριμέων προσφοράς.

178

ο Κ υνηγός

και θα στραφεί σε χώρους που συχνάζουν αγόρια, με σκοπό να εξευτελίσει τους ανθρώπους που πρόκειται σε λίγο καιρό να γίνουν άρχοντες και δικαστές και στρατηγοί -εδώ είναι που θα βρει τις ηδονές που σπανίζουν και θέλουν κυνηγητό. Γ ιατί έ­ χει πάθει ότι και οι μέθυσοι κρασοπότες, που μετά την αστα­ μάτητη οινοποσία, επειδή πια δεν το τραβά ο οργανισμός τους το πιοτό, προκαλούν επίτηδες τεχνητή δίψα με εφιδρώσεις και εδέσματα καυτερά κι αλμυρά.

179

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ι Χοίνιξ: μέτρο χωρητικότητας. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει την πο­ σότητα ψωμιού που χρειάζεται κανείς καθημερινά. 2 Ναύπλιος: ομηρικός βασιλιάς της Εύβοιας και πατέρας του Παλαμήδη που πολέμησε στην Τροία. Για να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο του γιου του, που τον σκότωσαν από φθόνο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, ο Ναύπλιος άναψε παραπλανητικές φωτιές πάνω στα βράχια του Καφηρέα με αποτέλεσμα να τσακιστούν τα πλοία των Ελλήνων που επέ­ στρεφαν από την Τροία. Ο Ναύπλιος σκότωσε όσους μπόρεσε. 3 Ο Δίων μάλλον εννοεί κάποιους στίχους της

Ηλεκτρας του Ευριπί­

δη:

ω τλήμον, εϊδώς δωμάτων χρείαν σέθεν τ ί τουσδ’ έδέξω μείζονας σαυτοΰ ξένους; ή: σκοπώ τά χρήμαθ’ ώς έχει μέγα σθένος, κλπ. 4 Σαφής αναφορά στον Πλάτωνα. 5 Υμέναιος: το νυφικό τραγούδι. 6 Σύμφωνα με το μύθο, ο πατέρας της Δανάης (ο βασιλιάς του Ά ρ­

γους Ακρίσιος), ακούγοντας ένα χρησμό ότι θα σκοτωθεί από τον εγγονό του, έχτισε ένα πέτρινο δωμάτιο, έντυσε με χαλκό τους τοίχους και την οροφή, και έκλεισε την κόρη του μέσα. Ό μω ς ο Δίας μετα­ μορφώθηκε σε χρυσή βροχή και έρρευσε στον κόλπο της Δανάης, και έτσι κείνη γέννησε τον Περσέα. Άλλη -κωμική- χρήση του μύθου, κάνει ο Μένανδρος στην Σαμία, την κωμωδία του όπου ο Δημίας προσπαθεί να πείσει τον Νικήρατο ότι πατέρας του νόθου εγγονού του είναι ο Ζεύς:

ι8ο

ΔΗΜΙΑΣ: Πες μου, Νικήρατε, δεν έχεις ακούσει τους τραγωδούς να λένε πως κάποτε ο Δίας έγινε χρυσάφι, κύλησε μέσα από τη στέγη και διέφθειρε το φυλακισμένο κορίτσι;

[ ...οΰκ άκήκοαςΧεγόντων, ε’ιπέμοι, Νικήρατε, τών τραγωιδών ώς γενόμενοςχρυσός ό Ζευς ερρυη διά τέγους καθειργμένψ τε παΐδ’έμοίχευσέν ποτε; ]

1 81

Ο

λ υ μ π ικ ο ς

Η' Π

ερι της

Π

ρώ τη ς τ ο υ

ι

83

Θ

εο υ

Ε

ν ν ο ια ς

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΟΛΥΜΠΙΚΟΣ Η' Π Ε Ρ Ι Τ Η Σ Π Ρ Ω Τ Η Σ Τ Ο Υ Θ Ε Ο Υ Ε Ν Ν Ο ΙΑ Σ

Ά λ λ ’ ή τό λεγόμενον, ώ άνδρες, εγώ και παρ ’ ΰμΐν και παρ ’ έτέροις πλείοσι πέπονθα τό τής γλαυκός άτοπον και παρά­ δοξον πάθος; εκείνην γάρ ούδέν σοφωτέραν ούσαν αυτών ού­ δέ βελτίω τό είδος, άλλά τοιαύτην όποίαν ίσμεν, όταν δήπο­ τε φθέγξηται λυπηρόν και ούδαμώς ήδύ, περιέπουσι τά άλλα όρνεα, και όταν γε ϊδη μόνον, τά μέν καθιζόμενα εγγύς, τά δέ κύκλω περιπετόμενα, ώς μέν έμοι δοκεΐ, χαταφρονούντα τής φαυλότητος και τής άσθενείας" οϊ δέ άνθρωποίφασιν ότι θαυμάζει τήν γλαύκα τά όρνεα. Π ώ ς δέ ού τον ταώ μάλλον δρώντα θαυμάζει, καλόν ούτω και ποικίλο ν, ετι δέ αύτόν έπαιρόμενον και έπιδεικνύντα τό κάλλος τών πτερών, όταν άβρύνηται πρός τήν θήλειαν, άνακλάσας τήν ούράν και περιστήσας αύτω πανταχόθεν ώσπερ εύειδές άντρον ή τινα γραφή μιμηθεντα ούρανόν ποικίλον άστροις, σύν γε τωλοιπω σώματι θαυμαστό ν, εγγύτατα χρυ­ σού κυάνω κεκραμένου, και δή έν άκροις τοΐς πτερόίς οΐον ό-

184

Ο λ υ μ π ια κ ό ς

Γνύριοι, μήπως εδώ μαζί σας, όπως και μ’ άλλους πολλούς, μου συμβαίνει εκείνο το παράξενο και ανεξήγητο που συμβαί­ νει και με την κουκουβάγια; Το πουλί αυτό, ενώ δεν είναι σοφώτερο ή ωραιότερο από τ’ άλλα -μον’ είναι αυτό που ξέρου­ με και τίποτα παραπάνω-, όποτε βγάζει μια κραυγή, λυπητε­ ρή και κάθε άλλο παρά ευχάριστη, μαζεύονται γύρω της τα άλλα πουλιά. Μα ακόμα κι όταν απλώς τη δουν, άλλα θα ’ρθουν και θα κάτσουν κοντά της κι άλλα θα κάνουν κύκλους γύρω της' εμένα μου φαίνεται πως έτσι της δείχνουν την πε­ ριφρόνησή τους για την ασημαντότητα και την αδυναμία της -ενώ οι άνθρωποι λένε πως τα πουλιά θαυμάζουν την κουκου­ βάγια. Πώς και δεν θαυμάζουν περισσότερο το παγώνι βλέποντάς το έτσι ωραίο και πολύχρωμο που είναι, όπως καμαρώνει και επιδεικνύει το κάλλος των φτερών όταν φλερτάρει τη θηλυκιά και τινάζει την ουρά και την ανοίγει προς όλες τις κατευθύν­ σεις, κάνοντάς την να μοιάζει με εξαίσιο θέατρο ή με ουρανό ζωγραφισμένο με πολύχρωμα αστέρια, χώρια που και το υπό­ λοιπο σώμα του είναι, λες, χρυσάφι ανάμικτο με σκούρο μπλε, κι οι άκρες των φτερών βλέπεις να ’χουν το σχήμα και να

185

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

φθαλμών ενόντων ή τινων δακτυλίων τό τε σχήμα και κατά 3 τήν άλλην ομοιότητα; εί δ ’ αύ έτι τι εθέλοις, σκοπεί της πτερώσεως τό κοΰφον, ώς μή χαλεπόν είναι μηδέ δύσφορον διά τό μήκος, εν μέσω μάλα ήσυχον καί άτρεμούντα παρέχει θεάσασθαι εαυτόν, ώσπερ εν πομπή περιστρεφόμενος, οταν δε βουληθη έκπλήξαι, σείων τά πτερά κα ί τινα ήχον οΰκ αηδή ποιων, οΐον ανέμου κινήσαντος οΰ πολλου πυκνήν τινα ύλην. Ά λ λ ’ ούτε τον ταώ πάντα ταύτακαλλωπιζόμενον τά όρνεα βούλεται όράν ούτε τής άηδόνος άκούοντα τής φωνής εωθεν επορθρευομέ νης ούδέν πάσχει πρός αύτή ν, άλλ ’ ούδε τον κύ4 κνον άσπάζεται διά τήν μουσικήν, ούδε όταν ύμνή τήν ύστάτην ωδήν άτε εύγήρως, υπό ήδονής τε καί λήθης τών εν τω βίω χαλεπών εύφημών άμα καί προπέμπων άλύπως αύτόν, ώς έοικε, πρός άλυπον τον θάνατον' ούκούν ούδε τότε άθροίζεται κηλούμενα τοΐς μέλεσι πρός όχθην ποταμού τίνος ή λειμώνα πλατύν ή καθαράν ήόνα λίμνης ή τινα σμικράν εύθαλή ποταμίαν νησίδα. 5 ' Ω ς δέ καί υμείς τοσαύτα μεν θεάματα έχοντες τερπνά, τοσαύτα δέ ακούσματα, τούτο μέν ρήτορας δεινούς, τούτο δε ξυγγραφέας ήδίστους ’εμμέτρων καί άμέτρων λόγων, τούτο δέ, ώς ταώς ποικίλους, πολλούς σοφιστάς, δόξη καί μαθηταΐς έπαιρομένους οΐον πτεροΐς, ύμεΐς δε έμοί πρόσιτε καί βούλεσθε άκούειν, τού μηδέν είδότος μηδέ φάσκοντος είδέναι, άρ ’ ούκ όρθώς άπεικάζω τήν σπουδήν υμών τω περί τήν γλαύκα γιγνομένω σχεδόν ούκ άνευ δαιμόνιας τινός βουλήσεως; ύφ ’

1 86

Ο

λυμπιακός

μοιάζουν με μάτια ή δαχτυλίδια. Αν θες, ακόμα, πρόσεξε πό­ σο ανάλαφρα είναι τα φτερά του που το μεγάλο μήκος τους ούτε το βαραίνει ούτε το δυσκολεύει. Κ ι αυτό στη μέση, ήρεμο και γαλήνιο, προσφέρει τη θέα του γυρνώντας από δω κι από κει, θαρρείς και παίρνει μέρος σε καμιά πομπή. Κ ι όταν θέλει να μας εντυπωσιάσει, σείει τα φτερά του βγάζοντας έναν ήχο σαν άνεμος που ξεχύνεται σε δάσος πυκνό, έναν ήχο διόλου δυσάρεστο. Όμως τα άλλα πουλιά ούτε που θέλουν να το βλέπουν το πα­ γώνι, μ’ όλην τούτη την επίδειξή του’ και το αηδόνι ούτε που συγκινούνται ακούγοντάς το να κελαηδά από τα βαθιά χαρά­ ματα- μα ούτε και στον κύκνο δίνουν σημασία ούτε στη μου­ σική του, την ώρα που τραγουδά το κύκνειο άσμα έχοντας πια φτάσει σε βαθειά γεράματα κι ευχαριστημένος, λησμονώντας τα δεινά της ζωής, μοιάζει να αυτοδοξάζεται καθώς στέλνει τον εαυτό του σ’ ένα θάνατο δίχως θλίψη- ούτε καν τότε δεν γοητεύονται από τη μελωδία τα πουλιά, να μαζευτούν πλάι στο ποτάμι ή στο μεγάλο λιβάδι, στις καθάριες όχθες της λί­ μνης ή στο καταπράσινο νησάκι του ποταμού. Όπως και σεις εδώ: ενώ έχετε στη διάθεσή σας τόσα ευχάρι­ στα θεάματα να δείτε και τόσα τερπνά να ακούσετε, τι ρήτο­ ρες δεινούς, τι συγγραφείς γλυκύτατους, πεζών και ποιημά­ των, τι πλήθος σοφιστών πολύχρωμων σαν τα παγώνια, που καμαρώνουν για τη φήμη και για τους μαθητές τους όπως τα παγώνια για τα φτερά τους- εσείς ήρθατε σε μένα και θέλετε ν’ ακούσετε εμένα που δεν ξέρω τίποτα και ούτε ισχυρίζομαι ότι ξέρω. Δεν έχω δίκιο λοιπόν να παρομοιάζω το ενδιαφέρον σας με κείνο των πουλιών για την κουκουβάγια -που δεν αποκλεί­ εται να κρύβει κάποια θεϊκή βούληση; Το πουλί αυτό, λένε, το

ι»7

ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

6 ής και τή ’Αθηνά λέγεται προσφιλές είναι το όρνεον, τη καλλίστη τών θεών και σοφωτάτη, και της γε Φειδίου τέχνης παρά Άθηναίοις έτυχεν, οΰκ άπαξιώσαντος αυτήν συγκαθί­ δρυσαι τη θεω, συνδοκουν τω δήμω. Περικλέα δε και αύτόν λαθών έποίησεν, ώς φασιν, έπ'ι της άσπίδος.

Οΰ μέντοι ταυτά γε εΰτυχήματα νομίζειν έπεισί μοι της γλαυκός, έι μ ή τινα φρόνησιν άρα κέκτηται πλείω. όθεν όΐ7 μαι και τον μύθον Αίσωπος ξυνέστησεν ότι σοφή ουσα ξυνεβουλευε τόίς όρνέοις της δρυός εν άρχη φυομένης μή έάσαι, άλλ ’ άνελέίν πάντα τρόπον' έσεσθαι γάρ φάρμακον ά π ’ αΰτής άφυκτον, ΰφ ’ ου άλώσονται, τον ιξόν.* πάλιν δέ τό λίνον τών άνθρώπων σπειρόντων, έκέλευε και τούτο έκλέγειν τό 8 σπέρμα'μή γάρ έ π ’ άγαθω φυήσεσθαι. τρίτον δέ ίδούσα το­ ξευτήν τινα άνδρα προέλεγεν ότι ουτος ό άνήρ φθάσει υμάς τοίς υμετέροις πτερόίς, πεζός ών αΰτός πτηνά έπιπέμπων βέλη. Τά δέ ήπίστει τόίς λόγοις και άνόητον αΰτήν ηγούντο και μαίνεσθαι έφασκον' 'ύστερον δέ πειρώμενα έθαύμαζε και τω όντι σοφωτάτην ένόμιζεν. και διά τούτο, έπάν φανη, πρόσεισιν ώς πρός άπαντα έπισταμένην' ή δέ συμβουλεύει μέν αΰτοίς οΰδέν έτι, οδύρεται δέ μόνον. 9 ’Ί σως ουν παρειλήφατε υμείς λόγον τινά άληθή και ξυμβουλήν συμφέρουσαν, ήντινα ξυνεβούλευσε φιλοσοφία τοίς πρότερον 'Έλλησιν, ήν όι τότε μέν ήγνόησαν και ήτίμασαν, όι δέ νύν υπομιμνήσκονται κα ί μοι προσίασι διά τό σχήμα, ' (σ.τ.μ.:) Από τον ιξό προέρχεται η λέξη ξόβεργα.

1 88

Ο

λυμπιακός

αγαπάει η Αθηνά, η ωραιότερη και σοφώτερη ανάμεσα στους θεούς, και στην Αθήνα το τίμησε η τέχνη του Φειδία που θεώ­ ρησε ότι το πουλί άξιζε να στηθεί πλάι στη θεά -κι αυτό με λαϊ­ κή συναίνεση. Μα αυτός, καθώς λένε, σκάλισε κρυφά πάνω στην ασπίδα μέχρι και τον Περικλή και τον ίδιο τον εαυτό του.1 Αυτά από μόνα τους δεν με πείθουν να τη θεωρώ καλότυχη, εκτός κι αν η κουκουβάγια όντως κατέχει κάποια ανώτερη φρόνηση. Γ ι’ αυτό, νομίζω, σκάρωσε ο Αίσωπος το μύθο: σο­ φή καθώς ήτανε, συμβούλευε τα πουλιά να μην αφήσουν να φυτρώσει η πρώτη βαλανιδιά παρά να την καταστρέψουν με κάθε τρόπο' γιατί θα ’βγαίνε, λέει, απ’ τη βαλανιδιά ένα φάρ­ μακο που θα τα αιχμαλώτιζε -ο ιξός.* Κ ι όταν πάλι οι άνθρω­ ποι έσπερναν το λινάρι, εκείνη καλούσε τα πουλιά να μαζέ­ ψουν τους σπόρους γιατί το φυτό εκείνο δεν θα τους έβγαινε σε καλό. Και τρίτο, όταν είδε έναν άνθρωπο με τόξο, έκανε την πρόβλεψη: τούτος ο άνθρωπος θα σας φτάσει με τα ίδια τα φτερά σας, γιατί παρ’ όλο που είναι πεζός θα ξαμολάει φτερω­ τά βέλη. Εκείνα δεν πίστεψαν στα λόγια της, την πέρασαν για χαζή και την έλεγαν τρελή. Αργότερα, μέσα από την πείρα τους, έφτασαν να τη θαυμάζουν και να τη θεωρούν πραγματικά σοφώτατη. Γ ι’ αυτό και όταν εμφανίζεται, μαζεύονται γύρω της νομίζοντάς την για παντογνώστρια' μα εκείνη έπαψε πια να δίνει συμβουλές -θρηνεί μονάχα. Ίσως λοιπόν και σεις να κληρονομήσατε κάποια λόγια αλη­ θινά και κάποια συμβουλή ωφέλιμη που δόθηκε κάποτε από τη Φιλοσοφία χάρισμα στους παλιούς Έλληνες' και κείνοι την αγνόησαν και την περιφρόνησαν, ενώ οι τωρινοί δεν την ξε­ χνούν και μαζεύονται γύρω μου λόγω της εμφάνισής μου, τι-

189

ΔίΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

φιλοσοφίαν τιμώντες ώσπερ τήν γλαύκα άφωνον τό γε αλη­ θές καϊ άπαρρησίαστον ούσαν. εγώ μεν γάρ ούδέν αύτω ζύνοιδα ούτε πρότερον εϊπόντι σπουδής άξιον ούτε νύν έπισταμένω πλέον υμών. άλλά ε’ισ'ιν έτεροι σοφοί και μακάριοι παν­ τελώς άνδρες, ούς υμϊν έγώ, έι βούλεσθε, μηνύσω, έκαστον όνομαστι δεικνύμενος. και γάρ νή Δ ία τούτο μόνον όϊμαι χρήσιμον εχειν, τό γιγνώσκειν τούς σοφούς τε και δεινούς και πάντα έπισταμένους’ οΐς έάν υμείς έθελητε ξυνεΐναι τάλλα έάσαντες, και γονείς και πατρίδας και θεών ιερά και προ­ γόνων τάφους, έκείνοις Συνακολουθούντες, ενθα άν άγωσιν ή και μένοντές που καθιδρύωσιν, είτε εις τήν Βαβυλώνα τήν Νίνου και Σεμιράμιδος είτε έν Βάκτροις ή Σούσοις ή Π αλιβόθροις ή άλλη τιν'ι πόλει τών ένδοξων και πλουσίων, χρή­ ματα διδόντες ή και άλλω τρόπω πείθοντες, εύδαιμονέστεροι εσεσθε αύτής τής ευδαιμονίας, έι δ ’ αύτο'ι μή βούλεσθε, καταμεμφόμενοι τήν αυτών φύσιν ή πενίαν ή γήρας ή άσθένειαν, άλλά τοΐς γε υιέσι μή φθονούντες μηδέ άφαιρούμενοι τών μ ε­ γίστων άγαθών, έκούσί τε έπιτρέποντεςκαι άκοντας πείθον­ τες ή βιαζόμενοι πάντα τρόπον, ώς άν παιδευθέντες ίκανώς και γενόμενοι σοφο'ι παρά πάσιν Έλλησι και βαρβάροις όνομαστοϊ ώσι τό λοιπόν, διαφέροντες άρετή κα'ι δόξη και πλούτω καϊ δυνάμει τή πάση σχεδόν, ού γάρ μόνον πλούτω φασϊν άρετήν καϊ κύδος όπηδεΐν, άλλά και πλούτος άρετή συνέπεται έξ άνάγκης.

Ο

λυμπιακός

μώντας τη Φιλοσοφία -όπως τα πουλιά την κουκουβάγια-, παρ’ όλο που συνήθως μένει βουβή και, για να λέμε την αλή­ θεια, δεν τα λέει σταράτα. Γ ιατί εγώ ξέρω για μένα ότι μέχρι τώρα δεν έχω πει τίποτα που να αξίζει το ενδιαφέρον σας' και πως ούτε και τώρα κατέχω περισσότερες γνώσεις από σας. Ό ­ μως υπάρχουν άλλοι σοφοίκαι ευλογημένοι άνθρωποι που αν θέλετε, θα σας τους αναφέρω, τον καθένα με τ’ όνομά του. Γ ιατί και μόνο αυτό, μα το Δία, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο: το να ξέρεις ποιοι είναι οι σοφοί κι οι ικανοί κι οι παντογνώστες. Που άμα θελήσετε να βρεθείτε μαζί τους παρατώντας γονείς, πατρίδα, ιερά των θεών και τάφους προγόνων, ακολουθώντας τους όπου και να πάνε και μένοντας εκεί που θα εγκαταστα­ θούν -θες στη Βαβυλώνα του Νίνου και της Σεμιράμιδος, θες στα Βάκτρα ή τα Σούσα ή τους Παλιβόθρους ή σ’ όποια άλλη πόλη ξακουστή και πλούσια- πληρώνοντάς τους λεφτά ή κερ­ δίζοντας την εμπιστοσύνη τους μ’ άλλο τρόπο, τότε θα γίνετε πιο ευτυχισμένοι κι από την ίδια την ευτυχία. Κ ι αν αποφασί­ σετε να μην πάτε οι ίδιοι, ρίχνοντας το φταίξιμο στο χαρακτή­ ρα σας ή στη φτώχεια ή στα γεράματα ή σε φυσική αδυναμία, κι απ’ την άλλη, αν δεν φθονείτε τους γιους σας και ούτε τους στερείτε τα μεγαλύτερα αγαθά, τότε, αν είναι πρόθυμοι, να τους το επιτρέψετε, κι αν δεν είναι πρόθυμοι, πείστε τους ή υ­ ποχρεώστε τους με κάθε τρόπο, ώστε να λάβουν σωστή παι­ δεία και να γίνουν σοφοί και ονομαστοί ανάμεσα σ’ όλους τους Έλληνες και τους Βάρβαρους, ξεχωρίζοντας για την αρετή και τη φήμη, τον πλούτο και την δύναμη -σχεδόν κάθε είδους δύ­ ναμη. Βλέπετε, δεν ισχύει μόνο το ρητό που λέει, «πίσω από τον πλούτο έρχονται η αρετή κι δόξα»'2 αλλά και τ’ ότι ο πλούτος, θέλει δε θέλει, ακουλουθά από κοντά την αρετή.

ΐ9ΐ

ΔίΩ Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ταύτα δέ ύμίν εναντίον του δε του θεού προλέγω και Συμ­ βουλεύω δι ’ εύνοιαν και φιλίαν προαγόμενος. οιμαι δέ έμαυτόν άν πρώτον πείθει ν και παρακαλέίν, εί μοι τά τού σώ­ ματος και τά της ηλικίας έπεδέχετο' άλλά γάρ άνάγκη διά τό κακοπαθεΐν, εί πού τι δυνησόμεθα εύρέσθαι παρά τών παλαι­ ών άνδρών ώσπερ άπερριμμένον ήδη και έωλον σοφίας λείφανον χήτει τών κρειττόνων τε και ζώντων διδασκάλων. Έ ρώ δέ ύμίν και άλλο, ό πέπονθα τη γλαυκϊ παραπλήσιον, εάν και βούλησθε καταγελάν τών λόγων, ώσπερ γάρ εκείνη ΐ3 αυτή μεν ούδέν χρήται τοΐς προσπετομένοις, άνδρι δέ όρνιθοθήρα πάντων λυσιτελέστατόν έστι κτημάτων' ούδε ν γάρ δεί ούτε τροφήν προβάλλειν ούτε φωνήν μιμείσθαι, μόνον δ ’ επιδεικνύντα τήν γλαύκα πολύ πλήθος έχειν όρνέων' ούτω κάμοϊ τής σπουδής τών πολλών ούδεν όφελος, ού γάρ λαμρανω μασητας, εώως οτι ουοεν αν εχοιμι οιοασκειν, ατε ουο αύτός επιστάμε νος' ώς δέ φεύδεσθαι καϊ εξαπατάν ύπισχνούμενος, ούκ έχω ταύτην τήν ανδρείαν' σοφιστή δε άνδρι ξυνών μεγάλα άν ώφέλουν όχλον πολύν άθροίζων πρός αύτόν, έπειτα έκείνω παρέχων όπως βούλεται διαθέσθαι τήν άγραν, άλλ ’ ούκ όίδα όπως ούδείς με αναλαμβάνει τών σοφιστών ούδε ήδονται όρώντες. μ Σχεδόν μεν ούν επίσταμαι ότι πιστεύετέ μοι λέγοντι ύπερ τής άπειρίας τε κάνεπιστημοσύνης τής εμαυτού, δήλον ώς διά τήν αύτών επιστήμην καϊ φρόνησιν' καϊ τούτο ούκ εμοϊ μ ό ­ νον, άλλά καϊ Σωκράτει δοκεΐτέμοι πιστεύει ν άν, ταύτά υπέρ ΐ2

η

/

/)

/

> Ο, \

C/

> Λ Ι

192

Ά

>/

/

V

> ο >

Ο

λυμπιακός

Αυτή την προφητεία και τη συμβουλή έχω να σας δώσω, ε­ δώ, μπροστά σ’ αυτόν τον θεό,3 παρακινημένος από καλή θέ­ ληση και αγάπη. Κ ι αν μου το επέτρεπε η ηλικία κι η υγεία μου, θα ’πρεπε, πιστεύω, πρώτα-πρώτα τον εαυτό μου τον ί­ διο να πείσω και να ξεσηκώσω. Όμως η ταλαιπωρημένη μου υγεία με υποχρεώνει να ψάχνω και να βρίσκω, όταν μπορώ πού και πού, κανένα παραπεταμένο, θαρρείς, και μπαγιάτικο λείψανο σοφίας των αρχαίων, ελλείψει ζώντων και καλύτερων δασκάλων. Θα σας πω και κάτι ακόμα που μου συμβαίνει, παραπλήσιο με της κουκουβάγιας, κι ας με κοροϊδέψετε: ναι μεν εκείνη δεν κερδίζει τίποτα με τα πουλιά που πετούν γύρω της, για έναν κυνηγό πουλιών όμως είναι το πιο χρήσιμο απόκτημα -δεν του χρειάζεται να κάνει τίποτα, ούτε τροφή να βάλει για δό­ λωμα ούτε φωνές να μιμηθεί' και μόνο που θα τους παρουσι­ άσει την κουκουβάγια, μαζεύονται πλήθος τα πουλιά. Έ τσι κι εγώ, δεν έχω τίποτα να κερδίσω από το ενδιαφέρον των πολ­ λών. Ούτε μαθητές αναλαμβάνω -γιατί ξέρω ότι δεν έχω τί­ ποτα να τους διδάξω, μιας και ο ίδιος τίποτα δεν γνωρίζω κα­ λά. Όσο για το να λέω ψέματα και να δίνω απατηλές υποσχέ­ σεις, δεν έχω τέτοιο κουράγιο. Αν έμπλεκα με κανένα σοφιστή, θα του ’κανα μεγάλο καλό γιατί θα του μάζευα ένα σωρό κό­ σμο κι έπειτα θα τον άφηνα να χειριστεί τη λεία όπως θα ήθε­ λε. Δεν καταλαβαίνω γιατί, πάντως ούτε ένας σοφιστής δεν με αναλαμβάνει και κανείς τους δεν χαίρεται όταν με βλέπει. Είμαι σχεδόν σίγουρος, λοιπόν, ότι με πιστεύετε όταν μιλάω για την απειρία και την ασχετοσύνη μου -προφανώς επειδή εί­ στε σώφρονες άνθρωποι και ξέρετε πώς έχουν τα πράγματα. Και μου φαίνεται πως όχι μόνο εμένα αλλά ακόμα και τον

193

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

αυτού προβαλλομένω πρός άπαντας ώς ούδεν ηδει' τον δε 'Ιππίαν και τον Πώλον και τον Γοργίαν, ών έκαστος αύτόν μάλιστα εθαύμαζε και εξεπλήττετο, σοφούς άν ήγείσθαι και ΐ5 μακαρίους' όμως δε προλέγω ύμίν ότι εσπουδάκατε άνδρός άκουσαι τοσούτον πλήθος δντες ούτε καλού τό είδος ούτε ι­ σχυρού, τη τε ηλικία παρηκμακότος ήδη, μαθητήν δε ούδένα έχοντος, τέχνην δε ή επιστήμην ούδεμίαν ύπισχνουμένου σχεδόν ούτε τών σεμνών ούτε τών ελαττόνων, ούτεμαντικήν ούτε σοφιστικήν άλλ ’ ούδε ρητορικήν τινα ή κολακευτικήν δύναμιν, ούδε δεινού ξυγγράφειν ούδε έργον τι έχοντος άξιον επαίνου και σπουδής, άλλ ’ ή μόνον κομώντος' έι δ ’ ύμίν δοκέει τόδε λωίτερον και άμεινον, ι6 δραστέον τούτο και πειρατέον όπως άν η δυνατόν ήμίν. ού

μέντοι λόγων άκούσεσθε δποίων άλλου τινός τών νύν, άλλά πολύ φαυλοτέρων και άτοπωτέρων, όποιους δή και δράτε. χρή δε εάν υμάς έμβραχυ, ό,τι άν επίη μοι, τούτω επεσθαι, και μή άγανακτείν, εάν φαίνωμαι πλανώμενος εν τοίς λόγοις, ώσπερ άμέλει και τον άλλον χρόνον έζηκα άλώμενος, άλλά συγγνώμην έχειν, άτε άκούοντας άνδρός ’ιδιώτου και άδολέσχου. Κ α ι γάρ δή τυγχάνω μακράν τινα δδόν τά νύν πεπορευμένος, εύθύ τού ’Ίστρου και τής Γετώ ν χώρας ή Μυσών, ώς ΐ7 φησιν 'Όμηρος κατά τήν νύν επίκλησιν τού έθνους, ήλθον δε ού χρημάτων έμπορος ούδε τών πρός υπηρεσίαν τού στρατο-

194

Ο

λυμπιακός

Σωκράτη θα πιστεύατε, που επιχειρηματολογούσε λέγοντας σε όλους τα ίδια' ότι δεν ήξερε τίποτα. Ενώ τον Ιππία, τον Πώλο και τον Γοργία που αυτοθαυμάζονταν σε υπερβολικό βαθμό, πιθανό να τους θεωρούσατε σοφούς και μακάριους. Όμως σας το λέω από τώρα, κι ας έχετε μαζευτεί τόσοι πολ­ λοί, ότι τρέξατε να ακούσετε έναν άνθρωπο που ούτε ωραίος είναι στην όψη, ούτε δυνατός, είναι ήδη περασμένης ηλικίας, δεν έχει ούτε ένα μαθητή, δεν αναλαμβάνει να διδάξει καμιά τέχνη ή επιστήμη σπουδαία ή ασήμαντη, ούτε μαντική ούτε σοφιστική ούτε καμιά ρητορική ή κολακευτική ικανότητα' δεν είναι δεινός συγγραφέας κι ούτε έχει να παρουσιάσει έργο άξιο επαίνου ή μελέτης -ένας μακρυμάλλης είναι και τίποτα περισ­ σότερο.

Μ α αν το νομίζετε συμφερότερο και καλύτερο,4 ας γίνει κι ας βάλω τα δυνατά μου να το επιχειρήσω. Μόνο που δεν πρόκειται ν’ ακούσετε καμιάν ομιλία όμοια με τις άλ­ λες που εκφωνούνται τις μέρες αυτές, αλλά λόγια πολύ πιο α­ δούλευτα και άσχετα με τις περιστάσεις, όπως βέβαια θα προ­ σέξατε. Κοντολογίς, θα πρέπει να μ’ αφήσετε να λέω ό,τι μου ’ρχεται στο νου και να μην αγανακτήσετε αν σας φανεί πως περιπλανιέμαι μες στα λόγια ακριβώς όπως περιπλανώ μένος έζησα και τη ζωή μου, αλλά να δείξετε τη συμπάθειά σας σ’ έ­ ναν απλό άνθρωπο που του αρέσει να φλυαρεί. Τυχαίνει μόλις τώρα να έρχομαι από πολύ μακριά, κατευ­ θείαν από το Δούναβη και τη χώρα των Γ ετών ή Μυσών, ό­ πως τους λέει ο Όμηρος, σύμφωνος με τη σημερινή ονομασία του έθνους αυτού. Εκεί δεν πήγα ούτε ως έμπορος ούτε εκτελώντας υπηρεσία ως μεταφορέας αποσκευών του στρατού ή ο­

ι 95

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

πέδου σκευοφορών ή βοηλατών, ούδέ πρεσβείαν επρέσβευον συμμαχικήν ή τινα εύφημον, τών άπό γλώττηςμόνον συνευχομένων, γυμνός άτερ κόρυθός τε και άσπίδος, ούδ’ έχον έγχος, ι8 ού μην ούδε άλλο δπλον ούθέν. ώστε έθαύμαζον ο πως με ή-

νείχοντο δρώντες. ούτε γάρ ϊππεύειν έπιστάμενος ούτε τοξό­ της 'ικανός ών ούθ’ οπλίτης, άλλ ’ ούδε τών κούφων και άνόπλων τήν βαρεΐαν οπλισιν στρατιωτών ούδ’ άκοντιστής ή λιθοβόλος, ούδ’ αύ τεμέΐν ύλην ή τάφρον όρύττειν δυνατός ούδέ άμήσαι χιλόν εκ πολεμίου λειμώνος πυκνά μεταστρε­ φόμενος, ούδέ έγειρα ι σκηνήν ή χάρακα, ώσπερ άμέλει ξυνέπονται τόϊς στρατοπέδοις άπόλεμοί τι νες ύπηρέται' πρός ά­ παντα δή ταύτα άμηχάνως έχων άφικόμην εις άνδρας ού νωθρούς ούδέ σχολήν άγοντας άκροάσθαι λόγων, άλλά μεΐ9 τεώρους καϊ άγωνιώντας καθάπερ ίππους άγωνιστάς έπι τών ύσπλήγων, ούκ άνεχομένους τον χρόνον, ύπό σπουδής δέ καϊ προθυμίας κύπτοντας τό έδαφος ταΐς δπλάΐς’ ένθα γε ήν δράν πανταχούμέν ξίφη, πανταχού δέ θώρακας, πανταχού δέ δόρατα, πάντα δέ ίππων, πάντα δέ οπλών, πάντα δέ ώπλισμένων άνδρώνμεστά'μόνος δή έν τοσούτοις φαινόμε20 νος ράθυμος άτεχνώς σφόδρα τε ειρηνικός πολέμου θεατής, τό μέν σώμα ενδεής, τήν δέ ηλικίαν προήκων, ού χρυσούν σκήπτρον φέρω ν ούδέ στέμματα 'ιερά θεού τίνος, επϊ λύσει θυγατρός ήκων εϊς τό στρατόπεδο ν άναγκαίαν οδόν, άλλ ’ έ­ πι θυμών ϊδεΐν άνδρας άγωνιζομένους υπέρ άρχής καϊ δυνά-

196

Ο

λυμπιακός

δηγός βοϊδάμαξας, ούτε ως μέλος συμμαχικής πρεσβείας ή πρεσβείας καλής θέλησης -από κείνες που τα μέλη τους μόνο στα λόγια εύχονται κάτι από κοινού.

Γυμνός δίχως κράνος κι ασπίδα, χωρίς να κρατώ δόρυ5 ούτε άλλο όπλο, βέβαια. Τόσο που απορούσα πώς ανέχονταν οι άλλοι να με βλέπουν! Γιατί ούτε άλογο ήξερα να καβαλάω, ούτε για τοξότης έκανα ούτε για οπλίτης, αλλά ούτε και για το ελαφρύ πεζικό, ακοντιστής ή λιθοβόλος' κι από την άλ­ λη, ούτε για υλοτόμος ήμουν αρκετά δυνατός ούτε για να σκά­ βω χαρακώματα, ούτε κατάλληλος για να μαζεύω ζωοτροφές μέσα σε εχθρικό έδαφος ρίχνοντας πίσω μου ματιές κάθε τόσο, ούτε για να στήνω σκηνές ή οχυρώματα, όπως κάνουν ορισμέ­ νοι άμαχοι βοηθητικοί που ακολουθούν το στρατό. Ανίκανος εγώ για όλα αυτά, βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους κάθε άλ­ λο παρά νωθρούς, που δεν είχαν καθόλου χρόνο για να ακούν ομιλίες. Συνεχώς σε κατάσταση αναμονής και γεμάτοι αγω ­ νία, σαν τ’ άλογα λίγο πριν αρχίσει η κούρσα στις ιπποδρομί­ ες, που δυσανασχετούν με την καθυστέρηση, κι όλο βιασύνη και ζήλο σκάβουν το χώμα με τις οπλές τους. Έβλεπες πα­ ντού ξίφη, παντού θώρακες, δόρατα, ο τόπος ήταν γεμάτος ά­ λογα, όπλα, άντρες οπλισμένους. Και μέσα σ’ αυτό το πλήθος κάνω την εμφάνισή μου εγώ, ένας τελείως αμέριμνος και ειρη­ νικός θεατής του πολέμου, αδύναμος στο σώμα, ηλικιωμένος -μα δίχως σκήπτρο χρυσό μήτε ιερά στέμματα, μιας και δεν αναγκάστηκα να πάω εκεί κουβαλώντας λύτρα για να μου α­ πελευθερώσουν τη θυγατέρα. Βρέθηκα εκεί με μόνη επιθυμία να δω άντρες να αγωνίζονται για την αυτοκρατορία και τη δύ­ ναμη, και τους αντιπάλους να πολεμούν για την ελευθερία και

197

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

μεως, τούς δε υπέρ ελευθερίας τε καϊ πατρίδος' έπειτα ου τον κίνδυνον άποκνήσας, μή τούτο ήγησάσθω μηδείς, άλλ ’ευχής τίνος μ νησθεϊς παλαιάς δεύρο άπετράπην προς υμάς, άεί τά θεία κρείττω και προυργιαίτερα νομίζων τών ανθρωπίνων, >\ Τ ηλικα αν ή. 2ΐ Πότερον ούν ήδιον ύμίν και μάλλον εν καιρω περι τών εκεί διηγήσασθαι, του τε ποταμού τό μέγεθος και τής χώρας τήν φύσιν ή ώρών ώς έχουσι κράσεως και τών ανθρώπων περι του γένους, έτι δέ οϊμαι του πλήθους και τής παρασκευής, ή μάλλον άφασθαι τής πρεσβυτέρας τε και μείζονος ’ιστορίας 22 περι τουδε του θεού, παρ’ ω νυν εσμεν; ουτος γάρ δή κοινός άνθρώπων και θεών βασιλεύς τε και άρχων και πρύτανις και πατήρ, έτι δέ ειρήνης και πολέμου ταμίας, ώς τοΐς πρότερον εμπείροις και σοφοΐς ποιηταΐς έδοξεν, ’εάν πως Ικανοί γενώμεθα τήν τε φύσιν αυτού καί τήν δύναμιν ύμνήσαι λόγω βρα­ χ ε ί καί άποδέοντι τής αξίας, αυτά που ταύτα λέγοντες. 23 Ά ρ ’ ούν κατά 'Ησίοδον άνδρα αγαθό ν καί Μούσαις φίλον άρκτέον, ώς εκείνος μάλα έμφρόνως οΰκ αυτός έτόλμησεν άρξασθαι παρ’ αυτού διανοηθείς, άλλά τάς Μούσας παρακαλεΐ διηγήσασθαι περί τού αφετέρου πατρός; τω παντί γάρ μάλλον πρέπον τόδε τό ασμα ταΐς θεαΐς ή τούς ’επί ’Ίλιον έλθόντας άριθμεΐν, αύτούς τε καί τά σέλματα τών νεών εφεξής, ών οϊ πολλοί άνόητοι ήσαν' καί τις ποιητής σοφώτερός τε , (

}

/

198

Ο

λυμπιακός

την πατρίδα. Κ ι ύστερα, όχι από το φόβο του κινδύνου -αυτό ας μη το σκεφτεί κανείς-, αλλά επειδή θυμήθηκα ένα παλιό μου τάμα, πή­ ρα το δρόμο της επιστροφής και γύρισα εδώ σε σας" κι αυτό γιατί πιστεύω ότι τα θεία είναι σπουδαιότερα και ωφελιμότε­ ρα από τα ανθρώπινα -όσο σημαντικά και να ’ναι αυτά. Λοιπόν, τι θα σας άρεζε περισσότερο και τι θα ταίριαζε στην περίσταση; Να σας μιλήσω για τα όσα είδα εκεί, για το μέγε­ θος του ποταμού και το πώς μοιάζει η χώρα εκείνη, πώς είναι οι εποχές του χρόνου και τι καιρό κάνει, πόσο πληθυσμό έχει και ποια η καταγωγή των ανθρώπων που ζουν εκεί; Να σας πω για τις πολεμικές προετοιμασίες; Ή καλύτερα να καταπια­ στώ με μια πιο παλιά και πιο μεγάλη διήγηση, που μιλά για αυτόν εδώ τον θεό που πλάι του βρισκόμαστε τη στιγμή αυτή; Γ ιατί αυτός είναι για ανθρώπους και θεούς ο κοινός βασιλιάς και άρχοντας και κυβερνήτης και πατέρας, που ορίζει την ειρή­ νη και τον πόλεμο, όπως πίστευαν από παλιά οι έμπειροι και σοφοί ποιητές’ ίσως και τα καταφέρω να εξυμνήσω τη φύση του και τη δύναμή του μέσα από μια σύντομη ομιλία, όχι και τόσο άξια, παρ’ όλο που ίσα-ίσα γ ι’ αυτά θα μιλάει. Να ξεκινήσω λοιπόν σαν τον Ησίοδο; Τον καλό εκείνο άν­ θρωπο, τον αγαπημένο των Μουσών, που -πολύ μυαλωμέναδεν επιχείρησε να ξεκινήσει προβάλλοντας ιδέες δικές του, πα­ ρά προσκαλεί τις ίδιες τις Μούσες να μιλήσουν για τον Πατέ­ ρα τους. Γ ιατί το παρακάτω τραγούδι του γ ι’ αυτές είναι πο­ λύ πιο κατάλληλο, παρά ν’ άρχιζα να απαριθμώ τους πολεμι­ στές που ξεκίνησαν να πάρουν την Τροία -κι αυτούς και τους κωπηλάτες των πλοίων μαζί- τον ένα πίσω από τον άλλο, αν­ θρώπους στην πλειονότητά τους ακατανόητους. Ποιος ποιη-

199

Δ

ιών

Χ

ρυςοςτομος

και άμείνων ή ό παρακαλών έπ'ι τούτο τό έργον ώδέ πως' Μουσαι Πιερίηθεν άοιδήσι κλείουσαι, δεύτε A C έννέπετε σφέτερον πατέρ ’ υμνείουσαι, 6ντε διά βροτοι άνδρες δμώς άφατοι τε φατοί τε ρητοί τ ’ άρρητοί τε, Αιδς μεγάλοιο εκητι' ρέα μεν γάρ βριάει, ρέα δε βριάοντα χαλέπτει, ρεία δ ’ άρίζηλονμινύθει και άδηλον άέξει, ρεΐα δέ τ ’ ιθύνει σκολιδν και άγήνορα κάρφει Ζευς ϋφιβρεμέτης, δς υπέρτατα δώματα ναίει. ' Υπολαβδντες ουν είπατε πότερον άρμδζων δ λόγος ουτος και τό άσμα τη συνόδω γένοιτ’ άν, ώ παίδες’Η λείων' υμείς γάρ άρχοντες και ηγεμόνες τήσδε τής πανηγύρεως, έφοροί τε και επίσκοποι τών ενθάδε έργων και λόγω ν' ή δειθεατάς εί­ ναι μόνον τους ενθάδε ήκοντας τών τε άλλων δήλον ότι παγκάλων και σφόδρα ενδόξων θεαμάτων και δή μάλιστα τής του θεου θρησκείας και τω όντι μακαρίας έικόνος, ήν υ­ μώ ν όι πρόγονοι δαπάνης τε υπερβολή και τέχνης επιτυχόντες τής άκραςέιργάσαντο και άνέθεσαν πάντων, όσα έστιν έπϊ γής άγάλματα, κάλλιστον και θεοφιλέστατου, πρός τήν Ό μηρικήν ποίησιν, ώς φασι, Φειδίου παραβαλλομένου, του κινήσαντος όλίγω νεύματι τών όφρυων τον ξύμπαντα Ολυ­ μπον, ώς εκείνος μάλιστα έναργώς και πεποιθότως έν τοίς

Ο

λυμπιακός

τής είναι σοφώτερος και καλύτερος, αν όχι εκείνος που για το έργο του καλεί σε βοήθεια με λόγια σαν τα παρακάτω:

Μούσες Πιερίδες που δόξα χαρίζετε με τα τραγούδια σας, εδώ να υμνήσετε το Δία τον πατέρα σας, που όλους τους θνητούς τούς χάνει ασήμαντους είτε ονομαστούς χαι γ ι’ άλλους δε μιλά κανείς κι άλλοι είναι φημισμένοι με το θέλημα του μεγάλου Δία, για τί εύκολα δύναμη χαρίζει κι εύκολα τον δυνατό τον βλάπτει κι εύκολα τον δοξασμένο εκμηδενίζει και γιγαντώνει τον άσημο, κι εύκολα ισιώνει τον στραβό και τον ανδρείο τον εξευτελίζει ο Ζευς ο Τφιβρεμέτης που ζει στις ουράνιες κατοικίες. Απαντήστε μου, λοιπόν, γιοί της Ηλείας, αν η αγόρευσή μου κι ο ύμνος αυτός ταιριάζουν στη συγκέντρωσή σας, γιατί σεις είστε οι άρχοντες κι οι ιθύνοντες σε τούτη την πανεθνική κο­ σμοσυρροή, οι επόπτες και επιθεωρητές των όσων γίνονται και λέγονται στον τόπο αυτό. Ή μήπως θα ’πρεπε όσοι συγκε­ ντρώνονται εδώ να είναι σκέτοι θεατές, όχι μόνο των άλλων πανέμορφων και ξακουστών θεαμάτων, αλλά και της ίδιας της λατρείας του θεού και αυτού του αληθινά ευλογημένου α­ γάλματος, του ομορφότερου και θεοφιλέστερου απ’ όλα τα α­ γάλματα επί γης, που του αφιέρωσαν οι πρόγονοί σας, εξα­ σφαλίζοντας, με έξοδα υπέρογκα, τον κορυφαίο των καλλιτε­ χνών; Και που ο Φειδίας, καθώς λένε, για να φτιάξει το άγαλ­ μα του θεού που μ’ ένα του μικρό νεύμα των φρυδιών συντά­ ραξε τον Όλυμπο, παράβαλε την τέχνη του με την ποίηση του

201

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

έπεσιν έίρηκεν, ή καϊ κυανέησιν ε π ’ όφρύσι νεύσε Κρονίων, άμβρόσιαι δ ’ άρα χάΐται επερρώσαντο άνακτος κράτος ά π ’ άθανάτοιο, μέγαν δ ’ ελέλιξεν ’Ό λυμπον. ή καϊ περϊ αΰτών τούτων σκεπτέον ήμίν επιμελέστερον τών τε ποιημάτων καϊ άναθημάτων, καϊ άτεχνώς, εϊ τι τοιουτότροπόν έστι, τήν άνθρωπίνην περϊ του δαιμονίου δόξαν άμηγέπη πλάττον καϊ άνατυπουν, άτε εν φιλοσόφου διατριβή τά νυν ούσιν; 27 Περϊ δή θεών τής τε καθόλου φυσεως καϊ μάλιστα του πάν­ των ήγεμόνος πρώτον μεν καϊ εν πρώτοις δόξα καϊ επίνοια κοινή του ξύμπαντος ανθρωπίνου γένους, ομοίως μ ε ν 'Ε λ ­ λήνων, ομοίως δε βαρβάρων, αναγκαία καϊ ’έμφυτος εν παντι τω λογικω γιγνομένη κατά φύσιν άνευ θνητού διδασκάλου καϊ μυσταγωγού χωρίς απάτης κεχώρηκεν, εδήλου τε τήν ξυγγένειαν τήν πρός αΰτοΰς και πολλά μαρτύρια τάληθούς, οΰκ έώντα κατανυστάξαι καϊ άμελήσαι τοΰς πρεσβυτάτους 28 καϊ παλαιοτάτους' άτε γάρ οΰ μακράν οΰδ’εξω τού θείου διωκισμένοι καθ’ αυτούς, άλλά εν αύτω μέσω πεφυκότες, μάλ­ λον δε συμπεφυκότες εκείνωκαϊ προσεχόμενοι πάντα τρόπον, οΰκ εδύναντο μέχρι πλείονος άξύνετοι μένειν, άλλως τε σύνεσιν καϊ λόγον εϊληφότες παρ1 αΰτού, άτε δή περιλαμπόμενοι πάντοθεν θείοις καϊ μεγάλοις φάσμασιν οΰρανού τε και ά­ στρων, έτι δε ήλίου καϊ σελήνης, νυκτός τε καϊ ήμέρας εντυγχάνοντες ποικίλοιςκαϊ άνομοίοις εϊδεσιν, όψεις τε άμηχάνους

202

Ο

λυμπιακός

Ομήρου που με τόση ζωντάνια και πειστικότητα, έγραψε

Είπε, και με τα μαύρα φρύδια του ένευσε ο Κρονίδης έκλινε από τ ’ αθάνατο κεφάλι του βασιλέα η θεία κόμη, κι ο τρανός ο Όλυμπος εσείστη. Ή μήπως θα ’πρεπε να συλλογιστούμε με μεγαλύτερο ενδια­ φέρον, σαν να βρισκόμασταν αυτή τη στιγμή μες στην αίθουσα διδασκαλίας κάποιου φιλοσόφου, τα ίδια τα ποιήματα και τα αγάλματα, και να δούμε αν, κατά κάποιο τρόπο, διαπλάθουν και σφραγίζουν την ανθρώπινη αντίληψη για το θείο. Για τη φύση των θεών γενικά, και κυρίως για τη φύση του η­ γεμόνα του σύμπαντος, αρχικά γεννήθηκε μια αντίληψη, μια ιδέα κοινή σε όλο το ανθρώπινο γένος, τόσο στους Έλληνες ό­ σο και στους βαρβάρους, αναπόφευκτη και έμφυτη σε κάθε λο­ γικό πλάσμα' μια αντίληψη που γεννιέται με τρόπο φυσικό, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου θνητού δασκάλου και χωρίς τις απατεωνίες των μυσταγωγών. Και φανέρωνε η κοινή αυτή α­ ντίληψη τη συγγένεια του θεού με τους ανθρώπους, και παρεί­ χε πολλά τεκμήρια της αλήθειας, που δεν επέτρεπαν στους αρ­ χαίους να αδιαφορούν και να κοιμούνται όρθιοι' και καθώς δεν γεννήθηκαν ούτε ζούσαν έξω και μακριά από το θείο ον, μα βρί­ σκονταν στο κέντρο του -μάλλον, θα έλεγα, γεννήθηκαν μαζί με εκείνο και του ήταν προσκολλημένοι με κάθε τρόπο- θα ’ταν αδύνατο να παραμείνουν άφρονες' πόσο μάλλον που ο θεός τούς έδωσε τη νοημοσύνη και τον Λόγο, και από παντού δέχο­ νταν την λάμψη των μεγάλων θεϊκών φασμάτων του ουρανού και των άστρων και του ήλιου και της σελήνης, αντικρίζοντας νύχτα μέρα λογιών λογιών μορφές και εικόνες ανεξήγητες κι ακούγοντας κάθε είδους φωνές, του δάσους και του αγέρα και

203

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

δρώντες και φωνάς άκούοντες παντοδαπάς άνεμων τε και ύ­ λης και ποταμών και θαλάττης, έτι δε ζώων ημέρων και ά­ γριων, αυτοί τε φθόγγον ήδιστον και σαφέστατον ϊέντες και άγαπώντες της άνθρωπίνης φωνής τό γαύρον και επιστημον, επιθέμενοι σύμβολα τοίς εις αίσθησιν άφικνουμένοις, ώς πάν 29 τό νοηθεν όνομάζειν και δηλούν, εύμαρώς άπειρων πραγμά­ των και μνήμαςκαι επινοίας παραλαμβάνοντες. πώς ουν άγνώτες είναι εμελλον και μηδεμίαν εξειν υπόνοιαν τού σπείραντος και φυτεύσαντος και σώζοντος και τρέφοντος, πανταχόθεν εμπιμπλάμενοι της θείας φύσεως διά τε όφεως και άκοης συμπάσης τε άτεχνώς α’ισθήσεως; νεμόμενοι μεν επί γης, όρώντες δ ’ εξ ουρανού φώς, τροφάς δε άφθονους έχοντες, 30 εύπορήσαντος και προπαρασκευάσαντος τού προπάτορος θε­ ού. πρώτην μεν τοίς πρώτοις και αυτόχθοσι την γεώδη, μαλακης έτι και πίονος της ίλύος τότε ούσης, ώσπερ άπό μητρός της γης λιχμωμένοις, καθάπερ τά φυτά νύν, ελκουσι τήν εξ αυτής ι’ κμάδα, δευτέραν δε οι ήδη προίόντες καρπών τε αυ­ τομάτων και πόας ού σκληράς άμα δράσω γλυκεία και νάμασι νυμφών ποτίμοις, και δή και τού περιέχοντος ήρτημένοι και τρεφόμενοι τη διηνεκέί τού πνεύματος επιρροή, άέρα ύγρόν ελκοντες, ώσπερ νήπιοι παίδες, ούποτε επιλείποντος γάλακτος άείσφισι θηλής 3ΐ εγκειμένης. σχεδόν γάρ άν ταύτην δικαιότερου λέγοιμεν πρώτην τροφήν τόίς τε πρότερον και τόίς ύστερον άπλώς. επειδάν γάρ εκπέση τής γαστρός νωθρό ν έτι και άδρανες τό

204

Ο

λυμπιακός

των ποταμών και της θάλασσας, κι ακόμη, των ζώων, ήμερων και άγριων- κι οι ίδιοι, προφέροντας φθόγγους γλυκύτατους και καθαρότατους και απολαμβάνοντας την ειδημοσύνη και υψηλοφροσύνη της ανθρώπινης λαλιάς, έδιναν συμβολικές ονομα­ σίες στα πράγματα που συλλάμβαναν οι αισθήσεις τους, ώστε να μπορούν να μιλούν γι’ αυτά και να εκφράζουν τη σκέψη τους με σαφήνεια, αποκτώντας έτσι με ευκολία μνήμες και έννοιες αμέτρητων πραγμάτων. Πώς θα μπορούσαν λοιπόν να αγνο­ ήσουν και να μην υποψιαστούν καν την ύπαρξη εκείνου που έ­ σπειρε και φύτεψε και διατήρησε και έθρεψε, τη στιγμή που η ό­ ραση κι η ακοή τους κι όλες τους οι αισθήσεις πλημμύριζαν α­ πό τη θεία φύση; Κατοικούσαν τη γη, μα βλέπαν το φως να ’ρχεται εξ ουρανού- και δεν τους έλειπε η τροφή, γιατί ο θεός, ο πρόγονός τους, την είχε προετοιμάσει και τους την παρείχε σε αφθονία. Οι πρώτοι-πρώτοι άνθρωποι, γεννημένοι καθώς ήσαν μέσα από τη γη, στην αρχή τρέφονταν με γήινα υλικά για­ τί ο πηλός τότε ήταν παχύς και μαλακός, και τον έγλυφαν α­ πό τη γη όπως τα βρέφη από τη μάνα, κι όπως και τώρα τα φυτά τραβούν την υγρασία της γης. Οι κατοπινοί άνθρωποι τρέφονταν με έτοιμους καρπούς και τρυφερά βοτάνια, κι έπιναν απ’ τις γλυκιές δροσοσταλιές και

τα νερά τα πόσιμα α π ’ τις πηγές των νυμφών, ακόμα κι από τον αέρα που τους περιέβαλλε τρέφονταν, αδιά­ κοπα καθώς ανάσαιναν την υγρασία του, σαν νήπια που δεν τους λείπει ποτέ το γάλα κι έχουν το μαστάρι πάντα στα χεί­ λη. Θα ’ταν ίσως σωστότερο να λέγαμε πως αυτή ήταν η πρώ­ τη τροφή των ανθρώπων, και των πρώτων και των κατοπι­ νών. Το βρέφος, βγαλμένο μόλις από την κοιλιά, αδύναμο και

205

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

βρέφος, δέχεται μεν ή γη, ή τώ όντι μήτηρ, δ δε άήρ εϊσπνεύσας τε και έισφυχώσας εύθύς ήγειρεν ύγροτέρα τροφή γάλακτος και φθέγξασθαι παρέσχεν. ταυ την εικότως πρώτη ν 32 λέγοιτ’άν τοΐς γεννωμένοις ή φύσις επισχεϊν θηλήν, ά δή πάσχοντες, επινοουντες ούκ εδύναντο μή θαυμάζειν και αγαπάν τό δαιμόνιον, πρός δε αυ τούτοις αισθανόμενοι τών ώρών, ό­ τι τής ήμετέρας 'ένεκα γίγνονται σωτηρίας πάνυ ακριβώς και πεφεισμένως εκατέρας τής υπερβολής, ετι δε και τόδε εξ αιρε­ τό ν εχοντες εκ τών θεών πρός τά άλλα ζώα, τό λογίζεσθαι 33 κα'ι διανοεϊσθαι περ'ι αύτών. σχεδόν ούν ομοιον ώσπερ εϊ τις άνδρα 'Έλληνα ή βάρβαρον μυέΐσθαι παραδοίη εις μυστικόν τινα μυχόν υπερφυή κάλλει και μεγέθει, πολλά μεν δρώντα μυστικά θεάματα, πολλών δέ άκούοντα τοιούτων φωνών, σκότους τε και φωτός εναλλάξ αύτω φαινομένων, άλλων τε μυρίων γιγνομένων, έτι δε [έι] καθάπερ εϊώθασιν εν τω καλουμένω θρονισμω καθίσαντες τούς μυουμένους οι τελοΰντες κύκλω πεοιχορεύειν' άρά γε τον άνδρα τούτον μηδέν παθεΐν έικός τή ψυχή μ η δ ’ ύπονοήσαι τά γιγνόμενα, ώς μετά γνώ­ μης και παρασκευής πράττεται σοφωτέρας, έι και πάνυ τις εϊη τών μακρόθεν και άνωνύμων βαρβάρων, μηδενός εξηγητού 34 μηδε ερμηνέως παρόντος, άνθρωπίνην ψυχήν έχων; ή τούτο μεν ούκ άνυστόν, κοινή δε ξύμπαν τό τών άνθρώπων γένος τήν ολόκληρον και τω όντι τελείαν τελετήν μυούμενον, ούκ εν

206

Ο

λυμπιακός

νωθρό ακόμα, το δέχεται η γη, η πραγματική του μάνα" μα κι ο αέρας, σαν πνέει μέσα του και του δίνει ζωή, παρέχοντας του τροφή πιο μαλακή κι από το γάλα, το ξεσηκώνει ευθύς και του δίνει τη δύναμη να βγάλει μια κραυγή. Εύλογα θα ’λεγε κανείς πως αυτό το μαστάρι της πρόσφερε πρώτο η φύση στους νεογέννητους ανθρώπους. Και καθώς οι άνθρωποι έφερναν στο νου τους τα όσα βίωναν, δε μπορούσαν παρά να νιώθουν θαυμασμό και αγάπη για το θείο ον' κι επιπλέον, πρόσεχαν τις εποχές και το ότι η εναλλαγή τους γίνεται προς χάρη της διατήρησής μας με τόση ακρίβεια, οικονομία και μέτρο' κι α­ κόμη, κατείχαν το δώρο των θεών που τους έκανε ανώτερους από τα άλλα ζώα: το ότι συλλογίζονταν και στοχάζονταν τους θεούς. Περίπου το ίδιο θα ’ταν, αν σήμερα παραδίδατε έναν άνθρω­ πο -Έλληνα ή βάρβαρο, αδιάφορο- σε κάποιο μυστικό ιερό υ­ περφυσικής ομορφιάς και μεγέθους, προκειμένου να μυηθεί' κι αν αντίκριζε πολλά μυστηριώδη οράματα, άκουγε πλήθος α­ κατάληπτες φωνές, έβλεπε το φως και το σκοτάδι να εναλλάσ­ σονται κι άλλα πολλά να συμβαίνουν' και αν, όπως στη λεγά­ μενη τελετή του ενθρονισμού,6 σύμφωνα με το έθιμο, οι μύστες έβαζαν τους μυούμενους να καθίσουν, και χόρευαν γύρω τους σε κύκλο: άραγε θα ’ταν λογικό να μείνει ασυγκίνητος ο άν­ θρωπος αυτός και να μη βάλει με το νου του πως ό,τι συμβαί­ νει γύρω του, γίνεται με σοφή πρόθεση και προπαρασκευή; Α ­ κόμα και βάρβαρος να ήταν, από τόπο μακρινό και ανώνυμο, και χωρίς τη βοήθεια κάποιου οδηγού ή διερμηνέα -αρκεί που θα είχε ανθρώπινη ψυχή. Ή μήπως είναι ακατόρθωτο αυτό; Κ ι όταν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος μυείται σε μια τελετή αληθινά τέλεια και ολοκληρωμένη, όχι μέσα σ’ ένα μικρό οί-

207

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

οϊχηματι μικρώ παρασκευασθέντι πρός υποδοχήν όχλου βραχέος υπό ’Αθηναίων, άλλά εν τωδε τω κόσμω, ποικίλω χα'ι σοφω δημιουργήματι, μυρίων έκάστοτε θαυμάτων φαι­ νομένων, έτι δέ ούχ άνθρώπων δμοίων τόίς τελουμένοις, άλλά θεών άθανάτων θνητούς τελούντων, νυχτί τε χα'ι ημέ­ ρα χαι φωτ'ι χα'ι άστροις, εϊ θέμις εϊπεΐν, άτεχνώς περιχορευόντων άεί, τούτων ξυμπάντων μηδεμίαν αϊσθησιν μηδέ υ­ ποψίαν λαβεΐν μάλιστα δέ του κορυφαίου προεστώτος τών όλων χαϊ χατευθύνοντος τον άπαντα ούρανόν χαϊ χόσμον, οΐον σοφού κυβερνήτου νεώς άρχοντος πάνυ καλώς τε κα'ι άνενδεώς παρεσκευασμένης; 35 Ού γάρ έπ'ι τών άνθρώπων τό τοιουτον γιγνόμενον θαυμάσαι τις άν, πολύ δέ μάλλον όπως καϊ μέχρι τών θηρίων διικνεΐται τών άφρόνων και άλογων, ώς και ταυτα γιγνώσκειν καϊ τιμάν τον θεόν και προθυμείσθαι ζην κατά τον ’εκείνου θεσμόν' έτι δέ μάλλον άπεοικότως τά φυτά, οΐςμηδεμίαμηδενός έννοια, άλλά άψυχα και άφωνα άπλη τινι φύσει διοικούμενα, όμως δέ καϊ αύτά έκουσίως καϊ βουλόμενα καρπόν εκφέρει τον προσήκοντα εκάστω. ουτω πάνυ ’εναργής καϊ πρόδηλος ή τουδέ του θεού γνώμη καϊ δύναμις. άλλ ’ ήπου 36 σφόδρα γελοίοι καϊ άρχάΐοι δόξομεν έπ'ι τόίσδε τοΐς λόγοις, έγγυτέρω φάσκοντες είναι τήν τοιαύτην ξύνεσιν τοΐς θηρίοις και τοΐς δένδροις ήπερ ήμΐν τήν άπειρίαν τε καϊ άγνοιαν; ο­ πότε άνθρωποί τινες σοφώτεροι γενόμενοι τής άπάσης σοφί­ ας, ού κηρόν έγχέαντες τοΐς ώσίν, ώσπερ οΐμαίφασι τούς Ι ­ θακήσιους ναύτας υπέρ τού μή κατακούσαι τής τών Σειρή­ νων ωδής, άλλά μολύβδου τινός μαλθακήν δμού καϊ άτρω-

208

Ο

λυμπιακός

κημα που χτίστηκε από τους Αθηναίους για να δεχτεί μια ο­ μάδα ανθρώπων,6 μα μέσα στο ίδιο το σύμπαν, μέσα σ’ αυτό το πολύμορφο δημιούργημα της σοφίας, όπου βλέπει κανείς χι­ λιάδες θαυμαστά πράγματα, κι όπου μυσταγωγοί δεν είναι κάποιοι θνητοί όμοιοι με τους μυούμενους, αλλά θεοί αθάνατοι που μυούν θνητούς ανθρώπους, και μέρα νύχτα, στο φως του ήλιου και των άστρων -αν επιτρέπεται να το πω έτσι- κυριο­ λεκτικά χορεύουν γύρω τους ασταμάτητα' είναι δυνατό, τίπο­ τα απ’ όλα τούτα να μη συλλάβουν με τις αισθήσεις τους οι άν­ θρωποι και να μην υποψιαστούν το παραμικρό; Και πολύ πε­ ρισσότερο, είναι δυνατό να αγνοήσουν τον κορυφαίο του χορού, που κυβερνά τα πάντα και διευθύνει ολόκληρο το σύμπαν σαν σοφός κυβερνήτης ενός τέλεια εξοπλισμένου πλοίου; Ό χι, δεν είναι απορίας άξιο το ότι συμβαίνει αυτό με τους αν­ θρώπους' είναι όμως άξιο απορίας τ’ ότι μέχρι και τα θηρία, που δεν έχουν νου και λογισμό, αναγνωρίζουν και τιμούν το θεό και πρόθυμα ζουν σύμφωνα με το νόμο του. Και τα φυτά ακόμα πράγμα πολύ πιο παράξενο- που δεν έχουν την παραμικρή α­ ντίληψη για τίποτα, και άψυχα και άφωνα υπακούν σε απλούς νόμους της φύσης' ως και τα φυτά, εκούσια παράγουν, το καθέ­ να τούς καρπούς που ορίζει η φύση του. Τόσο φανερή και ξεκά­ θαρη είναι η βούληση και δύναμη τούτου του θεού. Στην επιχει­ ρηματολογία μου αυτή, μήπως σας φανώ γελοίος και παρωχη­ μένος, αν υποστηρίξω πως η σύνεση αυτή ταιριάζει καλύτερα στα ζώα και τα δέντρα απ’ ό,τι σ’ εμάς η αμάθεια κι η άγνοια; Όταν ορισμένοι,7 που ’χουν γίνει σοφώτεροι από τους πάντες κι έχουν βουλώσει τ αυτιά τους -όχι με κερί σαν τους Ιθακή­ σιους ναύτες, για να μην ακούσουν το τραγούδι των Σειρήνων, παρά με κάποιο υλικό σαν το μόλυβδο που ’ναι μαλακός και δεν

209

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

τον υπό φωνής φύσιν, έτι δε οίμαι προ τών οφθαλμών σκότος πολύ προβαλόμενοι και άχλυν, ύφ ’ ής 'Όμηρός φησι κωλύεσθαι τον καταληφθέντα διαγιγνώσκειν θεόν, ύπερφρονουσι τά θεία, καί μίαν ίδρυσάμενοι δαίμονα πονηράν καί άλογον, τρυφήν τινα ή ραθυμίαν πολλήν καί άνειμένην ύβριν, Ηδο­ νήν ’επονομάζοντες, γυναικείαν τω όντι θεόν, προτιμώσι καί θεραπεύουσι κυμβάλοις τισίν ή φόφοιςκαί αύλοίς υπό σκότος 37 αύλουμένοις, ής εύωχίας ούδείς εκείνοις φθόνος, ε’ι μέχρι του αδειν αύτοίς τό σοφόν ήν, άλλά μή τούς θεούς ημών άφηρουντο καί άπωκιζον, εζελαυνοντες εκ τής αυτών πόλεώς τε καί άρχής, εκ τουδε του κόσμου παντός, έίς τιναςχώρας ά­ τοπους, καθάπερ άνθρώπους δυστυχείς έίς τινας νήσους ερή­ μους ' τάδε δε τά ξύμπαντα φάσκοντες άγνώμονα καί άφρονα καί άδέσποτα καί μηδένα έχοντα άρχοντα μηδε ταμίαν μηδε επιστάτην πλανάσθαι είκή καί φέρεσθαι, μηδενός μήτε νυν προνοούντοςμήτε πρότερον εργασαμένου τό πάν, μηδε ώσ­ περ όι παίδες τούς τροχούς αύτοί κινήσαντες έίτα εώσιν άφ ’ αύτών φέρεσθαι. 3« Ταυτα μεν ουν επεξήλθεν ό λόγος καθ’ αύτόν εκβάς ' τυχόν γάρ ού ράδιον τον του φιλοσόφου νουν καί λόγον επισχείν, ένθα άν δρμήσγ), του ξυναντώντος άει φαινομένου Συμφέρον­ τος καί άναγκαίου τοίς άκροωμένοις, ού μελετηθέντα πρός ύδωρ καί δικανικήν άνάγκην, ώσπερ οίυν έφη τις, άλλά μετά

210

Ο

λυμπιακός

τον διαπερνά η ανθρώπινη φωνή- και μπρος στα μάτια τους έ­ χουν βάλει ένα παραπέτασμα από σκοτάδι κι ομίχλη, εκείνο που όπως λέει κι ο Όμηρος εμπόδιζε να αναγνωρίσουν τον θεό όταν εκείνος είχε συλληφθεί, καταφρονούν τα θεία και καθιερώ­ νουν μία και μόνη θεά, μιαν εξαχρειωμένη και παράλογη που την ονομάζουν Ηδονή και προσωποποιεί τον τρυφηλό βίο, την αδιαφορία και την απεριόριστη ύβρη -μια πραγματικά θηλυκή θεά-, και προτιμούν αυτήν και τη λατρεύουν με κύμβαλα και άλ­ λους θορύβους και με αυλούς μες στα σκοτάδια. Καμιά κακία δεν θα τους κρατούσε κανείς για τα γλέντια τους, αν η σοφία τους περιοριζόταν στα τραγούδια τους' όχι όμως και να μας στερήσουν τους θεούς μας και να τους πετάξουν έξω από την ί­ δια τους την πόλη, το ίδιο τους το βασίλειο, τον κόσμο ετούτο, για να τους ξαποστείλουν σε κάτι μέρη απίθανα, σαν ανθρώπους κακότυχους που τους στέλνουν εξορία σε ερημονήσια. Και να ι­ σχυρίζονται πως το σύμπαν δεν εμπεριέχει κανένα νόημα και καμιά λογική, είναι αδέσποτο και ακυβέρνητο, και δίχως δια­ χειριστή και επόπτη πάει κι έρχεται στα κουτουρού' και κανείς δεν προνοεί τώρα γι’ αυτό, αλλά μήτε και στο παρελθόν το δη­ μιούργησε ποτέ κανείς -έστω να το έθεσε σε κίνηση, όπως τα παιδιά που δίνουν μια σπρωξιά στη ρόδα κι ύστερα την αφήνουν να κυλά από μόνη της. Αυτά λοιπόν είχα να καταγγείλω, βγαίνοντας έτσι από το θέ­ μα της ομιλίας. Δεν είναι κι εύκολο, βλέπετε, να συγκρατηθεί ο νους και ο λόγος ενός φιλοσόφου, όποια κατεύθυνση και να πά­ ρει, αν κάτι που βρίσκει στην πορεία τού φαίνεται συμφέρον και αναγκαίο για τους ακροατές του' κι η ομιλία μου δεν προετοι­ μάστηκε έτσι που να ’ναι προσαρμοσμένη στην κλεψύδρα και στους χρονικούς περιορισμούς του δικαστηρίου, για να χρη-

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

πολλής εξουσίας και άδειας, οΰκούν τό γε άναδραμεΐν οΰ χ α ­ λεπό ν, ώσπερ εν πλω τοΐς ϊκανόίς κυβερνήταις οΰ πολΰ παραλλάξασι. 39 Της γάρ περ'ι το θειον δόξης καί υπολήφεως πρώτη ν μεν άτεχνώς πηγήν ελέγομεν τήν έμφυτον άπασιν άνθρώποις ε­ πίνοιαν, εξ αΰτών γιγνομένην τών έργων καί τάληθούς, οΰ κατά πλάνην συστάσαν οΰδε ώς έτυχεν, άλλά πάνυ ισχυρά ν καί άέναον εκ του παντός χρόνου καί παρά πάσι τοΐς εθνεσιν άρξαμένην καί διαμένουσαν, σχεδόν τι κοινήν καί δημοσίαν του λογικού γένους. Δευτέραν δε λέγομεν τήν επίκτητο ν καί δή οΰκ ετέρως εγγιγνομένην ταΐς φυχαΐς, ή λόγοις τε καί μύθοις καί έθεσι, τοΐς μεν άδεσπότοις τε καί άγράφοις, τοΐς δέ έγγράφοις καί 40 σφόδρα γνωρίμους έχουσι τοΰς κυρίους, τής δέ τοιαύτης υ­ πολήφεως τήν μέν τινα έκουσίαν καί παραμυθητικήν φώμεν, τήν δέ άναγκαίαν καί προστακτικήν. λέγω δέ του μέν εκου­ σίου καί παραμυθίας έχομένην τήν τών ποιητών, του δέ α­ ναγκαίου καί προστάξεως τήν τών νομοθετώ ν' τούτων γάρ οΰδετέραν ίσχύσαι δυνατόν μή πρώτης εκείνης ΰπούσης, δι ’ ήν βουλομένοις ενεγίγνοντο καί τρόπον τινά προειδόσιν αΰτόΐς οίί τε προστάξεις καί παραμυθίαι, τών μέν όρθώς καί ξυμφώνως έξηγουμένων ποιητών καί νομοθετώ ν τή τε άλη4ΐ θεία καί ταΐς έννοίαις, τών δέ άποπλανωμένων έν τισιν. άμφοΐν δέ τοΐν λεγομένοιν ποτέραν πρεσβυτέραν φώμεν τω χρόνω παρά γε ήμίν τοΐς "Ελλησι, ποίησιν ή νομοθεσίαν, οΰκ

212

Ο

λυμπιακός

σιμοποιήσω τα λόγια κάποιου, αλλά με πολλή άνεση και ελευ­ θερία. Δεν είναι δύσκολο πάντως να επιστρέφουμε στο θέμα μας' όπως σε μια πλεύση, ο ικανός καπετάνιος που ’χει βγει λι­ γάκι από την ρότα του, δε δυσκολεύεται να την ξαναβρεί. Λέγαμε λοιπόν ότι η σύλληψη της έννοιας του θεού και η α­ ντίληψη της ύπαρξής του έχει ως πρώτη πηγή την έμφυτη εκεί­ νη ιδέα, που ’ναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους' μια ιδέα που γεννιέται από τα ίδια τα δημιουργήματα, την ίδια την πραγμα­ τικότητα, και που δεν οφείλεται σε κάποια πλάνη ούτε και σχη­ ματίστηκε τυχαία, αλλά είναι πανίσχυρη και υπάρχει ανέκα­ θεν' εμφανίστηκε και εξακολουθεί να παραμένει σε όλα τα έθνη και αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των έλλογων όντων. Και ως δεύτερη πηγή προσδιορίζουμε την επίκτητη αντίληψη, που την ενσταλάζουν στις ψυχές οι διηγήσεις, οι μύθοι και τα έθιμα -που άλλα είναι άγραφα και δίχως πατρότητα κι άλλων η πατρότητα είναι πασίγνωστη. Ας πούμε πως ένα μέρος αυ­ τής της επίκτητης αντίληψης έχει εθελούσιο και παραμυθητικό χαρακτήρα και ένα άλλο μέρος υποχρεωτικό και προστακτικό. Και ως αυθόρμητο και παραμυθητικό εννοώ κείνο που ανήκει στις αρμοδιότητες των ποιητών, ενώ ως υποχρεωτικό εκείνο που ανήκει στην αρμοδιότητα των νομοθετών. Κανένα από τα δυο, βέβαια, δεν θα μπορούσε να έχει ισχύ, αν δεν προϋπήρχε η πρώτη εκείνη έμφυτη ιδέα που εξ αιτίας της, με τη θέλησή τους οι άνθρωποι και κατά κάποιο τρόπο ξέροντάς τα κι ίδιοι από τα πριν, δέχτηκαν τα παραγγέλματα των νομοθετών και τις παραμυθίες των ποιητών -άλλα σωστά, που δείχνουν τον ορθό δρόμο με συνέπεια, και μερικά πλανεμένα. Στην ομιλία μου αυτή δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω ποια από τις δυο προηγήθηκε σ’ εμάς τους Έλληνες -η ποίηση ή η

213

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

άν έχοιμι διατεινόμενος ε’ιπεΐν εν τω παρόντι. πρέπει δέ ’ίσως τό άζημιον και πειστικό ν άρχαιότερον είναι του μετά ζημίας 42 κα'ι προστάξεως. σχεδόν ούν μέχρι τουδε ομοίως πρόεισι τοΐς άνθρώποις τά περι του πρώτου κα'ι άθανάτου γονέως, ον κα'ι πατρωον Δ ία καλούμεν οι της 'Ελλάδοςκοινωνοΰντες, και τά περι τών θνητών καϊ άνθρωπίνων γονέων, καϊ γάρ δη ή πρός έκείνους εύνοια και θεραπεία τοΐς έκγόνοις πρώτη μέν άπό της φύσεως καϊ της ευεργεσίας άδίδακτος υπάρχει, τό γεννή43 σαν καϊ τρέφον καϊ στέργον τού γεννηθέντος εύθύς άντιφιλούντος και άντιθεραπεύοντος ο πως άν η δυνατόν, δευτέρα δέ και τρίτη ποιητών καϊ νομοθετών, τών μέν παραινούντων μή άποστερεϊνχάριν τό πρεσβύτερον καϊ ξυγγενές, έτι δέ αί­ τιον ζωής καϊ τού είναι, τών δέ έπαναγκαζόντων καϊ άπειλούντων κολασιν τοΐς ού πειθομένοις, άνευ τού διασαφεΐν καϊ δηλούν όποΐοί τι νές ε’ισιν οϊ γονείς καϊ τίνων εύεργεσιώνχρέ­ ος όφειλόμενον κελεύουσι μή άνέκτιτον έάν. έν τοΐς περϊ τών θεών λόγοιςκαϊ μύθοιςμάλλον έτι τούτο ϊδεΐν εστιν έ π ’ άμφοτέρων γιγνόμενον. ' Ορώ μέν ούν έγωγε τοΐς πολλόΐς πανταχού τήν άκρίβειαν κοπώδες καϊ τά περϊ τούς λόγους ούδέν ηττον οΐς μέλει πλή­ θους μόνον, οϊ ούδέν δή προειπόντες ούδέ διαστειλάμενοι περϊ

214

Ο

λυμπιακός

νομοθεσία/ίσως όμως ταιριάζει, εκείνο που χρωστά την ύπαρ­ ξή του στην πειθώ και όχι στην τιμωρία, να είναι αρχαιότερο από κείνο που επιβάλλεται με την τιμωρία και την προσταγή. Μέχρι τώρα λοιπόν, η αίσθηση των ανθρώπων για τον πρώ­ το και αθάνατο γονέα τους, αυτόν που εμείς οι «της Ελλάδος κοινωνούντες» ονομάζουμε Πατρώο Δία, προϋπάρχει με τον ί­ διο σχεδόν τρόπο που προϋπάρχει στον άνθρωπο η αίσθηση για τον ανθρώπινο, το θνητό γονιό. Διότι η καλοσύνη κι η λατρεί­ α του παιδιού για το γονιό υπάρχει κατά πρώτον από φυσικού της χωρίς να του τη διδάσκει κανείς, κι οφείλεται στις ευεργε­ σίες που δέχεται από το γονιό: απ’ τη στιγμή που θα γεννηθεί, το παιδί ανταποδίδει την αγάπη και λατρεύει μ’ όλη του τη δύ­ ναμη εκείνον που το γέννησε και που το τρέφει και το αγκαλιά­ ζει με στοργή. Και κατά δεύτερον και τρίτον, καλλιεργείται από τους ποιητές και τους νομοθέτες' οι πρώτοι μάς προτρέ­ πουν να μην τσιγκουνευόμαστε την ευγνωμοσύνη μας προς τον σεβαστότερο συγγενή μας, το δημιουργό της ζωής και της ύπαρξής μας, και ot δεύτεροι εξαναγκάζουν και απειλούν με τι­ μωρίες όσους δεν συμμορφώνονται -χωρίς ωστόσο να ξεκαθα­ ρίζουν και να δείχνουν ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι «γονείς» και για ποιες ευεργεσίες μάς διατάζουν να μην αφήσουμε ανε­ ξόφλητα χρέη. Το διαπιστώνεις αυτό και στους νομοθέτες και στους ποιητές' κυρίως στις ιστορίες τους και στους μύθους γύ­ ρω απ’ τους θεούς. Το καταλαβαίνω κι εγώ, ότι η επιδίωξη της ακρίβειας πάντα είναι κοπιαστικό πράγμα για τον περισσότερο κόσμο' πόσο μάλλον η ακρίβεια στις ομιλίες, όταν το μόνο που ενδιαφέρει τους ομιλητές είναι να πουν πολλά, και χωρίς κανένα πρόλο­ γο, χωρίς να έχουν καθορίσει ποιο είναι το θέμα τους, χωρίς

215

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

τού πράγματος, ούδε άπό τίνος άρχης άρχόμενοι τών λόγων, άλλ ’ αύτόθεν, ώς φασιν, άπλύτοις ποσι * διεξίασι τά φανερώτατα καϊ γυμνότατα, και ποδών μεν άπλυτων οΰ μεγάλη βλάβη διά τε πηλού και πολλών καθαρμάτων ’ιόντων, γλώττης δε άνεπιστήμονος ού μικρά ζημία γίγνεται τοΐς άκροωμένοις. άλλά γάρ ε’ικός τούς πεπαιδευμένους, ων λόγον τινά έχει ν άξιον, συνεξανύειν και συνεκπονεΐν, μέχρις άν ώς εκ καμπής τίνος και δυσχωρίας καταστήσωμεν εις εύθεΐαν τούς λόγους. 44 Τριών δη προεκκειμένων γενέσεων της δαιμονίου παρ’ άνθρώποις ύπολήφεως, έμφυτου, ποιητικης, νομικής, τετάρτην φώμεν την πλαστικήν τε και δημιουργικην τών περι τά θεία άγάλματα και τάς εικόνας, λέγω δέ γραφέων τε και άνδριαντοποιών και λιθοξόων και παντός άπλώς τού καταξιώσαντος αύτόν άποφηναι μιμητην διά τέχνης της δαιμόνιας φύσεως, είτε σκιαγραφία μάλα άσθενεΐ και άπατηλη πρός όφιν, είτε χρωμάτων μίξει και γραμμής ορω σχεδόν τό άκριβέστατον περιλαμβανούση, είτε λίθων γλυφάΐς είτε ξοάνων έργασίαις, κ α τ’ ολίγον της τέχνης άφαιρούσης τό περιττόν, 'έως άν κα ταλίπη αύτό τό φαινόμενον είδος, είτε χωνεία χα λ­ κού καϊ τών όμοιων όσα τίμια διά πυρός έλαθέντων η ρυέντων επ ί τινας τύπους, είτε κηρού πλάσει ραστα ξυνακολουθούντος τη τέχνη καϊ πλεΐστον έπιδεχομένου τό της μετα45 νοίας' οΐος ην Φειδίας τε καϊ ’Αλκαμένης καϊ Πολύκλειτος,

216

Ο

λυμπιακός

καν να ξεκινούν από κάποια αρχή, αλλά κατευθείαν, με άπλυ­ τα πόδια* όπως λένε, μας παρουσιάζουν πράγματα πασίγνω­ στα που δεν κρύβουν τίποτα αξιόλογο.Όσο για τα άπλυτα πό­ δια, μικρό το κακό, μιας κι έχουν να περπατήσουν μέσα από έ­ να σωρό σκουπίδια και λάσπη' αυτό που κάνει μεγάλη ζημιά στο κοινό, είναι η γλώσσα της αμάθειας. Αναμφίβολα όμως, οι ακροατές με κάποια παιδεία, που αξίζει να ακούς την άποψή τους, θα μπουν κι αυτοί στον κόπο και θα σε συνοδεύσουν ώσπου να περάσεις τη στροφή και ν’ αφήσεις το δύσβατο μονοπά­ τι για να μπεις στην ευθεία οδό. Τώρα που έχουμε μπρος μας τα τρία είδη γένεσης της ανθρώ­ πινης αντίληψης περί θεού, την έμφυτη, την ποιητική χαχ τη νο­ μική, ας αναφέρουμε και την τέταρτη: την πλαστική και καλ­ λιτεχνική, των τεχνιτών που φτιάχνουν αγάλματα και εικόνες θεών. Και εννοώ τους ζωγράφους και τους ανδριαντοποιούς και γλύπτες, κοντολογίς όσους θεωρούν τον εαυτό τους άξιο να αναπαραστήσει τη θεϊκή φύση μέσα από την τέχνη: είτε μ’ ένα ασήμαντο σκίτσο που ξεγελάει το μάτι, είτε με συνδυασμούς χρωμάτων και γραμμή αυστηρή και σχεδόν ακριβέστατη, είτε με τη γλυπτική πάνω σε πέτρα ή σε ξύλο όπου ο καλλιτέχνης αφαιρεί το περιττό υλικό για να απομείνει η μορφή που θα βλέ­ πουμε,8 είτε με το χύσιμο του μπρούντζου και άλλων παρό­ μοιων πολύτιμων μετάλλων σφυρηλατημένων ή λιωμένων μέ­ σα σε καλούπια είτε με το πλάσιμο του κεριού που εύκολα ανταποκρίνεται στο άγγιγμα του τεχνίτη και επιδέχεται κάθε είδους διόρθωση. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Φειδίας -αλλά και ο Αλ* (σ.τ.μ.:) Το άπλύτοις ποσ'ι σημαίνει δίχως προπαρασκευή, και δεν πρέπει να συγχέεται με το άβρόχοις ποσι που θα πει «χωρίς κόπο» ή «χωρίς κόστος».

217

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

έτι δέ Άγλαοφώ ν και Πολύγνωτος και Ζεύζις και πρότερος αυτών δ Δαίδαλος, οΰ γάρ άπέχρη τούτοις περι τάλλα έπιδείκνυσθαι τήν αυτών δεινότητα και σοφίαν, άλλά και θεών εικόνας και διαθέσεις παντοδαπάς έπιδεικνύντες, ’ιδία τε και δημοσίαχορηγοΰς τάς πόλεις λαμβάνοντες, πολλής ένέπλησαν υπονοίας και ποικίλης περι τού δαιμονίου, οΰ παντελώς διαφερόμενοι τοίς ποιηταίς και νομοθέταις, τό μέν όπως μή δοκώσι παράνομοι και ταίς έπικειμέναις ένέχωνται ζημίαις, τό δέ δρώντες προκατειλημμένους αΰτοΰς υπό τών ποιητών 46 και πρεσβυτέραν οΰσαν τήν ’εκείνων έιδωλοποιίαν. ούκουν έβούλοντο φαίνεσθαι τοίς πολλοίς άπίθανοι και άηδείςκαινοποιούντες. τά μέν ουν πολλά τοίςμύθοις επόμενοι και συνηγορούντες έπλαττον, τά δέ και παρ ’ αυτών έισέφερον, άντίτεχνοι και δμότεχνοι τρόπον τινά γιγνόμενοι τοίς ποιηταίς, ώς ’εκείνοι δι ’ άκοής έπιδεικ νύντες, άτεχνώς και αΰτοι δι ’ δφεως ’εξηγούμενοι τά θεία τοίς πλείοσι και άπειροτέροις θεατάίς. πάντα δέ ταύτα τήν ισχΰν έσχεν άπό τής πρώτης άρχής έκείνης, ώς έπ'ι τιμή και χάριτι ποιούμενα τού δαιμονίου. 47 Κ α ι μήν δίχα γε τής άπλής και πρεσβυτάτης έννοιας περι θεών και ξυγγενώς πάσιν άνθρώποις άμα τω λόγω φυομένης πρός τοίς τρισ'ι τούτοις έρμη νεύσι και διδασκάλοις ποιητικής και νομοθετικής και δημιουργικής, τέταρτον άνάγκη παραλαβέίν, οΰδαμή ράθυμο ν οΰδέ άπείρως ηγούμενον έχειν υπέρ

218

Ο

λυμπιακός

καμένης κι ο Πολύκλειτος, κι ακόμα, ο Αγλαοφών κι ο Πολύ­ γνωτος κι ο Ζεύξις και πριν απ’ όλους αυτούς ο Δαίδαλος. Οι άνθρωποι αυτοί δεν αρκούνταν να επιδεικνύουν την ικανό­ τητα και τη σοφία τους έτσι γενικά, μα είχαν να παρουσιάσουν κάθε λογής θεϊκές μορφές και συνθέσεις, είτε με δική τους πρω­ τοβουλία είτε έχοντας ως χορηγούς τις πόλεις. Και γέμισαν τα μυαλά των ανθρώπων με πολλές και πολύχρωμες εικασίες για το θείον, χωρίς να διαφοροποιηθούν τελείως από τους ποιητές και τους νομοθέτες' από τη μια, για να μη δώσουν την εντύ­ πωση ότι καταπατούν το νόμο, και υποστούν τις επικείμενες τιμωρίες, κι απ’ την άλλη, διότι έβλεπαν ότι οι ποιητές τούς εί­ χαν προλάβει κι ότι οι εικόνες που ’χαν πλάσει οι ποιητές ήταν πιο παλιές απ’ τις δικές τους. Δεν θέλησαν λοιπόν, εισάγοντας καινοτομίες, να φανούν αναξιόπιστοι ή δυσάρεστοι στον πολύ τον κόσμο. Κι έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθού­ σαν τους μύθους και συνηγορούσαν υπέρ αυτών. Σ ’ άλλες πε­ ριπτώσεις όμως πρόσφεραν δικές τους ιδέες, και κατά κάποιο τρόπο έγιναν αντίτεχνοι και ομότεχνοι των ποιητών. Κ ι όπως εκείνοι απευθύνονταν στην ακοή των ανθρώπων, ετούτοι ερμή­ νευαν τα θεία απευθυνόμενοι στην όραση των θεατών τους, που ήταν και περισσότεροι και πιο αμόρφωτοι.Όλα αυτά όμως κέρ­ διζαν δύναμη από την πρωταρχική εκείνη παρόρμηση, καθώς γίνονταν προς τιμήν και προς χάρη του θείου όντος. Και βέβαια, πέρα απ’ την απλή εκείνη και πανάρχαιη σύλλη­ ψη περί θεών, που στους ανθρώπους γεννιέται ταυτόχρονα με το λογικό, κοντά σ’ αυτούς τους τρεις ερμηνευτές και δασκά­ λους -τους ποιητές, τους νομοθέτες και τους καλλιτέχνες-, θα πρέπει να δεχτούμε και τον τέταρτο, που μήτε αμέτοχος είναι και σε καμιά περίπτωση δεν θεωρείται άσχετος με τους θεούς:

219

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

αυτών, λέγω δή τον φιλόσοφον άνδρα, η λόγω εξηγητήν και προφήτην τής άθανάτου φύσεως άληθέστατον ’ίσωςκα'ι τελεί­ άτατον. 48 Τον μέν ούν νομοθέτην έάσωμεν τά νυν εις ευθύνας άγειν, άνδρα αύστηρόν και τους άλλους αύτόν εύθύνοντα" δέοι γάρ άν αύτόν αυτού φείδεσθαι και τής ύμετέρας άσχολίας. υπέρ δέ τών λοιπών εκάστου γένους προχειρισάμενοι τον άκρον σκο­ πώ μεν, εί τι να ώφέλειαν ή κα'ι βλάβην φανήσονται πεποιηκότες πρός εύσέβειαν τοΐς αύτών έργοις ή λόγοις, όπως τε έχουσιν ομολογίας ή τού διαφέρεσθαι άλλήλοις, και τίς αύ­ τών ξυνέπεται τω άληθεΐ μάλιστα, τή πρώτη και άδόλω γνώμη σύμφωνος ών. πάντες τοιγαρούν ούτοι ξυνάδουσιν, ώσπερ ενός ίχνους λαβόμενοι, και τούτο σωζοντες, οϊ μέν σα­ φώς, οϊ δέ άδηλότερον. ού γάρ άν ίσως δέοιτο παραμυθίας [ δ ] τή άληθεία φιλόσοφος, εί [μ ή ] πρός σύγκρισιν άγοιτο ποιητάΐς άγαλμάτων ή μέτρων, και ταύτα έν όχλω πανηγύρεως έκείνοις φίλων δικαστών; 49 Ε ϊ γάρ τις Φειδίαν πρώτον έν τοΐς Έλλησιν εύθύνοι, τον σοφό ν τούτον καϊ δαιμόνιον εργάτην τού σεμνού καϊ παγκά­ λου δημιουργήματος, καθίσας δικαστάς τούς βραβεύοντας τω

220

Ο

λυμπιακός

και εννοώ βέβαια τον φιλόσοφο, τον άνθρωπο που με τη δύνα­ μη του Λόγου αναγγέλλει και ερμηνεύει τη θέληση του αθάνα­ του όντος, πιο τέλεια ίσως και πιο αληθινά από όλους. Το νομοθέτη ας τον αφήσουμε προς το παρόν, κι ας μη τον καλέσουμε να μας δώσει λογαριασμό, αυστηρός καθώς είναι και συνηθισμένος να ζητά αυτός λογαριασμό από τους άλλους. (Ας κάνω οικονομία χρόνου, για να μπορέσουμε όλοι να ασχο­ ληθούμε και μ’ άλλα πράγματα). Όσο για τους υπόλοιπους: από κάθε κατηγορία ας ξεχωρίσουμε τους κορυφαίους κι ας δούμε αν με τα έργα τους ωφέλησαν ή έβλαψαν την ευσέβεια, κατά πόσο συμφωνούν μεταξύ τους ή αποκλίνουν, και ποιος ακολουθεί από κοντά την αλήθεια περισσότερο, σύμφωνος με την πρώτη εκείνη και άδολη ιδέα περί θεού. Λοιπόν όλοι τού­ τοι παρουσιάζουν μια ομοφωνία -θαρρείς και ακολούθησαν τα ίδια χνάρια δίχως να τα εγκαταλείψουν ποτέ' άλλοι ξεκάθαρα κι άλλοι λιγότερο απροσχημάτιστα. [Μήπως κι ένας αληθινός φιλόσοφος δεν θα ’χε ανάγκη παρηγοριάς, αν κανείς δεν κα­ ταδεχόταν να τον παραβάλει με τους γλύπτες και τους ποι­ ητές, έστω και σε μια γιορταστική μάζωξη, με τους κριτές να πρόσκεινται φιλικά στους άλλους;]* Ας υποθέσουμε ότι κάποιος χαλούσε πρώτο το Φειδία, τον σοφό και θεόπνευστο εργάτη τούτου εδώ του πανέμορφου και μεγαλόπρεπου έργου,** να εξηγηθεί μπρος στους Έλληνες, και για δικαστές έβαζε τους διαιτητές των αγώνων που γίνο* Δεν είναι βέβαιο αν η απόδοση αυτή είναι σωστή. Το πρωτότυπο κεί­ μενο στο σημείο αυτό είναι αμφίβολο. ** Ο Δίων εννοεί, βέβαια, το άγαλμα του Δία, μπροστά στο οποίο εκ­ φωνεί το λόγο του.

221

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

θεώ τον άγω να, μάλλον δέ κοινόν δικαστήριον ξυμπάντων Πελοποννησίων, έτι δε Βοιω τώ νκαι Ίώ νω ν και τών άλλων 'Ελλήνων τών πανταχού κατά την Ευρώπην και τήν ’Ασίαν, ου τών χρημάτων λόγον άπαιτών ούδε της περι τό άγαλμα δαπάνης, όπόσων χρυσός ώνήθη ταλάντων και έλέφας, έτι δε κυπάριττος και θύον πρός τήν εντός εργασίαν μόνιμος ύλη και άδιάφθορος, τροφής τε και μισθών άναλώματος τοΐς εργασαμένοις οΰκ όλίγοις ούδε ολίγον χρόνον άλλοις τε οΰ φαύλοις δημιουργόΐς και τού πλεΐστου και τελεωτάτου μ ι­ σθού υπέρ τής τέχνης Φειδία' ταύτα μέν γάρ Ή λείοις προσ­ ήκοντα λογίσασθαι τοΐς άναλώσασιν άφθόνως και μεγάλο50 πρεπώς' ήμεΐς δέ υπέρ άλλου φήσομεν τω Φειδία προκεΐσθαι τον αγώ να' εί οΰν δή λέγοι τις πρός αΰτόν' Ώ βέλτιστε καί άριστε τών δημιουργών, ώς μέν ήδΰ καί προσφιλές όραμα καί τέρφιν άμήχανον θέας είργάσω πάσιν Έλλησι καί βαρβάροις, όσοι ποτέ δεύρο άφίκοντο πολλοί 5ΐ πολλάκις, οΰδείς άντερεΐ. τω γάρ όντι καί τήν άλογον άν έκπλήξειε τούτο γε τών ζώων φύσιν, εί δύναι ντο προσιδεΐν μ ό ­ νον, ταύρων τε τών άεί πρός τόνδε τον βωμόν άγομένων, ώς έκόντας ΰπείχειν τοΐς καταρχομένοις, εί τινα παρέξουσι τω θεω χάριν, έτι δέ άετών τε καί ίππων καί λεόντων, ώς τό άνήμερον καί άγριον σβέσαντας τού θυμού πολλήν ήσυχίαν

222

Ο

λυμπιακός

νται προς τιμήν του θεού, ή καλύτερα, ένα δικαστήριο που να απαρτίζεται από όλους τους Πελοποννήσιους και τους Βοιωτούς και τους Ίωνες και τους υπόλοιπους Έλληνες, Ευρώ­ πης και Ασίας: όχι για να του ζητήσουν λογαριασμό για τα λε­ φτά που πήρε ούτε για τη δαπάνη του αγάλματος -πόσα τά­ λαντα κόστισαν ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, το κυπαρισ­ σόξυλο κι η κιτριά, η ανθεκτική ξυλεία για το εσωτερικό του α­ γάλματος, τα φαγητά κι οι μισθοί όσων άλλων εργάστηκαν, που δεν ήσαν λίγοι κι ούτε δούλεψαν για λίγο χρόνο, και των άλλων καλλιτεχνών που δεν ήσαν διόλου κακοί, και πάνω απ’ όλα η μεγάλη αμοιβή που δόθηκε στον Φειδία για την τέχνη του' αυτά θα ’πρεπε μόνο οι Ηλείοι να τα λογαριάσουν, που ξόδεψαν με τόση μεγαλοπρέπεια και απλοχεριά. Εμείς για άλ­ λο λόγο θα πούμε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο ο Φειδίας. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως του ’λεγε κάποιος: «Κανείς δεν αντιλέγει ότι εσύ, ο καλύτερος καλλιτέχνης, ο άριστος, φιλοτέχνησες μια μορφή του θεού γλυκειά και αγαπη­ τή, που κυριολεκτικά είναι ένα χάρμα οφθαλμών για όλους τους Έλληνες και τους βαρβάρους, τους αμέτρητους που ’χουν έρθει μέχρι τώρα εδώ, τόσες και τόσες φορές. Πραγματικά, μέ­ χρι και στα ζώα, που δεν έχουν λογικό, θα προξενούσε κατά­ πληξη αν μπορούσαν μόνο να το δουν' όχι μόνο οι ταύροι που οδηγούνται αδιάκοπα σε τούτο εδώ το βωμό,* ώστε με τη θέ­ λησή τους να σκύψουν το κεφάλι στους θύτες, αν ήταν να ευ­ χαριστήσουν έτσι το θεό, μα και αετοί, άλογα και λιοντάρια στην τερπνή θέα του αγάλματος θα γαλήνευαν κι η άγρια ψυ* Το άγαλμα βρισκόταν στο εσωτερικό του ναού, όπου δεν το έβλεπαν, φυσικά, οι ταύροι που θυσιάζονταν έξω, στο βωμό.

223

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

άγει ν, τερφθέντας υπό τής θέας' άνθρώπων δέ, δς άν η παν­ τελώς επίπονος τήν ψυχήν, πολλάς άναντλήσας συμφοράς και λύπας εν τω βίω μηδε ύπνον ήδυν επιβαλλόμενος, και δς δοκείμοι κ α τ’ εναντίον στάς τήσδε τής έικόνος εκλαθέσθαι άν 52 πάντων όσα εν άνθρωπίνω βίω δεινά και χαλεπά γίγνεται παθείν. ούτως σύγε άνεύρες και εμηχανήσω θέαμα, άτεχνώς νηπενθές τ ’ άχολόν τε, κακών επίληθες ά πάντων. τοσούτον φώς και τοσαύτη χάρις έπεστιν άπό τής τέχνης, οΰδε γάρ άν αύτόν τον 'Ήφαιστον έικός εγκαλέσαι τωδε τω έργω, κρίνοντα πρός ήδονήν και τέρψιν άνθρωπίνης όψεως. Ε ϊ δ ’ αΰ τό πρέπον είδος και τήν άζίαν μορφήν τής θεού φύσεως εδημιούργησας, ύλη τε επιτερπέίχρησάμενος, άνδρός τε μορφήν υπερφυά τό κάλλος και τό μέγεθος δείξας, πλήν δε­ τού άνδρός και τάλλα ποιήσας ώς έποίησας, σκοπώμεν τά νύν' ύπερ ών άπολογησάμενος ϊκανώς έν τόίς παρούσι, και πείσας ότι τό όικείον και τό πρέπον εξεύρες σχήματός τε και μορφής τω πρώτω και μεγίστω θεω, μισθόν 'έτερον τού παρ’ 53 Ή λείω ν προσλάβοις <άν> μείζω και τελειότερον. δράς γάρ ότι οΰ μικρός άγών οΰδ’ δ κίνδυνος ήμίν. πρότερον μέν γάρ, άτε οΰδέν σαφές έιδότες, άλλην άλλος άνεπλάττομεν ιδέαν, πάν τό θνητό ν κατά τήν 'εαυτού δύναμιν και φύσιν έκαστος

224

Ο

λυμπιακός

χή τους θα εξημερωνόταν. Αλλά και άνθρωπος με ψυχή αποκαμωμένη απ’ τις πολλές τις λύπες και τα βάσανα που τράβη­ ξε στη ζωή, άνθρωπος που ούτε σ’ έναν ύπνο γλυκό δεν μπορεί να βρει ησυχία, μου φαίνεται πως άμα σταθεί μπρος σ’ αυ­ τό το άγαλμα θα ξεχάσει όλα τα δεινά και τις δυστυχίες της ανθρώπινης ζωής.Ένα τέτοιο θέαμα εμπνεύστηκες και έφτια­ ξες, που κυριολεκτικά

σβήνει το πένθος και τη χολή πραΰνει κι είναι της κάθε συμφοράς η λησμοσύνη.9 Με τόσο φως και τόση χάρη το ’χει ντύσει η τέχνη. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ούτε καν ο ίδιος ο Ήφαιστος δεν θα του ’βρίσκε ψεγάδια, αν κριτήριό του ήταν η ευχαρίστηση κι η τέρψη που προσφέρει στο ανθρώπινο μάτι. Όμως: ας δούμε τώρα αν είναι πρέπουσα και άξια για μια θεϊκή φύση, η μορφή που δημιούργησες' ναι μεν με υλικά που τα χαίρεται το μάτι, αλλά παρουσιάζοντάς μας έναν άντρα, υ­ περφυσικής ομορφιάς και μεγέθους' κι ας εξετάσουμε, όχι μό­ νο την ανδρική μορφή μα και τα υπόλοιπα, αν καλώς τα έ­ φτιαξες όπως τα έφτιαξες. Κ ι αν η απολογία σου πάνω στο θέ­ μα αυτό φανεί ικανοποιητική σε όσους είναι παρόντες εδώ, και τους πείσεις ότι βρήκες το κατάλληλο σχήμα και την πρέπου­ σα όψη για τον πρώτο και μέγιστο θεό, έχεις να λαβαίνεις και δεύτερη αμοιβή, μεγαλύτερη και πιο τέλεια από κείνη που σου ’δωσαν οι Ηλείοι. Γ ιατί όπως βλέπεις, για μας δεν είναι μικρό το ζήτημα ούτε και το ρίσκο. Παλιότερα βέβαια, που δεν είχα­ με καμιά ξεκάθαρη γνώση, πλάθαμε με το νου άλλη μορφή ο ένας κι άλλη ο άλλος, ανάλογα με την ικανότητα και το χα­ ρακτήρα του ο καθένας, όμοια με κάθε λογής θνητές μορφές ή

225

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ϊνδαλλόμενοι καϊ όνειρώττοντες' εί τε πού τι να μικρά καϊ ά­ σημα συλλέγομεν τών ’έμπροσθεν εϊκάσματα τεχνιτών, ού πάνυ τούτοις ούτε πιστεύοντες ούτε προσέχοντες τον νούν. σύ δέ γε ϊσχύϊ τέχνης ένίκησας καϊ ξυνήλλαξας τήν Ελλάδα πρώτον, έπειτα τούς άλλους τωδε τω φάσματι, θεσπέσιον καϊ λαμπρόν άποδείξας, ώς μηδένα τών ϊδόντων δόξαν ετέραν 54 έτι λαβέΐν ραδίως. ά ρ’ ούν όίει τον ’Ιφιτον καϊ τον Λυκούρ­ γον καϊ τούς τότε Ήλείους διά χρημάτων άπορίαν τον μέν άγώνα καϊ τήν θυσίαν ποιήσαι τώ Διϊ πρέπουσαν, άγαλμα δέ μηδέν έξευρεΐν ε π ’ όνόματι καϊ σχήματι τού θεού, σχεδόν τι προέχοντας δυνάμει τών ύστερον, ή μάλλον φοβηθένταςμήποτε ού δύναιντο ϊκανώς άπομιμήσασθαι διά θνητής τέχνης τήν άκραν καϊ τελειοτάτην φύσιν; 55 Προς δή ταύτα τυχόν ε’ίποι άν Φειδίας, άτε άνήρ ούκ άγλωττος ούδέ άγλώττου πόλεως, έτι δέ συνήθης καϊ εταίρος Περικλέους" ’Άνδρες 'Έλληνες, δ μέν άγών τών πώποτε μέγιστος' ού γάρ περϊ άρχής ούδέ περϊ στρατηγίας μιάς πόλεως ούδέ περϊ νεών πλήθους ή πεζού στρατοπέδου, πότερον όρθώς ή μή διωκηται, τά νυν υπέχω λόγον, άλλά περϊ τού πάντων κρατούντος θεού καϊ τής πρός ’εκείνον δμοιώσεως, είτε εύσχημόνως καϊ προσεοικότως γέγονεν, ούδέν έλλείπουσα τής δυνα­ τής πρός τό δαιμόνων άνθρώποις άπεικασίας, είτε άναξ ία καϊ άπρεπής.

226

Ο

λυμπιακός

με ό,τι βλέπαμε στον ύπνο μας. Kt αν τυχαίνει τώρα να μα­ ζεύουμε κι από κανένα μικρό και ασήμαντο ομοίωμα φτιαγ­ μένο από παλιότερους καλλιτέχνες, δεν το πολυεμπιστευόμαστε ούτε το παίρνουμε στα σοβαρά. Όμως εσύ, με τη δύναμη της τέχνης, κατέκτησες και ένωσες πρώτα τους Έλληνες κι ύστερα όλους τους άλλους, παρουσιάζοντας τόσο θεσπέσιο και λαμπρό τούτο το ομοίωμα, ώστε κανείς από όσους το αντί­ κρισαν να μη μπορεί πια να σχηματίσει εύκολα άλλην εικόνα με το νου. Μήπως φαντάζεσαι ότι ο'Ιφιτος κι ο Λυκούργος κι οι Ηλείοι της εποχής εκείνης, ενώ διοργάνωναν άψογα τους αγώνες και τις θυσίες προς τιμήν του Δία, δεν θα ’χαν, τάχα, να διαθέσουν χρήματα για ν’ αποκτήσουν ένα άγαλμα που να φέρει το όνομα και να δείχνει τη μορφή του θεού -τότε που είχαν ίσως δύναμη περισσότερη απ’ όση κατόρθωσαν ποτέ ν’ αποκτήσουν οι απόγονοί τους; Ή μήπως ότι θα φοβούνταν πως δε θα κατάφερναν ποτέ να απεικονίσουν, μέσα απ’ των θνητών την τέχνη, το'Υψιστο και Τελειότατο Ον;» Σε όλα τούτα ο Φειδίας, άνθρωπος κάθε άλλο παρά άλαλος κι από πόλη που επίσης δεν ήταν άλαλη, κι επιπλέον, στενός φίλος και σύντροφος του Περικλή, ίσως αποκρινόταν: « Έλληνες, το ζήτημα που εκδικάζεται είναι το σημαντικό­ τερο από όλα μέχρι τώρα. Δεν έχω εδώ να λογοδοτήσω για θέματα σχετικά με το κράτος ή τη διοίκηση μιας πόλης ή τον αριθμό των πλοίων ή το αν διοικείται σωστά το πεζικό, αλλά για το θεό που κυβερνά το σύμπαν, και το αν η εξομοίωσή του έγινε ευσχημόνως και κατά πώς άρμοζε, δίχως να υπολείπε­ ται σε τίποτα από την καλύτερη δυνατή απεικόνιση θεού από ανθρώπους -ή αν η εξομοίωσή είναι ανάξια του θεού και απρε­ πής.

227

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

56 ’Ενθυμεΐσθε δε ότι οΰκ εγώ πρώτος ΰμΐν έγενόμην εξηγητής και διδάσκαλος της άληθείας. οΰδ'ε γάρ έφυν έτι κ α τ’ άρχάς της Ελλάδος οΰδέπω σαφή και άραρότα δόγματα εχούσης περι τούτων, άλλά πρεσβυτέρας τρόπον τινά και τά περι τοΰς θεοΰς ήδη πεπεισμένης καϊ νομιζούσης ϊσχυρώς. καϊ όσα μέν

λιθοξόων έργα ή γραφέων άρχαιότερα τής έμής τέχνης σύμ­ φωνα ήσαν, πλήν όσον κατά τήν άκρίβειαν τής ποιήσεως, έώ 57 λέγειν. δόξας δέ ΰμετέραςκατέλαβον παλαιάς άκινήτους, αΐς οΰκ ήν έναντιούσθαι δυνατόν, καϊ δημιουργούς άλλους περι τά θεία, πρεσβυτέρους ήμών καϊ πολΰ σοφωτέρους άξιούντας είναι, τοΰς ποιητάς, ’εκείνων μέν δυναμένων εις πάσαν επί­ νοιαν άγειν διά τής ποιήσεως, τών δέ ήμετέρων αΰτουργημάτων μόνην ταύτην ίκανήν έχόντων εικασίαν, τά γάρ θεία 5« φάσματα, λέγω δέ ήλ ίου και σελήνης και σύμπαντος οΰρανού καϊ άστρων, αΰτά μέν καθ’ αυτά φαινόμενα θαυμαστά πάν­ τως, ή δέ μίμησις αΰτών άπλή καϊ άτεχνος, ε’ί τις έθέλοι τά σελήνης σχήματα άφομοιούν ή τον ήλίου κύκλον' έτι δέ ή­ θους καϊ διανοίας αΰτά μέν εκείνα μεστά πάντως, έν δέ τοΐς εϊκάσμασιν οΰδέν ένδεικνύμενα τοιούτον' όθεν ίσως καϊ το εξ 59 άρχής ούτως ένομίσθη τοΐς Έλλησι. νούν γάρ και φρόνησιν αΰτήν μέν καθ’ αυτήν ούτε τις πλάστης ούτε τις γραφεΰς ε’ικάσαι δυνατόςέσται' άθέατοι γάρ τών τοιούτωνκαϊ άνιστόρητοι παντελώς πάντες. τό δέ εν ω τούτο γιγνόμενόν εστιν

228

Ο

λυμπιακός

» Όμως να θυμάστε ότι δεν ήμουν εγώ ο πρώτος ερμηνευ­ τής και δάσκαλος της αλήθειας' γιατί δεν γεννήθηκα την επο­ χή που η Ελλάδα ήταν ακόμα στο ξεκίνημά της και δεν είχε ακόμα ξεκάθαρες και στέρεες ιδέες για τα ζητήματα αυτά, μα όταν πια είχε ενηλικιωθεί κατά κάποιο τρόπο κι είχαν ισχυ­ ροποιηθεί οι πεποιθήσεις της περί των θεών. Ας μην κάνω λόγο για τα γλυπτά και τις ζωγραφιές που φιλοτεχνήθηκαν πριν από μένα, με τρόπο σύμφωνο προς τις πεποιθήσεις αυτές -πάντως όχι προς την τεχνική τελειότητα. Αυτό που βρήκα μπροστά μου ήταν οι ιδέες σας, παλιές και αμετακίνητες, ιδέ­ ες στις οποίες ήταν αδύνατο να εναντιωθεί κανείς' και βρήκα κάποιους άλλους δημιουργούς, παλιότερους από μένα, που θεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ σοφώτερο: τους ποιητές, για­ τί ενώ εκείνοι με την ποίησή τους μπορούσαν προς κάθε κατεύ­ θυνση να επηρεάσουν τα μυαλά των ανθρώπων, η δική μας γλυπτική ήταν υποχρεωμένη να παραβάλλεται με την ποίη­ ση και μόνο μ’ αυτήν. Διότι αυτές καθαυτές οι θεϊκές μορφές και εννοώ τον ήλιο και τη σελήνη και ολόκληρο τον ουρανό με τ’ άστρα- μας φαίνονται μεν πάντα θαυμαστές, η αναπαρά­ στασή τους όμως, αν θελήσει κανείς να απεικονίσει τα σχήμα­ τα που παίρνει η σελήνη ή τον κύκλο του ήλιου, είναι απλή και δε θέλει τέχνη. Και μολονότι τα ίδια τα ουράνια σώματα σίγουρα εκφράζουν μιαν ηθική και διανοητική δύναμη, ωστό­ σο μέσα απ’ τις απεικονίσεις τους δεν φαίνεται κάτι τέτοιο/ί­ σως γ ι’ αυτό οι Έλληνες απ’ την αρχή το είδαν έτσι το πράγ­ μα. Γιατί τη διάνοια και τη νοημοσύνη καθαυτές κανένας γλύπτης ή ζωγράφος δεν είναι ικανός να τις απεικονίσει. Δεν τις έχουν δει και τις αγνοούν όλοι. Όμως καταφεύγουμε όχι σ’ αυτό που υποψιαζόμαστε, μα σ’ αυτό που γνωρίζουμε ότι α-

229

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ούχ ύπονοούντες, άλλ ’ άδοτες, ε π ’ αυτό καταφεύγομε ν, άνθρώπινον σώμα ώς άγγείον φρονήσεως και λόγου θεω προσάπτοντες, ένδεια και άπορία παραδείγματος τω φανερω τε και εικαστώ τό άνείκαστον και άφανές ένδείκνυσθαι ζητούντες, συμβόλου δυνάμει χρώμενοι, κρείττον ή φασι τών βαρ­ βάρων τινάς ζωοις τό θειον άφομοιούν κατά σμικράς και ά­ τοπους άφορμάς. δ δέ πλείστον υπερβαλών κάλλει και σε­ μ νό τητι και μεγαλοπρεπείς, σχεδόν ουτος πολύ κράτιστος 6ο δημιουργός τών περι τά θεία άγαλμάτων. Ούδε γάρ ώςβέλτιον υπήρχεν άν μηδέν ίδρυμα μηδέ εικόνα θεών άποδεδείχθαι παρ’ άνθρώποις φαίη τις άν, ώς πρός μ ό ­ να δράν δέον τά ούράνια. ταύταμέν γάρ ξύμπαντα δ γε νούν έχων σέβει, θεούς ηγούμενος μακαρίους μακρόθεν δρών' διά δέ τήν πρός τό δαιμόνων δρμήν ’ισχυρός έρως πάσιν άνθρώποις έγγύθεν τιμάν και θεραπεύειν τό θείον, προσιόντας και 6ι άπτομένους μετά πειθούς, θύοντας και στεφανούντας. άτεχνώ ς γάρ ώσπερ νήπιοι παίδες πατρός ή μητρός άπεσπασμένοι δεινόν ίμερον έχοντες και πόθον δρέγουσι χείρας ού παρούσι πολλάκις όνειρώττοντες, ούτω και θεοίς άνθρωποι άγαπώντες δικαίως διά τε εύεργεσίαν και συγγένειαν, προθυμούμενοι πάντα τρόπον συνέίναί τε και δμιλείν' ώστε και

230

Ο

λυμπιακός

ποτελεί εκδήλωση της διάνοιας' και προσδίδουμε στο θεό ένα ανθρώπινο σώμα ως δοχείο φρόνησης και λογικής, γιατί μας λείπει ένα πρότυπο στην προσπάθειά μας να δείξουμε, μέσω κάποιου ορατού και απεικονίσιμου πράγματος, το αόρατο που ’ναι αδύνατο να απεικονιστεί. Και χρησιμοποιούμε τη δύ­ ναμη του συμβόλου πολύ καλύτερα από ορισμένους βαρβά­ ρους που, όπως λέγεται, εξομοιώνουν το θείον με διάφορα ζώα, ξεκινώντας από τιποτένιες και παράδοξες αφορμές. Κι όσο για κείνον [σ.τ.μ.: τον Όμηρο] που ξεπέρασε τους πάντες σε ομορφιά, σε σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο μεγαλύτερος γλύπτης θεϊκών αγαλμά­ των. »Βλέπετε, κανείς δεν θα ιχυριζόταν ότι θα ’ταν καλύτερα να μην είχαν παρουσιάσει οι άνθρωποι ούτε αγάλματα ούτε ει­ κόνες των θεών, επειδή πρέπει να κοιτούν μονάχα τα ουρά­ νια. Αν και ο νοήμων άνθρωπος σέβεται όλα τα ουράνια σώ­ ματα -θεωρώντας ότι είναι μακάριοι θεοί, τους οποίους βλέ­ πει από μακριά-, εντούτοις, εξαιτίας της φυσικής παρόρμησής τους προς το θεό, όλοι οι άνθρωποι έχουν μια ισχυρή επιθυμί­ α να τιμούν και να λατρεύουν το θεό από κοντά, να τον πλη­ σιάζουν και να τον αγγίζουν με τρόπο που να τους πείθει, προσφέροντάς του θυσίες και στέφανα. Όπως τα μικρά παι­ διά που όταν αποχωριστούν τον πατέρα ή τη μάνα νιώθουν φοβερή λαχτάρα κι επιθυμία, και πολλές φορές μες στ’ όνειρό τους απλώνουν τα χέρια προς τους απόντες γονιούς τους, έτσι και οι άνθρωποι' εύλογα λατρεύουν τους θεούς λόγω της συγ­ γένειας και των ευεργεσιών που δέχονται, κι είναι πρόθυμοι να βρεθούν κοντά τους με κάθε τρόπο και να τους μιλήσουν. Τόσο, που ακόμα και πολλοί βάρβαροι, λόγω φτώχειας και

231

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

πολλοί τών βαρβάρων πενία τε και άπορία τέχνης όρη θεούς έπονομάζουσι και δένδρα άργά και άσημους λίθους, οΰδαμή ούδαμώς ο’ικειότερα τήν μορφήν. 6ί Ε ’ι δ ’ ύμίν επαίτιός ε’ιμι του σχήματος, ούκ άν φθάνοιτε Ομήρω πρότερον χαλεπώς έχοντες’ εκείνος γάρ ού μόνον μορ­ φήν εγγύτατα ταύτης τής δημιουργίας έμιμήσατο, χαίτας τε όνομάζων τού θεού, έτι δε άνθερεώνα εύθύς εν άρχή τής ποι­ ήσεως, ότε φησ'ιν ικετεύει ν τήν Θέτιν υπέρ τιμής του παιδός' προς δε τούτοις ομιλίας τε και βουλεύσεις και δημηγορίας τοις νεοις, ετι οε εξ ιοης αφίξεις προς ουρανον και Ολυμπον, ύπνους τε και συμπόσια και μίξεις, μάλα μέν ύφηλώς σύμπαντα κοσμώ ν τόίς έπεσιν, όμως δέ έχόμενα θνητής ομοιότητος. και δή γε και οπότε ετόλμησεν Άγαμέμνονα προσεικάσαι του θεού τόίς κυριωτάτοιςμέρεσιν ε’ιπών, όμματα και κεφαλήν ϊκελος Δ ίι τερπικεραύνω. Το δέ γε τής έμής εργασίας ούκ άν τις ούδέ μανείς τινι άφο63 μοιώσειεν ούδεν'ι ώτινι θνητω, προς κάλλος ή μέγεθος θεού συνεξεταζόμενον. όπου γε έι μή ' Ομήρου πολύ φανώ κρείττων και σωφρονέστερος ποιητής, τού δόςαντος ύμίν ’ισοθέου τήν σοφίαν, ήν βούλεσθε ζημίαν έτοιμος ύπέχειν εγώ. λέγω 64 δέ προς το δυνατόν τής έμαυτού τέχνης' δαφιλές γάρ χρήμα ποίησις και πάντα τρόπον εύπορον και αύτόνομον, και χ ο ­ ρηγία γλώττης και πλήθει ρημάτων ικανόν έξ αυτού πάντα

232

Ο

λυμπιακός

έλλειψης καλλιτεχνικών μέσων, ονομάζουν θεούς τα βουνά, τα άγρια δένδρα και τις ακανόνιστες πέτρες -πράγματα που με κανένα τρόπο δεν έχουν μορφή πιο κατάλληλη από την αν­ θρώπινη. »Κ ι αν πάτε να με κατηγορήσετε για την ανθρώπινη μορφή, δεν θα προλάβετε, γιατί πρώτα θα πρέπει να θυμώσετε με τον Όμηρο. Εκείνος, βλέπετε, δεν αρκέστηκε να αναπαραστήσει μια μορφή παρόμοια με τούτο εδώ το άγαλμα, κάνοντας λό­ γο για «χαίτη» του θεού, ακόμα και για το πηγούνι του -εκεί στην αρχή του ποιήματος, όπου λέει πως η Θέτιδα τον ικέτευε για την τιμή του παιδιού της' εκτός από αυτά κάνει λόγο και για συνομιλίες των θεών, για συμβούλια και αγορεύσεις και ταξίδια από την Ίδη στον ουρανό και στον Όλυμπο και ύ­ πνους και συμπόσια και συνουσίες' βέβαια, εξωραίζοντάς τα όλα με μία γλώσσα υψηλή, διατηρώντας όμως την ομοιότη­ τα με τους θνητούς, ιδιαίτερα μάλιστα εκεί όπου τόλμησε να παρομοιάσει τον Αγαμέμνονα με το θεό στα κύρια χαρακτη­ ριστικά, λέγοντας,

ίδιος ο Δίας ο χεραυνόχαρος στην κεφαλή, στα μάτια. Ενώ το δικό μου το έργο ούτε ένας τρελός δεν θα το παρομοί­ αζε μ’ έναν θνητό, ως προς την ομορφιά ή το ανάστημα του θεού. Κ ι αν κάπου δεν φανώ πολύ καλύτερος και πιο συνετός τεχνίτης από τον Όμηρο που θεωρείτε τη σοφία του θεϊκή, εί­ μαι έτοιμος να δεχτώ όποια τιμωρία θέλετε. Και εννοώ, βέ­ βαια, στη βάση των δυνατοτήτων της δικής μου τέχνης. Γ ια­ τί η ποίηση είναι σπάταλη, πολυμήχανη και υπακούει σε δι­ κούς της νόμους, και με τη βοήθεια της γλώσσας και με το πλήθος των λέξεων είναι ικανή μόνη της να εκφράσει τις δια-

233

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

δηλώσαι τά τής ψυχήςβουλήματα, κάν δποιονούν διανοηθή σχήμα ή έργον ή πάθος ή μέγεθος, ούκ άν άπορήσειεν άγγέλου φωνής πάνυ έναργώς σημαινουσης εκαστα. στρεπτή γάρ γλώσσ’ έστϊ βροτών, πολέες δ ’ ένι μύθοι, φησ'ιν Ομηρος αύτός, παντόΐοι, επέων δε πολύς νομός ένθα και ένθα. 65 Κινδυνεύει γάρ ούν τό άνθρώπινον γένος άπάντων ενδεές γενέσθαι μάλλον ή φωνής καϊ λ έξεως' τούτου δέ μόνου κέκτηται θαυμαστόν τινα πλούτον, ούδέν γούν παραλέλοιπεν άφθεγκτον ούδέ άσημον τών πρός αϊσθησιν άφικνουμένων, άλλ ’ εύθύς ’επιβάλλει τω νοηθέντι σαφή σφραγίδα ονόματος,

πολλάκις δέ καϊ πλείους φωνάς ενός πράγματος, ών δπόταν φθέγξηταίτινα, παρέσχε δόξαν ού πολύ άσθενεστέραν τάληθούς. πλείστημέν ούν ’εξουσίακαϊ δύναμις άνθρώπω περϊ λό66 γον ένδείξασθαι τό παραστάν. ή δέ τών ποιητών τέχνη μάλα αύθάδης καϊ άνεπίληπτος, άλλως τε ' Ομήρου, τού πλείστην άγοντος παρρησίαν, δς ούχ ενα είλετο χαρακτήρα λέξεως, άλλά πάσαν τήν Έλληνικήν γλώτταν διηρημένην τέως άνέμιξε, Δωριέων τε καϊ Ιώνων, έτι δέ τήν ’Αθηναίων, εις ταύτό κεράσας πολλω μάλλον ή τά χρώματα οϊ βαφείς, ού μόνον τών καθ’ αύτόν, άλλά και τών πρότερον, εϊ πού τι ρή-

234

Ο

λυμπιακός

θέσεις της ψυχής αλλά και οποιοδήποτε σχήμα ή πράξη ή συν­ αίσθημα ή μέγεθος διανοηθεί' δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε α­ διέξοδο, μιας και η φωνή του Αγγελιοφόρου10 μπορεί ξεκάθα­ ρα να αναγγείλει το κάθε τι.

Γοργόστροφη είναι, του ανθρώπου η γλώσσα, περίσσειες οι κουβέντες, λέει ο ίδιος ο Όμηρος,

κι ο κάμπος διάπλατος για να θερίζεις λόγια }1 »Λοιπόν, από ο,τιδήποτε άλλο είναι πιθανό να ξεμείνει το ανθρώπινο γένος, εκτός από φωνή και ομιλία' από δαύτα κα­ τέχει έναν πλούτο θαυμαστό. Τουλάχιστον απ’ όσα φθάνουν στις αισθήσεις μας, δεν έχει αφήσει κάτι που να μην του έδω­ σε όνομα και σημασία' και κατευθείαν, πάνω σε κάθε τι που συλλαμβάνει ο νους, βάζει την ξεκάθαρη σφραγίδα ενός ονό­ ματος, πολλές φορές μάλιστα και περισσότερα ονόματα για το ίδιο πράγμα, τέτοια που όταν τα προφέρει κανείς, η αίσθη­ ση που δημιουργεί είναι σχεδόν το ίδιο ισχυρή με το αληθινό αντικείμενο. Είναι τεράστια η ελευθερία κι η δύναμη του αν­ θρώπου να εκφράζει τις παραστάσεις του με το λόγο. Κ ι όσο για την τέχνη των ποιητών, είναι υπερβολικά τολμηρή και έχει το ακαταλόγιστο' ιδιαίτερα του Όμηρου που η ελευθεροστομία του ήταν μεγάλη, και που δεν διάλεξε έναν τύπο γλώσσας, αλλά πήρε και συνένωσε όλες τις Ελληνικές διαλέ­ κτους που μέχρι τότε ήσαν ξέχωρες' των Δωριέων, των Ιώνων κι ακόμα των Αθηναίων, ανακατεύοντας, περισσότερο κι απ’ ό,τι οι βαφείς τα χρώματα, όχι μόνο τις λέξεις της εποχής του αλλά και τις αρχαιότερες. Κι αν κάπου επιβίωνε καμιά

235

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

μα εκλελοιπός, καί τούτο άναλαβών ώσπερ νόμισμα άρχαΐον 67 εκ θησαυρού ποθεν αδέσποτου διά φιλορρηματίαν, πολλά δε και βαρβάρων ονόματα, φειδόμενος ούδενός ό τι μόνον ηδο­ νήν ή σφοδρότητα έδοξεν αύτω ρήμα έχειν' προς δέ τούτοις μεταφέρων ού τά γειτνιώντα μόνον ούδέ άπό τών έγγύθεν, άλλά τά πλεΐστον άπέχοντα, όπως κηλήση τον ακροατήν μ ε τ ’ έκπλήξεως καταγοητεύσας, και ούδέ ταύτα κατά χώραν έών, άλλά τά μέν μηκύνων, τά δέ συναφών, τά δέ άλλως παρατρέπω ν' 68 Τελευτών δέ αύτόν άπέφαινεν ού μόνον μέτρων ποιητήν, άλλά και ρημάτων, παρ’ αυτού φθεγγόμενος, τά μέν απλώς τιθέμενος ονόματα τοΐς πράγμασι, τά δ ’επί τοΐςκυρίοις ’ε πο­ νομάζω ν, οΐον σφραγίδα σφραγΐδι έπιβάλλων ’ε ναργήμάλλον καί εύδηλον, ούδενός φθόγγου άπεχόμενος, άλλά εμβραχυ ποταμών τε μιμούμενος φωνάς καί ύλης καί άνέμων καί πυρός καί θαλάττης, έτι δέ χαλκού καί λίθου καί ξυμπάντων απλώς ζώων καί οργάνων, τούτο μέν θηρίων, τούτο δέ ορνί­ θων, τούτο δέ αύλών τε καί συριγγών' καναχάς τε καί βόμβους καί κτύπον καί δούπον καί άραβον πρώτος έξευρών καί όνομάσας ποταμούς τε μορμύροντας καί βέλη κλάζοντα καί βοώ ντα κύματα καί χαλεπαίνοντας ανέμους καί άλλα τοιαύτα δεινά καί άτοπα τω όντι θαύματα, πολλήν έμβάλλοντα τη 6q γνώμη ταραχήν καί θόρυβον' ώστε ούκ ήν αύτω άπορία φο­ βερών ονομάτων καί ήδέων, έτι δέ λείων καί τραχέων καί μυρίας άλλαςέχόντων διαφοράς έν τε τοΐς ήχοις καί τοΐς διανοήμασιν. ύφ ’ ής έποποιίας δυνατός ήν όποιον εβούλετο εμ­ ποίησαι τη ψυχή πάθος.

236

Ο

λυμπιακός

φράση, αυτός, από αγάπη για τη γλώσσα, τη μάζευε σα να ’ταν νόμισμα αρχαίο μέσα από θησαυροφυλάκιο χωρίς ιδιο­ κτήτη. Αλλά χρησιμοποιούσε χωρίς φειδώ και πολλές βαρβαρικές λέξεις, αρκεί να του φαίνονταν πως είχαν γοητεία και δύ­ ναμη. Και κοντά σ’ αυτές, μετέφερε λέξεις όχι μόνο απ’ τις γει­ τονικές και κοντινές, αλλά κι από τις πολύ μακρινές γλώσσες, με στόχο να μαγέψει τον ακροατή εκπλήσσοντας και γοητεύ­ οντας τον' μα κι αυτές δεν τις άφηνε όπως είχαν: άλλες τις μά­ κραινε, άλλες τις έκοβε κι άλλες τις αλλοίωνε. »Έ τσ ι τελικά αναδείχτηκε ποιητής όχι μόνο στίχων αλλά και λέξεων, αρθρώνοντας λέξεις καταδικές του -άλλοτε δίνον­ τας πρώτος αυτός ονόματα στα πράγματα κι άλλοτε προσθέ­ τοντας στα συνηθισμένα ονόματα δικά του καινούρια, σαν να έβαζε τη δική του λαμπρή και πιο ευδιάκριτη σφραγίδα πάνω σε μιαν άλλη. Αφουγκράστηκε κάθε ήχο και, για να μην τα πολυλογώ, έδωσε φωνή στα ποτάμια, στα δάση, στους ανέ­ μους, στη φωτιά και στη θάλασσα, κι ακόμα, στο χαλκό, στην πέτρα και σ’ όλα τα ζώα και τα μουσικά όργανα -είτε πρόκει­ ται για άγρια θηρία είτε για πουλιά είτε για αυλούς είτε για φλογέρες: πρώτος αυτός επινόησε τις λέξεις καναχή (κλαγγή), και βόμβος και χτύπος και δούποςχ.αι άραβος (τρίξιμο), κι εί­ πε για ποταμούς μορμύροντας (αφρισμένους) και βέλη κλάζοντα (συρίζοντα) και κύματα βοώντα και ανέμους χαλεπαί­ ζοντας και άλλα τέτοια φοβερά και παράδοξα θαύματα που γεμίζουν την ψυχή με ταραχή και σύγχυση. Δεν του ’λειπαν, επομένως, τα ονόματα τα φοβερά ή τα ευχάριστα, μήτε οι α­ παλές λέξεις μήτε οι τραχιές, κι άλλες με μύριες αποχρώσεις ήχων και νοημάτων. Χάρη στην επική ποίηση, είχε τη δύνα­ μη να εμπνεύσει στην ψυχή όποιο συναίσθημα ήθελε.

237

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Τό δέ ήμέτερον αύ γένος, τό χειρωνακτικόν και δημιουργικόν, ούδαμη έφικνεΐται τής τοιαύτης ελευθερίας, άλλά πρώ­ τον μέν ύλης προσδεόμεθα, άσφαλούςμέν ώστε διαμεΐναι, ού πολύν δέ έχούσης κάματον πορισθήναί τε ού ραδίας, έτι δέ 70 ούκ ολίγων συνεργών, πρός δέ αύ τούτοις έν σχήμα έκάστης ε’ικόνος άνάγκη έργάσασθαι, καϊ τούτο άκίνητον καϊ μένον, ώστε τήν πάσαν έν αύτω τού θεού ξυλλαβεϊν φύσιν καϊ δύναμιν. τοΐς δέ ποιητάΐς πολλάς τινας μορφάς καϊ παντοδαπά είδη περιλαβεϊν τή ποιήσει ράδιον, κινήσεις τε καϊ ησυχίας προστιθέντας αύτοϊς, όπως άν έκάστοτε πρέπειν ήγώνται, καϊ έργα καϊ λόγους, καϊ προσέτι όΐμαι τό τής χαλεπότητος καϊ τό τού χρόνου, μια γάρ έπινοία καϊ ορμή τής ψυχής ένεχθεϊς δ ποιητής πολύ τι πλήθος έπών ήρυσεν, ώσπερ έκ πη­ γής ύδατος ύπερβλύσαντος, πριν έπιλιπεΐν αύτόν καϊ διαρρυήναι τό φάντασμα καϊ τήν επίνοιαν ήν έλαβε, τό δέ γε ήμέ­ τερον τής τέχνης έπίπονον καϊ βραδύ, μόλις καϊ κ α τ’ ολίγον προβαϊνον, άτε όΐμαι πετρώδει καϊ στερεά κάμνον ύλη. 7ΐ Τό δέ πάντων χαλεπώτατον, άνάγκη παραμένειν τω δημι­ ουργώ τήν εϊκόνα έν τή ψυχή τήν αύτήν άεί, μέχρις άν έκτελέση τό έργον, πολλάκις καϊ πολλόΐς έτεσι. καϊ δή τό λεγό­ μενον, ώς εστιν άκοής πιστότερα όμματα, άληθές ίσως' πο­ λύ γε μήν δυσπειστότερα καϊ πλείονος δεόμενα έναργείας. ή μέν γάρ όψις αύτοϊς τοΐς δρωμένοις συμβάλλει, τήν δέ άκοήν ούκ άδύνατον άναπτερώσαι καϊ παραλογίσασθαι, μιμήματα 72 εϊσπέμποντα γεγοητευμένα μέτροις καϊ ήχοις. καϊ μήν τά γε

238

Ο

λυμπιακός

»Όμως ο δικός μας ο κλάδος, χειρωνακτικός και κατασκευ­ αστικός, με κανένα τρόπο δεν προσεγγίζει μια τέτοια ελευθε­ ρία' πρώτα-πρώτα χρειαζόμαστε υλικό, αφ’ ενός στέρεο ώστε να αντέχει κι αφ’ ετέρου να μπορεί να δουλευτεί χωρίς πολύ κόπο, υλικό που είναι δυσεύρετο' ακόμα, χρειαζόμαστε αρκε­ τούς συνεργάτες. Κ ι έπειτα, ο γλύπτης είναι υποχρεωμένος να δώσει μία και μοναδική μορφή σε κάθε άγαλμα, κι αυτή ακί­ νητη και μόνιμη, τέτοια που να κλείνει μέσα της ολόκληρη τη θεϊκή φύση και δύναμη. Ενώ οι ποιητές εύκολα μπορούν να συμπεριλάβουν στο έργο τους ένα σωρό σχήματα και κάθε λογής μορφές, προσθέτοντάς τους κίνηση ή ακινησία καταπώς νομίζουν ότι ταιριάζει κάθε φορά, κι ακόμη, πράξεις και λόγια. Κ ι επί πλέον, νομίζω πλεονεκτούν και στο θέμα της δυσκολί­ ας και στο θέμα του χρόνου. Παρακινημένος από μιαν έμ­ πνευση κι από μια παρόρμηση της ψυχής, ο ποιητής φέρνει στην επιφάνεια ένα πλήθος στίχων, το ίδιο εύκολα όπως το νε­ ρό αναβλύζει απ’ την πηγή, προτού το όραμα κι η σύλληψη ξε­ γλιστρήσουν και τον εγκαταλείψουν. Αντίθετα, η δική μας τέ­ χνη, επίπονη και αργή, προχωράει μόλις και μετά βίας, κα­ θώς κοπιάζει πάνω σε μια ύλη πετρώδη και σκληρή. »Και το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι ότι ο γλύπτης πρέπει να διατηρεί συνεχώς στο μυαλό την ίδια εικόνα, μέχρι να ολοκλη­ ρώσει το έργο, κι αυτό συχνά απαιτεί κάμποσα χρόνια. Όσο για κείνο που λέγεται, ότι η όραση είναι πιο αξιόπιστη από την ακοή, είναι ίσως αλήθεια' και ασφαλώς, τα μάτια πείθονται δυσκολότερα και απαιτούν μεγαλύτερη σαφήνεια. Και ενώ α­ νάμεσα στην όραση και το αντικείμενό της δεν υπάρχει διά­ σταση, την ακοή μπορείς να την ξεσηκώσεις και να την ξελογιάσεις με παραστάσεις και λόγια που μαγεύουν με το μέτρο

239

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ήμέτερα τής τέχνης άναγκάίαμέτρα πλήθους τε πέρι και μ ε­ γέθους' τοΐς δε ποιηταίς έξεστι και ταυτα εφ ’ οποσονουν αύξήσαι. τοιγαροΰν Ό μήρωμενράδιον εγένετο έιπεΐν τό μέγε­ θος τής Έριδος, ότι ούρανώ εστήριξε κάρη και επι χθονι βαίνει' εμοι δε άγαπητόν δήπουθεν πληρώσαι τον υπό Ή λείων ή ’Αθηναίων άποδειχθέντα τόπον. 73 Σ ύ μεν ού ν ψήσεις, ω σοφώτατε τών ποιητών Ομηρε, πο­ λύ τή τε δυνάμει τής ποιήσεως και τω χρόνω προέχων, σχε­ δόν πρώτος επιδείξας τόίς 'Έλλησι τών τε άλλων άπάντων θεών και δή του μεγίστου θεών πολλάς και καλάς εικόνας, τάς μέν τινας ήμέρους, τάς δε φοβεράς και δεινάς. ό δε ήμέ74 τερος ειρηνικός και πανταχου πράος, όΐος άστασιάστου και όμονοούσης τής 'Ελλάδος επίσκοπος' όν εγώ μετά τής εμαυτου τέχνης και τής Ή λείων πόλεως σοφής και άγαθής βουλευσάμενος 'ιδρυσάμην, ήμερον και σεμνόν εν άλύπω σχήματι, τον βίου και ζωής και ξυμπάντων δοτήρα τών άγαθών, κοινό ν άνθρώπων και πατέρα και σωτήρα και φύλα­ κα, ώς δυνατόν ήν θνητω διανοηθέντι μιμήσασθαι τήν θείαν και άμήχανον φύσιν. 75 Σκόπει δέ, έι μή πάσαις τάίς επωνυμίαις τάίς τού θεού πρέπουσαν εύρήσεις τήν εικόνα'Ζεύς γάρ μόνος θεών πατήρ και βασιλεύς επονομάζεται, Πολιεύς τε και Ό μόγνιος και Φίλιος και 'Εταιρεΐος, πρός δε τούτοις Ίκέσιός τε και Ξένιος και ’Επικάρπιος και μυρίας άλλας επικλήσεις έχων πάσας άγα-

240

Ο

λυμπιακός

και τον ήχο τους. Έπειτα, τα μέτρα της δικής μας τέχνης υ­ ποχρεωτικά έχουν να κάνουν με αριθμούς και μεγέθη' ενώ οι ποιητές έχουν τη δυνατότητα, ακόμα κι αυτά να τ’ αυξάνουν όσο θέλουν. Εύκολα, λοιπόν, ο Όμηρος μίλησε για το μέγε­ θος της Έριδας, που

στυλώνει ψηλά στ<χ ουράνια το κεφάλι της και περπατάει στο χώ μα,12 ενώ εγώ θα πρέπει να ’μαι ευχαριστημένος και μόνο που θα γεμίσω το χώρο που μου υπέδειξαν οι Ηλείοι κι οι Αθηναίοι. »Θα συμφωνήσεις, Όμηρε, εσύ ο σοφώτερος των ποιητών, ο πρώτος στη δύναμη της ποίησης και παλαιότερος όλων, εσύ που πρώτος σχεδόν έδειξες στους Έλληνες πλήθος όμορφες εικόνες του μέγιστου θεού αλλά και όλων των άλλων, πότε γαλήνιες και πότε φοβερές και τρομερές. Μα ο δικός μου ο θε­ ός είναι ολωσδιόλου πράος και ειρηνικός, καθώς ταιριάζει να ’ναι ο προστάτης μιας Ελλάδας αδιατάραχτης από διχόνοιες και επαναστάσεις. Τέτοιου θεού το άγαλμα αποφάσισα εγώ να στήσω, με τη βοήθεια της τέχνης μου και της σοφής και ευγενούς πόλης των Ηλείων: δίνοντας όψη ήρεμη, μεγαλοπρε­ πή και άκακη στον Χορηγό της ζωής και όλων των αγαθών, στον κοινό Πατέρα και Σωτήρα και Φύλακα των ανθρώπων -όσο βέβαια ήταν δυνατό για ένα θνητό να συλλάβει και να παραστήσει την θεία και αμίμητη φύση. »Κοίταξε προσεχτικά, να δεις αν το άγαλμα δεν ταιριάζει με όλες τις προσωνυμίες του θεού. Α π’ τους θεούς, μόνο ο Δίας επονομάζεται Πατήρ και Βασιλεύς, Πολιεύς, Ομόγνιος και Φίλιος και Εταιρείος αλλά και Ικέσιος, Ξένιος και Επικάρπιος, και μύριες άλλες ονομασίες που όλες δείχνουν την καλοσύ-

241

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

θάς, βασιλεύς μεν κατά την άρχήν και δύναμιν (ονομασμέ­ νος, Πατήρ δε οϊμαι διά τε την κηδεμονίαν καϊ τό πραον, Πολιεύς δέ κατά τον νόμον καϊ τό κοινόν όφελος, Ό μόγνιος 76 δέ διά τήν του γένους κοινωνίαν θεοΐς και άνθρώποις, Φίλιος δέ καϊ Έταιρεΐος, ότι πάντας άνθρώπους ξυνάγει καϊ βούλε­ ται φίλους είναι άλλήλοις, εχθρόν δέ ή πολέμιον ούδένα ού­ δενός, Ίκέσιος δέ, ώς άν επήκοός τε καϊ ίλεως τόίς δεομένοις, Φύξιος δέ διά τήν τών κακών άπόφυξιν, Ξένιος δέ, ότι δεί μηδέ τών ξένων άμελεΐνμηδέ άλλότριον ήγεΐσθαι άνθρώπων μηδένα, Κτήσιος δε καϊ ’Επικάρπιος, άτε τών καρπών αίτι­ ος καϊ δοτήρ πλούτου καϊ δυνάμεως. 77 Οσον δέ ή ν επιδείξαι ταύτα μή φθεγγόμενον, άρα ούχ ϊκανώς έχει κατά τήν τέχνην; τήν μέν γάρ άρχήν καϊ τον βασι­ λέα βούλεται δηλούν τό ’ισχυρόν τού είδους καϊ τό μεγαλο­ πρεπές' τον δε πατέρα καϊ τήν κηδεμονίαν τό πραον καϊ προσφιλές' τον δε Πολιέα καϊ νόμιμον ή τε σεμνότης καϊ τό αύστηρόν' τήν δέ άνθρώπων καϊ θεών ξυγγένειαν αύτό που τό τής μορφής όμοιον ον ήδη σύμβολον' τον δε Φίλιον καϊ

242

Ο

λυμπιακός

νη του: Βασιλέας ονομάστηκε για την κυριαρχία και τη δύνα­ μή του' Πατήρ, νομίζω, για την φροντίδα προς τους ανθρώ­ πους και την πραότητα' Πολιεύς, γιατί προστατεύει το νόμο και μεριμνά για το κοινό όφελος' Ομόγνιος, για τους δεσμούς συγγένειας που ενώνουν θεούς και ανθρώπους' Φίλιοςχ αι Ε ταιρείος, γιατί ενώνει όλους τους ανθρώπους και θέλει όλοι να ’ναι φίλοι μεταξύ τους και κανείς να μην είναι εχθρός και α­ ντίπαλος με κανένα' Ιχέσιος, επειδή ακούει και σπλαχνίζεται εκείνους που του απευθύνουν προσευχές' Φύξιος, γιατί προσ­ φέρει καταφύγιο από τα κακά' Ξένιος, γιατί δεν πρέπει να α­ διαφορούμε για τους ξένους ούτε να βλέπουμε ως αλλότριο κανέναν άνθρωπο' και τέλος, Κτήσιος και Επιχάρπιος, επει­ δή αυτός είναι η αιτία της καρποφορίας και αυτός χαρίζει πλούτο και δύναμη.* »Και στο βαθμό που ήταν δυνατό να τα αποδώσω όλα αυ­ τά χωρίς τη χρήση του λόγου, μήπως δεν φάνηκα επαρκής απ’ τη σκοπιά της τέχνης μου; Η δυνατή και μεγαλοπρεπής όψη του θέλει να μας δείξει ότι είναι κυρίαρχος και βασιλιάς' το πράο και φιλικό ύφος, την πατρική του φροντίδα' η μεγαλο­ πρέπεια και αυστηρότητα, το ότι είναι προστάτης των Πόλε­ ων και του Νόμου' η ίδια η ανθρώπινη μορφή του -ήδη παλιό *(σ.τ.μ.:) Πολιεύς: προστάτης των πόλεων. Φίλιος: θεός της φιλίας. Εταιρείος: θεός της συντροφικότητας. Ιχέσιος: προστάτης των ικετών. Επιχάρπιος: προστάτης της καρποφορίας. Ομόγνιος: προστάτης του γένους. Φύξιος: προστάτης όσων αναζητούν καταφύγιο. Κτήσιος: προστάτης της περιουσίας.

243

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ίκέσιον καϊ Ξένων και Φυξιον και πάντα τά τοιαΰτα άπλώς η φιλανθρωπία καϊ τό πράον καϊ τό χρηστόν εμφαινόμενα προσομοιόί’ τον δε Κτήσιον καϊ τον Έπικάρπιον η τε άπλά­ της καϊ ή μεγαλοφροσύνη, δηλουμένη διά της μορφής' άτεχνώ ς γάρ διδάντι καϊ χαριζομένω μάλιστα προσέοικε τάγαθά. 7« Ταυτα μέν ουν ώς οΐάν τε ην εμιμησάμην, άτε ούκ εχων ό­ νομάσα ι. συνεχώς δε άστράπτοντα επι πολεμώ και φθορά πλήθους η επ όμβρων υπερβολή η χαλάζης η χιόνος, η τανύοντα κυανήν ϊριν, του πολέμου ξύμβολον, ή άστέρα πέμποντα ξυνεχεϊς σπινθήρας άποβάλλοντα, δεινό ν τέρας ναύταις η στρατιώταις, η επιπέμποντα εριν άργαλέαν "Ελλησι καϊ βαρβάροις, ώστε έρωτα εμβάλλειν πολέμου καϊ μάχης άπαυστον κάμνουσιν άνθρώποις καϊ άπειρηκόσιν' ούδέ γε ίστάντα επϊ πλάστιγγος άνθρώπων ημιθέων κήρας η στρα­ τοπέδων όλων, αΰτομάτω ροπή κρινομένας' ούκ ήν διά τής 79 τέχνης μιμεΐσθαι' οΰ μη ούδε παρόν ηθέλησά γ ’ άν ποτε. βροντής γάρ είδωλο ν άφθογγον η άστραπής η κεραυνου εϊκασμα ά λάμπες εκ τών τήδε επιγείων μεταλλευμάτων ποιον άν τι καϊ γένοιτο; έτι δέ γήν σειομένην και κινούμενον *Ο­ λυμπον ύπό νευματι βραχεί τών όφρύων ή τινα νέφους περϊ τή κεφαλή στέφανον ' Ο μ ή ρω μεν εϊπέίν εϋμαρες καϊ πολλή πρός τά τοιαΰτα άπαντα ελευθερία, τή δέ γε ήμετέρα τέχνη

244

Ο

λυμπιακός

σύμβολο-, δηλώνει τη συγγένεια μεταξύ ανθρώπων και θεών' η φιλάνθρωπη, καλοσυνάτη και γεμάτη πραότητα μορφή του, το ότι είναι θεός της φιλίας, προστάτης των ικετών, προστά­ της των ξένων και των φυγάδων' ενώ η απλότητα κι η μεγαλοφροσύνη που φανερώνει η όψη του, προσιδιάζουν σ’ ένα θε­ ό προστάτη της περιουσίας και της καρποφορίας, γιατί στ’ α­ λήθεια ο θεός μοιάζει σα να προσφέρει και να χαρίζει αγαθά. »Αυτά τα χαρακτηριστικά, όσο περνούσε από το χέρι μου, τα απεικόνισα, μιας και δεν μπορούσα να τα κατονομάσω. Ό ­ μως το θεό που αστραποβολεί αδιάκοπα προμηνύοντας πολέ­ μους και μαζικούς θανάτους ή δυνατή καταιγίδα, χαλάζι και χιόνι, το θεό που τεντώνει το βαθυγάλαζο ουράνιο τόξο -αυ­ τό το σύμβολο του πολέμου-, που στέλνει διάττοντες αστέρες -σημάδι φοβερό για τους ναυτικούς ή τους στρατιώτες-, που φέρνει την άκαρδη Έριδα ανάμεσα στους Έλληνες όσο και στους βαρβάρους, έτσι που να εμπνέει στους απηυδισμένους και αποκαμωμένους ανθρώπους έναν ασίγαστο έρωτα για τον πόλεμο και τη σύγκρουση' το θεό που βάζει πάνω στη ζυγα­ ριά τις τύχες ανθρώπων ημιθέων ή ολόκληρων στρατευμάτων έτσι ώστε να κριθούν από μια τυχαία κλίση της πλάστιγγας: ετούτο τον θεό ήταν αδύνατο να τον παραστήσω με την τέχνη μου. Ούτε και θα το ’θελα ποτέ, ακόμα κι αν ήταν δυνατό. Ποιο άηχο είδωλο της βροντής, ποιο δίχως λάμψη ομοίωμα της αστραπής ή του κεραυνού θα μπορούσε να φτιαχτεί από τα μεταλλεύματα της γης; Κ ι ακόμα, τη γη που τρέμει και τον Όλυμπο που τραντάζεται μ’ ένα μικρό νεύμα των φρυδιών ή το σύννεφο που στεφανώνει το κεφάλι του Δία, όλα τούτα ο Όμηρος μπορεί εύκολα να τα περιγράψει και με με­ γάλη ελευθερία' ενώ για τη δική μας τέχνη, που επιτρέπει

245

Δ Ι ΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

παντελώς άπορον, έγγύθεν παρεχούση και σαφή τον έλεγχον τής όφεως. «ο Ε ’ι δ ’ αύ τό τής ύλης άσημότερον ηγείται τις ή κατά τήν άξίαν τού θεού, τούτο μέν άληθές τε και όρθόν" άλλ ’ ούτε τους δόντας ούτε τον έλόμενον και δοκιμάσαντα έν δίκη μέμφοιτ’ άν. οΰ γάρ ήν έτέρα φύσις άμείνων οΰδε λαμπρότερα πρός οφιν, ήν δυνατόν ειςχείρας άνθρώπων άφικέσθαι και μεταλα8ι βείν δημιουργίας, άέρα γε και πύρ έργάσασθαι ή τήν “άφθο­ νο ν πηγήν ύδατος” * ένεστι τίσι θνητών όργάνοις; όσον δ’ έν άπασι τούτοις στερεόν έρμα' λέγω δέ οΰ χρυσού και λίθου, ταύτα μέν γάρ σμικρά και φαύλα, άλλά τήν πάσαν ϊσχυράν και βαρέίαν οΰσίαν" ιδέαν γε έκάστην διακρίνοντα και έμπλέκοντα εις ταΰτό έκαστον συστήσαι γένος ζώων και φυ­ τών, οΰδέ θεοίς πάσι δυνατόν ή μόνω τούτω σχεδόν όν πάνυ καλώς ποιητής προσείπεν έτερος, Δωδωναίε μεγασθενές άριστοτέχνα πάτερ. 82 Ουτος γάρ δή πρώτος και τελειότατος δημιουργός, χορηγόν

λαβών τής αυτού τέχνης οΰ τήν’Ηλείων πόλιν, άλλά τήν πάσαν τού παντός ύλην. Φειδίαν δέ ή Πολύκλειτον οΰκ άν εικότως άπαιτοΐτε πλέον οΰδέν, άλλά και ταύτα μείζω και σεμνότερα τής ήμετέρας χειρωναξίας. οΰδέ γάρ τόν'Ήφαι*3 στον 'Όμηρος έν άλλοις πεποίηκεν έπιδεικνύμενον τήν ’ε μ­ πειρίαν, άλλά τεχνίτην μέν θεόν εΰπόρησεν έπι τό τής άσπί-

* (σ.τ.μ.:) εννοεί τη θάλασσα -πρόκειται πιθανώς για λυρικό στίχο.

246

Ο

λυμπιακός

στον παρατηρητή να την ελέγξει καταλεπτώς και από κοντά, αυτό είναι εντελώς αδύνατο. »Αν πάλι κάποιος πει πως το υλικό που χρησιμοποιήθηκε εί­ ναι τιποτένιο και ανάξιο του θεού, θα ’ναι αλήθεια. Όμως δεν θα ’χε δίκιο να κατηγορήσει, μήτε κείνους που προμήθευσαν το υλικό μήτε εκείνον που το διάλεξε θεωρώντας το κατάλλη­ λο. Γ ιατί δεν υπήρχε άλλη ύλη καλύτερη ή λαμπρότερη για το μάτι, η οποία θα ήταν δυνατό να φτάσει σε χέρια ανθρώ­ πων και να δουλευτεί. Με τι μέσα θα μπορούσαν οι θνητοί να επεξεργαστούν τον αέρα, τη φωτιά ή την «γενναιόδωρη πηγή του νερού»;* Μόνο με τα υλικά που περιέχουν στέρεη ύλη εί­ ναι σε θέση να δουλέψουν. Δε μιλώ λοιπόν για το χρυσάφι ή την πέτρα γιατί αυτά είναι ασήμαντα και ευτελή υλικά' μιλώ για την ανθεκτική εκείνη στοιχειώδη φυσική ουσία, που το να αναλύσει κανείς τα είδη της και κατόπιν να τα συμπλέξει για να δημιουργήσει όλα τα είδη ζώων και φυτών, είναι πράγμα αδύνατο ακόμα και για όλους τους θεούς' μόνο ένας θεός θα το μπορούσε: εκείνος που κάποιος άλλος ποιητής13 πολύ ό­ μορφα τον προσφώνησε:

Δωδωναίε μεγαλοδύναμε πατέρα, αριστοτέχνη. Γ ιατί αυτός είναι ο πρώτος τεχνίτης, ο τελειότερος όλων, που ως χορηγό για την τέχνη του δεν έχει την πόλη των Ηλείων, μα την ύλη ολόκληρου του σύμπαντος. Από ένα Φειδία ή έναν Πολύκλειτο, δε θα ’ταν λογικό να ζητήσετε τίποτα περισσότε­ ρο' ακόμα κι αυτά που έχουμε φτιάξει είναι πολύ μεγάλα για τα μέτρα της τέχνης μας. Ως και τον Ήφαιστο, τον παρου­ σιάζει ο Όμηρος να επιδεικνύει τις ικανότητές του δουλεύο­ ντας με τα ίδια υλικά' κι ενώ ολόκληρο θεό τον έκανε δεξιοτέ-

247

Δ Ι Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

δος έργον, ύλην δέ έτέραν οΰκ έφίκετο εύρείν. φησϊ γάρ ούτω ' χαλκόν δ ’ έν πυρϊ βάλλεν άτειρέα κασσίτερόν τε καϊ χρυσόν τιμηντα και άργυρον. άνθρώπων μεν ούν έγωγε ούδεν'ι παραχωρήσαιμ ’ άν κρείττονα εμού ποτε γενέσθαι περϊ την τέχνην, αύτω δε τω Διι, δημιουργούντι τον άπαντα κόσμον οΰ χρή ξυμβάλλειν ούδένα θνητόν. 84 Ταύτ’ ούν εϊπόντα καϊ άπολογησάμενον τον Φειδίαν εικό­ τως εμοϊ δοκούσιν οϊ ’Έλληνες στεφανώσαι άν. ’Ί σως δέ τους πολλούς λέληθεν ο λόγος υπέρ ών γέγονε, καϊ μάλα, εμοϊ δοκεΐν, φιλοσόφοις τε άρμόττων καϊ πλήθει άκούσαι, περί τε άγαλμάτων ϊδρύσεως, όπως δεί ϊδρύσθαι, καϊ περϊ ποιητών όπως, άμεινον ή χείρον διανοούνται περϊ τών θείων, έτι δέ περϊ της πρώτης επίνοιας θεού, ποία τις καϊ τίνα τρόπον εν τόίς άνθρώποις εγένετο. πολλά δε όίμαι καϊ περϊ δυνάμεως ερρήθη τού Λιός καϊ τάς επωνυμίας, εί δε μ ε τ ’ ευ­ φημίας τού τε άγάλματοςκαϊ τών ϊδρυσαμένων, πολύ άμει85 νον. τω γάρ όντι τοιούτος ήμίν προσοράν έοικε, πάνυ εύνους και κηδόμενος, ώ σ τ’ έμοιγε μικρού φθέγγεσθαι δοκεί. Τάδε μέν ούτως, ώ σύμπασα ’Ελλάς, καλώς καί προσηκόντως επιτελείς, θυσίας τε θύουσα εκ τών παρόντων μεγαλο­ πρεπείς καί δή καϊ τον εύκλεέστατον άγώνα τιθείσα ώς ά π ’ άρχής εύεξίας καϊ ρώμης και τάχους, όσα τε εορτών και μυ-

248

Ο

λυμπιακός

χνη στις ασπίδες, δεν κατάφερε να βρει άλλου είδους υλικό. Να τι λέει:

σκληρόν χαλκόν, κασσίτερον, πολύτιμο χρυσάφι και ασήμι βάζει στη φωτιά.14 »'Υστερα απ’ όλα αυτά, εγώ δε θα παραδεχόμουνα ότι υ­ πήρξε ποτέ άνθρωπος ανώτερος από μένα στην τέχνη μου. Και με τον ίδιο το Δία, που δημιούργησε τον κόσμο όλο, δεν είναι πρέπον να συγκρίνεται κανένας θνητός.» Αν λοιπόν τα ’λεγε αυτά ο Φειδίας στην απολογία του, νο­ μίζω δικαιολογημένα οι Έλληνες θα τον στεφάνωναν. Ίσως όμως πολλοί από σας να ξεχάσατε κιόλας ποια θέμα­ τα αφορούσε η ομιλία μου, αν και ήταν, νομίζω, κατάλληλη, τόσο για φιλοσόφους όσο και για τον πολύ κόσμο. Μιλούσα για τα αγάλματα και το πώς πρέπει να στήνονται, και για τους ποιητές, αν οι αντιλήψεις τους περί θεών είναι καλύτερες ή χειρότερες, κι ακόμα, για την αρχική σύλληψη της έννοιας του θεού, ποια περίπου ήταν και πώς γεννήθηκε στα μυαλά των ανθρώπων. Αρκετά ειπώθηκαν για τη δύναμη του Δία και για τις προσωνυμίες του. Κ ι αν αυτά συνοδεύτηκαν από ε­ παίνους για το άγαλμα και για κείνους που το έστησαν, τόσο το καλύτερο. Γ ιατί πραγματικά, είναι τέτοια η έκφραση του θεού, φιλική και γεμάτη φροντίδα, που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται πως όπου να ’ναι θ’ ανοίξει το στόμα για να πει: «Ω σύμπασα Ελλάς, είναι ωραίος και ταιριαστός ο τρόπος που διοργανώνεις τις τελετές αυτές, προσφέροντας εκ των ενόντων θυσίες μεγαλοπρεπείς, εσύ που καθιέρωσες, από τα πρώ­ τα-πρώτα χρόνια, αυτούς τους ευκλεέστατους αγώνες σωμα­ τικής ευρωστίας, δύναμης και ταχύτητας, και που εξακολου-

249

Δ ί Ω Ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

στηρίων έθη λαβουσα διαφυλάττεις. άλλά εκείνο φροντίζων σκοπώ, ότι αυτήν σ ’ οΰκ άγαθη κομιδή έχει, άλλ’ άμα γήρας λυγρόν έχεις αΰχμέίς τε κακώς και άεικέα εσσαι.

250

Ο

λυμπιακός

θείς να τηρείς τα εορταστικά και τελετουργικά έθιμα που σου παραδόθηκαν. Όμως βλέπω με έγνοια πως

η ίδια εσύ σαι αφρόντιστη και κακογερασμενη βρώμικη και ντυμένη με ρούχα που δεν σου πρεπουν.15

251

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

ι Εννοεί την ασπίδα του μεγάλου αγάλματος της Αθηνάς που βρι­ σκόταν μες στον Παρθενώνα. Σύμφωνα και με τον Πλούταρχο (βλ. Π ε­ ρικλής, 3 ΐ), πάνω στην ασπίδα -όπου υπήρχε ανάγλυφη αναπαράστα­ ση μάχης με Αμαζόνες-, ο Φειδίας σκάλισε και την ίδια τη μορφή του (ένας φαλακρός γέρος που σήκωνε πέτρα και με τα δυο χέρια) όπως και τη μορφή του Περικλή να μάχεται με μια Αμαζόνα. 2 Ησίοδος, 'Έ ργα κα'ι Ή μέραι, 3 1 3 ' πλούτω δ ’ άρετή και κυδος όπηδει. (Η αρετή κι η δόξα έρχονται πίσω από τα πλούτη).

3 Ο «Ολυμπιακός» εκφωνήθηκε μπροστά στο μεγάλο άγαλμα του Δ ία .Έ να χρυσελεφάντινο άγαλμα ύψους 13 μέτρων, στο εσωτερικό του ναού, που παρίστανε τον Δία καθισμένο σε θρόνο. 4 Οδύσσεια, Α 376 και Β 1 41 .

5 Ιλιάδα, Φ 50. 6 Ολόκληρος ο παραλληλισμός του Δίωνα, αναφέρεται στα Ελευσίνια Μυστήρια.

7 Σαφής αναφορά και πολεμική ενάντια στην «άθεη» επικούρεια κο­ σμοαντίληψη και θεολογία. Ας σημειωθεί ότι την ίδια εκείνη εποχή, η διανοούμενη βασίλισσα Πλωτίνα, γυναίκα του Τραϊανού, ανήκε στην επικούρεια σχολή, και ότι οι σχέσεις του Δίωνα με τον αυτοκρατορικό οίκο ήταν οι καλύτερες δυνατές...

8 Πρβλ. τον Κικέρωνα: «Μ α όταν πια θα ’χει αφαιρεθεί το πολύ υ­ λικό, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι η μορφή που θα βλέπουμε να λάμπει, βρισκόταν ανέκαθεν μέσα στον άμορφο όγκο...»

252

9 Οδύσσεια, Δ 221.

ίο Στις τραγωδίες, ό,τι δεν μπορούσε να διαδραματιστεί επί σκηνής, το περιέγραφε ή το διηγιόταν με λεπτομέρειες ο Άγγελος (Αγγελιοφόρος). 1 1 Ιλιάδα, Τ 248-249 (μτφρ. Καζαντζάκη, Κακριδή). 1 2 Ιλιάδα, Δ 443 (μτΦΡ· Καζαντζάκη, Κακριδή). 13 Πίνδαρος, απόσπ. 5714 Ιλιάδα Σ 474-475 (μτψΡ· Ι· Πολυλά). 15 Οδύσσεια, Ω 249-25°· Μ ’ αυτά τα λόγια μιλά ο Οδυσσέας στον πατέρα του το Λαέρτη όταν πρωτοσυναντιούνται, προσποιούμενος ότι δεν τον γνωρίζει... Του λέει, «βλέπω τα έχεις εδώ όλα φροντισμένα στην εντέλεια' μήτε ένα δεντράκι απεριποίητο, μήτε μια συκιά μήτε έ­ να κλήμα μήτε ελιά μήτε αχλαδιά μήτε πρασιά απεριποίητη μες στο περιβόλι. Ό μως θα σου πω και κάτι ακόμα και μη μου θυμώσεις: εσύ ο

ίδιος είσαι αφρόντιστος και χαχογερασμένος, μες στη βρώμα, ντυμένος με ρούχα που δεν σου πρεπουν...». ... άλλ ’ ευ τοι κομιδή εχει, οΰδέ τι πάμπαν, ού φυτόν, οΰ συκη, οΰκ άμπελος, ού μεν έλα(η, ούκ ογχνη, ού πρασιή τοι άνευ κομιδης κατά κήπον, άλλο δέ τοι ερέω, σύ δε μη χόλον ενθεο θυμφ' αύτόν σ ’ ούκ άγαθη κομιδή εχει. άλλ ’ άμα γνραε λυγρόν ενει<: αύχμεΊΐ τε κακώε και άεικέχ εσσαι.

253

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ: Για τον σύγχρονο ερευνητή και αρχαιογνώστη,

ο «Ολυμπιακός» είναι σωστό χρυσωρυχείο. Πρόκειται για ένα μοναδικό κήρυγμα - μανιφέστο της Ελληνικής θρησκείας και Τέχνης. Εκφωνήθηκε στην Ολυμπία, στη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων του ΐθβ μ.Χ. κι είναι ένα από τα σημαντι­ κότερα κείμενα στην ιστορία των θρησκειών. Δ ιά λ ο γ ο ς Α λ ε ξ ά ν δ ρ ο υ

και

Δ ιο γ έ ν η (π ε ρ ι

β α ς ι λ ε ι α ς ):

Η συνάντηση Μ. Αλεξάνδρου και Διογένη δεν περιορίστηκε στη γνωστή φράση του τελευταίου, «Μη μου κρύβεις τον ήλιο»... Η εκτενής συζήτηση του Διογένη με τον Μ. Αλέξανδρο και η αυστηρή κριτική του Διογένη, μέσα από την αφήγηση του Δίωνα αποκτά τη διαχρονική αξία ενός πολιτικού λόγου που απευθύνει στην εξουσία ένας άνθρωπος του λαού. ΚΥΝΗΓΟΣ ή ΕΥΒΟΪΚΟΣ: «... Ε χ ω μεν είκοσιτέσσαρας λό­

γους του σοφιστοΰ Δίω νος, τό δέ Εύβοϊκον μυθιστόρημά του -διότι είναι αληθές μυθιστόρημα- είναι έργον σπανίας χάριτος.» Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Ό λ ίγ α ι σελίδες περί τών Σοφιστών.

9ύρα9εν ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Related Documents