Lexiko Texnologias Kai Episthmhs.pdf

  • Uploaded by: chrysanthiiiiii
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Lexiko Texnologias Kai Episthmhs.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 1,328,432
  • Pages: 1,480
Loading documents preview...
ΛΕΞΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ & ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ αγγλοελληνικό

-

ελληνοογγλικό

# SSB§iC Ν

\

I

' ·Α4

(

Γ

δ * β·)

I ν «· • iWl·Swa*· 1 ι· ··

ι ) i&wlk

£1

ϊ

5

^

Α Λ Ν

-τ-

/

* ^

2η ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΦΥΛΙΔΗ

Έκδοση

\

1

Αεροδιαστημική Μηχανική - Αεροναυτική - Ακουστική Ακουστική Μηχανική - Αναλυτική Χημεία - Ανόργανη Χημεία - Αστρονομία - Αστροφυσική Ατομική Φυσική - Βιομηχανία Αυτοκινήτων - βιομηχανία Χάρτου - Βιοφυσική - Βιοχημεία - Γεωδαισία - Γεωλογία Γεωφυσική · Γεωχημεία - Γραφίστικη ,- Αιαστημική Τεχνολογία - Εξόρυξη Μεταλλευμάτων - Επικοινωνίες Επιστήμη & Τεχνολογία · Επιστήμη Ηλεκτρολόγου Μηχανικού - Επιστήμη Μηχανικού Μηχανολόγου Επιστήμη Πλαστικών Επιστήμη Τροφίμων - Ηλεκτρισμός - Ηλεκτρομαγνητισμός - θερμοδυναμική · Κατασκευές • ν. Κβαντομηχανική · Κλιματολογία - Κρυσταλλογραφία - Μεταλλουργία - Μετεωρολογία - Μηχανική - Μηχανική Βιομηχανίας - Μηχανική Μεταλλευμάτων Μηχανική Σχεδίου - Μηχανική Τροφίμων - Μηχανολογία Ναυπηγική - Οδοποιία - Οικοδομική - Οικολογία - Οπτική - Οργανική Χημεία - Ορυκτολογία - Πετρελαιομηχανική Πετρολογία - Πλοήγηση - Πυρηνική Μηχανική - Πυρηνική Φυσική - Ραντάρ - Ρυμοτομία Στατιστική - Στρατιωτική Τροφοδοσία - Συστήματα Ελεγχου - / - Τυπογραφία Υαλουργία - Υδρολογία - Υλικψν Επιστήμη Υφαντουργία - Φασματοσκοπία - Φυσική Πλάσματος - Χαρτογράφηση - Χημική Μηχανική ί2κεα νογραφ ία.

ΛΕΞΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ & ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ αγγλοελληνικό - ελληνοαγγλικό

Λ

SIEMENS

..

r

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΦΥΛΙΔΗ

Εκδότης: Δημήτρης Α. Σταφυλίδης Σχεδίαση, Συντονισμός και Επιμέλεια: Ανδρέας Δ. Σταφυλίδης Copyright: Andrew D. Stafilidis Dimitris A. Stafilidis

3 G. Gcnnadiou st, 10678 Athens-Grcece tel.: (210) 3813773 fax: (210) 3813730 www.stqfilidis.gr pub @ stafil idis. ar A· ISBN 960*7695-11-9 FIRST EDITION: 2002 SECOND EDITION: 2005

Offset: Μ. Τσιαδής - Ν. Κουτσοδόντης Βιβλιοδεσία: Αφοι Τσιαδή

Ευχαριστούμε τις παρακάτω ιστοσελίδες για τη χρήση των φωτογραφιών: www.free images. CO. uk www. qual ity wallpaper*, com www. wallpapers, com www.ipsedix.it www.galacticwallpaper.com www.fstocki. tripod. com w w w. ace wallρ ape rs. com

Επιστήμες που εμπεριέχονται στο παρόν Λεξικό

Αεροδιαστημική Μηχανική Αεροναυτική Ακουστική Ακουστική Μηχανική Αναλυτική Χημεία Α νόργανη Χημεία Αρχιτεκτονική Αστρονομία Αστροφυσική Ατομική Φυσική Βιομηχανία Αυτοκινήτων Βιομηχανία Χάρτου Βιοφυσική Βιοχημεία Γεωδαισία Γεωλογία Γεωφυσική Γεωχημεία Γραφιστική Διαστημική Τεχνολογία Εξόρυξη Μεταλλευμάτων Επικοινωνίες Επιστήμη & Τεχνολογία Επιστήμη Ηλεκτρολόγου - Μηχανικού Επιστήμη Μηχανικού Μηχανολόγου Επιστήμη Πλαστικών Επιστήμη Πολιτικού Μηχανικού Επιστήμη Τροφίμοιν Ηλεκτρισμός Ηλεκτρομαγνητισμός Ηλεκτρονική Θερμοδυναμική Κατασκευές Κβα ντομ η χα νική Κλιματολογία Κ ρ υ στ αλλ, ο γρ αφ ία Μαθηματικά Μεταλλουργία Μετεωρολογία

Μηχανική Μηχανική Βιομηχανίας Μηχανική Μεταλλευμάτων Μηχανική Σχεδίου Μηχανική Τροφίμων Μηχανολογία Ναυπηγική Οδοποιία Οικοδομική Οικολογία Οπτική Οργανική Χημεία Ορυκτολογία Πετρ έλαιομ ηχα νική Πετρολογία Πληροφορική Πλοήγηση Πυρηνική Μηχανική Πυρηνική Φυσική Ραντάρ Ρυμοτομία Στατιστική Στρατιωτική Τροφοδοσία Συστήματα Ελέγχου Τεχνολογία Τηλεπικο ι νω νίες Τυπογραφία Υαλουργία Υδρολογία Υλικά Υπολογιστές Υφαντουργία Φασματο σκοπιά Φυσική Φυσική Πλάσματος Χαρτογράφηση Χημεία Χημική Μηχανική Ωκεανογραφία

Οι παρακάτω ειδικοί επιστήμονες συμμετείχαν στη συγγραφή το ' παρόντος Λεξικού:

Βαρούτσος Α. Ηλίας Μαθηματικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Master, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Διδακτορικό, (υποψήφιος) στο ΕΜΠ Βάχλα Ε. Αθανασία Πολιτικός Μηχανικός, Πανεπιστήμιο Πατρών Γαλιδάκης Ν. Ιωάννης Bachelor of Science in Liberal Arts and Master of Science University of Illinois.

Κοκκάλη Π. Ιουλία Φυσικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών Κολλίγρη I. Μαρία Φυσικός, Πανεπιστήμιο Πατρών Κονδύλης Γ. Παναγιώτης Χημικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών Master, Οργανικής Χημείας, Univercite de Paris - Sud Centre Scientifique d' Orsay Διδακτορικό Χημείας, Παν. Αθηνών

Γαλλόπουλος Π. Αλέξανδρος Φυσικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών University of Massachusetts - Amherst

Κωνσταντινίδης Ν. Εμμανουήλ Φυσικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Τμήμα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών Δημόκριτος

Γεωργούλη Α. Χρυσάνθη Φυσικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Κωτσόπουλος Θ. Αντώνιος Πολιτικός Μηχανικός, Ε.Μ.Π.

Γιαννακόπουλος Κ. Νικόλαος Χημικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Λεβέντης Α. Αθανάσιος Φυσικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών Διδακτορικό, Ε.Μ.Π.

Δανιάς Ε. Γεώργιος Μηχανολόγος - Μηχανικός Ε.Μ.Π. Δημαράκη Χ. Θεόνη Φυσικός, Πανεπιστήμιο Πατρών Ζερβουδάκης Α. Γεώργιος Πολιτικός Μηχανικός, Πανεπιστήμιο Κων σταντινουπόλεως Θραψανιώτης Γ. Εμμανουήλ Φυσικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Διδακτορικό, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Καραμπέρη Α. Χαραλαμπία Μαθηματικός, Πανεπιστήμιο Πατρών Καραογλάνογλου Σ. Λάζαρος Χημικός - Μηχανικός, Ε.Μ.Π. Διδακτορικό, Ε.Μ.Π.

Λογαράς Β. Ιωάννης Φυσικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Μητσάκος Δ. Χρυσοβαλάντης - Ιωάννης Μαθηματικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων MsC Στατιστικής Μπάρτζη Κ. Ασημένια Χημικός - Μηχανικός, Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ.

Διδακτορικό (υποψήφια) Ε.Μ.Π. Διδακτορική διατριβή Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος, Μπατζάκης Π. Διονύσιος Teesside Polytechnic, Β. Eng. in Computer England MsC in Music Technology, University of York England

Ειδίκευση στη Γραφιστική (ΤΕΙ Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, Αθήνα)

Μποτονάκης Π. Ιωάννης Φυσικός, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Εφαρμοσμένα Μαθηματικά Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Master, in Open and Distance Education

Γένεση Α. Παρασκευή Φυσικός, Πανεπιστήμιο Πατρών

Νερούτσου Ν. Κατερίνα Αρχιτέκτων - Μηχανικός, Ε.Μ.Π.

Σουβατζής Κ. Κλεόδημος Χημικός, Πανεπιστήμιο Πατρών Διδακτορική διατριβή στο Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. "Δημόκριτος", Τομέας Επιστήμη Υλικών

Παπαδοπούλου Α. Μαρία Μαθηματικός, Πανεπιστήμιο Πατρών Ειδίκευση στους Η/Υ.

Τσαγκαράκη Κ. Μαρία Φυσικός, Πανεπιστήμιο Πατρών

Ποζαπαλίδη IT. Ευδοξία Μαθηματικός, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

- ντ -

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η αυγή της νέας χιλιετίας βρίσκει τον άνθρωπο εκστατικό καθώς προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την παρούσα πραγματικότητα, να αφομοιώσει, όσο του είναι δυνατό, το πλέον ενδιαφέρον μέρος της ξέφρενης επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου και να αξιοποιήσει τα προϊόντα της, που σαν χιονοστιβάδα κατακλύζουν την παγκόσμια αγορά. Η Επιστημονική και Τεχνολογική πορεία των τελχυταίων ετών με κορύφωση την προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος και τις σχετικές επιτυχίες στον οικείο τομέα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εκείνες κατά τις οποίες η επιστημονική κοινότητα επιδίδεται με πάθος και καλ.πάζοντα ρυθμό στη διεύρυνση των γνώσεων και στην άμεση αξιοποίηση τους τόσο προς όφελος του ατόμου όσο και αυτής της ίδιας της επιστήμης. Παράλληλα ισχυρότατο κίνητρο αποτελεί η συνεργασία της Τεχνολογίας με την Οικονομία στα πλαίσια της πολυθρύλητης πλέον Παγκοσμιοποίησης. Η διαρκής επέκταση της οικονομίας σ' όλους τους τομείς του ανθρώπινου ενδιαφέροντος, η συνεργασία σε παγκόσμια κλίμακα αλλά και ο ανταγωνισμός, αποτελούν ισχυρά κίνητρα και διαρκές κέντρισμα για νέες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις, τις οποίες θέτουν στην υπηρεσία της εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων α/Ιό. και ενός ελεγχόμενου, με ορισμένους κανόνες, ελεύθερου ανταγωνισμού. 1

7~

Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη μερίδα ατόμων και οργανώσεων που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί έχουν λογικά ερείσματα, καθώς συντελείται βαθμιαία, στο όνομα της προόδου και της ευημερίας, προϊούσα οικολογική επιβάρυνση του πλανήτη (ο χαρακτηρισμός είναι επιεικής). Η πρόοδος της επιστήμης και η συνακόλουθη τεχνολογική συμπόρεύση

προοιωνί-

ζουν, βέβαια, θαυμαστά επιτεύγματα, αλΙά παράλληλα δημιουργούν σκεπτικισμό και απαισιοδοξία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η δική μας άποψη συμμερίζεται τις αισιόδοξες και ενθαρρυντικές θέσεις όλων εκείνων που εμπιστεύονται τον καλό δαίμονα των επιστημόνων και την αγαθοποιό ανθρώπινη φύση και ευελπιστούμε ότι θα βρεθούν οι λύσεις εκείνες που θα αποτρέψουν τη δυσμενή και καταστροφική πορεία του ανθρώπινου γένους. Η χώρα μας παρούσα πάντοτε στο παγκόσμιο γίγνεσθαι συμμετέχει ενεργά σ' όλους τους τομείς που προαναφέραμε. Ασφαλώς δεν έχει να επιδείξει μεγάλα επιτεύγματα, αλλά διαθέτει σωρεία λαμπρών επιστημόνων που εργάζονται σε μεγάλ.α ερευνητικά - επιστημονικά κέντρα, σε παγκόσμιο πεδίο. Συνάμα, η ελληνική ανήσυχη και ελπιδοφόρα νέα γενιά δίνει βάσιμες προσδοκίες για διάκριση σε κάθε τομέα του ανθρώπινου επιστητού. Οι Εκδόσεις Σταφυλίδη στην προσπάθεια τους να βρίσκονται κοντά στις εξελίξεις που αναφέραμε, στον τομέα των εκδόσεων φυσικά, είχαν συ/λάβει από καιρό την ιδέα της εκπόνησης ενός έργου το οποίο και έλειπε από τη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία και κρίσιμα αναγκαίο θεωρείται. Με σκοπό, λοιπόν, να καταγραφούν οι επιστημονικές γνώσεις και τα αντίστοιχα τεχνολογικά επιτεύγματα, εξέδωσαν το ΛΕΞΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ.

\

FYY

Το έργο αυτό στις 1808 τωκνογραμμένες σελίδες τον δίνει καίριες πληροφορίες σε ένα ευρύ φάσμα επιστημονικής έρευνας, πειραμάτων και αποτελεσμάτων. Συνδεμένο με την Παιδεία και την εφαρμοσμένη επιστημονική γνώση, καλύπτει τις γνωστικές ανάγκες ευρύτατου κύκλου ενδιαφερομένων. Φοιτητές προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί, Επιστήμονες - Σύμβουλοι μεγάλων

βιομηχανικών

μονάδων, Επιστήμονες - Ερευνητές επιστημονικών και ερευνητικών εργαστηρίων, Μηχανικοί, Αρχιτέκτονες, Γεωλόγοι, Γεωφυσικοί, Αστρονόμοι, Μετεωρολόγοι και ένα πλήθος Ειδικών διαφόρων κλάδων, θα βρουν στο παρόν έργο ένα χρήσιμο βοήθημα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για δύο κλάδους για τους οποίους δόθηκε ιδιαίτερη μέριμνα: τους Ιί/^κτρονικούς

(τεχνικούς,

προγραμματιστές,

χρήστες) και τους ενασχολούμενους με τις Τηλεπικοινωνίες. Φυσικά θα αποτελέσει απαραίτητο εφόδιο ιδιαίτερα στους μεταφραστές επιστημονικών και τεχνολογικών κειμένων. Με πλήρη επίγνωση της αναγκαιότητας του έργου και της ευθύνης για την αρτιότητα και την πληρότητα των λημμάτων που εμπεριέχονται, πιστεύουμε ότι το Λεξικό αυτό θα αποτε/χσει ένα καλά και χρήσιμο βοήθημα για κάθε χρήστη.

Ο εκδότης

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, των υψηλών απαιτήσεων και των συνεχών εξελίξεων. Οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των χρηστών, σε επαγγελματικό ή ιδιωτικό επίπεδο, οδηγούν σε ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Στον αιώνα μας, ο ανταγο)νισμός γίνεται πιο έντονος, και σε διεθνές επίπεδο. Η αγορά απαιτεί έξυπνο και εξειδικευμένο συνδυασμό λύσεων, προϊόντων και υπηρεσιών. Κυρίαρχο ρόλο για να ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της εποχής μας παίζει ο τομέας της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών: α) οι Τηλεπικοινωνίες, γιατί η high performance δικτυακή τηλεπικοινωνιακή υποδομή end-to-end καθιστά εφικτή τη διασύνδεση των ατόμων, των επιχειρήσεων, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτα)ν με παροχές υπηρεσιών και βάσεις δεδομένων, β) η Πληροφορική γιατί μέσω αυτής επιτυγχάνεται η υλοποίηση εξειδικευμένων-προσωποποιημένωνευέλικτο)ν υπηρεσιών ευρείας συμβατότητας. Φωνή και δεδομένα θα μπορούν να μεταφερθούν με υψηλές ταχύτητες και χαμηλό κόστος από το ένα άκρο της γης στο άλλο, μέσω ενός τεράστιου δικτύου κορμού, το οποίο συνδέει συνδρομητές και επιχειρήσεις. Όλα αυτά αποτελούν την πρόκληση του 21 ου αιώνα. Οι υπάρχουσες κοινωνικές, οικονομικές, επιχειρησιακές δομές πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, δηλαδή: 1. στη νέα οικονομία : που είναι ο τομέας της οικονομίας, ο οποίος αλληλεπιδρά με τις τεχνολογικές εξελίξεις και αφορά κυρίως τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη διακίνηση άυλων ιδεών και αγαθών (όπως: Πληροφορική, Ηλεκτρονικό Εμπόριο, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, Βιοτεχνολογία, Ψυχολογία). 2. στην παγκοσμιοποίηση: που είναι συνδυασμός της οικονομικής και πολιτικής Παγκοσμιοποίησης. Η πολιτική Παγκοσμιοποίηση είναι η τάση για εκδημοκρατισμό των κρατών. Η οικονομική Παγκοσμιοποίηση είναι η τάση για επενδύσεις και αγορές παγκόσμιας εμβελείας και 3. στη σύγχρονη τεχνολογία: που δημιουργεί νέα σύνορα για την ανθρώπινη επιχειρηματικότητα. Για παράδειγμα η αύξηση δυνατότητας αποθήκευσης, μεταφοράς και επεξεργασίας πληροφορίας αλλάζει θεαματικά τις δυνατότητες κινητικότητας (mobility) και αναπτύσσει δραστικά το Mobile Business. Ειδικότερα η τεχνολογική ανάπτυξη στην Κοινωνία της Πληροφορίας που ζούμε χαρακτηρίζεται από τις εξής τάσεις: • Την ψηφιακοποίηση • Την αυξανόμενη ευφυΐα των συστημάτων. Τα συστήματα προσομοιώνουν όλο και περισσότερο την ανθρώπινη συμπεριφορά και σκέψη. Καθίστανται δυνατές υπηρεσίες όπως ο χειρισμός υπολογιστών μέσω αφής και φωνής. • Την αυξανόμενη αποδοτικότητα των συστημάτων, σε συνδυασμό με την προοδευτική μείωση κατανάλωσης ενέργειας. Έτσι π.χ. η βελτιστοποίηση της τεχνολογίας των μπαταριών αυξάνει τη δυνατότητα κινητικότητας του χρήστη. • Τη μείωση του μεγέθους των προϊόντων. Η ενσωμάτωση Interfaces και ειδικού πρόσθετου εξοπλισμού σε τερματικές συσκευές (π.χ. PC's) επιτρέπουν στο χρήστη τη διασύνδεσή του με το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο από παντού και ενισχύουν την κινητικότητα. To internet δημιουργεί τη μεγαλύτερη παγκόσμια αγορά, μετατρέπεται από το μέσο διασύνδεσης στρατιωτικών και ερευνητικών φορέων της δεκαετίας του '70 σε ένα τεράστιο κανάλι πωλήσεων και εμπορίου. Χρησιμοποιείται παγκοσμίως και καθολικά από δισεκατομμύρια ανθρώπους και δημιουργεί εντελώς νέα επιχειρησιακά μοντέλα. Δημιουργούνται πλέον θεματικά κοινωνικά συστήματα χωρίς όρια και παγκόσμιες επιχειρήσεις χο)ρίς τοπικούς περιορισμούς.

-IX-

Η ενοποίηση δικτύων, φωνής και δεδομένων, βασισμένα σε IP πρωτόκολλα, mobility, οι ολοκληρωμένες λύσεις και υπηρεσίες αποτελούν τη στρατηγική της Κοινωνίας της Πληροφορίας, Κλειδί της επιτυχίας στην Κοινωνία αυτή είναι η Γνώση. Η διαρκής δυνατότητα πρόσβασης στη γνώση από οποιονδήποτε και από οπουδήποτε στον κόσμο, σε λίγο θα αποτελεί υποχρέωση της κοινωνίας και των επιχειρήσεων στο άτομο. Η συνεχής επέκταση γνώσεων θα αποτελεί υποχρέωση του ατόμου προς αυτούς. Η δια βίου εκπαίδευση θα αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα των καλύτερων, στους οποίους θα στηριχτεί η Κοινωνία της Γνώσης. II ομαδική εργασία σε ιδιωτικό, ερευνητικό και επιχειρησιακό επίπεδο, η ενθάρρυνση της καινοτομίας και η τεχνολογική πρόοδος εγγυώνται δημιουργία προστιθέμενης α£ίας και αυτή με τη σειρά της την προσήλωση του πελάτη, κέρδη και οικονομικά αποτελέσματα με προσωπική δέσμευση. Οι επιχειρήσεις κινούνται πλέον σε ένα μακροοικονομικό και κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που τις επηρεάζει θετικά ή αρνητικά. Μια χώρα για να πετύχει σε αυτό το περιβάλλον χρειάζεται: • Πολύ καλή παιδεία, μιας και κύριος παράγοντας επιτυχίας είναι η ανθρώπινη γνώση και τα ικανά άτομα. • Υποδομές • Θετικό κλίμα για ενθουσιασμό, ιδιαίτερα στους νέους, για καινοτομία και νέες τεχνολογίες. • Νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο που να ενθαρρύνουν επενδύσεις. • Τεχνολογικά πάρκα και συνεργασίες μεταξύ ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μικρών και μεγάλων εταιρειών. Στην καινούρια εποχή ανοίγονται παράθυρα και για την Ελλάδα με σκοπό να καλύψει αποστάσεις. Η ανάπτυξη νέων οικονομικών και τεχνολογικών δραστηριοτήτων, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε Ευρωπαϊκό ή Παγκόσμιο επίπεδο, με μια σωστή και επιτυχημένη επιλογή στρατηγικών τομέων δραστηριοποίησης δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες για τη χώρα μας. Σημαντικό είναι η προς υλοποίηση τεχνολογία και τα προς παραγωγή προϊόντα να βρίσκονται πολύ κοντά στις ιδιαιτερότητες και τις ικανότητες του λαού μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανάπτυξη Software. Το λογισμικό είναι ένα από τα πλέον κατάλληλα προϊόντα για παραγωγή στη χώρα μας, καθώς η εφευρετικότητα και η ικανότητα αναλυτικής σκέψης του λαού μας αποτελούν τη βάση και το "εργαλείο" για τη δημιουργία του προϊόντος αυτού, το οποίο δεν έχει άλλο κόστος μεταφοράς πέρα από την κατάλληλη τηλεπικοινωνιακή υποδομή. Η χώρα μας μπορεί να κάνει άλματα και να κερδίσει το χαμένο έδαφος, αναπτύσσοντας νέες οικονομικές και τεχνολογικές ευκαιρίες. Για το λόγο αυτό, χρειάζονται μια κοινή εθνική, ιδιωτική και κρατική στρατηγική αλλά και ικανοί, εφευρετικοί επιστήμονες με ευρύ πεδίο γνώσης και έντονη φιλομάθεια, που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα μας και θα ισχυροποιήσουν τη θέση της όχι μόνο σε τοπική, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.

Δρ. Αικατερινίδη Διευθύντρια. Ανάπτυξης Λογισμικού SIEMENS Λ.Ε. Γ. Διευθύντρια Κέντρου Εκπαίδευσης & Εφαρμογών Υψηλής Τεχνολογίας Σ Η ΜΕΝ Σ Α. Ε.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ

Λερομηχ. Αεροναντ. Ακουστ. Ακονστ. Αναλ. Χημ. Ανοργ.Χημ. Α

ΡΧ· Αστρον. Αστρο ν. Αστροφνσ. Ατομ.Φοσ Βιομ. Βιομ. Βιομ. Βιομ. Βιοχημ. Βιοχημ. Γεν. Γεωδ. Γεωδ. Γεωδ. Γεωλ. Γεωφυσ. Γεωχημ. Επικοιν. Επικό ιν. Επιστ. Τεχν. Ηλεκ. Ηλεκ. Μηχ. Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρον. Ηλεκτρον. Κλιμ. Κρνσταλλ. Μάθη μ. Μεταλλ. Μεταλλ.Μηχ. Μεταλλ.Μηχ. Μετεωρ. Μηχ. Μηχ. Μηχ. Μηχ. Μηχ. Μηχ. Ρευ στ.

Αεροδιαστημική Μηχανική Αεροναυτική Ακουστική Ακουστική Μηχανική Αναλυτική Χημεία Ανόργανη Χημεία Αρχιτεκτονική Αστρονομία Διαστημική Τεχνολογία Αστροφυσική Ατομική Φυσική Βιομηχανία Αυτοκινήτων Υαλουργία Μηχανική Βιομηχανίας Επιστήμη Πλαστικά Βιοχημεία Βιοφυσική Σπάνιοι κλάδοι επιστημών Γεωδαισία Χαρτογράφηση Πετρολογία Γεωλογία Γεωφυσική Γεωχημεία Επικοινωνίες Τηλεπικοινωνίες Επιστήμη & Τεχνολογία Ηλεκτρισμός Επιστήμη Ηλεκτρολόγου Μηχανικού Ηλεκτρομαγνητισμός Ηλεκτρονική Ραντάρ Κλιματολογία Κρυσταλλογραφία Μαθηματικά Μεταλλουργία Εξόρυξη Μεταλλευμάτων Μηχανική Μεταλλευμάτων Μετεωρολογία Μηχανική Επιστήμη Μηχανικού Μηχανολόγου Μηχανική Συστημάτων Ρευστομηχανική

Ναυπηγ. Οδοπ. Οικοδ. Οικοδ. Οικολ. Οπτικ. Οργ.Χημ. Ορυκτ. Πετρελαιομηχ. Πληρ. Πλοηγ. Πολ.Μηχ. Πυρην. Φυσ. Πνρην. Φυσ. Στατ. Τεχν. Τροφ. Τεχνολ. Τεχνολ. Τεχνολ. Τεχνολ. Τεχνολ. Τεχνολ. Τεχνολ. Τεχνολ. Υδρολ. Υλικ. Υλικ. Υπολ. Φνσ. Φνσ. Φυσ. Φυσ. Φυσ. Φνσ. Φυσ. Πλασμ. Φνσ.Στερ.Κατ. Φυσ.Χημ. Χημ. Χημ. Μηχ. Χημ. Τροφ. Ωκεαν.

-χι-

Ναυπηγική Οδοποιία Οικοδομική Κατασκευές Οικολογία Οπτική Οργανική Χημεία Ορυκτολογία Πετρελαιομηχανική Πληροφορική Πλοήγηση Επιστήμη Πολ. Μηχανικού Πυρηνική Φυσική Φυσική Σωματιδίων Στατιστική Μηχανική Τροφίμων Συστήματα Ελέγχου Μηχανική Σχεδίου Μηχανολογία Γραφιστική Υλικά Πυρηνική Μηχανική Τυπογραφία Τεχνολογία Υδρολογία Βιομηχανία Χάρτου Υφαντουργία Υπολογιστές Φυσική Κβ αντο μη χανική Σχετικότητα Φασματοσκοπία Στατιστική Μηχανική Θερμοδυναμική Φυσική Πλάσματος Φυσική Στερεάς Κατάστασης Φυσική Χημική Χημεία Χημική Μηχανική Επιστήμη Τροφίμου ν Ωκεανογραφία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



Συγγραφείς.



Πρόλογος.



Εισαγωγικό Σημείωμα.



Πίνακας Συντομογραφιών.



Λεξικό Αγγλοελληνικό.



Λεξικό Ελληνοαγγλικό.

1475-1795



Πίνακας Χημικών Στοιχείων.

1796-1797



Περιοδικός Πίνακας Των Στοιχείων.

1798



Μαθηματικά Σύμβολα.

1799



Γραφήματα Στατιστικών Κατανομών.



Πίνακας 1. International System Of Units.



Παράγωγες Μονάδες Του SI.



Συμπληρωματικές Μονάδες Του SI.

1803



Πίνακας 2. Προθέματα Του SI.

1803



Πίνακας 3. Μονάδες Εκτός Του SI.

1804



Πίνακας 4. Fundamental Physical Constants.

1805



Ελληνική Βιβλιογραφία.

1806-1807



Ξεντ/ Βιβλιογραφία.

1807 -1808

V - V /

V//-

V///

IX-Χ XI

13 -

1800-1801

1802 1802 -1803

-XII-

- 1796 -

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΗΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Element

Στοιχείο

Actinium-' Aluminum Americium Antinomy Argon Arscnic Astatine Barium Berkelium Beryllium Bismuth Boron Bromine Cadmium Calcium Californium Carbon Cerium Cesium Chlorine Chromium Cobalt Copper Curium Dysprosium Einsteinium Element 104

Ακτίνιο Αργίλιο Αμερίκιο Αντιμόνιο Αργο Αρσενικό Ασταπο Βάριο Μπερκέλιο Βηρύλλιο Βισμούθιο Βόριο Βρόμιο Κάδμιο Ασβέστιο Καλιφόρνιο Ανθρακας Δημήτριο Καίσιο Χλώριο Χρώμιο Κοβάλτιο Χαλκός Κιούριο Δυσπρόσιο Αϊστάνιο Ραδερφόδιο, Κουρτσατόβιο Χάνιο, Νιλσμπόριο Στοιχείο 106 Στοιχείο 107 Στοιχείο 108 Στοιχείο 109 Ερβιο Ευρώπιο Φέρμιο Φθόριο Φράγγιο Γαδολίνιο Γάλλιο Γερμάνιο Χρυσός Αφνιο Ήλιο Όλμιο Υδρογόνο Ίνδιο Ιώδιο Ιρίδιο Σίδηρος Κρυπτό Λανθάνιο

Element 105 Element 106 Element 107 Element 108 Element 109 Erbium Europium Fermi um Fluorine Francium Gadolinium Gallium Germanium Gold Hafnium Helium Holmium Hydrogen Indium Iodine Iridium Iron Krypton Lanthanum

Σύμβολο (Symbol) Ac ΑΙ Am Sb Ar As At Ba Bk Be Bi Β Br Cd Ca Cf C Ce Cs CI Cr Co Cu Cm Dy Es Rf Ku Ha Ns Sg Bh Hs Ml Er Eu Fm F Fr Gd Ga Ge Au Hf He Ho Η In I Ir Fe Kr La

Ατομικός αριθμός Σχετικές ατομικές μάζες (Atomic number) (Atomic Weight) 89 13 95 51 18 33 85 56 97 4 83 5 35 48 20 98 6 58 55 17 24 27 29 96 66 99 104

227.0278 26.981539 (243) 121.75 39.948 74.92159 (210) 137.327 (247) 9.012182 208.98037 10.811 79.904 112.411 40.078 (251) 12.011 140.115 132.90543 35.4527 51.9961 58.93320 63.546 (247) 162.50 (252) (261)

105

(262)

106 107 108 109 68 63 100 9 87 64 31 32 79 72 2 67 1 49 53 77 26 36 57

(263) (262) (265) (267) 167.26 151.965 (257) 18.9984032 (223) 157.25 69.723 72.61 196.96654 178.49 4.002602 164.93032 1.00794 114.82 126.90447 192.22 55.847 83.80 138.9055

- 1797 Lawrencium Lead Lithium Lutetium Magnesium Manganese Mendelevium Mercury Molybdenum Neodymium Neon Neptunium Nickel Niobium Nitrogen Nobelium Osmium Oxygen Palladium Phosphorus Platinum Plutonium Polonium Potassium Praseodymium Promethium Protactinium Radium Radon Rhenium Rhodium Rubidium Ruthenium Samarium Scandium Selenium Silicon Silver Sodium Strontium Sulfur Tantalum Technetium Tellurium Terbium Thallium Thorium Thulium Tin Titanium Tungsten Uranium Vanadium Xenon Ytterbium Yttrium Zinc Zirconium

Λορένσιο Μόλυβδος Λίθιο Λουτέτιο Μαγνήσιο Μαγγάνιο Μεντελεγέβιο Υδράργυρος Μολυβδαίνιο Νεοδύμιο Νέον Ποσειδώνιο Νικέλιο Νιόβιο Άζωτο Νομπέλιο Όσμιο Οξυγόνο Παλλάδιο Φώσφορος Λευκόχρυσος Πλουτώνιο Πολώνιο Κάλιο Πρασινοδύμιο Προμήθειο Πρωτακτίνιο Ράδιο Ραδόνιο Ρήνιο Ρόδιο Ρουβίδιο Ρουθήνιο Σαμάριο Σκάνδιο Σελήνιο Πυρίτιο Αργυρος Νάτριο Στρόντιο Θείο Ταντάλιο Τεχνήτιο Τελλούριο Τέρβιο Θάλλιο Θόριο Θούλιο Κασσίτερος Τιτάνιο Βολφράμιο Ουράνιο Βανάδιο Ξένον Υττέρβιο Υττριο Ψευδάργυρος Ζιρκόνιο

Lr Pb Li Lu Mg Mn Md Hg Mo Nd Ne Np Ni Nb Ν No Os 0 Pd Ρ Pt Pu Po Κ Pr Pm Pa Ra Rn Re Rh Rb Ru Sm Sc Se Si Ag Na Sr S Ta Tc Te Tb T1 Th Tm Sn Ti W U V Xe Yb Υ Zn Zr

103 82 3 71 12 25 101 80 42 60 10 93 28 41 7 102 76 8 46 15 78 94 84 19 59 61 91 88 86 75 45 37 44 62 21 34 14 47 11 38 16 73 43 52 —... 65 81 90 69 50 22 74 22 23 54 70 39 30 40

(262) 207.2 6.941 174.967 24.3050 54.93805 (258) 200.59 95.94 144.24 20.1797 237.0482 58.69 92.90638 14.00674 (259) 190.2 15.9994 106.42 30.973762 195.08 (244) (209) 39.0983 140.90765 (145) 231.03588 226.0254 (222) 186.207 102.90550 85.4678 101.07 150.36 44.955910 78.96 28.0855 107.8682 22.989768 87.62 32.066 180.9479 (98) 127.60 158.92534 204.3833 232.0381 168.93421 118.710 47.88 183.85 238.0289 50.9415 131.29 173.04 88.90585 65.39 91.224

- 1799 -

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

Ζ Ν £ 3

Πραγματικοί αριθμοί Ακέραιοι αριθμοί Φυσικοί αριθμοί Ανήκει Υπάρχει

V Για κάθε % Επί τοις εκατό * Επί + Συν Μείον I Ανά = Περίπου ίσο () Παρενθέσεις [ ] Αγκύλες { } Αγκιστρα J. Καθετότητα II Παραλληλία ~ = Ομοιότητα και Στατ. ' Προέρχεται από την κατανομή...' < Μικρότερο ή ίσο <χ> Απειρο = Ίσο > Μεγα/.ύτερο ή ίσο < Μικρότερο > Μ καλύτερο χ Καρτεσιανό γινόμενο c) Μερική παράγωγος d Παράγωγος + Διά Φ Διάφορο ξ Ταυτίζεται ~ = Προσέγγιση τιμής 0 Κενό Γ\ Τομή U Ένωση <Ζ Μη γνήσιο υποσύνολο C Γνήσιο υποσί)νολο £ Υποσύνολο g Δεν ανήκει V V

Ανάδελτα, προς τα πίσω Ρίζα

διαφορές

Π Γινόμενο πολλ.ών παραγόντων λ Σύζευξη (και) ν Διάζευξη (ή) Διπλή συνεπαγωγή ή αλλιώς 'αν και μόνον αν' ^ Απλή συνεπαγωγή ή αλλιώς 'αν και μόνον αν' Σ Αθροισμα Σ Σ Διπλό άθροισμα ί Ολοκλήρωμα J J Διπλό ολοκλήρωμα

//—/ Πο/λαπλό ολοκλήρωμα j Συμβολισμός συνάρτησης /' Πρώτη παράγωγος Δεύτερη παράγωγος /*ν) Νιοστή παράγωγος lim Όριο fog Σύνθεση συναρτήσεωνf και g Df Πεδίο ορισμού της συνάρτησης f ± (Τ ) Συν ή πλην (πλην ή συν) : : Σύμβολο ισότητας ή αναλογίας « Πολύ μικρότερο από » Πολύ μεγα/.ύτερο από —>= Τείνει « Μεταβάλλεται σε Ν Κυβική ρίζα /. Γι 'αυτό \\ Παράλληλο προς π Αριθμός ίσος με 3,14159... 0 Βαθμός ' Λεπτά> πρώτη παράγωγος " Δευτερόλεπτα, δεύτερη παράγωγος Δχ Διαφορικό του χ du/θχ Μερικά) παράγωγος του u ως προς x Ολοκλήρωμα από το α ως το β expx = ex Εκθετική συνάρτηση του χ V 2 Τελεστής Laplace & Σύμβολο συνάρτησης Laplace ! Παραγοντικό | χ | Απόλυτη τιμή του αριθμού χ Α χ Β Καρτεσιανό ή εξωτερικό γινόμενο των Α και Β ΑΦ Εσωτερικό γινόμενο των Α και Β 3! Υπάρχει τουλάχιστον ένα No Πληθάριθμος του Ν Re Πραγματικό μέρος Im Φανταστικό μέρος arg Όρισμα max Μέγιστο συνόλου min Ελάχιστο συνόλου sup Ε)Λχιστο άνω φράγμα inf Μέγιστο κάτω φράγμα [χ] Ακέραιο μέρος αριθμού x sinx Ημίτονο του χ cosx Συνημίτονο του χ tanx Εφαπτομένη του χ cotx Συνεφαπτομένη του χ trA Ίχνος του πίνακα Α detA, I A I Ορίζουσα του πίνακα Α dimX Διάσταση του χώρου Χ Θ Ευθύ άθροισμα

1 - 1800-

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΝΟΜΩΝ

Τυπική κανονική κατανομή Ν(0,1), με μέση τιμή μ=0 και διακύμανση σ2 = 1

χ\· κατανομή με ν βαθμούς

ελευθερίας

Εκθετική κατανομή exρ(λ). Στο γράφημα είναι η εκθετική κατανομή για διάφορες τιμές της παραμέτρου λ.

Τ- κατανομή ή αλλιώς Τ-Student νομή

F-

κατα-

κατανομή

4

- 1801 Βήτα κατανομή Beta (a,b) Στο γράφημα είναι η Βήτα κατανομή για διάφορες τιμές της παραμέτρου α και σταθερό b.

Βήτα κατανομή Beta (a.b) Σζο γράφημα είναι η Βήτα κατανομή για διάφορες τιμές της παραμέτρου b και σταθερό α.

Γάμμα κατανομή Gamma (a,b) Στο γράφημα είναι η Γάμμα κατανομή για διάφορες τιμές της παραμέτρου α και σταθερό b.

Γάμμα κατανομή Gamma (a,b) Στο γράφημα είναι η Γάμμα κατανομή για διάφορες τιμές της παραμέτρου b και σταθερό α.

Κανονική κατανομή Ν (μ, ( / ) , με μέση τιμή μ και διακύμανση c?. Στο γράφημα είναι η Κανονική κατανομή για διάφορες τιμές της μέσης τιμής μ και της διακύμανσης σ2.

Ομοιόμορφη κατανομή

U(a,b). ι 3-β

L Μητσάκος, Μαθηματικός, MsC Στατιστικής

- 1802 Π1ΝΑΚΑΣ I International System of Units (Syst£me International d* Unites) Διεθνές σύστημα μονάδων

Quantity Length

Μήκος

Mass

Μάζα

Time

Θεμελιώδεις μονάδες του SI Unit name Ποσότητα meter

Όνομα μονάδας μέτρο

Σύμβολο m

kilogram

χιλιόγραμμο

Kg

χρόνος

sccond

δευτερόλεπτο

S

Elecoic Current

ηλεκτρικό ρεύμα

ampere

αμπέρ

A

Thermodynamic temperature Luminous intensity-

θερμοδυναμική θερμοκρασία

Kelvin

Κέλβιν

Κ

ένταση φωτεινής ακτινοβολίας

candcla

καντήλα

cd

Am mount of substance

ποσότητα ύλης

mole

γραμμομόριο

mo I

Quantity

Παράγωγες μονάδες TOO SI .·-·'"" Όνομα μονάδας Unit name

Ιίοσότητα

Σύμβολο

Ισοδύναμη μονάδα

surface

επιφάνεια

square meter

τετραγωνικό μέτρο

m2

volume

όγκος

stere

κυβικό μέτρο

m5

frequency

συχνότητα

hertz

χερτζ

Hz

density

πυκνότητα ταχύτητα

χιλιόγραμμο ανά κυβικό μέτρο μέτρο ανά δευτερόλεπτο

kg· ην-

velocity

kilogram per stere meter meter per second

angular velocity acceleration

γωνιακή ταχύτητα επιτάχυνση

radian per sccond

ακτίνιο ανά δευτερόλεπτο

rad-s"1

γωνιακή επιτάχυνση

μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο ακτίνιο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο

m-s2

angular acceleration

meter per square second radian per square second

force

δύναμη

Newton

νιούτον

Ν

kg· m-s"2

pressure, stress

πίεση, τάση

pascal

πασκάλ

Pa

N- nV2

work

έργο

joule

τζουλ »

J

N-m

energy

ενέργεια

joule

τζουλ

J

N-m

quantity of heat power

θερμότητα

joule

τζουλ

J

N-m

ισχύς

watt

βατ

W

J-s-'

electric charge

ηλεκτρικό φορτίο δυναμικό

coulomb

κουλόμπ

c

As

volt

βολτ

V

W-A"1, J-C'1

electric resistance electric conductance inductance

ηλεκτρική αντίσταση αγωγιμότητα

ohm

ωμ

Ω

V-A"1

sic mens

ζήμενς

S

A-V1

επαγωγή

henry

ανρί

Η

V-s-A*1

capacitance

χωρητικότητα

farad

φαράντ

F

A-S'V1

potential

s·1

.1 m*s

rad-s'2

- 1803 magnetic flux

μαγνητική ροή

weber

βέμπερ

Wb

Vs

magnetic flux

les la

τέσλα

Τ

WbrrV2

dynamic viscosity kinematic viscosity luminous flux

πυκνότητα μαγνητικής ροής δυναμικό ιςώδες κινηματικό ινώδες φωτεινή ροή

Newton-second per square meter square meter per second lumen

νιούτον επί δευτερόλεπτο ανά τετραγωνικό μέτρο τετραγωνικό μέτρο ανά δευτερόλεπτο λούμεν

N-s-m'2

luminescence

φωτοβολία φωτισμός

καντήλα ανά τετραγωνικό μέτρο λουξ

cdm"2

illuminance

candcla per square meter lux

entropy

εντροπία

joule per kclvin

τζουλ ανά κέλβιν

J-k"1

specific heal

ειδική θερμοχωρητικ ότητα ενεργότητα (ραδιενεργού πηγής) απορροφηΟείσ α δόση ακτινοβολίας ισοδύναμη δόση ακτινοβολίας

joule per kilogram kelvin

τζουλ ανά χιλιόγραμμο ανά κέλβιν

Jkg'k1

becquerel

μπεκιερέλ

Bq

s'

gray

γκρέι

Gy

Jkg1

sieve rt

σιέβερτ

Sv

J-kg·1

activity (referred to a radionuclide) absorbed dose

Quantity Plane angle Solid angle

Συμπληρωματικές μονάδες του SI Unit name Ποσότητα radian επίπεδη γωνία steradian στερεά γωνία

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Προθέματα του S1 Prefix Πρόθεμα Σύμβολο yotta zetla cxa peta tera giga mega kilo hecto deca deci cenli milli micro nano pico femplo atto zepto yocto

γυότα £έτα > · έξα πέτα τέρα γίγα μέγα χίλιο έκτο δέκα δέκατο εκατοστό χιλιοστό μίκρο νάνο πίκο φέμπτο άτο ζέπτο γυόκτο

Υ Ζ Ε Ρ Τ G Μ k h da d c m μ n Ρ f a z y

Παράγοντας πολί.ατΰασιασμού 10M ι ο21 10'» 1015 10'2 10* 106 10' 102 10' 10" 10"2 10"J 10 6 10'" 10"2 10 ,5 10'" 10'2' 10·24

m2-s-I lm

lx

Όνομα μονάδας ακτίνιο στερακτίνιο

cd-sr

Im-nV2

Σύμβολο rad sr

- 1804 ΠΙΝΑΚΑΣ 3 Μονάδες εκτός του SI Quantity Ποσότητ Unit name a Length inch Μήκος foot yard mile angstrom sea-mile light-year Surface Επιφάνει hectare α acre Volume litre Όγκος Time minute Χρόνος hour day year Γωνία Angle degree minute second Mass Μάζα slug tonne pound Unified atomic mass unit Velocity Ταχύτητα knot Force Δύναμη Pound-force

Pressure

Energy

Power

Πίεση

Ενέργεια

Ισχύς

Tempera ture

Θερμοκρ ασία

Activity

Ενεργότη τα Στάθμη Εξασθέν ηση

Level Attenuati on

Ονομα μονάδας

Σύμβολο

Ισοδύναμη μονάδα

ίντσα πόδι γυάρδα (πήχης) μίλι άνγκσιρομ ναυτικό μίλι έτος φωτός εκτάριο στρέμμα λίτρο λεπτό ώρα ημέρα έτος μοίρα λεπτό δευτερόλεπτο σλαγκ μετρικός τόνος λίμπρα ατομική μονάδα μάζας

in ft yd mi A

2,540· 10'2m 3,048· 10'm 9.144- I0*]m 1,609344-1 (Λη IO-50m 1852m

-

-

hectare acre L min h d y Ο «·

fr

slug t b

9,46M0 ls m 104m2 4064,856 m2 I0"3m 60s 3600s 86400s 3,156-107S 1,745-l0"2rad (1/60)° (1/60)' 14,59kg 1000kg 0,45359237kg

κόμβος λίμπρα-δύναμη

u knot Lbf

1,66057· 1l()"27kg 0,514ms' 4,448222N

kilopont

κιλοπόντ

kp

9,80665N

atmosphere

κανονική ατμόσφαιρα

Atm

101325Pa

Conventional millimeter of mercury

συμβατικό χιλιοστό υδραργύρου

mmHg

133,322Pa

Conventional millimeter of water

συμβατικό χιλιοστό νερού

mmH 2 0

9,80665Pa

torr bar

τορ μπαρ

Tonbar

l33,3224Pa 10s Pa

technical atmosphere

τεχνική ατμόσφαιρα

at

98066,5Pa

erg

έργιο

erg

1()"7J

calorie

θερμίδα

cal

4,186J

electron volt

ηλεκτρονιοβόλτ

cV

1,602-Iffl9J

Britannic thermodynamic unit kilowatt-hour

Βρετανική μονάδα θερμότητας κιλοβατώρα

Blu

1055,056J

kWh

3,600· 106J

metric power horse-power Fahrenheit Celsius Rankine Curie

μετρικός ίππος ίππος Φαρενάιτ Κελσίου Ράνκιν Κιουρί

hp °F "C °R Ci

735,49875W 745,6999W °Ft = Κ "R-459,67 °Ct = KT-273,15 5/9K 3,7xl0'°Bq

bel neper

απελ νεπέρ

Β Np

0,5(lnl0)Np 1

- 1805 ΠΙΝΑΚΑΣ 4 Fundamental Physical C Quantity Π<Χ?0ΤΦΤΧΖ Speed of light in Ταχύτητα τον ροτος vacuum στο κενό Elementary charge Στοιχειώδες φορτίο

Σύμβολο

Τιμή

c

299792458

Μονάδα m-s

e

1,602176462(63)· 1019

C

Magnetic constant

Μαγνητικη σταθερα

μο

4π·10"7

Ν·Α"2

Electric constant l/Mo-c: Gravitational constant

Λιηλεχτρική σταθερά του κενού Βαρντική σταθερά

εο

8,854187187. ..-ΙΟ"12

C2-NW2

G

6,67259(85)· Iff"

m3-kg",.s"2

Planck constant

Σταθερά Planck

h

6,6260755(40)· ΙΟ"34

Js

Planck constant

Σταθερά Planck/2n

h

1,054571596(82)· 10"34

J-s

Electron mass

Μάζα ηλεκτρονίου

mc

9,1093897(54)· 10'31

kg

5,48579903(13)· 10"4

u

1,6726231(10)· ΙΟ"27

kg

1,007276470(12)

u

Proton mass

Μάζα πρωτονίου

mp

Avogadro constant

Σταθερά Avogadro

Na.L

6,0221367(36)· ΙΟ23

mor 1

Faraday constant

Σταθερά Φαραντέι

F

96485,3415(39)

C· mol"1

Molar gas constant

Γραμμομοριακή σταθερά των αερίων Όγκος ιδανικού αερίου

R

8,314472(15)

Jmor'-K" 1

vm

22,413996(39)

Lmol' 1

Σταθερά Boltzmann

k

1,380658(12)· ΙΟ'23

JKl

mec2

0,511

MeV

Energy equivalent lu

Ενέργεια ηρεμίας ηλεκτρονίου Ισοδύναμη ενέργεια 1 u

Mc*

931,494013

MeV

Stefan-Boltzmann constant Wien displacement law constant

Σταθερά StefanBoltzmann Σταθερά νόμου μετατόπισης του Wien

σ

5,670400(40)· 10 s

W-m'^K"4

b

2,8977686(51)· 10'3

m-K

Standard acceleration of gravity

Κανονική επιτάχυνση της βαρύτητας

gn

9,80665

m-s'2

Standard atmosphere

atm

101325

Pa

Absolute zero

Κανονική ατμοσφαιρική πίεση Απόλυτο μηδέν

0°K

-273,15

°C

Electron volt

Ηλεκτρονιοβόλτ

eV

1,602176462(63)· ΙΟ"19

J

Astronomical unit

Αστρονομική μονάδα

ua

1,49598· 10"

m

Molar volume of ideal gas Boltzmann constant Electron rest energy

Π. Γένεση Φυσικός

1

Ατομικός Αριθμός

Ηλεκτρονική Δομή

18

2 13 Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο Σ jLi (He]2s'

4 Be [He]2$7

,,Να

, 2 Mg

s

7

[Ne]3s

,9Κ

Τ Ω Ν

3 21SC

JOCA 1

{A/)4s

37^

A | /]dS> 38^Γ?

[Kr]5s'

lKr]5s

SS^S

«BA

(Xe]6s'

8;Fr [Rn]7s'

2

[Xe]6s

4

[Ai]3d 4s2

»Y

[Kr]4d'5s'

MTI [Ai]3d;4s7

40Zr

[Xel5d'6s 7

[Rn]6d'7$7

Αανθανίδες [Xe]4f6s

2

6

ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

7

23 v (Ar)3d34s2

24Cr [ArpdMs 1

„Nb

42MO

4

i

l

[Kr]4d 5s'

[KrJ4d 5s

„Hf

73Ta [X©]4f14 5d'6s 7

„w

,οδΗα

[Xe]4f' 5d76s2

[X©J5f" 6d 2 7s i

[Xe]5f" 6d i 7s'

6oNd

2

(Ar)3d 4s

ft

[Kr]4d 5s'

[KrI4d'5s'

[XeHf· 5d46s2

.c^sg

!07Bh

108^

14

[Xe]5f 6d J 7s 7

[Xe]4f 6s

„Pa

«U

93NP

2

?6Fe4

P<el4f 5d*0s2

1

[Xe]4f56s7

4

25Mn [Arjad'^2

9

M Os P<0]4f'4 5dft6si

61Pm iXe]4f46s2

5 ,Pr

8

10

2 7 Co [Ar)3d'4s2

43TC

l«i)4d , 5s i

4

89AC

[Rn]7s2

5

,j

14

P<eJ5f 6d&7s2

[X^i*

B

[Kr]4d 5s'

14

[Xe}5f 6d47s2

M

6C

?N

5B [He]2s22p'

[Hel2s?2p7

13AI

uSi

[Krl4d'3 79 PT

12

29 Cu [Af]3d n 4s'

47 Ag [Kr]4d,:· 5s' 79AU

3oZn [/v]3d104s7

8oHg

e,Tl

[Xe]4f' 5d ,0 6s ? 6 p'

109Mt lXo)5f 6d'7s 3

NO

1)1

112

95ΑΠΊ

96Cm

65Tb [Xe] 4f6s

7

4

4

6?HO 10

2

(Xe]4f 6s

!1

2

Ί

7

INe]3s 3p

3 2 Ge [Ai]3d'° 4s24p2

soSn [Kr)4d'° 5s 7 5p'

[XeJ4f' 5d' c 6s 7

Gd

[Ar)3d 4s 2 4p'

0

[Kr]4d'° 5s2

[X©]4f" 5d ,0 6s'

u

3,Ga

<8Cd

[Xe]4f 5d v 6s'

[Xe]4f 6s

7

2BNi [/V]3d"4s7

[Νθ]3$ 3ρ

[Xe]4i' 5d'6s 7

[XeJ4f' 5d'0s 2

7

11

«Pd

4

62Sm 2

15

16

17

is

Π Ι Ν Α Κ Α Σ

2

(Ne)3s

14

2 He 2

[Xe]4f 6s

(Xe) 4fl76s7

q^ES

.ooFrn

(Kr)4d'° 5s*5p2

62 Pb [Xe]4f4 5d'°6s26p2

0 9 Tm

[Xe)4f,J6s7

(He]2s22p3

eO 7

4

[He]2s 2p

,5p 7

2

[Ne]3s 3p

33AS

{Ar]3d'° 4s24p3

51 Sb IKrI4d'3 5s25pJ 83 BI

5

2

[Ne]3s 3p

4

pCe]4f 5d,06s26pJ

17CI [Ne]3s?3p*

(Ne)3s23p4

lA

3<Se (A/]3d10 4s'4p 4

35ΒΓ

3.ΚΓ

[Af]3d'° 4s24p6

[A/Pd"1 4s?4p*

s 2 TE

53l

M Xe [KfJ4d10 5s75p4

>

[Kf]4d" 5s75p4

84PO ,J

[Ηθ]2$72ρ4

10 Ne [He)2s72pe

J

[Xe]4f' 5d,36s26p4

;oVb

71Lu

Ρ<θ] 4f" 6s2

[Xo]4f'45d1 6s7

[Kr)4d'a δβ'δρ*

e^t P<eJ4fu 5d )0 6s 2 6p 1

[XC]4f*



Ακτινίδες

90Th

[Rn]6d77s2

2

(RnJSf 6d'7s I

[RnJSf* 6d 7s2

4

[RnJ5f 6d'7s 2

9 4 PU

[Rn]5f7s2

lRn)5f'7s7

97Bk

(Rn^d^s 2

•ν

?

(Rn]5f 6d'7s 7

Cf [Rn]5f °7s7

[Rn]5f"7$2

2

[Rn]5f 7s

7

Md

10» [Rn)5f'57s2

102 NO

[Rn]6f 47s2

(Rn]5fu 6d'7s ?

Π. Κονδύλης Δρ. Χημείας

- 1806 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ "Ανάλυση και Σχεδιασμός Ομογενών Χημικών Αντιδραστήρων", Κυπαρισσίδης Κ., Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1994 "Αναλυτικές Μέθοδοι Διαχωρισμού", Π. Α. Σίσκου, Δ.11. Νικολέλη, Αθήνα 1991 "Αναλυτική Χημεία", Αλεξιάδης Κ.Α., Υττηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1981 "Βασικές Αρχές Ποσοτικής Ανάλυσης", Π. Ιωάννου, Πάτρα, 1982 "Βασική Οργανομεταλλική Χημεία", lonel Haiduc, J.J. Zucherman, Αθήνα 1987 "Βιομηχανικές Ανόργανες Πρώτες 'Υλχς*\ Σικαλίδης, Κ.Α., Θεσ/νίκη 1995 "Γενική αστρονομία", Μπάνος Γ., 1985, Πανεπιστημιακές εκδόσεις, Γιάννενα "Γενική Οργανική Χημεία", Αλεξάνδρου Ν.Ε., τεύχος Α' και Β' "Γενική τοπολογία και συναρτησιακή ανάλυση", Σ.Νεγρεπόντης, Θ Ζαχαριάδης, Ν.Καλαμίδας, Β.Φαρμάκη "Γενική Χημεία, 2. Ειδικό μέρος", Π.Οδ.Σακελλαρίδη Αθήνα, 1986. "Γραμμική άλγεβρα και εφαρμογές", Gilbert Strang "Γραμμική Αλγεβρα", Σ.Α.ΑνδρεαΜκη "Διανυσματικός λογισμός", J.Marsdcn-A.Tromba "Διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός", Michael Spivak "Ειδικά μαθήματα Ανόργανης Χημείας", Μανουσάκη Γ.Ε., Θεσσαλονίκη 1980 "Εισαγωγή εις την εξέτασιν τροφίμων", Γαλανού Δ.Σ., Βουδούρη Ε.Κ., 1978 "Εισαγωγή στη θεωρία δικτύων", Κορνηλία Κάλφα "Εισαγωγή στη Φυσική Ωκεανογραφία", Λ. Αασκαράτου, Πανεπιστήμιο Αθήνας, Αθήνα 1991 "Εισαγωγή στην άλγεβρα", John Β. Fralcigh "Εισαγωγή στην Αστροφυσική", Μ. Αρζόγλου- Κοντιζά, Τ. Δεληγιάννης, Ε. Θεοδοσίου, Ξ.Δ. Μουσάς, Α. Πινότσης, Πανεπιστήμιο Αθήνας, Αθήνα 1989 "Εισαγωγή στην Ατομική Φυσική", Μ. Κακουλίδου, Ε. Μαυρομιχαλάκη, Ε. Ροζάκη- Μαυρούλη, Πανεπιστήμιο Αθήνας, Αθήνα 1991 "Εισαγωγή στην Κβαντική Χημεία", Τσίπη Κ.Α., Θεσσαλονίκη 1990 "Εισαγωγή στην Κβαντική Χημεία", Τσίπη Κ.Α., Τόμος II, Θεσσαλονίκη 1984 "Εισαγωγή στην Κρυσταλλογραφία και τη Δομική Χημεία", Βολιώτη Σ., 1983 "Εισαγωγή στην τοπολογία", Παναγιώτη Τσαμάτου "Ενεργειακές Πρώτες Ύλες", Βασάλος, Ι.Α., Θεσ/νίκη 1994 "ΕργαστηριακαίΑσκήσεις Ποσοτικής Ανα/.υτικήςΧημείας", Χατζηιωάννου, Θ.Π.,, Αθήνα 1992 "Εργαστηριακαίασκήσεις Ποσοτικής Αναλ.υτικής Χημείας", Χατζηιωάννου Θ.Π., Αθήνα 1980 "Εφαρμοσμένη Οργανική Χημεία ", Παπαγεωργίου, Β., Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1986 "Η ρύπανση του περιβάλλοντος", Αναγνωστόπουλος Α.Κ., Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θκσ/νίκη 1993 "Ηλεκτρονική δομή των ατόμων και μορίων", Κουρκουμέλλη-Ροδοστάμου, Εκδόσεις Σείριος "Θέματα Οικοδομικής", Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα, 1986. "Θερμοαναλ.υτικές Μέθοδοι και Θερμικές Ιδιότητες Υλικών", Σιμιτζής, Ι.Χ.,, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1999 "Θεωρία πιθανοτήτων", Γεωργίου Γρ. Ρούσσα "Καύσιμα - Λιπαντικά", Σιδερίδου-Καραγιαννίδου, Ε., Θεσ/νίκη 1996 "Κβαντομηχανική 1,Π, και III", Στεφ. Τραχανάς, 5'1 Εκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1991 "Λεξικό της Φυσικής", Γαλλόπουλος Αλέξανδρος του Πέτρου, Φυσικός, University of Massachussetts/Amhcrst και Φυσικό Τμήμα Πανεπιστημίου Αθήνας, Πρώτη Έκδοση, Μαλλιάρης- Παιδεία. "Μαθήματα Ανοργάνου Χημείας", Κατάκη Δ. Τόμος Β', Αθήνα "Μαθήματα Ετεροκυκλικών Ενώσεων", Χ. Αντωνόπουλος- Γ. Σταυρόπουλος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, 1989 "Μαθήματα Ηλεκτρονικής", Κ. Καρούμπαλου, Φ. Φιλοκύπρου, Πανεπιστήμιο Αθήνας, Αθήνα 1983 "Μεταφορά Μάζας", Μαρκόπουλος, Ι.Ν., Εκδόσεις University Studio Press, Θεσ/νίκη 1992 "Μηχανισμοί οργανικών χημικών αντιδράσεων", Παπαδημητρίου-Δηλάρη Ε., Αθήνα 1981 "Μιγαδικές συναρτήσεις και εφαρμογές>\ R.Churchill-J.Brown "Οργανικά Βιοχημικά Προϊόντα", Κωνσταντίνος Πούλος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, 1991 "Οργανική Χημεία", Κλούρα Ν.Δ., 1997 "Οργανική Χημεία", Αλεξάνδρου Ν., Βάρβογλη Α., Θεσσαλονίκη 1993 "Ορυκτοδιαγνωστική", Σαπουντζής, Η., Γ. Χριστοφίδης, Εκδόσεις University Studio Press, Θεσ/νίκη 1985 "Περιγραφή Μεθόδων Α ναΐύσεων Χημείου ", Motor Oil Hellas, Αθήνα 1984 "Ιίοιοτικά Χαρακτηριστικά και Επεξεργασία Νερού", Μήτρακας, Μ., Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1996 "Ποιοτική Ανάλ.υση και χημική ισορροπία", Χατζηιωάννου Θ.Π., Αθήνα 1972 "Πολυμερή", Σιμιτζής, Ι.Χ., Εκδόσεις ΕΜΠ. Αθήνα 1994 "Πυρηνική Τεχνολογία", Θανάση Κ. Γεράνιου, Πανεπιστήμιο Αθήνας, Αθήνα 1985 "Ραδιοχημεία", Π.Ν. Δημοτάκης, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, 1989 "Σημειώσεις Εισαγωγής στη Φυσική της Ατμόσφαιρας", Κ. Βαρώτσου, Γ. Καρρά, Πανεπιστήμιο Αθήνας, Αθήνα 1997 "Σημειώσεις Καταλ.υτικών Διεργασιών", Σίΐκελλαρόπουλος, Γ.II., Θεσ/νίκη 1992 4 Στατιστική συμπερασματολογία", Γεο)ργίου Γρ. Ρούσσα "Στοιχεία Εδαφομηχανικής", Μ.ΚαββΓχδά, Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, "Σύγχρονη Ανόργανη Χημεία", Αναγνωστόπουλος Α.Κ., Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 1990 "Συναρτήσεις πραγματικών μεταβλητών", Ν.Κ.Αρτεμιάδης "Συνήθεις διαφορικές εξισώσεις", Γ.Ν.ΙΙαντελίδης, Δ.Χ.Κραββαρίτης, Ν.Σ.Χατζησάββας "Αριθμητικέςμέθοδοι", Β.Β. Μαρκέλλου "Σχεδιασμός Διεργασιών Αντιρρύπανσης", Σακελλαρόπουλος, Γ.Π., Θεσ/νίκη 1996

. 1807"Τεχνολογία Καυσίμων", Κυριακόπουλος. Γ.. ΠανοοσττνμΛκές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1976 "ΤεχνολογίαΛιπαντικών", Κυριακόπουλος, Γ., rUnmMKiiami^ Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1981 "Τεχνολογία Πετρελ.αίον", Κυριακόπουλος, Γ., f k > m u ιτ αίακες Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1977 "Τηλεπικοινωνίες και δίκτυα υπολογιστών", Α>χξό·οολος- Λαγσγιάννης, 5η έκ., 1999 "Υγιεινή και Ασφάλεια στη Βιομηχανία", Καμ*οσβ«ήλτ>ς. Β , Υχηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/νίκη 19*4 "Φασματοσκοπία Οργανικών Ενώσεων", Δ. ΠαχαΙβάννσυ. Γ. Σταυρόπουλος, Θ. Τσεγενίδης, Εκδόσεις Π α ^ Β σ τ ι ρ β » Πατρών, 1989 "Φυσικές Διεργασίες", Καστρινάκης Ελ., Εκδόσεις Meptype, θεσ/νίκη 1993 "Φυσικοχημεία", Γιαννακουδάκη Δ.Α., θεσσαλί^κη 1982-3 "Χημεία ενώσεων συναρμογής", Τοσσίδη Ι.Α.. θεσσαλονίκη 1988 "Χημεία ετεροκυκλ,ικών ενώσεων", Αλεξάνδρου S . Βόρβογλη Α., Νικολαΐδη Δ., Θεσσαλονίκη 1981 "Χημεία Οργανικών Φυσικών Προϊόντων". ΧΑ. Αττβνόκσυλος, Ν.Κ. Καραμάνος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου f l t f 4 i 1988 "Χημεία των ετεροκυκλικών ενώσεων". Βουρβ»δοι>-4κστάκη I., Αθήνα 1980 ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

"A Dictionary of Earth Sciences", Second Edition. Oxford University Press. "A Dictionary of Electronics", Second Edition. Penguin Books. "A Dictionary of Physics, Fourth Edition", Oxford University Press. "A Dictionary of Science", Third Edition, Penguin Books. "A guide book to mechanism in Organic Chemistry". Longman Scientific & Technical, 6,h Edition 1986 "Adsorption, Surface Area and Porosity", Gregg, S J.. K.S.W. Sing,, Academic Press Inc., London, 1982 "Advanced Inorganic Chemistry", Cotton, F.A.. G. Wilkinson. 5th Edition, John Wiley and Sons, New York 1988 "Advanced Inorganic Chemistry", F. Albert Cotton. G. Wilkinson. 2nd Edition, 1968 ' "Advanced Organic Chemistry", March, J., 4th Edition. John Wiley and Sons, New York 1992 "ALDRICH Catalog Handbook of Fine Chemicals", 1988- 1989 "Algebra", Artin M., 1991, Predice Hall "An introduction to cryptography", Mollin R., 2001. Chapman & Hall "Applied regression analysis". Draper N.- Smith H.. 3rd ed.. 1998, Wiley series "Applied Statistics for engineers", Montgomery D. - Runger G., 1994, John Wiley "Basic Physical Chemistry", Moore, W.J., Prcntice Hall, New York 1983 "Chemical Engineering", Coulson, J., J. Richardson, 4th Edition, Butterworth-Heinemann, London 1991 "Chemistry of the Central Science", Brown T.L., LeMay H.E., Bursten B.E., 6th ed. "Chemistry: Experiment and Theory", Segal, B.G., 2nd'Edition, John Wiley and Sons, New York 1989 "Chemistry: Molecules, Matter and Change", Jones, L., P. Atkins, 4,h Edition. W.H. Freeman and Co.. New York 1999 "Chemistry", C.E. Mortimer, 6th Edition, 1986 "Circuits, Devices and Systems", Ralph J. Smith, 4th Edition, John Wiley & Sons, 1984. "Classical Electrodynamics", J. D. Jackson, 1975 John Wiley & Sons "Computational Structures", Stephen A. Ward and Robert H. Halstead, 1st Edition, MTT Press, 1990 "Computer graphics in C", Foley- Van Dam - Feiner - Hughes, 2nd cd., 1996, The Systems Programming Books "Computer organization and architecture", Stallings, 2000, Predice Hall "Computer organization and design", Patterson D.- Hennessy J., 2nd ed., 1998, Morgan Kaufmann Publications "Computer System Architecture", Morris M. Mano, 2nd Edition, Prentice/Hall International, 1982 . "Concise Science Dictionary", Oxford "Design and analysis of experiments", Montgomery D., 2001, 5th ed., John Wiley and Sons "Dictionary of Building", Penguin "Dictionary of Civil Engineering", Penguin "Dictionary of Computer and Internet Terms", Seventh Edition, Barron's "Dictionary of Computing", Peter Collin Publishing "Dictionary of Radio and Television ", W.E.Pannctt, Elsevier Publishing Company. "Dictionary of Science and Technology", Academic Press "Dictionary of Science and Technology", LAROUSSE "Dictionary of Scientific and Technical Terms", Mc Graw- Hill "Dictionary of Telecommunications", Penguin "Digital Fundamental", Thomas L. Floyd, 3rd Edition, Merrill Publishing Company, 1986 "Electrical control for machines", Rexford K., 5th ed., 1997, ΓΤΡ "Electromagnetism", J. D. Kraus, 1984 McGraw - Hill "Electronic Communication Techniques", Paul H. Young, 1st Edition, Merrill Publishing Company, 1985 . "Encyclopedic Dictionary of Management Information Systems", Blackwell "Essentials of Nuclear Chemistry", Hari Jeevan Arnikar, 2nd Edition, John Wiley & Sons, 1987 "Exploration of the Universe", George Abell, 2nd Edition, 1969 "General Chemistry", Petrucci R.H. Prentice Hall 1977 "Gravitation"; C. W. Misner, K. S. Thome, J. A. Wheeler, Freeman and Company "Handbook of Chemistry and Physics", (Editor: R.C. Weast), CRC Press, Florida, 1988 "Handbook of data communications and networks", Buchanan B., 1999, Kluwer Academic "Hyper Lexicon", Εκδόσεις Σταφυλίδη

- 1808 "Information Theory", Ash Robert, 1965, Dover "Integrated Electronics", J. Millman, C. Halkias, 1971 McGraw - Hill '*.Introduction a la Cristallographie eta la Chimie Structurale", 2eme Edition, 1976 "Introduction to Chemical EngineeringBadger, W., J. Banchero, McGraw-Hill, New York 1955 "Introduction to Modern Biochemistry", P. Karlson, 4th Edilion, Academic Press, 1975 "Introduction to Modern Inorganic Chemistry", K.M. Mackey, R.Ann Mackey, 2nd Edition "Introductory Circuit Analysis", Robert L. Boylestad, 6th Edition, Merrill Publishing Company, 1990. "Introductory Nuclear Physics", Kenneth S. Crane, John Wiley & Sons, 1988 "Mass-Transfer Operations", Treybal, R., 2nd Edition, McGraw-Hill, New York 1968 "McGraw-Hill Encyclopedia of Science and Technology", McGraw-Hill, New York 1971 "Meteorology Today", Ahrens D., 6th ed., 2000, Brooks Hall "Methods of Mathematical Physics", R. Courant, D. Hilbert, 1937 Interscience Publishers "Microelectronic circuits" Sentra -Smith, 4th ed., 1998, Oxford University "Modern Astronomy", Ostcr L. 1973, Holdcn Day "Modern control systems", Dorf R.- Bishop R., 1995, Addison Wesley "Modern industrial electronics", Maloney T., 1996, Prentice Hall "Modern Methods of Chemical Analysis", Pecsok R.L., Shields L.D., Cairns T., McWilliam I.G., Εκδόσεις Πνευματικός (απόδοση στα ελληνικά) "Modern Methods of Chemical Analysis", R.L. Pecsok, L.D. Shields, T. Cairns, Tan.G. McWilliam, 2,Kl Edition. Ελληνική Έκδοση Πνευματικός, 1980 "Modern Petroleum Technology", Hobson, G., 4lh Edition, Applied Science Publishers, London 1975 "Number theory in science and computation", Schroeber M., 3rd ed., 1997, Springer "Numerical analysis", Atkinson K., 1999, John Wiley "Organic Chemistry, V.I K' 2", Fundamental Principles. Sixth Edition, 1986 "Organic Chemistry", J.M. Sehgal, Sixth edition 1985 "Organic Chemistry", Morrison R.T., Boyd R.N., 4th ed., "Organic Chemistry", Morrison, R.T., R.N. Boyd, 6th Edition, Prentice Hall, New Jersey 1992 "Organic Chemistry", Quellette R.J., Rawn J.D., Prentice Hall 1996 "Perry's Chemical Engineers' Handbook", Perry, R.H., D. Green, 6,h Edition, McGraw-Hill, New York, 1988 "Petroleum Production Engineering", Uren, L., 3rd Edition, McGraw-Hill, New York 1953 "Petroleum Refining with Chemicals", Kalichevsky, V., K. Kolbe, Elsevier Publishing Company, Amsterdam 1956 "Physical Chemistry", F. Daniels, J.W. Williams, P. Bender, R.A. Alberty, C.D. Cornell, 6th Edition, Book Company Inc., 1962 "Physical Chemistry", P. W. Atkins, 1990 Oxford University Press "Physical Chemistry", Walter J. Moore, 4th Edilion, Longman 1968 "Planetary system", Morrison D.- Owen T., 2nd ed., 1996, Addison Wesley "Power system analysis", Graingerj,. Stevenson W., 1994, Mc Graw Hill "Principles of Biochemistry", Albert L. Lehninger, Worth Publishers INC., Sixth Edition, 1982 "Principles of Radiochemistry", H.A.C. Mc Kay, London- Buttcrworhts, lrst Edition, 1971 "Probability theory and elements of measure theory", Bauer H., 1971 "Proteins, Structures and Molecular Principles", T.E. Creighton, W.H Freeman and Company, New York, 1985 "Quantum Mechanics (Non relativistic theory", L. D. Landau, Ε. M. Lifshiiz., 1977 Pergamon Press Ltd. "Radiation Chemistry- An Introduction", A.J. Swallow, V[ Edition, Longman, 1973 "Shreve's Chemical Process Industries", Austin, G., 5th Edition, McGraw-Hill, New York 1984 "Solid State Physics", Ashcroft - Mermin, 1976 Saunders College "Solid State Physics", R. Kubo, T. Nagamiya, 1969 McGraw - Hill "Solving ODEs I", Hairer- Norsett- Wanner, 2000, Springer "Structure and Properties of Materials", Moffatt, W.G., G.W. Pcarsall, J. Wulff, Μετάφραση Α. Α Τζαβάρα, Θεσ/νίκη 1982 "The Art of Electronics", Paul Horowitz and Winfield Hill, 1st Edition, Cambridge University Press, 1988. "The Chemical Elements and their Compounds", Sidgwick, N.V.,, Oxford University Press, London 1952 "The computer image", Watt A. - Policarpo F., 1999, Addison -Wiley "The Handbook of Modern Sensors", Jacob Fraden, 2nd Edition, A1P Press, 1997. "The Master Handbook of Acoustics", Alton F. Everest, 2nd Edition, TAB Books, 1989 "The Metallic ElementsR.V. Parish, Longman, 1970 "The nature of space and time", Hawking S.- Penrose R., 1996, Princeton University Press "The Penguin Dictionary of Chemistry", Second Edition, Penguin Books. "The Penguin Dictionary of Physics"y Third Edilion, Penguin Books. "The Principles of Computer Hardware", Alan Clements, Oxford University Press, Merrill Publishing Company, 1985 . "The Science of Musical Sound", John R. Pierce, 1st Edition, Scientific American Books, 1983. "The Science of Sound", Thomas D. Rossing, 2nd Edition, Addison-Wesley Publishing Company Inc., 1990 "The System of Mineralogy", Palache, C., H. Berman, C. Frodel,, John Wiley and Sons, New York, 1951 "Topics in mathematical analysis", Rassias T. (editor), 1989, World Scientific "Transport Phenomena", Bird, R.B., W.E. Stewart, E.N. Lightfoot, John Wiley and Sons, New York, 1960 "Transport Process and Units Operations", Geankoplis, C., 3rd Edition, Prentice Hall, New Jersey 1993 "University Chemistry", Β. H. Mahan, 3rd edition Addison Wesley "Vogel's Textbook of Quantitative Inorganic Analysis", Jeffery, G., J. Bassett, J. Mendham, R. Dcnney, 4th Edilion, Longmann, New York 1978

A Α [Συμβολισμός μέτρησης, επιτάχυνσης] 1. Ηλεκ. Ιΐρόθεμα υποπολλαπλασιασμού αονάδων μέτρησης φυσικών μεγεθών. Π.χ. lam=10 m (βλέπε Atto). 2. Φυσ. Σύμβολο της επιτάχυνσης, ενός σώματος και του γραμμικού συντελεστή απορρόφησης ενός υλικού. Α [Συντομογραφία του Ampere] Ηλεκ. Συντομογραφία της μονάδας μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα μονάδων. Ampere Α [Διανυσματικό σύμβολο] Φυσ. Σύμβολο του διανυσματικού δυναμικού του μαγνητικού πεδίου και της ενεργότητας μιας ραδιενεργής ουσίας. Α [Σύμβολο Helmholtz ] Χημ. Σύμβολο της ελεύθερης ενέργειας Helmholtz: (A=U-TxS με U εσωτερική ενέργεια, Τ απόλυτη θερμοκρασία και S η εντροπία) ενός Οερμοδυναμικού συστήματος, του ατομικού βάρους και του μαζικού αριθμού ενός στοιχείου. Α [Α Ζώνη Απορρόφησης] Φυσ. Ζώνη απορρόφησης του ηλιακού οπτικού φάσματος στην περιοχή του ερυθρού φωτός (σε μήκος κύματος «762. Inm), οφειλόμενη στο οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Σύμφωνα με την ατομική θεωρία στο γραμμικό φάσμα του οξυγόνου, εμφανίζεται μια ζώνη απορρόφησης οφειλόμενη στη σειρά μεταβάσεων Fraunhoier, η πρώτη γραμμή της οποίας προκαλεί την Α ζώνη απορρόφησης του ηλιακού φωτός. a [Σύμβολο επιτάχυνσης, απορρόφησης] Σύμβολο της επιτάχυνσης ενός σώματος, της σταθεράς λεπτής υφής ενός ατομικού ή πυρηνικού φάσματος, του πυρήνα ηλίου: 42Hc, της γωνιακής επιτάχυνσης ενός σώματος και του συντελεστή απορρόφησης ενός υλικού. Α [Συντομογραφία μήκους] Φνσ. Συντομογραφία μονάδας μέτρησης του μήκους. 1Α= 10"R'm. -» Angstrom aA [Συντομογραφία έντασης] Η/εκ. Συντομογραφία της μονάδας μέτρησης της έντασης στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα μονάδων. Abampere a i l [Συντομογραφία απόστασης] Ηλεκ. Συντομογραφία της μονάδας μέτρησης της αντίστασης στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα μονάδων. Abohm 1 (ail)' [Συντομογραφία αγωγιμότητας] Ηλεκ. Συντομογραφία της μονάδας μέτρησης της αγωγιμότητας στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα μονάδων. Abmho A Acetylbutyrolactone [α-Ακετυλοβουτυρολακτόνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C e H ^ . Πρόκειται για υγρό με εστερική οσμή, μοριακό βάρος 128,3 και σημείο ζέσεως 107 "C. Είναι ευδιάλυτο στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση 3,4-διυποκατεστημένωνπυριδινών. aa channel [Κανάλι Εκροής Λάβας] Γνωλ. Κανάλι ροής

της λάβας από τον κώνο του ηφαιστείου, μέσω του οποίου τροφοδοτούνται μικρότερες ροές λάβας στο γύρω χώρο. AA/Cm 2 [Συντομογραφία πυκνότητας] Η'/εκ. Συντομογραφία της μονάδας μέτρησης της πυκνότητας ηλεκτρικού ρεύματος στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα μονάδων (βλέπε Abampere Per Square Centimeter). aAcm 2 [Συντομογραφία μαγνητικής ροπής] ΙΙ/εκ. Συντομογραφία μονάδας μέτρησης της μαγνητικής ροπής στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα μονάδων. -> Abampere Centimeter Squared Aalenian [Ααλένιο] Γεωλ. Η γεωλογική περίοδος, η οποία αντιστοιχεί στο κατώτατο στρώμα του Μέσου Ιουρασικού ή Δογγέριου ή σύμφωνα με άλλους γεωλόγους, στο πρώτο στρώμα του Μέλανος Ιουρασικού ή Λιασίου και παρατηρείται κυρίως, στη Μεγάλη Βρετανία. Παρουσιάζεται μια ομοιομορφία στις κλιματολογικές συνθήκες και κατά συνέπεια στα είδη της χλωρίδας και της πανίδας. Λ Amplifier [Προενισχυτής] Ακουστ. Ονομάζεται και πρωταρχικός ενισχυτής. Πρόκειται για ενισχυτή ρευμάτων ακουστικών συχνοτήτων, ο οποίος συνήθως συνδέεται στην έξοδο μικροφώνων υψηλής ποιότητας εργαστηρίων ηχογράφησης. A And Not Β Gate [Πύλη'Ά And Not Β"] Ηλεκ. Λογική πύλη. Η έξοδος της εξαρτάται από τις τιμές των λογικών μεταβλητών Α και Β, είναι δε γνωστή και σαν συνάρτηση και-όχι. Συμβολίζεται Α·Β —» And Not Gate A a r o n ' s Rod [Ααρών ράβδος] Αρχ. Είναι ο όρος της επιστήμης της Αρχιτεκτονικής με τον οποίο ονομάζεται η καμπυλοειδής διακοσμητική γραμμή που αναπαριστά ένα φίδι τυλιγμένο σε μια ράβδο του ποώδους φυτού άρον, περιλαμβάνοντας συνήθθ)ς και φύλλα αμπέλου. A Axis [α Αξονας] Κρυσταλλ Ένα από τα τρία διανύσματα, a, b, c, που αποτελούν τους κρυσταλλογραφικούς άξονες, με τη βοήθεια των οποίων περιγράφεται ένας κρύσταλλος στο χώρο. Τα διανύσματα αυτά ουσιαστικά καθορίζουν τη δομή ενός εξάπλευρου. To a είναι συνήθως ο οριζόντιος άξονας που έχει κατεύθυνση κάθετη στο επίπεδο του χαρτιού. Ab [Ιΐρόθεμα μονάδων μέτρησης] Η/εκ. ΙΙρόθεμα το οποίο χρησιμοποιείται για να δείξει μονάδες μέτρησης μεγεθών στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα μονάδων. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται σε ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα και ως μονάδες μέτρησης του μήκους, της μάζας, και του χρόνου έχει το cm, το gr και

abac

-

το sec αντίστοιχα. Π.χ. ο συμβολισμός labA=labampere δείχνει μία μονάδας έντασης ηλεκτρικού ρεύματος στο ηλεκτρομαγνητικό σύστημα, abac [Αβακας] Μαθημ. Μηχανική κατασκευή εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων όπως πολλαπλασιασμοί, πρόσθεση μεγάλων αριθμών κ.λ.π. -» Nomograph Abacus [Αβακας] Μαθημ. Ένα όργανο για την εκτέλεση αριθμητικών υπολογισμών με το χέρι. Αποτελείται από ένα συνήθως ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένες σειρές παράλληλων συρμάτων που περιέχουν χάντρες, οι οποίες μπορούν να μετακινούνται από τη μία μεριά στην άλλη και βοηθούν το χρήστη να θυμάται τι έχει μετρήσει. Θεωρείται η πρώτη υπολογιστική μηχανή, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα γύρω στο 4000 π.Χ. Είναι γνωστός και ως αριθμητήριο. A b a f t [Θέση αντικειμένου σε πλοίο] Νανπηγ. Χρησιμοποιείται για να δώσει τη θέση κάποιου αντικειμένου πάνω σε ένα πλοίο, όταν το εν λόγω αντικείμενο βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη του πλοίου, από ένα γνωστής θέσης πάνω στο πλοίο αντικείμενο. Για παράδειγμα: abaft the bridge σημαίνει μεταξύ γέφυρας και πρύμνης, πίσω από τη γέφυρα προς την πρύμνη. A Battery [Πρωτεύων Συσσωρευτής] Ηλχκ. Ηλεκτρικός συσσωρευτής-μπαταρία που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία διατάξεων παραγωγής θερμοηλεκτρονίων σε καθοδικούς σωλήνες ή ηλεκτρονικές λυχνίες. Οι συσσωρευτές αυτοί χρησιμοποιούνται σε αυτόνομες ενεργειακά συσκευές. A Block [Τσιμεντόλιθος] Οικοδ. Είναι ένας τεχνητός πλίνθος κατασκευασμένος από σκυρόδεμα. Έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου ή κυβικό ποικίλων διαστάσεων. Η μία του πλευρά είναι ανοικτή και το εσωτερικό του είναι κούφιο ώστε να σχηματίζει μια ή περισσότερες κυψέλες. Χρησιμοποιείται για την δόμηση φερόντων ή μη τοίχων με το πλεονέκτημα της γρήγορης κατασκευής των και της τραχείας επιφάνειας για καλύτερη πρόσφυση του επιχρίσματος που θα τοποθετηθεί. A Bomb [Ατομική Βόμβα] Φυσ. Συντομογραφία της ατομικής βόμβας. —> Atomic Bomb A b a m p e r e [Μετρική μονάδα] Ηλχκ. Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Παλαιά λεγόταν Biot αλλά για λόγους αντιστοιχίας της μονάδας μέτρησης της έντασης με αυτήν στο διεθνές σύστημα μονάδων καλείται abampere και ισχύει: 1 abampcrc= 1 Oampcrcs A b a m p e r e Centimeter S q u a r e d [Μονάδα μαγνητικής ροπής] Ιίλεκ. Μονάδα μέτρησης της μαγνητικής ροπής στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Συμβολίζεται ως aAcm2. A b a m p e r e Per S q u a r e Centimeter [Μονάδα ρεύματος] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της επιφανειακής πυκνότητας του ηλεκτρικού ρεύματος στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που διαρρέει ένα αγωγό σε κάθε cm2 της επιφάνειας διατομής του. Συμβολίζεται ως aA/cm2. A b a m u r u s | Αντιτείχισμα] Αρχ. Είναι ένα είδος αντηρίδας, συνήθως κατασκευασμένο από λίθο, που χρησιμοποιείται για την αντιστήριξη της τοιχοποιίας ενός κτιρίου που ενδεχομένως παρουσιάζει προβλήματα ευστάθειας. Abandon

[Εγκαταλείπω] ίίετρ. Μηχαν. Εκφράζει το

16-

πέρας της χρήσης μιας γεώτρησης, όταν αυτή κριθεί ως μη αποδοτική, κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Η απόφαση για τον τερματισμό ή όχι, λαμβάνεται ξεχωριστά για κάθε γεώτρηση, συγκρίνοντας το λειτουργικό της κόστος με τα αναμενόμενα έσοδα. Abandoned Workings [Εγκαταλελειμμένες Εργασίες] Μηχ. Υπόγειες εγκαταστάσεις εξόρυξης ή επιφανειακές χωματουργικές εργασίες οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται αλλά ούτε πρόκειται να χρησιμοποιηθούν με αποτέλεσμα να μην επιθεωρούνται και να μη συντηρούνται. Abandoned Mine [Εγκαταλελειμμένο Ορυχείο] Μηχ. Ορυχείο το οποίο δεν χρησιμοποιείται για εξόρυξη μεταλλευμάτων ή άλλη εκμετάλλευση και ως εκ τούτου δε συντηρείται κατάλληλα. Abandoned Workings A b a n d o n m e n t [Εγκατάλειψη] Μηχ. Για εγκαταστάσεις εξόρυξης, αναφέρεται στη διακοπή της εκτέλεσης προκαθορισμένου έργου είτε λόγω υπέρβασης χρόνου είτε λόγω μειωμένης απόδοσης της εξόρυξης και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων. —» Abandonment Contour A b a n d o n m e n t C o n t o u r [Διάγραμμα Εγκατάλειψη*] Ιίετρ. Μηχ. Κατά την εξόρυξη πετρελαίου η άντληση δεν σταματάει όταν εξαντληθεί η ποσότητα του πετρελαίου που υπάρχει σ'αυτήν την περιοχή. Η χρονική περίοδο την οποία σταματάει η λειτουργία τη$ πετρελαιοπηγή-s καθορίζεται από ένα διάγραμμα το οποίο παριστάνει την πραγματική απόδοση vr\s παραγωγής σε σύγκριση με την θεωρητική. Abat J o u r [Περσίδες ηλιοπροστασίας] Οικοδ. Είναι το τμήμα εκείνο του εξωτερικού κουφώματος ενός οικοδομικού ανοίγματος, το οποίο έχει ως στόχο την προστασία του εσωτερικού χώρου του κτιρίου από την εξωτερικά εισερχόμενη ηλιακή ακτινοβολία. Μπορεί να είναι σταθερό, περιστρεφόμενο ή αναδιπλούμενο και το υλικό κατασκευής του συνήθως είναι από ξύλο αλλά μπορεί να είναι και αλουμίνιο, σίδηρο ή πλαστικό. Abat Vent [Αντιανέμιο στοιχείο] Οικοδ. Είναι μια βοηθητική κατασκευή ενός εξωτερικού κουφώματος που σκοπό έχει την προστασία από την πίεση του ανέμου. Επιτρέπει όμως την δίοδο του αέρα ή του ήχου και συνήθως αποτελείται από λεπτές μεταλλικές ράβδους. Abate fΑφαιρώ υλικό σκάβοντας ή σκαλίζοντας] Μηχ. 1. II έκφραση αυτή υποδηλώνει την αφαίρεση υλικού από μια στερεά επιφάνεια ή όγκο, συνήθως σκάβοντας ή σφυρηλατώντας, με σκοπό να πάρει το αντικείμενο το σχήμα ή το μέγεθος που επιθυμούμε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορα κατασκευαστικά υλικά όπως πέτρα, γύψος, μάρμαρο κ. α. 2. Επίσης χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία, για να περιγράψει μια διαδικασία κατά την οποία κόβεται ή χτυπιέται προς τα μέσα μια μεταλλική επιφάνεια, ώστε να εξέχει λιγότερο από το επίπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένη. Ως τέτοιο παράδειγμα μπορείτε να δείτε τα γράμματα και τα σχέδια πάνω σε κάποιο κέρμα. Abatement [Απόβλητο, περίσσευμα] Μηχ. Το υλικό που αποβάλλεται, και συνήθως είναι άχρηστο, μετά από το σκάψιμο ή κόψιμο ενός ξύλου, μετάλλου ή πετρώματος, ώστε αυτό να πάρει το σχήμα ή το μέγεθος που επιθυμούμε. Θα μπορούσε να ονομαστεί και απόβλητο μιας ξυλουργικής, μεταλλουργικής ή άλλης εργασίας. Abattoir [Σφαγείο] Πολ. Μηχ. Για τη σφαγή των ζώων κατασκευάζονται ειδικά οικοδομήματα που ονομάζονται σφαγεία. Τα σύγχρονα σφαγεία είναι εξοπλισμένα

- 17με μηχανήματα και με άλλα απαραίτητα που δεν υπήρχαν στα παλιότερα σφαγεία. Abbe Condenser [Εστιαστής Abbe] Οπτικ. Δευτερεύουσα διάταξη οπτικών οργάνων αποτελούμενη από φακούς μεγάλου μεγέθους και μεταβλητής μεταξύ τους απόστασης, με σκοπό την εστίαση των ακτίνων φωτός μίας πηγής στο εστιακό επίπεδο που βρίσκεται ένα αντικείμενο. Abbe N u m b e r [Αριθμός Abbe] Οπτικ. Ο αριθμός αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο του διασκεδασμού των οπτικών ακτινοβολιών από οπτικά μέσα. Κατά το φαινόμενο αυτό λόγω της μεταβολής του δείκτη διάθλασης όταν αλλάζει η συχνότητα της προσπίπτουσας ακτινοβολίας παρατηρείται διαχωρισμός της στα χρώματα που την αποτελούν. Abbe P r i s m a [Πρίσμα του Abbe] Οπτικ. Διάταξη δύο πρισμάτων, ορθής γωνίας, με σκοπό την επαναφορά ενός ειδώλου από την αντεστραμμένη θέση, λόγω ανακλάσεων ή διαθλάσεων μέσω άλλων κατόπτρων ή φακών σε ορθή θέση. Η διάταξη των δύο πρισμάτων είναι τέτοια ώστε σε κάθε ένα από αυτά να συμβαίνουν δύο διαδοχικές εσωτερικές ανακλάσεις. Abbe R c f r a c t o m e t e r [Αναλυτής Abbe] Οπτικ. Συσκευή που χρησιμοποιείται στη μέτρηση του δείκτη διάθλασης υγρών διαλυμάτων, κρυσταλλικών ορυκτών ή και πολύτιμων λίθων. Η μέτρηση βασίζεται στη μεταβολή της διεύθυνσης κίνησης του φωτός όταν αυτό διέρχεται από τη διαχωριστική επιφάνειά τους με τον αέρα. Abbe's Sine Condition [Συνθήκη του Abbe για την Αποφυγή Κόμης των Ειδώλων] Οπτικ. Μαθηματική σχέση που ορίζει τις απαιτούμενες συνθήκες, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία κόμης των ειδώλων, λόγω φαινομένων ισχυρής σφαιρικής εκτροπής του φωτός από καθρέπτες ή φακούς. Abbe's Theory [Θεωρία Σχηματισμού Ειδώλων του Abbe] Οπτικ. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, για να σχηματιστεί πραγματικό είδωλο ενός μη σημειακού αντικειμένου θα πρέπει οι φακοί να είναι αρκετά μεγάλοι ώστε, όλη η εικόνα περίθλασης ενός αντικειμένου να διέλθει από αυτούς. Abbreviated Dialing [Συντετμημένη επιλογή] Επικυιν. Δυνατότητα που παρέχουν τα σύγχρονα ψηφιακά τηλεφωνικά κέντρα για κλήση κάποιων συνδρομητών με ένα ελάχιστο και πιο εύκολα μνημονικό αριθμό ψηφίων. ABC System [Μέθοδος Ανάλυσης Σεισμών ABC1 Γεωφ. Μέθοδος ανάλυσης της διάδοσης της σεισμικής ενέργειας. Σκοπός της τεχνικής αυτής είναι ο υπολογισμός των επιπτώσεων της ανομοιόμορφης σύστασης και συμπεριφοράς των διαφόρων γήινων πετρωμάτων στη διάδοση ενός σεισμού. Abcoulomb [Μονάδα ηλεκτικού φορτίου] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Σε σχέση με το Coulomb δηλαδή την μονάδα μέτρησης του φορτίου στο Διεθνές σύστημα μονάδων ισχύει ότι laC=10C. Abcoulomb Ccntimenter [Μονάδα διπολικής ροπής] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής διπολικής ροπής στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Συμβολάζεται ως aCcm. Abcoulomb Per Cubic Centimeter [Μονάδα μέτρησης πυκνότητος] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της χωρικής πυκνότητας του ηλεκτρικού φορτίου στο ηλεκτρομα-

Abel's T h r e o r e m

γνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Συμβολίζεται ως aC/cm3. Abcoulomb P e r S q u a r e Centimeter [Μονάδα ηλεκτρικού φορτίου] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της επιφανειακής πυκνότητας του ηλεκτρικού φορτίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ύ σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Συμβολίζεται ως aC/cm". Abegg's Rule [Νόμος του Abegg] Χημ. Εμπειρικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο τα άλατα που σχηματίζονται από αλκάλια με ισχυρά οξέα έχουν αυξανόμενη διαλυτότητα καθώς μειώνεται το ατομικό βάρος του αλκαλίου. Η διαλ.υτότητα των αλάτων με ασθενή οξέα ακολουθεί αυξάνεται με αύξηση του ατομικού βάρους του αλκαλίου. Εξαίρεση αποτελεί το χλαυριούχο νάτριο, το οποίο είναι λιγότερο διαλυτό από το χλωριούχο κάλιο. Και τα δύο έχουν προκύψει από ένα ισχυρό οξύ το υδροχλνωρικό με κάποιο αλ.κάλιο. Abegg's Rule 2 [Νόμος του Abegg] Χημ. Εμπειρικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο, το άθροισμα του μέγιστου θετικού και του μέγιστου αρνητικού σθένους ενός στοιχείου είναι ίσο με οκτώ. Παράδειγμα, το θείο στις ενώσεις SFe και II 2 S. Abel Tester [Δοκιμή κατά Abel] Φυσ. Χημ. Χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του σημείου αναφλ^ξεως κλειστού δοχείου, σε προϊόντα πετρελαίου ή ό)λα υγρά, που έχουν σημείο ανάφλεξης από 0°F έως 160°F (δηλ. από - 1 8 ^ έ ω ς 71°C. Το δείγμα περιέχεται στο ειδικό δοχείο της συσκευής Abel και θερμαίνεται με καθορισμένο τρόπο. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, εισάγεται στο δοχείο μικρή δοκιμαστική φλ.όγα. Ως σημείο ανάφλεξης λαμβάνεται η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία η εφαρμογή της δοκιμαστικής φλόγας προκαλιεί στιγμιαία ανάφλεξη των ατμών που βρίσκονται πάνω από την επιφάνεια του δείγματος. Abel Theorem [Συνέπειες του θεωρήματος του Αμπελ.] ΜαΟημ. I. Το θεώρημα, το οποίο δηλώνει ότι εάν η δυναμοσειρά του z , όπου ζ:μιγαδική ή πραγματική μεταβλητή , συγκλίνει, τότε θα συγκλίνει απολ.ύτως για ι /2Ζ'/2<α και θα παριστάνει μία συνεχή συνάρτηση. 2. Το θεώρημα, το οποίο δηλ.ο')νει ότι εάν η δυναμοσειρά του ζ, συγκλίνει στο Γ(ζ) για ,/2Ζι/2<1 και στο α και για ζ=1, τότε το όριο της f(z), καθώς το ζ τείνει στο 1, ισούται με α. 3. Το θεώρημα, το οποίο δηλώνει ότι εάν οι πραγματικές ή μιγαδικές σειρές "Σο=ιαη» "Erv=ibn και το γινόμενο τους Cauchy: οο

lcn= ?Ί=\

οο

Z(a)bn+a2bn_l+...+arpl) ιτ=\

συγκλίνουν στα Α, Β και C αντίστοιχα, τότε ισχύει ότι AB=C. Το παραπάνω είναι γνωστό και ως θεώρημα του Abel για τον πολλαπλ.ασιασμό σειρών. Abel's T h r e o r e m [Το θεώρημα του Αμπελ-συνέπειες] Μαθημ. Έστω οι σειρές πραγματικών ή μιγαδικών όρων Σα η και για τις οποίες ισχύει ότι: 1. τα μερικά αθροίσματα της σειράς Σα„ είναι φραγμένα, δηλαδή η σειρά Σα„ συγκλίνει σε ένα άθροισμα α. 2. η {kn) είναι θετική και αύξουσα ακολ.ουθία. 3. kn -> 0 καθοκ το n τότε η σειρά s = kl*al+k2*a2+... συγκλίνει σε ένα άθροισμα s, για την απόλ.υτη τιμή του οποίου ισχύει ότι: l/2S '/2< Mkp Συνέπειες του θεωρήματος του Αμπελ: 1. Το θεώρημα, το οποίο δηλ.ώνει ότι εάν η δυναμοσειρά του ζ , όπου ζ: μιγαδική ή πραγματική μεταβλητή, συγκλίνει, τότε θα συγκλίνει απολύτως για

Abel's Inequality

-

18-

ViZV2< α και θα παριστάνει μία συνεχή συνάρτηση. 2. μπρύτητας γαλαξία του σμήνους. Το θεώρημα, το οποίο δηλώνει ότι εάν η δυναμοσειρά Abel's Integral Equation [Ολοκληρωτική εξίσωση του ζ, συγκλίνει στο f(z) για 'ΛΖι/2< 1 και στο α και για του Αμπελ] Μαθημ. Η ολοκληρωτική εξίσωση με τύζ=1, τότε το όριο της ί(ζ), καθώς το ζ τείνει στο 1, ι- πο: σούται με α. 3. Το θεώρημα, το οποίο δηλώνει ότι εάν * w οι πραγματικές ή μιγαδικές σειρές In=iOn , "In^ibn και f(x) = \ω(ί){χ-ί) ° ώ το γινόμενο τους Cauchy: α οο

οο

Σ c

, n=

72=1

συγκλίνουν στα Α, Β και C αντίστοιχα, τότε ισχύει ότι AB=C. Το τελευταίο γνωστό και ως θεώρημα του Abel για τον πολλαπλασιασμό σειρών. Abel's Inequality [Ανισότητα του Αμπελ] Μαθημ. Η ανισότητα, η οποία δηλώνει ότι η απόλυτη τιμή της σειράς ν όρων με ν-οστό όρο της μορφής Ovfv, όπου {θν) και |βν1 είναι ακολουθίες, με βν>βν+ι>0 για ν=1,2, ..., είναι μικρότερη ή ίση από το γινόμενο του β ι με την μεγαλύτερη απόλυτη τιμή του μερικού αθροίσματος της ακολουθίας (α ν ). Abel's P r o b l e m [Το πρόβλημα του Αμπελ] Μαθημ. Το πρόβλημα που αναφέρεται στον καθορισμό της καμπύλης εκείνης κατά μήκος της οποίας ένα σωμάτιο κινούμενο υπό την επίδραση της βαρύτητας χωρίς τριβή, συναντά το χαμηλότερο σημείο αυτής στον ίδιο χρόνο, ανεξάρτητα από την αρχική θέση εκκίνησης. Το πρόβλημα αυτό πρώτος έλυσε ο Huygens και απέδειξε ότι η καμπύλη αυτή είναι το κυκλοειδές. Είναι γνωστό και ως περίφημο πρόβλημα του ταυτοχρόνου. Abclian Domain [Λβελιανός χώρος] Μαθημ. Η αλγεβρική δομή, η οποία αποτελείται από ένα σύνολο V αλγεβρικών στοιχείων και έχει την πράξη της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού ως εσωτερικούς του νόμους, έτσι ώστε οι ομάδες (V,+) και (V,*) να είναι αβελιανές ή αντιμεταθετικές. Επιπλέον, ο νόμος * είναι επιμεριστικός ως προς τον νόμο + ως εξής: α* (β+γ)= α*β+α*γ και (α+β)*γ= α*γ+β*γ, ύπου α, β, γ είναι στοιχεία του συνόλου V. Abclian Field [Αβελιανό Σώμα ] Μαθημ. Abclian Domain Abelian G r o u p [Αβελιανή Ομάδα] Μαθημ. Πρόκειται για μία μαθηματική ομάδα στην οποία ισχύει η μεταθετική ιδιότητα μεταξύ των μελών της, δηλαδή για κάθε στοιχείο της Α, Β, ισχύει Α·Β=Β·Λ. Η μη αναγώγιμες αναπαραστάσεις μεταθετικών ομάδων είναι πάντοτε μονοδιάστατες, άρα μιγαδικοί αριθμοί και στη Φυσική σχετίζονται με συμμετρίες φάσης και διατήρησης μονόμετρων φυσικών μεγεθών όπως το ηλεκτρικό φορτίο. Abelian T h e o r e m s [Αβελιανά θεωρήματα] Μαθημ. Το σύνολο των θεωρημάτων, που υποστηρίζουν ότι εάν κάποιες ακολουθίες ή συναρτήσεις παρουσιάζουν κάποια ιδιότητα, τότε κάποιος μέσος όρος των ακολουθιών ή των συναρτήσεων αυτών παρουσιάζει την ίδια ιδιότητα. Abelite [Αβελίτηςί Υλικ. Πρόκειται για υλικό που παράγεται από νιτρικό αμμώνιο και τρινιτροτολουόλιο και χρησιμοποιείται ως εκρηκτικό. Abell Richncss Classes [Κατηγορίες Ποικιλότητας Σμήνους Γαλαξιών] Αστρ.. Κατηγορίες κατάταξης ενός σμήνους γαλαξιών, ανάλογα με το πλήθος των γαλαξιών η λαμπρότητα των οποίων, δεν είναι μικρότερη των δύο μονάδων μεγέθους από τον τρίτο σε σειρά λα-

με 0<α<1 , x3a, όπου f(x) είναι συνεχής και γνωστή συνάρτηση με f(a)=0 και η co(t) είναι συνάρτηση, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί. Για α=1/2, η ολοκληρωτική εξίσωση του Αμπελ έχει εφαρμογή στο πρόβλημα του Αμπελ. Ο Αμπελ έλυσε την παραπάνω ολοκληρωτική εξίσωση το 1826. Abel's Summation M e t h o d [Μέθοδος άθροισης κατά Αμπελ] Μαθημ. Η μέθοδος απόδοσης μιας ποσότητας Α σε μία σειρά απείρων όρων της οποίας ο η-οστος όρος είναι ο an. Η ποσότητα Α ισούται με το αριστερό όριο στο χ=1 της συνάρτησης, στην οποία συγκλίνει, για ιΛχιΛ< <1, η σειρά απείρων όρων με n-οστο όρο τον anxn. Επίσης, αν η σειρά ~Ση=οαηΧΠ συγκλίνει στο Α, τότε το άθροισμά της κατά Αμπελ είναι, επίσης, Α, σύμφωνα με τον α' ορισμό των συνεπειών του θεωρήματος Αμπελ. Ωστόσο, η μέθοδος άθροισης κατά Αμπελ αντιστοιχεί, πολλές φορές, ένα άθροισμα σε αποκλίνουσες σειρές, όπως π.χ. το άθροισμα 1-1+1-1+1Abend (Abnormal End) [Ανώμαλο τέλος] Υπολ. Ο μη κανονικός και προγραμματισμένος τερματισμός μιας διαδικασίας εξαιτίας κάποιου σφάλματος του λογισμικού ή του υλικού που παρουσιάζεται κατά την εκτέλεση ενός προγράμματος. Συμβαίνει, κυρίως, όταν ο υπολογιστής δεν μπορεί να αναγνωρίσει, να χειριστεί και να επεξεργαστεί συγκεκριμένα δεδομένα ή εντολές (λόγω πιθανόν μη εξουσιοδοτημένης χρήσης τους). Σε απλά λειτουργικά συστήματα, όπως το DOS, ο υπολογιστής πρέπει να επανακκινηθεί, ενώ σε λειτουργικά συστήματα, τα οποία διαθέτουν προστασία μνήμης, το πρόγραμμα όπου παρουσιάστηκε το σφάλμα διακόπτεται, αλλά τα υπόλοιπα προγράμματα έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Aberration 1 [Αποπλάνηση του φωτός] Αστρ. Φαινόμενο κατά το οποίο η μετρούμενη θέση ενός ουρανίου σώματος είναι διαφορετική από την πραγματική λόγω της κίνησης του παρατηρητή αλλά και λόγω της πεπερασμένης ταχύτητας του φωτός. Η γωνιακή μετατόπιση Δφ της θέσης του αντικειμένου γίνεται στη διεύθυνση της κίνησης του παρατηρητή και ισούται με Δφ-ν/c, όπου ν η ταχύτητα του παρατηρητή και c η ταχύτητα του φωτός. Οφείλεται κυρίως στην κίνηση ττ Κ Γης γύρω από τον Ήλιο. Aberration 2 [Εκτροπή - απόκλιση φωτός] Οπτικ. Φαινόμενο που προκαλεί τον σχηματισμό ελαττωματικών ειδώλων σε συστήματα φακών ή κατόπτρων. Εμφανίζεται ως σφαιρική απόκλιση ή σαν κόμη των ειδώλων ή αστιγματισμός κ.λ.π. A b f a r a d [Μονάδα emu J Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Σε σχέση με το Farad, δηλαδή τη μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας στο διεθνές σύστημα μονάδων, ισχύει ότι laF=10" 9 F. Abhenrv [Μετρικός συντελεστής emu] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του συντελεστή αυτεπαγωγής στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Σε σχέση με το Henry, δηλαδή την μονάδα με-

- 19τρησης του συντελεστή αυτεπαγωγής στο διεθνές σύστημα μονάδων, ισχύει ότι 1 aH= 10"9Ι I. A b h e r e n t [Επικάλυμμα] Υλικ. Ουσία η οποία χρησιμοποιείται για την επικάλυψη διαφόρων υλικών με σκοπό να παρεμποδίζει την επικόλληση τμημάτων του υλικού μεταξύ τους ή με άλλα υλικά. A b h o m [Μονάδα ηλεκ. αντίστασης] Η/χκ. Μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής αντίστασης ενός αγωγού στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-grsec) μονάδων. Ισχύει ότι 1ςιΏ=10"9Ω όπου 1Ω είναι η μονάδα μέτρησης της αντίστασης στο διεθνές σύστημα μονάδων. A b h o m C e n t i m e t e r [Μονάδα μέτρησης ηλεκ/σμού emu] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της ειδικής αντίστασης ενός αγωγού στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Συμβολίζεται ως aJQcm. Abietic Acid [Αβιετικό Οξύ] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C20H30O2. Είναι κρυσταλλική, τρικυκλική, καρβοξυλική ένωση, με μοριακό βάρος 302,46, σημείο βρασμού 250 °C και σημείο τήξεως 173°C. Διαλύεται σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή πλαστικοποιητών. A b Initio C o m p u t a t i o n [Υπολογισμοί εκ του Μηδενός] Φοσ. Χημ.. Θεωρητικοί υπολογισμοί και προβλέψεις της δομής και συμπεριφοράς μορίων, αλλά και γενικότερα διαφόρων φαινομένων. Στους υπολογισμούς αυτούς γίνονται ελάχιστες παραδοχές και προσεγγίσεις, ενώ χρησιμοποιούνται και ελάχιστα αρχικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα, η σύσταση των μορίων και οι βασικοί φυσικούς νόμοι, όπως θεμελιώδεις εξισώσεις κίνησης ή εξέλιξης φυσικών συστημάτων. Abiocoen [Αβιοκοινωνία] Οικολ. Το περιβάλλον γύρω μας χωρίζεται σε υποδιαιρέσεις που ονομάζονται κοινωνίες. Μια τέτοια κοινωνία αποτελούμενη αποκλειστικά από άβιους παράγοντες, ονομάζεται αβιοκοινωνία. Η κοινωνία αυτή μπορεί να προκύψει για παράδειγμα μετά από εκτεταμένη μόλυνση κάποιας περιοχής· Abiotic E n v i r o n m e n t [Αβιο περιβάλλον] Οικολ Στον όρο άβιο περιβάλλον περιλαμβάνονται όλα εκείνα τα στοιχεία που περιβάλλουν τους έμβιους οργανισμούς πάνω στον πλανήτη, επιδρούν στη ζωή τους και έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης μαζί τους, χωρίς να αποτελούν ζώντες οργανισμούς. Τέτοιο περιβάλλον αποτελούν ο αέρας, το νερό, το χώμα, οι βράχοι κ. τ. λ. Abiotic F a c t o r [Αβιος παράγων] Οικολ. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ένας οργανισμός, αποτελείται από άλλους οργανισμούς, αλλά και από άβια υλικά. Τα υλικά αυτά αποτελούν το άβιο περιβάλλον, κάθε στοιχείο του οποίου αποτελεί έναν άβιο παράγοντα. Οι άβιοι παράγοντες φτιάχνονται από άβιες ουσίες, και έχουν τρομερή επίδραση πάνω στους ζώντες οργανισμούς τους οποίους περιβάλλουν. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι καιρικές συνθήκες, το υψόμετρο, κ. τ. λ. Abiotic S u b s t a n c e [Αβια ουσία, υλικό] Οικολ. Αβιες ουσίες είναι οι δομικοί λίθοι με τους οποίους έχει χτιστεί το άβιο περιβάλλον. Είναι βασικά χημικά στοιχεία ή χημικές ενώσεις, τα οποία αποτελούν τα άβια στοιχεία του περιβάλλοντος των έμβιων οργανισμών. Ablation [Αποκόλληση] Αερον. Οταν ένα διαστημικό αεροσκάφο5 απομακρύνεται από τη γη αναπτύσσονται υψηλέ$ θερμοκρασίε$ στο εμπρόσθιο τμήμα του σκάφου* KaOcos διαπερνά την ατμόσφαιρα. Για την προστασία των μετάλλων αυτών χρησιμοποιείται ένα

Ablative Cooling

υλικό το οποίο καλύπτει τη μύτη του αεροσκάφου.* και αποκολλάται όταν το τελευταίο βρεθεί στο διαπλανητικό χώρο. Ablation [Κατολίσθηση] Γεωλ. Το φυσικό φαινόμενο τη* αποκόλλησηε βράχων που οφείλεται σε σεισμό ή πολύ δυνατή κακοκαιρία. Ablation A r e a |Περιοχή αποπάγωσης] Υδρολ. Το νερό έχει τρεις φάσεις: τη στερεά, την υγρή και την αέρια, και μπορεί υπό κατάλληλες συνθήκες να περνάει από τη μια φάση στην άλλη. Έτσι σε περιοχές όπου το νερό βρίσκεται σε στερεά κατάσταση, αυτό μπορεί να υγροποιηθεί ή να εξαχνωθεί. Μια περιοχή στην οποία ο ρυθμός υγροποίησης είναι μεγαλύτερος από το ρυθμό με τον οποίο αναπληρώνεται η ποσότητα χιονιού ή πάγου, ονομάζεται περιοχή αποπάγωσης. Ablation Cone [Κώνος αποπάγωσης] Υδρολ. Σε μια περιοχή πάγου ή χιονιού, όπου ο ρυθμός υγροποίησης του είναι διαφορετικός σε διαφορετικά σημεία της περιοχής, σχηματίζονται κώνοι αποπάγωσης. Αποτελούνται από πάγο ή χιόνι που έλιωσε και ξαναπάγωσε σε κάποια άλλη θέση. Αυτή η θέση είναι αναγκαστικά πιο χαμηλά από το σημείο όπου έγινε η υγροποίηση, με αποτέλεσμα στα ψηλότερα σημεία να ελαττώνεται η ποσότητα χιονιού και στα χαμηλότερα να αυξάνεται. Έτσι δημιουργείται ένας κώνος χιονιού που ονομάζεται κώνος αποπάγωσης. Ablation F a c t o r [Ρυθμός, παράγων αποπάγωσης] Υδρολ. Ποιοτικά ο όρος αυτός μας δίνει το πόσο γρήγορα ή αργά μια στερεά ποσότητα νερού υγροποιείται.Αν ο παράγων αποπάγωσης είναι μεγάλος τότε υγροποιείται γρήγορα, ενώ αν ο παράγων αποπάγωσης είναι μικρός τότε υγροποιείται αργά. Ο ρυθμός αυτός μπορεί να υπολογιστεί αν διαιρεθεί η ποσότητα νερού που παράγεται προς το χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή της ποσότητας αυτής. Ablation F o r m [Σχέδιο από πάγο] Υδρολ. Όταν ο πάγος ή το χιόνι λιώνει, στάζει ή κυλάει και ξαναπαγώνει. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί διάφορους παγωμένους σχεδιασμούς. Τέτοια παραδείγματα είναι οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες. Ablation M o r a i n e [Μοραίνα διαβρώσεως] Γεωλ. Πρόκειται για στρωμένους σωρούς λιθώνων, οι οποίοι προέρχονται από τη διάβρωση και τη μετακίνηση των τηγμένων τμημάτων του παγετώνα και τοποθετούνται στη βάση ή στην επιφάνειά του. Ablative Agent [Υλικό Αφαίρεσης] Υλικ. Υλικό που καλύπτει την επιφάνεια ενός σώματος και απομακρύνεται από αυτό, καθώς αποσυντίθεται ή εξαχνώνεται όταν το σώμα βομβαρδίζεται με αέρια άτομα ή μόρια. Καθώς η διαδικασία αυτή καταναλώνει υψηλά ποσά ενέργειας, χρησιμοποιείται για προστασία από τη θερμότητα που εμφανίζεται, όταν σώματα κινούνται με υψηλή ταχύτητα σε ρευστά υλικά. Για παράδειγμα, κατά την είσοδο διαστημοπλοίων στη Γήινη ατμόσφαιρα, η θερμική ασπίδα που χρησιμοποιείται αποτελείται από κατάλληλο υλικό που υπόκειται σε εξάχνωση, απορροφώντας έτσι την παραγόμενη από την τριβή θερμότητα. Ablative Cooling [Αφαίρεση θερμότητας] Φυσ. Ψύξη ευαίσθητων υλικών, συσκευών ή αντικειμένων με τη μεταφορά θερμότητας από αυτά σε άλλα, τα οποία την απορροφούν και είτε έχουν μεγαλύτερη θερμική αντοχή ή μικρότερη λειτουργική αξία. Η θερμότητα αυτή παράγεται από την τριβή λόγω κίνησης σε ένα ρευστό όπως στον αέρα..

Ablative M a t e r i a l

-20-

Ablative M a t e r i a l [Υλικό Αφαίρεσης] Φοσ. Υλικό θερμικής προστασίας σωμάτων κατά την κίνηση τους μέσα σε ρευστά. Το υλικό αυτό σταδιακά αποσαρΟρώνεται και αφαιρούνται επιφανειακά του στρώματα προστατεύοντας το σώμα από τη θερμότητα. —» Ablative Agent Ablative Shielding [Ασπίδα πτώσεωδ] Αερον. Οπωδ και κατά την έξοδο του διαστημόπλοιου από την ατμόσφαιρα έτσι και κατά την είσοδο αναπτύσσονται μεγάλε* πιέσει* και υψηλέ* θερμοκρασίεδ. Για την προστασία του σκάφου* καλύπτεται μ'ένα υλικό που λειτουργεί m ασπίδα αφού δεν καταστρέφεται ούτε αλλοιώνεται σ'αυτέδ τΐδ συνθήκε$. Ablatograph [Συσκευή Ελεγχου Αποκόλληση*] Μηχαν. Όργανο το οποίο καταγράφει την απόσταση τηδ απομάκρυνση* μιαδ επιφάνεια* πάγου. Επί παραδείγματι χρησιμοποιείται για να βρούμε την ταχύτητα με την οποία κινείται ένα παγόβουνο. Able [Συμβολισμός Able] Υπολ. Το όνομα για το ψηφίο του δεκαεξαδικού αριθμητικού συστήματος, του οποίου το αντίστοιχο ψηφίο στο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα είναι ο αριθμός 10. Συμβολίζεται με τον λατινικό χαρακτήρα Α. A b m h o [Μετρική μονάδα emu] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της αγωγιμότητας στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Συμβολίζεται ως αΩ'1. Παλαιά αναφερόταν και ως absiemens (aS). Abney Law [Νόμος του Abney] Οπτικ. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η μετατόπιση της φαινόμενης χροιάς μιας μονοχρωματικής οπτικής ακτινοβολίας όταν σε αυτήν προστεθεί λευκό φως, είναι προς το κόκκινο άκρο του οπτικού φάσματος, αν το μήκος κύματος της ακτινοβολίας είναι μικρότερο του των 570nm και προς το μπλε άκρο του οπτικού φάσματος, σε αντίθετη περίπτωση. Abney Level [Επίπεδο Abney] Οπτικ. —> Clinometer Abney M o u n t i n g [Διάταξη Abney] Οπτικ. Για τη μελέτη φασμάτων απορρόφησης ή εκπομπής χρησιμοποιείται η διάταξη του Abney, αντί αυτής του Rowland, από την οποία διαφέρει στο ότι για την παρατήρηση διαφόρων περιοχών του φάσματος κινείται μόνο η σχισμή διέλευσης της ακτινοβολίας. Abney Effect [Φαινόμενο του Abney] Οπτικ Η μετατόπιση της φαινόμενης χροιάς - χρώματος μιας ακτίνας φωτός όταν σε αυτήν προστεθεί λευκό φως. A b n o r m a l Glow Discharge [Ανώμαλη Εκκένωση Αίγλης] Ηλεκτ. Εκκένωση αίγλης σε καθοδικό σωλήνα η οποία παρατηρείται σε ρεύματα λίγο υψηλότερα από της συνηθισμένης εκκένωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες η αίγλη καλύπτει όλη την κάθοδο και η τάση μειώνεται καθώς αυξάνεται η ένταση του ρεύματος. A b n o r m a l Magnetic Variation [Μαγνητική Ανωμαλία] Γεωψ. Αγνωστης αιτίας απόκλιση της μαγνητικής πυξίδας και γενικά του τοπικού γήινου μαγνητικού πεδίου από τη φυσιολογική τιμή και διεύθυνση, όπως αυτή καθορίζεται από το μαγνητικό μεσημβρινό του τόπου. A b n o r m a l Place [Ανώμαλη Περιοχή] Μεταλ. Είναι μια περιοχή σ'ένα ανθρακωρυχείο όπου η εξόρυξη χαρακτηρίζεται αντιοικονομική είτε επειδή οι άνθρακε.* βρίσκονται σε πολύ μεγάλο βάθοδ και η ποσότητα είναι μικρή είτε επειδή το έδαφο.* είναι σαθρό και η διαδικασία είναι άκρωδ επικίνδυνη. A b n o r m a l Pressure [Μη Κανονική Πίεση] Πετρ. Μηχ. Εκφράζει την πίεση που αναπτύσσεται σε ζώνες, στις

οποίες δεν υπάρχει άμεση διασύνδεση του ρευστού με τις γειτονικές στιβάδες. Το ρευστό παραμένει παγιδευμένο στις περιοχές αυτές, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται τιμή πίεσης μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, για το συγκεκριμένο σημείο. A b n o r m a l Propagation [Ανώμαλη Διάδοση] Επικοιν. Ανώμαλη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στην ατμόσφαιρα ή στην ιονόσφαιρα λόγω μεταβαλλόμενων συνθηκών στις περιοχές αυτές. Για παράδειγμα, σε περιόδους ηλιακών εκλάμψεων και καταιγίδων η φόρτιση της ατμόσφαιρας προκαλεί προβλήματα ή και εμποδίζει τη διάδοση ραδιοφωνικών κυμάτων σε αυτήν. Επίσης λόγω της ημερήσιας περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας της ιονόσφαιρας, περιοδικά εμποδίζεται η δι έλευση ραδιοφωνικών κυμάτων ορισμένων συχνοτήτων από αυτήν. A b n o r m a l Reflections [Αντικανονικές Ανακλάσεις] Ηλεκτ. Μη αναμενόμενες ανακλάσεις ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων της ιονόσφαιρας που συμβαίνουν σε καλά καθορισμένες συχνότητες, αρκετά πάνω από τη συχνότητα αποκοπής της ιονόσφαιρας και με σημαντική ένταση. A b n o r m a l Statement [Ανώμαλη συνθήκη] Υπολ. Η συνθήκη, η οποία χρησιμοποιείται σε ένα πρόγραμμα της FORTRAN UNIVAC και δηλώνει ότι σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα συγκεκριμένες υπορουτίνες, οι οποίες περιέχουν διάφορες ειδικές συναρτήσεις, πρέπει να καλούνται κάθε φορά που αναφέρεται το όνομά τους στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Abnormality [Αντικανονική Συμπεριφορά] Επιστ. Απόκλιση από τη φυσιολογική ή την αναμενόμενη, με βάση τις ισχύουσες αρχές και απόψεις, εξέλιξη μίας διαδικασίας ή συμπεριφορά ενός φυσικού συστήματος. A b o r t Brunch [Διαδικασία Απόρριψης και Ελεγχου Θέσης] Έκτακτη διαδικασία σε πρόγραμμα κατεύθυνσης συσκευών αυτόματων μηχανικών κινήσεων - ρομπότ. Η διαδικασία αυτή ελέγχει την ορθή θέσης της συσκευής και σε περίπτωση απόκλισης της από αυτήν την επαναφέρει εκεί. Abort Zone [Ζώνη Απόρριψης] Μηχ. Περιοχή γύρω από την εξέδρα εκτόξευσης στην οποία, είναι πολύ πιθανό να βρεθούν πύραυλοι με προβλήματα στη λειτουργία τους. Aborted Firing [Απορριπτόμενη Εκτόξευση] Εκτόξευση πύραυλου / πυροβολισμός όπλου που δεν πραγματοποιείται, καθώς από την στιγμή της διαταγής και πριν την ανάφλεξη / εκπυρσοκρότηση ή κατά τη διάρκεια της αντίστροφης μέτρησης, που πραγματοποιούνται οι απαραίτητοι έλεγχοι είτε αυτόματα ή χειροκίνητα, η διαδικασία σταματά. Α Β Plane [Ανομοιογενούς κινήσεως επιφάνεια] Γεωλ. Κάθε επιφάνεια γης δέχεται πιέσεις και κινείται με εξαιρετικά αργό ρυθμό. Μια επιφάνεια της οποίας διαφορετικά μέρη δέχονται διαφορετικές πιέσεις, κάτω από τις οποίες παρουσιάζουν διαφορετική παραμόρφωση, ονομάζεται επιφάνεια ανομοιογενούς κινήσεως. Μπορεί να είναι μια επιφάνεια χώματος, βράχου ή βυθού. A b r a d a n t [Τροχιστικό υλικοί Μηχ. Είναι ένα υλικό ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λείανση ή το γυάλισμα κάποιων επιφανειών, (βλέπε abrasive) Abrade 1 [Εκτρίβω] Γεωλ. Απομακρύνω με απόξεση ή με τριβή. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται στα διάφορα πετρώματα και έχει σκοπό κυρίως τον καθαρισμό τους από ξένες προσμίξεις.

-21

Abrade 2 [Λειαίνω] Μηχ. Είναι η διαδικασία κατά την οποία επιτυγχάνεται η λείανση κάποιας επιφάνειας, με τρίψιμο. Αυτό γίνεται με τη βοήθεια μιας άλλης επιφάνειας, η οποία είναι ειδικά κατασκευασμένη για το σκοπό αυτό, όπως για παράδειγμα μια λίμα, ένα γυαλόχαρτο κ. α. A b r a h a m ' s T r e e [Το Δέντρο του Αβραάμ] Μετεωρ. Οι μετεωρολόγοι έχουν μελετήσει και κατηγοριοποιήσει κάθε είδουδ νεφών που συναθροίζονται στον ουρανό και αποτελούν σημάδι καλοκαιρία* ή κακοκαιρία*. Ο τίτλοδ αυτόδ αφορά τη συγκέντρωση νεφών τα οποία φαίνεται να ξεκινάνε από το ίδιο σημείο του ορίζοντα και καθώ* απλώνονται στον ουρανό ομοιάζουν μ'ένα πελώριο δέντρο. Είναι σημάδι καλοκαιρία*. A b r a i n s ' L a w [Νόμος του Abram's] Πολ. Μηχ. Οι μηχανικές αντοχές του σκυροδέματος καθορίζονται από το λόγο ανάμιξης νερού-τσιμέντου, ο οποίος πρέπει να είναι μεγαλύτερος από 0.35 ώστε το νερό να επαρκεί για την πλήρη ενυδάτωση του τσιμέντου. Abrasion [Λείανση, Τριβή] Μηχ. Πρόκειται για μηχανική κατεργασία μιας στερεής επιφάνειας, κατά την οποία προκαλείται τριβή με άλλο υλικό, με αποτέλεσμα την αφαίρεση του εξωτερικού στρώματος. Abrasion Drilling [Μέθοδος γεώτρησης με τριβή] Πετρ. Μηχ. Πρόκειται για μέθοδο γεώτρησης πετρελαίου, κατά την οποία χρησιμοποιείται η διοχέτευση με πίεση ενός διαβρωτικού υλικού. Abrasion P l a t f o r m [Επίπεδη περιοχή πάνω σε παραθαλάσσιο βράχο] Γεωλ. Είναι ένα επίπεδο κομμάτι γης, που βρίσκεται ψηλά και περιτριγυρισμένο από γκρεμούς που καταλήγουν στην θάλασσα. Πριν από κάποια εκατομμύρια χρόνια το ίδιο κομμάτι γης ήταν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Το επίπεδο όμως της θάλασσας με πολύ αργό ρυθμό κατέβαινε, και τα κύματα σταδιακά....έτρωγαν το βράχο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα στην κορυφή του η επίπεδη αυτή επιφάνεια γης. Abrasion Resistance 1 [Αντίσταση Τριβής] Υλικ. Είναι η δύναμη που εμποδίζει τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων, όταν αυτά βρίσκονται σε επαφή. Η ανάπτυξή της οφείλεται στο γεγονός ότι, οι επιφάνειες δεν είναι λείες, με αποτέλεσμα να εφάπτονται σε μερικές προεξοχές, αφήνοντας κενά αλλού. Abrasion Resistance 2 [Αντοχή σε λείανση] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για τον βαθμό σκληρότητας μιας επιφάνειας ενός υλικού, δηλαδή για την ικανότητά της να αντιστέκεται στην φθορά που της προκαλούν οι διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες. Abrasion Resistance Index [Δείκτης Αντίστασης Τριβής] Υλικ. Είναι ένα μέγεθος που εκφράζει την απόκλιση την οποία εμφανίζουν τα βουλκανισμένα ή συνθετικά υλικά, σε σχέση με την ελαστική συμπεριφορά. Η σύγκριση γίνεται με μέτρηση της αντίστασης τριβής ή του ιξώδους, σε καθορισμένες συνθήκες για τα δύο υλικά. Abrasion Test [Μέτρηση της αντίστασης τριβής] Μηχαν. Εφαρμόζεται στο δοκίμιο γνωστή τάση, για συγκεκριμένο χρόνο και στη συνέχεια, συγκρίνονται το βάρος του ή οι διαστάσεις του, σε σχέση με τις αρχικές τιμές. Abrasive [Τροχιστικό υλικό] Γεωλ. Πολλές φορές στην Γεωλογία είναι απαραίτητη η λήψη μικρής ποσότητας κάποιου εδάφους με σκοπό να αναλυθεί εργαστηριακά. Αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ενός μυτερού και κοφτερού κομματιού πέτρας το οποίο πρέπει

-

Abrasive Wear

επιπλέον να είναι από εξαιρετικά σκληρό και άθραυστο υλικό, ώστε να μπορεί να τρίψει ακόμα και βράχο. Abrasive 2 [Τροχιστικό υλικό] Υλικ. Τροχιστικό υλικό είναι οποιοδήποτε υλικό χρησιμοποιείται για το τρόχισμα, τη λείανση, το γυάλισμα ή την αφαίρεση κάποιου υλικού από μία επιφάνεια. Μπορεί να έχει τη μορφή λίμας ή περιστρεφόμενου με μεγάλη ταχύτητα τροχού, μπορεί όμως να είναι και μικροί κόκκοι κάποιου σκληρού υλικού οι οποίοι εκσφενδονίζονται με πίεση πάνω σε μία επιφάνεια. Τέτοιο παράδειγμα είναι η αμμοβολή. Επίσης μπορεί να είναι πεπιεσμένος αέρας, είδος αλοιφής ή γυαλόχαρτο. Abrasive 3 [Λεία επιφάνεια]. Γεν. Όταν χρησιμοποιείται στην πρόταση σαν επίθετο, σημαίνει τροχισμένη, γυαλισμένη κλπ. επιφάνεια, δηλαδή επιφάνεια πάνω στην οποία έχει ενεργήσει κάποιο από τα παραπάνω υλικά. Abrasive Belt [Ταινία Αποξέσεωδ] Τεχνολ. Η περιστρεφόμενη ταινία τηδ οποίαδ η επιφάνεια αποτελείται από το υλικό που χρησιμοποιούμε για ν'αυξήσουμε την στιλπότητα ενό.* υλικού ή να επιτύχουμε την μετατροπή του σε μικρότερα κομμάτια. Abrasive Blasting [Εκρηξη Αποξέσεω.*] Τεχνολ. Μέθοδοδ με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση τηδ στιλπνότηταδ μιαδ επιφάνεια* με την χρήση θερμού αέρα. Ο αεραδ κατευθύνεται υπό πίεση στην επιφάνεια η οποία αλλοιώνεται και αποκτά τον επιθυμητό βαθμό στίλβωσηδ. Abrasive Cloth [Ύφασμα Αποξέσεωδ] Τεχνολ. Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία τηδ απόξεση* το υλικό τοποθετείται σε σάκουδ από σκληρό ύφασμα και έτσι οι λεπτοί κόκκοι δεν μπορούν να διαπεράσουν τι* ίνε* Abrasive Cone [Kcovos Αποξέσεωδ] Τεχνολ. Κατά τη διαδικασία τη* αποξέσεω* χρησιμοποιείται και κωνική περιστρεφόμενη επιφάνεια στην οποία εισέρχεται ένα υλικό και αλέθεται σταδιακά. Abrasive Disk [Δίσκο* Αποξέσεω*] Τεχνολ. Μηχάνημα το οποίο χρησιμοποιεί δίσκο για τη λείανση διαφόρων υλικών ή την απόξεση σκληρών επιφανειών. Abrasive Drilling [Δρεπάνι Αποξέσεωδ] Τεχνολ. Περιστρεφόμενο όργανο το οποίο έρχεται σ'επαφή με το υλικό και το μετατρέπει σε μικρότερα κομμάτια. Εξελιγμένη μορφή δρεπανιού. Abrasive G r o u n d [Τροχιστικό υλικό] Γεωλ. Μέσο που χρησιμοποιείται για τη λήψη δείγματος εδάφους (βλέπε Abrasive). Abrasive J e t Cleaning [Λείανση με εκτόξευση υπό πίεση] Μηχ. Πρόκειται για μέθοδο λείανσης ή καθαρισμού της επιφάνειας ενός στερεού, με εκτόξευση υπό πίεση κάποιου υγρού ή αερίου, το οποίο περιέχει λειαντικά σωματίδια. Abrasive Machining [Μηχάνημα Λείανσης] Μΐ]χαν. Πρόκειται για συσκευή, η οποία χρησιμοποιεί το μηχανισμό της τριβής και επιτυγχάνει το ακόνισμα, τη δημιουργία σχήματος και τη λείανση ενός στερεού υλικού. Abrasive P a p e r [Λειαντικό Χαρτί] Υλικ. Πρόκειται για σκληρό, ανθεκτικό χαρτί, στην επιφάνεια του οποίου υπάρχει κάποιο λειαντικό υλικό (σμυριδόσκονη) και χρησιμοποιείται για τη λείανση σκληρών επιφανειών, (ξύλα κ.α.) Abrasive Sand [Λειαντική Αμμος] Υλικ. Πρόκειται για χονδρόκοκκη άμμο, με συγκεκριμένη κατανομή μεγεθών, που χρησιμοποιείται για λείανση στερεών. Abrasive W e a r [Υφασμάτινο τροχιστικό υλικό] Μηχ.

Abrasiveness

-22-

Είναι ένα είδος εργαλείου για τον ειδικό που το χρησιμοποιεί. Είναι ένα κομμάτι υφάσματος, συνήθως σε μορφή λωρίδας το οποίο δρα όπως το γυαλόχαρτο. Έχει μέσα του μικρούς κόκκους, όπως αυτοί που έχει το γυαλόχαρτο, και τρίβοντας το πάνω σε μία επιφάνεια, επιτυγχάνεται το γυάλισμά της. Abrasiveness [Τραχύτητα] Υλικ. Αποτελεί τη χαρακτηριστική ιδιότητα ενός υλικού, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λειαντικό μέσο. Abreast Milling [Παράλληλο Αλεσμα] Τεχνολ. Διαδικασία με την οποία γίνεται άλεση δύο υλικών από την ίδια μηχανή παράλληλα. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση δυο παράλληλων ταινιών που κινούνται προ.* την αντίθετη κατεύθυνση. Abrikosov Suhl Resonance [Συντονισμός Abrikosov - Suhl] Φνσ. Στερ. Καταα. Πρόκειται για φαινόμενο συντονισμού το οποίο παρατηρείται σε υλικά που εμφανίζεται και το φαινόμενο Kondo. Κατά συνέπεια, εμφανίζεται ισχυρή σκέδαση των ηλεκτρονίων αγωγιμότητας με ενέργεια κοντά στην ενέργεια Fermi από μαγνητικά κέντρα, προκαλώντας αύξηση της αντίστασης και της μαγνητικής επιδεκτικότητας του αγωγού. Ο συντονισμός αυτός συμβαίνει κάτω από τη θερμοκρασία Kondo του αγωγού και καθορίζει τη θερμοκρασιακή εξάρτηση της αντίστασης και της μαγνητικής επιδεκτικότητάς του. A b r u p t Junction [Αιφνίδια ζεύξη] Ηλεκ. Πρόκειται γα την απότομη χωρικά μεταβολή της συγκέντρωσης προσμίξεων σε ημιαγωγούς, η οποία παρατηρείται στην περιοχή μιας επαφής ρ-n όπου οι προσμίξεις, από δότες στον ημιαγωγό τύπου η, γίνονται δέκτες στον ημιαγωγό τύπου ρ. Abs [Απόλυτη] Υπολ. Ειδική συνάρτηση της γλώσσας προγραμματισμού ALGOL, η οποία αποδίδει την απόλυτη τιμή των ποσοτήτων πάνω στις οποίες εφαρμόζεται. Abscissa [Τετμημενη] Μαθημ. Η συντεταγμένη ενός σημείου στον οριζόντιο ή πρώτο άξονα του καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων. Συνήθως, συμβολίζεται με τον λατινικό χαρακτήρα χ. Absence Of G r o u n d Searching Selector [Απώλεια Α ν ι χ ν ε υ τ ή Τηλεφωνικών Κλήσεων] Επικ. Ο ανιχνευτή* αυτό* βρίσκεται στο κύριο ελέ7χου των τηλεφωνικών κλήσεων και ανιχνεύει ύποπτα τηλεφωνήματα. Absinthe [ΑψίνΟιον] Μηχ. Τροφ. Υγρό αλκαλικό διάλυμα πράσινου χρώματοδ, το οποίο περιέχει άρωμα γλυκόριζαδ. Χρησιμοποιείται για να βελτιώσει το άρωμα του τροφίμου χωρί* να προκαλεί δυσάρεστε.* επιπτώσεΐδ, όπωδ για παράδειγμα τροφικέ* δηλητηριάσει. Absolute [Απόλυτες Συνθήκε.*] Μετεωρ. Τα μετεωρολογικά φαινόμενα (βροχή, χαλάζι, ξηρασία κλπ) δεν λαμβάνουν χώρα με την ίδια ένταση σε κάθε σημείο του πλανήτη. Οι συνθήκεδ που επικρατούν σε μια περιοχή κατά τη διάρκεια μιαδ συγκεκριμένη* περιόδου, καταγράφονται και αποτελούν τΐδ απόλυτε* συνθήκε* που χαρακτηρίζουν την περιοχή. Absolute Address [Απόλυτη διεύθυνση] Υπολ. Η συγκεκριμένη διεύθυνση, η οποία αντιστοιχεί στη φυσική θέση μνήμης των δεδομένων και είναι ένας αριθμός ή γενικότερα ένα σύνολο χαρακτήρων. Π.χ. στην περίπτωση δυαδικής μηχανής είναι ένας αριθμός ν δυαδικών ψηφίων που καθορίζει μία από τις 2ν θέσεις μνήμης. Ωστόσο, μπορεί να προσδιορίζει έναν καταχωρη-

τή ή μία συσκευή ανάγνωσης/ εγγραφής. Είναι γνωστή και ως πραγματική, άμεση διεύθυνση ή διεύθυνση μηχανής. Absolute Addressing [Απόλυτη διευθυνσιοδότηση] Υπολ. Η διαδικασία του υπολογιστικού προγράμματος για προσδιορισμό της διεύθυνσης της θέσης μνήμης των δεδομένων βάση της απόλυτης διεύθυνσης τους. Πολλές φορές, ωστόσο, ο όρος αυτός αναφέρεται στον προσδιορισμό της απόλυτης διεύθυνσης ενός καταχωρητή ή μιας συσκευής ανάγνωσης/ εγγραφής. Absolute Age [Απόλυτη ηλικία] Γεωλ. Η ηλικία ενός πετρώματος ή απολιθώματος, η οποία μετράται σε χρόνια. Προσδιορίζεται, συνήθως, με κάποια μέθοδο ραδιοχρονολόγησης, η οποία βασίζεται στις υποθέσεις ότι η διάσπαση των ισοτόπων γίνεται με σταθερό ρυθμό και ότι τα ραδιενεργά ορυκτά δεν έχουν υποστεί απώλεια ή προσθήκη προϊόντων κατά την διάσπαση. Ωστόσο, ο όρος απόλυτη ηλικία είναι σχετικός, γιατί είναι δυνατό με διαφορετικές μεθόδους ραδιοχρονολόγησης να προκύψουν διαφορετικές απόλυτες ηλικίες. Absolute Alcohol [Απόλυτη Αιθανόλη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CII 3 CH 2 OH. Πρόκειται για την αιθυλική αλκοόλη που απαλλαγμένη από νερό και άλλες προσμίξεις, με καθαρότητα μεγαλύτερη από 99%. Παρασκευάζεται από την αιθανόλη εμπορίου (95%), με προσθήκη βενζολίου και στη συνέχεια, προσεκτική απόσταξη. Διατηρείται σε φιάλες καλά σφραγισμένες, διότι απορροφά εύκολα υδρατμούς από τον αέρα. Το μοριακό της βάρος είναι 46,07, το σημείο βρασμού 78,5°C, και είναι διαλυτή στο νερό, στην ακετόνη και στο βενζόλιο. Absolute Altimeter [Μετρητής Απόλυτου Ύψους] Μηχ. Όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση του απόλυτου ύψους ενός αεροπλάνου από το έδαφος, η λειτουργία του οποίου στηρίζεται στη χρήση ακουστικών κυμάτων ή ραδιοκυμάτων. Absolute Altitude [Απόλυτο Υψόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για το ύψος ενός σημείου μετρούμενο ως η κατακόρυφη απόστασή του από την επιφάνεια του έδαφους ή του νερού σε έναν πλανήτη ή φυσικό δορυφόρο. Absolute Angle Of Attack [Απόλυτη γωνία επίθεση.*] Αερον. Είναι παράμετρο* η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό και την κατασκευή ενό* αεροσκάφουδ για να αποκτήσει το κατάλληλο αεροδυναμικό σχήμα, ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Absolute Block System [Απόλυτο σύστημα αποκλεισμού] Σιδηροδ. Είναι ένα σύστημα αποκλεισμού των σιδηροδρομικών συρμών σύμφωνα με το οποίο για δεδομένη χρονική περίοδο επιτρέπεται να βρίσκεται ένας και μοναδικός συρμός εντός ενός τμήματος του σιδηροδρομικού δικτύου. Absolute Blocking [Απόλυτος αποκλεισμός] Σιδηροδ. Είναι ένα σχέδιο ελέγχου της κίνησης των συρμών επί του σιδηροδρομικού δικτύου. Σύμφωνα με αυτό, το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει χωριστεί σε επιμέρους τμήματα εντός των οποίων επιτρέπεται η κίνηση ενός και μοναδικού συρμού. Απαγορεύεται δηλαδή η είσοδος ενός συρμού σε συγκεκριμένο τμήμα εάν πρώτα δεν έχει εξέλθει από αυτό ο προηγούμενος συρμός. Absolute Boiling Point [Απόλυτο Σημείο Ζέσεως] Χημ. Είναι η θερμοκρασία στην οποία η τάση ατμών ενός υγρού ισούται με την εξωτερική, ατμοσφαιρική πίεση. Π τιμή αυτή αποδίδεται σύμφωνα με την απόλυτη κλίμακα θερμοκρασίας.

-23Absolute Ceiling [Υψος Οροφής] Αεροδ. Μέγιστο ύψος πτήσης και επιχειρησιακής δράσης ενός αεροπλάνου υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας. Στο ύψος αυτό, ο ρυθμός ανόδου του αεροπλάνου μηδενίζεται. Absolute Code [Απόλυτο* Κώδικα*] Πληρ. Για την ορθή λειτουργία του υπολογιστή χρησιμοποιείται ένα σύνολο από κώδικεδ γραμμένου* στο δυαδικό σύστημα, τουδ οποίου* διαβάζει ο επεξεργαστή* όταν ξεκινάει η λειτουργία του. Absolute Coefficient [Απόλυτος συντελεστής] Μαθημ. 0 συντελεστής, ο οποίος αποδίδεται από μία απόλυτη αριθμητική τιμή και όχι συμβολικά, π.χ. με τη χρήση μιας μεταβλητής. Absolute Configuration [Απόλυτη Απεικόνιση] Opy. Χημ. Πρόκειται για την απεικόνιση της διάταξης στο χώρο των υποκατάστατων γύρω από ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα, δηλαδή στην περίπτωση που υπάρχουν 4 διαφορετικοί υποκαταστάτες. Η απεικόνιση γίνεται με δύο τρόπους : α) με το σύστημα D - L, στο οποίο χρησιμοποιούνται ως πρότυπα οι δομές της Dκαι L- γλυκεριναλδεΰδης, β) με το σύστημα R - S, κατά το οποίο αξιολογούνται οι υποκαταστάτες με βάση τον ατομικό τους αριθμό. Absolute Convergence [Απόλυτη σύγκλιση] Μαθημ. Η ιδιότητα των σειρών απείρων όρων πραγματικών ή φανταστικών αριθμών να συγκλίνουν, εφόσον το άθροισμα των απολύτων τιμών τους συγκλίνει. II.χ. η σειρά "Ση=ο&η συγκλίνει απολύτως, εάν η σειρά "Ση=ο|θηΐ συγκλίνει. Η απόλυτη σύγκλιση αφορά σε μικτές σειρές, δηλ.αδή σειρές με θετικούς και αρνητικούς όρους. Absolute Coordinates [Απόλυτες συντεταγμένες] ΜαΟημ. Οι συντεταγμένες οι οποίες προσδιορίζονται βάση ενός συγκεκριμένου σημείου αρχής του συστήματος συντεταγμένων. Absolute Coordinate System [Απόλυτο Σύστημα Συντεταγμένων] Αεροναυτ. Ονομάζεται και απόλυτο σύστημα αναφοράς. Πρόκειται για σύστημα συντεταγμένων, το οποίο είναι ακίνητο ως προς τους απλανείς αστέρες και έχει την αρχή του στο κέντρο της Γης. Absolute Delay [Απόλυτος χρόνος καθυστέρησης] Nat). Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από τους ασυρματιστές των πλοίων. Είναι ο χρόνος που μεσολαβεί από τη στιγμή που ο ασυρματιστής στέλνει ένα σήμα μέχρι τη στιγμή που ο δέκτης του θα στείλει την απάντηση. Ο χρόνος αυτός εξαρτάται από την ποιότητα των μηχανημάτων, από τις καιρικές συνθήκες και από τις όποιες παρεμβολές κατά την ώρα της μετάδοσης του σήματος. Absolute Detection Limit [Απόλυτο Κατώφλι Ανίχνευσης] Χημ. Η μικρότερη ανιχνεύσιμη ποσότητα ενός στοιχείου ή μίας χημικής ουσίας είτε σε καθαρή μορφή είτε μέσα σε διάφορα μίγματα. Το κατώφλι ανίχνευσης μετριέται είτε σε μονάδες μάζας είτε σαν πλήθος μορίων - ατόμων. Absolute Deviation 1 [Απόλυτη απόκλιση] Στατιστ. II απόλυτη διαφορά μεταξύ των τιμών μιας τυχαίας μεταβλητής και μιας συγκεκριμένης τιμής, η οποία συνήθως είναι η μέση τιμή των τιμών της τυχαίας μεταβλητης. Absolute Deviation 2 [Απόλυτη απόκλ.ιση] Τροφοδ. II ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στο κέντρο του στόχου και το σημείο όπου ένα βλήμα προσκρούει ή μία σφαίρα εκρήγνυται. Absolute Drought [Απόλ,υτη ξηρασία] Μετεωρ. Είναι

Absolute Instability

μία περίοδος αρκετών ημερών κατά την διάρκεια των οποίων δεν έχει βρέξει. Για ορισμένες χώρες αποτελεί περιοδικό καιρικό φαινόμενο που παρουσιάζεται κάποια συγκεκριμένη εποχή του έτους. Absolute Efficiency [Απόλυτη Απόδοση] Ακουστ. Ο λόγος της ισχύος εξόδου ενός ηλεκτροακουστικού αισθητήρα ο οποίος μετατρέπει τα ακουστικά κύματα σε ηλεκτρικά σήματα προς την μέγιστη δυνατή ισχύ ενός ιδανικού αισθητήρα. Absolute Electrometer [Ηλεκτρόμετρο] Ηλεκ. Διάταξη αποτελούμενη από δύο δίσκους φορτισμένους με ετερώνυμα φορτία και κατάλληλα αναρτημένους ώστε, η ηλεκτροστατική αλΛηλ^επίδρασή τους να εξισορροπεί τη βαρυτική έλξη από τη Γη και να βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση φορτίων, ηλεκτροστατικών δυνάμεων και δυναμικών, Absolute E r r o r 1 [Απόλυτο σφάλμα] Μαθημ. Η απόλυτη αριθμητική διαφορά ανάμεσα στην τιμή, που θεωρείται ακριβής ενός αριθμού ή γενικότερα μιας ποσότητας και την τιμή, που προσδιορίζεται προσεγγιστικά, π.χ. λόγω στρογγυλοποίησης. Χρησιμοποιείται, κυρίως, στην αριθμητική ανάλυση. Absolute E r r o r [Απόλυτο σφάλμα] Τροφοδ. II ελάχιστη απόσταση μεταξύ του κέντρου πρόσκρουσης ή έκρηξης ενός συνόλου βολβών ή σφαιρών αντίστοιχα και του σημείου πρόσκρουσης ή έκρηξης της πιο απομακρυσμένης βολής ή σφαίρας αντίστοιχα του συνόλου αυτού. Absolute Filter [Απόλυτο Φίλτρο] Φυσ. Φίλ.τρο εξαιρετικής απορροφητικής ικανότητας σωματιδίων σκόνης για τον καθαρισμό αερίων. Absolute Gain Of An Antenna [Ενίσχυση Κεραίας] Ηλεκ. Ενίσχυση του σήματος εξόδου μίας κεραίας υπό την προϋπόθεση ότι η κεραία είναι ισοτροπική, δηλαδή εκπέμπει και λαμβάνει με τον ίδιο τρόπο προς όλες τις κατευθύνσεις και δεν υπάρχουν παρεμβολές από άλλες πηγές του γύρω χώρου. Γνωστή και ως ισοτροπική ενίσχυση της κεραίας. Absolute Gravity [Απόλυτο Ειδικό Βάρος] Χημ. Ορίζεται ως το ειδικό βάρος ενός ρευστού, υπολογισμένο σε κανονικές συνθήκες, δηλαδή σε θερμοκρασία 0°C και πίεση 760 mmHg. Absolute Humidity (Απόλυτη υγρασία] Μετεωρ. 1σούται με την μάζα των υδρατμών που περιέχεται σε ένα συγκεκριμένο όγκο αέρα. Absolute Humidity" [Απόλυτη Υγρασία] Χημ. Ορίζεται ως ο λ*όγος των mole ατμού ανά mole ξηρού αερίου προς τα mole που θα υπήρχαν ανά mole ξηρού αερίου αν το μίγμα ήταν κορεσμένο, στη συγκεκριμένη θερμοκρασία και ολική πίεση. Χρησιμοποιώντας το δείκτη 1 για τον ατμό και 2 για το καθαρό αέριο, η εκατοστιαία απόλυτη υγρασία δίνεται από τη σχέση: % απόλυτη υγρασία =[ (Ρ|/Ρ2)πραγμ. / (Ρι/Ρ 2 )κορεσμ.] *100 Absolute Index Of Refraction [Απόλυτος Δείκτης Διάθλασης Υλικού] Οπτ.-Η/εκ. Ο δείκτης διάθλασης ενός υλικού ως προς το κενό. —> Index Of Refraction Absolute Inequality [Απόλυτη Ανισότητα] Μαθημ. Μία μαθηματική ανισότητα μεταξύ δύο ποσοτήτων, η οποία ισχύει χωρίς κανένα περιορισμό. —> Unconditional Inequality Absolute Instability [Απόλυτη Αστάθεια] Μετεωρ. Κατά την μετάβαση από την επιφάνεια τη* θάλασσα* σε υψηλότερα στρώματα η θερμοκρασία μεταβάλλεται με συγκεκριμένο τρόπο, που περιγράφεται από μια αδιαβατική γραφική παράσταση. Όταν εξετάζοντα* μια

Absolute Instruction

-24-

"κολώνα" αέρα διαπιστώσουμε ότι δεν ακολουθείται αυτή η παράσταση τότε μιλάμε για αστάθεια. Absolute Instruction [Απόλυτη εντολή] Υπολ. Η εντολή, η οποία βρίσκεται στην τελική της μορφή και είναι έτοιμη προς εκτέλεση χωρίς να υποστεί καμία επιπλέον αλλαγή. Είναι γνωστή και ως ενεργή εντολή ή πραγματική εντολή. Absolute I n s t r u m e n t [Απόλυτο Όργανο Μέτρησης] Μηχαν. Ο όρος αναφέρεται σε κάθε όργανο, το οποίο μετράει φυσικά μεγέθη σε απόλυτη κλίμακα μονάδων. Τέτοια μεγέθη μπορεί να είναι η πίεση ή η θερμοκρασία. Absolute Isohypse [Απόλυτη Ισοϋψή*] Μετεωρ. Είναι ένα σύνολο από συντεταγμένε* πάνω απ'την επιφάνεια τηδ θάλασσα* που βρίσκονται στο ίδιο ύψο* και έχουν συγκεκριμένη πίεση. Absolute Luminosity [Απόλυτη Φωτεινότητα] Οπτ. Φωτεινότητα μίας φωτεινής πηγής όπως αυτή μετριέται με βάση τις μονάδες μέτρησης του συστήματος μονάδων που χρησιμοποιείται. Absolute M a g n e t o m e t e r [Απόλυτο Μαγνητόμετρο] Μηχ. Όργανο μέτρησης της έντασης ενός μαγνητικού πεδίου βάση ενός απλού φυσικού φαινομένου, π.χ. φαινόμενο Hall, το οποίο δεν χρησιμοποιεί μετρήσεις από άλλα όργανα. Absolute M a n o m e t e r [Απόλυτο Μανόμετρο] Μηχαν. Είναι το μανόμετρο που μετρά απόλυτη πίεση αερίου. Absolute M e a n Deviation [Μέση απόλυτη απόκλιση] Μαθημ. Η μέση τιμή των απολύτων τιμών των αποκλίσεων των τιμών μιας τυχαίας μεταβλητής από μια συγκεκριμένη τιμή, η οποία συνήθως είναι η μέση τιμή των τιμών της τυχαίας μεταβλητής. Absolute Method [Απόλυτη Μέθοδος] Ανα).. Χημ. Περιλαμβάνει το χαρακτηρισμό μιας χημικής ένωσης, με βάση φυσικά απόλυτα μεγέθη. Χρησιμοποιείται στη χημική ανάλυση. Absolute M o m e n t u m [Απόλυτη Ορμή] Μετεωρ. Η συνολική ορμή ενός σώματος ή συστήματος σωμάτων ως προς ένα σύστημα αναφοράς με αρχή το κέντρο της γης, το οποίο όμως δεν ακολουθεί την αυτοπεριστροφή της γης. Η απόλυτη ορμή ισούται με το διανυσματικό άθροισμα της ορμής του σώματος ως προς την επιφάνεια της γης και της ορμής του λόγω της περιστροφής της γης. Αναφέρεται και ως απόλυτη γραμμική ορμή για να διακρίνεται από την στροφική ορμή δηλαδή την στροφορμή. Absolute N u m b e r [Απόλυτος αριθμός] Μαθημ. Ο αριθμός, ο οποίος προσδιορίζεται από μία αριθμητική τιμή και όχι συμβολικά, δηλαδή με τη χρήση κάποιας μεταβλητής. Absolute P a r a l l a x [Απόλυτη Παράλλαξη] Αστρ. Συνολικό σφάλμα της σχετικής θέσης δύο αντικειμένων λόγω της θέσης του παρατηρητή. —> Absolute Stereoscopic Parallax Absolute Permeability 1 [Απόλυτη Διαπερατότητα] ίίλεκ. Μαγνητική διαπερατότητα. Ισούται με το λόγο της μαγνητικής επαγωγής Β σε ένα υλικό προς την ένταση του μαγνητικού πεδίου Η: μ=Β/Η. Εκφράζει τις μαγνητικές ιδιότητες του υλικού και αν είναι μ<μ(), όπου j.io η μαγνητική διαπερατότητα του κενού, το υλικό είναι διαμαγνητικό ενώ αν μ>μο, παραμαγνητικό και αν μ » μ „ σιδηρομαγνητικύ. Στο διεθνές σύστημα μονάδων μετριέται σε μονάδες Weber/Am. Absolute Permeability 2 [Απόλυτη Διαπερατότητα] Ρευστό μηχ. Εκφράζει την ικανό τη τα ροής ενός ρευ-

στού διαμέσου ενός πορώδους υλικού υπό την προϋπόθεση ότι το ρευστό καταλαμβάνει όλο τον όγκο των πύρων και συνεπώς, μοναδική αιτία ροής είναι η διαφορά πίεσης στα άκρα του πορώδους υλικού και όχι τυχόν τριχοειδείς δυνάμεις. Absolute Pitch [Απόλυτο Ύψος Ήχου] Ακοοστ. Είναι το ύψος ενός ήχου, όπως αυτό μετριέται από τη συχνότητα του ηχητικού κύματος που το διαδίδει. Absolute Porosity [Απόλυτο Πορώδες] Πετρ. Μηχ. Είναι ο λόγος του κενού όγκου, στη μάζα ενός στερεού, προς το συνολικό όγκο του στερεού. Absolute Potential [Κανονικό Δυναμικό] Χημ. Είναι το θεωρητικό δυναμικό που εμφανίζει ένα ηλεκτρόδιο με το διάλυμα ιόντων του, το οποίο έχει μετρηθεί θεωρώντας ως ηλεκτρόδιο αναφοράς αυτό που έχει κανονικό δυναμικό ίσο με μηδέν, στο ίδιο διάλυμα. Ως ηλεκτρόδιο αναφοράς χρησιμοποιείται συνήθως το ηλεκτρόδιο υδρογόνου. Το κανονικό δυναμικό έχει τιμή χαρακτηριστική για κάθε ηλεκτρόδιο. Absolute Pressure [Απόλυτη Πίεση] Φυσ. Είναι η τιμή της πίεσης, με σημείο αναφοράς την πίεση του τέλειου κενού ή τη μηδενική πίεση, σε μονάδες δύναμης ανά μονάδα επιφάνειας. Συμβολίζεται με "aim", σε μονάδες ατμόσφαιρας (kp/cm ) και με "psia" σε μονάδες lb,/ in . Absolute Pressure Gage [Μανόμετρο Απόλυτης Πίεσης] Μηχ. Χρησιμοποιείται στη μέτρηση της πίεσης ενός ρευστού. Το ένα άκρο του είναι κλειστό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κενό. Έτσι, η μέτρηση γίνεται με σημείο αναφοράς το κενό, δηλαδή τη μηδενική πίεση. Absolute Pressure T r a n s d u c e r [Μεταλλάκτης Απόλυτης Πίεσης] Μηχ. Πρόκειται για συσκευή μέτρησης πίεσης, η οποία μετατρέπει την απόλυτη πίεση που δέχεται σαν ερέθισμα, σε άλλο μέγεθος, για παράδειγμα τάση ηλεκτρικού ρεύματος. Η τάση που μετράται είναι ανάλογη του μεγέθους της πίεσης, επομένως μεταφράζεται σε μονάδες πίεσης, χρησιμοποιώντας μια σχέση βαθμονόμησης του οργάνου. Absolute Programming |Απόλυτο* Προγραμματισμό*] Πληρ. Απ'την εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών μέχρι σήμερα έχει βελτιωποιηθεί κατά πολύ το σύστημα έναρξηδ του. Η διαδικασία που ακολουθείται κάθε φορά απαιτεί την χρήση απόλυτων κωδικών από τον προγραμματιστή. Absolute Reference F r a m e [Απόλυτο Σύστημα Αναφοράς] Αεροδ. Αδρανειακό σύστημα αναφοράς το οποίο έχει την αρχή του στο κέντρο της Γης και δεν κινείται ως προς τους απλανείς αστέρες. Absolute Coordinate System Absolute Refractive Constant [Απόλυτη Σταθερά Διάθλασης] Οπτικ. Απόλυτος δείκτης διάθλασης ενός υλικού. - » I n d e x Of Refraction Absolute Reaction Rate [Απόλυτη Ταχύτητα Αντίδρασης] Φνσ. Χημ. Είναι η ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, υπολογισμένη με στατιστική ανάλυση, σύμφωνα με τη θεωρία των απόλυτων ταχυτήτων, κατά την οποία θεωρείται ότι η ταχύτητα μιας αντίδρασης καθορίζεται από την ταχύτητα σχηματισμού του ενεργοποιημένου συμπλόκου ή το ρυθμό υπέρβασης της ενέργειας ενεργοποίησης. II θεωρία αυτή είναι γνωστή και ως θεωρία του ενεργοποιημένου συμπλόκου ή θεωρία της μεταβατικής κατάστασης. Absolute Scale [Απόλυτη Κλίμακα] Φοσ. Κλίμακα απολύτων θερμοκρασιών. Absolute Temperature

-25Scale Absolute Space - Time [Απόλυτος Χωρόχρονος] Φνσ. Έννοια που προέρχεται από την κλασική Νευτώνεια Μηχανική. Σύμφωνα με αυτή, υπάρχουν στη Φύση κάποια προνομιακά συστήματα αναφοράς, τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς, ως προς τα οποία πρέπει να γράφονται οι φυσικοί νόμοι, ενώ ο χρόνος είναι απόλυτος δηλαδή μια ανεξάρτητη του χώρου παράμετρος. Τα συστήματα αυτά κινούνται με σταθερή ταχύτητα ως προς τους απλανείς αστέρες. Όλα τα άλλα συστήματα αναφοράς απαιτούν την εισαγωγή αδρανειακών δυνάμεων για την περιγραφή φυσικών φαινομένων. Για παράδειγμα, η κίνηση των αερίων μαζών ως προς την επιφάνεια της γης εξηγείται και με τη δύναμη Coriollis η οποία δεν είναι κάποια καινούργια δύναμη της φύσης αλλά προέρχεται από το σύστημα αναφοράς που χρησιμοποιούμε. Η έννοια του απόλυτου χωροχρόνου καταργήθηκε από την αρχή ισοδυναμίας της γενικής σχετικότητας του Einstein και ο χρόνος πλέον δεν είναι απόλυτος, αλλά η χρονική διάρκεια ενός φαινομένου εξαρτάται πλέον από το σύστημα αναφοράς που αυτό παρατηρείται. Absolute Specific Gravity [Απόλυτο ειδικό βάρος] Μηχ. Το πηλίκο του βάρους ενός όγκου μίας ουσίας σε δεδομένη θερμοκρασία και πίεση προς το βάρος ίσου όγκου νερού στην ίδια θερμοκρασία και πίεση. Absolute Stability [Απόλυτη Ευστάθεια] Μετεορ. Κατάσταση στην οποία δεν είναι δυνατή η άνοδος αερίων μαζών στην ατμόσφαιρα γιατί επικρατεί θερμοκρασιακή αναστροφή, δηλαδή η κατακόρυφη βαθμίδα μεταβολής της θερμοκρασίας είναι μικρότερη από τη βαθμίδα θερμοκρασίας σε περίπτωση κατακόρυφης αδιαβατικής ανόδου. Absolute S t a n d a r d [Απόλυτη Μονάδα Μέτρησης] Φικτ. Ορισμός μίας ποσότητας φυσικού μεγέθους ως μονάδα μέτρησης όλων των άλλων ιδίων μεγεθών. Για παράδειγμα, στο 2ο νόμο του Νεύτωνα ο ορισμός της μάζας ενός σώματος ως μονάδα της μάζας διευκολύνει τον ορισμό άλλων ποσοτήτων των μεγεθών του νόμου. Absolute Stop [Σηματοδότης απόλυτης στάσης] Σιδηρυδ. Πρόκειται για φωτεινό σηματοδότη σιδηροδρομικών συρμών που επιβάλει την άμεση και απόλυτη ακινητοποίηση του συρμού. Η λειτουργία του αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ασφαλή κίνηση των συρμών επί του σιδηροδρομικού δικτύου. Absolute System Of Units [Απόλυτο Σύστημα Μονάδων] Φυσ. Σύστημα μονάδων μέτρησης φυσικών μεγεθών στο οποίο, κάθε μέγεθος έχει μονάδες μέτρησης εκφρασμένες σε σχέση με τις μονάδες μέτρησης των θεμελιωδών μεγεθών του συστήματος. Για παράδειγμα, η απόλυτη μονάδα μέτρησης τη^ δύναμης στο διεθνές σύστημα μονάδων είναι kgrm/s". Absolute T e m p e r a t u r e [Απόλυτη Θερμοκρασία] Θερμοδυν. Είναι η τιμή της θερμοκρασίας μετρημένη με σημείο αναφοράς το απόλυτο μηδέν, το οποίο είναι ίσο με -273,15°C στην κλίμακα Kelvin και -459,58°F στην κλίμακα Rankine. Absolute T e m p e r a t u r e Scale [Απόλυτη Κλίμακα Θερμοκρασιών] Φυσ. Κλίμακα μέτρησης θερμοκρασιών όπου το μηδέν είναι το απόλυτο μηδέν. Σύμφωνα με την κλασική φυσική, αν μπορούσε να επιτευχθεί θερμοκρασία ίση με το απόλυτο μηδέν τότε όλες οι κινήσεις των σωμάτων θα σταματούσαν, ενώ στην κβαντική μηχανική η ενέργεια ενός συστήματος θα είχε τη μικρότερη μη μηδενική τιμή. Η θερμοκρασία Τ

Absolute Wavemeter

στην απόλυτη κλίμακα θερμοκρασιών μετριέται σε βαθμούς Kelvin και η μετατροπή μίας θερμοκρασίας της κλίμακας Κελσίου Θ σε βαθμούς Kelvin γίνεται ως εξής: T(K)=0(°C) +273. Absolute Threshold [Απόλυτο Κατώφλι Ανίχνευσης] Φυσ. Ελάχιστη τιμή ενέργειας μιας διαταραχής που τα αισθητήρια όργανα ενός οργανισμού μπορούν να ανιχνεύσουν. Absolute Time [Απόλυτος χρόνος] Γεωλ. Ο γεωλογικός χρόνος, ο οποίος προσδιορίζεται με διάφορες μεθόδους ραδιoχpovoλwόγησης ή με ισότοπα και μετράται σε χρόνια. Absolute Unit [Απόλυτη Μονάδα Μέτρησης] Φνσ. Μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους εκφρασμένη σε σχέση με τις μονάδες μέτρησης των θεμελιωδών μεγεθών. Π.χ. η απόλυτη μονάδα μέτρησης της δύναμης στο διεθνές σύστημα μονάδων είναι η 1 kgrm/s2. Absolute V a c u u m [Τέλειο ή Απόλυτο Κενό] Φυσ. Εκφράζει συνθήκες απόλυτης έλλειψης μάζας. Αποτελεί ένα καθορισμένο σημείο αναφοράς, στη μέτρηση πίεσης, ανεξάρτητα από τον τόπο, τη θερμοκρασία, τον καιρό ή άλλους παράγοντες. Absolute Value [Απόλυτη τιμή] Μαθημ. 1. Για έναν πραγματικό αριθμό, είναι ο ίδιος ο αριθμός, εάν είναι μη αρνητικός, και ο αντίθετος του, εάν είναι αρνητικός. 2. Για έναν μιγαδικό αριθμό, είναι η τετραγωνική ρίζα του αθροίσματος των τετράγωνων του πραγματικού και του φανταστικού του μέρους. 3. Για ένα διάνυσμα, είναι το μήκος του και ορίζεται ως η τετραγωνική ρίζα του αθροίσματος των τετράγωνων των ορθογώνιων συντεταγμένων του. Είναι γνωστή και ο>ς μέτρο. Σε κάθε περίπτωση, η απόλυτη τιμή είναι ένας μη αρνητικός αριθμός. Absolute Vector [Απόλυτο διάνυσμα] Υπολ. Το διάνυσμα, του οποίου η αρχή και το τέλος δίνονται σε απόλυτες συντεταγμένες. Χρησιμοποιείται, κυρίως, στην υπολογιστική γραφιστική. Absolute Velocity [Απόλυτη Ταχύτητα] Μετεορ. Η ταχύτητα μιας αέριας μάζας ως προς σύστημα αναφοράς με κέντρο το κέντρο της Γης το οποίο όμως δε μετέχει στην αυτοπεριστροφή της. Η απόλυτη ταχύτητα ισούται με το διανυσματικό άθροισμα της ταχύτητας της αέριας μάζας ως προς την επιφάνεια της γης και την ταχύτητά της λόγω της αυτοπεριστροφής της γης. Absolute Viscosity [Απόλυτο Ιξώδες] Ρενστομηχ. Ονομάζεται και συντελεστής ιξώδους και χαρακτηρίζει τη ρευστότητα μίας ουσίας. Ο συντελεστής ιξώδους εκφράζει την αντίσταση στην κίνηση ενός στρώματος του ρευστού πάνω από ένα άλλο στρώμα, αλλά με διαφορετική από αυτό ταχύτητα. Αριθμητικά το ιξώδες ή ο συντελεστής εσωτερικής τριβής ενός ρευστού ισούται με τη δύναμη ανά μονάδα επιφανείας που εμποδίζει την κίνηση δύο παραλλήλων πλακών όταν αυτές απέχουν μοναδιαία απόσταση, ενώ μεταξύ τους υπάρχει το ρευστό και οι ταχύτητές τους διαφέρουν κατά μία μονάδα ταχύτητας. Για το νερό σε Θ=20ΰ(Γ, q=10°Ns/m 2 . Absolute Vorisity [Απόλυτη Στροβιλότητα] Φυσ. Αποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα των ρευστών σε συγκεκριμένε* συνθήκε* πίεση* και θερμοκρασία.*. Absolute Wavemeter [Απόλυτη μέτρηση συχνότητας] Η)χκ. Τύπος μετρητή συχνότητας ραδιοφωνικών σημάτων που βασίζεται στη μέτρηση φυσικών χαρακτηριστικών των γραμμών ή των κοιλοτήτων συντονισμού του οργάνου όπως μήκος, χωρητικότητα, αυτεπαγωγή κ.λ.π..

-26-

Absolute Weighing

Absolute Weighing [Απόλυτη Ζύγιση] Μηχ. Εκφράζει τον υπολογισμό της μάζας ενός σώματος, με τη βοήθεια των διεθνών πρότυπων βαρών. Absolute Weight [Απόλυτο Βάρος] Φνσ. Εκφράζει το βάρος ενός σώματος, μετρημένο σε συνθήκες κενού. Absolute Zero [Απόλυτο μηδέν] Φυσ. Το κάτω όριο της απόλυτης κλίμακας θερμοκρασιών ή κλίμακας Kelvin. Αν και ο τρίτος θερμοδυναμικός νόμος το απαγορεύει στην περίπτωση που ένα σώμα έφτανε στο απόλυτο μηδέν, σύμφωνα με την κλασική φυσική δεν θα περιείχε θερμική ενέργεια δηλαδή ενέργεια άτακτης θερμικής κίνησης, ενώ σύμφωνα με την κβαντική φυσική θα περιείχε την ελάχιστη δυνατή ενέργεια την ενέργεια μηδενικού σημείου. Το απόλυτο μηδέν στην κλίμακα Κελσίου ισούται με: -273.15°Οή -459,69°F. Absolutely Continuous Function [Απόλυτα συνεχής συνάρτηση] Μαθημ. Η συνάρτηση, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα της μορφής [α, β], για την οποία ισχύει ότι αν για κάθε θετικό αριθμό ε, υπάρχει ένας άλλος θετικός αριθμός δ, έτσι ώστε για κάθε οικογένεια ανοικτών και ξένων μεταξύ τους υποδιαστημάτων

μ:

V V 2 W - / y < δ , τόα; Σ f(a>) -/(βκί &=[

ι

^ £.

του [α, β] της μορφής (α*, β J με κ=1,2,..., ν, ν € Ν, Absorb 1 [Απορροφώ] 1. Χημ. Απορρόφηση μίας χημικής ουσίας στο εσωτερικό ενός πορώδους υλικού. 2. Ηλεκ. Η απορρόφηση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από την ύλη. 3. Φυσ. Απορρόφηση ύλης ή ακτινοβολίας από την ύλη Absorb 2 [Απορροφώ] Χημ. Εκφράζει την αύξηση της συγκέντρωσης ενός ή περισσότερων αερίων, συνήθως, συστατικών σε μια διεπιφάνεια στερεού - αερίου, η οποία λαμβάνει χώρα με διάτρηση του πλέγματος του στερεού από τα μόρια του αερίου. Absorbance 1 [Απορρόφηση] Φυσ. Χημ. Εκφράζει το δεκαδικό λογάριθμο του αντίστροφου της διαπερατότητας Τ μονοχρωματικού φωτός συγκεκριμένης ακτινοβολίας μέσα από διάλυμα. Η απορρόφηση συμβολίζεται με Α και είναι γνωστή και ως οπτική πυκνότητα D ή απόσβεση Ε. Υπολογίζεται από το νόμο του Beer για τις περιπτώσεις που η διαλυμένη ουσία δε διίσταται, σύμφωνα με τον οποίο το ποσοστό του μονοχρωματικού φωτός που απορροφάται από ένα διάλυμα εξαρτάται από τη συγκέντρωση του διαλύματος και από το μήκος της διαδρομής που κάνει το φως μέσα από το διάλυμα. Absorbance 2 [Απορρόφηση] Υλικ. Είναι η ικανότητα ενός πορώδους υλικού να απορροφά υγρά ή αέρια. Absorbancy [Διαλυτότητα]-* Absorbance Absorbed C h a r g e [Απορροφημένο Φορτίο] Ηλεκ. Φορτίο σταδιακά μεταφερόμενο στον πυκνωτή κατά τη διάρκεια φόρτισής του από πηγή σταθερού δυναμικού. Η αιτία του φαινομένου είναι η σταδιακή πόλωση των μορίων του διηλεκτρικού του πυκνωτή που ισοδυναμεί με σταδιακή αύξηση της χωρητικότητας άρα και του φορτίου του. Absorbed Dose [Απορροφημένη Δόση] Πυρ. Φυσ. Η ενέργεια που απορροφήθηκε στη μονάδα μάζας του υλικού, όταν πάνω της προσπίπτουν ιονίζουσες ακτινοβολίες. Μετριέται σε rad και lrad = 100erg/gr = 10" 2 Joule/Kgr. Absorbed Dose Rate [Ρυθμός Απορρόφησης Δόσης]

Πυρ. Φυσ. Η απορροφημένη δόση ανά μονάδα χρόνου, Για παράδειγμα lrad/sec, lrad/h, lrad/day. Absorbency [Απορρόφηση] Χημ. Είναι η προσρόφηση ενός ρευστού και στη συνέχεια η διάχυσή του σε ολόκληρη τη μάζα του προσροφητικού. Το προσροφητικό μπορεί να είναι υγρό ή στερεό, Absorbency 2 [Απορροφητικότητα] Χημ. Είναι η δυνατότητα που έχει ή όχι κάποιο υλικό να απορροφά άλλα υλικά. Ανάλογα με την απορροφητικότητα τους οι διάφορες ουσίες ταξινομούνται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα. Absorbency Index [Δείκτης Απορρόφησης] —> Absorptivity Absorbency Test [Μέτρηση Απορρόφησης] Υλικ. Είναι η μέτρηση της ικανότητας των πορωδών υλικών, να απορροφούν ποσότητες ρευστών. Πραγματοποιείται συνήθως με προσδιορισμό της αύξησης του βάρους του υλικού. Absorbent 1 [Απορροφητικό Υλικό] Υλικ. Είναι το υλικό, στερεό ή υγρό, στη μάζα του οποίου απορροφούνται ένα ή περισσότερα συστατικά αερίου ή υγρού μίγματος, με το οποίο έρχεται σε επαφή. Μετά την απορρόφηση, οι φυσικές ή χημικές ιδιότητες του υλικού έχουν μεταβληθεί. Absorbent" [Απορροφητική Ουσία] Υλικ. Η ουσία χρησιμοποιείται κυρίωδ σε αέρια ή υγρά μίγματα όταν επιθυμούμε τον διαχωρισμό συστατικών τουδ. Έτσι το υλικό αυτό συγκρατεί με ασθενουδ δεσμούδ υδρογόνου ή Van der Waals ένα ή δυο συστατικά και επιτρέπει τη διέλευση των υπολοίπων, Absorbent Cotton [Υδρόφιλο Βαμβάκι] Επισ. Υλικ. Επεξεργασμένο βαμβάκι ικανό να απορροφήσει μεγάλη ποσότητα νερού λόγω αφαίρεσης από αυτό ουσιών που εμποδίζουν την διαβροχή του. Absorbent P a p e r [Απορροφητικό Χαρτί] Επισ. Υλικ. Χαρτί μεγάλης απορροφητικότητας που μπορεί να συγκρατεί το νερό στους τριχοειδείς σωλήνες και στους πόρους των ινών του και της κυτταρίνης του. Absorber 1 [Απορροφητής] Ηλεκ. Διάταξη ή υλικό για την προστασία συσκευών ή υλικών από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Ανάλογα με τη σύστασή του ο απορροφητής μπορεί να λειτουργεί και ως φίλτρο, επιτρέποντας να διέλθει η ακτινοβολία μιας συγκεκριμένης περιοχή του φάσματος αποκόπτοντας τις υπόλοιπες ή να εμποδίζει την ανάκλαση της προσπίπτουσας σε αυτό ακτινοβολίας. Absorber 2 [Απορροφητής] Μηχ. Το τμήμα ενός ηλιακού συλλέκτη στο οποίο προσπίπτει και απορροφάται η ηλιακή ακτινοβολία μετατρεπόμενη σε θερμότητα. Absorber 3 [Απορροφητής] Μηχ. Διάταξη χαμηλής πίεσης ψυκτικών μηχανών στην οποία απορροφάται το ψυκτικό αέριο και μετατρέπεται σε υγρό. Absorber Capacity [Απορροφητική ικανότητα] Χημ. Μηχ. 1. Μέγιστη ποσότητα απορροφημένου φυσικού αερίου από διάταξη απορρόφησης και επεξεργασίας σε κανονικές συνθήκες λειτουργίες. 2. Εκφράζει τη μέγιστη ποσότητα ενός αερίου το οποίο μπορεί να επεξεργαστεί σε μια συσκευή απορρόφησης, για συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας. Absorbing Boom [Απορροφητικό υδατόφραγμα] Περιβαλ. Πρόκειται για είδος πλωτού φράγματος το οποίο έχει σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης μιας κηλίδας ρυπαντικής ουσίας και την διευκόλυνση της αποκομιδή της από το υδάτινο περιβάλλον στο οποίο έχει τοποθετηθεί. Χρησιμοποιείται ως πρώτο άμεσο μέτρο

-27για την αντιμετώπιση της ρύπανσης θαλασσών, λιμνών και ποταμών κατόπιν ατυχημάτων. Absorbing Well [Αποστραγγιστικό φρέαρί Υδρανλ. Είναι ένα κατακόρυφο όρυγμα εντός της γης, κοινώς δηλαδή ένα πηγάδι το οποίο επιτρέπει την διαφυγή του νερού ανάμεσα σε μη υδατοπερατά στρώματα εδάφους. Χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση των λιμναζόντων υδάτων. Absorptance [Απορροφητικότητα] Φυσ. Ισούται με το λόγο της απορροφημένης έντασης μιας ακτινοβολίας από ένα υλικό προς τη συνολική ένταση της ακτινοβολίας που προσπίπτει στο υλικό. Αν η ανακλώμενη ακτινοβολία είναι ελάχιστη, η απορροφητικότητα Α ισούται με: Α=1-Τ όπου Τ η διαπερατότητα του υλικού. Absorptiometer (Συσκευή Μέτρηση.* Απορρόφηση*] Αναλ Χημ. Η κάθε ένωση απορροφά ακτινοβολία σε συγκεκριμένο μήκοδ κύματοδ χαρακτηριστικό γι'αυτήν. Έτσι με αυτό το όργανο παίρνωνταδ μετρήσει* απορρόφηση* μπορούμε να ανιχνεύσουμε την ουσία που μελετάμε και να υπολογίσουμε την ποσότητα τη*. Absorptiometric Analysis [Ανάλυση με Μεθόδου* Απορρόφηση.*] Αναλ. Χημ. Η διαδικασία που ακολουθείται για την εύρεση τηδ απορρόφηση* μια.* ουσίαδ. Χρησιμοποιούνται συνήθωδ φασματοφωτόμετρα υπεριώδη.*, υπέρυθρη* ακτινοβολία*. Absorption 1 [Απορρόφηση] Πυρ. Φυσ. Διαδικασία απορρόφησης σωματιδίων από την ύλη καθώς αυτά διέρχονται και αλληλεπιδρούν με αυτήν. Absorption 2 [Απορρόφηση] Υδρολ. Διαδικασία εισόδου του επιφανειακού νερού στο φλοιό της Γης και συγκράτησής του από τα πορώδη πετρώματα που τον αποτελούν. Absorption 3 [Απορρόφηση] Χημ. Εκφράζει τη μεταφορά ενός ή περισσότερων συστατικών αερίου μίγματος στη μάζα υγρού ή στερεού υλικού, με το οποίο βρίσκεται σε επαφή. Τα μόρια του αερίου διαπερνούν τη μάζα του υγρού ή το πλέγμα του στερεού και δεν συμπυκνώνονται στη διεπιφάνεια, όπως συμβαίνει στη διαδικασία της προσρόφησης (adsorption). Η απορρόφηση χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό των συστατικών ενός αερίου μίγματος. II απόδοση της διεργασίας εξαρτάται από τη διαφορά διάχυσης ή διαλυτότητας των αερίων συστατικών και την ευκολία ανάκτησης αυτών από το υλικό στο οποίο έχουν απορροφηθεί. Absorption 4 [Απορρόφηση] Ηλεκ. Πρόκειται για ιδιότητα πυκνωτών που οφείλεται στην σταδιακή πόλωση και αποπόλωση των διηλεκτρικών ουσιών που περιέχουν. Έτσι κατά τη φόρτιση του πυκνωτή, παρατηρείται ρεύμα φόρτισης και απορρόφηση φορτίου για αρκετό χρονικό διάστημα μετά τη σύνδεση του με την πηγή δυναμικού, ενώ κατά την αποφόρτισή του με βραχυκύκλωμα των πόλων του παρατηρείται ρεύμα, το ρεύμα αποπόλωσης, που μπορεί να διατηρηθεί για αρκετό χρόνο έως και λεπτά. Absorption Band [Ζώνης Απορρόφησης] Φυσ. Περιοχή συχνοτήτων των ήλεκτρο μαγνητικών ακτινοβολιών, στην οποία ένα υλικό παρουσιάζει εξαιρετική απορροφητική ικανότητα. Για παράδειγμα το νερό παρουσιάζει μία ζώνη απορρόφησης στην περιοχή των μικροκυμάτων και στην ιδιότητα αυτή στηρίζεται η λειτουργία του φούρνου μικροκυμάτων. Absorption Cell [Θάλαμος μέτρησης] Οπτικ. Θάλαμος όπου τοποθετείται ποσότητα αερίου, του οποίου θα μετρηθεί η απορροφητικότητα ή το φάσμα απορρόφη-

Absorption C u r v e

σής του, σε μία περιοχή συχνοτήτων με κατάλληλη μετρητική συσκευή. Ο θάλαμος αυτός πρέπει να αποτελείται από τοιχώματα διαπερατά ή έστω με μικρή, αλλά γνωστή, απορροφητικότητα στην περιοχή συχνοτήτων που θα μετρηθούν, ώστε να ληφθεί υπόψη στην επεξεργασία των μετρήσεων. Absorption Circuit [Κύκλωμα Απορρόφησης] Ηλεκ. Κύκλωμα που λειτουργεί ως φίλτρο απορρόφησης ρευμάτων με συχνότητες μίας καθορισμένης περιοχής. Συνήθως το κύκλωμα έχει μία συχνότητα συντονισμού στην περιοχή των συχνοτήτων που αποκόπτει και έτσι είτε καταναλώνει την ενέργειά τους ή, λόγω της πολύ μικρή εμπέδησης που παρουσιάζει, την διοχετεύει προς το έδαφος. Absorption Coefficient 1 [Συντελεστής Απορρόφησης] Ακονσ. Το πηλίκο της απορροφημένης από ένα μέσο ενέργειας των ακουστικών κυμάτων που προσπίπτουν πάνω του προς τη συνολική ενέργεια των κυμάτων. Παίρνει τιμές από μηδέν έως ένα. Absorption Coefficient 2 [Συντελεστής Απορρόφησης] Φυσ. Εκφράζει το ποσοστό απορρόφησης της έντασης I ενός κύματος ή μιας ροής σωματιδίων ανά μονάδα μήκους του υλικού απορρόφησης, σύμφωνα με τη σχέση: a=-l' lx (dl/dx). Κατά συνέπεια, η ένταση μειώνεται εκθετικά και είναι ανάλ.ογη του όρου e"ax όπου α ο συντελεστής απορρόφησης και x το βάθος διείσδυσης στο απορροφητικό υλικό. Αναφέρεται και ως Absorption factor δηλαδή ως παράγοντας απορρόφησης ή και ως Absorption ratio δηλαδή λόγος απορρόφησης ή και γραμμικός συντελεστής απορρόφησης. Absorption Coefficient 3 [Συντελεστής Απορρόφησης] Χημ. Εκφράζει τον όγκο ενός συγκεκριμένου αερίου, για δεδομένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, που μπορεί να διαλυθεί στη μονάδα όγκου συγκεκριμένου υγρού. Absorption Control 1 [Ελεγχόμενη Απορρόφηση] Πυρ. Φνσ. II πιο σημαντική δικλείδα ασφαλείας πυρηνικών αντιδραστήρων καθώς, με τη χρήση ράβδων απορρόφησης νετρονίων από κάδμιο ή κράματα βορίου, επιτυγχάνεται ο έλεγχος της απόδοσης της αλυσιδωτής αντίδρασης του πυρηνικού καυσίμου και η κατά βούληση μετατροπή της κατάστασης του αντιδραστήρα από κρίσιμη σε υποκρίσιμη και άρα, η παύση της λειτουργίας του. Absorption Control 2 [Ελεγχόμενη Απορρόφηση] Ηλεκ. Διαμόρφωση της εξόδου ενισχυτών με κυκλώματα ελεγχόμενης απορρόφησης. —> A b s o r p t i o n Modulation Absorption Cross Section [Ενεργός διατομή απορρόφησης] Ηλεκ. Το πηλίκο της ισχύος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που απορροφούν διάφορα αντικείμενα προς την προσπίπτουσα σε αυτά ισχύ. Το μέγεθος αυτό χρησιμοποιείται κυρίως για την ακτινοβολία που εκπέμπει ένα ραντάρ και χαρακτηρίζει τους διάφορους στόχους που την απορροφούν. Absorption C u r r e n t [Ρεύμα Απορρόφησης] Ηλεκ. Η πόλωση ενός διηλεκτρικού από ένα ηλεκτρικό πεδίο πρoκαλwεί ένα ρεύμα στο εσωτερικό του και η συνιστώσα του ρεύματος που είναι παράλΛηλη στο ηλεκτρικό πεδίο καλείται ρεύμα απορρόφησης. Αόγω του ρεύματος απορρόφησης το διηλεκτρικό απορροφά ηλεκτρική ενέργεια. Absorption Curve [Καμπύλη Απορρόφησης] Φυσ. Είναι η καμπύλη που προκύπτει από τη γραφική παράσταση της απορρόφησης μια ηλεκτρομαγνητικής ακτι-

Absorption Cycle

-28-

νοβολίας από ένα υλικό, όταν μεταβάλλεται το μήκος βοήθεια του μετρητή απορρόφησης υγρασίας, ο οποίος κύματος της ακτινοβολίας. απορροφά το αέριο Η 2 0 και αντιδρώντας χημικά με Absorption Cycle [Κύκλος Απορρόφησης] Μηχαν. την απορροφημένη ποσότητα νερού δίνει το ποσοστό Πρόκειται για ψυκτικό σύστημα του οποίου η λειτουρ- της υγρασίας σε κατάλληλα κατασκευασμένη κλίμακα. γία βασίζεται στην επαναλαμβανόμενη απορρόφηση Absorption Index [Δείκτης Απορρόφησης] Οπτικ. Ακαι εξάτμιση της αμμωνίας σε νερό. Η αμμωνία αποτε- κολουθώντας τους κανόνες γραφής διαφόρων μεγεθών λεί το ψυκτικό ρευστό. Στη στήλη απορρόφησης, έρχο- της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας σε μιγαδική μορφή, ο νται σε επαφή ατμοί αμμωνίας από τον εξατμιστήρα με μιγαδικός δείκτης διάθλασης ενός υλικού γράφεται ως: αραιό υδατικό διάλυμα, οπότε παράγεται ένα πυκνό n(l+ik) όπου το k καλείται δείκτης απορρόφησης γιατί υδατικό διάλυμα αμμωνίας. Το διάλυμα αυτό εισάγεται σχετίζεται με την αγωγιμότητα του υλικού και άρα σε αποστακτική στήλη, από την κορυφή της οποίας προκαλεί απορρόφηση του ηλεκτρομαγνητικού κύμαλαμβάνεται πυκνό διάλυμα αμμωνίας που τροφοδοτεί- τος καθώς αυτό διέρχεται από το υλικό. ται στον εξατμιστήρα όπου απορροφά θερμότητα, ενώ Absorption Lens [Απορροφητικός φακός] Οπτ. Είναι στον πυθμένα παράγεται πολύ αραιό υδατικό διάλυμα, γυάλινος φακός ο οποίος απορροφά συγκεκριμένου το οποίο επιστρέφει στη στήλη απορρόφησης. μήκους κύματος ακτινοβολίες μην επιτρέποντάς τους Absorption D y n a m o m e t e r [Δυναμόμετρο απορρόφη- τη διέλευση μέσα από αυτόν. Χρησιμοποιείται στα σης] Μηχ. Στις περισσότερες συσκευές έχουμε απώ- γυαλιά και προσφέρει προστασία στα μάτια, στα οποία λεια μηχανικής ή ηλεκτρικής ενέργειας λόγω τριβής ή δεν φτάνουν οι βλαβερές γι' αυτά ακτινοβολίες του φαινομένου Joule (απώλεια ενέργειας, η οποία μετα- ηλίου. τρέπεται σε θερμότητα πάνω σε αντίσταση) αντίστοι- Absorption Limited Frequency (ALF) [Όριακή συχα. Το δυναμόμετρο απορρόφησης μετράει το ποσό χνότητα απορρόφησης] Επικοιν. Η ελάχιστη συχνότητης ενέργειας που χάνεται λόγω αυτών των φαινομέ- τα για αξιόπιστες μεταδόσεις μέσω της ιονόσφαιρας νων. (συνήθως μόνο στη διάρκεια της μέρας). Absorption Edge [Ακρο Απορρόφησης] Ηλεκ. Πρόκει- Absorption Line [Γραμμή Απορρόφησης] Φνσ. Πρόται για το μήκος κύματος μιας ζώνης απορρόφησης κειται για μια, πολύ μικρού εύρους, περιοχή απορρόενός υλικού στο οποίο ο συντελεστής απορρόφησης φησης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από ένα υλικό παρουσιάζει απότομη και μη συνεχή μεταβολή. Ανα- που συνήθως προέρχεται από μια χαρακτηριστική και φέρεται και ως Absorption limit δηλαδή και ως όριο καλό καθορισμένη συχνότητα συντονισμού του υλικού απορρόφησης ή ασυνέχεια απορρόφησης και οφείλεται αυτού. Για παράδειγμα, το μόριο HC1 στην περιοχή σε μία διαδικασία απορρόφησης η οποία, καθώς αλλά- συχνοτήτων από 8.0χ10 Π Ηζ έως 8.2χ10 Π Ιϊζ παρουζει το μήκος κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολί- σιάζει έξη γραμμές απορρόφησης που προέρχονται αας, γίνεται από μη επιτρεπτή επιτρεπτή. πό τις αντίστοιχες συχνότητες συντονισμού των ταλαAbsorption Emission P y r o m e t e r [Πυρόμετρο απορ- ντωτικών και περιστροφικών κινήσεών του. Σε ένα ρόφησης ακτινοβολίας] Μηχ. Τα αέρια έχουν την ιδιό- φάσμα της διερχόμενης ακτινοβολίας από το υλικό, η τητα να απορροφούν ακτινοβολία με την απορρόφηση γραμμή απορρόφησης παρουσιάζεται ως μία σκοτεινή της οποίας αυξάνεται η θερμοκρασία τους. Το πυρόμε- γραμμή και βάση του νόμου του Kirchhoff στο ίδιο τρο απορρόφησης ακτινοβολίας είναι ένα θερμόμετρο μήκος κύματος το φάσμα εκπομπής του υλικού έχει το οποίο μετράει τη θερμοκρασία του αερίου πριν και γραμμή εκπομπής. μετά τη δίοδο της ακτινοβολίας μέσα από αυτό, δίνο- Absorption Loss [Απώλειες διήθησης] Υδρανλ. Κατά ντας έτσι το ποσοστό απορρόφησής της από το συγκε- την αρχική φάση πλήρωσης μιας δεξαμενής ή γενικόκριμένο αέριο. Έτσι μπορεί να προσδιοριστεί ποιο αέ- τερα μιας λεκάνης απορροής, ορισμένη ποσότητα νεριο παρουσιάζει τη μικρότερη ή μεγαλύτερη απορρό- ρού διαφεύγει μέσω της εισχώρησή της στο έδαφος. φηση της συγκεκριμένης ακτινοβολίας, και να χρησι- Αυτή η ποσότητα καλείται απώλεια διήθησης και εμοποιηθεί αυτό που είναι καταλληλότερο για το σκοπό ξαρτάται από πολλούς παράγοντες, βασικότεροι των που προορίζεται. οποίων είναι οι φυσικές ιδιότητες και η περιεκτικότητα Absorption F a c t o r [Παράγοντας Απορρόφησης] Ηλεκ. υγρασίας του επιφανειακού εδάφους και η θερμοκραΕκφράζει το ποσοστό απορρόφησης μίας ακτινοβολίας σία. ή μιας ροής σωματιδίων από ένα υλικό μέσο. Absorption M e t e r [Μετρητής Απορρόφησης] Μηχ. Absorption Coefficient Συσκευή μέτρησης της έντασης της διερχόμενης φωAbsorption Fading [Εξασθένηση απορρόφησης] Επι- τεινής ακτινοβολίας από διαφανή υλικά και υπολογικοιν. 1. Εξασθένηση κυμάτων που φτάνουν ως την ιο- σμού της απορροφητικότητάς τους. Για τη μέτρηση νόσφαιρα ή διαδίδονται μέσω αυτής λόγω φαινομένων της έντασης της φωτεινής ακτινοβολίας συνήθως χρηπου συμβαίνουν εκεί πχ βροχές μετεωριτών, ηλιακά σιμοποιούνται φωτοκύτταρα. ξεσπάσματα κτλ. 2. [Ραδιοφωνικά Παράσιτα] Επικόιν. Absorption Modulation [Διαμόρφωση απορρόφησης] Όταν το σήμα ενόδ ραδιοφωνικού σταθμού είναι Επικοιν. Διαμόρφωση πλάτους του σήματος εξόδου με ασθενέ5 τότε η εκπομπή των μηνυμάτων είναι προβλη- χρήση μιας μεταβλητής αντίστασης που απορρίπτει το ματική, εμφανίζει Οορύβου$. σήμα του φορέα. Absorption Gasoline [Βενζίνη Απορρόφησης] Υλικ. Absorption Modulation [Διορθωτήδ Ήχων] ΙΙλεΕίναι η βενζίνη που λαμβάνεται με απορρόφηση υ- κτρον. Όργανο το οποίο βελτιώνει τη λήψη συχνοτήγρών υδρογονανθράκων από ειδικό έλαιο, μέσα από το των από μια συσκευή (τηλεόραση,ραδιόφωνο) οποίο περνούν φυσικό αέριο. ενισχύοντα8 το σήμα. Τοποθετείται στο ηλεκτρικό κύAbsorption H y g r o m e t e r [Μετρητής απορρόφησης κλ^ωμα του πομπού. υγρασίας, υγρόμετρο] Μηχ. Στην ατμόσφαιρα υπάρ- Absorption N u m b e r (Αριθμός Απορρόφησης] Μηχ. χουν υδρατμοί που καθορίζουν το ποσοστό της υγρα- Χρησιμοποιείται στην απορρόφηση αερίου σε λεπτό σίας. Το ποσοστό αυτό της υγρασίας μετράται με τη υγρό υμένα που ρέει κατά μήκος σωλήνωσης. Είναι

-29αδιάστατος αριθμός και εκφράζει το συντελεστή μεταφοράς μάζας στην υγρή φάση. Absorption Oil [Απορροφητικό Έλαιο] Υλικ. Είναι το έλαιο που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό της βενζίνης από αέρια παράγωγα του διυλιστηρίου ή φυσικό αέριο, με απορρόφηση. Πρόκειται συνήθως για κάποιο κλάσμα απόσταξης του πετρελαίου μεταξύ της κηροζίνης και ελαφρών λιπαντικών κλασμάτων. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και αργό πετρέλαιο, χαμηλής περιεκτικότητας σε βενζίνη. Η διαδικασία χρήσιμοποιείται ως δοκιμαστική για την εκτίμηση της περιεχόμενης βενζίνης σε κάποιο κοίτασμα αερίου. Absorption Peak [Κορυφή Απορρόφησης] Φυσ. Γραμμη μέγιστης απορρόφησης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας υλικών, χημικών ενώσεων, ατόμων ή και πυρήνων, η οποία χρησιμοποιείται για την ποιοτική και ποσοτική ανάλυσή τους. Οι χημικές ενώσεις, τα άτομα ή και οι πυρήνες χαρακτηρίζονται από τα μήκη κύματος όπου παρουσιάζουν κορυφές απορρόφησης με τις οποίες αναγνωρίζεται η παρουσία τους. Absorption Plant [Μονάδα Απορρόφησης] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για τη διεργασία ανάκτησης του συμπυκνώσιμού κλάσματος του φυσικού αερίου ή των αερίων διυλιστηρίου. Συγκεκριμένα, η κηροζίνη ή το αεριέλαιο τροφοδοτούνται σε στήλη απορρόφησης, η οποία περιέχει συνθετικό ζεόλιθο, σε θερμοκρασία αρκετά υψηλή, ώστε όλοι οι περιεχόμενοι υδρογονάνθρακες να βρίσκονται στην αέρια φάση και να εξασφαλίζεται ικανοποιητική απορρόφηση των κανονικών παραφινών, αλλά να μη γίνεται πυρόλυση. Η διαδικασία περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενη απορρόφηση και εκρόφηση, με αποτέλεσμα την 98% ανάκτηση των κανόνικών παραφινών. Absorption Process [Διεργασία Απορρόφησης] Χημ. Μηχ. Είναι η μέθοδος κατά την οποία ένα ελαφρύ έλαιο απορροφά την περιεχόμενη βενζίνη από κάποιο αέριο μίγμα, με το οποίο έρχεται σε επαφή. Η βενζίνη στη συνέχεια ανακτάται με απόσταξη του ελαίου. Absorption Ratio [Λόγος Απορρόφησης] Ηλεκ. Εκφράζει το ποσοστό απορρόφησης μίας ακτινοβολίας ή μιας ροής σωματιδίων από ένα υλικό μέσο. Absorption Coefficient Absorption S p e c t r o p h o t o m e t e r [Φασματόμετρο Απορρόφησης] Φνσ. Όργανο μέτρησης της σχετικής έντασης των κορυφών και ζωνών απορρόφησης διαφόρων υλικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την ποιοτική ανάλυσή τους. Επειδή δεν υπολογίζει απόλυτες εντάσεις, χρησιμοποιώντας πρότυπα δείγματα ή με οιοδήποτε άλλο τρόπο καλείται και διαφορικό φασματόμετρο. Absorption Spectroscopy [Φασματοσκοπία Απορρόφησης] Φυσ. Ευρύτερος επιστημονικός κλάδος που αποσκοπεί στην πειραματική καταγραφή των φασμάτων απορρόφησης διαφόρων υλικών σε όλο το εύρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, τη θεωρητική μελέτη τους και τη συσχέτισή τους με τις φυσικοχημικές ιδιότητες του υλικού. Για παράδειγμα, φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού, φασματοσκοπία ακτινών Χ, οπτική φασματοσκοπία κ.λ.π. Absorption S p e c t r u m [Φάσμα Απορρόφησης] Φυσ. Η γραφική παράσταση του συντελεστή απορρόφησης ή οιοδήποτε άλλου μεγέθους σχετικού με την απορρόφηση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από ένα υλικό, καθώς μεταβάλλεται η συχνότητα ή το μήκος κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Τα τυπικά ο-

Absorptivity 2

πτικά φάσματα απορρόφησης των αερίων αποτελούνται από φωτεινές περιοχές διακοπτόμενες από σκοτεινές γραμμές απορρόφησης, Absorption System [Σύστημα Απορρόφησηδ] Μηχαν. Στα ψυγεία και στα κλιματιστικά συστήματα ο αέραδ απορροφάται από ένα μοτέρ, ψύχεται και αποβάλλεται στο θάλαμο του ψυγείου και στο δωμάτιο αντίστοιχα, Εκεί επειδή είναι βαρύτεροδ από τον θερμό αέρα ψύχει το χώρο που καταλαμβάνει. Absorption T o w e r [Πύργος Απορρόφησης] Μηχ. Αποτελείται από κατακόρυφο, κυλινδρικό δοχείο, στον πυθμένα του οποίου εισάγεται το αέριο, ενώ από την κορυφή του τροφοδοτείται το υγρό. Τα δύο ρευστά έρχονται σε επαφή, καθώς το αέριο ανέρχεται προς την κορυφή του δοχείου και το υγρό ρέει προς τον πυθμένα υπό μορφή σταγονιδίων. Το δοχείο μπορεί να περιέχει επίπεδους δίσκους ή τυχαία τοποθετημένο πληρωτικό υλικό, που διευκολύνουν την επαφή των δύο ρευστών. Absorption T r e n c h [Απορροφητικό χαντάκι] Οικοδ. Είναι μία τάφρος η οποία περιβάλλει τον αγωγό εκκένωσης ή πλήρωσης ενός σηπτικού βόθρου. Στην τάφρο περιέχονται στρώσεις αδρανών για την αποστράγγιση των λυμάτων και την παραλαβή των διαφορικών καθιζήσεων μεταξύ εδάφους και αγωγού ώστε να αποφευχθεί η θραύση του τελευταίου, Absorption Unit [Μονάδα Απορρόφησης] Ακουστ. Μονάδα ηχητικής απορρόφησης μίας επιφάνειας ίσης με 1 ft 2 =0.09290304m 2 από υλικό που απορροφά πλήρως τον ήχο. Sabin Absorption Wavemeter [Συσκευή μέτρησης] Ηλεκ. Συσκευή μέτρησης του μήκους κύματος ή της συχνότητας ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος με βάση το φαινόμενο του συντονισμού ηλεκτρικών κυκλωμάτων ή κοιλοτήτων. Ο συντονισμός της συσκευής στη συχνότητα της προσπίπτουσας ακτινοβολίας αντιστοιχεί στη μέγιστη απορρόφηση ενέργειας από τη συσκευή και ο υπολογισμός της συχνότητας του κύματος γίνεται με τη μέτρηση της χωρητικότητας και του συντελεστή αυτεπαγωγής του κυκλώματος συντονισμού, Absorptive Laws [Νόμοι απορρόφησης] Μαθημ. Οι νόμοι AuADB)=A και AH(AuB)=A, όπου τα Α και Β είναι δύο τυχαία αλγεβρικά σύνολα και τα σύμβολα Π και u παριστάνουν την ένωση και την τομή αντίστοιχα, πράξεις της θεωρίας συνόλων ή άλγεβρας Boole, Ισχύουν και στην περίπτωση που τα σύνολα Α, Β είναι τα κενά σύνολα ή αποτελούνται από ένα μόνο στοιχείο. Absorptive Power [Ισχύς Απορρόφησης] Φνσ. Σταθερά στο νόμο του Beer που εκφράζει την ικανότητα απορρόφησης ενός αερίου από ένα υγρό διάλυμα. -> Absorptivity Absorptivity [Μοριακός Συντελεστής Απορρόφησης] Α να/.. Χημ. Ορίζεται, ως ο συντελεστής ε από το νόμο του Beer: Α=εΟ, όπου Α είναι το ποσοστό του μονοχρωματικού φωτός που απορροφάται από ένα διάλυμα, C είναι η συγκέντρωση του διαλύματος και 1 το μήκος της διαδρομής του φωτός μέσα από το διάλυμα. Ονομάζεται και μοριακός συντελεστής απόσβεσης και η τιμή του είναι χαρακτηριστική της διαλυμένης ουσίας, για συγκεκριμένο διαλύτη. Absorptivity" [Μοριακός Συντελεστής Απορρόφησης] Φυσ. Εκφράζει το λόγο της ακτινοβολίας που απορροφάται από μια επιφάνεια προς τη συνολική ακτινοβολία που προσπίπτει σε αυτή.

Absorptivity Emmisivity Ratio

-30-

Absorptivity Emmisivity Ratio [Απορροφητικότητα] Αστροφυσ. Absorptivity Abstract Algebra [Αφηρημένη άλγεβρα] Μαθημ. Η μελέτη των μαθηματικών δομών με τη χρήση ενός συνόλου αλγεβρικών στοιχείων και δυαδικών νόμων για τον σύνδεση των στοιχείων αυτών. Περιλαμβάνει θεωρία ομάδων, θεωρία δακτυλίων και θεωρία αριθμών και είναι γνώστη και ως Σύγχρονη άλγεβρα. Βρίσκει εφαρμογές σε άλλους κλάδους των μαθηματικών, όπως η Γεωμετρία και η Συνδυαστική ή σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως στην ατομική φυσική και στην επιστήμη των υπολογιστών. Τέλος, η επιστήμη της αντιμεταθετικής άλγεβρας συνετέλεσε στη δημιουργία ενός νέου κλάδου των μαθηματικών, της Αναλυτικής Γεωμετρίας. Abstract Data Type (ADT) [Αφηρημένος τύπος δεδομένων] Υπολ. Η κλάση αντικειμένων δεδομένων, η οποία προσδιορίζεται από τον ίδιο τον προγραμματιστή, βάση του είδους και τις ιδιότητες των λειτουργιών που πρόκειται να τα χσησιμοποιήσουν, αλλά και από τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του κάθε προβλήματος. Κυριαρχεί στον προγραμματισμό προσανατολισμένο στο αντικείμενο (object-oriented programming), όπου κάθε σύνολο αντικειμένων είναι ένας αφηρημένος τύπος δεδομένων και περιλαμβάνει ουρές, λίστες, σωρούς, δένδρα, γραφήματα, κλπ. Abstract Syntax Notation (ASN.1) [Απόλυτη συντακτική σημειολογία] Επικοιν. Ειδική κωδικοποίηση για τις δικτυακές γλώσσες και πρωτόκολλο πχ SNMP. Abstract Theory [Περιληπτική Θεωρία] Τεχνολ. Όταν αναφερόμαστε σε μια θεωρία χωρίδ να κάνουμε ιδιαίτερη επέκταση στη δομή του συστήματοδ στο οποίο αναφέρεται, λέγεται περιληπτική θεωρία. Abstract Window Toolkit (AWT) [Εργαλειοθήκη απόλυτου παράθυρου] Επικοιν. Μια από τις βασικές βιβλιοθήκες της γλώσσας προγραμματισμού Java που χρησιμοποιείται για ορισμό και χειρισμό αντικειμένων παραθύρων. Abstraction [Απόκλιση κοίτης ποταμού] Υδρολ. Συμβαίνει πολλές φορές ένα ποτάμι να έχει τόσο ορμητικά νερά ώστε να μπορεί να παρασύρει στην δική του κοίτη τα νερά των γύρω ποταμών, αφήνοντάς τους σχεδόν στεγνούς. Αυτό ονομάζεται απόκλιση κοίτης ποταμού, και είναι αυτό που έχει οδηγήσει στη δημιουργία κάθε μεγάλου ποταμού που γνωρίζουμε. Abstraction Reaction [Αντίδραση Απόσπαση*] Χημ. Κατά τ is αντιδράσει αυτέ* έχουμε απομάκρυνση ενό* ατόμου από μια ένωση και τη δημιουργία μια* ελεύθερη* ρίζα.* ή ενόδ ιό ντο*. Στη συνέχεια το ασταθέ* προϊόν η θα αποβάλει ένα άτομο υδρογόνου (δημιουργία διπλού δεσμού) ή θα προσλάβει ένα καινούριο άτομο. Abundance [Περιεκτικότητα] Hup. Φυσ. Το επί τοις εκατό ποσοστό των ατόμων ενός ισοτόπου που περιέχεται σε ένα μίγμα ισοτόπων. Για την περίπτωση που το μίγμα των ισοτόπων είναι στην κατάσταση που βρίσκεται στη φύση, αναφέρεται και ως Natural Abundance δηλαδή φυσική περιεκτικότητα του στοιχείου στη φύση. —> Abundance Ratio Για παράδειγμα *

*

2 μι Τ

r

/

η φυσική περιεκτικότητα του U στο ουράνιο είναι 0.71%. Abundance 2 [Περιεκτικότητα] Γεωψ. II σχετική ποσότητα ενός στοιχείου σε μία χημική ένωση ή σε ένα μίγμα από πολλά στοιχεία. Για παράδειγμα, η περιεκτικότητα του φλοιού της Γης σε αλουμίνιο είναι 8%.

A b u n d a n c e Ratio [Ποσοστό Ιίεριεκτικότητας] Πυρ. Φυσ. Το επί τοις εκατό ποσοστό των ατόμων ενός ισοτόπου σε ένα μίγμα ισοτόπων. Αναφέρεται και ως Abundance δηλαδή ως περιεκτικότητα και αν το μείγμα είναι στην αναλογία που βρίσκεται στη φύση καλείται και Natural Abundance δηλαδή φυσική περιεκτικότητα του μίγματος στο συγκεκριμένο ισότοπο. A b u n d a n t N u m b e r [Αριθμός Abundant] Μαθημ. Ο αριθμός, ο οποίος ανήκει στο σύνολο των θετικών ακεραίων Ζ^και είναι μικρότερος από το άθροισμα όλων των διαιρετών του, εκτός του ίδιου του αριθμού, συμπεριλαμβανομένης και της μονάδας. Π.χ. ένας τέτοιος αριθμός είναι ο 12, γιατί είναι μικρότερος από το άθροισμα των διαιρετών του: 1+2+3+4+6= 16. A burton [Τοποθετημένα κατά πλάτος σε ένα πλοίο] Ναυ. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έκταση ενός αντικειμένου μέσα σε ένα πλοίο όταν το αντικείμενο αυτό είναι τοποθετημένο κάθετα στην γραμμή που ενώνει την πρύμνη με την πλώρη του πλοίου και εκτείνεται από την αριστερή μέχρι την δεξιά πλευρά του πλοίου. A b u t m e n t [Βάθρο] Πολ. Μηχ. Είναι το τμήμα εκείνο μιας δομικής κατασκευής που έρχεται σε επαφή με το έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η κατασκευή. Η λειτουργία του βάθρου είναι η ομοώή μεταφορά των τάσεων στο έδαφος και η αντίσταση στις ωθήσεις που προέρχονται από αυτό. Abutting J o i n t [Σύνδεση] Πολ. Μηχ. Το σημείο όπου δυο ξύλινα δοκάρια ενώνονται σχηματίζοντα* γωνία 90°. Η σύνδεση αυτή αποτελεί συνήθης τεχνική πρακτική στις κατασκευές για την δημιουργία ορθογώνιων γωνιών. Abutting Tenons [Προέκταση] Πολ. Μηχ. Όταν συνδέουμε δυο δοκάρια σε κοινή υποδοχή και κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ένα ν'αποτελεί την προέκταση του άλλου. Abvolt Per Centimenter [Μονάδα μέτρησης ηλεκτρισμού] Πλεκ. Μονάδα μέτρησης του έντασης του ηλεκτρικού πεδίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. Συμβολίζεται ως aV/ cm. abvolt [Μονάδα μέτρησης emu] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του δυναμικού, της διαφοράς δυναμικού - τάσης και της ηλεκτρεγερτικής δύναμης στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Ισχύει: laV=10" V όπου το Volt (V) είναι η αντίστοιχη μονάδα μέτρησης στο διεθνές σύστημα μονάδων. abwatt [[Μονάδα μέτρησης ρεύματος] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ισχύος ηλεκτρικού ρεύματος ή του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Ισχύει: 1 aW= 1W όπου το Watt (W) είναι η αντίστοιχη μονάδα μέτρησης στο διεθνές σύστημα μονάδων. a b W b [[Μονάδα μέτρησης ηλεκτ/σμου] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ροής του ηλεκτρικού πεδίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. —> Maxwell Abyssal [Αβυσσικός ή αβυσσαίος] Γεωλ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οργανισμούς, φαινόμενα ή αποθέσεις του βαθιού ωκεάνιου περιβάλλοντος, το οποίο εκτείνεται ανάμεσα στα 4000 μέτρα έως 6000 μέτρα. Abyssal Bcnthic [Βυθόδ Ωκεανού] Ωκεαν. Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε μελέτε* που γίνονται σε μεγάλο βάθη τηδ θάλασσα*. Abyssal Deposits [Αβυσσικά ιζήματα] Γεωλ. Τα πελα-

-31 νικά ιζήματα, τα οποία συσσωρεύονται στην περιοχή της αβυσσικής ζώνης και έχουν πάχος μερικών εκατοντάδων μέτρων. Κύρια συστατικά τους είναι ο κόκκινος άργιλος, ο χαλαζίας, η πυριτική ιλύς και διάφορα αυθιγενή υλικά. Μπορεί ακόμη να περιέχουν ηφαιστειακή τέφρα ή σπανιότερα, τμήματα μετεωριτών. Το χρώμα τους είναι γενικά σκούρο και είναι πολύ λεπτόκοκκα. Abyssal Floor [Αβυσσικός πυθμένας] Γεωλ. Η τεράστια ωκεάνια περιοχή της αβυσσικής ζώνης με σχετικά ομαλό βυθό. Βρίσκεται σε βάθος περίπου 4000 με 6000 μέτρων. Παλαιότερα είχε υποστεί έντονη σεισμική και ηφαστειακή δραστηριότητα, η οποία συνετέλεσε στο ήπιο ανάγλυφο του, αλλά σήμερα βρίσκεται σε ουσιαστικά ασεισμικές περιοχές. Στο ήπιας μορφής ανάγλυφο του συνέβαλε και η σταδιακή απόθεση πελαγικών ιζημάτων. Abyssal G a p [Αβυσσικό κενό] Γεωλ. Το χάσμα, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αβυσσικές πεδιάδες ίδιων ή διαφορετικών επιπέδων, διαμέσου του οποίου μπορούν να μεταφέρονται τα αβυσσικά ιζήματα. Abyssal Hill [Αβυσσικός λόφος] Γεωλ. Ο υποθαλάσσιος λόφος, ο οποίος βρίσκεται σε βάθος 3000 έως 6000 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Το ύψος του κυμαίνεται από 600 έως 900 μέτρα και η διάμετρος του είναι μερικές εκατοντάδες μέτρα. Abyssal Injection [Αβυσσική έγχυση] Γεωλ. Η διαδικασία προώθησης του μάγματος, το οποίο προέρχεται από μεγάλα βάθη, δια μέσου βαθύρριζων χασμάτων του φλοιού της γης. Abyssal Plain [Αβυσσική πεδιάδα] Γεωλ. Η τεράστια υποθαλάσσια σχεδόν επίπεδη περιοχή του βαθιού ωκεάνιου πυθμένα, η οποία βρίσκεται σε βάθος 3000 έως 6000 μέτρων, είναι συνήθως παρακείμενη σε ήπειρο και εκτείνεται πέραν του ηπειρωτικού περιθωρίου. Βρίσκονται σε περιοχές ασεισμικές, χωρίς ηφαιστειακή δραστηριότητα, αλλά παλαιότερα είχαν υποστεί έντονη τεκτονική και ηφαιστειακή δράση. Μπορεί να διασχίζονται από κανάλια, τα οποία μεταφέρουν ιζήματα, με τη μορφή τουρβιδικών ρευμάτων, μέχρι την περιοχή της ηπειρωτικής ανύψωσης. Abyssal Rock [Αβυσσικό πέτρωμα] Γεωλ. Τα πελαγικά πετρώματα, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της αβυσσικής ζώνης. Είναι παλιές, πολύ λεπτόκοκκες ιλύες, οι οποίες έχουν σχηματιστεί είτε από την απόθεση λεπτόκοκκων αργίλων είτε από την καθίζηση κολλοειδών ουσιών. Το χρώμα τους είναι γενικά σκούρο, η χημική τους σύσταση μπορεί να είναι ποικίλη και παραμένει ο μόνος τρόπος ταξινόμησης τους, αφού δεν είναι γνωστές οι ορυκτολογικές τους ιδιότητες. Abyssal Theory [Αβυσσική θεωρία] Γεωλ. Η θεωρία της προέλευσης και του σχηματισμού κοιτασμάτων που περιλαμβάνει των διαχωρισμό των ορυκτών κατά τη διάρκεια της ψύξης του τηγμένου φλοιού της γης. Abyssal Zone [Αβυσσική ζώνη] Γεωλ. Η βιογεωγραφική περιοχή του βαθύ ωκεάνιου πυθμένα που εκτείνεται σε βάθος περίπου από τα 2000 έως 6000 μέτρα . Τοποθετείται πέραν της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και καλύπτει τεράστιες επιφάνειες των μεγάλων ωκεάνιων πυθμένων. Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου διαπεραστικότητα του φωτός και οι αβυσσικοί οργανισμοί προσαρμόζονται έτσι ώστε να επιβιώνουν κάτω από υψηλές πιέσεις, χαμηλότατες θερμοκρασίες και ελάχιστο φως. Είναι γνωστή και ως πελαγική ζώνη . Abyssolith [Αβυσσόλιθος] Γεωλ. Μία τηγμένη μάζα, η

Accelcrated Aging

οποία προωθείται από την περιοχή του μόνιμα τηγμένου πετρώματος προς τα επάνω, όπου και στερεοποιείται. Abyssopelagic [Αβυσσοπελαγικός] Γεωλ Ο όρος, ο οποίος αναφέρεται σε οργανισμούς, φαινόμενα ή αποθέσεις στην περιοχή του ανοικτού ωκεανού της αβυσσικής ζώνης. a C [Μονάδα μέτρησης emu] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. —> Abcoulomb ac [Συνιομογραφία Alternating Current] Ηλεκ. Συντομογραφία του εναλλασσόμενού ρεύματος δηλαδή του ηλεκτρικού ρεύματος του οποίου κάποια χρονική στιγμή μεταβάλλεται η φορά του. —> Alternating Current Ac [Σύμβολο Actinium] Φυσ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου Ακτίνιο. —> Actinium Ac (Acn) [Σύμβολο θερμοκρασιών] Μηχ. Σύμβολο χαρακτηριστικών θερμοκρασιών μετατροπών φάσεων κραμάτων σιδήρου ή ατσαλιού όπου ανάλογα με τον κάτω δείκτη -η- αναφέρεται σε θερμοκρασία συγκεκριμένης ουσίας και μετατροπής φάσης. Για παράδειγμα Ac2 είναι η θερμοκρασία Curie δηλαδή η θερμοκρασία μετατροπής από σιδηρομαγνητικό σε παραμαγνητικό υλικό του φερίτη (FejO.-j) κ.λ.π. Acadian Orogeny [Ακαδιανή ορογένεση] Γεωλ. Η πτύχωση, η οποία παρατηρείται στο βόρειο τμήμα του Αππαλάχιου γεωσυγκλίνοντος και ξεκίνησε κατά την Δεβονιανή γεωλογική περίοδο. Acanthite [ΑκανΟίτη*] Υλικ. Ορυκτό του αργύρου με θείο, χρώματο.* μελανού που κρυσταλλώνεται στο ορΟορομβικό σύστημα. Acanthus [Ακανθος] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής ονομάζεται με αυτόν τον όρο το διακοσμητικό γλυπτό που αναπαριστά τα φύλλα του γνωστού Μεσογειακού φυτού της ακάνθου. Χαρακτηριστική περίπτωση που απαντάται είναι στα κιονόκρανα Κορινθιακού ρυθμού. Acapau [Ακαπού] Υλικ. Είδο* ξύλου το οποίο χρησιμοποιείται για λεπτή εργασία όπωδ τέμπλο ναών, σκάλισμα ψηφιδωτών. Acaricide [Ακαριοκτόνο] Υλικ. Ένα από τα πιο διαδεδομένα προϊόντα σ' όλο τον κόσμο που απαλλάσσει τον άνθρωπο και τα ζώα από ανεπιθύμητα έντομα. Χρησιμοποιείται ευρύτατα και στη γεωργία για την εξόντωση των ζιζανίων. Acaroid Resin [Φυτική Ρητίνη ] Opy. Χημ. Η ρητίνη αυτή είναι ρετσίνι του δέντρου Xanthorrhoea που χρησιμοποιείται λόγω των ελαστικών του ιδιοτήτων στα βερνίκια και στα μελάνια. Acarophily [Ακαροφιλία] Οικολ. Ο όρος αυτός εκφράζει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα φυτά και στα ζιζάνια που παρασιτούν σε κάθε είδος φυτού. Είναι μία σχέση συμβίωσης και αλληλεξάρτησης παρά το γεγονός ότι συνήθως προσπαθούμε να εξοντώσουμε τα ζιζάνια θέλοντας να προστατεύσουμε τα φυτά μας. Acaustobiolith [Ακαουστοβιόλιθοδ] Πετρ. Ορυκτό από οργανικέ* ύλε* που προέρχεται απ'την συγκέντρωση θρεπτικών υλών στο υπέδαφοδ μετά απ'την θανάτωση έμβιων όντων (ζώα,πουλιά,σκώληκεδ κλπ) Acaustophytolith [Λκαουστοφυτόλιθοδ] Πετρ. Είναι ακαουστοβιόλιθο.* που λόγω τη* μακρά.* παραμονήδ του στο έδαφο* έχουν ριζώσει πάνω του διάφορα φυτά. Accelerated Aging [Επιταχυνόμενη Γήρανση] Μηχ.

Accelerated Erosion

-32-

Δοκιμή της αντοχής κατασκευαστικών υλικών όπως ηλεκτρόνια, προς την άνοδο του καθοδικού σωλήνα σκυροδέματος, καλωδίων κ.λ.π, με σκοπό τον έλεγχο χωρίς να συγκρατεί μεγάλο μέρος από αυτά, δίνοντάς των ιδιοτήτων του υλικού σε μακροχρόνια βάση. Στην τους την απαραίτητη κινητική ενέργεια. Στις ηλεκτροπερίπτωση του σκυροδέματος, σε ειδικό θάλαμο και με νικές λυχνίες, λόγω της μορφής του, το ηλεκτρόδιο αυκατάλληλη γρήγορη διαδοχή συνθηκών ψύξης θέρμαν- τό καλείται και πλέγμα και μεταβάλλοντας το δυναμισης, επιταχύνεται η καταπόνηση του υλικού και έτσι κό του σε σχέση με το δυναμικό της καθόδου επιτυγγίνεται η προσομοίωση της φθοράς του από τις περι- χάνεται η επιθυμητή ενίσχυση του ρεύματος ή και η βαλλοντολογικές συνθήκες σε μακροχρόνια βάση. Κα- διακοπή του. τά αυτό τον τρόπο ελέγχονται οι ιδιότητες του σκυρο- Accelerating Potential [Δυναμικό Επιτάχυνσης] Ηλεκ. δέματος με την πάροδο των ετών, χωρίς η διάρκεια του Το δυναμικό που επιταχύνει φορτισμένα σωματίδια σε πειράματος να εκτείνεται στο χρόνο αυτό. Στην περί- οιαδήποτε διάταξη χρησιμοποιεί δέσμη κινούμενων πτωση των καλωδίων, για κατάλληλο χρονικό διάστη- φορτισμένων σωματιδίων, δίνοντάς τους την κατάλλημα διέρχεται από αυτό διπλάσιο του κανονικού ρεύμα- λη ταχύτητα και ενέργεια. Δυναμικό επιτάχυνσης ανατος και η καταπόνηση του καλωδίου αντιστοιχεί στην φέρεται στον καθοδικό σωλήνα, στο φασματογράφο λειτουργία του για πολλά έτη. μάζας, στο κύκλοτρο κ.λ.π. Accelerated Erosion [Αυξανόμενη εξάλειψη] Γεωλ. Accelerating Relay [Ηλεκτρονόμος Επιτάχυνσης] ΙΙΤα πετρώματα, η άμμος ή το χώμα που βρέχονται από λεκ. Κατάλληλος διακόπτης για την παροχή επιπλέον τη θάλασσα υφίστανται αλλοίωση από το νερό και με ενέργειας με σκοπό την έναρξη ή την επιτάχυνση της αργό ρυθμό χάνεται έδαφος. Το έδαφος αυτό όμως με λειτουργίας ενός ηλεκτρικού κινητήρα. επίσης αργό ρυθμό αναπαράγεται και αντικαθίσταται. Acceleration [Επιτάχυνση] Μηχ. Πρόκειται για διανυΑν ο ρυθμός καταστροφής του εδάφους είναι μεγαλύ- σματικό μέγεθος που ορίζεται ως ο ρυθμός μεταβολής τερος από τον ρυθμό αναπαραγωγής του, τότε έχουμε της ταχύτητας και εκφράζεται σε μονάδες m/*2. αυξανόμενη εξάλειψη με την πάροδο του χρόνου. Acceleration Catalyst [Θετικός Καταλύτης] Μηχ. ΕίAccelerated Fatigue Test [Ελεγχος αντοχής] Μηχ. ναι η καταλυτική ουσία η οποία αυξάνει την ταχύτητα Είναι μια διαδικασία που εφαρμόζεται για να διαπι- μιας χημικής αντίδρασης, επιταχύνοντας την αποκατάστωθεί η ανθεκτικότητα ενός μηχανήματος ή συσκευ- σταση της ισορροπίας. ής. Κατά τη διαδικασία αυτή το μηχάνημα μπαίνει σε Acceleration Due To Gravity [Επιτάχυνση Βαρύτηλειτουργία, και ο ρυθμός με τον οποίο δουλεύει συνε- τας] Φυσ. Εκφράζει την επιτάχυνση την οποία αποκτά χώς αυξάνεται. Έτσι το μηχάνημα φτάνει στα άκρα της ένα σώμα, καθώς εκτελεί ελεύθερη πτώση και οφείλεαντοχής του και εμείς μπορούμε να παρατηρήσουμε τη ται στην επίδραση της βαρύτητας. Ανάλογα με το γεωσυμπεριφορά του, ώστε να είμαστε σίγουροι για τις γραφικό πλάτος, η επιτάχυνση της βαρύτητας εμφανίσυνέπειες που μπορεί να έχει μια τέτοια λειτουργία της ζει μικρές μεταβολές, που οφείλονται στην περιστροφή μηχανής αυτής. της γης αλλά και στο γεγονός ότι η γη δεν είναι τελείAccelerated Life Test [Τεστ Επιτάχυνση*] Μηχ Δοκι- ως σφαιρική. Πρακτικά, είναι ανεξάρτητη από τη φύση μαστική λειτουργία ενόδ κινητήρα σε ακραίε* του σώματος και για όλα τα σημεία κοντά στην επιφά-2 συνθήκεδ με στόχο να διαπιστώσουμε τα όρια νεια της γης έγει σταθερή τιμή και ίση με 9,80665m/* λειτουργία* του. Στο τεστ αυτό η μηχανή λειτουργεί σε ή 32,1740Λ/δ". Είναι γνωστή και ως επιτάχυνση ελεύυψηλέ* στροφέ.* για όση ώρα χρειάζεται μέχρι να δια- θερης πτώσης. πιστωθεί μείωση τη.* απόδοση* του ή ράγισμα. Acceleration E r r o r [Σφάλμα επιτάχυνσης] Νανπηγ. Τα Accelerated Test [Δοκιμή Επιταχυνόμενης Γήρανσης] αεροπλάνα διαθέτουν όργανα που εκμεταλλεύονται το Μηχ. Διαδικασία δοκιμής της αντοχής κατασκευαστι- μαγνητικό πεδίο της γης για να καθορίσουν την πορεία κών υλικών όπως σκυροδέματος, καλωδίων με την πά- ή το ύψος τους. Πολλές φορές, λόγω της μεταβολής ροδο του χρόνου. Ανάλογα με το υλικό προσομοιώνο- του διανύσματος της ταχύτητας του αεροπλάνου, λόγω νται οι φθορές του με την πάροδο των ετών μέσω της επιτάχυνσης, τα όργανα αυτά παρουσιάζουν σφάλμα, επιβολής σε αυτά ακραίων συνθηκών λειτουργίας, π.χ δεν απεικονίζουν δηλαδή την πραγματική θέση του στο σκυρόδεμα συνεχείς κύκλους γρήγορης ψύξης - σκάφους. Το σφάλμα αυτό ονομάζεται σφάλμα επιτάθέρμανσης ή στα καλώδια διπλάσιο ρεύμα από το ρεύ- χυνσης. Το σφάλμα εμφανίζεται είτε ως απόκλιση της μα κανονικής λειτουργίας. μαγνητικής πυξίδας του αεροσκάφους η οποία επηρεάAccelarated W e a t h e r i n g [Επιταχυνόμενη Κακοκαι- ζεται λόγω επιτάχυνσης από το μαγνητικό πεδίο της ρία] Μηχ. Τεστ με το οποίο διαπιστώνουμε την αντοχή γης, είτε ως απόκλιση του επιπέδου του ορίζονται που μια* βαφή.* σε έντονε.* καιρικέδ συνθήκεδ. Όταν η επι- δίνουν τα όργανα από τον πραγματικό ορίζοντα. φάνεια που επικαλύπτεται εμφανίζει σκασίματα ή ξε- Accelaration Globulin [Καταλυτική Γλοβουλίνη] βάφει σε αδικαιολόγητα μικρό χρονικό διάστημα τότε Βιοχημ. Πρωτεΐνη που ανήκει στην κατηγορία των το τεστ είναι θετικό και πρέπει να γίνουν οι αναγκαίε* γλοβουλινών (πχ αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη). Χρησιδιορθώσεΐδ στην παραγωγή. μοποιείται cos επιταχυντή.* στην αντίδραση που λαμβάAccelerating Agent [Καταλύτη*] Υλικ. Είναι χημικέδ νει χώρα για την θρόμβωση του αίματο*. ενώσει* κυρίωδ στερεάδ μορφή*, οι οποίε.* προστίθε- Acceleration M e a s u r e m e n t 1 [Μέτρηση Επιτάχυνσης] νται σε χημικέδ αντιδράσει.* αυξάνοντα* την ταχύτητα Μηχ. Μέθοδος μέτρησης της συνολικής, μεταφορικής του* και λαμβάνονται αναλοίωτεδ μετά το τέλο* κάθε και περιστροφικής, επιτάχυνσης ενός σώματος, η οποίαντίδραση*. α καταγράφει το μέτρο, τη διεύθυνση και τη φορά της. Accelerating Electrode [Ηλεκτρόδιο Επιτάχυνσης] Acceleration M e a s u r e m e n t 2 [Μέτρηση Επιτάχυνσης] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο που βρίσκεται σε κατάλληλη θέση Αεμοπ. Βασική διαδικασία για την αδρανειακή πλοήγηκαι με θετικό δυναμικό ως προς το νήμα που εκπέμπει ση ενός πύραυλου ή αεροπλάνου, δηλαδή τον καθοριτα θερμοηλεκτρόνια στον καθοδικό σωλήνα, ώστε να σμό της θέσης και της ταχύτητάς του χωρίς τη χρήση προκαλεί την επιτάχυνση τους. Το ηλεκτρόδιο ωθεί τα ραδιοβοηθημάτων ή τη μέτρηση αποστάσεων και την

-33παρακολούθηση του ανάγλυφου του γύρω χώρου. Acceleration Of Free Fall [Επιτάχυνση της Ελεύθερης Πτώσης) Μηχ. Η επιτάχυνση που αποκτούν τα σώματα όταν αφήνονται να κινηθούν χωρίς αρχική ταχύτητα και με την επίδραση μόνο του βάρους τους. Η επιτάχυνση αυτή είναι κοινή για όλα τα σώματα, αλλά μεταβάλλεται από σημείο σε σημείο της επιφάνειας της γης και καθώς αλλάζει η απόσταση από το κέντρο της. —> Acceleration Of Gravity Acceleration S i g n a t u r e [Σήμα της επιτάχυνσης] Μηχ. Πρόκειται για ένα καταγεγραμμένο σήμα, το οποίο παρουσιάζει το ρυθμό μεταβολής της ταχύτητας ενός συγκεκριμένου σημείου, σε ορισμένη χρονική περίοδο. Acceleration Stress [Πίεση επιτάχυνσης] Διαστημ. Κατά την επιτάχυνση ενός διαστημικού σκάφους, η οποία είναι πολύ μεγάλη, οι επιβαίνοντες δέχονται πάρα πολύ μεγάλη πίεση. Ο ανθρο')πινος οργανισμός μπορεί να αντέξει μέχρις ενός σημείου την πίεση αυτή, που πέραν των άλλων δημιουργεί τρομερή ένταση στην καρδιά. Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να αντέξει ευκολότερα την πίεση επιτάχυνσης όταν η επιτάχυνση είναι απότομη και για μικρό χρονικό διάστημα, παρά όταν είναι μικρότερη αλλά διαρκεί περισσότερο. Η πίεση που ασκείται στο ανθρώπινο σώμα είναι και ο λόγος που επιβάλλει την άριστη φυσική κατάσταση των ανθρώπων που λαμβάνουν μέρος σε διαστημικές αποστολές. Acceleration Switch [Διακόπτης Επιτάχυνσης] Ηλεκ. Κατάλληλος διακόπτης ο οποίος ενεργοποιεί ή απενεργοποιεί ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, ανάλογα με τις τιμές της επιτάχυνσης ενός σώματος. Συνήθως ο διακόπτης ενεργοποιείται όταν η επιτάχυνση υπερβαίνει κάποια καθορισμένη τιμή. Acceleration Time [Χρόνος Έναρξη* 1 ΙΙλημ. Όταν ένα* ηλεκτρονικό* υπολογιστή* είναι εκτό* λειτουργία* χρειάζεται ορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι να θέσει σε λειτουργία το λειτουργικό σύστημα και να είναι διαθέσιμε* όλεδ οι ικανότητεδ του. Acceleration Tolerance 1 [Αντοχή στην επιτάχυνση] Διαστημ. Κάποιες φορές οι αστροναύτες μην αντέχοντας την πίεση από την επιτάχυνση του διαστημοπλοίου, λιποθυμούν στα μέσα αυτής της διαδικασίας. Το ζήτημα είναι πόσο θα αντέξουν την επιτάχυνση χωρίς να λιποθυμήσουν, και ονομάζεται αντοχή στην επιτάχυνση. Acceleration Tolerance 2 [Αντοχή στην επιτάχυνση] Μηχ. Εκφράζει το βαθμό στον οποίο κάποιο μηχάνημα μπορεί να αντέξει σε συνθήκες επιτάχυνσης. Accclcration Voltage [Τάση Επιτάχυνσης] Ηλεκ. Η τάση που επικρατεί μεταξύ της καθόδου ενός καθοδικού σωλήνα και του ηλεκτροδίου επιτάχυνσης των ηλεκτρονίων. Η τάση αυτή επιταχύνει τα ηλεκτρόνια δίνοντάς τους την κατάλληλη ταχύτητα και ενέργεια με την οποία προσπίπτουν στην άνοδο. Accelerator [Επιταχυντής] Χημ. Εκφράζει μια ένωση, η οποία χρησιμοποιείται για την αύξηση της ταχύτητας μιας χημικής αντίδρασης. Ονομάζεται και καταλύτης. Accelerator [Επιταχυντής] Πυρ. Φυσ. Διάταξη επιτάχυνσης φορτισμένων σωματιδίων, με χρήση κατάλληλων ηλεκτρικών πεδίων. Τα σωματίδια, με τη βοήθεια μαγνητικών πεδίων, μπορούν να κινούνται ευθύγραμμα ή κυκλικά ανάλογα με το είδος του επιταχυντή και αφού αποκτήσουν την κατάλληλη κινητική ενέργεια, συμμετέχουν σε συγκρούσεις για τη δημιουργία νέων σωματιδίων και τη μελέτη βασικών φυσικών νόμων, Υπάρχουν πολλών ειδών επιταχυντές, όπως ο γραμμι-

Acceptability

κύς επιταχυντής, το κύκλοτρο, το βήτατρο ή το σύγχροτρο. Accelerator J e t [Υπερσυμπιεστή*] Μηχ. Σύστημα που χρησιμοποιείται στου* κινητή pes οχημάτων. Σπρώχνει με πίεση τον αέρα προ.* τον κύλινδρο επιτυγχάνοντα* με αυτό τον τρόπο καλύτερη καύση του καυσίμου και άρα μεγαλύτερη επιτάχυνση. Accelerator Linkage [ Πρόγραμμα Επιτάχυνση.*! Μηχ. Αντικαθιστά τον συμπλέκτη στα οχήματα χωρίδ συμπλέκτη. Είναι ένα πρόγραμμα το οποίο ρυθμίζει την αλλαγή των δίσκων στη μηχανή, Accelerator Mass Spectrometer [Φασματογράφος Μάζας με Επιταχυντή] Φασματ. Εξαιρετικά ευαίσθητος φασματογράφος μάζας ο οποίος χρησιμοποιεί και μία διάταξη επιτάχυνσης φορτίων επιτυγχάνοντας την ανίχνευση και τη μέτρηση της φυσικής περιεκτικότητας σπάνιων ισοτόπων. Accelerator Pedal [Γκάζι Αυτοκινήτου ή Μοτοσυκλέταδ| Μηχ. Βρίσκεται στο πόδι του οδηγού ή στο χέρι του αναβάτη και δίνει εντολή στο κύκλωμα να ελευθερώσει περισσότερο καύσιμο στον κύλινδρο για να επιταχύνει το όχημα. Accelerator P u m p [Αντλία Βενζίνη.*] Μηχ. Σύστημα που ρουφάει τη βενζίνη από το ρεζερβουάρ και την ψεκάζει στον κύλινδρο. Έτσι έχουμε το καύσιμο έμπλουτισμένο με αρκετό αέρα για να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή καύση. Accelcrogram [Επιταχυνσιόγραμμα] Μηχ. Ορίζει το διάγραμμα που προκύπτει από τις μετρήσεις που καταγράφει ο επιταχυνσιογράφος. Accelerograph [Επιταχυνσιογράφος] Μηχ. Είναι το επιταχυνσιόμετρο το οποίο έχει τη δυνατότητα να καταγράφει τις μετρήσεις της επιτάχυνσης ενός σημείου της επιφάνειας της γης κατά τη διάρκεια ενός σεισμού ή γενικότερα, οποιοδήποτε είδος επιτάχυνσης, Accelerometcr [Μετρητής Επιτάχυνσης] ίίλεκ. Ιϊλεκτρονική διάταξη κατάλληλη για τη μέτρηση της επιτάχυνσης ενός σώματος. Η αρχή λειτουργίας της στηρίζεται στο πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο βάση του οποίου, η δύναμη που προκαλεί την επιτάχυνση του σώματος προκαλεί ανάλογη με αυτή τάση στα άκρα ενός πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου. Συνεπώς η έξοδος της διάταξης είναι μια τάση ανάλογη της επιτάχυνσης του σώματος. Accelerometry [Επιταχυνσιομετρία] Μηχ. Περιλαμβάνει τον υπολογισμό της συνολικής επιτάχυνσης ή επιβράδυνσης ενός σώματος, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, Accelofiltcr [Αντλία Φίλτρου] Χημ. Για να επιταχύνουμε μια χρωματογραφική μέθοδο χρησιμοποιούμε υψηλή πίεση. Έτσι η κινητή φάση περνάει ταχύτερα από την στατική και αυξάνεται η ταχύτητα τη* ανάλυση.*, Accept [Αποδοχή] Υπολ. Η δήλωση μεταβίβασης δεδομένων, η οποία χρησιμοποιείται στη FORTRAN, όταν ο υπολογιστής είναι σε διαλογικό τρόπο λειτουργίας και επιτρέπει στον προγραμματιστή να εισάγει δεδομένα στη μνήμη, μέσω της τηλεγραφομηχανής. Acceptability [Ανθεκτικότητα, αντοχή] Μηχ. Είναι οι συνθήκες ή οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες λειτουργεί σωστά μια συσκευή. Είναι για παράδειγμα το μέγιστο βάρος που μπορεί να σηκώσει ένας γερανός, το μέγιστο ρεύμα που μπορεί να περάσει από μία αντίστάση χωρίς αυτή να καεί, τα άτομα που μπορούν να χωρέσουν σε ένα ανελκυστήρα. Δεν μπορούμε π. χ. να

Acccptablc Quality Level

-34-

μετρήσουμε την θερμοκρασία βρασμού του νερού με ένα ιατρικό θερμόμετρο, γιατί αυτό έχει ανεκτικότητα έως 42 C. Για τις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές αυτές οι προϋποθέσεις αναγράφονται στις οδηγίες χρήσεως. Acceptable Quality Level [Αποδεκτό Επίπεδο Ποιότητας] Χημ. Μηχ. Είναι γνωστό με τη συντομογραφία AQL. Για ένα συγκεκριμένο προϊόν, προσδιορίζεται ως το μέγιστο ποσοστό των ελαττωμάτων που μπορεί να γίνει αποδεκτό. Acceptable Reliability Level [Αποδεκτό Επίπεδο Αξιοπιστίας] Χημ. Μηχ. Είναι γνωστό με τη συντομογραφία ARL. Είναι ο βαθμός αξιοπιστίας που ορίζεται για μια διεργασία και εκφράζεται ως το σύνολο των σφαλμάτων που μπορούν να συμβούν, σε μοναδιαίο χρόνο. Acceptable Risk | Ανεκτό μέγεθος σεισμού] Γεωφ. Στη σεισμολογία υπάρχει ένα όριο για να θεωρηθεί ένας σεισμός μεγάλ,ος ή μικρός. Έχει τοποθετηθεί για το σκοπό αυτό ένα σημείο στην κλίμακα Richtcrjo οποίο καθορίζει τη μέγιστη ένταση την οποία αν έχει μια σεισμική δόνηση, δεν θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στις περιοχές όπου γίνεται αισθητή. Το μέγεθος αυτό καθορίζει τις προδιαγραφές κάτω από τις οποίες πρέπει να κατασκευάζονται τα κτήρια, ώστε αν συμβεί ένας τέτοιος σεισμός να μην υπάρξουν υλικές ζημιές. Παρ' όλ' αυτά τα κτήρια κατασκευάζονται ώστε να μπορούν να αντέξουν και σε μεγαλύτερες από αυτή εντάσεις σεισμού. Acceptance Angle [Γωνία Πρόσπτωσης] Ηλεκ. Στερεά γωνία μέσα από την οποία φως μπορεί να προσπίπτει στην κάθοδο ενός φωτοηλεκτρικού σωλήνα. Acceptance Criteria [Κριτήρια Αποδοχής] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει τις ιδιότητες ενός προϊόντος, οι οποίες εξετάζονται κατά τη διάρκεια ελέγχου του αποδεκτού επιπέδου ποιότητας. Acceptance N u m b e r [Αριθμός Αποδοχής] Χημ. Μηχ. Για μια δειγματοληψία, αποτελεί το όριο του αριθμού των ελαττωμάτων που μπορεί να βρεθεί, ώστε το προϊόν να γίνει αποδεκτό. Acceptance Sampling [Δειγματοληψία Έγκρισης] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται δείγμα από μια παρτίδα προϊόντος για να ελεγχθεί, ώστε να μπορεί να αποφασισθεί εάν η συγκεκριμένη παραγωγή γίνεται αποδεκτή για προώθηση ή πρέπει να απορριφθεί. Acceptance Test [Ελεγχος Έγκρισης] Χημ. Μηχ. Είναι ο έλεγχος που γίνεται σε ένα προϊόν με σκοπό να διαπιστωθεί αν ικανοποιούνται οι προδιαγραφές του. Acceptor 1 [Δέκτης] Χημ. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε χημικό είδος το οποίο κατά τη διάρκεια μιας αντίδρασης προσλαμβάνει κάποιο ηλεκτρόνιο ή πρωτόνιο ή ζεύγος ηλεκτρονίων ή μύρια. Acceptor" [Δέκτης] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στον κατεργασμένο ασβεστόλιθο ή δολομίτη, που χρησιμοποιείται στη διεργασία αεριοποίησης του άνθρακα, με σκοπό την παροχή εξωτερικής θερμότητας στην αντίδραση αεριοποίησης. Συγκεκριμένα, ο δέκτης απορροφά το παραγόμενο διοξείδιο του άνθρακα με σύγχρονη έκλυση θερμότητας. Acceptor Atom [Δέκτης Ηλεκτρονίων] Φνσ. Στεμ. Κατασ. Πρόκειται για άτομα στοιχείων, π.χ. ΑΙ, Ga, In, τα οποία έχουν τουλάχιστον ένα ηλεκτρόνιο λαγότερο στην εξωτερική στοιβάδα από τα άτομα ενός ημιαγωγού, π.χ. Si, Gc και όταν τα αντικαθιστούν δεσμεύουν τουλάχιστον ένα από τα ηλεκτρόνια σθένους του. Κα-

τά συνέπεια δημιουργούν μία οπή, δηλαδή ένα έλλειμμα ηλεκτρονίου στη ζώνη σθένους του ημιαγωγού, η οποία συμβάλλει στην αγωγιμότητά του. Ο ημιαγωγός τότε καλείται ημιαγωγός τύπου ρ. Acceptor Circuit [Κύκλωμα Λήψης] Ηλεκ. Κύκλωμα το οποίο απορροφά ενέργεια όταν η τάση στα άκρα του έχει συχνότητες μίας συγκεκριμένης περιοχής, στην οποία το κύκλωμα είναι συντονισμένο και παρουσιάζει χαμηλή εμπέδηση. Σε άλλες περιοχές συχνοτήτων λόγω της υψηλής εμπέδησής του το κύκλωμα δεν απορροφά ενέργεια. Acceptor Impurity [I Ιρόσμιξη Αποδοχής Ηλεκτρονίων] Φιχ7. Στερ. Κατασ. Προσμίξεις ατόμων σε ημιαγωγούς που δεσμεύουν ηλεκτρόνια και δημιουργούν οπές στη ζώνη σθένους του ημιαγωγού. Acceptor, Acceptor Atom Acceptor Level [Ενεργειακό Επίπεδο Λέκτη Ηλεκτρονίων] Φυσ. Στερ. Κατασ. Η ενέργεια των ηλεκτρονίων σθένους ατόμων, όπως π.χ. ΑΙ, Ga, In, όταν αυτά αντικαθιστούν τα άτομα ενός ημιαγωγού, π.χ. Si, Gc. Η ενέργεια αυτή είναι λίγο μεγαλ.ύτερη από την ενέργεια του πάνω άκρου της ζώνης σθένους του ημιαγωγού και σε θερμοκρασίες δωματίου δεσμεύονται ηλεκτρόνια σθένους του ημιαγωγού από τα άτομα ΑΙ, Ga, In, δημιουργώντας οπές. Acceptor Material [Αποδέκτης] Υλ.ικά, χημικές ενώσεις, άτομα στοιχείων, τα οποία υπό κατάλληλες συνθήκες δέχονται ηλεκτρόνια, ιόντα, μόρια, κ.λ.π. -> Acceptor, Acceptor Atom Access [Γίρόσβασηΐ 1. Γεν. Πρόκειται για μια πραγματική δουλεία που πηγάζει από το Εμπράγματο Δίκαιο και αφορά στο δικαίωμα πρόσβασης οιουδήποτε σε έναν τόπο, χωρίς καμία παρεμπόδιση εκ μέρους του ιδιοκτήτη της διόδου πρόσβασης. Συνήθως τέτοια δικαιώματα πρόσβασης είναι υπέρ του κοινωνικού συνόλου και αφορούν στην πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους. 2. Υπολ. Είναι η καταγραφή δεδομένα) ν αλνλά και η προσπέλαση σε πληροφορίες που είναι καταχωρημένες στους αποθηκευτικούς χώρους των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Access Code 1 [Κώδικαδ Εισόδου] Πληρ. 'Evas μυστικόδ αριθμό$ τον οποίο γνωρίζει μόνο ο χρήστη* και του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει κάποιο πρόγραμμα ή να διαβάσει κάποιο προστατευμένο αρχείο. Ο κώδικα$ αυτό* μπαίνει από τον δημιουργό του προγράμματοδ. Access Code 2 [Κώδικας πρόσβασης] Επικοιν. Κοοδικός που χρησιμοποιεί ο χρήστης για να έχει πρόσβαση σε ένα πολοχρηστικό σύστημα. Access Control 1 [Έλεγχος πρόσβασης] Επικοιν. 1. Σύνολο ρουτινών και ενεργειών που καλύπτει την πρόσβαση ενός χρήστη και καλόπτει τις απαιτήσεις του μέσου επικοινωνίας 2. Σύνολο ρουτινών για τον έλεγχο ασφαλείας (πγ έλεγχος του Access Code. Access Control [Ελεγχος προσπέλασης] Υπολ. Ο περιορισμός στην προσπέλαση κάποιου χρήστη στα διάφορα τμήματα ενός υπολογιστικού συστήματος, όπως το λογισμικό, το υλ,ικό, κλ.π, αλΛά και στις λειτουργίες που μπορεί να εκτελεστούν πάνω σε αυτά, με στόχο την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων. Η προσπέλαση επιτρέπεται μόνο σε εξουσιοδοτημένους χρήστες.^ Access Line [Γραμμή Σύνδεση*] Επικ. Είναι η τηλεφωνική γραμμή που συνδέει τον χρήστη με τον προμηθευτή ο 0π0ί05 αναλαμβάνει να τον συνδέσει με το διαόί-

-35κτυϋ. Access Control List [Κατάλογος ελέγχου προσπέλασης] Υπολ. Ο κατάλογος, ο οποίος περιέχει τους φορείς, δηλαδή τους χρήστες ή τα προγράμματα, οι οποίοι είναι εξουσιοδοτημένοι να προσπελάσουν κάποιο συγκεκριμένο τμήμα του υπολογιστικού συστήματος, π.χ. ένα αρχείο. Επίσης, περιέχει τη διεύθυνση της θέση μνήμης και τον επιτρεπόμενο τρόπο προσπέλασης των διάφορων τμημάτων από τους εξουσιοδοτημένους φορείς. Τα πιο συνηθισμένα δικαιώματα προσπέλασης είναι: μόνο εκτέλεση, μόνο ανάγνωση, διαγραφή, προσθήκες πληροφοριών, ενημέρωση. Τα Windows ΝΤ/2000 της Microsoft και τα συστήματα βασισμένα σε Unix είναι κάποια από τα λειτουργικά συστήματα που χρησιμοποιούν τέτοιους καταλόγους. Access Control Register ΙΚαταχωρητής ελέγχου προσπέλασης] Υπολ. Ο καταχωρητής, ο οποίος περιέχει αποθηκευμένες εντολές, με στόχο των έλεγχο της διαβίβασης δεδομένων μεταξύ της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και των περιφερειακών συσκευών εισόδου/ εξόδου, διαμέσου ενός καναλιού. Access Control Words [Εντολές ελέγχου προσπέλασης] Υπολ. Οι εντολές, οι οποίες βρίσκονται μόνιμα αποθηκευμένες στο υπολογιστικό σύστημα και ελέγχουν την διαβίβαση δεδομένων, μέσω ενός καναλιού. Access Delay [Καθυστέρηση πρόσβασης] Επικοιν. Χρόνος καθυστέρησης που αναλίσκεται στη σύνδεση ενός σταθμού στο δίκτυο πχ αναγνώριση, έλεγχος συνθηματικο')ν, έλεγχος εξοπλισμού κτλ. Access Door [Πρόβλεψη πρόσβασης] Οικοδ. Είναι η πρόβλεψη για άνοιγμα σε τοίχους ή διαχωριστικά στοιχεία μιας κατασκευής για την πρόσβαση στα ηλεκτρικά ή υδραυλικά της δίκτυα. Π πρόβλεψη του ανοίγματος αυτού αποτρέπει την καταστροφή τοίχων ή άλλων σταθερών προσαρτημάτων όταν υπάρχει η ανάγκη επέμβασης στα δίκτυα. Access Eye [Ανοιγμα πρόσβασης] Οικοδ. Είναι ένα άνοιγμα από το οποίο γίνεται έλεγχος για την επαλήθευση της ομαλής λειτουργίας κυρίως των δικτύων αποχέτευσης. Από το ίδιο αυτό άνοιγμα μπορεί να γίνει και επέμβαση απόφραξης όταν αυτό είναι απαραίτητο. Συνήθως είναι καλυμμένο από μεταλλική ραβδωτή πλάκα και βρίσκεται σε κομβικά σημεία του δικτύου. Access M a n a g e m e n t [Διαχείριση προσπέλασης] Υπολ. Η ανάπτυξη και η χρήση τεχνικών και μεθόδων, όπως ειδικό λογισμικό και υλικό, ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα προσπέλασης στα διάφορα τμήματα του υπολογιστικού συστήματος μόνο από εξουσιοδοτημένους χρήστες. Access M a t r i x [Μήτρα προσπέλασης] Υπολ. Ο τρόπος αναπαράστασης των δεδομένων με τη μορφή ενός δισδιάστατου πίνακα ως εξής: οι γραμμές αντιστοιχούν στους εξουσιοδοτημένους χρήστες του υπολογιστικού συστήματος, οι στήλες αντιστοιχούν στα αντικείμενα των δεδομένων του συστήματος και τα κελιά (οι τομές των γραμμών με τις στήλες) αντιστοιχούν στις επιτρεπόμενες λειτουργίες που χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά. Πρόκειται για έναν τρόπο αναπαράστασης των κανόνων προστασίας και δικαιωμάτων προσπέλασης των δεδομένων. Access M e t h o d [Μέθοδοδ Πρόσβαση*]^/*. Το σύνολο των ενεργειών που απαιτούνται για να μπορέσει ο χρήστη* να αποκτήσει πρόσβαση στο χώρο του διαδικτύου.

Acccssory Mineral

Access Mechanism [Μηχανισμός προσπέλασης] Υπολ. Ο μηχανισμός, που είναι υπεύθυνος για την κίνηση των κεφαλών ανάγνωσης / εγγραφής στον μαγνητικό δίσκο. Είναι γνωστός και ως μηχανισμός κίνησης, Access Point [Σημείο πρόσβασης] Επικοιν. Ειδικό σημείο για ένα πρωτόκολλο επικοινωνίας ή μια μεθοδολογία όπου συνήθως ο έλεγχα περνάει σε ένα άλλο επίπεδο. Access Restriction [Απαγόρευση πρόσβασης] Επικοιν, Ότι ακολουθεί την αποτυχημένη προσπάθεια κάποιου μη εξουσιοδοτημένου να έχει πρόσβαση σε ένα σύστημα. Access Road [Οδός πρόσβασης] Οδοπ. Είναι ένας δευτερεύων βοηθητικός δρόμος, ο οποίος συνδέει διαφόρων ειδών βιομηχανικές, εμπορικές ή αθλητικές εγκαταστάσεις, δημόσια κτίρια και κοινόχρηστους χώρους με τις κύριες οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε αυτούς, Συνήθως οι οδοί πρόσβασης είναι πλακόστρωτες, η κυκλοφορία των οχημάτων σε αυτές είναι ηπιότερη και εξασφαλίζουν άνετη και ασφαλή πρόσβαση στους χώρους στους οποίους οδηγούν. Access Time |Χρόνος προσπέλασης] Υπολ. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που τα δεδομένα καλούνται από την κύρια ή τη βοηθητική μνήμη στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας μέχρι τη στιγμή που τα δεδομένα είναι σε θέση να χρησιμοποιηθούν. Περιλαμβάνει το χρόνο αναμονής (laieney time), δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ της στιγμής που η μονάδα ελέγχου της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας ενεργοποιεί μια διαδικασία ανάκτησης δεδομένων μέχρι τη στιγμή που αρχίζει η μεταφορά τους και το χρόνο μεταφοράς των δεδομένων (transfer time). Ο χρόνος προσπέλασης ποικίλει από μικροδευτερόλεπτα μνήμη υψηλής ταχύτητας μέχρι λεπτά για δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε μαγνητική ταινία, Access To Store [Προσπέλαση για αποθήκευση] Υπολ Η δυνατότητα εισαγωγής δεδομένων σε μία θέση μνήμης ή εξαγωγής δεδομένων από αυτήν. Η μέθοδος και η ταχύτητα της προσπέλασης εξαρτάται από τον τύπο της μνήμης: βοηθητική, υψηλής ταχύτητας, άμεσης προσπέλασης ή σειριακή μνήμη, Acccss Tunnel [Σήραγγα πρόσβασης) Οδοπ. Είναι μία υπόγεια δίοδος από την οποία διέρχεται μία οδός πρόσβασης. Γενικότερα με την χρήση σηράγγων επιτυγχάνεται η προσπέλαση διαφόρων φυσικών εμποδίων και αποφεύγεται η διασταύρωση των οδών, με αποτέλεσμα την γρηγορότερη και ασφαλέστερη πρόσβαση στους επιθυμητούς χώρους. Accessories [Εξαρτήματα] Μηχ. Είναι τα επιμέρους τμήματα στα οποία μπορεί να αποσυναρμολογηθεί μία μηχανή ή κατασκευή. Τα εξαρτήματα μπορούν να αντικατασταθούν όταν φθαρούν ή σπάσουν, πάντα όμως με τρόπο που να μην επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργια της μηχανής. Accessory [Πρόσθετο] Μηχ. Είναι πρόσθετο τμήμα σε συσκευή που βελτιώνει το προϊόν που αυτή παράγει (αν αυτή η συσκευή είναι μηχανή παραγωγή*), Accessory Cloud [Πρόσθετο Σύννεφο] Μετεορ. Κατά την συγκέντρωση των νεφών έχουμε τη δημιουργία ενό* κεντρικού πυρήνα στον οποίο προσκολλώνται αέρινε.* μάζε* που υγροποιούνται. Αλλά και μετά το πέρα* μιαδ κακοκαιρία* παραμένουν στον ουρανό μικρά σε όγκο σύννεφα που ή συμπυκνώνονται δημιουργώντα* προ-βλήματα ή διαλύονται τελεί ω.*, Acccssory Mineral [Πρόσμειξη] Οροκτολ. Μικρή πο-

Accessory M i n e r a l s

-36-

σότητα svos υλικού σ'ένα ορυκτό η οποία όμωδ δεν επηρεάζει τιs ιδιότητεδ του.Το μέταλλο αυτό χαρακτηρίζεται cos ιχνοστοιχείο. Accessory M i n e r a l s [Συμπληρωματικά ορυκτά] Γςωλ. Τα ορυκτά, τα οποία απαντώνται σε μικρές ποσότητες σε πυριγενή πετρώματα και η παρουσία ή η απουσία τους δεν είναι ουσιαστική για την ταξινόμηση και την ονοματολογία των πετρωμάτων. Συγκεκριμένα, αν τα ορυκτά είναι παρόντα σε αρκετή ποσότητα, μεγαλύτερη του 5% του συνολικού όγκου του πετρώματος, ονομάζονται δευτερεύοντα συμπληρωματικά και περιλαμβάνονται συνήθως στο όνομα του πετρώματος, ενώ αν αποτελούν μικρό μέρος του συνολικού όγκου του πετρώματος ονομάζονται επουσιώδη. Accessory Species [Είδος μετρίου πληθυσμού] Οικολ. Κάθε κοινωνία ζώων ή φυτών αποτελείται από διάφορα είδη κάθε κατηγορίας. Κάποια από αυτά κατά ένα μεγάλο ποσοστό και άλλα κατά μικρότερο. Είδος μετρίου πληθυσμού είναι ένα είδος ζώων ή φυτών που αποτελούν το 25% - 50% της κοινωνίας στην οποία ανήκουν. Accetaldehydase ΙΑκεταλδεϋδάσηΙ Βιοχ. Ένζυμο του οργανισμού. Ανί']κει στην κατηγορία των οξειδορεδουκτασών και καταλύει την οξείδωση τη.* ακεταλδεϋδη* σε οξικό οξύ. Accident [Ατύχημα] Υδρ. Είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην καθημερινή μαδ ζωή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά τη διακοπή τηδ ροή* ενόδ ποταμού από φυσικό ή τεχνητό αίτιο. Accident Cause Code [Κώδικας Αιτιών Ατυχημάτων] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για διεθνώς αποδεκτό κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο γίνεται ταξινόμηση των ατυχημάτων ανάλογα με το είδος των επιβλαβών συνθηκών εργασίας. Accident Frequency Rate [Δείκτης Συχνότητας Ατυχημάτων] Χημ. Μηχ. Ορίζεται ως ο αριθμός των ατυχημάτων πολλαπλασιασμένος επί ΙΟ6 και διαιρεμένος με τον αριθμό των ανθροοποωρών εργασίας. Χρησιμοποιείται ως δείκτης για τη σύγκριση των ατυχημάτων στις διάφορες βιομηχανίες. Accident Severity R a t e [Δείκτης Σοβαρότητας Ατυχήματος] Χημ. Μηχ. Ορίζεται ως ο αριθμός των χαμένων ημερών πολλαπλασιασμένος επί 103 και διαιρεμένος με τον αριθμό ανθρωποωρών εργασίας. Accidental E r r o r [Τυχαίο Σφάλμα] Πρόκειται για σφάλμα πειραματικών μετρήσεων το οποίο δεν είναι συστηματικό, δηλαδή δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο σε μία επόμενη μέτρηση και ως εκ τούτου είναι δυνατό, με διαδοχικές μετρήσεις του ίδιου μεγέθους και εύρεση του μέσου όρου, να μειωθεί στον απαιτούμενο βαθμό η επίδρασή του στην τελική μέση τιμή της μέτρησής μας. Σύμφωνα με τη θεωρία σφαλμάτων, για τυχαία σφάλματα,είναι δυνατό να υπολογίσουμε την πιθανότητα απόκλισης της πραγματικής τιμής από την τιμή της μέτρησης μας κατά οιοδήποτε ποσό. Accidental Species [Μικρός πληθυσμός κάποιου είδους] Οικολ. Είναι ένα είδος ζώου ή φυτού, το οποίο αποτελεί μικρή μερίδα του συνολικού πληθυσμού της κοινωνίας στην οποία ανήκει συνήθως κάτω από το 25% αυτού. Τέτοιο είδος είναι για παράδειγμα οι φοίνικες για την Ελληνική πανίδα. Acclimated M i c r o o r g a n i s m [Εγκλιματιζόμένος μικροοργανισμός] Οικολ. Στην οικολογία με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλοι εκείνοι οι μικροοργανισμοί που δείχνουν ανθεκτικότητα και προσαρμογή σε διά-

φορες περιβαλλοντικές και κλιματολογικές αλλαγές. Για παράδειγμα ένας τέτοιος μικροοργανισμός θα μπορούσε να ευδοκιμήσει το ίδιο εύκολα σε παγωμένο και σε τροπικό κλίμα. Acclimatization [Εγκλιματισμός] Οικολ. Όταν ένας άνθρωπος αλλάζει περιβάλλον, αισθάνεται άγχος, δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά και προβληματίζεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με όλους τους άλλους οργανισμούς. Κάθε οργανισμός λοιπόν όταν αλλάζει περιβάλλον μπαίνει σε μια διαδικασία προσαρμογής στα καινούργια δεδομένα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται εγκλιματισμός. aCcm [Μονάδα μέτρησης ροπής] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής διπολικής ροπής στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. —> Abcoulomb Centimeter aC/cm 2 [Μονάδα μέτρησης φορτίου] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της επιφανειακής πυκνότητας ηλεκτρικού φορτίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. Abcoulomb Per Square Centimeter aC/cm 3 [Μονάδα μέτρησης φορτίου] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της χωρικής πυκνότητας ηλεκτρικού φορτίου στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-sec) μονάδων. -> Abcoulomb Per Cubic Centimeter Accolade [Τύπος τόξου] Αρχ. Είναι ένας τύπος διακοσμητικού στοιχείου, αποτελούμενο από δύο κυρτές καμπύλες οι οποίες συναντώνται κεντρικά επάνω από ανοίγματα, σε μορφή τόξου. Χαρακτηριστική περίπτωση όπου απαντάται είναι πάνω από θύρες ή παράθυρα στις κατασκευές γοτθικού ρυθμού. Accomodation L a d d e r [Ανεμόσκαλα] Ναυ. Συμβαίνει συχνά να είναι απαραίτητη η επιβίβαση σε ένα πλοίο όταν αυτό βρίσκεται μέσα στη θάλασσα. Για το σκοπό αυτό στο πλάι των πλοίων υπάρχει μία ανεμόσκαλα φτιαγμένη από χοντρό σχοινί ή σχοινί και ξύλινα σκαλοπάτια, ώστε να μπορεί ένα μικρότερο σκάφος να πλευρίσει το πλοίο και ο επιβάτης του να επιβιβαστεί σ' αυτό. Accomodation Time [Χρόνος Δημιουργίας Εκκένωσης Αίγλης] Ηλεκ. Το χρονικό διάστημα από την στιγμή που παράγεται το πρώτο ηλεκτρόνιο στην κάθοδο του σωλήνα εκκένωσης αίγλης μέχρι τη δημιουργία σταθερής εκκένωσης αίγλης. Accomodation Rig [Θαλάσσιο παράπηγμα εφοδίων] Μηχ. Είναι ένας χώρος διαμονής μέσα στη θάλασσα, που στηρίζεται πάνω σε πασσάλους συνήθως, καρφωμένους στο βυθό. Περιέχει χώρους για ύπνο, καθιστικά, τρόφιμα και υλικά που μπορεί να χρειαστεί κάποιος στη θάλασσα. Είναι κάτι σαν θαλάσσιο καταφύγιο. Accordant Drainage [Ομοιόμορφη διαφυγή νερού| Υδρολ. Στη ροή ενός ποταμού κάποια ποσότητα νερού απορροφάται από τα τοιχώματα της κοίτης του. Αυτή η απορρόφηση έχει ως αποτέλεσμα στην ευφορία των παραποτάμιων εδαφών. Για το ίδιο το ποτάμι όμως αποτελεί μία απώλεια υδάτων που ονομάζεται ομοιόμορφη διαφυγή νερού. Accordion Door [Πτυσσόμενη θύρα] Οικοδ. Πρόκειται για μία θύρα αποτελούμενη από επιμέρους συνδεδεμένα μεταξύ τους τμήματα τα οποία αναδιπλώνονται όταν αυτή ανοίγει και κλείνει. Βασικό πλεονέκτημά της είναι η εξοικονόμηση χώρου κατά την λειτουργία της. Accordion Partition [Πτυσσόμενο διαχωριστικό] Οι-

-37-

Accretion Hypothesis

κοδ. Είναι ένα ελαφρύ διαχωριστικό το οποίο μπορεί που χρησιμοποιούμε και τΐδ απαιτήσειδ που θέτει είμανα αναδιπλώνεται κινούμενο πάνω σε κατάλληλη σιδη- στε υποχρεωμένοι να παίρνουμε αποτελέσματα με μεροτροχιά. Έχει ως βασικό πλεονέκτημά του τον γρήγο- γάλη προσοχή στα σημαντικά ψηφία. ρο και εύκολο διαχωρισμό του ευρύτερου χώρου στον Accuracy Life [Όρια Ακρίβεια*] Γεν. Όταν ένα όπλο οποίο βρίσκεται. ξεπεράσει σε μικρό χρονικό διάστημα έναν αριθμό βοAccordion Roller Conveyor [Κυλινδρικό* λών τότε θερμαίνεται τόσο η κάννη του που οι βολέ.* Μεταφορέα* Τύπου Φυσαρμόνικα*] Μηχ. Είναι ένα είναι αποτυχημένε*. μεταφορικό μέσο που έχει τη δυνατότητα να αλλάζει Accurate C o n t o u r [Ακριβής περιφέρεια βουνού] Χαρτο μήκοδ του και έτσι να επιτρέπει τη μεταφορά περισ- royp. Στη χαρτογραφία για να δοθεί το σχήμα και η έσότερων αντικειμένων. κταση ενός βουνού χρησιμοποιούνται κάποιες περιεχόAccoumplcmcnt [Συζυγία] Αρχ. Στην επιστήμη της μενες η μια στην άλλη κλειστές γραμμές, από τις οποίΑρχιτεκτονικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η ες η εσωτερικότερη όλων είναι αυτή που βρίσκεται πιο τοποθέτηση δύο αρχιτεκτονικών στοιχείων, συνήθως κοντά στην κορυφή του βουνού. II γραμμή αυτή που πρόκειται για υποστυλώματα, πολύ κοντά το ένα στο βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του συνολικού υψομέτρου άλλο, σχεδόν σε επαφή, ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο του βουνού, ονομάζεται ακριβής περιφέρεια βουνού. ζευγάρι. Accretion 1 [Προσαύξηση μάζας] Αστρον. Είναι μία διαAccount [Λογαριασμός] Επικοιν. Κάθε χρήστης καλύ- δικασία που λαμβάνει χώρα στο διάστημα. Είναι η απτεται από μια καταχώρηση με τα αναγνωριστικά του πορρόφηση μορίων διαπλανητικού υλικού και η προστοιχεία, τα στοιχεία πρόσβασης, τους περιορισμούς σκόλλησή τους στην επιφάνεια ενός αστέρα. Αυτό καθώς και τα δικαιώματα του, τη θέση του στους δί- συμβαίνει λόγω της ελκτικής βαρυτικής δύναμης που σκους του δικτύου, στο σύστημα ταχυδρομείου και ασκεί ο αστέρας στα μόρια αυτά, και έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση της μάζας του. στη φυσική τοπολογία του δικτύου. Accounting M a c h i n e [Χρεωστική ή λογιστική συ- Accretion 2 [Τεχνιτή προσαύξηση εδάφους, προσχωμάσκευή] Υπολ. Η συσκευή, η οποία διαβάζει δεδομένα τωση) ΙΙολ. Μηχ. Πολλές φορές για την κατασκευή κάαπό εξωτερικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, όπως ποιου έργου είναι απαραίτητο να μεταφερθεί στο χώρο κάρτες, κασέτες, κλπ και αυτόματα παράγει διάταξη σε κατασκευής χώμα από άλλη περιοχή και να προστεθεί πίνακες ή λογιστικά αρχεία με μία συγκεκριμένη συνε- στο ήδη υπάρχον. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις κατασκευές φραγμάτων, λιμανιών, στις όχθες ποταμών που χή μορφή. Είναι γνωστή και ως πινακοποιητής. Accounting P a c k a g e [Χρεωστικό ή λογιστικό πακέτο] βρίσκονται μέσα σε πόλεις, αλλά και στις κατασκευές Υπολ. Το λογιστικό πλαίσιο ή αρχείο, το οποίο αποτε- δρόμων σε σημεία που το έδαφος είναι πολύ ανώμαλο. λείται από ειδικές ρουτίνες, οι οποίες καλύπτουν το Accretion 3 [Προσαύξηση μάζας] Γεωλ. α. Στη γεωλογία σύνολο του οικονομικού συστήματος του υπολογιστή με τον όρο αυτό υποδηλώνεται η σταδιακή εναπόθεση ως εξής: ενημερώνεται συνεχώς με πληροφορίες, οι χώματος ή άμμου στις ακτές. Το υλικό αυτό μεταφέρεοποίες αφορούν στον υπολογισμό του κόστους και γε- ται στις ακτές με το νερό και μένει εκεί όταν το νερό νικότερα του οικονομικού επιπέδου χρήσης των διαφό- αποτραβηχτεί ή εξατμιστεί. Το φαινόμενο είναι εντορων τμημάτων του υπολογιστικού συστήματος. Π.χ. το νότερο σε παραθαλάσσιες περιοχές όπου υπάρχουν παλογιστικό πακέτο μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορί- λίρροια ή μεγάλα κύματα που φτάνουν αρκετά μακριά ες για τον υπολογισμό χρήσης της μνήμης, της κεντρι- από τη θάλασσα, β. Είναι επίσης η εναπόθεση και προκής μονάδας επεξεργασίας, των περιφερειακών μονά- σκόλληση υλικού πάνω σε πέτρες ή βράχους όταν αυδων, κλπ. τά είναι στάσιμα, και ακόμα περισσότερο όταν βρέχοac Circuit [Κύκλωμα Εναλλασσόμενού Ρεύματος] Η- νται από νερό. Τέτοιο απτό παράδειγμα είναι το πράσι)S.K. Κύκλωμα με την ιδιότητα να λειτουργεί με εναλ- νο υλικό που βλέπουμε πάνω στις πέτρες στις βραχώλασσόμενο ρεύμα ή τάση αλλά όχι με συνεχές, καθώς δεις παραλίες. μπορεί να περιέχει πυκνωτές συνδεδεμένους σε σειρά Accretion 4 [Δημιουργία χαλαζιού] Μετεωρ. Στη μετεωμε την είσοδό του που δεν επιτρέπουν τη διέλευση συ- ρολογία ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να δηλώσει νεχών ρευμάτων. τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται το χαλάζι. Όταν Accumulation Point [Σημείο συσσώρευσης] Μαθημ. μία κρύα σταγόνα βροχής ξεκινάει το ταξίδι της προς Το σημείο, έστω ξ, το οποίο μπορεί να ανήκει ή να μην το έδαφος, υπό πολύ χαμηλή θερμοκρασία, συμβαίνει ανήκει σε ένα σύνολο Σ και κάθε περιοχή του ξ, οσο- πολλές φορές να προσκολλάται πάνω της μια νιφάδα δήποτε μικρή, περιέχει ένα σημείο του συνόλου Σ δια- χιονιού ή ένα πολύ μικρό κομμάτι πάγου, με αποτέλεφορετικό του ξ. Η απαίτηση να υπάρχει σε κάθε περιο- σμα να παγώνει και να πέφτει στο έδαφος σε στερεά χή του ξ ένα τουλάχιστον σημείο του Σ διαφορετικό μορφή. Τότε έχουμε χαλαζόπτωση. από το ξ ισοδυναμεί με την απαίτηση να υπάρχουν ά- Accretion Disk [Δακτύλιος] Αστρον. Πολλές φορές στο πειρα τέτοια σημεία του Σ. Π.χ. το σύνολο των κλα- διάστημα διαφεύγουν μάζες αερίων από κάποιους ασμάτων l-1/n έχει σημείο συσσώρευσης το 1, το οποίο στέρες, λόγω έκρηξης ή υπερβολικής θερμοκρασίας δεν ανήκει στο σύνολο, το σύνολο των πραγματικών αυτών. Αυτά τα αέρια έλκονται κοντά σε άλλους πλααριθμών x που ανήκουν στο κλειστό διάστημα [α, β] νήτες, αστέρες ή συμπυκνομένης μάζας αντικείμενα, έχει σημεία συσσώρευσης όλους τους πραγματικούς όπως είναι οι μαύρες τρύπες, σχηματίζοντας δακτυλίαριθμούς του [α. β] και όλοι ανήκουν στο σύνολο και ους αερίων γύρω τους. το σύνολο των ακέραιων δεν έχει κανένα σημείο συσ- Accretion Hypothesis [Θεωρία της σταδιακής δησώρευσης. Στην περίπτωση που το σύνολο έχει μόνο μιουργίας] Αστρον. Είναι μια θεωρία που αποτελεί μια ένα σημείο συσσώρευσης αντί του όρου σημείο συσ- από τις εκδοχές που υπάρχουν σήμερα για τον τρόπο σώρευσης χρησιμοποιείται πολύ συχνά ο όρος οριακό δημιουργίας του πλανήτη μας. Υποστηρίζει ότι σταδιασημείο. κά και με την πάροδο δισεκατομμυρίων ετών, διάφορα Accuracy [Ακρίβεια] Τεχνολ. Ανάλογα με τη μέθοδο υλικά που διαλύονταν με τη θερμότητα του ηλίου, έ-

Accretionary Lava Ball

-38-

μπαιναν σε τροχιά γύρω του. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών των υλικών, περιφερόταν γύρω από τον ήλιο με ακτίνα ανάλογη με αυτή της σημερινής γης. Σιγά σιγά τα υλικά αυτά συνενώθηκαν και προσκολλήθηκαν πάνω στο μεγαλύτερης μάζας κομμάτι. Έτσι έφτασε, υποστηρίζει η θεωρία, η γη στη σημερινή της μάζα και όγκο. Accretionary Lava Ball [Σταδιακά σχηματιζόμενη μπάλα λάβας] Γεωλ. II έκφραση αυτή περιγράφει ένα σφαιρικού σχήματος κομμάτι λάβας που έχει δημιουργηθεί και πιθανώς βρεθεί παγωμένο πλέον στην πλαγιά ενός ηφαιστείου. Συνήθως σχηματίζεται όταν μια μικρή πέτρα ή ένα μικρό κομμάτι λάβας αρχίσει να κυλάει στην πλαγιά ενός ηφαιστείου. Τότε κυλώντας προσκολλώνται πάνω του μάζες λάβας αυξάνοντας σταδιακά τον όγκο του μέχρι να σταματήσει. Accretionary Limestone [Επαύξηση Ασβεστόλιθου] Πετρ. Η αύξηση του πάχουδ ενόδ ασβεστόλιθου, η οποία οφείλεται στην καθίζηση οργανική.* ύλη.*. Accumulated Divergence [Συνολική Απόκλιση] Γεν. Η απόκλιση της θέσης ενός σημείου ενός χάρτη από την πραγματική'·), όπως αυτή προκύπτει από το αλγεβρικό άθροισμα των αποκλίσεων κατά τη διαδικασία της χαρτογράφησης. Accumulated T e m p e r a t u r e [Αθροιστική Θερμοκρασία] Μετεορ. Μέγεθος που χαρακτηρίζει τη συνολική υπέρβαση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας από μία χαρακτηριστική τιμή για κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Υπολογίζεται από το άθροισμα των γινομένων του βαθμού υπέρβασης της χαρακτηριστικής θερμοκρασίας και του πλήθους των ημερών, που πραγματοποιήθηκε για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Accumulating Reproducer [Σύστημα Αναπαραγωγή* Συσσωρευμένων Αρχείων] Πληρ. Είναι ένα* τρόπο* αναπροσαρμογή* συσσωρευμένων αρχείων και τοποθέτηση* του* σε μια συγκεκριμένη περιοχή του υπολογιστή. Accumulation 1 [Αύξηση μάζας με σταδιακή πρόσθεση πολύ μικρών ποσοτήτων] Υδρολ. Είναι η προσαύξηση της μάζας του χιονιού, που συμβαίνει σε μια χιονισμένη περιοχή, από χιονόπτωση, χαλαζόπτωση ή μεταφορά στην περιοχή αυτή χιονιού από κάποιο άλλο σημείο με τη βοήθεια του αέρα. Accumulation 2 [Περιοχή συσσώρευσης υλικού] Μηχ. 1. Μια άλλη χρήση του όρου αυτού, είναι για να δηλώσει το υλικό που απομένει σε κάποιες, καμπύλες συνήθως, περιοχές της διόδου κάποιου υγρού καυσίμου. Στις περιοχές αυτές το καύσιμο εγκλωβίζεται, και από τη μεγάλη παραμονή του εκεί, μένει πάνω στον αγωγό προσκολλημένη μια ποσότητά του. 2. [Σταδιακή αύξηση μάζας]. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη μαύρη σκόνη, τη μουτζούρα, που μαζεύεται στα ταβάνια των στοών των ανθρακωρυχείων. Είναι μαύρη σκόνη που βγαίνει με την καύση του κάρβουνου και λόγω θερμότητας ανεβαίνει ψηλά, σταματώντας εκεί όπου δεν μπορεί να προχωρήσει περισσότερο. Accumulation Area [Περιοχή σταδιακά αυξανόμενης μάζας χιονιού] Υδρολ.. Σε περιοχές όπου υπάρχει χιόνι, κάποιες ποσότητες χιονιού μετατρέπονται σε νερό ή εξαχνώνονται. Αντίστοιχα κάποιες άλλες ποσότητες χιονιού πέφτουν στη γη. Σε μια περιοχή αυξανόμενης μάζας χιονιού, ο ρυθμός με τον οποίο το χιόνι λιώνει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο χάνεται, είναι μικρότερος από το ρυθμό με τον οποίο αντικαθίσταται. Μια τέτοια περιοχή θα μπορούσε να είναι μια κοιλάδα ενός χιονι-

σμένου βουνού. Εκεί το χιόνι αυξάνεται, γιατί χιόνι από τις γύρω περιοχές φτάνει εκεί παρασυρρόμενο από τον αέρα ή από τη βαρύτητα. Accumulation Factor [Συντελεστής ανατοκισμού] Μαθημ. Η ποσότητα (1+Ε%) στον τύπο του ανατοκισμού Κ=Κο( 1 +Ε%)\ όπου Κο: το κεφάλαιο στην αρχή του 1ου χρόνου, Κ: το κεφάλαιο στο τέλος του ν-οστού χρόνου, Ε%:το επιτόκιο. Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει το ρυθμό αύξησης του αρχικού κεφάλαιο τον κάθε χρόνο. Accumulation Zone [Ζώνη συσσώρευσης] Γεωλ. Είναι η περιοχή, όπου συσσωρεύεται ο κύριος όγκος του υλικού που παρασύρεται από τον παγετώνα ή του χιονιού μετά από μία χιονόπτωση. Πιθανότατα, μετά τη συσσώρευση υλικού στην ζώνη αυτή να δημιουργηθεί χιονοστιβάδα. Είναι γνώστη και ως ζώνη αποθέσεως. Accumulative E r r o r [Αθροιστικό Σφάλμα] —» Cumulative E r r o r Accumulator [Συσσωρευτή*] Ηλεκτρον. 1. Ηλεκτρική συσκευή που παράγει ηλεκτρική ενέργεια από αποταμιευμένη χημική. Είναι οι μπαταρίε* που χρησιμοποιούμε καθημερινά. 2. [Συσσωρευτής]. Ο ειδικός καταχωρητής της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, ο οποίος χρησιμοποιείται για την προσωρινή αποθήκευση αποτελεσμάτων αριθμητικών και λογικών πράξεων. Ο καταχωρητής αυτός αποθηκεύει το ένα από τα δύο μεγέθη μιας λογικής ή αριθμητικής πράξης. Π.χ. έστω ότι επιθυμούμε να προσθέσουμε το περιεχόμενο των καταχωρητών D και Ε και το αποτέλεσμα να το τοποθετήσουμε στον Β. Πρέπει πρώτα να μετακινηθεί το περιεχόμενο ενός εκ των δύο καταχωρητών, έστω του D στο συσσωρευτή, έπειτα να προστεθεί σε αυτόν το περιεχόμενο του Ε και κατόπιν το περιεχόμενο του συσσωρευτή να τοποθετηθεί στον καταχωρητή Β. Accumulator J u m p Instruction [Εντολή του συσσωρευτή για την πραγματοποίηση άλματος] Υπολ. II εντολή, η οποία αναγκάζει τον υπολογιστή να εκτελέσει το πρόγραμμα από ένα διαφορετικό σημείο, αγνοώντας την κανονική ροή του προγράμματος με την παράκαμψη εντολών και τη μεταφορά ελέγχου σε μια άλλη εντολή, βάση της κατάστασης και του περιεχομένου του συσσωρευτή. Είναι γνωστή και ως εντολή του συσσωρευτή για μεταφορά. Accumulator Shift Instruction [Εντολή του συσσωρευτή για την πραγματοποίηση ολίσθησης] Υπολογ. Π εντολή του συσσωρευτή για μετατόπιση μία σειράς χαρακτήρων ή δυαδικών ψηφίων του, ορισμένο αριθμό θέσεων προς τα δεξιά ή αριστερά. Accuracy Control System [Σύστημα ελέγχου ακριβείας] Υπολ. Το σύστημα, το οποίο μπορεί να ελέγχει τα σφάλματα σε ένα υπολογιστικό σύστημα, δηλαδή μπορεί να τα εντοπίζει και να τα αναγνωρίζει, να τα καταγράφει και, τελικά, να τα διορθώνει. Π.χ. τέτοια συστήματα ελέγχου είναι αυτά που βασίζονται στην τυχαία δειγματοληψία. Accuracy Of Fire [Όρια Φωτιά*] ΙΙολχμ. Είναι κυρίωδ εμπειρική έννοια . Αφορά βολή κατά μεγάλου στόχου όπω* πολεμικού πλοίου, άρμος μάχη* και κτιρίου. Δείχνει πόσο κοντά στο στόχο κατέπεσε το βλήμα. Accurancy Cheeking [Ελεγχος ακρίβειας] Χαρτογρ. Κατά τη δημιουργία ενός χάρτη είναι απαραίτητο να ελεγχθεί η ακρίβειά του. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό είναι να ελεγχθεί το κατά πόσο είναι ακριβής ως προς κάποιο σημείο αναφοράς που θεωρείται δεδομένης θέσης πάνω στο χάρτη. Έτσι συσχετίζονται μεταξύ τους

-39τα σημεία και επιτυγχάνεται η ακρίβεια του υπό κατασκευή χάρτη. Accurancy Testing [Επιβεβαίωση ακρίβειας] Χαρτογρ. Η τοποθέτηση των στοιχείων πάνω σε έναν χάρτη γίνεται σε πρώτη φάση εμπειρικά και με τη χρησιμοποίηση των σχετικών θέσεων κάποιων στοιχείων ως προς κάποια άλλα. Μετά όμως από αυτό είναι απαραίτητο να ελεγχθεί κατά πόσο όλη αυτή η διαδικασία έδωσε έναν σωστό και ακριβή χάρτη. Αυτό γίνεται με τη βοήθεια μεθόδων που έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν ακριβώς τις χιλιομετρικές αποστάσεις, τα υψόμετρα κ. τ. λ.. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται επιβεβαίωση ακρίβειας χάρτη. Accustomization [Προσαρμογή] Μηχ. Η διαδικασία ε γ κ α τ ά σ τ α σ η ς , προσαρμογής, και ρύθμισης των παραμέτρων λειτουργίας μιας συσκευής ή ενός υπολογιστικού προγράμματος σε καινούργιο, και με ιδιαίτερες συνθήκες, περιβάλλον έτσι ώστε να διασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή λειτουργία του ae/dc m o t o r [Ηλεκτρικός Κινητήρας Συνεχούς ή Εναλλασσόμενης Τάσης] Ηλεκτρικός κινητήρας ικανός να λειτουργεί με συνεχή ή εναλλασσόμενη μονοφασική ή πολυφασική τάση χρησιμοποιώντας κατάλληλη διάταξη ή διακόπτη τροφοδοσίας του πηνίων του. Universal Motor ae/dc Receiver [Δέκτης με Παροχή Συνεχούς ή Εναλλασσόμενης τάσης] Δέκτης ραδιοφωνικών ή άλλων κυμάτων ο οποίος μπορεί να λειτουργεί με τροφοδοσία εναλλασσόμενης ή συνεχούς ηλεκτρικής τάσης. Στην περίπτωση χρήσης εναλλασσόμενης τάσης ενεργοποιείται αυτόματα ή με διακόπτη κατάλληλ.ο κύκλωμα ανορθωτή για τη μετατροπή της τάσης σε συνεχή. Αναφέρεται και ως universal rcccivcr. Accnaphthene [Ακεναφθένιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CijHio. Πρόκειται για τρικυκλακύ υδρογονάνθρακα, με μοριακό βάρος 154,21, σημείο ζέσεως 279°C και σημείο τήξης 96°C. Είναι άχρωμη ένωση, αδιάλ.υτη σε νερό και διαλυτή σε αιθανόλη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων. A c e n a p h t h e q u i n o n e [Ακεναφθακινόνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι 0 Κ ,Η(,(00) 2 . Πρόκειται για τρικυκλικό υδρογονάνθρακα, με μοριακό βάρος 182,1 δ και σημείο τήξης 261 °C. Είναι κίτρινη ένωση, αδιάλυτη σε νερό και διαλ.υτή σε αιθανόλη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Acenc [Ακένια] Οργ. Χημ. Είναι συστήματα με τέσσερις ή περισσότερους γραμμικά συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους. Acenocoumarin [Ακενοκουμαρίνη] Οργ. Χημ. -> Acenocoumarol Acenocoumarol [Ακενοκουμαρόλ.η] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CjyH^NOe. Είναι άγευστη, άοσμη, λευκή κρυσταλλ,ική ένωση, με σημείο τήξεως 197 °C, ελάχιστα διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Acetal 1 [Ακετάληΐ Οργ. Χημ. Αναφέρεται στις οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο RCH(OR')2, οι οποίες προκύπτουν από την αντίδραση καρβονυλικών ενώσεων με περίσσεια αλκοόλης, υπό συνθήκες αποσπάσεως μορίων νερού. Σε όξινα διαλύματα υδρολύονται εύκολα προς αλνδεΰδες. Χρησιμοποιούνται συχνά στη συνθετική οργανική χημεία, για προστασία της καρβονυλικής ομάδας. Acetal" [Ακετάλη] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στη χημική ένωση με τύπο CHjCHiOCHjh, που ονομάζεται και

Acetic Acid 1

1,1-διαιθοξυ-αιθάνιο. Το μοριακό της βάρος είναι 118,18 και έχει σημείο ζέσεως 103,2°C. Πρόκειται για άχρωμο, εύφλεκτο, πτητικό υγρό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και στην παραγωγή καλλυντικών. Acetal Resins [Οξικές Ρητίνες] Οργ. Χημ. Ονομάζονται και πολυακετάλες. Πρόκειται για ενώσεις μεγάλου μοριακού βάρους, που προκύπτουν με πολυμερισμό ή συμπολυμερισμό της φορμαλδεΰδης. Είναι ανθεκτικά υλικά με πολλές εφαρμογές. Acctaldchyde [Ακεταλδεΰδη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3CHO. Έχει μοριακό βάρος 44,05 και σημείο ζέσεως 20,8 °C. Είναι άχρωμο, ερεθιστικό, εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Παράγεται βιομηχανικά από αιθυλένιο και οξυγόνο, παρουσία καταλοτών χλωριούχου χαλκού και χλωριούχου παλλαδίου, σε θερμοκρασία 60°C. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή οξικού οξέος, οξικού ανυδρίτη, αλκυδικών ρητινών, καθώς και στη φαρμακευτική. Acetamide [Ακεταμίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3CONH2. Έχει μοριακό βάρος 59,07, σημείο ζέσεως 221,2°C και σημείο τήξεως 82.3 °C. Πρόκειται για κρυσταλλακή, άχρωμη ένωση, που παράγεται από το οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης. Acetamidine Hydrochloride ΙΥδροχλ.ωρική Ακεταμιδίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι ΟΗ£(ΝΗ:)ΝΗ· HCl/Εχει μοριακό βάρος 94,54 και σημείο τήξεως 177 °C. Είναι κρυσταλλακή ένωση, διαλ.υτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων, όπως είναι οι ιμιδαζόλες και οι τριαζίνες. Acetaminophen [Ακεταμινοφαινόλη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CsH.)0>N. Αναφέρεται και ως 4ακεταμιδοφαινόλ,η ή 4'-υδροςυακετανιλίδιο. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 151,17 και σημείο τήξεως 169-172 °Ct διαλυτή σε μεθανόλ,η και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωμάτων, φωτογραφικών υλικών και στη φαρμακευτική, ως αναλγητικό και αντιπυρετικό. Acetanilide [Ασετανιλίδιο] Οργ. Χημ. Κατά IUPAC ονομάζεται Ν-Φαινυλακεταμίδιο με συντακτικό τύπο C s H 9 NO. Ο ρ ι σ μ έ ν α απ'τι* φυσικέ* του ιδιότητε.* είναι οι εξήε: Πυκνότητα p=l,22gr/ml, Σημείο Ανάφλεξηε: 173°C Σημείο Βρασμού: 304°C, Σημείο Τήξεωε: 115°C Acetate [Οξικό Ανιόν] Οργ. Χημ. Έχει τον εξή* τύπο: CHiCOO'.To σημαντικότερο από τα άλατα του οξικού οξέο$ είναι το sodium acetate το οποίο χρησιμοποιείται πο'/Jxs φορέ* cos ρυθμιστικό διάλυμα. Acetate Film [Φωτογραφικό Φιλμ] Υλικ. Είναι η λεπτή μεμβράνη τη* φωτογραφική.* μηχανήs πάνω στην οποία αποτυπώνεται η εικόνα που φωτογραφίζουμε. Acetate Of Lime [Οξικό Ασβέστιο] Οργ. Χημ. Είναι το άλα* που προκύπτει από μια απλή αντίδραση εξουδετέρωση.* του οδικού οξέο* με υδροξείδιο του ασβεστίου. 2 CH.COOg + Ca(OII), -> (CH 3 COO) 2 Ca + 2 II,Ο «Β Acetate Process [Οξική Διαδικασία| Χημ. Μηχ. Διαδικασία με την οποία η οξική κυτταρίνη των κορμών των δέντρων μετατρέπεται σε ρετσίνι. Acetic Acid 1 [Οξικό Οξύ] Οργ. Χημ. Παράγεται από το απόσταγμα ξύλου δέντρου. Η περιεκτικότητα του είναι: C40%, ΓΙ6,71% και 053,28% και έχει συντακτικό τύπο CH3COOH.Είναι εύφλεκτο. Το οξικό οξύ είναι άριστο* διαλύτη* πολλών οργανικών ενώσεων. Επιίση*

Acetic Acid

-40-

αναμιγνύεται εύκολα με νερό,αλκοόλη, γλυκερόλη και αιθέρα. Acetic Acid 2 [Οξικό Οξύ] Οργ. Χημ. Έχει γενικό τύπο CH 3 COOH και κατά IUPAC ονομάζεται αιθανικό οξύ. Ορισμένε* απ'τικ φυσικέ* του ιδιότητε* είναι: ρΗ=2,5, Σημείο Βρασμού: 304°C, Σημείο Τήξεωδ: 10°C. Acetic Anhydride [Οξική Ανυδρίνη] Οργ. Χημ. Συνήθω-S προέρχεται από την ακεταλδεϋδη ή το οξικό οξύ. Έχει συντακτικό τύπο (CH 3 C0) 2 0 Το σημείο βρασμού είναι 139°C, το σημείο ανάφλεξη* 130°F και η πυκνότητα του p=l,080gr/ml. Acetic Thiokinasi [Οξική Θειοκινάση] Βιοχημ. Η θειοκινάση αυτή είναι η επιφάνεια πάνω στην οποία λαμβάνει χώρα η μετατροπή του συνένζυμου Α σε ακέτυλο συνένζυμο Λ με ταυτόχρονη κατανάλωση ενό* μορίου A TP. Acetoacetic Acid [Ακετοξικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο συντακτικό* του τύπο* είναι CjH 6 0 3 . Πολύ δυνατό αλλά ασταθέδ οξύ. Στουδ 100° C διασπάται βίαια σε ακετόνη και C0 2 . Αναμιγνύεται με νερό και αλκοόλη. Acetoacetate [Ακετοξικό Ανιόν] Οργ. Χημ. Αλα* του ακετοξικού οξέοδ με ασβέστιο ή νάτριο. Acctoacetyl Coenzyme Α [Ακετοακέτυλο Συνένζυμο Α] Βιοχ. Το συνένζυμο Λ μπορεί να μεταφέρει ομάδε* δυο ατόμων άνθρακα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ακετοξικό οξύ δεσμεύεται στο συνένζυμο και μεταφέρεται cos εστέραδ. Acetoin [Λσετόνη] Οργ. Χημ. Κατά IUPAC ονομάζεται 3 υδρόξυ-2 βουτανόνη. Προέρχεται από την αντίδραση μικροοργανισμών Aspergillus ή Penicillium με 2,3 βουτανοδιόλη. Η πυκνότητα του είναι p=0,997gr/ ml και το σημείο βρασμού 148°C. Acetol [Ακετολ] Οργ. Χημ. Εμφανίζεται στη βιβλιογραφία καλύπτοντα* ένα μεγάλο αριθμό ενώσεων. Επίσηδ χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την οξική κυτταρίνη όταν αυτή βρίσκεται σε μορφή σκόνη.*. Acctolysis [Ακετόλυση] Οργ. Χημ. Διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η διάσπαση μιαδ οργανική.* ένωση.* στα συστατικά τη* από το οξικό οξύ. Acetone [Ακετόνη] Οργ. Χημ. Είναι έν-as αιθέρα* με μοριακό τύπο CH3OCH3. Χρησιμοποιείται ω* διαλύτη* κυκλικών οργανικών ενώσεων και επίσηδ για τον καθαρισμό υάλινων σκευών.Η πυκνότητα του είναι μικρότερη από εκείνη του νερού (p=0,79gr/ml) Acetone Benzol Process [Διαδικασία Ακετόνη*Βενζόλιου] Χημ. Μηχ. Διαδικασία κατά την μετατροπή του πετρελαίου σε κλάσματα κατά την οποία χρησιμοποιούνται σαν διαλύτεδ ακετόνη και βενζόλιο. Acetone Pyrolysis (Πυρόλυση Ακετόνη*] Οργ. Χημ. Αποσύνθεση τηδ ακετόνηδ σε υψηλέ* θερμοκρασίε*. Acetone Sodium Βί$υ1Πΐβ[Παράγωγο του Σουλφονικού Νατρίου] Οργ. Χημ. Κατά IUPAC ονομάζεται 2υδρόξυ 2προπανοσουλφονικό νάτριο. Η περιεκτικότητα του είναι C22,22%, Η4.35%, Να 14,18%, 039,47% και S 19,78%. Διασπάται απ'τα οξέα και χρησιμοποιείται κυρίωδ στην εμφάνιση των φωτογραφικών φιλμδ. Acetonitrile [Ακετονιτρίλιο] Οργ, Χημ. Ο συντακτικό* του τύπο.* είναι ο εξή.*: C2H3N. Χρησιμοποιείται ω* διαλύτη* στη φασματοσκοπία UV και στη χρωματογραφία ω* κινητή φάση. Έχει σημείο βρασμού στου.* 81 C. Acctonylacconc [Ακετονυλακετόνη] Οργ. Χημ. Έχει συντακτικό τύπο CoHiiA. Υγρό που μετατρέπεται σε

κίτρινο με πυκνότητα p=0,97gr/ml και σημείο βρασμού 188°C. Υψηλέδ συγκεντρώσει* προκαλούν νάρκωση και η επαφή με το δέρμα ή τα μάτια τοπικούδ ερεθισμούδ. Acetophenone [Ακετοφαινόνη] Οργ. Χημ. Κατά IUPAC ονομάζεται μεθυλοφαινυλοκετόνη. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην οργανική σύνθεση. Ορισμένεδ απ'τι* φυσικέ* του ιδιότητεδ είναι: Διαλυτό στο νερό, Σημείο Βρασμού: 200-204uC. Acetostearin [Ακετοστεατίνηΐ Οργ. Χημ. Αναφέρεται στα μονογλυκερίδια του στεατικού οξέος, που προκύπτουν από την αντίδραση με οξικό ανυδρίτη. Χρησιμοποιείται σε συσκευασίες τροφίμων και ως πρόσθετα συνθετικών ρητινών. Acctoxime [Ακετονοξίμη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (CHjfeCNOH. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 73,1, σημείο ζέσεως 135 °C και σημείο τήξεως 60-63 °C. Είναι ευδιάλυτη σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη συνθετική οργανική χημεία και ως διαλύτης αιθερικών παραγώγων της κυτταρίνης. Acctoxyl G r o u p [Ακετοξύλιο] Οργ. Χημ. Acetate Accturic Acid [Ακετουρικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 CONHCHCH 2 COOH. Ονομάζεται και Ν-ακετυλογλυκίνη ή ακεταμιδοξικό οξύ. Είναι κρυσταλλική ένωση, ευδιάλυτη σε νερό και αιθανόλη. Έχει μοριακό βάρος 117,1 και σημείο τήξεως 207-209 °C. Σχηματίζει σταθερά άλατα με οργανικές βάσεις. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Acetyl [Ακετύλιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τη ρίζα CH3CO-, που προέρχεται από το οξικό οξύ, η οποία περιέχει ένα μεθύλιο και μια καρβονυλική ομάδα. Acetyl Benzoyl Peroxide [Ακετυλοβενζοϊκό Υπεροξείδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C 6 H 5 C0-02OCCH3. Είναι άσπρη κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 180,16, σημείο ζέσεως 85-100 °C και σημείο τήξεως 40 °C. Είναι ευδιάλυτο στον διαιθυλαιθέρα και στον τετραχλωράνθρακα. Χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό. Acetyl Bromide [Ακετυλοβρωμίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3COBr. Είναι άχρωμο υγρό, με μοριακό βάρος 122,95, σημείο ζέσεο)ς 76°C και σημείο τήξεως -98 °C Είναι ευδιάλυτο σε διαιθυλαιθέρα, ακετόνη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και στην παραγωγή χρωμάτων. Acetyl Chloride [Ακετυλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CHjCOCl. Πρόκειται για άχρωμο υγρό με ερεθιστική οσμή. Έχει μοριακό βάρος 78,5, σημείο ζέσεως 50,9°C και σημείο τήξεως -112°C. Είναι ευδιάλυτο σε διαιθυλαιθέρα, ακετόνη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην οργανική συνθετική χημεία, ως παράγοντας ακετυλίωσης, στη βιομηχανία χρωμάτων και στη φαρμακευτική. Acetyl Coenzyme Α [Ακέτυλο Συνένζυμο Αϊ Βιοχ. Είναι η ίδια ένωση με το ακετοακέτυλο συνένζυμο Α με τη διαφορά ότι μεταφέρεται η ακετυλομάδα. Acetyl Iodide [Ακετυλο-ιωδίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3COI. Πρόκειται για άχρωμο, διαφανές υγρό, με μοριακό βάρος 169,95 και σημείο ζέσεως 108' °C. Είναι διαλυτό σε διαιθυλαιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Acetyl Peroxide [Ακετυλο-υπεροξείδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3CO-OO-COCH3. Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 118,09, σημείο ζέσεως 63°C και σημείο τήξεως 30°C.

-41 Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης. Acetyl Propionyl [Προπιονυλακετύλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3COCOC2H5. Ονομάζεται και 2,3-πεντανοδιόνη. Πρόκειται για κίτρινη, υγρή ένωση, με μοριακό βάρος 100,12 και σημείο ζέσεως 108 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. Acetyl Valeryl [Βαλερυλο-ακετύλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3COCOC4H9. Ονομάζεται και 2,3-επτανοδιόνη. Πρόκειται για κίτρινη υγρή ουσία, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων. Acetylacetone [Ακετυλοακετόνηΐ Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 COCH 2 OCCH 3 . Ονομάζεται και 2,4πεντανοδιόνη. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, ευδιάλυτο σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Έχει μοριακό βάρος 100,12, σημείο ζέσεως 139 °C και σημείο τήξεως -23 °C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης, ως πρόσθετο των λιπαντικών και ως μικροβιοκτόνο. Acetylase [Ακετυλάση] Βιοχημ. Ένζυμα του οργανισμού τα οποία καταλύουν την σύνθεση ακετυλεστέρων. Acetylated Cotton [Ακετυλιωμένο Βαμβάκι] Υλικ. Ειδικού τύπου συνθετικό βαμβάκι που παραλαμβάνεται από κατεργασία του φυσικού βάμβακο.* με ακετυλιωμένη συνθετική κυτταρίνη. Acetylated Lanolin [Ακετυλολανολίνη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για μη λιπαρό υγρό, που παράγεται με αντίδραση της λανολίνης με πολυοξυαιθυλένια. Είναι ευδιάλυτη σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή καλλυντικών. Acctylating Agent ΙΙΙαράγοντας Ακετυλίωσης] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε ενώσεις που χρησιμοποιούνται για την ακετυλίωση οργανικών μορίων, δηλαδή για την προσθήκη της ακετυλοομάδας στην ανθρακική αλυσίδα. Ευρέως χρησιμοποιούμενο μέσο ακετυλίωσης είναι ο οξικός ανυδρίτης. Acetylation [Ακετυλίωση] Οργ. Χημ. Είναι η διαδικασία προσθήκης ακετυλίου σε οργανικά μόρια. Acetylcholinesterase [Ακετυλοχολινεστεράση] Βιοχ. Η ακετυλοχολίνη είναι οργανική ένωση η οποία μεταβιβάζει μηνύματα παρόρμηση* από τα νευρικά κύτταρα προ* τον εγκέφαλο.Το ένζυμο που απενεργοποιεί την ακετυλοχολίνη είναι η παραπάνω εστεράση. Acetylene [Ακετυλένιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C 2 H 2 . Ονομάζεται και αιθίνιο. Πρόκειται για την απλούστερη οργανική ένωση με έναν τριπλό δεσμό. Είναι άχρωμο, δηλητηριώδες και ιδιαίτερα εύφλεκτο αέριο, με δυσάρεστη οσμή, το οποίο εκρήγνυται όταν βρίσκεται υπό πίεση. Έχει μοριακό βάρος 26,04, σημείο ζέσεως -84 °C και σημείο τήξεως -80,8 °C. Είναι ευδιάλυτο σε ακετόνη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Παράγεται με αντίδραση νερού και ανθρακασβεστίου ή με καταλυόμενη πυρόλυση υδρογονανθράκων, οι οποίοι προέρχονται είτε από το φυσικό αέριο είτε από διάφορα κλάσματα πετρελαίου. Από το ακετυλένιο μπορεί να παραχθεί μεγάλη ποικιλία οργανικών ενώσεων. Έτσι, χρησιμοποιείται στη συνθετική χημεία, καθώς και σε συγκολλήσεις και φωτισμούς. Acetylene Black [Μαύρο Ακετυλένιο] Οργ. Χημ. Είναι ακετυλένιο με πολύ μεγάλη επικινδυνότητα κατά τη χρήση του λόγα) τη.* υψηλή* ηλεκτρική* του αγωγιμότητα.*. Acetylene Generator [Δεξαμενή ακετυλενίου] Οργ. Χημ. Πρόκειται για κυλινδρική δεξαμενή, κατασκευα-

A C Fracture

σμένη από χάλυβα, μέσα στο οποίο γίνεται ανάμιξη νερού και ανθρακασβεστίου που αντιδρούν προς το σχηματισμό ακετυλενίου. Acetylene Scries [Ακετυλενίδια ή Αλκίνια] Οργ. Χημ. Είναι υδρογονάνθρακες που περιέχουν ένα τριπλό δεσμό άνθρακα - άνθρακα και έχουν γενικό τύπο CvH2v. 2. Οι χημικές τους ιδιότητες οφείλονται στη δραστική ομάδα C^C και επιπλέον, στην παρουσία του ακετυλενικού υδρογόνου, το οποίο είναι ισχυρά όξινο. Acetylene Snow [Χιόνι ΑκετυλένιουΙ Οργ. Χημ. Τρόποδ με τον οποίο μπορούμε να προσθέσουμε μια ποσότητα ακετυλενίου αποφεύγοντα* τον κίνδυνο τηδ ανάφλεξη*. Acetylene T c t r a b r o m i d e [Τετραβρωμο-ακετυλενιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CIIBr 2 CHBr 2 . Ονομάζεται και 1,1,2,2-τετραβρωμο-αιθάνιο. Πρόκειται για κίτρινο υγρό, με σημείο ζέσεως 240-242 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό μεταλλευμάτων και ως διαλυτικό μέσο. Acetylethanolamine Ν [Ν-Ακετυλο-αιθανολαμίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 CONHC 2 H 4 OH. Ονομάζεται και N-2-υδροξυ-αιθυλ^-ακεταμίδιο. Πρόκειται για σκουρόχρωμο, ιξώδες υγρό, με μοριακό βάρος 103,14 και σημείο ζέσεως 151 "C. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλνη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται ως πλαστικοποιητής, ως διαλύτης και ως υλικό διατήρησης υγρασίας. Acetylide [Ακετυλίδια] Οργ. Χημ. Ονομάζονται και καρβίδια. Πρόκειται για έγχρωμα άλατα, τα οποία είναι ισχυρά εκρηκτικά. Σχηματίζονται με αντίδραση των όξινων ακετυλενικών υδρογόνων με κατιόντα βαρέων μετάλλων, όπως αργύρου και χαλκού. Για παράδειγμα. το ακετυλίδιο του χαλκού, με τύπο Cu2C2. Acetylisocugcnol [Ακετυλο-ισοευγενόλη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C 6 H 3 (CHCHCH 3 )(OCH3)(OCOCH3). Πρόκειται για άσπρη, κρυσταλλακή ένωση, με χαρακτηριστική οσμή και σημείο πήξεως 77 °C. Χρησιμοποιείται ως αρωματική ουσία. Acelylsalicylic Acid [Ακετυλοσαλικυλικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος CHiCOOQFUCOOH. Είναι γνωστό με το εμπορικό όνομα ασπιρίνη. Πρόκειται για άσπρη, κρυσταλλακή, ελαφρά όξινη ουσία, με μοριακό βάρος 180,16 και σημείο τήξεως 140-142 °C. Είναι ελαφρώς διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και κτηνιατρική, ως αντιπυρετικό, αναλγητικό και αντιρρευματικό. Acetylsull'anilyl Ν Chloride [Ν-Ακετυλοσουλφονυλικό χλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι 4-(CH 3 C0NH)-C 6 H 4 S0 2 Cl. Είναι γνωστή και με τη συντομογραφία ASC. Πρόκειται για κρυσταλλακή ένωση, σε μορφή σκουρόχρωμης σκόνης ή τέλειων κρυστάλλων, με μοριακό βάρος 233,67 και σημείο τήξεως 145 "C. Είναι διαλυτή σε διαιθυλαιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων Acetyl urea [Ακετυλουρία] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 CONHCONH 2 . Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλακή ένωση με μοριακό βάρος 102,9, σημείο ζέσεως 218 °C και σημείο τήξεως 218 "C. Είναι δια/ατή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. A C Fracture [Θραύση κατά a-c] Κρυσταλλ. Σύμφωνα με τους κρυσταλλογραφικούς άξονες a,b,c, είναι η τάση που ασκείται σε κάποιο κρύσταλλο, όταν αυτή έχει διεύθυνση παράλλ,ηλη στο επίπεδο a-c και κάθετη στον

Acheb

-42-

άξονα b. Achel) [Βλάστηση ερήμου] Οικολ. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι στην έρημο δεν υπάρχει ίχνος βλάστησης, Η αλήθεια είναι ότι στη μεγαλύτερη έκταση μιας ερήμου αυτό αληθεύει, υπάρχουν όμως και ορισμένα σημεία της τα οποία διακρίνονται από κάποιο είδος υποτυπώδους βλάστησης. Η βλάστηση αυτή αποτελείται από μικρού συνήθως μεγέθους φυτά, τα οποία όπως είναι προφανές χρειάζονται ελάχιστη ποσότητα νερού για να αναπτυχθούν και να διατηρηθούν. Κοινά αυτή η βλάστηση ονομάζεται όαση. Achilles [Αχιλλέας] Αστρον. Μέλος ομάδας αστεροειδών η οποία συνήθως αναφέρεται ως πλανήτες της Τροίας, και βρίσκονται στη ζώνη αστεροειδών του ηλιακού μας συστήματος. Achiral Molecules [Χειρόμορφα Μόρια| Οργ. Χημ. Είναι ενώσεις που περιέχουν τουλάχιστον ένα ασύμμετρα υποκατεστημένο άτομο άνθρακα. Ονομάζονται και οπτικοί αντίποδες ή εναντιοστερεοϊσομερείς μορφές και παρουσιάζουν στο χώρο σχέση ενός αντικειμένου πρός το κατοπτρικό είδωλο του. Βασική ιδιότητα μεταξύ των οπτικών ανιπόδων είναι ότι στρέφουν το επίπεδο του πολωμένου φωτός κατά γωνία ίση, αλλά αντίθετης κατεύθυνσης. Οι μεταξύ τους διαφορές σχετίζονται με τη γεύση, τις φυσιολογικές και φαρμακολογικές ιδιότητες καθώς και την κρυσταλλική τους μορφή. Achondrite [Είδος τηκτίτη] Γεωλ. Τύπος βραχώδους μετεωρίτη, ο οποίος δεν περιέχει κόκκους και εξωτερικά είναι παρόμοιος με γήινα πυριγενή πετρώματα, όπως ο βασάλτης και ο πυροξενίτης, των οποίων η περιεκτυικότητα σε πυρίτιο είναι χαμηλή.Κάποια συστατικά του είναι ο πλαγιοκλαστίτης, η ολιβίνη και το σιδηρονικέλιο. Σχηματίζεται εκατομμύρια χρόνια πριν, από τη ψύξη τηγμένων τμημάτων αστεροειδούς, παρόμοιων με το γήινο μάγμα. Ένας τέτοιος τύπος μετεωρίτη ανακαλύφθηκε στην Ανταρκτική και υπολογίζεται ότι έχει σχηματιστεί πριν από 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Achroglobin [Αχρογλοβίνη] Βιοχ. Είναι μια στερεά προστατευτική ουσία που υπάρχει στο κέλυφο.* των οστρακοειδών. Achroite [Αχρωϊτηδ] Υλικ. Είδοδ έγχρωμου πολύτιμου λίθου ανάλογο με τα ρουμπίνια. Achromatic [Αχρωματικός] Οπτικ. σύστημα φακών ή πρισμάτων το οποίο είναι κατάλληλο να διαδίδει το φως χωρίς συνολικά να του προκαλεί χρωματικό διαχωρισμό λόγω φαινομένων διασκεδασμού. Achromatic Color [Αχρωμη απόχρωση] Οπτικ. Χρώμα χωρίς απόχρωση - χροιά,όπως το μαύρο, το γκρι και οι τόνοι του, καθώς και το λευκό. Achromatic Condenser [Αχρωματικύς φακός] Οπτικ. Διάταξη φακών με σκοπό να διορθώνει προβλήματα διάδοσης τους φωτός και σχηματισμού ειδώλων που

νολική εστιακά] απόσταση είναι η ίδια για διάφορα χρώματα και ως εκ τούτου ο χρωματικός διαχωρισμός - απόκλιση των ακτίνων φωτός ενός αντικειμένου είναι κατά πολύ περιορισμένος. Ο απλούστερος αχρωματικός φακός αποτελείται από δύο φακούς, έναν αποκλίνοντα και ένα συγκλίνονταν όπου ο λύγος των εστιακών αποστάσεών τους ισούται με το λόγο της γωνιακής (άθ/ϋλ) διασποράς τους. Achromatic P r i s m [Αχρωματικό Πρίσμα] Οπτικ. Συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων πρισμάτων τα οποία έχουν διαφορετικούς δείκτες διάθλασης, κατάλληλους όμως ώστε ο συνδυασμός τους να παρουσιάζει ελάχιστο φαινόμενο διασκεδασμού, δηλαδή διαχωρισμού των χρωμάτων του προσπίπτοντος φωτός, αν και προκαλούν τη μέγιστη αλλαγή της διεύθυνσης κίνησης του. Acicular Ice [Ασυνεχής πάγος| Υδρυλ. Όταν μια ποσότητα νερού παγώσει απότομα ενώ δεν έχει προλάβει να αποβληθεί ο αέρας που αυτή μπορεί να περιέχει τότε ο πάγος που σχηματίζεται δεν είναι συμπαγής, αλλά εμφανίζονται στο εσωτερικό του μικρές φυσαλίδες αέρα. Επίσης με παρόμοιο τρόπο σχηματίζεται πάγος με εμφανή την κρυσταλλική του δομή. Αυτό σημαίνει ότι είναι χωρισμένος σε μικρούς κρυστάλλους που είναι ορατοί και με γυμνό μάτι. Το κομμάτι αυτό πάγου σπάει ευκολότερα από ένα συμπαγές κομμάτι πάγου. Aciculignosa [Ασικιουλιγκνόσα] Οικολ. Οι κορυφές των βουνών, γενικότερα οι περιοχές που βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο, ή οι πολύ παγωμένες περιοχές δεν διακρίνονται συνήθως από εκτενή βλάστηση. Αντίθετα η βλάστηση στις περιοχές αυτές είναι αραιή και αποτελείται από φυτά που μπορούν να αντέξουν σε αυτές τις καιρικές συνθήκες. Τέτοια φυτά είναι τα κωνοφόρα δέντρα και κάποια άλλα δέντρα ή θάμνοι που έχουν πολύ σκληρά φύλλα. Για το είδος αυτό της βλάστησης, χρησιμοποιείται ο παραπάνω όρος. Acid 1 [Οξύ] Χημ. Σύμφωνα με τη θεωρία Arrhenius, είναι η ένωση η οποία όταν βρίσκεται σε υδατικό διάλυμα, μπορεί να ελευθερώνει κατιόντα υδρογόνου. Ωρόκείται για διαβρωτική ουσία, η οποία ανιχνεύεται από την αλλαγή χρώματος σε διάφορους δείκτες. Acid 2 [Οξύ| Χημ. Σύμφωνα με τη θεωρία Bronsled Lawry, ο ορισμός επεκτείνεται και περιλαμβάνει χημικές ουσίες που είναι δότες πρωτονίων, Acid 3 [Οξύ] Χημ. Ο ορισμός επεκτείνεται ακόμη περισσότερο από τον Lewis, σύμφωνα με τον οποίο, οξύ είναι μια ένωση ή ένα άτομο που μπορεί να δεχτεί ζεύγος ηλεκτρονίων, Acid Acceptor [Δέκτης Οξέος] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε ενώσεις που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα των πολυμερών ουσιών και οι οποίες δεσμεύουν την ποσότητα του οξέος που μπορεί να έχει σχηματισθεί, καθώς το πολυμερές αποσυντίθεται.

προέρχονται από το φαινόμενο του διασκεδασμού και Acid Alcohol [Υδροξυ-οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για των σφαιρικών αποκλίσεων των φακών και των πρικαρβοξυλικό οξύ, το οποίο περιέχει μία ή περισσότεσμάτων. Στη διάταξη αυτή χρησιμοποιούνται συνήθως ρες υδροξυλικές ομάδες. Παρασκευάζεται από καρβοαχρωματικοί μεγεθυντικοί φακοί. νυλικές ενώσεις, είναι ισχυρότερο από ένα απλό οξύ Achromatic F r i n g e [Αχρωματικός Κροσσός Συμβοκαι παρέχει τις αντιδράσεις τόσο της καρβοξυλικής λής] Οπτικ. Κροσσός συμβολής στον οποίο δεν συμ- όσο και της υδροξυλικής ομάδας, βαίνει διαχωρισμός των χρωμάτων του φωτός. Για πα- Acid Amide [Αμίδιο Οξέος] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στις ράδειγμα, ο κεντρικός κροσσός συμβολής στο πείραμα ενώσεις που προκύπτουν από ένα καρβοξυλικό οξύ, Young σχηματίζεται από όλα τα χρώματα ανεξάρτητα όταν το υδροξύλιο του καρβοξυλίου αντικατασταθεί από το μήκος κύματος τους. από την αμινο-ομάδα (-ΝΙΙ 2 ). Ο γενικός τύπος είναι Achromatic Lens [Αχρωματικός φακός] Οπτικ. ΣυνRCONII?. δυασμός δύο ή περισσοτέρων φακών του οποίου η συ- Acid Anhydride [Ανυδρίτης Οξέος] Οργ. Χημ. Πρόκει-

-43ται για την ένωση που προκύπτει, οταν απο ενα οςυ αφαιρεθούν ένα ή περισσότερα μόρια νερού. Για παράδειγμα, το S 0 3 είναι ο ανυδρίτης του H:S0 4 . Οι ανυδρίτες αντιδρούν εύκολα με νερό και δίνουν το αντίστοιχο οξύ. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι ανυδρίτες των καρβοξυλικα')ν οξέων, οι οποίοι έχουν το γενικό τύπο RCO-O-COR'. Παρασκευάζονται με αντίδραση ενός αλκυλαλογονιδίου, RX, με κάποιο άλας του οξέος, για παράδειγμα RCOONa. Acid Azide [Αζίδιο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στις ενώσεις που προκύπτουν από ένα καρβοξυλικό οξύ, όταν το υδροξύλιο του καρβοξυλίου αντικατασταθεί από την αζιδο-ομάδα (-Ν3). Acid Base Catalysis [Ιοντική Κατάλυση) Χημ. Πρόκειται για την κατάλυση χημικών αντιδράσεων, η οποία επιτυγχάνεται με την παρουσία οξέος και βάσης. Acid Base Equilibrium [Εξουδετέρωση] Χημ. Αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία, σε ένα διάλυμα οξέος έχει προστεθεί ισοδύμαμη ποσότητα βάσης, ώστε τα ιόντα υδρογόνου να έχουν δεσμευθεί από τα ιόντα υδροξυλίου. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της τιμής του ρΗ του διαλύματος, μέχρι το ισοδύναμο σημείο, το οποίο είναι ίσο με 7, για την περίπτωση εξουδετέρωσης ισχυρού οξέος με ισχυρή βάση. Acid Base Indicator [Δείκτηδ Αλλαγή.* Χρώματο*] Αναλ. Χημ. Χρησιμοποιείται κατά τικ ογκομετρικέδ αναλύσει* όπου μαδ ενδιαφέρει να εντοπίσουμε το σημείο όπου εξουδετερώνεται όλη η ποσότητα τ ψ προσδιοριζόμενη* ουσία.*. Σ' εκείνο το σημείο έχουμε αλλαγή του χρώματοδ του δείκτη. Acid Base Pair [Ζεύγο* Οξέο* και ΒάσεωδΙ Χημ. Οι επικρατέστερε.* θεωρίεδ περί οξέων και βάσεων είναι του Arrheniu* και των Braustcd-Laury. Σύμφωνα με τη δεύτερη οξύ είναι η ουσία που δίνει πρωτόνια και βάση η ουσία δέχεται πρωτόνια. Acid Base Titration [Ογκομετρική Ανάλυση Οξέο*Βάσεω.*] Αναλ. Χημ. Ογκομετρική μέθοδο* στην οποία η βάση εξουδετερώνεται με οξύ το οποίο προστίθεται από αυστηρά βαθμολογημένη προχοϊδα ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οργάνου. Το τελικό σημείο συνήθω* προσδιορίζεται με δείκτη αλλαγή* χρώματο.*. Acid Brittlcness [Εύθραστο Οξύ] Υλικ. Χαρακτηρίζεται έτσι η διάβρωση που υφίσταται ένα υλικό κατά τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσηδ. Acid Bronze [Οξινο* Μπρούντζοδ] Υλικ. Ιδιαίτερα ανθεκτικό υλικό που χρησιμοποιείται σε συστήματα άντληση*. Acid Chloride [Χλωρίδιο Οξέος] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στις οργανικές ενώσεις που περιέχουν τη ρίζα COCI. Παράγονται από τα καρβοξυλικά οξέα, με αντικατάσταση του υδροξυλίου από ένα μόριο χλωρίου. Χρησιμοποιούνται σε συνθέσεις οργανικών ενώσεων, ως ενδιάμεσα προϊόντα. Acid Clay [Οξινο* Πηλό*] Γεωλ. Υλικό που παρέχει ιόντα υδρογόνου καθώ* διαλύεται στο νερό Acid Cleaning [Όξινος Καθαρισμός] Μηχ. Αναφέρεται στη διαδικασία καθαρισμού του εσωτερικού σωληνώσεων με ανακυκλοφορία διαλύματος οξέος, το οποίο απομακρύνει ακαθαρσίες ή τυχόν επικαθίσεις στα τοιχώματα. Acid Cure [Όξινη Θεραπεία] Υλικ. Διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται ο καθαρισμό* ενόδ ορυκτού από ανεπιθύμητε* προσμείξείδ. Acid Dilution [Διάλυμα Οξέος] ΙΙετρ. Αναφέρεται στη διαδικασία παρασκευής υδατικού διαλύματος υδρο-

Acid Lining

χλωρικού οξέος, για την κατεργασία του αποθέματος μιας πετρελαιοπηγής. Acid Disproportionation [Οξινη Δυσαναλογία] Χημ. Πολλέ* φορέδ κατά τη ρύθμιση του ρΗ ενό* διαλύματοδ μπορεί να προσθέσουμε οξύ για να αυξήσουμε την οξύτητα του. Αν η ποσότητα που προσθέσαμε είναι υπερβολική τότε πρέπει να προσθέσουμε άλκαλι για να βρούμε την επιτρεπτή τιμή του ρΗ. Acid Dye [Οξινη Βαφήΐ Οργ. Χημ. Είναι κυρίωδ μετανατρίου άλατα σουλφονικών οξέων. Με την εισαγωγή σουλφονικών ομάδων στο μόριο των περισσότερων οργανικών χρωστικών αυτέδ μετατρέπονται σε όξινε*. Βάφουν κυρίωδ πρωτεϊνικέ* ίνε*. Acid Egg [Αντλία Οξέος] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για μια αντλία που χρησιμοποιείται για το θειϊκό οξύ συνήθως, η οποία έχει λίγα κινούμενα τμήματα και λειτουργεί με μετατόπιση του ρευστού. Αποτελείται από ένα δοχείο ωοειδούς σχήματος, μέσα στο οποίο περιέχεται το οξύ που πρόκειται να αντληθεί. Το δοχείο συνδέεται με έναν εσωτερικό σωλήνα, από τον οποίο αντλείται το υγρό, έναν εξωτερικό για την πλήρωση του δοχείου με υγρό και έναν σωλήνα που επιτρέπει την είσοδο του πεπιεσμένου αέρα. Η επίδραση της πίεσης του αέρα στην επιφάνεια του υγρού, το εξαναγκάζει σε ανοδική πορεία μέσα από την ειδική σωλήνωση. Acid Electrolyte [Όξινοδ Ηλεκτρολύτη*] Ανοργ. Χημ. Qs ηλεκτρολύτη* χρησιμοποιείται κυρίω* το θειικό οξύ, το οποίο διίσταται σε ιόντα και άρα γίνεται καλό* αγωγό* τηδ ηλεκτρική.* ενέργεια.*. Acid Esters [Εστέρες Οξέων] Χημ. Αναφέρεται στις ενώσεις που προκύπτουν από ένα καρβοξυλικό οξύ, όταν το υδρογόνο του υδροξυλίου αντικατασταθεί από ένα αλκύλιο. Ο γενικός τύπος είναι RCOOR '. Παράγονται με επίδραση αλκοόλης σε καρβοξυλικό οξύ, οπότε αποσπάται ένα μόριο νερού. Η αντίδραση είναι γνωστή ως εστεροποίηση. Acid Fracture [Όξινη Θραύση] ΙΙετρ. Αναφέρεται στη διαδικασία διάνοιξης ή διαπλάτυνσης του ανοίγματος σε μια πετρελαιοπηγή, όταν το πέτρωμα αποτελείται από σκλ.ηρό ασβεστόλιθο, κατά την οποία χρησιμοποιείται διάλ.υμα οξέος υπό πίεση. Το οξύ είναι συνήθως υδροχλωρικό, ενώ το διάλυμα μπορεί να είναι υδατικό ή με πετρέλαιο. Acid Gases [Όξινα Αέρια] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για το υδρόθειο και το διοξείδιο του άνθρακα που περιέχονται στο φυσικό αέριο. 11 απομάκρυνσή τους από αυτό γίνεται με χρήση μονο- και δι- αιθανολαμινών, οπότε σχηματίζονται σουλφίδια καθώς και ανθρακικά και διτανθρακικά άλατα. Acid Halide [Ακυλαλ*ογονίδια1 Οργ. Χημ. Αναφέρεται στις ενώσεις που προκύπτουν από ένα καρβοςυλ.ικό οξύ, με αντικατάσταση του υδροξυλίου από ένα αλογόνο. Ο γενικός τύπος είναι RCOX Acid Jetting [Έγχυση οξέος υπό πίεση] Πετρ. Πρόκειται για τη διαδικασία τροφοδοσίας διαλ.ύματος οξέος, υπό πίεση, σε μορφή σταγονιδίων μέσα από τις σωληνώσεις της γεοπρησης του πετρελαίου, με σκοπό την απομάκρυνση από το εσωτερικό τους διαφόρων ακαθαρσιών ή επικαθήσεων. Acid Lead [Όξινος μόλυβδος] Μετα).. Καθαρός μόλυβδος που έχει προκύψει μετά από διαδικασία καθαρισμού, περιέχει ποσότητα κασσιτέρου και διατίθεται στο εμπόριο για χρήση σε υλακά συγκολλήσεων. Acid Lining [Όξινη επικάλ.υψηΐ Μηχ. Ο όρος αυτός

Acid Mine Drainage

-44-

γενικά σημαίνει την κάλυψη μιας επιφάνειας με κάποιο είδος οξέος Πιο συγκεκριμένα όμως χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ατσαλιού. Οι φούρνοι όπου λιώνεται το ατσάλι είναι εσωτερικά καλυμμένοι με ένα στρώμα τούβλων τα οποία είναι φτιαγμένα από διοξείδιο του πυριτίου. Αυτό το στρώμα τούβλων ονομάζεται στην ειδική περίπτωση όξινη επικάλυψη. Acid Mine Drainage [Αποστράγγιση όξινων ορυκτών] Μεταλλ. Αεκάνη αποστράγγισης άχρηστων προσμίξεων και ακαθαρσιών από ορυχεία εξόρυξης ασφαλτούχων ενώσεις άνθρακα που περιέχουν μεγάλες ποσότητες όξινων θειικών αλάτων. Acid Π |Οξύ-π] Οργ. Χημ. Πρόκειται για ηλεκτρονιόφιλα αντιδραστήρια. Σε μια χημική αντίδραση με πυρηνόφιλα αντιδραστήρια, δρουν ως δέκτες ηλεκτρονίων. Έτσι, αντιδρούν εύκολα με αρωματικά συστήματα, σχηματίζοντας ιδιαίτερα σταθερές ενώσεις. Acid Pickle [Όξινα Απόβλητα] Υλικ. Είναι το αποβάλλων νερό απ'τιs βιομηχανικέ* δραστηριότητεδ το οποίο χρησιμοποιείται ω* καθαριστικό επιφανειών κυρίωδ λόγω τηδ οξύτηταε του. Acid Polishing [Γυάλισμα με τη χρησιμοποίηση οξέος] Μηχ. Είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται από τους ειδικούς για το γυάλισμα των γυάλινων επιφανειών. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται διάφορα είδη οξέων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να καθαρίζουν την επιφάνεια του γυαλιού χωρίς όμως να το φθείρουν. Acid Presipitation [Όξινη βροχή] Μετεωρ. Όξινο γενικά χαρακτηρίζεται ένα διάλυμα όταν το Ρ II του είναι μικρότερο από 5,5. (Ουσιαστικά από 7, αλλά κάτω από 5,5 γίνεται αισθητός ο όξινος χαρακτήρας του διαλύματος.) Όταν το νερό της βροχής ή του χιονιού που πέφτει σε κάποια περιοχή παρουσιάζει τέτοιο Ρ Η, τότε ονομάζεται όξινη βροχή ή όξινο χιόνι αντίστοιχα. Το φαινόμενο παρουσιάζεται εντονότερο σε περιοχές των οποίων η ατμόσφαιρα είναι σχετικά μολυσμένη. Acid P r o d u c i n g M a t e r i a l [Υλικό σχηματισμού οξέων] Μεταλλ Μηχ. Εξόρυξη ορυκτών πετρωμάτων μεγάλης περιεκτικότητας σε υλικά που σχηματίζουν όξινες ενώσεις από την αλληλεπίδραση τους με την ατμόσφαιρα και το νερό. Acid Proof Coating [Αντιδιαβρωτικό Επικάλυμμα] Επιστ. Υλικ. Υλικό προστασίας μετάλλων από τη διαβρωτική δράση χημικών ουσιών. Είναι υγρής μορφής και χρησιμοποιείται σε μεταλλικά δοχεία τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη συσκευασία, μεταφορά ή φύλαξη, διαφόρων τοξικών ουσιών. Acid Rain [Όξινη Βροχή] Μετεωρ. Φαινόμενο κυρίως βιομηχανικών περιοχών κατά το οποίο, οξείδια αζώτου και θείου που εκπέμπονται από ρυπογόνες βιομηχανίες μετατρέπονται στα αντίστοιχα οξέα τα οποία και καταπίπτουν στη γη με τη βροχή. Η όξινη βροχή είναι υπεύθυνη για την καταστροφή δασών, αρχαιολογικών μνημείων και τη μετατροπή εδαφών σε όξινα, ακόμη και σε πολύ μεγάλες αποστάσεις από τις ρυπογόνες βιομηχανίες. Acid Reaction [Αντιδράσεις Οξέων] Χημ. Οι χημικές αντιδράσεις στις οποίες τουλάχιστον μία από τις αντιδρώσες ουσίες είναι οξύ. Acid Recovery Plant (Μονάδα Ανάκτησης Οξέος] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για τη διεργασία κατά την οποία, η όξινη ιλύς που δημιουργείται από την κατεργασία με θειικό οξύ ορισμένων κλασμάτων του πετρελαίου, διαχωρίζεται σε πετρέλαιο, πίσσα και ασθενές διάλυμα θειικού οξέος.

Acid Salt [Όξινο Αλας] Χημ. Χημικές ενώσεις που προέκυψαν από αντίδραση οξέος με βάση αλλά χωρίς την πλήρη αντικατάσταση όλων των υδρογόνων από το μέταλλο ή τη ρίζα της βάσης, με συνέπεια να υπάρχουν υδρογόνα στο μοριακό τύπο του προϊόντος. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί αν το οξύ είναι σε σχετική περίσσεια σε σχέση με τη βάση. Παράδειγμα ΚΗ 2 Ρ0 4 . Acid Sludge [Όξινη Ιλύς] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στο στερεό προϊόν της κατεργασίας της κηροζίνης, της νάφθας ή των λιπαντικών με θειικό οξύ. Περιέχει υδρογονάνθρακες σε ποσοστό 30-55%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αποτελείται από θειικά ή σουλφονικά οξέα. Γενικά, δεν έχει εμπορική αξία και η διάθεσή της αποτελεί πρόβλημα, λόγω της ισχυρής οξύτητας της. Συνήθως χρησιμοποιείται για την παραγωγή θειικού οξέος ή λιπασμάτων. Αλλιώς, πρέπει να διαχωριστεί σε πετρέλαιο και νερό και να υποστεί ξανά κατεργασία ή να καεί σε ειδικούς φούρνους. Acid Solution [Όξινο Διάλυμα] Χημ. Αναφέρεται σε υδατικό διάλυμα το οποίο περιέχει περισσότερα ιόντα υδρογόνου από ιόντα υδροξυλίου και η τιμή του ρΗ του είναι μικρότερη από 7. Acid S p a r [Όξινοδ Σχιστόλιθοδ] Υλικ. Ορυκτό το οποίο εν διαλύσει δίνει το υδροφθόριο,αφού περιέχει σε μεγάλο ποσοστό άλατα του φθορίου. Acid Steel [Όξινος χάλυβας] Μεταλ. Καθαρός χάλυβας που προέκυψε από διαδικασία καθαρισμού με απομάκρυνση των προσμίξεων με τήξη σε κάμινο επιστρωμένη με πυριτιούχο πυρίμαχο υλικό. Acid T r e a t m e n t [Όξινη Κατεργασία] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για κατεργασία που εφαρμόζεται κατά τον εξευγενισμό των ελαφρών κλασμάτων του πετρελαίου, όπως βενζίνη, κηροζίνη, ντίζελ. Κατά την κατεργασία αυτή, συνήθως με θειικό οξύ, έχουμε αποτέλεσμα : α) τη σημαντική απομάκρυνση αρωματικών ουσιών οπότε επιτυγχάνεται βελτίωση του σημείου καπνού και της δοκιμής καύσεως της κηροζίνης, β) την απομάκρυνση ακόρεστων ενώσεων οπότε επιτυγχάνεται βελτίωση της αντοχής σε οξείδωση των βενζινών που προκύπτουν από την πυρόλυση, γ) την απομάκρυνση αζωτούχων, οξυγονούχων και θειούχων ενώσεων οπότε βελτιώνεται η οσμή και το χρώμα των προϊόντων και δ) το σχηματισμό πολυμερών και προϊόντων συμπυκνώσεως με υψηλό σημείο ζέσεως, τα οποία παραμένουν στο προϊόν αλλά μπορούν να απομακρυνθούν με επαναπόσταξη. Παρουσιάζει δύο σημαντικά μειονεκτήματα, τη διάθεση της παραγόμενης ιλύος και τη μείωση της απόδοσης σε εξευγενισμένο προϊόν. Acid W a t e r Pollution [Όξινα Υγρά Απόβλητα] Μηχ. Πρόκειται για βιομηχανικά υγρά απόβλητα, τα οποία είναι όξινα, δηλαδή το ρΗ τους είναι εκτός των επιτρεπόμενων ορίων (6,5-8,5). Τα απόβλητα αυτά οδηγούνται σε βιολογικό καθαρισμό, αφού πρώτα έχουν υποστεί ειδική κατεργασία για τη διόρθωση του ρ Η τους. Συνήθως προέρχονται από βιομηχανίες χημικών, μπαταριών, παραγωγής και κατεργασίας ινών, διεργασίες ζύμωσης ή μεταλλουργίας. Acidic 1 [Όξινος] Χημ. Αναφέρεται σε ένα οξύ και τις ιδιότητες του. Acidic" [Όξινος] Χημ. Αναφέρεται σε ένα διάλυμα στο οποίο υπάρχει περίσσεια ιόντων υδρογόνου. Acidic 3 [Όξινος] Χημ. Αναφέρεται στο σχηματισμό οξέος, κατά τη διάρκεια μιας αντίδρασης. Acidic Dye [Όξινο Χρώμα] Οργ. Χημ. Χρησιμοποιείται για τη βαφή μάλλινων ινών. Το μαλλί αποτελείται από

-45πρωτεϊνικά μόρια, τα οποία περιέχουν ελεύθερες καρβοξυλικές και αμινικές ομάδες. Ένα όξινο χρώμα δημιουργεί ετεροπολικό δεσμό με τις θετικά φορτισμένες αμινικές ομάδες. Τα όξινα χρώματα είναι συνήθως άλατα με νάτριο των σουλφονικών οξέων, τα οποία είναι πολύ ισχυρότερα από τα καρβοξυλικά και παράγονται εύκολα με σουλφούρωση. Χρησιμοποιούνται για τη βαφή και άλλων πρωτεϊνικών υλικών, όπως το μετάξι και το δέρμα. Λ Acidic G r o u p [Καρβοξυλική Ομάδα] Opy. Χημ. Αναφέρεται στη ρίζα -COO, η οποία αποτελεί τη χαρακτηριστική ομάδα των καρβοξυλικών οξέων. Η ρίζα προέρχεται από το συνδυασμό ενός καρβονυλίου και ενός υδροξυλίου. Η αλληλεπίδραση αυτών των δύο ομάδων καθορίζει και τις χημικές ιδιότητες των καρβοξυλικών οξέων. Acidic Hydrogen [Όξινο Υδρογόνο] Χημ. Αναφέρεται στο άτομο του υδρογόνου, το οποίο αποσπάται από το μόριο ενός οξέος, με τη μορφή θετικά φορτισμένου ιόντος, όταν το οξύ βρίσκεται σε διάλυμα και διασπάται. Acidic Lava [Όξινη λάβα] Γεωλ. Η λάβα αφού κρυώσει μετατρέπεται σε ένα πολύ σκληρό πέτρωμα, το οποίο έχει τη δυνατότητα να διατηρηθεί ανέπαφο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι οι γεωλόγοι σκάβοντας ανακαλύπτουν, κοντά σε ηφαίστεια πάντα, στρώματα λάβας με αρκετά μεγάλη ηλικία που τους βοηθούν να οδηγηθούν σε ορισμένα συμπεράσματα. Έτσι έχουν βρεθεί διάφορα είδη λάβας, ανάλογα με την περιεκτικότητα τους σε κάποιες ουσίες. Ένα από αυτά τα είδη είναι και η όξινη λάβα η οποία είναι πλούσια σε Si0 2 . Acidic Oxide [Όξικόδ Ανυδρίτηδ] Α νομ. Χημ. Ότι απομένει από ένα οξύ αν βγάλουμε ένα μόριο νερού. Για παράδειγμα ο ανυδρίτηδ του ΗΝ0 3 είναι το Ν0 2 . Acidic Rock [Όξινο Ορυκτό] Ομυκτ. Αναφέρεται σε κατά βάση πυριτικό, εύφλεκτο ορυκτό, που περιέχει δηλαδή Si0 2 , σε ποσοστό μεγαλύτερο από 50%. Acidic T i t r a n t (Όξινη Τιτλοδότηση] Αναλ. Χημ. Απλή αντίδραση εξουδετέρωση* όπου βρίσκουμε την ποσότητα ενό.* διαλύματο* βάσεωδ χρησιμοποιώντα.* ένα διάλυμα οξέοδ γνωστή* συγκέντρωση.*. Acidification [Οξίνιση) Χημ. Όταν προσθέτουμε σ'ένα διάλυμα οξύ για να γίνει ουδέτερο ή για να γίνει όξινο (ασθενώ* ή ισχυρώ*) Acidimetry [Οξυμετρία] Χημ. Πρόκειται για τη διαδικασία προσδιορισμού της ποσότητας του οξέος που περιέχεται σε ένα διάλυμα, αν είναι γνωστή η ποσότητα της βάσης που χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση του διαλύματος. Αποτελεί συνηθισμένη περίπτωση ογκομετρίας και πραγματοποιείται είτε με τη χρήση ηλεκτρολυτικών δεικτών είτε με πεχάμετρο (μέτρο για ρΗ) ; A d d i n g [Σκάλισμα σε τοίχο με τη βοήθεια οξέος] Μηχ. Είναι μια παράσταση σε κάποια επιφάνεια ενός κτηρίου, η οποία έχει δημιουργηθεί σκαλίζοντας τον τοίχο. Επειδή όμως τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένο ένα κτήριο είναι πολύ σκληρά για να μπορεί να σκαλιστεί, χρησιμοποιείται μια άλλη μέθοδος. Ο χαράκτης φτιάχνει πρώτα το σχέδιο και το χαράζει ελαφρά. Μετά τοποθετεί μέσα στο χάραγμα ένα είδος οξέος, το οποίο τρίόει τον τοίχο, και έτσι γίνεται ορατό το σχέδιο. Acidity [Οξύτητα] Χημ. Αναφέρεται στο βαθμό κατά τον οποίο ένα διάλυμα είναι όξινο. Εκφράζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της οξυμετρίας σε τιμή του ρΗ. Δηλώνει δηλαδή σε ποιο βαθμό ένα διάλυμα περιέχει

Acorn T u b e

οξύ. Όταν έχει ρΗ 4,00 - 6,00 είναι ασθενώ* όξινο, ενώ με ρΗ 1,00-4,00 είναι ισχυρώ* όξινο. Acidity Coefficient [Συντελεστή* Οξύτητα*] Γεωχημ. Είναι ο λόγος του αριθμού των ατόμων οξυγόνου μιας χημικής αλκαλικής ένωσης μεταλλεύματος και πετρώματος προς τα άτομα του οξυγόνου που εμπεριέχεται στο διοξίδιο του πυριτίου (σίλικα). Acidity Function [Όξινη Κλίμακα] Χημ. II κλίμακα που χρησιμοποιούμε για να διαπιστο')σουμε την οξύτητα ενό* διαλύματο*. Acidizing [Όξινη Κατεργασία] Ηετρ. Πρόκειται για διαδικασία αύξησης της παραγωγής πετρελαίου από ένα κοίτασμα, με εισαγωγή υπό πίεση διαλύματος οξέος. Με την επίδραση του οξέος διαλύονται τα ανθρακικά άλατα, με αποτέλεσμα, αφ' ενός τη διάνοιξη μεγαλύτερων κοιλοτήτων μέσα από τις οποίες θα περάσει το πετρέλαιο, αφ' ετέρου την αύξηση της διαπερατότητας του πετρώματος που βρίσκεται σε άμεση επαφή με τα τοιχώματα της πηγής. Συνήθως χρησιμοποιείται υδροχλωρικό οξύ, με συγκέντρωση περίπου 5-15%. Acidolysis [Όξινη Διάσπαση] Opy. Χημ. Αντίδραση διάσπαση.* οργανική* ένωσηδ με τη βοήθεια οξέοδ (κυρίωδ υδροχλώριο). Γίνεται συνήθω* σε δύο στάδια: Στο πρώτο το υδρογονοκατιόν αντιδρά με την οργανική ένωση δημιουργώνταδ ένα ενδιάμεσο το οποίο στη συνέχεια δίνει το τελικό προϊόν διάσπαση.*. Acidulant [Βελτιωτικά Οξύτητα*] Χημ. Τροφ. Διάφορα συστατικά που προστίθενται σε μικρέδ αναλογίεδ στα τρόφιμα και τα καθιστούν υπόξινα. Acidulous W a t e r [Νερό περιέχον οξύ] Υδρολ. Είναι ένα είδος μεταλλικού νερού. Μέσα στο νερό αυτό έχει διαλυθεί μια ποσότητα οξέος, συνήθως οργανικού, με αποτέλεσμα το νερό να έχει ελαφρά πιο όξινο χαρακτήρα από ότι συνήθως. Acknowledge (ACK) [Επιβεβαιώνω] Επικοιν. Χαρακτήρας του αλφαβήτου ASCII που ισοδυναμεί με την ενέργεια που εκτελείται από τον παραλήπτη ενός σήματος μετά τη λήψη του. Acknowledgement Signal [Σήμα επιβεβαίωσης] Επικοιν. Σήμα απάντησης που επιβεβαιώνει λ^ήψη μηνύματος. A Class Insulation [Α Κατηγορία Θερμομονωτικοί Υλικών] Μηχ. Πρώτη κατηγορία θερμομονωτικών υλικών τα οποία μπορούν να μονώσουν θερμικά ένα χώρο από περιοχές θερμοκρασιών έως 105°C. Aclastic [Ακλαστικός] Φνσ. Υλικό που έχει την ιδιότητα να μην διαθλά το φως. ac M a g n e t [Ηλεκτρομαγνήτης Evαλ/wασσόμεvης Τάσης] Ηλεκ. Ηλεκτρομαγνήτης που λειτουργεί τροφοδοτούμενος με εναλλασσόμενη τάση. Για να μειωθούν τα επαγωγικά ρεύματα, η παραγωγή θερμότητας και η κατανάλωση ενέργειας, ο πυρήνας του ηλεκτρομαγνήτη αποτελείται από παράλ-ληλα φύλλα μαλακού μαγνητικού υλικού ηλεκτρικά μονωμένα μεταξύ τους. Acmite [Ακμίτης] Γεωλ. Ορυκτό πυριτικό άλας με τύπο NaFc (Si0 3 ) 2. ποικιλία του μονοκλινούς πυροξένου. Ac n [Σύμβολο Acn] Μηχ. Σύμβολο χαρακτηριστικών θερμοκρασιών μετατροπών φάσεων κραμάτων σιδήρου ή ατσαλιού, όπου ανάλογα με τον κάτω δείκτη -ηαναφέρεται σε θερμοκρασία συγκεκριμένης ουσίας και μετατροπής φάσης. Για παράδειγμα Ac2 είναι η θερμοκρασία Curie δηλαδή η θερμοκρασία μετατροπής από σιδηρομαγνητικό σε παραμαγνητικό υλικό του φερίτη (Fc 2 0 3 ) κ.λν.π. Acorn Tube [Βελανιδοειδής λοχνία] Φυσ. Ηλεκτρονι-

Acoustic 1

-46-

κός σωλήνας σε σχήμα βελανιδιού για τη παραγωγή υπερήχων. Acoustic 1 [Ακουστικό κέντρο] Ακουστ. Στην περίπτωση διάδοσης σφαιρικών ηχητικών κυμάτων η εστία τους δηλαδή η σημειακή ή η μικρών διαστάσεων πηγή τους καλείται ακουστικό κέντρο και είναι το κέντρο όλων των σφαιρικών ισοφασικών επιφανειών των κυμάτων. Acoustic 2 [Ακουστικός ή ηχητικός] Φυσ. Χαρακτηρίζεται έτσι κάθε ιδιότητα ή διάταξη που έχει σχέση με τον ήχο δηλ. με τη παραγωγή, ανίχνευση, μεταφορά, έλεγχο ή ανάλυση ενός ήχου. Acoustic Absorption [Ακουστική Απορρόφηση] Ακουστ. Απορρόφηση των ηχητικών κυμάτων από τα υλικά στα οποία προσπίπτει και μετατροπή της ενέργειάς τους σε θερμότητα. Acoustic Absorption Coefficient [Ακουστικός Συντελεστής Απορρόφησης] Ακουστ. Πρόκειται για το ποσοστό απορρόφησης ενός προσπίπτοντος ηχητικού κύματος σε μιά επιφάνεια. Ορίζεται ως το πηλίκο της απορροφημένης ενέργειας προς την προσπίπτουσα ηχητική ενέργεια σε μια επιφάνεια και εξαρτάται τόσο από το υλικό της επιφάνειας πρόσπτωσης, όσο και από τη συχνότητα του κύματος. Για παράδειγμα, σε γυάλινη επιφάνεια πάχους 2cm και για κύμα συχνότητας 4kIIz ο συντελεστής απορρόφησης ισούται με 0.8. Acoustic Absorption F a c t o r [Ακουστικός Συντελεστής Απορρόφησης] Ακουστ. —> Acoustic Absorption Coefficient Acoustic Amplifier [Ακουστικός Ενισχυτής] Ακουστ. Ενισχυτής ακουστικών συχνοτήτων. Συνήθως τα ακουστικά κύματα παράγονται από ταλαντώσεις σωμάτων, όπως χορδών μουσικών οργάνω,ν τα οποία και ενισχύονται με τον ακουστικό ενισχυτή. Acoustic Approximation [Ακουστική Προσέγγιση] Ρευστομηχ. Πρώτης τάξη προσέγγιση των μη γραμμικών υδροδυναμικών εξισώσεων ενός ρευστού, που οδηγεί στη γραμμική κυματική εξίσωση για τη διάδοση του ήχου σε αυτά. Acoustic Branch [Ακουστικός Κλάδος Ταλάντωσης] Φυσ. Κλάδος της σχέσης κυκλικής συχνότητας ω και κυματαριθμού k των ταλαντώσεων κρυσταλλικών στερεών. Στον ακουστικό κλάδο για ταλαντώσεις μεγάλου μήκους κύματος, δηλαδή μικρού k, ισχύει ότι a)=c k όπου c η ταχύτητα διάδοσης των ηχητικών κυμάτων στο υλικό. Γενικά πρόκειται για τον κλάδο ταλαντώσεων χαμηλών συχνοτήτων από 0 Hz έως κάποιο άνω όριο. Σε ένα οιοδήποτε κρυσταλλικό υλικό πάντοτε εμφανίζεται ο ακουστικός κλάδος και αν το πλήθος των μορίων ή των ατόμων ή των ιόντων ανά θεμελιώδη κυψελίδα είναι τουλάχιστον δύο τότε θα εμφανιστεί και ο οπτικός κλάδος ταλαντώσεων υψηλότερων συχνοτήτων, όπου τα ιόντα της κάθε κυψελίδας κινούνται διαφορετικά μεταξύ τους. Acoustic Bridge [Ακουστική γέφυρα] Φυσ. Διάταξη για την ανάλυση των σημάτων διαφόρων εντάσεων και συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της ακουστικής οξύτητας. Acoustic C o m f o r t Index [Δείκτης ακουστικής άνεσης] Φυσ. Δείκτης με βάση τον οποίο υπολογίζεται η στάθμη θορύβου μέσα στο θάλαμο επιβατών ενός αεροσκάφους έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ανεκτές συνθήκες. Acoustic Compliance [Ακουστική ενδοτικότητα] Φυσ. Η ιδιότητα ενός υλικού να παρουσιάζει μεγαλύτερο η μικρότερο βαθμό έλλειψης αντίστασης στη διέλευση

ενός ηχητικού κύματος. Acoustic Delay [Ακουστική υστέρηση] Ακουστ. Φαινόμενο δημιουργίας ηχητικού σήματος καθώς ο ήχος που παράγεται με φυσικό διανύει μία διαδρομή μέσα σε σωλήνα πριν μετατραπεί στο τελικό αποτέλεσμα. Αναπαράγεται ηλεκτρονικά για χρήση στην επεξεργασία του ήχου σε σύγχρονα στούντιο ως ηχητικό εφφέ. Acoustic Delay Line [Γραμμή ηχητικής καθυστέρησης] Φυσ. Τμήμα της διάταξης ενός ηλεκτρονικού συστήματος για την σκόπιμη επιβράδυνση ενός σήματος, το οποίο μετατρεπόμενο σε ηχητικό αναγκάζεται να διανύσει μια διαδρομή προτού μετατραπεί στο τελικό ηλεκτρικό σήμα. Acoustic Detection [Ακουστική ανίχνευση] Τεχνολ. Τρόπος προσδιορισμού της μορφής ενός αντικειμένου ή ενός γεωλογικού σχηματισμού στην θάλασσα, με την καταμέτρηση της ανάκλασης εκπεμπόμενων ηχητικών κυμάτων πάνω στην επιφάνεια του. Acoustic Detector [Ηχητικός ανιχνευτής ή φωρατής] Φυσ. Διάταξη στο δέκτη ενός τηλεπικοινωνιακού συστήματος για την αποδιαμόρφωση του διαμορφωμένου ηλεκτρομαγνητικού σήματος που εκπέμπεται από τον πομπό ώστε να διαχωριστεί το αρχικό σήμα από το υψίσυχνο φέρον κύμα και να παραχθεί ήχος. Acoustic Dispersion [ΙΙχητικός διασκεδασμός] Φυσ. Το φαινόμενο κατά το οποίο ένας σύνθετος ήχος όταν προσπέσει στη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών μέσων θα διαθλασθεί χωριζόμενος σε συνιστώσες διαφορετικών διευθύνσεων. Οφείλεται στο ότι η ταχύτητα ενός κύματος σ'ένα υλικό εξαρτάται από τη συχνότητα. Acoustic Emission [Ηχητική εκπομπή] Φυσ. Η παραγωγή και η μετάδοση ελαστικών δονήσεων δηλ. ηχητικών κυμάτων σ' ένα στερεό υλικό λόγω απότομης απελευθέρωσης ενέργειας. Acoustic Energy [Ηχητική ενέργεια] Φυσ. Η ενέργεια που μεταφέρεται από ένα ηχητικό κύμα κατά τη διεύθυνση διάδοσης των ελαστικών δονήσεων. Acoustic Filter [Ηχητικό φίλτρο] Φυσ. Διάταξη για την επιλεκτική απόρριψη ήχων συγκεκριμένης συχνότητας. Acoustic G e n e r a t o r [Ακουστική γεννήτρια] Ακουστ. Γεννήτρια η οποία παράγει ήχο από διάφορες μορφές ενέργειας, όπως οι ταλαντώσεις. Παράδειγμα εφαρμογής της είναι η χρήση στην κατασκευή ηλεκτρονικών μουσικών οργάνων. Acoustic G r a t i n g [Ακουστικό Φράγμα] Ακουστ. Διάταξη παράλληλων ράβδων ή άλλων ομοίων αντικειμένων που ισαπέχουν μεταξύ τους, η οποία ανάλογα με το μήκος κύματος του ήχου που προσπίπτει σε αυτήν, προκαλεί φαινόμενα ηχητικής περίθλασης δηλαδή μεταβολής της διεύθυνσης διάδοσης του ήχου και δημιουργία κροσσών ενισχυτικής ή καταστρεπτικής συμβολής. Acoustic Heat Engine [Θερμοακουστικές Μηχανές] Μηχ. Μηχανικές διατάξεις μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε ηχητική και χρήση της για την απαγωγή θερμότητας ή και το αντίστροφο. Επειδή δε χρησιμοποιούν κινητά μηχανικά μέρη χρειάζονται ελάχιστη συντήρηση και όταν βελτιωθεί η απόδοσή τους θα αντικαταστήσουν σημερινές θερμικές μηχανές, όπως αυτές των ψυγείων. Acoustic Horn [Ακουστικό κέρας] Φυσ. Όργανο ενίσχυσης ακοής σε σχήμα κέρατος ή χωνιού, του οποίου το στενό άκρο εφάπτεται στο αυτί ενώ το πλατύ συλλαμβάνει τους ήχους. Είχε χρήση στο

-47παρελθόν ως όργανο βαρηκοΐας και στη ναυτιλία. Acoustic Image [Ακουστική εικόνα] Φυσ. Η εικόνα του αντικειμένου που διαμορφώνεται στη φωτογραφική πλάκα ενός οπτικοακουστικού συστήματος. Acoustic Imaging [Ακουστική απεικόνιση] Φυα. II χρήση οπτικοακουστικών διατάξεων που χρησιμοποιούν ήχους στην ακουστική ή υπερηχητική συχνότητα για την απεικόνιση της εσωτερικής δομής ενός υλικού. Acoustic I m p e d a n c e [Ακουστική εμπέδηση η σύνθετη αντίσταση] Φνσ. Η αντίσταση που παρουσιάζει ένα υλικό στη διέλευση των ηχητικών κυμάτων. Δίνεται από τη μιγαδική έκφραση Z=R+iR' όπου I = \-1, R η συνιστώσα ακουστική αντίσταση και R' η συνιστώσα ακουστική αντίδραση. Μετριέται σε ncwton-seconds / m 5 στο SI. Acoustic I n e r t a n c e [Ακουστική αδράνεια] Φυσ. Η αντίσταση που παρουσιάζει ένα υλικό λόγω της ενέργειας των δυνάμεων αδράνειας των μαζών στη διάδοση ενός ηχητικού κύματος. Acoustic Insulation [Ηχομόνωση] Μηχ. II χρήση ειδικών υλικών με πορώδη υφή και μικρό δυναμικό μέτρο ελαστικότητας στην οικοδομική αρχιτεκτονική για την ελαχιστοποίηση της ενέργειας των ηχητικών κυμάτων που τα διαπερνούν ή προσκρούουν στην επιφάνειά τους. Acoustic Intensity [Ένταση του ηχητικού κύματος] Φυσ. Ορίζεται ως το πηλίκο της ακουστικής ισχύος εντός μιας επιφάνειας κάθετης στη διεύθυνση διάδοσης του κύματος προς το εμβαδόν της επιφάνειας αυτής. Μετριέται σε W / m2. Acoustic I n t e r f e r o m e t e r [Ακουστικό Συμβολύμετρο] Ακουσ. Όργανο μετρήσεων συχνοτήτων ή μήκους κύματος υπερηχητικών κυμάτων που βασίζεται στη μελέτη των φαινομένων συμβολής, π.χ κροσσοόν ενισχυτικής συμβολής των κυμάτων αυτών. Acoustic J a m m i n g [Ακουστικά παράσιτα] Φυσ. Η σκόπιμη παρεμβολή με ηλεκτρονικά μέσα με αντικειμενικό σκοπό τη μη καθαρή λήψη σημάτων, ως μέσο αποτροπής εχθρικο')ν οπλικών συστημάτων. Acoustic L a b y r i n t h [Ακουστικός λαβύρινθος] Φυσ. Προστατευτική διάταξη που περιβάλλει ένα μεγάφωνο ώστε να πετυχαίνεται η κατά το δυνατό μείωση των ανεπιθύμητων κυμάτων. Acoustic Lens [Ακουστικός Φακός] Ακονστ. Διάταξη δίσκων κατάλληλης καμπυλότητας με σκοπό την εστίαση ή τη διάχυση ηχητικών κυμάτων. Η λειτουργία τους είναι ανάλογη με αυτή των οπτικών κατόπτρων και φακών. Acoustic Line [Ηχητική γραμμή] Φνσ. Το σύνολο των διατάξεων στο πίσω μέρος ενός μεγαφώνου για τη κατάλληλη αναπαραγωγή του ήχου. Acoustic M a c h M e t e r [Μετρητής MAX ] Φυσ. Όργανο μέτρησης της ταχύτητας ενός αεροσκάφους σε αριθμούς MAX. Acoustic M a s s Reactance [Αντίδραση ακουστικής μάζας] Φνσ. Το μέρος της ακουστικής αντίδρασης (του μιγαδικού μέρους της ακουστικής εμπέδησης) που σχετίζεται με τις αντιδράσεις των δυνάμεων αδράνειας των μαζών. Acoustic M e a s u r e m e n t [ΙΙχητική μέτρηση] Φυα. Η διαδικασία ποσοτικού καθορισμού των ποιοτικών χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων του ήχου. Τα κυριότερα μεγέθη που μετριούνται είναι η ταχύτητα διάδο-

Acoustic R a d a r

σης, η συχνότητα ταλάντωσης, η πίεση, ο συντελεστής εξασθένησης κ.λ.π. Acoustic Microscope [Ακουστικό μικροσκόπιο] Φνσ. Ηλεκτρονικό μικροσκόπιο που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα σε συχνότητες μικροκυμάτων για να σχηματίσει μεγενθυμένη εικόνα ενός μικρού αντικειμένου. Acoustic M o d e [Ακουστικός Τρόπος Ταλάντωσης] Φυσ. Κατηγορία κανονικών τρόπων ταλάντωσης κρυσταλλικών στερεών με σχέση διασποράς αυτή του ακουστικού κλάδου (βλέπε Acoustic Branch). Βασική ιδιότητα αυτού του τρόπου ταλάντωσης είναι ότι, η συχνότητά του μπορεί να πάρει τιμές από 01 Ιζ έως μία μέγιστη τιμή, ενώ για μεγάλα μήκη κύματος, οι ταλαντώσεις μοιάζουν με αυτές των ηχητικών κυμάτων. Για συχνότητες κοντά στη μέγιστη συχνότητα, τη συχνότητα Debyc, παρατηρείται μείωση της ταχύτητας διάδοσης. Acoustic Navigation [Ηχητική πλοήγηση] Φυσ. Σύστημα καθοδήγησης ή επικοινωνίας με τη βοήθεια ηλεκτρονικών διατάξεων που χρησιμοποιούν ηχητικά κύματα. Acoustic Noise [Ακουστικός θόρυβος] Φυσ. Ανεπιθύμητο ηχητικό σήμα στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων. Μετριέται σε κλίμακα ντεσιμπέλ (dB). Acoustic Ocean C u r r e n t M e t e r [Ακουστικό ροόμετρο ωκεάνιων ρευμάτων] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης της ροής υδάτων σε υδάτινους σχηματισμούς (π.χ. ποταμούς). Βασίζεται στη μέτρηση της χρονικής διαφοράς αποστολής ακουστικών σημάτων από τον πομπό στον δέκτη σε αντίθετες κατευθύνσεις, παράλληλες στην ροή των υδάτων για να υπολογίσει τη ταχύτητα του ρεύματος. Acoustic O h m [Μονάδα μέτρησης Ohm] Ακουσ. Μονάδα μέτρησης της ηχητικής σύνθετης αντίστασης (εμπέδησηό ενός ηχητικού μέσου, η οποία ισούται με 10+5Pa s m . Acoustic Particle Detection [Ακουστική Ανίχνευση Σωματιδίων] Φνσ. Πειραματική τεχνική ανίχνευσης της κίνησης σωματιδίων μέσα σε ένα υλικό, μέσω των ηχητικών κυμάτο)ν που προκαλούνται από τη διέλευσή τους και την απότομη θέρμανση του υλικού. Η τεχνική αυτή μπορεί να μας δώσει μόνο ποιοτική πληροφορία για τη διέλευση ή όχι σωματιδίων και όχι για το είδος και την ενέργειά τους. Acoustic P h o n o n [Ακουστικό Φωνόνιο] Φυσ. Στοιχειώδης κβαντική διέγερση ενός ακουστικού κανονικού τρόπου ταλάντωσης κάθε κρυσταλλικού σώματος. Acoustic Branch, Acoustical Mode Acoustic Plaster [Ακουστικό κονίαμα] Αντ. Υλ. Πίδος κονιάματος που περιέχει μεταλλικό υλικό και έχει την ιδιότητα να απορροφά τους ήχους. Στην μάζα του σχηματίζονται αέριες κοιλότητες λόγω της αλληλεπίδρασης του μεταλλικού υλικού με νερό. Acoustic P o w e r [ΙΙχητική ισχύς] Φιητ. Ορίζεται ως το πηλίκο της ενέργειας που μεταφέρεται από το ηχητικό κύμα εντός ορισμένου χρόνου προς το χρόνο αυτό. Μετριέται σε W. Acoustic Pressure [ΙΙχητική Πίεση] Ακοοσ. Πρόκειται για τη διαδιδόμενη από ένα ηχητικό κύμα διαταραχή της πίεσης. -> Sound Pressure Acoustic R a d a r [Ακουστικό Ραντάρ] Μηχ. Ραντάρ το οποίο, αντί για ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα με σκοπό τη μελέτη των χαρακτηριστικών της ατμόσφαιρας, όπως την υγρασία, τη θερμοκρασία και την κίνηση αερίων μαζών σε αυτή.

Acoustic Radiation

-48-

Επειδή ο ήχος υπόκειται σε απορρόφηση, σκέδαση, διάθλαση στον αέρα, η εμβέλεια του περιορίζεται στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας - όχι περισσότερο από 2000 μέτρα. Acoustic Radiation [Ηχητική ακτινοβολία] Φυσ. Η διάδοση ηχητικού κύματος σε αέριο, στερεό ή υγρό μέσο, με τη μορφή ελαστικών δονήσεων των σωματιδίων του μέσου διάδοσης. Acoustic Radiation Pressure [Πίεση της ηχητικής ακτινοβολίας] Φυσ. Ορίζεται ως το πηλίκο της δύναμης που ασκείται από το ηχητικό κύμα επί μιας επιφάνειας προς την επιφάνεια αυτή. Acoustic R a d i a t o r [Ηχητικός Πομπός] Ακουσ. Διάταξη παραγωγής και εκπομπής ηχητικών κυμάτων. Συνήθως ως ακουστικοί πομποί χρησιμοποιούνται λεπτές ελαστικές χορδές ή μεμβράνες μεταλλικής ή άλλης φύσης, που καθώς διεγείρονται είτε με μηχανικά μέσα είτε με ηλεκτρικά ρεύματα, προκαλούν διαδιδόμενες διαταραχές της πίεσης, δηλαδή ηχητικά κύματα. Επιπλέον ως ηχητικοί πομποί μπορούν να χαρακτηριστούν και όλα τα ρευστά τα οποία, σε περιπτώσεις τυρβώδους ροής, παράγουν ηχητικά κύματα. Acoustic Radiometer [Ακουστικό ραδιόμετρο) Φυσ. Οργανο για τη μέτρηση της έντασης των ηχητικών κυμάτων. Acoustic Ratio [Ακουστικός λόγος] Φυσ. Είναι ο λόγος της έντασης του ήχου που εκπέμπεται από την πηγή προς την ένταση του ήχου που προέρχεται από την αντήχηση. Acoustic Reactance [Ακουστική αντίδραση] Φυσ. Η συνιστώσα R ' στο φανταστικό μέρος της μιγαδικής έκφρασης της σύνθετης ακουστικής αντίστασης, που έχει σχέση με την αντίδραση των δυνάμεων αδρανείας των μαζών η ελαστικότητας. Acoustic Receiver [Ηχητικός δέκτης] Φυσ. Η διάταξη που απαιτείται για τη λήψη και την αποδιαμόρφωση των διαμορφωμένων ηχητικών κυμάτων που εκπέμπονται από ένα πομπό. Acoustic Reciprocity T h e o r e m | Θεώρημα αμοιβαιότητας του ήχου] Φυσ. Αν μια ηχητική πηγή παράγει κύμα που προκαλεί συγκεκριμένη ηχητική πίεση σ' ένα διαφορετικό σημείο του χώρου, τότε η ίδια ηχητική πίεση θα παραχθεί στο αρχικό σημείο αν η ηχητική πηγή μεταφερθεί στο σημείο αυτό. Acoustic Reference Position System [Ακουστικό σύστημα προσδιορισμού θέσης] Μηχ. Σύστημα που αποτελείται από ένα ακουστικό πομπό που στέλνει υπερηχητικά σήματα τα οποία λαμβάνονται από τα υδρόφωνα πλοίων που χρησιμοποιούνται σε ωκεάνιες αντλήσεις πετρελαίου. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται ο προσδιορισμός του στίγματος των πλοίων ανά πάσα στιγμή σε σχέση με τον πομπό. Acoustic Reflection Coefficient [Συντελεστής ηχητικής ανάκλασης] Φοσ. Ο λόγος της έντασης της ανακλώμενης από μια επιφάνεια ηχητικής ακτινοβολίας προς τη συνολική προσπίπτουσα ακτινοβολία επί της επιφάνειας αυτής. Acoustic Reflectivity [Ηχητική ανακλαστικότητα] Φυσ. - » Acoustic Reflection Coefficient Acoustic Reflex Enclosure [Ηχοανακλαστικό περίβλημα] Φυσ. Κατασκευαστική διάταξη που περιβάλλει το μεγάφωνο και επιτρέπει στα χαμηλής συχνότητας κύματα ν α ενισχύσουν τη προς τα εμπρός ακτινοβολία. Acoustic Refraction [Διάθλαση του ήχου| Φυ<τ.Είναι

το φαινόμενο κατά το οποίο όταν ένα ηχητικό κύμα προσπέσει στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφορετικών υλικών μέσων, τότε μέρος του κύματος εισέρχεται στο δεύτερο μέσο κατά διαφορετική διεύθυνση λόγω της διαφορετικής ταχύτητας διάδοσής του σε κάθε μέσο. Acoustic Resonance 1 [Ακουστικός Συντονισμός] Ακουστ. Ακουστικό φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο, ηχητικές κοιλότητες ή σωλήνες διεγείρονται και απορροφούν ήχους επιλεκτικά σε χαρακτηριστικές συχνότητες συντονισμού τους, οι οποίες εξαρτώνται από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά τους Για παράδειγμα ηχητικός συντονισμός συμβαίνει στα πνευστά μουσικά όργανα στη συχνότητα κάθε νότας τους. Acoustic Resonance 2 [Ηχητική συνήχηση ή συντονισμός] Φυσ. Το φαινόμενο κατά το οποίο ο εκπεμπόμενος ήχος από μια κλειστή ηχητική διάταξη, που φέρει εγκλωβισμένη αέρια μάζα, (ηχείο η αντηχείο) μεγιστοποιείται όταν η ιδιοσυχνότητα της ταλάντωσης της αέριας μάζας συμπίπτει με τη συχνότητα της εξωτερικής ηχητικής πηγής διέγερσης. Acoustic Resistance [Ακουστική αντίσταση| Φυσ. II αντίσταση R του πραγματικού μέρους της μιγαδικής έκφρασης της σύνθετης ακουστικής εμπέδησης. Acoustic Resistance Unit [II μονάδα ακουστικής αντίστασης] Φυσ. Acoustic Ohm Acoustic Resonator [Ηχείο ή αντηχείο] Φυσ. Ειδική κοιλότητα σε διάταξη που περιέχει εγκλωβισμένη μία αέρια μάζα ικανή να ταλαντώνεται σε μια ορισμένη συχνότητα. Acoustic Scattering [Ηχητική σκέδαση] Φυσ. Η εκτροπή ενός ηχητικού κύματος από την αρχική του διεύθυνση και η διάχυσή του προς ύλες τις διευθύνσεις λόγω πρόσκρουσής του σε σωματίδια του υλικού μέσου διάδοσης. Acoustic Shadow [ΙΙχητική σκιά] Φυσ. Περιοχή πίσω από ένα αντικείμενο κατάλληλων διαστάσεων στην ευθεία διάδοσης ενός ηχοκύματος όπου, αν και ο πρωτογενής ήχος ανακόπτεται, είναι δυνατή η εμφάνιση δευτερογενή ήχου κατά τα φαινόμενα της περίθλασης και της συμβολής. Acoustic Shielding [Ηχητική θωράκιση] Φυσ. Μηχανισμός που δεν επιτρέπει την μετάδοση της ενέργειας του ηχητικού κύματος. Acoustic Signal Processing [Επεξεργασία ηχητικού σήματος] Φυσ. Το σύνολο των διαδικασιών που απαιτούνται για την εξαγωγή συγκεκριμένων πληροφοριών από ένα ηχητικό σήμα. Acoustic Signature [Ακουστική Υπογραφή] Μηχ. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά του ήχου που παράγουν διάφορες ηχητικές πηγές ή ανακλούν διάφορα σώματα. Η ακουστική υπογραφή χαρακτηρίζει πλήρως το κάθε σώμα και χρησιμοποιείται για την αναγνώρισή του. Για παράδειγμα, για τον ηχητικό εντοπισμό πλοίων ή ψαριών ή χαρακτηριστικών περιοχών του βυθού χρησιμοποιείται η ηχητική υπογραφή τους, δηλαδή το φάσμα συχνοτήτων του ήχου που παράγουν ή ανακλούν. Acoustic Spectrometer [Ηχητικό φασματόμετρο] Φυσ. Όργανο για την μέτρηση των εντάσεων και των συχνοτήτων των συνιστωσών ενός σύνθετου ήχου. Acoustic S p e c t r u m [Ακουστικό φάσμα] Φυσ. Η περιοχή των συχνοτήτων των ηχητικών κυμάτων που περιλαμβάνει, εκτός την ακουστή περιοχή συχνοτήτων, τους υπόηχους (ν < 20 Hz) και τους υπέρηχους (ν > 20

-49KHz). Acoustic Stiffness Reactance [Ακουστική ακαμψία] Φυσ. To τμήμα της αντίδρασης (του μιγαδικού μέρους της σύνθετης ακουστικής αντίστασης) που σχετίζεται με τις αντιδράσεις ελαστικότητας του μέσου διάδοσης του ηχητικού κύματος. Acoustic Strain Gage [Ακουστικός μετρητής εντάσεων] Τεχνολ. Όργανο για την μέτρηση εσωτερικών τάσεων που αναπτύσσονται μακροχρόνια σε κατασκευές, η οποία επιτυγχάνεται με τη μέτρηση της συχνότητας ταλάντωσης ενός λεπτού σύρματος στο οποίο ασκείται τάση. Το σύρμα είναι συνδεμένο με μια ηλεκτρομαγνητική συσκευή. Acoustic Streaming IΑκουστική ροή] Φυσ. II δημιουργία στρωτής ροής σ' ένα ρευστό μέσα σε κατάλληλη διάταξη υπό την επενέργεια ισχυρών ηχητικών κυμάτων. Το φαινόμενο βρίσκει εφαρμογή σε όργανο για την μέτρηση της ταχύτητας του ήχου στα διάφορα ρευστά. Acoustic Survey [Ηχητική έρευνα] Φυσ. II χρήση ηχητικών κυμάτων για την καταγραφή στοιχείων που σχετίζονται με τον καθορισμό διαφόρων χαρακτηριστικών ενός υλικού. Acoustic Telescope [Ακουστικό τηλεσκόπιο] Φυσ. Κατάλληλος συνδυασμός μικροφώνων που με την σύνθεση των σημάτων προκαλούν ενίσχυση σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Acoustic Theodolite [Ακουστικός θεοδόλιχος] Μηχ. Ειδικό όργανο που εκπέμπει ηχητικά κύματα και δημιουργεί υδάτινα ρεύματα σταθερής διατομής για ερευνητικούς σκοπούς. Acoustic Theory [Ακουστική Θεωρία] Φυσ. Προσεγγιστικός τρόπος επίλυσης των βασικών εξισώσεων που διέπουν την κίνηση του αέρα γύρω από αεροτομές. Ο τρόπος αυτός μετατρέπει τις εξισώσεις ροής σε γραμμικές ως προς τη μεταβολή της ταχύτητας και ισχύει εφόσον η μεταβολή είναι εξαιρετικά μικρή ως προς την ταχύτητα του ήχου και την ταχύτητα κίνησης της αεροτομής. Acoustic Tile [Ακουστικό πλακίδιο] Μηχ. Πλακίδιο μικρό')ν διαστάσεων φτιαγμένο από ειδικό ηχοαπορροφητικό υλικό για την επικάλυψη τοίχων ή άλλων επιφανειών. Acoustic T o m o g r a p h y [Ακουστική τομογραφία] Φυσ. Ακτινολογική μέθοδος εξέτασης κατά την οποία χρησιμοποιείται δέσμη ηχητικών ακτινών για την διέλευσή της στην υπό έρευνα περιοχή, της οποίας λαμβάνονται λεπτές τομές. Κατά την έξοδό της καταγράφεται και επεξεργάζεται από ειδικό σύστημα ανιχνευτών και ηλεκτρονικών υπολογιστών. Acoustic T o r p e d o [Ακουστική Τορπίλη] Μηχ. - Ακουα. Τορπίλη η οποία κατευθύνεται προς τον στόχο είτε παθητικά, δηλαδή έχοντας εγκλωβίσει και ακολουθώντας τον ήχο που παράγει ο στόχος, είτε ενεργητικά, εντοπίζοντας τον στόχο δηλαδή μέσω των ανακλάσεων του ήχου που στέλνει το ηχητικό ραντάρ της - σόναρ προς τον στόχο. Acoustic T r a n s d u c e r [Ακουστικός Μεταλλάκτης] Ακουα. Αισθητήρας με σκοπό τη μετατροπή του ήχου σε ηλεκτρικά σήματα για τη μετάδοση ή ανάλυσή του. Τυπικός ακουστικός αισθητήρας είναι το μικρόφωνο. Acoustic T r a n s f o r m e r [Ακουστικός Ενισχυτής] Μηχ. - Ακουσ. Διάταξη κατάλληλη για την ενίσχυση της έντασης του εκπεμπόμενου ήχου. Η είσοδος της είναι συνήθως ηλεκτρικά σήματα και τα γεωμετρικά

Acoustical Insulation Board

χαρακτηριστικά της διάταξης, π.χ. το μέγεθος της μεμβράνης ενός μεγαφώνου, βοηθούν στην παραγωγή ισχυρού ήχου. Acoustic Transmission [Ηχητική μετάδοση] Φυσ. II μετάδοση ενέργειας υπό μορφή μηχανικών δονήσεων σ' ένα υλικό μέσο. Acoustic Transmission Coefficient [Συντελεστής ηχητικής μετάδοσης] Φυσ. Ο λόγος της ενέργειας του ηχητικού κύματος που μεταδίδεται από ένα υλικό μέσο προς τη συνολική ενέργεια που προσπίπτει επί του μέσου αυτού. Acoustic Transmissivity [Ηχητική μεταδοτικότητα] Φυσ. Acoustic Transmission Coefficient. Acoustic T r e a t m e n t [Ηχητική Επένδυση] Μηχ. Τοποθέτηση κατάλληλων υλικών επένδυσης ενός χώρου με σκοπό την αποφυγή δημιουργίας ηχητικών παρεμβολών λόγω των περιορισμένων διαστάσεών του. Για παράδειγμα, οι χώροι ηχογράφησης ή οι χοοροι εκδηλώσεων διαθέτουν κατάλληλη επένδυση για αποφυγή της αντήχησης. Acoustic Velocity [Ταχύτητα του ήχου] Φυσ. Η ταχύτητα διάδοσης των ηχητικών κυμάτων σ' ένα υλικό μέσο. Acoustic Wave [Ηχητικό κύμα] Φυσ. Η περιοδική διαταραχή των σωματιδίων του μέσου διάδοσης που παράγεται από ένα σώμα όταν ταλαντώνεται μέσα σε κάποιο ελαστικό μέσο. Τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η ταχύτητα διάδοσης, η συχνότητα, το μήκος κύματος και το πλάτος. Acoustic Wave Amplifier [Ενισχυτής ηχοκύματος] Φυσ. Διάταξη για την ενίσχυση ενός ασθενούς ηχητικού κύματος. —> Acoustic Amplifier. Acoustical [Ακουστικός ή ηχητικός] Φυσ. Χαρακτηρίζεται μία διάταξη, ένα υλικό, ένα φαινόμενο κ.λ.π.όταν εμφανίζει ιδιότητες σχετιζόμενες με τον ήχο. Acoustical Ceiling (System) [Ακουστικό σύστημα οροφής] Μηχ. Κατασκευή ή επένδυση της οροφής ενός κτιρίου με ηχοαπορροφητικό υλικό για ηχητική μόνωση ή δημιουργία καλύτερων συνθηκών ακουστικής. Acoustical Door [Ακουστική θύρα] Μηχ. Πόρτα κατασκευασμένη από ειδικό ηχομονωτικό υλικό για την ηχητική θωράκιση ενός χώρου. Acoustical Doppler Effect [Ακουστικό Φαινόμενο Doppler] Ακουστ. Πρόκειται για τη μεταβολή της συχνότητας ενός ήχου που αντιλαμβάνεται ένα παρατηρητής λόγω της κίνησης είτε της πηγής είτε του παρατηρητή. II μεταβολή είναι ανάλογη της σχετικής ταχύτητας και εξαρτάται και από την ταχύτητα του ήχου. Όταν πηγή και παρατηρητής πλησιάζουν ο ένας τον άλλο παρατηρείται αύξηση της συχνότητας, ενώ όταν απομακρύνονται μείωση. Acoustical Holography [Ηχητική ολογραφία] Φυσ. Μέθοδος σχηματισμού τρισδιάστατης εικόνας ενός αντικειμένου με συνδυασμό ηχητικής ακτινοβολίας, που πέφτει πάνω στο αντικείμενο και φωτεινής ακτινοβολίας που το προβάλλει. Acoustical Inertia [Ακουστική Αδράνεια] Ακουστ. Acoustical Mass Acoustical Insulation Board [Πλάκα ηχομόνωσης] Μηχ. Πλάκα από ειδικό υλικό με μικρό δυναμικό μέτρο ελαστικότητας (από ίνες ξύλου, ορυκτοβάμβακα, αφρώδεις πλαστικές ύλες, συνθετικό καουτσούκ κ.λ. π.) που χρησιμοποιείται στο εσωτερικό των τοίχων ή ανάμεσα στους ορόφους για ηχομόνωση, καθώς και κάτω από μηχανές ως μονωτικό κραδασμών.

Acoustical M a s s

-50-

Acoustical M a s s [Ακουστική Μάζα - αδράνεια] Aκουοτ. Πρόκειται για ανάλογο με το συντελεστή αυτεπαγωγής μέγεθος το οποίο χαρακτηρίζει τη σύνθετη ηχητική αντίσταση ενός μέσου: ω·Μ, όπου ω η κυκλική συχνότητα του ήχου (ω=2πί, ί" η συχνότητα του ήχου). Ονομάζεται και ακουστική αδράνεια. Acoustical M a t e r i a l [Ακουστικό υλικό] Μηχ. Κάθε ηχοαπορροφητικό ή ηχομονωτικό υλικό που χρησιμοποιείται για την μείωση της στάθμης του θορύβου ή τη βελτίωση της ακουστικής ενός χώρου. Η αποτελεσματικότητά του κρίνεται με βάση το συντελεστή ηχοαπορρόφησης, που συνήθως είναι μεγαλύτερος από 0,7. Υπάρχουν ακουστικά υλικά με διάφορους βαθμούς σκληρότητας, μαλακά, ημίσκληρα η σκληρά. Acoustical Model [Ακουστικό προσομοίωμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα προσομοίωμα σε κλίμακα μίας κατασκευής, που εξυπηρετεί την μελέτη των ακουστικών ιδιοτήτων της, όπως της κατανομής της ηχητικής πίεσης ή της καταγραφής των διαδρομών των ηχητικών κυμάτων. Ένα τέτοιο προσομοίωμα κατασκευάζεται για τις ιδιαίτερες εκείνες κατασκευές που έχουν ειδικές απαιτήσεις ακουστικής, όπως τα αμφιθέατρα ή οι κλειστοί συναυλιακοί χώροι. Acoustical Plaster [Ακουστικός σοβάς] Μηχ. Σοβάς από ειδικό πορώδες υλικό δηλ. με μεγάλη ειδική επιφάνεια, για την τελική επικάλυψη επιφανειών ώστε να λειτουργούν ηχοαπορροφητικά. Acoustical Tile [Ακουστικοειδές πλακίδιο] Αν τ. Υλ. Τετράγωνο πλακάκι κατασκευασμένο από ειδικό υλικό για να απορροφά τον ήχο. Χρησιμοποιείται σε ειδικές κατασκευές ηχομόνωσης, όπως άηχοι θάλαμοι, οροφές με την ιδιότητα να απορροφούν τους ήχους. Acoustical T r e a t m e n t [Μελέτη ακουστικής] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για την εξειδικευμένη μελέτη ενός κτιρίου το οποίο έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις μετάδοσης του ήχου στο εσωτερικό του. Συνήθως τέτοιου είδους μελέτη γίνεται για ειδικά κτίρια όπως αμφιθέατρα, κινηματογράφοι, συναυλιακές αίθουσες και θέατρα, και περιλαμβάνει εκτός από τον ιδιαίτερο σχεδιασμό των επιφανειών του κτιρίου και την χρήση ειδικών υλικών αντανάκλασης του ήχου. Acoustics 1 [Ακουστική] Ακουσ. Οι ιδιότητες ενός χώρου που καθορίζουν τη διάδοση και τα χαρακτηριστικά ενός ή^ου στο εσωτερικό του. Acoustics* [Ακουστική] Γεν. Κλάδος της κυματικής φυσικής που ασχολείται με τη δημιουργία και τη διάδοση των ηχητικών κυμάτων. Acoustoelcctric Amplifier [ΙΙχοηλεκτρικός ενισχυτής] Φυα. Διάταξη για την ενίσχυση ασθενών ηχητικών κυμάτων —» Acoustic Amplifier. Acoustoelcctric Effect [ΙΙχοηλεκτρικό φαινόμενο] Φυα. Το φαινόμενο της εμφάνισης στα μέταλλα ή στους ημιαγωγούς συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος ή ηλεκτρεγερτικής δύναμης ως αποτέλεσμα της επίδρασης έντονου ελαστικού κύματος υψηλής συχνότητας. Acoustoclectronic Devices [Ηλεκτροακουστικής Διατάξεις] Ηλεκ. Διατάξεις οι οποίες, μετατρέπουν ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικά σήματα. Χρησιμοποιούνται είτε για τη μεταφορά του ήχου μέσω τηλεφωνικών γραμμών, είτε για τη μετατροπή ψηφιακών υπολογιστικών δεδομένων σε ηλεκτρικά σήματα και τη μεταφορά τους. Acoustooptic Modulator [Οπτικοακουστικός διαμορφωτής] Φυσ. Διάταξη που χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί στάσιμα κύματα από υπέρηχους ως οπτικό φράγμα του

οποίου η σταθερά, λόγω του μικρού μήκους κύματος των υπερήχων, είναι της τάξης μεγέθους του μήκους κύματος του φωτός με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η περίθλαση του οπτικού σήματος και η ρύθμιση των μετρήσεων. Acoustooptical Cell [Οπτικοακουστικό κύτταρο] Φυσ. Διάταξη που χρησιμοποιεί ηχοκύματα για τη διαμόρφωση ενός οπτικού κύματος. Acoustooptical Filter [Οπτικοακουστικό φίλτρο] Φυσ. Φίλτρο που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για τη ρύθμιση του στη περιοχή του ορατού φάσματος. Acoustooptical Material [Οπτικοακουστικό υλικό] Φΐ)(7. Υλικό του οποίου οι ιδιότητες μεταβάλλονται υπό την επενέργεια ηχητικών κυμάτων. Acoustooptics [Οπτικοακουστική] Φυσ. Ο κλάδος της φυσικής που μελετά την αλληλεπίδραση οπτικών και ηχητικών κυμάτων σε διάφορα φαινόμενα ή διατάξεις. Acoustoptical Interaction [Οπτικοακουστική αλληλεπίδραση] Φυα. II εφαρμογή ηχητικών κυμάτων για τη διαμόρφωση των ιδιοτήτων ενός οπτικού κύματος. Acquire [Εντοπισμός] Φυα. II διαδικασία εντοπισμού και ανίχνευσης ή παρακολούθησης από ένα ραντάρ ενός στόχου. Acquisition [Συλλογή Δεδομένων] Μηχ. Διαδικασία συλλογής δεδομένων από πειραματικά όργανα, όπως παλμογράφοι, κεραίες, τηλεσκόπια και γενικά μετρητικούς αισθητήρες. Αναφέρεται και ως διαδικασία ρύθμισης των παραμέτρων λειτουργίας των αισθητήρων για την επικείμενη συλλογή δεδομένων. Acquisition And T r a c k i n g R a d a r [Ραντάρ Ανίχνευσης και Παρακολούθησης Στόχου] Μηχ. Ραντάρ ικανό τόσο για την ανίχνευση μίας κατηγορίας στόχων, από την ανακλώμενη από αυτά ακτινοβολία, όσο και για τη συνεχή παρακολούθηση της πορείας τους. Acquisition Tone [Ηχος Εναρξης Συλλογής Δεδομένων] Μηχ. Χαρακτηριστικός ενδεικτικός ήχος που παράγεται από μία συσκευή, π.χ. υπολογιστές χειρός, την στιγμή που αυτή αρχίζει να καταγράφει ή να δέχεται δεδομένα. Acre [Μονάδα Acre] Μαθημ. Μονάδα μέτρησης της επιφάνειας στο αγγλικό σύστημα μέτρησης. Το ένα ακρ ισούται με 4.840 τετραγ. γυάρδες ή 4.046,86 μ'. Επίσης 1 ακρ είναι ίσο με 0.4047 εκτάρια. Acre Foot [Στρέμμα-πόδι] Υδμ. Μονάδα μέτρησης όγκου που χρησιμοποιείται στην Υδραυλική. Ισοδυναμεί με τον όγκο πλ.ήρωσης ενός στρέμματος βάθους ενός ποδιού. Acre Foot Per Day [Ημερήσιο στρέμμα-πόδι] Υδρ. Μονάδα μέτρησης της ροής νερού στις HI ΙΑ. Acre Inch [Στρέμμα-ίντσα] Υδμ. Μονάδα μέτρησης όγκου που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ. Acre Yield [Σοδειά ανά στρέμμα] Γεωλ. Όρος για την μέση ετήσια ποσότητα αερίων ή υγρών υλικών που παράγονται σε μία δεξαμενή με έκταση επιφανείας ίση με ένα στρέμμα. Acridine [Ακριδίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (C6H4)2NCH. Ονομάζεται και 2,3,5,6-διβενζοπυριδίνη. Πρόκειται για οργανική ετεροκυκλική ένωση, με μοριακό βάρος 179,22, σημείο ζέσεως 345°C και σημείο τήξεως 111 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, έντονα ερεθιστική στην επιδερμίδα, διαλυτή στην αιθανόλη και στο βενζόλιο. Απαντά στο ανθρακενικό κλάσμα της λιθανθρακόπισσας. Συνθετικά παρασκευάζεται κατά τη διαβίβαση ατμών 2-βενζυλο-ανιλίνης ή φαινυλο-βενζυλομίνης διαμέσου ερυθροπυρωμένου

-51 σωλήνα. Επίσης παρασκευάζεται με αντίδραση 2χλωρο-βενζοϊκού οξέος και ανιλίνης, παρουσία θειικού οξέος. Παράγωγα της ακριδίνης χρησιμοποιούνται ως φάρμακα, όπως η ατερβίνη που χρησιμοποιείται κατά της ελονοσίας, καθώς και στην παραγωγή χρωμάτων. Acridine Dye [Χρώμα ακριδίνης] Οργ. Χημ. Είναι κίτρινες ή πορτοκαλί ή καφέ, κατιονικές ενώσεις. Χρησιμοποιούνται για τη βαφή του βάμβακος, της μέταξας και ιδιαίτερα του δέρματος. Μερικές ενώσεις αυτής της τάξης εμφανίζουν και αντισηπτική δράση. 'Ενα από τα σπουδαιότερα χρώματα αυτής της τάξης είναι το κίτρινο ακριδίνης G, που παρασκευάζεται από 4-μεθύλιο1,3-φαινυλο-διαμίνη και φορμαλδεΰδη. Acridine O r a n g e [Πορτοκαλί της ακριδίνης] Οργ. Χημ. Πρόκειται για συγκεκριμένο χρώμα της ακριδίνης, το οποίο σχηματίζει έγχρωμα σύμπλοκα με πρωτεϊνικές ενώσεις. Acriflavine [Ακριφλαβίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C14H14N3CI. Ονομάζεται και 3,6-διαμινο-10μεΟύλιο-ακριδινιοχλωρίδιο ή τρυπαφλαβίνη. Πρόκειται για κίτρινο χρώμα ακριδίνης, το οποίο παρασκευάζεται από την 3,6-διαμινο-ακριδίνη, αρχικά με ακετυλίωση, στη συνέχεια μεθυλίωση του αζώτου της 10θέσης και τέλος υδρόλυση του προϊόντος με αραιό υδροχλωρικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό του ουροποιητικού συστήματος. Acrolein [Ακρολεΐνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =CHCHO. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, με χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Έχει μοριακό βάρος 56,06 και σημείο ζέσεως 52,5 °C. Παράγεται με οξείδωση του προπενίου ή αφυδρογόνωση της γλυκερίνης, παρουσία καταλύτη. Αποτελεί ενδιάμεσο προϊόν στην παραγωγή γλυκερίνης, ακρυλονιτριλίου και πλαστικών. Χρησιμοποιείται στη αναλυτική χημεία ως εκχυλιστικό υγρό, στη φαρμακευτική, καθώς για δακρυγόνο αέριο. Acrolein C y a n o h v d r i n [Ακρολεϊνική κυανυδρίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =CHCH(OH)CN. Είναι υγρή οργανική ένωση, διαλυτή στο νερό, |ΐε σημείο ζέσεως 165°C. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή συνθετικών ινών κατά το συμπολυμερισμό της με μόρια αιθυλενίου και ακρυλονιτριλίου. Acrolein Dimer [Διμερές της ακρολεΐνης] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C6Ha02. Είναι υγρή, εύφλεκτη οργανική ένωση, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωμάτων, φαρμάκων και ρητινών. Acrolein Test [Δοκιμή της ακρολεΐνης] Αναλ. Χημ. Πρόκειται για πείραμα κατά το οποίο ένα δείγμα αντιδρά με θειικό νάτριο, οπότε διαπιστώνεται η παρουσία λιπαρής ένωσης, αν εκλυθεί ακρολεΐνη. Acronychal Rising [Εσπερινή ανατολή] Αστρ. Η μετάβαση ενός ουράνιου σώματος καθώς βραδιάζει στο μισό της ουράνιας σςοαίρας, που είναι ορατό για τον παρατηρητή. Acronychal Selling [Εσπερινή δύση] Αστρ. Η μετάβαση ενός ουράνιου σώματος καθώς βραδιάζει στο μισό της ουράνιας σφαίρας, που δεν είναι ορατό για τον παρατηρητή. Acroterion [Διακοσμητικό βάθρο] Αρχ. Είναι όρος της επιστήμης της Αρχιτεκτονικής με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε βάση ή στήριγμα που φέρει επάνω του κάποια διακοσμητικά ανάγλυφα ή αγάλματα. Έτσι έχει επικρατήσει να ονομάζεται και η βάση του αετώματος που στηρίζει τον διάκοσμο. Acrux [Α-Σταυρός] Αστρ. Διπλός αστέρας, ορατός κατά

Acrylic R u b b e r

την παρατήρηση, που ανήκει στον αστερισμό του Σταυρού του Νότου στο νότιο ουράνιο ημισφαίριο. Έχει φαινόμενο αστρικό μέγεθος 2.8 και απέχει από τον Ί Ιλιο 80 παρσέκ. Βρίσκεται προς το τέλος της ζωής του, δηλαδή έχει εξελιχθεί σε λευκό υπεργίγαντα. Acrylamidc [Ακρυλαμίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH2=CHCONH2. Είναι άχρωμη, άοσμη κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 71,08 και σημείο τήξεως 84,5 °C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη διαιθυλαιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην οργανική συνθετική χημεία, σε διεργασίες βιολογικού καθαρισμού, σε διεργασίες επεξεργασίας ορυκτών, καθώς και στην παραγωγή υφασμάτο>ν. Acrylamidc Copolymer [Συμπολυμερές Ακρυλαμιδίου] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε θερμοπλαστικές ρητίνες οι οποίες σχηματίζονται με αντίδραση ακρυλαμιδίου με άλλες ρητίνες, όπως με ακρυλικές ρητίνες. Acrylate [Ακρυλική Ένωση] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα άλατα και τους εστέρες του ακρυλικού οξέος. Acrylate Resin [Ρητίνες ακρυλικών εστέρων] Οργ. Χημ. Είναι πολυμερή των ακρυλικών εστέρων, με δομή του τύπου -CII 2 -CH(COOR)-. Χρησιμοποιούνται σε χρώματα και κόλλες για υφάσματα και χαρτί, σε συγκολλητικά και πλαστικά. Acrylate R u b b e r s [Ελαστικά Ακρυλικών Εστέρων] Χημ. Είναι ελαστομερείς ενώσεις με διασταυρώσεις πλέγματος, συμπολυμερή του ακρυλικού αιθυλενίου και μικρού ποσοστού 2-χλωρο-αιθυλο-βινυλαιθέρα, στο οποίο γίνεται ο βουλκανισμός. Ο όρος περιλαμβάνει και τα ελαστομερή, συμπολυμερή ακρυλικώνμεθακρυλικών εστέρων. Γενικά, τα πολυμερή των ακρυλικών εστέρων είναι διαφανή, άκαμπτα και σταθερών διαστάσεων, έχουν μικρό ειδικό βάρος, χαμηλή ικανότητα προσροφήσεως νερού, καλή ηλεκτρική αντίσταση και αντοχή σε καιρικές μεταβολές, έχουν όμως περιορισμένη αντοχή στη θερμοκρασία και χαράσσονται εύκολα. Χρησιμοποιούνται στην παρασκευή οπτικών οργάνων, φακών επαφής, υδατικών χρωμάτων για εσωτερικές και εξωτερικές επιφάνειες Acrylic Acid [Ακρυλικό Οξύ| Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =CHCOOH. Ονομάζεται και προπυλενικύ οξύ. Είναι άχρωμη, διαβρωτική υγρή οργανική ένωση, με μοριακό βάρος 72,06, σημείο ζέσεως 141,6 °C και σημείο τήξεως 13 °C. Έχει οσμή παρόμοια με αυτή του οξικού οξέος. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη, διαιθυλαιθέρα και βενζόλιο. Παράγεται από την αντίδραση του ακετυλενίου με νερό και μονοξείδιο του άνθρακα. Πρόκειται για ιδιαίτερα δραστική ουσία, σημαντικό μονομερές για την παραγωγή ακρυλικών ινών. Acrylic Adhcsives [Ακρυλικές Συγκολλητικές Ουσίες] Χημ. Είναι παράγωγα του ακρυλικού οξέος, συνήθως συμπολυμερή που δίνουν συγκολλητικές ουσίες με διάφορες ιδιότητες σχετικά με την επίδραση του νερού, της πίεσης, του αέρα ή της θερμοκρασίας. Acrylic Ester [Ακρυλικός Εστέρας] Οργ. Χημ. Είναι οργανικός εστέρας του ακρυλικού οξέος ή παραγώγων του ακρυλικού οξέος. Χρησιμοποιείται ως μονομερές στην παραγωγή πολυακρυλικών ινών. Acrylic Resins [Ακρυλικές Ρητίνες] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε θερμοπλαστικά συνθετικά πολυμερή, που παράγονται με πολυμερισμό ακρυλικού οξέος και παραγώγων του, όπως είναι το μεθακρυλικό οξύ, ακρυλικοί εστέρες και ακρυλικά αμίδια. Acrylic R u b b e r [Ακρυλικό Ελαστικό] Οργ. Χημ. Ανα-

Acrylonitrile

-52-

φέρεται σε συνθετικά ελαστομερή που παράγονται κατά το συμπολυμερισμό ακρυλονιτριλίου με μικρές ποσότητες άλλων μονομερών. Οι πολυακρυλικές αλυσίδες είναι συνεκτικές μεταξύ τους και εμφανίζουν ιδιότητες ινών. Υφάνσιμες ύλες των οποίων η σύνθεση είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό πολυακρυλική, έχουν υφή μαλλιού και παρουσιάζουν το σημαντικό πλεονέκτημα ότι πλένονται σε ηλεκτρικά πλυντήρια χωρίς να μικραίνουν. Acrylonitrile [Ακρυλονιτρίλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =CHCN. Είναι άχρωμη υγρή ένωση με μοριακό βάρος 53,06 και σημείο ζέσεως 78 °C, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Παρασκευάζεται με προσθήκη υδροκυανίου σε ακετυλένιο ή αφυδάτωση της αιθυλενοκυανυδρίνης ή με αντίδραση της ακρολευνης με αμμωνία, παρουσία οξυγόνου και καταλυτών. Αποτελεί σπουδαία βιομηχανική ύλη, διότι συμπολυμεριζόμενο με μικρές ποσότητες άλλων μονομερών, όπως βινυλοχλωρίδιο, παράγει ακρυλικές ίνες. Acrylonitrile Butediene Styrene Resin [Ρητίνες Aκρυλονιτριλίου-Βουταδιενίου-Στυρενίου] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στο πολυμερές που παράγεται από τη μίξη συμπολυμερούς ακρυλονιτριλίου-στυρενίου με συμπολυμερές βουταδιενίου-ακρυλονιτριλίου. Συνδυάζει τις ιδιότητες των βινυλικών και ελαστικών πολυμερών, με αποτέλεσμα να είναι πολύ σταθερό σε χημικά αντιδραστήρια, να έχει καλή αντοχή σε καιρικές συνθήκες και καλή ικανότητα βαφής. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατασκευή αγωγών για μεταφορά διαβρωτικών ουσιών, φυσικού αερίου και θαλασσινού νερού. Είναι γνωστό με τη συντομογραφία ABS, από τα αρχικά των τριών μονομερών. Acrylonitrile Copolymer [Συμπολυμερές Ακρυλονιτριλίου] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα συνθετικά ελαστομερή που παράγονται από συμπολυμερισμό ακρυλονιτριλίου με άλλα μονομερή, όπως είναι το βουταδιένιο ή το στυρόλιο. Actinic [ Ακτινικός] Φυα. Χαρακτηρίζεται κάθε φαινόμενο που έχει σχέση με την ευθύγραμμη μεταβίβαση της ενέργειας μιας ακτινοβολίας. Actinic Achromatism [Ακτινικός αχρωματισμός] Φυσ. Ο σχεδιασμός ενός φακού με τέτοιο τρόπο ώστε να διορθώνει το χρωματικό σφάλμα και να είναι δυνατή η εστιακή σύμπτωση των ακτίνων και η σωστή απεικόνιση του ειδώλου.Αυτό πετυχαίνεται με χρήση δύο φακών σε επαφή από γυαλιά με διαφορετικούς δείκτες διάθλασης. Actinic Focus [Ακτινική εστία] Φνσ. Είναι κάθε σημείο του οπτικού συστήματος όπου συγκλίνουν οι ακτίνες της ακτινοβολίας. Actinic Glass [Ακτινικό γυαλί] Φυσ. Γυαλί που λόγω των χαρακτηριστικών του επιτρέπει την διέλευση κυρίως των ακτίνων της ορατής περιοχής του φάσματος και όχι των υπεριωδών ή υπερύθρων ακτίνων, για την εξέταση των οποίων απαιτείται χρήση ειδικών υλικών. Actinic Radiation [Ακτινική ακτινοβολία] Φυα. Το φαινόμενο της εκπομπής από μια πηγή ύλης ή ενέργειας σε ευθύγράμμες διευθύνσεις (συμβατικά ακτίνες). Μπορεί να είναι σωματιδιακής, κυματικής ή ηλεκτρομαγνητικής φύσης. Aetinide Series [Σειρά Ακτινιδών] Χημ. -» Actinides Actinides [Ακτινίδες] Φυα. Πρόκειται για τη δεύτερη σειρά των εσωμεταβατικών στοιχείων του περιοδικού πίνακα, η οποία αρχίζει με το στοιχείο ακτίνιο. Αποτελείται από 15 συνολικά στοιχεία, τα οποία έχουν ατο-

μικό αριθμό από 89 έως 103. Εμφανίζουν ελάττωση της ακτίνας των ιόντων με την αύξηση του ατομικού τους αριθμού. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται συστολή ακτινιδών. Απαντούν σε διάφορους βαθμούς οξειδώσεως, ιδίως οι ελαφρότερες, (βλέπε και Aciinoids) Actinism [Ακτινισμός] Χημ. Πρόκειται για το αντικείμενο μελέτης της ακτινοχημείας, δηλαδή τις μεταβολές στις ιδιότητες, π.χ. τη σύσταση ή τη δραστικότητα των χημικών ουσιών, όταν σε αυτές προσπίπτει κάθε είδους ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Actinium (Ac) [Ακτίνιο] Φυα. Φυσικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα και πέμπτη περίοδο του περιοδικού πίνακα στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 89 και δύο φυσικά ισότοπα που είναι ραδιενεργά με χρόνους ημίσειας ζωής 21.7 χρόνια για το ισότοπο με μαζικό αριθμό 227 και 6.13 ώρες για το ισότοπο με μαζικό αριθμό 228. Στην φύση βρίσκεται στο φυσικό ουράνιο ενώ έχουν κατασκευαστεί άλλα 22 τεχνητά ισότοπα με εξαιρετικά μικρότερο χρόνο ημίσειας ζωής από τα φυσικά ισότοπα. Χρησιμοποιείται ως πηγή σωματιδίων άλφα και ως στοιχείο μετάπτωσης έχει την 6d υποστιβάδα ασυμπλήρωτη με 1 ηλεκτρόνιο ενώ έχει και δύο ηλεκτρόνια στην 7s υποστιβάδα. Έδωσε το όνομα του στις ακτινίδες δηλαδή στην σειρά στοιχείων μετάπτωσης με ασυμπλήρωτη την 6d ή την 5f υποστιβάδα. Συμβολίζεται με Ac και αποτελεί το πρώτο στοιχείο της σειράς των ακτινιδών.Βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες στα ορυκτά του ουρανίου, από τα οποία και απομονώθηκε αρχικά. Σήμερα λαμβάνεται από το ράδιο, σε κύκλοτρο. Το μέταλλο ακτίνιο φωτοβολεί ισχυρά στο σκοτάδι, λόγω της εκλυόμενης ραδιενέργειας. Οξειδώνεται στον αέρα προς Ac 2 0 3 . II πλήρης μελέτη των χημικών ιδιοτήτων του είναι δύσκολη, γιατί λαμβάνεται σε πολύ μικρές ποσότητες και γιατί εμφανίζει φαινόμενα ραδιενέργειας. Actinium Decay Series [Ραδιενεργή οικογένεια ακτινίου] Χημ. Σειρά ραδιενεργών στοιχείων που προκύπτουν από το ακτίνιο, που υπάρχει στη φύση ως ελάχιστη πρόσμιξη του ουρανίου με μαζικό αριθμό 235. Το ουράνιο αυτό είναι ραδιενεργό και δίνει κατά το δεύτερο στάδιο διάσπασής του ακτίνιο. Η σειρά του ακτινίου μετά από διάφορα στάδια διάσπασης καταλ.ήγει σε μόλυβδο. Actinium E m a n a t i o n [Απορροή ακτινίου] Χημ. Ραδιενεργό στοιχείο της οικογένειας του ακτινίου με ατομικό αριθμό 86 και μαζικό αριθμό 219.Κατά τη διάσπασή του εκπέμπει ακτίνες α. Χρόνος υποδιπλασιασμού 3,92 δευτ. Σύμβολο An. Actinium Series [Ραδιενεργή Σειρά Ακτινίδων] Πυρ. Φυσ. Μία από τις τέσσερεις σειρές ραδιενεργών στοιχείων, η οποία προκύπτει με διαδοχικές ραδιενεργές εκπομπές σωματιδίων άλφα από το πρώτο στοιχείο της, δηλαδή το 2,5 U. —> Radioactive Series Actinochemistry [Ακτινοχημεία] Χημ. Κλάδος της χημείας με αντικείμενο μελέτης, την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στις χημικές αντιδράσεις. Actinodielectric [Ακτινοδιηλεκτρικό] Φυσ. Χαρακτηρίζεται ένα υλικό όταν κατά την πρόσπτωση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας εμφανίζει αύξηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας. Actinoelectricity [Ακτινοηλεκτρισμός] Φυα. Η εμφάνιση ηλεκτρεγερτικής δύναμης κατά την πρόσπτωση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σ' ένα υλικό. Actinogram [Ακτινόγραμμα] Φυα. Το γράφημα της μέ-

-53τρησης της έντασης μιας ακτινοβολίας π.χ. της ηλιακής, με κατάλληλο είδος ακτινόμετρου. Actinograph [Λκτινογράφοςΐ Φνσ. Ειδική συσκευή ακτινόμετρου για την λήψη ακτινογραφίας. Actinoid Contraction [Συστολή Ακτινίδων] Φυσ. Πρόκειται για το φαινόμενο της ομαλής μείωσης της μέσης ακτίνας των ατόμων ή των ιόντων της σειράς των ακτινίδων, καθώς αυξάνει διαδοχικά ο ατομικός τους αριθμός. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην αύξηση της έλξης του πυρήνα στα ηλεκτρόνια, ενώ το επιπλέον ηλεκτρόνιο προστίθεται στην 6d ή στην 5f εσωτερική υποστιβάδα όπου, λόγω ασθενών επικαλύψεων των ηλεκτρονικών νεφών, δεν προκαλείται αύξηση της μέσης ακτίνας. Actinoid Elements [Ακτινοειδή στοιχεία] Χημ. Ραδιενεργά στοιχεία της σειράς των ακτινίδων. Actinoids [Ακτινίδες] Φοσ. Σειρά στοιχείων της τρίτης ομάδας και έβδομης περιόδου του περιοδικού πίνακα με πρώτο το στοιχείο ακτίνιο Ac με ατομικό αριθμό 89 και τελευταίο το Αωρένσιο Lr με ατομικό αριθμό 103. Είναι όλα ραδιενεργά στοιχεία μετάπτωσης και έχουν δύο ηλεκτρόνια στην 7 s υποστιβάδα ενώ με την αύξηση του ατομικού αριθμού καταλαμβάνονται ενεργειακές καταστάσεις των 6d ή 5f εσωτερικο')ν υποστιβάδων και μειώνεται η ατομική και ιοντική ακτίνα τους . Actinoids [Ακτινίδες] Χημ. —» Actinides Actinology [Ακτινολογία] Φυσ. Είναι ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη πάσης φύσεως ακτινών (Ραίντγκεν, υπεριώδεις, ακτίνες α, ακτίνες β κ. λ.π.) καθώς και με την εφαρμογή τους σε πρακτικούς σκοπούς π.χ. διαγνωστικούς, θεραπευτικούς κ.λ.π. Actinometer [Ακτινόμετρο] ΙΙλεκ. Κάθε όργανο που μετρά την ένταση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Τα παλαιότερα ακτινόμετρα βασίζονταν, για τη λειτουργία τους, στο φαινόμενο του φθορισμού καθώς η ακτινοβολία προσέπιπτε σε κατάλληλο υλικό ή τις μεταβολές στη χημική σύσταση διαφόρων χημικών ουσιών που προκαλούσε. Πλέον χρησιμοποιείται το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Actinometry [Ακτινομετρία] Αστροφ. Κλάδος της φυσικής που μελετά τα χαρακτηριστικά και τη σχέση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπουν διάφορα σώματα με τη φυσικοχημική τους κατάσταση. Για παράδειγμα, τη μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας και τη συσχέτισή της με την ηλιακή δραστηριότητα. Actinon [Σύμβολο An] Πυρ. Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του ραδονίου το οποίο διασπάται με εκπομπή σωματιδίου άλφα και έχει χρόνο ημίσειας ζωής ίσο με 3.92s. Συμβολίζεται με An ή Ac-Em. To An ανήκει στη ραδιενεργή σειρά των ακτινίδων, έχει μαζικό αριθμό 219 και ατομικό αριθμό 86. Actinouranium [Ακτινοουράνιο] Χημ. Φυσικό ραδιενεργό στοιχείο απ' όπου προκύπτει η οικογένεια του ακτινίου. Είναι ισότοπο του ουρανίου με ατομικό αριθμό 92, μαζικό αριθμό 235 και χρόνο υποδιπλασιασμού 7,1.10 s έτη. Κατά τη διάσπασή του εκπέμπει ακτίνες α και μεταβάλλεται σε ένα ισότοπο του θορίου,το UY. Action [Δράση] Φοσ. Αθροισμα ολοκληρωμάτων των γενικευμένων ορμών ρ στη διεύθυνση κάθε γενικευμένης συντεταγμένης q του φασικού χώρου: Ι=Σίρ •dp=fH-dt όπου Η ή χαμιλτονιανή του συστήματος. Το ολοκλήρωμα πρέπει να γίνει πάνω στην τροχιά του φυσικού συστήματος στο φασικό χώρο και τότε αξιωματικά, η δράση έχει ακρότατο. Συνήθως η φυσική τροχιά του συστήματος ή οι εξισώσεις κίνησής του υπολο-

Activated C a r b o n

γίζονται με το λογισμό των μεταβολών, με την απαίτηση το συναρτησοειδές της δράσης να είναι ελάχιστο στην πραγματική τροχιά του συστήματος. Action at a Distance [Δράση από Απόσταση] Φυσ. Παλαιά φυσική θεωρία η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει την αλληλεπίδραση δύο σωμάτων που δε βρίσκονταν σε επαφή το ένα με το άλλο, υποθέτοντας ότι η αλληλεπίδρασή τους γίνεται ακαριαία. Η θεωρία αυτή δεν μπορούσε να εξηγήσει βασικά πειράματα του ηλεκτρομαγνητισμού και είναι αντίθετη με την ισχύουσα ειδική και γενική θεωρία της σχετικότητας, η οποία αποδέχεται ένα μέγιστο όριο ταχύτητας κίνησης και διάδοσης πληροφορίας στη φύση, αυτό της ταχύτητας του φωτός. Κατά συνέπεια, η θεωρία της δράσης από απόσταση αντικαταστάθηκε από τη θεωρία του πεδίου δυνάμεων ή από τη θεωρία ανταλλαγής υποθετικών σωματιδίων - φορέων των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των σωμάτων. Action At A Distance Theory [Θεωρία της δράσης από απόσταση] Φυσ. Η θεωρία που εξετάζει την αλληλεπίδραση δύο σωμάτων σε ικανή απόσταση μεταξύ τους. Action Reaction Law [Αξίο)μα δράσης - αντίδρασης] Φυσ. Το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο οι δυνάμεις στη φύση παρουσιάζονται πάντοτε κατά ζεύγη. "Οταν ένα σο')μα εξασκεί μια δύναμη επί ενός άλλου, τότε και το δεύτερο σώμα εξασκεί μια ίση κατά μέτρο και διεύθυνση αλλά αντίθετης φοράς δύναμη επί του πρώτου. Action S p e c t r u m [Διάγραμμα Απόδοσης] Χημ. Πρόκειται για τη γραφική παράσταση της απόδοσης μια φωτοχημικής αντίδρασης καθώς μεταβάλλεται η συχνότητα ή το μήκος κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Συνήθως στο μήκος κύματος όπου παρατηρείται η μέγιστη απορρόφηση της ακτινοβολίας από τα αντιδρώντα, αντιστοιχεί η μέγιστη απόδοση της αντίδρασης. Activate [Ενεργοποιώ] Φιχτ. Θέτω σε λειτουργία μια διάταξη ή ένα φαινόμενο με τη βοήθεια κατάλληλου σήματος ή ενέργειας. Activated Adsorption [Ενεργοποιημένη Προσρόφηση] Χημ. Περιλαμβάνει τη χημική προσρόφηση, στην οποία ο ρυθμός ρόφησης εξαρτάται από τη θερμοκρασία, σύμφωνα με την εξίσωση Arrhcnius, όπου περιέχεται η ενέργεια ενεργοποίησης. Activated Alumina [Ενεργοποιημένη Λργιλία] Επιστ. Υλικ. Είναι στερεό οξείδιο του αργιλίου, με πολύ καλή μηχανική αντοχή και μεγάλο πορώδες. Παρουσιάζει τη σημαντική ιδιότητα να απορροφά υγρά από αέρια ή ατμούς και υγρασία από ορισμένα υγρά. Έτσι, χρησιμοποιείται σε εφαρμογές ρευστοαιωρούμενων κλινών σαν καταλύτης, ως στερεό απορροφητικό υλικό για τον καθαρισμό του πόσιμου νερού, καθώς και στη χρωματογραφία. Παρασκευάζεται με θέρμανση υδροξειδίου του αργιλίου στους 670 Κ (397 "C). Η αφυδάτωση των υδροξειδίων οδηγεί στη δημιουργία μεγάλης εσωτερικής επιφάνειας. Activated C a r b o n [Ενεργός Ανθρακας] Επιστ. Υλικ. Είναι άμορφο, πορώδες υλικό με πολύ μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου. Παράγεται από ανθρακούχα υλικά, όπως κωκ και λιγνίτης, τα οποία υφίστανται ενεργοποίηση. Οι ιδιότητες του καθορίζονται τόσο από την πρώτη ύλη όσο και από τη μέθοδο ενεργοποίησης. Συνήθως περιλαμβάνει κατεργασία του ανθρακικού υλικού με οξειδωτικά αέρια, όπως αέρας, υδρατμοί και διοξείδιο του άνθρακα, οπότε απομακρύνονται υδρο-

Activated Cathode

-54-

γονάνθρακες από την επιφάνεια του στερεού, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της στερεής επιφάνειας. Ο ενεργός άνθρακας χρησιμοποιείται με τη μορφή σκόνης για αποχρωματισμό και με τη μορφή κόκκων για απορρόφηση ατμών. Activated C a t h o d e [Ενεργοποιημένη κάθοδος! Φνσ. Θερμιονική κάθοδος αποτελούμενη από σύρμα βολφραμίου και επιχρισμένη εξωτερικά με στρώμα οξειδίου του βαρίου, η οποία θερμαινόμενη διαπυρούται και εκπέμπει ηλεκτρόνια. Activated Charcoal | Ενεργός Ανθρακας] Επιστ. Υλικ. Activated Carbon Activated Clay [Ενεργοποιημένος Πηλός] Επιστ. Υλικ. Δηλώνει τα ανόργανα στερεά υλικά, τα οποία έχουν υποστεί ενεργοποίηση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν αυξημένη ικανότητα απορρόφησης ή αποχρωματισμού διαφόρων ουσιών. Activated Coal Plough [Ενεργοποιούμενο άροτρο άνθρακα] Μεταλ. Ειδικό άροτρο που διαθέτει ενσωματωμένο κινητήρα και χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις κοπής κομματιών εξορυγμένου άνθρακα που είναι αδύνατο να κοπούν και να διασκορπιστούν με τους συνήθεις τρόπους. Activated Complex | Ενεργοποιημένο Σύμπλοκο] Φνσ. Χημ. Πρόκειται για μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ αντιδρώντων και προϊόντων μιας αντίδρασης, με αυξημένο ενεργειακό περιεχόμενο. Το ενεργοποιημένο σύμπλοκο δημιουργεί φράγμα δυναμικής ενέργειας μεταξύ αρχικής και τελικής κατάστασης, το οποίο πρέπει να υπερπηδηθεί ώστε να πραγματοποιηθεί η αντίδραση. Σύμφωνα με τη θεωρία των απόλυτο)ν ταχυτήτων (ή της μεταβατικής κατάστασης), η συγκέντρωση και η συχνότητα διασπάσεως του ενεργοποιημένου συμπλόκου καθορίζουν την ταχύτητα της αντίδρασης. Activated Diffusion [Ενεργοποιημένη Διάχυση] Φνσ. Χημ. Πρόκειται για έναν τύπο διάχυσης, κατά τον οποίο η διαχυτότητα μεταβάλλεται με τη θερμοκρασία σύμφωνα με την εξίσωση Arrhenius, δηλαδή D=D0-exp(-E/RT). Ο συγκεκριμένος τύπος ισχύει στη διάχυση στερεών. Στα στερεά, τα άτομα ή μόρια βρίσκονται σε συγκεκριμένες θέσεις του κρυσταλλικού πλέγματος και ουσιαστικά ταλαντώνονται γύρω από αυτές. Ένα ταλαντώμενο μόριο, αν αποκτήσει ικανή ενέργεια, θα απομακρυνθεί από τη θέση αυτή και θα μετατοπισθεί σε μια γειτονική. Αυτή η μετατόπιση απαιτεί την υπερπήδηση της βασικής ενεργειακής κατάστασης του μορίου, δηλαδή την απόκτηση της ενέργειας ενεργοποίησης. Activating Reagent [Ενεργοποιητικό αντιδραστήριο] Αν τ. Υλ. Υλικό που παίζει τον ρόλο του καταλύτη επισπεύδοντας την ολοκλήρωση κάποιας φυσικής ή χημικής αλλαγής ενός υλικού ή μίγματος, όταν προστίθεται σε αυτό. Activation 1 [Ενεργοποίηση] ΙΙυμ. Φυσ. Μετατροπή των πυρήνων ενός στοιχείου σε ραδιενεργούς, μετά από βομβαρδισμό τους με ακτινοβολία η οποία είτε τους διεγείρει ενεργειακά ή και τους μεταστοιχειώνει. Activation 2 [Ενεργοποίηση] Ηλεκ. Προσθήκη ηλεκτρολυτών ή άλλων υγρο')ν σε συσσωρευτές ή άλλες συσκευές. Activation 3 [Ενεργοποίηση] ΙΙλεκ. Επεξεργασία της ανόδου ή της καθόδου ή του υλικού στόχευσης ενός σωλήνα επιτάχυνσης ηλεκτρονίων με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας του. Activation 4 [Ενεργοποίηση] Χημ. Βελτίωση της δράσης

μίας χημικής ουσίας ή ενός υλικού με χρήση καταλυτών, ή ακτινοβολίας ή επεξεργασίας του σε υψηλή θερμοκρασία. Activation Analysis [Ανάλυση ενεργοποίησης] Φυσ. Μέθοδος χημικής ανάλυσης που βασίζεται στη χρησιμοποίηση ραδιενεργών ισοτόπων (ιχνηθέτες) για τη διερεύνηση προβλημάτων όπου οι συμβατικές χημικές μέθοδοι δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν. Activation Cross Section | Ενεργός διατομή] Φυσ. Ένα φυσικό μέγεθος για τον υπολογισμό του πιθανού αριθμού το)ν πυρήνων που διασπώνται σε μια πυρηνική αντίδραση. Έχει διαστάσεις εμβαδού και μετριέται συνήθως σε Barn = ΙΟ"24 cm2 Activation Energy [Ενέργεια Ενεργοποίησης] Φυσ. Χημ. 1. Σε φυσικές διαδικασίες όπου μόρια, άτομα ή πυρήνες εκτελούν τυχαίες κινήσεις, μεταβάσεις μεταξύ διαφόρων ενεργειακών καταστάσεων, η ενέργεια ενεργοποίησης εκφράζει το ύψος του ενεργειακού φραγμού που χωρίζει τις διαφορετικές καταστάσεις και καθώς οι μεταβάσεις δημιουργούνται από τυχαίες θερμικές ενεργειακές διαταραχές καθορίζει και την εξάρτηση του ρυθμού των μεταβάσεων από τη θερμοκρασία. —> Arrhenius Equation. 2. Αναφέρεται στην παράμετρο Ε της εξίσο^σης Arrhenious. k=A-exp(-E/RT), που δείχνει την εξάρτηση της σταθεράς της ταχύτητας μιας αντίδρασης, με τη θερμοκρασία. Σύμφο)να με τη θεωρία των συγκρούσεων, η ενέργεια ενεργοποίησης σχετίζεται με την ενέργεια των συγκρουόμενων μορίων των αντιδρώντων, ενώ σύμφωνα με τη θεωρία του ενεργοποιημένου συμπλόκου, εκφράζει το φράγμα της δυναμικής ενέργειας μεταξύ αντιδρώντων και προϊόντων, το οποίο πρέπει να υπερπηδηθεί για να πραγματοποιηθεί η αντίδραση. 3. Αναφέρεται στην επιπλέον ενέργεια που πρέπει να λάβει ένα σύνολο ατόμων που βρίσκεται στη θεμελιώδη ενεργειακή κατάσταση, ώστε να εκτελέσει μια συγκεκριμένη διεργασία, αντίδραση ή απορρόφηση ή ακτινοβολία. Activator [Ενεργοποιητής] Χημ. Είναι η ουσία, η οποία δρα ως μέσο ενεργοποίησης του επιταχυντή που χρησιμοποιείται για την αντίδραση του βουλκανισμού πολυμερών. Η αύξηση της αποτελεσματικότητας των περισσότερων επιταχυντών που χρησιμοποιούνται επιτυγχάνεται με την παρουσία οξειδίου του ψευδαργύρου. Active Sound Cancellation [Ενεργή απόσβεση ήχουΐ ΦίΜ7. .Μέθοδος μείωσης της έντασης των ανεπιθύμητων ηχητικών δονήσεων με τη παραγωγή πολλαπλών σημάτων μέσω μηχανισμού ανάδρασης ώστε το τελικό σήμα να εμφανίζεται μειωμένο. Active Sound Control [Ενεργός έλεγχος ήχου] Φησ. Τεχνική που με τη βοήθεια κατάλληλης διάταξης μέσω μηχανισμού ανάδρασης επεμβαίνει στο εισερχόμενο σήμα και το τροποποιεί ώστε να αποκτήσει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Active Area [Ενεργή περιοχή 1 Φυσ. Η περιοχή σε μια συσκευή ανορθωτή που δίνει ρεύμα κατά την ορθή φορά. Active A r r a y [Ραντάρ Διάταξης Φάσης] Ηλεκ. Πρόκειται για ραντάρ, η κεραία ή οι κεραίες του οποίου αποτελείται η κάθε μια από πολλά δίπολα, που το καθένα εκπέμπει με ελεγχόμενη φάση σε σχέση με τα άλλα. Με τον τρόπο αυτό και με κατάλληλη μεταβολή τθ)ν φάσεων εκπομπής το)ν δίπολων, μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαιρετικά οξεία δέσμη ακτινοβολίας που μπορεί να κατευθυνθεί πολύ γρήγορα προς διευθύνσεις του γύρω χώρου. Στα τελευταία μοντέλα του ραντάρ

-55αυτού, χρησιμοποιούνται πολλές ακίνητες επίπεδες κεραίες τοποθετημένες ώστε να καλύπτουν, χωρίς να περιστρέφονται, όλες τις κατευθύνσεις γύρω από ένα πλοίο ή αεροδρόμιο. Τα πλεονεκτήματα του ραντάρ αυτού σε σχέση με τα παλαιά περιστροφικού τύπου είναι ότι απουσιάζουν περιστρεφόμενα μέρη τα οποία παρουσιάζουν συχνές βλάβες, οι δέσμες τους είναι πολύ οξύτερες από τα παλαιά ραντάρ, ενώ μπορούν να κατευθυνθούν πολύ γρήγορα στη διεύθυνση που απαιτείται, με συνέπεια να παρακολουθούνται πολύ περισσότεροι στόχοι. Active Center [Ενεργός Περιοχή] Αστρον. Περιοχή των εξωτερικών στρωμάτων του ήλιου (φωτόσφαιρα, χρωμόσφαιρα, στέμμα), στην οποία παρουσιάζεται αυξημένη δραστηριότητα, όπως ηλιακές κηλίδες, εκλάμψεις, πυρσοί κ.λ.π. Τα χαρακτηριστικά της καθορίζονται από το μαγνητικό πεδίο της και ο χρόνος ζωής της κυμαίνεται από μερικές ώρες ως μερικούς μήνες. Active Centers 1 [Ενεργά Κέντρα] Χημ. 1. Δηλώνει τις συγκεκριμένες θέσεις της επιφάνειας ενός στερεού καταλυτικού υλικού, στις οποίες εντοπίζονται τα προσροφημένα μόρια, δηλαδή τα σημεία τα οποία λαμβάνει χώρα η ετερογενής καταλυτική αντίδραση. Όλα τα ενεργά κέντρα μιας επιφάνειας θεωρείται ότι έχουν την ίδια δραστικότητα, ενώ το υπόλοιπο μέρος της επιφάνειας παραμένει αδρανές. Η ενεργότητα ενός καταλύτη είναι ανάλογη προς τον αριθμό των ενεργών κέντρων ανά μονάδα επιφάνειας. 2. Ορίζει τη συγκεκριμένη περιοχή ενός ενζύμου, η οποία έρχεται σε επαφή με το υπόστρωμα, σχηματίζοντας έτσι το σύμπλοκο μεταξύ υποστρώματος και ενζύμου. Η ενεργός αυτή περιοχή του ενζύμου εντοπίζεται σε ένα μικρό τμήμα του πρωτεϊνικού του μορίου και έχει διαμορφωθεί σε ένα καθορισμένο σχήμα, ανάλογα με τις διάφορες ομάδες της πρωτεΐνης. Στο τμήμα αυτό αποδίδεται η εκλεκτικότητα του ενζύμου. Active Communications Satellite [Δορυφόρος ενεργού επικοινωνίας] Αεροναντ. Δορυφόρος που διασφαλίζει την απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ σταθμών ενεργώντας ως μεσάζων λήψης και επανεκπομπής σημάτων τους. Active Component [Ενεργή συνιστώσα] Φνσ. Σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος, όρος που εφαρμόζεται κατά περίπτωση στην ενεργή ένταση του ρεύματος, στην ενεργή τάση η στην ενεργή ισχύ. Active Control [Ενεργός έλεγχος] Φυσ. Διάταξη για τον έλεγχο των χαρακτηριστικών των ηχητικών κυμάτων. -> Active Sound Control. Active Controls Technology [Τεχνολογία ενεργού ελέγχου] Αερομηχ. Η τεχνολογία μελέτης και κατασκευής ανθεκτικών πτερυγίων επιφανειών πηδαλίων που συμβάλλουν στη σταθερότητα και την πραγματοποίηση ομαλών ελιγμών των αεροσκαφών, μειώνοντας συγχρόνως τα εντατικά φορτία που δέχονται. Active C u r r e n t [Ενεργό ρεύμα] Φυσ. Σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος η συνιστώσα της έντασης που είναι συμφασική με την τάση. Active Detection System [Σύστημα ενεργού ανίχνευσης] Τεχνολ. Σύστημα που λειτουργεί με σκοπό την ανίχνευση στόχων με ενεργητικό τρόπο, καθώς εκπέμπει ενέργεια πάνω τους, π.χ. ραντάρ που εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα, σύναρ υποβρυχίων. Active Device 1 [Ενεργή Διάταξη] ΙΙλεκ. Πομπός ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας,αλλά και δέκτης των ανακλάσεών της, με σκοπό τον καθορισμό της θέσης

Active Hydrogen

και των ιδιοτήτων μακρινών σωμάτων. —» Radar Active Device 2 [Ενεργή Διάταξη] Ηλεχ. Ηλεκτρονικό στοιχείο, όπως το τρανζίστορ, το οποίο μπορεί να ενισχύει το σήμα εισόδου του. Active Device 3 [Ενεργή Διάταξη] Μηχ. Τεχνητός δορυφόρος που λαμβάνει, επεξεργάζεται φιλτράροντας, ενισχύει και επανεκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Active Dcvice4 [Ενεργή συσκευή] Επικοιν. Κάθε συσκευή (ενός συστήματος) που είναι ενεργή δηλαδή ανταλλάσσει μηνύματα ή σήματα έχει καταχωρηθεί για το είδος της επικοινωνίας, την πόρτα που απασχολεί και τις διακοπές που ενεργοποιεί. Active Document [Ενεργό έγγραφο] Επικοιν. Το έγγραφο που επεξεργάζεται ο Η/Υ και μπορεί να είναι ένα κομμάτι κειμένου με διάφορες μορφοποιήσεις και τεχνολογίες, άλλα προγράμματα που επεξεργάζονται γλώσσες του διαδικτύου πχ PHP, XML, UML κτλ. Active Electric Network (Ενεργό ηλεκτρικό δίκτυο| Φυσ. Ηλεκτρικό δίκτυο που τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια. Active Electronic C o u n t c r m e a s u r e s (Ενεργά ηλεκτρονικά αντίμετρα] Φνσ. Σειρά μέτρων για ηλεκτρονικές παρεμβολές με την βοήθεια κατάλληλων διατάξεων ώστε να εξουδετερώνονται ανεπιθύμητα σήματα π.χ. προστασία από τα βιομηχανικά ή ατμοσφαιρικά παράσιτα στη λειτουργία ενός ραδιοφωνικού δέκτη. Active Element [Ενεργό στοιχείο] Φυσ. Είναι το εξάρτημα σ' ένα κύκλωμα που τροφοδοτείται με δική του πηγή ηλεκτρικής ενέργειας. Active Filter [Ενεργό φίλτρο] Φνσ. Φίλτρο που συμπεριλαμβάνει ενισχυτή για την ενίσχυση των επιθυμητών σημάτων. Active Galaxy [Ενεργός Γαλαξίας] Αστροφ. Γαλαξίας ο οποίος εκπέμπει ισχυρή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία λόγω των φυσικών διεργασιών που συμβαίνουν στα αστέρια του. Η εκπομπή ακτινών Χ συνήθως από το κέντρο του γαλαξία είναι ένδειξη φαινομένων βαρυτικής κατάρρευσης και ύπαρξης μαύρων τρυπών σε αυτόν, ενώ η ραδιοφωνική ακτινοβολία θεωρείται ένδειξη ταχέως αυτοπεριστρεφόμενων αστεριών των λεγόμενων και κβάζαρς. Active Glacier [Ενεργός Παγετώνας] Υδρολ. Παγετώνας ο οποίος, λόγω των βαρυτικών δυνάμεων και του ανάγλυφου του τόπου που βρίσκεται, ρέει εξαιρετικά αργά και σταθερά προς χαμηλότερα σημεία, συνήθως προς τη θάλασσα. Active Homing [Ενεργή Κατεύθυνση] Αεροναντ. Αυτόνομος εγκλωβισμός και κατεύθυνση ενός πυραύλου προς το στόχο, χρησιμοποιώντας το ραντάρ του. Συγκεκριμένα το ραντάρ του πυραύλου εκπέμπει ακτινοβολία και καταγράφει τις ανακλάσεις της από τον στόχο εγκλωβίζοντας τον. Λόγω της ενεργητικής χρήσης του ραντάρ του πυραύλου είναι δυνατό να εντοπιστεί η παρουσία του. Active Hydrogen [Ενεργό Υδρογόνο] Χημ. Αναφέρεται στο ατομικό υδρογόνο που λαμβάνεται με τη διάσπαση ενός μορίου υδρογόνου. Η διάσπαση μπορεί να γίνει είτε σε υψηλή θερμοκρασία, είτε με φως κατάλληλου μήκους κύματος, είτε με ηλεκτρική εκκένωση. Το ατομικό υδρογόνο που προκύπτει έχει αυξημένη ενέργεια σε σχέση με το μοριακό και πολύ πιο έντονες χημικές ιδιότητες. Για παράδειγμα, ενώνεται απ' ευθείας με το γερμάνιο (Ge), τον κασσίτερο (Sn). το αρσενικό (As), το αντιμόνιο (Sb) και το τελλούριο (Te). Επίσης αντιδρά με το οξυγόνο και δίνει απ' ευθείας υπε-

Active Illumination

-56-

ροξείδιο του υδρογόνου. Active Illumination [Ελεγχόμενος Φωτισμός] Μηχ. Είδος φωτισμού με δυνατότητα ηλεκτρονικής ή μηχανικής αλλαγής των χαρακτηριστικών του, όπως της έντασής του, του χρώματός του, της κατεύΟυνσής του κ. λ.π. Active I n f r a r e d Detection System [Διάταξη Ενεργούς Υπέρυθρης Ανίχνευσης] Μηχ. Διάταξη εντοπισμού αντικείμενων στο χώρο, με καταγραφή των ανακλάσεων μίας δέσμης υπέρυθρης ακτινοβολίας που η ίδια εκπέμπει προς πιθανούς στόχους. Χρησιμοποιείται κυρίως τη νύχτα όπου δεν μπορεί να γίνει οπτική παρακολούθηση ή όταν για λόγους απόκρυψης δεν χρησιμοποιείται ραντάρ. Active J a m m i n g [Ενεργά Ηλεκτρονικά Αντίμετρα] Η/χκτρον. Πρόκειται για τη διαδικασία ανίχνευσης των χαρακτηριστικών της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπει κάποιο ραντάρ ή μια τηλεπικοινωνιακή πηγή και την εκπομπή κατάλληλου θορύβου ή παρασίτων προς αυτήν με σκοπό την προβληματική λειτουργία της. —> Jamming Active Leaf [Ενεργό φύλλο θύρας] Οικοδ. Για τις θύρες που αποτελούνται από δύο φύλλο, ονομάζεται ενεργό φύλλο αυτό που φέρει επάνω του τον μηχανισμό της κλειδαριάς. Active Leg [Ενεργό σκέλος] Φυσ. Είναι το εξάρτημα ενός ενεργού μετατροπέα μέσω του οποίου, με την εφαρμογή κατάλληλων σημάτων, μεταβάλλουμε τη συμπεριφορά του. Active Line [Ενεργός γραμμή] Επικοιν. Κάθε γραμμή αναλογεί σε μια πόρτα και αξιολογείται ανάλογα πχ είναι ενεργή όταν η πόρτα είναι ενεργοποιημένη και ανταλλάσσει δεδομένα. Active Location System [Σύστημα Ενεργού Εντοπισμού Θέσης] Αεροναυτ. Διαδικασία εντοπισμού της θέσης ενός αεροπλάνου μέσω δορυφόρων πλοήγησης, οι οποίοι επικοινωνούν αμφίδρομα με το αεροπλάνο, ζητούν και λαμβάνουν από αυτό στοιχεία της θέσης του και τα μεταδίδουν σε επίγειους σταθμούς παρακολούθησης. Active M a s s [Ενεργός Μάζα] Χημ. Δηλώνει τον αριθμό των γραμμομορίων ανά μονάδα όγκου ενός διαλόματος ή αερίου. Εκφράζεται σε μονάδες mol/ml όταν πρόκειται για υγρό διάλυμα και σε μονάδες μερικής πίεσης όταν αναφέρεται στην αέρια φάση. Active Material [Ενεργό υλικό] Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει το απαραίτητο για τη διεξαγωγή ενός φαινομένου υλικό σε ένα αριθμό διατάξεων όπως π.χ. το υλικό της καθόδου ενός ηλεκτρονικού σωλήνα, των ηλεκτροδίων μίας ηλεκτρολυτικής συσκευής, το ραδιενεργό υλικό του πυρηνικού αντιδραστήρα κ.λ.π. Active M i r r o r [Ενεργό κάτοπτροί Φνσ. Κάτοπτρο με μεταβαλλόμενη θέση και χαρακτηριστικά για καλύτερη απόκριση στις υπάρχουσες συνθήκες. Active Power [Ενεργός ισχύς] Φνσ. Σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος το γινόμενο της τάσης στα άκρα μιας ωμικής αντίστασης επί τη συνιστώσα του ρεύματος που είναι συμφασική με τη τάση. Active Region [Περιοχή Δράσης] Αστροφυσ. Περιοχές της επιφάνειας του ήλιου σε η/βιογραφικά πλάτη από 5° έως 40 ΰ βόρεια και νότια του Ισημερινού, που χαρακτηρίζεται από κηλίδες με αυξημένη πυκνότητα, θερμοκρασία, και ακτινοβολία. Επιπλέον στην περιοχή δράσης παρουσιάζονται ισχυρά μαγνητικά πεδία που καθορίζουν τη δομή και την ηλικία της, ενώ ο χρόνος

ζωής της κυμαίνεται από μερικές ώρες έως μερικούς μήνες. Active Satellite [Ενεργός Δορυφόρος] Μηχ. Δορυφόρος που λαμβάνει και μεταδίδει πληροφορίες. Για παράδειγμα, ένας τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος. Active Server Pages (ASP) [Σελίδες ενεργού διανομέα] Επικοιν. Γλά>σσα προγραμματισμού ιστοσελίδων με scripts της εταιρείας Microsoft. Active Site [Ενεργό Κέντρο] Χημ. —> Active Centers Active S o n a r [Ενεργή Ηχοεντοπιστική Συσκευή] Μηχ. Διάταξη εντοπισμού υποθαλάσσιων σωμάτων από τις ανακλάσεις του ήχου που εκπέμπεται προς αυτά. Αποτελείται από ένα πομπό υποθαλάσσιων ηχητικών παλμών και ένα ηχητικό ανιχνευτή για τον εντοπισμό της θέσης του σώματος. Για την παραγωγή των ηχητικών παλμών από τα μεγάφωνα, χρησιμοποιούνται κατάλληλοι μείκτες συχνοτήτων, διαμορφωτές και ενισχυτές παλμών, ενώ τα υδρόφωνά του λαμβάνουν και καταγράφουν τον ανακλώμενο από το σώμα ήχο, προβάλ,λοντας σε κατάλλ.ηλη οθόνη τα στοιχεία της θέσης του. Active Sound Cancellation [Ενεργή Απόσβεση Ήχου] Ακουα τ. Για την απόσβεση ενός ήχου, όπως για παράδειγμα του θορύβου από τους κινητήρες ενός αεροσκάφους, χρησιμοποιείται η τεχνική της ενεργούς απόσβεσης κατά την οποία, εκπέμπεται ένα ήχος ίδιας έντασης με αυτόν που θα αποσβεσθεί, αλλά αντίθετης φάσης. Active S u b s t r a t e [Ενεργό Υπόστρωμα] Φυσ. Στερ. Kazan. Κατάλλ,ηλο υπόστρωμα για την κατασκευή τρανζίστορ. Για παράδειγμα, πάνω σε υπόστρωμα ημιαγωγού τύπου ρ ή τύπου n μπορεί να δημιουργηθεί τρανζίστορ διακένωσης (MOSFET). Είναι επίσης δυνατόν, πάνω στο υπόστρωμα να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο κύκλο)μα με το σύνολο των στοιχείων του. Active Sun [Κατάσταση Ηλιακής Δράσης] Αστροφυσ. Κατάσταση έντονης επιφανειακής δραστηριότητας του ήλιου, η οποία εμφανίζεται περιοδικά κάθε 11 χρόνια. Την περίοδο αυτή, οι ηλιακές κηλίδες και εκλάμψεις καθώς και το ηλιακό μαγνητικό πεδίο φτάνουν στη μέγιστη ισχύ τους, δημιουργούνται ισχυρές ηλιακές καταιγίδες και ισχυροποιείται ο ηλιακός άνεμος. Στη γη ισχυροποιείται και επεκτείνεται το πολικό σέλος, ενώ οι τηλεπικοινωνίες καθίστανται από δυσχερείς έως αδύνατες. Active System [Ενεργό Σύστημα] Μηχ. Τμήματα συσκευών, για τη λειτουργία των οποίων, χρησιμοποιούνται και διατάξεις εκπομπής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Για παράδειγμα, σε ένα ραντάρ, το τμήμα του πομπού του χρησιμοποιεί και μια κατάλληλη κεραία. Active T r a c k i n g System [Σύστημα ενεργού ανίχνευσης] Πλοηγ. Σύστημα που εγκαθίσταται σε κινούμενα αντικείμενα και επιτρέπει την ανίχνευση τους από κατάλληλο ανιχνευτικό εξοπλισμό, καθώς λαμβάνει και εκπέμπει σήματα από και προς τον σταθμό ανίχνευσης. Active T r a n s d u c e r [Ενεργός μετατροπέας] Φυσ. Κατάλληλη διάταξη τροφοδοτούμενη με ξεχωριστή πηγή ενέργειας για τη μετατροπή σημάτων π.χ. ηχητικό σε ηλεκτρικό ή το αντίστροφο. Active Voltage [Ενεργή τάση] Φυσ. Είναι η συνιστώσα της τάσης που είναι συμφασική με το ρεύμα σε κύκλ.ωμα εναλλασσόμενου ρεύματος. Active Χ Control [Έλεγχος ενεργού Χ] Επικοιν. Εργαλεία χειρισμού πάνω στο πρότυπο ανταλλαγής πληροφορίας Activc Χ μεταξύ εφαρμογών.

- 57 Active X Data Objects (ADO) [Αντικείμενα δεδομένων ενεργού Χ] Επικοιν. Τα δομικά στοιχεία του προτύπου ανταλλαγής πληροφορίας Active Χ μεταξύ εφαρμογών που καθιέρωσε η εταιρεία Microsoft σε αντικατάσταση του παλαιότερου OLE Activity [Ενεργότητα] Πνρ. Φνσ. Πρόκειται για το πλή0ος των διασπάσεων μίας ραδιενεργούς ουσίας στη μονάδα του χρόνου. Γενικά μειώνεται εκθετικά με την πάροδο του χρόνου. Ως μονάδα της αρχικά είχε επιλεγεί το Curie (Ci) με lCi=3.M0'° διασπάσεις /sec που ισούται με την ενεργότητα Igr ραδίου, αλλά πλέον χρησιμοποιείται η μονάδα του διεθνούς συστήματος μονάδων, δηλαδή το bccquerel (Bq) με lBq=l διάσπαση/scc. Activity Coefficient [Συντελεστής Ενεργότητας] Φνσ. Χημ. Αποτελεί ένα μέτρο της απόκλισης ενός διαλύματος από την ιδανική συμπεριφορά, συμβολίζεται με "γ" και λαμβάνει πάντα τιμές μικρότερες της μονάδας. Ουσιαστικά, ο συντελεστής ενεργότητας πολλαπλασιαζόμένος με τη μοριακή συγκέντρωση, δίνει την ενεργό μάζα. Έτσι, αποτελεί διορθωτικό παράγοντα για θερμοδυναμικούς υπολογισμούς. Για ένα αέριο, ορίζεται από το λόγο της πτητικότητας του αερίου προς την πίεσή του. Για ένα συστατικό σε διάλυμα, είναι ο λόγος της ενεργότητας προς το γραμμομοριακό κλάσμα του συστατικού. Activity Constant [Σταθερά Ενεργότητας] Χημ. Πρόκείται για τη σταθερά ισορροπίας μιας χημικής αντίδράσης, όταν είναι περιέχει όρους ενεργότητας αντί για συγκεντρώσεις. Activity Series [Σειρά Δραστικότητας] Χημ. Είναι μια ομάδα στοιχείων που έχουν παρόμοιες ιδιότητες, ταξινομημένα κατά σειρά μειούμενης χημικής δραστικότητας. Activity 2 [Ενεργότητα] Χημ. Είναι το αδιάστατο θερμόδυναμικό μέγεθος που συμβολίζεται συνήθως με "α" και συσχετίζει τη μεταβολή του χημικού δυναμικού με μεταβολές της συγκέντρωσης ή της μερικής πίεσης, Έτσι, η ενεργότητα ενός αερίου εκφράζεται από το λόγο της πτητικότητας του αερίου προς την πτητικότητα που θα έχει το αέριο σε κάποια πρότυπη κατάσταση, Σε ένα διάλυμα, η ενεργότητα του διαλύτη είναι ο λόγος της μερικής τάσης ατμών του πάνω από το διάλυμα προς την τάση ατμών του καθαρού διαλύτη στην ίδια θερμοκρασία. Actual Cost [Πραγματικό Κόστος] Χημ. Μηχ. Είναι η τιμή του κόστους, που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια μιας παραγωγικής διαδικασίας. II τιμή αυτή μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή που έχει εκτιμηθεί αρχικά. Actual Cubic Feet P e r Minute [Πραγματικός όγκος ανά μονάδα χρόνου] Χημ. Μηχ. Είναι η ροή ενός αερίου, όταν ο όγκος του είναι μετρημένος στις ισχύουσες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Η τιμή της είναι διαφορετική αν ο όγκος του αερίου υπολογισθεί σε πρότυπη κατάσταση θερμοκρασίας και πίεσης. Actual Elevation [Πραγματικό Υψόμετρο] Μετεορ. Προσδιορίζει το κατακόρυφο ύψος του εδάφους στο σημείο εγκατάστασης ενός μετεωρολογικού σταθμού κλωβού από το μέσο επίπεδο της θάλασσας. Aetual Exhaust Velocity [Πραγματική ταχύτητα εξόδου] Αεροναντ. 1. Η ταχύτητα εξόδου του αερίου όταν αυτό περνά από την εξωτερική διατομή του ακροφύσιου 2. Η ταχύτητα εξόδου του αερίου την στιγμή που αυτό αρχίζει να παράγει ισχύ στον άξονα του στροβίλου.

Acyl Halide

Actual Height [Πραγματικό ύψοςΐ Φυσ. To όριο ύψους άνω του οποίου είναι δυνατή η ανάκλαση των υπό του πομπού εκπεμπόμενων κυμάτων χώρου στο αγώγιμο στρώμα της ιονόσφαιρας.Το ύψος αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η σύνθεση της ατμόσφαιρας, η εποχή, η ώρα κ.λ.π. Actual Motion [Αληθής κίνησηΐ Μετεορ. Περιγραφή της κίνησης ενός αεροσκάφους ως προς σύστημα αναφοράς που παραμένει ακίνητο στην επιφάνεια της γης. Actual Time Of Arrival [Χρόνος Αφιξης] Αεροναντ. II χρόνος άφιξης ενός αεροσκάφους στον προορισμό του. Actual Time Of D e p a r t u r e [Χρόνος Αναχώρησης] Αεροναντ. Ο χρόνος αναχώρησης ενός αεροσκάφους από το αρχικό σημείο της πτήσης του. Αναφέρεται και ως ο χρόνος απογείωσης του αεροσκάφους, Actual Time Of Interception [Χρόνος Συνάντησης ή και Σύγκρουσης] Αεροναντ. Ο χρόνος συνάντησης ή και σύγκρουσης ενός αεροσκάφους με κάποιο άλλο. Acuobuoy [Ακουστικός πλωτήρας] Φνσ. Συσκευή εξοπλισμένη με πομπό και δέκτη για τη λήψη σημάτων σε εχθρική περιοχή και τη μετάδοσή τους στη βάση όπου γίνεται η ανάλυση με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Acutance [Οπτική οξύτητα] Φνσ. Η ικανότητα ενός φωτογραφικού συστήματος, με βάση αντικειμενικές μετρήσεις, ως προς την ευκρίνεια των απεικονίσεων, Acute Arch [Αογχοειδές τόξο] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής χαρακτηρίζεται με αυτόν τον όρο το τόξο που έχει οξεία καμπύλη και στενό πλάτος ανοίγματος. Χαρακτηριστική περίπτωση που απαντάται είναι στις κατασκευές γοτθικού ρυθμού, Ac T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής Εναλλασσόμενης Τάσης] Ηλεκ. Σε πολλές εφαρμογές της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά κυρίως για τη μεταφορά της με τι] μικρότερη δυνατή απώλεια, χρειαζόμαστε πολύ μεγαλύτερες τάσεις από αυτές της οικιακής κατανάλωσης και για τη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούμε τους μετασχηματιστές. Οι μετασχηματιστές αποτελούνται από δύο πηνία διαφορετικών σπειρών, τα οποία είναι επαγωγικά συζευγμένα μεταξύ τους με κατάλληλο πυρήνα μαλακού μαγνητικού υλικού. Ο πυρήνας έχει τη μορφή παράλληλων φύλλων χωρισμένων με μονωτικό υλικό για την αποφυγή επαγωγικών ρευμάτων και για τη μείωση των απωλειών ενέργειας. Η τάση εισόδου εφαρμόζεται στο πρωτεύον πηνίο και στα άκρα του δευτερεύοντος πηνίου λαμβάνεται η τάση εξόδου. Ο λόγος της τάσης εισόδου προς την τάση εξόδου ισούται με το λόγο των σπειρών των αντίστοιχων πηνίων. Acyclic Compound [Ακυκλη Ένωση] Opy. Χημ. Αναφέρεται στις ενώσεις των οποίων η δομή περιέχει μια ευθεία αλυσίδα μορίων. Acyl G r o u p [Ακύλιο] Opy. Χημ. Eivui η οργανική ρίζα RC=0-, που προκύπτει από καρβοξυλικά οξέα. Η ομάδα R είναι αλειφατική ρίζα. Acyl Halide [Ακυλαλογονίδια] Οργ. Χημ. Είναι οι οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους την ομάδα -COX, όπου Χ είναι αλογόνο. Προκύπτουν με αντίδραση ενός καρβοξυλικού οξέος με κάποιο αλογονωτικό μέσο, όπως είναι το PCI5 ή το SOCl·, οπότε γίνεται αντικατάσταση του υδροξυλίου του οξέος από ένα αλογόνο. Τα ακυλαλογονίδια αντιδρούν με νερό, αλκοόλες, φαινόλες και αμίνες. Χρησιμοποιούνται στην οργανική συνθετική χημεία στις αντιδράσεις ακυλίωσης.

Acylation

-58-

Acylation [Ακυλίωση] Opy. Χημ. Είναι η διεργασία κατά την οποία εισάγεται ένα ακύλιο (RCO-) σε μια ένωση, ως υποκαταστάτης. Η ακυλίωση γίνεται συνήθως με αντίδραση της ένωσης με καρβοξυλικό οξύ ή ανυδρίτη οργανικού οξέος ή με χλωρίδιο οργανικού οξέος. Acylcarbcne [Ακυλο-καρβένια] Opy. Χημ. Ορίζει μια ρίζα καρβενίου στην οποία το ιόν είναι ενωμένο με τουλάχιστον ένα ακύλιο. Acyloin [Ακυλοΐνηΐ Opy. Χημ. Πρόκειται για κυκλική κετόνη με μέσο ή ανώτερο δακτύλιο, την α-υδροξυκετόνη, η οποία μπορεί να σχηματισθεί με συμπύκνωση αλδεϋδών, σύμφωνα με την ακυλοϊνική αντίδραση. Acyloin Condensation [Ακυλοϊνική αντίδραση] Opy. Χημ. Είναι η αντίδραση μεταξύ ενός οργανικού εστέρα με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και μεταλλικού νατρίου, που οδηγεί στο σχηματισμό υδροξυ-αλδεΰδης, η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε κυκλική κετόνη, την ακυλοϊνη. A d a m ' s Catalyst [Καταλύτης Adam's] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει τα οξείδια λευκόχρυσου ή πα^αδίου, που χρησιμοποιούνται ως καταλύτες σε αντιδράσεις υδρογόνωσης οργανικών μορίων. Παρασκευάζεται με τήξη χλωρο-παραγώγου του μετάλλου παρουσία νιτρικού νατρίου. II παραγόμενη καταλυτική ουσία χρησιμοποιείται σε θερμοκρασίες 25-90°C και σε μερική πίεση υδρογόνου λίγο μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. A d a m a n t a n e [Αδαμαντίνη] Opy. Χημ. Είναι το τρικυκλο-3,3,1,1-δεκάνιο, με χημικό τύπο C| 0 H 16 . Πρόκειται για αλεικυκλικό υδρογονάνθρακα, του οποίου τα άτομα άνθρακα διατάσσονται σε τετραεδρικό κυβικό πλέγμα, που είναι η τυπική δομή του αδάμαντα. Η αδαμαντίνη έχει μοριακό βάρος 136,24 και είναι διαλυτή στο βενζόλιο. A d a m a n t i n e C o m p o u n d [Ενώσεις με δομή αδάμαντα] Χημ. Περιλαμβάνει τις χημικές ενώσεις των οποίων η κρυσταλλική δομή είναι ίδια με το τετραεδρικό κυβικό πλέγμα του αδάμαντα. Παράδειγμα τέτοιας ένωσης είναι το ορυκτό σφαλερίτης, που είναι θειούχος ψευδάργυρος, ZnS. Adaptation Illuminance [Φωτεινότητα προσαρμογής] Φυσ.—> Adaptation Luminance Adaptation Brightness [Ααμπρότητα προσαρμογής] Φνσ. Adaptation Luminance Adaptation L a y e r [Στρώμα προσαρμογής] Επικοιν. Επίπεδο της υλοποίησης του δικτύου ψηλών ταχυτήτων ATM που για κάθε τύπο δεδομένων (πχ εικόνας, φωνής κτλ) σχηματίζει μια κατάλλ.ηλη ροή πακέτων (τύπου ATM) για αποστολή. Adaptation Level [Επίπεδο προσαρμογής] Φυσ. —» Adaptation Luminance Adaptation Luminance [Φωτεινότητα προσαρμογής] ψ\)(7. Είναι η μέση φωτεινότητα όλων των επιφανειών, που είναι σε μικρή σχετικά απόσταση από ένα παρατηρητή και ακτινοβολούν στις ορατές δια του οφθαλμού ακτινοβολίες. A d a p t e r C a r d [Κάρτα σύνδεσης] Υπολ. Η κάρτα, η οποία τοποθετείται στο κύκλωμα του υπολογιστή με σκοπό να του αποδώσει επιπλέον δυνατότητες, όπως π. χ. είναι η επέκταση της κύριας μνήμης, η μεγαλύτερη ανάλυση σε χρώματα και γραφικά ή η χρήση διαφόρων μορφών κατάστασης κειμένου. Adaptive Antenna A r r a y [Πίνακας προσαρμοστικής κεραίας] Επικοιν. Διάταξη κεραίας που χρησιμοποιεί τεχνικές αντιπαρεμβολαίς και ορθής κλίσης. Adaptive Channel Allocation [Προσαρμοστική εκχώ-

ρηση καναλιού] Επικοιν. Δυναμική εκχώρηση καναλιού πχ σε περίπτωση πολοπλεξίας με κριτήρια προτεραιότητας. Adaptive Communication [Προσαρμοστική επικοινωνία] Επικοιν. Επικοινωνία που χρησιμοποιεί τεχνικές ανατροφοδότησης ή και στατιστικές για να βελτιώσει την ποιότητα και την απόδοση της. Adaptive Delta Modulation [Προσαρμοστική διαμόρφωση Δέλ.τα] Επικοιν. Μια διαμόρςχοση Δέλτα τροποποιημένη ώστε να διορθώνει την παραμόρφωση λόγω υπερφόρτισης κλάσης μέσω μιας (σχετικά) ανάλογης μεταβολής βήματος. Adaptive Differential Pulse Code Modulation (ADPCM) [Προσαρμοστική διαφορική παλμοκωδική διαμόρφωση] Επικοιν. Παραλλαγή του διαφορικού PCM από τη σύσταση G.727 της TTU-T και προσαρμόζεται στο εύρος μεταβολές μέσα σε μια κλίμακα 4 bit. Adaptive Equalization [Προσαρμοστική ισοστάθμιση] Επικοιν. Ικανότητα ενός μηχανήματος (και πρωτοκόλλου) όπως το modem να εκτελεί συνεχείς ελεγχους λήψης και αποστολής δεδομένων προσαρμόζοντας τις παραμέτρους του ανάλογα. Adaptive Kilter [Φίλ.τρο προσαρμογής] Επικοιν. Τύπος φίλ,τρου που χρησιμοποιείται συχνά για να δώσει την επιθυμητή μορφή σε κάποιο σήμα εισόδου. Adaptive H u f f m a n Coding [Προσαρμοστική κωδικοποίηση HuffmanJ Επικοιν. Τεχνική κωδικοποίησης Huffman που χρησιμοποιεί τεχνικές μάθησης. Adaptive Optics [Προσαρμοστική οπτική) Φυσ. Το τμήμα της οπτικής που ασχολείται με τη μελέτη οπτικών συστημάτων που συμπεριλαμβάνουν μηχανισμούς διόρθωσης των αποκλίσεων. Adaptive Retransmission [Προσαρμοστική'·] αναμετάδοση] Επικοιν. II δυνατότητα ενός πρωτοκόλλου να συγχρονίζεται ανάλογα με τις καθυστερήσεις που σημειώνονται σε κάθε τομέα. Adaptive Sound Cancellation [Προσαρμοζόμενη Ενεργή Απόσβεση Ήχου] Ακουστ. Πρόκειται για διάταξη απόσβεσης ήχου, η οποία χρησιμοποιεί την τεχνική της ενεργούς απόσβεσης αλλά επιπλέον διαθέτει και μηχανισμό προσαρμογής της έντασης και της φάσης του εκπεμπόμενου ήχου, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες τιμές της έντασης και της φάσης του ήχου που θα αποσβεσθεί. Adaptive Sound Control [Προσαρμοστικός έλεγχος ήχου] Φνσ. Active (Sound) Control Adaptomctcr [Μετρητής φωτεινότητας] Τεχνολ. Ειδικό όργανο με κατάλΛηλη ευαισθησία για να μετρά ποσότητες φωτεινότητας μικρής έντασης, δηλαδή μη ορατές. Adatom [Απορροφημένο Ατομο] Φνσ.Χημ. Απορροφημένο άτομο στην επιφάνεια ενός υλικού. Ανάλογα με τη φύση του ατόμου και του απορροφητικού υλικού, το άτομο συγκρατείται από δυνάμεις Van Der Waals ή παγιδεύεται σε επιφανειακούς πόρους του υλικού. A/D Converter (ADC) [Μετατροπέας Αναλογικού Σήματος σε Ψηφιακό] Ηλεκ. Πρόκειται για διάταξη μετατροπής του αναλογικού σήματος εισόδου της, π.χ. της τάσης στα άκρα της, σε ψηφιακό δηλαδή τη μέτρηση και την ψηφιακή καταγραφή της τιμής του αναλογικού σήματος κατά καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Συμβολίζεται ως A DC. —> Analogue/Digital Converter Add O n [Πρόσθετη συσκευή] Πληρ. Οποιαδήποτε περιφερειακή συσκευή ηλεκτρονικού υπολογιστή που συν-

-59δέεται με μία από τις ειδικές εσοχές του και λειτουργεί παίρνοντας εντολές από τον υπολογιστή, κάνοντας μία συγκεκριμένη δουλειά. Για παράδειγμα ένας εκτυπωτής για την εκτύπωση των κειμένων που καταγράφονται στον υπολογιστή και φυλάσσονται στην μνήμη του. Add O n M e m o r y [Πρόσθετη μνήμη] Πληρ. Μονάδα μνήμης πυυ προστίθεται στην κύρνα μνήμη ενός υπολογιστή για να αυξήσει τις υπολογιστική ισχύ του επεξεργαστή του. Add O p e r a t i o n [Πράξη πρόσθεσης] Πληρ. II διενέργεια πρόσθεσης δύο ή περισσοτέρων αριθμών σε ένα υπολογιστή και όπου το αποτέλεσμα της πράξης αποθηκεύεται στη Θέση μνήμης που κατείχε ένας από τους αριθμούς αυτούς πριν από την εκτέλεση της πρόσθεσης. Add S u b t r a c t Time [Χρόνος προσθαφαίρεσης] Πληρ. Ο καθαρός χρόνος ολοκλήρωσης μίας πράξης πρόσθεσης ή αφαίρεσης από τον επεξεργαστή δίχως να υπολογίζεται ο χρόνος ανάκτησης των αριθμητικών στοιχείων από την μνήμη και ο χρόνος απόθεσης των αποτελεσμάτων σε αυτή. Add Time [Χρόνος πρόσθεσης] Πληρ. Ο καθαρός χρόνος ολοκλήρωσης μίας πράξης πρόσθεσης από τον επεξεργαστή δίχως να υπολογίζεται ο χρόνος ανάκτησης των αριθμητικών στοιχείων από την μνήμη και ο χρόνος απόθεσης των αποτελεσμάτων σε αυτή. A d d e n d u m [Ύψος κεφαλής] Τεχνολ. Είναι η ακτινική απόσταση μεταξύ δύο ομόκεντρων κύκλων οδοντωτού τροχού, του κύκλου κεφαλής με διάμετρο που φτάνει μέχρι το μέγιστο ύψος των οδόντων του τροχού, και του αρχικού κύκλου ο οποίος είναι ο κύκλος τριβής του τροχού με τον συνεργαζόμενο του τροχό. A d d e n d u m Circle [Κύκλος κεφαλής] Τεχνολ. Ο κύκλος που εφάπτεται της εξωτερικής επιφάνειας της οδόντωσης ενός οδοντωτού τροχού. Adder [Αθροιστής] Υπολ. Το λογικό κύκλωμα, το οποίο δέχεται ως εισαγόμενα δυο δυαδικούς αριθμούς και δίνει ως εξαγόμενο το άθροισμά τους. Το αποτέλεσμα αυτό τοποθετείται προσωρινά στον συσσωρευτή. Adding Circuit [Κύκλωμα άθροισης] Φυσ. Διάταξη ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος για την πρόσθεση των σημάτων. Adding M a c h i n e [Αθροιστής] Υπολ. Ηλεκτρονική συσκευή με βασικό σκοπό την άθροιση ή την αφαίρεση δύο αριθμών. Adding T a p e [Αθροιστική ταινία μετρήσεως] Τεχνολ. Ταινία μήκους 100 μέτρων ή ποδών για επαγγελματικές μετρήσεις με υποδιαιρέσεις του ενός, η οποία έχει ένα επιπλέον μέτρο στην αρχή της με ενδείξεις σε εκατοστά του μέτρου ή δέκατα του ποδιού. Addition Agent [Προσθετική Ύλη] Χημ. Ουσία που προστίθεται σε ένα μίγμα που έχει επικαθίσει με σκοπό να αλλάξει τα χαρακτηριστικά των στοιχείων που το αποτελούν. Addition Polymer [Πολυμερές Προσθήκης] Opy. Χημ. Είναι το πολυμερές που παράγεται από την ένωση απλών ακόρεστων μορίων, χωρίς να σχηματίζονται παραπροϊόντα, όπως είναι το νερό. Τα πολυμερή προσθήκης παρουσιάζουν την ίδια σύσταση με το μονομερές και το μοριακό τους βάρος είναι ακριβώς πολλαπλάσιο του μονομερούς. Παραδείγματα πολυμερών προσθήκης είναι το πολυαιθυλένιο και το πολυπροπυλένιο. Addition Reaction [Αντίδραση Προσθήκης] Opy. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση μεταξύ ενός ακόρεστου υ-

Address Field

δρογονάνθρακα και ορισμένων αντιδραστηρίων, όπως είναι τα αλογόνα, τα υδραλογόνα ή το υδρογόνο, κατά την οποία η οργανική ένωση μετατρέπεται σε μια άλλη πιο σύνθετη μορφή, χωρίς να υπάρχουν άλλα προϊόντα. Addition Solid Solution [Προσθήκη στερεού δαλύματος] Φυσ. Στερ. Κατ. Προσθήκη ατόμων ή ιόντων ενός στοιχείου σε ενδοκρυσταλλικές θέσεις ενός στερεού. Η διαδικασία είναι τέτοια ώστε, οι θέσεις των προσμίξεων στο στερεό να είναι χωρίς καμία περιοδικότητα, εντελώς τυχαίες. Additive Level [Βαθμός προσθέτων] Υλικ. 1. Το ποσοστό στα εκατό (%) όλων των πρόσθετων ουσιών σε ένα δείγμα πετρελαίου, που υποδηλώνει το ποσοστό μη καθαρότητας του δείγματος. 2. Μέγεθος που ισούται με το συνολικό ποσοστό (%) των πρόσθετων ουσιών που αναμιγνύονται σε μια αρχική ποσότητα πετρελαίου. Additive Noise [Προσθετικός θόρυβος] Επικοιν. Συμβαίνει σε κάποια είδη συνδέσεων ο θόρυβος που εισέρχεται να αθροίζεται ξεπερνώντας μερικές φορές και το επιτρεπτό επίπεδο. Additive P r i m a r y Colours |Θεμελιώδη ή πρωτεύοντα χρώματα μίξης] Φνσ. Καλούνται τα απλά χρώματα ερυθρό, πράσινο και μπλε από τα οποία, όπως αποδείχθηκε πειραματικά, προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα χρώματα του φάσματος καθώς και το λευκό. Additive Process [Διαδικασία μίξης] Φυσ. Η διαδικασία παραγωγής ενός οποιουδήποτε χρώματος με την ανάμειξη υπό καθορισμένη αναλογία των τριών πρωτευόντων χρωμάτων δηλ. ερυθρού,πράσινου και μπλε. Η τεχνική αυτή με τη βοήθεια κατάλληλων διατάξεων βρίσκει εφαρμογή στην έγχρωμη τηλεόραση. Address [Διεύθυνση] Υπολ. II λέξη, η οποία αποτελείται από φυσικούς αριθμούς ή γενικότερα από χαρακτήρες και ορίζει τη θέση ενός καταχωρητή, της κύριας ή βοηθητικής μνήμης ή της περιφερειακής συσκευής, όπου βρίσκονται αποθηκευμένα κάποια δεδομένα. Ο όρος, επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε διεύθυνση του διαδικτύου ή σε ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) (ADD, ADDR, ADRS). Address Bus [Κύκλωμα διευθύνσεων] Πληρ. Μονάδα εσωτερικής επικοινωνίας του υπολογιστή το οποίο χρησιμοποιείται για την μεταφορά διευθύνσεων πληροφοριών από τον κεντρικό επεξεργαστή στις διάφορες μονάδες του υπολογιστή. Address Calculation [Υπολογισμός διεύθυνσης] Υπολ. II διαδικασία καθορισμού της διεύθυνσης της θέσης μνήμης, βάση του πεδίου διεύθυνσης της εντολής της γλώσσας μηχανής. Address Computation [Μεταλλαγή διεύθυνσης] Πληρ. Συναντάται και ως computer modification και είναι η αλλαγή της διεύθυνσης στην οποία έχει καταχωρηθεί μια πληροφορία μετά από επεξεργασία εντολής ή ως προϊόν μίας διαδικασίας υπολογισμών από τον υπολογιστή. Address C o u n t e r [Δείκτης Μνήμης] Υπολ. Πρόκειται για μία μεταβλητή που αυξάνει κατάλληλα ώστε συνεχώς να περιέχει τη διεύθυνση της μνήμης στην οποία μπορεί να αποθηκευτεί υ επόμενος αριθμός μιας σειράς δεδομένων. Address Field [Πεδίο διευθύνσεων] Πληρ. 1. Περιοχή σε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή η οποία περιέχει τις διευθύνσεις στη μνήμη όπου έχουν καταχωρηθεί διάφορες πληροφορίες που

Address Format

-60-

χρησιμοποιούνται από το πρόγραμμα. 2. Το τμήμα μιας εντολής σε γλώσσας μηχανής, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση της μνήμης, όπου περιέχονται τα δεδομένα πάνω στα οποία θα εφαρμοστεί μια εντολή και θα εκτελεστεί μια συγκεκριμένη λειτουργία του υπολογιστικού συστήματος. Address Format [Δομή διευθύνσεων] Πλημ. Παρουσίαση του τρόπου που έχουν δομηθεί οι διευθύνσεις που περιέχονται στο πεδίο διευθύνσεων ενός προγράμματος. Address Free Program [Πρόγραμμα άνευ διευθύνσεων] Πλημ. Πρόγραμμα όπου οι διευθύνσεις έχουν μορφή εκτοπίσεων από τα δεδομένα ενός σταθερού καταλόγου. Address Generation [Παραγωγή διεύθυνσης] Πλημ. Διαδικασία δημιουργίας μονίμων διευθύνσεων στην μνήμη του υπολογιστή με πρόσθεση των περιεχομένων των αρχικών καταγραμμένων διευθύνσεων και των εκτοπίσεων τους. Address M a s k [Μάσκα διεύθυνσης] Επικοιν. Η μοναδικότητα της διεύθυνσης τύπου ΪΡ τόσο στον παγκόσμιο ιστό όσο και σε ένα εσωτερικό υποδίκτυο έχει καθοριστεί από 4 πεδία που δηλώνουν χώρα ή τομέα δραστηριότητας, δίκτυο, υποδίκτυο και εξυπηρετητή με τιμές 0 ως 255 από τα οποία κάποια είναι δεσμευμένα για εσωτερική χρήση. Address Modification [Τροποποίηση διεύθυνσης] ΥΠΟΛ. Η διαδικασία αλλαγής του πεδίου διεύθυνσης μιας εντολής της γλώσσας μηχανής έτσι ώστε όταν έρθει η σειρά της να εκτελεστεί, να πραγματοποιήσει μια διαφορετική λειτουργία. II τροποποίηση της διεύθυνσης μιας εντολής πραγματοποιείται με την βοήθεια του τροποποιητή διεύθυνσης εντολής. Address Register [Καταχωρητής Διεύθυνσης] Υπολ. Είναι ένας κατ αχώρητη ς, δηλαδή μια περιοχή μνήμης της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του υπολογιστή, που χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει τη διεύθυνση της εντολ.ής ενός εκτελνούμενου προγράμματος. Address Resolution [Τοποθέτηση βάσης διεύθυνσης] Επικοιν. Αντιστοίχηση μιας διεύθυνσης IP του διαδικτύου σε μια κατάλληλη διεύθυνση του τοπικού δικτύου πχ στο Hardware μέσω της κάρτας δικτύου. Συνήθως υλοποιείται το αντίστοιχο πρωτόκολλο ARP. Address Sort Routine [Ρουτίνα διαλογής διευθύνσεων] Πλημ. Ρουτίνα που ταξινομεί και ερευνά την λίστα των διευθύνσεων για την εύρεση μίας αναζητούμενης διεύθυνσης. Address Space [Μέγεθος ή χώρος διεύθυνσης] ΥΠΟΛ. Το πλ.ήθος των διευθύνσεων, οι οποίες είναι αποθηκευμένες στην κύρια μνήμη και μπορούν να προσπελαστούν από ένα πρόγραμμα, ή μία εξωτερική συσκευή. Το μέγεθος του χώρου διεύθυνσης εξαρτάται από τον αριθμών των γραμμών του διαύλου διεύθυνσης και το μέγεθος του καταχωρητή διεύθυνσης. Address Table [Ιΐίνακας διευθύνσεων] Επικοιν. Βάση δεδομένων των στοιχείων του δικτύου όπου καταγράφονται διευθύνσεις όλων των στοιχείων ενός δικτύου πχ χρήστες, εξυπηρετητές, hubs, επαναλήπτες, γέφυρες, δρομολογητές, διάφορα περιφερειακά κτλ. Address T r a c k [Γραμμή διευθύνσεων] Πλημ. Γραμμή στον σκλ.ηρό δίσκο όπου καταγράφονται πρόσκαιρα διευθύνσεις που χρησιμοποιούνται για την προσπέλαση πληροφοριών που είναι αποθηκευμένες στον δίσκο αυτό.

Address Translation [Μετάφραση διευθύνσεων] Πλημ. Η συσχέτιση θέσεων αποθήκευσης στη μνήμη του υπολογιστή στοιχείων με τις διευθύνσεις στις οποίες έχουν αποδοθεί τα στοιχεία αυτά. Addressable [Ευρέσιμη πληροφορία] Πλημ. Πληροφορία που είναι αποθηκευμένη σε ένα υπολογιστή και μπορεί να ανασυρθεί με την διαδικασία της αναζήτησης διεύθυνσης. Addressable C u r s o r [Κατευθυνόμενος αναδρομέας] Πλημ. Ο δρομέας που απεικονίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και κατευθύνεται από το χρήστη σε οποιοδήποτε σημείο της οθόνης, μέσω του ποντικιού ή δίνοντας εντολές με το πληκτρολόγιο. Addressing [Αναζήτηση διεύθυνσης] Πλημ. 1. Διαδικασία εύρεσης μίας πληροφορίας που βρίσκεται στην μνήμη ενός υπολογιστή και η οποία έχει καταχωρηθεί σε συγκεκριμένη διεύθυνση 2. Διαδικασία επιλογής μίας περιφερειακής συσκευής από όσες είναι συνδεδεμένες με τον υπολογιστή την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Addressing M o d e [Διευθυνσιοποίηση] Πληρ. Τρόπος αναφοράς μίας διεύθυνσης όταν το μήκος της ξεπερνά το μέγιστο μήκος λέξης που δέχεται σε μία θέση μνήμης ο υπολογιστής. Addressing System [Σύστημα αναζήτησης διευθύνσεων] Πληρ. Εύρεση πληροφοριών που έχουν αποθηκευτεί στη μνήμη του υπολογιστή μέσω της αναζήτησης των διευθύνσεων τους. Adduct [Προϊόν Προσθήκης] Χημ. Είναι η ένωση που παράγεται από μια αντίδραση προσθήκης, κατά την οποία δύο διαφορετικές χημικές ενώσεις δίνουν μια, μοναδική πιο σύνθετη ένωση. Adequacy [Επάρκεια] Φυσ. Η ικανότητα μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να ανταποκρίνεται στη ζήτηση φορτίου. Adfrcczing [Συγκόλλ,ηση με πήξη] Υδραυλ. Η συγκόλληση δύο ή περισσοτέρων σωμάτων δια του παγώματος λόγω της έκθεσης σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. A d h a r a [Αντάρης] Λστρον. Κόκκινος υπεργίγαντας που βρίσκεται στον αστερισμό του Σκορπιού και ανήκει σε οπτικά διπλό σύστημα άστρων. Απέχει από τον Ήλιο 125 παρσέκ και το φαινόμενο αστρικό του μέγεθος παίρνει τιμές σε διάστημα από 0.8 έως 1.2. Σε σχέση με τον Ήλιο ο Αντάρης έχει μέχρι 5000 φορές μεγαλότερη ακτινοβολία. Adhesion 1 [Συγκόλλ,ηση] Μηχ. Είναι η σύνδεση μεταξύ δύο μεταλλικών σωμάτων, που δημιουργείται υπό την επίδραση μεγάλης πίεσης. ΤΙ συγκράτηση των δύο επιφανειών γίνεται με ανάπτυξη χημικού δεσμού. Adhesion" [Πρόσφυση] Μηχ. Εκφράζει τη στατική τριβή που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο σώματα όταν αυτά βρίσκονται σε επαφή. Adhesion 3 [Συνάφεια] Φυσ. Η ύπαρξη ελκτικών δυνάμεων Van dcr Waals σε ετεροειδή μόρια εφαπτόμενων επιφανεκόν, λόγω των οποίων συγκρατούνται σε επαφή π.χ. οι σταγόνες νερού που παραμένουν σε μια γυάλινη επιφάνεια όταν έρθουν σε επαφή. Adhcsional Work |Έργο Πρόσφυσης] Θερμοδ. Όταν δύο σώματα βρίσκονται σε επαφή, ορίζεται το έργο ανά μονάδα επιφάνειας, που απαιτείται για την απομάκρυνσή τους. Adhesive (Συγκολλητικό] Υλικ. Είναι η ουσία που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση δύο στερεών υλικών μεταξύ τους. Συνήθως χρησιμοποιούνται σε μορφή

-61 -

κολλοειδών διαλυμάτων. Χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες ρούχων, υποδημάτων, αυτοκινήτων, επίπλων, υλικών συσκευασίας και ετικετών, καθώς και στις κατασκευές κτιρίων. Adhesive Bond [Δεσμός Συγκόλλησης] Μηχ. Αναφέρεται στο είδος του χημικού δεσμού που αναπτύσσεται και συγκρατεί δύο υλικά και τη συγκολλητική ουσία μεταξύ τους. Adhesive Bonding [Σύνδεση με συγκόλληση] Μηχ. Εκφράζει τη συγκράτηση δύο στερεών υλικών μαζί, με τη χρήση μιας συγκολλητικής ουσίας. Adhesive Strength [Ικανότητα συγκόλλησης] Μηχ. Μέγεθος μέτρησης της ικανότητας μίας ουσίας για συγκόλληση των δύο επιφανειών επίστρωσης της. Η ικανότητα συγκόλλησης ισούται με το μέτρο της απαραίτητης δύναμης για την διάτμηση ή τον εφελκυσμό των δύο συγκολλημένων υλικών μετρούμενη ανά μονάδα επιφάνειας τους. Adhesive Strength [Ικανότητα Συγκόλλησης] Μηχ. Μέγεθος μέτρησης της ικανότητας μίας ουσίας για συγκόλληση των δύο επιφανειών επίστρωσής της. Η ικανότητα συγκόλλησης ισούται με το μέτρο της απαραίτητης δύναμης για τη διάτμηση ή τον εφελκυσμό των δύο συγκολλημένων υλικών, μετρούμενη ανά μονάδα επιφάνειας τους. Adhesive T a p e [Κολλητική Ταινία] Υλικ. Πλαστική ή χάρτινη ταινία η οποία, τουλάχιστον από τη μία επιφάνειά της, φέρει κολλώδη ουσία ικανή να προσκολλάται εύκολα στην επιφάνεια πολλών άλλων υλικών. Adiabat [Αδιάβατος] Μετεωρ. Ο σταθερός ρυθμός ελάττωσης της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας με το ύψος. Μέχρι ύψους 4Km η ελάττωση είναι 0,5 βαθμοί C ανά 100 μέτρα, ενώ από 4 - 9 Km 0,7 βαθμοί ανά 100 μέτρα. Στη συνέχεια η θερμοκρασία παύει να ελαττώνεται (ισόθερμη στιβάδα). Adiabatic [Αδιαβατικός] Φυσ. Χαρακτηρίζει κάθε διαδικασία που συντελείται χωρίς προσφορά η πρόσληψη θερμότητας. Adiabatic Approximation 1 [Αδιαβατική Προσέγγιση] Φυσ. Προσεγγιστική μέθοδος επίλυσης της κυματικής εξίσωσης Schrodingcr και εύρεση της κυματοσυνάρτησης ενός συστήματος. Εφαρμόζεται όταν μια παράμετρος της εξίσωσης, όπως για παράδειγμα η απόσταση δύο ατόμων ενός μορίου, μεταβάλλεται αργά σε σχέση με το χρόνο που το ηλεκτρονικό νέφος αποκαθίσταται στο γύρω χώρο από τα άτομα. Σε αυτή την περίπτωση, η κυματοσυνάρτηση μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταβάλλεται με συνεχή τρόπο καθώς μεταβάλλεται η παράμετρος αυτή. II αδιαβατική προσέγγιση εφαρμόζεται κατά κόρο για τον υπολογισμό της κυματοσυνάρτησης των ηλεκτρονίων σε μόρια ή και κρυσταλλικά υλικά και στηρίζεται στο ότι η ταχύτητα των ηλεκτρονίων είναι τουλάχιστον τρεις τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από αυτή των ιόντων - ατόμων ενός μορίου ή κρυστάλλου.

Adiabatic Engine

τους. Adiabatic Calorimeter [Αδιαβατικό θερμιδόμετρο] Φυσ. Όργανο που περιλαμβάνει δοχείο Dewar για την μέτρηση ποσο')ν θερμότητας σε διεργασίες που πραγματοποιούνται χωρίς ουσιαστική απώλεια θερμότητας. Adiabatic C h a n g e [Αδιαβατική μεταβολή] Φνσ. Η μεταβολή της κατάστασης ενός φυσικού συστήματος που πραγματοποιείται χωρίς ανταλλαγή θερμότητας με το εξωτερικό περιβάλλον. Adiabatic C h a r t [Αδιαβατικό διάγραμμα] Φυσ. Γραφική παράσταση μιας αδιαβατικής μεταβολής σε άξονες πίεσης Ρ - όγκου V. π.χ. μια αδιαβατική εκτόνωση όπου το αέριο ψύχεται από Τ α σε Τχε>. παρίσταται από διάγραμμα, όπου Tu> Τιε>. οι ισόθερμες της αρχικής και της τελικής κατάστασης αντίστοιχα. Adiabatic Compression [Αδιαβατική συμπίεση] Φυσ. Είναι η μεταβολή κατά την οποία το αέριο συμπιεζόμενο θερμαίνεται αφού καταναλώνει έργο χωρίς απώλεια θερμότητας. Adiabatic Condensation Pressure [Πίεση αδιαβατικής συμπύκνωσης] Φυσ. Η πίεση των ατμών ενός αερίου που οδηγείται από την αέρια στην υγρή ή στερεή κατάσταση σε μια διεργασία χωρίς ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον. Adiabatic Condensation Temperature [Θερμοκρασία aδιαβατικής συμπύκνωσης] φνσ. Η θερμοκρασία που απαιτείται για τη μετάβαση ενός αερίου στην υγρή ή στερεή κατάσταση σε μια διεργασία χωρίς ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον. Adiabatic Cooling [Αδιαβατική ψύξη] Φιχτ. Μέθοδος ψύξης ενός αερίου που αποτελεί τη βάση για τη διαδικασία υγροποίησης του. Πετυχαίνεται με την αδιαβατική διαστολή του αερίου. Adiabatic Curing [Αδιαβατική κατεργασία] Μηχ. II επεξεργασία ενός υλικού σε συνθήκες θερμικής απομόνωσης. Adiabatic Curve [Αδιαβατική καμπύλη] Φυσ. Είναι η καμπύλη που σε ένα Οερμοδυναμικό διάγραμμα πίεσης Ρ, όγκου V παριστάνει την αδιαβατική διαδικασία σε κατάσταση ισορροπίας. Adiabatic Demagnetization [Αδιαβατική Απομαγνήτιση] Φνσ. Τεχνική μείωσης της θερμοκρασίας ενός παραμαγνητικού υλικού, όπως του Cc2Mg3(N03)i2 (Η20)24, σε θερμοκρασίες κοντά στο απόλυτο μηδέν. I I τεχνική αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι, η εντροπία ενός συστήματος εξαρτάται και από την τάξη των μαγνητικών ροπών των ατόμων, μορίων, ιόντων ή και των ηλεκτρονίων του. Κατά συνέπεια, εάν παραμαγνητικό υλικό παρουσία ενός μαγνητικού πεδίου ψυχθεί σε πολύ μικρή θερμοκρασία, π.χ. 4.2Κ και μετά αδιαβατικά αφαιρεθεί το μαγνητικό πεδίο, τότε η θερμοκρασία του θα μειωθεί περαιτέρω. Ο λόγος της μείωσης είναι η διατήρηση της ολικής εντροπίας του, καθώς η εντροπία /άγω της μαγνητικής τάξης του αυξάAdiabatic Approximation 2 [Αδιαβατική προσέγγιση] νεται, με συνέπεια η εντροπία λόγω τυχαίας θερμικής Μετεωρ. Για τη μετακίνηση των αέριων μαζών στην κίνησης να μειώνεται και άρα να μειώνεται η θερμοκρασία του. ατμόσφαιρα πληρούνται κατά προσέγγιση οι συνθήκες αδιαβατικής διαδικασίας και επομένως για τη πίεση Ρ Adiabatic Efficiency [Αδιαβατικός συντελεστής απόκαι τη πυκνότητα ρ ισχύει ο αδιαβατικός νόμος Ρρ"Υ = δοσης] Φυσ. Σε μια θερμική μηχανή είναι το πηλίκο σταθ. Βλέπε Adiabatic Law του ωφέλιμου έργου που αποδίδεται προς τη θερμότηAdiabatic Atmosphere [Αδιαβατική ατμόσφαιρα] Με- τα καύσης των καυσίμων που καταναλώνονται. τεωρ. Πρότυπη ατμόσφαιρα όπου οι αέριες μάζες πλη- Adiabatic Engine [Αδιαβατική1] μηχανή] Μηχ. Μηχανή ρούν τις συνθήκες αδιαβατικής μείωσης της θερμοκρα- με θερμομονωτικά τοιχοοματα ώστε να εξασφαλίζεται σίας με σταθερό ρυθμό κατά την κατακόρυφη κίνησή η εκτέλεση διεργασιών σε περιβάλλον θερμικής μόνω-

Adiabatic Envelope

-62-

σης. Adiabatic Envelope (Αδιαβατικό περικάλυμμα] Φυα. Περίβλημα που εμποδίζει την ανταλλαγή θερμότητας ανάμεσα στο υπό έρευνα φυσικό σύστημα και το εξωτερικό περιβάλλον. Πρακτικά δεν υπάρχουν απόλυτα αδιαβατικά περικαλύμματα. Adiabatic E q u a t i o n [Αδιαβατική εξίσωση ή νόμος του PoissonJ Φυσ. PV r = σταθ Εκφράζει τη σχέση μεταξύ της πίεσης Ρ και του όγκου V ενός αερίου κατά την αδιαβατική μεταβολή. Το γ, ο συντελεστής αδιαβατικής μεταβολής είναι σταθερός για δεδομένο αέριο και ισούται με το λόγο των ειδικών θερμοτήτων του αερίου κάτω από σταθερή πίεση Cp και σταθερό όγκο Cv δηλ.γ = Cp / Cv. Η τιμή του για τον αέρα σε κανονικές συνθήκες είναι περίπου γ = 1,4. Adiabatic E q u i l i b r i u m [Αδιαβατική ισορροπίαΐ Μετεωρ. Κατά την αδιαβατική μετατόπιση των αέριων μαζών στην ατμόσςοαιρα, η ομοιογένεια ιδιοτήτων (π. χ. κατανομή πίεσης και θερμοκρασίας) διατηρείται. Adiabatic Equivalent T e m p e r a t u r e [Αδιαβατική ισοδύναμη θερμοκρασία] Φυα. —> Equivalent Temperature. Adiabatic Expansion |Αδιαβατική εκτόνωση ή διαστολή] Φνσ. Είναι η μεταβολή κατά την οποία το αέριο διαστελλόμενο ψύχεται αφού παράγει έργο χωρίς πρόσληψη θερμότητας. Adiabatic Extrusion [Αδιαβατική εξώθηση] Μηχ. Διεργασία για την παραγωγή προϊόντων από πλαστικό ή άλλο κατάλληλο υλικό που διαμορφώνεται στο επιθυμητό σχήμα διερχόμενο από το καλούπι ενός εξωθητήρα χωρίς τη συμμετοχή θερμότητας. Adiabatic Flame Temperature [Αδιαβατική θερμοκρασία ανάφλεξης] Φυσ. 11 μέγιστη θερμοκρασία ανάφλεξης κατά την αδιαβατική συμπίεση στο κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης. Adiabatic Flow [Αδιαβατική ροή) Φυσ. II ροή ενός ρευστού (υγρού ή αερίου) που πραγματοποιείται χωρίς πρόσληψη ή απώλεια θερμότητας. Adiabatic I n v a r i a n t (Αδιαβατική σταθερά| Φυσ. Σταθερή (ή σχετικά σταθερή) ποσότητα σε μια αδιαβατική εξίσωση. Adiabatic Lapse Rate [Βαθμίδα αδιαβατικής μείωσης της θερμοκρασίας] Μετεωρ. Ο ρυθμός ελάττωσης της θερμοκρασίας των αερίων μαζών κατά την αδιαβατική ανύψωσή τους στην ατμόσφαιρα. Adiabatic Law [Αδιαβατικός νόμος] Φιχι. Για την αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου σε περιβάλλον θερμοαπομόνωσης ισχύει η σχέση: Ρ ρ = σταθερό όπου Ρ η πίεση, ρ η πυκνότητα του αερίου και γ = C,, / Cv. Τα Cp> C ν είναι οι ειδικές θερμότητες του αερίου υπό σταθερή πίεση και σταθερό όγκο αντίστοιχα. Adiabatic Process [Αδιαβατική διαδικασία] Φυα.Χημ. 1. II διαδικασία που συντελείται στο φυσικό σύστημα χωρίς ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον. Πραγματοποιείται σε συσκευή που περιβάλλεται από θερμομονωτικό περικάλυμμα. 2. Είναι η θερμοδυναμική μεταβολή της κατάστασης ενός συστήματος, κατά την οποία δεν υπάρχει μεταφορά θερμότητας ή μάζας μεταξύ συστήματος και περιβάλλοντος. Σε μια αδιαβατική διεργασία, η συμπίεση προκαλεί πάντα θέρμανση, ενώ η εκτόνωση οδηγεί σε ψύξη του συστήματος. Adiabatic Recovery T e m p e r a t u r e [Αδιαβατική θερμοκρασία ανάκτησης] Φνσ. Η θερμοκρασία ενός κι-

νούμενου ρευστού όταν αποκαθίσταται κατάσταση ισορροπίας σε μια διαδικασία όπου δεν υπάρχει ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον. Adiabatic S a t u r a t i o n P r e s s u r e [Αδιαβατική πίεση κορεσμού] Φυσ. Η μέγιστη πίεση του ατμού σε τιμή ισορροπίας και σε δεδομένη θερμοκρασία οπότε γίνεται μετάβαση από την αέρια στην υγρή ή στερεή κατάσταση. Adiabatic Saturation T e m p e r a t u r e [Αδιαβατική θερμοκρασία κορεσμού] Φυσ. Η θερμοκρασία στην οποία η πίεση των υδρατμα')ν σε κατάσταση ισορροπίας των φάσεων γίνεται μέγιστη οπότε το ρευστό μεταβαίνει από την αέρια στην υγρή η στερεή κατάσταση. Adiabatic System [Αδιαβατικό σύστημα] Φυσ. Το φυσικό σύστημα που υποβάλλεται σε διεργασία για την μεταβολή της κατάστασής του σε περιβάλλον θερμικής απομόνωσης. Adiabatic Vaporization [Αδιαβατική εξαέρωσηΐ Φυσ. II μετάβαση από την υγρή φάση στην αέρια φάση με κατανά/νωση θερμότητας που προσφέρεται όχι από το εξωτερικό περιβάλλον αλλά από την εσωτερική ενέργεια του συστήματος. Adiabatic Wall T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία αδιαβατικού τοιχο')ματος| Φυσ. Η θερμοκρασία των τοιχωμάτων ενός κινούμενου ρευστού που δεν βρίσκονται σε κατάσταση θερμικής ανταλλαγής με το ρευστό. Adiagnostic [Μη αναγνωρίσιμο] Γεωλ. Στερεό υλικό που δεν κατηγοριοποιείται καθώς δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί η σύνθεση των συστατικών που το αποτελούν. A d i a t h e r m a n o u s [Αδιάθερμος] Φοσ. Αναφέρεται στην εκπομπή μη θερμικής ακτινοβο/αας. Adiathermic [Αδιαθερμικός] Φυσ. Adiathermanous. Adipamide [Αδιπαμίδιο] Οργ. Χημ. Είναι οργανική ένωση με χημικό τύπο H2NCO(CH2)4CONH2. Πρόκειται για αμίδιο του αδιπικού οξέος, με μοριακό βάρος 144,17 και σημείο τήξεως 220 °C, διαλυτό στην αιθανόλη. Το πολομερές του χρησιμοποιείται για την παραγωγή συνθετικών υφάνσιμων ινών. Adipate [Παράγωγο αδιπικού οξέος] Οργ. Χημ. ΙΙεριλαμβάνει τα άλατα και τους εστέρες που προκύπτουν από αντιδράσεις του αδιπικού οξέος με βασικές ενώσεις. Adipic Acid [Αδιπικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι HOOC(CH2).jCOOH. Πρόκειται για άχρα)μο. κρυσταλλικό δικαρβονικό οξύ, με μοριακό βάρος 146,14, σημείο ζέσεως 265°C και σημείο τήξεως 153 °C. Είναι διαλοτό σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Απαντά σε διάφορα φυτικά είδη, ενώ συνθετικά παρασκευάζεται με οξείδωση της κυκλοεξανόλης, παρουσία πυκνού διαλύματος νιτρικού οξέος. Χαρακτηριστική του ιδιότητα είναι ότι, κατά τη θέρμανσή του στους 300 "C παράγει κυκλοπεντανόνη. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή του πολυαμιδίου Nylon 66, το οποίο λαμβάνεται με συμπολομερισμό αδιπικού οξέος και εξαμεθυλενοδιαμίνης. Adiponitrile [Νιτρίλιο Αδιπικού Οξέος] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NC(CH 2 ) 4 CN. Είναι παράγωγο του αδιπικού οξέος που προκύπτει με αντικατάσταση των δύο καρβοξυλ.ικών ομάδων από -CN. Πρόκειται για υγρή ένωση, με μοριακό βάρος 108,14, σημείο ζέσεως 295 °C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. A Display [Α απεικόνιση) Φοσ. II οπτική απεικόνιση του στόχου στον ηλεκτρονικό παλμογράφο ενός ρα-

-63ντάρ με πληροφορίες για το στίγμα της θέσης του. Adit [Στοά] 1. Πολ. Μηχ. Ονομάζεται η δευτερεύουσα βοηθητική σήραγγα που διανοίγεται για την διευκόλυνση της εκσκαφής της κύριας σήραγγας. 2. Μετά),. Είναι μία σήραγγα πρόσβασης που διανοίγεται για τον αερισμό ή την αποστράγγιση των ορυχείων. Adjacency [Γειτνίαση] Υπολ. 1. Η συνθήκη, η οποία ορίζει ότι δύο συνεχείς χαρακτήρες πρέπει να βρίσκονται σε μία καθορισμένη απόσταση κατά την εκτύπωσή τους. 2. ϊί σύνδεση μεταξύ δύο συσκευών του διαδικτύου έτσι ώστε ένα σύνολο δεδομένων να διαβιβάζεται από τη μια συσκευή στην άλλη χωρίς την παρεμβολή μιας άλλης συσκευής του διαδικτύου. Adjacent Channel [Παρακείμενο κανάλι] Επικοιν. Τοποθέτηση 2 καναλιών δίπλα - δίπλα οπότε συμβαίνουν διάφορα φαινόμενα όπως παρεμβολές κτλ. Adjacent Channel Interference 1 [Παρεμβολή γειτονικού καναλιού] Επιοιν. Παρεμβολή που δημιουργείται στη λήψη των σημάτων ενός πομπού με το οποίο είναι συντονισμένος ένας δέκτης, λόγω της επικάλ.υψης του φέροντος κύματος με την πλευρική ζώνη συχνοτήτων άλλου φέροντος κύματος ενός πομπού γειτονικών συχνοτήτων. Adjacent Channel Interference 2 [Παρεμβολή παρακείμενου καναλιού] Επικοιν. Η περίπτωση που 2 παρακείμενα κανάλια αλληλεπιδρούν με μίξη (ανεπ ιθύ μη τω ν) συχνοτή των. Adjacent Channel isolation [Απομόνωση παρακείμενου καναλιού] Επικοιν. Για να αποφευχθεί η παρεμβολή (Interference) χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές μόνωσης ή και ειδικοί τύποι καλωδίων με αντοχή στο θόρυβο. Adjacent Channel Selectivity [Επιλεκτικότητα γειτονικού καναλιού] Ηλεκτρ. Ο συντονισμός του κυκλώματος ενός δέκτη προς κύματα ορισμένου μήκους κύματος δηλ. με συγκεκριμένο πομπό, ώστε να ανταποκρίνεται (ταλάντωση μέγιστου πλάτους) προς το επιθυμητό σήμα και να αποκλείονται σήματα άλλων πομπών γειτονικών συχνοτήτων. Adjective Dye [Χρώμα ΠροστύψεωςΙ Χημ Πρόκειται για κατηγορία χρωμάτων τα οποία βάφουν με τη χρησιμοποίηση βοηθητικών υλών. Οι βοηθητικές αυτές ύλες, τα προστύμματα, είναι συνήθως άλατα βαρέων μετάλλων. Τα χρώματα προστύψεως αποτελούνται από σύμπλοκα αζωχρωμάτων με χρο')μιο ή κοβάλ.τιο και χρησιμοποιούνται όταν απαιτείται αντοχή σε υγρασία, καθώς και όταν η αντοχή του χρώματος στο φως δεν είναι πρωταρχικής σημασίας. Adjoint Variable [Συζυγής Μεταβλ.ητή] Φυσ. Πρόκειται για μία κανονική μεταβλητή στο φασικό χώρο ενός φυσικού συστήματος, η οποία καλείται και γενικευμένη ορμή Ρ,. Σύμφωνα με τη θεωρητική μηχανική, για κάθε βαθμό ελευθερίας Qj ενός φυσικού συστήματος ορίζεται η συζυγής του μεταβλητή Ρ, =dH/d Q°{ όπου 11 η χαμιλτονιανή του συστήματος. Adjoint W a v e Functions [Συζυγής Κυματοσυνάρτηση] Φυσ. Κυματοσυνάρτηση του ηλεκτρονίου στην σχετικιστική κυματική εξίσωση της θεωρίας του Dirac. Η κυματοσυνάρτηση αυτή υπολογίζεται με τη δράση του τελεστή Β στην ερμιτιανά συζυγή κυματοσυνάρτηση του ηλεκτρονίου. Είναι γνωστή και ως προσαρτημένη κυματοσυνάρτηση. Adjustable Propeller [Προπέλ.α Μεταβλητού Βήματος] Ναυπηγ. Σε προπέλες αυτού του τύπου είναι δυνατή η μηχανική περιστροφή των πτερυγίων γύρω από

Admissible Repeaters Distance

τον άξονά τους, με σκοπό τη γρήγορη μεταβολή και κυρίως την αντιστροφή της φοράς της προωστικής δύναμης που ασκείται στο καράβι, χωρίς να αντιστραφεί η φορά περιστροφής του άξονα της προπέλας. Adjustable Resistor [Μεταβλητή Αντίσταση] Ηλεκ. Τύπος ωμικής αντίστασης που μπορεί να μεταβάλλεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος τιμών. Η λειτουργία της στηρίζεται στην αυξομείωση του μήκους (άρα και της αντίστασης) ενός σύρματος από το οποίο διέρχεται το ρεύμα. Η αυξομείωση πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας τουλάχιστον ένα κατάλληλ.ο κινούμενο δρομέα. Οι ρυθμιστικές αντιστάσεις χρησιμοποιούνται για τη μεταβολή της έντασης του ρεύματος που διαρρέει ένα κύκλ^ωμα, π.χ. στην αυξομείωση του ήχου ενός ραδιοφώνου ή της φωτεινότητας μίας λνάμπας. Adjustable T r a n s f o r m e r [Μεταβλητός Μετασχηματιστής] Ιίλεκ. Σε ένα μετασχηματιστή αυτού του τύπου είναι δυνατό να μεταβάλλεται κατά βούληση η τάση εξόδου του. II αλλαγή αυτή πραγματοποιείται με κατάλληλο κινούμενο δρομέα με τον οποίο μεταβάλλεται ο λόγος των σπειρών των δύο πηνίων του. -> Variable Transformer Adjusted Decibel [Προσαρμοσμένο Dccibel] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της καταστρεπτικής ή ενισχυτικής συμβολής ενός τυχαίου θορύβου και ενός άλλου θορύβου με καθορισμένη ένταση - 8 5 dBm. Λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας των δύο θορύβων, η ένταση του συνολικού ήχου είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη των 85 dBm και η μεταβολή της μετριέται σε dBa. Adjusted Stream [Διευθετημένο ρεύμα] Υ δρα υλ. Ρεύμα, η ροή του οποίου έχει διευθετηθεί με τα κατάλληλα έργα ή επεμβάσεις ώστε να κυλά συνεχώς παράλληλα προς τις παράπλευρες επιφάνειες. Adjusting [Διακρίβωση] Μηχ. Διαδικασία ελέγχου και βελτιστοποίησης της ακρίβειας των μετρήσεων ενός οργάνου. Αυτό συνήθως γίνεται με χρήση ενός πρότυπου μεγέθους, π.χ. μιας πρότυπης πηγής τάσης, και ρύθμιση της ένδειξης του οργάνου σε αυτήν την τιμή. Adjusting Point [Σημείο ρύθμισης] Πυρ. Χαρακτηριστικό σημείο κοντά στο κέντρο του στόχου, το οποίο χρησιμοποιεί ο σκοπευτής ως σημείο αναφοράς για να ρυθμίσει την πορεία της βολής. A d j u s t m e n t Of Fire [Σταθεροποίηση πυρός] Πυρ. Τελικές τροποποιήσεις των ηλεκτρονικών εντολών στο σύστημα βολής ώστε να επιτευχθεί και διατηρηθεί συγκέντρωση του πυρός στο κέντρο του στόχου. Adlittoral [Παράκτιος] Γεν. Όρος που χαρακτηρίζει αβαθή ύδατα κοντά σε μια ακτή. Administrative Terminal System [Διαχειριστικό Τερματικό Σύστημα] Πληρ. Αυτοματοποιημένο σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιείται από επιχειρήσεις για να διαχειρίζεται κείμενα σε ηλεκτρονική μορφή. Admiralty Brass [Ορείχαλκος ενισχυμένος] Μεταλλ. Είδος ορείχαλκου, δηλαδή κράμα χαλκού και ψευδαργύρου, το οποίο περιέχει και κασσίτερο για προστασία από την οξείδωση και διάβρωση. Admissible Attenuation [Επιτρεπτή εξασθένηση] Επικοιν. Ένα όριο εξασθένησης που μπορεί όμως να εισάγεται και σκόπιμα μέσω pads. Admissible Repeaters Distance [Επιτρεπτή απόσταση επαναλ,ηπτών] Επικοιν. Σε κάθε δικτυακή τοπολογία (κυρίως τη φυσική) και κάθε μέσο μετάδοσης και κάθε τύπο μεταδιδόμενου κύματος αντιστοιχεί μια μέγιστη απόσταση τοποθέτησης επαναλ,ηπτών μετά την

Admittance

-64-

οποία εισάγεται περισσότερος θόρυβος από το επιτρεπτό. Admittance [Σύνθετη Αγωγιμότητα] Ηλί:κ. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αγωγιμότητα ενός ηλεκτρικού κυκλώματος στην περίπτωση που από αυτό διέρχεται εναλλασσόμενο ρεύμα. Ισούται με το αντίστροφο της εμπέδησής του. Αν γραφεί σε μιγαδική μορφή, το πραγματικό μέρος σχετίζεται με την ωμική αγωγιμότητα του κυκλώματος, ενώ το φανταστικό, με την επαγωγική ή τη χωρητική αγωγιμότητά του. Μετριέται σε mhos. Admittance M a t r i x [Πίνακας Σύνθετης Αγωγιμότητας] Ηλεκ. Σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος με πολλούς κλάδους, η σύνθετη αγωγιμότητα εκφράζεται με ένα πίνακα όπου τα στοιχεία του είναι η σύνθετη αγωγιμότητα του κάθε κλάδου. Σε περιπτώσεις που οι κλάδοι του κυκλώματος αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ο πίνακας έχει και μη διαγώνια στοιχεία που εκφράζουν την αμοιβαία αλληλεπίδραση των κλάδων του κυκλώματος. Ο πίνακας αυτός Υ ικανοποιεί την εξίσωση Ι=ΥΧ V όπου I, V οι πίνακες με στοιχεία την ένταση κάθε κλάδου και την τάση κάθε βρόχου του κυκλώματος. Admixture [Πρόσμιξη] Υλικ. Υλικό που χρησιμοποιείται σε μικρό ποσοστό στο σκυρόδεμα, έως περίπου και 5% κ.β., βελτιώνοντας τις ιδιότητες του. Για παράδειγμα διάφορες ποζολανικές ενώσεις ή και άλλα λεπτόκοκκα αδρανή για τη μείωση της υδατοπερατότητάς του. Adobe [Πλίνθος] Γρ.ωλ. Πρόκειται για αλλούβιο αργιλικό χώμα (λάσπη), το οποίο συνήθως απαντάται σε έρημες και άγονες περιοχές και αποτελείται κυρίως από ανθρακικά άλατα. Τέτοιου είδους χώμα συναντάται στο Μεξικό. Adonis [Αδωνις] Αστρ. Αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1936, όταν πλησίασε τη Γη σε απόσταση περίπου 2 εκατομμυρίων χλμ. Η τροχιά του πλησιάζει τον Ήλιο σε απόσταση 0.435 αστρονομικές μονάδες ενώ απομακρύνεται μέχρι τις 3.501 αστρονομικές μονάδες,. A d r a s t e a {Αδράστεια] Λστρον. Πρόκειται για έναν από τους πέντε φυσικούς δορυφόρους του πλανήτη Δία, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1979 από την αποστολή του Voyager 2. Περιστρέφεται γύρω από τον Δία, σε απόσταση 80.000 μιλίων (129.000χλμ.). Το μέγεθος του είναι πολύ μικρό και η διάμετρος του είναι μόλις 12 μίλαα (20 χλμ.). Adsorbate [Απορροφούμενο Συστατικό] Χημ. Αναφέρεται στο συστατικό, υγρό ή αέριο, το οποίο προσροφάται στην επιφάνεια ενός υλικού, συνήθως στερεού. Adsorbent [Απορροφητικό Υλικό] Χημ. Αναφέρεται στο υλικό, στερεό ή υγρό, στην επιφάνεια του οποίου λαμβάνει χώρα προσρόφηση ενός διαφορετικού συστατικού, υγρού ή αερίου. Παραδείγματα ροφητικών υλικών αποτελούν ο άνθρακας, το πυρίτιο, ο υδράργυρος και το νερό. Adsorption [Προσρόφηση] Χημ. Ορίζεται ως η αύξηση (θετική προσρόφηση ή απλά προσρόφηση) ή η ελάττωση (αρνητική προσρόφηση ή εκρόφηση) της συγκέντρωσης ενός ή περισσότερων συστατικών σε μια διεπιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιείται η πρώτη έννοια. II προσρόφηση, ανάλογα με το είδος των δυνάμεων που λαμβάνουν μέρος, διακρίνεται σε φυσική και χημική. Στη φυσική προσρόφηση, τα μύρια του ρευστού συγκρατούνται πάνω στη στερεή επιφάνεια με ασθενείς ελ.κτικές δυνάμεις, ενώ στη χημική προσρόφηση μετα-

ξύ ρευστού και επιφάνειας αναπτύσσονται δεσμικές δυνάμεις του ίδιου τύπου με εκείνες που συνδέουν τα άτομα στα μόρια. Adsorption Catalysis [Κατάλοση με προσρόφηση] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στον τύπο της κατάλυσης που περιλαμβάνει τρία στάδια: χημική προσρόφηση ενός τουλάχιστον αντιδρώντος στη στερεή καταλατική επιφάνεια, επιφανειακή αντίδραση της ουσίας που έχει προσροφηθεί και τέλος, εκρόφηση των προϊόντων από την καταλυτική επιφάνεια. Adsorption Chromatography [Χρα>ματογραφία Προσρόφησης] Ανα/„ Χημ. Πρόκειται για μέθοδο χρωματογραφικής ανάλυσης ενός υγρού μίγματος, με χρήση προσροφητικού υλικού. Η βασική τεχνική συνίσταται στην τοποθέτηση του στερεού προσροφητή, συνήθως οξείδιο του αργιλίου, μέσα στη χρωματογραφική στήλη, την εισαγωγή στο ένα της άκρο μικρής ποσότητας του προς διαχωρισμό μίγματος σε μορφή διαλάματος και τη συνεχή διαβίβαση διαμέσου της στήλης καθαρού διαλυτικού μέσου. Ο διαχωρισμός των συστατικών του μίγματος βασίζεται στο διαφορετικό συντελεστή προσροφήσεως στο χρησιμοποιούμενο στερεό. Έτσι, τα συστατικά μετακινούνται κατά μήκος της στήλης με διαφορετική ταχύτητα και μετά από ορισμένο χρόνο σχηματίζουν χωριστούς δακτυλάους σε διαφορετικές θέσεις της στήλης. Adsorption Complex [Σύμπλοκο Προσρόφησης] Χημ. Σχηματίζεται μεταξύ του προσροφούμενου συστατικού και του ενεργού κέντρου της επιφάνειας στην οποία γίνεται η προσρόφηση. Adsorption Gasoline [Φυσική Βενζίνη] Επιστ. Υλικ. Είναι η βενζίνη η οποία παράγεται από τα γαιαέρια, με προσρόφηση των υγρών υδρογονανθράκων που περιέχονται σε αυτά, σε ατμοσφαιρικές συνθήκες. Ως προσροφητικό μέσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ενεργός άνθρακας. Το αέριο διοχετεύεται σε σειρά δοχείων που περιέχουν το στερεό, μέχρι να κορεσθεί ο άνθρακας σε φυσική βενζίνη. Στο στερεό διοχετεύεται στη συνέχεια ατμός για την ανάκτηση της βενζίνης, ενώ ο άνθρακας μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί αφού ξηρανθεί με θερμό αέριο. Αυτή η μέθοδος παραγωγής βενζίνης δεν χρησιμοποιείται συχνά, διότι το γαιαέριο περιέχει υδρόθειο, το οποίο προσροφάται στον ενεργό άνθρακα, παρεμποδίζοντας την προσρόφηση της βενζίνης. Adsorption Indicator [Δείκτης ΠροσροφήσεωςΙ Αναλ.. Χημ. Πρόκειται για ουσίες που αποτελούν όξινα ή βασικά χρώματα και χρησιμοποιούνται σε αντιδράσεις κατά τις οποίες σχηματίζεται ίζημα. Η δράση ενός τέτοιου δείκτη οφείλεται στο γεγονός ότι, στο ισοδύναμο σημείο του διαλύματος ο δείκτης προσροφάται από το ίζημα και κατά τη διάρκεια της ρόφησης συμβαίνει τέτοια μεταβολή στο δείκτη που οδηγεί σε ουσία διαφορετικού χρ(όματος. Adsorption Isobar [Ισοβαρής Προσρόφησης] Φνσ. Χημ. Είναι η συνάρτηση, η οποία εκφράζει τη σχέση μεταξύ της ποσότητας της προσροφημένης ουσίας ανά μονάδα μάζας προσροφητικού μέσου, με τη θερμοκρασία, σε συνθήκες σταθερής πίεσης πάνω από το στερεό του αερίου που προσροφάται. Η ποσότητα της προσροφημένης ουσίας εκφράζεται σε γραμμομόρια ή γραμμάρια ή κυβικά εκατοστά του αερίου. Adsorption I s o t h e r m [Ισόθερμη Ρόφησης] Φνσ. Χημ. Εκφράζει τη σχέση μεταξύ της μάζας του αερίου που απορροφάται και της μερικής του πίεσης, σε σταθερή θερμοκρασία και για συγκεκριμένη ποσότητα στερεού.

-65-

Advantage F a c t o r

Η μάζα του αερίου εκφράζεται συνήθως σε γραμμομό- επιπλέον ενέργεια να χρησιμοποιείται για την άντληση ρια. Οι ισόθερμες που αντιστοιχούν σε φυσική ρόφηση νερού προς το φράγμα, ώστε να χρησιμοποιηθεί για ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες, σύμφωνα με την την παραγωγή ενέργειας σε στιγμές αυξημένης ζήτηκατάταξη BET, τους τύπους από I έως V. Η ισόθερμη 1 σης. αφορά σε μικροπορώδη στερεά, η II σε μη πορώδη Advanced Design Array Radar (ADAR) [Προηγμένο στερεά, η III σε μη πορώδη στερεά όταν υπάρχει πολύ Ραντάρ Διάταξης Κεραιών] Μηχ. Σύστημα ραντάρ που ασθενής αλληλεπίδραση μεταξύ στερεού και αερίου, η χρησιμοποιεί τουλάχιστον δύο κεραίες εκπομπής και IV αφορά σε μεσοπορώδη στερεά και περιλαμβάνει το λήψης, με σκοπό τον προσδιορισμό της θέσης βαλλιφαινόμενο της τριχοειδούς συμπύκνωσης και η V αφο- στικών διηπειρωτικών πυραύλων. Οι κεραίες του ραρά επίσης σε μεσοπορώδη στερεά όταν υπάρχουν α- ντάρ αυτού μπορεί να απέχουν μεταξύ τους έως και σθενείς αλληλεπιδράσεις μεταξύ στερεού και αερίου. εκατοντάδες χιλιόμετρα, αλλά κατάλληλο σύστημα εAdsorption Potential [Δυναμικό Προσρόφησης] Φυσ. λέγχου εξασφαλίζει τον συγχρονισμό τους για την εκΧημ. Είναι το μέγεθος που εκφράζει τη μεταβολή του πομπή και λήψη σημάτων. Με το ραντάρ αυτό είναι χημικού δυναμικού, η οποία συμβαίνει καθώς ένα ιόν δυνατό να προσδιοριστούν και αεροπλάνα χαμηλού μεταφέρεται από την αέρια ή υγρή φάση στην επιφά- ίχνους (στέλθ) καθώς καταγράφουν ανακλάσεις ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε διευθύνσεις διαφορενεια του προσροφητικού στερεού. τικές από της προσπίπτουσας δέσμης. Advanced Fuel Fusion [Εξελιγμένο Καύσιμο Σύντηί III ν ' 11 ξης] Πυρ. Φυσ. Πυρήνες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας από την πυρηνική σύντηξή τους, εκτός της κλασικής σύντηξης ι ιν ΓΓIj ΓΓ · του δευτερίου και τριτίου, καλούνται προηγμένο καύλ J I Γ» σιμο σύντηξης. Οι πυρήνες αυτοί είναι πολύ ελαφρύτεt j / C ροι του πυρήνα σιδήρου. Παράδειγμα τέτοιου καυσίΡ··Ρ„ μου αποτελεί το υδρογόνο, ενώ οι αντιδράσεις σύντηΣχήμα 1. Q πέντε τύπα ισοΟέρμων I έω; V σύμφορα κΐίΓοααςη BDDT. ξης που μετέχει καλούνται κύκλος πρωτονίου - πρωτοIlapcmGerui Km ο τύπος VI της κλιμακωτή; ισότιμης Τέλος η ισοΟκι^ιος VI νίου και πιστεύεται ότι είναι η αίτια παραγωγής ενέρείναι ^ιρτοαηρισηκη μη πηρατδαν ΟΛίσηρΗτολ' με ι^ηρτηκά ομοιόμορφη γειας στον ήλιο. ιτηφάναα Advanced Gas Cooled Reactor [Εξελιγμένος Αερόψυκτος Πυρηνικός Αντιδραστήρας] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για πυρηνικό αντιδραστήρα ο οποίος, για την ψύξη Adsorption S u r f a c e Area [Επιφάνεια Προσρόφησης] του και την μεταφορά ενέργειας από αυτόν προς τον Φυσ. Χημ. Δηλώνει την εσωτερική] επιφάνεια ενός πο- στρόβιλο-γεννήτρια, χρησιμοποιεί αέριο διοξείδιο του ρώδους υλικού, η οποία υπολογίζεται από τη μάζα ε- άνθρακα αντί του συνηθισμένου νερού. Ως καύσιμο ο νός συγκεκριμένου ρευστού που μπορεί να προσροφη- αντιδραστήρας αυτός χρησιμοποιεί οξείδιο του ουρανίου. θεί. Adsorption System [Προσροφητική Διάταξη] Μηχ. Advanced Potential [Χρονικά Προηγμένο ΗλεκτροΔιάταξη μείωσης της υγρασίας του αέρα με χρήση υ- μαγνητικό Δυναμικό] Ιΐλεκ. Η λύση της εξίσωσης διάγροσκοπικών ουσιών. Συνήθως, ρεύμα αέρα διοχετεύε- δοσης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, όταν για την ται πάνω από την υγροσκοπική ουσία η οποία κατα- περιγραφή τους χρησιμοποιείται το διάνυσμα του ηλεκρατεί μέρος της υγρασίας του. Σε εργαστηριακές ε- κτρομαγνητικού δυναμικού. Αποτελείται από δύο συφαρμογές, οι υγροσκοπικές ουσίες μειώνουν σε καθο- νιστώσες. Η μία είναι φυσικά αποδεκτή και περιέχει το ρισμένα ποσοστά την υγρασία του αέρα ενός θαλάμου χρόνο καθυστέρησης της διάδοσης μίας μεταβολής, φύλαξης δειγμάτων. λόγω της πεπερασμένης ταχύτητας του φωτός και λέAd Valorem Tax [Φόρος αξίαςί Πετρ. Φόρος αξίας γεται καθυστερημένο δυναμικό. Η άλλη μία λύση είναι κατά εκτίμηση, που επιβάλλεται στους το χρονικά προηγμένο δυναμικό, όπου μία διαταραχή πετρελαιοπαραγωγούς οργανισμούς ανά παραγόμενο του πεδίου φαίνεται να προέρχεται από μία μελλ,οντική στιγμή από αυτήν που μετριέται και δεν έχει φυσικό βαρέλι πετρελαίου. Advance Wave [Ωστικό Κύμα Εκρηκτικής Ανάφλε- νόημα. ξης] Μηχ. Σε περιπτώσεις εκρήξεων ή ακαριαίας ανά- Advanced Wave [Ωστικό κύμα εκρηκτικής ανάφλεφλεξης σκόνης άνθρακα πριν την διάδοση της φλόγας, ξης) Μηχ Σε περιπτώσεις εκρήξεων ή ακαριαίας ανάκαταφθάνει σε κάθε σημείο ένα κύμα ισχυρής ηχητι- φλεξης σκόνης άνθρακα πριν τη διάδοση της φλόγας κής πίεσης που δημιουργήθηκε την στιγμή της έκρηξης καταφθάνει σε κάθε σημείο ένα κύμα ισχυρής ηχητικαι διαδίδεται με μεγαλύτερη ταχύτητα από την ταχύ- κής πίεσης που δημιουργήθηκε την στιγμή της έκρηξης τητα μετάδοσης της φλόγας. και διαδίδεται με μεγαλύτερη ταχύτητα από την ταχύAdvanced Battery [Προηγμένος Συσσωρευτής] Πλεκ τητα μετάδοσης της φλόγας. Πρόκειται για διάταξη αποθήκευσης μεγάλων ποσοτή- Advantage Factor [Βαθμός Υπέρβασης] Πυρ. Φυσ. των ηλεκτρικής ενέργειας. Συνήθως χρησιμοποιείται Εκφράζει την επιπλέον ενέργεια που παράγεται σε ένα από εναλλακτικές πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, όπως σημείο ενός αντιδραστήρα, σε σχέση με την κατά μέσο ανεμογεννήτριες ή ηλιακούς συλλέκτες, οι οποίες δεν όρο ενέργεια. Ισούται με το λύγο της δόσης της ακτιεξασφαλίζουν σταθερή παραγόμενη ισχύ και όταν η νοβολίας που απορροφάται σε ένα σημείο του αντιδραπαραγωγή τους είναι μεγαλύτερη από την ζήτηση, η στήρα, σε κάποιο χρονικό διάστημα, προς τη δόση σε επιπλέον ενέργεια αποθηκεύεται σε συσσωρευτές. Έ- κάποιο άλλο σημείο αναφοράς. Συνήθως, στο σημείο νας φυσικός συσσωρευτής είναι και το υδροηλεκτρικό που μετριέται ο βαθμός υπέρβασης έχει τοποθετηθεί φράγμα, όπου σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν η επιπλέον καύσιμο ή εντοπίζεται έντονη δραστηριότη-

ϊ

C

C

\ί L

/

ν

I

Advection

-66-

τα. Advcction [Μεταφοράΐ Μετεωρ. Φαινόμενο κατά το οποίο ποσότητες αέρα μετακινούνται παράλληλα προς τον ορίζοντα. Η μετακίνηση αυτή προκαλεί μετεωρολογικές μεταβολές που εξελίσσονται ανάλογα με τη θερμοκρασία και την υγρασία του αέρα. Advection Fog [Ομίχλη μεταφοράς] Μετεωρ. Οι ομίχλες μεταφοράς εμφανίζονται όταν θερμός και υγρός αέρας ψύχεται καθώς μετακινείται πάνω από επιφάνειες ξηράς ή νερού χαμηλής θερμοκρασίας. Η έντασή τους εξαρτάται τόσο από την υγρασία του αέρα όσο και από τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του αέρα και της ψυχρής επιφάνειας. Aelotropic [Ανισότροπος] Φνσ. Μια περιοχή του χώρου καλείται ανισοτροπική ως προς μία ιδιότητά του, όταν η ιδιότητα αυτή δεν είναι η ίδια ως προς όλες τις διευθύνσεις του. Για παράδειγμα, ο χώρος γύρω από τη γη, όσο αφορά στις δυνάμεις που ασκούνται στα σώματα, είναι ανισότροπος καθώς τα σώματα επιταχύνονται μόνο προς μια εξέχουσα διεύθυνση, την κατακόρυφη. —> Anisotropic Aelotropy [Ανισοτροπία] Φυσ. Η μεταβολή μίας ιδιότητας του χώρου, καθώς αλλάζει η διεύθυνση μέτρησής της, καλείται ανισοτροπία του χώρου. -> Aelotropic, Anistropic, Anisotropy Aerated Concrete [Τσιμέντο με περιεχόμενο αέρα] Επιστ. Υλικ. Είναι το είδος του τσιμέντου, κατά την παραγωγή του οποίου προστίθενται χημικές ουσίες, ικανές να αντιδράσουν σχηματίζοντας αέρια. Τα παραγόμενα αέρια, τα οποία παγιδεύονται στη μάζα του τσιμέντου οδηγούν σε μείωση της πυκνότητάς του και αύξηση της μονωτικής του ικανότητας. Aerated Flow [Ροή υγρού με φυσαλίδες αέρα] Μηχ. Περιγράφει οποιαδήποτε διαφασική ροή που περιλαμβάνει ένα υγρό στη μάζα του οποίου περιέχονται αέριες φυσαλίδες. iteration 1 [Αερισμός] Τεχνολ. 1. Έκθεση ενός αντικειμένου στον αέρα 2. Ψεκασμός ή επαφή ενός διαλύματος με τον αέρα με σκοπό την δημιουργία χημικής αντΓ :ίδρασης. Aeration" [Αερισμός] Ορυκτ. Δημιουργία φυσαλίδων αέρα σε υλικό που περιέει υγρασία μέσω της παροχής δέσμης αέρα στην επιφάνεια του. Aeration [Αερισμός] Τεχνολ. Τροφ. Διεργασία εμπλουτισμού ενός υγρού διαλύματος με αεριούχο ένωση. Aeration Cell [Κελί Οξυγόνου] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στο ηλεκτρολυτικό κελί, το οποίο αποτελείται από δύο ηλεκτρόδια του ίδιου μετάλλου, που βρίσκονται όμως σε διαλύματα με διαφορετική συγκέντρωση διαλελυμένου αέρα. Aeration T a n k [Δεξαμενή Αερισμού] Φνσ. Χημ. Χρησιμοποιείται στο δευτερογενή καθαρισμό των λυμάτων, κατά τη μέθοδο της ενεργού ιλ.ύος, πριν οδηγηθούν στη δεξαμενή καθίζησης για το διαχωρισμό των στερεών. Τα λύματα εισάγονται και παραμένουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη δεξαμενή, μέσα στην οποία επικρατούν αερόβιες συνθήκες και βρίσκονται σε αιώρηση αερόβιοι μικροοργανισμοί. Οι αερόβιες συνθήκες επιτυγχάνονται με επιπλεοντες ανεμιστήρες ή με διοχέτευση αέρα μέσα από τρύπες που υπάρχουν στον πυθμένα της δεξαμενής. Οι μικροοργανισμοί αποικοδομούνται με απορρόφηση των οργανικών ουσιών που βρίσκονται διαλυμένες στα λ.ύματα. Aerial Cableway | Αεράμαξα] Μηχ. Σύστημα συρμού

μικρών βαγονιών για μεταφορά υλικών σε υπόγειες στοές ορυχείων, όπου λόγω της ύπαρξης επικίνδυνων αερίων οι κινητήρες της μηχανής έλξης δεν είναι ηλεκτροκίνητοι αλλά τροφοδοτούνται με πεπιεσμένο αέρα. Aerial C a m e r a [Μηχανή Αεροφωτογράφησης] Οπτικ. Φωτογραφική μηχανή κατάλληλη για λήψη φωτογραφιών από αεροπλάνα. Αόγω της ταχύτητας κίνησης του αεροπλάνου, το φιλμ είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και το διάφραγμα ανοίγει ελάχιστα, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα κίνησης των ειδώλων, ενώ για την αυτόματη φωτογράφηση διαθέτει μηχανισμό συνεχούς προώθησης του φιλμ και λήψης φωτογραφιών. Aerial Mine [Νάρκη Αέριας Ρίψης] Μηχ. Νάρκη ριπτόμενη από αεροπλάνα ή ελικόπτερα είτε στη θάλασσα είτε στο έδαφος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε και για βόμβα ριπτόμενη από αερόστατο στον πρώτο ή και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Aerial Observation [Παρατήρηση από Αέρα] Παρατήρηση θέσεων και εγκαταστάσεων του εδάφους από ένα αεροπλάνο ή ελικόπτερο. Aerial Perspective [Αέρια προοπτική] Φυα. Η μη ευκρινής ορατότητα των μακρινών αντικειμένων λόγω της διάχυσης της φωτεινής ακτινοβολίας. Aerial P h o t o g r a m m e t r y [Αεροφωτογραμμετρία] 7εχνολ. Μέθοδος κατάρτισης του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ταχεία εναέρια λήψη φωτογραφιών με χρήση ειδικών φωτογραφικών μηχανών σε παράλληλες σειρές για μεγάλ.η ακρίβεια, Aerial Photographic Reconnaissance. [Λήψη πληροφοριών από αεροφωτογραφίες]. Aerial Photoreconnaissance Aerial Photography [ Αεροφωτογράφηση] Μηχ. Λήψη φωτογραφιών φυσικών ή τεχνητών σχηματισμών του εδάφους από αεροπλάνα ή άλλα ιπτάμενα οχήματα για χρήση από επιστήμες όπως Γεωγραφία, Τοπογραφία, για στρατιωτικούς και άλλους σκοπούς, Aerial Photoreconnaissance [Εναέρια Φωτογραφική κάτοψη] Μηχ. Διαδικασία επεξεργασίας και λήψης πληροφοριών από αεροφωτογραφίες για στρατιωτικούς ή χαρτογραφικούς σκοπούς ή για χρήση στην μελέτη της γεωλογικής κατασκευής του εδάφους, Aerial Reconnaissance [Εναέρια κάτοψη] Μηχ. Η συλλογή φωτογραφικών στοιχείων με οποιοδήποτε τρόπο, φωτογραφικό ή άλλο κατά την διάρκεια της πτήσης αεροσκάφους. Aerial Spud [Εναέριο καλώδιο] Μηχαν. Καλώδιο, στο άκρο του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα όργανο εκσκαφής βυθού. Το καλώδιο ρίχνεται από το πλοίο στο βυθό και ένα μέρος του μόνο παραμένει στον αέρα. Aerial Survey [Εναέρια έρευνα] Τεχνολ. Έρευνα βασισμένη στην συλλ,ογή και παρουσίαση στοιχείων από εναέρια επόπτευση. Aerial T o r p e d o [Τορπίλη Αέριας Ρίψης] Μηχ. Τορπίλη ριπτόμενη από αεροπλάνα ή ελικόπτερα, στη θάλασσα για την καταστροφή θαλάσσιου ή υποθαλάσσιου στόχου. Aeriform [Αερόμορφος] Φυα. Ορος που αναφέρεται σε περιβάλλον που έχει την μορφή και τις φυσικές ιδιότητες του αέρα. Aero Code [Αεροπορικός κώδικας] μετεωρ. Διεθνής κώδικας με πενταψήφια στοιχεία για την παροχή μετεωρολογικών προβλεψεων στην αεροναυσιπλοϊα. Aero Filter [Αερόφιλτρο] Μηχ. Συσκευή για το βιολο-

-67γικό καθαρισμό του νερού των υπονόμων.Έχει υψηλό στρώμα διύλισης από τραχύ υλικό και η παροχή αέρα γίνεται υπό μεγάλη πίεση. Η απόδοσή του φτάνει σε καθαρισμό πενταπλάσιου όγκου αποχετευτικών υδάτων του όγκου του αερόφιλτρου ανά 24ωρο. Aeroballistics [Αεροβαλλιστική] Μηχ. Κλάδος της αεροναυπηγικής που μελετά την κίνηση στην ατμόσφαιρα ταχέως κινούμενων πυραύλων, όπως διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων. Aerobic Adhesive [Αεροβική κολλητική ουσία] Αντ. Υλ. Σύνθετη κολλητική ουσία κατάλληλη για κολλήσεις σε περιβάλλον ατμοσφαιρικό καθώς περιέχει ακρυλική ρητίνη και δεν επηρεάζεται από την παρουσία αέρα στην περιοχή που εφαρμόζεται η κόλληση. Aerobic Anaerobic Interface [Αερόβια - αναερόβια διεπαφή] Μηχ. Στάδιο παράλληλης δράσης αερόβιων και αναερόβιων μικροοργανισμών κατά την αποσύνθεση υλικού με αποτέλεσμα την παύση της διεργασίας. Aerobic Anaerobic Lagoon [Αερόβια - αναερόβια δεξαμενή] Μηχ. Χώρος με δύο στρώματα για την επεξεργασία στερεών αποβλήτων όπου συντελείται η αποσύνθεση αρχικά με τη δράση αναερόβιων μικροοργανισμών (στο κατώτερο στρώμα) και στη συνέχεια αερόβιων οργανισμών (στο ανώτερο στρώμα). Aerobic Digestion ΙΑερόβια Χώνευση] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για μια διεργασία, η οποία λαμβάνει χώρα κατά την επεξεργασία της ιλύος στο βιολογικό καθαρισμό λυμάτων, όπου μίγμα λάσπης από την πρωτοβάθμια καθίζηση και ενεργού ιλύος αερίζονται για παρατεταμένη περίοδο χρόνου, με κύριο στόχο τη μείωση της ποσότητας της λάσπης. Η μείωση αυτή οφείλεται σε μετατροπές οξείδωσης ενός σημαντικού μέρους λάσπης σε πτητικά αέρια προϊόντα. Σημαντικό αποτέλεσμα της αερόβιας χώνευσης είναι επίσης, η μείωση των παθογόνων μικροοργανισμών και των οσμών. Aerobic Lagoon [Αερόβια δεξαμενή] Μηχ. Τσιμεντένια δεξαμενή χωρισμένη με διαφράγματα σε διαδρόμους για την επεξεργασία στερεών αποβλήτων παρουσία αέρα, που διοχετεύεται από σωλήνες αερισμού, όπου συντελείται η αποσύνθεσή τους λόγω της δράσης αερόβιων μικροοργανισμών με την οξείδωση των περιεχομένων οργανικών ακαθαρσιών. Aerochlorination [Αερυχλωρίωση] Μηχ. Μέθοδος βιολογικού καθαρισμού λυμάτων με αέρα και αέριο χλώριο. Aerodynamic [Αεροδυναμική] Μηχ. Ρευστ. Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει δυνάμεις οφειλόμενες στην κίνηση ενός αντικειμένου ως προς ένα ρευστό αέριο μέσο, συνήθως τον αέρα. Για παράδειγμα, η αεροδυναμική τριβή είναι η συνιστώσα της δύναμης που προβάλει ο αέρας στην κίνηση ενός σώματος μέσα σε αυτόν και αντιστέκεται στην κίνησή του. Aerodynamic Balance [Αεροδυναμική Ισορροπία] Φυσ. Ισορροπία ενός σώματος που επιτυγχάνεται με την επίδραση σε αυτό επιφανειακών δυνάμεων από ένα κινούμενο ρευστό, όπως η δυναμική άνωση ή αλλιώς άντωση και η τριβή, το βάρος του καθώς και δυνάμεων από το σύστημα ανάρτησής του. Η αεροδυναμική ισορροπία συνήθως χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των δυνάμεων που δέχεται ένα σώμα από ένα κινούμενο ρευστό σε αεροσήραγγες. Aerodynamic Center (Αεροδυναμικό κέντρο] Αεροπ. Το σημείο της πτέρυγας όπου εφαρμόζεται η αεροδυναμική δύναμη του αέρα αναλυόμενη στη κάθετη συνι-

Aerodynamic Heating

στώσα, που παρέχει την ανυψωτική δύναμη και στην οριζόντια, που αποτελεί την μετωπική αντίσταση λόγω των δυνάμεων τριβής, της πίεσης του ρεύματος αέρα και της επαγόμενης αντίστασης από την ανυψωτική δύναμη της πτέρυγας. Aerodynamic Characteristics [Αεροδυναμικά Χαρακτηριστικά] Φυσ. Η συμπεριφορά ενός αντικειμένου, όσο αφορά στην ασκούμενη σε αυτό τριβή και άντωση, όταν κινείται σε ένα ρευστό μέσο. Οι ιδιότητές του εξαρτώνται τόσο από το ιξώδες, την πυκνότητα και τη συμπιεστότητα του ρευστού, όσο και από τα χαρακτηριστικά της επιφάνειας του αντικειμένου, τη σχετική ταχύτητα κίνησής του στο ρευστό και τη γωνία προσβολής του. Aerodynamic Chord [Αεροδυναμική Χορδή] Φνσ. Χαρακτηριστικό μέγεθος αεροτομών. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικοί χρήσιμοι ορισμοί: 1) Η ευθεία που συνδέει τα κέντρα των κύκλων μικρότερης καμπυλότητας των δύο άκρων μίας αεροτομής. 2) Το μακρύτερο ευθύγραμμο τμήμα που μπορεί να συνδέει δύο τμήματα μίας αεροτομής. 3) II προβολή μιας αεροτομής στη διπλή εφαπτόμενη ευθεία της κάτω επιφάνειάς της (αυτός ο ορισμός αποτυγχάνει αν δεν υπάρχει διπλή εφαπτόμενη). Aerodynamic Coefficient [Αεροδυναμικός Συντελεστής] Φυσ. Αδιάστατος συντελεστής που παρουσιάζεται σε εξισώσεις προσδιορισμού της τριβής ή της άντωσης που ασκούνται σε ένα σώμα, όταν αυτό κινείται σε ένα αέριο. Για παράδειγμα, η άντωση, L δίνεται απο τον τυπο: L=C L xd*SxV 2 /2 όπου C L ο αεροδυναμικός συντελεστής της άντωσης, d η πυκνότητα του αερίου μέσου, S η επιφάνεια διατομής του σώματος και V η ταχύτητα του σώματος. Οι συντελεστές αυτοί εξαρτώνται από τα ακριβή χαρακτηριστικά της επιφάνειας του σώματος, από τη συμπιεστότητα του αερίου και μεταβάλλονται όταν αλλάζει η γωνία προσβολής του σώματος ή της αεροτομής καθώς και ο αριθμός Reynolds. Aerodynamic Configuration [Αεροδυναμική Διαμόρφωση] Φυσ. Κατασκευή ενός αεροπλάνου, ή γενικά ενός ιπτάμενου αντικειμένου, έτσι ώστε να έχει καλές αεροδυναμικές ιδιότητες και συμπεριφορά. Aerodynamic Control [Επιφάνειες Αεροδυναμικού Ελεγχου] Φυσ. Επιφάνειες ελέγχου των δυνάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα κινούμενο μέσα σε ένα αέριο. Για παράδειγμα, για την κατεύθυνση και στροφή ενός αεροπλνάνου στους τρεις άξονές του χρησιμοποιούνται το πίσω κατακόρυφο πτερύγιο καθώς και άλνλα πτερύγια μεταβλητού προσανατολισμού. Aerodynamic D r a g [Αεροδυναμική Τριβή] Φυσ. II συνιστώσα της δύναμης που δέχεται ένα σώμα κινούμενο σε ένα αέριο, η οποία είναι αντίθετη στην ταχύτητά του και εμποδίζει την κίνησή του. Καλείται και αεροδυναμική αντίσταση ή οπισθέλκουσα και εξαρτάται από την ταχύτητα του σώματος, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της επιφάνειας, την πυκνότητα, το ιξώδες και τη συμπιεστότητα του αερίου. Aerodynamic Force [Αεροδυναμικό Φορτίο] Φυσ. Πρόκειται για τη συνολική δύναμη που δέχεται ένα αντικείμενο από ένα αέριο μέσο, λόγω της σχετικής κίνησής του ως προς αυτό. —» Aerodynamic Drag, Aerodynamic Lift Aerodynamic Heating [Αεροδυναμική Θέρμανση] Φνσ. Κατά την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ένα αέριο, παρουσιάζονται φαινόμενα θέρμανσης του αερίου

Aerodynamic Instability

-68-

και του σώματος που οφείλονται είτε στις δυνάμεις τριβής, καθώς το αέριο διέρχεται πάνω από τις επιφάνειες του σώματος, είτε σε φαινόμενα συμπίεσης του αερίου. Η θέρμανση του αερίου αλλά και του σώματος είναι ισχυρότερη σε μεγάλες ταχύτητες κίνησης. Aerodynamic Instability [Αεροδυναμική Αστάθεια] ΦΙΗ7. Πρόκειται για μία ασταθή κατάσταση ταλαντα')σεων και κραδασμών ενός σώματος ή μίας πτέρυγας ενός αεροπλάνου, που προκαλείται από στιγμιαίες, αλλά σχεδόν περιοδικές μεταβολές της ροής γύρω από αυτό και μπορεί να προκαλεί φαινόμενα αποκόλλησης του στρώματος της ομαλής ροής ή άλλες διαταραχές. Aerodynamic Lift [Αεροδυναμική Ανωση] Φυσ. Είναι η συνιστώσα της δύναμης που δέχεται ένα σώμα κινούμενο σε ένα ρευστό, η οποία είναι κάθετη στη σχετική ταχύτητα κίνησης του σώματος και συνήθως προκαλεί ανύψωση του σώματος. Καλείται και δυναμική άνωση ή άντωση, γιατί ανυψώνει ένα σώμα όταν κινείται μέσα στο ρευστό. Η άντωση καθορίζεται κυρίως από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά μίας αεροτομής και τη γωνία προσβολής του αέρα από αυτήν. Το γεωμετρικό σχήμα της τομής μίας πτέρυγας ενός αεροπλάνου ή ενός ελικοπτέρου είναι τέτοιο ώστε, ο αέρας να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα, άρα με μικρότερη πίεση στην πάνω επιφάνεια της πτέρυγας σε σχέση με την κάτω και κατά συνέπεια, η διαφορά της πίεσης να προκαλεί την ανυψωτική δύναμη. Aerodynamic Load [Αεροδυναμικό Φορτίο] Φυσ. Η δύναμη που δέχεται ένα αντικείμενο από ένα αέριο μέσο, λόγω της σχετικής κίνησής του ως προς αυτό. -> Aerodynamic Force Aerodynamic Missile [Αεροδυναμικός Πύραυλος] Φνσ. Πύραυλος με αεροδυναμικές επιφάνειες οι οποίες, κατά την κίνησή τους, παράγουν άντωση. Για παράδειγμα, οι πύραυλοι παρακολούθησης γήινου ανάγλυφου, τύπου κρούζ εξασφαλίζουν την ανυψωτική δύναμη διατήρησής τους παράλληλα με την επιφάνεια της γης με κατάλληλα αεροδυναμικά πτερύγια. Aerodynamic M o m e n t [Αεροδυναμική Ροπή Στρέψης] Φνσ. Πρόκειται για τη ροπή στρέψης της δύναμης που δέχεται ένα σώμα κινούμενο σε αέριο μέσο, ως προς το κέντρο μάζας του σώματος. Όταν ο φορέας της δύναμης αυτής δε διέρχεται από το κέντρο μάζας, η ροπή της δεν είναι μηδενική και τείνει να περιστρέψει το σώμα ως προς άξονα διερχόμενο από το αυτό. Aerodynamic Noise [Αεροδυναμικός Ηχος] Φνσ. Ήχος που παράγεται στην επιφάνεια ενός σώματος που κινείται μέσα σε ένα αέριο, λόγω της τυρβώδους ροής του αερίου. Aerodynamic P h e n o m e n a [Αεροδυναμικά φαινόμενα) Φυο. Κάθε είδους φαινόμενο (ηλεκτρικό, μηχανικό, θερμικό κ.λ.π.) λόγω της κίνησης του αέρα γύρω από ένα σώμα δηλ. λόγω των δυνάμεων, των ροπών, των ρευμάτων θερμότητας κ.λ.π. που αναπτύσσονται σε σχέση με την κίνηση αυτή στην επιφάνεια των σωμάτων. Aerodynamic Resistance [Αεροδυναμική Αντίσταση] Φυσ. Η συνιστώσα της δύναμης που δέχεται ένα σώμα κινούμενο σε ένα αέριο, η οποία είναι αντίθετη στην ταχύτητά του. Αέγεται και οπισθέλκουσα. —» Aerodynamic Drag Aerodynamic Size [Αεροδυναμικό Μέγεθος] Φνσ. Μέγεθος που χαρακτηρίζει την αεροδυναμική αντίσταση ενός μικρού σώματος. Ισούται με το μέγεθος μίας σφαίρας ίδιας μάζας με το σώμα, η οποία δέχεται την

ίδια αεροδυναμική αντίσταση με αυτό, όταν κινούνται σε ένα ρευστό. Υπολογίζεται μετρώντας την οριακή ταχύτητα κίνησης του σώματος σε ρευστό γνωστού ιξώδους, υποθέτοντας ότι το σωματίδιο έχει σφαιρικό σχήμα και άρα ισχύει ο νόμος του Stokes. Aerodynamic Stability [Αεροδυναμική Ευστάθεια] Φυσ. Ιδιότητα ενός σώματος, κινούμενου σε ένα αέριο, να αποσβένει ταλαντώσεις ή κραδασμούς που οφείλονται σε μικρές μεταβολές της ροής του αερίου γύρω από αυτό, εμποδίζοντας έτσι τη μεταβολή του ύψους ή της ταχύτητάς του. Επιπλέον, αν βρίσκεται σε κατάσταση αεροδυναμικής ευστάθειας, μπορεί και να ασκούνται διορθωτικές δυνάμεις ή ροπές επαναφοράς του σώματος στην αρχική του κατάσταση σε περιπτώσεις μικρομεταβολών της. Aerodynamic Time [Αεροδυναμικός χρόνος] Αεροναυσ. Χρονικό μέγεθος της Αεροναυπηγικής που χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς. Είναι δείγμα της αεροδυναμικής ικανότητας ενός αεροσκάφους σε σχέση με το σημείο της ατμόσφαιρας στο οποίο αυτό βρίσκεται και ορίζεται ως το πηλίκο της συνολικής μάζας ενός αεροσκάφους και του γινομένου της ολικής επιφάνειας των πτερυγίων του, της πυκνότητας του αέρα και της ταχύτητας του αέρα. Aerodynamic Trail [Αεροδυναμικό ίχνος] Μηχ. Ρενστ. Ο γεωμετρικός τόπος ρεύματος αέρα που έχει υποστεί συμπύκνωση μέχρι κορεσμού λόγω αδιαβατικής ψύξης κατά την επαφή του με τις επιφάνειες αεροσκάφους υψηλής ταχύτητας σε πτήση. Aerodynamic T r a j e c t o r y [Αεροδυναμική τροχιά] Μηχ. Μηχ. Το κομμάτι της τροχιάς ενός αεριωθούμενου βλήματος κατά το οποίο η αντίσταση του αέρα παίζει μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της. Aerodynamic T u r b u l a n c e [Αεροδυναμική Τυρβώδης Ροή] Φνσ. Πρότυπο ροής ενός αερίου, της οποίας οι χαρακτηριστικές γραμμές είναι ακανόνιστες και συχνά τεμνόμενες μεταξύ τους. Η ταχύτητα ενός στοιχειώδους τμήματος του αερίου υπόκειται σε ισχυρές και μη αποσβαίνουσες τυχαίες μεταβολές. Ως χαρακτηριστικό μέγεθος το οποίο προσδιορίζει αν η ροή ενός ρευστού θα είναι τυρβώδης ή όχι, είναι ο αριθμός Reynolds. Aerodynamic Vehicle [Αεροδυναμικό Όχημα] Φυσ. Σώμα κινούμενο στον αέρα, όπως ένα αεροπλάνο, ένα ανεμόπτερο ή ένα ελικόπτερο, που χρησιμοποιεί αεροδυναμικές επιφάνειες, όπως οι πτέρυγές του, για να εξασφαλίσει την απαραίτητη ανυψωτική δύναμη. Aerodynamic W a v e Dragg [Αντίσταση Δημιουργίας Ωστικού Κύματος] Φνα. Πρόκειται για τη δύναμη αντίστασης στην κίνηση ενός σώματος σε ένα αέριο, όταν η ταχύτητα του σώματος είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου στο αέριο. Σε αυτή την περίπτωση, πίσω από το σώμα έχει δημιουργηθεί ένα ωστικό κύμα, το μέτωπο του οποίου σχηματίζει έναν κώνο με συνέπεια, η αντίσταση στην κίνηση του σώματος να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη για ταχύτητες μικρότερες του ήχου. Aerodynamically Rough S u r f a c e [Αεροδυναμικά Τραχιά Επιφάνεια] Μηχ. Ρενστ. Πρόκειται για την επιφάνεια μίας αεροτομής, η τραχύτητα της οποίας προκαλεί αποκόλληση του ρεύματος ομαλής ροής σε μεγάλο εύρος της. Αμεση συνέπεια της αποκόλλησης του ρεύματος ομαλής ροής και της δημιουργίας τυρβώδους ροής στην επιφάνεια της αεροτομής είναι η μεγάλη αύξηση της αντίστασης στην κίνησή της. Aerodynamically Smooth S u r f a c e [Αεροδυναμικά

-69Λεία Επιφάνεια] Μηχ. Ρευστ. Πρόκειται για την επιφάνεια μίας αεροτομής η οποία είναι αρκετά λεία ώστε, σε όλο το εύρος της, να διατηρείται το στρώμα ομαλής ροής σε επαφή με αυτήν. Η μικρή τραχύτητα καθώς και μεγάλη ακτίνα καμπυλότητας σε σημεία μείωσης της πίεσης είναι βασικής αρχές κατασκευής μιας αεροτομής. —» Aerodynamically Rough Surface Aerodynamics [Αεροδυναμική] Φυσ. Επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τις ιδιότητες κινούμενων αερίων, καθώς και με τις δυνάμεις που ασκούνται σε σώματα λόγω της σχετικής κίνησής τους ως προς κάποιο αέριο. Για παράδειγμα, η μελέτη της κίνησης ενός αεροπλάνου μέσα στον αέρα αποτελεί αντικείμενο έρευνας της αεροδυναμικής. Aerodyne [Λεροδίνη] Αεροναυτ. Κάθε αεροπλάνο ή άλλο ιπτάμενο όχημα το οποίο βασίζει τους αεροπορικούς ελιγμούς του στην κατάλληλη εκμετάλλευση των αεροδυναμικών δυνάμεων χάρη στην αεροδυναμική σχεδίαση της ατράκτου, των πτερύγων και των βοηθητικών πτερυγίων και πηδαλίων του. Aeroelasticity [Αεροελαστικότητα] Αεροναυτ. Η χαρακτηριστική ιδιότητα των ελαστικών σωμάτων να αλλάζουν το σχήμα τους ως αποτέλεσμα της εφαρμογής αεροδυναμικών φορτίων πάνω τους. Aerogel [Ξηροπηκτή] Χημ. Χαρακτηρίζει το άμορφο υπόλειμμα που σχηματίζεται από μια πηκτή όταν αφαιρείται το υγρό μέσο διασποράς, συνήθως με εξάτμιση. Σημαντικές φυσικές ξηροπηκτές είναι το καουτσούκ, ο αχάτης και η κυτταρίνη. Aerogenarator [Αερογεννήτρια] Μηχ. Μηχανή που χρησιμοποιεί ως κινητήρια δύναμη την αιολική ενέργεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας προς κατανάλωση. Αποτελείται από ανεμοτροχό (σύστημα μετάλλινων πτερυγίων) συνδεδεμένο με γεννήτρια και στη συνέχεια με συσσωρευτές από όπου, μέσω κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών, διοχετεύεται η ενέργεια στο δίκτυο κατανάλωσης. Aerogeography [Αερογεωγραφία] Γεν. Η χρήση και ανάπτυξη μεθόδων και μέσων παρατήρησης από τον αέρα για την μελέτη διαφόρων περιοχών και φαινομένων ή συνθηκών με τη χρήση, όπως π.χ. η λήψη αεροφωτογραφιών. Aerogeology [Αερογεωλογία] Γεωλ. Η μελέτη διαφόρων οργανισμών, συνθηκών, περιοχών ή φαινομένων, με τη βοήθεια μέσων και τεχνικών παρατήρησης από τον αέρα, όπο)ς π.χ. η λήψη αεροφωτογραφιών. Aerogram [Λερόγραμμα] Επικοιν. Είδος τηλεγραφικού μηνύματος που είτε εκπέμπεται είτε μεταφέρεται στην ατμόσφαιρα με τα κατάλληλα μέσα. Aerograph [Μετεωρογράφος] Τεχνολ. Μηχάνημα που μεταφέρεται από αεροσκάφος σε πτήση και καταγράφει και αποθηκεύει μετεωρολογικά στοιχεία στην ατμόσφαιρα. Aerography [Αερογραφία] Μετεωρ. Η έρευνα με βάση τη καταγραφή των μετεωρολογικών στοιχείων της ατμόσφαιρας με χρήση ραδιοβολίδας, μετεωρογράφου, μετεωρολογικών αεροσκαφών και δορυφόρων κ.λ.π.. Verohydrous M i n e r a l [Ένυδρο ορυκτό] Ορυκτ. Ορυκτός όγκος στον οποίο έχουν σχηματιστεί κοιλότητες αερα οι οποίες περιέχουν νερό λόγω συμπύκνωσης. \erological Days [Αερολογικές μέρες] Μετεωρ. Συγκεκριμένες μέρες όπου γίνεται η τακτική καταγραφή στοιχείων για μετεωρολογικές μελετες. \erological D i a g r a m [Αερολογικό διάγραμμα] Μετε-

Aeronautical Climatology

ωρ. Διάγραμμα (ισοβαρών, ισοθέρμων κ.λ.π.) που σχεδιάζεται με βάση στοιχεία που λαμβάνονται από ραδιοανιχνευτές για την ταχύτητα του ανέμου, τη θερμοκρασία, την πίεση, την υγρασία, την πυκνότητα, το ισοζύγιο ακτινοβολιών κ.λ.π. Aerology [Αερολογία] Μετεωρ. Κλάδος της φυσικής της ατμόσφαιρας που μελετά τη δομή και τη σύσταση των φυσικών φαινομένων και της γενικής κυκλοφορίας στην ελεύθερη ατμόσφαιρα μέχρι και πολύ μεγάλα ύψη, με σκοπό την τελειοποίηση των μεθόδων πρόγνωσης του καιρού. Οι έρευνες διεξάγονται με χρήση ειδικών αερολογικών συσκευών, ραντάρ, μετεωρολογικούς δορυφόρους κ.λ.π. και γενικά την οργάνωση δικτύου αερολογικών παρατηρητηρίων και σταθμών συνεχούς λειτουργίας. Aeromagnetic Surveying [Αερομαγνητική έρευνα] Γεωλ. Μέθοδος μέτρησης και γραφικής παράστασης του γεωμαγνητικού πεδίου από ιπτάμενη συσκευή μέσω ηλεκτρονικών αερομαγνητομέτρων και κατ' επέκταση μέθοδος των φυσικών ερευνών για τη σύνταξη γεωγραφικών χαρτών, εντοπισμού τεκτονικών διαταραχών, αναζήτηση ορισμένων κοιτασμάτων κ.λ.π. Aeromagnetometer [Αερομαγνητόμετρο] Γεωλ. Οργανο μεγάλης ακρίβειας για τη μέτρηση του μαγνητικού πεδίου της γης που τοποθετείται στο φτερό ή στην ουρά ενός αεροσκάφους ή αιωρείται ρυμουλκούμενο σε κάποια απόσταση. Φέρει κύκλωμα με αγώγιμες σπείρες στις οποίες αναπτύσσεται, ανάλογα με το γεωμαγνητικό πεδίο, επαγωγικό ρεύμα. Τελειότερος τύπος είναι το κβαντικό. Aeromechanics [Αερομηχανική] Μηχ. Ρευστ. Ο κλάδος της Ρευστομηχανικής που ασχολείται με τις ιδιότητες των αερίων μαζών, είτε σε ισορροπία (Αεροστατική) είτε σε κίνηση γύρω ή μέσα σε σώματα (Αεροδυναμική). Aerometeorograph [Αερομετεωρογράφος] Τεχνολ. Ηλεκτρονικό όργανο με το οποίο εξοπλίζονται τα αεροπλάνα που χρησιμοποιούνται στην Μετεωρολογία για να καταγράφουν τις τιμές των ιδιοτήτων του αέρα σε διάφορα σημεία της ατμόσφαιρας. x\erometcr [Αερόμετρο] Τεχνολ. Συσκευή που χρησιμοποιείται για τον εύρεση της πυκνότητας ή του βάρους ενός αερίου, χρησιμοποιώντας σε αναλογία ίσο όγκο προτύπου αερίου, γνωστής πυκνότητας. Aeromotor [Κινητήρας Αεροσκαφών] Φυσ. Κινητήρας κατάλληλα σχεδιασμένος για να κινεί ένα αεροπλάνο. Ο κινητήρας αυτός μπορεί να είναι ελικοφόρος και να παράγει ώθηση μέσω της στρέψης μίας προπέλας ή και στροβιλοκινητήρας, όπου η ώθηση παράγεται κατευθύνοντας προς τα πίσω τα προϊόντα της ανάφλεξης του μίγματος αέρα-καυσίμου. Aeronaut [Αεροναύτης] Φυσ. Ανθρωπος που κατευθύνει ή ταξιδεύει με αεροπλάνα, αερόστατα, ελικόπτερα, ανεμοπλάνα μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα. Aeronautical Beacon [Αεροναυτικός φάρος] Πλοηγ. Φάρος ξηράς που είναι ορατός από αέρος και χρησιμοποιείται για να επισημαίνει την τοποθεσία αεροδρομίων, ή πιθανών σημείων που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα όπως λόφοι, για τις ανάγκες της ομαλής αεροπλοίας. Aeronautical Climatology [Αεροναυτική κλιματολογία] Μετεωρ. Η χρήση των κλιματολογικών δεδομένων (κληματολογικών χαρτών, δεικτών κ.λ.π.) για τον καθορισμό των δεδομένων πτήσης και την ασφαλή διακυβέρνηση ενός αεροσκάφους.

Aeronautical Enginnering

-70-

Aeronautical Enginnering [Μηχανική Αεροσκαφών] Φυσ. Πρόκειται για κλάδο της μηχανικής που ασχολείται με τα προβλήματα της κίνησης των αεροσκαφών στην ατμόσφαιρα, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας τους, καθώς και με το σχεδιασμό και την κατασκευή καινούριων αεροσκαφών. Aeronautical Flutter [Αεροναυτικός πτερυγισμός] Μηχ. Ρενστ. Δόνηση, με την μορφή πτερυγισμού, ενός αεροδυναμικού σώματος στον αέρα που προκαλείται από τα ρεύματα και τα αεροδυναμικά φορτία πάνω στο σώμα και συνεπικουρείται από την ελαστική ενέργεια που είναι αποθηκευμένη στο σώμα, λόγω της κατασκευής του καθώς και από την κινητική του ενέργεια. Aeronautical I n f o r m a t i o n O v e r p r i n t [Αεροναυτικές πρόσθετες πληροφορίες] Πλοηγ. Πρόσθετες διορθωτικές ή νέες πληροφορίες που αποτυπώνονται από ηλεκτρονικό εκτυπωτή ή με μορφή σφραγίδας στους υπάρχοντες σε χρήση αεροπλοϊκούς χάρτες. Aeronautical Meteorology [Αεροναυτική Μετεωρολογία] Μετεωρ. Κλάδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με την πρόβλεψη της επίδρασης των ατμοσφαιρικών συνθηκών στην αεροπλοΐα. Aeronautical Mile [Αεροναυτικό Μίλι] Μονάδα μέτρησης εναέριων ή θαλάσσιων αποστάσεων. Ένα αεροναυτικό μίλι ισούται με 1852 μέτρα. —> Air Mile Aeronautical Mobile Service [Αεροναυτική κινητή υπηρεσία] Επικοιν. Υπηρεσία (των ΗΠΑ) που εποπτεύει διάφορες αεροναυτικές υπηρεσίες (πχ δορυφόρους, υπηρεσίες πτήσης κτλ) καθώς και το συντονισμό με τις αντίστοιχες υπηρεσίες εδάφους. Aeronautical Pilotage C h a r t [Αεροναυτικός χάρτης πλνοήγησης] Πλοηγ. Χάρτης σχεδιασμένος ειδικά για την πλοήγηση αεροπλάνων και ελικοπτέρων. Aeronautical Planning C h a r t [Αεροναυτικός χάρτης σχεδιασμού] Πλοηγ. Ειδικός χάρτης που βοηθά τη σωστή σχεδίαση και χάραξη της πορείας πτήσης για μεγάλες αποστάσεις ή ειδικές αποστολές των αεροπλάνων. Aeronautical Radio Navigation Service [Αεροναυτική υπηρεσία ραδιοπλοήγησης] Επικοιν. Υπηρεσία που συμβουλεύονται στη διάρκεια της πτήσης τους διάφορα εναέρια συστήματα. Aeronautics [Αεροναυτική] Μηχ. Ρενστ. Επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της πτήσης διαφόρων σωμάτων μέσα στον αέρα. Aerophysics [Αεροφυσική] Αερομηχ. Κλάδος της Αεροναυπηγικής που ασχολείται με την ανάπτυξη κατασκευών με κατάλληλα αεροδυναμικά χαρακτηριστικά. Aeroservoelasticity [ΑεροσερβοεΛαστική] Αερομηχ. Η μελέτη της συμπεριφοράς και της σταθερότητας των αεροσκαφών κατά τη χρήση των κινούμενων πτερυγίων, στις αλλαγές κατεύθυνσης και τους ελιγμούς. Aerosiderite [Αεροσιδερίτης] Γεωλ. Πρόκειται για ένα είδος μετεωρίτη, ο οποίος περιέχει κυρίως σίδηρο. Είναι πολύ πυκνός στη σύστασή του, δεν περιέχει πόρους, η επιφάνειά του παρουσιάζει πτυχώσεις και το βάρος του είναι πολύ μεγαλύτερο από παρόμοια γήινα πετρωμάτα. Aerosol 1 [Αερόλυμα] Χημ. Είναι κολλοειδές σύστημα, που περιέχει διασπορά λεπτών υγρών σταγόνων ή στερεών σωματιδίων στον αέρα. Παραδείγματα αερολύματος αποτελούν η ομίχλη και ο καπνός. Aerosol 2 [Αεροζόλ] Χημ. Πρόκειται για ειδικό δοχείο, με ενσωματωμένο στην έξοδό του μηχανισμό ψεκασμού το οποίο περιέχει πεπιεσμένο αερόλ.υμα. Χρησι-

μοποιείται κυρίως για συσκευασίες εντομοκτόνων ή αρωμάτων. Aerosol G e n e r a t o r [Αερολυματογεννήτρια] Μηχ. Μηχανή για τη παραγωγή και ψεκασμό αερολυμάτων, κυρίως από φυτοφάρμακα για την καταπολέμηση εντόμων και παρασίτων σε καλλιέργειες και δάση. Φέρει δεξαμενή με ενεργό διάλυμα το οποίο εξατμιζόμενο από θερμά αέρια προερχόμενα από θάλαμο καύσης εκτοξεύεται από τον ψεκαστήρα και δημιουργεί τοξική ομίχλη σε ορισμένο πλάτος ενέργειας. Aerosol Propellant [Προωθητικό Αερολύματος! Επιστ. Υλικ. Είναι το πεπιεσμένο αέριο που περιέχεται σε ειδικό δοχείο, στην έξοδο του οποίου εκτονώνεται και μεταφέρει την ουσία του αερολύματος. Παραδείγματα προωθητικών αερίων είναι το βουτάνιο, το προπάνιο και το άζωτο. Aerospace [Αεροναυπηγική, κενό αέρος]. Airspace Aerospace Electronics [Αεροδιαστημική Ηλεκτρονική] Ηλεκ. Ρενστ. Κλάδος της ηλεκτρονικής που ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή συσκευών κατάλ^ηλ.ων για χρήση σε αεροπλάνα, αλΑά και διαστημόπλοια. Aerospace Engineering [Αεροναυπηγική/ Αεροδιαστημική Μηχανολογία] Τεχνολ. Κλάδος της Μηχανολογίας που εξετάζει την πτήση αεροσκαφο')ν στην γήινη ατμόσφαιρα και εκτός αυτής, την σχεδίαση και κατασκευή αεροσκαφών και τη μελέτη, κατασκευή και εκτόξευση πυραύλο>ν, αεροδιαστημικών οχημάτων και δορυφόρων στο διάστημα. Aerospace G r o u n d E q u i p m e n t [Αεροδιαστημικός εξοπλασμός εδάφους] Αεροναυπ Εξοπλισμός υποστήριξης αεροσκαφών που εδρεύει και διευθύνεται από τεχνικούς στο έδαφος, σε αεροδρόμια ή αεροπορικές βάσεις. Aerospace I n d u s t r y [Αεροναυπηγική/Αεροδιαστημική βιομηχανία] Μηχ. Η βιομηχανία που υλοποιεί τις μελέτες και σχεδιασμούς της Αεροναυπηγικής Μηχανολογίας, χρησιμοποιώντας την υποδομή της στην κατασκευή αεροσκαφών και αεροδιαστημικών οχημάτων. Aerospace Vehicle [Αεροδιαστημικό όχημα] Αερομηχ. Αεροσκάφος μεγάλ.ης προωθητικής ισχύος κατάλληλο για πτήση και εκτός της γήινης ατμόσφαιρας στο διάστημα. Aerostat [Αερόστατο] Αεροναντ. Αεροσκάφος άνευ προωθητικής μηχανής που οφείλει την πτήση του στην ύπαρξη αεροελαστικής δεξαμενής (π.χ. μπαλόνι) αερίου, ελαφρότερου του αέρα ο οποίος λόγω της δημιουργούμενης υποπίεσης προκαλεί ώθηση του σκάφους προς τα πάνω (άνωση). Aerothcrmochcmistry [Αεροθερμοχημεία] Μηχ. Ρενστ. Η επιστήμη που μελετά την συμπεριφορά και τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα αέρια σε σχέση με την κίνηση τους και την επιβολή θερμικών φορτίοη· και χημικών αλλαγών σε αυτά. A e r o t h e r m o d y n a m i c B o r d e r [Αεροθερμοδυναμικό Σύνορο] Γεωφν. Το υψόμετρο σε απόσταση 160 περίπου χιλιομέτρων από την επιφάνεια της γης, πάνω από το οποίο η εκπομπή θερμότητας από ένα κινούμενο σώμα στο περιβάλΛον γύρω του θεωρείται αμελητέα. Aerothermodynamics [Αεροθερμοδυναμική] Μηχ. Ρενστ. Κλάδος της αεροδυναμικής που μελετά τις ροές υψηλών ταχυτήτων και λ.αμβάνει υπόψη του και τις θερμοδυναμικές ιδιότητες των αερίων καθο'κ αυτές επηρεάζουν σημαντικά την συμπεριφορά τους.

-71 Acrothcrmoclasticity [Αεροθερμοελαστικότητα] Μηχ. Ρευστ. Η χαρακτηριστική ιδιότητα των ελαστικών σωμάτων να αλλάζουν το σχήμα τους ως αποτέλεσμα της εφαρμογής αεροδυναμικών και θερμικών φορτίων πάνω τους. AFC [Αυτόματος Έλεγχος Συχνότητας] Επικοιν. Automatic Frequency Control AFCS [Αυτόματο Σύστημα Ελεγχου Πτήσης] Αεροναυτ. Automatic Flight Control System Affiliate Sites [Συνεργαζόμενοι δικτυοχώροι] Επικοιν. Χώροι του διαδικτύου που συνδέονται με κάποια σχέση συνήθως εμπορίκι] ή απλά επικοινωνιακή. Affine Connection [Συγγενής σύνδεση] Μαθημ. Σε χώρο ν διαστάσεων ορίζεται κανόνας σύνδεσης για δύο τυχαία σημεία του χώρου. Κάθε σταθερό διάνυσμα που ξεκινά από σημείο Α είναι παράλληλο προς κάθε διάνυσμα από σημείο Β καθώς τα δύο διανύσματα συνδέονται μέσω τυποποιημένης συνδετικής μεθόδου. Affine Geometry [Συγγενής γεωμετρία] Μαθημ. Χαρακτηρισμός της γεωμετρίας ανάλογος προς τον τρόπο μελάτης της. Στη συγγενή γεωμετρία για τη θεμελίωση προτάσεων και την επίλυση ασκήσεων χρησιμοποιείται ο τρόπος εργασίας της γραμμικής άλγεβρας. Affine Hjelmslev Plane [Συγγενής επίπεδο Hjelmslev] Μαθημ. Όταν δύο διακριτά σημεία ενός επιπέδου ενώνουν περισσότερες από μία γραμμές, τότε το επίπεδο ονομάζεται συγγενές επίπεδο Hjelmslev. Το επίπεδο Hjelmslev είναι γενικότερη περίπτωση του συγγενούς επιπέδου. Affine Plane [Συγγενές επίπεδο] Μαθημ. Το συγγενές επίπεδο ορίζεται με βάση τρεις ικανές και αναγκαίες συνθήκες: 1. Πρέπει να υπάρχουν οπωσδήποτε τρία μη συνευθειακά σημεία. 2. Κάθε ευθεία του επιπέδου ορίζεται από δύο μόνο σημεία και περιλαμβάνεται ολόκληρη μέσα στο επίπεδο. 3. Ισχύει η έννοια της παραλληλότητας, δηλαδή αν ένα μόνο σημείο Α βρίσκεται εκτός μιας ευθείας (ε) τότε υπάρχει ακριβώς μία ευθεία παράλληλη της (ε) που περνάει από το Α. Affine Space [Συγγενής χώρος] Μαθημ. Αν μια συγγενής σύνδεση οριστεί πάνω σε ένα χώρο ν διαστάσεων με μοναδιαίο διάνυσμα τότε ο χώρος ονομάζεται συγγενής χώρος. Affine T r a n s f o r m a t i o n [Συγγενής μετασχηματισμός] Μαθημ. Συγγενής μετασχηματισμός ονομάζεται κάθε συνάρτηση της οποίας το αποτέλεσμα δίνεται από το άθροισμα σταθερού διανύσματος και μετασχηματισμού που πληροί τον κανόνα γραμμικότητας. Π συνάρτηση έχει πεδίο ορισμού ένα γραμμικό χώρο και πεδίο τιμών τον ίδιο χώρο. Affinity [Χημική Συγγένεια] Χημ. Δηλώνει την τάση των χημικών στοιχείων να αποκτήσουν ευσταθή ηλεκτρονιακή διαμόρφωση, δίνοντας ή λαμβάνοντας ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία χημικών ενώσεων. AFM [Μικροσκόπιο Ατομικής Δύναμης] Μηχ. Μικροσκόπιο εξαιρετικής μεγεθυντικής ικανότητας. Η λειτουργία του στηρίζεται στη μέτρηση ή τη διατήρηση σταθερής δύναμης μεταξύ μίας πολύ λεπτής και αιχμηρής ακμής ατομικών διαστάσεων με την επιφάνεια του δείγματος. Η ακμή αυτή στηρίζεται σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο, στις κατακόρυφες και οριζόντιες μεταβολές, σύστημα κίνησης και ανάρτησης όπου, με τη συμβολή ακτίνων λειζερ είναι δυνατό να καταγράφονται οι κινήσεις της ακμής πάνω στην επιφάνεια του δείγματος. Η μέγιστη διακριτική του ικανότητα κυμαίνεται

Afterburnt

στην κατακόρυφη διεύθυνση στην περιοχή των μερικών nm, ενώ κατά μήκος της επιφάνειας σε Ιμιτι. Χρησιμοποιείται για την απεικόνιση της επιφάνειας πολλών υλικών, όπως κρύσταλλοι μονωτών και ορυκτών, βιολογικές μεμβράνες, πολυμερή, κεραμικά υλικά, γυαλιά και άλλα. —» Atomic Force Microscopy Afocal Lens [Φακός με Απειρη Εστιακή Απόσταση] Οπτικ. Οπτικός φακός με άπειρη εστιακή απόσταση. Ένας φακός σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, έχει άπειρη εστιακή απόσταση, μηδενική μεγεθυντική ισχύ και δεν προκαλεί σύγκλιση ή απόκλιση των ακτίνων ενός αντικειμένου που διέρχονται από αυτόν. Afocal System [Σύστημα Φακών με Απειρη Εστιακή Απόσταση] Οπτικ. Σύστημα φακών τοποθετημένων σε κατάλληλη μεταξύ τους απόσταση, ώστε να παρουσιάζουν συνολικά άπειρη εστιακή απόσταση. Για παράδειγμα, το τηλεσκόπιο διάθλασης, όπου σύστημα δύο φακών συγκλινόντων ή συνδυασμός συγκλίνοντα - αποκλίνοντα φακού έχει συνολικά άπειρη εστιακή απόσταση, αν και εξαιρετικά μεγάλη μεγεθυντική ικανότητα. A F o r m a t [Εντολή μορφής] Υπολ. Η εντολή της γλώσσας προγραμματισμού FORTRAN, η οποία είναι μια μη εκτελέσιμη πληροφοριακή εντολή και ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα διαβαστούν ή θα γραφούν τα δεδομένα, τα οποία αποτελούνται από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες. Η γενική μορφή της είναι L FORMAT (el,c2,..., en), όπου L είναι ο αριθμός της εντολής και el, e2, ..., en είναι οι κωδικοί περιγραφής των χαρακτήρων. Σε μεγάλα προγράμματα, οι εντολές FORMAT τοποθετούνται μαζί, πριν ή μετά το σύνολο των εκτελέσιμων εντολών A F r a m e [Σχήμα Α] Μηχ. Μηχανική διάταξη ή κατασκευή σε σχήμα, κατά προσέγγιση, Α. Africa [Αφρική] Γεν. Η δεύτερη μεγαλύτερη ήπειρος μετά την Ασία με έκταση 30.000.000 τετραγωνικά χλμ. Χαρακτηρίζεται από έντονο ανάγλυφο μόνο στο βόρειο τμήμα της. Το κλίμα της είναι βασικά θερμό και χωρίζεται σε τέσσερις ζώνες: το κλάμα του Ισημερινού, το τροπικό κλάμα, το ερημικό κλάμα και το μεσογειακό κλίμα. Ο πληθυσμός της είναι 610 εκατομμύρια. Σε αυτήν βρίσκεται η μεγαλύτερη έρημος τηο γης, η Σαχάρα. Afterboil [Μεταβρασμός] Μηχ. Βρασμός του ρευστού στο σύστημα ψύξης ενός αυτοκινήτου μετά την παύση της λειτουργίας του κινητήρα λόγω παραμένουσας θερμότητας στο σύστημα. A f t e r b u r n e r [Μετακαυστήρας] Αερομηχ. Συσκευή που συναντάται σε ορισμένους τύπους στροβιλοωθητικών ("τουρμπότζετ") κινητήρων, τοποθετημένη μεταξύ της εξόδου από τον αεροστρόβιλο και της εισόδου στο ακροφύσιο εξόδου. Κατά μήκος της γίνεται καύση διοχετευόμενου καυσίμου με τα αέρια εξόδου για περαιτέρω παραγωγή προωθητικής ισχύος. A f t e r b u r n i n g [Μετάκαυση] Μηχ. Διαδικασία εμπλουτισμού των καυσαερίων μίας μηχανής εσωτερικής καύσης με καύσιμο και επέκταση της φάσης ανάφλεςής τους στη διαδικασία εκτόνωσης και απόρριψης καυσαερίων. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σε στροβιλοκινητήρες πολεμικών αεροσκαφών για την περαιτέρω επιτάχυνσή τους. Στη μετάκαυση καταναλώνεται μεγάλη ποσότητα καυσίμου και γι' αυτό, η χρήση της περιορίζεται σε περιπτώσεις που απαιτείται μεγάλη ώθηση για περιορισμένο χρόνο. A f t e r b u r n t [Μετάκαυση] Αερομηχ. Ονομασία της κα-

Afterburst

-72-

τάστασης των καυσαερίων που προήλθαν από την πλήρη καύση ενός καυσίμου, στην έξοδο από τον καυστήρα και πριν από την εκτόνωση τους στις βαθμίδες του στροβίλου. A f t e r b u r s t [Εκρηξη] Μεταλλ. Μηχ. Αισθητή δόνηση λόγω έκρηξης πετρωμάτων στο υπέδαφος, ή οποία ακολουθείται από καθίζηση ορυκτών όγκων στο ορυχείο. Aftercooling 1 [Ψύξη μετά το τέλος μίας διαδικασίας θέρμανσης] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για τη διαδικασία ψύξης ενός πυρηνικού αντιδραστήρα μετά την παύση της λειτουργίας του. Η θερμότητα που απομακρύνεται με την ψύξη οφείλεται αρχικά και στην προηγούμενη χρήση του, αλλά εκ των υστέρων στο ότι όλα τα υλικά που τον αποτελούν έχουν καταστεί ραδιενεργά και παράγουν θερμότητα. Aftercooling 2 [Ψύξη μετά το τέλος μίας διαδικασίας θέρμανσης] Μηχ. Διαδικασία ψύξης του αερίου θερμικών μηχανών, όπως μηχανών εσωτερικής καύσης, η οποία χρησιμοποιείται μετά τη συμπίεση και θέρμανση του αερίου. Afterfilter [Μεταφίλτρο] Μηχ. Το τελικό φίλτρο πριν την έξοδο μιας κλιματιστικής διάταξης. Afterflaming [Μετανάφλεξη] Αερομηχ. Καύση, για μικρό χρονικό διάστημα και μειωμένης θερμικής ισχύος, υπολειμμάτων καυσίμων στην έξοδο του θαλάμου καύσης μετά την διακοπή της ροής καυσίμου στον πύραυλο. Afterglow 1 [Μεταλαμπή] Φυσ. Πρόκειται για την αμυδρή φωτοβολία που εκπέμπεται για μικρό χρονικό διάστημα μετά από τη διακοπή της ηλεκτρικής εκκένωσης μέσα από ένα αέριο. Οφείλεται στο πλάσμα που έχει δημιουργηθεί στο αέριο. Afterglow [Μεταλαμπή] Μετεωρ. Ακτινοβολία τμημάτών της ανώτερης ατμόσφαιρας που εμφανίζεται πάνω από τα υψηλότερα σύννεφα και οφείλεται στην σκέδαση του φωτός από σωματίδια σκόνης που βρίσκονται στην περιοχή αυτή. Καθώς πρόκειται για το αποτέλεσμα σκέδασης,γίνεται ορατό σε δυτική διεύθυνση αντίθετη από αυτή των ηλιακών ακτινών. Afterglovv 3 [Φωσφορισμός] Α τομ. Φυσ. Ακτινοβολία που συνεχίζει να εκπέμπεται από ένα υλικό και μετά την απομάκρυνση της πηγής διέγερσης του. Phosphorescence A f t e r h e a t [Θερμότητα μετά την παύση λειτουργίας ενος πυρηνικού αντιδραστήρα] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για τη θερμότητα που παράγεται από το σύνολο των υλικών που αποτελούν έναν αντιδραστήρα, μετά την παύση της λειτουργίας του. Η αιτία παραγωγής αυτή της θερμότητα είναι ότι, όλος ο αντιδραστήρας μετά την παρατεταμένη έκθεση στην παραγόμενη στην καρδιά του ακτινοβολία έχει καταστεί και αυτός ραδιενεργός, δηλαδή ένα ραδιενεργό κατάλοιπο, παράγοντας θερμότητα. Aftonian Interglacial [Αφτόνιο μεσοπαγετώδες] Γεωλ. Η περίοδος του Πλειστοκαίνου, η οποία συνδέει τις δύο παγετώδεις περιόδους: της Νεμπράσκα και του Κάνσας. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι οι σχετικά μέτριες κλιματολογικές συνθήκες, οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη πολύπλοκων μορφών ζωής παρόμοιων με των σημερινών. Το όνομα της οφείλεται στην περιοχή Αφτον της Αιόβα, όπου μελετήθηκαν αποθέσεις αυτής της περιόδου. Agalmatolite [Αγαλματολάτης] Γεωλ. Πρόκειται για ένα συμπαγές και εύπλαστο ορυκτό χρώματος πρασί-

νου, γκρι, καφέ ή κίτρινου, το οποίο χρησιμοποιείται από τους Κινέζους στην γλυπτική προσώπων. Ο αγαλματολίτης είναι γνωστός και ως πυροφυλλίτης. A g a m e m n o n [Αγαμέμνων] Αστρ. Αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1919. Ανήκει στους λεγόμενους Τ ρω ικούς αστέρες, οι οποίοι είναι αστεροειδείς που βρίσκονται σε τροχιά στη ζώνη μεταξύ του Δία και του Αρη. Agaric Acid [Αγαρικό Οξύ] Opy. Χημ. Είναι το 2υδροξυ-1,2,3-δεκαεννεανικό τρικαρβοξυλικό οξύ, με χημικό τύπο CwHttiOHXCOOH)* Πρόκειται για οργανική ένωση με μοριακό βάρος 416,56, σημείο τήξεως 141°C, διαλυτό στο νερό και αδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως διεγερτική ουσία, Agassiz Orogeny [Ορογένεση] Γεωλ. Η ορογενετική διαδικασία, η οποία έλαβε χώρα ανάμεσα στο Μεσαίο και Τελευταίο Ιουρασικό στη Βόρεια Αμερική. Αποτέλεσμα αυτής της ορογένεσης ήταν η πτύχωσης του τμήματος της αύλακος των Κορδιλλιέρων και η δημιουργία της οροσειράς της Νεβάδα. Στην κεντρική Ευρώπη έντονη δράση παρουσιάζουν νεοκιμμερικές κινήσεις υπό την μορφή ρηξιγενούς τεκτονικής. Age 1 [Γεωλογικός Αιώνας] Γεωλ. Χρονική περίοδος της ιστορίας της γης, κατά την οποία επικρατούσαν χαρακτηριστικές φυσικές ή γεωλογικές συνθήκες ή συγκεκριμένη βιολογική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, ο παλαιοζωικός αιώνας πριν από 600 έως 230 εκατομμύρια έττ» στον οποίο ζούσαν ψάρια και ερπετά. Age [Γεωλογική Εποχή] Γεωλ. Η μικρότερη υποδιαίρεση ενός γεωλογικού αιώνα, στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει ο σχηματισμός μίας πετρολογικής ενότητας σε μία περιοχή της γης. Age Coating [Επικάλυψη λόγω Φθοράς] Ηλεκ Επικάλυψη μαύρου χρώματος στο εσωτερικό του προστατευτικού γυαλιού φωτεινών πηγών, που προκαλείται από τη φθορά λόγω εξάχνωσης του νήματος πυρακτώσεώς τους. Age Determination [Προσδιορισμός Γεωλογικού Χρόνου] Γεωλ Πρόκειται για τον προσδιορισμό της γεωλογικής ηλικίας, δηλαδή την κατάταξη σε κάποια γεωλογική περίοδο ενός βιολογικού απολιθώματος ή ενός γεωλογικού σχηματισμού. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται και η ακρίβεια του προσδιορισμού τους εξαρτώνται και από την παλαιότητα του αντικειμένου και μπορεί να είναι η ραδιοχρονολόγηση, δηλαδή μέτρηση της συγκέντρο>σης μακρόβιων ραδιενεργών στοιχείων σε αυτό, ή η χρήση των δακτυλίων ανάπτυξης των δέντρων. Age Distribution [Πληθυσμιακή Κατανομή] Οικολ Ηλικιακή κατανομή των μελών ενός πληθυσμού, Age Of Fishes [Περίοδος των ιχθύων] Γεωλ. Ατυπη ονομασία της Σιλούριας και Δεβονειανής περιόδου, όπου κάνουν την εμφάνισή τους κάποια είδη ιχθύων, Age Of M a m m a l s [Περίοδος των θηλαστικών] Γεωλ. Ατυπη ονομασία της Καινοζωικής περιόδου, όπου κάνουν την εμφάνισή τους κάποια είδη θηλ.αστικών. Age Of M a n [Περίοδος του ανθρώπου] Γεωλ. Ατυπη ονομασία της περιόδου του Τεταρτογενούς, όπου κάνουν την εμφάνισή τους κάποια ανθρωποειδή, Age Of The E a r t h [Πλικία της Γης] Γεωλ. Ο χρόνος που πέρασε από τότε που σχηματίστηκε η Γη. Η ηλικία της υπολογίζεται γύρω στα 4,6* 10y χρόνια. Η χρονολόγησή της έχει γίνει με βάση την ηλικία των αρχαιότερων ραδιενεργών πετρωμάτων που έχουν βρεθεί στη Γη, ενώ έχει ληφθεί υπόψη και ο χρόνος που έκανε να

-73ψυχθεί από την αρχική διάπυρη κατάστασή της. Age Of The Universe [Ηλικία του Σύμπαντος] Φυσ. Ο χρόνος που πέρασε από τότε άρχισε η διαστολή του σύμπαντος, αν δεχτούμε το μοντέλο της μεγάλης έκρηξης. Ο χρόνος αυτός υπολογίζεται γύρω στα 15 δισεκατομμύρια χρόνια και για τον υπολογισμό του χρησιμοποιείται η σταθερά του Hubble. Age Ratio [Αόγος ηλικίας] Γεωλ. Ο λόγος της ποσότητας ενός μητρικού ισοτόπου προς την ποσότητα ενός θυγατρικού ισοτόπου, ο οποίος αφορά σε ένα ορυκτό, του οποίου η ηλικία προσδιορίζεται με κάποια μέθοδο ραδιοχρονολόγησης ισοτόπων. Age Theory [Θεωρία Γήρανσης Νετρονίων] Πυρ. Φνσ. Πρόκειται για τη θεωρία που αναπτύχθηκε για να περιγράψει τη μείωση της κινητικής ενέργειας και την επιβράδυνση των ταχέως κινούμενων νετρονίων που παράγονται σε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα. Τα νετρόνια μετατρέπονται σταδιακά σε θερμικά νετρόνια, δηλαδή νετρόνια κινούμενα με μικρές ταχύτητες, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν καινούριες πυρηνικές αντιδράσεις. Η επιβράδυνση των νετρονίων αντιμετωπίζεται σα μια διαδικασία διάχυσης ενός ρεύματος νετρονίων μέσα σε ένα υλικό και περιγράφεται από την αντίστοιχη εξίσωση διάχυσης. II θεωρία αυτή διατυπώθηκε από τον Fermi. Aged Shore [Σταθερά Διαμορφωμένη Ακτή] Γεωλ. Ακτή τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν μεταβάλλονται αισθητά με την πάροδο των ετών γιατί έχούν μακροχρόνια διαμορφωθεί από τα επικρατώντα στην περιοχή θαλάσσια ρεύματα και τον κυματισμό ενώ επιπλέον δεν δέχεται προσχώσεις από ποταμούς. Agenda [Λίστα λειτουργιών ή προγραμμάτων] Υπολ. I. II λίστα, η οποία περιέχει μια συγκεκριμένη ακολουθία εντολών για την πραγματοποίηση βασικών λειτουργιών, κατά την διαδικασία επίλυσης ενός υπολογιστικού προβλήματος. 2. II λίστα, η οποία περιέχει τα απαίτητα προγράμματα για την επεξεργασία ενός πίνακα κατά την διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος γραμμικού προγραμματισμού. Agendum Call C a r d [Δελτίο κλήσης λίστας] Υπολ. Το διάτρητο δελτίο, το οποίο περιέχει αποθηκευμένα τα απαραίτητα δεδομένα και εντολές για την διαδικασία επεξεργασίας ενός πίνακα, κατά την διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος γραμμικού προγραμματισμού. Agent - M a n a g e r Model [Μοντέλο πράκτορα διευθυντή] Επικοιν. Επικοινωνιακό μοντέλο που στηρίζεται περισσότερο σε οντότητες που υλοποιούνται μέσα από τις λειτουργίες των διάφορων στρωμάτων. Agglomerate [Συμπύκνωμα Στερεού] Μηχ. Εκφράζει τη σύνθεση λεπτών κόκκων ή ινών, που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό συμπαγούς υλικής μάζας. Το παραγόμενο υλικό έχει αυξημένη αντοχή, δυσθραυστότητα και πυκνότητα. Aggregate [Συσσωμάτωμα] Χημ. Είναι γενικός όρος που περιγράφει μια ομάδα μορίων ή ατόμων, τα οποία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει διαφοροποίηση για το μηχανισμό και τα αίτια που τη δημιούργησαν. Kggregate Bin [Δοχείο συσσωμάτωσης] Μηχ. Πρόκειται για δεξαμενή με κωνικό πυθμένα που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ξηρού, στερεού κοκκώδους υλικού. Vggregate Recoil [Εξαγωγή γειτονικών ατόμων λόγω ανάκρουσης πυρήνα] Πυρ. Φυσ. Σε περιπτώσεις ραδιενεργού αποδιέγερσης του πυρήνα ενός ατόμου με εκ-

Agitator

πομπή σωματιδίων άλφα, εφόσον αυτό συμβεί κοντά στην επιφάνεια του υλικού, η ανάκρουση του ατόμου είναι δυνατό να προκαλέσει την εξαγωγή από το υλικό των γειτονικών ατόμων. Το φαινόμενο οφείλεται στη μεγάλη μάζα των σωματιδίων άλφα, με συνέπεια την ισχυρή ανάκρουση του πυρήνα - ατόμου που τα εκπέμπει, παρασύροντας τα άτομα της γειτονιάς του. Aggregation [Συσσωμάτωση] Χημ. Είναι η διεργασία η οποία παράγει ένα συσσωμάτωμα στερεών. Ανάλογα με τα αίτια και το μηχανισμό που ακολουθείται, μπορεί να αποδοθεί ειδικότερα με τους όρους κροκίδωση ή θρόμβωση. Aggressive C a r b o n Dioxide [Ενεργό Διοξείδιο του Ανθρακα] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει το διοξείδιο του άνθρακα που εισάγεται στο νερό, με σκοπό να αποτραπεί η μετατροπή όξινων ανθρακικών ιόντων σε ανθρακικά και να μειωθεί έτσι η δημιουργία ανθρακικών επικαθήσεων. Το διοξείδιο του μειώνει το ρΗ και μετατοπίζει την ισορροπία HCO3/CO32*. Aggressive W a t e r [Νερό Εξαιρετικής Διεισδυτικής Ικανότητας] Υδρολ. Νερό το οποίο εισέρχεται σε ένα πορώδες υλικό; χωρίς την άσκηση εξωτερικής πίεσης. Η ιδιαίτερη σημασία του φαινομένου αυτού έγκειται στο ότι, ταυτόχρονα με το νερό παρασύρονται και ιόντα άλλ.ων ατόμων μέσα στο υλικό που μπορούν να προκαλέσουν την αποσάθρωση και καταστροφή του, π.χ. τα C1" στο οπλισμένο σκυρόδεμα. Aging 1 [Γήρανση] Γεν. Μεταβολή των ιδιοτήτων ενός υλικού ή της λειτουργίας μίας συσκευής λόγω της χρήσης της ή της αποθήκευσής της. Aging 2 [Γήρανση] Μεταλλ. Μεταβολή ή επιτάχυνση των αλλαγών στη δομή και στις ιδιότητες ενός κράματος, η οποία πραγματοποιείται με τοποθέτησή του, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, σε κατάλληλες συνθήκες (π.χ. υψηλή θερμοκρασία) και απότομη μεταβολή τους για αύξηση των αντοχών, της σκληρότητας ή της αγωγιμότητάς του. Aging 3 [Γήρανση] Μηχ. Δοκιμαστική χρήση, για καθορισμένο χρόνο και ορισμένες συνθήκες, μίας συσκευής με σκοπό τη διαπίστωση της καλής λειτουργίας της ή την σταθεροποίηση των ιδιοτήτων της πριν από την πώληση ή την συσκευασία της. Aging 4 [Γήρανση] Πυρ. Φυσ. Η μετατροπή νετρονίίον κινούμενων με υψηλές ταχύτητες σε θερμικά νετρόνια, δηλαδή νετρόνια κινούμενα με μικρή ταχύτητα, τα οποία απορροφώνται ευκολότερα από πυρήνες και προκαλούν πυρηνικές αντιδράσεις. Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη για τη διατήρηση μίας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης ή έκρηξης. Aging [Γήρανση] Ακουστ. Η παραμόρφωση του ηχητικού κύματος που παράγει ένα αεροπλάνο στην ατμόσφαιρα, καθώς διαδίδεται μέσα σε αυτή, με συνέπεια τη χρονική διεύρυνσή του, το σχηματισμό ωστικών κυμάτων κ.λ.π. Aging 6 [Γήρανση] Ηλεκ. Μεταβολή των μαγνητικών ιδιοτήτων του υλικού των πυρήνων σε πηνία ηλεκτρομαγνητών ή μετασχηματιστών με την πάροδο του χρόνου χρήσης τους, όπως η διεύρυνση του βρόγχου υστέρησής τους. Agitating Speed [Ταχύτητα Ανάδευσης] Μηχανολ. Εκφράζει το ρυθμό περιστροφής του αναδευτήρα που χρησιμοποιείται σε οποιοδήποτε σύστημα ανάδευσης ρευστών ή στερεών. Agitator [Αναδευτήρας] Μηχανολ. Είναι η διάταξη που χρησιμοποιείται για την ανάμιξη και ανάδευση υγρών

Agitator Body

-74-

καθώς και μίγματος στερεού με υγρό. Agitator Body [Σώμα αναμικτήρα] Μηχ. Το κυρίως τμήμα ενός αναμικτήρα που περιστρεφόμενο διατηρεί το μίγμα των υλικών σε συνεχή κίνηση ώστε να αποφεύγεται η κατακάθιση τους. Agnesi [ Ανιέζι βόστρυχος) Μαθημ. Καμπύλη γραμμή τρίτης τάξης επάνω στο επίπεδο με εξίσωση y=a7aA+x όπου a διάμετρος κύκλου και x, y ορθογώνιες συντεταγμένες. Agreement Residual [Υπόλοιπο Προσαρμογής ή Παράγοντας Συμφωνίας] Φυσ. Στερ. Κατ.. Αριθμός που εκφράζει τη συμφωνία προσαρμογής ενός θεωρητικού φάσματος περίθλασης ακτινών Χ μιας κρυσταλλικής δομής, σε ένα πειραματικό φάσμα. Το υπόλοιπο αυτό ισούται με το άθροισμα των απολύτων διαφορών των εντάσεων του πειραματικού από το θεωρητικό φάσμα, διαιρεμένο με τη συνολική ένταση των πειραματικών κορυφών. Όσο μικρότερο είναι το υπόλοιπο αυτό, τόσο καλύτερη είναι η προσαρμογή στα πειραματικά δεδομένα. Αναφέρεται και ως Bragg /"Intergrated Intensity" R-factor. Agricultural A i r c r a f t [Γεωργικό αεροσκάφος] Αερομηχ. Ειδικά σχεδιασμένο ή διαμορφωμένο αεροσκάφος για τις ανάγκες της Γεωργίας και της Δασονομίας. Agricultural Chemicals [Χημικά Προϊόντα Γεωργικής Χρήσης] Υλικ. Προϊόντα χημικών βιομηχανιών που χρησιμοποιούνται στη γεωργία με σκοπό την αύξηση και τη βελτίωση της παραγωγής. Για παράδειγμα τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα κ.λ.π.. Agricultural Climatology [Αγροτική κλιματολογία] Μετεωρ. Εφαρμοσμένος κλάδος της κλιματολογίας που μελετά τα κλιματολογικά δεδομένα και συντάσσει αγροκλιματολογικούς δείκτες και χάρτες για την βελτίωση της αγροτεχνικής και τον μακροπρόθεσμο σχέδιασμό της ανάπτυξης των καλλιεργειών. Agricultural Engineering [Εφαρμοσμένη Γεωπονία] Γεωπ. Η επιστήμη που ερευνά και αναπτύσσει μεθόδους για την αύξηση της ποιότητας και της απόδοσης των γεωργικών καλλιεργειών και των ζωοτροφών της κτηνοτροφίας. Agricultural M a c h i n e r y [Αγροτικά μηχανήματα] Μηχ. Το σύνολο των μηχανικών μέσων παραγωγής, που περιλαμβάνει εξειδικευμένες μηχανές εργασίας (Οεριζοαλωνιστικές, τρακτέρ, αρδευτικές κ.λ.π.), μηχανοποιημένα μεταφορικά μέσα, μηχανολογικό εξοπλισμό κ.λ.π. για την αύξηση της αποδοτικότητας της αγροτικής οικονομίας. Agricultural Meteorology [Αγροτική μετεωρολογία] Μετεωρ. Εφαρμοσμένος κλόδος της μετεωρολογίας που μελετά τα μετεωρολογικά δεδομένα και εκδίδει δελτία προγνώσεων μικρής και μακράς διαρκείας για χρήση στην αγροτική οικονομία. Agricultural Pipe Drain [Αγροτικός σωλήνας αποστράγγισης] Μηχ. Σύστημα από διάτρητους σωλήνες με επικαλ*ύψει πορώδους υλικού για την αποστράγγιση του υπεδάφους. Agricultural Robot [Αγροτικό ρομπότ] Μηχ. Μηχανική κατασκευή που λειτουργεί με αυτόματο έλεγχο για την εκτέλεση εξειδικευμένων αγροτικών εργασιών. Agriculture G e o g r a p h y [Αγροτική γεωγραφία] Γεν. Κλάδος της γεωγραφίας, ο οποίος καταγράφει και μελετάει τα αποτελέσματα της καλλιέργειας του εδάφους και των μέσων που χρησιμοποιούνται για αυτήν, στην διαμόρφωση του φυσικού ανάγλυφου και στις συνθήκες διαβίωσης των φυτικών και ζωικών οργανισμών.

Agriculture Geology [Αγροτική γεωλογία]Γεωλ Κλάδος της γεωλογίας, οποίος μελετάει και καταγράφει τα αποτελέσματα της καλλιέργειας του εδάφους και των μέσων που χρησιμοποιούνται για αυτήν στην κατανομή των πετρωμάτων, λόγω π.χ. διάβρωσης ή μεταφοράς. Επίσης, ασχολείται με τα αποτελέσματα της χρήσης λιπασμάτων στην σύσταση του εδάφους και των υπόγειων υδάτων. Agulhas C u r r e n t [Ρεύμα Αγκούλιας] Γεν. Ρεύμα με νοτιοδυτική κατεύθυνση που σχηματίζεται στην κοιλότητα του θαλάσσιου βυθού στην άκρη του ομώνυμου ακρωτηρίου στη Ν.Α. Αφρική. Ah [Αμπερώριο] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ηλεκτρικού φορτίου. 1 Ah ισούται με το φορτίο που παρέχει μία μπαταρία, εάν διαρρέεται από ρεύμα ΙΑ για χρόνο μίας ώρας. Ισχύει ότι lAh=3600C. —> Ampere-Hour a H [Μετρικός συντελεστής emu] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του συντελεστή αυτεπαγωγής στο ηλεκτρομαγνητικό (emu) σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων, Abhenry Aharonov - Bohm Effect [Φαινόμενο Bohm Aharonov] Φυσ. Πρόκειται για πείραμα απόδειξης της κβάντωσης της μαγνητικής ροής. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, λόγω της συμμετρίας βαθμίδας των ηλεκτρομαγνητικών εξισώσεων, επιβάλλεται η κυματοσυνάρτηση των ηλεκτρονίων να έχει μία αντίστοιχη συμμετρία φάσης. Έτσι, στο φαινόμενο Bohm Aharonov, όπου τα ηλεκτρόνια κινούνται γύρω από μία περιοχή μη μηδενικής μαγνητικής ροής χωρίς να εισέρχονται σε αυτήν, η κυματοσυνάρτησή τους να εξαρτάται από τη μαγνητική ροή και να προκαλούνται φαινόμενα συμβολής. Κατά συνέπεια, μεταβάλλοντας πειραματικά τη μαγνητική ροή παρατηρείται ταλάντωση της κατανομής των ηλεκτρονίων που προσπίπτουν σε ένα πέτασμα τοποθετημένο μετά την περιοχή του μαγνητικού πεδίου. Aid To Navigation [Βοηθήματα Πλοήγησης] Συσκευές οι οποίες βοηθούν στην πλοήγηση ενός σκάφους. Οι συσκευές αυτές είναι δυνατό να λαμβάνουν σήματα από δορυφόρους, προσδιορίζοντας τη θέση και την κατεύθυνση της κίνησης του σώματος, να ανιχνεύουν το γύρω χώρο για άλλα κινούμενα σώματα ώστε να προειδοποιούν για κινδύνους σύγκρουσης, κ.λ.π.. Aiming Circle [Κύκλος Σκόπευσης] Μηχ. Όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της σχετικής θέσης ενός σημείου του ορίζοντα ως προς τη θέση του παρατηρητή, Με το όργανο αυτό, υπολογίζεται η γωνία ανύψωσης του σημείου ως προς το οριζόντιο επίπεδο και το αζιμούθιό του ως προς το μαγνητικό μεσημβρινό του σημείου παρατήρησης. Για τη λειτουργία του διαθέτει κατάλληλους μικρομετρικούς κοχλίες και μαγνητικές πυξίδες, ενώ χρησιμοποιείται για τοπογραφικές εργασίες και για προσδιορισμό των στόχων από μονάδες πυροβολικού. Aiming Point [Σημείο Σκόπευσης] Σημείο άφεσης βομβών ή τορπιλών από αεροσκάφη ή ελικόπτερα. Αναφέρεται και ως το χαρακτηριστικό σημείο σκόπευσης ενός όπλου ή και το σημείο παρατήρησης ενός τηλεσκοπίου ή γενικά ενός οργάνου παρατήρησης. A/in 2 [Μονάδα μέτρησης ρεύματος] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ροής ηλεκτρικού ρεύματος. Από κάθε τετραγωνική ίντσα της επιφάνειας διατομής ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα ροής 1 A/in' διέρχεται ρεύμα ΙΑ. -> Ampere per Square Inch Air [Αέρας] Χημ. Είναι το μίγμα των αερίων που αποτε-

-75λούν την ατμόσφαιρα της γης. Το άζωτο περιέχεται σε ποσοστό 78,1% και το οξυγόνο σε ποσοστό 20,9%. Το υπόλοιπο 1% αποτελείται κυρίως από ευγενή αέρια και διοξείδιο του άνθρακα. Επίσης βρίσκονται σε ιχνοποσότητες υδρογονίδια και οξείδια των στοιχείων του άνθρακα, του αζώτου και του θείου. Air Absorption [Απορρόφηση του Ήχου] Ακουστ. Πρόκειται για την εξασθένιση της έντασης του ήχου, καθώς αυτός διαδίδεται μέσα από τον αέρα, που οφείλεται σε απορρόφηση της ενέργειας του ήχου από τον αέρα και τη μετατροπή σε άτακτη μοριακή κίνηση, δηλαδή θερμότητα. Air Acetylene Welding [Συγκόλληση με αέραακετυλένιο] Μηχ. Πρόκειται για μέθοδο συγκόλλησης που βασίζεται στην καύση ακετυλενίου. Air Actuated [Κινούμενος με αέρα] Μηχ. Αναφέρεται, συνήθως, σε διάφραγμα το οποίο μετατοπίζεται ανάλογα, ωθούμενο από την πίεση του αέρα που τροφοδοτείται. Air Aspirator Valve [Αναρροφητική βαλβίδα αέρα] Μηχ. Βαλβίδα που μπορεί να τοποθετηθεί στην πολλαπλή εξαγωγής για την παροχή πρόσθετου οξυγόνου και τον περιορισμό της περιεκτικότητας του μονοξειδίου του άνθρακα στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων του αυτοκινήτου. Air Assist F o r m i n g [Αεροβοηθούμενη διαμόρφωση] Μηχ. Μέθοδος διαμόρφωσης πλαστικού υλικού 4εν θερμώ' κατά την οποία το κομμάτι πλαστικού υπόκειται σε αρχική μείωση της διατομής του υπό συμπιεσμένο αέρα πριν περάσει από τα κύρια στάδια της κατεργασίας τελικής διαμόρφωσης. Air Atomizing Oil B u r n e r [Αεροδιαχυτικός καυστήρας πετρελαίου] Τεχνολ. Τύπος καυστήρα πετρελαίου όπου η ροή καυσίμου εισάγεται στον καυστήρα υπό την μορφή σταγόνων λόγ της πίεσης δέσμης συμπιεσμένου αέρα ώστε να επιτευχθεί καλύτερη μίξη των υλικών της καύσης. Air Bag [Αερόσακος] Μηχ. Μηχανική διάταξη επιβράδυνσης σωμάτων σε αυτοκίνητα. Σε περιπτώσεις ταχείας επιβράδυνσης λόγω σύγκρουσης του αυτοκινήτου, μέσω κατάλληλου εκρηκτικού μηχανισμού, ενεργοποιείται και φουσκώνει σχεδόν ακαριαία ελαστικός σάκος με τη μορφή μαξιλαριού, που επιβραδύνει το ανθρώπινο σώμα και εμποδίζει τη σύγκρουσή του με το αυτοκίνητο. Ο συνδυασμός αερόσακου και ζώνης ασφαλείας μειώνει σημαντικά τα αποτελέσματα της σύγκρουσης του αυτοκινήτου στους ανθρώπους. Air Base [Αεροπορική βάση] Αερομηχ. Γήινη εγκατάσταση αεροναυτικών δραστηριοτήτων στρατιωτικών κυρίως σκοπών. Αποτελείται από ένίΓ άτόλο αεροσκαφών, ένα ή περισσότερους διαδρόμους προσγείωσης/ απογείωσης, τις εγκαταστάσεις στάθμευσης των αεροσκαφών, το εξοπλισμό συντήρησης τους. τις εγκαταστάσεις λειτουργίας, ελέγχου και συντήρησης της βάσης και το προσωπικό που εργάζεται στις διάφορες δραστηριότητες της. Air Battery [Αέριος συσσωρευτής] Μηχ. Διάταξη δύο ή περισσοτέρων αέριων στοιχείων συνδεδεμένων μεταξύ τους για την αποθήκευση ενέργειας. \ i r Brake [Αερόφρενο] Μηχ. Διάταξη επιβράδυνσης ενός σώματος που κινείται στον αέρα. Γα παράδειγμα, κατά τη φάση της προσγείωσης ενός αεροπλάνου ενεργοποιούνται τα αερόφρενά του, τα οποία δεν είναι παΡχι πτερύγια προσανατολιζόμενα σχεδόν κάθετα στη διεύθυνση κίνησης του αεροπλάνου, ώστε να αυξά-

Air Check

νουν την αεροδυναμική αντίστασή του και να το επιβραδύνουν. Air Breathing [Αεροαναρρόφηση] Μηχ. Βασική λειτουργία μηχανών εσωτερικής καύσης ή μηχανών αεροπροώθησης, οι οποίες για την ανάφλεξη του καυσίμου τους χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που αναρροφούν ώστε να προωθήσουν το όχημα ή το αεροπλάνο. Air Breathing Missile [Πύραυλος Αεροαναρρόφησης] Μηχ. Πύραυλος για την κίνηση του οποίου, απαιτείται η αναρρόφηση αέρα, καθώς για την ανάφλεξη του καυσίμου και την προώθησή του χρειάζεται οξυγόνο από την ατμόσφαιρα. Κατά συνέπεια, ο πύραυλος αυτός μπορεί να κινηθεί μόνο στα όρια της γήινης ατμόσφαιρας όπου υπάρχει οξυγόνο. Air Brick [Αερότουβλα] Μηχ. Πρόκειται για διάτρητα τούβλα, οικοδομικούς λίθους ή μεταλλικά κουτιά, τα οποία χρησιμοποιούνται και για να διασφαλίσουν τη ροή αέρα από το περιβάλλουν σε ένα χώρο διαμέσου των τρυπών που διαθέτουν. Air Bypass Valve [Βαλβίδα Εκτροπής Ρεύματος Αέρος] Μηχ. Βαλβίδα που ανοίγει και κλείνει επιτρέποντας ή όχι τη διέλευση ρεύματος αέρα από ένα σωλ.ήνα και ταυτόχρονα κατευθύνοντάς τον σε άλλες διευθύνσεις. Air C a p a c i t o r [Πυκνωτής Αέρος] Ηλεκ. Πυκνωτής ο οποίος χρησιμοποιεί, ως διηλεκτρικό υλικό μεταξύ των πλακών αποθήκευσης φορτίου, τον αέρα, με συνέπεια να έχει συγκριτικά μικρότερη χωρητικότητα από ένα κεραμικό ή ηλεκτρολυτικό πυκνωτή ίδιων γεωμετρικών διαστάσεων και μικρότερη διηλεκτρική αντοχή. Οι μεταβλητοί πυκνωτές λόγω της κατασκευής τους είναι συνήθως πυκνωτές αέρος. Air Casing [Επικάλυψη αέρος] Τεχνολ. Μεταλλική επικάλυψη σωλήνων ή δεξαμενών ή οποία τοποθετείται σε μικρή απόσταση από την επιφάνεια του υλακού ώστε να υπάρχει μεταξύ των δύο επιφανειών ένα διάκενο αέρα για να ελαχιστοποιούνται οι θερμικές απόκλειες. Air Cell [Αέριο στοιχείο] Φνσ. Στοιχείο καυσίμου για τη παραγωγή ΗΕΔ από τη χημική ενέργεια καυσίμων. Αποτελείται από ηλεκτρική διάταξη όπου εισάγονται ταυτόχρονα με κατάλληλα ηλεκτρόδια καύσιμα αέρια (υδρογόνο, μεθάνιο κ.λ.π.) σε ρόλο καθόδου και οξυγόνο σε ρόλο ανόδου. Air C h a m b e r [Αεροθάλαμος] Φυσ. Αέρας περιορισμένος σε κλειστή διάταξη προκειμένου να αξιοποιηθεί για ειδική χρήση. Ειδικότερα ο θάλαμος ενός υδραυλικού συστήματος όπου οι ελαστικές συμπιέσεις και εκτονώσεις του περιεχόμενου αέρα χρησιμεύουν για τη ρύθμιση της ομαλής ροής του ρευστού. Air Change [Αλλαγή Αέρα] Μηχ. Μέγεθος που μετρά τη ροή του αέρα σε ένα χώρο, π.χ. σε ένα δωμάτιο, λόγω της λειτουργίας συσκευών αερισμού. Συνήθως μετριέται σε κυβικά μέτρα ανά ώρα ή κυβικά πόδια ανά λεπτό. Air Changes [Βαθμός Ανανέωσης του Αέρα] Πολ. Μηχ. Μέγεθος που εκφράζει το ποσοστό ανανέωσης του αέρα σε ένα δωμάτιο ή ένα κτίριο όπου λειτουργούν συσκευές αερισμού. Ισούται με το πηλίκο του όγκου του αέρα που ανανεώνεται προς το συνολικό όγκο του αέρα του χώρου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Air Check [Έλεγχος εκπομπής κατά τη λειτουργία της] Ακουστ. Ζωντανή δοκιμαστική χρήση μικροφωνικών ή ηχητικών εγκαταστάσεων ή σύντομη δοκιμαστική ηχο-

Air Classifier

-76-

γράφηση σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, για τον έλεγχο ομαλής εκπομπής σήματος και λειτουργίας του σταθμού ή για την παραγωγή διαφημιστικού υλικού προώθησης. Air Classifier [Αεριοδιαχωριστήςΐ Μηχ. Μηχανική διάταξη ποικίλων τύπων (φυγοκεντρική, βαρύτητας κ.λ. π.) που στηρίζεται στην επιβράδυνση ρεύματος αέρα για τον αποχωρισμό διαφόρων σωματιδίων, ρύπων, συμπυκνωμάτων υδρατμών κ.λ.π. Air Cleaner [Συσκευή καθαρισμού αέρα] Μηχ. Αναφέρεται σε κάθε τύπο συσκευής, η οποία έχει σχεδιαστεί για την απομάκρυνση στερεών σωματιδίων από τον αέρα. Περιλαμβάνει λοιπόν, σήτες, βιομηχανικά φίλτρα, δεξαμενές καθίζησης, συσκευές ηλεκτροστατικής καθίζησης, συλλέκτες υγρασίας, κυκλώνες, μηχανικούς φυγοκεντρητές, κ.ά. Βασικές εφαρμογές των παραπάνω διατάξεων είναι ο έλεγχος της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, η υγιεινή και ασφάλεια λόγω επιβλαβών σωματιδίων, η προστασία μηχανημάτων από σκόνη, η βελτίωση της καθαρότητας αέριων προϊόντων, η ανάκτηση πολύτιμων στερεών προϊόντων και η παραγωγή προϊόντων σε μορφή σκόνης. Air Composition [Σύσταση αέρα] Μετεωρ. Η σύνθεση του αέρα από άζωτο, οξυγόνο, διοξείδιο του άνθρακα και άλλα αέρια. Μεταβάλλεται ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και το υψόμετρο της περιοχής που εξετάζεται. Π μέτρηση των συστατικών του αέρα γίνεται επί σταθερής μάζας ή επί σταθερού όγκου και τα αποτελέσματα εκφράζονται με ποσοστά επί του συνόλου. Air Compression [Συμπίεση Αέρα] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν αυξάνεται η πίεση που ασκείται σε μία συγκεκριμένη ποσότητα αέρα, ο όγκος της μειώνεται. Επειδή η μεταβολή του όγκου εξαρτάται και από τη μεταβολή της θερμοκρασίας του αέρα, ανάλογα με το αν η θερμοκρασία μένει σταθερή, αναφέρεται και ως ισόθερμη συμπίεση ή εάν ο αέρας δεν προσλαμβάνει θερμότητα από το περιβάλλον λέγεται αδιαβατική συμπίεση κ.λ.π. Air Compressor [Συμπιεστής Αέρα] Μηχανολ. Είναι η συσκευή, η οποία τροφοδοτείται με αέρα σε ατμοσφαιρική πίεση και τον διοχετεύει προς την έξοδο με αυξημένη τιμή πίεσης. Χρησιμοποιείται για τη μεταφορά αερίων, την παροχή αέρα, τη δημιουργία υψηλών πιέσεων αναγκαίων για αντιδράσεις μεταξύ αερίων, την υγροποίηση αερίων, καθώς και σε εγκαταστάσεις ψύξης. Η λειτουργία ενός συμπιεστή μπορεί να είναι περιστροφική, παλινδρομική ή φυγοκεντρική. Air Compressor Valve [Βαλβίδα Αεροσυμπιεστή] Μηχανολ. Πρόκειται για εξάρτημα το οποίο ρυθμίζει τη ροή του αερίου, στον κύλινδρο του συμπιεστή. Air Compresssor Unloader [Ρυθμιστής Παροχής Αέρα] Μηχ. Ρυθμιστής της ροής εισόδου του αέρα σε έναν αεροσυμπιεστή. Συνήθως πρόκειται για μία βαλβίδα η οποία, αν στα άκρα της επικρατεί διαφορά πίεσης μεγαλύτερη από μία καθορισμένη τιμή, ανοίγει και εισάγεται αέρας στον αεροσυμπιεστή. Air Condenser [Συμπυκνωτής Αερίου] Μηχανολ. 2. Είναι η συσκευή στην οποία λαμβάνει χώρα συμπύκνωση ατμών, με εναλλαγή θερμότητας μεταξύ ατμού και ψυχρού αέρα. Πρόκειται για εναλλάκτη θερμότητας σωλήνα-κελύφους, όπου ο ατμός περνά μέσα από τους σωλήνες και το ρεύμα του ψυχρού αέρα ρέει στο κέλυφος. 2. Είναι η συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατμών από ένα ρεύμα πεπιεσμένου αέρα. Οι ατμοί, συνήθως νερού.

διαχωρίζονται από το αέριο ρεύμα με συμπύκνωση, η οποία προκαλείται από ψύξη. Air Conditioner [Κλιματιστικό Αέρος] Μηχ. Συσκευή ρύθμισης της θερμοκρασίας ή και της σχετικής υγρασίας του αέρα ενός δωματίου ή ενός κτιρίου. Η συσκευή αυτή χρησιμοποιεί κατάλληλη ψυκτική διάταξη για να παράγει ψυχρό αέρα και να μειώνει τη θερμοκρασία του χώρου ή αντιστάσεις παραγωγής θερμότητας για την αύξηση της θερμοκρασίας. Air Conditioning [Κλιματισμός Αέρος] Μηχ. Ρύθμιση της θερμοκρασίας, της σχετικής υγρασίας, της συγκέντρωσης σκόνης και άλλων σωματιδίων και διαφόρων αερίων του αέρα ενός κλειστού χώρου, ώστε αυτά να κυμαίνονται σε καθορισμένα όρια χρησιμοποιώντας κατάλληλες ψυκτικές ή θερμαντικές συσκευές, εξαεριστήρες, υγροποιητές και φίλτρα αέρος. Air Conduction [Διάδοση του Ήχου] Ακουστ. Η διάδοση ενός ήχου ή θορύβου από ένα σημείο σε ένα άλλο μέσω του αέρα. Air Content [Περιεχόμενος Αέρας] Επιστ. Υλικ. Χρησιμοποιείται για ένα πρόσφατα παρασκευασμένο κονίαμα και δηλώνει τον όγκο του αέρα ή άλλου αερίου που περιέχεται στη μάζα του στερεού. Συνήθως εκφράζεται σε % ποσοστό του όγκου του κονιάματος. Air Control Center [Κέντρο εναέριου ελέγχου] Επικοιν. Σε αντιστοιχία με πολεμικά πλοία υπάρχει και στα υποβρύχια ένα κέντρο ελέγχου, παρακολούθησης και κατεύθυνσης εναέριας κυκλοφορίας για την περίπτωση που το υποβρύχιο αναλάβει τον ρόλο του συντονιστή της δραστηριότητας αυτής. Air Cooled Engine [Αερόψυκτη Μηχανή] Μηχ. Μηχανή η οποία, για την ψύξη τμημάτων της στα οποία αναπτύσσεται θερμότητα, χρησιμοποιεί ρεύμα αέρος και όχι κάποιο υγρό. Air Cooled Heat Exchanger [Εναλλάκτης θερμότητας ψυχρού αέρα] Μηχ. Είναι ο εναλλάκτης θερμότητας, τύπου σωλήνα-κελύφους, στον οποίο το θερμό ρευστό ρέει στο εσωτερικό των σωλήνων, ενώ από το κέλυφος περνά το ψυχρό ρευστό, δηλαδή το ρεύμα του ψυχρού αέρα. Air Cooler [Ψύκτης Αέρα] Μηχ. Χρησιμοποιείται κατά τη διεργασία υγροποίησης Linde ενός αερίου. Είναι η συσκευή στην οποία το αέριο, μετά από τη συμπίεση, ψύχεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος ή και χαμηλότερη, πριν τροφοδοτηθεί στη βαλβίδα εκτόνωσης Air Cooling [Ψύξη Αέρος] Μηχ. Μείωση της θερμοκρασίας ενός χώρου χρησιμοποιώντας ρεύμα ψυχρού αέρα. Συνήθως αυτό γίνεται είτε για λόγους καλύτερης διαβίωσης, σε εποχές υψηλών θερμοκρασιών είτε για λύγους ομαλής λειτουργίας συσκευών ή για τη διατήρηση τροφίμων. Air Coordinates [Σύστημα Συντεταγμένων Αέριας Κίνησης] Πρόκειται για σύστημα συντεταγμένων που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της θέσης ενός πυραύλου στην ατμόσφαιρα και τον υπολογισμό των δυνάμεων που ασκούνται σε αυτόν κατά την κίνησή του. Air Core Coil [Πηνίο Χωρίς Πυρήνα] Ηλεκ. Πηνίο το οποίο δεν χρησιμοποιεί πυρήνα για την αύξηση του μαγνητικού πεδίου που παράγει ή της αυτεπαγωγής του. Air Core T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής Χο)ρίς Μεταλλικό Πυρήνα] Ηλί:κ. Μετασχηματιστής ο οποίος δεν χρησιμοποιεί μεταλλικό υλικό για να επιτύχει την ζεύξη των πηνίων του. Air Course [Αεροδιάδρομος] Προκαθορισμένος χώρος

-77κίνησης αεροπλάνου στην ατμόσφαιρα ανάλογα με την αφετηρία και τον προορισμό του. —» Airway Air Cover [Κάλυψη από αέρος] Γεν. Στρατιωτικός όρος που περιγράφει την προστατευτική κάλυψη από εχθρικά αεροσκάφη ή δηλώνει την παροχή χρήσιμων στοιχείων στα επιτιθέμενα σμήνη όταν επιχειρούν επίθεση εναντίον επίγειων στόχων. Air Crossing [Διασταύρωση αέρος] Μεταλλ. Μηχ. Φαινόμενο που απαντάται στο υπέδαφος, σε ορυχεία όταν τα ρέυματα δύο αγωγών αερίων μαζών διασταυρώνονται. Air C u r e [Κατεργασία με αέρα] Χημ. Μηχ. Εκφράζει τη διεργασία βουλκανισμού που πραγματοποιείται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, χωρίς τη βοήθεια θερμότητας. Air C u r r e n t [Αέριο Ρεύμα] Μηχ. Αναφέρεται γενικά σε κινούμενο ρεύμα αέρα. Air C u r r e n t 2 [Αέριο Ρεύμα] Ορυκτ. Είναι το ρεύμα του αέρα που χρησιμοποιείται για τον εξαερισμό ενός ορυχείου. Air C u r t a i n [Πέτασμα Αέρος] Μηχ. Καθοδικά κινούμενο ρεύμα αέρα ελεγχόμενης θερμοκρασίας, που συνήθως χρησιμοποιείται για τη Θερμική απομόνωση μίας περιοχής του χώρου, καθώς και για την παρεμπόδιση κίνησης εντόμων, οσμών και αερίων ρευμάτων μεταξύ δύο περιοχών. Συνήθως χρησιμοποιείται στις εισόδους καταστημάτων ή άλλων χώρων, οι οποίες πρέπει να παραμένουν ανοικτές ώστε να είναι δυνατή η συνεχής κίνηση των ανθρώπων ενώ ταυτόχρονα ο χώρος πρέπει να κλιματίζεται αποτελεσματικά. Air Cushion [Μαξιλάρι Αέρος] Μηχ. Χώρος στο εσωτερικό του οποίου περιέχεται αέρας και χρησιμοποιείται για την απόσβεση κραδασμών ή την απορρόφηση κάποιας ισχυρής ώθησης ή και την στήριξη ενός σώματος. Για παράδειγμα, ο αερόσακος των αυτοκινήτων που απορροφά την ορμή των σωμάτων σε κάποια σύγκρουση του αυτοκινήτου ή τα αερόστρωμα τα οποία κινούνται πάνω σε ένα στρώμα αέρος. Air Cushion Vehicle [Αερόστρωμο] Μηχ. Όχημα κινούμενο πάνω σε στρώμα αέρος που το ίδιο δημιουργεί. Το όχημα αυτό διαθέτει έναν αεροσυμπιεστή, ο οποίος διοχετεύει στην κάτω επιφάνειά του ρεύμα αέρα, με συνέπεια όλο το όχημα να ανυψώνεται και να κινείται πάνω σε στρώμα αέρα. II κίνησή του πραγματοποιείται με πολύ μικρότερη τριβή από συνηθισμένα οχήματα και σε οιαδήποτε σχετικά ομαλή επιφάνεια, όπως θάλασσα με κυματισμό μικρότερο των πέντε μποφόρ σε πάγο ή σε έδαφος. Αναφέρεται και ως Ground Effect Machinc ή Hovercraft Air Cycle [Αέριος κύκλος] Γεν. Ό ρ ο ς σχετικός με το σύστημα κλιματισμού των αεροσκαφών για την ψύξη του αέρα που διατηρείται συνεχώς σε αέρια κατάσταση κατά τη διαδρομή κυκλοφορίας του. Air Cylinder [Αεροκύλινδρος] Μηχ. Κλειστό μεταλλικό δοχείο για την αποθήκευση και μεταφορά αέρα υπό πίεση. Air Defense [Αεράμυνα] Γεν. Οργανωμένος αμυντικός σχηματισμός που έχει σχεδιαστεί να αποκρούει εχθρικές επιθέσεις που εξαπολύονται από αέρος, δηλαδή από εχθρικά αεροσκάφη, αποβατικά αεραγήματα και ρίψεις παντός είδους πυραύλων και άλλων όπλων. Air Defense Artillery [Πυροβολικό αεράμυνας] Γπν. Μονάδες και συστοιχίες πυροβόλων όπλων εγκατεστημένων στο έδαφος που αποτελούν μέρος της αεράμυνας εναντίον εναέριων στόχων.

Air Eliminator

Air Deficiency [Ανεπάρκεια Αέρα] Χημ. Αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία, ένα μίγμα αέρακαυσίμου που τροφοδοτείται σε μια μηχανή εσωτερικής καύσης, περιέχει ποσοστό αέρα μικρότερο από εκείνο που απαιτείται για την πλήρη καύση. Το αποτέλεσμα είναι η μερική οξείδωση του καυσίμου ή η απουσία ανάφλεξης του μίγματος. Air Delivery [Εναέρια παράδοση] Γεν. Η μεταφορά και ρίψη στο έδαφος, από στρατιωτικά αεροσκάφη, στρατιωτικών μονάδων, πολεμοφοδίων και εξοπλισμού με αλεξίπτωτα. Air Density [Πυκνότητα του Αέρα] Μηχ. Μέγεθος που εκφράζει πόσο πυκνός είναι ο αέρας και ισούται με το πηλίκο της μάζας του αέρα προς τον όγκο που αυτή κατέχει. Η πυκνότητα του αέρα εξαρτάται από τη θερμοκρασία και την πίεσή του και στο διεθνές σύστημα μονάδων μετριέται σε Kgr/m3. Σε θερμοκρασία 0°C και μία ατμοσφαιρική πίεση daepa= 1.293 Kgr/m3. Air Depolarized Battery [Συσσωρευτής αέριας αποπόλωσης] Φυσ. Διάταξη για την αποθήκευση ενέργειας αποτελούμενη από σύνολο αέριων στοιχείων, όπου ως άνοδος λειτουργεί ατμοσφαιρικό οξυγόνο εισαγόμενο μέσω κατάλληλου ηλεκτροδίου. Air Diffuser [Αεροδιαχυτής] Μηχ. Σύστημα που αποτελείται από διάταξη με πτερύγια για την εισαγωγή και τη κατανομή αέρα σ' ένα χώρο. Air Distributing Ceiling [Οροφή κατανομής αέρα] Μηχ. Ακουστική οροφή που στο ηχομονωτικό υλικό της κατασκευής της συμπεριλαμβάνεται διάταξη οπών για τη διάχυση αέρα προερχόμενου από σύστημα κλιματισμού. Air Dose [Δόση στον Αέρα] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για την ενέργεια που απορροφάται ανά μονάδα μάζας ενός σώματος που βρίσκεται σε κάποιο σημείο του αέρα. Η επίδραση του αέρα έγκειται στο ότι, στο σημείο αυτό προσπίπτει η ακτινοβολία από την πηγή αλλά και αυτή που σκεδάζεται από το γύρω αέρα. Air Drain [Αέρια αποστράγγιση] Λρχιτεκτ. Χώρος γύρω από τη βάση μιας κατασκευής, όπου η παρουσία αέρα λειτουργεί ως μονωτική της υγρασίας. Air Drainage [Αποστράγγιση αέρα] Μετεωρ. Καθοδική κίνηση ψυχρής αέριας μάζας λόγω του μεγαλύτερου βάρους του περιεχόμενου αέρα. Air Drill (Γεώτρηση με αέρα] Μηχανολ. Είναι η γεώτρηση η οποία πραγματοποιείται με τροφοδοσία πεπιεσμένου αερίου. Air Drilling [Γεωτρητική συσκευή με αέρα] Πετρ. Μηχ. Είναι ένας τύπος γεωτρητικής συσκευής, που λειτουργεί με ανακυκλοφορία αερίου ρεύματος. Air Drying [Ξήρανση στον Αέρα] Μηχ. Ξήρανση ενός σώματος με την έκθεσή του στον αέρα. Ανάλογα με τη σχετική υγρασία του αέρα και καθώς εξατμίζεται η υγρασία που περιέχει το σώμα, παρατηρείται σταδιακή μείωση και σταθεροποίηση του βάρους του. Air Ejector [Ακροφύσιο Αέρα] Μηχ. Αναφέρεται στην αντλία ακροφυσίου, ένα είδος αντλίας που λειτουργεί με τη χρήση βοηθητικού ρευστού, για την επίτευξη μερικού κενού σε μια δεξαμενή. Συγκεκριμένα, μέσα από το ακροφύσιο διοχετεύεται αέρας υψηλής πίεσης, έτσι ώστε στην έξοδό του να επικρατεί ελαττωμένη πίεση λόγω επιτάχυνσης. Η διαφορά πίεσης μεταξύ της εξόδου του ακροφυσίου και της δεξαμενής που περιέχει το υγρό αποτελεί την αιτία της άντλησης. Air Eliminator [Εξουδετερωτής αέρα] Μηχ. Μηχανική διάταξη διαφόρων υδραυλικών συστημάτων για την

Air Engine

-78-

απομάκρυνση του αέρα από το περιεχόμενο ρευστό. Air Engine [Αερομηχανή] Μηχ. Μηχανή ή οποία παράγει ή και χρησιμοποιεί πεπιεσμένο αέρα για τη λειτουργία της. Για παράδειγμα, ένας αεροσυμπιεστής, μία συσκευή βαφής με χρήση ρεύματος αέρος, κ.λ.π.. Επιπλέον αέρα μπορεί να χρησιμοποιεί και μια Οερμική μηχανή ως μέσο απορρόφησης και μεταφοράς θερμικής ενέργειας με σκοπό τη μετατροπή ενός τμήματος της σε μηχανική ενέργεια. Air E n t r a i n e d Cement [Σκυρόδεμα με Εγκλωβισμένο Αέρα] Υλικ. Σκυρόδεμα στο οποίο, κατά την ανάμιξή του εισάγονται φυσαλίδες αέρος με σκοπό τη βελτίωση κάποιων ιδιοτήτων του. Για παράδειγμα, για τη βελτίωση της αντίστασης του σκυροδέματος σε φαινόμενα αποσάθρωσης που προκαλούνται από τον παγετό εισάγονται φυσαλίδες σε αυτό εμποδίζοντας έτσι την καταστροφή του λόγω δημιουργίας πάγου στους πόρους του. Air E n t r a i n m e n t [Παγίδευση Αέρα] Υλικ. II δημιουργία μικρών φυσαλίδων αέρα στο σκυρόδεμα κατά τη φάση της ανάμιξής του με σκοπό τη βελτίωση των ιδιοτήτων του. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιείται κατάλληλο τασιενεργό πρόσθετο που μειώνει την επιφανειακή τάση του νερού επιτρέποντας τον εγκλωβισμό του αέρα στο σκυρόδεμα. Air E n v i r o n m e n t ΙΑέριο περιβάλλον] Ηλεκτρον. Το τμήμα των διατάξεων των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων που λειτουργούν στο εναέριο περιβάλλον. Air Equivalent [ΙΙάχος Αέρα Ισοδύναμης Απορρόφησης] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για το πάχος ενός στρώματος αέρα που βρίσκεται σε καθορισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας και παρουσιάζει την ίδια απορρόφηση μίας ραδιενεργού ακτινοβολίας με ένα υλικό. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα απορρόφησης μίας συγκεκριμένης ακτινοβολίας από κάποιο υλικό. Air Filter [Φίλτρο Λέρα] Μηχ. Φίλτρο καθαρισμού αέρα. —» Air Cleaner Air Fuel M i x t u r e [Μίγμα αέρα-καυσίμου] Μηχ. Εκφράζει το ποσό του αέρα και του καυσίμου που αναμιγνύονται με συγκεκριμένη αναλογία στον εξαερωτήρα μιας μηχανής καύσης, πριν τροφοδοτήσουν το θάλαμο στον οποίο γίνεται η κυρίως καύση. Air Fuel Ratio [Αναλογία αέρα-καυσίμου] Χημ. Αναφέρεται στην αναλογία μεταξύ αέρα και καυσίμου, η οποία είναι απαραίτητη στην τροφοδοσία μηχανών εσωτερικής καύσης, ώστε να επιτυγχάνεται η κατάλληλη ανάφλεξη και καύση. Εκφράζεται ως αναλογία όγκων όταν πρόκειται για αέρια καύσιμα, ενώ για υγρά καύσιμα εκφράζεται ως αναλογία βάρους. Air F u r n a c e [Κλίβανος Αέρος] Υλικ. Χώρος Οέρμανσης σωμάτων, όπου χρησιμοποιείται ρεύμα ζεστού αέρος. Συγκεκριμένα χρησιμοποιείται κλίβανος τήξης μετάλλων ή θέρμανσης υλικών με την ανάφλεξη καυσίμων μέσα σε αυτόν. Συνήθως είναι κυλινδρικού σχήματος, με την ανάφλεξη των καυσίμων να συμβαίνει στο ένα άκρο του, ενώ μέσω ενός ρεύματος αέρα η φλόγα και τα καυσαέρια κινούνται προς το άλλο άκρο, θερμαίνοντας τα υλικά με τα οποία τροφοδοτείται ο κλίβανος. Για παράδειγμα ο κλίβανος παραγωγής τσιμέντου. Air Gap 1 [Κενό Αέρος] Μηχ. Απόσταση μεταξύ δύο αντικειμένων ή επιφανειών που περιέχει αέρα. Air Gap 2 [Κενό Αέρος] Ηλεκ. Το κενό μεταξύ δύο ηλεκτροδίων στο οποίο, όταν τα ηλεκτρόδια τροφοδοτού-

νται με υψηλή τάση, δημιουργείται ηλεκτρική εκκένωση και σπινθήρας, Air G a p ' [Κενό Αέρος] Ηλεκ. Πρόκειται για την απόστάση που υπάρχει μεταξύ του περιστρεφόμενου τμήματος ενός μοτέρ, δηλαδή του ρότορα και ακίνητου τμήματος του, δηλαδή του στάτορα. Air Gap 4 [Κενό Αέρος] Ηλεκ. Κενός χώρος ή κοιλότητα στο εσωτερικό του μαγνητικού υλικού ενός πηνίου ή μίας άλλης διάταξης. Air Gas 5 [Αέριο Καύσιμο] Υλικ. Ορίζει το αέριο μίγμα το οποίο παράγεται όταν διοχετεύεται αέρας σε στερεό άνθρακα ή κωκ. Περιέχει κυρίως μονοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο, μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα, Air G r a t i n g ΙΣχάρα εξαερισμού] Αρχιτεκτ. Μεταλλικό κιγκλίδωμα καθορισμένου μεγέθους και σχήματος σε άνοιγμα του εξωτερικού τοιχώματος μιας κατασκευής για την είσοδο και έξοδο αέρα και τον εξαερισμό του κτιρίου. Air G r o u n d Communication [Επικοινωνίες ΑέροςΕδάφους] Επικοιν. Επικοινωνία και αμφίδρομη μετάδοση πληροφοριών μεταξύ σταθμών εδάφους και αεροπλάνων. Air H a m m e r [Πιστόλι Αέρος] Μηχ. Μηχανική διάταξη με τη μορφή πιστολιού, η οποία χρησιμοποιεί αέρα μεγάλης πίεσης για να ωθήσει μεταλλικά συρραπτικά ελάσματα και να συνδέσει με αυτά διάφορα σώματα μεταξύ τους. -» Pneumatic Hammer Air Handling System [Σύστημα διαχείρισης αέρα] Μηχ. Συστήματα κλιματισμού με μονάδα διαχείρισης της ροής του αέρα, η οποία του προσδίδει τα τελικά χαρακτηριστικά, πριν από την διοχέτευση του στον κλιματιζόμενο χώρο. Air Handling Unit [Μονάδα διαχείρισης αέρα] Μηχ. Μηχ. Η μονάδα διαχείρισης αέρα, η οποία περιλαμβάνεται σε μηχανήματα κλιματισμού με σύστημα διαχείρισης αέρα που φροντίζει για την διαχείριση και μεταλλαγή των θερμοδυναμικών χαρακτηριστικών του, την κατακράτηση των αιωρούμενων σωματιδίων και την διανομή του στον κλιματιζόμενο χώρο. Air Hardening Steel [Χάλυβας σκλήρυνσης με αέρα] Μεταλλ. Κατηγορία χάλυβα που περιέχει μεγάλη ποσότητα άνθρακα και άλλων προσμίξεων που τον καθιστούν πολύ σκληρό. Έτσι μετά τον σχηματισμό του σε συνθήκες τήξης της πρώτης ύλης, ψύχεται από την θερμοκρασία τήξης και σκληρύνεται με την απλή έκθεση του στον αέρα. Air Heater [Εναλλάκτης θέρμανσης αέρα] Μηχ. -» Air Preheater Air Horsepower [Ιπποδύναμη αέρα] Μηχ. Μηχ. Η ελάχιστη απαιτούμενη ισχύς λειτουργίας μίας αντλίας αέρα για να επιτύχει συγκεκριμμένο λόγο συμπίεσης μίας παροχή αέρα στην έξοδο της αντλίας. Συντομογραφία Air Tip. Air Injection Reactor [Αντιδραστήρας έγχυσης αέρα] Μηχ. Μηχ. Συσκευή που καταλήγει στον αγωγό εξόδου των καυσαερίων από ένα κινητήρα εσωτερικής καύσης και εγχύει σε αυτόν ποσότητα αέρα για να αναμιχθεί με τα καυσαέρια εξόδου του κινητήρα και να προκαλέσει καύση των υπολειμμάτων καυσίμου που διέφυγαν την αντίδραση στον θάλαμο καύσης, Air Injection System [Σύστημα έγχυσης αέρα] Μηχ Μηχ. Συσκευή έγχυσης του καυσίμου με ταχύτητα, με την βοήθεια συμπιεσμένου αέρα, στον θάλαμο κινητήρα εσωτερικής καύσης για να προκληθί εντονότερη και πληρέστερη ανάφλεξη.

-79Air Inlet Valve [Βαλβίδα εισαγωγής αέρα] Μηχ Μηχ. Βαλβίδα επιλογής στην κλιματιστική μονάδα ενός οχήματος για την διοχέτευση θερμού ή ψυχρού αέρα στο εσωτερικό χώρο του. Air Insulated Substation [Αερομονωμένος υποσταθμός] Φυα. Υποσταθμός ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιεί τις ιδιότητες του περιβάλλοντος αέρα για την εξασφάλιση μόνωσης αντί για καλωδιακές συνδέσεις γείωσης. Air Insulation [Μόνωση Αέρα] Ηλεκ. Μόνωση δύο ηλεκτρικών στοιχείων με την παρεμβολή μεταξύ τους αερίου στρώματος. Για παράδειγμα, σε έναν πυκνωτή αέρος, μεταξύ των οπλισμών του παρεμβάλλεται αέρας ως μονωτικό και το ίδιο συμβαίνει σε πολλούς ηλεκτρικούς διακόπτες. Air L a u n c h [Εκτόξευση από τον Αέρα] Μηχ. Πρόκειται για την εκτόξευση ενός σώματος, π.χ. ενός πυραύλου, από ένα αεροπλάνο κατά τη διάρκεια της πτήσης του. Air Leakage [Διαρροή αέρα] Μηχ. Μηχ. 1. Διαρροή αέρα από τα σημεία ζεύξης ή ραφών ενός συστήματος αγωγών. 2. Διαφυγή αέρα από ένα σύστημα αερισμού, ανάλογη με την παροχή του αέρα σε αυτή, λόγω της διαφοράς πιέσεως του αέρα που ρέει στο εσωτερικό από αυτόν που περιρέει εξωτερικά το σύστημα. Air Lift P u m p [Ανυψωτική αντλία με αέρα] Μηχ. Πρόκειται για ειδικού τύπου αντλία που χρησιμοποιείται για την άντληση υγρών με έγχυση αερίου υπό πίεση. Αποτελείται από κατακόρυφο αγωγό ανύψωσης μερικώς βυθισμένο στο υγρό, με ακροφύσιο πεπιεσμένου αέρα κοντά στον πυθμένα του. Η άντληση που επιτυγχάνεται οφείλεται στις αιωρούμενες φυσαλίδες αέρα μέσα στο υγρό, οι οποίες ελαττώνουν την πυκνότητά του. Βασικά πλεονεκτήματα της ανυψωτικής αντλίας είναι η απλή κατασκευή και η απουσία μηχανικά κινούμενων τμημάτων. Το σημαντικό μειονέκτημα που εμφανίζει είναι η χαμηλή απόδοση άντλησης, Χρησιμοποιείται στην άντληση διαβρωτικών υγρών ή υγρών με μεγάλο ιξώδες, σε γεωτρήσεις, σε ορισμένους τύπους βιοαντιδραστήρων, καθώς και σε επεξεργασία λυμάτων όπου απαιτείται αερισμός. Air Mass [Αέρια μάζα] Μετεωρ. Τμήματα της τροπόσφαιρας αρκετά μεγάλα στην οριζόντια διεύθυνση ώστε να συγκρίνονται σε μέγεθος με ηπείρους ή ωκεανούς. Μετατοπίζουν συνεχώς τη θέση τους πάνω σε ένα πολύπλοκο σύστημα αέριων ρευμάτων. Ιδιότητες όπως η θερμοκρασία, η νέφωση, οι βροχοπτώσεις παραμένουν σχεδόν ίδιες σε ολόκληρη την έκταση της αέριας μάζας. Μεταβάλλονται μόνο αν η αέρια μάζα απομακρυνθεί από την εστία της. Air Mass Analysis [Ανάλυση αερίων μαζών] Μετεωρ. Η λεπτομερειακή εξέταση των αερίων μαζών. Σε αυτή τη μελέτη σημαντικά εργαλεία είναι οι Νορβηγικές μέθοδοι που επεξεργάζονται δεδομένα κάνοντας χρήση βασικών στοιχείων των αερίων μαζών όπως η θέση στην οποία βρίσκονται, η κατηγορία στην οποία ανήκουν ή τα μέτωπα που σχηματίζουν με κύρια αναφορά στο πολικό μέτωπο. Air M a s s Flow [Ροή Αέρα] Μηχ. Μέγεθος που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της παροχής του αέρα από μία βαλβίδα ή γενικότερα από έναν αεραγωγό. Το μέγεθος αυτό εκφράζει τη μάζα του αέρα που διέρχεται από έναν αεραγωγό στη μονάδα του χρόνου και συνήθως χρησιμοποιείται σε αεροσυμπιεστές και άλλες μηχανές που χρησιμοποιούν τον αέρα.

Air Permeability Test

Air Mass Precipitation [Καθίζηση αερίων μαζών] Μετεωρ. Ειδική περίπτωση καθίζησης που επηρεάζεται ουσιαστικά από την ατμοσφαιρική αστάθεια, από τη θέση του μετώπου της αέριας μάζας και από το ποσοστό της υγρασίας που περιέχει. Ευνοείται ειδικότερα από την ατμοσφαιρική αστάθεια λόγω της ανοδικής πορείας των νεφώσεων. Air M e t e r [Αερόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για όργανο μέτρησης της ροής του αέρα ή ενός αερίου, σε μονάδες μάζας ή όγκου ανά μονάδα χρόνου, Air Mile [Μίλι Αέρος] Αεροναυτ. Μονάδα μέτρησης εναέριων αποστάσεων. Από το 1954 το μίλι αέρος ορίστηκε ίσο με το ναυτικό μίλι, δηλαδή 1852 μέτρα, ενώ καλείται και αεροναυτικό μίλι. Aeronautical Mile Air Mileage [Εναέρια Απόσταση] Αεροναυτ. Πρόκειται για την απόσταση σε αεροναυτικά μίλια που διένυσε ένα αεροπλάνο ως προς τον αέρα. Για τον υπολογισμό της, πολλαπλασιάζεται η ταχύτητα του αεροσκάφους ως προς τον αέρα επί το χρόνο κίνησής του, ενώ λόγω της πιθανής κίνησης του αέρα δεν ισούται πάντοτε με την απόσταση των τόπων μεταξύ των οποίων κινήθηκε το αεροπλάνο. Air Mileage Indicator [Δείκτης Εναέριας Απόστασης] Μηχ. Όργανο μέτρησης και ένδειξης της απόστασης ως προς τον αέρα μετρούμενη σε αεροναυτικά μίλια που διένυσε ένα αεροπλάνο. Air Mileage Unit [Μονάδα μέτρησης μιλίων αέρος] Αερομηχ. Όργανο μέτρησης σε μίλια της διανυόμενης απόστασης από ένα αεροσκάφος σε πτήση. Υπολογίζεται θεωρητικά ως το γινόμενο της μέσης ταχύτητας πτήσης επί τον συνολικό χρόνο της διάρκειας πτήσης, Air Mixing Plenum [Θάλαμος ανάμιξης αέρος] Μηχ. Μηχ. Συσκευή κλιματιστικού συστήματος όπου διατελείται ανάμιξη ρεύματος αέρα ανακυκλοφορίας με ρεύμα φρέσκου αέρα. Air M o t o r [Αεροκινητήρας] Μηχ. Μηχ. Κάθε κινητήρας που λειτουργεί με διοχέτευση συμπιεσμένου αέρα στην μονάδα παραγωγής ισχύος, Air Navigation [Αεροπλοήγηση] Αεροναυτ. Η διαμόρφωση και ο προσδιορισμός της πορείας που ακολ.ουθεί ένα αεροπλνάνο κατά την πτήση του από ένα τόπο σε ένα άλλ.ο. Για τις διαδικασίες αεροπλοήγησης, το αεροπλάνο χρησιμοποιεί ποικιλία οργάνων, όπως μαγνητικές πυξίδες και συστήματα προσδιορισμού γεωγραφικής θέσης. Air Nozzle [Ακροσωλήνιο Εισαγωγής Αέρος] Μηχ. Το άκρο ενός σωλήνα εισαγωγής αέρα σε μηχανές ή συσκευές που χρησιμοποιούν τον αέρα για τη λειτουργία τους. Air Permeability [Αεροδιαπερατότητα] Υλικ. Χαρακτηριστικό της ποιότητας ενός υφάσματος, το οποίο καθορίζει την ικανότητά του να εμποδίζει την κίνηση του αέρα μέσα από αυτό. Κατά συνέπεια, ένα ένδυμα φτιαγμένο από ύφασμα χαμηλής αεροδιαπερατότητας θα είναι εξαιρετικά ζεστό και θα βοηθά στη διατήρηση της θερμοκρασίας του ανθρωπίνου σώματος, Air Permeability Test [Μέτρηση Αεροδιαπερατότητας] Μηχ. Μέτρηση της αεροδιαπερατότητας υλικών που βρίσκονται σε μορφή σκόνης. Από τη μέτρηση του χρόνου διέλευσης μίας ποσότητας αέρα μέσα από καΟορισμένη ποσότητα υλικού, υπολογίζεται η λεπτότητα του κοκκώδους υλικού μετρούμενη με την επιφάνεια των κόκκων του ανά μονάδα μάζας του. Για παράδείγμα, μία τυπική τιμή λεπτότητας φαιού τσιμέντου είναι: 3500 cm2/gr. Η λεπτότητα του υλικού, όπως με-

Air Pollution 1

-80-

τριέται από την αεροδιαπερατότητά του, καλείται και blaine specific area. Air Pollution 1 [Ατμοσφαιρική μόλυνση - ρύπανση 1 Οικ. Πρόκειται για την παρουσία στην ατμόσφαιρα οιοδήποτε αέριου ρύπου δηλαδή χημικών αέριων ουσιών που συνήθως παράγονται και απελευθερώνονται από ανθρώπινες δραστηριότητες και μπορούν να προκαλέσουν άμεσα σοβαρά προβλήματα στην υγεία των έμβιων οργανισμών αλλά και έμμεσα μέσω διαταραχών διαφορών φυσικών και χημικών διεργασιών του περιβάλλοντος. Air Pollution* [Ρύπανση του αέρα] Χημ. Είναι η ενεργειακή και υλική επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η οποία γίνεται αντιληπτή σαν υποβάθμιση της βιόσφαιρας και υπολογίζεται με τις επιπτώσεις και τα συμπτώματα που παρατηρούνται στη χλωρίδα, την πανίδα, το έδαφος, τον αέρα, το νερό και τον άνθρωπο. Η επιβάρυνση αυτή οφείλεται στην παρουσία ρυπαντών, όπως είναι η σκόνη, ο καπνός, διάφορα αέρια, η ομίχλη, οι οσμές, η αιθάλη και ατμοί, σε συγκεκριμένες ποσότητες και για ορισμένη διάρκεια. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η όξινη βροχή και η φωτοχημική καπνομίχλη είναι οι πιο σημαντικές μορφές της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Κυριότεροι ρυπαντές είναι το διοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του θείου και τα οξείδια του αζώτου. Air Pollution Control [Ελεγχος μόλυνσης αέρα] Τεχνολ. Χρήση τεχνικών μέσων και κατάλληλου εξοπλισμού για την διατήρηση της καθαρότητας του αέρα σε ένα χώρο. Air Position [Εναέρια θέση] Πλοηγ. Η θέση ενός αεροσκάφους ή πυραύλου στον αέρα κάθε στιγμή, θεωρητικά υπολογιζόμενη θεωρώντας μηδενική την επιρροή του ανέμου στην πορεία του. Air Position I n d i c a t o r (API) [Δείκτης εναέριας θέσης] Πλοηγ. Ένα ηλεκτρονικό όργανο που υπολογίζει και δείχνει στην οθόνη του συνεχώς τη θέση ενός αεροσκάφους, με παραμέτρους υπολογισμού την κατεύθυνση, την ταχύτητα και τον χρόνο. Air P r e h e a t e r [Εναλλάκτης προθέρμανσης αέρα] Μηχανολ.. Είναι ο εναλλάκτης σωλήνα-κελύφους που χρησιμοποιείται σε συστήματα παραγωγής ατμού, για την προθέρμανση του αέρα που χρησιμοποιείται στην καύση. Το θερμό ρευστό του εναλλάκτη αποτελείται από τα αέρια προϊόντα της καύσης. Air Pressure [Πίεση Αέρα] Φυσ. Εκφράζει τη δύναμη που ασκείται σε μια επιφάνεια η οποία έρχεται σε επαφή με τον αέρα, ανά μονάδα της επιφάνειας. Air Pressure Drop [Πτώση πίεσης του αέρα] Μηχ. Εκφράζει την ελάττωση της πίεσης που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ροής αέρα μέσα σε αγωγό. Η πτώση πίεσης οφείλεται σε δυνάμεις τριβής που αναπτύσσονται μεταξύ του αερίου και των τοιχωμάτων του αγωγού. Air Propeller [Ελικας αέρα] Αερομηχ. Έλικας αεροπορικού κινητήρα στον οποίο μεταβιβάζεται, μέσω μειωτήρα στροφών, η ισχύς που παράγεται στον άξονα του κινητήρα και την μετατρέπει περιστρεφόμενος σε προωθητική κίνηση του αεροσκάφους. Air Properties [Ιδιότητες του αέρα] Φνσ. Περιλαμβάνει το σύνολο των μεγεθών τα οποία χρησιμοποιούνται για το χαρακτηρισμό του αέρα, δηλαδή την πυκνότητα, το μοριακό βάρος, τις ειδικές θερμότητες, το σημείο ζέσεως, το ιξώδες, τη θερμική αγωγιμότητα, την κρίσιμη θερμοκρασία και την κρίσιμη πίεση.

Air P u m p [Αεραντλία] Μηχανολ. Πρόκειται για συσκευή μεταφοράς αερίου, που χρησιμοποιείται όταν είναι επιθυμητή η ελάττωση της πίεσης ενός αερίου σε κάποιο κλειστό χώρο. Η αεραντλία ή αντλία κενού, αναρροφά αέριο σε πίεση μικρότερη από 100 kPa και το συμπιέζει σε μια πίεση κατάθλιψης ατμοσφαιρική συνήθως (101,3 kPa), αποβάλλοντάς το στο περιβάλλον. Η πίεση στο χώρο από όπου απορροφάται το αέριο ελαττώνεται με το χρόνο μέχρι μια οριακή τιμή, η οποία εξαρτάται από το είδος της αντλίας και το αντλούμενο αέριο. Air Quench [Ψύξη με Ρεύμα Αέρος] Μεταλλ.. Διαδικασία ταχείας ψύξης ενός μετάλλου με εκτόνωση αέρα γύρω από αυτό, ώστε να απορροφηθεί η θερμότητά του. Η διαδικασία αυτή είναι τμήμα της επεξεργασίας ενός μετάλλου, ώστε αυτό να αποκτήσει την επιθυμητή σκληρότητα, αντοχή κ.λ.π. Air Raid Shelter [Καταφύγιο αεροπορικών επιδρομών] Αρχιτεκτ. Υπόγειος ή επίγειος αεροστεγής χώρος με τοιχώματα από ενισχυμένο σκυρόδεμα και εγκαταστάσεις εξαέρωσης και κλιματισμού για την προστασία από τις αεροπορικές επιδρομές. Air Regulator [Ρυθμιστής Παροχής Αέρα] Μηχ. Μηχανική'·) διάταξη προσαρμογής της παροχής του αέρα σε κλίβανο θέρμανσης υλικών, ανάλογα με το ρυθμό της καύσης. Μπορεί να είναι και ένα μηχανικό κλείστρο σε αεραγωγό, όπου η κυκλοφορία του αέρα και ο κλιματισμός ενός χώρου ρυθμίζεται από την ανοιχτή επιφάνεια του στομίου του αεραγωγού. Air Release Valve [Βαλβίδα εκτόνωσης αερίου] Μηχανολ. Αναφέρεται στη βάνα που χρησιμοποιείται για την απελευθέρωση του αέρα από κάποιο σωλήνα ή εξάρτημα σωλήνωσης. Χρησιμοποιείται σε διατάξεις όπου υπάρχει ροή αερίου, ως ασφαλιστική βαλβίδα, σε περιπτώσεις υπέρβασης μιας προκαθορισμένης τιμής της πίεσης. Air Route [Εναέρια πορεία] Πλοηγ. Η πορεία που χαράσσεται σύμφωνα με τους κανόνες της εναέριας ναυσιπλοίας και ακολουθεί ένα αεροσκάφος για την μετακίνηση του από ένα καθορισμένο αρχικό σημείο εκκίνησης σε ένα τελικό σημείο προορισμού. Air Route Surveillance R a d a r (ARSR) [Ραντάρ επιτήρησης εναέριας πορείας] Πλοηγ. Ραντάρ μεγάλης ακτίνας δράσης που επιβλεπει και ελέγχει τις πτήσεις αεροσκαφών σε απόσταση από τα αεροδρόμια. Air Route T r a f f i c Control [Ελεγχος κυκλοφορίας εναέριας πορείας] Πλοηγ. Έλεγχος και καθοδήγηση της εναέριας πορείας ενός αεροσκάφους από το ραντάρ του πύργου ελεγχου όταν το αεροσκάφος κινείται στην περιοχή δικαιοδοσίας του τελευταίου. Air Route T r a f f i c Control Center [Κέντρο ελεγχου κυκλοφορίας εναέριας πορείας] Πλοηγ. Επίγειος σταθμός που διενεργεί τον έλεγχο της κυκλοφορίας των αεροσκαφών στους διαφόρους αεροδιάδρομους. Air Sampling [Δειγματοληψία Λέρα] Μηχ. Πρόκειται για την εργαστηριακή χημική ανάλυση τυχαίων δειγμάτων αέρα, με σκοπό τον προσδιορισμό της σύστασής του και τη μελέτη των χαρακτηριστικών του. Air Screw [Κοχλίας Αέρος] Μηχ. Προπέλα αεροσκαφών ή γενικότερα κατάλλ.ηλος κοχλίας, ο οποίος είτε ωθεί τον αέρα κατά την περιστροφή του ή, όταν ο αέρας διέρχεται από αυτόν, προκαλεί την περιστροφή του. Για παράδειγμα η πτερωτή των ανεμογεννητριών ή η έλικα των αεροσκαφών. Air Seasoned [Εναέρια Επεξεργασία] Μηχ. Η επεξερ-

- 8 1

γασία και η βελτίωση των ιδιοτήτων ενός υλικού με την έκΟεσή του στον ατμοσφαιρικό αέρα. Air Sensitive Crystal [Κρύσταλλος ευαίσθητος στον αέρα) Χημ. Είναι ο κρύσταλλος ο οποίος αποσυντίθεται όταν εκτίθεται στον αέρα. Air S e p a r a t o r [Διαχωριστής Αέρος] Μηχ. Μηχανική διάταξη, η οποία χρησιμοποιεί ρεύμα αέρος για το διαχωρισμό δύο σωμάτων ή ουσιών. Για παράδειγμα, με τη χρήση ρεύματος αέρα μπορεί να διαχωριστεί ένα μίγμα ελαφριών και βαρέων στερεών σωματιδίων. Air Setting M o r t a r [Κονίαμα Αέριας Πήξης] Υλικ. Κονίαμα, η πήξη και η ωρίμανση του οποίου γίνεται στον αέρα και σε συνηθισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ασβεστοκονίαμα, η πήξη του οποίου γίνεται με την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα. Air Shaft 1 [Αεραγωγός] Μηχ. Αγωγός για τον εξαερισμό ορυχείων ή οιωνδήποτε άλλων κλειστών χώρων, Συνήθως οι αεραγωγοί αυτοί είναι κατακόρυφοι. Air Shaft 2 [Φρεάτιο εξαερισμού] Αρχιτεκτ. Κατασκευή εν είδη μικρού φρέατος ανάμεσα στους τοίχους μιας οικοδομικής κατασκευής που λειτουργεί ως ειδική δίοδος για τη κυκλοφορία αέρα και τον εξαερισμό των διαμερισμάτων. Air Slaked [Σβήσιμο με αέρα] Χημ. Εκφράζει την ιδιότητα που έχει το ασβέστιο, να μετατρέπεται μερικώς σε ανθρακικό άλας, παρουσία αέρα. Το προϊόν ονομάζεται σβησμένη άσβεστος. Air Space 1 [Διάκενο αέρα] Τεχνολ. Χώρος γεμάτος με αέρα, ανάμεσα στις δύο πλευρές ενός τοίχου, που λειτουργεί ως οικονομική θερμική μόνωση, καθώς ο αέρας έχει μικρότερη θερμική αγωγιμότητα από τα υλικά κατασκευής του τοίχου. Air Space 2 [Διάκενο αέρα] Γεν. Χώρος, καταλαμβανόμενος από αέρα, στον σωλήνα όπλου μεταξύ του μηχανισμού εκτόξευσης και του βλήματος. Air Space 3 [Εναέριος χώρος] Μετεωρ. Ο χώρος που περιλαμβάνει την γήινη ατμόσφαιρα. Air Space 4 [Εναέριος χώρος] Πλοηγ. Ο εναέριος χώρος μίας χώρας, όπου η αεροναυσιπλοϊα ελέγχεται από τους σταθμούς ελέγχου των αεροδρομίων που ανήκουν στην επικράτεια της, υπαγόμενη στους διεθνείς κανόνές και την πολιτική βούληση. Air Spaced Coax [Ομοαξονικό Καλώδιο Αέρος] Ηλεκ. Πρόκειται για ομοαξονικό καλώδιο μεταφοράς ηλεκτρικών σημάτων το οποίο, ως διηλεκτρικό μέσο που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο αγωγών, χρησιμοποιεί τον αέρα. Air Spring [Αεροελατήριο] Μηχ. Μηχ. Τύπος ελατηρίου όπου η δυναμική ενέργεια που αποθηκεύεται προέρχεται από την συμπίεση ποσότητας αέρα σε δεξαμενή, με ένα διάφραγμα να παίζει τον ρόλο του ρυθμιστή συμπίεσης της ποσότητας αέρα. Air Stack [Αεροπλάνα προς Προσγείωση] Αεροναυτ. Ομάδα αεροσκαφών που περιμένουν να προσγειωθούν σε ένα αεροδρόμιο και το καθένα κινείται σε καθορισμένη περιοχή του εναέριου χώρου. Air Stack 2 [Καμινάδα Εξαερισμού] Μηχ. Κατακόρυφη

-

Air T h e r m o m e t e r

σαγωγή πεπιεσμένου αέρα, την κατάλληλη στιγμή και στην κατάλληλη ποσότητα, για την ανάφλεξη του καυσίμου σε μηχανές εσωτερικής καύσης, Air Strike [Βομβαρδισμός από Αέρα] Βομβαρδισμός επίγειων ή θαλάσσιων στόχων από τον αέρα από εχθρικά αεροπλάνα ή με πύραυλους, Air Stripping [Απομάκρυνση ουσιών με αέρα] Χημ. Μηχ. Δηλώνει τη διεργασία κατά την οποία εισάγεται αέρας σε έναν όγκο νερού, με σκοπό την απομάκρυνση των περιεχόμενων αερίων και πτητικών ενώσεων. Οι ενώσεις που απομακρύνονται με αυτό τον τρόπο είναι διοξείδιο του άνθρακα, οξυγόνο, διοξείδιο του θείου, αμμωνία, υδρόθειο, τριχλωροαιθυλένιο, χλωροφόρμιο, κ.ά. Air Surveillance [Επιτήρηση Εναέριου Χώρου] Μηχ. Επιτήρηση, έλεγχος και αναγνώριση των πτήσεων στον εναέριο χώρο μίας χώρας με κάθε ηλεκτρονικό ή και οπτικό μέσο. Air Surveillance R a d a r [Ραντάρ Επιτήρησης Εναεριου Χώρου] Μηχ. Ραντάρ που χρησιμοποιείται για την επιτήρηση και τον έλεγχο των πτήσεων στον εναέριο χώρο μίας χώρας. Τα ραντάρ αυτά έχουν μεγάλη εμβέλεια και προσδιορίζουν την απόσταση και την κατεύθυνση κίνησης ιπταμένων σωμάτων, αλλά όχι και το ύψος της πτήσης τους. Για τον προσδιορισμό της ακριβούς θέσης των ιπταμένων σωμάτων χρησιμοποιούνται τρισδιάστατα ραντάρ, τα οποία όμως έχουν συνήθως μικρότερη εμβέλεια από τα συνηθισμένα paντάρ επιτήρησης, Air Suspension Encapsulation [Συμπύκνωση αερίου αιωρήματος] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για διεργασία αύξησης της συγκέντρωσης στερεών σωματιδίων. Περιλαμβάνει αιώρηση των σωματιδίων σε κατακόρυφο ρεύμα αέρα, εισαγωγή του αιωρήματος σε διάλυμα με επικαλυπτικό υλικό και στη συνέχεια ξήρανση του μίγματος. Είναι γνωστή ως διεργασία Wurster. Air Sweetening [Γλύκανση με αέρα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στο είδος της διεργασίας κατά την οποία οι μερκαπτάνες μετατρέπονται σε δισουλφίόια παρουσία αέρα ή οξυγόνου.—> Airco-Hoover Sweetening Air Switch [Διακόπτης Αέρος] Η/χκ. Διακόπτης παροχής ισχύος σε ηλεκτρικά κυκλώματα, ο οποίος ως μονωτικό υλικό μεταξύ των δύο ακροδεκτών χρησιμοποιεί αέρα. Οι διακόπτες αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κυκλώματα μικρής ισχύος, Air Taxi [Μισθωμένο Οχημα Αέριας Μεταφοράς] Αεμοναυτ. Μισθωμένο αεροπλάνο ή ελικόπτερο μεταφοράς εμπορευμάτων ή μικρών ομάδων επιβατών ή ταχυδρομείου από εταιρείες αέριας μεταφοράς, Air T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία αέρα| Μετεωρ. Φυσικό μέγεθος ποσοτικά ανάλογο της μέσης κινητικής ενέργειας των σωματιδίων του αέρα, χαρακτηριστικό της θερμοδυναμικής ισορροπίας του συστήματος. Στη μετεωρολογία για τη μέτρηση της θερμοκρασίας χρησιμοποιούνται υδραργυρικά ψυχρομετρικά θερμόμετρα ή οινοπνευματικά θερμόμετρα ειδικής κατασκευής. Μονάδα μέτρησης της θερμοκρασίας είναι ο βαθμός Κ Κέλβιν ή C Κελσίου.

σήραγγα εξαερισμού ορυχείων. Air T e r m i n a l [Αεροσταθμός] Αεροπ. Το τμήμα ενός Air S t a n d a r d Engine [Μηχανή προτύπου αέρα] Μηχ. αερολιμένα που περιλαμβάνει τη ζώνη εξυπηρέτησης Μηχανή εσωτερικής καύσης που λειτουργεί σε πρότυ- των επιβατών (αίθουσες αναμονής, χώρος αποσκευών, πο θερμοδυναμικό κύκλιο με εργαζόμενο μέσο τον αέ- εστιατόρια κ.λ.π.) και τις εγκαταστάσεις διοικητικών ρα. υπηρεσιών. Air Starting Valve [Βαλβίδα Εισαγωγής Αέρα] Μηχ. Air T h e r m o m e t e r (Θερμόμετρο Αερίου] Μηχ. Είναι Βαλβίδα που ανοίγει και κλείνει επιτρέποντας την ει- τρόπος μέτρησης της θερμοκρασίας ενός κλειστού χώ-

Air To Air Missile

-82-

ρου. Βασίζεται στον προσδιορισμό της μεταβολής του όγκου ή της πίεσης του αέρα που περιέχεται σε βολβό, ο οποίος είναι τοποθετημένος στον κλειστό χώρο. Πρόκειται για μέθοδο που χρησιμοποιείται σε πολλές βιομηχανικές διεργασίες, καθώς δίνει τη δυνατότητα να μετράει κανείς τη θερμοκρασία ενός χώρου χωρίς να βρίσκεται στο χώρο αυτό. Air To Air Missile [Πύραυλος Αέρος - Αέρος] Γεν. Πύραυλος που εκτοξεύεται από αεροπλάνο ή ελικόπτερο με σκοπό την καταστροφή κάποιου ιπτάμενου στόχου. Συμβολίζεται ως A AM. Air To G r o u n d C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία αέρος εδάφους] Επικοιν. Επικοινωνία που γίνεται συνήθως με ραδιοκύματα. Air To G r o u n d Missile [Πύραυλος Αέρος - Εδάφους] Πύραυλος που εκτοξεύεται από αεροπλάνο ή ελικόπτερο με σκοπό την καταστροφή κάποιου στόχου στο έδαφος. Συμβολίζεται ως AGM. Air To Space Missile [Πύραυλος Αέρος - Διαστήματος] Πύραυλος που εκτοξεύεται από ένα αεροπλάνο με σκοπό την καταστροφή ενός αντικειμένου στο διάστημα, συνήθως ενός δορυφόρου σε τροχιά γύρω από την Γγ ι· Air To S u r f a c e Missile [Πύραυλος Αέρος - Θαλάσσης] Πύραυλος που εκτοξεύεται από ένα αεροπλάνο ή ελικόπτερο με σκοπό την καταστροφή ενός στόχου στην επιφάνεια της θάλασσας. Συμβολίζεται ως ASM. Air To U n d e r w a t e r Missile [Πύραυλος Αέρος - Βυθού] Πύραυλος που εκτοξεύεται από ένα αεροπλάνο ή ελικόπτερο με σκοπό την καταστροφή ενός στόχου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Air T r a f f i c [Εναέρια Κυκλοφορία] Αεροναντ. Κατάσταση κίνησης αεροσκαφών είτε στον εναέριο χώρο ή στο διάδρομο προσγείωσης - απογείωσης ενός αεροδρομίου. Air T r a f f i c Area [Περιοχή εναέριας κίνησης] Πλοηγ. Περιοχή όπου παρουσιάζεται πύκνωση της κυκλοφορίας αεροσκαφών, και η οποία ορίζεται κυλινδρικά με βάση την επιφάνεια, ακτίνα περίπου οκτώ χιλιομέτρων από το κέντρο του αεροδρομίου και ύψος έως 600 μέτρα από την επιφάνεια. Air T r a f f i c Control [Ελεγχος Εναέριας Κυκλοφορίας] Αεροναντ. Παρακολούθηση, έλεγχος και κατεύθυνση της κυκλοφορίας των αεροπλάνων σε έναν εναέριο χώρο, με σκοπό την ασφάλεια και την ομαλή και ταχύτερη κίνηση των αεροσκαφών. Οι διαδικασίες ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας περιλαμβάνουν την παρακολούθηση, την παροχή βοήθειας και τον πλήρη έλεγχο της θέσης και της κατεύθυνσης ενός αεροπλάνου. Air T r a f f i c Control Center [Κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας] Επικοιν. Υπηρεσία που συναντάμε και σαν Aeronautical Radionavigation Service. Air T r a f f i c Control Center [Κέντρο Ελέγχου Εναέριας Κυκλοφορίας] Αεροναντ. Από το χώρο αυτό δίνονται οδηγίες για την κίνηση των αεροπλάνων γύρω από ένα αεροδρόμιο ή μέσα στο τμήμα του εναέριου χώρου που είναι στην δικαιοδοσία του και για την κατεύθυνσή τους με ασφάλεια προς τον προορισμό τους. Air T r a f f i c Controller [Ελεγκτής Εναέριας Κυκλοφορίας] Αεροπλ Υπάλληλος ενός κέντρου ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, με σκοπό την επιτήρηση της εναέριας κυκλοφορίας και την ασφαλή κατεύθυνση των αεροπλάνων στον προορισμό τους. Air T r a n s p o r t [Μεταφορά με Ρεύμα Αέρος] Μηχ. Μεταφορά μεταλλευμάτων μεταξύ διαφόρων σημείων ε-

νός ορυχείου ή μίας μεταλλουργικής μονάδας μέσω σωλήνων ροής αέρα υψηλής ταχύτητας. Air T r a n s p o r t a t i o n [Αερομεταφορές] Αερομηχ. Ο κλάδος της μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων όπου η διακίνηση γίνεται αεροπορικώς. Air T r a p [Αεροπαγίδα] Μηχ. Καμπυλωτός σωλήνας του συστήματος αποχετεύσεων που περιέχει νερό για την αναχαίτιση της έκλυσης ρυπαντικών αερίων προς το περιβάλλον. Air T u r b u l e n c e [Διαταραχές Αέρα] Μετεωρολ. Περιοχή στην οποία παρατηρείται ανώμαλη ροή του αέρα και απότομες μεταβολές της ταχύτητάς του. Συνήθως συνοδεύεται από ανοδικά και καθοδικά ρεύματα αέρα και μπορεί να προκαλέσει ισχυρές αναταράξεις στην κίνηση αεροπλάνων που θα βρεθούν στην περιοχή μίας αέριας διαταραχής. Air Valve [Βαλβίδα Αέρα] Μηχ. Μηχανική διάταξη διατήρησης της πίεσης του αέρα σε μία περιοχή του χώρου. Αν η πίεση του αέρα σε ένα χώρο υπερβεί ή γίνει μικρότερη από μία καθορισμένη τιμή, τότε η βαλ.βίδα θα ανοίξει κατάλληλα ώστε να επαναφέρει την πίεση στην αρχική τιμή. Air Vane [Πτερύγιο αέρα] Αερομηχ. Πτερύγιο κινητήρα, το οποίο είναι σχεδιασμένο και λειτουργεί με εργαζόμενο μέσο τον ατμοσφαιρικό αέρα και έχει εφαρμογή σε αεροπορικούς και βιομηχανικούς κινητήρες καθώς και σε ανεμιστήρες. Air Variable Capacitor [Μεταβλητός Πυκνωτής Αέρος) Ηλεκ. Πυκνωτής μεταβλητής χωρητικότητας, ο οποίος χρησιμοποιεί για διηλεκτρικό μέσο τον αέρα. Συνήθως αποτελείται από ένα σταθερό και ένα κινούμενο οπλισμό. Ο κινούμενος οπλισμός μπορεί να περιστρέφεται ή να κινείται και να πλησιάζει ή να απομακρύνεται από τον ακίνητο οπλισμό, με συνέπεια να μεταβάλλεται η χωρητικότητά του. Air Vehicle [Οχημα Αέριας Μεταφοράς] Μηχ. Οιοδήποτε όχημα κατάλληλου σχήματος ώστε να μπορεί να κινείται στον αέρα. Aircraft Air Velocity M e a s u r e m e n t s [Μέτρηση Ταχύτητας του Αέρα] Μηχ. Ρενστ. Μέτρηση της ταχύτητας κίνησης του αέρα με κατάλληλα όργανα ως προς το έδαφος ή ως προς ένα αεροσκάφος ή της ταχύτητας οιοδήποτε άλλου αερίου σε ένα σωλήνα. Air Void [Πόρος ενός υλικού] Υλικ. Πρόκειται για περιοχές του όγκου ενός πορώδους υλικού οι οποίες δεν περιέχουν στερεό υλικό αλλά εγκλωβισμένο αέρα. Air Volcano [Ηφαίστειο Αέριων Αναβλημάτων] Γεωλ. Σημείο του φλοιού της Γης από το οποίο εκτοξεύονται ηφαιστειακά αέρια ποικίλης σύστασης, όπως θειούχα αέρια και διοξείδιο του άνθρακα αλλά και λάσπη ή μύδροι. Air Wall [Αερότοιχος] Πυρ. Φνσ. Τοίχωμα του θαλάμου ιονισμού οργάνων που χρησιμοποιούνται στην μελέτη ακτινοβολιών, όπως της ακτινοβολίας β. Το τοίχωμα αυτό είναι κατάλληλο φτιαγμένο ώστε να απορροφά την ακτινοβολία σχεδόν όπως και ο αέρας, με συνέπεια η επίδρασή του στη λειτουργία του οργάνου να είναι μικρή και υπολογίσιμη. Air W a t e r Jet [Πίδακας νερού - αερίοου] Μηχ. Χρησιμοποιείται γα τον καθαρισμό διαβρωμένων επιφανειών διαφόρων υλικών όπως του μαρμάρου ή του σκυροδέματος. Πρόκειται για πίδακα μίγματος νερού - αέρος ο οποίος εκτοξεύεται με μεγάλη ταχύτητα από το ακροφύσιο κατάλληλης αντλίας. Air W a t e r Storage T a n k [Δεξαμενή Αποθήκευσης

-83-

Airborne Waste

Νερού] Μηχ. Για την αύξηση της πίεσης εξόδου του Συστήματος Προειδοποίησης Επικείμενων Επιθέσεων] νερού και της παροχής της δεξαμενής είναι δυνατόν, Αεροπλάνο που φέρει ραντάρ ελέγχου εναέριου χώρου εκτός από τη χρήση αντλιών, ο αέρας που βρίσκεται και εντοπισμού επικείμενων επιθέσεων. Τα ραντάρ αυστον κενό χώρο της δεξαμενής να είναι συμπιεσμένος. τά, λόγω του ύψους που βρίσκονται, μπορούν να ανιAir W a t e r V a p o r M i x t u r e [Μίγμα αέρα-υδρατμών] χνεύουν και χαμηλά ιπτάμενους στόχους σε αντίθεση Φ\)(7. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αέριο μίγμα που πε- με τα ραντάρ που είναι τοποθετημένα στο έδαφος, ριέχει ξηρό αέρα και ατμούς νερού. Παράδειγμα τέ- A i r b o r n e Electronic Survey Control [Εναέριο Ηλετοιου μίγματος αποτελεί η ατμόσφαιρα. κτρονικό Σύστημα Παρακολούθησης] Μηχ. Τα ηλεAirblast Circuit B r e a k e r [Διακόπτης κυκλώματος κτρονικά τμήματα του συστήματος παρακολούθησης αεροριπής] Φοσ. Διακόπτης όπου χρησιμοποιείται η εναέριας κυκλοφορίας που μεταφέρονται από αεροτεχνική της αεροριπής δηλ. διοχέτευση ρεύματος αέρα πλάνο, όπως το ραντάρ εντοπισμού - παρακολούθησης υψηλής πίεσης για τη διακοπή της λειτουργίας ενός ή και οι οθόνες απεικόνισης στόχων, τόξου. A i r b o r n e Intercept R a d a r [Εναέριο Ραντάρ ΠαρακοAirboat [Αεροπλοιάριο] Νανττηγ. Τύπος βάρκας ή λούθησης και Αναχαίτισης Στόχων] Μηχ. Ραντάρ μεπλοιαρίου υψηλών ταχυτήτων που προωθείται από ένα ταφερόμενο από αεροπλάνο, το οποίο χρησιμοποιείται υπερυψωμένο ανεμιστήρα, κινούμενο με για τον εντοπισμό και τη συνεχή παρακολούθηση αεβενζινοκινητήρα και χρησιμοποιείται κυρίως σε αβαθή ροπλάνων. Το ραντάρ αυτό μπορεί επίσης να καθοδηποτάμια και δύσβατες ελώδεις υδάτινες επιφάνειες γήσει και πυραύλους για την αναχαίτιση άλλων αεροόπου μία συμβατική ναυτική μηχανή συναντά εμπόδια πλάνων. στην λειτουργία της. A i r b o r n e M a g n e t o m e t e r [Αερομεταφερόμενο Μα1 Airborne [Αεροπορικός] Αερομηχ. Χαρακτηρισμός γνητόμετρο] Μηχ. Όργανο μέτρησης του γήινου μαεξοπλισμού, ο οποίος μεταφέρεται και με αεροσκάφος. γνητικού πεδίου που χρησιμοποιείται από τα αεροπλά2 Airbornc [Αεροπορικός] Γεν. Χαρακτηρισμός στρα- να κατά την πτήση τους. τιωτικού εξοπλισμού ή ενός αεραγήματος, το οποίο A i r b o r n e Profile Recorder (APR) [Μηχάνημα καταμεταφέρεται και επιχειρεί με στρατιωτικό αεροσκάφος, γραφής αεροπορικού προφίλ] Τεχνολ. Μηχάνημα που A i r b o r n e Collision Avoidance System (ACAS) ανήκει στον εξοπλισμό του αεροσκάφους και υπολογί[Εναέριο Σύστημα Αποφυγής Συγκρούσεων] Αεροζει κάθε στιγμή το υψόμετρο στο οποίο πετάει το αεναυτ. Σύστημα πλοήγησης με σκοπό την αποφυγή ενα- ροσκάφος εκπέμποντας παλμικά σήματα ραντάρ κάθεέριων συγκρούσεων μεταξύ αεροπλάνων. Οι διατάξεις τα προς το έδαφος. του συστήματος αυτού, κυρίως ραντάρ και συστήματα A i r b o r n e R a d a r [Αερομεταφερόμενο Ραντάρ] Μηχ. προσδιορισμού γεωγραφικών συντεταγμένων μέσω Ραντάρ που μεταφέρεται και χρησιμοποιείται από αεδορυφόρων, μεταφέρονται από κάθε αεροπλάνο αλλά ροπλάνα για την παρακολούθηση μετεωρολογικών μπορούν να χρησιμοποιούν και μετρήσεις ραντάρ εδά- συνθηκών, την πλοήγηση του σκάφους, τον εντοπισμό φους και πληροφορίες από κέντρα ελεγχου εναέριας άλλων αεροσκαφών και την αποφυγή συγκρούσεων με κυκλοφορίας της περιοχής της πτήσης. αυτά ή την παρακολούθηση και την αναχαίτισή τους. A i r b o r n e Collision W a r n i n g System [Εναέριο Σύ- A i r b o r n e Self Protection Jammer στημα Προειδοποίησης Επικείμενων Συγκρούσεων] [Αερομεταφερόμενο Σύστημα ΙΙλεκτρονικής ΠροσταΜηχ. Διάταξη έγκαιρης προειδοποίησης επικείμενης σίας] Ηλεκ. Σύστημα μεταφερόμενο από αεροπλάνα με σύγκρουσης αεροπλόνων. Συνήθως αποτελείται από σκοπό την παρεμπόδιση εντοπισμού τους από άλλα ένα ραντάρ που περιοδικά ελέγχει για την ύπαρξη άλ- ραντάρ μέσω της εκπομπής ηλεκτρονικού θορύβου και λων αεροπλόνων και ειδοποιεί αν βρίσκονται πλησιέ- παρεμβολών ή με τη δημιουργία ψευδοστόχων στο αστέρα μίας απόστασης ασφαλείας. ντίπαλο ραντάρ. A i r b o r n e Detector [Αεροπορικός ανιχνευτής] Τεχνολ. Airborne T r o o p s [Αεραγήματα] Γεν. Ειδικές στρατιωΗλεκτρονική συσκευή ανίχνευσης (είδος ραντάρ) που τικές ομάδες εδάφους που αποστέλλονται αεροπορικώς λειτουργεί από αέρος εγκατεστημένη σε ένα αεροσκάστον τόπο της αποστολής/επιχείρησης τους. Στην καφος, με σκοπό να εντοπίζει εχθρικούς στόχους. τηγορία αυτή περιλαμβάνονται και ειδικές ομάδες αλεAirborne E a r l y W a r n i n g [Εναέριο Σύστημα Προειξιπτωτιστών. δοποίησης Επικείμενων Επιθέσεων] Ραντάρ τοποθετη- A i r b o r n e Unit [Αεροπορική μονάδα] Γεν. Στρατιωτική μένα σε αεροπλάνα, που έχουν ως στόχο τον έλεγχο μονάδα πολέμου ειδικά εκπαιδευμένη για αιφνιδιαστιμεγαλύτερου εναέριου χώρου, την ανίχνευση και χακές επιθέσεις από αέρος. μηλά ιπτάμενων στόχων, τη μετακίνηση και ανίχνευση A i r b o r n e W a r n i n g And Control System (AWACS) της κατάλληλης περιοχής, τον εντοπισμό επικείμενης [Αεροπορικό σύστημα προειδοποίησης και ελέγχου] αεροπορικής επίθεσης και την έγκαιρη προειδοποίηση Γεν. Σύστημα ραντάρ της πολεμικής αεροπορίας προγια αυτήν. Τα πλέον σύγχρονα αερομεταφερόμενα ρα- σαρμοσμένων σε ειδικά διαμορφωμένα μεταγωγικά ντάρ χρησιμοποιούν ραντάρ διάταξης φάσης για γρή- αεροσκάφη που ελέγχει και προειδοποιεί τις επίγειες γορη ανίχνευση και παρακολούθηση πολλών στόχων. βάσεις για την παρουσία κινδύνων από εχθρικά αεροA i r b o r n e E a r l y W a r n i n g And Control [Εναέριο Σύ- σκάφη που πετούν σε χαμηλό ύψος ή εχθρικούς πυστημα Προειδοποίησης Επικείμενων Επιθέσεων και ραύλους που επιτίθενται από μεγάλο ύψος. Παρέχει Ελέγχου Κυκλοφορίας] Σύστημα έγκαιρης προειδοποί- επίσης, αντίστοιχες πληροφορίες για την λήψη των καησης εναέριας επίθεσης, χρησιμοποιώντας ραντάρ το- τάλληλων εντολών αναχαίτισης, ποθετημένα σε αεροπλάνα, αλλά και ελεγχου της κα- A i r b o r n e Waste [Εναέρια Κατάλοιπα] Μηχ. Αέρια κατεύθυνσης εναέριας κυκλοφορίας με σκοπό την ανα- τάλοιπα, προϊόντα ή υποπροϊόντα που απελευθερώνοχαίτιση στόχων ή την αποφυγή συγκρούσεων. -> νται στην ατμόσφαιρα από χημικές ή άλλες φυσικές Airborne Early Warning διαδικασίες. Για παράδειγμα, τα καυσαέρια των μηχαA i r b o r n e E a r l y W a r n i n g Station [Σταθμός Εναέριου νών εσωτερικής καύσης ή τα αέρια προϊόντα της οργα-

Airco Hoover Sweetening

-84-

νικής αποσύνθεσης, τα οποία δημιουργούν ποικίλα ατμοσφαιρικά φαινόμενα, όπως το νέφος και τον καπνό στις βιομηχανικές περιοχές και προκαλούν βλάβες στην υγεία των ανθρώπων. Airco Hoover Sweetening [Γλύκανση κατά AircoHoover] Χημ. Μηχ. Αποτελεί μέθοδο επεξεργασίας της βενζίνης, με σκοπό την απομάκρυνση των μερκαπτανών. Περιλαμβάνει εκχύλιση της βενζίνης με διάλυμα καυστικού νατρίου και στη συνέχεια οξείδωση με αέρα ή οξυγόνο, παρουσία καταλυτών. Οι μερκαπτάνες μετατρέπονται σε δισουλφίδια, ενώ παράγεται και νερό, το οποίο απομακρύνεται από τη βενζίνη καθώς αυτή περνά από χλωριούχο νάτριο. Αποτέλεσμα της απομάκρυνσης των μερκαπτανών είναι η βελτίωση της οσμής, της δράσης των αντιοξειδωτικών προσθέτων και της δυνατότητας αύξησης του αριθμού οκτανίου της βενζίνης. A i r c r a f t [Αεροσκάφοςΐ Αεροναντ. Ιπτάμενη κατασκευή ή όχημα, βαρύτερο του αέρα, που διατηρείται σε πτήση λόγω των αεροδυναμικών φορτίων που αναπτύσσονται πάνω στις επιφάνειες του ως αποτέλεσμα της ταχύτητας που του προσδίδει η προωθητική ισχύς που παράγει ο κινητήρας του. A i r c r a f t Ammunition [Αεροπορικά πυρομαχικά] Γεν. Το σύνολο όλων των τύπων πυρομαχικών, όπως πύραυλοι, ρουκέτες και βόμβες, σχεδιασμένων για εξοπλισμό στρατιωτικών αεροσκαφών. A i r c r a f t Antenna [Κεραία Αεροπλάνου] ΙΙλεκ. Κεραία εκπομπής και λήψης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ενός αεροπλάνου. Μπορεί να είναι κεραία τηλεπικοινωνιών ή και κεραία ραντάρ. A i r c r a f t Bonding [Συγκόλληση αεροσκάφους] Αερομηχ. Τελική συνένωση σε μία σταθερή μονάδα, με ηλεκτροκόλληση, όλων των συναρμολογούμενων μεταλλικών μερών που συνθέτουν ένα αεροσκάφος, περιλαμβανομένου και του κινητήρα. A i r c r a f t C a n n o n [Πυροβόλο αεροσκάφους] Γεν. Πυροβόλο κανόνι κατασκευασμένο κατάλληλα ώστε να ενσωματώνεται και αποτελεί τμήμα του οπλισμού ειδικού πολεμικού αεροπλάνου. A i r c r a f t C a r r i e r [Αεροπλανοφόρο] Νανπηγ. Πλοίο κατασκευασμένο ώστε, από το κατάστρωμά του να προσγειώνονται και να απογειώνονται αεροπλάνα και ελικόπτερα, ενώ το ίδιο διαθέτει δυνατότητες υποστήριξης των επιχειρήσεών τους και της λειτουργίας τους. Τα σημερινά αεροπλανοφόρα διαθέτουν καταπέλτη για να μπορούν να απογειώνονται από μικρούς διαδρόμους τα αεροπλάνα, είναι συνήθως πυρηνοκίνητα, υπερβαίνουν τα τριακόσια μέτρα μήκος, έχουν πλήρωμα τριών με πέντε χιλιάδων αντρών, από αυτά μπορούν να επιχειρούν έως και εξήντα αεροπλάνα όλων των τύπων, η αυτονομία τους ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες μίλια, ενώ η περιπολίες τους μπορούν να διαρκούν τουλάχιστον ένα έτος. Aircraft Compass System [Σύστημα Προσδιορισμού Θέσης και Κατεύθυνσης των Αεροπλάνων] Αεροναντ. Αυτόνομο σύστημα προσδιορισμού της θέσης και της κατεύθυνσης της κίνησης ενός αεροπ/νάνου, που στηρίζεται στη χρήση εξαιρετικά ευαίσθητων μαγνητικών ή και γυροσκοπικών πυξίδων. A i r c r a f t Control And W a r n i n g System [Σύστημα προειδοποίησης και ελεγχου αεροσκαφών] Γεν. Σύστημα, εγκατεστημένο στο έδαφος, που διαθέτει τα κατάλληλα μέσα ανίχνευσης ιπτάμενων αεροσκαφών μέσα στην ακτίνα δράσης του, όπως ραντάρ, και βασίζεται

στην συνεργασία των μέσων που στέλνουν σήματα προειδοποίησης και των κέντρων ελεγχου και αποφάσεων που τα λαμβάνουν. A i r c r a f t Decibel Rating [Αναλογία ντεσιμπέλ αεροσκάφους] Ηλεκτρον. Αριθμός, σε ντεσιμπέλ, αξιολόγησης της αντανακλαστικότητας του ραντάρ ενός αεροσκάφους σε λειτουργία. Ορίζεται ως ο λόγος της αντανακλαστικότητας του αεροσκάφους προς αυτήν ενός αεροσκάφους αναφοράς. A i r c r a f t Detection [Ανίχνευση Αεροσκαφών] Μηχ. Ανίχνευση κινούμενων αεροσκαφών με ποικίλους τρόπους, όπως για παράδειγμα από τα ακουστικά κύματα που παράγονται από την κίνησή τους ή με διόπτρες ή με υπέρυθρους ανιχνευτές ή με ραντάρ. A i r c r a f t Dispersal Area [Περιοχή διασκορπισμού αεροσκαφών] Γεν. Ευρεία σε έκταση περιοχή που χρησιμοποιείται από τις στρατιωτικές δυνάμεις αεροπορίας ως χώρος διασποράς των αεροσκαφών προς στάθμευση, ώστε ο αεροπορικός στόλος να έχει αυξημένη προστασία στο ενδεχόμενο εχθρικής επιδρομής. A i r c r a f t Early W a r n i n g Station [Σταθμός έγκαιρης προειδοποίησης αεροσκαφών] Πλοηγ. Βάση εξοπλισμένη με ισχυρό σύστημα ραντάρ για την έγκαιρη ανίχνευση της προσέγγισης εχθρικών αεροσκαφών, από μεγάλη απόσταση, πριν αυτά θέσουν στη εμβέλεια τους τις εχθρικές εγκαταστάσεις. A i r c r a f t Engine [Κινητήρας αεροσκάφους] Αερομηχ. Κινητήρας ειδικά κατασκευασμένος για τις ανάγκες πτήσης ενός αεροσκάφους. Είναι το μέσο παραγωγής προωθητικής ισχύος που επιτρέπει στο αεροσκάφος να πετά και είτε παράγει την προωθητική ισχύ μέσω των καυσαερίων εξόδου, είτε μεταφέρει την ισχύ μέσω μειωτήρα στροφών σε αεροπορικό έλικα. A i r c r a f t Fuel [Καύσιμα αεροσκάφους] Τεχνολ. Ειδικοί τύποι καυσίμων που τηρούν τις προδιαγραφές καταλληλότητας για χρήση στους αεροπορικές κινητήρες και χρησιμοποιούνται ως καύσιμα των αεροσκαφών. Aircraft G u n [Όπλο αεροσκάφους] Γεν. Όπλο οποιουδήποτε τύπου που είναι κατάλληλα σχεδιασμένο για χρήση ως μέρος του μόνιμου οπλισμού ενός στρατιωτικού αεροσκάφους. Aircraft Icing [Παγοκάλυψη αεροσκάφους] Αεροπ. Το φαινόμενο της εναπόθεσης στρώματος πάγου (που μπορεί να φτάσει και 10 εκατοστά) σε αεροσκάφος κατά τη πτήση με συνέπεια την αύξηση της μετωπικής αντίστασης και την επιβάρυνση των αεροδυναμικών χαρακτηριστικών και των πτητικών ιδιοτήτων του. Αντιμετωπίζεται ενεργά με συσκευές θέρμανσης. A i r c r a f t I m p a c t o r [Αεροπορική συσκευή πρόσκρουσης] Τεχνολ. Ειδική συσκευή, εγκατεστημένη σε αεροσκάφος, για την συλλογή και αποθήκευση αιωρούμενων σωματιδίων κατά τη διάρκεια πτήσης με σκοπό την ύστερη επίγεια μελέτη τους. A i r c r a f t Instrument Panel [Πίνακας οργάνων αεροσκάφους] Αερομηχ. Πίνακας στον οποίο είναι κατάλληλα διατεταγμένα τα όργανα του αεροσκάφους με τις οθόνες ενδείξεων τους ώστε να πληροφορούν κάθε στιγμή τον πιλότο για τις τιμές των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν την πτήση και για τα αποτελέσματα των χειρισμών του. Aircraft Instrumentation [Εξοπλισμός αεροσκάφους] Αερομηχ. Ο συνολικός εξοπλισμός των οργάνων που έχουν εγκατασταθεί σε ένα αεροσκάφος και καταγράφουν ή δεικνύουν κάθε στιγμή τις παραμέτρους της λειτουργίας του.

-85A i r c r a f t Low A p p r o a c h System [Σύστημα χαμηλής προσέγγισης αεροσκάφους] Πλοηγ. Ηλεκτρονικό σύστημα παροχής πληροφοριών και καθοδήγησης σε περιπτώσεις βύθισης του αεροσκάφους σε μικρή απόσταση από το έδαφος. A i r c r a f t Noise [Θόρυβος αεροσκάφους] Ακουστ. Ο αντιληπτός θόρυβος που εκπέμπει ένα αεροσκάφος σε λειτουργία, ο οποίος είναι συνισταμένη του θορύβου λόγω της λειτουργίας των μηχανών, των αεροδυναμικών θορύβων λόγω της ταχύτητας του αεροσκάφους καθώς και άλλων παραμέτρων. A i r c r a f t Propeller [Ελικας αεροσκάφους] Αερομηχ. Έλικας ο οποίος είναι συνδεμένος με τον άξονα ισχύος του κινητήρα ενός αεροσκάφους και στον οποίο μεταφέρεται, μέσω μειωτήρα στροφών η ισχύς περιστροφής του άξονα, την οποία μετατρέπει σε προωστική ισχύ του αεροσκάφους. A i r c r a f t Propulsion [Προώθηση Αεροσκαφών] Μηχ. Τρόποι προώθησης αεροσκαφών χωρίς τη χρήση ατμοσφαιρικών ρευμάτων, όπως στα ανεμοπλάνα. Η προώθηση επιτυγχάνεται με την εκτόξευση των καυσαερίων ενός στροβιλοκινητήρα προς τα πίσω ή την ώθηση του αέρα με προπέλες προς τα πίσω με συνέπεια την κίνησή του αεροπλάνου προς τα εμπρός. A i r c r a f t Pylon [Πυλώνας αεροσκάφους] Αερομηχ. Πυλώνας αεροδυναμικής σχεδίασης, ο οποίος αναρτάται στο κάτω μέρος των πτερυγίων του αεροσκάφους και χρησιμεύει ως βάση αποθήκευσης στην οποία αναρτώνται πύραυλοι ή άλλα αεροπορικά βλήματα, ή δεξαμενές καυσίμων. A i r c r a f t Rocket [Πύραυλος αεροσκάφους] Γεν. Πύραυλος ειδικά σχεδιασμένος για να φέρεται ως οπλισμός σε ειδικούς πυλώνες στα φτερά ενός πολεμικού αεροσκάφους και να εκτοξεύεται εν πτήση. Aircraft Testing [Δοκιμή αεροσκάφους] Αερομηχ. Πραγματική ή προσομοιωμένη πτήση του αεροσκάφους με ταυτόχρονη καταγραφή των χαρακτηριστικών λειτουργίας του για να συγκριθούν με τις αντίστοιχες προδιαγραφές σχεδίασης του. Aircraft T h e r m o m e t r y [Αεροπορική θερμομέτρηση] Μετεωρ. Καταγραφή θερμοκρασιών της ατμόσφαιρας σε διάφορα μέρη, από αεροσκάφος με ειδικό εξοπλισμό, για τις ανάγκες της Μετεωρολογίας. Aircraft Vectoring [Κατεύθυνση αεροσκάφους] Πλοηγ. II καθοδήγηση αεροσκάφους για την επιλογή διεύθυνσης πορείας από τον πύργο ελέγχου με μετάδοση κατάλληλων οδηγιών και πληροφοριών. Airdraulic [Αερουδραυλικός] Φυσ. Όρος που αναφέρεται στη συνδυασμένη χρήση πνευματικών (αερίων) και υδραυλικών συστημάτων σε μια εφαρμογή. Airfield | Πεδίο πτήσης] Αεροκ. Το τμήμα του αεροδρομίου που περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους διαδρόμους πτήσης με ειδικό επίστρωμα, πλευρικές και μετωπικές λωρίδες ασφαλείας, διαδρόμους ελιγμών καθώς και εγκαταστάσεις ραδιοεπικοινωνιών και φωτοσηματοδότησης για τη προσγείωση και απογείωση των αεροσκαφών. Airflow [Ροή Αέραΐ Μηχ. Εκφράζει το ρυθμό ροής του αέρα, μετρημένο σε μονάδες μάζας ή όγκου ανά μονάδα χρόνου. Airflow 2 [Ροή Αέρα] Ορυκτ. —> Air Current 2 Airllow Duct [Αεραγωγός] Μηχ. Πρόκειται για αγωγό ή σωλήνα μέσα από τον οποίο περνά ρεύμα αέρα, κινούμενο προς ή από κάποιο κλειστό χώρο. Airflow M e t e r [Ροόμετρο Αέρα] Μηχ. Είναι πειραμα-

Airport

τικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ροής αερίου. Το ροόμετρο μπορεί να μετρά ροή μάζας ανά μονάδα χρόνου ή ροή όγκου ανά μονάδα χρόνου. Airflow Orifice [Διάφραγμα ροής αέρα] Μηχ. Πρόκειται για άνοιγμα κατά μήκος ενός αγωγού, μέσα από το οποίο περνά ρεύμα αέρα, κινούμενο προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Airflow Pipe [Σωλήνας ροής αέρα] Μηχ. Είναι σωλήνας που συνδέει δύο περιοχές, μέσα από τον οποίο μεταφέρεται ρεύμα αέρα. Airflow Stack Effect [Επίδραση στήλης ροής αέρα] Μηχ. Περιγράφει το φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ρέει αέρας σε κατακόρυφο αγωγό, παρουσιάζεται μεταβολή της πίεσης με το ύψος, οφειλόμενη στη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του αέρα που ρέει στο εσωτερικό του αγωγού και του περιβάλλοντος εξωτερικά του αγωγού. Airfoil [Αεροτομή] Φυσ. Σώμα κατάλληλου σχήματος ώστε, καθώς κινείται στον αέρα, η ανυψωτική δύναμη που ασκείται πάνω του (άντωση) να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνησή του (οπισθέλκουσα). Τα πτερύγια αεροσκαφών και ελικοπτέρων έχουν το σχήμα μίας αεροτομής. Οι βασικές σχεδιαστικές αρχές μίας καλής αεροτομής είναι η μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα κίνησης του αέρα στην πάνω επιφάνειά της από την κάτω, ώστε να προκαλείται ισχυρή ανυψωτική δύναμη, αλλά χωρίς να συμβαίνει αποκόλληση του επιφανειακού στρώματος από την πτέρυγα, κάτι που θα οδηγούσε σε τυρβώδη κίνηση του αέρα και αύξηση της οπισθέλκουσας. Για την αποφυγή αποκόλλησης του επιφανειακού στρώματος πρέπει και η τραχύτητα των επιφανειών μιας αεροτομής να είναι πολύ μικρή, καθώς και τα σημεία μείωσης της πίεσης να έχουν μεγάλη ακτίνα καμπυλότητας. Airfoil Profile [Προφίλ πτερυγίου] Αερομηχ. Η κλειστή καμπύλη που απεικονίζει την πλάγια κατατομή ενός αεροπορικού πτερυγίου (αεροτομής). Airfoil Section [Προφίλ πτερυγίου]-» Airfoil Profile. Airfoil Shape [Προφίλ πτερυγίου]. -> Airfoil Profile Airfoil Vane F a n [Ανεμιστήρας ερφοιλ-βειν] Μεταλλ. Μηχ. Τύπος κεντρόφυγου ανεμιστήρα μεγάλης φόρτισης καθώς τα πτερύγια της πτερωτής του έχουν σχεδιαστεί με κατεύθυνση αντίθετη προς αυτή της περιστροφής του ανεμιστήρα, και ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως σε" ορυχεία για εξαερισμό . A i r f r a m e [Πλαίσιο αεροσκάφους] Αερομηχ. Το δομικό πλαίσιο ενός αεροσκάφους, πάνω στο οποίο συνδέονται τα υπόλοιπα στατικά ή κινητά μέρη του. Είναι σχεδιασμένο για να έχει την κατάλληλη αεροδυναμική συμπεριφορά και αντοχή σε τασικά φορτία, ανάλογη με τις προδιαγραφές χρήσης του. Airhole [Ανοιγμα αερισμού] Μεταλλ. Μηχ. Δημιουργία, με κατάλληλη εκσκαφή, ενός φυσικού αεραγωγού σε υπόγεια ορυχεία, μέχρι την επιφάνεια του εδάφους, για τις ανάγκες αερισμού τους. Airplane [Αεροσκάφος] Φυσ. Όχημα κατάλληλου σχήματος ώστε, κατά την κίνησή του να δημιουργείται ανυψωτική δύναμη ικανή να διατηρήσει το σώμα σε ισορροπία στον αέρα. Η βασική αρχή σχεδίασής του είναι η δημιουργία υποπίεσης στην άνω επιφάνεια των πτερύγων του λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας κίνησης του αέρα. Το αεροσκάφος χρησιμοποιείται κυρίως για τη γρήγορη μεταφορά φορτίων από τόπο σε τόπο. Airport [Αεροδρόμιο] Πολ.. Μηχ. Χώρος κατάλληλος

Airport Engineering

- 86 -

για την προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών. Ανάλογα με το είδος του αεροδρομίου, μπορεί να διαθέτει χώρους στάθμευσης αεροσκαφών και υπόστεγα συντήρησης, χώρους αποθήκευσης φορτίων, καθώς και σταθμό συγκέντρωσης και εξυπηρέτησης επιβατών. A i r p o r t Engineering [Μηχανική αεροδρομίου] Μηχ. Ο κλάδος της μηχανικής για το σχεδιασμό και τη κατασκευή ενός αερολιμένα με τη διαμόρφωση του κυρίως τμήματος του αεροδρομίου με το πεδίο πτήσης, των χώρων στάθμευσης, του συγκροτήματος αερομεταφοράς εμπορευμάτων, των κτιρίων ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας κ.λ.π. Airport Light Beacon [Φάρος αεροδρομίου] Πλοηγ. Πηγή αναλαμπής φωτός, ορατής από απόσταση, που συναντάται σε αεροδρόμια και λειτουργεί ως δείκτης της τοποθεσίας του αεροδρομίου. Airport S u r f a c e Detection E q u i p m e n t [Εξοπλισμός ανίχνευσης εδάφους του αεροδρομίου] Πλ^οηγ. Σύστημα ραντάρ που ελέγχει την επιφάνεια του αεροδρομίου και όλα τα αεροσκάφη και οχήματα που κινούνται σε αυτή, για λόγους ασφαλείας αλλά και διευθέτησης της κυκλοφορίας από τους υπαλλήλους του πύργου ελέγχου. Airport T r a f f i c [Κυκλοφορία αεροδρομίου] Πλ,οηγ. Κίνηση αεροπλάνων κοντά στο αεροδρόμιο, στους αεροδιάδρομους προσγείωσης και απογείωσης και στους χώρους στάθμευσης, που ελέγχεται και κατευθύνεται από τον πύργο ελεγχου. Airport T r a f f i c Control T o w e r (ATCT) [Πύργος ελέγχου κυκλοφορίας αεροδρομίου] Πλ,οηγ. Υπερυψωμένη κατασκευή αεροδρομίου με τον κατάλληλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και ανάλογο προσωπικό, που ελέγχει και κατευθύνει την κυκλοφορία αεροσκαφών στο αεροδρόμιο, καθώς και των οχημάτων υποστήριξης των αεροσκαφών. Airship [Λερόπλοιο] Αεροναντ. Ιπτάμενο όχημα που αποτελείται από ένα περικάλυμμα (μπαλόνι) γεμάτο αέριο ελαφρότερο του αέρα, το οποίο εξασφαλίζει την ανύψωση του αερόπλοιου λόγω της άνωσης, και διαθέτει πηδάλια ευστάθειας και κατεύθυνσης καθώς και μικρό ελικοφόρο κινητήρα που εξασφαλίζει την οριζόντια προώθηση του σε ειδικές συνθήκες. Ανάλογα με το είδος του περικαλύμματος διακρίνεται σε τρεις τύπους: στερεό, ημιστερεό εύκαμπτο. Airspace Reservation [Δεσμευμένη Περιοχή Εναέριου Χώρου) Αεροναντ. Περιοχή του εναέριου χώρου η οποία έχει δεσμευτεί από τις αρχές της χώρας και απαγορεύεται η χρήση της από την αεροπλοΐα. Airspace W a r n i n g Area [Εναέριος Χώρος Περιορισμένης Επιτήρησης] Αεροναντ. Εναέριος χώρος χωρίς συγκεκριμένο νομικό καθεστώς, η ευθύνη και η επιτήρηση του οποίου δεν ανήκει σε κάποια χώρα ή αρχή, με συνέπεια οι πτήσεις σε αυτόν να έχουν περιορισμένη ασφάλεια. Airspced [Ταχύτητα Σώματος ως προς τον Αέρα] Φνσ. Πρόκειται για την ταχύτητα που έχει ένα ιπτάμενο σώμα ως προς τον αέρα. Στην περίπτωση αέριων ρευμάτων, για να υπολογιστεί η ταχύτητα του σώματος ως προς το έδαφος, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη και η ταχύτητα του αέρα. Airspeed Indicator [Δείκτης Ταχύτητας Αεροπλάνου] Φνσ. Όργανο στο οποίο αναγράφεται η ταχύτητα ενός αεροπλάνου ως προς τον αέρα μέσα στον οποίο κινείται.. Airstart [Εναέρια'επανεκκίνηση] Αερομηχ. II διενέρ-

γεια επανέναρξης λειτουργίας του κινητήρα αεροσκάφους εν πτήση, μετά απύ ανάφλεξη ή παρουσίαση άλλου προβλήματος αυτού. Airtight [Αεροστεγής] Μηχ. Αναφέρεται στην κατάστάση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η δίοδος του αέρα. Airwave 1 [Κύματα Αέρος] Μετεωρ. Μεταβολή της ταχύτητας αερίων ρευμάτων στα υψηλά ατμοσφαιρικά στρώματα, σε σχέση με τη μέση ταχύτητα του επικρατούντων δυτικών αληγών ανέμων, Airwave 2 [Κύματα Αέρος] Ηλεκ Πρόκειται για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, με συχνότητα της τάξης των 0.1 MHz έως 102ΜΗζ, τα οποία διαδίδονται στην ατμόσφαίρα και χρησιμοποιούνται για την ασύρματη μετάδοση πληροφοριών και τη λειτουργία της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Airway [Αεροδιάδρομος] Αρχιτεκτ. Πέρασμα για τη διέλευση ρεύματος αέρα προς κάποιο χώρο π.χ. προς ένα ορυχείο, ως μέρος της κατασκευής μιας σκεπής κ.λ.π. Airway Beacon [Φανός αεροπορικής γραμμής] Πλοηγ. Φανός που τοποθετείται σε συστοιχίες για να φωτίζει και οριοθετεί τις νυχτερινές ώρες τους διαδρόμους ενός αεροδρομίου. Airy Differential Equation [Διαφορική εξίσωση Airy] Μαθημ. Περίπτωση της γενικής μορφής διαφορικών εξισώσεων y"+p(x)y'+q(x)=g(x), των οποίων η επίλυση επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη δυναμοσειρών, είναι η διαφορική εξίσωση Airy: y"-xy=0 με p(x) =0 και q(x)=-x. Οποιοδήποτε σημείο χ στο R είναι ομαλό σημείο της διαφορικής εξίσωσης Airy, Airy Disk [Δίσκος του Airy] Οκτ. Είδωλο σημειακής πηγής που δημιουργείται από σύστημα οπτικών φακών. Λόγω των διαφορετικών οπτικών δρόμων των ακτίνων που προέρχονται από τη σημειακή πηγή και διέρχονται από τους φακούς ή τα κάτοπτρα, το είδωλο της σημειακής πηγής έχει τη μορφή φωτεινού κυκλικού δίσκου που διακόπτεται από μία σκοτεινή κυκλική περιοχή. Airy Function [Συνάρτηση Airy] Μαθημ. II διαφορική εξίσωση Airy έχει ως λύσεις δύο συναρτήσεις. Οι συναρτήσεις της Airy είναι υπό τη μορφή δυναμοσειράς και αποτελούν γραμμικά ανεξάρτητες λύσεις, Aitken's F o r m u l a [Τύπος Aitken] Αστρ. Το όριο αποχωρισμού των συστημάτων διπλών άστρων βρίσκεται με βάση τον μαθηματικό τύπο του Αϊτκεν: logp"+2.5+0.2m. To m είναι το μέγεθος του αστέρα ενώ το ρ " είναι το ζητούμενο όριο. Ajmalinc [Αζμαλίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C2oH26N202. Είναι κίτρινη, κρυσταλλική, αλκαλοειδής ουσία, με μοριακό βάρος 362,44 και σημείο ζέσεως 158-160°C, διαλυτή σε αιθανόλη, χλωροφόρμιο και διαιθυλαιθέρα. Είναι οπτικά ενεργή ένωση και το μόριο της περιέχει ενεργό υδρογόνο και μεθυλιμινοομάδα. Λαμβάνεται από τους θάμνους του γένους Rauwolfia. Aktological [Ακτολογικός] Γεωλογ. Αναφέρεται είτε σε περιοχές ή καθιζήματα, τα οποία βρίσκονται κοντά σε ακτές σε ρηχά νερά, είτε σε οργανισμούς φυτικούς ή ζωικούς, οι οποίοι διαβιώνουν σε τέτοιες περιοχές, είτε σε φαινόμενα ή συνθήκες, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε τέτοιες περιοχές. ΑΙ [Αργίλιο] Φνσ. Σύμβολο του φυσικού στοιχείου του αλουμινίου. Aluminum Alanine [Αλανίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 C(NH 2 )COOH. Ονομάζεται 2-αμινο-προπανοϊκό

-87οξύ και συμβολίζεται ως Ala ή Α. Πρόκειται για ουδέτερο αμινοξύ, με ισοηλεκτρικό σημείο 6 και αποτελεί κοινό συστατικό των πρωτεϊνών. Είναι άσπρη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 88,09, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Δεν είναι από τα απαραίτητα αμινοξέα για τους ζωικούς οργανισμούς, δηλαδή δε συντίθεται μέσα στον οργανισμό, άρα η πρόσληψή του γίνεται απαραίτητα με την τροφή. Alanyl [Αλανυλ-] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τη ρίζα CH 3 CH 2 NHCO-, η οποία μπορεί να προκύψει από διπεπτίδιο του τύπου R-CONH-CH2CH3. Alarm Gage (Προειδοποιητικό όργανο μέτρησης] Μηχ. Χρησιμοποιείται σε λέβητες για τον έλεγχο της πίεσης του ατμού ή της στάθμης του νερού. Alarm Signal [Σήμα Συναγερμού] Ηλεκ. Πρόκειται για καθορισμένης μορφής σήμα που εκπέμπεται από ασυρμάτους ή ραδιοτηλέγραφους πριν από τη μετάδοση πληροφοριών σχετικών με μια επικείμενη κατάσταση κινδύνου. Χρησιμοποιείται για να ενεργοποιήσει συσκευές ένδειξης εκτάκτων καταστάσεων, όπως σειρήνες κ.λ.π. Alarm System [Σύστημα συναγερμού] Μηχ. Αναφέρεται σε σύστημα το οποίο ενεργοποιεί μια συσκευή προειδοποίησης, όταν έχει επέλθει μια κατάσταση μη επιθυμητή ή επικίνδυνη. Alarm Valve [Βάνα συναγερμού] Μηχ. Πρόκειται για μια συσκευή με τη βοήθεια της οποίας ενεργοποιείται συναγερμός όταν ανιχνεύεται ροή νερού σε αυτόματο σύστημα καταιονισμού. Alaska C u r r e n t [Ρεύμα της Αλάσκας] Ωκεαν. Θαλάσσιο ρεύμα με βορειοδυτική κατεύθυνση, που ρέει στην περιοχή μεταξύ της Αλάσκας και των ανατολικών Καναδικών ακτών. Albedo 1 [Ανακλαστική Ικανότητα] Οπτ. Αναφέρεται κυρίως σε πλανήτες ή και άλλα ουράνια σώματα. Ισούται με το ποσοστό της προσπίπτουσας ακτινοβολίας σε ένα σώμα, η οποία ανακλάται προς το γύρω χώρο. Albedo 2 [Ανακλαστική Ικανότητα] Πυρ. Φυσ. Το ποσοστό ανάκλασης μίας ακτινοβολίας που προσπίπτει στην επιφάνεια ενός υλικού. Συνήθως χρησιμοποιείται για την ανάκλαση νετρονίων προς όλες τις διευθύνσεις από ένα υλικό. Albedo Particles [Σωματίδια Ανακλαστικής Δραστηριότητας] Γ?.ωφυσ. Πρόκειται για σωματίδια, όπως ηλεκτρόνια, πρωτόνια ή νετρόνια, που παράγονται από την πρόσπτωση ακτινοβολίας υψηλής ενέργειας στην επιφάνεια της Γης και εκπέμπονται προς το διάστημα. Albedometer [Μετρητής Ανακλαστικής Ικανότητας] Μηχ. Όργανο μέτρησης της ανακλώμενης ακτινοβολίας από την επιφάνεια ενός σώματος. Συνήθως μετρά την ισχύ της ανακλώμενης ακτινοβολίας σε μια περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Alberger Process [Διεργασία Alberger] Χημ. Μηχ. Αποτελεί διαδικασία παραγωγής άλατος από την άλμη των αλυκών. Η άλμη θερμαίνεται υπό υψηλή πίεση και διοχετεύεται σε στρώμα χαλικιών, τα οποία συγκρατούν το θειικό ασβέστιο. Καθώς μειώνεται η πίεση, το άλας κρυσταλλώνεται και με τον τρόπο αυτό διαχωρίζεται από την άλμη. Albian [Αλβιο] Γεωλ. Η γεωλογική περίοδος, η οποία καλύπτει το ανώτατο στρώμα της Κατώτερης Κρητιδικής περιόδου. Σε αυτήν την περίοδο παρουσιάζεται μια ουσιώδης μεταβολή στον φυτικό κόσμο και εμφανίζονται απότομα τα αγγειόσπερμα, ενώ η πανίδα χαρακτηρίζεται από παράκτια θαλάσσια ζωή, όπως π.χ. σπόγ-

Alcoholate

γοι. Τα πετρώματα αυτής της περιόδου αποτελούνται από αμμωνίτες, ψαμμίτες και ασβεστόλιθους. Είναι γνωστή και ως Τώλδιο. Alcator [Αντιδραστήρας Alcator] Πυρ. Φυσ. Τύπος αντιδραστήρα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία πλάσματος και τη μελέτη αντιδράσεων πυρηνικής σύντηξης. Όσο αφορά στη μορφή του, είναι ένας αντιδραστήρας τύπου Tokamak, δηλαδή έχει το σχήμα ενός πηνίου που ο άξονάς του έχει καμπυλωθεί και σχηματίζει έναν κύκλο ώστε το πλάσμα να κινείται εγκλωβισμένο στο εσωτερικό του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του αντιδραστήρα είναι το υψηλό μαγνητικό πεδίο που επικρατεί στο εσωτερικό του, μεγαλύτερο των 8 Tesla, με συνέπεια να μπορεί να χρησιμοποιεί πλάσμα μεγάλης πυκνότητας. Alchemy [Αλχημεία] Χημ. Πρόκειται για θεωρητικό χημικό σύστημα, που έχει ως κύριο στόχο τη μεταστοιχείωση βασικών μετάλλων σε χρυσό. Σύμφωνα με τους αλχημιστές, η ίδια η ύλη είναι χωρίς σημασία, αλλά οι ιδιότητες της είναι ουσιώδεις. Έτσι, τα μέταλλα μπορούν να αλλάξουν τις ιδιότητες τους και να αποκτήσουν τις ιδιότητες του χρυσού, που είναι τέλειο μέταλλο, δεν καίγεται ούτε οξειδώνεται. Οι αλχημιστές ανέπτυξαν και εφάρμοσαν κάποιες τεχνικές όπως η απόσταξη, η εξάχνωση και η κρυστάλλωση. Alcohol [Αλκοόλη] Οργ. Χημ Αναφέρεται σε τάξη των οργανικών ενώσεων, στις οποίες ένα άτομο υδρογόνου του υδρογονάνθρακα έχει αντικατασταθεί με υδροξύλιο. Ο γενικός τύπος είναι ROH, όπου R είναι οποιαδήποτε αλειφατική ρίζα. Παρασκευάζονται από αλκένια με επίδραση νερού σε όξινο περιβάλλον, με αναγωγή καρβονυλικών ενώσεων, με υδρόλυση εστέρων, με επίδραση νιτρικού οξέος σε πρωτοταγείς αμίνες. με υδρόλυση αλκυλοβορανίων, καθώς και από πετροχημικά προϊόντα. Τα κατώτερα μέλη της τάξης των αλκοολών είναι άχρωμα υγρά, ενώ τα ανώτερα είναι στερεά. Έχουν πολύ υψηλό σημείο ζέσεως σε σχέση με τη δομή τους, λόγω της σύζευξης των μορίων με δεσμούς υδρογόνου. Γενικά, είναι υδατοδιαλυτές αλλά αποτελούν και καλούς διαλύτες. Οι αλκοόλες διακρίνονται σε πρωτοταγείς, RCH 2 OH, δευτεροταγείς, RjRjCHOH

και τριτοταγείς R1R2R3OH, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων υδρογόνου που συνδέονται στον άνθρακα στον οποίο είναι συνδεδεμένο και το υδροξύλιο. Οι διαφορετικοί αυτοί τύποι δίνουν διαφορετικές χημικές αντιδράσεις. Για παράδειγμα, με διχρωμικό νάτριο σε θειικό οξύ, οι πρωτοταγείς δίνουν αλδευδες και στη συνέχεια καρβοξυλικά οξέα, οι δευτεροταγείς δίνουν κετόνες, ενώ οι τριτοταγείς αλκοόλες δεν αντιδρούν. Σημαντική αντίδραση των αλκοολών είναι η παραγωγή εστέρων με επίδραση οξέος, η εστεροποίηση. Alcohol Fuel (Καύσιμο που περιέχει αλκοόλη] Επιστ. Υλικ. Πρόκειται για καύσιμο κίνησης, το οποίο είναι μίγμα βενζίνης με 5-25% άνυδρη αιθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Η προσθήκη αλκοόλης αυξάνει τον αριθμό οκτανίου της βενζίνης. Alcohol T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο αλκοόλης] Τεχνολ. Τύπος θερμομέτρου που λειτουργεί με οινόπνευμα που διαστέλλεται σε γυάλινο σωλήνα για την μέτρηση θερμοκρασιών. Alcoholate [Αλκοολικό ΑλαςΙ Οργ. Χημ. Αναφέρεται στο προϊόν της αντίδρασης μιας αλκοόλης με ένα αλκαλιμέταλλο. Ονομάζεται και αλκοξείδιο. Τα αλκοξείδια είναι ισχυρές βάσεις και χρησιμοποιούνται συχνά αντί του καυστικού νατρίου ή καλίου. Με επίδραση

Alcoholysis

-88-

νερού υδρολύονται στιγμιαία και ξαναδίνουν αλκοόλες. Χρησιμοποιούνται συχνά στη συνθετική οργανική χημεία, σε αντιδράσεις μεταφοράς της αλκοξυ-ομάδας (-OR). Alcoholysis [Αλκοόλυση] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε αντιδράσεις κατά τις οποίες η επίδραση μιας αλκοόλης σε μια οργανική χημική ένωση, προκαλεί θραύση κάποιου από τους δεσμούς της ανθρακικής αλυσίδας. Παράδειγμα είναι η επίδραση αλκοόλης σε ανυδρίτη οργανικού οξέος οπότε παράγεται εστέρας και οξύ: (CH 3 C0) 2 0 + CHjOH CH3COOCH3 + CH3COOH. Alcor [Αλκορ] Αστρ. Το ένα από τα δύο άστρα που βρίσκονται στη δεύτερη από το τέλος θέση στο χερούλι της "κατσαρόλας" της Μεγάλης Αρκτου. Δεν πρόκειται για διπλό σύστημα άστρων παρά για δύο ουράνια σώματα που βρέθηκαν τόσο κοντά ώστε να βρίσκονται στην ίδια οπτική ευθεία από τη Γη. Alcove [Εσοχή] Γεωλ. Κοιλότητα στη μετωπική επιφάνεια ενός γεωλογικού στρώματος που σχηματίστηκε λόγω της δράσης ενός υδάτινου ρεύματος. Aldebaran (Αλδεβαράν] Αστρ. Κόκκινος γίγαντας που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου και είναι αλλιώς γνωστός ως το α του Ταύρου. Απέχει από τον Ήλιο 21 παρσέκ και έχει φαινόμενο αστρικό μέγεθος της τάξης του 0.8. Η φωτεινότητα του Αλδεβαράν σε σχέση με τη φωτεινότητα του Ήλιου είναι 150 φορές μεγαλύτερη. Aldehyde [Αλδεΰδη] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στα μέλη της τάξης των οργανικών ενώσεων, οι οποίες περιέχουν τη ρίζα του καρβονυλίου, CO", ενωμένη με άτομο υδρογόνου και ρίζα αλκυλίου. Ο γενικός τύπος είναι RCHO. Παρασκευάζονται με οξείδωση πρωτοταγών αλκοολών, με οζονόλυση αλκενίων, με ενυδάτωση αλκινίων, με αναγωγή χλωριδίων οξέων ή νιτριλίων. Είναι αναγωγικά μεσα. Σχηματίζουν ενώσεις προσθήκης με υδροκυάνιο προς κυανυδρίνες και με αλκοόλες, νερό ή μερκαπτάνες προς ακετάλες. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση με όξινο θειώδες νάτριο, από την οποία παράγονται υδροξυ-σουλφονικά άλατα. Δίνουν ακόμη αντιδράσεις συμπύκνωσης με αζωτούχες ενώσεις προς όξινες, υδραζόνες και σε μικαρβαζόνες, καθώς και αντιδράσεις πολυμερισμού. Aldehyde Acids [Αλδεϋδο-οξέαΐ Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα παράγωγα της μερικής οξείδωσης διολών, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους καρβοξύλιο και αλδεϋδο-ομάδα. Aldehyde Ammonia [Αλδεϋδο-αμμωνία] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στην ένωση με χημικό τύπο CH 3 CHOHNH 2 , η οποία ονομάζεται 1 -αμινο-αιθανόλη ή ακεταλδεϋδο-αμμωνία. Πρόκειται για άσπρη κρυσταλλική ουσία, με μοριακό βάρος 61,08, σημείο τήξεως 97°C, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση και ως επιταχυντής βουλκανισμού. Aldehyde Polymer [Πολυμερή Αλδεϋδών] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα προϊόντα πολυμερισμού αλδεϋδών, όπως είναι^η φορμαλδεΰδη, η ακεταλδευδη και η ακρολεΐνη. Aldehyde Resins [Ρητίνες Αλδευδης] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα προϊόντα πολυμερισμού συμπύκνωσης των αλδεϋδών, τα οποία προκύπτουν από την κατεργασία με καυστικό νάτριο. Aldimines [Αλδιμίνες] Οργ. Χημ. Είναι οι ενώσεις που προκύπτουν από συμπύκνωση φαινόλης με υδροκυάνιο, παρουσία καταλύτη αερίου υδροχλωρίου.

Aldohexose [Αλδοεξόζη] Οργ. Χημ. Είναι μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα και αλδεϋδική ομάδα. Ο γενικός τύπος είναι HO-CH 2 -(CHOH) 4 -CHO. Οι περισσότερες ενώσεις αυτού του τύπου περιέχουν ένα τουλάχιστον ασύμμετρο άτομο άνθρακα και εμφανίζουν οπτική ισομέρεια. Λόγω ενδομοριακών αντιδράσεων μεταξύ καρβονυλικής και υδροξυλικής ομάδας, οι αλδοεξόζες θεωρείται ότι έχουν τη μορφή εξαμελούς τετραϋδροπυρανικού δακτυλίου, δηλαδή τη μορφή της πυρανόζης. Παράδειγμα αλδοεξόζης αποτελεί η γλυκόζη, που είναι ο σπουδαιότερος μονοσακχαρίτης για την τροφή και το μεταβολισμό. Aldol [Αλδόλη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 CH(OH)CH 2 CHO. Ονομάζεται και 3-υδροξυβουτανάλη και αποτελεί προϊόν συμπύκνωσης της ακεταλδεΰδης. Είναι άχρωμο παχύρρευστο υγρό, με μοριακό βάρος 88,11 και σημείο ζέσεως 83"C, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή ελαστικών και επιταχυντών βουλκανισμού. Aldol Condensation [Λλδολική Συμπύκνωση] Οργ. Χημ. Είναι η αντίδραση συμπύκνωσης δύο μορίων καρβονυλικής ένωσης, όταν η ένωση περιέχει άτομο υδρογόνου σε α-άτομο άνθρακα ως προς το καρβονύλιο. Η αντίδραση γίνεται με επίδραση διαλύματος καυστικού αλκαλίου, οπότε αρχικά σχηματίζεται καρβανιόν του ενός μορίου το οποίο στη συνέχεια αντιδρά με τον καρβονυλικό άνθρακα του δεύτερου μορίου της ένωσης και τελικά προκύπτει αλδόλη, δηλαδή υδροξυκαρβονυλική ένωση. Ο γενικός τύπος της αντίδρασης είναι 2RCH2CHO—> RCH 2 CH(OH)CHRCHO. Όταν η αντίδραση γίνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες, οι αλδόλες μπορούν να απομονωθούν εύκολα. Η χρήση όμως πυκνών διαλυμάτων καυστικών αλκαλίων και υψηλών θερμοκρασιών, οδηγεί απ' ευθείας σε ακόρεστα προϊόντα, τα οποία στη συνέχεια μπορούν να υποστούν συμπύκνωση. Aldol Reaction [Λλδολική Αντίδραση] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το σχηματισμό υδροξυ-καρβονυλικής ένωσης, με συμπύκνωση αλδεΰδης ή κετόνης, παρουσία καταλύτη. —» Aldol Condensation Aldose [Αλδόζη] Οργ. Χημ. Δηλώνει την τάξη των μονοσακχαριτών που είναι αλδεΰδες με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και περιέχουν υδροξυλικές ομάδες σε όλα ή σχεδόν σε όλα τα άλλα άτομα άνθρακα. Παραδείγματα αλδοζών είναι η γλυκόζη, σημαντική για την τροφή και το μεταβολισμό και η ριβόζη που αποτελεί συστατικό συνενζύμων και νουκλεϊνικών οξέων. Aldoximes [Αλδοξίμες] Οργ. Χημ. Είναι τα υδροξυιμινο-αλκάνια, που έχουν γενικό τύπο RCH=NOH. Πρόκειται για οργανικές ενώσεις στις οποίες το οξυγόνο της αλδεϋδικής ομάδας έχει αντικατασταθεί από τη ρίζα =ΝΟΗ. Οι αλδοξίμες παράγονται κατά την αντίδραση αλδευδης με υδροξυλαμίνη (Η 2 ΝΟΗ). Χρησιμοποιούνται στην οργανική σύνθεση για την απομόνωση, τον καθαρισμό και την ταυτοποίηση των καρβονυλικών ενώσεων. Aldrin [Αλντρίν] Οργ. Χημ. Είναι το εμπορικό όνομα της ένωσης με χημικό τύπο C|2H8C16. Πρόκειται για χλωρό-παράγωγο του ναφθαλενίου, με μοριακό βάρος 364,91 και σημείο τήξεως 104°C. Είναι άσπρη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως μικροβιοκτόνο ή εντομοκτόνο, στην παραγωγή πλαστικών, καλωδίων και στη γεωργία.

-89Aleph Null [Αλεφ] Μαθημ. 0 πληΟάριϋμος του συνόλου των φυσικών αριθμών, ο οποίος είναι ο μικρότερος άπειρος πληθάριθμος. Κατ' αντιστοιχία είναι ο πληθάριθμος όλων των άπειρων συνόλων, τα οποία αντιστοιχίζονται ένα προς ένα με το σύνολο των φυσικών. Alert [Συναγερμός] Γεν. Κατάσταση στρατιωτικής ετοιμότητας που μπορεί να οδηγήσει σε εκδήλωση επιθετικής ενέργειας ή απόκρουση εχθρικής επίθεσης. Alerting Signal [Σήμα Αφύπνισης] Επικοιν. Χαρακτηριστικό σήμα εκπεμπόμενο από μία συσκευή σε μία άλλη, π.χ. ενός υπολογιστή σε έναν άλλο μέσω μίας γραμμής επικοινωνίας, το οποίο προειδοποιεί τη συσκευή-δέκτη για την επικείμενη εκπομπή μηνύματος προς αυτήν. Aleutian C u r r e n t [Αλεούτιο ρεύμα] Γεν. Ρεύμα με νοτιοδυτική κατεύθυνση που σχηματίζεται στις Αλεούτιες νήσους κοντά στη χερσόνησο της Αλάσκας, στη Βερρίγγειο θάλασσα. Alexandrian [Αλεξανδριανό] Γεωλ. Η γεωλογική περίοδος, η οποία περιλαμβάνει το τελευταίο στρώμα της Σιλούριας περιόδου, πριν από 443 εκατομμύρια χρόνια. Το είδος της χλωρίδας και της πανίδας που επικρατεί είναι θαλάσσιο και περιλαμβάνει κάποια φύκη και πλακόδερμους ιχθύες. Τα πετρώματα, τα οποία απαντώνται σε αυτήν την περίοδο είναι κυρίως δολομίτες, ασβεστόλιθοι και αργιλικοί σχιστόλιθοι. Alexandrite [Αλεξανδρίτης] Γεωλ. Σπάνιος πολύτιμος λίθος (από οξείδιο του βηρυλλίου και οξείδιο του αργιλίου) που συναντάται κυρίως στα Ουράλια Ορη, ποικιλία του χρυσοβηρύλου.Παρουσιάζεται ιώδης στο φυσικό φως και με ερυθρές αποχρώσεις στο τεχνητό. Κρυσταλλώνεται στο ρομβοειδές σύστημα και έχει σκληρότητα περίπου 8,5 στην κλίμακα Μος. Ήταν ο εθνικός λίθος της παλαιάς Ρωσίας. Algebra [Αλγεβρα] Μαθημ. 1. Κλάδος των μαθηματικών ο οποίος ασχολείται με τη γενική επίλυση προβλημάτων και την ομαδοποίηση των ιδιοτήτων που συναντώνται. Οι συμβολικές παραστάσεις που αντιπροσωπεύουν τις σχέσεις των μεταβλητών είναι το βασικό εργαλείο της άλγεβρας. 2. Αλγεβρα ονομάζεται κάθε γραμμικός χώρος k πάνω σε ένα σώμα F εφοδιασμένος με την πράξη του πολλαπλασιασμού, για τον οποίο ισχύει: a(b+c) = ab+ac, (b+c)a = ba+ca, (ab)c = a (be) και k(ab) = (ka)b = a(kb) για κάθε a, b, c που ανήκουν στο k και k που ανήκει στο F. Algebra Of Subsets [Αλγεβρα υποσυνόλων] Μαθημ. Για κάθε σύνολο Α ορίζεται η άλγεβρα υποσυνόλων του ως το σύνολο που περιέχει κάθε διασύνολο που μπορεί να σχηματιστεί με τα στοιχεία του Α, το κενό σύνολο και το συμπλήρωμα κάθε στοιχείου του Α όπως ορίζεται μέσα στο Α. Algebra With Identity [Αλγεβρα με μοναδιαίο στοιχείο] Μαθημ. Για να χαρακτηριστεί ένα σύνολο ως άλγεβρα είναι απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη ενός στοιχείου, συμβολικά 1, το οποίο πολλαπλασιαζόμενο από δεξιά και από αριστερά να αφήνει το στοιχείο αναλλοίωτο, δηλαδή χ· 1 = 1 χ=χ. Algebraic Addition [Αλγεβρική πρόσθεση] Μαθημ. Η πράξη της πρόσθεσης για την οποία ισχύει a-b = a+(-b) όπου a και b είναι θετικοί αριθμοί. Algebraic Closure Of A Field [Αλγεβρική θήκη σώματος] Μαθημ. Η αλγεβρική θήκη Κ ενός σώματος Μ είναι μια αλγεβρικά κλειστή επέκταση του Μ, δηλαδή το σώμα Κ δεν μπορεί να επεκταθεί αλγεβρικά σε με-

Algebraic O b j e c t

γαλύτερο σώμα. Algebraic Curve [Αλγεβρική καμπύληΐ Μαθημ. Κάθε καμπύλη σχεδιασμένη πάνω σε επίπεδο της οποίας οι συντεταγμένες δίνονται, στο καρτεσιανό σύστημα, από μια αλγεβρική εξίσωση. Παράδειγμα αλγεβρικής καμπύλης είναι οι κωνικές τομές. Algebraic Equation [Αλγεβρική εξίσωση] Μαθημ. Κάθε εξίσωση της μορφής a n x n +a n _ix nl + . . . + a,x+ao=0, η οποία προκύπτει από τον μετασχηματισμό της ισότητας δύο αλγεβρικών τύπων. Algebraic Expression [Αλγεβρική έκφραση] Μαθημ. Μαθηματική έκφραση στη συμβολική γλώσσα της άλγεβρας η οποία περιέχει πρόσθεση, πολλαπλασιασμό, ύψωση σε ρητή δύναμη και τις αντίστροφες πράξεις, δηλαδή αφαίρεση, διαίρεση και ρίζα σε πεπερασμένο αριθμό βημάτων. Algebraic Function [Αλγεβρική συνάρτηση] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση η οποία ικανοποιεί τον μετασχηματισμό μιας ισότητας δύο αλγεβρικών τύπων στη μορφή: avxv+av-ixv"l+ · · · +ajx+ao=0. Algebraic Geometry | Αλγεβρική γεωμετρία] Μαθημ. Ο κλάδος της γεωμετρίας που μελετά τα σύνολα των σημείων που προκύπτουν από κάθε σύστημα αλγεβρικών εξισώσεων κ πλήθους και λ μεταβλητών όπου κ, λ=1,..., ν με το ν να ανήκει στους φυσικούς. Algebraic Integer [Αλγεβρικός ακέραιος] Μαθημ. Κάθε αριθμός ο οποίος ικανοποιεί το μονικό πολυώνυμο xv+av.|xv"1+ ... +a|X+ao=0 του οποίου όλοι οι συντελεστές ao, ai, ..., av.| ανήκουν στο σύνολο των ακεραίων αριθμών. Algebraic I n v a r i a n t [Αλγεβρικό αναλλοίωτο] Μαθημ. Κατηγορία πολυωνύμίον δευτέρου ή ανώτερου βαθμού που συναντώνται στη μελέτη ομάδων μετασχηματισμών. Οι συντελεστές των πολυωνύμων παραμένουν αναλλοίωτοι για κάθε γραμμικό μετασχηματισμό. Algebraic L a n g u a g e [Αλγεβρική γλώσσα] Μαθημ. Σύνολο συμβόλων στο οποίο στηρίζεται η άλγεβρα και έγινε γενικά αποδεκτό έχοντας ολοκληρωμένη μορφή στο τέλος του 17ου αιώνα. Αποτελείται από μαθηματικά σημεία, που αντιπροσωπεύουν πράξεις ή βοηθητικές έννοιες στις αλγεβρικές εκφράσεις, και από γράμματα, που παριστούν εξαρτημένες και ανεξάρτητες μεταβλητές. Algebraic N u m b e r [Αλγεβρικός αριθμός] Μαθημ. Κάθε αριθμός ο οποίος μηδενίζει μια πολυωνυμική συνάρτηση της μορφής f(x)=x"+a n . 1 x' vi + . . . +ajX+ao, στην οποία οι συντελεστές ao, ai, ..., an.i είναι ρητοί αριθμοί. Algebraic N u m b e r Field [Σώμα αλγεβρικών αριθμών] Μαθημ. Το σύνολο των αλγεβρικών αριθμών το οποίο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις σώματος και είναι επέκταση του συνόλου των ρητών αριθμών. Algebraic Number Theory [Αλγεβρική θεωρία αριθμών] Μαθημ. Τμήμα της θεωρίας των αριθμών που ασχολείται κυρίως με τους ακέραιους αλγεβρικούς αριθμούς. Εξετάζει τόσο τις ιδιότητες που έχουν αυτοί οι αριθμοί όσο και τις διαφορές τους με τους ακέραιους ρητούς. Algebraic Object [Αλγεβρικό αντικείμενο] Μαθημ. Σύνολα μαθηματικών στοιχείων που κατασκευάζονται έτσι ώστε να πληρούν συγκεκριμένες ιδιότητες. Ανάλογα με τις ιδιότητες αυτές χαρακτηρίζεται το κάθε σύνολο ως σώμα, δακτύλιος, κ.λπ., έννοιες που εμφανίζονται συχνά στην άλγεβρα. Αλγεβρικό αντικείμενο ονομάζεται και κάθε στοιχείο το οποίο ανήκει σε ο-

Algebraic Operation

-90-

ποιοδήποτε από αυτά τα σύνολα. Algebraic O p e r a t i o n (Αλγεβρική πράξη] Μαθημ. Οι στοιχειώδεις πράξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται στην άλγεβρα για τη μελετη κάθε μαθηματικού συστήματος. Είναι η πρόσθεση, ο πολλαπλασιασμός και η ύψωση σε δύναμη με ρητό εκθέτη. Επίσης ορίζονται και οι αντιστροφές τους που είναι η αφαίρεση, η διαίρεση και η ρίζα αντίστοιχα. Algebraic Sum [Αλγεβρικό σύνολο] Μαθημ. Το εξαγόμενο που προκύπτει από την πρόσθεση ν ποσοτήτων όπως έχει οριστεί για την άλγεβρα. Algebraic S u r f a c e [Αλγεβρική επιφάνεια] Μαθημ. Κάθε αλγεβρική πολλαπλότητα διάστασης 2. Το σύνολο των σημείων της αλγεβρικής καμπύλης δίνεται σε καρτεσιανές συντεταγμένες, όπως προκύπτουν από το σύστημα εξισώσεων δύο μεταβλητών. Algebraic Symbol [Αλγεβρικό σύμβολο] Μαθημ. Κάθε μαθηματικό σημείο ή γράμμα το οποίο χρησιμοποιείται από την άλγεβρα συμβολίζοντας πράξεις ή μεταβλητές. Η χρήση των αλγεβρικών συμβόλων επέτρεψε την απόδειξη των γενικών ιδιοτήτων που παρουσιάζονται στα μαθηματικά. Algebraic T e r m [Αλγεβρικός όρος] Μαθημ. Κάθε συνδυασμός αλγεβρικών συμβόλων με το σύνολο των πραγματικών αριθμών. Μια αλγεβρική παράσταση αποτελείται μόνο από αλγεβρικούς όρους. Algebraic Topology [Αλγεβρική τοπολογία] Μαθημ. Κλάδος της τοπολογίας ο οποίος επιλύει ζητήματα επέκτασης συνεχών συναρτήσεων από έναν τοπολογικό χώρο σε ένα δεύτερο. Τα μαθηματικά αντικείμενα που εμφανίζονται σ' αυτή τη μελέτη είναι πολύπλοκης μορφής, γι' αυτό η ανάπτυξη της αλγεβρικής τοπολογίας συνδέθηκε άμεσα με την ανάπτυξη της αφηρημένης άλγεβρας. Algebraically Closed Field [Αλγεβρικά κλειστό σώμα] Μαθημ. Έστω ένα σώμα Κ. Αν κάθε μη σταθερό πολυώνυμο στον Κ[χ] έχει μια ρίζα στο Κ ή ισοδύναμα αν και μόνο αν αναλύεται σε γινόμενο γραμμικών παραγόντων, τότε ονομάζεται αλγεβρικά κλειστό σώμα-AIgcbraic Extension Of A Field [Αλγεβρική επέκταση σώματος] Μαθημ. Ένα σώμα Κ επεκτείνεται αλγεβρικά σε ένα σώμα Μ όταν για κάθε στοιχείο x του Μ ισχύει f(x) = 0 για κάποιο μη μηδενικό πολυώνυμο f(y) που ανήκει στο K[y]. Όταν το σώμα Μ έχει πεπερασμένη διάσταση τότε το Μ ονομάζεται πεπερασμένη αλγεβρική επέκταση βαθμού λ πάνω από το Ε. Algenib [Αλγκένιμπ] Αστρον. Πρόκειται για το τρίτο πιο φωτεινό αστέρι στον αστερισμό του Πηγάσου. Το όνομά του το οφείλει στην αραβική φράση ΑΙ Janb , που σημαίνει "η πλευρά". Βρίσκεται σε απόσταση 570 ετών φωτός από τη γη, έχει φαινόμενο μέγεθος +2,84 και φασματικό τύπο Β2 IV και πρόκειται για παλλόμενο αστέρα. Algin [Φυκίνη] Γεωλ. Υδατάνθρακας που εξάγεται από τα φαιοφύκη. Αποτελεί θρεπτική ουσία και είναι αδιάλυτη στο νερό. Χρησιμοποιείται ως υδατοστεγής ύλη. Ευρεία χρήση στην υφαντουργία έχουν τα άλατά της με κάλιο, νάτριο και μαγνήσιο. Alginic Acid [Αλγινικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (C 6 H*0 6 ) n . Είναι κολλοειδές οξύ, αδιάλυτο στο νερό. Υπάρχει ελεύθερο αλλά και ως άλος του ασβεστίου στα θαλασσινά φύκι. Όταν είναι ξηρό είναι σκληρό, ενώ όταν είναι υγρό απορροφά πολύ εύκολα. Το άλας με νάτριο δίνει πολύ ιξώδες διάλυμα στο νερό, ακόμη και σε συγκέντρωση 2%. Χρησιμοποιείται

στην παραγωγή χρωμάτων, υφασμάτων, πλαστικών, εκρηκτικών, αδιάβροχων και μονωτικών υλικίόν, συγκολλητικών ουσιών, καλλυντικών, φαρμάκων, καθώς και ως παράγοντας πήξης σε παγωτά και άλλα τρόφιμα. Algodonite [Αλγοδονίτης] Γεωλ.. Ορυκτό που αποτελείται από αρσενικούχο χαλκό και μικρό ποσοστό αργύρου. Συναντάται κυρίως στη Χιλή και έχει χρώμα γκρίζο έως ασημόλευκο. Algol [Αλγκόλ αστέρας] Αστρον. Πρόκειται για ένα εκλειπτικό μεταβλητό διπλό αστέρι, το οποίο ανήκει στον αστερισμό του Περσέα, είναι το δεύτερο πιο φωτεινό αστέρι στο βόρειο τμήμα του και είναι γνωστό και ως β Περσεύς. Βρίσκεται σε απόσταση 115 ετών φωτός από τη γη, έχει φασματικό τύπο Β8 και το φαινόμενο μέγεθος του κυμαίνεται από +2, 2 έως +3,5. Ο Αλγκόλ αποτελείται από δυο φωτεινά αστέρια, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τους σε απόσταση 6 εκατομμυρίων μιλίων και περιστρέφονται το ένα γύρω από το άλλο με περίοδο περίπου 69 ωρών. A L G O L [Γλώσσα προγραμματισμού ALGOL] ΥίΤΟΑ. Η ALGOL είναι μια γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικές εφαρμογές και στοχεύει στην επίλυση προβλημάτων με τη χρήση αλγορίθμων. Σχεδιάστηκε στη δεκαετία του '60 στην Ευρώπη, και ανήκει στη πρώτη γενιά γλωσσών προγραμματισμού υψηλού επιπέδου. Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της είναι οι δυναμικοί πίνακες, οι λέξεις-κλειδιά, οι τύποι δεδομένων, οι οποίοι ορίζονται από τον ίδιο τον προγραμματιστή και η χρήση υποπρογραμμάτων . Υπάρχουν διάφορες εκδόσεις της όπως η A L G O L 6 O , A L G O L 6 8 , κλπ. και αποτέλεσε τη βάση για τον σχεδιασμό άλλων γλωσσών προγραμματισμού υψηλού επιπέδου. Algoman Orogeny ΙΑλγκομιανή ορογένεση] Γεωλ. Η έντονη ορογενετική δραστηριότητα, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Προκαμβρίου και επηρέασε την περιοχή της Βόρειας Αμερικής και κυρίως τον Καναδά. Προσέβαλε τα παλαιότερα οριζόντια στρώματα της Αρχαϊκής περιόδου, δημιούργησε νέες κορμοσιγενείς οροσειρές και έκαναν την εμφάνιση τους διάφοροι βαθόλιθοι. Το όνομά της το οφείλει στην περιοχή Algoman που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της λίμνης Huron της Βόρειας Αμερικής. Algonkian [Αλγκώκιο] Γεωλ. Η γεωλογική περίοδος του Προκαμβρίου, η οποία περιλαμβάνει το ανώτερο στρώμα του Αρχαιοζωικού αιώνα και το κατώτερο στρώμα του Προτεροζωικού αιώνα. Συναντώνται σποραδικά οργανικά λείψανα διαφόρων κατηγοριών, ενώ τα πετρώματα που απαντώνται είναι κάποια ιζηματογενή, όπως ψαμμίτες, ασβεστόλιθοι, κροκαλοπαγή, κλπ. Το Αλγκώκιο συναντάται στην Καναδική και στην Βασαλτική ασπίδα. Η ονομασία της περιόδου αυτής οφείλεται στην ινδιάνικη φυλή Algonkin της Βόρειας Λμερικής. Algorithm [Αλγόριθμος] Μαθημ. Σύνολο σαφών οδηγιών, ικανών και αναγκαίων, για την επίλυση προβλημάτων μετά από την επεξεργασία των δεδομένων στοιχείων. Ο αλγόριθμος θεωρεί αυθαίρετα ως αρχή ένα από τα δεδομένα και, ακολουθώντας τις οδηγίες, μετά από πεπερασμένο αριθμό βημάτων καταλήγει στη λύση. Algorithm 2 [Αλγόριθμος] Υπολ. Πρόκειται για μία ακολουθία πράξεων, τα οποία πρέπει να εκτελεστούν σταδιακά και σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα από

-91 -

Alite

το υπολογιστικό σύστημα, κατά τη διαδικασία Aligning Drift [Ράβδος Ευθυγράμμισης] Μηχ. Διάταξη επίλυσης κάποιου προβλήματος. Πρέπει να ευθυγράμμισης και τοποθέτησης στη σωστή θέση αντικαθορίζεται λεπτομερώς, με ακρίβεια, σαφήνεια και με κειμένων που συναρμολογούνται αυτόματα. Συνήθως συγκεκριμένη σειρά. Μπορεί να χρησιμοποιεί χρησιμοποιείται μια ράβδος στην οποία, όταν τα αντιαντικείμενα δεδομένων διαφόρων ειδών, όπως σύνολα, κείμενα βρίσκονται σε επαφή, είναι στη σωστή θέση γραφήματα, κλπ. Ένας συνήθης τρόπος παράστασης για να συναρμολογηθούν μεταξύ τους. ενός αλγορίθμου είναι η μέθοδος της σχηματικής του Alignment 1 [Ευθυγράμμιση] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το παρουσίασης με τη βοήθεια του "λογικού οποίο, τα δίπολα ενός διηλεκτρικού προσανατολίζοδιαγράμματος". νται μερικώς στη διεύθυνση ενός εξωτερικά εφαρμοζόAlgorithmic E r r o r [Αλγοριθμικό σφάλμα] Υπολ. Το μενου ηλεκτρικού πεδίου. σφάλμα, το οποίο προκύπτει κατά την εφαρμογή του Alignment 2 [Ευθυγράμμιση] Μηχ. Τοπογραφικό σχέδιο αλγορίθμου για την διεξαγωγή μαθηματικών απεικόνισης σημείων σε ευθεία γραμμή για τη χάραξη υπολογισμών. Πρόκειται, συνήθως, για σφάλμα οδικής αρτηρίας. αποκοπής, το οποίο προκύπτει από την αντικατάσταση Alignment Correction [Διόρθωση ευθυγράμμισης| μιας σειράς απείρων όρων από το μερικό άθροισμά της Μηχ. Διόρθωση προηγούμενης μέτρησης και ακριβής ή σφάλμα στρογγυλοποίησης το οποίο προκύπτει από καθορισμός του μήκους μιας ευθυγράμμισης που χατην αντικατάσταση ενός αριθμού από έναν άλλο με ράκτηκε για την κατασκευή οδικής αρτηρίας. μικρότερο αριθμό δεκαδικών ψηφίων. Alioth [Αλιόθ] Αστρον. Αραβικό όνομα για το κύριο Algorithmic Language [Αλγοριθμική γλώσσα] αστέρα ε του αστερισμού της Μεγάλης Αρκτου, το ΥΠΟΛ. Η τεχνητή γλώσσα, η οποία συμβάλλει στην πρώτο από τους τρεις μεγά>.ους αστέρες της ουράς. Είαποδοτική έκφραση και τη διατύπωση αλγοριθμικών ναι λαμπρός αστέρας, μεγέθους δευτέρου 1,7. διαδικασιών για την επίλυση κάποιου προβλήματος, Aliphatic [Αλειφατικός) Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε οσυνήθως επιστημονικού περιεχομένου. ποιαδήποτε οργανική ένωση που περιέχει άτομα υδροAlgorithmic Translation [Αλγοριθμική μετάφραση] γόνου και άνθρακα σε ευθεία ανθρακική αλυσίδα. ΠεΥΠΟΛ. Η σταδιακή διαδικασία μεταγλώττισης ενός ριλαμβάνει τα αλκάνια, τα αλκένια και τα αλκίνια. υπολογιστικού προγράμματος από την συγκεκριμένη Aliphatic 2 [Αλειφατικός] Ομγ. Χημ. Δηλώνει το σύνολο γλώσσα προγραμματισμού που είναι γραμμένο, σε μια των οργανικών ενώσεων που δεν περιέχουν αρωματικό άλλη γλώσσα προγραμματισμού. δακτύλιο. Aliasing 1 [Σφάλμα Ψηφιακής Καταγραφής Σήματος] Aliphatic Acid [Αλειφατικό Οξύ] Opy. Χημ. Είναι ορΑκουστ. Σύμφωνα με το θεώρημα Niquist, για να γίνει γανικό οξύ που παράγεται από αλειφατικό υδρογονάνη ψηφιακή καταγραφή ενός σήματος με μέγιστη συ- θρακα. χνότητα μεταβολής ν ^ , χρειάζεται να καταγράφονται Aliphatic Acid Ester [Εστέρας Λλειφατικού Οξέος] τουλάχιστον δύο σημεία σε κάθε περίοδο μεταβολής Ομγ. Χημ. Είναι οργανικός εστέρας που παράγεται από Tmax^i/Vmax, άρα η συχνότητα καταγραφής - ψηφιοποί- αλειφατικό υδρογονάνθρακα. ησης πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσια της μέγι- Aliphatic C o m p o u n d s [Αλειφατικές Ενώσεις] Οργ. στης συχνότητας μεταβολής του σήματος. Σε διαφορε- Χημ. —> Aliphatic τική μορφή το θεώρημα Niquisl λέει ότι, όταν κατα- Aliphatic Polycyclic H y d r o c a r b o n [ΑλειφατικόςΙΙογράφεται-ψηφιοποιείται ένα σήμα με συχνότητα ψη- λυκυκλικός Υδρογονάνθρακας) Οργ. Χημ. Αναφέρεται φιοποίησης νκαχαγ, η μέγιστη συχνότητα μεταβολής που στο σύνολο των αλειφατικών υδρογονανθράκων, μπορώ να καταγράψω ισούται με: VNiqui«=vw/2· ^ε στους οποίους περιέχονται τουλάχιστον δύο δακτύλιοι. αντίθετη περίπτωση, όταν δεν καταγράφω επαρκή α- Aliphatic Polyene C o m p o u n d [Αλειφατικό Ιίολυέριθμό σημείων, θα συμβεί το φαινόμενο aliasing σύμ- νιο] Ομγ. Χημ. Είναι κάθε οργανική αλειφατική ένωση φωνα με το οποίο, το σήμα με συχνότητα ν >vNiquist θα που περιέχει τουλάχιστον τέσσερα άτομα άνθρακα καταγράφεται ως σήμα με συχνότητα: v-vNiquist. στην αλυσίδα και τουλάχιστον δύο διπλούς δεσμούς 2 Aliasing [Σφάλμα Ψηφιακής Καταγραφής Σήματος] μεταξύ ατόμων άνθρακα. Απλούστερο παράδειγμα, το Οπτικ. Φαινόμενο κατά το οποίο, η δημιουργία μίας βουταδιένιο CH 2 =CH-CH=CH 2 . εικόνας σε μία οθόνη με στοιχειώδη τμήματα απεικόνι- Aliphatic Series [Αλειφατική Σειρά] Οργ. Χημ. Ορίζει σης (pixel) μεγάλου μεγέθους, μεγαλύτερα από τις λε- τη σειρά των υδρογονανθρακικών ενώσεων των οποίπτομέρειες της εικόνας, έχει σα συνέπεια παραμορφο')- ων η δομή είναι ανοικτή αλυσίδα. Περιλαμβάνει δύο σεις της εικόνας, όπως για παράδειγμα την απεικόνιση κύριες ομάδες, τους υδρογονάνθρακες με κορεσμένους διαγωνίων ευθειών ως διακεκομμένων ευθύγραμμων δεσμούς και τις ενώσεις που περιέχουν τουλάχιστον τμημάτων. έναν ακόρεστο δεσμό. Alicyclic [Αλεικυκλικός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στο Alite [Πυριτικό τριασβέστιο] Χημ. Βασικό συστατικό σύνολο των ισοκυκλικών οργανικών ενώσεων, εκτός (έως και 65% κατά βάρος) άνυδρης σκόνης φαιού και των αρωματικών. Δηλαδή οι κρίκοι του δακτυλίου εί- λευκού τσιμέντου. Στην ενυδάτωση αυτού του πυριτιναι αποκλειστικά άτομα άνθρακα. Ονομάζονται και κού τριασβεστίου με την ανάμιξη του τσιμέντου με το κυκλοαλκάνια. Σχηματίζονται με επίδραση νατρίου σε νερό οφείλονται κατά κύριο λόγο οι αντοχές του τσιμέδισαλογονωμένα αλκάνια, με πυρόλυση των αλάτων ντου. Πρακτικά η ενυδάτωση του μεγαλύτερου μέρος με ασβέστιο ορισμένων δικαρβονικών οξέων, καθώς του πυριτικού τριασβεστίου κυρίως σε Ga(OH)2 και και με εφαρμογή διενικής σύνθεσης. άμορφο Ca0-Si0 2 -H 2 0 ολοκληρώνεται σε 28 ημέρες Alidade [Κλισίμετρο, Αλιντάντ] Μηχ. Οργανο τοπο- αν και μπορεί να συνεχίζεται με πολύ αργούς ρυθμούς γραφικό σκόπευσης μακρινών αντικειμένων και χάρα- για χρόνια. (C3S Η (Ca0) 3 Si0 2 Η Tricalcium Silicate) ξης της διεύθυνσής τους. Αποτελείται από ένα κανόνα Alite [Αλίτης] Υλικ. Είναι ορυκτό υλικό που αποτελεί που φέρει διόπτρες στα άκρα του και τοποθετείται επί κύριο συστατικό του κλίνκερ για την παραγωγή του οριζοντίου επιπέδου. τσιμέντου Portland. Πρόκειται για μίγμα πυριτικού

Alizarin

-92-

τριασβεστίου, με μικρές ποσότητες άλλων οξειδίων. Περιγράφεται με το χημικό τύπο 3CaO-SiC>2 ή ως Ca 3 Si0 5 . Alizarin [Αλιζαρίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C| 4 H 6 0 2 (0H)2. Είναι η 1,2-διυδροξυ-ανΟρακινόνη. Πρόκειται για Πορτοκαλί ή κόκκινη οργανική κρυσταλλική ουσία, με μοριακό βάρος 240,22, σημείο ζέσεως 430 °C και σημείο τήξεως 290°C. Είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο, διαιθυλαιθέρα και καυστικό νάτριο. Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά φυσικά και συνθετικά χρώματα. Alizarin Dye [Χρώμα Αλιζαρίνης] Opy. Χημ. Περιλαμβάνει τα άλματα με νάτριο των σουλφονικών οξέων που παράγονται από την αλιζαρίνη. Alizarin Red [Κόκκινο της Αλιζαρίνης] Opy. Χημ. Αναφέρεται στο σύνολο των κόκκινων χρωμάτων που παράγονται από την ανθρακινόνη Alizarin Yellow [Κίτρινο της Αλιζαρίνης] Επιστ. Υλικ. Είναι το π-νιτρο-βενζολο-αζω-σαλικυλικό οξύ, παράγωγο της αλιζαρίνης που χρησιμοποιείται ως ηλεκτρολυτικός δείκτης. Το χρώμα του δείκτη αλλάζει από κίτρινο, σε όξινο διάλυμα έως μοβ, σε αλκαλικό διάλυμα και σε περιοχή του ρ Η από 10,1 έως 12,0. Alkali [Αλκαλική Ουσία] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα υδροξείδιο το οποίο διαλύεται σε νερό και σχηματίζει βασικό διάλυμα. Δηλαδή, στο διάλυμα περιέχονται ιόντα υδροξυλίου σε συγκέντρωση τέτοια ώστε το ρΗ να είναι μεγαλύτερο από 7. Alkali Alcoholate [Αλκοολικό Αλας] Οργ. Χημ. Πρόκειται για την οργανική ένωση που παράγεται από την αντίδραση αλκοόλης με αλκαλιμέταλλο. Το αλκαλιμέταλλο αντικαθιστά το άτομο του υδρογόνου του υδροξυλίου. Τα αλκοολικά άλατα ή αλκοξείδια είναι ισχυρές βάσεις. Με επίδραση νερού υδρολύονται στιγμιαία προς αλκοόλες. Alkali Blue [Αλκαλικό Μπλε] Οργ. Χημ. Είναι το άλας με νάτριο του σουλφονικού οξέος της τριφαινυλοανιλίνης, που χρησιμοποιείται ως ηλεκτρολυτικός δείκτης. Alkali Feldspar [Αλκαλικός άστριος] Γεωλ. Ομάδα ορυκτών της ομάδας των αστρίων αποτελούμενα από πυριτικές ενώσεις του αργιλίου με αλκάλια. Είναι άχρωμοι ή ανοιχτόχρωμοι, διαφανείς ή αδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη κρύσταλλοι και έχουν σκληρότητα περίπου 6 στην κλίμακα Μος. Alkali Ion Diode [Δίοδος Ανίχνευσης Ιόντων Αλκαλίων] Μηχ. Πρόκειται για συσκευή ανίχνευσης ιόντων αλογόνων από θερμαινόμενες διόδους στην επιφάνεια των οποίων δημιουργούνται ιόντα αλκαλίων. Η συσκευή αυτή χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό σημείων διαρροής σε δίκτυα σωληνώσεων. Alkali Lake [Αλκαλική λίμνη] Υόρολ. Λίμνη που έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε άζωτο, λόγω της συγκέντρωσης αλκαλικών ενώσεων. Alkali Lead [Αλκαλικός μόλυβδος] Μεταλλ. Κράμα μολύβδου με αλκαλικές ενώσεις μέταλλων που του προσδίδουν αυξημένη σκληρότητα, το οποίο χρησιμοποιείται σε επιφάνειες που υπόκεινται σε τριβή. Alkali Metals ΙΑλ^καλιμέταλλα] Χημ. Είναι τα στοιχεία της ομάδας ΙΑ του περιοδικού πίνακα, λίθιο (Li), νάτριο (Na), κάλιο (Κ), ρουβίδιο (Rb), καίσιο (Cs) και φράγγιο (Fr). Πρόκειται για μεταλλικά στοιχεία, τα οποία χάνουν εύκολα το ηλεκτρόνιο της εξωτερικής στοιβάδας, σχηματίζοντας σταθερά, μονοσθενή ιόντα με δομή ευγενούς αερίου. Είναι μέταλλα μαλακά με

αργυρόλευκο χρώμα. Όταν εκτεθούν στον αέρα χάνουν σχεδόν αμέσως τη μεταλλική τους λάμψη, διότι οξειδώνονται από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αντιδρούν πολύ εύκολα με την υγρασία της ατμόσφαιρας. Είναι λοιπόν σταθερά μόνο σε άνυδρες συνθήκες, ενώ με νερό σχηματίζουν τα αντίστοιχα υδροξείδια και υδρογόνο. Η δραστικότητά τους αυξάνει από το ελαφρύτερο στο βαρύτερο. Οι ενώσεις των αλκαλίων βρίσκονται στη φύση σχεδόν πάντα σε διαλύματα. Στους ζωντανούς οργανισμούς υπάρχουν όλα τα αλκαλιμέταλλα, εκτός από το φράγγιο. Γενικά, μπορούν να παρασκευασθούν με ηλεκτρόλυση τηγμάτων υδροξειδίων ή αλογονούχων ενώσεών τους. Όλα τα άλατά τους είναι λευκά, με υψηλό σημείο τήξεως και ευδιάλυτα στο νερό. Alkalide [Αλκαλίδιο] Ανύργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα κρυσταλλικά άλατα με άτομο αλκαλιμετάλλου. Δηλαδή αναφέρεται στα ανθρακικά, φωσφορικά ή θειικά άλατα του νατρίου, του ασβεστίου και του μαγνησίου. Alkalimetry [Λλκαλιμετρία] Χημ. Πρόκειται για συνήθη περίπτωση ογκομετρίας, η οποία περιλαμβάνει τον εντοπισμό του ισοδύναμου σημείου για την εξουδετέρωση. Έτσι, αν είναι γνωστή η ποσότητα του οξέος που έχει καταναλωθεί για την εξουδετέρωση ενός διαλύματος, τότε μπορεί να υπολογισθεί η ποσότητα της βάσης που υπάρχει στο διάλυμα. Alkaline [Αλ.καλικός] Ανόργ. Χημ. Είναι οποιοδήποτε διάλυμα που έχει τιμή ρΗ μεγαλύτερη από 7. Alkaline Cell [Αλκαλικό στοιχείο] Χημ. Ηλεκτροχημικό στοιχείο για τη μετατροπή χημικής ενέργειας σε ηλεκτρική αποτελούμενο από αλκαλικό ηλεκτρολυτικό διάλυμα εντός του οποίου είναι βυθισμένα δύο ηλεκτρόδια (συνήθως από ψευδάργυρο και συμπαγή άνθρακα ή χαλκό). Έχει εσωτερική αντίσταση 3-5 ωμ καιΗΕΔ 1,5 βολτ. Alkaline Cleaner [Αλκαλικός καθαριστής] Χημ. Υδατικό διάλυμα αλκαλίου για καθαρισμό μετάλλων. Alkaline E a r t h [Αλκαλική Γαία] Ανύργ. Χημ. Προσδιορίζει τα οξείδια των μετάλλων των αλκαλικών γαιών, δηλαδή του ασβεστίου, του στροντίου, του μαγνησίου και του βαρίου. Είναι λευκές και ισχυρά βασεογόνες ενώσεις, οι οποίες σχηματίζονται με επίδραση οξυγόνου. Οι πιο γνωστές είναι το οξείδιο του μαγνησίου, το οποίο αναφέρεται και ως μαγνησία και το οξείδιο του ασβεστίου, που λαμβάνεται από το δολομίτη. Alkaline E a r t h Metals [Μέταλλα Αλκαλικών Γαιών] Ανόργ. Χημ. Είναι τα στοιχεία της ομάδας II του περιοδικού πίνακα, το βηρύλλιο (Be), το μαγνήσιο (Mg), το ασβέστιο (Ca), το στρόντιο (Sr), το βάριο (Ba) και το ράδιο (Ra). Πρόκειται για μεταλλικά στοιχεία, τα οποία χάνουν εύκολα τα δύο ηλεκτρόνια της εξωτερικής στοιβάδας, σχηματίζοντας σταθερά, δισθενή ιόντα με δομή ευγενούς αερίου. Είναι αργυρόλευκα, μαλακά μέταλλα, σκληρότερα από τα αλκάλια. Προσβάλλονται εύκολα από την υγρασία και το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Ο μεταλλικός χαρακτήρας αυξάνεται από το Be στο Ra. Με επίδραση αλογόνων σχηματίζουν τα αντίστοιχα αλογονίδια και με επίδραση υδρογόνου, τα αντίστοιχα αλατοειδή υδρογονίδια. Τα άλατα που σχηματίζουν είναι διαλυτά στο νερό, εάν το ανιόν είναι μονοσθενές, ενώ αν είναι δισθενές δε διαλύονται. Alkaline Flooding [Αλ.καλική Εκχύλιση] Πετρ. Χημ. Αναφέρεται σε μια μέθοδο καθαρισμού του αργού πετρελαίου, κατά την οποία γίνεται εκχύλιση με νερό ή πολυμερή όπου έχουν προστεθεί και αλκαλικές ενώ-

-93σεις. Οι αλκαλικές αυτές ενώσεις αντιδρούν με τα οξέα που περιέχονται στο αργό πετρέλαιο, σχηματίζοντας επιφανειοδραστικές ουσίες. Alkaline Storage Battery [Αλκαλικές Μπαταρίες] IIλτ.κ. Συσσωρευτές, οι οποίοι χρησιμοποιούν για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας διαλύματα αλκαλικών ενώσεων. Οι ηλεκτρολύτες που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως ενώσεις του νατρίου ή του καλίου, όπως υδροξείδιο του νατρίου ή του καλίου. Οι συσσωρευτές αυτοί έχουν σχετικά καλή απόδοση και δεν περιέχουν τοξικά μέταλλα, όπως υδράργυρο ή κάδμιο. Alkaline Wash [Αλκαλική Έκπλυση] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για μέθοδο καθαρισμού της κηροζίνης, που περιλαμβάνει έκπλυση με διάλυμα καυστικού νατρίου. Το αλκαλικό διάλυμα απομακρύνει το υδρόθειο που περιέχεται στην κηροζίνη. Alkalinity [Λλκαλικότητα] Χημ. Μηχ. Εκφράζει την ιδιότητα ενός διαλύματος, στο οποίο υπάρχει περίσσεια ιόντων υδροξυλίου. Το μέγεθος της αλκαλικότητας δηλώνεται από την τιμή του ρΗ, που είναι σε αυτές τις περιπτώσεις μεγαλύτερη από 7. Alkaloid [Αλκαλοειδές] Opy. Χημ. Είναι κατηγορία φυσικών οργανικών βάσεων, φυτικής προέλευσης, με ιδιαίτερη φυσιολογική δράση. Περιέχουν άζωτο στο δακτύλιο τους και εμφανίζουν τις γενικές ιδιότητες των αμινών. Οι περισσότερες είναι κρυσταλλικά στερεά, άλλες είναι πτητικά υγρά και μερικές είναι κολλώδεις ουσίες. Χρησιμοποιούνται από διάφορα φυτά ως άμυνα απέναντι σε φυτοφάγα ζώα ή έντομα. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιούνται ως αναισθητικά ή αναλγητικά. Μερικές από τις ενώσεις αυτές είναι τοξικές ή δηλητηριώδεις. Στα αλκαλοειδή ανήκουν η νικοτίνη, η κοκαΐνη, η μορφίνη και η στρυχνίνη. Alkamine [Αλκαμίνη] Opy. Χημ. Είναι οποιαδήποτε οργανική, αλειφατική ένωση, η οποία περιέχει στο μόριο της αμινο-ομάδα και υδροξύλιο. Ονομάζονται και αμινο-αλκοόλες. Γενικά, πρόκειται για ιξώδεις υδατοδιαλυτές ουσίες. Alkane [Αλκάνιο] Opy. Χημ. Αναφέρεται στους κορεσμένους αλειφατικούς υδρογονάνθρακες, που έχουν γενικό τύπο CnH2n+2- Ονομάζονται και παραφίνες. Τα κατώτερα μέλη της σειράς των αλκανίων είναι αέρια, ενώ τα ανώτερα είναι κηρώδη στερεά. Βρίσκονται στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο. Παρασκευάζονται με αναγωγή αλκενίων ή αλκυλαλογονιδίων, με ηλεκτρόλυση αλάτων λιπαρών οξέων με αλκάλια ή με υδρόλυση οργανομαγνησιακών ενώσεων. Είναι αδιάλυτα σε νερό και αιθανόλη, αλλά διαλυτά σε βενζόλιο και τετραχλωράνθρακα. Αλογονώνονται με χλώριο ή βρώμιο, παρουσία φωτός ή με θέρμανση, αντιδρούν με νιτρικό οξύ σχηματίζοντας νιτροπαραφίνες, ενώ με περίσσεια οξυγόνου πάνω από ορισμένη θερμοκρασία καίγονται προς διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Alkannin [Αλκαννίνη] Οργ. Χημ Ο χημικός τύπος είναι Ci6H| 6 0 5. Ιΐρόκειται για την 5,8-διυδροξυ-1,4ναφθοκινόνη, παράγωγο της ναφθαζαρίνης, με μοριακό βάρος 288,3. Είναι κόκκινο στερεό σε μορφή σκόνης, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο, ^ιε σημείο τήξεως 149WC. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε χρώματα προστύψεως, για το χρωματισμό λιπών, κρασιού και κεριού, καθώς και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία. Alkanolamine [Αλκανολαμίνηΐ Οργ. Χημ. Είναι οι αμινο-αλκοόλες. -> Alkamine

Alkylaryl Sulfonates

ναι η διεργασία εισαγωγής αλκυλικής ρίζας ως υποκαταστάτη αρωματικού δακτυλίου. Περιλαμβάνει επίδραση ολεφίνης σε αρωματικό υδρογονάνθρακα, παρουσία καταλύτη χλωριούχου αργιλίου ή φωσφορικού οξέος. Η αντίδραση γίνεται συνήθως σε θερμοκρασία 95°C και το προϊόν χαρακτηρίζεται ως αλκυλαρωματική ένωση. Γνωστό παράδειγμα αποτελεί το αιθυλοβενζόλιο, που παράγεται από την αντίδραση μεταξύ βενζολίου και αιθυλενίου. Alkene [Αλκένιο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στους ακόρεστους αλειφατικούς υδρογονάνθρακες, που περιέχουν έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς μεταξύ ατόμων άνθρακα. Ο γενικός τύπος είναι CnH2n. Ονομάζονται και ολεφίνες. Παρασκευάζονται με αφυδάτωση αλκοολών σε όξινο περιβάλλον ή με απόσπαση υδραλογόνου από αλκυλαλογονίδια παρουσία πυκνού διαλύματος ισχυρής βάσης. Με υδρογόνο παρουσία καταλύτη λευκόχρυσου ή παλλαδίου σχηματίζουν αλκάνια. Δίνουν αντιδράσεις προσθήκης αλογόνων προς trans-1,2δισαλογονοπαράγωγα και υδραλογόνων προς αλκυλαλογονίδια. Επίσης, με υδροβορίωση σχηματίζουν αλκυλοβοράνια. Ο διπλός δεσμός των ολεφινών οξειδώνεται με επίδραση τετροξειδίου του οσμίου ή όζοντος, οπότε παράγονται διόλες ή οζονίδια αντίστοιχα. Τα αλκένια δίνουν ακόμη αντιδράσεις πολυμερισμού. Alkoxides [Αλκοξείδια] Οργ. Χημ. Είναι το προϊόν της αντίδρασης μιας αλκοόλης με ένα αλκαλιμέταλλο. —» Alcoholate Alkoxy [Αλκοξυ-] Οργ. Χημ. Είναι οργανική ρίζα, που περιέχει αλκύλιο ενωμένο με άτομο οξυγόνου. Ο γενικός τύπος είναι RO-. Alkyd Resins [Αλκυδικές Ρητίνες] Οργ. Χημ. Πρόκειται για προϊόντα πολυσυμπύκνωσης όιβασικών οξέων και παραγώγων τους με πολυσθενείς αλκοόλες. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως πλαστικοποιητές, ενώ τα τροποποιημένα προϊόντα τους αποτελούν βάσεις για χρώματα. Παράδειγμα αποτελούν οι ρητίνες που παράγονται από θέρμανση γλυκερόλης με φθαλικό ανυδρίτη. Alkyl [Αλκύλιο] Οργ. Χημ. Είναι οργανική ρίζα, η οποία προκύπτει από αλειφατικό κορεσμένο υδρογονάνθρακα με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Συμβολίζεται με R-. Alkyl G r o u p [Αλκυλο-ομάδα] Οργ. Χημ. Alkyl Alkyl Halide [Αλκυλαλογονίδιο] Opy. Χημ. Είναι οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο RX, όπου Χ είναι άτομο αλογόνου. Θεωρούνται παράγωγα αλειφατικών υδρογονανθράκων που έχουν προκύψει με αντικατάσταση ενός ή περισσότερων ατόμων υδρογόνου από άτομα αλογόνου. Παρασκευάζονται από αλκοόλες με αντίδραση αντικατάστασης του υδροξυλίου, από καρβοξυλικό άλατα αργύρου με θέρμανση παρουσία αλογόνου, από αλκάνια με αντίδραση φωτοαλογόνωσης, καθώς και από αλκένια με προσθήκη υδραλογόνου. Συνήθως είναι αδιάλυτα στο νερό. Χρησιμοποιούνται στην οργανική σύνθεση, για παρασκευή νιτριλίων, θειολών, αμινα')ν. αλκοολών, νιτροπαραφινών και αιθέρων.

Alkylamine [Αλκυλαμίνη) Οργ. Χημ. Περιγράφει τις κορεσμένες αλειφατικές αμίνες, στις οποίες είναι αλκύλιο ενώνεται με το άτομο αζώτου μιας αμινοομάδας. Ο γενικός τύπος είναι R-NH 2 . Alkylaryl Sulfonates [Αλκυλαρυλοσουλφοπαράγωγα] Ομγ. Χημ. Αποτελεί τη γενική ονοAlkar Process [Διεργασία Αλκυλίωσης] Χημ. Μηχ. Εί- μασία των οργανικών αρωματικών ενώσεων που είναι

Alkylate

-94-

αλκυλο-βενζο-σουλφοπαράγωγα. Alkylate [Αλκυλιωμένο Παράγωγο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στο προϊόν της διεργασίας αλκυλίωσης, που περιλαμβάνεται στη διύλιση του πετρελαίου. Το αλκυλιωμένο παράγωγο αποτελεί άριστο συστατικό για την παραγωγή βενζίνης με υψηλό αριθμό οκτανίου, διότι περιέχει υδρογονάνθρακες με διακλαδισμένες ανθρακικές αλυσίδες. Alkylate Bottom [Υπόλειμμα Αλκυλίωσης] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στο παραπροϊόν ή προϊόν πυθμένα της διεργασίας αλκυλίωσης που περιλαμβάνεται στη διύλιση πετρελαίου. Το σημείο ζέσεως του προϊόντος αυτού είναι υψηλότερο από εκείνο των καυσίμων αεριωθουμένων. Alkylated Gasoline [Αλκυλιωμένη Βενζίνη] Επιστ. Υλικ. Είναι η βενζίνη στην οποία έχει γίνει προσθήκη αλκυλιωμένων οργανικών παραγώγων. Ο αριθμός οκτανίου της βενζίνης αυτής είναι αυξημένος. Alkylation [Λλκυλίωση] Χημ. Μηχ. Είναι διεργασία που χρησιμοποιείται κατά τη διύλιση πετρελαίου και περιλαμβάνει την αντίδραση μεταξύ ενός αλκανίου, συνήθως ισοβουτανίου, και ενός αλκενίου, συνήθως προπενίου ή βουτενίου. Η αντίδραση γίνεται παρουσία όξινου καταλύτη, θειικού ή υδροφθορικού οξέος, με αποτέλεσμα την παραγωγή υδρογονανθράκων με διακλαδισμένες ανθρακικές αλυσίδες. Τα προϊόντα της αλκυλίωσης έχουν αυξημένο αριθμό οκτανίου, σε σχέση με τα αντιδρώντα. Alkylation 2 [Αλκυλίωση] Χημ. Είναι η χημική αντίδραση, κατά την οποία σε μια οργανική ένωση εισάγεται ως υποκαταστάτης ένα αλκύλιο. Συνήθως, εννοείται η εισαγωγή αλκυλίου σε αρωματικό δακτύλιο. Alkylbenzene Sulfonates [Αλκυλο-βενζολοσουλφονικά Αλατα] Οργ. Χημ. Χρησιμοποιούνται ευρέως ως απορρυπαντικές ουσίες. Η παρουσία αλκυλοομάδας με σχετικά μεγάλη ανθρακική αλυσίδα και με όσο το δυνατό λιγότερες διακλαδώσεις, εξασφαλίζει ικανοποιητική βιοαποικοδομησιμότητα του απορρυπαντικού. Είναι γνωστά και με τα αρχικά ABS. Παράδειγμα αποτελεί το δωδεκυλο-βενζολο-σουλφονικό νάτριο. Alkylbenzenes [Αλκυλο-βενζόλια] Οργ. Χημ. Πρόκειται για οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν αρωματικό δακτύλιο ενωμένο με αλκυλο-ομάδα. Παρασκευάζονται από αντίδραση του βενζολίου με αλκένιο, παρουσία καταλύτη θειικού οξέος, ή με αλκυλοχλωρίδιο, παρουσία χλωριούχου αργιλίου. Alkylene [Αλκυλενο-] Οργ. Χημ. Είναι δισθενής οργανική ρίζα, η οποία προκύπτει από ακόρεστο αλειφατικό υδρογονάθρακα. Παράδειγμα αποτελεί η αιθυλενορίζα, με τύπο CH 2 =CH-. Alkyloxonium Ion [Ιόν Αλκυλοξωνίου] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στο ιόν οξωνίου, το οποίο είναι ενωμένο με αλκύλιο. Ο τύπος του είναι (ROH2)*. Alkyne [Αλκίνιο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε ακόρεστους αλειφατικούς υδρογονάνθρακες που περιέχουν έναν ή περισσότερους τριπλούς δεσμούς μεταξύ ατόμων άνθρακα. Ο γενικός τύπος είναι CnH2n-2· Ονομάζονται και ακετυλενίδια. Δίνουν όλες τις αντιδράσεις του διπλού δεσμού, αλλά και κάποιες άλλες που οφείλονται στην παρουσία του ακετυλενικού υδρογόνου, το οποίο είναι ισχυρά όξινο. Έτσι, αντιδρούν με ισχυρές βάσεις, όπως το καυστικό κάλιο, καθώς και με κατιόντα βαρέων μετάλλων, όπως αργύρου ή χαλκού, με τα οποία σχηματίζουν έγχρωμα άλατα που ονομάζονται καρβίδια. Δί-

νουν αντιδράσεις προσθήκης με υδρογόνο, αλογόνα, υδραλογόνα, όζον, βοράνια. II αντίδραση με νερό, παρουσία θειικού οξέος και θειικού υδραργύρου, οδηγεί στο σχηματισμό καρβονυλικής ένωσης. Allanite [Αλλανίτης] γεωλ. Ορυκτό φαιού χρώματος των πυριγενών πετρωμάτων της ομάδας του επιδότου, που περιέχει μέταλλα των σπάνιων γαιών (λανθάνιο, δημήτριο κ.λ.π.) εκτός από το βασικό του συστατικό, το ασβέστιο. AHard's L a w [Νόμος του Αλλαρντ] Φυσ. Νόμος που δίνει την ένταση του φωτός σε σχέση με τις ατμοσφαιρικές συνθήκες σε δεδομένη απόσταση. All Channel Tuning [Δέκτης Πολλών Καναλιών] Επικοιν. Ιδιότητα τηλεοπτικού δέκτη να μπορεί να συντονιστεί με κανάλια που εκπέμπουν σε περιοχές πολύ υψηλών αλλά και εξαιρετικά υψηλών συχνοτήτων, όπως τα VHF και UHF. All Diffused Monolithic Integrated Circuit [Ολοκληρωμένο Κύκλωμα] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα, τα διάφορα τμήματα του οποίου, όπως αντιστάσεις, πυκνωτές, τρανζίστορ, έχουν δημιουργηθεί με κατάλληλες τεχνικές πάνω σε ένα μονολιθικό υπόστρωμα ημιαγωγού. Τα ολοκληρωμένα κυκλώματα χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά μικρό μέγεθος, μεγάλη πυκνότητα στοιχείων και μικρή κατανάλωση ενέργειας. Allemonite [Αλλεμονίτης] Γεωλ. Ορυκτό που περιέχει κράμα αρσενικού και αντιμονίου. Είναι κασσιτερόχρωμο και έχει σκληρότητα περίπου 3,5 στη κλίμακα Μος. Allen Screw |Βίδα Αλλεν] Μηχ. Βίδα με εξαγωνική διατομή ειδικής κατασκευής για ορισμένες χρήσεις με εξαγωνική διατομή. Allen Wrench [Κλειδί Αλλεν] Μηχ. Ειδικό κλειδί για τις βίδες Αλλεν ανάλογης κατασκευής ώστε να διευκωλύνει την προσέγγιση σε σημεία που δεν μπορεί να πλησιάσει το χέρι ή το μηχάνημα που βιδώνει. Allende Meteorite [Αλλέντε μετεωρίτης] Αστρον. Ο μετεωρίτης, ο οποίος έπεσε στο χωριό Allende του Μεξικού στις 8/271969. Εισήλ.θε στην ατμόσφαιρα της γης, εξερράγη και τμήματά του διασκορπίστηκαν σε μία περιοχή πάνω από 60 τετραγωνικά μίλια. Ανήκει στους ανθρακικούς μετεωρίτες, περιέχει σίδηρο πλούσιο σε ολιβίνη, και σε μικρότερες ποσότητες άλατα του ασβεστίου και αλουμινίου, ενώ το βάρος του υπολογίστηκε ότι είναι μερικοί τόνοι. Πιθανότατα σχηματίστηκε πριν από περίπου 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια από την έκρηξη και διάσπαση κάποιου αστέρα. Allcne [Αλλένιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται το προπαδιένιο, όπου τρία άτομα άνθρακα συνδέονται μεταξύ τους με δύο διπλούς δεσμούς. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =C=CH 2 . Παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση ιτακονικού οξέος. Allcnes [Αλλένια] Οργ. Χημ. Είναι οι ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνρθακες, οι οποίοι περιέχουν δύο γειτονικούς διπλούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων άνθρακα. Γενικά, εμφανίζουν τις τυπικές ιδιότητες των αλκενίων. Allidochlor | Αλλιδοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CgHjiNOCl. Είναι φαιοκίτρινη, υγρή ουσία, δυσδιάλοτη στο νερό. Χρησιμοποιείται ως προληπτικό φυτοφάρμακο σε λαχανικά, καρπούς σόγιας, κλπ. All Inertial Guidance 1 [Σύστημα Αδρανειακής Πλοήγησης] Πλοηγ. Διάταξη προσδιορισμού θέσης, κατεύθυνσης και ταχύτητας ενός σώματος, η οποία δε χρησι-

-95μοποιεί ούτε επικοινωνεί με εξωτερικές συσκευές. Το αδρανειακό σύστημα πλοήγησης χρησιμοποιεί μαγνητικές ή και γυροσκοπικές πυξίδες, μετρητές επιτάχυνσης κ.λ.π. All Inertial Guidance 2 [Αδρανειακή πλοήγηση] Πλοηγ. Ο προσδιορισμός των στοιχείων της κίνησης ενός σώματος και η κατεύθυνσή του με βάση αδρανειακές συσκευές. Alio [Αλλο-] Χημ. Πρόθεμα για το σταθερότερο από τα δύο ισομερή μιας ένωσης. Allobar 1 [Αλλαγή βαρομετρικής πίεσης] Μετεωρ. Έτσι καλείται οιαδήποτε μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης λόγω της παρουσίας ενός καιρικού συστήματος σε μια περιοχή. Allobar 2 [Ισότοπα Allobar] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για μίγμα ισοτόπων ενός στοιχείου, διαφορετικό από αυτό που συναντάται στη φύση. Ένα τέτοιο μίγμα μπορεί να δημιουργηθεί με εμπλουτισμό ενός ισοτόπου, με φυσικές μεθόδους, σε μια αρχική ποσότητα του στοιχείου. Allocate 1 [Κατανέμω] Βιομηχ. Διάθεση, κατ' εντολή, ενός τμήματος ανθρώπινων ή υλικών πόρων στην υπηρεσία μίας παραγωγικής διεργασίας. Allocate 2 [Κατανέμω] Πληρ. Διάθεση ενός τμήματος της μνήμης του υπολογιστή σε ένα πρόγραμμα υπό εκτέλεση, ως χώρος προσωρινής αποθήκευσης των εξαγόμενων των πράξεων που διενεργούνται, σύμφωνα με τον κώδικα του προγράμματος και τις εντολές του χειριστή. Allocation [Διάθεση προϊόντος] Πετρ. Χημ. Ο όρος χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ποσότητα του πετρελαίου ή του αερίου που παράγεται από μια πηγή, ανά μονάδα χρόνου. Allochemical M e t a m o r p h o s i s [Αλλοχημικός μεταμορφισμός] Γνωλ. Ουσιαστική μεταβολή της ορυκτολογικής σύστασης ενός πετρώματος με την ανακρυστάλλωση του παλαιού υλικού και την αναδόμηση του ιστού λόγω παρείσφρησης ή αφαίρεσης υλικού από τα ετερογενή στρώματα σε επαφή ή σε μεγαλύτερη απόσταση. Allochromatic Crystal [Λλλοχρωματικός κρύσταλλος] Φυσ. Κρύσταλλος που λόγω μικρής πρόσμιξης ξένων σωματιδίων παρουσιάζει διαφορετικές ιδιότητες ως προς τον τρόπο διάδοσης φωτεινής ακτινοβολίας. Allomerisni [Αλλομερισμός] Χημ. Ομοιότητα στη κρυσταλλική μορφή ουσιών που έχουν διαφορετική χημική σύσταση. Allophane [Αλλοφάνη] Γεωλ. Αμορφο ορυκτό προερχόμενο από αποσάθρωση άλλων πυριτικών ορυκτών. Είναι κύριο συστατικό αργιλωδών εδαφών και αποτελείται από ένυδρα πυριτικά άλατα. Allotriomorphic [Αλλοτριόμορφος] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε ορυκτά που δεν εμφανίζουν τη συνηθισμένη τους κρυσταλλική μορφή. Παρατηρείται σε συσσωματώματα ορυκτών ποικίλης φύσης. Allowable Bearing Value [Επιτρεπτή τιμή έδρασης] -»Allowable Soil Pressure Allowable Load [Μέγιστο Επιτρεπόμενο Φορτίο] Μηχ. Η μέγιστη τιμή δύναμης που μπορεί να ασκηθεί σε ένα σώμα, χωρίς η δύναμη να υπερβεί το όριο αντοχής του σώματος. Allowable Oil [Μέγιστη Επιτρεπόμενη Ποσότητα Πετρελαίου] Μηχ. Είναι η μέγιστη ποσότητα πετρελαίου που μπορεί να αντληθεί από μια γεώτρηση σε μια μέρα. Allowable Soil Pressure [Επιτρεπτή πίεση εδάφους]

Alloy Cast Iron

Μηχ. Το ανώτατο όριο πίεσης που μπορεί να ασκηθεί σε κατασκευή (θεμέλια) στο έδαφος ώστε η αντοχή της να την εξασφαλίξει από οποιαδήποτε μελλοντική ταλαιπωρία της. Allowable Stress [Μέγιστη Επιτρεπόμενη τάση] Μηχ. Μέγιστη πίεση που μπορεί να ασκηθεί σε ένα σώμα, χωρίς η να υπερβεί το όριο αντοχής του σώματος ή το προκαθορισμένο, για λόγους ασφαλείας, όριό της. Allowance [Ανοχή] Μηχ. Πρόκειται για μια προκαθορισμένη διαφορά στις διαστάσεις ενός ή περισσοτέρων εξαρτημάτων, με σκοπό την ευκολότερη κίνησή τους πάνω σε άλλα εξαρτήματα, μέσω στρωμάτων λαδιού τα οποία καταλαμβάνουν τον ενδιάμεσο χώρο. Allowed Band [Επιτρεπτή ζώνη] Επικοιν. Η ζώνη συχνοτήτων που μπορεί να αποτελέσει την αποδεκτή είσοδο σε ένα σύστημα. Allowed Energy Bands [Επιτρεπτές Ενεργειακές Ζώνες] Επιστ. Υλικ. Ενεργειακές ζώνες στις οποίες μπορεί να βρίσκεται ένα ηλεκτρόνιο στερεού σώματος. Αόγω των αλληλεπιδράσεων μεταξύ γειτονικών ατόμων ή ιόντων ή και της περιοδικότητας ενός κρυσταλλικού πλέγματος ενός στερεού, οι ενέργειες των ηλεκτρόνιων του σχηματίζουν ζώνες συνεχών τιμών, ενώ υπάρχουν και ζώνες μη επιτρεπτών τιμών. Το εύρος των επιτρεπτών ενεργειακών ζωνών εξαρτάται τόσο από την τιμή των ενεργειών, όσο και από την αλληλεπίδραση των γειτονικών ατόμων ή των ιόντων μέσω των ηλεκτρονικών τους νεφών. Allowed Transition [Επιτρεπτές Ενεργειακές Μεταβάσεις] Κβαντ. Μηχ. Σύμφωνα με την κβαντική μηχανική, το ηλεκτρόνιο αλλά και κάθε άλλο σωματίδιο ή ψευδοσωματίδιο ή κβαντικό σύστημα εκπέμπει ή απορροφά ενέργεια καθώς μεταβαίνει μεταξύ δύο καταστάσεων καθορισμένης ενέργειας, όταν δηλαδή πραγματοποιεί μια επιτρεπόμενη ενεργειακή μετάβαση. Όλες οι ενεργειακές μεταβάσεις,όμως, για να είναι επιτρεπτές, πρέπει να συμφωνούν με όλους τους φυσικούς νόμους όπως της διατήρησης της ενέργειας, της ορμής, της στροφορμής, ή και της ομοτιμίας, κ.λ,π. Alloy [Κράμα] Επιστ. Υλικ. Εννοείται κάθε ουσία που έχει μεταλλικό χαρακτήρα και αποτελείται από δύο ή περισσότερα συστατικά, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι μέταλλο. Τα μέταλλα στα κράματα συνήθως εμφανίζονται πιο αδρανή, όμως οι χημικές τους ιδιότητες δε διαφέρουν ουσιαστικά. Στις φυσικές ιδιότητες οι διαφορές είναι πολύ μεγαλύτερες. Έτσι, τήκονται σε χαμηλότερη θερμοκρασία από τα συστατικά τους και διαφέρουν ως προς τη σκληρότητα, τη θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, κλπ. Τα κράματα είναι ομοιογενή, αν το ένα μέταλλο "διαλύεται" μέσα στο άλλο, οπότε κατά την ψύξη γίνεται αμοιβαία αντικατάσταση των ατόμων στα κρυσταλλικά τους πλέγματα. Υπάρχουν και κράματα διαφορετικών κρυσταλλικών φάσεων, στο τήγμα των οποίων κάθε μέταλλο κρυσταλλώνεται χωριστά κι έτσι, οι κρύσταλλοι του κάθε συστατικού αποτελούν ξεχωριστή φάση στο κράμα. Alloy Adhesive [Κολλώδες Μίγμα] Επιστ. Υλικ. Μίγμα χημικών ουσιών, που συνδυάζει τις ιδιότητες των συστατικών του, όπως ελαστικότητα, αντοχή, σκληρότητα, θερμική αντοχή κ.λ.π. Alloy Cast Iron [Χυτοσίδηρος] Μεταλλ. Κράμα σιδήρου, άνθρακα καθώς και άλλων μετάλλων, όπως νικέλιο, χαλκό, χρώμιο, πυρίτιο ή και μαγνήσιο, με σκοπό τη βελτίωση των αντοχών ή των μαγνητικών ιδιοτήτων του σιδήρου.

Alloy Junction

-96-

Alloy Junction [Επαφή Μετάλλου με Ημιαγωγό] Ηλεκ. Πρόκειται για την περιοχή συγκρυστάλλωσης ενός μετάλλου και ενός στρώματος ημιαγωγού. Κατά τη θέρμανση των δύο υλικών, προσμίξεις μετάλλου εισέρχονται στον ημιαγωγό και στην περιοχή συγκρυστάλλωσής τους προκύπτει ημιαγωγός τύπου ρ ή η. Για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας ΑΙ ως μέταλλο προκύπτει ημιαγωγός τύπου ρ. Alloy Junction Diode [Δίοδος Επαφή Ημιαγωγών τύπου ρ-η] Ηλεκ. Δίοδος επαφή τύπου ρ-n που δημιουργείται με την συγκρυστάλλωση δύο διαφορετικών ημιαγωγών Alloy Nuclear Fuel [Κράμα Πυρηνικού Καυσίμου] Πυρ. Φυσ. Στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, το πυρηνικό καύσιμο εισάγεται στην καρδιά του αντιδραστήρα υπό μορφή κράματος με ένα ή περισσότερα μέταλλα. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται κράμα αλουμινίου εμπλουτισμένου ουρανίου το οποίο τοποθετείται μέσα σε ράβδους αλουμινίου. Alloy Plating [Επικάλυψη δια κράματος] Φυσ. Η εναπόθεση μετάλλου και η δημιουργία κράματος στο ηλεκτρόδιο μιας ηλεκτρολυτικής συσκευής. Alloy Steel [Κράμα χάλυβα] Φνσ. Χάλυβας διαφόρων τύπων που περιέχει μεγάλες ποσότητες άλλων μετάλλων π.χ. βολφραμιούχος χάλυβας, χρωμιούχος χάλυβας κ.λ.π. και χρησιμοποιείται για ειδικούς σκοπούς. Alloying [Κατασκευή κράματος] Φυσ. Η διαδικασία ανάμιξης μετάλλων ή μετάλλων και αμετάλλων, κυρίως με τήξη των συστατικών υλικών, υπό καθορισμένη αναλογία για τη παρασκευή κραμάτων με επιθυμητές ιδιότητες. All Pass Network [Διάταξη Ολίσθησης Φάσης] Ηλεκ. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία προκαλεί μεταβολή στη φάση του εναλλασσόμενου σήματος εισόδου της. Η διάταξη αυτή, ανεξάρτητα από τη συχνότητα του σήματος εισόδου τηςδεν μεταβάλλει την ένταση ή την ενέργειά του. All P u r p o s e C o m p u t e r [Υπολογιστής πάσης χρήσηςί Πληρ. Υπολογιστής που κατασκευάστηκε για χρήση σε επιστημονικές, οικονομικές και κάθε άλλου είδους εφαρμογές. All W a v e Receiver [Ραδιοφωνικός Δέκτης Ευρείας Ζώνης] Ηλεκ. Δέκτης ο οποίος μπορεί να λομβάνει ραδιοφωνικά σήματα όλων των ζωνών, βραχέα, υπερβραχέα, μακρά, μεσαία, καθώς και σήματα διαμορφωμένης συχνότητας (FM), δηλαδή σήματα με συχνότητες της τάξης των 0.5MHz έως και ΙΟΟΜΗζ. All Weather A i r c r a f t [Αεροσκάφος Παντός Καιρού] Αεροδ. Τύπος αεροσκάφους που διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό, που του εξασφαλίζει ικανότητα κίνησης και επιχειρησιακής λειτουργίας, ανεξάρτητα των καιρικών συνθηκών, την ημέρα ή τη νύχτα. All W e a t h e r A i r p o r t [Αεροδρόμιο Παντός Καιρού] Μηχ. Αεροδρόμιο το οποίο διαθέτει τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και όργανα πλοήγησης ώστε, τα αεροπλάνα να μπορούν να προσγειωθούν με ασφάλεια σε αυτό ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. All W e a t h e r Fighter [Πολεμικό Αεροσκάφος Παντός Καιρού] Αεροναυτ. Πολεμικό αεροσκάφος ικανό να επιχειρεί σε οιεσδήποτε καιρικές συνθήκες την ημέρα ή τη νύχτα. Το αεροσκάφος, ανάλογα την αποστολή του, διαθέτει αντίστοιχα όργανα πλοήγησης και κατεύθυνσης των όπλων του ή και διμελές πλήρωμα με κατάλληλα καθήκοντα. Για παράδειγμα για νυχτερινές

αποστολές χρησιμοποιούνται κάμερες υπέρυθρων ακτινών, ραντάρ πλοήγησης, παρακολούθησης ανάγλυφου και αποφυγής συγκρούσεων καταδείκτες λέιζερ κ. λ.π. All Weather Landing System [Σύστημα Προσγείωσης Παντού Καιρού] Αεροναυτ. Αυτόματο σύστημα προσέγγισης και προσγείωσης αεροσκαφών σε ένα αεροδρόμιο, με κύριο σκοπό να αναλαμβάνει την προσγείωση του αεροπλάνου σε περιπτώσεις δυσμενών καιρικών συνθηκών και ιδιαίτερα περιορισμένης ορατότητας. Το βασικότερο τμήμα του είναι ένα ραντάρ προσέγγισης. Allyl [Αλλυλο-1 Opy. Χημ. Είναι η οργανική ρίζα που προκύπτει από το προπένιο, με απομάκρυνση του υδρογόνου του κορεσμένου ατόμου άνθρακα. Ο χημικός τύπος είναι CH2=CH-CH2-. Allyl Alcohol [Αλλυλική Αλκοόλη | Opy. Χημ. Είναι το 1-υδροξυ-2-προπένιο, με χημικό τύπο CH 2 =CH-CH 2 ΟΗ. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, με χαρακτηριστική οσμή, που έχει μοριακό βάρος 58,08 και σημείο ζέσεως 97,1 °C. Είναι διαλυτό σε νερό. αιθανόλη και χλωροφόρμιο. Παρασκευάζεται με αλκαλική υδρόλυση του αλλυλοχλωριδίου. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή γλυκερίνης, πλαστικών, φαρμακευτικών προϊόντων, αρωμάτων και γευστικών υλών. Allyl Bromide [Αλλυλοβρομίδιο] Opy. Χημ. Είναι το 3βρομο-προπένιο, CH2=CH-CH2-Br. Έχει μοριακό βάρος 120,98, σημείο ζέσεως 70 °C και σημείο τήξεως 134,5 °C. Πρόκειται για άχρωμη ή ανοιχτοκίτρινη υγρή ουσία, με τοξικές ιδιότητες, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική συνθετική χημεία και στην παρασκευή συνθετικών αρωμάτων. Allyl Cation [Αλλυλικό Κατιόν] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το καρβοκατιόν CH2=CH-CH2+, το οποίο συμμετέχει σε χημικές αντιδράσεις, λαμβάνοντας υποκαταστάτες στο κορεσμένο άτομο άνθρακα. Allyl Chloride [Αλλυλοχλ^ωρίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το 3-χλωρο-προπένιο, CH2=CH-CH2-C1. Έχει μοριακό βάρος 76,53, σημείο ζέσεως 45 °C και σημείο τήξεως 134,5 °C. Πρόκειται για άχρωμο, πτητικό, τοξικό και εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο και αιθέρα. Παρασκευάζεται με αντίδραση του προπενίου με χλώριο, στους 500 "C, οπότε το χλώριο δεν προστίθεται στο διπλό δεσμό, αλλά αντικαθιστά το υδρογόνο του κορεσμένου ατόμου άνθρακα. Το αλλυλοχλ,ωρίδιο χρησιμοποιείται στη βιομηχανική παραγωγή αλλυλικής αλκοόλης, επιχλωρυδρίνης και γλυκερόλης. Allyl Cyanide [Αλλυλοκυανίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το 3βουτενο-νιτρίλιο, με χημικό τύπο CH 2 =CH-CH 2 -CN. Πρόκειται για υγρή ουσία, με οσμή κρεμμυδιού, που έχει μοριακό βάρος 67,09 και σημείο ζέσεως 119°C. Είναι αδιάλυτη σε νερό αλλά διαλυτή σε αιθανόλνη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις πολυμερισμού, για τη δημιουργία διασταυρώσεων πλέγματος. Allyl G r o u p [Αλλυλική Ομάδα] Οργ. Χημ. -> Allyl· Allyl Isothiocyanate [Ισοθειοκυανικό Αλλύλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH2=CH-CH2-N=C=S. Είναι άχρωμο, τοξικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή, διαλυτό στην αιθανόλ,η και το βενζόλιο. Έχει μοριακό βάρος 99,15 και σημείο ζέσεως 152,4°C. Αποτελεί ενεργό συστατικό της μουστάρδας. Allyl M c r c a p t a n [Αλλυλική Μερκαπτάνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH2=CH-CH2-SH. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, με μοριακό βάρος 74,14 και σημείο

-97ζέσεως 67-68 °C, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμακευτικών προϊόντων. Allyl Resin [Αλλυλική Ρητίνη] Οργ. Χημ. Είναι ρητίνη, η οποία παράγεται με πολυμερισμό οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλλυλική ομάδα. Ως μονομερή χρησιμοποιούνται κυρίως η αλλυλική αλκοόλη ή το αλλυλοχλωρίδιο. Allyl Sulfide [Αλλυλοσουλφίδιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (CH2=CH-CH2)2S. Είναι άχρωμο υγρό, με μοριακό βάρος 114,21 και σημείο ζέσεως 139°C. Πρόκειται για την ουσία που ευθύνεται για την οσμή του σκόρδου, ενώ εμφανίζει και αντισηπτικές ιδιότητες. Allylacctonc [Αλλυλική Ακετόνη! Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =CH-CH 2 -CH 2 COCn 3 . Προκύπτει με αντικατάσταση ενός υδρογόνου της ακετόνης από την αλλυλική ρίζα. Πρόκειται για άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων, εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων. Allylamine [Αλλυλική Αμίνη] Ομγ. Χημ. Είναι το 3αμινο-προπένιο, με χημικό τύπο CH2=CH-CH2-NH2. Έχει μοριακό βάρος 57,1 και σημείο ζέσεως 58 °C. Πρόκειται για κίτρινη, ελαιώδη ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και χλωροφόρμιο. Allylene [Αλλυλένιοί Ομγ. Χημ. Είναι το μεθυλοακετυλένιο ή προπίνιο, με χημικό τύπο CHrC=CH. Πρόκειται για ακετυλενικό υδρογονάνθρακα, με μοριακό βάρος 40,06 και σημείο ζέσεως -23,2 °C. Είναι άχρωμη αέρια ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Allylic Hydrogen [Αλλυλικό Υδρογόνο| Ομγ. Χημ. Δηλώνει το άτομο του υδρογόνου το οποίο συνδέεται με άτομο άνθρακα που συμμετέχει σε διπλό δεσμό. Allylic R e a r r a n g e m e n t [Αλλυλική Μετάθεση] Ομγ. Χημ. Συμβαίνει σε ακόρεστο οργανικό μόριο με τρία άτομα άνθρακα και περιλαμβάνει τη μετατόπιση του διπλού δεσμού από τη θέση 1,2 στη θέση 2,3, με σύγχρονη μετακίνηση ενός υποκαταστάτη από το τρίτο άτομο άνθρακα στο πρώτο. Allylthiourea [Αλλυλική Θειουρία] Οργ. Χημ. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο CH 2 =CH-CH 2 -NHCSNH 2 . Έχει μοριακό βάρος 116,18 και σημείο ζέσεως 78 °C. Είναι διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη και χρησιμοποιείται για προστασία από τη διάβρωση. Allvltrichlorosilane [Αλλυλο-τριχλωρο-πυρίτιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, με χαρακτηριστική οσμή. Ο χημικός τύπος είναι CII2=CII-CH2-SiCl3. Έχει σημείο ζέσεως 117.5°C και χρησιμοποιείται στην παρασκευή σιλικόνων. Allylurea [Αλλυλουρία] Οργ. Χημ. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 100,12 και χημικό τύπο CIT 2 =Cn-CH 2 -NHCONH 2 . Έχει σημείο ζέσεως 85 °C και είναι διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλλυλικής θειουρίας και άλλων ενώσεων που δρουν ως αντιδιαβρωτικά. Allyxycarb [Αλλυλοξυ-καρβίδιοj Ομγ. Χημ. Αναφέρεται στην οργανική ένωση με τύπο C]6H22N202. Είναι κίτρινη, κρυσταλλική ουσία και χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο για οπωροφόρα, εσπεριδοειδή και λαχανικά. All Zero Address [Διεύθυνση όλο μηδενικά] Επικοιν. 11 αρχική τομή μιας μάσκας διευθυνσιοδότησης (().().().()) όπου 0 = 000 στο οκταδικό σύστημα.

Alpha Brass

Almagest [Αλμαγέστηΐ Αστρον. Πρόκειται για μια μαθηματική και αστρονομική εγκυκλοπαίδεια, η οποία γράφτηκε περίπου το 140 π.Χ. από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο της Αλεξάνδρειας στην ελληνική γλώσσα και μελετά τη θέση και τις κινήσεις του Ηλίου, της Σελήνης και των άλλων πλανητών με την αποδοχή ότι η γη είναι το κέντρο του Σύμπαντος. Αποτελείται από δεκατρία βιβλία και είναι γνωστή και ως η "Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξη". Almandine Or Almanditc [Αλμανδίνης, Αλμανδίτης ] Γεωλ. Πολύτιμος λίθος της ομάδας του γρανάτη. Συναντάται σε ερυθρούς ή ιώδεις κανονικούς κρυστάλλους σε μεταμορφικά πετρώματα πλούσια σε άργιλο, κυρίως στην Κεϋλάνη. Έχει σκληρότητα από 6,5 έως 8 στη κλίμακα Μος. Almost Every [Σχεδόν κάθε] Μαθημ. Πολλές από τις ιδιότητες που εδραιώνει η άλγεβρα δεν επαληθεύονται για όλα τα στοιχεία του συνόλου πάνω στο οποίο ορίζονται. Τότε λέγεται πως είναι αληθείς για σχεδόν κάθε στοιχείο εκτός από ένα πεπερασμένο ή έστω μετρήσιμο πλήθος στοιχείων του πεδίου ορισμού. Almost Perfect N u m b e r [Σχεδόν τέλειος αριθμός] Μαθημ. Έστω ένας αριθμός x και ν το πλήθος των παραγόντων του εκτός από τον ίδιο. Αν ο χ είναι κατά μία μονάδα μεγαλύτερος του αθροίσματος των παραγόντων του, τότε ονομάζεται σχεδόν τέλειος αριθμός. A l m u c a n t a r [Αλμουκαντάρατος] Αστρον. Ονομασία μικρών κύκλων που διαγράφονται νοητά στην ουράνια σφαίρα για να διευκολύνουν στη μελέτη της. Το επίπεδο ενός αλμουκαντάρατου κύκλου είναι παράλληλο προς τον ορίζοντα. Alnico [Κράμα ΑλνίκοΙ Υλικ. Σιδηρομαγνητικό κράμα νικελίου κοβαλτίου και αλουμινίου. Αναφέρεται ως Alnico ν ΐ ϊ και χρησιμοποιείται ευρέως σε εφαρμογές που απαιτούν ισχυρό μόνιμο μαγνητικό πεδίο. Alnico Magnet [Μαγνήτης Alnico] Υλικ. Κατηγορία μόνιμων μαγνητών που χρησιμοποιούν για σιδηρομαγνητικό υλικό το κράμα Alnico VII. Alnilam | Αλνιλάμ] Αστρον. Αραβικό όνομα του αστέρα ε του αστερισμού του Ωρίωνα. Είναι αστέρας δευτέρου μεγέθους 1,8 και είναι φασματοσκοπικά διπλός. A L O H A Network [Δίκτυο ALOHA) Επικοιν.'Ενα από τα πρώτα δίκτυα του πανεπιστημίου της Χαβάης όπου χρησιμοποιήθηκε η έννοια της χρονοσχισμής και έκτοτε έδωσε το όνομα του στην αντίστοιχη τεχνική. Alpha [Αλφα] Ηλεκ. Πρόκειται για χαρακτηριστικό μέγεθος ενός τρανζίστορ, που ισούται με το πηλίκο της μεταβολής του ρεύματος στο συλλέκτη προς τη μεταβολή του ρεύματος στον εκπομπό. Το "α" καλείται και ενίσχυση ρεύματος μεγάλου σήματος. Alpha Activation [Αλφα Ενεργοποίηση) Χημ. Περιγράφει την επίδραση μιας οργανικής ρίζας ή ομάδας σε αντιδράσεις στις οποίες συμμετέχουν τα γειτονικά άτομα άνθρακα του μορίου. Alpha Aquilae [Αλφα του Αετού] Αστρον. Ααμπρό άστρο που ανήκει στον αστερισμό του Αετού στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο. —> Altair. Alpha Aurigac [Αλφα του Ηνίοχου] Αστρον. Διπλός αστέρας πρώτου μεγέθους που ανήκει στον αστερισμό του Ηνίοχου στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο. —> Capclla. Alpha Bootis [Αλφα του Βοώτηΐ Αστρον. Αστρο πρώτου μεγέθους που ανήκει στον αστερισμό του Βοώτη. -> A returns. Alpha Brass [Αλφα ορείχαλκος! Ψυσ. Στερεό διάλυμα

Alpha Canis Minoris

-98-

τιου περιέχει άνω του 64% χολικό, με τυπικό αντιπρόσωπο τον ορείχαλκο αποτελούμενο από 70% χαλκό και 30% ψευδάργυρο. Έχει χρώμα χρυσίζον και υψηλό σημείο τήξης. Alpha Canis Minoris [Αλφα του Μικρού Κυνόςΐ Αστρον. Το λαμπρότερο άστρο στον αστερισμό του Μικρού Κυνός. —> Procyon. Alpha C e n t a u r i [Αλφα Κενταύρου] Αστρον. Το Αλφα Κενταύρου ή αλλιώς πόδι του Κενταύρου είναι το τρίτο λαμπρότερο άστρο της ουράνιας σφαίρας και το πιο κοντινό αστέρι στη Γη σε απόσταση 4,3 έτη φωτός. Ανήκει στον αστερισμό του Κενταύρου. Πρόκειται για ένα σύστημα τριών αστέρων με φαινόμενο μέγεθος 0,1. Τα δύο πιο λαμπερά αστέρια του, το α Κενταύρου Α και το α Κενταύρου Β. περιστρέφονται το ένα γύρω από το άλλο σε περίοδο 80 περίπου έτη φωτός. Το α Κενταύρου Γ είναι αστέρι 11ρν> μεγέθους και περιστρέφεται γύρω από τα άλλα δύο αστέρια. Βρίσκεται στο νότιο ουράνιο ημισφαίριο. Alpha Cross Section [Ενεργός Διατομή Αλληλεπίδρασης της Ύλης με Σωματίδια άλφα] Πυρ. Φυσ. Χαρακτηριστικό μέγεθος που εκφράζει ποσοτικά την αλληλεπίδραση ενός υλικού με σωματίδια άλφα. Alpha Crusis [Αλφα του Σταυρού| Αστρον. Αστρο που ανήκει στον αστερισμό του Σταυρού. A crux. Alpha Cutoff Frequency [Συχνότητα Αποκοπής Ενίσχυσης Τρανζίστορ] Ηλεκ. Χαρακτηριστική συχνότητα ενός τρανζίστορ στην οποία, η ενίσχυση που προκαλεί στο ρεύμα εισόδου του είναι 3 db μικρότερη από την ενίσχυση ενός ρεύματος χαμηλής - μηδενικής συχνότητας. Για ρεύματα υψηλότερων συχνοτήτων από τη συχνότητα αποκοπής, η ενίσχυση που προκαλεί το τρανζίστορ είναι μικρότερη των 3 db. Alpha Decay [Διάσπαση Αλφα] Πυρ. Φυσ. Τρόπος ραδιενεργούς διάσπασης πυρήνων με μαζικό αριθμό μεγαλύτερο του 60 κατά τον οποίο ο πυρήνας εκπέμπει τουλάχιστον ένα σωμάτιο άλφα, δηλαδή ένα πυρήνα ηλίου και μετατρέπεται σε άλλον πυρήνα. Alpha Emission [Εκπομπή Ακτινοβολίας α] 7Ιυρ. Φυσ. Αποδιέγερση ενός πυρήνα με σύγχρονη εκπομπή σο>ματιδίων άλφα, δηλαδή πυρήνων ηλίου. Alpha Eridani |Αλφα του Ηριδανού] Αστρον. Αστρο που ανήκει στον αστερισμό του Ηριδανού στο νότιο ουράνιο ημισφαίριο. —> Aehernar. Alpha G e m i n o r u m [Αλφα των Διδύμων] Αστρον. Ένα από τα εικοσιπέντε άστρα του αστερισμού των Διδύμων στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο. —> Castor. Alpha I r r a d i a t i o n [Λκτινοβόληση με Σωμάτια Αλφα] Πυρ. Φυσ. 77ρόκειται για το βομβαρδισμό ενός υλικού με συγκεκριμένη δόση ακτινοβολίας άλφα αποσκοπώντας στη μετατροπή του σε ραδιενεργό. Alpha Leonis [Αλφα του Λέοντος] Αστρον. Ο λαμπρότερος αστέρας του στον αστερισμό του Λέοντος του βόρειου ημισφαίριου. —> Rcguius. Alpha Lyrae |Αλφα της Λύρας] Αστρον. Αστρο πρώτου μεγέθους που ανήκει στον μικρό αστερισμό Λύρα του βορείου ουράνιου ημισφαίριου. ->Vega. Alpha Olefin [Αλχρα ολεφίνη) Οργ. Χημ. Εκφράζει το αλκένιο, στο μόριο του οποίου ο διπλός δεσμός ενώνει τα δύο τελευταία άτομα άνθρακα της αλυσίδας. Alpha O n o n i s [Αλφα του Ωρίωνα] Αστρον. Αστρο που ανήκει στον αστερισμό του Ωρίωνα στο ισημερινό επίπεδο της ουράνιας σφαίρας. Alpha Particle [Σωμάτιο Αλφα] Πυρ. Φυσ. Το σωμάτιο άλ.φα είναι ένα πυρήνας ηλίου, δηλαδή αποτελείται

από δύο πρωτόνια και δύο νετρόνια και είναι θετικά φορτισμένο, ενώ συνήθως εκπέμπεται από ραδιενεργούς πυρήνες κατά τη μεταστοιχείωσή τους. Alpha Particle Detector [Ανιχνευτής Σωματιδίων Αλφα] Πυρ. Φυσ. Συσκευή ανίχνευσης σωματιδίων άλ.φα. Alpha Particle Scattering [Σκέδαση Σωματιδίων Αλφα] Πυρ. Φυσ. Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλλαγή στη διεύθυνση αλλά και στην ταχύτητα κίνησης μίας δέσμης κινούμενων σωματιδίων άλφα, που οφείλεται σε ένα υλικό, π.χ. ένα φύλλο χρυσού στο πείραμα του Rulherford. Alpha Position [Αλφα θέση] Οργ. Χημ. Δηλώνει τη θέση ενός υποκαταστάτη του οργανικού μορίου, όταν είναι άμεσα γειτονικός με ομάδα ή ακόρεστο δεσμό που ανήκει στην κύρια αλυσίδα. Alpha Ray [Δέσμη Ακτινοβολίας Αλφα] Πυρ. Φυσ. Δέσμη κινούμενων σωματιδίων άλφα. Τα σωματίδια παράγονται από ραδιενεργούς πυρήνες και με κατάλληλη διάταξη σχισμών συλλέγονται εκείνα που κινούνται με παράλληλες ταχύτητες και σχηματίζουν μια δέσμη. Alpha Ray Vacuum Gage [Θάλαμος Ιονισμού Ακτινοβολίας Αλφα] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για θάλαμο ανίχνευσης σωματιδίων άλφα, μέσω του ιονισμού που προκαλούν κατά τη διέλευσή τους μέσα από αυτόν. Ο θάλαμος αυτός είναι αντίστοιχος εκείνου που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ηλεκτρονίων, δηλαδή ακτινοβολίας β. Alpha T a u r i |Αλ.φα του Ταύρου] Αστρον. Κόκκινος γίγαντας που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου. Aldebaran. Alpha Test [Δοκιμή Άλφα] Υπολ. Η πρώτη δοκιμή του λογισμικού του υπολογιστικού συστήματος, η οποία πραγματοποιείται στο εργαστήριο της κατασκευάστριας εταιρείας από τους ίδιους τους κατασκευαστές , με σκοπό τον έλεγχο του προτού προχωρήσει στο στάδιο της δοκιμής Βήτα. Ο έλεγχος αυτός διεξάγεται σε πειραματικές συνθήκες, χρησιμοποιεί πραγματικά δεδομένα και λειτουργίες, αλλά θεωρείται ότι υπεισέρχεται σ' αυτόν το υποκειμενικό στοιχείο. Alpha Test Site [Χώρος για Αλ,φα Δοκιμή] Υπολ. Ο χώρος, στον οποίο πραγματοποιείται η δοκιμή Αλφα του λογισμικού του υπολογιστικού συστήματος με την χρήση πραγματικών δεδομένων και λειτουργιών και βρίσκεται στο εργαστήριο της κατασκευάστριας εταιρείας. Alpha Virginis ΙΑλφα της Παρθένου] Αστρον. Το λαμπρότερο από τα 110 άστρα του αστερισμού της Παρθένου, κοντά στον ουράνιο ισημερινό. —> Spiea. Alphabet [Αλφάβητο] Πληρ. Το σύνολο των χαρακτήρων που χρησιμοποιούνται για την σύνθεση και έκφραση μίας φωνητικής γλώσσας, ή γλώσσας συγγραφής ηλεκτρονικού λογισμικού. Alphabetic C h a r a c t e r [Αλφαβητικός χαρακτήρας] Υπολ. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι περιλαμβάνουν μόνο γράμματα κα ορισμένους ειδικούς χαρακτήρες, όπως οι: S, /, *, %, &, κλπ. Χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση δεδομένων σε κάποια μνήμη ή αρχεία. Alphabetic Coding [Αλφαβητική κωδικοποίηση | Υπολ. Η κωδικοποίηση, η οποία πραγματοποιείται με τη βοήθεια λέξεων, που αποτελούνται από αλφαβητικούς χαρακτήρες του ιδίου αλφαβήτου. Χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση δεδομένων σε κάποιο πρόγραμμα ή αρχείο του υπολογιστικού συστήματος. Alphageometric M o d e [Αλφαγεωμετρική κατάσταση] Επικοιν. Κωδικοποίηση εικονοκειμένου (Videotcxt)

AltimeterSetting- 99που χρησιμοποιεί διανυσματική γεωμετρία για τα γραφήματα. Alphameric T y p e b a r [Αλφαριθμητική πλάκα πληκτρολόγησης] Πλημ. Η πρότυπη μεταλλική πλάκα πληκτρολογίου που διαθέτουν οι συσκευές λογιστικών υπολογισμών, η οποία περιλαμβάνει τα αντίστοιχα πλήκτρα όλων των γραμμάτων της αλφαβήτου, των αριθμητικών ψηφίων και του νουμερικού ψηφίου. Alphamosaic M o d e [Αλφαμωσαϊκή κατάσταση] Επικοιν. Κωδικοποίηση εικονοκειμένου που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη. Alphanumeric [Αλφαριθμητικός] Υπολ. Αναφέρεται σε δεδομένα, τα οποία αποτελούνται από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες, δηλαδή από γράμματα κάποιου συγκεκριμένου αλφαβήτου, αριθμούς, αλλά και κάποια ειδικά σύμβολα, όπως τα σημεία στίξης ή τα σύμβολα $, %, /, κλπ. Πολλές φορές, ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε λειτουργίες που χρησιμοποιούν αλφαριθμητικά δεδομένα. Alphanumeric C h a r a c t e r s [Αλφαριθμητικοί χαρακτήρες] Υπολ. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι περιλαμβάνουν αλφαριθμητικούς χαρακτήρες, δηλαδή αλφαβητικούς χαρακτήρες και αριθμούς, το χαρακτήρα του διαστήματος, καθώς και τα σημεία στίξης. Χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση δεδομένων σε πρόγραμμα ή αρχείο του υπολογιστή. A l p h a n u m e r i c Display Device [Συσκευή αλφαριθμητικής επίδειξης] Ηλεκτρον. Συσκευή που δέχεται στην είσοδο σήματα που περιέχουν πληροφορίες και παραδίδει στην έξοδο, σε ορατή οθόνη επίδειξης, τις πληροφορίες αυτές σε αλφαριθμητική μορφή. Alphanumeric Instruction |Αλφαριθμητική εντολή] Υπολ. II εντολή, η οποία χρησιμοποιείται στο υπολογιστικό πρόγραμμα για τον έλίτγχο και την επεξεργασία των αλφαριθμητικών δεδομένων. Alphanumeric P a g e r [Αλφαριθμητικός βομβητής] Επικοιν. Φορητή συσκευή μικρού μεγέθους που επικοινωνεί και δέχεται, μέσω ραδιοκυμάτουν, αριθμητικά δεδομένα ή κείμενα από ψηφιακές τηλεφωνικές συσκευές ή ηλεκτρονικούς υπολογιστές, και τα οποία προβάλλει στον χρήστη μέσω της οθόνης υγρών κρυστάλλων που διαθέτει. Alphaphotographic M o d e | Αλφαφωτογραφική κατάσταση] Επικοιν. Κωδικοποίηση εικονοκειμένου (Vidcotcxt) που χρησιμοποιεί γραφική ανάλυση εικόνας με περιορισμένα χρώματα αλλά ευκολότερη συμπίεση. Alphatopic [Πυρήνες Alphatopic] Πυρ. Φνσ. Έτσι αναφέρονται δύο πυρήνες που ο ένας μετατρέπεται στον άλλο μέσω της εκπομπής ενός σωματιδίου άλφα. Ο μητρικός πυρήνας περιέχει δύο πρωτόνια και δύο νετρόνια περισσότερα από το θυγατρικό. \ l p h a t r o n [Θάλαμος Ιονισμού Ακτινοβολίας Αλφα] Πυρ. Φυσ. Θάλαμος ανίχνευσης σωματιδίων άλφα. Alpha Ray Vacuum Gage \lphonsus |Αλφόνσος] Αστρον. Πρόκειται για έναν κρατήρα στην επιφάνεια της Σελήνης, ο οποίος έχει διάμετρο περίπου 70 μίλια, του οποίου το φάσμα μιας χρηξης κατάφερε να φωτογραφήσει ο σοβιετικός αστρονόμος N.Kozyrcv το 1958. \lpine Glacier [Αλπικός Παγετώνας] Υδρολ. ΙΙαγετώ• ας ο οποίος βρίσκεται πάνω σε βουνά. \ l t a i r [Αλταϊρ] Αστρον. Αραβικό όνομα του αστέρα α του αστερισμού του Αετού, που λέγεται και ο ίδιος Αε::·:. Είναι οπτικά διπλός αστέρας, πρώτου μεγέθους

Alternate Keyν

0,9 από τους λαμπρότερους του ουρανού. Έχει χρώμα κιτρινόλευκο. Altaite [Αλταϊτης] Γεωλ. Ορυκτό που αποτελείται από τελούριο 61% και μόλυβδο 38% με ελάχιστες προσμίξεις. Συναντάται σε κασσιτερόχρωμους, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος, κυρίως στα ΑλταϊαΌρη. Altazimuth [Αλταζιμούθιο] Αστρον. Αστρονομικό όργανο για τη μέτρηση του ύψους και του αζιμούθιου ενός ουράνιου σώματος. Αποτελείται από κινητά τμήματα που μετακινούνται σε οριζόντια διεύθυνση για τη μέτρηση του ύψους και σε κατακόρυφη διεύθυνση για τη μέτρηση του αζιμούθιου. Χρησιμοποιούνταν ευρέως μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Altazimuth Mounting [Αλταζιμούθια στήριξη | Αστρον. Βάση στήριξης ενός τηλεσκοπίου με κάθετο και οριζόντιο άξονα περιστροφής και συνήθως υποδιαιρεμένους κύκλους συντεταγμένων ώστε να δίνει τη δυνατότητα στο τηλεσκόπιο να στρέφεται οριζόντια και κάθετα και να κατευθύνεται προς το σημείο επιλογής της ουράνιας σφαίρας. Altazimuth Telescope |Αλταζιμούθιο τηλεσκόπιο| Αστρον. Τηλεσκόπιο που φέρει αλταζιμούθια στήριξη, που του δίνει τη δυνατότητα να περιστρέφεται οριζόντια και κάθετα και να κατευθύνεται προς επιλεγμένο σημείο του ουράνιου χώρου. Alteration Switch [Διακόπτης μεταβολής] Υπολ. I. Το πλήκτρο, το οποίο βρίσκεται στο κάτω μέρος του πληκτρολογίου του υπολογιστή και ελέγχει τη ροή του προγράμματος. 2. Ο προσομοιωμένος διακόπτης με πρόγραμμα, ο οποίος ελέγχει τις εντολές μηχανής. Alternant ΙΕναλλάσσουσα) Μαθημ. Έστω ένα γραμμικό σύστημα μ εξισώσεων με ν αγνώστους και Γ) η ορίζουσα του. II ορίζουσα D ονομάζεται εναλλάσσουσα αν εναλλάσσοντας δύο σειρές της αλλάζει το πρόσημο της. Alternant H y d r o c a r b o n [Εναλλασσόμένος Υδρογονάνθρακας) Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε συζυγείς οργανικές ενώσεις, οι οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούνται από δύο υδρογονανθρακικά τμήματα που εναλλάσσονται στην ανθρακική αλυσίδα με γραμμικό τρόπο. Alternate A i r p o r t [Εναλλακτικό Αεροδρόμιο] Αεροναυτ. Αεροδρόμιο προσγείωσης ενός αεροπλάνου, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσγείωση στο αρχικά προκαθορισμένο αεροδρόμιο. Alternate Angleo [Εναλλάξ γα>νίες] Μαθημ. Έστω δύο κάθετες παράλληλες και μία Τρίτη ευθεία που τις τέμνει. Εναλλάξ ονομάζονται οι γωνίες που βρίσκονται εκατέρωθεν της τέμνουσας και δεν έχουν κοινή κορυφή. Οι γωνίες αυτές είναι είτε ίσες είτε παραπληρωματικές. Alternate Channel Interference [Παρεμβολή εναλλασσόμενου καναλιού] Ηλεκτμον. Παρεμβολή σήματος που οφείλεται σε κανάλι που βρίσκεται σε απόσταση δύο θέσεων από κάποιο άλλο. Alternate Energy [Εναλλακτικές Μορφές Ενέργειας] Μηχ. Κάθε μορφή ενέργειας, εκτός της πυρηνικής ενέργειας και της ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Για παράδειγμα, η ηλιακή ή η αιολική ενέργεια καθώς και η ενέργεια από το θαλάσσιο κυματισμό. Alternate Key (ALT) [Εναλλακτικό πλήκτρο 1 Υπολ. Το πλήκτρο, το οποίο βρίσκεται στο κάτω μέρος του πληκτρολογίου του υπολογιστή και εμφανίζει χαρα-

Alternate Routing

- 100 -

κτήρες ή εκτελεί εντολες όταν είναι πατημένο συγχρόκτρική. Η γεννήτρια αυτή συνήθως αποτελείται από νως με κάποιο άλλο πλήκτρο και ποτέ από μόνο του. ένα περιστρεφόμενο πλαίσιο το ρότορα ο οποίος περιΠ.χ. αν το πλήκτρο ALT είναι συγχρόνως πατημένο με στρέφεται μέσα σε σταθερό μαγνητικό πεδίο με συνετό πλήκτρο Γ εμφανίζεται το μενού Αρχείο (File πεια στα άκρα του πλαισίου να δημιουργείται εναλnicnu). Είναι γνωστό και ως δευτερεύον πλήκτρο λασσόμενη τάση με συχνότητα ίση με την συχνότητα Alternate Routing (Εναλλακτική δρομολόγηση] Επιπεριστροφής του πλαισίου. κοιν. Συναντιέται κυρίως στην περίπτωση που το δί- Alternating C u r r e n t Erasing Head 2 [Κεφαλή σβησίκτυο επιτρέπει από την τοπολογία του τη χρήση πολματος με εναλλασσόμε ρεύμα] Ηλεκ. Κεφαλή σβησίλαπλών επιλογών για μετάδοση ενός πακέτου. ματος μαγνητικής εγγραφής, με τη χρήση εναλλασσόAlternatc T r a c k [Εναλλακτικό Αυλάκι] Υπολ. Το αυ- μενού ρεύματος. Το εναλλασσόμενο ρεύμα της κεφαλάκι ενός μαγνητικού δίσκου, το οποίο χρησιμοποιείλ.ής δημιουργεί εναλλασσόμενο μαγνητικό πεδίο που ται για την προσπέλαση δεδομένων στην περίπτωση τελικά μηδενίζει τη μαγνήτιση του υλικού εγγραφής, που το κύριο αυλάκι του συστήματος τίθεται εκτός λει- Alternating C u r r e n t G e n e r a t o r [Γεννήτρια Εναλτουργίας, είτε γιατί ελλατωματικό ή ελλειπές. λασσόμενου Ρεύματος] Ηλχκ. Μηχανική διάταξη που Alternating Copolymer [Εναλλασσόμενο Συμπολυμεπαράγει εναλλασσόμενη τάση και εναλλασσόμενο ρεύρές] Opy. Χημ. Είναι το συμπολυμερές στο οποίο οι μα, μετατρέποντας τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική, δύο δομικές μονάδες εναλλάσσονται στην αλυσίδα του Η γεννήτρια αυτή συνήθως αποτελείται από ένα περιμορίου με γραμμικό τρόπο. στρεφόμενο πλαίσιο, το ρότορα, ο οποίος περιστρέφεAlternating C u r r e n t [Εναλλασσόμενο Ρεύμα] Ηλεκ. ται μέσα σε σταθερό μαγνητικό πεδίο, με συνέπεια στα Ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο δε διατηρεί σταθερή τη φο- άκρα του πλναισίου να δημιουργείται εναλλασσόμενη ρά κίνησής του. Συμβολίζεται ως ac. Το πιο συνηθι- τάση, με συχνότητα ίση με τη συχνότητα περιστροφής σμένο εναλλασσόμενο ρεύμα δημιουργείται από την του πλαισίου. εναλλασσόμενη τάση που παρέχεται από το δίκτυο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και η φορά κίνησής του εναλλάσσεται περιοδικά πολλές φορές (περίπου 50) το δευτερόλεπτο. Ένα ημιτονοειδώς εναλλασσόμενο ρεύμα με πλάτος Ιο ισοδυναμεί, όσο αφορά στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, σε αντίσταση με ένα συνεχές ρεύμα σταθερής έντασης ίση μιε ΙοΛ/2. Alternating C u r r e n t Circuit Theory [Θεωρία Κυκλωμάτων Εναλλασσόμενου Ρεύματος] Ηλεκ. Θεωρία περιγραφής της λειτουργίας κυκλωμάτων εναλλασσόμενού ρεύματος. Σε περιπτώσεις που σε ένα κύκλωμα υπάρχουν στοιχεία τα οποία παρουσιάζουν μιη ωμική συμπεριφορά, για παράδειγμα επαγωγική ή χωρητική αντίσταση, απαιτείται κατάλληλη μαθηματική περιγραφή της συμπεριφοράς του κυκλώματος βάση της θεωρίας των κυκλωμάτων εναλλασσόμενου ρεύματος. Alternating C u r r e n t Coupling [Σύζευξη Διέλευσης Εναλλασσόμιενου Ρεύματος] Ηλεκ. Διάταξη σύζευξης δυο τμημάτων ενός κυκλώμιατος, η οποία επιτρέπει τη διέλευση μόνο εναλλασσόμενου ρεύμιατος, εμποδίζοντας συνεχείς συνιστώσες. Συνήθως αποτελείται από τουλάχιστον ένα πυκνωτή. Alternating C u r r e n t / Direct - C u r r e n t [Κυκλώμιατα Εναλλασσόμενου και Συνεχούς Ρεύματος] Ηλεκ. Ηλεκτρικά κυκλώματα κατάλληλα να λειτουργούν τροφοδοτούμιενα τόσο από πηγές συνεχούς όσο και από πηγές εναλλασσόμενης τάσης. Altcrnating C u r r e n t D u m p [Απόσβεση Εναλλασσόμενου Ρεύματος] Ηλεκ. Η απόρριψη κάθε εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Συνήθως αυτό γίνεται σε κυκλα')ματα υπολογιστών ή άλλων συσκευών που λειτουργούν με συνεχή ρεύμα. Alternating C u r r e n t Erase [Σβήσιμο με εναλλασσόμενο ρεύμα] Ηλεκ. Το σβήσιμο μιας μαγνητικής εγγραφής από τη βελόνα εγγραφής, χρησιμοποιώντας εναλλασσόμενο ρεύμα. Ιϊ διέλευση του εναλλασσόμενου ρεύματος προκαλεί εναλλασσόμενο μαγνητικό πεδίο που τελικά μηδενίζει την παραμένουσα μαγνήτιση στο υλικό εγγραφής. Alternating C u r r e n t E r a s i n g Head 1 [Γεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος] fi/χκ. Μηχανική διάταξη που παράγει εναλλασσόμιενη τάση και εναλλασσόμενο ρεύμα μετατρέποντας τη μηχανική ενέργεια σε ηλε-

Alternating C u r r e n t K e r r Effect [Φαινόμενο Κερ εναλλασσόμενου ρεύματος| φυσ. Ρύθμιση της έντασης του φωτός σε διάταξη κυττάρου Κερ που λειτουργεί με εναλλασσόμενο ρεύμα υψηλής συχνότητας, όπου οι μεταβολές ηλεκτρικής τάσης μετατρέπονται σε μεταβολές έντασης φωτός κατά το φαινόμενο Κερ δηλ. η ιδιότητα ορισμένων ουσιών να γίνονται διπλοδιαθλ.αστικές όταν βρεθούν σε ηλεκτρικό πεδίο, Alternating C u r r e n t M o t o r [Κινητήρας Εναλλασσόμενού Ρεύματος] Ηλεκ. Μηχανική διάταξη η οποία τροφοδοτείται μιε εναλλασσόμενη τάση, καταναλώνει ηλεκτρική ενέργεια και τη μετατρέπει σε μηχανική. Π λειτουργία της στηρίζεται στις δυνάμεις που ασκούνται σε έναν αγωγό που διαρρέεται από ρεύμια, όταν αυτός βρίσκεται μέσα σε μαγνητικό πεδίο, Alternating C u r r e n t Network [Κύκλωμια Εναλλασσόμενου Ρεύματος] ΙΙλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα που παρουσιάζει σύνθετη αντίσταση, δηλαδή εκτός από στοιχεία μιε ωμική αντίσταση περιέχει και στοιχεία τα οποία, όταν διαρρέονται από εναλλασσόμενο ρεύμα, παρουσιάζουν χωρητική ή επαγωγική αντίσταση, Alternating C u r r e n t Power Supply [Τροφοδοτικό Εναλλασσόμενου Ρεύματος] Ηλεκ. Διάταξη τροφοόοσίας συσκευών με εναλλασσόμενη τάση. Τέτοια τροφοδοτικά μπορεί να αποτελούνται από γεννήτριες εναλλασσόμενης τάσης, από μετασχηματιστές κ.λ.π. Alternating C u r r e n t Resistance [Αντίσταση στη Διέλευση Εναλλασσόμενου Ρεύματος] Ηλεκ. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για την ωμική αντίσταση ενός αγωγού, όταν τον διαρρέει εναλλασσόμενο ρεύμα υψηλών συχνοτήτων. Σε αυτή την περίπτωση, τα φορτία ρέουν σε ένα στρώμα κοντά στην επιφάνειά του (επιδερμικό φαινόμενο) και η αντίστασή του είναι μεγαλύτερη από ότι στο συνεχές ρεύμα. -> HighFrequency Resistance Alternating C u r r e n t Welder [Συγκολλητής Εναλλασσόμενου Ρεύματος] Ηλεκ. Μηχανική διάταξη συγκόλλησης, η οποία χρησιμοποιεί εναλλασσόμενο ρεύμα, για να θερμάνει τα αντικείμενα που θα συγκολληθούν. Alternating Flashing Light [Εναλλασσόμενο περιστρεφόμενο φως] Πλοηγ. Φως που αναβοσβήνει σε σταθερά χρονικά διαστήματα, με το χρόνο λάμψης μικρύτερο από το χρόνο σκοταδιού, και χρησιμοποιείται

- 101 -

Altimeter Corrections

για την σήμανση τοποθεσιών και την προειδοποίηση ζεται εναλλάσσουσα αν το γινόμενο δύο διαδοχικών κινδύνων στις διάφορες μορφές ναυσιπλοίας αέρος, όρων είναι μικρότερο από το μηδέν, δηλαδή ισχύει θάλασσας και κίνησης στο έδαφος. aj-aj+icO.Algebraic Identity [Αλγεβρική ταυτότητα] Alternating F o r m [Εναλλάσσουσα μορφή] Μαθημ. Μαθημ. Μαθηματική σχέση η οποία εκφράζεται μέσω Έστω τύπος Γ με δύο μεταβλητές χ και y. Αν η τιμή γραμμάτων που αντιπροσωπεύουν αριθμούς και είναι του είναι Γ(χ, y), και μετά από εναλλαγή των χ και ν πάντα αληθής για όποιες αριθμητικές τιμές δοθούν στα είναι -Γ (χ, y), όπου Γ(χ, y)=-f(x, y) τότε η μορφή αυτή γράμματα. ονομάζεται εναλλάσσουσα. Alternating Stress [Πίεση Εναλλασσόμενης Φοράς] Alternating Function [Εναλλάσσουσα συνάρτηση] Μηχ. Αναφέρεται στην περίπτωση στην οποία, οι δυΜαθημ. Έστω συνάρτηση t της οποίας, μεταβάλλοντας νάμεις που ασκούνται σε ένα σώμα αλλάζουν περιοδιτον προσανατολισμό κάθε διατεταγμένου ζεύγους με- κά φορά, με συνέπεια η τάση που ασκείται στο υλικό ταβλητών (χ, y) σε (y, χ), η τιμή αλλάζει πρόσημο. Τό- να αλλάζει και αυτή περιοδικά φορά. τε η συνάρτηση ονομάζεται εναλλάσσουσα. Alternating Voltage [Εναλλασσόμενη Τάση] Η)εκ. Alternating G r a d i e n t [Μαγνητικό Πεδίο Εναλλασσό- Πρόκειται για τάση μεταξύ δύο σημεκον, η οποία αλμενης Βαθμίδας] Ηλεκ. Μαγνητικό πεδίο, η βαθμίδα λάζει πρόσημο με την πάροδο του χρόνου, με συνέπεια του οποίου αλλάζει περιοδικά πρόσημο. Ένα τέτοιο και το ρεύμα που προκαλεί σε ένα αγωγό να αλλάζει μαγνητικό πεδίο δημιουργείται από διαδοχικούς μα- φορά. II πιο συνηθισμένη μορφή εναλλασσόμενης τάγνήτες που παράγουν μαγνητικό πεδίο με αντίθετες σης είναι η ημιτονοειδής τάση, η οποία μεταβάλλεται βαθμίδες. Χρησιμοποιείται ως μαγνητικός φακός σε περιοδικά και η γραφική παράσταση της τιμής της με διατάξεις περιορισμού, κατεύθυνσης και επιτάχυνσης την πάροδο του χρόνου έχει τη μορφή ενός ημίτονου. ταχέως κινούμενων φορτίων. Για παράδειγμα, σε επι- Alternation of Multiplicities Law [Νόμος Εναλλαγής ταχυντές σωματιδίων όπως το σύνχροτρο. της Πολλαπλότητας των Στοιχείων] Χημ. Νόμος κατάAlternating G r a d i e n t Focusing [Εστιαστές Πεδίων ταξης των στοιχείων στον περιοδικό πίνακα σύμφωνα με Εναλλασσόμενες Βαθμίδες] Ηλεκ. Πρόκειται για με τον οποίο, το πλήθος των ηλεκτρονίων στην εξωτεεστιαστές δεσμών ταχέως κινούμενων σωματιδίων, οι ρική στιβάδα των ατόμων είναι το ίδιο στην ίδια στήλη οποίοι χρησιμοποιούν ηλεκτρικά ή μαγνητικά πεδία του περιοδικού πίνακα και στην επόμενη στήλη είναι κάθετα στη διεύθυνση της δέσμης με εναλλασσόμενη κατά ένα περισσότερο από την προηγούμενη. Κατά συνέπεια, το πλήθος των ηλεκτρονίων (πολλαπλότητα) βαθμίδα πεδίου. Alternating G r a d i e n t S y n c h r o t r o n [Σύνχροτρον με εναλλάσσεται περιοδικά από άρτιο σε περιττό από Πεδία Εναλλασσόμενης Βαθμίδας] Πυρ. Φυσ. Πρόκει- στήλη σε στήλη. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην κατάται για επιταχυντή πρωτονίων που χρησιμοποιεί μα- ταξη των στοιχείων βάση των χημικών ιδιοτήτων τους, γνητικά ή ηλεκτρικά πεδία με εναλλασσόμενη βαθμίδα οι οποίες οφείλονται στα ηλεκτρόνια της εξωτερικής για την εστίαση, τον περιορισμό και την κατεύθυνση στιβάδας των ατόμων. της δέσμης. Τα πρωτόνια της δέσμης του επιταχυντή Alternative Hypothesis [Εναλλακτική υπόθεση | Στατ. αυτού αποκτούν εξαιρετικά μεγάλη κινητική ενέργεια, Τιμή μίας παραμέτρου ενός δείγματος που είναι διαφοπέρα των 25GeV. ρετική από αυτή που αναμένεται ως πραγματική. Alternating G r o u p [Εναλλάσσουσα Ομάδα] Μαθημ. Alternative Voice/ Data [Εναλλαγή φωνής δεδομέΤο σύνολο των άρτιων μεταθέσεων στο οποίο ο προ- νων] Επικοιν. Χρήση μιας μοναδικής γραμμής για μεσεταιριστικό νόμος, υπάρχει η ταυτοτική άρτια μετά- τάδοση ακολουθιακά δεδομένων και φωνής. θεση, υπάρχει η άρτια αντίστροφη μετάθεση κάθε Alternator [Εναλλάκτης] Ηλεκ. Πηγή εναλλασσόμενου στοιχείου του συνόλου και το σύνολο είναι κλειστό ως ρεύματος. Η λειτουργία της πηγής αυτής μπορεί να προς τον πολλαπλασιασμό ονομάζεται εναλλάσσουσα στηρίζεται στη χρήση είτε μηχανικών γεννητριών εομάδα. ναλλασσόμενης τάσης και ρεύματος είτε ενός ηλεκτροAlternating G r o u p Flashing Light [Εναλλασσόμενο μηχανικού ταλαντωτή που παράγει την εναλλασσόμεσε ομάδες περιστρεφόμενο φως] Πλοηγ. Φως με τον νη τάση η οποία και ενισχύεται κατάλληλα. χρόνο λάμψης μεγαλύτερο ή ίσο με τον χρόνο σκοτα- Altigraph [Υψογράφοςΐ Μετεωρ. Καταγραφικό όργανο διού, που αναβοσβήνει κατά σταθερά διαστήματα, και βαρομετρικού προσδιορισμού του ύψους, που βασίζεχρησιμοποιείται για την σήμανση τοποθεσιών και την ται στην ελάττωση της ατμοσφαιρικής πίεσης με την προειδοποίηση κινδύνων στις διάφορες μορφές ναυσι- αύξηση του ύψους. πλοίας, στη ξηρά και στον αέρα. Altimeter [Υψομετρητής] Μηχ. Όργανο μέτρησης και Alternating Light [Εναλλασσόμενος Φωτισμός] Αερο- ένδειξης του ύψους που βρίσκεται ένα ιπτάμενο σώμα ναυτ. Χαρακτηριστικός φωτισμός διαδρόμου προσγεί- ή του υψόμετρου ενός σημείου της επιφάνειας της Γης ωσης ή ελικοδρομίου ή ιπτάμενου αντικειμένου όπου, από ένα άλλο καθορισμένο επίπεδο, όπως από το επίδιάφορα χρώματα εναλλάσσονται περιοδικά με σκοπό πεδο της θάλασσας. Συνήθως για την εύρεση του υψότη διευκόλυνση αναγνώρισης του σημείου αυτού ή του μετρου χρησιμοποιείται βαρόμετρο μέτρησης της μείωσης της ατμοσφαιρικής πίεσης, καθώς αυξάνεται το αντικειμένου. Alternating Occulting Light [Φως εναλλασσόμενων ύψος από τη θάλασσα ή και ραντάρ υπολογισμού του εκλείψεων] Πλοηγ. Φως με τον χρόνο λάμψης μεγαλύ- ύψους από την επιφάνεια του εδάφους. τερο ή ίσο με τον χρόνο σκοταδιού, που έχει μία ή πε- Altimeter Correction [Διόρθωση υψόμετρου) Μετερισσότερες εκλείψεις σε σταθερά διαστήματα, και χρη- ωρ. II διόρθωση που απαιτείται στις ενδείξεις ενός βασιμοποιείται για την σήμανση τοποθεσιών και την ρομετρικού υψόμετρου, που δίνει προσεγγιστικές τιπροειδοποίηση κινδύνων στις διάφορες μορφές ναυσι- μές, για να προκύψουν οι πραγματικές τιμές του ύ-λ.οίας, στη ξηρά και στον αέρα. ψους. \ l t e r n a t i n g Series | Εναλλάσσουσα σειρά) Μαθημ. Έ- Altimeter Corrections [Διορθώσεις υψίμετρου] Τεστω μια σειρά της μορφής Σι=ι w ιχ{. Π σειρά ονομά- χνολ. Οι διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην ένδειξη

Altimeter Setting

- 102-

ενός υψίμετρου για να προκύψει η πραγματική τιμή μίας μέτρησης, διότι η ένδειξη του οργάνου επηρεάζεται από διάφορους ατμοσφαιρικούς παράγοντες εγγενείς στα μεγάλα υψόμετρα, όπως η χαμηλή θερμοκρασία. Altimeter Setting [Ρύθμιση υψίμετρου] Τεχνολ. Π πρότυπη ατμοσφαιρική πίεση, μετρούμενη στο ύψος του πιλοτηρίου ενός αεροσκάφους που σταθμεύει στο έδαφος και αποτελεί την βάση της κλίμακας πιέσεων ενός υψίμετρου. Altimeter Setting Indicator [Δείκτης ρύθμισης υψίμετρου] Τεχνολ.. Μηχανισμός που δείχνει την ρύθμιση υψίμετρου ανάλογα με την τοποθεσία. Συναντάται σε υψίμετρα ακριβείας. Altimetry 1 [Υψιμιετρία] Τεχνολ. Η μέτρηση του υψόμετρου σε διάφορα σημεία της ατμόσφαιρας, με χρήση κατάλληλων μεθόδων και οργάνων όπως το υψίμετρο. Altimetry 2 [Υψομετρία] Φυσ. Η μέτρηση για το καθορισμύ του ύψους διαφόρων σημείων από ένα επίπεδο αναφοράς (συνήθως τη στάθμη της θάλασσας) με διάφορα όργανα όπως βαρόμετρα, υψοθερμόμετρα, θεοδόλιχους κ.λ.π. και η χάραξη υψομετρικών καμπυλο'ίν. Altitude 1 [Ύψος] Αστρον. Το συμπλήρωμα της ζενίθειας απόστασης ενός αστέρα. Μετριέται επί της ημιπεριφέρειας του κατακόρυφου κύκλου του αστέρα από τον ορίζοντα. Κυμαίνεται από 0 - 90° θετικά ή αρνητικά (αν είναι πάνω ή κάτω του ορίζοντα αντίστοιχα). Altitude 2 [Ύψος] Μαθημ. Η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως το σημείο της κορυφής ή την άλλη βάση ενός γεωμετρικού σχήματος. Altitude Azimuth | Αζιμούθιο ύψους| Γεν. Ο υπολογισμόςτου αζιμούΟιου με τρίγωνο μετρ ική μέθοδο με βάση την απόκλιση, το ύψος και το γεωγραφικό πλάτος. Altitude C h a m b e r [Υψομετρικός θάλαμος] Φυσ. Θάλαμος ερευνών με δυνατότητα ρύθμισης των τιμών πίεσης και θερμοκρασίας για να ανταποκρίνονται στις συνθήκες που επικρατούν στα διάφορα υψόμετρα της πραγματικής ατμόσφαιρας. Altitude Curve [Καμιπύλ.η ύψους] Φυσ. Καμπύλη ενός διαγράμματος που προκύπτει από την ένωση όλων των σημείων που έχουν το ίδιο ύψος από ένα επίπεδο αναφοράς. Altitude D a t u m [Δεδομένο ύψος] Φυσ. II τιμή του ύψους που λ.αμβάνεται από επιλεγόμενο επίπεδο για τον υπολογισμό των υπόλοιπων υψομέτρων, τέτοιο επίπεδο είναι συνήθως η στάθμη της Οάλλασσας. Altitude Delay [Καθυστέρηση Αφιξης Σήματος λόγω Υψομέτρου] Ηλεκ. Πρόκειται για τη χρονική καθυστέρηση από την στιγμή της εκπομπής μέχρι την άφιξη της ανάκλ.ασης του σήματος ενός ραντάρ, λόγω της απόστασης των αντικειμένων από αυτό. Λόγω της καθυστέρησης αυτής χρησιμοποιείται κατάλληλο κύκλ.ωμα συγχρονισμού της άφιξης του σήματος και της προβολής του στην οθόνη. Altitude Difference [Διαφορά υψόμετρου] Τεχνολ.. II διαςοορά μεταξύ της μέτρησης ενός υψόμετρου επί τόπου με χρήση υψίμετρου ή άλλων οργάνων και της τιμής υπολογισμού του από απόσταση με χρήση εξάντα, Είναι δηλαδή η διαφορά ανάμεσα σε δύο υψόμετρα υπολογισμένα με βάση το ίδιο επίπεδο αναφοράς. Altitude Hole [Οπή ύψους] Φνσ. Η κενή ίχνους οπή στο κέντρο της οθόνης ενός ραντάρ λόγω του χρόνου που μεσολαβεί για την επιστροφή του εκπεμπομένου σήματος μετά την ανάκλ.αση του επί του στόχου. Altitude Signal [Σήμα Κατακόρυφης Ανάκλ.ασης Ρα-

ντάρ] Ηλεκ. Είναι το ανακλώμενο σήμα ενός ραντάρ, που προέρχεται από το έδαφος ή την επιφάνεια της θάλασσας που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση από το αεροπλάνο. Η χρονική καθυστέρηση μεταξύ της εκπομπής και της λήψης της ανάκλασης αυτού του σήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση του υψόμετρου της θέσης του αεροπλάνου ή κάθε ιπτάμενου σώματος. Altrosc [Αλτρόζη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για αλδοεξόζη. με τύπο ΟήΗ^ό*, που αποτελεί οπτικό στερεοϊσομερές της γλυκόζης. Έχει μοριακό βάρος 180,16. Η Dαλτρόζη είναι διαλυτή στο νερό και έχει σημείο τήξεως 103.5°C, ενώ το L-ισομερές είναι αδιάλυτο στο νερό κι έχει σημείο τήξεως 108 °C. Alumina [Αργιλία] Ανόργ. Χημ. Είναι το οξείδιο του αργιλίου, Α12Ον Πρόκειται για άσπρη ή άχρωμη στερεή ουσία, που υπάρχει σε δύο μορφές: την α-αργιλία, η οποία είναι σταθερή, άχρωμη κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξεως 2015°C και στην γ-αργιλία, που είναι άσπρο μικροκρυσταλλικό στερεό το οποίο μετασχηματίζεται σε α- με θέρμανση. Στη φύση απαντάται η αμορφή. II α- αργιλία είναι σταθερή σε υψηλές θερμοκρασίες. Παρασκευάζεται από οποιοδήποτε ένυδρο οξείδιο του αργιλίου με θέρμανση στους 1000°C. Είναι σκληρό υλικό, δεν αφυδατο')νεται και δεν προσβάλλεται από οξέα. Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως καταλύτης σε χημικές αντιδράσεις οργανικών ενώσεων, ως προσροφητικό υλικό καθώς και στην παρασκευή κεραμικών, ηλεκτρικών μονωτών, χαρτιού. Η γ- αργιλ.ία παρασκευάζεται με αφυδάτωση ένυδρων οξειδίων σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Δεσμεύει εύκολα νερό και διαλύεται σε οξέα. Χρησιμοποιείται στη χρωματογραφία. Alumina Balls [Σφαιρίδια αργιλίας] Επιστ. Υλικ. Πρόκείται για αργιλία σε μορφή σφαιρικών σωματιδίων, Παρουσιάζουν μεγάλη ανθεκτικότητα σε επίδραση χημικών ουσιών ή θέρμανση. Χρησιμοποιούνται σε καταλ.υτικές κλίνες. Alumina Brick [Τούβλο Αργιλίας] Επιστ. Υλικ. Πρόκείται για πυρότουβλα που περιέχουν αργιλ.ία σε ποσοστό 50-70% και χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές όπου απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες, όπως σε εσωτερικές επενδύσεις φούρνων, σε καμίνους άσβεστου, τσιμέντου, τζακιών κ.λ.π.. Alumina Cement [Τσιμέντο Αργιλ.ία] Επιστ. Υλικ. Είναι το τσιμέντο που παρασκευάζεται από βωξίτη και περιέχει αργιλ.ικές ενώσεις σε υψηλό ποσοστό. Χρησιμοποιείται σε επιστρώσεις δρόμων, Alumina T r i h y d r a t e [Υδροξείδιο του Αργλίου] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Α1(ΟΗ)3 ή Α1 2 0.ν3Η 2 0. Πρόκειται για άσπρη, στερεή ουσία σε μορφή σκόνης, αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε θειικό οξύ, υδροχλώριο και υδροξείδιο του νατρίου, Aluminatc 1 [Αργιλικός] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στο ανιόν Α102", το οποίο προκύπτει από το υδροξείδιο του αργιλίου. II αντίδραση σχηματισμού έχει ως εξής: ΑΙ (ΟΗ)^ -» ΑΙ0 2 " + Η* + Η 2 0. Σε διαλύματα έχει τη μιορφή Α1(ΟΗ)4". Aluminatc [Αργιλακός] Ανόργ. Χημ. Περιγράφει οποιοδήποτε άλας που προκύπτει από το υδροξείδιο του αργιλίου, το οποίο δρα ως ασθενές οξύ. Aluminium Alloys [Κράμιατα Αργιλαου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για κράματα αργλίου με μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, όπως είναι χαλκός, ψευδάργυρος, μαγνήσιο ή πυρίτιο.

- 103 Aluminium E t h a n o a t e [Οξικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. —> Aluminum Acetate Aluminium Hydroxide [Υδροξείδιο του Αργιλίου] Ανόργ. Χημ. —> Alumina Trihydrate Aluminium Oxide [Οξείδιο του Αργιλίου] Ανόργ. Χημ. —» Alumina Α In minium Sulphate [Θειικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Aluminum Sulfate Aluminosilicate [Πυριτικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. ΙΙρόκειται για άχρωμο, κρυσταλλικό διπλό άλας, που περιέχει οξείδιο του αργιλίου και του πυριτίου, 3Al 2 0 3 -2Si0 2 . Έχει σημείο τήξεως 1920°C και είναι αδιάλυτο σε νερό και οξέα. Aluminum [Αργίλιο] Χημ. Χημικό στοιχείο της 1ΙΙΑ ομάδας του περιοδικού πίνακα, συμβολίζεται με ΑΙ, έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,98, σημείο ζέσεως 2450 °C και σημείο τήξεως 658 "C. Είναι αργυρόλευκο μεταλλικό στοιχείο, το οποίο δεν υπάρχει στη φύση σε ατομική μορφή, αλλά πάντα σε πυριτικά ή άλλά ορυκτά. Ο βωξίτης είναι το κυριότερο ορυκτό του αργιλίου. Το αργίλιο διαλύεται από ισχυρά οξέα και βάσεις, ενώ δε διαλύεται στο νιτρικό οξύ. Είναι ισχυρή αναγωγική ουσία. Παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση καθαρού βωξίτη σε τήγμα κρυόλιθου, Na3AlF6, στο οποίο διαλύεται το οξείδιο του αργιλίου, οπότε στερεό αργίλιο αποτίθεται στην κάθοδο. Είναι ελαφρύ, ανθέκτικό στη διάβρωση και μπορεί να υποστεί εύκολα επεξεργασία. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή οχημάτων και αεροσκαφών, στην οικοδομική και ως υλικό ηλεκτρικών καλωδίων. Aluminum Acetate [Οξικό Αργίλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος της ένωσης είναι Al(CH 3 COO) 3 και το μοριακό της βάρος 204,12. Πρόκειται για άσπρη, άμορφη ουσία σε μορφή σκόνης, διαλυτή στο νερό. Μπορεί να παρασκευασθεί μόνο απουσία νερού, με αντίδραση οξικού ανυδρίτη και χλωριούχου αργιλίου. Χρήσιμοποιείται ως πρόσθετο στα χρώματα προστύψεως, καΟώς και ως αντισηπτικό σε υδατικό διάλυμα. Aluminum Borohydride [Βορανικό Αργίλιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για πτητική υγρή ένωση, με σημείο ζέσεως 44,5 UC και χημικό τύπο Α1(ΒΙ1,)3. Χρήσιμοποιείται στην οργανική συνθετική χημεία, αλλά και ως πρόσθετο των καυσίμων αεροπορίας. Aluminum Bronze [Αργιλούχος ορείχαλκοςΐ Μεταλλ. Ειδικό κράμα με βάση τον ορείχαλκο, με βελτιωμένες μηχανικές ιδιότητες και αντοχή στην διάβρωση καθώς περιέχει ποσότητα αλουμινίου και άλλων μετάλλων. Aluminum Chloride [Χλωριούχο Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το AIC13, με μοριακό βάρος 133,34 και σημείο τήξεως 190°C (σε πίεση 2,5 atm). Είναι λευκή, στερεή, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό καιοργανικούς διαλύτες. Στην υγρή μορφή, διμερίζεται προς A12CI6, όπου υπάρχουν γέφυρες χλωρίου οι οποίες συνδέουν τα άτομα του αργιλίου. Παρασκευάζεται με αντίδραση υδροχλωρίου και θερμού αργιλίου. Στη βιομηχανία, παράγεται από την αντίδραση χλωρίου και θερμού οξειδίου του αργιλίου, παρουσία άνθρακα. Γενικά, αντιδρά με ενώσεις που είναι δότες ηλεκτρονίων, Σε υδατικά διαλύματα δίνει αφυδατωμένα τρισθενή ιόντα. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης στην πυρόλυση του πετρελαίου, αλλά και σε άλλες οργανικές αντιδράσεις. Muminum Coaling [Επένδυση αλουμινίου] Μεταλλ. : "ένδυση, με διάφορες μηχανουργικές κατεργασίες, >- πτού ελάσματος αλουμινίου πάνω σε μεταλλικές επι-

Aluminum Sodium Sulfate

φάνειες λόγω της προστασίας που αυτό προσφέρει από την ατμοσφαιρική διάβρωση και της αντοχής του στις υψηλές θερμοκρασίες. Aluminum Conductor [Αγωγός από Αλουμίνιο] Ηλεκ. Αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος φτιαγμένος από αλουμίνιο ή κράμα αλουμινίου. Αόγω της μικρότερης πυκνότητας του αλουμινίου σε σχέση με το χαλκό, οι αγωγοί αλουμινίου χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές που χρειάζονται αγωγοί μικρού βάρους και υψηλής αγωγιμότητας, όπως σε γραμμές μεταφοράς εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας όπου, λόγω του επιδερμικού φαινομένου, το ρεύμα ρέει κυρίως στην επιφάνεια του αγωγού. Aluminum Fluoride [Φθοριούχο Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι AlF3-3 V* ΙΙ 2 0. Πρόκειται για ιονική ένωση με μακρομοριακή δομή και υψηλό σημείο τήξεως. Είναι άσπρη, κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη σε κρύο νερό. Aluminum Fluosilieate [Φθοροπυριτικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το Al2(SiF6)3. Πρόκειται για άσπρο στερεό σε μορφή σκόνης, διαλυτό σε θερμό νερό. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή τεχνητών λίθων και γυαλιού. Aluminum Foil [Φύλλο Αλουμινίου] Επιστ. Υλικ. Λεπτότατο φύλλο αλουμινίου κατάλληλο για περιτύλιξη σ<«)μάτων που χρειάζονται ηλεκτρομαγνητική προστασία ή και για γενική χρήση. Το πάχος του φύλλου αυτού δεν υπερβαίνει το 0.1mm. Aluminum Halidc [Αλογονούχο Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τις ενώσεις του αργιλίου με αλογόνα. Περιλαμβάνει δηλαδή, το φθοριούχο (AlF3), το χλωριούχο (AICI3). το βρομιούχο (Α1Βι·3)και το ιωδιούχο αργίλιο (Α1Ι3). Aluminum Nitrate [Νιτρικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Συμβολίζεται ως Α1(Ν0 3 Χν9Η 2 0. Πρόκειται για άσπρη κρυσταλλική ένωση με μοριακό βάρος 357,13 και σημείο τήξεως 73,5 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα χρώματα προστύψεως και ως καταλύτης σε διυλιστήρια πετρελαίου. Aluminum O r t h o p h o s p h a t c [Ορθοφωσφορικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το ΑΙΡ0 4 και έχει μοριακό βάρος 121,95 και σημείο τήξεως μεγαλύτερο από 1500 "C. Πρόκειται για άσπρη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε αιθανόλη, οξέα και βάσεις. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή κεραμικών, χρωμάτων και χαρτιού. Aluminum Oxide [Οξείδιο του Αργιλίου] Ανόργ. Χημ. Alumina Aluminum Silicate [Πυριτικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Είναι η ένωση με χημικό τύπο AI 2 (Si0 3 ) 3 . Πρόκειται για άσπρη στερεή ουσία, αδιάλυτη στο νερό, η οποία χρησιμοποιείται στην υαλοτεχνία. Aluminum Silicates [Ενώσεις πυριτικού αργιλίου] Α· νόργ. Χημ. Πρόκειται για ενώσεις που περιέχουν οξείδιο του αργιλίου και του πυριτίου καθώς και βάσεις, Πολλές φορές περιέχουν και νερό ενυδάτωσης. Οι ζεόλίθοι, τα συστατικά της υάλου, της πορσελάνης, του τσιμέντου και οι πηλοί αποτελούν παραδείγματα τέτοιων ενώσεων. Aluminum Sodium Sulfate [Θειικό Αργιλιο-νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι AINa(S0 4 ) 2 ·12Η 2 0. Πρόκειται για άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με χαρακτηριστική γεύση και σημείο τήξεως 61 °C. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στην πα-

Altimeter

Setting

- 104-

ρασκευή χρωμάτων προστύψεως, αδιάβροχων υφασμάτων, σπίρτων και κεραμικών. Επίσης χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων, στη χαρακτική καθώς και στον καθαρισμό του νερού. Είναι γνωστή με τη συντομογραφία S AS ή ως πορώδης αλούμινα. Aluminum S t e a r a t e [Στεατικό Αργίλιο] Οργ. Χημ. Είναι η ένωση AI(Ci7H35COO)3, με μοριακό βάρος 877,41 και σημείο τήξεως 103°C. Πρόκειται για σάπωνα αργιλίου, σε μορφή άσπρης σκόνης διαλυτής σε αιθανόλη, βενζόλιο, έλαια και αδιάλυτη σε κρύο νερό. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή αδιάβροχων υφασμάτων, τσιμέντων και ως στεγνωτικό χρωμάτων. Aluminum Sulfate [Θειικό Αργίλιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι A^CSO^" 18Η 2 0. Είναι άχρωμο άλας, με μοριακό βάρος 666,41, διαλυτό στο νερό και αδιάλυτο στην αιθανόλη. Στους 85 °C διασπάται. Παρασκευάζεται με διάλυση υδροξειδίων του αργιλίου ή ενώσεων του πυριτικού αργιλίου σε θειικό οξύ. Σχηματίζει όξινα διαλύματα. Το άνυδρο άλας διασπάται στους 770 °C και είναι διαλυτό στο νερό και στην αιθανόλη. Aluminum Triacetate [Τριοξικό Αργίλιο] Οργ. Χημ. Είναι το οξικό αργίλιο. Aluminum Acetate Alumitc [Αλουμίτης] Γεωλ. Alunite. Alumite Rock [Πέτρωμα αλουμίτη] Γεωλ. —> Alunite. Alumitc Stone [Αλουμίτης λίθος] Γεωλ. -> Alunite. Alunite [Αλουνίτης] Γεωλ. Ορυκτό που απαντάται σε φλέβες στην Αυστραλία και Β.Αμερική σε άχρωμους ή λευκούς κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Είναι χημική ένωση του καλίου, νατρίου, αργιλίου, πυριτίου, οξυγόνου και υδρογόνου. Έχει σκληρότητα περίπου 4 της κλίμακας Μος. A L V E Y [Πρόγραμμα ALVEY] Υπολ. Το πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την κρατικούς φορείς της Μεγάλης Βρετανίας με σκοπό την ανάπτυξη των υπολογιστών πέμπτης γενιάς. Σχεδιάστηκε το 1982 και κύριος στόχος του ήταν η προώθηση της συνεργασίας στο πεδίο της έρευνας και η ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της βρετανικής πληροφορικής και υπολογιστικής τεχνολογίας, αλλά τα αποτελέσματα του δεν ήταν τα αναμενόμενα. Am [Αμερίκιο] Φυσ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου αμερίκιο. Το στοιχείο αυτό έχει ατομικό αριθμό 95 και είναι ραδιενεργό. —> Americium Am [Ρίζα Αμμωνίου] Χημ. Χημική ρίζα θετική φορτισμένη, με τύπο Ν Μα'. —» Ammonium A/m [Ηλεκτρική μονάδα μέτρησης] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της πυκνότητας ρεύματος ανά μονάδα πλάτους ενός αγωγού. Ampere Per Meter Am" [Συμβολισμός μονάδας μέτρησης] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της μαγνητική ροπής ενός βρόγχου ρεύματος. —> Ampere Meter Squared Am /Js [Συμβολισμός του Ampere Square Meter Per Joule Sec] H/S.K. -> Ampere Square Meter Per Joule Sec A/m [Συμβολισμός του Ampere per Squared Meter] ΙΙλεκ. Μονάδα μέτρησης της πυκνότητας του ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό. -> Ampere Per Squared Meter AM Or Amplitude Modulation [Διαμόρφωση κατά πλάτος] Ηλεκ. Πρόκειται για τον απλούστερο τρόπο μεταφοράς ενός σήματος μέσω ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος φορέα κατά τον οποίο η μεταβολή της στιγμιαίας τιμής του πλάτους του κύματος φορέα είναι ανάλογη του μεταφερόμενου σήματος. Η τεχνική αυτή

χρησιμοποιείται στην μετάδοση πληροφοριών με ραδιοφωνικά κύματα όπου η συχνότητα του φορέα είναι π.χ. 1MHz και το πλάτος του διαμορφώνεται από ένα σήμα ακουστικών συχνοτήτων όπως αυτό καταγράφεται από ένα μικρόφωνο. (Βλέπε Amplitude Modulation) A m a g a t Density Unit [Μονάδα πυκνότητας Αμαγκά] Φυσ. Η πυκνότητα ενός αερίου σε πίεση 1 ατμόσφαιρα και θερμοκρασία 0° Κελσίου, που για ιδανικό αέριο είναι 44,61 moles / nr Amagat Diagram [Διάγραμμα του Αμαγκά] Φνσ. Γραφική παράσταση ισοθερμικών καμπυλών για το προσδιορισμό του όγκου που καταλαμβάνει ποσότητα ιδανικού αερίου σε διάφορες πιέσεις και θερμοκρασίες. Amagat Law [Νόμος του Αμαγκά] Φυσ. Νόμος των αερίων σύμφωνα με τον οποίο ο όγκος μίγματος αερίων είναι ίσος με το άθροισμα των όγκων των συστατικών αερίων στις ίδιες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας Amagat System [Σύστημα Αμαγκά] Φυσ. Σύστημα μονάδων όπου η μονάδα όγκου είναι ο γραμμομοριακός όγκος ιδανικού αερίου σε κανονικές συνθήκες 22,4 λίτρα και η μονάδα πίεσης η 1 ατμόσφαιρα. Amagat Volume Unit [Μονάδα όγκου Αμαγκά] Φυσ. Στο σύστημα Αμαγκά (πίεση 1 ατμόσφαιρα και θερμοκρασία 0" Κελσίου), ο όγκος που καταλαμβάνει το 1 γραμμομόριο ενός αερίου, που για ιδανικό αέριο είναι 22,4 λίτρα. Amalgam [Αμάλγαμα] Χημ. Κάθε κράμα του υδραργύρου με άλλα μέταλλα. Είναι υγρά, στερεά διαλύματα κ. λ.π. χημικών ενώσεων με χαμηλό συνήθως σημείο τήξης. Στη φύση το μόνο ορυκτό αμάλγαμα είναι του αργύρου που λέγεται και απλό αμάλγαμα. Amalgam Barrel [Κύλινδρος αμαλγάματος] Χημ. Συσκευή για την κονιορτοποίηση των μεταλλοφόρων κοιτασμάτων π.χ. χρυσού ή αργύρου για την εισαγωγή τους στον αμαλγαμωτή και λήψη καθαρού μετάλλου. Amalgam Retort [Αποστακτήρας αμαλγάματος] Χημ. Εξάρτημα της συσκευής του αμαλγαμωτή για την απόσταξη του υδραργύρου από το αμάλγαμα και τη λήψη καθαρού μετάλλου. Amalgam T r a t m e n t [Κατεργασία αμαλγάματος) Χημ. II χημική επίδραση επί του αμαλγάματος για την αφαίρεση του υδραργύρου και την παρασκευή μιας επιθυμητής ουσίας π.χ. με επίδραση ύδατος επί αμαλγάματος νατρίου παίρνουμε καυστική σόδα. Amalgamate [Αμαλγαμώνω] Χημ. Δημιουργώ κράμα μιας ένωσης με υδράργυρο. Ειδικότερα μετατρέπω λεπτό στρώμα της επιφάνειας του ψευδαργύρου των ηλεκτρικών στηλών σε αμάλγαμα (εφιδραργύρωση) για την παραγωγή χημικών ενώσεων. Amalgamation [Αμαλγάμωση] Χημ. Κάθε διεργασία για την δημιουργία κραμάτων υδραργύρου δηλ. αμαλγαμάτων όπως για τον αποχωρισμό μετάλλων από προσμίξεις (π.χ. χρυσού, αργύρου) ή για την επιμετάλλωση επιφανειών. A m a l g a m a t o r [Αμαλγαμωτής] Χημ. Συσκευή για τη λήψη, κυρίως, χρυσού ή αργύρου από τα μεταλλεύματα τους, όπου μετά τη προσθήκη υδράργυρου και σχηματισμού αμαλγάματος, αποστάζεται ο υδράργυρος και παραμένει το μέταλλο. Amalthea [Αμάλθεια] Αστρον. Πρόκειται για φυσικό δορυφόρο του πλανήτη Δία με περίοδο περίπου 12 ωρών, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1892 από τον αμερικανό αστρονόμο Ε. Barnard. Η διάμετρος του είναι

- 105 περίπου 189 χλμ. και η επιφάνεια του είναι σκοτεινή, ερυθρή και με κρατήρες τεραστίου μεγέθους. A m a t e u r B a n d s [Ζώνες ερασιτεχνών] Επικοιν. Ζώνες συχνοτήτων ραδιοφωνικού σήματος οι οποίες είναι ελεύθερες για εκπομπή από ερασιτεχνικούς σταθμούς. A m a t e u r R a d i o (Ερασιτεχνική ραδιοφωνία] Επικοιν. Ειδικές συχνότητες που σε κάποια κράτη παραχωρούνται σε ερασιτέχνες της ραδιοφωνίας. Amatol [Αματόλη] Χημ. Εκρηκτική ύλη αποτελούμενη από 80% νιτρικό αμμώνιο και 20% τροτύλη, που χρησιμοποιείτο παλαιότερα για τη γόμωση ναρκών, βομβών κ.λ.π. A m a z o n Stone [Αμαζόνειος λίθος] -> Amazonite. Amazonite [Αμαζονίτης] Γεωλ. Ποικιλία του μικροκλινούς αστρίου που απαντάται κυρίως στα Ουράλια Όρη και σε περιοχές των Η.Π.Α. Έχει χρώμα ανοικτό πράσινο και χρησιμοποιείται συχνά ως ημιπολύτιμος λίΟος.Έχει σκληρότητα 6 στην κλίμακα Μος. Ambient [Περιβάλλον] Τεχνολ. Το περιβάλλον, θεωρούμενο ως άπειρος χώρος που περιβάλλει ένα σώμα υπό παρακολούθηση ή εξέταση από την επιστήμη (π.χ. Κινηματική Φυσική, Θερμοδυναμική, Αεροδυναμική) αλλά δεν επηρεάζεται από αυτό. Έτσι οι ιδιότητες του περιβάλλοντος όπως θερμοκρασία, πίεση θεωρούνται σταθερές Ambient Conditions [Περιβαλλοντικές συνθήκες] Οικολ. Είναι το σύνολο των φυσικών, χημικών και βιολογικών καταστάσεων που χαρακτηρίζουν τον χώρο μέσα στον οποίο ζουν τα έμβια όντα. Οι βασικότερες από αυτές τις συνθήκες μεταξύ άλλων είναι το φως, η υγρασία, η πίεση, η θερμοκρασία, η τροφή και ο ατμοσφαιρικός αέρας. Ambient Light [Διάχυτο Φως] Οπτικ. Φως προερχόμενο από διαδοχικές ανακλάσεις και σκεδάσεις του φωτός διαφόρων πηγών του περιβάλλοντος από τον αέρα και τα αντικείμενα του γύρω χώρου. Ambient Noise [ΔιάχυτοςΊΙχος] Ακουστ. Ήχος προερχόμενος από διαδοχικές ανακλάσεις και σκεδάσεις του ήχου διαφόρων πηγών του περιβάλλοντος από τον αέρα και τα αντικείμενα του γύρω χώρου. Ambient P r e s s u r e |1Ιίεση ΙΙερ ι βάλλοντος] Μηχ. Εκφράζει την πίεση του περιβάλλοντος μέσου, αερίου ή υγρού, το οποίο έρχεται σε επαφή με μια συσκευή ή μια αντίδραση που μελετάται. Ambient T e m p e r a t u r e 1 [Θερμοκρασία Περιβάλλοντος] Φυσ. Ο όρος αυτός αναφέρεται για να προσδιορίσει τη θερμοκρασία του χώρου στον οποίο βρίσκεται μια συσκευή ή μια μετρητική διάταξη. Ambient T e m p e r a t u r e 2 [Θερμοκρασία Περιβάλλοντος] Μηχ. Δηλώνει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος μέσου, αερίου ή υγρού, το οποίο έρχεται σε επαφή με μια συσκευή ή μια αντίδραση που μελετάται. A m b i g u o u s Case [Διφορούμενη περίπτωση] Μαθημ. Σε πολλά προβλήματα η απάντηση που δίνεται από την επίλυσή τους δεν είναι μονοσήμαντη. Στην ανάλυση προκύπτουν δύο τιμές ετερόσημες ενώ στη γεωμετρία οι δύο λύσει βρίσκονται σε διαφορετικά ημιεπίπεδα.. Ambiguous N a m e [Ασαφές ή διφορούμενο όνομα] Υπολ. Το όνομα, που αποδίδεται σε ένα αρχείο, ρουτίνα, κλπ., και είναι μερικώς ορισμένο ή έχει περισσότερες από μία έννοιες ή εκφράσεις. Συναντάται κυρίως στις φυσικές γλώσσες. Vmblyagonite [Αμβλυγονίτης] Γεωλ. Ορυκτό που απαντάται στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη και από το οποίο εξάγονται άλατα του σπανίου μετάλλου λιθίου. Αποτε-

A M Field S i g n a t u r e

λείται από φωσφορικό αργίλιο και φθοριούχο λίθιο και εμφανίζεται σε κοκκιώδη συσσωματώματα λευκών κρυστάλλων του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα περίπου 6 στην κλίμακα Μος. A m e n d m e n t [Αναθεώρηση] Γcv. Γενικά με τον όρο αναθεώρηση εννοείται η τροποποίηση και αλλαγή των όρων μίας οποιασδήποτε γραπτής συμφωνίας, για την διόρθωση κάποιων λαθών ή την κάλυψη κάποιων αναγκαίων μεταβολών. Ειδικά στην ορολογία του Τεχνικού Δικαίου, η αναθεώρηση αφορά στην αναπροσαρμογή των τιμών του τιμολογίου των συμβάσεων κατασκευής των δημοσίων έργων. Υπάρχουν συγκεκριμένοι τύποι από τους οποίους υπολογίζονται οι νέες αναθεωρημένες τιμές και οι αναθεωρήσεις γίνονται σε προσδιορισμένα χρονικά διαστήματα. A m e r i c a n E p h e m e r i s A n d Nautical A l m a n a c [Αμερικανική εφημερίδα και ναυτικό ημερολόγιο] Αστρον. Τακτική ετήσια έκδοση του Αμερικανικού Ναυτικού Αστεροσκοπίου με πληροφορίες για τα αναμενόμενα φαινόμενα και χάρτες των ουράνιων σωμάτων. A m e r i c a n P e t r o l e u m Institute [Ινστιτούτο Πετρελαίου της Αμερικής] Χημ. Είναι γνωστό με τα αρχικά API και αποτελεί μια ένωση εταιρειών των Η11Α, οι οποίες εκπροσωπούν τα συμφέροντα των βιομηχανιών πετρελαίου. Ο οργανισμός αυτός θέτει διεθνή πρότυπα για το αργό πετρέλαιο και τα προϊόντα του. American Society Of Testing Materials [Αμερικανική Εταιρεία για τον Έλεγχο Υλικών] Χημ. Πρόκειται για οργανισμό ο οποίος έχει αναπτύξει πρότυπες μεθόδους χαρακτηρισμού διαφόρων υλικών, δημοσιευμένες και αποδεκτές διεθνώς. Είναι γνωστή ως ASTM. American S t a n d a r d Pipe T h r e a d [Αμερικανικό πρότυπο σπειρωμάτων] Τεχνολ. Το Αμερικανικό πρότυπο διαστάσεων για την κατασκευή σπειρωμάτων και κοχλιώσεων σωλήνων. A m e r i c a n S t a n d a r d Screw T h r e a d [Αμερικανικό πρότυπο κοχλιών] Τεχνολ. Το Αμερικανικό πρότυπο διαστάσεων για την σχεδίαση και κατασκευή κοχλιών, περικοχλίων, βιδών και σφηνών. A m e r i c a n T a b l e Of Distances [Αμερικανικός πίνακας αποστάσεων] Τεχνολ. Πρότυπος πίνακας που περιέχει τις οδηγίες τήρησης ασφαλών αποστάσεων για την αποθήκευση εκρηκτικών και πυρομαχικών, σύμφωνα με τους Αμερικανικούς κανονισμούς. A m e r i c a n W i r e G a g e (AYVG) [Αμερικανικός κατάλογος συρμάτων] Μετα/1. Κατάλογος που περιλαμβάνει τις πρότυπες επιτρεπτές διατομές κατασκευής ασίδηρων ράβδων και συρμάτων, σύμφωνα με τους αμερικανικούς κανονισμούς. Americium [Αμερίκιο] Ανόργ. Χημ. Είναι χημικό στοιχείο της τάξης των ακτινιδών, με ατομικό αριθμό 95. σημείο τήξεως 994±4°C και σημείο ζέσεως 2607 "C. Είναι γνωστά 10 ισότοπα. Το πιο σταθερό έχει μαζικό αριθμό 243 και χρόνο ημιζωής 7950 χρόνια. Το αμερίκιο, το οποίο ανήκει στα ραδιενεργά υπερουράνια στοιχεία, δεν απαντά στη φύση αλλά προκύπτει με κατάλληλες πυρηνικές αντιδράσεις. Έτσι, ανακαλύφθηκε από τον G.T. Seaborg όταν βομβάρδισε το U238 με σωματίδια α. Το μεταλλικό αμερίκιο έχει αργυρόλευκο χρώμα, οξειδώνεται προς οξείδιο Am02, ενώ διαλύεται σε αραιό υδροχλωρικό οξύ και δίνει το άλας AmCT.v Americyl Ion [Ιόν Οξειδίου του Αμερικίου] Ανόργ. Χημ. Είναι το μονοσθενές, ιόν (Α111Ο2)*. A M Field S i g n a t u r e [Χαρακτηριστικά Εναλλασσόμε-

Altimeter Setting

- 106-

νου Μαγνητικού Πεδίου] ίίλτ.κ. Πρόκειται για τη χαρακτηριστική περιοδική μορφή που παρουσιάζει ένα εναλλασσόμενο μαγνητικό πεδίο, όπως αυτή ανιχνεύεται από κατάλληλα όργανα, για παράδειγμα από ένα μαγνητόμετρο φαινομένου Hall κλ.π. A m i a n t h u s [Αμίαντοςΐ Γηωλ. Ορυκτό που απαντάται σε κοιτάσματα κυρίως του Καναδά και της Ρωσίας ως συστατικό πυριτικών πετρωμάτων. Είναι άλατα του πυριτικού οξέος με βάσεις ασβεστίου και μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται υπό μορφή χαρακτηριστικών μακρών ινών λόγω της ιδιαίτερης χημικής του σύστασης. Τα κυριότερα είδη είναι ο χρυσοτίλης και τρεμολίτης. Amicron [Άμικρον] Φησ. Σωματίδιο με μέγεθος μικρότερο από 10"' εκατοστά. Amide (Αμίδιο] Οργ. Χημ. Περιγράφει την τάξη των οργανικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους την ομάδα -CONH2. Προκύπτουν από καρβοξυλικό οξέα, όταν το υδροξύλιο αντικαθίσταται από την αμινοομάδα, -ΝΗ 2 . Πρόκειται για πτητικές στερεές ουσίες, που παρασκευάζονται με θέρμανση αμμωνιακών αλάτων του αντίστοιχου καρβοξυλικού οξέος. Χρησιμοποιούνται στην οργανική σύνθεση. x\mide G r o u p [Αμιδο-ομάδα] Οργ. Χημ. Είναι η ρίζα CONH 2 , η οποία εμφανίζεται στα αμίδια. Amide Hydrolysis [Υδρόλυση Αμιδίου] Οργ. Χημ. Πρόκειται για την αντίδραση με νερό ενός αμιδίου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση του αμιδίου στο αντίστοιχο οξύ και σε αμίνη. Amidine [Αμιδίνη] Οργ. Χημ. Περιγράφει τις οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους την ομάδα -CNHNH 2 . Προκύπτουν από τα αμίδια, με αντικατάσταση του ατόμου του οξυγόνου από την ιμιδοομάδα, -ΝΠ. Πρόκειται για κρυσταλλικές βάσεις και υδρολύονται εύκολα. Amido [Αμιδο-J Οργ. Χημ. Amide Group Amido G r o u p [Αμιδο-ομάδα] Οργ. Χημ. -> Amide Group Amidol [Αμιδόλη] Οργ. Χημ. Είναι το άλας C 6 H 3 (NH 2 ) 2 OH HCl. Πρόκειται για άσπρη ή γκρίζα κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στη αναλυτική χημεία και στην φωτογραφική. A min [Ηλεκτρική μονάδα μέτρησης] II/S.K. Μονάδα μέτρησης ηλεκτρικού φορτίου. Ισχύει ότι: IAmin=60Coulomb. Ampere Minute Animation [Αμινίωση] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τις χημικές αντιδράσεις κατά τις οποίες εισάγεται αμινοομάδα, =ΝΗ2, σε μόρια οργανικών ενώσεων. Παραδείγματα τέτοιων αντιδράσεων είναι η αναγωγή νιτροενώσεων και η αντίδραση αλκυλαλογονιδίων με αμμωνία. Amine [Αμίνη] Οργ. Χημ. Δηλώνει τις οργανικές ενώσεις που έχουν στο μόριό τους την αμινο-ομάδα και θεωρούνται αλκυλιωμένα παράγωγα της αμμωνίας. Ο γενικός τύπος είναι RNH 2 για τις πρωτοταγείς, R2NH για τις δευτεροταγείς και R3N για τις τριτοταγείς αμίνες. Οι πρωτοταγείς αμίνες παρασκευάζονται με αναγωγή νιτροπαραφινών, οξιμών, νιτριλίων και αμιδίων, οι δευτεροταγείς παρασκευάζονται με αναγωγή ισονιτριλίων και οι τριτοταγείς με επίδραση οργανομαγνησιακών ενώσεων σε χλωραμίνες. Είναι ισχυρότερες βάσεις από το νερό και την αμμωνία και παρέχουν άλατα με οξέα. Με νιτρώδες οξύ, οι πρωτοταγείς αμίνες δίνουν αλκοόλες, οι δευτεροταγείς νιτρωδαμίνες (R3NΝΟ), ενώ οι τριτοταγείς δεν αντιδρούν. Με διθειάνθρακα αντιδρούν μόνο οι πρωτοταγείς και οι δευτερο-

ταγείς και παρέχουν αλκυλο-θειο-καρβαμιδικά οξέα. Οι τριτοταγείς αμίνες οξειδώνονται εύκολα προς αμινοξείδια (R 3 N?0). Amine Salts [Αλατα Αμινών] Οργ. Χημ. Είναι άλατα παρόμοια με τα άλατα της αμμωνίας, στα οποία έχουν αντικατασταθεί άτομα υδρογόνου της αμινο-ομάδας από μία ή περισσότερες οργανικές ομάδες. Πρόκειται για κρυσταλλικές ενώσεις διαλυτές στο νερό. Από την αντίδραση της τριτοταγούς αμίνης με αλκυλαλογονίδιο προκύπτει άλας του τεταρτοταγούς αμμωνίου, με τύπο R4+NX", όπου Χ είναι άτομο αλογόνου. Amino- Or A min- [Αμινο-] Χημ. Αποτελεί πρόθεμα οργανικοί ενώσεων στις οποίες υπάρχει αμινο-ομάδα συνδεδεμένη στην ανθρακική αλυσίδα. Οι ενώσεις αυτές έχουν τις ιδιότητες των αμινών. 2-Amino-l-Butanol [2-Αμινο-1-βουτανόλη] Οργ. Χημ. Είναι υγρή, οργανική ένωση, με χημικό τύπο CH 3 CH 2 CH(NH 2 )CH 2 OH, μοριακό βάρος 89,14, σημείο ζέσεως 80 "C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση επιφανειοδραστικών ουσιών, φαρμάκων και επιταχυντών βουλκανισμού, καθώς και ως γαλακτωματοποιητής. 3-Amino-2,5 Dichlorobcnzoic Acid [3-Λμινο-2,5διχλωρο-βενζοϊκό οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C7H502-NH2C12. Είναι άσπρη στερεή ουσία με σημείο τήξεως 200 °C, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο για τους καρπούς σόγιας και καλαμποκιού. 2-Amino-2-Methyl-l,3-I>ropancdiol [2-Αμινο-3μεθυλο-1,3-προπανοδιόλη] Οργ. Χημ. Είναι οργανική ένωση με τύπο HO-CH 2 -C(CII 3 )(NH 2 )-CH 2 OH. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξεως 1101>C, διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή επιφανειοδραστικών ουσιών, φαρμάκων, καλλυντικών, γυαλιστικών και καθαριστικών ουσιών. 3-Amino-2-Napthoic Acid [3-Αμινο-2-ναφθοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι H 2 N-C I0 Il 6 COOH. Είναι κίτρινη κρυσταλλική ένωση με μοριακό βάρος 187,2, σημείο τήξεως 216°C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία για τον προσδιορισμό του χαλκού, του νικελίου και του κοβαλτίου. 1-Amino-2-Napthol-4-Sulphonic Acid [Ι-Αμινο-2ναφθολο-4-σουλφονικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος της ένωσης είναι H2N-CjoH5(OH)S03H. Είναι άσπρη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε θερμό διάλυμα δισουλφιδίων του νατρίου και χρησιμοποιείται στη σύνθεση αζωχρωμάτων. 2-Amino-5-Napthol-7-Sulphonic Acid [2-Αμινο-5ναφθολο-7-σουλφονικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι οργανική ένωση με τύπο C ]0 Il5-NH 2 OH$O 3 H. Πρόκειται για άσπρη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε θερμό νερό. που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών χρωμάτων. Amino Acid [Αμινοξύ] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τις οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους μία ή περισσότερες αμινο-ομάδες και ένα ή περισσότερα καρβοξύλια. Η αμινο-ομάδα βρίσκεται σε α-άτομο άνθρακα του καρβοξυλικού οξέος. Είναι λευκές, κρυσταλλικές ουσίες, τήκονται σε υψηλές θερμοκρασίες, είναι διαλυτές στο νερό και αδιάλυτες σε οργανικούς διαλύτες. Σχηματίζουν άλατα τόσο με οξέα όσο και με βάσεις, είναι δηλαδή αμφολύτες. Τα αμινοξέα πολυμερίζονται και μέσω των πεπτιδικών δεσμών σχηματί-

- 107 ζουν πεπτίδια και πρωτεΐνες. Η αλληλουχία των αμινοξέων στις πρωτεϊνικές αλυσίδες καθορίζει το σχήμα, τις ιδιότητες και το βιολογικό ρόλο των πρωτεϊνών. Συνολικά, υπάρχουν πάνω από 80 αμινοξέα. Στη φύση απαντούν μόνο τα 20. Εκτός από τη γλυκίνη, τα άλλα είναι χειρόμορφες ενώσεις, από τις οποίες στη φύση υπάρχουν μόνο τα L- ισομερή. Τα αμινοξέα που δεν συντίθενται από τους ζωικούς οργανισμούς, όπως είναι η λευκίνη, ισολευκίνη, λυσίνη, κλπ, λαμβάνονται με την τροφή. \ m i n o G r o u p |Αμινο-ομάδα] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στη χαρακτηριστική ομάδα των αμινών, τη -ΝΗ 2 . Προκύπτει από την αμμωνία, με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Amino Nitrogen [Αμινικό Αζωτο] Χημ. Αναφέρεται στο άτομο του αζώτου, το οποίο περιέχεται στην αμινο-ομάδα. Ονομάζεται και αμμωνιακό άζωτο. Amino Resin [Ρητίνες Αμινών] Οργ. Χημ. Είναι πολυμερή. παράγωγα της αντίδρασης μεταξύ αμίνης και αλδεύδης. Aminoaeetic Acid [Αμινο-οξικό οξύ) Ομγ. Χημ. Είναι η γλυκίνη, NH 2 CH 2 COOH, η οποία αποτελεί το απλούστερο αμινοξύ. Πρόκειται για άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 75,07. σημείο τήξεως 262 Χ , διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη. Είναι ουδέτερο αμινοξύ, με ισοηλεκτρικό σημείο 6. Δε συντίθεται μέσα στον οργανισμό, άρα λαμβάνεται απαραίτητα με την τροφή. Συμβολίζεται με Gly. l-Aminoanthracjuinone [ 1-Αμινο-ανθρακινόνη] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι 1-NH 2 -C|.,H?0 2 . Είναι σκουροκόκκινη κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 223,23 και σημείο τήξεως 353 °C, διαλυτή σε αιθανόλη, βενζόλιο, χλωροφόρμιο, οξικό οξύ και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων και χρωμάτων. γ -Aminobutyric Acid [γ-Αμινο-βουτυρικο οξύ| Οργ. Χημ. Είναι το 4-αμινο-βουτυρικό οξύ, H 2 NCH 2 CH 2 CII 2 COOH. Είναι κρυσταλλική ένωση με μοριακό βάρος 103,12 και σημείο τήξεως 203"C, διαλυτή στο νερό. Θεωρείται σημαντικός παράγοντας του νευρικού συστήματος. Είναι γνωστή με τη συντομογραφία GABA. Ε -Aminocaproic Acid [ε-Αμινο-καπροϊκό οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι το 6-αμινο-καπροϊκό οξύ, C^H^NO;). Είναι κρυσταλλική ένωση με μοριακό βάρος 131,17 και σημείο τήξεως 205 °C, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στη χρωματογραφία αλλά και ως αντιινολυτικός παράγοντας. Aminocarb [Αμινοκαρβίδιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C11Η iftN202. Πρόκειται για καφέ κρυσταλλική ένωση με σημείο τήξεως 94 °C, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο για τα δάση αλλά και ως ζιζανιοκτόνο για το βαμβάκι, την τομάτα και τον καπνό. Aminodiborane [Αμινο-διβοράνιο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στις ενώσεις που προκύπτουν από το διβοράνιο, Β2Η6, με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από την αμινο-ομάδα. Aminophcnol [Αμινοφαινόλη] Ομγ. Χημ. Περιλαμβάνει τις οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από βενζολικό δακτύλιο, με αμινο-ομάδα και υδροξύλιο ως υποκαταστάτες. Para -Aminophcnol [παρα-Αμινοφαινύλη | Ομγ. Χημ. Είναι μια αμινοφαινόλη, στο μόριο της οποίας η αμινοομάδα βρίσκεται σε παρα- θέση σε σχέση με το υδρο-

Ammonia Absorption Refrigeration

ξύλιο. Ο χημικός τύπος είναι p-HO-QH-i-Nth. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και στη φωτογραφία. Aminoplastic Resin [Αμινοπλαστικές Ρητίνες] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε πολυμερή τα οποία παράγονται από αντιδράσεις μεταξύ παραγώγων της αμμωνίας και αλδεϋδών. Συνήθως, είναι παράγωγα ουρίας, θειουρίας ή μελαμίνης με φορμαλδεΰδη. Είναι ανοιχτόχρωμες, διαφανείς ρητίνες με δυνατότητα βαφής σε οποιοδήποτε χρώμα, που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή συγκολλητικών ουσιών και προστατευτικών επικαλύψεων. 2-Aminothiazolc [2-Αμινο-θειαζόλη| Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι 2-H 2 N(CiH 2 NS). Είναι κίτρινη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 100,14, σημείο ζέσεως 140°C και σημείο τήξεως 93 °C. Είναι διαλυτή σε ψυχρό νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην οργανική συνθετική χημεία. Aminotriazolc [Αμινο-τριαζόληΙ Οργ. Χημ. Πρόκειται για οργανική ένωση με χημικό τύπο C 2 II 4 N 4 , μοριακό βάρος 84,08 και σημείο τήξεως 159°C. Είναι διαλυτή σε νερό, μεθανόλη, χλωροφόρμιο και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο. Ammeter [Αμπερόμετρο] Φυσ. Παλαιό όργανο μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος συνεχούς ή εναλλασσομένου που διαρρέει έναν αγωγό. Περιλαμβάνει μόνιμο μαγνήτη και πηνίο. Η λειτουργία του στηρίζεται στα μαγνητικά ή στα θερμικά αποτελέσματα του ηλεκτρικού ρεύματος. Στην περίπτωση που χρησιμοποιεί τα θερμικά αποτελέσματα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετρήσει και την ενεργή ένταση ενός εναλλασσόμενου ρεύματος. Ammines ΙΑμμίνες] Χημ. Δηλώνει τις σύμπλοκες ενώσεις που σχηματίζουν τα μόρια της αμμωνίας με μεταλλικά ιόντα. Ammonation [ΑμμωνίωσηΙ Ανόργ. Χημ. Περιλαμβάνει οποιαδήποτε αντίδραση κατά την οποία, προστίθεται αμμωνία σε άλλα μόρια ή ιόντα. II ένωση των μορίων με την αμμωνία μπορεί να γίνει με ομοιοπολικό δεσμό ή με δεσμό μεταξύ ιόντος - δίπολου. A m m o n i a (Αμμωνίαΐ Ανόργ. Χημ. Είναι άχρωμη, αέρια, αλκαλική ένωση, με τύπο ΝΗ^, με σημείο ζέσεως -33,5 °C, πολύ διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη. Έχει χαρακτηριστική, δυσάρεστη οσμή. Σχηματίζεται κατά την αποσύνθεση των περισσότερων αζωτούχων οργανικών ενώσεων. Παρασκευάζεται με επίδραση βάσεων σε αμμωνιακά άλατα και με υδρόλυση νιτριδίων. Βιομηχανικά. παράγεται με τη μέθοδο Haber, κατά την οποία διαβιβάζεται αέριο άζωτο και υδρογόνο, σε μίγμα σιδήρου και οξειδίου του σιδήρου, σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση. Το μόριο της αμμωνίας έχει έντονη πολικότητα και δρα ως ασθενής βάση. Σχηματίζει άλατα με τα περισσότερα οξέα και νιτρίδια με μέταλλα. Οταν σε υδατικό διάλυμα αμμωνίας προστεθεί ισχυρή βάση, τότε εκλύεται αέρια αμμωνία. Σε θερμοκρασία περιβάλλοντος δεν αντιδρά με το οξυγόνο, ενώ σε υψηλές θερμοκρασίες οξειδο')νεται και σχηματίζει μοριακό άζωτο. Χρησιμοποιείται στη συνθετική χημεία, στην παραγωγή νιτρικού οξέος, λιπασμάτων, εκρηκτικών υλών, χρωμάτων και ρητινο')ν. Το υγροποιημένο αέριο χρησιμοποιείται ως ψυκτικό. Ammonia Absorption Refrigeration [Ψυκτικό Σύστημα Αμμωνίας] Μηχ. Αναφέρεται σε κύκλο ψύξης με απορρόφηση, στον οποίο το ψυκτικό ρευστό είναι η αμμωνία. Η ψύξη επιτυγχάνεται με κυκλική διαδικασία

Altimeter

Setting

-

108-

που περιλαμβάνει απορρόφηση αμμωνίας σε υδατικό διάλυμα, διαχωρισμό και συμπύκνωση της αέριας αμμωνίας και ατμοποίηση του παραγόμενου υγρού. Ammonia Dynamite [Αμμωνίτιδα] Χημ. Εκρηκτικό υλικό ασφαλείας αποτελούμενο από νιτρικό αμμώνιο κατά 70 - 95 % και άλλες εκρηκτικές ενώσεις.Παράγει μεγάλο όγκο αερίων αλλά όχι ιδιαίτερα υψηλή θερμότητα. Ammonia L i q u o r [Υγρή Λμμωνία| Χημ. Μηχ. Πρόκειται για υδατικό διάλυμα αμμωνίας, το οποίο μοιάζει πολύ στη φυσική συμπεριφορά με το νερό. Παρουσιάζει έντονο το φαινόμενο της συζεύξεως με δεσμούς υδρογόνου. Έχει υψηλή διηλεκτρική σταθερά, ώστε να προκαλεί, σαν διαλυτικό, τη διάλυση των πολικών ενώσεων. Παρουσία καταλυτών, αντιδρά με αλκαλιμέταλλα και δίνει μεταλλικά αμίδια και υδρογόνο. Λυτοϊονιζόμενη, δίνει τα ιόντα ΝΗ4+ και ΝΗ 2 '. Ammonia Synthesis [Σύνθεση Αμμωνίας] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στην αντίδραση αζώτου και υδρογόνου, στην αέρια φάση, σε υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις, για τη σύνθεση της αμμωνίας. II αντίδραση γίνεται παρουσία σιδήρου και οξειδίου του σιδήρου. Ο σίδηρος αποτελεί την καταλυτική ουσία, ενώ το οξείδιο του σιδήρου έχει ως στόχο την αύξηση της δραστικής επιφάνειας του καταλύτη. Ammonia W a t e r [Υδατικό διάλυμα αμμωνίας] Χημ. Μορφή υπό την οποία κυρίως χρησιμοποιείται η αμμωνία στις περισσότερες αντιδράσεις. Η περιεκτικότητα σε αμμωνία είναι 10 έως 15 %. Με θέρμανση εκλύεται αέρια αμμωνία γιατί έχει μικρή διαλυτότητα στο νερό σε υψηλή θερμοκρασία. Ammoniac [Αμμωνιακό κόμμι] Χημ. Ο αποξηραμένος οπός του φυτού αμμωνιακό της Β.Ασίας. Είναι κομμεορρητίνη με δυσάρεστη γεύση και οσμή, χρώματος κίτρινου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο (έμπλαστρα κ.λ.π.). Ammoniacal [Αμμωνιακός] Χημ. Όρος που αναφέρεται στην παρουσία αμμωνίας. Ammonite [Αμμωνίτης] Χημ Εκρηκτικό μίγμα ασφαλείας αποτελούμενο από νιτρικό αμμώνιο και μικρή ποσότητα τροτύλης (ΤΝΤ) ή άλλου εκρηκτικού A m m o n i u m Acetate 1 IΟξικό Αμμώνιο] Οργ. Χημ. Είναι το άλας που σχηματίζεται από την αντίδραση εξουδετέρωσης μεταξύ οξικού οξέος και υδροξειδίου του αμμωνίου. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 COONH 4 . Πρόκειται για άσπρη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 77,08 και σημείο τήξεως I I4°C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και μεθανόλη. Χρησιμοποιείται σε διαλύματα για την τυποποίηση ηλεκτροδίων υδρογόνου. A m m o n i u m Acetate 2 [Οξικό Αμμώνιο] Οργ. Χημ. Είναι το όξινο άλας CH 3 COONH.rCII 3 COOH. Παράγεται κατά τη διάλυση του ουδέτερου άλατος σε θερμό οξικό οξύ. A m m o n i u m Acetate 3 [Οξικό Αμμώνιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για μίγμα ουδέτερου και όξινου άλατος, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε χρώματα προστύψεως. A m m o n i u m A l u m i n u m Sulfate [Θειικό Αμμωνιοαργίλιο] Ανόργ. Χημ. Δηλώνει το διπλό άλας ΝΗ,,ΑΙ (S0 4 ) 2 -12H 2 0. Είναι άχρωμη, άοσμη κρυσταλλική ένωση, διαλ,υτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων και χρωμάτων. A m m o n i u m Benzoate [Βενζοϊκό Αμμώνιο] Οργ. Χημ. Είναι άλας του βενζοϊκού οξέος με χημικό τύπο ΝΗ4C h H 4 COOII. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο διαφόρων

συγκολλητικών και ελαστικών ουσιών. A m m o n i u m Bifluoridc [Διφθοριούχο Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NH4F-HF. Είναι κρυσταλλικό άλας, διαλ.υτό στο νερό και την αιθανόλ.η, με μοριακό βάρος 57,04 και σημείο τήξεως 125,6 UC. Παρασκευάζεται με αντίδραση αμμωνίας και υδροφθορίου και χρησιμοποιείται ως μυκητοκτόνο. A m m o n i u m Borate (Βορικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας ΝΗ 4 Β0 3 . Πρόκειται για άσπρη, κρυσταλλική ένωση, διαλ.υτή στο νερό και αδιάλυτη στην αιθανόλη. Αποσυντίθεται στους 198°C. Χρησιμοποιείται ως αντιπυρικό μέσα υφάνσιμων ινών. A m m o n i u m Bromide [Βρομιούχο Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το Nil.,Br, με μοριακό βάρος 97,94, σημείο τήξεως 252 °C και σημείο ζέσεως 2351>C υπό κενό. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα, αμμωνία και ακετόνη. Παρασκευάζεται με επίδραση βρομίου ή υδροβρομίου σε αμμωνία. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και στην παρασκευή ηρεμιστικών φαρμάκων. A m m o n i u m C a r b a m a t e [Καρβαμιδικό Αμμώνιο| Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το άλας NII 4 NH 2 C0 2 , που έχει μοριακό βάρος 78,07 και σημείο τήξεως 60 °C, είναι διαλ.υτό στο νερό. στην αιθανόλη και στο υδροξείδιο του αμμωνίου και αδιάλυτο στην ακετόνη. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, η οποία σχηματίζεται με αντίδραση αμμωνίας και διοξειδίου του άνθρακα, υπό πίεση 350 atm και θερμοκρασία 200 °C. Με αφυδάτωση, δίνει ουρία. Το καρβαμιδικό αμμίόνιο αποτελεί συστατικό του εμπορικού ανθρακικού αμμωνίου. A m m o n i u m C a r b o n a t e 1 [Ανθρακικό Αμμώνιο | Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας του ανθρακικού οξέος, (ΝΗ 4 ) 2 C0 3 . Παρασκευάζεται με εισαγωγή αερίου διοξειδίου του άνθρακα σε υδατικό διάλυμα αμμωνίας και κρυστάλλωση των σχηματιζόμενων ατμών. Είναι διολυτό στο νερό και αδιάλυτο σε αιθανόλη, αμμωνία και διθειάνθρακα. Ammonium Carbonate" [Ανθρακικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στο εμπορικό, διπλ^ό άλας NH 4 HCO. v NH 2 COONII 4 . Είναι λευκή, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό και γλυκερόλη, αδιάλυτο στην ακετόνη. Αποτελεί βασικό συστατικό των αλάτων που χρησιμοποιούνται για τις λιποθυμίες. A m m o n i u m Chloride [Χλωριούχο Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το λευκό, κρυσταλλικό άλας NH4C1, το οποίο έχει μοριακό βάρος 53,49, σημείο ζέσεως 520 "C και σημείο τήξεως 340 °C. Είναι διαλυτό στο νερό, στην ακετόνη και στην αιθανόλη. Στη φύση, σχηματίζεται σαν προϊόν εξάχνωσης από τα ηφαίστεια. Μπορεί να παρασκευασθεί με κλασματική κρυστάλλωση διαλύματος που περιέχει θειικό αμμώνιο και χλωριούχο νάτριο. Με αντίδραση αμμωνίας και υδροχλωρίου στην αέρια φάση, σχηματίζεται καθαρό χλωριούχο αμμώνιο. Βιομηχανικά, παράγεται σε όλχς τις μονάδες που χρησιμοποιούν ή παράγουν αμμωνία. Χρησιμοποιείται ως ηλεκτρολύτης καθώς και στις συγκολλήσεις. A m m o n i u m C h r o m a t e [Χρωμικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Κίτρινο, κρυσταλλικό άλας με χημικό τύπο (ΝΗ 4 ) 2 Cr0 4 και μοριακό βάρος 152,07. Διαλ.ύεται σε νερό, αμμωνία και οξέα, αδιάλυτο στην αιθανόλ.η, ενώ στους 180°C διασπάται. Παρασκευάζεται με αντίδραση υδροξειδίου του αμμωνίου και διχρωμικού νατρίου. Χρησιμοποιείται κυρίως στη φωτογραφία. A m m o n i u m Citrate | Κιτρικό Αμμώνιο] Οργ. Χημ. Ο

- 109χημικός τύπος είναι (ΝΗ 4 ) 2 Η0 0 Η50 7 . Είναι λευκή, στερεή ένωση με μοριακό βάρος 226,19, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη συνθετική χημεία. Ammonium Dichromate [Αιχρωμικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας (NH 4 ) 2 Cr 2 0 7 , με μοριακό βάρος 252.06 και σημείο τήξεως 170°C, στο οποίο ουσιαστικά διασπάται. Είναι κρυσταλλική ουσία με πορτοκαλί χρώμα, διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη και αδιάλυτη στην ακετόνη. Παρασκευάζεται με αντίδραση θειικού αμμωνίου KUI διχρωμικού νατρίου. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία, στη λιθογραφία, καθώς και στην παραγωγή χρωμάτων και πυροτεχνημάτων. Ammonium Fluoride [Φθοριούχο Αμμώνιο] Α νόργ. Χημ. Πρόκειται για λευκό, κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο NH4F, μοριακό βάρος 37,04 και με έντονη την οσμή της αμμωνίας. Είναι διαλυτό σε νερό και αιθανόλη και αδιάλυτο στην αμμωνία. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική'] χημεία, στη σύνθεση χρωμάτων και στη χάραξη γυαλιού. Ammonium Fluosilicate [Φθοροπυριτικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι η ένωση με τύπο (NRj^SiF*. Πρόκειται για λευκή, τοξική κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 178,15, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, αδιάλυτη στην ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως αντισκοριακή ουσία και στη χάραξη του γυαλιού. Ammonium Halide [Αλογονούχο Αμμώνιοί Ανόργ. Χημ. Περιλαμβάνει τις ενώσεις στις οποίες το αμμώνιο είναι συνδεδεμένο με άτομο αλογόνου. Ammonium Hydroxide [Υδροξείδιο του Αμμωνίου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για ενυδατωμένη μορφή της αμμωνίας, με τύπο ΝΗ 4 ΟΗ.'Εχει μοριακό βάρος 35,05 και είναι διαλυτή στο νερό. Αποτελεί ασθενή βάση κατά Arrhenius, που διίσταται κατά την αντίδραση ΝΗ4ΟΗ<->ΝΗ4+ + ΟΗ\ Ammonium Iodide [Ιωδιούχο Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στο άχρωμο, κρυσταλλικό άλας ΝΗ4Ι, με μοριακό βάρος 144,94, σημείο τήξεως 551 °C και σημείο ζέσεως 220 °C υπό κενό. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και αμμωνία. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και στη φαρμακευτική. Ammonium Ion [Ιόν Αμμωνίου] Ανόργ. Χημ. Δηλώνει το μονσθενές ιόν ΝΙΙ 4 \ το οποίο μπορεί να προκύψει με προσθήκη ενός υδρογονοκατιόντος σε ένα μόριο αμμωνίας. Έχει τετραεδρική συμμετρία. Οι χημικές ιδιότητες των αλάτων που σχηματίζει είναι παρόμοιες με αυτές των αντίστοιχων αλάτων των αλκαλιμετάλλων. Ammonium Nitrate [Νιτρικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άχρωμο κρυσταλλικό άλας ΝΗ4ΝΟ3. με μοριακό βάρος 80,04, σημείο ζέσεως 210 "C και σημείο τήξεως 169,6 °C. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, μεθανόλη, ακετόνη και αμμωνία, ενώ είναι αδιάλυτο σε διαιθυλαιθέρα. Παρασκευάζεται με αντίδραση νιτρικού οξέος και υδροξειδίου του αμμωνίου. Βιομηχανικά, παράγεται από την αντίδραση νιτρικού οξέος και αέριας αμμωνίας. Χρησιμοποιείται ως λίπασμα. Επίσης χρησιμοποιείται στην παρασκευή εκρηκτικών υλών και ψυκτικών μιγμάτων. Ammonium Sulfate [Θειικό Αμμώνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το κρυσταλλικό άλας (NH 4 )2S0 4 , με μοριακό βάρος 132,13 και σημείο τήξεως 235 °C, διαλυτό σε νερό και αδιάλυτο σε αιθανόλη και αμμωνία. Παράγεται με επίδραση θειικού οξέος σε αμμωνία και χρησιμοποιείται ως λίπασμα. Ammonium Sulfide [Θειούχο Αμμώνιο) Ανόργ. Χημ.

A m o r p h o u s Semiconductors

Είναι χημική ένωση, με τύπο (NH4)2S και μοριακό βάρος 68,14. Πρόκειται για κίτρινη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αμμωνία, που χρησιμοποιείται στην εμφάνιση φωτογραφιών. Ammonium Thiocvanate [Θειοκυανικό αμμώνιο) Οργ. Χημ. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική χημική ένωση με τύπο NH 4 SCN και μοριακό βάρος 76,12. Έχει σημείο ζέσεως 170 °C, σημείο τήξεως 149,6°C και είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και αμμωνία. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία και στην παρασκευή χρωμάτων και ψυκτικών υγρών. Amor [Αμορ] Αστρον. Αστεροειδής του οποίου η πορεία τον έφερε περίπου 18 εκατομμύρια χλμ. κοντά στη Γη και η τροχιά του έχει εκκεντρότητα μεγέθους 0.448. Amor Asteroids ΓΑμόρ αστεροειδή] Αστρον. Πρόκειται για μια ομάδα αστεροειδά)ν διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο σε τροχιές που βρίσκονται μέσα στην τροχιά του Αρη. Η επιφάνειά τους είναι βραχώδης και πιθανότατα προέρχονται από τα θραύσματα κάποιου πλανήτη που διασπάστηκε, λόγω έκρηξης, ή συγκρούστηκε. Το όνομά τους οφείλεται στον αστεροειδή Αμόρ, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1932. Amor Object [Αντικείμενο τύπου Αμορ] Αστρον. Αντικείμενα Αμορ ονομάζονται οι αστεροειδείς των οποίων η τροχιά περνά μέσα από την τροχιά του πλανήτη Αρη. Amorphous [Αμορφος] Επιστ. Υλικ. Υλικό, η δομή του οποίου δεν έχει περιοδικότητα οιασδήποτε μακροσκοπικής τάξης μεγέθους. Χαρακτηριστικά άμορφα υλικά είναι τα γυαλιά ή και τα υγρά, καθώς πέρα από τον άμεσο γείτονα ενός ατόμου ή μορίου, τα άλλα μόρια ή άτομα δεν έχουν καθορισμένη θέση. Πολλά υλικά σε μορφή σκόνης, όπως για παράδειγμα ο άνυδρος γύψος ή το τσιμέντο δεν είναι άμορφα, αλλά αποτελούνται από μικρούς κόκκους με διαστάσεις έως και μερικά μπί, οι οποίοι όμως έχουν περιοδική κρυσταλλική δομή. Amorphous Memory A r r a y [Διάταξη Μνήμης Αμορφου Υλικού] Υπολ. Πρόκειται για διάταξη μνήμης που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφιακών πληροφοριών, το μαγνητικό υλικό της οποίας είναι άμορφο, χωρίς περιοδική κρυσταλλική δομή ή σύσταση. Amorphous Metal [Αμορφο Μέταλλο] Επιστ. Υλικ. Υλικό με ιδιότητες όμοιες με αυτές των μετάλλων, όπως καλή ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα, η κρυσταλλική δομή των οποίων δεν έχει περιοδικότητα οιασδήποτε μακροσκοπικής τάξης μεγέθους. Amorphous Polymers [Αμορφα Πολυμερή] Χημ. Πολυμερή που αποτελούνται από αλυσίδες ενωμένων ατόμων, αλλά η δομή και διάταξη των αλυσίδων αυτών δεν έχει καμία περιοδικότητα. Amorphous Semiconductor [Αμορφος Πμιαγωγός] Υλικ. Πρόκειται για ημιαγωγούς στοιχείων της τέταρτης, πέμπτης και έκτης ομάδα του περιοδικού πίνακα με κρυσταλλική δομή η οποία δεν έχει περιοδικότητα. Οι ηλεκτρονικές ιδιότητες τους είναι παραπλήσιες με αυτές των κρυσταλλικών ημιαγωγών μόνο που, η έλλειψη περιοδικότητας δημιουργεί εντοπισμένες ενεργειακές καταστάσεις που μειώνουν την ευκινησία των φορέων και αυξάνουν την ενέργεια ενεργοποίησης τους. Amorphous Semiconductors [Αμορφοι Ημιαγωγοί] Φ\Η7. Ημιαγώγιμα υλικά, όπως ημιαγωγοί πυριτίου ή

Altimeter

Setting

- 110-

γερμανίου, οι οποίοι είναι κρυσταλλικά άμορφοι, με εξηγηθεί το φαινόμενο αυτό χρησιμοποιείται η έννοια συνέπεια να έχουν μικρότερη αγωγιμότητα από τους του αμπερορεύματος. Το αμπερόρευμα είναι μικρή έκρυσταλλικούς ημιαγωγούς. Η μη περιοδικότητα της νταση φορτίου που εμφανίζεται μέσα σε κάποιο μόριο, δομής των άμορφων ημιαγωγών δημιουργεί εντοπισμέ- όταν το θετικό και το αρνητικό μέρος αυτού βρεθούν νες ενεργειακές καταστάσεις μέσα στις ζώνες σθένους αντιδιαμετρικά μέσα στο μόριο, λόγω μαγνητικών δυκαι αγωγιμότητας, μείωση της ευκινησίας των φορέων νάμεων. Έτσι εξηγείται το παραπάνω φαινόμενο , όκαι αύξηση της ενέργειας ενεργοποίησής τους. πως και πολλά άλλα φαινόμενα του μαγνητισμού. A m o r p h o u s Silicon [Αμορφο Πυρίτιο] Υλικ Στρώμα Ampere Hour [Αμπερώριο] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης άμορφου πυριτίου, το οποίο συνήθως δημιουργείται ηλεκτρικού φορτίου. Ισχύει ότι lAh=3600C και συνήπάνω σε κατάλληλο υπόστρωμα με τεχνικές εναπόθε- θως χρησιμοποιείται για να μετρήσει το φορτίο που σης, όπως μοριακή επιταςία (ΜBE) κ.λ.π. μπορεί να δώσει ένα συσσωρευτής. Είναι μονάδα μέA m o r p h o u s Solid [Αμορφο στερεό] Φι>σ Στν.ρ. Κατάστ. τρησης ποσότητας ηλεκτρισμού. Είναι η ένταση του Ο όρος αυτός αναφέρεται σε ένα στερεό, η κρυσταλλι- ρεύματος, μετρούμενη σε Ampere, που διαρρέει έναν κή δομή του οποίου δεν παρουσιάζει επανάληψη και αγωγό, δια του χρόνου μετρούμενου σε ώρες. Έτσι 5 περιοδικότητα. Δηλ. δεν υπάρχει όπως στα κρυσταλλι- Ah αντιστοιχούν σε ρεύμα 5 Λ κάθε ώρα. κά στερεά μια επαναλαμβανόμενη κυψελίδα, αλλά τα A m p e r e H o u r Capacity 1 [Χωρητικότητα σε Ah] Ηάτομα είναι τυχαία τοποθετημένα στον όγκο του στε- λεκ. Ικανότητα μια πηγής να παρέχει φορτία, η οποία ρεού. Παρατηρώντας στο μικροσκόπιο το στερεό αυτό συνήθως μετριέται με το φορτίο σε μονάδες Ah που δεν θα μπορέσουμε να βρούμε καμία περιοχή του ίδια μπορεί να δώσει με σταθερό ρυθμό. 2. Είναι η ποσότημε κάποια άλλη, τα άτομα θα έχουν διαφορετικές απο- τα ρεύματος, μετρούμενη σε Αμπερώρια, που είναι ιστάσεις μεταξύ τους σε διαφορετικά σημεία του στερε- κανή να δώσει μια μπαταρία. II ικανότητα αυτή της ού, και γενικά δεν θα μπορεί να απεικονιστεί ολόκλη- μπαταρίας μετράται υπό την προϋπόθεση ότι αυτή εκρο, σχεδιάζοντας μόνο ένα μέρος του, αφού δεν πα- φορτίζεται ομαλ.ά, και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις ρουσιάζει καμία περιοδικότητα. ενδείξεις που αναγράφει ο κατασκευαστής της. —> A m o r p h u s Sky [Αμορφος ουρανός] Μετωρ Ενίοτε πα- Ampere-Hour. ρατηρείται το φαινόμενο, ο ουρανός να είναι καλυμμέ- Ampere H o u r Efficiency [Απόδοση Συσσωρευτή] Ηνος από ένα συνεχές και λεπτό στρώμα σύννεφου, το λεκ. Μέγεθος που δείχνει την παραγωγή φορτίου από οποίο δεν παρουσιάζει περιοχές περισσότερο ή λιγότε- μια ηλεκτρική πηγή και ισούται με το λόγο του φορτίρο πυκνές. Ο ουρανός που παρουσιάζει τέτοια εικόνα ου που δίνει μια πηγή στη μονάδα του χρόνου, προς το ονομάζεται άμορφος. Την εμφάνιση αυτού του φαινο- φορτίο που προσλαμβάνει όταν φορτίζεται κατά το ίμένου συνοδεύει συνήθως ψιλή βροχή, που προέρχεται διο χρονικό διάστημα. όμως από τα στρώματα νεφών που βρίσκονται πάνω Ampere H o u r Meter [Μετρητής Ηλεκτρικού Φορτίαπό το λεπτό αυτό στρώμα σύννεφου. ου] Ηλεκ. Μετρητής του φορτίου που δίνει μία πηγή σε A m o r p h u s Snow [Αμορφο χιόνι] Υδρυλ. Ο όρος αυτός ένα κύκλωμα σε μονάδες Ah. Ο μετρητής αυτός μετρά προσδιορίζει ένα είδος χιονιού το οποίο δεν παρουσιά- το φορτίο που διαρρέει έναν αγωγό μέτρο) ντας την έζει ομοιόμορφη κρυσταλλική δομή. Σχηματίζεται συ- νταση του ρεύματος που το διαρρέει σε. Ampere και νήθως όταν η ψύξη του νερού γίνεται πολύ απότομα, πολλαπλασιάζοντάς την με την αντίστοιχη χρονική ώστε δεν προλαβαίνουν τα άτομα να καταλάβουν τις διάρκεια μετρούμενη σε ώρες. Εάν η τάση της πηγής σωστές θέσεις, σχηματίζοντας έναν ομοιόμορφο κρύ- παραμένει σταθερή, η ένδειξη του οργάνου είναι ανάλογη της ενέργειας που παρέχει η πηγή στο κύκλωμα. σταλλο. Ampacity [Αντοχή σε Ampere] Ηλεκτρ. Είναι ένα μέγε- Ampere Low [Νόμος του Αμπέρ] Ηλχκτρομαγν. Ο νόθος του ηλεκτρισμού που μετριέται σε Ampere. Μας μος του Ampere παρέχει έναν τρόπο προσδιορισμού δίνει το ηλεκτρικό ρεύμα σαν ποσότητα και βοηθάει της σχέσης μεταξύ ενός μαγνητικού πεδίου και των στη μέτρησή του, και στην χρησιμοποίησή του, αφού πηγών που το δημιουργούν. Μας δίνει δηλαδή τη μορείναι κάτι που δεν βλέπουμε (και άρα δεν μπορούμε να φή ενός μαγνητικού πεδίου που σχηματίζεται από κάαντιληφθούμε διαφορετικά), αλλά είναι τόσο χρήσιμο ποιες κατανομές ρευμάτων. Χρησιμοποιείται συνήθως στη ζωή μας. όταν οι κατανομές αυτές είναι μεγάλης συμμετρίας, A m p e r e [Αμπέρ] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρι- αντί του νόμου Biot-Savart. Ο νόμος του Ampere λεικού ρε.ύματος στο διεθνές σύστημα μονάδων. Ένας α- τουργεί και ανάστροφα: Προσδιορίζει τις κατανομές γωγός διαρρέεται από ρεύμα έντασης ΙΑ εάν από μια ρευμάτων που αποτελούν τις πηγές ενός συγκεκριμέδιατομή του διέρχεται φορτίο 1C σε χρόνο lscc. Ένας νου μαγνητικού πεδίου. άλλος ορισμός αναφέρει ότι, ένας ευθύγραμμος αγω- Ampere Meter S q u a r e d [Αμπέρ επί μέτρο τετράγωνο, γός αμελητέας διατομής διαρρέεται από ρεύμα έντασης (Am")] Η/χκτρομ. To Am" είναι μονάδα μέτρησης μαΙΑ όταν βρίσκεται στο κενό παράλληλα και σε από- γνητικής ροπής στο διεθνές σύστημα μονάδων (S1). σταση lm από άλλο όμοιο με αυτόν τον αγωγό που Αντιστοιχεί σε 1 Newton επί μέτρο, ανά Tcsla (I Nm/ διαρρέεται επίσης με ρεύμα ΙΑ και ανά μονάδα μή- Τ} κους του, δέχεται δύναμη από τον άλλον αγωγό. Το A m p e r e Minute [Αμπέρ επί λεπτό (Α. min)] ΙΙλεκτρ Αμπέρ είναι το σταθερό εκείνο ρεύμα το οποίο, uv Το αμπέρ επί λ*επτό είναι μια εναλλακτική μονάδα για διέρχεται από δύο ευθύγραμμους αγωγούς απείρου μή- τη μέτρηση ποσότητας φορτίου. Ένα ρεύμα εντάσεως κους. αμελητέας διατομής, και τοποθετημένους σε α- ενός αμπέρ όταν διαρρέει έναν αγωγό, μεταφέρει κατά πόσταση ενός μέτρου μεταξύ τους στο κενό, δημιουρ- μήκος αυτού σε χρόνο ενός λεπτού , φορτίο ίσο με γεί μεταξύ αυτών δύναμη ίση με 2. ΙΟ'7 Ncwton/m. Ι Am. Το φορτίο αυτό ισοδυναμεί με 60 Coulomb αA m p e r e C u r r e n t s [Αμπερορεύματα] I Ι/χκτρυμαγν. Έ- φού ΙΑ. lmin=lA. 60sec=60Cb. χει παρατηρηθεί ότι είναι αδύνατο να διαχωριστούν ο Ampere Per Meter [Αμπέρ ανά μέτρο, A/m] Η/χαρνητικός και ο θετικός πόλος ενός μαγνήτη. Για να κτρομ. Για την περιγραφή ενός μαγνητικού πεδίου χρη-

- Ill -

Amphidomic Region

σιμοποιείται η ένταση του Β. Η μονάδα της έντασης δυναμικών γραμμών, άρα και της μαγνητικής επαγωτου μαγνητικού πεδίου στο διεθνές σύστημα μονάδων γής, είναι εκείνη με την οποία πρέπει να στραφεί δεξιόστροφος κοχλίας ώστε να κινηθεί κατά μήκος του αγωείναι το 1 Αμπέρ ανά Μέτρο. Ampere Per S q u a r e Inch [Αμπέρ ανά τετραγωνική γού όπως κινείται το ηλεκτρικό ρεύμα. Αναφέρεται και ίντσα A/in"] Ηλεκτρ. Το Αμπέρ ανά τετραγωνική ίντσα ως κανόνας του δεξιόστροφου κοχλία. είναι μονάδα πυκνότητας ρεύματος. Είναι το φορτίο Ampere T h e o r e m [Θεώρημα του Αμπέρ] Η)*εκτμυμ. που περνάει από μία διατομή αγωγού, επιφάνειας μίας Το θεώρημα του Αμπέρ, προσδιορίζει την ένταση και τετραγωνικής ίντσας, σε χρόνο ενός δευτερολέπτου. την έκταση ενός μαγνητικού πεδίου που δημιουργείται Ampere S q u a r e Meter Per Joule Second γύρω από έναν ρευματοφόρο αγωγό. Σύμφωνα με το [Συμβολισμός Am : /Js| Φνσ. Μονάδα μέτρησης του θεώρημα το μαγνητικό πεδίο που δημιουργείται λόγω γυρομαγνητικού λόγου στο διεθνές σύστημα μονάδων της ροής ρεύματος μέσα από τον αγωγό, έχει ένταση (S.I.), που συμβολίζεται ως (Arrf/Js). Ο γυρομαγνητι- ανάλογη με την ένταση του ρεύματος που διαρρέει τον κός λόγος γ συνδέει τη μαγνητική ροπή μ και την αγωγό , ενώ περιορίζεται έξω από αυτόν, δηλαδή η ένταση του μαγνητικού πεδίου πάνω και μέσα στον αστροφορμή J ενός πυρήνα, ιόντος, ατόμου: μ=γ//Ι. Xmpere's Law [Νόμος του Ampere] Ηλεκ. Σύμφωνα γωγό είναι μηδέν. με το νόμο αυτό, το ολοκλήρωμα διαδρομής της μα- A m p e r e ' s Theory Of Magnetization [Θεωρία Μαγνητικής επαγωγής κατά μήκος μίας κλειστής καμπύ- γνητικών Ιδιοτήτων του Ampere] Ηλεκ. Σύμφωνα με λης, που περιβάλλει έναν ή περισσότερους ρευματοφό- τη θεωρία του Ampere για τις μαγνητικές ιδιότητες της ρους αγωγούς οιουδήποτε σχήματος στο κενό, ισούται ύλης, οι κινήσεις τα)ν ηλεκτρονίων στα άτομα ή μόρια με το γινόμενο της μαγνητικής διαπερατότητας του κε- της ύλης ισοδυναμούν με βρόχους ρεύματος και δηνού επί την ολική ένταση των ρευμάτων που περιβάλει μιουργούν μαγνητικές διπολικές ροπές. Εάν το υλικό τοποθετηθεί σε εξωτερικό μαγνητικό πεδίο, οι μαγνηη καμπύλη: τικές διπολικές ροπές εν μέρει προσανατολίζονται στη διεύθυνση του πεδίου και εάν προσανατολιστούν με j>B -dl = μ 0 ·Σ I την ίδια φορά με αυτό τότε το υλικό έχει παραμαγνητικές ή σιδηρομαγνητικές ιδιότητες, ενώ σε αντίθετη πεI ρίπτωση έχει διαμαγνητικές ιδιότητες. Γενικότερα, εάν δεν έχουμε ρευματοφόρους αγωγούς, A m p e r o m e t r y [Αμφπερομετρία] Φυσ. Χημ. Η αμπεροαλλά από την κλειστή διαδρομή έχουμε ροή φορτίου μετρία είναι ένα είδος χημικής ανάλυσης στην οποία που περιγράφεται από ένα διάνυσμα ροής J τότε ο νό- χρησιμοποιούνται μετρήσεις ηλεκτρικών ρευμάτων, που διαρρέουν τα διαλύματα. μος του Ampere γράφεται και ως: Amphibious Assault Ship [Πλοίο αμφίβιας επίθεσης] Νανπηγ. Είναι ένα είδος πλοίου που διαθέτει ελικοδρόj>B - dl = μ ο · \\ J · dS μιο. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει μεταφορά S στρατευμάτων, εξοπλισμού, και εφοδίων στην ξηρά, με τη βοήθεια των ελικοπτέρων. Για τον υπολογισμό του μαγνητικού πεδίου που παρά- Amphibious C o m m a n d Ship [Διοικητικό σκάφος αμγει ένα στοιχειώδες τμήμα ενός ρευματοφόρου αγωγού φίβιων επιχειρήσεων] Νανπηγ. Είναι το σκάφος εκείνο χρησιμοποιείται ο νόμος Biot Savart, ο οποίος αποτε- πάνω στο οποίο επιβαίνει ο διοικητής επιχειρήσεων λεί μια λύση του νόμου του Ampere και σύμφωνα με που λαμβάνουν μέρος και στην ξηρά και στη θάλασσα, αυτόν, η μαγνητική επαγωγή: dB που δημιουργεί ένα και απ' αυτό δίνονται οι διαταγές. στοιχειώδες τμήμα: dl ενός ρευματοφόρου αγωγού, σε Amphibole [Αμφίβολοι] Γεωλ. Κατηγορία ορυκτών ένα σημείο του μαγνητικού του πεδίου, είναι κάθετη πετρωμάτων. Προέρχεται από καθολική μεταμόρφωση στο επίπεδο που περνάει από αυτό το σημείο και από εκρηξιγενών πυριτικών πετρωμάτων, όπως βασάλτη, το στοιχειώδες τμήμα του αγωγού και η εξίσωση που γάββρο κ.λ.π. Μπορεί να έχει ή όχι φυλλώματα, τα οδίνει το μέτρο της είναι η: ποία να αποτελούνται από βιοτίτη, πλαγιοκλαστικό, ασβεστίτη ή χαλαζία κ.λ.π.. Amphibolite [Αμφιβολίτης] Γεωλ. Το πυριγενές πέτρω/ · sin 0 · dl ϋθ dB = μα. το οποίο σχηματίζεται από την στερεοποίηση βα4π σαλτικής λάβας, περιέχει τον αμφίβολο ως πρωτεύον ορυκτό. II επιφάνεια του είναι σκουρόχρωμη, τραχιά, περιέχει κόκκους και διαφαίνονται μικρές λευκές φλέ/ · d I Χ r βες, οι οποίες μπορεί να περιέχουν χαλαζία ή πυριτικά dH ϊ _= ν ο . 3 Απ άλατα. Amphibolite F a d e s [Φάση Αμφιβολιτών] Γεωλ. Καόπου r το διάνυσμα θέσης του σημείου από το στοι- τηγορία μεταμορφωμένων πυριτικών πετρωμάτων τα χειώδες τμήμα του αγωγού και θ η γωνία μεταξύ του r οποία βρέθηκαν στην περιοχή πιέσεων και θερμοκρακαι του ρεύματος στο τμήμα dl.. II φορά της μαγνητι- σιών του τριπλού σημείου των πυριτικών αλάτων του κής επαγωγής καθορίζεται από τον Κανόνα του ΑΙ και υπέστησαν μερική ή καθολική μεταμόρφαιση. Ampere (Ampere Rule) ή κανόνα του δεξιόστροφου Amphiboli/.ation [Αμφιβολιτογένεση] Γεωλ. Πρόκεικοχλία. ται για τη δημιουργία αμφιβολιτών, σε μικρές ποσότηA m p e r e ' s Rule [Κανόνας του Ampere] Ηλεκ. Κανόνας τες, σε ένα πέτρωμα κατά τη φάση μεταμόρφωσής του. υπολογισμού της φοράς των δυναμικών γραμμών του Amphidomic Region [Αμφιδρομική περιοχή] Αποτύμαγνητικού πεδίου που δημιουργεί ένας ρευματοφόρος πωση σε ειδικό χάρτη (ακτινωτά) της εκκίνησης, φοαγωγός. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, η φορά των ράς και διάρκειας σε ώρες μιας παλίρροιας (βλέπε και *

Altimeter

Setting

- 112-

Amphidromic Point). Amphoteritc [Αμφοτερίτης] Γεωλ. Ο αμφοτερίτης αποA m p h i d r o m i c Point [Αμφιδρομικό σημείο πάνω σε τελεί ένα είδος μετείορίτη, βραχώδους φύσεως. Ο μετεχάρτη] Γεωδ. Ειδικός χάρτης πάνω στον οποίο αποτυωρίτης αυτός περιέχει μεγάλη ποσότητα χαλκού και πώνεται ανάγλυφα το σημείο εκκίνησης και η φορά ποσότητες σιδήρου πλούσιες σε νικέλιο, της παλίρροιας σε συγκεκριμένη περιοχή. Amplification F a c t o r [1 Τράγων ενίσχυσης] Ηλεκτρον. A m p h i g r a n [Αμφιγενής οργανισμός] Οικολ. Ο όρος Σε ένα αερόκενο σωληνοειδές δοχείο του οποίου η βάαυτός αναφέρεται σε έναν οργανισμό, που προϋπήρχε ση έχει κάποιο δυναμικό, και στο οποίο καταλήγουν με την ίδια μορφή που υπάρχει σήμερα, και σε πολύ δύο ή περισσότερα ηλεκτρόδια, αν μεταβληθεί έστω παλαιότερες περιόδους. και ελάχιστα η τάση των δύο απ'αυτά, τότε μεταβάλA m p h i m o r p h i c [Αμφιμορφικό υλικό] Γεωλ. Κάθε πέ- λεται το δυναμικό της βάσης, υπό την προϋπόθεση ότι τρωμα, μέταλλο, ή άλλο υλικό που βρίσκεται στο το ρεύμα που διαρρέει τη βάση και οι τάσεις των υπόφλνΟΐό της γης, σχηματίζεται κάτω από κάποια γεωλολοιπών ηλεκτροδίων διατηρούνται σταθερά. Ο ρυθμός γική διαδικασία. Αν ο σχηματισμός ενός τέτοιου υλιμε τον οποίο γίνεται αυτό, ονομάζεται παράγων ενικού είναι αποτέλεσμα δύο γεωλογικών διαδικασιών, σχυσης. τότε το υλικό αυτό λέγεται αμφιμορφικό. Amphiphile [Αμφίφλο Μόριο] Χημ. Αναφέρεται στα μόρια τασιενεργών ουσιών, στα οποία διακρίνεται ένα πολικό, υδρόφοβο τμήμα και ένα μη πολικό, υδρόφιλο τμήμα. Συνήθως, το πολικό τμήμα χαρακτηρίζεται ως κεφαλή και το μη πολικό, ως ουρά στο σχήμα του μορίου. Amphistylar [Αμφίστυλο] Αρχ. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων κτιρίων, με τον όρο αυτόν χαρακτήριζεται ο χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παράλληλες κιονοστοιχίες. Συνήθως ο χώρος αυτός βρισκόταν στις εισόδους των κτιρίων ή στους προθαλάμους των ναών ενώ οι κίονες όριζαν απλά τον χώρο και δεν έφεραν ουσιαστικά φορτία. Amphitheater 1 [Αμφιθέατρο] Αρχιτεκτ. Είναι μία μεγάλη αίθουσα, κυκλικού ή ελλειψοειδούς σχήματος. To μεγαλ.ύτερο μέρος της καταλαμβάνεται από καθίσματα, τα οποία όσο πιο πίσω βρίσκονται, τόσο ψηλότερα είναι, έτσι ώστε όλοι οι θεατές να μπορούν να βλέπουν στο χαμηλότερο σημείο, όπου βρίσκεται ένας ανοιχτός χώρος. Τέτοια αρχιτεκτονική παρουσιάζουν παραδείγματος χάριν, τα αρχαία ελληνικά θέατρα. Amphitheater" [Αμφιθεατρική περιοχή] Γεν. Έτσι χαρακτηρίζεται στη γεωγραφία μία κοιλάδα η οποιαδήποτε άλλη επίπεδη σχετικά περιοχή, που περιτριγύριζεται από υψίόματα, και έχει συνήθως σχηματιστεί από κατολισθήσεις. Amphitrite [Αμφιτρίτη] Αστρον. Αστεροειδής ο οποίος απέχει από τον Ήλιο περίπου 2500 αστρονομικές μονάδες. Η διάμετρος του είναι σχεδόν 200 χλμ ενώ στο φάσμα του περιέχεται το ραδιενεργό στοιχείο τεχνίτιο, γι'αυτό ανήκει στα άστρα τύπου S. Amphitropical Distribution [Αμφιτροπική διανομή], Οικολ. Με τον όρο αυτό ορίζεται η διανομή οργανισμών στο νότιο ή στο βόρειο ημισφαίριο της γης, οι οποίοι δεν μπορούν να επιβιώσουν στο βόρειο ή στο νότιο αντίστοιχα. Ο ισημερινός της γης αποτελεί για τους οργανισμούς αυτούς ένα αδιαπέραστο όριο. Ampholyte (Αμφολύτης] Χημ. Χαρακτηρίζει τις ουσίες που μπορούν να συμπεριφέρονται είτε ως οξέα είτε ως βάσεις. Τυπικό παράδειγμα αμφολυτών αποτελούν τα αμινοξέα. Ampholytic Detergent [Αμφοτερικό Απορρυπαντικό] Χημ. Αποτελεί κατηγορία των απορρυπαντικών ουσιών, οι οποίες σε αλκαλακό διάλυμα συμπεριφέρονται ως ανιονικές, ενώ σε όξινο ως κατιονικές. Τα σπουδαιότερα αμφοτερικά απορρυπαντικά είναι τα άλατα με νάτριο των Ν-αλκυλο-β-αμινοςέων με μεγάλη ανθρακική αλυσίδα. Amphotcric ΙΑμφοτερικός] Χημ. Ονομάζεται και αμφιπρωτικός ή αμφολ^ύτης. -> Ampholyte

Amplification Noise [Θόρυβος ενίσχυσης] Ηλχκτρ. Είναι θόρυβος που παράγεται στα κυκλώματα συνήθως όταν σ' αυτά υπάρχει ενισχυτής. Συνήθως προσπαθούμε προσθέτοντας κατάλληλα* στοιχεία να τον ελαττώσουμε κατά το περισσότερο δυνατό, Amplify [Ενισχύω] Μηχ Ακουστ. Με τον όρο αυτό προσδιορίζουμε τη διαδικασία κατά την οποία καθιστούμε ένα σήμα εντονότερο, είτε βελτιώνοντας την εκπομπή του, είτε αυξάνοντας το πλ.άτος του κύματος, Amplifying Delay Line [Ενισχυτική γραμμή καθυστέρησης] Ηλεκτρον. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στους δέκτες σημάτων. Χρησιμοποιείται σε συστήματα συμπυκνωμένων παλμών, με σκοπό να ενισχύσει καθυστερημένα σήματα σε μία πιο υψηλή περιοχή συχνοτήτων Amplitude 1 [Εύρος] Μαθημ. Εύρος ή όρισμα ενός μιγαδικού αριθμού είναι η γωνία που σχηματίζουν η ημιευθεία Οχ των πραγματικών αριθμών και το διάνυσμα ΟΖ, όπου Ζ(Ζ|,Ζ2) είναι ο μιγαδικός z|+iz 2 με Ζ\ πραγματικό μέρος και ζ 2 φανταστικό, Amplitude" [Πλ^άτος] Φυσ. Σε κάθε περιοδικά μεταβαλλόμενο μέγεθος, ορίζεται το πλάτος ως η μέγιστη τιμή που λαμβάνει το μέγεθος αυτό. Έτσι για παράδείγμα, σε μια εναλλασσόμενη τάση της μορφής V=V0xsincol το πλάτος της ισούται με V0. Amplitude' [Εύρος κύματος] Φυσ. Για οποιοδήποτε είδος εγκάρσιου κύματος είναι η απόσταση μεταξύ της μηδενικής οριζόντιας τιμής και της κορυφής του κύματος. Amplitude 4 [Εύρος] Αστρον. Το διάστημα μέσα στο οποίο παρουσιάζονται οι διακυμάνσεις της λαμπρότητας των μεταβλητών αστέρων, οι οποίες οφείλ.ονται στη μεταβολή της θερμοκρασίας τους, στη διαρροή ύλης και σε άλλα φαινόμενα. Amplitude" 1 [Πλάτος] Πλοηγ. Το γεωγραφικό πλάτος ανήκει στις συντεταγμένες προσδιορισμού ενός σημείου πάνω στη Γη. Διακρίνεται σε αστρονομικό και γεωδαιτικό πλάτος. Συνήθως υπολογίζεται ως η απόσταση του σημείου από τον Ισημερινό και μετράται σε μοίρες. Amplitude Demodulator [Αποδιαμορφωτής πλάτους] Επικοιν. Αποδιαμορφωτής που στηρίζεται κυρίως στην τεχνική VSB λόγω της καλ.ύτερης αντοχής στο θόρυβο. Amplitude Distortion [I Ιαραμόρφωση πλάτους] Emκοιν. Παραμόρφωση που ακο/.ουθεί πολύ ή λίγο την κατανομή πλνάτους συχνοτήτων του σήματος, Amplitude Equalizer [Ισοσταθμιστής πλνάτους] Επικοιν. Ισοσταθμιστές που αυξάνουν την δύναμη του σήματος σε ακραίες συχνότητες ώστε το σήμα να έρχεται παντού ομοιόμορφα.

-113-

Amygdale

Amplitude Fading [Ομοιόμορφη Εξασθένιση Πλά- ως προς το πλάτος τους. Το φαινόμενο αυτό ονομάζετους] Επικοιν. Περίπτωση εξασθένισης ενός σήματος, ται θόρυβος πλάτους κύματος. η οποία είναι ομοιόμορφη για όλες τις συχνότητές του. Amplitude Phase Keying (ΑΡΚ) [Διαμόρφωση μεταΚατά συνέπεια, το πλάτος κάθε συνιστώσας διαφορε- τόπισης φάσης] Επικοιν. Συνδυασμός ASK και PSK τικής συχνότητας του σήματος υπόκειται στην ίδια πο- για αποτελεσματική καταχώρηση πληροφορίας. Εδώ σοστιαία μείωση. ανήκει και η τετραγωνική PSK ή τετραγωνική AM Amplitude G a t e [Βελτιωτική πύλη ορισμένα>ν πλατών κτλ. κύματος]. Ηλεκτρ. Είναι ένα κύκλωμα το οποίο βοηθά- Amplitude Resonance (Συχνότητα Συντονισμού] Φνσ. ει στη βελτίωση της ποιότητας ενός σήματος. Αυτό το Όταν ένα σύστημα εκτελεί εξαναγκασμένη ταλάντωση επιτυγχάνει επιτρέποντας τη μετάδοση μόνο το)ν παρα- υπάρχει μια τιμή συχνότητας στην οποία το πλάτος της μέτρων εκείνων ενός σήματος που βρίσκονται μέσα σε ταλάντωσης γίνεται μέγιστο σε σχέση με τις γύρω τικάποια προκαθορισμένα όρια. Έτσι αποφεύγονται τα μές. Η τιμή της συχνότητας στη οποία συμβαίνει αυτό παράσιτα τα οποία συνήθως βρίσκονται έξω από τα ονομάζεται συχνότητα συντονισμού, και είναι χαρακτηριστική για κάθε ταλαντωτή. όρια αυτά, και βελτιώνεται η ποιότητα του σήματος. Amplitude Hits [Χτυπήματα πλάτους] Επικοιν. Στιγ- Amplitude Response [Μέγιστη απόδοση. Απόκριση μιαίες αλλαγές πλάτους του μεταδιδόμενου σήματος πλάτους] Ηλεκτρ. Όταν μία συσκευή που παράγει ήχο που συνήθως προκαλεί προβλήματα αλλά αντιμετωπί- λειτουργεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μέγιστη ζεται με κατάλληλα φίλτρα. απόδοση είναι το μεγαλύτερο πλάτος κύματος που Amplitude Level [Σταθερά απόσβεσης! Φνσ. Ένα κύ- μπορεί να παράγει η συσκευή αυτή κάτω από αυτές τις μα στο σημείο εκπομπής του έχει ένα πλάτος που συ- συνθήκες. νήθως δεν διατηρείται και σιγά -σιγά φθίνει. Σταθερά Amplitude S e p a r a t o r [Ψαλιδιστής] Ηλεκτρ. Κάποιες απόσβεσης είναι ο φυσικός λογάριθμος του λόγου δύο φορές είναι απαραίτητο να περιοριστούν τα πλάτη κάδιαδοχικών πλατών ενός φθίνοντος κύματος. ποιων σημάτων ώστε να μπορούν αυτά να χρησιμο1 Amplitude Modulation [Διαμόρφωση πλάτους, ποιηθούν από κάποια διάταξη. Αυτό επιτυγχάνεται (Βραχέα κύματα AM)] Ηλεκτμον. Είναι ένα σύστημα χρησιμοποιώντας έναν ψαλιδιστή , ο οποίος μπορεί να μετάδοσης σημάτων, στο οποίο οι εντάσεις των ακου- περιορίσει ένα σήμα είτε από τη μία , είτε και από τις στικών κυμάτων, καλύπτουν μία εκτενή περιοχή, δια- δύο πλευρές του , και να φέρει το πλάτος του μέσα στις φέρουν δηλαδή πολύ μεταξύ τους. Η μετάδοση στα επιθυμητές τιμές. βραχέα κύματα, ενός σήματος δεν είναι συνήθως καλή Amplitude Shift Keying [Διαμόρφωση μετατόπισης και περιέχει πολλά παράσιτα. πλάτους] Επικοιν. Διαμόρφωση που χρησιμοποιεί πολ2 Amplitude Modulation [Διαμόρφωση πλάτους λαπλά πλάτη για αναπαράσταση ψηφίων. Είναι η τε(Βραχέα κύματα AM)] Ηλεκτρ. Είναι ένα σύστημα με- χνική μετάδοσης πληροφοριών ψηφιακής μορφής, ότάδοσης σημάτων στο οποίο κάθε συνιστώσα συγκε- που το ψηφίο μηδέν ή το ψηφίο ένα μεταδίδεται ανάκριμένης συχνότητας του σήματος μετάδοσης διαιρεί- λογα με το αν εκπέμπεται ή όχι ένας παλμός εναλλασται σε δύο υποσυνιστώσες, μία μεγαλύτερης και μία σόμενης τάσης, σε μία γραμμή μεταφοράς, ή ένας παλμικρότερης συχνότητας από την απαιτούμενη για τη μός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, εάν πρόκειται για αμετάδοση του σήματος, κατά ποσά ίσα με την αρχική σύρματη μετάδοση. συχνότητα της συνισταμένης τους. Amplitude Suppression Ratio [Βαθμός προσαρμογής Amplitude Modulation Noise [Θόρυβος από τη Δια- πλάτους κύματος] Η/χκτρον. Ο όρος αυτός μας δίνει το μόρφωση Πλάτους] Επικοιν. Οταν η μετάδοση πληρο- κατά πόσο ένα κύμα είναι αποδεκτό από το δέκτη ή φοριών γίνεται με την αναλογική διαμόρφωση των με- όχι. Είναι η διαφορά που μπορεί να υπάρχει μεταξύ της ταβολών του πλάτους ενός ηλεκτρομαγνητικού κύμα- επιθυμητής συχνότητας κύματος από το δέκτη, και της τος, δημιουργείται θόρυβος στην αναπαραγωγή της τυχόν μεγαλύτερης ή μικρότερης συχνότητας που εκπληροφορίας, που προέρχεται από παρεμβολές που με- πέμπεται προς αυτόν, όταν αυτή η διαφορά είναι σχετιταβάλλουν το πλάτος του κύματος. κά μικρή. Amplitude Modulation Radio (AM Radio) A m p l i t u d e Versus Frequncy Distortion [Ραδιόφωνο Διαμόρφωσης Πλάτους] Επικοιν. Ραδιό- [Διαστρεύλωση πλάτους κατά συχνότηταςί Ηλεκ. Είφωνο που λειτουργεί λαμβάνοντας και αναλύοντας η- ναι η διαστρεύλωση ενός κύματος που προκαλείται λεκτρομαγνητικά κύματα διαμορφωμένα κατά πλάτος. όταν συμβαίνει σ' αυτό μία όχι ομαλή αύξηση ή μείωΟι μεταβολές του πλάτους των κυμάτων αυτών είναι ση του πλάτους του, μέσα όμως στα όρια που έχουν ανάλογες του ακουστικού σήματος. τεθεί για τη συχνότητά του. Amplitude M o d u l a t o r [Διαφοροποιητής πλάτους κύ- A M ΡΜ Conversion [Μετατροπή διαμόρφωσης πλάματος] Φ\)(7. Κάποιες φορές για συγκεκριμένες εργασί- τους σε φάσης] Επικοιν. Προκαλεί παραμόρφωση φάες είναι απαραίτητη η χρήση σημάτων με συγκεκριμέ- σης (αλλαγή γωνίας φάσης) του σήματος εξόδου λόγω νο πλάτος κύματος. Αν λοιπόν έχουμε ένα σήμα με τυ- μεταβολών του σήματος εισόδου (στα μεγάλα πλάτη). χαίο πλάτος , το οποίο δεν μπορούμε να χρησιμοποιή- AM Radio [Μεσαία ραδιοφωνία] Επικοιν. Μετάδοση σουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση, χρησιμοποιώντας ραδιοφωνικών κυμάτων με χρήση διαμόρφωσης πλάένα διαφοροποιητή μπορούμε να το μετατρέψουμε σε τους. σήμα με το επιθυμητό πλάτος. AM Signature Detector [Ανιχνευτής σήματος AM] Amplitude Noise [Θόρυβος πλάτους κύματος] Ηλε- Επικοιν. Κύκλωμα που κατά τη σάρωση της ραδιοφωκτρομαγν. Κάποιες φορές συμβαίνει ένα ραντάρ να μην νικής ζώνης AM εντοπίζει εκπομπή σε κάποια συχνόμπορεί να προσδιορίσει ακριβώς ένα στόχο, κυρίως τητα. όταν αυτός δεν είναι κάποια πηγή ήχου . Στην περί- Amygdale (Amvgdule) [Αμυγδαλοειδές κοίλωμα] 1 επτωση αυτή τα σήματα που φτάνουν στο ραντάρ από ωλ.. Πρόκειται για ένα κοίλωμα, το οποίο έχει το σχήτο στόχο αυτό, παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις μα αμυγδάλου, συναντάται σε πυριγενή πετρώματα και

Altimeter Setting

-

114-

περικλείει ατμό. Σχηματίζεται όταν το πετρ(όμα βρίσκεται στην ρευστή του μορφή και κατόπιν καλύπτεται με υλικό δευτερευόντων ορυκτών, όπως ασβεστίτης, αχάτης, ζεόλιθος, κλπ. Amylase [Αμυλάση] Βιοχημ. Πρόκειται για ένζυμο, το οποίο διασπά πολυσακχαρίτες και γλυκοζίτες, όπως είναι το άμυλο και το γλυκογόνο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία δημητριακών, απορρυπαντικών, κλπ. Amvlograph [ΑμυλογράφοςΙ Τεχνολ. Όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως σε εργαστήρια και στην βιομηχανία κόλλας και χαρτιού και μετρά την συνεκτικότητα αμυλούχων ουσιών καθώς και την θερμοκρασία μετατροπής τους σε ζελατίνη. An or Ac-Em [Συμβολισμός An] Φυα. Ραδιενεργό ισότοπο του ραδονίου. —> Aclinon Anabatic Wind [Αναβατικός άνεμος] Μετεωρ. Χαρακτηρισμός του ανέμου που έχει φορά προς τα πάνω. Χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει τον αέρα που φυσά από τις παρυφές προς την κορυφή μικρού ή μεγάλου υψώματος. Δημιουργείται από την άνιση κατανομή πιέσεων στην ατμόσφαιρα και έχει. κατά κανόνα, ένταση μικρότερη του ανέμου οριζόντιας διεύθυνσης. A n a b r a n c h [Ανυδρος παραπόταμος] Υδρολ. Είναι ο παραπόταμος ενός ποταμού ή ρέματος, ο οποίος είτε χάνει τα νερά του λόγω μεγάλης απορρόφησης από το έδαφος, είτε αυτοί αλλάζουν πορεία και τελικά συμβάλλουν στην κοίτη σε κοντινότερο στην εκβολή σημείο του. Anacrobic [Αναερόβιος] Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε λειτουργία ή δράση μηχανής ή και ακόμη ζωντανού οργανισμού - η οποία δεν απαιτεί την ύπαρξη του οξυγόνου του ατμοσφαιρικού αέρα. Anaerobic Adhesive [Αναερόβιο συγκολλητικό υλικό| Υλικ. Είναι ένα είδος κόλλας η οποία στερεοποιείται πολύ γρήγορα ανάμεσα στις δύο επιφάνειες που επιθυμούμε να ενώσουμε με τη βοήθεια της, αποβάλλοντας όλον τον αέρα που υπάρχει στο σημείο της ένωσης. Anaerophyte ΙΑναερόφυτο] Γεν. Είναι ένα είδος φυτού που δεν χρειάζεται ελεύθερο οξυγόνο για να φωτοσυνθέσει. A n a f r o n t [Σημείο διαχωριστικό] Μετεω. Είναι μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ δύο διαφορετικής θερμόκρασίας μάζες αέρα, την οποία διαπερνούν οι θερμότερες μάζες κινούμενες προς μεγαλύτερα υψόμετρα. Analemma [Ανάλημμαΐ Αστρον. Διάγραμμα πάνω στο οποίο απεικονίζονται, σύμφωνα με το σύστημα ουρανογραφικών ή ισημερινών συντεταγμένων, οι μεταβολές της απόκλισης του Ήλιου κατά τη διάρκεια Του έτους. Analcmma [Ανάλημμα] Πολ. Μηχ. Ειδική κατασκευή η οποία έχει σαν στόχο να εμποδίζει τις κατολισθήσεις χωμάτων ή να προστατεύει από την έντονη ροή του

εισέρχονται στη διάταξη τα προς άθροιση σήματα και μια έξοδο από την οποία εξέρχεται ένα σήμα με τάση ίση με το άθροισμα των τάσεων των δύο εισόδων, Analog Analog [Αναλογικός αναλογικός] Επικοιν. Ο όρος συναντιέται σε περίπτωση που δυο αναλογικές συσκευές συνδέονται μαζί. Analog Branching [Αναλογική διακλάδωση] Επικοιν. Για να συνδέσουμε αναλογικές γραμμές μπορούμε να τις συνδέσουμε με ένα μηχανισμό κατανομής σήματος (διαιρέτη) ώστε να απομονιόνονται κάπως τα προβλήματα. Analog Channel [Αναλογικό κανάλι] Ηλεκτρ. Είναι ένα κανάλι μετάδοσης πληροφοριών, το οποίο προσδιορίζεται από τις δύο οριακές τιμές που μπορεί να λάβει η μεταδιδόμενη πληροφορία ώστε να είναι δυνατή η μετάδοση της μέσα από αυτό. Έτσι ένα κανάλι συχνοτήτων που κυμαίνεται από 3Mhcrtz έως lOMhcrtz μπορεί να μετάδοση οποιαδήποτε σήμα από 3 έως 10 Μ hertz. Analog Communications [Αναλογικές Επικοινωνίες] Επικοιν. Τεχνική επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφορκόν σύμςκονα με την οποία, οιαδήποτε μορφή πληροφορίας, όπως ήχος, κατεύθυνση δέσμης ηλεκτρονίων σε καθοδικούς σωλήνες τηλεοράσεων κ.λ.π., μεταφέρεται μέσω αναλογικής διαμόρφθ)σης του πλάτους ( AM) ή της συχνότητας (FM) ή άλλων χαρακτηριστικών ενός κύματος φορέα. Analog C o m p a r a t o r 1 [Αναλογικός συγκριτήςΙ Η/Μκτρον. Είναι μια αναλογική διάταξη η οποία χρησιμοποιείται ως βοηθητική σε ψηφιακά κυκλώματα. Κάθε ψηφιακή πληροφορία πρέπει να βρίσκεται μέσα σε κάποια συγκεκριμένα όρια, και ο αναλογικός συγκριτής έχει την ευθύνη του ελέγχου των ψηφιακο')ν αυτών τιμών και τον προσδιορισμό όσων από αυτές κυμαίνονται έξω από τα επιθυμητά όρια. Analog C o m p a r a t o r | Αναλογικός συγκριτής] ///.εκτρον. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια διάταξη η οποία διαθέτει δύο εισόδους κάθε μια από τις οποίες δέχεται ένα αναλογικό σήμα. Από την έξοδο της συσκευής εξέρχεται ένα ψηφιακό σήμα, το οποίο παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με το πρόσημο του αθροίσματος των τάσεων των εισερχόμενων στη διάταξη σημάτων. Έτσι αν το άθροισμα των τάσεων των εισερχόμενων σημάτων είναι θετικό, η διάταξη παράγει υψηλό ψηφιακό σήμα, *:νώ αν είναι αρνητικό παράγει χαμηλό ψηφιακό σήμα. Analog C o m p u t e r [Αναλογικός Υπολογιστής] Υπολ. Υπολογιστές που αναπαριστούν αριθμούς ως φυσικά μεγέθη ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, όπως τάση σε ένα πυκναπή, και χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά που λειτουργούν στην αναλογική περιοχή, π.χ τελεστικούς ενισχυτές, για την εκτέλεση μαθηματικίόν υπολογισμών.

νερού. Analog Data [Δεδομένα σε Αναλογική Μορφή] Υπολ. Anallagmatic C u r v e [Αναλλαγματική καμπύλη] ΜαΔεδομένα σε μορφή αριθμών, η τιμή τα>ν οποίων καταΟημ. Καμπύλη η οποία η ίδια αποτελεί τον γεωμετρικό γράφεται σαν το μέτρο ενός φυσικού μεγέθους, όπως η τόπο που προκύπτει από την αντιστροφή των σημείων τάση σε ένα πυκνωτή ή η μαγνήτιση ενός υλικού κ.λ. της χρησιμοποιώντας για τον γεωμετρικό μετασχημαπ.. τισμό έναν δεδομένο κύκλο. Analog Data Channel [Αναλογικό κανάλι δεδομένων] Analog Adder [Αναλογικός αθροιστής τάσης] Ηλεκτρ Επικοιν. Κανάλι που χρησιμοποιεί αναλογικά δεδομέΕίναι μια ηλεκτρονική διάταξη η οποία έχει την ιδιότη- να και μπορεί να υλοποιείται σε κάθε μέσο αλλά συνήτα να προσθέτει τις τάσεις δύο σημάτων και να δη- θως το συναντάμε σε χάλκινα καλώδια, μιυυργεί ένα σήμα , η τάση του οποίου είναι το άθροι- Analog Indicator [Αναλογικός μετρητής] Ηλεκτρ. Είσμα των δύο εισερχόμενων στη διάταξη τάσεων. Για ναι κάθε συσκευή που χρησιμοποιείται για τον προστο σκοπό αυτό διαθέτει δύο εισόδους από τις οποίες διορισμό της τιμής ενός μεγέθους, και για το σκοπό

AngleOfReflection- 115αυτύ διαθέτει μια βαθμολογημένη κλίμακα με τιμές του κάθε μεγέθους και μια βελόνα η οποία ακινητοποιείται δείχνοντας την τιμή του μεγέθους σε κάποια συγκεκριμένη μέτρηση. Θα μπορούσε να είναι αναλογικό αμπερόμετρο, βολτόμετρο κ. τ. λ. Οι αναλογικοί μετρητές δεν παρουσιάζουν μεγάλη ακρίβεια, γι'αυτό σήμερα συνήθως χρησιμοποιούνται ψηφιακοί μετρητές, οι οποίοι διαθέτουν οθόνη στην οποία εμφανίζεται ακριβέστερη τιμή του μετρούμενου μεγέθους. Analog Monitor |Αναλογική οθόνη] Ηλεκτρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε οθόνη η οποία χρησιμοποιεί για τη λειτουργία της, και την εμφάνιση σ'αυτή εικόνων, αναλογικά σήματα. Επειδή οι υπολογιστές χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα, για τη λειτουργία μιας αναλογικής οθόνης είναι απαραίτητη η μετατροπή των ψηφιακό')ν αυτών σημάτων ώστε να μπορούν να γίνουν αποδεκτά από το σύστημα της οθόνης. II πρόοδος της τεχνολογίας έχει δημιουργήσει ψηφιακές οθόνες οι οποίες δέχονται ψηφιακά σήματα και παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευκρίνεια. Analog Multiplexer [Αναλογικός Μεταδότης] Η/χκτρον. ΓΙ συσκευή αυτή βοηθάει στη μετατροπή των αναλογικών σημάτων εισόδου σε έναν αναλογικό - ψηφιακό μετατροπέα, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να τα μετατρέψει σε ψηφιακά και να τα δώσει με αυτή τη μορφή στην έξοδό του. Analog Multiplier [Αναλογικός πολλαπλασιαστής] Ηλεκτρον. Ο αναλογικός πολλαπλασιαστής είναι μια διάταξη που διαθέτει πάνω από μια εισόδους και μια έξοδο. Οι είσοδοι του αναλογικού πολλαπλασιαστή τροφοδοτούνται με έναν αριθμό αναλογικών σημάτων. Ο πολλαπλασιαστής επεξεργάζεται τα σήματα αυτά και δίνει στην έξοδό του ένα επίσης αναλογικό σήμα του οποίου τα χαρακτηριστικά μεγέθη είναι ανάλογα των αντίστοιχων μεγεθών των εισερχόμενων σ'αυτόν σημάτων. Analog Network [Ανάλογο κύκλωμα] Ηλεκτρον. Στη μελέτη ενός κυκλώματος πολλές φορές χρειάζεται κάποιο μέρος αυτού να σχεδιαστεί με διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να αλλάξει η συμπεριφορά του κυκλώματος ή οι τιμές των ποσοτήτων που το χαρακτηρίζουν. Τότε το κύκλ^ωμα που δημιουργείται είναι ανάλ.ογο του πρώτου. Για παράδειγμα έστω ότι σε ένα κύκλωμα υπ ά ρ χ ο υ ν δύο αντιστάσεις 10Ω η κάθε μια σε σειρά. Αν σχεδιαστεί ένα καινούριο κύκλ,ωμα στο οποίο οι αντιστάσεις αυτές έχουν αντικατασταθεί από μια αντίσταση 20Ω τότε το δεύτερο αυτό κύκλωμα είναι ανάλογο κύκλ.ωμα του πρώτου. Analog O u t p u t [Αναλογικό Σήμα Εξόδου] Η/χκ. Σήμα εξόδου μίας συσκευής σε αναλογική μορφή, π.χ. η τάση ενός ενισχυτή, το πλάτος του οποίου είναι ανάλογο του σήματος εισόδου. Analog Recording [Ανάλογη εγγραφή] Ηλεκτρον. Ένα μεταδιδόμενο σήμα με την πάροδο του χρόνου, συνήθως παρουσιάζει μεταβολές σε κάποιο από τα μεγέθη που το χαρακτηρίζουν. Κατά την εγγραφή του σήματος μπορεί να γίνει απόσβεση των διακυμάνσεων αυτών, ή σε άλλη περίπτωση να καταγραφούν οι διακυμάνσεις. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση έχουμε ανάλογη εγγραφή ενός σήματος. Analog Signal [Αναλογικό σήμα] Ηλεκτρ. Κάθε ηλεκτρικό σήμα μεταφέρει κάποια πληροφορία. Οταν τα χαρακτηριστικά μεγέθη του σήματος παρουσιάζουν διακυμάνσεις ανάλογες με τις διακυμάνσεις της πληροφορίας που μεταφέρει το σήμα, τότε το σήμα αυτό χα-

ρακτηρ ίζεται αναλογικό. Analog States [Ανάλογες καταστάσεις] Π up. Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται δύο γειτονικά πυρηνικά ισοβαρή εάν έχουν ακριβούς την ίδια δομή, τον ίδιο δηλαδή αριθμό σωματιδίων στον πυρήνα τους, αλλά η αναλογία πρωτονίων και νετρονίων είναι διαφορετική σε καθένα από αυτά. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι σε κάποια απ' αυτά ένας αριθμός νετρονίων έχει μετατραπεί σε πρωτόνια, διατηρώντας όμως τον ίδιο αριθμό σωματιδίίον στον πυρήνα τους. Τότε τα άτομα αυτά λέμε ότι βρίσκονται σε ανάλογες καταστάσεις. Analog Switch [Δίοδος] Η/χκτρον. Η δίοδος είναι ένα στοιχείο που μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, και είτε να επιτρέπει τη διέλευση του σήματος χωρίς να επιφέρει καμία μεταβολνή στα χαρακτηριστικά μεγέθη του σήματος, είτε να το αποκόπτει εντελώς, ανάλογα με τη φορά με την οποία το σήμα διέρχεται από το στοιχείο. Analog To Digital Converter 1 [Μετατροπέας αναλογικού σε ψηφιακό] Επικοιν. Ειδικό φίλτρο για μετατροπή σήματος που βρίσκει χρήση πχ στην ψηφιοποίηση φωνής από αναλογικές συσκευές για να αξιοποιηθεί από μια ψηφιακή υποδομή. Analog To Digital Converter 2 [Μετατροπέας αναλογικών σημάτων σε ψηφιακά] Η/χκτρον. Ένα αναλογικό σήμα μπορεί να μετατραπεί σε ψηφιακό με τη βοήθεια ενός τέτοιου μετατροπέα. Ο μετατροπέας αναλογικοί σημάτων σε ψηφιακά είναι μία συσκευή η οποία δέχεται συνεχή αναλογικά σήματα, και έχει τη δυνατότητα να τα μετατρέπει σε αντίστοιχα ψηφιακά σήματα. Analog To Frequency Converter [Μετατροπέας αναλογικών σημάτων σε συχνότητες] Ηλεκτρον. Ιίολλές φορές χρειάζεται η απεικόνιση ενός σήματος με τη μορφή μεταβολών συχνότητας. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται ο μετατροπέας αναλογικών σημάτων σε συχνότητες. Ο μετατροπέας αυτός είναι μία συσκευή η οποία δέχεται αναλογικά σήματα στην είσοδο της, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται συχνότητες, και τα μετατρέπει σε μεταβολές συχνότητας. Analog Voltage [Ανάλογη τάση] Ηλεκτρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα είδος διαφοράς δυναμικού η οποία αποτελεί συνεχή συνάρτηση κάποιας μετρούμενης μεταβλητής. Έτσι μπορούν να προσδιοριστούν οι μεταβολές που παρουσιάζει η μεταβλητή αυτή. Analogue [Αναλογικός] Τεχνολ. Σε διάφορα επιστημονικά πεδία, με αυτόν τον όρο προσδιορίζεται το γεγονός ότι ένα μέγεθος είναι συνεχές. Είναι ακριβώς το αντίθετο του όρου ψηφιακός, με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα διακριτά μεγέθη. Για παράδειγμα η ροή του νερού, η ροή του χρόνου ή ακόμη και η ανάπτυξη ενός δέντρου είναι όλα συνεχή μεγέθη άρα και αναλογικά. Επειδή όμως υπάρχει δυσκολία στην αποθήκευση και στην μετάδοση των αναλογικών πληροφοριών με TU νέα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας, υπάρχει διαδικασία μετατροπής όλ,ων αυτών τιυν αναλογικών πληροφοριών σε ψηφιακές και το αντίθετο. Analogy [Αναλογία] Μαθημ. Με την αυστηρή μαθηματική ορολογία, η αναλογία είναι η ισότητα δύο ή περισσοτέρου λόγων. Γενικότερα όμως. με τον όρο αυτόν προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μεγεθών ή εννοιών. Συνήθως με την αναλογία επιτυγχάνεται η σύγκριση αυτών, με σκοπό τον ευκολνότερο προσδιορισμό των λιγότερο γνωστών σε σχέση με τα περισσότερο γνωστά.

Angle Of Reflection

-

1

Analysis 1 [Ανάλυση] Aval. Χημ. To σύνολο των διαδικασιών που ακολουθούνται για να προσδιοριστούν τα στοιχεία που αποτελούν μια ένωση καθώς και οι ποσότητες τους. Διακρίνεται σε ποιοτική και ποσοτική ανάλυση Analysis 2 [Ανάλυση] Μαθημ. Η μαθηματική ανάλυση ή απλά ανάλυση είναι τα μαθηματικά τα οποία πραγματεύονται τη γενικότερη έννοια του απείρου. Περιέχει τον διαφορικό και ολοκληρωτικό λογισμό, τις διαφορικές εξισώσεις και άλλους τομείς των μαθηματικών. Σημείωσε αλματώδη εξέλιξη τον εικοστό αιώνα με την εισαγωγή της τοπολογίας. Analysis 3 [Ανάλυση] Μετεωρ. Μέθοδος η οποία περιλαμβάνει τον θεωρητικό και σχεδιαστικό διαχωρισμό των ιδιοτήτων της ατμόσφαιρας για την εξαγωγή συμπερασμάτων. βασίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται από μετεωρολογικούς σταθμούς και σχετικές με την ατμόσφαιρα παρατηρήσεις. Analysis Line [Γραμμή Στοιχειομετρικών Υπολογισμών] Φυσ. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική γραμμή του φάσματος XRD, EPR, NMR ή άλλων τεχνικών μίας ουσίας που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ποσότητας μίας ένωσης ή ενός στοιχείου στην ουσία αυτή. Analysis Of Variance [Ανάλυση της ΔιασποράςΔιακύμανσης] Μαθημ. Τεχνική ανάλυσης της διακύμανσης μίας μετρούμενης ποσότητας, σα συνέπεια της διακύμανσης των παραγόντων που την καθορίζουν. Για παράδειγμα, η διακύμανση στην επίδοση των μαθητών σε ένα δείγμα μαθητών πολλών σχολείων εξαρτάται από τη διακύμανση στην επίδοση των μαθητών κάθε σχολείου ξεχωριστά. Analytic Continuation [Αναλυτική συνέχεια] Μαθημ. Έστω δύο αναλυτικές συναρτήσεις Γ και g με πεδίο ορισμού Α και Β αντίστοιχα, τέτοια ώστε η τομή των Α και Β να είναι διάφορη του κενού. Αν οι δύο συναρτήσεις είναι ίσες στην τομή των Α και Β τότε η g ονομάζεται αναλυτική συνέχεια της f στο Β. Analytic C u r v e [Αναλυτική καμπύλη] Μαθημ. Κάθε καμπύλη η οποία ορίζεται μέσω συναρτήσεων πραγματικής μεταβλητής, οι οποίες μπορούν να παρασταθούν με δυναμοσειρές. Analytic Function [Αναλυτική συνάρτηση] Μαθημ. Αναλυτική ή ολόμορφη ονομάζεται κάθε συνάρτηση μιγαδικής μεταβλητής ορισμένη σε ανοιχτό σύνολο αν έχει πρώτη παράγωγο ή αν μπορεί να παρασταθεί με τη χρήση δυναμοσειρών. Ο πρώτος ορισμός χρησιμοποιείται αν ο μελετητής επιχειρεί γεωμετρική προσέγγιση. Analytic Geometry [Αναλυτική γεωμετρία] Μαθημ. Κλάδος της γεωμετρίας που μελετά κυρίως καμπύλες και επιφάνειες δεύτερου βαθμού. Εργαλείο της αναλυτικής γεωμετρίας είναι η άλγεβρα ενώ η διαφοροποίησή της από την ευκλείδεια γεωμετρία οφείλεται στην εισαγωγή συστημάτων συντεταγμένων. Analytic H i e r a r c h y [Αναλυτική ιεραρχία] Μαθημ. Η ταξινομημένη παρουσίαση των τμημάτων ενός προβλήματος. Έπεται ενός διαχοφισμού του προβλήματος, στον οποίο καθορίζεται η σπουδαιότητα κάθε τμήματος μέσω απλών υπολογισμών. Analytic Inertial Navigation [Αναλυτική αυτόματη αδρανειακή πλοήγηση] Νανπ. Στη ναυσιπλοΐα σήμερα χρησιμοποιούνται αυτόματοι υπολογιστές οι οποίοι προσαρμόζουν τα γεωγραφικά δεδομένα που έχουν στα μηχανήματα που διατηρούν σταθερή πορεία και

1

6

-

ταχύτητα στο πλοίο, ώστε να μην υπάρχουν τυχόν προσκρούσεις σε υφάλους ή άλλοι κίνδυνοι για το πλοίο. Π μέθοδος αυτή πλοήγησης ονομάζεται αναλυτική αδρανειακή (αυτόματη) πλοήγηση. Analytic Mechanics [Αναλυτική Μηχανική] Μηχ. Μηχ. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της Μηχανικής, και κυρίως της Δυναμικής με διαφορικές και ολοκληρο>ματικές εξισώσεις της θεο>ρίας Lagrange, που υπόκεινται σε σύστημα γενικευμένων συντεταγμένων, για απλοποίηση της επίλυσης τους. Analytic N u m b e r Theory [Αναλυτική αριθμοθεωρία] Μαθημ. Κλάδος των μαθηματικών με αντικείμενο το πεδίο των ακεραίων αριθμούν. Βάση της αναλυτικής αριθμοθεωρίας είναι οι μέθοδοι της ανάλυσης. Θεμελιωτής της σύγχρονης αριθμοθεωρίας θεωρείται ο Fermat. Analytic Rcgularization [Αναλυτική Κανονικοποίηση] Φυσ. Τεχνική υπολογισμού πεπερασμένων ποσοτήτων από απειριζόμενα ολοκληρώματα μέσω της αντικατάστασης των διαδοτών Feynman με άλλους διαδότες, ώστε να αφαιρούνται τα σημεία απόκλισής τους. Analytic Trigonometry [Αναλυτική τριγωνομετρία] Μαθημ. Κλάδος της τριγωνομετρίας που ασχολείται με τις τριγωνομετρικές συναρτήσεις. Θεμελιώνει και μελετά τη θεωρία των συναρτήσεων που έχουν μια ή περισσότερες μεταβλητές σε τριγωνομετρική μορφή. Analytical Centrifugation [Αναλυτική διήθηση] Μηχ. Είναι ένας τρόπος να διαχωριστεί ένα στερεό διαλυμένο σώμα από έναν υγρό διαλύτη, με ρυθμό μεγαλύτερο από το συνήθη τρόπο φιλτραρίσματος τέτοιων διαλυμάτων. Analytical Chemistry [Αναλυτική Χημεία] Χημ. Εφαρμοσμένος κλάδος της Χημείας, του οποίου το περιεχόμενο είναι η ανάλυση των χημικών εν(όσεων και στοιχείων. Περιλαμβάνει τόσο την ανίχνευση ή ταυτοποίηση όσο και τον προσδιορισμό της ποσοτικής αναλογίας. ι # Analytical Distillation [Αναλυτική Απόσταξη] Ανω.. Χημ. Αποτελεί μέθοδο διαχωρισμού ενός πτητικού υγρού μίγματος στα συστατικά του, η οποία βασίζεται στη διαφορά των σημείων ζέσεως. Περιλαμβάνει εξάτμιση του μίγματος με θέρμανση και συμπύκνωση των ατμών κάθε συστατικού στο αντίστοιχο σημείο ζέσεως. Analytical Engine [Αναλυτική Υπολογιστική Συσκευή] Υπολ. Απλή μορφή ψηφιακού μηχανικού υπολογιστή κατασκευασμένη τον 19° αιώνα. Analytical Extraction [Αναλυτική Εκχύλιση] Αναλ.. Χημ. Αποτελεί μέθοδο διαχαιρισμού ενός υγρού μίγματος στα συστατικά του, η οποία βασίζεται στη διαφορά διαλυτότητας σε κοινό διαλύτη. Ο διαλύτης έρχεται σε επαφή με το μίγμα, σε κατάλληλη πειραματική διάταξη, οπότε διαλύει εκλεκτικά ένα από τα δύο συστατικά. Analytical Function G e n e r a t o r [Πηγή αναλυτικής μεταβλητής] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται μια διάταξη που εκτελεί μέρος της λειτουργίας ενός υπολογιστή. Στην είσοδο της διάταξης εισέρχεται ένα σήμα, το οποίο η διάταξη επεξεργάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε το σήμα εξόδου της να προκύπτει από την εφαρμογή ενός φυσικού νόμου, από το σήμα εισόδου. Analytical Nadir Point Triangulation. (Αναλυτική τριγωνοσκόπηση με κέντρο το ναδίρ] Μηχ. Είναι ένα είδος ακτινωτής τριγωνοσκόπισης, το οποίο περιλαμβάνει υπολογισμούς στους οποίους τα χαμηλότερα ση-

- 117μεία χρησιμοποιούνται σαν κέντρα των ακτινικών σχηματισμών. Analytical Orientation [Αναλυτική πορεία] Μηχ. Είναι μία μέθοδος που χρησιμοποιείται στην λήψη αεροφωτογραφκόν, η οποία περιλαμβάνει υπολογισμό και επίτευξη όλων των απαραίτητων συνθηκών, βήμαβήμα, (όστε η φωτογραφία να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια. Οι συνθήκες αυτές μπορεί να είναι η ώρα της ημέρας, γωνιακές αποστάσεις, το ύψος της πτήσης, το επίπεδο του ορίζοντα και άλλες. Analytical P h o t o g r a m m e t r y [Αναλυτική φωτογραμμετρία] Μηχ. Για την εξαγωγή κάποιου αποτελέσματος στη φωτογραμμετρία, πολλές φορές χρησιμοποιούνται και μαθηματικές σχέσεις και αναλύσεις. Τότε το είδος της φωτογραμμετρίας ονομάζεται αναλνυτική φωτογραμμετρία. Analytical P h o t o g r a p h y [Αναλνυτική φωτογραφία] Μηχ. Είναι ένα είδος φωτογραφίας που σκοπό έχει να προσδιορίσει την ύπαρξη ή όχι ενός φαινομένου, όταν αυτό δεν είναι εφικτό με γυμνό μάτι. Χρησιμοποιείται συνήθως για κινούμενα με σχετικά μεγάλ.η ταχύτητα αντικείμενα δείχνοντας τα στάδια από τα οποία διέρχονται. Analytical Phototriangulation [Αναλυτική φωτοτριγωνοσκόπηση] Μηχ. Με τον όρο αυτό καθορίζεται μια ειδική'] μέθοδος φωτοτριγωνοσκόπησης, στην οποία εκτός από τη λήψη φωτογραφιών , χρησιμοποιούνται και μαθηματικοί υπολογισμοί για τον προσδιορισμό των αποστάσεων. Analytical R a d a r Prediction [Αναλυτική πρόβλεψη ραντάρ] Μηχ. Με τον όρο αυτό παρουσιάζεται οποίαδήποτε θεωρητική πρόβλ*εψη που στηρίζεται σε αποδεδειγμένα δεδομένα και παραστάσεις, και έχει ως στόχο να προσδιορίσει τη θέση ενός στόχου από ένα ραντάρ. Οι προβλέψεις αυτές αφορούν το ύψος της επιφάνειας του εδάφους, περλαμβάνουν πληροφορίες για τη δομή και την υφή του, και βοηθούν στον καλύτερο προσδιορισμό από ένα ραντάρ, του στόχου, ώστε να είναι όσο το δυνατό ακριβέστερο. Analytical Radial Triangulation [Αναλυτική ακτινική τριγωνοσκόπηση] Μηχ. Είναι μία μέθοδος προσδιορισμού ενός σημείου στην οποία χρησιμοποιούνται μαθηματικές σχέσης για τον προσδιορισμό των αποστάσεων. Analytical T h r e e Point Resection Radial Triangulation [Αναλυτική ακτινική τριγωνοσκόπηση διαχωρισμού τριών σημείων] Μηχ. Είναι μία υπολογιστική'] μέθοδος για τον προσδιορισμό αποστάσεων στην οποία λαμβάνονται τρία σημεία στην επιφάνεια μιας περιοχής, τα οποία προσδιορίζονται από αεροφωτογραφίες, και έτσι υπολογίζονται οι αποστάσεις που ζητούμε μέσω κάποιων γνωστών αποστάσεων. Analyzer 1 [Αναλότης] Οπτικ. Πολωτικό φίλτρο που επιτρέπει τη διέλευση φωτός με συνιστώσα ηλεκτρικού πεδίου παράλληλη προς το χαρακτηριστικό επίπεδο πόλωσής του. Ο αναλύτης κατασκευάζεται από διχροϊκό υλικό, συνήθα)ς Polaroid. Analyzer' [Αναλυτής-Διαχωριστής] Μηχ. Στάδιο που περιέχεται σε μια μηχανική διάταξη ψυγείων, όπου το αέριο μίγμα αμμωνίας - υδρατμών αποβάλλει μέρος του νερού που περιέχει. Analyzer 3 [Αναλυτής] Υπολ. 1. Τύπος υπολογιστή με σκοπό την επίλυση διαφορικών εξισώσεων. 2. Διαδικασία ανάλυσης και ελέγχου της λειτουργίας ενός υπολογιστικού προγράμματος.

Anchor Ball 2

A n a m o r p h i c Lens [Αναμορφωτικός φακός] Οπτική. Είναι ένας μεγεθυντικός φακός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί διαφορετική μεγέθυνση κατά μήκος διαφορετικών νοητών γραμμών, και διαφορετική μεγέθυνση προς διαφορετικές κατευθύνσεις σε μία εικόνα, A n a m o r p h i c System [Αναμορφωτικό σύστημα! Οπτική. Το αναμορφωτικό σύστημα είναι ένα οπτικό σύστημα. Περιλαμβάνει έναν κύλινδρο, στην επιφάνεια του οποίου τοποθετείται η εικόνα, έτσι ώστε σε μία διεύθυνση κάθετη στον κύλινδρο, η γωνία κάλυψης να είναι διαφορετική για την εικόνα, απ' αυτή για το αντικείμενο. A n a m o r p h i c Zone [Ζώνη αναμόρφωσης] Γεωλ. Είναι μία ζώνη στην οποία αλλάζει η σύσταση κάποιων πετρωμάτων, συνήθως χάνοντας κάποια από τα στοιχεία τους και αποκτο')ντας κάποια άλλα. Σε τέτοιες ζώνες δημιουργούνται τα διαμάντια, ενώ πριν την αναμόρφωση ήταν απλό κάρβουνο. Anamorphoscopc [Αναμορφοσκόπιο] Οπτικ. Το αναμορφοσκόπιο είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται στην οπτική. Όταν σε μία εικόνα έχουν χαλάσει οι αναλογίες και παρουσιάζεται διαστρεβλωμένη ή έχει υποστεί αναμόρφωση, το αναμορφοσκόπιο έχει τη δυνατότητα να την επαναφέρει στη σωστή και ανάλογη μορφή της. Συνήθως αποτελείται από έναν κυλινδρικό φακό ή καθρέφτη. A n a m o r p h o t c Lens [Φακός αναμόρφωσης! Οπτικ. Είναι ένα είδος φακού, ειδικά σχεδιασμένου, ο οποίος έχει την δυνατότητα πρόκλησης αναμόρφωσης σε μία εικόνα, A n a n k e [Ανάγκη] Αστρον. Η Ανάγκη ή αλλιώς Δίας XII είναι μικρός δορυφόρος του Δία. Απέχει περίπου από τον ΊΙλιο 20 εκατ. χλμ και έχει διάμετρο 25 χλ.μ. Ανήκει στους δορυφόρους του Δία που αρχικά ήταν αστεροειδείς και τους τράβηξε η ελκτική] δύναμη του πλανήτη. Anatexis [Ανάτηξη] Γεωλ. Η ανάτηξη είναι μία διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της Γης στα όρια φλοιού και μανδύα. Κάτω από τις συνθήκες πολύ υψηλ.ής θερμοκρασίας που υπάρχουν εκεί, και εφόσον είναι στα όρια του στερεού φλοιού και του παχύρρευστου μανδύα κάποια πετρώματα υφίστανται τήξη και ξεκινούν πάλι από την αρχή τη διαδικασία δημιουργίας τους και στερεοποίησης τους. A n a t h e r m a l [Περίοδος αναθέρμανσης] Γεωλ. Είναι μία χρονική περίοδος της γης, κατά την οποία η θερμοκρασία που επικρατούσε ήταν αυξημένη σε σχέση με τις πριν και μετά απ' αυτήν θερμοκρασίες. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά μέσα από γεωλογικές μελέτες. Anchor [Αγκύριο] Πολ. Μηχ. Είναι ένα οποιοδήποτε αμετακίνητο στοιχείο επί του οποίου μπορεί να προσδεθεί ένα άλλο με σκοπό να περιοριστεί η μετακίνησή του. Συνήθως στις κοινές κατασκευές πρόκειται για μία χαλόβδινη ράβδο προεξέχουσα από ένα στοιχείο σκυροδέματος. Anchor Ball 1 [Αγκιστρο] Ναυπηγ. Είναι ένα εκτοξευόμενο αντικείμενο, το οποίο διαθέτει κατάλληλες προεξοχές, και το οποίο ρίχνεται από ένα πλοίο σε ένα άλλο βυθιζόμενο ή κατεστραμμένο ώστε να αγκιστρωθεί πάνω του και να μπορέσει να ρυμουλκηθεί. Anchor Ball 2 [Φουντάγιο] Ναυπηγ. Όταν ένα πλοίο είναι αγκυροβολημένο μέσα σε κάποιο κανάλι ή κοντά σ'αυτό είναι υποχρεωμένο να υψώσει λίγο πίσο) από το τελευταίο κατάρτι, ένα μαύρο κυκλικό αντικείμενο

Angle Of Reflection

- 118-

lo οποίο δηλώνει τη φάση και την κατάσταση του. Anchor G e a r j Μηχανισμός άγκυρας] Νανπηγ. Είναι όλος εκείνος ο μηχανισμός και όλα τα εξαρτήματα που περιλαμβάνονται σε ένα πλοίο, ώστε να μπορεί αυτό να σταθεροποιηθεί σε μία θέση. Κάποια απ' αυτά είναι η άγκυρα, η αλυσίδα της και ένα σύστημα που σταματάει την πτώση της αλυσίδας πέρα από την απαραίτητη. Anehor Ice [Πάγος βυθού] Υδρολ Είναι ένα στρώμα πάγου το οποίο συχνά καλύπτει την επιφάνεια του βυθού, σε περιπτώσεις που αυτός δεν απέχει πολύ από την επιφάνεια. Έτσι το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε λίμνες, ποταμούς και ρέματα όπου τα νερά είναι συνήΟως ρηχά και πιο κρύα. Anchor Light [Φως αγκυροβολίου] Nairn. Είναι ένα φως που παραμένει αναμμένο στο κατάρτι ενός πλοίου κατά τη διάρκεια της νύχτας όταν αυτό είναι αγκυροβολημένο. Έτσι κάποιο παραπλέον πλοίο γνωρίζει την ύπαρξη και την κατάστασή του. Anchor Shackle | Ασφάλεια άγκυρας] Νανπηγ. Είναι μία ασφάλεια σε σχήμα κρίκου που χρησιμεύει στην ένωση της άγκυρας με την αλυσίδα της, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να κοπεί, κυρίως κατά το τέλος του αγκυροβολίου όταν επαναφέρεται στο πλοίο. Anchor Stone (Πέτρα με στρυδώνα] Γεωλ. Είναι κάθε πέτρα που από τη μακροχρόνια παραμονή της κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, έχει πάνω της προσκολλημένα μικρά θαλάσσια φυτά. Anchor T o w e r [Πύργος αγκύρωσης] Μηχαν. Είναι το τμήμα εκείνο ενός γερανού το οποίο λειτουργεί ως ακλόνητο σημείο για την πρόσδεση των συρματόσχοινών. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και κάθε κατασκευή σε μορφή πύργου στην οποία προσδένονται και υποβαστά κάθε είδους εναέρια καλώδια. Anchor Well [Πηγάδι άγκυρας] Νανπηγ. Είναι μία τρύπα στο μπροστινό μέρος των πλοίων, μέσα στην οποία φυλάσσεται η άγκυρα και ο υπόλοιπος μηχανισμός της. Anchor W i n d l a r s (Μηχανισμός ρίψης άγκυραςΙ Νανπηγ. Είναι ο μηχανισμός εκείνος που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος των πλοίων και χρησιμεύει στη κίνηση της άγκυρας από και προς το βυθό. Αποτελείται από έναν κύλινδρο γύρω από τον οποίο τυλίγεται η αλυσίδα της άγκυρας και διαθέτει ηλεκτροκίνητο συνήθως μηχανισμό περιστροφής. Anchorage [Αγκύρωσηΐ Πολ. Μηχ. Στις κατασκευές προεντεταμένου σκυροδέματος με τον όρο αυτόν ονομάζεται ολόκληρο το σύστημα πρόσδεσης και ακινητοποίησης του άκρου του τένοντα προεντεταμένου χάλυβα πάνω στο στοιχείο σκυροδέματος. Anchorage C h a r t [Χάρτης αγκυροβολιά)ν] Γεν. Είναι ένα είδος χάρτη που χρησιμοποιούν οι ιδιοκτήτες και πλοηγοί σκαφών, και ο οποίος περιέχει όλες τις τοπο-

τενόντων μαζί με τις χρόνιες απώλειες που θα προκληΟούν και από τις μετέπειτα παραμορφώσεις τους. Anchorage Distance [Μήκος Αγκύρωσης] Πολ. Μηχ. Είναι το μήκος εκείνο στο άκρο μίας χαλύβδινης ράβδου το οποίο εξασφαλίζει την σωστή συνεργασία χάλυβα και σκυροδέματος σε κάθε στοιχείο μίας κατασκευής οπλισμένου σκυροδέματος. Το μήκος αγκύρωσης μίας ράβδου επιτρέπει την ανάπτυξη της απαραίτητης συνάφειας μεταξύ χάλυβα και σκυροδέματος, δηλαδή την αποφυγή ολίσθησης μεταξύ τους και άρα την πλήρη εκμετάλλευση της αντοχής του χάλυβα του οπλισμένου σκυροδέματος. Anchorage Zone [Ζώνη αγκύρωσης] Πολ. Μηχ. Για την περίπτωση προεντεταμένου σκυροδέματος με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η περιοχή του σκυροδέματος που περικλείει το σύστημα αγκύρωσης των τενόντων, Η περιοχή αυτή είναι άξια προσεκτικότερης μελέτης, διότι είναι πολύ κρίσιμη και ευαίσθητη στην ανάπτυξη ιδιαίτερων εντατικών καταστάσεων. Πρέπει να ενισχύεται με πρόσθετο οπλισμό, από κοινές ράβδους χάλυβα, κατάλληλα τοποθετημένο. Στην περίπτωση του κοινού οπλισμένου σκυροδέματος η ζώνη αγκύρωσης είναι η περιοχή του σκυροδέματος που περικλείει το μήκος αγκύρωσης του χαλύβδινου οπλισμού. Ancient M o n u m e n t [Αρχαίο μνημείο] Αρχ. Ως αρχαία μνημεία χαρακτηρίζονται διαφόρων ειδών κατασκευές που οικοδομήθηκαν σε αρχαίες ή γενικότερα παλαιότερες εποχές και διατηρούνται εξ ολοκλήρου ή τμήματα τους σώζονται μέχρι και τις μέρες μας. Όλες αυτές οι κατασκευές υπάγονται στην αρμοδιότητα των σχετικών Αρχών, όπως οι εφορείες κλασσικών ή βυζαντινών αρχαιοτήτων, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την συντήρησή τους και την μελέτη τους από ειδικευμένους επιστήμονες όπως αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες και συντηρητές αρχαιοτήτων, And Function (Συνάρτηση ΚΑΙ] Μαθημ. Συνδετική συνάρτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων μαθηματικοί προτάσεων. Έχει πεδίο τιμών το σύνολο {αληθής, ψευδής} και παίρνει την τιμή αληθής αν όλες οι προτάσεις που συνδέει είναι αληθείς ενώ σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση παίρνει την τιμή ψευδής, And Gate [Πύλη AND] Ηλεκτρ. Η πύλη AND είναι ένα κύκλωμα, το οποίο έχει μία ή περισσότερες εισόδους και μία έξοδο. Από την έξοδο της πύλης αυτής λαμβάνεται σήμα μόνο όταν τα σήματα που εισέρχονται στην ή στις εισόδους της, ενεργοποιούνται ταυτόχρονα. Διαφορετικά δεν έχουμε κανένα σήμα εξόδου, And Not Gate (Πύλη AND/NOT] ίίλεκτρον. Η πύλη AND/NOT είναι ένα λογικό κύκλωμα το οποίο δίνει αληθές αποτέλεσμα μόνο εφόσον το δεδομένο Α είναι αληθές και το δεδομένο Β δεν είναι αληθές ταυτόχρονα. όπου Α και Β είναι τα δύο σήματα που δέχονται οι είσοδοι του κυκλώματος.

θεσίες όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις που μπορούν να And/Nor Gate [Πύλη AND/NOR] Ηλεκτρ. Η πύλη αγκυροβολήσουν το σκάφος τους. AND/NOR είναι ένα κύκλωμα λογικής, το οποίο καταAnchorage Deformation [Παραμόρφωση αγκυρωμέσκευάζεται με τη βοήθεια δύο πυλών AND και μίας νου τένοντα] Πολ. Μηχ. Στα στοιχεία προεντεταμένου πύλης NOR. Οι είσοδοι των δύο AND πυλών αποτεσκυροδέματος κατά την πρόσδεση τα)ν χαλύβδινων λούν τις εισόδους της πύλης AND/NOR και οι έξοδοι τενόντων στο σύστημα αγκύρωσης, είναι αναπόφευκτη τους αποτελούν την είσοδο της πύλης NOR. Η έξοδος μία μικρή βράχυνσή τους. Αυτή η βράχυνση οφείλεται της πύλης NOR είναι και έξοδος της AND/NOR πύσε ολίσθηση των τενόντων και στις αναπτυσσόμενες λης. δυνάμεις τριβής μεταξύ αυτών και του περιβάλλοντός And O r Circuit [Κύκλωμα ή Πύλη AND OR] Ηλείο υς και έχει ως συνέπεια τις στιγμιαίες απώλειες προ- κτρον. Είναι ένα ηλεκτρικό λογικό κύκλωμα, το οποίο έντασης. Αυτές οι απώλειες προέντασης πρέπει να συ- συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά και των δύο πυλών νυπολογίζονται στην τελική δύναμη προέντασης των AND και OR. II πύλη αυτή μπορεί vu δώσει συγκεκρι-

-119μένη έξοδο, όταν έχουμε πολλούς πιθανούς συνδιασμούς σημάτων στην είσοδο της. And O r Invert G a t e [Πύλη A-O-IJ Ηλεκτρον. II πύλη αυτή είναι ένα λογικό κύκλωμα το οποίο, δίνει στην έξοδο 0, μόνον όταν οι δύο πρώτες ή οι δύο δεύτερες είσοδοι του είναι 1. Διαφορετικά δίνει στην έξοδό του το Ι, Anderson Bridge [Γέφυρα του Anderson] Ηλεκ. Πρόκειται για γέφυρα υπολογισμού της αυτεπαγωγής του στοιχείου ενός κυκλώματος. Λειτουργεί με βάση τις γενικές αρχές ισορροπίας μίας γέφυρας σύμφωνα με τις οποίες, οι μεταβλητές αντιστάσεις και πυκνωτές της γέφυρας ρυθμίζονται ώστε να μη διέρχεται ρεύμα από ένα ευαίσθητο γαλβανόμετρό της. Από τη συνθήκη ισορροπίας της γέφυρας, που ισχύει ανεξάρτητα της συχνότητα του ρεύματος που χρησιμοποιείται, υπολογίζεται η άγνωστη αυτεπαγο)γή. A n d r o m e d a [ΑνδρομέδαΙ Αστρον. Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο και περιλαμβάνει 86 άστρα, τρία από αυτά είναι δευτέρου βαθμού. II καλύτερη περίοδος παρατήρησης της Ανδρομέδας είναι ο Σεπτέμβριος. A n d r o m e d a Galaxy [Ανδρομέδας γαλαξίας| Αστρον. Το λαμπρότερο σπειροειδές νεφέλωμα στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο, το μοναδικό ορατό με γυμνό οφθαλμό. Ο γαλαξίας της Ανδρομέδας είναι γνωστός από το δέκατο αιώνα ενώ οι διαστάσεις του είναι μεγαλύτερες από αυτές του γαλαξία μας. Σε τροχιά γύρω του βρίσκονται τέσσερις ελλειπτικοί γαλαξίες οι οποίοι θεωρούνται δορυφόροι του. A n d r o m e d i d s [Ανδρομεδίδες] Αστρον. Σμήνος διαττόντων αστέρων που παρατηρείται καλύτερα το Νοέμβριο. Έχει ακτινοβόλο στον αστερισμό της Ανδρομέδας ενώ θεωρείται πως προήλθε από τη διάσπαση του κομήτη Βιέλα. Σήμερα δεν υπάρχουν πολλ.οί ανδρομεδίδες λόγω της έλξης του Δία. Anelasticity [Ανελαστικότητα] Μηχ. Ιδιότητα των υλικών κατά την οποία, η παραμόρφωσή τους (strain) δεν είναι ανάλογη του αίτιου της (stress). Ο νόμος του Hookc δεν ισχύει πλέον. Anelectrie [Ανηλεκτρικό υλικό] Φυσ. Είναι ένα υλικό στο οποίο δεν εμφανίζεται φορτίο, δια της τριβής του πάνω σε ένα μάλλινο συνήθως σώμα. A n e m o b i a g r a p h [Ανεμοβιάγραμμα] Μηχ. Πίναι ένα είδος ανεμόμετρου, το οποίο καταγράφει την ένταση του ανέμου, με τη βοήθεια ενός σωλήνα συμπίεσης. Με τη βοήθεια ελατηρίων η κλίμακα του μανόμετρου που μετράει την πίεση μέσα στο σωλήνα, δίνει με κατάλληλη βαθμολόγησή της την ένταση του ανέμου. Anemoelasstic [Ανεμοκλοστικό υλικό] Γεωλ. Πίναι ένας όρος που αναφέρεται σε πέτρες που έχουν υποστεί αλλοίωση από τον αέρα. II αλλοίωση αυτή μπορεί να είναι διάβρωση, λείανση, θριματισμός κ.α. Anemoelast [Πέτρα φθαρμένη από τον αέρα] Γεωλ. Πίναι οι πέτρες εκείνες της επιφάνειας της Γης, οι οποίες εβρισκόμενες σε τοποθεσίες όπου οι άνεμοι που πνέουν είναι αρκετά ισχυροί και συνεχείς, έχουν υποστεί διάβρωση εξ' αιτίας τους, έχουν σπάσει σε μικρά κομματάκια ή έχουν αποκτήσει λείες επιφάνειες. Anemoclastic [Λνεμοκλαστικό υλικό] Γεωλ. Είναι ένας όρος που αναφέρεται σε πετρώματα που λόγω της τριβής που δέχονται από τον αέρα έχουν υποστεί αλλοίωση. II αλλοίωση αυτή μπορεί να είναι διάβρωση, λείανση, θρυμματισμός κ. α. Anemoclinometer |Λνεμοκλινόμετρο| Μηχ. Είναι μία

Aneroid Calorimeter

συσκευή η οποία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης ενός ανέμου. Συγκεκριμένα μετράει την κλίση που παρουσιάζει η διεύθυνση ενός ανέμου σε σχέση με ορισμένο το οριζόντιο επίπεδο. A n e m o g r a m [Ανεμόγραμμα] Μηχ. Αφού μετρηθούν οι εντάσεις των ανέμων για κάποια χρονική περίοδο, αυτές οι πληροφορίες καταγράφονται ύλες μαζί σε ένα διάγραμμα το οποίο παρουσιάζει την διακύμανση και τις εντάσεις των ανέμων για εκείνη τη χρονική περίοδο. Αυτό ονομάζεται ανεμόγραμμα. Anemology [Ανεμολογία] Μετεωρ. Η μελέτη των ανέμων που στηρίζεται σε δεδομένα που συλλέγονται από μετεωρολογικούς σταθμούς ανά την υδρόγειο. Anemometer 1 [Ανεμόμετρο] Μηχ. Το ανεμόμετρο είναι μία συσκευή η οποία μετράει την ταχύτητα του ανέμου που πνέει γύρω της. Anemometer" |Ανεμόμετρο) Μετεωρ. Είναι ένα όργανο μέτρησης της ταχύτητας του ανέμου. Τέτοια όργανα υπάρχουν σε μετεωρολογικούς σταθμούς, ειδικές εγκαταστάσεις όπως αεροδρόμια ή αθλητικές εγκαταστάσεις κατά την διάρκεια διεξαγωγής αγώνων. Anemomctry [Ανεμομετρία] Μετεωρ. Ο κλόδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μέτρηση των δύο κύριων χαρακτηριστικών του ανέμου, την ταχύτητα και τη φορά. Η μελέτη αφορά στην οριζόντια τόσο στην οριζόντια όσο και στην κατακόρυφη διεύθυνση κατά την οποία ο άνεμος, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, παρουσιάζει μειωμένη κινητικότητα. Anemoscope [Ανεμοσκόπιο] Μηχ. Το ανεμοσκόπιο είναι μία συσκευή η οποία προσδιορίζει τη φορά του ανέμου. Χρησιμοποιείται συνήθως παράλληλο με το ανεμόμετρο, ώστε να έχουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τους ανέμους. Anemovanc [Ανεμοπτερύγια] Μηχ. Είναι μία συσκευή την οποία χρησιμοποιεί η μετεωρολογική υπηρεσία του Καναδά, και η οποία αποτελείται από ανεμόμετρο και από μία πτέρυγα περιστρεφόμενη με τον αέρα, με σκοπό να δώσει ακριβέστερα αποτελέσματα. Aneroid [Ανυδρο] Μηχ. Ανυδρο χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε υλικό δεν περιέχει υγρό ή οποιαδήποτε διαδικασία δεν χρησιμοποιεί υγρό για να εξελ.ιχθεί. Aneroid Altimeter |Ανυδρος υψομετρητής] Μηχ. Είναι μια συσκευή η οποία χρησιμοποιείται σε αεροπλόνα για τον προσδιορισμό του ύψους στο οποίο πετάει το αεροπλάνο. Για την ενεργοποίηση του δείκτη ύψους χρησιμοποιεί ένα άνυδρο βαρόμετρο, και έτσι ονομάζεται άνυδρος υψομετρητής. Aneroid B a r o g r a p h [Ανυδρος βαρογράφος] Μηχ. Είναι μια εξελιγμένη μορφή άνυδρου βαρόμετρου. Πέρα από το να μετράει την πίεση είναι ικανό και να καταγράφει τις μεταβολές της. Για το σκοπό αυτό είναι εφοδιασμένο με μια ακίδα που περιέχει μελάνι και έναν κύλινδρο πάνω στον οποίο καταγράφει τις μετρήσεις που παίρνει. Aneroid Barometer [Ανυδρο βαρόμετρο] Μηχ. Είναι ένα είδος βαρόμετρου ο μηχανισμός του οποίου δεν περιέχει υγρό και μετρά την πίεση που υφίσταται από την ατμόσφαιρα. Aneroid Calorimeter [Ανυδρο Οερμύμετροί Μηχ. Είναι ένα είδος θερμόμετρου που δεν χρησιμοποιεί νερό, αλλό κάποιο μέταλλο που διογκώνεται εύκολο με τη θερμότητα. Είναι εφοδιασμένο με μια βαθμολογημένη κλίμακα και το σημείο μέχρι το οποίο φτάνει το μέταλλο προσδιορίζει τη θερμοκρασία

Aneroid Capsule

- 120 -

Aneroid Capsule [Ανυδρη κάψουλα] Μηχ. Είναι ένα μικρό εξάρτημα σε σχήμα δίσκου ή κάψουλας το οποίο είναι αεροστεγές, και από το οποίο έχει αφαιρεθεί μέρος του περιεχομένου αέρα. Το εξάρτημα αυτό στηριζόμενο, πάνω σε ελατήριο που συσπειρώνεται με την αύξηση της πίεσης και επιμηκύνεται με μείωσή της, χρησιμοποιείται στα βαρόμετρα. Aneroid D i a p h r a g m (Ανυδρο διάφραγμα] Μηχ. Είναι μία λεπτή μεμβράνη συνήθως μεταλλική. 11 μεμβράνη αυτή μπορεί να κινείται και να αλλάζει φορά καμπυλότητας ανάλογα με τη διαφορά της πίεσης στις δύο πλευρές της. Χρησιμοποιείται για την κάλυψη της μίας άκρης της άνυδρης κάψουλας που χρησιμοποιείται στα άνυδρα βαρόμετρα. Aneroid Flowmeter [Ανυδρος μετρητής ροής] Μηχ. Είναι ένας μηχανισμός που αποτελείται από ειδκά βαθμολογημένη κλίμακα και από ένα ελατήριο. Χρησιμοποιείται για μέτρηση του ρυθμού ροής ενός υγρού, μετρώντας την πίεση που του ασκεί κατά τη διέλευσή του από το μηχανισμό αυτό. Aneroid Liquid Level Meter [Ανυδρος μετρητής στάθμης υγρού] Μηχ. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο μετράει το ύψος της στάθμης ενός υγρού. Αυτό γίνεται μετρώντας την πίεση που ασκεί το υγρό σε μια άνυδρη κάψουλα, με τη βοήθεια ενός μανόμετρου. Aneroid Valve [Λνεροειδής βαλβίδα] Μηχ. Μηχ. Τύπος βαλβίδας που περιλαμβάνει ένα σφηνοειδές μεταλλικό όργανο διακοπής για την ρύθμιση της ροής στον αγωγό. Aneutronic P o w e r [Ανετρονική ενέργεια] Πυρην. Η ενέργεια που παράγεται από την λειτουργία ενός πυρηνικού αντιδραστήρα ανετρονικού τύπου. Aneutronic Reaction [Ανετρονική αντίδραση] Πυρην. Τύπος πυρηνικής αντίδρασης όπου στα προϊόντα περιλαμβάνεται ελάχιστος αριθμός νετρονίων. Aneutronic Reactor [Ανετρονικός αντιδραστήρας] Πυρην. Τύπος αντιδραστήρα όπου λαμβάνουν χώρα ανετρονικές πυρηνικές αντιδράσεις όπως ενσωματώσεις και σκεδάσεις. Angel Echo [Αγγελική ηχός] Μηχ. Ήχος που συλλαμβάνεται από τα ραντάρ, η θέση του οποίου είναι γνωστή, γνωστό όμως είναι και το γεγονός ότι στη θέση αυτή δεν υπάρχουν στόχοι. Ο ήχος αυτός μπορεί να προκαλείται από διάφορες αιτίες, όπως έντομα, πουλιά ή και τον ίδιο τον αέρα. Angle ΙΓωνία] Μαθημ. Το σύνολο των σημείων δύο ημιευθειών, που ονομάζονται πλευρές της γωνίας και ξεκινούν από ένα κοινό σημείο, την κορυφή. Π έννοια της γωνίας μπορεί να επεκταθεί σε αντιστοιχία με το επίπεδο και σε σχήματα της στερεομετρίας. Angle Bar |Γωνιακή ράβδος] Οικοδ. Είναι μία κατακόρυφη στενή λωρίδα του κουφίόματος ενός πολυγωνικού ή τοξωτού παραθύρου, από ξύλο ή μέταλλο, ανάλογα με το υλικό του παραθύρου, η οποία βρίσκεται στην ένωση δύο φύλλων του και καλύπτει το κενό τους. Angle Bead [Γωνιόκρανο] Οικοδ. Πρόκειται για μία λεπτή λωρίδα γωνιακής διατομής, ξύλινη ή μεταλλική, η οποία σε μία οικοδομή τοποθετείται στις γωνίες των τοίχων για να αποτελέσει οδηγό για το ομοιόμορφο σοβάτισμά τους ή τοποθετείται στις γωνίες των ήδη σοβατισμένων τοίχων για να τις προστατεύει. Angle Bisection |Διχοτόμηση γωνίας] Μαθημ. Χωρισμός μιας γωνίας σε δύο ίσα μέρη με τη χρήση μιας ευθείας ή ενός επιπέδου. Τα σχήματα που προκύπτουν

είναι δύο ίσες γωνίες με μια κοινή πλευρά και κοινή κορυφή. Angle Bracket [Γωνιακό υπέρεισμα] Αρχ. Είναι ένα υποστήριγμα κατάλληλα διακοσμημένο, το οποίο χρησιμοποιείται στις γωνίες του περιζώματος ενός οικοδομήματος ή στα άκρα του γείσου του θριγκού για τους αρχαίους ναούς. Angle Capital [Γωνιακό κιονόκρανο] Αρχ. Είναι το ανώτατο τμήμα ενός κίονα ο οποίος βρίσκεται στην κοινή θέση δύο κιονοστοιχιών, δηλαδή στην γωνιακή θέση ενός κτιρίου. Το γωνιακό κιονόκρανο μπορεί να διαφοροποιείται στην διακόσμησή του από τα υπόλοιπα μη γωνιακά κιονόκρανα του κτιρίου λόγω της σημαίνουσας θέσης του. Angle Closer [Γωνία] Μηχ. Είναι ένα τούβλο ειδικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται στις γωνίες των τοίχων με σκοπό το δέσιμο των γωνιών και την αισθητική εμφάνιση. Angle Diversity [Γωνία Απόκλισης] Επικοιν. Σε περιπτώσεις λήψης σημάτων από κεραίες που βρίσκονται εκτός του ορίζοντα ενός λήπτη, παρατηρείται ότι η ανάκλαση της ακτινοβολίας στην τροπόσφαιρα δε γίνεται με καθορισμένη γωνία πρόσπτωσης και ανάκλασης, διότι το σημείο και η περιοχή της ανάκλασης ποικίλλει. Η απόκλιση στη διεύθυνση της ανακλώμενης ακτινοβολίας, η οποία λαμβάνεται από το δέκτη, καλείται γωνία απόκλισης. Angle Fishplates [Αμφιδέτες] Γεν. Είναι χαλύβδινες πλάκες για την σύνδεση των σιδηροτροχιών. Τοποθετούνται κυρίως στα σημεία όπου διέρχονται πολό βαριά βαγόνια ή αμαξοστοιχίες και έχουν σκοπό την αποφυγή της κύρτωσης και καμπύλωσης των σιδηροτροχιών. Angle M e a s u r i n g Equipement [Μηχανήματα γωνιακών μετρήσεων] Ναυπηγ. Είναι όλος εκείνες οι συσκευές οι οποίες βοηθάνε στην πλοήγηση αεροσκαφών. Μετράνε τη διαφορά φάσης που υπάρχει ανάμεσα στα σήματα που λομβάνονται από δύο δέκτες τοποθετημένους σε διαφορετικά σημεία πάνω στο αεροσκάφος, και τα οποία εκπέμπονται από τον ίδιο επίγειο εκπομπό. Έτσι μετράται η κάθετη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ αεροσκάφους, εκπομπού και επιπέδου της Γης. Angle Modillion [Ακραίο γλυπτό] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με τον όρο αυτό ονομάζεται κάθε γωνιακό διακοσμητικό γλυπτό μίας κορνίζας, ενός περιζώματος οικοδομήματος ή και του γείσου ενός θριγκού, για τους αρχαίους ναούς. Angle Modulation [Γωνιακή διακύμανση] Ηλεκτρ. Με τον όρο αυτό αναφέρεται η γωνιακή διακύμανση που εμφανίζουν τα ημιτονοειδή κύματα. Μπορεί η διακύμανση αυτή να εμφανίζεται ως διακύμανση της συχνότητας ή της φάσης του κύματος. Angle Noise [Γωνιακός θόρυβος] Η/χκτρομαγν. Τα ραντάρ κάποιες φορές παρουσιάζουν ανακρίβεια στον εντοπισμό του στόχου ιδίως αν αυτός είναι σχετικά μικρός. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη διακυμάνσεων στη γωνία με την οποία φτάνει το σήμα στο ραντάρ ερχόμενο από το στόχο. Angle Of Action [Γωνία δράσης] Μηχ. Μηχ. II γωνία, κατά μήκος τόξου της οποίας οποιοσδήποτε οδόντας δύο συνεργαζόμενων τροχών που περιστρέφονται παραμένει σε επαφή με το συνεργαζόμενο τροχό. Angle Of Arrival [Γωνία άφιξης σήματοςΐ Ηϊχκτρομαγν. Η γωνία αυτή αποτελεί μέτρο της διάθλασης της

- 121 -

ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μετά από την πρόσκρουσή της πάνω σε μία επιφάνεια. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνότερα στη ραδιοφωνία, όπου αποκρίνεται στη γωνία του επιπέδου της κεραίας με το οριζόντιο επίπεδο. Angle Of Attack 1 . [Γωνία προσβολής] Αεροναυτ. Η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της χορδής μίας αεροτομής και της διεύθυνσης της ταχύτητας κίνησης της αεροτομής σε σχέση με το περιβάλλον. Αναφέρεται και ως γωνία πρόσπτωσης. Angle Of Attack 2 . [Γωνία προσβολής] Μεταλλ. Η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της χορδής ενός πτερυγίου ανεμιστήρα που χρησιμοποιείται σε ορυχεία και της διεύθυνσης του αέρα του περιβάλλοντος χώρου. Angle Of Climb [Γα)νία ανόδου] Αεροναυτ. IT γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της διεύθυνσης ανάβασης ενός αεροσκάφους και του οριζοντίου επιπέδου. Ισχύει και για την κίνηση οχήματος σε ανηφορικό δρόμο. Angle Of C o m m u t a t i o n [Γωνία μετάθεσης] Αστρον. Η γωνιακή διαφορά που παρουσιάζεται όταν συγκρίνονται οι συντεταγμένες ενός πλανήτη, όπως μετρούνται από τη Γη, με αυτές του Ήλιου. Angle Of Contingence [Γωνία κυρτότητας] Μαθημ. Η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ δύο ημιευθειών οι οποίες εφάπτονται σε δύο δεδομένα σημεία μιας καμπύλης που βρίσκεται πάνα) στο επίπεδο. Angle Of C u r r e n t [Γωνία ροής] Γεν. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από τους ειδικούς για να δείξουν τη γωνία με την οποία φεύγει μία διακλάδωση από το κύριο ρεύμα ενός ποταμού. Γωνία ροής είναι η συμπληρωματική γωνία της γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ του κύριου ποταμού και της διακλάδωσης. Angle Of Cut [Ελάχιστη γωνία] Ναυπ. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοία για να υποδηλώσει τη μικρότερη γωνιακή απόσταση δύο περιοχ(όν ή δύο γραμμών που ενώνουν δύο περιοχές ή θέσεις, όπως αυτές φαίνονται από το πλοίο. Angle Of Defection 1 [Γωνία απόκλισης! Ηλεκτρο ν. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται σε πειράματα με σωλήνες καθοδικών ακτίνων. Στον σωλήνα καθοδικών ακτίνων η γωνία απόκλισης είναι η γωνία κατά την οποία αποκλίνει από την ευθεία η ακτινοβολία του ηλεκτρονίου. Angle Of Defection 2 [Γωνία απόκλισης] Γεν. Χρήσιμοποιείται για να δηλώσει τη γωνία κατά την οποία πρέπει να κρατάει ένας σκοπευτής αριστερότερα ή δεξιότερα το όπλο του όταν σημαδεύει το στόχο, ώστε όταν πυροβολήσει να τον πετύχει. Είναι ένας υπολογισμός της αλλαγής πορείας που έχει η σφαίρα και συνήθως μετριούνται οι γωνίες κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Angle Of Defection 3 [Γωνία απόκλισης] Μηχ. Πετρ. Είναι η γωνία κατά την οποία ένα πηγάδι εξόρυξης πετρελαίου, απέχει από την κατακόρυφη θέση. Angle Of Departure 1 . [Γωνία εκφυγής] Αερομηχ. Η κάθετη γωνία που σχηματίζεται από την διεύθυνση κίνησης και την διεύθυνση διαφυγής της ροής του αέρα στο πίσω όριο της αεροτομής. Anglc Of Departure 2 . [Γωνία εκφυγής] Μηχ. Μηχ. II μέγιστη κλίση μίας επιφάνειας ώστε ένα όχημα να κινείται σε αυτή και να μπορεί να επανέλθει στο οριζόντιο επίπεδο χωρίς να υπάρξει επαφή του πατώματος του με την οριζόντια επιφάνεια Angie Of D e p a r t u r e 3 [Γωνία Εκπομπής] ΙΙλεκτρον. Γωνία που σχηματίζεται από την κατακόρυφη ενός τό-

Angle Of Radiation

που και την εκπεμπόμενη από την κεραία ενός ραντάρ δέσμη. —> Angle Of Radiation Angle Of Descent [Γωνία καθόδου] Αερομηχ. Η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της διεύθυνσης καθόδου ενός αεροσκάφους σε χαμηλότερο ύψος ή σε διαδικασία προσγείωσης και της οριζόντιας διεύθυνσης, Angle Of Fall [Γωνία πτώσης] Μηχ. Μηχ. Η κάθετη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της τροχιάς ενός σώματος που βρίσκεται σε πτώση και της διεύθυνσης που είχε το σώμα πριν την εκκίνηση της τροχιάς αυτής. Angle Of Friction [Γωνία τριβής] Μηχ. Αυξάνοντας την κλίση ενός κεκλιμένου επιπέδου πάνω στο οποίο βρίσκεται ένα σώμα, γωνία τριβής ονομάζεται η γωνία που σχηματίζει το κεκλιμένο επίπεδο με το οριζόντιο επίπεδο την στιγμή ακριβώς που αρχίζει να ολισθαίνει το σώμα. Σχετίζεται με τις δυνάμεις τριβής που αναπτύσσονται μεταξύ σώματος και κεκλιμένου επιπέδου και εξαρτάται από την ποιότητα των υλικίόν επιπέδου και σώματος καθώς και την ομαλότητα της επιφάνειας του κεκλιμένου επιπέδου. Angle Of Geodesic Contingencc [Γωνία γεωδαισιακής κυρτότητας! Μαθημ. II γωνία που σχηματίζεται από τις γεωδαισιακέςγραμμές, δηλαδή τις γραμμές που ενώνουν δύο σημεία έχοντας το μικρότερο δυνατό μήκος, οι οποίες εφάπτονται μιας καμπύλης σε δύο δεδομένα σημεία. Angle Of Glide [Γωνία ολίσθησης] Αεροναυτ. II γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της διεύθυνσης ολίσθησης ενός αεροσκάφους σε χαμηλότερο ύψος και της οριζόντιας διεύθυνσης. Angle Of Impact [Γωνία Σύγκρουσης] Μηχ. Πρόκειται για την οξεία γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας σύγκρουσης ενός σώματος με το έφαπτόμενο επίπεδο στο σημείο της επιφάνειας σύγκρουσής του. Από τη γωνία αυτί'], καθώς και από την ταχύτητα του σώματος, εξαρτάται η σφοδρότητα της σύγκρουσης. Angle Of Incidence [Γωνία Πρόσπτωσης] Οπτικ. Είναι η γωνία που σχηματίζεται από μια ακτίνα φωτός, όταν αυτή προσπίπτει στη διαχωριστική επιφάνεια δύο μέσων, και την κάθετη ευθεία στην επιφάνεια αυτή. Η γωνία αυτή χρησιμοποιείται στη μελέτη της διάθλασης, ανάκλασης της ακτίνας φωτός από την επιφάνεια αυτή. Angle Of Internal Friction [Γωνία εσωτερικής τριβής] Εδαψομ. Είναι μία σταθερά, χαρακτηριστική για κάθε διαφορετική ποιότητα των κόκκων ενός εδαφικού υλικού, η οποία καθορίζεται με πειραματικές διαδικασίες. Στην ουσία η εφαπτομένη της γωνίας εσωτερικής τριβής εκφράζει τον λύγο της διατμητικής αντοχής του εδαφικού υλικού προς την αντίστοιχη ορθή δύναμη. Η σταθερά αυτή του εδαφικού υλικού εξαρτάται από τον τύπο και την ομαλότητα της επιφάνειας επαφής μεταξύ των κόκκων του εδαφικού υλικού. Angle Of Pitch [Γωνία κλίσης! Αεροναυτ. II γωνία που ορίζει την κλίση του μέσου επιπέδου της ατράκτου ενός αεροσκάφους ως προς το οριζόντιο επίπεδο αναφοράς και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της εγκάρσιας ευστάθειας του αεροσκάφους, Angle Of Radiation [Γωνία ακτινοβολίας! Ηλεκτρ. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη ραδιοφωνία και άλλες τηλεπικοινωνίες. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη γωνία μεταξύ του κέντρου της ακτινοβολούμενης ενέργειας ενός αναμεταδότη και του οριζοντίου επιπέδου.

Angle Of Reflection

-

122-

Angle Of Reflection [Γωνία ανάκλησης] Φυσ. Όταν μια ακτίνα ανακλάται πάνω σε μια επιφάνεια για την περιγραφή της ανάκλασης μετράμε τη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της ανακλώμενης ακτίνας από την επιφάνεια και μιας κάθετης στην επιφάνεια στο σημείο ανάκλασης. Angle Of Refraction [Γωνία διάθλασης] Φυσ. Είναι η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της διαθλώμενης ακτίνας από μία επιφάνεια και της κάθετης στην επιφάνεια στο σημείο της διάθλασης. Angle Of Repose 1 [Γωνία απόθεσης] Γεν. Για τα κοκκώδη εδαφικά υλικά είναι η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του οριζόντιου επιπέδου και του πρανούς του εδαφικού υλικού, το οποίο μετά την ελεύθερη απόθεσή του βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. Για τελείως ξηρά ή απολύτως βυθισμένα σε νερό εδαφικά υλικά, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ των κόκκων τους, η γωνία απόθεσης σχεδόν ταυτίζεται με την γωνία εσωτερικής τριβής. Angle Of Repose 2 [Γωνία ηρεμίας] Μηχ. Μηχ. Η μέγιστη γωνία μεταξύ του επιπέδου επαφής δύο σωμάτων και του οριζοντίου επιπέδου, ώστε τα σώματα να βρίσκονται σε ηρεμία και να μην υπάρξει μετακίνηση του ενός σε σχέση με το άλλο. Angle Of Roll [Γωνία περιστροφής] Αεροναυτ. Η γωνία που σχηματίζει η πλευρική επιφάνεια του αεροσκάφους με το επίπεδο αναφοράς συμμετρίας του όταν στο αεροσκάφος έχει δημιουργηθεί μία ροπή περιστροφής, και η οποία δημιουργείται από τα πηδάλια κλίσης αέρος στις πτέρυγες του αεροσκάφους. Angle Of Shearing Resistance [Γωνία διατρητικής αντοχήςΙ Γεωδ. Είναι η γωνία εσωτερικής τριβής των συνεκτικών εδαφών, δηλαδή των εδαφών τα οποία παρουσιάζουν μία πραγματική συνοχή μεταξύ των συστατικών τους πέραν της μηχανικής τριβής, όπως για παράδειγμα στα αργιλικά εδάφη. Ακόμη και για μηδενικές ορθές τάσεις, τα συνεκτικά εδάφη αναπτύσσουν μία διατρητική αντοχή, που οφείλεται σε ηλεκτροχημικές δυνάμεις μεταξύ των στρώσεών τους. Η διατμητική αυτή αντοχή εκφράζεται με την βοήθεια της γωνίας διατρητικής αντοχής τους. Angle Of Slide |Γωνία ολίσθησης] Μεταλλ. Η κλίση μίας επιφάνειας από το οριζόντιο επίπεδο ώστε να προκληθεί ολίσθηση των στερεών υλικών που βρίσκονται πάνω σε αυτή. Angle Of Stall [Γωνία απώλειας στήριξης] Αεροναυτ. Η ελάχιστη γωνία προσβολής του αέρα σε ένα αεροσκάφος σε πτήση. Στην περίπτωση αυτή η ροή του αέρα αποκολλάται από το άνω όριο της αεροτομής λόγω της αυξημένης αντίστασης και το αποτέλεσμα είναι μείωση της ταχύτητας του αεροσκάφους, που είναι χρήσιμη για τις φάσεις προσγείωσης και απογείωσης. Angle Of Torsion [Γωνία στρέψης) Μηχ. Μηχ. II γωνία στρέψης της επιφάνειας ενός κυλινδρικού σώματος ως προς τον άξονα συμμετρίας του όταν αυτό υπύκειται σε στρεπτικύ φορτίο. Angle Of Variable [Γωνία μεταβλ.ητής] Μηχ. Μηχ. Η μεταβαλλόμενη γωνία του καθέτου άξονα σε περιοδική κίνηση και του κατακόρυφου άξονα. Angle Of Vertical [Γωνία μεσημβρινού] Αστρον. Η γωνία που σχηματίζεται από τις δύο πλευρές του πρώτου μεσημβρινού κύκλ.ου και ενός άλλου κύκλου που εξετάζει ο παρατηρητής. Angle Of View [Οπτική γωνία] Οπτική. Είναι η γωνία υπό την οποία βλέπουμε ένα αντικείμενο είτε με γυμνό

οφθαλμό, είτε συνήθως μέσω ενός φακού, Angle Of Yaw 1 [Γωνία εκτροπής] Μηχ. Η γωνία που σχηματίζει ο άξονας στροφής ενός οχήματος με την άξονα αναφοράς, όταν το όχημα κινείται παράλληλα με το δρόμο, σε κατάσταση αλλαγής διεύθυνσης, Angle Of Yaw". [Γωνία κατεύθυνσης] Αεροναυτ. Ορίζεται ως η γωνία του οριζόντιου άξονα κατεύθυνσης ως προς ένα γενικευμένο άξονα κατεύθυνσης αναφοράς και ελέγχει την κατεύθυνση του αεροσκάφους σε ένα επίπεδο,μέσω του ουραίου πηδαλίου του. Angle Post [Ακραία κουπαστή] Οικοδ. Είναι μίαοριζόντια ράβδος, ξύλινη ή μεταλλική, η οποία συνδέει στο πάνω μέρος τους τα κάγκελα μίας σκάλας και χρησιμοποιείται ως στήριγμα για αυτούς που την ανεβαίνουν ή την κατεβαίνουν, ειδικά στα σημεία όπου υπάρχουν πλατύσκαλα ή άλλες διακοπές της συνέχειας των σκαλοπατιών. Angle Resolved Photocleclron Spectroscopy (ARPES) [Γωνιακή Κατανομή Εκπεμπόμενων Φωτοηλεκτρονίων] Φυσ. Τεχνική μέτρησης και ανάλυσης της γωνιακής κατανομής της ενέργειας των εκπεμπόμενων φωτοηλεκτρονίων από την κάθοδο ενός σωλήνα φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Angle Rib [Γωνιακή νεύρωση] Αρχ. Είναι από στατικής πλευράς μία ενεργή λωρίδα ενός θόλου σε μορφή ράβδωσης. Συναντάται κυρίως στους θόλους γοτθικού ρυθμού όπου διαχωρίζει και την εσωτερική επιφάνεια αυτών σε επιμέρους τμήματα. Angle Section [Γωνιακό έλασμα] Πολ. Μηχ. Ιΐρόκειται για μία σειρά τυποποιημένων μεταλλικών διατομών, συγκεκριμένης γεωμετρίας, με μορφή ισοσκελούς ή ανισοσκελούς κεφαλαίου λατινικού λάμδα (L). Χρησιμοποιούνται ως μέλη μεταλλικών κατασκευών, μονές ή διπλές και σε συνεργασία με άλλα υλικά δημιουργώντας σύμμεικτες διατομές. Angle Stile [Αρμοκάλυπτρο] Οικοδ. Είναι μία λεπτή ξύλινη λωρίδα, συνήθως γωνιακής διατομής, η οποία τοποθετείται μπροστά από το κενό που αναγκαστικά σχηματίζεται μεταξύ ενός τοίχου και μίας ξύλινης επιφάνειας που ακουμπάει σε αυτόν, για να το καλύπτει για αισθητικούς λόγους. Angle Tracking Noise [Θόρυβος γωνίας ανίχνευσης] Ηλεκτρ. Είναι οποιαδήποτε απόκλιση από το κέντρο της ανάκλασης από το στόχο ενός ραντάρ. Είναι θόρυβος που δημιουργείται από την συνισταμένη διάφορων θορύβων που παράγονται από διαφορετικούς παράγοντες της μετάδοσης του σήματος, Angled Stair [Γωνιακή σκάλα] Αρχ. Είναι μία από τις διάφορες γεωμετρικές μορφές σκάλας, όπου οι σειρές των σκαλοπατιών μεταξύ των ορόφων αλλάζουν διεύθυνση. δηλαδή σχηματίζουν γωνίες, συνήθως 90° μοιρο')ν, αλλά σε κάθε περίπτωση διαφορετικές των 180ύ. Ανάμεσα στις σειρές των σκαλοπατιών, εκεί όπου συνήΟως γίνεται αλλαγή κατεύθυνσης, υπάρχουν ανοίγματα που ονομάζονται πλατύσκαλα, Angstrom 1 ΙΑνγκστρομ] Μηχ. Μηχ. Απειροελάχιστη μονάδα μέτρησης του μήκους κύματος του φωτός, (είναι ίση με το ένα δέκατο του δισεκατυμμυριοστού του μέτρου). Angstrom 2 [Ανγκστρομ] Φυσ. Χημ. Συμβολίζεται με Α και αποτελεί μονάδα μήκους η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μήκους κύματος ή ενδομοριακών αποστάσεων. Είναι ίση με 10'Ιυ μέτρα ή με 0,1 νανόμετρα. Angstrom Coefficient | Συντελεστής Angstrom] Φυσ. Ο Angstrom δημιούργησε μία σχέση που απεικονίζει

-123και εξηγεί την διασπορά της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας λόγω της σκόνης της ατμόσφαιρας. II σταθερά αυτή είναι μία παράμετρος που υπεισέρχεται στη σχέση που περιγράφει το κύμα της ακτινοβολίας στην περίπτωση αυτή. A n g s t r o m ' s F o r m u l a [Σχέση AngsiromJ Φνσ. Είναι μία σχέση η οποία μας δίνει το συντελεστή του Angstrom, το συντελεστή δηλαδή της διασποράς της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας λόγω της σκόνης που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. II σχέση λεει ότι αυτός ο συντελεστής είναι αντιστρόφως ανάλογος μιας θετικής δύναμης του μήκους κύματος της ακτινοβολίας. II δύναμη αυτή εξαρτάται από το μέγεθος των μορίων της σκόνης της ατμόσφαιρας. Angular Displacement [Γωνιακή μετατόπιση] Φησ. Οταν θέλουμε να προσδιορίσουμε τη μετατόπιση ενός σώματος το οποίο περιστρέφεται γύρω από ένα σημείο, μετράμε τη γωνία που διαγράφει η επιβατική ακτίνα, που ενώνει το σημείο αυτό με το περιστρεφόμενο σώμα. Τότε η μετατόπιση ονομάζεται γωνιακή, οι δε γωνίες μετριούνται κατά τη φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού. Angular Distance [Γωνιακή απόσταση] Μαθημ. 1. Για δύο σημεία που μπορούν να ενωθούν με τόξο κύκλου γωνιακή απόσταση είναι το μήκος του τόξου που τα ενώνει. 2. Η γωνία που σχηματίζουν δύο διακριτά σημεία με κορυφή ένα τρίτο διακριτό σημείο. Angular Frequency [Γωνιακή συχνότητα] Φυσ. Είναι ένα μέγεθος που χρησιμοποιείται στην περιγραφή μιας περιοδικής κίνησης. Όταν ένα σώμα εκτελεί περιοδική κίνηση, γωνιακή συχνότητα ονομάζεται ο αριθμός των επαναλήψεων της κίνησης στη μονάδα του χρόνου, πολλαπλασιαζόμενος επί 2π. Angular G e a r [Γωνιακός τροχός] Μηχ. Μηχ. Τροχός με κεκλιμένους οδόντες, που χρησιμοποιείται σε σύστημα συνεργαζόμενο)ν γωνιακών τροχών για να επιτυγχάνεται μεταφορά ισχύος μεταξύ δύο μη παράλληλων περιστρεφόμενων αξόνων. Angular Magnification [Γωνιακή Μεγέθυνση] Οπτικ. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός συστήματος φακών ή οπτικού οργάνου που περιγράφει τη μεγεθυντική ικανότητά του. Ισούται με το πηλίκο της γωνίας που βλέπουμε το είδωλο μέσα από το οπτικό όργανο προς τη γωνία που βλέπουμε το αντικείμενο, αν δε χρησιμοποιούμε. το οπτικό όργανο. \ n g u l a r Milling [Γωνιακή κοπή] Μηχ. Μηχ. Κοπτικές επιφάνειες φρεζομηχανής που είναι τοποθετημένες υπό γωνία ως προς την άτρακτο της φρέζας και την κατεύθυνση κοπής της επιφάνειας προς διαμόρφωση. Angular M o m e n t u m [ΣτροφορμήΙ Μηχ. Είναι διανυσματικό μέγεθος που χρησιμοποιείται στη μελέτη της γωνιακής κίνησης και υπολογίζεται από το γινόμενο της γωνιακής ταχύτητας και της ροπής αδράνειας του κινούμενου σώματος. Συνήθως συμβολίζεται με L. Angular M o m e n t u m O p e r a t o r [Τελεστής Γωνιακής Στροφορμής] Φυσ. Πρόκειται για τον ερμιτιανό τελεστή της γωνιακής στροφορμής ενός κβαντικού συστήματος. Επειδή οι συνιστώσες του τελεστή της στροφορμής: Jk (k=x,y,z) ικανοποιούν συγκεκριμένες σχέσεις μετάθεσης (π.χ. [JxJJ-ifiJJ, κάθε άλλος τελεστής οι συνιστώσες του οποίου ικανοποιούν παρόμοιες σχέσεις καλείται έτσι. Angular P a r a l a x [Γωνιακή παράλλαξη | Nairn. Ο πραγματικός βορράς της γής και ο μαγνητικός της δεν βρίσκονται στην ίδια θέση. Τα πλοία όμως χρησιμοπιούν

A n h y d r o u s Sodium Sulfate

το μαγνητικό βορρά για τον προσδιορισμό της θέσης τους. Γωνιακή παράλλαξη είναι η γωνία μεταξύ του μαγνητικού και του πραγματικού βορρά. Η γωνία αυτή αυξάνεται όσο απομακρυνόμαστε από τον πρώτο μεσημβρινό. Angular Resolution [Γωνιακή διακριτική ικανότητα] Ηλεκ. Τα ραντάρ έχουν τη δυνατότητα να διαχωρίζουν δύο στόχους τους. Ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι μετρώντας γωνιακές αποστάσεις. Το μέτρο της ικανότητας αυτής ενός ραντάρ, ονομάζεται γωνιακή διακριτική ικανότητα. Angular Velocity [Γωνιακή Ταχύτητα] Μηχ. Ορίζεται ως ο χρονικός ρυθμός μεταβολής της γωνίας που διαγράφει ένα κυκλικά κινούμενο σώμα. Συμβολίζεται με co=dO/dt και εκωράζεται σε ακτίνια ανά λεπτό ή απλά σε μονάδες see" . A n h a r m o n i c Oscillator [Μη αρμονική ταλάντωση] Φνσ. Μία ταλάντωση μπορεί να χαρακτηριστεί αρμονική ή μη αρμονική. Ως μη αρμονική χαρακτηρίζεται η ταλάντωση στην οποία η δύναμη επαναφοράς δεν είναι γραμμική συνάρτηση της απόστασης από τη θέση ισορροπίας του συστήματος. A n h a r m o n i c Oscillator Spectrum [Φάσμα Μη Αρμονικών Ταλαντώσεων] Φυσ. Φάσμα απορρόφησης ή εκπομπής ακτινοβολίας, από μύρια ή κρυστάλλους υλικών, τα χαρακτηριστικά του οποίου καθορίζονται από τις μη αρμονικές ταλαντώσεις του. Για παράδειγμα, το φάσμα απορρόφησης υπέρυθρης ακτινοβολίας καθαρών κρυστάλλων ημιαγωγών Si καθορίζεται από μη αρμονικές κινήσεις των ατόμων του. Anharmonicity [Αναρμονικότητα] Φοσ. Ένα σώμα μπορεί να εκτελεί αρμονική ή μη αρμονική ταλάντωση. Η δεύτερη αυτή περίπτωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η δύναμη επαναφοράς δεν είναι αρμονική συνάρτηση της απομάκρυνσης από τη θέση ισορροπίας του σώματος, αντίθετα με την αρμονική ταλάντωση. Anhydride 1 [Ανυδρίτηςί Χημ. Περιλαμβάνει τις χημικές ενώσεις που λαμβάνονται από οξέα με απόσπαση ενός μορίου νερού ή παράγουν οξύ αντιδρώντας με νερό. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τόσο οργανικές ενώσεις, όσο και ανόργανα οξείδια. Anhydride" [Ανυδρίτης] Χημ. Χαρακτηρίζει την άνυδρη γύψο, που είναι φυσικό, άνυδρο θειικό ασβέστιο. CaS0 4 . Σχηματίζεται από τη φυσική γύψο με ολική αφυδάτωση. Τα προϊόντα της είναι πιο σκληρά και πιο ανθεκτικά από αυτά της φυσικής γύψου. A n h y d r o u s [Ανυδρος] Χημ. Αναφέρεται σε άλατα, από τα μόρια των οποίων έχει αφαιρεθεί το νερό κρυστάλλωσης. A n h y d r o u s Alcohol [Ανυδρη Αλκοόλη] Αναφέρεται στην απόλυτη αλκοόλη, που είναι αιθανόλη με περιεκτικότητα νερού μικρότερη από 1%. —> Absolute Alcohol Anhydrous Calcium Sulfate (Ανυδρο Θειικό Ασβέστιο] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CaS0 4 , με μοριακό βάρος 136,14. Έχει σημείο τήξεως 1450°C και είναι διαλυτό σε οξέα και διαλύματα αμμωνιακών αλάτων. Αποτελεί την άνυδρη γύψο. —> Anhydrite 2 Anhydrous Sodium Sulfate [Ανυδρο Θειικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Συμβολίζεται με Na>$04 και είναι λευκή, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 142,04 και σημείο τήξεως 888 °C. Έχει πικρή γεύση και είναι διαλυτή στο νερό και τη γλυκερίνη, ενώ είναι αδιάλυτη στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία, καθώς και στην παραγωγή υάλου, χαρτιού και φαρμα-

Angle Of Reflection

- 124-

κευτικών προϊόντων. Anilide [Ανιλίδιο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε οργανικές ενώσεις που αποτελούν αλκυλιωμένα παράγωγα των ανιλινών. Aniline Black [Μαύρο της Ανιλίνης] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση η οποία παράγεται με οξείδωση της ανιλίνης ή της υδροχλωρικής ανιλίνης. Έχει μαύρο χρώμα και χρησιμοποιείται στη βαφή υφασμάτων. Aniline I)ye [Χρώμα Ανιλίνης] Ομγ. Χημ. Δηλώνει τις οργανικές ενώσεις που παράγονται από την ανιλίνη και χρησιμοποιούνται ως χρώματα. Aniline F o r m a l d e h y d e Resin [Ρητίνη ανιλίνηςφορμαλδευδης] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στην τάξη των θερμοπλαστικών πολυμερών ουσιών, που παράγονται με συμπολυμερισμό μορίων ανιλίνης και φορμαλδεΰδης. Aniline Hydrochloride [Υδροχλωρική Ανιλίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C (l H 5 NH 2 HCl. Είναι λευκό κρυσταλλικό άλας με μοριακό βάρος 129,59, σημείο ζέσεως 245 °C και σημείο τήξεως 198 °C. Διαλύεται στο νερό και στην αιθανόλη. και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή χρωμάτων. Aniline Point [Σημείο Ανιλίνης] Χημ. Μηχ. Ειδική διεργασία για την εκτίμηση της ποιότητας του καυσίμου. Χρησιμοποιείται δε θερμοκρασία κατά την οποία επιτυγχάνεται πλήρης ανάμιξη ίσων όγκων καυσίμου και ανιλίνης. Οι αρωματικοί υδρογονάνθρακες έχουν χαμηλό σημείο ανιλίνης, ενώ τα αλκάνια εμφανίζουν υψηλές τιμές. Animal Community [Ζωική κοινωνία] Οικολ. Είναι μία συγκέντρωση διαφόρων ειδών του ζωικού βασιλείου, που ονομάζεται κοινωνία, σε μία περιοχή. Τα είδη αυτά ζουν στο ίδιο περιβάλλον γιατί έχουν της ίδιες ανάγκες και εξαρτώνται απ'αυτό, όπως η θερμοκρασία, η πανίδα και η χλωρίδα που χρησιμεύουν στη διατροφή τους και το υψόμετρο. Animal Ecology [Ζωική οικολογία] Οικολ. Κλάδος της οικολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη της σχέσης που έχει η πανίδα με τη χλωρίδα και το υπόλοιπο περιβάλλον μιας γεωγραφικής περιοχής. Anionic Detergent [Λνιονικό Απορρυπαντικό] Χημ. Αποτελεί κατηγορία των απορρυπαντικών ουσιών και περιλαμβάνει τις ενώσεις που συμπεριφέρονται ως ανιόντα. Παράδειγμα ανιονικού απορρυπαντικού αποτελούν τα αλκυλο-βενζολ.ο-σουλφονικά άλατα (ABS). Anionic Polymerization [Ανιονικός Πολυμερισμός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε μια κατηγορία αντιδράσεων πολυμερισμού, οι οποίες διεξάγονται με αλυσωτό μηχανισμό όπου οι φορείς δραστικότητας είναι ανιόντα. Anisaldchydc [Ανισαλ.δεΰδη1 Οργ. Χημ. Είναι η μεθοξυ-βενζαλδευδη, με χημικό τύπο C6H4(OCH.i)CHO και μοριακό βάρος 136,16. Εμφανίζεται σε ορθο-, παρακαι μετα- ισομερές, τα οποία έχουν σημεία ζέσεως 230-250 °C και σημεία τήξεως 0-37 °C. Είναι αδιάλυτα στο νερό και διαλυτά σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αρωματικών και γλυκαντικών ουσιών, καθώς και στη φαρμακευτική. Anisic Acid [Ανισικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το μεθοξυβενζοϊκό οξύ, με χημικό τύπο CH 3 0-C6H 4 C00H και μοριακό βάρος 152,15. Είναι λευκή κρύσταλλα κή ένωση, με σημείο τήξεως 101 "C και σημείο ζέσεως 200 °C, διαλυτή σε αιθανόλη, διαιθυλαιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και ως εντομοαπωθητικό. Anisic Alcohol [Ανισική αλκοόλη] Οργ. Χημ. Ονομάζε-

ται 4-μεθοξυ-βενζυλαλκοόλη και έχει χημικό τύπο CH3-C6H4CII2OH. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, με μοριακό βάρος 138,17, σημείο ζέσεως 259,1 l)C, σημείο τήξεως 26 "C και είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Αποτελεί προϊόν αναγωγής της ανισαλδεΰδης και χρησιμοποιείται στην παρασκευή καλλυντικών και φαρμάκων. Anisochronous Signals [Ανισόχρονα σήματα] Επικοιν. Σήματα που προέρχονται από ρολόγια με διαφορετικό χρονισμό και συνήθως πρέπει να συγχρονιστούν για να μεταδοθούν σε κοινό κανάλι. Anisotropic 1 [Ανισοτροπικό υλικό] Φι>σ. Είναι ένα υλικό το οποίο παρουσιάζει διαφορετικά φαινόμενα σε διαφορετικές διευθύνσεις του. Τέτοια φαινόμενα είναι η διάδοση του φωτός μέσα από το υλικό αυτό, η ηλεκτρική ή θερμική του αγωγιμότητα και άλλα. Δηλαδή το υλικό αυτό παρουσιάζεται για παράδειγμα ως καλύτερος αγωγός όταν το ρεύμα το διαρρέει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση απ'ότι προς κάποια άλλη. Anisotropic 2 [Ανισότροπο] Μηχ. Είναι το υλικό το οποίο έχει διαφορετικές ιδιότητες - όπως μέτρο ελαστικότητας και διάτμησης και λόγο Poisson - προς κάθε διαφορετική κατεύθυνση της ύλης του, δηλαδή δεν υπάρχουν κατευθύνσεις συμμετρίας που να χαρακτηρίζουν αυτές του τις ιδιότητες. Anisotropic M e m b r a n e [Ανισοτροπική μεμβράνηΐ Χημ. Μηχ. Είναι υλικό που χρησιμοποιείται για διαχωρισμούς ρευστών και αποτελείται από πορώδες υπόστρωμα, στην επιφάνεια του οποίου έχει αναπτυχθεί λχπτός υμένας διαφορετικού υλικού. Anisotropy 1 [Ανισορροπία] Αστρον. Η διάχυση της κοσμικής ακτινοβολίας μέσα στην ουράνια σφαίρα προς κάθε κατεύθυνση. Anisotropy 2 [Ανισοτροπία] Φυσ. II εξάρτηση μιας ιδιότητας από τη διεύθυνση προς την οποία εξετάζεται. Διακρίνεται σε φυσική, μηχανική, ελαστική και άλλες μορφές. Ενώ μαθηματικά περιγράφεται με διανύσματα και τανυστές. Anisotropy Constant [Σταθερά ανισοτροπίας] Ηλεκ. Σε ένα σιδηρομαγνητικό υλικό η μαγνήτιση σε διαφορετικές κατευθύνσεις του, σχετίζεται με την ανισοτροπική ενέργεια. Συνδετικός τους κρίκος είναι η σταθερά ανισοτροπίας η οποία προσδιορίζεται από διάφορες παραμέτρους που εξαρτώνται από θερμοκρασία. Anisotropy Energy [Ενέργεια ανισοτροπίας] Ηλεκτρον. Σε έναν σιδηρομαγνητικό κρύσταλλο, υπάρχει μία διεύθυνση κατά την οποία η μαγνήτιση είναι ευκολότερη απ'όλες τις άλλες διευθύνσεις. Όταν περιστρέψουμε τη διεύθυνση μαγνήτισης και την απομακρύνουμε απ'αυτή, στον κρύσταλλο αποθηκεύεται ενέργεια λόγω του προσφερομένου για την κίνηση αυτή έργου. Η ενέργεια αυτή ονομάζεται ενέργεια ανισοτροπίας. Anneal [Ανόπτηση] Τεχνολ. II διαδικασία μείωσης της ψαθυρότητας και των εσωτερικών τάσεων που έχουν αναπτυχθεί σε ένα μέτάλλο ή κράμα, μέσω της θέρμανσης του σε κατάλληλη θερμοκρασία και κατόπιν ομαλής επαναφοράς του στην θερμοκρασία περιβάλλοντος. Annihilation O p e r a t o r [Τελεστής Καταστροφής| Φνσ. Πρόκειται για τελεστή καταστροφής, μείωσης κατά ένα του αριθμού κατάληψης μίας ενεργειακής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος. Χρησιμοποιείται στην κβαντική θεωρία πεδίου. Annihilation Radiation [Ακτινοβολία αποσύνθεσης]

- 125 Φνσ. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από τη σύγκρουση KUI πλήρη αποσύνθεση ενός ζεύγους ηλεκτρονίου - ποζιτρονίου αλλά και από κάθε άλλου ζεύγους σωματιδίου - αντισωματιδίου. Annihilator [Εκμηδενιστής] Μαθημ. Συνάρτηση, κάθε δυνατού τύπου, ορισμένη πάνω σε ένα σύνολο Α η οποία για κάθε στοιχείο που ανήκει στο Α παίρνει την τιμή μηδέν, που αποτελεί το μονοσύνολο πεδίο τιμών της. Annotated P h o t o g r a p h [Φωτογραφία με αφανές κείμενο| Γεωδ. Φωτογραφία που λήφθηκε για τοπογραφικές ανάγκες και στην οποία έχει αποτυπωθεί κατάλληλο κείμενο σχολίων επιστημονικής φύσης, τα οποία προσθέτουν σχετικές πληροφορίες μη ορατές με την επισκόπηση της φωτογραφίας. Annotation [Σχόλιο, Επεξήγηση] Υπολ. Πρόκειται για επεξηγηματικά σχόλια ή επισημάνσεις σε τμήματα ενός προγράμματος, με σκοπό να κάνουν σαφές το τι κάνει το τμήμα αυτό. Τα σχόλια εξαιρούνται από τη μεταγλώττιση του προγράμματος. A n n u a l Aberration [Ετήσια αποπλάνηση] Αστρον. Παρέκκλιση η οποία επηρεάζει άμεσα τον προσδιορισμό των συντεταγμένων ενός ουράνιου σώματος. Οφείλεται στην κίνηση της Γης στην ουράνια σφαίρα καθώς εκτελεί την περιστροφική γύρω από τον Ήλιο τροχιά της. Annual Equation [Ετήσια εξίσωση] Αστμον. Η αστάθεια που φαίνεται να παρουσιάζει η κίνηση της Σελήνης κατά τη διάρκεια του χρόνου. Οφείλεται στην ταυτόχρονη κίνηση Γης και Σελήνης γύρω από το κινούμενο σώμα του Ήλιου. Annual Flood [Ετήσια πλημμύρα] Υδρολ. Κατά τη διάρκεια ενός έτους, κάποια στιγμή ένα ποτάμι παρουσιάζει σε κάποιο σημείο του την υψηλότερη στάθμη νερού. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ετήσια πλημμύρα του συγκεκριμένου σημείου. Annual Parallax [Ετήσια παράλλαξη] Αστρον. Η φαινόμενη μετακίνηση που παρατηρείται στους αστέρες όταν μετρούνται οι συντεταγμένες τους σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές ή από δύο διαφορετικά σημεία KUI οφείλεται στην κίνηση της Γης ή στην κίνηση του παρατηρητή αντίστοιχα. Annual Service Availability Index [Ετήσια προσφορά υπηρεσιών] ΙΙ/χκτρ. Από μία εταιρεία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ζητούν οι πελάτες κάποια ποσότητα ετησίως. II εταιρεία προσπαθεί να παρέχει αυτές της υπηρεσίες. Το ποσοστό κατά το οποίο αυτό επιτυγχάνεται ονομάζεται ετήσια προσφορά υπηρεσιών από τη συγκεκριμένη εταιρεία. Annual Storage [Ετήσια αποθήκευση] Υδρολ. Είναι η δυνατότητα μιας δεξαμενής η οποία γεμίζει και αποθηκεύει το νερό, το οποίο χάνεται από κάποια ροή ή είναι νερό βροχής, που πρέπει να αποθηκεύτει για ένα χρόνο. A n n u l a r Atoms [Ατομα Δακτυλίου) Οργ. Χημ. Αναφέρεται στα άτομα που ανήκουν σε δακτυλίους, στα μόρια των οργανικών κυκλικών ενώσεων. Οι χημικές τους ιδιότητες επηρεάζονται τόσο από τη θέση τους στο δακτύλιο όσο και από τους γειτονικούς υποκαταστάτες. A n n u l a r Eclipse [Δακτυλιοειδής έκλειψη] Αστρον. 'Εκλειψη που παρατηρείται όταν το φωτεινό σώμα. το οποίο σε μια ολική έκλειψη θα εξαφανιζόταν, παραμένει ορατό κατά ένα μέρος του με μορφή δακτυλίου γύρω από το σκοτεινό σώμα.

Anode C o p p e r

A n n u l a r Effect [Φαινόμενο δακτυλιοποίησης] Μηχ. Ρευστ. Ασταθές φαινόμενο αύξησης της ταχύτητας μίας ροής ρευστού σε αγωγό με την απόσταση από τον άξονα συμμετρίας της διατομής της ροής, ως τη απότομη πτώση και τελικό μηδενισμό της στην περιοχή του οριακού στρώματος και του συνόρου με τα τοιχώματα του αγωγού. A n n u l a r Solid [Δακτυλιοειδές στερεό] Μαθημ. Για κάθε επίπεδη κλειστή καμπύλη ορίζεται στερεό εκ περιστροφής το οποίο προκύπτει από την περιστροφή της καμπύλης κατά 360 μοίρες γύρω από οποιαδήποτε ευθεία του επιπέδου που δεν έχει κανένα κοινό σημείο με την καμπύλη. A n n u l a r Vault [Σφαιρικός θόλος] Αμχ. Είναι μία οροφή διαμορφωμένη γεωμετρικά από καμπύλες επιφάνειες, δηλαδή ένας τρούλος. Το συνολικό γεωμετρικό σχήμα ενός σφαιρικού θόλου μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ημισφαίριο και συνήθως καλύπτει χώρους που ορίζονται από κυκλικούς τοίχους. Annulated Shaft |Δακτυλιωτός κορμός] Αρχ. Ο όρος αυτός αφορά το κυρίως τμήμα εκείνου του τύπου των υποστυλωμάτων όπου αποτελούνται από ένα σύνολο σφονδύλων οι οποίοι φαίνεται σαν να συγκρατώνται ο ένας επάνω στον άλλο, δηλαδή σε κατακόρυφη διάταξη, από λωρίδες μορφής δακτυλίων, Annulus [Παράκυκλος] Μαθημ. II επιφάνεια που περικλείεται ανάμεσα σε δύο περιφέρειες κύκλων οι οποίοι έχουν το ίδιο κέντρο και διακριτές ακτίνες, Anode 1 [Ανοδος] Η/χκτρον. Είναι ο πόλος μιας μπαταρίας ή άλλης πηγής από τον οποίο εισέρχεται σ'αυτή το ρεύμα. Η άνοδος έχει θετικό πρόσημο για τη συσκευή> και αρνητικό για το εξωτερικό κύκλωμα, Anode" | Ανοδος] Πλεκτρον. Είναι ο συλλέκτης των ηλεκτρονίων ή άλλων αρνητικά φορτισμένων ιόντων. Λέγεται άνοδος γιατί συλλέγει ανιόντα. Αλλιώς ονομάζεται στην περίπτωση αυτή θετικό ηλεκτρόδιο. Anode 3 [Ανοδος] Ηλεκτρον. Σε μία δίοδο άνοδος ονομάζεται η πλευρά της διόδου από την οποία το ρεύμα εξέρχεται από τη δίοδο προς το υπόλοιπο κύκλωμα. Αν το ρεύμα ρέει προς την αντίθετη φορά η άνοδος της διόδου αποτελεί διακόπτη. Anode 4 [Ανοδος] Φ να. Χημ. Είναι το ηλεκτρόδιο εκείνο το οποίο είναι θετικά φορτισμένο και συλλέγει τα ανιόντα ενός ηλεκτρολύτη. Anode Balancing Coil ΙΙΙηνίο ισορρόπησης ανόδου] ΙΙλεκτρ. Σε έναν μετατροπέα στον οποίο είναι συνδεδεμένες δύο άνοδοι είναι απαραίτητο να διαρρέοντα από το ίδιο ρεύμα. Για τη δημιουργία του ίδιου αυτού ρεύματος στις δύο ανόδους, χρησιμοποιείται ένα πηνίο το οποίο ονομάζεται πηνίο ισορρόπησης ανόδου, Anode Characteristic [Χαρακτηριστική ανόδου] IIλεκτρ. Σε ένα αερόκενο σωλήνα η άνοδος παρουσιάζει κάποια τάση και διαρρέεται από κάποιο ρεύμα. II σχέση που συνδέει αυτά τα δύο χαρακτηριστικά της ανόδου, ονομάζεται χαρακτηριστική της ανόδου, Anode Circuit [Κύκλωμα ανόδου] ΙΙλεκτρον. Έναςσωλήνας ηλεκτρονίων περιλαμβάνει εκτός από την άνοδο και την κάθοδο και ένα εξωτερικό κύκλωμα, το οποίο ονομάζεται κύκλωμα ανόδου. Anode Circuit Detector [Ανιχνευτής κυκλώματος ανόδου] Ηλεκτρ. Είναι ένα είδος ανιχνευτή στον οποίο η τάση της ανόδου και η ένταση του ρεύματος που τη διαρρέει δεν έχουν μεταξύ τους γραμμική σχέση, Anode Copper [Χάλκινη άνοδοςΙ Μεταλλ. Χάλκινες ράβδοι που χρησιμοποιούνται ως άνοδοι σε διεργασίες

Anode Current ηλεκτρόλυσης χαλκού. Anode C u r r e n t [Ρεύμα ανόδου] Ηλεκτρ. Σε έναν σωλήνα ηλεκτρονίων, ρεύμα ανόδου ονομάζεται, το ρεύμα εκείνο των ηλεκτρονίων που διαρρέει το σωλήνα με φορά από την κάθοδο προς την άνοδό του. Anode Dark Space [Σκοτεινή περιοχή ανόδου] Ηλεκτρ. Σε ένα σωλήνα εκφόρτισης κοντά στην λάμψη που εμφανίζεται στην άνοδο κατά την εκφόρτιση, εμφανίζεται και μία λεπτή σκοτεινή περιοχή, που παίρνει απ' αυτή το όνομά της. Anode Dessipation |Απώλεια ενέργειας στην άνοδο] Ηλεκτρ. Στη χρήση ενός σωλήνα ηλεκτρονίων παρατηρείται μία απώλεια ενέργειας στην άνοδο. Η ενέργεια αυτή χάνεται μετατρεπόμενη σε θερμότητα, όταν η άνοδος βάλλεται από ηλεκτρόνια και ιόντα. Anode Detector [Ανιχνευτής ανόδου] Ηλεκτρ. Είναι ένας ανιχνευτής ο οποίος χρησιμοποιεί για τη λειτουργία του έναν σωλήνα ηλεκτρονίων. Χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι στο κύκλωμα ανόδου του σωλήνα τα διάφορα σήματα ραδιοσυχνοτήτων γίνονται ομόρροπα. Anode Effect [Φαινόμενο ανόδου] Φησ. Χημ. Κατά την ηλεκτρόλυση τηγμένων αλάτων, εμφανίζεται μία πόλωση στο θετικό ηλεκτρόδιο που χρησιμοποιείται στο κύκλωμα. Η πόλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τάσης και την ταυτόχρονη ελάττωση της έντασης του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Anode Efficiency [Αποδοτικότητα ανόδου] Ηλεκτρ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται στους σωλήνες ηλεκτρονίων. Είναι η σχέση της ισχύος του εναλλασσόμενου ρεύματος που τροφοδοτεί το κύκλωμα, με την ένταση του συνεχούς ρεύματος που παράγεται στην άνοδο. Anode Fall [Ιΐτώση ανόδου] Ηλεκτρον. Είναι μία περιοχή στην επιφάνεια της ανόδου, η οποία είναι πολύ λεπτή και παρουσιάζει απότομη και μεγάλη πτώση της τάσης που φέρει η άνοδος. 2. Ο ίδιος αυτός όρος χαρακτηρίζει και την ίδια την τάση που επικρατεί στην περιοχή αυτή. και είναι μικρότερη απ'αυτή που υπάρχει στις περιοχές της ανόδου. Anode Glow [Λάμψη ανόδου] Ηλεκτρον. Χρησιμοποιώντας ένα σωλήνα εκφόρτισης κατά την οποία εμφανίζεται μία λάμψη στην άνοδο, με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ακριβώς αυτό το λεπτό φωτεινό στρώμα που εμφανίζεται στην επιφάνεια της ανόδου. Anode I m p e r d a n c e [Ανεκτικότητα ανόδου] Η/χκτρον. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το γεγονός ότι μεταξύ ανόδου και καθόδου σε μία διάταξη, η φόρτισή τους οφείλεται αποκλειστικά στα κινούμ*:να ηλεκτρόνια, και αποφεύγεται η όποιου είδους επιρροή σ'αυτή. Anode I n i p u t Power [Τροφοδοτική ισχύς ανόδου] Π/χκτρ. Σε έναν αερόκενο σωλήνα, η άνοδός του φορτίζεται από ένα κύκλωμα συνεχούς ρεύματος, εξωτερικό που ονομάζεται τροφοδοτικό. Η ισχύς που παρέχει αυτό το κύκλωμα στην άνοδο ονομάζεται τροφοδοτική ισχύς ανόδου. Anode Modulation [Διακύμανση ανόδου] Ηλεκτρ. Σε έναν σωλήνα στο εσωτερικό του οποίου δεν επικρατεί κενό, εμφανίζεται μία διακύμανση όταν το σήμα το οποίο εισέρχεται στην άνοδο του σωλήνα δεν είναι σταθερό. Anode Neutralization [Ουδετεροποίηση ανόδου] Ηλεκτρ. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στους ενισχυτές. Πολλές φορές είναι επιθυμητή η ουδετεροποίηση του ενισχυτή, για την οποία απαιτείται μία διαφο-

ρά φάσης 180°. Λυτό επιτυγχάνεται με τη μέθοδο που ονομάζεται ουδετεροποίηση ανόδου, και για την επίτευξή της χρησιμοποιείται ένα παρεμβαλλόμενο κύκλωμα στο κύκλωμα της ανόδου. Anode Pulse Modulation [Διακύμανση παλμών ανόδου] Ηλεκτρ. Όταν στο κύκλωμα ανόδου ενός ενισχυτή τοποθετήσουμε ως είσοδο, παλμούς παραγόμενους έξω απ'αυτό, τότε παράγεται μία διακύμανση του σήματος εξόδου του. x\node Rays [Ακτίνες ανόδου] Ηλεκτρ. Πολλές φορές το μέταλλο από το οποίο αποτελείται η άνοδος σε έναν σωλήνα ηλεκτρονίων περιέχει κάποιες μη επιθυμητές προσμίξεις. Οι προσμίξεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα το να έρχονται και θετικά ιόντα στην άνοδο, ενώ υποτίθεται ότι αυτή δέχεται αποκλειστικά ανιόντα. Anode Resistance [Αντίσταση ανόδου] Ηλεκτρον. Σε ένα σωλήνα ηλεκτρονί(ον η αντίσταση αυτή που ονομάζεται αντίσταση ανόδου, δίνεται από το πηλίκο της στοιχειώδους μεταβολής της τάσης της ανόδου, προς τη στοιχειώδη μεταβολή του ρεύματος που τη διαρρέει. Anode Saturation [Κορεσμός ανόδου] Ηλεκτρον. Γενικά σε ένα σιολ.ήνα ηλεκτρονίων, όσο αυξάνεται η τάσι] της ανόδου, τόσο αυξάνεται και το ρεύμα αυτής. Μετά όμως από την πάροδο κάποιου χρόνου υπάρχει ένα σημείο κορεσμού της ανόδου, πέρα από το οποίο, όσο κι αν αυξηθεί η τάση της, το ρεύμα της παραμένει το ίδιο. Τότε ο ίδιος ακριβώς αριθμός ηλεκτρονίων που εισέρχεται από την άνοδο εξέρχεται από την κάθοδο, όσο κι αν αυξηθεί η τάση. Anode Sheath [Περίβ/.ημα ανόδου] Ηλεκτρον. Κάποιες φορές συμβαίνει στους σωλήνες εκφόρτισης με αέριο, ο αριθμός των ηλεκτρονίων ο οποίος απαιτείται για να δημιουργήσει την κατάλληλη ένταση ρεύματος στο κύκλ.ωμα ανόδου του, να είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ηλεκτρονίων που δημιουργούν ένα τυχαίο ρεύμα στην επιφάνεια της ανόδου. Τότε η άνοδος περιβάλλεται από ένα περίβλημα αποτελούμενο από ηλεκτρόνια. Anodic [Ανοδικός] Ηλεκτρον. Είναι ένα επίθετο το οποίο χαρακτηρίζει οτιδήποτε έχει σχέση με την άνοδο μιας διάταξης. Anodic Coating [Ανοδική Απόθεση] Υλικ. Περιγράφει το σχηματισμό οξειδίου στην επιφάνεια του μετάλλου που χρησιμοποιείται ως άνοδος, κατά τη διάρκεια ηλεκτρόλυσης. Anodic Protection [Ανοδική Προστασία] Υλικ. Αναφέρεται σε τεχνική μείωσης του ρυθμού οξείδωσης του μετάλλου που βρίσκεται στην άνοδο, με εφαρμογή ηλεκτρικού δυναμικού. Anodic Reaction [Ανοδική Αντίδραση) Υλικ. Σε μια ηλεκτροχημική αντίδραση, είναι η δράση που λαμβάνει χώρα στην άνοδο, όπου τα μέταλλο σχηματίζει θετικά φορτισμένα ιόντα, δηλαδή οξειδώνεται. Anomalistic M o n t h [Ανωμαλιακός μήνας] Αστρον. Ο χρόνος που χρειάζεται η σελ.ήνη προκειμένου να κάνει δύο διαδοχικά περάσματα από το κοντινότερο σημείο της τροχιάς της προς τη Γη, το περίγειο σημείο. Ο ανωμαλιακός μήνας είναι 27.554551 ημέρες ενώ κάθε εκατό χρόνια ελαττώνεται κατά 0.095 δευτερόλεπτα. Anomalistic Period [Λνωμαλιακή περίοδος] Αστρον. Η ανωμαλιακή ή από περίγειο σε περίγειο περίοδος είναι το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένα οποιοδήποτε ουράνιο σώμα περνά από το κοντινότερο σημείο της τροχιάς του προς τη Γη δύο συνεχόμενες φο-

-127ρές. Anomalistic Year [Ανωμαλιακό έτος] Αστρον. Ο χρόνος που χρειάζεται η Γη μέσα σε ένα έτος για να περάσει δύο φορές διαδοχικά από το κοντινότερο σημείο της τροχιάς της προς τον Ήλιο, ο οποίος είναι 365.259641 ημέρες. Αόγω της μεταβολής των τροχιών των ουράνιων σωμάτων αυτός ο χρόνος αυξάνεται κάθε εκατό χρόνια κατά 0.26 δευτερόλεπτα. Anomalous Barkhouses Effect [Ανώμαλο φαινόμενο Barkhouses] Ηλεκτμον. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται κατά τη μαγνήτιση ενός κράματος σιδήρου και αλουμινίου, σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 400° C (673 Κ). Στην περίπτωση αυτή η μαγνήτιση δεν ακολουθεί κάποια συνάρτηση, δηλαδή δεν γίνεται ομαλά, αλλά παρουσιάζονται απότομες μεταβολές σ'αυτή. Anomalous Dispersion [Ανώμαλος Διασκεδασμός] Οπτικ. Φαινόμενο κατά το οποίο, ο δείκτης διάθλασης ενός υλικού αντί να μειώνεται, με αύξηση του μήκους κύματος της διαδιδόμενης ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολίας, αυξάνεται. Το φαινόμενο αυτό συνήθως συμβαίνει κοντά σε περιοχές απορρόφησης του υλικού. Anomalous Funkel Effect [Ανώμαλο φαινόμενο FunkelJ Ηλεκτρ. Στο σωλήνα ηλεκτρονίων τόσο η άνοδος όσο και η κάθοδος, έχουν μία μικρή περιοχή στην οποία δεν εισέρχονται ανιόντα και κατιόντα αντίστοιχα. Όταν στην περιοχή αυτή της καθόδου εισβάλλουν θετικά ιόντα, τότε εμφανίζεται μία διακύμανση στο ρεύμα του κυκλώματος, δεν είναι δηλαδή αυτό ομαλό, Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ανώμαλο φαινόμενο Funkcl από τον επιστήμονα που το ανακάλυψε. Anomalous Hall Effect [Ανώμαλο φαινόμενο Hall| Ηλεκτρον. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται 0 t u v ένας αγωγός που διαρρέεται από ρεύμα τοποθετηθεί σε ένα μαγνητικό πεδίο. Τότε σ'αυτόν δημιουργείται μία τάση αντίστροφης πολικότητας, λόγω της φα ινομενικής κίνησης κατιόντων του πλέγματος του αγωγού. Anomalous Skin Effect [Ανώμαλο επιφανειακό φαινόμενο] Πλεκτρον. Είναι ένα φαινόμενο κατά το οποίο δεν ισχύει η κλασική θεωρία της ηλεκτρικής αγωγιμότητας. Αυτό συμβαίνει όταν ο αγωγός βρίσκεται υπό πολύ χαμηλή θερμοκρασία και υψηλές συχνότητες, οπότε το στρώμα που περιβάλλει την οδό ελεύθερης κίνησης των ηλεκτρονίων μέσα σ'αυτόν είναι λεπτότερο απ*αυτή. Anomaly [Ανωμαλία] Μετεωρ. Οποιαδήποτε ακραία τιμή παρατηρείται για μετεωρολογικά φαινόμενα όπως η θερμοκρασία, η βροχόπτωση και άλλα, τα οποία συνήθως εμφανίζουν τιμές μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και την εποχή. A n o m c r [Ανωμερές] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στις δύο ισομερείς ενώσεις που προκύπτουν κατά την ημιακεταλική κυκλοποίηση του μορίου ενός σακχάρου. Τα ανωμερή, που διακρίνονται μεταξύ τους ως α- και β-, περιέχουν ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα και χαρακτηρίζονται από το φαινόμενο του πολυστροφισμού. Anonymity [Ανωνυμία] Επικοιν. Κάθε ηλεκτρονικό μήνυμα και κάθε βόλτα στο διαδίκτυο κουβαλά μαζί και την ηλεκτρονική ταυτότητα του χρήστη. Ο χρήστης μπορεί να απαλλαγεί απ' αυτό (όχι πάντα εύκολα) με χρήση firewalls καθώς και με πρόσβαση σε ειδικούς servers που προστατεύουν την ανωνυμία. Anonymous F T P [Ανώνυμο ΚΓΡ] Επικοιν. Ειδική πε-

Antacid

ρίπτωση δικτυακών χώρων οργανωμένων με το πρωτόκολλο FTP όπου υ επισκέπτης έχει απεριόριστη πρόσβαση (χωρίς συνθηματικό ή με το απλό Guest = επισκέπτης). Anotron |Ανοτρόνιο] Ηλεκτρ. Είναι μία διόδος ψυχρής καθόδου και φωτεινής εκφόρτισης. Στη δίοδο αυτή χρησιμοποιείται κάθοδος κατασκευασμένη από χαλκό, και άνοδος μεγάλου μεγέθους κατασκευασμένη από νάτριο συνήθως ή κάποιο άλλο υλικό εναλλακτικά. AN Radio Range [Ραδιοκλίμακα Α-Ν] Νανπηγ. Είναι ένα είδος επίγειου αναμεταδότη που χρησιμοποιούν τα αεροπλάνα για την πλοήγησή τους. Ο αναμεταδότης αυτός στέλνει ένα συνεχές σήμα που αποτελείται από τους ήχους των γραμμάτων Α και Ν της κλίμακας Morse και με το οποίο αναγνωρίζονται οι τέσσερις ακτίνες ενός συγκεκριμένου σημείου που αυτό ορίζει. Answer Back [Απάντηση σε κλήση] Υπολ. Διαδικασία επικοινωνίας δύο υπολογιστών ή επικοινωνιακών συσκευών κατά την οποία, ο καλούμενος υπολογιστής συσκευή απαντά στην κλήση στέλνοντας το όνομα ή τον αριθμό αναγνώρισής του. Answer Delay [Καθυστέρηση απάντησης] Επικοιν. Ο όρος βρίσκει (τεχνικό) νόημα σε ανιχνευτές φωνής που με τη σειρά τους (κύρια στην εικονοτηλεφωνία) μπορεί να ενεργοποιούν άλλες υπηρεσίες πχ διαφημιστικές κτλ. Answer Only Modem [Απαντητικό μόνο modem] Υπολ. Συσκευή επικοινωνίας υπολογιστών, η οποία μπορεί να απαντήσει στην κλήση για μετάδοση στοιχείων από άλλη συσκευή, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιήσει η ίδια κλήση. Answer P a m p [Αάμπα κατειλημμένης γραμμής] Ηλεκτρ. Είναι ένα φως που ανάβει στα τηλεφωνικά κέντρα, πάνω στους πίνακες για να δηλώσει το κατά ποσο διεξάγεται ή όχι συνομιλία σε μια συγκεκριμένη γραμμή. . Όταν το φως σβήσει σημαίνει ότι η γραμμή είναι ελεύθερη, ενώ όταν είναι αναμμένο σημαίνει ότι διεξάγεται κάποια συνομιλία. Answer Signal [Σήμα απάντησης] Επικοί ν. Σήμα συνήθως ψηφιακό που δηλώνει παρουσία της 2ης οντότητας που επικοινωνεί. Answer 'lone [Τόνος απαντητικός] Επικοιν. Ακουστικός τόνος (αναλογικός) που δείχνει την έναρξη συνομιλιάς και συνήθως μετατρέπεται σε ακουστικό ψηφιακό σήμα. Answering Cord [Απαντητικό καλώδιοί Πλεκτρον. Στα τηλεφωνικά κέντρα οι εργαζόμενοι δέχονται τις κλήσεις και τις μεταφέρουν στις κατάλληλες συσκευές με τις οποίες είναι συνδεδεμένα, αλλάζοντας τη θέση ενός ή περισσότερων καλωδίων καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε μία γραμμή. Τα καλώδια αυτά λέγονται απαντητικά. Answering Machine [Μηχανή απάντησης] Επικοιν. Ειδικό μηχάνημα που έχει προγραμματιστεί να απαντά κατάλληλα αντί για τον καλούμενο, Answering Service [Υπηρεσία απάντησης] Επικοιν. Υπηρεσία απαντητικού μηνύματος τύπου αυτόματου τηλεφωνητή που συνήθως προπληρώνει ο χρήστης. Anta [Λκροκόλαινο] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ένα υποστύλωμα το οποίο βρίσκεται στην άκρη ενός τοίχου και σχηματίζεται από μία διαπλάτυνση αυτού, δηλαδή μία τοπική αύξηση του πάχους του. Antacid ΙΑντιοξύ] Χημ. Δηλώνει τις ενώσεις που αντιδρούν με οξέα, σε αντιδράσεις εξουδετέρωσης. Δηλα-

Antarctic Air

- 128 -

6ή, μια βάση χαρακτηρίζεται ως αντιοξύ. Antarctic Air [Ανταρκτικής αέρας] Μετεωρ. Χαρακτηρισμός του αέρα που δημιουργείται πάνω από την Ανταρκτική. Διακρίνεται από χαμηλές θερμοκρασίες και είναι κατά πολύ ψυχρότερος του αέρα που σχηματίζεται πάνω από το βόρειο πόλο. Antarctic Anticyclone [Ανταρκτικής αντικυκλώνας] Μετεωρ. Περιοχή σταθερά υψηλής πίεσης στο εσωτερικό της ηπείρου της Ανταρκτίδας. Χαρακτηρίζεται από ασήμαντες νεφώσεις ή χιονοπτώσεις, ανατολικούς ανέμους ασθενούς εντάσεως αλλά πολύ χαμηλές επίγειες θερμοκρασίες. Antarctic Circle [Ανταρκτικός κύκλος! Γεωλ. Είναι μία γραμμή παράλληλη στον ισημερινό της Γης, κοντά στον Νότιο Πόλο της Γης και περιλαμβάνει την Ανταρκτική. Βρίσκεται σε νότιο γεωγραφικό πλάτος 66IJ περίπου. Antarctic F r o n t [Ανταρκτικής μέτωπο| Μετεωρ. Το διαχωριστικό στρώμα αέρα ανάμεσα στις αέριες μάζες των ωκεανίόν της Ανταρκτικής και της ηπείρου της Ανταρκτίδας. Antarctic Ocean [Ανταρκτικός Ωκεανός| Γεν. Ο Ανταρκτικός Ωκεανός δεν ορίζεται ως ξεχωριστός ωκεανός, η έκφραση όμως χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε την θάλασσα που περιβάλλει την Ανταρκτική, και αποτελχίται από τα νότια μέρη του Ειρηνικού, του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού. Antarctic Zone [Ανταρκτική Ζώνη] Γ<:ν. Έτσι ονομάζεται η ζώνη που περικλείεται από τον ανταρκτικό κύκλο και φτάνει ως το Νότιο Πόλο. Έχει εύρος 24° περίπου γεωγραφικού πλάτους, δηλαδή από τις 90° νότια που είναι ο νότιος πόλος έως τις 66 περίπου που είναι ο ανταρκτικός κύκλος. Antarctica [Ανταρκτική | Γεν. Η Ανταρκτική είναι μία από τις Ηπείρους της Γης. Καλύπτει το νότιο πόλο της Γης, είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό καλυμμένη από πάγους, και βρέχεται από τα νερά του ανταρτικού ωκεανού. Antecedent [Πρώτο μέλος] Μαθημ. Σε οποιαδήποτε μαθηματική έκφραση, που αποτελείται από δύο μέλη, ο όρος ή η πρόταση που προηγείται. Antecedent Precipitation Index [Δείκτης πρότερων κατακρημνίσεων] Μετεωρ. Δείκτης ο οποίος αντιπροσωπεύει το ποσό των ημερησίων κατακρημνίσεων ανά τόπο. Antecedent Strecem |Αμετακίνητος ποταμός] Υδρολ. Τις περισσότερες φορές λόγω των διάφορων γεωλογικών φαινομένων, οι κοίτες των ποταμών μετατοπίζονται με την πάροδο του χρόνου. Όταν σε έναν ποταμό δεν έχει συμβεί αυτό, τότε λέγεται αμετακίνητος. Ante M e r i d i a n [ΙΙρο μεσημβρίας] Αστρον. Έκφραση που χρησιμοποιείται για προσδιορισμό χρόνου ή τόπου. Χρονικά είναι η ώρα πριν το μεσημέρι, δηλαδή το διάστημα μέχρι να μεσουρανήσει ο Ήλιος με αρχή τα μεσάνυχτα. Όσο για τον τόπο είναι το τμήμα του ουράνιου μεσημβρινού που βρίσκεται κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα. Antenna [Κεραία] Ηλεκτρον. Είναι μία συσκευή η οποία μπορεί να αποτελεί δέκτη αλλά και εκπομπό ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη ραδιοφωνία και στις τηλεπικοινωνίες Antenna Amplifier [Ενισχυτής κεραίας] Πλεκτρομαγν. Είναι μία διάταξη η οποία βοηθάει στη λήψη καθαρότερων και δυνατότερων σημάτων από μία κεραία, περνώντας το σήμα από διάφορες διαδικασίες και περιορί-

ζοντας τα παράσιτα που μπορεί να υπάρχουν στη μετάδοσή του. Antenna Bearing [Θέση κεραίας] Nairn. Με τον όρο αυτό ορίζεται η θέση της κεραίας ενός ραντάρ, προβλέπεται στα κατασκευαστικά σχέδια. Antenna Circuit [Κύκλωμα κεραίας/ Ηλεκτρον. Για να γίνουν αντιληπτά τα σήματα που δέχεται μια κεραία, είναι απαραίτητο να μετατραπούν σε ηλεκτρικά σήματα. Για να γίνει αυτή η διεργασία χρησιμοποιείται ένα ολόκληρο ηλεκτρικό κύκλωμα μέρος του οποίου αποτελεί η κεραία. Antenna Coil [Πηνίο κεραίας| Ηλεκτρομαγν. Κάθε κεραία διαρρέεται από ρεύμα. Το ρεύμα αυτό περνάει μέσα από ένα πηνίο, το οποίο ονομάζεται πηνίο κεραίας. Antenna Coincidence [Σύμπτωση κεραιών] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο, οι κεραίες δύο ραντάρ κατευθύνουν τη δέσμης τους, η μία πάνω στην άλλη. Για περιστρεφόμενες κεραίες που παράγουν οξεία δέσμη, η χρονική διάρκεια του φαινομένου αυτού είναι πολύ μικρή. Antenna Coupler [Σύνδεσμος κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Κάθε κεραία διαρρέεται από ρεύμα. Το ρεύμα αυτό περνάει μέσα από ένα πηνίο, το οποίο ονομάζεται πηνίο κεραίας. Antenna Crosstalk [Παρεμβολή κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Κάθε κεραία δέχεται ισχύ η οποία μπορεί να είναι μεγαλύτερη από αυτή που μεταδίδεται από μία άλλη της οποίας το σήμα δέχεται. Ο λόγος ή εναλλακτικά, ο λογάριθμος του λύγου της διαφοράς των δύο αυτών ποσοτήτων ισχύος, προς την ισχύ που μεταδίδεται από την κεραία πομπό, είναι η παρεμβολή που έχουν στην κεραία. Antenna Detector | Ανιχνευτής κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Είναι μία συσκευή που χρησιμοποιείται στα αεροπλάνα και ιδίως στα πολεμικά, και η οποία δείχνει στον πιλότο ότι το αεροπλάνο του έχει γίνει αντιληπτό από την κεραία κάποιου ραντάρ. Antenna Directivity Diagram [Διάγραμμα ευθύτητας κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Το διάγραμμα αυτό χαρακτηρίζει την ποιότητα μιας κεραίας. Το διάγραμμα αυτό είναι μία γραφική παράσταση, σε πολικές ή σε κανονικές συντεταγμένες, μιας συνάρτησης ανάλογης των λήψεων της κεραίας από διάφορες κατευθύνσεις γύρω από αυτή. Antenna Effective Area (Ενεργή περιοχή κεραίας] Ηλεκτρομα*/ν. Είναι ένα μέτρο της περιοχής στην οποία είναι αποδοτική μία κεραία. Για να υπολογιστεί, σε μία κατεύθυνση, πρέπει να πολλαπλασιαστεί το τετράγωνο του μήκους κύματος του σήματος σε αυτή την κατεύθυνση. επί την ισχύ που δέχεται η κεραία στην κατεύθυνση αυτή, και το γινόμενο αυτό να διαιρεθεί δια 4π . Antenna Efficiency [Απόδοση κεραίας] Η/χκτρομαγν. Το χαρακτηριστικό αυτό μίας κεραίας, δίνεται από το κλάσμα που έχει ως αριθμητή το μέγεθος της ισχύος που εκπέμπεται από την κεραία και παρανομαστή τη συνολική ενέργεια που λαμβάνει η κεραία Antenna Field [Πεδίο κεραιών] Ηλεκτρομαγν. Είναι ένας αριθμός κεραιών οι οποίες είναι τοποθετημένες έτσι ώστε οι θέσεις τους να έχουν κάποια γεωμετρική σχέση μεταξύ τους. Έτσι επιτυγχάνεται η μεταφορά σημάτων μεταξύ τους με μεγαλύτερη ευκολία. Antenna Gain |Λήψη κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Ο όρος αυτός είναι το κέρδος που έχουμε από τη χρήση μιας κεραίας κατεύθυνσης, που γυρίζει αυτόματα ανάλογα ν

- 129με την κατεύθυνση του σήματος και μιας απλής μη κατευθυνόμενης κεραίας η οποία δέχεται σήματα από όλες τις κατευθύνσεις. Antenna Loading |Φόρτιση κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Είναι το μέτρο της επαγωγής ενός πηνίου, ή της χωρητικότητας ενός 7τυκνωτή που τοποθετείται σε κύκλωμα συνδεδεμένο σε σειρά με την κεραία. Για να καθοριστεί η ένταση του ρεύματος που πρέπει να διαρρέει την κεραία, πρέπει να καθορίσουμε τις τιμές των χαρακτηριστικών αυτών των στοιχείων. Antcnna M a t c h i n g [Αντιστοιχία κεραίας] ΙΌχ.κτρομαγν. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία διαδικασία που λαμβάνει χώρα στη λειτουργία των κεραιών. Κατά τη διαδικασία αυτή γίνεται μία προσπάθεια εξίσωσης της εμπέδησης της κεραίας με την χαρακτηριστική εμπέδηση της γραμμής μετάδοσης του σήματος. Antenna Pair [Ζεύγος κεραιών] Ηλεκτρομαγν. Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να συνδυαστούν δύο κεραίες για να επιτυγχάνεται καλύτερη λήψη ή εκπομπή σημάτων. Για να γίνει αυτό πρέπει να που έχουν τοποθετηΟεί με μεγάλη ακρίβεια, και με προσεκτικά και μελετημένα επιλεγμένη απόσταση μεταξύ τους μετά από γεωμετρικούς υπολογισμούς μεταξύ των σημάτων που αυτές δέχονται. Antenna Polarization [Πολικότητα κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Κάθε κεραία δημιουργεί γύρω της ένα ηλεκτρικό πεδίο, οι δυναμικές γραμμές του οποίου περνούν από αυτήν. II κατεύθυνση προς ή από την κεραία των δυναμικών αυτών γραμμών, καθορίζει και την πολικότητα της κεραίας. Antcnna Power [Ισχύς κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κεραίας. Είναι η ισχύς των ραδιοσυχνοτήτων που λαμβάνονται από την κεραία. Antenna P o w e r Gain [Κέρδος ισχύος κεραίας] Ηλ.εκτμομαγν. Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται ένα μέγεθος το οποίο χαρακτηρίζει μια κεραία. Εκφράζεται με το γινόμενο του 4π επί την έντασης της ακτινοβολίας σε μία κατεύθυνση επίδρασης της κεραίας διαιρεμένο δια της συνολικής ισχύος που φτάνει στην κεραία. Antenna Resistance [Αντίσταση κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Η αντίσταση της κεραίας είναι ένα χαρακτηριστικό της μέγεθος το οποίο ορίζεται από το πηλίκο της συνολικά προσφερόμενης ισχύος στο σύστημα της κεραίας, δια το τετράγωνο της ενεργού έντασης του ρεύμαχος που μετράται στο σημείο τροφοδοσίας της κεραίας Antenna T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία κεραίας] Ηλεκτμομαγν. Αν καλυφθεί μία κεραία από ένα μαύρο περίβλημα το οποίο να παράγει τον ίδιο θόρυβο με την κεραία, τότε η θερμοκρασία αυτού του περιβλήματος

Anti Fading Antenna

Anteport [Προπύλαιο] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η επέκταση της κύριας πύλης ενός περιτειχισμένου χώρου, συνήθως ιερού ναού, με σκοπό να γίνει μεγαλοπρεπέστερη η εμφάνισή του. Γενικότερα έτσι μπορεί να χαρακτηρισθεί και κάθε μικρότερη δευτερεύουσα πύλη που προηγείται της κύριας εισόδου σε ένα κτίριο, Anthracene ΙΑνθρακένιοΙ Ομγ. Χημ. Είναι αρωματική ένωση, με χημικό τύπο CI 4 H 1 0 , μοριακό βάρος 1 7 8 , 2 3 , σημείο ζέσεως 3 4 0 " C και σημείο τήξεως 2 1 6 ° C . Αποτελείται από τρεις βενζολικούς δακτυλίους γραμμικά συμπυκνωμένους. Απαντά στη λιθανθρακόπισσα και χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων, Anthranilic Acid [Ανθρανιλικό οξύΐ Ομγ. Χημ. Είναι το ορθο-αμινο-βενζοϊκό οξύ, με χημικό τύπο ο-ΝΙΙ 2 Col^COOH. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ουσία, με μοριακό βάρος 1 3 7 , 1 4 , σημείο τήξεως 1 4 6 , 7 U C. διαλυτή στην αιθανόλη. Παρασκευάζεται από το φθαλαμίδιο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων, καλλυντικών και χρωμάτων. A n t h r a q u i n o n c [Ανθρακινόνη] Οργ. Χημ. Είναι το 9,10-διοξο-ανθρακένιο, με χημικό τύπο CuHaC^, μοριακό βάρος 208,22, σημείο ζέσεως 379,8 °C και σημείο τήξεως 286 °C. Παρασκευάζεται από βενζόλιο και φθαλικό ανυδρίτη, παρουσία χλωριούχου αργιλίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων, Anthropic Principle [Ανθρώπου αρχή] Αστρον. Θεωρία που υποστηρίζει πως η εμφάνιση του ανθρώπινου είδους άλλαξε τη ροή της εξέλιξης του σύμπαντος και επηρεάζει σε ολοένα σημαντικότερο βαθμό τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτό. Anthropochory [Ανθρωποχωρία] Οικολ. Είναι μια από τις επιρροές που έχει ο άνθρωπος στο περιβάλλον. Είναι ο διασκορπισμός των φυτών και τον ζώων στον οποίο έχει συντελέσει η παρουσία του ανθρώπου. Anthropogenic [Ανθρωπογενής] Οικολ. Είναι ένα επίθετο που χαρακτηρίζει όλες τις μεταβολές που έχει υποστεί το περιβάλλον, υπό την επήρεια του ανθρώπου, Μεταβολές δηλαδή που δεν μπορεί να κάνει η φύση αλλά μόνο ο άνθρωπος ονομάζονται ανθρωπογενείς. Anthroposphcrc [Ανθρωπόσφαιρα] Οικολ Ως ανρθωπόσφαιρα ορίζεται εκείνο το μέρος της βιόσφαιρας που περιλαμβάνει τις γεωλογικές επιδράσεις που έχει επιφέρει ο ανθρώπινος παράγοντας πάνω στη γη. Anti Aliasing Filter [Φίλτρο αντί- οδόντωσης] Επίκοιν. Φίλτρο που συνήθως χρησιμοποιεί τεχνικές μείωσης ακραίοον συχνοτήτων ώστε να αποφευχθεί η παραμόρφωση. Anticenter [Αντίκεντρο] Αστρον. Το σημείο της ουράνιας σφαίρας που υπολογίζεται σε διαμετρικά αντίθετη προς το κέντρο του Γαλαξία.

ονομάζεται θερμοκρασία κεραίας, εφόσον βρίσκεται, Anti Crack Reinforcement (Πλέγμα αντιρηγμάτωεκτός των άλλων, και σε θερμική ισορροπία με αυτή. σης] Πολ. Μηχ. Είναι μία λεπτή εσχάρα από χαλύβδιAntennafier [Ενισχυτής κεραίας] Επικοιν. Ενισχυτής νες ράβδους, μικρής συνήθως διατομής, η οποία τοποενσωματωμένος σε μορφή κεραίας. Μπορεί να είναι θετείται κάτω από την επιφάνεια του σκυροδέματος και πολυκατευθυντήριος και να χρησιμοποιηθεί και σε και παράλληλα σε αυτήν. Ο σκοπός που εξυπηρετεί ασύρματες δικτυακές εφαρμογές είναι η αποφυγή της ρηγμάτωσης της επιφάνειας του Antennamitter [Κεραία Antennamitler] Επικοιν. Τύπος σκυροδέματος, κεραίας ο οποίος, για τις περιπτώσεις λειτουργίας της Anti Fading Antenna [Κεραία σταθεροποίησης σήμαμε χαμηλή ισχύ, χρησιμοποιεί ένα ταλαντωτή. τος] 1/λχκτρομαγν. Συνήθως σε μεγάλες γωνίες ως προς Antennavcrtcr [Κεραία Antcnnavcrtcr] Επικοιν. Κε- το έδαφος τα σήματα που αποστέλλονται από τις κεραία λήψης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων η οποία, διαραίες φθίνουν. Έτσι κατασκευάστηκε η κεραία σταθεθέτει και αποδιαμορφωτή, για αφαίρεση της υψηλής ροποίησης σήματος η οποία έχει τη δυνατότητα να διασυχνύτητας του φέροντος κύματος και τροφοδότηση τηρεί την ένταση σημάτων σε μικρές γωνίες ώστε να του ενισχυτή μεσαίων συχνοτήτων. ελαττώνεται το παραπάνω φαινόμενο.

Anti Jamming Circuit

- 130 -

Anti J a m m i n g Circuit [Κύκλωμα αποφυγής παρασίτων] Επικοιν. Κύκλωμα κυρίως αντιστατικό (Antistatic) που προσπαθεί να περιορίσει το θόρυβο. Anti M a t t e r [Αντιύλη] Φυσ. Ως ύλη χαρακτηρίζονται τα υλικά των οποίων τα άτομα αποτελούνται από νετρόνια, πρωτόνια, και ηλεκτρόνια. Ως αντιύλη χαρακτηρίζονται όλα εκείνα τα υλικά τα άτομα των οποίων αποτελούνται από ποζιτρόνια, αντινετρόνια και αντιπρωτόνια. Anti Sag Bar [Συνδετήρια ράβδος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μέλος μίας κατασκευής το οποίο στην στατική λειτουργία της κατασκευής παίζει το ρόλο του περιορισμού του βέλους κάμψης ενός άλλου μέλους της κατασκευής το οποίο και συγκρατεί. II συνδετήρια ράβδος μπορεί να είναι μεταλλική ή ξύλινη, ανάλογα και με την όλη κατασκευή, και ουσιαστικά προσδίδει ακαμψία και ευστάθεια στο χώρο, μειώνοντας τα μήκη λυγίσματος των μελών στα οποία είναι συνδεδεμένη. Anti Stokes Lines [Γραμμές αντί-Στοουκς] Φυα. Φασματοσκοπικές γραμμές που καταγράφονται, λόγω διέγερσης δόνησης και περιστροφής των μορίων από ακτινοβολία εκπομπής όπου οι συχνότητες είναι μεγαλύτερες από τη συχνότητα της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Anti Voice O p e r a t e d Transmission [Μετάδοση ήχου Ami VoiceJ Επικοιν. Μορφή επικοινωνίας και μετάδοσης ήχου κατά την οποία, χρησιμοποιώντας κατάλληλο κύκλωμα, επιτρέπεται η μετάδοση ηχητικής πληροφορίας χωρίς την ταυτόχρονη λήψη ήχου ή και το ανάποδο. Antiaeid Additive [Αντιοξειδωτικό Ιΐρόσθετο] Υλικ. Χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία χρησιμοποιείται σε μικρές ποσότητες, με σκοπό τη μείωση του σχηματισμού οξειδίων, κατά τη διάρκεια χρήσης διαφόρων υλικών, όπως είναι τα πολυμερή ή τα λιπαντικά. Antialiasing Technique [Τεχνική Αποφυγής Φαινομένου Aliasing] Υπολ. Πρόκειται για τεχνική (αλγόριθμο) αποφυγής των σπαστών διαγώνιων γραμμών που δημιουργούνται λόγω του μικρού αριθμού των pixel μίας οθόνης ή του μεγάλου μεγέθους τους. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιείται και για το αντίστοιχο φαινόμενο στην εκτύπωση εικόνων. Antihonding Orbital [Αντιδεσμικό ελλειψοειδέςΙ Φυσ. Είναι μία έλλειψη αποτελούμενη από μύρια ή άτομα η ενέργεια των οποίων αυξάνεται όσο αυτά πλησιάζουν μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι αυθορμήτως κινούμενα απωθούνται μεταξύ τους, και δεν εμφανίζουν χημικούς ή άλλους δεσμούς. Anticapacitancc Switch [Διακόπτης αντιχωρητικότητας! Ηλεκτρομαγν. Είναι ένας διακόπτης ο οποίος είναι εφοδιασμένος με ένα μικρό κύκλαιμα, και ο οποίος φροντίζει να υπάρχει μικρή χωρητικότητα σε αυτόν όταν είναι ανοιχτός. Anticathode [Αντικάθοδος] Ιϋχκτρομαγν. Σε ένα σωλήνα ακτινών Χ, αντικάθοδος ονομάζεται η άνοδος ή ο όποιος στόχος των ακτίνων. Προς την αντικάθοδο κινείται το ρεύμα των ηλεκτρονίων που βγαίνουν από την κάθοδο. Από την αντικάθοδο έχουν αφαιρεθεί οι ακτίνες Χ. Anticipatory Staging [Προληπτική Μεταφορά Προγραμμάτων] Υπολ. Διαδικασία μεταφοράς δεδομένων ή προγραμμάτων από μια αποθηκευτική συσκευή σε μια άλλη, χωρίς να έχουν ζητηθεί άμεσα είτε λόγω συχνής χρήσης τους είτε γιατί έχει προκαθορισθεί η μεταφορά τους. Για παράδειγμα, είναι συχνή η μεταφορά στη

μνήμη τυχαίας προσπέλασης (RAM) ενός υπολογιστή συγκεκριμένων προγραμμάτων κατά την έναρξη λειτουργίας του λόγω συχνής χρήσης τους. Anticluttcr Gain Control [Περιοριστής θορύβου ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Είναι μία συσκευή που χρησιμοποιείται στα ραντάρ, ώστε να μην δέχονται σήματα για τα οποία δεν ενδιαφέρονται οι λήπτες. II συσκευή αυτή δουλεύει αυτόματα και αυξάνει ομαλά τη λήψη του δέκτη στο μάξιμουμ, περιοδικά μετά από κάθε παλμό. Έτσι ενισχύονται περισσότερο οι μεγάλης εμβέλειας ήχοι. Anticoincidence Circuit [Κύκλωμα Ελέγχου Διαφοροποίησης] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα ελέγχου δύο εισόδων. Συγκεκριμένα το κύκλωμα ελέγχει εάν, σε καθορισμένο χρονικό διάστημα από τη λήψη σήματος σε μία από τις εισόδους του λομβάνεται σήμα και στην άλλη είσοδο. Σε περίπτωση που δε λαμβάνεται σήμα, το κύκλωμα στέλνει σε καθορισμένη έξοδο κατάλληλο παλμό. Anticommutator [Αντιμετατροπέας] Μαθημ. Η ποσότητα ΑΒ+ΒΑ η οποία ορίζεται για κάθε δύο τελεστές Α και Β. Anticommute [ΛντιμετατίθεμαιΙ Μαθημ. Η συνθήκη για να αντιμετατίθενται δύο τελεστές Λ και Β είναι να ισούται με το μηδέν ο αντιμετατροπέας τους, δηλαδή η ποσότητα ΑΒ+ΒΑ. Anticorrosivc Paint [Λντιοξειδωτική βαφή] Τεχνολ. Βαφή (μινιόν) προστασίας μεταλλικών επιφανειών από την οξείδωση, λόγω της περιεκτικότητας της σε χρωμικές και άλλες ενώσεις που προστατεύουν από τον σχηματισμό οξειδίων στην επιφάνεια. Οι βαμμένες επιφάνειες είναι επίσης αδιάβροχες. Antiereeper ΙΑντιερπυστικό] Μηχαν. Είναι κάθε σύστημα μίας κατασκευής που σκοπό έχει την αποφυγή ή τον περιορισμό του φαινομένου του ερπυσμού, δηλαδή της συνεχούς αύξησης της παραμόρφωσης, μέρους της κατασκευής, συναρτήσει του χρόνου υπό μία σταθερά επιβαλλόμενη εντατική κατάσταση. Anticyclogcncsis [Γένεση αντικυκλώνα| Μετεωρ. Ο σχηματισμός συστήματος ζωνών υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης, δηλαδή ενός αντικυκλώνα, στην τροπόσφαιρα. Οι αντικυκλώνες που δημιουργούνται ετησίως πάνω από ολόκληρη την υδρόγειο είναι εκατοντάδες. Anticyclolysis ΙΛύση αντικυκλώνα] Μετεωρ. II σταδιακή υποχώρηση του αντικυκλώνα η οποία είναι το αποτέλεσμα εισροής αέρα στα υψηλότερα στρώματα του αντικυκλώνα και εκροής αέρα προς την επιφάνεια της Γης. Anticyclone [Αντικυκλώναςί Μετεωρ. Σύνολο από ζώνες υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης στην τροπόσφαιρα. Η μέγιστη τιμή της πίεσης παρατηρείται στο κέντρο του αντικυκλώνα. Έχει διάρκεια ζωής από αρκετές μέρες έως μερικές εβδομάδες. Κινείται με μέση ταχύτητα 30 με 40 χλμ από δύση προς ανατολή, γενικά όμως οι αντικυκλώνες μένουν στάσιμοι. Anticyclonic [Αντικυκλωνικός] Μετεωρ. Χαρακτηρισμός κίνησης όμοιας με των ανέμων ενός αντικυκλώνα. Η κίνηση αυτή έχει διεύθυνση απροσδιόριστη στο ισημερινό επίπεδο, αντίρροπη των δεικτών του ρολογιού στο νότιο ημισφαίριο και ομύρροπη στο βόρειο. Anticyclonic Shear ΙΑντικυκλωνική διάτμηση] Μετεωρ. Κίνηση τμήματος του αέρα κατά οριζόντια διεύθυνση λόγω της ανομοιομορφίας της πίεσης KUI της θερμοκρασίας στην ατμόσφαιρα. Το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης είναι συνήθως η δημιουργία ανέμων

-131 που χαρακτηρίζουν τους αντικυκλώνες. Anticyclonic W i n d s [Ανεμοι αντικυκλώναί Μετεωρ. Οι άνεμοι που πΛ'έουν μέσα σε έναν αντικυκλώνα. II κίνησή τους είναι ομόρροπη των δεικτών του ρολογιού στο βόρειο ημισφαίριο και αντίρροπη στο νότιο. II έντασή τους στο εσωτερικό του αντικυκλώνα είναι ασθενής, δυναμώνει όμως προς την περιφέρεια. Antidcrivative [Αντιπαράγωγος] Μαθημ. Μια συνάρτηση ¥ παραγωγίσιμη σε διάστημα I τέτοια ώστε η F να είναι ίση με γνωστή συνάρτηση f ορισμένη στο I, δηλαδή F'(x)=f(x) για κάθε x που ανήκει στο I.—> Integral. Antidrag [Αντίσταση οπισθέλκουσας] Αεροναυτ. 1. Σχεδίαση αεροδυναμικών αντικειμένων και βοηθημάτων που μειώνουν την αντίσταση. 2. Ανάπτυξη δύναμης αντίδρασης στην οπισθέλκουσα. Antiferroelectrie Crystal [Αντισιδηροηλεκτρικός κρύσταλλος] Στερ. Κατ. Έτσι προσδιορίζεται ένας κρύσταλλος ο οποίος χαρακτηρίζεται από δύο διαφορετικές καταστάσεις. Στη μία κατάσταση επικρατεί μικρή συμμετρία και αποτελείται από δύο πλέγματα με ίση και αντίθετη πολικότητα, ενώ στην άλλη υπάρχει μεγάλη συμμετρία και τα πλέγματα είναι αδιάκριτα και μη πολωμένα. Antifcrroniagnctic Domain [Αντισιδηρομαγνητική Περιοχή] Φυα. Περιοχές ενός κρυσταλλικού υλικού στις οποίες παρατηρείται αντισιδηρομαγνητική τάξη των μαγνητικών ροπών το)ν ατόμων του. Antifcrroniagnctic Rcsonancc [Αντισιδηρομαγνητικός συντονισμός] 1 Οχκτρομαγν. Είναι ένα είδος μαγνητικού συντονισμού τον οποίο εμφανίζουν τα αντισιδηρομαγνητικά υλικά. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το φαινόμενο πρέπει να περιστρέφουμε ένα μαγνητικό πεδίο μέσα στο οποίο έχουμε πριν τοποθετήσει το αντισιδηρομαγνητικό υλικό. Antifcrroniagnctic Substancc [Αντισιδηρομαγνητικό στοιχείο] Ηλεκτρομαγν. Είναι ένα στοιχείο οι δομικοί λίθοι του οποίου είναι μαγνητικές μονάδες τοποθετημένες κατά αντιπαραλληλο τρόπο. Λ n t i f e r r o m a g n e t i c S u s c e p t i b i l i t y (Αντισιδηρομαγνητική ευπάθεια] Ηλεκζρομ Όταν οι μαγνητικές μονάδες ενός υλικού είναι τοποθετημένες κατά αντιπαράλληλο τρόπο, τότε το υλικό αυτό είναι ευπαθές στο μαγνητικό πεδίο που του εφαρμόζεται. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αντισιδηρομαγνητική ευπάθεια. Antiferromagnetism [Αντισιδηρομαγνητιομός | Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, τα spin και οι μαγνητικές ροπές δύο άμεσα γειτονικών ατόμων, ιόντων, μορίων ενός κρυσταλλικού υλικού έχουν αντίθετο προσανατολισμό, με συνέπεια να δημιουργούνται δυο μαγνητικά πλέγματα αντίθετης μαγνήτισης και η ολική μαγνήτιση να ισούται με μηδέν. Το φαινόμενο παρατηρείται σε θερμοκρασίες κάτω από μια χαρακτηριστική, για κάθε αντισιδηρομαγνητικό υλικό, θερμοκρασία, την θερμοκρασία Ν eel Τ Ν . Vntifoaming Agent [Αντιαφριστικό Μέσο] Χημ. Χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα, κυρίως στα λιπαντικά, για τη μείθ)ση της αφριστικής ικανότητας του ρευστού. Η >ράση τους βασίζεται στο γεγονός ότι, έχουν μικρότερη επιφανειακή τάση από το λιπαντικό και διευκολύνουν το διαχωρισμό των φυσαλίδων αέρα από αυτό. .2: αντιαφριστικά πρόσθετα χρησιμοποιούνται κυρίως σιλικονούχα πολυμερή, που είναι αδιάλυτα στο λιπαντικό. \niifreeze |Αντιψυκτικό] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα διά-

Antimonic C o m p o u n d

λυμα, το οποίο χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στα υγρά των μηχανών ψύξης, με σκοπό τη μείωση του σημείου πήξης του υγρού. Συνήθους χρησιμοποιείται η αιθυλενογλυκόλη ή η προπυλενογλυκόλη. Antifriction Bearing [Έδρανο αντιτριβής] Μηχ. Μηχ. Έδρανο κατασκευασμένο από κατάλληλο υλικό και με κατάλληλα επικαλυμμένη και κατεργασμένη επιφάνεια ο')στε να δημιουργεί ελάχιστη τριβή όταν ένα σώμα κινείται πάνω του. Antiglare Shield [Λντιανακλαστική ασπίδα] Υπολ. Φύλλο από υλικό που απορροφά ισχυρά το φως χωρίς να το ανακλά και το οποίο τοποθετείται πάνω από μια οθόνη με σκοπό να μειώσει το φως που εκπέμπει και να κάνει ευκολότερη την ανάγνωση στοιχείων από αυτήν. Antigravity [Αντιβαρύτητα] Φυσ. Π βαρυτική δύναμη η οποία ασκείται μεταξύ δύο σωμάτων είναι πάντα ελκτική. Ως αντιβαρύτητα, χαρακτηρίζεται η υποθετικά απωστική βαρυτική δύναμη που μπορεί να ασκηθεί μεταξύ δύο μαζών, πράγμα όμως που φαντάζει ανύπαρκτο αφού δεν έχουμε ποτέ παρατηρήσει τέτοιο φαινόμενο. Antihunt Circuit [Κύκλωμα ελαχιστοποίησης θορύβου] Η'/χκτμομ Το κύκλωμα αυτό είναι ένα σταθεροποιητικό κύκλωμα, το οποίο χρησιμοποιείται σε ένα βρόγχο ενός μεγαλύτερου συστήματος, και έχει ως αποτέλεσμα να αποφεύγονται οι ιδιοταλαντώσεις του. και να περιορίζεται ο θόρυβος του. Antijamming [Αντικορεσμός] ΙΙλεκτρομ Στις τηλεπικοινωνίες και στη λειτουργία των ραντάρ χρησιμοποιούνται σήματα. Κάποιες φορές ο αριθμός των σημάτων είναι τόσο μεγάλος ώστε τα συστήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Με τον όρο "αντικορεσμός' υποδηλώνονται οι διάφορες μέθοδοι και τεχνικές που εφαρμόζονται (όστε να αποφεύγονται τέτοια φαινόμενα. Antiknock ΙΑντικτυπικό] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για χημική ένωση, η οποία προστιθέμενη στο καύσιμο, μεταθέτει το "κτύπημα" του κινητήρα σε υψηλότερες τιμές συμπίεσης, με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού οκτανίου. Παράδειγμα αντικτυπικής ουσίας αποτελεί ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος. Antiknock Blending Value [Αξία μίγματος αντικτυπικού] Χημ. Μηχ. Εκφράζει την αύξηση του αριθμού οκτανίου ενός καυσίμου, η οποία επιτυγχάνεται με την προσθήκη της αντικτυπικής ουσίας. Antiknock Gasoline [Βενζίνη με αντικτυπικά] Χημ. Μηχ. Ονομάζεται η βενζίνη με αυξημένο αριθμό οκτανίου, αποτέλεσμα της προσθήκης αντικτυπικών ουσιών. Antiknock Rating [Εκτίμηση "κτυπήματος"] Χημ. Μηχ. Είναι η διαδικασία μέτρησης του ρυθμού "κτυπήματος" που εμφανίζει ένα καύσιμο σε μια πρότυπη μηχανή εσωτερικής καύσης. Antilogarithm [Αντιλογάριθμος] Μαθημ. Αντιλογάριθμος ή αντίστροφος λογάριθμος ενός αριθμού c είναι ο αριθμός b που προκύπτει αν υψωθεί η βάση a του λογάριθμου στη c δύναμη. Συμβολίζεται a c =b ή logdb=c. Antimagnetic [Αντιμαγνητικό] Τεχνολ. Αντικείμενο κατασκευασμένο και θωρακισμένο από υλικά που μένουν ανεπηρέαστα από την ύπαρξη μαγνητικών πεδίων. Antimonic Compound [Ένωση του Αντιμονίου] Ανόργ. Χημ. Περιλαμβάνει τις χημικές ενώσεις που σχηματίζει το αντιμόνιο, στις οποίες έχει αριθμό οξείδω-

Antimonide

- 132 -

σης +5. ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που εκπέμπει ο εξοπλιAntimonidc [Λντιμονίδιο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε σμός ανίχνευσης (Radar), χημικές ενώσεις που αποτελούνται από δύο στοιχεία, Antirattle Spring [Ελατήριο σύνδεσης] Μηχ. Μηχ. Εεκ των οποίων το ένα είναι το αντιμόνιο με αρνητικό λατήριο που χρησιμοποιείται για να συνδέει σταθερά αριθμό οξείδωσης. τα δισκόφρενα των τροχών οχημάτων με τους συνδέAntimony [Αντιμόνιο] Ανόργ. Χημ. Συμβολίζεται με σμους τους και να ελαχιστοποιεί τους ανεπιθύμητους Sb. Είναι χημικό στοιχείο της ομάδας VA του περιοδιθορύβους κροταλισμού που προκύπτουν όταν η σύκού πίνακα, με ατομικό αριθμό 51, ατομικό βάρος σφιγξη είναι χαλαρή. 121,75, σημείο τήξεως 631 °C και σημείο ζέσεως 1388 Antireflcction Coating [Επένδυση αντιανάκλασης] °C. Χαρακτηρίζεται ως μεταλλοειδές στοιχείο, διότι Τεχνολ. Η επένδυση μίας επιφάνειας με ειδικό κατάλέχει μεταλλική λάμψη και αγωγιμότητα. Λαμβάνεται ληλο υλικό το οποίο προκαλεί αντιδράσεις με την προαπό το ορυκτό αντιμονίτη, Sb 2 S 3 και χρησιμοποιείται σπίπτουσα ακτινοβολία, οι οποίες συντελούν ώστε να για τη σύνθεση κραμάτων. μειωθεί το ποσοστό ανάκλασής της. Antimony (III) Oxide [Τριοξείδιο του Αντιμονίου] Antiroll Fin [Αντιπεριστροφικό πτερύγιο] Ναυπηγ. ΕίΑνόργ. Χημ. Πρόκειται για στερεή ουσία με αμφοτερίναι ένα πτερύγιο το οποίο εξέχει σε κάθε πλευρά ορίζοντα χαρακτήρα. Με οξέα, δίνει κατιόντα Sb"'* ενώ με σμένων ειδικών σκαφών ώστε να αποφεύγεται το αναβάσεις δίνει ανιόντα Sb0 2 ". Ο χημικός τύπος είναι ποδογύρισμα. Τέτοια πτερύγια έχουν για παράδειγμα Sb 2 Oj και έχει μοριακό βάρος 291.50, σημείο τήξεως τα ιπτάμενα δελφίνια. 656 °C και σημείο ζέσεως 1550 °C. Antiroll T a n k [Δεξαμενή αντικύλισης] Ναυπηγ. Είδος Antimony Pentachloride [Χλωριούχο Αντιμόνιο 1 Α- δεξαμενής σε εμπορικά πλοία που επικοινωνεί με τη νόργ. Χημ. Είναι το άλας SbClj, όπου το αντιμόνιο έχει συζυγή συμμετρική της δεξαμενή και περιέχει υγρό το αριθμό οξείδωσης +5. Το μοριακό του βάρος είναι οποίο μετακινείται από την μία στην άλλη δεξαμενή 299,02, το σημείο ζέσεως 79 °C και το σημείο τήξεως ανάλογα με την κλίση του πλοίου συμβάλλοντας στην 2,8 °C. Είναι διαλυτό σε υδροχλωρικό οξύ και χρησι- διατήρηση της ευστάθειας του σε περίπτωση κακοκαιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και στην αναλυτική ρίας. χημεία. Anti rolling Gyroscope [Αντιπεριστροφικό γυροσκόAntimony Sulfate [Θειικό Αντιμόνιο] Ανόργ. Χημ. πιο] Ναυπηγ. Είναι ένα είδος γυροσκοπίου, πάρα πολύ Πρόκειται για λευκό, στερεό άλας, με χημικό τύπο Sb2 μεγάλου μεγέθους,. Το γυροσκόπιο αυτό αποτελείται ( S 0 4 h και μοριακό βάρος 531,67, διαλυτό σε οξέα. από έναν κάθετο άξονα, και έχει τη δυνατότητα να Antimonyl [Αντιμονύλιο] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται το γέρνει προς την πρύμνη ή προς την πλώρη του πλοίου ιόν S b O \ με τη βοήθεια ηλεκτρικής μηχανής. 1 Antinode [Αντικύμβος] Φυσ. Τα σημεία δύο ευθειών Antiskid Plate [Αντιολισθητική πλάκα] Μηχ. Μεταλλιπου καθορίζουν τη μέγιστη και την ελάχιστη τιμή του κό φύλλο επιστρωμένο με τραχύ υλικό και στις δύο πλάτους μιας διαταραχής που μεταδίδεται με κύματα. του όψεις για χρήση ανάμεσα σε κιβώτια ή δέματα εAntinode" [Αντικόμβος] Αστρον. Δύο θέσεις ενός ου- μπορευμάτων κατά τη μεταφορά τους. ράνιου σώματος επί της τροχιάς του τα οποία καθορί- Antislip Metal [Αντιολισθητικό μέταλλο] Μηχ. Μεζουν ένα ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το εστιακό ταλλικό φύλλο με τραχεία επιφάνεια για χρήση σε δάσημείο της τροχιάς και σχηματίζει ορθή γωνία με το πεδα, σκάλες κλ.π. που είναι αναγκαίο να μην παρουευθύγραμμο τμήμα που ορίζουν ο ανιών και ο κατιών σιάζουν ολισθηρότητα. κόμβος του σώματος. Antistress Mineral [Αντιτασικό ορυκτό] Γεωλ. ΟρυAntioxidant [Αντιοξειδωτικός] Χημ. Αναφέρεται σε κτό που δεν μπορεί να σχηματιστεί υπό την επίδραση ενώσεις που μειώνουν το ρυθμό της αντίδρασης οξείμεγάλ,ων πιέσεων και κατά συνέπεια δεν συναντάται δωσης διαφόρων υλικών. Χρησιμοποιούνται ως πρό- σε υψηλής παραμόρφωσης πετρώματα όπως π.χ. ορισθετα σε πλαστικά, τρόφιμα, χρώματα, λιπαντικά, κλ.π. σμένα είδη αστρίων. Τα αντιοξειδωτικά δεσμεύουν ελεύθερες ρίζες, δη- Antisolar Point [Αντήλιο σημείο] Αστρον. Σημείο του μιουργώντας συγχρόνως ένα προστατευτικό κάλυμμα σύμπαντος συνευθειακό με τον ήλιο και έναν γήινο στην επιφάνεια του υλικού. παρατηρητή, με τον παρατηρητή να βρίσκεται στο μέAntiparallel [Αντιπαράλληλο] Μαθημ. Γεωμετρικός σο του ευθύγραμμου τμήματος που ορίζεται, όρος που χρησιμοποιείται όταν ένα διάνυσμα έχει διεύ- Antisubmarine [Ανθυποβρυχιακός] Μηχ. Όρος που Ουνση παράλληλη προς ένα δεύτερο και φορά αντίθετη αναφέρεται σε εξοπλισμό κάθε είδους (συσκευές ανίαπό αυτό. χνευσης, τορπίλλες κ.λ.π.) που χρησιμοποιείται κατά Antipodal Points [Αντιδιαμετρικά σημεία] Μαθημ. Τα των υποβρυχίων, δύο σημεία στα οποία τέμνει την περιφέρεια του κύ- Antisubmarine Missile [Ανθυποβρυχιακό βλήμα] κλου ή της σφαίρας κάθε ευθεία η οποία περνάει από Μηχ. Βλήμα για την προσβολ.ή ενός υποβρυχίου. Πρότο κέντρο. κείται συνήθως για βόμβες βάθους (διάφοροι τύποι ποAntipodes [Αντίποδες] Γεχυό. Ως αντίποδες χαρακτηρί- λ.υβομβών) εφοδιασμένες με κρουσιφλεγείς πυροσωζονται δύο σημεία στην επιφάνεια της Γης τα οποία αν λήνες. τα ενώσουμε με μία γραμμή που τέμνει τη γη, αυτή θα Antisubmarine Rocket | Ανθυποβρυχιακός πύραυλος] περνάει από το κέντρο της. Είναι δηλαδή δύο αντίδια- Μηχ. Τορπίλη που εκτοξεύεται από σταθμούς επιφάμετρικά επιφανειακά σημεία της γης. νειας και ακολουθεί υποθαλάσσια πορεία αυτοκινούA n t i r a d a r Coating [Ηπένδυση αντιραντάρ] Τεχνολ. μενη κατά τη διεύθυνση βολής με στόχο ένα υποβρύΕιδική επένδυση αντικειμένων, κυρίως αεροσκαφών, χιο. που μειώνει την πιθανότητα ανίχνευσης τους. II επέν- Antisubmarine Weapon [Ανθυποβρυχιακό όπλο] δυση αυτή περιορίζει και εξασθενεί, με χρήση ειδικών Μηχ. ΓΙυρομαχικός εξοπλισμός κάθε είδους (βόμβες υλικών και γεωμετρικής σχεδίασης, την ανάκλαση των βάθους, νάρκες, τορπίλες, εντοπιστικές συσκευές κ.λ.

- 133-

π.) που χρησιμοποιούνται κατά των υποβρυχίων. Antisymmetric Function [Αντισυμμετρική συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση η οποία μεταβάλλει τον προσανατολισμό και το πρόσημο διατεταγμένου ζεύγους. Antisymmetric Matrix [Αντισυμμετρικός πίνακας] Μαθημ. Αντισυμμετρικός ενός πίνακα Α καλείται ένας πίνακας ο οποίος έχει πρόσημο αντίθετο με αυτό του Α, γραμμές τις στήλες του Α και στήλες τις γραμμές του Α. Antisymmetric Relation [Αντισυμμετρική σχέση] Μαθημ. Σχέση η οποία ορίζεται σε ένα σύνολο για κάθε ζεύγος στοιχείων του που είναι συγκρίσιμα. Αν ισχύει η αντισυμμετρική σχέση για ένα ζεύγος (a,b) τότε: a>b και b>a => a=b, δηλαδή αν a μεγαλύτερο ή ίσο του b και b μεγαλύτερο ή ίσο του a τότε ισχύει η ισότητα a=b. Antisymmetric W a v e Function [Αντισυμμετρικές Κυματοσυναρτήσεις] Φυσ. Πρόκειται για βασική ιδιότητα μιας κυματοσυνάρτησης πολλών φερμιονίων, δηλαδή πολλών σωματιδίων που ακολουθούν την στατιστική Fcrmi-Dirac, π.χ. των ηλεκτρονίων. Μια αντισυμμετρική κυματοσυνάρτηση αλλάζει πρόσημο, αν δύο ηλεκτρόνια ανταλλάξουν την κατάστασή τους με συνέπεια να είναι αδύνατο δύο ηλεκτρόνια να μπορούν να βρεθούν στην ίδια κατάσταση. Antitail [Αντιουρά] Αστμυν. Αέρια και σκόνη από τον πυρήνα ενός κομήτη. Βρίσκονται στην κεφαλή του κομήτη με τη μορφή μικρής ακίδας και εμφανίζονται λόγω της επίδρασης της ακτινοβολίας του Ήλιου. Antitank G r e n a d e [Αντιαρματική βομβίδα] Μηχ. Βομβίδα που ρίχνεται από ειδικούς εκτοξευτές που φέρουν βλητικό σιδηρύ σωλήνα και πυροδοτικό μηχανισμό για τη διάτρηση των θωρακισμένων αρμάτων μάχης και άλλων θωρακισμένα™ στόχων. Έχει βεληνεκές μεγαλύτερο από 100 μέτρα. Antitank Guided Missile [Αντιαρματικό κατευθυνόμενο βλήμα] Μηχ. Βλήμα για την εξουδετέρωση θωρακισμένων αρμάτων μάχης που προέρχεται από την αυτόματη πυροδότηση ενός πυροβόλου από μια κεντρική ηλεκτρονική διάταξη σκόπευσης μέσω τηλεκινητήρων. Συμπεριλαμβάνουν μηχανισμούς διόρθωσης της βλητικής τροχιάς σε περίπτωση εκτροπής από τον στόχο. Antitank G u n [Αντιαρματικό όπλο] Μηχ. Διάφοροι τύποι πολυβόλων για την εξουδετέρωση αρμάτων μάχης. Χαρακτηριστικό τους μέγεθος είναι το διαμέτρημα της κάνης σε χιλιοστόμετρα. Antitank Mine Field [Αντιαρματικό ναρκοπέδιο] μηχ. Κάλυψη του εδάφους με εκρηκτικούς μηχανισμούς σε μικρό βάθος, που λειτουργούν με την άσκηση πίεσης επί του πυροδοτικού μηχανισμού, ως μέσο εξουδετέρωσης αρμάτων μάχης. Antitank Missile [Αντιαρματικό βλήμα] Μηχ. Βλήμα ικανό να πλήξει ένα θωρακισμένο άρμα μάχης ή άλλο θωρακισμένο στόχο. Οι βλητικές του ιδιότητες εξαρτώνται από τη διατρητική του ισχύ δηλ. το πάχος του θώρακα σε χιλιοστά που διαπερνά. Antitank Weapon [Αντιαρματικός οπλισμός] Μηχ. Μηχάνημα πυρός ικανό να πλήξει θωρακισμένα άρματα μάχης ή άλλους Ο(ορακισμένους στόχους εκτοξεύοντας βλήματα μεγάλης διατρητικής ισχύος. Vntitheft Device [Αντικλεπτικός μηχανισμός! Μηχ Μηχανκή επινόηση διαφόρων μορφών (συστήματα συναγερμού, μηχανισμοί κλειδώματος της ανάφλεξης, του τιμονιού κ.λ.π) για την αποτροπή κλοπής του αυτοκινήτου.

Apcriodic Compass

Antitorpedo [Αντιτορπιλικός] Μηχ. Οπλισμός διαφόρων μορφών (νάρκες βάθους, τορπιλοβλητικοί σωλήνες κ.λ.π.) για την εξουδετέρωση των τορπιλο')ν. Antitritium [Αντιτρίτιο] Φνσ. Το αντισωματίδιο του ραδιενεργού ισοτόπου του υδρογόνου τρίτιου. Αποτελείται από ένα αντιπρωτόνιο και δύο αντινετρόνια. Antler Orogeny [Ορογένεση Αντλερ] Γν.ωλ. Ορο γενετική περίοδος με τεκτονικά φαινόμενα μικρής έκτασης που προκάλεσαν σχηματισμό ορέων στη Νεβάδα κατά την ανώτερη Δεβόνιο περίοδο (πριν 400 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα. Antlerite ΙΑντλερίτης] Γεωλ. Ορυκτό, ένα από τα κοιτάσματα χαλκού, αποτελούμενο από ένυδρο θειικό άλας χαλκού.Συναντάται σε βαθυπράσινους βελονοειδείς κρυστάλλους στην Αλάσκα, Μεξικό κ.λ.π. Antlia [Αντλία] Αστρον. Αστερισμός του νότιου ουράνιου ημισφαιρίου, στα νότια του αστερισμού της Ύδρας. Οι αστέρες του είναι μέχρι τετάρτου μεγέθους. Antoine Equation [Εξίσωση Αντουάν] Φυσ. Εξίσωση που δίνει την πειραματική σχέση ανάμεσα στη πίεση των ατμών ενός υγρού και την απόλυτη θερμοκρασία του. A n t o n o f f ' s Rule [Κανόνας του Αντόνωφ] Φησ. Κανόνας της υδροστατικής σύμφωνα με τον οποίο η επιφανειακή τάση στη στιβάδα επαφής δύο υγρών φάσεων σε κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας ισούται με τη διαφορά των επιφανειακών τάσεων των δύο υγρών σε επαφή με τον αέρα. AN T N T Slurry [Μίγμα ΑΝ-ΤΝΤ] Χημ. Μίγμα αποτελούμενο από νιτρικό αμμώνιο (ΑΝ) και 2,4,6 τρινιτροτολουόλιο, κοινοός τροτύλη (ΤΝΤ). Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως εκρηκτική ύλη για την γόμωση βλημάτων, ναρκών, βομβών κ.λ.π. Apache Server [Διανομέας Απάτσι] Επικοιν. Ένα ελεύθερο και συνεχώς εξελισσόμενο εργαλείο για κατασκευή, χειρισμό και συντήρηση ενός διαχειριστή ιστοσελίδων του διαδικτύου με μεγάλες δυνατότητες. Apachite [Απαχίτης] Γεωλ. Ηφαιστειογενές πέτρωμα, ποικιλία φωνόλιθου, που αποτελείται από αινιγματίτη και πυροξένους. Συναντάται σε κρυσταλλική μορφή και έχει χρώμα φαιό. Apareon [Απάρειον] Αστρον. Το σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω από τον Αρη, στο οποίο καταγράφεται η μέγιστη απομάκρυνσή του από τον πλανήτη. Apastron [Απαστρο] Αστρον. Σε ένα σύστημα διπλίόν αστέρων άπαστρο είναι το σημείο εκείνο στο οποίο ο συζυγής αστέρας απέχει τη μέγιστη δυνατή απόσταση από τον πρωτεύοντα αστέρα. Apatite [Απατίτης] Γεωλ. Ορυκτό φωσφορικό ασβέστιο με αρκετές παραλλαγές ανάλογα με τη χημική του σύσταση.Έχει πέντε άτομα ασβεστίου από τα οποία τα τέσσερα είναι ενωμένα με τον ανυδρίτη του φωσφορικού οξέος και το πέμπτο με χλώριο, φθόριο ή υδροξύλιο. Μέρος του ασβεστίου ή του φωσφόρου μπορεί να έχει αντικατασταθεί από άλλα στοιχεία. Έχει τεράστια σημασία για την παρασκευή κυρίως φωσφορούχων λιπασμάτων. Aperiodic [Απεριοδικός] Φυσ. Όρος που αναφέρεται. 1. Σε σύστημα ικανό να εκτελεί δονήσεις στη περίπτωση της μη δόνησής του λόγω μεγάλων απωλειών ενέργειας. 2. Σε κύκλωμα Thomson που δεν είναι ικανό συντονισμού σε συγκεκριμένη συχνότητα λόγω υψηλής απόσβεσης ενέργειας. Aperiodic Compass [Απεριοδική πυξίδα] Πλοηγ. Τύ-

Aperiodic Damping

- 134 -

πος πυξίδας όπου μετά την χρήση της, η βελόνα ένδει- κρό ρυθμιζόμενο άνοιγμα στο διάφραγμα του συστήξης επιστρέφει άμεσα, χωρίς να ταλαντευτεί, από το ματος του αντικειμενικού φακού μιας φοοτογραφικής μηχανής με τη μεταβολή της διαμέτρου του οποίου σημείο ένδειξης στο νεκρό σημείο ηρεμίας. ρυθμίζεται το σχετικό άνοιγμα του φακού δηλ. η ποσόAperiodic D a m p i n g [Απεριοδική απόσβεση] Φυσ. II κίνηση ενός κινητού δυνάμενου να εκτελεί περιοδική τητα φωτός κατά τη φωτογράφηση. κίνηση στην περίπτοοση μεγάλης απόσβεσης, λόγω ι- A p e r t u r e Splitting [Διαχωρισμός ανοίγματος] Φυσ. σχυρών δυνάμεων που αντιδρούν στην κίνηση, οπότε Διάταξη δύο διαφραγμάτων πριν από έναν φακό όπου διεγειρόμενο επανέρχεται στη θέση ισορροπίας χωρίς το δεύτερο έχει δύο ανοίγματα και διαχωρίζει τη δέσμη να την υπερβεί κατά την αντίθετη κατεύθυνση, π.χ. εκ- που περνά από το άνοιγμα του πρώτου διαφράγματος κρεμές που εκτρέπεται εντός υγρού μεγάλου ιξώδους. πριν αυτή συγκεντρωθεί από τον φακό. Aperiodic Waves [Λπεριοδικά κύματα] Φασ. Απεριο- A p e r t u r e Stop [Διάφραγμα ανοίγματος] Φυσ. Διάδική ηλεκτρική ταλάντωση ενός κυκλώματος Thomson φραγμα που φέρει οπή (κόρη ή ίριδα) πριν ή μετά τον λόγω μεγάλης απόσβεσης στην περίπτωση που R > 2 V ςοακό μιας οπτικής διάταξης για τον περιορισμό της L / C όπου R η ωμική αντίσταση του πηνίου, Ι. ο συ- δέσμης των διαθέσιμων ακτίνων και το καθορισμό του ντελεστής αυτεπαγωγής του πηνίου και C η χωρητικό- εύρους των αποτελεσματικών ακτίνων στη δημιουργία τητα του πυκνωτή. ειδώλου. Apertometer [Διαφραγματόμετρο] Φυσ. Όργανο για A p e r t u r e Synthesis [Σύνθεση ανοιγμάτων] Φιχτ. II την μέτρηση του αριθμητικού ανοίγματος των αντικει- χρησιμοποίηση πολλαπλών οπτικών οργάνων μικρότεμενικών φακών ενός μικροσκοπίου. ρου ανοίγματος και η σύνθεση των ειδώλων για την A p e r t u r e [Ανοιγμα] Φησ. 1. II δίοδος σχήματος οπής, ενιαία λήψη των οποίων θα απαιτείτο τηλεσκόπιο ποσχισμής διάκενου κ.λ.π. ενός διαφράγματος απ' όπου λύ μεγαλύτερου ανοίγματος. διέρχεται η αποτελεσματική ακτινοβολία φωτεινή, η- Apex 1 [Κορυφή] Μαθημ. Χαρακτηρισμός του σημείου χητική κ.λ.π. προς μία διάταξη. 2. Στην οπτική, καλεί- ενός τριγώνου, ενός κώνου ή μιας πυραμίδας στο οποίται α) η γωνία που σχηματίζεται από τις δύο ευθείες ο καταλήγουν οι πλευρές και βρίσκεται απέναντι από που ενώνουν την κύρια εστία και τα άκρα ενός φακού την πλευρά ή την έδρα που θεωρείται βάση. ή κατόπτρου, β) η διάμετρος του αντικειμενικού φα- Apex" [Κορυφή] Μηχ. Το σημείο εκείνο σε μια κατακού ενός οπτικού οργάνου. σκευή που καθορίζει το μέγιστο ύψος της. A p e r t u r e Aberration [Εκτροπή ανοίγματος] φυσ. Apex Stone [Πέτρα του άπηκα] Αρχιτεκτ. II κορυφαία Σφάλματα σφαιρικότητας ενός φακού ή κατόπτρου με- πλάκα, τριγωνικού συνήθως σχήματος και συχνά διαγάλου ανοίγματος που συνίσταται στο ότι οι ακτίνες κοσμημένη. του αετώματος της πρόσοψης, ακριβώς της προσπίπτουσας δέσμης δεν παραμένουν στιγματι- κάτω από το γείσο της αμφικλινούς στέγης. κές δηλ. δεν συγκεντρώνονται επί του αυτού σημείου, Aphanite [Λφανίτης] Γεωλ. Πέτρωμα του οποίου τα λόγω της διαφορετικής εκτροπής των απομακρυσμέ- συστατικά, λόγω της εξαιρετικά πυκνής υφής του, δεν νων από τον άξονα ακτίνων. διακρίνονται για γυμνού οφθαλμού, όπως σε ορισμένα A p e r t u r e Angle [Γωνιακό άνοιγμα] Φυσ. Η γωνία ει- πυριγενή πετροόματα. σόδου ή εξόδου εντός της οποίας περιορίζονται οι απο- Aphelion [Αφήλιο] Αστρον. Το σημείο εκείνο της ηλιοτελεσματικές ακτίνες μιας δέσμης που, διερχόμενες ή κεντρικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος στο οποίο εξερχόμενες από τον φακό μιας οπτικής διάταξης, συ- παρατηρείται η μέγιστη απομάκρυνση από τον Ηλιο. ντελούν στην δημιουργία ειδώλου. Καθορίζεται από το Aphesperian [Απαφροδίτιο] Αστρον. Το σημείο εκείνο μέγεθος και τη θέση της κύρης εισόδου ή εξόδου δηλ. της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται οπών αδιαβανο^ν διαφραγμάτων πριν ή μετά τον φακό. γύρω από την Αφροδίτη, στο οποίο καταγράφεται η A p e r t u r e Conductivity [Αγωγιμότητα ανοίγματος] μέγιστη απομάκρυνσή του από τον πλανήτη. Φιχτ. Στη διάδοση ενός ηχητικού κύματος δια μέσου Aphotic Zone [Αφωτική ζώνη] Γεα>λ. Ζώνη που περιανοίγματος ενός διαφράγματος, το πηλίκο της πυκνό- λαμβάνει τα μεγαλύτερα υποθαλάσσια βάθη, μεγαλύτητας του μέσου διάδοσης προς την ακουστική αντί- τερα των 1.000 μέτρων, όπου δεν φτάνει το ηλιακό δραση λόγω των δυνάμεων των μαζών αδράνειας. φως.Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χλωρίδας και τη A p e r t u r e Distortion [Παραμόρφωση ανοίγματος] Επι- παρουσία εντελώς ιδιαίτερων βαθυπελαγικών οργανικοιν>. Συνήθως στη μετάδοση μέσω φαξ έτσι βρίσκου- σμών που συχνά είναι εφοδιασμένοι με φωτογόνα όρμε την παραμόρφωση από διάφορες αιτίες σχετικές με γανα. τη μη χρήση (ακριβώς) κατάλληλου πρωτοτύπου. Aphyric [Απυρικό] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε εA p e r t u r e Illumination |Φωτισμός ανοίγματος! Φυσ. κρηξιγενή πετρώματα που δεν παρουσιάζουν καταφαII κατανομή της έντασης μιας φωτεινής δέσμης κατά νείς κρυστάλλους (φαινοκρυστάλλους). την πρόσπτωσή της επί ανοίγματος (σχισμής ή οπής) Apjohnite [Απτζονίτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο σύμφωνα με το φαινόμενο της περίθλασης. II απομά- από ένυδρο θειικό μαγγάνιο και αργίλιο.Συναντάται σε κρυνση του πλάτους και της φάσης του κύματος σ' ένα επιφλοιώσεις και σε ινώδεις διάφανους, με μεταλλική οποιοδήποτε σημείο του χώρου μπορεί να βρεθεί κατά λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς πρισματικού συτη θεωρία του Kirchhoff. στήματος. Έχει χρώμα λευκό, ανοιχτό κίτρινο η πράσιA p e r t u r e Ratio [Σχετικό άνοιγμα| Φνσ. Ο λόγος του νο και σκληρότητα 1.5 έως 2 στη κλίμακα Μος. αχρέλιμου ανοίγματος (που είναι μικρότερο του πραγ- Aplanatic Lens [Λπλανητικός φακός] Φυσ. Φακός εματικού) προς την εστιακή απόσταση του φακού. Πίναι νός οπτικού συστήματος όπου έχει αρθεί (με χρήση μέτρο φωτεινότητας ενός φακού. Στις φωτογραφικές πολλαπλών φακών, με ελαφρά μεταβολή του σφαιριμηχανές σημειώνεται με 1' υπό μορφή κλάσματος. Όσο κού σχήματος ή με κατάλληλη εκλογή των ακτίνων μικρότερος είναι ο παρονομαστής τόσο φωτεινότερος καμπυλότητας) το σφάλμα της σφαιρικότητας και κόείναι ο φακός. μης για αξονικές ακτίνες και δεδομένη απόσταση. A p e r t u r e Slot IΣχισμή ή ίριδα ανοίγματος] Φυσ. Μι- Aplanatic Points [Απλανητικά σημεία] Φυσ. Σ' ένα

- 135οπτικό σύστημα, τα δύο σημεία του κύριου άξονα που λειτουργούν ως κέντρο προέλευσης και κέντρο σύγκλισης των ακτίνων στη περίπτωση που το σύστημα είναι απλανητικό δηλ. δεν παρουσιάζει σφάλμα σφαιρικής εκτροπής. Aplite [Απλίτης] Γεωλ. Εκρηξιγενής πλουτωνίτης της οικογένειας των γρανιτών με πρωτεύοντα ορυκτολογικά συστατικά αστρίους και χαλαζία. Έχει λεπτοκοκκώδη ιστό χωρίς στρώση και ανοικτό ποικίλο χρωματισμό ανάλογα με τις ξένες προσμίξεις. Λρο- [Από-] Χημ. Πρόθεμα που υποδηλώνει σχέση ή σχηματισμό από άλλη χημική ουσία. Apoatropine [Αποατροπίνη] Χημ. Αλκαλοειδής, ετεροκυκλική ένωση (C17H21NO2)» που προκύπτει από την αφυδάτωση της ατροπίνης. Είναι στερεό κρυσταλλικό σώμα με βασικές ιδιότητες. Apochromat [Αποχρωματικός] φυσ. —> Apochromatic Lens. Apochromatic Lens [Αποχρωματικός φακός] Φυσ. Φακός απαλλαγμένος από το χρωματικό σφάλμα με την χρησιμοποίηση δύο φακών από το ίδιο υλικό και εκλογή της μεταξύ τους απόστασης ώστε να υπάρχει σύμπτωση των εστιών για τρία επιλεγμένα μήκη κύματος και σχετικά καλή σύμπτωση για όλα τα χρώματα. Apochromatic System [Αποχρωματικό σύστημα] Φυσ. Οπτικό σύστημα (τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ. π.) όπου δια συνδυασμού πολλών κατάλληλων φακών έχει αρθεί το χρωματικό σφάλμα. Apocronus [Αποκρόνιο] Αστρον. Το σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω από τον Κρόνο, στο οποίο καταγράφεται η μέγιστη απομάκρυνσή του από τον πλανήτη. Apodization [Απόδοση] Η/εκτρον. Πρόκειται για τεχνική επεξεργασίας ενός καταγραμμένου ψηφιακού σήματος στην οποία, το σήμα πολλαπλασιάζεται με κατάλληλης μορφής συναρτήσεις ώστε να εξομαλύνεται η μορφή του πριν το μετασχηματισμό Fourier. Apodization 2 [Απόδοση] Πλεκτρον. Τεχνική μεταβολής και εξομάλυνσης της απόκρισης ενός φίλτρου ακουστικών κυμάτων. Apot'ocus ΙΑφεστιακό] Αστρον. Το σημείο εκείνο στο οποίο η τροχιά ενός ουράνιου σώματος παρουσιάζει τη μέγιστη απομάκρυνση από το σώμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται. Apogcan Tidal C u r r e n t s [Απογειακά παλιρροιακά ρεύματα] Φνσ. Παλιρροιακά ρεύματα μειωμένης σφοδρότητας που εμφανίζονται κατά τη διάβαση της σελήνης από το απόγειο. II πραγματική έντασή τους εξαρτάται και από τη σύμπτωση ή όχι άλλων παραγόντων (συζυγίες, τετραγωνισμοί κ.λ.π.). Apogcan Tides [Απογειακές παλίρροιες] Φυσ. Λσθενέστερες παλίρροιες, μικρότερου εύρους σε σχέση με το μέσο εύρος, κατά το απόγειο της σελήνης όταν δηλ. αυτή βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από τη γη, λόγω της μειωμένης ελκτικής της δύναμης επί της υγρής γήινης μάζας. Vpogee [Απόγειο] Αστρον. Όρος που χρησιμοποιείται για ουράνια σώματα τα οποία εκτελούν κλειστή τροχιά γύρω από τη Γη. Είναι το σημείο στο οποίο η απόσταση του ουράνιου σο')ματος είναι η μέγιστη δυνατή από :ο κέντρο της Γης. Vpojove [Απόδιον] Αστρον. Το σημείο εκείνο της τρον ιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω :.-ό τον Δία, στο οποίο καταγράφεται η μέγιστη αποαάκρυνσή του από τον πλανήτη.

Apophyllite

Apollo [Απόλλων) Αστρον. Μικρός πλανήτης του οποίου η ύπαρξη ανακαλύφθηκε το 1932. Μπορεί να πλησιάσει τη Γη σε απόσταση 15 εκατομμυρίων χλμ. II μέγιστη απόσταση του από τον Ήλιο είναι 2.327 αστρονομικές μονάδες ενώ η ελάχιστη είναι 0.645 αστρονομικές μονάδες, Apollo Asteroid (Αστεροειδές Απόλλων| Αστρον. Αστεροειδής που βρίσκεται μέσα στην τροχιά της Γης. -» Apollo Object. Apollo Object [Αντικείμενο τύπου Απόλλων] Αστρον. Ονομασία των αστεροειδών των οποίων η τροχιά συναντά σε κάποιο σημείο της την τροχιά της Γης. Apollo P r o g r a m m e [Πρόγραμμα Απόλλων] Αστρον. Αμερικανικό διαστημικό πρόγραμμα επανδρωμένων πτήσεων για την εξερεύνηση της σελήνης. Περιλαμβάνει μια σειρά αποστολών με πρώτη τον Apollo 8, τον Δεκέμβρη του '68, που ήταν και η πρώτη επανδρωμένη πτήση προς την σελήνη και την ιστορικά πιο σημαντική αποστολή του Apollo 11, τον Ιούλιο τ ο υ ' 6 9 , όπου πρώτη φορά ο άνθρωπος βάδισε επί της σελήνης, Apollonius' Circle [Λπολλά)νιανός κύκλος) Μαθημ. Κάθε κύκλος του οποίου όλα τα σημεία C της περιφέρειας πληρούν την ιδιότητα: το πηλίκο AC:BD, όπου Α και Β δύο σταθερά σημεία, είναι ένας σταθερός αριθμός. Apollonius' Problem [Απολλώνιου πρόβλημα] Μαθημ. Θεωρώντας γνωστά τρία στοιχεία τα οποία μπορεί να είναι σημείο, ευθεία ή περιφέρεια ζητείται να κατασκευαστεί περιφέρεια η οποία να εφάπτεται σε κάθε ευθεία και περιφέρεια και να διέρχεται από τα σημεία. Apollonius' Theorem ΙΑπολλωνιανό θεώρημα] Μαθημ. Έστω ένα τρίγωνο ΑΒΓ όπου ΒΓ είναι η βάση του. Θεωρούμε ένα σημείο Δ στη βάση ΒΓ του τριγώνου τέτοιο ώστε ο λόγος ΒΓ/ΔΓ να είναι σταθερός και ίσος με κ/λ. Τότε για το τρίγωνο ισχύει λ|ΑΒ|~+κ|ΑΓ|:=λ|ΒΔ|~+κ|ΔΓ|:+(κ+λ) |ΑΔ|2. Apolune [Αποσελήνιο] Αστρον. Το σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω από τη σελήνη, στο οποίο παρουσιάζεται η μέγιστη απομάκρυνση από τη σελήνη, Apomercurian [Αφερμείον| Αστρον. Το σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ερμή, στο οποίο καταγράφεται η μέγιστη απομάκρυνσή του από τον πλανήτη, Apophorometer [Αποφορόμετροί Γεωλ. Όργανο που στηρίζει τη λειτουργία του στο φαινόμενο της εξάχνωσης για το καθορισμό της ορυκτολογικής σύστασης των πετρωμάτων. Apophvge [Απόθεση] Αρχ. Με αυτόν τον όρο, στους αρχαίους ναούς, χαρακτηρίζονται οι ελαφρώς διαπλατυσμένες θέσεις του κορμού των κιόνων όπου οι ραβδώσεις τους και στο επάνω μέρος αλλά και στην βάση τους καταλήγουν σε τεταρτοσφαιρικές ή κατά προσέγγιση σφαιρικές επιφάνειες. Στην αρχαία βιβλιογραφία η θέση της απόθεσης είναι γνωστή και με τον όρο "απόφυσιν". Apophyllite [Αποφυλλίτης] Γεωλ. Ορυκτό πυριτικό της κατηγορίας των ζεολίθων. Ως προς την χημική του σύνθεση είναι ένυδρο πυριτικό ασβέστιο που εμπεριέχει μικρή ποσότητα καλίου και φθορίου. Συναντάται σε κρυστάλλους διαφόρων χρωμάτων και διαφάνειας του τετραγωνικού συστήματος. 'Εχει σκληρότητα περίπου 4,5 έως 5 της κλίμακας Μος. Λέγεται και ιχθυόφθαλμος.

Angle Of Reflection

- 136-

Apoplutonian [Αποπλουτώνιο] Αστρον. To σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω από τον Πλούτωνα, στο οποίο παρουσιάζεται η μέγιστη απομάκρυνση από τον πλαννήτη. Apoposeidon [Αποποσειδώνιο] Αστρον. Το σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σίόματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ποσειδώνα, στο οποίο καταγράφεται η μέγιστη απομάκρυνση του από τον πλανήτη. Α Positive [Α θετικό, Α"] Φυσ. Σύμβολο που παριστά το θετικό αποδέκτη της ηλεκτρικής πηγής ή ηλεκτρόδιο που συνδέεται στο θετικό ακροδέκτη ηλεκτρικής πηγής. Apostilh [Αποστίλβη] Φυσ. Μονάδα για την μέτρηση της λαμπρότητας μιάς εκτεταμένης φωτεινής πηγής ίση με το 1/1000 της μονάδας Λαμπέρ. Apothem [Απόθεμα] Μαθημ. Απόθεμα ή συνηθέστερα απόστημα κανονικού πολυγώνου που εγγράφεται σε κύκλο είναι η ακτίνα του πολυγώνου και υπολογίζεται μέσω της ακτίνας του περιγεγραμμένου κύκλου. A p o u r a n i a n [Απουράνιο] Αστρον. Το σημείο εκείνο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ουρανό, στο οποίο παρουσιάζεται η μέγιστη απομάκρυνση από τον Ουρανό. Appalaehia [Αππαλάχια] Γεν. Οροσειρά της Ανατολικής Β.Αμερικής με μέτρια ύψη κορυφών (μέχρι 2228 μέτρα) και μήκος περίπου 2300 χλμ. Έχει άφθονο ορυκτό πλούτο και δάση. Είναι απομεινάρι της Ερκύνιου ορογένεσης. Appalachian Opogeny [Αππαλάχιος ορογένεση] Γεω λ. Η Τρίτη ορογενετική περίοδος κατά τις νεότερες περιόδους του Παλαιοζωικού αιώνα (Δεβόνιον, Ανθρακοφόρον, Πέρμιον) κατά την οποία σχηματίστηκαν ψηλές οροσειρές, λείψανα των οποίων είναι πολλά σημερινά όρη στην Αμερική (Αππαλάχια), στην Ασία (Ουράλια) κ.λ.π. Λέγεται και Ερκύνιος. A p p a r a t u s [Συσκευήΐ Φυσ. Το αυτοτελές μηχάνημα που αποτελείται από ένα όργανο ή σύνολο οργάνων για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης λειτουργίας. A p p a r e n t [Φαινόμενο] Αστρον. Επίθετο που προηγείται ορισμένων χαρακτηριστικών των ουρανίων σωμάτων όπως το φαινόμενο μέγεθος, η φαινόμενη λαμπρότητα και άλλα τα οποία είναι συγκριτικά μετρήσιμα. A p p a r e n t Additional Mass [Φαινομενική πρόσθετη μάζα] Φυσ. Για σώμα επιταχυνόμενο εντός ρευστού, η φανταστική ποσότητα μάζας του ρευστού που προστιθέμενη στη μάζα του σώματος επιτρέπει τον υπολογισμό της απαιτούμενης δύναμης για την επιτάχυνση. A p p a r e n t Candlcpowcr [Φαινομενική φωτοβολία] Φυσ. Η φωτοβολία μιας εκτεταμένης φωτεινής πηγής που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση σε σχέση με τις διαστάσεις της επιφάνειας της αν θεωρηθεί ως σημείακή πηγή της αυτής φωτοβολίας κατά τον νόμο του Λαμπέρ. A p p a r e n t Cohesion [Φαινομενική συνάφεια] Γεωλ. Οι δυνάμεις συνάφειας που παρουσιάζουν οι κόκκοι διαφόρων εδαφικών υλικών (άμμοι κ.λ.π.) λόγω της επιφανειακής τάσης λεπτών υδάτινων στρώσεων που τους περικλείουν εν είδη μεμβράνης. A p p a r e n t Density [Φαινομενική πυκνότητα] Φνσ. To πηλίκο του βάρους ανά μονάδα όγκου μιας κονιοποιημένης ποσότητας μετάλλου που λαμβάνεται ως σύνολο ανεξάρτητα από την πυκνότητα των επί μέρους συστατικών της. A p p a r e n t Depth [Φαινομενικό βάθος] Φυσ. Η υποκει-

μενική αίσθηση της απόστασης ενός σώματος που βρίσκεται σε διαφορετικό υλικό μέσο από τον αέρα π.χ. 3υθισμένο στο νερό φαίνεται να είναι σε μικρότερο 3άθος. Οφείλεται στο φαινόμενο της διάθλασης του φωτός και ισχύει ότι το πηλίκο του πραγματικού βάθους προς το φαινόμενο βάθος ισούται με το σχετικό δείκτη διάθλασης του αέρα προς το μέσο αυτό. A p p a r e n t Expansion [Φαινομενική διαστολή] Φοσ. Η μέτρηση της μεταβολής του όγκου ενός υγρού σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία συνυπολογιζόμενης και της μεταβολής της χωρητικότητας του δοχείου εντός του οποίου βρίσκεται. A p p a r e n t Force [Φαινομενική δύναμη] Φνσ. Υποθετική δύναμη αδράνειας (φυγόκεντρη, Coriolis, d' Alembcrt) για την εφαρμογή των νόμων της μηχανικής (που ισχύουν ως προς ακίνητο σύστημα αναφοράς) σε κινούμενο σύστημα αναφοράς, ευθύγραμμο ή περιστροφικό. A p p a r e n t Horizon [Φαινόμενος ορίζοντας] Αστρον. Η γραμμή κατά μήκος της οποίας ένας παρατηρητής βλέπει να συναντά ο ουρανός την επιφάνεια της γης. A p p a r e n t Luminance [Φαινομενική λαμπρότητα] Φνσ. Ιϊ λαμπρότητα μιας ακτινοβολούσας επιφάνειας κατά τη διεύθυνση του παρατηρητή συνυπολογιζόμενου και του φωτός από τη σκέδαση των ακτίνων στα σωματίδια της ατμόσφαιρας. A p p a r e n t M a g n i t u d e [Φαινόμενο μέγεθος] Αστρον. Συγκριτικό σύστημα ταξινόμησης των αστέρων ανάλογα με τη φαινόμενη φωτεινότητά τους όπως αυτή εμφανίζεται σε έναν παρατηρητή στη Γη. Ξεκινά από τους αστέρες πρώτου μεγέθους, που είναι οι λαμπρότεροι και καταλήγει στους αμυδρούς αστέρες έκτου μεγέθους. A p p a r e n t Noon [Φαινόμενη μεσημβρία] Αστρον. Η ώρα κατά την οποία ο Ήλιος μεσουρανεί σε κάποιο τόπο, δηλαδή περνά από το μεσημβρινό του τόπου έχοντας το μεγαλύτερο ύψος πάνω από τον ορίζοντα, A p p a r e n t Position [Φαινόμενη θέση| Αστρον. Η θέση ενός ουράνιου σώματος τη συγκεκριμένη στιγμή που η διάμετρος της Γης τέμνει εκείνο το σημείο της τροχιάς του. A p p a r e n t Power [Φαινομενική ισχύς] Φυσ. Το γινόμενο της τάσης και του ρεύματος σ' ένα κύκλωμα εναλλασσώμενου ρεύματος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά τάσης μεταξύ τους. Μετριέται σε VA. A p p a r e n t Solar Day [Φαινόμενη ηλιακή ημέρα] Αστρον. Ο χρόνος του οποίου αρχή τίθεται η μεσημβρία και τέλος η επόμενη μεσημβρία. Μέσα σ'αυτό το χρύνο η Γη εκτελεί μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της. A p p a r e n t Solar Time [Φαινόμενη ηλιακή ώρα] Αστρον. Το 1/24 του χρόνου που χρειάζεται ο ήλιος για δύο διαδοχικές φαινόμενες μεσημβρίες πάνω από έναν τόπο. Λόγω της διαφοράς των μεσημβριών του ήλιου για κάθε σημείο της Γης καθιερώθηκε η πολιτική ώρα. A p p a r e n t Sun [Φαινόμενος ήλιος] Αστρον. Ο φαινόμενος ή αληθής ήλιος είναι το πραγματικό ουράνιο σώμα, σε αντίθεση με τον φανταστικό μέσο ήλιο, γύρω από το οποίο κινείται η Γη. A p p a r e n t Viscosity [Φαινομενικό ιξώδες] Φυσ. Το μέτρο της αντίστασης ροής σε διατρητική τάση ενός μη Νευτώνειου ρευστού π.χ. τα διαλύματα ορισμένων πολυμερών. A p p a r e n t W a n d e r [Φαινομενική μετάπτωση] Φυσ. Το φαινόμενο κατά το οποίο ο άξονας περιστροφής ενός

- 137 -

στρόβου υπό την επίδραση εξωτερικής ροπής μετατοπίζεται ως προς την διεύθυνσή του. Έχει σημαντική εφαρμογή στη πυροβολική καθώς και στη γυροσκοπική πυξίδα. A p p a r e n t Weight [Φαινομε\'ΐκό βάρος] Φυσ. Η μέτρηση του βάρους ενός σώματος μέσα σε κάποιο ρευστό (π.χ. αέρας, νερό κ.λ.π.) είναι μικρότερο του πραγματικού λόγω του φαινομένου της άνωσης. Ισούται με το απόλυτο βάρος του σώματος μείον το βάρος του εκτοπιζόμενου από το σώμα ρευστού. A p p a r e n t Wind [Φαινομενικός άνεμος] Μετεωρ. Ο άνεμος που προκύπτει ως συνισταμένη των διευθύνσεων και των ταχυτήτων του πραγματικού πνέοντος ανέμου και του κινούμενου σώματος π.χ. πλοίου, αεροσκάφους κ.λ.π. A p p a r e n t Motion [Φαινομενική κίνηση] Αστρον.Η κίνηση των αστέρων της ουράνιας σφαίρας κατά την ανάδρομη φορά δηλ. έξ ανατολών προς δυσμάς, που δεν αποτελεί πραγματικό φαινόμενο αλλά είναι αποτέλεσμα της πραγματικής κίνησης της γης περί τον άξονά της κατά την ορθή φορά δηλ. εκ δυσμών προς ανατολάς. A p p e r a n c e Potential [Δυναμικό εμφάνισης] Φυσ. Η ελάχιστη διαφορά δυναμικού ανάμεσα στα ηλεκτρόδια του θαλάμου ιονισμού ενός φασματογράφου μαζών ώστε να σχηματισθεί η δέσμη ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας για το βομβαρδισμό της ένωσης και τη δημιουργία ιοντικών θραυσμάτων. Appinite [Αππινίτης] Γεωλ. Εκρηξιγενές πλουτωνικό πέτρωμα, είδος κεροστιλβικού γρανίτη. Στη σύστασή του υπάρχουν, κυρίως, πυριτικές ενώσεις και αργίλια. Applcgate D i a g r a m [Διάγραμμα Απλγκέϊτ] Φνσ. Σχηματική παράσταση των διαδρομών των ηλεκτρονίων της ηλεκτρονικής δέσμης σ' ένα ηλεκτρονικό σωλήνα διαμόρφωσης ταχύτητας π.χ. στο κλύστρο δύο κοίλοτήτων. AppleTalk Protocol [Πρωτόκολλο ApplcTalkl Επικοιν. Τα δικτυακά πρωτόκολλα που αντιστοιχούν στα μοντέλα του Apple υπολογιστή. Applets P r o g r a m s [Προγράμματα applets] Επικοιν. Κώδικας γραμμένος συνήθως στη γλώσσα Java που εκτελείται κατά τη φόρτωση μιας ιστοσελίδας διαδικτύου. Appliance [Ηλεκτρική συσκευή] Μηχ. Συσκευή ή εργαλείο που λειτουργεί με ηλεκτρισμό και σχεδιασμένο για οικιακή κυρίως χρήση π.χ. ηλεκτρικό ψυγείο, σκούπα, εργαλεία κουζίνας κ.λ.π. Ο όρος, επίσης, αναφέρεται σε εξάρτημα που εφαρμοζόμενο σ' ένα εργαλείο το προσαρμόζει για διαφορετική χρήση. Appliance Panel [Πίνακας συσκευής] Μηχ. Μεταλλικός πίνακας οργάνων ρύθμισης ενδείξεων και προστατευτικών διατάξεων από υπερφόρτωση των ηλεκτρικών συσκευών. Applicable Surfaces [Εφαρμόσιμες επιφάνειες] Μαθημ. Δύο επιφάνειες για τις οποίες ορίζεται μια σχέση από τη μια στην άλλη τέτοια ώστε να διατηρεί τα μήκη κατά οποιαδήποτε μεταφορά. Application L a y e r [Στρώμα εφαρμογής] Επικοιν. Τελευταίο (έβδομο) στρώμα του πρωτοκόλλου OS1 Του ISO που χρησιμοποιεί τεχνικές προσαρμογής της εοαρμογής στο σύστημα πχ ενός συστήματος ταχυδρομείου. Application Processor [Επεξεργαστής εφαρμογών] ::λεκτρον. Υπολογιστής που επεξεργάζεται τα στοιχεία του προσλαμβάνει σύμφωνα με τις προκαθορισμένες

Approach Chart

απαιτήσεις. Application Study [Μελέτη εφαρμογής] Ηϊεκτρον. Έρευνα για τον καθορισμό κατάλληλου συνόλου διαδικασιών σ' ένα υπολογιστή ώστε να εκτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες, Application System [Σύστημα εφαρμογών] Ηλεκτμον. Συνδυασμός ανεξάρτητων προγραμμάτων εφαρμογών ώστε ο υπολογιστής να εκτελεί ένα σύνολο λειτουργιών για συγκεκριμένη χρήση. Application Technology Satellite [Δορυφόρος τεχνολογικών εφαρμογών] Λστρον.Τεχνητός δορυφόρος που τίθεται σε τροχιά για την εφαρμογή προηγμένων τεχνικο')ν μεθόδαιν και τεχνολογικού εξοπλισμού προσαρμοσμένων σε ειδικούς πρακτικούς τομείς όπως οι μετεωρολογικοί, οι τηλεπικοινωνιακοί κ.λ.π. δορυφόροι. Applied Climatology [Εφαρμοσμένη κλιματολογία] Μετεωρ. Κλάδος της κλιματολογίας που πραγματεύεται την επεξεργασία των ερευνητικών δεδομένων της θεωρητικής επιστήμης για την εξυπηρέτηση πρακτικών σκοπών π.χ. με τη σύνταξη κλιματολογικών χαρτών και δεικτών στο σχεδιασμό των αγροτικών καλλιεργειών. Applied Meteorology [Εφαρμοσμένη μετεωρολογία] Μετεωρ. Η πρακτική θεώρηση της μετεωρολογίας που έχει σκοπό την εύρεση λύσεων σε προβλήματα πρακτικής φύσης. Applied Research [Εφαρμοσμένη έρευνα] Φνσ. Έρευνα για το σχεδιασμό πρακτικών μέσων για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου τομέα με βάση την επεξεργασία των θεωρητικών επιστημονικών δεδομένων, Applied Strategic Research [Εφαρμοσμένη στρατηγική έρευνα] Φυσ. ' Έρευνα για την εκτίμηση των πρακτικών δεδομένων με την υπό περιορισμένη κλίμακα εφαρμογή ενός σχεδιαζόμενου προγράμματος, Applied T r i m [Εφαρμοσμένος διάκοσμος] Αρχ. Πρύσθετες διακοσμητικές κατασκευές ποικίλων υλικών και μορφών που εφαρμόζονται σε μια επιφάνεια π.χ. οι εναέτιες παραστάσεις. Applique' A r m o u r [Εφαρμοσμένος οπλισμός] Μηχ. Υλικό θωράκισης π.χ. σύνολο θωρηκτών πλακών, που εφαρμόζεται εξωτερικά σ' ένα όχημα ή σκάφος για την αυξημένη αντοχή του απέναντι σε εχθρικά βλήματα, Applique' Circuit [Εφαρμοσμένο κύκλωμα] Η/τ.κτρον. Ειδικής μορφής κύκλωμα το οποίο συνδεόμενο σε μια ηλεκτρονική διάταξη προσαρμόζει τη λειτουργία της για συγκεκριμένη χρήση. Apposition F a b r i c [Ιστός απόθεσης] Γεωλ. Ο πρωταρχικός ιστός ενός ιζηματογενούς πετρώματος που δημιουργήθηκε δευτερογενώς από προϋπάρχον πέτρωμα με την εναπόθεση αποσαθρωτικών υλικών λόγω της επίδρασης εξωγενών δυνάμεων όπως του αέρα, του νερού και των οργανικών οργανισμών, Approach [Προσέγγιση] Αεροπ. Το τελευταίο στάδιο της πτήσης ενός αεροσκάφους πριν την προσγείωσή του που περιλαμβάνει χειρισμούς σε συνενόηση με τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας για την είσοδο του στις εναέριες προσβάσεις δηλ. στον εναέριο χώρο της ζώνης πτήσης κατά τη διεύθυνση των προσγειώσεων και απογειώσεων. Approach And Landing Area [Περιοχή προσέγγισης και προσγείωσης] Αεροπ. Ο χώρος του αεροδρομίου που περιλαμβάνει τους διαδρόμους πτήσεων καθώς και τις εναέριες προεκτάσεις αυτών για χρήση κατά την είσοδο αεροσκάφους στη ζώνη πτήσεων, Approach C h a r t [Χάρτης προσέγγισης] Αεροπ. Χάρ-

Approach Control

- 138 -

της με πληροφορίες χρήσιμες για ένα αεροσκάφος κατά την προσέγγισή του σε αεροδρόμιο όπως για το είδος του εξοπλισμού επικοινωνιο')ν, φωτοσηματοδότησης, τις συχνότητες επικοινωνίας κ.λ.π. A p p r o a c h Control [Ελεγχος προσέγγισης] Αεροπ. Έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας για την καθοδήγηση (ταχύτητα προσέγγισης, θέση, διεύθυνση και ταχύτητα ανέμου κ.λ.π.) μέσω ραδιοναυτιλιακών συστημάτων ενός αεροσκάφους στη περιοχή εγγύτητας του αεροδρομίου για την εξασφάλιση της ακρίβειας εισόδου του στον χώρο της εναέριας ζώνης πτήσης. Approach Course [Πορεία προσέγγισης] Αεροπ. Πορεία ενός αεροσκάφους εντός του χώρου των εναέριων προσβάσεων κατά τη διεύθυνση του διαδρόμου πτήσης με κατάλληλη γωνία καθόδου και αντίθετα με τη φορά του ανέμου. Approach Lights [Φώτα προσέγγισης] Αεροπ. Σύστημα φωτεινής σηματοδότησης υψηλής έντασης για την εξασφάλιση ασφαλούς προσγείωσης των αεροσκαφών. Περιλαμβάνει τα κυρίως φώτα προσέγγισης (με τρία χρώματα ορατά έκαστο ανάλογα με το ύψος) στο τέλος του μετώπου του διάδρομου πτήσης, αξονικά φώτα κατά μήκος των διαδρόμων και φωτεινούς ορίζοντες εγκάρσια στα φώτα προσέγγισης. Approach Navigation [Καθοδήγηση προσέγγισης] Μηχ. Το σύνολο των χειρισμών μέσω καταλλήλων οργάνων κατά την προσέγγιση ενός σκάφους στο τελικό προορισμό του και η προετοιμασία του για το τελικό στάδιο προσγείωσης ή λιμενισμού του. Approach Path [Λωρίδα προσέγγισης] Αεροπ. Η εναέρια προέκταση του διάδρομου πτήσης που καθορίζει τη διεύθυνση ενός αεροσκάφους από την είσοδο του στο χώρο της εναέριας ζώνης πτήσης έως τη τελική προσγείωση του. Approach Segment [Τμήμα προσέγγισης! ΙΙλοηγ. Το τμήμα υποβοηθούμενης και ελεγχόμενης από ειδικό εξοπλισμό πορείας προσέγγισης ενός κινούμενου σκάφους σε σημείο στάθμευσης αναφοράς. Approach Sequence (1 Ιορεία προσέγγισης! Ι/λοηγ. Το τμήμα πορείας ενός αεροσκάφους ενώ βρίσκεται σε αναμονή λήψης σήματος επιχείρησης προσέγγισης. A p p r o a c h Signal [Σήμα προσέγγισης] Μηχ. Ενημερωτικό σήμα προς το μηχανοδηγό σιδηροδρομικού συρμού για προσέγγιση σήματος με συγκεκριμένη εντολή. Approach Visibility [Ορατότητα προσέγγισης] Αεροπ. 11 δυνατότητα ικανής ορατότητας των επίγειων βοηθητικών συστημάτων (π.χ. περιστρεφόμενων ραδιοφάρων πορείας,καθόδου, επισήμανσης κ.λ.π.) κατά τη προσγείωση με τη βοήθεια οργάνων αεροσκάφους. Σε περίπτωση μη ικανής ορατότητας υπάρχουν συστήματα διάλυσης της ομίχλης και δημιουργία τεχνητής αιθρίας μιε διάφορες μεθόδους όπως υπερηχητικά κύματα, ηλεκτρικές εκκενώσεις, ψύξη του νέφους κ.λ.π. Approved Flame Safety L a m p [Εγκεκριμένη λάμπα ασφαλείας] Γεωλ. Λάμπα ασφαλείας με κατάλληλες προδιαγραφές για χρήση σε. ορυχεία λόγω της παρουσίας αερίων επικίνδυνων για ανάφλεξη. Approximate [Προσέγγιση] Μαθημ. Μια λύση ή μια σειρά λύσεων που τείνουν στην πραγματική τιμή που επαληθεύει ένα πρόβλημα. Approximate Absolute Temperature [Προσεγγιστική απόλυτη θερμοκρασία] Φνσ. Εμπειρική κλίμακα θερμοκρασίας που προσεγγίζει τη Διεθνή Πρακτική Κλίμακα Θερμοκρασίας. Έ χει ως σταθερά σημεία το σημείο πήξης (273°) και το σημείο βρασμού

(373°) του νερού. Approximate Altitude [Προσεγγιστικό ύψος] Αστρον. Το ύψος ενός αστέρα υπολογιζόμενο κατά προσέγγιση με ορισμένα όργανα. Approximate Reasoning [Προσεγγιστικοί υπολογισμοί! Μαθημ. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην αριθμητική ανάλυση. Τα αποτελέσματα, πολλές φορές και τα δεδομένα, πλησιάζουν μόνο τις πραγματικές τιμές των μεγεθών. Approximation [Προσέγγιση] Μαθημ. Η λύση ενός προβλήματος, η οποία όμως δεν είναι η ακριβής τιμή αλλά η πλησιέστερη στην πραγματική που μπορεί να βρεθεί. Προσέγγιση επίσης ονομάζεται και η μέθοδος που ακολουθείται ώστε να βρεθεί η πλησιέστερη λύση στην πραγματική. A Priori Probability [Εκ των προτέρων πιθανότητα] —»Mathematical Probability. A p r o n Flashing [Μονωτική ποδιά] Οικοδ. Είναι μία επιφάνεια από υγρομονωτικό υλικό η οποία τοποθετείται για να καλύψει το κενό του αρμού που σχηματίζεται μεταξύ μίας κεκλιμένης οροφής και του κατακόρυφου τοίχου που βρίσκεται κάτω από αυτήν. Αλλο παράδειγμα εφαρμογής της είναι το σημείο τομής της οροφής με την κατακόρυφη παρειά της καμινάδας. Επίσης χρησιμοποιείται για να οδηγήσει το νερό που κυλάει σε μία κατακόρυφη επιφάνεια στην επιθυμητή υδρορροή. A p r o n Lining |Επένδυση δοκού κλιμακοστασίου] Οικοδ. Για να μην είναι εμφανής η δοκός που στηρίζει ένα πλατύσκαλο στο κλιμακοστάσιο, καλύπτεται με κάποιο είδος επένδυσης το οποίο ακολουθεί και όλη την πλαϊνή πλευρά της σειράς των σκαλοπατιών. Apron Piece [Δοκός κλιμακοστασίου! Οικοδ. Με τον όρο αυτόν ονομάζεται το οριζόντιο στοιχείο, μέλος του φέροντος οργανισμού μίας κατασκευής, το οποίο στον χώρο της σκάλος στηρίζει ένα πλατύσκαλο ή μία σειρά από γωνιακά τριγωνικά σκαλοπάτια. Apse Line [Αψιδική γραμμή] Αστρον. Νοητή γραμμή που σχηματίζουν οι παρατηρητές για κάθε σώμα που ακολουθεί ελλειπτική τροχιά. II γραμμή κατασκευάζεται έτσι ώστε να περιέχει τα σημεία που παρουσιάζουν την ανώτερη και κατώτερη τιμή απομάκρυνσης από τον πόλο έλξης του σώματος καθώς και τις δύο εστίες της έλλειψης. Apsis [Αψίδαΐ Αστρον. Όρος που δηλώνει τα δύο σημεία της τροχιάς ενός ουράνιου σο>ματος, περιστρεφόμενο γύρω από ένα δεύτερο σώμα, στα οποία σημειώνονται η μέγιστη και η ελάχιστη απομάκρυνση. Apthitalite [Αφθιταλίτης] Γι:ωλ. Ορυκτό αποτελούμενο από κάλιο, νάτριο, θείο και οξυγόνο.Συναντάται σε. λευκούς κρυστάλλους του ρομβοεδρικού συστήματος σε συσσωματώματα. Aptian [Απτιον] Γεωλ. Βαθμίδα της Παλαιοκρητιδικής υποπεριόδου της Κρητιδικής (πριν 135 εκατομ. χρόνια) περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα κάτω από το Αλβιον και πάνω από το Βαρρέμιον της ίδιας υποπεριόδου. Apus [Απους] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου προς τον νότιο πόλο, αφανής στην Ελλάδα. Παρουσιάζει ορθή αναφορά 16 ωρών στις ουρανογραφικές συντεταγμένες. Aqua [Νερό] Χημ. Λέξη λατινικής προέλευσης για το νερό, που χρησιμοποιείται ως πρόθεμα σε αριθμό λέξεων για να υποδηλ(όσει σχέση με το νερό. A q u a m a r i n e [Ακουαμαρίν] Γεωλ. Πολύτιμος λίθος

- 139(ια)ανού κυρίως χρώματος και σπανιότερα ροζ) της ομάδας του ορυκτού βηρύλλου. Συναντάται σε κρυστάλλους του εςαγωνικού συστήματος. Κοιτάσματά του υπάρχουν στην Βραζιλία, στην ΝΑ Αφρική, τα Ουράλια κ.λ.π.Έχει σκληρότητα περίπου 7,5 έως 8 στην κλίμακα Μος. Aquamctry [Υδρομετρίαΐ Χημ. Το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ποσότητας του ύδατος σ' ένα υλικό ή της περιεκτικότητας ενός αερίου σε υδρατμούς. Aquaplane [Υδροπλάνο] Μηχ. Αεροσκάφος που έχει την δυνατότητα να πλέει πάνω σε μία υδάτινη επιφάνεια. II προσθαλάσσωση και η πλευσιμότητά του πετυχαίνεται με σύστημα πλωτήρων ή με διαμόρφωση της ατράκτου σε σχήμα λέμβης. A q u a r i d s Δ [Δέλτα Υδροχοϊδες] Αστρον. Ομάδα μετεωριτών ή αλλιώς μετεωριτικό ρεύμα του οποίου το ακτινοβόλο βρίσκεται στον αστερισμό της Μεγάλης Αρκτου. Παρουσιάζουν μεγάλη δραστηριότητα από τέλος Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου. A q u a r i d s η [Ήτα ΥδροχοϊδεςΙ Αστρον. Ομάδα μετεωριτών ή αλλιώς μετεωριτικό ρεύμα του οποίου το ακτινοβόλο βρίσκεται στον αστερισμό της Μεγάλης Αρκτου. Παρουσιάζουν μεγάλη δραστηριότητα από τέλος Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου. Aquarius [Υδροχόος] Αστρον. Αστερισμός του οποίου η θέση είναι πάνα) στην εκλειπτική, ανάμεσα στους Ιχθείς και τον Αιγόκερο. Οι αστέρες του Υδροχόου με τη μεγαλύτερη λαμπρότητα είναι τρίτου μεγέθους. Aqueduct [ Υδραγωγείο] Υόραυλ. Είναι ένας αγωγός, ο οποίος με κατάλληλη κλίση μεταφέρει νερό μεταξύ απομακρυσμένων περιοχών. Η μορφολογία του εδάφους μπορεί να επιβάλει την διάνοιξη σηράγγων ή/και την κατασκευή γεφυρών, τα οποία έργα αυτά αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα του υδραγωγείου. Ονομαστά είναι τα αρχαία Ρωμαϊκά υδραγωγεία με τις λίθινες γέφυρες με καμάρες. Aquila |Αετός| Αστρον. Αστερισμός, σε σχήμα αετού (από τον αετό του Δία), που συμπεριλαμβάνει και τη συστάδα αστέρων του Αντινόου, που βρίσκεται ανάμεσα στο βόρειο και νότιο ημισφαίριο του ουρανού μεταξύ 18° βόρειας και 12' νότιας απόκλισης. Περιλαμβάνει 73 αστέρες ορατούς δια γυμνού οφθαλμού με μέγεθος από πρώτο έως έκτο. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Αλταίρ. Aquitanian [Ακουιτάνιον] γεωλ. II τελευταία βαθμίδα της Ολιγοκαίνου υποπεριόδου της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, πάνω από το Στάμπιον της ίδιας υποπεριόδου. Aquo Ion [Υδροϊόν] Χημ. Ιόν που περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα μύρια νερού. Ar [Αργό] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου αργό. —> Argon Ara [Αρα, Βωμός] Αστμον. Αέγεται και Βωμός ή Θυμιατήριο. Είναι αστερισμός του νότιου ουράνιου ημισφαιρίου, μερικώς ορατός για την Ελλάδα, μόνο σε ορισμένες ημερομηνίες και ώρες. Περιλαμβάνει 37 αστέρες με κυριότερο τον μεταβλητό R. Το λαμπρότερο άστρο του έχει φαινόμενο μέγεθος 3. Vrabic Numbers [Αραβικοί αριθμοί] Μαθημ. Τα δέκα σύμβολα 0,1,2,3,4,5,6,7,8 και 9. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις Ινδίες τον πέμπτο αιώνα ενώ χρησιμοποιήθηκαν στην Ευρώπη οκτώ αιώνες αργότερα εκτοπίζοντας τη ρωμαϊκή και την ελληνική αρίθμηση. \ r a b i t o l [Αραβιτόλη] Χημ. Είναι πεντασθενής αλκοόλη

Arc L a m p

που προκύπτει από αναγωγή της αραβινόζης. Είναι ουσία κρυσταλλική με γλυκιά γεύση και ευδιάλυτη στο νερό. Arago Point [Σημείο ή κηλίδα του Αραγκό] Φυσ. Ο φωτεινός κροσσός που σχηματίζεται στο κέντρο της γεωμετρικής σκιάς επί πετάσματος σε ορισμένη απόσταση κατά την παράθλαση δια μικρού κυκλικού διαφράγματος, όπου η ένταση του φωτός είναι κατά προσέγγιση η ίδια σαν να μην υπήρχε διάφραγμα και γύρω από τον οποίο σχηματίζονται συγκεντρικοί έγχρωμοι δακτύλιοι που εκτείνονται έξω της σκιάς. Aragonitc [ΑραγονίτηςΙ Γεωλ. Μία από τις τρεις μορφές του ορυκτού ανθρακικού ασβεστίου. Συναντάται σε άχρωμους, λευκούς ή υποκίτρινους κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος. Αποτελεί συστατικό των σταλακτιτών καθώς και του κελύφους πολλών μαλακίων και μαργαριτών. Έχει σκληρότητα περίπου 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος. Arbitration [Διαιτησία] Γεν. Στις συμβάσεις δημοσίων έργων, αλλά και στις ιδιωτικές συμφωνίες, μπορεί να υπάρξει μία ρήτρα διαιτησίας, δηλαδή μία συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, η οποία να καθορίζει ένα φυσικό πρόσωπο ή κάποιο σχετικό φορέα ως ρυθμιστή για την επίλυση τυχόν διαφωνιών που θα προκύψουν, πριν η επίλυση τους αυτή ανατεθεί στην δικαστική εξουσία. A r b o r Press [Διατρητής] Τεχνολ. Εμβολοφόρος μηχανισμός που προετοιμάζει τις οπές μίας κατεργαζόμενης επιφάνειας με διάτρηση για την διαδικασία τόρνευσης. Arc Brazing [Χαλκοσυγκόλληση τόξου| Φυσ. Η διαδικασία θερμικής συγκόλλησης χάλκινων αντικειμένων με χρήση ηλεκτρικού τόξου. Arc Chute [Αγωγός εκφόρτισης τόξου] Φιχτ. Προστατευτικό εξάρτημα στο διακόπτη του κυκλώματος μιας διάταξης ηλεκτρικού τόξου. Arc Converter [Μεταλλάκτης τόξου] Φιχτ. Διάταξη που βασίζεται σε ηλεκτρικό τόξο για την μετατροπή ισχύος συνεχούς ρεύματος σε εναλλασσόμενο. Arc Cutting [Κοπή τόξου] Φνσ. Μέθοδος χρησιμοποίησης της υψηλής θερμοκρασίας βολταϊκού τόξου για τη θερμική κοπή ενός μετάλλου. Arc Discharge [Εκκένωση τόξου | Φνσ. Αυτοτελής ηλεκτρική εκκένωση δηλ. δίοδος ηλεκτρικού ρεύματος συνοδευόμενη από φωτεινά φαινόμενα που παράγεται αυτοτελώς σε κατάλληλη διάταξη ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια υψηλής θερμοκρασίας. Χαρακτηριστικά της είναι η μεγάλη ένταση ρεύματος και η μικρή (μερικών δεκάδων Voli) απαιτούμενη τάση λειτουργίας. Οφείλεται στη διέγερση ή τον ιονισμό των φορέων. Arc Doublcau [Εγκάρσιο τόξο] Αρχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής η καμάρα μίας κατασκευής η οποία καλύπτει μεγάλα σχετικά ανοίγματα, είναι από στατικής πλευράς συνήθως σημαντικής αντοχής και στηρίζει σταυροθόλια ή θόλους βαρελοειδούς μορφής. Arc Excitation [Διέγερση τόξου] Φυσ. Διέγερση των ατόμων αερίων ή ατμών δηλ. μετάβαση των ηλεκτρονίων τους από τη θεμελίωση τροχιά σε τροχιά μεγαλύτερης ενέργειας, σε διάταξη εκκένωσης τόξου. Arc F u r n a c e [Κάμινος τόξουΐ Φυσ. Κάμινος όπου η θέρμανση των υλικών σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες πετυχαίνεται με ισχυρό βολταϊκό τόξο. Χρησιμοποιούνται στην ηλεκτρομεταλλουργία για παρασκευή και καθαρισμό των μετάλλων. Arc L a m p [Ααμπτήρας τόξου] Φυσ. Διάφοροι τύποι

Angle Of Reflection

- 140-

λαμπηίρων (λυχνία ατμών υδραργύρου υψηλής πίεσης, λαμπτήρες φθορισμού, λυχνία ατμών νατρίου, ξένου κ. λ.π.) στους οποίους τα φωτεινά φαινόμενα δημιουργούνται από εκκένωση τόξου ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια, λόγω διέγερσης των ατόμων ενός αερίου. A r c M e a s u r e m e n t [Μέτρηση τόξου] Γεωλ. Τοπογραφική μέθοδος για το καθορισμό των διαστάσεων της γης· A r c Melting [Τήξη τόξου] Φνσ. Ηλεκτρο μεταλλουργική εργασία για την παρασκευή και καθαρισμό σε κατάσταση τήξης διαφόρων μετάλλων μέσα σε ηλεκτρική κάμινο, όπου οι υψηλές απαιτούμενες θερμοκρασίες παράγονται από βολταϊκό τόξο. A r c Of C o n t a c t [Τόξο επαφής] Μηχ. Μηχ. 1. Το τόξο κύκλου κατά μήκος του οποίου υπάρχει επαφή ενός οδόντα τροχού με τον αντίστοιχο οδόντα του συνεργαζόμενου τροχού σε σύστημα μετάδοσης περιστροφικής κίνησης με μειωτήρα στροφών 2. Το τμήμα κυκλική τροχιά κίνησης μίας τροχαλίας όσο είναι σε επαφή με τον ιμάντα. Arc Of Parallel [Τόξο παραλλήλου] Αστρον. Κάθε καμπύλο τμήμα ενός αστρονομικού ή ουράνιου παραλλήλου. Μετριέται σε μοίρες. Arc O v e r [Τοξοβολή] Φοσ. Αιφνίδια, ανεπιθύμητη δημιουργία τόξου π.χ. λόγω φθοράς της μονωτικού υλικού. Arc Resistance [Αντίσταση τόξου] φυσ. Σε μια ηλεκτρική εκκένωση 1. Η απαιτούμενη τάση για τη δημιουργία των διαφόρων τύπων εκκενώσεων 2. Η αντοχή του μονωτικού υλικού στη φθορά του τόξου. Arc S p e c t r u m [Φάσμα τόξου J Φυσ. Το φάσμα των ατόμων ενός στοιχείου που λαμβάνεται με την εφαρμογή ηλεκτρικής εκκένωσης για τη προσφορά ενέργειας και διέργεση των ηλεκτρονίων τα οποία κατά τη μετάπτωση τους πίσω στην αρχική κατάσταση ενέργειας εκπέμπουν ακτινοβολία η οποία και καταγράφεται. Arc T i m e [Χρόνος τόξου] Φυσ. Το χρονικό διάστημα εφαρμογής του ηλεκτρικού τόξου σε μια μεταλλουργική εργασία όπως σε ηλεκτροσυγκόλληση. A r c Voltage [Τάση τόξου] Φυσ. Η διαφορά δυναμικού που αναπτύσσεται μεταξύ των ηλεκτροδίων μιας εκκένωσης τόξου. A r c Welding (Ηλεκτροσυγκόλληση τόξου] Φνσ. Διαδικασία αυτογενούς συγκόλλησης μετάλλων π.χ. ελασμάτων, ράβδων κ.λ.π. με τη βοήθεια υψηλής ελεγχόμενης θερμότητας που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση σε τόξο με μετάλλινα ηλεκτρόδια. Arccosh [Ανθυπερβολακύ συνημίτονο] Μαθημ. Η αντίστροφη συνάρτηση του υπερβολικού συνημίτονου. A r c h [Τόξο] Πολ. Μηχ. Είναι ένας φορέας του οποίου η γεωμετρία είναι τμήμα καμπύλης ή ειδικότερα τμήμα περιφέρειας κύκλου. Συνήθως φορτίζεται στο επίπεδο του και η βασική του ιδιότητα είναι η μεταφορά των φορτίων κυρίως μέσω της ανάπτυξης βλαπτικών τάσεων. Απαντάται σε διάφορα είδη κατασκευών όπως γέφυρες ή οροφές μεγάλων ανοιγμάτων. Το υλικό κατασκευής των τόξων μπορεί να είναι οπλισμένο ή προεντεταμένο σκυρόδεμα, κράματα μετάλλων, δομικός χάλυβας, λίθος, πλίνθοι ή και ξύλο. Arch Band [Τοξωτή ζώνη] Πολ. Μηχ. Σε μία τοξωτή κατασκευή είναι η στενή και επιμήκης περιοχή του εσωρραχίου της καμάρας ή μία επιφάνεια η οποία είναι συνδεδεμένη με την καμάρα του τόξου. A r c h Beam [Τοξωτή δοκός] Πολ. Μηχ. Είναι μία κυρτή ράβδος, μέλος μίας κατασκευής, η οποία πέραν από το

συνολικό καμπύλο γεωμετρικό της σχήμα σε μορφή τόξου, έχει ιδιαίτερη μορφή εγκάρσιας διατομής. Το σχήμα της διατομής της οριοθετείται από δύο αντικριστά τόξα κύκλου, των οποίων η ένωση των κορυφών ορίζει το πάχος στο κέντρο της διατομής που είναι μικρότερο από το πάχος της διατομής στο άνω και κάτω άκρο της. Arch C e n t e r [Υποστύλωση αψίδας] Πολ. Μηχ. Είναι η προσωρινή βοηθητική κατασκευή η οποία στηρίζει μία λίθινη ή από οπλνίσμένο σκυρόδεμα αψίδα στην φάση της οριστικής κατασκευή της. ΙΙρέπει να φέρει με ασφάλεια όλο το ίδιο βάρος της αψίδας έως ότου αυτή κατασκευασθεί και μπορεί πλέον να αναλόβει μαζί και με τα υπόλοιπα μόνιμα φορτία και τα ωφέλιμα φορτία. Arch D a m [Τοξωτό φράγμα] Υδρ. Είναι ένα τεχνικό έργο το οποίο φράζει και συλλέγει το νερό των ποταμών και σχηματίζει τεχνητές λίμνες για αδρευτικούς, ηλεκτροπαραγωγικούς ή άλλους σκοπούς. Ειδικά το τοξωτό φράγμα έχει σε κάτοψη την μορφή τόξου και συνήθως είναι κατασκευασμένο επάνω σε βράχο καθώς η υποχώρηση του εδάφους θα προκαλούσε την καταστροφή του. Το υλικό κατασκευής του στις περισσότερες περιπτώσεις είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα αν και μικρότερα τοξωτά φράγματα είναι κατασκευασμένα από πλίνθους ή πέτρες. Arch Rib [Ράβδωση αψίδας] Πολ. Μηχ. Είναι ένα διακοσμητικό διαχωριστικό γλυπτό, από ένα σύνολο ομοίων τα οποία μοιράζουν σε επιμέρους τμήματα την επιφάνεια του εσωρραχίου μίας αψίδας ή ενός τόξου. Arch Ring [Καμάρα τόξου] Πολ. Μηχ. Είναι το τμήμα εκείνο του φορέα του τόξου το οποίο δέχεται επάνω του όλες τις εξωτερικές φορτίσεις. Arch T r u s s [Τοξωτό δικτύωμα] Πολ. Μηχ. Είναι μία κατασκευή, ξύλινη ή μεταλλική, της οποίας τα επιμέρους μέλη είναι ράβδοι που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις και το συνολικό σχήμα της κατασκευής έχει την μορφή ενός ή περισσοτέρων τόξων. Τέτοιου είδους κατασκευές μπορεί να γεφυρώνουν ανοίγματα ή να στεγάζουν χώρους διαφόρων χρήσεων. A r c h c o a s t r o n o m y [Αρχαιοαστρονομία] Αστρον. Κλάδος της αστρονομίας με αντικείμενο την επίδραση του ουράνιου θόλου στον άνθρωπο κατά την προϊστορική περίοδο. Βάση της επιστήμης είναι η συλλογή πληροφοριών για τις σχετικές με το σύμπαν γνώσεις την περίοδο αυτή. Archeology [Αρχαιολογία] Τεχνολ. Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα, ιστορική και προϊστορική, μέσα από την ανακάλυψη και εξέταση των υλικών ευρημάτων από ανασκαφές. Archeozoic [Αρχαιοζωικός] Γεωλ. Η αρχαιότερη γεωλογική εποχή του κατώτερου Προκάμβριου (πριν δύο δισεκατομμύρια χρόνια), που μεσολάβησε ανάμεσα στο σχηματισμό του στερεού φλοιού της γης και την εμφάνιση της ζωής. Είχε διάρκεια πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων χρόνων και δεν υπάρχουν ασφαλείς γνώσεις γι' αυτή τη περίοδο αλλά μόνο υποθέσεις. Archibenthic Zone [Ζώνη του λυκόφωτος] Γεωλ. Ο θαλάσσιος χώρος που περλαμβάνει τα βάθη από 200μ. έως περίπου 1.000 μ.,όπου παρατηρούνται τα τελευταία ίχνη ηλιακού φωτός από διάθλοση και χλωρίδας, πριν από την αφωτική ζώνη A r c h i m e d e a n O r d e r e d Field [Αρχιμήδειο διατεταγμένο πεδίο] Μαθημ. Για να ονομάζεται ένα τυχαίο σύνολο αρχιμήδειο διατεταγμένο πεδίο η ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι ο ορισμός σχέσης διάταξης μετα-

- 141 -

ξύ των στοιχείων του έτσι ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρχιμήδειου αξιώματος. Archimedean Principle [Αρχή του Αρχιμήδη] Φνσ. Αρχή των ρευστών σύμφωνα με την οποία ένα σώμα όταν βρίσκεται μέσα σε κάποιο ρευστό υφίσταται άνωση (δύναμη που οφείλεται στις υδροστατικές ή αεροστατικές πιέσεις) δηλ. φαινομενική απώλεια βάρους ίση με το βάρος του εκτοπιζόμενου ρευστού. Archimedean Screw [Ατέρμων κοχλίας] Υδραυλ. Πρόκειται για μία αρχαία αντλητική μηχανή, γνωστή και με τον όρο υδρύβιδα του Αρχιμήδη, από το όνομα του εφευρέτη της. Αποτελείται από έναν κεκλιμένο σωλήνα μέσα στον οποίο περιστρέφεται με χειρονακτικό τρόπο μία έλικα και αντλεί νερό από το χαμηλότερο άκρο του σωλήνα προς το υψηλότερο. Ανάλογα με το μέγεθος της μηχανής και με την γωνία κλίσης του σωλήνα ως προς το οριζόντιο επίπεδο, εξαρτάται και η ανιλητική ικανότητα της μηχανής, η οποία μπορεί να κυμανθεί από λίγα λίτρα νερού ανά δευτερόλεπτο έως και μερικά κυβικά μέτρα. Archimedean Solid [Αρχιμήδειο στερεό] Μαθημ. Κατηγορία πολυέδρων τα οποία έχουν ως έδρες κανονικά πολύγωνα και όλες οι πολυεδρικές γωνίες είναι ίσες. Τα πολύγωνα μπορούν να είναι διαφορετικού τύπου ενώ όλο το στερεό είναι κυρτό, δηλοδή το εσωτερικό του δεν τέμνεται από κάποια πλευρά του. Έχει αποδειχθεί πως υπάρχουν δεκατρείς τύποι αρχιμήδειων στερεών. Archimedean Spiral |Σπείρα του Αρχιμήδη] Μαθημ. Χαρακτηριστική καμπύλη του επιπέδου η οποία δίνεται από το γράφημα συνάρτησης σε πολικές συντεταγμένες. Η συνάρτηση είναι τ(θ)=αθ, όπου θ>0 και α>0. Η αντικατάσταση σε καρτεσιανές συντεταγμένες γίνεται με x=r cos0 και y=r sin9. Archimedes' Screw [Έλικα του Αρχιμήδη] Φιχτ. Επινόηση που αποδίδεται στον Αρχιμήδη για την άντληση υγρού από δεξαμενή με ανύψωση αυτού μέσα από ένα κεκλιμένο σωλήνα, μέσα στο οποίο περιστρέφεται, εφαρμοζόμενη σχεδόν υδατοστεγώς, μια σπειροειδής έλικα γύρω από τον άξονά της. Archimedes' P r o b l e m [Αρχιμήδειο πρόβλημα] Μαθημ. Στο πρόβλημα ζητείται ένα επίπεδο παράλληλο προς τη βάση ημισφαιρίου να διχοτομήσει το ημισφαίριο. Ο Αρχιμήδης αντιμετωπίζοντας το ζητούμενο 0)ς πρόβλημα όγκίον, αφού ζητούνται δύο τμήματα ίσων όγκων, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της εξάντλησης για την επίλυσή του. Arching [Τοξοστοιχία] Πολ. Μηχ. Είναι μία σειρά από τοξωτές καμάρες. Χαρακτηριστικές είναι οι τοξοστοιχίες των αρχαίων ρωμαϊκών υδραγωγείων. Με τον ίδιο όρο μπορεί να περιγραφεί μόνον το τοξωτό τμήμα μίας κατασκευής. Ακόμη ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει την μεταφορά των τάσεων από ένα υποχωρητικό τμήμα ενός εδαφικού στρώματος σε ένα άλ^λο γειτονικό λιγότερο υποχωρητικό. Arching Contacts [Επαφές τόξου] Φυσ. Τα κυρίως ηλεκτρόδια μιας διάταξης εκκένίοσης τόξου π.χ. τα νήματα ενός λαμπτήρα φθορισμού, όπου μεταφέρεται το φαινόμενο της εκκένωσης μετά τη διακοπή του κυκλώματος του εκκινητή. Arching Ring [Δακτύλιος τόξου] Φνσ. Δακτύλαος από μεταλλικό υλικό για τη προστασία του μονωτή από την επενέργεια του ηλεκτρικού τόξου. Arching Time [Χρόνος υόξου] Φυσ. Ο χρόνος που απαιτείται για τη θέρμανση των ηλεκτροδίων KUI την

Architecture

έναρξη της εκκένωσης τόξου με τη βοήθεια ενός εκκινητή δηλ. μιας διάταξης εκκένωσης αίγλης. Archipelago [Αρχιπέλαγος] Γεν. Όρος που χαρακτηρίζει θαλάσσια έκταση με μεγάλο αριθμό νησιών, που αποτελούν συστάδα. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιηθηκε για το Αιγαίο αρχιπέλογος. Architect [Αρχιτέκτων] Αμχ. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει και εφαρμόζει στην πράξη την επιστήμη της Αρχιτεκτονικής. Ο αρχιτέκτονας μελετάει και σχεδιάζει τις κατασκευές με τρόπο ώστε να εξυπηρετούν τις πρακτικές αλλά και τις αισθητικές ανάγκες μιας πολιτισμένα δομημένης κοινωνίας. Πέραν από αυτό, επιβλέπει και την ορθή εφαρμογή στην πράξη όσων ο ίδιος έχει αναπτύξει στα σχέδια της μελέτης του. Architectonic [Αρχιτεκτονικός! Αμχ. Όρος που αναφέρεται στην επιστήμη της αρχιτεκτονικής ή σε δράση που εμφανίζει εφαρμογή συγκεκριμένου σχεδίου διαμόρφωσης ή κατασκευής. Architectural Acoustics [Αρχιτεκτονική ακουστική] Αρχ. Σχεδιασμός της κατασκευής κτιρίου που συμπεριλαμβάνει εκτεταμένη μελνέτη για τον τρόπο διάδοσης του ήχου και τις ακουστικές ιδιότητες των υλικών ώστε με εφαρμογή κατάλληλων διατάξεων και τεχνικών να εξασφαλίζεται η ηχητική μόνωση και η κατά το δυνατόν ιδανική λήψη του ήχου σε όλο τα σημεία. Architectural Bronze [Αρχιτεκτονικός ορείχαλνκοςΐ Αρχ. Ορείχαλκος (κράμα χαλκού και ψευδάργυρου) αποτελούμενο από στερεά διαλόματα α- και β- ορείχαλκου με μικρή πρόσμιξη άλλων μεταλλικών στοιχείων για την απόκτηση ειδικών ιδιοτήτων (αυξημένη αντοχή, σκληρότητα κ.λ.π.) σε χρήση στις οικοδομικές κατασκευές. Architectural Concrete [Αρχιτεκτονικό σκυρόδεμα ή μπετόν] Αρχ. Οικοδομικό υλικό, απλό ή ενισχυμένο, από άμμο, τσιμέντο, μικρά χαλίκια και νερό για χρήση στις οικοδομικές κατασκευές. Architectural Concrete [Εμφανές μπετόν] Πολ. Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται όλες εκείνες οι επιφάνειες σκυροδέματος μίας οικοδομής οι οποίες δεν πρόκειται να καλυφθούν με κανένα είδους επίχρισμα, κονίαμα, χρώμα ή άλλο κάλυμα όπως οι ψευδοροφές. Για αυτόν τον λόγο δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στον τύπο και στην τοποθέτηση και αποξήλωση των ξυλοτύπων μέσα στους οποίους θα σκυροδετηθούν. Architectural Drawings [Αρχιτεκτονικά σχέδια! Αρχ. Είναι ουσιαστικά το προϊόν της εργασίας ενός αρχιτέκτονα. Είναι το μεγολύτερο και βασικότερο τμήμα μιας αρχιτεκτονικής μελέτης, το οποίο καταδεικνύει γραφικά και με κάθε λεπτομέρεια, την μορφή και τον τρόπο οικοδόμησης μιας νέας κατασκευής. Architectural Engineering [Αρχιτεκτονική μηχανική] Αρχ. Ο κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με το σχεδιασμό και εφαρμογή των κατάλλ.ηλ>ων κατασκευαστικών μεθόδων, μηχανικών συστημάτων, υλικών κ.λ. π. των κτιρίων. Architectural T e r r a c o t t a [Αρχιτεκτονική οπτή γηΐ Αρχ. Αργιλικό υλικό, εξαϋλωμένο ή όχι, που έχει υποστεί όπτηση σε κλίβανο για χρήση στα οικοδομικές κατασκευές. Architectural Volume [Αρχιτεκτονικός όγκος| Αρχ. Ο όγκος που καταλομβάνει μια οικοδομική κατασκευή ως γινόμενο της επιφάνειας της βάσης της και του ύψους της. Architecture [Αρχιτεκτονική] Αρχ. Η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και το σχεδιασμό της

Architrave κατασκευής κτιρίων. Architravc [Επιστύλιο] Αρχ. Έτσι ονομάζεται η κύρια οριζόντια δοκός που τοποθετείται πάνω από το ένα υποστύλωμα έως και το άλλο. Ειδικά στους αρχαίους ναούς ανάλογα με τους ρυθμούς υπάρχουν και διαφορετικά επιστύλια. Στους δωρικούς ναούς το επιστύλιο είναι μία απλή τετράπλευρη δοκός. Στους ναούς ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού το επιστύλιο στην εξωτερική του πλευρά διαιρείται σε τρία μέρη με οριζόντιες γραμμές. Πάνω από το επιστύλιο για τους ναούς ιωνικού ρυθμού υπάρχει η ζωφόρος, ενώ για τους δωρικούς οι μετόπες και τα τρίγλυφα. Architrave Cornice [Γείσο επιστυλίουΐ Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η περίπτωση θριγκού ενός αρχαίου ναού, όπου δεν υπήρχε ζωφόρος, οπότε το γείσο του θριγκού στηρίζονταν απευθείας επάνω στο επιστύλιο. Archiving [Αρχειοθέτηση] Υπολ. Αποθήκευση δεδομένων σε μορφή στην οποία δεν είναι δυνατή η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε αυτά, αλλά μετά από επαναφορά στην αρχική ψηφιακή κατάστασή τους για διόρθωση -πρόσθεση καινούργιων στοιχείων. Εφαρμόζεται σε δεδομένα που δε χρησιμοποιούνται συχνά και αποθηκεύονται σε μικροφίλμ, μαγνητικές κασέτες κ.λ.π. Archivolt [Περίζωμα αψίδας] Αρχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η διακοσμητική λωρίδα η οποία περιβάλλει μία αψίδα. Ακόμη, έτσι ονομάζονται και όλα τα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως γλυπτά ή ζωγραφιές τα οποία βρίσκονται στην εσωτερική επιφάνεια μίας καμάρας ή αψίδας. Arcminute [Ορισμα λεπτού] Αστρον. Υποδιαίρεση της ωριαίας γωνίας στο ισημερινό σύστημα συντεταγμένων. Με βάση τις 24 ώρες που αντιστοιχούν σε 360 μοίρες, ένα λεπτό αντιστοιχεί σε 1/60 μοίρες. Areometer [Λρκόμετρο] Φνσ. Τύπος υδροστατικού ζυγού για την εύρεση της πυκνότητας ενός υγρού με τη μέτρηση της απώλειας βάρους λόγω άνωσης που παρουσιάζει βυθιζόμενο σε αυτό ένα σώμα γνωστών μεγεθών μάζας και όγκου. Arcsecond [Όρισμα δευτερολέπτου] Αστρον. Υποδιαίρεση της ωριαίας γωνίας στο ισημερινό σύστημα συντεταγμένων. Με βάση τις 24 ώρες που αντιστοιχούν σε 360 μοίρες, ένα δευτερόλεπτο αντιστοιχεί σε 1/3600 μοίρες. Arcsinh [Ανθυπερβολικό ημίτονο] Μαθημ. Η αντίστροφη συνάρτηση του υπερβολικού ημίτονου. Arctanh [Ανθυπερβολική εφαπτομένη] Μαθημ. II αντίστροφη συνάρτηση της υπερβολικής εφαπτομένης. Arctic Air [Αρκτικός αέρας] Μετεωρ. Χαρακτηρισμός των αέριων μαζών των οποίων η εστία βρίσκεται πάνω από τις αρκτικές περιοχές. Παρουσιάζουν τις χαμηλότερες θερμοκρασίες αέριων μαζών στο βόρειο ημισφαίριο και έχουν χαμηλό δείκτη υγρασίας. Arctic Cycle | Αρκτικός κύκλος] Γεν. Ο βόρειος παράλληλος με γεωγραφικό πλάτος 66 μοίρες και 32 λεπτά. Απέχει από το Β. Πόλο 23 μοίρες και 27 λεπτά. Όταν ο ήλιος βρίσκεται στο θερινό ηλιοστάσιο, στις 22 Ιουνίου, δεν δύει για μια ολόκληρη μέρα. Λέγεται και Β. Πολικός κύκλος. Arctic F r o n t [Αρκτικό μέτωπο] Μετεωρ. Η γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στις αέριες μάζες τις εύκρατης ζώνης και τις αέριες μάζες τις Αρκτικής. Χαρακτηριστικό του αρκτικού μετώπου είναι ο σχηματισμός των κυκλώνα) ν.

Arctic Haze (Αρκτική ομίχλη] Μετεωρ. Χαρακτηριστικό του κλίματος της Αρκτικής είναι η ομίχλη η οποία από την έντονη σχετική υγρασία της περιοχής φτάνει πολλές φορές το 95-98 %. Arctic High [Αρκτικό υψηλό] Μετεωρ. Χαρακτηρισμός των σταθερών αντικυκλώνων πάνω από την Αρκτική λεκάνη. Έχουν άμεση σχέση με την κυκλοφορία των επιφανειακών υδάτων και πάγων αλλά κατά τους θερινούς μήνες ελάχιστα επηρεάζουν το κλίμα της περιοχης: Arctic Mist [Αρκτική ομίχλη] Μετεωρ. Ομίχλη η οποία οφείλεται σε υψηλά ποσοστά της σχετικής υγρασίας της αρκτικής περιοχής και λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών αποτελείται από υδρατμούς κρυσταλλικής μορφής. Arctic Sea Smoke [Αρκτική θαλάσσια ομίχλη] Μετεωρ. Ομίχλες εξάτμισης που δημιουργούνται από τη μεταφορά αέρα από παγωμένες επιφάνειες προς την επιφάνεια της θάλασσας, η οποία έχει υψηλότερη θερμοκρασία. Arctic Zone [Αρκτική ζώνη] Γεν. II ζώνη της γης που εκτείνεται από τον Αρκτικό κύκλο έως και τον Β. Πόλο. ΙΙεριλαμβάνει τις Αρκτικές χώρες όπως τη Γροιλανδία, Β. Σιβηρία. Β. Αλάσκα, Β. Καναδά, Β. Ισλανδία κ.λ.π. Το όνομά της προέρχεται από το ότι ο Β. Πόλος απέχει μόλις 1 μοίρα και 5 λεπτά από τον αστερισμό α (Πολικό) της Μικράς Αρκτου. Arctization [Αρκτικοποίηση] Μηχ. Προσαρμογή των μηχανημάτων ώστε να είναι ικανά για χρήση σε συνθήκες πολύ χαμηλών θερμοκρασιών. A r c t u r u s |Αρκτούρος| Αστρον. Αστρο πρώτου μεγέθους στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο. Απέχει 36 έτη φωτός από τον Ήλιο και ανήκει στον αστερισμό του Βοώτη. Arcuated [Τοξοειδής] Αρχ. Περιγραφικός όρος που αναφέρεται σε καμπύλο σχήμα τόξου, κυρτό προς το εξωτερικό μέρος. Arcuated Delta [Τοξοειδές δέλτα] Γεωλ. Σχηματισμός δέλτα από προσχώσεις στις θαλάσσιες ή λιμναίες εκβολές ενός ποταμού σε μορφή τόξου που έχει το κυρτό του τμήμα προς την ανοιχτή υδάτινη επιφάνεια. Arcwise Connented Set [Τοξοειδές συνδεόμενο σύνολο | Μαθημ. Σημειοσύνολο για το οποίο ισχύει η ιδιότητα: κάθε τόξο που συνδέει δύο τυχαία σημεία του συνόλου, έστω Α το σύνολο, αποτελείται μόνο από σημεία που ανήκουν στο Α. Ardennian Orogeny [Αρδένια ορογένεση] γεωλ. Σύντομη ορογενετική περίοδος της Σιλούριας περιόδου (πριν 500 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα. Ardennite [Αρδεννίτης] Γεωλ. Ορυκτό των Αρδεννών ορέων αποτελούμενο από βαναόικό και πυριτικό μαγγάνιο και αργίλιο. Συναντάται σε μικρούς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος.Έχει σκληρότητα 6 έα)ς 7 στη κλίμακα Μος. Are [Λρ] Μαθημ. Μονάδα μέτρησης επιφανειών (1 αρ = 100 τετρ. μέτρα) σε. χρήση σε πολλές χώρες της Β. και Κ. Ευρώπης, που συνδέεται με το εκτάριο με τη σχέση 1 εκτάριο = 100 αρ =10.000 τετρ. μέτρα. Area 1 [Περιοχή] Μαθημ. 1. Περιοχή ενός σημείου είναι ένα ανοικτό διάστημα (u-ε,α+ε). Κατ'αναλογία ορίζεται για το +· η περιοχή του να είναι διάστημα (ε,+· ) και για το -· να είναι (-· ,ε). 2. Σημειοσύνολο του επιπέδου το οποίο έχει σαν όρια γραφήματα συναρτήσεων ή τους άξονες συντεταγμένων. Area" [Χώρος] Υπολ. Τμήμα του λογισμικού ενός ηλε-

- 143-

κτρονικού υπολογιστή στο οποίο αποθηκεύονται δεδομένα νια μελλοντική χρήση ή προϊόντα επεξεργασίας κάποιου προγράμματος. Area Control (Έλεγχος περιοχήςΐ Αεροπ. Έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας κατά τον οποίο διατηρείται συνεχής επαφή ανάμεσα στο πύργο ελέγχου με παροχή οδηγιών και πληροφοριών και αεροσκάφος που κινείται σε καθορισμένη περιοχή. Area Drain [Επιφανειακός αγωγός αποστράγγισης] Μηχ. Σωλήνας (πήλινος κυρίως) μεγάλ.ου ανοίγματος ή τεχνητές τάφροι για την αποχέτευση των λιμναζόντων υδάτων (βρόχινων, από πλημμύρες κ.λ.π.) από μια περιοχή. Area Forecast [Τοπική πρόγνωσηΐ Μετεωρ. Μελέτη η οποία προβλέπει τον καιρό για δεδομένο χρονικό διάστημα για κάθε τόπο. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τις δραστηριότητες που επηρεάζονται άμεσα από τις κλιματολογικές συνθήκες όπως είναι οι γεωργικές εργασίες και οι συγκοινωνίες. Area Light [Επιφανειακός φωτισμός] φυσ. Η χρήση φωτεινών ανοιγμάτων ή φωτιστικών σωμάτων για το φωτισμό μιας επιφάνειας. Εδικότερα για το τεχνητό φωτισμό εκτενούς επιφάνειας απαιτείται χρήση ειδικών λαμπτήρων μεγάλης απόδοσης (με ενσωματωμένα κάτοπτρα κ.λ.π.) για τη πολική κατανομή της φωτοβολίας και την εξασφάλ.ιση κατά το δυνατόν ομοιόμορφου φωτισμού. Area Of E r r o r [Περιοχή σφάλματος] Μαθημ. Η περιοχή εντός της οποίας βρίσκεται η πραγματική θέση ενός σώματος ή μεγέθους σύμφωνα με κάποια δεδομένη πιθανότητα. Areal E r u p t i o n [Επιφανειακή ηφαιστειακή έκρηξη] Γεωλ. Κάθε ηφαιστειακή έκρηξη στην επιφάνεια της γης.Διακρίνονται σε 1. Κεντρικές λόγω έκχυσης λάβας από το πόρο 2. Μεγάλης έκτασης λόγω κατάρρευσης της στέγης βαθόλιθου συσσωρευμένου κάτω από το ηφαίστειο 3. Ρηγματικές από επιμήκη ρήγματα που σχηματίστηκαν από τεκτονικές κινήσεις. Areal Geology [Επιφανειακή γεωλογία] Γεωλ. Κλάδος της γεωλογίας που εμ^ευνά το σχηματισμό, τη σύσταση και τη διάταξη των πετρωμάτων καθοκ και κάθε γεωλογικό φαινόμενο μιας ευρύτερης περιοχής στην επιφάνεια της γης. Areal Velocity [Επιφανειακή ταχύτητα] Αστρον. Ισούται μιε το πηλίκο του εμβαδού που διαγράφει η διανυσματική ακτίνα μέσα σε κάποιο χρόνο προς το χρόνο αυτό. Arenacious [ΨαμμιτικόςΙ Γεωλ. Ορος που αναφέρεται σε ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται ή π ε ρ ι έ χ ε ι μεγάλη ποσότητα πυριτική (χαλαζιακή) ή ασβεστολαθική άμμο δηλ. κόκκους διαμιέτρου μικρότερης από 1 χλιοστό. Arencs [Αρένια] Οργ. Χημ. Ονομασία που αποδίδεται στο σύνολο των αρωμιατικών υδρογονανθράκων. Συμβολίζονται με Ar. Arenicolite [Αρενικολίτης] Γεωλ. Εμφανές σημιάδι (οπή. αυλάκωση κ.λ.π.) που συναντάται σε ιζηματογενή πετρώματα και οφείλεται στη δράση οργανικών οργανισμιών όπως των αρενικολιδών (αρενικόλης κ.λ.π.) που ανοίγουν οπές στα αμμο')δη εδάφη όπου ζουν. Arenigean [Αρενίγκιον] Γεωλ. Βαθμίδα της Ορδοβίσιας υποπεριόδου της Σιλούριου περιόδου (πριν 500 εκατομ. χρόνια) του Παλοιοζωικού αιώνα κάτω από το Λανδεϊλιον και πάνω από το Τρεμαδόκιον της ίδιας υποπεριόδου.

Argentite

Arcnite [Ψαμμίτης] Γεωλ. Κάθε ιζηματογενές ή στρωσιγενές πέτρωμα που αποτελείται από κόκκους, χαλαζιακής κυρίως, άμμου (συχνά μιε προσμίξεις κόκκων άλλων ορυκτών όπως άστριων, μιοσχοβίτη κ.λ.π.) συνδεδεμένα με ορυκτή συγκολλητική ύλη που χαρακτηρίζει το είδος του ψαμμίτη π.χ. ασβεστολιθικός, δολομιτικός, αργιλικός κ.λ.π. Areocentric [Αρεοκεντρικός] Αστρον. Επίθετο που αναφέρεται σε αυτόν που έχει κέντρο του τον Αρη. Areodesy [Αρεοδαισία| Αστρον. Επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση ολόκληρης της επιφάνειας του Αρη ή τμημάτων αυτού, κατόπιν υπολογισμών που βασίζονται σε παρατηρήσεις. Επίσης ασχολείται μιε τον ακριβή καθορισμό της μορφής και την αναπαράσταση περιοχών του πλονήτη. Areographic [Αρεογραφικός] Αστρον. Επίθετο που αναφέρεται σε αυτόν που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια του πλανήτη Αρη. Οι συντεταγμένες της θέσης του είναι το μήκος, δηλαδή η απόσταση από τον πρώτο μεσημβρινό, και το πλάτος, η απόσταση από τον ισημερινό, κατ'αναλογία με τον προσδιορισμό σημείου πάνω στη Γη. Arcography [Αρεογραφίαΐ Αστρον. Κλάδος της αστρονομίας που μελετά την επιφάνεια του πλονήτη Αρη καταγράς>οντας παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Arcology [Αρεολονία] Αστρον. Π συγκεντρωτική εργασία παρατηρήσεων και μελετών για τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον πλ-ανήτη Αρη. Ares [Αρης] Αστρον. Πλονήτης του ηλιακού συστήματος με μικρή μάζα και διαστάσεις. Είναι ο τέταρτος πλανήτης σε απόσταση από τον Ήλιο απέχοντας 1.524 αστρονομικές μονάδες. Επικρατεί η άποψη πως στον Αρη είναι πιθανό να υπάρχουν αναερόβιες μορφές ζωής· Arethusa [Αρέθουσα] /ίστρον.Αστερισμός που ανακαλύφθηκε το 1867 και απέχει από τον Ήλιο 3000 αστρονομικές μονάδες. Ανήκει στην κατηγορία των ημιπεριοδικά μεταβλητών άστρων. ARFOR [Αρχικά ARFOR] Μετεωρ. Αρχικά που χρησιμοποιούνται διεθνώς για την πρόγνωση του καιρού (ARca FORecasi). ARFOT [Αρχικά ARFOT] Μετεωρ. Αρχικά που χρησιμοποιούνται διεθνώς για την πρόγνωση του καιρού με το αγγλοσαξονικό σύστημα μέρτησης (ARca FOrecasT). Argand Diagram [Διάγραμμια Αργκάντ] Μαθημ. II απεικόνιση κάθε μιγαδικού αριθμού ως σημείο στο επίπεδο μέσω ενός ορθογωνίου καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων. Ο άξονας των τετμημένων ή αλλιώς πραγματικός άξονας περιέχει το πραγματικό μέρος του μιγαδικού ενώ ο άξονας των τεταγμένων ή αλλιώς φανταστικός άξονας περιέχει το φανταστικό μέρος του μιγαδικού. Argelandcr Method [Μέθοδος Αργκελάντερί Αστρον. Οι μεταβλητοί αστέρες ταξινομούνται ανάλογα μιε τη φωτεινύτητά τους η οποία όμως παρουσιάζει διακυμάνσεις. Η θέση του κάθε αστέρα στη σχετική κλίμακα προκύπτει μετά από συγκρίσεις μιε τη φωτεινότητα σταθερών αστέρων. Η μέθοδος επινοήθηκε την περίοδο 1840-1850 από τον Γερμανό αστρονόμο Φ. Αργκελάντερ. Argentic [Λργυρικός] Χημ. Όρος που αναφέρεται στον άργυρο, κοινώς ασήμι. Argentite [Αργεντίτης] Γεωλ. Ορυκτό θειούχου αργύρου, ένα από τα πιο σημιαντικά μεταλλεύματα αργύ-

AngleOfReflection

-

144-

ρου. Συναντάται σε μεταλλικούς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος ή σε κατάσταση σκόνης. Argentometer [Αργυρόμετροί Χημ. Όργανο που χρησιμοποιείται στην ογκομετρική ανάλυση του αργύρου. Argentomctry [Λργυρομετρία] Χημ. Μέθοδοι για τον ογκομετρικό προσδιορισμό του αργύρου ενός διαλύματος π.χ. στην ογκομετρική ανάλυση με καταβύθιση, με τη προσθήκη κατάλληλου κανονικού διαλύματος σχηματίζεται ίζημα αδιάλυτων αλάτων όπως χλωριούχου αργύρου, βρωμιούχου αργύρου κ.λ.π. A r g e n t u m [Αργυρος] Χημ. Λατινική λέξη για το ασήμι. Argillaceous [Αργιλικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει μεγάλη ποικιλία ιζηματογενών (υδατόφιλων και μικρής σκληρότητας) πετρωμάτων αποτελούμενα από εξαιρετικά λεπτούς κόκκους, διαμέτρου μικρότερης από 0,5 χιλιοστά, σε κανονική διαστρωμάτωση.II σύσταση τους είναι ένυδρες πυριτικές ενώσεις του αργιλίου με παρουσία και άλλων ποικίλης προέλευσης υλικών. Argillation [Αργιλλοποίηση] Γεωλ. Σχηματισμός αργιλικών ιζημάτων από τη σύμπηξη κολλοειδών υλικών λεπτότατης υφής και αποσαΟρωτικής προέλευσης συνιστάμενα, κυρίως, από άνυδρα πυριτικά άλατα του αργιλίου και διοξείδιο του πυριτίου. Argillic Alteration [Αργιλική μετατροπή] Γεωλ. Αλλοίωση ενός πετρώματος και μετατροπή του σε αργιλικό π.χ. με τη γεωχημική δράση του νερού με το διοξείδιο του άνθρακα στα πυριτικά ορυκτά εκρηξιγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων όπως σε άστριους κ. λ.π. Argillite [Αργιλίτης] Γεωλ. Συμπαγές αργιλικό πέτρωμα που οφείλει τη σκληρότητα και συνοχή του στην έντονη, υπό πίεση αφυδάτωση της αρχικής αργιλική ς ιλύος. Έχει άμορφη υφή, κανονική στρώση και σχίζεται εύκολα σε λεπτές πλάκες.Αν και υδατοστεγές κονιοποιούμενο μετατρέπεται σε πλαστική άργιλο. Argo [Αργώ] Αστμον. Αστερισμός του νότιου ημισφαίριου, ο οποίος αλλιώς ονομάζεται Πλοίο. Διαιρείται στους αστερισμούς Πρύμνη, Ιστία, Τρόπις και Πυξίδα των οποίων η ονομασία προήλθε επίσης από τη ναυτική ορολογία. Argon [Αργό] Χημ. Ευγενές αέριο, άχρωμο και άοσμο, με ατομικό αριθμό 18 και ατομική μάζα 39,99. Περιέχεται στον ατμοσφαιρικό αέρα σε ποσοστό περίπου 0,94 %. Αποτελείται από μίγμα τριών ισοτόπων και δεν αντιδρά στις συνήθεις συνθήκες. Σύμβολο ΑΓ. Argon Ionozation Detector [Ανιχνευτής ιονισμού με αργό] Φυσ. Θάλαμος ιονισμού για την ανίχνευση ακτινοβολιών όπου το χρησιμοποιούμενο αέριο είναι το αργό. Argon Laser [Λέιζερ αργού] Φυσ. Ιοντικό λέιζερ αερίου που χρησιμοποιεί αργό ως ενεργό υλικό. Εκπέμπει συνεχή μονοχρωματική δέσμη και λειτουργεί σε μήκος κύματος 0,4880 μιτι (στο κυανό) ή 0,5145 μηι (στο πράσινο) με ισχύ εξόδου μέχρι 10W. Βρίσκει εφαρμογή σε οφθαλμολογικές επεμβάσεις, στην τεχνολογία επεξεργασίας σκληρών μετάλλων, στις φυσικές έρευνες κ.λ.π. A R C OS System [Σύστημα Συλλογής και Μετάδοσης ΙΙεριβαλλοντολογικών Δεδομένων] Επικοιν. Σύστημα δορυφόρων που εκτελούν μετρήσεις των συνθηκών της ατμόσφαιρας, όπως της συγκέντρωσης του όζοντος σε αυτήν και τις μεταδίδουν σε ερευνητικούς επίγειους σταθμούς του εδάφους. Argument 1 [Όρισμα] Αστμον. II μετρήσιμη γωνία για

οποιοδήποτε τόξο το οποίο αντιπροσωπεύει μέγεθος που προσδιορίζει τη θέση σώματος στην ουράνια σφαίρα. Argument 2 [Όρισμα] Μαθημ. Π γωνία του διανύσματος που αντιπροσωπεύει ένα μιγαδικό αριθμό σε ένα διάγραμμα Αργκάντ.-^Amplitude. Argus Ε [Αργώ Ε] Αστρον. Αστρο που ανήκει στον αστερισμό της Αργούς στο νότιο ουράνιο ημισφαίριο με φαινόμενο μέγεθος 1.74. Argyrodite [ Αργυροδίτης] Γεωλ. Ορυκτό που συναντάται σε φαιούς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. II χημική του σύσταση περιέχει άργυρο, γερμάνιο KUI θείο. Έχει σκληρότητα περίπου 2,5 στην κλίμακα Μος. Arid Climate [Ανυδρο κλίμα] Μετεωρ. Κλίμα όπου η ποσότητα των υδρατμών στην ατμόσφαιρα και στο περιβάλλον γενικά είναι περιορισμένη. Arid Erosion [Ξηρή διάβρωση | Γεωλ. Αποσάθρωση των πετρωμάτων που οφείλεται στην δράση των ανέμων και στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας στις ξηρές περιοχές. Aridity [Ανυδρία] Μετεωρ. Έλλειψη επαρκούς υγρασίας στο περιβάλλον λόγω συνδυασμού διαφόρων παραγόντων (θερμοκρασία, άνεμοι, ανομβρία, έλλειψη υδάτινων επιφανειών κ.λ.π.) που επιφέρει αρνητικές επιδράσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στον ανθρώπινο οργανισμό. Aridity Coefficient [Συντελεστής ανυδρίας] Μετεωρ. Συντελεστής που στηρίζεται στη σχέση θερμοκρασίας και κατανομής των βροχοπτώσεων για τον καθορισμό του ορίου και της τιμής της ξηρότητας μιας περιοχής. Aridity Index [Δείκτης ανυδρίας] Μετεωρ. Δείκτης που εκφράζει την υγρομετρική κατάσταση του αέρα όσον αφορά την υστέρηση της ποσότητας των υδρατμών σε σχέση με το επιθυμητό επίπεδο. Ariegite [Αριεγίτης] γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα αποτελούμενο, κυρίως, από πυρόξενους και σπινέλλιο. Έχει κρυσταλλική υφή και είναι φαιού χρώματος.Στη σύσταση του επικρατούν τα μεταπυριτικά άλατα του μαγνησίου, σιδήρου και ασβεστίου. Ariel [Αριελ] Αστρον. Μικρός πλανήτης που ανακαλύφθηκε το 1851. Βρίσκεται στην τροχιά του Ουρανού, στην επιφάνεια του ισημερινού του πλανήτη. Έχει ακτίνα 300 χλμ και μέση απόσταση από τον Ουρανό 700000 χλμ. Aries [Κριός] Αστρον. Αστερισμός στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο με ορθή αναφορά τριών ωρών. Τα λαμπρότερα άστρα που ανήκουν στον Κριό έχουν φαινόμενο μέγεθος 2.6 και 2. Arikareean [Αρικάριον] Γεωλ. Βαθμίδα της Μειοκαίνου υποπεριόδου της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα (πριν 60 εκατ.χρόνια). Arithmetic [Αριθμητική] Μαθημ. Επιστήμη η οποία εξετάζει τους αριθμούς και τις τέσσερις στοιχειώδεις πράξεις, δηλαδή την πρόσθεση, τον πολλαπλασιασμό, την αφαίρεση και τη διαίρεση, που εκτελούνται μεταξύ τους. Arithmetic Addition [Αριθμητική πρόσθεση] Μαθημ. Η συνήθης πρόσθεση είτε περιορισμένη στο σύνολο των αριθμών που είναι μεγαλύτεροι από το μηδέν είτε σε ολόκληρο το σύνολο των πραγματικών λαμβάνοντας τις απόλυτες τιμές των προσθετέων. Arithmetic Address [Διεύθυνση Μαθηματικά Υπολογιζόμενη] Υπολ. Διεύθυνση μίας θέσης της μνήμης σωρού ενός υπολογιστή, η οποία υπολογίζεται από τη δι-

- 145εύθυνση του αρχικού ή του προηγούμενου στοιχείου που διαβάσαμε και την τάξη του στοιχείου που ζητάμε να διαβάσουμε. Arithmetic Circuitry [Αριθμητικό κυκλωματικό] Ηλχκτρον. Το εξάρτημα του κυκλώματος ενός υπολογιστή που εξασφαλίζει την εκτέλεση μαθηματικών πράξεων. Arithmetic C o n t i n u u m [Αριθμητικό συνεχές] Μαθημ. Αριθμός ο οποίος αντιπροσωπεύει τον πληθάριθμο του δυναμοσυνόλου των φυσικών αριθμών και προέρχεται από την πρόσθεση όλων των πραγματικών. Arithmetic Geometric Mean [Αριθμητικόςγεωμετρικός μέσος] Μαθημ. Ο αριθμητικόςγεωμετρικός μέσος δύο αριθμών αϊ και βι προκύπτει από συγκεκριμένη διαδικασία. Ορίζονται δύο ακολουθίες αναδρομικά (cO και (βν) τέτοιες ώστε α ν+ ι= (αν+βν)/2 και βν+ι=(οΐνβν)Ι/:. Το κοινό όριο αυτών των ακολουθιών είναι ο ζητούμενος μέσος αριθμός για τους αι και βι. Arithmetic M e a n [Αριθμητικός μέσος] Μαθημ. Ο αριθμητικός μέσος ή μέσος όρος ενός πεπερασμένου συνόλου είναι το πηλίκο του αθροίσματος όλχον των αριθμών του συνόλου 0iu του πληθικού αριθμού του. Arithmctic Progression [Αριθμητική πρόοδος] Μαθημ. Ακολουθία αριθμών (αι,α 2 ,...θν) της οποίας όλοι οι όροι από τον δεύτερο και μετά προκύπτουν ως το άθροισμα του προηγούμενου με ένα σταθερό αριθμό χ. Ο τυχαίος όρος Ον της ακολουθίας δίνεται από τον τύπο α ^ α ^ ν - ^ χ . Arithmetic Register [Αριθμητικός Καταχωρητής] Υπολ. Θέση μνήμης προσωρινής αποθήκευσης αριθμητικών δεδομένων. Συνήθως οι καταχωρητές βρίσκονται μέσα στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας και χρησιμεύουν στην προσωρινή αποθήκευση ενός αριθμού κατά την εκτέλεση μίας πράξης. Arithmetic Scan [Ανίχνευση Σειράς Εκτέλεσης Αριθμητικών Πράξεων] Υπολ. Τμήμα της διαδικασίας μεταγλώττισης του πηγαίου κώδικα ενός προγράμματος κατά την οποία, ανιχνεύεται η σειρά εκτέλεσης των πράξεων μεταξύ αριθμών ή μεταβλητών. Arithmetic Series [Αριθμητική σειρά] Μαθημ. Η ακολουθία με γενικό όρο 8 = =Σ ί=1 v a j , όπου ν φυσικός ονομάζεται αριθμητική'·) σειρά όταν η ακολουθία πραγματικών αριθμών ( α ν ) αποτελείται από όρους αριθμητικής προόδου. Arithmetic Shift [Μετατόπιση Θέσης Ψηφίων Αριθμού] Υπολ. Τεχνική ομοιόμορφης αλλαγής της θέσης, μετάθεσης των ψηφίων του αριθμού ενός καταχωρητή του υπολογιστή, που διευκολύνει την εκτέλεση πράξεων με τον αριθμό χωρίς αλλογή στο πρόσημο του. Arithmetic Sum [Αριθμητικό άθροισμα] Μαθημ. Το εξαγόμενο που λομβάνεται από την πρόσθεση δύο ή περισσότερων θετικών όρων. Οι προσθετέοι ανήκουν είτε στο σύνολο των πραγματικών και υπολογίζεται μόνο η απόλυτη τιμή τους ή στον περιορισμό του |R για όρους μεγαλύτερους από το μηδέν. Arithmetic S y m m e t r y [Συμμετρία Καμπύλης Απόδοσης] Ηλεκ. Πρόκειται για ιδιότητα της καμπύλης απόδοσης ενός φίλτρου διέλευσης ή απόρριψης, σύμφωνα με την οποία, η καμπύλη είναι συμμετρική ως προς την κεντρική συχνότητα λειτουργίας του φλτρου. Arithmetical Check [Αριθμητικός έλεγχος] Πλχκτρον. Διεξαγωγή αριθμητικών πράξεων με διαφορετικό συνδυασμό εντολ,ών για επαλήθευση προηγούμενου αποτελεσματος. Arithmetical Instruction [Αριθμητική'] οδηγία] Ηλε-

A r m a t u r e Reactancc

κτρον. Καθορισμένη εντολή για να εκτελέσει ο υπολογιστής μια μαθηματική πράξη, Arithmetical O p e r a t i o n [Αριθμητική λειτουργίαΐ Ηλεκτρον. . Η λειτουργία ενός υπολογιστή κατά την εκτέλεση μαθηματικών πράξεων, Arithmetical Unit [Αριθμητική μονάδα] Ηλεκτρον. . Η μονάδα του υπολογιστή που εκτελεί όλες τις αριθμητικές και λογικές λειτουργίες. Arithmetization [Αρίθμηση] Μαθημ. Η δημιουργία συνάρτησης 1 προς 1 μεταξύ του συνόλου που δίνεται και του συνόλου των φυσικών αριθμών. Τότε το σύνολο καλείται άπειρο αριθμήσιμο ή πεπερασμένο αριθμήσιμο ανάλογα με το πλ*ήθος των όρων του. Arkite [Αρκίτης] Γεωλ. Πέτρωμα αποτελούμενο κυρίοκ από αστρίους με σημαντική αναλογία νεφελίνης και λευχίτη καθώς και δευτερευόντων ορυκτολογικών συστατικών. Στη σύστασή του επικρατούν ενώσεις του πυριτίου. Arkose | Αρκόζης] Γεωλ. Καλείται το ιζηματογενές πέτρωμα του ψαμμίτη όταν στη βασική του σύσταση από κόκκους χαλαζιακής άμμου συνυπάρχουν σε πολύ μεγαλότερη ποσότητα από ότι άλλο αποσαθρωτικά ορυκτά κοκκία αστρίου. Arkosic [Αρκοζικός] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται ένα πέτρωμα όταν στη σύστασή του εμφανίζεται ως βασικό συστατικό ο αρκόζης. Arkosic Limestone [Αρκοζικός ασβεστόλιθος] Γεωλ. Ποικιλία ασβεστόλιθου που εκτός του βασικού του συστατικού ασβεστίτη περιέχει υψηλό ποσοστό αρκόζη. Arkosic Sandstone [Αρκοζικός ψαμμίτης] Γεωλ.—> Arkose. Arkosite [Αρκοζίτης] Γεο)λ. Ονομάζεται έτσι το πέτρωμα του χαλαζίτη όταν στη βασική του σύσταση από κόκκους χαλαζίου ενωμένους με ορυκτή συγκολλητική ύλη συνυπάρχουν σε υψηλό ποσοστό προσμίξεις αστρίων. A r m Elevator [Ανελκυστήρας με βραχίονα] Μηχ. Μηχ. Τύπος ανελκυστήρα που συναντάται σε βιομηχανικά κτίρια και άλλες εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας και φέρει στην εξωτερική επιφάνια του ικρίωμα για την πρόσδεση και ανέλκυση ογκωδών αντικειμένων, A r m a t u r e [Οπλισμός ή επαγώγιμο] Φνσ. 1. Το περιστρεφόμενο τμήμα μιας ηλεκτρομηχανικής διάταξης (κινητήρας, γεννήτρια κ.λ.π.) που αποτελείται από περιελίξεις πηνίου γύρω από ένα σιδηρομαγνητικό πυρήνα. 2. Το κινητό τμήμα μιας ηλεκτρομαγνητικής διάταξης όπως μεγαφώνου, ηλεκτρονόμου, βομβητή κ.λ.π. 3. Κομμάτι σιδηρομαγνητικού υλικού για τη σύνδεση των πόλεων ενός μαγνήτη, A r m a t u r e Coil [Πηνίο οπλισμού] Φυσ. Ρευματοφόρος αγωγός που φέρει περιελίξεις στηριγμένες στις εντομές του σιδηρομαγνητικού πυρήνα του οπλισμού μιας ηλεκτρικής διάταξης και λειτουργεί ως πηνίο διέγερσης, A r m a t u r e Core [Πυρήνας οπλισμού] Φυσ. Μαγνητικό υλικό του οπλισμού μιας ηλεκτρικής διάταξης γύρω από το οποίο τυλίγεται το πηνίο διέγερσης.Είναι κατασκευασμένο υπό μορφή πολύ λεπτών, μονωμένων μεταξύ τους σιδηρών ελοσμάτ(ον για να αποφεύγονται τα ρεύματα Foucauli. A r m a t u r e Reactance [Αντίδραση οπλισμού] Φυσ. Το μέρος της εμπέδησης του οπλισμού που σχετίζεται με την ύπαρξη επαγωγικύτητας διαρροής λόγω μαγνητικών γραμμών που δεν συνεισφέρουν στη μαγνητική ροή του μαγνητικού κυκλώματος μιας ηλεκτρικής μη-

A n g l eOfReflection

- 146-

χανής, A r m a t u r e Reaction [Αντίδραση οπλισμού] Φιχτ. II εμφάνιση μαγνητικής ροής στο μαγνητικό κύκλωμα των ηλεκτρικών μηχανών λόγω της διέλευσης ηλί:κτρικού ρεύματος. A r m a t u r e Resistance [Αντίσταση οπλισμού] Φνσ. Η ωμική αντίσταση των μεταλλικών περιελίξεων του πηνίου του οπλισμού. Armed M e r c h a n t m a n [Εξοπλισμένο εμπορικό πλοίο] Ναυπηγ. Εμπορικό πλοίο που φέρει πυροβόλο εξοπλισμό για την προστασία του πληρώματος και του φορτίου από εχθρικές ενέργειες, όπως η πειρατεία. Το δικαίωμα αυτό εξασφαλίζεται από νόμο της διεθνούς ναυτιλίας και δε μεταβάλλει την κατάταξη του πλοίου ως εμπορικού. Armenite [Αρμενίτης] Γεωλ. Πυριτικό πέτρωμα πλούσιο σε βάριο με πρόσθετα συστατικά αργίλιο, ασβέστιο, υδρογόνο και οξυγόνο.Συναντάται υπό μορφή φλεβών σε άχρωμους, λευκούς ή γκριζοπράσινους διάφανούς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στη κλίμακα Μος. Armillary Sphere [Κρικωτή σφαίρα] Αστρον. Κατασκευή στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η Γη ενώ σε ολόκληρο τον όγκο της σφαίρας βρίσκονται ουράνια σώματα ανάλογα με τη θέση τους στον ουράνιο θόλο. Είναι από τις πρίότες κατασκευές που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των συντεταγμένων των άστρων. Arming [Όπλιση] Φυσ. II κίνηση για την αγκίστρωση του κεντρικού στελέχους μιας ασφάλειας σε ορισμένη θέση ώστε να είναι το κύκλωμα κλειστό και η διάταξη έτοιμη προς λειτουργία. A r m o u r 1 [Θωράκιση] Μηχ. Προστατευτική επικάλυνη επιφανειών με σκληρό μεταλλικό υλικό (πλάκες κ.λ.π.) όπως η θωράκιση αρμάτων, πλοίων, βλημάτων κ.λ.π. A r m o u r 2 [Οπλισμός] Φυσ. Το προστατευτικό μεταλλικό περίβλημα που περιβάλλει και προσφέρει μηχανική αντοχή σε. ένα ρευματοφόρο αγωγό π.χ. τηλεγραφικό, υποβρύχιο καλώδιο κ.λ.π. A r m o u r Piercing [Διατρητικός] Μηχ. Αναφέρεται σε πυρομαχικό εξοπλισμό κάθε είδους (βόμβες, βλήματα κ.λ.π.) που προορίζεται για προσβολή ισχυρά θωρακισμένων μηχανικών μέσων και γενικά στόχων με ενισχυμένη κάλυψη. A r m o u r Piercing Bomb [Διατρητική βόμβα] Μηχ. Τύπος βόμβας σχεδιασμένη για να πλήξει θωρακισμένους στόχους. Με τη πυροδότηση της γόμωσης από κατάλληλους πυροσα)λήνες πετυχαίνεται η διάτρηση του στόχου και η έκρηξη στο εσωτερικό του. Συχνά είναι εξοπλισμένες με πυραυλικό κινητήρα για την αύξηση της ταχύτητας κατά την πρόσκρουση. A r m o u r Piercing Bullet [Διατρητική βολίδα] Μηχ. Αιχμηρό κυλινδρικό βλήμα φορητού οπλισμού που φέρει σχετικά μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης στο σκληρό εσωτερικό πυρήνα του ικανό να διασπά θωράκισμένους στόχους και μετά την απόρριψη του περιβλήματος του κατά τη κρούση να εκρήγνυται στο εσο)τερικό του στόχου. A r m o u r Piercing Incendiary [Διατρητικό εμπρηστικύ βλήμα] Μηχ. Βλήμα με κρουσιφλεγή πυροσωλήνα κορυφής μετά επιβρανδύσεως και συνδυασμό εκρηκτικής και εύφλεκτης ουσίας ικανό να διασπά θωρακισμένους στόχους και να αναφλέγεται κατά την έκρηξη του στο εσωτερικό του στόχου αναπτύσσοντας μεγάλες

θερμοκρασίες και διαχεόμενο να μεταδίδει φλόγες σε εύφλεκτα και μη εύφλεκτα'υλικά, A r m o u r Piercing Incendiary T r a c e r [Διατρητικό εμπρηστικό τροχιοδεικτικό βλήμα] Μηχ. Συνδυασμός εμπρηστικού και διατρητικού βλήματος ικανού να διασπά θωρακισμένους στόχους και να αναφλέγεται κατά την έκρηξη του στο εσωτερικό του στόχου. Φέρει επίσης ειδική φίοτιστική ουσία στο πυΟμένιο του η οποία καιγόμενη κατά τη πτήση του στον αέρα αφήνει φωτεινύ ίχνος υποδεικνύοντας τη τροχιά του. A r m o u r Piercing T r a c e r [Διατρητικό τροχιοδεικτικό βλήμα] Μηχ. Βλήμα με σχετικά μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης στο σκληρό πυρήνα του και με κρουσιφλεγή πυροσωλήνα μετά επιβράνδυσης ικανό να διασπά θωρακισμένους στόχους και να εκρήγνυται στο εσωτερικό τους. Φέρει, επίσης, ειδική ουσία στο πυθμένιο του η οποία καιγόμενη κατά τη πτήση του στον αέρα αφήνει φωτεινό ίχνος ή ίχνος καπνού υποδεικνύοντας τη πορεία του A r m o u r Plate [Θωρακική πλάκα] Μηχ. Σκληρή πλάκα από ειδικό κράμα χάλυβα ή άλλο ανθεκτικό μεταλλικό υλικό για τη προστατευτική επικάλυψη επιφανειών όπως για τη θωράκιση πλοίων, αρμάτων μάχης, οχημάτων χρηματαποστολών κ.λ.π. A r m o u r e d Cable [Οπλισμένο καλώδιο] Φνσ. Καλώδιο που φέρει προστατευτικό οπλισμό γύρω από τον αγωγό και το μονωτικό υλικό του (ψυχή του καλωδίου), Αποτελείται από σύνολο σιδηρών ή χαλύβδινων συρμάτων ποικίλης διαμέτρου σε ένα ή δύο στρώματα (μονού ή διπλού οπλισμού καλώδια), A r m o u r e d Vehicle (Θωρακισμένο όχημα| Μηχ. Κάθε όχημα, τροχοκίνητο η ερπυστριοφόρο, που φέρει ισχυρή μεταλλική θωράκιση συμπαγούς κατασκευής ή αποτελούμενη από σύνολο θωρηκτών πλακά)ν μόνιμα στερεωμένων επί του οχήματος για τη προστασία του από βλήματα ή βόμβες μεγάλης ισχύος. A r m o u r e d Wood |Οπλισμένο ξύλο| Μηχ. Κομμάτι ςύλου που φέρει αμφίπλευρα επένδυση από μεταλλικά φύλλα. A r n d t Eistert Synthesis [Σύνθεση κατά AmcU-Eislerl] Οργ. Χημ. ΙΙρόκειται για χημική διεργασία που χρησιμοποιείται για την ανοικοδόμηση ανθρακικής αλυσίδας οργανικών ενώσεων, με χρήση διαζωνιακών αλάτων. Aromatic [Αρωματικός] Χημ. Χαρακτηρίζονται οι ενώσεις που είναι ακόρεστα, επίπεδα κυκλικά, συζυγιακά (μύρια με εναλλασσόμενους απλούς και διπλούς δεσμούς) συστήματα που παρουσιάζουν χαρακτηριστικές χημικές και φασματοσκοπικές ιδιότητες καθώς και σημαντική σταθερότητα. Π.χ. ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους ένα τουλάχιστον βενζολικό δακτύλιο, Aromatic Acid [Αρωματικό οξύ] Χημ. Αρωματική ένωση που περιέχει στο μόριό της καρβοξύλιο - COOH είτε απευθείας ενωμένο στον αρωματικό πυρήνα (πυρηνοκαρβονικό) π.χ. βενζοϊκό οξύ είτε στη πλευρική αλυσίδα (λιπαρωματικό). Aromatic Alcohol |Αρωματική αλκοόλη 1 Χημ. Είναι υδροςυλιωμένο παράγωγο ενός αρωματικού υδρογονάθρακα που περιέχει στο μόριό του ένα ή περισσότερα Oil ενωμένα με άτομα άνθρακα της πλευρικής αλυσίδας π.χ. βενζολική αλκοόλη. Aromatic Aldevde [Αρωματική αλδεϋδηΙ Χημ. Αρωματική ένωση που περιέχει στο μόριό της την αλδεϋδομάδα RCO ενωμένη σε άτομο άνθρακα του πυρήνα π. χ. βενζαλεϋδη.

- 147 Aromatic Amine [Αρωματική Αμίνη] Χημ. Αρωματική ένωση, παράγωγο της αμμωνίας, απ' όπου προκύπτει με αντικατάσταση των ατόμων υδρογόνου της με αρύλια π.χ. η φαινυλαμίνη (ανιλίνη). Aromatic H y d r o c a r b o n {Αρωματικός υδρογονάνθρακας] Χημ. Κυκλική ένωση αποτελούμενη από άνθρακα και υδρογόνο, αλλά στο μόριο της οποίας τα άτομα του άνθρακα συνδέονται κατά τον ιδιαίτερο τρόπο του αρωματικού χαρακτήρα π.χ. το βενζόλιο και η ομόλογη σειρά του. Aromatic Ketone [Αρο)ματική κετόνη] Χημ. Αρωματική έν(οση που στο μόριό της περιέχει τη ρίζα -CO. Aromatic Nucleus (Αρωματικός πυρήνας] Χημ. Ο κυκλικός δακτύλιος από άτομα άνθρακα συνδεδεμένα μεταξύ τους με εναλλασσόμενους απλούς και διπλούς δεσμούς που στην πραγματικότητα δεν είναι σταθεροί αλλά σε μία ενδιάμεση κατάσταση κατά το φαινόμενο της μεσομέρειας. Ο πιο αντιπροσωπευτικός είναι ο βενζολικός δακτύλιος αποτελούμενος από έξι άτομα άνθρακα. Aromatization [ΑρωματοποίησηΙ Χημ. Χημική διεργασία για τη μετατροπή μιας μη αρωματικής ένωσης σε αρωματική μέσω κατάλληλων αντιδράσεων και συνθηκών. Around The World Echo [Παγκόσμια ηχώ] Επικοιν. Τέτοιου είδους είναι η δικτυακή επικοινωνία μέσω των ειδικών καναλιών συζητήσεων πχ IRC (Iniernel Relay Chat). Ότι γράφει ένας χρήστης αντηχεί στις οθόνες όλων όσους συμμετέχουν παράλληλα. Aroyl [Αροϋλιο] Χημ. Η ρίζα RCO- όπου το R είναι αρύλιο. Arqucritc [Αρκυυερίτηςί Γεωλ. Ορυκτό πέτρωμα που περιέχει άργυρο σε ποσοστό από 85 έως 95 % και υδράργυρο.'Εχει χρώμα αργυρόλευκο και σκληρότητα περίπου 2 στην κλίμακα Μος. Ονομάζεται και ρωσικό αμάγαλμα. Array 1 [Διάταξη] Ηλεκτρον. Σύνολο ηλεκτρονικών εξαρτημάτων κεραιών (ανακλαστήρες, διευθυντήρες κ. λ.π.) στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα και στην ραδιοαστρονομία. A r r a y ' (Διάταξη] Μαθημ. Γραμμική παράθεση αριθμητικών δεδομένων κατά μέγεθος. Array Element ΙΣτοιχείο διάταξης] Ηλεκτρον. Μεμονωμένο εξάρτημα που αποτελεί τμήμα μιας ηλεκτρονικής διάταξης. Array R a d a r [Ραντάρ Διάταξης Φάσης] Μηχ. Ραντάρ που χρησιμοποιεί μια διάταξη από δίπολα εκπομπής λήψης. Για την αλλαγή της διεύθυνσης της εκπεμπόμενης δέσμης μεταβάλλεται κατάλληλα η σχετική φάση εκπομπής των δίπολων, ενώ για τον προσδιορισμό της θέσης ενός στόχου χρησιμοποιείται η σχετική φάση καταγραφής του ανακλώμενου από αυτόν σήματος. A r r a y Sonar [Ηχοεντοπιστική Συσκευή Διάταξης Φάσης] Μηχ. Ηχοεντοπιστική συσκευή η οποία χρησιμοποιεί μια διάταξη από μεγάφωνα -ακουστικά για την εκπομπή και καταγραφή του ήχου. Για την αλλαγή της διεύθυνσης του εκπεμπόμενου ήχου μεταβάλλεται κατάλληλα η σχετική φάση εκπομπής των μεγαφώνων, ενώ για τον προσδιορισμό της θέσης ενός στόχου χρησιμοποιείται η σχετική φάση καταγραφής του ανακλώμενου από αυτόν ήχου. Arrester [Συλλέκτης] Μηχ. Μεταλλικό ακιδωτό προστατευτικό δικτύωμα στη πάνω έξοδο μιας καπνοδόχου για την συγκράτηση ή εξουδετέρωση πυρακτωμένων υλικών.

Arsenic

Arrhenius Equation [Εξίσωση του ΑρρένιουςΙ Χημ. Η εξίσιυση που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στην ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης και στη θερμοκρασία. Ισχύει: Κ = A exp (- E/RT), όπου Κ είναι η σταθερά ταχύτητας της αντίδρασης, R η παγκόσμια σταθερά των αερίων. Τ η απόλυτη θερμοκρασία και Α , Ε σταθερές. A r r h e n i u s G u z m a n Equation (Εξίσωση των Αρρένιους-Γκούτσμαν] Φυσ. Ο τύπος η = A cxp (B/RT) που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στο ιξώδες η ενός υγρού και την απόλυτη θερμοκρασία Τ υπό σταθερή πίεση. To R είναι η παγκόσμια σταθερά των αερίων και Α . Β σταθερές. A r r h e n i u s Viscosity F o r m u l a ( Τύπος ιξώδους του Αρρένιους] Φυσ. Σύνολο τριών τύπων που εκφράζουν τη σχέση ανάμεσα στο ιξώδες υγρού, διαλύματος ή διαλύτη και τη θερμοκρασία ή κάποια συγκέντρωση του διαλύματος. Arriere Voussure [Εντοιχισμένος θόλος] Οικοδ. Είναι ένας τύπος καμάρας, που απαντάται επάνω από τα ανοίγματα μίας κατασκευής, όπως θύρες και παράθυρα, ο οποίος βρίσκεται ολόκληρος μέσα στο πάχος του τοίχου. Arris (Ακμή] Αρχ. Σε κτίρια τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, με αυτόν τον όρο ονομάζεται κάθε μικρή και στενή πλευρά ή γωνία, η οποία σχηματίζεται στην τομή δύο επιφανειών και φέρει κάποια ειδική διακόσμηση. Arris Fillet [Γωνιώδες διάζωμα] Οικοδ. Είναι μία ξύλινη ράβδος με τριγωνική διατομή, η οποία χρησιμοποιείται για να ανυψώνει την επικάλυψη μίας οροφής στο σημείο που αυτή συναντά έναν τοίχο ή μία καμινάδα. ώστε τα όμβρια ύδατα να απορρέουν και να μην λιμνάζουν εκεί. Arris G u t t e r [Γωνιώδης υδρορροήΙ Οικοδ. Είναι ένας ανοικτός σωλήνας με διατομή μορφής κεφαλαίου λατινικού V, ο οποίος χρησιμοποιείται για την συλλογή και απορροή των ομβρίων υδάτο>ν που κυλούν από μία κεκλιμένη στέγη. Arris Rail [Γωνιώδης βέργα] Οικοδ. Είναι μία ράβδος, συνήθως από ξύλο, με διατομή γεωμετρικού σχήματος τριγώνου, η οποία σχηματίζεται από μία ράβδο τετράγωνης διατομής με κατά μήκος διαγώνιο σχίσιμο αυτής. Arris Tile [Τύπος κεραμιδιού] Οικοδ. Με τον όρο αυτόν στην οικοδομική χαρακτηρίζεται οποιοσδήποτε τύπος κεραμιδιού για την κάλυψη μίας στέγης είναι γωνκόδους σχήματος. Arrisways [Διαγώνια] Οικοδ. Με τον όρο αυτό δηλώνεται η κεκλιμένη, ως προς το οριζόντιο επίπεδο, κατεύθυνση μίας επίπεδης επιφάνειας μίας στέγης από κεραμίδια ή μίας ξύλινης οροφής. Arrival Time [Χρόνος άφιξης] Γεωλ. Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στη δημιουργία ενός σεισμικού κύματος και στη καταγραφή του από ένα σεισμολογικό όργανο. Arrow Wing [Πτέρυγα τόξου] Αεροναυτ. Ονομασία τύπου πτέρυγας αεροσκαφών που χρησιμοποιείται σε ειδικές εφαρμογές και έχει επιφάνεια σχήματος V. A r r o y o [Αρόγιο] Γεωλ. Χαραδρωτή κοίτη ή βαθύ αυλάκι των άνυδρων και ημιάνυδρων περιοχών της Ν. Αμερικής, που δημιουργήθηκε από τη δράση μικρού ποταμού ή ρυακιού, που συχνά φέρει το ίδιο όνομα. Arsenic [Αρσενικό] Ανόργ. Χημ. Είναι χημικό στοιχείο της ομάδας VA του περιοδικού πίνακα. Συμβολίζεται

AngleOfReflection

- 148-

με As, έχει ατομικό αριθμό 33, ατομικό βάρος 74,9216 και σημείο τήξεως 817 °C (σε 28 aim), είναι διαλυτό σε νιτρικό οξύ και αδιάλυτο στο νερό. Χαρακτηρίζεται ως μεταλλοειδές στοιχείο με μεταλλική λάμψη και κάποια τιμή αγωγιμότητας. Υπάρχει σε διάφορες αλλοτροπικές μορφές, με σπουδαιότερες το κίτρινο, το μέλαν και το μεταλλικό. Λαμβάνεται από διάφορα ορυκτά. Οι ενώσεις του αρσενικού χρησιμοποιούνται ως εντομοκτόνες ή ναρκωτικές ουσίες. Arsenic Acid [Αρσενικικό οξύ] Χημ. Είναι ισχυρό οξύ με τύπο Η^Ας0 4 . Είναι διάφανη κρυσταλλική ένωση ευδιάλυτη στο νερό. Σχηματίζει αρσενικικά άλατα, που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη παρασκευή εντομοκτόνων, παρασιτοκτόνων και φαρμάκων. Arsenic Oxide [Οξείδιο του αρσενικού] Χημ. Ένωση του αρσενικού με οξυγόνο. Υπάρχουν δύο, το τριοξείδιο και το πεντοξείδιο. Arsenic (III) Oxide [Τριοξείδιο του Αρσενικού] Ανόργ. Χημ. Είναι λευκή ή άχρωμη ένωση, η οποία υπάρχει σε κυβική κρυσταλλική, υαλώδη ή μονοκλινική κρυσταλλική μορφή. Συμβολίζεται ως As 4 06 , το οποίο αποτελεί τη σταθερή, διμερή μορφή του AS2O3. Έχει σημείο τήξεως 193 °C και είναι διαλυτό σε νερό, υδροχλώριο και αλκαλικά διαλύματα. Σχηματίζεται κατά την καύση με αέρα του μεταλλικού αρσενικού. Είναι τοξική ένωση και χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο, αλλά σε ιχνοποσότητες και ως φάρμακο. Arsenic (V) Oxide 1 Πεντοξείδιο του Αρσενικού] Ανόργ. Χημ. Είναι λευκή, άμορφη στερεή ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Συμβολίζεται ως As2Os και έχει μοριακό βάρος 229,84 και σημείο τήξεως 315 "C. Παρασκευάζεται με επίδραση νιτρικού οξέος σε μεταλλικό αρσενικό και αφυδάτωση του παραγόμενου οξέος. Λιαλυόμενο στο νερό σχηματίζει αρσενικικό οξύ, H 3 AS0 4 .

Arsenic Pentasulfide [Πενταθειούχο αρσενικό] Χημ. Ένωση με τύπο Λς^δ,ς. Κίτρινη κρυσταλλική ένωση αδιάλυτη στο νερό. Σε θερμοκρασία πάνω από 500 βαθμούς διασπάται σε τριθειούχο αρσενικό και θείο. Arsenic Pentoxide [Πεντοξείδιο του αρσενικού] Χημ. Ένωση με τύπο Ας2θ5. Είναι λευκή άμορφη σκόνη που σχηματίζεται με αφυδάτωση του αρσενικικού οξέος. Arsenic Trichloride [Τριχλωριούχο αρσενικό] Χημ. Ένωση με τύπο ΑςΟ.ν Είναι άχρωμο υγρό καλός διαλύτης διαφόρων ελαίων, του θείου κ.λ.π. Σχηματίζεται από το κονιοποιημένο μέταλλο σε περιβάλλον αερίου χλωρίου με έκλυση θερμότητας. Arsenic Trioxide [Τριοξείδιο του αρσενικού] Χημ. Ένωση με τύπο Ac^Oy. Δηλητηριώδης λευκή σκόνη, γνωστή και ως λευκό αρσενικό. Συναντάται και στη φύση ως ορυκτό ή σε ορισμένες ιαματικές μεταλλικές πηγές. Arsenic Trisulfide [Τριθειούχο αρσενικό] Χημ. Ένωση με τύπο Ας253. Κίτρινη κρυσταλλική ένωση, όχι τοξική. Συναντάται και στη φύση ως ορυκτό με το όνομα κίτρινη σανδαράχη. Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως χρωστική. Arsenical [Αρσενικούχο] Χημ. Ιδιότητα που χαρακτηρίζει το αρσενικό ή ένωση που περιέχει αρσενικό. Arsenical Antimony [Αρσενικό αντιμόνιο] -> Α1lemonite. Arsenical Disulfide [Διθειούχο αρσενικό] Χημ. Ένωση με τύπο Ας2$2· Συναντάται και στη φύση υπό μορφή πορτοκαλόχρωμων ή ερυθρών κρυστάλλων. Προέρχεται από σύντηξη θείου και αρσενικού. Λέγεται και ε-

ρυθρά σανδαράχη. Arsenolamprite ΙΑρσενολαμπρίτης] Γεωλ. Ορυκτό πέτρωμα που εμφανίζεται σε φυλλοειδή συσσωματώματα. Στη σύστασή του περιέχει κυρίως αρσενικό και μικρή ποσότητα δισμουθίου. Έχει χρώμα φαιό και μεταλλική λάμψη. Η σκληρότητά του είναι περίπου 2 στην κλίμακα Μος. Arscnolite [Λρσενολίτης] Γεωλ. Ορυκτό που προέρχεται κυρίως από αποσάθρωση άλλων αρσενικούχων πετρωμάτων. Αποτελείται από οξείδιο του αρσενικού και συναντάται υπό μορφή άχρωμης ή λευκής σκόνης στην επιφάνεια των αρσενικούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και έχει σκληρότητα περίπου 1,5 στην κλίμακα Μος. Ονομάζεται και λευκό αρσενικό. Arscnopyrite [Λρσενοπυρίτης] Γεωλ. Ορυκτό πέτρωμα που αποτελεί κύριο μετάλλευμα εξόρυξης αρσενικού. Η σύστασή του αποτελείται από αρσενικούχο σίδηρο και θειούχο σίδηρο με συχνά μικρές προσμίξεις κοβαλτίου» νικελίου κ.λ.π. Συναντάται σε αργυρόλευκους ή υποκίτρινους, με μεταλλική'·] λάμψη κρυστάλλους, που είναι ψευδοσυμμετρικοί του ρομβικού συστήματος και ανήκουν στο μονοκλινές σύστημα.Έχει σκληρότητα περίπου 5,5 στην κλίμακα Μος. Arsine [Αρσίνη] Χημ. Αρσενικούχο υδρογόνο Η.ν Αχρωμο, δηλητηριώδες αέριο με ιδιάζουσα οσμή. Είναι ισχυρή αναγωγική ένωση. Με αντικατάσταση του υδρογόνου από οργανικές ρίζες έχουμε τις οργανικές αρσίνες που παράγωγά τους χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική. Arsinic Acid [Αρσινικό οξύ] Χημ. Οξύ που σχηματίζεται με σύντηξη των πραιτοταγών αρωματικών αμινών με αρσενικικό οξύ. Είναι η βάση για την παραγωγή πολλών φαρμάκων. Arsonium [Αρσόνιο| Χημ. Ένωση του ατόμου του αρσενικού με τέσσερα άτομα υδρογόνου (-ΑςΗ 4 ) που αποτελεί ανόργανη ελεύθερη ρίζα. Παρουσιάζει μεταλλική συμπεριφορά κατά το σχηματισμό ενώσεων. Arterial Road [Οδική αρτηρία] Οδοπ. Είναι μία κύρια οδός ή λεωφόρος μίας ευρύτερης αστικής περιοχής, επί της οποίας συγκλίνουν με διασταυρώσεις πολλοί δευτερεύοντες μικρότεροι δρόμοι. Η οδική αρτηρία εξυπηρετεί αυξημένους κυκλοφοριακούς φόρτους οι οποίοι συσσωρεύονται σε αυτήν μέσω των δευτερευουσών οδών. Arterite [Αρτηρίτης] Γεωλ. Κρυσταλλοσχιστώδες ιζηματογενές πέτρωμα, ποικιλία μαγματίτη, αποτελούμενο από παραγνεύσιους (γνεύσιους ιζηματογενούς προέλευσης) και γρανιτικό υλικό από τον πυρήνα της γης ως μεταμορφωτικό υλικό. Είναι πλούσιο σε άστριους, χαλαζία και άργιλο. Artesian Aquifer [Αρτεσιανό υδροφόρο στρώμαΐ Γεωλ. Υδροφόρο στρώμα που περιβάλλεται από υδατοστεγανά πετρώματα και περιέχει νερό υπό υδροστατική πίεση. Artesian Basin [Αρτεσιανή λεκάνη] Γεωλ. Γεωλογικός σχηματισμός μεγάλης έκτασης που περιλαμβάνει υπόγεια στρώματα ύδατος υπό υδροστατική πίεση. Artesian Leakage [Αρτεσιανή διαρροή] Γεωλ. Σ' ένα αρτεσιανό υδροφόρο στρώμα η αργή διαπότιση των πετρωμάτων ή κάποιων πετρωμάτων που το περιβάλλουν, όταν αυτά δεν παρουσιάζουν πλήρη στεγανότητα. Artesian Spring [Αρτεσιανή πηγή] Γεωλ. Πηγή της οποίας το νερό αναβλύζει σε κάποια ρωγμή του εδά-

- 149-

Artificial Satellite

φους προερχόμενο από υδροφόρο στρώμα χαμηλότερο της επιφάνεια, λόγω της εσωτερικής υδροστατικής πίεσης. Artesian W a t e r [Αρτεσιανό νερό] Γεωλ. Νερό σε υπόγειο στρώμα, που εγκλείεται ανάμεσα σε αδιαπέραστα πετρώματα και επικοινωνεί με υδάτινα αποθέματα των οποίων η επιφάνεια βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο του εδάφους. Artesian Well 1 [Αρτεσιανό φρέαρί Γεωλ. Πηγάδι που διανοίγεται μέσα από στεγανό έδαφος για τον εντοπισμό υδροφόρου στρώματος από το οποίο το νερό μπορεί να ανυψωθεί σε υψηλότερο σημείο χωρίς χρήσιμοποίηση αντλιών αλλά μέσω της εσωτερικής του υδροστατικής πίεσης, σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. Artesian Well 2 [Αρτεσιανό φρέαρί Υδραυλ Πρόκειται γία ένα φυσικό ή τεχνητό πηγάδι από το οποίο πηγάζει χωρίς άντληση νερό υπό πίεση από τα υπόγεια υδροφόρα στρώματα. Το νερό των στρωμάτων αυτών είναι εγκλωβισμένο μεταξύ των μη υδατοπερατών στρώσεων του εδάφους και λόγω της κλίσης αυτοόν αποκτά μία πίεση ικανή να το εκτινάξει στην επιφάνεια του

σε διάφορες διεργασίες ή ως ενεργό μέσο επίδρασης επί υλικών και ενώσεων. Artificial Disintegration (Τεχνητή διάσπαση] Φυσ. Διάσπαση σταθερού (όχι ραδιενεργού) πυρήνα που μπορεί να προκληθεί με βομβαρδισμό του με σωματίδια υψηλής ενέργειας (σωματίδια α, πρωτόνια κ.λ.π.). Artificial E a r [Τεχνητό αυτί] Φνσ. Συσκευή που περιλαμβάνει εγκλεισμένο σε περικάλυμμα μικρόφα>νο με ειδικά χαρακτηριστικά ο')στε να προσομοιάζει τις ακουστικές ιδιότητες του φυσιολογικού αυτιού. Χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο των ακουστικών, Artificial Echo [Τεχνητή ηχώ] Φυσ. Κύμα που προέρχεται από την ανάκλαση του σήματος εκπομπής σε τεχνητύ ανακλαστικό επίπεδο π.χ. στα συστήματα κεραίας. Artificial Fibre ΙΤεχνητή ίνα] Χημ. Υφάνσιμη ίνα παρασκευασμένη με συνθετικές διαδικασίες για την υποκατάσταση των φυσικών ινών ή για την βελτίωση των ιδιοτήτων τους (αντοχή, ικανότητα βαφής, στιλπνότητα κ.λ.π.). Προέρχονται από κυτταρίνη (τεχνητή μέταξα, έριο κ.λ.π.) ή από συνθετικά πολυμερή (νάιλον, περλόν κ.λ.π.).

εδάφους μέσω του αρτεσιανού πηγαδιού. Το όνομά του το οφείλει στην λατινική ονομασία της γαλλικής επαρχίας Αρτουά. Articulatcd Steering [Αρθρωτός μηχανισμός διεύθυνσης] Μηχαν. Πρόκειται για το σύστημα εκείνο των μεγάλων εκσκαπτικών, φορτωτικών και μεταφορικών μηχανημάτων των τεχνικών έργων, που έχουν την δυνατότητα στροφής των τροχών τους μαζί με τμήμα του άξονά τους. Αυτό τους δίνει το σημαντικό πλεονέκτημα της αλλαγής πορείας εντός μικρού σχετικά χώρου και ευελιξίας. Articulated S t r u c t u r e [Αρθρωτή κατασκευή] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για κάθε κατασκευή της οποίας τα επιμέρους τμήματά της, μπορούν ανάλογα με την εντατική κατάσταση που δέχονται, να έχουν μία σχετική περιστροφική κίνηση γύρω από έναν ή περισσότερους κόμβους οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά άρθρωσης. Articulation 1 [Αρθρωση] Επικοιν. Ο όρος συναντάται κύρια στην μετάδοση φωνής όπου διάφοροι ακραίοι τόνοι εξαφανίζονται ή παραμορφώνονται καθώς ψηφιοποιούνται διαδοχικά. Articulation 2 | Αρθρωση] Πολ. Μηχ. Σε μία κατασκευή η άρθρωση είναι ένα είδος κόμβου στον οποίο συνδέονται δύο ή περισσότερες ράβδοι μεταξύ τους καθώς επίσης και με τα υπόλοιπα μέλη του φορέα. Π άρθρωση. σε αντίθεση με άλλο είδος κάμβου όπως η πάκτωση, επιτρέπει την ελεύθερη και χωρίς τριβή σχετική γεωμετρική στροφή των συνδεδεμένων μεταξύ τους ράβδων. Σε μία άρθρωση δεν μπορεί να αναπτυχθεί εντατική κατάσταση ροπής. Artificial Aging [Τεχνητή γήρανσηΐ Φνσ. Μέθοδος θερμικής επεξεργασίας κράματος σε ε/.αφρά υψηλότερες θερμοκρασίες για την επιτάχυνση της σκλ.ήρυνσης. Artificial Asteroid [Τεχνητός αστεροειδής] Αστρον. Διαστημικό όχημα που τίθεται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο. Artificial A t m o s p r e r e [Τεχνητή ατμόσφαιρα] Φυσ. Τεχνητός αέρας από μίγματα αερίων με σύσταση ανάλ.ογη με την περίπτωση για 1. την εξασφάλιση της αναπνοής σε ειδικές συνθήκες όπως στην ιατρική, στις καμπίνες των διαστημοπλοίων, στις συσκευές δυτών κ.λ. π. 2. βιομηχανική χρήση ως ατμοσφαιρικό περιβάλλον

Artificial Gravity [Τεχνητή βαρύτητα] Αστρον. Η δημιουργία ατμόσφαιρας βαρύτητας που να προσομοιάζει τη γήινη με κατάλληλες τεχνικές διατάξεις σε διαστημικό σκάφος, Artificial H a r b o u r [Τεχνητό λιμάνι] Υδραυλ. Πέραν από τα φυσικά λιμάνια τα οποία δημιουργούνται από το ευνοϊκό σχήμα της ακτής, τα τεχνητά λιμάνια κατασκευάζονται από τον άνθρωπο, ως τεχνικό έργο, με την τοποθέτηση κυματοθραυστών, λίθινων ή προκατασκευασμένων από σκυρόδεμα, σε συγκεκριμένη περιοχή εντός του θαλασσινού νερού. Artificial Ionization [Τεχνητός ιονισμός] Φυσ. Δημιουργία ιόντων μιε τεχνητό τρόπο στα ψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας ώστε να είναι δυνατή η ανάκλαση των ραδιοκυμάτων για τηλεπικοινωνίες μακρινών αποστάσεων. Artificial L a r y n x [Τεχνητός λάρυγγας] Επικοιν. Χρήση γλωσσολογικών και ανατομικών συστημάτων για προσομοίωση ενός ανθρώπινου λάρυγγα για παραγωγή τεχνητής φωνής. Artificial Line [Τεχνητή γραμμή] Ηλεκτρο ν. Κυκλωματικό δίκτυο πηνίων και πυκνωτών που προσομοιάζει κάποια επιθυμητά ή όλα τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής γραμμής μεταφοράς. Artificial Line Duct [Αγωγός τεχνητής γραμμής] Ηλεκτρον. Κυκλωματικό δίκτυο πηνίων και πυκνωτών σε κύκλωμα αφίδρομης εκπομπής που προσομοιάζει την αντίσταση γραμμής μεταφοράς ώστε ο δέκτης να μη παρουσιάζει απόκριση στα εξερχόμενα σήματα, Artificial Nourishment [Τεχνητή θρέψη] Γεωλ. Η αποκατάσταση του σχήματος και του όγκου μιας παραλ.ίας που έχει υποστεί διάβρωση με μεταφορά και απόθεση υλακού με μηχανικά μέσα. Artificial Recharge [Τεχνητή στερεοποίηση] Εδαφομηχ. Με τον όρο αυτό στην εδαφομηχανική ονομάζεται η ανθρώπινη επέμβαση που γίνεται με μηχανήματα, προς πλήρωση για τον όγκο και σταθεροποίηση για την παραμόρφωση, μίας υδατοπερατής εδαφικής στρώσης, με την διάνοιξη πηγαδιών και την χρήση άλλων ειδικών μεθόδων. Artificial Satellite [Τεχνητός δορυφόρος] Αστρον. Διαστημικό όχημα που τίθεται σε τροχιά γύρω από κάποιο ουράνιο σώμα όπως π.χ. οι αστρονομικού δορυφόροι

Angle Of Reflection

-

150-

για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με άλλους πλανήτες και οι γήινοι δορυφόροι (τηλεπικοινωνιακοί, μετεωρολογικοί κ.λ.π.). Artificial Sky [Τεχνητός ουρανόςΐ Αρχιτεκτ. Θολωτή κατασκευή με κρυφό φωτισμό που προσομοιάζει τον φυσικό φωτισμό για χρήση στις αρχιτεκτονικές μελέτες. Artificial Sweetener [Τεχνητό γλυκαντικοί Τεχνολ. Τροφ. Τεχνητή ουσία, παρασκευαζόμενη στο εργαστήριο, που αντικαθιστά τη ζάχαρη ως γλυκαντικό. Artificial Ventilation [Τεχνητός αερισμός] μηχ. Η με μηχανικά μέσα εισαγωγή αέρα σε ορυχεία ή άλλους κλειστούς χώρους. Artificial Voice [Τεχνητή φωνή] Επικοιν. Παραγωγή φθόγγων που αντιστοιχούν σε αυτούς που χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη ανθρώπινη γλώσσα και παράγεται με κυκλώματα που ουσιαστικά προσομοιώνουν τα στοιχεία που συνθέτουν την ανθρώπινη φωνή (στόμα, λάρυγγας, μύτη, γλώσσα, χορδές κτλ) και συναντιέται πολύ συχνά πια. Artificial W e a t h e r i n g [Τεχνητή αποσύνθεση] Γεωλ. Η υποβολή υλικών εργαστηριακά σε παρόμοιες συνθήκες με τις καιρικές επιδράσεις που υφίστανται στο πραγματικό περιβάλλον ώστε να προκληθούν οι ανάλογες μεταβολές (αποσάθρωση, αποσύνθεση κ.λ.π.) Artillery [Πυροβόλο] Μηχ. Βλητικό όπλο (οβιδοβόλο, ολμοβόλο κ.λ.π.) μεγάλου βεληνεκούς και μεγάλης ισχύος πυρός και ταχυβολίας με βλήματα μεγάλου διαμετρήματος και βάρους (ελαφρά, μέσα,βαρέα, υπερβαρέα) που φέρεται επί μέσου μεταφοράς (ρυμουλκούμενα, φορτούμενα, αυτοκινούμενα). Artillery C a r t r i d g e Extractor [Βςωστήρας πυροβόλου] Μηχ. Μοχλός τοποθετημένος μέσα στο μηχανισμό του κλείστρου του πυροβόλου για την ώθηση και απόσπαση του κενού κάλυκα από τη θαλάμη μετά από κάθε βολή ώστε στη συνέχεια να τραβηχτεί και να απορριφθεί με την επενέργεια του εξωλκέος. Artillery Sled [Ελκηθρο πυροβόλου! Μηχ. Κατάλληλο έλκηθρο κατασκευασμένο από χάλυβα που φέρει ολισθητήρες για τη μεταφορά πυροβόλου σε δύσβατη περιοχή όπως βαλτώδη εδάφη, χιονισμένες ή παγωμένες εκτάσεις κ.λ.π. Artinite [Αρτινίτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο από μαγνήσιο, άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο.Συναντάται σε φλέβες και επιφλοιώσεις υπό μορφή διάφανων λεπτών πρισματικών ή ακτινωτών κρυστάλλων του μονοκλινούς ορθορομβικού συστήματος.'Εχει χρώμα χιονάτες λευκό και σκληρότητα 2.5 στη κλίμακα Μος. Artinskian [Αρτίνσκιον] Γεωλ. Βαθμίδα της Πέρμιου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα πάνω από την Σακμάριον και κάτω από την Καμγούριον. Aryl [Αρύλιο] Χημ. Σύμβολο ΑΓ-, Ονομάζονται μονοσθενείς ομάδες αλκυλοβενζολίων όπου έχει αφαιρεθεί ένα πυρηνικό υδρογόνο π.χ. Q,H S - φαινύλιο. Aryl Acid [Αρυλοοξύ] Χημ. Οργανικό οξύ που περιλαμβάνει στο μόριο του ρίζα αρυλίου. Aryl C o m p o u n d [Αρυλοένωση] Χημ. Κάθε οργανική αρωματική ένωση που περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ρίζες αρυλίου στο μόριό της. Aryl Diazo C o m p o u n d [Αρυλοδιαζωνιακή ένωση] Ομγ. Χημ. Αναφέρεται σε κάθε οργανική ένωση, στην οποία περιέχεται διαζω-ομάδα συνδεδεμένη με βενζολικό δακτύλιο. Aryl Halidcs | Αρυλαλογονίδια] Οργ. Χημ. Πρόκειται για αρωματικά αλογονο-παράγωγα, τα οποία σχηματί-

ζονται με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από ένα αλογόνο. Συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα αλκυλαλογονίδια, εμφανίζονται πιο αδρανή έναντι πυρηνόφιλων αντιδραστηρίων. Arvlamine ΙΑρυλαμίνη] Χημ. Αρωματική αμινοένωση που είναι μονοαμινο-βενζολικό παράγωγο (κοινώς ανιλίνη). πολυαμινοβενζόλιο ή δευτεροταγής ή τριτοταγής αμίνη. Aryiene |Αρυλένιο| Ομγ. Χημ. Δηλώνει τη δισθενή οργανική ρίζα που σχηματίζεται από αρωματικές ενώσεις. όταν απομακρύνεται υδρογόνο από δύο άτομα άνθρακα του βενζολικού δακτυλίου. Arvloxy Compounds [Αρυλοξυ-ενώσεις] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα φαινολικά άλατα, που ονομάζονται και αροξείδια. Είναι πιο σταθερές ενώσεις, συγκρινόμενες με τα αντίστοιχα αλκοξείδια. Διασπώνται με επίδραση ανθρακικού οξέος. Asbestite [ΑσβεστίτηςΙ Γεωλ. Ορυκτό ανθρακικό ασβέστιο, συστατικό πολλών πετρο)μάτων όπως μαρμάρων και ασβεστόλιθων. Αποτελείται από άχρωμους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους (συχνά διδύμους) του τριγωνικού συστήματος, οι οποίοι όμως σχίζονται εύκολα και σχηματίζουν ποικιλόμορφους ατελείς κρυστάλλους. Είναι εξαιρετικά διαλυτό στα οξέα και έχει σκληρότητα περίπου 3 στην κλίμακα Μος. Η καθαρότερη μορφή του είναι η ισλανδική κρύσταλλος (χωρίς προσμίξεις) Asbestos [Ασβεστος, Αμίαντος] Χημ. Κοινό όνομα για το οξείδιο του ασβεστίου, που προκύπτει ως κεκαυμένη άσβεστος με πύρωση του ανθρακικού ασβεστίου σε υψηλές θερμοκρασίες στις υψικαμίνους. Με νερό σχηματίζει το υδροξείδιο του ασβεστίου, την εσβεσμένη άσβεστο, υπό μορφή στερεού πολτού. Asbestos" [Ασβεστος] Πολ Μηχ. Πρόκειται για το ανόργανο κονίαμα το οποίο παρασκευάζεται από τα πετρώματα ασβεστολίθου με την διαδικασία της όπτησης και σβέσης. Χρησιμοποιείται ευρέως ως οικοδομικό υλικό για την παρασκευή συνδετικού κονιάματος και επιχρίσματος. Asbolitc [Ασβολίτης] Γεωλ. Ορυκτό πέτρωμα που συναντάται υπό μορφή μελανής σκόνης με ασθενή λάμψη. Η σύστασή του αποτελείται από οξείδιο του κοβαλτίου και του μαγγανίου. Έχει σκληρότητα περίπου 1,5 στην κλίμακα Μος. A Scan [Ανίχνευση Α] Πλεκτρον. Απεικόνιση στην οθόνη ραντάρ των λαμβανομένων σημάτων κατά τρόπο (όστε στον οριζόντιο άξονα να σημειώνεται η απόσταση από το στόχο και στον κάθετο η ένταση του σήματος. x\scending Node [Ανιών κόμβος] Αστρον. Για κάθε ουράνιο σώμα είναι το βόρειο σημείο τομής του βασικού επιπέδου και του επιπέδου της τροχιάς του σώματος. Για τους τεχνητούς δορυφόρους βασικό επίπεδο συντεταγμένων θεωρείται το επίπεδο του ισημερινού ενώ για τα υπόλοιπα σώματα είναι το επίπεδο πάνω στο οποίο βρίσκε.ται η εκλειπτική. Ascending Series [Αύξουσα σειράΐ Μαθημ. Οποιαδήποτε ακολουθία αριθμών της οποίας οι όροι, όχι κατ'ανάγκη ομόσημοι, βαίνουν αυξανόμενοι. Ascension [Αναφορά] Αστρον. Συντεταγμένη κάθε άστρου στο ουρανογραφικό σύστημα συντεταγμένων για τον προσδιορισμό της θέσης του στον ουράνιο θόλο. Ascent |Ανύψωση] Αεμοπ. Ανοδική κίνηση αεροσκάφους που πετυχαίνεται με χρήση του πηδαλίου βάθους

- 151 ώστε το πρωραίο του τμήμα να υψωθεί και να σημειωΟεί η άριστη γωνία προσβολής (η γωνία που σχηματίζουν οι πτέρυγες και η διεύθυνση του ανέμου) για την αύξηση της ώθησης του αέρα και την ανύψωσή του. Aschistic [Ασχιστικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε πετρώματα με μικρές παρεισφρήσεις πυριγενών ή ιζηματογενο>ν πετρωμάτων, που όμως δεν παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μεταμόρφωσης αλλά διατηρούν βασικά την αρχική ορυκτολογική τους σύσταση και ιστό. Ascoli's T h e o r e m [Θεώρημα Ασκολι] Μαθημ. Ένα κλειστό υποσύνολο ενός συμπαγούς μετρικού χώρου είναι συμπαγές όταν είναι φραγμένο και ισοσυνεχές. Asdic [Αρχικά Ανθυποβρυχιακής Υπηρεσίας] Ηλεκτρον. Ακρωνύμιο της Anti - Submarine Deieelion invcsligation Committee, της Βρετανικής Επιτροπής Ανθυποβρυχιακής Έρευνας και Εντοπισμού. Aseismic [Ασεισμικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει περιοχές που παρουσιάζουν ελαφρά ή ελάχιστη σεισμικότητα όπως π.χ. η Βρετανία. Aseismic Design [Αντισεισμικός σχεδιασμός] Πολ. Μηχ. Είναι η μελέτη της συμπεριφοράς μιας κατασκευής η οποία δέχεται έναν σεισμικό κραδασμό. Από την μελέτη αυτή προκύπτει ο κατάλληλος σχεδιασμός της κατασκευής, ώστε η τελευταία να μπορεί να αντεπεξέλθει θετικά, από άποψη λειτουργικότητας και αντοχής, έναντι του σεισμού σχεδιασμού και εν συνεχεία των πραγματικών σεισμών. Ο αντισεισμικός σχέδιασμός λαμβάνοντας υπόψη του όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν την κατασκευή, όπως η ποιότητα του εδάφους και τα υλικά κατασκευής, καθορίζει την μορφή, την γεωμετρία και την ποιότητα του φέροντος opγανισμού της κατασκευής, ώστε να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του Αντισεισμικού Κανονισμού. Ash [Τέφρα] Φνσ. Το στερεό, υπό μορφή λεπτότατων μαλακών κόκκων, υπόλειμμα που απομένει μετά τη πλήρη καύση ενός υ/*ικού που περιέχει μη καύσιμες ουσίες. Ash Content [Περιεκτικότητα σε τέφρα] Φνσ. Η ποσότητα της τέφρας που παραμένει ως υπόλειμμα κατά τη καύση ενός υλικού ως ποσοστό της ποσότητας του χρησιμοποιούμενου καυσίμου.Εςαρτάται από το είδος και τη ποιότητα του καυσίμου.Στους γαιάνθρακες π.χ. είναι αντίστροφα ανάλογη του βαθμού ενανθράκωσης. Ash Conveyor [Μεταφορέας τέφρας] φυσ. Μηχανισμός ενός καυστήρα στερεο')ν καυσίμων για την απομάκρυνση της τέφρας που σχηματίζεται ως υπόλειμμα κατά τη καύση. Ash Dump ]Διοχετευτής τέφρας] Τεχνολ. Κατασκευή που έχει την μορφή οριζόντιας πόρτας στο δάπεδο βιομηχανικού κλιβάνου ή εστίας φωτιάς και χρησιμεύει ως διοχετευτής της τέφρας που παράγεται από την καύση στην τεφροδόχο, Ash Fall [Βροχή από ηφαίστεια σποδό] Γεωλ. Φαΐνόμενο που μπορεί να εμφανιστεί κατά μια ηφαιστειακή έκρηξη όταν η σποδός παραμένει μετέωρη στην ατμόσφαίρα και παρασυρόμενη από τους ανέμους μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις όπου καταπίπτει υπό μορφή βροχής. Ash Field [Πεδιάδα από ηφαίστεια σποδό] Γεωλ. Έκταση που καλόπτεται από σχετικά παχύ στρώμα σποδούς, που καταπίπτει μετά από μια ηφαιστειακή έκρηξη. Ash Flow [Κατακλυσμοί λάσπης] Γπωλ. Σφοδρή πτώση και ορμητικό ρεύμα λάσπης, μίγμα από ηφαιστειακή σποδό και νερό προερχόμενο από τη συμπύκνωση των

Asphalt Pavement

εκλυόμενων υδρατμών, συνοδευόμενο μερικές φορές από ηφαιστειακές θύελλες με αστραπές. Αποτιθέμενη και στερεοποιούμενη σχηματίζει τα πετρ(όματα τα γνωστά ως ηφαιστειακούς τόφους. Ash F u r n a c e [Κάμινος σκωρίας) Φυσ. Υαλουργική κάμινος όπου κατά τη διαδικασία τήξης των προπων υλών για τη παρασκευή υάλου αποχωρίζεται από το τήγμα ποσότητα ουσιών που επιπλέουν ή καταβυθίζονται. Είναι η λεγόμενη σκωρία της υάλου. Ash Pit Door |Ι Ιόρτα τεφροδόχου| Τεχνολ. Πόρτα που παρέχει διέξοδο στην τεφροδόχο που υπάρχει κάτω από την εγκατάσταση ενός κλιβάνου, για την απομάκρυνση της τέφρας σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ashby [Ασμπυ] Γεωλ. Κατά τα αμερικανικά πρότυπα, βαθμίδα της μέσης Ορδοβίσιας υποπεριόδου της Σιλούριας περιόδου του Παλαιοζωικού ακόνα. Ashen Light [Σταχτύ φως] Αστρον. Ορισμένες φορές κατά τη διάρκεια φαινόμενων συναντήσεων της Αφροδίτης με τον Ήλιο παρουσιάζεται μια αδύναμη λάμψη στα δεξιά της Αφροδίτης. II πιθανή αιτία είναι η παρουσία ηλεκτρικίόν ανωμαλιών, κάτι το οποίο όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί μιας και η μελέτη του πλανήτη παρουσιάζει πολλές δυσκολίες. Ashgillian [Ασγγίλιον] Γεωλ.. Βαθμίδα της Ορδοβίσιου υποπεριόδου της Σιλούριου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα (πριν 500 εκατομ. χρόνια), Ashing [Τεφροποίηση] Χημ. Η διεργασία της υποβολής του υπό έρευνα υλικού σε πλήρη καύση για τη ποιοτική και ποσοτική ανάλυση της τέφρας η σκωρίας ως μέθοδος προσδιορισμού της χημικής του σύστασης, Aspect 1 [Αποψη] Αστρον. Το σημείο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος όταν εξετάζεται σε σχέση με τη θέση ενός δεύτερου σώματος, συνήθως του Ί Ιλίου, στην ουράνια σφαίρα, Aspect" [Όψη] Αρχ. II κατεύθυνση του ορίζοντα προς την οποία είναι προσανατολισμένη η κάθε πλευρά ενός κτίσματος. Asphalt 1 | Ασφαλτος] Γεωλ. Οξυβιτουμένιο που παράγεται από τη φυσική οξείδωση και πολυμερισμό των βαρέων ελαίων του πετρελαίου. Συναντάται, επίσης, ως αυτοτελες κοίτασμα ή αναμεμιγμένο με πορώδη πετρώματα (ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι κ.λ.π.). Είναι άμορφες αδιαφανείς ουσίες (στερεές, πλαστικές ή και υγρές) μαύρου χρώματος και λιπαρής υφής αδιάλ,υτες στο νερό αλλά διαλυτές σε διάφορα οργανικά μέσα ανάλογα με τη σύστασή τους. Τήκονται κατά τη θέρμανση και είναι αναφλέξιμες. Έχουν ευρύτατη χρήση για οδοστρώσεις, κατασκευή βερνικκόν κ.λ.π. Asphalt 2 [Ασφαλαος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα από τα βαρύτερα προϊόντα της κλασματικής απόσταξης του πετρελαίου. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά της είναι τα σχετικώς χαμηλό θερμοκρασιακά όρια μέσα στα οποία το υλικό μαλακώνει και η διεισδυτικότητά της. Χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή του τάπητα ολασθησης των οδών αλλά και αλλού, όπως την εξωτερική επικάλ,υψη σωληνοόσεων για την προστασία τους έναντι της διάβρωσης. Asphalt C u t t e r [Κοπέας ασφάλτου] Μηχ. Ειδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη κοπή ασφαλ.τικού υλικού. Είναι εφοδιασμένο με περιστρεφόμενη λεπίδα. Asphalt Ileater [Θερμαντήρας ασφάλ.του] Μηχ. Μηχάνημα για την αύξηση της θερμοκρασίας του ασφαλτικού υλικού για τις οδοστρώσεις. Asphalt Pavement ]Ασφαλτόστρωση) Μηχ. Επικάλυ-

Angle Of Reflection

- 152-

ψη της επιφάνειας των οδοστρωμάτων με ασφαλτούχο επίστρωμα από μίγμα ασφάλτου, χαλικιών και άμμου για την εξασφάλιση της στερεότητας και ομαλότητας των δρόμων. Παρασκευάζεται εν θερμώ σε κατάλληλους αναμικτήρες και ενοποιείται με το υπόστρωμα με σύνθλιψη. Asphalt Rock [Λσφαλτόλιθοςΐ Γεωλ. Υλικό από πορώδεις λίθους εμπλουτισμένους με φυσική άσφαλτο για την επίστρωση των οδοστρωμάτων. Asphalt Soil Stabilization [Ασφαλτική σταθεροποίηση εδάφους] Μηχ. Διαδικασία επίστρωσης με κολλώδη υγρή ή ρευστή άσφαλτο (πισσάσφαλτο) για την κατασκευή ημιμόνιμων ή για την επισκευή μόνιμων οδοστρωμάτων. Asphaltene ΙΑσφαλτένια] Υλικ. Αναφέρεται στα αδιάλυτα, βαρύτερα συστατικά του αργού πετρελαίου, τα οποία λαμβάνονται ως προϊόν πυθμένα της ατμοσφαιρικής απόσταξης. Asphaltic Base Oil [Πετρέλαιο Ασφαλτούχου Βάσεως] Υλικ. Χαρακτηρίζει τον τύπο του αργού πετρελαίου με υψηλό περιεχόμενο σε ασφαλτένια. Asphaltic Concrete [Ασφαλτικό μπετόν) Χημ. Μπετόν (μίγμα τσιμέντου με προσμίξεις άμμου και χαλικιών) που εμπεριέχει άσφαλτο ως συγκολλητική ουσία. Εφαρμόζεται χυτό εν θερμώ. Asphaltic S a n d [Ασφαλτική άμμος] Γεωλ. Πέτρωμα που αποτελείται από συσσώρευμα κόκκων άμμου διαποτισμένο με φυσική άσφαλτο, που λειτουργεί ως συνεκτικό υλικό. Asphaltite [Ασφαλτίτης] Γεωλ. Οργανική ένωση της ομάδας των φυσικών βιτουμενίων. Συναντάται ως εύθραυστο στερεό μελανού χρώματος σε φλέβες μέσα σε ασφαλτούχα πετρώματα. Είναι διαλυτή σε διάφορα οργανικά διαλυτικά μέσα ανάλογα με τη σύστασή της. Aspheric S u r f a c e [Ασφαιρική επιφάνεια] Φυσ. Επιφάνεια σφαιρικού φακού ή κατόπτρου τροποποιημένη ελαφρά στα άκρα προς παραβολικότερη καμπύλη, ώστε να διορθώνεται κατά το δυνατόν το σφάλμα της σφαιρικής εκτροπής, που προκαλεί παραμόρφωση του ειδώλου. A s p i r a t i n g B u r n e r [Αναρροφητικός καυστήρας] Φυσ. Καυστήρας στον οποίο το καύσιμο αναρροφάται μέσα από ένα ακροφύσιο στο μίγμα αέρα - καυσίμου για να οδηγηθεί στο θάλαμο καύσης. Aspirating Screen [Αναρροφητική πέτασμα] Φυα. Πέτασμα από όπου τα σωματίδια της ακτινοβολίας αποσπώνται με αναρρόφηση. Assembler P r o g r a m [Πρόγραμμα assembly] Πληρ. Πρόγραμμα υπολογιστή σε ειδική γλώσσα assembly η οποία αναπτύχθηκε για εφαρμογή σε κεντρικούς υπολογιστές IBM μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών στην δεκαετία του 1970. Assembly Robot [Ρομπότ Συναρμολόγησης] Υπολ. Μηχανική διάταξη ικανή να εκτελέσει, με μεγάλη ακρίβεια, καθορισμένες κινήσεις με τις οποίες, τοποθετεί και προσαρμόζει μεταξύ τους διάφορα μηχανικά εξαρτήματα συναρμολογώντας και ελέγχοντας στο τέλος τη λειτουργία ενός σύνθετου προϊόντος. Assigned F r e q u e n c y B a n d [Εκχωρημένη ζώνη συχνοτήτων] Επικοιν. Ζώνη συχνοτήτων όπου συνήθως περιορίζεται μια συγκεκριμένη επικοινωνία από περιορισμούς στα εργαλεία εκπομπής και λήψης είτε από οργανωμένη παραχώρηση για αντιμετώπιση προβλημάτων. Assignment S t a t e m e n t [Εντολή Ανάθεσης Τιμής] Υ-

πολ. Εντολή ενός προγράμματος η οποία αναθέτει τιμή σε μια ήδη ορισμένη μεταβλητή του προγράμματος. Associated Radii Of Convergence [Συναφείς ακτίνες σύγκλισης] Μαθημ. Ένα σύνολο αριθμών Rj>0, i από 1 έως η, τέτοιων ώστε για κάθε δυναμοσειρά με μεταβλητές ZJ. i από 1 έως η, η σειρά να συγκλίνει απόλυτα αν και μόνο αν | Ζ\\ < Rj, i από 1 έως η. Associates [Συναφή στοιχεία] Μαθημ. Συναφή ή ισοδύναμα ονομάζονται δύο στοιχεία x και y ενός αντιμεταθετικού συνόλου για τα οποία υπάρχει αμφιμονοσήμαντη σχέση τέτοια ώστε x=y. Associative [ΙΊροσεταιριστική σχέση] Μαθημ. Χαρακτηρισμός σχέσεων, όπως είναι η πρόσθεση, για τις οποίες ισχύει η προσεταιριστική ιδιότητα: έστω * η σχέση τότε για κάθε τριάδα (α,β,γ) στοιχείων του συνόλου στο οποίο ορίζεται η * έτσι ώστε α*(β*γ)=(α*β) *γ. Associative Algebra [Προσεταιριστική άλγεβρα] Μαθημ. Ένας πραγματικός γραμμικός χώρος ο οποίος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για να είναι άλγεβρα και την προσεταιριστική ιδιότητα ως προς τον πολλαπλασιασμό. Associative L a w [Προσεταιριστικός νόμος] Μαθημ. Ένα μη κενό σύνολο κλειστό ως προς μια πράξη * ικανοποιεί τον προσεταιριστικό νόμο όταν και μόνο όταν ισχύει (α*β)*γ=α*(β*γ) για κάθε τριάδα στοιχείων του (α,β,γ). Astable Circuit [Ασταθές κύκλωμα] Ηλεκτμον. Ενεργό κύκλωμα που μπορεί να υπάρχει σε δύο διακριτές ημισταθείς καταστάσεις μεταξύ των οποίο>ν συνεχώς εναλλάσσεται π.χ. ο ασταθής πολυδονητής. Astatic [Αστατικόςΐ Φυσ. Ορος αναφερόμενος σε διάταξη π.χ. όργανα μέτρησης που περιλαμβάνει αστατικό σύστημα μαγνητών για την εξουδετέρωση της επίδρασης εξωτερικού μαγνητικού πεδίου όπως του πεδίου της γης. Astatic G a l v a n o m e t e r [Αστατικό γαλβανόμετρο] Φυα. Όργανο για την ανίχνευση και τη μέτρηση ασθενών ρευμάτων που φέρει αστατικό ζεύγος, για την εξουδετέρωση της κατευθυντήριας επίδρασης του μαγνητικού πεδίου της γης, μαγνητικών βελονών στο κέντρο δύο αντίθετων πηνίων ικανό να σημειώνει αισθητή απόκλιση με τη δίοδο από το πηνίο ακόμα και πολύ ασθενών ρευμάτων. Astatic G r a v i m e t e r [Αστατικύς μετρητής βαρύτητας] Φυσ. Πολύ ευαίσθητο όργανο που φέρει αστατικό σύστημα για τη μέτρηση ακόμα και ασθενών μεταβολών των μεγεθών του βαρυτικού πεδίου της γης σε κάποιο σημείο. Astatic M a g n e t o m e t e r [Αστατικό μαγνητόμετρο] Φυα. Όργανο που συνδυάζει τις ενδείξεις δύο μαγνητόμετρων σε διαφορετική θέση για τη μέτρηση των μεγεθών του γήινου μαγνητικού πεδίου. Astatic P a i r [Αστατικό ζεύγος] Φυσ. Σύστημα στρεπτό περί άξονα από δύο παράλληλους μαγνήτες ίδιας μαγνήτισης και με τους πόλους τους τοποθετημένους αντίθετα κατά τρόπο (όστε σε εξωτερικό ομογενές μαγνητικό πεδίο η ροπή στρέψης και η δύναμη συνολικά επί του συστήματος να είναι μηδενικές. Astatic P e n d u l u m [Αστατικό εκκρεμές] Φυα. Εκκρεμές που ουσιαστικά δεν λαμβάνει τη θέση ισορροπίας. Astatic System [Αστατικό σύστημα] Φυσ. Σύστημα από δύο ή περισσοτέρους μαγνήτες με κοινή εξάρτηση σε τέτοια διάταξη ώστε σε εξωτερικό ομογενές μαγνητικό πεδίο να παρουσιάζει μηδενική ολική δύναμη και

- 153ολική ροπή στρέψης. Astatic W a t t m e t e r [Αστατικύ βατόμετροί Φυσ. Ευαίσθητο όργανο μέτρησης ισχύος ή κατανάλωσης ρεύματος που φέρει αστατικό σύστημα κινητού πηνίου στρεφόμενο μέσα σε σταθερό πηνίο για την εξουδετέρωση της επίδρασης εξωτερικού μαγνητικού πεδίου κυρίως του γήινου. Astatine [Αστάτιο] Ανόργ. Χημ. Τεχνητό χημικό στοιχείο της V11A ομάδας του περιοδικού πίνακα, με ατομικό αριθμό 85, χρόνο ημιζωής 7,5 χρόνια και σημείο τήξεως 300 °C. Συμβολίζεται με At. Είναι στερεή ουσία, η οποία λαμβάνεται κατά το βομβαρδισμό βισμουθίου με σωματίδια α κατάλληλης ενέργειας. Σε υδατικά διαλύματα εμφανίζει τουλάχιστον πέντε οξειδωτικές καταστάσεις. Asterism [Αστερισμός] Αστρον. Τμήματα στα οποία χωρίστηκε η ουράνια σφαίρα για να διευκολυνθεί η μελέτη της και ο προσανατολισμός. Υπάρχουν 88 αστερισμοί όπως συμφωνήθηκε το 1930 από το Διεθνή Αστρονομικό Σύνδεσμο. Astern [Πρύμνη 1 Μηχ. Το πίσω μέρος ενός πλοίου αλλά και γενικότερα ενός οποιουδήποτε σκάφους ή οχήματος. Asteroid [Αστεροειδής] Αστρον. Αστεροειδής ή τηλεσκοπικός πλανήτης ονομάζεται κάθε μικρό ουράνιο σώμα που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται ανάμεσα στον Δία και τον Αρη αλλά είναι αρκετές οι ομάδες που είναι έξω από αυτή την περιοχή και πλησιάζουν ακόμα μέχρι και την τροχιά του Κρόνου. Asteroid Belt [Ζώνη αστεροειδών] Αστρον. Οι περισσότεροι αστεροειδείς βρίσκονται σε περιοχή που απέχει από τον 'ΙΙλιο από 2.1 έως 3.5 αστρονομικές μονάδες. Εικάζεται πως η ζώνη αυτή δημιουργήθηκε από την καταστροφή πλανήτη που βρισκόταν σε αυτή την τροχιά. Asthcnosphere [Ασθενόσφαιρα] Γεωλ. Η κατώτερη ζώνη του εξωτερικού μανδύα του φλοιού της γης, ακριβώς κάτω από τη λιθόσφαιρα και πάνω από την ασυνέχεια του Ρεπέττι, μέχρι βάθους 400 χλμ. Αποτελείται από ρευστοειδή πλαστική μάζα που της επιτρέπει να αντιδρά στις πιέσεις από τις υπερκείμενες στοιβάδες. Astian [ΑστιονΙ Γεωλ. Βαθμίδα της Πλειοκαίνου υποπεριόδου (πριν 11 εκατομ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα πάνω από το Πλακέντιον και κάτω από το Καλάβριον της ίδιας υποπεριόδου. Astigmatic Difference [Αστιγματική διαφορά] Φυσ. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο εστιακές γραμμές ενός αστιγματικού φακού ή κατόπτρου. Astigmatic Foci [Αστιγματικές εστίες] Φοσ. Τα δύο τμήματα ευθειο')ν, κάθετα μεταξύ τους αλλά όχι επί του ιδίου επιπέδου,από τα οποία διέρχονται οι φωτεινές ακτίνες μετά την έξοδό τους από έναν αστιγματικό φακό ή κάτοπτρο. Αειτουργούν ως εστιακές γραμμές. Astigmatic Interval [Αστιγματικό διάστημα] Φνσ. Το διάστημα ανάμεσα στις δύο αστιγματικές εστίες όπου το σύνολο των ακτινών παρουσιάζει την μικρότερη διατομή της πορείας τους.Η διατομή αυτή έχει περίπου μορφή κύκλου (κύκλος ελάχιστης σύγχυσης) και οι διαστάσεις της εξαρτώνται κυρίως από τη γωνία μεταξύ του δευτερεύοντα και του κύριου άξονα. Astigmatic Lens [Αστιγματικός φακόςΙ Φυσ. Κυλινδρικός φακός κοίλ*ος ή κυρτός για την άρση της αξονι-

Astrochemistry

κής ασυμμετρίας του οφθαλμικού φακού, που χρησιμοποιείται για την διόρθωση του αστιγματισμού, Astigmatic Surfaces [Αστιγματικές επιφάνειες] Φιχτ. Είναι τα δύο εγκάρσια επίπεδα, κάθετα στον κύριο οπτικύ άξονα ενός αστιγματικού φακού,που περιλαμβάνουν τις δύο αστιγματικές εστίες, Astigmatism [Αστιγματισμός] Φησ. Το σφάλμα ενός φακού ή ενός κατόπτρου κατά το οποίο οι ακτίνες που προέρχονται από ένα σημείο δεν συγκλίνουν επί μιας εστίας (στίγμα) κατά το σχηματισμό ειδώλου αλλά επί δύο εστιακών γραμμών, γεγονός που προκαλεί παραμόρφωση.Οφείλεται στην ανώμαλη θλάση των ακτίνων που προσπίπτουν υπό μεγάλη κλίση ως προς τον κύριο άξονα και διορθώνεται με χρήση αναστιγματικών φακών. Astigmometer [Αστιγμόμετρο] Φυσ. Όργανο για τον καθορισμό του μεγέθους του διαθλαστικού σφάλματος της αστιγματικής εκτροπής σ' ένα φακό, κάτοπτρο ή γενικά οπτικό σύστημα. Aston D a r k Space [Σκοτεινός χώρος Αστον| Φνσ. Σκοτεινή περιοχή πολύ κοντά στο πάνω μέρος της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης αερίου, όπου δεν προκαλείται ιονισμός του αερίου. Aston Whole N u m b e r Rule [Κανόνας του ακέραιου αριθμού του Αστον] Φυσ. Ο κανόνας που διατύπωσε ο Αστον, με βάση τα δεδομένα που προέκυψαν από την ανάλυση των στοιχείων στον ομώνυμο φασματογράφο μαζών, για τα ατομικά βάρη των ισοτόπων που είναι, όπως και των στοιχείων, κατά πολύ μεγάλη προσέγγιση ακέραιοι αριθμοί. Οποιαδήποτε απόκλιση θα πρέπει να αναζητηθεί στην ύπαρξη μίγματος ισοτόπων υπό τέτοια αναλογία, ώστε να προκύπτει το χημικά προσδιοριζόμενο ατομικό βάρος. Astragal [Αστράγαλος] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το διακοσμητικό γλυπτό που αποτελείται από κυρτές καμπύλες. του οποίου είναι δεδομένη η παρουσία κάτω από τον εχίνο, στα κιονόκρανα το>ν αρχαίων ναών ιωνικού ρυθμού. Astral [Αστρικός] Αστρον. Επίθετο που συνοδεύει διάφορα χαρακτηριστικά των άστρων, δηλώνοντας έτσι την αναφορά σε ιδιότητες που έχουν τα ουράνια σώματα. Astrionics [Αστριονική] ΙΙ/ΛΚ. Κλάδος της ηλεκτρονικής με σκοπό την προσαρμογή και χρήση ηλεκτρονικών διατάξεων σε διαστημικές αποστολές. Η μείωση των επιπτώσεων των ακτινοβολιών που θα δεχθούν τα ηλεκτρονικά κυκλώματα στο διάστημα είναι πρωταρχικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία τους Astro- [Αστρο-] Αστρον. Πρόθεμα πρώτο συνθετικό το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως η λέξη, π.χ. αστρονόμος, αναφέρεται σε έννοια η οποία έχει σχέση με τα άστρα. Astroballistics [Αστροβλητική] Τεχνολ. Τεχνολ. Η επιστήμη που μελετά την κίνηση ουράνιων στερεών σωμάτων και σχηματισμών, όπως οι κομήτες, στο διάστημα με πολύ μεγάλες ταχύτητες που προκαλούν την ανάφλεξη τους. Astrobleme [Αστροβλήμα] 1 εωλ. Κοιλότητα σε σχήμα κρατήρα διαφόρων διαστάσεων στην επιφάνεια της γης λόγω πρόσπτωσης αερόλιθων από μετεωρίτες κοσμικής προέλευσης που εισερχόμενοι στην γήινη ατμόσφαίρα δεν διαλύθηκαν πλήρως. Astrochemistry |Αστροχημεία] Αστρον. Κλ.άδος της αστρονομίας που μελετά τη χημική σύσταση των ου-

Aslrochronology

- 154 -

ράνιων σωμάτων, ϊϊ μελέτη αυτή γίνεται με βάση τις επιστημονικές παρατηρήσεις για τα άστρα και τη βοήθεια των γνωστών από τη χημεία ιδιοτήτων των σωμάτων. Astrochronology [Αστροχρονολόγησηΐ Αστμον. Η χρονολόγηση γεγονότων και εποχών στη Γη με τη βοήθεια αστρικών φαινομένων σταθερής περιόδου, όπως ο κομήτης του Χάλεϋ. Astrocompass [Αστρονομική πυξίδα] Αστμον. Τύπος πυξίδας όπου ο προσδιορισμός των σημείων του ορίζοντα πετυχαίνεται με βάση τις συντεταγμένες ενός ουράνιου σώματος. A s t r o d o m e [ Αστροθύλος] Αστμον. Διαφανής θόλος στο πάνω μέρος ενός σκάφους που λειτουργεί ως παρατηρητήριο για τη διεξαγωγή επιστημονικών παρατηρήσεων. Astrodynamics [Αστροδυναμική] Αστρον. II εφαρμογή των αρχών της ουράνιας μηχανικής για τις δυνάμεις που καθορίζουν τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ουράνιων σωμάτων στο σχεδιασμό των τροχιών των διαστημικών σκαφών. Astrogeodctic [Αστρογεωδαιτικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε ακριβείς μετρήσεις για τον προσδιορισμό του μεγέθους και της μορφής της γήινης σφαίρας. Astrogeology [Αστρογεωλογία] Αστρον. Ο κλάδος της αστρονομίας που μελετά τη δομή, τη σύσταση και τον σχηματισμό των πετρωμάτων των ουράνιων σωμάτων. Astrograph [Αστρογράφος] Αστρον. Τηλεσκόπιο που φέρει φωτογραφικό θάλαμο και αστροστάτη για την αυτόματη φωτογραφική καταγραφή των δεδομένων ενός αστέρα. Astrographic Position [Αστρογραφική θέση i Αστρον. —» Astrometrie Position. Astroid [Αστροειδής] Μαθημ. Τύπος υποκυκλοειδούς επιφανειακής καμπύλης που φέρει τέσσερα άκρα υπό μορφή προεξοχών. Astrolabe [Αστρολάβοςΐ Αστμον. Οργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του χρόνου και του πλάτους ενός ουράνιου σώματος, καθώς και των ισημερινών συντεταγμένων του. Η λειτουργία του στηρίζεται στη διάθλαση του φωτός του αστέρα μέσω ενός ισόπλευρου γυάλινου πρίσματος. Είναι παλαιό αστρονομικό όργανο, σφαιρικό ή επίπεδο, για τον καθορισμό του ύψους των αστέρων, κυρίως του ήλιου και της σελήνης. Astrometrie Binary S t a r [Αστρομετρικύς διπλός αστέρας] Αστρον. Αστέρες φυσικού ζεύγους στους οποίους δεν είναι δυνατή η διάκριση των τροχιών τους (τροχιακοί διπλοί) ούτε με ισχυρά τηλεσκύπια.ΙΙ διαπίστωση της ύπαρξης συνοδού γίνεται με την εξέταση της ανώμαλης κίνησης του κυρίου αστέρα και με τη φασματοσκοπική ανάλυση. Astrometrie Position [Αστρομετρική θέση] Αστρον. Η ακριβής θέση ενός ουράνιου σώματος που καθορίζεται ως η τομή του παραλλήλου και του ωριαίου κύκλου της ουράνιας σφαίρας.ΙΙαριστάνεται από τις ουρανογραφικές συντεταγμένες δηλ. την απόκλιση (βόρεια ή νότια) και την ορθή αναφορά. Astromelry |Αστρομετρία] Αστρον. Ο κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με την επιστημονική μέτρηση των θέσεων και των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων. Βασικός στόχος της αστρυμετρίας είναι η τελειοποίηση των συστημάτων συντετεγμένων και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη της ουράνιας σφαίρας

Astronomical Constants [Αστρονομικές σταθερές] Αστρον. Τα σταθερά επιστημονικά δεδομένα επί των οποίων στηρίζεται η αστρονομική έρευνα όπως η ταχύτητα του φωτός, οι ουρανογραφικές συντεταγμένες των ουράνιων σωμάτων, τα μαθηματικά στοιχεία της κίνησης τους κ.λ.π. Astronautical Engineering [Αστροναυτική μηχανική]] Αστρον. Η εφαρμογή επιστημονικών αρχών για τον τεχνολογικό σχεδιασμό και την κατασκευή διαστημικό') ν σκαφών. Astronautics [Αστροναυτική] Αστρον. Ο κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με το θεωρητικό και τεχνολογικό σχεδιασμό των διαστημικών πτήσεων. Astronavigation [Αστροναυσιπλοϊα) Αστρον. II χαρτογράφηση της πορείας και ο χειρισμός ενός διαστημικού σκάφους για την πλοήγηση στο διαστημικό χώρο. Astronomer Royal [Βασιλικός αστρονόμος) Αστρον. Τίτλος ο οποίος αποδίδεται για να τιμήσει Βρετανούς αστρονόμους με σημαντική προσφορά στην επιστήμη. Μέχρι το 1972 ήταν τίτλος οργανικής θέσης στο αστεροσκοπείο Greenwich. Astronomical [Αστρονομικός] Αστρον. Επίθετο που συναντάται στην επιστήμη της αστρονομίας και συνοδεύει ουσιαστικά που χρησιμοποιεί η επιστήμη για να δηλώσει την αναφορά στα ουράνια σώματα. Astronomical Almanac [Αστρονομικό ημερολόγιο] Αστρον. Ειδική έκδοση η οποία απευθύνεται κυρίως στην αστρονομική κοινότητα. Περιέχει τα στοιχεία πολλών αστέρων και παρατηρήσεις σημαντικές για τη μελέτη τους. Επανεκδίδεται με νέες πληροφορίες για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Astronomical Atlas [Αστρονομικός άτλαντας] Αστρον. Συλλογή από πίνακες και χάρτες των ουράνιων σωμάτων. Περιγράφει τις θέσεις των άστρων σε σχέση με τα φαινόμενα που εμφανίζονται περιοδικά στην ουράνια σφαίρα. Οι πίνακες με τα στοιχεία θέσης των άστρων είναι στις περισσότερες εκδόσεις ακριβείς μέχρι το ένατο δεκαδικό ψηφίο. Astronomical C a m e r a | Αστρονομική φωτογραφική διάταξη | Αστρον. Διάταξη για την φωτογραφική απεικόνιση πηγών ακτινοβολιών της ουράνιας σφαίρας, που χρησιμοποιείται ως μέρος του συστήματος ενός τηλεσκοπίου. Astronomical Catalogue [Αστρονομικός κατάλογος] Αστρον. Κατάλογοι οι οποίοι π ε ρ ι έ χ ο υ ν τ α χαρακτηριστικά στοιχεία των άστρων. Διακρίνονται σε πρότυπους και παράγωγους καταλόγους. Τα άστρα παρουσιάζονται με σειρά αύξουσας ορθής αναφοράς σε αριθμημένη λίστα η οποία πολλές φορές χρησιμεύει για την ονοματολογία τους. Astronomical Clock [Αστρονομικό ρολόι) Αστρον. Ρολόι που μετρά την αστρονομική ώρα και προηγείται ενός απλού ρολογιού κατά 3 λεπτά KUI 56 δευτερόλεπτα ανά εικοσιτετράωρο. Μετράει τον αστρικό χρόνο δηλ. το πραγματικό χρόνο της περιστροφής της γης περί τον άξονα της, με τη μέτρηση της ωριαίας γωνίας του εαρινού ισημερινού σημείου.σε αστρικές ώρες, λεπτά και δεύτερα Astronomical Coordinate System [Αστρονομικό σύστημα συντεταγμένων) Αστρον. Σύνολο από συστήματα συντεταγμένων που χρησιμοποιούνται στην αστρονομία. Περιλαμβάνει τις ουρανογραφικές, τις ισημερινές και τις σφαιρικές συντεταγμένες που σκοπό έχουν να καθορίσουν με ακρίβεια τη θέση των άστρων και των συσκευών που έχει στείλει ο άνθρωπος στο διά-

- 155 στημα. Astronomical Date [Αστρονομική ημερομηνία] Αστρον. Σύστημα προσδιορισμού του χρόνου που περιλαμβάνει ημέρα, μήνα και έτος. Στην αστρονομική ημερομηνία προστίθεται και ένα δεκαδικό κλάσμα γιατί τα τρία βασικά στοιχεία της ημερομηνίας δεν είναι πολλαπλάσια μεγέθη. Astronomical Day [Αστρονομική ημέρα! Αστρον. Το χρονικό διάστημα στο οποίο εκτελεί η Γη μια πλήρη περιστροφή ως προς το εαρινό σημείο. Είναι κατά τέσσερα λεπτά μικρότερη της ηλιακής ημέρας. Astronomical Distance [Αστρονομική απόσταση] Αστρον. Η απόσταση μεταξύ δύο σωμάτων στην ουράνια σφαίρα. Λόγω των τεράστιων μεγεθών που παρατηρούνται έχουν εισαχθεί νέες μονάδες μέτρησης, όπως η αστρονομική μονάδα. Astronomical Ephemcris [Αστρονομική εφημερίδα] Αστρον. Αστρονομική ετήσια έκδοση ορισμένων αστεροσκοπείων με πληροφορίες, κυρίως, σχετικά με τη θέση των ουράνιων σωμάτων και τα αστρονομικά φαινόμενα που αναμένονται για το έτος που ακολουθεί. Είναι χρήσιμη για ερασιτεχνικές αστρονομικές παρατηρήσεις. Είναι ετήσια βρετανική έκδοση και απευθύνεται στην ευρύτερη κοινότητα των αστρονόμων. Astronomical E q u a t o r [Αστρονομικός ισημερινός] Αστρον. Ο φανταστικός μέγιστος κύκλος της γήινης σφαίρας, κάθετος στον άξονα περιστροφής της. που τη χωρίζει σε δύο ημισφαίρια, βόρειο και νότιο, λαμβάνεται ως βάση ((f) για τη μέτρηση των γεωγραφικών πλατών. Astronomical E q u a t o r Plane [Αστρονομικό ισημερινό επίπεδοί Αστρον. Λέγεται το επίπεδο το κάθετο προς τον άξονα της γης που περιλαμβάνει τον γήινο ισημερινό και τον ουράνιο ισημερινό ενός τύπου. Astronomical I n s t r u m e n t s [Αστρονομικά όργανα] Αστρον. Όργανα ειδικά σχεδιασμένα για τη μελέτη των ουράνιων σωμάτων όπως οι διάφοροι τύποι τηλεσκοπίων, το φασματοσκόπιο,ο φασματογράφος κ.λ.π. Astronomical Latitude [Αστρονομικό πλάτος] Αστρον. Η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα του ουράνιου παραλλήλου του σημείου και του ουράνιου ισημερινού. Μετριέται επί της ελλειπτικής σε μοίρες από 0ύ έως 90° προς βορρά και προς νότο. Συμβολίζεται με β. Astronomical Longitude [Αστρονομικό μήκος] Αστρον. Η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο του ουράνιου ωριαίου κύκλου του σημείου και του επιπέδου του πρώτου μεσημβρινού του εαρινού σημείου. Μετριέται κατά την ορθή φορά επί της ελλειπτικής από 0° έο^ς 360° ή από 0 έως 24 ο')ρες.Συιιβολίζεται με λ. Astronomical M e r i d i a n [Αστρονομικός μεσημβρινός) Αστρον. Κάθε φανταστικός μέγιστος κύκλος της γήινης σφαίρας που διέρχεται από έναν τόπο και τους πόλους της γης.Είναι άπειροι στον αριθμό αλλά ως πρώτος μεσημβρινός θεωρείται αυτός που διέρχεται από το αστεροσκοπείο Γκρήνουιτς της Αγγλίας. Χωρίζει τη γη σε δύο ημισοαίρια.ανατολικό και δυτικό, και είναι η βάση (0°) για τη μέτρηση του γεωγραφικού μήκους. Astronomical M e r i d i a n Plane [Αστρονομικό μεσημβρινό επίπεδο] Αστρον. Λέγεται το επίπεδο που περιλαμβάνει τον αστρονομικό μεσημβρινό και τον ουράνιο ωριαίο κύκλε» ενός τόπου. Astronomical O b s e r v a t o r y [Αστεροσκοπείο] Αστρον. Κτίριο το οποίο χρησιμοποιείται τόσο σαν σταθμός

Astronomical Tide

παρατήρησης της ουράνιας σφαίρας όσο και σαν κέντρο έρευνας της δραστηριότητας των άστρων και των ουράνιων φαινομένων. Astronomical Parallel [Αστρονομικός παράλληλος] Αστρον. Κάθε ένας από τους άπειρους κύκλους της γήινης σφαίρας που είναι παράλληλοι προς τον ισημερινό. Ό λ α τα σημεία του ίδιου παραλλήλου έχουν κοινό γεωγραφικό πλάτος. Astronomical Photography |Αστρονομική φωτογραφία] Αστρον. II χρήση φωτογραφικών διατάξεων (συνήθως ως μέρους του συστήματος των τηλεσκοπίων) για την οπτική καταγραφή και την ανάλυση των δεδομένων που αφορούν τα ουράνια σώματα. Astronomical Position |Αστρονομική θέση] Αστρον. Η θέση ενός τόπου επί της γήινης σφαίρας που καθορίζεται ως η τομή του μεσημβρινού και του παραλλήλου του τόπου αυτού. Παρέχεται από τις γεωγραφικές συντεταγμένες δηλ. το αστρονομικό μήκος και το αστρονομικό πλάτος (βόρειο ή νότιο). Astronomical Refraction [Αστρονομική διάθλαση| Αστρον. Το φαινόμενο της διαδοχικής θλάσης των φωτεινών ακτίνων των αστέρων και της εκτροπής της πορείας τους κατά τη δίοδο τους από τα διαφόρου πυκνότητας ατμοσφαιρικά στρώματα με αποτέλεσμα το διαθλάμενο φως να παρουσιάζει καμπύλη τροχιά.Στην διάθλαση αυτή οφείλονται πολ,λά φαινόμενα όπως η αύξηση της διάρκειας της μέρας, η ίρις, το ηλιακό στέμμα κ.λ.π.. Astronomical Scintillation [Αστρονομική στιλβη ή σπινθηρισμός] Αστρον. Το φαινόμενο της γρήγορης και συνεχούς μεταβολής της λαμπρότητας των αστέρων που συνοδεύεται από έντονους σπινθηρισμούς. Οφείλεται στις συνθήκες της γήινης ατμόσφαιρας (μαγνητισμός, θερμοκρασία, υγρασία κ.λ.π.) Astronomical Spectrograph [Αστρονοικός φασματογράφος] Αστρον. Όργανο, συνδυασμός φασματοσκοπίου και φωτογραφικού θαλάμου, που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό μ' ένα τηλεσκόπιο για τη φωτογράφηση του φάσματος (ορατού καθώς και μέρους του υπέρυθρου και του υπεριώδους) των αστέρων. Astronomical Spectroscopy [Αστρονομική φασματοσκοπία] Αστρον. II χρήση φασματοσκοπίων για τη φωτογράφηση του φάσματος των αστέρων και τη λήψη δεδομένων σχετικά με τη φυσική κατάσταση, τη χημική σύσταση, τη κίνηση, τις διαστάσεις,την εξέλιξη των αστέρων κ.λ.π. Astronomical Station [Αστρονομικός σταθμός] Astronomical Position. Astronomical Surveying [Αστρονομική τοπογράφηση] Αστρονλ\ μέτρηση και ο προσδιορισμός του αστρονομικού μήκους και πλάτους δηλ. των συντεταγμένων ενός σημείου με βάση τις αστρονομικές μελέτες. Astronomical Telescope [Αστρονομικό τηλεσκόπιο] Αστρον. Τηλεσκόπιο ειδικά κατασκευασμένο για την αστρονομική έρευνα και σχεδιασμένο έτσι ώστε να εκτελεί μια σειρά σύνθετων λειτουργιών όπως παρατήρηση, φωτογράφηση, φασματοσκόπηση και φωτομέτρηση των αστρικών σωμάτων. Ως προς την κατασκευή και λειτουργία τους διακρίνονται σε διοπτρικά, κατοπτρικά, ηλεκτρονικά (οπτικά) και ραδιοτηλεσκόπια. Ως προς τον τρόπο στήριξης τους διακρίνονται σε ισημερινό, μεσημβρινά και αζιμουθιακά. Astronomical Tide [Αστρονομική παλίρροια] Αστρον. Κινήσεις ρυθμικές της γήινης σφαίρας /άγω των συν-

A

n

g

l

eO

fR

e

f

l

e

c

t

i

o

n- 156-

δυασμένων ελκτικών δυνάμεων που ασκούν στην επιφάνειά της ο ήλιος και η σελήνη. Στο στερεό φλοιό προκαλούν ανύψωση (μερικών δεκάδων εκατοστών) του εδάφους δύο φορές στη διάρκεια της μέρας, με πιο έντονο το φαινόμενο στον ισημερινό. Astronomical Time [Αστρονομική ώραΐ Αστμον. Η ώρα που μετρά την αστρονομική μέρα ξεκινώντας από τη διέλευση της Γης από το εαρινό ισημερινό σημείο. Astronomical Triangle [Αστρονομικό τρίγωνο] Αστμον. Σφαιρικό τρίγα)νο με γνωστές κορυφές στον ουράνιο πόλο και στο ζενίθ του τόπου παρατήρησης και άγνωστη κορυφή σε κάποιο σημείο του σύμπαντος. Χρησιμοποιείται για να βρεθούν συντεταγμένες του σημείου αυτού, δηλαδή η ωριαία γωνία και η απόκλιση. Astronomical Twilight [Αστρονομικό λυκόφως] Αστρον. Η ώρα εκείνη κατά την οποία ενώ νυχτώνει δεν επικρατεί απόλυτο σκοτάδι. Οφείλεται στη διάρκεια που έχει η δύση του Ήλιου και μετράται ανάμεσα στις 6 και 18 μοίρες κατά την κάθοδο του κέντρου του Ήλιου κάτω από τον ορίζοντα. Astronomical Unit [Αστρονομική μονάδα] Αστρον. Η μονάδα μέτρησης των αποστάσεων ανάμεσα στα ουράνια σώματα. Η μία αστρονομική μονάδα είναι 149.6 εκατομμύρια χλμ και είναι ίση με τη μέση απόσταση της Γης από τον Ήλιο. Astronomy [Αστρονομία] Αστρον. Είναι η επιστήμη που ασχολείται με την μελέτη όλων γενικά των ουρανίων σωμάτων, όπως άστρα, πλανήτες, δορυφόροι αλλά και ολόκληρων γαλαξιών. Η αστρονομία ερευνά τις θέσεις, τις κινήσεις και τις αποστάσεις των σωμάτων αυτών, καθώς και την χημική τους σύνθεση, τις φυσικές τους ιδιότητες, το μέγεθος, το σχήμα, την εξέλιξή τους και γενικότερα τις επιδράσεις που το καθένα εξασκεί στα άλλα. Ακόμη και οι νόμοι που διέπουν την δομή και την εξέλιξη του σύμπαντος αποτελούν αντικείμενο μελέτης της αστρονομίας. Ασχολείται ακόμα με τη παρατήρηση, τον ακριβή υπολογισμό και την ερμηνεία των κινήσεων, των θέσεων, της φυσικής και χημικής σύστασης, της εξέλιξης κ.λ.π. των ουράνιων σωμάτων και φαινομένων.Υποδιαιρείται σε επι μέρους κλάδους όπως αστροφυσική, ουράνια μηχανική, κοσμογονία, κοσμογραφία, αστρογεωλογία κ.λ,.π. Astrophyllitc [Αστροφυλλίτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο από νάτριο, τιτάνιο, μαγνήσιο,σίδηρο, πυρίτιο, υδρογόνο και οξυγόνο. Συναντάται σε σφαιροειδείς ή αστροειδείς, διάφανους ή ημιδιάφανους με αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει καστανό ή κιτρινωπό χρώμα και σκληρότητα 3-3,5 στη κλίμακα Μος. Astrophysics [Αστροφυσική] Αστρον. Κλάδος της αστρονομίας που αναπτύχθηκε πρόσφατα. Μελετά τις φυσικές ιδιότητες των άστρων και τα φυσικά φαινόμενα της ουράνιας σφαίρας. Η αστροναυτική άνοιξε νέους δρόμους στην αστροφυσική γιατί δίνει τη δυνατότητα τοποθέτησης σημαντικών σταθμών παρατήρησης, όπως οι τεχνητοί δορυφόροι, στο διάστημα. Astrotracker |Αστροστάτης] Αστρο ν. Όργανο με χρονική ρύθμιση το οποίο ως τμήμα της διάταξης ενός ισημερινού τηλεσκοπίου εξασφαλίζει την αυτόματη περιστροφή του κατά την φαινόμενη περιστροφή της ουράνιας σφαίρας ώστε να είναι δυνατή η συνεχής παρακολούθηση και καταγραφή των στοιχείων ενός αστέρα εντός του οπτικού πεδίου του τηλεσκοπίου. A Supply ΙΑ παροχή] Φυσ. ΙΙηγή τάσης όπως ο συσσα)-

ρευτής που διατηρεί σταθερή τάση για παροχή ισχύος σε καθοδικούς σωλήνες κ.λ,π. Asymmetric C a r b o n Atom [Ασύμμετρο άτομο άνθρακα] Opy. Χημ. Ατομο άνθρακα, του οποίου τα τέσσερα ηλεκτρόνια της εξωτερικής στιβάδας έχουν συνάψει δεσμούς με τέσσερα διαφορετικά άτομα στοιχείων ή ενώσεων. Asymmetric Digital Subscriber Line (ADSI.) [Ασυμμετρική ψηφιακή συνδρομητική γραμμή] Επικοιν. II δυνατότητα των ψηφιακών συνδρομητικών κέντρων να εξυπηρετούν πάνω σε διπλές γραμμές όπου ο φόρτος κατανέμεται ασύμμετρα. Asymmetric Rotor [Ασυμμετρικός ρότορας] Μηχ. Περιστρεφόμενο τμήμα ηλεκτρικού κινητήρα, γεννήτριας κ.λ.π. που δεν περιστρέφεται γύρω από εσωτερικό άξονα συμμετρίας. Asymmetrical Bedding [Ασυμμετρική διαστρωμάτωση] Γεωλ. Αλληλουχία γεωλογικών στρωμάτων επικείμενα το ένα επί του άλλου κατά κυκλική σειρά ώστε το πέλμα και η στέγη έκαστου να γειτνιάζει με το ίδιο πάντοτε στρώμα. Asymmetrical Cell | Ασυμμετρικό στοιχείοΐ Φυσ. Ηλεκτρικό στοιχείο που δεν παρουσιάζει την ίδια αντίσταση στη διέλευση ρεύματος σε όλες του τις διευθύνσεις. Asymmetrical Conductivity [Ασυμμετρική ειδική αγωγιμότητα] Φιχ7. Δείκτης ειδικής αγα)γιμότητας υλικού που δεν παρουσιάζει την ίδια τιμή προς όλες τις διευθύνσεις με συνέπεια το ηλεκτρικό ρεύμα να άγεται κατά διαφορετικό τρόπο. Asymmetrical Fold [Ασύμμετρη πτυχή] Γεωλ. Πτυχή του εδάφους που δεν παρουσιάζει κατακόρυφο αξονικό επίπεδο αλλά είναι αντεστραμμένη ή κεκλιμένη. Asymmetrical RcHcctor 1 [Ασυμμετρικό κάτοπτρο | Φιχτ. Κάτοπτρο που παρουσιάζει ασύμμετρη κατανομή των ανακλώμενων ακτίνων γύρω από τον κεντρικό οπτικό άξονα. Asymmetrical Refractor 2 [Ασύμμετρο διαθλαστικό υλικό] Φυσ. Διαθλαστικό υλικό που παρουσιάζει ασύμμετρη κατανομή των διαθλώμενων ακτίνων γύρω από τον κεντρικό οπτικό άξονα. Asymmetrical Ripple M a r k [Ασύμμετρη πτύχωση] Γεωλ. Καμπύλωση του στερεού φλοιού της γης λόγω ορογενετικοόν δυνάμεων που δεν παρουσιάζει συμμετρικότητα στα πρανή και αντιπρανή των αντικλίνων ή συγκλίνων. Asymmetrical Vein [Ασυμμετρική φλέβαΐ Γεωλ. Φλέβα πετρώματος που σχηματίζεται ανάμεσα σε ανόμοια υλικά. Asymmetry [Ασυμμετρία] Χημ. Η ιδιότητα μιας μοριακής ένωσης, μορίου, ατόμου κ.λ.π. να μην παρουσιάζει επίπεδο, κέντρο, ή άξονα συμμετρίας στην απεικόνιση της διάταξης της στο χώρο δηλ. στο στερεοχημικό της τύπο. Π.χ. άτομο άνθρακα με 4 διαφορετικούς υποκαταστάτες τα αλλένια κ.λ.π. Asymmetry FJ'fect [Φαινόμενο ασυμμετρίας] ΦΙΗΤ. ΤΟ φαινόμενο της μη συμμετρικής κατανομής του ηλεκτρονικού νέφους γύρω από τον πυρήνα του ατόμου κατά την εφαρμογή τάσης. Asymptote [Ασύμπτωτη] Μαθημ. Ασύμπτωτη καμπύλης ονομάζεται η ευθεία της οποίας η απόσταση από την καμπύλη πλησιάζει χωρίς ποτέ να γίνεται ίση με το μηδέν καθώς η τετμημένη ή η τεταγμένη του γραφήματος πλησιάζουν το άπειρο. Θεωρητικά η ασύμπτωτη είναι η εφαπτομένη της καμπύλης στο επ'άπειρον σημείο.

- 157Asymptotic E r r o r Behavior [Ασυμπτωτική συμπεριφορά λάθους] Επικοιν. Ο όρος έρχεται από τη μαθηματική θεωρία ευστάθειας όπου συναντιέται στην προσεγγιστική θεωρία ή στην αριθμητική της υλοποίηση. Το λάθος που παράγεται σε κάθε βήμα μεταφέρεται σταδιακά και προσθετικά και ασυμπτωτικά δεν προκαλεί αν είναι κατάλληλα φραγμένο. Asymptotic F o r m u l a [Ασυμπτωτικός τύποςΐ Μαθημ. Όταν το όριο του πηλίκου δύο συναρτήσεων τείνει στο 1 στο επ'άπειρον σημείο, τότε μεταξύ των συναρτήσεων υπάρχει σχέση ισοδυναμίας η οποία θεωρείται πως ισχύει για πολύ μεγάλες τιμές της μεταβλητής. Asymptotic Stability [Ασυμπτωτική σταθερότητα] Μαθημ. Κάθε συνήθης διαφορική εξίσωση η οποία, επιλύοντας το πρόβλημα αρχικών τιμών, παρουσιάζει πολύ μικρά σφάλματα για μικρές αρχικές τιμές ή έχει τη μηδενική συνάρτηση ως λύση παρουσιάζει ασυμπτωτική σταθερότητα. Asynchronous [Ασύγχρονες Διαδικασίες] Υπολ. Διαδικασίες, η ταχύτητα των οποίων καθορίζεται από το χρόνο που χρειάζεται κάθε διάταξη να εκτελέσει την πράξη που της ανατίθεται και όχι από μια πηγή περιοδικών παλμών συγχρονισμού. Asynchronous Balanced M o d e [Ασύγχρονη κατάσταση ισορροπίας] Επικοιν. Συναντάται στο πρωτόκολλα Χ.25 (σήμα Set ABM) και δηλώνει κατάσταση ετοιμότητας για ανταλλαγή πλαισίων πληροφορίας (τύπου I) όπως έχει προκαθοριστεί με άλλα σήματα. Asynchronous Communications [Ασύγχρονες Επικοινωνίες] Επικοιν. Επικοινωνίες στις οποίες η μετάδοση της πληροφορίας γίνεται σειριακά κατά στοιχειώδεις ποσότητες - χαρακτήρες και χωρίς να χρησιμοποιείται πηγή περιοδικών παλμών συγχρονισμού της μετάδοσης. Asynchronous Communications Adaptor [Προσαρμογέας ασύγχρονες Επικοινωνίας] Υπολ. Ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει τη χρήση μίας τηλεφωνικής γραμμής για τη μη συγχρονισμένη επικοινωνία ενός υπολαγιστή με άλλον. Asynchronous C o m p u t e r [Ασύγχρονος Υπολαγιστής] Υπολ. Ηλεκτρονικός υπολαγιστής ο οποίος λειτουργεί, χωρίς να χρησιμοποιεί ένα ρολόι συγχρονισμού για τον καθορισμό του χρόνου εκτέλεσης των πράξεων, αλλά κάθε πράξη πραγματοποιείται μετά τη λήψη του σήματος ολοκλήρωσης της προηγούμενης. Asynchronous Control [Ασύγχρονος Έλεγχος Διαδικασιών] Υπολ. Ελεγχος διαδικασιών ενός υπολαγιστή στον οποίο, ο χρόνος εκτέλεσης μίας πράξης εξαρτάται από τον πραγματικό χρόνο εκτέλεσής της και δε μετριέται σε πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια ενός κύκλαυ της γεννήτριας συχνοτήτων του. Asynchronous Data [Ασύγχρονη Καταγραφή Δεδομένων] Υπολ. Καταγραφή δεδομένων σε χρονικές στιγμές που δεν ταυτίζονται ή δεν σχετίζονται με αυτά μίας άλλης χαρακτηριστικής χρονικής σειράς, όπως π.χ. με τους κύκλους μίας γεννήτριας συχνοτήτων ενός υπολαγιστή. Asynchronous Dcvicc [Ασύγχρονη Συσκευή Επικοινωνίας] Υπολ. Συσκευή επικοινωνίας η λειτουργία της οποίας δεν ακολαυθεί ούτε σχετίζεται με τη συχνότητα λειτουργίας των συσκευών με τις οποίες συνδέεται. Asynchronous I n p u t / O u t p u t [Ασύγχρονη Μετάδοση και Αήψη Δεδομένων] Υπολ. Πρόκειται για ιδιότητα συσκευών επικοινωνίας να μεταδίδουν και να λαμβάνουν πληροφορίες ταυτόχρονα χωρίς συγχρονισμένη

Atc Jet Engine

εναλλαγή της λήψης - μετάδοσης. Asynchronous Logic [Ασύγχρονα λαγικά κυκλώματα] ΙΙλεκ. Ιδιότητα ηλεκτρονικών λαγικών κυκλωμάτίυν σύμφωνα με την οποία, η ταχύτητα λειτουργίας τους καθορίζεται από το χρόνο διάδοσης σε αυτά μίας μεταβολής της τιμής των εισόδων τους και όχι από το ρυθμό εναλλαγής τους. Asynchronous Machinc [Ασύγχρονη Συσκευή] Ηλεκ. Πρόκειται για συσκευές που λειτουργούν με εναλλασσόμενη τάση και η συχνότητα λειτουργίας του δεν είναι ανάλαγη της συχνότητας της τάσης. Asynchronous Modem [Ασύγχρονο modem] Επικοιν. Ένα modem που λειτουργεί με βάση κάποιο πρωτόκολλο ασύγχρονης επικοινωνίας. Asynchronous Operation [Ασύγχρονη Διαδικασία] Ηλεκ. Υπολαγιστική διαδικασία, όπως η εκτέλεση μίας μαθηματικής πράξης, η οποία πραγματοποιείται μετά το τέλας της προηγούμενης διαδικασίας, ενώ όταν ολακληρωθεί αποστέλλει σήμα λήξης. Asynchronous Response Mode [Ασύγχρονη κατάσταση απάντησης] Επικοιν. Συναντιέται στο πρωτόκολλα Χ.25, στο HDLC και δηλ^ώνει ότι ο δευτερεύον σταθμός μπορεί να στείλει δεδομένα χωρίς προηγούμενη έγκριση από τον κύριο σταθμό. Asynchronous Time Division Multiplexing [Πολυπλεξία με μη συγχρονισμένη διαίρεση χρόνου] Πληρ. Τεχνική μετάδοσης πληροφοριών από πολλαύς χρήστες μέσα από μία γραμμή μεταφοράς κατά την οποία η γραμμή μεταφοράς διατίθεται για ορισμένα χρονικά διαστήματα σε κάθε ενεργό χρήστη. Asynchronous T r a n s f e r Mode (ATM) [Τρόπος ασύγχρονης μετάδοσης] Επικοιν. Πρωτόκολλο που καθόρισε η ITU και το ATM φόρουμ, με κατάτμηση σε ειδικά πακέτα και χρήση ασύγχρονης αποστολής (Connection Oriented) που επιτυγχάνει έτσι πολύ ψηλές ταχύτητες πχ 2 Gbps. Asynchronous Transmission [Ασύγχρονη Μετάδοση Δεδομένων] Επικοιν. Τεχνική μετάδοσης ψηφιακών δεδομένων κατά την οποία, κάθε τμήμα της χρησιμοποιεί δικό του παλμό ένδειξης της έναρξης και της ολοκλήρωσης μετάδοσής του, χωρίς η διαδικασία αυτή να συγχρονίζεται από μια γεννήτρια συχνοτήτων. Asynchronous Working [Ασύγχρονη λειτουργία] Πληρ. Τρόπος εκτέλεσης διαδικασιών - πράξεων ενός υπολαγιστή κατά τον οποίο μια διαδικασία πραγματοποιείται μόλις τελειώσει ή προηγούμενη. Ata [Μονάδα πίεσης] Φιχτ. Μονάδα απόλ.υτης πίεσης ίση με μία τεχνητή ατμόσφαιρα στο τεχνικό σύστημα μονάδων. Atacamite [Ατακαμίτης] Γεωλ. Ορυκτό πέτρωμα χλωριούχου χαλ.κού με υδροξείδιο του χολικού. Συναντάται υπό μορφή πράσινων κρυστάλλων του ρομβικού συστήματος και σε κοκκώδη συσσωματώματα.Έχει σκληρότητα περίπου 3,5 στη κλίμακα Μος. Ataxic | Αταξικός] Γεο)λ. Όρος που αναφέρεται σε ιζηματογενή πετρώματα που δεν παρουσιάζουν κανονική διαστρωμάτωση. Ataxite [Αταξίτης] Γεωλ. Μετεωρίτης σιδήρου που περιέχει περισσότερο από 10% ή λιγότερο από 6% νικέλαο και δεν παρουσιάζει οκταεδρική ή εξαεδρική δομή. Ate Jet Engine [Προωθητικός κινητήρας τόξου] Μηχ. Κινητήρας στον οποίο χρησιμοποιείται μέσω ισχυρής ηλεκτρικής εκκένωσης η θερμότητα επί προωστικού αερίου για τη δημιουργία ροής ιόντων (πλάσματος) που εκτονούμενο δια ακροφυσίου παρέχει τη προωστι-

Angle Of Reflection

- 158-

κή κινητήρια δύναμη. AAeelomc \ Α . τ ε κ τ ο ν ι κ ύ ς \ Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε κάποιο γεωλογικό φαινόμενο που εξελίσσεται χωρίς τη δράση τεκτονικών δυνάμεων δηλ. χωρίς διατάραξη της διάστρωσης των πετρωμάτων. Atcctonic Pluton |Ατεκτονικός πλουτωνίτηςΙ Γεωλ. ΙΙυριγενές πέτρωμα που σχηματίστηκε στο εσωτερικό του στερεού φλοιού της γης από τη στερεοποίηση διάπυρου μάγματος χωρίς τη δράση τεκτονικών δυνάμεων. Atclestite | Ατελεστίτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο κυρίως από αρσενικικό βισμούθιο. Συναντάται σε κιτρινωπούς, με έντονη μεταλλική λάμψη μικρούς κρυστάλλους, σε φλέβες μεταλλευμάτων νικελίου και κοβαλτίου. A ten [Ατεν] Αστρον. Αστεροειδής ο οποίος χρειάζεται για να εκτελέσει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο δεκαεννιά μέρες λιγότερες από τη Γη. Atcn Astreroid |Αστεροειδής τύπου Ατεν) Αστρον. Κάθε αστεροειδής ο οποίος περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο γρηγορότερα από τη Γη. A thermal T r a n s f o r m a t i o n (Αθερμική μετατροπή! Φυσ. Διεργασία μεταβολής για την εκτέλεση της οποίας δεν απαιτείται θερμική δράση. Athcrmalise [Αθερμοποιώ] Φυσ. Καθιστό') μια ουσία ανεξάρτητη της θερμοκρασίας σε μια διεργασία. Athcrmancv [Αθερμαντικότητα/ Φυσ. Η ιδιότητα ορισμένων ουσιών να μη μεταδίδουν τη θερμική ακτινοβολία. Athrogenic [Αθρογεννετικός] Γεωλ. Ορος που αναφέρεται σε πυροκλαστικά πετρώματα που σχηματίστηκαν από θραύσματα υλικών προερχόμενων από την έκρηξη ηφαιστείου. Atlantic Series [Ατλαντική σειρά] γεωλ. Κατηγορία πυριγενών πετρωμάτων που ο σχηματισμός τους δεν οφείλεται στη δράση τεκτονικών δυνάμεων αλλά στην εκροή και στερεοποίηση μαγματικού υλικού από τον πυρήνα λόγω αστάθειας του φλοιού της γης. Atlantic Time [Ώρα Ατλαντικού] Αστρον. Μέρος του διαχωρισμού της υδρογείου σε ζώνες από κύκλους, που έχουν ως κέντρο το κέντρο της Γης και σταθερά σημεία τους πόλους, για τον προσδιορισμό της πολιτικής ο')ρας. Είναι η τέταρτη ζώνη ξεκινώντας την αρίθμηση από την πρώτη ζώνη Greenwich και προχωρώντας δυτικά. Atlas [Ατλας] Αστρον. Δορυφόρος του Κρόνου ο οποίος περιστρέφεται γύρω από τον πλανήτη εκτός του Α εξωτερικού δακτυλίου. Η μάζα του είναι 2.24 ΊΟ"4 φορές η μάζα του Κρόνου και η ατμόσφαιρά του περιέχει μεθάνιο. A T M Adaptation Layer [Στρώμα προσαρμογής AI M] Επικοιν. Το στρώμα όπου μπορεί να ενοποιηθεί ένα ATM δίκτυο σε ένα τοπικό δίκτυο και ορίζεται σε 5 υποστρώματα. A T M F o r u m [Φόρουμ ATM] Επικοιν. Οργανισμός υποστήριξης καί προτυποποίησης του ATM από τη βιομηχανία του. A T M Layer [Στρώμα ATM] Επικοιν. Το στρώμα όπου υλοποιούνται οι υπηρεσίες των Virtual Channels και Virtual Paths του ATM. A T M Peer To Peer Connection [Σύνδεση ATM απ1 άκρη σ' άκρη] Επικοιν. Το είδος της νοητής σύνδεσης με χρήση των Virtual Channels και Virtual Paths του ATM. Atmoclast [Ατμόκλαστο] Γεωλ. Θραύσμα πετρώματος

που προήλθε από αποσάθρωση λόγω της διαβρωτικής μηχανικής ή χημικής δράσης ατμοσφαιρικών παραγόντων π.χ. των ανέμων, του διοξειδίου του άνθρακα, της θερμοκρασίας κ.λ.π. Atmoclastic [Ατμοκλαστικύς] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε πετρώματα που ο ιστός τους χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη καταθρυμματισμένων κρυστάλλων ατμοκλάστων εγκλεισμένων στη θεμελιώδη μάζα τους. Atniogenic [Ατμογενές] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει ιζηματογενή πετρώματα που σχηματίστηκαν με την εξάχνωση χημικών ουσιών στην ατμόσφαιρα. Atmolith [Ατμόλιθος ή αερύλιθος] Γεωλ. Αίθοι. θραύσματα μετεωριτών, διαφόρων διαστάσεων και βάρους που πέοτουν στη γη (με ταχύτητες 15 έως 75 χλμ. κατά δευτερόλεπτο) προερχόμενοι από την ατμόσφαιρα. Της πτώσης προηγείται συνήθως φωτεινό φαινόμενο λόγω της τριβής με τα σωματίδια της ατμόσφαιρας. Atmolysis [Ατμόλυση] Φυσ. Ο διαχωρισμός των συστατικών ενός μίγματος αερίων που βασίζεται στη διαφορετική ταχύτητα διαπήδησης τους μέσα από ένα διαχωριστικό υλικό. Atmometre [Ατμόμετρο] Μετεωρ. Όργανο μετεωρολογικό που μετρά την απώλεια ύδατος υπό μορφή υδρατμών στην ατμόσφαιρα κατά το φαινόμενο της εξάτμισης. Atmophile Element [Ατμόφιλο στοιχείο] Μετεωρ. Κάθε χημικό στοιχείο που συμμετέχει σε μεγαλύτερη ή μικρότερη συγκέντρωση στο σχηματισμό της ατμόσφαιρας σε όλα τα στάδια της εξέλιξης της όπως το υδρογόνο, το άζωτο, τα διάφορα αδρανή αέρια κ.λ.π. Atmosphere 1 j Ατμόσφαιρα] Αστρον. Το περίβλημα από αέρια και ατμούς με παρουσία χημικών στοιχείων σε διάφορες συγκεντρώσεις που περιβάλλει σε κάποια έκταση ένα πλανητικό σώμα. Atmosphere" [Φυσική ατμόσφαιρα] Φνσ. Μονάδα πίεσης που ισοδυναμεί με 1,013 Χ \(Ϋ Ν/ nr. Είναι ίση με τη μέση πίεση που επικρατεί στο επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας. Atmospheric Absorption 1 [Ατμοσφαιρική απορρόφηση] Αστρον. Η ελάττωση της λαμπρότητας των αστέρων λόγα) της διέλευσης των αστρικών φωτεινών ακτίνων από τη γήινη ατμόσφαιρα. I "ενικά είναι πολύ μεγαλύτερη σε ύψη χαμηλότερα των 45° από τον ορίζοντα. Στο ζενίθ, υπό τις ιδανικότερες δηλαδή συνθήκες, το οπτικό μέγεθος των αστέρων παρουσιάζει ελάττωση κατά 0,2. Atmospheric Absorption" [Ατμοσφαιρική απόρριψη] Επικοιν. Τα Η Μ κύματα παθαίνουν διπλή απόρριψη στα 22 GHz λόγω οξυγόνου και στα 63 GHz λόγω υδρατμών. Atmospheric Absorption 3 [Ατμοσφαιρική απορρόφηση! Φυσ. Το φαινόμενο της μείωσης της έντασης των διαφόρων κυμάτων κατά τη διέλευσή τους από την ατμόσφαιρα λόγω μετατροπής μέρους της ενέργειάς τους σε θερμότητα. Atmospheric Acoustics [Ατμοσφαιρική ακουστική] φυσ. Η διάδοση των ηχητικών κυμάτων στην ατμόσφαιρα και τα φαινόμενα που τη συνοδεύουν όπως η σκέδαση, η απορρόφηση κ.λ.π. Atmospheric Attenuation [Ατμοοσφαιρική εξασθένηση] Φνσ. Η απώλεια έντασης μιας ακτινοβολίας ή ενός ηχοκύματος κατά τη διέλευσή τους μέσα από την ατμόσφαιρα λόγω των φαινομένων της σκέδασης και της απορρόφησης. Atmospheric Braking [Ατμοσφαιρική πέδηση] Α-

- 159 <7τμον. II επιβράδυνση ενός σώματος κατά την είσοδό του στην πλανητική ατμόσφαιρα λόγω σύγκρουσης του με. τα αέρια σωματίδια που ενυπάρχουν σ'αυτό όπως π.χ. των μετεωριτών Atmospheric B o u n d a r y L a y e r [Ατμοσφαιρικό οριακό στρώμαΐ Μετεωρ. Το χαμηλότερο στρώμα του ατμοσφαιρικού αέρα που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την επιφάνεια της Γης. Το πάχος ξεκινά από τα 300 μέτρα και φτάνει μέχρι τα 2 χιλιόμετρα σε ορισμένα σημεία. Στο ατμοσφαιρικό οριακό στρώμα εμφανίζεται έντονη στροβιλώδης κίνηση και άλλα μετεωρολογικά φαινόμενα τα οποία εντείνονται από τις ανωμαλίες του εδάφους. Atmospheric Cell [Ατμοσφαιρικό στοιχείο] Μετεωρ. Μικρή ποσότητα αέρα που εμφανίζει ομοιογένεια στις ιδιότητες της σε όλη της την έκταση, ειδικά στην κινητική συμπεριφορά των μορίων της. Atmospheric Chemistry [Ατμοσφαιρική χημεία] Μετεωρ. Κλάδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Μελετά τις χημικές μεταβολές που παρουσιάζει ο αέρας στην στρατόσφαιρα αλλά κυρίως στην τροπόσφαιρα. Atmospheric Composition [Ατμοσφαιρική σύσταση] Μετεωρ. Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται κυρίως από άζωτο, οξυγόνο, αργό και διοξείδιο του άνθρακα. Στη σύστασή της περιέχονται ακόμα σε μικρότερο ποσοστό μεθάνιο, υδρογόνο, μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδιο του αζώτου» όζον και άλλα στοιχεία που ποικίλουν ποσοτικά και ποιοτικά ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο. Atmospheric Condensation ]Ατμοσφαιρική συμπύκνωση] Μετεωρ. Ο φυσικός μηχανισμός της μετάβασης των υδρατμών της ατμόσφαιρας από την αέρια ςοάση στην υγρή, που αποτελεί αιτία γένεσης πολλα')ν μετεωρολογικών φαινομένων. Atmospheric Corrosion [Ατμοσφαιρική διάβρωση] Φυσ. Η σταδιακή αλλοίωση της σύστασης ενός μεταλλικού σώματος όταν παραμένει σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα λόγω των χημικών αντιδράσεων των ενώσεων του μετάλλου με αέρια συστατικά. Atmospheric Density [Ατμοσφαιρική πυκνότητα] Μετεωρ. Μονομετρο μέγεθος που χαρακτηρίζει την ατμόσφαιρα και μεταβάλλεται σε σχέση με τη γεωγραφική θέση και το υψόμετρο. Προκύπτει από το κλάσμα της μάζας του αέρα δια τον όγκο της και μειώνεται όσο πιο ψηλά βρίσκεται η περιοχή στην οποία εξετάζεται. Atmospheric Diffusion [Ατμοσφαιρική διάχυση] Μετεωρ. Μικρές μετακινήσεις αέρα πάνω από στρώματα ξηράς ή θάλασσας. Είναι αμελητέας εμβέλειας και δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν ουσιαστικά το κλίμα μιας περιοχής. Atmospheric Distillation [Ατμοσφαιρική απόσταξη] Φυσ. 11 διεργασία της απόσταξης που εκτελείται σε συνήθη ατμοσφαιρική πίεση και όχι σε ειδικούς αποστακτήρες με ελαττωμένη πίεση. Atmospheric Disturbance [Ατμοσφαιρική διαταραχή] Μετεωρ. Η απόκλιση από τη συνήθη μετεωρολογική κατάσταση μιας περιοχής της ατμόσφαιρας. Οι ατμοσφαιρικές διαταραχές μεταβάλλονται συνεχώς και οφείλονται σε διαφορές πίεσης, θερμοκρασίας και ανακατατάξεις στην τροπόσφαιρα. Atmospheric Drag [Ατμοσφαιρική αντίσταση] Μηχ. Ρενστ. Η επίδραση της αντίστασης του αέρα στην τροχιά δορυφόρων που επιφέρει ανατάραξη του και έχει ως αποτέλεσμα την μεταβολή των χαρακτηριστικών

Atmospheric Layer

της τροχιάς τους. Atmospheric Duct [Ατμοσφαιρικός αγωγός] Φυσ. Η διάδοση μιας ακτινοβολίας μέσα από συγκεκριμένο στρώμα της ατμόσφαιρας, που εξηγεί φαινόμενα όπως τον αντικατοπτρισμό, λνόγω της σχέσης του δείκτη διάθλασης του με τους δείκτες διάθλασης των υπερκείμενων ή υποκείμενων στρωμάτων. Atmospheric Elcctric Field [Ατμοσφαιρικό ηλεκτρικό πεδίο] Φυσ. Η ισχύς του γεωηλεκτρικού πεδίου σε κάποιο σημείο της ατμόσφαιρας.Στη γήινη επιφάνεια σε ήρεμες συνθήκες (π.χ χωρίς συνθήκες γένεσης κεραυνών) είναι κατά προσέγγιση 100 Vm"1. Atmospheric Electricity [Ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός | Μετεωρ. Κάθε φαινόμενο ηλεκτρικής φύσης που συμβαίνει στην ατμόσφαιρα λόγω του αρνητικά ή θετικά φορτισμένου κατά περίπτωση αέρα. Οι διαφορές δυναμικού ή τα αντίθετα φορτισμένα σωματίδια αέρα καταλήγουν σε ορατά έντονα φαινόμενα όπως οι αστραπές. Atmospheric Electricity 2 [Ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός] Φυσ. Η ύπαρξη ηλεκτρικών ρευμάτων (γήινων ρευμάτων) στην ατμόσφαιρα που είναι εστία παραγωγής ηλεκτρικών φαινομένων που προκαλ.ούν διαταραχές στις τηλεπικοινωνίες ή εκδηλώνονται με έντονο τρόπο όπως π.χ. στους κεραυνούς, στο σέλλας κ.λ.π. Atmospheric E n t r y [Ατμοσφαιρική είσοδος] Αστρον. Η είσοδος ενός σώματος από το κοσμικό διάστημα στην πλανητική ατμόσφαιρα που επιφέρει τροποποίηση της συμπεριφοράς του λόγω της ύπαρξης διαφορετικών συνθηκών και της ανάπτυξης διαφορετικών φαινομένων π.χ. μετεωρίτες, διάττοντες αστέρες κ.λ.π. Atmospheric Evaporation [Ατμοσφαιρική εξάτμιση| Μετεωρ. Ο φυσικός μηχανισμός της μετατροπής μορίων ύδατος από μια υδάτινη επιφάνεια της γήινης σφαίρας σε υδρατμούς στην ατμόσφαιρα, που αποτελεί αιτία γένεσης πολλών μετεωρολογικών φαινομένων. Atmospheric Gas [Ατμοσφαιρικό αέριο] Μετεωρ. Μείγμα αερίων στοιχείων και ενώσεων όπως το οξυγόνο, το όζον, το ήλιο, το νέο, το μονοξείδιο του αζώτου και άλλων που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Atmospheric General Circulation [Γενική ατμοσφαιρική κυκλοφορία] Μετεωμ. Η ευρεία οριζόντια κυκλοφορία του αέρα πάνω από την επιφάνεια της Γης με σκοπό την εξομοίωση της θερμοκρασίας στην ατμόσφαιρα. Προκαλείται τόσο από τις κατά τύπους διαφορετικές θερμοκρασίες όσο και από την ανομοιομορφία των πιέσεων. Atmospheric I m p u r i t y [Ατμοσφαιρικοί ρύποι] Μετεωρ. Η παρουσία ξένων ουσιών στα αέρια της ατμόσφαιρας με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η σύστασή της. Atmospheric Interference [Ατμοσφαιρική παρεμβολή] Φησ. II παρεμβολή που παρατηρείται στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα με την εισροή σημάτων που δημιουργούνται με φυσικό τρόπο στην ατμόσφαιρα λόγω του ηλεκτρικού της πεδίου. Atmospheric Ionization [Ατμοσφαιρικός ιονισμός] Φυσ. Η ηλεκτρική φόρτιση των σωματιδίων της ατμόσφαιρας λόγω της επίδρασης ισχυρών ακτινοβολιών, κυρίως της ηλιακής.Το φαινόμενο του ιονισμού είναι έντονο κυρίως στα τμήματα της ιονόσφαιρας και σ? αυτό οφείλεται η ανάκλαση των ραδιοκυμάτων και η δυνατότητα των τηλεπικοινωνιών. Atmospheric L a y e r |Ατμοσφαιρικό στρώμα] Φυσ. Κάθε ένα από τα ευδιάκριτα στρώματα της ατμόσφαι-

Angle Of Reflection

- 160-

ρας. Η τροπόσφαιρα (μέχρι 10 χλμ.)» που περιέχει το συντριπτικό μέρος της αέριας μάζας, η στρατόσφαιρα (έως 50 χλμ.) και η ιονόσφαιρα, όπου κυριαρχούν τα φαινόμενα ιονισμού.Δεν υπάρχει ακριβής τιμή του ύψους της ατμόσφαιρας αλλά πρέπει να φτάνει πάνω από τα 700 χλμ. Atmospheric Loss [Ατμοσφαιρική απώλεια] Επικοιν. Απώλεια σήματος πχ στη μετάδοση μικροκυμάτων λόγω ευαισθησίας στην κακοκαιρία και τις ΗΜ παρεμβολές. Atmospheric Noise [Ατμοσφαιρικός θόρυβος! Φνσ. Ο θόρυβος που ακούγεται κατά τη λήψη των ραδιοκυμάτων λόγω της ταυτόχρονης λήψης σημάτων που δημιουργούνται στην ατμόσφαιρα με φυσικό τρόπο. Atmospheric Optics [Ατμοσφαιρική οπτική! Φνσ. Ο κλάδος της οπτικής που ασχολείται με τη μελέτη της διάδοσης των φωτεινών κυμάτων και των φαινομένων που σχετίζονται μ'αυτή στην ατμόσφαιρα όπως ατμοσφαιρική διάχυση, διάθλαση, απορρόφηση κ.λ.π. Atmospheric Physics [Ατμοσφαιρική φυσική] Φυσ. Ο κλάδος της φυσικής που μελετά τα φυσικά φαινόμενα της ατμόσφαιρας.π.χ. τη διάδοση των διαφόρων τύπων κυμάτων, τον ιονισμό, τα οπτικά φαινόμενα.τον μαγνητισμό, τον ηλεκτρισμό κ.λ.π. Atmospheric P r e s s u r e [Ατμοσφαιρική πίεση] Φυσ. Η πίεση που ασκείται από το βάρος της υπερκείμενης ατμόσφαιρας σε κάποιο σημείο της γης. Εξαρτάται από το υψόμετρο, τη θερμοκρασία και το γεα>γραφικό πλάτος. Η μέση πίεση για την επιφάνεια της θάλασσας είναι η 1 φυσική ατμόσφαιρα και χρησιμοποιείται διεθνώς ως μονάδα πίεσης στο SI. Atmospheric Pressure C u r e [Κατεργασία ατμοσφαιρικής πίεσης] Μηχ. Κατεργασία ενός υλικού σε συνήθη ατμοσφαιρική πίεση και όχι σε ειδικές συνθήκες πίεσης (υποπίεσης ή υπερπίεσης). Atmospheric P r o p a g a t i o n [Ατμοσφαιρική διάδοση] Επικοιν. Διάδοση ακτινοβολίας στην ατμόσφαιρα. Ανάλογα με το μήκος κύματος μπορούμε να διακρίνουμε και κάποια δυσκολία στη μετάδοση από καιρικές συνθήκες. Atmospheric Radiation [Ατμοσφαιρική ακτινοβολία] Φυσ. Κάθε ακτινοβολία που είτε διαδίδεται μέσα στην ατμόσφαιρα είτε παράγεται από φαινόμενα που αναπτύσσονται μέσα σ' αυτή. Atmospheric Radio Wave [Ατμοσφαιρικό ραδιοκύμα] Φιχ7. Ραδιοκύμα που φτάνει στον προορισμό του μετά από ανάκλαση στα ιονισμένα στρώματα (D, Ε, F) της ανώτερης ατμόσφαιρας, της ιονόσφαιρας. Η ανάκλαση στο τελευταίο στρώμα ύψους άνω των 160 χλμ. είναι υπεύθυνη για τη μετάδοση των ραδιοκυμάτων σε. μεγάλες αποστάσεις. Atmospheric Refraction [Ατμοσφαιρική διάθλαση] Φιχ7. Το φαινόμενο της εκτροπής της διεύθυνσης των κυμάτων (φωτεινών, ηλεκτρομαγνητικών, ηχητικών κ. λ.π.) κατά τη διέλευση τους από τα διάφορα στρώματα της ατμόσφαιρας λόγω της διαφορετικής τους πυκνότητας. Atmospheric Scattering [Ατμοσφαιρικός σκεδασμός] Φυσ. Εκτροπή μιας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τα σωματίδια της ατμόσφαιρας με πιθανή μεταβολή ορισμένων χαρακτηριστικών της (όπως μήκος κύματος, συχνότητα κ.λ.π.). Atmospheric Shell [Ατμοσφαιρική στοιβάδα] Μετεωρ. Κάθε τμήμα της ατμόσφαιρας η οποία είναι διατεταγμένη ανά στρώματα. Κύριος λύγος αυτής της δομής

είναι οι κατακόρυφες διαφορές της θερμοκρασίας ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο. Atmospheric Sounding [Ατμοσφαιρική ακουστική] Μετεωρ. Μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται στην έρευνα μετεωρολογικών συνθηκών, ειδικά στα υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας. Η διάδοση του ήχου επηρεάζεται άμεσα από τις συνθήκες του αέρα και ανάλογα με τις παρατηρήσεις εξάγονται οι εκτιμήσεις για την κατάσταση της ατμόσφαιρας. Atmospheric Structure [Ατμοσφαιρική δομή] Μετεωρ. Η ατμόσφαιρα της Γης αποτελείται από στρώματα τα οποία την πλαισιώνουν σε μορφή ομόκεντρων σφαιρών. II θερμοκρασία και η πίεση επηρεάζουν αυτή τη δομή ανάλογα με το χρόνο, το γεωγραφικό πλάτος και άλλες μεταβλητές. Atmospheric Suspensoids | Ατμοσφαιρικά αιωρήματα] Μετεωρ. Συστήματα διασποράς στην ατμόσφαιρα όπως είναι ο καπνός, η ομίχλη ή η σκόνη. Στην κατάσταση αυτή η ύλη έχει διαμεριστεί σε πολύ μικρά σωματίδια και έχει χαρακτηριστικά περίπλοκη δομή. Atmospheric Tide [Ατμοσφαιρική παλίρροια] Φυσ. Ρυθμικές κινήσεις της γήινης ατμόσφαιρας, παρόμοιες με εκείνες των παλιρροιών, λόγω της συνδυασμένης βαρυτική ς έλξης του ήλιου και της σελήνης. Atmospheric Tides [Ατμοσφαιρικές παλίρροιες] Μετεωρ. II καθημερινή αύξηση και μείωση της ατμοσφαιρικής πίεσης δύο φορές ανά εικοσιτετράωρο. Οφείλεται στην έλξη των μορίων του αέρα από τη Σελήνη και τον Ήλιο, όπως συμβαίνει και με την παλίρροια των θαλάσσιων υδάτων. Atmospheric Turbulence [Ατμοσφαιρική ανατάραξη] Μετεωρ. Ατμοσφαιρικό φαινόμενο που επηρεάζει ουσιαστικά τις μετεωρολογικές συνθήκες μιας περιοχής. II ατμοσφαιρική ανατάραξη είναι ο στροβιλισμός της ατμόσφαιρας που συνοδεύεται από παλμικές κινήσεις του ανέμου. Atmospherics [Ατμοσφαιρικά παράσιτα] Φυσ. Atmospheric Interference. Atoll ΙΑτόλλη ή κοραλλιογενής νήσος] Γεωγρ. Απομονωμένος κοραλλιογενής σχηματισμός σε σχήμα σχετικά κανονικού δακτυλίου μεγάλης διαμέτρου, το εσωτερικό του οποίου καταλαμβάνεται από λιμνοθάλασσα που συγκοινωνεί με στενούς διαύλους ή όχι με την ανοιχτή θάλασσα.Συναντώνται, κυρίως, στη θαλάσσια τροπική ζώνη. Atom [Ατομο] ΦΌΠ. Το μικρότερο κομμάτι ενός στοιχείου που μπορεί να συμμετέχει σε μια χημική αντίδραση και που δεν μπορεί να διασπαστεί χωρίς να χάσει την χημική του ταυτότητα. Atom Probe [Ανιχνευτής ατόμων] Φυσ. Οργανο αποτελούμενο από φασματογράφο μαζών και μικροσκόπιο για την ανίχνευση ατόμων στοιχείων στην επιφάνεια ενός μετάλλου. Atomic Absorption Coefficient [Ατομικός συντελεστής απορρόφησης] Φοσ. 11 μείωση στην ένταση μιας δέσμης ατόμων ανά αριθμό ατόμων και ανά μονάδα εμβαδού. Ισούται με το πηλίκο του συντελεστή γραμμικής απορρόφησης με τον αριθμό των ατόμων ανά μονάδα όγκου. Atomic Beam [Δέσμη ατόμων] Φυσ. Δέσμη ακτινοβολίας αποτελούμενη από άτομα στοιχείων. Atomic Beam Frequency S t a n d a r [Πρότυπη συχνότητα δέσμης ατόμων] Φνσ. Φυσική σταθερή συχνότητα συντονισμού ορισμένων ατόμων όπως του καισίου -133, που λαμβάνεται ως πρότυπη για την μέτρηση

- 161 -

ατομικού χρόνου σε διατάξεις εξαιρετικής ακρίβειας. Atomic Beam Resonance [Ατομικός συντονισμός! Φνσ. Είναι το φαινόμενο των μεταβάσεων, μι: αποτέλεσμα μια καθαρή απορρόφηση ενέργειας μεταξύ των ενεργειακών καταστάσεων που αντιστοιχούν στους δυνατούς προσανατολισμούς του πυρηνικού σπιν, μέσω της τεχνικής του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού, που συνίσταται στην ταυτόχρονη επίδραση επί των πυρήνων μιας ατομικής δέσμης δύο κάθετων μαγνητικών πεδίων, ενός σταθερού (μεγάλης έντασης) και ενός εναλλασσόμενου (ασθενούς και υψηλής συχνότητας). Οι μεταβάσεις πραγματοποιούνται όταν η συχνότητα του ταλαντούμενου πεδίου ρυθμιστεί ώστε να ταιριάζει με τη συχνότητα μετάπτωσης Larmor. Atomic B o m b [Ατομική βόμβα] Φησ. Διάταξη όπου δύο χωριστές ποσότητες σχάσιμου υλικού ουρανίου 235 ή πλουτωνίου 239 φέρονται παρουσία νετρονίων σε επαφή οπότε επακολουθεί αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί σε έκρηξη με τεράστια απελευθέρωση ενέργειας που παράγει υπερβολικά ψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις και έντονη ακτινοβολία γ. Atomic C h a r g e [Φορτίο ατόμου] Φυσ. Το πλεόνασμα (αρνητικό φορτίο) και το έλλειμμα (θετικό φορτίο) ενός ατόμου σε ηλεκτρόνια σε σχέση με τον αριθμό των πρωτονίων του πυρήνα. Ισούται με τον αριθμό των υπεράριθμων ή υπολειπόμενων ηλεκτρονίων επί το φορτίο του ηλεκτρονίου, που είναι ίσο με 1,602 Χ 10"19 Κουλομπ. Atomic Clock [Ατομικό ρολόι] Φυσ. Ρολόι εξαιρετικά μεγάλης ακρίβειας του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στις εσωτερικές δονήσεις και τις συχνότητες συντονισμού ορισμένων μορίων ή ατόμων κυρίως της αμμωνίας, του καισίου, του ρουβιδίου και του υδρογόνου. Atomic Core [Εσωτερικό του ατόμου] Φυσ. Το τμήμα του ατόμου που περλαμβάνει το πυρήνα και τις εσωτερικές ηλεκτρονικές στοιβάδες. Atomic Diamagnetism [Ατομικός διαμαγνητισμόςΐ Φνσ. Ο τύπος της μαγνήτισης (αντίρροπης προς το εφαρμοζόμενο πεδίο) που παρουσιάζουν ορισμένα άτομα με εκ δομής μαγνητική ροπή ίση με το μηδέν, όταν βρεθούν μέσα σε μαγνητικό πεδίο. Έχουν αρνητική μαγνητική επιδεκτικότητα Κ και μαγνητική σχετική διαπερατότητα μ. Η ιδιότητα του διαμαγνητισμού είναι γενική σε όλα τα άτομα αλλά ως ασθενής στα παραμαγνητικά άτομα δεν είναι καταφανής. Atomic Emission Spectroscopy [Φασματοσκοπία ατομικής εκπομπής] Φυσ. Τύπος φασματοσκοπικής έρευνας που καταγράφει και εξετάζει τη φωτεινή ακτινοβολία εκπομπής από άτομα κατά την επάνοδο τους στην αρχική τους κατάσταση από μια κατάσταση διέγερσης. Atomic Energy [Ατομική ενέργεια] Φυσ. Η ενέργεια, συνοδευόμενη από απώλεια μάζας κατά τη θεωρία της σχετικότητας, που εκλύεται σε μια πυρηνική αντίδραση σχάσης, σύντηξης, ραδιενεργής διάσπασης ή βομβαρδισμού πυρήνα με επιταχυνόμενα σωματίδια. Atomic Energy Level [Ατομικό ενεργειακό επίπεδο] Φυσ. Διακριτές ενεργειακές στάθμες σταθερής ενέργειας για ένα άτομο που αντιστοιχούν σε στάσιμες, δηλ. μη εκπομπής ακτινοβολίας, καταστάσεις.Η ενέργεια κάθε στάθμης εξαρτάται από την ολική στροφορμή εκ περιφοράς L, το ολικό σπιν S και την ολική στροφορμή J. Atomic Fluorescence Spectroscopy [Φασματοσκοπία φθορισμού ατόμων] Φυσ. Τύπος φασματοσκοπικής

Atomic M o i s t u r e M e t e r

έρευνας κατά την οποία εξετάζεται η ακτινοβολία δευτερογενούς εκπομπής των ατόμων ενός αερίου κατά την επάνοδο των ηλεκτρονίων τους από μια στάθμη υψηλότερης ενέργειας, όπου διεγείρονται από προσπίπτουσα φωτεινή ακτινοβολία, στην αρχική τους στάθμη ενέργειας. Atomic Force Microscopy [Μικροσκόπιο Ατομικής Δύναμης] Μηχ. Μικροσκόπιο εξαιρετικής μεγεθυντικής ικανότητας. Η αρχή λειτουργίας του στηρίζεται στη μέτρηση και καταγραφή της θέσης μίας πολύ λεπτής ακίδας, καθώς αυτή κινείται πάνω στην επιφάνεια του δείγματος. -» AFM Atomic Frequency [Ατομική συχνότητα] Φνσ. Φυσική σταθερή συχνότητα δόνησης ατόμων λόγω περιοδικών φαινομένων στο εσωτερικό τους όπως η φυσική συχνότητα των 9.192.631.770 Hz που προκύπτει από τη διαφορά ενέργειας ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες καταστάσεις των ατόμων του καισίου -133 μέσα σε μαγνητικό πεδίο. Atomic Gas L a y e r [Λέιζερ ατόμων αερίου] Φυσ. Λέιζερ συνεχούς λειτουργίας που χρησιμοποιεί ως ενεργό μέσο αέριο από ουδέτερα άτομα χαμηλής πίεσης και ως ενεργειακή πηγήμια ηλεκτρική εκκένωση συνεχούς ρεύματος ή ραδιοσυχνοτήτων για τη μετάδοση ενέργειας με ατομικές κρούσεις και την άντληση των ατόμων σε διεγερμένες καταστάσεις π.χ. το λέιζερ ηλίου νέου. Atomic G r o u n d State ΙΘεμελαώδης κατάσταση του ατόμου] Φυσ. Η στάσιμη δηλ. μη ακτινοβολούσα κατάσταση ελάχιστης ολικής ενέργειας ενός ατόμου π.χ. για το άτομο του υδρογόνου είναι Ει = -13,6 Εν. Atomic Heat Capacity [Ατομική θερμοχωρητικότητα] Φυσ. Ισούται με το γινόμενο της ειδικής θερμοχωρητικότητας επί τη σχετική ατομική μάζα ενός στοιχείου. Atomic Hydrogen [Ατομικό υδρογόνο] Φυσ. Ενεργό υδρογόνο σε ατομική κατάσταση. Η διάσπαση αερίου υδρογόνου με ηλεκτρικό σπινθήρα και η εκμετάλλευση της μεγάλης θερμότητας που εκλύεται κατά την επανασύνδεση των ατόμων σε μόρια χρησιμοποιείται ως μέθοδος επίτευξης υψηλίόν θερμοκρασιών για τη τήξη των μετάλλων. Atomic Magnet [Ατομικός μαγνήτης] Φνσ. Ατομο που εμφανίζει μαγνητική ροπή διαφορετική από το μηδέν ως καθαρή ροπή που προκύπτει από το διανυσματικό άθροισμα των επιμέρους μαγνητικών ροπών στο εσωτερικό του. Atomic Magnetic M o m e n t [Μαγνητική ροπή ατόμου] Φοσ. Η μαγνητική ροπή που κατέχει ένα άτομο λόγω της εσωτερικής δομής του ως το διανυσματικό άθροισμα των μαγνητικών ροπών όλων των ηλεκτρονίων του δηλ. των τροχιακών μαγνητικών ροπών, λόγω της τροχιακής τους κίνησης, και των μαγνητικών ροπών ιδιοστρομφορμής, λόγω της περιστροφής τους. Atomic Mass [Ατομική μάζαΐ Φνσ. Η μάζα ενός ατόμου σε ουδέτερη κατάσταση. Εκφράζεται σε μονάδες ατομικής μάζας. Atomic M a s s Unit [Μονάδα ατομικής μάζας] Φυσ. Μονάδα μάζας που υιοθετήθηκε για τον καθορισμό των ατομικών μαζών των στοιχείων. Ισούται με το 1/12 της μάζας ενός ουδέτερου ατόμου του ισοτόπου 12 (του αφθονότερου φυσικού ισοτόπου του) του άνθρακα και ισούται με 1,660 Χ ΙΟ'2' Kg. Atomic M o i s t u r e Meter [Ατομικό υγρύμετρο] Φυσ. Όργανο που χρησιμοποιεί εκπομπή δέσμης νετρονίων για τη μέτρηση της υγρασίας των γαιανθράκων.

Angle Of Reflection

- 162-

Atomic N u m b e r [Ατομικός αριθμός] Φυσ. Σύμβολο Ζ. Εκφράζει τον αριθμό των στοιχειωδών θετικών φορτίων (πρωτονίων) του πυρήνα ενός ατόμου.Σημειώνεται κάτω αριστερά του χημικού συμβόλου του στοιχείου και δίνει τη θέση του στον πίνακα του περιοδικού συστήματος. Atomic O p e r a t i o n [Στοιχειώδη Διαδικασία] Υπολ. Η απλούστερη δυνατή πράξη ενός υπολογιστικού προγράμματος, η οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί σε πιο απλά τμήματα. Atomic O r b i t a l (Ατομικό τροχιακό] Φνσ. Περιοχή πιθανής κατανομής του ηλεκτρονικού νέφους που περιβάλλει τον πυρήνα και μπορεί να υπολογισθεί με τη κυματική εξίσωση του Schrodinger, που δεν δίνει τη θέση ενός ηλεκτρονίου αλλά ισχύει ως μέσος όρος για μεγάλο αριθμό ηλεκτρονίων. Atomic P a r a m e g n e t i s m [Ατομικός παραμαγνητισμός] Φυσ. Ο τύπος της μαγνήτισης (ομόρροπος προς το εφαρμοζόμενο πεδίο) που παρουσιάζουν άτομα με εκ δομής μαγνητική ροπή διαφορετική από το μηδέν όταν βρεθούν μέσα σε μαγνητικό πεδίο.Έχουν θετική μαγνητική επιδεκτικότητα Κ και μαγνητική σχετική διαπερατότητα μ. Atomic Particle [Ατομικό σωματίδιο] Φυσ. Κάθε ένα από τα τρία είδη στοιχειωδών σωματιδίων που αποτελούν ένα άτομο δηλ. το ηλεκτρόνιο κα τα σωματίδια του πυρήνα, το πρωτόνιο και το νετρόνιο (νουκλεόνιο). Atomic Physics [Ατομική φυσική] Φυσ. Ο κλάδος της φυσικής που μελετά τη δομή, τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των ατόμων και των συστατικών τους σωματιδίων. Atomic Radius [Ατομική ακτίνα] Φοσ. Η ακτίνα του ατόμου ενός στοιχείου.Είναι της τάξης του 0,1 nm. Atomic Rocket [Ατομικός πύραυλος] Φυσ. Πύραυλος με ατομικά καύσιμα μεγάλης ειδικής ώθησης στον οποίο η γεννήτρια ισχύος της αεριοπροωθητικής μηχανής είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας όπου μια αντίδραση σχάσης ή σύντηξης παράγει τη προώθηση του ωφέλιμου φορτίου. Atomic Scattering F a c t o r [Ατομικός σκεδαστικός παράγοντας] Φησ. Αριθμός, συνάρτηση της γωνίας σκέδασης και εξαρτώμενος από τη κατανομή της ηλεκτρονικής πυκνότητας του ατόμου, που δίνει τη σκεδαζόμενη ακτινοβολία Χ συγκεκριμένης συχνότητας από ένα άτομο σε σχέση με τη σκέδαση της από ένα ηλεκτρόνιο θεωρούμενο στο κέντρο του ατόμου. Atomic Second [Ατομικό δευτερόλεπτο] Φησ. Ο ατομικός χρόνος 1 δευτερολέπτου που ορίζεται στο Διεθνές Σύστημα με βάση τη φυσική σταθερή συχνότητα συντονισμού ίση με 9.192.631.770 Hz του καισίου -133 σε μαγνητικό πεδίο. Atomic Spectroscopy [Φασματοσκοπία ατόμων] Φνσ. Το τμήμα της φυσικής που μελετά τα φάσματα εκπομπής και απορρόφησης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τα άτομα. Atomic S p e c t r u m [Φάσμα ατόμων] Φυσ. Φάσμα εκπομπής ή απορρόφησης των ατόμων ενός στοιχείου λόγω των μεταβάσεων των ηλεκτρονίων του σε στάθμες διαφορετικής ενέργειας. Atomic S t a n d a r d [Ατομική σταθερά] Φνσ. Κάθε αμετάβλητη ιδιότητα που εκφράζεται με μια σταθερή ποσότητα χαρακτηριστική του ατόμου π.χ. η σταθερά λεπτής υφής, οι μάζες και τα φορτία των στοιχειδών σωματιδίων κ.λ.π.

Atomic Stopping Power [Ατομική ανασχετική ισχύς] Φνσ. Η απώλεια ισχύος ενός ιόντος που διέρχεται από ένα στοιχείο προς τον αριθμό των ατόμων του στοιχείου ανά μονάδα επιφάνειας κάθετης στη διεύθυνση του ιόντος. Atomic S t r u c t u r e [Ατομική δομή] Φυσ. Η διάταξη των συστατικών σωματιδίων ενός ουδέτερου ατόμου που καθορίζει και τις ιδιότητές του. Συνίσταται στην ύπαρξη ενός μικρού, συμπαγούς και θετικά φορτισμένου πυρήνα αποτελούμενου από πρωτόνια και νετρόνια (νουκλεόνια) και ενός ίσου με τα πρωτόνια αριθμού ηλεκτρονίων που περιβάλλουν τον πυρήνα εν είδη ηλεκτρονικού νέφους, σε διατάξεις που προσδιορίζονται από ασυμμετρικές κυματοσυναρτήσεις, με βάση την απαγορευτική αρχή και την αρχή ελάχιστης ενέργειας. Atomic Susceptibility [Ατομική επιδεκτικότητα] Φνσ. Η μαγνητική επιδεκτικότητα (δηλ. το πηλίκο της μαγνήτισης που αποκτά μέσα σε μαγνητικό πεδίο προς τη μαγνητική διέγερση) ενός υλικού ανά άτομο. Atomic Theory [Ατομική θεωρία] Φυσ. Φυσική θεωρία που ερμηνεύει τη δομή, τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των ατόμων και των συστατικών του σα>ματιδίων. Atomic Time [Ατομικός χρόνος] Φυσ. Μέτρηση του χρόνου με πρότυπες διατάξεις εξαιρετικής ακριβείας που βασίζονται στη φυσική συχνότητα συντονισμού ατόμων ή μορίων λόγω περιοδικών φαινομένων στο εσωτερικό τους, όταν βρεθούν σε μαγνητικό ή ηλεκτρικό πεδίο, όπως των ατόμων του καισίου-133, των μορίων της αμμωνίας κ.λ.π. Atomic Transmutation [Ατομική μεταστοιχείωση] Φυσ. II μεταβολή των ατόμων ενός ραδιενεργού στοιχείου σε άτομα διαφορετικού στοιχείου σε μια πυρηνική αντίδραση λόγω της εκπομπής ακτινοβολίας σωματιδίων α ή β που έχουν φορτίο και μάζα με αποτέλεσμα ο θυγατρικός πυρήνας να είναι διάφορος του μητρικού. Atomic Vibration [Ατομική δόνηση] Φυσ. Η ταλάντωση των ατόμων που αποτελούν ένα μόριο γύρω από τη θέση ισορροπίας,κίνηση στην οποία οφείλεται η ύπαρξη ταλαντωτικών σταθμών ενέργειας ενός μορίου. Atomic Volume [Ατομικός όγκος] Χημ. Ο όγκος που καταλαμβάνει το 1 γραμμοάτομο ενός στοιχείου σε στερεή κατάσταση. Atomic W e a p o n [Ατομκό όπλο] Φυσ. Οπλα στα οποία χρησιμοποιείται πυρηνικό υλικό σε μια αντίδραση σχάσης ή σύντηξης, π.χ. οι ατομικές βόμβες (σχάσης βαρέων πυρήνων) και οι υδρογονικές βόμβες (σύντηξης ελαφρών πυρήνων) Atomic Weight [Ατομικό βάρος] Φιχτ. Η ατομική μάζα κάθε ουδέτερου ατόμου ενός στοιχείου εκφρασμένη σε μονάδες ατομικής μάζας. Για τα στοιχεία που απαντούν στη φύση και δεν είναι ισοτοπικά καθαρά, ο μέσος όρος των ατομικών μαζών του μίγματος των ισοτόπων. Atopite [Ατοπίτης] Γεωλ. Ορυκτό που περιέχει αντιμονικό ασβέστιο καθώς και μικρή ποσότητα νατρίου, σιδήρου και μαγγανίου. Συναντάται σε κιτρινωπούς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα περίπου 6 της κλίμακας Μος. Atrium [Αίθριο] Οικοδ. Στην αρχαιότητα το αίθριο ήταν μία εσωτερική αυλή στο κέντρο των οικιών, συνήθως με περιστύλιο, στοά, διακοσμημένη με ψηφιδωτά, σκεπασμένη ή όχι, που εξυπηρετούσε διάφορες ανάγκες, όπως φωτισμό, συλλογή ομβρίων υδάτων και διαχωρισμό των εσωτερικών χώρων από την κύρια εί-

-163 -

σοδο. Σήμερα, το αίθριο απαντάται σε δημόσια κτίρια, ξενοδοχεία ή και πολυτελείς κατοικίες, και είναι συνήθως σκεπασμένο με γυαλί ώστε να το διαπερνά το ηλιακό φως. Επίσης, στην σημερινή εποχή, αίθριο σημαίνει και η στοά ή η σκεπασμένη είσοδος, δηλαδή το μέρος που βρίσκεται μπροστά σε ένα ναό, μέγαρο ή άλλο δημόσιο κτίριο. Attached Column [Ενσωματωμένο υποστύλωμα] Αρχ. Είναι ένα υποστύλωμα το οποίο βρίσκεται μερικώς εγκλωβισμένο μέσα σε ένα τοιχίο και μερικώς προεξέχει από αυτό. Συνήθως τέτοια υποστυλώματα συναντώνται στα υπόγεια των κατασκευών, να προεξέχουν από τα περιμετρικά τοιχία, και ο οπλισμός τους πρέπει να είναι τοποθετημένος με κατάλληλο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η σωστή συνεργασία υποστυλώματος και τοιχίου. Attached Processing [Προσαρτημένη επεξεργασία] ΙΊληρ. Η συνδυασμένη λειτουργία προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου στον καθένα έχει ανατεθεί συγκεκριμένο κομμάτι των υπολογισμών, για τη διεξαγωγή πράξεων που απαιτούν μεγαλύτερη επεξεργαστική ισχύ από αυτή που διαθέτει ο καθένας τους ξεχωριστά. Attached Processor [Προσαρτημένος επεξεργαστής] Πληρ. Ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, του οποίου ο επεξεργαστής έχει τεθεί υπό τον έλεγχο και τις εντολές ενός άλλου υπολογιστή που ανήκει στο ίδιο δίκτυο με τον πρώτο. Attached Shock Wave [Προσκολλημένο κύμα κρούσης] Μηχ. Ρευστ. Πλάγιο κύμα κρούσης που προκαλεί. ται σε υπερηχητική ροή αερίου γύρω από σώμα, και το οποίο δημιουργείται στο όριο της ακμής του σώματος καθώς η γωνία του πλάγιου κύματος κρούσης με την διεύθυνση της παράλληλης ροής είναι μικρότερη από μία κρίσιμη τιμή. Attached T h e r m o m e t e r [Προσαρτημένο θερμόμετρο] Φιχ7. Θερμόμετρο που συνδέεται στη διάταξη ενός οργάνου μέτρησης ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμύς της θερμοκρασίας λειτουργίας του. Έτσι παρακολουθείται και προστατεύεται το όργανο από υψηλές θερμοκρασίες. Attaching Gas [Αέριο σύνδεσης] Φυσ. Αέριο όπου πραγματοποιείται σύνδεση ηλεκτρονίων. Attachment [Προσθήκη] Επικοιν. Όρος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώνει σύνδεση του κειμένου με ένα αρχείο που αποστέλλεται στον παραλήπτη σαν συνημμένο. Attachment Plug [Ρευματολήπτης ή βύσμα σύνδεσης] Φυσ. Διάταξη συνδετήρα με προσαρτημένο καλώδιο ο οποίος εφαρμοζόμενος σε ανάλογη υποδοχή παρέχει ηλεκτρική σύνδεση. Attachment User Interface [Διασύνδεση προσθήκης χρήστη] Επικοιν. Ο συνδετικός κρίκος ενός χρήστη σε ένα Thick Ethernet δίκτυο. Attemperation [Ρύθμιση θερμοκρασίας] Φυσ. Ενεργή διαδικασία για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας ενός υλικού σε επιθυμητά επίπεδα για συγκεκριμένη χρήση π. χ. η χρήση ψυκτικού υγρού σ' ένα πυρηνικό αντιδραστήρα. Attemperation Of Steam [Ρύθμιση θερμοκρασίας ατμού] Μηχ. II μείο)ση της υψηλής θερμοκρασίας των ατμών που εξέρχονται από τον κύλινδρο ενός ατμολνέβητα σε επιθυμητό επίπεδο με σύστημα ψύξης. Attempt Frequency [Συχνότητα απόπειρας] Φυσ. II συχνότητα ενός σωματίου α εγκλωβισμένου στο χώρο

Attic T a n k

του μητρικού πυρήνα ενός ραδιενεργού στοιχείου με την οποία αποπειράται να διασπάσει το φράγμα δυναμικού των ισχυρών πυρηνικών δυνάμεων και να διαφύγει. Attenuate [Εξασθενώ] Φυσ Μειώνω την ένταση ενός σήματος ή μιας ακτινοβολίας. Attenuated Total Reflectance [Φασματοκοπικός συντελεστής ολικής ανάκλασης! Φνσ Ο συντελεστής ολικής ανάκλασης για συγκεκριμένο μήκος κύματος μιας ακτινοβολίας που προσπίπτει υπό συγκεκριμένες γωνίες στην επιφάνεια συνεπαφής δύο μέσων, κινούμενη στο μέσο υψηλότερου δείκτη διάθλασης.Αποτελεί μέθοδο φασματοσκοπικής ανάλυσης, Attenuation Coefficient [Συντελεστής εξασθένησης] Φυσ. Στη σχέση I (χ) = Ιο 6"μχπου παρέχει την εξασθένηση της έντασης I μιας ακτινοβολίας σε συνάρτηση με την απόσταση χ διείσδυσης σ' ένα μέσο, συντελεστής εξασθένησης ορίζεται η παράμετρος μ (σε cm"1) και εξαρτάται από την ενέργεια των σωματίων της ακτινοβολίας και από τις ιδιότητες του μέσου, Attenuation Constant [Σταθερά εξασθένησηςί Attenuation Coefficient. Attenuation Curve [Καμπύλη εξασθένησης] Επικοιν. Αναπαράσταση του μεγέθους εξασθένησης (σε dB) σε συνάρτηση με τη συχνότητα μετάδοσης ή διάφορα μεγέθη σχετικά με το μέσο μετάδοσης όπως διανυόμενη απόσταση, τύπο μέσου, διαστάσεις του φορέα κτλ. Attenuation Distortion [Παραμόρφωση εξασθένησης] Επικοιν. Η παραμόρφωση που οφείλεται στη διαφορά του σήματος στη διάρκεια της μετάδοσης. Attenuation Distribution [Κατανομή εξασθένησης] Επικοιν. Κατανομή του λόγου εξασθένησης συνήθως ως προς το μήκος των γραμμών μετάδοσης, Attenuation Factor [Παράγοντας εξασθένησης] Attenuation Coefficient. Attenuation Length [Μήκος εξασθένησης] Φ να. Είναι το αντίστροφο του συντελεστή εξασθένησης μ της έντασης μιας ακτινοβολαας. Attenuation Ratio [Ρυθμός εξασθένησης] Φυσ. Ο ρυθμός απώλειας ενέργειας ανά μονάδα μήκους κατά τη διάδοση μιας ακτινοβολίας σ' ένα υλικό μέσο λόγω. κυρίως, απορρόφησης ή σκέδασης.Κατά προσέγγιση είναι ανάλνογος της πυκνότητας του υλικού μέσου. Attenuation Threshold [Κατώφλι εξασθένησης] Επικοιν. Εννοούμε συνήθως το όριο επιτρεπτής εξασθένησης. Attenuator [Εξασθενητής] Φυσ. Διάταξη αντιστάτη σ' ένα κύκλωμα ή γραμμή μεταφοράς για την μείωση της έντασης ενός σήματος με την εισαγωγή της ελάχιστης παραμόρφωσης. *\ttic [Σοφίτα] Οικοδ. Είναι ένας κατοικήσιμος χώρος, ο οποίος διαμορφώνεται στο εσωτερικό του σκελετού της σκεπής μίας κατασκευής. Συνήθως η πρόσβαση στην σοφίτα γίνεται με μία ξύλινη ή μεταλλική κυκλική σκάλα, εσαπερικά του αμέσως κατώτερου διαμερίσματος. Η οροφή της είναι κεκλιμένη, ακολουθώντας την κλίση της στέγης και έχει τα παράθυρα πάνω σε αυτήν. Attic T a n k [Δεξαμενή υδροδότησης] Οικοδ. Είναι ουσιαστικά ο ανοιχτός αποθηκευτικός χώρος στον οποίο συγκεντρώνεται ποσότητα νερού για ένα κτίριο. Η δεξαμενή αυτή είναι τοποθετημένη στην υψηλότερη στάθμη του κτιρίου έτσι ώστε όποτε είναι επιθυμητό, να προμηθεύει με νερό το δίκτυο ύδρευσης του κτιρίου μόνον με την δύναμη της βαρύτητας.

Angle Of Reflection

- 164-

Attic Ventilator | Ανεμιστήρας οροφής] Οικοό. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο αποτελεί τμήμα του μηχανολογικού εξοπλισμού που διαθέτει μία κατοικία, για την ανακύκλωση του αέρα εντός αυτής. Είναι εγκατεστημένο ψηλά στην οροφή της και κινεί μεγάλες ποσότητες αέρα με μικρές σχετικά ταχύτητες. Atticurge [Αψιδωτή θύρα] Οικοό. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τις θύρες όπου το άνω τμήμα του ανοίγματος τους είναι στενότερο από το χαμηλό τους τμήμα, λόγω μίας ελαφράς κλίσης που έχουν οι παραστάδες τους προς το εσωτερικό τους. Attitude Control [Ελεγχος προσανατολισμού] Επικοιν. Ο έλεγχος μιας κεραίας εκπομπής ή λήψης ώστε να πετυχαίνει καλύτερο αποτέλεσμα. Attitude Stabilized Satellite [Δορυφόρος με σταθερό προσανατολισμό] Επικοιν. Γεωστατικός δορυφόρος που παρακολουθεί σταθερά ένα σταθερό τμήμα της γήινης επιφάνειας. Atto- [Αττο-] Φυσ. Πρόθεμα που αντιπροσωπεύει μείωση μιας μονάδας ενός συστήματος κατά ΙΟ"18. Attracted Disk Electrometer [ΙΙλεκτρόμέτρο με κινητά φύλλα] Φυσ. Ηλεκτροστατικό όργανο με βαθμολογημένη κλίμακα για τη μέτρηση του ηλεκτροδυναμικού των ηλεκτρικά φορτισμένων σωμάτων. Αποτελείται από αγώγιμη ράβδο που φέρει στο κάτω άκρο της δύο μεταλλικά ελάσματα (από αργίλιο ή κασσίτερο) κατάλληλα μονωμένο μέσα σε θήκη. Attribute Sampling [Δειγματοληψία ποιοτικών χαρακτηριστικών] Χημ. Διαδικασία ποιοτικού ελέγχου προϊόντων με την ταξινόμηση δειγμάτων σε σχέση με το αν τηρούν ή όχι τις προδιαγραφές ποιότητας. Attributes Testing [Ελεγχος ποιοτικών χαρακτηριστικών] Χημ. Αναλυτικός έλεγχος της ποιότητας των προϊόντων και προσδιορισμός του βαθμού ποιότητας τους ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν. Attrition [Αποσάθρωση] Γεωλ. Η φθορά και η αλλοίωση των πετρωμάτων λόγο) της μηχανικής ή χημικής δράσης διαβρωτικών παραγόντων όπως των υδάτων, των ανέμων και των φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Ο ρυθμός αποσάθρωσης εξαρτάται από το είδος, τη χημική σύσταση και την εξωτερική διαμόρφωση των πετρωμάτων και από τους κλιματολογικούς παράγοντες. Attrition Mill [Τριβείο] Μηχ. Κάθε μηχανική διάταξη για την κονιορτοποίηση ή λείανση στερεού υλικού (πετρωμάτων, μετάλλων, καρπών, ανόργανων σκληρών υλών κ.λ.π.). II κατασκευή τους είναι διαφόρων τύπων π.χ. με αντίστροφα περιστρεφόμενους κυλίνδρους, με επάλληλες κυκλικές μυλόπετρες, με σιαγόνες κ.λ.π. Attrition Test [Έλεγχος φθοράς] Μηχ. Η υποβολή δειγμάτων του προς χρήση υλικού (π.χ. για οδοποιητικά έργα) προς καταπόνηση μέσα σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους (τριβείο) για να διαπιστωθεί ο βαθμός αντοχής του και η καταλληλότητά του για τη συγκεκριμένη χρήση. Atu [Μονάδα Atu] Φνσ. Μονάδα υποπίεσης ίση με μία τεχνητή ατμόσφαιρα του τεχνικού συστήματος μονάδων. A Type S t a r [Αστρο τύπου Α] Αστμον. Φασματική κατηγορία αστέρων που παρουσιάζουν τη μέγιστη απορρόφηση υδρογόνου. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει από κόκκινους υπεργίγαντες έως λευκούς νάνους. AU [Αστρονομική μονάδα] Αστμον. Μονάδα μέτρησης αποστάσεων στο διάστημα. -^Astronomical Unit.

Aubrite [Ωμπρίτης] γεωλ. Ενστατίτης μετεωρίτης της ομάδας των αχονδριτών με ελάχιστο ή καθόλου οξειδωμένο σίδηρο και με στοιχεία σπάνιων γαιών κατά τρόπο που δημιουργούν αμφιβολίες για τον αποδιδόμενο σχηματισμό του από χονδρίτες σε πυριγενείς διαδικασίες στο πυρήνα αστεροειδών. Audibility [Ακουστότητα] φυσ. Η υποκειμενική αντίληψη των ήχων εξαρτώμενη όχι μόνο από τα χαρακτηριστικά μεγέθη των ηχοκυμάτων αλλά και από ψυχοφυσικούς παράγοντες. Η τιμή της δίνεται από τον τύπο των Βέμπερ - Φέχνερ Α = C iogl όπου I είναι η ένταση του ήχου και C σταθερά εξαρτώμενη από την ιδιοσυγκρασία του δεχόμενου το ερέθισμα και τη συχνότητα. Μετριέται συνήθως σε ντεσιμπέλ. Audibility Curve [Καμπύλη ακουστότητας] Φυσ. Καμπύλη για τον προσδιορισμό της κλίμακας των συχνοτήτων των ηχητικών ταλαντώσεων που μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Προκύπτει από το διάγραμμα της συνάρτησης του απόλυτου κατωφλίου ακουστότητας με τη συχνότητα του τόνου σε κύκλους ή μεγάκυκλους. Audibility Threshold [Κατο'χρλι ακουστότητας] Φυσ. Η ένταση του ήχου που αντιστοιχεί στον ασθενέστερο ακουστό ήχο από έναν φυσιολογικό άνθρωπο. Λαμβάνεται αυθαίρετα I = ΙΟ16 watt /cm 2 ως ελάχιστη απόλυτη ένταση ακουστότητας. Audible Busy Signal (Ακουστικό σήμα κατειλημμένου] Επικοιν. Ειδικό σήμα σηματοδότησης κατειλημμένης γραμμής. • Audible Leak Detector [Ανιχνευτής διαρροών ακουστικών συχνοτήτων] Η/χκτμον. Διάταξη που λειτουργεί στις ακουστές συχνότητες για την ανίχνευση του ρεύματος διαρροής ενός κυκλώματος. Audible Tone [Ακουστός τόνος] Φυσ. Απλός ήχος, που αντιστοιχεί σ' ένα αρμονικό κύμα, συγκεκριμένης συχνότητας που εμπίπτει στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων. Audio [Ακουστός] Φνσ. Χαρακτηρίζει ηχητικά κύματα στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων που είναι αντιληπτά από το ανθρώπινο αυτί ή διατάξεις για την καταγραφή, αναπαραγωγή, διαμόρφωση κ.λ.π. ανάλογων ήχων. Audio Frequency [Ακουστή συχνότητα] φυσ. Κάθε συχνότητα στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων, που μπορεί δηλαδή να διεγείρει το αισθητήριο της ανθρώπινης ακοής. Κυμαίνεται από 15 κύκλους έως 20 μεγάκυκλους ανάλογα με την ηλικία και την ιδιοσυγκρασία. Audio Frequency Amplifier [Ενισχυτής ακουστών συχνοτήτων] φυσ. Ηλεκτρονική διάταξη για την ενίσχυση του σήματος εισόδου ώστε η συχνότητά του να εμπίπτει στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων (15 κύκλους έως 20 μεγάκυκλους). Audio Frequency Choke [ Εμφράκτης ακουστών συχνοτήτων/ Φυσ. Διάταξη εμπέδησης με στραγγαλιστικό πηνίο για την παρεμπόδιση της διέλευσης σημάτων συχνότητας στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων. Audio Frequency M e t e r [Μετρητής ακουστών συχνοτήτων] Φυσ. Όργανο μέτρησης συχνοτήτων ηχοκυμάτων κατάλληλο για εφαρμογή στην περιοχή των ακουστών συχνοτήτων. Audio Frequency Oscillator [Ταλαντωτής ακουστών συχνοτήτων] Φυσ: Ηλεκτρονικό κύκλωμα για την δημιουργία ηλεκτρικών ταλαντώσεων με συχνότητες που

-165αντιστοιχούν στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων. Audio Frequency Shift Keying Modulation (AFSK) [Διαμόρφωση μετατόπισης ακουστικής συχνότητας] Επικοιν. Ειδική διαμόρφωση όπου η διαμορφούμενη συχνότητα μετατοπίζεται με κάποιο συνεχές σήμα. Audio Frequency T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής ακουστών συχνοτήτων] Φυσ. Διάταξη που λειτουργεί με βάση το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής για τη σύζευξη δύο κυκλωμάτων με συχνότητες στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων. Audio Frequency Range [Εύρος ακουστών συχνοτήτων] Φυσ. Το εύρος συχνοτήτων ενός ηχοκύματος που μπορεί να γίνει αντιληπτό από το αισθητήριο της ανθρώπινης ακοής. Είναι θεωρητικά 15 κύκλοι έως 20 μεγάκυκλοι. Audio Frequency Transmission [Μετάδοση ακουστικών συχνοτήτων] Επικοιν. Είναι γεγονός ότι από τις συχνότητες που πιάνει το ανθρώπινο αυτί (από 20 Hz ως 20 kHz) στη μετάδοση μέσω τηλεφωνικών γραμμών μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο το διάστημα από 300 Ηζ ως 3 kHz Audio Modulated Radiosonde [Ραδιοβολίδα ακουστής διαμόρφωσης] Φυσ. Μετεωρολογική συσκευή, υψούμενη στον αέρα με αερόστατο, που περιλαμβάνει ευαίσθητα όργανα μέτρησης μετεωρολογικών στοιχείων, οι μεταβολές των οποίων προκαλούν αντίστοιχη μεταβολή στη συχνότητα εκπομπής ενός ραδιοπομπού που στέλνει παλμικά διαμορφωμένα σήματα στην ακουστή περιοχή συχνοτήτων σ' ένα επίγειο ραδιοδέκτη, όπου αποδιαμορφώνονται και επεξεργάζονται. Audio Response [Αυτόματη Ηχητική Απάντηση] Επικοιν. Ηχητικό μήνυμα που δημιουργήθηκε από κατάλληλη υπολογιστική διάταξη, η οποία χρησιμοποιεί ήδη ηχογραφημένα στοιχειώδη μηνύματα και τα συνθέτει ανάλογα με τις επιλογές της τηλεφωνικής κλήσης. Audio Response Unit [Μονάδα Σύνθεσης Αυτόματων Ηχητικών Μηνυμάτων] Επικοιν. Μονάδα ενός υπολογιστή, η οποία συνθέτει ή χρησιμοποιεί ήδη μαγνητοφωνημένα ηχητικά μηνύματα για να απαντήσει σε μια τηλεφωνική κλήση ή σε άλλη μορφή επικοινωνίας. Audio Signal [Ακουστό σήμα] Φιχτ. Ηλεκτρικό σήμα με συχνότητα που αντιστοιχεί σε ηχητικό κύμα της ακουστής περιοχής συχνοτήτων π.χ. το ηχητικό σήμα στην τηλεοπτική μετάδοση. Audio Spectrometer [Φασματόμετρο ακουστών συχνοτήτων] Φυσ. Όργανο για τη φασματική ανάλυση των σύνθετων ηχοκυμάτων με συνιστώσες συχνότητες εντός των ορίων ακουστότητας. Audio T a p e r [Σμίκρυνση ακουστών συχνοτήτων] Φιχτ. Χρήση ποτενσιόμετρου (μεταβλητού αντιστάτη) ως διαιρέτη τάσης για τη ρύθμιση της έντασης ώστε μεταβαλλόμενη να προκαλεί αντίστοιχη αίσθηση μεταβολής της ακουστότητας. Audiogram [Ακουόγραμμα] Φυσ. Διάγραμμα της ακουστικής ικανότητας ενός ατόμου ως συνάρτηση της έντασης του ήχου (σε ντεσιμπέλ) και της συχνότητας των ήχων (σε ΙΙζ), επί του οποίου καταγράφονται οι ουδοί ακουστότητας διαφόρων συχνοτήτων. Audioimpcdance Measurement [Ακουομέτρηση] Φυσ. Εξέταση για τη μέτρηση της ακουστικής οξύτητας με ειδικό όργανο, το ακουόμετρο, με το οποίο γίνεται η ρύθμιση των εκπεμπομένων ήχων σε διάφορες εντάσεις και συχνότητες καθώς και η καταγραφή σε ειδικό διάγραμμα (ακουόγραμμα) των ουδών ακουστότητας δηλ. των σημείων που γίνονται οι ήχοι μόλις α-

Auger Effect

κουστοί. Audiology [Ακουολογία] Φνσ. Ο κλόδος της φυσικής που μελετά την ακοή και τις διαταραχές της ακοής καθώς και την επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων στην λειτουργία της. Περιλαμβάνει, επίσης, μεθόδους διάγνωσης, αποκατάστασης και προφύλαξης. Audiometer [Ακουόμετρο] Φυσ. Όργανο ελέγχου της ακουστικής οξύτητας ή του βαθμού απώλειας της ακοής. Ο σύγχρονος τύπος περλαμβάνει διάταξη ρύθμισης της έντασης όλων των συχνοτήτων των ήχων καθώς και αυτόματη καταγραφή των δεδομένων σε διάγραμμα, το ακουόγραμμα. Audiometry [Ακουομετρία] Φυσ. Η μέτρηση της οξύτητας ή του βαθμού απώλειας της ακοής με την βοήθεια ειδικών ηλεκτροακουστικών διατάξεων ακριβείας, των ακουομέτρων. Audiovisual [Οπτικοακουστικός] Φυσ. Χαρακτηρίζει συστήματα ή εκπαιδευτικές μεθόδους που συνδυάζουν ταυτόχρονη χρήση οπτικών και ακουστικών μέσων. Audiphonc [Ακουόφωνο] Φυσ. Ειδική ακουστική διάταξη κατάλληλ*η για εφαρμογή σε ορισμένες περιπτώσεις κώφωσης που επιτρέπει την μετάδοση των ήχων στο ακουστικό νεύρο δια μέσου των κρανιακών οστών. Auditory Perspective [Ακουστική προοπτική] Φιχτ. II αίσθηση στον ακροατή της τρισδιάστατης λήψης του ήχου, συνθήκη που εξασφαλίζεται στα στερεοφωνικά ηχοσυστήματα με την χρήση πολλαπλών ακουστικών καναλιών και στις ζωντανές ακροάσεις με την χρήση κατάλληλων διατάξεων καθώς και κατασκευαστικοί τεχνικών. A u f b a u Principle [Αρχή Αουφμπάου] Χημ. Αρχή για τη συγκρότηση της ηλεκτρονικής δομής, που ερμηνεύει τη θέση των στοιχείων στο περιοδικό πίνακα. Κατ' αυτήν η σταδιακή κατανομή των ηλεκτρονίων κάθε στοιχείου σε ηλεκτρονικές στοιβάδες γύρω από τον πυρήνα γίνεται με την κατάληψη της διαθέσιμης θέσης ελάχιστης ενέργειας. Auganite [Αυγανίτης] Γεωλ. ΙΙφαιστειογενές πέτρωμα, είδος βασάλτη, με κύρια συστατικά αστρίους και αυγίτη. Είναι μελανού χρώματος και εξαιρετικά ανθεκτικό. Έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε πυρίτιο. Augend [Αυξητέος] Μαθημ. Χαρακτηρισμός κάθε όρου στην πράξη της αριθμητικής πρόσθεσης ο οποίος αυξάνεται. Auger [Τρυπάνι] Μηχ. 1. Εργαλείο για την διάνοιξη οπών. Αποτελείται από χαλύβδινο επίπεδο ή κυλινδρικό με ελικοειδείς αυλακώσεις στέλεχος που καταλήγει σε μία ή δύο αιχμές και προσαρμόζεται σε διάταξη ικανή να το περιστρέφει μέσω οριζοντίου μοχλού. 2. Γεωτρύπανο. Μηχανοκίνητο εργαλείο διαφόρων τύπων για γεωτρήσεις ανάλογα με τη σκληρότητα των πετρωμάτων. Συχνά φέρουν ειδικής κατασκευής αιχμές ίπ.χ. από μαύρο αδάμαντα) ή λειτουργούν με συνδυασμό περιστροφικής, κρουστικής κίνησης κ.λ,π. Auger Coefficient [Συντελεστής Ωγκέρ] Φυσ. Είναι το πηλίκο του αριθμού ηλεκτρονίων Auger προς τον αριθμό των εκπεμπομένων φωτονίων της ακτινοβολίας. Auger Effect [Φαινόμενο Ωγκέρ] Φυσ. Το φαινόμενο κατά το οποίο σ' ένα άτομο ένα ηλεκτρόνιο πραγματοποιεί μετάβαση από μια υψηλότερη ενεργειακή κατάσταση σε μια χαμηλότερη ενεργειακή κατάσταση, χωρίς εκπομπή φωτονίων αλλά με μεταφορά του ενεργειακού πλεονάσματος σ' ένα εξωτερικό ηλεκτρόνιο που αποσπάται του ατόμου.

AngleOfReflection

- 166-

Auger Electron [Ηλεκτρόνιο Ωγκέρ] Φυσ. Στο φαινόμενο Auger ονομάζεται το ηλεκτρόνιο που προσλαμβάνοντας το ενεργειακό πλεόνασμα της εσωτερικής μετάβασης χωρίς εκπομπή φωτονίων αποσπάται τελικά από το άτομο. Auger Electron Spectroscopy [Φασματοσκοπία ηλεκτρονίων Ωγκέρ] Φυσ. Η φασματοσκοπική ανάλυση της ενεργειακής κατάστασης των ηλεκτρονίων που αποσπώνται από ένα άτομο κατά το φαινόμενο Auger. Auger Recombination (Επανασύνδεση Ωγκέρ] Φυσ. Η σύνδεση ενός εσωτερικού ηλεκτρονίου και μιας οπής χωρίς εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και με πλεόνασμα ενέργειας που μεταφέρεται σ' ένα ηλεκτρόνιο. Auger Shower [Καταιγίδα Ωζέ] Αστρον. Φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρούνται εκτεταμένες ατμοσφαιρικές καταιγίδες κοσμικών ακτίνων. Ανακαλύφθηκε το 1938 από τον Γάλλο φυσικό Πιέρ Βίκτωρ Ωζέ. Auger Transition [Μετάβαση Ωγκέρΐ Φυα. II μετάβαση του ηλεκτρονίου από μια ψηλότερη ενεργειακή κατάσταση σε μια χαμηλότερη ενεργειακή κατάσταση χωρίς εκπομπή φωτονίων στο φαινόμενο Auger. Augite [ΑυγίτηςΙ γεωλ. Ορυκτό της σειράς των μεταπυριτικών πυροξένων, που συναντάται κυρίως σε εκρηξιγενή πετρώματα. Η σύστασή του αποτελείται από μεταπυριτικό ασβέστιο και μαγνήσιο με σίδηρο και αργίλιο αλλά συχνά και με άλλα στοιχεία. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Είναι χρώματος μελανού με σκληρότητα περίπου 6 στην κλίμακα Μος. Augitite [Αυγιτίτης] Γεωλ. Πέτρωμα της οικογένειας των περιδοτιτών αποτελούμενο από αυγίτη σε φαινοκρυστάλλους και μικρόλιΟους εντός υαλώδους μάζας. Augitophyre [Αυγιτοφυρίτης] Γεωλ. Ηφαιστειογενές πέτρωμα, είδος πορφυρίτη, που αποτελείται από θεμελιώδη σκουρόχρ(ομη μάζα από αστρίους με δευτερεύον ορυκτολογικό συστατικό φαινοκρυστάλλους αυγίτη. Augmentation [Προσαύξηση] Αστρον. Η φαινομενική αλλαγή μεγέθους ενός ουράνιου σώματος. Καθώς το σοόμα τείνει να μεσουρανήσει η απόστασή του από τον παρατηρητή μειώνεται και έτσι φαίνεται πως αυξάνουν οι διαστάσεις του. Augmentation Distance [Απόσταση προσαύξησης] Φνσ. Η απόσταση ανάμεσα στο χρόνο περιορισμού (χρόνος που τα αλληλεπιδρώντα ιόντα διατηρούνται σε θερμοκρασίες ίσες ή μεγαλύτερες της θερμοκρασίας ανάφλεξης) ενός πυρηνικού αντιδραστήρα και τον χρόνο περιορισμού που υπολογίζεται με παρέκταση. Augmented M a t r i x [Επαυξημένος πίνακας] Μαθημ. Σε ένα γραμμικό σύστημα μ εξισώσεων με ν αγνώστους επαυξημένος πίνακας ονομάζεται ο πίνακας με μ γραμμές και ν+1 στήλες που περιέχει όλους τους συντελεστές των εξισώσεων και όλους τους σταθερούς όρους. A*Unit [Μονάδα Α ] Φνσ. Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται στην ατομική φυσική, κυρίως στη ωασματοσκοπία των ακτίνων Rontgen. Ισούται με ΙΟ"1' cm. Aural Signal [Ακουστικό σήμα] Φυσ. "Ενα σήμα που μπορεί να γίνει ακουστό από το αισθητήριο της ανθρώπινης ακοής. Auroral [Εωθινύς] Αστρον. Ο χρόνος πριν την ανατολή κατά τον οποίο, ενώ δεν έχει ακόμα φανεί ο ήλιος, υποχωρεί το σκοτάδι και επικρατεί ημίφο)ς. Aureole 1 [Αλως] Μετεωρ. Το φαινόμενο της εμφάνισης φωτεινού κύκλου γύρω από τον ήλιο και τη σελήνη,

συνήθως σε απόσταση 22 0 ή και 46°. Ο κυρίως δακτύλιος είναι χρώματος λευκού ή σπανιότερα κυανού με αλληλοδιαδοχή ασθενέστερων χρωμάτων προς το εσωτερικό του. Οφείλεται σε φαινόμενα οπτικής διάθλασης και ανάκλασης στα σωματίδια της ατμόσφαιρας. Aureole 2 [Αλωςΐ Γπωλ. Στενή περιοχή εν είδη δακτυλίου που περιβάλλει ένα πυριγενές κομμάτι πετρώματος που υπέστη μεταμόρφωση υπό την επίδραση θερμότητας και χημικών μεταβολών κατά την παρείσφρηση μάγματος από τον πυρήνα της Γης. Auriga [Ηνίοχος] Αστρον. Αστερισμός του βορείου ουράνιου ημισφαίριου με ορθή αναφορά έξι ωρών. Περιέχει 76 λαμπρούς αστέρες. Aurine [Ωρίνη] Χημ. Ιίαραροσολικό οξύ C19H14O3. Παρασκευάζεται από τη φαινόλη, το οξαλικό οξύ και το θειικό οξύ. Αποτελεί τη βάση των βαφών της ωρίνης. Είναι στερεή ένωση, αδιάλυτη στο νερό με καστανέρυθρο χρωματισμό. A u r o r a 1 [Αυγή] Αστρον. Αστεροειδής ο οποίος απέχει από τον Ήλιο 3.150 αστρονομικές μονάδες. Aurora 2 [Αυγή] Φυσ. Αυγή ή σέλας ονομάζεται το φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται πάνω από το βόρειο και το νότιο πόλο και μοιάζει με φωτεινή ομπρελά. Οφείλεται στη διέγερση των μορίων του αέρα από τα ηλεκτρόνια που εκπέμπονται από τον Ήλιο και εισέρχονται στη γήινη ατμόσφαιρα. Είναι ένα εντυπωσιακό φωτεινό φαινόμενο με ποικίλα σχήματα, ζωηρά και παλλόμενα χρώματα και έντονες μεταμορφώσεις, που παρατηρείται κυρίως στα ανώτερα ατμοσφαιρικά στρώματα των πολικών περιοχών. Προκαλείται από την επίδραση του ήλιου στο μαγνητικό πεδίο της γης και γίνεται εντονότερο κατά τα διαστήματα του μεγίστου των ηλιακών κηλίδων. Συνήθως παρατηρείται κατά το λυκόφως, εξελίσσεται κατά τη νύχτα και αποκρύπτεται με την ανατολή του ήλιου. A u r o r a Austral is [Νότιο σέλας] Φυσ. Το σέλας του νότιου πόλου, που είναι γνα>στό ως νότια φώτα. A u r o r a Borealis (Βόρειο σέλας] Φυσ. Το σέλας του βόρειου πόλου, γνωστό και ως βόρεια φώτα. Εμφανίζεται συχνότερα στη ζώνη της Β. Σκανδιναυικής χερσονήσου, Β. Σιβηρίας, Αλάσκας, Γροιλανδίας και Ισλανδίας. A u r o r a Polaris (Πολικό σέλας] Φυσ. Το σέλας που εμφανίζεται κοντά στους πόλους της γης, που παρουσιάζει και τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης. A u r o r a l Absorption Event [Φαινόμενο απορρόφησης του σέλατος] Φυσ. Το φαινόμενο της αυξημένης παρουσίας ηλεκτρονίων λόγω διέγερσης των ατόμων και των μορίων της ατμόσφαιρας από την κοσμική ακτινοβολία με αποτέλεσμα την απορρόφηση των ραδιοσημάτων. Auroral Electrojct [ΙΙλεκτρονικύ ρεύμα του σέλατος] Φυσ. Το ηλεκτρικό ρεύμα που παρουσιάζεται λόγω αυξημένου ιονισμού της ατμόσφαιρας κατά μήκος της ζώνης του σέλατος κατά την ανάπτυξη του φαινομένου. Auroral F o r m s [Μορφές του σέλατος] Φνσ. Οι μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται συνήθως το πολικό σέλας. Αυτές είναι κυρίως μακριές ραβδώσεις σαν ταινίες και τόξα που ελίσσονται σαν σπείρες σχηματίζοντας αψίδες και νεφοειδείς σχηματισμούς. Auroral Frequency [Συχνότητα του σέλατος] Φοσ. Η διάρκεια σε νύχτες που διατηρείται το φαινόμενο του σέλατοο σ' ένα τόπο. Auroral Zone [Ζώνη του σέλατος] Φυσ. Ζώνη γύρω ¥

-167-

από το βόρειο ή το νότιο πόλο της γης κατά μήκος της οποίας παρατηρείται συνηθέστερα το φαινόμενο του σέλατος.Το κέντρο της δεν ταυτίζεται με τον αντίστοιχο πόλο αλλά απέχει απ'αυτόν περίπου 10°. Για το βόρειο σέλας π.χ. το κέντρο της αντίστοιχης ζώνης βρίσκεται κοντά στη βορειοδυτική ακτή της Γροιλανδίας. Auroral Zone Blackout [Μπλακάουτ της ζώνης του σέλατοςΐ Φυσ. Διακοπή των τηλεπικοινωνιών στη ζώνη του σέλατος κατά την ανάπτυξη του φαινομένου λόγω του έντονου ιονισμού της ατμόσφαιρας. Aurosmiridium [ΧρυσοσμιρίδιοΙ Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο από φυσικό κράμα χρυσού, οσμίου και ιριδίου.Συναντάται, υπό μορφή εύθραυστων κόκκων, σε ασημόλευκους, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους. Austenite [Ωστενίτης] Φυσ. Μεταλλουργική ένωση του χάλυβα.Αποτελεί στερεό διάλυμα σιδήρου γ και ανθρακούχου σιδήρου (σεμεντίτου), που υπάρχει σε σταθερή κατάσταση μόνο σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Σε χαμηλότερες θερμοκρασίες μεταβάλλεται σε άλλες σιδηρούχες ενώσεις όπως μαρτενσίτη, φερρίτη, περλίτη κ.λ.π. Austcnitic [Ωστενιτικός] Φνσ. Όρος που αναφέρεται σε υλικό που περιέχει ωστενίτη. Austcnitic Cast I r o n [Ωστενιτικός χυτοσίδηρος] Φνσ. Φαιός χυτοσίδηρος (όπου συνυπάρχουν ωστενίτης και διάσπαρτος κρυσταλλικός γραφίτης) πλούσιος σε πυρίτιο και με σημαντική περιεκτικότητα σε άλλα στοιχεία ύπως νικέλιο, μαγγάνιο κ.λ.π. Austenitic Stainless Steel [Ωστενιτικός ανοξείδωτος χάλυβας) Φυσ. Ειδικός χάλυβας με ανοξειδωτικές ιδιότητες που περιέχει προσθήκες νικελίου και χρωμίου, συνδυασμός που επιτρέπει στον (οστενίτη να διατηρείται σε σταθερή κατάσταση σε συνήθη θερμοκρασία. Austcnitic Steel [Ωστενιτικός χάλυβας] Φυσ. Ειδικός χάλυβας, διαφόρων τύπων και ειδικών ιδιοτήτων, που παρασκευάζεται από κοινό χάλυβα με προσθήκη ενός ή περισσότερων μετάλλων κυρίως νικελίου, χρωμίου νικελίου, μαγγανίου.Στο κράμα αυτό ο ωστενίτης μπορεί να συνυπάρχει σε σταθερή κατάσταση σε συνήθη θερμοκρασία. Austinite [Ωστινίτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο κυρίως από αρσενικικό ψευδάργυρο και ασβέστιο. Συναντάται σε ανοικτόχρωμους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος.'Εχει σκληρότητα περίπου 4,5 στην κλίμακα Μος. Austral [Νότιος] Γεωγμ. Όρος που αναφέρεται στο νότο. Austral Axis Pole [Νότιος πολικός άξονας] Γcor/p.Tο νότιο άκρο της νοητής ευθείας που διέρχεται από τους μαγνητικούς πόλους της γης. Australite [Ωστραλίτης] Γεωλ. Ποικιλία τηκτίτου της Αυστραλίας με μετεωρική πιθανότατα προέλευση, Είναι υαλ,ώδες ορυκτό και η σύσταση του αποτελείται, κυρίως, από πυριτικό οξύ με ενώσεις αργιλίου, καλίου και σιδήρου. Austrian Orogeny [Αυστριακή ορογένεση] Γεωλ. Τεκτονικά φαινόμενα μικρής έκτασης που προκάλεσαν σχηματισμό ορέων κατά την ανώτερη Κρητιδική περίοδο (πριν 135 εκατομ. χρόνια). Authentication [Αυθεντικότητα] Επικοιν. Τεχνική διασςοάλισης της αυθεντικότητας ενός μηνύματος κατά την οποία, μαζί με το μήνυμα, αποστέλλονται και καθορισμένοι χαρακτήρες που λαμβάνονται με καθορισμένο τρόπο από το περιεχόμενο του. Authenticator [Δείκτης Αυθεντικότητας]

Autocall

Πρόκειται για χαρακτήρες ή φράσεις που αποστέλλονται μαζί με ένα μήνυμα με σκοπό να εξασφαλίσουν της αυθεντικότητά του. Authigene [Αυθιγενές] Γεωλ. Λέγεται το ορυκτό που βρίσκεται στη θέση όπου αρχικά σχηματίστηκε, σε αντίθεση με το αλλοθιγενές. Authigenic [Αυθιγενές] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει ένα συστατικό όταν παραμένει ως τμήμα του πετρώματος όπου αρχικά σχηματίστηκε, Authigenic Sediment [Αυθιγενές ίζημα] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται το ίζημα που βρίσκεται στη θέση όπου αρχικά σχηματίστηκε. Authoring Language [Γλώσσα συγγραφής] Πληρ. Εύχρήστη γλώσσα προγραμματισμού σχεδιασμένη για διδακτικούς σκοπούς ή παράλληλη χρήση με άλλα προγράμματα, όπως για παράδειγμα η γλώσσα σχεδιασμού ιστοσελίδων διαδικτύου. Authority [Εξουσία, Αρχές] Γεν. Είναι οι δημόσιοι οργανισμοί και υπηρεσίες οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με το έργο του ελέγχου εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας και το)ν σχετικών διατάξεων που αφορούν τους εκάστοτε τομείς τους. Για παράδειγμα η αρμόδια Αρχή για την οικοδόμηση μίας περιοχής είναι η Πολεοδομία της, η οποία εκδίδει τις άδειες οικοδόμησης και ελέγχει την σωστή εφαρμογή τους για την κατασκευή οποιασδήποτε οικοδομής. Authorization Code [Κωδικός Πρόσβασης] Υπολ. Λριθμός ή λέξη ξεχωριστή σε κάθε χρήστη ή ομάδα χρηστών ενός υπολογιστικού συστήματος, που του επιτρέπει την εκτέλεση συγκεκριμένων ενεργειών και την πρόσβαση σε συγκεκριμένη περιοχή της μνήμης του υπολογιστή. Συνήθως ζητείται η πληκτρολόγηση αύτού του αριθμού στην αρχή της εργασίας. Authorized C a r r i e r Frequency [Εξουσιοδοτημένη Συχνότητα Φέροντος Κύματος] Επικοιν. Πρόκειται για τη συχνότητα του φέροντος κύματος, που ένας εμπορικός χρήστης είναι εξουσιοδοτημένος να χρησιμοποιεί, Για την αποφυγή παρεμβολών η τιμή αυτής της συχνότητας μπορεί να μεταβάλλεται σε σαφώς καθορισμένα όρια. Authorized L i b r a r y [Επιτρεπόμενη Ομάδα Ηλεκτρονικών I Ιρογραμμάτων] Υπολ. Ομάδα ηλεκτρονικών προγραμμάτων για τα οποία έχει δοθεί άδεια χρήσης, Μεγάλες ομάδες τέτοιων προγραμμάτων καλούνται και βιβλιοθήκες. Auto Answer [Αυτόματη Απάντηση] Επικοιν. Αυτόματη διαδικασία λήψης και απάντησης σε μια τηλεφωνική κλήση από μία συσκευή επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικής γραμμής modem. Auto Answering [Αυτόματη απάντηση] Επικοιν. Προκαθορισμένη απάντηση σε τηλεφωνική κλήση που συνήθως υλοποιείται και από τα Modem, Auto Bypass [Αυτόματη Παράκαμψη] Υπολ. Για ένα υπολογιστικό σύστημα που αποτελείται από μια σειρά τερματικών ή περιφερειακών συσκευών, ορίζεται η ιδιότητα του να διακόπτει τη λειτουργία ενός από τα στοιχεία αυτά, αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, ενώ τα υπόλοιπα μένουν ανεπηρέαστα. Auto Dial [Λειτουργία Αυτόματης Τηλεφωνικής Κλήσης] Υπολ. Αυτόματη κλ.ήση ενός τηλεφωνικού αριθμού από το μόντεμ ενός υπολογιστή με σκοπό την σύνδεσή του με άλλον υπολογιστή.

Autocall [Λειτουργία Αυτόματης Τηλεφωνικής Κλ.ήΕπικοιν. σης] Υπολ. Αυτόματη κλήση ενός τηλεφωνικού αριθ-

Angle Of Reflection

- 168-

μού από τον υπολογιστή μέσω του μόντεμ του. Autochthon [Αυτόχθονοί Γεωλ. Διαστρώσεις του στερεού φλοιού της γης που παραμένουν βασικά στον αρχικό τόπο σχηματισμού τους ανεξάρτητα από το αν έχουν υποστεί διαταραχές που έχουν μεταβάλει την αρχική τους διάταξη. Autochthonous Coal [Αυτόχθονος άνθρακας] Γεωλ. Γηγενή αποθέματα άνθρακα σχηματισμένα επιτόπου (κατά την Λιθανθρακοφόρο περίοδο) από την βραδεία απανθράκωση φυτικών μαζών σε αποσύνθεση που προήλθαν από την χλωρίδα της περιοχής. Autochthonous Sediment [Αυτόχθονο ίζημα] Γεωλ. Ιζηματογενές πέτρωμα που παραμένει στο τόπο σχηματισμού του, όπου διαμορφώθηκε από την εναπόθεση υλικών που προήλθαν από τις αποσυνθέσεις ή τις μηχανικές αποσαθρώσεις των πετρωμάτων. Autoclave [Αυτόκλειστο] Μηχαν. Είναι ανθεκτικό, αεροστεγές δοχείο από ατσάλι, το οποίο χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή χημικο')ν αντιδράσεων όπου αναπτύσσονται υψηλές πιέσεις και απαιτείται σταθερή θερμοκρασία. Η αποστείρωση αποτελεί το πιο κοινό παράδειγμα χρήσης του αυτύκλειστου. Autoclave C u r i n g [Κατεργασία σε αυτόκλειστο] Μηχαν. Αναφέρεται σε κάθε επεξεργασία υλικού σε αυτόκλειστο δοχείο, σε θερμοκρασίες μέχρι 200 UC. Autoclaving [Αποστείρωση] Μηχαν. Είναι η θέρμανση ενός υγρού, παρουσία των ατμών του, σε υψηλή πίεση και σταθερή θερμοκρασία. Autoconvection [Αυτομεταγώγιση] Μετεωρ. II κίνηση των στοιβάδων του αέρα κατά οριζόντια διεύθυνση. Ο ρυθμός της κίνησης αυτής για να τη χαρακτηρίζει ως αυτομεταγώγιση πρέπει να είναι μεγαλύτερος του αυτομεταγωγισιακού ρυθμού. Autoconvective Lapse Rate | Αυτομεταγωγισιακός ρυθμός πτώσης] Μετεωρ. Ο ρυθμός πτώσης της θερμοκρασίας ο οποίος φτάνει τους 3° Κελσίου κάθε εκατό μέτρα. Απαραίτητη προϋπόθεση για τον σωστό υπολογισμό του ρυθμού είναι η σταθερή πυκνότητα του αέρα για εκτεταμένο τυήμα της ατμόσφαιρας. Autocorrelation [Αυτοσυσχέτιση] Μαθημ. Ιΐρόκειται για την στατιστική σχέση που έχει η τιμή μίας μεταβλητής, κάποια χρονική στιγμή με την τιμή που είχε κάποια προηγούμενη χρονική στιγμή. Autocorrelation' [Αυτοσυσχέτιση] Η)εκτρον. Τεχνική εύρεσης περιοδικών συνιστωσών σε ένα χρονικά μεταβαλλόμενο σήμα. Autocorrelator [Διάταξη Εύρεσης Αυτοσυσχέτισης] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη με την οποία είναι δυνατή η προσεγγιστική εύρεση της συνάρτησης αυτοσυσχέτισης ενός σήματος. Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση περιοδικών συνιστωσών σε ένα σήμα με υψηλό θόρυβο. Autodyne Circuit [Αυτόδυνο κύκλωμα] Ηλεκτρον. Ηλεκτρικό κύκλωμα όπου χρησιμοποιούνται τα ίδια εξαρτήματα και λυχνίες ταυτόχρονα ως ταλαντωτής και φωρατής του υψίσυχνου φέροντος κύματος. Autodyne Reception [Αυτόδυνη λήψη] Ηλεκτρον. Ηλεκτρικό κύκλωμα υπερετερόδυνου δέκτη, όπου η μετατροπή του υψίσυχνου φέροντος κύματος σε ταλάντωση ενδιάμεσης συχνότητας μέσω συμβολής με υψίσυχνο σήμα τοπικού ταλαντωτή, περιλαμβάνει και αυτοδύναμο κύκλωμα. Autogenetic T o p o g r a p h y [Αυτογενετική τοπογραφία] Γεωλ. Η διαμόρφωση των μορφολογικών χαρακτηριστικών του εδάφους μιας περιοχής από την επενέργεια

των υδάτων ο>ς διαβρωτικού παράγοντα. Autogiro [Αυτόγυρο] Αεροναυτ. Είδος αεροσκάφους που αποτελεί συνδυασμό αεροπλάνου και ελικοπτέρου με ένα εγκάρσιο ελικοφόρο κινητήρα που εξασφαλίζει την προωθητική ισχύ, και ένα οριζόντιο έλικα στην οροφή της καμπίνας, ο οποίος εξασφαλίζει την άνωση κινούμενος με την αντίσταση του αέρα. Autoignition [Αυτοανάφλεξη] Φυα. Η αυτόματη ανάφλεξη μιας καύσιμης ύλης παρουσία οξυγόνου χωρίς προσθήκη εξωτερικής ενέργειας, πάνω από μια ορισμένη θερμοκρασία (σημείο αυτοανάφλεξης). Π.χ. η αυτοανάφλεξη του υγρού καυσίμου στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, εκρηκτικών ουσιών, αποθηκευμένων γαιανθράκων κ.λ.π. Το σημείο αυτοανάφλεξης είναι συνήθως χαμηλότερο για τα στερεά καύσιμα, ψηλότερο για τα υγρά και ακόμη ψηλότερο για τα αέρια. Autolith [Αυτόλιθος] Γεωλ. Τμήμα πετρώματος εγκλωβισμένο σε ιστό συγγενούς αλλά μεταγενέστερου εξελικτικού σταδίου πετρώματος. Autoluminescence [Αυτοφωταύγεια] Φυα. Ιϊ εκπομπή φωτός από μια ουσία λόγω πλεονάσματος ενέργειας νίου παράγεται από μόμη της στο εσωτερικό της π.χ. λόγω μιας εσωτερικής οξειδα>τικής αντίδρασης. Automata Theory [Θεωρία των αυτομάτων] Μαθημ. Κλάδος των μαθηματικών με ευρύ πεδίο εφαρμογών σε προβλήματα που αφορούν σε συστήματα επεξεργασίας δεδομένων. Περιλαμβάνει μελέτες τόσο για την εύρεση εύχρηστων μαθηματικών μοντέλων όσο και για το σχεδιασμό ηλεκτρονικίόν υπολογιστών μεγάλων δυνατοτήτων. Automated Guided Vehicle [Αυτοκατευθυνόμενο όχημα] Μηχ. Αυτοκινούμενο μηχάνημα σε ενσωματωμένο σύστημα διεύθυνσης, του οποίου η λειτουργία ελέγχεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή, για τη εκτέλεση συγκεκριμένων εντολών σ' ένα χώρο εργασίας. Automated Guided Vehicle System [Σύστημα αυτοκινούμενων οχημάτωνί Μηχ. Σύνολο από αυτοκινούμενα μηχανήματα (ελεγχόμενα από ηλεκτρονικό υπολογιστή) που κινούνται συνδυασμένα για την εκτέλεση εντολών κατά προκαθορισμένο τρόπο σ'ένα χώρο εργασίας. Automated Identification System [Σύστημα αυτόματης αναγνώρισης] ΙΓ/χκτρον. Σύστημα ηλεκτρονικών διατάξεων για την εισαγωγή στοιχείων σ'ένα σύστημα επεξεργασίας δεδομένων χωρίς πληκτρολόγηση π.χ. με ταινιογράφηση. Automati Connection [Αυτόματη σύνδεση] Πλεκτρον. Χρήση ηλεκτρονικών διατάξεων για την απ' ευθείας σύνδεση των χρηστών ενός συστήματος χωρίς εξα>τερική ανθρώπινη παρέμβαση. Automatic [Αυτόματος] Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει κίνηση ή ενέργεια χωρίς εξωτερική επίδραση και ειδικότερα μηχανήματα στη λειτουργία των οποίων ο ανθρώπινος παράγοντας αντικαθίσταται εν μέρει ή συνολικά από ένα σύνολο ελεγχομένων ηλεκτρικών, μηχανικών η ηλεκτρονικών ενεργειών. Automatic Brazing [Αυτόματη συγκόλλησηΐ Φυα. Διεργασία συγκόλλησης μετάλλων που εξελίσσεται μέσω κατάλληλων μηχανικών διατάξεων ώστε να μην απαιτείται η συνεχής επέμβαση ανθρώπινου ελέγχου. Automatic Brightness Control [Αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας] Ηλεκτρον. Κύκλωμα του τηλεοπτικού δέκτη που διατηρεί με αυτόματη ρύθμιση σταθερή τη μέση φωτεινότητα της εικόνας. Automatic Call Back [Αυτόματη επανάκληση] Επι-

- 169-

κοιν. Δυνατότητα επανάκληση ενός αριθμού όταν συνήθως αποτυγχάνει η πρώτη κλήση πχ με το πάτημα ενός κουμπιού. Automatic Call Intercept [Αυτόματη μεταγωγή κλήσης] Επικοιν. Αν ο χρήστης δεν μπορεί να απαντήσει συνήθως παρέχεται η δυνατότητα διοχέτευσης της κλήσης σε κάποια άλλο σημείο. Automatic Calling [Αυτοματοποιημένη κλήση] Επικοιν. Σύνολο λειτουργιών που εκτελούνται (υπηρεσιών που παρέχονται) μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας (διανομή κλήσης, επανάκληση, ανακατεύθυνση, σχεδιασμένη κλήση, εντοπισμός κλήσεων, ακολουθία κλήσεων κτλ). Automatic Calling Unit [Μονάδα Αυτόματης Τηλεφωνικής Κλήσης] Υπολ. Συσκευή ή διάταξη η οποία επιτρέπει σε υπολογιστές ή άλλες συσκευές να εκτελούν αυτόματες τηλεφωνικές κλήσεις. Automatic C a r r i a g e [Αυτόματος Τροφοδότης] Υπολ. Διάταξη αυτόματης τροφοδοσίας χαρτιού σε εκτυπωτές ή άλλες συσκευές καταγραφής ή εκτύπωσης δεδομένων. Automatic C h a r a c t e r Recognition [Αυτόματη Αναγνώριση Χειρόγραφου Κειμένου] Υπολ. Τεχνική αναγνώρισης των χαρακτήρων ενός χειρόγραφου κειμένου. Στην τεχνική αυτή χρησιμοποιούνται κατάλληλοι αλγόριθμοι που μετατρέπουν τους χειρόγραφους χαρακτήρες σε αλφαριθμητικούς. Automatic Check [Αυτόματος Έλεγχος] Υπολ. Διαδικασία αυτόματου ελέγχου ενός κειμένου, ενός προγράμματος ή μιας διαδικασίας, για πιθανά σφάλματα. Automatic Check O u t System lΑυτόματο σύστημα ελέγχου] μηχ. Σύστημα αυτόματων ενεργειών για την εξέταση ενός αντικειμένου ή εξαρτήματος και την παροχή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητά του για περαιτέρω χρήση. Automatic Choke [Αυτόματος διακόπτης στραγγαλισμού] Μηχ. Αυτόματη διάταξη του συστήματος τροφοδοσίας ενός αυτοκινήτου για την ελάττωση της αναλογίας του αέρα ως προς την βενζίνη και τον εμπλουτισμό του μίγματος που μπαίνει στους κυλίνδρους ( 4 - 5 μέρη αέρα και 1 μέρος υγρού καυσίμου) ώστε να διατηρείται η εκκίνηση με κρύο κινητήρα. Automatic Coding [Αυτόματη Δημιουργία Κώδικα] Υπολ. Τεχνική αυτόματης δημιουργίας κώδικα ή τμημάτων του κώδικα για την επίλυση ενός προβλήματος μέσα από διαδοχικά βήματα καθορισμού της φύσης του προβλήματος και βάση κάποιων ήδη λυμένων παραδειγμάτων. Automatic Colour Control [Αυτόματη ρύθμιση χρώματος] Η/χκτρον. Κύκλωμα των έγχρωμων τηλεοπτικών δεκτών για τη διατήρηση σχετικά σταθερής έντασης χρώματος στην εικόνα ανεξάρτητα από την ένταση των λαμβανομένων σημάτων χρωμεινότητας. Automatic C o m p u t e r [Αυτόματος υπολογιστής] Ηλεκτρον. Υπολογιστής που εκτελεί με αυτόματες διαδικασίες χωρίς εξωτερική παρέμβαση μια σειρά λειτουργιών. Automatic Contast Control [Αυτόματη ρύθμιση αντίθεσης] Ηλεκτρον. Κύκλωμα του τηλεοπτικού δέκτη για την αυτόματη ρύθμιση και διατήρηση της αντίθεσης της εικόνας (διαφορά ανάμεσα στα φωτεινότερα και στα σκοτεινότερα σημεία) σ'ένα συγκεκριμένο εύρος τιμών. Automatic Control [Αυτόματος έλεγχος] Μηχ. Το σύνολο των αυτόματων ενεργειών που πραγματοποιού-

Automatic Exchange System

νται από τα στοιχεία ελέγχου μιας αυτόματης διάταξης κατόπι ηλεκτρικών εντολών από τα λογικά κυκλώματα, που συγκρίνουν τις πληροφορίες από τους ανιχνευτές με τα στοιχεία του προγραμματισμού. Automatic Control Servo Valve [Σερβοβαλβίδα αυτόματης ρύθμισης] Μηχ. Σερβοβαλβίδα που ενεργοποιείται μέσω αυτόματου ηλεκτρικού ή μηχανικού συστήματος ελέγχου για την ρύθμιση της ροής ενός ρευστού σύμφωνα με το λαμβανόμενο σήμα. Automatic Control Stability [Σταθερότητα αυτόματης ρύθμισης]. Μηχ. Η σταθερότητα στη λειτουργία του που αποκτά ένα σύστημα αυτόματων διαδικασιών ρύθμισης και ενεργοποίησης μηχανισμών μετά από ορισμένο χρόνο. Automatic Control System [Αυτόματο σύστημα ελεγχου] Μηχ. Σύστημα αποτελούμενο από στοιχεία ελέγχου συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε ενεργοποιούμενο μέσω αυτόματων ηλεκτρικών σημάτων να εξασφαλίζει τη λειτουργία της διάταξης κατά τις εντολές του προγραμματισμού. Automatic Controller [Αυτόματο στοιχείο ελέγχου] Μηχ. Μηχανισμός των αυτοματοποιημένων διατάξεων που ενεργοποιούνται και υλοποιούν τις εντολές υπό μορφή ηλεκτρικών σημάτων των λογικών κυκλωμάτων για τη λειτουργία της διάταξης σύμφωνα με το προγραμματισμό. Automatic Dam [Αυτόματο φράγμα] Τεχνολ. Ειδικό φράγμα που περιλαμβάνει μετρητή στάθμης του νερού και αυτοματοποιημένη πύλη. Όταν η στάθμη του νερού φτάσει μία κρίσιμη τιμή, μηχανισμός ανοίγει την πύλη για να απομακρυνθεί ποσότητα νερού, μειώνοντας έτσι την στάθμη στην δεξαμενή του φράγματος. Automatic Data Processing [Αυτόματη επεξεργασία δεδομένων] Πληρ. Αυτόματη χρησιμοποίηση δεδομένων για πραγματοποίηση υπολογισμών και άλλων εργασιών από τον επεξεργαστή ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός ηλεκτρονικού συστήματος ενσωματωμένου σε μηχανή. Automatic Degausser [Διάταξη Αυτόματου Απομαγνητισμού] Ηλεκ. Χρησιμοποιείται για την καταστροφή της μόνιμης μαγνήτισης μιας οθόνης, που μπορεί να έχει προκληθεί από άλλες συσκευές ή από το μαγνητικό πεδίο της γης. Αποτελείται από μια σειρά πηνίων απομαγνητισμού, που βρίσκονται γύρω από την οθόνη και ενεργοποιούνται στην έναρξη λειτουργίας της, με κατάλληλο διακόπτη. Automatic Dialer [Αυτοματοποιημένη επιλογή] Επικοιν. Κλήση ενός αριθμού με αυτόματο σχηματισμό του αριθμού χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Διάσημοι οι Dialers που επικοινωνούν ψάχνοντας χιλιάδες αριθμούς ή χιλιάδες φορές τον ίδιο αριθμό. Automatic Direction F i n d e r [Διάταξη Αυτόματης Εύρεσης της Κατεύθυνσης Προσπίπτουσας Ακτινοβολίας] Ηλεκ. Διάταξη αυτόματης ανίχνευσης και προσδιορισμού της διεύθυνσης από την οποία ηλεκτρομαγνητικά κύματα ραδιοφωνικών συχνοτήτων προσπίπτουν σε ένα σώμα. Automatic E r r o r Correction [Αυτόματη Ανίχνευση και Διόρθωση Λαθών] Επικοιν. Τεχνική αυτόματης ανίχνευσης και διόρθωσης των λαθών στη μετάδοση ενός σήματος. Automatic Exchange System [Αυτοματοποιημένο σύστημα ανταλλαγής] Επικοιν. Στοιχειώδης πια λειτουργία τηλεφωνικών κέντρων που εκτελεί τις συνδέσεις χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

Angle Of Reflection

- 170-

Automatic Exposure [Αυτόματη έκθεση] φυσ. Σύστημα της φωτογραφικής μηχανής για την αυτόματη προσαρμογή με τη βοήθεια φωτόμετρου της έκθεσης της φωτογραφικής πλάκας (το γινόμενο του φωτισμού επί τον αντίστοιχο χρόνο) κατά τη φωτογράφηση με την αυτόματη ρύθμιση του σχετικού ανοίγματος του φακού. Automatic Fine T u n i n g Control [Αυτόματος Συντονισμός Υψηλής Ακρίβειας] Ηλεκ. Διάταξη διατήρησης και βελτίωσης του συντονισμού του δέκτη μίας έγχρωμης τηλεόρασης με σκοπό την καλύτερη λήψη σήματος. Automatic Fire P u m p [Αυτόματη πυροσβεστική αντλία] Μηχ. Πυροσβεστική αντλία συνδεδεμένη με πυροσβεστικό σωλήνα διατήρησης πίεσης που τίθεται σε αυτόματη λειτουργία μόλις η πίεση πέσει κάτω από ένα προκαθορισμένο επίπεδο. Automatic Focus [Αυτόματη εστίαση] Φυσ. Σύστημα της φωτογραφικής μηχανής για την αυτόματη ηλεκτρονική ρύθμιση της εστιακής απόστασης του φακού σύμφωνα με την απόσταση του προς φωτογράφηση αντικειμένου μετρούμενη αυτόματα με τηλέμετρο. Automatic Frequency Control [Αυτόματος Έλεγχος Συχνότητας] Πλεκτρον. Διάταξη μεταβολής της συχνότητας του υπερετερόδυνου δέκτη ενός ραντάρ με σκοπό τη φώραση ανακλώμενων σημάτων που παρουσιάζουν μεταβολές στη συχνότητα τους. Automatic Frequency Control 2 [ΑυτόματοςΈλεγχος Συχνότητας] Ηλεκτρον. Κύκλωμα διατήρησης της συχνότητας ταλάντωσης ενός υπερετερόδυνου δέκτη σταθερή ώστε να διατηρείται ο συντονισμός του δέκτη με ένα σταθμό. Automatic Frequency Control 3 [Αυτόματος Έλεγχος Συχνότητας] Ηλεκτρον. Κύκλωμα συγχρονισμού της εικόνας μιας τηλεόρασης μέσω μεταβολής της συχνότητας σάρωσης και προσαρμογής της στη συχνότητα των παλμών συγχρονισμού του σήματος. Automatic Frequency Control 4 [Αυτόματος Ελεγχος Συχνότητας] Ηλεκτρον. Κύκλωμα σταθεροποίησης της συχνότητας ενός ταλαντωτή ή διατήρησης της διακύμανσής της σε μικρό εύρος συχνοτήτων. Χρησιμοποιείται σε πομπούς ή και σε δέκτες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Automatic F r e q u e n c y Control"' [Αυτόματος έλεγχος συχνοτήτων] Επικοιν. Αυτόματη εξακρίβωση της βέλτιστης συχνότητας εκπομπής για ένα σταθμό ραδιοφώνου του οποίου τη συχνότητα εντοπίζει ο δέκτης. Automatic Gain Control [Κύκλωμα Αυτόματης Ελέγχου Ενίσχυσης] Ηλεκτρον. Διάταξη αυτόματου ελέγχου και μεταβολής της ενίσχυσης ενός ενισχυτή ώστε η ισχύς εξόδου του να μένει σταθερή ανεξάρτητα από τις μεταβολές στην ισχύ του σήματος εισόδου. Automatic Ignition [Αυτόματη ανάφλεξη] Μηχ. Αυτόματη διάταξη για την ανάφλεξη του καυσίμου σ'ένα καυστήρα. Automatic Level Compensation [Αυτόματη ανταμοιβή (προσαρμογή) επιπέδου] Επικοιν. Κύκλωμα που προσαρμόζει την απόδοση του ως προς το είδος του βρόγχου με καλύτερη απόδοση (Gain) στους ψηφιακούς βρόγχους. Automatic Level Control [Κύκλωμα Αυτόματης Σταθεροποίησης Ισχύος Εξόδου] Ηλεκτρον. Διάταξη αυτόματης σταθεροποίησης της ισχύος εξόδου ενός ενισχυτή ή άλλης συσκευής, ώστε αυτή να μένει σταθερή ακόμα και σε μεγάλες μεταβολές του σήματος εισόδου.

Automatic Level Control [Αυτόματος έλεγχος επιπέδου] Επικοιν. Αυτόματος έλεγχος δύναμης εισερχόμενου σήματος. Automatic Light Control [Κύκλωμα Αυτόματου Ελέγχου Φωτισμού] Ηλεκ. Διάταξη αυτόματου ελέγχου της έντασης του φωτός που προσπίπτει σε ένα φιλμ ή μια κάμερα ανάλογα με την ένταση του φωτός του χώρου που καταγράφεται. Automatic Message Accounting [Αυτόματη τιμολόγηση μηνυμάτων] Επικοιν. Συνήθως τα ψηφιακά κέντρα κοστολογούν κάθε υπηρεσία αυτόματα μέσα από τα κλασσικά τιμολόγια και το σύνολο τους παραδίδεται στο χρήστη. Automatic Message Switching [Αυτόματη μεταγίαγή μηνυμάτων] Επικοιν. Επικοινωνιακή δυνατότητα που εκτελείται από το στρώμα δικτύου (Χ.25) που αποφασίζει για τη μεταγωγή μηνύματος με βάσει γνωστά στοιχεία του δικτύου. Automatic Noise Limiter [Αυτόματος περιοριστής θορύβου] Επικοιν. Κύκλωμα που περιορίζει τα ανεπιθύμητα πλάτη σήματος. Automatic N u m b e r Identification [Αυτόματη αναγνώριση αριθμού] Επικοιν. Δυνατότητα ψηφιακών κέντρων που αναγνωρίζουν τον αριθμό του καλούντος και μπορεί να συνδεθεί και με αναγνώριση θέσης μέσα από ειδικές βάσεις δεδομένων. Automatic Picture Control [Αυτόματη ρύθμιση εικόνας] Ηλεκτρον. Διάταξη των έγχρωμων τηλεοπτικών δεκτών για την αυτόματη ρύθμιση της εικόνας προς προεπιλεγμένα χαρακτηριστικά. Automatic P i c t u r e Transmission System [Αυτόματο σύστημα μετάδοσης εικόνας] Πλεκτρον. Σύστημα των δορυφόρων (π.χ. μετεωρολογικών) για την άμεση μετάδοση των συνεχούς ροής καταγραφών προς επίγειο σταθμό όπου, με κατάλληλα όργανα, ανασυνθέτεται και αναλύεται η εικόνα των ανιχνευομένων ατμοσφαιρικών ή γεωλογικών περιοχών. Automatic Pilot [Αυτόματος πιλότος] Αεροπ. Σύστημα διατάξεων για την αυτόματη πλοήγηση σκάφους και την σταθερή διατήρηση του σε επιλεγμένη πορεία. Περιλαμβάνει μηχανισμούς διόρθωσης των αποκλίσεων ενεργοπο ιού μένους από αυτόματους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Automatic P u m p i n g Station [Σταθμός αυτόματης άντλησης] Μηχ. Διάταξη αυτόματης ρύθμισης της πίεσης σε αγωγό μεταφοράς ρευστού. Automatic R a d a r Plotting Aid [Αυτόματος γραφικός βοηθός ραντάρ] Πλοηγ. Ηλεκτρονικό ναυτικό σύστημα πρόληψης σύγκρουσης.Επεξεργάζεται τα σήματα που λαμβάνει το ραντάρ, υπολογίζει και αποτυπο')νει γραφικά συνεχώς τις θέσεις και αποστάσεις πλοίων, ειδοποιώντας σε περίπτωση προδιαγραφόμενης σύγκρουσης. Automatic Record C h a n g e r [Αυτόματος μεταβολέας δίσκων] Μηχ. Ηλεκτρικό σύστημα μιας διάταξης αναπαραγωγής ήχου (π.χ. γραμμοφώνου) για την αυτόματη αλλαγή των δίσκων και τη συνεχή λειτουργία του συστήματος. Automatic Repeat Request 1 [Αυτόματη αίτηση επανάληψης κλήσης] Επικοιν. Ο DTE του παραλήπτη ενός μηνύματος ζητά από τον DCE του αποστολέα (αυτόματα) να στείλει ξανά το μήνυμα γιατί πχ ο έλεγχος του διαπίστωσε λάθη μετάδοσης σύμφωνα με το ισχύον πρωτόκολλο. Automatic Repeat Request 2 [Αυτόματη Αίτηση Επα-

-171 -

νάληψης] Υπολ. Πρόκειται για την ικανότητα μίας συσκευής επικοινωνίας να ζητά από μια άλλη την επανάληψη αποστολής του προηγούμενου σήματος, λόγω σφαλμάτων στη λήψη και καταγραφή του. Automatic Ring Down [Αυτόματο κλείσιμο] Επικοιν. Αν ο ένας συνδρομητής διακόψει την κλήση ο δεύτερος έχει αυτόματα διακόψει επίσης. Automatic Scanning Receiver [Δέκτης Αυτόματης Ανίχνευσης Σήματος] Ηλεκ. Πρόκειται για ένα δέκτη ο οποίος, μπορεί να συντονίζεται αυτόματα με σκοπό τον εντοπισμό σήματος ή την καταγραφή της έντασης του σήματος, σε μια καθορισμένη περιοχή συχνοτήτων. Automatic Shut Off [Αυτόματο κλείσιμο] Μηχ. Διακόπτης διαφόρων τύπων κασετόφωνων για την αυτόματη διακοπή της λειτουργίας της συσκευής με το σταμάτημα της κασέτας. Automatic Shutdown [Αυτόματη Διακοπή Λειτουργίας] Υπολ. Διαδικασία διακοπής λειτουργίας ενός υπολογιστή ή μίας άλλης ηλεκτρονικής συσκευής με την ελάχιστη δυνατή απώλεια δεδομένων, όταν η εκτέλεση ενός προγράμματος έχει προκαλέσει προβλήματα στη λειτουργία της. Automatic Stability [Αυτόματη σταθερότητα] Μηχ. Ευστάθεια που εξασφαλίζεται σ'ένα σύστημα μέσω της επενέργειας αυτόματων διατάξεων ελέγχου που ενεργοποιούν μηχανισμούς διόρθωσης. Automatic Stabilization E q u i p m e n t [Αυτόματος εξοπλισμός σταθεροποίησης] Αεροπ. Σύστημα κατάλληλων μηχανημάτων που ενεργοποιούνται από αυτόματη διάταξη ελέγχου για την αντιμετώπιση της δυναμικής αστάθειας ενός αεροσκάφους ώστε να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία. Automatic Stoker [Αυτόματος τροφοδοτήραςί Μηχ. Μηχανική διάταξη ενός καυστήρα για την αυτόματη παροχή καυσίμου στο σύστημα. Automatic Stop [Αυτόματη Παύση] Ηλεκτρον. Αυτόματη διακοπή της λειτουργίας ενός υπολογιστή λόγω ενεργοποίησης του συστήματος ελεγχου. Automatic T a n k Battery [Αυτόματη συστοιχία δεξαμενών] Μηχ. Σύστημα συνδεδεμένων δεξαμενών (κυρίως πετρελαϊκών) όπου η είσοδος του υλικού προς αποθήκευση ρυθμίζεται μέσω αυτόματων μηχανισμών ελεγχου κατά τον επιθυμητό τρόπο. Automatic Time Switch [Αυτόματος χρονοδιακόπτης| Μηχ. Ρυθμιζόμενος διακόπτης συνδεδεμένος με ρολόι που ανοίγει και κλείνει αυτόματα σε προκαθορισμένες ώρες. Automatic T u n i n g System [Διάταξη Αυτόματου Συντονισμού] Επικοιν. Διάταξη συντονισμού ενός κυκλώματος λήψης σημάτων σε μια προκαθορισμένη συχνότητα. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται με μηχανικά ή ηλεκτρονικά μέσα, όπως ένας διακόπτης - κουμπί ή ένα κατάλληλο σήμα. Automatic Video Noise Leveling [Διάταξη Αυτόματης Διατήρησης Ύψους Θορύβου] Επικοιν. Διάταξη μέτρησης του θορύβου στην έξοδο ενός ενισχυτή και μεταβολής της ενίσχυσής του, ώστε το επίπεδο του θορύβου να μένει σταθερό. Automatic Volume Control [Αυτόματη ρύθμιση έντασης] Ηλχκτρον. Αυτόματη διάταξη για τη διατήρηση σταθερής στάθμης στην ένταση εξόδου ενός ραδιοδέκτη κατά την αναπαραγωγή σημάτων ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των σημάτων εισόδου. Automatic W a k e u p Facility [Διευκόλυνση αυτόμα-

Automotive Alternator

του ξυπνήματος] Επικοιν. Υπηρεσία που ειδοποιεί τηλεφωνικά το χρήστη σε προκαθορισμένη ώρα. Automatic W e a p o n [Αυτόματο όπλο] Μηχ. Όπλο που διαθέτει επαναληπτικό μηχανισμό για την απόρριψη του κενού κάλυκα και την ταχεία αναγέμιση με την είσοδο του επόμενου φυσιγγίου στη θαλάμη ώστε να πετυχαίνεται η αύξηση της ταχυβολίας με την επενέργεια του πυροδοτικού μηχανισμού. Automatic W e a t h e r Station [Αυτόματος μετεωρολογικός σταθμός] Μετεωρ. Μετεωρολογικός σταθμός παρατήρησης στον οποίο όλες οι λειτουργίες του είναι αυτοματοποιημένες. Είναι πλήρως εξοπλισμένος με όργανα μέτρησης της θερμοκρασίας, της νέφωσης, της ηλιακής ακτινοβολίας και άλλων μετεωρολογικών πληροφοριών και δεν είναι απαραίτητη η παρουσία ενός ανθρώπου παρατηρητή. Automation 1 [Αυτοματισμός] Μηχ. Η εκτέλεση και η επανάληψη κινήσεων κατά συγκεκριμένο τρόπο ανεξάρτητα δηλ. χωρίς συνεχή εξωτερική επίδραση. Ειδικότερα ο όρος αναφέρεται σε μηχανήματα ή διατάξεις που όταν τεθούν σε κίνηση λειτουργούν αυτόνομα. Automation 2 [Αυτοματισμός] Τεχνολ. Με τον όρο αυτόν, περιγράφεται η εφαρμογή της υψηλής τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών σε συστήματα γραφείων, εργοστασίων, γενικότερα μονάδων παραγωγής αγαθών και μονάδων επεξεργασίας πληροφοριών. Ο σκοπός είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, η μείωση του κόστους, η ποιοτική και ποσοτική βελτίωση των αποτελεσμάτων των εργασιών και η δυνατότητα ελέγχου της προόδου. Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται με την χρήση προηγμένων συσκευών όπως μικροεπεξεργαστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, μέχρι κάθε είδους τηλεχειριστηρίων και φωτοκύτταρων. A u t o m e t a m o r p h i s m [Αυτομεταμορφισμός] Γεωλ. Η μετατροπή που υφίστανται τα πυριγενή πετρώματα υπό την επίδραση των ατμών τους με αποτέλεσμα την καταστροφή του παλαιού ιστού και την ανακρυστάλλωση του ορυκτολογικού υλικού. Automobile [Αυτοκίνητο] Μηχ. Αυτοκινούμενο όχημα με τέσσερις ή περισσότερους τροχούς που κινείται με τη βοήθεια κινητήρα εσωτερικής καύσης. Automobile Chassis [Σασί αυτοκινήτου] Μηχ. Ο σκελετός του αυτοκινήτου που αποτελεί ενιαίο σύνολο με τους τροχούς και τα συστήματα διεύθυνσης και μετάδοσης της κίνησης και πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένο το αμάξωμα. A u t o m o r p h i s m [Αυτομορφισμός] Μαθημ. Έ σ τ ω μια αλγεβρική ομάδα Α με εσωτερικές πράξεις * και Λ. Η ιδιότητα του αυτομορφισμού ισχύει αν και μόνο αν υπάρχει αμφιμονοσήμαντη συνάρτηση f τέτοια ώστε: f(a*b)=f(a) A f(b) για κάθε ζεύγος (a,b) που ανήκει στην Α. Automorphosis [Αυτομόρφωση] Γεωλ. Η μεταβολή του ιστού και της ορυκτολογικής σύστασης ενός μερικά στερεοποιημένου πυριγενούς πετρώματος λόγω παρείσφρησης και επενέργειας υλικών από το μη στερεοποιημένο εσωτερικό του. Automotive Air Conditioning [Τεχνητός αερισμός αυτοκινούμενου οχήματος] Μηχ. Κλιματιστικό σύστημα αυτοκινούμενου οχήματος για τη ρύθμιση των συνθηκών θερμοκρασίας και τον εξαερισμό του εσωτερικού του. Automotive A l t e r n a t o r [Γεννήτρια αυτοκινήτου] Μηχ. Γεννήτρια εναλλασσομένου ρεύματος χαμηλής τάσης που χρησιμοποιείται για τη φόρτιση της μπατα-

Automotive Body

- 172 -

ρίας αφού πρώτα υποστεί ανόρθωση (δηλ. γίνει συνεχές) σε κατάλληλες ηλεκτρικές διατάξεις (ανορθωτές). Automotive Body [Σώμα αυτοκινήτου] Μηχ. Η μεταλλική κατασκευή για την κάλυψη των διαφόρων οργάνων του αυτοκινήτου και την υποδοχή των επιβατών. Στηρίζεται στο σκελετό και αποτελείται από συγκολλημένα τμήματα λαμαρίνας, που συνήθως έχουν διαφορισμένη αντοχή για μεγαλύτερη ασφάλεια. Automotive B r a k e [Φρένο αυτοκινήτου] Μηχ. Σύστημα εξαρτημάτων που περιλαμβάνει τα κυρίως φρένα (δισκόφρενα, με σιαγόνες ή μικτά) περιστρεφόμενα μαζί με τον τροχό, αντλία, πεντάλ και κατάλληλες σωληνώσεις για την επιβράδυνση ή το σταμάτημα της περιστροφής των τροχών μέσω εφαρμογής μηχανισμού τριβής. Automotive Engine [Μηχανή αυτοκινήτου] Μηχ. Σύστημα εξαρτημάτων ενός οχήματος που μετατρέπει τη θερμότητα καύσης του καυσίμου σε μηχανική ενέργεια ώστε να εξασφαλίζεται η κίνησή του. Automotive Engineering [Μηχανική αυτοκινήτου] Μηχ. Ο κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή αυτοκινούμενων οχημάτων. Automotive F r a m e [Σκελετός αυτοκινήτου] Μηχ. Το τμήμα του αυτοκινήτου που στηριζόμενο στο σύστημα αναρτήσεων στηρίζει το κύριο σώμα του αυτοκινήτου και με το οποίο είναι συνδεδεμένα τα συστήματα μετάδοσης της κίνησης και της διεύθυνσης. Automotive Fuel [Καύσιμο αυτοκινήτου] Μηχ. Υγρό καύσιμο που αναμειγνυόμενο με αέρα στη σωστή αναλογία στο βενζινοκινητήρα παρέχει την κινητήρια δύναμη του αυτοκινήτου. Automotive Ignition System [Σύστημα ανάφλεξης αυτοκινήτου] Μηχ. Σύστημα ηλεκτρικών εξαρτημάτων που με την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικών εκκενώσεων υψηλής τάσης δημιουργούν σπινθήρες για την ανάφλεξη του μίγματος αέρα-βενζίνης στους κυλίνδρους του κινητήρα. Automotive Steering [Σύστημα διεύθυνσης αυτοκινήτου] Μηχ. Το σύνολο των μηχανισμών (τιμόνι,κιβώτιο τιμονιού,άξονες μετάδοσης χειρισμών,κινητήριοι τροχοί) που επιτρέπουν να δώσουμε σ' ένα όχημα την επιθυμητή κατεύθυνση. Automotive Suspension [Ανάρτηση αυτοκινήτου] Μηχ. Σύστημα εξαρτημάτων από ελατήρια διαφόρων τύπων, υδραυλικούς αποσβεστήρες και ράβδους ισοστάθμισης ανάμεσα στους τροχούς και στο σκελετό του οχήματος, που εξασφαλίζουν την ελαστικότητα των τροχών, την απορρόφηση των κραδασμών και γενικά την σταθερότητα του οχήματος. Automotive Transmission [Μετάδοση κίνησης αυτοκινήτου] Μηχ. Σύνολο εξαρτημάτων που επιτρέπει την μηχανική σύνδεση και αποσύνδεση του κινητήρα και των τροχών ενός αυτοκινήτου. Η ισχύς του κινητήρα μέσω ενός συστήματος γραναζιών μεταδίδεται στον στροφαλοφόρο άξονα και από εκεί πάλι σε ειδικό σύνολο γραναζιών απ' όπου, μετά από κατάλληλο υποπολλαπλασιασμό, κατανέμεται στους τροχούς. Automotive Vehicle [Αυτοκινούμενο όχημα] Μηχ. Κάθε όχημα που κινείται ανεξαρτήτως με τη βοήθεια ενσωματωμένου κινητήρα, κυρίως κινητήρα εσωτερικής καύσης. Automotive Voltage Regulator [Ρυθμιστής τάσης αυτοκινήτου] Μηχ. Εξάρτημα του συστήματος φόρτισης της μπαταρίας για το ν έλεγχο του παραγομένου ρεύ-

ματος από την γεννήτρια. Autonavigator [Αυτόματος πλοηγός] Πλοηγ. Σύστημα αυτόματης λειτουργίας που υπολογίζει συνεχώς σε πραγματικό χρόνο τα χαρακτηριστικά της κίνησης και τις αποστάσεις του σκάφους από τα εκάστοτε σημεία αναφοράς μίας πορείας και ανάλογα εκτελεί την πλοήγηση του σκάφους. Autonegotiation [Αυτόματη διαπραγμάτευση] Επικοιν. Αυτόματη ανίχνευση του τρόπου μετάδοσης μιας συνδεόμενης συσκευής στον κόμβο ενός Ethernet δικτύου. Autooxidation [Αυτοοξείδωση] Χημ. Οξειδωτική αντίδραση που εξελίσσεται αυθόρμητα π.χ. λόγω της επενέργειας του ατμοσφαιρικού οξυγόνου σε ορισμένες ουσίες. Autopolarity [Αυτοματοποιημένη πολικότητα] Ηλεκ. Πρόκειται για τη δυνατότητα αυτόματης αλλαγής της πολικότητας ενός ψηφιακού οργάνου μέτρησης, π.χ. ενός βολτόμετρου συνεχούς τάσης, όταν η σύνδεση είναι αντίθετη από την κανονική, ενώ η ένδειξη του οργάνου μεταβάλλεται ανάλογα. A u t o r a d i o g r a p h y [Αυτοραδιογραφία] Φνσ. Μέθοδος για την ανίχνευση της κατανομής της ραδιενέργειας κατά την οποία λαμβάνονται αποτυπώματα των ραδιενεργών εκπομπών επί φωτογραφικής πλάκας που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το ραδιενεργό δείγμα. Χρησιμοποιείται σε βιολογικά δείγματα, σε δείγματα ραδιενεργών ορυκτών κ.λ.π. Autostability [Αυτοσταθερότητα] Μηχ. Η ικανότητα διατήρησης ευσταθούς θέσης μιας διάταξης. AutOStarter [Αυτόματος εκκινητής] Μηχ. Εξάρτημα για την εκκίνηση της λειτουργίας μιας διάταξης που λειτουργεί αυτόματα με την επενέργεια αρχικού σήματος ή με μεταφορά ισχύος από κάποια μονάδα ελεγχου. A u t u m n [Φθινόπωρο] Αστρον. Εποχή του χρόνου η οποία διαδέχεται το καλοκαίρι στις 23 Σεπτεμβρίου και διαρκεί τρεις μήνες έως 23 Δεκεμβρίου. Στο αντίθετο ημισφαίριο της Γης την ίδια εποχή έχουμε την Ανοιξη. A u t u m n a l [Φθινοπωρινός] Αστρον. Επίθετο που συνοδεύει οποιαδήποτε έννοια σχετική με την εποχή του Φθινοπώρου. A u t u m n a l Equinox [Φθινοπωρινή ισημερία] Αστρον. Την 23η Σεπτεμβρίου έχουμε για το βόρειο ημισφαίριο τη φθινοπωρινή ισημερία και ο ήλιος περνάει από τον ισημερινό. Αντίθετα την ίδια εποχή στο νότιο ημισφαίριο έχουμε την εαρινή ισημερία. Σε αυτές τις ημερομηνίες η ημέρα και η νύχτα έχουν από 12 ο')ρες, δηλαδή είναι ίσες. Autunian [Οτούνιον] Γεωλ. Βαθμίδα της Πέρμιου περιόδου (πριν 270 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα κάτω από το Σαξόνιον της ίδιας περιόδου και πάνω από το Στεφάνιον της Λιθανθρακοφόρου περιόδου. Auxiliary Anode [Βοηθητική άνοδος! Φνσ. Έλασμα που λειτουργεί ως επικουρικός θετικός ακροδέκτης μιας διάταξης ηλεκτρικής επιμετάλλωσης. Auxiliary B r a k e [Βοηθητικό φρένο] Μηχ. Επικουρικός μηχανισμός πέδησης μιας μηχανής π.χ. το σύστημα ηλεκτρικής τροχοπέδησης σε ηλεκτροκίνητα οχήματα. Auxiliary Line [Βοηθητική γραμμή] Επικοιν. Ειδική συνήθως ιδιωτική γραμμή που βοηθά τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. Auxiliary Power Unit [Βοηθητική μονάδα ισχύος] Αεροπ. Μικρή μηχανή αεροσκάφους ως ανεξάρτητη επικουρική πηγή ισχύος για χρήση σε βοηθητικά τμήματα του εξοπλισμού του π.χ. λειτουργία οργάνων ένδειξης,

- 173-

μηχανών θέρμανσης κ.λ.π. Auxiliary R a f t e r [Βοηθητική δοκός] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για την δευτερεύουσα ράβδο η οποία ενισχύει την κύρια και βασική ράβδο της κάτω παρειάς δικτυώματος του φέροντος οργανισμού συνήθως μίας ξύλινης στέγης. Auxiliary Relay [Βοηθητικός ηλεκτρονόμος] Φνσ. Ηλεκτρική διάταξη ελέγχου ενός συστήματος που ενεργοποιούμενη ελέγχει το ρεύμα και τη λειτουργία σε άλλο τμήμα της διάταξης. Auxiliary Switch [Βοηθητικός διακόπτης] Φνσ. Ανεξάρτητος διακόπτης ενταγμένος στο σύστημα του κεντρικού διακόπτη μιας διάταξης για τη ρύθμιση της λειτουργίας επί μέρους τμημάτων της π.χ. διακόπτης ασφάλειας, μετρητών κ.λ.π. Auxiliary T h e r m o m e t e r [Βοηθητικό θερμόμετρο] Τεχνολ Μικρό θερμόμετρο υδραργύρου, προσκολλημένο στον σωλήνα του κύριου αναστρεφόμενου θερμομέτρου υδραργύρου. Η ένδειξη του χρησιμοποιείται για την διόρθωση της ένδειξης του κύριου θερμομέτρου, η οποία είναι η μέγιστη κατά την διάρκεια της θερμομέτρησης, αφού κατά την αναστροφή, μία στένωση στο κάτω μέρος της κλίμακας εμποδίζει την μετακίνηση της στήλης υδραργύρου. Auxochrome [Αυξόχρωμοςΐ Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει ορισμένες ομάδες που περιέχουν ελεύθερα ζεύγη τ\λεκτρονίων, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των χρωμοφόρων με τα οποία συνδέονται, αν και μόνες τους δεν αποδίδουν χρώμα. Σε συνδυασμό με τα χρωμοφόρα, προκαλούν αύξηση της συζυγίας και αυξάνουν την ένταση της απορρόφησης. Αυξόχρωμες ομάδες είναι το υδροξύλιο, η αμινο-ομάδα, τα αλογόνα, κλπ. Auxograph [Αυξογράφος] Φυσ. Όργανο που φέρει αυτόματο καταγραφικό μηχανισμό για τη συνεχή καταγραφή των μεταβολών του όγκου ενός σώματος. Auxometer [Αυξόμετρο] Φυα. Αυτόματο οπτικό όργανο για τη μέτρηση της μεγένθυσης φακών. Availability [Διαθεσιμότητα] Φυσ. 1. Η δυνατότητα ενός συστήματος για άμεση χρήση π.χ. στις διατάξεις ενός υπολογιστή. 2. Η διαθεσιμότητα ενέργειας ενός συστήματος ικανού να παράγει έργο που υπολογίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στην ειδική ενθαλπία ενός συστήματος και στο γινόμενο της ειδικής εντροπίας επί τη θερμοκρασία. Availability Ratio [Λόγος διαθεσιμότητας] Φυσ. Ο καθαρός αριθμός που εκφράζει τη σχέση του πραγματικού και του θεωρητικά υπολογιζόμενου χρόνου που ένα σύστημα είναι διαθέσιμο προς χρήση. Available D r a f t [Διαθέσιμο ρεύμα] Μηχ. Μηχ. Η εκμετάλλευση της δημιουργίας ροής του αέρα, λόγω ύπαρξης διαφοράς πίεσης, που παρέχεται στον θάλαμο ή εστία καύσης, για την καλύτερη ανάδευση του μίγματος αέρα -καυσίμου και επομένως την καλύτερη καύση, καθώς και για την απομάκρυνση των προϊόντων της καύσης. Available Energy [Διαθέσιμη ενέργεια] Φυσ. ΤΙ ενέργεια ενός συστήματος που μπορεί θεωρητικά να μετατραπεί σε έργο. Available Heat [Διαθέσιμη θερμότητα] Φυσ. Για δεδομένη καταναλισκόμενη ενέργεια ανά μονάδα μάζας σε μια μηχανή, η θερμική ενέργεια ανά μονάδα μάζας καυσίμου που μπορεί θεωρητικά να μετατραπεί σε έργο. Available M a c h i n e Time [Διαθέσιμος Χρόνος Λει-

Avalanche Voltage

τουργίας] Υπολ. Ο χρόνος της ομαλής λειτουργίας ενός υπολογιστή. Αναφέρεται και για κεντρικούς υπολογιστές, στους οποίους οι χρήστες αγοράζουν ή δικαιούνται κάποιο χρόνο χρήσης και οι οποίοι περιοδικά τίθενται εκτός λειτουργίας για συντήρηση, αναβάθμιση. Available Potential Energy [Διαθέσιμη δυναμική ενέργειαΐ Μετεωμ. Η ατμόσφαιρα διαθέτει δυναμική ενέργεια η οποία τη βοηθά στη στρωματώδη δόμησή της. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της μετατροπής της δυναμικής ενέργειας σε κινητική των μορίων του αέρα έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι οριζόντιες ατμοσφαιρικές στοιβάδες. Available Power [Διαθέσιμη ισχύς I Φνσ. Π ισχύς που μπορεί να παρέχει θεωρητικά μια πηγή ενέργειας συνδεόμενη σ* ένα κύκλωμα. Available Power Gain [Ποσοστό Διαθέσιμης Ισχύος] Η'/χκ. Πρόκειται για το λύγο της ισχύος που μπορεί να αποδώσει στην έξοδύ του ένας ενισχυτής με το συγκεκριμένο σήμα εισόδου του σε σχέση με τη μέγιστη ισχύ που μπορεί να αποδώσει. Available Space List [Λίστα Διαθέσιμων Θέσεων Μνήμης] Υπολ. Λίστα στην οποία προστίθενται οι διευθύνσεις των θέσεων μνήμης που αποδεσμεύονται, ενώ από αυτήν επιλέγονται οι θέσεις μνήμης που ζητούνται για χρήση από προγράμματα. Avalanche [Χιονοστιβάδα] Φυσ. Το φαινόμενο του αυτοσυντηρούμενου ιονισμού μετά τον αρχικό ιονισμό μορίων ενός αερίου από φορτισμένο σωματίδιο ή φωτόνιο υψηλής ενέργειας με αποτέλεσμα τα απελευθερούμενα ηλεκτρόνια, ελκόμενα προς την κάθοδο, να προκαλούν μέσω αλυσιδωτών συγκρούσεων νέα ιόντα και τη δημιουργία χιονοστιβάδας ηλεκτρονίων π.χ. στον απαριθμητή Γκάιγκερ. Avalanche B r e a k d o w n [Μετάπτωση χιονοστιβάδας] Φνσ. Η απότομη μη καταστροφική αύξηση του ρεύματος σε ημιαγωγό τύπου επαφής ρ-η με την εφαρμογή υψηλής ανάστροφης τάσης πόλωσης που επιφέρει τον πολλαπλασιασμό των φορέων λόγω πρόκλησης αυτοσυντηρούμενου ιονισμού. Avalanche Diode [Δίοδος χιονοστιβάδας] Φνσ. Δίοδος ημιαγωγού επαφής ρ-η (συνήθως πυριτίου) στην οποία συμβαίνει μετάπτωση χιονοστιβάδας. Χρησιμοποιείται π.χ. α)ς ενισχυτής ή ταλαντωτής μικροκυμάτων. Avalanche Induced Migration [Σάρωση για αλλαγή κυκλώματος] Ηλεκτρον. Τεχνική μεταβολής της αγωγιμότητας και δημιουργίας βραχυκυκλωμάτα>ν σε σημεία ενός κυκλώματος. Στην τεχνική αυτή, εφαρμόζεται κατάλληλη τάση και προκαλείται το φαινόμενο της χιονοστιβάδας σε επαφές εκπομπού - βάσης διαφόρων τρανζίστορ αλλάζοντας τις ιδιότητες του κυκλώματος. Avalanche Noise [Θόρυβος Φαινομένου Χιονοστιβάδας] Η/χκτρον. Θόρυβος που παράγεται στην περιοχή μίας επαφής ημιαγωγών, όταν η τάση που επικρατεί προκαλεί φαινόμενα χιονοστιβάδας, δηλαδή οι επιταχυνόμενοι φορείς συγκρουόμενοι με τα ιόντα του πλέγματος δημιουργούν ζεύγη ηλεκτρονίων - οπών. Το φαινόμενο αυτό προκαλεί διαταραχές στο ρεύμα και ηλεκτρονικό θόρυβο. Avalanche Photodiode [Φωτοδίοδος χιονοστιβάδας] Φυσ. Φωτοδίοδος που χρησιμοποιεί το φαινόμενο της χιονοστιβάδας για την παραγωγή φωτορεύματος. Avalanche Voltage [Τάση χιονοστιβάδας] Φυσ. Η ανάστροφη τάση που πρέπει να εφαρμοστεί σε ημιαγωγό επαφής ρ - η για να προκληθεί μετάπτωση χιονοστιβάδας.

A n g l eOfReflection

- 174-

Avalanchc Wind [Ανεμος χιονοστιβάδας] Μετεωρ. Ο άνεμος που συνοδεύει τις κατολισθήσεις χιονιού από υπερφορτωμένες πλαγιές συγχρόνως με εκκωφαντικό θόρυβο. Avant C o r p s [Προεξέχων τμήμα] Αρχ. Είναι το τμήμα εκείνο μίας οικοδομής το οποίο προβάλλει προς τα έξω, δηλαδή εξέχει από τον κυρίως όγκο της. Οι διαστάσεις του αλλά και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχεδίασής του, ώστε να μην είναι παράνομο, καθορίζονται από τον γενικό οικοδομικό κανονισμό. Παράδειγμα προεξέχοντος τμήματος αποτελεί ένα υπόστεγο. Avenue [Λεωφόρος] Πολ. Μηχ. Είναι μια κεντρική οδική αρτηρία αστικής περιοχής. Συνήθως στις ΗΠΑ με αυτόν τον όρο ονομάζονται οι δρόμοι που έχουν κατεύθυνση βορρά - νότου, οι οποίοι όμως μαζί με τους υπόλοιπους δρόμους είναι αριθμημένοι με μία λογική σειρά εύκολα προβλέψιμη. Average 1 [Μέση τιμή] Στατ. Η μέση τιμή μιας σειράς Ν το πλήθος τιμών μιας τυχαίας μεταβλητής είναι όρος της Στατιστικής, ο οποίος ορίζεται ως το άθροισμα των γινομένων των Ν τιμών της μεταβλητής επί τις αντίστοιχες πιθανότητές τους. 'Οταν όλες οι τιμές της τυχαίας μεταβλητής έχουν την ίδια πιθανότητα, τότε η μέση τιμή ταυτίζεται ουσιαστικά με τον μέσο όρο, και ορίζεται ως το άθροισμα των Ν το πλήθος τιμών προς το πλήθος τους. Η μέση τιμή, η οποία καλείται και προσδοκώμενη ή αναμενόμενη τιμή, αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο όλες τις δυνατές τιμές της μεταβλητής. Average [Μέσος] Μαθημ. Ο αριθμητικός μέσος ενός συνόλου αριθμών. Average C u r v a t u r e [Μέση καμπυλότητα] Μαθημ. Ορίζεται για τμήμα επίπεδης καμπύλης ως το κλάσμα με αριθμητή τη διαφορά των παραγώγων των εφαπτομένων της καμπύλης στα δύο σημεία που ορίζουν το τμήμα και παρανομαστή το μήκος του τμήματος. Average Delay [Μέση καθυστέρηση] Επικοιν. Στατιστικό μέγεθος που συναντάμε κύρια σε πολυπλεκτες για την καθυστέρηση μετάδοσης ενός πακέτου. Average Deviation [Μέση απόκλιση] Μετεωρ. Παράμετρος διασποράς για οποιαδήποτε κατανομή τυχαίων μεταβλητών. Ορίζεται με βάση τη μέση τιμή της μεταβλητής και είναι περίπου ίση με τα 2/3 της τυπικής απόκλισης. Average Holding Time [Μέσος χρόνος κράτησης] Επικοιν. 1. Μέσος χρόνος προσωρινής αποθήκευσης πακέτου λόγω κίνησης. 2. Μέσος χρόνος αναμονής εξυπηρέτησης εισερχόμενης κλήσης. Average Igneous Rock [Μέσο πυριγενές πέτρωμα] Γεωλ. Θεωρητικό πυριγενές πέτρωμα που η χημική του σύσταση και η πυκνότητα του αντιπροσωπεύουν τη μέση χημική σύσταση και πυκνότητα των πραγματικών πετρωμάτων της ιζηματογενούς στοιβάδας (πάχους 0 έως 20 χλμ.) του εξωτερικού στερεού φλοιού της γης. Average I n f o r m a t i o n Content [Μέσο περιεχόμενο πληροφορίας] Επικοιν. Μέσος όγκος ενός μηνύματος που παραλαμβάνει ο παραλήπτης. Average Limit Of Ice [Μέσο όριο πάγου] Γεωλ. Σχηματισμός πάγου που θεωρητικά λαμβάνεται ως φυσιολογικό όριο πάγου για δεδομένη χρονική περίοδο. Average Line Loss [Μέση απώλεια γραμμής] Επικοιν. Μέση απώλεια σήματος για μια γραμμή για μια περίοδο. Average Molecular Weight ΙΜέσο μοριακό βάρος]

Χημ. Το μοριακό βάρος που αντιπροσωπεύει ένα μίγμα πολυμερών υπολογιζόμενο θεωρητικά ως μέσος όρος των μοριακών βαρών των συστατικών πολυμερών ενώσεων. Average Noise Figure [Μέσος Θόρυβος Λειτουργίας] Ηλεκ. Μέγεθος που χαρακτηρίζει το θόρυβο λειτουργίας ενός ενισχυτή. Επειδή ο θερμικός θόρυβος στην έξοδο ενός ενισχυτή είναι αναπόφευκτος, το μέγεθος αυτό ισούται με το πηλίκο της ισχύος του θορύβου λειτουργίας του ενισχυτή προς την ισχύ του θερμικού θορύβου, μετρημένη σε ύλο το εύρος συχνοτήτων. Average Power O u t p u t [Μέση Αποδιδόμενη Ισχύς] Ηλεκ. Ορίζεται για την έξοδο ενός ενισχυτή διαμορφωμένων σημάτων υψηλών συχνοτήτων. Η μέση τιμή υπολογίζεται από την ενέργεια που αποδίδεται σε κάθε κύκλο λειτουργίας του ενισχυτή. Average T r a f f i c Flow [Μέσος ρυθμός κυκλοφορίας] Επικοιν. Μέσος όρος πακέτων ή απλά bits σε κάποιο σημείο ανά μονάδα χρόνου. Average Wind [Μέσος άνεμος] Μετεωρ. Θεωρητικός άνεμος που προκύπτει ως σύνθεση των πραγματικών ανέμων σε δεδομένη χρονική περίοδο. Averaging [Μέση Τιμή] Ηλεκτρον. Τεχνική κατά την οποία, το ίδιο σήμα μεταδίδεται πολλές φορές και καταγράφεται η μέση τιμή του. Στην τιμή αυτή, ο τυχαίος θόρυβος αποδεικνύεται ότι είναι τόσο μικρότερος όσο περισσότερες επαναλήψεις έγιναν. Η τεχνική χρησιμοποιείται για τη μείωση του θορύβου του σήματος. Aviation [Αεροπορία] Μηχ. Ο θεωρητικός και τεχνολογικός σχεδιασμός για εναέρια πτήση με συσκευές βαρύτερες του αέρα καθώς και οι παράγωγες βιομηχανίες. Aviation Gasoline [Αεροπορικό καύσιμο] Μηχ. Καύσιμο κατάλληλο για χρήση στους κινητήρες των αεροσκαφών. Πρέπει να παρουσιάζει υψηλή θερμική σταθερότητα και χαμηλή διαβρωτική βάση. Οι δείκτες ποιότητας του είναι, κυρίως, η πυκνότητα και η θερμογόνος δύναμη. Aviation W e a t h e r Forecast [Δελτίο καιρού αεροπορίας] Μετεωρ. Ιδιαίτερα χρήσιμη, για τις εναέριες συγκοινωνίες, μελέτη για τις κλιματολογικές συνθήκες που θα επικρατήσουν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πάνω από έναν ορισμένο τόπο ενδιαφέροντος. Aviation W e a t h e r Observation [Παρατήρηση καιρού] Μετεωρ. Μελετη εξειδικευμένη σε ορισμένα μετεωρολογικά στοιχεία που επηρεάζουν άμεσα την αεροπορία. Avogadro's Law [Νόμος του Αβογκάντρο] Φυσ. Αρχή των ιδανικών αερίων σύμφωνα με την οποία ίσοι όγκοι διαφορετικών αερίων, που βρίσκονται στην ίδια θερμοκρασία και πίεση, περιέχουν ίσο αριθμό μορίων. A v o g a d r o ' s N u m b e r [Αριθμός Αβογκάντρο] Φυσ. Παγκόσμια σταθερά της φυσικής. Ισούται με τον αριθμό των μορίων σ' ένα γραμμομόριο ή των ατόμων σ' ένα γραμμοάτομο οποιασδήποτε χημικής ουσίας. Η τιμή του είναι 6,022136 Χ ΙΟ23. Συμβολίζεται με L. Avogram [Αβογραμμάριοί Φυσ. Μονάδα μάζας που ισούται μ' ένα γραμμάριο προς τον αριθμό Αβογκάντρο. Avoirdupois Weight [Μάζα στο Αγγλοσαξονικό σύστημα] Φνσ. Η βασική μονάδα μάζας είναι η λίβρα που ισούται με 453,59 γραμμ. Πολλαπλάσια αυτής είναι ο βραχύς τόνος ίσος με 2000 λίβρες (0,907 χλμ.) και ο μακρύς τόνος ίσος με 2240 λίβρες (1,016 χλμ.). Υποδιαιρέσεις της λίβρας είναι η ουγγιά που ισούται

- 175με το 1/16 της λίβρας (28,39 γραμμ.) και το δράμιο που ισούται με το 1/16 της ουγγιάς (1,771 γραμμ.). A W A C S [Ιπτάμενα Ραντάρ] Αεροναυτ. Αεροπλάνα που φέρουν κεραία ραντάρ για την ανίχνευση στόχων στο έδαφος, στον αέρα και στη θάλασσα. Τα αεροπλάνα αυτά λέγονται και ιπτάμενα ραντάρ και μπορούν να κατευθύνουν φίλιες δυνάμεις για την αναχαίτιση και καταστροφή των στόχων αυτών. Awning Deck [Κατάστρωμα κάλυψης] Νανπηγ. Βοηθητικό πλευρικό κατάστρωμα κατά μήκος του πλοίου, το οποίο είναι υπερυψιομένο ως προς το κύριο κατάστρωμα, παρέχοντας προστασία από την κακοκαιρία και σκίαση. Awning Window [Παράθυρο τύπου παραπετάσματος] Οικοδ. Είναι τύπος παραθύρου, του οποίου τα φύλλα αποτελούνται από ορθογώνια ανεξάρτητα τμήματα, διατεταγμένα στην σειρά και στερεωμένα με αρθρώσεις στην επάνω οριζόντια πλευρά τους. Το καθένα από τα φύλλα αυτά ανοίγει περιστρεφόμενο περί την δική του άρθρωση με αποτέλεσμα ο τύπος αυτού του παραθύρου να έχει το πλεονέκτημα να μην επιτρέπει την είσοδο του βρόχινου νερού εντός της οικίας αλλά συγχρόνως να εισέρχεται ο αέρας. Axes [Αξονες] Μαθημ. 1.Αξονες συντεταγμένων είναι το ζεύγος των προσανατολισμένων κάθετων ευθειών με μοναδιαίο διάνυσμα που αποτελούν το σύστημα συντεταγμένων με βάση το οποίο προσδιορίζεται η θέση κάθε σημείου. 2.Χαρακτηριστικές ευθείες στις ελλείψεις και τις υπερβολές. Axes Of An A i r c r a f t [Αξονες ενός αεροσκάφους] Αεροπ. Οι τρεις κύριοι άξονες ενός αεροσκάφους : ο διαμήκης άξονας κατά μήκος του επίπεδου συμμετρίας, ο άξονας τάσης στροφής κάθετος στο επίπεδο συμμετρίας και ο πλευρικός άξονας κατά εγκάρσια διεύθυνση. Axes Of Inertia [Αξονας αδράνειας] Φυα. Οι τρεις κύριοι άξονες αδράνειας ενός στερεού σώματος που είναι οι άξονες ελάχιστης και μέγιστης ροπής αδράνειας και ο εγκάρσιος προς αυτούς άξονας. Axial Angle [Αξονική γωνία] Φυσ. Σ' ένα διπλοδιαθλαστικό διάξονα κρύσταλλο (του ρομβικού, του τρικλινούς και του μονοκλινούς συστήματος), η γωνία ανάμεσα στους δύο οπτικούς άξονες κατά τη διεύθυνση των οποίων το φως δεν υφίσταται διπλή διάθλαση. Axial Compression [Αξονική συμπίεση] Μηχ. Ασκηση πίεσης παρ άλληλα με τον άξονα για τη μείωση του όγκου. Axial Flow C o m p r e s s o r [Συμπιεστής αξονικής ροής] Μηχαν. Αποτελεί κατηγορία των συσκευών συμπίεσης ρευστών, των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην επιτάχυνση του ρευστού σε κατεύθυνση παράλληλη με τον άξονα περιστροφής της συσκευής. Axial Flow P u m p [Αντλία αξονικής ροής] Μηχαν. Αποτελεί κατηγορία των συσκευών άντλησης ρευστών, στις οποίες το ρευστό μεταφέρεται κατά διεύθυνση παράλληλη της έλικας της αντλίας. Ονομάζεται και αντλία έλικας. Χαρακτηρίζεται από απλή μηχανική κατασκευή, σχετικά μεγάλο χρόνο ζωής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άντληση υγρών και στερεών αιωρημάτων. Axial Hydraulic T h r u s t | Αξονική υδραυλική ώθηση] Μηχ. Μηχ. Η συνισταμένη των δυνάμεων που δρουν κατά την αξονική διεύθυνση πάνω στις πτερωτές μίας αντλίας. Axial M o m e n t Of Inertia [Ροπή αδράνειας ως προς άξονα περιστροφής] Φνσ. Για στερεό σώμα που περι-

Axis Of Ordinates

στρέφεται ως προς μόνιμο άξονα με σταθερή γωνιακή ταχύτητα, η ροπή αδράνειας Θ = Σηη η2 όπου mt η μάζα ενός υλικού σημείου του σώματος και η η απόσταση του από τον άξονα περιστροφής. Axial Nozzle [Αξονικό ακροφύσιο] Μηχ. Μηχ. Ακροφύσιο τοποθετημένο στην είσοδο ή έξοδο ενός εναλλάκτη θερμότητας, παράλληλα στο διαμήκες επίπεδο συμμετρίας του. Axial Plane [Αξονικό επίπεδο] Φυσ. Νοητό επίπεδο που αποτελεί στοιχείο συμμετρίας ενός κρυστάλλου, ως προς το οποίο παρατηρείται συμμετρική διάταξη των εδρών, κορυφών και ακμών του κρυστάλλου. Στην περίπτωση των διπλοδιαθλαστικών διαξόνων κρυστάλλων (του ρομβικού, του τρικλινούς και του μονοκλινούς συστήματος) το επίπεδο το οριζόμενο από τις διευθύνσεις των δύο οπτικών αξόνων. Axial Ratio [Αξονικός λόγος] Φνσ. Σε ελλειπτικά πολωμένο κύμα π.χ. φως, ο λόγος του μεγάλου άξονα προς το μικρό άξονα της έλλειψης που σχηματίζεται από την προβολή του ανύσματος του κυματοδηγού σε επίπεδο κάθετο στη διεύθυνση διάδοσης του κύματος. Axial Symmetry [Αξονική συμμετρία] Μαθημ. Μετασχηματισμός ενός γεωμετρικού σημειοσυνόλου ως προς άξονα που αντιστοιχεί κάθε σημείο Α του σημειοσυνόλου σε ένα σημείο Β έτσι ώστε το τμήμα ΑΒ να διχοτομείται από τον άξονα συμμετρίας ενώ είναι κάθετο προς αυτόν. Axinite [Αξινίτης] Γεωλ. Ορυκτό που συναντάται σε ασβεστούχα πετρώματα υπό μορφή κρυστάλλων, διαφόρων αποχρώσεων, του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα περίπου 6,5 στην κλίμακα Μος. Axiom [Αξίωμα] Μαθημ. Μαθηματικές προτάσεις κοινά αποδεκτές ως αληθείς χωρίς να υπάρχει τεκμηριωμένος συλλογισμός που να τις αποδεικνύει. Τα αξιώματα έχουν μεγάλη αξία για τα μαθηματικά γιατί πάνω τους στηρίζονται πολλές θεωρίες. Axiom Of Archimedes [Αξίωμα Αρχιμήδη] Μαθημ. Το αξίωμα Αρχιμήδη ή αλλιώς Αρχιμήδεια ιδιότητα υποστηρίζει ότι: για κάθε ζεύγος πραγματικών αριθμών (α,β) όπου α<β τότε υπάρχει ένας φυσικός αριθμός ν τέτοιος ώστε β<να. Axis Of Abscissas [Αξονας τετμημένων] Μαθημ. II προσανατολισμένη ευθεία πάνω στην οποία μετράται η τετμημένη κάθε σημείου στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. Η ευθεία έχει οριζόντια διεύθυνση, θετική φορά προς τα δεξιά και ορισμένη μονάδα μέτρησης. Axiom Of Choice [Αξίωμα επιλογής] Μαθημ. Έστω Α μια κλάση μη κενών υποσυνόλων ενός συνόλου Β. Υπάρχει αντιστοιχία f από το Α στο Β τέτοια ώστε f(X) ανήκει στο Χ για κάθε Χ που ανήκει στο Α. Το αξίωμα ανήκει στη θεωρία συνόλων και προσδιορίστηκε από τον Γάλλο μαθηματικό Borcl. Axis' [Αξονας] Μαθημ. 1. Κάθε ευθεία αναφορά ενός συστήματος συντεταγμένων ως προς την οποία υπολογίζονται οι μετρήσεις γωνιών ή αποστάσεων. 2. Κάθε ευθύγραμμο τμήμα γύρω από το οποίο ένα γεωμετρικό σχήμα είναι συμμετρικό. 3. Προσανατολισμένη ευθεία πάνω στην οποία έχει οριστεί ένα σημείο ως αρχή και ένα διάνυσμα ως μονάδα μέτρησης. Axis 2 [Αξοναςί Μηχ. Ευθεία γραμμή γύρω από την οποία ένα σώμα μπορεί να περιστραφεί ή που λειτουργεί ως ευθεία αναφοράς για όλα τα σημεία ενός σώματος ή διάταξης. Axis Of Ordinates [Αξονας τεταγμένων] Μαθημ. Η προσανατολισμένη ευθεία πάνω στην οποία μετράται η

Angle Of Reflection

- 176-

τεταγμένη κάθε σημείου στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. Η ευθεία έχει κατακόρυφη διεύθυνση, θετική φορά προς τα πάνω και ορισμένη μονάδα μέτρησης. Axis Of Rotation [Αξονας περιστροφής] Φυσ. Λέγεται η νοητή ευθεία γύρω από την οποία στρέφεται ένα σώμα έτσι ώστε όλα τα σημεία του να διαγράφουν κυκλικές τροχιές με κέντρο αυτή και με επίπεδα κάθετα σ' αυτή. Axis Of Symmetry 1 [Αξονας συμμετρίας] Μαθημ. Η ευθεία ως προς την οποία μετασχηματίζεται ή ανακλάται ένα γεωμετρικό σχήμα. Axis Of Symmetry 2 [Αξονας συμμετρίας] Φυσ. Λέγεται η νοητή ευθεία γύρω από την οποία ένα σχήμα είναι συμμετρικό. Axis Of Torsion [Αξονας στρέψης] φυσ. Ο άξονας γύρω από τον οποίο εκτελείται η ελικοειδής περιστροφή ενός στερεού σώματος κατά την στρέψη αυτού υπό την επίδραση στρεπτικής ροπής. Axle [Αξονας] Μηχ. Ονομάζεται στη μηχανολογία κάθε τμήμα μιας μηχανής που υποστηρίζει την ταλάντωση ή τη στρέψη άλλων εξαρτημάτων της γύρω από αυτόν π. χ. η εφαρμογή του άξονα στην κίνηση των τροχών, Διακρίνονται σε κινητήριους (που συμμετέχουν στην κίνηση) και φέροντες (που δεν συμμετέχουν στην κίνηση). Axle Box [Θήκη του άξονα] Μηχ. Υποδοχή που φέρει τα έδρανα του άξονα μιας μηχανής για την σύνδεσή του μ' ένα άλλο κινούμενο εξάρτημα π.χ. με τους τροχούς του αυτοκινήτου. Axle Grease [Γράσο του άξονα] Μηχ. ΙΙαχύρρευστη λιπαντική ουσία κατάλληλου ιξώδους για τη λίπανση • του άξονα στα έδρανα ώστε να αποφεύγεται η φθορά του λόγω τριβής. Axle Ratio [Λόγος του άξονα] Μηχ. Ο αριθμός που παριστάνει τη σχέση ανάμεσα στις περιστροφές του άξονα και τις περιστροφές των τροχών ανά λεπτό. Axometer [Αξονόμετρο] Φυσ. Όργανο για τον καθορισμό του οπτικού άξονα των φακών, κυρίως αυτών που χρησιμοποιούνται στα γυαλιά όρασης. Μετρά την απόσταση των οφθαλμών τόσο μεταξύ τους όσο και προς το σημείο στήριξης τους. Axonometric Projection [Αξονομετρική προβολή] Σχεδ. Είναι ένας τρόπος τριασδιάσταστής απεικόνισης μίας κατασκευής έτσι ώστε να υπάρχει η μετρητική δυνατότητα και επί της διάστασης του ύψους. Για το σκοπό αυτό η κάτοψη είναι στραμμένη κατά μία γνωστή γωνία, συνήθως 30° ή 45° μοιρών, και όλες οι κατακόρυφες ευθείες είναι σχεδιασμένες από τις γωνίες ώστε να απεικονίζουν την ανωδομή της κατασκευής. Azel Display [Απεικόνιση δεδομένων σε ραντάρ] Ηλεκ. Τρόπος ταυτόχρονης απεικόνισης σε μία οθόνη των δεδομένων δύο ή περισσότερων ραντάρ. Συνήθως τα ραντάρ παρέχουν συμπληρωματικά στοιχεία για τον στόχο, όπως ανύψωση και διόπτευση - αζιμούθιο. Azelaic Acid [Αζελαϊκό οξύ] Χημ. Οργανικό δικαρβονικό οξύ HOOC(CH2)7COOH. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, ελάχιστα διαλυτούς στο νερό αλλά διαλυτούς στην αλκοόλη. Azeotropic M i x t u r e [Αζεοτροπικό μίγμα] Χημ. Μίγμα υγρών στο οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απλή κλασματική απόσταξη για τον διαχωρισμό των συστατικών του επειδή βράζει σαν να επρόκειτο για ένα μόνο ενιαίο υγρό σε σταθερή θερμοκρασία, που μπορεί να είναι ψηλότερη ή χαμηλότερη από την αντίστοιχη

των συστατικών του. Azide [Αζίδιο] Χημ. Χημική ουσία παράγωγο του υδραζωτικού οξέος, που περιέχει μία ή περισσότερες αζιδικές ομάδες - Ν3. Υπάρχουν ανόργανα και οργανικά αζίδια. Ορισμένα αζίδια των μετάλλων είναι ισχυρές εκρηκτικές ενώσεις. Azimuth 1 [Αζιμούθιο] Αστρον. Γωνία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης ενός ουράνιου σώματος. Σχηματίζεται από το κατακόρυφο επίπεδο που ορίζουν το σημείο παρατήρησης και το ουράνιο σώμα και το κάθετο επίπεδο του μεσημβρινού που περνάει από το σημείο παρατήρησης. Υπολογίζεται με κατεύθυνση βορειοανατολική από 0 έως 360 μοίρες, Azimuth 2 [Αζιμούθιο] Γεωδ. Στην Τοπογραφία και στη Γεωδαισία με τον όρο αυτόν ονομάζεται η οριζόντια γωνία που σχηματίζεται, κατά την ωρολογιακή πάντα φορά, μεταξύ της διεύθυνσης του βορρά και της εκάστοτε διεύθυνσης της οποίας ορίζεται το αζιμούθιο. Το αζιμούθιο μετριέται σε μοίρες μεταξύ 0° και 360°. Σαν ετυμολογία ο όρος έχει προκύψει από την αραβική γλώσσα. Azimuth Blanking [Αζιμουθιακή διακοπή ή κενό] Ηλεκ. Διακοπή λήψης ενός ραντάρ σε συγκεκριμένες περιοχές αζιμούθιας γωνίας. Μπορεί να γίνεται για την αποφυγή αντιμέτρων εκπεμπόμενων στη διεύθυνση αυτή. Azimuth E r r o r [Σφάλμα αζιμούθιου] Αστρον. Σφάλμα κατά τη μέτρηση του αζιμούθιου λόγω της φαινομενικής πλάγιας μετατόπισης ενός αστέρα σε σχέση με την πραγματική του θέση. Το σφάλμα αυτό είναι μηδενικό στο ζενίθ ενώ μεγαλώνει προς τον ισημερινό. Azimuth Resolution [Διακριτική Ικανότητα Αζιμούθιου - Διόπτευσης] Ηλεκ. Χαρακτηριστική διακριτική ικανότητα ενός ραντάρ. Πρόκειται για τη μικρότερη δυνατή διαφορά στην αζιμούθια γωνία - διόπτευση δύο στόχων που απέχουν ίδια απόσταση από τη θέση του ραντάρ, ώστε αυτοί να αναγνωρίζονται ως διαφορετικοί. Εξαρτάται κυρίως από το γωνιακό εύρος της δέσμης που στέλνει το ραντάρ, Azimuth Tables [Πίνακες αζιμούθιου] Αστρον. Πίνακες οι οποίοι αποτελούνται από τις μετρήσεις του αζιμούθιου για τα ουράνια σώματα. Λαμβάνοντας υπόψη τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων οι πίνακες αυτοί αναγράφουν τις διάφορες θέσεις που μπορεί ένα σώμα να λάβει στην ουράνια σφαίρα, Azimuthal C h a r t [Αζιμουθιακό διάγραμμα] Μαθημ. Διάγραμμα μιας αζιμουθιακής προβολής. Λέγεται και ζενιθιακό διάγραμμα. Azimuthal Projection [Αζιμουθιακή προβολή] Τοπογρ. Είναι ένας χάρτης πάνω στον οποίο ο προσανατολισμός κάθε διεύθυνσης έχει καταγραφεί με την βοήθεια του αζιμούθιου σε σχέση με ένα κεντρικό σημείο αναφοράς. Azine [Αζίνη] Χημ. Κατηγορία ετεροκυκλικών ενώσεων που στο δακτύλιο τους περιέχουν δύο τουλάχιστον διαφορετικά άτομα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι άζωτο. Έχουν συμπεριφορά βάσης και σε αντίδραση με οξέα δίνουν άλατα. Βρίσκουν εκτεταμένη χρήση σε φαρμακευτικά προϊόντα και σε χρώματα. Azine Dyes [Αζινοβαφές] Χημ. Οργανικές χρωστικές ουσίες σε ποικιλία χρωμάτων με χρήση στη βαφή υλικών όπως το μαλλί, το βαμβάκι κ.λ.π. καθώς και στην επεξεργασία των φωτογραφιών. Στη βάση της σύνθεσης τους βρίσκεται η ομάδα των αζινών π.χ. τα χρώματα της ακριδίνης, της οξαζίνης κ.λ.π.

- 177Λζο- [Αζω-] Χημ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ονομασία σειράς χημικών ενώσεων που στη σύνθεση τους περιλαμβάνεται αζωομάδα - Ν = Ν -. ΛΖΟ C o m p o u n d [Αζωένωση] Χημ. Είναι οργανική ένωση που περιέχει μία ή περισσότερες αζωομάδες - Ν = Ν- η οποία ως χρωμοφόρος ομάδα τους προσδίδει χρωματισμό. Χρησιμοποιούνται ως βαφές, ως χημικοί δείκτες κ.λ.π. Azo Dyes [Αζωχρώματα] Ομγ. Χημ. Δηλώνει μια σημαντική κατηγορία συνθετικών, οργανικών χρωμάτων, τα οποία παράγονται με αντιδράσεις σύζευξης διαζωνιακών αλάτων. Διακρίνονται σε όξινα, βασικά, απ1 ευθείας βάφοντα, προστύψεως, αναγωγής, αναπτύξεως και χρώματα διασποράς, ανάλογα με το μηχανισμό που ακολουθείται για την αντίδραση βαφής. Azobenzene [Αζωβενζόλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος του αζωβενζολίου είναι Ar-N=N-Ar. Έχει μοριακό βάρος 182,22 και περιλαμβάνει δύο ισομερείς μορφές. Η cis μορφή έχει σημείο τήξεως 71 °C, ενώ η trans έχει 68,5 °C. Πρόκειται για έντονα χρωματισμένες ενώσεις, διαλυτές σε αιθανόλη, διαιθυλαιθέρα και βενζόλιο. Υποκατεστημένα παράγωγά τους χρησιμοποιούνται ως χρώματα. Azonal Soil [Αζωνικό έδαφος] Γεωλ. Κάθε έδαφος που δεν παρουσιάζει ιστό συγκεκριμένης ανάπτυξης είτε γιατί βρίσκεται σε ενδιάμεσο στάδιο της εξέλιξης του είτε λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Azores High [Αζορών υψηλό] Μετεωμ. Αντικυκλώνας ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή του Ατλαντικού ωκεανού στο βόρειο ημισφαίριο με κέντρο στα νησιά των Αζορών. Παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα και επη-

Azurmalachite

ρεάζει άμεσα το κλίμα της Ευρο')πης γιατί τους καλοκαιρινούς μήνες διακλαδίζεται πάνω από τη νότια περιοχή της ηπείρου και ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Azoxy C o m p o u n d [Αζωξική ένωση] Χημ. Κρυσταλλική ένωση που προκύπτει από την οξείδωση μιας αζωένωσης. Azoxybenzene [Αζωοξυβενζόλιοί Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι ΑΓ-ΝΟ=Ν-ΑΓ. Έχει μοριακό βάρος 198,22 και εμφανίζεται σε δύο ισομερείς μορφές. Η cis ένωση έχει σημείο τήξεως 87 °C, ενώ η trans έχει 36 °C. Με θέρμανση, παρουσία θειικού οξέος, σχηματίζουν πυδροξυ-αζωβενζόλια. Azulite ΙΑζουλίτης] Γεωλ. Μία από τις ποικιλίες του σμιθσονίτη, του ορυκτού ανθρακικού ψευδαργύρου, από τα σημαντικά μεταλλ*:ύματα του ψευδαργύρου. Συναντάται σε κυανόλευκους κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα περίπου 5 στην κλίμακα Μος. Azurite [Λζουρίτης] Γεωλ. Είναι ορυκτό ανθρακικού χαλκού, αξιόλογο μετάλλευμα χαλκού. Έχει χρώμα ζωηρό μπλε, στιλπνή υαλώδη λάμψη και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Συχνά χρησιμοποιείται αντί του σαπφείρου ως πολύτιμος λίθος κατώτερης αξίας. Παρουσιάζει σκληρότητα περίπου 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος. Azurmalachite [Αζουρομαλαχίτης] Γεωλ. Σύμπλεγμα χαλκούχων ορυκτών, του βαθυκύανου αζουρίτη με ραβδώσεις του σμαραγδοπράσινου μαλαχίτη. Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος, για τη κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων κ.λ.π.

- 178 -Born-OppenheimerApproximation

Acridinc 7

6

Alizarin

Alkannin

GH=C-

CH 3 CH 3

SO^Na Alkyl benzene Sulfonates

CH \

1 -amino-anthraquinone

\

( C H 2 ) 3 C I 13 ( C H 2 ) 5 C H 3

Ba ΙΒάριο] Χημ. Ιϊ συντομογραφία του στοιχείου βάριο στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. B a a b e ' s Window [Παράθυρο του Baabe's] Φυσ. Περιοχή του ουρανού με ελάχιστη φωτεινότητα. Βρίσκεται 4° από το κέντρο του γαλαξία μας. Babbitt Metal [Μέταλλο Μπάμπιτ] Φυσ. Σύνολο λευκών κραμάτων εδράνων με χαμηλό συντελεστή τριβής με βάση τον κασσίτερο ή το μόλυβδο. Τα πρώτα αποτελούνται από 90% κασσίτερο, 7-10% αντιμόνιο, 16% χαλκό και συχνά μόλυβδο έως 5% ενώ τα δεύτερα από 75- 83% μόλυβδο, 1-10% κασσίτερο και 15% αντιμόνιο. Babble [Παραφωνία] Επικοιν. Ταυτόχρονη μετάδοση τουλάχιστον 2 σημάτων στο ίδιο κανάλι, ίδια συχνότητα. Babcock Coefficient Of Friction [Συντελεστής Τριβής του Babcock] Φνσ. Ο συντελεστής τριβής που υπολογίζεται για ροή αερίου σε κυλινδρικό αγωγό, με χ ρ ή σ η εμπειρικής εξίσωσης, ως συνάρτηση της διαμέτρου του αγωγού. Babinet C o m p e n s a t o r [Αντισταθμιστής Μπάμπινετ] Φυσ. Όργανο για τη ρύθμιση της γωνίας αντιστάθμισης κατά τη μετατροπή ελλειπτικά πολωμένου φωτός σε γραμμικό. Αποτελείται από δύο κατάλληλα τοποθετημένα σφηνοειδή πρίσματα, κυρίως από χαλαζία, με τους οπτικούς τους άξονες κάθετους μεταξύ τους. Babinet Principle [Αρχή των Συμπληρωματικοί Πετασμάτων του Babinet] Οπτικ. Αρχή σχηματισμού των ειδώλων περίθλασης η οποία λέει ότι, εάν δύο αντικείμενα είναι συμπληρωματικά, δηλαδή και τα δύο μαζί δημιουργούν ένα πλήρες πέτασμα φωτός, η εικόνα περίθλασης των δύο αντικειμένων ταυτίζεται. Babo's Law [Νόμος του Μπάμπο] Φυσ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο η πίεση των ατμών ενός υγρού κατά την προσθήκη μιας μη πτητικής διαλυτής ουσίας μειώνεται αναλογικά με τη συγκέντρωση της προστιθέμενης ουσίας. Back Azimuth [Αρνητικό/ Αντίθετο αζιμούθιοί Ναυπ. Αζιμούθιο στην ναυπηγική είναι η διεύθυνση ενός αντικειμένου ως προς κάποιον παρατηρητή. Αρνητικό/ Αντίθετο αζιμούθιο είναι αυτό με διαφορά 180° ή 200 βαθμών (grads), αντίστροφα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού από ένα δοσμένο αζιμούθιο. Back Beach [Οπισθοπλησίαλος παραλία] Απομακρυσμένη παράκτια ζώνη που καλύπτεται από θάλασσα μόνο στις περιπτώσεις τρικυμίας. Back Bond [Δεσμός συδετικός] Φοσ. Πρόκειται για το δεσμό που σχηματίζεται μεταξύ των ατόμων της επιφάνειας ενός υλικού και των αμέσως γειτονικών εσω-

τερικών ατόμων. Λόγω μειωμένης συμμετρίας της επιφανείας η ενέργεια των δεσμών αυτών διαφέρει από των υπολοίπων. Back Boxing [Παρειά κάσας παραθύρου] Πολ. Μηχ. -> Baeklining Back Coated M i r r o r [Καθρέπτης με Μεταλλίκι] Επικάλυψη της Πίσω Επιφάνειάς του] Οπτικ. Το απλούστερο είδος καθρέπτη, κατασκευασμένο με επικάλυψη της μίας επιφάνειας του γυαλιού με ένα μέταλλο. Αν φωτεινές ακτίνες εισέλθουν από τη μη επικαλυμμένη επιφάνεια του γυαλιού τότε ανακλώνται πλήρως. Back Diode [Δίοδος Αντίστροφης Πόλ.ωσης] ΙΙλεκ. Αναφέρεται σε δίοδο που χρησιμοποιεί το ρεύμα διαρροής και λειτουργεί με αντίστροφη πόλωση. Στην κατάσταση αυτή η δίοδος παρουσιάζει αρνητική αντίσταση δηλαδή όταν αυξάνεται η τάση το ρεύμα μειώνεται λόγω διεύρυνσης της ζώνης απογύμνωσης φορέων. Back Door [Πίσω πόρτα] Επικοιν. Ο τρόπος που μπαίνει κανείς σε προστατευμένα συστήματα δια της πλαγίας οδού πχ από αφύλακτες επικοινωνιακές πόρτες. Back D r a f t D a m p e r [Καπνοφράκτης αναρροής] Μηχ. Μηχ. Τύπος συσκευής καπνοφράκτη που επιτρέπει την δίοδο του αέρα μόνο κατά μία κατεύθυνση με την περιστροφή πτερωτής για την αποφυγή δημιουργίας ρεύματος επιστροφής του διερχόμενου αερίου. Back E.M.F. [Αντιηλεκτρεγ^ρτική Δύναμη] Ηλεκ. Πρόκειται για ηλεκτρεγερτική δύναμη που παρουσιάζει στα άκρα της μια συσκευή, με πολικότητα που αντιτίθεται στο ρεύμα που την διαρρέει. Παρουσιάζεται σε συσκευές που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια μετατρέποντάς την σε μηχανική ή χημική ενέργεια, όπως π.χ. σε ένα μοτέρ ή σε μια μπαταρία όταν φορτίζεται. Back Echo Reflection [Ηχώ Στόχου Πολλαπλών Ανακλάσεων] Ηλεκ. Πρόκειται για την ανάκλαση της ακτινοβολίας ενός ραντάρ από ένα στόχο, η οποία όμως δεν προέρχεται κατευθείαν από την κεραία του ραντάρ, αλλά από ανακλάσεις της σε άλλα αντικείμενα, π.χ. βουνά. Back Emission Electron Radiography [Ραδιογραφία Εκπομπής Ηλεκτρονίων] Ηλεκ. Μέθοδος προσδιορισμού της σύστασης της επιφάνειας ενός υλικού η οποία συνίσταται στην καταγραφή και ανάλυση του ενεργειακού φάσματος; των εκπεμπόμενων ηλεκτρονίων από την επιφάνεια του υλικού όταν σε αυτό προσπίπτουν ακτίνες Χ. Back End [Όπισθεν τελικού σημείου] Επικοιν. Εργασίες παρασκηνίου για το διανομέα ενός δικτύου ή για τη

Back G o u d s m i t h Effect

-

180-

διαχείριση των δεδομένων του (τελικού) χρήστη πχ με μεθόδους Data Mining. Back Goudsmith Effect [Φαινόμενο Back Goudsmith] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο με σχετικά ασθενή εξωτερικά μαγνητικά πεδία, ισχυρότερα του μαγνητικού πεδίου της υπέρλεπτης υφής, αίρεται η σύζευξη της πυρηνικής και της ηλεκτρονικής μαγνητικής ροπής. Back G u t t e r [Υδρορροή] Πολ. Μηχ. Μια υδρορροή που σκοπό έχει να απομακρύνει τα όμβρια ύδατα μιας κεκλιμένης στέγης. Η υδρορροή αυτή τοποθετείται έτσι ώστε να εξαναγκάζει το νερό να κινείται περιμετρικά της καμινάδας. Back Haul Connection [Σύνδεση μπρος πίσω] Επικοιν. Η χρήση απομακρυσμένων σταθμών για προσέγγιση ενός κοντινότερου πχ για διευκόλυνση λόγω φόρτου δικτύου. Back J a m b [Παρειά κάσας παραθύρου] Πολ. Μηχ. —>Backlining Back Lobe [Λοβός Ακτινοβολίας Οπίσθιας Κατεύθυνσης] Ηλεκ. Σε μια κεραία κατευθυνόμενης ακτινοβολίας εκτός του κύριου λοβού της ακτινοβολίας της κεραίας υπάρχει και ο λοβός ακτινοβολίας αντίθετης κατεύθυνσης. Για τη μείωση της έντασης του κύματος του λοβού της αντίθετης ακτινοβολίας προστίθενται ειδικοί ανακλαστήρες στην κεραία. Back Nailing [Κάρφωμα, στερέωση] Πολ. Μηχ. Το κάρφωμα μιας πλάκας αναρτημένης οροφής στις σανίδες εσωδομής-υπόστρωσης ώστε να μη μετακινούνται. Back Off [Ξεμοντάρω, ξεβιδώνω, αποσύρω] Πολ. Μηχ. Η απομάκρυνση βίδας, εργαλείων ή τμημάτων από το έργο που κατασκευάζεται. Back Painting [Εσωτερικό βάψιμο σανιδώματοςΙ Πολ. Μηχ. Το βάψιμο της εσωτερικής πλευράς των σανίδων επίστρωσης ενός τοίχου. Είναι απαραίτητο για την παρεμπόδιση του λυγισμού τους, που μπορεί να προκληθεί λόγω του βαψίματος της εμφανούς όψης. Back Propping Reshoring [Φέρουσες στηρίξεις] Πολ. Μηχ. 1. Τα υποστυλώματα που φέρουν την πλάκα σκυροδέματος. Μπορεί να είναι κολώνες ή και τοιχία, φέρουν επίσης και τα φορτία της πλάκας. 2. Δοκοί αντιστήριξης τοίχου. Αποτελούν βοηθητικές στηρίξεις για την ενίσχυση της αντοχής φέροντος τοίχου. Back Radiation [Ακτινοβολία Αντίθετης Κατεύθυνσης] Ηλεκ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οιαδήποτε ακτινοβολία εκπέμπεται σε αντίθετη κατεύθυνση από τη βασική κατεύθυνση εκπομπής. -> Backscattering

Παρατηρείται σε οπτικά μέσα όταν γίνεται μετάδοση προς την αντίθετη κατεύθυνση πχ σε περιπτώσεις συνδέσμων. Back Siphonage [Αντίστροφος σιφωνισμός] Πολ. Μηχ. Η αντιστροφή της προγραμματισμένης ροής ύδατος σε ένα σύστημα αγωγών, αντλιών και λεκανών με αποτέλεσμα την εισροή λυμάτων από τους αγωγούς αποχέτευσης στους αγωγούς παροχής καθαρού νερού λόγω υποπίεσης. Back Sweetening [Επαναγλύκανση] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία μείωσης της περίσσειας θείου που περιέχεται στο πετρέλαιο, με προσθήκη μερκαπτανών, οι οποίες αντιδρούν με το ελεύθερο θείο προς σχηματισμό δισουλφιδίων. Back Titration [Επαναογκομέτρηση] Χημ. Πρόκειται για ογκομετρική ανάλυση, όπου προστίθεται περίσσεια αντιδραστηρίου και στη συνέχεια, γίνεται ο προσδιορισμός της επιπλέον ποσότητας με χρήση δεύτερου αντιδραστήριου γνωστής συγκέντρωσης. Ονομάζεται και οπισθογκομέτρηση. Back Vent [Στόμιο, διέξοδος αερισμού] Πολ. Μηχ. Οπή στα κατάντη ενός συστήματος αντλιών που αποτρέπει την δημιουργία υποπιέσεων και κατά συνέπεια την εμφάνιση σιφωνισμού και την αντιστροφή της ροής. Back W a t e r [Αντίρρευμα ή νερό αναδρομής] Υδρολ. 1. Νερό που εξαιτίας κάποιου εμποδίου αναστρέφει την πορεία του και κινείται από τα κατάντη προς τα ανάντη. 2. |Νερό υπερυψώσεως] Η υπερύψωση νερού σε ένα αγωγό ή φράγμα ή κανάλι που οφείλεται είτε στην ύπαρξη κάποιού εμποδίου στα κατάντη (φράγματος, ειδικού έργου) ή σε πλημμύρα των κατάντη περιοχών, 3. Μικρός κόλπος ή σύστημα αγωγών και καναλιών με νερό που βρίσκεται στην παράκτια ζώνη και χωρίζεται από τη θάλασσα με προσχώσεις. 4. Ποταμολίμνη, στάσιμα νερά πλησίον του κυρίου ρεύματος ποταμού, Back W o r k [Εργο υποδομής] Πολ. Μηχ Έργα που σκοπό έχουν να ενισχύσουν και να υποστηρίξουν την πορεία κάποιας συγκεκριμένης εργασίας χωρίς όμως να έχουν άμεσες ωφέλειες ή να συμπεριλαμβάνονται στο χρονοδιάγραμμα των εργασιών. Π.χ. έργα επισκευής δρόμων, αρχικοί καθαρισμοί χώρων, Backhand [Συμπλήρωμα παράθυρου, πόρτας] Πολ. Μηχ. Επιφανειακό στοιχείο που χρησιμοποιείται στην περιφέρεια ανοιγμάτων (παραθύρων, θυρών) ώστε να καλύπτει τα κατασκευαστικά κενά και να μονώνει. Συχνά λαμβάνει διακοσμητικές μορφές, Backbend [Εξωτερική ζώνη κάσας] Πολ. Μηχ. II εξω-

Back Reflection Photography Κρυσταλλογραφία Ανακλώμενης Ακτινοβολίας" Φυσ. Τεχνική συμπληρωματική της κρυσταλλογραφίας περίθλασης. Βασίζεται στην ανακλώμενη από ένα υλικό ακτινοβολία Χ, για να προσδιορίσει την κρυσταλλική του δομή. Back Scattering 1 [Οπισθοσκεδαζόμενη ακτινοβολία] Πλεκτρον. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που σκεδάζεται από τον στόχο και καταγράφεται από ένα ραντάρ. Μέρος της ακτινοβολίας που προσπίπτει στο στόχο, σκεδάζεται από αυτόν και κινείται σε διευθύνσείς που σχηματίζουν γωνία μεγαλύτερη από 90° με τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Back Scattering 2 [Ακτινοβολία αντίθετης κατεύθυνσης] ΙΙλχκ. Ακτινοβολία που εκπέμπεται σε διεύθυνση αντίθετη από αυτή μιας κεραίας ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Back Scattering 3 [Προς τα πίσω σκέδαση] Επικοιν.

τερική πλευρά της παραστάδας της κάσας μιας πόρτας ή ενός παραθύρου, που ενώνεται με την επιφάνεια του τοίχου, Backbending [Φαινόμενο Backbending] Φυσ. Φαινόμενο που παρουσιάζεται σε περιπτώσεις υψηλής στροφορμής, σύμφωνα με το οποίο, η μαγνητική ροπή των πυρήνων σπάνιων γαιών εμφανίζει ασυνέχεια. Backblast Area [Περιοχή εξόδου ανάφλεξης] Γεν. Περιοχή που αποτελεί την βάση για την εκτόξευση ενός πυραύλου ή διαστημικού οχήματος και βρίσκεται σε επαφή με το τελικό τμήμα της κωνικής εξόδου των καυσαερίων του. Backbone [Κύριος κορμός] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται το μέρος ενός δικτύου όπου συνδέονται οι σταθμοί των χρηστών ή άλλα υποδίκτυα. Backbone Cables [Καλωδίωση κυρίως κορμού] Επικοιν. Τα κομμάτια αυτά των δικτύων συνήθως είναι τα

- 181 πιο δυνατά λόγω του φόρτου που διακινείται. Συνήθως μεταξύ κέντρων χρησιμοποιούνται ATM δίκτυα, σε ψηλές ταχύτητες, οπτικές ίνες κτλ. Backfill [Επίχωση] Πολ.Μηχ 1. Υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύψει τον κενό όγκο που δημιουργείται μετά από εκσκαφή, στα θεμέλια μεγάλων κατασκευών. Πρόκειται συνήθως για μπάζα. 2. Μεταλ.Μηχ. Μίγμα βράχων και άμμου που αντικαθιστά το υλικό που εξορύχθηκε ώστε να διατηρείται και να υποβαστάζεται η οροφή των στοών ενός ορυχείου. Backfillet [Γίερβάζιΐ Πολ. Μηχ. Η επίπεδη ζώνη που εκτείνεται στη βάση του ανοίγματος πόρτας ή παραθύρου (ποδιά), και προεξέχει του τοίχου.Συνήθως είναι μαρμάρινο και προεξέχει 10 εκ. από τον εξωτερικό τοίχο. Backflooding [Υπερύψωση στα ανάντη] Υδρ. Ανοδος στην στάθμη του νερού στα ανάντη εξαιτίας αλλαγών κλίσης του πυθμένα του αγωγού στα κατάντη. Backflow [Αναδρομή ροής νερού] Πολ. Μηχ. 1. Σε περιπτώσεις υποπίεσης σε αγωγούς μεταφοράς πόσιμου νερού υπάρχει η περίπτωση να διεισδύσουν λύματα, υγρά ή λοιπές ουσίες από διάφορα τμήματα του αγωγού με μικρορωγμές, ή σε θέσεις συνδέσεων με άλλους αγωγούς. 2. Αντιστροφή της πορείας μιας ροής. Backflow Connection [Σύνδεση με κίνδυνο αντιστροφής] Πολ. Μηχ. Το είδος της σύνδεσης αγωγών, κυρίως μεταφοράς ποσίμου νερού, που δεν αποκλείει τη δημιουργία θέσεων υποπίεσης και την εισροή ανεπιθύμητων λυμάτων. Backflow Preventer [Σύνδεση αποτρεπτική αντιστροφής] Υδρ. Σύστημα που αποτρέπει την εισροή ανεπιθύμητων υγρών σε μια υδραυλική εγκατάσταση. Backflow Valve. [Βαλβίδα αντιστροφής ροής υγρού] Υδρ. Ειδική βαλβίδα για τον εμποδισμό της αναδρομής υγρού. Baekwater Valve. Background [Παρασκήνιο] Επικοιν. Όχι εμφανές στο προσκήνιο. Εργασίες παρασκηνίου όπως φίλτρα μετατροπής αρχείων σε διάφορες μορφές ή άλλες τακτοποίησης διακοπών συνήθως φαίνονται μόνο μετά από ενδιαφέρον του χρήστη. Background Count [Μετρήσεις ραδιενέργειας υποβάθρου - περιβάλλοντος] Φυσ. Κατά τη διαδικασία καταγραφής ακτινοβολιών, είναι οι λαμβανόμενες μετρήσεις οι οποίες προέρχονται από πηγές του περιβάλλοντος χώρου και όχι από την προς εξέταση πηγή. Π.χ. ένα μετρητής Geiger μπορεί να καταγράφει και ακτινοβολία β προερχόμενη και από την κοσμική ακτινοβολία. Background Discrimination [Διάκριση σήματος από θόρυβο] Μηχ. Χαρακτηρίζεται ο διαχωρισμός του θορύβου από το προς μέτρηση σήμα, που πραγματοποιεί το μετρητικό όργανο. Η διάκριση αυτή γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του αναμενόμενου σήματος καθώς και το ότι ο θόρυβος του περιβάλλοντος είναι συνήθως τυχαίως - ασύμφωνος. Background D r a w i n g [Προσχέδιο] Αρχιτ. Σχηματική παράσταση της εικόνας του κτιρίου και του περιβάλλοντος του. Περιλαμβάνει κάτοψη, όψη, και τοπογραφικό. Δίνει την τοποθέτηση του κτιρίου στο οικόπεδο και βασικές διαστάσεις της κατασκευής. Χρησιμοποιείται για την προετοιμασία των σχεδίων των υπηρεσιών του κτιρίου. Background Noise [Θόρυβος του περιβάλλοντοςυποβάθρου] 1. ΙΊλχκ. ΙΙλεκτρονικός θόρυβος που

B o r n-OppenheimerApproximation

υπάρχει ανεξάρτητα από την ύπαρξη ενός προς μέτρηση σήματος και συνήθως προκαλείται από τυχαίες θερμικές κινήσεις των ηλεκτρονίων στα στοιχεία ενός κυκλώματος. Για την καταγραφεί εξαιρετικά ασθενών σημάτων είναι δυνατόν η διάταξη καταγραφής να ψύχεται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες ώστε να μειώνεται ο θερμικός θόρυβος. 2. Ακουστ. Θόρυβος του περιβάλλοντος που προέρχεται από τυχαία φαινόμενα του γύρω χώρου και η ύπαρξή του είναι ανεξάρτητη της λειτουργίας συγκεκριμένων ηχητικών πηγών. Background Noise [Θόρυβος βάθους] Επικοιν. Θόρυβος που ακούγεται σε νεκρό χρόνο (μη ομιλίας ή αναμονής κτλ). Αν το κανάλι είναι ψηφιακό μπορεί να εισάγεται ειδική μουσική ή διαφημιστικά για να αντικαταστήσουν την απουσία θορύβου. Background Processing | Περιφερειακή επεξεργασία] Πληρ. 1. Η κατάσταση όταν ο υπολογιστής έχει ολοκληρώσει την εκτέλεση διαφόρων εντολών και λειτουργιών που του έχουν ανατεθεί και έτσι η μνήμη του είναι διαθέσιμη για την επεξεργασία προγραμμάτων χαμηλής προτεραιότητας 2. Κατάσταση λειτουργίας του υπολογιστή με την διενέργεια υπολογισμών δίχως παράλληλη εμφάνιση των διαδικασιών στην οθόνη και δίχως συμμετοχή ή επέμβαση του χρήστη. B a c k g r o u n d P r o g r a m [Πρόγραμμα φόντου] Πληρ. Πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή στο οποίο έχει αποδοθεί χαμηλή προτεραιότητα και έτσι εκτελείται από τον υπολογιστή όταν η μνήμη του δεν είναι απασχολημένη με την επεξεργασία άλλων προγραμμάτων, υψηλότερης προτεραιότητας. Background Radiation [Ακτινοβολία ΠεριβάλλοντοςΦυσική Ακτινοβολία] Φυσ. Ραδιενέργεια του περιβάλλοντος που προκαλείται από φυσικά ή ραδιενεργά στοιχεία αλλά και από τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του ανθρώπου, όπως εκσκαφές και διασπορά πυρηνικών αποβλήτων ή ακόμα από την κοσμική ακτινοβολία κ.λ.π. Background Reflectance [Ανάκλαση φόντου] Πληρ. II ανάκλαση του φωτός που δημιουργείται στην επιφάνεια μίας οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός πίνακα, σε σχέση με μία τιμή αναφοράς, η οποία αν είναι μεγάλη μπορεί να δυσχεράνει την προσπάθεια οπτικής αναγνώρισης ενός χαρακτήρα κειμένου στην οθόνη. Background R e t u r n s [Σήματα φόντου] Τεχνολ. Χαρακτηρισμός των αντικειμένων που ανιχνεύονται και απεικονίζονται από τα συστήματα ραντάρ αλλά δεν αποτελούν αντικείμενα παρακολούθησης από το προσωπικό λειτουργίας του σταθμού. Background Signal [Σήμα βάθους] Τεχνολ. Ειδικό σήμα που εκπέμπεται από ένα ανιχνευτή διαρροών, που λειτουργεί με χημικό τρόπο, και ειδοποιεί ότι υπάρχει διαρροή αερίου ή υγρού στην εγκατάσταση. Backing [Υπόστρωμα] Πολ. Μηχ. 1. Η επιφάνεια ενός τοιχώματος που βρίσκεται κάτω από το σοβά. Είναι συνήθως ανώμαλη και επικαλύπτεται με κάποιο πιο λεπτό κονίαμα. 2. [Υποστήριγμα] Το υλικό που βρίσκεται πίσω από ένα τοίχο αντιστήριξης και τον συγκρατεί. Backing Board [Σανίδα εσωδομής] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για λεπτές πλάκες από γύψο που χρησιμοποιούνται για να συγκρατούν τις ειδικές πλάκες αναρτημένων οροφών. Συνήθως χρησιμοποιούνται σε εξειδικευμένες κατασκευές όπως πχ. κατά τη δημιουργία χώρων ειδικής ακουστικής.

Backing Brick

- 182-

Backing Brick [Τούβλο ή πλίνθος εσωδομής] Πολ. Μηχ. Τούβλο μικρής αξίας και αντοχής που χρησιμοποιείται για λόγους πλήρωσης κενών σε τοίχους που πρόκειται να επικαλυφθούν με τούβλο ή πέτρα. Backing Cloth [Φύλλο ενίσχυσης] Τεχνολ. Ειδικό υλικό που επικολλάται στην πίσω όψη των φύλλων φωτογραφικού χαρτιού για να προσφέρει επιπλέον ενίσχυση σε εφαρμοζόμενες τάσεις στο χαρτί αυτό. Backing Coat [Εσωτερική επίστρωση] Κτιρ Κάθε είδος εσωτερικής, ενδιάμεσης επίστρωσης, σε τοίχο, ή οροφή κτιρίου. Συχνά χρησιμεύει μόνο για το διαχωρισμό της εξωτερικής επίστρωσης από τη μόνωση ή και τον ίδιο τον τοίχο. Backings [Σκελετός τοίχου 1 Πολ. Μηχ. 1. Ξύλινες δοκίδες που αποτελούν τον σκελετό τοίχου. Σχηματίζουν πλέγμα πάνω στο οποίο τοποθετείται επικολλητό ξύλο, που αποτελεί την επικάλυψη του τοίχου. 2. Οποιοδήποτε είδος δοκών στήριξης, που αποτελούν τον σκελετό τοίχου. Backlining [Παρειά κάσας παραθύρου] Πολ. Μηχ. IT λεπτή κατακόρυφη λωρίδα που αποτε^ί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην κάσα και το παραθυρόφυλλο. Αποτελεί επιφάνεια της παραστάδας της κάσας. Backplastering [Υπόστρωμα σοβά] Πολ. Μηχ. Λεπτό κονίαμα ή σοβάς που επικαλύπτει περιοχές μη ορατές, που δεν βρίσκονται δηλαδή στη εξωτερική επιφάνεια του στοιχείου. Backplate [ΓΙλάκα εσωδομής] Πολ. Μηχ. Ξύλινη ή μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται σαν βάση και στήριγμα κάποιου δομικού στοιχείου. Backsaw [Πριόνι)] Μηχ. Πριόνι ενισχυμένο με μεταλλική ράβδο που μειώνει την ευλυγισία του και επιτυγχάνεται έτσι ακριβέστερη κοπή. Backset [Απόσταση] Ιίολ. Μηχ. Η οριζόντια απόσταση μεταξύ της επιφάνειας μιας κ^ιδαριάς και του κέντρου της κλειδαρότρυπας, του μηχανισμού κλειδαριάς και του σύρτη ή της αμπάρας. Backshore [Οπισθοπλησίαλος ζώνη] Γεωλ. Απομακρυσμένη παράκτια ζώνη που δεν καλύπτεται από τις συνηθισμένες πλημμυρίδες του νερού. Επηρεάζεται μόνο σε περιπτώσεις έντονης τρικυμίας. Backshore Beach [Οπισθοπλησίαλος παραλία] Γεωλ. Παραλία που καλύπτεται με νερό μόνο σε τρικυμία. Backspace [Πλήκτρο πισωδρόμησης] Πληρ. Πλήκτρο στο πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει ως αποτέλεσμα την διαγραφή του πρώτου από αριστερά του αναδρομέα χαρακτήρα, ή την μετακίνηση του αναδρομέα μία θέση προς τα αριστερά (πίσω) στην οθόνη. Backtracking [Επανανδρόμηση / Οπισθοδρόμηση] Πληρ. 1. Η μέθοδος επίλυσης προβλημάτων, στην οποία ελέγχονται όλες οι δυνατές λύσεις του προβλήματος. Παράλληλα, επιτρέπει στον προγραμματιστή τον έλεγχο της ακολουθίας των υπολογισμών. 2. Η μέθοδος εντοπισμού πιθανών σφαλμάτων ενός κώδικα, η οποία χρησιμοποιείται από την τεχνολογία λογισμικού και πραγματοποιείται με έλεγχο του κώδικα από το σημείο που παρατηρήθηκε το σφάλμα και με κατεύθυνση προς τα πίσω, με στόχο την εύρεση του ακριβούς σημείου που προέκυψε το σφάλμα. Πολύ συχνά, απαιτούνται επιπλέον δοκιμασίες για την συλλογή περισσοτέρων στοιχείων που θα οδηγήσουν ασφαλέστερα στον εντοπισμό των σφαλμάτων και τελικά στη διόρθωσή τους. Backup [Εφεδρεία / Υποστηρίζω εφεδρεία] Πληρ. 1.

Το λογισμικό ή το υλικό, το οποίο αντικαθιστά κάποιο άλλο σε περίπτωση απώλειας ή αλλοίωσης του λογισμικού ή βλάβης του υλικού, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη διεξαγωγή των λειτουργιών του υπολογιστικού συστήματος. Στηρίζεται, κυρίως, στη διαφύλαξη των δεδομένων ή των προγραμμάτων σε αντίγραφα αρχείων ή στην εξεύρεση και εξασφάλιση χρήσης υλικού με τα ίδια λειτουργικά χαρακτηριστικά με το αρχικό. 2. Η διαδικασία της δημιουργίας εφεδρείας. Backup 2 [Υπόστρωμα] 1. Πολ. Μηχ Υπόστρωμα τοιχοποιίας μέσα από την εξωτερική επιφάνεια. 2. Πολ. Μηχ. Υπερχείλιση αγωγών. Backup File [Εφεδρικό αρχείο] Πληρ. Το αρχείο, το οποίο χρησιμοποιείται εναλλακτικά σε περίπτωση απώλειας ή αλλοίωσης ενός αρχικού, του οποίου είτε είναι πιστό αντίγραφο του είτε με σύντομη επεξεργασία μπορεί να προκύψει το αρχικό. Backup Strip [Λωρίδα σύνδεσης τοίχου] Πολ. Μηχ. 1. Ξύλινος πήχης που χρησιμοποιείται είτε στη σύνδεση τοίχου με ξύλινο διαχωριστικό (επάνω του καρφο>νεται το σανίδωμα του διαχωριστικού), ή σαν οδηγός διαχωριστικού τοίχου σε ταβάνια ή πατώματα. 2. Μόρφωση εσοχής με διογκωμένη πολυστερίνη, για να καλυφθεί ο αρμός μιας ένωσης. Backup System Μηχ.Μηχ. [Εφεδρικό Σύστημα] Σύστημα ικανό να αντικαταστήσει πλήρως ένα σύστημα κύριας λειτουργίας αν παρουσιαστούν προβλήματα σε αυτό. Backus N a u r F o r m [Μεταγλώσσα Backus-Naur) Πληρ. Η μεταγλώσσα, την οποία πρότειναν οι J. Backus και P.Naur με στόχο την λεπτομερή περιγραφή των συντακτικών κανόνων μιας άλλης γλώσσας προγραμματισμού. Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τον καθορισμό των συντακτικών κανόνων της γλώσσας προγραμματισμού ALGOL 60. B a c k w a r d Difference [Προς τα πίσω διαφορά] Μαθημ. Η πεπερασμένη διαφορά, η οποία προκύπτει αν εφαρμοστεί ο τελεστής των προς τα πίσω διαφορών στις τιμές μίας συνάρτησης (βλέπε Backward Difference Operator) και χρησιμοποιείται γενικά στην αριθμητική ανάλυση, για την προσέγγιση συναρτήσεων από άλλες απλούστερες, όπως οι πολυωνυμικές. Backward Difference O p e r a t o r [Τελεστής των προς τα πίσω διαφορών] Μαθημ. Ο τελεστής της αριθμητικής ανάλυσης, ο οποίος εφαρμόζεται στις τιμές fj, i=l, ...,n μιας συνάρτησης f , συμβολίζεται V και ορίζεται ως εξής: V f=f(x n )-f(x n .,), για κάθε Xj, i=l,...,n ή V f=f n -f n -i και δίνει τις προς τα πίσω διαφορές της συνάρτησης f πρώτης τάξης. Επαγωγικά, ορίζονται οι προς τα πίσω διαφορές της συνάρτησης f κ τάξης: Vk f = Vk" 'fn-V^'fn.,. Backward E r r o r Analysis [Οπισθόδρομη ανάλυση σφάλματος] Πληρ. 1. Η διαδικασία ελέγχου, εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων κατά την επίλυση ενός προβλήματος με συνεχή επανεκτέλεσή του. 2. Η διαδικασία ελέγχου, εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων που μπορεί να παρουσιαστούν σε δεδομένα κατά τη μεταφορά τους. Στηρίζεται στην επανεκπομπή των δεδομένων αυτών. B a c k w a r d E r r o r Correction [Προς τα πίσω διόρθωση λαθών] Επικοιν. Ζητάμε τη νέα αποστολή του μηνύματος αφού αναγνωρίσουμε το λάθος. Backward Scattering [Οπισθοσκέδαση] Σκέδαση ακτινοβολίας σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. -> Back Scattering

- 183 -

Backward Wave [Αντίθετα Κινούμενο Κύμα] Ηλεκ. Περίπτωση κατά την οποία ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα κινείται σε κατεύθυνση αντίθετη από μια βασική. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε μια γραμμή μεταφορά όταν στα άκρα της δεν έχει γίνει σωστή προσαρμογή της εμπέδησης των συσκευών που συνδέει με συνέπεια να συμβαίνει ανάκλαση των διαδιδόμενων κυμάτων καθώς και σε περιπτώσεις κοιλοτήτων συντονισμού όπου δημιουργούνται στάσιμα κύματα. Backward W a v e M a g n e t r o n [Μάγνητρον Αντίθετης Διάδοσης Κύματος] Ηλεκ. Πρόκειται για είδους ταλαντωτή ισχύος τύπου μάγνητρον, στην οποία η κατεύθυνση κίνησης των ηλεκτρονίων είναι αντίθετη από αυτή της διάδοσης των παραγόμενων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Backward Wave Oscillator [Ταλαντωτής Αντίθετης Διάδοσης Κυμάτων] Ηλεκ. Ευρείας ζώνης ενισχυτής μικροκυμάτων στον οποίο με συνεχείς διαδοχικές ανακλάσεις των παραγόμενων κυμάτων αυξάνεται η ισχύς τους. B a c k w a r d Wave T u b e [Κυματοδηγός Αντίθετης Διάδοσης Κυμάτων] Ηλεκ. Κυματοδηγός στο εσωτερικό του οποίου η διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων γίνεται αντίθετα από τη διεύθυνση κίνησης των ηλεκτρονίων. Backwash [Αντίστροφη Ροή] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τη διαδικασία καθαρισμού και αναγέννησης των σωματιδίων μιας ρευστοστερεάς κλίνης, με εισαγωγή ροής αδρανούς αερίου ή υγρού. Backwater Valve [Βαλβίδα αντιστροφής ροής νερού] Υδμ. Μια βαλβίδα ασφαλείας σε ειδικό ρυθμιστικό έργο, π.χ. θυρόφραγμα, ενός αγωγού που σκοπό έχει να αποτρέψει την αντιστροφή της ροής του νερού. Στην περίπτωση αυτή η βαλβίδα κλείνει αυτόματα. Bad Top [Ανασφαλής οροφήΐ Μεταλ. Μηχ. Κατεστραμμένη ή επικίνδυνοι οροφή μιας στοάς ενός ορυχείου που οφείλεται είτε σε κακή ποιότητα των υλικών της οροφής είτε δημιουργήθηκε κατά την συντέλεση εκρήξεων στο ορυχείο. Badge Reader [Αναγνώστης κάρτας διακριτικών στοιχείων] Ηληρ. Η μονάδα εισόδου, η οποία διαθέτει τη δυνατότητα ανάγνωσης στοιχείων δεδομένων από μια κάρτα διακριτικών στοιχείων. Badger [Βούρτσα καθαρισμού] Μηχ. Εργαλείο με ενσωματωμένη ειδική βούρτσα που χρησιμοποιείται σε υδραυλικά έργα για τον καθαρισμό αγωγών και σο)λήνων από άχρηστα υλικά ή σκυρόδεμα. Badger Plane [Πλάνη] Είδος πλάνης με λαξευμένα άκρα ώστε να μπορεί να κάνει λείες περιοχές κοντά σε γωνία. Baeyer's Tension Theory [Θεωρία Τάσης του Bacycr] Ομγ. Χημ. Ένας δακτύλιος εμφανίζει αυξημένη εσωτερική ενέργεια, όταν αποκλίνει από τη θέση ελάχιστης εσωτερικής ενέργειας, η οποία είναι αυτή του κανονικού τετραέδρου. Έτσι, οι δακτύλιοι με τουλάχιστον έξι άτομα άνθρακα είναι πτυχωμένοι στο χώρο, ώστε να μην επέρχεται παραμόρφωση του κανονικού τετραέδρου και να μην εμφανίζεται τάση. Bag Filter [Φίλτρο σάκου) Μηχ. Υφασμάτινος (από βαμβάκι, μαλλί ή ειδικό υλικό όπως υαλοβάμβακα) ηθμός αποκονίωσης για το μηχανικό διαχωρισμό με τη μέθοδο της διήθησης από τα αέρια (π.χ. των φρεατοκαμίνων, των μεταλλουργικών μηχανών κ.λ.π.) των ακά-

Born - Oppenheimer Approximatio

θαρτων προσμίξεων, κυρίως της λεπτής σκόνης η οποία κατακρατείται σε ποσοστό άνω του 95%. Bag Powder [Κυριολ. Σακούλι σκόνης] Είδος εκρηκτικού που συσκευάζεται σε σάκους. Bagging, Bag Rendering [Πέρασμα χοντρού κονιάματος] Πολ. Μηχ. ΤΙ επίστρωση της όψης οπτοπλινθοδομής με χοντρό κονίαμα που συμπληρώνεται με το γέμισμα τυχόν οπών και ρωγμών. Το αποτέλεσμα είναι μια τραχιά επιφάνεια έτοιμη για βάψιμο. Bailey Bridge [Γέφυρα του Bailey] Πολ. Μηχ. Ένα είδος γέφυρας που δημιουργήθηκε από τον Bailey στην Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια του β' παγκοσμίου πολέμου για στρατιωτικούς σκοπούς. Η γέφυρα αυτή δημιουργείται από την συνένωση ανεξάρτητων φατνωμάτων από ξύλα ή μέταλλο και έτσι είναι επιτρεπτή η γρήγορη κατασκευή της. Bailey Meter |Ροόμετρο Bailey] Τεχνολ. Τύπος ροόμετρου που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της ροής στερεού υλικού, σε κοκκώδη μορφή, σε αγωγούς. Περιλαμβάνει ειδικό μηχανισμό που με την περιστροφή ελικοειδούς πτερωτής προωθεί ποσότητα του ρέοντος υλικού και μετρά το βάρος της. Bailey's Beads [Κόκκοι του Bailey] Αστμον. Φαινόμενο παρατηρούμενο κατά την έναρξη και το τέλος της ολικής ηλιακής έκλειψης για διάστημα μερικών δευτερολέπτων οπότε ο δίσκος της σελήνης φαίνεται περιβαλλόμενος από σειρά φωτεινών σημείων. B a j a d a [Μπαχάδα] Γεωλ. Είδος πεδιάδας, συνήθως ελαφρά κεκλιμένης, των ημιάνυδρων περιοχών που σχηματίστηκε από ριπιδοειδείς ιζηματογενείς αποθέσεις λεπτόκοκκων υλικοόν και ιλύος λόγω της δράσης χειμάρρων και ρευμάτων. Bajocian [Βαγιόσιον] Γεωλ. Γεωλ.ογική βαθμίδα της Δογγερίου υποπεριόδου της ίουρασικής περιόδου (πριν 180 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα πριν το Βαθόνιον και μετά το Ααλενιον της ίδιας υποπεριόδου. Bakelite [Βακελίτης] Χημ. Θερμοανθεκτική, συνθετική πλαστική ύλη, τεχνητή ρητίνη της ομάδας των φαινολοπλαστών. Παρασκευάζεται ως θερμοσταθερό πολυμερές συμπύκνωσης από φαινόλη και φορμαλδεΰδη. Έχει εξαιρετικές ηλεκτρομωνοτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται σε πολλές ηλεκτρικές εφαρμογές (διακόπτες, εξαρτήματα μηχανών κ.λ.π.). Bakeout [Αποκόλληση μορίων] Μηχ. Τ ε χ ν ι κ ή γρήγορης αποκόλλησης των μορίων αέρα ή άλλων σωματιδίων από τα μεταλλικά τοιχώματα χώρων στους οποίους μέσω αντλιών εφαρμόζεται κενό. Η τ ε χ ν ι κ ή αυτή περιλαμβάνει θέρμανση και είναι απαραίτητη για την επίτευξη πιέσεων κάτω του 0.01 aim. Baker Schmidt Telescope [Τηλεσκόπιο τύπου Baker -Schmidt] Οπτικ. Τηλεσκόπιο στο οποίο το φως υφίσταται δύο διαδοχικές ανακλάσεις από δύο κάτοπτρα, με αποτέλεσμα το σχηματιζόμενο είδωλο να μην παρουσιάζει σφαιρικές εκτροπές και αστιγματισμό. Balance 1 [Ισορροπία - Εξισορρόπηση] Μηχ Η τεχνική ανάρτησης ενός βοηθητικού βάρους γύρω από την τροχαλία μιας ανυψωτικής μηχανής ώστε να εξισορροπείται το βάρος του συρματόσχοινου και του μεταφερόμενου φορτίου και να γίνεται ευκολότερη και με μικρότερη ενέργεια η κίνησή τους. 2. [Ζυγός] Μηχανική διάταξη μέτρησης του βάρους και της μάζας ενός σώματος.

Balance 2 2

- 184β

Balance [Στοιχειομετρική Αναλογία - Εξισορρ07ΐηση] Χημ. Προσδιορισμός των συντελεστών των χημικών ενώσεων στην εξίσωση που περιγράφει τη χημική αντίδρασή τους ώστε να ισχύσει η διατήρηση της μάζας. Balance 3 [Ισορροπία] Ηλεκ. Κατάσταση ενός κυκλώματος στην οποία δε διέρχεται ρεύμα από ένα κλάδο του, λόγω της κατάλληλης ρύθμισης της τιμής της εμπέδησης ενός στοιχείου του. —> Balanced Bridge Balance 4 [Ισορροπία] Ακουστ. Κατάσταση στην οποία από τα ηχεία ενός στερεοφωνικού συστήματος εκπέμπεται ήχος ίδιας έντασης. Balance' [Ισορροπία] Αεροναυτ. Κατάσταση ενός ιπτάμενου αντικειμένου στην οποία αυτό κινείται χωρίς να ταλαντώνεται ή περιστρέφεται γύρω από κάποιο άξονά του. Balance Control [Έλεγχος Έ ν τ α σ η ς Ήχου] Ηλεκ. Διαφοροποίηση της σ χ ε τ ι κ ή ς έντασης των ηχείων, σε ένα στερεοφωνικό σύστημα, με τρόπο ώστε η συνολική ένταση να παραμένει πρακτικά σταθερή. Balance Wheel [Τροχός Κατεύθυνσης Σταθεροποίησης] Μηχ. Τροχός που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό και την σταθεροποίηση της κίνησης ενός μηχανικού τμήματος π.χ. ενός εμβόλου το ένα άκρο του οποίου είναι συνδεδεμένο στην περιφέρεια ενός τροχού. Balanced Beam [Δοκός ισορροπίας/ αντιστάθμισης] Πολ. Μηχ. Επιμήκης και συνήθως βαριά δοκός που χρησιμοποιείται σε γέφυρες που ανοίγουν ή ανοιγόμενες θύρες σε κανάλια ώστε να αντισταθμίζεται το φορτίο (ή ένα μέρος του) του τμήματος της γέφυρας ή της θύρας που ανοίγει /σηκώνεται. Balanced Bridge [Ηλεκτρική Γέφυρα σε Ισορροπία] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα - γέφυρα το οποίο βρίσκεται σε ισορροπία, δηλαδή από κάποιο κλάδο του δεν διέρχεται ρεύμα λόγω κατάλληλης ρύθμισης της εμπέδησης ενός στοιχείου του. Για παράδειγμα στη γέφυρα Wheatstone, όπου επιτυγχάνοντας ισορροπία μπορούμε να μετρήσουμε μια άγνωστη αντίσταση. Balanced Circuit [Συμμετρικό - Εξισορροπημένο Κύκλωμα] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα το οποίο έχει ίδια αντίσταση εισόδου και εξόδου και παρουσιάζει ίδια ηλεκτρική συμπεριφορά ως προς τα δύο άκρα του σε σχέση με ένα σημείο αναφοράς. Balanced C u r r e n t s [Συμμετρικά - Εξισορροπημένα Ρεύματα] Ηλεκ. Ρεύματα που διαρρέουν μια γραμμή μεταφοράς και έχουν σε κάθε σημείο της ίδια τιμή αλλά αντίθετη φορά. Λέγονται και ρεύματα push - pull. Balanced Detector [Συμμετρικός - Εξισορροπημένος Δέκτης] Η/εκ. Δέκτης - φωρατής σημάτων διαμορφωμένων κατά συχνότητα (FM) ο οποίος έχει δύο ίδιους κλάδους, στον ένα από αυτούς διοχετεύεται το προς φώραση σήμα ενώ ο άλλος είναι συντονισμένος σε λίγο υψηλότερη συχνότητα. Στην έξοδο του δέκτη προκύπτει το σήμα ακουστικών συχνοτήτων. Balanced Door [Μερικώς εξισορροπημένη πόρτα] Πολ. Μηχ. Αμερικανικού τύπου πόρτα που έχει διπλό άξονα περιστροφής στη μία (μονόφυλλη), ή και στις δύο άκρες (δίφυλλη). Οι πόρτες αυτές απαιτούν ελάχιστη δύναμη για το άνοιγμά τους και ενδείκνυνται για διαδρόμους και ανεμοφράκτες. Balanced E a r t h w o r k [Ισοζυγισμένες χωματουργικές εργασίες] Πολ. Μηχ. Χωματουργικές εργασίες (χωματισμοί) στις οποίες ο όγκος του υλικού των εκ-

χωμάτων ισούται με αυτόν των επιχωμάτων. Τα εκχώματα των ορυγμάτων μετά την εκσκαφή τους δεν καταλαμβάνουν τον ίδιο όγκο. Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί υπόψη ένας συντελεστής επιπλήσματος β που πολλαπλασιάζεται με τον όγκο των εκχωμάτων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε επιχο')ματα. Ο συντελεστής αυτός έχει την έννοια ότι ακόμα και μετά την συμπύκνωση των χωμάτων εκσκαφής τα κενά διατηρούνται μερικώς. Στην οδοποιία το β λαμβάνει τιμές: 1,00 για γαιώδη εδάφη, 1,10 για ημιβραχώδη και 1,15 για βραχώδη. Balanced M o d e m [Ισορροπημένο modem] Επικοιν. Ειδικά προσαρμοσμένο modem για να χρησιμοποιεί κατάλληλα ισοζυγισμένα τις άνω και κάτω πλευρικές συχνότητες. Balanced M o d u l a t o r [Συμμετρικός - Εξισορροπημένος Διαμορφωτής] Ηλεκ. Διαμορφωτής σημάτων από τον οποίο προκύπτουν δύο συμμετρικές, ως προς τη συχνότητα του φέροντος κύματος, ζώνες συχνοτήτων διαμορφωμένων κυμάτων. Balanced O u t p u t [Ισορροπημένη έξοδος] Επικοιν. Σήμα που είναι διαμορφωμένο ισοσταθμικά. Balanced P a i r [Συμμετρικό ζεύγος] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται συνήθως ζεύγος καλωδίων συνεστραμμένο (γνωστό και σαν Tip And Ring). Balanced Range Of E r r o r [Ισόρροπος βαθμός σφάλματος] Στατ. Πρόκειται για μια συνάρτηση τιμών σφάλματος στην οποία οι πιθανότητες αρνητικού ή θετικού σφάλματος και οι μέγιστες κατά απόλυτο τιμή ποσότητες σφάλματος είναι ίσες. Balanced Reinforcement (Συμμετρική, κατάλληλη ενίσχυση] Πολ. Μηχ. Η κατάλληλη όπλιση (ποσότητα οπλισμού και διανομή του) ενός δομικού στοιχείου (κυρίως δοκού υπό κάμψη) ώστε να επιτυγχάνεται ταυτόχρονα η τάση διαρροής στον εφελκυόμενο οπλισμό και στο θλιβόμενο σκυρόδεμα. Σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα για το οπλισμένο σκυρόδεμα η μεθοδολογία υπολογισμού του οπλισμού με αυτή τη φιλοσοφία ξεκινά από την παραδοχή ότι η παραμόρφωση διαρροής του σκυροδέματος σε θλίψη είναι 0,0035 και του χάλυβα σε εφελκυσμό 0,02 και συντελείται ταυτόχρονα στην κρίσιμη διατομή του στοιχείου. Balanced Sash [Ανασυρόμενο παράθυρο] Πολ. Μηχ. Κατακόρυφα συρόμενο παράθυρο, με δύο παραθυρόφυλλα, από τα οποία το κάτω μετακινείται ενώ το πάνω μπορεί να είναι και σταθερό. Η λειτουργία του απαιτεί χρήση αντίβαρων ή ειδικών ελατηρίων (εκτός αν το μέγεθος των τζαμιλικιών είναι πολύ μικρό). Η χρήση των αντίβαρων είναι απαραίτητη για την ευκολότερη ανάσυρση του παραθυρόφυλλου. Balanced Transmission Line 1 [Ισορροπημένη γραμμή μετάδοσης] Επικοιν. Καλώδιο 2 δρόμων με ίδια χαρακτηριστικά όπως ίση αντίσταση και χωρητικότητα. Balanced Transmission Line 2 [Συμμετρική - Εξισορροπημένη Γραμμή Μεταφοράς] Ηλεκ. Γραμμή μεταφοράς της οποίας οι αγωγοί έχουν ίδια αντίσταση και εμπέδηση ενώ και από τα δύο άκρα της παρουσιάζει την ίδια εμπέδηση. Balanced Valve [Ισοσταθμισμένη βαλβίδα] Τεχνολ. Τύπος βαλβίδας που διατηρεί την πίεση του ρέοντος ρευστού σταθερή σε κάθε θέση λειτουργίας της, μεταξύ της ανοιχτής και της κλειστής θέσης. Balanced Voltages [Συμμετρικές - Εξισορροπημένες Τάσεις] Ηλεκ. Τάσεις δύο σημείων ως προς το έδαφος ή άλλο σημείο αναφοράς οι οποίες έχουν ίδιο μέτρο αλλά αντίθετη πολικότητα. Λέγονται και τάσεις push -

- 185 pull. Balancing A Survey [Εξισορροπημένη μελέτη για την ισοκατανομή σφάλματος] Πολ. Μηχ Η ισοκατανομή του σφάλματος κλεισίματος μιας όδευσης στις γωνίες και τις πλευρές της. Σφάλμα κλεισίματος ονομάζεται ένα μικρό ή μεγαλύτερο σφάλμα στις μετρήσεις γωνιών και πλευρών κατά την μέτρηση μιας πολυγωνικής όδευσης, ανάλογα με την ακρίβεια των οργάνων μέτρησης και την ικανότητα του συνεργείου. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κατανέμεται ανάλογα με το σχετικό μέγεθος των γωνιών ή πλευρών. Balancing Valve [Βάνα Εξισορρόπησης] Μηχ. Βάνα που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση σταθερής ροής ενός ρευστού μέσα σε σωλήνα. Balata [Βαλάτα] Χημ. Κόμμι παρασκευαζόμενο από τον οπό του ομώνυμου τροπικού φυτού, παρόμοιων ιδιοτήτων με την γουταπέρκα αλλά περισσότερο εύκαμπτο. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή φλαντζών, σφαιρών του γκολφ, στον εμποτισμό δερμάτων κ.λ.π. Balconct [Μικρό μπαλκόνι, πρεβάζι] Πολ. Μηχ. Μικρός επίπεδος πρόβολος που προεξέχει λίγο από παράθυρο ή πόρτα. Παίζει κυρίως το ρόλο διακοσμητικού στοιχείου ή για την απομάκρυνση του νερού της βροχής αν αυτό έχει ελαφριά κλίση προς τα έξω. Balcony [Μπαλκόνι] Πολ. Μηχ. Μια επίπεδη επιφάνεια/ πλάκα που προεξέχει από το κυρίως κτήριο και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Ανάλ.ογα με τις διαστάσεις του, την χρήση του και το υλικό κατασκευής του, αλλά και τον τρόπο κατασκευής του κτηρίου μπορεί να στηρίζεται είτε αποκλειστικά στο κτήριο (πρόβολος) είτε και σε ανεξάρτητες κολώνες ή άλλα δομικά στοιχεία. Balcony Outlet [Έξοδος νερού σε μπαλκόνι] Πολ. Μηχ. Μια υδραυλική έξοδος/υδρορροή που επιτρέπει την αποστράγγιση των νερών της βροχής από ένα μπαλκόνι και τα οδηγεί στην κεντρική υδρορροή του κτηρίου.Για το σκοπό αυτό το μπαλκόνι κατασκευάζεται με ελαφριά/βατή κλίση που να οδηγεί τα νερά προς την υδρορροή μέσω βαρύτητας. Baldacchino O r Baldaehin Or Baldaquin [Είδος στέγασης βωμού] Αρχ. Είδος στέγασης που στηρίζεται σε κολώνες, πάνω από βωμό ή τάφο. Χρησιμοποιείται για να δώσει μνημειακό ύφος στο βωμό. Baler [Δεματοποιητική μηχανή] Μηχ. Μηχανική διάταξη πακεταρίσματος και μορφοποίησης ακατέργαστων υλικών σε μορφή πακέτου χρησιμοποιώντας σχοινιά ή μεταλλικούς ιμάντες για την συγκράτηση τους. Baling [Μπαλάρισμα, δεματοποίηση] Πολ. Μηχ. Μέθοδος κατά την επεξεργασία λυμάτων που αποσκοπεί στην μείωση του όγκου των απορριμμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται με επιβολή πίεσης ώστε να απομακρυνθεί ένα μέρος της υγρασίας και να μειωθούν τα κενά αέρα. Τα απόβλητα, σε μορφή κύβων πια, υπόκεινται σε περαιτέρω επεξεργασία ή θάβονται. Balk 1 [Ξύλινο στοιχείο οικοδομής] Πολ. Μηχ. Κύβος από ξύλο που χρησιμοποιείται στις κατασκευές Balk 2 [Σημάδι] Πολ. Μηχ. Ένα χαρακτηριστικό σημείο/ σημάδι που ξεχωρίζει το όριο μιας γραμμής στην τοπογραφία. Balk' [Ανάχωμα] Πολ Μηχ. Ανάχωμα, ύψωμα εδάφους μεταξύ εκσκαφών. Balk 4 (Στρώμα γαιάνθρακα] Μεταλ. Μηχ Περιοχή ενός στρώματος γαιάνθρακα που έχει μειωμένη διατομή σε σχέση με το υπόλοιπο στρώμα. Ball And Socket Bearing [Σφαιρικός τριβέας! Μηχ.

Born - Oppenheimer Approxima

Τριβέας εδράνου εξωτερικά σε σχήμα σφαιρικής υποδοχής μέσα στον οποίο εφαρμοζόμενος στροφέας σε σχήμα σφαίρας διατηρεί κάποιο βαθμό ελευθερίας κίνησης προς όλες τις διευθύνσεις. Ball And Socket J o i n t [Σύνδεσμος σφαιρικού τριβέα] Μηχ. Το σημείο σύνδεσης σφαιρικού τριβέα εδράνου και στροφέα άξονα, ατράκτου κ.λ.π. Ball Bearing [Ενσφαιρος τριβέας ή ρουλεμάν] Μηχ. Τριβέας εδράνου για την αντικατάσταση της τριβής ολίσθησης με τριβή κύλισης (κατά πολύ μικρότερης) και μείωση των απωλειών. Αποτελείται από δακτύλιο που φέρει σκληρές χαλύβδινες ισαπέχουσες σφαίρες ελεύθερα περιστρεφόμενες, επί των οποίων κινείται ο στροφέας είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω εσωτερικού δακτυλίου. Ball Flower [Ανάγλυφη μπάλα] Αρχ. Είδος διακοσμητικού σχεδίου σε ανάγλυφη ζώνη. Έχει σφαιρικό σχήμα και απεικονίζει το άνθος ενός λουλουδιού με τρία πέταλ.α γύρω του. Ball Ice [Σφαίρα πάγου] Ωκεαν. Βώλοι από πάγο που δημιουργούνται στην επιφάνεια της θάλασσας σε ψυχρά θαλάσσια ρεύματα κοντά στους πολικούς κύκλους. Σχηματίζονται και εμφανίζονται σε πολυπληθείς ομάδες που αποτελούν τελικά ένα χαλαρά συνδεδεμένο στρώμα πάγου. Ball Lightning [Σφαιροειδής κεραυνός] Μετεωρ. Ασυνήθιστη μορφή κεραυνού, με συνήθως όχι καταστρεπτικά αποτελέσματα, κατά την οποία οι ηλεκτρικές εκκενώσεις ανάμεσα σε ηλεκτρικά φορτισμένα νέφη και στη γη δημιουργούν φωτεινή λευκή ή κόκκινη σφαιρική μάζα αερίων, μεγέθους έως και 30 εκατοστά, κινούμενη είτε στην ατμόσφαιρα είτε επί του εδάφους μέχρι της διαλύσεως της που συχνά συνοδεύεται με χαρακτηριστικό κρότο. Ball Mill [Σφαιρόμυλος] Μηχαν. Είδος μύλου που αποτελείται από οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο, μέσα στο οποίο περιστρέφονται δύο εφαπτόμενες, μεταλλικές ή κεραμικές σφαίρες, εξασφαλίζοντας έτσι την άλεση του υλ,ικού σε μικρά σωματίδια. Ball Race [Δακτύλιος ένσφαιρου τριβέα 1 Μηχ. Μεταλλικός δακτύλαος εσωτερικός ή εξωτερικός επί του οποίου κινούνται περιστρεφόμενα τα σφαιρίδια του ένσφαιρου τριβέα (ρουλεμάν). Ball Screw [Σφαιρικός κοχλίας] Μηχ Μηχ. Τύπος κοχλία σύνδεσης με ημικυκλικό "σχήμα γέννησης" για την κατασκευή του σπειρώματος της έλικας. Ball Test [Δοκιμή κυλινδρίσεως] Πολ. Μηχ. Μια δοκιμή κατά την κατασκευή ή επισκευή υδραυλικών εγκαταστάσεων για τον εντοπισμό εμποδίων ή φραγμένων διατομών αγωγών. Η δοκιμή βασίζεται στην κύλιση μιας σφαίρας στο εσωτερικό του αγωγού με διάμετρο μικρότερη της ονομαστικής εσωτερικής διαμέτρου του αγωγού. Ball T r a c k [Αύλακα ένσφαιρου τριβέα] Μηχ. Κάθε εγκοπή του δακτυλίου επί της οποίας κινείται περιστροφικά ένα σφαιρίδιο του ένσφαιρου τριβέα (ρουλεμάν). Ball Valve [Σφαιροειδής βάνα] Μηχαν. Είδος ρυθμιστικής βάνας, η οποία περιέχει μια μικρή μεταλλική σφαίρα, ικανή να μετατοπίζεται εντός κατάλληλης υποδοχής. Η κίνηση της σφαίρας είναι ανάλογη της πίεσης του ρευστού και επιτρέπει τη ρύθμιση της ροής. Ballast [Υπόστρωμα, σκυρόστρωμα, μπάζα] Πολ. Μηχ. 1. Ένα μίγμα από σπασμένες πέτρες, χαλίκι και μπάζα ή άλλα χονδρά αδρανή που χρησιμοποιούνται ως υπόστρωμα κάτω από έναν αυτοκινητόδρομο ή γραμμή

Ballast Factor

- 186 -

τρένου. To στρώμα αυτό σταθεροποιεί το έδαφος και επιτρέπει την στράγγιση των νερών. 2. [Χονδρό αμμοχάλικο, σκύρα] Χονδρό χαλίκι που χρησιμοποιείται ως αδρανές κατά την παραγωγή σκυροδέματος. Ballast F a c t o r [Παράγοντας Λειτουργίας Λάμπας Έρματος] Ηλεκ. Ιΐρύκειται για χαρακτηριστικό μέγεθος μίας λάμπας το οποίο ισούται με το πηλίκο της φωτεινής έντασης που εκπέμπει μια λάμπα, όταν λειτουργεί σαν λάμπα έρματος προς την φωτεινή ισχύ, όταν λειτουργεί σε κανονικές συνθήκες. Ballast Resistor [ΑντιστάτηςΈρματος| Ηλεκ. Έτσι καλείται ένας αντιστάτης, η αντίσταση του οποίου αυξάνεται όταν αυξάνεται η τάση στα άκρα του και μειώνεται όταν μειώνεται η τάση στα άκρα του, διατηρώντας σταθερό το ρεύμα που τον διαρρέει. Χρησιμοποιείται για να διατηρεί σταθερό ρεύμα σε ένα κύκλωμα. Ballistic C a m e r a [Βαλλιστική Φωτογραφική μηχανική] Οπτικ. Φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται για την καταγραφή της τροχιάς ενός σώματος που κινείται πολύ γρήγορα. Το διάφραγμά της ανοίγει πολλές φορές απεικονίζοντας τις διαδοχικές θέσεις του ταχέως κινούμενου αντικειμένου στο ίδιο τμήμα του φιλμ. Ballistic Coefficient [Βαλλιστικός συντελεστής] Μηχ. Συντελεστής που εκφράζει την ικανότητα ενός βλήματος να συνεχίσει την πορεία βολής προς τον στόχο υπερνικώντας την αντίσταση του αέρα. Εξαρτάται από τα φυσικά χαρακτηριστικά του βλήματος όπως το σχήμα και μέγεθος της κάθετης τομής του προς τη κατεύθυνση της βολής και το βάρος του. Ballistic Conditions [Βαλλιστικές συνθήκες] Μηχ. Οι συνθήκες που επηρεάζουν και τελικά καθορίζουν την κίνηση ενός βλήματος στην ατμόσφαιρα. Πέρα από το βάρος, το σχήμα και την ταχύτητα του βλήματος, οι καιρικές συνθήκες, η πυκνότητα και ποιότητα του αέρα στην περιοχή της τροχιάς του βλήματος, η εμφάνιση καιρικών φαινομένων και η περιστροφή της γης αποτελούν επίσης τις βαλλιστικές συνθήκες. Ballistic Correction [Βαλλιστική διόρθωση 1 Γεν. Διόρθωση των δεδομένων εκτόξευσης ενός βλήματος από τον χειριστή για να ληφθούν υπόψη, μετά από υπολογισμούς, και οι αλλαγές που μπορεί να επιφέρουν στην τροχιά οι υπάρχουσες καιρικές συνθήκες. Ballistic C u r v e [Βαλλιστική καμπύλη! Μηχ. Η καταγραφόμενη τελική καμπύλη της τροχιάς ενός βλήματος που εκτοξεύθηκε, όπως αυτή διαμορφώνεται από την δύναμη προώθησης, την επιρροή του βαρυτικού πεδίου της γης και τις επικρατούσες βαλλιστικές συνθήκες. Ballistic Deflection [Βαλλιστική απόκλιση] Μηχ. Η απόκλιση ενός βλήματος από τον στόχο λόγω των βαλλιστικών συνθηκών που επικρατούν την ώρα της βολής και της έλλειψης βαλλιστικής διόρθωσης της καμπύλης λόγω των συνθηκών αυτών. Ballistic Density [Βαλλιστική πυκνότητα] Μηχ. Αριθμός που εκφράζει τον λόγο της πυκνότητας του ατμοσφαιρικού αέρα στην περιοχή βολής ενός βλήματος προς την πρότυπη πυκνότητα του ατμοσφαιρικού αέρα όπως αυτή έχει οριστεί για τις βολές βλημάτα>ν του πυροβολικού. Ballistic Efficiency | Βαλλιστική απόδοση] Μηχ. Α) Μέγεθος που εκφράζεται από τον βαλλιστικό συντελεστή και δείχνει την ικανότητα ενός βλήματος να συνεχίσει την τροχιά του υπερνικώντας την αντίσταση του αέρα Β) Ο βαθμός απόδοσης του συστήματος προώθησης πυραύλου, ο οποίος εκφράζει την ικανότητα του για παραγωγή προωθητικής ισχύος.

Ballistic Entry [Βαλλιστική είσοδος| Μηχ. Η είσοδος ενός πυραύλου ή άλλου βλήματος από το διάστημα στο πεδίο της ατμόσφαιρας της γης ή οποιουδήποτε άλλου πλανήτη. Ballistic Galvanometer [Βαλλιστική Γαλβανόμετρο] Ηλεκ. Γαλβανόμετρο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση του ηλεκτρικού φορτίου που διήλθε από αυτό σε κάποιο σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ballistic I n s t r u m e n t s [Βαλλιστικό Όργανο] Ηλεκ. Κάθε όργανο ικανό να μετρήσει τα στοιχεία ενός απότομου φαινομένου. Για παράδειγμα το βαλλιστικό γαλβανόμετρο μετράει το φορτίο που διέρχεται από αυτό σε ένα μικρό χρονικό διάστημα κ.λ.π. Ballistic Lead [Βαλλιστική βολή] Γεν. Ορος που χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς της γωνίας βολής ενός βλήματος και εκφράζει το ποσοστό της που αναλογεί στην διόρθωση λόγω βαλλιστικών συνθηκών όπως ο άνεμος ή στην "χάρη" που ενσωματώνει ο χειριστής του όπλου στην γωνία βολής για αυτό ακριβώς τον λόγο. Ballistic Limit [Βαλλιστικό όριο] Μηχ. Η ελάχιστη ταχύτητα εκτόξευσης που απαιτείται να έχει ένα βλήμα για να επιτύχει την πλήρη διάτρηση της θωράκισης και επομένως την πλήρη καταστροφή του στόχου που επιλέχθηκε να πλήξει. Ballistic M a g n e t o m e t e r [Βαλλιστικό Μαγνητόμετρο] Ηλεκ. Όργανο μέτρησης της επαγωγικής τάσης σε ένα πηνίο όταν μεταβάλλεται απότομα η μαγνητική ροή που το διαρρέει. Ballistic Measurement [Βαλλιστική Μέτρηση] Μηχ. Καταγραφή των χαρακτηριστικών ενός πολύ γρήγορου φαινομένου, με τη βοήθεια κατάλληλης διάταξης ανίχνευσης των επιπτώσεων του φαινομένου αυτού, όπως ένα πηνίο ή ένα εκκρεμές. Ballistic Missile [Βαλλιστικός Πύραυλος] Μηχ. Κάθε αυτόνομα κινούμενο ιπτάμενο αντικείμενο το οποίο ακολουθεί βαλλιστική τροχιά καθώς κατευθύνεται προς το στόχο. Ballistic Missile Defence [Αμυντικό Λντιβαλλιστικό Σύστημα] Μηχ. Σύστημα αποτελούμενο από δορυφόρους έγκυρης ανίχνευσης βαλλιστικής επίθεσης, καθώς και κατεύθυνσης αντ ι βαλλιστικών πυραύλων ή ακτινών λέιζερ για την αναχαίτιση τους. Ballistic Pendulum [Βαλλιστικό Εκκρεμές] Μηχ. Εκκρεμές που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ορμής ενός ταχέως κινούμενου σώματος μέσω της γωνίας απόκλισης του εκκρεμούς από την κατακόρυφη διεύθυνση όταν το σώμα προσπίπτει σε αυτό. Ballistic Range [Βαλλιστικό πεδίο] Γεν. Ειδικά κατασκευασμένη ασφαλής κλειστή περιοχή μεγάλου μήκους η οποία χρησιμοποιείται για την δοκιμή και έλεγχο πυροβόλων όπλων από τους κατασκευαστές, υποψήφιους αγοραστές και στρατιωτικές αρχές, με την βοήθεια οργάνων μετρήσεων και άλλου ειδικού τεχνολογικού εξοπλισμού καταγραφής και επεξεργασίας στοιχείων. Ballistic S e p a r a t o r [Βαλλιστικός διαχωριστής] Πολ. Μηχ. Μια συσκευή που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία λυμάτων για την μείωση του όγκου των απορριμμάτων. Η συσκευή αυτή περιστρέφει τα απορρίμματα σε οριζόντια τροχιά, με ένα σύστημα από έλικες, με αποτέλεσμα τα ελαφρύτερα υλικά να διαχωρίζονται από τα βαρύτερα. Τα ελαφρύτερα υλικά που διαγράφουν

- 187 μικρότερες τροχιές συνήθως περιέχουν οργανικές ύλες και οδηγούνται σε περαιτέρω επεξεργασία. Ballistic Table [Βαλλιστικός πίνακας] Μηχ. Πίνακας που περιέχει καταγραμμένα στοιχεία και δεδομένα από βολές βλημάτων και από όπου, με κατάλληλους λογισμούς, μπορούν να υπολογιστούν άλλα στοιχεία της τροχιάς του βλήματος. Ballistic Test [Βαλλιστικό τεστ] 7 εν.Τεστ που διενεργείται σε ειδικά εργαστήρια και εξετάζει θραύσματα βλημάτων για την εξακρίβωση το>ν τύπων των όπλων από τα οποία βλήθηκαν. Ballistic Uniformity [Βαλλιστική ομοιομορφία] Μηχ. Χαρακτηριστικό της καλής κατασκευής, σταθερότητας και ακρίβειας ενός πυροβόλου όπλου, καθώς είναι η ικανότητα του, όταν βάλλει επαναληπτικά σε ίδιες συνθήκες, να εκτοξεύει ισοταχή βλήματα και να προκαλεί πανομοιότυπα καταστροφικά αποτελέσματα στους στόχους. Ballistic Vehicle [Βαλλιστικό όχημα] Τεχνολ. Ονομασία ενός οχήματος που κινείται πάντα πάνω σε ένα επίπεδο, χωρίς μετακίνηση στον κάθετο άξονα, και εκτελεί προκαθορισμένη τροχιά, σαν αυτή ενός βλήματος ή πυραύλου. Ballistic Wave [Βαλλιστικό κύμα] Μηχ. Κύμα ηχητικής διατάραξης που δημιουργείται σε μία περιοχή ασυνέχειας μπροστά από τον πύραυλο ή το βλήμα λόγω του κύματος κρούσης που εμφανίζεται και προσαρμόζει την πίεση του αερίου στην περιοχή αυτή, στα επίπεδα που επιβάλλει το περιβάλλον στο πεδίο ροής. Ballistic Weapon [Βαλλιστικό Οπλο] Μηχ. Τύπος όπλου που κατευθύνεται προς το στόχο εκτελώντας βαλλιστική τροχιά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα βαλλιστικού όπλου είναι οι πύραυλοι και οι βόμβες. Ballistics [Βαλλιστική] Μηχ. Κ λ ν ά δ ο ς της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη και περιγραφή της κίνησης των σωμάτων που εκτελούν βαλλιστική τροχιά. Ballistics Of Penetration [ Βαλλιστική διεισδύσεων] Μηχ. Τομέας της Βαλλιστικής που πραγματεύεται, από την σκοπιά της Μηχανικής, τα φαινόμενα που παρατηρούνται κατά την διείσδυση βλημάτων σε υλικούς όγκους και επιφάνειες, εξετάζοντας τις παραμορφώσεις των υλικών ανάλογα με τις μηχανικές τους ιδιότητες, το μήκος διείσδυσης του βλήματος στο στόχο και άλλους παράγοντες. Ballistics T r a j e c t o r y [Βαλλιστική Τροχιά] Μηχ. II τροχιά της κίνησης ενός σώματος που εκτοξεύεται με κάποια αρχική ταχύτητα και πάνω του επιδρά η αντίσταση του ρευστού μέσου στο οποίο κινείται και το βάρος του. Ballistics T r a n s p o r t [Βαλλιστική Μεταφορά] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο η μέση ελεύθερη διαδρομή των ηλεκτρονίων σε ένα υλικό είναι μεγαλύτερη από το πάχος του υλ.ικού με συνέπεια τα ηλεκτρόνια να διέρχονται χωρίς να σκεδάζονται από αυτό. Εμφανίζεται σε κίνηση ηλεκτρονίων μέσα από στρώματα ημιαγο)γών. Ballistics Tube [Σωλήνας Όπλων Βαλλιστικών Πειραμάτων] Μηχ. Σωλήνας όπλων ο οποίος χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση σωμάτων και την εκτέλεση βαλλιστικών πειραμάτων με αυτά. Ballistite [Βαλλιστίτης] Χημ. Είδος άκαπνης πυρίτιδας παρασκευαζόμενης από νιτρογλυκερίνη, νιτροκυτταρίνη και μικρότερο ποσοστό καμφοράς. Ballonet [Αερόσακος] Μηχ. Κάθε ένας από ένα σύνολο

Born - Oppenheimer Approximation

βοηθητικών ελαστικών αερόσακων από αδιαπέραστο υλικό που είναι τοποθετημένοι μέσα σ' ένα αερόστατο καθώς και σε εύκαμπτο ή ημιεύκαμπτο αερύπλοιο και που χρησιμοποιούνται με την εισροή ή εκροή ατμοσφαιρικού αέρα μέσω αεραντλίας (χωρίς ανάμιξη με το ανυψωτικό αέριο) για τον έλεγχο της εσωτερικής πίεσης και τη ρύθμιση της ανόδου, καθόδου ή οριζόντιας πτήσης της συσκευής. Balloon 1 [Αερόστατο] Μηχ. Πτητική συσκευή ελαφρότερη του αέρα διαφόρων τύπων (δέσμια, ελεύθερης πτήσης, πηδαλιουχούμενη, στρατοσφαιρική κ.λ.π.) αποτελούμενη από εύκαμπτο, αεροστεγές και υδατοστεγές υφασμάτινο σφαιρικό περίβλημα γεμάτο από αέριο ελαφρότερο του αέρα (υδρογόνο, ήλιο κυρίως) φέρει ασφαλιστική'·] ρυθμιστική δικλείδα στο ανώτερο τμήμα του και εύκαμπτο σο)λήνα για την πλήρωσή του στο κάτω τμήμα το οποίο είναι καλυμμένο με δίκτυο σχοινιού από τις οποίες αναρτάται λέμβος για την εγκατάσταση του πληρίόματος και των διαφόρων όργανων. Balloon 2 [Μαρμάρινη σφαίρα] Αρχ. Διακοσμητική σφαίρα συνήθως από μάρμαρο, που τοποθετείται στην κορυφή στύλου ή αψιδοστάτη. Αποτελεί το σημείο κορύφωσης του στύλου και προσδίδει επιβλητικό χαρακτήρα στη διακόσμησή του. Balloon Astronomy [Αστρονομικές Παρατηρήσεις από Αερόστατο] Αστροφ. Πρόκειται για τεχνική ληψης αστρονομικών παρατηρήσεων από όργανα που βρίσκονται *:πάνω σε αερόστατο στην ανώτερη ατμόσφαιρα (πάνω από 25 χιλιόμετρα ύψος), με σκοπό τη μείωση των επιδράσεων της ατμόσφαιρας στις μετρήσεις. Balloon Envelope [Περίβλημα αερόστατου] Μηχ. Εύκαμπτο υδατοστεγές και αεροστεγές υφασμάτινο περίβλημα, για τη συγκράτηση του ανυψωτικού αερίου αεροστάτου, κατασκευασμένο από φυσικές ή τεχνητές ίνες παράλληλης ή διαγώνιας ύφανσης σε ένα, δύο ή πολλαπλά στρώματα και επικαλυμμένο με λεπτό στρο')μα ελαστικού πολυμερούς για την εξασφάλιση της στεγανότητας. Balloon F r a m i n g (Ενιαίος σκελετός οικοδομής] Πολ. Μηχ. II δημιουργία ενιαίων στύλων καθ' ύψος, από τη θεμελίωση ως το μέγιστο ύψος του κτηρίου, κατά την κατασκευή του σκελετού ενός πλαισίου ή μιας οικοδομής. Αποφεύγεται έτσι η δημιουργία κατασκευαστικών αρμών που αποτελούν προβληματικές περιοχές.. Balloon Gondola |Λέμβος αερόστατου] Μηχ. Το ανοικτό ανθεκτικό αλλά ελαφρό και ελαστικό πλεκτό (κυρίως από βέργες λυγαριάς) καλάθι, αρχικά σε σχήμα βενετικής γόνδολας ή ο αεροστεγής σφαιρικός θάλαμος από μέταλλο ή πλαστικό (συχνά εξοπλισμένος με απορροφητήρα κρούσε(ον) που είναι προσδεμένος με σχοινιά ή συρματόσχοινα στο κύριο σο')μα αεροστάτου ή αερόπλ.οιου για τη μεταφορά του πληρώματος και των οργάνων πτήσης και παρατήρησης. Balloon Sonde [Αεροστατική βολίδα| Μετεορ. Μετεωρολογικό αερόστατο, συχνά αυτόματο με διάταξη προγραμματισμένης διακυβέρνησης, εφοδιασμένο με αυτό-καταγραφικά επιστημονικά όργανα για τη ληψη δεδομένων από τα ανώτερα στρώματα της τροπόσφαιρας και τα κατώτερα στρώματα της στρατόσφαιρας. Balmcr C o n t i n u u m [Συνεχές Φάσμα του Balmcr] Φυσ. Συνεχές τμήμα του φάσματος του υδρογόνου το οποίο δημιουργείται από την ακτινοβολία που εκπέμπουν ηλεκτρόνια σε μεταβάσεις τους από την ελεύθερη κατάσταση σε αυτή με κύριο κβαντικό αριθμό η=2. Balmer Formula [Τύπος του Balmcr] Φοσ.

Balmer Jump Discontinuity

-188-

Μαθηματικός τύπος που βασίζεται στη θεωρία του ως τις THF (300 ως 3000 GHz) με ενδιάμεσες τις μεBohr και υπολογίζει το μήκος κύματος (λ) της σαίες (MF) και τις ψηλές (HF). εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από το άτομο του Band 2 [Ταινιωτή στρώση] Γεωλ. Στρώμα πετρώματος υδρογόνου, όταν ένα ηλεκτρόνιο μεταβαίνει μικρού πάχους που διακρίνεται από τα άμεσα γειτονιμεταξύ δύο καταστάσεων με κύριους κβαντικούς κά του στρώματα λόγω του διαφορετικού χρωματιαριθμούς m, n, αντίστοιχα: 1/a=R[( 1 /m2)-( 1 /n 2 )] με σμού του. R την σταθερά του Rydberg. Band Brake [Φρένο ιμάντα] Μηχ. Μηχ. Μηχανισμός Balmer J u m p Discontinuity [Ασυνέχεια του Balmer] πέδησης της λειτουργίας βιομηχανικών μηχανημάτων. Φυσ. Φαινόμενο που παρουσιάζεται ως Βασίζεται στην σύσφιξη του ιμάντα που έχει περιελιαποτέλεσμα της μετάβασης ενός ελεύθερου χθεί στον περιστρεφόμενο κύλινδρο του μηχανήματος, ηλεκτρονίου χωρίς ενέργεια στην κατάσταση με η οποία αυξάνει κατά πολύ την τριβή μεταξύ του ιμάκύριο κβαντικό αριθμό η=2. Χαρακτηριστικό του ντα και του κυλίνδρου και επιφέρει σταδιακά την ακιαποτελεί η μείωση της έντασης του συνεχούς νησία του τελευταίου. φάσματος Balmer του υδρογόνου. Band Chain [Μετροταινία] Πολ. Μηχ. Πρότυπη ταινία Balmer Limit [Όριο του Balmer] Φυσ. Χαρακτηριστι- από μέταλλο, πλαστικό ή ύφασμα που χρησιμοποιείται κό μήκος κύματος από το οποίο και μετά, το φάσμα στην τοπογραφία για μετρήσεις αποστάσεων του υδρογόνου γίνεται συνεχές και η έντασή του πα- (χαιρομέτρηση). Για ακριβείς μετρήσεις το μήκος της ρουσιάζει ασυνέχεια, ϊσούται με περίπου 365nm. ταινίας πρέπει να μην επηρεάζεται από τις θερμοκραBalmer J u m p - Discontinuity σιακές αλλαγές και να καθορίζεται από τον κατασκευBalmer Lines [Γραμμές του Balmer] Φυσ. Χαρακτηρι- αστή η δύναμη με την οποία πρέπει να τεντώνεται η στικές γραμμές του φάσματος απορρόφησης ή εκπο- ταινία για να είναι σε ευθεία γραμμή. μπής του υδρογόνου, οι οποίες προκαλούνται από με- Band Conveyor [Μεταφορικός Ιμάντας] Μηχαν. Πρόταβάσεις των ηλεκτρονίων από κβαντικές καταστάσεις κειται για διάταξη μεταφοράς στερεών υλικών, που αμεγαλύτερης ενέργειας σε αυτήν με κύριο κβαντικό α- ποτελείται από έναν οριζόντιο ή κεκλιμένο ιμάντα, τυριθμό η=2 ή και το αντίστροφο. λιγμένο σε ειδικές περιστροφικές διατάξεις, οι οποίες Balmer Series [Σειρά Balmer] Φυσ. Το σύνολο των εξασφαλίζουν τη μεταφορική κίνηση. Ο ιμάντας μπογραμμών Balmer του φάσματος του υδρογόνου. —> ρεί να είναι κατασκευασμένος από μεταλλικό ή πλαστικό υλικό ή από ανθεκτικό ύφασμα. Balmer Lines Balun Converter [Μετατροπέας Balun] Επικοιν. Ειδι- Band Edge Energy [Ενέργεια Ακρου Ζώνης] Φυα. κός μετατροπέας (προσαρμοστής) από Balanced (πχ Στεμ. Κατ. Πρόκειται για τη μέγιστη ή την ελάχιστη εδισύρματες γραμμές) σε Unbalanced (πχ ομοαξονικό νέργεια μίας ενεργειακής ζώνης ενός κρυσταλλικού στερεού, όπως για παράδειγμα ενός ημιαγωγού πυριτίκαλώδιο). Baluster | Ορθοστάτης κιγκλιδώματος] Πολ. Μηχ. Στύ- ου ή γερμανίου. λος ή ορθοστάτης που στηρίζει το κιγκλίδωμα (λαβή Band Eliminating Filter [Φίλτρο μείωσης ζώνης] Επιγια τα χέρια) στο ελεύθερο άκρο μιας σκάλας ή γέφυ- κοιν. Φίλτρο που περιορίζει τη διέλευση ενός σήματος ρας. σε ένα δεδομένο πρότυπο. Συναντιέται και σαν Band Balustrade [Κιγκλίδωμα] Πολ. Μηχ. Το σύνολο των Reject Filter. στοιχείων που αποτελούν το κάγκελο ή κιγκλίδωμα σε Band G a p [Ενεργειακή Απόσταση - Χάσμα Ζωνών] μια σκάλα ή γέφυρα. Αποτελείται από την λαβή για τα Φυα. Η ελάχιστη διαφορά ενέργειας δύο ενεργειακο')ν χέρια, τους ορθοστάτες και όσες άλλες απαραίτητες ζωνών ενός κρυσταλλικού υλικού. Αν πρόκειται για ράβδους, οριζόντιες ή κεκλιμένες, περιλαμβάνει το τις ζώνες αγωγιμότητας και σθένους, η τιμή της καθοπλαίσιο και συνεισφέρουν στην ακαμψία και την αντο- ρίζει τις ηλεκτρικές ιδιότητες του υλικού. χήτου. Band Limited Channel [Κανάλι περιορισμού ζώνης] Banach Algebra [Αλγεβρα Banach] Μαθημ. Η άλγε- Επικοιν. Δες Band Pass Filler. βρα, της οποίας ο διανυσματικός χώρος είναι χώρος Band Pass [Ζώνη Συχνοτήτων Φίλτρου Διέλευσης] ΗBanach (βλέπε Banach Space). λεκ. Τα όρια της ζώνης των συχνοτήτα>ν στην οποία έBanach Fixed Point Theorem [Θεώρημα σταθερού να φίλτρο επιτρέπει τη διέλευση ρευμάτων αποκόπτοσημείου του Banach] Μαθημ. Αναφέρει ότι για μια συ- ντας όχι περισσότερο από τη μισή ισχύ τους. νάρτηση Γ ενός πλήρους μετρικού χώρου που είναι μια Band Pass Amplifier [Ενισχυτής Ζώνης Συχνοτήτων] συστολή στον μετρικό αυτό χώρο, υπάρχει μοναδικό Ηλεκ. Ενισχυτής ο οποίος ενισχύει ομοιόμορφα σήμασημείο α του μετρικού χώρου, το οποίο είναι σταθερό τα εισόδου με συχνότητες μίας συγκεκριμένης περιοσημείο, δηλαδή ισχύει: ί(α)=α. χής· . Banach Space [Χώρος Banach] Μαθημ. Ο σταθμητός Band Pass Filter [Φίλτρο Ζώνης Συχνοτήτων] Ηλεκ. διανυσματικός χώρος πραγματικών ή μιγαδικών αριθ- Ηλεκτρικό φίλτρο που επιτρέπει χωρίς σημαντική απομών, ο οποίος είναι πλήρης ως προς τη μετρική που ο- κοπή τη διέλευση από αυτό ρευμάτων μίας καθορισμέρίζει η στάθμη, δηλαδή κάθε ακολουθία Cauchy στοι- νης περιοχής συχνοτήτων, ενώ αποκόπτει τα υπόλοιπα. χείων του ως προς τη συγκεκριμένη στάθμη, συγκλίνει Band Pass Filter 2 [Φίλτρο ζωνοπερατού] Επικοιν. σε ένα σημείο του χώρου αυτού. Π.χ. το σώμα των Φίλτρο που επιτρέπει τη διέλευση μόνο μιας ζώνης συπραγματικών αριθμών με στάθμη του την απόλυτη τι- χνοτήτων. Υπάρχει και το αντίθετο φίλτρο που κόβει μή των στοιχείων του και το σώμα των μιγαδικών α- μια ζώνη συχνοτήτων αφήνοντα μόνο τις πλευρικές ριθμών με στάθμη του το μέτρο των μιγαδικών αριθ- ζώνες (Band Reject Filter). μούν, οι οποίοι είναι, οι πιο απλοί χώροι Banach. Band Pass Response [Απόκριση Φίλτρου Ζώνης] Band' [Ζώνη] Επικοιν. Χωρίζοντας το φάσμα συχνοτή- Ηλεκ. Αναφέρεται στην απόκριση μίας συσκευής, των σε 11 ομάδες για ευκολότερη διαχείριση έχουμε α- π.χ. ενός φίλτρου, όταν επιτρέπει τη διέλευση πό υπερβολικά χαμηλές (ELF) για κάτω από 300 Hz ρευμάτων μίας περιοχής συχνοτήτων ενώ

- 189 -

Born-OppenheimerApproximation

αποκόπτει τα υπόλοιπα. Στην περιοχή αυτή η απόκριση είναι ομοιόμορφη. Band P r i n t e r [Εκτυπωτής ζώνης] Πληρ. Ο κρουστικός εκτυπωτής γραμμών, του οποίου η λειτουργία εκτύπο)σης στηρίζεται σε μια εύκαμπτη ζώνη μικρού πάχους με ανάγλυφους χαρακτήρες. Band Selector [Επιλογέας Ζώνης] Η/χκ. Διακόπτης με τον οποίο ρυθμίζεται η λειτουργία μιας συσκευής στην επιθυμητή ζώνη συχνοτήτων. Band S p e c t r u m [Φάσμα Ζωνών] Φνσ. Φάσμα απορρόφησης ή εκπομπής ακτινοβολιών το οποίο αποτελείται από πολλές ζώνες ή ομάδες κορυφών. Band Spreading [Εξάπλωση ζώνης] Επικοιν. Το να διευρύνεται η ζώνη συχνοτήτων ενός σήματος συνήθως συμμετρικά ή με εκμετάλλευση των αρμονικών. Band Stop Filter [Φίλτρο Αποκοπής Ζώνης Συχνοτήτων] Ηλχκ. Ηλεκτρικό φίλτρο που αποκόπτει ρεύματα με συχνότητες σε μια περιοχή ενώ επιτρέπει τη διέλευ-

Bandwidth 2 [Εύρος ζώνης] Επικοιν. Το εύρος συχνοτήτων μίας ζώνης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που χρησιμοποιείται για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Χαρακτηριστικό εύρος συχνοτήτων του σήματος εισόδου σε μια ηλεκτρονική συσκευή για το οποίο λειτουργεί κάνονικά. (BW) Bandwidth Compression (Συμπίεση εύρους ζώνης] Επικοιν. Χρήση τεχνικών ελάττωσης του απαιτούμενου εύρους συχνοτήτων για τη μετάδοση σήματος. Banister [Λαβή χεριών| Πολ. Μηχ. Πρόκειται για μια οριζόντια ράβδο συγκεκριμένης μορφής ώστε να εξυπηρετεί ως λαβή χεριών σε ένα κιγκλίδωμα σκάλας ή γέφυοας. Bank [Ανάχωμα, επιχωμάτωση] Πολ. Μηχ. Η τοποθέτηση γαιωδών υλικών για τη δημιουργία υπερυψωμένου αναχώματος. Πρόκειται για μια υπερυψωμένη λωρίδα γης που περικλείει τις φυσικές ροές νερού (ποτάμια, αυλάκια)

ση των ρευμάτων άλλων συχνοτήτων χωρίς να τα αλλοιώνει. Band Switch [Επιλογέας Ζώνης] Η/χκ. Διακόπτης επιλογής ζώνης λειτουργίας ηλεκτρικών συσκευών. -> Band Selector Band Thoery Of F e r r o m a g n e t i s m [Σίδηρομαγνητική Θεωρία Ζωνών] Φιχτ. Πρόκειται για θεωρία που εξηγεί τον σιδηρομαγνητισμό υλικών, όπως αυτών της σειράς Lai-xGa*Mn0 4 και άλλων, αποδίδοντάς τον σε φαινόμενα που συμβαίνουν σε ημισυμπληρωμένες ενεργείακές ζώνες. Band Thoery of Solid [Θεωρία Ενεργειακών Ζωνών των Στερεών] Φυσ. Θεωρία εξήγησης των ιδιοτήτων των κρυσταλλικών σωμάτων. Σύμφωνα με αυτήν, τα ηλεκτρόνια που συμμετέχουν στο σχηματισμό δεσμών μεταξύ ατόμων ενός στερεού δεν είναι εντοπισμένα σε κάποιο άτομο, λόγω της περιοδικότητας της κρυσταλλικής δομής το ενεργειακό διάγραμμά τους έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών, τα ηλεκτρόνια διατάσσονται σαν φερμιόνια στις διαθέσιμες ενεργειακές καταστάσεις και η ηλεκτρική αγωγιμότητα του υλικού οφείλεται στα ηλεκτρόνια μιας ημισυμπληρωμένης ενεργειακής ζώνης. II θεωρία των ενεργειακό') ν ζωνών εξήγησε θεμελιώδεις ιδιότητες των στερεών, όπως την ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα τους κ.λ,π. Bandagc [Στεφάνη, λωρίδα, ζώνη πρόσδεσης] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για μια ράβδο, συνήθως μεταλλική. που τοποθετείται γύρω από προβληματικές περιοχές μιας κατασκευής με σκοπό να τις περισφίξει. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κατασκευές από φέρουσα τοίχοποιία (θόλους, τρούλους ή καμάρες κτλ) και συχνά προεντείνεται σε ένα ορισμένο βαθμό. Λόγω της εξωτερικής τοποθέτησής της πρέπει να προφυλάσσεται από τη διάβρωση. Banded O r e [Μετάλλευμα ζωνο'ϊν] Γεωλ. Όγκος μεταλλεύματος προς εξόρυξη, στον οποίο έχει σχηματιστεί μία σειρά ζωνών διαφορετικών ορυκτών ή από ζώνες του ιδίου ορυκτού που διαφέρουν όμως ως προς την σύσταση ή τον σχηματισμό τους. Banded S t r u c t u r e [Ζωνοειδής δομή] γεωλ. Σχηματισμός πετρώματος κατά στρώματα διαφόρων ειδών που διακρίνονται ως προς την ορυκτολογική σύσταση και υφή τους από τα υπερκείμενα ή υποκείμενα στρώματα. Bandwidth 1 [Εύρος ζώνης] Φυσ. Πρόκειται για τη διαφορά της μεγαλότερης από τη μικρότερη ενέργεια ή συχνότητα μίας ζώνης ενεργειών ή συχνοτήτων αντίστοιχα. (BW)

Bank 2 [Όχθη] Γεωλ. Το άκρο μιας διόδου νερού (ποτάμι, αυλάκι κτλ) Bank 3 [Μονοκλινές πρανές] Γεωλ. Μια κεκλιμένη λωρίδα γης που αποτελείται από σταθεροποιημένα υλικά. Bank 4 [Οχθη, ακτή] Ωκεαν. Ένα επίπεδο υπερυψωμένο στρώμα του βυθού ενός ωκεανού περιμετρικά στις ηπειρωτικές τεκτονικές πλάκες, δηλαδή γύρω από τις ηπείρους ή τα διάφορα νησιά. Bank Deposit [Επιχωμάτωση από υλικά καθίζησης] Γεωλ. II καθίζηση ιζημάτων στο βυθό KUI τις ακτές/ όχθες μιας θάλασσας ή ενός ποταμού. Τα υλικά αυτά προέρχονται από μακρινές ή κοντινότερες διαβρο)μένες περιοχές από τις οποίες περνά ο ποταμός και μεταφέρονται λόγω της ροής του νερού. Δημιουργούνται έτσι λόφοι και επίπεδες επιφάνειες που με τον καιρό συμπυκνώνονται και διαφοροποιούνται, Bank Material [Υλικό προς εξόρυξη] Μεταλ.Μηχ. Το υλικό που βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος ενός ορύγματος και πρόκειται να απομακρυνθεί είτε με εξόρυξη (κοπή), ή με έκρηξη ανάλογα με την σκληρότητα του και την χρησιμοποιούμενη πρακτική, Bank M e a s u r e [Προμέτρηση υλακού προς εξόρυξη] Μεταλ. Μηχ. Ο υπολογισμός του όγκου ενός υλικού στο πρόσθιο μέρος ενός ορύγματος που πρόκειται να απομακρυνθεί. Ο όγκος αυτός υπολογίζεται στην αρχική θέση και με την αρχική πυκνότητα του υλικού. Bank Sand [Αμμος όχθης] Γεωλ. Αμμος που προέρχεται από υλικά καθίζησης στις όχθες ποταμών και στον παράκτιο βυθό της θάλασσας και περιέχουν μικρή ποσοστά αργίλου. Bank Select [Επιλογή τράπεζας (μνήμης)] Πληρ. Εντολή επιλογής χώρου αποθήκευσης δεδομένων σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή, συνθετητή ή άλλα ηλεκτρονικό μηχάνημα που εμπεριέχει μνήμη χωρισμένη σε τμήματα (τράπεζες), όπου ο χρήστης μπορεί να αποθηκεύσει νέα δεδομένα, να ανασύρει παλαιότερα ή να τα διαγράψει από την μνήμη. Bank Selected Memory [Επιλεγμένη τράπεζα μνήμης] Πληρ. Τμήμα της μνήμης του επεξεργαστή ενός υπολογιστή που έχει επιλεγεί από το χρήστη για διενέργεια εντολών, όπως αποθήκευση ή ανάκληση, Bank Storage [Αποθήκευση ύδατος στις όχθες] Yfip. II ποσότητα του ύδατος που απορροφάται και αποθηκεύεται στο διαπερατό στρώμα της κοίτης και των οχθών μιας λίμνης, ταμιευτήρα ή ποταμού. Ένα μέρος του νερού αυτού μπορεί να αποδοθεί/εμφανισθεί στο ρεύμα του αγωγού όταν υποχωρήσει η στάθμη του νερού σε

Banker

- 190-

περιόδους ξηρασίας. B a n k e r [Πάγκος εργασίας] Πολ. Μηχ. Επίπεδος χώρος (πάγκος, τραπέζι) που χρησιμοποιείται για την προετοιμασία (κόψιμο, σχηματισμός, λείανση) των υλικών φέρουσας τοιχοποιίας, όπως πέτρες και τούβλα. Banket [Μπάνκετ] Γεωλ. Κυριολεκτικά χρυσοφόρο κροκαλοπαγιτικό πέτρωμα της Ν. Αφρικής αποτελούμενο από αμυγδαλοειδείς κροκάλες (απ' όπου η γερμανική προέλευση της ονομασίας του). Γενικά κάθε κροκαλοπαγίτης που περιέχει ως συνεκτικό υλικό πολύτιμα μέταλλα. Banquette 11 Ιαράθυρο σε εσοχή | Αρχ. Είδος παράθυρου με κάσα σε εσοχή, που σχηματίζει στενό κάθισμα στην ποδιά του παραθύρου. Συνήθως κατασκευάζεται σε τοιχοποιία από τούβλο, και αποτελεί άνοιγμα μεγάλων διαστάσεων και ειδικά ύψους, ενώ η ποδιά είναι χαμηλότερη των 80 εκ. για να διευκολύνεται η χρήση της σαν κάθισμα. Bar [Μονάδα μέτρησης barj Φυσ. Μονάδα μέτρησης της πίεσης στο C.G.S σύστημα μονάδων μέτρησης. Ισχύει οτι lhar=10'Pa όπου 1 Pa η μονάδα μέτρησης της πίεσης στο διεθνές σύστημα μονάδων (S.I.) και lbar=750mmHg, lbar «0.987 της ατμοσφαιρικής πίεσης. B a r Bending [Κάμψη, λυγισμύς ράβδου] Πολ. Μηχ. Η κάμψη μιας ράβδου κατά ορισμένη γωνία ώστε να χρησιμοποιηθεί σε μια κατασκευή οπλισμένου σκυροδέματος. Η κάμψη της ράβδου πρέπει να γίνεται με ειδικό τρόπο γύρα) από εργαλεία καθορισμένης, ανάλογα με το υλικό και την διάμετρο της ράβδου, διαμέτρου ώστε να μη δημιουργούνται ανεπίτρεπτες τάσεις στην ράβδο ή ακόμα και θραύση της. Η κάμψη αυτή χρειάζεται κυρίως στις αγκυρώσεις ή κατά την δημιουργία συνδετήρων. Bar Code [Ταινιογράφημα] Ηλεκτρον. Κώδικας για την αντιπροσώπευση αλφαβητικών και αριθμητικών δεδομένων υπό μορφή κάθετων διαδοχικών παράλληλων γραμμών διαφόρου εύρους σε συνδυασμό με αριθμούς, αναγνωρίσιμος από οπτικό ανιχνευτή. Σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα προϊόντα. B a r Code S c a n n e r [Ανιχνευτής ταινιογραφημάτων] Πλεκτρον. Διάταξη οπτικού ανιχνευτή για την αναγνώριση αλφαβητικών και αριθμητικών δεδομένων που αναπαρίστανται με κο')δικα ταινιογράφησης π.χ. στην αναγνώριση των τιμών των προϊόντων. B a r G r a p h [Διάγραμμα ράβδων^ Στατ. Τύπος δυσδιάστατου ή τρισδιάστατου διαγράμματος όπου οι τιμές στον ένα τουλάχιστον άξονα είναι διακριτές και οι σχέσεις τους με τις τιμές στους άλλους άξονες απεικονίζονται με μονόχρωμες ή έγχρωμες ορθογώνιες ράβδους. B a r Joist [Δοκός, πάτερο] Πολ. Μηχ. Δομικό στοιχείο, συνήθως μεταλλικό, σε μορφή βέργας ή ράβδου, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των σκελετών οροφών ή πατωμάτων. Bar M a g n e t [Ραβδόμορφος Μόνιμος Μαγνήτης] Ηλεκ. Μαγνήτης με τη μορφή ράβδου κατασκευασμένος συνήθως από σκληρό σιδηρομαγνητικό υλικό, ώστε να διατηρεί τη μόνιμη μαγνήτισή του. Το ένα άκρο του είναι ο Νότιος και το άλλο ο Βόρειος μαγνητικός πόλος. Bar Post [Παραστάς θύρας] Πολ. Μηχ. Μια ράβδος συνήθως από μέταλλο ή ξύλο που βυθίζεται στο έδαφος ώστε να αποτελέσει τον ορθοστάτη μια υπαίθριας Ούρας. B a r P r i n t e r [Εκτυπωτής ράβδου] Πληρ. Ο κρουστικός

εκτυπωτής, του οποίου η λειτουργία εκτύπαισης πραγματοποιείται με τη βοήθεια μιας εκτυπωτικής ράβδου που φέρει στο άκρο της τους προς εκτύπωση χαρακτήρες. Bar Sash Lift [Λαβή ανασυρόμενου παράθυρου] Πολ. Μηχ. Είδος λαβής στην κάτα) τραβέρσα τζαμιλικιού του παραθυρόφυλλου. Είναι απαραίτητη σε ανασυρόμενο παράθυρο για τη μετακίνησή του. B a r S u p p o r t [Στήριξη ράβδων οπλισμού] Πολ. Μηχ. Μια οποιαδήποτε κατασκευαστική τακτική ή μηχανή που βοηθά στην στήριξη των ράβδων οπλισμού στη σωστή τους θέση πριν ή κατά την διάρκεια της σκυροδέτησης. Έτσι αποτρέπεται η πύκνωση των ράβδων σε ορισμένα σημεία που δεν επιτρέπουν στο σκυρόδεμα να διεισδύσει αλλά και διασφαλίζεται μια ελάχιστη κάλυψη των οπλισμών από σκυρόδεμα για την αποφυγή διάβρωσης. B a r T r a c e r y [Διακοσμητική πτύχωση] Αρχιτ. Διακοσμητικό ανάγλυφο πλαίσιο σε μορφή τόξου γύρω από παράθυρο ή αψίδα. Σκαλίζεται συνήθως σε πέτρα και αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο σε ναούς γοτθικού ρυθμού. Bar G e n e r a t o r [Διάταξη παραγωγής παλμών] Ηλεκτρον. Είναι μια διάταξη παραγωγής παλμών απαραιτήτων (όστε να επέλθει συγχρονισμός με τους αντίστοιχους παλμούς της τηλεόρασης για να δημιουργηθεί σταθερή οριζόντια εικόνα. Barb Bolt [Κοχλίας με ανώμαλη επιφάνεια, ακίδες] Πολ. Μηχ. Ένα είδος κατασκευαστικού κοχλία/ βλήτρου αγκυρώσεως με ανώμαλη περιμετρική επιφάνεια για την δημιουργία εντονότερης τριβής. B a r b Wire [Ακιδωτό σύρμα] Μηχ. Σύστρεμμα συρμάτινων ινών περιελιγμένων κατά τρόπο ώστε να παρουσιάζουν ακιδωτές προεξοχές κατά κανονικά διαστήματα, που χρησιμοποιείται στις περιφράξεις. Barbital [Βαρβιτόνη] Opy. Χημ. Ονομάζεται και βερονάλη ή 2,5-διαθυλο-βαρβιτουρικό οξύ. Είναι λευκή, κρυσταλλική ένωση με γενικό τύπο QH12N2O3, μοριακού βάρους 148,19 και σημείου τήξεως 191°C, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως ηρεμιστικό και υπνωτικό φάρμακο, συνήθως υπό μορφή αλάτων με νάτριο. B a r b i t u r i c Acid [Βαρβιτουρικό Οξύ] Opy. Χημ. Είναι η 2,4,6-τριυδροξυ-πυριμιδίνη, με γενικό τύπο C4H4N2O3 και μοριακό βάρος 128,09. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο ζέσεως 206 °C και σημείο τήξεως 248 °C, διαλυτή σε νερό και διαιθυλαιθέρα. Παρασκευάζεται με συμπύκνωση ουρίας και μηλονικού διαιθυλεστέρα. Αποτελεί βάση για σημαντικά παράγωγα με φαρμακευτική] δράση. Bare C h a r m [Γυμνό - μοναδικό charm] Φιχτ. Πρόκειται για την κβαντική ιδιότητα charm - κομψότητα που έχουν τα quark. Στην περίπτωση που, στο αδρόνιο που περιέχει το quark αυτό δεν υπάρχει το antiquark του, τότε και το αδρόνιο έχει την ίδια ιδιότητα με το quark. Bare Electrodes [Γυμνά ΓΙλεκτρόδια] Ηλεκ. Ηλεκτρόδια ηλεκτροσυγκόλλησης τα οποία δεν καλύπτονται από άλλο υλικό. Bare G e n e r a t o r [Διάταξη παραγωγής π α λ μ ώ ν ] Ηλεκτμον. Διάταξη παραγωγής παλμών συγχρονισμένων με τους παλμούς της τηλεόρασης που χρησιμοποιούνται για να παράγουν μια σταθερή εικόνα οριζόντιων γραμμών. Bare Value [Ελεύθερη Τιμή] Φυσ. Τιμή ενός χαρακτη-

- 191 ριστικού φυσικού μεγέθους ενός σωματιδίου όταν αυτό δεν αλληλεπιδρά με άλλα σωματίδια ή πεδία, για παράδειγμα ο γυρομαγνητικός λόγος, η μάζα, το φορτίου του κ.α. Χρησιμοποιούνται σε τεχνικές κανονικοποίησης στην κβαντική θεωρία πεδίου. Barge [Φορτηγίδα] Ναυπηγ. Τύπος πλοίου που αποτελείται βασικά από ένα μακρύ κατάστρωμα και χρησιμοποιείται για μεταφορές φορτίων. Δεν περιλαμβάνει μηχανή προώθησης, αλλά ρυμουλκείται από ρυμουλκό πλοίο. Χρησιμοποιείται τόσο στην ποτάμια όσο και στην ανοικτής θάλασσας ναυτιλία μεταφορών. Barge Course 1 [Ακροκέραμα δημιουργίας αετώματος] Λρχιτ. Τα κεραμίδια που σχηματίζουν το ακραίο μέρος της στέγης, αποτελούν το περίγραμμα του αετώματος και προεξέχουν ελαφρώς του εξωτερικού τοίχου. Barge Course 2 (Μαρκίζα] Πολ. Μηχ. Οριζόντια επίπεδη ζώνη από τούβλα που προεξέχει κάθετα σε εξωτερικό τοίχο. Τα τούβλα είναι τοποθετημένα εγκάρσια στον τοίχο. Χρησιμεύει για τη στέγαση παραθύρου ή πόρτας ή για την προστασία κάποιου εξωτερικού στοιχείου από τα νερά της βροχής. Barge Couple (Ακραίο ζευκτό] Πολ. Μηχ. Το ακραίο ζεύγος δοκαριών δίρριχτης στέγης, που σχηματίζει αέτωμα και προεξέχει του εξωτερικού τοίχου. Στηρίζει το κομμάτι της στέγης που προεξέχει. Συναντάται και ως Barge Rafter. Barge Stone [Πέτρα κορυφής δίρριχτης στέγης] Πολ. Μηχ. Σε κεκλιμένη στέγη επικαλυμμένη με σχιστόπλακες, μία από τις σχιστόπλακες στην κορυφή της κλίσης. Αντίστοιχη της κορφιάς-μαχιάς σε στέγη με κεραμίδια. Bari Sol Process (Διεργασία Bari-SolJ Χημ. Μηχ. Πρόκειται για διεργασία αποπαραφίνωσης κλασμάτων πετρελαίου, με χρήση συνδυασμού διαλυτικών μέσων, 78% διχλωροαιθυλενίου και 22% βενζολίου. Τα χλωριωμένα διαλυτικά έχουν μεγάλο ειδικό βάρος, οπότε ο αποχωρισμός της παραφίνης γίνεται εύκολα με φυγοκεντρικούς διαχωριστήρες. B a r i u m [Βάριο] Ανόργ. Χημ. Συμβολίζεται με Ba. Πρόκειται για αργυρόλευκο, μαλακό μέταλλο της ομάδας των αλκαλικών γαιών, με ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,34, σημείο τήξεως 725 °C και σημείο ζέσεως 1640°C. Εξάγεται κυρίως από τον ορυκτό βαρυτίτη (BaS0 4 ). Είναι εύθραυστο και ακριβό μέταλλο, προσβάλλεται από την υγρασία και το οξυγόνο της ατμόσφαιρας, κατεργάζεται δύσκολα και εκπέμπει τοξική σκόνη. Χρησιμοποιείται ως υλικό απορρόφησης αερίων σε συστήματα κενού. B a r i u m Acetate [Οξικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλ.ας του οξικού οξέος με βάριο, Ba(C2H302)2> μοριακού βάρους 255,42, ευδιάλυτο στο νερό. Παρασκευάζεται με επίδραση οξικού οξέος σε ανθρακικό βάριο. Η ενυδατωμένη μορφή του άλατος, Ba(C2H302)2"II20, χει μοριακό βάρος 273,43, διαλύεται σε νερό και αιθανόλη και αφυδατώνεται με θέρμανση στους 150°C. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. B a r i u m Azide [Λζίδιο Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Ba(N 3 ) 2 . Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε κρύο νερό, έχει μοριακό βάρος 221,37 και διασπάται με θέρμανση στους 120 °C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή εκρηκτικα')ν υλών. B a r i u m Base Grease [Βαριούχο Λιπαντικό] Ειτ. Υλικ. Χαρακτηρίζει τα λιπαντικά υλικά που περιέχουν άλατα βαρίου. B a r i u m Bicarbonate (Όξινο Ανθρακικό Βάριο] Α-

Born

-

Oppenheimer

Approximation

νόργ. Χημ. Πρόκειται για ασταθές άλας με χημικό τύπο Ba(HC0 3 ) 2 . —>Barium hydrogencarbonate B a r i u m Binoxide [Διοξείδιο του Βαρίουΐ Ανόργ. Χημ. Είναι το Ba02, το οποίο ονομάζεται και υπεροξείδιο του βαρίου. -^Barium peroxide B a r i u m Bromate [Βρώμικο Βάριο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας του βρωμικού οξέος με βάριο, το οποίο είναι σταθερό σε ενυδατωμένη μορφή, Ba(Br0 3 ) 2 H 2 0. Πρόκειται για άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 411,15, διαλυτή στο νερό και στην ακετόνη, αλλά αόιάλυτη στην αιθανόλη. Με θέρμανση στους 260 °C, διασπάται. Είναι δηλητηριώδης ουσία και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. B a r i u m Bromide [Βρωμίδιο του Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι BaBr 2 . Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 297,14 και σημείο τήξεως 847 "C, διαλυτή σε νερό και αλκοόλες. Η ενυδατωμένη μορφή, BaBr2'2H 2 0, έχει σημείο ζέσεως 120 °C, όπου απομακρύνεται το νερό και σημείο τήξεως 880 °C. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία. Barium C a r b o n a t e [Ανθρακικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι BaC0 3 . Είναι λευκή ένωση, σε μορφή σκόνης, με μοριακό βάρος 197,34, σημείο τήξεως 174 °C, διαλυτή σε οξέα και χλωριούχο αμμώνιο, αδιάλυτη στο νερό και την αιθανόλη. Με θέρμανση στους 1360°C, διασπάται σε οξείδιο του βαρίου και διοξείδιο του άνθρακα. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή άλλων αλάτων του βαρίου, οπτικών υλικών και ποντικοφαρμάκων. Barium Chlorate [Χλωρικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Ba(C103)2 H 2 0. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση με μοριακό βάρος 322,25, σημείο ζέσεως 250 °C και σημείο τήξεως 414°C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και υδροχλωρικό οξύ. Με θέρμανση στους 120°C, απομακρύνεται στο νερό. Παρασκευάζεται με αντίδραση χλωριούχου βαρίου και χλωρικού νατρίου. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων. Barium Chloride [Χλωριούχο Βάριο] Ανόργ. Χημ. Είναι λευκό, κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο BaCl2, μοριακό βάρος 208,24, σημείο ζέσεως 1560°C και σημείο τήξεως 963 °C. Παρασκευάζεται με επίδραση υδροχλωρίου σε ανθρακικό βάριο. Είναι τοξικό και χρησιμοποιείται στη σύνθεση ποντικοφαρμάκων, στην κατεργασία μεταλλικών επιφανειών, αλλά και στην παραγωγή μεταλλικού βαρίου με ηλεκτρόλυση. B a r i u m C h r o m a t c [Χρωμικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας BaCr0 4 , με μοριακό βάρος 253,32. Πρόκειται για κίτρινη, κρυσταλλική, τοξική ουσία, αδιάλυτη στο νερό, που χρησιμοποιείται κυρίως ως χρωστική. B a r i u m Citrate [Κιτρικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Η σταθερή μορφή του άλατος περιέχει και μόρια νερού, δηλαδή είναι το Ba 3 (C 6 H 5 0 7 ) 2 -7H20. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 916,3 και σημείο τήξεως 150 °C, όπου απομακρύνεται το νερό. Έχει τοξικές ιδιότητες, είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και υδροχλωρικό οξύ και χρησιμοποιείται ως σταθεροποιητής χρωμάτων. B a r i u m Concrete [Τσιμέντο βαρίου | Πολ. Μηχ. Είδος τσιμέντου που περιέχει ενώσεις Βαρίου. Υλικό ανθεκτικό στην ακτινοβολία και την εκπομπή ραδιενέργειας. Χρησιμοποιείται συχνά σε τοίχους νοσοκομείων για τη θο>ράκισή τους από τις ακτίνες Χ, που εκπέμπονται στα δωμάτια που γίνονται οι ακτινογραφίες. Barium Cyanide ΙΚυανίδιο του Βαρίου] Ανόμγ. Χημ.

B a r i u m Fluoride

-192-

0 χημικός τύπος είναι Ba(CN) 2 . Πρόκειται για λευκή, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 189,37, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, η οποία χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία και σε γαλβανισμούς. B a r i u m Fluoride [Φθοριούχο Βάριο] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το BaF2, με μοριακό βάρος 175,33, σημείο τήξεως 1355 °C και σημείο ζέσεως 2137°C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και χλωριούχο αμμώνιο. Χρησιμοποιείται σε σμαλτώσεις. B a r i u m Fluosilicate [Φθοροπυριτικό Βάριο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι BaSiF6. Είναι λευκή, κρυσταλλακή σκόνη, με μοριακό βάρος 279,41 και σημείο τήξεως 300 °C. Είναι διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στην αιθανόλη και χρησιμοποιείται στην παρασκευή κεραμικών και εντομοκτόνων. B a r i u m Fuel Cell [Συσσωρευτής Βαρίου] Ηλεκ. Χημικός συσσωρευτής, μπαταρία, που χρησιμοποιεί το βάριο και άλλα στοιχεία για την αποθήκευση ενέργειας σε αυτήν και τη μετατροπή της σε ηλεκτρική, όταν ζητηθεί. Barium H y d r o g c n c a r b o n a t e [Όξινο Ανθρακικό Βάριο] Ανόμγ. Χημ. Είναι το άλας Ba(IIC0 3 )2, το οποίο είναι σταθερό μόνο σε υδατικό διάλυμα. Σχηματίζεται με επίδραση διοξειδίου του άνθρακα σε αιώρημα ανθρακικού βαρίου σε κρύο νερό. Με θέρμανση, δίνει στερεό ανθρακικό βάριο, αέριο διοξείδιο του άνθρακα και νερό σε υγρή φάση. B a r i u m Hydroxide [Υδροξείδιο του Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Είναι το Ba(OH) 2 , το οποίο βρίσκεται συνήθως ενυδατωμένο με οκτώ μόρια νερού. Έχει μοριακό βάρος 315,47 και σημείο τήξεως 78 °C, όπου αφυδατώνεται. Είναι λευκή στερεή ουσία, που παρασκευάζεται με προσθήκη νερού σε οξείδιο του βαρίου και χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό του διοξειδίου του άνθρακα σε χημικές αναλύσεις, για σαπωνοποίηση λιπών και στην τήξη πυριτικών υλικών. B a r i u m M a n g a n a t e [Μαγγανικό Βάριο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για το άλας BaMn0 4 , με μοριακό βάρος 256,27. Είναι τοξική ουσία, με βαθυπράσινο χρώμα, διαλυτή στην αιθανόλη και σταθερή σε αλκαλικό περιβάλλον. Χρησιμοποιείται ως χρωστική. Barium Molybdate [Μολυβδαινικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας BaMo0 4 , το οποίο έχει μοριακό βάρος 291,21 και σημείο τήξεως 1480 °C. Είναι λευκή σκόνη, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, με τοξικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται ως χρωστική, καθώς και σε ηλεκτρονικά και οπτικά όργανα. Barium Monosulfide [Θειώδες Βαριοί Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για χημική ένωση με τύπο BaS, μοριακό βάρος 169,39 και σημείο τήξεως 1200°C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική, υδατοδιαλυτή ουσία, αδιάλυτη στην αιθανόλη, και χρησιμοποιείται ως χρωστική. Barium Monoxide [Μονοξείδιο του Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στην ένωση BaO, η οποία ονομάζεται και οξείδιο του βαρίου. Barium oxide B a r i u m Nitrate [Νιτρικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας του νιτρικού οξέος με βάριο, Ba(N0 3 ) 2 , με μοριακό βάρος 261,34 και σημείο τήξεως 592°C. Πρόκειται για άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, με τοξικές ιδιότητες, διαλυτή στο νερό και αδιάλυτη στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική και συνθετική χημεία, καθώς και στην κατασκευή εκρηκτικών υλών και πυροτεχνημάτων. B a r i u m Oxide [Οξείδιο του Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Είναι

χημική ένωση με τύπο BaO, μοριακό βάρος 153,33, σημείο τήξεως 1923 °C και σημείο ζέσεως 2000 °C. Είναι λευκό στερεό, διαλυτό σε νερό και αιθανόλη, αδιάλυτο σε ακετόνη και αμμωνία. Σχηματίζεται κατά τη θέρμανση μεταλλικού βαρίου παρουσία οξυγόνου ή κατά τη θερμική διάσπαση ανθρακικού βαρίου. Αντιδρά βίαια με το νερό και δίνει υδροξείδιο του βαρίου, ενώ με θέρμανση παρουσία οξυγόνου δίνει διοξείδιο του βαρίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή προσθέτων για λιπαντικά και ως αφυδατικό μέσο. Barium Perchlorate |Υπερχλο)ρικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το άλας Ba(C104)2, με μοριακό βάρος 336,23 και σημείο τήξεως 505 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Συνήθως, είναι ενυδατωμένη με τρία μόρια νερού, Β a (C10 4 ) 2 -3H 2 0, οπότε έχει σημείο τήξεως 400 "C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων. Barium P e r m a n g a n a t e [Υπερμαγγανικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Χημική ένωση με τύπο Ba(Mn0 4 ) 2 , με μοριακό βάρος 375,20 και σημείο τήξεως 200°C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, με καστανοκόκκινο χρώμα, διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη. Έχει τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό μέσο. Barium Peroxide [Υπεροξείδιο του Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Είναι λευκή, στερεή χημική ένωση, με τύπο Ba0 2 , μοριακό βάρος 169,33, σημείο τήξεως 450 °C και σημείο ζέσεως 800 °C, όπου αποσπάται το οξυγόνο. Είναι αδιάλυτη στο νερό ένωση και έχει τοξικές ιδιότητες. Σχηματίζεται με ελεγχόμενη θέρμανση οξειδίου του βαρίου, παρουσία οξυγόνου. Χρησιμοποιείται στην υαλουργία και ως λευκαντικό μέσο. Ονομάζεται και διοξείδιο του βαρίου. Barium Plaster [Κονίαμα με βάριο) Τεχνολ. Ειδικό μίγμα κονιάματος από γύψο, άμμο και άλατα βαρίου που έχει την δυνατότητα να απορροφά την ακτινοβολία. χρησιμοποιείται ως επίστρα)ση στο εσωτερικό νοσοκομείων και ειδικών εργαστηρίων. B a r i u m S t a r [Αστέρας βαρίου] Αστρον. Ερυθρός γίγαντας αστέρας του οποίου το φάσμα ανήκει στους φασματοσκοπικούς τύπους G και Κ και έχει ασυνήθιστα έντονες γραμμές του στοιχείου βαρίου. B a r i u m Stearate [Στεατικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το άλας BaiCifiH^sO:):, με μοριακό βάρος 704,28, διαλυτό σε νερό και αιθανόλη. Είναι λευκή, κρυσταλλική στερεή ουσία και έχει σημείο τήξεως 160 °C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή λιπαντικ<όν και πλαστικών, ως πρόσθετο. B a r i u m Sulfate [Θειικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στο άλας του θειικού οξέος με βάριο BaS0 4 , το οποίο υπάρχει στη φύση στο ορυκτό του βαρύτη. Είναι λευκό στερεό, αδιάλυτο στο νερό, με μοριακό βάρος 233,39, σημείο ζέσεως 1149°C και σημείο τήξεως 1580°C. Σχηματίζεται ως ίζημα όταν προστίθεται θειικό οξύ σε διάλυμα άλατος του βαρίου. Επειδή είναι αδιάλυτο, δεν είναι δηλητηριώδες, σε αντίθεση με τα άλλα άλατα του βαρίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και κόκκινων χρωστικών, στην υαλουργία, στην παραγωγή πλαστικών, στη σύνθεση άλλων αλάτων του βαρίου, αλλά και στην ιατρική. Barium Sulfite [Θειώδες Βάριο] Ανόμγ. Χημ. Χημική ένωση με τύπο BaSO.i, μοριακού βάρους 217,39, διαλυτή σε υδροχλωρικό οξύ. Είναι λευκή, κρυσταλλική σκόνη, με τοξικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χαρτιού.

- 193 -

B a r i u m Superoxide [Υπεροξείδιο του Βαρίου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το διοξείδιο του βαρίου, Ba0 2 . —> Barium peroxide B a r i u m Tetrasulfide [Τετραθειώδες Βάριο] Avopy. Χημ. Εμφανίζεται συνήθως ενυδατωμένο με ένα μόριο νερού, BaS 4 H 2 0. Είναι κόκκινη ή κίτρινη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 283,59, σημείο τήξεως 300 "C. Είναι διαλυτή στο νερό και αδιάλυτη σε αιθανόλη και διθειάνθρακα B a r i u m Thiocyanate [Θειοκυανικό Βάριο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για άλας το οποίο συνήθως είναι ενυδατωμένο με δύο μόρια νερού, Ba(SCN)-2H 2 0. Είναι λευκή, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 289,52 και σημείο τήξεως 160°C, όπου απομακρύνεται το νερό. Διαλύεται στο νερό και στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και στη φωτογραφία. B a r i u m Thiosulfate [Θειώδες Βαριοί Ανόργ. Χημ. Είναι το άλας BaS 2 03, με μοριακό βάρος 249,45 και σημείο τήξεως 220 "C. Είναι συνήθως ενυδατωμένο, BaS 2 03-H 2 0, οπότε έχει μοριακό βάρος 264,46 και σημείο τήξεως 100 °C. Πρόκειται για λευκή, κρυσταλλική ένωση, αδιάλυτη στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή εκρηκτικών υλών και σπίρτων. B a r i u m T i t a n a t e |Τιτανικό Βάριο] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλική, κεραμική ένωση, με χημικό τύπο BaTiOj και μοριακό βάρος 233,21. Είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε πυκνό διάλυμα θειικού οξέος. Εμφανίζει αξιοσημείωτες διηλεκτρικές, πιεζοηλεκτρικές και φεροηλεκτρικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται σε πυκνωτές και σε πιεζοηλεκτρικούς μετατροπείς σημάτων. Barkhausen Effect [Φαινόμενο Barkhausen] Φνσ. Φαινόμενο κατά το οποίο η μαγνήτιση ενός σιδηρομαγνητικού υλικού δε μειώνεται με συνεχή τρόπο, καθώς μειώνεται το εξωτερικό πεδίο. Προκαλείται από τον ασυνεχή τρόπο μεταβολής της διεύθυνσης της μαγνήτισης στις μαγνητικές περιοχές Weiss, αλλά κυρίως από την ασυνεχή μεταβολή των ορίων των μαγνητικών περιοχών λόγω δέσμευσής τους από προσμίξεις, ατέλειες κ.λ.π. Barn (b) ΙΙνρ. Φνσ. Μονάδα μέτρησης της ενεργού διατομής μίας πυρηνικής αντίδρασης ή σκέδασης. Ισχύει l b = ΙΟ"28 m2. Barlow Lens [Φακός Μπάρλοου] Φνσ. Αποκλίνων φακός που τοποθετούμενος ανάμεσα στον αντικειμενικό και τον προσοφθάλμιο φακό ενός τηλεσκοπίου αυξάνει την αποτελεσματική εστιακή απόσταση με συνέπεια την αύξηση του μεγέθους του ειδώλου. Barlow's Equation [Εξίσωση Μπάρλοου] Μηχ. Εξίσωση που δίνει την περιφερειακή τάση σε ένα λεπτότοιχο κυλινδρικό δοχείο, ως το λνόγο του γινομένου της ομοιόμορφης πίεσης που ασκείται στα εσωτερικά τοιχώματα του δοχείου και της ακτίνας αυτού, ως προς το πάχος του πλευρικού τοιχώματος του δοχείου. B a r n a r d ' s L o o p [Αστρικό Νέφος του Barnard] Αστρον. Νέφος αερίων με τη μορφή βρόγχου που βρίσκεται πλησίον του κέντρου του αστερισμού του Ορίονα. Τέτοια νέφη συνήθως παράγονται από την έκρηξη ενός αστέρα Supernova στο κέντρο τους. B a r n a r d ' s S t a r [Αστρο του Barnard] Αστρον. Αστρο με οπτικό μέγεθος 9.5, το οποίο απέχει περίπου 6 έτη φωτός από τη Γη. Barnett Effect [Φαινόμενο του Barneit | Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα μαλακό σιδηρομαγνητικό υλικό, όπως ο σίδηρος, περιστρέφεται γύρω από ένα άξονα αναπτύσσεται μια μικρού μεγέθους μαγνήτιση στο υλικό αυτό.

Born - Oppenheimer Approximation

Barnett Method [Μέθοδος του Barnett] Ηλεκ. Μέθοδος μέτρησης του γυρομαγνητικού λόγου των ηλεκτρονίων ενός μαλακού σιδηρομαγνητικού υλικού, μετρώντας τη μαγνήτιση που εμφανίζεται σε αυτό όταν περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα. B a r o g r a m [Διάγραμμα βαρογράφου] Μηχ. Πρόκειται για το διάγραμμα που προκύπτει από ένα βαρογράφο και παρουσιάζει την μεταβολή της ατμοσφαιρικής πίεσης στο χρόνο. B a r o g r a p h [Βαρογράφοςΐ Μηχ. ΙΙρόκειται για ένα όργανο που καταγράφει για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την μεταβολή της ατμοσφαιρικής πιέσεως. Αποτελείται από ένα μεταλλικό βαρόμετρο με μεγάλη ευαισθησία στις αλλαγές πιέσεως που βάζει σε λειτουργία μια γραφίδα. Η γραφίδα είναι σε συνεχή επαφή με ένα κύλινδρο με κατάλληλα διαιρεμένη ταινία γύρω του και περιστρέφεται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα. B a r o m e t e r [Βαρόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για ένα όργανο που μετρά την ατμοσφαιρική πίεση. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα βαρόμετρα διακρίνονται σε υδραργύρου και μεταλλικά. Τα μεταλλικά βαρόμετρα (όπως οι βαρογράφοι) δίδουν λιγότερο ακριβείς μετρήσεις από αυτά του υδραργύρου (όπως το σιφωνοειδές) αλλά είναι πολ,ύ πιο ανθεκτικά και εύχρηστα. Barometric [Βαρομετρικός] Μηχ. Επίθετο που αναφέρεται στα μεγέθη που μετρώνται με βαρόμετρο. Barometric Altimeter [Βαρομετρικός Υψομετρητής] Μηχ. Όργανο μέτρησης του υψομέτρου ενός σημείου χρησιμοποιώντας τη μείωση της πίεσης του ατμοσφαιρικού αέρα στο σημείο αυτό, σε σχέση με την πίεση στο επίπεδο της θάλασσας. Barometric Corrections [Βαρομετρικές διορθώσεις] Φυσ. Οι διορθώσεις που πρέπει να υποστεί η ένδειξη ενός υδραργυρικού βαρομέτρου, ώστε να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που την επηρεάζουν άμεσα, δηλαδή η θερμοκρασία του περιβάλλοντος χώρου, η επιτάχυνση της βαρύτητας στον μετρήσεως και η τάση των υδρατμών του υδραργύρου. Μόνο τότε η ένδειξη μπορεί να θεωρηθεί ακριβής. Barometric Elevation [Βαρομετρικό Ύψος] Μηχ. Δηλώνει το ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, το οποίο μπορεί να υπολογισθεί αν είναι γνωστή η ατμοσφαιρική πίεση στο σημείο αυτό και σε κάποιο άλλο, δεδομένο σημείο αναφοράς. Barometric Fuel Control [Βαρομετρικός έλεγχος καυσίμων] Αερομηχ. Ειδική συσκευή που ρυθμίζει την παροχή καυσίμου προς τον καυστήρα του κινητήρα ενός αεροσκάφους, λαμβάνοντας υπόψη και τα χαρακτηριστικά που μεταβάλλονται ανάλογα με το υψόμετρο στο οποίο αυτό πετά, όπως η ατμοσφαιρική πίεση. Barometric G r a d i e n t [Βαρομετρική Βαθμίδα] Μετεωρ. Πρόκειται για το ρυθμό μείωση της ατμοσφαιρικής πίεσης καθώς απομακρυνόμαστε από την επιφάνεια της Γης κινούμενοι κατακόρυφα. Barometric Hypsometry [Βαρομετρική Υψομέτρησηΐ Μηχ. Η υψομέτρηση, δηλαδή ο καθορισμός του ύψους κάποιων σημείων με τη βοήθεια βαρομέτρου. Βασίζεται στην διαφορά της ατμοσφαιρικής πιέσεως ανάλογα με το υψόμετρο θέσεως. Barometric Leveling [Βαρομετρική χωροστάθμηση] Τοπογρ. Ο υπολογισμός υψομετρικών διαφορών σημείων με. τη βοήθεια βαρομέτρου. Βασίζεται στην διαφορά της ατμοσφαιρικής πιέσεως ανάλογα με το υψόμετρο θέσεως, χρησιμοποιείται συνήθως όταν η υψο-

Barometric Pressure

- 194-

μετρία αναφέρεται σε μεγάλες περιοχές. Barometric Pressure [Βαρομετρική Πίεση] Μηχ. Αναφέρεται στην ατμοσφαιρική πίεση, που μετράται με το βαρόμετρο. Οι μονάδες με τις οποίες εκφράζεται είναι τα mbar, τα kPa ή τα mmHg. Μετράται, λοιπόν, με τη βοήθεια ενός βαρομέτρου.Για βαρόμετρα υδραργύρου πρόκειται για το βάρος της στήλης του υδραργύρου δια της επιφάνειας του σωλήνα. Το ύψος της στήλης του υδραργύρου είναι ανεξάρτητο της διαμέτρου του σωλήνα και για σταθερή ατμοσφαιρική πίεση 1 aim ισούται με 760 mm. Barometric S u r f a c e [Επιφάνεια ίσης πίεσης] Φυσ. Μια επιφάνεια που αποτελείται από σημεία ίσης βαρομετρικής πίεσης. Κατά την υψομέτρηση μιας περιοχής μπορεί να συμπίπτει με μια ισοϋψή επιφάνεια. Barometric Tide [Βαρομετρική Παλίρροια] Μετεωρ. Σε αντιστοιχία με την παλίρροια της θάλασσας, λόγω της περιστροφής της Γης και των βαρυτικών δυνάμεων που δέχεται από τη Σελήνη και τον Ήλιο, δημιουργείται σε κάθε τόπο μια περιοδική μεταβολή - κάθε 12 ώρες - της ατμοσφαιρικής πίεσης. Barometric W a v e [Βαρομετρικό κύμα] Μετεωρ. Αισθητό κύμα σταθερής πίεσης και κατεύθυνσης που εμφανίζεται στην ατμόσφαιρα και δεν οφείλει την δημιουργία του στην εμφάνιση ακραίων ατμοσφαιρικών διαταράξεων όπως κυκλώνες ή τυφώνες. B a r o m e t r y [Βαρομετρία] Μηχ. Η μελέτη της μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης με διαφόρους τύπους βαρομέτρων με σκοπό την αξιολόγηση των διαφόρων μεθόδων, την βελτίωση τους αλλά και την εύρεση νέων οργάνων ή τμημάτων τους. Baroque [Στυλ αρχιτεκτονικής] Αρχ. Μια φάση της Αναγέννησης του 17ου αιώνα, που αντιπροσωπεύεται στην αρχιτεκτονική με επιδεικτικά και μνημειακά κτίρια, με έντονη χρήση της γλυπτικής και της ζωγραφικής στις εξωτερικές τους όψεις. Baroscope [ΒαροσκόπιοΙ Φοσ. Όργανο που τοποθετείται σε αεραντλία για την πειραματική απόδειξη της αρχής της άνωσης του Αρχιμήδη στα αέρια. Αποτελείται από μικρό ζυγό και δύο ανισομεγέθεις σφαίρες από ελαφρό μέταλλο εκ των οποίων η μεγαλύτερη είναι κοίλη. B a r r a g e [Φράγμα] Πολ. Μηχ. Ένα τεχνητό φράγμα που κατασκευάζεται κάθετα στην ροή ενός ποταμού για την ρύθμιση (αύξηση) της στάθμης και της παροχής του ύδατος στα ανάντη. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει υδαταγωγούς ώστε να διοχετεύεται η παροχή νερού σε κάποια άλλα κανάλια για άρδευση ή για λόγους ναυσιπλοΐας. B a r r a g e Balloon [Αερόστατο φράγματος] Μηχ. Σύνολο από δέσμια αερόστατα αντιαεροπορικής άμυνας, που ανυψώνονται με χρήση βαρούλκων στον αέρα σε ειδικούς σχηματισμούς π.χ. απλά (σε ύψος μέχρι 2.500 μέτρα) ή διπλά (σε ύψος μέχρι 4.500 μέτρα) για τη δημιουργία φραγμάτων από σιδηρά σχοινιά ή δίχτυα με σκοπό να εμποδίσουν το πέρασμα ή να προκαλέσουν τη φθορά εχθρικού αεροσκάφους χαμηλής πτήσης. B a r r a g e Reception [Καταιγιστική λήψη] Επικοιν. Αήψη του ίδιου σήματος από κεραίες προσανατολισμένες σε διάφορα σημεία. B a r r a g e Type Spillway | Υπερχειλιστής Φράγματος] Πολ. Μηχ. Μια δίοδος για το πλεονάζων νερό ενός φράγματος που του επιτρέπει να εισέλθει στην αρχική κοίτη του ποταμού στα κατάντη και χρησιμοποιείται ως σύστημα ασφαλείας για την υπερχείλιση των ανά-

ντη περιοχών. Βρίσκεται σε κάποιο καθορισμένο ύψος και έχει την μορφή θύρας που συνεχίζει σε ανοιχτό ή κλειστό αγωγό. B a r r e d Gate [Πύλη με οριζόντιες μπάρες] Πολ. Μηχ. Τύπος θύρας που περιλαμβάνει ξύλινες οριζόντιες δοκούς. B a r r e d Spiral Galaxy [Γραμμωτός σπειροειδής γαλαξίας] Αστρον. Μία από τις δύο βασικές κατηγορίες ταξινόμησης κατά τον Χάμπλ των σπειροειδών γαλαξιών με σύμβολο SB και τρεις υποτύπους SBa, SBb και SBC που περιλαμβάνει το 30% των γαλαξιών. Πρόκειται για γαλαξίες στους οποίους ο κεντρικός πυρήνας, από τον οποίο εκφύονται αντιδιαμετρικά οι δύο βραχίονες, αποτελείται από νεφελώδη μάζα σε σχήμα επιμήκους ταινίας περισσότερο ή λιγότερο πεπλατυσμένης. Barrel [Βαρέλι] Μηχ. Χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης χωρητικότητας, κυρίως στην πετροχημική βιομηχανία. Συμβολίζεται με bbl. Η σχέση ισοδυναμίας με άλλες μονάδες είναι 1 bbl = 42 gal = 0.01589 n r . Barrel Arch [Καμάρα] Αρχιτ. Ανοιγμα μορφής βαρελοειδούς τόξου, το άνοιγμα του οποίου είναι μεγαλύτερο από τη διάμετρο του. Χρησιμοποιείται συχνά σε νησιώτικα σπίτια και κυρίως σε εξωτερικούς τοίχους, γύρω από τη βεράντα. B a r r e l Ceiling [Ημικυλινδρική οροφή] Αρχιτ. Είδος οροφής η διατομή της οποίας είναι βαρελοειδές τόξο. Συνήθως εκτείνεται σε μεγάλα μήκη, ακολουθώντας τον άξονα του κέντρου του τόξου, Barrel Compressor [Κυλινδρικός συμπιεστής] Μηχ. Μηχ. Τύπος ακτινικού συμπιεστή που χαρακτηρίζεται από το σχήμα του κελύφους του, το οποίο είναι παρόμοιο με κυλινδρικό βαρέλι, Barrel Distortion [Βαρελοειδής παραμόρφωση] Φνσ. Ατέλεια ενός οπτικού συστήματος κατά το σχηματισμό ειδώλου λόγω της μη σταθερής μεγέθυνσης, στην περίπτώση της μικρότερης μεγέθυνσης προς τα άκρα του φακού (μειούμενη με την αύξηση του μεγέθους του αντικειμένου), με αποτέλεσμα οι οριζόντιες και οι κάθετες ευθείες γραμμές να εμφανίζονται καμπυλωμένες προς τα έξω. Barrel Drain [Κυλινδρικός σωλήνας] Πολ. Μηχ. Κάθε αποστραγγιστικός σωλήνας που έχει σταθερή κυλινδρική διατομή, Barrel Printer [Τύμπανο εκτυπωτή] Πληρ. Ο κρουστικός εκτυπωτής, στον οποίο η λειτουργία εκτύπωσης πραγματοποιείται με τη βοήθεια μηχανισμού περιστροφής ενός μαγνητικού τυμπάνου για την εκτύπωση των χαρακτήρων. Barrel Roof [Κυλινδρικός θόλος] Πολ. Μηχ. Μια θολωτή ημικυλινδρική οροφή που κατασκευαστικά δίνει την δυνατότητα κάλυψης πολύ μεγαλυτέρου ανοίγματος από ότι μια επίπεδη πλάκα. Τα φορτία του θόλου μεταφέρονται τοξωτά σε περιμετρικούς τοίχους, αντηρίδες ή μικρότερες παράλληλες θολωτές κατασκευές, Χρησιμοποιήθηκε πολύ στους ναούς και τα κτήρια από φέρουσα τοιχοποιία. Barrel Vault [Ημίκυλινδρικός θόλοςΐ Αρχιτεκτ. Μια θολωτή ημικυλινδρική'] οροφή για την κάλυψη μεγάλων ανοιγμάτων σε κατασκευές φέρουσας τοιχοποιίας (πχ. ναούς) —> Barrel Roof Barrelhead [Επίπεδη επιφάνεια βαρελιού] Γεν. Οι δύο επίπεδες επιφάνειες ενός βαρελιού, Barrels Per C a l e n d a r Day [Βαρέλια ανάημερολογιακή ημέρα] Γεν. Μονάδα μέτρησης του ρυθμού εξόρυξης πετρελαίου στις γεωτρήσεις πετρελαίου αλλά και

- 195 παραγωγής στα διυλιστήρια. Προκύπτει από το σύνολο της παραγωγής σε ένα χρόνο δια του 365 και λαμβάνει υπόψη της περιόδους μη εργασίας λόγω πχ επισκευών και συντήρησης των μηχανημάτων. Barrels P e r Day [Βαρέλια ανά ημέραΐ Γεν. Μονάδα μέτρησης του ρυθμού εξόρυξης πετρελαίου στις γεωτρήσεις πετρελαίου αλλά και παραγωγής στα διυλιστήρια. Αναφέρεται στην παραγωγή σε χρόνο 24 ωρών σε κανονική λειτουργία. Barrels P e r M o n t h [Βαρέλια ανά μήνα] Γεν. Μονάδα μέτρησης του ρυθμού εξόρυξης πετρελαίου στις γεωτρήσεις πετρελαίου αλλά και παραγωγής στα διυλιστήρια. Αναφέρεται στην παραγωγή σε χρόνο 30 ημερών σε κανονική λειτουργία. Barremian [Βαρρέμιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της κατώτερης Κρητιδικής υποπεριόδου της Κρητιδικης περιόδου (πριν 135 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα πάνω από το Ωτερίβιον και κάτω από το Απτιον της ίδιας υποπεριόδου. Barricade [Φράγμα, ασπίδα έκρηξης! Μηχ. Μια ογκώδης κατασκευή από οποιαδήποτε συνδυασμό σκυροδέματος, γης, μετάλλου και χωμάτων/μπαζών που σκοπό έχει να απομονώσει μια περιοχή εκρήξεως και να περιορίσει τις επιπτώσεις της στις γύρω περιοχές. Αειτουργεί ως ασπίδα από την εκτίναξη υλικών, σκόνης και ήχου. Barricade Shield [Ασπίδαΐ Μηχ. Πρόκειται για μια κινητή ασπίδα επιστρωμένη με ειδικό υλικό για την απομόνωση περιοχών που εκλύουν ακτινοβολία και την απορρόφηση ενός μέρους ή όλης της ακτινοβολίας αυτης. Barrier 1 [Φράγμα, εμπόδιο] Μηχ. Οτιδήποτε μπορεί να εμποδίσει την ελεύθερη κίνηση ή μεταφορά ενός υλικού σώματος ή υγρού. B a r r i c r ^ [Φράγμα, εμπόδιο] Οικον. Οποιοσδήποτε φυσικός ή βιολογικός παράγοντας αποτρέπει την μετακίνηση ατόμων ή πλνηθυσμών. B a r r i e r 3 [Εμπόδιο] Ναυπηγ. Οτιδήποτε θα μπορούσε να απαγορεύσει την πλεύση ή κίνηση ενός πλ.οίου. B a r r i e r B a r [Ραβδοειδές φράγμα] Γεωλ. Στενός πετρωματικός σχηματισμός από σκληρό υλακό που δημιουρ-

Born - Oppenheimer Approximation

με αυτό, παρότι ένα σωματίδιο δεν έχει την απαραίτητη κινητική ενέργεια για να υπερβεί ένα ενεργειακό φραγμό και να απελευθερωθεί από το πεδίο δυνάμεων που το συγκρατεί, σε αντίθεση με την κλασική φυσική, μπορεί να διέλθει από αυτόν, ακριβώς όπως ένα κύμα εισχωρεί με φθίνον πλάτος στην άεργη περιοχή συχνοτήτων ενός υλικού. II πιθανότητα και ο χρόνος εξόδου του μειώνεται εκθετικά, καθώς αυξάνεται η ισχύ του ενεργειακού φραγμού. B a r r i e r Reef [Κοραλλιογενής Ύφαλος] Γεωλ. Ύφαλος που έχει σχηματιστεί από κοράλλια και συνήθως περικλείει στο εσωτερικό του μια λιμνοθάλασσα και tvd νησί. Συναντάται σε τροπικές θάλασσες, B a r r i e r Separation [Διαχωρισμός μέσω υμένα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στη γενική περίπτωση όπου χρησιμοποιείται μια στιβάδα στερεού υλικού ή μεμβράνη, μέσα από την οποία περνά ένα αέριο μίγμα, με σκοπό το διαχωρισμό των συστατικών. Η μεμβράνη είναι συνήθως πορώδες υλικό, κεραμικό ή πολυμερές, και επιτρέπει εκλεκτικά τη δίοδο του ενός συστατικού, B a r r i e r Shield [Ασπίδα Προστασίας] Μηχ. Υλικό κατάλληλης μορφής που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός χώρου από ραδιενεργές ακτινοβολίες, Barrier Voltage [Τάση Φράγματος] Ηλεκ. Διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο διαφορετικών υλικών. Για να διέλθουν φορτία, πρέπει να ασκηθεί τουλ.άχιστον ίση με αυτό τάση. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η επαφή ρ-η, όπου το φαινόμενο αυτό προκαλείται από τη διαφορά της ενέργειας Fermi των δύο υλικών, B a r r o v i a n M c t a m o r p h i s m [Μεταμόρφωση τύπου Μπάρροου] Γεωλ. Καθολική μεταμόρφωση πετρώματος, κατά την οποία αυξάνεται προοδευτικά η θερμοκρασία κατά στάδια μεταμορφικών ζωνών που διακρίνονται από τη παρουσία μιας σειράς συγκεκριμένων ορυκτών δηλ. του χλωρίτη, του βιοτίτη, του γρανατίτη, του σταυρολίτη, του κυανίτη και του σιλλιμανίτη. Bartonian ΙΒαρτόνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ηωκαίνου υποπεριόδου (πριν 70 εκατομ.χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα ανάμεσα στο Ωβέρσιον και στο Λούδιον της ίδιας υποπεριύδου.

γήθηκε από θαλάσσιες αποθέσεις σε αβαθή ύδατα και Barycenter 1 [Βαρύκεντρο] Μηχ. Πρόκειται για το κέσε μικρή απόσταση από την ακτή. ντρο μάζας ενός σο')ματος ή ενός συνόλου σωμάτων, Barrier Capacitance [Χωρητικότητα Επαφής Ημιαγω- στο οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι ασκείται το γών ρ-η] ΙΓ/χκ. Στην περιοχή απογύμνωσης φορέων μί- βάρος τους, αν τοποθετηθούν σε ομογενές βαρυτικό ας επαφής ρ-η, υπάρχει κατανομή φορτίου με συνέ- πεδίο. πεια, η επαφή να συμπεριφέρεται σαν ένας πυκνωτής Barycenter 2 [Βαρύκεντρο] Αστμ. Έτσι ονομάζεται το με χαρακτηριστική χωρητικότητα. Επειδή η περιοχή α- κ ε ν τ ρ ο μ ά ζ α ς τ ο υ ^ σ τ ί ψ α τ ο ς Γη - Σελήνη, πογύμνωσης μεταβάλλεται αν ασκηθεί ανάστροφη ε- B a r v c e n t e P ΙΒαρύκεντρο] Μαθημ.. Το κέντρο μάζας ή ξωτερικη τάση, ομοια μεταβαλλεται και η χωρητικοτη- ρ ά ρ 0 υ ς ε ν 6 ς σ υ σ τ ή μ α τ ο ς πεπερασμένου πλήθους, έτα της επαφής. σ τ ω ν υ χ ι κ ώ ν σημείων σημειακών μαζών των οποίων Barrier Chair [Αλυσιδωτό φράγμα] Γεωλ. Σύνολο η θέση στον Ευκλείδειο χώρο είναι τέτοια ώστε το διάφραγματικών σχηματισμών (νησίδες, ραβόοι, χερσαίες ν υ σ μ α 0 έ σ η ς τ ο υ άντρου μά£ας ή βάρουα τους να είπροεκτάσεις κ.λ.π.) ιζηματογενούς προέλευσης από ναι σκληρό πέτρωμα σε αβαθή ύδατα κατά μήκος και σχετικά παράλληλα της ακτής. y Barrier C u r b [Ρείθρο, νησίδα] ΙΊολ. Μηχ. Μια διαχω1 ριστική νησίδα ή πεζοδρόμιο με αρκετό κάθετο ύψος ό' = 111 ^ Χ χώστε να μην είναι δυνατή η υπερπήδηση του από αυτοΙΐΙ ^ _ ι κινητά. Barrier Penetration [Διέλευση Ενεργειακού Φράγματος] Φυσ. Φαινόμενο εξαιρετικής σημασίας στη σύγ- ό π ο υ κ = ] f e ν μ ά ζ Γ < ς τ ω ν υ λ ι κ ώ ν σ η μ ε ί ω ν , Xk> Κ =1, χρονη φυσική, καθώς με αυτό εξηγούνται οι χαρακτητ α α ν τ ί σ χ ο ι χ α διανύσματα θέσης τους και m = αστικοί χρόνοι ραδιενεργούς αποδιέγερσης των πυρήΑν m,=m>=.. .=mn. τότε νων καθώς και πάρα πολλά άλλα φαινόμενα. Σύμφωνα

Barycentric Coordinates \

s = — v

- 196-

V

*

Σ κ =1

Barycentric Coordinates [Βαρυκεντρικές συντεταγμένες] Αστρον. Οι συντεταγμένες που καθορίζουν τη θέση ενός σώματος στο ηλιακό σύστημα σε σχέση με το βαρύκεντρο δηλ. το κέντρο μάζας του ηλιακού συστήματος. Barycentric Element [Βαρυκεντρικό στοιχείο] Α στρ. Χαρακτηριστικό μέγεθος της κίνησης ή της θέσης ενός αστρικού σώματος μετρούμενο ως προς το κέντρο μάζας του ηλιακού συστήματος. Barycentric Energy [Βαρυκεντρική Ενέργεια] Μηχ. Πρόκειται για την ενέργεια ενός συστήματος σωμάτων μετρούμενη από το σύστημα συντεταγμένων του κέντρου μάζας του. Barye [Μετρητική μονάδα barye] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της πίεσης στο C.G.S. σύστημα μονάδων μέτρησης. 1 barye ισούται με την πίεση που ασκείται σε lem 2 αν δέχεται δύναμη ldyn. Ισχύει ότι lbaryc=0.1Pa. Baryon [Βαρυόνια] Φυσ. Κατηγορία σωματιδίων της Πυρηνικής Φυσικής τα οποία έχουν σχετικά μεγάλη μάζα, από όπου προκύπτει και το όνομά τους. Έχουν ημιακέραιο spin, 1/2 ή 3/2, και όλα εκτός του πρωτονίου αποσυντίθεται, ώστε τελικά να προκύπτει τουλάχιστον ένα πρωτόνιο. Baryon N u m b e r [Βαρυονικός Αριθμός] Φυσ. Ακέραιος αριθμός που διατηρείται σε κάθε πυρηνική αντίδραση και ισούται με το πλήθος των βαρυονίων μείον τον αριθμό των αντιβαρυονίων που υπάρχουν ανά πάσα στιγμή σε ένα σύστημα. Ενδογενές χαρακτηριστικό κάθε στοιχειώδες σωματιδίου. Baryon Octet [Βαρυονική Οκτάδα] Φυσ. Χαρακτηριστικός τρόπος αναπαράστασης με τη μορφή εξαγώνου των οκτώ βαρυονίων με spin Vz και θετική ομοτιμία. Τα βαρυόνια αυτά είναι τα Σ 0 ,Σ" ι ,Σ +ι , Α^Ξ ',Ξ"1 καθώς και το πρωτόνιο και νετρόνιο. Baryon Resonance [Συντονισμός βαρυονίων] Φυσ. Χαρακτηριστική διαφοροποίηση που εμφανίζεται στις τιμές της διαφορικού ενεργού διατομής μιας πυρηνικής αντίδρασης, η οποία προέρχεται από την ύπαρξη ενός μετασταθού βαρυονίου. Baryon Spectroscopy [Φασματοσκοπία Βαρυονίων] Φυσ. Κλάδος της πυρηνικής φυσικής που ασχολείται με τις μεταβολές στις ενεργειακές καταστάσεις των βαρυονίων σε ένα πυρήνα, κατά τη διάρκεια μίας πυρηνικής αντίδρασης. Baryon to Photon Ratio [Αόγος Πλήθους Βαρυονίων - Φωτονίων] Φνσ. Χαρακτηριστικός αριθμός που εκφράζει το λόγο του πλήθους των βαρυονίων προς τα φωτόνια που υπάρχουν στο σύμπαν. Baryta W a t e r [Βάριο ύδωρ] Χημ. Το υδατικό διάλυμα του υδροξειδίου του βαρίου το οποίο λόγω των πολύ ισχυρών αλκαλικών ιδιοτήτων του χρησιμοποιείται πολλαπλώς στο εργαστήριο π.χ. για ογκομετρικές αναλύσεις. Baryte [Βαρίτης] Γεωλ. Ορυκτό, κύριο μετάλλευμα βαρίου, αποτελούμενο από θειικό βάριο. Συναντάται σε τραπεζοειδείς ή πρισματικούς, με υαλώδη ή μαργαριταρώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος σε φλέβες και συσσωματο')ματα καθώς και υ-

πό μορφή σταλακτιτών. Είναι διαυγές, άχρωμο ή αδιαφανές λευκό ή κίτρινο με σκληρότητα 3 έως 3,5 στην κλίμακα Μος. Bas Relief [Ημιανάγλυφο] Αρχ. Σε μια επιφάνεια, πέτρινη ή μεταλλική, η ημιανάγλυφη εικόνα που προεξέχει λίγο θυμίζοντας την όψη νομίσματος. Καθώς σχηματίζεται ελαφρύ σκίαση του περιγράμματος της, φαίνεται να είναι σκαλισμένη πάνω στην επιφάνεια. Basalt [Βασάλτης] Γεωλ. Εξαιρετικά σκληρό ηφαιστειογενές πέτρωμα με κοκκώδη ιστό, σκοτεινό χρωματισμό και συχνά υαλώδη λάμψη, με κύρια συστατικά πλαγιοκλαστικούς αστρίους, πυροξένους και συχνά ολιβίνη και δευτερεύοντα μαγνητίτη, κεροστίλβη, χαλαζία κ.λ.π. Καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις και σχηματίζουν στήλες (συχνά πολύ εντυπωσιακές) με επιφάνεια πτυχωτή ή πρισματική. Basaltic Hornblende [Βασαλτική κεροστίλβη] Γεωλ. Σκουρόχρωμη ποικιλία κεροστίλβης, πλουσιότερη σε οξείδια του σιδήρου και του τιτανίου από τη συνήθη, που συναντάται σε επιμήκεις πρισματικούς κρυστάλλους σε ηφαιστειογενή πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στην κλίμακα Μος. Basaltic Lava [Βασαλτική λάβα] Γεωλ. ΙΙφαιστειακή ρευστή λάβα βασαλτικής σύστασης που, έχοντας μικρότερο ιξώδες, ρέει ευκολότερα και καλύπτει πολύ μεγάλες εκτάσεις προτού στερεοποιηθεί. Base 1 [Βάση] Χημ. 1. Σύμφωνα με τη θεωρία Arrhenius, ορίζεται κάθε ουσία η οποία μπορεί να αντιδράσει με οξύ και να δώσει άλας και νερό. Τυπικά, βάσεις είναι οι ενώσεις, που όταν βρίσκονται σε υδατικό διάλυμα, ελευθερώνουν ιόντα υδροξυλίου. 2. Σύμφωνα με τη θεωρία Bronsted-Lowry, ορίζεται ως βάση κάθε ουσία η οποία μπορεί να δεχθεί πρωτόνια. 3. Κατά τον Lewis, βάση είναι μια ένωση ή ένα άτομο που έχει την τάση να δίνει ζεύγος ηλεκτρονίων. Base 2 [Βάση] Χημ. Μηχ. Ορίζει το υπόλειμμα της ατμοσφαιρικής απόσταξης του αργού πετρελαίου. Base 3 [Βάση] 1. Μαθημ. Ο αριθμός των συμβόλων σε ένα αριθμητικό σύστημα. Τα πιο γνωστά αριθμητικά συστήματα είναι το δεκαδικό και το δυαδικό (σε ηλ. υπολογιστές) 2. Σε ένα λογάριθμο, είναι ο αριθμός που όταν υψωθεί σε μια καθορισμένη δύναμη έχει λογάριθμο που ισούται με τη δύναμη αυτή. Ο κοινός λογάριθμος έχει βάση το 10(log) και ο Νεπέριος ή φυσικός λογάριθμος το e= 2,718 (In) 3. Το σύνολο των σημείων και μονάδων που καθορίζουν έναν γεωμετρικό χώρο και τις σχετικές θέσεις που λαμβάνουν τα υπόλοιπα σημεία στον χώρο αυτό. 4. Σε ένα αριθμητικό σύστημα είναι ο αριθμός κατά μια μονάδα μεγαλύτερος από το μεγαλύτερο ψηφίο του συστήματος και με τη βοήθεια του εκφράζεται κάθε αριθμός στο συγκεκριμένο αριθμητικό σύστημα ως ο γραμμικός συνδυασμός δυνάμεων της βάσης. Π.χ. η βάση του δεκαδικού αριθμητικού συστήματος είναι το 10. 5. α) Σε ένα ισοσκελές τρίγωνο, είναι η πλευρά στην οποία πρόσκεινται οι δυο ίσες γωνίες του. β) Σε ένα πρίσμα, οι βάσεις του είναι οι δυο τομές των παράλληλων επιπέδων με την πρισματική επιφάνεια, γ) Σε μια πυραμίδα, είναι το χωρίο του πολυγώνου της. δ) Οι βάσεις ενός κυλίνδρου είναι οι κυκλικοί δίσκοι που παράγονται από την περιστροφή δυο κορυφών ενός ορθογώνιου παραλληλογράμμου περί τον άξονα του κυλίνδρου, ε) Σε έναν κώνο είναι το κυκλικό χωρίο του. 6. Σε ένα διανυσματικό χώρο V, η βάση του είναι το.υποσύνολο Β του V, το οποίο παράγει το χώρο V, δηλαδή κάθε στοιχείο του V μπορεί

- 197 να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός πεπερασμένου πλήθους στοιχείων του Β, και το Β είναι γραμμικά ανεξάρτητο. 7. Σε ένα μετρικό χώρο Χ, η βάση είναι η οικογένεια ανοικτών συνόλων του Χ, τέτοια ώστε για κάθε ανοικτό υποσύνολο του Χ να αποτελεί ένωση ανοικτών συνόλων αυτής της βάσης. Base 4 [Βάση] Υπόβαση ή στήριγμα για οποιαδήποτε είδους όργανου ή μηχανήματος. Base Anchor [Στήριγμα βάσης] Πολ. Μηχ. Ένα μεταλλικό αντικείμενο (κοχλίας, σφήνα ή είδος πρόκας) που τοποθετείται στο κάσωμα μιας πόρτας για να διασφαλίζει την σταθερότητα και την στερέωσή της στο πάτωμα. Base Angle [Γωνίες Βάσης] Μαθημ. Πρόκειται για τις γωνίες ενός τριγώνου που σχηματίζονται από τη βάση του και τις άλλες δύο πλευρές του. Base Block [Κύβος βάσης] Πολ. Μηχ Ένα κυβικό ή ορθογωνικό στοιχείο που χρησιμοποιείται ως υπόβαση σε διάφορα κατασκευαστικά μέλη ή στοιχεία (κυρίως διακοσμητικά) ή για να στερεώνονται τα κουφώματα των ανοιγμάτων. Μπορεί να κατασκευάζεται από διαφόρων ειδών υλικά ανάλογα με την απαιτούμενη ανθεκτικότητα και αντοχή. Base Centered Lattice [Είδος κρυσταλλικού πλέγματος κέντρου] Φνσ. Κατηγορία τρισδιάστατων κρυσταλλικών πλεγμάτων στα οποία, εκτός των πλεγματικών σημείων στις κορυφές της θεμελιώδους κυψελίδας, δύο από τις απέναντι πλευρές της έχουν ένα πλεγματικό σημείο στο κέντρο τους. Base Circle [Βασικός κύκλος] Τεχνολ. Στην θεωρία της μετάδοσης κίνησης μέσω οδοντωτών τροχών και μειωτήρων στροφών, βασικός κύκλος είναι ο κύκλος επί του οποίου ευθεία κυλιόμενη χωρίς τριβές παράγει οδόντες τα)ν οποίων οι κατατομές στο μετωπικό επίπεδο είναι τμήματα εξελιγμένων καμπυλών και αποτελούν το προφίλ οδόντων του σχεδιαζόμενου οδοντωτού τροχού. Base Conditions [Πρότυπες Συνθήκες] Χημ. Μηχ. Χρησιμοποιούνται στον προσδιορισμό αερίων περιεχομένων στο πετρέλαιο και ορίζονται ο^ς πίεση 14,65 psia και θερμοκρασία 60 °F. Base Course | Υπόβαση] 1. Πολ. Μηχ. Στρώμα υλικού κατά την κατασκευή ενός δρόμου που στηρίζει και κρατά σταθερή και επίπεδη την επιφανειακή στρο')ση. 2. Το τμήμα μιας κατασκευής από φέρουσα τοιχοποιία που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη θεμελίωση,Συχνά είναι και το κάτω μέρος ενός απλού τοίχου μιας κατασκευής. Base Displacement [Βάση-μετατόπιση] Πλημ. Η διαδικασία απόδοσης μιας διεύθυνσης σε ένα πρόγραμμα γραμμένο σε γλώσσα μηχανής με το να καταχωρούνται όλες οι διευθύνσεις του προγράμματος σε μια βασική διεύθυνση. Παράλληλα, καθίσταται δυνατή η εκτέλεση του προγράμματος από οποιοδήποτε περιοχή της κύριας μνήμης. Base Drag [Βασική αντίσταση] Μηχ. Ρευστ. Συνιστώσα της αντίστασης σε μία πτέρυγα ή μία άτρακτο που οεώεται στην πρόωση της με μηδενική γωνία πρόσπτωσης στον αέρα Base Exchange [Βασική ανταλλαγή] Γεωλ. Το φαινόμενο της αντικατάστασης ορισμένων κατιόντων από ZJJA διαφορετικά φαινόμενα, που παρατηρείται σε κάχοια αργιλικά ορυκτά. Συχνά αποτελεί χημική μέθοδο Γ. σχυσης του υλικού με αύξηση της συγκέντρωσης ο, .~^ένων κατιόντα>ν σε βάρος άλλων.

Born - Oppenheimer Approximation

Base Flow [Βασική παροχή ή ροή] Υδμολ. Η ροή ή η παροχή ενός ρεύματος σε περιόδους ξηρασίας. Προέρχεται κυρίως από την ανάβλυση υπογείου νερού από το φρεάτιο ορίζοντα αλλά και τη στράγγιση μεγάλων λιμνών και ελών. Περιλαμβάνει επίσης τη ροή από οποιαδήποτε άλλη πηγή εκτός της άμεσης παροχής από τις ανάντη περιοχές πχ από το λιώσιμο του χιονιού. Base Insulator [Μονωτική Βάση Στήριξης] Ιϊλεκ. Βάση στήριξης και μόνωσης μεγάλων κεραιών από το έδαφος ή από άλλο αγωγό. Base Metal [Βασικό Μέταλλο] Ανόργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα συνήθη μεταλλικά στοιχεία, όπως ο σίδηρος, ο μόλυβδος ή ο χαλκός, τα οποία είναι φθηνά και αλλοιώνονται με έκθεση στον αέρα, την υγρασία και τη θέρμανση, σε αντίθεση με τα πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός και ο άργυρος. Base Modulation [Διαμόρφωση Σήματος από τη Βάση ενός Τρανζίστορ] Ηλεκ. Τεχνική διαμόρφωσης κατά πλάτος ενός σήματος, κατά την οποία το φέρον κύμα συνδέεται στον εκπομπό, ενώ η τάση διαμόρφωσης στη βάση του τρανζίστορ. Base Molding [Βασικό περιπλαίσιο] Πολ. Μηχ. Ένας τύπος καπακιού που χρησιμοποιείται πάνω από τα σοβατεπί ειδικά αν αυτά περιλαμβάνουν καλώδια, αγωγούς κλπ ώστε να προφυλάσσονται από σκόνη και υγρασία. Base Oil [Βασικό έλαιον] Τεχνολ. Ένα ορυκτό ή συνθετικό έλαιο στο οποίο βασίζεται η παρασκευή λιπαντικού, με ανάμιξη του με άλλα λιπαντικά ή χημικές ενώσεις σε ποσοστό έως 30% και περαιτέρω κατεργασία του για να αποκτήσει την κατάλληλη συμπεριφορά και τις απαραίτητες ιδιότητες. Base Peak [Κορυφή Αναφοράς] Φυσ. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική γραμμή απορρόφησης ή εκπομπής ενός φάσματος μίας ουσίας, με τη μεγαλύτερη ένταση, ως προς την οποία μετρώνται επί τοις εκατό, η ένταση των υπόλοιπων κορυφών του φάσματος. Base Period [Περίοδος βάσης] Στατιστ. Χρονική διάρκεια μέτρησης μιας ποσότητας που χρησιμοποιείται ως βάση και θεωρείται ως μονάδα χρόνου. Χρησιμεύει για να παρουσιαστεί η σχέση της συγκεκριμένης ποσότητας με το χρόνο. Base Plate [Πλάκα βάσης] Μηχανολ. Μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται σε διαφόρων ειδών εργαλεία ως σταθερή βάση. Base Plate 2 [ΙΊλάκα βάσης] Πολ. Μηχ. Στις μεταλλικές κατασκευές, πρόκειται για μια μεταλλική πλάκα υπολογισμένης διατομής που μπαίνει στα άκρα χαλύβδινων δοκών και στύλων και επιτρέπει την δημιουργία της ένωσης (κόμβου) με κοχλίες ή συγκόλληση. Base Plate' [Πλάκα βάσης] Τοπογραφ. Η μεταλλική πλάκα ενός θεοδόλιχου που περιλαμβάνει τρεις κοχλίες και χρησιμεύει για την σταθερή σύνδεση του οργάνου στο τρίποδο. Base Pressure 1 [Πίεση Αναφοράς] Μηχ. Χαρακτηριστική πίεση αναφοράς, π.χ ατμοσφαιρική πίεση, που χρησιμοποιείται για την περιγραφή και μέτρηση πιέσεων σε άλλα σημεία μιας διάταξης ή ενός χώρου. Base Pressure [Πίεση στο Κατώτερο Σημείο] Ρευστομηχ. ΓΙίεση ενός ρευστού σε κάποιο χαρακτηριστικό κατώτερο - οπίσθιο σημείο ενός σώματος που κινείται μέσα σε αυτό. Base Quantity [Θεμελιώδης Ποσότητα] Φυσ. Χαρακτηρίζει ορισμένα μεγέθη τα οποία ορίζονται ανεξάρτητα από άλλα και μετρώνται με βάση πρότυπες ποσό-

Base Sheet

- 198-

τητες. Τέτοια μεγέθη είναι ο χρόνος, η μάζα και το μήκος. Αυτά τα μεγέθη, εκφρασμένα σε διαφορετικές μονάδες, καθορίζουν και το σύστημα μέτρησης. Base Sheet [Ασφαλτοπίλημα] Πολ. Μηχ. Είδος ασφαλτωμένου υφάσματος που αποτελεί την πρώτη στρώση στεγάνωσης οροφής πάνω από την πλάκα ενός κτιρίου. Επάνω από αυτό στρώνονται οι μονώσεις. Base Shoe [Καλούπι βάσης τοίχου] Πολ. Μηχ. Λεπτό, μακρύ στοιχείο που χρησιμοποιείται στο κάτω μέρος της ένωσης του σοβατεπί με το πάτωμα για να καλύψει τον αρμό. Έχει διατομή ορθογωνική ή κυρίως σε σχήμα τεταρτοκυκλίου και κατασκευάζεται από διάφορα υλικά, συνήθως πλαστικό, μέταλλο ή ξύλο. Base Slab [Πλάκα σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Επίπεδη βάση από τσιμέντο ενισχυμένο με σίδερα (οπλισμένο σκυρόδεμα), πάνω στην οποία στήνεται μια κατασκευή. Αποτελεί το πάτωμα ή αντίστοιχα την οροφή ενός χώρου του κτιρίου και φέρεται από τα υποστυλώματα ή από τοιχία που λειτουργούν στατικά σαν υποστυλώματα. Base Spreading Resistance [Αντίσταση Βάσης Τρανζίστορ] Η/£Κ. Χαρακτηριστική ενδογενής αντίσταση της βάσης ενός τρανζίστορ, με σχετικά μικρή τιμή, η οποία προστίθεται στην εξωτερική αντίσταση που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία της βάσης του τρανζίστορ. Base Station [Σταθμός βάσης] Επικοιν. Επίγειος σταθερός σταθμός λήψης και εκπομπής ραδιοφωνικών και ψηφιακών σημάτων που επικοινωνεί με άλλες μετακινούμενες βάσεις και αποτελεί τμήμα ενός συστήματος κινητής τηλεφωνίας. Base Station" [Σταθμός βάσης] Γεωδ. Γεωγραφικό σημείο γνωστής απόλυτης βαρύτητας που χρησιμοποιείται ως βάση διεξαγωγής υπολογισμών. Base Tile [Τούβλο βάσης] Πολ. Μηχ. II πρώτη σειρά από τούβλα/πλίνθους που χρησιμεύει ως αρχή/σταθερή ευθεία στην κατασκευή ι:νός τοίχου. Base Unit [Βασική - θεμελιώδης μονάδα μέτρησης] Η'/ΜΚ. Η μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους, η οποία είναι χαρακτηριστική ενός συστήματος μέτρησης, ανεξάρτητα ορισμένη και διεθνώς αποδεκτή. Για παράδειγμα το μέτρο ως μονάδα μέτρησης του μήκος στο διεθνές σύστημα μονάδων μέτρησης. Base Vector [Διάνυσμα βάσης] Μαθημ. Ένα από τα διανύσματα που καθορίζουν έναν διανυσματικό χώρο. Τα διανύσματα αυτά πρέπει να είναι γραμμικά ανεξάρτητα. Μετά τον καθορισμό της βάσης (δηλαδή όλων των διανυσμάτων βάσης) κάθε διάνυσμα στον χώρο αυτό μπορεί να εκφρασθεί ως γραμμικός συνδυασμός των παραπάνω διανυσμάτων. Συνήθως χρησιμοποιείται ένα τριαξονικό σύστημα αξόνων όπου τα διανύσματα βάσης είναι κάθετα μεταξύ τους. Είναι τελικά το στοιχείο της βάσης ενός διανυσματικού χώρου, με τρόπο που κάθε άλλο στοιχείο του διανυσματικού χώρου να μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των στοιχείων της. Base Year [Έτος βάσης] Στατιστ. Χρονική διάρκεια ενός έτους που χρησιμεύει ως μονάδα χρόνου για την μέτρηση μιας ποσότητας σε σχέση με το χρόνο. Baseball [Αντιδραστήρας σε σχήμα μπάλας Baseball] Φυσ. Τύπος ερευνητικού αντιδραστήρα παραγωγής και μελέτης πλάσματος, με σκοπό την ελεγχόμενη θερμοπυρηνική σύντηξη. Λέγεται έτσι λόγω της εξωτερικής ομοιότητάς του με την μπάλα του baseball και χρησι-

μοποιεί μαγνητικούς φακούς για τον περιορισμό του πλάσματος. Baseband [Ζώνη βάσης] Επικοιν. Όρος που δηλώνει αφιερωμένη ψηφιακή μετάδοση δεδομένων σήματος με συνεστραμμένα ζεύγη χωρίς ενισχυτές. Τα ζωνοβασικά τοπικά δίκτυα είναι πάντα αρτηρίας Baseband Bandwidth [Εύρος ζώνης βάσης] Επικοιν. Το εύρος ζώνης εξαρτάται από τον τύπο του καλωδίου αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο από της ακουστικής ζώνης. Baseband Lines [Γραμμή ζώνης βάσης] Επικοιν. Γραμμή όπου υλοποιείται Baseband επικοινωνία. Αυτές μπορεί να είναι πουπινισμένες οπότε αποδίδουν καλύτερα στο θόρυβο ή όχι. Baseband Modem [Διαμορφωτής ζώνης βάσης] Επικοιν. Συνηθισμένο modem που πετυχαίνει και ψηλές ταχύτητες μετάδοσης αλλά μόνο σε μικρές αποστάσεις. Baseboard [Σοβατεπί] Πολ. Μηχ. Μια λεπτή πλάκα που τοποθετείται στις θέσεις ενώσεως των τοίχων με τα πατώματα.Κατασκευάζεται συνήθως από το ίδιο υλικό με το πάτωμα (ξύλο, μάρμαρο, πλακάκι) και χρησιμοποιείται για να προστατεύει το·· -~·'χο από υγρασία αλλά και για αισθητικούς λόγους. *%ρεί να έχει και την μορφή μικρού περιμετρικού κουτιού που περιέχει αγωγούς και καλώδια. Baseboard Heater [Σοβατεπί αγωγών θέρμανσης] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για ένα σύστημα θέρμανσης με αγωγούς που περνούν περιμετρικά από τους τοίχους των δωματίων και κάτω από την επιφάνεια των σοβατεπί. Με τον τρόπο αυτό δεν είναι ορατά αλλά και βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια για τυχών ανάγκες επισκευής και συντήρησης. Baseboard Radiator [Σύστημα κρυφής θέρμανσης] Πολ. Μηχ. Σύστημα θέρμανσης μη ορατό που καλύπτεται από τα σοβατεπί στο κάτω μέρος των τοίχων. Basement [Υπόγειο] Πολ. Μηχ. Τμήμα ενός οικήματος διαμέρισμα ή αποθηκευτικός χώρος, που βρίσκεται ολόκληρο ή τουλάχιστον κατά το ήμισυ κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Η κοινή ονομασία του είναι υπόγεια, ημιυπόγεια διαμερίσματα ή αποθήκες. Basement Wall [Περιμετρικός τοίχος υπογείου] Πολ. Μηχ. Ο περιμετρικός τοίχος ενός υπογείου που στηρίζει τα εξωτερικά χώματα και υγρομονώνει τον εσωτερικό χώρο για οποιαδήποτε χρήση. Συχνά κατασκευάζεται ως ενιαίο τοίχωμα και έχει στατική αξία για την κατασκευή. Το ενιαίο τοίχωμα ως συνέχεια της θεμελίωσης αυξάνει την ακαμψία του κτηρίου και μειώνει τις διαφορικές καθιζήσεις. Basic 1 [Βασικός] Χημ. Χαρακτηρίζει οποιαδήποτε χημική ένωση συμπεριφέρεται ως βάση. Basic 2 [Γλώσσα προγραμματισμού basic] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ειδικά σχεδιασμένη για γενική χρήση, ακόμη και από αρχάριους. Η ονομασία της προήλθε από τα αρχικά της Beginners All purpose Symbolic Instruction Code (Συμβολικός κώδικας διδασκαλίας πάσης χρήσης για αρχάριους). Basic Access [Βασική πρόσβαση] Επικοιν. Πολλοί διανομείς διαδικτυακών υπηρεσιών μέσα από τα πακέτα που δίνουν στους πελάτες τους διαμορφώνουν κάποιες τιμολογιακές πολιτικές. II απλούστερη λέγεται συνήθως και βασική πρόσβαση και περιλαμβάνει πρόσβαση και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Basic Converter [Βασικός μετατροπέας] Φυσ. Διάταξη

- 199 -

καμίνου με εσωτερική επένδυση από πυρίμαχο υλικό που παρουσιάζει βασική αντίδραση στις χημικές διεργασίες μέσα στη κάμινο όπως π.χ. ο μετατροπέας Τόμας - Γκίλχριστ για την παρασκευή χάλυβα. Basic· Disk O p e r a t i n g System [Βασικό λειτουργικό σύστημα δίσκου (DOS)| Πλημ. Το τμήμα του λειτουργικού συστήματος δίσκου, το οποίο ελέγχει, οργανώνει και γενικότερα διαχειρίζεται την μεταφορά των δεδομένων μεταξύ της μνήμης και του υπολογιστικού προγράμματος. Basic Dye [Βασικό Χρώμα] Opy. Χημ. Αποτελεί κατηγορία χρωμάτων, τα οποία είναι άλατα που παρέχουν εύκολα κατιόντα, σε διαλύματα. Χρησιμοποιούνται κυρίως στη βαφή πρωτεϊνικών υλών. Τα πιο συνήθη βασικά χρώματα είναι ενώσεις του τεταρτοταγούς αμμωνίου. Basic Frequency [Βασική - Θεμελιώδης Συχνότητα] Ηλεκ. Χαρακτηριστική, κύρια συχνότητα διάδοσης ενός κύματος ή ταλάντωσης ενός σώματος. Από το φάσμα συχνοτήτων του κύματος ή της ταλάντωσης, συνήθως επιλέγεται ως βασική εκείνη με τη μεγαλύτερη ένταση, αν και σε ένα διαμορφωμένο κύμα χρησιμοποιείται η συχνότητα του φέροντος κύματος του. Basic G r o u p [Βασική Ομάδα] Χημ. Αναφέρεται στο είδος των χημικών ομάδων, όπως είναι το υδροξύλιο, οι οποίες κάνουν ένα διάλυμα βασικό, όταν βρίσκονται ελεύθερες σε αυτό. Δηλαδή, το διάλυμα εμφανίζει τιμή του ρΗ μεγαλύτερη από 7. Basic I n p u t / O u t p u t System [Βασικό σύστημα εισόδου/ εξόδου | Πλημ. Το σύνολο των προγραμμάτων/ ρουτινών, τα οποία εκτελούν τις βασικές λειτουργίες επικοινα>νίας και ελέγχου μεταξύ της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, της κύριας μνήμης και των περιφερειακών μονάδων σε προσωπικό υπολογιστή IB Μ-PC ή συμβατό και είναι ενσωματωμένο σε μνήμη μόνο για ανάγνωση από τον κατασκευαστή. Οι ρουτίνες του BIOS βρίσκονται σε δυο αρχεία: στο σύστημα γενικής διεύθυνσης και στο σύστημα εισόδου/ εξόδου(10.5Υ5), τα οποία φορτώνονται και παραμένουν στη μνήμη όσο λειτουργεί ο υπολογιστής. Πολύ σπάνια, ο όρος περιλαμβάνει και υλικό. Basic Instruction (Βασική εντολή] Πλημ. Η εντολή ενός προγράμματος, η οποία τροποποιείται αυτόματα από το πρόγραμμα ώστε να μετατραπεί σε μια ενεργό εντολή, δηλαδή σε εντολή που μπορεί να εκτελεστεί χωρίς καμιά επιπλέον μετατροπή. Basic Lining [Βασική επένδυση] Φοσ. Εσωτερική επένδυση μιας καμίνου κατασκευασμένης από πυρίμαχο υλικό με συμπεριφορά βάσης στις χημικές αντιδράσεις εντός της καμίνου π.χ. δολομίτης, μαγνεσίτης, άσβεστος κ.λ.π. Basic Process [Βασική μέθοδος παρασκευής] Φυσ. Μέθοδος παρασκευής χάλυβα, είτε στο μετατροπέα του Μπέσεμερ είτε σε άλλες καμίνους, κατά την οποία χρησιμοποιείται βασική εσωτερική πυρίμαχη επένδυση (π.χ.από δολομίτη) και προσθήκη ασβέστη στο τήγμα του χυτοσιδήρου για την αφαίρεση του φωσφόρου και των άλλων ανεπιθύμητων ουσιών δηλ. του θείου και μέρους του πυριτίου. Basic Processing Unit [Βασική μονάδα επεξεργασίας] Επικοιν. Η κύρια μονάδα ενός συστήματος ΤΙ/Υ ή ενός ικτύου όπου γίνεται σχεδόν αποκλειστικά η επεξεργασία δεδομένων. Basic Rate [Βασικός ρυθμός] Επικοιν. Υπηρεσία του ISDN όπου χρησιμοποιούνται 2 κανάλια φωνής Β και

Born - Oppenheimer Approxima

ένα κανάλι δεδομένων και σήμανσης D και είναι γνωστό και σαν 2Β + D. Basic Refractory [Βασικό πυρίμαχο υλικό] Φυσ. Ειδικό υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της εσωτερικής επένδυσης των καμίνων όπως άσβεστος, δολομίτης κ.λ.π. ικανό να αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες και που παρουσιάζει βασική αντίδραση στις χημικές διεργασίες εντός της καμίνου. Basic Research [Βασική έρευνα] Επιστ. Τεχνολ. Έρευνα που διεξάγεται στα πανεπιστήμια ή ερευνητικά ινστιτούτα, θεωρητικής ή πειραματικής φύσεως, καθαρά για επιστημονικούς σκοπούς, δίχως να στοχεύει στην εμπορική της εφαρμογή στην βιομηχανία. Basic Rock [Βασικό πέτρωμα] Γεωλ. Πυριγενή πετρώματα (π.χ. βασάλτης, γάββροι) με χαμηλή περιεκτικότητα πυριτίου από 45 - 52 % και περιεκτικότητα πάνω από 45 % σε βασικά οξείδια διαφόρων στοιχείων π.χ. σιδήρου, ασβεστίου, μαγνησίου κ.λ.π. Basic Salt [Βασικό άλας] Χημ. Αλας που προκύπτει από τη μερική εξουδετέρωση μιας βάσης από ένα οξύ δηλ. τη μερική αντικατάσταση του ηλεκτραρνητικού συστατικού της τμήματος από αρνητικά ιόντα. Basic Slag [Βασική σκωρία] Φνσ. Σκουριά κλιβάνου που λαμβάνεται καθώς επιπλέει επί του τήγματος ως παραπροϊόν κατά τη βασική μέθοδο παραγωγής χάλυβα από φωσφοριούχους χυτοσιδήρους. Είναι πλούσια σε φώσφορο και χρησιμοποιείται ως λίπασμα υπό μορφή κόνεως στις αγροτικές καλλιέργειες. Basic S o f t w a r e [Βασικό λογισμικοί Πλημ. Το σύνολο των προγραμμάτων, τα οποία συμβάλλουν στις βασικές λειτουργίες ενός υπολογιστή και κυρίως σε λειτουργίες επεξεργασίας δεδομένων, όπως π.χ. το λειτουργικό σύστημα, οι μεταφραστές, κλπ. Basic Solvent [Βασικός Διαλύτης] Χημ. Αναφέρεται σε κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται ως διαλυτικό μέσο και συμπεριφέρεται ως βάση, με αποτέλεσμα να κάνει πιο έντονες τις όξινες ιδιότητες της διαλυμένης ουσίας. Basic Steel [Βασικός χάλυβας! Φ υ σ · Χάλυβας κατασκευασμένος από χυτοσίδηρο με βασική μέθοδο παραγωγής δηλ. σε κλίβανο με βασική εσωτερική επένδυση και με προσθήκη στο τήγμα βασικού συλλιπάσματος π.χ. ασβέστου ώστε να απαλλαγεί από τις ανεπιθύμητες προσμίξεις του φωσφόρου, του θείου και μέρους του πυριτίου. Basic Telecommunications Access Method [Βασική τηλεπικοινωνιακή μέθοδος προσπέλασης] Πληρ. Η διαδικασία προσπέλασης των δεδομένων με κατάλληλη οργάνωση της επικοινωνίας μεταξύ της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και των περιφερειακών συσκευών, ενώ παράλληλα προσφέρονται και τα απαιτούμενα προγράμματα εφαρμογής για την διευκόλυνση της επικοινωνίας αυτής. Basic T i t r a n t [Βασικό Αντιδραστήριο] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα διάλυμα βάσης, γνωστής συγκέντρωσης, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αντίδραση τίτλοδότησης οξέος. Basic Variables [Βασικές μεταβλητές! Πληρ. Σε ένα πρόβλημα του γραμμικού προγραμματισμού, οι m μη αρνητικές μεταβλητές μιας βασικής εφικτής λύσης. Basicity [Βασικύτητα] Χημ. Εκφράζεται από τον αριθμό των ιόντων υδρογόνου ενός οξέος, τα οποία μπορεί να εξουδετερώσει συγκεκριμένη ποσότητα βάσης. Basin [Αεκάνη] 1. Γεωλ. Η επιφάνεια, μικρή ή μεγάλη, σε μια περιοχή που περικλείεται από υψώματα/λόφους.

Basin 2

-200-

Μπορεί να βρίσκεται στο ύψος της θάλασσας (κοιλάδα) ή και σε μεγαλύτερο. 2. Μια περιοχή/ επιφάνεια που χωρίζεται από βαθύτερα γεωλογικά στρώματα από ένα αδιαπέρατο από το νερό στρώμα πέτρας. Το στρώμα αυτό έχει κλίση στην περίμετρο της επιφάνειας προς τα κάτω και προς το κέντρο της. Basin [Λεκάνη απορροής] Υδρ. Η επιφάνεια που παροχετεύει επιφανειακό νερό σε έναν ποταμό και στους παραποτάμους του και αποστραγγίζεται από αυτόν. Basin Accounting [Υπολογισμός λεκάνης απορροής] Υδρ. Ο υπολογισμός των στοιχείων μεγέθους, σχήματος αλλά και της παροχής μιας λεκάνης απορροής. Basin Of Attraction [Λεκάνη έλξης] Φυσ. Για ένα δυναμικό σύστημα, ορίζεται η περιοχή του φασικού χώρου που περιλαμβάνει όλες τις καταστάσεις εκείνες, από τις οποίες το σύστημα εξελίσσεται ακολουθώντας τροχιές που συγκλίνουν σε μια χαρακτηριστική τροχιά τον ελκυστή του. Basis [Βάση] Μαθημ. Το σύνολο των βασικών διανυσμάτων που καθορίζουν έναν διανυσματικό χώρο. Έτσι κάθε άλλο διάνυσμα στον χώρο αυτό μπορεί να καθορισθεί μονοσήμαντα ως γραμμικός συνδυασμός των βασικών διανυσμάτων. Basket Handle Arch [Πολυκεντρικό τόξο] Αρχ. Είδος τόξου που μοιάζει με τμήμα έλλειψης και έχει τρία τουλάχιστον κέντρα. Το άνοιγμά του είναι κατά πολύ μεγαλύτερο της ακτίνας του. Bass [Μπάσες συχνότητες - ήχοι] Ακουστ. Πρόκειται για ήχους, οι οποίοι ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λόγω της μικρής οξύτητας τους και έχουν συχνότητες κάτω των 250 Hz. Bass Boost [Ενισχυτής Χαμηλών Συχνοτήτων] Ιίλεκ. Διάταξη ενίσχυσης ήχων χαμηλών, μπάσων, συχνοτήτων η οποία αποκόπτει και τις υψηλές συχνότητες του ήχου. Bass Compensation [Λντισταθμιστής Ήχων Χαμηλών Συχνοτήτων] Ηλεκ. Διάταξη αύξησης της απόδοσης ενός ηχητικού ενισχυτή, στην περίπτωση ήχων χαμηλής συχνότητας και έντασης, με σκοπό να αντισταθμιστεί η μειωμένη ακουστική ικανότητα του αυτιού σε αυτούς τους ήχους. Bass Control [Διάταξη Ελέγχου Έντασης Χαμηλών Συχνοτήτων] Ηλεκ. Διάταξη αύξησης ή μείωσης της έντασης των χαμηλών συχνοτήτων ενός ήχου, πριν ενισχυθεί με αντίστροφη μεταβολή της έντασης των υψηλών συχνοτήτων. Bass Frequency [Συχνότητα Μπάσα, βαθύφωνη] -»Bass Bass Response [Απόκριση στις χαμηλές συχνότητες] Ηλεκ. Μέγεθος περιγραφής της απόκρισης μίας διάταξης, όταν σε αυτή διοχετεύονται ρεύματα χαμηλών ακουστικών συχνοτήτων. Bat [Δομική πλίνθος] Πολ. Μηχ. 1. Μία οποιαδήποτε πλίνθος που αποτελεί κατασκευαστικό στοιχείο ενός τοίχου. 2. Μισός μπατικός λίθος που χρησιμοποιείται για να συμπληρώσει μια ένωση, όταν μένει ένα μικρό κενό όπου δε χωράει ολόκληρο τούβλο. Το κόψιμο γίνεται διαγώνια. 3. Ορθογώνιο φάτνωμα γεμισμένο με μόνωση και καλυμμένο από χαρτί. Τοποθετείται στα ανοίγματα μεταξύ των δοκαριών μιας οροφής ή ενός εξωτερικού τοίχου. Batch [Δέσμη] Πληρ. Το σύνολο των προγραμμάτων, τα οποία εισάγονται, μεταφέρονται, επεξεργάζονται και κατόπιν εξάγονται(κυρίως με τη διαδικασία της εκτύπωσης) από τον υπολογιστή ως ένα ενιαίο σύνολο

και με τη σειρά που δίνονται, χωρίς να επεμβαίνει χρήστη. Συνήθως, βρίσκονται αποθηκευμένα σε διάτρητα δελτία ή σε μαγνητικά μέσα. Η χρήση τους αυξάνει την αποδοτικότητα και τον ρυθμό μεταφοράς των δεδομένων διαμέσου του υπολογιστή. Batch 2 (Παρτίδα] Χημ. Μηχ. Δηλώνει την ποσότητα της πρώτης ύλης που απαιτείται για την ολοκλήρωση μιας διεργασίας, χημικής ή φυσικής, ή την ποσότητα του υλικού που παράγεται από μια διεργασία. Batch Box [Κιβώτιο παρασκευής σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Ζυγιστική συσκευή που χρησιμοποιείται για την σύνθεση μιας ποσότητας σκυροδέματος. Τοποθετούνται στην συσκευή αυτή οι καθορισμένες ποσότητες και τύπος αδρανών, νερού, τσιμέντου και ανακατεύονται. Λειτουργεί σε στάδια και όχι με συνεχή παροχή υλικών. Batch Distillation [Διαφορική Απόσταξη] Χημ. Μηχ. Είναι η απόσταξη ασυνεχούς λειτουργίας, στην οποία ο αποστακτήρας τροφοδοτείται με ολόκληρη την ποσότητα του προς διαχωρισμό μίγματος. Η σύσταση υγρού και ατμών μεταβάλλεται συνεχώς μέσα στον αποστακτήρα, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται και η θερμοκρασία, ενώ η πίεση να παραμένει σταθερή. Batch File [Αρχείο δέσμης] Πληρ. Πρόκειται για αρχεία κειμένου, τα οποία περιέχουν μια σειρά εντολών του DOS για την διευκόλυνση της ομαδικής επεξεργασίας, έτσι ώστε να εκτελούνται όλες οι εντολές αυτόματα δίνοντας ο χρήστης μία μόνο εντολή (όνομα αρχείου δέσμης) . Batch J o b [Ομαδικό έργο] Πληρ. Μία ομάδα εργασιών του ηλεκτρονικού υπολογιστή που αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο πρόγραμμα και εκτελούνται διαδοχικά με την εντολή επεξεργασίας τους σε σειρά. Batch Mixer [Ανάμικτης ασυνεχούς παροχής] Πολ. Μηχ. Ένας αναμίκτης που ανακατεύει σταθερές ποσότητες σκυροδέματος ή κονιάματος. Χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με αυτόν της συνεχούς ροής, σε μικρές ή μεσαίες κατασκευαστικές εργασίες όπου το σκυρόδεμα κατασκευάζεται σε τμήματα. Batch Plant [Σταθμός τμηματικής παραγωγής σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Εγκατάσταση ζυγιστηρίων και αναμικτήρων που συνδέονται μεταξύ τους και λειτουργούν είτε χειροκίνητα ή αυτόματα κατά την παραγωγή σκυροδέματος. Batch Process [Ασυνεχής Διεργασία] Χημ. Μηχ. Ορίζεται κάθε διεργασία που πραγματοποιείται με συγκεκριμένη ποσότητα υλικού, σε αντίθεση με τη συνεχή, στην οποία το υλικό τροφοδοτείται διαρκώς. Batch Processing [Επεξεργασία δέσμης ή ομαδική επεξεργασία] Πληρ. Η δυνατότητα του λειτουργικού συστήματος για εισαγωγή, επεξεργασία και τελικά, εξαγωγή ενός συνόλου προγραμμάτων με ανεξάρτητο τρόπο, με τη σειρά που δίνονται. Αποτελεί μη διαλογικό τρόπο επεξεργασίας, δηλαδή πραγματοποιείται χωρίς την παρέμβαση του χρήστη. To DOS υποστηρίζει την επεξεργασία δέσμης και παρέχει τη δυνατότητα στον χρήστη να εισάγει συγκεκριμένες ομάδες εντολών σε ένα αρχείο και να εκτελούνται αυτόματα δίνοντας μία μόνο εντολή (όνομα ομαδικού αρχείου). Batch Reactor [Ασυνεχής Αντιδραστήρας] Χημ. Μηχ. Αποτελεί τύπο χημικού αντιδραστήρα πλήρους ανάμιξης, ο οποίος τίθεται σε λειτουργία αφού τροφοδοτηθούν οι επιθυμητές ποσότητες των αντιδρώντων. Ο συγκεκριμένος τύπος αντιδραστήρα χρησιμοποιείται για την παραγωγή μικρών ποσοτήτων ειδικών προϊόντων,

- 201 όπως φάρμακα ή πολυμερή υλικά, κυρίως στην υγρή φάση. Batch Rectification [Διαφορική Απόσταξη με Επαναρροή] Χημ. Μηχ. Ιΐρόκειται για διεργασία ασυνεχούς απόσταξης που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό ενώσεων με μικρή διαφορά σημείων ζέσεως. Περιλαμβάνει συμπυκνωτή στην κορυφή του αποστακτήρα, με τη βοήθεια του οποίου ένα κλάσμα του αποστάγματος συμπυκνώνεται και επαναρρέει μέσα στον αποστακτήρα. Με παρόμοιο τρόπο, λειτουργεί και αναβραστήρας, για το προϊόν πυθμένα. Batch S t r e a m [Ροή ομάδας] Πλημ. II σύσταση μίας ομάδας προγραμμάτων και εντολών για να εκτελεστούν με την τεχνική της ομαδικής επεξεργασίας από το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή. Batch System [Σειριακό σύστημα] Πλημ. Ένα υπολογιστικό σύστημα που έχει ρυθμιστεί ώστε να εκτελεί μια ομάδα προγραμμάτων σε σειρά, δηλαδή με την τεχνική της ομαδικής επεξεργασίας. Batch T e r m i n a l [Σειριακός σταθμός] Πληρ. Τερματικό σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών που εκτελεί εντολές και προγράμματα και παράγει τα ζητούμενα αποτελέσματα με τη τεχνική της ομαδικής επεξεργασίας για τους χρήστες του με την θέση μίας εντολής. Batch Type F u r n a c e [Κλίβανος τύπου δέσμης] Μηχ. Μηχ. Τύπος κλιβάνου μίας εισόδου όπου το υλικό εισάγεται για θερμική κατεργασία σε μία προκαθορισμένη θερμοκρασία στην οποία έχει ήδη θερμανθεί ο κλίβανος. Batching [Ομαδοποίηση] Πληρ. II ομαδοποίηση μίας σειράς εργασιών και εντολών σε ένα πρόγραμμα οοστε να εκτελεστούν αργότερα από τον υπολογιστή διαδοχικά, με μία μόνο εντολή εκτέλεσης από τον χρήστη. Bateman Equations [Εξισώσεις του Baieman] Φνα. Εξισώσεις υπολογισμού του πλήθους των θυγατρικών πυρήνων που παράγονται από τη ραδιενεργή διάσπαση μιας αρχικής ποσότητας πυρήνων, με την πάροδο του χρόνου. Οι εξισώσεις προκύπτουν γράφοντας τους νόμους της ραδιενεργούς διάσπασης σε κάθε στάδιο της αλυσιδωτής διαδικασίας διάσπασης. Batement Light [Κεκλιμένο παράθυρο] Αρχ. Είδος παραθύρου που τοποθετείται συνήθως κατά μήκος κλιμακοστασίου για το φωτισμό του. Η ιδιαιτερότητά του βρίσκεται στο ότι ενώ τα τζαμιλίκια του είναι κατακόρυφα, το κατωκάσι είναι παράλληλο με την κλίση της σκάλας. Bathochromatic Shift [Βαθυχρωμία] Opy. Χημ. Ορίζεται ως η μετατόπιση της απορρόφησης σε μεγαλύτερα μήκη κύματος, που προκαλείται από την παρουσία χρωμοφόρων ομάδων στο μόριο μιας χρωστικής ουσίας. Παραδείγματα χρωμοφόρων ομάδων είναι τα C=C, C=C, C=N, κλπ. Batholith [Βαθόλιθος] Γεωλ. Εκτεταμένες ακανόνιστου σχήματος μάζες πυριγενών πετρωμάτων γρανιτικής, κυρίως, σύστασης που σχηματίστηκαν από τη διείσδυση και στερεοποίηση μάγματος από τον πυρήνα της γης στα πετρώματα της λιθόσφαιρας. Έχουν θολοειδή στέγη, κανονικά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, και άγνωστο υπόβαθρο. Bathometer [Βαθόμετρο] Μηχ. Ένα όργανο που μετρά τα βάθη σε υδάτινες επιφάνειες και συνήθως την απόσταση του βυθού από την επιφάνεια της υγρής μάζας (θάλασσας, λίμνης, ποταμού). Τα βαθόμετρα λειτουργούν συνήθως με βάση την ιδιότητα ανάκλασης των ηχητικών κυμάτων. Υπολογίζεται δηλαδή ο χρόνος της

Born - Oppenheimer Approximation

διαδρομής (επιφάνεια- βυθός- επιφάνεια) του ηχητικού κύματος και εν συνεχεία λόγω της γνωστής ταχύτητας του κύματος η ζητούμενη απόσταση. Bathonian [Βαθόνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της μέσης υποπεριόδου (Δογγέριον) της Ιουρασικής περιόδου (πριν 180 εκατ.χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα πάνω από το Βαγιόσιον και κάτω από το Καλλόβιον της ίδιας περιόδου. Bathyal Zone [Βαθύαλος ζώνη] Ωκεαν. Ζώνη θαλάσσιων βυθών εκτεινόμενη από 200 μέτρα (όριο της ηπειρωτικής τράπεζας) έως 2.000 μέτρα περίπου. Είναι δυσφώτιστη ή τελείως αφωτική στα μικρότερα και μεγαλύτερα βάθη αντίστοιχα και αποτελείται από στρώμα υδάτων προοδευτικά χαμηλών θερμοκρασιών και ελάχιστης περιεκτικότητας σε οξυγόνο. B a t h y g r a m [Βαθύγραμμα] Μηχ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε κάθε γραφική απεικόνιση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων ηχοεντοπιστικών συσκευών, όπως για παράδειγμα του βάθους του θαλάσσιου πυθμένα. Bathymetry [Βαθυμετρία] Μηχ. Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με την καταγραφή του ανάγλυφου του θαλασσίου πυθμένα μέσω μέτρησης του βάθους της θάλασσας. Bathypelagic Zone [Βαθυπελαγική ζώνη) Ωκεαν. Πελαγική θαλάσσια ζώνη εκτεινόμενη από 1000 έως 4000 μέτρα βάθους περίπου. Είναι ζώνη χαμηλών θερμοκρασιών (κάτω από 8 βαθμούς), σκοτεινή και με σχετική ομοιογένεια υδάτων. Bathyscaph [Βαθυσκάφος] Ωκεαν. Ειδικό σκάφος ελεύθερης βύθισης για την εξερεύνηση των βαθυπελαγικών θαλάσσιων εκτάσεων αποτελούμενο από πλωτήρα και μεγάλων διαστάσεων χαλύβδινο σφαιρικό θάλαμο, εξοπλισμένο με όλα τα ερευνητικά όργανα και τις απαραίτητες συσκευές για την εξασφάλιση κανονικών συνθηκών πίεσης και θερμοκρασίας. Bathysphere [Βαθυσφαίρα] Ωκεαν. Ειδική πλωτή συσκευή αποτελούμενη από ενισχυμένο μεταλλικό σφαιρικό θάλαμο συνδεδεμένο με καλώδιο με την επιφάνεια που χρησιμοποιείται από επανδρωμένες αποστολές για την εξερεύνηση των βαθυπελαγικών ζωνών. B a t h y t h e r m o g r a m [Βαθυθερμογράφημα] Μηχ. Γραφική απεικόνιση της θερμοκρασίας των θαλάσσιων στρωμάτων καθώς μεταβάλλεται το βάθος τους. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της πορείας του ήχου μέσα στο νερό, καθώς οι μεταβολές της θερμοκρασίας του προκαλούν διάθλασή του. B a t h y t h e r m o g r a p h [Βαθυθερμογράφος] Μηχ. Διάταξη μέτρησης της θερμοκρασίας των θαλάσσιων στρωμάτων, καθώς μεταβάλλεται το βάθος τους. Οι μετρήσεις γίνονται με την πόντιση, από ένα πλοίο, κατάλληλης μετρητικής διάταξης. (ΒΤ) Bathy vessel [Βαθύπλοιο| Νανπηγ. Τύπος πλοίου που έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί σε μεγάλα βάθη κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπως υποβρύχιο ή βαθυσφαίρα εξερεύνησης του βυθού. Batten Door [Σανιδωτή πόρτα] Πολ. Μηχ. Είδος ξύλινης εξωτερικής πόρτας που κατασκευάζεται χωρίς ακριανούς παραστάδες (στύλους) αλλά μόνο από ξύλινες πλάκες συνδεδεμένες στο πίσω μέρος τους με οριζόντια και διαγώνια επιφανειακά λεπτά ξύλινα στοιχεία. Batten Plate [Πλάκα σύνδεσης] Πολ. Μηχ. Μια μεταλλική πλάκα μικρής συνήθως διατομής και μικρού πάχους που χρησιμοποιείται κυρίως στις μεταλλικές κατασκευές για την σύνδεση δύο παράλληλων στατικών

Battened Column

-202 -

στοιχείων με κοχλίωση ή συγκόλληση. Battened C o l u m n [Σανιδένια κολόνα] Πολ. Μηχ. Στύλος αποτελούμενος από δύο επιμήκεις ράβδους που συνδέονται άκαμπτα μεταξύ τους με μικρά επίπεδα τεμάχια ανά σταθερά διαστήματα, με κόλληση ή κοχλίωση. Battened Wall [Τοίχος με πλάκες ξύλου επενδυμένος] Πολ. Μηχ Ένας τοίχος στον οποίο έχουν τοποθετηθεί πλάκες σύνδεσης. Λυτό μπορεί να γίνει σε περιπτώσεις ρωγμών ως μέθοδος τοπικής σύνδεσης της τοιχοποιίας.. Batter [Κλίση τοίχου] Πολ. Μηχ. Τεχνητή κλίση ενός τοίχου αντιστήριξής προς τα πάνω και πίσω για καλύτερη σταθερότητα. Εκφράζεται ως ο λόγος της οριζόντιας μετατόπισης προς την κάθετη μετατόπιση. Batter B o a r d [Βοηθητική ξύλινη κατασκευή]Πολ. Μηχ Βοηθητικές σανίδες που χρησιμεύουν για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο στην περίμετρο του κτηρίου που θα κατασκευασθεί. Βοηθά στην σωστή και με ακρίβεια δημιουργία των γραμμών θεμελίωσης και εκσκαφής. Batter Brace [Αντηρίδα στήριξης] Πολ. Μηχ. Διαγώνια δοκός που στηρίζει και προσφέρει ακαμψία στα άκρα ενός δικτυα')ματος. Batter Level [Μετρητής κλίσεων] Τοπογρ. Είδος οργάνου που μετράει τις κλίσεις σε θέσεις εκχωμάτων και αναχωμάτων. Batter Pile [Δοκός αντιστήριξης, πλάγια δοκός] Πολ. Μηχ. Δοκός που τοποθετείται διαγώνια ώστε να μπορεί να αναλάβει εκτός από τις κάθετες και διατρητικές δυνάμεις. Batter Post [Στύλος προστατευτικός] Πολ. Μηχ. Διαγώνιος στύλος που τοποθετείται στις γωνιακές θέσεις κατασκευών για να τις προστατεύει από απότομα χτυπήματα. Αυξάνει την ακαμψία τους και μειώνει την περίπτωση προβλημάτων σταθερότητας σε περιπτώσεις συγκρούσεων. Batter Stick [Σανίδα δοκιμής] Πολ. Μηχ. Είδος σανίδας που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της κλίσης ενός τοίχου αντιστήριξης. Battery [Συσσωρευτής - Μπαταρία] Ηλεκ. Διάταξη αποθήκευσης χημικής, μηχανικής, πυρηνικής ή άλλης μορφής ενέργεια και μετατροπή της σε ηλεκτρική ενέργεια. Χρησιμοποιείται για την δημιουργία διαφοράς δυναμικού και την τροφοδοσία ενός κυκλώματος με συνεχές ρεύμα και ηλεκτρική ενέργεια. Battery C h a r g e r [Φορτιστής Μπαταρίας] Ηλεκ. Ηλεκτρονική διάταξη φόρτισης μπαταριών. Ο φορτιστής τροφοδοτείται με εναλλασσόμενο ρεύμα, το οποίο το ανορθώνει μετατρέποντάς το σε συνεχές και το διοχετεύει στην μπαταρία. Battery Limits [Εκταση Βιομηχανικού Συγκροτήματος] Χημ. Μηχ. Είναι η περιοχή στην οποία περικλείεται μια βιομηχανική εγκατάσταση και περιλαμβάνει τόσο τις παραγωγικές μονάδες όσο και τις βοηθητικές παροχές. Battery S e p a r a t o r [Διαχωριστής ΙΙόλων Μπαταρίας] Ηλεκ. Πλόκα από μονωτικό υλικό που χρησιμοποιείται για την ηλεκτρική απομόνωση των δύο πόλων μίας μπαταρίας. Baud Rate [Ρυθμός baud] Επικοιν. Όπως το Bit Rate είναι ρυθμός μετάδοσης μη διαμορφωμένου σήματος, το Baud Rate είναι ρυθμός μετάδοσης διαμορφωμένου σήματος. Baud Unit (Μονάδα Baud] Επικοιν. Μονάδα που δηλώνει τον αριθμό εναλλαγών κωδικοποιημένου σήμα-

τος (σε bits) ανά δευτερόλεπτο και χρησιμοποιείται στα Modem. Baudot Code [Κώδικας Baudot] Επικοιν. Κώδικας με 32 σύμβολα (26 γράμματα και 6 ελεγχου) στα 5 bit που χρησιμοποιείται ακόμα στα telex. B a u h a u s [Σχολή αρχιτεκτονικής] Αρχ. Σχολή που ιδρύθηκε το 1919 στη Βαϊμάρη της Γερμανίας από τον Walter Gropius, και αποτέλεσε κεντρικό πυρήνα και ενσαρκωτή της ιδεολογίας του "Μοντέρνου". Ήταν μια ριζοσπαστική εκπαιδευτική μονάδα που στόχευε στην ενότητα θεωρητικής και πρακτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, που θα βοηθούσε να ξεπερασθεί το χάσμα ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον τεχνίτη. Η σχολή αναγνώριζε επίσης τη σημασία της ανάπτυξης της βιομηχανικής τεχνολογίας, θεωρώντας τη μηχανή τελειοποίηση του εργαλείου. Baume Scale [Κλίμακα Μπωμέ] Φνσ. Κλίμακα που χρησιμοποιείται σε μερικά υγρόμετρα βασιζόμενη στον 1 βαθμό Μπωμέ που για υγρά βαρύτερα του ύδατος ισούται με 145 (1-ν) και για ελαφρότερα του ύδατος 140ν-130, όπου ν το αντίστροφο της σχετικής πυκνότητας του υγρού στους 60 ° C. Bauxite [Βωξίτης] Επ. Υλικ. Αποτελεί το μετάλλευμα του αλουμινίου και είναι μίγμα διαφόρων ένυδρων οξειδίων του αργιλίου, με μικρές ποσότητες οξειδίων σιδήρου, πυριτίου και τιτανίου, υγρασίας, ασβεστίου και μαγνησίου. Είναι άμορφο υλικό, σε μορφή πηλού, με καστανό ή καστανέρυθρο χρώμα και προέρχεται από αλλοίωση πυριτικών πετρωμάτων σε τροπικές συνθήκες. Bauxite Treating [Κατεργασία με βωξίτη] Χημ. Μηχ. Είναι η κατεργασία της βενζίνης, στην αέρια φάση, μέσω στρώματος βωξίτη, σε θερμοκρασίες 120-4001>C. Αποτέλεσμα είναι ο σχηματισμός αερίου H2S όλων των περιεχόμενων θειούχων ενώσεων και η αποθείωση της βενζίνης. Β Axis [Β Αξονας] Κρυστσλλ. Ένα από τα τρία διανύσματα, a, b, c, που αποτελούν τους κρυσταλλογραφικούς άξονες, με τη βοήθεια των οποίων περιγράφεται ένας κρύσταλλος στο χώρο. Τα διανύσματα αυτά ουσιαστικά καθορίζουν τη δομή ενός εξαπλεύρου. To b είναι συνήθως ο οριζόντιος άξονας παράλληλος στο επίπεδο του χαρτιού, με κατεύθυνση από δεξιά προς αριστερά. Bay [Ανοιγμα] Αρχ. 1. Κάθε μήκος από κολ,ώνα σε κολνώνα ή από δοκάρι σε δοκάρι. Το σύνολο των ανοιγμάτων χωρίζει το κτίριο σε επιμέρους,αυτόνομα στατικά,τμήματα. 2. Κοίλωμα τοίχου που σχηματίζει εσωτερικά επέκταση ενός δωματίου. Bay Window [Προεξέχον παράθυρο] Αρχ. Είδος παράθυρου σε κοίλωμα του εξωτερικού τοίχου, που προεξέχει από αυτόν σε σχήμα ημιπολυγωνικό. Εσωτερικά δημιουργεί επέκταση του δωματίου. Συνήθως έχει τρεις πλευρές και στηρίζεται στον τοίχο. Bayer Letter [Γράμμα Μπάγερ] Αστρον. Τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου ή σε περίπτωση εξάντλησης τους του λατινικού αλφαβήτου που χρησιμοποιούνται για την ονομασία κατά Μπάγερ κάθε αστέρα ενός αστερισμού ανάλ.ογα με τη λαμπρότητα του. Bayer Name [Ονομασία Μπάγερ] Αστρον. Ο προσδιορισμός κάθε αστέρα ενός αστερισμού κατά το σύστημα του Μπάγερ που εισήχθη το 1609 και αποτελεί τον επίσημο τρόπο ονομασίας τους. Κάνει χρήση των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλ.φαβήτου ξεκινώντας από το α και σε περίπτωση εξάντλησής τους του λατινικού

- 203 κατά σειρά ελαττούμενης λαμπρότητας σε συνδυασμό με τη λατινική ονομασία του αστερισμού π.χ. a Lyra (α της Λύρας) για το Βέγα. Bayes Rule [Κανόνας του Baye - της δεσμευμένης πιθανότητας] Μαθημ. Κανόνας της θεωρίας των πιθανοτήτων, σύμφωνα με τον οποίο, η πιθανότητα πραγματοποίησης ενός γεγονότος Α δεδομένου ότι έχει συμβεί το γεγονός Β, Ρ(Α'/2Β), ισούται με το λόγο της πιθανότητας πραγματοποίησης των δύο γεγονότων ταυτόχρονα, Ρ(ΑηΒ), προς την πιθανότητα να συμβεί το γεγονός Β, Ρ(Β)Ό. Δηλαδή P(AV2B)= P(AnB)/P(B). Bayside Beach [Ακτή δίπλα σε κόλπο] Υδμ. Ακτή που σχηματίζεται δίπλα σε ένα κόλπο από υλικά των γειτονικών περιοχών που έχουν υποστεί διάβρ(οση από τον αέρα αλλά και την εποχιακή κίνηση του νερού. B C C [Κυβική Χωροκεντρωμένη Κρυσταλλική Δομή] Φυσ. Συντομογραφία κρυσταλλικής δομής, στην οποία στοιχειώδεις δομικές μονάδες διατάσσονται περιοδικά στις κορυφές κύβων και στο κέντρο τους. —» Body Center Lattice, Body Center Cubic Packing Β Channel [Κανάλι Β] Επικοιν. To τηλεφωνικό κανάλι που μεταφέρει σήματα φωνής. BCS Theory [Θεωρία Υπεραγωγιμότητας των Bardcen - Cooper - Schrieffer] Φνσ. Θεωρία εξήγησης της υπεραγωγιμότητας χαμηλών θερμοκρασιών των μετάλλων. Bardecn - Cooper - Schrieffer Β Display [Απεικόνιση Απόστασης - Αζιμούθιου Στόχων] Ηλεκ. Απεικόνιση των στόχων που καταγράφει ένα ραντάρ, ώστε η απόσταση και το αζιμούθιο του στόχου να είναι οι συντεταγμένες του σε ένα ορθογώνιο σύστημα αξόνων. Beach [Αιγιαλός, ακτή, παραλία] Γεωλ. Μια ζώνη από άμμο, κυρίως, που εκτείνεται από την γραμμή χαμηλότερης στάθμης νερού μέχρι την περιοχή που μπορούν να καλύψουν τα κύματα σε τρικυμία. Η αλλαγή από την παραλία προς την πίσω ζώνη είναι συνήθως εμφανής και διακριτή λόγω της έλλειψης μόνιμης βλάστησης αλλά και της αλλαγής του υλικού. Beach Cycle [Περίοδος, κύκλος αιγιαλού] Γεωλ. Είναι ο χρόνος που χρειάζεται για την καταστροφή και την αναδημιουργία μιας παραλίας λόγω της ενέργειας των κυμάτων. Beach Drift [Επισωρευμένη άμμος] Γεωλ. Το παράκτιο υλικό (κυρίως άμμος) που παρασύρεται από την κίνηση της παλίρροιας, του αέρα και των κυμάτων. Beach Face [Μέτωπο παραλίας] Γεωλ. Η γραμμή που χωρίζει την παραλία από το νερό. Μια μπροστινή ζώνη της παραλίας που είναι συνήθως υγρή και βρέχεται από τα κύματα. Beach Gravel [Χαλίκι από ακτή| Γεωλ. Χαλίκι παράκτιων περιοχών που εξαιτίας της συνεχούς επαφής με το νερό και τα κύματα έχει σχετικά λείες πλευρές και περίπου ομοιόμορφο μέγεθος. Beach P l a t f o r m ΙΑποβάθρα, εξέδρα ακτής] Νανπηγ. Παράκτια εξέδρα που υψώνεται πάνω από την γραμμή θαλάσσης και παίζει τον ρόλο κυματοθραύστη. Beach Profile [Προφίλ παραλίας] Γεωλ. Το σχήμα που έχει η παραλία σε μια τομή κάθετη στην επιφάνεια του νερού και τη γραμμή θάλασσας. Παρουσιάζεται λοιπόν ο πυθμένας και τα διαφορετικά βάθη του. Beach Ridge [Κορυφογραμμή άμμου ακτής] Γεωλ. Μια ανυψωμένη περιοχή από παράκτια υλικά (άμμο) στην απομακρυσμένη από τη θάλασσα περιοχή της παραλίας που δημιουργήθηκε από την ενέργεια των κυμάτων και της παλίρροιας.

Born - Oppenheimer Approxim

Beacon [Φάρος] Πλοηγ. 1. Σύστημα μίας ή περισσότερων φωτεινών πηγών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες της ύπαρξης στερεών σχηματισμών ή εμποδίων όπως βράχοι ή λόφοι, ή της τοποθεσίας αεροδρομίων, διαδρόμων προσγείωσης, εγκαταστάσεων κ.λ.π. για τις ανάγκες της ομαλής ναυσιπλοίας από αέρα και θάλασσα. 2. Πομπός εκπομπής σήματος για λήψη και αναγνώριση της θέσης του από το αντίστοιχο σύστημα αναγνώρισης και εύρεσης πορείας που φέρουν τα αεροσκάφη. 3. Επιμήκης κατασκευή που στερεώνεται στο έδαφος για την στήριξη άλλης συσκευής ή μηχανισμού. Beacon Collision Avoidance System [Σύστημα αποφυγής σύγκρουσης φάρου] Πλοηγ. Σύστημα που χρησιμοποιείται στην αεροναυσιπλοία και το φέρει κάθε αεροσκάφος για την αποφυγή σύγκρουσης με άλλα αεροσκάφη. Το σύστημα συνεργάζεται με τους πομπούς του συστήματος εναέριας κυκλοφορίας και ειδοποιεί όταν άλλα αεροσκάφη πετούν σε κοντινή απόσταση. Bead [Σπόνδυλος] Πλημ. Η περιορισμένου μεγέθους υπορουτίνα ενός προγράμματος, η οποία εκτελεί μια συγκεκριμένη εργασία. Θ συνδυασμός τέτοιων υπορουτινών συμβάλλει στη δημιουργία πολυπλοκότερων και μεγαλύτερανν προγραμμάτων. Bead And Q u i r k [Αυλακωτό διακοσμητικό] Πολ. Μηχ. Σφαιροειδές διακοσμητικό που τοποθετείται σε μια επιφάνεια και διαχωρίζεται από αυτή με ένα αυλάκι που δίνει την εντύπα>ση αρμού της ένωσης με την επιφάνεια αυτή. Bead Molding [Ημικυκλικό πλαίσιο] Πολ. Μηχ. Ανάγλυφο πλαίσιο που έχει ημικυκλικό προφίλ. Συνήθως είναι κατασκευασμένο από γύψο. Χρησιμοποιείται στη διακόσμηση επιφανειών, ή για την κάλυψη του αρμού μιας ένωσης. Bead Thermistor [Θερμοαντιστάτης] Φνα. Τύπος θερμοαντίστασης, δηλαδή αντίστασης από ημιαγώγιμο υλικό, που παρουσιάζει αρνητικό θερμικό συντελεστή και χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της θερμοκρασίας ή την αντιστάθμιση της αύξησης της αντίστασης άλλων στοιχείων ενός κυκλώματος. Η αντίσταση αυτή κατασκευάζεται από τη συνένωση δύο μεταλλικών συρμάτων με μια μικρή ποσότητα ημιαγώγιμου υλικού και την κοινή θέρμανσή τους. Beaded Molding [Γείσο] Πολ. Μηχ. Ανάγλυφη γύψινη μόρφωση. Αποτελεί διακοσμητική ζώνη στο περίγραμμα ενός τοίχου, ενός παραθύρου, μιας πόρτας, ή της κορυφής μιας κολώνας. Πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι κατά μήκος της κορυφής τοίχου, στην ένωσή του με την πλάκα της οροφής. Beading | Καλούπι] Πολ. Μηχ. 1. Το σύνολο των ανάγλυφων μορφώσεων που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση μιας επιφάνειας. 2. Μεταλλική γωνία που χρησιμοποιείται σαν καλούπι που γεμίζεται με γυψοκονίαμα και χρησιμοποιείται στη μόρφωση επιφανειών. 3. Μεταλλικό ημικυκλικό πλαίσιο στο άκρο κεκλιμένης στέγης, που χρησιμοποιείται σα λούκι. 4. Συσσώρευση μπογιάς στη βάση τοίχου, λόγω της ροής κατά το βάψιμο. Beaking Joint [Κόμβοι σύνδεσης] Πολ. Μηχ. Είδος σημείων σύνδεσης που αποτελείται από συνεχόμενους κόμβους σύνδεσης σε ευθεία γραμμή. Ο τρόπος σύνδεσης μπορεί να είναι με ήλους ή κοχλίες. Beam [Δοκός] Πολ. Μηχ. 1. Δομικό στοιχείο με την μια διάσταση του να είναι μεγαλύτερης τάξης μεγέθους από τις άλλες δύο. Η δοκός υπόκειται συνήθως σε φορ-

Beam And G i r d e r Construction

-204-

τία κάθετα στον άξονά της (στην μεγάλη διάσταση) αλλά και καμπτικές και στρεπτικές ροπές. Μπορεί επίσης να αναλάβει αξονική δύναμη αν και συνήθως αυτό δεν είναι απαραίτητο. 2. Στην ελληνική πρακτική, η δοκός είναι συγκεκριμένα ένα δομικό στοιχείο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά αλλά με οριζόντια ή έστω πλάγια διεύθυνση. Στην ανάλυση πλαισίων (που περιλαμβάνουν συνήθως πέδιλα, υποστυλώματα, τοιχώματα και δοκούς), η δοκός είναι το τμήμα εκείνο του φορέα που μεταφέρει τα φορτία των πλακών και των τοίχων στα υποστυλώματα. Κατά την αντισεισμική ανάλυση και τον ικανοτικό σχεδιασμό ενός πλαισιακού φορέα, η δοκός πρέπει να μας παρουσιάσει τις πρώτες προειδοποιήσεις μιας επερχόμενης αστοχίας. Beam And G i r d e r Construction [Κατασκευή με δοκούς σε συνδυασμό] Πολ. Μηχ. Τρόπος δόμησης δαπέδων και οριζοντίων επιφανειών με δοκούς και διαδοκίδες τοποθετημένες κάθετα οι μεν στις δε κατά τον οποίο η μεταφορά των φορτίων γίνεται από τις δοκούς στις διαδοκίδες και από εκεί στις στηρίξεις. Beam And Slab Floor [Δοκός και πλάκας δαπέδου] Πολ. Μηχ. Είδος δαπέδων και οριζοντίων επιφανειών. Πρόκειται για μια λεπτή πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα που στηρίζεται σε κρυφές οπλισμένες δοκούς, δηλαδή ενσωματωμένες στο πάχος της ή που προεξέχουν στο κάτω μέρος. Τα φορτία μεταφέρονται από την πλάκα στις ενισχυμένες ζώνες των δοκών και από εκεί στις στηρίξεις. Επιτυγχάνεται έτσι καλύτερη μεταφορά των φορτίων και μικρότερο βέλος κάμψης στο κέντρο της πλάκας. Beam Antenna [Κεραία Εκπομπής Δέσμης] Ηλεκ. Κεραία ραντάρ ή τηλεπικοινωνιών που παράγει δέσμη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με μικρό γωνιακό εύρος. Beam Bearing Plate [Πλάκα υποστήριξης δοκού] Πολ. Μηχ. Πλάκα, συνήθως μεταλλική αλλά και από σκυρόδεμα, που συνδέεται στο άκρο ενός δομικού στοιχείου δοκού και σκοπό έχει να διανείμει τα φορτία που μεταφέρονται από τη δοκό σε μεγαλότερη επιφάνεια. Συνήθως μπαίνει στο επίπεδο θεμελίωσης (στα υποστυλώματα, που και αυτά έχουν στατικά συμπεριφορά δοκού) και οφείλεται στην πιθανή ανικανότητα του εδάφους να αναλάβει τόσο μεγάλες συγκεντρωμένες τάσεις. Beam Blocking [Ξύλινη επικάλυψη δοκού] Πολ. Μηχ. Επιφανειακή επικάλυψη δοκού συνήθως με ξύλινες πλάκες που τοποθετούνται σε κάποια απόσταση από την πραγματική επιφάνεια της δοκού. Δεν έχει δομική αξία αλλά αποσκοπεί σε αισθητικούς ή λειτουργικούς λwύγoυς ή λόγους ομοιομορφίας. Beam Bolster [Στήριγμα ράβδων] Πολ. Μηχ. Λεπτή μεταλλική ράβδος που τοποθετείται στο εσωτερικό του ξυλοτύπου κατά την σκυροδέτηση και σκοπό έχει να στηρίζει και να συγκρατεί στην θέση τους τις ράβδους οπλισμού. Έτσι είναι δυνατό να διατηρηθεί παντού ένα ελάχιστο πάχος επικάλυψης του οπλισμού ώστε να προστατεύεται από την διάβρωση. Beam Brick [Τούβλο υπέρθυρου] Πολ. Μηχ. Τούβλο που χρησιμοποιείται στο σχηματισμό δοκαριού από τσιμέντο και τούβλα, ως πρέκι πόρτας ή παραθύρου, και το οποίο κατασκευάζεται επί τόπου. Beam Bridge [Δοκιδοτή γέφυρα] Πολ.Μηχ.Τρόπος κατασκευής μιας γέφυρας χωρίς ενιαία πλάκα από σκυρόδεμα. Η κυκλοφοριακή φόρτιση μεταφέρεται άμεσα από μια σειρά δοκών από οπλισμένο σκυρόδεμα ή χάλυβα. Οι δοκοί αυτές τοποθετούνται παράλληλα στην κυ-

κλοφορία και στηρίζονται στα άκρα ή και σε κάθετες διαδοκίδες που βρίσκονται από κάτω τους. Beam Ceiling ΙΔοκιδοτό ταβάνι] Αρχ. Ταβάνι που έχει εμφανή τα δοκάρια που σχηματίζουν το σκελετό του, και τα οποία σχηματίζουν ορθογο')νιο πλέγμα. Συνήθως καλόπτει μεγάλα ανοίγματα. Beam Column [Υποστύλωμα] Πολ. Μηχ. 1. Δομικό στοιχείο που έχει συμπεριφορά και χαρακτηριστικά δοκού (πολύ μεγαλύτερη η μια από τις άλλες διαστάσεις, κάθετη στον άξονα φόρτιση και ύπαρξη καμπτικών ροπών) αλλά επιπλέον φορτίζεται και με αξονικά φορτία, εφελκυστικά ή θλιπτικά. 2. Στην ελληνική πρακτική το υποστύλωμα έχει την έννοια καθέτου στοιχείου, ή πλαγίου, που μεταφέρει τα φορτία χρήσης και ιδίου βάρους από τις δοκούς στην θεμελίωση. Beam Coupling [Σύζευξη δέσμης] Φυσ. Η παραγωγή σε κύκλωμα ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια εναλλασσόμενου ρεύματος κατά τη διέλευση δέσμης ηλεκτρονίων διαμορφωμένης πυκνότητας. Beam Coupling Coefficient [Συντελεστής σύζευξης δέσμης] Φυσ. Ο λόγος του εναλλασσόμενου ρεύματος που παράγεται σε μία σύζευξη δέσμης προς το συνεχές ρεύμα της δέσμης ηλεκτρονίων. Beam C u r r e n t [Ρεύμα Δέσμης ΪΙλεκτρονίων] Ηλεκ. Πρόκειται για το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται από μια δέσμη κινούμενων ηλεκτρονίων, σε ένα σωλήνα ηλεκτρονίων - καθοδικών ακτινών. Η τιμή του ρεύματος καθορίζεται από την ταχύτητα και την πυκνότητα της δέσμης των ηλεκτρονίων. Beam Deflection T u b e [Σωλήνας Ελεγχου Απόκλισης Δέσμης Ηλεκτρονίων] Ηλεκ. Σωλήνας παραγωγής δέσμης ηλεκτρονίων, στον οποίο η κατεύθυνση της δέσμης μεταβάλλεται με πλακίδια απόκλισης και έτσι ελέγχεται το ρεύμα εξόδου. Beam Diameter [Διάμετρος Οπτικής Δέσμης] Οπτικ. Μέγεθος που χαρακτηρίζει τη διάμετρο μιας δέσμης φωτός και ορίζεται ως η κάθετη, στην διεύθυνση διάδοσης της δέσμης, απόσταση δύο σημείων που διέρχεται από το κέντρο της δέσμης, στα οποία η ένταση του φωτός ισούται με το 36,7 % της μέγιστης έντασης. Beam Divergence [Εύρος Δέσμης] Φυσ. Το γωνιακό εύρος μίας δέσμης ακτινοβολίας ή κινούμενων σωματιδίων. Γωνία που σχηματίζεται από το σημείο εκπομπής μίας οπτικής δέσμης και δύο διαμετρικών σημείων του μετώπου της, στα οποία η έντασή της ισούται το 36,7% της μέγιστης τιμής της. Beam Edge [Ακρα Δέσμης] Οπτικ. Πρόκειται για τα σημεία μίας οπτικής δέσμης, στα οποία η έντασή της ισούται με το 10% της μέγιστης τιμής της. Beam Encasing [Εγκιβωτισμός δοκαριού] Πολ. Μηχ. Ο εγκιβωτισμός μεταλλικού δοκαριού σε τσιμεντένιο πλαίσιο. Γίνεται για την επίτευξη μεγαλύτερης αντοχής του σε φορτία, αλλά και για την προστασία του μετάλλου. Beam Extractor [Απόσπαση δέσμης σωματιδίων] Φνσ. Διάταξη απόσπασης σωματιδίων από μια δέσμη ταχέως κινούμενων σωματιδίων ενός επιταχυντή. Αποτελείται συνήθως από πηνία ή πυκνωτές τα οποία παράγουν ισχυρά πεδία προκαλώντας απόκλιση των σωματιδίων στην επιθυμητή διεύθυνση. Beam Fill [Υλικά πλήρωσης σε θέσεις δοκών] Πολ. Μηχ. Υλικά όπως τούβλα, τσιμέντο ή μπάζα που τοποθετούνται στα άκρα των δοκών στα σημεία σύνδεσης. Η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται συνήθως στις κατασκευές από φέρουσα τοιχοποιία όπου οι ξύλινες δοκοί

- 205 των πατωμάτων ακουμπούν στους φαρδείς πέτρινους τοίχους. Τα υλικά πλήρωσης γεμίζουν τα τυχόν κενά στις θέσεις αυτές, στερεώνουν τη δοκό και αποτελούν σημεία διακοπής - μόνωσης σε περιπτώσεις πυρκαγιάς. Beam F o r m [Ξυλότυπος δοκού] Πολ. Μηχ. Ο ξυλότυπος που καθορίζει το ακριβές σχήμα, την στήριξη και την επιφάνεια μιας δοκού κατά την σκυροδέτηση. Beam Hole [Σχισμή Εξαγωγής Δέσμης Σωματιδίων] Φυσ. Σχισμή εξαγωγής δέσμης σωματιδίων από το χώρο παραγωγής τους, όπως για παράδειγμα σε ένα πυρηνικό αντιδραστήρα, που μέσα από τα τοιχώματά του, από κατάλληλη σχισμή, εξέρχονται ταχέως κινούμενα νετρόνια. Beam Pocket [Χώρος σύνδεσης οριζοντίων στοιχείων δοκού] Πολ. Μηχ. Σκόπιμα αφημένη και υπολογισμένη οπή στον ξυλότυπο ενός υποστυλώματος ή άλλης δοκού στην οποία θα γίνει η σύνδεση με τον ξυλότυπο της δοκού που τέμνει τα στοιχεία αυτά. Beam Recording [Καταγραφή Δεδομένων μέσω Δέσμης Σωματιδίων] Ηλεκ. Τεχνική συλλογής δεδομένων ενός υπολογιστή σε μικροφίλμ στην οποία χρησιμοποιείται μια δέσμη ηλεκτρονίων για την αμαύρωση του φιλμ. Beam Splice [Σημείο ασυνέχειας - σύνδεσης δοκού] Πολ. Μηχ. Σημείο σύνδεσης δύο δοκών στο οποίο ανάλογα με την μορφή του μπορεί να μεταφέρονται διατμηματικές δυνάμεις και/ ή καμπτικές ροπές. Η δοκός μπορεί να επιλυθεί στατικά ως ενιαία αν ληφθούν υπόψη οι ελευθερίες κινήσεως που υπάρχουν στον κόμβο σύνδεσης. Beam Splitter [Διαχωριστής Δέσμης] Οπτικ. Ειδικό κάτοπτρο το οποίο, όταν προσπίπτει στην επιφάνειά του μια ακτίνα, ένα τμήμα της ανακλάται, ενώ το υπόλοιπο αφήνεται να διέλθει μέσα από αυτή. Χρησιμοποιείται στην ολογραφία κ.λ.π. Beam Splitting 1 [Διαχωρισμός Δέσμης] Οπτικ. Η λήψη δύο ξεχωριστών τμημάτων από μια οπτική δέσμη που προσπίπτει σε ειδικό κάτοπτρο. Beam Splitting 2 [Διαχωρισμός Δέσμης] Ηλεκ. Τεχνική βελτίωσης της διακριτικής ικανότητας ενός ραντάρ, με χρήση των κατευθύνσεων των δεσμών στις οποίες ανιχνεύεται και μηδενίζεται για πρώτη φορά η ανάκλαση από ένα στόχο. Beam S p r e a d [Διασπορά Δέσμης] Μηχ. Μέγεθος που εκφράζει τη γωνιακή διεύρυνση που υφίσταται μια οπτική δέσμη καθώς διαδίδεται στο χώρο. Beam Steering [Οδήγηση - Προσανατολισμός Δέσμης] Μηχ. Τεχνική κατεύθυνσης ηλεκτρομαγνητικής δέσμης, η οποία χρησιμοποιείται σε ραντάρ διάταξης φάσης. Σε αυτή την τεχνική, απενεργοποιούνται κάποια δίπολα εκπομπής ή μεταβάλλεται κατάλληλα η φάση τους. Beam Storage [Μνήμη δέσμης ακτίνων] Πληρ. Η μνήμη, η οποία χρησιμοποιεί δέσμη ακτίνων, συνήθως ηλεκτρονίων ή φωτός, για την αποθήκευση και την ανάκληση των στοιχείων των δεδομένων. Beam Test [Δοκιμή δοκού] Πολ. Μηχ. Είδος δοκιμής δοκού όπου υπολογίζεται η καμπτική αντοχή μιας άοπλης δοκού, τυποποιημένων διαστάσεων υπό τυποποιημένες συνθήκες στήριξης και φόρτισης. Με την υπόθεση ίσης θλιπτικής και εφελκυστικής αντοχής του σκυροδέματος και γνωρίζοντας το φορτίο άρα και την καμπτική ροπή αστοχίας μπορεί να υπολογιστεί (με περιορισμένη βέβαια ακρίβεια) η αντοχή του σκυροδέματος.

B o r n-OppenheimerApproximation

Beam W i d t h [Γωνιακό Εύρος Δέσμης] Ηλεκ. Γωνιακό εύρος μίας δέσμης ραδιοκυμάτων, που μετριέται με τη γωνία που σχηματίζεται από το σημείο εκπομπή της και δύο διαμετρικά σημεία του μετώπου της, η ένταση των οποίων ισούται με το μισό της έντασης στο κέντρο της δέσμης. Beamguide [Κατευθυντήρας Δέσμης] Φυσ. Ειδική διάταξη, που αποτελείται συνήθως από πηνία, τα πεδία των οποίων χρησιμοποιούνται για να κατευθύνουν μια δέσμη ταχέως κινούμενο)ν σωματιδίων ή να την διατηρήσουν στο εσωτερικό της διάταξης επιτάχυνσης τους. Bearer [Οριζόντιος φορέας] Πολ. Μηχ. Οποιοδήποτε οριζόντιο στοιχείο το οποίο μπορεί να μεταφέρει φορτία πχ ράβδος, δοκός, δοκίδα. Bearing 1 [Αναφορά] Φησ. Η γωνιακή απόσταση στο οριζόντιο επίπεδο ανάμεσα σε δύο σημεία με βάση κάποια γεωγραφική ή αστρονομική γραμμή αναφοράς. Bearing 2 [Τριβέας] Μηχ. Σταθερό ή κινητό μεταλλικό εξάρτημα μηχανής (συνήθως αποτελούμενο από δύο ημικυλινδρικά τμήματα) για τη στήριξη ενός άλλου εξαρτήματος (άξονα, ατράκτου κ.λ.π.) που κινείται περιστροφικά ή παλινδρομικά πάνω ή μέσα σ'αυτό. Υπάρχουν διάφοροι τύποι εξωτερικού σχήματος όπως ένσφαιροι, κωνικοί, βελονοειδείς, κυλινδρικοί κ.λ.π. Bearing 3 [Περιοχή στήριξης] Πολ. Μηχ. 1. Η περιοχή μιας δοκού ή υποστυλώματος ή άλλου δομικού στοιχείου που βρίσκεται κοντά στη στήριξη. 2. [Τάση στήριξης] Η τάση που ασκείται στις ακραίες περιοχές ενός δομικού στοιχείου και μεταφέρεται στην στήριξη. Bearing B a r [Φέρουσα ράβδος] Πολ. Μηχ. Ράβδος συνήθως από χάλυβα που χρησιμοποιείται για να φέρει κυρίως εφελκυστικά φορτία. Τοποθετείται είτε ως υποστήριγμα κάτω από ξύλινες δοκούς πατωμάτων είτε για τη συγκράτηση καθέτων πλακών πχ, σε αναχο'^ματα. Bearing Capacity [Φέρουσα ικανότητα] Γεωλ. Η αντοχή ενός υλικού σε πίεση, δηλαδή σε κάθετο φορτίο ανά μονάδα επιφανείας. Μας απασχολεί κυρίως σε περιοχές θεμελίωσης όπου το είδος του εδαφικού υλικού καθορίζει την επιφάνεια που πρέπει να έχουν τα πέδιλα ο')στε να μην επέλθει αστοχία του εδάφους. Bearing Circle [Δακτύλιος Διοπτεύσεων] Μηχ. Δακτύλιος με αναγραφόμενη κλίμακα μοιρών που προσαρμόζεται γύρω από μια πυξίδα για τη διευκόλυνση ανάγνωσης των ενδείξεών της. Bearing C u r s o r [Ενδείκτης - Κέρσορας Διόπτευσης] Μηχ. Μηχανικός δείκτης διόπτευσης σε παλαιού τύπου οθόνες ραντάρ, ο οποίος διερχόταν από τη θέση του πλοίου και περιστρεφόταν ως προς αυτήν, με σκοπό τη διευκόλυνση προσδιορισμού της διόπτευσης των στόχων που παρουσιάζονταν στην οθόνη. Bearing Distance [Φέρον μήκος, άνοιγμα δοκού] Πολ. Μηχ. Είναι η απόσταση μεταξύ των στηρίξεων μιας δοκού.Στο μήκος αυτό η δοκός φορτίζεται από τις όποιες δυνάμεις. Bearing Metal [Μέταλλο τριβέας] Μηχ. Μέταλλο ή κράμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή εδράνων.Το κυρίως στρώμα είναι από σκληρό μέταλλο, σίδηρο ή χάλυβα, με επίστρα>μα μετάλλων χαμηλού συντελεστή τριβής όπως λευκό κράμα κασσίτερου- αντιμονίου, μπρούντζος, ειδικό κράμα μολύβδου- αντιμονίου κ.λ.π.. Bearing Pile [Φέρων πάσσαλος| Πολ. Μηχ. Πάσσαλος, κολώνα που εισχωρεί μέσα στην γη και σκοπό έχει να μεταφέρει τα φορτία μιας θεμελίωσης σε μεγαλύτερο

Bearing Plate

-206-

βάθος με συμπαγέστερο εδαφικό υλικό. Είναι συνήθως κάθετος ή πλάγιος ανάλογα με την περίπτωση και μεταφέρει τα φορτία είτε αξονικά (δηλαδή στην άκρη του) είτε με διάτμηση /άγω της τριβής που αναπτύσσεται στα τοιχώματά του σε επαφή με το έδαφος. Bearing Plate [Φέρουσα πλάκα] Ιίολ. Μηχ. Είδος επιφανειακού στοιχείου από χάλυβα ή τσιμέντο που χρησιμοποιείται για να διανείμει τις τάσεις στο κάτω μέρος μιας δοκού σε μεγαλύτερη επιφάνεια θεμελίωσης. Bearing Pressure [Φέρουσα πίεση] Μηχ. Η πίεση που ασκείται σε μια επιφάνεια που φέρει φορτία. Ισούται με την κάθετη δύναμη προς την επιφάνεια. Bearing Resolution [Διακριτική Ικανότητα Διόπτευσης] Ηλεκ. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός ραντάρ. Ιΐρόκειται για τη μικρότερη γωνιακή διαφορά που μπορούν να έχουν δύο στόχοι που βρίσκονται στην ίδια απόσταση, ώστε να ανιχνεύονται από ένα ραντάρ ως διαφορετικοί. Bearing Strain [Φέρουσα παραμόρφωση ή τροπή] Μηχ.Η παραμόρφωση των στοιχείων μιας φέρουσας επιφάνειας, η σχετική μετακίνηση και στροφή τους σε σύγκριση με τις θέσεις που είχαν τα στοιχεία αυτά πριν την επιβολή της φορτίσεως. Bearing Strength [Φέρουσα αντοχή] Μηχ. Η φέρουσα αντοχή ενός δομικού στοιχείου που υπολογίζεται διαιρώντας το φορτίο διαρροής ή θραύσης (ανάλ.ογα με το τι θεωρούμε ως αστοχία του στοιχείου) με την ενεργό επιφάνειά του. Bearing Stress [Φέρουσα τάση] Μηχ. Είναι η τάση ή πίεση που ασκείται σε μια φέρουσα επιφάνεια ενός στοιχείου. Προκύπτει από τη διαίρεση της κάθετης δύναμης προς το εμβαδόν της επιφανείας. Bearing S u r f a c e [Επιφάνεια τριβέα] Μηχ. Το τμήμα του εδράνου, ο κυρίως τριβέας, που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το στροφέα κινητού εξαρτήματος. Είναι επίστρωμα, επί του κυρίως στρώματος του τριβέα, μετάλλου με χαρακτηριστικά αντιτριβής όπως ειδικών κραμάτων μολύβδου-αντιμονίου, μπρούντζου κ.λ.π. Bearing Wall [Φέρων τοίχος] Πολ. Μηχ. Ένας τοίχος που μπορεί να μεταφέρει (φέρει) εκτός από το δικό του βάρος και άλλα φορτία. Έχει δηλαδή στατική έννοια πέραν αυτής της δημιουργίας κλειστών χώρων και στηρίζει υπερκείμενους τοίχους, δοκούς, πλάκες κλπ. Οι φέροντες τοίχοι, σε αντίθεση με τους τοίχους πλήρωσης πλαισίων οπλισμένου σκυροδέματος, είναι συνήθως οπλισμένοι και έχουν πολύ μεγαλνύτερο πάχος και αντοχή. Beat [Διακρότημα] Φυσ. Χαρακτηριστική περιοδική μεταβολή του πλάτους ενός ήχου, όταν αυτός παράγεται από την υπέρθεση δύο αρμονικών ήχων διαφορετικής συχνότητας. Η συχνότητα του διακροτήματος ισούται με τη διαφορά των συχνοτήτων των αρμονικών. Χρησιμοποιείται για το κούρδισμα των μουσικών οργάνων. Beat Frequency [Συχνότητα Διακρότηματος] Ηλεκ. Συχνότητα ενός σήματος που παράγεται από τη σύνθεση δύο σημάτων, χρησιμοποιώντας μη γραμμικά ηλεκτρικά στοιχεία και ισούται με τη διαφορά των συχνοτήτων των σημάτων. Beat Frequency Oscillator [Ταλαντωτής Διακρότηματος] Φυσ. Ταλαντωτής, ο οποίος τροφοδοτείται με δύο σήματα, το διαμορφωμένο και το φέρον και στην έξοδο προκύπτει το ακουστικό σήμα, με συχνότητα που ισούται με τη διαφορά συχνοτήτων των σημάτων εισόδου.

Beat Note [Νότα Διακροτήματος] Ηλεκ. Συχνότητα ήχου διακροτήματος το οποίο παράγεται από την ανάμιξη δύο αρμονικών σημάτων. Beat Tone [Τόνος Διακροτήματος] Ακουστ. Μουσικός τόνος που οφείλεται στο παραγόμενο από την ανάμιξη δύο σημάτων υψηλών συχνοτήτων διακρότημα. Η ανάμιξη των δύο σημάτων γίνεται με ετεροδύνωση. Beating In [Συντονισμός μέσω Διακροτήματος] ΙΙλεκ Συντονισμός δύο ταλαντωτών ο οποίος επιτυγχάνεται με μηδενισμό της συχνότητας του διακροτήματός τους, δηλαδή μηδενισμό της διαφοράς των συχνοτήτων τους. Beattie B r i d g a m a n E q u a t i o n [Εξίσωση BeauieBridgaman] Θερμού. Ημιεμπειρική, καταστατική εξίσωση που εφαρμόζεται για πραγματικά αέρια. Συνήθως, για ποσότητα αερίου ίση με 1 γραμμομόριο, χρησιμοποιείται με την εξής μορφή: PV = RT + β/V + γ/ V - + δ/V3, όπου οι συντελεστές β, γ και δ είναι συναρτήσεις της θερμοκρασίας και του γραμμομοριακού όγκου. Beaufort Force [Ισχύς Ανέμου σε Μποφόρ] Μετεωρ. Η εκτίμηση της ισχύος του ανέμου, με χρήση της κλίμακας Μποφόρ. Αναφέρεται και ως αριθμός Μποφόρ. Beaufort N u m b e r [Αριθμός Μποφόρ] Beaufort Force Beaufort Wind Scale [Κλίμακα Ισχύος Ανέμου σε Μποφόρ] Μετεωρ. Κλίμακα χαρακτηρισμού της ταχύτητας ενός ανέμου, που χρησιμοποιεί αριθμούς από 0 έως 12. Σε κάθε αριθμό αντιστοιχεί μια περιοχή ταχυτήτων κίνησης του ανέμου που κυμαίνεται από άπνοια, δηλαδή ταχύτητα ανέμου μικρότερη του 1 knots = imile/h (0 Μποφόρ), έως και ταχύτητες από 110 έως 118 knots (12 Μποφόρ). Beavertail [Μορφή Δέσμης Εκπεμπόμενη από Ραντάρ] Η/χκ. Δέσμη ραντάρ με μορφή όμοια με αυτή της ουράς κάστορα, δηλαδή επίπεδη και μεγάλου εύρους, η οποία χρησιμοποιείται για να ανιχνεύει ιπτάμενους στόχους. Becke Test [Εξέταση Μπέκε] Γεωλ. Μικροσκοπική εξέταση ορυκτών για το προσδιορισμό του σχετικού δείκτη διάθλασης τους με βάση τη γραμμή Μπέκε δηλ. μια στενή φωτεινή γραμμή χαρακτηριστική του σχετικού δείκτη διάθλασης ενός ορυκτού. Becker And Kornetzki Effect [Φαινόμενο Becker Kornetzki] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο, μειώνεται το ιξώδες ενός σιδηρομαγνητικού υλικού όταν το υλικό είναι μαγνητικά κορεσμένο, δηλαδή όταν βρίσκεται σε ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο το οποίο προκαλεί το μέγιστο δυνατό προσανατολισμό των μαγνητικών ροπών του. Becklin Neugebauer Object [Σώμα ΜπέκλινΝοϊγκεμπάουερ] Αστρον. Ισχυρότατη πηγή υπέρυθρης ακτινοβολίας που βρίσκεται στο νεφέλωμα Μ42 του Ωρίωνα σε μια περιοχή έντονης αστρικής δραστηριότητας και θεωρείται ως πολύ νεαρός αστέρας (ηλικίας περίπου 2000 ετών) μεγάλου όγκου (40πλάσιο από τον ήλιο) και μεγάλης θερμότητας(10πλάσια από τον ήλιο) του φασματοσκοπικού τύπου Β περιβαλλόμενος από πυκνό νέφος αερίων που απορροφούν το ορατό φάσμα της ακτινοβολίας του. Beckmann T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο Beckmann] Μηχ. Υψηλής ακρίβειας θερμόμετρο για μετρήσεις σε μια μικρή περιοχή θερμοκρασιών. Becquerel [Μονάδα Becquerel Bq] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ενεργότητας μια ραδιενεργής ουσίας στο διεθνές σύστημα μονάδων. IBq ισούται με την ενεργό-

-207 τητα μίας ουσίας στην οποία συμβαίνει μία διάσπαση το δευτερόλεπτο. Ισχύει lBq=2.7 *10"MCi. Επειδή το 1 Bq είναι πολύ μικρή μονάδα μέτρησης χρησιμοποιούνται τα πολλαπλάσιά της, όπως το lGBq=10 9 Bq. Aetivity Beequerel Rays [Ακτίνες Becquerel -'Ραδιενεργή ακτινοβολία] Φυσ. Αρχική ονομασία των ακτινοβολιών που εκπέμπονται από ραδιενεργές ουσίες. Αργότερα διαχωρίστηκαν, ανάλογα με τη φύση τους, σε ακτίνες α, β, γ. Bed 1 | Κλίνη | Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει ένα πορώδες στερεό υλικό, σε μορφή συμπιεσμένης ή αιωρούμενης μάζας σωματιδίων, τοποθετημένη μέσα σε αντιδραστήρα. Το υλικό μπορεί να δρα ως ροφητικό μέσο ή σαν καταλύτης, καθώς το αντιδρόν ρευστό περνά μέσα από τη ιιάζα της κλίνης. Bed" [Στρώμα) Γεωλ. Η μικρότερη υποδιαίρεση στρωσιγενούς διάταξης πετρωμάτων δηλ. πετρωματική στοιβάδα που την διακρίνουν κοινά χαρακτηριστικά (ορυκτολογική σύσταση, δομή, χρώμα, φυσικές ή χημικές ιδιότητες) Bed 3 |Βάση] Πολ. Μηχ. Η επιφάνεια του τούβλου ή πέτρας σε κατασκευές από φέρουσα τοιχοποιία που τοποθετείται στο κάτω μέρος καθώς και το υλικό που το συνδέει με τον υποκείμενο τοίχο. Bed 4 [Πυθμένας, κοίτη ποταμού] Υδρ. Ο πυθμένας ενός ποταμού ή καναλιού ή της θάλασσας.Δηλαδή η κατώτατη επιφάνεια επαφής του νερού με το έδαφος. Bed Molding [Βάση προεξοχής] Αρχ. 1. Ανάγλυφο πλαίσιο σε ένα θριγκό, μεταξύ του γείσου και της ζωφόρου. 2. Κάθε ανάγλυφο πλαίσιο που καλύπτει την ένωση προεξέχουσας στέγης με τα στοιχεία που την υποστηρίζουν-τοίχοι. Bedded Vein [Στρωσιγενής φλέβα] Γεωλ. Φλέβα που σχηματίζεται από τη παρείσφρηση υλικού κατά μήκος του επίπεδου στρώσης μιας στρωσιγενούς διάταξης πετρωμάτων Bedding [Στρώση] Γεωλ. Διάταξη ιζηματογενών πετρωμάτων αποτελούμενη από σύνολο διαδοχικών ευδιάκριτων (λόγω ορυκτολογικής σύστασης και υφής) στρωμάτων που διαχωρίζονται από σχετικά παράλληλα διαχωριστικά επίπεδα. Bedding Cleavage [Στρωσιγενής σχισμός] Γεωλ. Σχισμός πετρώματος παράλληλα προς το επίπεδο στρώσης. Bedding Plane [Επίπεδο στρώσης] Γεωλ. Κάθε επιφάνεια διαχωρισμού (ή παράλληλη προς αυτή) των επί μέρους στρωμάτων μιας στρωσιγενούς διάταξης πετρωμάτων. Bedrock [Υπόβαθρο] Γεωλ. 1. Το στρώμα του στερεού πετρώματος που υπόκειται του στρώματος του εδάφους και του υπεδάφους και γενικά κάθε επιφανειακού χαλαρά συνδεδεμένου υλικού. 2. Το πέτρωμα που υπόκειται ενός εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος. Beer's Law [Νόμος του Beer] Φυα. Χημ. Το ποσοστό του μονοχρωματικού φωτός, που απορροφάται από ένα διάλυμα, εξαρτάται από τη συγκέντρωση C του διαλύματος, το πάχος του στρώματος 1 του υγρού, καθώς και από το μοριακό συντελεστή απορρόφησης ε. Η εξίσωση που εκφράζει το νόμο του Beer είναι Α = ε-C l. Begin [Συνθήκη Begin] Πληρ. Η συνθήκη, η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αρχή ενός μπλοκ σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα γραμμένο στη γλώσσα προγραμματισμού ALGOL. Beginning Event [Εναρξη οικοδομικών εργασιών]

Bell Metal

Αρχ. Η ημερομηνία έναρξης των εργασιών για την κατασκευή ενός έργου σε ένα οικόπεδο. Beginning Of I n f o r m a t i o n M a r k e r [Σημάδι ένδειξης αρχής πληροφορίας] Πληρ. Το σημάδι σε μια μαγνητική ταινία, το οποίο υποδηλώνει την αρχή μιας εγγραφής και δημιουργείται με επικάλυψη ενός τμήματος της ταινίας με υλικό που αντανακλά μια δέσμη φωτός, Bcilby L a y e r [Στρώμα Μπίλμπυ] Φνσ. Επιφανειακό λεπτό στρώμα που σχηματίζεται κατά τη διεργασία λείανσης ενός μετάλλου ή ενός ορυκτού, το οποίο δεν παρουσιάζει την κανονική κρυσταλλική δομή του υποκείμενου υλικού. Bel [Μοναδα bel] Φυσ. Μονάδα σύγκρισης δύο οιοδήποτε φυσικών μεγεθών. Αν I το πλάτος ή η ένταση ενός μεγέθους, π.χ. της έντασης ενός ήχου, και το μέγεθος αναφοράς του, π.χ. του ακουστικού κατωφλίου του ανθρώπου, τότε η ένταση 1 σε bel: x ισούται με χ = Log(I/I0) bel όπου Log είναι ο δεκαδικός λογάριθμος και ισχύει: 1 = 10Χ*Τ0. Συνήθως χρησιμοποιείται το decibel (db) υποδιαίρεση του bel. Belfast T r u s s [Το δικτύωμα του Belfast] Πολ. Μηχ. Hiδος ξύλινης δοκού για μεγάλα ανοίγματα που αποτελείται από δύο μέρη. Το υπερκείμενο μέρος είναι σε μορφή κυρτωμένης χορδής, ενώ το υποκείμενο οριζόντιο. Λόγω της κλίσης μεταφέρονται πιο αξονικά και ομαλά τα εγκάρσια φορτία, Belfry [Καμπαναριό] Αρχ. Πύργος σε επαφή ή αποσπασμένος από το κτίριο μιας εκκλησίας, στην κορυφή του οποίου τοποθετούνται οι καμπάνες. Η πρόσβαση στις καμπάνες γίνεται από εσωτερική περιστρεφόμενη σκάλα που γεμίζει το εσωτερικό του πύργου, Β Eliminator [Μετασχηματιστής ρεύματος Β] Ηλεκ. Τύπος ανορθωτή του εναλλασσόμενου ρεύματος του δικτύου ηλεκτρική ενέργειας και μετατροπής του σε συνεχές ρεύμα με σκοπό την τροφοδότηση αντίστοιχων συσκευών. Belinda [Μπελίντα] Αστρ. Ένας από τους τουλάχιστον πέντε δορυφόρους του πλανήτη Ουρανού, Belite [Πυριτικό Διασβέστιο] Χημ Συστατικό της σκόνης του τσιμέντου, περιέχεται σε ένα μέσο ποσοστό 15% κατά βάρος στους συνηθισμένους τύπους φαιού και λευκού τσιμέντου. Ο χημικός τύπος του είναι (Ca0) 2 Si0 2 . Bell Arch [Καμπανωτό τόξο] Αρχ. Είδος τόξου με μέγάλο ύψος, που θυμίζει σχήμα καμπάνας. Συνήθως στηρίζεται σε ψηλά τοιχία για να δοθεί έμφαση στο σχήμα του. Bell C a p [Κάψα] Χημ. Μηχ. Μεταλλική κατασκευή, ημισφαιρικού σχήματος, που εφαρμόζεται στους δίσκους μιας αποστακτικής στήλης, με σκοπό να επιτυγχάνει την επαφή υγρού και ατμού στην επιφάνεια του δίσκου. Οι δίσκοι με κάψες δε χρησιμοποιούνται συχνά λόγω υψηλού κόστους και μεγάλης πτώσης πίεσης, σε σχέση με τα άλλα είδη δίσκων. Bell C h a r a c t e r [Χαρακτήρας ηχητικού σήματος] Πλημ. Ο χαρακτήρας ελέγχου, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ενός ηχητικού σήματος στον υπολογιστή και λειτουργεί ως συναγερμός ώστε να ειδοποιηθεί ο χρήστης για κάποια δεδομένη κατάσταση, π.χ. σφάλματος, αναμονής, κλπ. Bell Gable [Αέτωμα εκκλησίας] Αρχ. Ανοιχτό αέτωμα σε εκκλησία που δεν έχει καμπαναριό. Σχηματίζεται πάνω από την πλάκα της οροφής και χρησιμεύει ως κωδα)νοστάσιο. Bell Metal [Κωδώνων μέταλλο] Μεταλλ.. Είδος μπρού-

Bell T r a n s f o r m e r

-208-

ντζου που χρησιμοποιείται για τη κατασκευή καμπάνων. Είναι κράμα χαλκού (60 - 85 %) με κασσίτερο, ψευδάργυρο κ.λ.π.. Bell T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής Παροχής Ηχητικών Πηγών] Ηλεκ. Τύπος μετασχηματιστή, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία ηχητικών, πηγών όπως κουδουνιών βομβητών κ.λ.π. Ο λόγος μετασχηματισμού του ισούται με 6:1 ή 12:1 υποβιβάζοντας το πλάτος της τάσης. Bell's T h e o r e m [Θεώρημα του Bell] Φυσ. Θεώρημα που αποδεικνύει ότι οι προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής είναι ασυμβίβαστες με εκείνες μίας θεωρίας στην οποία, ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας προέρχεται από την άγνοια κάποιων άλλων τοπικών, αλλά κρυμμένων μεταβλητών. Κατά συνέπεια, η κβαντική μηχανική είναι μία μη τοπική θεωρία όπου η διατήρηση μίας φυσικής ποσότητας, όπως της στροφορμής ενός συστήματος, επιβάλει μη τοπικές αλληλεπιδράσεις. Bellatrix [Μπελλατρίξ] Αστρον. Λατινική ονομασία του αστέρα γ του αστερισμού του Ν.ημισφαιρίου του Ωρίωνα. Είναι λαμπρός γίγαντας χρώματος κυανόλευκου με φαινόμενο μέγεθος 1,7 και φασματικό τύπο Β2 ή στην III κλάση. Λέγεται και αστέρας της Αμαζόνας. Bellcd O u t Bored In Situ Concrete Pile [Φρεάτιο διάτρησης] Πολ. Μηχ. Είδος θεμελίωσης κτιρίου, που τρυπά βαθιά το έδαφος και ανοίγει προς τη βάση των θεμελίων για να μειώνεται η πίεση από το φέρων φορτίο. Beliows [Φυσητήρας] Φυσ. Διάταξη για την παροχή ισχυρού ρεύματος αέρα π.χ. σε μεταλλουργικές καμίνους. Αποτελείται από εύκαμπτο σωληνοειδή θάλαμο, εξοπλισμένο με βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής, ο οποίος συμπιεζόμενος και εκτονούμενος κατάλληλα διοχετεύει τον αέρα μέσα από ένα ακροφύσιο. Belt [Ιμάντας] Μηχ. Εύκαμπτη συνεχής ανθεκτική λωρίδα, τραπεζοειδούς συνήθως τομής, από διάφορα υλικά (ενισχυμένο καουτσούκ, δέρμα κ.λ.π.) για τη μετάδοση της κίνησης και της ισχύος ή τη μεταφορά υλικών ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες τροχαλίες. Bclt 2 [Ζώνη λίθων] Πολ. Μηχ. Μια σειρά από τούβλα που προεξέχουν κατά την κατασκευή τοίχων από φέρούσα τοιχοποιία. Belt 3 [Ζώνη παγετού] Υδρ. Επιφανειακή ζώνη από πάγο με μεγάλες διαστάσεις. Belt Conveyor [Μεταφορικός Ιμάντας] Μηχαν. Διάταξη μεταφοράς στερεών υλικών σε μεγάλες, κυρίως, αποστάσεις. —> Band Conveyor Belt Drive [Κίνηση με ιμάντα] Μηχ. Η μετάδοση ισχύος ανάμεσα σε άξονες μέσω της κίνησης ατέρμονα ιμάντα ο οποίος, εφαρμοζόμενος μέσα σε περιφερειακές αύλακες, συνδέει τροχαλίες στερεωμένες στους άξονες. Belt Feeder [Τροφοδοτικός Ιμάντας] Μηχαν. Χαρακτηρίζει το μεταφορικό ιμάντα, όταν χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία των υλικών στη διεργασία στην οποία θα χρησιμοποιηθούν. Belt of Soil M o i s t u r e [Ζώνη εξατμισοδιαπνοής] Γεωλ.. Το ανώτερο τμήμα της ζώνης αερισμού του εδάφους —•Belt Of Soil Water Belt of Soil W a t e r [Ζώνη εξατμισοδιαπνοής] Γεωλ Το ανώτερο τμήμα της ζώνης αερισμού που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Περιέχει τις ρίζες των φυτών και την αναγκαία για την ανάπτυξη τους υγρασία και προσδίδει μεγάλες ποσότητες νερού στην ατμόσφαιρα λόγω εξάτμισης και διαπνοής των φυτών.

Belt P r i n t e r [Εκτυπωτής ζώνης] Πληρ. —•Band Printer Belting [Υλικό ιμάντων] Μηχ. Εύκαμπτο αλλά ενισχυμένης αντοχής υλικό χρησιμοποιούμενο για την κατασκευή ιμάντων π.χ. ενισχυμένο καουτσούκ, βαλάτα, δέρμα, ειδικά πλαστικά, βαμβάκι κ.λ.π. Beltway [Περιφερειακός δρόμος] Πολ. Μηχ. Δρόμος ταχείας κυκλοφορίας που περνά περιμετρικά από μια πόλη ή αστική περιοχή ώστε να μην είναι αναγκαστική η διέλευση των οχημάτων από το κέντρο της πόλης, Belvedere [Περίοπτο δωμάτιο) Αρχ. 1. Είδος δωματίου στο ανώτερο σημείο ενός κτιρίου, παρόμοιο με την σοφίτα,αλλά με ανοίγματα σε όλες τις πλευρές. 2. Είδος εξοχικής κατοικίας με μεγάλα αετώματα στη στέγη, που συνδυάζονται και με ανοίγματα, Bench Screw [Πρόθεμα πάγκου] Πολ. Μηχ. Πρόθεμα που βιδώνεται στο άκρο ενός πάγκου και ορίζει το τέλος του. Bench Table [Πάγκος ενσωματωμένος σε τοίχο] Πολ. Μηχ. Είδος κτισμένης προεξοχής κατά μήκος τοίχου, ή γύρω από κολώνα, που έχει ικανοποιητικό πλάτος ώστε να χρησιμοποιείται σαν πάγκος ή κάθισμα, B e n c h m a r k 1 [Δοκιμασία επιδόσεων] Πληρ. Η διαδικασία αξιολόγησης του λογισμικού ή του υλικού όσον αφορά στην απόδοσή του, πχ. στους υπολογισμούς, τα γραφικά, την ταχύτητα, κλπ. Πραγματοποιείται με την βοήθεια ενός συνόλου αντιπροσωπευτικών προγραμμάτων που πρέπει να εκτελούνται από μια συγκεκριμένη σύνθεση λογισμικού και υλικού σε αυστηρά καθορισμένη σειρά και σε αυστηρά καθορισμένο περιβάλλον, ώστε να μετρηθούν οι επιδόσεις της και να συγκριθούν με τις επιδόσεις άλλης σύνθεσης λογισμικού ή υλικού ή με τις επιδόσεις που προδιαγράφηκαν από τον προμηθευτή. B e n c h m a r k 2 [Σημείο σημάνσεως] Τοπογραψ. Σημείο με συγκεκριμένο και καθορισμένο ύψος που σημαδεύεται και εξασφαλίζεται για να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς κατά τις μετρήσεις, B e n c h m a r k Problem [Πρόβλημα δοκιμασίας επιδόσεων] Πληρ. Το πρόβλημα, το οποίο σχεδιάστηκε για την δοκιμαστική λειτουργία του λογισμικού ή του υλικού με στόχο την αξιολόγηση της απόδοσής του, κατά τη διαδικασία της δοκιμασίας των επιδόσεών του. Bend [Κάμψη - Καμπύλωση] Τεχνολ. Γενικός όρος που χρησιμοποιείται σε πολλές επιστήμες και δηλώνει είτε τη μεταβολή στην αρχική διεύθυνση της κίνησης ή της τροχιάς ενός σώματος ή κύματος είτε την αλλαγή στη μορφή ενός σώματος μέσω της άσκησης μιας δύναμης σε αυτό. Bend Radius [Ακτίνα κάμψης] Υλικ. Η εξωτερική ακτίνα του εργαλείου γύρω από το οποίο κάμπτεται μια ράβδος υλικού. Bend Test 1 [Δοκιμή κάμψης] Πολ. Μηχ. Δοκιμή κατά την οποία εφαρμόζεται κάμψη σε δοκούς με συγκεκριμένο, τυποποιημένο τρόπο και ελέγχεται η αντοχή και το βέλος κάμψης της δοκού. Bend Test 2 [Δοκιμή κάμψης] Επιστημ. Υλ. Μια δοκιμή ελατότητας κατά την οποία ράβδοι υλικού κάμπτονται σε συγκεκριμένες γωνίες και με καθορισμένες ακτίνες κάμψης, Bender Element [Στοιχείο Κάμψης] Ηλεκ. Τμήμα μίας διάταξης στο οποίο όταν εφαρμόζεται τάση κάμπτεται, αντίστοιχο του διμεταλλικού ελάσματος σε θερμικούς διακόπτες. Η κατασκευή του γίνεται με συνένωση δύο λωρίδων διαφορετικών πιεζοηλεκτρικών υλικών.

-209Bending [Κάμψη] Φυσ. Η μεταβολή του σχίσματος μιας ευθείας ράβδου υπό την επίδραση δύναμης κατά την οποία οι ίνες της μιας επιφάνειας βραχύνονται και της άλλης επιμηκύνονται κατά τρόπο ώστε ο άξονας αυτής να καμπυλωθεί χωρίς να μεταβάλει το μήκος του, δηλαδή κάθε διατομή αρχικά κάθετη επί αυτού να παραμένει κάθετη. Bending M a c h i n e [Μηχανή κάμψης] Μηχ. Ειδική μηχανή για την κάμψη ράβδων σε συγκεκριμένες ακτίνες κάμψης. Bending M o m e n t |Ροπή κάμψης] Μηχ. Το αλγεβρικό άθροισμα των ροπών λόγω της εξωτερικής φόρτισης σε μια διατομή ενός δομικού στοιχείου, ανάμεσα στη θέση της διατομής και στο ένα ή στο άλλο άκρο του στοιχείου αυτού. Συμβολίζεται συνήθως με Μ και μετράται σε μονάδες δύναμης επί απόσταση. Bending M o m e n t D i a g r a m [Διάγραμμα ροπών κάμψης] Μηχ. Ένα διάγραμμα που παρουσιάζει την ροπή κάμψης ενός δομικού στοιχείου εξαιτίας μιας συγκεκριμένης φόρτισης σε όλα τα σημεία του στοιχείου αυτού. Bending Schedule [Κατάλογος οπλισμών] Πολ. Μηχ. Ένας κατάλογος που περιέχει τον ολικό αριθμό των ράβδων οπλισμού που απαιτούνται σε μια κατασκευή. Δίνει ακριβείς πληροφορίες για την διατομή και το μήκος κάθε ράβδου αλλά και για τα σημεία κάμψης τους μέσα στον ξυλότυπο. Χρησιμοποιείται μαζί με τα σχέδια οπλισμών. Bending Stress [Ενταση κάμψης] Μηχ. Η εσωτερική εντατική κατάσταση που αναπτύσσεται σε ένα δομικό στοιχείο εξαιτίας της επιβολής κάμψης. Benedicks Effect [Φαινόμενο του Benedick - Θερμοηλεκτρικό Φαινόμενο] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένας μεταλλικός αγωγός δεν έχει την ίδια θερμοκρασία σε όλα τα σημεία του, τότε στα άκρα του δημιουργείται μια τάση. Το φαινόμενο ισχυροποιείται από προσμίξεις ή όταν ασκούνται εξωτερικές τάσεις στον αγωγό. Benedict E q u a t i o n Of State [Καταστατική εξίσωση Benedict] Φοσ. Πρόκειται για εμπειρική καταστατική εξίσωση, που εφαρμόζεται για πραγματικά αέρια ή ακόμη και μίγματα αερίων. Εκφρασμένη για ένα γραμμομόριο αερίου, έχει ως εξής: PV = RT + β/V + σ/V2 + n/V4 + w/V5, όπου οι συντελεστές β, σ, η και w είναι συναρτήσεις της θερμοκρασίας και του γραμμομοριακού όγκου. Benefication [Εμπλουτισμός μετάλλου] Φυσ. Μηχανική προπαρασκευαστική εργασία μεταλλεύματος για την απομάκρυνση των άχρηστων υλικών και την αύξηση της περιεκτικότητας του σε χρήσιμα συστατικά. Περιλαμβάνει κατόπιν θραύση, λειοτρίβιση ή κοσκίνιση του μεταλλεύματος, διαχωρισμό υλικών με διάφορες μεθόδους όπως με επίπλευση, με μαγνητικό ή ηλεκτροστατικό διαχωρισμό, με υγρές ή ξηρές τράπεζες κ. λ.π. Bent [Κυρτό υποστήριγμα] Πολ Μηχ. Είδος επίπεδου πλαισιωτού υποστηρίγματος κατά την κατασκευή επιμηκών δομικών στοιχείων (αλλά και γεφυρών, αγωγών κλπ) που τοποθετείται κάθετα κάτω από το στοιχείο. Bent B a r [Καμπτόμενη ράβδος] Πολ. Μηχ. Ράβδος οπλισμού που κάμπτεται ανάλογα με την απαιτούμενη θέση του οπλισμού στα δομικά στοιχεία. Ακολουθεί δηλαδή κατά ένα τρόπο τις εφελκυστικές τροχιές των τάσεων. Bent T u b e Boiler [Λέβητας κεκλιμένων υδραυλών]

Benzel

Μηχ. Μηχ. Τύπος ατμολέβητα όπου οι υδραυλοί ανόδου/καθόδου έχουν τοποθετηθεί υπό κλίση ώστε να επιτυγχάνεται διαχωρισμός του ατμού από το νερό στο τύμπανο (υδροθάλαμο) που βρίσκεται στο πάνω μέρος του ατμολέβητα. Benthos [Βένθος] Ωκεαν. Ονομάζεται ο πυθμένας, κυρίως σε μεγάλα βάθη, θαλασσών ή λιμνών καθώς και το σύνολο των ζωικών ή φυτικών οργανισμών που είτε είναι προσκολλημένοι επί αυτού (ακίνητο βένθος) είτε κινούνται πάνω ή πολύ κοντά στον πυθμένα( κινητό βένθος). Bentonite [Μπεντονίτης] Γεωλ. Αργιλικό πέτρωμα αποτελούμενο κυρίως από ορυκτά της ομάδας του μοντμοριλλονίτη που σχηματίζεται από την αποσύνθεση της ηφαιστειακής σποδού. Benzal Chloride [Βενζυλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και διχλωρο-μεθυλο-βενζόλιο ή α-χλωροτολουόλιο και έχει χημικό τύπο QH5CHCI2, μοριακό βάρος 126,59, σημείο ζέσεως 179,3 °C και σημείο τήξεως -39 °C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε αιαθανόλη, διαιθυλαιθέρα και χλωροφόρμιο. Benzaldehyde [Βενζαλδευδη] Opy. Χημ. Είναι η απλούστερη αρωματική αλδεΰδη, με χημικό τύπο C 6 H 5 CHO, μοριακό βάρος 106,12, σημείο ζέσεως 179 °C και σημείο τήξεως 13 °C. Πρόκειται για άχρωμη, ελαιώδη υγρή ουσία, με χαρακτηριστική οσμή πικραμυγδάλων, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Βιομηχανικά, παράγεται με οξείδωση τολουολίου ή υδρόλυση διχλωρο-μεθυλο-βενζολίου. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση και ως αρωματική ουσία σε τρόφιμα. Benzaldoximes [Βενζαλδοξίμες] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για τις οξίμες της βενζαλδεΰδης, με χημικό τύπο C6H5CH=NOH. Υπάρχουν δύο ισομερείς μορφές. Η αέχει σημείο τήξεως 35 °C και με επίδραση οξέων μετατρέπεται σε β-, με σημείο τήξεως 125 °C. Παράγονται με επίδραση υδροξυλαμίνης σε βενζαλδευδη και χρησιμοποιούνται στην οργανική χημική σύνθεση. Bcnzamide [Βενζαμίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το αμίδιο του βενζοϊκού οξέος, με τύπο Q H s C O N f y , μοριακό βάρος 121,14, σημείο ζέσεως 290 °C και σημείο τήξεως 132 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Παράγεται από την αντίδραση βενζοϋλοχλωριδίου και αμμωνίας. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Bcnzanilide [Βενζανιλίδιο] Ομγ. Χημ. Είναι το Νφαινυλο-βενζαμίδιο, με τύπο QHsCONHQiHs, μοριακό βάρος 197,24, σημείο τήξεως 163 °C και σημείο ζέσεως 118°C. Είναι άχρωμο, κρυσταλλικό ανιλίδιο του βενζοϊκού οξέος, διαλυτό στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και αρωμάτων. Benzanthracene [Βενζανθρακένιο ] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C ^ H ^ . Πρόκειται για ισομερές του ναφθακενίου, με μοριακό βάρος 228,29, σημείο ζέσεως 435 °C και σημείο τήξεως 162 °C. Είναι αδιάλυτο στο νερό, αλλά διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Εμφανίζει ασθενείς καρκινογενείς ιδιότητες. Benzanthrone [Βενζανθρόνη] Ομγ. Χημ. Είναι οργανική χημική ένωση, με τύπο C i7 HioO, μοριακό βάρος 230,27 και σημείο τήξεως 170°C. Ονομάζεται 1,9βενζανθρόνη-10 και είναι κίτρινη, κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων αναγωγής. Benzel [Στεφάνη] Μηχ. 1. Μεταλλική στεφάνη που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση οργάνων με διαφανή

Benzene

-210-

όψη (χρονόμετρα θερμόμετρα κλπ,) 2. [Όψη, Μπιζουτέ) Λοξή επιφάνεια, όψη κατεργασμένου πολύτιμου λίθου. 3. [Χείλος] Το λοξό τμήμα κοπής ενός κοπτικού εργαλείου 4. [Λάμπα] Μικρός λαμπτήρας αυτοκινήτου, σκάφους κλπ.. Benzene [Βενζόλιο] Οργ. Χημ. Το απλούστερο μέλας της τάξης των αρωματικών ενώσεων, με χημικό τύπο C 6 H 6 . Πρόκειται για άχρωμο, αναφλέξιμο υγρό, με πολύ καλή διαλυτική ικανότητα. Έχει μοριακό βάρος 78,11, σημείο ζέσεως 80,1 °C και σημείο τήξεως 5,5 °C. Είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό σε αιθανόλη, ακετόνη και διαιθυλαιθέρα. Κατά τη μακροχρόνια εισπνοή των ατμών του ή την επαφή με το δέρμα, προκαλείται καρκινογεννητικότητα. Παράγεται με πολυμερισμό του ακετυλενίου ή με κατεργασία του πετρελαίου. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολλών αρωματικών ενώσεων. Benzene 1,4 Diol [Βενζο-1,4-διόλη] Opy. Χημ. Ονομάζεται και υδροκινόνη κι έχει χημικό τύπο ό>Η4(ΟΗ)2· Πρόκειται για το π- ισομερές της δισθενούς φαινόλης, με μοριακό βάρος 110,11, σημείο ζέσεως 285 °C και σημείο τήξεως 173-174°C. Είναι ισχυρά αναγωγική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως φωτογραφικός εμφανιστής και στη σύνθεση οργανικών χρωμάτων. Benzene Carboxylic Acid [Βενζοκαρβοξυλικό Οξύ] Opy. Χημ. Αρωματικό καρβοξυλικό οξύ, με τύπο C 6 H 5 COOH.Ονομάζεται και βενζοϊκό οξύ.-> Benzoic Acid Benzene Diazonium Chloride [Βενζοδιαζωνιοχλωρίδιο] Opy. Χημ. Πρόκειται για αρωματικό άλας, με τύπο C6H5N(N)C1 και μοριακό βάρος 140,57. Είναι ιοντική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και χρωμάτων. Benzene F o r m u l a [Δομή Βενζολίου] Οργ. Χημ. Είναι η μεσομερής μορφή των δομών Kekule, όπου τα έξι άτομα άνθρακα σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες 120° και βρίσκονται όλα στο ίδιο επίπεδο. Οι τρεις π- δεσμοί που σχηματίζονται δεν είναι εντοπισμένοι, αλλά κατανέμονται συμμετρικά μεταξύ όλων των ατόμων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κυκλοεξατριένιο και έχει ενέργεια συντονισμού 36 kcal/mol. Benzene Hexachloride [Εξαχλωρο-βενζόλιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το 1,2,3,4,5,6-εξαχλωροκυκλοεξάνιο, το οποίο συμβολίζεται ως BHC ή C6H6Cl6 και έχει μοριακό βάρος 290,83. Είναι κρυσταλλική ουσία και παρασκευάζεται με προσθήκη χλωρίου σε βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο, αλλά έχει δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Benzene H y d r o c a r b o n s [Βενζολικοί Υδρογονάνθρακες] Οργ. Χημ. Περλαμβάνει τους υδρογονάνθρακες που ανήκουν στην ομόλογη σειρά του βενζολίου και έχουν γενικό τύπο CnH2n-6· Benzene Nucleus [Βενζολικός Πυρήνας] Οργ. Χημ. Περιγράφει τη διάταξη των ατόμων άνθρακα και υδρογόνου στο μόριο του βενζολίου. —> Benzene Formula Benzene Ring ΙΒενζολικός Δακτύλιος] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στη δομή του μορίου του βενζολίου. Benzene Formula Benzene Series [Σειρά Βενζολίου] Οργ. Χημ. Benzene Hydrocarbons Benzene Sulfonic Acid [Βενζολοσουλχρονικύ Οξύ] Οργ. Χημ. Παράγωγο του βενζολίου, με χημικό τύπο C 6 H 5 S03H, μοριακό βάρος 158,17 και σημείο τήξεως

65 °C. Είναι μη πτητική ένωση, υγροσκοπική, με όξινες ιδιότητες, διαλυτή στο νερό. Παράγεται με αντίδραση σουλφούρωσης του βενζολίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή απορρυπαντικών ουσιών και άλλων οργανικών ενώσεων. Benzene Tricarboxylic Acid [Βενζοτρικαρβοξυλικό Οξύ] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει δύο ισομερείς, κρυσταλλικές ενώσεις, με γενικό τύπο CeHi-iCOOH)} και μοριακό βάρος 210,14. Το 1,2,3- ισομερές έχει σημείο τήξεως 197 °C και είναι διαλυτό στο νερό. Το 1,2,4- έχει σημείο τήξεως 238 °C και είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιούνται στην παραγωγή συγκολλητικών ουσιών, πλαστικοποιητών, ρητινών και χρωμάτων. Benzenecarbaldehyde [Βενζολδευδη] Οργ. Χημ.Είναι αρωματική αλάεΰδη, με χημικό τύπο C 6 H 5 CHO. -> Benzaldehvde Benzenecarbonyl Chloride [Βενζοϋλαχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το ακυλαλαγονίδιο με τύπο C 6 H 5 COCl. -> Benzoyl Chloride Benzenecarbonyl G r o u p [Βενζοκαρβονυλα-ομάδα] Οργ. Χημ. -» Benzoyl Group Benzenecarboxylate [Βενζοκαρβοξυλικός] Οργ. Χημ. Παράγωγο του βενζοκαρβοξυλικού οξέος.—> Benzoate Benzenesulfonate [ΒενζοσουλφονικόςΙ Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζει τα άλατα και τους εστέρες του βενζολοσουλφονικού οξέος. Benzenetriol [Τρι-υδροξυ-βενζόλιο] Ομγ. Χημ. Περιλαμβάνει τρεις ισομερείς, τρισθενείς αρωματικές αλκοόλες, με γενικό τύπο 0 6 Η 3 -(0Η) 3 και μοριακό βάρος 126,11. Το 1,2,3- ισομερές ονομάζεται πυρογαλλόλη και έχει σημείο ζέσεως 309 "C και σημείο τήξεως 133 °C. Το 1,2,4- είναι η υδροξυκινόλη, με σημείο τήξεως 140°C, ενώ το 1,3,5- είναι η φλωρογλυκινόλη, με σημείο τήξεως 117°C. Πρόκειται για κρυσταλλικές ενώσεις, που χρησιμοποιούνται ως χημικά αντιδραστήρια. Benzidine [Βενζιδίνη] Οργ. Χημ. Είναι το διαμινοδιφαινύλιο, με γενικό τύπο (NH2)C6H4-CcH4(NH2), μοριακό βάρος 184,24 και τρεις ισομερείς μορφές, το ορθο-, παρα- και μετα- παράγωγο. Αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή του ερυθρού του Κογκό, το οποίο χρησιμοποιείται ως δείκτης και ως α π' ευθείας βάφον χρώμα. Benzoate [Βενζοϊκός] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και βενζοκαρβοξυλικός και χαρακτηρίζει τα άλατα και τους εστέρες που παράγονται από το βενζοϊκό οξύ. Benzoic Acid [Βενζοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και βενζοκαρβοξυλικό οξύ. Eivat το C$H4COOH, με μοριακό βάρος 122,12, σημείο ζέσεως 249°C και σημείο τήξεως 122,13°C. Πρόκειται για λευκή, πτητική, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε οργανικούς διαλάτες και θερμό νερό, ενώ είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό. Δρα ως ασθενές οξύ και υφίσταται αντιδράσεις υποκατάστασης του βενζολικού δακτυλίου. Χρησιμοποιείται ως συντηρητικό στη βιομηχανία τροφίμο)ν. Benzoic Anhydride [Βενζοϊκός Ανυδρίτηςί Ομγ. Χημ. Είναι ο ανυδρίτης του βενζοϊκού οξέος, με χημικό τύπο (C 6 H5C0)20, μοριακό βάρος 226,23, σημείο ζέσεως 360 °C και σημείο τήξεως 42 °C. Πρόκειται για άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Benzol Acetone Process [Διεργασία Αποκήρωσης] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για διεργασία απομάκρυνσης των παραφινών από λιπαντικά προϊόντα. - » Acetone Ben*

-211 zol Process Benzonitrile [Βενζονιτρίλιο] Opy. Χημ. Είναι νιτρίλιο του βενζοϊκού οξέος, με χημικό τύπο C 6 H 5 CN. Ονομάζεται και κυανο-βενζόλιο ή φαινυλο-κυανίόιο. Εχει μοριακό βάρος 103,12, σημείο ζέσεως 190,7°C και σημείο τήξεως -13°C. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με οσμή πικραμυγδάλου, διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικίόν ενώσεων. Benzophenone [Βενζοφαινόνη] Ομγ. Χημ. Είναι η διφαινυλο-κετόνη, με χημικό τύπο C 6 H 5 COC 6 H 5 , μοριακό βάρος 182,22, σημείο ζέσεως 307 °C και σημείο τήξεως 49 °C. Πρόκειται για άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Benzotrifluoride [Βενζυλοτριφθορίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C6H5CF3. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με μοριακό βάρος 146,11, σημείο τήξεως -29,1 °C και σημείο ζέσεως 102 °C, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων, εντομοκτόνων, χρωμάτων και στην αναλυτική χημεία. Benzoyl Chloride [Βενζοϋλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CeHsCOCI. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με χαρακτηριστική οσμή, μοριακό βάρος 140,57, σημείο ζέσεως 197,2 °C και σημείο τήξεως 0 °C, διαλυτή σε διαθυλαιθέρα. Παράγεται με επίδραση πενταχλωριούχου φωσφόρου σε βενζοϊκό οξύ ή με χλωρίωση βενζαλδευδης. Χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις εισαγωγής βενζοϋλο-ομάδας σε οργανικά μόρια. Benzoyl G r o u p | Βενζοϋλο-ομάδα] Ομγ. Χημ. Αναφέρεται στην αρωματική, μονοσθενή ρίζα C 6 H 5 CO-. Ονομάζεται και βενζοκαρβονυλο-ομάδα. Benzoyl Peroxide | Βενζοϋλο-υπεροξείδιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CoI^COO-O-COCfiHs. Είναι λευκή, κρυσταλλική ουσία, με μοριακό βάρος 242,23, σημείο τήξεως 106-108°C, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Παρασκευάζεται με επίδραση υπεροξειδίου του νατρίου σε βενζοϋλοχλωρίδιο. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε αντιδράσεις ελευθέρων ριζών, καθώς και ως μέσο αφυδάτωσης. Benzoylation [Βενζοϋλίωση] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζει τη χημική αντίδραση, κατά την οποία εισάγεται μια βενζούλο-ομάδα σε ένα μόριο. Benzyl [Βενζύλιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για την αρωματική ομάδα C6H5CH2-. Benzyl Acetate [Οξικός Βενζυλεστέρας] Οργ. Χημ. Είναι οργανική ένωση με χημικό τύπο C6H5CH2-OOCCH3, μοριακό βάρος 164,2 και σημείο ζέσεως 227 °C. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Ονομάζεται και οξικός φαινυλο-μεθυλεστέρας. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωματικών ουσιών, ρητινών και μελανιών. Benzyl Alcohol [Βενζυλική Αλκοόλη] Ομγ. Χημ. Είναι η φαινυλο-μεθανόλη ή α-υδροξυ-τολουόλιο, με χημικό τύπο ΟΗ«£Η 2 ΟΗ, μοριακό βάρος 108,14, σημείο ζέσεως 205,3 °C και σημείο τήξεως -15,3 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπώνων, αρωμάτων και διαφόρων οργανικών αλάτων ή εστέρων με οξικό οξύ. Benzyl Benzoate [Βενζυλο-βενζοϊκός εστέρας] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι QHsCOO-Cfy-CeHj. Είναι άχρωμη, ελαιώδης, υγρή ένωση, με μοριακό βάρος

Benzylidcnc Chloride

212,25, σημείο ζέσεως 323 "C και σημείο τήξεως 21 ύ Ο, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Benzyl Bromide [Βενζυλοβρωμίδιο] Οργ. Χημ. Είναι αρωματική ένωση, με χημικό τύπο CeHsCHiBr, μοριακό βάρος 171,04. σημείο ζέσεως 201 °C και σημείο τήξεως -3 °C. Πρόκειται για διαυγές, τοξικό και διαβρωτικό υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη και διαθυλαιθέρα, που δρα ως δακρυγόνο ουσία. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αφριζόντων υλών. Benzyl Chloride [Βενζυλοχλωρίδιο] Ομγ. Χημ. Είναι το α-χλωρο-τολουόλιο, με χημικό τύπο QH 5 CH 2 C1, μοριακό βάρος 126,59, σημείο ζέσεως 179,3 °C και σημείο τήξεως -39 "C. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με χαρακτηριστική οσμή, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση βενζυλο-παραγώγων. Benzyl Cyanide [Βενζυλοκυανίδιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το φαινυλο-ακετονιτρίλιο, με χημικό τύπο CrtHsCfyCN, μοριακό βάρος 117,15, σημείο ζέσεως 234 °C και σημείο τήξεως -23,8 °C. Είναι άχρωμο υγρό, με τοξικές ιδιότητες, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Benzyl E t h e r [Βενζυλαιθέρας] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και διβενζυλαιθέρας κι έχει χημικό τύπο (C 6 H 5 CH 2 )20, μοριακό βάρος 198,26, σημείο ζέσεαις 298 °C, σημείο τήξεως 3,6 °C. Είναι υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωματικών ουσιών και πλαστικοποιητών. Benzyl Ethyl E t h e r [Βενζυλο-αιθυλ-αιθέραςί Opy. Χημ. Έχει χημικό τύπο C ft H5CH 2 -0-C 2 H 5 , μοριακό βάρος 136,29 και σημείο ζέσεως 185°C. Είναι άχρωμη, ελαιώδης, εύκαυστη υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών και αρωματικών ουσιών. Benzyl Fluoride [Βενζυλοφθορίδιο] Οργ. Χημ. Αρωματική ένωση, με τύπο C6H5CH2F, μοριακό βάρος 110,13, σημείο ζέσεως 139,8 °C και σημείο τήξεως -35 °C. Πρόκειται για άχρωμο υγρό με τοξικές και ερεθιστικές ιδιότητες, που χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Benzyl M c r c a p t a n [Βενζυλική μερκαπτάνη] Οργ. Χημ. Είναι το α-μερκαπτο-τολουόλιο, με χημικό τύπο QH5CH2SH, μοριακό βάρος 124,20, σημείο ζέσεως 194,5 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα, που χρησιμοποιείται ως αρωματική ουσία. Benzyl Propionate [Βενζυλο-προπιονικός εστέρας] Οργ. Χημ. Είναι η C2HsCOOCH2C6n5, με σημείο ζέσεως 220°C. Είναι εύκαυστο υγρό, με ευχάριστη οσμή, που χρησιμοποιείται ως αρωματική ουσία. Benzylacetone [Βενζυλακετόνη] Οργ. Χημ. Είναι η φαυνυλο-μεθυλο-ακετόνη, με χημικό τύπο ΟΗ 5 (£Η 2 ) 2COCH3. Πρόκειται για υγρή ένωση, με σημείο τήξεως 233 °C, που χρησιμοποιείται στη γεωπονική. Benzylamine [Βενζυλαμίνη] Οργ. Χημ. Είναι η φαινυλο-μεθυλαμίνη ή α-αμινο-τολουόλιο, με χημικό τύπο C6H5CH2NH2, μοριακό βάρος 107,16 και σημείο ζέσεως 185 "C. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, με τοξικές ιδιότητες, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και βενζύλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Benzylidene Chloride [Βενζυλιδενοχλα>ρίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και βενζυλοχλωρίδιο. Benzal

Benzylideneacetone

-212-

Chloridc Benzylideneacetone [Βενζυλιδενο-ακετόνη] Ομγ. Χημ. Είναι η 4-φαινυλο-3-βουτεν-2-όνη, με χημικό τύπο C 6 H 5 CH=CHCOCH 3 , μοριακό βάρος 146,19, σημείο ζέσεως 26°C και σημείο τήξεως 42°C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Benzyne [Βενζύνιο] Χημ. Ένωση του τύπου Q R t αποτελούμενη από αρωματικό δακτύλιο με τέσσερα συνεχή άτομα άνθρακα συνδεδεμένα με άτομα υδρογόνου δηλ. με 2 διπλούς και 1 τριπλό δεσμό. Σχηματίζεται ως ενδιάμεσο ασταθές παράγωγο του βενζολίου π.χ. σε αντιδράσεις απόσπασης από ο-υποκατεστημένα βενζολικά παράγωγα και συμπεριφέρεται ως ηλεκτρονιόφιλο και διενόφιλο αντιδραστήριο. Berg Crystal [Ορεία κρύσταλλος | Γεωλ. Αχρωμη ποικιλία του ορυκτού χαλαζία αποτελούμενη από καθαρό διοξείδιο του πυριτίου. Συναντάται σε μεγάλους κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,65. Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος για κατασκευή διακοσμητικών ειδών αλλά κυρίως ευρύτατα στην κατασκευή επιστημονικών οργάνων λόγω των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων της (οπτικών, θερμικών, ηλεκτρικών κ.λ.π.). Bergius Process [Διεργασία Bergius] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για διεργασία μετατροπής του στερεού άνθρακα σε υγρά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα. Περιλαμβάνει θέρμανση του ανθρακικού υλικού σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση, παρουσία υδρογόνου και οξειδίου του σιδήρου ως καταλύτη. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται κυρίως πισσούχος άνθρακας, ενώ το προϊόν αποτελείται κυρίως από ναφθενικές και αρωματικές ενώσεις. Berkelium [Μπερκέλιο] Ανόργ. Χημ. Συμβολίζεται ως Bk. Πρόκειται για ραδιενεργό, μεταλλικό, υπερουράνιο στοιχείο, που ανήκει στη σειρά των ακτινιδών. Έχει ατομικό αριθμό 97, ενώ το πιο σταθερό ισότοπο έχει μαζικό αριθμό 247 και χρόνο ημιζωής 1400 χρόνια. Παρασκευάζεται από το αμερίκιο ή το κιούριο. Bernard Convection Cells [Εξαγωνικές Κυψέλες του Bernard] Φυσ. Εξαγωνικές κυψέλες που δημιουργούνται καλύπτοντας την επιφάνεια ενός υγρού, όταν αυτό θερμαίνεται από τον πυθμένα του. Οφείλονται σε ανοδικά ρεύματα θερμού υγρού που κινούνται στο εσωτερικό των εξαγώνων, ενώ το ψυχρό υγρό κατεβαίνει από τα τοιχώματά τους. Bernoulli Effect [Φαινόμενο Bernoulli] Ρενστ. Περιγράφει το φαινόμενο κατά το οποίο, σε μια οριζόντια ροή ρευστού εντός αγωγού, παρατηρείται αυξημένη πτώση πίεσης, όταν αυξάνεται η ταχύτητα ροής. Η ερμηνεία του φαινομένου βασίζεται στο θεώρημα Bernoulli. Bernoulli Equation [Εξίσωση Bernoulli] Ρενστ. Αποτελεί έκφραση του ισοζυγίου μηχανικής ενέργειας, για ροή ρευστού. —> Bernoulli's Law Bernoulli Law [Νόμος του Bernouli] Μηχ.Ρενστ. Νόμος που προκύπτει από την εφαρμογή διατήρησης της ενέργειας σε ένα κινούμενο ρευστό. —> Bernoulli Theorem Bernoulli N u m b e r s [Αριθμοί του Bernoulli] Μαθημ. Ρητοί αριθμοί οριζόμενοι από την ακολουθία: JZk=o (mk)Bk=0 όπου Β0=1 και m32. Χρησιμοποιούνται σε πολυωνυμικές προσεγγίσεις ολοκληρωμάτων και συναρτήσεων κ.λ.π.

Bernoulli Theorem [Θεώρημα Bernoulli] Ρενστ. Είναι ο νόμος του Bernoulli.-* Bernoulli's Law Bernoulli Trials [Ακολουθία Δοκιμών Bernouli] Μαθημ. Πρόκειται για μια ακολουθία διαδοχικών δοκιμών που εκτελούνται υπό τις ίδιες συνθήκες και κάθε αποτέλεσμα είναι στοχαστικώς ανεξάρτητο από τα άλλα. Το επαναλαμβανόμενο αυτό πείραμα έχει μόνο δύο δυνατές εκβάσεις που χαρακτηρίζονται ως επιτυχία και αποτυχία. Λέγονται και δυωνυμικές δοκιμές. Bernoulli's Law [Νόμος Bernoulli] Ρενστ. Νόμος που προκύπτει από την εφαρμογή διατήρησης της ενέργειας σε ένα κινούμενο ρευστό. Αποτελεί θεμελιώδη νόμο της ρευστομηχανικής, σύμφωνα με τον οποίο, για ένα μη ιξώδες ασυμπίεστο ρευστό, με σταθερή ροή, το άθροισμα της κινητικής και δυναμικής ενέργειας καθώς και της ενέργειας πίεσης ανά μονάδα όγκου, είναι σταθερό σε κάθε σημείο. Μαθηματικά, εκφράζεται με την εξίσωση: Δζ-g + ΔΡ/ρ + Au2/2a = 0. Bernoulli's Numbers [Αριθμοί Bernoulli] Μαθημ. Οι αριθμοί Βν, ν=1,2,..., οι οποίοι προκύπτουν από την προσέγγιση της αναλυτικής συνάρτησης f(z)= ζ /(e z -1) από την σειρά McLaurin ως εξής: ζ

ez-l

_

~

Βνζν

ν=0

με By=l, η οποία δίνει τελικά έναν αναδρομικό τύπο: (Β+1) ν -Β ν , ν=2, 3,..., όπου αφού απλοποιηθούν τα Βν, τα Βκ αντικαθίσταται με Βκ. Οι τέσσερις πρώτοι όροι είναι οι Β,=-1/2, Β 2 =1/6, Β 3 =0, Β4=-1/30. Ολοι οι αριθμοί Bernoulli με περιττό δείκτη είναι ίσοι με το μηδέν. Ωστόσο, ο προσδιορισμός των αριθμών Bernoulli ποικίλλει ως προς τους αρχικούς όρους, και τα πρόσημα. Χρησημοποιούνται σε πολυωνυμικές προσεγγίσεις ολοκληρωμάτων και συναρτήσεων κ.λ.π.. Berriasan [Βερριάσιονί Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της κατώτερης Κρητιδικής υποπεριόδου της Κρητιδικής περιόδου (πριν 135 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα κάτω από το Βαλλαγγίνιον της ίδιας υποπεριόδου και πάνο) από το Τιθύνιον της ίουρασικής. Bcrtlielot Equation [Εξίσωση Bcrtheloij Θερμοδ. Πρόκειται για καταστατική εξίσωση που εφαρμόζεται σε πραγματικά αέρια. Για ένα γραμμομόριο, εκφράζεται ως εξής: Ρ = R-T-cxp(-aR-T/V)/(V-b) Berthelot Method [Μέθοδος Berihelot] Χημ. Χρησιμοποιεί ένα θερμιδόμετρο βόμβας, για τον προσδιορισμό της θερμότητας αντίδρασης καύσης, το οποίο τοποθετείται σε δοχείο που περιέχει νερό. Η θερμότητα που ελευθερώνεται υπολογίζεται από την αύξηση θερμοκρασίας στο νερό. Bcrthon Dynamometer [Δυναμόμετρο Μπέρθον] Τεχνολ. Δυναμόμετρο με ειδική διάταξη για τη μέτρηση της διαμέτρου πολύ μικρών αντικειμένων. Αποτελείται από δύο σταθερούς κεκλιμένους βραχίονες που περικλείουν το μετρούμενο αντικείμενο, ενώ μία ταινία με την κλίμακα ενδείξεων είναι τοποθετημένη πάνω στον ένα βραχίονα και στην οποία διαβάζεται η μέτρηση. Beryl [Βήρυλλος] Γεωλ. Ορυκτό πυριτικό αργίλιο και βηρύλλιο, σπουδαιότατο κοίτασμα βηρυλλίου καθώς και των πολύτιμων λίθων σμαραγδιού (πράσινο), ακουαμαρίν (βαθύ κυανό) και ροζ Βηρύλλου. Συναντάται σε πρισματικούς κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος κυρίως στα Ουράλια όρη, στη Βραζλία και στη Μαδαγασκάρη. Έχει διαθλαστικό δείκτη 1,58 και

-213σκληρότητα 7,5 έως 8 στην κλίμακα Μος. Beryllium [Βηρύλλιο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο που συμβολίζεται ως Be. Ηαλαιότερη ονομασία του είναι γλυκίνιο. Ανήκει στις αλκαλικές γαίες και έχει ατομικό αριθμό 4 και ατομικό βάρος 9,01218. Είναι λευκό, μεταλλικό στοιχείο, μη διαβρώσιμο, με σημείο τήξεως 1281 °C και σημείο ζέσεως 2450 °C. Λαμβάνεται από τη Βήρυλλο, Be.iAl2(Si03)6· Οι ενώσεις του έχουν γλυκιά γεύση, αλλά είναι τοξικές. Με ακτινοβολία σωματιδίων α, το μέταλλο γίνεται πηγή νετρονίων. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή κραμάτων χαλκού και νικελίου. Beryllium Alloy [Κράμα Βηρυλλίουΐ Α νόργ. Χημ. Αναφέρεται σε κράματα που σχηματίζονται από το βηρύλλιο με άλλα μέταλλα, όπως ο χαλκός και το νικέλιο. Έχουν υψηλή αντοχή, είναι ανθεκτικά στη διάβρωση, ελαφρά και κατεργάζονται εύκολα. Χρησιμοποιούνται σε πολλές βιομηχανικές και επιστημονικές εφαρμογές. Beryllium Fluoride [Φθοριούχο Βηρύλλιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι BeF2. Είναι υγροσκοπική, άμορφη, στερεή ένωση, με μοριακό βάρος 47,01, σημείο τήξεως 800 °C, διαλυτή σε νερό και θειικό οξύ. Μπορεί να δράσει ως οξύ κατά Lewis και πολυμερίζεται εύκολα. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία του βηρυλλίου. Beryllium Hydroxide [Υδροξείδιο του Βηρυλλίου] Ανόμγ. Χημ. Είναι η ιοντική, χημική ένωση, Bc(OH) 2 . Πρόκειται για λευκή, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, που σχηματίζεται με αντίδραση αλάτων του βηρυλλίου και αλκαλικών ενώσεων. Με θέρμανση, παρέχει οξείδια. Αντιδρά με βάσεις και δίνει άλατα. Beryllium Nitrate [Νιτρικό Βηρύλλιο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για το άλας του νιτρικού οξέος με Βηρύλλιο, συνήθως ενυδατωμένο με τρία μύρια νερού, Be (Ν03) 2 ·3Η 2 0. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, μοριακού βάρους 187,97, σημείου τήξεως 510±10°C, σημείου ζέσεως 590 °C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και διθειάνθρακα. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή Οερμοανθεκτικών μεταλλικών κατασκευών. Beryllium Nitride [Νιτρώδες Βηρύλλιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι B e . ^ . Είναι λευκή, κρυσταλλική ένωση, μοριακού βάρους 55,05, σημείου τήξεως 2200±100°C, σημείου ζέσεως 2240°C, αδιάλυτη στην αιθανόλη και διαλυτή στο νερό. Beryllium Oxide [Οξείδιο του βηρυλλίου] Ανόργ. Χημ. Είναι η ένωση με τύπο BcO, μοριακό βάρος 25,01, σημείο ζέσεως 3900 °C και σημείο τήξεως 2530 "C. Πρόκειται για λευκή, άμορφη ουσία, σε μορφή σκόνης, αδιάλυτη στο νερό. Σχηματίζεται με καύση βηρυλλίου σε οξυγόνο ή με διάσπαση ανθρακικού βηρυλλίου. Είναι πολύ τοξικό. Δρα ως ανακλαστήρας νετρονίων και χρησιμοποιείται σε μεθόδους χρονολόγησης με Οερμοφωσφορισμό, σε κεραμικά και πυρηνικούς αντιδραστήρες. Bessel E q u a t i o n [Διαφορική Εξίσωση του Bessell Μαθημ. Πρόκειται για μια διαφορική εξίσωση η οποία βρίσκει πολλές εφαρμογές σε φυσικά προβλήματα που έχουν αξονική - κυλινδρική συμμετρία. Ο τύπος της είναι ο κάτωθι: χ 2 · f"(x) + χ· Γ(χ) + (χ 2 - η2) · f(x) =0. Bessel Function [Συνάρτηση Bessel] Μαθημ. Συνάρτηση η οποία είναι λύση της διαφορικής εξίσωσης του Bessel. Συμβολίζεται ως J n (x) και λέγεται και κυλινδρική συνάρτηση, καθώς χρησιμοποιείται σε φυσικά προβλήματα με κυλινδρική συμμετρία. ->Besscl Equation

Bcst Commercial Practice

Bessel Functions [Συναρτήσεις Bessel ή κυλινδρικές συναντήσεις] Μαθημ. Οι λύσεις της διαφορικής εξίσωσης ζ" y " + zy' + (z2 - n")y=0 (1), όπου για κάθε πραγματικό n 1 -1,-2,..., είναι οι συναρτήσεις Bessel πρώτου είδους: οο

JN(Z)=

Η)'

/

Ζ

\n+2k

Σ \

με D(Jn(z))=R+ και Γ: η συνάρτηση γάμα. Για n=c=0,l,2,... η διαφορική εξίσωση (1) δίνει τις συναρτήσεις Bessel δευτέρου είδους ή συναρτήσεις Neumann: V n (z)= lixn„_K: J n (z)cosnrc - J _«,(z) / sin ηπ . Για n=c οι συναρτήσεις J c (z) και Yc(z) αποτελούν ένα θεμελιώδες σύνολο λύσεων της διαφορικής εξίσωσης (1): Ha 1, } (z) = J n (z) ± iY n (z) και ονομάζονται, συναρτήσεις Bessel τρίτου είδους ή συναρτήσεις Hankel. Αν ο δείκτης γίνει n+1/2, η e Ζ, τότε οι συναρτήσεις Bessel ανάγονται σε στοιχειώδεις συναρτήσεις, οι οποίες ονομάζονται σφαιρικές συναρτήσεις Bessel. Bessel T r a n s f o r m [Μετασχηματισμός Bessel] Μαθημ. Κατάλληλος μετασχηματισμός για την επίλυση μίας μορφής της διαφορικής εξίσωσης του Bessel. Αναφέρεται και ως μετασχηματισμός Hankel και έτσι λέγονται και οι συναρτήσεις που προκύπτουν. Bessemer Converter [Μετατροπέας Μπέσεμερί Φυα. Κάμινος χρησιμοποιούμενη στη μέθοδο παρασκευής χάλυβα με τη μέθοδο Μπέσεμερ, σχήματος απίου με πυρίμαχη επένδυση, κινητή γύρω από οριζόντιο άξονα που φέρει στη βάση της διάτρητο πυθμένα για την παροχή ισχυρού ρεύματος θερμού αέρα. Bessemer I r o n [Σίδηρος Μπέσεμερ] Φυα. Λευκός πυριτιούχος χυτοσίδηρος με χαμηλή περιεκτικότητα σε ξένες προσμίξεις (φώσφορο και θείο) κατάλληλος για την παρασκευή χάλυβα με τη μέθοδο Μπέσεμερ. Bessemer O r e [Κοίτασμα Μπέσεμερ] Φυα. Μετάλλευμα σιδήρου με χαμηλή περιεκτικότητα σε φώσφορο και άλλες ανεπιθύμητες προσμίξεις κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή χάλυβα με τη μέθοδο Μπέσεμερ. Bessemer Process ΙΜέθοδος παρασκευής Μπέσεμερ] Φυα. Μέθοδος παρασκευής χάλυβα από τηγμένο πυριτιούχο χυτοσίδηρο σε ειδική κάμινο που βασίζεται στην οξείδωση των ανεπιθύμητων ξένων σωμάτων (θείο, φώσφορο, πυρίτιο) με τη παροχή ισχυρού ρεύματος αέρα κι τη προσθήκη στη συνέχεια σιδηρομαγγανίου ώστε να παρουσιάζει ο χάλυβας τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Bessemer Steel [Χάλυβας Μπέσεμερ] Φυα. Χάλυβας που κατασκευάζεται με την μέθοδο παραγωγής Μπέσεμερ ώστε να παρουσιάζει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά δηλ. περιεκτικότητα σε θείο και φώσφορο μικρότερη από 0,1% για κάθε ένα, σε πυρίτιο μικρότερη από 0,1 έως 0,4%, σε άνθρακα μικρότερη από 0,5% και σε μαγγάνιο 0,1 έως 1%. Best Commercial Practice [Βέλτιστη εμπορική πρακτική] Μηχ. Η δημιουργία, τεχνική κατασκευής οποιουδήποτε αντικειμένου, εργαλείου ή προϊόντος που δε βασίζεται στην καθιερωμένη πρακτική και σε αντίστοιχα τυποποιημένα πρότυπα αλλά στην αυξημένη εμπορική αξία, κέρδος. Θα πρέπει ωστόσο να αποδειχθεί με ανεξάρτητη έρευνα ότι ικανοποιούνται οι ελά-

Best Estimate

-214-

χιστες απαιτήσεις Best Estimate [Βέλτιστη εκτίμηση] Στατ. Το αποτέλεσμα μιας στατιστικής έρευνας που βασίζεται σε αμερόληπτα δείγματα και είναι το καλύτερο δυνατό που μπορεί να προκύψει από το συγκεκριμένο ποσοστό του δείγματος. Best Fit [Αριστη αναλογία- προσαρμογή] Μαθημ. Έτσι χαρακτηρίζεται η καλύτερη δυνατή προσαρμογή των παραμέτρων μιας θεωρητικής εξίσωσης σε πειραματικά δεδομένα βάση ενός αλγορίθμου. BET Adsorption Theory [Θεωρία Προσρόφησης ΒΕΤ| Χημ. Αποτελεί επέκταση της κινητικής θεωρίας του Langmuir για μονομοριακή προσρόφηση αερίου σε πορώδες στερεό υλικό και δίνει τον αριθμό των μορίων που αντιστοιχεί σε πλήρη κάλυψη ενός στρώματος (μονοστοιβάδας). Στηρίζεται στην αρχή ότι, με αύξηση της σχετικής πίεσης ισορροπίας, το ροφημένο αέριο δημιουργεί αρχικά ένα μονομοριακό στρώμα και στη συνέχεια δημιουργείται πολυστρωματική ροφημένη ωαση. Beta [β - Συντελεστής Ενίσχυσης Ρεύματος Τρανζίστορ] Ηλεκ. Χαρακτηριστικό ενός τρανζίστορ, ισούται με το πηλίκο της μεταβολής του ρεύματος του συλλέκτη προς τη μεταβολή του ρεύματος της βάσης, υπό σταθερή τάση πόλωσης του συλλέκτη. Ισχύει β=α/(1α) όπου α η ενίσχυση ρεύματος μεγάλου σήματος. Beta 2 (β - Συντελεστής Ενίσχυσης Ρεύματος] Αστρον. 1σούται με το λόγο της δύναμης που ασκεί το ρεύμα σωματιδίων που εξέρχονται από την ουρά ενός κομήτη προς τη βαρυτική έλξη του Ήλιου σε αυτόν. Beta Brass [Ορείχαλκος - Μπρούντζος τύπου β] Υλικ. Είδος μπρούντζου που περιέχει ίσες ποσότητες χαλκού και ψευδαργύρου. Beta C e n t a u r i [Αστέρας β του Κενταύρου ή Αγένα] Αστρον. Ο δεύτερος κατά σειρά λαμπρότητας αστέρας του αστερισμού του Ν. ημισφαιρίου του Κενταύρου, 15*>ς κατά σειρά λαμπρότητας ανάμεσα σε όλους τους αστέρες του ουρανού. Είναι πρώτου μεγέθους αστέρας, σε απόσταση 190 έτη φωτός, με φαινόμενο μέγεθος 0,9 και απόλυτο μέγεθος-2,9. Beta Cephei S t a r [Αστέρας τύπου β του Κηφέα) Αστρον. Κατηγορία μεταβλητών αστέρων βραχείας περιόδου με τυπικό εκπρόσωπο το διπλό αστέρα β του Κηφέα. Είναι γίγαντες αστέρες του φασματοσκοπικού τύπου Β με περίοδο μεταβολής της λαμπρότητας τους από 3,5 έως 7 ώρες αλλά με πολύ μικρή φωτεινή κύμανση (μικρότερη από το 1/10 του μεγέθους τους). Beta Circuit [Κύκλωμα Ανάδρασης Ενισχυτή] Πλεκ. Κύκλωμα ενός ενισχυτή, το οποίο σταθεροποιεί την απόδοσή του μετρώντας την ισχύ της εξόδου του ενισχυτή και μεταβάλλοντας ανάλογα τη λειτουργία του. Beta Cutoff Frequency [Συχνότητα Αποκοπής Ενίσχυσης Ρεύματος Τρανζίστορ] Ηλεκ. Χαρακτηριστική συχνότητα ενός τρανζίστορ πέραν της οποίας, η ενίσχυση του ρεύματος είναι μικρότερη από 3 decibel από την ενίσχυση σε συχνότητα 1 kHz. Beta Decay [Αποδιέγερση - Αποσύνθεση βήτα β",β+] Φνσ. Τρόπος αποδιέγερσης και μεταστοιχείωσης ραδιενεργών πυρήνων κατά τον οποίο, ο ατομικός αριθμός μεταβάλλεται κατά ένα, ενώ ο μαζικός μένει ο ίδιος. Στην πυρηνική αντίδραση που συμβαίνει, ένα πρωτόνιο μετατρέπεται σε νετρόνιο ή ανάποδα, ενώ αντίστοιχα εκπέμπεται ποζιτρόνιο και νετρίνο ή ηλεκτρόνιο και αντινετρίνο. Beta Decay S p e c t r u m [Ενεργειακό Φάσμα Αποδιέγερ-

σης βήτα] Φυσ. Το φάσμα των ενεργειών ή των ορμών των σωματιδίων βήτα (ηλεκτρόνιο ή ποζιτρόνιο) που εκπέμπονται από τον πυρήνα, σε μια αποδιέγερση βήτα. Beta Disintegration [Αποδιέγερση - Αποσύνθεση βήτα] Φνσ. Είδος ραδιενεργούς αποδιέγερσης πυρήνων. —> Beta Decay Beta Distribution [Κατανομή βήτα] Στατιστ.. Η κατανομή πιθανότητας μιας τυχαίας μεταβλητής, έστω Χ, με πυκνότητα πιθανότητας f(x)=

Β (α, β) 0,αλλο ύ

,0 < χ < I

όπου α, β πραγματικοί θετικοί αριθμοί και Β(α,β) η σύνάρτηση βήτα. Ισοδύναμη έκφραση της πυκνότητας πίθανότητας είναι η: Γ(α + β)· f(x)=

χα~\\-

Γ(α)·Γ(0)

,0< χ <1

0,αλλού

όπου α, β πραγματική θετικοί αριθμοί και Γ(α) η συνάρτηση γάμα. Beta E m i t t e r [Στοιχείο που Εκπέμπει Ακτινοβολία βήτα] Φνσ. Ραδιενεργός πυρήνας που εκπέμπει, καθώς αποδιεγείρεται, ακτινοβολία βήτα. Για παράδειγμα οι πυρήνες l46C, 127Ν, κ.λ.π. Beta Factor [Παράγοντας βήτα] Φυσ. Χαρακτηριστικό της κατάστασης του πλάσματος. Ισούται με το λόγο της πίεσης, λόγω κίνησης του πλάσματος, προς τη μαγνητική πίεση, λόγω του φορτίου του και των μαγνητικών πεδίων μέσα στα οποία 3ρίσκεται. Beta Function [Συνάρτηση 3ήτα] Μαθημ. Η συνάρτηση δυο μεταβλητών, έστω α, β, η οποία συμβολίζεται Β(α,β) και ορίζεται με τη βοήθεια ενός γενικευμένου ολοκληρώματος ως εξής Β(α,β)= Ί 0 χ · (1 - x) |M dx, για κάθε α, β πραγματικούς θετικούς αριθμούς. Επίσης, ισχύει: Β(α,β)= Γ(α)·Γ(β)/ Γ(α+β) όπου α, β πραγματικοί θετικοί αριθμοί και Γ(α) η συνάρτηση γάμα. Beta Ray [Ακτίνες βήτα] Φνσ. Δέσμη ακτινοβολίας βήτα, δηλαδή ηλεκτρονίων ή ποζιτρονίων. Beta Ray Spectrometer [Φασματόμετρο Ακτίνων βήτα] Φυσ. Όργανο κατάλληλο για την καταγραφή του φάσματος της ενέργειας ή της ορμής των σωματιδίων της ακτινοβολίας βήτα. Beta Test [Βήτα έλεγχος] Πληρ. Ο έλεγχος του λ.ογισμικού ή του υλικού προϊόντος, ο οποίος ακολουθεί τον άλφα έλεγχο, πραγματοποιείται προτού απελευθερωθεί το προϊόν στην αγορά και περιλαμβάνει τη δοκιμαστική λειτουργία του στο περιβάλλον του πιθανού πελάτη από ομάδα ανεξάρτητη από αυτή που το κατασκεύασε, Έτσι, θεωρείται απαλλαγμένος από το υποκειμενικό στοιχείο. Πρόκειται για έναν δυναμικό έλεγχο. Beta Test Site [Χώρος διεξαγωγής βήτα ελέγχου] Πληρ. Ο χώρος στον οποίο πραγματοποιείται ο βήτα έλεγχος του λογισμικού ή του υλικού από ομάδα διαφορετική από αυτή που το κατασκεύασε και βρίσκεται σε πραγματικό περιβάλλον λειτουργίας, δηλαδή στο περιβάλλον του πελάτη. Betaine [Βεταϊνη] Χημ. Ένωση με χημικό τύπο CH3COON(CH3):t. Είναι γλυκιά κρυσταλλική αλκαλο-

-215ειδής ουσία ευδιάλυτη στο νερό και πολύ σταθερή σε διάφορα χημικά αντιδραστήρια. Συναντάται σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς αλλά παρασκευάζεται και τεχνητά. Η υδροχλωρική βεταϊνη (ακιδόλη) χρησιμοποιείται στην ιατρική και για τη λήψη με υδρόλυσή της υδροχλωρικού οξέος. Betatron [Βήτατρον] Φυα. Επιταχυντής ακτινοβολίας βήτα, δηλαδή ηλεκτρονίων ή ποζιτρονίων. Τα σωματίδια δημιουργούνται από μια πηγή, μέσα σε ένα αερόκενο κυκλικό δακτύλιο και συγκρατούνται από κατάλληλα μαγνητικά πεδία διατεταγμένα στην περιφέρειά του. Η επιτάχυνσή τους επιτυγχάνεται μέσω του επαγωγικού ηλεκτρικού πεδίου που δημιουργείται στο σωλήνα, καθώς ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο μεταβάλλεται περιοδικά με το χρόνο. Τα εξερχόμενα σωματίδια αποκτούν σημαντική ταχύτητα, κοντά στην ταχύτητα του φωτός, ενέργειες έως και 340 MeV και χρησιμοποιούνται στην ιατρική καθώς και στην έρευνα. Betatron Oscillations [Ταλαντώσεις βήτατρον] Φιχτ. Χαρακτηριστικές ταλαντώσεις γύρω από τη βασική τροχιά των σωματιδίων βήτα καθώς κινούνται στο δακτύλιο επιτάχυνσης ενός βήτατρον. Betaware [Λογισμικό ή υλικό υπό βήτα έλεγχο] Πληρ. Το λογισμικό ή το υλικό, το οποίο υποβάλλεται σε βήτα έλεγχο. Betelguese [Βετελγκέζ] Αστρον. Αραβικό όνομα του αστέρα α του αστερισμού του Ν.ημισφαιρίου του Ωρίωνα. Είναι ερυθροκίτρινος υπεργίγαντας με διάμετρο περίπου 1000 φορές της ηλιακής διαμέτρου, με φαινόμενο μέγεθος 0,9, δωδέκατος κατά σειρά λαμπρότητας απ' όλους τους γνωστούς αστέρες του ουρανού. Είναι μεταβλητός μακριάς περιόδου (περίπου 5 ετών) και έχει φασματικό τύπο Μ2 ή στην I κλάση. B E T E q u a t i o n [Εξίσωση BET] Χημ. Είναι η ισόθερμη εξίσωση προσρόφησης αερίου σε πορώδες στερεό υλικό, που προκύπτει από τη θεωρία BET. Αναφέρεται ως εξίσωση Brunaucr-Emmett-Teller. Bethe - Heitler Theory [Θεωρία του Beihe -Heiiler] Φυσ. Θεωρητική προσέγγιση της αλληλεπίδρασης φορτισμένων σωματιδίων με πεδία της ύλης και προσδιορισμού της ενεργούς διατομής σκέδασής τους που βασίζεται στην εξίσωση του Dirac και στην προσέγγιση Born. Χρησιμοποιείται για την περιγραφή της ακτινοβολίας πέδησης bremsstrahlung. Bethe - Salpeter E q u a t i o n [Εξίσωση Bcthe-Salpeter] Φυσ. Σχετικιστική εξίσωση περιγραφής της εξέλιξης ενός συστήματος δύο αλληλεπιδρώντων σωματιδίων. Bethe - Slater C u r v e [Καμπύλη Bcthc-Slater] Φυα. Καμπύλη μεταβολής της ενέργειας ανταλλαγής των ηλεκτρονίων των 3d τροχιακών των στοιχείων μετάβασης, καθώς μεταβάλλεται ο λόγος της ενδοατομικής απόστασης προς την ακτίνα των τροχιακών. Χαρακτηρίζει τις μαγνητικές ιδιότητες κρυσταλλικών υλικών με κεντρικό άτομο το άτομο των στοιχείων μετάβασης. Bevel [Λοξή τομή] Αρχ. Λοξή γραμμή ή γωνία που προκύπτει από την τομή δύο ευθειών ή επιπέδων. Bezel [Στεφάνη] Μηχ. 1. Μεταλλική στεφάνη που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση οργάνων με διαφανή όψη (χρονόμετρα, θερμόμετρα, κ.α.) 2. [Όψη, Μπιζουτέ] Λοξή επιφάνεια, όψη κατεργασμένου πολύτιμου λίθου. 3. [Χείλος] Το λοξό τμήμα κοπής, ενός κοπτικού εργαλείου. 4. [Λάμπα] Μικρός λαμπτήρας (αυτοκινήτου σκάφους κ.λ.π.). Bczout Domain [Πεδίο ορισμού Bezout] Μαθημ. Το πεδίο ορισμού, στο οποίο όλα τα ιδεώδη ανήκουν σε έ-

Biconcave

ναν κύριο δακτύλιο, δηλαδή σε ένα δακτύλιο που είναι ακέραια περιοχή και τα ιδεώδη του παράγονται από ένα στοιχείο. B h a b h a Scattering [Σκέδαση σωματιδίων] Φυσ. Πρόκειται για μια μορφή αλληλεπίδρασης ηλεκτρονίων ποζιτρονίων διαφορετικής από την αφυλοποίηση, κατά την οποία τα σωματίδια απλώς σκεδάζονται. Β Η Curve. [Καμπύλη μαγνήτισης] Φνσ. Πρόκειται για το διάγραμμα της μαγνητικής επαγωγής Β ενός μαγνητικού υλικού, καθώς μεταβάλλεται το μαγνητικό πεδίο Η. Β Η M e t e r [Μετρητής Βρόγχου Μαγνητικής Υστέρησης] Φυσ. Πειραματική διάταξη αυτόματης μέτρησης της καμπύλης μαγνήτισης ενός υλικού και καταγραφής του βρόγχου μαγνητικής υστέρησής του. Bi Directional M i c r o p h o n e [Μικρόφωνο δύο κατευθύνσεων] Ακουστ. Τύπος μικροφώνου που δέχεται ομοιόμορφα σήματα και από τις δύο κατευθύνσεις ενός άξονα, δηλαδή και από μπροστά και από πίσω. Bianca (Μπιάνκα-Λευκή] Αστρον. Ένας από τους τουλάχιστον πέντε δορυφόρους του πλανήτη Ουρανού. Bias Distortion [Παραμόρφωση μεροληψίας] Επικοιν. 1. Είδος παραμόρφωσης που αποκτάται από μια μικρή μετατόπιση του σήματος λόγω μεροληπτικής συμπεριφοράς (στιγμιαίος συγκερασμός με το σήμα του φορέα). 2. Παραμόρφωση που συναντάται στο δυαδικό σήμα (Binary Signaling) όταν σχεδόν κάθε διάστημα αποκλίνει (σημαντικά) από το αναμενόμενο μήκος του. Bias E r r o r [Σφάλμα πόλωσης] Αρχ. Λάθος που προκύπτει από κάποια ελαφρά εσφαλμένη παραδοχή, θεώρηση ή βαθμονόμηση οργάνων. Πρόκειται για συστηματικό λάθος, συνήθως μικρό, το οποίο όμως επαναλαμβάνεται σε όλες τις εφαρμογές και καταμετρήσεις και είναι δύσκολο να εντοπισθεί / απαλειφθεί. Bias Voltage [Τάση πόλωσης] Ηλεκτρον. Σταθερή διαφορά δυναμικού που εφαρμόζεται σε μια ηλεκτρονική διάταξη ώστε να λειτουργεί σε συγκεκριμένη περιοχή της χαρακτηριστικής της καμπύλης. Biased Sample [Μεροληπτικό δείγμα] Στατ. Δείγμα, μικρό ποσοστό του συνόλου του πληθυσμού, που επιλέχθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε μια στατιστική έρευνα αλλά δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού αυτού. Μπορεί να οφείλεται σε συστηματικό λάθος παραδοχών επιλογής ή σε επιλογή μονάδων από ορισμένες μόνο ομάδες πληθυσμού. Biased Statistic [Μεροληπτική στατιστική] Στατ. Στατιστική έρευνα στην οποία το δείγμα μελέτης δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού με αποτέλεσμα το συμπέρασμα της μελέτης να αποκλίνει από το πραγματικό. Biaxal Crystal [Διάξονας κρύσταλλος] Φυσ. Ονομάζεται ο κάθε οπτικά ανισότροπος κρύσταλλος που έχει δύο οπτικούς άξονες (δηλ. διευθύνσεις κατά τις οποίες δεν παρατηρείται το φαινόμενο της διπλής διάθλασης) και επομένως τρεις δείκτες διάθλασης. Είναι κρύσταλλοι του ρομβικού, του τρικλινούς και του μονοκλινούς συστήματος. Biaxial Stress [Διαξονική ένταση] Μηχ. Ένταση/ φόρτιση ενός υλικού κατά τις τρεις κύριες κάθετες μεταξύ τους διευθύνσεις. Η ένταση στις δύο από τις διευθύνσεις αυτές είναι ίσης τάξης μεγέθους ενώ στην τρίτη μηδενική ή αμελητέα. Biconcave [ΑμφίκοιλοςΙ Φυσ. Αποκλίναιν (παχύς στα άκρα με λεπτή μέση περιοχή) φακός που απολήγει σε δύο κοίλες επιφάνειες.

Biconditional O p e r a t i o n

-216-

Biconditional O p e r a t i o n [Τελεστής Σύμπτωσης Δύο Bifocal Lens [Διπλοεστιακός φακός] Φυσ. Φακός αποΛογικών Εισόδων] Μαθημ. Μαθηματικός τελεστής, τελούμενος από δύο τμήματα με διαφορετικές εστιακές συνάρτηση, με δύο λογικές εισόδους Α, Β και μια λο- αποστάσεις χρησιμοποιούμενος κυρίως για γυαλιά ογική έξοδο, η τιμή της οποίας είναι αληθής (ή 1) αν οι ράσεως ως διορθωτικός φακός της μυωπίας (πάνω τμήτιμές των δύο εισόδων είναι κοινές και ψευδής (ή 0), μα) και της πρεσβυωπίας (κάτω τμήμα). αν είναι διαφορετικές. Λέγεται και τελεστής "αν και Big Bang Theory [Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης] Φιχ7. Φυσική θεωρία που αποδίδει τη δημιουργία του μόνο αν". Κατά την άλγεβρα Boole, η έξοδος είναι η: σύμπαντος σε μία έκρηξη, από την οποία εκτοξεύθηκε μεγάλη ποσότητα ενέργειας προς όλες τις κατευθύνΑ · Β + Α · Β σεις. II έκρηξη αυτή πραγματοποιήθηκε πριν 15 δισεBiconvex |Αμφίκυρτος] Φοσ. Συγκλίνων (παχύς στη κατομμύρια χρόνια σε μια πάρα πολύ μικρή περιοχή μέση περιοχή με λεπτά άκρα) φακός που απολήγει σε του χώρου, όπου ήταν συγκεντρωμένα όλη η ύλη, η ενέργεια και ο χωρόχρονος του σύμπαντος. δύο κυρτές επιφάνειες. Bicyclic C o m p o u n d [Δικυκλική Ένωση] Οργ. Χημ. Α- Big C r u n c h [Μεγάλη κρίσιμη στιγμή] Αστρον. Πρόκειναφέρεται στις οργανικές ενώσεις που περιέχουν δύο ται για το σημείο στο οποίο θα συγκεντρωθεί όλη η ύδακτυλίους στο μόριό τους, οι οποίοι διαθέτουν δύο λη και ενέργεια του σύμπαντος, σύμφωνα με την θεωρία του κλειστού σύμπαντος. Το σημείο αυτό είναι το κοινά άτομα άνθρακα. Bidirectional [Διπλής Κατεύθυνσης λειτουργία] Μηχ. κέντρο μιας μαύρης τρύπας, δεν μπορεί να περιγραφεί Ιδιότητα ηλεκτρικών διατάξεων να λειτουργούν με τον η κατάσταση της ύλης εκεί και λέγεται σημείο μαθηίδιο τρόπο ανεξάρτητα της φοράς, πολικότητας, της ει- ματικής παραδοξότητας. σόδου τους. Big Dipper [Μεγάλη Αρκτος] Αστρον. Μία από τις ονοBidirectional Clamping Circuit [Κύκλωμα Ακινητο- μασίες που αναφέρονται στην ομάδα των επτά κύριων ποίησης - Σύσφιξης Διπλής Κατεύθυνσης] Ηλεκ. Ηλε- αστέρων του αστερισμού του Β. ημισφαιρίου της Μεκτρικό κύκλωμα που ενεργοποιεί μια διάταξη σύσφι- γάλης Αρκτου. ξης, συγκράτησης, ανεξάρτητα από την πολικότητα Biharmonic Function [Διαρμονική συνάρτηση] Ματου σήματος εισόδου του. θημ. Μια συνάρτηση που ικανοποιεί την εξίσωση Bidirectional Data Bus [Αμφίδρομη αρτηρία] Πληρ. Δ ν=0.Δ είναι ο συντελεστής Laplace και V μια συΤο κανάλι ενός υπολογιστικού συστήματος διαμέσου νάρτηση τριών ανεξάρτητων μεταβλητών. του οποίου μπορούν να μεταφέρονται τα δεδομένα και Bijection [Αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση] Μαθημ.. Η προς της δυο κατευθύνσεις. απεικόνιση f από το σύνολο Χ στο σύνολο Υ για την Bidirectional P r i n t e r [Αμφίδρομος εκτυπωτής] Πληρ. οποία ισχύει ότι δύο διαφορετικά στοιχεία της έχουν Ο εκτυπωτής γραμμών, ο οποίος διαθέτει μηχανισμό και δυο διαφορετικές εικόνες. Δηλαδή για κάθε στοιγια αμφίδρομη εκτύπωση, δηλαδή έχει τη δυνατότητα χείο y του συνόλου Υ υπάρχει μοναδικό σημείο x του κατά την εκτύπωση διαδοχικών γραμμών να αντιστρέ- συνόλου Χ, ώστε να ισχύει f(x)=y. Είναι γνωστή και φεται η φορά κίνησης του μηχανισμού εκτύπωσης. Δη- ως μονομορφισμός. λαδή τυπώνει κινούμενος και προς τις δυο κατευθύν- Bilateral Tolerance [Αμφίπλευρη ανοχή] Μηχ. Όρια εσεις και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της τα- ντός των οποίων μπορούν να εμπίπτουν οι διαστάσεις χύτητας εκτύπωσης. ενός τμήματος μηχανής που εκτείνονται τόσο πάνω όBi-Directional Transmission (Αμφίδρομη μετάδοση] σο και κάτω από ένα βασικό μέγεθος. Επικοιν. Η περίπτωση που η επικοινωνία μεταξύ 2 ση- Bilinear Expression [Διγραμμική παράσταση] Μαθημ. μείων γίνεται προς 2 κατευθύνσεις, γνωστή και σαν II παράσταση δυο μεταβλητών, η οποία είναι γραμμική και ως προς τις δυο μεταβλητές. Duplex. Biela Comet [Κομήτης Biela] Αστρον. Ο κομήτης, ο ο- Bilinear l Y a n s f o r m a t i o n [Διγραμμικός μετασχηματιποίος ανακαλύφθηκε το 1826 και καθορίστηκε ως ένα σμός] Μαθημ. Είναι γνωστός και ως μετασχηματισμός "περιοδικός" κομήτης που επιστρέφει κάθε 6,5 περί- Mobius ή ομογραφικός ή γραμμικός κλασματικός ή ρητογραμμικός. Πρόκειται για τον Ί - Γ μετασχηματιπου χρόνια. Bifilar Resistor [Δίμιτη αντιστάτης] Φυσ. Πρότυπος α- σμό της μορφής w=az+b/cz+d , όπου a, b, c, d e C και ντιστάτης με αμελητέα αυτεπαγωγή που σχηματίζεται απεικονίζει περιφέρειες κύκλων με την ευρεία έννοια με δίμιτη περιέλιξη αγωγού κατά τρόπο ώστε σε κάθε σε περιφέρειες κύκλων επίσης με την ευρεία έννοια, σημείο του να υπάρχουν δύο στενά προσκείμενοι αγω- δηλαδή είναι δυνατό ο κύκλος να έχει ακτίνα ίση με «>. γοί διαρρεόμενοι από αντίθετα ρεύματα. Billet 1 [Βέργα, μπιγιέτα] Μεταλλ Ενδιάμεσο προϊόν της Bifilar Suspension [Δίμιτη ανάρτηση] Φυσ. Τρόπος έλασης χυτού τεμαχίου, το οποίο έχει σχήμα κοντής αιώρησης ενός σώματος (π.χ.του κινητού μέρους ηλε- και λεπτής βέργας ορθογωνικής συνήθως διατομής. κτρικών οργάνων) από δύο παράλληλες κατακόρυφες Billet 2 [Μπιγιέτα] Τεχ\νλ. Επίμηκες μεταλλικό τεμάχιο αναρτήσεις όπως νήματα, σύρματα κ.λ.π. που γεμίζει τον θάλαμο της πρέσας σε μία κατεργασία Bifilar Winding [Δίμιτος περιέλιξη] Φυσ. Τρόπος πε- διέλασης και παραμορφώνεται πλαστικά πιεζόμενο αριέλιξης αγωγού για την κατασκευή πηνίων με αμελη- πό ένα έμβολα για να μειωθεί η διατομή του στη μήτρα τέα αυτεπαγωγή, κατά τον οποίο μονωμένος αγωγός της πρέσας. διπλούμενος στο μέσο του μήκους του περιτυλίσσεται Billet F u r n a c e [Κλαβανος μπιγιετών] Μεταϊλ. Κλίβαεπί κυλίνδρου, ώστε διαρρεόμενος από ρεύμα σε κάθε νος που χρησιμοποιείται για την θέρμανση μεταλλικών σημείο να υπάρχουν δύο στενά προσκείμενοι αγωγοί τεμαχίων σε πολ.ύ υψηλ*ές θερμοκρασίες, για τις ανάμε αντίρροπα ρεύματα. γκες της κατεργασίας τους με θερμή έλαση. Bifluoride [Όξινο Φθορίδιο] Ανόργ. Χημ. Περιγράφει Billet Mill [Ελαστρο μπιγιετών] Μεταλλ.. Έλαστρο που τις ενο')σεις με γενικό τύπο MHF 2 , όπου Μ είναι οποιο- χρησιμοποιείται συνήθως ανά δυάδες ή τετράδες στην δήποτε μεταλλικό στοιχείο. φάση της έλασης όπου τεμάχια σ ε σχήμα μεγάλων ρά-

-217βδων υφίστανται μείωση του μεγέθους τους για να μετατραπούν σε μπιγιέτες. Billet Split Lens [Φακός σχισμής Μπίλλετ] Φυα. Φακός για την δημιουργία κροσσών συμβολής χωρισμένος στα δύο κατά μήκος του οπτικού άξονα ώστε τα οπτικά κέντρα των δύο ημιτμημάτων του να είναι ελαφρά μετατοπισμένα πλευρικά. Billion [Δισεκατομμύριο] Μαθημ. Αριθμός που ισούται με ΙΟ9 δηλ. 1000 εκατομμύρια. Η λέξη στην αγγλική της χρήση συχνά αντιπροσαιπεύει (ανεπίσημα πλέον αλλά κοινής αποδοχής παλαιότερα) τον αριθμό 10 ! : δηλ. ένα εκατομμύριο εκατομμύρια (ένα τρισεκατομμύριο). Bimetal [Διμέταλλο έλασμα] Υλικ. Ελάσματα διαφορετικών μετάλλων συνδεδεμένα μεταξύ τους. Bimetallic S t r i p [Διμεταλλικό Έλασμα] Μεταλλ Είδος ελάσματος κατασκευασμένο με συγκρυστάλλωση δύο λωρίδων από μέταλλα διαφορετικού συντελεστή θερμικής διαστολής, με συνέπεια, όταν θερμανθεί να καμπυλώνεται. Αν το ένα άκρο του ελάσματος σταθεροποιηθεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θερμικός διακόπτης ηλεκτρικών κυκλωμάτων - θερμοστάτης. Bimetallic T h e r m o m e t e r [Διμεταλλικό Θερμόμετρο] Μηχ. Αποτελείται από δύο λεπτά μεταλλικά ελάσματα, διαφορετικά μεταξύ τους, ενωμένα στη μία άκρη. Η μέτρηση της θερμοκρασίας με το συγκεκριμένο όργανο, βασίζεται στο διαφορετικό ρυθμό διαστολής των δύο μετάλλων, με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Ονομάζεται και διαφορικό θερμόμετρο και χρησιμοποιείται για μέτρηση θερμοκρασιών από -184°C έως 583 °C. Bimolecular Reaction [Διμοριακή Αντίδρασηΐ Χημ· Ορίζεται κάθε στοιχειώδης χημική αντίδραση η οποία περιλαμβάνει δύο αντιδρώντα μόρια. Bimorph Cell [Δίμορφο στοιχείο] Φνα. Στοιχείο για την μετατροπή ηλεκτρικής τάσης σε μηχανική κίνηση ή αντίστροφα αποτελούμενο από δύο συνενωμένους πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους εκ των οποίων, κατά την εφαρμογή τάσης, ο ένας διαστέλλεται και ο άλλος συστέλλεται με αποτέλεσμα την πρόκληση συνολικής καμπύλωσης. Binary [Δυαδικό] Πλημ. Α) Μέγεθος που μπορεί να παίρνει κάθε φορά μόνο μία από ένα σύνολο δύο τιμών, για παράδειγμα, 0 ή 1, irue ή false Β) Αριθμός που παρίσταται στο δυαδικό σύστημα, το οποίο έχει αριθμό βάσης το 2. Binary Arithmetic [Δυαδική αριθμητική] Μαθημ. Η αριθμητική, η οποία χρησιμοποιεί αριθμούς εκφρασμένους στο δυαδικό σύστημα αρίθμησης. Binary Arithmetic O p e r a t i o n [Δυαδική αριθμητική πράξη] Πλημ. II αριθμητική πράξη, στην οποία οι τελεστέοι και το αποτέλεσμα είναι όλοι εκφρασμένοι στο δυαδικό αριθμητικό σύστημα και όχι σε κάποιο άλλο αριθμητικό σύστημα. Binary Cell [Δυαδικό κελί] Πλημ. Ελάχιστη μονάδα αποθήκευσης πληροφορίας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, η οποία χωρά ένα bit πληροφορίας. Binary Chop [Δυαδικό κομμάτι] Πλημ. Έρευνα με την μέθοδο της διχοτόμησης. —» Binary Search Binary Code [Δυαδικός κώδικας] Πλημ. Αριθμητικός κώδικας με αριθμό βάσης το 2, όπου κάθε πληροφορία εκφράζεται μέσω του 0 ή του 1. Ο κώδικας, αυτός χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση μιας ακολουθίας συμβόλων με τη χρήση ακριβώς δυο διαφορετικών χαρακτήρων, π.χ. 0 και 1, Τ (true) και F (false), Υ (Yes)

Binary Loader

και Ν (No). Binary Coded C h a r a c t e r [Δυαδικός κωδικοποιημένος χαρακτήρας] Πληρ. Αλφανουμερικό στοιχείο που έχει παρασταθεί με βάση το δυαδικό κώδικα, δηλαδή ως μία σειρά δυαδικών ψηφίων 0 και 1. Binary Coded Decimal [Δυαδικά κ(οδικοποιημένος δεκαδικός - αριθμητική] Πληρ. Η αριθμητική, στην οποία κάθε δεκαδικό ψηφίο του δεκαδικού αριθμού κωδικοποιείται σε ένα ξεχωριστό δυαδικό αριθμό. Ο δυαδικός αριθμός αποτελείται από 4 δυαδικά ψηφία για να μπορεί να εκφράσει το αντίστοιχο ψηφίο του δεκαδικού αριθμού που κυμαίνεται από 0 έως 9.11.χ.ο δεκαδικός αριθμός 15 σε BCD αριθμητική είναι: 0001 0101, ενώ ο αντίστοιχος δυαδικός αριθμός είναι: 00001111. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη ύπαρξης μιας αριθμητικής, η οποία να προσφέρει μεγάλη ακρίβεια, χωρίς δηλαδή σφάλματα μετατροπών, κυρίως στις εμπορικές εφαρμογές. Binary Coded Decimal System [Δυαδική Αναπαράσταση Δεκαδικού Αριθμού] Υπολ. Τρόπος αναπαράστασης των ψηφίων ενός δεκαδικού αριθμού σε δυαδική μορφή. Binary Coded Octal System [Δυαδική Αναπαράσταση Οκταδικού Αριθμού] Υπολ. Τεχνική αναπαράστασης των ψηφίων ενός αριθμού του οκταδικού συστήματος με ένα δυαδικό αριθμό τριών ψηφίων. Binary Component [Δυαδικό Στοιχείο] Υπολ. Στοιχείο ενός κυκλώματος το οποίο μπορεί να βρίσκεται σε μία από δύο διαφορετικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, μια δίοδος μπορεί να άγει ή όχι. Binary C o m p o u n d [Δυαδική Ένωση] Χημ. Πρόκειται για χημική ένωση, στο μόριο της οποίας περιέχονται δύο διαφορετικά στοιχεία. Binary Conversion [Δυαδική Μετατροπή] Υπολ. Η μετατροπή ενός αριθμού από το δυαδικό αριθμητικό σύστημα σε άλλο σύστημα. Binary Decision [Δυαδική απόφαση] Πληρ. II απόφαση, κατά τη διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος, μεταξύ δύο δυνατών λύσεων ή καταστάσεων. Binary Digit [Δυαδικό Ψηφίο] Υπολ. Ψηφίο ενός αριθμού που μπορεί να παίρνει μια από δύο δυνατές τιμές συνήθως 0 ή 1. Bit Binary D u m p [Δυαδική εκφόρτα)ση] Πληρ. Π μεταφορά σε δυαδική μορφή των περιερχομένων από την μνήμη ενός Η/Υ και η αποθήσευσή του σε άλλη εξωτερική μονάδα, κάθε φορά που γίνεται έναρξη νέου προγράμματος. Binary Field [Δυαδικό πεδίο] Πληρ. Περιοχή όπου τα δεδομένα του είναι κωδικοποιημένα και καταχωρημένα σε δυαδική μορφή. Binary File [Δυαδικό αρχείο] Πληρ. Το αρχείο, το οποίο περιέχει δεδομένα ή προγράμματα σε γ)αί)σσα μηχανής, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί από ένα πρόγραμμα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αναγνωστεί από τον χρήστη απευθείας. Γενικότερα, ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε πρόγραμμα έτοιμο προς εκτέλεση, του οποίου προσδίδεται και ο τύπος αρχείου .bin. Binary Incremental Representation [Δυαδική τμηματική παράσταση] Πληρ. Σύστημα απεικόνισης απειροστών μεταβολών σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου η αύξηση ή μείωση, κατά ένα βήμα, μίας μεταβλητής παρίσταται στο δυαδικό σύστημα, με το 1 ή το 0 αντίστοιχα. Binary L o a d e r [Δυαδικός φορτωτήρας] Πληρ. Πρόγραμμα που περιέχεται στο λειτουργικό σύστημα του

Binary Logic

-218-

υπολογιστή και μεταφέρει το σύνολο μίας ψηφιακής πληροφορίας από μία εξωτερική πηγή στην κεντρική μνήμη του. Binary Logic ΙΔυαδική λογική] ΙΊληρ. Χρήση πυλών και στοιχείων μνήμης, που παριστάνουν εκφράσεις κυκλωμάτων με χρήση της Αλγεβρας του Boole, για την σχεδίαση και πραγματοποίηση ψηφιακών λογικών κυκλωμάτων που χρησιμοποιούνται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Binary Notation [Δυαδικό σύστημα, σήμανση] Μαθημ. Αριθμητικό σύστημα που χρησιμοποιεί μόνο τα ψηφία 0 και 1 —• Binary Number System Binary Notation 2 |Δυαδικός συμβολισμόςΙ Πλημ. To σύστημα συμβολισμού στοιχείων με τη χρήση ακριβώς δυο διαφορετικών χαρακτήρων, συνήθως του 0 και 1. Binary N u m b e r [Αριθμός στο δυαδικό σύστημα] Μαθημ. Ένας αριθμός που έχει γραφτεί σύμφωνα με το δυαδικό αριθμητικό σύστημα, δηλαδή ως μια σειρά από μηδενικά ή μοναδιαία ψηφία που αντιπροσωπεύουν διαδοχικές δυνάμεις της βάσης 2. Binary N u m b e r System [Δυαδικό αριθμητικό σύστημα] Μαθημ. Αριθμητικό σύστημα που χρησιμοποιεί δύο μόνο ψηφία, τα 0 και 1. Τα ψηφία του συστήματος αυτού αντιπροσωπεύουν διαδοχικές δυνάμεις της βάσης 2, δηλαδή μονάδες, δυάδες, τετράδες, οκτάδες κλπ. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στους ηλ. Υπολογιστές. Binary N u m e r a l [Αριθμός δυαδικού συστήματος] Μαθημ. Ένας από τους δύο αριθμούς του δυαδικού συστήματος, δηλαδή το 0 και το 1. Binary Operation 1 ΙΔυαδική πράξη) Μαθημ.. Ο κανόνας, ο οποίος συνδυάζει κατάλληλα δύο στοιχεία μεταξύ τους ώστε να προκύψει ένα νέο στοιχείο, π.χ. η πρύσθεση και ο πολλαπλασιασμός. Binary Operation 2 [Δυαδική πράξη] Πλημ. —+ Binary Arithmetic Operation. Binary Phase Shift Keying Modulation (BPSK) [Δυαδική διαμόρφωση μετατόπισης φάσης] Επικοιν. Μεταβάλλεται η φάση του φορέα κατά 180° ανάλογα με την πολικότητα του ρεύματος εισόδου. Binary Picture [Εικόνα Δύο Χρωμάτων] Τεχνολ Εικόνα που σχηματίζεται από πάρα πολλά στοιχειώδη τμήματα (pixels), τα οποία μπορεί να είναι μαύρα ή άσπρα. Binary Point [Δυαδικό σημείο) Πλημ. Η υποδιαστολή ενός δυαδικού αριθμού, η οποία διαχωρίζει το ακέραιο και το κλασματικό του μέρος. Binary P u l s a r [Πάλααρ Διπλού Αστέρα] Αστρον. Πρύκείται για το πάλσαρ το οποίο, μαζί με ένα άλλο αστέρι, σχηματίζει ένα σύστημα διπλού αστέρα. Binary Search [Δυαδική έρευνα] Πληρ. Έρευνα που βασίζεται στην μέθοδο της διχοτόμησης, με την επαναληπτική κοπή κάθε ερευνούμενου στοιχείου σε δύο νέα μέρη που με την σειρά τους διχοτομούνται και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται για κάθε μέρος μέχρι την εύρεση του ζητούμενου στοιχείου. Binary Signal [Δυαδικό Σήμα] Ηλεκ. Ηλεκτρική τάση ή ένταση, η οποία μπορεί να πάρει δύο χαρακτηριστικές τιμές που αντιστοιχούν στο 0 και στο 1, ενώ οι μεταβολ,ές της μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μετάδοση πληροφοριών σε δυαδική μορφή. Binary Sort [Δυαδική ταξινόμηση] Πληρ. Η μέθοδος αναζήτησης ενός στοιχείου μιας διατεταγμένης λίστας με το να διαχωρίζεται η λίστα σε δύο ίσα μέρη, να προσδιορίζεται σε ποιο από τα δυο αυτά μέρη ανήκει

το προς αναζήτηση στοιχείο και να απορρίπτεται το άλλο μισό. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι να εντοπιστεί το προς αναζήτηση στοιχείο. Binary S t a r [Σύστημα Διπλού Αστέρα] Αστρον. Σύστημα δύο αστέρων με ισχυρή αμοιβαία βαρυτική έλξη και παραπλήσιες μάζες. Η κίνησή τους μπορεί να περιγραφεί ως κυκλική γύρω από το κέντρο μάζας τους. Binary System 1 [Διπλό σύστημα] Αστρον. Αστρικό σύστη μα αποτελούμενο από δύο σώματα. —> Binary Star Binary System 2 [Δυαδικό σύστημα] Μαθημ. Σύστημα αναπαράστασης αριθμών με ψηφία που παίρνουν τιμές 0 ή 1. Binary Weapon [Δυαδικό όπλο] Γεν. Τύπος πυροβόλου όπλου όπου κάθε βλήμα περιέχει τα συστατικά της γόμωσης του σε χωριστούς θαλάμους, και τα οποία με τον πυροβολισμό αναμιγνύονται ακαριαία σε ένα εκρηκτικό χημικό μίγμα που πλήττει τον στόχο, με την κατάρρευση των διαχωριστικών θαλάμων τους. Binary W o r d [Δυαδική λέξη] Πληρ. Ενιαία πληροφορία, που αποθηκευμένη καταλαμβάνει μία θέση (διεύθυνση) μνήμης στον υπολογιστή, και είναι μεταβλητού μήκους σειρά χαρακτήρων bit, που παριστάνουν μία πληροφορία σε δυαδική μορφή, Binder 1 [Συνδετικό υλικό] Υλικ. Οποιοδήποτε υλικό μπορεί να συνδέσει συστατικά και στοιχεία, να προσφέρει μηχανική αντοχή και να δημιουργήσει ένα σχετικά ομοιογενές, αδιάρρηκτο τελικό υλικό. Τέτοια υλικά είναι το τσιμέντο, η άσφαλτος, η γύψος αλλά και οι ρητίνες, οι κόλες κλπ. Binder [Συνδετικό υλικοί Γεωλ. Λεπτό αργιλικό τμήμα εδάφους που προσθέτει συνοχή μεταξύ στρωμάτων άμμου και χαλικιών. Binder Course [Συνεκτικό υλικό] Πολ. Μηχ. Μια στρώση κατά την κατασκευή πεζοδρομίων και δρόμων που συνδέει την υπόβαση (στρώση θεμελίωσης) και την επιφανειακή στρώση. Συνήθως είναι ένα μίγμα από άσφαλ.το και αδρανή. Binding Energy [Ενέργεια Σύνδεσης - Δέσμευσης] Φνσ. Ενέργεια που απαιτείται για να διασπάσουμε ένα σύστημα σωματιδίων. Όσο μεγαλύτερη η ενέργεια σύνδεσης, τόσο μεγαλύτερη η ευστάθεια του συστήματος και η ισχύς των δεσμών. Αναφέρεται για τα ηλεκτρόνια στα άτομα, καθώς και για ένα πυρήνα, όπου η ενέργεια σύνδεσης του πυρήνα: Eb σχετίζεται με τη μείωση της συνολικής μάζας των νουκλεονίων: Am που τον αποτελούν, καθώς αυτά συνενώνονται, σύμφωνα με την σχέση Eb=Am>
-219-

Biot - Fourier Equation

διόπτρες θεάτρου, διοφθαλμικό τηλεσκόπιο για την με- βλητα, τότε το νερό θεωρείται πολύ ρυπανθέν και δεν γέθυνση μακρινών αντικείμενων μέχρι του βαθμού της επιτρέπεται να απορρίπτεται σε ποταμούς, θάλασσες ή ευκρινούς όραση, που είναι εφοδιασμένο με διπλό λίμνες. προσοφθάλμιο ή αποτελείται από ζεύγος τηλεσκοπίων Biochemical Rock [Βιοχημικό πέτρωμα] Γεωλ Ιζημαώστε να εξασφαλίζεται η διόφθαλμη όραση. τογενές πέτρωμα με βασικά συστατικά που προήλθαν Binomial [Διώνυμο] Μαθημ. Το πολυώνυμο, το οποίο από την απόθεση και χημική διεργασία μέσα στον χρόαποτελείται από δυο όρους, π.χ. το p(x)=x+l. νο στοιχείων ζωντανών οργανισμών. Binomial Coefficient [Δυωνυμικύς Συντελεστής] Μα- Biochemistry [Βιοχημεία] Χημ. Ο κλάδος της Χημείας θημ. Έτσι καλείται καθένας από τους συντελεστές C(n, που ασχολείται με τη μελέτη των χημικών ενώσεων k) του αναπτύγματος του (x+y)n όπου n φυσικός αριθ- (κυρίως ως προς το τρόπο σύνθεσής τους και τη χημιμός. Ισχύει ότι: κή τους ανάλυση) καθο>ς και του χημισμού των αντιδράσεων στους έμβιους οργανισμούς. Π n ί χ -f v ) = Y C f n k ) · · ν^ Bioclastic Rock [Βιοκλαστικό πέτρωμα] Γεωλ. Πέτρω^ ' ^ μα που σχηματίστηκε από οργανικά απολιθώματα ή θραυσματικά υπολείμματα ζωικών ή φυτικών οργανισμών. όπου C(n,k)=(\)=n!/fk!(n-k)!] ο δυωνυμικός συντελε- Bioerosion ΙΒιοδιάβρωση] Γεωλ Διάβρωση πετρωμάστής ο οποίος ισούται με τους τρόπους που μπορούν των, μετάλλων κ.λ.π. λόγω της άμεσης επενέργειας φυνα επιλεχθούν k από n όμοια αντικείμενα με επανάθε- τικών ή ζωικών οργανισμών. ση. Biofacies [ΒιοφάσηΙ Γεωλ. Τα χαρακτηριστικά με βάση Binomial Distribution [Δυωνυμική Κατανομή] Ματα βιολογικά δεδομένα μιας συγκεκριμένης στρωματοθημ. Πρόκειται για την κατανομή της πιθανότητας r ε- γραφικής ενότητας. πιτυχιών: P(r) σε μια ακολουθία n δοκιμών Bernoulli. Biolite [Βιόλιθος] Γεωλ. ΙΙέτρωμα ή μάζα μέσα σε πέΑν η πιθανότητα επιτυχίας σε μια δοκιμή Bernoulli εί- τρωμα που έχει οργανική προέλευση ή σύσταση, ναι ρ τότε η πιθανότητα αποτυχίας είναι q=l-p και ι- Biolithitc [Βιολιθίτηςί Γεωλ. Γενικός όρος για τα ιζησχύει:. Bernoulli Trials ματογενή ασβεστολιθικά πετρώματα οργανικής σύστασ η ς

ρ, Ν _ * \ r / ~~ Γ

,( ·νη

Π: ~

r Γ

TJ" Ρ '·

n

_r

' Q

Binomial Equation [Δυωνυμική Εξίσωση] Μαθημ. Εξίσωση που έχει δύο όρους. Η γενική μορφή της είναι η: χ"-α=0. Binomial Expansion [Δυωνυμικό Ανάπτυγμα] Μαθημ. Ανάπτυγμα σε πολυώνυμο του (x+y)n όπου n αρνητικός ακέραιος αριθμός. —» Binomial Series Binomial L a w [Νόμος Δυωνυμικής Κατανομής] Μαθημ. Νόμος υπολογισμού της πιθανότητας P(r), r επιτυχιών σε n δοκιμές Bernoulli. Binomial Distribution, Bernoulli Trials Binomial Series [Δυωνυμική Σειρά] Μαθημ. —» Binomial Expansion Binomial Theorem [Δυωνυμικό Θεώρημα] Μαθημ. Μαθηματικός νόμος υπολογισμού των όρων του αναπτύγματος του (x+y)n. Binomial Trials [Ακολουθία Δυωνυμικών Δοκιμών] Μαθημ. Ακολουθία διαδοχικών ανεξάρτητων δοκιμών, όπου μια ποσότητα μπορεί να πάρει ή όχι μια τιμή. Bernoulli Trials Biochemical Fuel Cell [Κυψέλη βιοχημικού καυσίμουΐ Η/χκ. Τύπος κυψέλης καυσίμου που μετατρέπει την αποθηκευμένη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική, με καύσιμο από ηλεκτρόλυση ποσοτήτων βιομάζας που προέρχονται από αστικά και βιομηχανικά απόβλητα. Biochemical Oxygen D e m a n d [Βιοχημικά Απαιτούμενο Οξυγόνο] Χημ. Είναι γνωστό και με τα αρχικά BOD. Εκφράζει την ποσότητα του διαλυμένου οξυγόνου, που απαιτείται για την οξείδωση των οργανικών ενώσεων που βρίσκονται στο νερό. Η ποσότητα του οξυγόνου που καταναλίσκεται, υπολογίζεται με χημικό προσδιορισμό του διαλυμένου οξυγόνου και αποτελεί μέτρο της ρύπανσης του νερού. Το καθαρό νερό έχει BOD περίπου ίσο με 1 ppm. Αν η τιμή του είναι μεγαλύτερη από 20 ppm, όπως σε πολλά βιομηχανικά από-

·

Biometrics [Βιομετρική! Στατ. Η εφαρμογή στατιστικών μεθόδων για την ανάλυση και βελτίωση της βιολογικής λειτουργίας ζωντανο')ν οργανισμών, όπως το ανθρώπινο σώμα. Biophysics [Βιοφυσική] Επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την εφαρμογή των νόμων και των συμπερασμάτων των φυσικών επιστημών σε βιολογικές εργασίες. Biosolid [Βιοϋλικό] Πολ. Μηχ. Ανακυκλώσιμο και βιοδιασπόμενο στερεό οργανικό υλικό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας στερεών και υγρών αποβλήτων. Biosphere [Βιόσφαιρα] Οικολ. Το τμήμα της Γης στην οποία υπάρχει και αναπτύσσεται έμβια δραστηριότητα. Περιλαμβάνει την ατμόσφαιρα, την λιθόσφαιρα δηλαδή την επιφάνεια της Γης και μέρος του εδάφους της (έως 2Km βάθος) και την υδρόσφαιρα (θάλασσες, ωκεανούς). Biostabilizer [Βιοσταθεροποιητής] Πολ. Μηχ. Δεξαμενή σταθεροποίησης των λυμάτων σε μια μονάδα επεξεργασίας στερεών αποβλήτων. Εκεί λαμβάνουν χώρα οι αρχικές αερόβιες αντιδράσεις και η φυσική διάσπαση των οργανικών υλικών. Η παραμονή των υλικών αυτών στην δεξαμενή διαρκεί για 5 περίπου ημέρες, Biot 1 [Μοναδα μέρησης BiotJ Οπτικ. Γαλλός φυσικός Biot (1774-1862). Μονάδα μέτρησης της ικανότητας περιστροφής του επιπέδου πόλωσης του φωτός από διχρωικά πρίσματα, δηλαδή πρίσματα με δύο διαφορετικούς οπτικούς άξονες, Biot 2 [Μοναδα μέρησης Biot] Ηλεκ. Παλαιά μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο ηλεκτρομαγνητικό σύστημα (ή σύστημα cm-gr-scc) μονάδων. —» Abampere Biot - Fourier Equation [Εξίσωση Biot - Fourier] Φυσ. Εξίσωση διάδοσης της θερμότητας σύμφωνα με την οποία, ο ρυθμός μεταβολής της θερμοκρασίας: άΤ/ dt σε ένα σημείο ενός σώματος ισούται με το συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας c T πολλαπλασιασμένο με

Biot - Savart Law την x

Λαπλασιανή

-220της θερμοκρασίας

του:

dT/dt=

2

CT V T.

Biot - Savart Law [Νόμος του Biot - Savart] Ηλεκ. Εξίσωση υπολογισμού της μαγνητικής επαγωγής του πεδίου που παράγει ευθύγραμμος αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα. Ampere Law Biot's L a w [Νόμος του Biot] Οπτικ. Εμπειρικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο, η δράση ενός οπτικά ενεργού υλικού, δηλαδή η στρέψη του επίπεδου πόλωσης τους φωτός από αυτό, είναι ανάλογη του μήκους της κίνησής του μέσα σε αυτό, της συγκέντρωσης του οπτικά ενεργού υλικού, αν πρόκειται για διάλυμά του και είναι αντιστρόφως ανάλογη του μήκους κύματος του φωτός. Biotite [Βιοτίτης] Γεωλ. Πυριτικό ορυκτό, σιδηρούχος και μαγνησιούχος μαρμαρυγίας με ποικίλη σύσταση ανάλογα με τη περιεκτικότητα το)ν βασικο>ν και των πρόσθετων χημικών στοιχείων. Συναντάται σε εκρηξιγενή ή κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα υπό μορφή αδιαφανών, σκοτεινού χρώματος, με μεταλλική ή μαργαριταρώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος με σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος. Κονιοποιημένος χρησιμοποιείται σε μίγματα ηλεκτρομονωτικών υλικών. Biotron [Θάλαμος Ελεγχόμενων Περιβαλλοντολογικών Συνθηκών] Μηχ. Χώρος μέσα στον οποίο μπορούν να ρυθμιστούν οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες, με σκοπό την προσομοίωση και μελέτη βιολογικών διεργασιών. Bioultrasonics [Βιοϋπερηχητικη] Ακουστ. Κλάδος της ακουστικής που ασχολείται με τις επιπτώσεις των υπερήχων, δηλαδή ήχων με συχνότητα μεγαλύτερη των 201diz, στους έμβιους οργανισμούς. Οι υπέρηχοι χρησιμοποιούνται σε αρκετούς κλάδους της Ιατρικής (Βιολογία, Τομογραφία, Φυσιοθεραπία, Παθολογία κλαι.) Bipartite G r a p h [Διμερές γράφημα] Μαθημ. Το γράφημα, του οποίου οι κορυφές αποτελούν δυο ξένα υποσύνολα Kj και Κ2 και οι ακμές του συνδέουν κορυφές του Κι μόνο με κορυφές του Κ2. Είναι γνωστό και ως διγράφημα. Biphase Level Code [Κώδικας διφασικό επίπεδο] Επικοιν. Πολύ γνωστός κώδικας (λόγω και της ευχρηστίας του) που βελτιώνει τον κώδικα NRZ και είναι πιο γνωστός με το όνομα Manchester. Αλλάζουν από χαμηλή σε ψηλή στάθμη και αντίστροφα στο μισό του bit. Biphase M a r k Code ΙΚώδικας διφασικό σημάδι] Επικοιν. Επόμενος κώδικας της ίδιας τάξης με τον Manchester που αλλάζει στάθμη πάντα στην αρχή ενός bit και στο μέσο του bit μόνο όταν έρχεται 1. Biphase Phase Shift Keying Modulation [Διφασική διαμόρφωση μετατόπισης φάσης] Επικοιν. Με ψηφιακά δεδομένα ελεγχουμε τη φάση του φορέα (2 επίπεδα) και με πύλες Χ OR παράγεται η PSK. Biphenyl [Διφαινύλιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για αρωματική ένωση που περιλαμβάνει δύο φαινύλια ενωμένα μεταξύ τους. Ονομάζεται και φαινυλο-βενζόλιο. Έχει χημικό τύπο CfiHs-Cfft, μοριακό βάρος 154,21, σημείο τήξεως 71 "C και σημείο ζέσεως 255,9 °C. Είναι λευκή, κρυσταλλική ένωση, διολυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλαο. Παράγεται από αντιδράσεις διαζωνιακών αλάτων και χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωματικών παραγώγων. Ρ -Biphcnylamine [π-Διφαινυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Είναι αρωματική ένωση, με τύπο C 6 II 5 -NII-C 6 H 5 , μοριακό

βάρος 169,23, σημείο ζέσεως 302 °C και σημείο τήξεως 54,5 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, που παράγεται με θέρμανση ανιλίνης και υδροχλωρικής ανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χημικό αντιδραστήριο. Biplane [Λιπλάνο] Αεμοναυτ. Παλαιός τύπος αεροπλάνων ο οποίος διέθετε δύο παράλληλες πτέρυγες η μια πάνω από την άλλη. Bipolar [Διπολικό] Ηλεκ. Μέγεθος που μπορεί να πάρει και θετική και αρνητική τιμή όπως η τάση, η ένταση, το φορτίο κ.λ.π., ή συσκευή με δύο πόλους - εισόδους. Bipolar Amplifier [Διπολικός Ενισχυτής] Ηλεκ. Ενισχυτής που διαθέτει δύο εξόδους ανάλογα με την πολικότητα της εισόδου του. Bipolar Coordinates [Διπολικές συντεταγμένες] Μαθημ.. Οι συντεταγμένες δυο σημείων, οι οποίες καθορίζονται από τις αποστάσεις τους από δυο άλλα καθορισμένα σημεία. Bipolar Electrode [Διπολικό ηλεκτρόδιο] Φυσ. Βοηθητικό ηλεκτρόδιο σε ένα ηλεκτρολυτικό στοιχείο, συνδεδεμένο με την άνοδο ή την κάθοδο, του οποίου η μία πλευρά λειτουργεί ως άνοδος και η άλλη ως κάθοδος κατά τη διέλευση ρεύματος. Bipolar Integrated Circuit [Ολοκληρωμένο κύκλωμα διπολικού τρανζίστορ] Ηλεκ. Ολοκληρωμένο κύκλωμα με βασικό στοιχείο ένα διπολικό τρανζίστορ. Bipolar Nebula [Διπολικό νεφέλ.ωμα] Αστμον. Φωτεινό νεφέλωμα, κυρίως εκπομπής έντονης υπέρυθρης ακτινοβολίας, αποτελούμενο από δύο σχετικά συμμετρικούς βραχίονες που εκφύονται από φωτεινό αστέρα περιβαλλόμενο από αέρια και σκόνη στον πυρήνα του σχηματισμού. Bipolar Power Supply [Τροφοδοτικό Συνεχούς Διπολικής Τάσης] Ηλεκ. Τροφοδοτικό συνεχούς τάσης με μεταβλητή πολικότητα. Bipolar Signal [Διπολικό Αογικό Σήμα] Ηλεκ. Λογικό σήμα, όπου η πληροφορία μεταφέρεται ανάλογα με το αν η τιμή του σήματος είναι θετική ή αρνητική. Bipolar Transistor [Διπολικό Τρανζίστορ] Ηλεκ. Τρανζίστορ στο οποίο το ρεύμα οφείλεται σε κίνηση αρνητικοί και θετικών φορτίων. Bi rectangular [Δισορθογο')νιο] Μαθημ. Αντικείμενο ή σύστημα που διαθέτει δύο ορθές γωνίες. Birefringence [Διπλή διάθλαση] Φυσ. Η ιδιότητα πολλών κρυσταλλικών σωμάτων (ισλανδική κρύσταλλος, χαλαζίας, κορούνδιο κ.λ.π.) να παρέχουν, γενικά για μία προσπίπτουσα επί αυτών ακτίνα, δύο διαθλνόμενες ακτίνες, μία τακτική που υπακούει στους νόμους της διάθλασης και μία έκτακτη που ακολουθεί σε ιδιαίτερους νόμους. Bircfringcnt Crystal [Διπλοδιαθλαστικός κρύσταλ.λος| Φυσ. Κάθε κρυσταλλικό σώμα, όλων των κρυσταλλικών συστημάτων εκτός του κυβικού, που εμφανίζει το φαινόμενο της διπλής διάθλασης λόγω οπτικής ανισοτροπίας. Birefringent Filter [Διπλοδιαθλαστικό φλτρο] Φυσ. Φίλτρο που βασίζεται στο φαινόμενο της διπλής διάθλασης για την απομόνωση μιας στενής περιοχής μήκους κύματος. Birkcland Eyde Process [Μέθοδος Μπίρκελαντ-Έυντ] Χημ. Διαδικασία για την οξείδωση του αζώτου του ατμοσφαιρικού αέρα με τη βοήθεια ηλεκτρικού τόξου. B i r k h o f f ' s Theorem [Θεώρημα του Birkhoff] Φυσ. Θεώρημα της γενικής θεωρίας της σχετικότητας σύμφωνα με το οποίο, στην περίπτωση μιας κατανομής

-221 μάζας και ενέργειας με σφαιρική συμμετρία, ο χωρόχρονος είναι στατικός, δηλαδή τα στοιχεία της μετρικής gu δεν αλλάζουν με το χρόνο και με κατάλληλο μετασχηματισμό μπορούν να πάρουν τη μορφή της μετρικής του Schwarzschild. Bis [Δι-] Χημ. Πρόθεμα που δηλώνει δύο φορές. Bisection Algorithm [Αλγόριθμος Διαδοχικής Διχοτόμησης] Μαθημ. Αλγόριθμος υπολογισμού της ρίζας μίας συνάρτησης, με εύρεση ενός διαστήματος στο οποίο η συνάρτηση αλλάζει πρόσημο, με διχοτόμηση και εύρεση του τμήματος του στο οποίο αλλάζει πρόσημο. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται ανάλογα με τη ζητούμενη ακρίβεια του υπολογισμού. Bisector [Διχοτόμος] Μαθημ.. 1. Η ευθεία, η οποία χωρίζει μια γωνία σε δυο ίσα μέρη. Αποτελεί το γεωμετρικό τόπο τα) ν σημείων που ισαπέχουν από τις δυο πλευρές τις γα)νίας. 2. Η ευθεία, η οποία χωρίζει ένα ευθύγραμμο τμήμα σε δυο ίσα τμήματα. 3. Γενικά, η ευθεία, η οποία χωρίζει σε δύο ίσα μέρη ένα γεωμετρικό σχήμα. Bismuth (III) Hydride [Υδρίδιο του Βισμουθίου) Ανόμγ. Χημ. Είναι πολύ ασταθής, πτητική ένωση, που διασπάται ακόμη και σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Ονομάζεται και βισμουθίνη. Ο χημικός τύπος είναι ΒίΗ3. Bismuth [Βισμούθιο] Ανόμγ. Χημ. Συμβολίζεται με Bi.. Είναι χημικό στοιχείο της ομάδας VA του περιοδικού πίνακα, έχει ατομικό αριθμό 83, ατομικό βάρος 208,98, σημείο ζέσεως 1570 ύ 0 και σημείο τήξεως 273 °C. Αποτελεί σπάνιο ορυκτό, μόνο του ή μαζί με χρυσό, θείο. σελήνιο ή τελλούριο. Υπάρχει σε διάφορες αλλοτροπικές μορφές, με έντονο μεταλλικό χαρακτήρα, αλλά είναι εύθρυπτο και μη ελατό. Χαρακτηριστική του ιδιότητα είναι η υψηλή απορρόφηση ακτινών γ. Χρησιμοποιείται σε κράματα με μόλυβδο αλλά και σε πυρηνικούς αντιδραστήρες. Bismuth Chloride [Χλωριούχο Βισμούθιο] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για ανόργανο άλας, με χημικό τύπο BiCl3, μοριακό βάρος 315,34, σημείο ζέσεως 447°C και σημείο τήξεως 231 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, που σχηματίζεται με απ1 ευθείας αντίδραση χλωρίου και βισμουθίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση άλλων αλάτων του βισμουθίου. Bismuth C h r o m a t c [Χρωμικό Βισμούθιο| Ανόργ. Χημ. Είναι κίτρινη ή κόκκινη ένωση, σε μορφή σκόνης, με χημικό τύπο (BiO^-CnO?, μοριακό βάρος 665,95, διαλυτή στην αιθανόλη και αδιάλυτη σε νερό και αλκαλικά διαλύματα. Χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία. Bismuth Citrate [Κιτρικό Βισμούθιο] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για λευκό, κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο BiC 6 H 5 0 7 και μοριακό βάρος 398,08. Είναι αδιάλυτο στο νερό και στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Bismuth Hydroxide [Υδροξείδιο του Βισμουθίου] Ανόμγ. Χημ. Είναι το Bi(OH)j, με μοριακό βάρος 260 και σημείο ζέσεως 100°C, όπου αποσπάται νερό. Είναι λευκή, άμορφη ουσία, αδιάλυτη σε νερό και αλκαλικά διαλύματα, διαλυτή σε αιθανόλη. Σχηματίζεται με προσθήκη ιόντων υδροξυλίου σε διαλύματα αλάτων του βισμουθίου. Bismuth Iodide [Ια)διούχο Βισμούθιο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, κόκκινου χρώματος, με χημικό τύπο Bil 3 , μοριακό βάρος 589,69 σημείο τήξεως 408 °C και σημείο ζέσεως 500 °C. Είναι διαλυτή σε υδροχλώριο και υδροϊώδιο. Χρησιμοποιείται

Bit Location

στην αναλυτική χημεία. Bismuth Nitrate [Νιτρικό Βισμούθιο] Ανόργ. Χημ. Υπάρχει συνήθως ενυδατωμένο, με τη μορφή Bi(N0 3 ) 3 ·Η 2 0.Έχει μοριακό βάρος 305, σημείο τήξεως 105 °C, όπου απομακρύνεται το μόριο του νερού και σημείο ζέσεως 260 UC. Είναι λευκή, κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και στην αιθανόλη, αλλά διαλυτή σε οξέα. Σχηματίζεται με επίδραση νιτρικού οξέος σε μεταλλικό βισμούθιο. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Bismuth Oxide [Οξείδιο του Βισμουθίου] Ανόργ. Χημ. Είναι γνωστό και α)ς τριοξείδιο του βισμουθίου, Βΐ2θ 3 , μοριακού βάρους 465,96 και σημείου τήξεως 825°C. Είναι κίτρινη, στερεή ουσία, με ισχυρές οξειδωτικές ικανότητες, που υδρολύεται εύκολα και σχηματίζει άλατα του βισμουθυλίου, B i O \ Σχηματίζεται με. θέρμανση του βισμουθίου σε αέρα και χρησιμοποιείται στην παρασκευή κεραμικών υλικών. Bismuth Trioxide [Τριοξείδιο του Βισμουθίου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το οξείδιο, Bi 2 0 3 . -> Bismuth Oxide Bismuthine [Βισμουθίνη] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για ονομασία του υδριδίου του τρισθενούς βισμουθίου. BiH3.-> Bismuth (III) Hydride Bismuthinite [Βισμουθινίτης] Γεωλ. Ορυκτό, κύρια πηγή βισμουθίου, αποτελούμενο από τριθειούχο βισμούθιο. Συναντάται υπό μορφή αδιαφανών γκρίζων, με μεταλλική λάμψη βελονοειδών κρυστάλλων του ορθορομβικού συστήματος σε φλέβες μεταλλευμάτων. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος. Bistable [Δισταθής] Φνα. Όρος που αναφέρεται σε διάταξη ή σύστημα που παρουσιάζει δύο σταθερές καταστάσεις όπως π.χ. το λογικό κύκλωμα φλιπ-φλοπ. Bistable Circuit [Δισταθές κύκλωμα) Ηλεκτμον. Κύκλωμα (π.χ. λογικό κύκλωμα φλιπ-φλοπ) ικανό να λειτουργεί σε δύο σταθερές καταστάσεις μεταξύ των οποίων εναλλάσσεται μόνο με την εφαρμογή παλμού διέγερσης. Bistable Multivibrator [Δισταθής πολυδονητής ή φλιπ-φλοπ] Ηλεκτρον. Τύπος παλμικού ταλαντωτή στον οποίο η σύζευξη των δύο γραμμικών αναστροφέα ς είναι άμεση δηλ. μόνο με ωμικό αντιστάτη και παρουσιάζει λειτουργία σε δύο σταθερές καταστάσεις μεταξύ των οποίων εναλλάσσεται με την εφαρμογή παλμού διέγερσης. Bisulphites [Όξινα Θειικά] Ανόργ. Χημ. Είναι άλατα του θειικού οξέος, που περιέχουν τη ρίζα HS04". Χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά και ως πηγή διοξειδίου του θείου. Bit [Δυαδικό ψηφίο] Μαθημ.. Το ψηφίο του δυαδικού αριθμητικού συστήματος, δηλαδή το 0 και το 1. Bit Buffer Unit (BBU) [Μονάδα προσωρινής αποθήκευσης bitl Επικοιν. Πολύ συχνά τέτοιες μικρές Cache μνήμες διευκολύνουν την μεταγωγή πχ σε εσωτερικά κυκλώματα. Bit Density [Πυκνότητα ψηφίων] Πληρ. Η πυκνότητα εγγραφής δεδομένων σε μία μαγνητική μονάδα αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή, η οποία εκφράζεται σαν αριθμός ψηφίων του δυαδικού συστήματος (bits) ανά μονάδα εγγραφής. Bit E r r o r Rate [Ρυθμός λανθασμένων bitsl Επικοιν. Ρυθμός εμφάνισης λαθών στην Bit Rate μετάδοση. Bit Location [Τόπος ψηφίουΐ Πληρ. Η θέση αποθήκευσης μίας στοιχειώδους μονάδας χωρητικότητας ενός υπολογιστή, δηλαδή ενός bit, στην μνήμη του υπολογι-

Bit Manipulation

- 222 -

στή. Bit Manipulation [Χειρισμός δυαδικού ψηφίου] Πληρ. Η διαδικασία μετατροπής των δυαδικών ψηφίων από τη μια μορφή στην άλλη με τη βοήθεια κατάλληλων τελεστών ώστε να εκτελεί ο υπολογιστής διαφορετικές λειτουργίες. Το πιο αποδοτικό χειρισμό δυαδικών ψηφίων θεωρείται ότι παρέχει η γλώσσα προγραμματισμού C. Bit M a p p i n g [Απεικόνιση δυαδικού ψηφίου] Πληρ. Η δέσμευση μιας περιοχής της μνήμης στην οποία αποΟηκεύονται τα δεδομένα δυαδικά κωδικοποιημένα. Bit Oriented Protocol [Πρωτόκολλο βάση δυαδικών ψηφίων] Επικοιν. Πρωτόκολλο που στηρίζεται (δίνεται προτεραιότητα) στη μετάδοση δυαδικών ψηφίων και όχι στην σύνδεση 2 σημείων. Bit Parallel [Παράλληλα bitj Επικοιν. Μετάδοση bit με παράλληλη σύνδεση. Bit P a t t e r n [Μορφή δυαδικού ψηφίου] Πληρ. Η σειρά, στην οποία τοποθετούνται τα δυαδικά ψηφία στην μνήμη του υπολογιστή ώστε vu συνθέσουν κάποιο χαρακτήρα π.χ. που πρόκειται να εκτυπωθεί ή μια λέξη, κλπ. Bit Per Second [Ψηφία ανά δευτερόλεπτο] Πληρ. Μονάδα μέτρησης της ταχύτητας εκπομπής και μεταφοράς ψηφιακών δεδομένων από μία συσκευή μέσω του λόγου ψηφίων πληροφορίας που ορίζεται ως αριθμός bits ανά δευτερόλεπτο. Bit Position [Θέση δυαδικού ψηφίου] Πληρ. Η θέση ενός δυαδικού ψηφίου σε μία λέξη, έναν αριθμό ή σε μία μονάδα γενικότερα του υπολογιστή. Bit Rate [Ρυθμός δυαδικών ψηφίων] Πληρ. Ο ρυθμός με τον οποίο μεταφέρονται τα δυαδικά ψηφία μέσω ενύς ψηφιακού καναλιού επικοινωνίας και εκφράζεται ως τον αριθμό των μεταδιδομένων δυαδικών ψηφίων στη μονάδα του χρόνου, που συνήθως είναι το δεύτερόλεπτο. Bit Serial [Σειριακά bitj Επικοιν. Μετάδοση bit με σειριακή σύνδεση. Bit Sliced Microprocessor [Μικροεπεξεργαστής ψηφιοφέτας] Πληρ. Ο μικροεπεξεργαστής, ο οποίος αποτελείται από ψηφιοφέτες, δηλαδή σειρές από δυαδικά ψηφία που αντιστοιχούν στην ίδια κατακόρυφη θέση διαδοχικών λεξεων της κύριας μνήμης. Bit S t r e a m [Ρεύμα δυαδικών ψηφίων] Πληρ. Είναι η συνεχής γραμμή δυαδικών ψηφίων που διαδίδονται σε ένα τερματικό έτσι ώστε ο διαχωρισμός των χαρακτήρων να πραγματοποιείται από το ίδιο το τερματικό, Επίσης είναι το δυαδικό σήμα χωρίς να είναι ομαόοποιημένο σε χαρακτήρες. Bit String [Σειρά χαρακτηρών δυαδικού ψηφίου] Πληρ. Η σειρά, η οποία αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από δυαδικά ψηφία. Bit Stuffing [Δυαδική ευελιξία] Επικοιν. Σε περίπτωση που στη μετάδοση bit συναντάμε κάποια συγκεκριμένη ακολουθία με 5 άσσους παρεμβάλλουμε ένα 0 για να αποφευχθεί η παρουσία του χαρακτήρα (01111110) ελέγχου. Bit Synchronization [Συγχρονισμός bit] Επικοιν. Χαρακτηριστικό της σύγχρονης μετάδοσης είναι ένας χαρακτήρας (SYN του ASCIT) που σηματοδοτεί έναρξη σύγχρονης μετάδοσης και μάλιστα χρησιμοποιείται και διπλός ή εναλλακτικά κάποιες σημαίες. Bit Test [Ελεγχος δυαδικού ψηφίου] Πληρ. Ο έλεγχος, ο οποίος διεξάγεται με σκοπό την ανίχνευση σφαλμάτων και γενικότερα την εξακρίβωση της κατάστασης ε-

νός συγκεκριμένου δυαδικού ψηφίου του υπολογιστή. Πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικού προγράμματος. Bitter P a t t e r n [Σχήμα Bitter] Φνσ. Στερ Κατ. Χαρακτηριστική εικόνα διάταξης ενός σιδηρομαγνητικού υλικού σε υγρή κατάσταση όταν αυτό αφήνεται στην επιφάνεια ενός άλλου σιδηρομαγνητικού υλικού. Το υγρό υλικό διατάσσεται στα όρια των περιοχών Bloch σχηματίζοντας τη μορφή τους. Bitumen [Βιτουμένιο| Γεωλ. Μεγάλη κατηγορία ορυκτών που περιλαμβάνει στερεούς, υγρούς ή αέριους υδρογονόθρακες (παραφίνη, πίσσα, πετρέλαιο, ασφαλτίτης κ.λ.π.) ποικίλης χημικής σύστασης και τα παράγωγά τους που περιέχουν οξυγόνο ή θείο. Πίναι σκοτεινού χρώματος και αδιάλυτα στο νερό αλλά διαλυτά σε διάφορους διαλύτες (χλωροφόρμιο, διθειάνθρακα κ.λ. π.).Χρησιμοποιούνται για οδοστρώσεις, υδατομονώσεις κ.λ.π. Bituminous Cement [Ασφαλτούχο τσιμέντο] Επιστ.Υλ. Ένα υλικό από άσφαλτο και διάφορα χημικά πρόσθετα που διαθέτει υδραυλικές και συνδετικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ως εναλλακτικό του τσιμέντου κατά την δημιουργία ασφαλτούχων πολτών και σκυροδεμάτων. Bituminous Coating [Ασφαλτούχα επίστρωση] Πολ. Μηχ. Μια σειρά από σκουρόχρωμα συνήθως μίγματα ασφάλτου, χημικών προσθέτων και αδρανών. Χρησιμοποιείται ως τελική επιφάνεια δρόμων ή για την υγρομόνωση και προστασία από διάβρωση στοιχείων σκυροδέματος (πλάκες σε υπόγεια, εξωτερικές πλευρές τοίχων κλπ) Bituminous Concrete [Ασφαλτούχο σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Είδος σκυροδέματος με αυξημένα ποσοστά ασφάλτου ως συνδετικό υλικό και μειωμένο αντίστοιχα τσιμέντο. Έχει μικρότερη αντοχή από τα συνήθη σκυροδέματα αλλά είναι πιο οικονομικό, ανθεκτικό και με αυξημένες ιδιότητες μόνωσης. Bituminous Distributor [Όχημα διανομής ασφάλτου] Μηχ. Μηχ. Ειδικό όχημα με δεξαμενή που περιέχει καυτή άσφαλτο, την οποία εγχύει ομοιόμορφα στο προς ασφαλτόστρωση έδαφος μέσω συστήματος με πολλαπλούς αυλούς έγχυσης. Bituminous G r o u t |Ασφαλαούχος πολτός] Επιιστ. Υ λ. Σκουρόχρωμο συνήθως μίγμα από άσφαλτο και αδρανή που λόγω της ευκαμψίας του και των μονωτικών ιδιοτήτων του χρησιμοποιείται σε θέσεις κατασκευαστικών αρμών και συνδέσεων. Bituminous Paint [Ασφαλτούχο χρώμα] Υλικ. Σκουρόχρώμα συνήθως μίγματα που περιέχουν σημαντική ποσότητα ασφάλτου και χρησιμοποιούνται ως εξωτερικές επιστρώσεις/ βαφές. Χρησιμοποιούνται κυρίως για υγρομόνο)ση αλλά και για προστασία από διάβρωση. χημικές αντιδράσεις κλπ. Bivalent [Δισθενής] Χημ. Αναφέρεται σε κάθε χημικό είδος, που έχει σθένος ίσο με 2. Bivariate Distribution [Διμεταβλητή κατανομή] Στατιστ.. Η από κοινού κατανομή δυο τυχαίων μεταβλητών, διακριτών ή συνεχών, Bixin [Βιξίνη] Χημ. Χημική ένωση με τύπο C 25 Η30 0 4 που λαμβάνεται από τους σπόρους του νοτιοαμερικανικού φυτού βίξα ή ορελλάνιος. Χρησιμοποιείται ως ερυθρά χρωστική στη βιομηχανία τροφίμων και για την βαφή φυτικών ινών, Black [Μαύρο] Τεχνολ. Το μαύρο χρώμα σε μια ασπρόμαύρη οθόνη αντιστοιχεί σε μια απλή επιλογή αλλά σε

-223 μια έγχρωμη αντιστοιχεί στον πλήρη συνδυασμό της RGB εσχάρας. Black And White Television (Ασπρόμαυρη τηλεόραση] Επικοιν. Τηλεόραση όπου το σήμα παρουσιάζεται σε ασπρόμαυρη οθόνη δηλαδή σε οθόνη με κάποιο αριθμό διαβαθμίσεων του γκρι. Black Area [Μαύρη περιοχή] Επικοιν. Συμπαγής και συνεκτική μαύρου χρώματος περιοχή ενός γραφικού που κωδικοποιείται εύκολα. Black Box 1 [Μαύρο Κουτί] Ηλεκ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε τμήμα ηλεκτρονικής διάταξης, το οποίο έχει γνωστές εισόδους - εξόδους και εκτελεί μια συγκεκριμένη διεργασία, αλλά δεν είναι γνωστό από τι αποτελείται και με ποιο τρόπο λειτουργεί. Black Box' [Μαύρο Κουτί] Αεροναυτ. Διάταξη καταγραφής των στοιχείων της πτήσης ενός αεροπλάνου καθώς και των συνομιλιών των πιλότων. Τα τμήματα που την αποτελούν βρίσκονται σε ένα κουτί με εξαιρετική αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες, εξωτερικές πιέσεις και δονήσεις ώστε να μην καταστρέφεται σε πτώσεις των αεροπλάνων, να ανακτάται μετά την πτώση και να χρησιμοποιείται για την διερεύνηση των αιτιώί της. Black Bulb T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο Μέλανος Σώματος] Μηχ. Τύπος θερμομέτρου, στο οποίο ο βολβός είναι καλυμμένος με κατάλληλο υλικό, ώστε να συμπεριφέρεται σαν μέλαν σώμα και έτσι να έχει καλύτερη απορρόφηση των ακτινοβολιών του περιβάλλοντος. Black D a m p [Μαύρο αέριο] Χημ. Επικίνδυνο μίγμα αερίων αποτελούμενο κυρίως από διοξείδιο του άνθρακα και άζωτο που συναντάται στα ορυχεία μετά την εκδήλωση φωτιάς ή εκρήξεων που καταναλώνουν τα καύσιμα αέρια όπως το οξυγόνο. Black Diamond [Μαύρος αδάμας] Γεωλ. Χαμηλής ποιότητας αδάμαντας π.χ. καρμπονάδο ή μπορτ, μαύρου χρώματος και ελαττωμένης διαφάνειας λόγω προσμίξεων ξένων στοιχείων έως και 4%. Χρησιμοποιείται λόγω της εξαιρετικής σκληρότητάς του (συχνά μεγαλύτερης των υπολοίπων αδαμάντα^ν) ως λειαντικό ή χαρακτικό υλικό σε διάφορες εφαρμογές π.χ. στον οπλισμό εργαλείων κοπής, χάραξης, διάτρησης σκληρών επιφανειών κ.λ.π. Black D r o p [Μαύρη σταγόνα] Αστμον. Το φαινόμενο της οπτικής απάτης που εμφανίζεται κατά τη διάβαση της Αφροδίτης και του Ερμή προ του δίσκου του Ηλίου, κατά το οποίο οι δίσκοι τους φαίνονται να ενώνονται με μία επιμήκη μαύρη περιοχή που διαρκεί από λίγο πριν μέχρι και λίγο μετά το χρόνο πραγματικής επαφής κατά την είσοδο και κατά την έξοδο του πλανήτη. Black Dwarf [Μελανός Νάνος] Αστμοφυσ. Έτσι χαρακτηρίζονται μερικά αστέρια στο τελευταίο στάδιο της εςέλιξής τους, όταν δεν παράγεται ενέργεια στο εσωτερικό τους από θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. Σε αυτή την κατάσταση είναι πιθανό να καταλήξουν αστέρια με μάζα μικρότερη από 1.4ΜΗ όπου ΜΗ η μάζα του Ήλιου. Black Light [Αόρατη Ακτινοβολία] Φυσ. Ο όρος χρησιμοποιείται για ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες, εκτός αυτές του οπτικού φάσματος, που προκαλούν όμως οπτικά φαινόμενα, όπως φθορισμό. Για παράδειγμα, οι υπεριώδεις ακτινοβολίες. Black Lignite [Μαύρος λιγνίτης] Γεωλ. Τύπος λιγνίτη, από αυτούς με την υψηλότερη θερμογόνο ικανότητα, ο οποίος διακρίνεται από το χρώμα του και την σύσταση του σε άνθρακα που κυμαίνεται μέσα σε ένα συγκεκρι-

Blaine Fineness Tester

μένο εύρος. Black Signal [Μαύρο κανάλι] Επικοιν. Σήμα που συνήθως αναπαριστά ιδιαίτερες κατηγορίες μηνυμάτων που κατά κανόνα σχετίζονται με κάποιο είδος ελαττωμένου ελέγχου μέσα σε κρυπτογραφικά συστήματα. Black Surface Enclosure [Εγκλεισμός με Μέλανα Επιφάνεια] Μηχ. Πρόκειται για την κάλυψη του χώρου, που βρίσκεται μια μετρητική διάταξη, με υλικό, τα εσωτερικά τοιχώματα του οποίου συμπεριφέρονται σαν μέλαν σώμα. Η εσωτερική επιφάνεια των μετεωρολογικών κλωβών καλύπτεται με τέτοιο τρόπο. Blackbody [Μέλαν Σώμα] Φυσ. Έτσι χαρακτηρίζεται ένα σώμα το οποίο απορροφά, χωρίς να ανακλά, κάθε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προσπίπτει σε αυτό. Επειδή δεν υπάρχει σώμα με αυτήν την ιδιότητα στο σύνολο του φάσματος, η έννοια του μέλανος σώματος χρησιμοποιείται για προσεγγιστικές περιγραφές. Blackbody Radiation [Ακτινοβολία Μέλανος Σώματος] Φυσ. Πρόκειται για τη χαρακτηριστική ακτινοβολία που εκπέμπει ένα μέλαν σώμα όταν βρίσκεται σε σταθερή θερμοκρασία. Η συνολική ένταση της ακτινοβολίας καθορίζεται από το νόμο Stefan - Boltzman (Ιολ = σ χ ν όπου σ η σταθερά Stefan - Boltzman και Τ η απόλυτη θερμοκρασία) και η κατανομή της στις συχνότητες του φάσματος από την εξίσωση του Planck. Η ακτινοβολία του μέλανος σώματος μελετήθηκε στις αρχές του 20 ου αιώνα και οδήγησε στη διατύπωση της κβαντικής θεωρίας του φωτός και στην εισαγωγή της σταθεράς του Planck, h. Blackbody T e m p e r a t u r e [Ενεργός Θερμοκρασία Σώματος] Φυσ. Χαρακτηριστική θερμοκρασία ενός ακτινοβολούντος σώματος, όπως π.χ. του Ήλιου, στην οποία εάν βρισκόταν ένα μέλαν σώμα θα εξέπεμπε ακτινοβολία ίδιας έντασης με αυτό. Για παράδειγμα, η ενεργός θερμοκρασία του Ήλιου ισούται με 5770 °Κ. Αναφέρεται και ως θερμοκρασία λαμπρότητας. Blacknian Theory Of Specific Ileats of Solids [Θεωρία Blackman] Φυα. Θεωρία εξήγησης των ιδιοτήτων της ειδικής θερμότητας στερεών σωμάτων. Είναι ακριβέστερη από την θεωρία του Debye, αλλά πιο περίπλοκη από αυτήν. Blackout 1 [Διακοπή Παροχής Ισχύος] Ηλεκ. Έτσι χαρακτηρίζεται η διακοπή παροχής ηλεκτρικής ισχύος από τις γραμμές μεταφοράς που προκαλεί διακοπή λειτουργίας σε ηλεκτρικές συσκευές. Blackout" [Συσκότιση] Επικοιν. Απότομη διακοπή παροχής ρεύματος που προκαλεί προβλήματα στις επικοινωνίες. Μια μερική λύση είναι η συσκευή UPS που επαναφέρει την τάση αστραπιαία ή σε χρόνο που οι υπολογιστές διατηρούν ακόμα τα δεδομένα τους.. Blade Loading [Φόρτος πτερύγων] Αεμομηχ. Μέγεθος που δείχνει την ικανότητα παραγωγής ισχύος ενός στροβιλοκινητήρα και ορίζεται ως ο λόγος της παραγόμενης πρόωσης προς τον αριθμό των πτερυγία>ν. Bladed Surface Aerator [Πτερυγοφόρος εξαεριστής] Πολ. Μηχ. Τύπος εξεαεριστή, του οποίου η επιφάνεια φέρει περιστρεφόμενη πτερωτή, που χρησιμοποιείται για την έγχυση αέρα μέσα σε δεξαμενή νερού. Blaine Fineness Tester [Διάταξη Υπολογισμού Λεπτότητας] Μηχ. Διάταξη μέτρησης της λεπτότητας μιας ουσίας υπό μορφή σκόνης. Στη διάταξη αυτή μετριέται ο χρόνος διέλευσης αέρα, μέσα από μια στήλη του υλικού αυτού, με σκοπό την εξίσωση της πίεσης στα δύο άκρα της. Από το χρόνο υπολογίζεται η εσωτερική επιφάνεια του δείγματος σκόνης.

Blake N u m b e r

-224-

Blake N u m b e r [Αριθμός Blake] Ρενστ. Είναι αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη διεργασιών όπου περιλαμβάνεται κλίνη στερεών σωματιδίων. Blanc Fix [Σταθερό λευκό ή μπλαν φιξ] Χημ. Θειικό βάριο χρησιμοποιούμενο υπό την καθαρή του μορφή ως αναλλοίωτο λευκό χρώμα για επιχρίσεις στις βιομηχανίες χάρτου, χρωστικών κ.λ.π. Blank C h a r a c t e r [Χαρακτήρας κενούΐ Πλημ. Ο χαρακτήρας που χρησιμοποιείται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να δηλώσει την ύπαρξη ψηφίου που παριστά το κενό. Blank M e d i u m [Κενό μέσο] Πληρ. Το μέσο αποθήκευσης δεδομένων, του οποίου το περιεχόμενο είναι κενό είτε λόγω διαγραφής των δεδομένων του είτε γιατί ποτέ δεν είχε πραγματοποιηθεί εγγραφή δεδομένων σε αυτό. Blank T a p e [Κενή χαρτοταινία] Πληρ. II χαρτοταινία, στην οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ μια εγγραφή και διαθέτει μόνο τις οπές τροφοδότησης. Blanket [Σκέπασμα] Επικοιν. Επιβολή υποχρεωτικής σιγής (μη εκπομπής) με ηλεκτρονικό συνήθως τρόπο για μια περιοχή που χρησιμοποιεί συνήθως ένας ηλεκτρονικά εξοπλασμένος στρατός. Blanketing [Σκέπασμα] Επικοιν. Συνεχής παρεμβολή και αναστολή εκπομπής για μια περιοχή σχετικά μικρή (πχ 5 km). Blanking Pulse [Παλμός Απενεργοποίησης] Ηλεκ. Παλμός τάσης κατάλληλου ύψους και διάρκειας (όστε να απενεργοποιεί κατά τη διάρκειά του μια διάταξη, Συνηθίζεται σε πολλά ηλεκτρονικά όργανα, όπως ενισχυτές συνεχούς λειτουργία, ώστε στην διάρκειά του να μειώνεται ο ηλεκτρονικός τους θόρυβος. Blanking Time [Κενός χρόνος] Ηλεκ. Πρόκειται για τη χρονική διάρκεια στην οποία δεν παράγεται δέσμη ηλεκτρονίων σε έναν καθοδικό σωλήνα. Blast [Απελευθερώνω μνήμη/ Προγραμματίζω] Πληρ. 1. Αποδεσμεύω τη μνήμη από προγράμματα ή δεδομένα που καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο, ώστε να αποδοΟεί σε άλλα προγράμματα ή δεδομένα, ανάλογα με τις τρέχουσες απαιτήσεις, δηλαδή πρόκειται για δυναμική

νου] Υλικ. Κάρβουνο καύσης και παραγωγής θερμότητας σε υψικάμινο. Blast F u r n a c e Gas [Αέριο Υψικαμίνου] Υλικ. Αέριο που παράγεται κατά τη λειτουργία της υψικαμίνου, βασικά στοιχεία του οποίου είναι το υδρογόνο, μονοξείδιο, διοξείδιο του άνθρακα κ.λ.π. Blast Heater [Διάταξη Θέρμανσης με ρεύμα Αέρος Αερόθερμο] Μηχ. Διάταξη θέρμανσης στην οποία χρησιμοποιείται ρεύμα αερίου για την απαγωγή της θερμότητας από το χώρο παραγωγής της και τη μεταφορά της σε άλλα σημεία. Blast Pressure [Ωστική Πίεση] Φνσ. Η πίεση που προκαλείται από μια απότομη εκτόνωση - έκρηξη και μεταδίδεται μέσω του αέρα στο γύρα) χώρο. Blasting Agent [Εκρηκτική ύλη] Τεχνολ. Μίγμα υλικών με την ιδιότητα της άμεσης έκρηξης κάτω από κατάλληλες συνθήκες όπως πυροδότηση ή θέρμανση, το οποίο χρησιμοποιείται στην τεχνολογία εκρήξεων για πολεμικούς σκοπούς, σε πειράματα, κατεδαφίσεις κτιρίων ή άλλων κατασκευών ή στη διαμόρφωση ορυχείων για την περαιτέρω εκμετάλλευση τους. Blasting Gelatin [Εκρηκτική ζελατίνη] Χημ. Ισχυρό άκαπνό εκρηκτικό μίγμα δυναμίτιδας, υπό μορφή ομογενούς ζελατινοειδούς πηκτής μάζας, αποτελούμενο από νιτρογλυκερίνη και εμποτισμένο κολλωδιοβάμβακα ως απορροφητική ουσία. Bleaching [Λεύκανση ή αποχρωματισμός] Χημ. Χημική διεργασία που γίνεται κυρίως με την επίδραση οξείδωτικών ή αναγωγικών λευκαντικών μέσων για τη καταστροφή των χρωστικών ουσιών ή μιε τη χρήση αποχρωστικών υλικών για τη προσρόφηση των χρωστικών των διαφόρων υλών π.χ. υφαντικών ινών, χάρτου, λιπών, ξύλου κ.λ.π. Bleaching Agent [Αευκαντικό μέσο] Χημ. Οξειδωτική (διάφορα υποχλωρκόδη άλατα, όζο, υπεροξείδια κ.λ.π.) ή αναγωγική (διοξείδιο του θείου, υδροθειώδη άλατα κ.λ.π.) χημική ένωση για τη μετατροπή των χρωστικών ουσιών σε άχρωμες ενώσεις και τον αποχρωματισμό των υλών π.χ. φυτικών ή ζωικών ινών, χάρτου, ξύλου κ.λ.π.

κατανομή της μνήμης. 2. Προγραμματίζω μνήμη PROM, EPROM, κλπ. Blast Cleaning [Καθαρισμός με ριπή] Τεχνολ,. Μέθοδος καθαρισμού με εκτόξευση του καθαριστικού υγρού από ειδική συσκευή με μεγάλη ταχύτητα προς τη επιφάνεια καθαρισμού. Blast Deflector [Εκτροπή ρεύματος καυσαερίων] Αερομηχ. Ειδική κατασκευή τοποθετημένη μετά το ακροφύσιο εξόδου, που εκτρέπει την ροή των καυσαερίων εξόδου ενός πυραύλου από την κάθετη κατεύθυνση. Blast Ditching [Δημιουργία αυλακιού με έκρηξη! Πολ. Μηχ. Μια τακτική δημιουργίας επιφανειακών ορυγμάτων κατά την οποία χρησιμοποιούνται εκρηκτικά. Blast Freezer [Ψύκτης Αερίου Ρεύματος] Μηχ. Διάταξη ψύξης στην οποία χρησιμοποιείται ταχέως κινούμενο ρεύμα ψυχρού αέρα, για τη γρήγορη απορρόφηση θερμότητας από τα σώματα του θαλάμου ψύξης. Blast F u r n a c e [Υψικάμινος] Μεταλλ. Κυλινδρική κατακόρυφη κάμινος ταχείας τήξης σιδήρου και μετατροπής του σε χυτοσίδηρο ή και άλλων μετάλλων όπως χολκού, ψευδάργυρος, μόλ.υβδος ή άλλων μεταλλευμάτων. Η θέρμανση γίνεται με την καύση στερεών καυσίμων και τη γρήγορη μεταφορά θερμότητας μέσω κατακόρυφου ρεύματος αέρα. Blast F u r n a c e Coke [Ημίκαυστο Κάρβουνο Υψικαμί-

Bleaching Clay [Αποχρωστική γη] Χημ. Υδροπυριτικά άλατα του αργιλίου που χρησιμοποιούνται για τον αποχρωματισμό κυρίως λιπών και ελαίων υπό τη φυσική τους μορφή κατόπιν ξήρανσης και άλεσης ή ενεργοποιούμενα με χημικές διεργασίες για τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους ώστε με επιφανειακή δράση να προσροφούν και να συγκρατούν τις χρωστικές ουσίες. Bleaching Powder [Λευκαντική σκύνη ή χλωράσβεστοςΐ Χημ. Ένωση του εμπορίου που προκύπτει από την επίδραση αερίου χλνωρίου σε διάλυμα υδροξειδίου του ασβεστίου. Είναι λευκή σκόνη με χαρακτηριστική οσμή, ευδιάλοτη στο νερό και χρησιμοποιείται ως αποχρωστικό μέσο στη βιομηχανία χάρτου και υφασμάτων και ως αποστειρωτικό. Bleed [Διαρροή] Τεχνολ. II ελεγχόμενη διαρροή μικρής παροχής ενός ρευστού από ένα σύστημα σωλήνων μέσω ειδικής βαλβίδας που έχει τοποθετηθεί για τον σκοπό αυτό. Bleed Valve |Βαλβίδα αφαίμαξης] Τεχνολ.. Ειδική βαλβίδα που χρησιμοποιείται για την αφαίμαξη μικρής ποσότητας του ρευστού κυκλοφορίας σε συστήματα σωληνώσεων, για διάφορους σκοπούς όπως προθέρμανση ποσότητας ρευστού που βρίσκεται σε χαμηλότερη θερμοκρασία. Bleeder T u r b i n e [Στρόβλος αφαίμαξης] Μηχ. Μηχ.

- 225 Τύπος στροβίλου (τουρμπίνας) που αποτελείται από πολλές βαθμίδες και όπου πολύ μικρό μέρος της ροής κυκλοφορίας εκτρέπεται από τις μεσαίες βαθμίδες για να χρησιμοποιηθεί στην προθέρμανση του αέρα εισαγωγής ή στην προθέρμανση νερού, με σκοπό την αύξηση του βαθμού απόδοσης του στροβίλου. Bleeding 1 [Μετανάστευση) Χημ. Μηχ. Σε ένα πολυμερές που έχει βαφεί, είναι η διάχυση του χρωματικού υλικού από το υπόστρωμα προς το εσωτερικό του πολυμερούς, με αποτέλεσμα τον αποχρωματισμό. Bleeding" [Απόσπαση] Χημ. Μηχ. Αποτελεί μέθοδο κατά την οποία σε μια μονάδα παραγωγής ατμού, λαμβάνεται ένα μικρό μέρος της παραγόμενης ποσότητας και τροφοδοτείται στο στάδιο της θέρμανσης του νερού, με αποτέλεσμα την αύξηση της θερμικής απόδοσης. Bleeding 3 [Μπαλώματα τοίχου) Πολ. Μηχ. 1. Το ελάττωμα ενός τοίχου, που δημιουργείται από την διαπέραση μπογιάς από χαμηλότερο στρώμα στην εξωτερική επίστρωση, και προκαλεί τον αποχρωματισμό της. Συχνά δημιουργούνται λεκέδες που μοιάζουν με μπαλώματα. 2. Επικάλυψη των ρωγμών επικολλητού ξύλου με κολλητικές ταινίες. Blend [Φυσικό Μίγμα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε προϊόν που έχει προκύψει από ανάμιξη, με φυσικές μεθόδους, δύο ή περισσότερα)ν υλικών. Στο προϊόν αυτό δεν είναι δυνατό να διακριθούν τα ξεχωριστά συστατικά μεταξύ τους. Ευρέως χρησιμοποιούμενα μίγματα προκύπτουν από θερμοπλαστικά πολυμερή. Blend Stop [Στήριγμα τροχαλίας] Πολ. Μηχ. Η εξωτερική πλευρά στο μπόι της κάσας παραθύρου, όπου στηρίζεται η τροχαλία που κρατάει το παραθυρόφυλλο στη θέση του. Blended Fuel Oil [Μίγμα καυσίμων] Χημ. Μηχ. ΙΙρόκειται για καύσιμο υλικό, το οποίο έχει προέλθει από φυσική ανάμιξη αποσταγμάτων του πετρελαίου. Blending 1 [Ανάμιξη] Υλικ. Διαδικασία ανάμιξης και συνδυασμού διαφόρων υλικών με συγκεκριμένο τρόπο και για ορισμένο χρόνο ανάλογα με τα υλικά και το επιθυμητό τελικό προϊόν. Blending 2 [Ανάμιξη] Χημ. Μηχ. Περιγράφει τη διαδικασία παραγωγής ενός μίγματος δύο ή περισσότερων συστατικών. Στο προϊόν δεν διακρίνονται τα συστατικά που έχουν χρησιμοποιηθεί. Η μέθοδος χρησιμοποιείται για την ενσωμάτωση των πολυμερών με κατάλληλα πρόσθετα, τόσο υπό μορφή διαλύματος όσο και σε ξηρά στερεά υλικά. Blending Stock [Υλικά Ανάμιξης] Χημ. Μηχ. Ο όρος χρησιμοποιείται για όλα τα συστατικά, πρώτες ύλες, πρόσθετα, κλπ, που πρόκειται να υποστούν τη διεργασία ανάμιξης, ώστε να προκύψει το επιθυμητό μίγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή καυσίμων ή πολυμερών υλικών. Blending Value [Ικανότητα Ανάμιξης] Χημ. Μηχ. Αποτελεί εκτίμηση μιας ουσίας που πρόκειται να προστεθεί σε φυσικό μίγμα βενζίνης, με σκοπό την αύξηση του αριθμού οκτανίου του τελικού μίγματος. Blind A p p r o a c h Beacon System [Σύστημα τυφλής προσέγγισης φάρου] Πλοηγ. Σύστημα που περιλαμβάνει επίγειους φάρους τοποθετημένους στους διαδρόμους προσγείωσης/απογείωσης που επικοινωνούν, στέλνοντας σήματα, με τον αντίστοιχο πομπό του αεροσκάφους μεταφέροντας του ανά πάσα στιγμή γεωγραφικές πληροφορίες για την απόσταση και θέση του σε σχέση με τον διάδρομο, με σκοπό την αυτόματη καθοδήγηση της προσγείωσης του.

Born-OppenheimerApproximation

Blind Arch [Ψευδό τόξο] Αμχ. Τυφλό τόξο το άνοιγμα του οποίου είναι κτισμένο. Χρησιμοποιείται για να διατηρήσει τον ρυθμό στις εξωτερικές όψεις κτιρίων που έχουν σε άλλα σημεία πραγματικά τοξωτά ανοίγματα. Blind Area [Τυφλή ζώνη] Πολ. Μηχ. Το όρυγμα γύρω από το υπόγειο κτιρίου, από την στάθμη εκσκαφής μέχρι και την επιφάνεια του εδάφους. Η περιοχή αυτή δεν έχει φωτισμό και σε πολλά σημεία της τοποθετούνται οι τοίχοι αντιστήριξης που συγκρατούν το εδαφικό υλικό από πιθανές κατολισθήσεις. Blind Flange [Τυφλή φλάντζα] Πολ. Μηχ. Μια φλάντζα που χρησιμοποιείται για την απομόνωση, κλείσιμο ενός αγωγού. Blind Flying I n s t r u m e n t s [Όργανα Τυφλής Πλοήγησης] Αεμοναυτ. Όργανα κατάλληλα για την τυφλή πλοήγηση ενός αεροπλάνου, δηλαδή την πλοήγησή του χωρίς οπτικές παρατηρήσεις του γύρω χώρου. Συνήθως περιλαμβάνουν υψόμετρο, ενδείκτη ταχύτητας, γυροπυξίδες κ.λ.π. Blind Joint [Τυφλή άρθρωση] Μηχ. Σημείο συνένωσης μηχανικών εξαρτημάτων που δεν γίνεται ορατό από καμία οπτική γωνία. Blind L a n d i n g [Τυφλή προσγείωση] Αεμοναυτ. Προσγείωση αεροσκάφους με χρήση από το πιλότο αποκλειστικά των ενδείξεων των οργάνων λόγω εξαιρετικά μειωμένης ορατότητας των επίγειων συστημάτων προσγείωσης. Blind Spot [Τυφλό σημείο] Επικοιν. Σημείο ενός πεδίου (οπτικού ή απλά που υπόκειται σε σάρωση) που χαρακτηρίζεται σαν νεκρό σημείο δηλαδή από αδυναμία απεικόνισης. Blind Story [Τυφλός όροφος] Αμχ. Ένα επίπεδο, όροφος κτιρίου, συνήθως πατάρι ή άλλος βοηθητικός χώρος, που δεν έχει παράθυρα, επομένως και φυσικό φωτισμό. Blind Wall [Τυφλός τοίχος] Αμχ. Εξωτερικός τοίχος που δεν έχει κανένα άνοιγμα. Συχνά διακοσμείται ανάλογα με τον ρυθμό των υπόλοιπων όψεων του κτιρίου. Blind Zone [Τυφλή ζώνη] Επικοιν. Ζώνη όπου ένας αισθητήρας αποτυγχάνει να δώσει ένα σταθερό αποτύπωμα Blinding [Πρόσθεση υλικών για τελείωμα πλακών] Πολ. Μηχ. Η τοποθέτηση μιας λεπτής επιφανειακής στρώσης λεπτόκοκκου υλικού για την κάλυψη των κενών και την δημιουργία ομαλής και πιο ανθεκτικής τελικής επιφάνειας σε μια πλάκα. Blinds [Κάλύμματα παραθύρου] Αμχ. 1. Τα παντζούρια, τα εξωτερικά φύλλά του παραθύρου. Χρησιμεύουν για την προστασία από τον ήλιο. Είναι μεταλλικά ή ξύλινα, και αν είναι ξύλινα μπορεί να έχουν ταμπλάδες, περσίδες, ή φύλλα από σανίδες. 2. Καμβάς από λινό ύφασμα που ανασύρεται σε ρολό στο πανωκάσι, και καλύπτει το άνοιγμα παραθύρου. Χρησιμεύει για τον έλεγχο του ηλιακού φωτός και της θερμότητας σε ένα δα)μάτιο. Blink C o m p a r a t o r [Στερεοσυγκριτής] Φυα. Οπτική διάταξη σύγκρισης ζεύγους φωτογραφικών στιγμιότυπων του ίδιου αντικειμένου ή περιοχής αλλά διαφορετικής χρονικής στιγμής για τον εντοπισμό διαφορών (π.χ. στην φωτεινότητα ή στη θέση των αστέρων) μέσω της ταυτόχρονης παρατήρησής τους σε γρήγορη αλληλοδιαδοχή. Blink Microscope [Στερεοσυγκριτικό μικροσκόπιο] Φυσ. Διάταξη στερεοσυγκριτή που ταυτόχρονα εμφα-

Blinker Light

-226 -

νίζει μεγεθυμένες τις φωτογραφικές πλάκες υπό σύγκριση. Blinker Light [Φως που αναβοσβήνει] Επικοιν. Ειδικό φως (ή χρήση φωτός) που χρησιμοποιούν συνήθως φαροφύλακες ναυτικοί ή άλλες υπηρεσίες στη θάλασσα και στον αέρα για σινιάλα. Blinking [Αναβόσβημα] Πληρ. Η κατάσταση που κάθε pixel της οθόνης αλλάζει απότομα στο αρνητικό αντίστοιχο χρώμα και αντίστροφα. Για μια ασπρόμαυρη οθόνη είναι εύκολο ενώ για μια έγχρωμη εφαρμόζονται σύνθετες τεχνικές. Blizzard [Χιονοστρόβιλος] Μετεωρ. Δριμεία καιρική κατάσταση των πολικών ή μεγάλου υψομέτρου περιοχών με ισχυρή θύελλα συνοδευόμενη από λεπτό παρασυρόμενο από τους ανέμους χιόνι ή χιονοχάλαζο. Bloeh E q u a t i o n s [Εξισώσεις του Bloch] Φνσ. Στερ. Κατ. Μακροσκοπικές εξισώσεις που περιγράφουν τη μεταβολή της μέσης μαγνήτισης των πυρήνων μίας ουσίας που έχει διεγερθεί από την κατάσταση ισορροπίας της, παρουσία ή όχι ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου. Η μεταβολή οφείλεται σε φαινόμενα αποδιέγερσης τύπου spin - spin ή spin - κρυστάλλου και στην περιστροφή της λόγω φαινομένου Larmor. Χρησιμοποιούνται στην τεχνική του πυρηνικού μαγνητικού ή τετραπολικού συντονισμού. Bloch Function [Κυματοσυνάρτηση Bloch] Φυσ. Στερ. Κατ. Χαρακτηριστικής μορφής κυματοσυναρτήσεις: ψ* (Γ) ενός ηλεκτρονίου που κινείται σε ένα περιοδικό πλέγμα. Ισχύει ότι: vj/k(r)=exp(ikr)xu(r) όπου k διάνυσμα της πρώτης ζο')νης Brillouin του αντίστροφου κρυσταλλικού πλέγματος που χαρακτηρίζει την κυματοσυνάρτηση ενώ u(r) περιοδική συνάρτηση. Bloch T h e o r e m 1 [Θεώρημα του Bloch] Φυσ. Στερ. Κατ. Βασίζεται στη θε(ορία μη αναγώγιμων αναπαραστάσεων της αβελιανής ομάδας συμμετρίας μεταθέσεων του κρυστάλλου και αποδεικνύει ότι, κάθε κυματοσυνάρτηση ενός ηλεκτρονίου κινούμενου σε περιοδικό κρυσταλλικό πλνέγμα θα έχει τη μορφή κυματοσυναρτήσης του Bloch. —> Bloch Function, Abelian Groups Bloch Theorem 2 [Θεώρημα του Bloch] Φυα. Θεώρημα μηδενισμού του ρεύματος στη βασική κατάσταση ενός συστήματος, απουσία εξωτερικού μαγνητικού πεδίου. Bloch Wall [Περιοχές Bloch] Φυα. Στερ. Κατ. Μεταβατικές περιοχές ενός σιδηρομαγνητικού υλικού, οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ περιοχών μαγνητικής τάξης διαφορετικού προσανατολασμού. Οι περιοχές Bloch εκτείνονται μερικές πλεγματικές σταθερές και η μαγνήτιση μεταβάλλεται στρεφόμενη μεταξύ των προσανατολισμών των μαγνητικών περιοχών που χωρίζουν. —> Domain Walls Block [Μπλοκ/ Ομάδα] Πληρ. 1. Το σύνολ-ο αρχείων, χαρακτήρων ή λέξεων, το οποίο αντιμετωπίζεται σα μια ενιαία μονάδα. 2. Το τμήμα ενός κειμένου μικρής ή μεγάλης έκτασης, το οποίο διαχειρίζεται ο χρήστης κατά τη διαδικασία επεξεργασίας κειμένου. 3. Στα δίκτυα υπολογιστούν, το συγκεκριμένου μεγέθους σύνολο των πληροφοριών, τα οποία μπορούν να διαδίδονται ομαδοποιημένα διαμέσου των δικτύων. Block Body [Κύριο μέρος του μπλοκ] Πληρ. Εντολές που είναι εκτελέσιμες και πρέπει να ακολουθήσουν το κύριο μέρος των εντολνών ενός προγράμματος Η/Υ. Block Copolymer [Αδρομερές] Opy. Χημ. Πρόκειται για κατηγορία τ(ον συμπολομερών, τα οποία αποτελούνται από μεγάλα ομοπολυμερή τμήματα, ενωμένα σε σειρά κατά μήκος της αλοσίδας.

Block Data [Δεδομένα Block 111λνηρ. Εντολή της γλώσσας προγραμματισμού FORTRAN που ορίζει την εισαγωγή ενός τμήματος που περιέχει μεταβλητές και τις τιμές που αποδίδονται σε αυτές. Block Diagram 1 [Διάγραμμα με κουτιά] Χημ. Μηχ. Είναι η σχηματική απεικόνιση μιας διεργασίας, στην οποία τα τμήματα παριστάνονται με τετράγωνα, που συνδέονται μεταξύ τους με κατάλληλες γραμμές, ώστε να είναι φανερή ολόκληρη η πορεία της διεργασίας. Block Diagram 2 [Σχηματικό διάγραμμα| ΙΙληρ. II σχηματική απεικόνιση ενός υπολογιστικού συστήματος, με τη βοήθεια γραφικών συμβόλων (blocks) που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο λογισμικό και υλικό και συνδέονται μεταξύ τους με ευθύγραμμα τμήματα υποδηλώνοντας τις σχέσεις τους. Χρησιμοποιείται, επίσης, κατά τον ίδιο τρόπο και για την σχηματική παρουσίαση μιας λειτουργίας ενός υπολογιστικού συστήματος, ενός αλγορίθμου, μιας λογικής πράξης, κλ.π. Block Encryption [Κωδικοποίηση κατά ομάδες] Επικοιν. Μέθοδος κρυπτογράφηση κειμένου κατά ομάδες χαρακτήρων βάσει καταλόγου που επίσης κρυπτογραφείται. Block Head [Επικεφαλίδα μπλοκ/ ομάδας] Πληρ. Το σύνολο των δηλωτικών προτάσεων, το οποίο τοποθετείται στην αρχή ενός μπλοκ και αποσκοπεί στην περιγραφή της δομής και του μεγέθους του, αλλά και των σχέσεων μεταξύ των στοιχείων των δεδομένων που περιέχονται στο μπλοκ αυτό. Block Ignore C h a r a c t e r [Χαρακτήρας ακύρωσης μπλοκ/ ομάδας] Πληρ. Ο χαρακτήρας ελέγχου, ο οποίος δηλαόνει ότι το μπλοκ δεδομένων στο οποίο αναφέρεται, πρέπει να παραληφθεί, ίσως γιατί περιέχει σφάλματα. Block Length [Μήκος μπλοκ/ ομάδας] Πληρ. Το σύνολο των αρχείων, των λέξεων ή των χαρακτήρων που μπορούν να αποθηκευτούν σε ένα μπλοκ/ ομάδα, προσδιορίζοντας έτσι το μέγεθος του. Το μέγιστο ή ελάχιστο μήκος ενός μπλοκ, καθορίζεται από συγκεκριμένους περιοριστικούς παράγοντες που σχετίζονται με το συγκεκριμένο υλικό και λογισμικό. Block Loading [Ομαδική φόρτωση] Πληρ. Η διαδικασία φόρτωσης ενός τμήματος ενός προγράμματος ή όλου του προγράμματος στην κύρια μνήμη με το να καταχωρείται σε συνεχόμενες γειτονικές περιοχές της (κύριας μνήμης). Block M a r k [Σημάδι μπλοκ/ ομάδας] Πληρ. Ο χαρακτήρας, ο οποίος υποδηλο')νει το τέλος ενός μπλοκ/ ομάδας. Block Multiplexor Channel [Κανάλι πολυπλεξίας μπλοκ] Πληρ. Το κανάλι, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική πολοπλεξίας μπλοκ χαρακτήρων για μεταφορά δεδομένων χωρίς διακοπή μιε. στόχο την εξυπηρέτηση των περιφερειακών συσκευών που συνδέονται με αυτό. Block Parity [Ισοτιμία μιας ομάδας] Επικοιν. Μέτρηση ισοτιμίας για μια ομάδα χαρακτήρων που το μήκος της ποικίλλει ανάλογα με το πρότυπο ή την διαμετακομιστική ικανότητα (των buffer). Block Section [Τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής] Πολ. Μηχ. Ένα τμήμα μιας σιδηροδρομικής γραμμής που ελέγχεται από συγκεκριμένο κέντρο έλεγχου και βρίσκεται ανάμεσα σε τμήματα στάσης. Σε περίπτωση ατυχήματος η βλάβη μπορεί να απομονωθεί. Block Sort [Ταξινόμηση σε ομάδες] Πληρ. Η διαδικασία ταξινόμησης αρχείων δεδομένων σε ομάδες με το

-227 να διαχωρίζονται τα δεδομένα or. μικρότερα σύνολα. Έτοι, η ταξινόμησή τους καθίσταται πιο εύκολη. Block System [Σύστημα ελέγχου σιδηροδρόμων] Πολ. Μηχ. Ηλεκτρονικό σύστημα για τον έλεγχο και την ρύθμιση της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας. Αποτελείται από έναν αριθμό κέντρων ελέγχου σε όλη την πορεία της γραμμής που επικοινωνούν με κεντρικό σύστημα υπολογιστών. Block T r a n s f e r [Ομαδική μεταφορά] Πλημ. Η διαόικασία μεταφοράς των δεδομένων με το να είναι ομαδοποιημένα σε ένα ή περισσότερα μπλοκς/ ομάδες. Blocked I m p u r i t y Band Detector [Διάταξη ανιχνευτή] Ηλεκ. Διάταξη ανίχνευσης υπέρυθρων ακτινοβολιών μεγάλου μήκους κύματος, αποτελούμενη από ημιαγωγό με υψηλή συγκέντρωση προσμίξεων. Blocking [Ομαδοποίηση] Πλημ. Η συγκέντρωση και ομαδοποίηση μιας ή περισσοτέρων λογικών εγγραφών σε μπλοκ. Επιτυγχάνονται, έτσι, ταχύτερη ανάγνωση και εγγραφή σε μαγνητικά μέσα, αλλά και μεγαλύτερη εκμετάλλευση του χώρου αποθήκευσης των μέσων αυτών. Blocking Factor [Συντελεστής ομαδοποίησης] Πλημ. 0 μέγιστος αριθμός των λογικών εγγραφών που μπορούν να περιέχονται σε ένα μπλοκ. Blocking Oscillator [Ταλαντωτής αποκλεισμού, μερικής φραγής] Ηλεκ. Πρόκειται για ηλεκτρικό ταλαντωτή παραγωγής παλμών τάσης μικρής διάρκειας. Blocking Oscillator Driver [Οδηγός ταλαντωτή αποκλεισμού] Ηλεκ. Κύκλωμα παραγο>γής και διαμόρφα)σης τετραγωνικών παλμών τάσης, με την χρησιμοποίηση ειδικού για τον σκοπό αυτόν ταλαντωτή. Blood Bank [Τράπεζα Αίματος] Μηχ. Χώρος αποθήκευσης και διατήρησης υπό ψύξη φιαλών αίματος και πλάσματος. Blow Up [Φουσκώνω] Πολ. Μηχ. Ανέβασμα και συχνά τοπικό σπάσιμο σε μια επίπεδη επιφάνεια, δρόμος ή πεζοδρόμιο, από σκυρόδεμα ή άλλο δομικό υλικό. Οφείλεται είτε σε κίνηση των υποκείμενων χωμάτων, είτε σε ρίζες δέντρων και φυτών. Blowback [Αντίστροφη Ροή] Χημ. Μηχ. Περιγράφει διαδικασία καθαρισμού στερεού προσροφητικού υλικού ή καταλύτη.-» Backwash Blowcasc [Συσκευή Αντλησης] Μηχαν. Πρόκειται για ειδική διάταξη άντλησης, που αποτελείται από ένα δοχείο (οοειδούς σχήματος, το οποίο περιέχει το προς άντληση υγρό. Η άντληση επιτυγχάνεται με εισαγωγή πεπιεσμένου αέρα. Χρησιμοποιείται συνήθως για διαβρωτικά υγρά ή αιωρήματα ή για τη μεταφορά αργού πετρελαίου.-* Acid Egg Blowdown [Εκκένωση υπό πίεση] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στη διαδικασία εκκένωσης δοχείων ή διατάξεων μιας διεργασίας, με εφαρμογή κατάλληλης πίεσης αέρα. Χρησιμοποιείται για μεταφορά ρευστών και στερεών υλικών. Blowdown Line [Γραμμή εκκένωσης με αέρα] Χημ. Μηχ. Είναι ειδικός αγωγός μέσα από τον οποίο μεταφέρονται ή συγκρατούνται τα ρευστά ή στερεά υλικά, που προέρχονται από τη διαδικασία εκκένωσης με εφαρμογή πεπιεσμένου αέρα. Blowdown Stack [Στήλη εκκένωσης με αέρα| Χημ. Μηχ. Είναι ειδική κατακόρυφη διάταξη, η οποία μπο>εί να δεχθεί ρευστό που προέρχεται από κάποιο δοχείο της διεργασίας. Χρησιμοποιείται όταν πρόκειται .α εκκενωθεί τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας, για '.ύγους συντήρησης ή έκτακτης ανάγκης.

Blue Band

Blower 1 [Ανεμιστήρας) Μηχ. Μηχ. Τύπος συμπιεστή αέρος μικρού λύγου πίεσης εισόδου/εξόδου που χρησιμοποιείται όπου υπάρχει ανάγκη για διοχέτευση μεγάλων παροχών αέρα για αερισμό, Blower 2 [Φυσητήρας] Μεταλλ. Μηχ. Τύπος ανεμιστήρα που αερίζει βοηθητικούς ή αδιέξοδους χώρους ορυχείων όπου δημιουργείται αντίσταση λόγω υπερπίεσης στην κατεύθυνση αερισμού που παράγει ο ανεμιστήρας. Blower 3 [Φυσητήρας] Μηχαν. Είναι συσκευή μεταφοράς και συμπίεσης αερίων, η λειτουργία του οποίου' μπορεί να είναι περιστροφική ή φυγοκεντρική, σε μία ή περισσότερες βαθμίδες. Χρησιμοποιείται για σχετικά μικρούς αέριους όγκους, σε πιέσεις 110-400 kPa. Blowing [Εισαγωγή αέρα] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει οποιαδήποτε διαδικασία εισαγωγής αέρα υπό πίεση σε δοχείο, με σκοπό την ανάδευση του περιεχόμενου υγρού. Blown Asphalt [Θερμαινόμενη άσφαλτος] Τεχνολ. Ασφαλτος η οποία λίγο πριν τη χρήση της θερμαίνεται και διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία με την μέθοδο της διοχέτευσης θερμού αέρα ή ατμού υπό μεγάλη ταχύτητα πριν από την έγχυση και στρώση της. Blown Fuse Indicator [Δείκτης Αειτουργίας Ασφάλείας] Ηλεκ. Πρόκειται για μικρή φωτεινή πηγή από σωλήνα νέον, συνδεδεμένη με μια ηλεκτρική ασφάλεια, με σκοπό να δηλώνει με τη φωτοβολία του τη μη ομαλή λειτουργία της ασφάλειας, Blown Glass [Φυσητός ύαλος] Μηχ. Αντικείμενα κατασκευασμένα από γυαλί τα οποία απόκτησαν το σχήμα τους με φύσημα του γυαλιού, όταν ήταν σε ρευστή κατάσταση. Τα φυσητά κρύσταλλα είναι άριστης ποιότητας και περιζήτητα. Blowout Coil [Πηνίο Απόσβεσης Σπινθήρων] Ηλεκ. Διάταξη μείωσης της διάρκειας των σπινθήρας σε διακόπτες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία χρησιμοποιεί ένα πηνίο που διαρρέεται από ρεύμα μετά το άνοιγμα του διακόπτη, ώστε το μαγνητικό πεδίο που παράγει να εμποδίζει τα φορτία να κινούνται μέσα από τον αέρα από τη μία στην άλλη επαφή του διακόπτη, Blowout M a g n e t [Μαγνήτης Απόσβεσης Σπινθήρας] Ηλεκ. Μαγνήτης που χρησιμοποιείται για την απόσβεση σπινθήρων κατά το άνοιγμα ενός διακόπτη. Μπορεί να είναι μόνιμος μαγνήτης ή ηλεκτρομαγνήτης. Blue W a t e r Gas [Υδαταέριο] Χημ. Μίγμα CO και Η? κυανού χρώματος που χρησιμοποιείται κατά τη βιομηχανική παρασκευή διαφόρων χημικών ενώσεων π.χ. υδρογόνου. Παράγεται κατά τη διέλευση υδρατμών πάνω από διάπυρους άνθρακες σε ειδικές αεριογόνες συσκευές Blue [Μπλε Χρώμα] Οτττικ. Τμήμα του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με μήκη κύματος από 455 nm έως και 492nm, το οποίο ο οφθαλμός του ανθρώπου το αντιλαμβάνεται ως οπτική ακτινοβολία μπλε χρώματος. Blue Annealing [Κυανή ανόπτηση] Φνα. Θερμική διεργασία για την διαμόρφωση μετάλλων που διεξάγεται σε ανοικτό καυστήρα σε ατμοσφαιρικό περιβάλλον οπότε ο σχηματισμός οξειδίων στην επιφάνεια προσδίδει στο μέταλλο κυανή απόχρωση. Blue Band [Κυανή ζώνη] Αστμον. Η υποκύανου χρώματος ταινία (μέχρι και του 60° παραλλήλου) που εμφανίζεται στους πόλους του Αρη εναλλάξ στα δύο ημισφαίρια κατά την άνοιξη και τις αρχές του θέρους, καθώς ελαττώνονται οι πολικοί πάγοι δηλ. οι λευκές κυ-

Blue Book

-228 -

κλικές κηλίδες από μίγμα πάγου και στερεού διοξειδίου του άνθρακα που τους καλύπτουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Blue Book [Μπλε βιβλίο] Επικοιν. Σειρά συστάσεων της Philips (που καθιερώθηκε σαν διεθνές πρότυπο) για CDE (Cd Extra, Cd, Plus). Blue Edge [Κύρια ακολουθία μηδενικής ηλικίας] Αστρον. Πρόκειται για την κύρια ακολουθίας μηδενικής ηλικίας ενός διαγράμματος Hertzsprung - Russell των αστέρων στην οποία τα αστέρια έχουν μέγιστη θερμοκρασία και φωτεινότητα. Blue Glow [Γαλάζια Λάμψη] Ηλεκ. Χαρακτηριστικού χρώματος ακτινοβολία που παράγεται σε λάμπες ατμών υδράργυρου. Blue Haze [Κυανά νέφη] Αστρον. Λευκά ή υποκύανα νέφη της ατμόσφαιρας του Αρη συνιστάμενα από σταγονίδια λεπτώς διαμερισμένου πάγου σε ύψος μέχρι 20 χλ.μ., που μεταβάλλουν σχήμα και διεύθυνση παρασυρόμενα από τους επικρατούντες ανέμους και κάνουν δυσδιάκριτα ή αόρατα τμήματα της επιφάνειας του. Blue Moon [Κυανή σελήνη] Αστρον. Φαινόμενο σπάνιο που αναφέρεται είτε στη δεύτερη πανσέληνο στον ίδιο ημερολογιακό μήνα (που συμβαίνει κατά μέσο όρο κάθε 2,7 χρόνια) είτε στον κυανό χρωματισμό της σελήνης λόγω σκέδασης των ερυθρών ακτίνων εκτός οπτικού πεδίου που συμβαίνει σποραδικά, όταν στην ατμόσφαιρα υπάρχει μεγάλη πυκνότητα σωματιδίων συγκεκριμένων διαστάσεων. Blue Of the Sky [Γαλάζιο Χρώμα του Ουρανού] Μετεωρ. Φαινόμενο χρώμα του ουρανού που οφείλεται στις σκεδάσεις τύπου Raylcigh της ηλιακής ακτινοβολίας από τα μόρια των αερίων της ατμόσφαιρας. II σκέδαση της ακτινοβολίας είναι ισχυρότερη για μικρά μήκη κύματος και έτσι οι ιώδεις και μπλε ακτινοβολίες απομακρύνεται από τις ακτίνες του ηλιακού φωτός και διαχέονται στην ατμόσφαιρα, δίνοντας το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα στον ουρανό. Blue Shift [Μετατόπιση Φασματικών Γραμμών προς το Γαλάζιο] Αστρον. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα του φαινομένου Doppler στις φασματικές γραμμές ενός αστεριού σύμφωνα με το οποίο, οι συχνότητες των ακτινοβολιών που εκπέμπει, μετρώνται μεγαλύτερες από ότι είναι (δηλαδή μετατοπισμένες σε μεγαλύτερες τιμές) λόγω της κίνησης του αστεριού προς τον παρατηρητή. Η μετατόπιση αυτή χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ταχύτητας κίνησης της πηγής ως προς τον παρατηρητή, ενώ σύμφωνα με τη θεωρία της γενικής σχετικότητας, μετατόπιση προς το μπλε μπορεί να προκαλούν και βαρυτικά, πεδία, όπως αυτό της Γης, καθώς τα φωτόνια πλησιάζουν σε αυτή και κερδίζουν ενέργεια. Blue S t a r [Κυανούς αστέρας] Αστρον. Αστέρες χρώματος λευκού, υποκύανου ή κυανού και μεγάλης φωτεινότητας που ανήκουν στους φασματικούς τύπους Ο, Β, Α και Ε της ταξινόμησης του Χάρβαρντ. Αποτελούν το 44% όλων των αστέρων με θερμοκρασία επιφάνειας ανώτερη των 8.000 βαθμών Κελσίου. Blue Stone [Γαλαζόπετρα] Χημ. Ένυδρος θειικός χαλκός κρυσταλλικής μορφής με τύπο CuS0 4 . 5Η 2 0 στη συνήθη θερμοκρασία που χρησιμοποιείται στη κατασκευή φυτοφαρμάκων (βορδιγάλλιος πολτός, βουργούνδιος πολτός κ.λ.π.) καθώς και στη μεταλλουργία. Blue Straggler S t a r [Κυανούς απομονωμένος αστέρας] Αστμον. Αστέρας κυανού χρώματος και μεγάλης φωτεινότητας που ανήκει σε συστροφή αστέρων και

παρίσταται κοντά και πάνω αριστερά από το σημείο στροφής της κύριας σειράς του διαγράμματος ταξινόμησης των αστέρων κατά Χέρτσεμπρουνγκ. Blue Vitriol [Γαλάζιο βιτριόλι] Χημ. Κοινή ονομασία της γαλάζιας κρυσταλλικής μορφής του ένυδρου θειικού χαλκού CuS0 4 . 5Η 2 0 σε αντιδιαστολή προς το πράσινο και το λευκό βιτριόλι. Blunting [Αμβλυνση] Μηχ. Η διαδικασία εξομάλυνσης μιας γωνίας ώστε να αποφευχθεί το σπάσιμο ή ξεφλούδισμά της Β Meson [Β Μεσόνιο] Πυμ.Φυσ. Στοιχειώδες σωματίδιο που λαμβάνει μέρος σε πυρηνικές αντιδράσεις. BNC Connector [Διάταξη σύνδεσης ομοαξονικών καλ,ωδίων] Ηλεκ. Πρόκειται για διάταξη μόνιμα συγκολ.λημένη στα άκρα ομοαξονικών καλωδίων, η οποία διευκολύνει τη σύνδεσή τους με άλλα καλώδια ή συσκευές. BNC Connector [Συνδετήρας BNC] Επικοιν. Ειδικός τύπος συνδετήρα για ομοαξονικά καλώδια σε δίκτυο Ethernet. Board [Πλακέτα] Πληρ. Η κάρτα τυπωμένου κυκλώματος, η οποία αποτελείται από ένα ταμπλό από μονωτικό υλακό, επιστρωμένο με χαλκό, και χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση των ηλεκτρονικών τμημάτων ενός υπολογιστή. Board [Σανίδα] Μηχ. Πλάκα από ξύλο της οποίας το πάχος είναι πολύ μικρότερο από τις άλλες δύο διαστάσεις. Board Foot [Κυβικό πόδι ανά μέτρο] Μηχ. Αγγλοσαξονική μονάδα μέτρησης ξυλείας που ισούται με τον όγκο μιας σανίδας επιφάνειας ενός τετραγωνικού ποδιού επί πάχος μιας ίντσας. Board M e a s u r e [Μέτρηση ανά πρότυπη σανίδα 1 Μηχ. Αγγλοσαξονικός τρόπος μέτρησης ξυλείας σε κυβικά πόδια/σανίδα. Boarding [Κάλυψη με σανίδες] Μηχ. II επικάλυψη μιας επιφάνειας με σανίδες, συνήθως πάτωμα. Boast [Σμιλεύο), διαμορφώνω] Πολ. Μηχ. II σμίλευση. διαμόρφωση των λίθων, δομικών ή διακοσμητικών, με τη βοήθεια κοπιδιού ώστε να αποκτήσουν το απαραίτητο σχήμα και μέγεθος. Boaster [Κοπίδι, σμίλη] Πολ. Μηχ. Είδος πεπλατυσμένου κοπιδιού λίθων. Boasting Chisel [Κοπίδι, σμίλη] Πολ. Μηχ. Είδος πεπλατυσμένου κοπιδιού για την διαμόρφωση των λίθων, δομικών ή διακοσμητικών. Boat Deck [Κατάστρωμα λέμβων] Ναυπηγ. Πλευρικό κατάστρωμα πλοίου, που συνήθως έχει επιστέγασμα, και χρησιμοποιείται για την εγκατάσταση των ναυαγοσωστικών και βοηθητικών λέμβων του πλοίου. Boat Fall [Ανυψωτής λέμβων] Ναυπηγ. Κατασκευή με δύο συμμετρικές τροχαλνίες και σχοινιά που χρησιμοποιείται για την ανύψωση στο κατάστρωμα και την εμβύθιση στην θάλασσα των λέμβων του καταστρώματος λέμβων. Boat Hook [Κοντάρι] Ναυπηγ. Μακρύ κοντάρι με γάντζο στο ένα άκρο του που χρησιμοποιείται για την απώθηση πλευρικών εμποδίων ή άλλων σκαφών ή την προσέ^ιση προβλητών ή διαφόρων αντικειμένων. Bobbin [Μπομπίνα - Βάση Περιέλαξης] Η/χκτρομαγν. Βάση περιέλιξης πηνίων κατασκευασμένη από μονωτικό υλικό. Bobbin 2 [Μπομπίνα, Κουβαρίστρα, Κύλινδρος Τύλιξης] Υλικ. Κυλινδρικής μορφής βάση, με καθορισμένα άκρα για την τύλιξη νημάτων ή υφασμάτων.

-229Bobbin C o r e [Βάση Περιέλιξης Μαγνητικού Πυρήνα] Η/εκτρομαγν. Κυλινδρικής μορφής βάση, για την περιέλιξη και στήριξη ταινίας μαγνητικού υλικού, το οποίο χρησιμοποιείται ως πυρήνας ηλεκτρομαγνήτη. Bobeck Effect [Φαινόμενο Bobeck] Φυα. Στερ. Κατ. Φαινόμενο στο οποίο οι μαγνητικές περιοχές ενός σιδηρομαγνητικού υλικού αποκτούν κυλινδρική μορφή και καλούνται μαγνητικές φυσαλίδες, όταν το υλικό παίρνει τη μορφή λεπτού υμενίου. BOD [Βιοχημικά Απαιτούμενο Οξυγόνο] Χημ. Αποτελεί μέτρο της ρύπανσης του νερού.—» Biochemical Oxygen Demand Bode's L a w [Νόμος του Μπόντε] Αστρον. Εμπειρικός μαθηματικός τύπος που δίνει κατά μεγάλη προσέγγιση την απόσταση των πλανητών και των ενδιάμεσων αστεροειδών από τον ήλιο με βάση τον αριθμό της θέσης τους στη σειρά αλληλοδιαδοχής τους. Η σχέση είναι D =0,4 + 0,3 Ν όπου D η απόσταση των πλανητών σε αστρονομικές μονάδες και Ν = 0,1,2,4,8,16,32 όπου 0 αντιστοιχεί στον Ερμή, 1 στην Αφροδίτη, 2 στην Γη κ.λ.π. Body [Σο')μα] Αερομηχ. 1. Η άτρακτος ενός αεροσκάφους ή το κύριο, μη αποσυνδεόμενο, μέρος ενός πυραύλου) 2. Ένα σώμα αεροδυναμικά σχεδιασμένο, πάνω στο οποίο ασκούνται δυνάμεις άνωσης, αντίστασης και πρόωσης. Body Axis [Αξονες Αναφοράς Σώματος] Αερομηχ. Έτσι καλούνται οι άξονες ενός ορθογωνίου συστήματος αναφοράς που ακολουθεί πλήρως τις κινήσεις ενός ιπτάμενου σώματος και δεν κινείται ως προς αυτό. Body B u r d e n [Ραδιενεργό Φορτίο Σώματος] Πυρ. Φυα. Μέγεθος που ισούται με την ποσότητα του ραδιενεργού υλικού που έχει απορροφηθεί και βρίσκεται στο σώμα ενός ανθρώπου. Body C a p a c i t a n c e [Χωρητικότητα σώματος - κυκλώματος] Ηλεκ. Μέγεθος σχετικό με την αλληλεπίδραση του ανθρώπινου σώματος με ένα ηλεκτρικό κύκλωμα και ισούται με την χωρητικότητα του πυκνωτή που σχηματίζεται από το ανθρώπινο σώμα και το κύκλωμα. Body Centered C r y s t a l Lattice [Κυβική Χωροκεντρωμένη Κρυσταλλικό Πλέγμα] Πρόκειται για κυβικό μοναδιαίο κελί, που περιέχει ένα κεντρικό άτομο σε επαφή με οκτώ γειτονικά, τα οποία βρίσκονται στις κορυφές του τετραέδρου. Σε δομή τέτοιου τύπου στερεοποιούνται συνήθως τα αλκάλια. Είναι γνωστή και με τα αρχικά BCC. Body Centered C u b i c P a c k i n g [Κυβική Χωροκεντρωμένη Διάταξη] Κρυσταλ. Είναι η διάταξη στο χώρο των ατόμων μιας ένωσης, σύμφωνα με το κρυσταλλικό πλέγμα BCC. —> Body Centered Crystal Lattice Body Force [Μαζική δύναμη] Μηχ. Μια δύναμη που ασκείται σε κάθε σημείο της μάζας ενός σώματος και προκύπτει από το δυναμικό ενός πεδίου, όπως η βαρύτητα της γης, μαγνητικά πεδία κλπ. Boersch Effect [Φαινόμενο Bocrsch] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο, η κατανομή των ταχυτήτων και των ενεργειών των ηλεκτρονίων, που εξέρχονται από τη θερμαινόμενη κάθοδο ενός καθοδικού σωλήνα, είναι διαφορετική από την κατανομή Maxwell - Bolizmman. Η διαφορά οφείλεται στο φορτίο χώρου που βρίσκεται γύρω από την κάθοδο και ασκεί δυνάμεις στα ηλεκτρόνια. Bohr Atom [Ατομικό Πρότυπο του Bohr] Ατομ. Φυσ. Πρόκειται για ένα πρότυπο σύστασης και αλληλεπί\χισης των ατόμων με την ακτινοβολία. Bohr

Bohr Theory

Theory Bohr - Breit W i g n c r T h e o r y [Θεωρία του Bohr Breit Wigncr] Πυρ. Φυσ. Θεωρητικό μοντέλο για τις πυρηνικές αντιδράσεις. Breit - Wigner Theory Bohr C o r r e s p o n d e n c e Principle [Αρχή της Αντιστοιχίας του Bohr] Φυσ. Αρχή σύμφωνα με την οποία, στο όριο των μεγάλων κβαντικών αριθμών, οι προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής για τη συμπεριφορά ενός φυσικού συστήματος θα ταυτίζονται με αυτές της κλασικής μηχανικής. Correspondence Principle Bohr F r e q u e n c y Condition [Συνθήκη Εκπομπής - Απορρόφησης Ακτινοβολίας του Bohr| Ατομ. Φυσ. Απαραίτητη συνθήκη για την απορρόφηση ή εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινο(5ολία από ένα άτομο σύμφωνα με την οποία, η ενέργεια του φωτονίου που εκπέμπεται ή απορροφάται από το άτομο πρέπει να ισούται με τη διαφορά ενέργειας των καταστάσεων μεταξύ των οποίων μεταβαίνει ένα ηλεκτρόνιό του. B o h r M a g n e t o n (μ Β ) [Μαγνητόνη του Bohr] Ατομ. Φυσ. Χαρακτηριστική ποσότητα μαγνητικής ροπής ενός ηλεκτρονίου, λόγω της στροφορμής ή της ιδιοστροφορμής του. Ισχύει ότι: μΒ=6χ/ι/2η\= 9.27* 10" 24 Axm 2 = 9.27*lO'^JxT" 1 όπου: e το απόλυτο φορτίου του ηλεκτρονίου, Λ=1ι/2π, h η σταθερά του Planck, n^ η μάζα ηρεμίας του ηλεκτρονίου και τα A, m, J, Τ δηλώνουν Αμπέρ, μέτρο, Joule και Tesla αντίστοιχα. Η πυρηνική μαγνητόνη του Bohr ορίζεται αντίστοιχα ως: μ Ν = ex/i/2m n = μυ/1836 = 5.05*lO^JxT 1 όπου: m,, η μάζα ηρεμίας του πρωτονίου. Bohr O r b i t [Τροχιά του Bohr] Ατομ. Φυσ. Επιτρεπτή τροχιά κίνησης ενός ηλεκτρονίου γύρω από τον πυρήνα, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Bohr. B o h r Radius [Ακτίνα του Bohr] Ατομ. Φυσ. Ακτίνα περιστροφής του ηλεκτρονίου στη βασική ενεργειακή στάθμη του ατόμου του υδρογόνου, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Bohr. Ισχύει ότι: Γβ=0.5292 E=0.5293 x l0' 1 0 m. Bohr S o m m e r f e l d T h e o r y [Ατομικό Πρότυπο των Bohr - Sommerfeld] Ατομ. Φυσ. Πρόκειται για επέκταση του ατομικού προτύπου του Bohr, με σκοπό την εξήγηση των ιδιοτήτων των φασμάτων ατόμων με πολλά ηλεκτρόνια. Σύμφωνα με αυτό, ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να εκτελεί, εκτός από κυκλικές, και ελλειπτικές τροχιές. Το πρότυπο αυτό είχε περιορισμένη επιτυχία. B o h r T h e o r y [Ατομική Θεωρία - Ατομικό Πρότυπο του Bohr] Ατομ. Φυσ. Θεωρητικό μοντέλο για τη δομή και αλληλεπίδραση του ατόμου με την ακτινοβολία. Στηρίζεται στις εξής παραδοχές: 1) Η κίνηση του ηλεκτρονίου γύρω από τον πυρήνα οφείλεται στην ελκτική ηλεκτρική δύναμη μεταξύ του ηλεκτρονίου και του πυρήνα, που παίζει το ρόλο της κεντρομόλου δύναμης. 2) Το ηλεκτρόνιο περιφέρεται σε συγκεκριμένες κυκλικές τροχιές, τις επιτρεπτές τροχιές, στις οποίες η στροφορμή του: L είναι πολλαπλάσια της ποσότητας: h=h/2π όπου h η σταθερά του Planck, δηλαδή: L=nΛ με η=1,2,3,4... ο κύριος κβαντικός αριθμός. 3) Το ηλεκτρόνιο απορροφά ή εκπέμπει ένα φωτόνιο καθώς μεταβαίνει μεταξύ δύο επιτρεπτών τροχιών. Το πρότυπο του Bohr υπήρξε η πρώτη προσπάθεια κβάντωσης των καταστάσεων του ηλεκτρονίου του ατόμου, εξήγηση της ευστάθειάς του και των φασμάτων εκπομπής - απορρόφησης ακτινοβολίας από αέρια. Προέβλεψε σωστά τα φάσματα του υδρογόνου, αλλά όχι άλλων ατόμων με πολλά ηλεκτρόνια και αντικαταστάθηκε από τις προβλέψεις της κβαντομηχανικής. Διατυπώθηκε

Bohr Van Leeuwcn Theorem

- 230 -

στις αρχές του 20 ου αιώνα. Bohr Van Leeuwcn T h e o r e m [Θεώρημα Bohr - Van Leeuwen] Φυσ. Θεώρημα απόρριψης των κλασσικών μαγνητικών αλληλεπιδράσεων, ως ικανές να εξηγήσουν τις μαγνητικές ιδιότητες της ύλης. II ισχύς των μαγνητικών διπολικών αλληλεπιδράσεων είναι εξαιρετικά μικρή σε σχέση με τις θερμικές διαταραχές, για να εξηγήσει μαγνητική τάξη πάνω από μερικούς βαθμούς Kclvin, η οποία όπως αποδείχτηκε, οφείλεται σε αλληλεπιδράσεις ανταλλαγής. -> Exchange Interactions Bohr Wheeler Theory Of Fission [Πυρηνικό Πρότυπ ο Υγρής Σταγόνας] Πυρ. Φυσ. Θεωρητικό μοντέλο για τον πυρήνα σύμφωνα με το οποίο, αυτός έχει σφαιρική μορφή, αποτελείται από ομοιόμορφα θετικά φορτισμένο πυρηνικό υλακό και η ευστάθειά του οφείλεται στις δυνάμεις επιφανειακής τάσης, σε αντιστοιχία με τις σταγόνες των υγρών. Η διάσπασή του πραγματοποιείται μετά από εξωτερική διέγερση και λόγω σημαντικών παραμορφώσεων, στις οποίες η απωστική ηλεκτρική δύναμη διασπά τον πυρήνα σε δύο τμήματα, με εκπομπή και άλλων σωματιδίων, όπως νετρονίων κ.λ. π. Boiler [Ατμογεννήτρια ή Βραστήρας] Χημ. Μηχ. Είναι συσκευή πίεσης, όπου εισάγεται νερό, το οποίο θερμαίνεται και εξέρχεται ως θερμό υγρό, που χρήσιμοποιείται σε θερμάνσεις ή ως ατμός υψηλής πίεσης, που χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. Boiler Air H e a t e r [Εναλλάκτης Θερμότητας] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για συσκευή που χρησιμοποιείται σε μια μονάδα παραγωγής ατμού, με σκοπό την ανακύκλωση θερμότητας από τα προϊόντα καύσης στο φούρνο. Boiler Capacity [Δυναμικότητα Ατμογεννήτριας] Χημ. Μηχ. Εκφράζεται ως η ποσότητα του ατμού, σε μονάδες μάζας ανά χρόνο, που παράγονται από μια ατμογεννήτρια. Boiler Casing [Επένδυση λέβητα] Μηχ.Μηχ. Εξωτερική επένδυση του κύριου σώματος ενός λέβητα, δηλαδή του δοχείου, για παράδειγμα του δοχείου ενός ηλιόθερμου, η οποία συνήθως είναι σε πρώτη φάση ένα μαλακό θερμομονωτικό υλακό και σε δεύτερη, εξωτερικά. μία επένδυση από ανοξείδωτο μέταλλο. Boiler Circulation [Κυκλοφορία λέβητα] Μηχ. Μηχ. Κυκλοφορία νερού και ατμού σε συστοιχίες σωλήνων ανόδου προς το τύμπανο (δεξαμενή νερού) μέσα στον ατμοπαραγωγό λέβητα, η οποία είτε οφείλεται στην διαφορά πίεσης στο κλειστό κύκλωμα κυκλοφορίας (λέβητες φυσικής κυκλοφορίας) ή δημιουργείται με την χρήση αντλιών (λέβητες τεχνητής κυκλοφορίας). Boiler Cleaning [Καθαρισμός Ατμογεννήτριας] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία που ακολουθείται για την απομάκρυνση επικαθήσεων από τις εσωτερικές επιφάνειες μιας ατμογεννήτριας. Ο καθαρισμός μπορεί να γίνει με μηχανικά μέσα ή με προσθήκη χημικών ουσιών και έχει ως στόχο την αύξηση της απόδοσης λειτουργίας του. Boiler Code [Κώδικας λεβήτων] Τεχνολ. Μία σειρά προτύπων σύμφωνα με τα οποία πρέπει να κατασκευάζονται οι λέβητες για επιτυχή, αποδοτική και ασφαλή λειτουργία, όπως συγκεκριμένα μεγέθη και διαστάσεις, πρότυπη ονοματολογία, ελάχιστες προδιαγραφές απόδόσης και διατάξεις/διαδικασίες για την εκτέλεση δοκιμών. Boilcr Compositions [Συστατικά Ατμογεννήτριας] Χημ. Μηχ. -» Boiler Compound

Boiler C o m p o u n d [Συστατικά ΑτμογεννήτριαςΙ Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει τις χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα στο νερό τροφοδοσίας μιας ατμογεννήτριας. Στόχος της χρήσης τέτοιων ουσιών είναι η αποφυγή διάβρωσης και σχηματισμού επικαθήσεων στις μεταλλικές επιφάνειες, και η παραγωγή ατμού χωρίς προσμίξεις ακαθαρσιών. Συνήθως, χρησιμοποιείται άνυδρο ανθρακικό νάτριο ή ενώσεις του βαρίου ή ακόμη και οργανική ύλη. Boiler Controls [Χειριστήρια λέβητα] Μηχ. Μηχ. Συσκευές με τις οποίες ελέγχονται και διατηρούνται σε τιμές προδιαγραφών τα χαρακτηριστικά λειτουργίας και παραγωγής θερμότητας του λέβητα, ώστε να δίνει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Boiler D r a f t [Ρεύμα λέβητα] Μηχ. Μηχ. Π διαφορά πίεσης με τον περιβάλλοντα χώρο που δημιουργείται λόγω υποπίεσης στον κλίβανο του λέβητα ή στους αυλούς κυκλοφορίας του εργαζόμενου μέσου, Boiler Economizer [Οικονομητήρας λέβητα] Μηχ. Μηχ. Προθερμαντήρας νερού που χρησιμοποιεί την απομένουσα θερμότητα των καυσαερίων μετά την εναλλαγή της θερμότητας τους με το εργαζόμενο μέσο στους σωλήνες θέρμανσης και υπερθέρμανσης. Προθερμαίνει το νερό σε θερμοκρασία ως και 30 βαθμούς μικρότερη από την θερμοκρασία κορεσμού στην πίεση λειτουργίας και έτσι αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης του ατμοπαραγωγού. Boiler Efficiency [Απόδοση Ατμογεννήτριαςί Χημ. Μηχ. Ορίζεται από το λόγο της ενέργειας που παράγεται προς τη θερμότητα που παρέχεται στην ατμογεννήτρια από το καύσιμο. Συνήθης περιοχή τιμών της απόδόσης είναι 60-90%. Boiler Feed W a t e r [Νερό τροφοδοσίας ατμογεννήτριας] Χημ. Μηχ. Δηλώνει το νερό που τροφοδοτείται σε μια ατμογεννήτρια, για να μετατραπεί σε ατμό. Συνήθως, περιέχει και συμπύκνωμα από μέρος του παραγόμενού ατμού, εκτός από φρέσκο, ειδικά επεξεργασμένο νερό. Boiler Feedwater [Μονάδα Παροχής Νερού] Μηχ. Διάταξη τροφοδοσίας νερού σε βραστήρα, Boiler Feedwater Regulation [Ρύθμιση Παροχής Νερού] Μηχ. I Ιαροχή νερού σε βραστήρα σε ποσότητες ίσες με αυτές τις οποίες μετατρέπε.ι σε ατμό, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η ποσότητα του υγρού, Boiler Fuel [Καύσιμο Βραστήρα] Υλικ. Κάθε είδους καύσιμο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή θερμότητας σε ένα βραστήρα. Μπορεί να είναι κοκ, πετρέλαιο θέρμανσης, φυσικό αέριο, κ.λ.π. Boiler F u r n a c e [Κλίβανος Βραστήρα] Μηχ. Έτσι καλείται ο χώρος καύσης ενός βραστήρα, στον οποίο καίγεται το καύσιμο και παράγεται η απαραίτητη θερμότητα. Boiler Heat Balance [Ισοζύγιο Θερμότητας σε ατμογεννήτρια] Χημ. Μηχ. Είναι η εξίσωση υπολογισμού των θερμικών απωλειών κατά τη λειτουργία μιας γεννήτριας, με βάση την προσδιδόμενη στο σύστημα θερμικτή ενέργεια και την παρεχόμενη από το σύστημα χρήσιμη θερμότητα. Boiler Horsepower [Ιπποδύναμη Ατμογίΐννήτριας] Χημ. Μηχ. Εκφράζεται ως ρυθμός εξάτμισης συγκεκριμένης ποσότητας νερού, υπό σταθερή θερμοκρασία, Συμβολίζεται ως bhp. Boiler Hydrostatic Test [Υδροστατική δοκιμή λέβητα] Μηχ. Μηχ. Δοκιμή αντοχής ενός λέβητα σε συνθήκες πίεσης μεγαλύτερης κατά 50% από την πίεση λει-

- 231 τουργίας. Πρακτική που εφαρμόζεται από τους κατασκευαστές ώστε το προϊόν να πληροί τις κατασκευαστικές του προδιαγραφές πρίν διατεθεί προς χρήση. Boiler Pressure [Πίεση λειτουργίας ατμογεννήτριαςί Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στην πίεση ατμού που παράγει μια ατμογεννήτρια. Οι τιμές που λαμβάνει μπορεί να είναι από ατμοσφαιρική, όταν ο ατμός χρησιμοποιείται για θέρμανση, έως 10' N/m2. όταν προορίζεται για διεργασίες υψηλής πίεσης. Boiler Scale [Επικαθήσεις σε ατμογεννήτρια) Χημ. Μηχ. Πρόκειται για σχηματισμούς χημικών ουσιών, κυρίως αλάτων, στις εσωτερικές επιφάνειες μιας ατμογεννήτριας, οι οποίες έρχονται σε επαφή με το νερό. Συνήθως είναι θειικά άλατα του ασβεστίου ή του πυριτίου. Αποτέλεσμα του σχηματισμού επικαθήσεων είναι η υπερθέρμανση των μεταλλικών επιφανειών και η μείωση της απόδοσης λειτουργίας. Boiler S u p e r h e a t e r [Υπερθερμαντήρας λέβητα) Μηχ. Μηχ. Διάταξη σωληνώσεων που τοποθετούνται σε διάφορα σημεία των σωλήνων καυσαερίων και όπου ο κορεσμένος ατμός υπερθερμαίνεται. Ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του υπερθερμαντήρα παρεμβάλλονται ψύκτες που ρυθμίζουν την θερμοκρασία του ατμού. Boiler T u b e [Σωλήνας λέβητα] Μηχ. Μηχ. Σωλήνας στον οποίο είτε κυκλοφορεί το εργαζόμενο μέσο στον λέβητα, δηλαδή νερό, είτε κυκλοφορεί το μίγμα των καυσαερίων που παράγονται στην εστία καύσης. Boiler Walls [Τοιχώματα λέβητα] Μηχ. Μηχ. Τα τοιχώματα του κλιβάνου ενός λέβητα, κατασκευασμένα από υλικό πολύ μεγάλης αντοχής σε υψηλές θερμοκρασίες. Boiler W a t e r [Νερό λέβητα] Μηχ. Μηχ. Το νερό που κυκλοφορεί ως εργαζόμενο μέσο στον λέβητα και κατά την διάρκεια της ροής του στους αυλούς θερμαίνεται από τα προϊόντα της καύσης στον κλίβανο μέχρι την φάση παραγωγής υπέρθερμου ατμού. Boiling [Βρασμόςΐ Φυσ. Χημ. Είναι η διαδικασία μετατροπής ενός υγρού σε αέριο, με σχηματισμό φυσαλίδων. Ο βρασμός λαμβάνει χώρα όταν η θερμοκρασία φθάσει σε μια τιμή, ή περιοχή τιμών, όπου η τάση ατμών του υγρού ισούται με την ατμοσφαιρική πίεση. Boiling Point |Σημείο Ζέσεως] Φοσ. Χημ. Συμβολίζεται ως BP και είναι η θερμοκρασία στην οποία η τάση ατμών ενός υγρού ισούται με την εξωτερική, ατμοσφαιρική πίεση. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία φυσαλίδων στο υγρό. Η θερμοκρασία παραμένει σταθερή μέχρι να εξατμισθεί όλο το υγρό. Επειδή το σημείο ζέσεως εξαρτάται από την εξωτερική πίεση, συνήθως αναφέρεται σε πρότυπη ατμοσφαιρική πίεση, ίση με 760 mmHg. Boiling Point Composition Diagram [Διάγραμμα θερμοκρασίας - σύστασης) Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στο διάγραμμα μεταβολής του σημείου ζέσεως ενός μίγματος, ως προς τη σύσταση του μίγματος, σε σταθερή πίεση. Αποτελείται από δύο καμπύλες. Η χαμηλότερη παριστάνει τα σημεία ζέσεως του υγρού μίγματος και η ανώτερη τα σημεία δρόσου των ατμών. Αν δεν υπάρχουν αποκλίσεις από το νόμο του Raoult, τότε οι δύο καμπύλες συμπίπτουν. Boiling Point Elevation [Ανύψωση Σημείου Βρασμού] Φυσ. Πρόκειται για την ανύψωση της θερμοκρασίας βρασμού ενός διαλύματος, σε σχέση με την θερμοκρασία βρασμού του διαλύτη, σε σταθερή εξωτε. κή πίεση, που προκαλείται από τη διαλυμένη ουσία. Boding Range [Περιοχή Σημείων Ζέσεως] Φνσ. Χημ.

B o r n-OppenheimerA p p r o x i m a t i o n

Ορίζεται ως η θερμοκρασιακή περιοχή, στην οποία διαρκεί η αναλυτική απόσταξη μιας υγρής ουσίας. Boiling W a t e r Reactor (BWR) [Αντιδραστήρας Ατμού - Βρασμού Ύδατος) Τεχνολ. Πρόκειται για παλαιού τύπου πυρηνικούς αντιδραστήρες στους οποίους το μέσο απαγωγής και μεταφοράς θερμότητας από την καρδιά του αντιδραστήρα στον στρόβιλο είναι το νερό (Π 2 0), το οποίο επιτρέπεται να μετατραπεί και σε ατμό. Bolide [Βολίδα] Αστρον. Λαμπρό σφαιρικό μετεωρικό σωματίδιο,μεγάλο)ν σχετικά διαστάσεων, κοσμικής προέλασης που εισερχόμενο στη γήινη ατμόσφαιρα διατρέχει τον ουρανό ταχύτατα αφήνοντας πίσω του φωτεινή ουρά πριν διασπαστεί, συχνά με κρότο, εκτοξεύοντας διάττοντες αστέρες προς όλες τις διευθύνσεις. Bollard [Δέστρα αποβάθρας) ΙΙολ. Μηχ. Ειδικός κοντός στύλος στην προκυμαία λιμανιού για να δένουν τα πλοία. Bolograph [Βολογράφημα] Μηχ. Γραφική παράσταση των ιδιοτήτων της ακτινοβολίας μίας πηγής, π.χ. της έντασής της, καθώς μεταβάλλεται το μήκος κύματος της μετρούμενης περιοχής. Οι μετρήσεις των ιδιοτήτων της ακτινοβολίας γίνονται με βολόμετρα. Bolometer [Βολόμετρο - θερμικός ανιχνευτής ακτινοβολίας] Μηχ. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της έντασης της ακτινοβολίας μιας πηγής, σε περιοχές του φάσματος της. Η λειτουργία του βασίζεται στη μεταβολή της αντίστασης ενός στοιχείου το οποίο θερμαίνεται καθώς προσπίπτει σε αυτό η ακτινοβολία. Bolometric Correction [Διόρθωση Βολομετρικών Μετρήσεων] Αστμον. Πρόκειται για τη διόρθωση που πρέπει να γίνει στις μετρήσεις της έντασης μίας ακτινοβολίας από ένα βολόμετρο, ώστε οι μετρήσεις του να συμβαδίζουν με την οπτική φωτεινότητα της πηγής. Bolometric Magnitude [Οπτικό Μέγεθος Βολομετρικών Μετρήσεων] Αστρον. Οπτικό μέγεθος ενός αστέρα υπολογισμένο από βολομετρικές μετρήσεις της ολικής έντασης της ακτινοβολίας που εκπέμπει. Bolometric Neutrino Detection [Βολομετρική Ανίχνευση Νετρίνων] Αστρον. Μέθοδος που βασίζεται στα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων νετρίνων χαμηλών ενεργειών με πυρήνες ή ηλεκτρόνια κρυστάλλων χαμηλής θερμοκρασίας, με σκοπό την ανίχνευσή τους. Bolt [Κοχλίας] Μηχ. Κυλινδρική ράβδος με σπείρωμα κατά το ένα μέρος του μήκους της και πεπλατυσμένο κεφάλι στο άλλο άκρο της. Χρησιμοποιείται για συνδέσεις. Bolt Sleeve [Εξωτερικός δακτύλιος κοχλία] Πολ. Μηχ. Ένας κενός δακτύλιος στο σώμα του σκυροδέματος μιας κατασκευής στο οποίο τοποθετείται ο κοχλίας. Bolted J o i n t [Κόμβος κοχλίωσης] Μηχ. Σημείο ένωσης δύο στοιχείων (κόμβος) με την χρήση κοχλιών και περικοχλίων. Bolting [Κοχλίωση] Μηχ. Η τεχνική ένωσης κυρίως μεταλλικών στοιχείων με την χρήση κοχλιών. Boltzmann Constant (Σταθερά του Boltzmann k] Φνσ. Φυσική σταθερά που χρησιμοποιείται στην στατιστική περιγραφή ενός μακροσκοπικού φυσικού συστήματος. Ισούται και με το λόγο της παγκόσμιας σταθεράς των αερίων R προς τον αριθμό του Avogadro ΝΑ: k = R/NA = 1.38066* 10"23 J χΚ"1 = 8.61735* 10"5 cVxK"1. Boltzmann Distribution [Κατανομή Boltzmann] Φνσ. Εξίσωση κατανομής της πιθανότητας εύρεσης του μορίου ενός κλασικού αερίου, σε ισορροπία, σε συγκε-

Boltzniann Engine

-232-

κριμένη στοιχειώδη περιοχή του φασικού χώρου του, δηλαδή του γενικευμένου χώρου ορμής και θέσης του. Ισχύει ότι: f(p,r) = A*exp(-E/kT) όπου f(p,r) η πυκνότητα πιθανότητας εύρεσης του στο σημείο (p,r) του φασικού χώρου, Α σταθερά εξαρτώμενη από την απόλυτη θερμοκρασία Τ, Ε η ενέργεια του μορίου και k η σταθερά του Boltzmann. Σε άλλη απλούστερη μορφή μας δίνει την συγκέντρωση: n των σωματιδίων με ενέργεια Ε: n=noXexp(-E/kT). Boltzmann Engine [Θερμική μηχανή του Boltzmann j Φυσ. Ειδική θερμική μηχανή που χρησιμοποιεί την θερμότητα που απορροφάται από ένα μέλαν σώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τον Boltzman για την εξαγωγή του νόμου Stefan - Boltzmann για το μέλαν σώμα. (Βλέπε Blackbody Radiation) Boltzmann E n t r o p y Hypothesis [Υπόθεση της Εντροπίας του Boltzmann] Φυσ. Υποθετική σχέση της εντροπίας S ενός συστήματος που βρίσκεται σε μια κατάσταση με την πιθανότητα εύρεσής του σε αυτήν ρ(Ε, V). Ισχύει: S=-k*ln(p(E,V)) με k την σταθερά Boltzmann. Boltzmann F a c t o r [Παράγοντας Boltzmann] Φνσ. Πολλαπλασιαστικός παράγοντας: exp(-E/kT) της συνολικής πιθανότητας εύρεσης ενός στατιστικού συστήματος ομοίων ατόμων, σε ισορροπία, θερμοκρασίας Τ σε διεγερμένη κατάσταση με ενέργεια Ε. Ο παράγοντας αυτός εκφράζει την επίδραση των τυχαίων θερμικών μεταβολών ενός συστήματος στην κατάσταση ισορροπίας του, ενώ k είναι η σταθερά του Boltzmann. Boltzmann h T h e o r e m [Θεώρημα h Boltzman] Φοσ. Θεμελιώδες θεώρημα της στατιστικής σύμφωνα με το οποίο, η στατιστική κατανομή ενός αερίου σε θερμοδυναμική ισορροπία (κατανομή Maxwell - Boltzman) έχει τη μέγιστη δυνατή εντροπία και συμβαίνουν μόνο ελάχιστες, ασήμαντες μεταβολές γύρω από αυτήν. Επιπλέον οι μεταβολές της κατάστασης του αερίου συμβαίνουν έτσι ώστε να μη μειώνεται η εντροπία του. Boltzmann Statistics [Στατιστική Bolizmann] Φνσ. Πρόκειται για την στατιστική κατανομή των όμοιων τμημάτων ενός κλασικού συστήματος στις διάφορες ενεργειακές καταστάσεις τους. Και οι κατανομές Fermi Dirac, Einstein-Bose των κβαντικών συστημάτων μετατρέπονται στην στατιστική Boltzmann για συστήματα πολύ μικρής πυκνότητας - με πολύ μικρούς αριθμούς κατάληψης των ενεργειακών καταστάσεων. Boltzmann T r a n s p o r t Equation [Εξίσωση Μεταφοράς του Boltzmannl Φυσ. Πρόκειται για εξίσωση μεταφοράς μορίων κλασικού αερίου, το οποίο δεν είναι σε κατάσταση ισορροπίας. Περιγράφει τη μεταβολή της πιθανότητας εύρεσης των μορίων σε έναν όγκο, λαμβάνοντας υπόψη συγκρούσεις μεταξύ των μορίων και δυνάμεις που δέχονται από εξωτερικά πεδία. Στηρίζεται στην εφαρμογή διατήρησης του πλήθους των σωματιδίων. Boltzmann Vlasov Equations [Εξισώσεις Boltzmann - Vlasov] Φνσ. Εξισώσεις περιγραφής της κατάστασης του πλάσματος, όταν η μέση ελεύθερη διαδρομή των ηλεκτρονίων του είναι πολύ μεγαλύτερη από τις διαστάσεις του χώρου στο οποίο είναι εγκλεισμένο. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Bolzano T h e o r e m [Θεώρημα Bolzano] Μαθημ. Το θεώρημα, το οποίο αναφέρει ότι μια πραγματική συνάρτηση ορισμένη και συνεχής σε ένα κλειστό διάστημα, με τιμές στα άκρα του κλειστού διαστήματος ετερόση-

μες τότε υπάρχει ένα τουλάχιστον εσωτερικό σημείο του κλειστού αυτού διαστήματος που είναι ρίζα της συνάρτησης. Bolzano VVeicrstrass Theorem [Θεώρημα BolzanoWeierstrass] Μαθημ. To θεώρημα, το οποίο αναφέρει ότι κάθε φραγμένο υποσύνολο των πραγματικών αριθμών με άπειρο πλήθος σημείων έχει ένα τουλάχιστον σημείο συσσώρευσης στο σύνολο των πραγματικών αριθμών. Διαφοροποιεί το σύνολα των πραγματικών αριθμών και το σύνολο των μιγαδικών αριθμών. Bolzano's Theorem [Θεώρημα Bolzano] Μαθημ. Το θεώρημα, το οποίο αναφέρει ότι μια πραγματική συνάρτηση ορισμένη και συνεχής σε ένα κλειστό διάστημα, με τιμές στα άκρα του κλειστού διαστήματος ετερόσημες τότε υπάρχει ένα τουλάχιστον εσωτερικό σημείο του κλειστού αυτού διαστήματος που είναι ρίζα της συνάρτηση. Bomb Shelter [Καταφύγιο από εκρήξεις] Πολ. Μηχ. Μια ανθεκτική, υπόγεια συνήθως, κατασκευή που σκοπό έχει να προστατεύει τους ανθρώπους κατά την διάρκεια πολεμικών περιόδων και εκρήξεων βομβο')ν. B o m b a r d 1 [Βομβαρδισμός] Γεν. Επίθεση σε προκαθορισμένο στόχο χρησιμοποιο>ντας βόμβες ή πυραύλους. B o m b a r d 2 [Βομβαρδισμός] Πυρ. Φυσ. Η κατευθυνόμενη κίνηση ενός ρεύματος σωματιδίων οιασδήποτε φύσεως, π.χ. σωμάτια α, β, νετρόνια κ.λ.π., προς ένα στόλο. B o m b a r d m e n t [Βομβαρδισμός] —> Bombard Bonb Albedo [Φωταύγεια Σφαιρικού Σώματος] Οπτικ. Έτσι καλείται το ποσοστό του προσπίπτοντος φωτός σε ένα σφαιρικό σώμα, το οποίο ανακλάται. Bonbcd NR Diode [Δίοδος Αρνητικής Δυναμικής Αντίστασης] Ηλεκ. Πρόκειται για επαφή ημιαγωγών τύπου η^ η οποία παρουσιάζει αρνητική δυναμική αντίσταση (δηλαδή: ΔΙ—Δν/R^ όπου ΔΙ η μεταβολή του ρεύματος και Δ ν η μεταβολή της τάσης) λόγω του ότι, η κίνηση των φορέων γίνεται μέσω του φαινομένου χιονοστιβάδας. -> Avalanche Breakdown Bonbing Wire [Γραμμή εξίσωσης δυναμικού] Ηλεκ. Έτσι αναφέρεται μια ηλεκτρική γραμμή - καλώδιο στην οποία συνδέονται πολλά μεταλλικά αντικείμενα - συσκευές ώστε να αποκτούν κοινό δυναμικό συνήθως αυτό της Γης. Bond [Δεσμός] Χημ. Αναφέρεται στο χημικό δεσμό και ορίζεται ως σύνδεση ατόμων με ανάπτυξη ηλεκτροστατικών δυνάμεων, που προκύπτουν από την κατανομή των ηλεκτρονίων γύρω από τους πυρήνες. Bond Angle [Γωνία Δεσμού] Χημ. Ονομάζεται και γωνία σθένους. Είναι η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ δύο δεσμών που συγκρατούν πυρήνες γειτονικών ατόμων. Bond Clay [Συνδετήρια άργιλος] Υλικ. Είδος αργίλου με αυξημένη αντοχή που χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό. Bond Coat [Στρώμα συνδετικού υλικού] Πολ. Μηχ. Μια στρώση συνδετικού υλικού που σκοπό έχει να βελτιοόσει τις συνθήκες ένωσης του προϋπάρχοντος σώματος με μετέπειτα στρώσεις διαφόρων υλικών. Χρησιμοποιείται είτε σε ενδιάμεσες επιφάνειες (πχ. κατά την πλήρωση κενών με σκυρόδεμα σε επισκευές κτηρίων) είτε σε εξωτερικές όταν ακολουθεί σοβάς, ασβέστης, χρώμα κτλ. Bond Course [Σειρά συνδετήριων λίθων, κεφαλόδεσμων] Πολ. Μηχ. Μια σειρά από κεφαλόδεσμους που συνδέουν το πάχος ενός τοίχου από φέρουσα τοίχο-

- 233 ποιία. Bond Dissociation Energy (Ενέργεια Διάσπασης Δεσμού] Χημ. Πρόκειται για τη μεταβολή της ενθαλπίας που παρατηρείται κατά τη διάσπαση ενός συγκεκριμένου χημικού δεσμού. Bond Distance [Μήκος Δεσμού] Χημ. —> Bond Length Bond Energy [Ενέργεια Δεσμού] Χημ. Ορίζεται ως το μέσο ποσό ενέργειας, ανά γραμμομόριο, που απαιτείται για τη διάσπαση ενός δεσμού του μορίου σε άτομα ή ρίζες. Λαμβάνεται ως μέσος όρος των ενεργειών διάσπασης του συγκεκριμένου δεσμού, όπως έχουν μετρηθεί σε διαφορετικά μόρια. Bond H e a d e r [Κεφαλόδεσμος, συνδετήρια πέτρα] Πολ. Μηχ. Μια δομική πέτρα με σχετικά μεγάλο μήκος που τοποθετείται κάθετα σε τοίχους από φέρουσα τοιχοποιία για να δένει, ενοποιεί τον τοίχο, να αυξάνει την ακαμψία του και να μεταφέρονται έτσι πιο ομοιόμορφα τα φορτία. Bond Length [Μήκος Δεσμού] Χημ. Αναφέρεται στην απόσταση μεταξύ δύο γειτονικών ατόμων, που συνδέονται μεταξύ τους σε ένα μόριο. Χρησιμοποιείται κυρίως για ενώσεις που περιέχουν ομοιοπολικούς δεσμούς. Bond Line F o r m u l a [Τύπος με γραμμές δεσμών] Οργ. Χημ. Πρόκειται για σχηματική απεικόνιση οργανικών μορίων, όπου οι δεσμοί μεταξύ των ατόμων παριστάνονται με γραμμές, οι κορυφές των γραμμών αντιπροσωπεύουν τα άτομα άνθρακα, ενώ τα άτομα του υδρογόνου παραλείπονται. Οποιοδήποτε άλλο στοιχείο παριστάνεται με το χημικό του σύμβολο. Bond N u m b e r [Αριθμός Bond] Ρενστ. Είναι αδιάστατος αριθμός, που χρησιμοποιείται στη μελέτη φαινομένων διφασικής ροής υγρού αερίου. Βασίζεται στη διαφορά των πυκνοτήτων των δύο ρευστών, στη μεταξύ τους επιφανειακή τάση και σε μια διάμετρο, χαρακτηριστική της εκάστοτε γεωμετρίας. Αποτελεί το πηλίκο της δύναμης βαρύτητας προς τη δύναμη επιφανειακής τάσης. Χρησιμοποιείται σε μελέτη διατάξεως ψεκασμών. Bond Stone [Συνδετήρια πέτρα] Πολ. Μηχ. .Μια δομική πέτρα με σχετικά μεγάλο μήκος που τοποθετείται κάθετα σε τοίχους από φέρουσα τοιχοποιία για να δένει τον τοίχο. Έχει την ίδια λειτουργική σκοπιμότητα με τον κεφαλόδεσμο (bond header) αλλά μικρότερο μήκος και μπορεί να μην καλύπτει όλο το πάχος του τοίχου. Bond Strength 1 [Ισχύς Δεσμού] Χημ. Πρόκειται για μέγεθος που εκφράζει το πόσο ισχυρός είναι ένας χημικός δεσμός μεταξύ ατόμων. Ισούται με την ενέργεια που πρέπει δώσουμε σε ένα mole της ουσίας για να σπάσει ο δεσμός αυτός. Bond S t r e n g t h 1 [Ισχύς Συγκόλλησης] Μηχ. Μέγεθος που εκφράζει το πόσο ισχυρά συγκολλημένες είναι δύο επιφάνειες, με τη βοήθεια συγκολλητικής ουσίας. Ισούται με τη δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας που χρειάζεται για να αποκολληθούν οι επιφάνειες αυτές. Bond T i m b e r [Ξύλινη συνδετήρια δοκός] Πολ. Μηχ. Ξύλινη δοκός που τοποθετείται στο εσωτερικό ενός τοίχου κατά την κατασκευή του με σκοπό να στηρίζει και να κρατά στην σωστή θέση τα δομικά στοιχεία τούβλα, πέτρες) όσο ακόμα το συνδετικό κονίαμα δεν έχει λάβει επαρκή αντοχή. Χρησιμοποιείται κατά την κατασκευή κτηρίων από φέρουσα τοιχοποιία. Bonder [Συνδετήρια πέτρα] Πολ. Μηχ. Δομική πέτρα -ου τοποθετείται κατά το πάχος του τοίχου, δηλαδή

Born - Oppenheimer Approximation

κάθετα στην όψη.· Bond Stone Bonding Agent [Συνδετικό υλικό] Επιστ. Υλ. Οποιαδήποτε χημική ουσία ή υλικό χρησιμοποιείται για την ένωση δύο στοιχείων, (κόλλα, κονίαμα, ρητίνες κλπ) Bonding Electron [Δεσμικό ηλεκτρόνιο] Χημ. Είναι το ηλεκτρόνιο που ανήκει στο δεσμικό μοριακό τροχιακό. Το ηλεκτρόνιο αυτό είναι κοινό των δύο ατόμων του μορίου. Bonding Strength [Αντοχή σύνδεσης, ένωσης] Μηχ. Η αντοχή σύνδεσης δύο στοιχείων με οποιοδήποτε συνδετικό υλικό ή τεχνική όταν αυτά υπόκεινται σε φορτία που μεταφέρονται μέσω της σύνδεσης. Bonding Wire [Γραμμή Εξίσωσης Δυναμικού] Ηλεκ. Έτσι αναφέρεται μια ηλεκτρική γραμμή, στην οποία συνδέονται πολλά μεταλλικά αντικείμενα ή συσκευές, ώστε να αποκτούν κοινό δυναμικό, συνήθως αυτό της Γης. Bone Ash [Οστεϊκή τέφρα] Χημ. Τέφρα λευκού χρώματος, αποτελούμενη κυρίως από φωσφορικό ασβέστιο και μικρότερες ποσότητες ανθρακικού αβεστίου και φωσφορικού μαγνησίου, που λαμβάνεται κατά τη θέρμανση, παρουσία αέρα, οστών ζώων σε υψηλή θερμοκρασία. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή λιπασμάτων, καθαριστικών ή λειαντικών μέσων για μέταλλα και κεραμικά προϊόντα κ.λ.π. Bone Black [Μέλαν οστών ή οστεάνθρακας] Χημ. Ανθρακας που παράγεται κατά την απανθράκωση οστών ζώων (που προηγουμένως απολιπαίνονται με εκχύλιση και θραύονται) σε αεροστεγείς κλιβάνους ξηράς απόσταξης. Χρησιμοποιείται ως μαύρη χρωστική και ως αποχρωστικό απορροφητικό μέσο. Bone Oil [Οστεόλιπος] Χημ. Έλαιο παραγόμενο με απόψυξη του οστεολίπους που λαμβάνεται κατά την εκχύλιση με οργανικό διαλυτικό μέσο των κονιοποιημένων οστών των ζο')ων. Χρησιμοποιείται ως λιπαντικό μηχανών, δερμάτων κ.λ.π. Bone Seeker [Κυνηγοί, εισβολείς οστών] Πυρ. Φυσ. Έτσι καλείται τα ραδιενεργά στοιχεία, π.χ. το *'Sr, τα οποίο όταν εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα, λόγω των παραπλήσιων χημικών ιδιοτήτων με το ασβέστιο, συγκεντρώνεται στα οστά. Bononian [Βονόνιο] Γεωλ.. Η γεωλογική περίοδος, η οποία αντιστοιχεί στο ανώτερο στρώμα της Ιουρασικής γεωλογικής περιόδου. Book Capacitor [Μεταβλητός Πυκνωτής τύπου Βιβλίου] Η/χκ. Πρόκειται για μεταβλητό πυκνωτή, οι δύο οπλισμοί του οποίου είναι συνδεδεμένοι μέσω ενός άξονα στη μια πλευρά τους. Καθώς οι οπλισμοί περιστρέφονται μηχανικά, μεταβάλλεται η γωνία που σχηματίζουν τα επίπεδά τους και μεταβάλλεται η χωρητικότητα. B o o k m a r k [Δείκτης σημείωσης] Πλημ. Μνημόνευση και ανάκληση για εκτέλεση κατά βούληση μίας επιτυχημένης διαδικασίας ή σειράς εντολών από τον χρήστη ενός υπολογιστή Boolean Algebra 1 [Αλγεβρα Boole] Μαθημ. II αλγεβρική δομή (Κ, λ,ν), όπου Κ ένα σύνολο, λ,ν δύο διμελείς εσωτερικοί νόμοι και ένας μονομελής νόμος, με τις εξής ιδιότητες: προσεταιριστική των λ,ν, αντιμεταθετική των λ,ν, επιμεριστική του ενός εκ των νόμωνΛ, ν, ως προς τον άλλο, υπάρχουν ουδέτερα στοιχεία ως προς και τους δυο νόμους (το ουδέτερο του Λ, καλείται μηδέν (0) της άλ.γεβρας Boole και του ν καλείται μονάδα (1)), ο μονομελής νόμος Α—*Α', όπου Α ένα στοιχείο της άλγεβρας Boole, έχει τις ιδιότητες:

Boolean Algebra 2

-234-

ΑΛΑ'=0 και AvA'=l (To Α' καλείται συμπλήρωμα του Α). Την άλγεβρα Boole πρώτος την εισήγαγε ο Αγγλος μαθηματικός George Boole στο βιβλίο του "Laws of Thought" το 1854 και έχει εφαρμογές κυρίως στην προτασιακή λογική και στη θεωρία κυκλωμάτων και διακοπτών. Boolean Algebra 2 [Αλγεβρα Boole] Πληρ. Το σύστημα κανόνων και αλγεβρικών πράξείον, η οποία προέκυψε από την ανάγκη περιγραφής με εξισώσεις των λογικών λειτουργιών κατά τη σχεδίαση και την απλοποίηση των κυκλωμάτων. Διαθέτει τρεις βασικές λογικές πράξεις: AND (και), OR (ή), NOT (άρνηση ή συμπλήρωμα) και οι μεταβλητές της συμβολίζονται συνήθως με τα γράμματα Α, Β, κλπ., δέχονται δυο τιμές και δηλώνονται με τα ψηφία 0 και 1. Boolean Calculus [Μαθηματικά Boolean] Μαθημ. Τα μαθηματικά της συμβολικής λογικής που βασίζονται στην άλγεβρα Boolean όπου κάθε κατάσταση ή πράξη παίρνει δύο μόνο τιμές, και επιπλέον περιλαμβάνουν την μεταβλητή του χρόνου. Boolean Data Type [Τύπος δεδομένων Boole] Πλημ. Ο τύπος δεδομένων, ο οποίος μπορεί να πάρει μόνο δύο δυνατές τιμές. Είναι γνωστός και ως λογικός τύπος δεδομένων. Boolean Function [Συνάρτηση Boolel Μαθημ. Η συνάρτηση ν μεταβλητών f(x,, X2,...,XV), η οποία αντιστοιχίζει κάθε ν-άδα (xj, x 2 ,...,x v )e Κ , όπου Κ ένα σύνολο της άλγεβρας Boole, σε ένα στοιχείο του Κ, δηλαδή f:KxKx..xK-*K και ορίζεται με τη βοήθεια των τριών νόμων της άλγεβρας Boole. Μπορεί να δ(όσει 2ν τιμές, οι οποίες συνήθως συνοψίζονται σε έναν πίνακα Boole.Π.χ. η συνάρτηση δυο μεταβλητών f(a,b)=aAb. Boolean Operation Table [Πίνακας αλήθειας] Μαθημ. Πίνακας που περιλαμβάνει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς τιμο')ν των μεταβλητών μιας λογικής πράξης της άλγεβρας Boolean και την αντίστοιχη τιμή της για κάθε συνδυασμό τιμών των μεταβλητών. Boolean O p e r a t o r [Σύνδεσμος Boolean] Μαθημ. Ο σύνδεσμος (τελεστής) που συνδέει τα στοιχεία των λογικών προτάσεων που εξετάζονται στην άλγεβρα του Boole. Boolean Ring [Δακτύλιος Boole] Μαθημ. Ο δακτύλιος με δυο εσωτερικούς νόμους λ,ν, ο οποίος είναι αντιμεταθετικός και μοναδιαίος ως προς τους δυο αυτούς νόμους και κάθε στοιχείο α του δακτυλίου είναι αδύναμο, δηλαδή ισχύει ότι αΛα=0 (το ουδέτερο στοιχείο του Λ) και ανα=α. Boolean Search [Αναζήτηση Boole] Πληρ. Η διαδικασία αναζήτησης δεδομένων βάση συγκεκριμένων συνθηκών εκφρασμένων με τη βοήθεια τα)ν τελεστών της άλγεβρας Boole: AND, OR, NOT,τις οποίες πρέπει να ικανοποιούν τα δεδομένα αυτά. Boolean M a t r i x [Μήτρα Boole] Μαθημ. Ο ορθογώνιος πίνακας, στον οποίο περιέχονται οι δυνατές τιμές που μπορεί να δώσει μια συνάρτηση Boole. Booster Engine [Βοηθητική Προωθητική Μηχανή] Μηχ. Πρόκειται για προωθητική - ενισχυτική μηχανή, η οποία δρα προσθετικά στην κύρια μηχανή προώθησης, λειτουργώντας σε περιόδους που απαιτείται αυξημένη ώθηση, όπως στην απογείωση ενός πυραύλου. Booster Fan [Ενισχυτικός ανεμιστήρας] Μηχ. Μηχ. Βοηθητικός ανεμιστήρας που τοποθετείται σε σειρά για επιπλέον αύξηση της συμπίεσης του αέρα, ή παράλληλα για αύξηση της παροχής του. Booster P u m p [Ενισχυτική αντλία] Μηχ. Μηχ. Αντλία

σε σύστημα σωληνώσεων που χρησιμοποιείται για την αύξηση της πίεσης του ρέοντος ρευστού όταν χρειάζεται. Booster Rocket [Βοηθητικός Προωθητικός Πύραυλος] Μηχ. Πρόκειται για δευτερεύοντα προωθητικό πύραυλο, που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της κύριας διάταξης παραγωγής ώθησης ενός πυραύλου, στις φάσεις μίας πτήσης όπου υπάρχει αυξημένη απαίτηση για ώθηση. Boot [Εκκινώ] Πλημ. Προετοιμάζω και οργανώνω την λειτουργία ενός υπολογιστή "φορτώνοντας" το λειτουργικό του σύστημα. Ο όρος αναφέρεται συνήθως, σε μικροϋπολογιστές. Για να τεθεί σε λειτουργία ο υπολογιστής "φορτώνεται" αυτόματα ένα "προκαταρκτικό" πρόγραμμα που υπάρχει από τον κατασκευαστή σε μια ειδική μνήμη μόνο για ανάγνωση (PROM) και ανιχνεύει αν υπάρχει στο σύστημα σκληρός δίσκος που να περιέχει λειτουργικό σύστημα ή δισκέτα συστήματος στη συσκευή δίσκου. Η εκκίνηση του υπολογιστή χωρίζεται σε ψυχρή και θερμή. Boot Button [Πλήκτρο εκκίνησης] Ιίληρ. Το πρώτο πλήκτρο, το οποίο πατιέται αμέσως μετά μόλις τεθεί σε λειτουργία ο υπολογιστής, έστι ώστε να "φορτωθεί" το λειτουργικό του σύστημα στην κύρια μνήμη. Boot Disk [Δίσκος εκκίνησης] Πληρ. Ο δίσκος, ο οποίος χρησιμοποιείται για την διευθέτηση της σύνδεσης των μονάδων ενός υπολογιστή, όταν τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά ή επανακινείται. Περιλαμβάνει αρχεία σύνθεσης και μερικές φορές το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή. Bootes [Βοώτης] Αστρον. Αστερισμός του Β. ημισφαιρίου αποτελούμενος από 91 ορατούς με γυμνό οφθαλμό αστέρες μεγέθους 1 έως 6 με λαμπρότερο τον Αρκτούρο. Σύμβολο Boo. Bootstrap [Εκκινώ / Εκκινητής] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο "φορτώνει" εντολές και συμβάλλει έτσι στη διαδικασία εκκίνησης του υπολογιστή. Πρόκειται για ένα "προκαταρκτικό" πρόγραμμα που υπάρχει από τον κατασκευαστή σε μια ειδική μνήμη του υπολογιστή μόνο για ανάγνωση (PROM) και ανιχνεύει αν υπάρχει στο σύστημα σκληρός δίσκος που να περιέχει λειτουργικό σύστημα ώστε να τεθεί ο υπολογιστής σε λειτουργία ή αν υπάρχει δισκέτα συστήματος στη συσκευή δίσκου. Βλέπε και Boot Bootstrap Button [Πλήκτρο εκκίνησης 1 Πληρ.· Boot Button. Bootstrap L o a d e r [Αρχικός φορτωτής] Πληρ. Το περιορισμένης έκτασης πρόγραμμα, το οποίο αποτελείται από απλές εντολές και χρησιμοποιείται για την φόρτωση άλλων προγραμμάτων μεγαλύτερης έκτασης ή του λειτουργικού συστήματος, στην κύρια μνήμη του υπολογιστή και τοποθετείται συνήθως σε μια μνήμη μόνο για ανάγνωση. Bootstrap M e m o r y [Μνήμη εκκίνησης] Πληρ. Ο χώρος της κύριας μνήμης, στον οποίο τοποθετείται ο εκκινητής (bootstrap). Bootstrap Protocol [Πρωτόκολλο Bootstrap] Επικοιν. Πρωτόκολλο που χρησιμοποιεί επιπλέον IP πληροφορία για την εγκατάσταση του. BootstrapTechnique [Τεχνική εκκίνησης] Πληρ. Η διαδικασία ανεξάρτητης εκκίνησης του υπολογιστή, δηλαδή διαθέτει τη δυνατότητα να τεθεί από μόνος του σε λειτουργία χωρίς την επέμβαση του χρήστη. Β Q u a r k [β quark] Π\ψ. Φησ. Πρόκειται για ένα από τα έξη κουάρκ. Bottom Quark

- 235 B o r a n e [Βοράνιο] Avopy. Χημ. Αναφέρεται σε δυαδικές ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τα υδρογονίδια του βορίου. Είναι πτητικές, δραστικές ουσίες, που οξειδώνονται στον αέρα προς βορικύ οξύ και νερό. Σχηματίζονται με επίδραση οξέος σε βορίδιο του μαγνησίου. Η δομή τους δεν μπορεί να περιγραφεί με το συμβατικό μοντέλο ομοιοπολικού δεσμού. Το απλούστερο βοράνιο είναι το διβοράνιο, Β 2 Η 6 . Borate [Βορικός] Avopy. Χημ. Περιλαμβάνει τα άλατα και τους εστέρες του βορικού οξέος. Τα περισσότερα παράγωγα του βορικού οξέος είναι ανόργανα πολυμερή με δακτυλίους, αλυσίδες ή άλλα πλέγματα, που περιέχουν την ομάδα Β 0 3 ή την BOJCOH). Μπορούν να παρασκευασθούν με σύντηξη βορικού οξέος και οξειδίων μετάλλων. Borate M i n e r a l [Βορικά ορυκτά] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για σημαντική κατηγορία ορυκτών, που περιέχει άλατα του βορικού οξέος, από τα οποία λαμβάνεται το βόριο. Οι μεγαλύτερες ποσότητες βορίου λαμβάνονται από το βόρακα, Na 2 B 4 0 7 -4H 2 0. Borax [Βόραξ] Χημ. Ένυδρο τετραβορικό δινάτριο B 4 07Na 2 . 1 0 ΐ ΐ 2 0 που λαμβάνεται κυρίως από τα βορικά μεταλλεύματα του κερνίτη (Καλιφόρνια) και του Τινκάλ (Θιβέτ). Είναι άχρωμη στερεά ουσία, διαλυτή στο νερό, με ευρύτατη χρήση στην υαλουργία, στην κεραμική, στην μεταλλουργία, στην ιατρική ως ελαφρό αντισηπτικό κ.λ.π. Borax Bead Test [Ελεγχος με μαργαρίτη βόρακα] Χημ. Μέθοδος της ποιοτικής χημικής ανάλυσης για την ανίχνευση μεταλλικών οξειδίων. Βασίζεται στην κοινή τήξη μαργαρίτη βόρακα και της υπό έρευνα ουσίας και τον χρωματισμό του βόρακα ανάλογα με τα χημικά στοιχεία. Borax Glass [Υολώδης βόραξ] Χημ. Διαφανής, άχρωμη, σκληρή άμορφη μάζα που λαμβάνεται με θέρμανση και τήξη του βόρακα. Χρησιμοποιείται στην υαλουργία για την αύξηση της λαμπρότητας και της ανθεκτικότητας στις μεταβολές θερμοκρασίας της υάλου καθώς και στην υάλωση κεραμικών για τη διαύγαση και το χρωματισμό τους. B o r d e a u x M i x t u r e ΙΒορδιγάλλιος πολτός] Χημ. Μίγμα χρώματος κυανού και κανονικά χημικά ουδέτερο που παρασκευάζεται από προσθήκη διαλύματος θειικού χαλκού σε ομοιόμορφο γαλακτώδες διάλυμα ασβέστου. Χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση του περονόσπορου των φυτών, κυρίως της αμπέλου. Bore D i a m e t e r [Διαμέτρημα] Μηχ. Η εσωτερική διάμετρος του σωλήνα όπλου ή πυροβόλου. Borel M e a s u r a b l e F u n c t i o n [Μετρήσιμη συνάρτηση Borel] Μαθημ. .Η συνάρτηση Γ: Χ—>Υ, όπου Χ ένας μετρήσιμος χώρος, Β η κλάση των συνόλων Borel του Χ και Υ ένας τυπολογικός χώρος, όταν για κάθε ανοικτό σύνολο A c Υ το f *(Α) είναι σύνολο Borel. Borel M e a s u r e [Μέτρο Borel] Μαθημ.. Το μέτρο, το οποίο είναι ορισμένο στην κλάση όλων των συνόλων Borel ενός τοπολογικού χώρου και πρόκειται για ένα μη πλήρες μέτρο, δηλαδή η κλάση του περιλαμβάνει ανοικτά υποσύνολα πεπερασμένου μέτρου. Borel Set [Σύνολο Borel] Μαθημ.. Ένα στοιχείο της σάλ.γεβρας Borel -» Borel Sigma Algebra Borel Sigma Algebra [Σ-Αλγεβρα Borel] Μαθημ.. Η ελάχιστη σ-άλγεβρα, η οποία περιέχει όλα τα ανοικτά σύνολα ενός μετρικού ή γενικότερα τοπολογικού χώρου Ω. Αν ο τοπολογικός χώρος Ω είναι η επεκταμένη ευθεία των πραγματικών αριθμών, τότε μπορεί να ορι-

Born - Oppenheimer Approximation

στεί ως η σ-άλ,γεβρα που παράγεται από όλα τα ανοικτά διαστήματα (α, β), όπου τα α, β ανήκουν στον Ω. Boric Acid [Βορικό Οξύ] Avopy. Χημ. Είναι το τριβασικό, ασθενές οξύ, Η 3 Β0 3 . Πρόκειται για λευκή ή άχρωμη στερεή κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, σημείου τήξεως 169 °C. Παράγεται από τα άλατά του ή με υδρόλυση χλωριδίων του βορίου. Με θέρμανση μετατρέπεται σε μεταβορικό οξύ, ΗΒΟΪ. Χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό, ιδιαίτερα για τα μάτια. Βρίσκει ακόμα εφαρμογές στην παρασκευή υάλου, συγκολλητικών ουσιών, εκρηκτικών, αλλά και ως συντηρητικό τροφίμων. Boric Acid Ester [Βορικός Εστέρας] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε εστέρες που σχηματίζονται με επίδραση αλκοόλης σε βορικό οξύ. Boric Oxide [Οξείδιο του Βορίου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι B 2 0.v Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 460 °C και με ασθενείς όξινες ιδιότητες. Σχηματίζεται με θέρμανση βορικού ή μεταβορικού οξέος. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση άλλων ενώσεων του βορίου. Boride [Βορίδιο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε ενώσεις του βορίου με διάφορα μέταλλα. Έχουν υψηλό σημείο τήξεα)ς και τιμές αγωγιμότητας συγκρίσιμες με αυτές των μετάλλων. Σχηματίζονται με θέρμανση των δύο στοιχείων σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 2000 °C ή με αναγωγική θέρμανση μίγματος οξειδίων του μετάλλου και του βορίου. Είναι ανθεκτικά υλικά και βρίσκουν πολλές βιομηχανικές εφαρμογές. B o r m a n Effect [Φαινόμενο Borman] Πυρ. Φυσ. Χαρακτηριστικό φαινόμενο ασθενούς διέλευσης μιας δέσμης ακτίνων Χ από ένα μονοκρύσταλλο, όταν η διεύθυνση πρόσπτωσής της είναι τέτοια ώστε να ισχύει ο νόμος του Bragg και να περιθλάται από αυτόν. Born A p p r o x i m a t i o n [Προσέγγιση του Born] Φυσ. Στη μελέτη φαινομένων σκέδασης σωματιδίων, καλείται η διαδικασία διαδοχικών προσεγγίσεων της διαταραχής που προκαλεί το δυναμικό σκέδασης στις ελεύθερες καταστάσεις των σωματιδίων, με σκοπό τον υπολογισμό διαφορικών ενεργών διατομών. B o r n - H a b e r Cycle [Κύκλος του Born - Habcr] Φνσ. Στερ. Κατ. Πειραματική τεχνική υπολογισμού της ενέργειας συνοχής ενός ιονικού κρυστάλλου. Born - M a d e l u n g Model [Μοντέλο Born - MadelungJ ΦΌ(Τ. Στερ. Κατ. Πρόκειται για θεωρητικό μοντέλο υπολογισμού της ενέργειας συνοχής και της συμπιεστότητας ενός ιοντικού κρυστάλλου, από τις ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιόντων και τις πλεγματικές σταθερές του κρυστάλλου. Born - M a y e r E q u a t i o n [Εξίσωση Born - Mayer] Φυσ. Στερ. Κατ. Σε έναν ιοντικό κρύσταλλο, θεωρείται ότι εκτός των ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ιόντων υπάρχει και μια επιπλέον ενέργεια από την απωθητική δύναμη μεταξύ των ηλεκτρονικών νεφών δύο γειτονικών ιόντων. Με βάση αυτή την παραδοχή, εξάγεται η εξίσωση υπολογισμού της ενέργειας συνοχής. Born - O p p e n h e i m e r A p p r o x i m a t i o n [Προσέγγιση Born - Oppenheimer] Κβαντ. Μηχ. Προσεγγιστική παραδοχή για την επίλυση της κυματικής εξίσωσης Schrodingcr και εύρεση της κυματοσυνάρτησης των ηλεκτρονίων ενός συστήματος ιόντων - ατόμων. Σύμφωνα με αυτήν, η ενέργεια των ηλεκτρονίων εξαρτάται μόνο από την απόσταση των ιόντων - ατόμων και όχι από την ενέργειά τους. -> Adiabatic Approximation

Born - O p p e n h e i m e r Method

- 236-

Born - O p p e n h e i m e r Method [Προσεγγιστική Μέθοδος Born - Oppenheimer| Κβαντ. Μηχ. Μέθοδος υπολογισμού των σταθερών των αλληλεπιδράσεων μεταξύ ιόντων - ατόμων, σύμφωνα με την οποία, λόγω της υψηλής ταχύτητας των ηλεκτρονίων, η κατανομή του ηλεκτρονικού νέφους γύρω από αυτά διαμορφώνεται ακαριαία, ανεξάρτητα της κίνησής τους και ανάλογα με την απόστασή τους. Στην πράξη, το πρόβλημα της κίνησης των ηλεκτρονίοον και των πυρήνων μελετάται σα να είναι ανεξάρτητα και διαφορετικά φαινόμενα. —> Adiabatic Approximation Born - Von K a r m a n Theory [Θεωρία του Born & Von Karman j Φνσ. Στερ. Κατασ. Θεωρία υπολογισμού της ειδικής θερμότητας αντίστοιχη της θεωρίας του Debye στην οποία χρησιμοποιείται το φάσμα των συλλογικών ταλαντώσεων ακουστικού τύπου των σωματιδίων. Borneol [Βορνεόλη ή βορνεοκαμφορά] Χημ. Αλκοόλη της ομάδας των δικυκλικών βερπενίων με τύπο QoHpOH, που βρίσκεται υπό τρεις μορφές. Είναι ένωση κρυσταλλική με μορφή παρόμοια της καμφοράς, αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Με οξείδωσή της μετατρέπεται σε καμφορά ενώ ορισμένοι εστέρες της χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία και στην ιατρική. Boron [Βόριο] Ανόμγ. Χημ. Συμβολίζεται με Β. Είναι αμέταλλο χημικό στοιχείο, της ομάδας Ι1ΙΑ του περιοδικού πίνακα. Έχει ατομικό αριθμό 5, ατομικό βάρος 10,811, σημείο ζέσεως 2550 °C και σημείο τήξεως 2300 °C. Πρόκειται για στερεό, με σκούρο καστανό χρώμα, που λαμβάνεται από ορυκτά άλατα του βορικού οξέος. Υπάρχει σε πολλές αλλοτροπικές μορφές. Το κρυσταλλικό βόριο είναι πολύ αδρανές και προσβάλλεται μόνο από θερμά και πυκνά διαλύματα οξειδωτικών ουσιών και λαμβάνεται με αναγωγή στην αέρια φάση του χλωριούχου βορίου. Το άμορφο είναι λιγότερο αδρανές και λαμβάνεται με αναγωγή οξειδίου του βορίου. Boron -10 [Βόριο 10Β] Πυρ.Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του βορίου που παρουσιάζει ισχυρή απορρόφηση θερμικών νετρονίων και χρησιμοποιείται για προστασία ενός χώρου από αυτά (π.χ. ενός θαλάμου μετρητή Geiger) ή σαν υλικό ράβδου για τον έλεγχο της λειτουργίας πυρηνικών αντιδραστήρων. Έχει μαζικό αριθμό ίσο με 10. Boron Alloy [Κράμα Βορίου] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε κράματα του βορίου με διάφορα μέταλλα, τα οποία εμφανίζουν ανθεκτικότητα σε υψηλή θερμοκρασία. Boron C a r b i d e [Καρβίδιο του Βορίου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για χημική ένωση του βορίου με άνθρακα, τη B4C. Είναι μαύρη, στερεή ουσία, με σημείο τήξεως 2350 °C και σημείο ζέσεως μεγαλύτερο από 3500°C. Λαμβάνεται με επίδραση οξειδίου του βορίου σε στερεό άνθρακα. Είναι πολύ σκληρό υλικό και πολύ ανθεκτικό σε χημικά αντιδραστήρια. Boron C h a m p e r [Θάλαμος Ιονισμού με Βόριο] Πυρ. Φυσ. Θάλαμος μελέτης στοιχειωδών σωματιδίων τα οποία, όταν διέρχονται από αυτόν προκαλούν ιονισμό. Περιέχει ενώσεις του βορίου ως υλικό ιονισμού. Boron C o u n t e r T u b e [Σωλήνας μέτρησης Βορίου] Πυρ.Φυσ. Θάλαμος ιονισμού που περιέχει ενώσεις του βορίου και χρησιμοποιείται για την ανίχνευση και μέτρηση των θερμικών νετρονίων που διέρχονται από αυτόν. Boron Fluoride [Φθοριούχο Βόριο] Ανόργ. Χημ. Είναι

αέρια ένωση, με χημικό τύπο BF3 και σημείο ζέσεως 101 °C και χαρακτηριστική οσμή. Λαμβάνεται με αντίδραση οξειδίου του βορίου και φθοριούχου ασβεστίου, παρουσία θειικού οξέος. Έχει όξινες ιδιότητες και χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε αλκυλιώσεις, πολυμερισμούς, κλπ. Boron Hydride [Υδρίδιο του Βορίου] Ανόργ. Χημ. Αποτελεί κατηγορία ενώσεων του βορίου, που ονομάζονται βοράνια. —> Borane Boron Nitride [Νιτρίδιο του Βορίου] Ανόμγ. Χημ. Είναι η ένωση ΒΝ, με μοριακό βάρος 24,82 και σημείο τήξεως 3000 °C. Είναι λευκή, στερεή ουσία, αδιάλυτη στο νερό. Σχηματίζεται με θέρμανση του οξειδίου του βορίου σε 800 °C, παρουσία οξέος και αζώτου ή αμμωνίας. Παρουσιάζει υψηλή τιμή ηλεκτρικής αντίστασης και είναι πολύ ανθεκτικό στη θέρμανση και σε χημικά αντιδραστήρια. Boron Thermopile [Θερμοστοιχείο Βορίου] Πυρ. Φυ<τ. Στοιχείο μετατροπής θερμότητας σε ηλεκτρική τάση, το οποίο χρησιμοποιεί ενώσεις βορίου για την απορρόφηση θερμικών νετρονίων και τη Οέρμανσή του. Η τάση που παράγεται είναι ανάλογη της ροής των νετρονίων από αυτό. Boron Trichloride [Χλωριούχο Βόριο] Ανόμγ. Χημ. Είναι το BC13, με μοριακό βάρος 117,17, σημείο ζέσεως 12,5 °C και σημείο τήξειος -107 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, που σχηματίζεται με αντίδραση χλωρίου και βορίου σε υψηλή θερμοκρασία. Βιομηχανικά παράγεται με εξώθερμη χλωρίωση καρβιδίου του βορίου σε 700 °C και κλασματική απόσταξη του προϊόντος. Με μεταλλικά υδρίδια δίνει βοράνια. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης, στην παραγωγή καθαρού βορίου και στη βιομηχανία ηλεκτρονικών. Boron T r i f l u o r i d e [Τριφθοριούχο Βόριο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για την ένωση BF3. —» Boron Fluoride Boron Trihalides [Αλογονούχο Βόριο] Ανόμγ. Χημ. Περιλαμβάνει τις ενώσεις του τρισθενούς βορίου με άτομα αλογόνου. Είναι οι BF3, BCI3, ΒΒΓ3, και Bl·*. B o r r o w [Δάνειο όγκου χωμάτων] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για ποσότητα, όγκο εκχωμάτων που μεταφέρεται από μια περιοχή εκσκαφής (οπού υπάρχει πλεόνασμα) σε μια περιοχή επιχωμάτωσης (οπού υπάρχει έλλειμμα). Λόγω της διαφορετικής συμπύκνωσης (μικρότερης) του υλικού στην νέα θέση τοποθέτησης πρέπει να ληφθεί υπόψη ένας μειωτικός συντελεστής επιπλήσματος για τον υπολογισμό του απαιτούμενου όγκου χωμάτων. B o r r o w Pit [Σημείο δανεισμού, ανάληψης χωμάτων] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για μια περιοχή εκσκαφών κατά τις εργασίες χωματισμών από την οποία γίνεται ανάληψη όγκου χώματος για την τοποθέτηση τους σε περιοχές επιχωμάτωσης. Borscht Function [Λειτουργία Borschl] Επικοιν. Αρκτικόλεξο 7 στοιχειωδών και συνηθισμένων πια επικοινωνιακών (και σχετικών) λειτουργιών για ένα μηχάνημα (Battery, Overvoltagc, Ringing, Supervision, Coding, Hybrid, Testing) δηλαδή (Μπαταρία ρολ^ογιού, προστασία υπερφόρτωσης, ηχητικό σήμα, αυτοέλεγχος, δυνατότητα κωδικοποίησης, Υβριδικό (αναλογικό - ψηφιακό) και έλεγχος). Bort [Μπορτ] Γεωλ. Ποικιλία μαύρου αδάμαντα που λόγω υψηλών ξένων προσμίξεων και άλλων ατελειών. Δε χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος αλλά ως λειαντικό ή κοπτικό μέσο λόγω της εξαιρετικής σκληρότητας του π.χ. στη διατρητική αιχμή των γεωτρυπάνων κ.

-237 λ.π. Bosanquet's Law [Νόμος της Μαγνητο αντίσταση ς του BosanquetJ Ηλεκτρομαγν. Το πηλίκο της μαγνητεγερτικής δύναμης Fm που διαρρέει ένα κύκλωμα προς τη μαγνητική ροή Φ είναι σταθερό και ισούται με την μαγνητοαντίσταση R του κυκλώματος: R=Fn/. Bosch Process [Μέθοδος παρασκευής Μπος] Χημ. Βιομηχανική μέθοδος παρασκευής υδρογόνου κατά την οποία λαμβάνεται υδαταέριο (μίγμα υδρογόνου και μονοξειδίου του άνθρακα) κατά τη διέλευση υδρατμού υπεράνω διάπυρων ανθράκων σε αεριογόνο συσκευή το οποίο, στη συνέχεια, αναμιγνυόμενο με υδρατμό διοχετεύεται εν θερμώ υπεράνω καταλύτη οπότε το μονοξείδιο μετατρέπεται σε διοξείδιο απομακρυνόμενο δια εκπλύσεως υπό πίεση και αφήνοντας ως υπόλειμμα καθαρό υδρογόνο. Bose Distribution [Στατιστική Κατανομή του Bose] Φυσ. Συνάρτηση κατανομής όμοιων σωματιδίων στις δυνατές καταστάσεις τους. -» Bose - Einstein Distribution Bose Einstein Condensation [Συμπύκνωση Bose Einstein] Φιχτ. Φαινόμενο ισοδύναμο με μια μετατροπή φάσης πρώτης τάξης, που παρουσιάζεται σε συστήματα σωματιδίων τα οποία ακολουθούν την στατιστική Bose - Einstein και το πλήθος τους διατηρείται. Κατά το φαινόμενο αυτό, από μια θερμοκρασία Tc και κάτω, η στάθμη ελάχιστης ενέργειας καταλαμβάνεται από σημαντικό ποσοστό των σωματιδίων. Χαρακτηριστικό σύστημα, στο οποίο συμβαίνει το φαινόμενο αυτό, είναι το 4 He με θερμοκρασία μετατροπής Tc=3.14K. Bose Einstein Condensation [Συμπύκνωση Bose Einstein] Φνσ. Φαινόμενο ισοδύναμο με μια μετατροπή φάσης πρώτης τάξης. Παρουσιάζεται σε συστήματα σωματιδίων που ακολουθούν την στατιστική Bose Einstein και το πλήθος τους διατηρείται. Κατά το φαινόμενο αυτό από μια θερμοκρασία T c και κάτω η στάθμη ελάχιστης ενέργειας καταλαμβάνεται από σημαντικό ποσοστό των σωματιδίων. Χαρακτηριστικό σύστημα στο οποίο συμβαίνει το φαινόμενο αυτό είναι το 4 He με θερμοκρασία μετατροπής T C = 3 . 1 4 K . Bose Einstein Distribution [Κατανομή Bose Einstein] Φσσ. Συνάρτηση κατανομής όμοιων σωματιδίων με ακέραιο spin και συμμετρικές κυματοσυναρτήσεις στις διάφορες ενεργειακές καταστάσεις τους. Σε κάθε κατάσταση είναι δυνατόν να βρίσκονται περισσότερα από ένα σωμάτια. Bose Einstein Statistics [Κατανομή Bose - Einstein] Φοσ. Στατιστική κατανομή ενός συστήματος από όμοια σωματίδια στις δυνατές ενεργειακές τους καταστάσεις. Σε κάθε κατάσταση μπορούν να βρίσκονται περισσότερα από ένα σωματίδια. Bose Gas [Αέριο Μποζονίων] Φυσ. Πρόκειται για ένα φυσικό σύστημα από όμοια σωματίδια που αλληλεπιδρούν ελάχιστα μεταξύ τους και ικανοποιούν την κατανομή Bose - Einstein. Boson [Μποζόνιο] Φυσ. Χαρακτηρισμός ενός σωματιδίου το οποίο ακολουθεί την κατανομή Bose Einstein. Όσα σωματίδια ή ψευδοσωματίδια έχουν ακέραιο spin ακολουθούν την κατανομή αυτή ,όπως τα φωτόνια, φωνόνια, 4 He κ.λ,π. Bottle T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο Φιάλης] Μηχ. Ειδική συσκευή που μετράει την θερμοκρασία του αέρα. Το κύριο θερμοηλεκτρικό στοιχείο είναι τοποθετημένο μέσα σε φιάλη, όπου γίνεται η όλη διεργασία μέτρησης της αέριας θερμοκρασίας. Αυτό το γεγονός έδωσε και

Boule

το όνομα στην αναφερόμενη συσκευή. Bottled Gas [Εμφιαλωμένο αέριο] Χημ. Αέριο π.χ. μίγμα προπανίου-βουτανίου, βουτάνιο κ.λ.π. που υγροποιούμενο υπό πίεση αποθηκεύεται σε φιάλες για οικιακή χρήση. Bottleneck Analysis [Ανάλυση καθυστέρησης μεταφοράς δεδομένων] Πλημ. Η μελέτη και η ανάπτυξη μεθόδων για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση καθυστερήσεων λόγω του μεγάλου όγκου των δεδομένων κατά τη διαδικασία της μεταφοράς τους. Bottom [Βάση] Πλημ. Το τέλος ενός αρχείου δεδομένων ή προγραμμάτων. Bottom Q u a r k O r Beauty quark [Βάση quark] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για ένα από τα έξη κουάρκ, έχει φορτίο -l/3e (c το απόλυτο φορτίο του ηλεκτρονίου), μάζα περίπου 4.7GeV/c 2 , παραξενιά (strangeness) και γοητεία (charm) και χαρακτηρίζεται από ένα καινούργιο κβαντικό αριθμό, αυτόν της ομορφιάς (beauty). Είναι συστατικό των αδρονίων και των μεσονίων. Bottom Steam | Γυμνός Ατμός] Χημ. Μηχ. Ονομάζεται ο ατμός που τροφοδοτείται στον πυθμένα μιας αποστακτικής στήλης, όταν δεν χρησιμοποιείται ο συνήθης αναβραστήρας. Ο ατμός έρχεται σε άμεση επαφή με το αποσταζόμενο μίγμα μέσα στη στήλη και χρησιμοποιείται κυρίως, όταν το μη πτητικό συστατικό του μίγματος είναι νερό. Bottom Up Analysis [Ανάλυση από το "ειδικό στο γενικό", από το "μέρος στο όλον"] Πλ,ηρ. Η διαδικασία περιγραφής, σχεδίασης και ανάπτυξης ενός υπολογιστικού συστήματος ξεκινώντας από τη βάση, δηλαδή το χαμηλότερο επίπεδο μέχρι το ανώτερο επίπεδο επαγωγικά, ορίζοντας δηλαδή τα επιμέρους τμήματα ενός υπολογιστικού συστήματος ώστε να προκύψει το τελικό σύστημα. Bottom Up P r o g r a m m i n g [Προγραμματισμός από το "ειδικό στο γενικό", από το "μέρος στο όλον"] Πληρ. Ο προγραμματισμός, ο οποίος περιλαμβάνει την ανάπτυξη, σχεδιασμό και διόρθωση προγραμμάτων, ξεκινώντας από τη ανεξάρτητη σύνταξη απλών ρουτινών, υπορουτινών και άλλων συντακτικών λεπτομερειών για τη δημιουργία πιο σύνθετων ενοτήτων και τέλος, του κυρίως προγράμματος. Προσφέρει τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με το χρήστη, αλλά πολό συχνά προκύπτει πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ των επιμέρους τμημάτων του κυρίως προγράμματος. Bottomonium [Μποτομόνιο] Πυρ. Φυσ. Στοιχειώδες σωμάτιο της κατηγορίας των μεσονίων, αποτελούμενο από ένα b κουάρκ και το αντισωματίδιο του. Bottoms [Υπόλειμμα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στα προϊόντα πυθμένα μιας αποστακτικής στήλης. Bougucr L a m b e r t Beer L a w [Νόμος των BouguerLambert-Beer] Ανόργ. Χημ. Είναι γνωστός και ως νόμος του Beer και εκφράζει το ποσοστό του μονοχρωματικού φωτός που απορροφάται από ένα διάλυμα, συναρτήσει της συγκέντρωσης και του πάχους του διαλύματος. Beer's Law Bouguer L a m b e r t Law [Νόμος των BougucrLambert] Ανόργ. Χημ. Είναι γνωστός και ως νόμος του Lambert, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ένα δείγμα μιας ένωσης απορροφά ενέργεια από μια ακτινοβολία, τότε όσο περισσότερο διάστημα διανύει η ακτινοβολία μέσω του δείγματος, τόση περισσότερη ακτινοβολία απορροφά αυτό. Boule [Μπούλ] Υλικ. 1.Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε μονοκρύσταλλος, με τη μέγιστη δυνατή καθαρότητα στη

Bound Electron

- 238 -

σύνθεση και περιοδικότητα της κρυσταλλικής δομής. Για παράδειγμα, οι μονοκρύσταλλοι πυριτίου, κατασκευασμένοι με κρυστάλλωση τήγματος πυριτίου γύρω από μια μικρή ποσότητα κρυσταλλικού πυριτίου. 2. Απομίμηση πολύτιμου λίθου με συνθετικό κορούνδιο. Bound Electron [Δεσμευμένο Ηλεκτρόνιο] Ατομ. Φνσ. Ηλεκτρόνιο που κινείται γύρω από ένα άτομο ή ένα μόριο. Κατά την κβαντική μηχανική, η κυματοσυνάρτησή του μηδενίζεται σε άπειρη απόσταση από το κέντρο του ατόμου - μορίου που βρίσκεται και η πιθανότητα να απομακρυνθεί από αυτό είναι μηδέν. Bound Level [Ενεργειακή Στάθμη Δέσμευσης] Πυρ. Φί)(7. Πρόκειται για μια ενεργειακή κατάσταση του πυρήνα κοντά στη θεμελιώδη και με ελάχιστη πιθανότητα διάσπασής του. Μόνο με εκπομπή ακτινοβολίας γ μπορεί να αποδιεγερθεί ο πυρήνας. Bound Of A Function [Φράγματα μιας συνάρτησης] Μαθημ. 1. Αν για κάθε σημείο x ενός υποσύνολου Α ενός διατεταγμένου συνόλου, όπως το σύνολο των πραγματικών αριθμών, ισχύει ότι είναι μικρότερο ή ίσο ενός θετικού αριθμού κ, δηλαδή ισχύει: x < κ, τότε το κ καλείται άνω φράγμα του συνόλου Α. Όμοια ορίζεται και το κάτω φράγμα. 2. Το ελάχιστο στοιχείο του συνόλου των άνω φραγμάτων του Α καλείται ελάχιστο άνω φράγμα (supremum) του Λ και το μέγιστο στοιχείο του συνόλου των κάτω φραγμάτων του Α καλείται μέγιστο κάτω φράγμα (infimum) του Α. 3. Για μια συνεχή συνάρτηση ί", οι τιμές της σε ένα κλειστό διάστημα αποτελούν ένα φραγμένο σύνολο που έχει ελάχιστο άνω φράγμα και μέγιστο κάτα) φράγμα και αποτελούν αντίστοιχα την μικρότερη και την μεγαλύτερη τιμή της Γ. 4. Το μεγαλύτερο όριο μιας υπακολουθίας μιας ακολουθίας καλείται ανώτερο όριο της ακολουθίας και συμβολίζεται lim. Όμοια ορίζεται και το κατώτερο όριο ακολουθίας. Bound Particle [Δεσμευμένο Σωματίδιο] Φυα. Έτσι χαρακτηρίζεται ένα σωματίδιο περιορισμένο σε μια περιοχή του χώρου. Για παράδειγμα, ένα ηλεκτρόνιο περιφερόμενο γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου. Bound Symbol [Φραγμένο σύμβολο] Επικοιν. Στη γλώσσα τεχνητής νοημοσύνης Lisp όπου ορίζονται σύμβολα σαν φραγμένο συναντάμε ένα σύμβολο εντός ορίων. B o u n d a r y 1 [Διαχωριστική Επιφάνεια] Γεωλ Διεπιφάνεια μεταξύ δύο διαφορετικών γεωλογικών σχηματισμών ή πετρωμάτων. B o u n d a r y 2 [Διαχωριστική Επιφάνεια] Ηλεκ. Η επιφάνεια επαφής δύο συγκρυσταλλωμένων ημιαγωγο')ν τύπου ρ και η, όπου οι συγκεντρώσεις των δύο τύπου προσμίξεων είναι οι ίδιες. B o u n d a r y 3 [Διαχωριστική Επιφάνεια] Γεν. Η οριακή επιφάνεια μεταξύ δύο διαφορετικών συστημάτων που έρχονται σε επαφή. Boundary Condition [(Συν)οριακή συνθήκη] Μαθ Πρόκειται για μια απαίτηση, περιορισμό που πρέπει να ικανοποιεί η λύση ενός συστήματος διαφορικών εξισώσεων ώστε να γίνει αποδεκτή. Στην επίλυση εξισώσεων συμπεριφοράς υλικών και αντικειμενικοί οι συνοριακές συνθήκες σχετίζονται με το είδος στήριξης των στοιχείων αυτών. Boundary Friction [Τριβή επιφάνειας] Μηχ. Έτσι χαρακτηρίζεται η τριβή που αναπτύσσεται στην επιφάνεια επαφής δύο σωμάτων όταν υπάρχει λίπανση, αλλά δεν καλύπτει όλη την επιφάνεια επαφής τους. B o u n d a r y Layer 1 [Οριακό Στρώμα] Φνα. Ο όρος αυ-

τός αναφέρεται στο στρώμα αέρα που βρίσκεται σε επαφή με τις επιφάνειες μίας αεροτομής, κατά την κίνησή της. Boundary L a y e r [Οριακό Στρώμα] Μετεωμ. Πρόκειται για το κάτω τμήμα της ατμόσφαιρας της Γης, που εκτείνεται από την επιφάνεια της Γης έα>ς περίπου 2 Km πάνω από αυτήν. Boundary Layer 3 [Οριακό Επίπεδοί Ρευστ. Σχηματίζεται κάθε φορά που ένα ρευστό υποβάλλεται σε ροή κατά μήκος νιας στερεής επιφάνειας και ορίζεται ως το μέρος του ρευστού, όπου το περίγραμμα της ταχύτητας εμφανίζει ουσιαστική επιρροή, μεγαλύτερη από 1%, λόγω της ύπαρξης της επιφάνειας. Ο σχηματισμός του οριακού επιπέδου οφείλεται στο γεγονός ότι, η ταχύτητα του ρευστού που έρχεται σε επαφή με το στερεό είναι μηδενική. Το ρευστό που ανήκει στην περιοχή του οριακού επιπέδου έχει ταχύτητα μικρότερη από το 99% της τιμής που έχει σε περιοχή μακριά από τη στερεή επιφάνεια. B o u n d a r y L a y e r Control [Ελεγχος Οριακού Στρώματος] Μηχ. Ρευστ. Τεχνική αποφυγής της αποκόλλησης του οριακού στρώματος ενός ρευστού κατά την κίνηση μίας αεροτομής μέσα σε αυτό. Μειώνοντας την καμπυλότητα των τμημάτων της αεροτομής και την τραχύτητα της επιφάνειάς της, είναι δυνατό να διατηρηθεί ομαλή η ροή γύρω από αυτή, σε μεγάλες ταχύτητες κίνησης. Boundary L a y e r Flow [Ροή Οριακού Στρώματος] Μηχ.Ρευστ. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά της ροής του στρώματος ενός ρευστού που είναι σε επαφή με την επιφάνεια μίας αεροτομής κινούμενης σε αυτό. B o u n d a r y Layer Noise [Θόρυβος Οριακού Στρώματος Αέρα] Μηχ. Ρευστ. Πρόκειται για θόρυβο μεγάλου εύρους συχνοτήτων που παράγεται σε υψηλές ταχύτητες κίνησης ενός αεροπλάνου, ο οποίος προέρχεται από την τυρβώδη ροή του οριακού στρώματος. B o u n d a r y Layer Separation [Αποκόλληση Οριακού Στρώματος] Μηχ.Ρευστ. Σε υψηλές ταχύτητες κίνησης ενός σώματος σε ένα ρευστό, από ένα σημείο της επιφάνειάς του και μετά, η ροή του ρευστού παύει να ακολουθεί τη μορφή της επιφάνειας του σώματος και η ροή του γίνεται τυρβώδης. Το σημείο αυτό καλείται σημείο αποκόλλησης. Boundary Line [Διαχωριστική Γραμμή] Φυσ.Χημ. Πρόκειται για το σύνολο των καταστάσεων ενός συστήματος που αποτελούν το όριο δυο διαφορετικών φάσεών του και παρουσιάζονται σαν μια συνεχή γραμμή σε ένα διάγραμμα μετατροπής φάσεων του υλικού. B o u n d a r y Point [Συνοριακό σημείο] Μαθημ. Το σημείο, το οποίο ανήκει στο σύνορο ενός υποσυνόλου Α ενός μετρικού χώρου και η γειτονία του περιέχει σημεία και του υποσυνόλου Α και του συμπληρωματικού του, A c . B o u n d a r y Survey [Συνοριακή καταμέτρηση, χωρομέτρηση] Πολ. Μηχ. Χωρομέτρηση που σκοπό έχει να καταγράψει την συνοριακή γραμμή ενός κτηρίου, οικοπέδου ή περιοχής χωρίς να λαμβάνει πληροφορίες για το εσωτερικό του χώρου αυτού. B o u n d a r y Value Problem [Πρόβλημα συνοριακών τιμών] Μαθημ. Είδος μαθηματικού προβλήματος επίλυσης κάποιων διαφορικών εξισώσεων στο οποίο οι τιμές των λύσεων θα πρέπει να ικανοποιούν συγκεκριμένες συνοριακές φυσικές συνθήκες ή αρχικές απαιτήσεις/ υποθέσεις. Boundary Wavelength [Οριακό Μήκος Κύματος]

- 239 -

Brackett Series

1ϊυρ. Φυσ. Χαρακτηριστικό μήκος κύματος: λ„„η - το ται στην κατάλληλη θέση. Χρησιμοποιείται στην θεμεμικρότερο - του φάσματος των ακτινών Χ που παράγο- λίωση κατασκευών μέσα σε νερό. νται σε σωλήνες Crookes, Goolidge. Οι ακτίνες αυτές Boyle's Law [Νόμος του Boyle] Θερμοδ. Σε σταθερή εκπέμπονται από τα ηλεκτρόνια που, προσπίπτοντας θερμοκρασία, ο όγκος ενός συγκεκριμένου αερίου είστην άνοδο, ακινητοποιούνται, μετατρέποντας την κι- ναι αντιστρόφως ανάλογος της πίεσης. Αποκλίσεις τη νητική ενέργεια τους σε ένα φωτόνιο με τη μέγιστη δυ- σχέση αυτή, εμφανίζονται σε πολ.ύ υψηλές ή πολύ χανατή ενέργεια. Ισχύει λ™η = c*h / cV, όπου c η ταχύτη- μηλές θερμοκρασίες, ανάλογα με το αέριο. τα του φωτός, h η σταθερά του Planck, c το απόλυτο Boyle's T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία Boyle] Θεμμοδ. φορτίο του ηλεκτρονίου και V η τάση επιτάχυνσης του Ορίζεται η θερμοκρασία στην οποία μηδενίζεται ο δεύσωλήνα. τερος συντελεστής Virial, Β, στην αντίστοιχη κατα2 Bounded Function | Φραγμένη συνάρτηση] Μαθημ. II στατική εξίσωση: PV = RT(1 + B/V + C/V +...). Στην συνάρτηση, έστω f:A—>Β, όπου Λ, Β υποσύνολα ενός περιοχή της θερμοκρασίας Boyle, ο νόμος Boyle αποδιατεταγμένου συνόλου, όπως το σύνολο των πραγμα- τελεί ικανοποιητική προσέγγιση της καταστατικής εξίτικών αριθμών, της οποίας το σύνολο τιμών είναι σωσης του αερίου. φραγμένο, δηλαδή υπάρχει ένας θετικός αριθμός Μ τέ- Boy's Method [Μέθοδος του Boy] Οπτικ. Ο υπολογιτοιος ώστε: I /(x) I < Μ για κάθε xe Α. Το άθροισμα σμός του δείκτη διάθλασης ενός φακού, με βάση την εδυο φραγμένων συναρτήσεων είναι επίσης φραγμένη στιακή του απόσταση και την ακτίνα καμπυλότητας της επιφάνειάς του. συνάρτηση. Bounded Sequence [Φραγμένη ακολουθία] Μαθημ. Η B P [Σημείο ζέσεως] Φυσ.Χημ. Πρόκειται για τη χαραακολουθία |α ν },ν=1,2,..., της οποίας η απόλυτη τιμή κτηριστική θερμοκρασία στην οποία ένα υγρό μετακάθε όρου της είναι μικρότερη ή ίση ενός θετικού α- τρέπεται σε αέριο. Εξαρτάται από την εξωτερική πίεση Boiling Point ριθμού κ, δηλαδή: | αν I < κ, ν=1,2 δηλαδή το σύ- και τις υπάρχουσες προσμίξεις. Bpi [Δυαδικά ψηφία ανά ίντσα] Πληρ. Μονάδα μέτρηνολο τιμών της είναι φραγμένο. Bounded Set [Φραγμένο σύνολο] Μαθημ. 1. Το υποσύ- σης, η οποία περιγράφει την πυκνότητα των δυαδικών νολο Α ενός διατεταγμένου συνόλου, όπως το σύνολο ψηφίων κατά την αποθήκευση δεδομένων σε κάθε ίτων πραγματικών αριθμών, το οποίο έχει άνω και κά- ντσα ενός μέσου αποθήκευσης δεδομένων. (Bits Per τω φράγμα, δηλαδή για κάθε στοιχείο x του Α ισχύει Inch) ότι I χ I < κ, όπου κ ένας θετικός αριθμός. Π.χ. το σύνο- Bps [Ψηφία ανά δευτερόλεπτο] Επικοιν. Μονάδα μέτρηλο των ρητών αριθμών του κλειστού συνόλου [0, 1] . σης της ταχύτητας μετάδοσης ψηφιακών πληροφο2. Ένα σύνολο, έστω Α, ενός μετρικού χώρου Χ λέγε- ριών. lbps ισούται με την ταχύτητα μεταφοράς μίας ται φραγμένο στο μετρικό χώρο Χ, αν ισχύει ότι diam γραμμής που μεταδίδει ένα στοιχειώδες ποσό πληρο(Α)<+ co,όπου diam(A): η διάμετρος του συνόλου Α. φορίας (bit) ανά δευτερόλεπτο. -> Bit Per Second Bourdon P r e s s u r e Gage [Μανόμετρο Μπουρντόν] Bq [Μπεκερέλ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ενεργότηΦυσ. Τύπος μεταλλικού μανόμετρου αποτελούμενο α- τας μια ραδιενεργής ουσίας, στο διεθνές σύστημα μοBecquerel πό στενό σπειροειδή ή καμπύλο σωληνίσκο σε σχήμα νάδων. ανοιχτού δακτυλίου, του οποίου το ένα άκρο είναι μό- Br [Βρόμιο] Φυσ.Χημ. Σύμβολο του φυσικού στοιχείου νιμα στερεωμένο και συνδέεται με το χώρο μέτρησης βρόμιο. -4 Bromine της πίεσης ενώ το άλλο άκρο κλειστό και ελεύθερο Bra Vector [Δυϊκό - συζυγές διάνυσμα] Κβαντ. Μηχ. συνδεδεμένο με βελονοειδή δείκτη που κινείται μπρο- Πρόκειται για το δυϊκό διάνυσμα δηλαδή το αντίστοιστά από βαθμολογημένη κλίμακα. χο ενός διανύσματος του χο>ρου Hilbert αλλά στο δυϊBoussinesq Approximation [Θεωρία Boussinesq] κό του χώρο. Χρησιμοποιείται στην κβαντική μηχανιΡενστ. Είναι η προσέγγιση της τάσης ολίσθησης λόγω κή όπου κάθε διάνυσμα του χώρου Hilbert (καλείται στροβιλώδους συνεισφοράς, με μια εξίσωση όμοιας ket) και περιγράφει μια κατάσταση ενός φυσικού συμορφής με αυτή του φυλλώδους ρυθμού ολίσθησης. στήματος. Με βάση τη θεωρία αυτή, ορίζεται η δίνη ιξώδους, ε, Brace [Διαγώνια ράβδος] Πολ. Μηχ. Μεταλλική συνήσε αντιστοιχία με το μοριακό συντελεστή ιξώδους μ. θως ράβδος που τοποθετείται διαγώνια και συνδέει δύο Boussinessq N u m b e r [Αριθμός Boussinesq] Ρευστ. Εί- κόμβους πλαισίου μιας κατασκευής. Κυρίως χρησιμοναι αδιάστατος αριθμός, που χρησιμοποιείται στη με- ποιείται για την αύξηση της ακαμψίας του πλαισίου και μπορεί να φορτίζεται θλιπτικά ή εφελ,κυστικά. λέτη κυματικών μεγεθών. Bowl Mill Pulverizer [Κονιοποιητής με ημικυκλικούς Braced F r a m i n g [Ενίσχυση του πλαισίου κατασκευής] μύλους] Μηχ.Μηχ. Τύπος κονιοποιητή στερεών καυσί- Πολ. Μηχ. Η τοποθέτηση διαγώνιων μεταλλικών (ή μων που αποτελείται από κινούμενους μύλους ανάδευ- σπανίως από άλλα υλικά) ράβδων στο φέρον πλαίσιο σης του καυσίμου σε ένα περιστρεφόμενο δοχείο, και μιας κατασκευής για την αύξηση της ακαμψίας της που τροφοδοτεί άμεσα την σχάρα του κλιβάνου με το Braced Rib Arch [Αψίδα ενισχυμένη με νευρώνεςΐ Πολ. Μηχ. Αψίδα (τόξο) που χρησιμοποιείται συνήθως κονιοποιημένο και ομοιόμορφο καύσιμο. Bowstring Beam [Τοξώτη δοκός] Πολ. Μηχ. Είδος δο- στην κατασκευή γεφυρίόν και καλύπτει μεγάλα ανοίγκού που αποτελείται από ένα τοξωτό μέρος και μεταλ- ματα μεταφέροντας τα φορτία με διαγώνιους νευρώνες λικούς ελκυστήρες που ενώνουν τα δύο άκρα του τό- (μετα/λικές ράβδους) στα άκρα του ανοίγματος. ξου. II μεταφορά των θλιπτικών φορτίων γίνεται δια- Bracket [Βραχίονας] Πολ. Μηχ .Ένας κάθετος και προγώνια μέσω του τόξου και των εφελκυστικών μέσω εξέχων Βραχίονας που στηρίζει συνήθως ράφια ή στατικά στοιχεία όπως σκάλες. των ελκυστήρων. Box Caisson [Καταδυόμενο ανοιχτό κιβώτιο] Πολ. Brackett Series [Σειρά Μεταβάσεων του Bracken] Μηχ. Ένα αδιάβροχο κουτί από μέταλλο, πλαστικό ή Φυσ. Τμήμα του γραμμικού φάσματος του υδρογόνου τσιμέντο το οποίο ανοίγει στο επάνω μέρος του. Μετά που αποτελείται από ακτινοβολίες καθορισμένης συτην τοποθέτηση του σκυροδέματος κλείνει και βυθίζε- χνότητας στην περιοχή του υπέρυθρου. Εκπέμπονται

Brad

-240-

από το άτομο του υδρογόνου, καθώς το ηλεκτρόνιό του μεταβαίνει από τροχιές με κύριο κβαντικό αριθμό η>4 σε αυτήν με η=4. Brad [Καρφί] Πολ. Μηχ. Μικρό ισόπαχο αιχμηρό καρφί με μικρό συμμετρικό ή προεξέρχον κεφάλι για σανίδες πατώματος. Bragg Angle [Γωνία Περίθλασης του Bragg] Φυσ. Στερ. Κατ. Έτσι καλείται κάθε γωνία 0, για την οποία η μονοχρωματική δέσμη ακτινών Χ που προσπίπτει σε ένα κρυσταλλικό σώμα περιθλάται από αυτό. Εξαρτάται από την κρυσταλλική δομή του σώματος. Bragg C u r v e [Καμπύλη του Bragg] Ατομ. Φυσ. Καμπύλη που περιγράφει την ικανότητα ιονισμού της ύλης από μια δέσμη σωματιδίων, σε συνάρτηση με την κινητική τους ενέργεια. Πρόκειται για χαρακτηριστική καμπύλη αλληλεπίδρασης μίας δέσμης σωματιδίων με την ύλη, η οποία δείχνει τον σχετικό αριθμό των σωματιδίων κατά μήκος της δέσμης, καθώς διαδίδεται μέσα στην ύλη. Χρησιμοποιείται για δέσμη σωματιδίων α, καθώς διαδίδονται σε αέριο. Bragg Diffraction [Περίθλαση Bragg] Φυα. Στεμ. Κατ. Πρόκειται για την σκέδαση λόγω περίθλασης, σε καθορισμένες γωνίες, από ένα κρύσταλλο μίας μονοχρωματικής δέσμης ακτινών Χ. Bragg Scattering Bragg Effect [Φαινόμενο του BraggJ Οπτικ. Φαινόμενο αμαύρωσης ολογραφικών φιλμ, όταν η έκθεση του φιλμ γίνεται και από τις δύο πλευρές. Bragg Ionization Curve [Καμπύλη Ιονισμού του Bragg] Ατομ. Φυα. Καμπύλη που περιγράφει την ικανότητα ιονισμού της ύλης από μια δέσμη σωματιδίων. Bragg Curve Bragg - Kleeman Rule [Νόμος του Bragg] Ατομ. Φνα. Bragg Rule Bragg L a w [Νόμος του Bragg] Φνα. Στερ. Κατ. Μαθηματική εξίσωση που συσχετίζει τις γωνίες θ, κατά τις οποίες μια μονοχρωματική δέσμη ακτίνων Χ, μήκους κύματος λ, περιθλάται από έναν κρύσταλλο, με τις αποστάσεις των διαδοχικών κρυσταλλικών επιπέδων του, d. Ισχύει ότι: 2*dxsin0=n>^ όπου η=1,2,3... Bragg - Pierce Law [Νόμος των Bragg - Pierce] Φυσ. Εξίσωση υπολογισμού της απορρόφησης ακτινών Χ από ένα στοιχείο, όταν είναι γνωστός ο ατομικός αριθμός του στοιχείου και τα χαρακτηριστικά της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Bragg Reflection [Ανάκλαση Bragg] Φυα. Στερ. Κατ. Πρόκειται για την ανάκλαση, σε καθορισμένες γωνίες, από ένα κρύσταλλο μίας μονοχρωματικής δέσμης ακτινών Χ. Ο όρος ανάκλαση χρησιμοποιείται καταχρηστικά, καθώς το φαινόμενο που συμβαίνει είναι περίθλαση. - » B r a g g Scattering Bragg Rule [Νόμος του Bragg] Ατομ. Φυα. Κανόνας υπολογισμού της ικανότητας μίας καθορισμένης ποσότητας ενός στοιχείου να σκεδάζει σωματίδια άλφα, σύμφωνα με το οποίο, είναι αντιστρόφως ανάλ.ογη της τετραγωνικής ρίζας του ατομικού του βάρους. Bragg Scattering [Σκέδαση Bragg] Φυσ. Στερ. Κατ. Πρόκειται για την σκέδαση μίας μονοχρωματικής δέσμης ακτινών Χ από ένα κρυσταλλικό υλικό, σε συγκεκριμένες γωνίες, για τις οποίες συμβαίνει περίθλαση, δηλοδή ενισχυτική συμβολή των ανακλώμενων δεσμών από διαδοχικά κρυσταλλικά επίπεδα. Επειδή οι γωνίες σκέδασης εξαρτώνται από την κρυσταλλική δομή» χρησιμοποιούνται για την ανεύρεσή της. Bragg Spectrometer [Φασματόμετρο του Bragg - Περιθλασόμετρο] Μηχ. Μηχανική διάταξη ανάρτησης ε-

νός μονοκρυστάλλου ή μιας ποσότητας κρυστάλλ,ων ενός υλικού και κατεύθυνσης μιας μονοχρωματικής δέσμης ακτινών Χ ή γ προς αυτό, με σκοπό την εύρεση των γωνιών στις οποίες συμβαίνει περίθλαση της ακτινοβολίας. Με την εύρεση των γωνιών περίθλασης και της έντασης της περιθλώμενης δέσμης, είναι δυνατόν να υπολογιστεί η κρυσταλλακή δομή του υλικού. B r a g g ' s Equation [Εξίσωση του Bragg] Ατομ. Φυα. Bragg LawBraided Stream [Πλεξιδοειδές ρεύμα] Υδμ.Ρεύμα ή ποταμός με ευρεία και ρηχή κοίτη που χωρίζεται σε πολΛά μικρά ρεύματα και ξαναενώνεται και συνήθως σχηματίζει μαιάνδρους. Braided Wire [Σύρμα με πλεκτή επένδυση] Φυα. Ρευματοφόρος αγωγός που περιβάλ^λεται από μονωτικό υλικό υπό μορφή λεπτών, φυσικών ή τεχνητών ινών κατάλληλα πλεγμένων μεταξύ τους σε κοίλο κυλινδρικό σχήμα π.χ. από γιούτα, κάνναβη, βαμβάκι, μετάξι, γυαλί κ.λ.π. B r a k e [Σύστημα πέδησης] Μηχ. Μηχανική διάταξη από σύνολο εξαρτημάτων που ενεργεί με την άσκηση επαφής οπότε, λόγω της αναπτυσσόμενης τριβής, μετατρέπεται η μηχανική ενέργεια σε θερμική και επιβραδύνεται ή μηδενίζεται η κίνηση ή η λειτουργία μιας μηχανής. Brake D r u m [Τύμπανο ή ταμπούρο φρένου] Μηχ. Εξάρτημα των φρένων με σιαγόνες. Είναι μεταλλικός (από χάλυβα ή χυτοσίδηρο) κύλανδρος που περιβάλλει τις σιαγόνες των φρένων περιστρεφόμενος μαζί με τον τροχό και στον οποίο ασκείται η πίεση προκειμένου να αντιδράσει στην περιστροφική κίνηση του τροχού. B r a k e Fluid [Υγρό φρένων] Μηχ. Το υγρό του συστήματος των φρένων, το οποίο μετατοπιζόμενο υδραυλικά από την αντλία με το πάτημα του πεντάλ μεταφέρει τη πίεση στο μικρό έμβολο του κάθε τροχού που με τη σειρά του ωθεί τις σιαγόνες ή τα πέδιλο για την επιβράδυνση ή το μηδενισμό της κίνησης των τροχών. B r a k e H o r s e p o w e r [Ισχύς φρένων] Μηχ. II ωφέλιμη ισχύς μιας μηχανής υπολογιζόμενη σε ιπποδύναμη από τη δύναμη που ασκείται σε ένα δυναμόμετρο συνδεδεμένο με τον άξονα μετάδοσης της κίνησης. B r a k e Line [Σωληνώσεις φρένων] Μηχ. Εύκαμπτες μεταλλικές σαΛηνώσεις που συνδέουν τα διάφορα εξαρτήματα (πεντάλ, αντλία, κυρίως φρένα) τα>ν φρένων μεταξύ τους. B r a k e Lining [Επένδυση φρένου] Μηχ. Επένδυση υπό μορφή λεπτής λωρίδας από ειδικό υλικό τριβής στερεωμένη στις σιαγόνες των φρένων με τύμπανα ή στα πέδιλο των δισκόφρενων που έρχεται σε επαφή με το περιστρεφόμενο τμήμα των φρένων μαζί με τον τροχό για να επιβραδύνει ή να μηδενίσει τη κίνηση του. Brake Pads [Πέδιλα δισκόφρενων ή τακάκια] Μηχ. Ανανεώσιμο εξάρτημα του δισκόφρενου για τη μείωση της φθοράς. Eivat πλακίδια ορθογώνιου σχήματος τα οποία κινούμενα από υδραυλικά έμβολα εφαρμόζουν εν είδη πένσας επί του δίσκου του περιστρεφόμενου μαζί με το τροχό για την επιβράδυνση ή το μηδενισμό της κίνησης. B r a k e Shoe [Σιαγόνα φρένου] Μηχ. Ανανεώσιμο μεταλλακό εξάρτημα καμπύλου σχήματος που είναι το υποστήριγμα του υλικού τριβής στερεωμένο πάνιο σε πλάκα προσαρμοσμένη στον άξονα των τροχών. B r a k e T h e r m a l Efficiency [Θερμική απόδοση φρένων] Μηχ. Ισούται με το πηλίκο της θερμικής ισχύος εξόδου προς τη θερμική ισχύ εισόδου του συστήματος

-241 -

πέδησης. Braking Radiation [Ακτινοβολία Πέδησης] Πυρ. Φυσ. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φορτισμένα σωματίδια, συνήθως ηλεκτρόνια, καθώς μεταβάλλεται η ταχύτητά τους. —» Bremsstrahlung Branch [Κλάδος] Πληρ. 1. Η εναλλακτική ακολουθία εντολών που μπορεί να επιλέξει το πρόγραμμα κατά τη διαδικασία εκτέλεσής του βάση κάποιας συνθήκης. 2. [Σύνδεσμος] Στα δίκτυα υπολογιστών, η απευθείας σύνδεση μεταξύ δύο κόμβων, π.χ. ο σύνδεσμος δεδομένων. 3. [Διακλάδωση] · Branching. 4. [Διακλαδίζομαι] Σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα, μεταφέρω τον έλεγχο του προγράμματος στην επόμενη "προς εκτέλεση" εντολή βάση κάποιας συνθήκης, αλλάζοντας έτσι τη ροή του προγράμματος. 5. [Αλμα υπό συνθήκη] Η μεταφορά του ελεγχου σε κάποια εντολή ενός υπολογιστικού προγράμματος, προηγούμενη ή επόμενη, βάση κάποιας συνθήκης, με την ταυτόχρονη παράκαμψη άλλων εντολών. Πραγματοποιείται με τη βοήθεια κάποιας εντολής άλματος. Branch Instruction [Εντολή διακλάδωσης] Πληρ. 1. Η εντολή, η οποία παρέχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ εναλλακτικών υπορουτινών βάση κάποιων συνθηκών κατά τη στιγμή τη εκτέλεσης ενός προγράμματος. 2. [Εντολή άλματος] Η εντολή, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μεταφοράς του ελέγχου σε κάποια εντολή ενός υπολογιστικού προγράμματος, προηγούμενη ή επόμενη, βάση κάποιας συνθήκης, με την §ταυτόχρονη§ παράκαμψη άλλων εντολών, αλλάζοντας έτσι τη ροή του προγράμματος. Branch Line [Γραμμή διακλάδωσης] Πολ. Μηχ. Βοηθητική σιδηροδρομική γραμμή που συνδέεται περιοδικά με το κύριο δίκτυο. Branch Of A C u r v e [Κλάδος μιας καμπύλης] Μαθημ. Το τμήμα μιας καμπύλης, το οποίο διαχωρίζεται λόγω κάποιας ασυνέχειάς της, π.χ. οι κλάδοι της υπερβολής. Branch Point [Σημείο διακλάδωσης] Πληρ. Το σημείο ενός υπολογιστικού προγράμματος, στο οποίο τοποθετείται μία εντολή διακλάδοοσης, προσφέροντας την δυνατότητα μιας ή περισσοτέρων εναλλακτικών επιλογών του προγράμματος, βάση κάποιας συνθήκης που μπορεί να ισχύει. Branch Sewer [Διακλαδούμενος υπόνομος] Πολ.Μηχ Αγωγός που συγκεντρώνει αστικά και όμβρια λάματα και τα οδηγεί σε κεντρικούς αποχετευτικούς αγωγούς. Branched Polymer [Διακλαδωμένο Πολομερές] Οργ. Χημ. Είναι το πολυμερές του οποίου το μόριο αποτελείται από την κύρια αλυσίδα και από πλευρικές αλυσίδες ή κλάδους. Branching [Διακλάδωση] Πληρ. II επιλογή ενός κλάδου υπολογιστικού προγράμματος, δηλαδή μιας ακολουθίας εναλλακτικών εντολών, βάση κάποιας συνθήκης. Branching Fraction [Κλάσμα Διακλάδωσης] Πυρ. Φυσ. Το επί τοις εκατό ποσοστό κάποιων ατόμων - πυρήνων που αποδιεγείρονται μέσω μιας συγκεκριμένης διαδικασίας. Branching Points IΣημεία διακλάδωσης! Επικοιν. Σημεία όπου το σήμα οφείλει να είναι σχετικά έξυπνο για να διαλέξει το σωστό δρόμο. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τη χρήση κατάλληλων διατάξεων που πρέπει να ελαχιστοποιούν τις απώλειες και την εισαγωγή θορύβου. Branching Ratio [Αύγος Διακλάδωσης] Πυρ. Φυσ. Αριθμός που ισούται με το λόγο των ραδιενεργών πυρή-

Break Before M a k e Contact

νων, ατόμων, στοιχειωδών σωματιδίων που αποδιεγείρονται με κάποια συγκεκριμένη διαδικασία προς αυτούς που αποδιεγείρονται με κάποια άλλη. Branley - L e n a r d Effect [Φαινόμενο Branley Lenard] Ατομ. Φυσ. Πρόκειται για το φαινόμενο ιονισμού των αερίων από υπεριώδη ακτινοβολ.ία με συχνότητες στην περιοχή των 150 - 120 nm. Το φαινόμενο οφείλεται στην ενέργεια που φέρουν τα φωτόνια της ακτινοβολίας αυτής, η οποία αρκεί για να ιονίσει τα άτομα των αερίων. Brass [Ορείχαλκος] Φυσ. Σύνολο κραμάτων (με ποικιλία ιδιοτήτων και χρωματισμού) 2 μερών χαλκού και 1 μέρους ψευδαργύρου συχνά και με μικρότερες προσμίξεις άλλων στοιχείων (μαγγάνιο, νικέλιο, σίδηρο κ λ . π.). Ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες δηλ. σε αυτούς που περιέχουν χαλκό άνω του 64% αποτελούμενους από ομογενή στερεά διαλάματα α-ορειχάλκου και σε αυτούς με 55 - 64% χαλ.κό αποτελούμενους από στερεά διαλόματα α- και β- ορειχάλκου. Bravais Lattice [Κρύσταλλος - Κρυσταλλ.ικά Πλέγματα Bravais] Φυσ. Στερ. Κατ. Έτσι καλείται κάθε άπειρη περιοδική διάταξη, σε σημεία του χώρου, όμοιων δομικών λίθων, όπως ατόμων, ιόντων, ή μίας ομάδας ατόμων, που έχοντας το ίδιο περιβάλλον, κάθε σημείο είναι ισοδύναμο με οιοδήποτε άλλο. Στις δύο διαστάσεις υπάρχουν 5 μη ισοδύναμα πλέγματα Bravais, ενώ στις τρεις διαστάσεις 14. Bravais Law [Νόμος του Bravais] Φυσ. Στερ. Κατ. Απαραίτητη μαθηματική συνθήκη που πρέπει να ικανοποιείται για να συμβεί ανάκλαση μονοχρωματικής δέσμης ακτινοβολίας Χ από κρυσταλλικά υλικά. Bragg Law Brayton Cycle [Κύκλος του Brayton] Θερμοί5. Πρόκειται για το θερμοδυναμικό κύκλο Joule, ο οποίος αποτελείται από δύο ισοβαρείς και δύο ισεντροπικές μεταβολές. Braze Welding [Χαλκοσυγκόλληση] Φυσ. Αυτογενής συνένωση δύο ή περισσοτέρων ομογενών ή ετερογενών μετάλλων με τη βοήθεια ειδικής συγκολλητικής ουσίας (με βάση το χαλ,κό και με χαμηλότερο σημείο τήξης από τα προς διαμόρφωση μέταλλα) που διεξάγεται εν θερμώ με ανύψωση της θερμοκρασίας μέχρι τήξεως του βοηθητικού μετάλλου ή κράματος. Brazing [Χαλκοσυγκόλληση] Φυσ. Σκληρή συγκόλληση εν θερμώ δύο ομογενών ή ετερογενών μετάλλων με τη βοήθεια ειδικής εύτηκτης συγκολλητικής ουσίας (με βάση το χαλ.κό) που εγχύνεται σε τετηγμένη κατάσταση στις προς συγκόλληση επαφές. Brazing Alloy [Κράμα χαλκοσυγκόλλησης] Φυσ. Κράμα που χρησιμοποιείται ως βοηθητική συγκολλητική ουσία στις έμμεσες σκληρές συγκολλήσεις μετάλλων εν θερμώ. Είναι κυρίως κράματα χαλκού όπως ορείχαλκοι (χαλκός-ψευδάργυρος), κρατερώματα (χαλκόςκασσίτερος), κράμα χαλκού - αργύρου κ.λ.π. Brazing Metal [Μέταλλο χαλκοσυγκόλλησης] Φυσ. Μέταλλο που χρησιμοποιείται στις σκληρές συγκολλήσεις μετάλλων. Είναι κυρίως χαλκός ή κράματα χαλκού. Πρέπει να έχει υψηλό σημείο τήξης αλλά μικρότερο από το σημείο τήξης των μετάλλων της βάσης. Break [Διακοπή] Επικοιν. Σήμα που συνήθως δηλώνει διακοπή επικοινωνίας για λόγο που σχετίζεται με σφάλματα υλικού. B r e a k Before M a k e Contact [Διακοπή πριν την επαφή] Επικοιν. Ο αποστολέας διακόπτει επικοινωνία πριν την επιβεβαίωση ύπαρξης του καλούμενου.

Break Even

- 242 -

Break Even [Ενεργειακή εξισορρόπηση] ΓΙυμ. Φυσ. Κατάσταση λειτουργίας ενός αντιδραστήρα πυρηνικής σύντηξης στην οποία η ενέργεια που παράγει ισούται με αυτή που καταναλώνεται για την διατήρηση του σε λειτουργία. Break In Operation [Λειτουργία διακοπής] Επικοιν. Δυνατότητα ενός DCE να διακόπτει από μόνο του (προσωρινά συνήθως) τη μετάδοση για να εκτελέσει μια επιπρόσθετη λειτουργία ελέγχου Break Key [Πλήκτρο αναστολής] Πλημ. Το πλήκτρο, το οποίο βρίσκεται στο πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή και προσφέρει τη δυνατότητα προσωρινής διακοπής της διαδικασίας επεξεργασίας των δεδομένων. Break Period [Περίοδος διακοπής] Επικοιν. Η διάρκεια που ένα κύκλωμα δεν χρησιμοποιείται ενώ έχει ενεργοποιηθεί. Στο διάστημα αυτό μπορούν να εκτελεστούν λειτουργίες σηματοδοσίας ή ελέγχου του κυκλώματος. Breakaway [Αποκόλληση Οριακού Στρώματος] Μηχ. Ρεικττ. Φαινόμενο κατά το οποίο, το στρώμα ρευστού που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια ενός σώματος κινούμενου σε ένα ρευστό, παύει να κινείται παράλληλα με αυτή, ακολουθώντας τη μορφή της. Η ροή του ρευστού τότε γίνεται τυρβώδης. Breakdown Diode [Δίοδος Αγωγιμότητας Κατάρρευσης] Ηλεκ. Δίοδος επαφή ημιαγώγιμων υλικών, που λειτουργεί με ανάστροφη πόλωση και τάση μεγαλύτερη από την τάση κατάρρευσης. Σε αυτή την περίπτωση, η μεταφορά φορτίου γίνεται είτε μέσω φαινομένου

ενός συγκεκριμένου υλικού μπορεί να ποικίλει. Breaking Stress [Τάση ΟραύσεωςΙ Μηχ. Η τάση (εφελκυστική, θλιπτική, διατμητική) που πρέπει να άσκηθεί σε ένα δομικό στοιχείο ή υλικό ώστε να επέλθει θραύση. Breakpoint [Σημείο αναστολής] Πληρ. Το σημείο ενός υπολογιστικού προγράμματος, στο οποίο πραγματοποιείται προσωρινή διακοπή της ροής του προγράμματος με τη βοήθεια μιας εντολής ή κάποιου εξωτερικού συμβάντος, με στόχο τον έλεγχο του προγραμματιστή της κατάστασης των καταχωρητών, των μνημών, κλπ. όπως π.χ. η διακοπή για λήψη στοιχείων ελεγχου και ανίχνευσης σφαλμάτων. B r e a k p o i n t Switch [Διακόπτης αναστολής| Πλημ. Ο χειροκίνητος διακόπτης, ο οποίος χρησιμοποιείται για την προσωρινή διακοπή της ροής του προγράμματος και τη δημιουργία σημείου αναστολής με στόχο τον έλεγχο και πιθανόν τη διόρθωση του προγράμματος από τον προγραμματιστή. Breakpoint Symbol [Σύμβολο αναστολήςΙ Πλημ. Το ειδικό σύμβολο, το οποίο χρησιμοποιείται για να υποδείξει την ύπαρξη ενός σημείου αναστολής ενός υπολογιστικού προγράμματος και προαιρετικά μπορεί να περιλαμβάνεται, κατά το σχεδιασμό του προγράμματος, στην εντολή αυτή που το δημιουργεί, B r e a k w a t e r [Κυματοθραύστης, μουράγιο) Πολ. Μηχ. Φυσικό ή τεχνητό φράγμα μέσα στην θάλασσα που ανακόπτει την δύναμη των κυμάτων και προστατεύει τις μετόπισθεν περιοχές.

χιονοστιβάδας (avalanche) ή φαινομένου Zener. B r e a k d o w n I m p e d a n c e [Εμπέδηση Κατάρρευσης] Ηλεκ. Πρόκειται για την πολύ μικρή σύνθετη αντίσταση μιας διόδου που λειτουργεί στην περιοχή κατάρρευσης. B r c a k d o w n Potential [Δυναμικό Κατάρρευσης] Η/εκ. —> Breakdown Voltage B r e a k d o w n Region [Περιοχή Κατάρρευσης] Ηλεκ. Έτσι καλείται το τμήμα του διαγράμματος τάσης - έντασης μίας διόδου, στο οποίο η δίοδος είναι πολωμένη ανάστροφα και άγει μέσω φαινομένων κατάρρευσης. Breakdown Voltage 1 [Τάση Κατάρρευσης] Ηλεκ. Η τάση στην οποία ένα αέριο γίνεται αγώγιμο, λόγω της επιτάχυνσης των ελάχιστων ηλεκτρικών φορέων που υπάρχουν στον όγκο του και του ιονισμού των μορίων του αερίου μέσω συγκρούσεων με αυτούς. Πρόκειται για τάση στην οποία το διηλεκτρικό που περιέχεται σε ένα πυκνωτή γίνεται αγώγιμο, ξεσπάει σπινθήρας. Breakdown Voltage 2 [Τάση Κατάρρευσης] Ηλεκ. Λέγεται έτσι η τιμή της ανάστροφης τάσης στα άκρα μίας διόδου όταν αυτή λειτουργεί στην περιοχή κατάρρευσης, η οποία μεταβάλλεται ελάχιστα από το ρεύμα που διαρρέει τη δίοδο. Συνήθως καλείται και τάση Zcncr: Vz. Brcak-even [Ενεργειακή Εξισορρόπηση] Πυρ. Φυσ. Κατάσταση λειτουργίας ενός αντιδραστήρα πυρηνικής σύντηξης στην οποία, η ενέργεια που παράγει ισούται με αυτή που καταναλώνεται για τη διατήρησή του σε λειτουργία. Breaking Load [Φορτίο θραύσης] Μηχ.Το μέγιστο φορτίο που μπορεί να αναλάβει ένα υλικό μέχρι την θραύση του. Breaking Strength [Αντοχή θραύσεως] Μηχ. Η ικανόπ μ α ενός υλικού ή δομικού στοιχείου να αναλαμβάνει φορτία μέχρι την θραύση του και το σύνολο των φορτίων αυτών. Ανάλογα με τον τρόπο φόρτισης ή αντοχή

Breast Boards [Σανίδες αντιστήριξης] Πολ. Μηχ. Προσωρινή κατασκευή από σανίδες (συνήθως ξύλινες) που αντιστηρίζουν τα χώματα σε ένα υπόγειο έργο πχ, διώρυγα. Breast Wall [Τοίχος αντιστήριξης! Πολ. Μηχ. 1. Χαμηλός τοίχος από σκυρόδεμα ή πέτρα που αναλαμβάνει κάθετες εδαφικές πιέσεις. 2. [Πρόσθιος τοίχος] Χαμηλός τοίχος ακριβώς πάνω από περιοχές στομίων ή ανοιγμάτων άρδευσης κάτω από το έδαφος, Breathing A p p a r a t u s [Αναπνευστική συσκευή] Μηχ. Απλή ή σύνθετη συσκευή διαφόρων τύπων για την εξασφάλιση της αναπνοής σε περιβάλλον όπου ο αέρας δεν είναι αναπνεύσιμος όπως τα σκάφανδρα δυτών με φορητή αποθήκη τεχνητού αέρα υπό πίεση, οι αντιασφυξιογόνες προσωπίδες κ.λ.π. Breeder Reactor [Αναπαραγωγικός Πυρηνικός Αντιδραστήρας] Πυρ. Φυσ. Κατηγορία πυρηνικών αντιδραστήρων στους οποίους, προκαλώντας κατάλΛηλες πυρηνικές αντιδράσεις, παράγεται διαφορετικής φύσης, αλλά περισσότερο, καύσιμο από αυτό που καταναλνώνεται. Breeding [Αναπαραγωγή] Πυρ. Φυσ. Διεργασία κατά την οποία λαμβάνει χώρα απορρόφηση νετρονία^ν από διάφορους πυρήνες, με αποτέλεσμα να παράγεται καύσιμο περισσότερο από αυτό που καταναλώνεται για την παροχή νετρονίων. Breeding F a c t o r [Λόγος Αναπαραγωγής] Πυρ. Φυσ. Breeding Ratio Breeding Gain [Αναπαραγαιγικό Κέρδος] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για τον επιπλέον του ενός αριθμό ραδιενεργών πυρήνων που παράγονται από ένα αρχικό πυρήνα, ο οποίος χρησιμοποιείται για την εκπομπή νετρονίων σε αναπαραγωγικό αντιδραστήρα, Breeding Ratio [Λόγος Αναπαραγωγής] Πυρ. Φυσ. Αριθμός που ισούται με το λύγο των ραδιενεργών πυρήνων που παράγονται σε ένα αναπαραγωγικό αντιδρα-

- 243 στήρα προς τους πυρήνες που καταναλώνονται. Breeze [Ανεμος] Μετεωρ. Γενικός όρος με τον οποίο αναφέρονται οι άνεμοι στις βαθμίδες 2, 3, 4, 5 και 6 της κλίμακας Μποφόρ. Περιλαμβάνει ανέμους ασθενείς έως ισχυρούς, με ταχύτητα από 6,5 έθ)ς 50 χλμ. την ώρα πάνω από το επίπεδο του εδάφους. Breit Wigner F o r m u l a [Τύπος Breit Wigner] ΓΙνρ. Φνσ. Μαθηματική σχέση που εφαρμόζεται σε περιπτο')σεις πυρηνικής αντίδρασης, όταν το προσπίπτον σωματίδιο έχει ενέργεια κοντά στην ενέργεια μετάβασης του πυρήνα - σε ένα συντονισμό του. Breit Wigner Theory [Θεωρία Breit Wigner] IJvp. Φνσ. Θεωρία που εφαρμόζεται σε βομβαρδισμό πυρήνων με νετρόνια, από την οποία προκύπτει ο τύπος Breit Wigner για την εξάρτηση της ενεργού διατομής των πυρηνικών αντιδράσεων από την ενέργεια των σωματιδίων που προσπίπτουν στον πυρήνα και τα χαρακτηριστικά μίας κατάστασης συντονισμού του πυρήνα. Bremsstrahlung [Ακτινοβολία Επιβράδυνσης Ηλεκτρονίων - Πέδησης] Φυσ. Πρόκειται για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από την ταχεία επιβράδυνση ενός ηλεκτρονίου καθώς διέρχεται κοντά από ένα πυρήνα. Για υψηλές ενέργειες των ηλεκτρονίων - άνω των 150 MeV - το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργειακών απωλειών οφείλεται στην ακτινοβολία πέδησης. Το συνεχές φάσμα των ακτινοβολιών που παράγονται σε σωλήνες παραγωγής ακτινών Χ οφείλεται στην ακτινοβολία πέδησης. Ίδιου τύπου ακτινοβολία εκπέμπεται και σε περιπτώσεις που μεταβάλλεται η ταχύτητα φορτισμένων σωματιδίων. Brewster Stereoscope [Στερεοσκόπιο ΜπριούστερΙ Φυσ. Οπτικό όργανο για τη δημιουργία στερεοσκοπικής εντύπωσης (εντύπωσης βάθους) με βάση δύο ελαφρά διαφορετικές φωτογραφίες του αντικειμένου τοποθετημένες κατάλληλα στη βάση του. Αποτελείται από ξύλινο πλαίσιο που φέρει στο μπροστινό μέρος του δύο συγκλίνοντες πρισματικούς φακούς διαχωριζόμενους από κατακόρυφη πλάκα και τοποθετημένους έτσι ώστε η μεταξύ τους απόσταση να αντιστοιχεί στην απόσταση των οφθαλμών (6 έως7 cm) ενός παρατηρητή. Brewster's Angle [Γωνία Ολικής Πόλωσης - Brewster] Οπτικ. Πρόκειται για τη γωνία πρόσπτωσης μίας οπτικής ακτινοβολίας στη διαχωριστική επιφάνεια δύο μέσων, για την οποία η ανακλώμενη και η διαθλώμενη δέσμη είναι μεταξύ τους κάθετες. Σε αυτή την περίπτωση η ανακλώμενη δέσμη είναι ολικά πολωμένη. Brewster's Law [Νόμος του Brewster] Οπτικ. Μαθηματική σχέση που δίνει τη γωνία πόλωσης - Brewster; θ ρ σε σχέση με τους δείκτες διάθλασης του οπτικού μέσου κίνησης της προσπίπτουσας και ανακλασμένης δέσμης: nj και της διαθλώμενης: η2. Ισχύει: εφθρ=η2/η1. B r i a n c h o n ' s T h e o r e m [Θεώρημα Brianchon] Μαθημ. Αναφέρει ότι ένα εξάγωνο είναι περιγεγραμμένο σε μια κωνική τομή αν και μόνο αν οι ευθείες, οι οποίες συνδέουν τις απέναντι κορυφές του, τέμνονται σε ένα σημείο. Το σημείο αυτό ονομάζεται σημείο Brianchon. Το θεώρημα Brianchon είναι δυϊκό ως προς το θεώρημα Pascal, δηλαδή αν η λέξη "σημείο" αντικατασταθεί με τη λέξη "ευθεία" προκύπτει το θεώρημα Pascal, σύμφωνα με την αρχή δυϊκότητας της Προβολικής Γεωμετρίας. Brick [Τούβλο, πλίνθος] Πολ. Μηχ. Δομικό υλακό, στοιχείο που κατασκευάζεται από άργιλα με καθορισμένες διαστάσεις, σχήμα και κενά. Μπορεί να κατασκευάζεται και από τσιμέντο (τσιμεντόλιθος)

Bridgc C r a n e

Brick Molding [Μόρφωση πλίνθων] Πολ. Μηχ. Η μόρφωση των τούβλων στις περιοχές των κουφωμάτων παραθύρων ή Ουρών ώστε να μην μένουν κατασκευαστικά κενά. Μπορεί να περιλαμβάνει την προσθήκη ξύλου ή ελαστικού για την κάλυψη κάποιων κενών. Brick Scat [Θέση, φωλαά τούβλ,ων] Πολ. Μηχ. Περιοχή που υποβαστάζει και σταθεροποιεί μια σειρά από δομικούς πλίνθους ή πέτρες κατά την κατασκευή κτηρίων από φέρουσα τοιχοποιία. Bridge 1 [Γέφυρα δικτύων! Πληρ. Ο υπολογιστής, ο οποίος συνδέει δύο δίκτυα μεταξύ τους που έχουν το ίδιο πρωτόκολλα. Αποθηκεύει και προωθεί δεδομένα ανάμεσα σε τοπικά δίκτυα επικοινωνίας (LANS) και λειτουργεί σε επίπεδο σύνδεσης δεδομένων και όχι σε επίπεδο δικτύου όπως η πύλη (gate). Συνήθως, είναι ένας μικρομεσαίος υπολογιστής (mini) ή μικροϋπολογιστής. Η γέφυρα και όλα τα τοπικά δίκτυα επικοινωνίας ανήκουν στον ίδιο οργανισμό και δεν προκύπτουν προβλήματα κυριότητας και λειτουργίας της γέφυρας. II χρήση συμβάλλει, κυρίως, στην αλληλεπίδραση μεταξύ των δικτύων, στην ασφάλεια και την αξιοπιστία της μεταφοράς των δεδομένων και στην κατανομή του φορτίου στα διάφορα δίκτυα. Bridge 2 [Γέφυρα] Πολ. Μηχ. Τεχνικό έργο που κατασκευάζεται για να ενώσει περιοχές που χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια πχ. ποταμούς, διώρυγες αλλά και σιδηροδρομικές ή οδικές γραμμές. Κατατάσσονται ανάλογα με το υλικό κατασκευής, τον τρόπο κατασκευής και την λειτουργία τους. Bridge 3 [Γέφυρα] Επικοιν. Συσκευή που άπτεται στο στρώμα του Data Link (2ο στρώμα OSI του ISO) και συνδέει 2 τοπικά δίκτυα που μπορεί να είναι και διαφορετικού πρωτοκόλλου ακόμα και απομακρυσμένα. Διακρίνονται σε αυτές που είναι ανεξάρτητες από τους ΙΙ/Υ και αυτές που εκτελούν μόνο διασύνδεση (μετατροπή πρωτοκόλλων κτλ). Bridge A b u t m e n t [Ακρόβαθρο γέφυρας] ΙΙολ.Μηχ. Τοίχος στήριξης στο άκρο μιας γέφυρας που δέχεται εκτός από τα φορτία της γέφυρας και πλευρικές εδαφικές πιέσεις. Bridge Bearing [Έδρανο γεφυρών] Πολ. Μηχ. Σημείο στήριξης του καταστρώματος μιας γέφυρας πάνω στα βάθρα. Κατασκευάζεται συνήθως ως αρμός ή κύλιση ώστε να επιτρέπει θερμικές οριζόντιες μετατοπίσεις. Bridge Cable [Καλώδιο γέφυρας] Πολ. Μηχ. Καλώδιο που χρησιμοποιείται κατά την κατασκευή καλωδκοτών και αναρτημένων γεφυρών. Ανάλογα με την τεχνική και τις κατασκευαστικές απαιτήσεις τα καλώδια μπορεί να είναι ανεξάρτητα σε ομάδες ή τυλιγμένα υπό ορισμένη τάση. Bridge Circuit [Κύκλαηια Γέφυρας] Ηλεκ. Κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της σύνθετης αντίστασης άγνωστων στοιχείων, όπως πηνίων, πυκνωτο')ν, κ.λ.π. Αποτελείται από τέσσερα στοιχεία σύνθετης αντίστασης, όπως ωμικές αντιστάσεις, πυκνωτές κ. λ.π., εκ των οποίων συνήθως ένα είναι μεταβλητής σύνθετης αντίστασης και συνδέονται ώστε το καθένα να σχηματίζει την πλευρά ενός ορθογωνίου. Ο καταναλο)τής (έξοδος γέφυρας) συνδέεται στο ένα ζεύγος απέναντι κορυφών του ορθογωνίου ενώ το τροφοδοτικό (είσοδος γέφυρας) στο άλλο. Bridge C r a n e [Γερανογέφυρα] Μηχ. Μηχ. Τύπος ανυψωτικού γερανού που χρησιμοποιείται σε λιμάνια και σιδηροδρομικούς σταθμούς και αποτελείται από μία κινούμενη πάνω σε ράγες γέφυρα, στο οριζόντιο τμή-

Bridge Deck

-244-

μα της οποίας βρίσκεται ο ανυψωτικός μηχανισμός και κινείται κατά μήκος του, υπό τον έλεγχο χειριστή. Bridge Deck [Κατάστρωμα γέφυρας] Νανπηγ. Υπερυψωμένο κατάστρωμα εμπορικών πλοίων που πλευρικά καταλήγει σε γέφυρες και βρίσκεται στον πάνω μέρος του κτιρίου διαμονής του πληρώματος και διοίκησης. Bridge Foundation [Θεμελίωση γέφυρας] Πολ. Μηχ. Η περιοχή θεμελίωσης μιας γέφυρας συνήθως στο βυθό ενός ποταμού, λίμνης ή υδατορρεύματος που υποβαστάζει τα φορτία που μεταφέρουν τα βάθρα. Η χαλαρή επιφάνεια του βυθού αντιμετωπίζεται είτε με αύξηση της επιφάνειας στήριξης ή με πασσάλους σε μεγαλύτερο βάθος. Bridge Network [Δικτύωμα γέφυρας] Επικοιν. Δύο τοπικά δίκτυα που ενώνονται με γέφυρα μπορεί να ενωθούν πάνω σε ένα κοινό μεγαλύτερο δίκτυο κορμού ή απλά να είναι και τμήματα του ιδίου δικτύου που απέχουν σχετικά ή τέλος να χρησιμοποιούν διαφορετικό μέσο ή και διαφορετικό πρωτόκολλο. Bridge Pier [Βάθρο, κολώνα γέφυρας] Πολ. Μηχ. Μια κολώνα που στηρίζει και μεταφέρει τα φορτία μιας γέφυρας σε ειδικό χώρο θεμελίωσης στον βυθό ενός ποταμού. Bridge Rectifier [Ανορθωτής γέφυρας] Φνα. Τύπος διάταξης για την πλήρη ανόρθωση εναλλασσόμενου ρεύματος αποτελούμενος από τέσσερις ανορθωτές σε συνδεσμολογία γέφυρας, στα άκρα της μίας διαγωνίου της οποίας υπάρχει η σύνδεση για την παροχή του εναλλασσόμενου ρεύματος και της άλλης διαγωνίου η σύνδεση για την έξοδο του συνεχούς ρεύματος. Λέγεται και σύνδεση Γκράετς. Bridgeware [Λογισμικό ή υλικό γέφυρας δικτύων] Πληρ. Το λογισμικό, το οποίο χρησιμοποιείται σε μια γέφυρα δικτύων, συμβάλλοντας έτσι στην επικοινωνία μεταξύ των δικτύων υπολογιστών που είναι απόλυτα συμβατοί μεταξύ τους. Το λογισμικό αυτό είναι τελείως διαφορετικό από το λογισμικό ενός ξένιου υπολογιστή και οι απαιτήσεις απόδοσης είναι κρίσιμες εξαιτίας του μεγάλου όγκου του φορτίου, αλλά και γιατί οι γέφυρες δέχονται και προωθούν δεδομένα από το ένα δίκτυο στο άλλο σε πραγματικό χρόνο, χωρίς να ελαττώνουν τη λειτουργία και των δύο δικτύων. Ο όρος μπορεί να περιλαμβάνει, σπάνια όμως, και υλικό. Bridgman Anvil [Αμόνι Bridgman] Φνα. Μηχανική διάταξη παραγωγής μεγάλης στατικής πίεσης με δύο αντίθετα κινούμενα πιστόνια σε ειδικό χώρο τοποθέτησης μικρών δειγμάτων. Brig [Μονάδα brig] Φνα. Μονάδα σύγκρισης δύο οιοδήποτε φυσικών μεγεθών. Είναι ακριβώς ίδιο με το bel, μόνο που το bel χρησιμοποιείται για μέτρηση ισχύος, ενώ το brig είναι γενικότερης χρήσης. Λέγεται και dex. —> Bel Bright Annealing [Λαμπρή ανόπτησηΐ Φνα. Θερμική κατεργασία μετάλλου για τη πρόκληση επιθυμητής μεταμόρφωσης σε ελεγχόμενο περιβάλλον κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται κατά το δυνατόν η οξείδωση της επιφάνειας και να διατηρείται η μεταλλική του λάμψη Bright Diffuse Nebula [Φωτεινό Αστρικό Νέφος] Αστρον. Πρόκειται για αστρικό νέφος που φωτοβολεί έντονα, λόγω της ακτινοβολίας που προσπίπτει πάνω του από ένα αστέρι που βρίσκεται μέσα σε αυτό ή είναι κοντά του. Bright Line S p e c t r u m [Γραμμικό Φάσμα Εκπομπής] Φνσ. Φάσμα εκπομπής αποτελούμενο από ακτινοβολίες χαρακτηριστικών μηκα')ν κύματος. Οι ακτινοβολίες

αυτές σχηματίζουν φωτεινές γραμμές σε ένα σκοτεινό υπόβαθρο και γΓ αυτό λ*έγεται και γραμμικό φάσμα εκπομπής. Κάθε αέριο χαρακτηρίζεται μονοσήμαντα από το φάσμα εκπομπής του. Bright Stars Catalog [Λίστα Λαμπρών Αστέρων] Αστρον. Πρόκειται για κατάλογο που περιέχει ονόματα, και γενικά χαρακτηριστικά όλνίον των γνωστών αστέρων με οπτικό μέγεθος μικρότερο από 6.5, δηλαδή όλ.ων όσων είναι ορατά με γυμνό μάτι. Brightness Control [Ελεγχος Φωτοβολάας] Ηλεκ. Κύκλωμα μεταβολής της φωτοβολίας μίας οθόνης φθορισμού μέσω μεταβολής της τάσης του πλέγματος του καθοδικού σωλήνα. Κατά αυτό τον τρόπο μεταβάλλεται ο αριθμός των ηλεκτρονίων που πέφτουν στην οθόνη ανά μονάδα χρόνου, άρα και η ένταση του ρεύματος της δέσμης. Brightness T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία Λαμπρότητας - Φωτοβολίας] Φνσ. Θερμοκρασία σώματος υπολογισμένη από την ακτινοβολία που εκπέμπει, υποθέτοντας ότι είναι μέλαν σώμα. Blackbody Temperature Brilliancy [Λαμπρότητα] Γεωλ. Φυσική ιδιότητα λάμψης των πολύτιμων λίθων και των ορυκτών που εξαρτάται από το δείκτη διάθλασης, το διασκεδασμό χρωμάτων, την απορροφητική ικανότητα του υλικού, το βαθμό διαφάνειας, την ομαλότητα της ανακλώσας επιφάνειας, τον αριθμό των εδρών κ.λ.π. Brillouin Function (Bj(x)) [Συνάρτηση BrillouinJ Φνσ. Στερ. Κατ. Συνάρτηση που περιγράφει τη μαγνήτιση παραμαγνητικών ή σιδηρομαγνητικών συστημάτων με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Ισχύει ότι Bj(x)= ·

Ι ϊ ΐ λ . coth[(2j + l)x I2j]2j

— · coth[x / 2j] 2j

Brillouin Scattering [Σκέδαση Brillouinl Φνσ. Στερ. Κατ. Κατηγορία της σκέδασης Raman κατά την οποία, ένα φωτόνιο σκεδάζεται από ένα ακουστικό φωνόνιο δηλαδή από ένα ακουστικό τρόπο ταλάντωσης των δομικών λίθων του κρυστάλλου. Brillouin Zone [Ζώνη Brillouin] Φνσ. Στερ. Κατ. Ορίζεται ως η κυψελίδα Wigner - Seilz του αντιστρόφου πλέγματος ενός κρυστάλλου. Η σημασία της έγκειται στο ότι περιλαμβάνει όλα τα διανύσματα των κυμάτων που μπορούν να διαδοθούν μέσα στον κρύσταλλο, ενώ διανύσματα εκτός της ζώνης μπορούν να αναχθούν με αφαίρεση ενός διανύσματος του αντίστροφου πλέγματος σε αυτήν. Χρησιμοποιείται στη θεωρία ενεργειακών ζωνών και στοιχειωδών διεγέρσεων των κρυστάλλων. Brimstone [Θειάφι] Χημ. Κοινή ονομασία για το ελεύθερο στοιχειακό θείο. Brinell H a r d n e s s [Σκληρομετρική κλίμακα Μπρινέλ| Φνσ. Διαδικασία εκτίμησης της σχετικής σκληρότητας μετάλλων και κραμάτων που γίνεται με την άσκηση συγκεκριμένης πίεσης σε σταθερές συνθήκες από μια πολύ σκληρή χαλύβδινη σφαίρα επί του υπό εξέταση υλικού και τη μέτρηση στη συνέχεια του εμβαδού της σφαιρικής επιφάνειας της προκαλούμενης παραμόρφωσης. Brinell N u m b e r [Αριθμός Μπρινέλ] Φνα. Η αριθμητική τιμή, συμβολιζόμενη με ΒΗ, που αποδίδει τη σχετική σκληρότητα των μετάλλων και των κραμάτων στη σκληρομετρική κλίμακα Μπρινέλ. Υπολογίζεται ως το πηλίκο του φορτίου επί της σφαίρας (σε Kgr) προς το

- 245 εμβαδόν της σφαιρικής επιφάνειας της παραμόρφωσης (σε mm2). B r i n k m a n n N u m b e r [Αριθμός Brinkmann] Ρενστ. Είναι αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη φαινομένων μεταφοράς και ορίζεται ως ο /άγος της θερμότητας που παράγεται λόγω ιξώδους ροής προς αυτή που μεταφέρεται με μοριακή αγωγή. Brise Soleil [Διάφραγμα ηλιοπροστασίας] Αρχ. Γαλλικός όρος που αναφέρεται σε είδος μόνιμης σκίασης για παράθυρα. Αποτελείται συνήθως από πλέγμα οριζόντιων λωρίδων από ξύλο ή και τσιμέντο. Κάποιες φορές όμως είναι απλό κιγκλίδωμα που χρησιμεύει και στην αναρρίχηση φυτών. Britannia Metal [Μέταλλο μπριτάνια] Φνσ. Σύνολο κραμάτων 8 μερών κασσίτερου σε περιεκτικότητα 8090% με 1 μέρος αντιμονίου σε ποσοστό 4-9% και συχνά με ελάχιστες προσμίξεις άλλων στοιχείων (χαλκού, ψευδάργυρου κ.λ.π.) που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ειδών οικιακής χρήσης. British Absolute System Of Units [Αγγλοσαξονικό Σύστημα Μονάδων] Φυσ. Αποτελεί σύστημα μέτρησης μεγεθών, με βασικές μονάδες τα ft για το μήκος, τα sec για το χρόνο και τα lbm για τη μάζα. British Gravitational System Of Units [Βρετανικό σύστημα μονάδων της μηχανικής] Φνσ. Σύστημα μονάδων με θεμελιώδη μεγέθη και μονάδες τους τα: 1) Χρόνος: lsec 2) Μήκος: lfoot=0.3048m 3) Μάζα: lslug= 14.594 kgr. British Telecom [Βρετανικές τηλεπικοινωνίες] Επικοιν. Βρετανικός ΟΤΕ. British T h e r m a l Unit [Αγγλοσαξονικοί Μονάδα θερμότητας] Θέρμο δ. Είναι γνωστή ως Btu και ορίζεται ως το ποσό θερμότητας που απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας 1 lb νερού, κατά 1 °F, υπό σταθερή, ατμοσφαιρική πίεση. Ισχύει η ισοδυναμία: 1 Btu = 252 cal = 1055 Joule. Brittle F r a c t u r e [Ψαθυρή αστοχία/ θραύση] Μηχ. Υλ. Η θραύση ενός υλικού υπό τάση όταν η τάση αυτή δεν έχει ξεπεράσει την ελαστική περιοχή του διαγράμματος τάσεων - παραμορφώσεων. Η θραύση είναι απότομη και χωρίς να έχουν προηγηθεί πλαστικές παραμορφώσεις. Brittle T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία ψαθυρότητας] Θερμοδνν. Θερμοκρασία κάτω από την οποία αλλάζει η μηχανική συμπεριφορά ενός υλικού (κυρίως μετάλλου) και από όλκιμο μετατρέπεται σε ψαθυρό. Δεν μπορεί δηλαδή να αναλάβει πλαστικές παραμορφώσεις καΐ σπάει απότομα. Brittleness [Ψαθυρότητα] Μηχ. Η τάση ενός υλικού να αστοχεί απότομα χωρίς προηγουμένως να έχει σημαντική πλαστική παραμόρφωση. Brix Degree [Βαθμός Μπριξ] Χημ. Μονάδα διαβάθμισης της υδρομετρικής κλίμακας Μπριξ. Brix Scale [ΙΟάμακα Μπριξ] Χημ. Κλίμακα διαβαθμισμένη σε βαθμούς Μπριξ υδρομέτρων σακχαρούχων διαλυμάτων για το προσδιορισμό τους σε ορισμένη θερμοκρασία περιεκτικότητας κατά το βάρος ή κατά του όγκου του σακχάρου στο διάλυμα. Βroach 1 [Ελικωτήρας] Μηχ. Εργαλείο για τη διαμόρφωση εσωτερικών οπών μετάλλων με διάνοιξη αυλακώσεων. Αποτελείται από σκληρή μετάλλινη ράβδο κωνικού σχήματος που φέρει κατάλληλα διαμορφωμένους ελικοειδείς κοπτικούς οδόντες περιστρεφόμενη επί ειδικού μηχανήματος με κοχλία. Broach 2 [Στέγαση πύργου] Αρχ. Είδος θολωτής στέγης

B r o a d b a n d Local Area Network

στην κορυφή πύργου, ή καμπαναριού, οπότε και έχει μορφή τρούλου κάτω από τον οποίο κρέμονται οι καμπάνες. Broach 3 [Οξύ καλέμι κτίστη] Πολ. Μηχ. Αιχμηρό εργάλείο που χρησιμοποιεί ο κτίστης στο σμίλευμα της πέτρας. Broach Spire [Κωνοειδής στέγαση πύργου] Αρχ. Μορφή στέγης κωδωνοστασίου ή απλού πύργου, που έχει το σχήμα κώνου ή πυραμίδας, και στηρίζεται σε ψηλά στοιχεία για να δοθεί έμφαση στο σχήμα της. Τα τοιχία μπορεί να φέρουν και ανοίγματα, Broaching [Ελίκωσηΐ Μηχ. Η μηχανική εργασία που διεξάγεται εν ψυχρώ με αφαίρεση υλικού με κατάλληλο εργαλειομηχάνημα (ελικωτήρα) για την διαμύρφωση ελικοειδών αυλακώσεων στην εσωτερική επιφάνεια μεταλλικοί οπών. Broad Band [Ευρεία Ζώνη Συχνοτήτων] Επικοιν. Χαρακτηρισμός ζώνης συχνοτήτων το εύρος της οποίας είναι σημαντικά μεγαλύτερο από άλλες ζώνες. Broad Band Amplifier [Ενισχυτής Ευρείας Ζώνης Συχνοτήτων] Ηλεκ. Ηλεκτρική διάταξη ενίσχυσης ρευμάτων με συχνότητες σε μια ευρεία ζώνη συχνοτήτων, στην οποία ο ενισχυτής παρουσιάζει ομοιόμορφη ενίσχυση. Broad Band Antenna [Κεραία Αήψης - Εκπομπής Ευρείας Ζώνης Συχνοτήτων] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για κεραία λήψης ή εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών σημάτων σε μια ευρεία ζώνη συχνοτήτων. Broad Band Klystron [Λυχνία τύπου Κλύστρον Ευρείας Ζώνης Συχνοτήτων] Ηλεκ. Λυχνία μικροκυμάτων τριών κοιλοτήτων συντονισμού, που ενισχύει μικροκύματα μιε συχνότητες σε ζώνη συχνοτήτων μεγάλου εύρους. Broad Beam [Δέσμη Μεγάλου Γωνιακού Εύρους] Φυσ. Πρόκειται για δέσμη ιονιζουσών ακτινοβολαών η οποία, λόγω σκέδασής της από την ύλη, αποκτά μεγάλο γωνιακό εύρος. Σε μετρήσεις των χαρακτηριστικών της δέσμης συμμετέχουν σκεδασμένη και ασκέδαστη ακτινοβολία. Broad T u n i n g [Πλατύς συντονισμός] Φνσ. Ραδιοδέκτης που λειτουργεί σε ευρεία περιοχή συχνοτήτων, χωρίς δηλ. να παρουσιάζει υψηλή επιλεκτικότητα στο διαχωρισμό συγκεκριμένης συχνότητας, με αποτέλεσμα να συντονίζεται με μεγάλο αριθμό σημάτων, B r o a d b a n d Channel [Κανάλι ευρείας ζώνης] Επικοιν. Κανάλι που χρησιμοποιείται για αναλογικά σήματα σε καλώδια ομοαξονικά. Υπάρχει ένα για κάθε κατεύθυνση που μπορεί να υλοποιείται με διαμόρφωση συχνότητας. B r o a d b a n d Coaxial Cable [Ομοαξονικό καλώδιο ευρείας ζώνης] Επικοιν. Τύπος καλωδίου που ανάλογα με την απόσταση που διανύεται και τη χρήση του μπορεί να είναι από 2,5 cm ως 0,5 cm. B r o a d b a n d Integrated Services Digital Network [Ευρυζωνικό ψηφιακό δίκτυο ενοποιημένων υπηρεσιών] Επικοιν. Για την κάλυψη υπηρεσιών του ISDN και ιδίως την αυξανόμενη ζήτηση για εφαρμογές πραγματικού χρόνου από ομάδες συνδρομητίόν που βρίσκονται ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία της υφηλίου. Στηρίζεται σε δίκτυα οπτικών ινών και ταχύτητες από 155 Mbps ως κάποια Gbps. B r o a d b a n d Local Area Network [Τοπικό δίκτυο ευρείας ζώνης] Επικοιν. Τοπικά δίκτυα που χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές πολύπλεξης συχνότητας και ειδικές τερματικές συσκευές ανάκλασης σήματος.

Broadband Network

-246-

B r o a d b a n d N e t w o r k | Δίκτυο ευρείας ζώνης] Πλημ. κύματος: λ, το μήκος κύματος De Broglie, που ισούται Το δίκτυο, στο οποίο η μεταφορά των δεδομένων στη- με: λ=1ι/ρ, όπου h η σταθερά του Plank και ρ το μέτρο ρίζεται σε μέσο που χρησιμοποιεί δικτύωση ευρείας της ορμής του σώματος. ζώνης, δηλαδή η μετάδοση των δεδομένων πραγματο- Broken S t r e a m [Διακοπτόμενο ρεύμα] Υδρολ. Σχημαποιείται με μορφή αναλογικών σημάτων με τη βοήθεια τισμός φυσικού υδάτινου ρεύματος σε άγονη περιοχή, της τεχνικής πολύπλεξης διαίρεσης συχνότητας, όπως του οποίου τμήματα έχουν πάψει να υφίστανται λόγω π.χ. στα δίκτυα οπτικών ινών ή στα δίκτυα που χρησι- αποξήρανσης. μοποιούν ομοαξονικό καλώδιο (ευρείας ζώνης). B r o m a c e t o n e [Βρομο-ακετόνη] Οργ. Χημ. Πρόκειται B r o a d b a n d P a t h [Μονοπάτι ευρείας ζώνης] Επικοιν. για αλογονωμένο παράγωγο της ακετόνης, με χημικό Τα δίκτυα ευρείας ζώνης η πληροφορία κυκλοφοράει τύπο CH 3 COCH 2 Br. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με μοριακό βάρος 136,98, σημείο ζέσεως 136,5 °C και προς μια κατεύθυνση αποκλειστικά KUI μπορούν να σημείο τήξεως -36,5 "C, διαλυτή σε αιθανόλ*η, ακετόνη χρησιμοποιούν επαναλήπτες, ενισχυτές κτλ. B r o a d b a n d T r a n s m i s s i o n [Μετάδοση ευρείας ζώνης] και αιθέρα. Είναι ερεθιστική ουσία. Χρησιμοποιείται Επικοιν. Η μετάδοση χαρακτηρίζεται από αναλογικά σε δακρυγόνα αέρια και στη χημική σύνθεση. σήματα, χρήση ομοαξονικών καλωδίων, ενισχυτές, B r o m a t c [Βρομικός] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε άλατα και εστέρες, παράγωγα του βρωμικού οξέος, που πετερματικές συσκευές και λοιπές συσκευές σύνδεσης. Broadcast [Εκπέμπω ανοιχτά] Επικοιν. Το σήμα εκπέ- ριέχουν τη ρίζα BrO.V. μπεται ανοιχτά και όποιος συντονιστεί μπορεί να επι- Bromie Acid [Βρομικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός κοινωνήσει χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς μεταγωγής τύπος είναι HBrOj. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με μομε κλασσικό παράδειγμα τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα ή ριακό βάρος 128,91 και σημείο τήξεως 100°C, όπου και τα τοπικά δίκτυα. και διασπάται. Πρόκειται για ισχυρό οξειδωτικό μέσο, B r o a d c a s t B a n d (Ζώνη ανοιχτής εκπομπής] Επικοιν. διαλυτό στο νερό. Σχηματίζεται κατά την αντίδραση θειικού οξέος και βρωμικού βαρίου. Χρησιμοποιείται Συνήθως η ακρόαση γίνεται σε συγκεκριμένες συχνότητες αλλά χρησιμοποιούνται και ειδικές μέθοδοι προ- στη σύνθεση χημικών ενώσεων. σπέλασης με πολύπλεξη συχνότητας και χρόνου. B r o m i d e [Βρομίδιο] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε δυαδιB r o a d c a s t Station [Σταθμός μετάδοσης] Ηλεκτμον. κές ενώσεις του βρώμιου με μέταλλα και θεωρούνται Μετάδοση σήματος ή προγράμματος ήχου ή εικόνας άλατα, παράγωγα του υδροβρα>μικού οξέος, ΗΒΓ. μέσω τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής διάταξης στο ευρύ B r o m i d e P a p e r [Βρομιούχος χάρτης! Χημ- Φωτογρακοινό. φικός χάρτης που έχει αποκτήσει υψηλή φωτοευαισθηB r o a d c a s t T r a n s m i s s i o n [Μετάδοση ανοιχτής ακρόα- σία με επίδραση βρωμιούχου αργύρου. σης] Επικοιν. Η μετάδοση ποικίλλει ανάλογα με το δί- B r o m i n a t i n g Agent [Μέσο Βρομίίυσης] Ανόργ. Χημ. κτυο όπου συναντιούνται τοπικά δίκτυα, δορυφορικές Περιλαμβάνει κάθε χημική ένωση, η οποία χρησιμομεταδόσεις, σήματα TV και ραδιοφωνικά κτλ. ποιείται για την εισαγωγή ατόμων βρώμιου σε. ένα μόριο. Ο τριβρωμιούχος φωσφόρος αποτελεί το πιο κοινό Broadcasting [Ανοιχτή εκπομπή] Επικοιν. Όλοι οι συμμετέχοντες επικοινωνούν μέσα από το ίδιο μέσο με μέσο βρωμίωσης. κοινές τεχνικές χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς μεταγω- B r o m i n a t i o n [Βρομίωση] Ανόμγ. Λτ/μ.Δηλώνει μια χημική αντίδραση που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή γης· Broadcasting C h a n n e l [Κανάλι ανοιχτής εκπομπής] ενός ατόμου βρώμιου σε ένα μόριο, με προσθήκη ή αΕπικοιν. Όλοι οι σταθμοί χρησιμοποιούν κοινό κανάλι ντικατάσταση. όπου έχουν πρόσβαση σύμφα^να με τις μεθόδους poll- Bromine [Βρόμιο! Ανόμγ. Χημ. Συμβολίζεται με Br και είναι χημικό στοιχείο της ομάδας των αλογόνων, με αing, Aloha, CSMA/ CD, Round Robin κτλ.. Broadcasting Satellite [Δορυφόρος ανοιχτής εκπο- τομικό αριθμό 35, ατομικό βάρος 79,904, σημείο ζέσεμπής I Επικοιν. Σε πολλά δορυφορικά δίκτυα οι δορυ- ως 58,78 °C και σημείο τήξεως -7,2 °C. Πρόκειται για φόροι χρησιμοποιούνται σαν ενδιάμεσοι για να επα- ευκίνητο υγρό, πολύ πτητικό, με σκούρο κόκκινο χρώμα και μεγάλο ειδικό βάρος. Εχει χαρακτηριστική'] ονεκπέμπουν ανοιχτά το σήμα άλλων σταθμών. σμή, προκαλεί σοβαρά εγκαύματα όταν έρθει σε επαφή B r o a d c a s t i n g T i m e [Χρόνος ανοιχτής ακρόασης] Επιμε το δέρμα, ενώ οι ατμοί του προκαλούν σοβαρό ερεκοιν. Συνήθως χρησιμοποιείται πολύπλεξη χρόνου και συχνότητας σ' αυτά τα δίκτυα καθώς σε πολλά πρωτό- θισμό στα μάτια και το αναπνευστικό σύστημα. Λαμκολλα χρησιμοποιούνται διάφορες χρονοθυρίδες βάνεται από το θαλασσινό νερό, με συμπύκνωση και διαβίβαση χλωρίου, σε όξινο περιβάλλον. Χρησιμο(Timeslots, Token κτλ). B r o a d e n i n g Of S p e c t r a l Lines [Διεύρυνση Φασματι- ποιείται στην οργανική χημική σύνθεση, ως πρόσθετο βενζινών και στην ιατρική. κών Γραμμών] Οπτικ. - Φυα. Φαινόμενο που εμφανίζεται σε φάσματα απορρόφησης ή εκπομπής ακτινοβολί- B r o m i n e Test [Δοκιμή Βρομίου] Χημ. Μηχ. Περιλαμας από την ύλη, σύμφωνα με το οποίο, το εύρος μίας βάνει τον προσδιορισμό του αριθμού βρώμιου σε κλάφασματικής γραμμής διευρύνεται λόγω διαφόρων αλ- σματα του πετρελαίου. Αν το κλάσμα περιέχει υψηλό ληλεπιδράσεων των ατόμων, μορίων, ιόντων ή λόγω ποσοστό ολεφινών, τότε ο ρυθμός απορρόφησης βρώμιου είναι μεγάλος. του φαινομένου Doppler δηλαδή της κίνησής τους. Broadside A r r a y [Πλευρική κεραία! Ηλεκτρον. Διάτα- Bromine T r i f l u o r i d c [Φθοριούχο Βρόμιο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για υγρή, ερυθρόχρωμη ένωση, με χημικό ξη κεραίας λήψης ή εκπομπής στην οποία η κύρια διεύθυνση λήψης ή εκπομπής των ηλεκτρομαγνητικών τύπο BrF 3 , μοριακό βάρος 136,9, σημείο ζέσεως 135 κυμάτων είναι κάθετη στο κύριο άξονα των στοιχείων °C και σημείο τήξεως 8,8 "C. Λαμβάνεται με αντίδραση βρωμίου και φθορίου, σε θερμοκρασία 300 °C. της. ^ Broglie Wavelength [Μήκος κύματος De Broglie] Χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις φθορίωσης. Φνσ. Σύμφωνα με την κβαντική μηχανική, η διάδοση B r o m i n e Value [Αριθμός Βρομίου] Χημ. Μηχ. Αποτεενός σωματιδίου γίνεται μέσω ενός κύματος, με μήκος λεί ένδειξη της ποιότητας των συστατικών που αντι-

-247 -

δρούν με βρόμιο, αλλά δεν είναι μέθοδος ταυτοποίησης. Εκφράζει τον αριθμό των γραμμαρίων βρομίου που αντιδρά με 1(Χ) γραμμάρια του δείγματος. Αν το κλάσμα περιέχει ακόρεστους υδρογονάνθρακες, τότε ο αριθμός βρωμίου θα είναι μεγάλος. Bromo [Βρομο-] Χημ. Είναι πρόθεμα που χρησιμοποιείται όταν στο μόριο μιας ένωσης υπάρχει άτομο βρωμίου. N-Bromoacetamide [Ν-Βρωμο-ακεταμίδιο] Οργ. Χημ. Είναι η οργανική ένωση CH 3 CONlIBr. συνήθως ενυδατωμένη με ένα μόριο νερού. Είναι κρυσταλλική ουσία, με σημείο τήξεως 108-109 °C, διαλυτή σε νερό και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως μέσο βρωμίωσης, καθώς και οξείδωσης οργανικών ενώσεων. Bromoacetanilide [Βρομο-ακετανιλίδιο] Οργ. Χημ. Ο γενικός τύπος της ένωσης είναι CsH^BrNO και έχει μοριακό βάρος 214,06. Είναι κρυσταλλική ουσία, σε τρεις ισομερείς μορφές, το ορθο- με σημείο τήξεως 99 °C, το μετα- με σημείο τήξεως 87,5 και το παραπαράγωγο με 168 "C. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Bromoacetone [Βρομο-ακετόνη] Ομγ. Χημ. Bromacetone Bromoalkane [Βρομο-αλκάνιο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στους κορεσμένους αλειφατικούς υδρογονάνθρακες, που περιέχουν στο μόριό τους το βρώμιο, ως υποκαταστάτη. Bromoaniline [Βρομο-ανιλίνη] Οργ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι Br-C 6 H 4 NH 2 , με μοριακό βάρος 172,02. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, που απαντά σε δύο ισομερείς μορφές. II 2-βρομο-ανιλίνη έχει σημείο ζέσεως 229 °C και σημείο τήξεως 32 °C, ενώ η 4-βρομοανιλίνη έχει σημείο τήξεως 66,4 °C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αζωχρωμάτων και άλλων οργανικών ενώσεων. Bromobenzene [Βρομο-βενζόλιοί Οργ. Χημ. Είναι το φαινυλοβρωμίδιο, CeHsBr, με μοριακό βάρος 157,01, σημείο ζέσεως 156°C και σημείο τήξεως -30,8 °C. Πρόκειται για άχρωμη υγρή ουσία, μεγάλ,ου ειδικού βάρους, με ευχάριστη οσμή, που είναι διολυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη συνθετική οργανική χημεία. Bromobenzvl Bromide [Βρομο-βενζυλο-βρομίδιο] Οργ. Χημ. Είναι κρυσταλλική ένωση, με μοριακό τύπο BrC6H4CH2Br και μοριακό βάρος 249,93. Ο τύπος αντιστοιχεί σε τρεις ισομερείς μορφές, η ορθο- με σημείο ζέσεως 129°C και σημείο τήξεως 31 °C, η μεταμε σημείο τήξεως 41 "C και η παρα- μορφή μιε σημείο τήξεως 63 °C. Χρησιμοποιείται στην ταυτοποίηση αρωματικών καρβοξυλικών οξέων. Bromobenzylcyanide [Βρομο-βενζυλο-κυανίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και α-βρωμο-φαινυλο-ακετονιτρίλιο, με χημικό τύπο C6HsCH(Br)CN και μοριακό βάρος 196,05. Πρόκειται για κίτρινη, ελαιώδη ουσία, που έχει σημείο ζέσεως 242 °C, σημείο τήξεως 29 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως δακρυγόνο. Bromobutyl R u b b e r [Βρομο-βουτενικά Ελαστικά] Ομγ. Χημ. Αποτελεί κατηγορία βουτυλικών ελαστομιερών, που παρασκευάζονται με κατεργασία συμπολυμερούς ισοπρενίου-ισοβουτυλχνίου μιε βρόμιο. Η παρουσία του βρομίου έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της δραστικότητας κατά το βουλκανισμιό. Bromochlorodifluoromethane [Βρομο-χλωροδιφθορο-μεθάνιο| Ομγ. Χημ. Είναι οργανική ένωση,

Bromotrifluoromethanc

γνωστή και ως BCF, με χημικό τύπο CBrClF2 και σημιείο ζέσεως -4°C. Χρησιμοποιείται σε πυροσβεστήρες, κυρίως για εσωτερικούς χώρους. Bromochloromcthane [Βρόμιο-χλωρο-μεθάνιοί Οργ. Χημ. Πρόκειται για την οργανική ένωση CH2BrCI, με μοριακό βάρος 129,39, σημείο ζέσεως 68,1 °C και σημείο τήξεως 86,5 °C. Είναι άχρωμη, υγρή πτητική ουσία, με οσμή χλωροφορμίου, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται σε πυροσβεστήρες. Bromochloroprene [Βρομο-χλωρο-ισοπρένιο] Οργ. Χημ. Είναι η ουσία μιε χημικό τύπο CHCl=CHCH 2 Br, που χρησιμοποιείται κυρίως ως λίπασμα. Bromocresol Green [Πράσινο της βρωμοκρεσόλης] Ομγ. Χημ. Ο τύπος της ένωσης είναι QiH^OsBrS και έχει μιοριακό βάρος 698,02, σημείο τήξεως 218-219 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη, βενζόλιο και οξικό οξύ. Είναι γκρι, στερεή ουσία που χρησιμοποιείται ως δείκτης για τιμές του ρΗ από 3,8 έως 5,4, οπότε το χρώμα αλλάζει από κίτρινο σε κυανό. Bromocresol Purple [Πορφυρό της βρομοκρεσόλης] Οργ. Χημ. Είναι κίτρινη, στερεή ένωση, η οποία χρησιμοποιείται ως δείκτης για τιμές του ρΗ από 5,2 έως 6,9, οπότε το χρώμα του διαλύματος μεταβάλλεται από κίτρινο σε πορφυρό. Bromocthane [Βρομο-αιθάνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και αιθυλοβρομίδιο, με χημικό τύπο QH.^Br, μοριακό βάρος 108,97, σημείο ζέσεως 38,4 °C και σημείο τήξεως -118,6°C. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται ως ψυκτικό ρευστό. Bromoform [Βρομιοφόρμιο] Ομγ. Χημ. Είναι το τριβρομομεθάνιο, με χημικό τύπο CHBr 3 , μιοριακό βάρος 252,73, σημείο ζέσεως 149,5 °C και σημείο τήξεως 8,3 °C. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό ορυκτών υλών. Bromomethane [Βρομο-μεθάνιο] Ομγ. Χημ. Είναι το μιεθυλοβρομίδιο, με χημικό τύπο CH 3 Br, μοριακό βάρος 94,94, σημείο ζέσεως 3,6 °C και σημείο τήξεως 93,6 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή πτητική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Bromonapthalene [Βρομιο-ναφθαλένιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για ελαιώδη, υγρή ένωση, με γενικό τύπο CioH7Br, μοριακό βάρος 207,07 και δύο ισομιερείς μορφές. Το α-βρομο-ναφθαλένιο έχει σημείο ζέσεως 281°C και σημείο τήξεως 6,2 "C, ενώ το β-βρομοναφθαλένιο έχει σημιείο ζέσεως 287 °C και σημείο τήξεως 59 °C. Είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του δείκτη διάθλασης κρυσταλλικών ουσιών. Bromooctane [Βρομο-οκτάνιο] Οργ. Χημ. Είναι βρομιοαλκάνιο, το οκτυλοβρομίδιο, με χημικό τύπο CHj (ΟΗ2)6ΟΗ2ΒΓ, μοριακό βάρος 193,13, σημιείο ζέσεως 200,8 °C και σημείο τήξεως -55 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Bromotrifluoroethylene [Βρομο-τριφθορο-αιθυλένιο] Ομγ. Χημ. Είναι η οργανική ένωση μιε χημικό τύπο BrEC=CF2, με σημείο ζέσεως -58 °C και σημείο τήξεως -168°C. Πρόκειται για άχρωμο αέριο, διαλυτό σε χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται ως ψυκτικό ρευστό, καθώς και σε πυροσβεστήρες. Bromotrifluoromethane [Βρομο-τριφθορο-μεθάνιο] Οργ. Χημ. Είναι οργανική, αέρια ένωση, με χημικό τύ-

Bromwich Contour

-248 -

πο CBrFj, μοριακό βάρος 148,91, σημείο ζέσεως -59 °C, διαλυτή σε χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται σε πυροσβεστήρες. Bromwich C o n t o u r [Διαδρομή Ολοκλήρωσης του Bromwich] Μαθημ. Πρόκειται για διαδρομή ολοκλήρωσης στο μιγαδικό επίπεδο, η οποία εκτείνεται από το ε-ico έως το ε+ϊ«., με ε πραγματικός θετικός αριθμός ώστε οι πόλοι της αναλυτικής συνάρτησης που ολοκληρώνεται να βρίσκονται αριστερά της διαδρομής αυτής. Bronsted Acid [Οξύ κατά Br5nsled] Χημ. Χαρακτηρίζει κάθε χημική ένωση, μόριο ή άτομο, που σε μια αντίδραση έχει την τάση να δίνει πρωτόνια. Bronsted Lowry Theory [Θεωρία Bronsted-Lowry] Χημ. Ορίζει ως οξύ, κάθε μόριο ή ιόν που μπορεί να μπορεί να δώσει ένα πρωτόνιο και ως βάση, κάθε μόριο ή ιόν που μπορεί να λάβει πρωτόνιο. B r o n s t e d ' s Relation [Εξίσωση Bronsted] Χημ. Αποτελεί έκφραση της καταλυτικής ενεργότητας οξέων και βάσεων, με βάση τη σταθερά διάστασης, σε δεδομένη θερμοκρασία. Bronzite [Μπρονζίτης] Γεωλ. Ορυκτό της ομάδας των πυροξένων αποτελούμενο από πυριτικό μαγνήσιο και πυριτικό σίδηρο. Συναντάται υπό μορφή πράσινων, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλων του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στην κλίμακα Μος. Brooming [Σάρωση] Πολ. Μηχ. Η δημιουργία άγριας επιφάνειας σε πλάκες από σκυρόδεμα που δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την τελική τους αντοχή ή δρόμους με την βοήθεια ενός ειδικού ξυστικόυ εργαλείου. B r o w n Dwarf [Καφέ Νάνος] Αστροφυσ. Μεγάλος πλανήτης με μάζα ενδιάμεση της μάζας ενός αστεριού και ενός πλανήτη, αλλά πάντως μικρότερη του 0.08 ΜΗ όπου Μμ η μάζα του ήλιου. Στον πλανήτη αυτό, οι βαρυτικές δυνάμεις επαρκούν για να παράγουν ενέργεια, αλλά όχι να ξεκινήσουν πυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης στο κεντρικό τμήμα του πλανήτη. Ο πλανήτης υπολογίζεται ότι μπορεί να εκπέμπει ενέργεια υπό μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, για περίπου 100 εκατομμύρια χρόνια προτού ψυχθεί. B r o w n i a n M o v e m e n t [Κίνηση Brown] Φυα. Χημ. Περιγράφει τη συνεχή, κατά τυχαίο τρόπο, κίνηση μικρών στερεών σωματιδίων που βρίσκονται σε ρευστό μέσο. Οφείλεται στις στατιστικές διακυμάνσεις των συγκρούσεων των σωματιδίων με γειτονικά μόρια του μέσου διασποράς. Browser [Διαμετακομιστής] Επικοιν. Εργαλείο λογισμικού που προσεγγίζει βάσεις δεδομένων από θεματικούς διανομείς με διευθύνσεις και ιστοσελίδες του παγκοσμίου διαδικτύου για την εύρεση μιας ιστοσελίδας για το χρήστη για την παρουσίαση της οποίας συνεργάζεται με διάφορα πρωτόκολλα και κυρίως το ΜΙΜΕ. Brucite [Βρουσίτης] Γεωλ. Ορυκτό υδροξείδιο του μαγνησίου, που συναντάται σε ινώδεις, γκρίζου χρώματος κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος. B r u n a u e r E m m e t t Teller Equation [Εξίσωση Brunauer-Emmett-Teller] Φυσ. Χημ. Πρόκειται για την εξίσωση BET που χρησιμοποιείται στη μελέτη προσρόφησης αερίου σε στερεή επιφάνεια. —» BET Equation Brush [Ψήκτρα] Μηχ. Αγωγός κυρίως από άνθρακα για την ηλεκτρική σύνδεση του ρύτορα και του στάτορα μιας ηλεκτρικής μηχανής. Brush Discharge ΙΕκροής ψήχτρα] Ηλεκ. Πρόκειται για ακτινοβολία που παράγεται κοντά στους μεταλλι-

κούς οπλισμούς ενός πυκνωτή αέρος, όταν επικρατεί υψηλή τάση μεταξύ των οπλισμών του, αλλά όχι αρκετή ώστε να ξεσπάσει σπινθήρας. Brush Rocker Ring [Δακτύλιος ψήκτρας] Μηχ. Οι δύο ξεχωριστοί δακτύλιοι ή ένας υποδιαιρεμένος σε δύο μεμονωμένα μεταξύ τους τμήματα στους οποίους καταλήγει το πηνίο οπλισμού μιας ηλεκτρικής μηχανής και επί των οποίων στερεώνονται εφαπτόμενες οι ψήκτρες. Brutalism [Στυλ αρχιτεκτονικής] Αμχ. Κίνημα αρχιτεκτονικής που εμφανίζεται στην Μεγ. Βρετ. τη δεκαετία του 1950 και χαρακτηρίζεται από τη χρήση αδιάκοπτων ακατέργαστων μαζών εμφανούς τσιμέντου για την κατασκευή συμπαγών κτιρίων. Brute Force Technique [Βίαιη τεχνική] Πληρ. II μέθοδος, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον προγραμματιστή να στηρίζεται στις ικανότητες επεξεργασίας του ίδιου του υπολογιστικού συστήματος για την επίλυση ενός προβλήματος, χωρίς να χρειάζεται η επέμβαση του προγραμματιστή ώστε να απλοποιήσει το προς επίλυση πρόβλ.ημα. Β Stage [Στάδιο Β] Χημ. Μεταβατικό στάδιο κατά τη διεργασία σχηματισμού συνθετικών θερμοσταθερών πολυμερών συμπύκνωσης (ρητινών) π.χ. φαινολοπλαστών, κατά την οποία η πλαστική ουσία έχει μαλακή υφή που επιτρέπει τη διαμόρφωσή της πριν τη τελική μόνιμη σκλήρυνση της. Btu [Μονάδα Btu] Θερμοδ. Συμβολίζει την Αγγλοσαξονικοί μονάδα μέτρησης της θερμότητας. —» British Thermal Unit Β Type S t a r [Αστέρας τύπου Β] Αστρον. Ένας από τους 10 φασματοσκοπικούς τύπους των αστέρων, οι αστέρες του ηλίου ή του Ωρίωνος, κατά τη ταξινόμηση του Αστεροσκοπείου του Χάρβαρντ, που περιλαμβάνει το 2% όλων των αστέρων. Είναι λευκοί ή κυανόλευκοι με θερμοκρασία επιφάνειας 20.000 - 15.000 βαθμούς Κελσίου και με φάσμα όπου επικρατούν ραβδώσεις κυρίως ουδέτερων μορίων του στοιχείου ηλίου και κατά δεύτερο λwόγo υδρογόνου εξασθενούμενες ή ενισχυόμενες αντίστοιχα κατά τη μετάβαση από τους υπότυπους Β| έως το Β$. Bubble [Πομφόλυγα ή φυσαλάδα] Φυσ. Λεπτή υγρή σφαιροειδής μεμβράνη που περικλείει αέρα ή άλλο αέριο σχηματιζόμενη στην επιφάνεια υγρών /άγω της επιφανειακής τους τάσης. Bubble C a p Plate [Δίσκος με κάψες] Χημ. Μηχ. Είναι ο δίσκος που χρησιμοποιείται σε μια αποστακτική στήλη, όταν η επαφή υγρού και ατμού επιτυγχάνεται με μεταλλικές κάψες, οι οποίες βρίσκονται στην επιφάνειά του. Bubble Cavitation [Σπηλαίωση] Μηχ.Ρευστ. Φαινόμενο που εμφανίζεται σε περιπτώσεις γρήγορης κίνησης ενός υγρού και στα σημεία που έχει πολύ μικρή πίεση, αν η θερμοκρασία του δε μεταβάλλεται αισθητά. Πρόκειται για δημιουργία αερίων φυσαλίδων στον όγκο του υγρού. Όταν εμφανιστεί το φαινόμενο αυτό στα πτερύγια των προπελών ενός πλοίου οδηγεί σε σταδιακή καταστροφή τους και γι' αυτό και λαμβάνεται υπόψη στην σχεδίαση των σκαφών. Bubble C h a m b e r [Θάλαμος Φυσαλίδων] Πυρ. Φνσ. Χώρος μέσα στον οποίο βρίσκεται ένα υπέρθερμο υγρό, με συνέπεια όταν διέρχονται ταχέως κινούμενα στοιχειώδη σωματίδια μέσα από αυτόν να δημιουργούνται φυσαλίδες κατά μήκος της τροχιάς τους. Χρησιμοποιώντας μία πηγή φωτισμού και ένα φωτογραφικό

-249φιλμ καταγράςοεται η τροχιά των σωματιδίων και μελετώνται οι κινήσεις και οι αλληλεπιδράσεις τους. Bubble C u p [Κάψα φυσαλίδων] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει ειδικές διατάξεις που αποτελούνται από μεταλλικές κάψες και χρησιμοποιούνται σε δίσκους αποστακτικής στήλης, με στόχο το υγρό και ο ατμός να έρχονται σε επαφή πάνω στην επιφάνεια του δίσκου. Bubble Level [Αεροστάθμη] Φυσ. Όργανο που αποτελεί τμήμα της διάταξης πολλών άλλων οργάνων (πυξίδων, εξάντων, θεοδολίχων κ.λ.π.) για τον έλεγχο της οριζόντιας θέσης που βασίζεται στη θέση μιας φυσαλίδας αέρα σε κατάλληλο σημείο εντός γυάλινου, ελαφρά καμπύλου στο πάνω μέρος, σωλήνα σχεδόν καθ' ολοκληρία γεμάτου με ευκίνητο υγρό (συνήθως μίγμα οινοπνεύματος και αιθέρα ή νερού). Bubble M e m o r y [Μνήμη (μαγνητικής) φυσαλίδας] Πλημ. Η μνήμη, στην οποία τα δυαδικά ψηφία κατά την αποθήκευσή τους αναπαρίστανται από μαγνητικές φυσαλίδες, δηλαδή αρνητικά μαγνητισμένες περιοχές πολύ μικρής έκτασης πάνα) σε μια θετικά μαγνητισμένη περιοχή. II παρουσία μιας τέτοιας αρνητικά μαγνητισμένης περιοχής αντιστοιχεί στο δυαδικό αριθμό 1 και η απουσία της στον δυαδικό αριθμό 0. Η μνήμη φυσαλίδας προσφέρει μεγαλύτερη ταχύτητα προσπέλασης της από τους μαγνητικούς δίσκους, αλλά μικρότερη από την κύρια μνήμη. Bubble Point [Σημείο Φυσαλίδας] Φυσ. Χημ. Είναι η θερμοκρασία στην οποία σχηματίζεται η πρώτη φυσαλίδα αερίου, κατά τη θέρμανση ενός υγρού μίγματος. Στο σημείο φυσαλίδας, οι δύο φάσεις, υγρή και αέρια, βρίσκονται σε ισορροπία. Bubble Raft [Απεικόνιση Φυσαλίδων] Φυσ. Στπρ. Κατ. Τεχνική οπτικής απεικόνισης εξαρθρώσεων και μετατόπισης ολίσθησης σε κρυσταλλικά πλέγματα. Bubble Sextant [Εξάντας με αεροστάθμη] Φυσ. Ναυσιπλοϊκό όργανο για τη μέτρηση του ύψους των ουράνιων σωμάτων και τον προσδιορισμό του στίγματος της πορείας στο οποίο ο έλεγχος της οριζόντιας θέσης γίνεται με τη βοήθεια φυσαλίδας εντός γυάλανου σωλήνα σχεδόν πλήρους με ευκίνητο υγρό. Bubble Sort [Ταξινόμηση φυσαλίδας] Πλημ. Η μέθοδος ταξινόμησης ενός συνόλου στοιχείων με το να τοποθετούνται διαδοχικά ανά δύο στοιχεία σε φθίνουσα ή αύξουσα σειρά και η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να ταξινομηθούν πλήρως όλα τα στοιχεία του συγκεκριμένου συνόλου. Αντιστοιχίζεται σε έναν αλγόριθμο και ενδείκνυται για σύνολα με μικρό αριθμό στοιχείων. Bubble Test [Ελεγχος Φυσαλίδας] Μηχ. Αναφέρεται στον προσδιορισμό του μεγέθους των μεγαλύτερων οπών ενός πορώδους στερεού. Το στερεό βυθίζεται σε κάποιο υγρό, συνήθως νερό ή αιθανόλη, ενώ στο εσωτερικό του εισάγεται αέρας υπό πίεση. Η πίεση στην οποία θα εμφανιστούν φυσαλίδες στο υγρό εξαρτάται από το μέγεθος των οπών του στερεού και την επιφανειακή τάση αερίου-υγρού. Bubble T o w e r [Στήλ.η με φυσαλίδες] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει την αποστακτική στήλη που περιέχει δίσκους, στην επιφάνεια των οποίων έρχεται σε επαφή το υγρό με τον ατμό. Bubble T r a y [Δίσκος Φυσαλίδων] Χημ. Μηχ. Ορίζει ένα διάτρητο δίσκο, κυκλικό ή ημικυκλικό, που βρίσκεται στο εσωτερικό αποστακτικής στήλης και επιτρέπει στον ατμό που προέρχεται από τον κατώτερο δίσκο να περνά από τις οπές του και παραμένει σε επαφή με το

Buckminsterfullerene

υγρό, στην επιφάνειά του. Bubble T r a y Column [Στήλη με Διάτρητους Δίσκους] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει την αποστακτική στήλη, στην οποία περιέχονται διάτρητοι δίσκοι, Bubble T u b e [Σωλήνας με Φυσαλίδες] Μηχ. Δηλώνει κάθε σωλήνα, στον οποίο υπάρχει διφασική ροή υγρού-αερίου. Bucket [Κλάδοςΐ Πλημ. Το σύνολο των μπλοκς, το οποίο θεωρείται ως μια ενιαία μονάδα κατά τη διαδικασία μεταφοράς του μεταξύ της κύριας μνήμης και δευτερευόντων μνημών. Ατυπα, χρησιμοποιείται και σαν ο χώρος στον οποίο αποθηκεύονται προσωρινά τα δεδομένα. Bucket Conveyor [Μεταφορέας με κάδους] Μηχ. Μηχανική διάταξη μεταφοράς και απόρριψης σε προκαθορισμένο σημείο μαζικών υλικών αποτελούμενη από σύστημα κάδων στερεωμένων σε ζεύγος ατέρμονων αλυσίδαιν ή ιμάντων συνεχούς κίνησης, Bucket Dredge [Βυθοκόρος με κάδο] Μηχ. Τεχνητή κατασκευή επιπλέουσα υπό μορφή σκάφους για την εκσκαφή ή ισοπέδωση του πυθμένα θαλασσών, λιμνών ή ποταμών που φέρει ένα ή πολλαπλούς κάδους για τη συλλογή και μεταφορά του υλικού, Bucket Excavator [Εκσκαφέας με κάδο| Μηχ. Σκαπτικό μηχάνημα για την εκσκαφή ή ισοπέδωση εδαφών στην ξηρά που φέρει σύστημα ενός ή πολλαπλών κάδων στερεωμένων επί ατέρμονης αλυσίδας κινούμενης επί οδοντωτών τροχών κινητού χαλύβδινου βραχίονα, Bucket L a d d e r Dredge [Βυθοκόρος με πολλαπλούς κάδους] Μηχ. Βυθοκόρος που φέρει σύστημα πολλαπλών κάδ(ον στερεωμένων σε ατέρμονη αλνυσίδα, περιστροφικά κινούμενη με τη βοήθεια κινητήρα, επί οδοντωτών τροχών ισχυρού μηχανοκίνητου χαλύβδινου βραχίονα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συναντούν τον προς εκσκαφή πυθμένα υπό κλάση για τη συλλογή και στη συνέχεια τη μεταφορά και απόθεση του υλικού, Bucking [Εξουδετέρωση] Φυσ. Κατάλληλη εφαρμογή πρόσθετης διάταξης με επιλεγμένα χαρακτηριστικά σε κύκλ,ωμα για την εξουδετέραιση ενός ηλεκτρικού ή μαγνητικού χαρακτηριστικού μεγέθους (τάση, ρεύμα, ένταση μαγνητικού πεδίου κ.λ.π.) κάποιου εξαρτήματος του κυκλώματος. Bucking Coil [Πηνίο εξουδετέρωσης] Φυα. Πηνίο μεεπιλεγμένα χαρακτηριστικά που εφαρμόζεται κατάλληλα τοποθετημένο προκειμένου το μαγνητικό του πεδίο να αντισταθμίσει το μαγνητικό πεδίο άλλου πηνίου, Bucking Voltage [Τάση εξουδετέρωσης] Φυσ. Εφαρμογή τάσης ίσου μεγέθους και αντίθετης πολικότητας προς κάποια τάση του κυκλώματος για εξουδετέρωσή της. Buckle Plate [Κυρτωμένη πλάκα] ΙΙολ. Μηχ. Πλάκα σε μεταλλική κατασκευή, συνήθως από χάλυβα, που έχει ελαφρά κύρτωση για μεγαλύτερη ακαμψία και συνεπώς λιγότερα βέλη κάμψης. Buckling Stress [Τάση λογισμού] Μηχ. II θλιπτική δύναμη ανά μονάδα επιφανείας ενός στοιχείου που προκαλεί λυγισμό, δηλαδή ελαστική αστάθεια, και έντονες παραμορφώσεις και θραύση. Buckminsterfullerene [Φουλερένια C^o] Χημ. Αλλ.οτροπική δομή του άνθρακα στην οποία εξήντα άτομα του συνδέονται μεταξύ τους σε εξαγωνικούς και πένταγωνικούς δακτυλίους, σχηματίζοντας μια πολύ σταθερή, κλειστή και σχεδόν σφαιρική δομή. Παρασκευάστηκε το 1985 και είναι η πρώτη δομή της οικογένειας των φουλερενίων. Πολλά από τα χημικά παράγωγά

Buffer 1

- 250 -

τους είναι μαγνητικά και έχουν υπεραγώγιμες ιδιύτητες. Buffer 1 [Ενισχυτής απομόνωσης] Φυσ. Ηλεκτρική διάταξη, με συνήθως υψηλή και χαμηλή εμπέδιση στην είσοδο και την έξοδο αντίστοιχα, που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο κυκλώματα για την ελαχιστοποίηση της αλλελεπίδρασής τους. Buffer 2 (Ρυθμιστικό] Χημ. Μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν μίγμα που αποτελείται από ένα ασθενές οξύ και το αντίστοιχο άλας μιε νάτριο, κάλιο ή αμμώνιο ή από μια ασθενή βάση με το αντίστοιχο άλας αυτής. Ένα ρυθμιστικό διάλυμα έχει την ικανότητα να αντιστέκεται στη μεταβολή του ρΗ, όταν σε αυτό προστίθεται μικρή ποσότητα ισχυρού οξέος ή βάσης. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία, στη βιοχημεία και στη φυσιολογία. Buffer Action [Ρυθμιστική Δράση] Χημ. -> Buffer Capacity Buffer Capacity [Ρυθμιστική Ικανότητα] Χημ. Ορίζεται ως η αντίσταση ενός διαλύματος στη μεταβολή του ρΐϊ, λόγω προσθήκης μικρής ποσότητας οξέος ή βάσης. Buffer Coat [Αειαντική στρώση] Αρχ. 1. Ενδιάμεση ε.πίστρωση που χωρίζει τις επικαλύψεις μας επιφάνειας, Χρησιμοποιείται συχνά πάνω από τραχιά επίστρωση για να προστατευθεί η επίστρωση που ακολουθεί. 2. Π διαδικασία λείανσης πατώματος. B u f f e r Pooling [Χρήση δεξαμενής ενδιάμεσων μνήμων] Πληρ. Η μέθοδος άντλησης ενδιάμεσων μνήμων από μια δεξαμενή, δηλαδή μια περιοχή της μνήμης που περιέχει τέτοιες μνήμες, για την προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων, με στόχο την διευκόλυνση της μεταφοράς τους διαμέσου του υπολογιστικού συστήματος. Buffer Solution [Ρυθμιστικό Διάλυμα] Χημ. Buffer Buffer Storage [Ενδιάμεση μνήμη] Πλημ. 1. Το τμήμα της κύριας μνήμης ή οι καταχωρητές, όπου αποθηκεύονται προσωρινά τα δεδομένα κατά τη διαδικασία μεταβίβασης τους μεταξύ της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και μιας περιφερειακής συσκευής ή μεταξύ δυο περιφερειακών συσκευών. 2. Το τμήμα της κύριας μνήμης ή η συσκευή, που χρησιμοποιείται ώστε να συγχρονίσει τη μεταφορά των δεδομένων μεταξύ λειτουργικών μονάδων με διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταφοράς δεδομένων, όπως π.χ. συσκευών με διαφορετικό ρυθμό μεταφοράς δεδομένων ή δυο συσκευών, όπου η μια είναι σειριακή και η άλλη παράλληλη. 3. II βοηθητική μνήμη περιορισμένης χωρητικότητας μεταξύ της κύριας μνήμης και των μονάδων εισόδου/ εξύδου. Buffer Zone [Ζώνη ενδιάμεσης μνήμης] Πληρ. II περιοχή της κύριας μνήμης, η οποία χρησιμοποιείται μονο για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων. Buffered C o m p u t e r [Υπολογιστής με ενδιάμεση μνήμη] Πληρ. Ο υπολογιστής, ο οποίος διαθέτει ενδιάμεση μνήμη για τον συγχρονισμό της μεταφοράς των δεδομένων που χρησιμοποιεί. Buffered Device [Συσκευή με ενδιάμεση μνήμη] Πληρ. Η περιφερειακή συσκευή, η οποία χρησιμοποιεί ενδιάμεση μνήμη για τα δεδομένα που επεξεργάζεται, όπως ο εκτυπωτής. Κατά συνέπεια, αυξάνει η αποδοτικότητα επεξεργασίας και μεταφοράς των δεδομένων του υπολογιστή. Buffered I/O Channel [Κανάλι εισόδου/ εξόδου με ενδιάμεση μνήμη] Πληρ. Το κανάλι εισόδου/ εξόδου, το οποίο επικοινωνεί με την κύρια μνήμη διαμέσου συ-

σκευών ενδιάμεσης μνήμης για την προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων κατά τη μεταφορά τους, ώστε να απελευθερώνεται το κανάλι και να χρησιμοποιείται για άλλες διεργασίες. Έτσι, αυξάνεται η αποδοτικότητα του συστήματος. Buffered T e r m i n a l [Τερματικό με ενδιάμεση μνήμη] Πληρ. Το τερματικό, το οποίο διαθέτει ενδιάμεση μνήμη για την προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων που εισάγονται ή εξάγονται από αυτό. Η εισαγωγή KUI η εξαγωγή των δεδομένων δεν είναι απαραίτητο να είναι συγχρονισμένη. Buffing Wheel [Τροχός στίλβωσης] Φυσ. Τροχός με επιφάνεια καλυμμένη από ειδικό μαλακό λειαντικό υλικό για την λείανση των μεταλλικών επιφανειών, Buf'fon'S Problem [ΙΙρόβλημα Button] Μαθημ. Αναφέρει ότι για μια βελόνα μήκους L, η οποία ρίχνεται με τυχαίο τρόπο, σε ένα επίπεδο αποτελούμενο από ευθείες γραμμές σε απόσταση d η μια από την άλλη με d > L, η πιθανότητα Ρ η βελόνα να τέμνει κάποια από τις γραμμές ισούται με ?=2Ud-n. Είναι γνωστό και ως πρόβλημα βελόνας του Buffon και αποτελεί μια ένδειξη της αδυναμίας του ορισμού της πιθανότητας ως το λόγο του πλήθους των ευνοϊκών ενδεχομένων προς το πλήθος των δυνατών ενδεχομένων, γιατί στο συγκεκριμένο πρόβλημα τα ενδεχόμενα είναι άπειρα, Bug [Σφάλμα] Πληρ. 1. Το λάθος, το οποίο περιέχεται σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα ή ρουτίνα και πρόκειται συνήθως για συντακτικό λάθος. 2. Το ελάττωμα, η βλάβη ή η δυσλειτουργία μιας συσκευής ώστε αδυνατεί να λειτουργήσει όπως αρχικά σχεδιάστηκε, Builder's L a b o u r e r [Ανειδίκευτος οικοδόμος] Αρχ. Εργάτης σε οικοδομή που κάνει βαριά, ανειδίκευτη εργασία. Συνήθως βοηθά στο φόρτωμα - ξεφόρτωμα κατασκευαστικών υλικών. Builder's L a d d e r [Σκάλα οικοδόμου] Αρχ. Φορητή μονή σκάλα από αλουμίνιο, με κυλινδρικά συνήθως πατήματα, που χρησιμοποιείται από τους οικοδόμους, Builder's Level [Αεροστάθμη οικοδομής] Αρχ. Αιωρούμενο επίπεδο που χρησιμοποιείται από τους οικοδόμους σε κατασκευαστικές εργασίες. Συνήθως είναι ξύλινο, και αιωρείται από κατασκευή αυτόνομη, Builder's Lift [Αναβατώριο οικοδομής] Αρχ. Είδος πρόχειρου ανελκυστήρα για υλικά και ανθρώπους, που αποτελείται από περιφραγμένη πλατφόρμα, και λειτουργεί με μηχανισμό ανεξάρτητο από το κτίριο, Builder's Rubbish [Οικοδομής μπάζαΐ Αρχ. Κατασκευαστικά υλικά που περισσεύουν από τις εργασίες ανοικοδόμησης κτιρίου ή προκύπτουν από τις εκσκαφές υποθεμελίωσης. Builder's Staging [Σκαλ,ωσιά οικοδομής] Αρχ. Πλέγμα από πλατφόρμες που συνδέονται με μεταλλικό σκελετό. και πάνω στις οποίες κινούνται και εργάζονται οι οικοδόμοι. Χρησιμοποιείται και τις όψεις κτιρίων, Builder's T a p e [Μετροταινία οικοδομής] Αρχ. Ατσάλινη κορδέλα, μήκους συνήθως τριάντα μέτρων, που τυλίγεται μέσα σε θήκη χειρός και χρησιμοποιείται για μετρήσεις από τους οικοδόμους. Builder's W o r k Drawing |Τελική μελέτη] Αρχ. Κατασκευαστικό σχέδιο του κτιρίου, που κατατίθεται στον εργολάβο από τον αρχιτέκτονα ή τον πολιτικό μηχανικό πριν αρχίσουν οι οικοδομικές εργασίες, Building [Κτήριο, κατασκευήΐ Πολ. Μηχ. Μια κατασκευή από οποιοδήποτε υλικό που εξυπηρετεί τις ανάγκες διαβίωσης ή εργασίας του ανθρώπου, Building Block [Τσιμεντόλιθος] Πολ. Μηχ. Τούβλο

-251 κατασκευασμένα από τσιμέντο ή σκυρόδεμα. Συνήθως έχουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από τα απλά και περιέχουν μεγάλα κενά.Έχουν αρκετά μεγάλη αντοχή αλλά δεν είναι κατάλληλα για μόνωση. Building Board [Οικοδομής σανίδα] Αμχ. Είδος σανίδας που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη τοίχων ή πατωμάτα>ν και συνδέεται με επικολλητικές ουσίες, ή με συνδετήρες. Κατασκευάζεται από συμπιεσμένες ίνες για να είναι δύσκαμπτη. Πιο συνηθισμένες μορφές της είναι το νοβοπάν, η γυψοσανίδα και το αντικολλητό ξύλο (καπλαμάς). Building Brick [Δομικό τούβλο] Αμχ. Κάθε τούβλο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ενός έργου. Building Certificates [Εργολαβικές συμβάσεις] Αμχιτ. Συμφωνητικά ανάθεσης έργου και πληρωμών. Είδος συμβολαίου ανάμεσα στον αρχιτέκτονα ή τον πολιτικό μηχανικό, τον εργοδότη και τον εργολάβο που θα κάνει την κατασκευή του κτιρίου. Building Cleaning [Καθαρισμός των όψεων κτιρίου] Πολ. Μηχ. Η αποκατάσταση τα>ν όψεων του κτιρίου, από τυχόν βρωμιές, καπνιά. Για τη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούνται σωλήνες που εκτοξεύουν με υψηλή πίεση αέρα, νερό ή άμμο,στον τοίχο, υλικά που βοηθούν παράλληλα στη λείανση της επιφάνειας. Building Code [Κατασκευαστικός κώδικας] Πολ. Μηχ. Κώδικας με οδηγίες και περιορισμούς για την δημιουργία έργων από διάφορα υλικά που σκοπό έχει να εξασφαλίσει μιαν ελάχιστη ασφάλεια στις κατασκευές. Κάθε χώρα έχει τον δικό της κώδικα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της (γεωλογικές, κλιματολογικές κλπ.) σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα της επιστήμης. Building C o n t r a c t o r [Εργολάβος οικοδομών| Αμχ. Το άτομο ή η κατασκευαστική εταιρεία που αναλαμβάνει την παραγωγή του έργου, σύμφωνα με τα σχέδια και ακολουθώντας τις οδηγίες του αρχιτέκτονα ή του πολιτικού μηχανικού. Building Control [Έλεγχος κατασκευής] Αμχ. Επιθεο')ρηση του κτιρίου μετά το τέλος των οικοδομικών εργασιών από την τοπική αρμόδια αρχή. Ελέγχεται κατά πόσο έχουν τηρηθεί οι ισχύοντες κατασκευαστικοί νόμοι στην ανέγερση του κτιρίου. Building Dock [Κατασκευαστική δεξαμενή] Πολ. Μηχ. Περιοχή κατασκευής πλοίων που μετά την περάταιση της κατασκευής γεμίζει νερό και ανυψώνει το πλοίο στην επιφάνεια της θάλασσας. Building Envelope [Εσωτερική κατασκευαστική γραμμή] Πολ. Μηχ. Μια γραμμή στην εσωτερική περίμετρο των εξωτερικών τοίχων ενός κτηρίου που καθορίζει και τον ελεύθερο διαθέσιμο χώρο της κατασκευής. Building Line [Κατασκευαστική γραμμή] Πολ. Μηχ. 1. Η οριακή γραμμή ιδιοκτησίας ενός κτηρίου μέχρι την οποία επιτρέπεται να χτισθεί 2. Μια γραμμή που ενα')νει την εξωτερική περίμετρο των τοίχων ενός κτηρίου. Building P a p e r [Κατασκευαστικό χαρτί] Πολ. Μηχ. Πεπιεσμένο χαρτί που υπόκειται σε ειδική επεξεργασία ώστε να είναι αδιάβροχο και χρησιμοποιείται για ηχομόνωση ή υγρομόνωση σε πλάκες ή τοίχους. Μπορεί να χρησιμοποιείται ως φύλλα ενωμένα με ειδικό συνδετικό υλικό. Building Permit [Αδεια οικοδομής] Αμχ. Εξουσιοδότηση που δίνεται από την Πολεοδομία και την τοπική αρχή για την ανοικοδόμηση κτιρίου. Δίνεται μετά από την καταβολή αίτησης από τον αρχιτέκτονα ή τον πολιτικό μηχανικό. Built In [Ενδογενές ή ενσωματωμένο] Φυσ. Όρος που

Bulk M e m o r y

αναφέρεται σε 1. Στοιχείο ή εξάρτημα που αποτελεί αναπόσπαστο κατασκευαστικό στοιχείο μιας μεγαλύτερης διάταξης π.χ. το κύκλ,ωμα ελέγχου δεδομένων ενός υπολνογιστή 2. Λειτουργία ή φυσικό μέγεθος που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα των εσωτερικών διεργασιών ή φαινομένων μιας μηχανικής ή ηλεκτρονικής διάταξης π.χ. η ενδογενής τάση σε μια διάταξη ημιαγωγού. Built In Check [Περιλαμβανόμενος έλεγχος] Πλημ. Διαδικασία ελεγχου της σωστής και ακριβούς εγγραφής ή μεταφοράς δεδομένων στην μνήμη του υπολαγιστή που διενεργείται από συσκευή που είναι μέρος του υπολογιστή. Built In Function | Περιλαμβανόμενη συνάρτηση] Πλημ. Συνάρτηση που περιλαμβάνεται στην βιβλιοθήκη συναρτήσεων μιας γλώσσας προγραμματισμού ηλεκτρονικού υπολαγιστή, και έτσι μπορεί να καλείται πολλές φορές, από ένα πρόγραμμα γραμμένο στην γλώσσα αυτή, με απλή απόδοση τιμών στις μεταβλητές της συνάρτησης. Built Up Roof [Μικτή οροφή] Πολ. Μηχ. Επίπεδη οροφή, κατασκευασμένη από τουλάχιστον δύο διαφορετικά στρώματα στεγάνωσης και θερμομόνωσης, με σκοπό να προστατεύεται σε κάθε είδος καιρού. Bulk [Όγκος] Φυσ. Το μέγεθος ενός στερεού σώματος σχετικά μεγάλίον διαστάσεων που προσδιορίζεται ως μέτρηση του όγκου που καταλαμβάνει ή της μάζας που περικλείει. Bulk Density [Πυκνότητα Μάζας] Μηχ. Για ένα σύνολο στερείόν σωματιδίων, τοποθετημένο σε κλίνη με την πυκνότερη δυνατή διευθέτηση, ορίζεται ο /άγος της μάζας του στερεού ανά μονάδα όγκου. Bulk Effect [Φαινόμενο όγκου] Φυσ. Φαινόμενο που εξελίσσεται από τους φορείς σε όλα το σο')μα του ημιαγωγού υλικού και όχι μόνο γύρω από την επαφή όπως π.χ. σε ορισμένες διόδους (χιονοστιβάδας) κ.λ.π. Bulk Excavations [Εκσκαφές υποθεμελίωσης] Αμχ. Εκσκαφές μεγάλων ποσοτήτων εδαφικού υλικού ώστε να γίνει η θεμελίωση του κτιρίου. Ιΐραγματοποιούνται στην αρχή των εργασιών, από ειδικούς μηχανικούς εκσκαφείς. Bulk Factor [Παράγοντας όγκου] Φυσ. Το πηλίκο του φαινομενικού όγκου που καταλαμβάνει μια μάζα κονιοποιημένου υλικού υπό δεδομένες συνθήκες προς το πραγματικό όγκο που καταλαμβάνει ίδιο υλικό σε συμπαγή κατάσταση δηλ. όταν δεν ληφθούν υπόψη τα διάκενα αέρα ανάμεσα στους συστατικούς του κόκκους. Bulk Flotation [Μαζική επίπλευση] Φυσ. Μέθοδος εμπλουτισμού μεταλλευμάτων που εφαρμόζεται όταν πρόκειται να συλλεγεί ένα μόνο εμπλουτισμένο μετάλλευμα. Κατά αυτήν οι κόκκοι κατάλλ.ηλα λειοτριβημένου υλικού διαχωρίζονται με εκλεκτική επίπλευση (με την βοήθεια αντιδραστηρίων και φυσαλίδας αέρα) στην επιφάνεια ομογενοποιημένου πολτού που δημιουργείται από την ανάμιξή του με νερό σε ειδικές δεξαμενές. Bulk Lifetime [Χρόνος ζωής σώματος] Φυσ. Ο μέσος χρόνος ζωής των φορέων μειονότητας δηλ. το μέσο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη δημιουργία και την επανασύνδεσή τους σε όλο το σώμα ενός ημιαγωγού υλικού. Bulk M e m o r y [Μαζική μνήμη] Πλημ. Π βοηθητική μνήμη μεγάλ,ης χωρητικότητας, η οποία χρησιμοποιείται για την αποθήκευση δεδομένων μεγάλης ποσότητας.

Bulk Modulus

- 252 -

Bulk M o d u l u s [Συντελεστής Μάζας] Μηχ. Αποτελεί μια από τις 4 βασικές σταθερές που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη ελαστικών υλικών και ορίζεται ως ο λόγος της τάσης που ασκείται στο υλικό προς τη μεταβολή του όγκου του στερεού, ανά μονάδα όγκου. Πρόκειται για το αντίστροφο του συντελεστή συμπιεστότητας, συμβολίζεται με Κ και σχετίζεται με το μέτρο ελαστικότητας Young (Ε), το λόγο Poisson (ν) και την τάση διάτμησης (G), σύμφωνα με την εξίσωση Κ = Ε/[3 (1-2ν)]. Χρησιμοποιείται συνήθως με την αγγλική ορολογία. Bulk Sampling [Δειγματοληψία όγκου] Χημ. Η λήψη τυχαίων και όχι συγκεκριμένων προδιαγραφών δειγμάτων από μια δεδομένη μάζα υλικού μεγάλων διαστάσεων για την εργαστηριακή χημική τους ανάλυση π.χ. κατά την μεταλλογραφική εξέταση κοιτασμάτων μετάλλων. Bulk Solid [Μάζα Στερεού] Επ. Υλικ. Χαρακτηρίζει ένα σύνολο στερεο')ν σωματιδίων, με ομοιόμορφες ιδιότητες σε όλο τον όγκο του. Bulk Strain [Καταπόνηση όγκου] Μηχ. Παραμόρφωση σώματος μεγάλης μάζας που μετράται ως ο λόγος της μεταβολής του όγκου που υφίσταται καταπόνηση υπό την επίδραση εξωτερικών πιέσεων προς τον αρχικό όγκο του σώματος. Bulk Strength [Αντοχή όγκου] Μηχ. Η αντοχή δηλ. το πηλίκο της μεγαλύτερης μη καταστροφικής τιμής έντασης που μπορεί να ασκηθεί σ'ένα σώμα μεγάλης μάζας προς τον όγκο του. Bulkhead Line [Διαχωριστική παράκτια γραμμήΐ Πολ. Μηχ. Γραμμή ή μικρή παράκτια ζώνη μέχρι την οποία είναι επιτρεπτή η κατασκευή μη λιμενικών έργων. Bulkhead W h a r f [Αποβάθρα προφράγματος] Πολ. Μηχ. Τοίχος σε παράκτια ζώνη που αντιστηρίζει το νερό και το έδαφος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αποβάθρα με την προσθήκη των απαραίτητων ^καταστάσεων. Bulldozer [Μπουλτόζα] Μηχ.Μηχ. Γνωστό βαρύ μηχάνημα οδοποιίας το οποίο κινείται με ερπύστριες ή τροχούς και είναι απαραίτητο για την εκσκαφή και διαμόρφωση εδαφών και άλλες συναφείς εργασίες. Bulletin Board System [Ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων] Πλημ. Το σύστημα δικτύου, το οποίο υποστηρίζει ηλεκτρονικές ανακοινώσεις και προσφέρει τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο φορέα να αφήνει ηλεκτρονικά μηνύματα ώστε να διαβαστούν από άλλους συνδρομητές, να μετέχει σε συζητήσεις, να φορτώνει αρχεία και να έχει απ'ευθείας πρόσβαση. Είναι παρόμοιο στη λειτουργία του με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και η επικοινωνία μεταξύ των συνδρομητών πραγματοποιείται μέσω τηλεφωνικών γραμμών. Bursting [Διάσπαση] Πληρ. Ο διαχωρισμός του συνεχούς χαρτιού σε σελίδες κατά τη διαδικασία της εκτύπωσης. Buncher Resonator [Αντηχείο ομαδοποίησης] Φνσ. Το πρώτο ηλεκτρομαγνητικό αντηχείο σε μια διάταξη διαμόρφωσης ταχύτητας (π.χ. κλύστρον) το οποίο ταλαντούμενο με υψηλή συχνότητα προκαλεί μεταβολή της ταχύτητας της ομογενούς δέσμης ηλεκτρονίων (κατά ημιπεριόδους επιβραδυνόμενη και επιταχυνόμενη εναλλάξ) και συνεπώς περιοχές μεταβαλλόμενης ηλεκτρονικής πυκνότητας. Bunching [Ομαδοποίηση] Φυσ. Η διαδικασία σχηματισμού ροής ηλεκτρονίων σε ομάδες σε μία διάταξη διαμόρςκοσης ταχύτητας (π.χ. κλύστρον). Η επίδραση ρα-

διοκυμάτων υψηλής συχνότητας σε ομογενή δέσμη ηλεκτρονίων στο πρώτο αντηχείο συντονισμού διαμορφώνει τις ταχύτητες των ηλεκτρονίων τα οποία στη συνέχεια, κατά τη κίνηση τους στο χώρο μετάθεσης (χωρίς επίδραση πεδίου) ομαδοποιούνται κατά σμήνη πριν την είσοδο τους στο δεύτερο αντηχείο σύλληψης, όπου δημιουργείται ενισχυμένη ταλάντωση. Bunching Voltage [Τάση ομαδοποίησης] φυσ. Τάση του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού πεδίου που εφαρμόζεται στο αντηχείο ομαδοποίησης μιας διάταξης διαμόρφωσης ταχύτητας (π.χ. κλύστρον) για να δημιουργηθεί ταλάντωση ραδιοκυμάτων υψηλής συχνότητας ώστε η περίοδος της ταλάντωσης να είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με το χρόνο μετάβασης των ηλεκτρονίων από το ένα ηλεκτρόδιο στο άλλο. Bund [Ανάχωμα προστασίας] 1. Πολ. Μηχ. Τεχνητό ανάχωμα γύρω από κάποιο χώρο συγκέντρωσης ύδατος μιε σκοπό την προστασία των παράπλευρων περιοχών από υπερχείλιση. 2. Πολ. Μηχ. Προστατευτικό επίχωμια γύρω από δεξαμενές πετρελαίου. Bungalow [Μικρή εξοχική κατοικία] Αρχιτ. Μονο')ροφη εξοχική κατοικία. Συνήθως είναι ξύλινη και περιβάλλεται από βεράντα. Συχνά αποτελεί μονάδα τουριστικού συγκροτήματος, ειδικά σε παραθαλάσσιες περιοχές. Bunsen B u r n e r ΙΛύχνος Bunsen] Χημ. Εργαστηριακή συσκευή που χρησιμοποιείται ως θερμαντική πηγή. Περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την τροφοδοσία του μιε αέρα, η ροή του οποίου είναι ρυθμιζόμενη και επηρεάζει τον τύπο της φλόγας. Bunsen Flame [Φλόγα Bunsen] Χημ. Ορίζεται η φλόγα που παράγεται σε ένα λύχνο Bunsen και μπορεί να είναι θερμιαντική ή φωτιστική, ανάλογα μιε τη ροή του οξυγόνου. Αποτελείται από τρεις περιοχές. Στην εσωτερική, που είναι κωνική, βρίσκονται τα προϊόντα εξαέρωσης του υλικού που τροφοδοτεί τη φλόγα, τα οποία δεν καίγονται διότι στην περιοχή αυτή δεν υπάρχει οξυγόνο. Στη δεύτερη περιοχή, που είναι η φωτεινή, γίνεται ατελής καύση. Στην τρίτη περιοχή, την εξωτερική, η οποία διακρίνεται δύσκολα, η καύση είναι τέλεια και η θερμοκρασία μέγιστη. Bunsen Ice Calorimeter [Θερμιδόμιετρο πάγου Μπούνσεν] Φυσ. Τύπος θερμιδόμετρου για την μέτρηση της ειδικής θερμοχωρητικότητας μιας ουσίας με τη μιέτρηση της προκαλούμενης μεταβολής του όγκου διαλύματος πάγου-νερού κατά τη τήξη της. Bunsen - Kirchhoff Law [Νόμος των Φασμάτων των Bunsen - KirchholT] Φυσ. Γενική αρχή σύμφωνα μιε την οποία, το φάσμια απορρόφησης και εκπομπής ατόμων κάθε στοιχείου σε αέρια κατάσταση είναι μοναδικό για κάθε στοιχείο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώρισή χου σε ένα μίγμα. Bunsen Kirchhoff Spectrometer [Φασματοσκόπιο Μπούνσεν-Κίρχοφ] Φυσ. Φασματοσκόπιο αποτελούμενο από πρίσμα πυριτιάλου στο κέντρο της διάταξης γύρω από το οποίο είναι στρεπτοί τρεις βραχίονες, οι οποίοι φέρουν ο πρώτος τον κατευθυντήρα για τη δημιουργία παράλληλης δέσμης, ο δεύτερος τη διόπτρα παρατήρησης τους φάσματος και ο τρίτος σωλήνα μιε μικρομετρική κλίμακα αναφοράς για την ταυτόχρονη παρατήρηση φάσματος και κλίμακας. Bunsen P h o t o m e t e r [Φωτόμετρο Μπούνσεν] Φυσ. Φωτόμετρο, όχι μεγάλης ακρίβειας, για τη σύγκριση της ακτινοβολίας δύο φωτεινών πηγών. Αποτελείται από διάφραγμα από φύλλο χάρτου που φέρει στο κέντρο

- 253 -

μικρή κηλίδα από λιπαρή ουσία, η οποία εξαφανίζεται όταν τοποθετούμενο κάθετα επί της ευθείας των δύο πηγών δέχεται αμφίπλευρα την ίδια ποσότητα φωτός. Buoyancy (Άνωση! Ρευστ. Ορίζεται ως η συνολική δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα, ημιβυθισμένο ή επιπλέον σε στατικό ρευστό. Οφείλεται στην παρουσία του ρευστού, είναι ίση με το βάρος του ρευστού που εκτοπίζεται και δρα πάντα στο κέντρο του όγκου του στερεού σώματος. Buoyancy P a r a m e t e r [Παράμετρος Άνωσης] Ρευστ. Πρόκειται για αδιάστατο αριθμό, που ορίζεται από το γινόμενο του αριθμού Reynolds επί το λόγο των δυνάμεων άνωσης προς τις δυνάμεις ιξώδους. Αναφέρεται και ως αριθμός Grashof. Buoyant Force [Δύναμη Άνωσης] Ρευστ. Buoyancy Burdigalian [Βουρδιγάλιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Μειοκαίνου υποπεριόδου (πριν 25 εκατομ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα πάνω από το Ακουιτάνιον και κάτω από το Βινδοβόνιον της ίδιας υποπεριόδου. Burial G r o u n d [Χώρος Ταφής Πυρηνικών Αποβλήτων] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για περιοχή ταφής πυρηνικών αποβλήτων μέσα σε δοχεία υψηλής αντοχής, ώστε να εμποδιστεί η ανεξέλεγκτη εκπομπή ακτινοβολίας από αυτά στο περιβάλλον. Εκτός από φυλασσόμενους χώρους ταφής, π.χ. παλιά, εγκαταλελειμμένα ορυχεία τα απόβλητα ποντίζονται μέσα σε ανθεκτικά δοχεία στους βυθούς των ωκεανών. Buried Cable [Θαμμένο καλώδιο] Επικοιν. Ο συνήθης τρόπος χρήσης μεγάλων τηλεφωνικών καλωδίων συνήθως είναι το θάψιμο που εξασφαλίζει μεταξύ άλλων και προστασία από παρεμβολές. Burnable Glass [Φακός Θέρμανσης] Οπτικ. Πρόκειται για συγκλίνοντα φακό, ο οποίος συγκεντρώνει τις φωτεινές ακτίνες του ήλιου στην εστία του, προκαλώντας θέρμανση ενός αντικειμένου τοποθετημένου εκεί. Burnable Poison [Ενσωματωμένος Απορροφητής Νετρονίων] Πυρ. Φυσ. Χρησιμοποιείται για να σταθεροποιεί τον ρυθμό παραγωγής θερμότητας καθώς το πυρηνικό καύσιμο εξασθενεί. Πρόκειται για υλικό που απορροφά νετρόνια και αναμιγνύεται με το πυρηνικό καύσιμο ώστε να μειώσει την ενεργότητά του και να επιβραδύνει την καύση του. Το υλικό αυτό με την απορρόφηση νετρονίων σταδιακά απενεργοποιείται. Για παράδειγμα το Boron-10. Burner [Καυστήρας] Χημ. Μηχ. Ορίζεται ως η συσκευή στην οποία γίνεται η ανάφλεξη του καύσιμου μίγματος και επομένως, η καύση. Χρησιμοποιείται σε πολλές βιομηχανικές διεργασίες. B u r n e r Fuel Oil [Καύσιμο Καυστήρα] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει τα κλάσματα του πετρελαίου που χρησιμοποιούνται σε καυστήρες θέρμανσης. Συνήθως είναι μίγμα κηροζίνης, νάφθας, ντίζελ και ελαίων πυρόλυσης·

Burning [Καύση] Μηχ. Είναι η διεργασία στην οποία υποβάλλεται ένα μίγμα, μέσα σε φούρνο ή καυστήρα. Burning 2 [Καύση] Υλικ. Αναφέρεται στη θέρμανση ενός μετάλλου σε υψηλή θερμοκρασία, με αποτέλεσμα να προκαλείται τοπική τήξη ή εκτεταμένη διείσδυση οξειδίου και το μέταλλ.ο να καταστρέφεται. B u r n i n g Oil [Καύσιμο Αάδι] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει όλα τα κλάσματα του πετρελαίου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καύση. Burning Point [Σημείο Καύσης] Χημ. Μηχ. Χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των θερμοκρασιακών ορί-

Bursting Strength

ων ασφαλείας, για διάφορα κλάσματα του πετρελαίου. Ορίζεται ως η ελάχιστη θερμοκρασία στην οποία αυτό μπορεί να καίγεται, όταν βρίσκεται σε ανοικτό δοχείο και έχει γίνει έναυση με φλόγα πολνύ κοντά στην ελεύθερη επιφάνειά του. Burning Quality [Ποιότητα Καύσης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει την πορεία μιας αντίδρασης καύσης για εύφλεκτο μίγμα. Αποτελεί μέγεθος που υπολογίζεται εργαστηριακά, σύμφωνα με πρότυπη μέθοδο κατά ASTM. Burning Quality Index [Δείκτης Ποιότητας Καύσης] Χημ. Μηχ. Αποτελεί ένδειξη της ακολουθούμενης πορείας καύσης, διαφόρων κλασμάτων του πετρελαίου. Υπολογίζεται με βάση εργαστηριακά προσδιοριζόμενες ιδιότητες. Burning Rate ΙΤάση Καύσης] Επ. Υλικ. Χαρακτηρίζει την ικανότητα ενός υλικού να καίγεται, σε ορισμένη θερμοκρασία. Burning Velocity [Ταχύτητα Καύσης] Χημ. Μηχ. Κατά τη διάρκεια μιας αντίδρασης καύσης, ορίζεται η ταχύτητα με την οποία προχωρεί η περιοχή της κυρίως καύσης. Burnishing [Στίλ.βωση] Φυσ. Η μηχανική κατεργασία που γίνεται εν ψυχροί) με αφαίρεση υλικού δια τριβής με ειδικό μηχάνημα (στίλβωτρο) για τη λείανση και τη στίλβωση των μετάλλαυν. B u r n u p [Δείκτης Καύσης] Πυμ. Φυσ. Μέγεθος ενδεικτικό της κατανάλωσης του πυρηνικού καυσίμου ενός αντιδραστήρα, το οποίο ισούται είτε με το ποσοστό της ενέργειας ανά μονάδα βάρους καυσίμου που έχει παραχθεί από αυτό σε σχέση με τη μέγιστη δυνατή ποσότητα, ή με το ποσοστό των πυρήνων που έχουν υποστεί σχάση. Burst [Ριπή] Επικοιν. Μια μικρή ποσότητα πληροφορίας που αποστέλλεται ξαφνικά. Burst Pedestal [Χώρος ριπής] Επικοιν. Χρονικό διάστημα μέτρησης ριπής που λέγεται και Burst Measurement Interval. Burst Si/e [Μέγεθος ριπής] Επικοιν. Μέγεθος μετάδοσης σε bits που μεταδίδει ένα δίκτυο σε ένα διάστημα. Burst Slug detector [Ανιχνευτής Διαρροών Πυρηνικού Αντιδραστήρα] Πυρ. Φυσ. Ανιχνευτής μικρών διαρροών από τα στοιχεία της καρδιάς των πυρηνικών αντιδραστήρων. Καταγράφει την παρουσία βραχύβιων ραδιενεργών πυρήνων στο υλικό που χρησιμοποιείται για την απαγωγή και μεταφορά θερμότητας από τον αντιδραστήρα. Burst Transmission [Μετάδοση σε ριπές] Επικοιν. Συνηθίζεται πολλές φορές όπως στα πρωτόκολλα ISDN, Frame Relay, η πληροφορία να διακινείται σε ριπές πχ πληροφορίες ελεγχου του καναλιού, δες και Contention. Burstein Effect [Φαινόμενο Burstein] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο μετατοπίζεται το κάτω άκρο της ζώνης απορρόφησης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, από ημιαγωγό, σε μεγαλύτερες συχνότητες, όταν αυξάνεται η συγκέντρωση τα)ν φορέων σε αυτόν. Bursting Pressure [Πίεση διάρρηξης] Φυσ. Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο πίεσης στο εσωτερικό ενός δοχείου κατά τη διεξαγωγή μιας διεργασίας α')στε να μη προκληθεί διάρρηξη. Bursting Strength [Αντοχή σε διάρρηξη] Φυσ. Ο βαθμός αντοχής του υλικού κατασκευής ενός δοχείου, ανάλογα με τις διαστάσεις του και τις ειδικές του ιδιότητες, στις εσωτερικές πιέσεις κατά τη διεξαγωγή διεργα-

Bus

- 254 -

σιών ώστε να μη προκαλούνται ρήγματα. Bus (Δίαυλος] Πλημ. 1. Το σύνολο των γραμμών (καλωδίων) διάμεσου του οποίου μεταφέρονται τα δεδομένα μεταξύ της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και των περιφερειακών μονάδων. Αποτελείται από δύο τμήματα: το δίαυλο διευθύνσεων και το δίαυλο δεδομένων, και το μέγεθος του καθορίζει και την ποσότητα των δεδομένων που μεταφέρονται κάθε φορά. 2. Το κεντρικό καλώδιο, το οποίο συνδέει τις συσκευές σε ένα τοπικό δίκτυο επικοινωνίας (LAN). Bus Local Area Network [Τοπικό δίκτυο αρτηρίας] Επικοιν. Τοπικό δίκτυο που ορίζεται πάνω σε ένα κεντρικό καλώδιο. Οι σταθμοί συνδέονται κάθετα με ειδικούς συνδετήρες, ο server συνήθως είναι στη μια άκρη ενώ στην άλλη υπάρχει ένας τερματικός σταθμός. Bus Network [Δίκτυο αρτηρίας] Επικοιν. ->· Bus Local Area Network. Bus Terminating Point [Σημείο τερματισμού δικτύουΐ Επικοιν. Σημείο που συνήθως αντιστοιχεί σε ένα συνδετήρα δικτύου μονής κατεύθυνσης για να επιστρέφει η κυκλοφορία του δικτύου. Ο αριθμός τους εξαρτάται από τον τύπο του δικτύου. Bus Topology [Τοπολογία αρτηρίας] Επικοιν. Τοπολογία συνδεδεμένων Η/Υ που χαρακτηρίζεται από τον ενιαίο φορέα αρτηρία (δες Bus Local Area Network). Bus Topology [Τοπολογία διαδρόμου] Πλημ. II τοπολογία (μία από τις τρεις τοπολογίες), η οποία χρησιμοποιείται στα τοπικά δίκτυα επικοινωνίας(ΕΑΝ$), έτσι ώστε όλες οι συσκευές να είναι συνδεδεμένες με ένα κεντρικό καλώδιο, το δίαυλο. Τα συστήματα Ethernet χρησιμοποιούν τέτοιου είδους τοπολογία, η οποία είναι αρκετά χαμηλού κόστους. Busy | Απασχολημένο] Επικοιν. Μήνυμα που αναφέρεται γενικά σε σύστημα που εκτελεί μια (αποκλειστική) λειτουργία. Busy H o u r [Ώρα αιχμής] Επικοιν. Η ώρα που στατιστικά το δίκτυο ή ένας σταθμός του υπερφορτώνεται. Busy Signal [Σήμα απασχολημένου] Επικοιν. Τηλεφωνικά σήμα που δηλώνει ότι ο καλούμενος συνδρομητής είναι προσωρινά απασχολημένος. Busy Test [Τεστ απασχολημένου| Επικοιν. Σήμα που ελέγχει κατά πόσο ένα συστατικό ενός δικτύου είναι διαθέσιμο και συνήθως υλοποιείται μέσα σε ένα bit πριν την αποστολή. Busy Tone ΙΤύνος κατειλημμένου] Επικοιν. Ειδικός ακουστικός τόνος που δηλώνει ότι ο καλούμενος τηλεφωνικά ήδη επικοινωνεί. Butadiene - 1,3 [Βουταδιένιο-1,3] Opy. Χημ. Ονομάζεται και διβινύλιο,μιε χημικό τύπο CH2=CHCH=CH>, μοριακό βάρος 54,09, σημε.ίο ζέσεως -4,4 °C και σημείο τήξεως -108,9°C. Είναι άχρωμη, αέρια ένωση και παράγεται με καταλ,υτική αφυδρογύνωση βουτανίου, από προϊόντα φυσικού αερίου ή πετρελαίου. Πρόκειται για συζυγές διένιο που υπάρχει σε cis και trans ισομερές. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και στην παρασκευή πολυμερών. Butadiene R u b b e r [Ελαστικό Βουταδιενίου] Opy. Χημ. Είναι το πολυμερές προϊόν του βουταδιενίου, που ονομάζεται και πολνυβουταδιένιο και ανήκει στην κατηγορία των ελαστομερών. Συμβολίζεται με BR. Butadiene Styrene Rubber [Ελαστικό ΒουταδιενίουΣτυρενίου] Opy. Χημ. Πρόκειται για το ελαστομερές που προκύπτει με συμπολαμερισμό μονομερών βουταδιενίου και στυρενίου. Butanal [Βουτανάλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και βουτυ-

ραλδεϋδη, μιε χημικό τύπο CH3CH2CH2CHO, μιοριακό βάρος 72,11, σημείο ζέσεως 75,7 "C και σημιείο τήξεως -99 °C. Πρόκειται για άχρωμη, εύφλεκτη υγρή ένωση, διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Παράγεται με καταλ.υτική υδρογόνωση της βουτανόλης-1 Butane [Βουτάνιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για κορεσμένο αλειφατικό υδρογονάνθρακα, με χημικό τύπο C4H,o. μοριακό βάρος 58,12, σημείο ζέσεως -0,5 °C και σημείο τήξεως -138,4°C. Υπάρχει σε δύο ισομερή, η- και iso- βουτάνιο, είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και χλωροφόρμιο. Παράγεται από την καταλυτική πυρόλυση του πετρελαίου ή από το φυσικό αέριο. Υγροποιείται εύκολα υπό πίεση και παρέχεται σε φιάλες ως καύσιμο αέριο. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βουταδιενίου. Butane Dehydrogenation [Αφυδρογόνωση Βουτανίου] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στην αντίδραση κατά την οποία αφαιρούνται άτομα υδρογόνου από το μόριο του βουτανίου, οπότε παράγεται βουτένιο ή βουταδιένιο. Butane Vapor Phase Isomerization [Ισομερείωση βουτανίου στην αέρια φάση] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στην αντίδραση μετατροπής του κανονικού βουτανίου στο ισομιερές ισοβουτάνιο, η οποία λαμβάνει χώρα στην αέρια φάση, παρουσία AlCl·* ως καταλ.ύτη. Butanedioic Acid [Βουτανοδιοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για ασθενές, δικαρβοξυλικό οξύ, μιε χημικό τύπο (CH2)2(COOH)2 και μοριακό βάρος 118,09. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, έχει σημείο ζέσεως 235 °C, σημείο τήξεως 188 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη. Παράγεται κατά τη ζύμωση σακχάρων ή τρυγικού αμμωνίου. Στους ζωντανούς οργανισμούς υπάρχει ως ενδιάμεση ουσία στομεταβολισμό. Ονομάζεται σε σουκινικό οξύ. Butanediol - 2,3 |Βουτανοδιόλη-2,3] Οργ. Χημ. Πρόκειται για την οργανική αλκοόλη, CII 3 CH(OH)CH (OH)CH3, με μοριακό βάρος 90,12, σημιείο ζέσεως 180 °C και σημείο τήξεως 34 "C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη. Παράγεται κατά τη ζύμιωση διαφόρων βακτηρίων. Butanoic Acid [Βουτανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και βουτυρικό οξύ, μιε χημικό τύπο C3H7COOH και μοριακό βάρος 88,11. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα, με σημείο ζέσεως 165,5 °C και σημείο τήξεως -4,5 "C. Πρόκειται για δύσοσμιο, ασθενές οξύ. Οι εστέρες του υπάρχουν στο βούτυρο και στον ιδρώτα του ανθρώπου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εστέρων που χρησιμοποιούνται ως γευστικές και αμκοματικές ουσίες. Butanol [Βουτανόλη] Ομγ. Χημ. Είναι η βουτυλική αλκοόλη, μιε χημικό τύπο C4H<-,OH, μοριακό βάρος 74,12, που υπάρχει σε 4 ισομερείς μιορφές. Η βουτανόλη-1 έχει σημείο ζέσεο)ς I17,2°C, σημείο τήξεως -89,5 °C και είναι διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Π βουτανόλη-2 έχει σημείο ζέσεως 99,5 °C και είναι διαλυτή μόνο σε οργανικούς διαλύτες. Η 2-μεθυλ.οπροπανόλη-1 έχει σημείο ζέσεως 107 °C και η 2,2όιμεΟυλο-αιΟανόλη έχει σημείο ζέσεως 83 °C και σημείο τήξεως 25 °C. Είναι άχρωμα, πτητικά υγρά, με τοξικές ιδιότητες. Παράγονται από το βουτάνιο και χρησιμοποιούνται ως διαλύτες. Butanonc [Βουτανόνη] Οργ. Χημ. Είναι η μεθυλ,οαιθυλ,ο-κετόνη, με χημικό τύπο CH.iCOCH2CH3, μοριακό βάρος 72,11, σημείο ζέσεως 79,6 °C και σημείο τήξεως -86,4 nC. Πρόκειται για άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Παρα-

Carbon -Nitrogen-OxygenCycles-255σκευάζεται με καταλυτική οξείδωση βουτανίου και χρησιμοποιείται ως διαλύτης. Butanovl [Βουτανοϋλο-1 Οργ. Χημ. Αναφέρεται στη μονοσθενή, ακυλική ρίζα C3H7CO-. Butcne -1 [Βουτένιο-11 Οργ. Χημ. Πρόκειται για το αλκένιο CH.iCH2CH=CII2i με μοριακό βάρος 56,11, σημείο ζέσεως -6,3 "C και σημείο τήξεως -185,3UC. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο αέριο, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Butene -2 [Βουτένιο-2] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το αλκένιο C H 3 C H = C H C H I , με μοριακό βάρος 56,11. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο αέριο, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες, που απαντά σε δύο ισομερή. To cis έχει σημείο ζέσεαις 3,7 °C και σημείο τήξεως -138,9°C, ενώ το trans έχει σημείο ζέσεος 0,9 UC και σημείο τήξεως 105,5 l)C. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Butcncdioic Acid | Βουτενοδιοϊκύ Οξύ| Οργ. Χημ. Είναι το αιθυλενο-1,2-6ικαρβονικό οξύ που περιλαμβάνει δύο ισομερείς ενώσεις,με χημικό τύπο I IOOCCH=CHCOOH και μοριακό βάρος 116,07. Το cis ονομάζεται μηλεϊνικό οξύ, έχει σημείο τήξεως 13914U°C, δεν απαντά στη φύση, παρασκευάζεται με αφυδάτωση μηλικού οξέος, ενώ με αναγωγή μετατρέπεται σε ηλεκτρικό οξύ. To trans είναι το φουμαρικό οξύ, με σημείο ζέσεως 165°C και σημείο τήξεως 300 °C, σχηματίζεται από το μηλεϊνικό με θέρμανση, είναι ασθενέστερο οξύ από το cis, δεν καθιζάνει με επίδραση Ba (ΟΗ)2 και αποτελεί κατάλληλη τροφή για μικροοργανισμούς. Butterfly Diagram [Διάγραμμα μορφής Πεταλούδας] Αστρον. Διάγραμμα χρονικής στιγμής - ηλιακού γεωγραφικού πλάτους που συμβαίνουν ηλιακές κηλίδες, το οποίο παρουσιάζει τη μορφή πεταλούδας. Butterfly Valve [Βαλβίδα τύπου Πεταλούδας] Μηχ. Βαλβίδα ρύθμισης ροής σε σωλήνες. Η βαλβίδα αυτή χρησιμοποιεί ένα περιστρεφόμενο δίσκο στο εσωτερικό του αγ(ογού και στρέφοντάς τον παράλληλα ή κάθετα ή σε ενδιάμεση θέση ως προς την ταχύτητα ροής ρυθμίζει την παροχή του αγωγού. Buttervvorth Filter [Φίλτρο τύπου Butierworth] ΙΙλπκ. Τύπος ηλεκτρονικού φίλτρου, η απόκριση του οποίου είναι σχεδόν ομοιόμορφη σε μια περιοχή συχνοτήτων, ενώ μειώνεται πολύ γρήγορα πέφτοντας στο μηδέν εκτός αυτής. Buttress [Αντιρίδα, αντιστήριγμαΐ Αρχιτεκτ. 1. Είδος κατασκευαστικού στοιχείου από οπλισμένο σκυρόδεμα ή πέτρα, με ελαφρά συνήθως κλίση, που αναλαμβάνει κυρίως λοξές θλιπτικές και διατμητικές δυνάμεις. 2. Πολ. Μηχ. Κατασκευαστικό στοιχείο που τοποθετείται καύετα σε κάποιο επίπεδο με σκοπό να συνεισφέρει στην μεταφορά των δυνάμεων που ασκούνται στην αντίθετη πλευρά. Buttress Dam [Φράγμα με αντηρίδες] Πολ. Μηχ. Φράγμα κατασκευασμένο κυρίως από οπλισμένο σκυρόδεμα που στηρίζεται στατικά σε μια σειρά από αντηρίδες στα κατάντη. Butyl Acetate [Οξικός Βουτυλεστέρας) Οργ. Χημ. Είναι οργανικός εστέρας, με χημικό τύπο CH.iCOOCJIy, μοριακό βάρος 116,16, σημείο ζέσεως 126,5°C και σημείο τήξεως -77,9 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο, με ευχάριστη οσμή. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης. Butyl Acetoacetate [Ακετοξικός Βουτυλεστέρας] Οργ.

Tert-Butvlchloroacetate ν

Χημ. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με χημικό τύπο CH3COCH2COOC4H9, μοριακό βάρος 158,2, σημείο ζέσεως 127 °C, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και φαρμακευτικών προϊόντων. Butyl Acrylatc [Ακρυλικός Βουτυλεστέρας] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τον εστέρα του ακρυλικού οξέος, με χημικό τύπο CH:=CHCOOC 4 n y , μοριακό βάρος 128,17, σημείο ζέσεως 147 °C και σημείο τήξεως -64,6°C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό μόνο σε οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενθέσεων και πολυμερών ουσιών. Butyl Alcohol [Βουτυλική Αλκοόλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και βουτανόλη, με χημικό τύπο C4H9OH.-» Butanol Butyl Chloride [Βουτυλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το χλωρο-βουτάνιο, με χημικό τύπο GJIyCl, μοριακό βάρος 92,57 και τρία ισομερή. Το n-χλωρο-βουτάνιο έχει σημείο ζέσεως 78,44 °C και σημείο τήξεως -123,1 °C. To sec-χλωρο-βουτάνιο έχει σημείο ζέσεως 68,2 °C και σημείο τήξεως -131,3 °C. To tcrt- παράγωγο έχει σημείο τήξεως -25,4 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση. που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων, κυρίως σε αντιδράσεις αλκυλίωσης. Butyl Ether [Βουτυλαιθέρας] Ομγ. Χημ. Εχει χημικό τύπο C.1H9OC.4H9, μοριακό βάρος 130,23, σημείο ζέσεως 142°C και σημείο τήξεως -95.3 °C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη και αποτελεί χρήσιμο αντίδραση]ριο στην οργανική σύνθεση. Butyl G r o u p [Βουτυλική Ομάδα] Ομγ. Χημ. Είναι η οργανική αλειφατική ομάδα C4H9-, η οποία περιλαμβάνει 4 ισομερείς μορφές, την η-, see-, tert- και iso-. Butyl Lithium [Βουτυλικό Λίθιοί Οργ. Χημ. Eivui η οργανομεταλλική ένωση C4H9L1, που χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις ανιονικού πολυμερισμού. Butyl M e r c a p t a n [Βουτυλική Μερκαπτάνη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και βουτανοθειόλη, με χημικό τύπο C4IIySIi και μοριακό βάρος 90,18. Η n-βουτανοθειόλη έχει σημείο ζέσεως 98,4 °C, η sec- έχει 85-95 °C και η tert- έχει 64,2 °C. Είναι άχρωμο υγρό, με δυσάρεστη οσμή, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Butyl R u b b e r [Βουτυλικό Ελαστικό] Οργ. Χημ. Είναι ελαστομερές που παρασκευάζεται με συμπολυμερισμό ισοβουτυλενίου με μικρή ποσότητα ισοπρενίου. N-Butylamine [Τύπος η-ΒουτυλαμίνηΙ Ομγ. Χημ. Είναι η αλειφατική οργανική αμίνη, C4H9NH2, με μοριακό βάρος 73,14, σημείο ζέσεακ 77,8 °C και σημείο τήξεως -49,1 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση, στην παρασκευή εντομοκτόνων και φαρμάκων. Sec-Butvlamine [Τύπος sec-Βουτυ/.αμίνη] Οργ. Χημ. Είναι το 2-αμινο-βουτάνιο, με χημικό τύπο CH;,CH (NH 2 )C 2 I1S, μοριακό βάρος 7 3 , 1 4 και σημείο ζέσεακ 63 °C. Πρόκειται για άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, δια/από σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική συνθετική χημεία. Butylbenzene [Βουτυλο-βενζόλιο] Οργ. Χημ. Είναι η αρωματική ένωση C0H5-C4H9, με μοριακό βάρος 134,22, σημείο ζέσεως 183°C και σημείο τήξεως -88 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλ.υτό στους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενθέσεων και εντομοκτόνων. Tert-Butylchloroacetate [Χλωρο-οξικός tert-

Butylene

- 256 -

Βουτυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Είναι η υγρή ένωση ClCH 2 COOC(CH 3 ) 3 , με μοριακό βάρος 150,61, σημείο ζέσεως 183 "C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο σε οργανικές αντιδράσεις. Butylene [Βουτυλένιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για αλκένια με χημικό τύπο C4H«. Ονομάζονται και βουτένια. —> Butene 1, butene 2 N-Butyl-Para-Aminobenzoate [π-Αμινοβενζοϊκός ΒουτυλεστέραςΙ Ομγ. Χημ. Πρόκειται για την αρωματική ένωση 4-H 2 N-C6H 4 COOC 4 H 9 , με μοριακό βάρος 193,25, σημείο ζέσεως 173-174 °C και σημείο τήξεως 58 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. N-Sec-Butyl-4-Tert-Butyl-2,6-Dinitroaniline ΓΝ$εο-βουτυ/νθ-4-ΐΕΓΐ-βουτυλο-2,6-δινιτρο-ανιλίνη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για οργανική ένωση Ci 4 H 2 oN 3 0 4 . Είναι κρυσταλλική, στερεή ουσία, με σημείο τήξεως 60 °C, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων. B u t y r a l d e h y d e [Βουτυραλδεΰδηΐ Οργ. Χημ. Ονομάζεται και βουτανάλη. -> Butanal B u t y r a t e [Βουτυρικόςΐ Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε άλατα και εστέρες που παράγονται από το βουτυρικό οξύ. Butyric Acid [Βουτυρικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι το βουτανοϊκό οξύ, C3H7COOH. —» Butanoic Acid Butyric A n h y d r i d e [Βουτυρικός Ανυδρίτης] Οργ. Χημ. Σχηματίζεται με αφυδάτωση του βουτυρικού οξέος. Ο χημικός τύπος είναι (C 3 H 7 C0)20 και έχει μοριακό βάρος 158,2, σημείο ζέσεως 199-201 °C και σημείο τήξεως -75 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε διαιθυλαιθέρα. Butyronitrilc [Βουτυρονιτρίλιο] Ομγ. Χημ. Είναι τοξική, άχρωμη, υγρή ένωση, με χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 2 CN, μοριακό βάρος 69,11, σημείο ζέσεως 118°C και σημείο τήξεως -112°C, διαλ,υτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση βιομηχανικών, χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων. Buys Ballot's L a w [Νόμος Μπάις Μπάλλοτ] Μετεωρ. Νόμος για την άνιση κατανομή της πίεσης κατά την οριζόντια διεύθυνση ανέμου σύμφωνα με τον οποίο ο παρατηρητής στεκόμενος με την πλάτη του στον άνεμο έχει στο Βημισφαίριο χαμηλότερη πίεση στα αριστερά του και στο Νημισφαίριο δεξιά του. Buzzer [Βομβητής] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομαγνητική συσκευής παραγωγής ήχου σήμανσης. B W [Εύρος Ζώνης] Φυσ. Χαρακτηριστικό μέγεθος μίας

ζώνης συχνοτήτων ή ενεργειών. -> Bandwidth B W R [Αντιδραστήρας Ατμού] Τεχνολ. Παλαιού τύπου πυρηνικοί αντιδραστήρες, οι οποίοι χρησιμοποιούν ατμό και νερό για τη μεταφορά θερμότητας. —> Boiling Water Reactor By P r o d u c t [Παραπροϊόν] Μηχ. Περιγράφει κάθε ένωση που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης, παράλληλα με το κύριο προϊόν. Πολλά βιομηχανικά παραπροϊόντα είναι χρήσιμα σε διάφορες διεργασίες. Bypass [Βοηθητική παρακαμπτήρια οδόςΐ Πολ. Μηχ. Βοηθητική οδός που οδηγεί το ρεύμα της κυκλοφορίας περιφερειακά από κεντρικά σημεία ή περιοχές που γίνονται έργα. Bypass C a p a c i t o r [Πυκνωτής Παράκαμψης - Απορρόφησης Σήματος] Ηλεκ. Πρόκειται για πυκνωτή συνδεδεμένο παράλληλα με άλλα κυκλαόματα, με σκοπό να εμποδίζει τη διέλευση ρευμάτων υψηλ,ών συχνοτήτων, ραδιοφωνικών ή ακουστικών - ανάλογα με την διάταξη που χρησιμοποιείται - από αυτά. Ο πυκνωτής έχει σημαντικά μικρότερη εμπέδηση από το κύκλωμα σε αυτές τις συχνότητες και το ρεύμα διέρχεται από αυτόν. Bypass C h a n n e l [Βοηθητικό παρακαμπτήριο κανάλι] Πολ. Μηχ. Βοηθητική διώρυγα που οδηγεί ένα μέρος του ύδατος ροής από τον κύριο αγωγό σε άλλους δευτερεύοντες. Μπορεί να χρησιμοποιείται για την αποφυγή υπερχείλισης ή την άρδρευση. Bypass C o n d e n s e r [Πυκνωτής Παράκαμψης - Απορρόφησης Σήματος] -» Bypass Capacitor Bypass Filter [Φίλτρο Παράκαμψης - Απορρόφησης Σήματος] Ηλεκ. Διάταξη συνδεδεμένη παράλληλα με άλλα κυκλώματα, ώστε για ορισμένες περιοχές συχνοτήτων να παρέχει μια διαδρομή σημαντικά μικρότερης εμπέδησης και να εμποδίζει τη διέλευση των ρευμάτων από αυτά. Bypass Valve [Βάνα bypass] Μηχ. Αναφέρεται σε βάνα που χρησιμοποιείται με σκοπό να μπορεί να εκτρέπεται η ροή ενός ρευστού, παρακάμπτοντας ένα συγκεκριμένο τμήμα της διεργασίας. Byte [Μπάυτ ή ψηφιολέξη] Ηλεκτμον. Καθορισμένος αριθμός (π.χ. 6 ή 8) από μπιτ πληροφοριών που αντιστοιχεί με ένα χαρακτήρα και χρησιμοποιείται ως μονάδα στις ψηφιακές διατάξεις. Είναι, επίσης, η μικρότερη μονάδα αποθήκευσης δηλ. ο χώρος που καταλαμβάνει ένας χαρακτήρας κατά την αποθήκευσή του στη μνήμη ψηφιακής διάταξης. Βζ ΙΣύμβολο Βζ] Ομγ. Χημ. Χρησιμοποιείται στο συμβολισμό της βενζοκαρβοξυλικής ρίζας C 6 H 5 CO-.

c C++ [Σύμβολο Υ/Π C] Υπολ. Αντικειμενοστρεφής γλώσσα προγραμματισμού, εξέλιξη της γλώσσας C. C [Σύμβολο CoulombJ Φυσ. Σύμβολο μονάδας μέτρησης ηλεκτρικού φορτίου (Coulomb) αλλά και της χωρητικότητας ενός πυκνωτή c [Σύμβολο centil Φνσ. Σύμβολο του εκατοστού (ccnti) και της ταχύτητας του φωτός στο κενό. c [Σύμβολο Χημ. c] Χημ. Σύμβολο της συγκέντρωσης μίας ουσίας σε ένα διάλυμα. C Σύμβολο άνθρακα] Χημ. Σύμβολο του άνθρακα. C Σύμβολο Υ/Π C] Υπολ. Γλώσσα προγραμματισμού. Ca [Σύμβολο Ασβεστίου] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου ασβέστιο. 45 Ca [Σύμβολο 45 Caj Χημ. Σύμβολο του ισοτόπου του ασβεστίου με μαζικό αριθμό 45. Χρησιμοποιείται σαν ιχνηθέτης (στοιχείο ανίχνευσης) του μεταβολισμού του ασβεστίου στον ανθρώπινο οργανισμό. C a b e r n e t [Οίνος καμπερνέ] Γεν. Ένας από τους δημοφιλέστερους κόκκινους οίνους με χαρακτηριστική στυφή γεύση. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στο Bordeaux της Γαλλίας, αλλά στις ημέρες μας παράγεται και σε άλλα μέρη της γης, όπως Ιταλία, Χιλή, Βουλγαρία, Αυστραλία και Νότια Αφρική. Η ποικιλία των σταφυλιών από τα οποία προέρχεται παρουσιάζει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε πολύ διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, λόγω της σαρκώδους επιδερμίδας του καρπού. Cable 1 [Καλώδιο] Επικοιν. Ένα από τα μέσα υλοποίησης της επικοινωνίας που χρησιμοποιεί συνήθως το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο αλλά και άλλα τοπικά δίκτυα πχ χάλκινα μονά ή διπλά, ομοαξονικά, διαξονικά, RS 232 κτλ. Cable" [Καλώδιο] Ηλεκ. Δέσμη αμοιβαία μονωμένων σ κ α τ ώ ν περιβαλλόμενη από μονωτική ύλη και προστ ιτευτικό περίβλημα που χρησιμεύει ως αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος. Cable A r m o u r [Οπλισμός καλωδίου] Ηλεκ. Περίβλημα καλι_*5ίου αποτελούμενο από ένα ή περισσότερα στρώματα κατάλληλου υλικού (πχ. σύνολο χαλύβδινων συρμάτων επικαλυμμένων με μονωτικές ταινίες) που περιβάλλει τη ψυχή του καλωδίου προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη μηχανική αντοχή του ανάλογα με τη χρήση. Cable Bend [Στριφτό σχοινί] Ναυπηγ. Φιόγκος ασφαλείας που χρησιμοποιείται σε ορισμένες άγκυρες. Cable Boat [Καλοοδιοθετικό πλ.οίο] Επικοιν. Ειδικά εξοπλισμένο πλοίο που χρησιμοποιείται για πόντιση καλωδίων σε διάφορα βάθη. Cable Buoy [Σημαδούρα] Ναυπηγ. Επιπλέουσα σημα-

δούρα που χρησιμοποιείται. 1. Για να δείξει ότι στο βυθό υπάρχει άγκυρα. 2. Για να δείξει το σημείο όπου κάτω από την επιφάνεια γίνονται επισκευάστικες εργασίες ή έλεγχοι σε πλοία. 3. Χρησιμοποιείται συχνά από ερευνητές βυθού για να καταδείξει το σημείο όπου γίνεται αναζήτηση. Cable C a r [Τελεφερίκ] Μηχ. Cableway Cable Category [Κατηγορία καλ,ωδίου] Επικοιν. Υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες καλωδίων στις τηλεπικοινωνίες όπως έχουν τυποποιηθεί μέσα στις προτυποποιήσεις της TTU που αναγνωρίζονται σαν cai 3, cat 4, cat 5 κτλ. C a b l e Characteristics [Χαρακτηριστικά καλ.ωδίου] Επικοιν. Εδώ βρίσκονται συνήθως τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά ενός καλωδίου, χωρητικότητα, διάμετρος, εξασθένηση κτλ. Cable Color ΙΧρώμα καλωδίου] Επικοιν. Μια από τις καθιερωμένες χρήσεις χρώματος στην καλωδίωση δομημένη και μη προσφέρουν οι διεθνείς συστάσεις για απλή χρήση ή συνδυασμούς χρωμάτίον. Cable Connection [Καλωδιακή σύνδεση] Επικοιν. Σύνδεση 2 σημεί(ον μέσω καλωδίου για να διακρίνεται από την ασύρματη σύνδεση. Cable Delay [Καθυστέρηση καλωδίου] Πλημ. Ο λόγος s/v όπου s είναι μήκος δεδομένου καλωδίου και ν η ταχύτητα μεταφοράς του σήματος που μεταδίδεται. Προκειμένου περί διαδικτυακών καλωδιώσεων ο λόγος αυτός είναι σημαντικός επειδή η σχετιζόμενη παρουσίαση των μεταδιδόμενων δεδομένων σε υπολογιστές πρέπει να μεταδίδεται όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Μετράται συνήθως σε megabits/sec. Cable Duct [Αγωγός καλωδίων] Οικοδ. Σωλήνες πλαστικό η μεταλλικό γαλβανισμένοι εντός των οποίων τοποθετούνται τα καλώδια ενός εσωτερικού δικτύου ηλεκτροδότησης. Cable Laid [Τρίσχοινο σχοινί] Μηχ. Χαρακτηρισμός σχοινιού που αποτελείται από τρία μικρότερα σχοινιά πλεγμένα μεταξύ τους, το καθένα δε αποτελείται από τρία στριφτά νήματα. Cable Layer [Καλωδιακό πλ,οίο] Ναυπηγ. Πλοίο ειδικά εξοπλισμένο με μηχανικά μέσα και ηλεκτρικά όργανα ακριβείας για την κατάδυση και τοποθέτηση ή ανέλκυση και επιδιόρθωση υποβρυχίων καλωδίων. C a b l e Length [Μήκος καλωδίου] Επικοιν. Βασικό χαρακτηριστικό που επηρεάζει και την απόδοση πχ το UTP απαιτεί επαναλήπτη κάθε 90 μέτρα. Cable Line [Καλωδιακή γραμμή] Επικοιν. Τηλεφωνική ενσύρματη γραμμή. Cable M o d e m [Καλωδιακό modem] Επικοιν. Κατηγο-

Cable Noise

- 258 -

ρία Modem όπου η ανταλλαγή πληροφορίας γίνεται με χρήση ομοαξονικού καλωδίου που το συνδέει με τον υπόλοιπο τηλεοπτικό εξοπλισμό. Cable Noise [Θόρυβος καλωδίου] Ηλεκ. Παράσιτη πληροφορία συνήθως σε μορφή "λευκού θορύβου" η οποία δημιουργείται επαγωγικά πάνα) σε καλωδιακούς αγωγούς. Cable Railway [Ελκτικό μηχάνημα] Μηχ. Σιδηροτροχιά επί της οποίας τα βαγόνια κινούνται μέσα) ενός ατέρμονος καλωδίου με τη βοήθεια ελκτικού μηχανήματος. Χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίων σε επικλινείς χώρους. Cable Shield [Θωράκιση Καλωδίου] Ηλεκ. Εξωτερική μεταλλική κάλ.υψη του μονωτικού υλικού ενός καλωδίου με σκοπό τη μείωση των ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών στο διαδιδόμενο από το καλώδιο σήμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ομοαξονικά καλώδια μεταφοράς σημάτων υψηλών συχνοτήτων. Cable Stayed Bridge [Καλωδιωτή γέφυρα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος γέφυρας στον οποίο το κατάστρωμα συγκρατείται με κεκλιμένους χαλύβδινους τένοντες από την κορυφή ή άλλωτε από διάφορες στάθμες ενός κεντρικού πύργου. Λυτό επιτρέπει την δυνατότητα κάλνυψης μεγάλων ανοιγμάτων με σχετικά πολύ μικρό πάχος καταστρώματος, ο δε φέρων οργανισμός του καταστρώματος στηρίζεται και στον κεντρικό πύργο και επεκτείνεται σαν πρόβολος αμφίπλευρα αυτού. Cable Television [Καλωδιακή τηλεόραση] Επικοιν. Εξοπλισμός αναμετάδοσης τηλεοπτικών προγραμμάτων σε εκτεταμένη χρήση στις ΗΠΑ αλλά γρήγορα διαδιδόμενος τελευταία και στην Ευρώπη με την βοήθεια του οποίου ο τηλεθεατής μπορεί να παρακολουθήσει συγκεκριμένα προγράμματα μη διαθέσιμα από τους κανονικούς σταθμούς αναμετάδοσης. Συνήθως ο εξοπλισμός χρησιμοποιεί ειδικές κεραίες λήψης και κωδικοποιητές οι οποίοι "κρύβουν" το σήμα από κανονικές συσκευές λήψης και επιτρέπουν την λήψη του μόνο από συνδρομητές. Cable T r a y [Διάδρομος καλωδίων] Πολ.Μηχ. Διάδρομος από γαλβανισμένη λαμαρίνα αναρτημένος στην οροφή πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα καλώδια του ηλεκτρικού δικτύου σε ένα κτίριο. Cable Type [Τύπος καλωδίου] Επικοιν. Διαχωρισμός που συνήθως γίνεται με βάση απλά χαρακτηριστικά όπως η θωράκιση ή το υλικό πχ ίνες, ομοαξονικό, θα)ρακισμένο STP ή αθωράκιστο ζεύγος UTP. Cablegram [Καλωδιόγραμμα] Επικοιν. 1. Οποιοδήποτε μήνυμα του οποίου η μετάδοση πραγματοποιείται μέσω τουλάχιστο μίας καλωδιακής διάδοσης. 2. [Γράφημα καλωδίου] Γράφημα φόρτου μιας καλωδιακής γραμμής καθώς και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάζει. Cable way [Συρματοσχοινώδης σιδηρόδρομος] Μηχ. Είδος ηλεκτρικού σιδηρόδρομου που χρησιμοποιείται σε ειδικές διαδρομές και κινείται πάνω σε συρματόσχοινα για την έλξη του σε εναέριους χώρους, το γνωστό μας τελεφερίκ. Cabling |Καλα)δίωση] Επικοιν. Πολύ βασικό σημείο της νέας τεχνολογίας είναι η αποφυγή μεγάλου όγκου καλωδίωσης σε συνδυασμό συνήθως με κάποιους κανόνες δόμησης. Cache [Κας] Πληρ. Βοηθητική μνήμη η οποία προσφέρει βελτιωμένες δυνατότητες σε υπολογιστές, βελτιστοποιώντας διαδικασίες της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας όπως ανταλλαγή δεδομένων (swap) κλπ, ε-

πιταχύνοντας τον επεξεργαστή ή συγκεκριμένα προγράμματα που τυχαίνει να χρησιμοποιούν σχετικές εξειδικευμένες υπηρεσίες. Cache C a r d [Κάρτα κας] Πληρ. Ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο συζεύγνυται συνήθως με τη μητρική κάρτα υπολ.ογιστή παρέχοντας βελτιωμένες δυνατότητες μνήμης και ταχύτητας, (βλέπε Cache). Caeodyl [Κακωδύλιο] Χημ. Χαρακτηριστική ρίζα της σειράς των διμεθυλοαρσενικικών ενώσεων, γνωστών και ως κακωδυλικών ενώσεων, με τύπο (CH 3 ) 2 As- . Γνωστότερες ενώσεις της σειράς είναι οι αλογονοαρσίνες (CH 3 ) 2 AsX, η διμεθυλοϋδροξυαρσίνη (CH 3 ) 2 As OH, το δικακοδύλ.ιο (CH 3 ) 2 As-As (CH3)2 όπου το As παρουσιάζεται τρισθενές και το κακοδυλικό οξύ (CH3) 2 AsO(OII), στο οποίο το As είναι πεντασθενές. Το δικακωδύλιο και το κακωδυλοξείδιο (CH3)2As- Ο- As (CH 3 ) 2 ήταν οι πρώτες οργανομεταλλικές ενώσεις που παρασκευάστηκαν ως "ατμίζον υγρό" το 1760 από τον L.C.Cadct: As 2 0 3 + 4CH 3 COOK -> (CH 3 ) 2 As-As (CH3)2 + (CII 3 ) 2 As- O- AS (CH 3 ) 2 + 2K 2 C0 3 + 2CO a . Cacodvlate [Αλας του κακωδυλ.ικού οξέως] Χημ. Ονομασία που αποδίδεται στα άλατα του κακοδυλικού οξέως με διάφορα μέταλλα. Παρασκευάζονται σύμφωνα με τη μέθοδο Mayer, με επίδραση μεθυλοϊωδιδίου σε άλατα του αρσενικικού οξέα)ς: 2 C H J + (NaO)^As —> (CIl 3 ) 2 As(0)0Na + Nal + NalO. Cacodvlic Acid [Κακα)δυλικύ οξύ] Χημ. Αχρωμη στερεά ένωση με τύπο (CH 3 ) 2 As0(0H), μέλος της σειράς των αρσινικών οξέων R 2 AsO(OII). Το παίρνουμε με επίδραση ισχυρού οξέως στα άλατα του (βλέπε Cacodylate): (CH 3 ) 2 As(0)0Na + HCl -> (CII 3 ) 2 As(0) OH + NaCl, καθώς από τη διμεθυλαρσίνη (CH3)2AsH με οξείδωση όπως δείχνει η ακόλουθη διαδικασία: (CH 3 ) 2 AsH -> (CH 3 ) 2 As-As(CH 3 ) 2 —» (CII 3 ) 2 As - 0 As(CH 3 ) 2 (CH 3 ) 2 AsO(OH). TO κακα)δυλικό οξύ και τα άλατά του είναι ενώσεις πυροφόρες καθώς καίγονται στον αέρα με έκρηξη. Cacoxenite [Κακοξενίτης] Ορνκτ. Ένυδρο φωσφορικό ορυκτό, πλούσιο σε σίδηρο και αργίλιο, με τύπο Fe2,; (Α10ή)(Ρ0 4 )ΐ7(ΟΗ)ι 2 χΗ 2 0. Συναντάται συχνά ως εγκλείσματα σε χαλαζιακά ορυκτά, όπως ο αμέθυστος, και, λόγα) της καφεκίτρινης απόχρωσής του, τα καθιστά λιγότερο πολύτιμα. Εξαιτίας της σπανιότητάς και της χαρακτηριστικής του απόχρωσης, θεωρείται αντιπροσωπευτικό συστατικό μερικών πολύ όμορφων σε εμφάνιση πετρα)μάτων. CAD [Λογισμικά εκτέλεσης μελετών] Πλημ. —• Computer-aided design. Cadalcne [Καδαλενιο] Οργ. Χημ. Παράγωγο του ναφθαλένιου που έχει τον μοριακό τύπο C i5 Hia. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Ruzicka (1921) με αφυδρογόνωση του καδινένιου παρουσία θείου. Η πλήρης ονομασία του είναι 1,5-διμεθυλο-4ισοπροπυλναφθαλενιο και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέλη της σειράς του α-καδινένιου. C a d a s t r a l Survey [Κτηματογραφική αποτύπωση] Τοπ ογρ. Είναι η μελέτη και η χαρτογράφηση μίας ευρύτερης περιοχής που γίνεται με σκοπό την καταγραφή των ιδιοκτητών και την χάραξη επακριβώς των ορίων των οικοπέδων τους. Cadaverine [.Καδαβερίνη] Βιοχημ. Κρυσταλλακή οργανική ένωση δυσάρεστης οσμής με σημείο ζέσεα)ς 178180 °C και μοριακό τύπο Η2Ν - (CH 2 ) 5 - ΝΙ12. Προέρχεται από το αμινοξύ λυσίνη μέσω ενζυματικής αποκαρβοςυλίωσης, αποτελώντας έτσι μαζί με άλλες αζω-

- 259 τούχες ενώσεις μερικά από τα προϊόντα της βιολογικής αποικοδόμησης των πρωτεϊνών. Στο εργαστήριο παρασκευάζεται μιε θέρμανση του 1,5 διβρωμοπεντάνιου παρουσία αμμωνίας: Br - (CH2)5 - Br + 2ΝΗ 3 Η2Ν (CH2)5 - ΝΗ 2 + Br2. II καδαβερίνη, καθώς και άλλα αζωτούχα προϊόντα της πρωτεϊνικής αποικοδόμησης, φέρουν, /άγω της προέλευσης και της δυσάρεστης οσμής τους, τον χαρακτηρισμό "πτωμαΐνες". α -Cadinene [Καδινένιο] Οργ. Χημ. Είναι το σημαντικότερο μέλος της σειράς των δικυκλικών τερπενοειδών με δύο διπλούς δεσμούς και μιοριακό τύπο C^HM. Ηίναι υγρή ουσία με σημείο ζέσεως 134-136 °C και αποτελεί βασικό συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων, από τα οποία εξάγεται με εκχύλιση με οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση ως πρόδρομος-ένωση πολλών αρωματικών ενώσεων, κυρίως παραγώγων του ναφθαλενίου —> Cadalene. Συνθετικά παρασκευάζεται με αφυδάτωση της καδινόλης. C a d m i u m [Κάδμιο] Χημ. Το τελευταίο χημικό στοιχείο της δεύτερης σειράς των στοιχείων μετάπτωσης, μιε σύμβολο Cd και ηλεκτρονική δομή [KrJ 4d1<J 5s\ Ο ατομικός του αριθμός είναι 48 και η σχετική ατομική του μάζα 112,41. To Cd είναι μέταλλο μαλακό με αργυλ.όλευκη απόχρωση και μεγάλη επιφανειακή στιλπνότητα, το οποίο τήκεται στους 320,9 °C και ζέει στους 767,3 °C υπό ατμοσφαιρική πίεση. Σε θερμιοκρασία περιβάλλοντος επιδεικνύει μεγάλη σταθερότητα απέναντι στο οξυγόνο του αέρα, λάγω της δημιουργίας επιφανειακά, προστατευτικού υμενίου από οξείδιο του καδμίου (CdO). Δείχνει μεγάλη σταθερότητα απέναντι σε μη οξειδωτικούς παράγοντες, όπως αραιά υδατικά διαλύματα υδροχλωρικού και θειικού οξέως, ενώ διαλ,ύεται εύκολα σε αραιό νιτρικό οξύ. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή εύτηκτων κραμάτων, στην επιμετάλλωση σιδερένιων αντικειμένων για προφύλαξη από τη διάβρωση, καθώς και στην οδοντιατρική για την παρασκευή αμαλγαμάτων για τη σφράγιση των δοντιών. Λόγω της εξαιρετικής του ικανότητας να απορροφά νετρόνια, χρησιμοποιείται ως επιβραδυντικό υλικό σε μερικούς τύπους πυρηνικών αντιδραστήρων. C a d m i u m Acetate [Οξικό ή αιθανικό κάδμιο] Χημ. Το μετά καδμίου άλας του οξικού οξέως είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση μιε χημικό τύπο (CII 3 COO) 2 Cd και μιεγάλη διαλνυτότητα στο νερό. Οπως και τα περισσότερα άλατα του καδμίου, είναι εξαιρετικά τοξική η εισπνοή των ατμών της και μπορεί να προκαλεσει παράλ.υση των άκρων, μόνιμη βλάβη στα νεφρά ή σε ακραίες περιπτώσεις ακόμη και τον θάνατο. Χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία στη βαφή κεραμικών και υφασμάτων, ενώ τα υδατικά της διαλύματα χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρολυτικές επιμιεταλλώσεις, καθώς και για την παρασκευή παραγώγων του αιθανικού οξέως. C a d m i u m B r o m a t e [Βρωμικό Κάδμιο] Ανόργ. Χημ. Ηίναι υδατοδιαλ.υτό άλας του βρωμικού οξέος, με χημικό τύπο Cd(Br0 3 ) 2 , που χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία ως αντιδραστήριο. ( a d m i u m Bromide [Βρωμίδιο του καδμίου] Χημ. Αλογονίδιο του καδμίου μιε χημικό τύπο CdBr 2 , το οποίο : κεται στους 568 °C και ζέει στους 1136 °C υπό ατμοσφαιρική πίεση. Διαλύεται εύκολα στο νερό (114 :: 100 gr νερού), ενώ τα υδατικά του διαλύματα πα;·. χτάζουν αμελητέα αγωγιμότητα εξαιτίας του έντο·ν>-- ομοιοπολικού χαρακτήρα της ένωσης. Παρουσία Γσειας ιόντων Br" στα υδατικά του διαλύματα,

C a d m i u m Difference

ανιχνεύονται σύμπλοκα ιόντα των τύπων CdBr3(H20)~ και CdBr4* τετραεδρικής συμμετρίας γύρω από το κεντρικό κατιόν Cd2+. To CdBr 2 μιπορεί να παρασκευαστεί εύκολα στο εργαστήριο με απευθείας ένωση των στοιχείων του: Cd + Br2 -> CdBr2. C a d m i u m C a r b o n a t e [Ανθρακικό κάδμιο] Χημ. Μεγάλης τοξικότητας ιοντική ένωση του στοιχείου καδμίου με τύπο CdC0 3 και αμελ,ητέα διαλνυτότητα στο νερό. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον καρκινογόνες ουσίες και γι'αυτό απαιτείται κατά τη χρήση της ιδιαίτερη προσοχή. Με θέρμανση διασπάται προς οξείδιο του καδμίου, ενώ χρησιμοποιείται στην εργαστηριακή παρασκευή όλων των αλογονιδίων του στοιχείου: CdC0 3 + 2ΗΧ CdX2 + C0 2 + Η 2 0. C a d m i u m Chlorate [Χλωρικό Κάδμιο] Ανόργ. Χημ. Αλας του χλωρικού οξέος, το οποίο βρίσκεται συνήθως ενυδατωμένο με δύο μιόρια νερού. Ο χημικός τύπος είναι CdC10 3 *2H>0, το μοριακό βάρος 315,34 και το σημείο τήξεως 80 °C. Πρόκειται για τοξικό, κρυσταλλικό υλικό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. C a d m i u m Chloride [Χλνωρίδιο του καδμιίου] Χημ. Είναι λευκή στερεή ένωση, έντονου ομοιοπολικού χαρακτήρα του τύπου CdCI2i με πυκνότητα 4,047 gr/cm3 και σημιείο τήξης 868 °C. Το χλωρίδιο του καδμίου είναι ένωση πολύ διαλυτή στο νερό (141 gr/100 gr νερού), λάγω όμως του ομοιοπολακού της χαρακτήρα, στα υδατικά της διαλύματα παρατηρούνται συμπλεγμένα ιόντα καδμίου όπως CdCP, CdCl3". Παρασκευάζεται με απευθείας ένωση των στοιχείων της, καθώς και μιε επίδραση HC1 στο οξείδιο του καδμίου και το ανθρακικό κάδμιο. Εξαιτίας του υγροσκοπικού της χαρακτήρα, την λαμβάνουμε και ως ένυδρο κρυσταλλικό άλας CdCl 2 x4H 2 0 με εξάτμιση από υδατικό διάλυμα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή του κίτρινου του καδμίου, μίας βασικής στη ζωγραφική χρωστικής ουσίας —> Cadmium Sulfide. C a d m i u m Cutoff [Αποκοπή καδμίου] Πυρην. Ενεργειακός όρος που συναντάται στην πυρηνική τεχνολογία και αφορά στην ανώτερη τιμή ενέργειας που πρέπει να έχει ένα νετρόνιο παραγόμενο σε πυρηνικό αντιδραστήρα μιε επιβραδυντικό υλικό κάδμιο, ώστε να δεσμεύεται από αυτό. Το κατώφλι αυτό ενέργειας είναι 0,4 cV και αφορά στη δέσμευση θερμικών νετρονίων που ενεργειακά κυμαίνονται από 0,005 έως 0,5 eV. Το μεταλλικό κάδμιο χρησιμοποιείται σε πολλαύς τύπους πυρηνικών αντιδραστήρων για τη δέσμευση κυρίως θερμικών νετρονίων, ενώ η απορροφητική του ικανότητα σε πιο υψηενεργειακά νετρόνια είναι σχεδόν μηδενική. C a d m i u m Difference [Διαφορά καδμίου] ΙΙυμην. Αφορά στη διαφορά ραδιενέργειας, προκαλούμενης από απορρόφηση νετρονίων, μεταξύ ραδιενεργού υλικού χωρίς προστατευτικό περίβλημα μεταλλικού καδμίου και πανομοιότυπου υλικού στις ίδιες συνθήκες ακτινοβόλησης, με προστατευτικό περίβλημα καδμίου. Η διαφορά στη ραδιενέργεια οφείλεται στην ικανότητα του καδμίου να απορροφά σε μία δέσμη νετρονίων σχεδόν όλο το θερμικό μέρος, δηλαδή τα νετρόνια με ενέργειες μιικρότερες των 0,4 eV αφήνοντας σχεδόν ανέπαφη την υπόλοιπη νετρονική δέσμη. Η απορροφητική ικανότητα του καδμίου εξαρτάται από το πάχος του προστατευτικού περιβλήματος και μάλιστα με την αύξηση αυτού, ελαττώνεται το ποσοστό των θερμικών νετρονίων που διαπερνούν το περίβλημα.

Cadmium Fluoride

-260-

C a d m i u m Fluoride [Φθορίδιο του καδμίου] Χημ. Ιο- τικά διαλύματα του Cd(N0 3 ) 2 , έχει αποδειχτεί ότι το ντική ένωση, με τύπο CdF2, αδιάλυτη στο νερό, με υ- κάδμιο βρίσκεται με τη μορφή ιόντων τον τύπου Cd ψηλή πυκνότητα (6,33 gr/cm3) και κρυσταλλική δομή (ΝΟ3Γ. Το νιτρικό κάδμιο χρησιμοποιείται στη βιομηαντίστοιχη του φθορίτη. Εξαιτίας του ιοντικού της χα- χανία παραγωγής πορσελάνης ως πρόσθετη χρωστική ρακτήρα, έχει πολύ υψηλό σημείο τήξεως (1110 °C) σε ουσία. σχέση με τα άλλα αλογονίδια του καδμίου, τα οποία C a d m i u m Oxide [Οξείδιο του καδμίου] Χημ. Είναι λεείναι ομοιοπολικές ενώσεις. Αν και αδιάλυτη στο νερό, πτόκοκκοι φαιάς απόχρωσης κρυσταλλική ένωση του με την παρουσία περίσσειας ιόντων F διαλύεται με καδμίου, αδιάλυτη στο νερό με τύπο CdO, η οποία εμεγάλη ευκολία σχηματίζοντας τα πολύ σταθερά σύ- ξαχνώνεται στους 700 UC. Το οξείδιο του καδμίου κρυμπλοκα ιόντα CdF3", CdF 4 2 \ Χρησιμοποιείται ως ενερ- σταλλώνεται στο ίδιο κρυσταλλικό σύστημα με το γό συστατικό στα laser τύπου "στερεού μονωτή". χλωριούχο νάτριο. Παρασκευάζεται σε στερεά κατάC a d m i u m Hydroxide [Υδροξείδιο του καδμίου] Χημ. σταση με απευθείας καύση του μετάλλου στον αέρα ή Είναι κρυσταλλική ουσία που αποβάλλεται ως λευκό με πύρωση του υδροξειδίου του καδμίου και του ανίζημα κατά την προσθήκη καυστικών αλκαλίων σε δια- θρακικού καδμίου σε κλειστό χώρο. Η διάλυσή του σε οξέα δίνει διαλύματα των αντιστοίχων αλάτων του λύματα αλάτων του καδμίου: Cd2+ + 2NaOH Cd (ΟΗ)2 + 2Na + . Διαλύεται σε αραιό υδροχλωρικό οξύ, καδμίου. Χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή, λάγω καθώς και σε πυκνά αμμωνιακά διαλύματα σχηματίζο- της μεγάλης του τοξικότητας, στη βιομηχανία των χρωμάτων, κυρίως σε μίγματα με οξείδιο του ψευδαρντας το σταθερό σύμπλοκο Cd(NH3)62+. C a d m i u m Iodide [Ιωδιούχο Κάδμιο] Ανόργ. Χημ. Αλο- γύρου. γονίδιο του καδμίου, με μεγάλη τάση σχηματισμού συ- C a d m i u m Ratio [Ρυθμός καδμίου] Πνρην. Μαθηματιμπλοκών ενώσεων. 'Εχει χημικό τύπο Cdl2, μοριακό κός όρος στην τεχνολογία των πυρηνικών αντιδραστήβάρος 366,22, σημείο ζέσεως 796 °C και σημείο τήξε- ρων, που εκφράζει το πηλίκο της ραδιενέργειας, της ως 387 °C. Πρόκειται για κιτρινοπράσινο στερεό υλι- προκαλούμενης από απορρόφηση νετρονίων, ραδιεκό, διαλυτό σε νερό, αμμωνία και ακετόνη, που χρησι- νεργού υλικού χωρίς προστατευτικό περίβλημα από μοποιείται στη φωτογραφία. μεταλλικό κάδμιο, προς τη ραδιενέργεια πανομοιότυC a d m i u m L a m p [Αάμπα Ατμών Καδμίου] Ηλεκ. Πη- που ραδιενεργού υλικού που διαθέτει προστατευτικό γή φωτεινής ακτινοβολίας, που χρησιμοποιεί αποδιε- περίβλημα καδμίου. Η διαφορά στα μεγέθη του πηλίγέρσεις των ατόμαιν, ατμών του καδμίου. Το γραμμικό κου οφείλεται στην απορρόφηση σχεδόν όλου του θερφάσμα της έχει μια χαρακτηριστική γραμμή εκπομπής μικού κλάσματος δέσμης νετρονίων από το μεταλλ.ικό με μήκος κύματος λ=643.8496 nm, που χρησιμοποιεί- κάδμιο όταν αυτό υπάρχει ως επιβραδυντικό υλικό σε πυρηνικούς αντιδραστήρες. —> Cadmium Difference. ται ως μήκος αναφοράς για τη μέτρηση άλλων μηκών. C a d m i u m Metallurgy [Μεταλλουργία καδμίου] Χημ. C a d m i u m Red [Κόκκινο του καδμίου] ΕπιστΥλικ. Η Αφορά στην διαδικασία εξαγωγής του μεταλλικού επίσημη ονομασία του είναι θειοσεληνίδιο του καδμίκαδμίου από τα φυσικά του ορυκτά όπως είναι ο γρη- ου. Είναι στερεό μίγμα σεληνιδίου και σουλφιδίου του νοκίτης (CdS) και το ανθρακικό κάδμιο. Τα ορυκτά καδμίου πυκνότητας 1,08 -1,44 gr/cm\ χρησιμοποιούτου καδμίου είναι εξαιρετικά σπάνια και συνήθως συ- μενο ευρέως ως κόκκινο χρώμα στη ζωγραφική. Χρωνοδεύουν ορυκτά του ψευδαργύρου. Για το λόγο αυτό, στική ουσία μεγάλης σταθερότητας σε συνθήκες περιτο κάδμιο παρασκευάζεται ως παραπροϊόν την μεταλ- βάλλοντος, που διασπάται όμως με ανάφλεξη σε θερλουργίας του ψευδαργύρου. Τα δύο στοιχεία στο τελι- μοκρασίες πάνω από 400 °C. Είναι αρκετά πτητική ουκό στάδιο της διαδικασίας βρίσκονται με: την μορφή σία και ιδιαίτερα στα υδατικά της εναιωρήματα, για των οξειδίων τους τα οποία ανάγονται και δίνουν τα τον λόγο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση αντίστοιχα μέταλλα. Κατόπιν το κάδμιο, ως πτητικότε- της. ρο από τον ψευδάργυρο, διαχωρίζεται από αυτόν με C a d m i u m Selenide [Σεληνίδιο του καδμίου] Χημ. διαδοχικές κλασματικές αποστάξεις σε τηγμένη κατά- Κρυσταλλική ένωση του καδμίου με τύπο CdSe που σταση στους 1000 °C περίπου. χρησιμοποιείται ως συστατικό χρωστικών ουσιών στη C a d m i u m Niehel Storage Cell [Μπαταρία καδμίου- ζωγραφική. Είναι αδιάλυτη στο νερό, κρυσταλλώνεται νικελίου] Η/εκτον. Λέγεται και Nickel cadmium σε εξάγωνικό σύστημα με πυκνότητα 5,67 gr/cm3 και Batiery Από τους πλέον γνωστούς τύπους μπαταρίας τήκεται στους 1258 °C. Βλέπε Cadmium Red. ξηρού στοιχείου, χρησιμοποιείται σε υπολογιστές τσέ- C a d m i u m Stcarate [Στεατικό κάδμιο] Χημ. Το μετά πης και σε πολλά φορητά ηλεκτρικά εργαλεία. Πλεονε- καδμίου άλας του δεκαοκτανικού ή στεατικού οξέως κτεί έναντι άλλων τύπων μπαταρίας, γιατί εκτός του με τύπο (C,7H35COO)2Cd. Είναι λευκή, αδιάλυτη στο μικρού της μεγέθους είναι και επαναφορτιζόμενη. Το νερό, κpυσταλλwική ένωση που χρησιμοποιείται στη μεταλλικό κάδμιο αποτελεί το συστατικό της ανόδου, βιομηχανία των πλαστικών ως σταθεροποιητής. ενώ η κάθοδος συνίσταται από ένα μίγμα μεταλλικού C a d m i u m Sulfate [Θειικό κάδμιο] Χημ. Κρυσταλλικό νικελίου και ένυδρου οξειδίου του τρισθενούς νικελίου άλας ευδιάλυτο στο νερό με πυκνότητα 3.09 gr/cm3 . σε στερεά κατάσταση. Οι ημιαντιδράσεις που λαμβά- Το λαμβάνουμε με κλασματική κρυστάλλωση από τα νουν χώρα στα δύο ηλεκτρόδια είναι: (Ανοδος) Cd(s) + υδατικά του διαλ.ύματα ως ένυδρο άλας του τύπου 20H"(aq) Cd(OH) 2(s) + 2e, (Κάθοδος) Ni 2 0 3 x3H 2 0 ( s ) 3CdS0 4 * 8Π 2 0. Λόγω του υγροσκοπικού του χαρα+ 2e 2Ni(OH) 2(s) + 20H\aq). (Ni-cad) κτήρα χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ως στυπτική C a d m i u m Nitrate [Νιτρικό κάδμιο] Χημ. Λευκό κρυ- ουσία. Από τα διαλύματά του μπορούμε να πάρουμε με σταλλικό άλας του καδμίου, το οποίο παρασκευάζεται καθίζηση άλλες δυσδιάλυτες ενώσεις του καδμίου, όσε ενυδατωμένη μορφή με επίδραση αραιού νιτρικού πως το οξείδιο, το υδροξείδιο και το σουλφίδιο. οξέως σε μεταλλικό κάδμιο και εξάτμιση του διαλύμα- C a d m i u m Sulfide [Θειούχο κάδμιο ή σουλφίδιο του τος. Το ένυδρο άλας υπακούει στον τύπο Cd(N0 3 ) καδμίου] Χημ. Μία από τις γνωστότερες ενα')σεις του 2 x4II 2 0 και είναι πολύ υγροσκοπική ένωση. Στα υδακαδμίου με την ονομασία "κίτρινο του καδμίου", βασι-

-261 -

κό συστατικό πολλών χρωστικών ουσιών στη ζωγραφική, αλλά και στο χρωματισμό του χαρτιού, κεραμικών και υφασμάτων. To CdS, όπως είναι ο τύπος του, κρυσταλλώνεται σε εξαγωνικό σύστημα στα πρότυπα του ορυκτού βουρτσίτης και έχει πυκνότητα 4,819 gr/ cm3, ενώ το σημείο τήξεώς του είναι 1397 °C. Είναι ένωση εξαιρετικά δυσδιάλυτη στο νερό (7 x ΙΟ"29 gr/ 100 gr νερού) και καθιζάνει ως κίτρινο ίζημα κατά τη διοχέτευση υδρόθειου σε ασθενώς όξινα διαλύματα ευδιάλυτων αλάτων του καδμίου. Βλέπε Cadmium Red. C a d m i u m Zinc L a m p [Λαμπτήρας καδμίου - ψευδαργύρου] Τεχνολ. Λαμπτήρας με ενεργό μέταλλο, κράμα καδμίου και ψευδαργύρου, σχεδιασμένος για ειδικές εφαρμογές, όπως συσκευές απορρόφησης και ανίχνευσης υπεριώδους ακτινοβολίας που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή των επιπέδων αερίων ρύπων. Σε πολλές περιπτώσεις ο λαμπτήρας αυτού του τύπου αντικαθιστά τον λαμπτήρα δευτερίου, λόγω της εξαιρετικής του θερμικής σταθερότητας και της μεγάλης διάρκειας ζωής. C a d m i u m Telluride [Τελουρίδιο του καδμίου] Χημ. ιΜελανόχρωμη, αδιάλυτη στο νερό, στερεή ένωση που κρυσταλλώνεται σε κυβικό σύστημα με πυκνότητα 5,849 gr/cm3 και σημείο τήξεως 1097 °C. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε ημιαγωγούς για την αύξηση της αγωγιμότητας. Παρασκευάζεται στο εργαστήριο με απευθείας ένωση των στοιχείων της σε υψηλή θερμοκρασία. C a d m i u m Tungstate [Βολβραμικό κάδμιο] Χημ. Υψηλής σκληρότητας και πυκνότητας (7,9 gr/cm3) κρυσταλλική ένωση με τύπο CdW0 4 , που ζέει στους 1598 °C. Είναι αδιάλυτη στο νερό και μη υγροσκοπική. Χρησιμοποιείται στους ανιχνευτές σπινθηρισμού για την ανίχνευση χαρακτηριστικών ακτινοβολιών στοιχείων υψηλαύ ατομικού αριθμού, ως εναλλακτική λύση του κρυστάλλου ιωδιούχου νατρίου-θαλίου. Οι κρύσταλλοι του βολφραμικού καδμίου είναι αρκετά εύθρυπτοι και επομένως επιρρεπείς στη μηχανική και θερμική καταπόντιση, γι* αυτό κατασκευάζονται σε πολύ μικρές διαστάσεις Caelum [Γλυφείο] Αστμον. Ένας από τους λιγότερο σημαντικούς αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου, αόρατος από την Ελλάδα. Έχει απόκλιση 40 ύ νότια και ορθή αναφορά 5 ώρες. Caesium [Καίσιο Cs] Χημ. Μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό Ζ=55, και ατομικό βάρος 132.905. Το φυσικό ισότοπο του έχει Α=133 και υπάρχουν άλλα 15 τεχνητά ραδιοϊσότοπα. Έχει το μικρότερο δυναμικό ιονισμού από όλα τα μέταλλα και γι' αυτό χρησιμοποιείται σε φωτοκύτταρα. Caesium 134 [Καίσιο-134 134Cs] Πυρ. Φοσ. Ραδιενεργό ισότοπο του χημικού στοιχείου καίσιο με μαζικό αριθμό Α-134 και χρόνο υποδιπλασιασμού 2.19 έτη. Αποδιεγείρεται με εκπομπή ηλεκτρονίων. Caesium 137 [Καίσιο-137 - ραδιοκαίσιο 137Cs] Πυρ. Φνσ. Ραδιενεργό ισότοπο του χημικού στοιχείου καίσιο με μαζικό αριθμό Α=137 και χρόνο υποδιπλασιασμού 30 έτη. Λποδιεγείρεται μιε εκπομπή ηλεκτρονίων αλλά και ακτινών γ και χρησιμοποιείται ως πηγή τους. Caesium Beam Atomic Clock [Ατομικό Ρολόι Καισίου] Πνμ. Φυσ. Πρότυπη διάταξη μέτρησης και ορισμού της μονάδας μέτρησης του χρόνου (sec), στο διεθνές σύστημα μονάδων S.i. Χρησιμοποιείται η^ συχνότητα της ενεργειακής μετάβασης του πυρήνα l3 Cs στο μα-

Cage Effect

γνητικό πεδίο των ηλεκτρονίων του - πεδίο υπέρλεπτης υφής. Η συχνότητα αυτή ισούται με 9.192631770GHz και ένας ταλαντωτής συντονίζεται ώστε να διεγείρει αυτές τις μεταβάσεις. Η συχνότητα του ταλαντωτή είναι ίση με τη συχνότητα της μετάβασης με ακρίβεια καλύτερη του 1 στα 10 3. To lsec ορίζεται ως ο χρόνος που ο ταλαντωτής εκτελεί 9192631770 πλνήρεις ταλαντώσεις. Caesium Unit [Μονάδα Καισίου] Τεχνολ. Πηγή ακτινών γ που προέρχεται από αποδιέγερση πυρήνων l37 Cs τοποθετημένη σε κατάλληλα προστατευμένο χώρο. Caesium Vapor L a m p [Λάμπα Ατμών Καισίου] Ηλεκ. Πηγή ακτινοβολίας που εκπέμπεται από την αποδιέγερση ατόμων ατμών καισίου μέσα σε σωλήνα ηλεκτρικής εκκένωσης. Caffeic Acid [Καφεϊκό οξύ] Οργ. Χημ. Κρυσταλλικό παράγωγο του σιναμικού οξέως, μιε τύπο C 9 H 8 0 4 που τήκεται στους 198°C . Η επίσημη ονομιασία του είναι 3,4 διϋδροξυ-σιναμικό οξύ. Caffeine [Καφεΐνη] Ομγ. Χημ. Διεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος μιε επίσημη ονομασία 1,3,7 τριμεθυλοξανθίνη και τύπο C8Hi0N4O2 που τήκεται στους 235 °C. Συγκαταλέγεται στα αλκαλοειδή και το συναντούμε στα φύλλα του τσαγιού και στους κόκκους του καφέ και του φυτού κόλα. Συνθετικά παράγεται από ουρικό οξύ σε μία συνθετική διαδικασία τριών σταδίων (Fischer - 1899). Η χορήγηση της καφεΐνης γίνεται μιε μορφή δισκίων σε περιπτώσεις αδύναμης καρδιακής λειτουργίας, δηλητηρίασης από υπερβολική δόση ναρκωτικών, υποτονίας και καταστολής του κεντρικού νευρικού συστήματος. Cage [Κλωβός Κρυσταλλικού Πλέγματος] Κρνσταλ).. Κενό πλεγματικό σημείο μιας κρυσταλλικής δομής στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί κάποιο άτομο, ιόν, ή μόριο πρόσμιξης. Cage C o m p o u n d s [Ενώσεις εγκλείσεως ή κλωβού] Χημ. Χημικές δομές που προκύπτουν από την παγίδευση ενός μικρού μιορίου ή ατόμου στοιχείου μέσα στο κρυσταλλικό πλέγμα μίας μεγάλο μοριακή ς ένωσης (ένωση οικοδεσπότης), χωρίς την ανάπτυξη χημικών δεσμών. Π ένωση οικοδεσπότης αναπτύσσει συνήθως δεσμούς υδρογόνου με το φιλοξενούμενο μόριο, καθιστώντας την δομή, ενεργειακά, πολ.ύ σταθερή. Συνήθη μόρια που παγιδεύονται σε ενώσεις κλωβού είναι τα: 0 2 , NO, CH4, S0 2 , HC1, Ar, Kr, HCOOH, HCN κ.α. Οι ενώσεις εγκλείσεως χρησιμοποιούνται στη μελέτη των φυσικών ιδιοτήτων χημικών μορίων που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατη. Έτσι η μαγνητική επιδεκτικότητα του μορίου του οξυγόνου σε θερμοκρασίες κοντά στο απόλυτο μηδέν μετριέται με τη βοήθεια της ένωσης κλωβού που αυτό δημιουργεί με την βκινόλη. Cage Effect [Φαινόμενο κλωβού] Φνσ. Χημ. Φαινόμενο κατά το οποίο ένα μόριο ή άτομο με χαμηλη ενέργεια παγιδεύεται στο πυκνό χημικό του περιβάλλον μιέσω ανάπτυξης διαμοριακών δυνάμεων και υπό κατάλληλες προϋποθέσεις αντιδρά με αυτό, σε αντίθεση με άλλα παρόμοια χημικά είδη που λόγω υψηλού ενεργειακού περιεχομένου δεν παγιδεύονται και καταστρέφουν αυτό το μοριακό πλέγμα. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ως φαινόμενο Frank-Rabinowich και συνήθως συμβαίνει μετά από ακτινοβόληση μικρών μορίων τα οποία διασπώνται και κάποια από τα άτομα τους χάνουν γρήγορα την ενέργεια διέγερσης μέσω συγκρούσεων με τα μόρια του μιέσου από το οποίο περι-

Cage Of Reinforcement

-262 -

βάλλονται. Cage Of Reinforcement [Θώρακας οπλισμού] Πολ. Μηχ. Είναι μία σειρά από οριζόντιες χαλύβδινες ράβδους, που καλούνται συνδετήρες, συνδεδεμένες μεταξύ τους με δευτερεύουσες κατακόρυφες, οι οποίες τοποθετούνται σαν κλουβί σε ένα υποστύλωμα για να αναλάβουν την διατμητική του εντατική κατάσταση και να κρατούν στέρεα στην θέση τους τις κύριες κατακόρυφες ράβδους οπλισμού κατά την σκυροδέτηση του υποστυλώματος. Cahnite [Κανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό του χημικού τύπου CaoB 2 As 2 0| 2 *4H 2 0 που κρυσταλλώνεται σε τετραγωνικό πλέγμα έχοντας κρυστάλλους λευκούς ή διαφανείς με υαλώδη υφή που μοιάζουν με αυτούς του ορυκτού βαρίτη. Είναι πλαύσιο σε βόριο αρσενικό και ασβέστιο με πυκνότητα 3,156 gr/cm" και σκληρότητα 3. Cailletet And M a t h i a s ' L a w [Νόμος των Cailletet και Malhias] Φυσ. Χημ. Ο μέσος όρος των πυκνοτήτων ενός καθαρού υγρού (d|) και του κορεσμένου ατμού του (dv) δίνεται ως γραμμική συνάρτηση της θερμοκρασίας, δηλαδή ισχύει: (dt + d v )/2 = A + Β*Τ, όπου Α,Β σταθερές. Caisson [Καταδυτικός κώδων] Υδρολ. Είναι ένα μεταλλικό κιβώτιο το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή υποβρυχίων κατασκευών. Μέσα σε αυτό μπαίνουν οι εργάτες που πρέπει να δουλέψουν κάτω από την επιφάνεια του νερού ώστε να προστατεύονται από την υδάτινη πίεση και από την πιθανή κατακρήμνιση των υποβρυχίων πρανών. Caisson F o u n d a t i o n [Κιβώτιο θεμελίωσης] Πολ. Μηχ. Είναι ένα είδος πασσάλου από σκυρόδεμα τοποθετημένος υπό την θεμελίωση ενός κτιρίου και επεκτείνεται προς τα κάτω μέχρι να συναντήσει βράχο ή μέχρι κάποιο σκληρό ασβεστολιθικό στρώμα του υπεδάφους. C a j e p u t Oil [Καγιεπούτιο έλαιο] Υλικ. Αιθέριο έλ.αιο που λαμβάνεται από τα δένδρα της μελαλεύκης της λευκόδενδρου. Είναι χαρακτηριστική οσμής και αρωματικής γεύσης υγρό χρώματος κυανοπράσινου στη φυσική του μορφή αλλά λευκού ή κιτρινωπού όταν είναι ραφιναρισμένο. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην αρωματοποιία. cal [Θερμίδας σύμβολο] Φυα. Σύμβολο της θερμίδας, της μονάδας μέτρησης της θερμότητας. Ισχύει lcal=4.1855Joule. Calorie Cal [Χιλιοθερμίδας σύμβολο] Φυα. Σύμβολο της χιλιοθερμίδας. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της θρεπτικής αξίας των τροφίμων. Ισχύει: lCal=1000cal. Συνήθως αναφέρεται και αυτή, για απλότητα, ως θερμίδα. C a l a b r i a n [Καλάβριον] Γεωλ. Η κατώτερη γεωλογική θαλάσσια βαθμίδα της Πλειστοκαίνου (πριν 3 εκατομ. χρόνια) υποπεριόδου της Τεταρτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα ανάμεσα στο Σικέλιον της ίδιας υποπεριόδου και στο Αστιον της Πλειοκαίνου. Calamine [Καλαμίνης] Ορυκτ. Είναι ένυδρο πυριτικό ορυκτό του ψευδαργύρου με τον τύπο Zn 4 Si 2 0 7 x (0H) χ 3 2 11 2 0 και πυκνότητας 3,40-3,50 gr/cm . Σε πολλές περιπτώσεις, συναντώνται στο ορυκτό ίχνη σιδήρου, χαλκού ή μολύβδου που αφορούν κυρίως επιφανειακές εγκλείσεις ή προσμίξεις, δίνοντάς του διάφορες αποχρώσεις, από υποκίτρινη έως και ανοικτή μπλε. Είναι ένα από τα λίγα πυριτικά ορυκτά που στο κρυσταλλικό τους πλέγμα το πυρίτιο παρουσιάζεται με τη μορφή δομικών ομάδων του τύπου Si207, ενώ θεωρείται ότι τα κρυσταλλικά του επίπεδα αποτελούνται από εναλλασσόμενα τετράεδρα, όπου το Si και ο Ζη περιβάλλο-

νται από τέσσερα άτομα οξυγόνου και συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρες Si —Ο—Si. Συναντάται σε πετρώματα όπου κυριαρχούν ψευδαργυρικά και ανθρακούχα ορυκτά. Calamus Oil [Καλαμέλαιο] Χημ. Φυσικό αιθέριο έλαιο το οποίο λαμβάνεται με κλασματική απόσταξη του εκχυλίσματος που παίρνουμε από τις ρίζες του φυτού "Acorus calamus L". Είναι ελαφρώς ιξώδες υποκίτρινο υγρό με χαρακτηριστική οσμή ξύλου και πυκνότητα που κυμαίνεται από 1,0695 έως 1,0795 gr/cm\ το οποίο αναφλέγεται αυθόρμητα σε θερμοκρασίες άνω των 230 °C. Το κύριο συστατικό του είναι η β-αζαρόνη (2,4,5-τριμεΟοξυ-προπενυλοβενζοϊκό οξύ) με χημικό τύπο (CH30) 3 C 6 H 2 CH=CHCH 3 · Χρησιμοποιείται ως χαρακτηριστικής οσμής και γεύσης άρωμα στα αλκοολούχα ποτά. Το καλαμέλαιο χρησιμοποιείται στην ιατρική, γιατί προκαλεί την διαστολή των αιμοφόρων αγγείων που είναι σημαντικός παράγοντας στη ρύθμιση της πίεσης του αίματος. Calaveritc [Καλ.αβερίτης] Ομυκτ. Ένα από τα λίγα ορυκτά του χρυσού από τα οποία μπορούμε να παραλάβουμε το πολύτιμο μέταλλο. Είναι τελουρίδιο του χρυσού με χημικό τύπο AuTc 2 και μεταλλική λάμψη. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό σύστημα και οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν ποικιλία χρωματισμών από αργυρόλευκο έως κίτρινο, ανάλογα με το μέγεθος τους καθώς και το είδος των προσμίξεων. Η πυκνότητά του κυμαίνεται μεταξύ 9,1-9,3 gr/cm3 και η σκληρότητά του μεταξύ 2,5-3. Οι κρύσταλλοι του καλαβερίτη έχουν μοναδική ομορφιά, που τους καθιστά πολύτιμους συλλεκτικά. Calc Alcalic Series [Ασβεσταλκαλική σειρά] Γεωλ. Ομάδα μαγματικών πετρωμάτων με αυξημένη περιεκτικότητα σε αλκαλικά και ασβεστιτικά συστατικά και με επικρατούντα ορυκτά τους αλ.καλικούς άστριους, τη κεροστίλβη κ.λ.π. Calc Silicate Hornfcls [Ασβεστοπυριτικός κερατίτης] Γεωλ. Όρος που περιγράφει σχετικά λεπτόκοκκα ασβεστοπυριτικά πετρώματα που, συνήθως, προέρχονται από μεταμόρφωση επαφής ασβεστόλιθων ή δολομιτών που περιέχουν ασβεστοπυριτικά ορυκτά. Calcarenite [Καλκαρενίτης] Ομυκτ. Είναι ιζηματογενές ασβεστολιθικό πέτρωμα με μέγεθος σωματιδίων που κυμαίνεται από 0,06 έως 2 mm. Η μορφολογία του δείχνει ότι είναι προϊόν μηχανικής απόθεσης και όχι διαδικασίας διάλυσης. Τα σωματίδια του πετρώματος που αποτελούνται από απολιθωμένα υλικά, μικροσκοπικά βότσαλα και κόκκους ασβεστιούχων ορυκτών μεταφέρονται στην τοποθεσία απόθεσης μέσω της ροής των υδάτων. Calcareous [Ασβεστούχος] Υλικ. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε σώματα τα οποία περιέχουν υψηλ.ά ποσοστά ασβεστίου και κυρίως του ανθρακικού άλατος αυτού. Αφορά φυσικά εδάφη, αλλά και υλικά όπως οι φυσικοί άργιλοι. Ειδικά για τις αργίλ.ους, ασβεστιούχος θεωρείται εκείνη η οποία περιέχει περισσότερο από 5% κατά βάρος ανθρακικό ασβέστιο. Επειδή το ποσοστό σε ασβέστιο επηρεάζει σημαντικά τις φυσικοχημικές και τις μηχανικές ιδιότητες του υλικού, σε μη ασβεστιούχες αργίλους πολλές φορές προστίθεται ασβεστόλιθος με σκοπό την απόκτηση των επιθυμητών ιδιοτήτων. Calcareous Ooze [Ασβεστολιθική ιλύς] Γεωλ. Η περισσότερο εκτεταμένη (σε αναλ.ογία περίπου 48 % του συνόλου) οργανογενής πελαγική απόθεση του ωκεά-

-263 νιου πυθμένα (ιδιαίτερα του Ατλαντικού) σε βάθη μικρότερα των 3.500 μ, που σχηματίστηκε από σκελετικά υπολείμματα ζώων και φυτών και έχει περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο μεγαλύτερη του 30 %. Διακρίνεται σε κοκκολιθική, των γλοββιγερινών, των πτεροπόδων κ.λ.π. ανάλογα με το κυρίαρχο συστατικό. Calcareous Soils [Ασβεστούχα εδάφη ] Γεωλ. Χαρακτηρισμός που αφορά εδάφη πλούσια σε ασβέστιο, με υψηλή αλκαλικότητα εξαιτίας της περιεκτικότητάς τους σε ανθρακικά άλατα. Στα ασβεστούχα εδάφη είναι έντονη η παρουσία ανθρακικών αλάτων του ασβεστίου και του μαγνησίου, ενώ ο δείκτης οξύτητάς τους (ρΗ) είναι μεγαλύτερος των 7,2 μονάδων. Σε ένα ασβεστούχο έδαφος, το ρΗ καθώς και το περιεχόμενο σε ασβέστιο αυξάνουν από την επιφάνεια προς τα βαθύτερα στρώματα, φαινόμενο που επιταχύνεται από την διάβρωση του εδάφους λόγω περιβαλλοντικών συνθηκών. Τα ασβεστούχα εδάφη ανάλογα με την σύστασή τους. αλλά και την κοκκομετρία που παρουσιάζουν χαρακτηρίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία ως hypergypsic, hypocalcic, lithoealcic, supracalcic, calcic και hypercalcic. Calcification [Απασβέστωση] Γεωλ. Η αντικατάσταση κατά την απολίθωση των σκληρών τμημάτων του σώματος των ζωών και φυτών από ανθρακικό ασβέστιο. Caleilutite [Ασβεστολουτίτης] Γεωλ. Είδος λεπτύκοκκου κλαστικού ασβεστόλιθου ή δολομίτη διαφόρων τύπων, που αποτελείται από κόκκους ή κρυστάλλους μέσης διαμέτρου μικρότερης από 0,004 χιλιοστά σε αναλογία μεγαλύτερη από το μισό της μάζας του. Calcination 1 [Φρύξη] Υλικ. Αφορά στη βιομηχανική διεργασία κατά την οποία, πρώτες ύλες που προορίζονται για την παραγωγή δομικών ή συνδετικών υλικών θερμαίνονται σε θερμοκρασίες χαμηλότερες του σημείου τήξεώς τους, με σκοπό την απομάκρυνση των περισσότερο πτητικών τους συστατικών. Με αυτόν τον τρόπο, παρασκευάζεται η άσβεστος (οξείδιο του ασβεστίου) από πρώτη ύλη τον ασβεστόλιθο, διάφοροι πυρίμαχοι άργιλοι, καθώς και συστατικά διαφόρων τύπων τσιμέντου. Calcination 2 [Φρύξη] Μεταλλ.. Είναι η θερμική κατεργασία ενός μεταλλεύματος που προηγείται της περαιτέρω επεξεργασίας του μέσω εμπλουτισμού, συμπύκνωσης ή τήξης, με σκοπό τη μεταβολή των φυσικών του ιδιοτήτων και της χημικής του σύστασης, ώστε τα ωφέλιμα στοιχεία του να διαχωριστούν και να απομονωθούν από τις προσμίξεις. Στη μεταλλουργία διακρίνουμε διάφορα είδη φρύξης, όπως την αποστακτική, την οξειδωτική, την αναγωγική και τη φρύξη αφυδάτωσης. Κατά την διάρκεια της φρύξης, επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός των ωφέλιμων μεταλλικα')ν στοιχείων του μεταλλεύματος με τη μορφή ατμών, η μετατροπή τους σε οξείδια, η διάσπαση των ανθρακικών τους αλάτων και η δημιουργία πτητικών ή ευδιάλυτων στο νερό αλάτων τους. Calcine [Θερμαίνω ουσία για καθαρισμό] Χημ. Το ρήμα ονοματίζει τη διεργασία θέρμανσης ενός στερεού υλικού σε υψηλνή θερμοκρασία, χωρίς να τήκεται, αλλά - ι μ βάνουν χώρα αντιδράσεις διάσπασης και μετασχηματισμού, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση πτητικών τιών. Αποτελεί βασικό στάδιο της παραγωγής τσιjr.του, κεραμικών υλικών και ασβεστίου. Calcined Clay [Ψημένος Πηλούς] Χημ. Αναφέρεται σε c ζ οιοδήποτε μίγμα πηλού, το οποίο έχει υποστεί τη χ -»ασία της έψησης, σε ειδικό φούρνο, σε θερμοκρα-

Calcium

σίες μεγαλύτερες από 500 °C Calcining F u r n a n c e [Φούρνος Έψησης] Χημ. Μηχ. Φούρνος ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται σε βιομηχανικές εφαρμογές έψησης στερεών υλικών με σκοπό την τροποποίηση ή τον καθαρισμό τους από πτητικές ενώσεις. Το υλικό περιέχεται ως ρευστοστερεά κλίνη, ενώ το καύσιμο που χρησιμοποιείται είναι συνήθως φυσικό αέριο ή άνθρακας. Calciruditc [Ασβεστορουδίτης] Γεωλ. Είδος αδρομερή ασβεστόλιθου διαφόρων τύπων, που αποτελείται από κλ.αστικά θραύσματα (π.χ. απολιθώματα κοραλλιών και κελυφών, θραύσματα ασβεστόλιθων), μέσης διαμέτρου μεγαλύτερης από 2 χιλιοστά σε αναλογία μεγαλύτερη από το μισό της μάζας του, συνδεδεμένα με ασβεστιτικό υλικό. Calcite [Ασβεστίτης] Ομνκτ. Ορυκτό του ασβεστίου, με χημικό τύπο CaC0 3 , που κρυσταλλώνεται σε τριγωνικό πλέγμα κάτω από κανονικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Από χημικής άποψης, είναι συνήθως σχεδόν καθαρό ανθρακικό ασβέστιο, όμως σε πολλές περιπτώσεις περιέχει και άλλα μεταλλικά στοιχεία που αντικαθιστούν το Ca στο κρυσταλλικό πλέγμα του ορυκτού. Τέτοια στοιχεία είναι ο σίδηρος, το μαγγάνιο, το κοβάλτιο και ο ψευδάργυρος. Η πυκνότητά του ασβεστίτη είναι 2,7 gr/cm3, ενώ συναντάται σε διάφορους χρωματισμούς που εξαρτώνται από το είδος και την ποσότητα των προσμίξεων, ροδόχρωμος όταν περιέχει μαγγάνιο, υποκίτρινος όταν περιέχει σίδηρο και καφεκόκκινος με την παρουσία κοβαλτίου. Βρίσκεται ως πολύ σταθερό ορυκτό σε ιζηματογενή πετρώματα, ως κύριο συστατικό του ασβεστόλιθου, του μαρμάρου, της κιμωλίας, καθώς και ως προϊόν της διαδικασίας απολίθωσης παλαιοοργανισμών. Calcitonin [Καλσιτονίνη] Βιοχημ. Πολύ σημαντική, πολυπεπτιδικής φύσης ορμόνη, με μοριακή μάζα 3600, που εκκρίνεται από τον θυροειδή αδένα. Ο ρόλος της είναι να συμμετέχει στη ρύθμιση των επιπέδων του ιόντος ασβεστίου (Ca2+) στο αίμα βοηθώντας έτσι στη διατήρηση της επιθυμητής ποσότητας ασβεστίου στους σκελετικούς ιστούς (κόκαλα). Συγκεκριμένα η καλ.σιτονίνη μειώνει την συγκέντρωση του Oa2"*" στο αίμα, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο, την ποσότητα ασβεστίου στο σκελετικό ιστό. Στη συνολική διαδικασία της ρύθμισης των επιπέδων του ασβεστίου, δρα αντίστροφα από την παραθορμόνη, μία ορμόνη του παραθυροειδούς αδένα, της οποίας ο ρόλος είναι να συνεπικουρεί στην απομάκρυνση του Ca2+ από τα οστά προς το αίμα. Calcium [Ασβέστιο] Χημ. Ένα από τα πλέον διαδεδομένα, στη φύση μεταλλικά στοιχεία, το ασβέστιο αποτελεί το 3,5 % του στερεού φλοιού της γης. Στη φύση βρίσκεται κυρίως με τη μορφή αλάτων, όπως ανθρακικό ασβέστιο (CaC0 3 ) στα ορυκτά ασβεστίτης, κιμωλία, μάρμαρο, θειικό ασβέστιο (CaS0 4 ) στο γύψο, πυριτικό ασβέστιο, φωσφορικό ασβέστιο κ.τ.λ. Είναι αργυρόλευκο μέταλλο με πυκνότητα 1,55 gr/cm3, σημείο τήξεως 850 °C και σημείο ζέσεως 1487 °C. II αποθήκευσή απαιτεί ιδιαίτερη προφύλαξη, λόγω της υψηλης του δραστικότητας απέναντι στην υγρασία και τον αέρα. Σε υγρό περιβάλλον αντιδρά αυθόρμητα προς παραγθ)γή του υδροξειδίου του, ενώ στον αέρα αναφλέγεται προς σχηματισμό του οξειδίου και του νιτριδίου του. Το στοιχειακό ασβέστιο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία παρασκευής κραμάτων με αργίλιο, χαλκό και μόλυβδο προς βελτίωση των μηχανικών ιδιοτήτων των

Calcium 45

-264-

ανωτέρω μετάλλων. Επίσης χρησιμοποιείται ως αναγωγικό και αφυδατικό μέσο. Calcium 45 [Ασβέστιο-45] Χημ. Ραδιενεργό ισότοπο του ασβεστίου, με χρόνο ημίσειας ζωής 165 ημέρες. To 45Ca διασπάται μέσω ακτινοβολίας-β μέσης ενέργειας 0,76 cV δίνοντας ως προϊόν διάσπασης το ισότοπο 4 Sc. Έχει υψηλή τοξικότητα, γιατί απορροφάται από τα οστά όπως τα σταθερά ισότοπα του ασβεστίου. Η παραμονή του στους ιστούς προκαλεί καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και τη δημιουργία νεοπλασιών στην οστέινη μάζα. Για τον λόγο αυτό και πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ασφαλείας κατά το χειρισμό του. Χρησιμοποιείται ως ραδιοεπισημασμένη ουσία για την μελέτη διαφόρων μεταβολικών διεργασιών του οργανισμού πολλών θηλαστικών. Calcium Acetate [Οξικό ή αιθανικό ασβέστιο] Χημ. Άλας του αιθανικού οξέως, με ασβέστιο του χημικού τύπου (CII3COO)2Ca, διαλυτό στο νερό και την αλκοόλη. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με ελαφριά οσμή οξικού οξέως. Σε θερμοκρασία μεγαλύτερη τα)ν 160 °C διασπάται σε ακετόνη και ανθρακικό ασβέστιο: (CH3COO)2Ca CII3COCH3 + CaCOj. Αποτελεί την πρώτη ύλη για την εργαστηριακή παρασκευή της ακετόνης. Είναι ερεθιστική ουσία και για τον λόγο αυτό, επιβάλλεται η αποφυγή επαφής με τα μάτια και το δέρμα. Calcium Arsenate [Αρσενικικό Ασβέστιο] Ανόμγ. Χημ. Αλας με ασβέστιο του αρσενικικού οξέος, με χημικό τύπο Ca 3 (As0 4 ) 2 , μοριακό βάρος 398,08 και σημείο τήξεως 1455 °C. Είναι άμορφο στερεό, σε μορφή σκόνης, που έχει χρησιμοποιηθεί παλαιότερα ως εντομοκτόνο. Ονομάζεται και αρσενικό ή ορθοαρσενικικό ασβέστιο. Calcium Bisulfite [Οξινο θειώδες ασβέστιο] Χημ. Σημαντική ένωση του ασβεστίου, με χημικό τύπο Ca (HS03)2> γνωστή μόνο σε υδατικά διαλύματα. Παρασκευάζεται με κορεσμό γάλακτος της ασβέστου (υδατικό εναιώρημα υδροξειδίου του ασβεστίου) με διοξείδιο του θείου κατά την αντίδραση: Ca(OH) 2 + 2S0 2 —> Ca(HS0 3 ) 2 . Τα υδατικά του διαλύματα χρησιμοποιούνται για την εκχύλιση εν' θερμώ της κυτταρίνης από τη μάζα του ξύλου, καθιστώντας το έτσι βασικό χημικό αντιδραστήριο στη βιομηχανία παραγωγής χαρτιού. Calcium Bromide [Βρομίδιο του ασβεστίου] Χημ. Ιοντική ένωση του ασβεστίου με τη μορφή άχρωμων κρυστάλλων, πυκνότητας 3,35 gr/cm3 και σημείου τήξεως 760 "C. Έχει χημικό τύπο CaBr2 και είναι ένο)ση πολύ ευδιάλυτη στο νερό. Παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε υδατικό εναιώρημα υδροξειδίου του ασβεστίου παρουσία αμμωνίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ευαίσθητων φωτογραφικών φιλμ. Calcium Carbide [Ανθρακασβέστιο] Χημ. Είναι ένο)ση του χημικού τύπου CaC2 με διαφανείς κρυστάλλους, που παρασκευάζεται με θέρμανση μίγματος ασβέστου και στοιχειακού άνθρακα στους 2000 °C κατά το σχήμα: CaO + 3C —> CaC2 + CO. Η αντίδραση αυτή είναι πολύ σημαντική στην οργανική χημεία, γιατί με υδρόλυση του ανθρακασβέστιου παράγεται το ακετυλένιο, μία από τις σπουδαιότερες αρχικές ενώσεις στην οργανική σύνθεση: CaC 2 + 2Η 2 0 C 2 H 2 + Ca(OH)2. Calcium C a r b o n a t e [Ανθρακικό ασβέστιο] Χημ. Είναι κρυσταλλική ένωση (CaC0 3 ), αδιάλυτη στο νερό, που συναντάται σε δύο αλλοτροπικές μορφές, τον ασβεστίτη και τον αραγωνίτη. Όταν το ανθρακικό ασβέστιο

παρασκευάζεται με καταβύθιση σε ψυχρά διαλύματα, παράγεται ο ασβεστίτης, ενώ σε θερμά διαλύματα καταβυθίζεται ο αραγωνίτης. To CaC0 3 παρασκευάζεται ως λευκό ίζημα με διαβίβαση διοξειδίου του άνθρακα σε διάλυμα υδροξειδίου του ασβεστίου: Ca(OII) 2 + C0 2 CaC0 3 + Η 2 0. Με θέρμανση στους 800 °C διασπάται προς οξείδιο του ασβεστίου, που είναι ένα από τα βασικότερα οικοδομικά υλικά. Αποτελεί το κύριο συστατικό των οστράκων και του κέλυφους των μαλακίων. Χρησιμοποιείται στη διακοσμητική και την αγαλματοποιϊα ως μάρμαρο. Βλέπε και Calcite. Calcium Chlorate [Χλωρικό Ασβέστιο] Ανόμγ. Χημ. Το απλά άλας, Ca(CI0 3 ) 2 , είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 206,98 και σημείο τήξεως 340± 10 °C. Το ενυδατωμένο, Ca(C10 3 ) 2 x2H 2 0, έχει μοριακό βάρος 243,01 και σημείο τήξεως 100°C, όπου αποβάλλει το νερό. Calcium Chloride [Χλωρίδιο του ασβεστίου] Χημ. Χημική ένωση του ασβεστίου με τύπο CaCl^nou τήκεται στους 782 °C. Παράγεται ως παραπροϊόν στη βιομηχανία της σόδας με τη μέθοδο Solvay: CaC0 3 + 2NaCl Na 2 C0 3 + CaCl2. Είναι ένωση πολύ ευδιάλυτη στο νερό και τα υδατικά της διαλ.ύματα χρησιμοποιούνται για τη παρασκευή άλλων ενώσεων του ασβεστίου. Το υδατικό διάλυμα του CaCl2 προκύπτει πολύ εύκολα με διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου σε αραιό υδροχλωρικό οξύ και από αυτό, το στερεό χλωριούχο ασβέστιο κρυσταλλώνεται με τη μορφή εξαφωνικών ένυδρων κρυστάλλων (CaCl 2 x6H 2 0). Το κρυσταλλικό χλωριούχο ασβέστιο λόγω του υγροσκοπικού του χαρακτήρα χρησιμοποιείται ως ξηραντικό μέσο. Calcium C h r o m a t c [Χρωμικό ασβέστιο] Χημ. Το χρωμικό ασβέστιο είναι μία υποκίτρινη σκόνη ^ιε κρυστάλλους στο μινοκλανικό ή ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα. Συνήθως, βρίσκεται με τη διενυδατωμένη της μορφή, CaCr0 4 x2H 2 0, που με θέρμανση στους 200 °C αποβάλλει το κρυσταλλικό νερό. Είναι διαλυτή σε αραιά οξέα, ελάχιστα διαλυτή στο νερό και πρακτικά αδιάλυτη στην αλκοόλη. Παρουσιάζει έντονο οξειδωτικό χαρακτήρα δίνοντας τρισθενές χρώμιο όταν έρθει σε επαφή με οργανική ύλη (χαρτί, ξύλο, πλαστικά κ.α.) ή αναγωγικές ουσίες όπως μεταλλ,ικό αργίλιο, ψευδάργυρο ή θείο. Με υδραζίνη δημιουργεί εκρηκτικό μίγμα, ενώ αντιδρά βίαια με βόριο στον αέρα. Calcium Cyanamide [Κυαναμίδιο του ασβεστίου ή ασβεστοκυαναμίδιο] Χημ. Ένωση του ασβεστίου με χημικό τύπο CaCN2, η οποία παράγεται με θέρμανση του ανθρακασβέστιου στους 1000 °C σε ατμόσφαιρα αερίου αζώτου: Ca 2 C 2 + Ν 2 —> CaCN 2 + C. Το ασβεστοκυαναμίδιο χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή αμμωνίας, καθώς και ως αζωτούχο λίπασμα στη γεωργία. Calcium Cyanide [Κυανιούχο Ασβέστιο] Ανόμγ. Χημ. Είναι λευκή ουσία, σε μορφή σκόνης, με χημικό τύπο Ca(CN)2, μοριακό βάρος 92,12 και σημείο τήξεως 350 °C, όπου διασπάται. Χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Calcium Dihydrogcn Phosphate [Δισόξινο φωσφορικό ασβέστιο] Χημ. Λευκή κρυστα/ϋακή ένωση του ασβεστίου με τύπο Ca(H 2 P04) 2 . Calcium Phosphates. Calcium Fluoride [Φθορίδιο του ασβεστίου] Χημ. Είναι λευκή ιοντική ένωση του ασβεστίου με τύπο CaF2 η οποία καταβυθίζεται ως ίζημα κατά την επίδραση φθοριούχων αλάτων σε υδατικά διαλύματα αλάτων του

- 265 -

ασβεστίου: 2NaF + Ca2+ CaF 2 + 2Na^. Είναι ευδιάλυτη σε αραιά διαλύματα ισχυρών οξέων, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο πρώτη ύλη για την παραγωγή υδροφθορίου: CaF2 + 2Η+ —> 2HF + Ca' + . Χρήσιμοποιείται ως πρόσθετο στη παραγωγή γυαλιού. Calcium H a r d n e s s [Σκληρότητα νερού λόγω ασβεστίου] Ανόργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τη σκληρότητα του νερού, η οποία οφείλεται στην παρουσία ανθρακικών και όξινων ανθρακικών αλάτων του ασβεστίου. Μαζί με χα ανχίσχοιχα άλαχα χου μαγνησίου αποχελούν την παροδική σκληρόχηχα χου νερού, που απομακρύνεχαι με καχεργασία με καυσχικό ή φωσφορικό νάχριο, άλαχα βαρίου ή ιονχοεναλλαγή. Calcium Hydride [Υδρίδιο χου ασβεσχίου] Χημ. Λευκό κρυσχαλλικό προϊόν, με χημικό χύπο CaH 2 , γνωσχό με χο όνομα υδρόλιθος. Παρασκευάζεχαι σχο εργασχήριο με διαβίβαση υδρογόνου πάνω από πυρωμένο μεχαλλικό ασβέσχιο. Είναι εξαιρεχικά αναγωγική ουσία, που χρησιμοποιείχαι σχη μεχαλλουργία για χην παρασκευή μεχάλλων από χα οξείδιά χους. Επίσης, χρησιμοποιείχαι ως πρώτη ύλη για την παρασκευή αερίου υδρογόνου το οποίο χρησιμοποιείται με τη σειρά του ως μέσο πλήρωσης των αεροστάτου: CaH2 + Η 2 0 —> Ca(OH) 2 + Η 2 . Calcium Hydroxide [Υδροξείδιο χου ασβεσχίου] Χημ. Α ευκή ιοντική ουσία του τύπου Ca(OH) 2 με μικρή διαλυτότητα στο νερό, η οποία παράγεται κατά την εξώθερμη αντίδραση του οξειδίου του ασβεστίου (άσβεστος) με νερό: CaO + Η 2 0 Ca(OH) 2 . Λόγω του μεγάλου ποσού της εκλυόμενης θερμότητας, η διαδικασία ονομάζεται "σβήσιμο της ασβέστου" και το προϊόν σβησμένη άσβεστος. Το υδροξείδιο του ασβεστίου χρησιμοποιείται ευρέως, τόσο ως οικοδομικό υλικό όσο και σε διάφορους κλάδους της χημικής βιομηχανίας ως βάση για την εξουδετέρωση οξέων. Calcium Hypochlorite [Υποχλωρικό Ασβέστιο] Ανόμγ. Χημ. Το απλό άλας είναι υδατοδιαλυτή, λευκή σκόνη, με χημικό τύπο Ca(CIO)2, μοριακό βάρος 142,98 και σημείο τήξεως 100°C, όπου διασπάται. Η ενυδατωμένη μορφή, με τύπο Ca(C10) 2 *3H 2 0, είναι κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξεως 60 °C, όπου αποβάλλονται τα μόρια του νερού. Calcium Iodide [Ιωδιούχο Ασβέστιο] Ανόργ. Χημ. Αλογονίδιο του ασβεστίου, με τύπο Cal 2 , μοριακό βάρος 293,89, σημείο ζέσεως 1100°C και σημείο τήξεως 784 °C. Είναι κιτρινοπράσινη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και αλκοόλες, που χρησιμοποιείται στη φωτογραφία. Calcium Metabolism [Μεταβολισμός ασβεστίου] Βιοχημ. Αφορά στις βιοχημικές διεργασίες που συμβαίνουν στον οργανισμό και στις οποίες σημαντικό ρόλο παίζει το ασβέστιο. Το ασβέστιο είναι σημαντικός βιοχημικός παράγοντας για την καλή λειτουργία διαφόρων ιστών, όπως οι μύες, το αίμα και τα οστά. Σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των επιπέδων του ασβεστίου και επομένως στον μεταβολισμό του έχουν δύο ορμόνες, η παραθορμόνη, που εμπλέκεται στην μεταφορά ασβεστίου από τον οστέινο ιστό στο αίμα και η καλνσιτονίνη, η οποία έχει τον αντίστροφο ρόλο. Calcium Nitrate [Νιτρικό ασβέστιο] Χημ. Είναι λευκό ένυδρο κρυσταλλικό άλας του ασβεστίου, με χημικό τύπο Ca(N0 3 )2 x 4H 2 0 και πυκνότητα 1,86 gr/cm', το οποίο τήκεται στους 45 °C. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Νορβηγία με εξουδετέρωση του οξειδίου :ου ασβεστίου από νιτρικό οξύ, και για τον λόγο αυτό

Calcium S t e a r a t e

αποκαλείται και "Νορβηγικό νίτρο". Είναι πολύ ευδιάλυτο στο νερό και χρησιμοποιείται σαν αζωτούχο λίπασμα. Calcium O r t h o a r s e n a t e [Ορθο-αρσενικικό Ασβέστιο] Ανόργ. Χημ. Αλας του αρσενικικού οξέος, με χημικό τύπο Ca 3 (As0 4 ) 2 . -> Calcium Arsenate Calcium Peroxide [Υπεροξείδιο του ασβεστίου] Χημ. Κρυσταλλικό στερεό με χημικό τύπο Ca0 2 που παράγεται ως ογκώδες λευκό ίζημα με την επίδραση υπέροξείδιου χου υδρογόνου σε υδαχικό διάλυμα υδροξειδίου χου ασβεσχίου: H2Oz + Ca(OH) 2 —> Ca0 2 + 2Η 2 0. Με θέρμανση, χο Ca0 2 διασπάχαι προς οξείδιο χου ασβεσχίου ελευθερώνονχας ταυτόχρονα αέριο οξυγόνο. Για χον λόγο αυχό χρησιμοποιείχαι και ως ανχισηπχική ουσία σχη φαρμακευτική. Calcium Phosphates [Φωσφορικά άλαχα χου ασβεσχίου] Χημ. Σειρά αλάχων χου ορθοφωσφορικού οξέως με χο ασβέστιο. Το φωσφορικό ασβέσχιο με χύπο Ca 3 (Ρ0 4 ) 2 είναι ένωση αδιάλυτη σχο νερό και βρίσκεται ως συσχαχικό χων οσχών και χων δονχιών με χη μορφή υδροξυαπατίτη. Με επίδραση αραιών διαλυμάτων οξέων το Ca 3 (P0 4 ) 2 μετατρέπεται στα δύο άλλα άλατα της σειράς, το μονόξινο φωσφορικό ασβέστιο (CaHP0 4 ) και το δισόξινο φωσφορικό ασβέστιο (Ca(H 2 P0 4 )2), τα οποία διαλύονται, το πρώτο ελάχιστα και το δεύτερο εν μέρει, στο νερό. Μίγμα δισόξινου και μονόξινου φωσφορικού ασβεστίου με γύψο (θειικό ασβέστιο) καλείται "υπερφοσφωρικό άλας" και χρησιμοποιείται στη γεωργία ως λίπασμα Calcium P l u m b a t e [Μολυβδικό Ασβέστιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Ca(Pb0 3 ) 2 . Είναι αδιάλυτη στο νερό κρυσταλλική ένωση, που χρησιμοποιείται ως πρόσθετο στην υαλουργία. Calcium Plumbite [Μολυβδώδες Ασβέστιο] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλικό, υδατοδιαλυτό άλας του μολυβδώδους οξέος με ασβέστιο. Ο χημικός τύπος είναι CaPb0 2 . Calcium P y r o p h o s p h a t e [Πυροφωσφορικό Ασβέστιο] Ανόργ. Χημ. Αλας του πυροφωσφορικού οξέος, με χημικό τύπο Ca 2 P 2 0 7 , μοριακό βάρος 254,10 και σημείο τήξεως 1230 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό, που χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε τρόφιμα και οδοντόκρεμες, Calcium Silicate [Πυριτικό ασβέστιο] Χημ. Βρίσκεται ως ορυκτό στη φύση με το όνομα βολλαστονίτης, καθώς και ως συστατικό πυριτικών πετρωμάτων πολνύπλοκής δομής. Έχει χημικό τύπο CaSi0 3 , είναι άχρωμο και αδιάλυτο στο νερό, ενώ η πυκνότητα του είναι 2,9 gr/cm3. Ως βολλαστονίτης κρυσταλλώνεται σε τρικλινές κρυσταλλικό πλέγμα με την παρουσία αλυσίδων από πυριτικά τετράεδρα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται τα κατιόντα του ασβεστίου. Το πυριτικό ασβέστιο παρασκευάζεται με συνθέρμανση ανθρακικού ασβεστίου και διοξειδίου του πυριτίου σε θερμοκρασία 600-700 °C Calcium S t a r [Αστέρας ασβεστίου] Αστμον. Χαρακτηρισμός που αφορά αστέρες με φασματικό τύπο F, στα φάσματα εκπομπής των οποίων κυριαρχούν οι αποκαλούμενες "μεταλλικές γραμμές εκπομπής", δηλαδή φασματικές γραμμές στοιχείων βαρύτερων από το ήλιο και κυρίως του ιονισμένου ασβεστίου. Οι επιφανειακές θερμοκρασίες στα άστρα ασβεστίου κυμαίνονται από 6000 έως 7500 °Κ. Calcium S t e a r a t e [Στεατικό Ασβέστιο] Ανόργ. Χημ. Αλας λιπαρού οξέος, με χημικό τύπο C a i Q g H ^ O ^ ,

Calcium Sulfate

- 266 -

μοριακό βάρος 607,03 και σημείο τήξεως 179-180°C. Είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Calcium Sulfate [Θειικό ασβέστιο] Χημ. Κρυσταλλικό στερεό δυσδιάλυτο στο νερό, που βρίσκεται στη φύση με δύο μορφές, ως ανυδρίτης με τύπο CaS0 4 , πυκνότητας 2,94 gr/cm3 και ως γύψος CaS0 4 *2H 2 0 πυκνότητας 2,32 gr/cm3. Σε πολύ μικρές ποσότητας (ίχνη) βρίσκεται διαλυμένο στο νερό και στην παρουσία του οφείλεται κατά πολύ η μόνιμη σκληρότητα του νερού. Ως ένυδρο άλας, αποβάλλει με θέρμανση στους 130170 °C μέρος του κρυσταλλικού νερού και μετατρέπεται σε πλαστική γύψο, CaS0 4 x H20. Με θέρμανση σε υψηλότερες θερμοκρασίες αποβάλλει όλο το κρυσταλλικό νερό, δίνοντας άνυδρο θειικό ασβέστιο, το οποίο είναι πολύ υγροσκοπική ένωση και απορροφά υγρασία από το περιβάλλον επανερχόμενη στην αρχική ενυδατωμένη κατάσταση. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία παραγωγής τσιμέντου, στη γεωργία για τη μείωση της αλκαλικότητας των εδαφών, στη βιομηχανία των χρωμάτων ως μέσο στερέωσης κ.τ.λ. Calcium Sulfide [Θειούχο ασβέστιο ή σουλφίδιο του ασβεστίου] Χημ. Αχρωμη ιοντική ένωση του τύπου CaS, με πυκνότητα 2,6 gr/cm3 και σημείο τήξεως 2000 °C. Παρασκευάζεται με τη συνθέρμανση θειικού ασβεστίου με ξυλάνθρακα: CaS0 4 + 2C CaS + 2C0 2 . Χρησιμοποιείται για την παρασκευή φθοριζουσών επιφανειών, καθώς και στη βυρσοδεψία για τη λείανση των δερμάτων. Calcium Sulfite [Θειώδες ασβέστιο] Χημ. Μικρής σημασίας κρυσταλλική ένωση του τύπου CaS0 3i που παρασκευάζεται με απευθείας αντίδραση θειώδους νατρίου και χλωρίδιου του ασβεστίου: Na 2 S0 3 + CaCl2 CaS0 3 + 2 NaCl. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία παραγωγής χαρτιού για την απομάκρυνση της κυτταρίνης από το ξύλο. Βλέπε Calcium Bisulfite. Calcium Tungstate [Βολφραμικό ασβέστιο] Χημ. Κρυσταλλικό στερεό υψηλής πυκνότητας (7,9 gr/cm3) που τήκεται στους 1598 Το βoλwφpαμικό ασβέστιο έχει χημικό τύπου CaW0 4 και είναι μη υγροσκοπική, αδιάλυτη στο νερό, ουσία. Οι κρύσταλλοι του χρησιμοποιούνται στην κατασκευή φωτοανιχνευτών και ιδιαίτερα ανιχνευτών β και γ ακτινοβολίας. Calcium W o l f r a m a t e [Βολφραμικό ασβέστιο] Χημ. Αλας του ασβεστίου που χρησιμοποιείται σε φωτοανιχνευτικές συσκευές. —> Calcium Tungstate. Calcium Hydrogen Phosphate [Μονόξινο φωσφορικό ασβέστιο] Χημ. Λευκή ιοντική ένωση του ασβεστίου με τύπο CaHP0 4 . Calcium Phosphates. Calcium Oxalate [Οξαλακό ασβέστιο] Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση του χημικού τύπου Ca(COO) 2 . Στη φύση βρίσκεται ενυδατωμένη με την μορφή δύο ορυκτών, του μονοενυδατωμένου βεβελλίτη (Whcwcllite), κρυσταλλωμένου σε μονοκλινές σύστημα και του διενυδατωμένου βεντελίτη (Weddeliie) σε τετραγωνικό κρυσταλλικό σύστημα. Αποτελεί προϊόν βιολογικής δράσης πάνω σε ανόργανης φύσης άλατα του ασβεστίου και συναντάται συχνά σε γεωλογικούς σχηματισμούς και ως επιφανειακό στρώμα σε διάφορα λίθινα μνημεία. Calcium Oxide [Οξείδιο του ασβεστίου] Χημ. Λευκή κρυσταλλική σκόνη με τύπο CaO, η οποία παρασκευάζεται με πύρωση του ασβεστόλιθου σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 800 °C —> Calcium Carbonate. Αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή υδροξειδίου

του ασβεστίου στην ισχυρά εξώθερμη διαδικασία του σβησίματος της ασβέστου Calcium Hydroxide. To οξείδιο του ασβεστίου χρησιμοποιείται στη βιομηχανία του τσιμέντου, στην παρασκευή κονιαμάτων, στη βυρσοδεψία για τη λείανση των δερμάπον καθώς και στη γεα)ργία ως αλκαλακό λίπασμα. Calcon [Καλ.κόν] Ομγ.Χημ. Έγχρωμο οργανικό, τριβασικό οξύ που χρησιμοποιείται ως μεταλλοχρωμικός δείκτης στις συμπλοκομετρικές ογκομετρήσεις μεταλλικών κατιόντων με E.D.T.A. Ο χημικός του τύπος είναι C20Hl3N2O5S και η κυριότερη εφαρμογή του είναι ο άμεσος προσδιορισμός, με E.D.T.A., του Ca 2 ' παρουσία Mg2+ σε ρϊί 12,3. Calculating Punch [Υπολογιστής με διάτρητες κάρτες] Πλημ. Υπολογιστής αριθμητικών πράξεων παρωχημένης τεχνολογίας ο οποίος χρησιμοποιεί μονάδες διάτρητων καρτών για την εισαγωγή και την εξαγωγή των δεδομένων των αριθμητικών υπολογισμών. Calculator [Υπολογιστής τσέπης] Πλημ. Αυτόνομη ηλεκτρονική μονάδα επεξεργασίας δεδομένων, μικρού μεγέθους, χρησιμοποιούμενη συνήθως για απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς. Τα απλούστερα είδη μπορούν να εκτελέσουν απλές αριθμητικές πράξεις με δεκαδικούς αριθμούς, όπως +, -, *, /, και V, ενώ τα προηγμένα είδη μπορεί να έχουν στοιχειώδεις δυνατότητες προγραμματισμού με γραφική αναπαράσταση των αποτελεσμάτων, θύρες ζεύξης για διασύνδεση με επιτραπέζιους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κλπ. Calculus Of Finite Differences [Λογισμός πεπερασμένων διαφορών] Μαθημ. Τομέας του μαθηματικού λογισμού, αντίστοιχος με τον διαφορικό λογισμό, με την διαφορά ότι εν γένει η έννοια του "απειροστικού διαφορικού" dx, αντικαθίσταται από την πιο "στοιχειώδη" έννοια της "πεπερασμένης διαφοράς" Δχ, ή οποία επιλεγμένη κατάλληλο σε σχέση με δεδομένο πρόβλημα, μπορεί να δώσει ικανοποιητικές προσεγγίσεις. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αριθμητική ανάλυση. Calculus Of Residues [Λογισμός των ολοκληρωτικών υπολοίπων] Μαθημ. Τομέας της μιγαδικής ανάλοσης ο οποίος εφαρμόζει το θεώρημα ολοκλήρωσης του cauchy για να υπολογιστούν μιγαδικά ολοκληρώματα της μορφής Jcf(s)/(s-z)ds. (βλέπε Cauchy Residue Theorem, Cauchy Formula). Calculus Of Tensors [Θεωρία τανυστών] Μαθημ. Τομέας της μαθηματικής ανάλοσης ο οποίος ασχολείται με την συμπεριφορά μαθηματικών αντικειμένων που μετασχηματίζονται κάτω από ορθογώνιους μετασχηματισμούς όπως μετασχηματίζονται οι Ν™ ποσότητες Tijk|...q: Xijki---<, = ai m a jn a k oa,p...a qr T mn0 p... r . Η θεωρία της σχετικότητας αντλεί σημαντικά στοιχεία από την θεωρία των τανυστών. Calculus Of Variations [Λογισμός των Μεταβολών] Μαθημ. Τεχνική εύρεσης του ακρότατου (μέγιστου ή ελάχιστου) ενός συναρτησοειδούς, συνήθως ολοκληρώματος, όπως για παράδειγμα της δράσης ή της Λαγκραντζιανής ενός δυναμικού συστήματος. Καθώς οι μεταβλητές ενός συναρτησοειδούς είναι συναρτήσεις, η μεταβολή του τίθεται σε πρώτη τάξη μηδενική ως προς στοιχειώδεις μεταβολές των τύπων των συναρτήσεων και έτσι προκύπτουν οι διαφορικές εξισώσεις που ικανοποιούν οι συναρτήσεις. Calculus Of Vectors [Διανυσματικός λογισμός] Μαθημ. Τομέας της μαθηματικής ανάλυσης ο οποίος ασχολείται με τις ιδιότητες στον χώρο |R" n - διάστα-

- 267 -

των σημείων χ = {Xj, i e Ι) και αντίστοιχων συναρτήσεων f: |Rn |Rk, n, k e |N, και των ιδιοτήτων τους. Caldera [Καλδέρα] Γεωλ. Ηφαιστειολογικός όρος που χαρακτηρίζει μεγάλους ή ρηχούς κρατήρες λεβητοειδούς μορφής που σχηματίζονται όταν το ανώτερο τμήμα του ηφαιστειακού κώνου εκλείπει είτε λόγω κατάρρευσης είτε λόγω έκρηξης μεγάλης επιφανειακής έκτασης. Caledonian Orogeny [Καληδόνιος ορογένεση! Γεωλ. Ο αρχαιότερος μεγάλος ορογενετικός κύκλος του Παλαιοζωικού αιώνα, διάρκειας από τις αρχές του Σιλουρίου έως και τις αρχές του Δεβονίου, κατά τον οποίο σχηματίστηκαν οι πτυχώσεις των Καληδονιδών της βορειοδυτικής Ευρώπης, ελάχιστα λείψανα των οποίων διασώζονται σήμερα. Υποδιαιρείται σε ειδικότερες φάσεις και υποφάσεις. Calcdonides [Καληδονίδες] Γεωλ. Η ζώνη των πτυχωσιγενών ορέων (ελάχιστα λείψανα των οποίων διασώζονται σήμερα) που σχηματίστηκαν κατά το Καληδόνιο ορογενετικό κύκλο του ΙΙαλαιοζωικού αιώνα, που εκτείνεται από την Ιρλανδία και τη Σκότια (την άλλοτε ονομαζόμενη Παλαιά Καληδονία) έως τη Σκανδιναβία και τη Σιβηρία. Caledonite [Καληδονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό [ΐε χημικό τύπο Cu 2 Pb5C03(S0 4 )3(0H)6, πυκνότητα 5,6 gr/cm3 και σκληρότητα που κυμαίνεται από 2,5 έως 3. Είναι διαφανείς πολύπλοκοι κρύσταλλοι με κυανοπράσινη απόχρωση που κρυσταλλώνονται στο ορθορομβικό σύστημα. Ο καληδονίτης αποτελεί πηγή εξόρυξης μεταλλικού χολκού και μολύβδου, ενώ οι κρύσταλλοι του, λόγω των εντυπωσιακών χρωματισμών τους, χρησιμοποιούνται στη διακοσμητική. C a l e n d a r [Ημερολόγιο] Αστρον. Είναι ένα σύστημα υπολογισμού μεγάλων χρονικών διαστημάτων, το οποίο βασίζεται στην περιοδικότητα διαφόρων φυσικών φαινομένων, τα οποία σχετίζονται με την κίνηση των ουρανίων σωμάτων. Τα αστρονομικά φαινόμενα στα οποία βασίζεται είναι η εναλλαγή ημέρας και νύκτας, οι διάφορες φάσεις της σελήνης και οι εναλλαγές των εποχών. Από τη μέση διάρκεια αυτών των φαινομένων εξάγονται και οι μονάδες μέτρησης των μεγάλων χρονικών διαστημάτων όπως η ηλιακή ημέρα, με διάρκεια 24 ωρών, ο συνοδικός μήνας που διαρκεί 29 ημέρες, 12 ώρες, 44 λεπτά και 3 δευτερόλεπτα και το τροπικό έτος με διάρκεια 365 ημερών, 5 ωρών 48 λεπτών και 46 δευτερολέπτων. C a l e n d a r Day [Ημερολογιακή ημέρα ή ημερονύκτιο] Αστρον. Βασική μονάδα μέτρησης του χρόνου, που ισούται με 24 ώρες. Διακρίνουμε την ηλιακή ημέρα, που σχετίζεται με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο και την αστρική ημέρα, που σχετίζεται με την περίοδο ιδιοπεριστροφής της Γης. Τόσο η αστρική, όσο και η ηλιακή ημέρα, υποδιαιρούνται σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα. C a l e n d a r M o n t h [Ημερολογιακός μήνας] Αστρον. Είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πρώτη έως την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, σύμφωνα με το ημερολόγιο. Η διάρκεια του ημερολογιακού μήνα δεν είναι σταθερή και κυμαίνεται, τόσο στο Γρηγοριανό όσο και στο σύγχρονο (Ιουλιανό) ημερολόγιο, από 29 έως 31 ημέρες. C a l e n d a r Year [Ημερολογιακό έτος] Αστρον. Είναι το χρονικό διάστημα από την πρώτη έως την τελευταία ημέρα του έτους, έτσι όπως αυτό ορίζεται στο ημερολόγιο. Τόσο στο Γρηγοριανό όσο και στο Ιουλιανό η-

Californium

μερολόγιο, το σύνηθες έτος διαρκεί 365 ημέρες, ενώ το δίσεκτο έτος 366 ημέρες. Caley's Sextic [Καρδιοειδές του caley] Μαθημ. Καρδιοειδής σπείρα σε πολικές συντεταγμένες με συνάρτηση r = 4 a cos\0/3). Caley's Theorem [Θεώρημα του caley] Μαθημ. Αν G είναι ομάδα, τότε υπάρχει κατάλληλος μονομορφισμός μ: G A(G), όπου A(G) είναι η ομάδα όλων των μεταθέσεων του G. Εναλλακτικά, κάθε ομάδα είναι ισόμορφη με μία ομάδα μεταθέσεων. C a l i b r a n t [Πρότυπη ουσία βαθμονόμησης] Χημ. Όρος που βρίσκει εφαρμογή στην αναλυτική χημεία και αφορά στις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως πρότυπα στη βαθμονόμηση διαφόρων αναλυτικών συσκευα')ν. Με τη βοήθεια των χημικών αυτών ουσιών, οι οποίες πωλ.ούνται στο εμπόριο ή παρασκευάζονται στο εργαστήριο, κατασκευάζονται οι πρότυπες καμπύλες απόκρισης των περισσοτέρων αναλ.υτικών οργάνων. Γίνεται λοιπόν χρήση τυποποιημένων μεγεθών, ώστε όταν χρησιμοποιηθεί το όργανο το όργανο, οι μετρήσεις που θα καταγράφονται να έχουν την απαιτούμενη ακρίβεια. Calibrate [Διαβάθμιση] Τεχνολ. Είναι η διαδικασία εξακρίβωσης και ρύθμισης που γίνεται σε κάθε μετρητικό όργανο ώστε τα αποτελέσματα των μετρήσεων που δίδει να είναι σωστά. Ο έλεγχος αυτός γίνεται με την χρήση κάποιων προτύπων και έχει ως σκοπό την εξάλειψη των αποκλίσεων στις μετρήσεις. Calibration Curve [Καμπύλη ρύθμισης] Τεχνολ. Σε όργανα ακριβείας, καμπύλες μέσω των οποίων ο χρήστης ρυθμίζει την ακρίβεια του οργάνου σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία των μετρήσεων. Calibre 1 [Διαμέτρημα] Πολ. Μηχ. Είναι το μήκος της εσωτερικής διαμέτρου ενός αγωγού ή σωλήνα. Με την διάσταση αυτή καθορίζεται η χωρητική του ικανότητα. Calibre 2 [Διαμέτρημα] Μηχ. Γενικά, η εσωτερική διάμετρος ενός σωλήνα. Ειδικότερα, η διάμετρος βλήματος ή κάνης πυροβόλου μετρούμενη σε χιλιοστά ή ίντσες. California Bearing Ratio [Δείκτης φέρουσας ικανότητας] Πολ. Μηχ. Συμβατική μονάδα που καθορίζει τη φέρουσα ικανότητας ενός εδαφικού υλικού η οποία αντιστοιχεί στις μέγιστες τάσεις που μπορεί να αναπτυχθούν εντός του όγκου του υλικού δίχως να υπάρξει αστοχία. California Bearing Ratio Test [Δοκιμή φέρουσας ικανότητας] Πολ. Μηχ. Εργαστηριακή δοκιμή η οποία εκτελείται με συγκεκριμένη μέθοδο σε μια ποσότητα ενός εδαφικού υλικού για τον καθορισμό της φέρουσας ικανότητας του. California C u r r e n t [Ρεύμα της Καλιφόρνιας] Ωκεαν. Ψυχρό ωκεάνιο ρεύμα, νότιας διεύθυνσης, που κινείται σε μικρή απόσταση κατά μήκος των δυτικών ακτών της Βορ.Αμερικής από περίπου 50° βόρειο πλάτος έως το στόμιο του κόλπου της Καλιφόρνιας. Californium [Καλιφόρνιο] Χημ. Τεχνητό, υπερουράνιο, χημικό στοιχείο, μέλος της σειράς των ακτινιδών, με ατομικό αριθμό 98 και σύμβολο Cf. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1950 με βομβαρδισμό του ισοτόπου κιούριο-242 (242Cm) με σωμάτια α (πυρήνες ηλίου). Από τα ισότοπά του, το πλέον σταθερό είναι το 251 Cf με χρόνο υποδιπλασιασμού 800 χρόνια. Είναι αργυρόλευκο μέταλλο, με σημείο τήξεως 900 °C και ελάχιστα γνωστή χημεία. Στις λίγες γνωστές ενώσεις

Calixarene

- 268 -

του βρίσκεται με αριθμούς οξείδωσης +3 και +2. To Cf είναι επικίνδυνο στοιχείο γιατί έχει την τάση να συγκεντρώνεται στα οστά και να δημιουργεί νεοπλασίες. Calixarene [Καλιξαρένιο] Οργ. Χημ. Χαρακτηρισμός τρισδιάστατων, κυκλικών, πολυμερών δομών με την επαναλαμβανόμενη μονάδα Ar'/4CH2. Ο γενικός τύπος των δομών είναι (VAAXVACR 2 %) ν και η χημική ομάδα Ar αντιπροσωπεύει διάφορους υποκατέστημένυς αρωματικούς δακτυλίους. Μέσα στις κλειστές πολυμερείς δομές δεσμεύονται διάφορα μεταλλικά κατιόντα, καθώς και μικρά μόρια που καθιστούν τα καλιξαρένια σημαντικούς παράγοντες στην οργανική σύνθεση. Call [Κλήση] Πλημ. 1. Προετοιμασία εκτέλεσης ή καθεαυτή εκτέλεση υποπρογράμματος από άλλο υποπρόγραμμα ή λειτουργικό σύστημα, (βλέπε Execution). 2. Παρακρατημένη λέξη στο συντακτικό της γλώσσας fortran η οποία υποχρεώνει υποπρόγραμμα να εκτελέσει συγκεκριμένο υποπρόγραμμα. Π.χ. η εντολή: call subl(x,y,z) υποχρεώνει το πρόγραμμα να καλέσει το υποπρόγραμμα subl. Call A b e r r a t i o n [Εκτροπή κλήσης] Επικοιν. Τηλεφωνική λειτουργία (υπηρεσία) που κατά παραγγελία μεταθέτει την κλήση σε τηλέφωνο επιλογής του χρήστη. Call Acceptance [Αποδοχή κλήσης] Επικοιν. Ο καλούμενος στέλνει σήμα ότι ενημερώθηκε για την κλήση και μπορεί να απαντήσει. Call Accepted [Κλήση αποδεκτή] Επικοιν. Το σήμα που δηλώνεται με την έναρξη επικοινωνίας από τη μεριά του καλούμενου. Call A n n o u n c e r [Αναγγελία κλήσης] Επικοιν. Μηχανισμός που καλεί τον ενδιαφερόμενο και τον ειδοποιεί για εισερχόμενη κλήση. Call Back [Επανάκληση] Επικοιν. Ο χρήστης ζητά μια υπηρεσία από το σύστημα που τον καλεί εκ νέου μετά από έλεγχο ασφαλείας. Call By Location [Κλήση με αναφορά] Πλημ. Κλήση υποπρογράμματος στο οποίο παρέχεται σαν (τουλάχιστον μία) παράμετρος η διεύθυνση στην μνήμη μεταβλητής. Στην γλώσσα C τέτοια κλήση υποδηλώνεται με τον τελεστή π.χ: sub(&x, &y). Το υποπρόγραμμα sub μπορεί να μεταβάλει έτσι την τιμή του χ και y σε γενικό σκοπό (global scope) και οι όποιες μεταβολές στις τιμές αυτές παραμένουν ενεργές και μετά την περάτωση της εκτέλεσης του υποπρογράμματος sub. (βλέπε Call by Value). Call By Name [Κλήση με όνομα] Πληρ. Εναλακτική ονομασία του Call by Value, (βλέπε Call by Value). Call By Reference [Κλήση με αναφορά] Πληρ. Εναλακτική ονομασία του Call by Location, (βλέπε Call by Location). Call By Value [Κλήση με τιμή] Πληρ. Κλήση υποπρογράμματος στο οποίο παρέχεται σαν (τουλάχιστον μία) παράμετρος η καθεαυτή τιμή της μεταβλητής. Στην γλώσσα C τέτοια κλήση υποδηλώνεται απλά ως: sub(x, y). Το υποπρόγραμμα sub μπορεί να μεταβάλλει την τιμή του x και y σε τοπικό σκοπό (local scope) και οι όποιες μεταβολές στις τιμές αυτές παραμένουν ενεργές μέχρι την περάτωση της εκτέλεσης του υποπρογράμματος sub. (βλέπε Call By Location). Call C h a r g e [Χρέωση κλήσης] Επικοιν. Κανονισμός τιμολόγησης παροχής υπηρεσιών. Το κόστος υποτίθεται ότι μοιράζεται εξίσου σε όλους Call C o n f i r m a t i o n [Επιβεβαίωση κλήσης] Επικοιν. Επιβεβαιώνεται η αποδοχή σήματος προς τον παραλήπτη.

Call Establishment [Αποκατάσταση κλήσης] Επικοιν. Αναφέρεται συνήθως στην εγκατάσταση μετά την επιβεβαίωση πρώτης κλήσης. Call F o r w a r d i n g [Μεταφορά κλήσης] Επικοιν. Προαιρετικό πρόγραμμα τηλεφωνικών υπηρεσιών το οποίο επιτρέπει ανακατεύθυνση του σήματος κλήσης σε κινητά ή ακίνητα τηλέφωνα με αριθμό διαφορετικό του αρχικού αριθμού κλήσης. Call F o r w a r d i n g [Προώθηση κλήσης] Επικοιν. 1. Ψηφιακή ανακατεύθυνση κλήσης σε άλλο αριθμό (με παραγγελία του ιδιοκτήτη). 2. Προώθηση του σήματος μέσα στα τηλεφωνικά κέντρα. Call In [Κλήση παρεμβολής] Πληρ. Κλήση βοηθητικού εξωτερικού υποπρογράμματος το οποίο καλείται με την βοήθεια εξωτερικής παρεμβολής ή μετατροπής στον επίσημο κώδικα προγράμματος για λόγους εσωτερικής παρατήρησης συνθηκών σφαλμάτων και debugging. Συνήθως επιτυγχάνεται μέσω απ' ευθείας μετατροπής των εντολών branch στον κώδικα του προγράμματος. Call Letters [Γράμματα κλήσης] Επικοιν. Σπάνια χρησιμοποιούνται πια στην περίπτωση που στο τηλεφωνικό σύστημα (αλφάβητο) χρησιμοποιούνται και γράμματα. Call N u m b e r [Καλών αριθμός] Πληρ. Ο κωδικός αριθμός στον οποίο μεταφράζεται το συμβολικό όνομα υποπρογράμματος σε γλώσσα προγραμματισμού από τον μεταφραστή (compiler/assembler). Συνήθως είναι αριθμός σχετικής διεύθυνσης μνήμης (relocatable memory address) με την βοήθεια του οποίου υπολογίζεται η πραγματική διεύθυνση μνήμης η οποία θα ανατεθεί στον καταχωρητή προγράμματος pc όταν κάποιο καλόν υποπρόγραμμα καλέσει το υποπρόγραμμα παραπάνω. Call Request [Αίτηση κλήσης] Επικοιν. Το πρώτο σήμα που στέλνεται και συνήθως δηλώνει την ύπαρξη ενδιαφέροντος για επικοινωνία. Call Setup Time [Χρόνος εγκατάστασης κλήσης] Επικοιν. Χρόνος που παίρνει το δίκτυο για να αποκαταστήσει μια επικοινωνία με χρήση της σήμανσης. Call Signal [Σήμα κλήσης] Επικοιν. Το αντίστοιχο σήμα (της σήμανσης) που συνοδεύει μια κλήση. Call Up [Αναφορά] Πληρ. Η διαδικασία εξαγωγής περιεχομένων από συγκεκριμένη διεύθυνση μνήμης σε υπολογιστή. Επιτελείται συχνά από προγράμματα που χρησιμοποιούν μεταβλητές - δείκτες (pointers) όταν σε αυτές τις μεταβλητές εφαρμοστεί κατάλληλος τελεστής. Π.χ., σε γλώσσα C: ...*short p;...data=*p;. Γνωστή και σαν dereferencing. Call Waiting [Αναμονή κλήσης] Επικοιν. Ο καλούμενος δεν μπορεί προσωρινά να επικοινωνήσει αλλά ο ενδιάμεσος χρόνος μπορεί να αξιοποιηθεί ψυχαγωγικά ή διαφημιστικά. Called Routine [Καλούμενο υποπρόγραμμα] Πληρ. Υποπρόγραμμα το οποίο εκτελείται όταν άλλο υποπρόγραμμα συναντήσει αναφορά η οποία παραπέμπει σε αυτό. Π.χ. σε γλώσσα C, στο ακόλουθο παράδειγμα: void subl() {sub2(); sub3(); return();) τα υποπρογράμματα subl και sub2 είναι καλούμενα υποπρογράμματα (από το υποπρόγραμμα subl). (βλέπε Calling Program). C a l l e n d a r ' s Equation 1 [Εξίσωση του Callendar] Φυσ. Εξίσωση που συνδέει την αντίσταση (R) και τη θερμοκρασία (θ) της πλοτίνας. Αν αντίσταση από πλοτίνα χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της θερμοκρασίας, η

-269εξίσωση λαμβάνει την μορφή: θ= axR+β + ο(ϋ2) οπού ο τελευταίος όρος είναι δεύτερης τάξης ως προς θ και α, β σταθερές. C a l e n d a r ' s E q u a t i o n 2 [Εξίσωση του Callendarl Φυσ. Καταστατική εξίσωση των υδρατμών σε θερμοκρασίες κάτω από την κρίσιμη και άνω από του βρασμού. Ισχύει: P*(V+a/T n -|3)=RxT με Ρ η πίεση, Τ η απόλυτη θερμοκρασία, η=10/3, V ο όγκος, R η σταθερά των αερίων και α, β σταθερές. Callendar's Thermometer [Θερμόμετρο του Callendar] Μηχ. Θερμόμετρο που λειτουργεί μετρώντας την ηλεκτρική αντίσταση αγωγού από πλατίνα (λευκόχρυσο). Callendar's Equation Caller ID [Αριθμός καλούντος] Επικοιν. Το αποτέλεσμα της αναζήτησης καλούντος που παρέχει η υπηρεσία αναγνώρισης κλήσεων αν δε το μπλοκάρει ο αποστολέας σα μια ευκολία του συστήματος SS #7. Calling Device [Συσκευή κλήσης] Ηλεκ. Το τμήμα τηλεφωνικής συσκευής υπεύθυνο για την δημιουργία του τηλεφωνικού σήματος. Calling P r o g r a m [Καλόν πρόγραμμα] Πληρ. Πρόγραμμα το οποίο καλεί άλλο υποπρόγραμμα όταν συναντήσει αναφορά η οποία παραπέμπει σε αυτό. (βλέπε Calling Routine). Calling Routine [Καλόν υποπρόγραμμα] Πληρ. Υποπρόγραμμα το οποίο καλεί άλλο υποπρόγραμμα όταν συναντήσει αναφορά η οποία παραπέμπει σε αυτό. Π.χ. σε γλώσσα C, στο ακόλουθο παράδειγμα: void subl() {sub2(); sub3(); rcturn();), το υποπρόγραμμα subl είναι το καλόν υποπρόγραμμα των υποπρογραμμάτων subl και sub2. (βλέπε Called Routine). Calling Sequence [Καλούσα ακολουθία] Πληρ. Ακολουθία εντολών μηχανής την οποία κατασκευάζουν μεταφραστές (compilcrs/assemblers) ή ερμηνευτές (inierpreters) για να κληθεί υποπρόγραμμα. Περιέχει εντολές οι οποίες επιτελούν απαραίτητες διαδικασίες στην στοίβα (stack), όπως αποθήκευση της διεύθυνσης επιστροφής (return address), εγκαινίαση πλαισίου μνήμης (stack frame), εγκαινίαση νέας τοπικής μνήμης και εντολές αντιστροφής των προηγουμένων και επαναφοράς του μικροεπεξεργαστή στο καλόν υποπρόγραμμα. (βλέπε Calling Routine). Callipic Cycle [Καλλίππειος κύκλος] Αστρον. Μεγάλης διάρκειας αστρονομική περίοδος που περιελάμβανε 27.759 ημέρες και 940 σεληνιακούς μήνες. Βασιζόταν στα περιοδικά φαινόμενα των ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων και εισήχθη τον 4° αιώνα π.χ. από τον αρχαίο Έλληνα αστρονόμο Κάλλιππο αντί του μέχρι τότε επικρατούντος Μετωνικού κύκλου, που περιέγραφε τα παραπάνω φαινόμενα. Ο Καλλίππειος κύκλος ισοδυναμούσε με τέσσερις Μετωνικούς κύκλους και, σύμφωνα με σύγχρονους μελετητές, η ισχύς του ξεκίνησε από το θερινό ηλιοστάσιο του 3 ου έτους της 112ης Ολυμπιάδας. Callisto [Καλλιστώ] Αστρον. Ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους φυσικούς δορυφόρους του πλανήτη Δία, μεγαλύτερος και από τον πλανήτη Ερμή με ακτίνα 2450 Km. Μαζί με την Ιώ, την Ευρώπη και το Γανυμήδη ονομάζονται και γαλιλαϊκοί δορυφόροι του Δία προς τιμήν του Γαλιλαίου που τους πρωτοπαρατήρησε με τηλεσκόπιο. II τροχιά της βρίσκεται πάνω στο νοητό επίπεδο του ισημερινού του Δία με μέση απόσταση από τον πλαχνήτη 1.883.000 Km και περίοδο περιφοράς περίπου 17 ημέρες. Η Καλλιστώ είναι ένας πρωτόγονος κόσμος με ελάχιστα σημεία εσωτερικής δραστη-

Calorie 3

ριότητας. Η επιφάνειά της, με μεγάλη συγκέντρωση κρατήρων, φαίνεται να μην έχει αλλάξει αισθητά από την δημιουργία της πριν από 4,6 δισεκατομμύρια έτη καθιστώντας, την Καλλιστώ ένα κοσμικό απολίθωμα της δημιουργίας του πλανητικού μας συστήματος. Callovian [Καλλόβιον] Γεωλ. II ανώτερη γεωλογική βαθμίδα της μέσης υποπεριόδου (πριν 180 εκατομ. χρόνια) της Ιουρασικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Βαθόνιον της ίδιας υποπεριόδου και παλαιότερη από το Οξφόρδιον της ανώτερης Ιουρασικής. Calmodulin [Καλμοδουλίνη] Χημ. Χαμηλού μοριακού βάρους πρωτεΐνη (ΜΒ=16900), η οποία έχει σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο) στα επίπεδα του ασβεστίου μέσα στο κύτταρο. Όταν η καλμοδουλίνη δεσμεύει το ασβέστιο, δημιουργεί με διάφορα πρωτεϊνικά μύρια ενεργά σύμπλοκα που έχουν έντονη ενζυμική δράση. Η καλμοδουλίνη είναι συστατικό των κυττάρων σε όλους τους ευκαρυωτικούς οργανισμούς. Calomel [Καλομέλας] Χημ. Είναι το χλωρίδιο του μονοσθενούς υδραργύρου, με χημικό τύπο IIg2Cl2. Αχρωμη κρυσταλλική ουσία, που κρυσταλλώνεται στο τετραεδρικό σύστημα. Είναι αδιάλυτη στο νερό, ενώ τα υδατικά της εναιωρήματα αποκτούν μαύρο χρώμα μετά από κατεργασία με καυστικά αλκάλια ή αμμωνία, λόγω του σχηματισμού ιζήματος αποτελούμενου από μεταλλικό υδράργυρο και οξείδιο του δισθενούς υδραργύρου. Ο καλομέλας έχει πυκνότητα 7,16 gr/cm3, σημείο τήξεως 383,7 °C και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ηλεκτροδίων και ως καταλύτης σε οργανικές συνθέσεις. Calomel Electrode [Ηλεκτρόδιο καλομέλα] Χημ. Ένα από τα γνωστότερα ηλεκτρόδια αναφοράς που χρησιμοποιούνται στην αναλυτική χημεία κυρίως για μετρήσεις του ρΗ διαλυμάτων. Αποτελείται από ποσότητα εναιωρήματος καλομέλα με κορεσμένο διάλυμα χλωριδίου του καλίου (KC1), το οποίο τοποθετείται πάνω σε στρώμα μεταλλικού υδραργύρου που χρησιμεύει ως ηλεκτρόδιο. Η ηλεκτροδιακή αντίδραση που συμβαίνει έχει δυναμικό 0,242 V. Calomel Half Cell [Ημιστοιχείο καλομέλα] Χημ. Ημιστοιχείο με συμβολισμό Hg'/z Hg2Cl2, KCl(aq), που χρησιμοποιείται στο ηλεκτρόδιο καλομέλ,ανος Calomel Electrode. Calorescence [Θερμοφωταύγεια] Φνσ. Το φαινόμενο της εκπομπής ορατού φωτός λόγω της αποδιέγερσης διεγερμένων μορίων κατά τη θέρμανση ορισμένων σωμάτων (π.χ. φωσφορίτης, αδάμας, μάρμαρο) όχι όμως σε θερμοκρασία τέτοια ώστε να προκληθεί θερμική εκπομπή ακτινοβολάας. Calorie 1 [Θερμίδα] Γr.v. Βασική ενεργειακή μονάδα με σύμβολο cal, η οποία ορίζεται ως η ποσότητα θερμότητας που πρέπει να δοθεί σε ένα γραμμάριο νερού ώστε η θερμοκρασία του να αυξηθεί από τους 14,5 στους 15,5 °C, υπό σταθερή πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ισούται με 4,19 Joule, ενώ συχνά χρησιμοποιείται και το πολλαπλάσιο της Keal που ισοδυναμεί με 1000 cal. Calorie 2 [Θερμίδα] Χημ. Ενεργειακή μονάδα που χρησιμοποιείται στη θερμοχημεία για τη μέτρηση και απόδοση των ποσών θερμότητας που συνοδεύουν τις εξώθερμες ή ενδύθερμες χημικές αντιδράσεις Calorie 3 [Θερμίδα] Τεχ. Τμοφ. Όρος που αποδίδεται στο ενεργειακό περιεχόμενο που περιέχουν διάφορες τροφές. Αφορά στο ποσό θερμότητας που εκλύεται κατά την καύση συγκεκριμένης ποσότητας της τροφής σε

Calorific Value

-270-

ειδική συσκευή που ονομάζεται θερμιδόμετρο. Calvin Cycle [Κύκλος του Κάλβιν] Βιοχημ. ΠολύπλοCalorific Value [Θερμιδική αξία] Τεχ. Τροφ. Είναι η κος κυκλικός μηχανισμός, κατά τον οποίο το διοξείδιο ενέργεια που συσσωρεύεται στα θρεπτικά συστατικά του άνθρακα μετασχηματίζεται στο πολύπλοκο μόριο των τροφών, όπως τα λίπη, οι υδατάνθρακες και οι της γλυκόζης. Ο βιοχημικός αυτός κύκλος αποτελεί πρωτεΐνες και η οποία αποδίδεται στον οργανισμό, με μέρος της διεργασίας της φωτοσύνθεσης που συμβαίτην πλήρη καύση των συστατικών αυτών μέσω των νει στους φυτικούς οργανισμούς και η συνολική αντίδιαφόρων μεταβολικών διαδικασιών. II θερμιδική αξία δραση που του αποδίδεται είναι: 6C0 2 + 18ATP + 12Η 2 0 + 12NADPII + 12ΕΓ -> C 6 H, 2 0 6 + 18ADP + μίας τροφής χρησιμοποιείται στο να καθοριστεί η πα12NADP f + 18Pi. ρουσία, καθώς και η ποσότητα της συγκεκριμένης τροφής σε ένα διαιτητικό πρόγραμμα. Οι μονάδες με τις Calypso 1 [Καλυψώ] Αστρον. Φυσικός δορυφόρος του οποίες μετριέται η θερμιδική αξία είναι η θερμίδα (cal) Κρόνου με μικρό μέγεθος και ακανόνιστο σχήμα, που και η χιλιοθερμίδα (Kcal). ανακαλόφθηκε το 1980. II μεγαλύτερη διάστασή του Calorimeter [Θερμιδόμετρο] Φυσ. Χημ. Συσκευή με είναι 34 χιλιόμετρα και εκτελεί μία πλήρη περιστροφή την οποία μετράμε την ποσότητα της θερμότητας που γύρω από τον πλανήτη σε 1,8878 ημέρες με μέση ακτίσυνοδεύει μία φυσικοχημική ή βιολογική διεργασία. Η να τροχιάς 294.660 χιλιόμετρα. Μαζί με τον δίδυμο βασική αρχή λειτουργίας ενός θερμιδόμετρου είναι οι της, δορυφόρο Τελεστώ, φέρουν το χαρακτηρισμό μεταβολές της θερμοκρασίας που επιφέρει η έκλυση ή Τρωάδες, λόγω του ότι κινούνται στην ίδια τροχιά με η απορρόφηση θερμότητας στην υπό μελέτη διεργασία τον φυσικό δορυφόρο του Κρόνου Τιθύ. και οι οποίες καταγράφονται από ειδικούς αισθητήρες Calypso 2 [Καλυψώ] Ωκεαν. Ωκεανογραφικό σκάφος, για να χρησιμοποιηθούν στον γενικό τύπο της θερμιδο- με μήκος 47 μέτρων πλάτος 7,7 μέτρων και εκτόπισμα μετρίας: Q = (k + m*c)xA0. Τα σύγχρονα θερμιδόμε- 360 τόνων, το οποίο κατασκευάστηκε το 1942. Το τρα λειτουργούν στη θερμοκρασιακή περιοχή από 0 σκάφος είναι εξοπλισμένο με ειδικούς μηχανισμούς έως 3.500 °C. για υποθαλόσσιες έρευνες και λήψη κινηματογραφιCalorimetry [Θερμιδομετρία] Φυσ. Χημ. Αφορά τη με- κών φιλμ. Έγινε παγκοσμίως γνωστό όταν το 1967, με θοδολογία προσδιορισμού του ποσού της θερμότητας πλοίαρχο των ωκεανολόγο Ζακ-Υβ Κουστώ, ξεκίνησε που συνοδεύει διάφορες φυσικοχημικές και βιολογικές τις ωκεανογραφικές του έρευνες. διεργασίες, όπως μεταβολές φάσεων, καύσεις, επιδια- Cam [Έκκεντρο] Μηχ. Σύστημα μετάδοσης ή μετατρολυτώσεις, χημικές διασπάσεις, πυρηνικές αλληλεπιδρά- πής κίνησης (κυρίως παλινδρομικής σε περιστροφική ή σεις, καθώς και βασικές μεταβολικές διεργασίες των αντίθετα) αποτελούμενο από δίσκο διαφόρων σχημάζωντανών οργανισμών. Οι μετρήσεις της θερμότητας των προσαρμοσμένο επί περιστρεφομένου άξονα διερ•λαμβάνουν χώρα σε ειδικές συσκευές που ονομάζονται χόμενου από σημείο της εξωτερικής του περιφέρειας, θερμιδόμετρα. Βλέπε Calorimeter. ολισθητήρα κινούμενο σε εγκοπές της επιφάνειάς του Caloris Basin [Λεκανοπέδιο Caloris] Αστρον. Ο μεγα- και εξωτερικό δακτύλιο. λύτερος μετεωρικής προέλευσης κρατήρας στην επιφά- C a m Follower [Διωκτήρας εκκέντρου] Μηχ. Ελεύθερα νεια του πλανήτη Ερμή με διάμετρο 1300 Km, έχει ε- κινούμενο εξάρτημα (π.χ. δακτύλιος) γύρω από το δίσωτερική δομή περιέχοντας πολλούς μικρότερους κρα- σκο του εκκέντρου με κατάλληλο μηχανισμό συνδεδετήρες. Δημιουργήθηκε από σφοδρότατη πρόσπτωση μένο επί αυτού, στο οποίο γίνεται η μετατροπή της κίμετεωρίτη στην επιφάνεια του πλανήτη πριν από 3,8 νησης. περίπου δισεκατομμύρια έτη. Το γεγονός αυτό είχε ως C a m Profile [Κατατομή εκκέντρου] Μηχ. Το σχήμα αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική αλλαγή της της εξωτερικής περιφέρειας του εκκέντρου που μπορεί μορφολογίας του Ερμή, καθιστώντας τον από ένα γεω- να είναι τριγωνικό, κυκλικό, καρδιοσχημοειδές κ.λ.π. λογικά ανενεργό πλανήτη σε ένα κόσμο έντονης ηφαι- C a m b e r [Τεχνητή καμπύλωση] Πολ. Μηχ. Είναι η ελαστειακής δραστηριότητας. φρά κύρτωση που δίδεται εσκεμμένα ήδη από την φάCalorizing [Εναργιλίωση] Μεταλλ Μεταλλουργική ση της κατασκευής τους, σε οριζόντια μέλη του φέροδιεργασία στην οποία μεταλλικές επιφάνειες, κυρίως ντος οργανισμού μίας κατασκευής, όπως πλάκες και από χαλκό και ατσάλι, επικαλύπτονται από λεπτή με- δοκοί, τα οποία έχουν σχετικά μεγάλα ανοίγματα. Αυταλλική στοιβάδα μίγματος αργιλίου και σιδήρου, με τή η μικρή παραμόρφωση έχει αντίθετη φορά καμπύσκοπό την αύξηση της μηχανικής και της θερμικής λωσης, από αυτήν που θα τείνει να αναπτύξει το συτους σταθερότητας. Το προς επικάλυψη μεταλλικό α- γκεκριμένο μέλος της κατασκευής όπου θα εφαρμοντικείμενο θερμαίνεται σε υψηλές θερμοκρασίες μέσα σθεί, όταν του επιβληθούν τα πλήρη φορτία λειτουργίσε ειδικό φούρνο, μαζί με πούδρα αποτελούμενη από ας. Αυτό γίνεται ώστε οι δύο, αντίθετης φοράς, καμπυτο ειδικό μίγμα επικάλυψης. Μέρος του υλικού της λότητες να αλληλοεξουδετερωθούν με την επιβολή όπούδρας εξατμίζεται και οι μεταλλικοί ατμοί, αποτε- λ.ων των φορτίων λειτουργίας, και τα μέλη αυτά της λούμενοι κυρίως από άτομα αργιλίου, επικάθονται στη κατασκευής να έρθουν σε ένα οριζόντιο επίπεδο. μεταλλική επιφάνεια C a m b r i a n [Κάμβρια περίοδος ή περίοδος Καμβρίου] Calsequestrin [Καλσικουεστρίνη] Βιοχημ. Μεγαλομο- Γεωλ Είναι η πρώτη περίοδος του Παλαιοζωικού αιώριακή πρωτεΐνη του σαρκοπλασματικού δικτύου, της να, η οποία άρχισε πριν 570 εκατομμύρια χρόνια και οποίας ο βιοχημικός ρόλος είναι η συγκράτηση της εν- διήρκησε 70 περίπου εκατομμύρια χρόνια. Από τη δοκυττάριας συγκέντρωσης ιόντων ασβεστίου (Ca2+) στρωματογραφική μελέτη των γήινων πετρωμάτων συσε ανεκτά επίπεδα για την κανονική λειτουργία του νάγεται το συμπέρασμα ότι η Κάμβρια περίοδος διαικυττάρου. Έχει έντονα όξινο χαρακτήρα και ισοηλε- ρείται σε τρεις υποπεριόδους, την κατώτερη, τη μέση κτρικό σημείο 4,01. Η πρωτεΐνη περιέχει έναν μεγάλο και την ανώτερη. Κατά τη διάρκειά της, εμφανίστηκαν, αριθμό αρνητικά φορτισμένων αμινοξέων, τα οποία για πρώτη φορά στη γεωλογική ιστορία της γης, σκελεείναι υπεύθυνα για τη μεγάλη της συμπλεκτική ικανό- τικοί οργανισμοί, ενώ στο τέλος της αντιπροσωπεύοτητα απέναντι στο ασβέστιο. νταν οι περισσότερες μορφές του ζωικού βασιλείου.

-271 -

Camel H a i r [Καμηλότριχα] Υλικ. ΣκουρόξανΟη, φυσική υφαντική ίνα από κάμηλο (ιδιαίτερα της βακτριανής), μαλακή (κατάλληλη για παραγωγή ερίου) ή σκληρή (κατάλληλη για τεχνικές εργασίες) ή συνθετικό υποκατάστατο της. Camelopardalis [Καμηλοπάρδαλη] Αστρον. Ασήμαντος αστερισμός στην περιοχή του πόλου του βορείου ημισφαιρίου, τα περισσότερα άστρα του οποίου έχουν φαινόμενο μέγεθος μεγαλύτερο του τέσσερα. II καλύτερη περίοδος για την παρατήρησή του είναι από το Νοέμβριο έως τον Ιανουάριο. Cameo [Κάμεο] Τεχνολ.. Τεχνική χάραξης ανοιχτόχρωμων ανάγλυφων παραστάσεων επί σκοτεινότερου υπόβάθρου πάνω σε σκληρούς λίθους (όνυχας, αχάτης κ.λ. π.) ή όστρακα (χελώνας κ.λ.π.), κυρίως εκείνων που παρουσιάζουν διαστρώσεις ποικίλων αποχρώσεων. Camera [Τηλεοπτική συσκευή λήψης] Οπτικ. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία επιτρέπει την μετατροπή οπτικής εικόνας σε ηλεκτρονικό σήμα κατάλληλο για καταγραφή σε μαγνητικό αποθηκευτικό μέσο ή για απ' ευθείας αναμετάδοση. C a m e r a Lucida [Φωτεινός θάλαμος] Οπτικ. Μικρή οπτική διάταξη διαφόρων τύπων, αποτελούμενη από σύστημα κατάλληλα τοποθετημένων ανακλαστικών επιφανειών (κατόπτρων ή πρισμάτων), η οποία προσαρμοζόμενη σε προσοφθάλμιο σύστημα σύνθετου μικροσκοπίου παρέχει τη δυνατότητα σύγχρονης παρατήρησης ώστε να είναι δυνατός ο σχεδιασμός των παρατηρούμενων αντικειμένων ή η μέτρηση της μεγέθυνσης του μικροσκοπίου. C a m e r a O b s c u r a [Σκοτεινός θάλαμος] Οπτικ. Απλή οπτική διάταξη, αποτελούμενη από φωτοστεγή θάλαμο με αδιαφανή υάλινη πλάκα επί της μιας έδρας και μικρή οπή επί της απέναντι έδρας, για το σχηματισμό επί της πρώτης του ειδώλου (αντεστραμμένου) του αντικειμένου μέσω της ευθύγραμμης διάδοσης των φωτεινών ακτίνων που εκπορευόμενες απ' αυτό διέρχονται δια της οπής. C a m e r a T u b e [Αυχνία τηλεοπτικής συσκευής λήψης] Οπτικ. Σωλήνας καθοδικών ακτίνων υπεύθυνος για την μετατροπή οπτικής εικόνας σε ηλεκτρονικό σήμα σε τηλεοπτική συσκευή λήψης, (βλέπε Camera). C a m p O n [Στάθμευση κλήσης] Επικοιν. Κατεύθυνση καλούντος προς τον (ήδη απασχολημένο) καλούμενο στην πρώτη ελεύθερη στιγμή του. C a m p a n i a n [Καμπάνων] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Νεοκρητιδικής υποπεριόδου της Κρητιδικής περιόδου (πριν 135 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Σαντόνιον και αρχαιότερη από το Μαιστρίχτιον της ίδιας υποπεριόδου. C a m p h a n e [Καμφάνιο ή βορνάνιο] Ομγ. Χημ. Αχρωμη, οπτικά ανενεργή, κρυσταλλική ένωση με σημείο τήξεως 156 °C, η οποία διαλύεται εύκολα στο βεζόλιο. Είναι κορεσμένο κυκλικό μονοτερπενοειδές με χημικό τύπο CioHjg, το οποίο παρασκευάζεται συνθετικά από την καμφορά. Θεωρείται ως ο μητρικός υδρογονάνθρακας της σειράς των καμφανίων. C a m p h a n i c Acid [Καμφανικό οξύ] Οργ. Χημ. Ετεροκυκλική στερεή ένωση με μοριακό τύπο C9H11O4, η οποία συνήθως κρυσταλλώνεται με ένα μόριο νερού, Χρησιμοποιείται ως διαλυτικός και διαχωριστικός παράγοντας σε ρακεμικά μείγματα οπτικά ενεργών αλκοολών. C a m p h e n e [Καμφένιο] Οργ. Χημ. Κυκλικός ακόρεστος υδρογονάνθρακας της σειράς των μονοτερπενίων με

Canal 1

μοριακό τύπο C|oH]6 . Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία με έντονη οσμή καμφοράς, η οποία τήκεται στους 51-52 °C και ζέει στους 160 °C. Το καμφένιο διαλύεται πολύ εύκολα στο βενζόλιο και λιγότερο στην αιθανόλη, ενώ είναι τελείως αδιάλυτο στο νερό. Βρίσκεται σε μικρές ποσότητες σε μίγματα υδρογονανθράκων, όπως το νέφτι καθ(ός και σε διάφορα αιθέρια έλαια. Αποτελεί ενδιάμεσο προϊόν στη σύνθεση της καμφοράς, C a m p h o r [Καμφορά] Opy. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση με χαρακτηριστική έντονη οσμή και χημικό τύπο CioHi60, η οποία τήκεται στους 179 °C. Είναι ένωση πολύ πτητική, με αμελητέα διαλυτότητα στο νερό, ενώ διαλύεται εύκολα σε οργανικούς διαλύτες όπως η αιθανόλη, η ακετόνη και το βενζόλιο. Η καμφορά βρίσκεται στη φύση με τη μορφή ρακεμικού μίγματος δύο οπτικών αντίποδων, ως συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων, καθώς και του χυμού πολλών φυτών. Χρησιμοποιείται ως πλαστικοποιητής της νιτρικής και της οξικής κυτταρίνης, στη φαρμακευτική ως παυσίπονο και αντιφλεγμονώδες, στην απομάκρυνση του σκοιρου από τα ρούχα κ.α. C a m p h o r Oil [Καμφορέλαιο] Αρωμ. Αρωματικό έλαιο που εξάγεται με εκχύλιση από τους ιστούς του καμφορόδεντρου. Από το έλαιο, με οξείδωση, λαμβάνεται καθαρή η καμφορά. Το καμφορέλαιο χρησιμοποιείται κυρίως στη φαρμακευτική, γιατί τα ενεργά του συστατικά είναι καρδιοτονωτικές ουσίες και υποβοηθούν την ομαλή λειτουργία της αναπνοής, C a m p h o r i c Acid [Καμφορικό οξύ] Ομγ. Χημ. Ομοκυκλική κρυσταλλική ένωση με χημικό τύπο CioHi604 και σημείο τήξης 183-186 °C. Είναι οπτικά ενεργή ένωση με δύο γεωμετρικά ισομερή, το cis-καμφορικό οξύ με σημείο τήξεως 187 °C και το trans-καμφορικύ οξύ ή ισοκαμφορικό οξύ με σημείο τήξεως 171-172 °C. Παρασκευάζεται με οξείδωση της καμφοράς από νιτρικό οξύ ως ρακεμικό μίγμα των δύο ισομερών του. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διεγερτικό της αναπνοής, C a m p h o r s u l f o n i c Acid [Καμφοσουλφονικό οξύ] Ομγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, παράγωγο της καμφοράς, από την οποία παρασκευάζεται με επίδραση με θειικό οξύ. Είναι οπτικά ενεργός ένωση και βρίσκεται με τη μορφή των δύο στερεοϊσομερών του, R-(-) με σημείο τήξεως 198 °C και S-(+) με σημείο τήξεως 194 °C. Βρίσκει εφαρμογή ως διαλυτικός παράγοντας σε διάφορές αναλυτικές τεχνικές. C a m s h a f t [Αξονας εκκέντρου] Μηχ. Ο άξονας επί του οποίου είναι προσαρμοσμένο το έκκεντρο διερχόμενος από σημείο της εξωτερικής του περιφέρειας, η απόσταση του οποίου από το κέντρο του δίσκου ονομάζεται εκκεντρότητα. C a n a d a Balsam [Βάλσαμο του Καναδά] Υλικ. Βάλσαμο που λαμβάνεται από το φλοιό της ελάτης της βαλσαμώδους. Είναι ιξώδες, υποκίτρινο, ευχάριστης οσμής, διάφανο και εύκολα στερεοποιούμενο ρητινώδες υγρό με δείκτη διάθλασης ίδιο με της υάλου. Χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση των φακών και άλλων εξαρτημάτων οπτικών οργάνων. Canal [Διώρυγα] Αστρον. Σχηματισμοί από πολύπλοκο δίκτυο μονο')ν και διπλών διασταυρούμενων αυλακώσεων στην επιφάνεια του Αρη, υποκείμενο σε εποχιακές μεταβολές ως προς την ορατότητα, τον αριθμό και την ακριβή μορφή τους, που είχαν εγείρει σημαντικά επιστημονικά ζητήματα παλαιότερα αλλά σήμερα Οεωρούνται ως βαθιές και επιμήκεις χαράδρες ή κοίτες αρχαιότερων αποξηραμένων ποταμών του πλανήτη.

Canal 2

-272 -

Canal2 [ΚανάλιJ Υδρ. Είναι μία διαμορφωμένη διαδρο-σονται κυρίως στους ατελείς ζυμομύκητες. Τα γνωστόμή για την ροή του νερού από ένα σημείο σε κάποιο άλλο με σκοπό την ύδρευση, την άρδευση, την ενεργειακή εκμετάλλευσή του ή άλλους λόγους. Υπάρχουν διάφορα γεωμετρικά σχήματα και μεγέθη της διατομής των καναλιών που χαρακτηρίζουν και τη χαιρητική του ικανότητα. Τα κανάλια μπορεί να είναι απλώς εκσκαμμένα με μεταλλική διατομή ή κτισμένα με σκυρόδεμα. Canal Ray (Διαυλικές Ακτίνες] Ατομ. Φυσ. Ρεύμα θετικών ιόντων των αερίων που χρησιμοποιούνται σε σωλήνες εκκένωσης αίγλης. Οι ακτίνες αυτές ονομάστηκαν έτσι καθώς προσέπιπταν στην κάθοδο και εξέρχονταν από αυτήν από κατάλληλη οπή - δίαυλο. C a n a l S u r f a c e [Επιφάνεια σήραγγος] Μαθημ. Η συνεχής εφαπτόμενη επιφάνεια ακολουθίας σφαιρών S(c4, R), με κέντρα {Cj, i € Τ) και ακτίνες R. Είναι ισοδύναμη με την επιφάνεια της σήραγγος που θα δημιουργηθεί αν σφαίρα S(R) ακτίνας R διατρήσει συνεχώς στερεό, εξ' ού και το όνομα. Canalization [Δίκτυο αγωγών] Τεχνολ. Δίκτυο διανομής υγρών ή αερίων το οποίο αποτελείται από ένα πλέγμα σωλήνων θαμμένων στο έδαφος, όπως ένα δίκτυο ύδρευσης μιας αστικής περιοχής, ή δίκτυο μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου. Canavanine [Καναβανίνη] Βιοχημ. Αμινοξύ με χημικό τύπο C5H12O3N4, το οποίο δεν συναντάται σε πρωτεϊνικά μόρια. Βρίσκεται στους σπόρους πολλών φυτών, κυρίως λαχανικών, με τη μορφή του L-οπτικού της αντίποδα.. Εκεί παίζει το ρόλο του αποθηκευτικού παράγοντα στοιχειακού αζώτου, το οποίο χρησιμοποιείται στις βασικές μεταβολικές διεργασίες των φυτών. Cancellation Law [Κανόνας ακύρωσης] Μαθημ. Σε μαθηματικές δομές, οι νόμοι: αν G είναι ομάδα, τότε: xa = ya => x = y, (νόμος δεξιάς ακύρωσης) και ax = ay χ = y. (νόμος αριστερής ακύρωσης). Όταν ισχύουν και οι δύο, ονομάζονται απλά κανόνας ακύρωσης. Cancer [Καρκίνος] Αστρον. Σημαντικός αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο με ορθή αναφορά 9 h και απόκλιση 20°. Αποτελεί τον τέταρτο, στη σειρά, αστερισμό του ζωδιακού κύκλου, χωρίς άστρα μεγάλης λαμπρότητας. Στον αστερισμό περιλαμβάνονται τρία ενδιαφέροντα ανοιχτά αστρικά σμήνη, η Φάτνη, η ΓΙραΐσέπη και το Μ67 σε απόσταση περίπου 500 ετών φωτός από τη Γη. Cancrinitc [Κανκρινίτης] Ορυκτ. Σπάνιο αργιλλοπυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο Ν a7CaAl
τερα είδη του γένους είναι οι Candida ulilis, Candida tropicalis και Candida lipolytica, που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία τροφίμων για τη ζύμωση υδρογονανθράκων. Οι ζυμομύκητες του γένους Candida παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον σε διάφορες εφαρμογές της μικροβιολογίας και της ιατρικής. Candlepower [Ισχύς σε κηρία] Οπτικ. Π φωτοβολία (η φωτεινή ένταση ή η φωτεινή ισχύς) πηγής εκφρασμένη σε καντέλες (νέα κηρία). Cane S u g a r [Καλαμοσάκχαρο] Οργ. Χημ. Χαρακτηρισμός του δισακχαρίτη σακχαρόζη, που αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφικής αλυσίδας. Canes Venatici [Θηρευτικοί Κύνες] Αστρον. Αστερισμός του νότιου ημισφαίριου με απόκλιση -20° και ορθή αναφορά 7h, ο οποίος κατηγοριοποιήθηκε τον 17° αιώνα. Στον αστερισμό ανήκουν οι γαλαξίες Μ51 και Μ36, καθώς και το σφαιρωτό αστρικό σμήνος Μ3, το οποίο αριθμεί περίπου 100.000 άστρα. Ο σημαντικότερος αστέρας των Θηρευτικών Κυνών είναι ο Cor Carol i (καρδιά του Καρόλου) με φασματικό τύπο Α0 και μέγεθος 2,9. Το 1868 ο αστρονόμος του Βατικανού Σέκκι παρατήρησε για πρώτη φορά από το τηλεσκόπιο το θάνατο ενός αστέρα, του γ-Θηρευτικού Κυνός. Canis M a j o r [Μέγας Κύων] Αστρον. Γνωστός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου με απόκλιση -25° και ορθή αναφορά 7 h, ο οποίος περιέχει 95 αστέρες μέλη, ανάμεσά τους και τον λαμπρότερο αστέρα του ουρανού, τον Σείριο, άστρο νάνο, φασματικού τύπου ΑΙ που βρίσκεται σε απόσταση 9 ετών φωτός από τη Γη. Στον Μέγα Κύνα βρίσκονται επίσης οι αστέρες Αντχάρα, Μιρζάμ καθώς και το ανοικτό αστρικό σμήνος Μ41 με απόσταση 1300 ετών φωτός από τη Γη. Canis M i n o r [Μικρός Κύων] Αστρον. Μικρής έκτασης αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο, ο οποίος περιλαμβάνει 25 άστρα, σπουδαιότερο των οποίων είναι ο Προκύων, αστέρας φασματικού τύπου F5, με μέγεθος 0,37. Ο αστερισμός του Μικρού Κυνός παρουσιάζει ορθή αναφορά 7 h και απόκλιση -5°. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Canis Minor μαζί με τον Canis Major, αποτελούσαν τα σκυλιά του γίγαντα Ωρίωνα. Cannabidiol [Κανναβιδιόλη] Οργ. Χημ. Οργανική αρωματική ένωση, μέλος της ομάδας των κανναβινοειδών, με χημικό τύπο C21H30O2. Είναι ένα από τα ενεργά συστατικά του φυτού μαριχουάνα και ο βιοχημικός της ρόλος, αν και όχι πλήρως κατανοητός, είναι σημαντικός για την προστασία των εγκεφαλικών κυττάρων σε ασθενείς που έχουν υποστεί εγκεφαλική συμφόρηση. Από μελέτες έχει αποδειχθεί ότι η κανναβιδιόλη δρα ως ισχυρός αντιοξειδωτικός παράγοντας απέναντι στις τοξικές χημικές ενώσεις που εκκρίνονται από τα εγκεφαλικά κύτταρα κατά τη διάρκεια των εγκεφαλικών επεισοδίων. Cannabinoids [Κανναβινοειδή] Οργ. Χημ. Αρωματικές ενώσεις που αποτελούν τα ενεργά συστατικά του φυτού μαριχουάνα (κάνναβη). Τα περισσότερα κανναβινοειδή σε μικρές ποσότητες έχει αποδειχτεί ότι έχουν ανασταλτικό ρόλο σε παθήσεις του εγκεφάλου, καθώς και του μυϊκού και κεντρικού νευρικού συστήματος. Η παρατεταμένη όμως λήψη τους οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα, όπως ταχυκαρδία, δυσκολία στη συγκέντρωση και απώλεια μνήμης. Cannabis Oil [Κανναβέλαιο] Επιστ. Υλικ. Φυτικό λάδι, προερχόμενο από το φυτό κάνναβη. Περιέχει μία σειρά από λιπαρά οξέα, όπως παλμιτικό, στεατικό, ελαϊκό,

Carbon -Nitrogen-OxygenCycles-273λινολενικό και λινελαϊκό, σε περιεκτικότητες που διαφέρουν ανάλογα με την ποικιλία και την διαδικασία εξαγωγής από το φυτό. Το κανναβέλαιο έχει παρόμοια χημική σύσταση με το λινέλαιο, ενώ χρησιμοποιείται στη βιομηχανία των χρωμάτων για την παραγωγή βερνικιών και βαφών. Canned Cycle [Κλειστός κύκλος] Πλημ. Πεπερασμένο σύνολο εντολών γλώσσας προγραμματισμού, όπως οι εντολές ενός υποπρογράμματος, πεπερασμένο σύνολο διαδικασιών ή πεπερασμένο σύνολο εντολών γλώσσας μηχανής τα οποία δεδομένος χρήστης ή προγραμματιστής μπορεί να καλέσει μέσω κατάλληλης επιλογής συγκεκριμένης εντολής από μενού προγράμματος. Canned P r o g r a m [Κλειστό πρόγραμμα] Πλημ. Πρόγραμμα μη επεκτάσιμο ή μη τροποποιήσιμο από μη προνομιακούς χρήστες ή προγραμματιστές. Canncl Coal [Λαμπαδάνθρακας] Γεωλ. Ποικιλία άμορφου, μαύρου και συχνά στιλπνού και εύκολα θρυμματιζόμενου βιτουμενιούχου άνθρακα, πλούσιου σε πτητικά συστατικά, ο οποίος έχει την ιδιότητα να καίγεται με φωτεινή, έντονα καπνίζουσα φλόγα. Cannizzaro Reaction [Αντίδραση Κανιτσάρο] Ομγ. Χημ. Αντίδραση κατά την οποία ορισμένοι τύποι αλδεϋδών αυτοοξειδοανάγονται σε υδατικό διάλυμα παρουσία καυστικών αλκαλίων, παράγοντας ένα μίγμα αλκοόλης και άλατος ενός καρβοξυλικού οξέως. Την αντίδραση δίνουν αλδεύδες, οι οποίες δεν περιέχουν άτομα υδρογόνου σε α-θέση ως προς την αλδεϋομάδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίδρασης Cannizzaro είναι η αυτοοξειδοαναγωγή της φορμαλδεΰδης προς μεθανόλη και μεθανικό οξύ σε υδατικό διάλυμα παρουσία καυστικού νατρίου: 2HCHO + NaOH HCOONa + CH3OH. Canonical Change [Κανονική Μεταβολή] Αστρον. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε περιοδική μεταβολή των χαρακτηριστικών ενός ουράνιου σώματος. Canonical Conjugate Variables [Συζυγείς Μεταβλητές] Μηχ. Έτσι καλούνται δύο γενικευμένες συντεταγμένες Q, Ρ ενός δυναμικού συστήματος όταν η μια: Ρ είναι η συζυγής ορμή της άλλης: Q. Ισχύει: P=3L/3Q όπου L η Λαγκραντζιανή του συστήματος. Canonical Coordinates [Κανονικές Συντεταγμένες] Φυσ. Συντεταγμένες που προσδιορίζουν την θέση ενός φυσικού συστήματος στο φασικό χώρο τού δηλαδή την κατάστασή του. Είναι μια ομάδα γενικευμένων συντεταγμένων και οι συζυγείς ορμές τους. Canonical Distribution [Πυκνότητα Κανονικής Συλλογής] Φνσ. Συνάρτηση πυκνότητας των συστημάτων μιας κανονικής συλλογής στο φασικό χώρο. Ισχύει ρ (Q,P)=cxp(-P*H(Q,P)) όπου Q, Ρ γενικευμένες συντεταγμένες, β=1/ΚΤ με Τ η απόλυτη θερμοκρασία, Κ η σταθερά του Boltzman, και Η η Χαμιλτονιανή (ενέργεια) του κάθε συστήματος. Canonical Ensemble [Κανονική Συλλογή] Φυσ. Απομονωμένη από το περιβάλλον της, σύνθεση από πανομοιότυπα θερμοδυναμικά συστήματα, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους χωρίς να ανταλλάσσουν σωματίδια, ενώ βρίσκονται σε ισορροπία. Πρόκειται για θεωρητική έννοια, που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συνάρτηση διαμέρισης (partition function) ενός συστήματος που βρίσκεται σε θερμική ισορροπία με το περιβάλλον του χωρίς να ανταλλάσσει σωματίδια με αυτό. Canonical Equation Of Motion [Κανονικές Εξισώσεις Κίνησης] Φυσ. Εξισώσεις που ικανοποιούν οι κα-

νονικές συντεταγμένες (Q.P) ενός δυναμικού συστήματος. Ισχύει: dQ/dt=^H/«]P, dP/dt=-1|HAQ με Η= Η(Q, Ρ) η χαμιλτονιανή (ενέργεια) του συστήματος. Canonical F o r m [Κανονική μορφή] Μαθημ. Γενικός χαρακτηρισμός μαθηματικών αντικειμένων, συνήθθ)ς πινάκων ή τανυστών, τα οποία ικανοποιούν συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από δεδομένες περιστάσεις ή συστήματα αναφοράς, όπως μετασχηματισμούς ισοδυναμίας ή ονομαστικές συμβάσεις σχετιζόμενες με την μορφή τους. Canonical Matrix [Κανονικός πίνακας] Μαθημ. Αντιπρόσωπος του συνόλου υποσυνόλων {Q, i e 1} του συνόλου Rmxn των πινάκων διάστασης m x η, στα οποία διαμερίζεται αυτό μέσω κατάλληλης σχέσης ισοδυναμίας R(A, Β), με Α, Β Ε Rmxn, όπως σχέση ομοιότητας πινάκων ή σχέση ισοδυναμίας πινάκων. Η κανονική μορφή jornan είναι τέτοιο παράδειγμα, (βλέπε Equivalent Matrices). Canonical M o m e n t u m [Κανονική - Συζυγής Ορμή] Μηχ. Conjugate Momentum, Canonical Conjugate Variables. Canonical Schema [Κανονικό σχήμα] Πλημ. To θεωρητικό σχήμα συσχέτισης απλής ή σύνθετης δομής με τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία που απαρτίζουν σαν σύνολο μία πολύπλοκη δομή δεδομένων σε συντακτικό γλώσσας προγραμματισμού ή σε μία επιμέρους εφαρμογή όπως στο σύνολο δεδομένων που απαρτίζουν τα στοιχεία μίας βάσης δομών δεδομένων. Canonical Time Unit [Κανονική Μονάδα Χρόνου] Αστρον. Μονάδα μέτρησης του χρόνου για κινήσεις δορυφόρων γύρω από την Γη. Ορίζεται ως ο χρόνος που χρειάζεται ένας υποθετικός γεωκεντρικός δορυφόρος που περιφέρεται σε μηδενικό ύψος από τον ισημερινό της Γης για να διανύσει τόξο γωνίας ενός ακτινίου. Ισούται με 13.45 λεπτά. Canonical T r a n s f o r m a t i o n [Κανονικός μετασχηματισμός] Μαθημ. Γενικός χαρακτηρισμός διαφόρων απεικονίσεων f:G - » J , με G και J διάφορες αλγεβρικές δομές, όπως μία κανονική διγραμμική απεικόνιση, μία κανονική επιμορφική απεικόνιση (προβολή) ή μία έναπρος-ένα μονομορφική απεικόνιση. Canopus [α-Κάνωπος] Αστμον. Πολύ σημαντικός αστέρας, μεγέθους 0,75, με λαμπρότητα 8.000 μεγαλύτερη αυτής του Ήλιου. Είναι το δεύτερο λαμπρότερο άστρο στον ουρανό και βρίσκεται σε απόσταση 522 ετών φωτός από τη Γη. Canopy [Θόλος] Οικοδ. Γυάλινη θολωτή στέγη που δημιουργείται για λόγους φωτισμού. Cantharidin [Κανθαριδίνη] Ομγ. Χημ. Τερπενοειδής οργανική ένωση που αποτελεί την δραστική ουσία στις εκκρίσεις πολλών εντόμων. Από δομική άποψη, είναι ανυδρίτης του κανθαρινικού οξέως και έχει χημικό τύπο C21H30O2. Διαλύεται ελάχιστα στο νερό, ενώ είναι πολύ ευδιάλυτη στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Συγκαταλέγεται στις επικίνδυνες για τον οργανισμό τοξικές ουσίες, γιατί σε επαφή με το δέρμα προκαλεί ερεθισμό και αίσθηση καψίματος, ενώ εισπνεόμενη προκαλεί δηλητηρίαση, φλεγμονές, διάρροια και ερεθισμό του νευρικού και του αναπνευστικού συστήματος. Cantilever 1 [Προεξέχουσα Ακμή] Μηχ. Προεξέχουσα βάση στήριξης μίας εξαιρετικά αιχμηρής ακμής (βελόνας) στη μετρητική κεφαλή ενός μικροσκοπίου ατομικής δύναμης. Οι αποκλίσεις της ακμής αυτής, καθώς η κεφαλή κινείται στην επιφάνεια ενός δείγματος καταγράφονται και χρησιμοποιούνται για την δημιουρ-

Cantilever 2

-274-

γία του ανάγλυφου της επιφάνειας. AFM 2 Cantilever [Εξέχον Στήριγμα - Γέφυρα] Μηχ. Δοκός σταθερά στερεωμένος στο ένα άκρο του με το άλλο άκρο του να εξέχει ελεύθερα χρησιμοποιούμενος ως στήριγμα η γέφυρα. C a n t i l e v e r [Πρόβολος] Πολ. Μηχ. Ο πρόβολος, ανεξάρτητα ή ως μέλος μίας κατασκευής, είναι ο φορέας ή τμήμα ενός φορέα, ο οποίος εκ των δύο άκρων του το ένα είναι πλήρως πακτωμένο ενώ το άλλο είναι τελείως ελεύθερο. Το ελεύθερο άκρο του μπορεί να κινηθεί ή να στραφεί κατά την έννοια όλων των βαθμών ελευθερίας του, ανάλογα με την επιβαλλόμενη εντατική κατάσταση, ενώ το άλλο άκρο του, η στήριξή του δηλαδή, είναι δεσμευμένο ως προς όλους τους βαθμούς ελευθερίας του, και αναπτύσσει εσωτερική εντατική κατάσταση. Cantilever Bridge [Γέφυρα προβόλων] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος σταθερής γέφυρας, τριών ανοιγμάτων, της οποίας το κατάστρωμα αποτελείται από δύο προβόλους. Τα πακτωμένα άκρα των προβόλων εδράζονται επί των βάθρων της γέφυρας ενώ τα ελεύθερα άκρα τους ενώνονται μεταξύ τους με την βοήθεια ενός απλού αιωρούμενου ανοίγματος. Cantilever Footing [Εκκεντρο πέδιλο] Πολ. Μηχ. Σε μία θεμελίωση μίας κατασκευής, τα ακραία υποστυλώματα ή τα περιμετρικά τοιχία, συνήθως στηρίζονται σε έκκεντρα πέδιλο, διότι βρίσκονται στο όριο του οικοπέδου. Δηλαδή το έκκεντρο πέδιλο είναι ένα θεμέλιο το οποίο βρίσκεται στο όριο του οικοδομήσιμου χώρου, σε επαφή με το γειτονικό κτίριο ή κάποιο τοίχο και το υποστύλωμα που στηρίζει δεν είναι στο κέντρο του αλλά στο άκρο του. Cantilever Retaining Wall [Τοίχος αντιστήριξης εν προβόλω] Πολ. Μηχ. Είναι ένα τοιχίο από οπλισμένο σκυρόδεμα το οποίο ισορροπεί με την βοήθεια των χωματισμών που το ίδιο συγκρατεί. Στην ουσία αποτελείται από τρεις προβόλους, δύο οριζόντιους οι οποίοι αποτελούν την βάση του και πάνω σε αυτούς βρίσκονται οι χωματισμοί και έναν κατακόρυφο που συγκρατεί τους χωματισμούς και ενώνονται όλοι στο ίδιο σημείο. Με τον ίδιο όρο επίσης χαρακτηρίζεται και ο τοίχος αντιστήριξης που αποτελείται από ένα στοιχείο οπλισμένου σκυροδέματος επίπεδης μορφής το οποίο ισορροπεί εμπηγνυόμενο στο έδαφος. Canting Strip [Υδροφόρος ορίζοντας] Εδαφ. Waler table. C a n t o r Diagonal Process [Διαγώνια μέθοδος του Cantor] Μαθημ. Η λογική μέθοδος (ή κάποια παραλλαγή της) βάσει της οποίας ο cantor απέδειξε ότι το σύνολο των πραγματικών αριθμών δεν είναι μετρήσιμο: Έστω ότι είναι. Τότε το διάστημα [0,·1 J μπορεί να καταγραφεί σαν ένας κατάλογος των αντίστοιχων δεκαδικών αναπτυγμάτων των πραγματικών αριθμών. (Εξαιρουμένων δεκαδικών της μορφής x.99999...): {a = αια 2 ...α κ -..., b = β,β 2 ...β λ ..., c = γιγ2...γ μ ·.., }· Θεωρώντας τον πραγματικό αριθμό οριζόμενο ως: ω = 1 1 G)ICD 2 ...OV.., με ω! ' α ( , ω 2 β 2 , ...ω ν νν, τότε είναι προφανές ότι ο αριθμός ω δεν ανήκει στον κατάλογο, όπερ άτοπο. C a n t o r Function [Συνάρτηση του Cantor] Μαθημ. Αν Dk = [0,1] - C k , όπου Ck είναι η ένωση των διαστημάτων που παραμένουν μετά το βήμα κατασκευής k, τότε το Dk αποτελείται από τα 2k - 1 διαστήματα ljk τα οποία αφαιρέθηκαν μετά k βήματα κατά την κατασκευή του συνόλου του cantor. Η συνάρτηση f του cantor -

lebesgue, ορίζεται ως: f k συνεχής συνάρτηση στο [0,1] που ικανοποιεί: f k (0) = 0, f k (l) = 1, f k (x) = j2' k στο διάστημα ljk, j e {1,..., 2k - 1), και γραμμική στα διαστήματα Ck. (βλέπε Cantor Set). C a n t o r Set [Σύνολο του Cantor] Μαθημ. Υποσύνολο του διαστήματος [0,1] το οποίο κατασκευάζεται ως εξής: Βήμα 1) Αφαίρεση του ενδιάμεσου τρίτου (1/3, 2/3) από το [0,1]. Βήμα 2) Από το εναπομείναν σύνολο, αφαίρεση των ενδιάμεσων τρίτων (1/9, 2/9) και (7/9, 8/9), ...Βήμα k) Από το εναπομείναν σύνολο αφαίρεση των ενδιάμεσων τρίτων των αντίστοιχων διαστημάτων. Το σύνολο που παραμένει μετά από άπειρο αριθμό βημάτων, είναι το σύνολο του ορισμού. Είναι τέλειο, έχει πληθάριθμο > Ν0 και έχει μέτρο κατά lebesgue 0. Cantor Theorem [Θεώρημα του Cantor] Μαθημ. Το θεώρημα: Αν Α είναι σύνολο με πληθάριθμο ΧΑ, το σύνολο των υποσυνόλων ή δυναμοσύνολο ρ (Α) του Α, έχει πληθάριθμο Νρ(Λ) > Εναλλακτικά, η ακόλουθη πρόταση είναι ψευδής: {$ f: Α ρ (Α): " b e ρ(Α), S a e A: b = f(a)). C a n t o r ' s Axiom [Αξίωμα του Cantor] Μαθημ. To αξίωμα: To σύνολο όλχον των σημείων μίας άπειρης ευθείας, έχει την δύναμη του συνόλου των πραγματικών αριθμών, |R. C a n t o r ' s C o n t i n u u m Hypothesis [Υπόθεση του συνεχούς του Cantor] Μαθημ. Προκειμένου περί του καλά ταξινομημένου κατάλογου απείρων πληθαρίθμων: {No, Χ ι, ···}> η υπόθεση ότι: c = Κ ι, όπου c = 2Κ0, είναι ο πληθάριθμος του δυναμοσυνόλου των φυσικών αριθμών ρ(|Ν) και Κ0 είναι ο πλ.ηθάριθμος του συνόλου των φυσικών αριθμών |Ν. Canyon [Κάνυον] Γεωλ. Πολύ βαθιά, στενή με απότομα και απόκρημνα τοιχώματα φαραγγοειδής κοιλάδα των άνυδρων και ημιάνυδρων περιοχών που σχηματίζεται από τη διαβρωτική ενέργεια ποταμού στο βάθος της όπως το μεγάλο Κάνυον του Κολοράντο, του Έλβα στη Σαξονία κ.λ.π. Caoutchouc [Καουτσούκ] Χημ. Ονομάζεται και φυσικό ελαστικό. Είναι βιολογικό πολυμερές που περιέχεται στον οπό ορισμένων τροπικών δέντρων (κυρίως στο Hevea Brasiliensis). Από χημικής σύνθεσης είναι καθαρό M-cis-πολυισοπρένιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή βουλκανισμένων ελαστικών προϊόντων. C a p Rock [Πέτρωμα καλύμματος] Γεωλ. Αδιαπέραστο στρώμα πετρώματος που υπέρκειται ενός πετρελαιοφόρου, υδροφόρου ή μεταλλοφόρου κοιτάσματος ή ενός δόμου ορυκτού άλατος. Capability List [Κατάλογος δυνατοτήτων] ΙΙλημ. Σε υπολογιστικό συγκρότημα ή δίκτυο, κατάλογος ο οποίος περιέχει καταχωρήσεις των ονομάτων χρηστών και των αντιστοίχων προνομίων τους. Capacitance (Ηλεκτρική χωρητικότητα] Φυα. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός ηλεκτρικού αγωγού με σύμβολο C, το οποίο δείχνει την ποσότητα φορτίου που αυτός μπορεί να φέρει όταν στα άκρα του υπάρχει συγκεκριμένη διαφορά δυναμικού. Η χωρητικότητα δίνεται από το πηλίκο του φορτίου του αγωγού (Q) προς το δυναμικό του (V) και εξαρτάται από τη φύση και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του αγωγού: C= Q/V. Μονάδα χωρητικότητας είναι το 1 Farad, το οποίο ορίζεται ως η χωρητικότητα ηλεκτρικού αγωγού ο οποίος έχει φορτιστεί με φορτίο 1 Coulomb, ενώ στα άκρα του υπάρχει διαφορά δυναμικού 1 Volt —» Capacity. Capacitance Box [Κουτί Μεταβλητής Χωρητικότητας]

- 275 Η?εκ. Δίπολη διάταξη η χωρητικότητα της οποίας μπορεί να μεταβάλλεται μέσω μηχανικών ή ηλεκτρονικών διακοπτών, συνδέοντας ή αποσυνδέοντας πυκνωτές μεταξύ των άκρων της ή αλλάζοντας την χωρητικότητα των μεταβλητών πυκνωτών που περιέχει. Capacitance Bridge [Γέφυρα Χωρητικότητας] Ηλεκ. Γέφυρα αντίστοιχη με την γέφυρα Wheaistone με χορδή που χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό μίας άγνωστης χωρητικότητας σε σχέση με μια γνωστή. Bridge Circuit Capacitance Coefficients [Συντελεστής χωρητικότητας] Ηλεκ. -> Coefficient of Capacitance Capacitance M e t e r [Μετρητής χωρητικότητας] Φυσ. Συσκευή κατάλληλη για τη μέτρηση της χωρητικότητας σε ηλεκτρονικές συσκευές όπως πυκνωτές, διατάξεις ημιαγωγών, μεταλλικοί αγωγοί κ.α. Η μέτρηση της χωρητικότητας γίνεται συνήθως με τη μέθοδο της γέφυρας και έχει μικρά σφάλματα μέτρησης. Capacitance S t a n d a r d [Πρότυπη Χωρητικότητα] Ηλεκ. Η χωρητικότητα ενός πυκνωτή η οποία είναι γνωστή με πολύ μεγάλη ακρίβεια και χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της χωρητικότητας άλλων πυκνωτών. Capacitive Coupling [Σύζευξη μέσω Χωρητικότητας] Ηλεκ. Σύζευξη και μεταφορά ενέργειας μεταξύ δύο κυκλωμάτων μέσω ενός κοινού κλάδου με έναν πυκνωτή. Capacitive Discharge Ignition [Ανάφλεξη με Εκκένωση Φορτίων Πυκνωτή] Ηλεκ. Διάταξη αυτόματης ανάφλεξης καυσίμου από τον σπινθήρα (ηλεκτρική εκκένωση) που δημιουργείται μεταξύ δύο πόλων, όταν αυτοί συνδέονται μέσω του πολλαπλασιαστή (αυξάνει την τάση) με τους οπλισμούς ενός φορτισμένου πυκνωτή. Capacitive Discharge Pilot Light [Πιλότος φλόγας χωρητικής εκκένωσης] Ηλεκ. Συσκευή ανάφλεξης υγραερίου ή άλλου εύφλεκτου αερίου η οποία ενεργοποιείται με την βοήθεια ηλεκτρικής εκκένωσης μέσω συσσωρευμένου ηλεκτρικού φορτίου σε πυκνωτές. Σύνηθης σε ηλεκτρονικούς αναπτήρες και σε διανομείς αερίου δικτύων κεντρικής θέρμανσης στις ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής. Capacitive Divider [Διαιρέτης Τάσης με Διαιρέτη Χωρητικότητας] Ηλεκ. Πρόκειται για ένα διαιρέτη τάσης, όχι με αντιστάσεις, αλλά με πυκνωτές συνδεδεμένους στη σειρά, ενώ στα άκρα της συστοιχίας τους συνδέεται η πηγή. Επιλέγοντας τροφοδοσία από τα άκρα ενός πυκνωτή χρησιμοποιείται ένα κλάσμα της τάσης της πηγής, αντιστρόφως ανάλ.ογο της χωρητικότητας του πυκνωτή. Capacitive L o a d [Φορτίο Χωρητικής Συμπεριφοράς] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για κύκλωμα (φορτίο μια πηγής) του οποίου η χωρητική αντίσταση είναι μεγαλύτερη από την επαγωγική. Όταν ένα τέτοιο κύκλωμα τροφοδοτείται με εναλλασσόμενη τάση η φάση του ρεύματος προηγείται της τάσης. Capacitive Reactance [Χωρητική Αντίσταση - Εμπέδηση] Ηλεκτρομαγν. II σύνθετη αντίσταση που προβάλει ένας πυκνωτής στη διέλευση του εναλλασσόμενου ρεύματος από αυτόν. Ισχύει: ZC=I/COJ, όπου C η χωρητικότητα του πυκνωτή και ω η κυκλική συχνότητα της τάσης ενώ η φάση του ρεύματος είναι κατά π/2 μεγαλύτερη της τάσης. Capacitive T u n i n g [Συντονισμός με Μεταβολή Χωρητικότητας] Ηλεκ. Συντονισμός ενός δέκτη π.χ. ενός ραδιοφώνου στην συχνότητα ενός φέροντος κύματος με

Capillarity

μεταβολνή της χωρητικότητας των πυκνωτών του. Capacitor [Πυκνωτής] Φυσ. Ηλεκτρονική διάταξη αποτελούμενη από δύο αγωγούς που φέρουν αντίθετα φορτία, τοποθετημένους σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Μεταξύ των δύο αγωγών, που ονομάζονται οπλισμοί του πυκνωτή, αναπτύσσεται διαφορά δυναμικού (V) που δημιουργεί ανάμεσά τους ομογενές ηλεκτρικό πεδίο με ένταση E=V*1, όπου 1 η απόσταση μεταξύ των οπλισμών. Οι πυκνωτές βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στη δημιουργία ηλεκτρικών κυκλωμάτων, όπου λειτουργούν ως αποθήκες ηλεκτρικής ενέργειας. Capacitor Color Code [Χρωματικός κώδικας χωρητικότητας] Φυσ. Διεθνής μεθοδολογία κωδικοποίησης των τιμών χωρητικότητας πυκνωτών σε ηλεκτρονικά κυκλώματα, με τη χρήση διαφόρων χρωμάτων. Σε κάθε πυκνωτή αποτυπώνεται μία σειρά από έγχρωμες κουκίδες, με κάθε χρώμα να αντιστοιχεί σε ένα ψηφίο του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης. Η μετάφραση των χρωμάτων σε ψηφία οδηγεί στον εύκολο υπολογισμό της χωρητικότητας της ηλεκτρονικής συσκευής. Capacitor H y d r o p h o n e [Υδρόφωνο Πυκνωτή] Ακουστ. Υδρόφωνο το οποίο χρησιμοποιεί ένα μικρόφωνο πυκνωτή για την μετατροπή των ταλαντώσεων της μεμβράνης του σε ηλεκτρικό σήμα. —> Capacitor Microphone Capacitor L o u d s p e a k e r [Μεγάφωνο Πυκνωτή] Ακουστ. Μεγάφωνο που χρησιμοποιεί πυκνωτές για την αναπαραγωγή του ήχου. —» Electrostatic Capacitor Capacitor M i c r o p h o n e [Μικρόφωνο Πυκνωτή] Ακουστ. Μικρόφωνο στο οποίο οι ηχητικές ταλαντώσεις μετατρέπονται σε ηλεκτρικά σήματα χρησιμοποιώντας πυκνωτή. II ταλαντευόμενη από τα ηχητικά κύματα μεμβράνη του μικροφώνου είναι ένας από τους οπλισμούς του πυκνωτή και οι μεταβολές στη χωρητικότητα του προκαλούν διαμορφωμένα από τον ήχο ηλεκτρικά κύματα. Αναφέρεται και ως: Condenser Microphone, Electrostatic Microphone. Capacity 1 [Ηλεκτρική χωρητικότητα] Φυσ. Χαρακτηριστικό μέγεθος που δείχνει το φορτίο που μπορεί να φέρει ένας ηλεκτρικός αγωγός υπό συγκεκριμένη τάση στα άκρα του Capacitance. 2 Capacity [Χωρητικότητα στήλης] Α να?.. Χημ. Χαρακτηριστικό μέγεθος στη χρωματογραφία ιονανταλλαγής που δείχνει τη μέγιστη ποσότητα ιόντων που μπορεί να προσροφήσει το υλικό πλήρωσης μίας ιονανταλλακτικής στήλης, όταν έρθει σε επαφή με διάλ.υμα που περιέχει αυτά τα ιόντα. Η στήλη προσροφά ιόντα από το διάλυμα και αποβάλλει στη θέση τους ιόντα Η" ή ΟΗ\ "καθαρίζοντας" έτσι το διάλυμα. Η χωρητικότητα της στήλης μετριέται σε mcq προσροφούμενων ιόντων ανά gr υλικού πλήρωσης της στήλης. Capacity Curve [Καμπύλη χωρητικότητας] Υδρ. Για μία δεξαμενή είναι το διάγραμμα από το οποίο για δεδομένη τιμή του ύψους της στάθμης της δεξαμενής προκύπτει ο όγκος του υγρού που περιέχει εκείνη την στιγμή. Capella [Καπέλα ή Αίγα] Αστρον. Το σημαντικότερο άστρο του αστερισμού του Ηνίοχου, στο νότιο ημισφαίριο και το 7° σε λαμπρότητα άστρο του ουρανού, με μέγεθος 0,08. Είναι ένα διπλό φασματοσκοπικά άστρο, που μαζί με τον αστρικό συνοδό του, βρίσκονται σε απόσταση 45 ετών φωτός από τη Γη. Στους αστρικούς καταλόγους είναι καταχωρημένο με το όνομα Alpha Aurigae. Capillarity [Τριχοειδή Φαινόμενα] Μηχ. Ρευστ. Φαινό-

Capillarity Correction

-276-

μενα που οφείλονται σε δυνάμεις μεταξύ μορίων ενός ρευστού και ενός στερεού. Οι δυνάμεις γίνονται αισθητές όταν είναι συγκρίσιμες με τις βαρυτικές, όπως συμβαίνει σε σωλήνες πολύ μικρής διαμέτρου, όπου ανάλογα με το υγρό παρατηρείται ανύψωση ή μείωση της στάθμης του στους σωλήνες. Πιο συγκεκριμένα αυτά τα φαινόμενα προκαλούνται λόγω της επιφανειακής τάσης που αναπτύσσεται στη διαχωριστική επιφάνεια υλικών που δεν αναμιγνύονται μεταξύ τους. Στα τριχοειδή φαινόμενα οφείλεται η ανύψωση ενός υγρού μέσα σε ένα πολύ λεπτό σωλήνα, καθώς και η καμπύλωση της επιφάνειάς του. Στα ίδια αίτια αποδίδεται και η καμπύλωση υγρού όταν βρίσκεται σε επαφή με ένα δεύτερο υγρό με το οποίο δεν αναμιγνύεται αλλά ούτε και με τους ίδιους τους ατμούς του. Capillarity Correction [Διόρθωση Τριχοειδών Φαινομένων] Μηχ. Διόρθωση στη μέτρηση του ύψους της στήλης υδραργύρου σε σωλήνα βαρόμετρου λόγω των τριχοειδών φαινομένων, δηλαδή του μηνίσκου που δημιουργείται. Capillary Action [Τριχοειδής Δράση] Μηχ. Ρευστ Capillarity Capillary Attraction [Ελκτική Τριχοειδής Δύναμη] Μηχ. Ρευστ. Ελκτική δύναμη μεταξύ ενός στερεού και ενός υγρού που το διαβρέχει. Στην δύναμη αυτή οφείλεται η ανύψωση ενός υγρού μέσα σε ένα τριχοειδή σωλήνα. Capillary Column [Τριχοειδής στήλη] Αναλ.Χημ. Είδος διαχωριστικών στηλών, με πολύ μικρή διάμετρο διατομής, κυμαινόμενη από 0,05 έως 1,2 mm. Διάφοροι τύποι τριχοειδών στηλών χρησιμοποιούνται σε τεχνικές διαχωρισμού υψηλής απόδοσης και ευαισθησίας, όπως η αέριος χρα>ματογραφία. Το υλικό κατασκευής τους είναι γυαλί, μέταλλο ή οργανικό πολυμερές και λόγω της μικρής πτώσης πίεσης που παρουσιάζουν, κατασκευάζονται με μεγάλο μήκος, που κυμαίνεται από 10 έως περίπου 100 m. Οι τριχοειδείς στήλες δεν φέρουν υλικό πλήρωσης. Capillary Condensation [Τριχοειδής συμπύκνωση] Φυσ. Χημ. Φυσικό φαινόμενο που αφορά τη μετατροπή ατμών πτητικής χημικής ουσίας, οι οποίοι έχουν προσροφηθεί στο δίκτυο των πόρων στερεού υλικού, σε υγρό. II διαδικασία βρίσκει εφαρμογή στις αναλοτικές τεχνικές χρωματογραφίας στερεού υποστρώματος. Capillary Curve [Καμπύλη Τριχοειδών Δυνάμεων] Μηχ. Ρευστ. Καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή της επιφάνειας ενός υγρού με ένα επίπεδο που είναι κατακόρυφο αλλά και κάθετο σε επίπεδο εφαπτόμενο στην επιφάνεια επαφής υγρού - στερεού. Capillary Depression [Ταπείνωση Στήλης λόγω Τριχοειδών Δυνάμεων] Μηχ. Ρευστ. Μείωση του ύψους της στήλης ενός υγρού μέσα σε ένα σωλήνα από υλικό το οποίο δεν διαβρέχεται από το υγρό. Για παράδειγμα το βαρόμετρο υδραργύρου όπου ο μηνίσκος του είναι κυρτός. Capillary Drying [Τριχοειδής ξήρανση] Μηχ. Ρευστ. Ξήρανση ενός πορώδους υλικού με συνεχόμενη εξάτμιση της υγρασίας του από τους πόρους της επιφάνειάς του και μεταφορά σε αυτούς λόγω τριχοειδών δυνάμεων υγρασίας από τους εσωτερικούς πόρους του. Οταν η σχετική υγρασία των πόρων του υλικού γίνει ίση με του αέρα το φαινόμενο σταματά. Αναλυτικότερα είναι μια φυσικοχημική διαδικασία κατά την οποία γίνεται σταδιακή απομάκρυνση του προσροφημένου υγρού από ένα πορώδες στερεό υλικό. Π διαδικασία

λαμβάνει χώρα με τη συνεχή μεταφορά υγρού, μέσω τριχοειδών φαινομένων, από το εσωτερικό των πύρων του στερεού προς την επιφάνεια αυτού, όπου γίνεται εξάτμιση του υγρού. Αυτό οδηγεί στη συνεχή μείωση της ποσότητας του προσροφημένου υγρού στο εσωτερικό του πορώδους υλικού, μέχρι τη αποκατάσταση ισορροπίας, στην οποία η σχετική υγρασία στο εσωτερικό του στερεού θα εξισωθεί με τη υγρασία του περιβάλλοντος χώρου. Capillary Electrometer [ΙΙλεκτρόμετρο τριχοειδών φαινομένων] Φυσ. Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πολύ μικρών διαφορών δυναμικού. Αποτελείται από λεπτότοιχο γυάλινο σωλήνα, ο οποίος περιέχει μία στήλ,η μεταλλικού υδραργύρου σε επαφή με υδατικό διάλομα θειικού οξέως. Μέσα στον υδράργυρο και το οξύ είναι εμβαπτισμένα δύο ηλεκτρόδια, μέσω των οποίων μετράμε τη διαφορά δυναμικού. Ο μηνίσκος της στήλης του υδραργύρου μετακινείται ανάλογα με την τιμή του μετρούμενου δυναμικού, και η κίνηση αυτή καταγράφεται ως σήμα. Το ηλεκτρόμετρο αυτού του τύπου βρίσκει εφαρμογή στην ιατρική, σαν βασικό εξάρτημα των ηλεκτροκαρδιογράφων. Capillary Gas C h r o m a t o g r a p h y [Αέρια χρωματογραφία τριχοειδών φαινομένων] Α ναλ. Χημ. Αναλυτική τεχνική διαχωρισμού μιγμάτων χημικών ενώσεων σε αέρια φάση, με πολύ υψηλή απόδοση. Η μεγάλη διαχωριστική ικανότητα της τεχνικής οφείλεται κυρίως στη χρήση διαχωριστικών στηλών μεγάλου μήκους, το οποίο κυμαίνεται από 10 έως 100 m και πολύ μικρής διατομής, διαμέτρου από 0,05 έως 1,2 mm. Λόγω των γεωμετρικών χαρακτηριστικών τους, οι στήλες χαρακτηρίζονται ως τριχοειδείς, δανείζοντας το χαρακτηρισμό και στην τεχνική. Βλεπε Capillary Column. Capillary Migration [Κίνηση λόγω Τριχοειδών Δυνάμεων] Υδρολ. Φαινόμενο κατά το οποίο λόγω τριχοειδών δυνάμεων μεταξύ ενός υγρού και ενός πορώδους υλικού το υγρό εισέρχεται ταχύτατα στους πόρους του υλικού, ή γενικότερα κινείται στο εσωτερικό του. Η κίνηση του υγρού σε απλές περιπτώσεις περιγράφεται από τον νόμο Hagen - Poiseuille και το μήκος διείσδυσης του υγρού είναι ανάλογο της τετραγωνικής ρίζας του χρόνου κίνησης του στον πόρο του υλικού. Capillary Pressure 1 [Πίεση Τριχοειδών Δυνάμεων) Μηχ. Ρευστ. Η διαφορά πίεσης λόγω της καμπυλότητας της επιφάνειας επαφής δύο υγρών τα οποία δεν αναμιγνύονται μεταξύ τους. Η καμπυλότητα προκαλείται από τριχοειδείς δυνάμεις. Η πίεση αναπτύσσεται στην επιφάνεια ενός υγρού από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων του. Η πίεση αυτή οφείλεται στην καμπυλότητα της επιφάνειάς του λόγω των τριχοειδών δυνάμεων που ασκούνται στο υγρό από ένα στερεό. Για κυλινδρικούς λεπτούς τριχοειδείς σωλήνες ισούται με: P=2xa*cos0/r όπου σ η επιφανειακή τάση του υγρού, 0 η γωνία επαφής υγρού - στερεού και γ η ακτίνα καμπυλότητας του σωλήνα. Capillary Pressure 2 [Τριχοειδής πίεση] Φυσ. Χημ. Διαφορά πίεσης η οποία δημιουργείται στα όρια μεταξύ δύο μη αναμίξιμων υγρών φάσεων και οφείλεται στην ανάπτυξη επιφανειακών τάσεων μεταξύ των δύο υγρών. Η τριχοειδής πίεση είναι ανάλ.ογη της καμπυλότητας της επιφάνειας επαφής των φάσεων. Η κίνηση μίας σταγόνας ενός υγρού, διαμέσου ενός τριχοειδούς σωλήνα, οφείλεται στην διαφορετική τιμή της τριχοειδούς πίεσης στα δύο άκρα της σταγόνας. Capillary Rise [Τριχοειδής Ανύψωση] Μηχ. Ρευστ. Α-

-277 νύψωση: h της στάθμης Γ.νός υγρού στο εσωτερικό ενός λεπτού σωλήνα, όταν το υγρό διαβρέχει το υλικό του σωλήνα. Για την περίπτωση λεπτού κυλινδρικού σωλήνα ισούται με: h=2xo>
Capryl Alcohol 2

σε διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα. Capric Anhydrite [Ανυδρίτης του καπρικού οξέως] Ομγ. Χημ. Οργανική ένίοση με χημικό τύπο C 9 H 19 CO0-C0C 9 H,9, που προκύπτει από την αφυδάτωση του καπρικού οξέως παρουσία ισχυρού αφυδραντικού μέσου. Είναι ένίοση αδιάλυτη στο νερό, η οποία χρησιμοποιείται για τη παρασκευή διαφόρων παραγώγων του καπροϊκού οξέως. C a p r i c o r n u s [Αιγόκερως] Αστμον. Είναι ο δέκατος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, ο οποίος δεν περιέχει ιδιαίτερα λαμπρά άστρα. Βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο έχοντας απόκλιση 20° και ορθή αναφορά 21 h. Το σημαντικότερο άστρο του αστερισμού είναι ο δ Αιγόκερω ή Ντενέμπ, μεταβλητό άστρο, φασματικού τύπου Α6, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 50 ετο')ν φωτός από τη Γη. Στον αστερισμό, επίσης, βρίσκονται το διπλό άστρο α Αιγόκερω, το άστρο β Αιγόκερω ή Νταλάκ, καθώς και το αστρικό σμήνος Μ30. C a p r o a m i d c [Καπροαμίδιο ή εξανοαμίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το αμίδιο του εξανοϊκού οξέως, με χημικό τύπο CH 3 (CH) 4 CONH 2 , το οποίο τήκεται στους 100-102 °C. Είναι εξαιρετικά ερεθιστική, για το δέρμα, χημική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή διαφόρων παραγώγων του εξανοϊκού οξέως. Caproic Acid [Καπροϊκό ή εξανοϊκό οξύ] Ομγ. Χημ. Το έκτο μέλος της σειράς των κορεσμένων μονοκαρβοξυλικών οξέων, με χημικό τύπο CsHnCOOH και ευθεία ανθρακική αλυσίδα. Είναι άχρωμο υγρό, με πυκνότητα 0,927 gr/cm3, το οποίο ζέει στους 203 °C και στερεοποιείται στους -3°C. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκερινικών εστέρων σε διάφορα προϊόντα του γάλακτος. ε - C a p r o l a c t a m [ε-Καπρολακτάμη] Ομγ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 68 °C και σημείο ζέσεως 262 °C. Είναι ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο ΟόΗπΟΝ και θεωρείται ως παράγωγο του εξανοϊκού οξέως. Έχει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό, καθώς και σε πολλούς οργανικούς διαλύτες όπως αιθανόλη, βενζόλιο και αιθέρας. Σε υδατικά διαλύματα οξέων και βάσεων υφίσταται υδρόλυση, παράγοντας το 6-αμινο εξανοϊκό οξύ. Η ε-καπρολακτάμη χρησιμοποιείται στην παρασκευή πλαστικών με βάση το πολυαμίδιο, όπως φ λ μ ς και πολυμερών ινών. γ -Caprolactone [γ-Καπρολακτόνη] Ομγ. Χημ. Στερεά οργανική ένωση με χημικό τύπο QHjoOa με σημείο βρασμού 219 °C. Δομικά συγκαταλwέγεται στους κυκλικούς εστέρες. Προκαλεί ερεθισμό σε επαφή με το δέρμα και τα μάτια. ε-Caprolactone [ε-Καπρολακτόνη] Οργ. Χημ. Αευκό κρυσταλλικό στερεό, το οποίο έχει σημείο ζέσεως 96 °C και μοριακό τύπο C 6 H 10 O 2 . Είναι ετεροκυκλική ένωση με επταμελή δακτύλιο και ανήκει στους κυκλικούς οργανικούς εστέρες, ενώ η επίσημη ονομασία της είναι 6-εξανολακτόνη. Σε επαφή με το δέρμα προκαλεί ερεθισμό, για το λόγο αυτό επιβάλλεται η προσεκτική χρήση της. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία των πλαστικών καθώς και στην κατασκευή συνθετικών ινών. Capryl Alcohol 1 [Καπρυλική αλκοόλη ή 1-οκτανόλη] Ομγ. Χημ. Ευθείας αλυσίδας, κορεσμένη μονοσθενής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3(CH2)6CH2OH. Είναι άχρωμο υγρό πυκνότητας 0,827 gr/cm3, το οποίο στερεοποιείται στους -15 °C και ζέει στους 196 UC. Παρασκευάζεται με υδρογόνωση εστέρων του καπριλικού οξέως, καθώς και από τη διάσπαση του καστορέλαιου, σε μίγμα με την ισομερής της, 2-οκτανόλη. Capryl Alcohol 2 [Καπρυλική Αλκοόλη ή 2-οκτανόλη]

C a r b o n-N i t r o g e n-O x y g e nC y c l e s

-278

Opy. Χημ. Είναι η οκτανόλη-2, με χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 5 CH(OH)CH 3 , μοριακό βάρος 130,23, σημείο ζέσεως 180°C και σημείο τήξεως -31,6°C. Πρόκειται για άχρωμη υγρή ένωση, με έντονη οσμή, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως αντιαφριστική ουσία. Capryl Chloride [Καπρυλοχλωρίδιο] Opy. Χημ. Παράγωγο του καπρυλικού οξέως με χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) fiCOCI. Είναι λευκή στερεή ένωση με σημείο ζέσεως 195 °C και πυκνότητα 0,953 gr/cm , η οποία χρησιμοποιείται στην παρασκευή διαφόρων άλλων παραγώγων του καπρυλικού οξέως. Capryl C o m p o u n d s [Καπρυλικές ενώσεις] Opy. Χημ. Όρος που αφορά στα παράγωγα του κακαπρυλικού οξέως, ενώσεις που περιέχουν την ομάδα CH^CEb) 6 CO. Τέτοιες ενώσεις είναι τα αλογονοπαράγωγα με γενικό τύπο CH^CH-^COX, το καπρυλαμίδιο CH3 (CI12)6CONH2, 01 εστέρες CH3(CH2)6COOR και ο ανυδρίτης του καπρυλικού οξέως CH^CH^CO-O-CO (CH2)6CH3. Capryl Anhydride [Ανυδρίτης του καπρυλικού οξέως] Opy. Χημ. Στερεά χημική ένωση του τύπου CH3(CH2) 6 C0-0-C0(CH 2 )6CH 3 , η οποία προκύπτει από την αφυδάτωση του καπρυλικού οξέως παρουσία ισχυρού αφυγραντικού μέσου. Είναι υγρή ουσία με έντονο υγροσκοπικό χαρακτήρα που προκαλεί ερεθισμό σε επαφή με το δέρμα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση του καπρυλικού οξέως και παραγώγων αυτού στο εργαστήριο. Caprylamide [Καπρυλαμίδιο] Opy. Χημ. Οργανική στερεά ένωση, ένα από τα γνωστότερα παράγωγα του καπρυλοκού οξέως. Έχει χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 6 CONH 2 και χρησιμοποιείται στη σύνθεση άλλων παράγωγων ενώσεων του καπρυλικού οξέως. Caprylic Acid [Καπρυλικό ή οκτανοϊκό οξύ] Opy. Χημ. Το όγδοο μέλος της σειράς των κορεσμένων λιπαρών οξέων, είναι φυσικά απαντώμενη ουσία με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 6 COOH. Είναι διαβρωτικό υγρό με πυκνότητα 0,910 gr/cm3, το οποίο τήκεται στους 16 °C και ζέει στους 237 °C. Μαζί με άλλα μέλη της σειρά των λιπαρών οξέων βρίσκεται στο κρέας και σε άλλα, ζωικής φύσης, προϊόντα. Caproic Anhydrite [Ανυδρίτης του καπροϊκού οξέως] Opy. Χημ. Είναι οργανική ένωση με χημικό τύπο C 5 H! 1CO-O-COC5H ι j και πυκνότητα 0,926 gr/cm3, η οποία ζέει στους 246-248 °C. Σε επαφή με το δέρμα προκαλεί ερεθισμό, κυρίως λόγω του έντονα υγροσκοπικού της χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή παραγώγων του καπροϊκού οξέως. Capsanthin [Καψανθίνη] Βιοχημ. Χρωστική των φυτών (ιδιαίτερα της κόκκινης πιπεριάς) που ανήκει στη τάξη των καροτενοειδών. Έχει τύπο C40H5&O3 και είναι καρμινέρυθρη κρυσταλλική σκόνη με σημείο τήξης 176° C. Capstone [Κεφαλή αψίδας] Αρχ. Είναι η πέτρα η οποία είναι τοποθετημένη στην κορυφή του τόξου μίας λίθινης αψίδας. Η σωστή τοποθέτησή της παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ευστάθεια της αψίδας, καθώς σφηνώνει όλους τους υπόλοιπους λίθους. Από αυτή διέρχεται ο κατακόρυφος άξονας συμμετρίας της λίθινης αψίδας. Caption [Λεζάντα σχεδίου] Πολ. Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται οι τίτλοι που φέρουν σε κάθε σχέδιο μίας μελέτης, τα επιμέρους ανεξάρτητα τμήματα του σχεδίου και προσδιορίζουν το τι απεικονίζει το κάθε ένα. Επίσης έτσι χαρακτηρίζονται και όλες οι ε-

πεξηγηματικές σημειώσεις που αφορούν τα υλικά των κατασκευών ή τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών όπου αναπαρίστανται στα σχέδια. Capture 1 [Σύλληψη ουράνιου σώματος] Αστρον. Αφορά στη δέσμευση κάποιου περιπλανώμενου, στο ηλιακό σύστημα, ουράνιου σώματος, από το ισχυρό βαρυτικό πεδίο ενός πλανήτη. Το δεσμευόμενο σώμα μπορεί να είναι μεγάλων διαστάσεων όπως οι κομήτες και οι αστεροειδείς καθώς και μικρότερο όπως τα μετεα)ροειδή. Αφού συλληφθεί από το βαρυτικό πεδίο μπορεί να παραμείνει για πολλές χιλιάδες χρόνια σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη ή στις περισσότερες περιπτώσεις να απορροφηθεί από αυτόν. C a p t u r e 2 [Σύλληψη σωματιδίου] Φνσ. Είναι η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας δεσμεύει ένα σωματίδιο, με επακόλουθο την έναρξη μίας πυρηνικής αντίδρασης. Συνήθη σωματίδια τα οποία δεσμεύονται είναι τα ηλεκτρόνια και τα νετρόνια. II σύλληψη ενός ηλεκτρονίου γίνεται συνήθως από ένα πρωτόνιο και οδηγεί στο σχηματισμό νετρονίου, με την ταυτόχρονη εκπομπή ενός νετρίνου, κατά το σχήμα: ρ + e- -» n. Στη σύλληψη νετρονίου, αυτό δεσμεύεται από έναν πυρήνα ατομικού αριθμού Ζ και μαζικού αριθμού Α, δίνοντας έναν ισότοπο πυρήνα και εκπέμποντας συγχρόνως ακτινοβολία γ: Λ Χ Ζ + n Α+1ΧΖ + γ. C a p t u r e Cross Section [Ενεργός διατομή] Φυσ. Μέγεθος, το οποίο παριστά την πιθανότητα να συμβεί μία συγκεκριμένη πυρηνική αντίδραση, που προκαλείται από την σύλληψη ενός σωματιδίου από έναν πυρήνα. Συμβολίζεται με σ και έχει διαστάσεις διαθέσιμης επιφάνειας ανά πυρήνα. C a p t u r e Ratio [Λόγος σύλληψης! Επικοιν. Μέτρο δυναμικής ενός δέκτη κυμάτων. C a r [Καμπίνα ανελκυστήρα] Τεχνολ. Σε έναν ανελκυστήρα, ο κλειστός χώρος εντός του οποίου τοποθετούνται οι επιβάτες ή τα εμπορεύματα ο οποίος μετακινείται μεταξύ των ορόφα>ν. Caracolite [Καρακολίτης] Ορυκτ. Ορυκτό με άχράμμους, γκρίζους ή πρασινωπούς κρυστάλλους που υπακούει στον τύπο Na 2 PbS0 4 Cl(0H). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα και έχει μέση πυκνότητα 5,1 gr/cm". Από χημική άποψη, είναι μικτό θειικό και χλωριούχο άλας νατρίου και μολύβδου, ενώ το συναντάμε κυρίως ως προσμίξεις σε ζώνες ορυκτών του μολύβδου. Caradocian [Καραδόκιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ορδοβισίου υποπεριόδου της Σιλουρίου περιόδου (πριν 500 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Λονδέϊλιον της ίδιας υποπεριόδου και παλαιότερη από το Δανδοβέριον της Γοτλανδίου. Caramel [Καραμέλα] Χημ. Τροφ. Αμορφη μάζα, κίτρινου χρώματος, η οποία παρασκευάζεται από σύμβραση ζάχαρης με σιρόπι αμύλου. Η καραμέλα σε θερμοκρασία δωματίου είναι στερεό υλικό, ενώ σε υψηλότερες θερμοκρασίες (75-90 °C) αποκτά πλαστική υφή, ιδιότητα που την κάνει μία από τις σημαντικότερες ύλες στη ζαχαροπλαστική. Caramelize [Καραμελοποίηση] Χημ. Αναφέρεται στη διαδικασία θερμικής διάσπασης της σακχαρόζης, φρουκτόζης ή γλυκόζης, με αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε σκουρόχρωμη ουσία, την καραμέλα. C a r a p a c e [Χελώνιο] Γεωλ. Το πάνω τμήμα των επιφανειακών κατακεκλιμένων πτυχών ενός καλύμματος επώθησης. C a r a t [Καράτιο] Ορυκτ. Διεθνής μονάδα βάρους, η ο-

-279 ποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάρους διαφόρων πολύτιμων λίθων και μαργαριταριών. Συμβολίζεται ως ct και ισοδυναμεί με 200 μικρογραμμάρια. Carat 2 [Καράτιο] Μεταλλ. Μονάδα μέτρησης της περιεκτικότητας σε πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός και ο λευκύχρυσος, κραμάτων αυτών των μετάλλων. Ο αριθμός καρατίων αντιπροσωπεύει τα μέρη βάρους του πολύτιμου μετάλλου σε 24 μέρη βάρους του κράματός του. Τα 24 καράτια αντιστοιχούν σε καθαρό μέταλλο. C a r a t h e o d o r y O u t e r M e a s u r e [Εξωτερικό μέτρο κατά Καραθεοδωρή] Μαθημ. Αν 3 είναι δεδομένος μετρικός χώρος, σύνολα Α1} Α2 ε 3 και απόσταση μεταξύ συνόλων στον μετρικό χώρο 3 οριζόμενη ως: d(Aj, Α2) = inf{d(x, y): x e Αι, y e A 2 }, εξωτερικό μέτρο Γ στον χώρο 3 το οποίο ικανοποιεί: Γ(Α, u Α 2 ) = Γ(Α,) u Γ(Α2), αν d(Ai, Α2) > 0. Παραδείγματα εξωτερικών μέτρων κατά καραθεοδωρή είναι τα μέτρα lebesgue stieltjes και hausdorff. C a r a t h c o d o r y ' s Principle [Αρχή του Καραθεοδωρή] Φυσ. Αρχή διατυπωμένη από τον Καραθεοδωρή σύμφωνα με την οποία, γύρω από την κατάσταση ισορροπίας ενός θερμοδυναμικού συστήματος υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες δεν μπορεί να μεταβεί με οιαδήποτε αδιαβατική, αντιστρεπτή ή όχι μεταβολή μόνο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή του δεύτερου θερμοδυναμικού νόμου χωρίς να γίνει αναφορά σε κυκλικές μεταβολές. C a r b a m i c Acid [Καρβαμιδικό οξύ] Opy. Χημ. Το μονοαμιδο-ανθρακικό οξύ έχει χημικό τύπο H 2 N-COOH και είναι ασταθής ένωση. Πολλά, όμως, από τα παράγωγά του είναι γνωστές οργανικές ενώσεις. Τέτοιες είναι η ουρία, προϊόν βιοχημικο')ν αποικοδομήσεων και οι εστέρες, με γενικό τύπο II 2 N-COOR, γνωστοί και σαν ουρεθάνες, οι οποίοι βρίσκουν εφαρμογή στην παραγωγή πλαστικών υλών. C a r b a m i c Glue [Καρβαμιδική κόλλα] Ομγ. Χημ. Συγκολλητικό υλακό που περιέχει σαν βάση τις ρητίνες ουρίας - φορμαλδεύδης και μελαμίνης - φορμαλδεΰδης. Χρησιμοποιείται σε μεγάλη κλίμακα στη βιομηχανία του ξύλου, κυρίως για την κατασκευή κόντρα πλακέ και επίπλαον, καθώς και για τη συγκόλληση πορσελάνης και μεταλλικών επιφανειών. Η καρβαμιδική κόλλα, αφού στεγνώσει, παρουσιάζει εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες και μεγάλη αντοχή στην υγρασία. C a r b a m i c Resins [Καρβαμιδικές ρητίνες] Υλικ. Ομάδα μεγάλο μορίων που αποτελούν τα προϊόντα συμπύκνωσης πολυμερισμού, της φορμαλδεΰδης με την ουρία καθώς και παραγώγων αυτών των ενώσεων. Οι πολυμερείς αυτές ρητίνες χρησιμοποιούνται κυρίως στην παρασκευή θερμοπλαστικών και συγκολλητικών υλά>ν. C a r b a m i d e [Καρβαμίδιο ή ουρία] Οργ. Χημ. Ιστορικά, η πρώτη οργανική ένωση που παρασκευάστηκε, από τον Wohler το 1828. Είναι στερεή οργανική ένωση με σημείο τήξεως 133-135 "C και χημικό τύπο H 2 N-COΝΗ2. Αποτελεί κύριο προϊόν της βιοαποικοδόμησης των πρωτεϊνών και των πουρινών, ενώ υδρολόεται προς σχηματισμό διαξείδιου του άνθρακα και αμμωνίας. C a r b a m o y l [Καρβαμύλνίο] Ομγ. Χημ. Ονομασία της ρίζας H 2 N-CO -, η οποία προέρχεται από το καρβαμιδικό οξύ. Το καρβαμύλιο αποτελεί την χαρακτηριστική ομάδα όλων των παραγώγων του καρβαμιδικού οξέως. C a r b a m y l Chloride [Χλωριούχο καρβαμύλιο] Ομγ. Χημ. Στερεά οργανική ένωση με χημικό τύπο H 2 N-COC1. Είναι παράγωγο του καρβαμιδικού οξέως και παρά-

Carbide 1

γεται από τους εστέρες αυτού με επίδραση με υδροχλώριο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση διαφόρων παραγώγων του καρβαμιδικού οξέως. C a r b a m y l Phosphate [Φωσφορικό καρβαμύλιο] Οργ. Χημ. Παράγωγος εστέρας του καρβαμιδικού οξέως με τύπο H 2 N-C0-0P0 3 H 2 , που προέρχεται από την αντίδραση του καρβαμιδικού οξέως με φωσφορικό οξύ. Carbanilide [Καρβανιλίδιο] Οργ. Χημ. Οργανικό παράγωγο της ουρίας με τύπο C 6 II 5 NII-CO-NHC6H 5 και επίσημη ονομασία Ν,Ν'-διφαινυλουρία. Αποτελείται από λευκούς, αδιάλοτους στο νερό, κρυστάλλους με σημείο τήξεως 234-236 °C και σημείο ζέσεως 262 °C. Παρασκευάζεται με επίδραση ισοκυανικού καλίου (KNCO) σε υδροχλωρική ανιλίνη, ενώ χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο προϊόν στην οργανική σύνθεση. C a r b a n i o n [Καρβανιόν] Οργ. Χημ. Οργανικό σωματίδιο που αποτελείται από ένα τριπλά υποκατεστημένο και αρνητικά φορτισμένο, άτομο άνθρακα. Οι υπακαταστάτες συνδέονται με τον άνθρακα μέσω ομοιοπολικών δεσμών, καθώς αυτός παρουσιάζει τετραεόρική συμμετρία με sp3 υβριδισμό. Τα καρβανιόντα είναι πολύ δραστικά χημικά είδη και, κατά συνέπεια, πολύ ασταθή. Συναντώνται, πάντα, ως ενδιάμεσα προϊόντα σε πολλές οργανικές αντιδράσεις, τα οποία έχουν πολύ μικρό χρόνο ζωής. Η σταθερότητα των καρβανιόντων, επομένως και ο χρόνος ζωής αυτών, αυξάνει με τη παρουσία, στον· κεντρικό άνθρακα, ήλεκτρο αρνητικών υποκαταστατών. Carbazole [Καρβαζόλιο] Ομγ. Χημ. Στερεά ετεροκυκλική, οργανική ένωση με σημείο τήξεως 245-246 °C και σημείο ζέσεως 355 °C., η οποία ακολουθεί το μοριακό τύπο C[2H9N. Βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα και απομονώνεται από αυτήν με τη μορφή του μετά καλίου άλατος του. Το καρβαζόλιο χρησιμοποιείται στην βιομηχανία των χρωμάτων, στην κατασκευή πλαστικών υλχόν (πολυβινυλοκαρβαζόλιο), καθώς και σαν αντιδραστήριο για τον προσδιορισμό σακχάρων. C a r b e n e [Καρβένιο] Οργ. Χημ. Κοινή ονομασία για ασταθή οργανικά χημικά είδη που περιέχουν ένα δισυποκατεστημένο, ουδέτερο άτομο άνθρακα με ελεύθερο ζεύγος ηλεκτρονίων, κατά το σχήμα RR'C:. Αποτελούν ενδιάμεσα χημικά είδη σε πολλές οργανικές αντιδράσεις, ενώ η χημική τους αστάθεια οφείλεται στην παρουσία του ελεύθερου ζεύγους ηλεκτρονίων. Ο άνθρακας των καρβενίων παρουσιάζει επίπεδη τριγωνική ή ευθεία συμμετρία έχοντας αντίστοιχα sp' και sp υβριδισμό. Το γνωστότερο καρβένιο είναι το μεθυλένιο, :CH2. C a r b e n i u m Ion [Ιόν καρβενίου] Οργ. Χημ. Ασταθές, θετικά φορτισμένο χημικό είδος, το οποίο αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και δύο υποκαταστάτες γύρω του. Το ιόν του καρβενίου έχει τύπο RR'C 1 και συναντάται ως ενδιάμεσο είδος σε πολλές οργανικές συνθέσεις. Carbethoxy [Καρβαιθοξυ-] Ομγ. Χημ. Οργανική πολυατομική μονάδα με τύπο -C0-0-C 2 H5, η οποία συναντάται στους εστέρες, των καρβονικών οξέων, με αιθανόλη. Carbide 1 [Καρβίδιο] Χημ. Μίγμα μεταβλητής σύστασης από καρβίδια διαφόρων μετάλλων, με κύριο συστατικό το Fe3C, το οποίο λόγω της σκληρότητάς και της χημικής του σταθερότητας βρίσκει ευρεία εφαρμογή στη χημική βιομηχανία για την κατασκευή σωληνώσεων και ανθεκτικοί εξαρτημάτων στους χημικούς αντιδραστήρες. Το καρβίδιο σχηματίζει, με την εφαρμογή του,

Carbide 2

-280-

μία τσιμεντένια φάση, η παρουσία της οποίας βελτίωνει τις ιδιότητες του μηχανικού εξαρτήματος. Carbide 2 [Καρβίδιο] Χημ. Ονομασία που αφορά σε στερεές, δυαδικές ενώσεις του άνθρακα με ηλεκτροθετικά στοιχεία, κυρίως μέταλλα και λιγότερο συχνά αμέταλλα. Τα καρβίδια υποδιαιρούνται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το είδος των δεσμών που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων τους: ιοντικά, ομοιοπολικά και ημιπολικά. Πολλά από τα καρβίδια δεν ακολουθούν τους νόμους της στοιχειομετρίας, αποτελώντας έτσι ενώσεις μεταβλητής σύστασης. Carbide Nuclear Fuel [Πυρηνικό καύσιμο καρβιδίου] Πυμην. Φνσ. Όρος που αποδίδεται στην καύσιμη ύλη πυρηνικού αντιδραστήρα, όταν αυτή βρίσκεται όχι με μεταλλική μορφή, αλλά με τη μορφή δυαδικής ένωσης με άνθρακα (καρβίδιο). Το κυριότερο καύσιμο σε πυρηνικούς αντιδραστήρες είναι το 23 U και η χρήση του με τη μορφή καρβιδίου έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη υψηλών θερμοκρασιών τήξης και εξάτμισης, την αύξηση της θερμικής αγωγιμότητας καθώς και την ελαχιστοποίηση του κόστους λειτουργίας του αντιδραστήρα. Carbine [Καρβίνιο] Ομγ. Χημ. Οργανικό παράγωγο του καρβαμιδικού οξέως. Χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο για την καταπολέμηση ασθενειών στο σιτάρι, το κριθάρι και τα σακχαρότευτλα. Carbinol 1 [Καρβινόλη] Ομγ. Χημ. Κατάληξη που δίνεται στην ονομασία των άκυκλων κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών, όταν αυτές ονομάζονται ως παράγωγα της μεθανόλης, σύμφωνα με ένα ανεπίσημο διεθνές σύστημα ονοματολογίας. Θεωρείται ότι τα παράγωγα της μεθανόλης έχουν τον γενικό τύπο: RR'CR" (ΟΗ), όπου RR' και R " είναι κορεσμένες ανθρακικές αλυσίδες (αλκύλια). Για παράδειγμα, η ένωση CH3-CH (OH)-CH2CH3, ονομάζεται αίθυλ-μέθυλ-καρβινόλη, ως παράγωγο της μεθανόλης. Carbinol [Καρβινόλη] Ομγ. Χημ. Εμπειρική ονομασία της μεθανόλης, του πρώτου μέλους της ομόλογης σειράς των άκυκλων κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών, Είναι πτητικό υγρό με σημείο βρασμού 65,4 °C και πυκνότητα 0,888 gr/cm3, ενώ διαλύεται εύκολα στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Carbinol 3 [Καρβινόλη] Οργ. Χημ. Συνήθης ονομασία των αρωματικών τριαρυλο παραγώγων της μεθανόλης, τα οποία έχουν τον γενικό τύπο Ar3COH. Οι αρωματικές αυτές αλκόλες παρασκευάζονται κυρίως, με επίδράση εστέρων σε κατάλληλες οργανομαγνησιακές ενώσεις. Η πιο γνωστή ένωση αυτής της συνομοταξίας είναι η τριφαινυλοκαρβινόλη με χημικό τύπο: (Col·) 3 COH. C a r b o a n h y d r a s e [Καρβοανυδράση ή καρβονική υδρολυάση] Βιοχημ. Ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό του ανθρακικού οξέως από διοξείδιο του άνθρακα και νερό, στον οργανισμό. Δομικά είναι μεταλλοπρωτεΐνη που περιέχει ψευδάργυρο για ενεργό συστατικό. Έχει μοριακό βάρος περίπου 30000 και βρίσκεται στα ερυθροκύτταρα, στα νεφρικά κύτταρα καθώς και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού. Η καρβοανυδράση έχει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία σχηματισμού του ουρικού οξέως στα νεφρά, ενώ έχει αποδειχτεί και ο ρόλος της στο σχηματισμό του υδροχλωρικού οξέως στο στομάχι. C a r b o b o r a n e 1 [Ανθρακοβοράνιο] Χημ. Χημική ένωση που προκύπτει από τα ανιονικά υδρογονίδια των βορανίων, με αντικατάσταση της ομάδας BIT από την ισοη-

λεκτρονική ομάδα CH. Υπάρχουν ανθρακοβοράνιο, με αριθμό ατόμων βορίου από 5 έως 12. C a r b o b o r a n e 2 [ΑνΟρακοβοράνιο] Χημ. Συχνά, αναφέρεται στο ανθρακοβοράνιο με τύπο B]0C2Hi2, το οποίο έχει δομή εικοσαέδρου. Carbocation [Καρβοκατιόν ή καρβωνιόν] Ομγ. Χημ. Ονομασία μοριακών σωματιδίων οργανικής φύσης, τα οποία περιέχουν ένα θετικά φορτισμένο άτομο άνθρακα με τρεις υποκαταστάτες. Τα καρβοκατιόντα σχηματίζονται ως ενδιάμεσα, ασταθή χημικά είδη σε πολλές οργανικές αντιδράσεις. Έχουν τριγωνική, επίπεδη συμμετρία Kat συνήθως σχηματίζονται με την ετερολυτική διάσπαση του δεσμού ενός ατόμου άνθρακα με ένα ηλεκτροαρνητικό άτομο όπως Ο, CI, Br ή I. Carbocyclic Compound [Καρβοκυκλική ένωση] Ομγ. Χημ. Κάθε κυκλική οργανική ένωση, της οποίας το μόριο περιέχει δακτύλιο αποτελούμενο αποκλειστικά από άτομα άνθρακα. Οι καρβοκυκλικές ενώσεις διαφοροποιούνται από τις ετεροκυκλικές, στο ότι οι δεύτερες περιέχουν δακτυλίους αποτελούμενους από άτομα άνθρακα και κάποιου άλλου στοιχείου, συνήθως Ο, Ν και S. Ανάλογα με το είδος των χημικών δεσμών του δακτυλίου, υποδιαιρούνται στις αρωματικές και τις αλυκυκλικές. II χρησιμότητά τους είναι πολύ μεγάλη αφού αποτελούν βασικά συστατικά πολλών ουσιών όπως χρώματα, φάρμακα και εντομοκτόνα. Carbohcmoglobin [Καρβοαιμοσφαιρίνη] Βιοχημ. Χαρακτηρισμός μορίου αιμοσφαιρίνης, που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα χαλαρά συνδεδεμένο. Το διοξείδιο του άνθρακα αποτελεί προϊόν του καταβολισμού του οργανισμού και παράγεται στους πνεύμονες, από όπου μεταφέρεται εκτός οργανισμού, μέσω της αιμοσφαιρίνης. C a r b o h y d r a t e [Υδατάνθρακας] Βιοχημ. Ονομασία που αφορά στα πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα αλδεϋδών και κετονών. Οι υδατάνθρακες είναι ενώσεις πολύ διαδεδομένες στη φύση, ενώ ορισμένες από αυτές αποτελούν βασικά θρεπτικά συστατικά της τροφικής αλυσίδας των οργανισμών. Φέρουν επίσης τον χαρακτηρισμό σάκχαρα, λόγω της χημικής του ομοιότητας με τη ζάχαρη. Ονομάζονται υδατάνθρακες, γιατί από πλευράς χημικής σύστασης, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούνται από άνθρακα και νερό. Οι υδατάνθρακες ταξινομούνται σε μονοσακχαρίτες, ολιγοσακχαρίτες και πολυσακχαρίτες, ανάλογα με τον αριθμό δομικών μονάδων που περιέχονται στο μόριό τους. C a r b o h y d r a t e Metabolism [Μεταβολισμός υδατανΟράκων] Βιοχημ. Αφορά στο σύνολο των διεργασιών αφομοίωσης των υδατανθράκων στον οργανισμό. Ο μεταβολισμός χωρίζεται σε δύο στάδια, τον αναβολισμό, κατά τον οποίο συντίθενται τα μόρια των υδατανθράκων από απλούστερες ενώσεις, και τον καταβολισμό, δηλαδή τη διαδικασία βιοδιάσπασης τους σε απλούστερα μύρια, η οποία συνοδεύεται από απόδοση ενέργειας στον οργανισμό. Carbomethoxy [Καρβομεθοξυ-] Οργ. Χημ. Οργανική μονάδα του τύπου -C0-0-CII 3 , η οποία συναντάται στους εστέρες, των καρβονικών οξέων, με μεθανόλη. Carbomycin [Καρβομυκίνη] Βιοχημ. Αντιβιοτικό, με μοριακό τύπο C42H67NOi6. το οποίο απομονώνεται από ένα είδος ακτινομυκήτων. Χορηγείται σε περιπτώσεις ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος. Αποτελεί βασικό συστατικό της τροφής των πουλερικών, κατά τη διάρκεια της επιταχυνόμενης ανάπτυξης. Παρουσιάζει ελαφρά τοξικότητα για τον άνθρωπο και η χορήγη-

-281 σή του προκαλεί ανορεξία και τάσεις ναυτίας. C a r b o n [Ανθρακας] Χημ. Χημικό στοιχείο που συμβολίζεται με C, έχει ατομικό αριθμό Ζ=6, είναι αμέταλλο και έχει μέσο ατομικό βάρος 12.011. Λόγω της ηλεκτρονικής δομής του μπορεί να ενωθεί με πάρα πολλά άλλα άτομα σχηματίζοντας οργανικές ενώσεις. Καθαρός βρίσκεται σε τρεις διαφορετικές κρυσταλλικές φάσεις: διαμάντι, γραφίτης και φουλ.ερένιο (Buckminsterfullcrcnc). Carbon-12 [Ανθρακας-12 12C] Χημ. Μη ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα που περιέχεται σε ποσοστό 98.9% στον φυσικό άνθρακα και έχει μαζικό αριθμό Α=12. Το ένα δωδέκατο της μάζας του χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης του ατομικού βάρους των στοιχείων, άρα έχει ατομικό βάρος: 12. C a r b o n - 1 3 [Ανθρακας-13 ,3 C] Πυρην. Φυσ. Μη ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα με μαζικό αριθιιό Α=13. C a r b o n - 1 4 [Ανθρακας-14, ραδιοάνθρακας 4 C] Πυρην. Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 5570 χρόνια και μαζικό αριθμό Α=14. Χρησιμοποιείται στην χρονολόγηση αντικειμένων στα οποία εγκλωβίστηκε κατά την παρασκευή τους π.χ. κεραμικά αλλά και σαν ιχνηθέτης (στοιχείο ανίχνευσης) βιολογικών φαινομένων. Στην ατμόσφαιρα παράγεται από τις κοσμικές ακτίνες όταν νετρόνια τους προσπίπτουν σε πυρήνες 1 7Ν. Carbon-14 Dating [Χρονολόγηση με Ανθρακα-14, Ραδιοάνθρακα] Πυρην. Φυσ. Χρονολόγηση αντικειμένων όταν κατά την παρασκευή - σχηματισμό τους εγκλωβίζεται l4 C στο εσωτερικό τους. Λαμβάνοντας υπόψη την μείωση της συγκέντρωσης του (συνήθως τον λόγο πυρήνων 14C προς : C) λόγω ραδιενεργών διασπάσεων με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 5780 χρόνια σε σχέση με την γνωστή συγκέντρωση l4 C κατά τον εγκλ*ωβισμύ του στο αντικείμενο υπολογίζεται η ηλικία του αντικειμένου. Χρησιμοποιείται για ηλικίες μέχρι 50000 ετών. C a r b o n Arc [Τόξο άνθρακα] Ηλεκ. Αυτοτελής ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάταξη που περιλαμβάνει ηλεκτρόδιο άνθρακα. Χρησιμοποιείται στη παραγωγή υψηλών θερμοκρασιών στη βιομηχανία (ηλεκτροσυγκόλληση, κάμινος κ.λ.π.) και λαμπτήρων υψηλής έντασης. C a r b o n Black [Αιθάλη] Χημ. Είναι άμορφος άνθρακας, σε λεπτά διαμερισμένη σκόνη, που παράγεται με ατελή καύση υδρογονανθράκων. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε ελαστικά, χρώματα και μελάνες. C a r b o n Burning [Σύντηξη του Ανθρακα] Πυμην. Φυσ. Προτεινόμενη αντίδραση σύντηξης δύο πυρήνων άνθρακα-12 στον πυρήνα των αστεριών (απαιτείται θερμοκρασία Τ>500 χ 10^°Κ) που οδηγεί στον σχηματισμό πυρήνων βαρύτερων στοιχείων. C a r b o n C o m p o u n d s [Ενώσεις του άνθρακα] Χημ. Αναφέρεται σε όλες τις χημικές ενώσεις που περιέχουν ένα ή περισσότερα άτομα άνθρακα. Περιλαμβάνει δηλαδή, όλες τις οργανικές ενώσεις, αλλά και κάποιες ανόργανες, όπως είναι το διοξείδιο του άνθρακα, τα καρβίδια, τα ανθρακικά άλατα, κλπ. C a r b o n Cycle [Κύκλος του Ανθρακα] Βιοχημ. Κυκλική διαδικασία δέσμευσης και απελευθέρωσης του άνθρακα κυρίως σαν διοξείδιο του άνθρακα ή άλλες ενώσεις στην βιόσφαιρα. Το διοξείδιο του άνθρακα δεσμεύεται από φυτά με την φωτοσύνθεση και παράγονται οργανικές ενώσεις οι οποίες καταναλώνονται από άλλα φυτά και ζώα και σταδιακά μέσω αποσύνθεσης

C a r b o n - Nitrogen -Oxygen Bicycle

μετατρέπονται και πάλι σε ενώσεις του άνθρακα στην βιόσφαιρα. C a r b o n Detonation S u p e r n o v a Model [Μοντέλα Έκρηξης Υπερκαινοφανών Αστέρων λόγω Σύντηξης Ανθρακα] Αστρον. Μοντέλο εξήγησης της έκρηξης των υπερκαινοφανών αστέρων λόγω έναρξης των αντιδράσεων σύντηξης του άνθρακα (εάν η μάζα του αστέρα είναι 4 έως 9 φορές μεγαλύτερη από του Ήλιου). C a r b o n Dioxide Fire Extinguisher [Πυροσβεστήρας Διοξειδίου του Ανθρακα] Είδος πυροσβεστήρα που χρησιμοποιεί υγροποιημένο διοξείδιο του άνθρακα σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος και υψηλές πιέσεις 55-62 bar. C a r b o n Dioxide Gas Laser [Λέιζερ Διοξειδίου του Ανθρακα] Φυσ. Πηγή ισχυρής (εκατοντάδων W) σύμφωνης και μονοχρωματικής (λ=10.6μιη) υπέρυθρης ακτινοβολίας. Σε παλμική λειτουργία η ισχύς του μπορεί να φτάσει και 100MW ενώ σε συνεχή 60kW. C a r b o n Disulfide [Διθειάνθρακας] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη, υγρή, τοξική ένωση, με χημικό τύπο CS2, σημείο ζέσεως 46,3 °C και σημείο τήξεως -110°C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Παράγεται από την αντίδραση μεθανίου και θείου, στους 1000°C, παρουσία αργιλίας. Η δυσάρεστη οσμή του οφείλεται σε προσμίξεις θείου και υδροθείου. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης για ρητίνες, έλαια, κηρούς. C a r b o n H y d r o p h o n e [Υδρόφωνο Ανθρακα] Ακουστ. Υδρόφωνο που χρησιμοποιεί ένα μικρόφωνο άνθρακα για την μετατροπή ηχητικών κυμάτων που διαδίδονται στο νερό σε ηλεκτρικά σήματα. —> Carbon Microphone C a r b o n Microphone [Μικρόφωνο Ανθρακα] Ακουστ. Μικρόφωνο το οποίο μετατρέπει τα ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικά σήματα μέσω των μεταβολών της αντίστασης του. Οι ταλαντώσεις της μεμβράνης προκαλούν μεταβλητή πίεση στο χώρο που το κύκ/α)μα κλείνει με κόκκους γραφίτη αλλάζοντας την αντίσταση του και προκαλώντας ανάλογες μεταβολές στο ρεύμα που το διαρρέει. C a r b o n Molecular Sieve [Μοριακό Κόσκινο Ανθρακα] Ανόμγ. Χημ. Πορώδες υλικό που αποτελείται από ενεργό άνθρακα, το οποίο χρησιμοποιείται για διαχωρισμούς μορίων, με βάση το μέγεθος τους. C a r b o n Monoxide [Μονοξείδιο του Ανθρακα] Ανόμγ. Χημ. Αέριο άχρωμο, άοσμο, πολό τοξικό, με χημικό τύπο CO, μοριακό βάρος 28,01 και σημείο ζέσεως 191,5 °C. Αποτελεί προϊόν ατελούς καύσης ανθρακούχων υλικών και παράγεται βιομηχανικά με διαβίβαση υδρατμών σε διάπυρο άνθρακα. 'Εχει αναγωγικές ιδιότητες. C a r b o n Monoxide Laser [Λέιζερ μονοξειδίου του άνθρακα] Οπτικ. Τύπος μοριακού αεριολέιζερ που χρησιμοποιεί μονοξείδιο του άνθρακα ως ενεργό υλακό. Λειτουργεί σε μήκος κύματος από 4,9 έως 5,9 micrometers, με ισχύ της τάξης των εκατοντάδων Wall. C a r b o n - Nitrogen Cycle [Κύκλος άνθρακα - αζώτου] Πυμην. Φυσ. Διαδοχικές πυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης στις οποίες μετέχει ένας πυρήνας l2C, τέσσερις πυρήνες 1Τ Τ και άλλοι ενδιάμεσοι πυρήνες π.χ. 13Ν, 14Ν, 5 Ν. Στο τέλος παράγεται ένας πυρήνας ηλίου, άλλα στοιχειώδη σωματίδια και ακτίνες γ καθώς και ένας πυρήνας l2 C ο οποίος φαίνεται να λειτουργεί σαν καταλύτης της αντίδρασης. Η αντίδραση αυτί'·] πιστεύεται ότι είναι η πηγή ενέργειας σε αστέρια όπως ο Ήλιος. C a r b o n - Nitrogen -Oxygen Bicycle [Κύκλοι Ανθρα-

Carbon - Nitrogen - Oxygen Cycles

-282 -

κα - Αζώτου - Οξυγόνου] Γΐυρην. Φυσ. Ζεύγος κύκλιων άνθρακα - αζώτου - οξυγόνου παραλλαγές του κύκλου άνθρακα - αζώτου. Πραγματοποιείται όταν σχηματιστεί 16 0 με πρόσληψη ]Η από το Ι5Ν που εμφανίζεται σε μια αντίδραση του κύκλου άνθρακα - αζώτου. C a r b o n - Nitrogen - Oxygen Cycles [Κύκλοι Ανθρακα - Αζώτου - Οξυγόνου] Πνρην. Φυσ. Κάθε κύκλος που οδηγεί στην παραγωγή πυρήνα ηλίου και άλλων δευτερευόντων προϊόντων από ένα πυρήνα 1- C και τέσσερις πυρήνες ιΗ με ενδιάμεσες αντιδράσεις στις οποίες μετέχουν πυρήνες αζώτου και οξυγόνου. (CNO Cycles) Carbon - Nitrogen Cycle C a r b o n P a p e r [Χάρτης καρμπόν] Υλικ. Λεπτό και ελαφρό χαρτί, που φέρει συνήθως επί της μιας όψεως επίστρωση λιπαρής γλυκερινούχου χρωστικής, για την παραγα>γή μέσω αποτύπωσης πιστών αντιγράφων. C a r b o n Residue [Υπόλειμμα Ανθρακα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στο στερεό άνθρακα που σχηματίζεται κατά τη θέρμανση ενός λιπαντικού, σε συνθήκες απουσίας αέρα. Είναι γνωστό και ως εξανθράκωμα. C a r b o n Residue Test (Μέτρηση Εξανθρακώματος] Χημ. Μηχ. Ο προσδιορισμός της τιμής του εςανθρακο')ματος, που γίνεται με τις μεθόδους Conradson, οι οποίες βασίζονται στη μέτρηση του υπολείμματος που παραμένει κατά την εξάτμιση και πυρόλυση ενός ορυκτελαίου, απουσία αέρα. C a r b o n Resistor [Αντίσταση άνθρακα] Ηλεκ. Ο συνηθέστερος τύπος ηλεκτρικής αντίστασης σε ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά κυκλώματα από άνθρακα. C a r b o n S t a r [Αστέρας άνθρακα] Αστμον. Αστέρας στου οποίου το φάσμα παρουσιάζονται σχετικά έντονες γραμμές εκπομπής άνθρακα. C a r b o n Suboxide [Υποξείδιο του Ανθρακα] Ανόμγ. Χημ. Είναι ανυδρίτης του μηλονικού οξέος, με χημικό τύπο C 3 0 2 , μοριακό βάρος 68,03, σημείο τήξεως 111,3 "C και σημείο ζέσεως 7°C. Ιΐρόκειται για άχρωμη, υγρή ή αέρια ουσία, με δυσάρεστη οσμή. C a r b o n Tetrachloride [Τετραχλωράνθρακας] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και τετραχλωρομεθάνιο. Έχει χημικό τύπο CC14, μοριακό βάρος 153,82, σημείο τήξεως -23 "C και σημείο ζέσεως 76,8 °C. Είναι άχρωμη υγρή ουσία, πολύ τοξική, διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Σχηματίζεται με επίδραση χλωρίου σε διθειάνθρακα και χρησιμοποιείται ως διαλύτης μη πολικών ενώσεων, για το ξηρό καθάρισμα ρούχων και για την πλήρωση πυροσβεστήρων. C a r b o n T e t r a f l u o r i d e [Τετραφθοράνθρακας] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και τετραφθοράνθρακας. Έχει χημικό τύπο CF4, μοριακό βάρος 88, σημείο ζέσεως -128 °C και σημείο τήξεως -184°C. Είναι άχρωμη, υδατοδιαλυτή αέρια ένωση, που χρησιμοποιείται ως ψυκτικό. C a r b o n T r a n s f e r Recording [Καταγραφή μηνύματος με επικάλυψη άνθρακα] Επικοιν. Ένας από τους δυνατούς μηχανισμούς πάνω στην λειτουργία των οποίων βασίζονται ορισμένες μηχανές fax και εκτυπωτές laser, στα οποία το μήνυμα κατασκευάζεται με επικάλυψη σωματιδίων άνθρακα πάνω σε χαρτί. C a r b o n Value [Τιμή Εξανθρακώματος] Χημ. Μηχ. Εμπειρικό μέγεθος, που εκφράζει την τάση ενός λιπαντικού να σχηματίζει στερεό άνθρακα, κατά τη θέρμανσή του. Carbonaceous Chondrile [Ανθρακικός χονδρίτης] Γεωλ. Κλάση πετρωδών μετεωριτών (περίπου το 1 % του συνόλου), μελανού στιλπνού χρώματος και με κοκκώδη εσωτερική υφή, με υψηλή περιεκτικότητα σε άν-

θρακα (περίπου 20%) και με μικρή περιεκτικότητα σε σίδηρο (κάτω από 2%), που αποτελείται από πολλές οργανικές και πτητικές ενώσεις. C a r b o n a d o [Καρβονάδο] Ομυκτ. Μία από τις τρεις γνωστές κρυσταλλικές και από τις δύο εξαγωνικές μορφές του καθαρού άνθρακα, που συναντάται στη φύση και σε μετεωρίτες αλλά παρασκευάζεται και τεχνητά. Είναι σκοτεινού χρώματος, αδιαφανή κρυπτοκρυσταλλικά και μικροκρυσταλλικά συμπαγή και κογχώδη συγκροτήματα με ακανόνιστο σχήμα και μεγάλη αντοχή και στερεότητα. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή εργαλείων. C a r b o n a t e [Ανθρακικός] Ανόργ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση, η οποία περιέχει τη δισθενή ρίζα C0 3 *\ που προκύπτει από το ανθρακικό οξύ. C a r b o n a t e Spring [Ανθρακική πηγή] Υδμολ. Όξινη μεταλλική πηγή που περιέχει ως κύριο συστατικό διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα και είναι πτωχή σε στερεά συστατικά. Carbonation 1 [Ανθράκωση] Γεωχημ. Μορφή χημικής διάβρωσης των πετρωμάτων (ιδιαίτερα του ασβεστόλιθου) από το διοξείδιο του άνθρακα των ομβρίων υδάτων και του αέρα. Carbonation 2 [Ανθράκωση] Χημ. Μηχ. II διαδικασία πρόσμιξης αερίου διοξειδίου του άνθρακα σε ποτό που πραγματοποιείται είτε μηχανικά σε ειδικές συσκευές υπό πίεση με προηγούμενη ψύξη και αφαίρεση του αέρα του υγρού είτε με φυσικό κορεσμό του υγρού με το αέριο το αποβαλλόμενο κατά τη ζύμωση. Carbonation" [Ανθράκωση] Πολ. μηχ. Στο σκυρόδεμα η χημυ<ή αντίδραση απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα από την οποία προκύπτει η διάβρωση του οπλισμού και συνεπώς μειώνεται η αντοχή του στοιχείου. Carbonic Acid [Ανθρακικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Ασθενές, διβασικό οξύ, με χημικό τύπο H 2 C0 3 . Σχηματίζεται όταν το διοξείδιο του άνθρακα διαλύεται σε νερό. Το καθαρό ανθρακικό οξύ δεν μπορεί να απομονωθεί, σχηματίζει όμως σταθερά άλματα. Carbonic Acid Derivatives [Παράγωγα Ανθρακικού Οξέος] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στα άλματα, τους εστέρες, τα αμίδια και τα χλωρίδια που σχηματίζονται από το ανθρακικό οξύ. Διακρίνονται σε απλ.ά και όξινα. Carbonic A n h y d r i d e [Ανθρακικός Λνυδρίτης] Ανόργ. Χημ. Σύμφωνα με την αντίδραση σχηματισμού του ανθρακικού οξέος, II2C03<-> C0 2 + Η 2 0, ο ανυδρίτης του ανθρακικού οξέος είναι το διοξείδιο του άνθρακα. C a r b o n i f e r o u s [Λιθανθρακοφόρος] Γεωλ. Γεα>χρονολογική περίοδος του Παλ.αιοζωικού αιώνα, νεότερη της Δεβονίου και αρχαιότερη της Περμίου, πριν περίπου 350 εκατομ. χρόνια και διάρκειας περίπου 65 εκατομ. χρόνων. Χαρακτηρίζεται από έντονες τεκτονικές κινήσεις και από θερμό και υγρό κλίμα που ευνόησε την έντονη ανάπτυξη της χλ.ωρίδας και τον σχηματισμό τεράστιων κοιτασμάτων λιθανθράκων. Carbonification [Λνθρακοποίηση] Γεωλ. Π βραδεία διεργασία αποσύνθεσης οργανικών υλνών (κυρίως φυτικών) προς σχηματισμό κοιτασμάτων πλούσιων σε άνθρακα, διαφόρων ειδών και βαθμού ενανθράκο>σης που εξαρτάται από τη γεωλογική ηλικία τους και τις ειδικές συνθήκες διαμόρφωσης τους. Carbonization [Λνθρακοποίηση] Χημ. Θέρμανση, απουσία αέρα, μιας οργανικής ένωσης, με αποτέλεσμα το σχηματισμό στερεού άνθρακα και αερίων προϊόντων. Η παραγωγή κωκ και αερίου καυσίμου βασίζεται

• 283 -

σε αυτή τη διεργασία. Carbonyl [Καρβονύλιο] Οργ. Χημ. Η χαρακτηριστική ομάδα >C=0, που περιέχεται σε αλδεΰδες, κετύνες, καρβοξυλικά οξέα, αμίδια, κλπ, αλλά και σε ανόργανα καρβονυλικά σύμπλοκα. Carbonyl B r o m i d e [Καρβονυλοβρωμίδιο] Opy. Χημ. Ονομάζεται και οξυβρωμιούχος άνθρακας. Εχει χημικό τύπο COBr 2 , μοριακό βάρος 187,92 και σημείο ζέσεως 64,5 °C. Είναι άχρωμη, τοξική, υγρή ουσία. Carbonyl Chloride [Καρβονυλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και οξυχλωριούχος άνθρακας ή φωσγένιο. Έχει χημικό τύπο COCl 2 , μοριακό βάρος 98,92, σημείο ζέσεως 8,3 °C και σημείο τήξεως -104°C. Είναι δηλητηριώδες αέριο, διαλυτό σε βενζόλιο και τολουόλιο και σχηματίζεται με επίδραση χλωρίου σε μονοξείδιο του άνθρακα, παρουσία φωτός. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία ως μέσο χλωρίωσης. Carbonyl C o m p o u n d [Καρβονυλική Ένωση] Χημ. Είναι κάθε χημική ένωση που περιέχει την καρβονυλική ομάδα (>C=0), όπως οι αλδεΰδες και οι κετύνες ή σύμπλοκες ανόργανες ενώσεις, στις οποίες το καρβονύλιο βρίσκεται συνδεδεμένο με μεταλλικό ιόν. Carbonyl Fluoride [Καρβονυλοφθορίδιο] Ομγ. Χημ. Είναι γνωστό και ως οξυφθοριούχος άνθρακας. Είναι άχρωμο, υγροσκοπικύ αέριο, με χημικό τύπο COF2, μοριακό βάρος 66,01, σημείο ζέσεως -83,1 °C και σημείο τήξεως -114°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Carbonyl G r o u p [Καρβονυλική Ομάδα] Οργ. Χημ. Η λειτουργική ομάδα >C=0. Carbonyl Carbonylation [Καρβονυλίωση] Οργ. Χημ. Χημική αντίδραση, κατά την οποία εισάγεται ένα καρβονύλιο στο μόριο μιας ένωσης. C a r b o r u n d u m [Καρβορούνδιο ή ανθρακοπυρίτο] Υλικ. Το καρβίδιο του πυριτίου, συνθετική κρυσταλλική ένωση που παρασκευάζεται σε συνθέρμανση σε υψηλή θερμοκρασία διοξειδίου του πυριτίου (ειδική χαλαζιακή άμμος) και άνθρακα (κωκ) σε ηλεκτρική κάμινο. Είναι εξαιρετικά σκληρό, δύστηκτο και ανθεκτικό στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Χρησιμοποιείται ως ημιαγωγός, ως λειαντικό υλικό κ.λ.π. Carboxyl G r o u p [Καρβοξυλική Ομάδα] Οργ. Χημ. II δραστική ομάδα -COOH, που σχηματίζεται με συνδυασμό ενός καρβονυλίου (>C=0) και ενός υδροξυλίου (ΟΗ).

Carboxylate Anion [Καρβοξυλικό Ανιόν] Ομγ. Χημ. Προκύπτει από το καρβοξύλιο, με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Ο γενικός τύπος είναι RCOO". Carboxylation [Καρβοξυλίωση] Οργ. Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία εισάγεται καρβοξυλική ομάδα στο μόριο μιας ένωσης. Carboxylic Acids [Καρβοξυλικά Οξέα] Ομγ. Χημ. Οργανικές ενώσεις που περιέχουν την καρβοξυλική ομάδα. Ο γενικός τύπος είναι R(COOH) n . Είναι ασθενή οξέα, πολλά από τα οποία απαντούν στη φύση και παίζουν σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό φυτών και ζο')ων. C a r b u r a t i o n [Ανάμιξη Καυσίμου/Αέρα] Μηχ. Είναι η διαδικασία ανάμιξης αέρα με πτητικό καύσιμο, σε κατάλληλη αναλογία, ώστε να σχηματισθεί καύσιμο μίγμα, σε μηχανές εσωτερικής καύσης. C a r b u r e t o r [Συσκευή Ανάμιξης Καυσίμου/Αέρα] Μηχ. Είναι η συσκευή στην οποία λαμβάνει χο')ρα η ανάμιξη αέρα με πτητικό καύσιμο, σε κατάλληλη αναλογία. Το σχηματιζόμενο μίγμα τροφοδοτείται σε μηχανές εσω-

C a r d Hopper

τερικής καύσης. Carcase [Σκελετός] Πολ. Μηχ. Είναι ο φέρων οργανισμός, δηλαδή το τμήμα εκείνο μίας κατασκευής που φέρει με ασφάλεια όλα τα φορτία της. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως για τις ξύλινες κατασκευές. C a r d 1 [Κάρτα] Πληρ. 1. Φορέας ηλεκτρονικής πληροφορίας με κατάλληλη κωδικοποίηση εσωτερικού μαγνητικού πεδίου, χρησιμοποιούμενος για λόγους ταυτότητας, ασφάλειας, αυτόματης ανάληψης χρημάτων από τράπεζες και για άλλου είδους υπηρεσίες που εξαρτώνται εν γένει από καταχώρηση ενός τουλάχιστον προσωπικού ή ομαδικού δεδομένου, (βλέπε Card Machine). 2. Τεμάχιο χάρτου ή πλαστικού χρησιμοποιούμενο σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας για εισαγωγή δεδομένων. C a r d 2 [Κάρτα] Ηλεκ. ΙΙλεκτρονική πλακέτα, ανάλ,ογη της μητρικής πλακέτας υπολογιστή, η οποία συζεύγνυται με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, χρησιμοποιούμενη σαν συσκευή επέκτασης ή σαν βοηθητική μονάδα. Γνωστή και σαν module. C a r d Bed [Υποδοχή κάρτας] Πληρ. Γενικός χαρακτηρισμός οποιουδήποτε φορέα χρησιμοποιείται σαν οδηγός εισαγωγής ή εξαγωγής βοηθητικών ηλεκτρονικών καρτών δεδομένων σε μοντέρνα υπολογιστικά συστήματα ή διάτρητων καρτών σε συσκευές εισαγωγής/ εξαγωγής δεδομένων σε παλαιότερους υπολογιστές, (βλεπε Card 1 ). C a r d Checking [Ελεγχος κάρτας] Πληρ. Επιπρόσθετη διαδικασία ανάγνωσης διάτρητης κάρτας από υπολογιστή με συσκευή εισαγίογής δεδομένων παρωχημένης τεχνολογίας, η οποία έπεται της αρχικής διαδικασίας ανάγνωσης, με σκοπό να ελέγξει τα ήδη εισαγμένα δεδομένα έναντι αυτών της κάρτας. C a r d Dialer [Επιλογέας καρτών] Επικοιν. Μηχανισμός επιλογής κατάλληλης κάρτας που έχει εκλείψει πια. C a r d Face [Πρόσωπο κάρτας] Πληρ. Σε διάτρητη κάρτα δεδομένων, η πλευρά η οποία περιέχει βοηθητική εκτύπωση, χρήσιμη για οπτική αναγνώριση από προγραμματιστή, πριν την εισαγωγή της σε συσκευές εισαγωγής /'εξαγωγής δεδομένων σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας. C a r d Feed [Τροφοδότης καρτών] Πληρ. Βοηθητική μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή batch της μονάδας εισαγωγής δεδομένων σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας, η οποία εισάγει διάτρητες κάρτες με δεδομένα στα σωστά χρονικά διαστήματα, όπως αυτά απαιτούνται από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. C a r d Field [Πεδίο κάρτας] Πληρ. Υποσύνολο του συνολικού αριθμού των στηλών ή/και των γραμμών σε διάτρητη κάρτα εισαγωγής δεδομένων σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας, η οποία αντιστοιχεί σε επιθυμούμενη δομή δεδομένων στην γλ,ώσσα προγραμματισμού του υπολογιστή. Στην γλώσσα fortran, π.χ. οι πρώτες 8 στήλες χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για την καταγραφή των format ή των goto labels. C a r d Fluff [Πριονίδια κάρτας] Πληρ. Αχρηστα τεμάχια χάρτου αποτέλεσμα κακής διάτρησης σε διάτρητη κάρτα δεδομένων, χρησιμοποιούμενης από συσκευές εισαγωγής δεδομένων σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας. C a r d Holder [Στήριγμα κάρτας] Πληρ. Πλαστικός η μεταλλικός οδηγός πάνω στον οποίο εισάγεται, εφάπτεται ή στηρίζεται δεδομένη ηλεκτρονική κάρτα επέκτασης ή άλλη συσκευή επέκτασης. C a r d Hopper [Ταξινόμος καρτών] Πληρ. Βοηθητική

Carbon - Nitrogen - Oxygen Cycles

-284 -

μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή batch της μονάδας εισαγωγής δεδομένων σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας, η οποία ταξινομεί και προετοιμάζει διάτρητες κάρτες με δεδομένα, πριν αυτές περάσουν στον τροφοδότη καρτών, (βλέπε Card Feed). C a r d Image [Εικόνα κάρτας] Πληρ. Υποσύνολο του συνολικού αριθμού των στηλών ή/και των γραμμών σε διάτρητη κάρτα εισαγωγής δεδομένων σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας, η οποία αντιστοιχεί σε επιθυμούμενα δυαδικά δεδομένα, μέσω της απ' ευθείας αντιστοιχίας: 1 = διάτρηση, 0 = έλλειψη διάτρησης, (βλέπε Card Field). C a r d J a m [Εμπλοκή κάρτας] Πληρ. Εμπλοκή μίας ή περισσότερων καρτών στην συσκευή υποδοχής καρτών κατά την επεξεργασία τους από τον τροφοδότη, (βλέπε Card Bed, Card Feed). Card Loader [Φορτωτής κάρτας] Πληρ. Υποπρόγραμμα ή πρόγραμμα το οποίο μέσω ειδικού οδηγού επικοινωνεί με τον αναγνώστη καρτών συσκευής εισαγωγής δεδομένων και αναγιγνώσκει τα δεδομένα στην μνήμη σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας. Τέτοια προγράμματα δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Card Machine [Μηχανή καρτών] Πληρ. 1. Οποιαδήποτε μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή μπορεί να επιτελέσει επεξεργασία δεδομένων τα οποία είναι καταγεγραμμένα σε ηλεκτρονική ή διάτρητη κάρτα. Σε παλαιότερους υπολογιστές ήταν μέρος του εξοπλισμού της μονάδας εισαγωγής / εξαγωγής δεδομένων. 2. Αυτόματη μηχανή ανάληψης χρημάτο>ν σε τραπεζικά συγκροτήματα. Γνωστή με το όνομα atm. (Automatic teller machine), (βλέπε Card). C a r d P u n c h [Εκτυπωτής καρτών] Πλ,ηρ. Μηχανική μονάδα, μέρος της μονάδας εισαγωγής /'εξαγωγής δεδομένων, η οποία εκτυπο>νει δεδομένα, σε δυαδική ή δεκαδική μορφή, με κατάλληλη διάτρηση χάρτινου μέσου ή κάρτας, σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας. Σε μοντέρνα υπολογιστικά συστήματα έχουν πλέον αντικατασταθεί από εκτυπωτές και plotters, (βλέπε Card). C a r d Punch Buffer [Buffer εκτυπωτή καρτών] Πληρ. Ο χώρος μνήμης που αντιστοιχεί σε δεδομένα εξαγωγής όπως αυτά τυπώνονται ή πρόκειται να εκτυπωθούν σε εκτυπωτή διάτρητων καρτών. Καθ' ότι διάτρητες κάρτες δεν χρησιμοποιούνται πλέον, ο χώρος αυτός αντιστοιχεί πλέον με τα output write buffers τα οποία είναι υπεύθυνα για την παρουσίαση ή την εκτύπωση των δεδομένων, όπως η μνήμη εκτυπωτα')ν, plotters, κλπ. C a r d R e a d e r [Αναγνώστης κάρτας] Πληρ. Μηχανική μονάδα, μέρος της μονάδας εισαγωγής /εξαγωγής δεδομένων, η οποία αναγιγνώσκει δεδομένα, σε δυαδική ή δεκαδική μορφή, μετά από εισαγωγή κατάλληλης διάτρητης κάρτας, σε υπολογιστές παρωχημένης τεχνολογίας. Σε μοντέρνα υπολογιστικά συστήματα έχουν πλέον αντικατασταθεί από πληκτρολόγια, scanners και άλλους sensors όπως αναγνώστες bar code, (βλέπε Card). C a r d R e p r o d u c e r [Αναπαραγωγέας κάρτας] Πληρ. Μηχανική συσκευή η οποία χρησιμοποιεί δεδομένη διάτρητη κάρτα, απομνημονεύει τα δεδομένα διάτρησης και χρησιμοποιώντας τα σαν μήτρα εκτύπωσης αναπαράγει πανομοιότυπες διάτρητες κάρτες, σε υπολογιστικά συστήματα παρωχημένης τεχνολογίας. Σήμερα έχει αντικατασταθεί σχεδόν αποκλειστικά από τον μηχανισμό πολλαπλνών αντιτύπων στους εκτυπω-

τές και plotters, (βλέπε Card Punch). C a r d Row [Γραμμή κάρτας] Πληρ. Θεωρώντας διάτρητη κάρτα ως πίνακα [ay], m γραμμών και n στηλών, μία πλήρης γραμμή του πίνακα. Συνήθως αποτελείται από 80 θέσεις. Card Sorter [Ταξινομητής καρτών] Πληρ. Ηλεκτρονική ή μηχανική συσκευή η οποία μπορεί επιλεκτικά να εξαιρέσει συγκεκριμένες κάρτες ή να ταξινομήσει δεδομένη στοίβα διάτρητων καρτών ανάλογα με τις ανάγκες και συνθήκες των δεδομένων εισαγωγής, προτού αυτές αναγνωστούν από την αντίστοιχη μονάδα εισαγωγής δεδομένων, (βλέπε Card). Card System [Σύστημα με κάρτες] Πλημ. Υπολογιστικός εξοπλισμός ο οποίος εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από διάτρητες κάρτες για την πραγματοποίηση επεξεργασίας δεδομένων, σε υπολογιστές παρατημένης τεχνολογίας. Προκειμένου περί ηλεκτρονικών καρτών, οι μηχανές αυτόματης ανάληψης χρημάτων είναι τέτοιο σύστημα, (βλέπε Card). C a r d To Card Transceiving [Αναμετάδοση κάρταπρος-κάρτα] Πληρ. Υπολογιστικός εξοπλισμός στον οποίο δεδομένα εισαγωγής όπως αυτά έχουν αναγνωστεί από κατάλληλη συσκευή ανάγνωσης διάτρητων καρτών σε συγκεκριμένο δικτυακό κόμβο, αναμεταδίδονται και εκτυπώνονται σε εκτυπωτή καρτών σε διαφορετικό δικτυακό κόμβο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται ο υπολογιστής που αναγιγνώσκει τα δεδομένα. C a r d To Disk Conversion [Μετατροπή κάρτας-προςδίσκο] Πλημ. Αποθήκευση δεδομέμων εισαγωγής όπως αυτά έχουν αναγνωστεί από μονάδα ανάγνωσης διάτρητων καρτών σε μαγνητικό μέσο, σε υπολογιστικούς εξοπλισμούς παρωχημένης τεχνολογίας. C a r d To P r i n t P r o g r a m [Πρόγραμμα κάρτας-προςεκτυπωτή] Πληρ. Πρόγραμμα υπολογιστή - μέλους υπολογιστικού εξοπλασμού παρωχημένης τεχνολογίας, με μονάδα εισαγωγής δεδομένων διάτρητων καρτών, υπεύθυνο για την αναπαραγωγή δεδομένων επεξεργασίας σε κατάλληλο εκτυπωτή. C a r d To T a p e Conversion [Μετατροπή κάρτας-προςταινία] Πληρ. Πρόγραμμα υπολογιστή - μέλους υπολογιστικού εξοπλισμού παρωχημένης τεχνολογίας, με μονάδα εισαγωγής δεδομένο)ν διάτρητων καρτών, υπεύθυνο για την αποθήκευση δεδομένων επεξεργασίας σε κατάλληλο μαγνητικό μέσο, όπως σε μαγνητική ταινία ή δίσκο μαγνητικής ταινίας. C a r d Verifier [Επαληθευτής κάρτας] Πληρ. Πρόγραμμα υπολογιστή ή συσκευή - μέλους υπολογιστικού εξοπλισμού παρωχημένης τεχνολογίας, τα οποία εκτελούν είτε διπλή επαληθευση της εγκυρότητας διάτρητης κάρτας, συγκρίνοντας τα ήδη αναγνωσμένα δεδομένα όπως αυτά έχουν εισαχθεί μέσω της αντίστοιχης μονάδας με τις διατρήσεις της κάρτας που έχει αναγνωστεί ή απλή επαλήθευση των δεδομένων τα οποία έχουν διατρηθεί πάνω στην κάρτα. Cardinal Number [Πληθάριθμος συνόλου] Μαθημ. Θεωρώντας δεδομένη συλλογή συνόλων Ω και την σχέση ισοδυναμίας R(A, Β) οριζόμενη πάνω στην συλλογή Ω, ως: R(A, Β) <=> {Υπάρχει ένα-προς-ένα αντιστοιχία μεταξύ των Α και Β}, οι αντιπρόσωποι των κλάσεων ισοδυναμίας στις οποίες διαμερίζεται το Ω βάσει της R. C a r d i n a l Point 1 [Πρωτεύον σημείο] Γεωδ. Κάθε μία από τις τέσσερις κύριες κατευθύνσεις σε μία πυξίδα δηλ. βορράς, ανατολή, νότος και δύση. C a r d i n a l Point 2 [Πρωτεύον σημείο] Οπτικ. Κάθε ένα

-285 από τα έξι θεμελιώδη σημεία ενός οπτικού συστήματος δηλ. τα δύο εστιακά, τα δύο συζυγή και τα δύο κύρια. Cardioid [Καρδιοειδές] Μαθημ. Το γράφημα της συνάρτησης σε πολικές συντεταγμένες: Γ(Θ) = a(L+cos0). C a r i n a [Καρίνα] Αστμον. Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου ο οποίος περιέχει τον δεύτερο κατά σειρά φωτεινότερο αστέρα με τα το σείριο, τον κάνοπο, μεγέθους -0.9. Μεσουρανεί κατά τα μέσα Ιανουαρίου. Carina Nebulae [Νεφέλωμα Καρίνας] Αστμον. Νεφέλωμα στον αστερισμό της Καρίνας που περιλαμβάνει και άλλα μικρότερα νεφελώματα όπως το νεφέλωμα της "κλειδαρότρυπας". Οπτικά η περιοχή γύρα) από το νεφέλωμα αποτελεί το φωτεινότερο τμήμα του γαλαξία. Γνωστό σαν ngc 3372. (βλέπε Carina). C a r i u s M e t h o d [Μέθοδος CariusJ Αναλ. Χημ. Μέθοδος προσδιορισμού του περιεχόμενου θείου και των αλογόνων, σε μια οργανική ένωση. Το δείγμα θερμαίνεται με νιτρικό άργυρο σε πυκνό νιτρικό οξύ, σε κλειστό δοχείο, με αποτέλεσμα η ένωση να διασπάται και να σχηματίζονται ιζήματα θειούχου αργύρου και αλογονούχες ενώσεις. Carnallite [Καρναλλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο χλωριούχο κάλιο και χλωριούχο μαγνήσιο, κύριο μετάλλευμα για την εξαγωγή ενώσεων καλίου. Συναντάται σε υπόλευκους ή και ερυθρωπούς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος υπό μορφή χονδροκοκκωδών συσσωματωμάτων μαζί με άλλα ορυκτά. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,6. C a r n a u b a Wax [Καρναουβικύς κηρός] Υλικ. Ιδιαίτερα σκληρός, άμορφος, κιτρινόχρωμος φυτικός κηρός, που εξάγεται από τα φύλλα του τροπικού φοινικόδενδρου της Ν.Αμερικής κοπερνικία η κηροφόρος. Έχει σημείο τήξης 85°C, ειδικό βάρος 0,99 και είναι διαλυτό στον αιθέρα, την ζέουσα αλκοόλη και αδιάλυτος στο νερό. Χρησιμοποιείται ως μονωτικό, στιλβωτικό, στη κηροπλαστική κ.λ.π. C a r n i a n [Κάρνιον] Γεωλ. Η κατώτερη γεωλογική βαθμίδα των Αλπικών φάσεων της Κεϋπερίου (ανώτερης) υποπεριόδου της Τριαδικής περιόδου (πριν 225 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, παλαιότερη από το Νόριον της ίδιας υποπεριόδου και νεότερη από το Λαδίνιον της μέσης Τριαδικής. C a r n o t - Clausius E q u a t i o n [Εξίσωση Carnoi Clausius] Φυσ. Θεώρημα της θερμοδυναμικής σύμφα)να με το οποίο όταν οιοδήποτε σύστημα εκτελεί μια κυκλική αντιστρεπτή μεταβολή τότε: /dQ/T=0 όπου Τ η απόλυτη θερμοκρασία του και dQ ένα στοιχειώδες ποσό θερμότητας που ανταλλάσσει. Είναι περίπτωση της ανισότητας του Clausius σε αντιστρεπτή μεταβολή. —» Clausius Inequality, Clausius Theorem C a r n o t Cycle [Κύκλος Carnot | Φυσ. Κυκλική αντιστρεπτή μεταβολή ενός μέσου π.χ. αερίου η οποία αποτελείται από μια ισόθερμη συμπίεση σε χαμηλή θερμοκρασία Τ 2 , μια αδιαβατική συμπίεση έως την υψηλή θερμοκρασία Τι, μια ισόθερμη εκτόνωση και τελικά επαναφορά στην αρχική κατάσταση με αδιαβατική εκτόνωση. Ο κύκλος Carnot έχει τη μέγιστη δυνατή απόδοση μετατροπής θερμότητας σε έργο από όλες τις κυκλικές μεταβολές μεταξύ των θερμοκρασιο>ν Τ|,Τ 2 . C a r n o t Efficiency [Απόδοση κύκλου Carnot | Φυσ. Η θεωρητική απόδοση μετατροπής της παρεχόμενης θερμότητας σε ωφέλιμο έργο από μία θερμική μηχανή που λειτουργεί με βάση τον κύκλο Carnot. Ισχύει: α=1-Τ2/ Τ[<1 με Τ|>Τ 2 καθώς Τ!, Τ 2 η υψηλή και η χαμηλή

Carphosiderite

θερμοκρασία του κύκλου. Carnot Cycle C a r n o t Engine [Μηχανή Carnot j Μηχ. Μηχανή μετατροπής θερμικής ενέργειας σε ωφέλιμο μηχανικό έργο που λειτουργεί με βάση τον κύκλο Carnot. -> Carnot Cycle C a r n o t N u m b e r [Αριθμός Carnot] Φυα. Για δύο δεξαμενές θερμότητας, ορίζεται η μέγιστη δυνατή απόδοση μετατροπής θερμότητας σε ωφέλιμο μηχανικό έργο μιας θερμικής μηχανής, που λειτουργεί μεταξύ των θερμοκρασιών αυτών, δηλαδή η απόδοση της μηχανής Carnot. Carnot Cycle, Carnot Efficiency C a r n o t T h e o r e m ' s [Θεα')ρημα Carnotj Φυσ. Θεώρημα σύμφωνα με το οποίο μία θερμική μηχανή που λειτουργεί μεταξύ δύο θερμοκρασιών βάση του κύκλου Carnot έχει τη μέγιστη δυνατή απόδοση μετατροπής θερμότητας σε ωφέλιμο μηχανικό έργο, μεγαλύτερη από κάθε άλλη που λειτουργεί μεταξύ των ίδιων θερμοκρασιών. C a r n o t ' s Reagent [Αντιδραστήριο Carnot] Ανόμγ. Χημ. Αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται στην ανίχνευση του καλίου και αποτελείται από διάλ.υμα Οειοθειικού νατριο-βισμουθίου σε αλκοόλη. Carnotite [Καρνοτίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρα βαναδικά άλατα, κυρίως του καλίου και του ουρανίου, σημαντικό μετάλλευμα ουρανίου και βαναδίου. Συναντάται σε υποκίτρινους λεπτοκοκκώδεις κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. C a r o t e n e [Καροτένιο] Βιοχημ. Τα καροτενοειδή τα αποτελούμενα από υδρογονάνθρακες με τύπο C.J0H56· Είναι χρωματισμένες (από πορτοκαλόχροες έως ερυθρές) κρυσταλλικές, αντοοξειδώσιμες ακόρεστες ενώσεις με 11 έο>ς 13 συζυγιακούς διπλούς δεσμούς, ευδιάλαπες στο χλωροφόρμιο, βενζόλιο κ.λ.π. και αδιάλ.υτες στην αλκοόλη. Σπουδαιότερες είναι το β- καροτένιο (χρωστική του καρότου) και το λ.υκοπένιο (χρωστική της τομάτας). Carotenoid [Καροτενοειδές] Βιοχημ. Τάξη ισοπρενοειδών οργανικών ενώσεων, πολυτερπένια με 40 άτομα άνθρακα αποτελούμενα από υδρογονάνθρακες ή οξυγονούχα παράγωγα τους. Είναι χρωματισμένες (πορτοκαλόχροες, ερυθρές, κίτρινες κ.λ.π.) ακόρεστες κρυσταλλικές ενώσεις, ευδιάλυτες στα λίπη και ευρύτατα διαδεδομένες στη φύση. Περιλαμβάνουν τα καροτένια, το λυκοπένιο, τη φυλοξανθοφύλλ.η, την αστακίνη, την φυκοξανθίνη κ.λ.π. C a r p e n t e r [Ξυλουργός] Οικοό. Τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία ξυλείας στις οικοδομικές εργασίες. C a r p e n t r y [Ξυλουργικές εργασίες] Οικοδ. Σε μια οικοδομή η ομάδα των εργασιών που αφορούν την επεξεργασία και τοποθέτηση των ξύλινων επενδύσεων. C a r p e t [Χαλί] Οικοδ. Υφαντό τελείωμα δαπέδου το οποίο χρησιμοποιείται για την υψηλή του ποιότητα σε απορροφητικότητα θορύβ(ον και την υψηλά θερμαντικά του χαρακτηριστικά. C a r p e t Tile [Πλάκες χαλιού] Οικοδ. Υφαντό τελείωμα δαπέδου που αποτελείται από τετράγωνα τεμάχια τα οποία τοποθετούνται στο δάπεδο χαλαρά δίχως συγκολλητικά. Αυτού του τύπου η επένδυση προτιμάται σε κτίρια γραφείων λόγω της ευκολίας συντήρησης που τα χαρακτηρίζει. C a r p h o s i d e r i t e [Καρφοσιδηρίτης] Ορυκτ. Σπάνιο ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό σίδηρο. Συναντάται σε κιτρινόχρωμους με σκαιώδη λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος σε συσσωματώματα.

Carrara White

-286-

C a r r a r a White [Μάρμαρο Καράρα] Οικοό. Λευκό μάρμαρο το οποίο παράγεται στα λατομεία Καράρα της Ιταλίας και χαρακτηρίζεται από το λευκό του χρωμα και τον υψηλό βαθμό σκληρότητας του. Λόγω της υψηλής αντοχής του είναι κατάλληλο για ορθομαρμαρώσεις. Carriage Return 1 [Εντολή επαναφοράς] Πλημ. Ειδικός χαρακτήρας, συνήθως με κωδικό SOD (13), ο οποίος αποστέλλεται από το πληκτρολόγιο στο τρέχον πρόγραμμα και σηματοδοτεί την εκκίνηση διαφόρων λειτουργιών. Ανάλογα με τον τύπο του προγράμματος ο χαρακτήρας αυτός εκλαμβάνεται ως σηματοδότης εκκίνησης λειτουργιών όπως έναρξη εκτύπωσης, έναρξη επεξεργασίας προηγούμενων δεδομένων, απόκρυψη πλαισίων διαλόγου ή απλά ως πέρας προηγούμενων λειτουργιών όπως αλλαγή σελίδας ή παραγράφου. Carriage Return 2 [Πλήκτρο επαναφοράς] Πληρ. Το συγκεκριμένο πλήκτρο σε πληκτρολόγιο υπολογιστή το οποίο ενεργοποιεί την εντολή επαναφοράς. Είναι συνήθως το μεγαλύτερο πλήκτρο του πληκτρολογίου και πάνω του είναι εκτυπωμένη η ένδειξη αντεστραμμένου προς τα αριστερά βέλους Συμβολίζεται με τα αρχικά "cr". (βλέπε Carriage Return 1 ). Carriage Return 3 [Λειτουργία επαναφοράς] Επικοιν. Μηχανική λειτουργία σε μηχανικές και ηλεκτρονικές γραφομηχανές η οποία μέσω κατάλληλου μοχλού υποχρεώνει τον μηχανισμό της γραφομηχανής να επανέλθει στην αρχική θέση γραφής, συνήθως στην πρώτη στήλη της επόμενης γραμμής. Carriageway [Οδόστρωμα] Πολ. Μηχ. Είναι η επιφάνεια της οδού που καταλαμβάνουν οι λωρίδες κύκλοφορίας και εξυπηρετεί την κίνηση των οχημάτων. Οι διαστάσεις του εξαρτώνται από τις κυκλοφοριακές απαιτήσεις της οδού. Carrier 1 [Φορέας] Επικοιν. Το σήμα που φιλοξενεί το κυρίως σήμα και συνήθως λέγεται και φέρον. Είναι κύμα ημιτονικό με ψηλότερη συχνότητα από το εσωτερικό σήμα αλά συνήθως τα σήματα αλληλεξαρτώνται ως ένα βαθμό. C a r r i e r [Φορέας] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα υλικό, το οποίο έρχεται σε επαφή και μεταφέρει μικρές ποσότητες μιας ουσίας, κατά τη διάρκεια ενός φυσικού ή χημικού φαινομένου. C a r r i c r Band (Συχνότητες φέροντος] Επικοιν. Η ζώνη συχνοτήτων που μπορεί να χειριστεί ένας φορέας. C a r r i e r Channel [Κανάλι φέροντος] Επικοιν. Ένα από τα κανάλια που μπορεί να φιλοξενήσει ο φορέας. C a r r i e r Density [Πυκνότητα Ηλεκτρικών Φορέων] Φυσ. Στεμ. Κατ. Η κατ1 όγκο πυκνότητα κινούμενων ηλεκτρικών φορέων σε αγωγούς (ηλεκτρόνια) ή ημιαγωγούς (ηλεκτρόνια - οπές). C a r r i e r Detection [Ανίχνευση φορέα] Επικοιν. Η πρώτη διεργασία που εκτελεί ένα modem είναι η ανίχνευση φορέα και συνήθως υπάρχει και ειδική ένδειξη ή και φωτάκι. C a r r i e r Frequency [Συχνότητα φέροντος] Επικοιν. Η κεντρική συχνότητα ενός σήματος φορέα πχ για το δίκτυο PAL είναι 4.43 MHz ενώ για το SECAM υπάρχουν 2 συχνότητες στα 4.41 ΜΠΖ και 4.25 MHz. C a r r i e r Frequency Offset [Μετατόπιση συχνότητας φέροντος] Επικοιν. Μετατόπιση της ενεργής συχνότητας του φορέα συνήθως λ,ύγω παραδιαφωνίες ή άλλων προβλημάτων η οποία όμως μπορεί να εξουδετερωθεί (να προληφθεί) με κατάλληλες τεχνικές. C a r r i e r Frequency Transmission [Μετάδοση με φε-

ρέσυχνα] Επικοιν. Μετάδοση στη κατάλληλη συχνότητα του φορέα συνήθως σημαίνει απαλλαγή από ανεπιθύμητο θόρυβο, παραδιαφωνίες κτλ. Carrier Gas [Φέρον Αέριο] Φυσ. Χημ. Το αέριο που χρησιμοποιείται ως κινούμενη φάση στην αέρια χρωματογραφία. Διέρχεται μέσα από τη στήλη και τον ανιχνευτή, μεταφέροντας το δείγμα, χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε φυσικοχημική μεταβολή. Συνήθως, χρησιμοποιείται άζωτο, αργό ή ήλιο. C a r r i e r Leak [Διαρροή φέροντος] Επικοιν. Υπόλοιπο σήματος φέροντος μετά την καταστολή του. C a r r i e r Level [Στάθμη φέροντος] Επικοιν. Το επίπεδο που συναντάμε το σήμα του φορέα σχετικά με το επίπεδο του κυρίου σήματος πληροφορίας, C a r r i e r Loss [Χάσιμο φορέα] Επικοιν. Αυτό που συμβαίνει όταν η ανίχνευση φορέα δεν μπορεί να ανιχνεύσει φορέα. Εκτός από εξωτερικούς παράγοντες μπορεί να παραχθεί και λογισμικά αν το κανάλι μείνει ανενεργό για κάποιο μήκος bits. C a r r i e r Mobility [Ευκινησία Ηλεκτρικών Φορέων] Φιχτ. Στερ. Κατ. Το πηλάκο του μέτρου της μέσης ταχύτητας ολίσθησης <ν> ενός ηλεκτρονίου (μ„) ή μιας οπής (μρ) σε ένα ημιαγωγό προς την ένταση του εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου: Ε που προκαλεί την ολίσθηση τους. Ισχύει: μ=<ν>/Ε και μ η > μ Ρ · C a r r i e r Noise [Θόρυβος Φέροντος Κύματος] Επικοιν. Θόρυβος στη μετάδοση ενός σήματος που παράγεται από παρεμβολές στο φέρον κύμα ανεξάρτητα από το εάν είναι διαμορφωμένο ή όχι. C a r r i e r Noise [Θόρυβος Φέροντος Κύματος] Επικοιν. Στη μετάδοση ενός σήματος, είναι ο θόρυβος που παράγεται από παρεμβολές στο φέρον κύμα, ανεξάρτητα από το εάν είναι διαμορφωμένο ή όχι. C a r r i e r Phase Angle [Γωνία φάσης φέροντος] Επικοιν. Ανάμεσα στα άλλα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον προσανατολισμό κεραίας δορυφορικών μεταδόσεο>ν για GPS κτλ. Carrier Rejection Filter [Φίλτρο απόρριψης φέροντος] Επικοιν. Φλτρο απόρριψης του φέροντος σήματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επεξεργασία εικύνας μετά την έκρηξη χρο')ματος (Color Burst) κτλ. C a r r i e r Rocket [Πύραυλος Φορέας] Αεμομηχ. Πύραυλος που χρησιμοποιείται για την προώθηση και μεταφορά ενός αντικειμένου, π.χ. ενός δορυφόρου, στο κατάλληλο ύψος και σημείο. Συνήθως αποτελείται από πολλούς ορόφους, οι οποίοΙ σταδιακά απορρίπτονται μόλις εξαντληθούν τα καύσιμα τους. C a r r i e r Selection [Επιλογή φορέα] Επικοιν. Δυνατότητα ενός συνδρομητή να επιλέγει μεταξύ των δικτύων που μπορεί να χρησιμοποιήσει, C a r r i e r Sense Multiple Access [Αίσθηση φορέα. πολλαπλή πρόσβαση] Επικοιν. Σύνηθες στο κανάλι αρτηρίας που το σήμα για να μεταδοθεί ελεγχει για ύπαρξη κίνησης στο φορέα. C a r r i e r Sense Signal [Σήμα αίσθησης φορέα] Επικοιν. Σήμα ύπαρξης ενεργού φορέα, C a r r i e r Shift [Μετατόπιση φέροντος| Επικοιν. Αλλαγή συχνότητας σήματος που συνήθως θα συναντήσουμε στη διαμόρφωση του. Carrier Suppression | Καταστολή φέροντος! Επικοιν. Κατά τη διαμόρφωση το κύμα του φορέα δεν μεταόίδεται αλλά μόνο αυτό των πλευρικών ζοονών. C a r r i e r Synchronization [Συγχρονισμός φορέα] Επικοιν. Συντονισμός φάσεων φορέα και σήματος. C a r r i e r System [Σύστημα φερέσυχνων] Επικοιν. Ορ-

- 287 γανωμένη μετάδοση μέσα από ένα σύστημα συχνοτήτων που έχουν κατάλληλα διατεθεί ως φορείς. C a r r i e r Telegraphy (Τηλεγραφία με φερέσυχνα] Επικοιν. Σύστημα τονισμού που μεταδίδεται πάνω σε ένα κανάλι όπως συνήθως που συναντιέται ακόμα σε διάφορες μορφές πχ το l'requency-shii'l-keyed (FSK) σύστημα Twinplex με 2 ζεύγη τόνων πάνω σε συνεστραμμένο ζεύγος. C a r r i e r Telephony [Φερεσυχνική τηλεφωνία] Επικοιν. Τηλεφωνία που υλοποιείται μέσα από κύματα φερέσυχνων. C a r r i e r To Noise Ratio [Λόγος φερούσης προς θόρυβο] Επικοιν. Λόγος πλάτους σήματος φέροντος προς το πλάτος του σήματος θορύβου. C a r r i e r Wave [Φέρον Κύμα] Επικοιν. Κύμα καθορισμένης συχνότητας που εκπέμπεται από ραδιοφωνικούς πομπούς μεταφέροντας πληροφορίες μέσω της διαμόρφωσης του πλάτους (AM) ή της συχνότητας (FM) ή της φάσης του (ΡΜ). C a r r i n g t o n Rotation N u m b e r [Αριθμός περιστροφής Κάρρινγκτον] Αστρον. Αριθμός που καθορίζει κάθε περιστροφή του Ήλιου (μη ομοιόμορφη στο σύνολο της μάζας του) γύρω από άξονα από δυσμάς προς ανατολάς, αρχής γενομένης από 9/11/1853, κατά τη μέθοδο καθορισμού των περιστροφών του (λιγότερο ακριβής από τη φασματοσκοπική) με βάση το μέσο χρόνο περιστροφής των ηλιακών κηλίδων (κυρίως μέχρι πλάτους 35°) των 27,2753 ημερών. C a r r y [Κρατούμενο] Μαθημ. Αριθμός ο οποίος παρακρατείται και προστίθεται στην επόμενη στήλη αριθμητικής πρόσθεσης όταν το άθροισμα των προσθετέων δεδομένης στήλης είναι μεγαλύτερο του της βάσης στην οποία επιτελείται η πρόσθεση. C a r r y Complete Signal [Σήμα ανυπαρξίας κρατούμενου] Πληρ. Σε υπολογιστικά συστήματα τα οποία επιτελούν πολλαπλές αριθμητικές πράξεις, σήμα το οποίο ειδοποιεί την αντίστοιχη μονάδα μαθηματικής επεξεργασίας για την ανυπαρξία κρατούμενου. Στους υπολογιστές συνήθως δηλώνεται μέσω της ανάθεσης της τιμής 0 στο carry flag bit του καταχωρητή κατάστασης (status register), (βλέπε Carry Flag, Carry Signal). C a r r y Flag [Δείκτης κρατούμενου] Πλημ. Παρακρατημένο bit στον καταχωρητή κατάστασης (status register) της μαθηματικής υπομονάδας επεξεργασίας το οποίο τίθεται ίσο με 1 αν το αποτέλεσμα της τελευταίας πρόσθεσης (ακεραίων τύπου unsigned) προκάλεσε υπερχείλιση λόγω κρατουμένου το οποίο δεν μπορεί να μεταφερθεί στο αποτέλεσμα ή ίσο με 0 αν η τελευταία πρόσθεση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, (βλέπε Carry). C a r r y Lookahead [Πρόβλεψη κρατουμένων] Πληρ. Αλ.γόριθμος ο οποίος μπορεί να υπολογίσει αν θα υπάρξει υπερχείλιση λόγω κρατούμενων, σε πεπερασμένο κατάλογο προσθετέων χωρίς να επιτελέσει απαραίτητα την καθεαυτό πρόσθεση των προσθετέων. C a r r y Signal [Σήμα ύπαρξης κρατούμενου] Πληρ. Σε υπολογιστικά συστήματα τα οποία επιτελούν πολλ.απλές αριθμητικές πράξεις, σήμα το οποίο ειδοποιεί την αντίστοιχη μονάδα μαθηματικής επεξεργασίας για την ύπαρξη κρατούμενου. Στους υπολογιστές συνήθως δηλώνεται μέσω της ανάθεσης της τιμής 1 στο carry Hag bit του καταχωρητή κατάστασης (status register), (βλέπε Carry Complete Signal). C a r r y Time [Χρόνος κρατούμενων] Πληρ. Αν ta είναι ο χρόνος κατά την διάρκεια του οποίου ολοκληρώνεται μία πλήρης πρόσθεση μεταξύ δύο προσθετέων εύρους

C a r t r i d g e Font

k και m bits αντίστοιχα, ο χρόνος U· = Σι\·ι, όπου tc, είναι ο χρόνος ο οποίος απαιτείται για τον υπολογισμό και την μεταφορά του κρατούμενου της δυαδικής στήλης από την θέση i στην θέση i + 1, με 1 < i < n, όπου n = min{k,m|. Cartesian Axis [Καρτεσιανός άξονας] Μαθημ. Για δεδομένο φυσικό αριθμό η, ένας από τους η νοητούς άξονες καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων του χώρου |Rn. (βλέπε Cartesian Coordinate System). Cartesian Coordinate System [Καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων] Μαθημ. Για δεδομένο φυσικό αριθμό η, σύστημα συντεταγμένων του n-διάστατου χώρου |Rn, στο οποίο κάθε διάσταση αντιστοιχεί ακριβώς σε έναν άξονα και για όλους τους άξονες A;, i e {l,..n) ισχύει: Z(Aj, Aj) = {π/2, αν i 1 j, 0 αν i = j). Οι συντεταγμένες δεδομένου σημείου x είναι {xj, χ 2 , χ 3 , ..χ,,} και το προσδιορίζουν μοναδιαία ως το σημείο το οποίο έχει προβολή Χ; στον άξονα Aj, αντίστοιχα, για κάθε i €

{l,..n}.

Cartesian Coordinates [Καρτεσιανές Συντεταγμένες x,ν,z] Μαθημ. Συντεταγμένες προσδιορισμού της θέσης στον χώρο ενός σημείου <ος προς ένα καρτεσιανό σύστημα αξόνων δηλαδή ως προς το κοινό σημείο τομής, την αρχή: Ο ενόί συστήματος τριών ορθογωνίων αξόνων XX', Υ Υ \ Ζ Ζ \ Cartesian Plane [Καρτεσιανό επίπεδο] Μαθημ. Για δεδομένο φυσικό αριθμό ιι, σύνολο σημείων {x;}, i e {1 ,..n), τα οποία ικανοποιούν την σχέση: ΣΛ%Χι= C, στον χώρο |Rn, με {a;}, i g {Ι,.,η} και C δεδομένες πραγματικές σταθερές. Cartesian P r o d u c t [Καρτεσιανό γινόμενο] Μαθημ. Για δεδομένα σύνολα Α και Β, το σύνολο Λ ' Β οριζόμενο ως: Α ' Β = {(x, ν): [χ e Α λ y e Β] j. Γνωστό και σαν σύνολο διατεταγμένων ζευγών Α ' Β. C a r t r i d g e [Αφαιρούμενο μέσο] Πλημ. 1 Αφαιρούμενο τμήμα εξωτερικής μονάδας αποθήκευσης υπολογιστικών συστημάτων, όπως εξωτερικός δίσκος, εξωτερική μαγνητική ταινία αποθήκευσης, κλπ. (βλέπε Cartridge Disk). 2. [Κασέτα] Επικοιν. Αφαιρούμενο μαγνητικό τμήμα μονάδας συστήματος οπτικοηχητικής επεξεργασίας, όπως βιντεοταινία, κασέτα μαγνητοφώνου ή δίσκος ταινίας επαγγελματικού μαγνητοφώνου. 3. [Κασέτα] Ηλεκτμον. Αφαιρούμενο ηλεκτρονικό τμήμα μονάδας συστήματος ηλεκτρονικής επεξεργασίας, όπως διάφορα modules τα οποία επεκτείνουν τις δυνατότητες κλειστών υπολογιστικών συστημάτων, όπως συμπαγών ηλεκτρονικών σκακιστών ή υπολογιστών τσέπης. Cartridge Disk [Αφαιρούμενος δίσκος] Πλημ. Αφαιρούμενος δίσκος εξωτερικής μονάδας αποθήκευσης υπολογιστικών συστημάτων. Τα γνωστότερα είδη είναι οι αφαιρούμενοι δίσκοι - κασέτες τύπου syquest και bernoulli, χωρητικότητας 40 και 80 megabytes αντίστοιχα χρησιμοποιούμενοι σε προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές σαν δίσκοι backup, (βλέπε Cartridge). C a r t r i d g e Disk Drive [Μονάδα αφαιρούμενων δίσκων] Πλημ. Εξωτερική μονάδα αποθήκευσης υπολογιστικών συστημάτων η οποία περιέχει κατάλλνηλη υποδοχή για κασέτες αφαιρούμενων δίσκων χρησιμοποιούμενη σε προσοοπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές σαν συσκευή backup, (βλέπε Cartridge Disk). C a r t r i d g e Font [Κασσέτα γραμματοσειρών] Πληρ. Αφαιρούμενη ηλεκτρονική μονάδα η οποία έχει προγραμματιστεί να περιέχει γραμματοσειρές read - only

Carbon - Nitrogen - Oxygen Cycles

-288

και επισυνάπτεται στην μητρική κάρτα εκτυπωτή laser σαν μνήμη rom, επεκτείνοντας τις δυνατότητες εκτύπωσής του σε συγκεκριμένες γραμματοσειρές οι οποίες δεν είναι ενσωματωμένες ήδη στην κεντρική μνήμη του. (βλέπε Cartridge). Cartridge Tape [Μαγνητική κασέτα] Πλημ. Αφαιρούμενη μαγνητική κασέτα εξωτερικής μονάδας αποθήκευσης υπολογιστικών συστημάτων χρησιμοποιούμενη σε προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές σαν ταινία backup, (βλέπε Cartridge). C a r t r i d g e T a p e Drive [Μονάδα μαγνητικών κασετών] Πληρ. Εξωτερική μονάδα αποθήκευσης υπολογιστικών συστημάτων η οποία περιέχει κατάλληλη υποδοχή για αφαιρούμενες μαγνητικές κασέτες χρησιμοποιούμενη σε προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές σαν συσκευή backup, (βλέπε Cartridge Tape). Carvacrol [Καρβακρόλη] Οργ. Χημ. Φαινόλη με τύπο CioH^OH, ισομερής της Ουμόλης και συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων (οριγανέλαιου, θυμέλαιου κ.λ.π.). Είναι άχροο υγρό με χαρακτηριστική οσμή, με σημείο τήξης 0° C και σημείο βρασμού 237°. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία κ.λ.π. Carvonc [Καρβόνη] Ομγ Χημ. Ακόρεστη κετόνη με τύπο Q O H H O , συστατικό αιθέριων ελαίων (άνιθου κ.λ. π.) σε οπτικά ενεργές μορφές. Είναι άχροο υγρό με χαρακτηριστική οσμή και σημείο βρασμού 231°C. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη φαρμακευτική κ. λ.π. Caryophyllene [Καρυοφυλλένιο] Ομγ Χημ. Ισοπρενοειδής υγρή ένωση με τύπο C15H12, που ανήκει στα σεσκιτερπένια και αποτελεί συστατικό αιθέριων ελαίων, κυρίως του γαρυφαλλελαιου (καρυοφυλλέλαιου). Casale Process [Διεργασία Casalc] Χημ. Μηχ. Μέθοδος παραγωγής αμμωνίας, με αντίδραση αζώτου και υδρογόνου, υπό πίεση, παρουσία καταλύτη οξειδίου του σιδήρου. Cascade [Διαδοχική ακολουθία] Πληρ. Ακολουθία εντολών γλώσσας προγραμματισμού ή μηχανής {mj, i e |Ν}, της μορφής: m, = {k ih kl2, ...kj,,, m i+I }, με {ky, j e |N} διάφορες εντολές. Αν m n+l = inj, για κάποιο I, τότε η ακολουθία μετατρέπεται σε ατέρμονα κύκλο εντολών. (βλέπε E n d l e s s Loop). Cascade 2 [Διάταξη σε σειρά] Μηχ. Σε μια διεργασία εμπλουτισμού ή καθαρισμού μιας ουσίας, είναι η σύνδεση όμοιων συσκευών σε σειρά, με τέτοιο τρόπο ώστε τα προϊόντα της μιας να τροφοδοτούνται στην αμέσως επόμενη ή σε κάποια προηγούμενη, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής απόδοσης. Cascade Cooler [Συσκευή ψύξης με σειριακή διάταξη σωλήνων] Μηχ. Αποτελείται από μια σειρά οριζόντιων σωλήνων που βρίσκονται ο ένας πάνω στον άλλο, με το ψυκτικό νερό να τροφοδοτείται υπό μορφή σταγόνων στην επιφάνεια των σωλήνων και το θερμό ρευστό να ρέει κατ'αντιρροή μέσα από τους σωλήνες. Οι σωλήνες είναι συνήθως κατασκευασμένοι από γυαλί ή χυτοσίδηρο. Cascade Image T u b e [Διαδοχικοί σωλήνες εικόνων] Η/£κ. Ηλεκτρονική διάταξη, συνήθως αποτελούμενη από συνδυασμό φωτοπολλαπλασιαστών και σωλήνων καθοδικών ακτίνων η οποία χρησιμοποιείται για ανίχνευση ασθενούς ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Cascade Noise [Θόρυβος από διαδοχική ενίσχυση] Ηλεκ. Ανεπιθύμητη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία η οποία παράγεται στις συζεύξεις των διαδοχικών ηλεκτρονικών υποτμημάτων ηλεκτρονικών διατάξεων ανί-

χνευσης ή ενίσχυσης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας όπως φωτοπολλαπλασιαστές, κλπ. Σε συσκευές νυκτερινής παρατήρησης είναι συνήθως ορατή σαν ακτινοβολία φόντου συγκεκριμένου χρώματος, όπως πράσινου. Cascade Shower [Καταιγισμός Κοσμικών Ακτινών] Μαθημ. Συνεχής ροή στην ατμόσφαιρα από ηλεκτρόνια και ποζιτρόνια (λόγω δίδυμης γέννησης) καθώς και ακτινοβολίας γ (από την ακτινοβολία πέδησης) που παράγονται από τα σωματίδια της κοσμικής ακτινοβολίας. Cascaded C a r r y [Διαδοχική ακολουθία κρατουμένων] Πλημ. Ακολουθία προσθέσεων: {ai= b\\ + b^ » ... + blk, i, k β |N) δυαδικών ψηφίων {by, i, j € |N }, στην οποία για κάθε μέλος εκτός του an ισχύει: ai3 (10)2, δηλαδή κάθε μέλος aj εκτός του τελευταίου παράγει κρατούμενο το οποίο μεταφέρεται και προστίθεται με την βοήθεια του μέλους a*.ι. (βλέπε Carry, Cascade). Case [Λέξη Πληρ. Case] Πλημ. Παρακρατημένη λέξη του συντακτικού γλ.ωσσών προγραμματισμού όπως pascal και C. (βλέπε Case Statement, Case Structure). Case Sensitive L a n g u a g e [Γλ.ώσσα με διάκριση κεφαλαίων - μικρών] Πληρ. Χαρακτηρισμός γλώσσας προγραμματισμού η οποία: αν x , x 2 . . . x j . . . x n και x j x 2 . . . x j ' . . . x n είναι τα strings δύο ονομάτων μεταβλητών με Xi μικρά γράμματα και = κεφαλαίο(χ;) σε δεδομένο πρόγραμμα, θεωρεί τα δύο ονόματα σαν διαφορετικές μεταβλητές. Η γλώσσα C και η fortran είναι τέτοιες, ενώ η pascal όχι. Case Statement [Δήλωση Case] Πλημ. Δήλωση σε πρόγραμμα η οποία παραπέμπει σε διάκριση περιπτώσεων ανάλογα με την τιμή διάκριτης μεταβλητής, σε γλώσσες οι οποίες υποστηρίζουν κατασκευές case, όπως η C, η pascal και η fortran. (βλέπε Case Structure). Case S t r u c t u r e [Κατασκευή Case] Πληρ. Συγκεκριμένη δομή σύνταξης σε διάφορες γλώσσες προγραμματισμού η οποία κατευθύνει την ροή του προγράμματος ανάλογα με την τιμή διάκριτης μεταβλητής. Σε C για παράδειγμα: switch(gTooISelectionSecondary) {case k90: angle = pi/2: break; ease k60: angle = pi/3; break: case k45: angle = pi/4; break; case k30: angle = pi/6: break;}. Casein [Καζεϊνη] Οργ. Χημ. Σφαιροειδής πρωτεΐνη που βρίσκεται υπό μορφή κολλοειδούς καζεϊνικού ασβεστίου στο γάλα των θηλαστικών απ' όπου λαμβάνεται δια κατακρημνίσεως με πιτύα ή οξέα. Στο εμπόριο φέρεται, κατόπιν ξήρανσης σε μέτρια θερμοκρασία, ως λευκή ή υποκίτρινη, άοσμη και άγευστη σκόνη. Χρησιμοποιείται στην ιατρική, για τη κατασκευή πλαστικών, βαφών, κόλλας, συνθετικών ινα')ν κ.λ.π. Casein Glue [Κόλλα από καζεϊνη] Υλικ. Συγκολλητική ουσία που παρασκευάζεται με αιώρηση καζέίνης σε αλκαλικά διαλύματα (π.χ. σε βόρακα). Casein Plastic [Πλαστικό από καζείνη ή γαλάλιθος] Υλικ. Τεχνητή πλαστική ύλη μεγάλης αντοχής και εξαιρετικής σκληρότητας που παρασκευάζεται από ξηρή, κοκκοποιημένη καζεϊνη η οποία αφού υποβληθεί σε σειρά επεξεργασιών (ανάμιξη με νερό και χρωστικές ή στλβωτικές ύλες, ομογενοποίηση, πρεσάρισμα εν θερμώ) σκληρύνεται σε λουτρό φορμαλδεΰδης. Casimir -Du Pre Theory [Θεωρία Casimir Du Pre| Φυσ. Στερ. Κατ. Θεωρία υπολογισμού του χρόνου αποδιέγερσης spin - πλέγματος: Τ ι των πυρήνων ενός

-289στοιχείου σε ένα πείραμα πυρηνικού μαγνητικού ή τετραπολικού συντονισμού, στην οποία το πλέγμα και οι πυρήνες θεωρούνται δύο αλληλεπιδρώντα θερμοδυναμικά συστήματα αρχικά σε ισορροπία. Casimir Effect [Φαινόμενο του Casimir] Φυσ. Φαινόμενο απόδειξης της ενέργειας του κενού και των διαταραχών της σύμφωνα με την κβαντική θεωρία πεδίου. Όταν δύο επίπεδες, αφόρτιστες μεταλλικές πλάκες βρεθούν απέναντι η μια στην άλλη (σε απόσταση d) λόγω αλλαγής των οριακών συνθηκών του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου στην επιφάνεια τους μειώνεται η ελάχιστη ενέργεια του (ενέργεια κενού) και οι πλάκες έλκονται μεταξύ τους με δύναμη ανάλ.ογη του Ι/d4. Casing [Περίβλημα] Οικοδ. 1. Η επένδυση ενός στοιχείου με ένα υλικό υψηλής αντοχής για προστασία από φθορές. 2. Ξυλότυπος σκυροδέματος. 3. Η μεταλλίκι'] ή ξύλινη κάσα ενός ανοίγματος. 4. II επένδυση των τοιχωμάτων μιας γεώτρησης σε περίπτωση χαλαρών εδαφών για τον περιορισμό των κατολισθήσεων των χαλαρών τοιχωμάτων οι οποίες καθιστούν αδύνατη την διάνοιξη της οπής. Cassegrain Focus [Εστία Casscgrain] Οπτικ. Ορίζεται για ένα τηλεσκόπιο τύπου Cassegrain, ως η κύρια εστία συγκέντρωσης των ακτινών του, η οποία βρίσκεται πίσω από το κύριο κάτοπτρο. Cassegrain -Newtonian Telescope [Τηλεσκόπιο τύπου Cassegrain - Newtonl Οπτικ. Τροποποιημένο τηλεσκόπιο τύπου Cassegrain ώστε η εστία να βρίσκεται στο πλάι και όχι στον άξονα του κύριου κάτοπτρου, χρησιμοποιώντας ένα επιπλέον κάτοπτρο μετά το δευτερεύων κάτοπτρο του τηλεσκοπίου Cassegrain. Cassegrain Telescope [Τηλεσκόπιο τύπου Casscgrain] Οπτικ. Κατοπτρικό τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί ένα παραβολικό κύριο κάτοπτρο και ένα δευτερεύον υπερβολοειδές οοστε να εστιάσει το φως διαμέσου οπής σε σημείο πίσω από το πρωτείων κάτοπτρο. Cassein Paint [Βαφή από καζεϊνη] Υλικ. Τύπος βαφής σε σκόνη ή ομογενοποιημένο μίγμα όπου χρήσιμοποιείται καζεϊνη ως φορέας χρώματος σε αντικατάσταση του ξηραινύμενου ελαίου (λινέλαιο κ.λ.π.). Cassette C a r t r i d g e System [Σύστημα με μονάδες κασετών] Πλημ. Χαρακτηρισμός υπολογιστικού εξοπλισμού ο οποίος χρησιμοποιεί μία τουλάχιστο μονάδα αποθήκευσης ή καταγραφής δεδομένων η οποία λειτουργεί με την βοήθεια αφαιρούμενων μαγνητικών κασετών ή δίσκων, (βλέπε Cartridge). Cassette M e m o r y [Κασέτα μνήμης] Πλημ. 1. Αφαιρούμενη ηλεκτρονική μονάδα η οποία επισυνάπτεται στην μητρική κάρτα υπολογιστή ή άλλη κατάλ.ληλη τοποθεσία σαν μνήμη ram (random - access memory) επεκτείνοντας τις όυνατότητές του. (βλέπε Cartridge). 2. Παρωχημένη ορολογία για μαγνητική κασέτα αποθήκευσης δεδομένων, (βλέπε Cartridge, Cartridge Tape). Cassini's Division [Διαίρεση CassiniJ Αστμον. Διαδακτυλιακό κενό στους δακτυλίους του Κρόνου. Ορατό από την γη με μεγάλα τηλεσκόπια. Το μη επανδρωμένο διαστημικό όχημα Voyager αποκάλυψε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι κενό αλλά δακτύλιος με σχετικά μικρή φα>τεινότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους δακτυλίους. (βλέπε Encke's Division). Cassiopeia [Κασσιόπεια] Αστμον. Αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου, χαρακτηριστικού σχήματος Μ ή W, ανάλογα με την θέση παρατήρησης πάνα) ή κάτω από τον πολικό αστέρα μέσα στην ζώνη του γαλαξία,

Cataclasis

Μεσουρανεί κατά τα μέσα Οκτωβρίου, Cassiopeia Α [Κασσιόπεια Α] Αστμον. Ισχυρή πηγή ράδιο και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στον αστερισμό της κασσιόπειας, πιθανότατα υπόλειμμα έκρηξης υπερκαινοφαινούς τύπου Π (type II supernova), που αναφέρθηκε το 1680 από τον john flamsteed. Cassiterite [Κασσιτερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του κασσίτερου, κύριο μετάλλευμα κασσίτερου. Συναντάται σε καστανόμαυρους ή καστανέρυθρους πρισματικούς, με αδαμάντινη λάμψη κρυσ τ ά λ ο υ ς του τετραγα)νικού συστήματος υπό μορφή λεπτοϊνα)δών ή συγκεντρικών μαζών σε γρανιτικά πετρώματα ή κόκκων σε αλλουβιανές αποθέσεις. Ηχεί σκληρότητα 6 έως 7 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,8 έως 7. Cast [Ρίξιμο, χύσιμο] Τεχνολ. 1. Η διαδικασία χυσίματος μιας ποσότητας ενός ρευστοποιημένου υλικού σε ένα καλούπι ώστε με την στερεοποίηση λόγω μείωσης της θερμοκρασίας ή μέσω χημικών αντιδράσεων το υλικό να πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. 2. II διαόικασία τοποθέτησης σκυροδέματος στην ξυλότυπο. Cast In Situ [Τοποθέτηση επί τύπου | Τεχνολ. Στοιχεία σκυροδέματος τα οποία κατασκευάζονται στο εργοτάξιο με την τοποθέτηση του νωπού σκυροδέματος στους ξυλότυπους. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την προκατασκευή όπου τα στοιχεία παράγονται σε εργοστάσιο και μεταφέρονται έτοιμα στο εργοτάξιο όπου συναρμολογούνται. Cast Iron [Χυτοσίδηρος] Μεταλλ.. Κράμα σιδήρου με ποικιλία ιδιοτήτων που λαμβάνεται κατά την εξαγωγή σιδήρου από τα μεταλλεύματα του, αποτελούμενο από περίπου 95% σίδηρο, 2 - 4,5% άνθρακα, 0,5 - 3% πυρίτιο και μικρότερες ποσότητες θείου, μαγγανίου, φα)σφόρου και αζώτου. Cast Steel [Χυτοχάλυβας] Μεταλ/.. Χάλυβας ή ειδικός χάλοβας που έχει υποβλ,ηθεί σε διεργασία χύσης εντός ειδικών τύπων για την κατασκευή χυτών αντικειμένων (εξαρτημάτων μηχανών, εργαλείων, οβίδων κ.λ.π.). Casting [Ρίξιμο, χύσιμο] Τεχ\>ολ. —> Cast, Casting O u t Nines [Έλεγχος διαιρετότητας με το 9] Μαθημ. Εφαρμογή της μαθηματικής ιδιότητας ακεραίου n = a,a 2 ...a 2 σύμφαινα με την οποία: αν = 9k => n = 9m, για κατάλληλους ακεραίους k και m. Αλλοιώς γνωστή και ως η ιδιότητα: "Αν το άθροισμα των ψηφίων ενός ακεραίου διαιρείται με το 9, τότε και ο ακέραιος διαιρείται με το 9". Castner Cell [Κελα Castner] Χημ. Μηχ. ΪΙλεκτρολυτικό κελί, με άνοδο από γραφίτη και κάθοδο από υδράργυρο, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή νατρίου και χλωρίου, με τη μέθοδο Castner-Kellner. Castner Kellncr Process [Διεργασία Castner-Kellner] Χημ. Μηχ. Μέθοδος παραγωγής νατρίου και χλωρίου, με ηλεκτρόλυση άλμης. Στην άνοδο, που αποτελείται από γραφίτη, σχηματίζεται χλώριο και στην κάθοδο, που είναι από υδράργυρο, αμάλγαμα νατρίου, το οποίο συλλέγεται σε δεύτερο κελί. Castor [Κάστωρ] Αστμον. Ζεύγος αστέρων, το α του αστερισμού των διδύμων (α geminorum) του οποίου τα μέλη έχουν φωτεινότητες 3.2 και 2.9 και απέχουν 1.9". Και τα δύο μέλη του ζεύγους είναι κίτρινοι αστέρες και το ζεύγος είναι το φωτεινότερο του βορείου ημισφαιρίου, Cataclasis [Κατάκλαση] Γεωλ. Η διαδικασία κατά την οποία επέρχεται, χωρίς χημική ανασύνθεση, παραμόρφωση πετρώματος λόγω μηχανικού θραυσμού και δια-

Cataclastic Rock

-290-

τμητικών τάσεων ή λόγω κοκκοποίησης ορισμένων ορυκτολογικών συστατικών του. Cataclastic Rock [Κατακλαστικό πέτρωμα] Γεωλ. Πέτρωμα τα οποίο έχει υποστεί παραμόρφωση από κατακλάσεις και παρουσιάζει χαρακτηριστική δομή με γωνιώδη θραύσματα και τεμάχια πετρωμάτων. Cataclysmic Variable [Εκρηκτική Μεταβολή] Αστρον. Εξαιρετικά απότομη και σύντομη μεταβολή της φωτεινότητας ενός αστεριού όπως αυτή συμβαίνει σε περιπτώσεις έκρηξης υπερκαινοφανών αστεριών. Catadioptric [Καταδιοπτρικός] Οπτικ. Οπτική διάταξη π.χ. τηλεσκόπιο, που χρησιμοποιεί συνδυασμό κατοπτρικών και διαθλαστικό')ν επιφανειών. Catalog [Κατάλογος] Πληρ. 1. Ταξινομημένη ή αταξινόμητη δομή δεδομένων η οποία εκτελεί χρέη ευρετηρίου για άλλες δομές δεδομένων. 2. Δομή δεδομένων αποτελούμενη από δείκτες (pointers) οι οποίοι παρέχουν αναφορές σε άλλες δομές δεδομένων. 3. Δομή δεδομένων η οποία περιέχει αναφορές ή καταγράφει τα περιεχόμενα συσκευής αποθήκευσης δεδομένίον, όπως δίσκου, μαγνητικής ταινίας, cd - rom κλπ. Catalog N u m b e r [Αριθμός καταλόγου] Αστρον. Αριθμός αναγνώρισης ουράνιου σώματος, βασισμένος σε. συγκεκριμένη ταξινόμηση όπως αυτή είχε πραγματοποιηθεί από διακεκριμένο αστρονόμο του παρελθόντος ή από διάσημο ερευνητικό αστρονομικό ίδρυμα. Οι γνωστότεροι κατάλογοι σε χρήση σήμερα είναι αυτοί του messier και ο νέος γενικός κατάλογος με ακρωνύμια ngc. (new genera! catalog). Catalysis [Κατάλυση] Χημ. Π επιτάχυνση ή επιβράδυνση μιας χημικής αντίδρασης, με χρήση καταλύτη. Ανάλογα με τις φάσεις του καταλύτη και των αντιδρώντων, διακρίνεται σε ομογενή και ετερογενή. Catalyst [Καταλύτης] Χημ. Ουσία, η οποία μεταβάλλει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, χωρίς η ίδια να υφίσταται χημική μεταβολή. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για το θετικό καταλύτη, που επιταχύνει μια αντίδραση. Catalyst C a r r i e r [Φορέας Καταλύτη] Χημ. Πρόκειται για στερεό υλικό, με κατάλληλη μορφή και μεγάλη ειδική επιφάνεια, πάνω στο οποίο αποτίθεται ο καταλύτης. Συνήθως χρησιμοποιείται διοξείδιο του πυριτίου, ενεργοποιημένη αργιλία, πορώδης άνθρακας, κλπ. Catalyst Selectivity [Εκλεκτικότητα Καταλύτη] Χημ. Σε σύστημα ταυτόχρονων αντιδράσεων, ορίζεται η σχετική δραστικότητα του καταλύτη για κάθε μια αντίδραση. Catalyst Stripping [Καθαρισμός Καταλύτη] Χημ. Μηχ. Διεργασία απομάκρυνσης οργανικών ουσιών που συγκρατούνται στους πόρους ενός καταλύτη, με εισαγωγή ατμού. Catalytic C r a c k e r [Μονάδα Καταλυτικής Πυρόλυσης] Χημ. Μηχ. Αποτελεί τμήμα μιας εγ κατί *στασης διύλισης πετρελαίου. Catalytic Cracking Unit Catalytic Cracking [Καταλυτική Πυρόλ.υση) Χημ. Μηχ. Διεργασία κατά την οποία, βαριά κλάσματα πετρελαίου διασπώνται, παρουσία καταλυτών, σε ελαφρύτερα προϊόντα, όπως ολεφίνες, βενζίνη, κλπ. Ταυτόχρονα σχηματίζεται και κωκ, που αποτίθεται στους πόρους του καταλότη. Catalytic Cracking Unit [Μονάδα Καταλυτικής Πυρόλυσης] Χημ. Μηχ. Τμήμα της βιομηχανίας πετρελαίου, όπου διεξάγεται πυρόλυση των βαρύτερων κλασμάτων, παρουσία καταλύτη. Αποτελείται από το τμήμα αντίδρασης, που περιλαμβάνει τον αντιδραστήρα,

τον αναγεννητή και το σύστημα παροχής αέρα, καθώς και από το τμήμα κλασματοοσεως. Catalytic Hydrogenation [Καταλυτική Υδρογόνωση) Χημ. Αντίδραση προσθήκης υδρογόνου σε μια χημική ένωση, παρουσία καταλ.ύτη νικελίου, παλλαδίου ή λευκοχρύσου. Συνήθως, αναφέρεται σε υδρογόνωση ακόρεστων υδρογονανθράκων. Catalytic Poison [Παρεμποδιστής Καταλότη] Χημ. Ουσία που αναστέλλει τη δραστικότητα ενός καταλότη. Ονομάζεται και αντικαταλύτης. Catalytic Polymerization [Καταλυτικός Πολ.υμερισμός] Χημ. Αντίδραση πολυμερισμού, η οποία διεξάγεται παρουσία καταλύτη. Οι συνήθεις καταλύτες για πολυμερισμούς είναι μέταλλα, οξείδια ή άλατα μετάλλων ή άλατα οργανικό) ν οξέων. Είναι γνωστοί ακόμη, οι καταλύτες Fricdcl-Crafts (BF3, A1C13, κλ.π) και οι Zicglcr (μίγμα TiCl4 και A1(C2H5)3). Catalytic Reforming [Καταλαπική Αναμόρφο.)ση] Χημ. Μηχ. Διεργασία την οποία υφίσταται συνήθως η βενζίνη, με σκοπό την αύξηση του αριθμού οκτανίου. Περιλαμβάνει αντιδράσεις ισομερείωσης, αφυδρογονωτικής κυκλοποίησης και θερμικής διάσπασης. Catalytic Site [Ενεργό Κέντρο] Active Site Catalytically Cracked Gasoline [Βενζίνη Καταλυτικής Πυρόλυσης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τη βενζίνη που παράγεται από μια μονάδα καταλυτικής πυρόλυσης κλασμάτων πετρελαίου. Catapult [Καταπέλτης] Αερομηχ. Μηχανική διάταξη αποτελούμενη από φορείο επί σιδηροστροχιών και ισχυρό πολύσπαστο που χρησιμοποιείται, ενεργοποιούμενη μέσω κυλίνδρου πίεσης, για την εκσφενδόνιση αεροσκαφών χωρίς διάδρομο απογείωσης, π.χ. επί των καταστρωμάτων πολεμικών πλοίων (αεροπλανοφόρων). C a t a r a c t [Καταρράχτης] Υόμολ. Είναι η πτώση του νερού ενός ποταμού από μία προεξοχή που τέμνει την κοίτη του. Υπάρχουν καταρράχτες με μεγάλο πλάτος και μικρότερο ύψος και το αντίθετο, με μικρό πλάτος και μεγαλύτερο ύψος πτώσης του νερού. Σε κάθε περίπτωση οι καταρράχτες διαθέτουν μεγάλα αποθέματα υδρενέργειας, τα οποία ανάλογα με την περίπτωση μπορούν να γίνουν εκμεταλλεύσιμα προς παραγωγή ηλεκτρισμού. Catastrophic E r r o r [Καταστροφικό σφάλμα] Πληρ. Σφάλμα το οποίο δημιουργεί συνθήκες τέτοιες οι οποίες αποτρέπουν την περαιτέρο) εκτέλεση δεδομένου προγράμματος από το λειτουργικό σύστημα κάτω από το οποίο το εν λόγω πρόγραμμα εκτελείται. Catastrophism [Καταστροφισμός] Γεχολ. Θεωρία που ερμηνεύει τις αιφνίδιες μαζικές εξαφανίσεις ειδών (π.χ. δεινοσαύρων πριν 65 εκατομ. χρόνια) οι οποίες φαίνονται να εμφανίζουν μία περιοδικότητα (κάθε 26 ή 32 εκατομ. χρόνια και οι μεγαλύτερες κάθε 225 - 275 εκατομ. χρόνια) με βάση μία μεγάλη κοσμική καταστροφή λόγω περιοδικών συγκρούσείον με μετεωρίτες ή κομήτες από την ύπαρξη ενός άγνωστου θανατηφόρου πλανήτη (πλανήτης Χ) ή αστέρα (Νέμεσις) ή τη διέλευση του ηλιακού μας συστήματος από το κέντρο του Γαλαξία. Catch Basin [Συλλεκτήρια λεκάνη] 1. Οδοπ. Είναι μία δεξαμενή κατασκευασμένη στο σημείο όπου το ρείθρο του δρόμου καταλήγει στον υπόνομο, με σκοπό την περισυλλογή όλων εκείνων των φερτών υλικών που δεν μπορούν να εισέλ.θουν στον υπόνομο και η συγκέντρωσή τους εκεί θα έφραζε την είσοδο του. 2. Υδρολ.

-291 -

Cathode Ray Oscillograph

Στην Υδρολογία με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η σύζευξη μεταξύ δομών δεδομένων και δημιουργεί συδεξαμενη ή ο οποιοσδήποτε συλλεκτήρας μπορεί να ζευγμένο κατάλογο, (βλέπε Catena), συγκεντρώσει τα όμβρια ύδατα που απορρέουν στην C a t f o r m i n g [Καταλυτική Αναμόρφωση] Χημ. Μηχ. επιφάνεια του εδάφους. Διεργασία της πετροχημικής βιομηχανίας, κατά την Catchment Area [Λεκάνη απορροής) Υδρολ. Το επιφαοποία παραφινικοί και ναφΟενικοί υδρογονάνθρακες, νειακό τμήμα του εδάφους που αποστραγγίζεται από μετατρέπονται σε αρωματικούς ή ισομερίζονται προς ένα ποτάμιο σύστημα. διακλαδωμένους, παρουσία υδρογόνου και καταλύτη. C a t c h w a t e r [Συλλεκτήριο αυλάκι] Πολ. Μηχ. Είναι ένα Cathetometer [ΚαΟετόμετρο] Μηχ. Όργανο, αποτελούχαντάκι το οποίο κατασκευάζεται στην βάση ενός πρα- μενο από μικρή οριζόντια διόπτρα ολισθαίνουσα επί νούς, κατά μήκος αυτού, για να συλλέγει και να συγκεκατακόρυφης ράβδου, για τη μέτρηση μικρών κάθετων ντρώνει σε επιθυμητό χώρο, το νερό που κυλάει πάνω αποστάσεων, ιδιαίτερα διαφοροόν στάθμης στηλών υστην επιφάνεια του εδαφικού υλικού του πρανούς. γρών σε σο)λήνες. Catechol [Ιΐυροκατεχόλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και Cathode 1 [Κάθοδος Κ, -] ΙΙλεκ. Σε σωλήνες ηλεκτρονί1,2-διυδροξυβενζόλιο. Είναι δισθενής φαινόλη, με χη- ων, είναι το ηλεκτρόδιο παραγωγής ηλεκτρονίων. Συμικό τύπο 2-HOC6n 4 OIl, μοριακό βάρος 110,11, ση- νήθως, η κάθοδος είναι ένα θερμαινόμενο πλέγμα παμείο ζέσεως 245 °C και σημείο τήξεως 105 °C. Πρύκει- ραγωγής ηλεκτρονίων μέσω του θερμοηλεκτρονικού ται για άχρωμη κρυσταλλική ουσία, με ισχυρές αναγω- φαινομένου. Συνδέεται με το χαμηλό δυναμικό μίας γικές ιδιότητες, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετό- πηγής συνεχούς τάσης ώστε τα ηλεκτρόνια να επιταχύνη. Χρησιμοποιείται ως φωτογραφικός εμφανιστής. νονται προς την άνοδο. Categorization [Κατηγοριοποίηση] Πλημ. Σε συστήμα- Cathode* [Κάθοδος Κ, -] Η/χκ. Πόλος - ηλεκτρόδιο τα παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως σε servers χαμηλού δυναμικού μιας μπαταρίας από το οποίο φεύκαι διακομιστές υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομεί- γουν τα ηλεκτρόνια κινούμενα προς το κύκλωμα, ου ή μηνυμάτων real - time, διαδικασία κατά την οποία Cathode 3 [Κάθοδος Κ, -] Φυσ. Χημ. Σε ηλεκτρολυτικά αναδιανέμονται τα μηνύματα στους κατάλληλους πα- στοιχεία, είναι το ηλεκτρόδιο στο οποίο λαμβάνει χώραλήπτες αφού ληφθούν από τον κεντρικό server του ρα μεταφορά ηλεκτρονίων από το ηλεκτρόδιο στα ιόδιακομιστή. ντα του διαλύματος. Αποτέλεσμα της δράσης αυτής Category [Κατηγορία] Μαθημ. Συλλογή αντικειμένων, στην κάθοδο είναι η αναγωγή των ιόντων. 3 = {Α, Β, C, ...}, σε συνδυασμό με: 1) Μία συλλογή Cathode C u r r e n t Efficiency [Απόδοση ΡεύματοςΚαδιακεκριμένων μη τεμνόμενων συνόλων, καλούμενη θόδου] Φυσ. Χημ. Ορίζεται το κλάσμα της συνολικής hom(A,B), ένα για κάθε ζεύγος αντικειμένων του 3, 2) ποσότητας του ρεύματος, το οποίο χρησιμοποιείται για " Α, Β, C e 3, S hom(B, C) ' hom(A, Β) —> hom(A, C), την ηλεκτροχημική αναγωγή μεταλλικών ιόντων, όλα υποκείμενα στα ακόλουθα δύο αξιώματα: I) Αν f: Cathode D a r k Space [Σκοτεινός χώρος καθόδου] Α —» Β, g: Β C, h: C —» D, είναι μορφισμοί στο 3 , Ηλεκτ. Προκειμένου περί εκκένωσης αίγλης σε σωλή=> h ο (g ο f) = (h ο g) ο f, και II)" Β ε 3, S μορφισμός να αυτοτελούς εκκένωσης υπό πίεση 1 torr ή μικρότε1Β: Β -4 Β: " f: Α —> Β, g: Β —> C, 1Β ο Γ = Γ και g ο 1Β ρης, μία από τις σκοτεινές περιοχές πέριξ του ηλεκτρο= g. δίου της καθόδου. Γνωστή και σαν σκοτεινός χώρος Category 3 Cable [Καλώδιο κατηγορίας 3] Επικοιν. του crooks ή του hittorf. Ειδικός τύπος καλωδίου που χρησιμοποιείται στο Cathode Disintegration [Διάσπαση Καθόδου| Η/εκ. Ethernet 10 Mbps. Η αποσύνθεση του υλικού που αποτελεί την κάθοδο, Category 4 Cable [Καλώδιο κατηγορίας 4] Επικοιν. σαν συνέπεια της επίδρασης των θετικών ιόντων. Ειδικός τύπος καλωδίου που χρησιμοποιείται στο To- Cathode Drop [Καθοδική πτώση] Η/χκτ. Μία από τις ken Ring Ιό Mbps. συνιστώσες της ολικής τάσης λειτουργίας μεταξύ ανόCategory 5 Cable | Καλώδιο κατηγορίας 5] Επικοιν. δου και καθόδου σε σωλ^ήνα αυτοτελούς ηλεκτρικής Ειδικός τύπος καλωδίου που χρησιμοποιείται στο συεκκένωσης ο οποίος βρίσκεται σε φάση εκκένωσης νεστραμμένο ζεύγος του Eihernel 100 Mbps ή στο αίγλης. Ισχύει: U0>. = UKO + U A , R + UOS, όπου UKTI είναι ATM των 155 Mbps. η τάση καθοδικής πτώσης, UA,F η τάση αίγλης και του Catena [Συζευγμένος κατάλογος] Πληρ. Οποιαδήποτε χώρου του faraday, Uev η τάση της θετικής στήλ.ης και δομή δεδομένων δημιουργείται με την βοήθεια ακο- U0>. η συνολική διαφορά δυναμικού μεταξύ ανόδου / λουθιακής σύζευξης δύο ή περισσότερων υποδομών, καθόδου. όπως ένας κατάλογος records με δείκτες στον οποίο ο Cathode Emission [Εκπομπή Ιϊλεκτρονίων από την κάθε δείκτης παρέχει αναφορά σε διαφορετικό record Κάθοδο] Ηλεκ. Εκπομπή ηλεκτρονίων μέσω του θερή ένα string το οποίο έχει δημιουργηθεί με την βοήθεια μοηλεκτρονικού φαινομένου από το θερμαινόμενο υλιυποπρογράμματος σύζευξης strings, όπως sir := concat κύ της καθόδου. (sirl, str2, ...slrn). (βλέπε Catenate, Catenation). Cathode Glow [Αίγλη Καθόδου] Ηλεκ. Ακτινοβολία Catcnane [Κατενάνιο] Οργ. Χημ. Οργανική ένα)ση της που εκπέμπεται από την κάθοδο σωλήνων εκκένωσης οποίας η δομή αποτελείται από ιδιότυπο σύστημα δύο αίγλης. ή περισσοτέρων πολυμελών δακτυλίων που συνδέο- Cathode Ray [Καθοδικές Ακτίνες] Ηλεκ. Ρεύμα ηλενται μεταξύ τους, όχι ενωμένοι με χημικούς δεσμούς, κτρονίων που εκπέμπονται από την κάθοδο σωλήνων αλλνά ως κρίκοι αλοσίδας και παρουσιάζουν τοπολογιηλεκτρονίων είτε λόγω θέρμανσής της ή επειδή προκή ισομέρεια. σπίπτουν πάνω της θετικά ιόντα. Catenatation [Σύζευξη] Πληρ. Ακολουθιακή σύζευξη Cathode Ray Oscillograph [Ηαλ.μογραφιτής Καθοδιμεταξύ δομο')ν δεδομένίον η οποία δημιουργεί συζευγκών Ακτίνα>ν] ΙΙ/χκ. Πρόκειται για ένα παλμογράφο μένο κατάλογο, (βλέπε Catena). καθοδικών ακτίνων, ο οποίος χρησιμοποιείται για την Catenate [Συζεύγνω] Πληρ. Εκτελώ διαδικασία, αλ.γό- παραγωγή μόνιμης εικόνας είτε πάνω σε φωτογραφικό ριθμο ή υποπρόγραμμα το οποίο επιτελεί ακολουθιακή φιλμ ή σε άλλο υλικό.

Carbon-Nitrogen-OxygenCycles

-292 -

κτηρίζεται κάθε διεργασία ιοντοεναλλαγής, η οποία βασίζεται σε μεταφορά κατιόντων. Cation Exchange Resin [Κατιονική Ρητίνη] Κατηγορία ιοντοενσλλ.ακτικών ρητινών, οι οποίες περιέχουν και μπορούν να εναλλάξουν ισοδύναμου φορτίου κατιόντα, σε μια διεργασία ιοντοεναλλαγής. Cationic Detergent [Κατιονικό Απορρυπαντικό] Ομγ. Χημ. Συνθετικό απορρυπαντικό, το ασκεί κατιονική δράση. Παραδείγματα είναι τα αλκυλοαμμωνιακά άλατα και οι εστέρες λιπαρών οξέων με τριαιθανολαμίνη. Συνήθως, δρουν και ως παράγοντες διαβροχής των υφάνσιμων ινών. Cationic Polymerization [Κατιονικός Πολυμερισμός] Χημ. Αντίδραση πολυμερισμού, η οποία διεξάγεται με αλυσωτό μηχανισμό, με φορείς δραστικότητας κατιόντα. Catonic Hetero Atom [Κατιονικό Ετεροάτομο] Χημ. Στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, είναι κάθε θετικά φορτισμένο άτομο, διαφορετικό από άνθρακα ή υδρογόνο. Catoptric [Κατοπτρικός] Οπτικ. Ο αναφερόμενος σε κάτοπτρο καθώς και στις ιδιότητες ή εφαρμογές του. Cauchy Condensation Test [Κριτήριο συμπύκνωσης του cauchy] Μαθημ. Αν: {a;, i e |Ν), με SL} ε |R4, al+1 < a4, "i, limp = 0 και k e |N, η ιδιότητα: Σ Γ ^ Cathode Ray O u t p u t [Μονάδα εξόδου καθοδικών α- Z f k V " . κτίνων] Πληρ. Οθόνη υπολογιστικού συστήματος. Cauchy Criterion [Κριτήριο του cauchy] Μαθημ. Η Cathode Ray T u b e [Σωλήνας Καθοδικών Ακτίνων] ιδιότητα: Σι°%Γ ή -, ανάλογα με το αν: lin"i,an^..Xr>+1"1ai Ηλεκ. Σωλήνας παραγωγής μιας μικρού εύρους δέσμης = 0. ηλεκτρονίων με δυνατότητα μεταβολής της έντασης Cauchy Dispersion F o r m u l a [Νόμος Διασκεδασμού της αλλά και της κατεύθυνσής της προς τα σημεία μιας του Cauchy j Οπτικ. Εξίσωση που πε.ριγράφει την εξάρφθορίζουσας οθόνης χρησιμοποιώντας πλακίδια οριζό- τηση του δείκτη διάθλασης (η) ενός οπτικού μέσου αντιας και κατακόρυφης απόκλισης. Χρησιμοποιείται πό το μήκος κύματος της ακτινοβολίας (λ) που διαδίγια τη δημιουργία εικόνας σε μια φθορίζουσα οθόνη π. δεται σε αυτό. Ισχύει: η=Α+(Β/λ)2, όπου Α, Β σταθεχ. στην τηλεόραση, στον παλμογράφο κ.λ.π. ρές. Cathode Ray T u n i n g Indicator [Δείκτης συχνότητας Cauchy Distribution [Κατανομή Cauchy] Στατ. Κατακαθοδικών ακτίνων] Ηλεκτ. Βοηθητικός σωλήνας κα- νομή μίας μεταβλητής: x με πυκνότητα πιθανότητας θοδικών ακτίνων χρησιμοποιούμενος παλαιότερα σε ίση με: α/[πχα 2 +(χ-βΓ] όπου α, β σταθερές σχετικές με ηλεκτρομαγνητικές συσκευές λήψης, όπως ραδιόφωνα την μέση τιμή και τη διασπορά της μεταβλητής. Αναμεγάλης εμβέλειας, του οποίου η φωτεινότητα είναι φέρεται και ως Cauchy Frequency Distribution. αντίστοιχη με την ισχύ του σήματος λήψης. Γνωστός Cauchy F o r m u l a [Τύπος ολοκλήρωσης του cauchy] και σαν "μαγικό μάτι". Μαθημ. Αν f είναι αναλυτική μιγαδική συνάρτηση παCathode Ray Voltmeter [Βολτόμετρο Σωλήνα Καθο- ντού και πάνω σε απλή κλειστή καμπύλη c με θετική δικών Ακτίνων] Ηλεκ. Όργανο μέτρησης της τάσης φορά και Ζο είναι σημείο στο εσωτερικό της καμπύλης, μέσω της απόκλισης που προκαλεί στη δέσμη των ηλε- τότε: f(Zo) ·= 1/(2πί)]οΤ(ζ)/(ζ - z<))dz. II σχέση γενικεύεται ως: & \ ζ ) = n!/(2ri)J c f(s)/(s - z)rl+lds. (βλεπε κτρονίων ενός καθοδικού σωλήνα. Cathode Spot [Καθοδική κηλίδα] Ηλεκτ. Σε αυτοτελή Calculus Of Residues). ηλεκτρική εκκένωση τόξου, η περιοχή της καθόδου Cauchy Frequency Distribution [Κατανομή Cauchy) από την οποία εκκινούν τα ηλεκτρόνια τα οποία σχη- Στατ —» Cauchy Distribution ματίζουν την φλέβα του τόξου. Cauchy H a d a m a r d T h e o r e m [Θεώρημα cauchyCathodic Inhibitor [Αναχαιτιστής Καθόδου] Φοσ. hadamard] Μαθημ. Η ακτίνα σύγκλισης της μιγαδικής n Χημ. Χημική ένωση η οποία, όταν προστίθεται στον απειροσειράς Z f a n z είναι 1/ [limsupn_JN|an|], όπου ηλεκτρολότη, καλύπτει και απομονώνει την κάθοδο, "1/0" εκλαμβάνεται σαν "οο". με αποτέλεσμα να σταματά η διάβρωση. Cauchy Integral Theorem [Θεώρημα ολοκληρωμάCathodic Protection [Καθοδική Προστασία] Φυσ. των του cauchyl Μαθημ. Αν f(z) είναι μιγαδική συνάρΧημ. Χαρακτηρίζεται η προστασία ενός μετάλλου από τηση, αναλυτική σε κλειστή περιοχή r που αποτελείται τη διάβρωση, με επιβολή δυναμικού συνεχούς ρεύμα- από το εσωτερικό απλής κλειστής καμπύλης και την ίδια την καμπύλη c, και η Γ (ζ) είναι συνεχής στην πετος και μετατροπή του μετάλλου σε κάθοδο. Cation [Κατιόν] Χημ. Είναι ένα ιόν σε ηλεκτρολύτη που ριοχή r, τότε: Jcf(z)dz = 0. φέρει θετικό φορτίο και με την επίδραση διαφοράς δυ- Cauchy M e a n Value T h e o r e m [Θεώρημα μέσης τιμής του cauchyl Μαθημ. Αν f και g είναι συναρτήσεις ναμικού κινείται προς το ηλεκτρόδιο της καθόδου. Cation Analysis [Κατιονική Ανάλοση] Αναλ. Χημ. Πε- συνεχείς στο διάστημα [a, b] και παραγωγίσιμες στο ρλαμβάνει μεθόδους ποιοτικού προσδιορισμού των διάστημα (a, b), υπάρχει x e (a, b) τέτοιο ώστε: ff(b) f(a)] g'(x) = [g(b) - g(a)] F(x). (Av g(b) 1 g(a) και g'(x) περιεχόμενων κατιόντων σε ένα διάλομα. 1 0, τότε η σχέση μπορεί να γραφτεί: [f(b) - f(a)]/ [g Cation Exchange [Εναλλαγή Κατιόντων] Χημ. Χαρα-

Cathode Ray Oscilloscope [Παλμογράφος Καθοδικών Ακτινών] Ηλεκ. Όργανο απεικόνισης της στιγμιαίας τιμής ενός μεγέθους που έχει μετατραπεί σε ηλεκτρική τάση πάνω στη φθορίζουσα οθόνη ενός σωλήνα καθοδικών ακτινών. Η τάση του σήματος διοχετεύεται στα πλακίδια κατακόρυφης απόκλισης της δέσμης ηλεκτρονίων, ενώ συνήθως μια πριονωτή τάση με συχνότητα που, ανάλ.ογα το παλμογράφο, μπορεί να είναι και της τάξης των GHz, διοχετεύεται στα πλακίδια οριζόντιας απόκλισης της δέσμης. Το ίχνος στη φθορίζουσα οθόνη κινείται οριζόντια με σταθερή ταχύτητα, ενώ κατακόρυφα κινείται ανάλογα με το μεταβαλλόμενο μέγεθος που παρίσταται. Είναι δυνατόν στα οριζόντια πλακίδια να διοχετεύεται άλλο μεταβαλλόμενο μέγεθος, δημιουργώντας τη σχετική μεταβολή των δύο μεγεθών, π.χ. καμπύλες Lissajous. Οι σύγχρονοι παλμογράφοι διακρίνονται σε ψηφιακούς και αναλογικούς, καθώς και ως προς τη μέγιστη συχνότητα σήματος που μπορούν να απεικονίσουν. Στους ψηςηακούς, σε αντίθεση με τους αναλογικούς παλμογράφους, χρησιμοποιείται κατάλληλος μετατροπέας αναλογικού σε ψηφιακό σήμα (A/D Converter) κάνοντας δυνατή την αποθήκευση και επεξεργασία του σήματος και μετά διοχετεύεται στα πλακίδια απόκλισης. Αναφέρεται και ως: Scope, Oscilloscope.

- 293 (b)-g(a ) ] = f ( x ) / g ' ( x ) ) . Cauchy Principal Value [Πρωτεύουσα τιμή του cauchy] Μαθημ. Προκειμένου περί γενικευμένων ολοκληρωμάτων πρώτου και δεύτερου είδους, τιμή σύγκλισης που προκύπτει από εναλλακτικούς ορισμούς των ολοκληρωμάτων αυτών, α)ς: JV~f(x)dx = linv*J a h f (x)dx και αν l i n v ^ x ) = ±00, Jabf(x)dx = lin\^o[iac"ef(x) dx + U b f(x)d*]Cauchy P r o d u c t [Γινόμενο cauchy] Μαθημ. Αν Xo"a„ και Eo°°bn είναι δύο απόλυτα συγκλίνουσες απειροσειρές, η απειροσειρά που ορίζεται ως: Σο~^η = (I 1. Cauchy Ratio Test [Κριτήριο λόγου του cauchy] Μαθημ. Το κριτήριο σύγκλισης: Αν " n e |Ν: an 3 0 και l i n v j a ^ i / a j = r, τότε Z 1. Γνωστό απλά σαν "κριτήριο του λόγου". Cauchy Residue T h e o r e m [Θεώρημα μιγαδικών υπολοίπων του cauchy] Μαθημ. Θεώρημα που επιτρέπει τον υπολογισμό μιγαδικο')ν ολοκληρωμάτων της μορφής Jcf"(s)/(s-z)ds σαν: jB^, με f(z) αναλυτική συνάρτηση παντού στο εσωτερικό απλής κλειστής καμπύλης c, εκτός από τα σημεία {zj, j e J) μέσα στην καμπύλη, στα οποία η συνάρτηση έχει υπόλοιπα {Β3, j e J) αντίστοιχα. Cauchy Ricmann Equations [Εξισώσεις cauchyriemann] Μαθημ. Αν f(z) είναι μιγαδική συνάρτηση ορισμένη σε μία γειτονιά του σημείου zo = (xo, yy) μέσω της σχέσης: f(z) = u(x,y) + iv(x,y), το ζεύγος εξισώσεων: Tu(x0,y0)/1ix = 1|v(xo,yo)/1iy και 1u(x0,y0)/Hy = -Hv (xojyoWx»το οποίο αποτελεί απαραίτητες συνθήκες για την ύπαρξη της παραγώγου της f στο ZQ: Γ(ΖΟ). Cauchy S c h w a r z Inequality [Ανισότιμα των cauchyschwarz] Μαθημ. Η ανισότητα μεταβλητών: [Σι"χ#ί] 2 ^ (Σ, η ΧΓ) (Zi n y 2 ), η αντίστοιχη ανισότητα ολοκληρωμάτων συναρτήσεων: [i»big]2 < (iabi'2) (J a b g 2 ) και η αντίστοιχη ανισότητα διανυσμάτων: a b < ||a|| ||b||, όπου x y είναι το εσωτερικό γινόμενο διανυσμάτων και ||χ|| το μέτρο διανύσματος. Cauchy Sequence [Ακολουθία cauchy] Μαθημ. Ακολουθία όρων {an, n e |Ν) η οποία ικανοποιεί την συνθήκη:" ε > 0, $ k € |Ν: αν m, n > k => |a„ - am| < ε. Cauchy Test F o r Convergence [Κριτήριο σύγκλισης του cauchy] Μαθημ. Αν f > 0, f(x) < f(y) όταν x>y στο διάστημα [1, οο) και "n: f(n) = an, τότε: i f a n ~ ή -, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι το ολοκλήρωμα: Jj~f = limA_JiAf. Γνωστό σαν κριτήριο ολοκλήρωσης. Caulking [Κλείσιμο αρμού] Τεχνολ. Η εργασία του κλεισίματος του κενού που δημιουργείται σε έναν αρμό με την τοποθέτηση εντός του κενού ενός συνθετικού υλικού κατάλληλου γι' αυτό το σκοπό. Causal Past [Αιτιατό Παρελθόν] Φυσ. Το σύνολο των παρελνθόντων σημείων του χωροχρόνου τα οποία θα μπορούσαν να συνδέονται με σχέση αιτίας - αιτιατού με ένα χωροχρονικύ σημείο. Causal System [Αιτιατό Σύστημα] Φνα. Σύστημα στο οποίο ισχύει η αρχή της αιτιότητας π.χ. ένα φυσικό σύστημα. Causality Causality [Αιτιότητα] Φυα. Αρχή σύμφωνα με την οποία το αποτέλεσμα δεν μπορεί να προηγείται της αιτίας του. Εφαρμόζεται με ποικίλους τρόπους σε κάθε

Cave Breccia

κλάδο της φυσικής, α) Στην κλασσική μηχανική, η γν(όση της κατάστασης ενός συστήματος και των αλληλεπιδράσεών του, επαρκεί για τον καθορισμό της εξέλιξής του και η αρχή της αιτιότητας αναφέρεται και ως ντετερμινισμός, β) Στην θεωρία της σχετικότητας, μια τροχιά στο χωρόχρονο δεν μπορεί να διασχίζει τον κώνο φωτός που ξεκινάει από κάθε σημείο της και αυτό γιατί, η μεγαλύτερη ταχύτητα στη φύση είναι η ταχύτατα του φωτός, συνεπώς δύο γεγονότα στο χωρόχρονο μπορεί να έχουν σχέση αιτίας - αιτιατού μόνο εάν αλληλεπιδρούν με κάποια πεπερασμένης ταχύτητας αλληλεπίδραση μικρότερη ή ίση του φωτός, γ) Στην σχετικιστική κβαντική θεωρία πεδίου, δύο οιοδήποτε τελεστές οπωσδήποτε μετατίθενται (μποζόνια) ή αντιμετατίθεται (φερμιόνια) εάν τα σημεία ορισμού τους στο χωρόχρονο δεν μπορούν να συσχετιστούν ως αιτία - αιτιατό, δ) Στην κβαντική μηχανική, ξέροντας την κατάσταση ενός συστήματος κάποια χρονική στιγμή και τις μελλοντικές αλληλεπιδράσεις του μπορεί να προσδιοριστεί η εξέλιξή του, δηλοδή οι πιθανότητες εύρεσής του σε διάφορες καταστάσεις. Causality Condition [Συνθήκη Αιτιότητας] Φοα. Αποτελεί συνθήκη της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, σύμφωνα με την οποία μια τροχιά στον χωρόχρονο δεν είναι ποτέ κλειστή. Παρότι ακόμα και η τροχιά του φωτός καμπυλώνεται, καθώς οι κώνοι φωτός σε κάθε σημείο κάμπτονται από το βαρυτικό πεδίο, δεν είναι δυνατό να είναι κλειστή. Causally Simple [Απλή αιτιότητα] Φνα. Σύνολο σημείων του χωροχρόνου που περιέχει τα κλειστά σύνολο των παρελθόντων και μελλοντικών καταστάσεων οιοδήποτε συμπαγούς υποσυνόλου του. Causeway [Οδός σε υδάτινη επιφάνεια] Πολ. μηχ. Σε μια επιφάνεια νερού, οδός που κατασκευάζεται πάνω σε ένα επίχωμα το οποίο έχει κατασκευαστεί γι' αυτό το σκοπό και συνδέει τις δύο όχθες της υδάτινης επιφάνειας. Caustic [Καυστικός] Χημ. Χαρακτηρίζει ισχυρά βασικές χημικές ουσίες, όπως είναι το υδροξείδιο του νατρίου. Caustic S u r f a c e [Καυστική επιφάνεια] Οπτικ. Ονομάζεται η εστιακή επιφάνεια, επί της οποίας εφάπτονται οι εξ ανακλάσεως ακτίνες, που σχηματίζεται, αντί της στιγματικής εστίας,, κατά την ανάκλαση ευρείας παράλληλης δέσμης επί σφαιρικού κατόπτρου μεγάλου ανοίγματος λόγω του σφάλματος της σφαιρικής εκτροπής. Είναι καμπύλη επιφάνεια εκ περιστροφής με το μέγιστο της έντασης περί τη κύρια εστία. Caustic Wash [Καυστική Έκπλυση] Χημ. Διεργασία απομάκρυνσης ανεπιθύμητων ουσιών από ένα προϊόν, με χρήση διαλύματος καυστικής σόδας. Χρησιμοποιείται κυρίως για απομάκρυνση υδροθείου, σουλφιδίων και μερκαπτανών. Cave [Σπήλαιο] Γεωλ. Υπόγεια φυσική κοιλότητα ή σύστημα κοιλοτήτων, συχνότατα με έξοδο προς την επιφάνεια ή προς τη θάλασσα(ενάλια), που σχηματίζεται από την επενέργεια υπογείως κυκλοφορούντων υδάτων σε ευδιάλνυτα πετρώματα κυρίως ασβεστολικθικών (καρστικά), από ορογενετικές κινήσεις (τεκτονικά) ή από τη δράση των ανέμων (αιολογικά). Cave Breccia [Αατυποπαγές σπηλαίου] Γεωλ. Ιζηματογενής απόθεση στο πυθμένα σπηλαίου αποτελούμενη από αδρομερή κλοστικά υλικά (κυρίως ασβεστόλιθου) συνδεδεμένα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μεταξύ τους με συνδετικό υλ.ικό.

Cave Pearl

-294-

Cave Pearl [Μαργαριτάρι σπηλαίου] Γεωλ. Μικρός σφαιροειδής σχηματισμός των ασβεστολιθικών σπηλαίων λόγω της συγκεντρικής εναπόθεσης κρυστάλλων ασβεστίτη γύρο) από ένα πυρήνα. Cavendish Balance [Ζυγός του Cavendish] Μηχ. Πειραματική διάταξη μέτρησης πολύ μικρών βαρυτικών δυνάμεων μεταξύ σωμάτων. Χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της σταθεράς της βαρύτητας. Ο υπολογισμός της βαρυτικής έλξης γίνεται μέσω της στρέψης ενός νήματος, στο ένα άκρο του οποίου αναρτάται ράβδος με δύο ίδιες σφαίρες, όταν αυτές έλκονται από δύο άλλες σφαίρες. Cavern [Σπήλαιο] Γν.ωλ. Μεγάλων διαστάσεων σπηλαιώδης σχηματισμός, ιδιαίτερα καρστικού σχηματισμού, αποτελούμενος από σειρά Οολοειδών κοιλωμάτων συγκοινωνούντων μεταξύ τους με φυσικό λαβυρινθώδες σύστημα οχετών και στοών. Cavernous [Σπηλαιώδης] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται: 1. Γεωλογικός σχηματισμός με σπηλαιώδεις κοιλότητες και 2. Υφή πετρώματος με σύστημα πόρων και κοιλοτήτων. Cavitation [Σπηλαίωση, Παραγωγή Φυσαλίδων] Μηχ. Σχηματισμός φυσαλίδων αερίων μέσα σε υγρά, π.χ. κατά τη μείωση της διαλυτότητας αερίων σε υγρά, όπως όταν ανοιχτεί ένα ανθρακούχο αναψυκτικό, ή κατά τη μείωση, λόγω κίνησης, της πίεσης ενός υγρού όπως συμβαίνει από την κίνηση της προπέλας των πλοίων κ.λ.π. —»Bubble Cavitation Cavitation Corrosion [Διάβρωση λόγω Σπηλαίωσης] Μεταλλ. Cavitation Erosion Cavitation Damage [Καταστροφή λόγω Σπηλαίωσης] Μεταλλ. -» Cavitation Erosion Cavitation Erosion [Διάβρωση λόγω Σπηλαίωσης] Μεταλλ. Διάβρωση και αποσάθρωση των μετάλλων λόγω φαινομένων σπηλαίωσης, δηλαδή δημιουργίας και κατάρρευσης φυσαλίδο)ν αερίων στην επιφάνειά τους, όπως για παράδειγμα μπορεί να συμβεί στα πτερύγια της προπέλας των πλοίων. Cavitation Noise [Θόρυβος από Σπηλαίωση] Ακουστ. Θόρυβος που παράγεται από φαινόμενα σπηλαίωσης, δηλαδή δημιουργίας και κατάρρευσης φυσαλίδων αερίων σε υγρά, π.χ. στην προπέλα πλοίων. Cavity [Σπηλαίωση] Τεχνολ. Κενό που δημιουργείται εντός του όγκου ενός σώματος με συγκεκριμένη πυκνότητα όπου σε μια περιορισμένη περιοχή του όγκου η πυκνότητα είναι μικρότερη από αυτή του υπόλοιπου όγκου. Cavity I m p e d a n c e [Εμπέδηση Κ ολότητας] Ηλεκ. Η σύνθετη αντίσταση, εμπέδηση, που παρουσιάζει μεταξύ των άκρων της μία κοιλότητα συντονισμού. Cavity M a g n e t r o n [Μάγνητρον Κοιλοτήτων Συντονισμού] Ηλεκ. Λυχνία - γεννήτρια μικροκυμάτων, η άνοδος της οποίας αποτελείται από ένα σύνολο κοιλοτήτων συντονισμού. Cavity Oscillator [Ταλαντωτής Κοιλότητας Συντονισμού] Ηλεκ. Ταλαντωτής - πηγή σημάτων υψηλής συχνότητας, η τιμή της οποίας ισούται με τη συχνότητα συντονισμού μίας κοιλότητας. Αλλάζοντας τις γεωμετρικές διαστάσεις της κοιλότητας συντονισμού μεταβάλλεται και η συχνότητα του ταλαντωτή. Cavity R a d i a t o r [Κοιλότητα Εκπομπής - Απορρόφησης Ακτινοβολίας] Φυσ. Κοιλότητα με μια μικρή οπή εισόδου - εξόδου ακτινοβολίας. Μέσω διαδοχικών ανακλάσεων στο εσωτερικό της, είναι δυνατή η απορρόφηση κάθε ακτινοβολίας που εισέρχεται από την οπή

στην κολότητα. Από την οπή εκπέμπεται κάθε είδους ακτινοβολία και η διάταξη θεωρείται ένα πρότυπο μέλαν σώμα. Cavity Resonance 1 [Συντονισμός Κοιλότητας] Ηλεκτρομαγν. Το ηλεκτρομαγνητικό κύμα που δημιουργείται στο εσωτερικό μιας διεγειρόμενης κοιλότητας συντονισμού. Cavity Resonance 2 [Συντονισμός Κοιλότητας] Ακουστ. Χαρακτηριστικός συντονισμός του συστήματος μεμβράνης - κοιλότητας μεγαφώνου. Αν έχει ακουστική συχνότητα, ένας ήχος με αυτή την συχνότητα αναπαραγάγεται με μεγαλύτερη ένταση από άλλους. Cavity Resonator [Κολότητα Συντονισμού] Ιϊ/τ.κτρομαγν. Κολότητα με μεταλλικά τοιχώματα κατάλληλου σχήματος ώστε όταν διεγείρεται να αναπτύσσονται σε αυτήν στάσιμα ηλεκτρομαγνητικά κύματα με συχνότητες τις συχνότητες συντονισμού της. Με κατάλληλη διάταξη λαμβάνεται μέρος της ενέργειας των κυμάτων και η κολότητα χρησιμοποιείται σαν πηγή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων καθορισμένης συχνότητας. Αναφέρεται ως: Cavity, Microwave Cavity, Microwave Resonance Cavity κ.λ.π. Cavity Tuning [Συντονισμός Κολότητας] ΙΓ/χκτρομαγν. Ελεγχόμενη μεταβολή των γεωμετρικών στοιχείων μίας κοιλότητας συντονισμού, με σκοπό τη μεταβολή των ιδιοσυχνοτήτων της και άρα, της συχνότητας των κυμάτων που παράγει. Cavity Wall [Τοίχος με κενό] Ηολ.Μηχ. Πρόκειται για τον εξωτερικό τοίχο μίας οικοδομής, ο οποίος αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές οπτοπλίνθων με ενδιάμεσο κενό. Έχει θερμομονωτικές ικανότητες με την δυνατότητα τοποθέτησης μονωτικού υλακού στο ενδιάμεσο κενό του. Το συνηθέστερο συνολνΐκό του πάχος για τις κοινές οικοδομές είναι περί τα είκοσι με εικοσιπέντε εκατοστά. Cay ley Hamilton T h e o r e m (Θεώρημα Cayley Hamilton] Μαθημ. Θεώρημα που αποδεικνύει ότι ένας πίνακας ικανοποιεί το πολυώνυμο, οι λύσεις του οποίου είναι οι ιδιοτιμές του. Το πολυώνυμο αυτό καλείται και χαρακτηριστικό πολυώνυμο ή πολοό)νυμο Caley Hamilton του πίνακα. Characteristic Polynomial C Core [Πυρήνας τύπου C] Η/εκτμομαγν. Το ένα από τα δύο τμήματα σιδηρού πυρήνα ή μανδύα τριφασικού μετασχηματιστή, αυτομετασχηματιστή ή επαγωγικού πηνίου σχήματος C. Δύο όμοια τμήματα συζεύγνυνται στην μορφή CD και σχηματίζουν τον πλήρη πυρήνα ή μανδύα του εξαρτήματος, (β/επε Ε Core). C C I T T [Τηλεπικοινωνιακή ένωση CCITT] Επικοιν. Παλαιότερη συντομογραφία για την ITU που σημαίνει Consultative Commiuee On International Telephone And Telegraphy (Συμβουλευτική επιτροπή για την διεθνή τηλεφωνία και τηλεγραφία) με αρκετές συστάσεις. Cd [Κάδμιο] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου κάδμιο. CD [Συμπαγής Δίσκος Ανάγνωσης - Εγγραφής Δεδομένων] Επικοιν.-> Compact Disk C Display [Οθόνη τύπου C] Ηλεκ. Οθόνη αναγνώρισης ραδιοανιχνευτή ή ραδιοεντοπιστή, η οποία έχει ρυθμιστεί κατάλληλα έτσι ώστε να παρέχει στίγμα απόστασης και ύψους συναρτήσει των συντεταγμένων του οπτικού σήματος στην οθόνη. Ccdarwood Oil [Κεδρέλαιο] Υλικ. Έλαιο αποτελούμενο, κυρίως, από κεδρύλη και κεδρένιο που λαμβάνεται από ξύλο κέδρου με απόσταξη με υδρατμούς. Είναι άχροο ή κιτρινωπό πτητικό και δηλητηριό)δες έλαιο με

- 295 -

χαρακτηριστική οσμή, διαλυτό στην αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη μικροσκοπία κ.λ.π. Cedrol [Κεδρόλη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση του τύπου, συστατικό του κεδρέλαιου. Είναι στερεή, κρυσταλλακή ουσία διαλυτή στην αλκοόλη και χρησιμοποιείται ως αρωματικό. Ceiling [Οροφή] Οικοό. Σε ένα κλειστό χώρο η επιφάνεια που καθορίζει το επάνω όριο του χώρου και βρίσκεται σε διαμετρικά αντίθετη θέση με το δάπεδο. Ceiling Height Γ Υψος οροφής] Οικοδ. II κάθετη απόσταση μεταξύ ενός σημείου του δαπέδου και του αντίστοιχου σημείου της οροφής. Ceiling T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία Οροφής] Χημ. Αποτελεί χαρακτηριστικό μέγεθος για την εξέταση της θερμικής σταθερότητας των πολυμερών. Είναι η θερμοκρασία στην οποία οι αντιδράσεις πολυμερισμού και αποικοδομήσεως βρίσκονται σε ισορροπία. Celadonite [Σελαδονίτης] Ομυκτ. Πράσινος μαλακός μαρμαρυγίας με μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο που χρησιμοποιείται ως χρωστική. Celestial Body [Ουράνιο σώμα] Αστμον. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός οποιουδήποτε αντικειμένου στον ουράνιο θόλο διαθέσιμου προς παρατήρηση. Καταχρηστικός λόγω του ότι μπορεί το ίδιο να αποτελείται από περισσότερα από ένα αντικείμενα / σώματα. Celestial Coordinates [Ουράνιες συντεταγμένες] Αστρον. Ζεύγος πραγματικών αριθμών, συχνά τριάδα με τρίτο μέλος τον χρόνο, χρησιμοποιούμενο για χωροχρονική αναγνώριση ουρανίου σώματος. Τα δύο πρώτα μέλη του ζεύγους είναι συνήθως η ορθή αναφορά και η απόκλιση και το τρίτο προαιρετικό μέλος συγκεκριμένη χρονική διάσταση, η οποία σε συνδυασμό με τα δύο πρώτα παρέχουν ακριβές στίγμα, (βλέπε Celestial Body, Ecliptic Coordinate System, Equatorial System). Celestial E q u a t o r [Ουράνιος ισημερινός] Αστρον. II θεωρητική τομή του επιπέδου το οποίο είναι κάθετο στον άξονα που ορίζεται από τους πόλους της γης και ισαπέχει των πόλων, με τον ουράνιο θόλο. Celestial Globe [Ουράνια σφαίρα] Αστρον. Μοντέλο του ουράνιου θόλου, συνήθως σε διαστάσεις μοντέλου υδρογείου σφαίρας, πάνω στο οποίο αποτυπώνονται ακτινικές προβολές των αστέρων με βάση το κέντρο της σφαίρας και τις πραγματικές θέσεις των αστέρων στον ουράνιο θόλο. (βλέπε Celestial Sphere). Celestial Horizon [Ουράνιος ορίζοντας] Αστρον. Για δεδομένο παρατηρητή πάνω στην γη με συντεταγμένες (x, y), η θεωρητική τομή του επιπέδου το οποίο είναι κάθετο στον άξονα που ορίζεται από τα σημεία (x, y) και (χ Η 180°, -y) και ισαπέχει των σημείων αυτών, με τον ουράνιο θόλο. Celestial Latitude [Ουράνια απόκλιση] Αστρον. Εκλειπτική απόκλιση, (βλέπε Ecliptic Latitude). Celestial Longitude [Ουράνια ορθή αναφορά] Αστρον. Εκλειπτική ορθή αναφορά, (βλέπε Ecliptic Longitude). Celestial Mechanics [Ουράνια Μηχανική] Αστροφυσ. Κλάδος της αστροφυσικής που ασχολείται με την εφαρμογή των νόμαιν της κλασσικής μηχανικής ή και της γενικής θεωρίας της σχετικότητας για να περιγράψει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων υπό την επίδραση των μεταξύ τους βαρυτικών δυνάμεων. Celestial M e r i d i a n [Ουράνιος κάθετος ισημερινός] Αστρον. Για δεδομένο παρατηρητή πάνω στην γη με

Ccllosolve

συντεταγμένες (x, y), η θεωρητική τομή του επιπέδου το οποίο διέρχεται από τους πόλους της γης και το σημείο (x, y), με τον ουράνιο θόλο. (βλέπε Celestial Pole). Celestial Pole [Ουράνιος πόλος] Αστρον. Αν Ν KUI S είναι ο βόρειος και νότιος πόλος αντίστοιχα και ε(Ν, S) η ευθεία που ορίζεται από αυτούς, οι δύο θεωρητικές τομές της ευθείας ε(Ν, S) με τον ουράνιο θόλο. Ο βόρειος ουράνιος πόλος βρίσκεται πολύ κοντά στον αστέρα α ursa - minoris. Celestial Sphere [Ουράνιος θόλος] Αστρον. Σε σχέση με παρατηρητή ο οποίος βρίσκεται σε σημείο από το οποίο μπορεί να παρατηρήσει τον χώρο υπό στερεά γωνία 360°, η θεωρητική σφαίρα πάνω στην οποία παρατηρεί τα ουράνια σώματα. Για παρατηρητή επί γης, μέρος μόνο της σφαίρας αυτής είναι ορατό, (βλέπε Celestial Globe). Celestite [Σελεστίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειικό στρόντιο, κύριο μετάλλευμα στροντίου. Συναντάται σε λευκούς ή γαλάζιους με υαλώδη λάμψη τραπεζοειδείς ή πρισματικούς διαςοανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,9 έως 4. Cell [Κελί, Κύτταρο, Κυψέλη] Επικοιν. 1. Ειδικός χώρος αποθήκευσης σε κάποιο μέσο που αντιστοιχεί σε ένα στοιχειώδες κομμάτι πληροφορίας. 2. Μικρό κομμάτι πληροφορίας κάποιου σταθερού μήκους (σε bits). Cell 2 [Κελί] Φυσ. Χημ. Είναι ένα σύστημα που περιλαμβάνει δύο ηλεκτρόδια, τα οποία βρίσκονται σε επαφή με έναν ηλεκτρολότη. Τα ηλεκτρόδια είναι συνήθως μεταλλικά. Αν το κελί είναι ηλεκτρολυτικό, τότε μέσα από τον ηλεκτρολύτη διέρχεται ρεύμα από εξωτερική πηγή, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα χημικές αντιδράσεις. Αν το κελί είναι γαλβανικό, τότε αντιδράσεις που συμβαίνουν μεταξύ ηλεκτρολύτη και ηλεκτροδίων, προκαλούν ανάπτυξη διαφοράς δυναμικού μεταξύ των ηλεκτροδίων. Cell Constant [Σταθερά Κελιού] Φυα. Χημ. Ορίζει την αντίσταση, σε ohm, του κελιού, όταν ο ηλεκτρολύτης που περιέχει είναι μοναδιαίας αντίστασης. Cellar [Ημιυπόγειος χώρος] Οικοδ. Ως ημιυπόγειοι χώροι μίας κατασκευής χαρακτηρίζονται τα τμήματα αυτής, τα οποία βρίσκονται σε ποσοστό μεγαλότερο του μισού καθ' ύψος κάτω από την τελική διαμορφωμένη επιφάνεια του εδάφους. Συνήθως χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι ή για την εγκατάσταση του λεβητοστασίου. Έχουν την δυνατότητα πέραν του τεχνητού να έχουν και φυσικό φωτισμό, από παράθυρα τα οποία είναι διαμορφωμένα ψηλά στην περιμετρική τους τοιχοποιία. Cellobiose [Κελλοβιόζη ή κυτταροβιόζη] Ομγ. Χημ. Δισακχαρίτης με τύπο C12H22O11, που παρασκευάζεται κατά τη διάσπαση της κυτταρίνης υπό οξέων ή ενζύμων ως ενδιάμεσο προϊόν. Είναι στερεή κρυσταλλακή ουσία που ανήκει στα ανάγοντα σάκχαρα και υδρολυόμενη δίνει δύο μόρια γλυκόζης. Cellophane [Κελλοφάνη ή σελοφάν] Υλικ. Βιομηχανικό προϊόν σε λεπτά, διάφανα, αδιαπέραστα, εύκαμπτα και επιδεκτικά χρωματισμού φύλλνα, πάχους περίπου 2 χιλιοστών, που παρασκευάζεται από κυτταρίνη, κυρία)ς πολτό ξύλου, κατά τη μέθοδο της βισκόζης ενός όξινου λουτρού. Χρησιμοποιείται ως υλικό συσκευασίας. Cellosolve [Κελλοσόλβη] Opy. Χημ. Αιθέρας με τύπο C 4 H l0 O 2 . Παρασκευάζεται από γλυκόλη και είναι ά-

Cellular

Cofferdam

-296-

χροο υγρό αναμίξιμο με το νερό και την αλκοόλη. Χρησιμοποιείται ως διαλυτικό. Cellular C o f f e r d a m [Κυψελωτός σανιδότοιχος] Πολ. μηχ. Σανιδότοιχος από μεταλλικούς πασσάλους επίπεδης διατομής με τις εξωτερικές τους παρειές κατάλληλα διαμορφωμένες ώστε να κλειδώνουν μεταξύ τους δημιουργώντας σταθερούς συνδέσμους. Τοποθετούνται σε δύο παράλληλες συστοιχίες και το κενό μεταξύ τους πληρώνεται με άμμο διαμορφώνοντας μια ισχυρή διατομή με υψηλή αντοχή σε οριζόντιες ωθήσεις γαιών. Cellular Logic [Κυψελοειδής λογική] Επικοιν. Χρήση έξυπνων αλγόριθμων (τεχνητής νοημοσύνης) μαζί με κυψελοειδείς δομές. Cellular Phone [Κυψελοειδές τηλέφωνο] Επικοιν. Είδος τηλεφωνίας που χρησιμοποιεί κυψελοειδή λογική για μεταγωγή ψηφιακών δεδομένων (φωνής και δεδομένων) προς το χρήστη. Cellular Radio System [Κυψελοειδές ραδιοφωνικό σύστημα] Επικοιν. Είδος ραδιοφωνίας που χρησιμοποιεί κυψελοειδή λογική για μετάδοση σήματος. Cellular System [Κυψελοειδές σύστημα] Επικοιν. Σύστημα που χρησιμοποιεί κυψέλες για αποθήκευση πληροφορίας. Cellulooid [Κελλουλοϊτης ή κυτταροειδές] Υλικ. Τεχνητή θερμοπλαστική ύλη που παρασκευάζεται με διάλυση κολλωδιοβάμβακα σε αλκοολικό διάλυμα καμφοράς. Είναι κερατοειδούς υφής, στερεή και ελαστική, διαφανής ή αδιαφανής και επιδεκτική χρωματισμού ουσία, διαλυτή σε κετόνες ή εστέρες και εύκολο αναφλεξιμη. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή φιλμ, ειδών κοινής χρήσης κ.λ.π. Cellulose [Κελλουλόζη ή κυτταρίνη] Βιοχημ. Η πιο διαδεδομένη στη φύση οργανική ουσία, ομοπολυσακχαρίτης του γενικού τύπου (QHioOsV με ακαθόριστο μοριακό βάρος της τάξης ΙΟ5 έως ΙΟ6, ανυδριτικό παράγωγο της γλυκόζης. Λαμβάνεται σε καθαρή κατάσταση από το βαμβάκι ή το ξύλο και είναι σώμα λευκό με ινώδη υφή, αδιάλυτο στους κοινούς διαλύτες εκτός του αντιδραστηρίου Schweitzer. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία χάρτου, πλαστικών, εκρηκτικών, υφάνσιμων υλών κ.λ.π. Είναι γραμμικό πολυμερές της D-γλυκόζης με β- γλοκοζιτικούς δεσμούς και μοριακό βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 600.000 και 1.500.000. Αποτελεί το κύριο συστατικό των κυτταρικοί τοιχο)μάτων των φυτών. Cellulose Acetate [Οξική Κυτταρίνη] Ομγ. Χημ. Το προϊόν επεξεργασίας της κυτταρίνης με μίγμα οξικού οξέος, οξικού ανυδρίτη και πυκνού θειικού οξέος. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση βερνικιών και γυαλιστικών, καθώς και ως ίνα (rayon). Cellulose Acetate Butyrate [Οξική-Βουτυρική Κυτταρίνη] Ομγ. Χημ. Σχηματίζεται με αντίδραση εστεροποίησης της κυτταρίνης, με μίγμα οξικού και βουτυρικού οξέος. Το προϊόν είναι γνωστό με τα αρχικά CAB. Cellulose Diacetate [Διοξική Κυτταρίνη] Ομγ. Χημ. Είναι διεστέρας της κυτταρίνης και σχηματίζεται με αντίδραση του μορίου της κυτταρίνης με δύο μόρια οξικού οξέος. Cellulose Esters [Εστέρες Κυτταρίνης] Οργ. Χημ. Περιλαμβάνει τα τεχνητά παράγωγα της κυτταρίνης, όπου έχουν εστεροποιηθεί υδροξύλια της επαναληπτικής μονάδας του πολυμερούς. Cellulose Ethers [Αιθέρες Κυτταρίνης] Ομγ. Χημ. Αναφέρεται στα τεχνητά παράγωγα της κυτταρίνης, όπου

τα υδροξύλια του μορίου της έχουν αντικατασταθεί με αιθερικές ομάδες (-OR). Cellulose Fiber [Κυτταρινική Ινα] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τις ίνες που σχηματίζονται από παράγωγα της κυτταρίνης. Cellulose Nitrate [Νιτρική Κυτταρίνη] Οργ. Χημ. Παράγεται από κατεργασία της κυτταρίνης με μίγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανήκει στους εστέρες της κυτταρίνης και είναι πολ.ύ εύφλεκτο υλικό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εκρηκτικών και θερμοπλαστικών προϊόντων. Cellulose Propionate [Προπανική Κυτταρίνη] Οργ. Χημ. Το προϊόν της αντίδρασης εστεροποίησης της κυτταρίνης με προπιονικό οξύ. Cellulose Triacetate [Τριοξική Κυτταρίνη] Ομγ. Χημ. Το προϊόν εστεροποίησης όλων των υδροξυλίων του μορίου της κυτταρίνης με οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται σε προστατευτικές επικαλόψεις επιφανειο>ν. Celsius Climate [Κλίμακα Κελσίου] Φιχτ. Βαθμομετρική κλίμακα θερμοκρασιών η οποία χρησιμοποιεί ο)ς μηδενικό σημείο (θερμοκρασία 0° βαθμών Κελσίου) τη θερμοκρασία τήξεως του πάγου. Το σημείο βρασμού του νερού βρίσκεται στους 100° βαθμούς Κελαίου. Celsius T e m p e r a t u r e Scale [Κλίμακα Θερμοκρασιών του Κελοίου - Εκατονταβάθμια Κλίμακα] Φνσ. Κλίμακα θερμοκρασκόν, το μηδέν της οποίας (0=O°C) ορίζεται σχεδόν εκεί που το καθαρό νερό έχει μετατραπεί σε πάγο και το εκατό (©=100°C) στο σημείο βρασμού του, σε ατμοσφαιρική πίεση. Σε σχέση με την απόλοτη θερμοκρασία (κλίμακα Kelvin) ισχύει: Θ( 0 Ο=Τ(°Κ)273.15, ενώ ως προς τη θερμοκρασία Φαρενάιτ (Fahrenheit): Θ(Ό=(5/9)*[Τ(°Ε)-321. Αναφέρεται και ως Centigrade Temperature Scalc. Cement [Τσιμέντο] Τεχνολ —*• Portland Cement. Cement Brick [Τσιμεντόλιθος] Πολ.Μηχ. Δομικό υλικό από διάτρητα τεμάχια σκυροδέματος το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή τοιχοποιίας. Cement Kiln [Κάμινος Τσιμέντου] Μηχ. Περιστροφική κάμινος που χρησιμοποιείται για έψηση του τσιμέντου, σε θερμοκρασίες 1250-1400 °C. Cement Mill [Μύλος Τσιμέντου] Μηχ. Ο μύλος που χρησιμοποιείται για την άλεση του μίγματος των προ')το)ν υλών, για την παραγο)γή τσιμέντου. Cement M o r t a r [Τσιμεντοκονίαμα] Πολ.Μηχ. Κονίαμα η σύνθεση του οποίου αποτελείται από κατάλληλες αναλογίες τσιμέντου, άμμου και νερού. Cement Paste [Πολτός Τσιμέντου] Μηχ. Είναι το μίγμα τσιμέντου και νερού, που σχηματίζεται κατά την ενυδάτωση του τσιμέντου, με σκοπό την πήξη και σκλήρυνση του υλικού. Cement Plaster [Επίχρισμα] Πολ.Μηχ. Επίχρισμα εσωτερικών τοίχων σε μια οικοδομή το οποίο αποτελείται από ασβεστοκονίαμα. Cement P u m p [Αντλία σκυροδέματος] Μηχ. μηχ. —> Concrete pump. Cement Slurry [Μίγμα τσιμέντου υδαρές] Πολ.Μηχ. 1. Υδαρές μίγμα από τσιμέντο και νερό το οποίο χρησιμοποιείται για τσιμεντενέσεις ή για την επάλειψη επιφανειών σκυροδέματος για την προστασία της επιφάνειας. 2. Σε ένα μίγμα σκυροδέματος, το μέρος της σύνθεσης που αποτελείται από την ανάμιξη του τσιμέντου με το νεοό. Cementation [Συγκόλληση] Μηχ. Διεργασία κατά την οποία στην επιφάνεια ενός μετάλλου ενώνεται εμβαπτιζόμενο άλλο υλικό σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.

-297 Cenomanian 2 [Κενομάνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Νεοκρητιδικής υποπεριόδου της Κρητιδικής περιόδου (πριν 135 εκατομ.χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Αλβιον και αρχαιότερη από το Τουρόνιον της ίδιας υποπεριόδου. Cenozoic E r a [Καινοζωικός αιώνας] Γεωλ. Ο νεότερος αιώνας του γεωλογικού χρόνου που άρχισε πριν 65 περίπου εκατομ.χρόνια και διαιρείται σε δύο περιόδους, τη τεταρτογενή και την τριτογενή. Χαρακτηρίζεται από κλίμα γενικά ψυχρό (με παγετώδεις και θερμότερες μεσοπαγετώδεις περιόδους), την ανάπτυξη των θηλαστικών, των πτηνών και των τέλειων φυτών καθώς και από έντονη τεκτονική (με την εξέλιξη και ολοκλήρωση του Αλπικού ορογενετικού κύκλου) και ηφαιστειακή δραστηριότητα. C e n t a u r u s [Κένταυρος] Αστρον. Εκτεταμένος αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, μερικά ορατός από βόρεια πλάτη. Σε αυτόν βρίσκεται ο αστέρας α centauri ο οποίος είναι πολλαπλός και ένα από τα μέλη του, ο proxima centauri, είναι ο κοντινότερος στον ήλιο αστέρας. Μεσουρανεί κατά τα μέσα Μαρτίου. C e n t a u r u s Α [Κένταυρος Α] Αστρον. Ισχυρότατη ραδιοπηγή της οποίας η οπτική εικόνα αντιστοιχεί στο αντικείμενο ngc5128, ελλειπτικό γαλαξία ο οποίος φαίνεται να είναι περιτριγυρισμένος από μεγάλες μάζες σκοτεινής γαλαξιακής σκόνης. C e n t a u r u s Χ-3 [Κένταυρος Χ-3] Φυσ. Εκλειπτικό ζεύγος αστέρων, με μάζες 20Μ Η και 1ΜΗ αντίστοιχα, με περίοδο έκλειψης 2 ημέρες. Ο μεγαλύτερος αστέρας του ζεύγους πιστεύεται ότι είναι κυανός υπεργίγαντας και ο μικρότερος ισχυρή πηγή ακτίνων Χ έχοντας περίοδο παλμού τ = 4.84 sees. Είναι αρκετά πιθανό ο μικρότερος αστέρας να είναι αστέρας νετρονίων ή λευκός νάνος. Center [Κέντρο] Μαθημ. 1. Σημείο αναφοράς. 2. Σημείο βάσει του οποίου ορίζεται ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απαρτίζουν κύκλο ή σφαίρα. 3. Ορθόκεντρο ή βαρύκεντρο τριγώνου. 4. Το κέντρο των αξόνων στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. 5. Σημείο συμμετρίας γεωμετρικού, στερεού ή πολυδιάσταστου σχήματος ή γραφήματος, όπως το κέντρο των αξόνων (βλέπε 3) σε γραφήματα περιττών συναρτήσεων ή κέντρο συμμετρίας πολυπλεύρου όπως εικοσάεδρο. 6. Κέντρο εγγεγραμμένου ή περιγεγραμμένου κύκλου κανονικού γεωμετρικού σχήματος. 7. Αν G είναι ομάδα, το σύνολο: Z(G) = | a e G: ax = xa," x e G). Center Frequency [Κεντρική Συχνότητα] Επικ. Συχνότητα του φέροντος κύματος σε περιπτώσεις μετάδοσης πληροφοριών με διαμορφωμένα κύματα. -> Carrier Frequency Center Line 1 [Αξονας συμμετρίας] Τεχνολ. Σε ένα επίπεδο γεωμετρικό σχήμα, ο άξονας που χωρίζει το σχήμα σε δύο τμήματα που είναι όμοια μεταξύ τους. Center Line 2 [Ερυθρά] Γεν. Στην οριζοντιογραφία μιας οδού, η ευθεία που προκύπτει από τα σημεία που βρίσκονται στο μέσω της κάθε διατομής της οδού. Center Of Area [Κεντροειδές] Μαθημ. Θεωρητικό σημείο λεπτού φύλλου μάζας m, το οποίο αντιστοιχεί σε ισοδύναμη δυσδιάστατη γεωμετρική επιφάνεια, από το οποίο εκκινεί το διάνυσμα της συνισταμένης του βάρους του. (βλέπε Center Of Volume). Center Of Attraction [Κέντρο Έλξης] Μηχ. Πρόκειται για το σημείο προς το οποίο κατευθύνεται πάντοτε μια κεντρική δύναμη, π.χ. η βαρυτική δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα από τη Γη, η οποία πάντοτε κατευθύνεται

Center Of Similitude

προς το κέντρο της ή η ηλεκτροστατική δύναμη που δέχεται ένα σημειακό φορτίο από ένα άλλο. Αναφέρεται και ως Center of Force. Center Of Buoyancy [Κέντρο Ανωσης] Μηχ. Σημείο στο οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι ασκείται η άνωση που δέχεται ένα σώμα από ένα ρευστό. Είναι το κέντρο μάζας του ρευστού που εκτοπίζεται από το σώμα. Center Of C u r v a t u r e [Κέντρο καμπυλότητας] Μαθημ. Το κέντρο κύκλου C εφαπτόμενου σε καμπύλη του επιπέδου στο σημείο Ρ, ο οποίος βρίσκεται στην κοίλη πλευρά της καμπύλης και έχει την ίδια καμπυλότητα με αυτήν της καμπύλης στο σημείο Ρ. Center Of Force [Κέντρο Δύναμης] Μηχ. Σημείο προς ή από το οποίο κατευθύνεται μια κεντρική δύναμη. Center of Attraction Center Of Inertia [Κέντρο Αδράνειας] Μηχ. Center of Mass Center Of Inversion 1 [Κέντρο - Σημείο Αντιστροφής] Μαθημ. Σημείο ως προς το οποίο εκτελείται μια πράξη αντιστροφής ενός αντικειμένου - σχήματος. Με την αντιστροφή, κάθε σημείο Α που προσδιορίζεται ως προς το σημείο αντιστροφής Ο με το διάνυσμα θέσης αντιστοιχίζετε στο Α' με διάνυσμα θέσης r ως προς το Ο το -r. Λ Center Of Inversion [Κέντρο - Σημείο Αντιστροφής] ΚρυστώΧ Σημείο, όχι κατά ανάγκη πλεγματικό, ενός κρυστάλλου, η δομή του οποίου παραμένει αναλλοίωτη σε αντιστροφή χώρου ως προς αυτό. Κατά συνέπεια ο κρύσταλλος έχει και τη συμμετρία αντιστροφής ως προς αυτό το σημείο. Center Of M a s s [Κέντρο Μάζας] Μηχ. Σημείο στο οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η μάζα ενός σώματος και να περιγράψουμε τη μεταφορική κίνησή του θεωρο')ντας ότι όλες οι δυνάμεις στο σώμα ασκούνται εκεί. Για τις συντεταγμένες του κέντρου μάζας: r cm ισχύει:

? c m =(Jr.dm)/M o X Center Of M a s s Coordinate System [Σύστημα Συντεταγμένων Κέντρου Μάζας] Μηχ. Σύστημα συντεταγμένων ως προς το οποίο το κέντρο μάζας ενός σώματος ή ενός συστήματος σωμάτων παραμένει ακίνητο, και η ορμή του σώματος ή του συστήματος είναι μηδενική. Βλέπε σχετικό λήμμα Center Of Mass. Center Of Oscillation [Κέντρο Ταλάντωσης] Μηχ. Σε ένα φυσικό εκκρεμές, το σημείο μεταξύ του σημείου ανάρτησης και του κέντρου μάζας του, στο οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι συγκεντρωμένη όλη η μάζα του. Η απόστασή του από το σημείο ανάρτησης υπολογίζεται σαν το μήκος ενός μαθηματικού εκκρεμούς που έχει την ίδια περίοδο ταλάντωσης με το φυσικό εκκρεμές. Center Of Perspective [Κέντρο προοπτικής] Μαθημ. Το σημείο τομής Ο των ευθειών που ενώνουν τις αντίστοιχες κορυφές δύο προοπτικών τριγώνων στο ίδιο επίπεδο. Ένα από τα σημεία του θεωρήματος του desargues. Center Of Similitude [Κέντρο ομοιότητας] Μαθημ. Το σημείο τομής Ο των ευθειών που συνδέουν αντίστοιχα σημεία σε όμοια γεωμετρικά σχήματα με παράλληλες ακμές όπως όμοια πολύγωνα ή των ευθειών που εφά-

Carbon-Nitrogen-OxygenC

y

c

l

e

s

-298 -

πτονται σε δύο κύκλους. λώνει μικρή ή μεγάλη αύξηση της σχετικής πυκνότηCenter Of Spherical C u r v a t u r e [Κέντρο σφαιρικής τας της περιοχής αυτής σε σχέση με τις περιοχές της καμπυλότητας] Μαθημ. Το κέντρο σφαίρας S εφαπτό- περιφέρειας. μενης σε καμπύλη του χώρου στο σημείο Ρ, η οποία Central Conic [Κωνική τομή με κέντρο συμμετρίας] βρίσκεται στην κοίλη πλευρά της καμπύλης και έχει Μαθημ. Προκειμένου περί των καμπυλών που προκύτην ίδια καμπυλότητα με αυτήν της καμπύλης στο ση- πτουν από κωνικές τομές, αυτές που έχουν συμμετρία μείο Ρ. ως προς κέντρο. Συγκεκριμένα ο κύκλος, η έλλειψη Center Of Symmetry [Κέντρο συμμετρίας] Τεχνολ. Σε και η υπερβολή, καθ' όσον μόνον σε αυτές προκύπτει ένα γεωμετρικό σχήμα, κεντρικό του σημείου χαρα- σχήμα το οποίο έχει κέντρο συμμετρίας. κτηρίζεται από το γεγονός ότι, κάθε ευθεία που διασχί- Central Difference [Κεντρική διαφορά] Μαθημ. Για ζει το σημείο, τέμνει το σχήμα σε δύο σημεία τα οποία δεδομένα σημεία {Xj} e A, i e {1, 2, ..., n), τέτοια ώέχουν την ίδια απόσταση από το κέντρο. στε |Xj - xi+i| = δ > 0, "i και συνάρτηση f(x) η οποία Center Of Volume [Κέντρο βάρους] Μαθημ. Θεωρητι- παίρνει τιμές στο Α, μία εκ των τιμών: {1|(f(Xj), δ)}, i € {2, 3, ...n-1), όπου ^J(f, δ) είναι ο μαθηματικός τελεκό σημείο στερεού μάζας m, το οποίο αντιστοιχεί σε ισοδύναμο στερεό στον χο')ρο, από το οποίο εκκινεί το στής κεντρικής διαφοράς, (βλέπε Central Difference διάνυσμα της συνισταμένης του βάρους του. (βλέπε Operator). Center Of Area). Central Difference O p e r a t o r [Τελεστής κεντρικής Centi- [Εκατοστό-] Μηχ. Πρόθεμα της ονομασίας μιας διαφοράς] Μαθημ. Για δεδομένα σημεία {Xj} e A, i € {1, 2, ..., η}, τέτοια ώστε |χ; - Xj+i| = δ > 0, "i και συμονάδας μέτρησης, που εκφράζει το ένα εκατοστό του μεγέθους. Συμβολίζεται με c. (Π.χ. Centimeter, Centi- νάρτηση Γ(χ) η οποία παίρνει τιμές στο Α, ο μαθηματικός τελεστής: ^i(f(x), δ) = f(x + δ/2) - f(x - δ/2), με χ e liter, Centigrade κ.α.) Centigrade T e m p e r a t u r e Scale [Εκατονταβάθμια [χι + δ/2, χ η - δ/2]. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αΚλίμακα Θερμοκρασιών] Φυα. Κλίμακα θερμοκρα- ριθμητική αvάλwυση. (βλέπε Central Mean Operator). σιών του Κελσίου. -> Celsius Temperature Scale Central Eclipse [Κεντρική έκλειψη] Αστμον. Έκλειψη Centigram [Εκατοστόγραμμο] Μηχ. Υποδιαίρεση του κατά την οποία η θεωρητική ευθεία που συνδέει τα κέγραμμαρίου, ίση με 0,01 γραμμάρια. Συμβολίζεται με ντρα του εκλειπόντος σώματος και του σώματος που προκαλεί την έκλειψη διέρχεται από τον παρατηρητή ή '. . το πεδίο οράσεώς του. Centiliter [Εκατοστόλιτρο] Μηχ. Υποδιαίρεση του λίCentral Field Approximation [Προσέγγιση Κεντριτρου, ίση με 0,01 λίτρα ή 10 cnv. Συμβολίζεται με cl. κού Πεδίου] Φυσ. Θεώρηση σύμφωνα με την οποία, Centimeter [Εκατοστό] Μηχ. Μονάδα μέτρησης μήγια ένα ηλεκτρόνιο στο άτομο ή ένα νουκλεόνιο στον κους η οποία αντιστοιχεί στο ένα εκατοστό του μέπυρήνα, το πεδίο είναι κεντρικό και το ίδιο. τρου. Centimeter - G r a m - Second System [Σύστημα Μο- Central Force [Κεντρική Δύναμη·] Μηχ. Δύναμη, το νάδων Μέτρησης CGS] Φυσ. Σύστημα μονάδων μέ- μέτρο της οποίας εξαρτάται από την απόσταση του κάτρησης της Μηχανικής με θεμελιώδη μεγέθη το μήκος θε σημείου του πεδίου από ένα συγκεκριμένο σημείο, μετρούμενο σε cm, τη μάζα μετρούμενη σε gr και το το κέντρο της δύναμης. Η διεύθυνση της δύναμης είναι η διεύθυνση της ευθείας που ενώνει το κάθε σημείο χρόνο μετρούμενο σε sec. Centimeter Of M e r c u r y [Εκατοστό Στήλης Υδραργύ- και το κέντρο της δύναμης. Η δύναμη μπορεί να είναι ρου] Μηχ. Μονάδα μέτρησης της πίεσης, lcmllg είναι ελκτική όπως οι βαρυτικές δυνάμεις ή και απωστική η ατμοσφαιρική πίεση που προκαλεί ανύψωση της όπως οι ηλεκτροστατικές δυνάμεις. στάθμης μίας αντιστραμμένης στήλης υδραργύρου στο Central Heating [Κεντρική θέρμανση] Πολ.Μηχ. Τρόπείραμα του Torricelli κατά 1cm. Ισχύει: πος θέρμανσης των χώρων ενός κτιρίου μέσω ενός συlcmHg=l 333.22387415Pa, εφόσον το ειδικό βάρος στήματος διανομής θερμότητας η οποία παράγεται στο του Hg θεωρείται ίσο με 13.5951 gr/cm3 και η επιτά- μηχανοστάσιο και καταλήγει στους χώρους προς θέρμανση μέσω ενός δικτύου σωληνώσεων σε περίπτωση χυνση της βαρύτητας ίση με 980.665cm/s2. (cmHg) Centimetric Waves [Εκατοστομετρικά Κύματα] Επι- κυκλοφορίας νερού ή ενός δικτύου αγωγών σε περίκοιν. Ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος κύματος πτωση θερμού αέρα. από 1 έως 10cm και συχνότητες περίπου από 30 έως 3 Central Limit Theorem [Κεντρικό Οριακό Θεώρημα] GHz αντίστοιχα. Ανήκουν στην κατηγορία των μικρο- Στατ. Το άθροισμα ή ο μέσος όρος από δειγματοληψία πολλών μεταβλητών, ανεξάρτητα από την κατανομή κυμάτων. Centipoise [Σεντιπουάζ] Μηχ.Ρευστ. Μονάδα μέτρησης που ικανοποιούν, ακολουθεί κανονική (Γκαουσιανή) δυναμικού ιξώδους, ίση με 0,01 poise ή 0,001 Nnrs. κατανομή. Συμβολίζεται με cP και είναι γνωστή με τον αγγλικό Central Mean O p e r a t o r [Τελεστής κεντρικού μέσου] όρο. Μαθημ. Για δεδομένα σημεία {χ,} e A, i e { 1 , 2 , . . . , Centistoke [Σεντιστόουκ] Μηχ.Ρευστ. Μονάδα μέτρη- n), τέτοια ώστε |χι - xi+i| = δ > 0, "i και συνάρτηση f(x) σης του κινηματικού ιξώδους, που χρησιμοποιείται κυ- η οποία παίρνει τιμές στο Α, ο μαθηματικός τελεστής: μ(ί(χ), δ) = [f(x + δ/2) + f(x - δ/2)]/2, με χ e [xj + δ/2, ρίως για λιπαντικά και εκφράζεται σε m m V . Centrad [Εκατοστό του rad] Μαθημ. Γωνία μεγέθους xn - δ/2]. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αριθμητική ανάλυση, (βλέπε Central Difference Operator). 1/100 rad αντιστοιχούσα σε 0.5729577950°. Central Angle [Επίκεντρη Γωνία] Μαθημ. Γωνία με Central Meridian [Κεντρικός Μεσημβρινός] Αστμον. την κορυφή της στο κέντρο ενός κύκλ.ου και τις πλευ- Από όλους τους μεσημβρινούς ενός ουράνιου σώμαρές της ακτίνες του κύκλου. τος, εκείνος που διασχίζει τη Γη με το μέσο του οραCentral Condensation [Κεντρική συμπύκνωση] τού ημισφαιρίου του. Αστμον. Χαρακτηρισμός της υφής του κέντρου σφαιρι- Central Meridian Transit [Διέλευση από τον κεντρικών σμηνών, γαλαξιών και νεφελωμάτων ο οποίος δη- κό μεσημβρινό] Αστμον. Διέλευση ενός σώματος από c g r

-299τον κεντρικό μεσημβρινό ενός ουρανίου σώματος. (Βλέπε Central Meridian) Central Office [Κεντρικό γραφείο] Επικοιν. Συνήθως αντιστοιχεί σε ένα γραφείο παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μιάς περιοχής ανάλογα με τη χωρητικότητα των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται και τον αριθμό των χρηστών. Central Peak [Κεντρική κορυφή] Αστρον. Κωνικό εξόγκωμα στο εσωτερικό κρατήρα πλανήτη ή δορυφόρου στο ηλιακό σύστημα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί ο μεγαλύτερος κρατήρας του μίμα, δορυφόρου του κρόνου. Central Potential [Κεντρικό Δυναμικό] Φυσ. Πεδίο δυνάμεων το δυναμικό του οποίου, σε κάθε σημείο, εξαρτάται από την απόσταση του σημείου από το κέντρο των δυνάμεων. Central Pressure [Πίεση Κέντρου Καιρικού Συστήματος] Μετεωρ. Η πίεση στο κέντρο ενός καιρικού συστήματος, είναι το σημείο ελάχιστης πίεσης σε βαρομετρικό χαμηλό και μέγιστης σε βαρομετρικό υψηλό. Central Processing Unit [Κεντρική μονάδα επεξεργασίας] Πληρ. Το κεντρικό σύμπλεγμα κυκλωμάτων στην μητρική κάρτα υπολογιστή, υπεύθυνο για την εκτέλεση εντολών μηχανικού κώδικα οι οποίες αποτελούν μέρος των διαφόρων προγραμμάτων. Περιέχει συνήθως και μία μονάδα μαθηματικής επεξεργασίας η οποία εκτελεί υπολογισμούς κινητής υποδιαστολής και διάφορες άλλες μονάδες όπως μονάδες ελέγχου και πρόσβασης σε μνήμη και μονάδες επικοινωνίας με εξωτερικές συσκευές όπως σκληρούς δίσκους, κλπ. Central Processing Unit Speed [Ταχύτητα κεντρικής μονάδας επεξεργασίας] Πληρ. Η συχνότητα του εσωτερικού ωρολογίου της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, μετρούμενη σε MHz. Αν και χρησιμοποιείται από πολλούς χρήστες σαν μέτρο της ταχύτητας του υπολογιστή, η πραγματική ταχύτητα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας είναι συνάρτηση και άλλων επιπρόσθετων παραγόντων. Central Processing Unit Time [Χρόνος κεντρικής μονάδας επεξεργασίας] Πληρ. Ο χρόνος IR κατά τον οποίον είναι απασχολημένη η κεντρική μονάδα επεξεργασίας κατά την εκτέλεση μία διακριτής ακολουθία εντολών μηχανής, Ε = {Ε|, Ε 2 , ... Εη}. Central Projection [Κεντρική προβολή] Μαθημ. Με δεδομένο σχήμα S = {Xj, i e I}, σημείο C εκτός σχήματος S και επίπεδο Ρ το οποίο δεν τέμνει το S, το σύνολο σημείων του επιπέδου Ρ, Π = {πι, i e 1: π} = Ρ n ε (C, Xj)}, με ε(ο, Xj) την ευθεία που συνδέει τα σημεία C και Xj. Central Q u a d r i c [Κωνικό στερεό με κέντρο συμμετρίας] Μαθημ. Προκειμένου περί των στερεών που προκύπτουν από περιστροφή κωνικών τομών, αυτά που έχουν συμμετρία ως προς κέντρο. Συγκεκριμένα η σφαίρα, το ελλειψοειδές και το υπερβολοειδές, καθ' όσον μόνον σε αυτά προκύπτει σχήμα το οποίο έχει κέντρο συμμετρίας. Central T e r m i n a l [Κεντρικό τερματικό] Πληρ. 1. Τερματικό χρησιμοποιούμενο από προνομιούχο χρήστη κεντρικού υπολογιστικού συστήματος. 2. Τερματικό το οποίο είναι συνδεδεμένο απ' ευθείας με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας σε αντίθεση με τερματικά τα οποία είναι μεν συνδεδεμένα με αυτήν, αλλά μέσω δικτυακής καλωδίωσης και συνήθως βρίσκονται σε διαφορετικό χώρο. 3. Τερματικό το οποίο χρησιμοποιείται σαν τερματικό "ηχούς" από προνομιούχο χρή-

Centrifugal B a r r i e r

στη για να παρακολουθεί την δραστηριότητα σε υπολογιστές mainframes και να επεμβαίνει όταν χρειαστεί. Centralized Data Base [Κεντρική βάση δεδομένων] Πληρ. Βάση δεδομένων που εκδίδεται μετά από επεξεργασία επιτόπιων ή μερικοόν βάσεων δεδομένων όπως αυτές έχουν δημιουργηθεί σε διάφορες τοποθεσίες του δικτύου και αντίγραφο της αποθηκεύεται σε κεντρική τοποθεσία, όπως στο κτίριο του κέντρου του υπολογιστικού εξοπλισμού. Συνήθως χρησιμοποιείται από τράπεζες και εκπαιδευτικά ιδρύματα για την διατήρηση πελατολογίων ή εγγεγραμμένων φοιτητο>ν. (βλέπε Centralized Data Processing). Centralized Data Processing [Κεντρική επεξεργασία δεδομένων] Πλημ. Επεξεργασία κεντρικής βάσης δεδομένων, συνήθως στο κτίριο του κέντρου του υπολογιστικού εξοπλισμού, (βλέπε Centralized Data Base). Centralized T r a f f i c Control [Κεντρικός έλεγχος κυκλοφορίας] Σνγκοιν. Είναι ένα από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου της κίνησης των σιδηροδρομικών συρμών. Η λειτουργία του βασίζεται στην συνεχή ανταλλαγή και επεξεργασία πληροφοριών μεταξύ συρμών και κεντρικού σταθμού ελέγχου. Έχει την δυνατότητα ακόμη και αν συμβεί κάτι στον μηχανοδηγό, ο συρμός να πεδήσει και να ακινητοποιηθεί με ασφάλεια, χωρίς κανέναν κίνδυνο για τους επιβαίνοντες. Centralizcr [Κεντροποιητής] Μαθημ. Αν G είναι ομάδα και a € G, η υποομάδα: C(G) = {x e G: ax * xa). (βλέπε Center). Centre Of Gravity [Κέντρο βάρους] Πολ. Μηχ. Σε μία κατασκευή το κέντρο βάρους είναι το ιδεατό σημείο όπου εφαρμόζεται η δύναμη του βάρους της κατασκευής. Εάν η κατασκευή στηριχθεί σε αυτό το σημείο τότε θα ισορροπήσει. Είναι πολύ σημαντικό να είναι γνωστό αυτό το σημείο ώστε να μπορούν να μειωθούν ή ακόμη να αποφευχθούν οι εκκεντρότητες. Centre Of Suspension [Κέντρο αιώρησης] Μηχ. Το σημείο επί του φυσικού εκκρεμούς σε απόσταση ίση με το ανοιγμένο μήκος του από τον άξονα εξάρτησης και στο οποίο θεωρούμενη συγκεντρωμένη όλη η μάζα του το κάνει ισοδύναμο με μαθηματικό εκκρεμές με περίοδο ίση προς του φυσικού. Centrifugal [Φυγόκεντρη] Μηχ. Κίνηση ενός σώματος ή κατεύθυνση ενός διανύσματος αντίθετη από την κατεύθυνση που συνδέει τη θέση του σώματος και το κέντρο ή τον άξονα περιστροφής του. Centrifugal Acceleration [Φυγόκεντρος Επιτάχυνση] Φυσ. Η επιτάχυνση που προκαλεί η φυγόκεντρος δύναμη. -> Centrifugal Force C e n t r i f u g a l Atomizer [Φυγοκεντρικός Ψεκαστήρας] Μηχ. Ψεκαστήρας υγρού με περιστρεφόμενο δίσκο υψηλών συχνοτήτων 3000-50000 στροφές ανά λεπτό (rpm). Ο δίσκος προκαλεί περιστροφική κίνηση σε υγρό που είναι σε επαφή μαζί του και το εκτοξεύει από την περιφέρεια του με υψηλή ταχύτητα. Centrifugal B a r r i e r [Φυγοκεντρικό Φράγμα] Μηχ. Στην περίπτωση περιστροφικής κίνησης ενός σώματος γύρω από το κέντρο κεντρικών δυνάμεων και όταν γίνεται αναγωγή της κίνησής του σε μονοδιάστατη, αφού γράφεται η εξίσωση μεταβολής της απόστασής του από το κέντρο, δημιουργείται ένας επιπλέον όρος στην ισοδύναμη δυναμική ενέργειά του λόγω της περιστροφής του. Ο όρος αυτός καλείται φυγοκεντρικό φράγμα: Uc=L2/2mr2 όπου L η στροφορμή, m η μάζα και r η ακτίνα περιστροφής του σωματιδίου. Αυτός ο

Centrifugal Clarification

-300-

όρος ισοδυναμεί με μια απωστική - φυγόκεντρη δύναμη από το κέντρο περιστροφής λόγω της επιλογής μη αδρανειακού συστήματος αναφοράς (περιστρέφεται μαζί με το σώμα) για την περιγραφή της κίνησης του σώματος. Centrifugal Clarification [Φυγοκεντρικό Ραφινάρισμα] Μηχ. Καθαρισμός ενός υγρού από αιωρούμενα στερεά σωματίδια, που λαμβάνει χώρα με περιστροφή του συστήματος, η οποία προκαλεί τη γρήγορη επικάΟιση των στερεών, λόγω φυγοκεντρικών δυνάμεων. Centrifugal C o m p r e s s o r [Φυγοκεντρικός Συμπιεστής] Μηχ. Τύπος συμπιεστή, η λειτουργία του οποίου βασίζεται στην περιστροφή μιας πτερωτής. Χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία για μεταφορά αιωρημάτων, εξαερισμό ή παροχή αέρα σε καυστήρες. Centrifugal Distortion [Φυγοκεντρική Παραμόρφωση] Φυσ. Παραμόρφωση των μορίων λόγω ταχείας περιστροφής ενός υλικού. Η παραμόρφωση πραγματοποιείται λόγω φυγόκεντρων δυνάμεων σε ακτινική διεύθυνση. Centrifugal E x t r a c t o r [Φυγοκεντρική Εξαγωγή] Χημ. Μηχ. Συσκευή διαχωρισμού υγρών φάσεων ενός διαλύματος λόγω της διαφορετικής μάζας των μορίων τους. Για το διαχωρισμό χρησιμοποιείται διάταξη περιστρεφόμενων δακτυλίων (2000 - 5000 rpm) με σκοπό την επιβολή γρήγορης περιστροφικής κίνησης στο υγρό και διαχωρισμό των συνιστωσών του λόγω των φυγοκεντρικών δυνάμεων. Τα μόρια διατάσσονται από το κέντρο προς την περιφέρεια ανάλογα με την μάζα τους από τα ελαφρύτερα στα βαρύτερα και συλλέγονται κατάλληλα. Centrifugal F a n [Φυγοκεντρικός Ανεμιστήρας] Μηχ. Τύπος ανεμιστήρα, που περιέχει περιστρεφόμενη πτερωτή, στον οποίο ο αέρας εισέρχεται αξονικά στο κέντρο και εξέρχεται ακτινικά λόγω φυγόκεντρης δύναμης. Χρησιμοποιείται για μεταφορά αερίου από ένα χώρο σε άλλο, ίδιας πίεσης, για εξαερισμό και για αναρρόφηση αιωρημάτων. Centrifugal Force 1 [Φυγόκεντρος Δύναμη] Φυσ. Χρησιμοποιείται για την ερμηνεία της κίνησης ενός περιστρεφόμενου σώματος ως προς ένα μη αδρανειακό σύστημα αναφοράς που περιστρέφεται μαζί με αυτό. Πρόκειται για μια ψευδοδύναμη, η οποία είναι αντίθετη της κεντρομόλου και τείνει να απομακρύνει το σώμα από το κέντρο περιστροφής του. Centrifugal Force 2 [Φυγόκεντρος Δύναμη] Φυσ. Η αντίδραση της κεντρομόλου. Αν η κεντρομόλος χαρακτηριστεί ως δράση, π.χ. η δύναμη που ασκεί το χέρι του ανθρώπου σε ένα περιστρεφόμενο σώμα μέσω ενός νήματος, τότε η αντίδρασή της ασκείται στο χέρι μέσω του νήματος, ωθώντας το προς το σώμα. -> Centripetal Force Centrifugal P u m p [Φυγοκεντρική Αντλία] Μηχ. Τύπος αντλίας, που αποτελείται από περιστρεφόμενο άξονα και πτερωτή, μέσα σε ακίνητο κέλυφος. Το υγρό εισέρχεται στην αντλία εξαιτίας της υποπίεσης που δημιουργείται κατά την περιστροφή της πτερωτής, ενώ η κινητική ενέργεια που προσδίδεται στο υγρό από την πτερωτή μετατρέπεται σε ενέργεια πίεσης. Centrifugal Sedimentation [Φυγοκεντρική Κατακάθιση] Χημ. Μηχ. Διεργασία διαχωρισμού στερεών από υγρά, που βασίζεται στη διαφορά πυκνότητας μεταξύ τους. Χρησιμοποιείται περιστρεφόμενο κυλινδρικό δοχείο, μέσα στο οποίο τα σωματίδια εξαναγκάζονται να κινούνται ανοδικά, οπότε συλλέγονται στην παράπλευ-

ρη επιφάνειά του. Centrifugal S e p a r a t i o n ' [ΦυγόκεντροςΔιαχωρισμός] Πυμην. Φνσ. Τεχνική διαχωρισμού των ισοτόπων ενός ατόμου, με χρήση διάταξης περιστροφής αερίου ή υγρού διαλύματος των ισοτόπων, με βάση τη διαφορετική μάζα που έχουν. Η τεχνική αυτή έχει χρησιμοποιηθεί για τον διαχωρισμό των ισοτόπων ^«υ, :38 υ, και τον εμπλουτισμό του φυσικού ουρανίου σε 235 U. -» Centrifugal Extractor C e n t r i f u g a l Separation 2 [Φυγόκεντρος Διαχωρισμός] Μηχ. Διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιείται η φυγόκεντρος δύναμη για το διαχωρισμό ενός μίγματος υγρών στα συστατικά του. Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται λόγω των διαφορετικών μαζών των μορίων τους, πολύ γρηγορότερα από την επίδραση της βαρύτητας μόνο. Centrifugal Extractor C e n t r i f u g a l Settler [Φυγοκεντρικό Δοχείο Κατακάθισης] Χημ. Μηχ. Περιστρεφόμενο κυλινδρικό δοχείο, που χρησιμοποιείται σε διεργασίες διαχωρισμού στερεών από υγρό. Αόγω της περιστροφής γύρω από τον άξονά του, στα σωματίδια ασκούνται φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες τα εξαναγκάζουν να κινηθούν ανοδικά, ενώ το υγρό παραμένει στον πυθμένα του δοχείου. Centrifugal Stretching [Φυγοκεντρική Επιμήκυνση] Φυσ. Μεταβολή του μήκους των δεσμών ενός μορίου στην ακτινική διεύθυνση της περιστροφικής κίνησής του. Προκαλεί αλλαγές στις ενεργειακές καταστάσεις του μορίου, καθώς αλλάζει τη ροπή αδράνειάς του ως προς άξονες περιστροφής κάθετους στην διεύθυνση της επιμήκυνσης. Centrifuge 1 [Μηχανή Φυγοκέντρισης] Μηχ. Μηχ. Μηχανή που επιβάλει περιστροφική κίνηση σε μεγάλα σώματα χρησιμοποιώντας μεγάλο περιστρεφόμενο βραχίονα στερέωσής τους. Χρησιμοποιείται για την προσομοίωση καταστάσεα>ν υψηλής επιτάχυνσης στην κίνηση ενός αεροπλάνου και εκπαίδευση των πιλότων κ.λ.π. Centrifuge 2 [Μηχανή Φυγοκέντρισης] Μηχ. Μηχ. Διάταξη περιστροφής υγρών διαλυμάτων για το διαχωρισμό των συστατικών τους λόγω του διαφορετικού ειδικού βάρους τους ή την ταχύτερη εναπόθεση στερεών αιωρημάτων. Centrifuge Microscope [Μικροσκόπιο Φυγοκεντρικής Μηχανής] Οπτικ. Μικροσκόπιο παρατήρησης κυττάρων ή άλλων υγρών διαλυμάτων κατά την περιστροφή τους σε φυγοκεντρική μηχανή. Ο αντικειμενικός φακός περιστρέφεται και με κάτοπτρο τοποθετημένο στο κέντρο περιστροφής ανακλώνται οι ακτίνες προς τον ακίνητο φακό παρατήρησης. Centrifuge Tube [Φυγοκεντρικός Σωλήνας] Χημ. Γυάλινος, βαθμονομημένος σωλήνας, με οξύ άκρο, που τοποθετείται στο ρότορα φυγοκεντρικής συσκευής, για το διαχωρισμό και την παραλαβή στερεών ουσιών από διαλύματα. Χρησιμοποιείται για μικρές ποσότητες στερεών. Centripetal [Κεντρομόλος] Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει διεύθυνση ή κίνηση προς κέντρο καμπυλότητας ή άξονα περιστροφής. Centripetal Acceleration [Κεντρομόλος επιτάχυνση] Μηχ. Η κατά διεύθυνση κάθετη στη τροχιά συνιστώσα της επιτάχυνσης ενός σώματος κινούμενου σε καμπύλη τροχιά, που διευθύνεται προς το κοίλο της τροχιάς. Για κεντρική κίνηση (όπου η επιτάχυνση έχει σταθερή διεύθυνση προς ορισμένο κέντρο) ισούται με u2/R όπου υ η ταχύτητα του κινητού και R η ακτίνα καμπυ-

-301 λότητας. Centripetal Force [Κεντρομόλος Δύναμη F J Μηχ. Η δύναμη που πρέπει να ασκείται στη διεύθυνση της επιβατικής ακτίνας περιστροφής ενός σώματος, με φορά προς το κέντρο, ώστε αυτό να εκτελεί κυκλική κίνηση. Η δύναμη αυτί'] συνήθως είναι η συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται στο σώμα στην ακτινική διεύθυνση και το μέτρο της ισούται με: FK=mxv2/r όπου m η μάζα του σώματος, ν η ταχύτητα του και r η ακτίνα περιστροφής του. Centroclinal [Κεντροκλινής] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει στρωματογραφικές διατάξεις στις οποίες τα στρώματα από όλες τις διευθύνσεις κλίνουν προς το κέντρο. Centronics Connector [Συνδετήρας Centronics! Επικοιν. Ειδικός τύπος παράλληλης απόληξης (pin) που χρησιμοποιεί το πρωτόκολλο RS 232 για την ασύγχρονη επικοινωνία πχ εκτυπωτή ΙΙ/Υ. Centronics Interface [Διασύνδεση CentronicsJ Επικοιν. Ειδική διασύνδεση που χρησιμοποιεί τον συνδετήρα με 36pin ή τον συνδετήρα 25 ακροδεκτών του RS 232 και συναντιέται στην παράλληλη σύνδεση ΪΙ/Υ και εκτυπωτών. Centrosphere [Κεντρόσφαιρα ή πυρήνας ή βαρύσφαιρα] Γεωλ. Η εσωτερική γεο')σφαιρα της Γης που χωρίζεται από τον μανδύα με τη πρώτης τάξης ασυνέχεια Γκούτενμπεργκ. Εκτείνεται από βάθος 2900 χλμ. μέχρι το κέντρο της Γης (6371 χλμ.) και υποδιαιρείται σε εξωτερική (σε ρευστή κατάσταση) και εσωτερική (στερεή) διαχωριζόμενες από την ασυνέχεια Λεμάν (πάχους περίπου 300 χλμ.). Είναι περιοχή μεγάλης συγκριτικά πυκνότητας (μεγαλύτερη από 10 και αυξανόμενη) τεράστιων θερμοκρασιών και πιέσεων και με επικρατούντα στοιχεία το σίδηρο και το νικέλιο (βαρύσφαιρα Nife). Cephalin [Κεφαλίνη] Βιοχημ. Οργανικές ενώσεις της ομάδας των φωσφατιδίων που προέρχονται από το φωσφατιδικό οξύ όπως και οι λεκιθίνες αλλά με οξύαιθυλαμίνη αντί χολίνης. Αποτελούν συστατικό των κυτταρικών μεμβράνων, ιδιαίτερα του εγκεφάλου και των νεύρων. Cepheid [Κηφείδης] Αστμον. Τύπος υπεργίγαντα αστέρα ο οποίος μεταβάλλεται σε φωτεινότητα με παρόμοιο τρόπο όπως αυτόν του πρότυπου αστέρα δ cephei. Η περίοδος μεταβολής τέτοιων αστέρων είναι από 1 έως 100 ημέρες και συνδέεται μέσω συγκεκριμένης σχέσης με την απόλυτη φωτεινότητα, επιτρέποντας άμεσο υπολογισμό της απόστασής τους. Cephcus [Κηφεύς] Αστμον. Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου ο οποίος εκτείνεται έως και τον ουράνιο βόρειο πόλο. Σε αυτόν βρίσκεται ο πρότυπος μεταβλητός κηφείδης, ο δ cephei. Μεσουρανεί κατά το τέλος Σεπτεμβρίου (βλέπε Cepheid). Ceramic [Κεραμικό] Τεχνολ. Αντικείμενο το οποίο έχει κατασκευαστεί από αργιλικό υλικό το οποίο έχει υποστεί μια επεξεργασία όταν βρισκόταν σε πλαστική μορφή λόγω της ανάμιξης της αργίλου με το νερό και διατηρεί την μορφή του μετά την ξήρανση του μίγματος σε κλίβανο. Ceramic Capacitor [Κεραμικός Πυκνωτής] Ηλεκ. Πυκνωτής με κεραμικό διηλεκτρικό. Ceramic Glazing [Γάνωμα κεραμικών] Μηχ. II διεργασία που γίνεται με χρήση μεταλλικών οξειδίων και άλλων χημικών ουσιών σε υψηλή θερμοκρασία (1300 1500° C) μετά την όπτηση στα είδη κεραμευτικής προ-

Ceric Sulfate

κειμένου να επικαλυφθούν με υαλώδη επίστρωση στερεά συνδεδεμένη με το κύριο σώμα. Ceramic Insulator [Κεραμικός Μονωτής] ΙΙλεκ. Πλεκτρικός μονωτής κατασκευασμένος από κεραμικό υλικό. Ceramic M a g n e t [Κεραμικός Μαγνήτης) Ηλχκτμομαγν. Είδος μόνιμου μαγνήτη κατασκευασμένος από υαλοποιημένο μίγμα κεραμικών και σίδηρο μαγνητικ ο ί υλικών. Ceramic Reactor [Κεραμικός Αντίδραση]ρας] Τεχνολ. Είδος αντιδραστήρα που χρησιμοποιείται σε πυρηνικές αντιδράσεις, στον οποίο τα συστατικά του καυσίμου ή του επιβραδυντικού βρίσκονται σε κεραμική μορφή, δηλαδή υαλοποιημένα μαζί με κεραμικά υψηλής θερμοκρασιακής αντοχής, όπως καρβίδια κ.λ.π. Ceramic Tile [Κεραμικό πλακάκι] Τεχνολ. Δομικό υλικό το οποίο χρησιμοποιείται ως επένδυση δαπέδων ή χώρων που προβλέπεται να υπάρχει αυξημένη υγρασία λόγω συχνής χρήσης νερού. Χαρακτηρίζεται από υψηλές αντοχές και υψηλά χαρακτηριστικά υδρομόνωσης. Διατίθεται στο εμπόριο σε μεγάλη ποικιλία διαστάσεων και διακοσμητικών χαρακτηριστικών και χρησιμοποιείται ευρέως από τους αρχιτέκτονες λόγω των χαρακτηριστικών που το διακρίνουν ως υλικό τελειώματος. Ceramics [Κεραμική τέχνη] Τεχνολ. Η τεχνική της δημιουργίας διαφόρων αντικειμένων από άργιλο με την επεξεργασία της αργίλου όταν βρίσκεται σε πλαστική μορφή λόγω της ανάμιξης της με νερό. C e r a r g y r i t e [Κεραργυρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο άργυρο, σημαντικό μετάλλευμα αργύρου. Συναντάται σε άχροους ή υπόλευκους, με ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος υπό μορφή συσσωματωμάτων σε αρχυρούχα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5 έως 5,6. C e r a u n o g r a p h [Κεραυνογράφος] Μηχ. Συσκευή για την ανίχνευση και καταγραφή το)ν ατμοσφαιρικών ηλεκτρικών εκκενώσεων. Cercbrosite [Κερεβροζίτης] Βιοχημ. Τάξη σφιγγολιπιδίων αποτελούμενα από σφιγγοσίνη, ακύλιο και γαλακτόζη ή γλυκόζη. Αποτελούν συστατικά της κυτταρικής μεμβράνης και απαντούν σε κύτταρα του νευρικού ιστού. Ceres [Σέρρες] Αστμον. Ο πρώτος (και μεγαλύτερος) ανακαλυφθείς αστεροειδής από τον σικελό ηγούμενο guiseppe piazzi και μετέπειτα μελετηθείς από τον carl friedrich gauss, με διάμετρο 800 km, μέγιστη φωτεινότητα 7.0 και τροχιά με περίοδο 4.6 χρόνια. Ccresin [Κηρεζίνη] Υλικ. Στερεή κηρώδης ύλη που χρησιμοποιείται αντί του φυσικού κηρού και λαμβάνεται με κατεργασία με θεϊκό οξύ, ανάτηξη και λεύκανση από το φυσικό ορυκτό κηρό (οζοκηρίτη), που είναι στερεό μίγμα ανωτέρων υδρογονανθράκων. Ceric Oxide [Οξείδιο του Δημητρίου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Ce0 2 . Είναι καφέ ή λευκή στερεά ουσία, με μοριακό βάρος 172,12 και σημείο τήξεως 2600 °C. Είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε νιτρικό και θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση κεραμικών υλικών. Ceric Sulfate [Θειικό Δημήτριο] Ανόμγ. Χημ. Είναι άλας του δημητρίου με χημικό τύπο Ce(S0 4 )2 και μοριακό βάρος 332,24. Πρόκειται για κίτρινη, κρυσταλλική ουσία, η οποία διασπάται σε θερμοκρασία 195 UC. Με νερό, σχηματίζει βασικά άλοτα. Χρησιμοποιείται

Cerite

-302 -

σε βαφές υφασμάτων. Cerite [Κερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πολυπυριτικό άλας, κυρίως, του ασβεστίου, του δημητρίου και του σιδήρου. Συναντάται σε τεφρόχρωμους κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,8. Cerium [Δημήτριο Ce] Χημ. Χημικό στοιχείο της κατηγορίας των σπανίων γαιών με ατομικό αριθμό Ζ=58, και ατομικό βάρος 140.12. Έχει τέσσερα φυσικά ισύι · α με μαζικό αριθμό Α= 136,138,140,142 και δεκατ. τε τεχνητά ραδιοϊσότοπα. Ο um-140 [Δημήτριο-140 140Ce] Πυμην. Φυα. Ισότοτου χημικού στοιχείου δημήτριο με μαζικό αριθμό )··° Είναι το ισότοπο του δημητρίου με τη μεγαλύ::·>· Φυσική περιεκτικότητα 88.48%. ( "hi 1-142 [Δημήτριο-142 142Ce] Πυμην. Φυσ. Ραδιεν · · ισότοπο του χημικού στοιχείου δημήτριο με μα· -.·:• αριθμό Α=142 και χρόνο υποδιπλασιασμού -V.- 15 έτη. Γ \ ι • m-144 [Δημήτριο-144 144Ce] Πυμην. Φυσ. Ραδιε\ J ό ισότοπο του χημικού στοιχείου δημήτριο προϊόν σχάσης βαρύτερων πυρήνων με μαζικό αριθμό Α=144 χρόνο υποδιπλασιασμού 290 ημέρες. Αποδιεγείρει εκπέμποντάς ηλεκτρόνια και χρησιμοποιείται ως πηγή τους. Cerium Fluoride [Φθοριούχο Δημήτριο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο CcF3, μοριακό βάρος 197,12, σημείο ζέσεως 2300"C και σημείο τήξεως 1460 °C. Είναι λευκή, κρυσταλλακή ένωση, αδιάλυτη στο νερό. Cermet Nuclear Fuel [Κεραμομεταλλ,ικό πυρηνικό καύσιμο] Πυμην. Φυσ. Είδος πυρηνικού καυσίμου παρασκευασμένο με ανάμιξη κεραμικών και σχάσιμου υλικού για βελτίωση των αντοχών και των μηχανικών ιδιοτήτων του. C E R N [Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών] Φυσ. Ευρωπαϊκό κέντρο θεωρητικών και πειραματικών ερευνών στη σωματιδιακή φυσική υψηλών ενεργειών. Οι εγκαταστάσεις του βρίσκονται στην Γενεύη και διαθέτει επιταχυντές πρωτονίων, αντιπρωτονίων, ηλεκτρονίων, ποζιτρονίων u\^wO)v και χαμηλών ενεργειών για τη μελέτη των μεταξύ τους συγκρούσεων κ. λ.π. C E R N Institute [Ινστιτούτο CERN] Επικοιν. Διάσημο Ευρωπαϊκό τεχνολογικό ινστιτούτο στις Ελβετικές Αλπεις που υλοποιεί πολλό προγράμματα που σχετίζονται με επικοινωνίες, κώδικες ασφαλείας και κρυπτογράφησης, φυσική σωματιδίων υψηλών ταχυτήτων κτλ. Cerotic Acid [Κηρωτικό οξύ] Ομγ. Χημ. Λιπαρό οργανικό οξύ με τύπο C26H25O2 που αποτελεί, είτε σε ελεύθερη κατάσταση είτε ως εστέρας, κύριο συστατικό του κηρού. Έχει σημείο τήξης 87,7° C. Certificate [Πιστοποιητικό] Επικοιν. 1. Συλλογή αποδεκτών κωδίκων αναγνώρισης ενός προτύπου συνήθως ασφαλείας 2. Είναι η νέα τάση αναγνώρισης στελεχών μέσω των αποδείξεων που δίνονται από εταιρείες για την καλή γνώση των προϊόντων τους. Cerussite [Κηρουσσίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ανθρακικό μόλυβδο, της ομάδας του αραγωνίτη και σπουδαίο μετάλλευμα μολύβδου. Συναντάται σε υπόλευκους, με αδαμάντινη λάμψη, υποδιάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,58. Cesaro Sum [Αθροισμα ccsaro) Μαθημ. Το αντίστοιχο

άθροισμα cesaro δεδομένης ακολουθίας {an, n e ;Ν}, αθροίσιμης κατά ccsaro. (βλέπε Ccsaro Summable). Cesaro S u m m a b l e [Αθροίσιμη κατά ccsarol Μαθημ. Ακολουθία {an, n e |N), η οποία ικανοποιεί την: l i m n ^ t E i V n ] = 1 < «>, με sk = Σι\. Το 1 καλείται άθροισμα cesaro της ακολουθίας an. (βλέπε Ccsaro Sum). Cesaro Summation [Αθροιση κατά ccsaro] Μαθημ. Για δεδομένη ακολουθία {an, n e |Ν), το όριο: lim„ w [XiVn], με sk = Σι 1 ^. (βλέπε Cesaro Summable). Cesium [Καίσιο Cs] Χημ. Ονομασία του στοιχείου καίσιο στις ΙΙΠΑ. Caesium Cesium Bromide [Βρωμιούχο Καίσιο] Ανόργ. Χημ. Είναι άχρωμο, κρυσταλλακό άλος, με χημικό τύπο CsBr, μοριακό βάρος 212,81, σημείο ζέσεως 1300°C και σημείο τήξεως 636 °C. Είναι διαλυτό στο νερό και σε οξέα. Χρησιμοποιείται σε ιατρικές εφαρμογές, στην υπεριώδη φασματοσκοπική ανάλυση, κλπ. Cesium C a r b o n a t e [Ανθρακικό Καίσιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cs 2 C0 3 . Είναι άχρωμο κρυσταλλικό άλος, πολύ διαλοτό στο νερό. Έχει μοριακό βάρος 325,82 και διασπάται σε θερμοκρασία 610°C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικ(όν. Cesium Chloride [Χλωριούχο Καίσιο] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο CsCl, μοριακό βάρος 168,36, σημείο ζέσεως 1290°C και σημείο τήξεως 645 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό και σε αλκοόλες, αλλό αδιάλυτη στην ακετόνη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε φωτοηλεκτρικά κελιά. Cesium Fluoride [Φθοριούχο Καίσιο] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο CsF, μοριακό βάρος 151,90, σημείο ζέσεως 1251 °C και σημείο τήξεως 682 °C. Είναι διαλυτό σε νερό και μεθανόλη. Χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη ζυθοποιία. Cesium Hydroxide [Υδροξείδιο του Καισίου] Ανόργ. Χημ. Είναι κίτρινη, κρυσταλλακή ένωση, με χημικό τύπο CsOH, μοριακό βάρος 149,90 και σημείο τήξεως 272,3 "C. Είναι διαλυτή σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται ως ηλεκτρολύτης σε μπαταρίες. Cesium Iodide [Ιωδιούχο Καίσιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Csl. Είναι κρυσταλλακή ένωση, με μοριακό βάρος 259,81, σημείο ζέσεως 1280°C, σημείο τήξεως 626 °C, διαλυτή σε νερό και αιθανόλ.η. Χρησιμοποιείται στην υπεριώδη φασματοσκοπία. Cesium Perchlorate [Υπερχλχυρικό Καίσιο] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο CsC10 4 και μοριακό βάρος 232,36. Διασπάται σε θερμοκρασία 250 "C. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη και χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικών. Cesium Sulfate [Θειικό Καίσιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cs 2 S0 4 και το μοριακό βάρος 361,87. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με σημείο ζέσεως 600 "C και σημείο τήξεως 1010°C, διαλυτή σε νερό. Χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία. Cesspool [Βόθρος] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για τον υπόγειο αποθηκευτικό χώρο στον οποίο συγκεντρώνονται τα ακατέργαστα λύματα μίας οικοδομής στις περιοχές όπου δεν υπάρχει δίκτυο αποχέτευσης. Ο βόθρος αδειάζει με την χρήση μηχανικών μέσων και πρέπει να είναι στεγανός ώστε να μην μολύνει υδροφόρα στρώματα που πιθανώς βρίσκονται κατώτερα από αυτόν. Cetane Index [Δείκτης Κετανίου] Χημ. Μηχ. Αποτελεί ένα μέσο με το οποίο καθορίζεται ο αριθμός κετανίου για αποστάγματα πετρελοίου, με βάση την πυκνότητα API και το μέσο σημείο ζέσεως. Είναι ίσος περίπου με

- 303 -

Chain Pointer

τον αριθμό κετανίου, όταν στο καύσιμο δεν περιέχοChain). νται βελτιωτικά πρόσθετα. Chain 3 [Αλυσίδα] Χημ. Σειρά από άτομα ίδιου τύπου, Cetane N u m b e r [Αριθμός Κετανίου] Χημ. Μηχ. Ορίζε- συνδεδεμένα μεταξύ τους, τα οποία σχηματίζουν τη ται για ένα καύσιμο ντίζελ και αποτελεί μέτρο της αυ- δομή ενός μορίου. Μπορεί να είναι ευθεία αλυσίδα ή ταναφλεξιμότητάς του. Προσδιορίζεται σε ειδικές πρόδιακλαδωμένη, ανοικτή ή κλειστή, τυπες μηχανές. Εκφράζει το % ποσοστό του κ- Chain 4 [Αλυσίδα] Επικοιν. Συνήθως αναφέρεται σε μια δεκαεξανίου (κετάνιο) σε μίγμα με α-μεθυλο- ομάδα σταθμών ή συσκευών που επικοινωνούν συνδεναφθαλίνιο, ίδιου πρότυπου καυσίμου. δεμένοι σε σειρά. Cetane N u m b e r I m p r o v e r [Βελτιωτικό Αριθμού Κε- Chain Broadcasting [Αλυσιδωτή εκπομπή] Επικοιν. τανίου] Χημ. Χημική ουσία που προστίθεται σε καύσιΔιαδοχική ανοιχτή εκπομπή του ίδιου προγράμματος μο ντίζελ, με σκοπό την αύξηση του αριθμού κετανίου. από 2 ή περισσότερους συνδεδεμένους σταθμούς. ΣυΗ πιο αξιόλογη ουσία είναι το δι-τριτ.-βουτυλονήθως συμβαίνει μόνο σε μεγάλα γεγονότα και κατόυπεροξείδιο. πιν έγκρισης της αρμόδιας αρχής. Cetus [Κήτος] Αστμον. Εκτεταμένος και αχνός αστέρι- C h a i n Code [Κώδικας - αλυσίδα] Πλημ. Ακολουθία σμός του βορείου ημισφαιρίου ο οποίος εκτείνεται από δυαδικών λέξεων μεγέθους k bits: {an, n e JN], για την τα δυτικά του υδροχόου, βόρεια έως τον αστερισμό οποία ισχύει: b; e {0, 1} και αν a m = Zo kt b, 2', τότε: του ταύρου. Σε αυτόν βρίσκεται ο αξιοπερίεργος κόκa ^ i = Σο ^(uomodk 2'. Η ακολουθία είναι κυκλική με κινος μεταβλητός αστέρας ο celi με την επωνυμία mira περίοδο k. Τέτοιες ακολουθίες χρησιμοποιούνται στην (ο εξαίσιος). Μεσουρανεί κατά τα μέσα Οκτωβρίου. θεο>ρία διόρθωσης σφαλμάτων, (βλέπε Error C e v a ' s T h e o r e m [Θεώρημα του Ceva] Μαθημ. ΘεώρηCorrecting Code), μα για τους λόγους τομής των πλευρών ενός τριγώνου Chain C o m m a n d [Εντολή αλυσίδας] Πλημ. Εντολή ak, από τρεις ευθείες που διέρχονται από το ίδιο σημείο μέλος ακολουθίας εντολών {an, n e |Ν), γλώσσας μηκαι από τις κορυφές του τριγώνου. Το γινόμενο το>ν χανής ή γλώσσας προγραμματισμού. Τα an είναι συνήλόγων τομής κάθε πλευράς υπολογισμένο με κοινή φοθως εντολές εισαγωγής και εξαγο)γής δεδομένων, ρά ισούται με ένα. Δηλαδή σε τρίγωνο ΑΒΓ με αντί- C h a i n Complex [Σύμπλοκο αλυσίδας] Μαθημ. στοιχα σημεία τομής απέναντι πλευρών τα ΔΕΖ ισχύει: Ακολουθία αβελιανών ομάδων και απεικονίσεων: (ΒΔ/ΔΓ)χ(ΓΕ/ΕΑ)χ (ΑΖ/ΖΒ)=1. Ισχύει και το αντί{(An, f n ), n e |Ν), για τα οποία ισχύει: " n e |Ν, οι αστροφο δηλαδή αν οι λόγοι ικανοποιούν την παραπάπεικονίσεις f:„An Α^ι είναι ομομορφισμοί τέτοιοι νω σχέση οι τρεις ευθείες διέρχονται από το ίδιο ση- ώστε: im(f n ) = ker(f,H). μείο. Chain Defects [Ατέλειες Αλυσίδας] Χημ. Περιλαμβάνει Cf [Καλιφόρνιο] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου τις αποκλίσεις από την κανονική μοριακή δομή μιας καλιφόρνιο (Californium). πολυμερικής αλυσίδας, οι οποίες αποτελούν τις ελατChabazite [Χαβασίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο τωματικές θέσεις για αποικοδόμηση. Μπορεί να είναι από ένυδρο πυριτικό αργίλιο και ασβέστιο, της ομάδας συνδέσεις του τύπου "κεφαλή-κεφαλή" ή "ουράτων ζεόλιθων. Συναντάται σε λευκούς ή υπόλευκους ουρά". με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ρομβοεδρικού συ- Chain E n d [Ακρο Αλυσίδας] Χημ. Αποτελεί πιθανό στήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος ασθενές σημείο, σε μια πολυμερική αλυσίδα, που μποκαι ειδικό βάρος 2 έως 2,1. ρεί να δράσει ως σημείο έναρξης αποπολυμερισμού. Chad [Απόκομμα] Πλημ. Κομμάτι πολυακρυλικού, Για το λόγο αυτό, πολλές φορές, στο άκρο μιας αλυσίσκληρού χάρτου ή άλλου πλαστικού το οποίο πρέπει δας δημιουργείται προστατευτική ομάδα, να αφαιρεθεί από ηλεκτρονικό κύκλωμα, μητρική κάρ- Chain Extending Agent [Μέσο Επέκτασης Αλυσίδας] τα, διάτρητη κάρτα ή άλλη μονάδα για να προσαρμο- Χημ. Μια χημική ουσία που έχει την ιδιότητα να αντιστεί άλλο κατάλληλο εξάρτημα στην θέση του. Το συδρά με ενεργά άκρα της αλυσίδας, με αποτέλεσμα το νηθέστερο είδος είναι το κάλυμμα ελλειπόντων μονάσχηματισμό μεγαλύτερων μακρομορίων. δων cd-rom και διάφορα κομμάτια χάρτου μετά από Chain Flexibility [Ευκαμψία Αλυσίδας] Χημ. Αναφέδιάτρηση. ψ ρεται στην ευκολία κίνησης μιας πολυμερικής αλυσίC h a d T a p e [Ταινία χωρίς αποκόμματα] Πλημ. Ταινία ή δας και εξαρτάται από τη δομή των επαναλαμβανόμεδιάτρητη κάρτα αποθήκευσης ή εισαγωγής δεδομένων, νων μονάδων και από τη θερμοκρασία, στην οποία δεν υπάρχουν αποκόμματα καθώς αυτά έ- Chain H o m o m o r p h i s m [Ομομορφισμός αλυσίδας] χουν αφαιρεθεί εκ το)ν προτέρων. Μαθημ. Αν : {(Α,„ f„), n e |Ν} και {(ΒΠ, gn), n e jN) Chadless T a p e [Ταινία η οποία δεν αφήνει αποκόμμαείναι δύο σύμπλοκα αλυσίδας, ακολουθία ομομορφιτα] Πλημ. Ταινία ή διάτρητη κάρτα αποθήκευσης ή ει- κών απεικονίσεων {hn:An Bn, n e |N), για τα μέλη σαγωγής δεδομένων, για την οποία έχει προνοηθεί να της οποίας ισχύει:" n: h„-i ο f η = g„ ο hn. (βλέπε Chain μην αφήνει αποκόμματα σε περίπτωση διάτρησης ή Complex). άλλης μετατροπής. Chain Isomerism [Ισομέρεια Αλυσίδας] Χημ. Στο μό1 Chain [Αλυσίδα] Πληρ. 1. Χαρακτηρισμός δομής δε- ριο μιας οργανικής ένο)σης, η ανθρακική αλυσίδα μποδομένων η οποία συνήθως αποτελείται από συνδεδεμέρεί να είναι ευθεία ή διακλαδωμένη. Τα ισομερή αυτού νες λίστες κατάλληλων υποδομών οι οποίες περιέχουν του τύπου διαφέρουν μόνο ως προς τη δομή της αλυσίδείκτες με κατάλληλες αναφορές σε διαφορετικές τοδας. ποθεσίες στην μνήμη. 2. Οποιαδήποτε ομογενής γραμ- Chain Pointer [Δείκτης αλυσίδας] Πλημ. Σε δομή δεμική δομή δεομένων, όπως ακολουθία δεκαδικών ψη- δομένων καταλόγου, της οποίας τα μέλη είναι κάποια φίων, δυαδικών ψηφίων, εντολών κώδικα, κλπ. παραλλαγή της δομής record (σε pascal): aPtr = A aRec; Chain 2 [Αλυσίδα] Μαθημ. Αν ε > 0, ακολουθία σημείaRec = record field 1: type I; filed2: type2;...ficldn: cov{xj},ie {1, 2, ...n), με την ιδιότητα: D(xj,xi+i) < ε. typen; next, previous: aPtr; end; οι δείκτες next και Γνωστή και σαν αλυσίδα έψλον. (βλέπε Epsilon previous.

Chain Polymerization

- 304 -

Chain Polymerization [Αλυσωτύς Πολυμερισμός] Χημ. Ονομάζεται και πολυμερισμός προσθήκης. Διεξάγεται με ενεργοποίηση μικρού αριθμού μονομερών, παρουσία καταλύτη και τερματίζει με τη βοήθεια ειδικού μέσου. Chain R a d a r Beacon [Φάρος αλυσίδας ραντάρ] Επικοιν. Ειδικός φάρος συντονισμού ραντάρ μέσω της φάσης του φωτεινού του σήματος. Chain Reaction 1 [Αλυσιδωτή Αντίδραση] Πυρ. Φυσ. Αυτοσυντηρούμενη αντίδραση ενός σχάσιμου υλικού σαν συνέπεια του ότι μια σχάση παράγει προϊόντα που προκαλούν άλλες σχάσεις. Για παράδειγμα, η αντίδραση του πυρήνα 2 5U η οποία προκαλείται από την πρόσπτωση ενός θερμικού νετρονίου σε αυτόν και κατά την οποία παράγονται 2,5 κατά μέσο όρο ταχέως κινούμενα νετρόνια. Αν τουλάχιστον ένα από τα νετρόνια επιβραδύνεται και προσπίπτοντας προκαλεί σχάση σε άλλο πυρήνα 235 U, κ.λ.π. τότε συμβαίνει μια αλυσιδωτή πυρηνική αντίδραση. Chain Reaction 2 [Αλυσιδωτή Αντίδραση] Χημ. Σύνολο διαδοχικών χημικών αντιδράσεων που λαμβάνουν χώρα, αφού ενεργοποιηθεί και αντιδράσει ένα μόριο από το αντιδρόν σύστημα. Το προϊόν αυτής της αντίδρασης, προκαλεί την ενεργοποίηση των υπολοίπων μορίων και τη συνέχιση των χημικών αντιδράσεων. Chain Rule [Κανόνας παραγώγισης σύνθεσης συναρτήσεων] Μαθημ. Αν {f„(x), n e |Ν} είναι ακολουθία παραγωγίσιμων συναρτήσεων στο διάστημα Α και h (χ) = (f n ο Γ„_ι ο...ο f,)(x), η σχέση: dh(x)/dx = df„(fn.i ο...ο f|)(x)/dx dfn-i(ln-2 ο...ο fi)(x)/dx ... df|(x)/dx. Chained Block E n c r y p t i o n [Κρυπτογράφηση με αλυσιδωτά blocks] Πληρ. Αν μ είναι το μήνυμα κρυπτογράφησης, κ το κλειδί, x τυχούσα μεταβλητή και {φη (μη, κ, Χ), η 6 |Ν } δεδομένες συναρτήσεις που επιτελούν μέρος της συνολικής κρυπτογράφησης σε τμήματα του μηνύματος {μ„, n e |Ν}, συνάρτηση τελικής κρυπτογράφησης, κρυπτογράφηση που τελείται με την βοήθεια κάποιας παραλλαγής της ακόλουθης συνάρτησης f, οριζόμενης αναδρομικά ως εξής: ί(μ, κ) = φη(μη, κ, φ„.ι(μη.ι, κ, ...φ2(μ2, κ, φ,(μ,, κ))...)). Chained List [Συνδεδεμένος κατάλογος] Πληρ. Δομή δεδομένων καταλόγου, της οποίας τα μέλη είναι κάποια παραλλαγή της δομής record (σε pascal): aPtr = A aRcc; aRec = record Heidi: typel; filed2: type2;... fieldn: typcn; next, previous: aPtr; end; Χρησιμοποιείται σε τεχνικές διαχείρισης μνήμης. Chained Records [Συνδεδεμένες δομές τύπου records] Πληρ. Δομή δεδομένων στην μνήμη η σε αρχείο, στην οποία κάθε record περιέχει τουλόχιστον μία αναφορά σε άλλο record για λόγους γρήγορης πρόσβασης ή επιτάχυνσης άφεσης. Ο συνδεδεμένος κατάλογος είναι τέτοιος, (βλέπε Chained List). Chaining Search [Αλυσιδωτή εύρεση] Πληρ. Αλγόριθμος εύρεσης πεδίου δομής record ή struct σε δομή συνδεδεμένου καταλόγου κατά την οποία η κάθε επόμενη δομή record ή struct που πρόκειται να ερευνηθεί αν δεν έχει ήδη βρεθεί το ζητούμενο πεδίο, λαμβάνεται με την βοήθεια των δεικτών αναφοράς next ή previous της δομής που ερευνάται, (βλέπε Chained List). Chair F o r m [Διαμόρφωση Ανακλίντρου] Χημ. Είναι η διαμόρφωση ενός εξαμελούς δακτυλίου, όπου τα άτομα βρίσκονται εναλλάξ πάνω και κάτω από το κύριο επίπεδο. Αποτελεί τη σταθερή δομή του κυκλοεξανίου. Chalcedony [Χαλκηδόνιος] Ορυκτ. Κρυπτό κρυσταλλι-

κή'] ποικιλία του χαλαζία, που απαντά σε λεπτούς ινώδεις κρυστάλλους σε συσσωματώματα, σε διαφανείς ή ημιδιαφανείς και διαφόρων χρωματισμών παραλλαγές (αχάτης, κορνεόλιος, ίασπις, ηλιοτρόπιο κ.λ.π.) ανάλογα με τις ξένες προσμίξεις. Έχει σκληρότητα 6,5 έως 7 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5 έως 2,6. Chalcocite [Χαλ^κοσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από υποθειούχο χαλκό, σημαντικό μετάλλευμα χαλκού. Συναντάται σε μικρούς μολυβδόφαιους με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους, συχνά διδύμων, του ρομβικού συστήματος σε μάζες. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5 έως 5,8. Chalcolite [Χαλκόλιθος] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό χαλκό και φωσφορικό ουράνιο. Συναντάται σε πράσινους τραπεζοειδείς κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως2,2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4 έως 3,5. Chalcophile [Χαλκόφιλο] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει στοιχείο με ισχυρή έλξη προς το θείο και κατά συνέπεια έχει έντονη παρουσία στα θειούχα κοιτάσματα. Chalcophyrite [Χαλκοπυρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο χαλ^κύ και θειούχο σίδηρο, κύριο μετάλλευμα χαλκού. Συναντάται σε μικρούς χρυσό κίτρινους με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος σε φλέβες ή σε μάζες. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,1 έως 4,3. Chalk [Κρητίδα ή κιμωλία] Ορυκτ. Τύπος λεπτύκοκκου, εύθρυπτου, μαλακού, λευκού ή υπόλευκου οργανογενούς ασβεστόλιθου, προερχόμενου από λείψανα μικρών θαλασσίων οργανισμών, που αποτελείται κατά περίπου 99% από ανθρακικό ασβέστιο με προσμίξεις και άλλων ορυκτών όπως χαλοζία, πυριτίου, αστρίων κ.λ.π. Challenge [Πιστοποίηση] Επικοιν. Διαπίστωση, πιστοποίηση, έγκριση που βλέπουμε συνήθως στην πρώτη επαφή 2 συστημάτων (Handshaking). Chamaeleon [Χαμαιλέων] Αστρον. Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου κοντά στον νότιο ουράνιο πόλο, ο οποίος αποτελείται από πέντε αστέρες τετάρτου μεγέθους. Μεσουρανεί κατά τα μέσα Φεβρουάριου. C h a m b e r [Θάλαμος] Πολ. μηχ. Σε ένα τεχνικό έργο του οποίου η λειτουργία σχετίζεται με την ροή ρευστών, χώρος που δημιουργείται μεταξύ δύο τμημάτων του τεχνικού για της ανάγκες ρύθμισης της ροής του ρευστού μεταξύ διαφόρων περιόδων κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ώστε στο κατάντη να εξασφαλίζεται διαχρονικά μια σταθερή πίεση. C h a m b e r Process [Μέθοδος Θαλάμων] Χημ. Μηχ. Διεργασία παραγωγής θειικού οξέος, κατά την οποία γίνεται αντίδραση μεταξύ αέρα, διοξειδίου του θείου και νιτρικού οξέος, στην αέρια φάση, μέσα σε μολύβδινους θαλάμους. C h a m f e r Angle [Φαλτσογωνιά] Τεχνολ. Σε ένα φάλτσο που δημιουργείται στο σημείο τομής δύο επιπέδων, η γωνία μεταξύ του καθενός από τα κύρια επίπεδα και του μεταβατικού επιπέδου. C h a m f e r i n g [Λοξοτόμηση] Τεχνολ. Η τεχνική της δημιουργίας ενός φάλτσου με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων ή μηχανών. Chamosite [Χαμοσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό άλας, κυρίως, του σιδήρου και του αργιλίου. Συναντάται σε πράσινους, με υαλώδη λάμψη, υποδιάφανους κρυστάλλους του μονοκλινούς

- 305 -

συστήματος σε ωολιθικά σιδηρομεταλλεύματα. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,4. Chamsin [Χαμσίν] Μετεωρ. Θερμός και ξηρός άνεμος, νότιας προέλευσης και ανατολικής κατεύθυνσης, που πνέει στην Αίγυπτο και την Ερυθρά θάλασσα στα μέτωπα των υφέσεων. C h a n d l e r Wobble [Ταλάντωση Τσάντλερ ή Ευλήριος κύκλος] Γεωφνσ. Μικρή περιοδική μετατόπιση, με περίοδο 430 ημερών, των γεωγραφικών πόλων της Γης στην επιφάνεια της, οφειλόμενη στην μετάπτωση και με άμεσο επακόλουθο τη μεταβολή των ακριβών γεωγραφικών πλατών. C h a n d r a s e k h a r Limit [Όριο Chandrasekhar] Αστροφνσ. Μέγιστη μάζα ενός αστέρα (1.44 μάζες Ηλίου) για να μετατραπεί σε λευκό νάνο. Σε αντίθετη περίπτώση πρέπει να χάσει μάζα π.χ. με έκρηξη σαν καινόφανής (Nova) ή υπερκαινοφανής (Supernova) αστέρας. Chandrasekhar Schonberg Limit [Όριο Chandrasekhar - Schonberg] Αστμοφυσ. Μέγιστη μάζα ενός αστέρα στην φάση ισόθερμης ανάφλεξης του πυρήνα ηλίου (1.3 μάζες Ηλίου) πέρα της οποίας θα διασταλεί απομακρυνόμενος πέρα από την κύρια ακολουθία στο διάγραμμα HR. Change Disk [Δίσκος μετατροπών] Πληρ. Χαρακτηρισμός βοηθητικού μαγνητικού σκληρού ή εύκαμπτου δίσκου αποθήκευσης ο οποίος έχει ενημερωθεί ως προς επικείμενες αλλαγές πριν να ενημερωθεί μία συγκεκριμένη βάση δεδομένων και χρησιμοποιείται για να αποθηκευτούν οι αλλαγές αυτές στην συγκεκριμένη βάση δεδομένων στην μνήμη, σε αντίστοιχο αρχείο ή σε άλλο δίσκο. Change D u m p [Καταγραφή μετατροπών μνήμης] Πληρ. Αν {mn, n e |Ν) είναι τοποθεσίες μνήμης και {c„(ti)}, {cn(t2)} είναι τα αντίστοιχα περιεχόμενα στις τοποθεσίες αυτές κατά τις χρονικές στιγμές t\ και t2, καταγραφή των περιεχομένων {ck(t2), k < n) υπό την προϋπόθεση: cj(t2) 1 cj(t]). Χρησιμοποιείται συνήθως σαν τεχνική εύρεσης σφαλμάτων προγραμματισμού. Change File [Αρχείο μετατροπών] Πληρ. Βοηθητικό αρχείο στο οποίο αποθηκεύονται προσωρινές αλλαγές στα στοιχεία βάσης δεδομένων και με την βοήθεια του οποίου ενημερώνονται άλλα αρχεία. Συχνά με όνομα "lemporary file". Change Of Control [Αλλαγή ροής] Πληρ. Κατά την εκτέλεση προγράμματος, διαδικασία κατά την οποία ανατίθεται στον καταχωρητή προγράμματος pc τιμή διεύθυνσης μνήμης η οποία έχει σχετικά μεγάλη διαφορά από την τελευταία τιμή η οποία είχε ανατεθεί σε αυτόν. Τέτοια ανάθεση συνήθως είναι αποτέλεσμα εκτέλεσης εντολής branch, branch ιο subroutine, jump, branch if equal, branch if not equal ή branch on condition. C h a n g e Of State [Μεταβολή Φάσης] Φυσ. Είναι η μεταβολή της ύλης από μια φυσική κατάσταση σε άλλη και περιλαμβάνει πάντα αποβολή ή απορρόφηση θερμότητας. Change Record [Δομή μετατροπής] Πληρ. Χαρακτηρισμός βοηθητικής δομής record ή struct στην μνήμη ή σε αρχείο η οποία έχει ενημερωθεί ως προς επικείμενες αλλαγές πριν να ενημερωθεί μία συγκεκριμένη βάση δεδομένων η οποία αποτελείται από τέτοιες βοηθητικές δομές και χρησιμοποιείται για να αποθηκευτούν οι αλλαγές αυτές στην συγκεκριμένη βάση δεδομένων στην μνήμη ή σε αντίστοιχο αρχείο.

Channel Characteristic I m p e d a n c e

Change Tape [Ταινία μετατροπών) Πλημ. Χαρακτηρισμός βοηθητικής μαγνητικής ταινίας αποθήκευσης η οποία έχει ενημερωθεί ως προς επικείμενες αλλαγές πριν να ενημερωθεί μία συγκεκριμένη βάση δεδομένων και χρησιμοποιείται για να αποθηκευτούν οι αλλαγές αυτές στην συγκεκριμένη βάση δεδομένων στην μνήμη, σε αντίστοιχο αρχείο ή σε άλλη ταινία. Changed M e m o r y Routine [Υποπρόγραμμα καταγραφής μετατροπών] Πληρ. Υποπρόγραμμα του οποίου ο κύριος σκοπός είναι η καταγραφή μετατροπών σε επιλεγμένες τοποθεσίες μνήμης {mn, n 6 |Ν} με αντίστοιχα περιεχόμενα {cn(ti)}, {CN(t2)} κατά τις χρονικές στιγμές t| και t2. Τέτοια υποπρογράμματα περιέχονται συνήθως σε debuggers, (βλέπε Change Dump). Channel [Κανάλι - Δίαυλος] ΙΙλεκ. Κανάλι εισόδου σε ένα ενισχυτή. Channel [Κανάλι - Δίαυλος] Ηλεκ. Διαδρομή κίνησης φορτίου σε ένα τρανζίστορ επίδρασης πεδίου. Channel 3 [Κανάλι - δίαυλος] Πολ. μηχ. 1. Τεχνικό έργο το οποίο αποτελείται από μια ανοιχτή διατομή εντός της οποίας μετακινείται ποσότητα νερού από ένα σημείο υδροληψίας προς τα σημεία κατανάλωσης. 2. Τεχνικό έργο που συνδέει μεταξύ τους δύο ποταμούς και χρησιμεύει για την κυκλοφορία πλωτών μεταφορικών μέσων. Channel 4 [Κανάλι - Δίαυλος] Πνρην. Φυσ. Ανοιγμα στην καρδιά ενός αντιδραστήρα για τη μεταφορά προς και από αυτό στοιχείων καυσίμου ή του ρευστού για την ψύξη και την απαγωγή θερμότητας από τον αντιδραστήρα. Channel 5 [Κανάλιΐ Επικοιν. Οι συχνότητες που διατίθεται για τη μετάδοση κάποιου σήματος. Φανερά μπορεί να συνυπάρχει μαζί με άλλα κανάλια σε ένα φορέα. Channel Allocation [Διάθεση καναλιού] Επικοιν. Το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά κανάλια διοχέτευσης πληροφορίας αλλά συνήθως επιλέγει το πρώτο διαθέσιμο (κάτι που έκαναν παλαιότερα οι τηλεφωνήτριες). Οι πολ.υπλέκτες επιλέγουν με στατιστικά κριτήρια Channel Associated Signaling [Σηματοδοσία σχετική με το κανάλι] Επικοιν. Στην ψηφιακή υλοποίηση επικοινωνίας κάθε φωνητικό κανάλι μπορεί να χρησιμοποιήσει μια χρονοθυρίδα του για τα πλαίσια σηματοδοσίας και με ένα πλαίσιο συγχρονισμού. Channel Attached Device [Συσκευή συνδεδεμένη σε κανάλι] Πληρ. Εξωτερική ή εσωτερική συσκευή αποθήκευσης η οποία έχει συζευχθεί με την κύρια μονάδα υπολογιστικού συστήματος μέσω κατάλληλου ηλεκτρονικού ή συμβατικού αγωγού - καναλιού, (βλέπε Channel). Channel Bandwidth [Εύρος ζώνης καναλιού] Επικοιν. Εύρος ζώνης συχνοτήτων ενός καναλιού, Channel Capacity [Δυνατότης καναλιού] Πληρ. Προκειμένου περί ηλεκτρονικού ή συμβατικού αγωγού υπολογιστικού συστήματος ή συστήματος δικτύωσης ο οποίος εκτελεί χρέη καναλιού, η μέγιστη ταχύτητα με την οποία ο αγωγός αυτός μπορεί να μεταδώσει δεδομένα. Channel Capacity [Χωρητικότητα καναλιού] Επικοιν. Η ποσότητα πληροφορίας που μπορεί το κανάλι να μεταδώσει στη μονάδα χρόνου. Channel Characteristic Impedance [Χαρακτηριστική αντίσταση] Επικοιν. Ηλεκτρικό σταθερό μέγεθος που εξαρτάται από το υλικό που έχει κατασκευαστεί ο αγωγός.

Channel Characteristics

- 306 -

Channel Characteristics |Χαρακτηριστικά καναλιού! Επικοιν. Ηλεκτρικά χαρακτηριστικά ενός αγωγού αλλά και στατιστικά του φόρτου που παρουσιάζει (σε λειτουργία). Channel C o m m a n d [Εντολή καναλιού] Πληρ. Εντολή γλώσσας μηχανής ή προγραμματισμού, αποτελούμενη από μία ή περισσότερες λέξεις, με την βοήθεια της οποίας ενεργοποιείται συγκεκριμένη ενέργεια που αφορά στην μετάδοση δεδομένων από κανάλι, όπως έναρξη μετάδοσης, εκτύπωσης, εκτέλεσης άλλης εντολής, κλπ. (βλέπε Channel Command Word). Channel C o m m a n d W o r d [Λέξη εντολής καναλιού] Πληρ. Διανυσματική'] συνιστώσα μικρού μήκους περιέχουσα συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικές με την ενεργοποίηση, ρύθμιση, έναρξη ή τερματισμό διαδικασιών που αφορούν σε μετάδοση δεδομένων από κανάλι. (βλέπε Channel Command, Channel Status Word). Channel C o n f i g u r a t i o n [Ρύθμιση καναλιού] Πληρ. Ρύθμιση λογισμικού ή ηλεκτρονικού εξοπλισμού η οποία αφορά στην κανονική και αποδοτική λειτουργία και επικοινωνία εξωτερικών συσκευών με τους αντίστοιχους λογισμικούς οδηγούς μέσω καταλλήλων καναλιών. (βλέπε Channel). Channel Control C o m m a n d [Εντολή ελέγχου καναλιού] Πληρ. Εντολή καναλιού τύπου "control", σκοπός της οποίας είναι η αναγνώριση της ετοιμότητας του καναλιού σε σχέση με πιθανή έναρξη μετάδοσης δεδομένων, από τον αντίστοιχο λογισμικό οδηγό, (βλέπε Channel Command, Channel Command Word). Channel Definition F o r m a t [Ορισμός τυποποίησης καναλιού] Επικοιν. Μεθοδολογία παραγωγής δεδομέvcov της γλώσσας XML που σχετίζονται μόνο με ένα κανάλι (Channel Dependent). Channel Dependent Data [Δεδομένα εξαρτώμενα από κανάλι] Επικοιν. Μορφή δεδομένων που δεν μπορεί να κυκλοφορήσει χωρίς μετατροπή σε άλλο κανάλι πέραν αυτού που την παρήγαγε. Channel Design [Σχεδίαση καναλιού] Πληρ. Μελέτη και / ή εγκατάσταση κατάλληλου λογισμικού οδηγού (driver) ή απαραίτητου ηλεκτρονικού εξοπλισμού, όπως επιπρόσθετης δικτύωσης ή κυκλωμάτων, τα οποία επιτρέπουν την ενεργοποίηση επιπρόσθετων πραγματικών ή συμβατικών καναλιών, (βλέπε Channel). Channel Designator 1 [Αριθμός αναγνώρισης καναλιού] Πληρ. Αριθμός ή όνομα κατάλληλης μεταβλητής ο οποίος τίθεται σε ένα-προς-ένα αντιστοιχία με δεδομένο κανάλι. Channel Designator 2 [Προσδιοριστής καναλιού] Επικοιν. Μοναδικός αριθμός που προσδιορίζει το κανάλι. Θα τον συναντήσουμε ιδιαίτερα στο ATM ή σε συστήματα πολύπλεξης κτλ. Channel Director [Οδηγός καναλιού] Πληρ. Λογισμικός εξοπλισμός (driver) ή αυτοτελές μέρος του εξοπλισμού λειτουργικού συστήματος, υπεύθυνα για την σωστή ζεύξη μεταξύ δεδομένων, όπως αυτά μεταδίδονται από ή σε κατάλληλο κανάλι, με την ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιεί το αντίστοιχο κανάλι για λόγους επικοινωνίας. Συνήθως τέτοιοι οδηγοί μπορούν να χειριστούν έναν ορισμένο αριθμό καναλιών ταυτόχρονα. Channel Distribution [Διανομή καναλιών] Επικοιν. ΤΙ διάθεση καναλιών σύμφωνα με κάποιο πρότυπο χρήσης γνωστό στο σύστημα που κάνει τη διανομή. Channel E n d Condition [Συνθήκη πέρατος καναλιού]

Πληρ. Ειδική μεταβλητή ή συνθήκη η οποία αποστέλλεται από οδηγό καναλιού στο λειτουργικό σύστημα με σκοπό να το ειδοποιήσει για το πέρας διαθεσιμότητας καναλιού, (βλέπε Channel). Channel Identification [Αναγνώριση καναλιού] Επικοιν. 1. Αναγνώριση μιας συχνότητας μοναδικής όπου αναμένουμε την έξοδο ενός σήματος. 2. Αναγνώριση ενός νοητού καναλιού σε σύστημα πολύπλεξης πάλα περίπου από τον ίδιο μηχανισμό. Channel M a s k [Μάσκα καναλιών] Πληρ. Δυαδική διανυσματική δομή δεδομένων της μορφής {cn, n ε |Ν), με συνιστώσες στις οποίες αν ck = 1 το λειτουργικό επιτρέπει παρεμβάσεις οι οποίες σχετίζονται με επεξεργασία του καναλιού k και αν ck = 0 το λειτουργικό αγνοεί τέτοιες παρεμβάσεις. Χρησιμοποιείται συνήθως σαν δείκτης ελέγχου κο')δικα διακοπής σχετιζόμενου με συγκεκριμένα κανάλια, (βλέπε Channel). Channel P r o g r a m [Πρόγραμμα καναλαού] Πληρ. Ακολουθία εντολών σε υπολογιστή η οποία είναι υπεύθυνη για την διαχείριση της πληροφορίας κατά την διάρκεια της μετάδοσής της από ή σε συγκεκριμένο κανάλι επικοινωνίας. Συνήθως τέτοια προγράμματα παρέχουν την απαραίτητη λειτουργικότητα μέσω κατάλληλης ζεύξης με αντίστοιχο οδηγό (driver) ο οποίος διαχειρίζεται τα δεδομένα του καναλιού κατά την διάρκεια εκτέλεσης κώδικα διακοπής. Channel Pulse [Παλ.μός καναλαού] Επικοιν. Ο αριθμός αυτών των παλμών δίνει πληροφορία για το ίδιο το κανάλι. Channel Read C o m m a n d [Εντολή ανάγνωσης καναλιού] Πληρ. Εντολή καναλιού σκοπός της οποίας είναι η προσαγωγή πληροφορίας σχετιζόμενης με κανάλι το οποίο συζεύγνει εξωτερική συσκευή εισαγωγής δεδομένων με άλλη συσκευή αποθήκευσης, όπως εντολ.ή channel read, channel status ή control, κλπ. (βλέπε Channel, Channel Write Command). Channel Reliability [Αξιοπιστία καναλαού] Επικοιν. Σύμφωνα με τους στατιστικούς ορισμούς αξιοπιστία ενός συστήματος ορίζεται σαν το ποσοστό του χρόνου που ένα κανάλι χρησιμοποιήθηκε (χωρίς λάθη) βάσει των προδιαγραφών του κατασκευαστή ή του χρήστη απέναντι στο συνολικό χρόνο χρήσης. Channel Sampling Rate [Ρυθμός δειγματοληψίας καναλιού] Επικοιν. Ο ρυθμός δειγματοληψίας μας οδηγεί στην μετέπειτα θεώρηση που κάνουμε για την επεξεργασία δεδομένων του καναλιού. Channel Selection [Επιλογή καναλαού] Επικοιν. Χρήση διάφορων τεχνικών (κυρίως στατιστικών) για την επιλογή συγκεκριμένων δρόμων για διακίνηση πλwηpoφορίας ή σχηματισμό νοητών καναλιών. Channel Sense C o m m a n d [Εντολή κατάστασης καναλιού] Πληρ. Εναλλακτική ονομασία της εντολ,ής καναλιού channel status, η οποία προσάγει πληροφορίες σχετικές με την κατάσταση ετοιμότητας καναλιού, (βλέπε Channel, Channel Read Coomand). Channel Skip [Εντολή υπερπήδησης σε κανάλι] Πληρ. Λέξη εντολής καναλαού εξαγωγής δεδομένων, η οποία υποχρεώνει την εκτύπωση να συνεχίσει σε συγκεκριμένη τοποθεσία. Η γνωστότερη είναι η εντολή page της pascal, η οποία υποχρεώνει τα δεδομένα εξαγωγής να παρουσιαστούν σε νέα "σελίδα". Channel Spacing [Διαχωρισμός καναλιών] Επικοιν. Ορισμός απόστασης καναλιών πχ κάθε 8.3 kHz. Channel Status Table [Πίνακας κατάστασης καναλιού] Πληρ. Διανυσματική δομή δεδομένων της μορ-

-307 φής {sn, n e |N), στην οποία η συνιστώσα sk περιέχει λέξη εντολής ή κατάστασης του αντίστοιχου καναλιού k. Χρησιμοποιείται συνήθως σαν δείκτης ελέγχου κώδικα διακοπής σχετιζόμενου με συγκεκριμένα κανάλια πριν ή μετά από διαδικασίες ανάγνωσης ή εγγραφής οι οποίες σχετίζονται με αυτά. (βλέπε Channel, Channel Command Word). Channel Status W o r d [Λέξη κατάστασης καναλιού] Πληρ. Διανυσματική συνιστώσα μικρού μήκους περιέχουσα συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικές με την κατάσταση διαδικασιών που αφορούν σε μετάδοση δεδομένων από κανάλι, (βλέπε Channel Command, Channel Command Word). Channel To Channel A d a p t e r [Προσαρμογέας από κανάλι σε κανάλι] Πληρ. Ηλεκτρονικός ή συμβατικός προσαρμογέας ο οποίος επιτυγχάνει την σωστή αντιστοιχία μεταξύ των αντίστοιχων καναλιών σε εξωτερικές ή εσωτερικές συσκευές οι οποίες πρόκειται να επικοινωνήσουν. Τα συνήθη ηλεκτρονικά καλώδια δικτύωσης είναι κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο που να επιτυγχάνουν αυτόματα την σωστή αντιστοιχία όταν συνδέονται σωστά. Channel W i d t h [Εύρος Διαύλου] Επικοιν. Το εύρος κάθε διαύλου επικοινωνίας μετρούμενο σε συχνότητα (kHz, MHz, GHz), δηλαδή το εύρος συχνοτήτων γύρω από τη συχνότητα του φέροντος κύματος που χρησιμοποιείται για την μεταφορά πληροφορίας. Για παράδειγμα μερικά kHz αρκούν για μετάδοση ήχου, ενώ για την εικόνα στην τηλεόραση χρειάζονται μερικά MHz. Channel W r i t e C o m m a n d [Εντολή έγγραφής καναλιού] Πλ.ηρ. Εντολή καναλιού σκοπός της οποίας είναι η αποστολή πληροφορίας σχετιζόμενης με κανάλι το οποίο συζεύγνει εξωτερική συσκευή εισαγωγής δεδομένων με άλλη συσκευή αποθήκευσης, όπως εντολή channel write, channel status ή control, κλ.π. (βλέπε Channel Read Command). Channeling [Καναλοποίησηΐ Επικοιν. Οργάνωση (με βάση το πρωτόκολλο μετάδοσης) μιας διαδικασίας μετάδοσης πάνω σε ένα φορέα με τον ορισμό όλων των διαθέσιμων (κατάλληλων) συχνοτήτων σε ένα κανάλι. Channeling Radiation [Ακτινοβολ.ία Διέλευσης] Φιχτ. Ακτινοβολία που εκπέμπεται από ένα φορτίο κατά τη διέλευση του από ένα στερεό σώμα, αντίστοιχη της ακτινοβολίας πέδησης. Chaotic Reaction [Χαοτική Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση με χαοτική εξέλιξη δηλαδή μη προβλέψιμη όσο αφορά τη χρονική εξέλιξη της, π.χ. λόγω του μεγάλου πλήθους ενδιάμεσων προϊόντων. C h a p m a n - Enskog Approximations [Προσεγγίσεις Chapman - Enskog] Φυσ. Σύνολο προσεγγιστικών λύσεων της εξίσωσης Boltzmann βάση της μέσης ελεύθερης διαδρομής των μορίων. C h a p m a n - Enskog Solution [Προσεγγιστικές λύσεις των Chapman - Enskog] Φυσ. Προσεγγιστικές λ.ύσεις στην εξίσωση Boltzmann που στηρίζονται στην αντίστοιχη θεωρία. C h a p m a n - Enskog Theory [Θεωρία των Chapman Enskog] Φυσ. Θεωρητική προσέγγιση των λύσεων της εξίσωσης Boltzmann, με βάση τις δυνάμεις της μέσης ελεύθερης διαδρομής των μορίων. C h a p m a n Equation 1 [Εξίσωση Chapman] Φυσ. Εξίσωση που συνδέει το συντελεστή εσωτερικής τριβής ιξώδους ενός αερίου σε σχέση με τη θερμοκρασία, τη μάζα, τη μέση ταχύτητα και τη διάμετρο των μορίων του.

C h a r a c t e r Display Terminal

C h a p m a n Equation 2 [Εξίσωση Chapman] Γηωφυσ. Εξίσωση που συνδέει την πυκνότητα των ηλεκτρονίων και το ύψος στην ανώτερη ατμόσφαιρα της Γης. C h a r a c t e r [Χαρακτήρας] Πλημ. 1. Σύμβολο γράμματος ή ψηφίου ή γλύφος ο οποίος αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη ακολουθία συνήθως 8 δυαδικών ψηφίων και παρέχει την στοιχειώδη αντιστοιχία μεταξύ δυαδικών δεδομένων και απλού κειμένου η οποία αποτελεί την βάση της επικοινωνίας μεταξύ χρήστη και υπολογιστή. 2. Στοιχειώδης δομή δεδομένων αποτελούμενη από 8 bits. Γνωστή με το όνομα char. C h a r a c t e r Addressable C o m p u t e r [Υπολογιστής με μνήμη χαρακτήρων] Πληρ. Υπολογιστής στον οποίο το μέγεθος της πλειονότητας των δομών μνήμης και επεξεργασίας είναι ακέραιο πολλαπλόσιο της στοιχειώδους δομής char ή δομής μεγέθους 8 bits, όπως 1 byte. C h a r a c t e r A d j u s t m e n t [Ρύθμιση χαρακτήρα] Πληρ. Το αποτέλεσμα εφαρμογής στοιχειώδους εντολής γλ,ώσσας μηχανής ή άλλης γλώσσας προγραμματισμού με την βοήθεια της οποίας επιτελείται επεξεργασία μνήμης χωρητικότητας 8 bits. Τέτοιο είναι το αποτέλεσμα μίας εντολής move.b # ' x \ d0 σε γλώσσα μηχανής 68000 ή της εντολής chfi] := V ; σε διάνυσμα τύπου packed array of char σε Pascal, (βλέπε Character). C h a r a c t e r B o u n d a r y 1 [Ευθυγράμμιση σε χαρακτήρα] Πληρ. Συνθήκη η οποία πραγματοποιείται όταν ο μικροεπεξεργαστής διαβάζει ή γράφει σε διεύθυνση Addr = Sxxxxxxxx η οποία έχει την ιδιότητα: Addr mod (sizcof(char)) = 0 ή Addr mod (sizeof(byte)) - 0. (βλέπε Even Word Boundary). C h a r a c t e r Boundary 2 [Οριο χαρακτήρα, Πληρ. Σε συγκεκριμένη γραμματοσειρά η οποία χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει χαρακτήρες κειμένου, το ελάχιστο παραλληλόγραμμο το οποίο περιβάλλει έναν από τους αντίστοιχους γλύφους της γραμματοσειράς. C h a r a c t e r Cell [Πλαίσιο χαρακτήρα] Πληρ. Δυσδιάστατη δυαδική διανυσματική δομή δεδομένων της μορφής {c[i, j], i, j e |N), με συνιστώσες c|I, j] = {1 αν το bit στην θέση (i, j) είναι μέρος του αντίστοιχου γλύφου δεδομένης γραμματοσειράς, 0 αν όχι}. Γνώστή και σαν character bitmap ή απεικόνιση χαρακτήρα, (βλέπε Character). Character Code [Κωδικός χαρακτήρα] Πλημ. Αριθμητική τιμή ακεραίου η οποία βρίσκεται σε έναπρος-ένα αντιστοιχία με συγκεκριμένο χαρακτήρα ή γλύφο σε δεδομένη γραμματοσειρά. Συνήθως η τιμή αυτή είναι ο κωδικός ascii του χαρακτήρα. C h a r a c t e r Data Type [Δομή δεδομένων char] Πληρ. Στοιχειώδης δομή δεδομένων, μήκους ενός byte, με την βοήθεια της οποίας ο υπολογιστής χειρίζεται κείμενο. C h a r a c t e r Density [Πυκνότητα χαρακτήρων] Πληρ. Σε εφαρμογές οι οποίες επιτρέπουν μετατροπές κειμένου μεταξύ διαφορετικών γραμματοσειρών ή εφαρμογές αναγνώρισης κειμένου, στις οποίες το πλαίσιο χαρακτήρα έχει διαφορετικές διαστάσεις από γλύφο σε γλύφο, ο μέγιστος αριθμός γλόφων για τους οποίους το άθροισμα της οριζόντιας ή κάθετης διάστασης των αντίστοιχων πλαισίων είναι μικρότερο από δεδομένο μήκος. C h a r a c t e r Display T e r m i n a l [Τερματικό χαρακτήρων] Πληρ. Τερματικό το οποίο μπορεί να δημιουργεί απεικονίσεις με την βοήθεια γλύφων χαρακτήρίυν και μόνο, χωρίς την δυνατότητα εμφάνισης πολυδιάστατων γραφικών. Αν και παρωχημένα, τέτοια τερματικά

Character Fill

- 308 -

χρησιμοποιούνται ακόμη σε υπολογιστές mainframes πανεπιστημίων. C h a r a c t e r Fill [Πλήρωση με χαρακτήρες] Πληρ. To αποτέλεσμα εφαρμογής εντολής γλώσσας πρόγραμματισμού με την βοήθεια της οποίας επιτελείται ανάθεση στοιχειώδους δομής μεγέθους ενός byte (όπως ενός χαρακτήρα) σε συγκεκριμένες διαδοχικές τοποθεσίες στην μνήμη. Τέτοιο είναι το αποτέλεσμα μίας ακολουθίας εντολών: for i := 0 to 255 do ch[i] := chr(i); σε διάνυσμα τύπου packed array of char σε pascal, (βλέπε Character, Character Adjustment). C h a r a c t e r G e n e r a t o r [Γεννήτρια χαρακτήρων] ΙΊληρ. Υποπρόγραμμα των μονάδων εισαγωγής / εξαγωγής δεδομένων σε υπολογιστικά συστήματα, το οποίο είναι υπεύθυνο για την δημιουργία του αντίστοιχου γλύφου μέσω δημιουργίας πλαισίου δεδομένου χαρακτήρα με σκοπό την απεικόνισή του σε συσκευή εισαγωγής ή εξαγωγής δεδομένων, όπως οθόνη υπολογιστή ή εκτυπωτή. (Character, Character Cell). C h a r a c t e r G r a p h i c s [Γραφικά με χαρακτήρες] Πληρ. Προκειμένου περί υπολογιστικών συστημάτων που δεν έχουν τις απαραίτητες στοιχειώδεις δυνατότητες γραφικών, γραφικά τα οποία δημιουργούνται με την βοήθεια ειδικαϊν γλύφων οι οποίοι τοποθετημένοι σε ακολουθίες παράγουν στοιχειώδεις εικόνες. C h a r a c t e r M o d e [Αειτουργία με χαρακτήρες] Πληρ. Κατάσταση στην οποία ο υπολογιστής δεν έχει την δυνατότητα να εμφανίσει ή να επεξεργαστεί γραφικά, Μία από τις δύο δυνατές υπο-καταστάσεις λειτουργίας παλαιότερων λειτουργικών συστημάτων, της κατάστασης text mode και αυτήν της graphics mode. C h a r a c t e r Oriented C o m p u t e r [Υπολογιστής με χαρακτήρες] Πληρ. 1. Υπολογιστής ή υπολογιστικό συγκρότημα το οποίο διαχειρίζεται την μνήμη του με βάση την στοιχειώδη δομή char ή byte. 2. Υπολογιστής ή υπολογιστικό συγκρότημα στο οποίο η κύρια ή η μοναδική κατάσταση λειτουργίας είναι λειτουργία με χαρακτήρες. Τα υπολογιστικά συγκροτήματα των πανεπιστημίων και πολλά παλ.αιότερα συστήματα mainframes είναι τέτοια. C h a r a c t e r Outline [Περίγραμμα χαρακτήρα] Πληρ. To περίγραμμα της φιγούρας του αντίστοιχου γλύφου χαρακτήρα συγκεκριμένης γραμματοσειράς, (βλέπε Character). C h a r a c t e r Reader [Αναγνώστης χαρακτήρων] Πληρ. Ηλεκτρονική μονάδα υπεύθυνη για την ανάγνωση χαρακτήρων σε υπολογιστή είτε μέσω αναγνώρισης του αντίστοιχου κώδικα ascii ή μέσω κατάλληλης αναγνώρισης του περιγράμματος του αντίστοιχου γλύφου. (βλέπε Character Recognition). C h a r a c t e r Recognition [Αναγνώριση χαρακτήρων] Πληρ. Διαδικασία προηγμένης τεχνολογίας, κατά την οποία πρόγραμμα επιχειρεί να δημιουργήσει δεδομένα που να βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με γραπτό κείμενο, σαροονοντας την σελίδα του κειμένου. Τέτοια προγράμματα δεν έχουν απόλυτο ποσοστό επιτυχίας και συνήθως επιτρέπουν στον χρήστη να κάνει κειμενικές διορθώσεις πάνω στο "αναγνωρισμένο" κείμενο, (βλέπε Character Reader). C h a r a c t e r Set [Σύνολο χαρακτήρων] Πληρ. 1. Σύνολο γλύφων και των αντίστοιχων ascii κωδικών τους σε δεδομένη γραμματοσειρά. 2. Σύνολο των γλύφων που απαρτίζουν τα ψηφία δεδομένης μαθηματικής βάσης αρίθμησης, όπως δεκαδικής ή δυαδικής, χρησιμοποιούμενα είτε από υπολογιστές ή από μαθηματικούς. Π.χ.

οι γλυφοί: {0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, Α, Β, C, D, Ε, F} που χρησιμοποιούνται στο δεκαεξαδικό σύστημα. C h a r a c t e r Skew [Απόκλιση χαρακτήρα] Πληρ. Απόκλιση στον γλύφο χαρακτήρα όταν αυτός σχετίζεται με ανθρώπινη γραφή ή την αναγνώρισή της από προηγμένο λογισμικό προγραμμάτων αναγνώρισης χαρακτήρων. C h a r a c t e r String [String χαρακτήρων] Πληρ. Διανυσματική δομή δεδομένων της μορφής {c[i|, i e |Ν) σε γλώσσες προγραμματισμού όπως pascal και c, η οποία αποτελείται από συνιστώσες τύπου char. Σε pascal ίσταται ως εγγενής στοιχειώδης δομή δεδομένων με τύπο string[n], ο οποίος είναι ισοδύναμος με τον τύπο packed array| l..n] of char, ενώ στην c κατασκευάζεται σαν char c(k). (βλέπε Character Fill), C h a r a c t e r String Constant [Σταθερά χαρακτήρων] Πληρ. Διανυσματική δομή αποτελούμενη από μη μεταβλητές συνιστώσες συγκεκριμένων χαρακτήρων, π.χ. 'text', 'name', ή 'this is a string constant', (βλέπε Character String). C h a r a c t e r Style [Στυλ χαρακτήρα] Πληρ. 1. Η μορφολογία συγκεκριμένου χαρακτήρα δεδομένης γραμματοσειράς. 2. Δομή δεδομένων η οποία παρακρατεί πληροφορίες σχετικές με την μορφολογική δομή υποσυνόλων κειμένου βάσει συγκεκριμένων κανόνων, όπως το έντονο στυλ, το πλάγιο, κλπ. 3. Εντολή η οποία επιτρέπει μορφολογικές μεταβολές σε υποσύνολα κειμένου βάσει συγκεκριμένων κανόνων, όπως το έντονο στυλ, το πλάγιο, κλπ. C h a r a c t e r Terminal [Τερματικό χαρακτήρων] Πληρ. Τερματικό στο οποίο η επικοινωνία μεταξύ χρήστη και υπολογιστή πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο με την βοήθεια χαρακτήρων, (βλέπε Character Display Terminal). C h a r a c t e r Writing Tube [Σωλήνας γραφής χαρακτήρων] Ηλεκ. Η κύρια συνιστώσα τερματικού χαρακτήρων, αποτελούμενη από σωλήνα καθοδικών ακτίνων ο οποίος είναι συνδεδεμένος με εξειδικευμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο επιτρέπει σε αυτόν να εμφανίζει κείμενο στην οθόνη του. (βλέπε Character Display Terminal), Characteristic [Χαρακτηριστικό μέρος] Μαθημ. Αν logab = c, τότε το ακέραιο μέρος του c, [c|. Characteristic Acoustic Impedance [Ηχητική Εμπέδηση] Ακουστ. Μέγεθος αντίστοιχο της εμπέδησης γραμμών μεταφοράς χαρακτηριστικό της διάδοσης του ήχου σε ένα υλικό και ισούται με το γινόμενο της πυκνότητας ενός αερίου με την ταχύτητα διάδοσης του ήχου σε αυτό. Characteristic Distortion [Χαρακτηριστική παραμόρφωση] Επικοιν. Αναγνωριστικό κάθε καναλιού μεταξύ άλλων είναι και η ποσότητα παραμόρφωσης που μπορεί να εισέλθει κάτω από ορισμένα χαρακτηριστικά μετάδοσης. Characteristic Equation 1 [Χαρακτηριστική Εξίσωση] Φυσ. Εξίσωση που συνδέει μεταβλητές ενός φυσικού συστήματος, με τη βοήθεια των οποίων προσδιορίζεται η κατάστασή του. Τέτοιες μεταβλητές είναι η πίεση, η θερμοκρασία και ο όγκος. Characteristic Equation 2 [Χαρακτηριστική εξίσωση] Μαθημ. 1. Αν A e Rnxn, τότε η εξίσωση |Α - xl| = 0, η οποία είναι ισοδύναμη με την εξίσωση C(A) = 0, με C (Α) το χαρακτηριστικό πολυώνυμο του πίνακα Α. Γνωστή και σαν εξίσωση ιδιοτιμών του Α. 2. Αν A e R™", λ είναι ιδιοτιμή του πίνακα Α και νλ ιδιοδιάνυσμα

- 309που αντιστοιχεί στην τιμή λ, η εξίσωση: Αν>. = λ\χ. Γνωστή και σαν εξίσωση ιδιοτιμής. 3. Γενικός χαρακτηρισμός εξίσωσης που πληρεί συγκεκριμένες συνθήκες σε δεδομένο πρόβλημα. Characteristic Frequency [Χαρακτηριστική Συχνότητα] Επικ. Χαρακτηριστική συχνότητα ενός φάσματος, π.χ. του φάσματος εκπομπής ενός αερίου που καθορίζει το είδος του αερίου. Characteristic Function [Χαρακτηριστική συνάρτηση] Μαθημ. 1. Αν Α είναι δεδομένο σύνολο, η συνάρτηση: χ,\(χ) = {1 αν x e Α, 0 αν χ g Α], 2. Ιδιοσυνάρτηση. (βλέπε Eigenfunction). Characteristic Impedance [Χαρακτηριστική αντίσταση! Επικοιν. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός καλωδίου καθώς και των συνδετήρων που ισούται για κάθε κύμα που κυκλοφοράει στη γραμμή με το πηλίκο τάσης προς ένταση και μετριέται σε Ωμ. Characteristic N u m b e r [Χαρακτηριστικός Αριθμός Ιδιοτιμή] Μαθημ. Χαρακτηριστικός αριθμός ενός πίνακα ισούται με οιαδήποτε ιδιοτιμή του (Eigenvalue). Characteristic Overflow [Χαρακτηριστική υπερχείλιση] Πλημ. Συνθήκη σφάλματος που ενεργοποιείται όταν το αποτέλεσμα αριθμητικής πράξης που πραγματοποιήθηκε από την αριθμητική υπομονάδα επεξεργασίας υπερβαίνει σε μέγεθος το μέγιστο μέγεθος της στοιχειώδους δομής των τελεστών της πράξης που προκάλεσε το σφάλμα, (βλέπε Characteristic Underflow). Characteristic Polynomial [Χαρακτηριστικό Πολυώνυμο] Μαθημ. Πολυώνυμο με λύσεις τις ιδιοτιμές (Eigenvalues) ενός πίνακα. Το ίδιο πολυώνυμο ικανοποιεί και ο πίνακας. —> Cay ley Hamilton Theorem Characteristic Radiation [Χαρακτηριστική Ακτινοβολία] Ατομ. Φνσ. Πρόκειται για το χαρακτηριστικό φάσμα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπει κάθε άτομο, καθώς τα ηλεκτρόνιά του μεταβαίνουν μεταξύ των ενεργειακών καταστάσεων του. Χαρακτηρίζει μονοσήμαντα κάθε άτομο. Characteristic S p e c t r u m [Χαρακτηριστικό Φάσμα] Characteristic Radiation Characteristic Strength [Χαρακτηριστική αντοχή] Πολ Μηχ. Είναι μία τιμή ενός υλικού η οποία χαρακτηρίζει πιθανοτικά την μέγιστη εντατική κατάσταση που μπορεί να του ασκηθεί χωρίς αυτό να αστοχήσει, δηλαδή να επέλθει η θραύση. Για το σκυρόδεμα η χαρακτηριστική αντοχή υπολογίζεται από την δύναμη στην οποία θραύεται το 95% των δοκιμίων, ενώ για το χάλυβα υπολογίζεται από το όριο διαρροής του. Characteristic Stress [Χαρακτηριστική τάση] Πολ. Μηχ. Με αυτόν τον όρο ονομάζεται η τάση, δηλαδή η πίεση, που αντιστοιχεί στην χαρακτηριστική αντοχή ενός υλικού. Characteristic Underflow [Χαρακτηριστική υποχείλιση] Πλημ. Συνθήκη σφάλματος που ενεργοποιείται όταν το αποτέλεσμα αριθμητικής πράξης που πραγματοποιήθηκε από την αριθμητική υπομονάδα επεξεργασίας είναι ίσο με έναν από τους τελεστές της πράξης, ενώ και οι δύο τελεστές είναι διάφοροι του 0 ή του 1. (βλέπε Characteristic Overflow). Characteristic Value [Χαρακτηριστική Τιμή - Ιδιοτιμή] Μαθημ. Χαρακτηριστικός αριθμός ενός πίνακα ισούται με οιαδήποτε ιδιοτιμή του (Eigenvalue). Characteristic Vector [Χαρακτηριστικό Διάνυσμα Ιδιοδιάνυσμα] Μαθημ. Ιδιοδιάνυσμα (Eigenvector) ενός πίνακα. Characteristic Χ- Rays [Χαρακτηριστική Ακτινοβολί-

C h a r g e Density Wave

α Χ] Ατομ. Φνσ. Χαρακτηριστική ακτινοβολία στην περιοχή των ακτινών Χ που εκπέμπεται από τα άτομα οιοδήποτε στοιχείου καθώς τα ηλεκτρόνιά του μεταβαίνουν μεταξύ των ενεργειακών καταστάσεων του. Το φάσμα της είναι γραμμικό. Εάν πρόκειται για μεταλλικό στοιχείο το φάσμα του μπορεί να παραχθεί αν χρησιμοποιηθεί ως άνοδος σε σωλήνα παραγωγής ακτινών Χ. Charcoal [Ξυλάνθρακας] Υλικ. Μάυρη, πορώδης, καύσιμη και υγροσκοπική ύλη με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα (από 85 έως 95%) που παράγεται από την τεχνητή απανθράκωση οργανικής ύλης (κυρίως ξύλων) απουσία αέρα. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο και υπό την ενεργή του μορφή (ενεργός άνθρακας) ως απορροφητικό στη τεχνική και στην ιατρική. Charge C a r r i e r [Φορέας Ηλεκτρικού Φορτίου] Φυσ. Στεμ. Κατ. Έτσι λέγονται τα φορτισμένα σωματίδια, όπως τα ηλεκτρόνια, οι οπές σε αγωγούς, ημιαγωγούς ή και τα ιόντα σε ηλεκτρολυτικά διαλύματα τα οποία μπορούν να κινηθούν στη διεύθυνση ενός εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου δημιουργώντας ηλεκτρικό ρεύμα. C h a r g e Conjugation Conservation [Διατήρηση Συζυγούς Φορτίου] Πυρ. Φοσ. Συμμετρία των φυσικών νόμων σύμφωνα με την οποία, οι εξισώσεις παραμένουν αναλλοίωτες με την επίδραση του τελεστή συζυγούς φορτίου. Δηλ.αδή, οι εξισώσεις που περιγράφουν την εξέλιξη της κυματοσυνάρτηση ς ενός σωματιδίου είναι οι ίδιες με του αντισωματιδίου του. Η συμμετρία αυτή δεν ισχύει για σωματίδια που αλληλεπιδρούν με ασθενείς δυνάμεις. C h a r g e Conjugation O p e r a t i o n [Μετασχηματισμός Τελεστής Συζυγούς Φορτίου] Πυμ. Φυσ. Πρόκειται για μετασχηματισμό των εξισώσεων κίνησης ή των κυματοσυναρτήσεων των σωματιδίων σε αυτές των αντισωματιδίων τους. Αυτό γίνεται με χρήση του κατάλληλου τελεστή, που συμβολίζεται με C. Charge Conjugation Parity [Ομοτιμία Συζυγούς Φορτίου] Πυμ. Φνσ. Κβαντικός αριθμός που ισούται με την ιδιοτιμή του τελεστή συζυγούς φορτίου. Αριθμητικά είναι ίσος με +1 ή -Ι, ανάλογα με το εάν η κυματοσυνάρτηση του σωματιδίου αλλάζει πρόσημο όταν το σωματίδιο αντικαθίσταται από το αντισωματίδιό του. Ο κβαντικός αριθμός έχει νόημα όταν το σύστημα έχει τη συμμετρία συζυγούς φορτίου. —» C P Invariance C h a r g e Conservation [Διατήρηση Φορτίου] Φυσ. Φυσικός νόμος με καθολική ισχύ, σύμφωνα με τον οποίο, το συνολικό φορτίο ενός κλειστού φυσικού συστήματος δε μεταβάλλεται. —> Conservation of Charge C h a r g e Density [Πυκνότητα Φορτίου] Ηλεκ. Συνάρτηση που συμβολίζεται ως ρ ή σ και περιγράφει την πυκνότητα του φορτίου. Εάν πρόκειται για φορτίο κατανεμημένο σε μια λεπτή πλάκα, όπως στους οπλισμούς ενός πυκνωτή, τότε η επιφανειακή πυκνότητα φορτίου σ = dQ/dS (C / m2) όπου dQ το στοιχειώδες φορτίου και dS η στοιχειώδης επιφάνεια που καταλαμβάνει, ενώ για φορτίο κατανεμημένο στο χώρο ρ = dQ/dV (C/ m3) όπου dV ο στοιχειώδης όγκος. Ορίζεται και γραμμική πυκνότητα φορτίου σ = dQ/dl όπου dl το στοιχειώδες μήκος. C h a r g e Density Wave [Κύμα Πυκνότητας Φορτίου] Φυσ. Στεμ. Κατ. Έτσι χαρακτηρίζεται η κατανομή της πυκνότητας των ηλεκτρονίων αγωγιμότητας σε μέταλλα όταν βρίσκονται στην κατάσταση ελόχιστης ενέργειας, λόγω του ότι η κατανομή αυτή ακολουθεί ημιτο-

Charge Exchange

-310-

νοειδή μορφή. ηλεκτρονίου από ένα άτομο στο ιόν. C h a r g e Exchange [Ανταλλαγή Φορτίου] Φυσ. Φαινό- C h a r g e T r a n s f e r Device [Διάταξη μεταφοράς φορτίμενο κατά το οποίο όταν συγκρούονται δύο σώματα, π. ων] Ιίλεκτρον. Διάταξη ημιαγωγού (π.χ. συζευγμένων χ. ιόντα, συμβαίνει ανταλλαγή ηλεκτρικών φορτίων φορτίων) στην οποία πραγματοποιείται κίνηση ομάδων αποθηκευμένων φορτίων που μεταφέρονται από και μεταφορά φορτίου από το ένα στο άλλο. Charge independence Principle [Αρχή Ανεξαρτησί- μία προκαθορισμένη θέση στην επόμενη κατά ελεγχόας Ηλεκτρικού Φορτίου] Πυρ. Φοσ. Θεμελιώδης αρχή μενο τρόπο. των πυρηνικών δυνάμεων σύμφωνα με την οποία, η Charged Particle [Φορτισμένο Σωματίδιο] Πυρ. Φυσ. πυρηνική αλληλεπίδραση μεταξύ δύο σίοματιδίων εί- Έτσι καλείται κάθε σωματίδιο που έχει ηλεκτρικό φορναι ανεξάρτητη του ηλεκτρικού φορτίου τους. Για πα- τίο. ράδειγμα η πυρηνική αλληλεπίδραση δύο πρωτονίων Charged Species [Φορτισμένη Μονάδα] Χημ. Έτσι χαείναι ίδιας φύσεως με αυτή δύο νετρονίων. ρακτηρίζεται κάθε φορτισμένο σύμπλεγμα ατόμων, C h a r g e Invariance [Λναλλοίωση Ηλεκτρικού Φορτί- μόριο κ.λ.π. Σε αυτή την περίπτωση το πλήθος των ηου] Πυρ. Φνσ. Νόμος των ισχυρών, πυρηνικών δυνά- λεκτρονίων του συμπλέγματος είναι διαφορετικό από μεων σύμφωνα με τον οποίο, η πυρηνική αλληλεπίδρα- των πρα>τονίων. ση δεν εξαρτάται από το ηλεκτρικό φορτίο των σα>μα- C h a r g e - M a s s Ratio [Φορτίο ανά Μονάδα Μάζας q/m] τιδίων και συνεπώς η μετατροπή των νετρονίων σε Πλεκ. Ονομάζεται και ειδικό φορτίο. Πρόκειται για πρωτόνια και το αντίστροφο δεν επηρεάζει τις πυρηνι- χαρακτηριστικό μέγεθος ενός φορτισμένου σώματος κές δυνάμεις. και ισούται με το λόγο του φορτίου του προς την μάζα C h a r g e Localized Ion [Ομάδα Εντοπισμένου Φορτί- του. Υπολογίζεται εύκολα με φασματογράφους μάζας ου] Χημ. Φορτισμένη ομάδα ατόμων, π.χ. μία ρίζα, το ή αλλιώς. φορτίο της οποίας οφείλεται στο φορτίο ενός ιόντος C h a r g i n g C u r r e n t [Ρεύμα Φόρτισης] Ηλεκ. Πρόκειται για την αρχική, μέγιστη τιμή του ρεύματος που φορτίτης. Charge Mass Ratio [Ειδικό φορτίο - φορτίο ανά μονά- ζει ένα πυκνωτή μόλις συνδεθεί μια πηγή τάσης στους δα μάζας q/m] Ηλεκ. Πρόκειται για χαρακτηριστικό οπλισμούς του. μέγεθος ενός φορτισμένου σώματος και ισούται με τον C h a r l e ' s Law [Νόμος του Charle's] Φυσ. Νόμος των λόγο του φορτίου του προς την μάζα του. Υπολογίζε- ιδανικών αερίων αλλά και των πραγματικών όταν η ται εύκολα με φασματογράφους μάζας ή αλλιώς. πυκνότητά τους είναι πολ*ύ μικρή, σύμφωνα με το ο1 C h a r g e Neutrality [Ηλεκτρική Ουδετερότητα] ΙΙλεκ. ποίο, ο όγκος μιας καθορισμένης μάζας αερίου είναι Τδιότητα ενός σώματος να έχει ίσα θετικά και αρνητικά ανάλογος της απόλυτης θερμοκρασίας του, εφόσον η πίεσή του παραμένει σταθερή. V = k*T. φορτία, ώστε να έχει μηδενικό συνολικό φορτίο. 2 C h a r g e Neutrality [Ηλεκτρική Ουδετερότητα] Φυα. C h a r m [Γοητεία] Πυρ. Φυα. Έτσι καλείται ένας κβαντιΣτερ. Κατ. Όταν ένας ημιαγωγός δεν έχει προσμίξεις, κός αριθμός που χαρακτηρίζει κάθε κουάρκ και κατά δότες ή δέκτες ηλεκτρονίων, ο αριθμός των ηλεκτρονί- συνέπεια και κάθε αδρόνιο. Υπάρχει ένα κουάρκ, το ων αγωγιμότητάς του ισούται με τον αριθμό οπών στη γοητευτικό κουάρκ με γοητεία c= 1 ενώ το αντικουάρκ ζώνη σθένους του και χαρακτηρίζεται από ηλεκτρική του έχει c=-l και κάθε άλλο κουάρκ έχει γοητεία c=0. Τα αδρό νια χαρακτηρίζονται από την συνολική γοητείουδετερότητα όσο αφορά στο φορτίο των φορέων του. C h a r g e Parity [Κατοπτρική Συμμετρία Φορτίου] Πυρ. α που έχουν ανάλογα με τα πόσα κουάρκ, αντικουάρκ Φυα. Διατηρούμενος κβαντικός αριθμός σε συστήματα με γοητεία έχουν. Εισήχθηκε για να εξηγήσει την συμε συμμετρία μετασχηματισμού σωματιδίου - αντισω- μπεριφορά αδρονίων - λεπτονίων. ματιδίου. —> Charge Conjugation Parity C h a r m e d Particle [Σωματίδιο με Γοητεία] Πυρ. Φυα. Charge Quantization [Κβάντωση Ηλεκτρικού Φορτί- Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε αδρόνιο το οποίο περιέχει ου] Ηλεκ. Θεμελιώδης αρχή της φυσικής σύμφωνα με γοητευτικό κουάρκ (c=l) ή το αντικουάρκ του (c=-l) την οποία, το ηλεκτρικό φορτίο ελεύθερο στη φύση και η συνολική τιμή της γοητείας του δεν είναι μηδέν. εμφανίζεται σαν αρνητικά ή θετικά πολλαπλάσια μιας C h a r m e d Q u a r k [Γοητευτικό Κουάρκ] Πυρ. Φυσ. Ένα στοιχειώδους ποσότητας της απόλυτης τιμής του φορ- από τα έξη κουάρκ της χρωμοδυναμικής θεωρίας τίου του ηλεκτρονίου: q c = 1,6* 10"19 C. (QCD) από τα οποία αποτελούνται τα αδρόνια. Το Charge R e a d e r [Μετρητής Θαλάμων Ιονισμού] Πυρ. κουάρκ αυτό χαρακτηρίζεται από γοητεία c=10cv έχει Φυσ. Πρόκειται για διάταξη μέτρησης του ρεύματος άλλη γεύση, έχει ηλεκτρικό φορτίο +2/3e (e το απόλυμικρών, φορητών θαλάμων ιονισμού και υπολογισμού το φορτίο του ηλεκτρονίου) και βαρυονικό αριθμό 1/3. της έντασης της προσπίπτουσας σε αυτούς ακτινοβολί- C h a r m o n i u m [Αρμονικότητα] Πυρ. Φυα. Τύπος μεσοας Χ ή β. νίου που αποτελείται από το γοητευτικό κουάρκ και το C h a r g e State Process [Φορτίο υπό καθορισμένη δια- αντισωματίδιό του. Έχει συνολικά μηδενική γοητεία δικασία] Φυα. Στερ. Κατ. Μετατόπιση μίας πλεγματι- και ηλεκτρικό φορτίο. κής ατέλειας, π.χ. ενός πλεγματικού κενού, που οφείλε- C h a r m o u t h i a n [Σαρμούθιο] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα ται στη μεταβολή του φορτίου της, π.χ. με πρόσπτα>ση της κατώτερης υποπεριόδου της Ιουρασικής περιόδου ακτινών Χ σε αυτόν. του Μεσοζωικού αιώνα (πριν 180 εκατομ.χρόνια) νεόCharge Storage T u b e [Σωλήνας αποθήκευσης φορτί- τερη του Σινεμούριου και παλαιότερη του Τοάρσιου ου] Πλεκτρον. Ηλεκτρονικός σωλήνας για την ελεγχό- της ιδίας υποπεριόδου. μενη αποθήκευση πληροφορία')ν υπό μορφή ηλεκτρο- C h a r t [Χάρτης] Γεν. 1. Ειδικός χάρτης που συμπεριστατικών φορτίων. λαμβάνει πλήθος ειδικών πληροφοριών για συγκεκριCharge T r a n s f e r [Μεταφορά Φορτίου] Φυα. Χημ. Δια- μένη χρήση όπως π.χ. ναυσιπλοϊκός (με περιγράμματα δικασία μεταφοράς φορτίου μεταξύ δύο σωματιδίων, των ακτών, τα θαλάσσια βάθη, τα ρεύματα κ.λ.π.), απ.χ. στη ζώνη σθένους ενός ημιαγωγού, όπου η κίνηση στρονομικός (με την ακριβή θέση των αστέρων κ.λ.π.), μίας οπής προέρχεται από την αντίθετη μεταφορά ενός μετεωρολογικός (με θερμοκρασίες, μέτωπα, νεφικά

-311 συστήματα κ.λ.π.) 2. Γενικός όρος για τη παρουσίαση πληροφοριών επί χάρτου υπό διάφορες μορφές όπως με γραφήματα, πίνακες, αριθμητικά στοιχεία κ.λ.π. Chart Datum [Υψομετρική αφετηρία] Γεν. —• Datum plane. Chartered Depth [Χαρτογραφημένο βάθος] Ωκεαν. Μέτρηση του βάθους υδροφόρων όγκων σε οποιοδήποτε σημείο ως η κάθετος απόσταση από την επιφάνεια του νερού ως τον πάτο, με την μέθοδο δηλαδή που εφαρμόζεται για τις επίσημες χαρτογραφήσεις. Chase [Αυλάκι] Πολ..Μηχ. Είναι μία κατακόρυφη εσοχή με μεταλλικό ή πλαστικό κάλυμμα η οποία διαμορφώνεται στους τοίχους μίας οικοδομής με σκοπό να την διατρέχουν όλοι οι αγο)γοί, σωλήνες, καλώδια και σύρματα των ηλεκτρικών, υδραυλικών και επικοινωνίακών δικτύων της. Chassignitc [Σασσιγνίτης] ΓεοΑ Τύπος αχονδρίτη μετεωρίτη με σύμβολο Ac της τάξης των SNC μετεωριτο')ν, που θεωρούνται ότι έχουν προέλευση από τον Αρη. Περιλαμβάνει ένα μόνο μετεωρικό λίθο που έπεσε το 1815 στη Γαλλία, αρχικού βάρους του συνόλου τ(ον θραυσμάτων 4 Kgr, και παρουσιάζει εντελώς ιδιαίτερα ορυκτολογικά χαρακτηριστικά με κυρίαρχο συστατικό τον ολαβίνη και παρουσία πυρόξενου, πλαγιόκλαστου καιχλωρίτη. Chassis [Σασσί] Μηχ. Μεταλλικό πλοίσιο για τη στήριξη και τη σύνδεση του σώματος μιας μηχανικής κατασκευής (π.χ. αυτοκινήτου, αεροσκάφους) ή των λειτουργικών τμημάτων μιας ηλεκτρονικής διάταξης (π.χ. ραδιόφωνο, τηλεόραση). Chattian [Σάττιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ολιγοκαίνου υποπεριόδου (πριν 40 εκατ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Ρουπέλιον και αρχαιότερη από το Ακουϊτάνιον της ίδιας υποπεριόδου. Check [Εμπόδιο] Τεχνολ. Εξάρτημα που τοποθετείται σε ένα σημείο για τον έλεγχο της λειτουργίας ενός στοιχείου περιορίζοντας τη δυνατότητα κίνησης που έχει εντός συγκεκριμένων ορίων. Check Dam [Υδατόφραγμα ελεγχου] Υδρολ. Είναι μία μικρή δευτερεύουσα κατασκευή η οποία έχει ως στόχο να θέτει υπό έλεγχο την ροή του νερού σε αρδευτικά κανάλια ή σε διαβρωμένες κοίτες ποταμών. Το μικρό αυτό φράγμα μπορεί να είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, λίθινο, ξύλινο ή ακόμη και από μη συνεκτικές αποθέσεις πετρωμάτων. Check Flight [Πτήση ελεγχου] Αερομηχ. Πτήση ενός αεροσκάφους που διενεργείται για τον έλεγχο της ομαλής λειτουργίας του και την διεξαγωγή μετρήσεων για την λήψη τιμών και μελέτης των χαρακτηριστικών μεγεθών λειτουργίας του ή για την εξάσκηση και εξοικείωση των χειριστών του. Check Indicator Instruction [Εντολή δείκτη ελεγχου] Πληρ. Η ειδική εντολή, η οποία ενεργοποιεί μια συσκευή που παράγει ένα οπτικό ή ακουστικό σήμα και λειτουργεί ως συναγερμός ώστε να ειδοποιηθεί ο χρήστης για την ύπαρξη σφάλματος, βλάβης ή δυσλειτουργίας κατά την διεξαγωγή μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος. Check Rail [Κιγκλίδωμα] Πολ. Μηχ. —* Guard rail. Check Rail 2 [Οδηγός] Οικοδ. Σε παράθυρα που ανοιγοκλείνουν με κατακόρυφη κίνηση του μισού παραθύρου σε ύψος, ο οδηγός που είναι τοποθετημένος στη δύο κάθετα στοιχεία του πλαισίου εντός του οποίου κινείται το κάτω τμήμα του παραθύρου και ανοίγει με κίνη-

Chelometrv

ση προς τα επάνω. Check Routine [Ρουτίνα ελέγχου] Πληρ. Ειδικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που εκτελείται για να δώσει ως αποτέλεσμα την ένδειξη αν υπάρχει ή όχι κάποιο πρόβλημα ή λάθος σε κώδικα στα ενσωματωμένα προγράμματα έναρξης και λειτουργίας του υπολογιστή. Check Stop [Τάκος] Πολ.Μηχ. Μικρό τεμάχιο από ξύλο ή μέταλλο το οποίο τοποθετείται ίΓντός του οδηγού μιας συρόμενης πόρτας ή ενός συρόμενου παραθύρου στο σημείο που απαιτείται να σταματά το συρόμενο τεμάχιο. Check Valve [Ρυθμιστική Βαλβίδα] Μηχ. Σε ένα σύστημα σωληνώσεων, το ρυθμιστικό όργανο που χρησιμοποιείται για να μην επιτρέπεται η αντίστροφη ροή. Ονομάζεται και βαλβίδα αντεπιστροφής. Checkboxes (Κουτιά σημείωσηςΙ Επικοιν. Ένας από τους τύπους των αντικειμένων ελέγχου που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ο χρήστης μια προαιρετική επιλογή. Checking P r o g r a m [Πρόγραμμα ελέγχου] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε λwOγισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο έχει γραφεί και εκτελείται μιε σκοπό να εντοπίζει τα λόθη που υπάρχουν σε άλλα λογισμικά προγράμματα, Checking Routine [Πρόγραμμα ελέγχου]. —» Checking Program Checkout [Ελεγχος] Πληρ. Η διαδικασία ανίχνευσης, εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων που τυχόν προυπάρχουν στο λογισμικό ή στο υλικό και πραγματοποιείται από τον ίδιο τον κατασκευαστή με την χρήση ειδικών ρουτινών, προτού το λογισμικό ή το υλικό παραδοθεί στον πελάτη. Checkpoint/ Restart [Επανεκκίνηση από σημείο ελέγχου] Πληρ. Περλαμβάνει τη διαδικασία καθορισμού σημείων ελέγχου έτσι ώστε σε περίπτωση δυσλειτουργίας του υπολογιστή (βλάβη, πτώση τάσης, κλπ.), αλλά και προγραμματισμένης διακοπής της λειτουργίας του, κατά τη στιγμή της εκτέλεσης ενός προγράμματος, τα δεδομένα να αποθηκεύονται σε κάποιο άλλο μέσο αποθήκευσης. Μετά την επανεκκίνηση του υπολογιστή, η εκτέλεση του προγράμματος συνεχίζεται από το τελευταίο σημείο ελεγχου πριν τη διακοπή, Checksum (Έλεγχος αθροίσματος | Επικοιν. Μέθοδος ελέγχου μετάδοσης όπου τα δεδομένα ενός πακέτου αθροίζονται και το άθροισμα μεταδίδεται σε ειδικό κελί του πακέτου και επανελέγχεται, Chelate [Χηλική Ένωση] Χημ. Αναφέρεται σε ανόργανες ή οργανικές σύμπλοκες ενώσεις, στις οποίες κλείνει δακτύλιος μεταξύ του κεντρικού ατόμου και των υποκατάστατων. Chelating Agent [Συμπλοκοποιητικύ χΜέσο] Χημ. Μια χημική ουσία που έχει την τάση να σχηματίζει δεσμούς με ανεπιθύμητα μεταλλικά ιόντα. Χρησιμοποιείται για τη δέσμευση ιχνών βαρέων μετάλλων σε διαλύματα, Chelation [Χηλικό Φαινόμενο] Χημ. Είναι η διαδικασία σχηματισμού χηλικής ένωσης, Chelerythrine [Χελερυθρίνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο Ci2H i7 N0 4 της ομάδας των αλκαλοειδών που συναντάται σε διάφορα φυτά (κυρίως το χελιδόνιο το μέγα). Είναι δηλητηριώδης, κρυσταλλική ουσία διαλυτή μόνο στο χλωροφόρμιο και αδιάλοτη στους άλλους οργανικούς διαλότες. Chelometry [Χηλομετρική Τιτλοδότηση] Αναλ. Χημ.

Chemical Agent

-312-

Μέθοδος ογκομέτρησης που περιλαμβάνει το σχηματισμό 1:1 διαλυτών συμπλοκών, όπως για παράδειγμα, με τντλοδότες αμινοπολυκαρβοξυλικά ή πολυαμινικά αντιδραστήρια. Chemical Agent [Χημικός παράγοντας] Τεχνολ. Χημικές ουσίες παρασκευασμένες στα εργαστήρια με τέτοιες ιδιότητες ώστε να προκαλούν άμεσες καταστροφές στους ανθρώπους και στο περιβάλλον τους ή εμπρησμούς, και οι οποίες χρησιμοποιούνται από στρατιωτικές μονάδες για τις ανάγκες χημικού πολέμου. Chemical A m m u n i t i o n [Χημικά πυρομαχικά] Γεν. Όλα τα είδη πυρομαχικών που περιέχουν χημικούς παράγοντες σε στερεά, υγρή ή αέρια μορφή και είναι κατασκευασμένα για την διεξαγωγή χημικού πολέμου ή εμπρησμού αντιπάλων εγκαταστάσεων. Chemical Bond [Χημικός Δεσμός] Χημ. Χαρακτηρίζει τον τρόπο με το οποίο συνδέονται τα διάφορα άτομα μεταξύ τους. Το είδος του δεσμού χαρακτηρίζεται από τον τρόπο διευθέτησης των ηλεκτρονίων γύρω από τους πυρήνες. Chemical C h a n g e [Χημική μεταβολή] Χημ. Μεταβολ.ή σε μία ένωση που περιλαμβάνει επαναδιάταξη των ατόμων στα μόρια ώστε να σχηματισθεί μια διαφορετική ένωση ή περισσότερες ενώσεις. Chemical C o m p o u n d [Χημική Ένωση] Χημ. Ουσία που συνίσταται από περισσότερα από ένα χημικά στοιχεία και έχει ιδιότητες διαφορετικές από αυτές που έχει το κάθε στοιχείο. Η σύστασή της είναι πλήρως ορισμένη και ανεξάρτητη από τον τρόπο σχηματισμού της. Chemical Dating [Χημική Χρονολόγηση] Χημ. Μέθοδος χρονολόγησης ενός υλικού, που βασίζεται στον προσδιορισμό της χημικής σύστασης ενός περιεχόμενου στο υλικό είδους. Χρησιμοποιείται όταν είναι γνωστό ότι το συγκεκριμένο είδος υφίσταται αργή χημική μεταβολή, με δεδομένο ρυθμό. Chemical Dynamics [Χημική Δυναμική] Χημ. Κλάδος της Χημείας που ασχολείται με την μελέτη μεταβατικών φαινομένων, όπως αντιδράσεις εκτός της χημικής ισορροπίας, προσπαθώντας να εξηγήσει το ρυθμό τους βάσει των συγκρούσεων των μορίων, κ.λ.π. Chemical Element [Χημικό Στοιχείο] Χημ. Κάθε άτομο ή ιόν, ο πυρήνας του οποίου έχει καθορισμένο αριθμό πρωτονίων, αναφέρεται ως άτομο ή ιόν ενός συγκεκριμένου στοιχείου. Element Chemical Energy [Χημική Ενέργεια] Φνσ. Χημ. Έτσι καλείται το τμήμα της εσωτερική ενέργειας των χημικών ουσιών, που μεταβάλλεται όταν αυτές μετέχουν σε χημικές αντιδράσεις. Είναι η ενέργεια των ήλεκτρονίων των δεσμών των ατόμων των ενώσεων και λόγω διατήρησης της ενέργειας, οι μεταβολές της συνοδεύονται από ισόποση απορρόφηση ή έκλυση θερμότητας. Chemical Engineering [Χημική μηχανική] Μηχ. Είναι ένας ανεξάρτητος κλάδος της Επιστήμης που ασχολείται με την μελέτη, την οργάνωση και τον σχεδιασμό μεγάλχον βιομηχανικών μονάδων και εργοστασίων όπου εκεί η θεωρία της χημείας εφαρμόζεται πρακτικά για την παραγωγή ενός μεγάλου εύρους αγαθών όπως είναι τα πετρελαιοειδή, τα φαρμακευτικά, τα καλλυντικά προϊόντα και πολλά άλλα. Chemical E q u a t i o n [Χημική Εξίσωση] Χημ. Ορίζει την παράσταση μιας χημικής αντίδρασης και περιλαμβάνει τους χημικούς τύπους των ουσιών που αντιδρούν και αυτών που παράγονται, καθώς και τους στοιχείομετρικούς συντελεστές. Το βέλος ανάμεσά τους δείχνει τη φορά της αντίδρασης. Οι ποσότητες των αντιδρώ-

ντων και των προϊόντων εκφράζεται, συνήθως, σε γραμμομόρια. Ενας γενικός τύπος είναιι xA + yB —> zC + wD. Chemical Equilibrium [Χημική Ισορροπία] Χημ. Το σημείο θερμοδυναμικής ισορροπίας, στο οποίο φθάνει μια αμφίδρομη χημική αντίδραση, όπου η ποιοτική και ποσοτική σύσταση δεν μεταβάλλονται με το χρόνο, Chemical Equuivalcnt [Χημικό ισοδύναμο] Χημ. Χημικό ισοδύναμο στοιχείου ονομάζεται ο αριθμός που δείχνει πόσα μέρη βάρους του στοιχείου ενώνονται ή αντικαθιστούν ή αντικαθίστανται από 8 μέρη βάρους οξυγόνου ή από 1,008 μέρος βάρους υδρογόνου ή από ισυδύναμο προς αυτά βάρος άλλου στοιχείου. Ισούται με το πηλίκο του ατομικού βάρους του στοιχείου προς την απόλυτη τιμή του αλγεβρικού του σθένους. Chemical Formula [Χημικός Τύπος] Χημ. Αναφέρεται στο συμβολισμό μιας χημικής ένωσης, που περιλαμβάνει τα χημικά σύμβολα των στοιχείων και τους αριθμούς που εκφράζουν την αναλογία των στοιχείων στο μόριο της ένωσης. Chemical Oxygen Demand [Χημικά Απαιτούμενο Οξυγόνο] Χημ. Είναι γνωστό ως COD και χρησιμοποιείται στο χαρακτηρισμό των περιεχόμενων αναγο)γικών ουσιών σε δείγμα νερού. Εκφράζεται ως συγκέντρωση αερίου οξυγόνου, σε ppm, χημικά ισοδύναμη με την ποσότητα του διχρωμικού καλίου που απαιτείται για την οξείδωση των ουσιών αυτών, Chemical Potential [Χημικό Δυναμικό] Φνσ. Χημ. Ορίζεται για συστατικό ενός μίγματος και εκφράζει τη μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας Gibbs προς τη μεταβολή της ποσότητας του συστατικού, σε σταθερή πίεση, θερμοκρασία και σύσταση των υπόλοιπων συστατικών του μίγματος. Δίνεται από τη σχέση 1inj)pj,nj. Chemical Pressurization [Χημική υπερπίεση] Αερομηχ. Η αύξηση της πίεσης των προωθητικών μέσων σε πυραύλους ή αυλοπροωθητήρες αεροσκαφών για μεγαλύτερη παραγωγή ώσης, με την εισαγωγή συμπιεσμένου αερίου υψηλής πίεσης, το οποίο είναι προϊόν καύσης στο θάλαμο καύσης ή εξώθερμης χημικής αντίδρασης. Chemical Reaction [Χημική Αντίδραση] Χημ. Είναι η μεταβολή μιας ή περισσότερων χημικών ενώσεων, που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό νέων ουσιών. Chemical Reactor [Χημικός Αντιδραστήρας] Χημ. Μηχ. Δοχείο που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία, μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα φυσικοί και χημικοί μετασχηματισμοί των πρώτων υλών, που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή των προϊόντων. Μπορεί να είναι ασυνεχούς ή συνεχούς λειτουργίας, ομογενείς ή ετερογενείς, πλήρους ανάμιξης ή εμβολικής ροής. Chemical Remanent Magnetization [Παραμένουσα Μαγνήτιση Πετρωμάτων] Γεωφυσ. Πρόκειται για το μόνιμο μαγνητικό πεδίο πετρωμάτων με ποσότητες σιδηρομαγνητικών ουσιών, τα οποία ψύχθηκαν κάτω από το σημείο Curie παρουσία του γήινου μαγνητικού πεδίου, με συνέπεια να αποκτήσουν μια μόνιμη μαγνήτιση στην διεύθυνσή του. Με μετρήσεις της μαγνήτισης αυτής εξάγονται πληροφορίες για τις μεταβολές του μαγνητικού πεδίου της Γης με την πάροδο του χρόνου καθώς και την κίνηση των πετρα)μάτων των τεκτονικών πλακών και των ηπείρων, Chemical Rock [Χημικό πέτρωμα] Γεωλ. ΐζηματογενές πέτρωμα που προέρχεται από την απόθεση της χημικής αλλοιώσεως και διεργασίας στον χρόνο προϋπαρχό-

-313-

ντων πετρωμάτων, ενώ όταν προκαλείται ανασχηματισμός της ορυκτολογικής του σύστασης, το πέτρωμα αποκτά κρυσταλλική δομή. Chemical Shift [Χημική Μετατόπιση] Φυσ. Χημ. Έτσι καλείται η διαφορά της συχνότητας συντονισμού (ν) ενός πυρήνα από την συχνότητα Larmor (vL), σε ένα πείραμα πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού ή Mossbauer. Προκαλείται από τη διαμαγνητική συμπεριφορά των ηλεκτρονίων των κλειστών στοιβάδων ή των δεσμών που βρίσκονται γύρω από τον πυρήνα. Μετριέται σε ppm, δηλαδή σ (ppm)= 106x(vL-v)/vL. Κάθε πυρήνας σε μια οργανική ένωση, λόγω του περιβάλλοντος του έχει καθορισμένη χημική μετατόπιση και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση της χημικής ένωσης. Chemical Symbol [Χημικό Σύμβολο] Χημ. Περιλαμβάνει ένα απλό, κεφαλαίο γράμμα ή συνδυασμό γραμμάτων και χρησιμοποιείται για το συμβολισμό ενός χημικού στοιχείου. Chcmical Synthesis [Χημική Σύνθεση] Χημ. Εκφράζει τη χημική αντίδραση σχηματισμού μιας ένωσης. Chemical T h e r m o d y n a m i c s [Χημική Θερμοδυναμική] Χημ. Κλάδος της Θερμοδυναμικής, που εξετάζει το ρόλο της έκλοσης ή απορρόφησης θερμότητας στη συνολική πορεία μιας χημικής αντίδρασης. Chcmical W e a t h e r i n g [Χημική αποσάθρωση] Γεωλ. Η φθορά και η αποσύνθεση των πετρωμάτων, των ορυκτών ή και των κτιρίων που προκαλείται από τη χημική δράση (υδρόλυση, οξείδωση κ.λ.π.) φυσικών παραγόντων και ιδιαίτερα των μετεωρικών υδάτων λόγω των περιεχομένων σ' αυτά οξέων (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, του θείου) από το ατμοσφαιρικό περιβάλλον. Chemically P u m p e d Laser [Χημικό Λέιζερ] Οπτικ. Λέιζερ στο οποίο η παροχή ενέργειας, στο μέσο διέγερσης και εκπομπής της δέσμης σύμφωνης μονοχρωματικής ακτινοβολίας, γίνεται από μια χημική αντίδραση και όχι με μορφή ηλεκτρικής ενέργειας. Chemiluminescence [Χημειοφωταύγεια] Φνσ. Χημ. Το φαινόμενο της εκπομπής ορατού φωτός σε ορισμένες περιπτώσεις χημικών αντιδράσεων σε θερμοκρασία περιβάλλοντος όπως κατά την αργή οξείδωση του φώσφορου, τη καύση μαγνησίου κ.λ.π. Chemisorption [Χημειορόφηση] Χημ. Αναφέρεται στην προσρόφηση αερίων ή υγρών σε στερεά υλικά, κατά την οποία οι διαμοριακές αλληλεπιδράσεις είναι ισχυρές δυνάμεις ανάλογες αυτών που δρουν κατά το σχηματισμό χημικών δεσμών. Chemistry [Χημεία] Χημ. Τομέας της επιστήμης, στον οποίο μελετώνται τα χημικά στοιχεία και οι ενώσεις που σχηματίζουν. Στη χημεία εξετάζονται κυρίως τα φαινόμενα που εξαρτώνται από τα εξωτερικά ηλεκτρόνια των ατόμων. Σημαντικοί κλάδοι είναι η ανόργανη, η οργανική, η φυσική και η αναλυτική χημεία. Chemosphere [Χημειόσφαιρα] Μετεωρ. II περιοχή της ατμόσφαιρας, κατά προσέγγιση εντός των υψομετρικών ορίων των 32 και 192 χλμ., όπου σημειώνονται φωτοχημικές αντιδράσεις που παράγονται από την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Chemosynthesis [Χημειοσύνθεση] Βιοχημ. Η διεργασία της σύνθεσης οργανικών ουσιών από το διοξείδιο του άνθρακα από ορισμένα βακτήρια που χρησιμοποιούν την ενέργεια χημικών αντιδράσεων. Chemurgy [Χημειουργία] Χημ. Μηχ. Ο κλάδος της χημείας που μελετά τις μεθόδους ανάπτυξης νέων βιομηχανικών χημικών προϊόντων από ανόργανες πρώτες

Child

ύλες και ειδικά από αυτές που είναι γεωργικής προέλευσης. Chercnkov C o u n t e r [Μετρητής Chcrenkov] Τεχνολ. Μετρητής φορτισμένων σωματιδίων κινούμενων με υψηλή ταχύτητα σε ένα υλικό μέσο από την ανίχνευση της ακτινοβολίας Cherenkov που εκπέμπεται. —> Cherenkov Radiation Cherenkov Radiation [Ακτινοβολία Cherenkov] Πυρ. Φυσ. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία εκπεμπόμενη από ένα φορτισμένο σωματίδιο που κινείται σε ένα υλικό μέσο γρηγορότερα από την ταχύτητα διάδοσης του φωτός στο μέσο αυτό. Για παράδειγμα, σε ερευνητικούς αντιδραστήρες, πολύ γρήγορα κινούμενα σωματίδια μέσα στο νερό που περιβάλλει την καρδιά τους εκπέμπουν ένα χαρακτηριστικό μπλε φως. Προέρχεται από την αποπόλωση των μορίων της ύλης μέσα στην οποία κινούνται τα φορτισμένα σωματίδια. Αντίστοιχο με το ωστικό κύμα που παράγεται όταν, π.χ. ένα αεροπλάνο κινείται στον αέρα γρηγορότερα από την ταχύτητα του ήχου σε αυτόν. Chernozem [Μαύρο χώμα ή τσερνοζέμ] Γεωλ. Τύπος εξαιρετικού για ορισμένες καλλιέργειες εδάφους, σκοτεινού χρώματος και χαλαρής σβολώδους υφής, πλούσιο σε χουμώδη συστατικά, που είναι χαρακτηριστικό των ψυχρών έως εύκρατων ημιάγονων περιοχών όπως των λιβαδότοπων της Ευρ. Ρωσίας, του Ν. Καναδά κ.λ. π. Chert [Κερατόλιθος] Γεωλ. Διάφορες ποικιλίες πετρωμάτων που αποτελούνται από πυρίτιο σε μικροσκοπικούς κρυστάλλους και συναντώνται υπό μορφή ακανόνιστων στροοσεων ή ζωνών, συχνά εγκλείοντας και κελύφη οργανισμών, σε ιζηματογενή πετρώματα. Chi S q u a r e Distribution [Κατανομή χ2] Στατ. Κατανομή ενός μεγέθους που ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων ν μεταβλητών καθεμία από τις οποίες ακολουθεί την κανονική κατανομή. Η μορφή της κατανομής εξαρτάται από το ν και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της προσαρμογής συναρτήσεων σε πειραματικά δεδομένα κ.λ.π. Chi S q u a r e Statistics [Κατανομή Στατιστικής χ 2 ] Στατ. Στατιστική κατανομή ενός μεγέθους που έχει τα χαρακτηριστικά της κατανομής χ 2 . Chi S q u a r e Test [Ελεγχος Υποθέσεων με βάση την Κατανομή χ 2 ] Στατ. Τεχνική ελέγχου μίας υπόθεσης για την κατανομή που ακολουθεί μια μεταβλητή, π.χ. εάν όλες οι ενδείξεις ενός ζαριού είναι ισοπίθανες. Στην τεχνική αυτή υπολογίζεται κατάλληλα το μέγεθος χ2 που εκφράζει την απόκλιση των αποτελεσμάτων από τα θεωρητικά και εάν η υπόθεση είναι σωστή ακολουθεί την κατανομή χ2. Η τιμή του χ 2 υπολογίζεται και η υπόθεση ελνέγχεται ανάλογα με το επίπεδο εμπιστοσύνης που τίθεται. Π.χ. με πιθανότητα 5% όλες οι ενδείξεις ενός ζαριού είναι ισοπίθανες ή όχι. Η προσαρμογή (εύρεση των τιμών των παραμέτρων) θεωρητικών σχέσεων σε πειραματικά δεδομένα συνήθως γίνεται με την απαίτηση ελαχιστοποίησης του χ 2 οόστε με τη μέγιστη δυνατή πιθανότητα η σχέση να αντιπροσωπεύει τα αποτελέσματα του πειράματος. Child [Αμεσος απόγονος ή πρώτος κατιών κόμβος] Πληρ. 1. Σε ένα δένδρο(δομή δεδομένων), άμεσος απόγονος ενός κόμβου Α ύψους d>0 είναι οποιοσδήποτε κόμβος Β ύψους d+Ι που συνδέεται με μία πλευρά με τον κόμβο Α. Δηλαδή ο κόμβος Β έχει ως ρίζα τον κόμβο Α. 2. [Πρώτο κατιών αρχείο] Το αρχείο, το οποίο προκύπτει από την τροποποίηση και ενημέρωση

Child's Law

-314-

ενός άλλου προϋπάρχοντος αρχείου. Child's L a w [Νόμος του Child - της Θερμιονικής Λυχνίας Κενού] ΙΙλεκ. Μαθηματική σχέση της έντασης (I) και της τάσης (V) που διαρρέει μια θερμιονική λυχνία κενού. Ισχύει ότι: T=kxV3/A όπου η σταθερά k εξαρτάται από τη γεωμετρία της λυχνίας, π.χ. από την απόσταση ανόδου - καθόδου κ.λ.π. Ο νόμος ισχύει όταν η τάση δεν είναι αρκετή (V
νων, να προκληθεί ανεξέλεγκτη αύξηση της θερμοκρασίας σε ένα πυρηνικό αντιδραστήρα (π.χ. λόγω βλάβης των συστημάτων ψύξης) σε τέτοιο βαθμό ώστε να επέλθει τήξη των καύσιμων ραδιενεργών στοιχείων και στη συνεχεία του πυθμένα του και του υποκειμένου εδάφους σε πολύ μι:γάλο βάθος (θεωρητικά να διατρυπηθεί όλο το στερεό σώμα της Γης), Chinese P o s t m a n Problem [Κινέζικο πρόβλημα του ταχυδρόμου] Μαθημ. Έστω ένας γράφος G=(V,E) σε κάθε ακμή Cj του οποίου αντιστοιχίζεται ένας αυστηρά θετικός αριθμός Wj, που καλείται βάρος της ακμής. Το πρόβλημα του ταχυδρόμου συνίσταται στην εύρεση ενός κλειστού μονοπατιού Ρ του γράφου G. Απαραίτητη προϋπόθεση για το μονοπάτι Ρ είναι να έχει το ελάχιστο δυνατό συνολικό βάρος, αφού έχει διασχίσει τουλάχιστον μια φορά κάθε ακμή. Η επίλυση του προβλήματος επιτυγχάνεται εύκολα με την εφαρμογή του κατάλληλου αλγόριθμου, Chinese W a x [Σινικός κηρός] Υλικ. Τύπος ανοιχτόχρωμου κηρού, αποτελούμενου από κηρωτικό κηρυλεστέρα που λαμβάνεται ως προϊόν έκκρισης εντόμων επί φυτών. Chinook [Σινούκ] Μετεωρ. Ξηρός και θερμός άνεμος που κινείται καθοδικά στις ανατολικές πλευρές των Βραχωδών Ορών προκαλώντας γρήγορη άνοδο της θερμοκρασίας. Chiolite [Χιολίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από νάτριο, αργίλιο και φθόριο. Συναντάται σε άχροους ή λευκούς, με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη, ημιδιάφανους κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκλ,ηρότητα 3.5 έως 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8 έως 2,9. Chip [Τσιπ] Πλημ. Η πολύ μικρού μεγέθους πλάκα, η οποία κατασκευάζεται συνήθως από πυρίτιο ή από κάποιο άλλο ημιαγώγιμο υλικό. Πάνω σ' αυτήν υπάρχουν αγωγοί έτσι ώστε τα φορτία να κινούνται μόνο μέσα σ' αυτούς, σύμφωνα με το σχέδιο του ολοκληρωμένου κυκλώματος. Οι κατάλλ.ηλοι συνδυασμοί των αγωγών αυτών δημιουργούν τα ηλεκτρονικά στοιχεία: τρανζίστορ, πυκνωτές, διόδους, κλπ. Chiral Molecules [Χειρύμορφα Μόρια] Χημ. Χαρακτηρίζει τα ισομερή μιας χημικής ένωσης, που έχουν μεταξύ τους σχέση αντικειμένου προς κατοπτρικό είδω/ο. Chiral Symmetry G r o u p [Ομάδα πράξεων συμμετρίας της χειρομορφίας] Πυρ. Φυα. Πρόκειται για ένα σύνολο από πράξεις συμμετρίας, οι οποίες εφαρμοζόμενες σε σωματίδια θετικής ή αρνητικής χειρομορφίας, προκαλούν διαφορετικά αποτελέσματα. Chirality 1 [Χειρομορφία] Πυρ. Φυσ. Για στοιχειώδη σωματίδια που έχουν σπιν ιΛ ή ελικότητα 1, ισχύει ότι το σπιν τους είναι προσανατολισμένο ή στη φορά της κίνησής τους (θετική χειρομορφία) ή αντίθετα σε αυτήν (αρνητική χειρομορφία). Chirality 2 [Χειρομορφία] Φυσ. Χημ. Χαρακτηριστικό σωμάτων - μορίων τα οποία δεν έχουν συμμετρία κατοπτρισμού ή αντιστροφής σημείου. Το φαινόμενο συμβαίνει σε πολλά οργανικά μόρια, φυσικά σώματα αλλά και στα ανθρώπινα χέρια. Chirality 3 [Χειρομορφία] Μαθημ. Ιδιότητα ενός συστήματος αναφοράς να είναι δεξιόστροφο ή αριστερύστροφο. C h i r p [Τερετίζω] Επικοιν. Περιγραφή μονότονου Οορύ[ίου που συνοδεύει σχετικές με αναλογικό σήμα μεταδόσεις.

-315Chisel [Σμίλη] Οικοδ. Είναι ένα οξύ και κοπτερό χαλύβδινο εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατεργασία της ξυλείας ή των μετάλλων. Είναι επίσης γνωστό στην καθομιλουμένη, ως σκαρπέλο, σμιλάρι ή κοπίδι. Chitin [Χιτίνη] Βιοχημ. Αμινοσάκχαρο που αποτελεί στηρικτική ύλη σε αρΟρόποδα, μαλάκια, μύκητες κ.λ.π. Είναι ημιδιάςοανη, λευκή άμορφη κερατινοειδής ουσία αδιάλυτη στο νερό. Chloanthitc [Χλοανθίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από αρσενικούχο νικέλιο με μικρή ποσότητα κοβαλτίου και σιδήρου, σημαντικό μετάλλευμα νικελίου, Συναντάται σε λευκούς ή φαιούς, με μεταλλική λάμψη. αδιαφανείς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος σε μάζες σε πυριγενή πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,4 έως 6,6. Chloral [Χλωράλη] Οργ. Χημ. Είναι η τριχλωροακεταλδεΰδη, με χημικό τύπο CI3C-CHO, μοριακό βάρος 147,39, σημείο ζέσεως 97,8 °C και σημείο τήξεως 57,5 °C. Είναι ιξώδες υγρό, με χαρακτηριστική οσμή, διαλαπύ σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως υπνωτικό και αντισηπτικό, καθώς και στη σύνθεση του εντομοκτόνου DDT. Chloralkali [Χλωροαλκαλικές Ενώσεις] Χημ. Μηχ. Ο όρος περιλαμβάνει το υδροξείδιο του νατρίου και το χλώριο, τα οποία παράγονται κατά την ηλεκτρόλυση διαλ.ύματος χλωριούχου νατρίου. Chloralkali Process [Μέθοδος Χλωροαλκαλικών Ενώσεων] Χημ. Μηχ. Εκφράζει τη βιομηχανική εφαρμογή της ηλεκτρόλυσης χλωριούχου νατρίου, για την παραγωγή των χλωροαλκαλακών ενώσεων. Chloralose [Χλωραζόλη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση του τύπου CgHnOcC^, που παρασκευάζεται με θέρμανση μίγματος χλωράλης και γλυκόζης. Είναι κρυσταλλική ουσία διαλυτή στο θερμό ύδωρ, τον αιθέρα κι την αλκοόλη με σημείο τήξης 178°C. Χρησιμοποιείται ως υπνωτικό. Chloraluminite [Χλωραλουμινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελ.ούμενο από ένυδρο χλωριούχο αργίλιο. Συναντάται σε άχροους ή λευκοκίτρινους, διαφανείς και με υαλ,ώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος σε ηφαιστειακά πετρώματα. Έχει πυκνότητα 1,67. Chloramine Τ [Χλαοραμίνη Τ] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση του τύπου CjHvClNNaO^S. 3Η 2 0, άλας νατρίου του παρα-τολ.ουολνο-σουλφο-μονοχλωραμιδίου. Είναι λευκή, με ασθενή χλωριούχο οσμή, κρυσταλλική ουσία διαλυτή στο νερό και την αλκοόλη που αποσυντίθεται στους 175°C. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Chlorates V [Χλ.ωρικά Αλ*ατα] Ανόμγ. Χημ. Είναι τα άλατα του χλωρικού οξέος. Πρόκειται για ισχυρά οξειδωτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων και σπίρτων. Chloric 1 Acid [Υποχλωριώδες Οξύ] Ανόργ. Χημ. Είναι ασθενές οξύ, με χημικό τύπο 1IC10. Υπάρχει μόνο σε διαλύματα και δρα ως οξειδωτικό μέσο. Chloric III Acid [Χλ,ωριώδες Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι HC10 2 . Πρόκειται για ασθενές οξύ, το οποίο δεν έχει απομονωθεί. Chloric V Acid [Χλ,ωρικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Είναι ασταθές οξύ, με χημικό τύπο HClO.v Υπάρχει μόνο σε διαλύματα και έχει ισχυρή οξειδωτική δράση. Chloric VII Acid [Υπερχλωρικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Iσχυρότατο, σταθερό οξύ, με χημικό τύπο HCI0 4 . Chlorides [Χλωρίδια] Ανόμγ. Χημ. Χαρακτηρίζει τα άλατα του υδροχλωρικού οξέος, με μέταλλα.

Chloroacctic A n h y d r i d e

Chloridization [Χλωρίωση] Ανόργ. Χημ. —> Chlorination Chlorination 1 [Χλωρίωση] Ανόργ. Χημ. Χημική αντίδράση κατά την οποία εισάγονται άτομα χλωρίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Chlorination" [Χλωρίωση] Χημ. Διαδικασία απολύμανσης του νερού, με επεξεργασία με χλώριο. Chlorine [Χλώριο] Ανόμγ. Χημ. Πολύ τοξικό αέριο, ανοικτού πράσινου χρώματος, με χαρακτηριστική δηκτική οσμή. Ανήκει στα αλογόνα και συμβολίζεται με Cl2. Έχει ατομικό αριθμό 17, μοριακό βάρος 70,906, σημείο ζέσεως -34,6 °C και σημείο τήξεως -100,98 °C. Χρησιμοποιείται ως λευκαντικό, αντισηπτικό και στη σύνθεση φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων, Chlorine Dioxide [Διοξείδιο του Χλωρίου] Ανόργ. Χημ. Κίτρινο ή πορτοκαλί αέριο, με χαρακτηριστική οσμή. Έχει χημικό τύπο C10 2 , μοριακό βάρος 67,45, σημείο ζέσεως 9,9 °C και σημείο τήξεως -59,5 °C. Είναι πολύ εκρηκτικό και ισχυρό οξειδωτικό μέσο, αλλά ασταθής ένωση. Χρησιμοποιείται μαζί με το χλώριο για απολύμανση νερού και ως λευκαντικό. Chlorine Oxides [Οξείδια του Χλωρίου] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στις ενώσεις του χλωρίου με οξυγόνο και περιλαμβάνει το μονοξείδιο (C120), το διοξείδιο (C10 2 ), το εξοξείδιο (C1 2 0 6 ) και το επτοξείδιο (CI2O7). Τα δύο πρώτα είναι εκρηκτικά αέρια, το εξοξείδιο είναι υγρό με βαθύ κόκκινο χρώμα και το επτοξείδιο είναι άχρωμο, ελαιώδες υγρό. Chlorite [Χλ^ορίτης] Ομυκτ. Γενικό όνομα για ομάδα ορυκτών που είναι ένυδρα πυριτικά άλατα αργιλίου και μαγνησίου με ισόμορφες παραμίξεις οξειδίων του σιδήρου ή μαγγανίου. Έχουν χρώμα πράσινο, κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα και παρουσιάζουν ψευδοεξαγωνική συμμετρία. Συναντώνται σε μεταμορφωμένα, εκρηξιγενή ή ιζηματογενή πετρώματα, Έχουν σηκληρότητα 2 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,6 έως 3,3. Chlorite Schist [Χλωριτικός σχιστόλιθος] Γεωλ. Πράσινο έως μελονοπράσινο μεταμορφωσιγενές πέτρωμα της ομάδας των κρυσταλλοπαγών σχιστόλιθων, με επικρατούντα ορυκτά της ομάδας του χλωρίτη. Chloritoid [Χλωριτοειδής] Ομυκτ. Το κυριότερο πέτρωμα ομάδας μαρμαρυγιακών ορυκτών χρώματος πράσινου έως γκριζομέλανου, που συναντώνται μέσα σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα, πλούσια σε σίδηρο, Κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα, έχουν σκληρότητα 6,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2 έως 3,5. Chloro- [Χλ.ωρο-] Χημ. Χρησιμοποιείται ως πρόθεμα στην ονομασία μιας οργανικής χημικής ένωσης, όταν περιέχει στο μόριό της άτομα χλωρίου ως υποκαταστάτες. Chloroacetic Acid [Χλαορο-οξικό Οξύ] Οργ. Χημ. Χλωροπαράγωγο του οξικού οξέος με χημικό τύπο CICn 2 COOIl, μοριακό βάρος 94,50, σημείο ζέσεως 187,8°C και σημείο τήξεως 63 °C. Είναι λευκή ή άχρωμη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και οργανικούς διολύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση, Chloroacctic A n h y d r i d e [Χλωρο-οξικός Ανυδρίτης] Οργ. Χημ. Ανυδρίτης του χλίορο-οξικού οξέος με χημικό τύπο (C1CH 2 C0)>0, μοριακό βάρος 170,98, σημείο ζέσεως 203 "C και σημείο τήξεως 46 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργονικών ενώσεων.

Chloroacetone

-316 -

Chloroacetone [Χλωρο-ακετόνη] Οργ. Χημ. Υγρή, άχρωμη ένωση, με τύπο C H 3 C O C H 2 C I , μοριακό βάρος 92,53, σημείο ζέσεως 119°C και σημείο τήξεως -44,5 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και χλωροφόρμιο και χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Chloroacetonitrile [Χλωρο-ακετονιτρίλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι ClCtbCN και το μοριακό βάρος 75,50. Είναι άχρωμο υγρό, με χαρακτηριστική οσμή, έχει σημείο ζέσεως 126-127 <}C και είναι διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Chloroacetophenonc [Χλωρο-ακετοφαινόνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση, με χημικό τύπο C6H5C0CII2C1, μοριακό βάρος 154,6, σημείο ζέσεως 247 °C και σημείο τήξεως 56,5 °C. Είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη συνθετική χημεία ως αντιδραστήριο. Chloroacrolein [Χλωρο-ακρολεΐνη] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 2 =C(Cl)CHO. Πρόκειται για άχρωμη υγρή ένωση, με μοριακό βάρος 90,51, σημείο ζέσεως 40 °C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται σε δακρυγόνα. Chloroalkane [Χλωροαλκάνιο] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στα προϊόντα αντίδρασης των αλκανίων με χλώριο. Chlorobcnzaldehyde [Χλωρο-βενζαλδεΰδη] Ομγ. Χημ. Αρωματική ένωση με χημικό τύπο Q,H 4 CHOCl και μοριακό βάρος 140,57. Ανάλογα με τις σχετικές θέσεις χλωρίου και καρβονυλίου, διακρίνονται τρία ισομερή: το ορθο- με σημείο ζέσεως 211,9°C, το μετα- με 213214 l, C και το παρα- με σημείο ζέσεως 215 °C. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Chlorobenzene [Χλωροβενζόλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και φαινυλοχλωρίδιο. Εχει χημικό τύπο C6H5C1, μοριακό βάρος 112,56, σημείο ζέσεως 132 °C και σημείο τήξεως -45,6 °C. Πρόκειται για άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, που χρησιμοποιείται ως διαλύτης οργανικών ενώσεων. Chlorobenzoic Acid [Χλωροβενζοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Παράγωγο του βενζοϊκού οξέος, σε τρεις ισομερείς μορφές: το ορθο- με σημείο τήξεως 142°C, το μετα- με 158 °C και το παρα- με 243 °C. Ο χημικός τύπος είναι CI-C6H4COOH και το μοριακό βάρος 156,57. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Chlorobenzoyl Chloride [Χλωροβενζοϋλο-χλωρίδιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cl-Q.HUCOCI και το μοριακό βάρος 175,01. Το ορθο- ισομερές έχει σημείο ζέσεως 238 °C, το μετα- έχει 225 "C και το παρα- 222 °C. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και φαρμακευτικών προϊόντων. 2-Chlorobuta-l,3-diene [2-Χλωροβουτα-1,3-διένιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και χλωροπρένιο και είναι το μονομερές του νεοπρενίου. Ο χημικός τύπος είναι CH2=C(C1)CH=CH2, το μοριακό βάρος 88,54 και το σημείο ζέσεως 59,4 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθέρα, ακετόνη και βενζόλιο. Chlorobutyl R u b b e r [Χλωρόβουτυλικό Ελαστικό] Ομγ. Χημ. Κατηγορία βουτυλικών ελαστομερών, τα οποία μετά από βουλκανισμό, χρησιμοποιούνται ως επενδύσεις σε λάστιχα τροχών. Chlorocarbon [Χλωράνθρακας] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε ενώσεις που αποτελούνται από άτομα χλωρίου και άνθρακα. Chlorodifluoromethane [Χλαψοδιφθορομεθάνιο] Οργ. Χημ. Είναι γνωστό ως Freon-22. Πρόκειται για αέριο, με χημικό τύπο C1CHF2, μοριακό βάρος 86,47,

σημείο ζέσεα)ς -40,8 °C και σημείο πήξεως -146°C. Είναι διαλυτό σε αιθέρα, ακετόνη και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται ως ψυκτικό και ως προωθητικό αερολυμάτων. Chloroethanoic Acid [Χλωροαιθανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το χλωροοξικό οξύ, με χημικό τύπο ClCH2COOH. -> Chloroacetic Add Chloroethene [Χλωροαιθένιο] Ομγ. Χημ. Είναι το βινυλοχλωρίδιο, με χημικό τύπο CH2=CHCI, σημείο ζέσεως -13,37 °C και σημείο πήξεως -153,8 °C. Χρησιμοποιείται για παραγωγή του PVC και ως προο)θητικύ αερολυμάτων, αλλά έχει συσχετισθεί με καρκίνο του αγγειοσαρκώματος του ήπατος. Chlorofluorocarbons [Χλωροφθοράνθρακες] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικο')ν ενώσεων, στις οποίες μερικά ή όλα τα άτομα υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από άτομα χλωρίου και φθορίου. Πρόκειται για σταθερά μόρια σε ατμοσφαιρικές συνθήκες, εμπλέκονται όμως σε φωτοχημικές αντιδράσεις, με συνέπεια την κατανάλωση όζοντος. Χρησιμοποιούνται ως ψυκτικά, ως προωθητικά αερολυμάτων και ως διαλύτες. Chlorogenic Acid [Χλωρογενικό οξύ] Ομγ. Χημ. Οργανικό οξύ του τύπου C^H^Ot,, το κυριότερο συστατικό του καφεδεψικού οξέος. Κρυσταλλώνεται με μισό μόριο κρυσταλλικού ύδατος, έχει στυφή γεύση και είναι διαλυτό στο νερό και την αλκοόλη αλλά αδιάλυτο στον αιθέρα. Έχει σημείο τήξης 206°C. Chlorohydrins [Χλωρυδρίνες] Ομγ. Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων, οι οποίες περιέχουν ρίζες χλωρίου και υδροξυλίου σε γειτονικά άτομα άνθρακα. C h l o r o h y d r o c a r b o n [Χλωρο-υδρογονάνθρακας] Οργ. Χημ. Υδρογονανθρακική ένωση, που περιέχει άτομα χλωρίου, ως υποκαταστάτες. Chlorohydroquinone [Χλα>ρο-υδροκινόνη] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cl-C6H3-(OH)2 και το μοριακό βάρος 144,56. Είναι λευκή, κρυσταλλακή ένωση, με σημείο ζέσεως 263 °C και σημείο τήξεως 108"C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και φαρμακευτικών προϊόντων. Chloromethane [Χλωρομεθάνιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και μεθυλοχλωρίδιο. Έχει χημικό τύπο CH3C1, μοριακό βάρος 50,49, σημείο ζέσεως -24,2 °C και σημείο πήξεως -97,1 °C. Πρόκειται για άχρωμο, εύφλεκτο αέριο, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό και α)ς ψυκτικό. Chlorophenol Red [Ερυθρό της Χλωροφαινόλης] Ανά/.. Χημ. Πρόκειται για την ένωση διχλωρο-φαινυλοσουλφοναφθαλεΐνη. Χρησιμοποιείται ως δείκτης, για τιτλοδότηση οξέων και βάσεων, σε τιμές ρΗ 4,8-6,4, όπου το χρώμα της αλλάζει από κίτρινο σε κόκκινο. Chlorophyll [Χλωροφύλλη] Βιοχημ. Ομάδα πράσινων φυτικών χρωστικών που ενεργούν τη φωτοσύνθεση. Βρίσκεται ενωμένη με πρωτεΐνες ως μίγμα δύο παρόμοιων ενώσεων της χλωροφύλλης α και β σε αναλογία 3 προς 1 και λαμβάνεται από τα πράσινα φύλλνα με εκχύλιση με ακετόνη. Είναι πράσινου χρώματος κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στην ακετόνη, τον αιθέρα, το χλωροφόρμιο κ.λ.π. Chlorophyll a [ΧλωροφύλΑη α] Βιοχημ Διεστέρας με τύπο C55H7205N4Mg. Είναι κηρα')δης, κυανόμαυρη σε στερεή κατάσταση και κυανοπράσινη σε διάλυμα, μικροκρυσταλλική φυτική χρωστική, οπτικώς ενεργή. Chlorophyll b [Χλωροφύλλη β] Βιοχημ. Διεστέρας με τύπο CssH-wO^Mg. Είναι πρασινομέλ,ανη σε στερεή κατάσταση και κιτρινοπράσινη σε διάλυμα μικροκρυ-

-317σταλλική φυτική χρωστική, οπτικώς ενεργή. Chloropicrin [χλωροπικρίνη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση του τύπου CCl^NOo, το τριχλωρονιτρομεθάνιο που λαμβάνεται με επίδραση χλωρασβέστου επί πικρικού οξέος. Είναι άχρωμο, ιξώδες υγρό με μεγάλη τοξικότητα, ιδιαίτερα για τους οφθαλμούς και το αναπνευστικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή δηλητηριωδών αερίων και παρασιτοκτόνων. Chloroprene [Χλωροπρένιο] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση, μονομερές του νεοπρενίου. 2-Chlorohuta-l,3diene Chloroprene R u b b e r [Ελαστικό Χλωροπρενίου] Οργ. Χημ. Παράγεται με πολυμερισμό χλωροπρενίου και είναι ελαστομερές, χημικά ανθεκτικό, με πολλές εφαρμογές. Ονομάζεται και νεοπρένιο. C h l o r o p r o p a n e [Χλ,ωροπροπάνιο] Ομγ. Χημ. Παράγωγο του προπανίου, στο μόριο του οποίου υπάρχουν άτομα χλωρίου ως υποκαταστάτες. Chloropropene [Χλωροπροπένιο] Ομγ. Χημ. Παράγωγο του προπυλενίου, που περιέχει ένα ή περισσότερα άτομα χλωρίου. 3- Chloropropionitrilc [3-Χλωρο-προπιονιτρίλιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C I C C H 2 C H 2 C N και έχει μοριακό βάρος 89,52 και σημείο ζέσεως 175-176 "C. Είναι υγρή ένωση, με δυσάρεστη οσμή και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Chlorosulfonic Acid [Χλωροθειικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο C1S0 3 H, μοριακό βάρος 116,52, σημείο ζέσεως 158 °C και σημείο τήξεως -80°C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, η οποία διασπάται στο νερό, και σχηματίζει θειικό και υδροχλωρικό οξύ. Χρήσιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και φαρμάκων. C h l o r o t r i f i u o r o m e t h a n e [Χλαορο-τριφθορο-μεθάνιο] Ομγ. Χημ. Είναι γνωστό ως Freon-13. Πρόκειται για αέριο χλωροφθοράνθρακα, με χημικό τύπο CICF3, μοριακό βάρος 104,46 και σημείο ζέσεως -81,1 °C. Χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσο και ως προωθητικό αέριο σε aerosols. Chloroxiphite [Χλαοροξιφίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο μόλυβδο και χαλκό. Συναντάται σε πράσινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με αδαμάντινη ή ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,7. Choke [Διακόπτης στραγγαλισμού του αέρα ή τσοκ] Μηχ. Διάταξη που χρησιμοποιείται σε μία μηχανή εσωτερικής καύσης για τον εμπλουτισμό του μίγματος του καυσίμου με την ελάττωση του ποσοστού του αέρα που αναρροφάται σε σχέση με το καύσιμο από τον εξαερωτή (καρμπυρατέρ) π.χ. ενεργοποιούμενη διευκολύνει το ξεκίνημα με κρύο κινητήρα σ' ένα αυτοκίνητο. Choke Coil [Στραγγαλ-ιστικό ή αποπνικτικό πηνίο ή τσοκ] Η/χκ. Επαγωγικό πηνίο υψηλής αυτεπαγωγής που χρησιμοποιείται σ' ένα κύκλωμα για να εμποδίζει τη δίοδο εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας ενώ επιτρέπει τη διέλευση ρευμάτων μικρής συχνότητας καθώς και του συνεχούς ρεύματος χωρίς σημαντική απώλεια ισχύος. Choke Coupling [Σύζευξη με αποπνικτικό πηνίο] Ηλεκ. Η χρήση αποπνικτικών πηνίων κατάλληλης αυτεπαγωγής για τη σύζευξη δύο διαδοχικών κυκλωμάτων και την επαγωγική μεταφορά ισχύος. Choke I n p u t Filter [Φίλτρο εισόδου με αποπνικτικά πηνία] Ηλεκ. Φίλτρο εισόδου για τη τροφοδότηση δι-

Chord1

κτύου ή κυκλώματος, που αποτελείται ή έχει ως πρώτο στοιχείο κατά διακλάδωση συνδεσμολογία κατάλληλων αποπνικτικών πηνίων, για την εκλογή της σταθερής συνεχούς συνιστώσας ή τον αποκλεισμό ορισμένων συχνοτήτων της τάσης της παρεχόμενης από πηγή. Choked Flow [Ροή στραγγαλισμού] Μηχ. Ρενστ. Η ροή ρευστού σε αγωγό όταν ο τοπικός αριθμός mach έχει γίνει ίσος με ένα και δεν είναι δυνατή περαιτέρω αύξηση της παροχής για χαμηλότερη πίεση κατάντη της ροής. Choking Gas [Αποπνικτικό αέριο] Χημ. Κατάλληλων ιδιοτήτων ισχυρή τοξική χημική ουσία (π.χ. το φωσγένιο, το χλώριο, η χλωροπικρίνη) που χρησιμοποιείται ως πολεμικό αέριο για την πρόκληση δυσκολιών στην αναπνοή. Cholesterol [Χοληστερόλη ή χοληστερίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση του τύπου C27H46O, η πιο κοινή ζωική στερόλη, που αποτελεί είτε ελεύθερη είτε υπό μορφή εστέρων συστατικό των ζωικών ιστών με σημαντικό βιολογικό ρόλο). Είναι άχροη, κρυσταλλική στερεή ουσία διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες και τα λίπη και αδιάλυτη στο νερό με σημείο τήξης 148,5° C. Cholic Acid [Χολικό οξύ] Βιοχημ. Οργανικό οξύ του τύπου C24H40O5, το τριοξυχολανικό οξύ που παράγεται από το χολανικό οξύ και βρίσκεται σε μεγάλη αναλογία στη χολή. Είναι κρυσταλλική ουσία και έχει σημείο τήξης 192°C. Choline [Χολίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με ισχυρές αλ.καλικές ιδιότητες του τύπου C 5 Hι 5 0 2 Ν, το υδροξείδιο του β- υδροξυαιθυλοτριμεθυλαμμωνίου, που συναντάται σε αφθονία στη φύση (σε μυς, χολή, εγκέφαλο, φυτικούς σπόρους κ.λ.π.) κυρίως υπό μορφή ενώσεων με οργανικούς εστέρες. Chondrite [Χονδρίτης] Γεωλ. Ο πλέον κοινός τύπος πετρώδη μετεωρίτη που παρουσιάζει χαρακτηριστικά εγκλείσματα μικροσφαιρικών σχηματισμών (χόνδρουλοι) στη μάζα του. Chondroditc [Χονδροδίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο, κυρίως, από ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο, της ομάδας του χουμίτη. Συναντάται σε ερυθροκίτρινους κρυστάλλους του μονοκλινού συστήματος σε μεταμορφο)μένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1 έως 3,2. C h o n d r o m u c o i d [Χονδρομυκοειδές] Βιοχημ. Μυκοειδές, στου οποίου το μόριο το πρωτεϊνικό τμήμα είναι ενωμένο με χονδροϊτινοθειικό οξύ, με μεγάλη περιεκτικότητα σε θείο που βρίσκεται στους χόνδρους μαζί με το κολλαγόνο. C h o n d r o p r o t e i n [Χονδροπρωτεϊδιο] Βιοχημ. Γλυκοπρωτεϊδιο που συναντάται στους χόνδρους και σχηματίζεται από την ένωση πρωτεΐνης και χονδροϊτινοθειικού οξέος. C h o n d r u l e [Χόνδρουλος] Γεωλ. Μικρών διαστάσεων (της τάξης του χιλιοστού) σφαιρικό ακτινωτά κρυσταλλ.ωμένο ή υαλ,ώδες συσσωμάτωμα πυριτικού ορυκτού που βρίσκεται εγκλεισμένο στο πιο κοινό τύπο μετεωριτών, τους χονδρίτες. C h o p p e r [Τεμαχιστής] Μηχ. Οποιοδήποτε χειροκίνητο μηχανικό εργαλείο (π.χ. τσεκούρι, μαχαίρι) για το τεμαχισαό ενός αντικειμένου σε μικρά κομμάτια. C h o r d [Παρειά] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η άνω ή η κάτω πλευρά κατά μήκος μίας οριζύντιας δοκού μίας κατασκευής. Μπορεί γενικότερα να ονομαστεί έτσι και η κάτω ή η άνω πλευρά ενός ολάκλήρου δικτυώματος.

Chord 2

-318-

Chord" [Χορδή] Μαθημ. Κάθε ευθύγραμμο τμήμα το οποίο έχει τα άκρα του επάνω σε μια καμπύλη. C h r i s t m a s Tree [Χριστουγεννιάτικο δένδρο] Πετμελαιυμηχ. Σύνθετο σύστημα από διακλαδούμενες μεταλλικές σωληνώσεις σε σχήμα πολλαπλών σταυρών εξοπλισμένες με διακόπτες, βαλβίδες και όργανα μέτρησης για τον έλεγχο της ροής πετρελαίου ή αερίου σε γεώτρηση. Christobalite [Χριστοβαλίτης] Ομυκτ. Μία από τις μορφές του ορυκτού διοξειδίου του πυριτίου (χαλαζία), σταθερή σε υψηλές θερμοκρασίες (πάνω απο 1470 C) όπου κρύσταλλα)νεται στο κυβικό σύστημα κρυστάλλωσης. Είναι χρώματος γαλακτόλευκου χωρίς μεταλλική λάμψη, έχει σκληρότητα 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,21 έως 2,33. ChristotTel Symbols [Σύμβολα Κριστόφελ] Μαθημ. Δύο σύμβολα που εισήχθησαν στα πλαίσια της θεωρίας των τετραγωνικών διαφορικών μορφών για τη σύντομη αναπαράσταση εκφράσεων της μορφής: Viiog^i dxj + <3gjk/ <3xj - dgjj/ <3xk)· C h r o m a [Χρώμα] Ηλεκτρον. Η παράμετρος ενός χρώματος στο σύστημα χρωμάτων Munsell που αντιστοιχεί στο βαθμό κορεσμού του αντιληπτού χρώματος και κατά την οποία ένα δείγμα φαίνεται να διαφέρει από το ουδέτερο γκρι (θεωρούμενο ως μηδέν στην κλίμακα) της ίδιας φωτεινότητας. C h r o m a Control [Ελεγχος χρώματος] Πλεκτρον. Έλεγχος που μεταβάλλει το πλάτος του φέροντος κύματος χρώματος πριν από τη διαμόρφωση ρύθμισης του βαθμού χρωματικού κορεσμού στην εικόνα του έγχρωμου τηλεοπτικού δέκτη. C h r o m a t e s [Χρωμικά] Χημ. Αναφέρεται στα άλατα του χρωμικού οξέος, με γενικό τύπο M 2 Cr0 4 . Τα περισσότερα έχουν κίτρινο χρώμα και χρησιμοποιούνται ως χρωστικές. Chromatic Aberration 1 [Χρωματική Εκτροπή] Οπτικ. Φαινόμενο κατά το οποίο λόγω του διασκεδασμού, δηλαδή της εξάρτησης του δείκτη διάθλαση από το μήκος κύματος του φωτός, ένας φακός εστιάζει σε διαφορετικά σημεία ακτίνές φωτός από το ίδιο σημείο του αντικειμένου αλλά άλλου χρώματος. Chromatic Aberration 2 [Χρωματική Εκτροπή] Ηλεκ. Διόγκωση και χρωματική απόκλιση ενός ειδώλου σε σωλήνα καθοδικών ακτίνων που προκαλείται από την κατανομή των ταχυτήτων των ηλεκτρονίων κατά την έξοδό τους από την κάθοδο. Σα συνέπεια της αρχικής ταχύτητας, τα ηλεκτρόνια προσπίπτουν σε διαφορετικά σημεία από εκείνα στα οποία τα πλακίδια απόκλισης τα κατευθύνουν. Chromatic D i a g r a m [Χρωματικό διάγραμμα] Οπτικ. -» Chromatcity Diagram. Chromatic N u m b e r [Χρωματικός αριθμός] Μαθημ. Ο ελάχιστος αριθμός των χρωμάτων που απαιτούνται για το χρωματισμό μιας επιφάνειας έτσι ώστε κάθε ζεύγος συνδεόμενων ακμών ή τμημάτων της επιφάνειας να έχουν διαφορετικό χρώμα. Chromaticity [Χρωματικότητα] Οπτικ. II ποιοτική ιδιότητα οποιουδήποτε χρώματος που καθορίζεται με βάση δύο γνωρίσματα αυτού που προκύπτουν ποσοτικά από το διάγραμμα χρωματικότητας: το κυριαρχούν χρώμα (καθορισμένη απόχρωση, μία εκ των αποχρώσεων των απλών χρωμάτων εκτός της περίπτωσης των πορφυρών με απόχρωση ενδιάμεση μεταξύ ιώδους και ερυθρού) και το βαθμό κόρου (κυμαινόμενος μεταξύ του 0% για το λευκό και του 100% για τα απλά χρώμα-

τα). Chromaticity Coordinates [Συντεταγμένες ή συντελεστές χρωματικύτητας] Οπτικ. Σύνολο τριών συντελεστών που καθορίζουν την ιδιότητα της χρωματικότητας κάθε χρώματος ως οι συντεταγμένες του αντίστοιχου σημείου του διαγράμματος χρωματικότητας. Εκφράζουν τις αναλογίες μίξης για κάθε χρώμα των τριών πρότυπων χρωμάτων όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση της Διεθνούς Ένωσης Φωτισμού Chromaticity Diagram [Διάγραμμα χρωματικότητας] Οπτικ. Επίπεδο γράφημα προσδιορισμού των χρωμάτων και ανεύρεσης του τρόπου σύνθεσής τους, σε σύστημα δύο ορθογώνιων συντεταγμένων με ανεξάρτητες μεταβλητές δύο από τους τρεις συντελεστές χρωματικότητας (ο τρίτος αποτελεί εξαρτημένη μεταβλητή από το άθροισμα των τριών που ισούται με τη μονάδα). Επί της εξωτερικής καμπύλης του παρίστανται τα απλά χρώματα και τα αντίστοιχα μήκη κύματος ενώ οποιοδήποτε σύνθετο χρώμα αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο σημείο στο εσωτερικό του, στη περιοχή του οποίου σημειώνεται και το σημείο του λευκού. Chromatics [Χρωματική ή θεωρία των χρωμάτων] Οπτικ. Ο κλάδος της οπτικής που μελετά τη σχέση των χρωμάτων (απλών, σύνθετων ή ψυχολογικών) με τα φυσικά ερεθίσματα, τις μεθόδους παραγωγής τους, τα χρώματα των ετερόφωτων επιφανειών και τις πρακτικές εφαρμογές τους. C h r o m a t o g r a m [Χρωματογράφημα] Αναλ.. Χημ. Το αρχείο που καταγράφεται κατά τη διάρκεια χρωματογραφικής ανάλυσης. Chromatographic Adsorption [Χρωματογραφία Προσρόφησης] Αναλ. Χημ. Χρωματογραφική τεχνική, κατά την οποία ο διαχωρισμός των ουσιών ενός μίγματος επιτυγχάνεται με την προσροφητική δράση μιας στερεάς, στατικής φάσης και την εκροφητική δράση μιας κινούμενης ρευστής φάσης. C h r o m a t o g r a p h i c Bed [Χρωματογραφική Κλίνη] Αναλ.. Χημ. Σε μια τεχνική χρωματογραφίας, αποτελεί ειδική διάταξη, κατά την οποία είναι τοποθετημένη η στατική φάση. C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία] Αναλ.. Χημ. Μέθοδος διαχωρισμού των συστατικών ενός μίγματος, με διαδοχικές εκλεκτικές δεσμεύσεις και αποδεσμεύσεις τους από στερεή ή υγρή στατική φάση. Η όλη διαδικασία επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ρευστού, που κινείται προς ορισμένη κατεύθυνση. C h r o m e Yellow [Κίτρινο χρωμίου] Χημ. Λαμπρό κίτρινο μεταλλικό χρώμα, χρωμικύς μόλυβδος που παρασκευάζεται τεχνητά και χρησιμοποιείται στη διακοσμητική, τη ζωγραφική'] και στην παρασκευή πράσινων χρωμάτων. Chromic Acid [Χρωμικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός του τύπος είναι H 2 Cr0 4 . Είναι άγνωστο σε ελεύθερη κατάσταση, σχηματίζει όμως σταθερά χρωμικά άλατα. Chromic II Chloride [Χλωριούχο Χρώμιο] Ανόμγ. Χημ. Το διχλωριούχο χρώμιο έχει χημικό τύπο CrCl2, μοριακό βάρος 122,90, σημείο τήξεως 824 °C. Σχηματίζεται με αντίδραση υδροχλωρίου και χρωμίου, στους 700 °C. Είναι διαλυτό στο νερό. Chromic III Chloride [Χλωριούχο Χρώμιο] Ανόργ. Χημ. Το τριχλωριούχο χρώμιο έχει χημικό τύπο CrCl;i, μοριακό βάρος 158,36, σημείο ζέσεως 1300 °C, σημείο τήξεως 1150°C και είναι αδιάλυτο στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανομεταλλικών ενώσεων του χρωμίου.

-319Chromic C o m p o u n d s [Χρωμικές Ενώσεις] Avopy. Χημ. Χαρακτηρίζονται οι ενώσεις του χρωμίου, στις οποίες έχει αριθμό οξείδωσης +3 ή +6. Chromic 11 Fluoride [Φθοριούχο Χρώμιο] Avopy. Χημ. Ο χημικός τύπος του διφθοριούχου χρωμίου είναι CrF2, το μοριακό βάρος 89,99, το σημείο τήξεως 1100 °C και το σημείο ζέσεως μεγαλύτερο από 1300°C. Είναι αδιάλυτο σε νερό KUI αιθανόλη, αλλά διαλυτό σε οξέα. Chromic III Fluoride [Φθοριούχο Χρώμιο] Avopy. Χημ. Το τριφθοριούχο χρώμιο, με χημικό τύπο CrF;, και μοριακό βάρος 108,99, έχει σημείο ζέσεως 11001200 °C και σημείο τήξεως μεγαλύτερο από 1000 °C. Είναι διαλυτό σε υδροφθόριο. C h r o m i c Nitrate [Νιτρικό Χρώμιο] Ανόμγ. Χημ. Άλας του νιτρικού οξέος με χρώμιο, το οποίο ενυδατώνεται με 9 μόρια νερού. 'Εχει χημικό τύπο Cr(N0 3 )3 x 9H 2 0, μοριακό βάρος 400,15, σημιείο τήξεως 60"C και σημείο ζέσεως 100°C, στο οποίο διασπάται. Είναι κρυσταλλική ένωση, πορφυρού χρώματος, διαλυτή σε νερό και οξέα. Χρησιμοποιείται ως πρόστυμμα χρωμάτων. C h r o m i c Oxide 1 [Οξείδιο του Χρωμίου] Ανόργ. Χημ. Το διοξείδιο του χρωμίου, Cr0 2 , έχει μοριακό βάρος 83,99 και σημείο τήξεως 300 °C. Είναι ασταθής ένωση, μαύρου χρώματος, σε μορφή σκόνης, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε νιτρικό οξύ. Chromic Oxide" [Οξείδιο του Χρωμίου] Ανόργ. Χημ. Το τριοξείδιο του χρωμίου ή χρωμικός ανυδρίτης, έχει χημικό τύπο Cr0 3 , μοριακό βάρος 99,99 και σημείο τήξεως 1%°C. Είναι κόκκινη, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό, με οξειδωτικές ιδιότητες. Chromic II Oxide [Οξείδιο του Χρωμίου] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στο μονοξείδιο του χρωμίου, CrO, που είναι μαύρη, αδιάλυτη στο νερό, ένωση, σε μορφή σκόνης και έχει μοριακό βάρος 68. Chromic III Oxide [Οξείδιο του Χρωμίου] Ανόργ. Χημ. Επαμφοτερίζουσα ουσία, γνωστή και ως πράσινο του χρωμίου, με χημικό τύπο Cr 2 0 3 , μοριακό βάρος 151,99, σημείο ζέσεως 4000"C και σημείο τήξεως 2266±25°C. Είναι κρυσταλλική, αδιάλυτη στο νερό και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων. Chromic Salts [Χρωμικά Αλατα] Ανόμγ. Χημ. Τα άλατα που σχηματίζει το τρισθενές χρώμιο. Πρόκειται για σταθερές ενώσεις, πράσινου ή ιώδους χρώματος. C h r o m i n a n c e [Χρωμικότητα] Οπτικ. Η ιδιότητα του φωτός που δημιουργεί την αίσθηση του χρώματος και ορίζεται ως η μετρήσιμη διαφορά ανάμεσα σε αυτό και το συγκεκριμένο χρώμα αναφοράς ίσης φωτεινότητας. C h r o m i n a n c e Frequency [Συχνότητα χρωμεινότητας] Επικοιν. Συχνότητα του (υπο) φορέα χρωμεινότητας πχ στο δίκτυο NSTC έχει τιμή περίπου 3.6 MHz. C h r o m i n a n c e Gain Control [Ρύθμιση απολαβής χρωμικότητα] Επικοιν. Ρύθμιση του έγχρωμου τηλεοπτικού δέκτη για τη μεταβολή της στάθμης του κόκκινου, του πράσινου και του μπλε σήματος. C h r o m i n a n c e P r i m a r y [Κύρια χρωμεινότητα] Επικοιν. Ένα από τα κωδικοποιημένα χρωματικά σήματα αν αφαιρέσουμε το σήμα φωτεινότητας. Chrominance Signal | Σήμα χρωμεινότητας] Επικοιν. Το σήμα αφού πυροβοληθεί στην RGB μορφή περνά από τα φίλτρα φωτεινότητας και χρωμεινότητας πριν το συντονισμό του. Το εκπεμπόμενο τηλεοπτικό σήμα που καθορίζει το χρώμα ως προς την απόχρωση και το βαθμό κόρου και το οποίο συνδυαζόμενο με το σήμα

Chromoprotein

φωταυγειας παραγει το σημα της έγχρωμης εικόνας. C h r o m i n a n c e S u b c a r r i e r [Υποφέρον χρωμικότητας] Επικοιν. Το υποφέρον κύμα τηλεοπτικού σήματος που διαμορφώνεται με τις πλνηροφορίες χρωμικότητας. Είναι ο δευτερεύων φορέας απ' όπου περνάει το σήμα πριν συντεθεί στην τελική του μορφή. C h r o m i t e [Χρωμίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας των σπινελλίων, αποτελούμενο κυρίως από οξείδιο του δισθενή σιδήρου με οξείδιο του χρωμίου, κύριο μετάλλευμα χρωμίου. Σχηματίζει οκταεδρικούς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος που σπανίζουν στη φύση, όπου απαντάται σε μελανόχρωμες με μεταλλική λάμψη κοκκώδεις μάζες ή συσσωματώματα σε βασικά και υπερβασικά πυριγενή πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5.5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4.5 έως 4,8. C h r o m i u m [Χρώμιο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο της VTB ομάδας του περιοδικού πίνακα, με σύμβολο Cr, ατομικό αριθμό24, ατομικό βάρος 51,99, σημείο τήξεως 1875 °C και σημείο ζέσεως 2665 °C. Είναι αργυρόλευκο μέταλλο, αρκετά ανθεκτικό στη διάβρωση και χρησιμοποιείται για την επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, καθώς και ως πρόσθετο στους ανοξείδωτους χάλνυβες.

C h r o m i u m Chloride [Χλωριούχο Χρώμιο] Ανόργ. Χημ. —> Chromic Chloride 1 C h r o m i u m Dioxide [Διοξείδιο του Χρωμίου] Ανόργ. Χημ. Chromic Oxide 3 C h r o m i u m Iron Alloy [Σιδηροχρωμιιούχο κράμα] Μεταλλ. Βιομηχανικό σκληρό και δύσθραυστο κράμα χυτοσιδήρου με, κυρίως, υψηλής περιεκτικότητας χρώμιο (60-72%) διαφόρων κατηγοριών, με χαμηλή (έως 2%) ή υψηλή (έως 7%) περιεκτικότητα σε άνθρακα ή περιεκτικότητα σε άζωτο (έως 0,75%). C h r o m i u m Nickel Alloy [Χρωμιονικελιούχο κράμα] Μετα/Λ. Σύνολο ειδικών κραμάτων (θερμοανθεκτικά, ινκονέλ κ.λ.π.) αποτελούμενα από νικέλιο και χρώμιο (έως και 20%) συχνά και με άλλα μέταλλα (σίδηρο κ.λ. π.)." C h r o m i u m Steel [Χωμιοχάλυβας] Μεταλλ. Ειδικός χάλυβας που περιέχει χρώμιο μέχρι και 18% και ποσότητα άνθρακα. Παρουσιάζει εξαιρετική σκληρότητα, αυξημένο όριο αντοχής θραύσης και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. C h r o m i u m Vanadium Steel [Χάλυβας χρωμίουβαναδίου] Μεταλλ. Εξαιρετικής σκληρότητας ειδικός χάλυβας, χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα, που περιέχει χρώμιο (έως και 3%) και βανάδιο (έως 0,25%). Chromodynamics [Χρωμοδυναμική] Πυρην. Φυσ. II κβαντική θεωρία που μελετά τις αλληλεπιδράσεις και τις ισχυρές δυνάμεις (δύναμη χρώματος) μεταξύ των κουάρκ που φέρουν φορτίο χρώματος, μέσω της εκπομπής ή απορρόφησης γλοιονίων, των στοιχειωδών σωματιδίων που είναι φορείς της ισχυρής αλληλεπίδρασης. Chromolithograph}' [Χρωμολιθογραφία] Τεχνολ. Μέθοδος λιθογραφικής εκτύπωσης έγχρωμων παραστάσεων με χρησιμοποίηση πολλών λιθογραφικών λίθων ή μεταλλικών πλακών ψευδαργύρου ή αλουμινίου, μία για κάθε χρώμα. C h r o m o p h o r e [Χρωμοφόρα] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζονται οι ομάδες που περιέχουν ακόρεστο σύστημα και προκαλούν βαθυχρωμία σε μια ένωση. Τέτοια συστήματα είναι τα >C=C<, >C=0, >C=N-, -Ν=Ν-, κλπ. C h r o m o p r o t c i n [Χρωμοπρωτεϊδιο] Βιοχημ. Σύνθετη

Chromosphere

- 320 -

πρωτείνη που περιέχει ως προσθετική ομάδα χρωστική όπως η αιμοσφαιρίνη και η αιμοκυανίνη. C h r o m o s p h e r e [Χρωμόσφαιρα] Αστρον. Δακτύλιος αερίων πάνω από την φωτόσφαιρα του '(Ιλίου. Η χρωμόσφαιρα είναι ορατή μόνο κατά την περίοδο ολικής έκλειψης με κύριο χαρακτηριστικό της τις χρωμοσφαιρικής κηλίδες που φτάνουν σε πλήθος τις 250 χιλιάδες. Chromyl [Χρωμύλιο] Ανοργ. Χημ. Αναφέρεται σε χημική ένωση που περιέχει τη δισθενή ρίζα Cr0 2 . Chromyl Chloride [Χλωριούχο χρωμύλιο] Ανομγ. Χημ. Ένωση με τύπο Cr0 2 Cl 2 που παρασκευάζεται με συμπύκνωση του ατμού που σχηματίζεται κατά την απόσταξη μίγματος χλωριούχου νατρίου. Είναι βαρύ, σκοτεινού ερυθρού χρώματος, τοξικό και με οξειδωτικές ιδιότητες υγρό με σημείο τήξης -96°C και σημείο βρασμού 116°C. Chron [Χρόνος] Γεωλ. Το χρονικό διάστημα του γεωλογικού χρόνου που αντιστοιχεί στη χρονοζώνη. C h r o n o g r a p h [Χρονογράφος] Μηχ. Όργανο διαφόρων τύπων που χρησιμοποιεί γραφικές μεθόδους μέσω πλήρως συγχρονισμένου καταγραφικού και χρονομετρικού μηχανισμού για τη μέτρηση της χρονικής διάρκειας ή το χρονικό καθορισμό ενός φαινομένου. C h r o n o m e t e r [Χρονόμετρο] Μηχ. Οποιαδήποτε διάταξη για την μετά εξαιρετικής ακριβείας μέτρηση του χρόνου, με προσέγγιση δεκάτου ή χιλιοστού ή κλάσματος χιλιοστού του δευτερολέπτου. C h r o n o n [Χρόνον] Φυσ. Κβάντο στοιχειώδους χρονικής διάρκειας το οποίο ισούται με το χρόνο που χρειάζεται μια ακτίνα φωτός να διανύσει απόσταση ίση με την κλασική ακτίνα του ηλεκτρονίου, δηλαδή απόσταση περίπου ίση με 2.82* 10"13cm. Ισχύει ότι Ιχρόνον ~ 10'24sec. Chronoscope [Χρονοσκόπιο] Μηχ. Ηλεκτρονικό όργανο ακριβείας ποικίλων τύπων για τη μέτρηση βραχύτατης διάρκειας χρονικών διαστημάτων όπως χρονομέτρηση διαστήματος, βλημάτων, αστραπών κ.λ.π. Chronostratigraptiic Unit [Χρονοστρωματογραφική ενότητα] Γεωλ. Σύνολο στρωμάτων αποτελουμένων από πετρώματα που δημιουργήθηκαν σε ορισμένο διάστημα του γεωλογικού χρόνου. C h r o n o s t r a t i g r a p h y [Χρονοστρωματογραφία] Γεωλ. Ο κλάδος της στρωματογραφίας που ταξινομεί ιεραρχικά τα διάφορα γεωλογικά στρώματα με βάση την ηλικία και τη χρονική τους αλληλουχία. C h r o n o t h c r m o m c t e r [Χρονοθερμόμετρο] Μηχ. Όργανο μέτρησης της μέσης θερμοκρασίας ενός σώματος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιεί χρονόμετρο, ο ρυθμός μέτρησης του οποίου, εξαρτάται από τη θερμοκρασία που βρίσκεται. C h r o n o t r o n [Οργανο μέτρησης chronotron] Ηλεκ* Όργανο μέτρησης των χρονικών διαστημάτων που παρεμβαίνουν μεταξύ των παλμών μιας γραμμής επικοινωνίας. Η ακρίβεια των μετρήσεών του είναι της τάξης των μ-s ή ms. Chronozone [Χρονοζώνη] Γεωλ. II μικρότερη χρονοστρωματογραφική ενότητα στην επίσημη ιεράρχηση των χρονοστρωματογραφικών όρων, που αντιστοιχεί σε μία βιοστρωματογραφική ανάπτυξη σε μικρό τμήμα του γεωλογικού χρόνου. Chrysazin [Χρυσαζίνη] Ομγ. Χημ. II 1,8 διυδροξυανθρακινόνη που λαμβάνεται με θέρμανση 1,8 ανθρακινονο-δισουλφονικού οξέος με γάλα ασβεστίου. Είναι κίτρινη, κρυσταλλική ουσία και χρησιμοποιείται στην φαρμακευτική και για τη παρασκευή χρωμάτων.

Chrysenc [Χρυσένιο] Ομγ. Χημ. Πολυπυρηνικός αρωματικός υδρογονάνθρακας με τύπο CJ$H|2i που λαμβάνεται από τα ανώτερα κλάσματα της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας. Είναι άχροη, με ελαφρό ινώδη φθορισμό, κρυσταλλική ένωση διαλυτή στο βενζόλιο και αδιάλυτη στον αιθέρα, με σημείο τήξης 254° C και σημείο βρασμού 448° C. Chrysoberyl [Χρυσοβήρυλλος ή κυμοφανής] Ομυκτ. Ορυκτό οξείδιο του αργιλίου με οξείδιο του βηρυλλίου, του οποίου ποικιλίες αποτελούν πολύτιμους λίθους (μάτι της γάτας, αλεξανδρίτης κ.λ.π.). Συναντάται σε πράσινους ή κίτρινους με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 8,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,6 έως3,8. Chrysoeolla [Χρυσόκολλά] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό χαλκό. Συναντάται σε πράσινες ή κυανοπράσινες, με υαλώδη λάμψη άμορφες μάζες, συνήθως σε αλλοιωμένα κοιτάσματα χαλκού. Κρυσταλούται στο ρομβικό σύστημα και έχει σκληρότητα 2 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2 έως 2,8.

Chrysoidine [Χρυσοϊδίνη] Οργ. Χημ. Πορτοκαλέρυθρη οργανική ένωση της ομάδας των αζωενώσεων και ιδιαίτερα των αζωχρωμάτων. Παρασκευάζεται από το διαζωνικό άλας της ανιλίνης και μ- φαινυλενοδιαμίνη και χρησιμοποιείται για τη βαφή φυσικών ινών. Chrysolite [Χρυσόλιθος] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας του ολιβίνη αποτελούμενο, κυρίως, από ορθοπυριτικό άλας του σιδήρου και του μαγνησίου, με περιεκτικότητα σε φορστερίτη 70 έως 90%, του οποίου ποικιλίες αποτελούν πολύτιμους λίθους (περίδοτοι). Συναντάται σε ελαιοπράσινους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6,5 έως 7 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2 έως3,5. Chrysophanic Acid [Χρυσοφανικό οξύ] Οργ. Χημ. II διμεθυλοξυανθρακινόνη με τύπο Ci 5 H 10 O 4 . που περιέχεται σε φυτά (σέννα, ρήο κ.λ.π.) και λαμβάνεται με οξείδωση της χρυσαροβίνης. Είναι κίτρινη κρυσταλλική σκόνη διαλυτή στο χλωροφόρμιο και τον αιθέρα, αδιάλυτη στο νερό. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. C h r y s o p r a s e [Χρυσοπράσιο] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από διοξείδιο του πυριτίου με πρόσμιξη νικελίου, πράσινη ποικιλία του χαλκηδονίου που χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος. Chrysotile [Χρυσότιλος] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο, κιτρινοπράσινη ποικιλία ινώδους μορφής του σερπεντίτη και μία από τις ποικιλίες της ασβέστου του εμπορίου (αμίαντος). C h u r a d a [Τσουράντα] Μετεωρ. Ισχυρός άνεμος που συνοδεύεται με δυνατή βροχή κατά την διάρκεια των βορειοανατολικών μουσσώνα>ν στην περιοχή τα)ν νησιών Mariana που βρίσκονται στον δυτικό Ειρηνικό ωκεανό. Το φαινόμενο ξεκινά τον Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι τον Απρίλιο ακόμη και τον Μάιο αλλά είναι πολύ πιο έντονο από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο. Chute [Αγωγός υδατόπτωσης] Μηχ. Είναι κάθε σωλήνας, ανοιχτής διατομής, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του νερού σε ελεύθερη ροή από ένα δεδομένο επίπεδο σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, με μόνη εφαρμοσμένη δύναμη αυτή της βαρύτητας. Chute Spillway [Υπερχειλιστής] Πολ. Μηχ. Σε ένα φράγμα, διαμόρφωση ενός τμήματος της στέψης σε χαμηλότερο επίπεδο από το υπόλοιπο τμήμα, σε υψόμετρο που καθορίζεται από το ανώτερο επίπεδο της επιφάνειας του νερού. Στην ελεύθερη επιφάνεια του

-321 φράγματος η περιοχή που βρίσκεται στην επέκταση του υπερχειλιστή διαμορφώνεται κατάλληλα για την ομαλή πτώση του νερού κατά μήκος της επιφάνειας. C i n n a b a r [Κιννάβαρι ή βερμίλιο] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο, κυρίως, από θειούχο υδράργυρο, το μόνο σημαντικό μετάλλευμα υδραργύρου. Συναντάται σχετικά σπάνια σε ερυθρόχρωμους ή και μολυβδόφαιους κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος και συνήθως σε κοκκώδη συσσωματώματα σε βιτουμενιούχα ή εκρηξιγενή πετρώματα. C i n n a m i c Acid (Κινναμικό οξύ] Opy. Χημ. Ακόρεστο μονοβασικό, αρωματικό οξύ του τύπου CQH$02 που συναντάται στη φύση σε δύο ισομερείς μορφές είτε ελεύθερο είτε υπό μορφή εστέρων αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά. Είναι άχροη, κρυσταλλική στερεή ουσία διαλυτή στον αιθέρα και την αλκοόλη με σημείο τήξης 133°C και σημείο βρασμού 300° C. Χρήσιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική. Cinnamic Alcohol [Κινναμική αλκοόλη] Ομγ, Χημ. Ακύρεστη αρωματική αλδεϋδη του τύπου C9H10O, το κύριο συστατικό των φυσικών ελοίων του κινναμώμου αλλά παρασκευαζόμενη και συνθετικά. Είναι κιτρινόχρωμο, με αρωματική οσμή ελαιώδες υγρό με σημείο βρασμού 248° C και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. C i n n a m i c Aldeyde [Κινναμική αλδεύδη] Οργ. Χημ. Ακόρεστη αρωματική αλκοόλη του τύπου CQHRO που συναντάται στη φύση υπό μορφή εστέρα με το κινναμικό οξύ. Είναι λευκή, με χαρακτηριστική οσμή κρυσταλλακή ουσία διαλυτή στην αλκοόλη με σημείο βρασμού 250° C. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. C i p h e r [Κρυπτογράφημα] Επικοιν. II μέθοδος κρυπτόγράφησης που συνήθως μετατρέπει ένα κείμενο κάποιων έστω A bit σε κάποιο άλλο έστω Β bit μέσω ενός κλειδιού Γ bit. Τα Α, Β, Γ δεν είναι υποχρεωτικά ίσα καθώς χρησιμοποιούνται και διάφορες τεχνικές ισοτιμίας. C i p h e r Block C h a i n [Αλυσίδα ομάδων κρυπτογράφησης] Επικοιν. Μία από τις μεθόδους κρυπτοποίησης του προτύπου DES είναι να ομαδοποιεί τα δεδομένα πριν την επεξεργασία οπότε κατασκευάζεται και ένα δέντρο εύρεσης. C i p h e r M a c h i n e [Μηχανή κρυπτογράφησης! Επικοιν. Ειδικό κύκλαομα κρυπτογράφησης που ενίοτε συνδέεται σε μιά από τις πόρτες για να δώσει το νέο σήμα (και το αντίστροφο) μαζί με κάποιο λογισμικό βοήθειας. Ciphered Facsimile [Κρυπτογραφημένο φαξ, Cifax] Επικοιν. Ειδικά μηχανήματα φαξ που κρυπτογραφούν ζωντανά ένα σήμα φαξ (κάτι που ένας υπολογιστής κάνει χωρίς άλλη εξειδίκευση) με ηλεκτρονικά συνήθωςμέσα. C i p h e r e d Telephony [Κρυπτογραφημένη τηλεφωνία, Ciphonyl Επικοιν. Τηλεφωνικά (φωνητικά) σήματα που κρυπτογραφούνται ζωντανά. C i p h e r i n g Key [Κλειδί κρυπτογράφησης] Επικοιν. To κλειδί ης κρυπτοποίησης που η κατασκευή του γίνεται με πολλούς τρόπους και σε διάφορα μεγέθη. Ciphering Sequence [Ακολουθία κρυπτογράφησης] Επικοιν. Συνηθίζεται σε κάποιες μεθόδους κρυπτογράφησης η ακολουθία που παράγεται από το ρεύμα εξόδου να χρησιμοποιείται για να παράγει και τις επόμενες τιμές. Ciphertext [Κείμενο κρυπτογράφησης] Επικοιν. Το αποτέλεσμα κρυπτογράφησης ενός κομματιού κειμένου

Circuit D i a g r a m

(plaintext). Circinus [Διαβήτης] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου μεταξύ των αστερισμών του ιΝότιου Τριγώνου, του Κενταύρου, Του Θηρίου και του Γνώμονα με ορθή αναφορά 15 ώρες και απόκλιση 60°. Περιλαμβάνει 20 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό από δευτέρου μέχρι έκτου μεγέθους. Σύμβολο Cir. Circle [Κύκλος] Μαθημ. Ο γεωμετρικός τόπος των σηΤ μείων που ισαπέχουν από ένα δεδομένο σημείο, το κέντρο του κύκλου. Η σχέση που δίνει τα σημεία κύκλου κέντρου 0(a,b) και ακτίνας r>0 είναι (x-a) +(y-b)~=r~. Circle G r a p h [Διάγραμμα αναλογιών] Τεχνολ. —• Pie chart. Circle Of Convergence [Κύκλος σύγκλισης] Μαθημ. Η δυναμοσειρά Σν=ο ^ v (\-XQ) v συγκλίνει σε ένα όριο όταν η μεταβλητή της σειράς παίρνει τιμές σε κυκλική περιοχή, τον κύκλο σύγκλισης, ακτίνας R>0. Circle Of E q u a l Probability [Κύκλος Πιθανού Σφάλ.ματος] Αεμομηχ. Ετσι χαρακτηρίζεται η κυκλική περιοχή γύρω από τον στόχο στην οποία μπορεί να κατευθυνθεί και να προσπέσει πύραυλος με πιθανότητα 50%. Circle Of L a t i t u d e [Κύκλος πλάτους] Αστρον. Κύκλος στην ουράνια σφαίρα ο οποίος έχει ως σταθερά σημεία στους δύο πόλους της εκλειπτικής. Circle Of Least Confusion [Κύκλος ελάχιστης σύγχυσης] Οπτικ. Η κατά προσέγγιση μορφής κύκλου μικρότερη δυνατή διατομή, ανάμεσα στις εστιακές γραμμές, του συνόλου των διαθλ.ώμενων από φακό ακτίνων που προέρχονται από σημειακή πηγή επί δευτερεύοντα άξονα υπό μεγάλη κλάση (από την οποία εξαρτώνται οι διαστάσεις του κύκλου) ως προς τον κύριο άξονα λόγω του σφάλματος του αστιγματισμού, Circle Of L o n g i t u d e [Κύκλος ύψους] Αστμον. Κύκλος στην ουράνια σφαίρα ο οποίος είναι παράλληλος προς τον μέγιστο κύκλο που διαγράφει ο ήλιος. Ονομάζεται πρώτη κατακόρυφος όταν δύο σταθερά σημεία του κύκλου είναι η Ανατολή και η Δύση. Circle Of P r o b a b l e E r r o r [Κύκλος Πιθανού Σφάλματος] Αεμομηχ. -> Cirele of Equal Probability Circle Of Uncertainty [Κύκλος Σφάλματος] Πλοηγ. Κύκλος προσδιορισμού της θέσης ενός εναέριου σώματος με κέντρο την πιθανή θέση του σώματος και ακτίνα το πιθανό σφάλμα της θέσης του. Circuit [Ηλεκτρικό Κύκλ,ωμα] Ηλεκ. Διάταξη σύνδεσης με αγωγούς αντιστάσεων, πηνίων, πυκνωτών, πηγών τρανζίστορ κ.λ.π. Electric Circuit Circuit B r e a k e r [Διακόπτης κυκλνώματος] Η/χκ. Αυτύματη προστατευτική διάταξη διακοπής της ροής του ηλεκτρικού ρεύματος σ ' έ ν α κύκλωμα όταν αυτό υπερβεί μια προκαθορισμένη τιμή ασφαλείας, Circuit Capacity [Χωρητικότητα κυκλώματος] Επικοιν. Η μετρημένη σε Bits Per Second (bps) δυνατότητα διακίνησης πληροφορίας ενός δικτυακού κυκλαόματος. Circuit Complexity [Πολυπλοκότητα κυκλώματος] Επικοιν. Βαθμός δυσκολίας ενός κυκλώματος μεταγωγής πχ αν χρησιμοποιείται ένας απομακρυσμένος σταθμός λόγω φόρτου η πολυπλοκότητα ανεβαίνει. Circuit Design [Σχεδίαση κυκλωμάτων] Πλημ. Το κύριο αντικείμενο της Ηλεκτρονικής, που ασχολείται με την υλοποίηση των λογικών συναρτήσεων με την χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων για την σχεδίαση ηλεκτρονικών κυκλωμάτων, Circuit D i a g r a m [Διάγραμμα Κυκλώματος] Ηλεκ. Σχε-

Circuit Element

-322-

διάγραμμα ενός ηλεκτρικού κυκλώματος στο οποίο εικονίζονται με κατάλληλα σύμβολα τα στοιχεία του κυκλώματος, όπως αντιστάσεις, πηνία, 7τυκνωτές κ.λ. π., καθώς και ο τρόπος που συνδέονται μεταξύ τους. Circuit Element [Στοιχείο Κυκλώματος] Ηλεκ. Έτσι χαρακτηρίζονται τα στοιχειώδη τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα, όπως οι αντιστάσεις, τα πηνία, οι πυκνωτές, τα τρανζίστορ κ.λ.π. Component Circuit Noise [Θόρυβος κυκλώματος] Επικοιν. Το συνολικό ποσό θορύβου που μπορεί να ανεχτεί το κύκλωμα. Circuit Noise Level [Επίπεδο θορύβου κυκλώματος| Επικοιν. Το επίπεδο θορύβου που έχει αναπτυχθεί στο κύκλωμα (αν δεν ληφθεί κάποιο μέτρο προστασίας, ο θόρυβος είναι προσθετικός). Circuit Reliability [Αξιοπιστία κυκλώματος] Επικοιν. Το ποσοστό στο οποίο το κύκλωμα ανταποκρίνεται στις δυνατότητες του (χωρίς λάθη και καθυστερήσεις). Circuit Switched Data Network [Δίκτυο δεδομέναιν μεταγίογής κυκλώματος] Επικοιν. Ένα δίκτυο από κάποιους συγκεκριμένους κόμβους του τηλεφωνικού δικτύου δεσμεύεται για την αποκλειστική εκτέλεση μιας μεταφοράς δεδομένων. Η αποδέσμευση γίνεται μαζικά, Circuit Switched Data Transmission [Μετάδοση δεδομένων μεταγωγής κυκλώματος] Επικοιν. Οι πλευρές που επικοινωνούν συνήθως για κάποιες μεγάλες ποσότητες δεδομένων για όσο διάστημα χρειαστεί ξέρουν ότι στο διάστημα αυτό έχουν την αποκλειστική χρήση του δικτύου τους. Circuit Switching [Μεταγωγή κυκλώματος] Επικοιν. Ο ένας από τους 3 τρόπους μεταγαιγής. Ένα κύκλωμα δεσμεύεται για τη διακίνηση της πληροφορίας του χρήστη πχ στο σύνηθες τηλεφωνικό δίκτυο (PSTN). Circuit Theory [Θεωρία Κυκλωμάτων] Ηλεκ. Τεχνικές περιγραφής και ανάλυσης της λειτουργίας ενός ηλεκτρικού κυκλώματος. Circuitry [Κυκλωματικό] Ηλεκ. Ο λεπτομερής σχέδιασμός της σύνδεσης των στοιχείων του κυκλώματος ενός ηλεκτρικού ή ηλεκτρονικού συστήματος αλλά και το ίδιο το κύκλωμα ως σύνολο συνδεδεμένων κατά συγκεκριμένο τρόπο εξαρτημάτων. Circulant Determinant [Κυκλική ορίζουσα] Μαθημ. Ορίζουσα πίνακα της οποίας ύλες οι σειρές αποτελούνται από τα ίδια στοιχεία. Θεωρ(όντας ως αρχή τη διάταξη των στοιχείων της πρώτης σειράς καθένα από αυτά μεταφέρεται από την i στην στήλη i +1 της σειράς του, ενώ το τελευταίο στοιχείο γίνεται πρώτο. Circulant M a t r i x [Κυκλικός πίνακας] Μαθημ. Πίνακας του οποίου όλες οι σειρές αποτελούνται από τα ίδια στοιχεία. Θεωρώντας ως αρχή την πρώτη σειρά του πίνακα κάθε στοιχείο του εμφανίζεται στην επόμενη σειρά από την i στην i+Ι στήλη, ενώ το τελευταίο στοιχείο μεταφέρεται πρώτο. Circular Accelerator [Κυκλικός Επιταχυντής Σώματιδίων] Πυρ. Φυα. Διάταξη επιτάχυνσης φορτισμένων σωματιδίων, η τροχιά κίνησης των οποίων είναι κύκλος ή τμήμα κύκλου. Για παράδειγμα το κύκλοτρο, το βήτατρο κ.λ.π. Circular Particle Accelerator Circular Cone [Κυκλικός κώνος] ΜαΟ. Γεωμετρικό στερεό το οποίο αποτελείται από το επίπεδο που ενώνει όλα τα σημεία της περιφέρειας ενός κύκλου με ένα σημείο εκτός του κύκλου καθώς και το επίπεδο που περικλείεται από αυτή την περιφέρεια. Circular C u r r e n t [Κυκλικό Ρεύμα] Ηλεκ. Πλεκτρικό

ρεύμα που κινείται σε κυκλικό αγωγό, Circular Cylinder [Κυκλικός κύλινδρος] Μαθημ. Ο τύπος του κυλίνδρου στον οποίο κάθε επίπεδο που τέμνει την κυλινδρική επιφάνεια σε κάθε σημείο σχηματίζει κύκλους, Circular Dichroism [Κυκλικός Διχρωισμός. CD] Οπτικ. Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν επίπεδο πολωμένο ηλεκτρομαγνητικό κύμα προσπίπτει σε πλακίδιο από διχρωικό υλικό, με το επίπεδο πόλωσής του σε τυχαία διεύθυνση ως προς τους δύο οπτικούς άξονες του υλικού, τότε το εξερχόμενο κύμα είναι ελλειπτικά πολωμένο. Circular Electric Wave [Κυκλικό Ηλεκτρικό Κύμα] Ηλεκτμομαγν. Πρόκειται για το εγκάρσιο ηλεκτρικό πεδίο ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος, οι δυναμικές γραμμές του οποίου είναι ομόκεντροι κύκλοι.. Για παράδειγμα, γύρω από περιοχή μεταβαλλόμενου μαγνητικού πεδίου με κυλινδρική συμμετρία, Circular E r r o r [Κυκλικό Σφάλμα] Γεν. Απόσταση του σημείου πρόσκρουσης μίας βόμβας από τον στόχο. Όμοια ορίζεται και το κυκλικό σφάλμα στην περίπτωση μίας ατομικής βόμβας ή γενικότερα μίας βόμβας, η οποία εκρήγνυται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος μόνο που μετριέται η οριζόντια απόσταση και δε λαμβάνεται υπόψη η κατακόρυφη διαφορά του σημείου της έκρηξης από το σημείο του στόχου, Circular E r r o r Average [Μέσο Κυκλικό Σφάλμα] Γεν. Μέση απόσταση του σημείου πρόσκρουσης μίας βόμβας από τον στόχο. Circular File [Κυκλικό αρχείο) Πλημ. Το αρχείο, του οποίο το περιεχόμενο ανανεο')νεται με το να αντικαθιστά κάθε νέο εγγραφή την παλαιότερη από αυτές, Circular F o r m Tool [Εργαλείο κυκλικής μορφής] Τεχνολ. Εργαλείο για κατεργασίες κοπής και χάραξης επιφανειών που έχει την μορφή κυκλικού δίσκου και φέρει οδόντωση κοπής στην περιφέρεια του. Circular Functions [Κυκλικές συναρτήσεις] Μαθημ. Οι συναρτήσεις του ημίτονου, του συνημίτονου και όλες όσες παράγονται από αυτές, οι οποίες έχουν ως όρισμα γωνία που μετράται σε ακτίνια. Circular Helix [Κυκλική έλικα] Μαθημ. Καμπύλη γραμμή η οποία περιστρέφεται εφαπτόμενη σε κυκλικό κύλινδρο. Π κυκλική έλικα έχει ως άξονα την ευθεία που ενώνει τα κέντρα των βάσεων του κυλίνδρου, γυρω από τον οποίο περιστρέφεται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα. Circular Inch [Κυκλική ίντσα] Μηχ. Μηχ. Το εμβαδόν ενός κύκλου που έχει διάμετρο ίση με μια ίντσα. Circular Magnetic W a v e [Κυκλικό Μαγνητικό Κύμα] Ηλεκτμομαγν. Πρόκειται για το εγκάρσιο μαγνητικύ πεδίο ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος, οι δυναμικές γραμμές του οποίου έχουν κυκλική μορφή. Για παράδειγμα κοντά σε ευθύγραμμο ρευματοφόρο αγωγό διαρρεύμενο από εναλλασσόμενο ρεύμα όπου οι δυναμικές γραμμές του μαγνητικού πεδίου είναι ομόκεντροι κύκλοι. Circular Measure [Κυκλικό μέτρο] Μαθημ. Η μέτρηση γωνιών με μονάδα μέτρησης το 1 ακτίνιο, το οποίο προκύπτει από την αντιστοιχήσει σε έναν κύκλο των 360 μοιρών στο 2π. Circular Motion [Περιστροφική κίνηση] Μηχ. Κίνηση ενός στερεού σώματος που περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα ακίνητο ως προς ένα σημείο του σώματος, με συνέπεια κάθε σημείο του να εκτελεί κυκλική τροχιά με κοινή γωνιακή ταχύτητα γύρω από τον άξονα.

-323 Έτσι χαρακτηρίζεται η κίνηση ενός μικρού σώματος γύρω από ένα σημείο όταν η τροχιά του έχει την μορφή κύκλου. Circular O r b i t [Κυκλική Τροχιά] Αστμον. Τροχιά ενός σώματος, δορυφόρου γύρω από την Γη, άλλο πλανήτη ή αστέρι, η οποία έχει τη μορφή κύκλου διατηρώντας σταθερή απόσταση από την επιφάνεια του σώματος. Circular P a p e r C h r o m a t o g r a p h y [Κυκλική Χαρτοχρωματογραφία] Αναλ. Χημ. Αποτελεί ειδική περίπτωση χρωματογραφίας σε χαρτί, όπου χρησιμοποιείται κυκλικό χαρτί, οπότε η κίνηση του υγρού γίνεται από το κέντρο προς την περιφέρειά του. Η ανάπτυξη του χρωματογραφή ματος γίνεται έτσι, ταχύτερα. Circular Particle Accelerator [Κυκλικός Επιταχυντής Σωματιδίων] Πυμ. Φυσ. Επιταχυντής φορτισμένων σωματιδίων στον οποίο η τροχιά της κίνησής τους είναι κυκλική ή τμήμα κύκλου ή και σπειροειδής. Για την επιτάχυνσή τους χρησιμοποιούνται ηλεκτρικά πεδία και για την συγκράτηση τους σε κυκλική τροχιά, μαγνητικά πεδία. Για παράδειγμα το κύκλοτρο, το σύγχροτρον το βήτατρο κ.λ.π. Circular P e r m u t a t i o n [Κυκλική μετάταξη] Μαθημ. Η αντιστοίχηση ν στοιχείων επάνω σε ισάριθμες θέσεις στην περιφέρεια ενός κύκλου καθώς και όλες οι ισοδύναμες μεταθέσεις των στοιχείων αυτών. Circular Pitch [Κυκλικό βήμα] Τεχνολ. Το μήκος τόξου του αρχικού κύκλου, στον οποίο βασίστηκε η σχεδίαση ενός οδοντωτού τροχού, μεταξύ δύο διαδοχικών κατατομών οδόντων του. Circular Point [Κυκλικό σημείο] Μαθημ. Έστω σημείο Μ καμπύλης επιφάνειας. Όταν η απόκλιση της καμπύλης από το επίπεδο είναι ίδια προς όποια κατεύθυνση κι αν μετρηθεί γύρω από το Μ, τότε αυτό ονομάζεται κυκλικό σημείο. Circular Polarization [Κυκλική Πόλωση] Φυσ. Είδος πόλωσης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στην οποία το πλάτος της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου είναι σταθερό και το επίπεδο πόλωσής του περιστρέφεται ως προς τη διεύθυνση διάδοσής του με σταθερή συχνότητα. Το ίδιο συμβαίνει και για το μαγνητικό πεδίο του κύματος. Ένας τρόπος παραγωγής του είναι, όταν επίπεδα πολωμένο κύμα προσπίπτει σε πλακίδιο από διχρωικό υλικό έτσι ώστε το επίπεδο πόλωσής του να σχηματίζει γωνία 45° με καθένα από τους δύο οπτικούς άξονες του πλακιδίου. Circular Saw [Μηχανικό πριόνι] Μηχ. μηχ. Ομάδα κοπτικών εργαλείων που αποτελούνται από ένα οδοντωτό μεταλλικό δίσκο που περιστρέφεται μέσω ίΓνός μηχανισμού και χρησιμοποιούνται για κοπή ξύλων ή μετάλλων. Circular Scanning [Κυκλική ανίχνευση] Ηλεκτρον. Τύπος ανίχνευσης ραντάρ με κυκλική περιστροφική κίνηση της αναγνωριστικής δέσμης, που γράφει ορθό κυκλικό κώνο με οδηγό τη διεύθυνση μέγιστης ακτινοβολίας γύρω από το σημείο του δέκτη. Circular Segment [Κυκλικό τμήμα] Μαθημ. Κάθε τμήμα ενός κύκλου το οποίο αποτελείται από κομμάτι του κυκλικού δίσκου που ορίζεται ανάμεσα σε χορδή του κύκλου και το αντίστοιχο τόξο. Circular Velocity [Πολική ταχύτητα] Μηχ. Όταν ένα σώμα κινείται σε μια τροχιά η σταθερή ταχύτητα περιστροφής του σώματος σε κάθε σημείο της τροχιάς που επιβάλει στο σώμα να διατηρεί την κυκλική του κίνηση. Circular Waveguide [Κυκλικός Κυματοδηγός] Ηλε-

Circumscribed

κτμομαγν. Πρόκειται για κυματοδηγό μεταφορά ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με κυκλική διατομή. Circulating Reactor [Αντιδραστήρας Κυκλοφορούντος Καυσίμου] Πυμ. Τεχνολ. Τύπος αντιδραστήρα που χρησιμοποιείται για πυρηνικές αντιδράσεις, όπου το σχάσιμο υλικό βρίσκεται υπό μορφή σωματιδίων σε ένα κινούμενο ρευστό στην καρδιά του αντιδραστήρα. Circulation 1 [Στροβιλισμός] Μαθημ. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός διανυσματικού πεδίου που ισούται με το ολοκλήρωμα της εφαπτομενικής συνιστώσας του πεδίου σε μια κλειστή διαδρομή. Εάν το ολοκλήρωμα είναι μηδενικό σε κάθε κλειστή διαδρομή το πεδίο καλείται αστρόβιλο. Εάν το πεδίο είναι πεδίο δυνάμεων τότε ο στροβιλισμός ισούται με το έργο της δύναμης σε μια κλειστή διαδρομή του σώματος. Circulation 2 [Στροβιλισμός] Μετεωρ. Ολοκλήρωμα της εφαπτομενικής συνιστώσας της ταχύτητας μίας αέριας μάζας σε μια κλειστή διαδρομή. Circulation 3 [Στροβιλασμύς] Ωκεαν. Χαρακτηριστική μορφή κλειστής περιστροφικής κίνησης θαλάσσιων ρευμάτων. Circulation 4 [Κυκλοφορία Ρευστού] Μηχ. Ρευστ. Έτσι χαρακτηρίζεται η κίνηση ενός ρευστού από μια επιφάνεια. Circulation Area [Κοινόχρηστοι χώροι επικοινωνίας] Πολ.Μηχ. Για όλα τα κτίρια, αλλά κυρίως ο όρος έχει έννοια για τα δημόσια, έχουν μελετηθεί και σχεδιαστεί κατάλληλοι χοίροι για την μετακίνηση των ανθρώπων μέσα σε αυτά. Τέτοια είναι όλοι οι διάδρομοι, οι κλίμακες, οι ανελκυστήρες και άλλοι. Circulator [Κυκλοφορητής] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη με ένα αριθμό (συνήθως 3) εισόδων-εξόδων κατάλληλα διατεταγμένων μέσω εσωτερικών κυκλωμάτων για τη μονόδρομη κίνηση μικροκυμάτων. Circulatory Integral [Ολοκλήρωμα κυκλώσεως] Μαθημ. Το ολοκλήρωμα που υπολογίζεται για μια κλειστή καμπύλη σχετιζόμενη με τη συνάρτηση. Circumcenter [Περίκεντρο] Μαθημ. Έστω τρίγωνο ή κανονικό πολ.ύγωνο και ο κύκλος που περιγράφεται γύρω του. Περίκεντρο ονομάζεται το κέντρο αυτού του κύκλου. Circumcircle [Περιγεγραμμένος κύκλος] Μαθημ. Ο κύκλος ο οποίος κατασκευάζεται έτσι ώστε να περιγράφεται γύρω από ένα κανονικό πολύγωνο, περνώντας από κάθε κορυφή του πολυγώνου. Circumference [Περιφέρεια] Μαθημ. Σύνολο σημείων τα οποία σχηματίζουν μια κλειστή καμπύλα). Χαρακτηριστική ιδιότητα των σημείων είναι να ισαπέχουν από ένα δεδομένο σημείο, το οποίο ονομάζεται κέντρο της περιφέρειας. C i r c u m p o l a r Star [Αειφανής αστέρας] Αστμον. Αστέρας ο οποίος για ορισμένο τόπο δεν ανατέλλει ούτε δύει αλλά είναι συνεχώς ορατός. Ο αριθμός των αειφανών εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος του τόπου παρατήρησης ελαττούμενος μετ' αυτού μεταξύ των ορίων του Ισημερινού, όπου κανένας αστέρας δεν είναι αειφανής και των πόλων, όπου όλοι οι αστέρες του αντίστοιχου ημισφαιρίου είναι αειφανείς. C i r c u m r a d i u s [Περιακτίνα] Μαθημ. Η ακτίνα του κύκλου ο οποίος έχει κατασκευαστεί γύρω από κανονικό πολύγωνο έτσι ώστε να περνά από κάθε κορυφή του πολυγώνου. Circumscribed [Περιγεγραμένος] Μαθημ. Κάθε καμπύλη ή πολύγωνο που κατασκευάζεται γύρω από πολ.ύγωνο ή καμπύλη αντίστοιχα. Η καμπύλη περιγράφε-

Circumstellar Disk

- 324 -

ται γύρω από πολύγωνο έτσι ώστε να περνά από κάθε κορυφή του πολυγώνου. Το πολύγωνο περιγράφεται γύρω από καμπύλη έτσι ώστε κάθε πλευρά του πολυγώνου να εφάπτεται στην καμπύλη. Circumstellar Disk [Περιαστρική ύλη] Αστρον. Περίβλημα από αέρια και σκόνη γύρω από ένα αστέρα, που κινείται περιστροφικά γύρω από αυτόν και θεωρείται ότι υποδηλώνει τη γένεση ενός πραποπλανητικού συστήματος όπως π.χ. γύρω από τον αστέρα β-Pictoris. C i r r i f o r m Cloud [Θυσανόμορφο νέφος] Μετεωρ. Μία από τις τέσσερις οικογένειες νεφών, τα ανώτερα νέφη, που παρατηρούνται σε μέσο κατώτερο ύψος 6000 μ. και έχουν χαρακτηριστική λεπτή ινώδη διάφανη, λευκή υφή και σύσταση, κυρίως, από παγοκρυστάλλους. Διακρίνονται στους θυσάνους, τα θυσανοστρώματα και τους θυσανοσωρείτες. C i r r o c u m u l u s Cloud [Θυσανοσωρείτης] Μετεωρ. "Ενα από τα τρία γένη των ανώτερων νεφών που αναπτύσσεται, προερχόμενο από πυκνά θυσανοστρώματα, ως λευκό χωρίς σκιές λεπτό στρώμα, αποτελούμενο από σειρές ή ομάδες μικρών και γενικά ομαλά διατεταγμένων νεφυδίων υπό μορφή κόκκων ή κυματικών ρυτιδώσεων. Έχει σύμβολο Cc. C i r r o s t r a t u s Cloud [Θυσανόστρωμα] Μετεωρ. Έ ν α από τα τρία γένη των ανώτερων νεφών που, προερχόμενα από τη σύμπτυξη μεμονωμένων θυσάνων, απλώνεται διάχυτο υπό μορφή λεπτού, διαφανούς και λευκού χωρίς σκιές, νεφελικού πέπλου με την ινώδη υφή του ευδιάκριτη στα άκρα του ή συχνά και σε όλη τη μάζα του. Κατά κανόνα προκαλεί το φαινόμενο της άλω στο δίσκο του ηλίου ή και της σελήνης. Συμβολίζεται με Cs. C i r r u s Cloud [Θύσανος] Μετεωρ. Έ ν α από τα τρία γένη των ανωτέρων νεφών που αναπτύσσονται εξαπλούμενα χωρίς συνοχή ως μεμονωμένοι, σχετικά διαφανείς λευκού χρώματος και συχνά μετάξινης λάμψης σχηματισμοί με λεπτή ινώδη υφή και υπό μορφή βαμβακύμορφων τουφών, πτερών, στενών ταινιών, τόξων κ.λ.π. Έχουν σύμβολο Ci. Cis- [Ισομερές cis-] Opy. Χημ. Χαρακτηρίζει γεωμετρικό ισομερές στο οποίο δύο άτομα ή ομάδες σε ένα μόριο βρίσκονται στην ίδια πλευρά μιας νοητής διαχωριστικής ευθείας π.χ. χημικού δεσμού ή ενός κέντρου. Cis T r a n s Isomerism [Cis-Trans Τσομέρεια] Ομγ. Χημ. Τύπος ισομέρειας που εμφανίζεται σε ενώσεις με διπλούς δεσμούς και οφείλεται στην έλλειψη περιστροφής γύρω από αυτούς. Ο χαρακτηρισμός των μορφών γίνεται με βάση τη διάταξη των όμοιων υποκαταστατών των δύο ατόμων άνθρακα, πάνω και κάτω από το επίπεδο του διπλού δεσμού. Cissoid [Κισσοειδής] Μαθημ. Καμπύλη η οποία σχηματίζεται στο επίπεδο από τα σημεία που ικανοποιούν την εξίσωση x3=y2(a-x), όπου a σταθερή ποσότητα. Επινοήθηκε από τον αρχαίο μαθηματικό Διοκλή για τις ανάγκες του προβλήματος διπλασιασμού του κύκλου. Cistern [Δεξαμενή] Πολ. Μη χ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος ο οποίος εξυπηρετεί αποθηκευτικές ανάγκες για νερό ή άλλα υγρά προϊόντα. Συνήθως είναι κατασκευασμένος από μέταλλο ή οπλισμένο σκυρόδεμα. Citizens' Band [Ζο')νη πολιτών] Επικοιν. 1. Καθορισμένη περιοχή ραδιοσυχνοτήτων που επίσημα εκχωρείται σε κάθε χώρα για τη ραδιοεπικοινωνία των πολιτών. 2. Ειδική ζώνη συχνοτήτων που διατίθεται για επιχειρησιακές εκπομπές ιδιωτών (γι k αυτό και προω-

θείται η χρήση ασύρματων θυρών με μικρές δυνατότητες εκπομπής). Citraconic Acid [Κιτρακοονικό οξύ] Ομγ. Χημ. Οργανικό δικαρβοξυλικό οξύ του τύπου C 5 H 6 0 4 , που λαμβάνεται από τη διάσπαση του κιτρικού οξέος με θέρμανση. Είναι λευκή, υγροσκοπική κρυσταλλακή ουσία με σημείο τήξης 91° C. Citral [Κιτράλη] Οργ. Χημ. Τερπενοειδής οργανική ένωση του τύπου CioH^ Ο, κύριο συστατικό των αιθέριων ελαίων (λεμονιών κ.λ.π.) απ' όπου λαμβάνεται με κλασματική απόσταξη. Υπάρχει σε δύο ισομερείς μορφές της α- και β- κιτράλης (γερανιάλη και νεράλη αντίστοιχα) και είναι ευκίνητο, με έντονη χαρακτηριστική οσμή λεμονιού υγρό ανοικτού κίτρινου χρώματος, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στο βενζοϊκό βενζυλεστέρα, στη γλυκερίνη, σε έλαια κ.λ.π. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Citronella Oil [Ελαιο κιτρονέλλας] Υλικ. Αρωματικό, κίτρινου χρώματος, ελαφρό αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη του φυτού κυμβοπώγωνα του νάρδου. Χρησιμοποιείται στη παρασκευή εντομοαπωθητικών, διαφόρων ενώσεων και την αρωματοποιία. Citronellal [Κιτρονελλάλη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο QoHigO, κύριο συστατικό των αιθέριων ελαίων της κιτρονέλλας, λεμονιών κ.λ.π. σε μίγμα δύο ισομερών μορφών d- και 1- κιτρονελλάλης. Είναι άχροο υγρό, έντονης οσμής, διαλυτό στην αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Citronellol [Κιτρονελλόλη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση του τύπου C|0H2oO, που λαμβάνεται από την κιτρονελλάλη ή τη γερανιόλη με αναγωγή. Είναι άχροο υγρό, διαλυτό στην αλκοόλη και υπάρχει σε μίγμα δύο ισομερών μορφών d- και I- κιτρονελλόλη ς. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. City Plan [Σχέδιο πόλης] Οδοπ. Γραφική παράσταση σε σχέδιο όπου παρουσιάζονται οι δρόμοι, το οικοδομικά τετράγα>να και τα σημαντικά κτίρια που συνθέτουν ένα πολεοδομικό συγκρότημα. Civil Day [Πολιτική μέρα] Αστμον. Οι εικοσιτέσσερις ώρες μέσα στις οποίες η Γη εκτελεί μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό της. Η πολιτική ημέρα ξεκινά από τα μεσάνυχτα και έχει οριστεί έτσι ώστε να διευκολύνει τις καθημερινές εργασίες. Civil Engineer [Πολιτικός μηχανικός] Πολ.Μηχ. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος μελετάει, σχεδιάζει και επιβλέπει την κατασκευή ιδιωτικών και δημοσίων τεχνικών έργων, όπως κτίρια, γέφυρες, δρόμους, λιμάνια και άλλα. Η ορολογία έχει προέλθει από την λέξη "πολίτης" ακριβώς για να διαχωρίσει τους ιδιώτες μηχανικούς που δεν ήταν στρατιωτικοί, καθότι σε παλαιότερες εποχές όλα τα τεχνικά έργα τα αναλάμβανε ο στρατός. Σήμερα υπάρχουν πολλές ειδικότητες πολιτικών μηχανικών όπως οι δομοστατικοί, οι συγκοινωνιολόγοι, οι υδραυλικοί, οι γεωτεχνικοί και άλλοι. Civil Time [Πολιτική ώρα] Αστρον. II μέτρηση της πολιτικής ημέρας που ξεκινά από τα μεσάνυχτα. Civil Twilight [Πολιτικό λυκόφως] Αστρον. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο Ήλιος ανατέλλει ή δύει χωρίς όμως να επικρατεί απόλυτο φως ή σκοτάδι αντίστοιχα. CI [Σύμβολο C1] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου χλωρίου. —> Chlorine Cladding 1 [Επένδυση] Τεχνολ. Η κάλυψη μια επιφάνειας με φύλλα ή τεμάχια υλικού διαφορετικού από αυτό που αποτελείται η επιφάνεια με σκοπό τη βελτίωση της αισθητικής παρουσίας της επιφάνειας.

CoaxialTransmissionLineResonator- 325 - Classical Physics V Cladding 2 [Επίστρωση] Επικοιν. Πρώτο στρώμα επένδυσης της οπτικής ίνας γίνεται με ένα υλικό που πρέπει να μην επιτρέπει διαφυγή του φωτός άρα να έχει μικρότερο δείκτη διάθλασης. Claisen Condensation [Συμπύκνωση Claisen] Opy. Χημ. Αντίδραση, κατά την οποία δύο μόρια ενός εστέρα σχηματίζουν έναν κετο-εστέρα, παρουσία καταλύτη αιθοξειδίου του νατρίου. Ο γενικός τύπος της αντίδρασης είναι: 2CH 3 COOR -> CH 3 COCH 2 COOR + ROH. Claisen Flask [Δοχείο Claisen] Χημ. Πρόκειται για δοχείο απόσταξης, που χρησιμοποιείται υπό ελαττωμένη πίεση. Αποτελείται από γυάλα νο βολβό με λαιμό, στον οποίο τοποθετείται το θερμόμετρο και στον οποίο συνδέεται άλλος λαιμός με εξωτερικό σωλήνα. Claisen R e a r r a n g e m e n t [Αναδιάταξη Claisen] Opy. Χημ. Περιγράφει την ενδομοριακή αναδιάταξη ατόμων, κατά την αντίδραση φαινόλης με αλλυλοβρωμίδιο, παρουσία ανθρακικού καλίου και ακετόνης, προς σχηματισμό αλλυλο-φαινυλαιθέρα. Claisen - Schmidt Reaction [Αντίδραση ClaisenSchmidt] Opy. Χημ. Είναι η αντίδραση συμπύκνωσης αρωματικών αλδεϋδών με αλειφατικές ή αλ,κυλοαρυλοκετόνες, παρουσία υδατικού αλκαλικού διαλύματος, προς σχηματισμό α,β-ακόρεστων κετονών. C l a m p [Σφιγκτήρας] Τεχνολ. Εργαλείο που χρησιμεύει να συγκρατεί μεταξύ τους σταθερά δύο τεμάχια με σκοπό την κοινή επεξεργασία τους ή εξάρτημα που συγκρατεί σε μια σταθερή θέση ένα τεμάχιο ενός μηχανισμού. Clamping Circuit [Κύκλωμα καθήλωσης] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη που ρυθμίζει το σήμα εισόδου ώστε οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές του να διατηρούνται σε μία καθορισμένη στάθμη αναφοράς. Clapeyron Clausius Equation [Εξίσωση Clapcyron - Clausius] Φυσ. Clausius - Clapeyron Equation Clarified Oil [Διαυγασμένο Έλαιο] Χημ. Μηχ. Αποτελεί παράγωγο της κατεργασίας του πετρελαίου. Πρόκειται για το προϊόν πυθμένα από τον πύργο της καταλυτικής πυρόλοσης. Συμβολίζεται με τα αρχικά CO και είναι γνωστό με την αγγλική ορολογία. Clarifier (Διευκρινιστής] Επικοιν. Κύκλωμα που συνηθίζεται σε κωδικοποιητές φωνής (Vocoders) για απαλοιφή πλεονάζοντος θορύβου από τις συχνότητες φωνής. Clark Cell [Στοιχείο Κλάρκ] Ηλεκ. Παλαιότερο πρότυπο βολταϊκό στοιχείο με ΗΕΔ 1,4345 βολτ στους 15UC, που αποτελείται από άνοδο υδραργύρου και κάθοδο ψευδαργύρου εμβαπτισμένα αντίστοιχα σε θειικό υδράργυρο και θειικό ψευδάργυρο. Clark Process [Διεργασία Clark] Χημ. Μέθοδος απομάκρυνσης αλάτων μαγνησίου και ασβεστίου από το νερό, με προσθήκη υδροξειδίου του ασβεστίου. Clarkeite [Κλαρκεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του ουρανίου, νάτριο, ασβέστιο και μόλυβδο. Συναντάται σε χρώματος καφέ, ημιδιαφανείς έως αδιαφανείς, με ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος σε μάζες. Έχει σκληρότητα 4 έως 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,39. Class [Τάξη] Μαθημ. Μέγεθος το οποίο παίρνει ακέραιες τιμές από i =l,...,n και χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέγιστο βαθμό ενός πολυωνύμου, μιας παραγώγου κ.λ,π. Ακόμη ως τάξη ορίζεται ένα σύνολο του οποίου τα στοιχεία χαρακτηρίζονται από μια κοινή ιδιότητα. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να είναι τυχαίες

μαθηματικές έννοιες όπως αριθμοί ή σύνολο. Class C" [Τάξη 0"]Μαθημ. Σύνολο το οποίο αποτελείται από συνεχώς παραγωγίσιμες συναρτήσεις. Ο εκθέτης n δηλώνει πόσες φορές μπορεί να παραγωγιστεί η κάθε συνάρτηση έτσι ώστε η νέα συνάρτηση που θα προκύψει να είναι και αυτή συνεχής. Class M a r k [Σημείο τάξης] Μαθημ. Το σημείο mj που αντιπροσωπεύει κάθε τάξη ενός συνόλου ομαδοποιημένων δεδομένων μιας μεταβλ.ητής Χ, η οποία είναι συνεχής. Είναι ίσο με την τιμή mj=(Lj+Uj)/2 όπου Lj το κατώτερο και Uj το ανώτερο όριο της]' τάξης. Classes [Τάξεις] Επικοιν. Ομάδες χαρακτηριστικών αντικειμένων του OOP με χαρακτηριστικές ιδιότητες (Properties) και ενέργειες μεθόδους (Methods). Classes Code [Κώδικας κλάσεων] Επικοιν. Οι κλόσεις οργανώνονται συνήθως σε ειδικό χώρο του προγράμματος (πχ βιβλιοθήκες στη γλώσσα Java, C) και έχουν πολύ προσεχτικό ορισμό (αλλά πολυμορφικό). Classical Approximation [Κλασική Προσέγγιση] Φυσ. Επίλυση ενός προβλήματος αγνοώντας τις κβαντικές ιδιότητες της ύλ.ης. Η προσέγγιση αυτή ισχύει για μακροσκοπικά συστήματα ή για μικροσκοπικά συστήματα, π.χ. ένα άτομο στο όριο των πολό μεγάλων κβαντικών αριθμών. Καθώς η αρχή της αβεβαιότητας περιγράφει την πλέον χαρακτηριστική κβαντική ιδιότητα της ύλης, εάν η σταθερά του Plank: h θεωρηθεί αμελητέα και πάψει να ισχύει η αρχή της αβεβαιότητας, τότε οι προβλεψεις της κβαντικής μηχανικής ταυτίζονται με της κλασικής φυσικής και προκύπτει η κλοσική προσέγγιση ενός προβλήματος. Classical Canonical M a t r i x [Κλασσικός κανονικός πίνακας] Μαθημ. Μετασχηματισμός βάσει του οποίου κάθε πίνακας μπορεί να τροποποιηθεί έτσι ώστε να γίνει διαγο')νιος, δηλαδή κάθε στοιχείο του εκτός της κύριας διαγωνίου είναι μηδέν. Classical Conductivity Theory [Κλοσική Θεωρία Ηλεκτρικής Αγωγιμότητας] Φυσ. Θεωρία εξήγησης της ηλεκτρικής αγωγιμότητας των μετάλλων σύμφωνα με την οποία, τα ελεύθερα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται σαν τα μόρια ενός αέριου, οι ταχύτητές τους ικανοποιούν την κατανομή Maxwell-Boltzman και για τη μελέτη της κίνησης του φορτίου υπό την επίδραση του εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου και των συγκρούσεων με τα ιόντα του πλέγματος, χρησιμοποιείται η εξίσωση μεταφοράς του Boltzman. Δεν μπορεί να εξηγήσει την αγωγιμότητα των μετάλλων σε χαμηλή θερμοκρασία. Classical Electron Radius [Κλοσική Ακτίνα του Ηλεκτρονίου] ίίλεκτμομαγν. Ακτίνα του ηλεκτρονίου που υπολογίζεται με την υπόθεση ότι η ενέργεια λόγω της μάζας του: E=m*c 2 (m η μάζα του ηλεκτρονίου, c η ταχύτητα του φωτός) ισούται με την ηλεκτροστατική ενέργεια του πεδίου του: Ε=Κηχβ2/Γ (e το φορτίο του και r η ακτίνα του). Κατά συνέπεια, η ακτίνα του ισούται με r = mxc2/KllXc2 περίπου 2.82χ 10",3cm. Classical Field Theory [Κλασική Θεωρία Πεδίου] Φυσ. Θεωρία περιγραφής διαφόρων φυσικών πεδίων, π.χ βαρυτικό, ηλεκτρομαγνητικό, αγνοώντας κβαντικά φαινόμενα και υποθέτοντας συνεχείς μεταβολές σε χαρακτηριστικά μεγέθη τους, όπως την ενέργεια, την ορμή, την στροφορμή τους κ.λ.π. Classical Mechanics [Κλοσική Μηχανική] Μηχ. Θεωρία περιγραφής των κινήσεων και των αλληλεπιδράσεων των υλικών σωμάτων εφαρμόζοντας του νόμους του Νεύτωνα. Classical Physics [Κλοσική Φυσική] ΦΙΧΙ. Κλόδος της

Classical Wave E q u a t i o n

- 326-

φυσικης που εφαρμόζει τους νόμους του Νεύτωνα και σης υδροθείου, σε ελεγχόμενες συνθήκες πίεσης και την κλασική ηλεκτρομαγνητική θεωρία για τη μελέτη θερμοκρασίας. Το 1/3 της ποσότητας του H2S οξειδώτων φυσικών συστημάτων. Τα αποτελέσματα της δεν νεται προς 502 και τα 2/3 αντιδρούν με το S02 και είναι αξιόπιστα σε μικροσκοπικά συστήματα, όπως τα σχηματίζουν θείο και νερό. άτομα, για τα οποία χρησιμοποιείται η κβαντική μηχα- Clausius [Μονάδα Clausius] Φυα. Μονάδα μέτρησης νική, ούτε για την περιγραφή πολύ ισχυρών βαρυτικών της εντροπίας. Ισχύει ότι 1 Clausius = 10(X)Cal/K = πεδία>ν και σωμάτων που κινούνται με ταχύτητες κο- 4186.8 Joules/K. ντά στην ταχύτητα του φωτός, οπότε χρησιμοποιείται Clausius - Clapeyron Equation [Εξίσωση Clausius η γενική ή η ειδική θεωρία της σχετικότητας αντίστοι- Clapeyronl Φυα. Πρόκειται για την εξίσωση: dP/dT = L/(Tx(v2-v1)) όπου Ρ η εξωτερική πίεση, Τ η απόλυτη · . Classical Wave Equation [Κλασική Κυματική Εξίσω- θερμοκρασία, L λανθάνουσα θερμότητα ανά mole μίας ση] Μηχ. Εξίσωση διάδοσης κλασικών κυμάτων, π.χ. μετατροπής φάσης και ν2. ν ι οι όγκοι ανά mole μετά ηλεκτρομαγνητικών, ακουστικών κυμάτων. Αν ψ η και πριν την μετατροπή φάσης. Με την εξίσωση αυτή ένταση του κύματος τότε σύμφίηνα με την κυματική υπολογίζεται η μεταβολή στη θερμοκρασία βρασμού ή μίας ουσίας όταν μεταβάλλεται η εξωτερική πίεεξίσωση ισχύει ότι: ν 2 ψ = (Θ7ΘΧ2 + θ7θγ 2 + θ2/θζ2)ψ = πήξης ση · (1/ν 2 )χθ ψ/θΐ2 όπου ν η ταχύτητα διάδοσης του κύμαClausius Equation [Εξίσωση Clausius] Φυα. Εξίσωτος. -> Wave Equation Classification [Ταξινόμηση] Μηχ. Πρόκειται για κάθε ση που συνδέει τη μεταβολή στην ειδική θερμότητα είδους διαχωρισμού σε κατηγορίες με βάση συγκεκρι- ενός υγρού C\ όταν μεταβαίνει στην αέρια κατάσταση: μένα κριτήρια. Σαν μεθοδολογία είναι ευρύτατα χρησι- c2 σε σχέση με την ειδική λανθάνουσα θερμότητα της μοποιούμενη από πολλές επιστήμες αφού επιτρέπει την μετατροπής φάσης: L και τη θερμοκρασία μετατροπής: καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ά- Τ. Ισχύει ότι c2 - c, - T*d(IJT)/dT. σκηση εποπτικού ελέγχου. Clausius Equation 2 [Εξίσωση Clausius] Φυα. ΕξίσωClassifier [Διαχωριστής] Μηχ. Συσκευή που χρησιμο- ση που περιλαμβάνει μια διόρθωση στην καταστατική ποιείται για το διαχωρισμό σε κλάσματα, στερεών σω- εξίσωση των πραγματικό':)ν αερίων του Van Der Waals. ματιδίων από μίγμα στερεών και υγρού, με βάση το Clausius Inequality [Ανισότητα του ClausiusJ Φυα. μέγεθος ή την πυκνότητα. Παράδειγμα τέτοιας συ- Θεώρημα της θερμοδυναμικής που στηρίζεται στο δεύσκευής είναι οι κυκλώνες. τερο θερμοδυναμικό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο Classify [Ταξινόμηση] Τεχνολ. Σε ένα σύνολο η διαδι- όταν οιοδήποτε θερμοδυναμικό σύστημα εκτελεί μια κασία ομαδοποίησης των τεμαχίων τα οποία αποτε- κυκλική μεταβολή τότε JdQ/T< 0 όπου Τ η απόλυτη λούν το σύνολο σε υποσύνολα τεμαχίων που έχουν ό- θερμοκρασία του και dQ ένα στοιχειώδες ποσό θερμότητας που ανταλλάσσει. Σα συνέπεια αυτού του θεωμοια χαρακτηριστικά στοιχεία. Clast [Κλάστης] Γεωλ. Θραύσμα πετρώματος, ορυκτού ρήματος προκύπτει ότι η εντροπία ενός απομονωμένου ή οργανικού υλικού που προήλθε από κάποιο μηχανι- συστήματος ποτέ δε μειώνεται. σμό φυσικής αποσάθρωσης ή διάβρωσης. Clausius Law [Νόμος του Clausius] Φυα. Νόμος της Clastic Rock [Κλαστικό πέτρωμα] Γεωλ. Κάθε πέτρω- θερμοδυναμικής κατά τον οποίο η ειδική θερμότητα με μα ιζηματογενούς προέλευσης του οποίου το υλικό συ- σταθερό τον όγκο ενός ιδανικού αέριου είναι εξαρτάρνίσταται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων τητη από τη θερμοκρασία. Αποδεικνύεται χρησιμοπου μεταφέρθηκαν από το τόπο γένεσης τους και δια- ποιώντας την κινητική θεωρία των αερίων. τηρούνται συμπαγή με κάποιο συνδετικό υλικό. Clausius Mosotti Equation [Νόμος των ClausiusClastic Sedimentation [Κλαστική ιζηματογένεση] Γε- Mosotti] Ηλεκ. Εξίσωση που συνδέει τη μοριακή ποωλ. Η διεργασία μεταφοράς και απόθεσης κλαστικού λωσιμότητα, γ των μορίων ενός ισοτροπικού διηλευλικού από φυσικούς μηχανισμούς διάβρωσης ή απο- κτρικού με τη διηλεκτρική σταθερά του, ε. Η πολωσισάθρωσης από το τόπο γένεσης του, μέσα ή έξω από μύτητα είναι η σταθερά αναλογίας της διπολικής ροπής που αποκτά ένα μόριο και της έντασης του πεδίου που τα όρια της λεκάνης ιζηματογένεσης. Clathrate C o m p o u n d [Ένα)ση έγκλεισης] Χημ. Ένωση την προκαλεί και ισούται με: γ = (3/4πΝ)* (ε-1)/(ε+2) χο^ρίς καθορισμένη στοιχειομετρία που σχηματίζεται όπου Ν το πλήθος των μορίων ανά μονάδα όγκου. από την παγίδευση μορίων ή ατόμων μιας ένωσης μέ- Clausius N u m b e r [Αριθμός Clausius] Φυα. Αδιάστασα στα διάκενα του κρυσταλλικού πλέγματος μιας άλ- τος αριθμός που περιγράφει τη μεταφορά θερμότητας λης όπως π.χ. από αλκάνια και νερό σε χαμηλή θερμο- από κινούμενα ρευστά σε σχέση με τα χαρακτηριστικά κρασία. της ροής τους. Claude Process [Διεργασία Claude] Χημ. Μηχ. Μέθο- Clausius Range [Αριθμός Clausius] Φυα. Κατάσταση δος βιομηχανικής παραγωγής αμμωνίας, στην οποία η ενός αερίου στην οποία η πίεσή του ή και η θερμοκρααντίδραση γίνεται σε πίεση ίση με 1000 aim. Χαρακτη- σία του είναι αρκετά μικρή, ώστε η μέση ελεύθερη διαρίζεται από υψηλούς βαθμούς μετατροπής, αλλά από δρομή των μορίων του να είναι μικρότερη από τις διαμικρούς χρόνους ζωής των καταλυτών και των μετα- στάσεις του χο')ρου που φυλάσσεται. Σε αυτή την περίπτωση η μεταφορά θερμότητας είναι πολύ μικρή και γι τροπέων. Claudetite [Κλοδετίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο αυτό το λόγο εφαρμόζεται σε κρυοστάτες και σε συνηαπό οξείδιο του αρσενικού. Συναντάται σε άχροους ή θισμένα θερμομονωτικά δοχεία. λευκούς, με υαλώδη ή αδαμάντινη λάμψη πρισματι- Clausius Statement [Διατύπωση του Clausius] Φυα. κούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει Είναι αδύνατο να κατασκευαστεί μηχανή με μοναδικό σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,8 αποτέλεσμά της, σε μια κυκλική διαδικασία, τη μεταέως 4,1. φορά θερμότητας από ένα κρύο σώμα σε ένα θερμότεClaus Method [Μέθοδος Claus] Χημ. Μηχ. Μέθοδος ρο. Αποτελεί μια διατύπωση του δεύτερου θερμοδυναβιομηχανικής παραγωγής θείου, με αντίδραση οξείδω- μικού νόμου. χ α

- 327 -

Cleavagc

Clausius Theorem [Θεώρημα του Clausius] Φνσ. Θε- σία στην ατμόσφαιρα άλλων βιολογικών - χημικών ουώρημα της θερμοδυναμικής σχετικό με τη μεταβολή σιών είναι καθοριστικής σημασίας για την ποιότητά της εντροπίας ενός συστήματος. Clausius τους. Inequality Cleaning Eye [Στόμιο καθαρισμού] ΤεχνολL —> Clausius Virial Theorem [Θεώρημα Virial του Cleanout. Clausius] Φυσ. Θεώρημα του Clausius που συνδέει τη Clcanout [Στόμιο καθαρισμού] Τεχνολ. Σημείο πρόμέση κινητική] ενέργεια ενός συστήματος με το συντε- σβασης στο εσωτερικό των σωλήνων ενός δικτύου που λεστή virial του συστήματος. Ισχύει ότι: κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δικτύου παραμένει κλειστό με ένα πώμα και ανοίγει όταν απαιτείται καθαρισμός των σωλήνων. Cleanout Door [Θύρα καθαρισμού] Τεχνολ. Ειδική θύρα στο κατώτατο σημείο μιας δεξαμενής νερού ή άλλης ύλης (πετρέλαιο κ.λ.π.) η οποία χρησιμοποιείται όπου, r, η δύναμη που δέχεται και η θέση κάθε σω- για τον καθαρισμό της από συσσωρευμένη λ ύ ή και άλλων ξένων σωματιδίων που έχουν κατακαθίσει. ματιδίου του συστήματος. Clavcd File [Κλειστό αρχείο] Πληρ. Είναι ιδιότητα που Clear [Καθαρίζο)] Πληρ. 1. Η διαδικασία συμπλήρωσης χαρακτηρίζει ένα σύνολο πληροφορία')ν στον χώρο μιας περιοχής της κύριας μνήμης ή μιας βοηθητικής μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, σύμφωνα με μνήμης του υπολογιστικού συστήματος με ένα χαρατην οποία δεν επιτρέπεται η ελεύθερη πρόσβαση σε κτήρα όπως το μηδέν ή το κενό (δηλαδή, ο χαρακτήρας αυτές ούτε για επέμβαση αλλαγής αλλά ούτε για την του διαστήματος), δηλαδή αντικατάσταση το)ν προϋπαρχόντων στοιχείων με μηδέν ή κενό, με στόχο τον ανάκτησή τους. Clay [Αργιλ.ος] Γεωλ. Εδαφικό υλικό το οποίο αποτε- εκκένωση της συγκεκριμένης περιοχής. 2. Φέρνω μια λείται από λεπτούς κόκκους και χαρακτηρίζεται από μονάδα του υπολογιστή ή ολόκληρο τον υπολογιστή υψηλή απορροφητικότητα νερού. Η πρόσμιξη του υλι- σε μια συγκεκριμένη, συνήθως αρχική κατάσταση, ή κού με νερό του δίνει έναν υψηλό βαθμό πλαστικότη- αρχικοποιώ έναν καταχωρητή. Γνωστό και ως επαναq^pco(reset). τας. Clay Brick [Κεραμικό τούβλο] Τεχνολ. Δομικό υλικό Clear Channel [Καθαρό κανάλ.ι] Επικοιν. 1. Πρότυπη το οποίο κατασκευάζεται από άργιλο και χρησιμο- μορφοποίηση του ινστιτούτου ANSI για την εκπομπή καθαρής πληροφορίας. 2. Το κανάλι που δεν έχει θόποιείται στην τοιχοποιία. Clay Digger [Σκαπτικό εργαλείο 1 Τεχνολ. Σκαπτικό ρυβο ή φόρτο. εργαλείο χειρός με μηχανική (ηλεκτρική) κίνηση που Clear Confirmation Signal [Σήμα επιβεβαίωσης διαχρησιμοποιείται για την διάνοιξη οπών σε σκληρά, α- γραφής | Επικοιν. Σήμα (αίτηση) του πρωτοκόλλου σβεστολιθικά εδάφη και σε πορώδες βράχους είναι ένα Χ.25 που απαντά στο σήμα Clear Indication. είδος ελαφρού κομπρεσέρ. Clear Span [Καθαρό άνοιγμα] Πολ. Μηχ. Είναι η οριClay Mineral [Ορυκτό αργίλου] Γεωλ. Ομάδα ορυ- ζόντια απόσταση μεταξύ δύο στηρίξεων μίας δοκού. κτών, προϊόντα αλλοίωσης πυριτικών ορυκτών των Είναι πάντα μικρότερη από την απόσταση που λαμβάεκρηξιγενών και μεταμορφωμένων πετρωμάτων, απο- νεται υπόψη στο στατικό μοντέλο της δοκού, διότι το τελουμένων κυρίως από ένυδρα πυριτικά άλατα του καθαρό άνοιγμα δεν συμπεριλαμβάνει στην απόστασή αργιλίου σε κολλοειδή ή ατελώς διαμορφωμένη κρυ- του κανένα τμήμα των στηρίξεων. σταλλική δομή, που είναι τα κύρια συστατικά των αρ- Clear Text [Καθαρό κείμενο] Επικοιν. Όρος που αναγιλικών αποθέσεων προσδίδοντας τους τις χαρακτηρι- φέρεται συνήθως στη διαγραφή κειμένου. στικές πλαστικές του ιδιότητες. Ταξινομούνται στις Clear Timber [Καθαρή ξυλεία] Οικοδ. Είναι η πρώτη υποομάδες του καολινίτη, του μοντμοριλλονίτη, του ύλη για τις ξύλινες κατασκευές η οποία είναι και απαλιλλίτη κ.λ.π. λογμένη από κάθε είδους ορατής ανωμαλίας ή ελαττώClay Press [Πρέσα αποστράγγισης αργίλου] Τεχνολ. ματος. Η καθαρή ξυλεία είναι σχετικά σπάνια να βρεΠρώτης κατασκευής των κεραμικών ειδική πρέσα απο- θεί, ειδικά σε μεγάλα μήκη, διότι η έλλειψη ρόζων στα στραγγίζει το αργιλικό υλικό, ώστε να απομακρυνθεί ξύλα υφίσταται μόνον στα χαμηλότερα τμήματα των κορμών των δέντρων το)ν παρθένο>ν δασών. όσο το δυνατό περισσότερη υγρασία. Claystone [Αργιλόλιθος] Γεωλ. Τύπος συμπαγών και Clear To Send [Έτοιμος για αποστολή] Επικοιν. Σήμα σχετικά ή πλήρως υδατοστεγών αργιλικών πετρωμά- από τη διασύνδεση V.24 που δηλώνει έτοιμο για αποτων, διαφόρων βαθμών σκληρότητας και συνοχής, που στολή δεδομένων. αποτελούν νεότερο στάδιο πετρολογικής εξέλιξης των Clearance [Καθαρή διάσταση] Τεχνολ. Σε μια διατομή ψαθυρών, εύθρυπτων και εύπλοστων αργίλων στις ο- η μέγιστη διάσταση της διατομής που δεν περιορίζεται ποίες και πίπτουν αποσαθρούμενα ή κονιοποιούμενα. από μια ανωμαλία και είναι το χαρακτηριστικό μέγεClean Compile [Καθαρή μετάφραση γλώσσας] Πληρ. θος που ένα αντικείμενο συγκεκριμένων διαστάσεων, Η μετάφραση ενός προγράμματος από την γλώσσα είναι δυνατόν να μετακινηθεί εντός της διατομής. προγραμματισμού στη γλώσσα μηχανής του υπολογι- Clearing And G r a b b i n g [Απομάκρυνση φυτικών γαιστή δίχως να παρουσιάσει το πρόγραμμα - μεταφρα- ών] Οικοδ. Η πρώτη εργασία που εκτελείται σε κάθε στής (compiler) σφάλματα που θα μπορούσαν να εμπο- εργοτάξιο κατασκευής ενός τεχνικού έργου είναι η αδίσουν την ομαλή εκτέλεση του προγράμματος. πομάκρυνση από την επιφάνεια του εδάφους όλων των Clean Room [Καθαρός Θάλαμος] Μηχ. Χώρος ελεγχό- φυτών και φυτικών γαιών πριν την έναρξη των χωμαμενης ατμόσφαιρας όσο αφορά στη σύστασή της. Χρη- τουργικών εργασιών. σιμοποιείται στη συναρμολόγηση ηλεκτρονικοί δια- Cleavage [Σχισμός] Ορυκτ. Η φυσική ιδιότητα των οτάξεων και στην παρασκευή κρυστάλλων και διαφό- ρυκτών να έχουν την τάση να σχισθούν κατά μήκος ρων χημικών ή βιολογικών προϊόντων, όπου η παρου- ορισμένων επιπέδων που καθορίζονται από τη κρυ-

Coaxial Transmission Line Resonator

- 328 -

σταλλική τους δομή (κάθε ορυκτό κατά ίδιο σχισμό ανάλογα με αυτή), λόγω της μικρότερης συνοχής των μορίων κατά ορισμένες διευθύνσεις. Cleavage F r a c t u r e [Ρηξιγενής σχισμός] Γεωλ. Θραύση κρυσταλλικής ύλης ή πετρώματος υπό την επίδραση πιέσεων κατά μήκος των επιπέδων σχιστότητας. Cleavage Plane [Επίπεδο σχιστότητας] Γεωλ. Καθορισμένο κρυσταλλικό επίπεδο, ίδιο της συγκεκριμένης κρυσταλλογραφικής ανάπτυξης κάθε κρυστάλλου, κατά το οποίο έχει τη τάση ο κρύσταλλος να σχίζεται παράγοντας ομαλές επιφάνειες. Clebsch - G o r d a n Coefficient [Συντελεστές Clebsch Gordan] Φυσ. Συντελεστές του μοναδιαίου μετασχηματισμού που συνδέει μια βάση ενός διανυσματικού χώρου με μια άλλη. Τα διανύσματα της καινούριας βάσης χαρακτηρίζονται από τη συνολική στροφορμή ενός συστήματος δύο σωματιδίων και με τους συντελεστές αυτούς συνδέονται με τη βάση του χώρου κάθε σωματιδίου. -» Vector Coupling Coefficient Clemmensen Reduction [Αναγωγή Clemmcnscn] Οργ. Χημ. Αντίδραση αναγωγής των καρβονυλακών ενώσεων, με θέρμανση παρουσία HC1 και αμαλγάματος Ζη, προς σχηματισμό των αντίστοιχων υδρογονανθράκων. Cleveland O p e n C u p Tester [Μέθοδος Ανοικτού Δοχείου κατά Cleveland] Αναλ. Χημ. Μέθοδος προσδιορισμού των σημείων αναφλέξεως και καύσεως, για τα προϊόντα πετρελαίου, κατά την οποία η δοκιμαστική φλόγα περνά σε τακτά χρονικά διαστήματα πάνω από το δοχείο με το δείγμα, καθώς αυτό θερμαίνεται. Click Sound fI Ιχος κλικ] Επικοιν. Αν και όλοι οι ήχοι κλικ των πλήκτρων φαίνονται ίδιοι ωστόσο αντιστοιχούν σε διαφορετικό αριθμό (ή και στυλ) παλμών. Client Server Model [Μοντέλο χρήστη εξυπηρετητή] Επικοιν. Γνωστό μοντέλο (προσαρμοσμένο στις επικοινωνίες) όπου ο χρήστης εξυπηρετείται από πληροφορία που διακινεί ο διανομέας σε μια ανάλογη προς τα πάνω ιεραρχία. Climate [Κλίμα] Κ/.ιμ. Έτσι αναφέρονται τα γενικά χαρακτηριστικά των καιρικών συνθηκών ενός τύπου. Για παράδειγμα το μεσογειακό, ηπειρωτικό κλάμα, κ.λ.π. Climate C h a n g e [Κλιματικές Αλλαγές] Κ/.ιμ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε μακροσκοπικές μεταβολες των κλιματικών συνθηκών μιας περιοχής λόγω αντίστοιχων μεταβολών του κλίματος της Γης. Για παράδειγμα οι εποχές των παγετώνων όπου το κλίμα σε κάθε σημείο της Γης ήταν πολύ ψυχρότερο. Climate Classification [Κατηγοριοποίηση Κλίματος] Κλιμ. Γενική κατάταξη του κλίματος κάθε περιοχής σε κατηγορίες κλίματος με κοινά γενικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα το μεσογειακό κλάμα, το ηπειρωτικό, το πολικό κ.λ.π. Climate Control [ΚλιματικόςΈλεγχος] Κλιμ. Τεχνικές μεταβολής των γενικών κλιματικών συνθηκών μίας περιοχής ή ενός χώρου, π.χ. με χρήση συσκευών κλιματισμού.

Climatic Prediction [Πρόβλεψη Κλίματος] Κλιμ. Πρόβλεψη των επικείμενων μεταβολών των κλιματικών συνθηκών μίας περιοχής, σα συνέπεια των μεταβολών του ύψους βροχόπτωσης ή άλλων παραγόντων σε αυτήν. Climatology [Κλιματολογία] Μετεωμ. Επιστήμη η οποία έχει τις βάσεις της στη μετεωρολογία και ασχολείται με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν ανά περιοχή. Τα αποτελέσματα για κάθε περιοχή προκύπτουν ύστερα από μελετες του κλίματος επί σειρά ετών. Climb [Ανοδος - Ανύψωση] Αερομηχ. Κατά τις φάσεις της ανοδικής κίνησης ενός αεροπλάνου, χαρακτηρίζεται η αύξηση του υψόμετρου πτήσης. Climbing C r a n e [Τηλεσκοπικός γερανός] Μηχ. μηχ. Ανυψωτικό μηχάνημα εργοταξίου το οποίο αποτελείται από ένα κατακόρυφο πύργο του οποίο το ύψος μεταβάλλεται μέσω ενός τηλεσκοπικού μηχανισμού. Χρησιμοποιείται στην ανέγερση πολυώροφων κτιρίων και μετακινείται σταδιακά από τους χαμηλούς προς τους υψηλότερους ορόφους με την πρόοδο των εργασιών. Clinical Trial [Κλινική δοκιμή] Μαθημ. Το σύνολο των εφαρμογών της στατιστικής συμπερασματολογίας στην επιστήμη της ιατρικής. Περιλαμβάνει όλες τις στατιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα για την ανάλυση της αξιοπιστίας και επιτυχίας των νέων ιατρικών πρωτοκόλλων. Clinoclasite [Κλινοκλοσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικό χαλκό. Συναντάται σε πράσινο μέλανες, με υαλ,ώδη λάμψη πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος ή κατά μάζες. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,3. Clinohedral [Κλινοεδρικός] Κρυστ. Τάξη κρυστάλλων του μονοκλινούς συστήματος που παρουσιάζει ένα μόνο επίπεδο συμμετρίας και κανένα άξονα ή κέντρο συμμετρίας. Clinohedrite [Κλινοεδρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό ψευδάργυρο και ασβέστιο. Συναντάται σε άχροους. λευκούς ή κόκκινους, ημιδιάφανους ή υποδιάφανους, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,3. Clinometer [Κλινόμετρο] Μηχ. Μηχ. 1. Διάταξη μέτρησης της περιστροφής ως προς τον εγκάρσιο άξονα ενός πλοίου. 2. Μηχανικό όργανο μέτρησης γωνιών που σχηματίζονται από την κατακόρυφη διεύθυνση και τη διεύθυνση ενός αστεριού, σύννεφου ή ενός άλλου σημείου του ορίζοντα. Αποτελείται από μια ράβδο που με τη βοήθεια αλφαδιού τίθεται κατακόρυφη μιας άλλης ράβδου σκόπευσης ενός σημείου, καθώς και ενός γωνιύμετρου για τη μέτρηση της μεταξύ τους γωνίας. Clintonitc [Κλιντονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο Climate Zone [Κλιματικές Ζώνες] Κλιμ. Περιοχές που από ένυδρο πυριτικό άλας του αργλίου, μαγνησίου και βρίσκονται μεταξύ καθορισμένων γεωγραφικών πλα- ασβεστίου, της ομάδας των σκοτεινόχρωμων μαργματών, στις οποίες οι κλιματικές συνθήκες έχουν ορισμέ- ρυγιών. Συναντάται σε άχρωμους, ερυθρύφαιους ή κανα κοινά γενικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα εύ- στανοκίτρινους, με μαργαριταρώδη λόμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε κοκκώδεις ακρατη, τροπική, πολική ζώνη κ.λ,π. Climatic D i a g r a m [Κλιματικό διάγραμμα] Κ/.ιμ. Γρά- σβεστόλιθους. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα φημα, συνήθως κυκλικό (σε ετήσιο κύκλο), των διακυ- Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,1. μάνσεων κλιματικών δεδομένων σε συγκεκριμένο τό- Clipper [Ψαλιδιστής] ΙΙ/εκ. Διάταξη περιορισμού της πο όπως της μέσης θερμοκρασίας, της υγρασίας σε συ- τάσης στα άκρα ενός κυκλώματος σε καθορισμένα όνάρτηση με τη θερμοκρασία κ.λ.π. ρια. -> Limiter

- 329 Clipper Chip [Κύκλωμα clipper] Επικοιν. Παλαιότερο κύκλωμα διασφάλισης ψηφιακής υπογραφής. Clipper Circuit [Κύκλωμα Ψαλιδισμού] Ηλεκ. Ηλεκτρονικό κύκλωμα περιορισμού της τάσης σε καθορισμένα όρια. -> Limiter Clipper Diode [Δίοδος Ψαλιδισμού] Ηλεκ. Πρόκειται για κρυσταλλοδίοδο στα άκρα της οποίας, εάν εφαρμοστεί τάση μεγαλύτερη από μια τιμή, ανεξάρτητα της πολικότητας, συμβαίνει κατάρρευση με συνέπεια η τάση να μην μπορεί να υπερβεί την τιμή αυτή. Clipping [Ψαλίδιση] Επικοιν. Περιορισμός του πλάτους ενός κύματος που γίνεται με ειδικά κυκλώματα όπως παράλληλα, σειριακά, ψαλιδιστές αρνητικού, ψαλιδιστές θετικού, ψαλιδιστές βάσης, διπλοί ψαλιδιστές κτλ. Clock 1 [Συγχρονιστής - ρολόι] Η)χκτμον. Συσκευή η οποία παράγει παλμούς σταθερού ρυθμού, που χρησιμοποιούνται για το συγχρονισμό των λειτουργιών ενός ψηφιακού υπολογιστή ή για τη λειτουργία σύγχρονων γραμμών μεταφοράς δεδομένων. Clock [Χρονόμετρο - ρολόι] Μηχ. Συσκευή μέτρησης του χρόνου, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στη μέτρηση του πλήθους των επαναλήψεων ενός περιοδικού φαινομένου, π.χ. ταλάντωση ενός εκκρεμούς ή ενός κρυστάλλου από Quartz. Clock Control System [Χρονικό κύκλωμα ελέγχου] Τεχνολ. Κάθε σύστημα ελέγχου του οποίου η λειτουργία ενεργοποιείται μέσω σήματος που καθορίζεται από χρονικό μηχανισμό. Clock Frequency [Συχνότητα Συγχρονιστή - Ρολογιού] Ηλεκ. Πρόκειται για τη συχνότητα παραγωγής παλμών της γεννήτριας συγχρονισμού των λειτουργιών ενός ψηφιακού υπολογιστή. Για παράδειγμα 400MHz, 800MHz, 1.2GHz. Clock P a r a d o x [Παράδοξο των Ρολογιών - Διδύμων] Φυσ. Φαινομενικά παράδοξη πρόβλεψη της ειδικής σχετικότητας εφόσον φαίνεται να αντιβαίνει στην αρχή ισοδυναμίας των αδρανειακών παρατηρητών. Έτσι το ρολόι του ενός από δύο δίδυμους αδερφούς, ο οποίος κινείται από τη Γη προς ένα μακρινό αστέρι με ταχύτητα κοντά στην ταχύτητα του φωτός και επιστρέφει στη Γη, δείχνει λιγότερο χρόνο από το ρολόι του άλλου διδύμου που έμεινε στη Γη. Κατά συνέπεια, ο πρα')τος επιστρέφει στη Γη νεώτερος από το δίδυμο αδερφό του. Δεν είναι παράδοξο, γιατί οι δύο παρατηρητές δεν είναι ισοδύναμοι, εφόσον αυτός που κινείται προς το αστέρι επιβραδύνεται και επιταχύνεται για να επιστρέψει στη Γη και το όλο πρόβλημα είναι πρόβλημα γενικής και όχι ειδικής σχετικότητας. Clock Pulse [Χρονικός παλμός] Ηλεκτρον. Κάθε ένας από μια σειρά περιοδικών ηλεκτρικών παλμών που χρησιμοποιούνται για την οδήγηση ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος πχ. λογικού κυκλώματος υπολογιστή. Clockwise [Δεξιόστροφα] Γεν. Περιστροφική κίνηση με φορά ίδια με τη φορά περιστροφής των δεικτών ρολογιού δηλ. προς τα δεξιά. Close [Κλείνω] Πληρ. Καθιστώ προσωρινά αδύνατη την χρήση του περιεχομένου ενός αρχείου που μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούνταν από κάποιο πρόγραμμα και το αποθηκεύω με στόχο την μελλοντική του χρήση. Close Control R a d a r [Κλειστός έλεγχος ραντάρ] IIλεκ. Είδος ραντάρ εδάφους που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης ενός αεροπλάνου όταν βρίσκεται κοντά στο στόχο. Αυτό γίνεται λόγω του περιορισμένου γωνιακού εύρους ανίχνευσης του ραντάρ του αεροπλάνου ή σε δυσδιάκριτους στόχους.

Closed L i n e a r T r a n s f o r m a t i o n

Close Routine [Ρουτίνα κλεισίματος] Πληρ. Ρουτίνα που περιέχεται στο λειτουργικό σύστημα και στα προγράμματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και η εκτέλεση του επιφέρει το κλείσιμο ενός φακέλου εργασίας ή δεδομένων. Closed Architecture [Ελεγχόμενης πρόσβασης αρχιτεκτονική] Πληρ. Η δομή ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή ο κατάλληλος και αποδοτικός συνδυασμός του λογισμικού και του υλικού του, στο οποίο μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο εξουσιοδοτημένοι από τον κατασκευαστή χρήστες. Closed Circuit [Κλειστό κύκλωμα] Επικοιν. Κύκλωμα τηλεοπτικής μετάδοσης με περιορισμένο αριθμό δεκτών άμεσης σύνδεσης μέσω καλωδίων με το πομπό και χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό για μετάδοση στο ευρύ κοινό. Closed Circuit Communication [Επικοινωνία κλειστού κυκλώματος] Επικοιν. Ένα κύκλωμα όπου δεν υπάρχει πόρτα επικοινωνίας με το εξώτερο περιβάλλον. Closed Circuit Television [Τηλεόραση κλειστού κυκλώματος] Επικοιν. Εδώ το κλειστό κύκλωμα περιορίζεται στην κάλυψη με κάμερες και αισθητήρες ενός χώρου και συνήθως τη μεταφορά του (βίντεο) σήματος σε ένα σημείο ελέγχου ως μέτρο ασφάλειας. Closed Covering [Κλειστό κάλυμμα] Μαθημ. Οικογένεια κλειστών συνόλων {Aj/ i =l,...,n) σε ένα σύνολο Α των οποίων η πεπερασμένη ένωση είναι υπερσύνολο του Α. Closed Curve [Κλειστή καμπύλη] Μαθημ. Καμπύλη στην οποία κανένα σημείο δεν χαρακτηρίζεται ως αρχή ή τέλος. Κάθε κλειστή καμπύλη χωρίζει το επίπεδο σε δύο ημιεπίπεδα, το ένα εσωτερικά της και το άλλο εξωτερικά της. Closed Cycle [Κλειστή Κυκλική Μεταβολή] Φυα. Πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη θερμοδυναμική μεταβολή ενός μέσου, π.χ. ενός ρευστού ή αέριου, μετά το τέλος της οποίας το σύστημα έχει επανέλθει στην αρχική του κατάσταση χωρίς να αλλάξει η σύστασή του. Closed Cycle Reactor [Αντιδραστήρας Κλειστού Κύκλου] Τεχνολ. Είδος αντιδραστήρα στον οποίο χρησιμοποιείται ένα ρευστό μέσο για την απαγωγή και μεταφορά θερμότητας από την καρδιά του αντιδραστήρα στον στρόβιλο και το οποίο εκτελεί κλειστή κυκλική μεταβολή. -» Closed Cycle Closed Cycle T u r b i n e [Στροβιλομηχανή κλειστού κυκλώματος] Μηχ. Μηχ. Στροβιλομηχανή παραγωγής ισχύος με εργαζόμενο μέσο αέριο όπου υπάρχει 100% ανακυκλοφορία της ροής στον θερμοδυναμικό κύκλο της μηχανής και τα αέρια εξόδου από τον στρόβιλο περνούν από εναλλάκτη θερμότητας όπου χρησιμοποιούνται για την προθέρμανση και αύξηση της θερμικής ικανότητας του αερίου που εξέρχεται από τον συμπιεστή και κατευθύνεται προς τον θάλαμο καύσης. Closed Inequality [Κλειστή ανισότητα] Μαθημ. Ανισότητα του τύπου α<β<γ στην οποία ισχύει: α<β ή α=β και β<γ ή β=γ. Closed Interval [Κλειστό διάστημα] Μαθημ. Διάστημα της μορφής [α,β] το οποίο περιλαμβάνει όλα τα σημεία ανάμεσα στο α και το β καθώς και τα δύο άκρα του, δηλαδή το α και το β. Closed Linear T r a n s f o r m a t i o n [Κλειστός γραμμικός μετασχηματισμός] Μαθημ. Γραμμικός μετασχηματισμός Τ με πεδίο ορισμού Α και σύνολο τιμών Β, με

CoaxialTransmissionLineResonator

- 330 -

την ιδιότητα κάθε δισύνολο {όρισμα, εικόνα μέσω του Τ } να είναι κλειστό στο καρτεσιανό γινόμενο της κλειστότητας του Α επί της κλειστότητας του Β. Closed Loop [Κλειστός βρόγχος] Πληρ. Σε ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, πολύ συχνά υπάρχει η επανάληψη μίας ομάδας εντολών με διαφορετικές κάθε φορά παραμέτρους εισόδου έως την εξάντλησή τους. Εάν η επανάληψη αυτή προβλέπεται να εκτελείται άπειρες τον αριθμό φορές ο βρόγχος καλείται κλειστός και μπορεί να διακοπεί μόνον με εξωτερική παρέμβαση. Closed Magnetic Circuit [Κλειστό Μαγνητικό Κύκλωμα] Ηλεκτρομαγν. Ιΐρόκειται για κύκλωμα στο οποίο οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές, σε μεγάλο ποσοστό, δεν εξέρχονται από αυτό και έτσι ελάχιστο μαγνητικό πεδίο επικρατεί εκτός αυτού. Αυτό επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας πυρήνα μαγνητικού υλικού με σχήμα δακτυλίου ή άλλης κλειστής μορφής. Closed M a p [Κλειστός εικονισμός] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση ορισμένη από ένα μετρικό χώρο σε ένα δεύτερο η οποία μεταφέρει τα κλειστά σύνολα διατηρώντας τα κλειστά. Closed O p e r a t o r [Κλειστός τελεστής] Μαθημ. Αν σε μετρικό χώρο Χ ορίζεται ακολουθία {xn} με όριο χ και μετασχηματισμός f τέτοιος ώστε f(xn) να είναι y τότε η εικόνα του x μέσω του f είναι το y. Σε αυτή την περίπτωση ο μετασχηματισμός ονομάζεται κλειστός τελεστής στον μετρικό χώρο Χ. Closed O r t h o n o r m a l Set [Κλειστό Ορθοκανονικό Σύνολο] Μαθημ. Σύνολο από κάθετα μεταξύ τους διανύσματα ενός διανυσματικού χώρου, τα οποία αποτελούν και βάση του χώρου αυτού. -» Complete Orthonormal Set Closed Pore [Κλειστός Πόρος] Ηλεκ. Κοιλότητα ενός πορώδους υλικού που δεν επικοινωνεί με την επιφάνειά του. Closed Set [Κλειστό σύνολο] Μαθημ. Κάθε σύνολο το οποίο είναι ίσο με την κλειστότητά του, δηλαδή κάθε σημείο επαφής του και μόνο αυτό είναι στοιχείο του. Closed Shell [Κλειστή Στιβάδα] Φυα. Έτσι χαρακτηρίζεται ένα σύνολο από ηλεκτρονικά ή πυρηνικά τροχιακά με τον ίδιο κύριο κβαντικό αριθμό, το οποίο περιέχει το μέγιστο δυνατό αριθμό ηλεκτρονίων ή νουκλεονίωνόπως αυτός καθορίζεται από την απαγορευτική αρχή του Pauli. Closed Shop [Ελεγχόμενης πρόσβασης σύστημα] Πληρ. Χαρακτηρισμός του συστήματος επεξεργασίας δεδομένων, στο οποίο έχουν πρόσβαση μόνο ειδικοίεπαγγελματίες προγραμματιστές που θα αξιοποιήσουν τα δεδομένα ώστε να είναι διαθέσιμα στον χρήστη. Closed Subroutine [Ελεγχόμενης πρόσβασης υπορουτίνα] Πληρ. Η υπορουτίνα, η οποία καλείται από το κυρίως πρόγραμμα με τη χρήση κατάλληλης συνθήκης, κάθε φορά που απαιτείται κατά την εκτέλεση του συγκεκριμένου προγράμματος. Τοποθετείται μόνιμα, συνήθως σε κάποια μονάδα διαφορετική από αυτή που βρίσκεται αποθηκευμένο το κυρίως πρόγραμμα. Closed Surface [Κλειστή επιφάνεια] Μαθημ. Κάθε επιφάνεια για την οποία δεν μπορεί να οριστεί καμπύλη γραμμή η οποία να υλοποιεί τα όρια της επιφάνειας. Closed System 1 [Κλειστό Σύστημα] Φυα. Πρόκειται για ένα θερμοδυναμικό σύστημα που δεν ανταλλάσσει ενέργεια ή ύλη με το περιβάλλον, π.χ ένα αέριο σε δοχείο με ακίνητα αδιαβατικά τοιχώματα και αν δεν βρίσκεται σε κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας, με-

ταβαίνει σε αυτή. Closed System 2 [Κλειστό Σύστημα] Μηχ. Κλειστό κύκλωμα νερού, όπως στα καλοριφέρ, στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος αέρα ή άλλων ουσιών σε αυτό. Closed Universe [Κλειστό σύμπαν] Μαθημ. Μια άποψη για την έκταση που καταλαμβάνει το σύμπαν, σύμφωνα με την οποία η έκταση αυτή συνεχώς αυξάνεται. Η συγκεκριμένη θεωρία υποστηρίζει ακόμη πως η επέκταση αυτή θα σταματήσει σε κάποιο σημείο και θα ακολουθήσει έκρηξη του σύμπαντος λόγω αυξημένης πυκνότητας. Closed User G r o u p |Κλειστή ομάδα χρηστών| Επικοιν. Μια ομάδα χρηστών δικτύου που ο αριθμός της δεν μεταβάλλεται. Closer [Σφήνωμα] Πολ.Μηχ. Σε μία κατασκευή, στους μη φέροντες τοίχους από οπτόπλινθους, η τελευταία ανώτατη σειρά από οπτόπλινθους, αμέσως κάτω και σε επαφή με το στοιχείο οπλισμένου σκυροδέματος, πρέπει να τοποθετείται λοξά με γωνία από 45° μοίρες έως 60° ως προς τις κατώτερες στρώσεις. Δεν πρέπει να δομείται την ίδια μέρα με τις κατώτερες στρώσεις οπτοπλίνθων, ώστε οι κατώτερες να καθιζάνουν και η ανώτατη να σφηνώσει καλύτερα. Η όλη αυτή διαδικασία ολοκλήρωσης του τοίχου στην οικοδομική καλείται σφήνωμα. Closure Domain [Μεταβατικές Μαγνητικές Περιοχές] Φυσ. Στερ. Κατ. Μεταβατικές περιοχές σε σιδηρομαγνητικά υλικά κατά μήκος των οποίων η διεύθυνση της μαγνήτισης σταδιακά στρέφεται μεταξύ των διευθύνσεων των δύο εκατέρωθεν μεγάλων μαγνητικών περιοχών. Clothing Monitor [Ανιχνευτής Ραδιενέργειας Ενδυμάτων] Τεχνολ. Διάταξη κατάλληλη για την ανίχνευση και καταγραφή ραδιενεργού μόλυνσης σε ενδύματα ή προστατευτικές φόρμες που χρησιμοποιούνται για εργασίες σε αντιδραστήρες ή με ραδιενεργά κατάλοιπα. Cloud [Νέφος] Μετεωρ. Ορατοί σχηματισμοί συνιστάμενοι από υδατοσταγόνες ή παγοκρυστάλλους ή και τα δύο, λόγω της συμπύκνωσης των υδρατμών των προερχόμενων από την εξάτμιση του υγρού στοιχείου, που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα υπό ποικίλες μορφές και σε διάφορα ύψη κατά την έκταση της τροπόσφαιρας. Cloud Attenuation [Εξασθένιση λόγω σύννεφων] Ηλεκτρομαγν. Όταν μικροκυματική ήλεκτρο μαγνητική ακτινοβολία διαδίδεται μέσα από σύννεφα, χαρακτηρίζεται η εξασθένιση που προκαλείται, λόγω σκέδασης τύπου Rayleigh. Cloud Classification [Ταξινόμηση νεφών] Μετεωρ. Σύστημα ταξινόμησης των νεφών σε οικογένειες ανάλογα με το ύψος που παρατηρούνται (ανώτερα, μέσα ή κατώτερα) ή τον τρόπο σχηματισμού τους (ανοδικά ρεύματα), σε γένη ανάλογα με τη γενική μορφής τους και τέλος σε είδη και ποικιλίες σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Cloud Crystal Ball Model [Γεωμετρικό Μοντέλο Πυρηνικής Σκέδασης] Πυρ. Φυα. Μοντέλο σκέδασης νουκλεονίων από πυρήνες, σύμφωνα με το οποίο, οι πυρήνες έχουν σφαιρικό σχήμα και τα σωματίδια απορροφώνται ή περιθλώνται από αυτούς, όπως συμβαίνει για ένα κύμα με μήκος κύματος το μήκος De Broglie του νουκλεονίου. Αναφέρεται και ως γεωμετρικό ή οπτικό μοντέλο. Cloud Formation [Σχηματισμός νέφους] Μετεωρ. Η διαδικασία γένεσης των διαφόρων τύπων νεφών υπό συγκεκριμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες π.χ. μέσω της

-331 -

αδιαβατικής ψύξης το)ν ανοδικά κινούμενων αέριων μαζών που περικλείουν υδρατμούς προερχόμενους από την εξάτμιση του υγρού στοιχείου. Cloud Ion C h a m b e r [Θάλαμος Ιονισμένου Νέφους] Ηλεκτρομαγν. Θάλαμος καταγραφής της διέλευσης αλλά και της τροχιάς της κίνησης ιονιζουσών ακτινοβολιών, καθώς προκαλούν επιπλέον ιονισμό επιφέροντας συμπύκνωση- υγροποίηση του αερίου. Είναι συνδυασμός του θαλάμου ιονισμού και του θαλάμου Wilson. Cloud Level [Επίπεδο νέφους] Μετεωρ. Το υψομετρικό επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται συγκεκριμένος τύπος νεφών. Διακρίνονται γενικά τρία το κατώτερο, το μέσο και το ανώτερο με ύψη που κυμαίνονται κατά μέσο όρο από του εδάφους έως 2000μ., από 2000 έως 6000 μ. και από 6000 μ έως τα όρια της τροπόσφαιρας αντίστοιχα. Cloud Modification [Τροποποίηση νέφους] Μετεωρ. Κάθε διεργασία που κάνοντας χρήση τεχνικών μέσων (όπως ψεκασμός με πολύ μικρά τεμάχια ξηρού πάγου, ηλεκτρικές μέθοδοι κ.λ.π.) επιδρά στη φυσική εξέλιξη των νεφελικών σχηματισμών π.χ. για την πρόκληση τεχνητής αιθρίας, βροχόπτωσης κλ.π. Cloud Particle [Σωματίδιο Νέφους] Μετεωρ. Μικρό σωματίδιο πάγου ή σταγόνα νερού που υπάρχει στα σύννεφα. Cloud Physics [Φυσική Νεφών] Μετεωρ. Πρόκειται για την εφαρμογή των νόμων της θερμοδυναμικής για την περιγραφή της κατάστασης των νεφών και την πρόβλεψη πιθανών μεταβολών τους, όπως συμπύκνωση υδρατμών και βροχή, χιόνι ή χαλάζι. Cloud Point [Σημείο Θολώσεως] Χημ. Ορίζεται η θερμοκρασία στην οποία κατά την ψύξη, εμφανίζεται θολύτητα για πρώτη φορά στο πυθμένα του δοκιμαστικού φιαλιδίου. Χρησιμοποιείται για λιπαντικά και αποτελεί δείκτη της χαμηλότερης θερμοκρασίας, στην οποία το δείγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Cloi/d Symbol [Σύμβολο νέφους] Μετεωρ. Σύνολο συμβόλων που έχουν καθοριστεί από τη Διεθνή Μετεωρολογική Ένωση για την αντιπροσώπευση (π.χ. σε χάρτες καιρού) των κυριότερων τύπων νεφών π.χ. Cb και As που παριστούν τους σωρειτομελανιές και τα υψιστρώματα αντίστοιχα. Cloud Test [Μέτρηση Σημείου Θολότητας] Χημ. Περιλαμβάνει σταδιακή ψύξη του δείγματος, κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρείται ο σχηματισμός νέφους κρυστάλλων στον πυθμένα του δοχείου. Cloud To Cloud Discharge [Ηλεκτρική Εκκένωση μεταξύ Νεφών - Αστραπή Νεφών] Γεωφοσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, ηλεκτρικό φορτίο κινείται από ένα αρνητικά φορτισμένο νέφος σε ένα θετικά φορτισμένο, μέσω ηλεκτρικής εκκένωσης στον αέρα, ενώ ταυτόχρονα παράγεται φως ή και ήχος. Cloud To G r o u n d Discharge [Ηλεκτρική Εκκένωση μεταξύ Νέφους - Εδάφους - Κεραυνός] Γεωφυσ. ΙΙλεκτρική εκκένωση και μεταφορά φορτίου από ένα φορτισμένο νέφος (συνήθως αρνητικού φορτίου) σε σημείο του εδάφους που είναι αντίθετα φορτισμένο μέσω του αέρα. II εκκένωση συνοδεύεται από φως, δηλαδή αστραπή και ισχυρό ήχο, καθώς κινείται μεγάλο φορτίο σε σύντομο χρόνο και γίνεται σε σημεία του εδάφους με μεγάλη καμπυλότητα. Γι αυτό και το αλεξικέραυνο βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο μιας περιοχής και έχει εξαιρετικά αιχμηρό άκρο. Cloud T r a c k [Ιχνος Θαλάμου Νεφών] Ηυμ. Φυσ. Έτσι καλείται το ίχνος της τροχιάς μιας ιονίζουσας ακτινο-

Cluster Radioactivity

βολίας μέσα σε ένα θάλαμο συμπύκνωσης νεφών. II τροχιά σχηματίζεται από φυσαλίδες που δημιουργούνται καθώς οι υπέρκοροι ατμοί συμπυκνώνονται γύρω από την ακτινοβολία. Cloudiness [Νέφωση] Μετεωρ. Ο βαθμός της κάλυψης νεφών οποιουδήποτε τύπου που εκφράζεται σε όγδοα της ολικής επιφάνειας του ουρανού, με το 8 και το 0 της κλίμακας να αντιστοιχούν στην πλήρη και μηδενική κάλυψη. Cloverleaf [Τριφύλλι] Πολ. Μηχ. Σε μια διασταύρωση δύο οδών ταχείας κυκλοφορίας, η διαμόρφωση ενός ανισόπεδου κόμβου σε σχήμα τριφυλλιού εξασφαλίζοντας τη συνεχή ροή της κυκλοφορίας των οχημάτων δίχως να υπάρχει σε κανένα σημείο του κόμβου ισόπεδη διασταύρωση των οχημάτων. Clusius Column [Στήλη Κλούζιους] Πυρην. Φνσ. Διάταξη, αποτελούμενη από κάθετη στήλη μεγάλου μήκους με θερμαινόμενο σύρμα κατά μήκος του άξονά της, για το διαχωρισμό με βάση τη θερμική διάχυση των ισοτόπων ενός αερίου μίγματος. Cluster 1 [Σύμπλεγμα ή τούφα] Πληρ. 1. Το σύνολο των συνεχόμενων τομέων σε ένα μαγνητικό μέσο, στο οποίο αποθηκεύεται το περιεχόμενο ενός αρχείου. Μ' αυτήν την ομαδοποίηση σε τομείς, επιτυγχάνονται μεγαλύτερες ταχύτητες ανάγνωσης/ εγγραφής. 2. Το σύνολο των περιφερειακών συσκευών, των υπολογιστών ή των τερματικών, που είναι συνδεδεμένοι με ένα κοινό κεντρικό υπολογιστικό σύστημα. Cluster 2 [Συστροφή ή σμήνος] Αστρον. Ομάδα αστέρων ή γαλαξιών με πολυάριθμα μέλ^η, χιλιάδες αστέρες ή εκατοντάδες νεφελώματα αντίστοιχα, συγκεντρωμένα σε περιορισμένη έκταση του ουρανού που κινούνται ως ένα ενιαίο σύμπλεγμα συνδεόμενα μεταξύ τους με δεσμούς έλ^ξης που οφείλονται στη κοινή κοσμογονική τους προέλευση. Cluster Aggregation [Σχηματισμός Συσσωματωμάτων] Φυσ. Θεωρία σχηματισμού και αύξησης του όγκου συσσωματωμάτων, σύμφωνα με την οποία ένα συσσωμάτωμα δημιουργείται ή αυξάνεται ο όγκος του, αν μόρια ή άλλοι σωματίδια βρεθούν σε αρκετά κοντινή απόσταση με άλλα μόρια ή με αυτό, με συνέπεια να συνενωθούν. Cluster Analysis [Ανάλυση ομάδων] Στατ. Μ^οφή στατιστικής ανάλυσης που βασίζεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε παρατηρήσεις επί ομάδων που σχηματίζονται από την κατηγοριοποίηση των δειγμάτων με βάση κοινά τους χαρακτηριστικά. Cluster Expansion [Ανάπτυξη κατά Συμπλέγματα] Φυσ. Διαδοχικές προσεγγιστικές διορθώσεις στην πίεση ενός πραγματικού αερίου σύμςοωνα με το θεώρημα Virial. Με την τεχνική αυτή γίνονται διαδοχικές προσεγγίσεις και υπολογισμός των συντελεστών Virial λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις συμπλεγμάτων δύο ή τριών ή και περισσοτέρων μορίων του αερίου - ανάλογα με την τάξη της προσέγγισης. Cluster Point [Σημείο συσσώρευσης] Μαθημ. Κάθε σημείο Α ενός συνόλου Β για το οποίο ορίζεται μπάλα με κέντρο το Α η οποία περιέχει τουλάχιστον ένα σημείο του Β εκτός του Α. Cluster Radioactivity [Ραδιενέργεια Εκπομπής Συμπλεγμάτων] Πυρ. Φυσ. Ραδιενεργός αποδιέγερση πυρήνων κατά την οποία εκπέμπονται συμπλέγματα πρωτονίων και νετρονίων βαρύτερα από τα σωματίδια άλφα αλλά ελαφρύτερα από τους ελαφρύτερους πυρήνες που εκπέμπονται σε αντιδράσεις πυρηνικής σχάσης.

CoaxailTransmissionLineResonator

- 332 -

Cluster Variables [Σφαιρωτά σμήνη] Αστρον. Αστέρες άνθρακα. Chemically Pumped Laser, Carbon πληθυσμού II που ανήκουν σε παλαιότερη γενιά αστέ- Monoxide Laser ρων και είναι φτωχοί σε βαριά στοιχεία. Απόδειξη της Coagulation [Κροκίδωση] Χημ. Αποτελεί μια σταθερή ηλικίας τους είναι ο μεγάλος βαθμός εξέλιξης που πα- κατάσταση συσσωμάτωσης, που εμφανίζεται σε κολρουσιάζουν σε σχέση με άλλα ουράνια σώματα. λοειδή συστήματα. ΤΙ θέρμανση ή η προσθήκη ιόντων Clutch [Συμπλέκτης] Μηχ. Μηχανική διάταξη που ε- μπορούν να είναι αιτίες κροκίδωσης. νεργοποιεί το μηχανισμό σύνδεσης ή αποσύνδεσης δύο Coal [Ορυκτός άνθρακας ή γαιάνθρακας] Γεωλ. Γενικός στρεφόμενων τμημάτων αξόνων ή άξονα και συστήμαόρος που αναφέρεται σε όλα τα είδη ορυκτού άνθρακα τος μετάδοσης κίνησης (π.χ. στο αυτοκίνητο). που χρησιμοποιούνται ως καύσιμη ύλη. Προέρχονται Clutch P r e s s u r e Plate [Πλάκα πίεσης συμπλέκτη] από τη συσσώρευση και την ανθρακοποίηση φυτικής Μηχ. Το τμήμα του συμπλέκτη αυτοκινήτου με το ούλης υπό ειδικές συνθήκες και ως προς τη σύσταση ποίο πιέζεται ο δίσκος με ην βοήθεια ελατηρία)ν πάνω αποτελούν μίγμα πολύπλοκων ενώσεων άνθρακα, υστο σφόνδυλο του στροφαλοφόρου άξονα ώστε να υδρογόνου, οξυγόνου και αζώτου με κυμαινόμενης πεπάρχει σύνδεση μηχανής και τροχών και το οποίο κατά ριεκτικότητας οργανικά συστατικά (τέφρα).και ύδατος το πάτημα του ανάλογου πεντάλ, με τη συμπίεση των (υγρασία). Κατατάσσονται σε διάφορα είδη ανάλογα ελατηρίων απελευθερώνει τον δίσκο που τότε περιμε την περιεκτικότητα σε άνθρακα (βαθμός εξανθράστρέφεται ελεύθερα. κωσης), την εξωτερική μορφή και τη θερμαντική τους Clutter [Επιστροφές - Ανακλάσεις Περιβάλλοντος] Ηαπόδοση όπως σε ανθρακίτη, λιθάνθρακα, φαιάνθραλεκτρομαγν. Ανακλάσεις δέσμης ραντάρ προερχόμενες κα, τύρφη κ.λ.π. από φυσικά αντικείμενα, όπως την επιφάνεια της θάλασσας, από ψευδοστόχους ή από συσκευές παρεμβο- Coal Ash [Τέφρα ορυκτού άνθρακα] Γεωλ. Η συνολική λής, εμποδίζοντας τον εντοπισμό των πραγματικών περιεκτικότητα του ορυκτού άνθρακα (ευρέως κυμαινόμενη και αντίστροφα ανάλογη με τη περιεκτικότητα στόχων. του σε άνθρακα και τη ποιότητα του), σε μη καύσιμες Clutter Gating [Αποκοπή Επιστροφών Περιβάλλο- ουσίες και ουσίες παράγουσες μη πτητικές ενώσεις καντος - Υπόβαθρου] Ηλεκ. Διάταξη απόκρυψης προβο- τά τη καύση (π.χ. θειούχες ενώσεις, φωσφορικά άλατα) λής ανακλάσεων περιβάλλοντος βάση της κίνησής που παραμένουν ως στερεό υπόλειμμα κατά την ολική τους. Έτσι στην οθόνη προβολής στόχων του ραντάρ καύση του. εμφανίζονται μόνο οι κινούμενοι στόχοι με αντίστοιχη Coal Face [Μέτωπο εξόρυξης άνθρακα] Μεταλλ. Μηχ. ένδειξη, ενώ η συνηθισμένη εικόνα εμφανίζεται μόνο Οι πλευρές του εδάφους εντός των διαμερισμάτων του όταν δεν υπάρχουν ανακλάσεις περιβάλλοντος κοντά κοιτάσματος ορυκτού άνθρακα σ' ένα ορυχείο απ' όστον στόχο. που γίνεται, κατά συγκεκριμένο τρόπο εξέλιξης, η εξόcm [Εκατοστόμέτρο] Γεν. Σύμβολο μονάδα μέτρησης ρυξη των τεμαχίων. του μήκους που ισούται με το ένα εκατοστό του μέ- Coal Gas [Ανθρακαέριο] Υλικ. Κάθε καύσιμο αέριο που παράγεται κατά τη ξηρή απόσταξη ή κατά τη μέτρου. —> Centimeter Cm [Σύμβολο Cm] Χημ. Σύμβολο του τεχνικά κατα- θοδο της υπόγειας αεριοποίησης ορυκτού άνθρακα. σκευασμένου χημικού στοιχείου κιούριο, το οποίο έχει Coal Gasification [Εξαερίωση Ανθρακα] Χημ. Μηχ. ατομικό αριθμό 96 και ισότοπα με μαζικό αριθμό από Διεργασία μετατροπής του άνθρακα σε αέρια προϊό238 έως 250. Curium ντα, όπως C0 2 , Η2, CO, CH4, με επίδραση οξυγόνου ή cmHg [Εκατοστά Στήλης Υδραργύρου] Φνα. Μονάδα αέρα και ατμού, σε ειδικούς αντιδραστήρες. μέτρησης της πίεσης. Ο ορισμός της προέρχεται από Coal Humidity [Υγρασία ορυκτού άνθρακα] Γεωλ. II την πρώτη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης στο πεί- συνολική περιεκτικότητα του εξορυσσόμενου άνθρακα ραμα του Torriceli. -> Centimeter of Mercury σε νερό που κυμαίνεται εντός ευρύτατων ορίων (από C M O S Device [Διατάξεις CMOS] Ηλεκτρον. Ηλεκτρο- ελάχιστη έως και το συντριπτικό ποσοστό της μάζας νικές διατάξεις, επίδρασης πεδίου μετάλλου ημιαγω- του) αντίστροφα ανάλογη με τη ποιότητα του. γού (MOSFET), στα τραντζήστορ των οποίων υπάρ- Coal Liquifaction [Υγροποίηση Ανθρακα] Χημ. Μηχ. χουν δίαυλοι προσαύξησης τύπου ρ (PMOS) αλλά και Διεργασία καταλυτικής μετατροπής του άνθρακα σε τύπου n (NMOS). υγρά προϊόντα, παρουσία υδρογόνου ή καταλύτη που C Neutron [Νετρόνια τύπου C] Πυρ. Φυα. Έτσι καλού- μπορεί να δώσει υδρογόνο, όπως είναι η τετραλίνη. Τα νται τα νετρόνια που παράγονται στην καρδιά ενός α- προϊόντα είναι κυρίως ναφθενικές και αρωματικές εντιδραστήρα με κινητική ενέργεια περίπου 0.3eV, τα νώσεις. οποία μπορούν πολύ εύκολα να απορροφηθούν από Coal Measures [Μέτρα άνθρακα] Γεωλ. Στρωματογραστοιχεία απορρόφησης καδμίου. φικός όρος που ισοδυναμεί με την ανώτερη υποδιαίρεCo [Κοβάλτιο] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου ση του λιθανθρακοφόρου και περιλαμβάνει τη φάση κοβάλτιο, το οποίο έχει ατομικό αριθμό 27. Cobalt (υποδιαιρούμενη σε κατώτερη, μέση και ανώτερη) των 60 Co [Κοβάλτιο 60] Χημ. Σύμβολο του ραδιενεργού ισο- λιθανθρακοφόρων αλλά και του συνόλου των αποθέτόπου του κοβαλτίου. —» Cobalt-60 σεων της Βεστφαλίου, με ενδιαστρώσεις λιθανθράκων Co C u r r e n t Contact [Επαφή κατά ομορροή] Χημ. ανάμεσα σε τράπεζες ψαμμιτών, αργίλων και σχιστολίΜηχ. Αναφέρεται σε διεργασίες που περιλαμβάνουν θων. μεταφορά μάζας ή θερμότητας, μεταξύ δύο ρευμάτων Α και Β, όταν αυτά βρίσκονται σε επαφή και κινούνται Coal Oil [Ανθρακέλαιο] Υλικ. Έλαιο που λαμβάνεται προς την ίδια κατεύθυνση. Με αυτό τον τρόπο, η ω- ως παραπροϊόν κατά τη ξηρή απόσταξη καύσιμου ορυθούσα δύναμη διατηρείται χαμηλή. Χρησιμοποιείται κτού άνθρακα. Coal Self Ignition [Αυτανάφλεξη ορυκτού άνθρακα] κυρίως σε διεργασίες εκχύλισης υγρών. CO Laser [Λέιζερ Μονοξειδίου του Ανθρακα] Οπτικ. Γεωλ. Το φαινόμενο της αυτόματης ανάφλεξης στερεΕίδος χημικού λέιζερ που χρησιμοποιεί μονοξείδιο του ών ορυκτών καυσίμων (π.χ. σε αποθήκες, ορυχεία) παρουσία οξυγόνου του ατμοσφαιρικού αέρα λόγω του

- 333 -

χαμηλού σημείου αυτανάφλεξης τους και σε συνάρτηση με διάφορους παράγοντες (το πρόσφατο της εξόρυξης, το είδος της σύστασης, των συνθηκών Οερμοκρασίας και υγραίας κ.λ.π.). Coal T a r [Ανθρακόπισσα] Υλικ. Ιξώδες, καστανομέλανο υγρό, αποτελούμενο από πλήθος ενώσεων, κυρίως αρωματικού χαρακτήρα, που λαμβάνεται ως δευτερεύον προϊόν κατά τη ξηρή απόσταξη σε υψηλή θερμόκρασία καύσιμου ορυκτού άνθρακα και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή χιλιάδων οργανικών ενώσεων, φαρμάκων, βαφών, μονωτικών, διαλυτικών κ.λ.π. Coal T a r Dye [Βαφή από ανθρακόπισσα] Υλικ. Οργανική βαφή που παρασκευάζεται με βάση κάποιο συστατικό ή παράγωγη ένωση συστατικού της ανθρακόπισσας όπως τολουόλιο, φαινόλες, ξυλόλιο κ.λ.π. Coalification [Ανθρακοποίηση] Γεωλ. Carbonification. Coalsack [Ανθρακόσακκος] Αστρον. Ονομασία που αποδόθηκε σε σκοτεινό χάσμα του Γαλαξία, σε μία περιοχή με μεγάλη πυκνότητα αστέρων κοντά στον αστερισμό του Νότιου Σταυρού που φαίνεται, λόγω της παντελούς έλλειψης αστέρων, σαν οπή ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί σκοτεινό νεφέλωμα που αποκρύπτει το φως των πίσω από το φώς υπαρχόντων αστέρων. Coarse Aggregate [Χονδρόκοκκο αδρανή] Πολ. μηχ. Υλικό που αποτελείται από θραυστή πέτρα ή χαλίκια με ελάχιστη διάσταση των κόκκων μεγαλύτερη από ένα εκατοστό. Χρησιμοποιείται στην σύνθεση σκύροδεμάτων και στη σύνθεση υλικού βάσης και υπόβασης σε έργα οδοποιίας. Coarse G r a i n e d [Χονδρόκοκκο ή αδρομερές] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει θραύσματα ιζηματογενών και εκρηξιγενών πετρωμάτων με ορατό μακροσκοπικά κρυσταλλικό ιστό. Coast G u a r d [Ακτοφυλακή] Γεν. Αστυνομικού τύπου μονάδα που με τον κατάλληλο μηχανολογικό, ηλεκτρονικό και στρατιωτικό εξοπλισμό είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια των ακτών, την πάταξη παράνομης διακίνησης αγαθών και την απόκρουση εχθρικών ενεργειών. Coastal Engineering [Αιμενικά έργα] Πολ. μηχ. Γνωστικύς κλάδος της επιστήμης των πολιτικο')ν μηχανικών αντικείμενο του οποίου είναι η έρευνα της επιδράσης της θάλασσας στην διαμόρφωση της ακτογραμμής και ο σχεδιασμός και η μελέτη τεχνικών έργων που εκτελούνται κατά το μήκος της παραλίας ως προστατευτικά έναντι αυτής της επίδρασης ή για τις ανάγκες ελλιμενισμού πλοίων. Coastline [Ακτογραμμή] Γεν. Η γραμμή κατά το μήκος της παραλίας που οριοθετεί το σύνορο μεταξύ του νερού και του εδάφους και η οποία καθορίζεται νομικά από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Coated Cathode [Επικαλυμμένη Κάθοδος] Πλχκ. Κάθοδος σωλήνων εκπομπής και επιτάχυνσης ηλεκτρονίων, με επικάλυψη από μαλακό μεταλλικό υλικό έτσι ώστε, κατά την θέρμανσή της, να αυξηθεί ο ρυθμός παραγωγής ηλεκτρονίων από αυτήν. Coated Electrode [Επικαλομμένο Ηλεκτρόδιο] ΜεταλΧ Χρησιμοποιείται στην ηλεκτροσυγκόλληση μετάλλων, ο)ς προσθετικό υλικό. Πρόκειται για ηλεκτρόδιο στο οποίο υπάρχει επικάλυψη μεταλλικών οξειδίων. Coated Filament [Επικαλομμένο Νήμα Θερμιονικής Εκπομπής] Ηλεκ. Νηματώδης κάθοδος σωλήνων εκπο-

Coaxial Planes

μπής και επιτάχυνσης ηλεκτρονίων, η οποία έχει επικαλυφθεί από οξείδια μετάλλων, έτσι ώστε κατά τη θέρμανση της να αυξηθεί ο ρυθμός παραγωγής ηλεκτρονίων από αυτήν. Coaxial [Ομοαξονικός] Επικοιν. Τυλιγμένα στρώματα πάνω σε έναν κοινό άξονα. Coaxial Cable 1 [Ομοαξονικό καλώδιο] Επικοιν. Καλώδια ομοαξονικά με ενδιάμεση μόνωση πολλών ειδών που συναντιούνται σπανιότερα και στα τοπικά δίκτυα με ψηλές ταχύτητες και ανάλογο κόστος, Coaxial Cable 2 [Ομοαξονικό Καλώδιο] Ηλεκτρομαγν. Καλώδιο με κυλινδρική μορφή, κατάλληλο για τη μεταφορά εναλλασσόμενων τάσεων υψηλής συχνότητας, Η παροχή είναι ένας αγωγός κατά μήκος του άξονα της κυλινδρικής γείωσης, μεταξύ των οποίων υπάρχει μονωτικό υλικό, όπως και γύρω από τη γείωση. Το καλώδιο αυτό δέχεται ελάχιστες παρεμβολές. Coaxial Capacitor [Ομοαξονικός Πυκνωτής] Ηλεκ. Πυκνωτής όπου οι οπλισμοί του έχουν κυλινδρική μορφή με κοινό άξονα. Cylindrical Capacitor Coaxial Cavity [Ομοαξονική] Κοιλότητα Συντονισμού] Ηλεκτρομαγν. Κοιλότητα συντονισμού με τη μορφή κυλίνδρου στον άξονα του οποίου υπάρχει αγο)γός συνδεδεμένος στους ανακλαστήρες των βάσεών της. Coaxial Cavity M a g n e t r o n [Μάγνητρον Ομοαξονικής Κοιλότητας Συντονισμού] ΙΙλεκ. Γεννήτρια παραγωγής μικροκυμάτων υψηλής ισχύος και σταθερότητας, η οποία χρησιμοποιεί μια ομοαξονική κοιλότητα συντονισμού υψηλού συντελεστή ποιότητας συζευγμένη με άλλες απλούστερες κολότητες. Coaxial Circles [Ομοαξονικοί κύκλοι] Μαθημ. Σύνολο κύκλων με χαρακτηριστική ιδιότητα ώστε κάθε κύκλος να έχει τον ίδιο κύριο άξονα με οποιονδήποτε από τους υπόλοιπους. Coaxial Connector 1 [Ομοαξονικό Βύσμα] Ηλεκτρομαγν. Βύσμα σύνδεσης ενός ομοαξονικού καλαυδίου και μίας ηλεκτρονικής συσκευής ίδιας σύνθετης αντίστάσης με τη γραμμή μεταφοράς, ώστε να μειώνονται οι ανακλάσεις των κυμάτων. Coaxial Connector 2 [Ομοαξονικός συνδέτης] Επικοιν. Ειδικός συνδετήρας για το ομοαξονικό καλώδιο. Coaxial Cylinder M a g n e t r o n [Μάγνητρον Ομοαξονικών Κυλινδρικών ΙΙλεκτροδίων] Ηλεκ. Γεννήτρια παραγωγής μικροκυμάτων με κυλανδρικής μορφής κάθοδο και άνοδο. Coaxial Cylinders [Ομοαξονικοί κύλινδροι] Μαθημ. Κάθε ζεύγος κυλίνδρων οι οποίοι έχουν πλευρικές επιφάνειες που αποτελούνται από παράλληλες ευθείες κάθετες σε ομόκεντρους κύκλους που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, Coaxial Line [Ομοαξονική Γραμμή Μεταφοράς] Ηλχκτμομαγν. Γραμμή μεταφοράς κυμάτων με τη μορφή ομοαξονικού καλωδίου. —> Coaxial Cable Coaxial Line Resonator [Ομοαξονική Γραμμή Συντονισμού] Ηλεκτρομα^/ν. Ομοαξονικό καλνώδιο το οποίο χρησιμοποιείται σα γραμμή συντονισμού, το μήκος της οποίας χαρακτηρίζει τη συχνότητα και το μήκος κύματος συντονισμού. Τα δύο άκρα της ή οι αγωγοί στο ένα άκρο της είναι δυνατόν να είναι ενωμένα μεταξύ τους. Coaxial P a i r [Ομοαξονικό ζεύγος] Επικοιν. Ζεύγος καλωδίων συνήθως συνεστραμμένων εσωτερικά και κατά τα άλλα δομημένο ομοαξονικά. Αυτό δίνει αρκετά μεγάλο κόστος. Coaxial Planes [Ομοαξονικά επίπεδα] Μαθημ. Κάθε οικογένεια επιπέδων με χαρακτηριστική ιδιότητα να

Coaxial Transmission Line Resonator

- 334 -

έχουν κοινή μια ευθεία γραμμή. Coaxial Transmission Line Resonator [Ομοαξονική Γραμμή Μεταφοράς] Ηλεκτρομαγν. Γραμμή μεταφοράς κυμάτων με την μορφή ομοαξονικού καλωδίου. Coaxial Cable Cobalt [Κοβάλτιο] Χημ. Χημικό στοιχείο που συμβολίζεται ως Co. Το κοβάλτιο είναι σιδηρομαγνητικό μέταλλο με ατομικό αριθμό 27, θερμοκρασία Curie 1075°C, μέσο ατομικό βάρος 58.93, σθένος 2 ή 3, σκληρότερο του σιδήρου και χρησιμοποιείται εκτεταμένα για την παρασκευή κραμάτων. Αν και υπάρχει ως ιχνοστοιχείο σε κάθε οργανισμό είναι εξαιρετικά τοξικό σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις. Cobalt-60 [Κοβάλτιο 60] Πυρ. Φυα. Ραδιενεργό ισότοπο του κοβαλτίου με μαζικό αριθμό 60. Απόδιεγείρεται με εκπομπή ακτινοβολίας γ και β και έχει μέσο χρόνο ζωής 5.3 έτη. Χρησιμοποιείται στη ραδιογραφία, ιατρική ή βιομηχανική, ως πηγή ακτινών γ. Cobalt Acetate [Οξικό Κοβάλτιο] Οργ. Χημ. Αλας του οξικού οξέος, με χημικό τύπο Co(CH3COO)2, μοριακό βάρος 236,07 και σημείο τήξεως 100 °C. Είναι κρυσταλλική ένωση, η οποία ενυδατο')νεται με 4 μόρια νερού και δίνει κόκκινη στερεά ουσία με σημείο τήξεως ϊ 40 °C. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωμάτων και βερνικιών. Cobalt Blue [Κυανούν κοβαλτίου] Χημ. Το κυανού του Thenard, ανθεκτική στα οξέα χρωστική, ζωηρού κυανού έως πράσινου χρώματος, που αποτελείται από μίγμα οξειδίων του κοβαλτίου και του αργίλιου υπό διάφορες αναλογίες. Cobalt B r o m i d e [Βρωμιούχο Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CoBr 2 , το μοριακό βάρος 218,74 και το σημείο τήξεως 678 °C. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, ακετόνη και αλκοόλες. Ενυδατώνεται με 6 μόρια νερού και σχηματίζει πορφυρούς κρυστάλλους, CoBr 2 *6H 2 0, με σημείο τήξεως 47-48 °C. Χρησιμοποιείται σε υγρόμετρα. Cobalt Chloride 1 [Χλωριούχο Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Το διχλωριούχο κοβάλτιο έχει χημικό τύπο CoCl2, μοριακό βάρος 129,84, σημείο τήξεως 724 °C και σημείο ζέσεως 1049 °C. Είναι μπλε κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Ενυδατώνεται με 6 μόρια νερού, δίνοντας κόκκινο κρυσταλλικό άλας,

κινη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμπαθητικές μελάνες. Cobalt Oxide [Οξείδιο του Κοβαλτίου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για γκρι κρυσταλλική ένωση, που σχηματίζεται κατά την ανάφλεξη νιτρικού κοβαλτίου. Έχει χημικό τύπο Co 2 0 3 , μοριακό βάρος 165,86, σημείο τήξεως 895 "C και είναι αδιάλυτη σε νερό και αιθανόλη, ενώ διαλύεται σε οξέα. Cobalt Sulfate 1 [Θειικό Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Άλας του θειικού οξέος με κοβάλτιο, που έχει χημικό τύπο CoS0 4 και μοριακό βάρος 154,99. Είναι μπλε κρυσταλλική ουσία, με σημείο τήξεως 735 "C, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Ενυδατώνεται με μόρια νερού, σχηματίζοντας κόκκινους, υδατοδιαλυτούς κρυστάλλους. Cobalt Sulfate 2 [Θειικό Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Λναφέρεται στην ένωση Co 2 (S0 4 )3 x 18II 2 0, που έχει μοριακό βάρος 730,31 και σημείο τήξεως 35 °C. Είναι μπλε, κρυσταλλική, διαλυτή σε νερό και θειικό οξύ. Cobalt Trifluoride [Τριφθοριούχο Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με καφέ χρώμα, που έχει χημικό τύπο CoF3, μοριακό βάρος 115,93 και είναι αδιάλυτη σε οργανικούς διαλύτες. Διαλύεται σε ψυχρό νερό και σχηματίζει το υδροξείδιο, Co(OH)3. Cobaltite [Κοβαλτίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο και αρσενικούχο κοβάλτιο, κύριο μετάλλευμα κοβαλτίου. Συναντάται σε αργυρόλευκους, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος υπό μορφή συσσωμτωμάτα>ν σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,3. Cobble [Παιπάλη] Γεωλ. Τεμάχιο πετρώματος αποστρογγυλεμένου λόγω κυλίνδησης και τριβής (π.χ. υπό την επενέργεια ύδατος στις όχθες και τους πυθμένες), ενδιάμεσου μεγέθους μεταξύ της κροκάλης και του ογκύλιθου, με διάμετρο δηλ. από 64 έως 256 χιλιοστά. Cobble Conglomerate [Παιπαλοπαγές] Γεωλ. Συμπαγές κλαστικό ίζημα αποτελούμενο, κυρίως, από παιπάλες, είτε του ιδίου πετρώματος (μονόμικτο) είτε διαφορετικών (σύμμεικτο), συγκολλημένων μεταξύ τους με κάποιο συνδετικό υλικό (ασβεστολιθικό, πυριτικό κ λ . π.).

CoCl2 x 6H 2 0, με σημείο τήξεως 86 °C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Cobalt Chloride* [Χλωριούχο Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Το τριχλωριούχο κοβάλτιο έχει χημικό τύπο CoCl3 και μοριακό βάρος 165,29. Πρόκειται για κόκκινη ή κίτρινη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό, που χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Cobalt Fluosilicate [Φθοροπυριτικό Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Ενυδατωμένο άλας, με χημικό τύπο CoSiF 6 x6H 2 0 και μοριακό βάρος 309,10. Είναι κοκκινωπή, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οδοντιατρικών παρασκευασμάτων. Cobalt Molybdate Desulphurization [Αποθείωση με κοβάλτιο και μολυβδαίνιο] Χημ. Μηχ. Διεργασία καταλυτικής αποθείωσης κλασμάτων πετρελαίου, με καταλύτη που περιέχει οξείδιο του κοβαλτίου και του μολυβδαινίου, σε αργιλικό υπόστρωμα. Cobalt Nitrate [Νιτρικό Κοβάλτιο] Ανόργ. Χημ. Αλας του νιτρικού οξέος, το οποίο ενυδατώνεται με 6 μόρια νερού. Έχει χημικό τύπο Co(N03) 2 x 6H 2 0, μοριακό βάρος 291,03 και σημείο τήξεως 55-56°C. Είναι κόκ-

Coblentzian [Κομπλέντσιον] Γεωλ. II νεότερη γεωλογική βαθμίδα της κατώτερης υποπεριόδου της Δεβονίου περιόδου (πριν 35 εκατ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα που περιλαμβάνει τις υποβαθμίδες Έμσιον και Σιγένιον και είναι νεότερη του Γεδενίου της ίδιας υποπεριόδου και παλαιότερη του Εϊφελίου της μέσης Δεβονίου. C o b o u n d a r y [Συνοριακό] Μαθημ. Το αποτέλεσμα που λαμβάνεται για κάθε όρισμα ενός συνοριακού τελεστή. Coboundary Operator [Συνοριακός τελεστής] Μαθημ. Συνάρτηση ορισμένη από το σύνολο C"OTO σύνολο C n+l , ένα προς ένα, επί, συνεχής, με συνεχή αντίστροφη συνάρτηση και με την χαρακτηριστική ιδιότητα: αν f η συνάρτηση τότε Γ +1 - Γ =0. Coccolith [Κοκκόλιθος] Γεωλ. Μικροσκοπικός πλακοειδής ασβεστολιθικός σχηματισμός από άθροισμα μεμονωμένων κρυστάλλων που αποτελεί συστατικό των κοκκολιθοφόρων Οαλασσογενών αποθέσεων και προέρχεται από τα σκελετικά υπολείμματα της κοκκόσφαίρας των κοκκολιθοφόρων. Coccolith Ooze [Κοκκολιθική ιλύς] Γεωλ. Θαλασσογενής απόθεση θερμών θαλασσών, ιδιαίτερα της Νεο-

- 335 κρητιδικής περιόδου, όπου αφθονούν οι κοκκόλιΟοι. Cochannel |Ομοκαναλικός1 Επικοιν. Περίπτωση μετάδόσης στο ίδιο κανάλι. Cochannel C a r r i e r [Ομοκαναλικός φορέας] Επικοιν. Φορέας κοινής συνύπαρξης 2 καναλιών πχ τηλεοπτικών. Cochannel Interference [Ομοκαναλική παρεμβολή] Επικοιν. Το είδος της παρεμβολής από σήματα που εκπέμπονται στο ίδιο κανάλι πχ στην περίπτίοση της πολυπλεξίας. Cochannel Transmission [Ομοκαναλική μετάδοση] Επικοιν. Πολλά συστήματα δεν ευνοούν ομοκαναλική μετάδοση λόγω παρεμβολών και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αξιολογηθεί η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης του καναλιού. ^ Cochineal [Κοχεννίλη ή καρμίνιο] Χημ. Φωτεινή ερυθρή φυσική χρωστική ουσία, με κύριο χρωστικό συστατικό το καρμινικό οξύ, που λαμβάνεται με αποξήρανση και κοκκοποίηση των σωμάτων των θηλυκών εντόμων κοχενίλλη. Χρησιμοποιείται στη χρώση τροφίμων, στη ζωγραφική κ.λ.π. Cochlcoid [Κοχλιοειδής] Μαθημ. Καμπύλη η οποία βρίσκεται πάνω στο επίπεδο και προσδιορίζεται από την εξίσωση Γθ=α5Ϊηθ μέσω των πολικών συντεταγμένων (Γ,Θ) με το Α να είναι σταθερή ποσότητα. Cocinerite [Κοκκινερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο άργυρο και χαλκό. Συναντάται σε γκρίζους αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους αγνώστου συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,1. Cockcroft - W a l t o n Accelerator [Επιταχυντής Cockcrofl - Walton] Τεχνολ. Επιταχυντής φορτισμένων σωματιδίων που χρησιμοποιεί στατικά ηλεκτρικά πεδία παραγόμενα από συνεχή υψηλή ηλεκτρική τάση. Για την παραγωγή της τάσης χρησιμοποιείται διάταξη μετασχηματιστών και ανορθωτών. Cocoa Butter [Βούτυρο του κακάου] Υλικ. Υπόλευκο ή υποκίτρινο αρα>ματικό ιξώδες λίπος γλυκειάς γεύσης, που εξάγεται κατά τη διαδικασία απολίπανσης, με έκθλιψη με ειδικά υδραυλικά πιεστήρια,, από τους κύαμους του κακάο (οι αποφλοιωμένοι περιεκτικότητας 50% σε λίπος). Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία σοκολάτας, τη κοσμητική, τη φαρμακευτική κ.λ.π. Coconut Oil [Ελαιο κόκκου] Υλικ. Αευκή ιξώδης λιπαρή ουσία χαρακτηριστικής οσμής, αποτελούμενη από μίγμα γλυκεριδίων των λαουρικού, παλμιτικού, καπρονκού κ.λν.π. οξέων, που εξάγεται από το λεύκωμαιώδη πυρήνα (κόπρα) των ινδικών καρύων. Χρήσιμοποιείται στην σαπωνοποιία και ως εδώδιμο λίπος. Cod Liver Oil [Μουρουνέλαιο] Υλικ. Φυσικό ελοιώδες υγρό που λαμβάνεται από το ήπαρ της μουρούνας με διαχωρισμό από τη στεαρίνη. Είναι χρώματος καστανοκίτρινου, διαλυτό στην αλ^κοόλη, τον αιθέρα και το χλωροφόρμιο, με ειδικό βάρος 0,9. Χρησιμοποιείται στην ιατρική λόγω της υψηλής του περιεκτικότητας σε βιταμίνες Α και D καθώς και τη βυρσοδεψία. Code [Κώδικας] Επικοιν. Είναι στην ουσία μία συνάρτηση η οποία αντιστοιχίζει κάποιο δεδομένο σύμβολο σε κάθε γράμμα, αριθμό ή ακόμη και συλλαβή ώστε να είναι δυνατός ο μετασχηματισμός κάθε είδους πληροφορίας σε μία ειδική μορφή για την εξυπηρέτηση διαφόρων αναγκών όπως είναι η μετάδοσή τους ή ακόμη και η απόκρυψή τους. Code Checking Time [Χρόνος ελέγχου κώδικα] Πληρ. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ανίχνευση

Code Sensitivity

και τον εντοπισμό σφαλμάτων ενός κωδικοποιημένου υπολογιστικού προγράμματος Kat τελικά τον έλεγχο της ορθότητας του. Code Converter [Μετατροπέας κώδικα] Πληρ. Η ειδική μονάδα, η οποία μετατρέπει τα δεδομένα από τη μορφή στην οποία βρίσκονται κωδικοποιημένα σε μια άλλη με αυτόματο τρόπο. Code Division Multiple Access [Πολλαπλή πρόσβαση διαίρεσης κώδικα] Επικοιν. Ψηφιακή τεχνολογία (για κυψελοειδή μορφή) όπου σε κάθε κανάλι αντιστοιχεί ένα πλήρες διαθέσιμο φάσμα για κωδικοποίηση (Spread Spcctrum). Code Division Multiplex [Πολύπλεξη διαίρεσης κώδικα] Επικοιν. Η τεχνική CDMA όταν χρησιμοποιηθεί και πολύπλεξη. Code Element [Στοιχείο κώδικα] Επικοιν. Ένα δομικό στοιχείο του κώδικα επικοινωνίας όπως ένα σημείο στίξης (στην αναπαράσταση του) ή ένα στοιχείο ελέγχου (όπως οι χαρακτήρες 1 - 3 2 του αλφαβήτου ASCI1). Code Element [Στοιχείο κώδικα] Πληρ. 1. Τα σύμβολα και οι χαρακτήρες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση των δεδομένων στο υπολογιστικό σύστημα και αντλούνται από ένα συγκεκριμένο σύνολο κωδικοποιημένων χαρακτήρων ή γενικότερα από έναν κώδικα. 2. Το στοιχείο από ένα σύνολο στοιχείων δεδομένων που αποτελούν τους χαρακτήρες ενός κο'ίδικα. Code E r r o r [Σφάλμα κώδικα] Πληρ. Το σφάλμα, το οποίο παρατηρείται σε μια εντολή της γλώσσας προγραμματισμού χαμηλού επιπέδου( μηχανή ς). Code Extension [Επέκταση κώδικα] Πληρ. 1. Ο κατάλλ.ηλος συνδυασμός και ομαδοποίηση των χαρακτήρων και των συμβόλων, που χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένος κώδικας έτσι ώστε να προκύψουν νέοι χαρακτήρες και σύμβολα του κώδικα αυτού. 2. Η διαδικασία απόδόσης ενός ή περισσοτέρων χαρακτήρων με τη χρήση διαφορετικού κώδικα που καθορίζεται από το χαρακτήρα ελέγχου, ο οποίος προηγείται των χαρακτήρων αυτών κατά την μεταφορά τους διαμέσου του υπολογιστικού συστήματος. Code G r o u p [Ομάδα κώδικα] Επικοιν. Μια ακολουθία συμβόλνων που μετά την κωδικοποίηση σπάνια έχουν ένα οποιοδήποτε νόημα. Code Holes [Οπές κώδικα] Πληρ. Σε ένα μέσο αποθήκευσης, οι οπές στις οποίες καταχωρούνται τα κωδικοποιημένα δεδομένα. Code Independent Channel [Κανάλι ανεξάρτητο κώδικα] Επικοιν. Η ορολογία θα συναντηθεί στην πολόπλέξη κυρίως μέσω χρόνου όπου τα κανάλια χρησιμοποιούνται ανεξάρτητα από χρόνο (αντί CDMA), Code Position [Θέση κώδικα! Πλημ. Αναφέρεται στο σημείο κάποιου μέσου αποθήκευσης, στο οποίο καταχωρούνται τα δεδομένα. Συνήθως, ο όρος αναφέρεται στο σημείο ενός διάτρητου δελτίου που καθορίζεται ως η τομή μιας γραμμής και μιας στήλης του δελτίου αυτού. Code Ringing ΙΚώδικας χτυπήματος! Επικοιν. Συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται διαφορετικά κουδούνια ή έστω ηχητικά σήματα για να δηλώνουν ένα συγκεκριμένο τηλέφωνο, χρήστη ή σήμα. Code Sensitivity [Ευαισθησία κώδικα] Πληρ. Χαρακτηρισμός των προγραμμάτων ή των συσκευών του υπολογιστικού συστήματος, τα οποία αναγνωρίζουν και χρησιμοποιούν δεδομένα που αναπαρίστανται με τη χρήση ενός προκαθορισμένου κώδικα.

Code Translation

- 336-

Code Translation [Μετάφραση κώδικα] Επικοιν. 1. Μετάφραση μεταξύ γλωσσών προγραμματισμού (όπου είναι δυνατόν). 2. Μεταφορά μιας μορφοποίησης σε μια άλλη (πχ εικόνας με format JPEG σε format GiF). Οι μετατροπείς αυτοί είναι πολύ χρήσιμοι και ο κατασκευαστής κάθε νέου προτύπου ή πρωτοκόλλου πρέπει να ενσωματώνει τέτοια φίλτρα για το Προϊόν του. Code T r a n s p a r e n c y [Ανεξαρτησία κώδικα] Πληρ. Χαρακτηρισμός των προγραμμάτων ή των συσκευών του υπολογιστικού συστήματος, τα οποία αναγνωρίζουν και επεξεργάζονται δεδομένα με τη χρήση ενός οποιονδήποτε τυχαίου κώδικα. Codebook [Βιβλίο με κώδικες] Επικοιν. Αφού σχηματιστεί ένας κατάλογος συχνότητας εμφάνισης λέξεων ή και συλλαβών και ομάδων συνεχών χαρακτήρων γίνεται μια κωδικοποίηση πχστο πρωτόκολλο V.42. Coded C h a r a c t e r Set [Σύνολο κωδικοποιημένων χαρακτήρων] Πληρ. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι βρίσκονται ομαδοποιημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε ο καθένας να αντιστοιχίζεται αυτόματα στην κωδικοποιημένη μορφή του και κατά συνέπεια να διευκολύνεται η χρήση και ο χειρισμός τους από τους χρήστες του υπολογιστικού συστήματος. Coded P r o g r a m [Κωδικοποιημένο πρόγραμμα] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο έχει γραφεί σε κάποια συμβολική γλαοσσα και συνεπώς είναι έτοιμο να "τρέξει" από τον υπολογιστή, σε αντίθεση με ένα πρόγραμμα που είναι σχεδιασμένο στο χαρτί με τη βοήθεια διαγράμματος ροής. Coded Stop [Προγραμματισμένη διακοπή] Πληρ. Η προσωρινή διακοπή της εκτέλεσης ενός προγράμματος σε προκαθορισμένα και συγκεκριμένα σημεία (breakpoints) με την χρήση κατάλληλαον συνθηκών. Πραγματοποιείται, συνήθως, με χρήση συνθηκών άλματος, που προκαλούν άλμα στον εαυτό τους. Coder [Κωδικοποιητής] Επικοιν. Μηχανισμός ή λογισμικό που κωδικοποιεί ένα σήμα ή ένα πρόγραμμα πάνω σε κάποιο δεδομένο πρότυπο. Coder Decoder (Codec) [Κωδικό- αποκωδικοποιητής] Επικοιν. Μηχανισμός που συνδυάζει κωδικοποιητή και αποκωδικοποιητή. Codetext [Κωδικοποιημένο κείμενο] Επικοιν. Το αποτέλεσμα μετά από ένα ή περισσότερα περάσματα της διαδικασίας κωδικοποίησης πάνω από το πρωτότυπο (Plaintext). Coding [Κωδικοποίηση] Πληρ. Η συγγραφή κώδικα προγράμματος σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού από ένα προγραμματιστή, για την εκτέλεση στον υπολογιστή μίας λογικής διεργασίας που αναλώθηκε και σχεδιάστηκε σε ένα λογικό διάγραμμα. Coding Rate [Ρυθμός κωδικοποίησης] Επικοιν. Πολύ σημαντική παράμετρος αφού αν κρίνει το ρυθμό μετάδοσης μιάς εικόνας. Αν η κωδικοποίηση είναι δύσκολη και δεν απαιτείται ακρίβεια επιλέγεται απλούστερη χρωματική κλίμακα που κωδικοποιείται ευκολότερα. Coding Scheme [Σχήμα κωδικοποίησης] Επικοιν. 1. Έτσι αναφέρεται ο ίδιος ο κώδικας. 2. Συνήθως η κωδικοποίηση αντιστοιχεί σε ένα σχηματικό γράφημα που βοηθά να παρασταθεί ικανοποιητικά η εργασία πχ τα δέντρα κώδικα της διαμόρφωσης Trellis. Coding Sheet [Εντυπο κώδικα] Πληρ. Το έντυπο (φύλλο χαρτιού), τρ οποίο είναι ειδικά διαμορφωμένο ώστε να διευκολύνει την συγγραφή ενός υπολογιστικού προγράμματος. Coding Technique [Τεχνική κωδικοποίησης].Επικοιν.

Πολύ παλιά ενέργεια που απόκτησε σταδιακά μαθηματικό περιεχόμενο (θεωρία αναπαράστασης, θεωρία γραφημάτων, θεωρία πληροφορίας, θεωρία κωδίκων, θεωρία επικοινωνιών, πληροφορική κτλ) και ενισχύθηκε αποτελεσματικά από την χρήση υπολογιστών. Coefficient [Συντελεστής] Μαθημ. Σε κάθε μονώνυμο ο αριθμός ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τα γράμματα που αντιπροσωπεύουν τις ποσότητες του μονωνύμου ονομάζεται συντελεστής. Coefficient Of Absorption [Συντελεστής Απορρόφησης] Φνσ. Φυσικό μέγεθος που χαρακτηρίζει την ικανότητα απορρόφησης από ένα υλικό μέσο ηλεκτρομαγνητικών ή μηχανικών κυμάτων ή και των σωματιδίων μιας δέσμης. Absorption Coefficient Coefficient Of Capacitance [Συντελεστής Χωρητικότητας] Ηλεκ. Σε περίπτωση ενός συστήματος αλληλεπιδρώντων πυκνωτών, η χωρητικότητα ενός πυκνωτή αντικαθίσταται από το συντελεστή χωρητικότητάς του: Cjj ο οποίος υπολογίζεται διαιρώντας το φορτίο: Qj του πυκνωτή με την τάση του: V; όταν οι τάσεις των άλλων πυκνωτών είναι μηδέν. Γενικά ισχύει:. Coefficient Of Compressibility [Συμπιεστότητα] Μηχ. Ορίζεται ως: C = -(l/V)*dV/dP όπου V ο όγκος του σώματος και Ρ η εξωτερική πίεση. Εκφράζει τη μεταβολή του όγκου ανά μονάδα όγκου σε μοναδιαία μεταβολή της εξωτερικής πίεσης και είναι το αντίστροφο του μέτρου ελαστικότητας όγκου ή μέτρου του Young. Coefficient Of Condensation [Συντελεστής Συμπύκνωσης] Φνσ. Αδιάστατος αριθμός που ισούται με το πηλίκο των μορίων που περνούν από την αέρια στην υγρή ή στερεή φάση προς το σύνολο των μορίων που προσπίπτουν στη διαχωριστική επιφάνεια των δύο φάσεων. Coefficient Of Conductivity [Συντελεστής Θερμικής Αγωγιμότητας] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που εκφράζει τον ρυθμό μεταφοράς θερμότητας ανά μονάδα επιφάνειας και μοναδιαία βαθμίδα θερμοκρασίας του υλικού. Μετριέται σε Jxs -, xin ^Κ" 1 . —> Thermal Conductivitv Coefficient Of Coupling [Συντελεστής Σύζευξηςί ΦιχΤ. Φυσικό μέγεθος που εκφράζει τη σύζευξη ενός φυσικού συστήματος με κάποιο άλλο μέσω κάποιου πεδίου δυνάμεων. Coupling Constant Coefficient Of Cubical Expansion [Συντελεστής Κυβικής Διαστολής] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που εκφράζει την % μεταβολή του όγκου ενός φυσικού συστήματος, αερίου, υγρού ή στερεού, σε μοναδιαία μεταβολή της θερμοκρασίας του, υπό σταθερή εξωτερική πίεση. Μετριέται σε grad*1 και συμβολίζεται ως "α". Αναφέρεται και ως συντελεστής θερμικής διαστολής. Coefficient Of Discharge [Συντελεστής Παροχής] Μηχ.Ρενστ. Αδιάστατος αριθμός που ισούται με το πηλίκο της πραγματικής προς την ιδανική παροχή ρευστού, υπό τις ίδιες συνθήκες από ένα ακροφύσιο. —> Discharge Coefficient Coefficient Of Eddy Diffusion [Συντελεστής Τυρβώδους Διάχυσης] Ρενστομηχ. Ορίζεται για τυρβώδη ροή μάζας και αντιστοιχεί στο συντελεστή διαχύσεως, σύμφωνα με το νόμο του Fick. Ονομάζεται και δινοδιαχυτότητα μάζας και συμβολίζεται με ε 0 · Coefficient Of Elasticity [Συντελεστής Ελαστικότητας] Φνσ. Μέγεθος που μετρά την επιμήκυνση ή συμπίεση ενός σώματος, όταν σε αυτό επιδρά μια εξωτερική δύναμη ή πίεση. Modulus of Elasticity

-337 -

Coenzym A

Coefficient Of Expansion [Συντελεστής Διαστολής] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που περιγράφει τη μεταβολή του όγκου ενός σώματος όταν μεταβάλλεται η θερμοκρασία του. —> Coefficient of Cubical Expansion Coefficient Of Friction [Συντελεστής Τριβής] Φυα. Αδιάστατο φυσικό μέγεθος που ισούται με το πηλίκο της δύναμης που αντιστέκεται στην κίνηση ή στην έναρξη κίνησης ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο (παράλληλη στην επιφάνεια επαφής) προς την κάθετη δύναμη στην επιφάνεια επαφής. Coefficient Of Friction Of Rest [Συντελεστής Στατικής Τριβής Ολίσθησης] Φυα. Coefficient of Static Friction. Coefficient Of Induction [Συντελεστής Επαγωγικού Φορτίου] Φυα. Φυσικό μέγεθος με μονάδα χωρητικότητας που χρησιμοποιείται στην περίπτωση ενός συστήματος πολλών αγωγών - πυκνωτών και συνδέει το φορτίο ενός αγωγού με την τάση ενός άλλου σύμφωνα με την σχέση: Q,=Sj Qj-Vj Coefficient Of I n t e r n a l Friction [Συντελεστής εσωτερικής τριβής] Εδαφομηχ. Είναι η εφαπτομένη της γωνίας εσωτερικής τριβής ενός εδαφικού υλικού και εκφράζει τον λόγο της διατμητικής αντοχής του εδαφικού υλικού προς την αντίστοιχη ορθή δύναμη. Ο συντελεστής αυτός καθορίζεται πειραματικά και είναι χαρακτηριστικός για κάθε διαφορετική ποιότητα κόκκων εδαφικού υλικού. Coefficient Of Kinematic Viscosity [Συντελεστής Κινηματικού Ιξώδους] Μηχ. Ρευστ. Φυσικό μέγεθος που ισούται με το συντελεστή ιξώδους ενός ρευστού (αερίου ή υγρού) διαιρεμένο με την πυκνότητά του. —> Kinematic Viscosity Coefficient Of Kinetic Friction [Συντελεστής Κινηματικής Τριβής] Φυσ. Αδιάστατο φυσικό μέγεθος που ισούται με το πηλίκο της δύναμης που αντιστέκεται στην ολίσθηση ή κύλιση ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο προς την κάθετη δύναμη στην επιφάνεια επαφής. Χωρίζεται σε συντελεστή τριβής κύλισης και ολίσθησης.

τας δύο σωμάτων που συγκρούονται κεντρικά μετά την κρούση τους προς το μέτρο της σχετικής ταχύτητας τους πριν την κρούση. Παίρνει τιμές από 0 έως 1. Όταν e=0 η κρούση είναι τελείως ανελαστική, όταν e=l είναι ελαστική και όταν 0<e
Coefficient Of L i n e a r Expansion [Συντελεστής Γραμμικής Διαστολής] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που εκφράζει την % μεταβολή του μήκους μίας ράβδου ενός υλικού σε μοναδιαία μεταβολή της θερμοκρασίας του με σταθερή πίεση. Μετριέται σε grad'1. Coefficient Of P e r f o r m a n c e [Συντελεστής Απόδοσης] Φυσ. Ορίζεται για να περιγράψει μια ψυκτική μηχανή και ισούται με το πηλίκο της θερμότητας που απορροφά από το χώρο ψύξης σε κάθε κύκλο η μηχανή προς το μηχανικό έργο που καταναλώνει για να λειτουργήσει. Coefficient Of Permeability [Συντελεστής Διαπερατότητας] Μηχ. Ρευστ. Φυσικό μέγεθος που περιγράφει τη ροή ενός ρευστού μέσα από ένα αγωγό ή πορώδες σύστημα. -^Permeability Coefficient Coefficient Of Potential [Συντελεστής Δυναμικού] Φυσ. Έτσι καλείται καθένας από τους αριθμούς λ,] που συνδέουν την τάση: Vj κάθε πυκνωτή - αγωγού σε σχέση με το φορΐίο: Q, μίας ομάδας αλληλεπιδρώντων πυκνωτών - αγωγών. Γενικά ισχύει: Q,. Coefficient Of Reflection [Συντελεστής Ανάκλασης] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που περιγράφει την ανακλαστική ικανότητα μίας επιφάνειας. Reflection Coefficient Coefficient Of Restitution [Συντελεστής Αποκατάστασης - Κρούσης] Φυσ. Αδιάστατος αριθμός που ισούται με το πηλίκο του μέτρου της σχετικής ταχύτη-

Coefficient Of T h e r m a l Expansion [Συντελεστής Θερμικής Διαστολής] -> Coefficient of Cubical Expansion Coefficient Of Variation [Συντελεστής Μεταβολής Σχετικό Σφάλμα] Στατ. Μέγεθος της στατιστικής που εκφράζει τη σχετική διακύμανση μίας μεταβλητής. Ισούται με το πηλίκο της τυπικής απόκλισης της κατανομής της μεταβλητής προς τη μέση τιμή της. Αν πρόκειται για πειραματικά μετρούμενο μέγεθος εκφράζει το σχετικό σφάλμα της μέτρησης. Coefficient Of Velocity [Συντελεστής Ταχύτητας] Μηχ. Ρευστ. Αδιάστατο φυσικό μέγεθος που ισούται με το πηλίκο της πραγματικής ταχύτητας ενός ρευστού, καθώς αυτό εξέρχεται από ένα ακροφύσιο, προς τη θεωρητική ταχύτητα αν δεν υπήρχαν τριβές και απώλειες ενέργειας. Coefficient Of Viscosity [Συντελεστής Ιξώδους] Μηχ. Ρευστ. Φυσικό μέγεθος που χαρακτηρίζει τη ροή ενός ρευστού. Εξαρτάται από την πυκνότητα, αλλά κυρίως από τις ενδομοριακές δυνάμεις του ρευστού. —» Absolute Viscosity Coefficient Of Volumetric Expansion [Συντελεστής Διαστολής Ογκου] Coefficient of Cubical Expansion Coenzym Α [Συνένζυμο Α] Βιοχημ. Ένζυμο των ζώντων κυττάρων με πολύπλοκη δομή του τύπου

Coaxial Transmission Line Resonator

- 338 -

αποτελούμενο από παντοθενικό οξύ, β- σουλφυδρυλοαιθυλαμίνη και 3'-φωσφοροαδενοσινοδιφωσφορικό οξύ, του οποίου οι θειολεστέρες με οξέα χρησιμοποιούνται σε ακυλιώσεις έχοντας σημαντικό βιοχημικό ρόλο στο μεταβολισμό των λιπών, των σακχάρων και στη σύνθεση βιοχημικών ενώσεων. Coenzyme [Συνένζυμο] Βιοχημ. Οργανική πρόσθετη ομάδα (π.χ. βιταμίνες, παράγωγα βιταμινών, νουκλεοτίδια κ.λ.π.) η οποία, συνενούμενη με το κυρίως προ)τεϊνικό ένζυμο (αποένζυμο), το ενεργοποιούν ρυθμίζοντας έτσι τη χημική δράση του ενζύμου. Coercive Force [Απομαγνητίζουσα Δύναμη] Ηλεκτρομαγν. ΙΙρόκειται για το μαγνητικό πεδίο αναστροφής He που χρειάζεται για να φέρει την μαγνητική επαγωγή ενός κυλινδρικού μαγνητικού υλικού στο μηδέν. Coercivity [Απομαγνητότητα] Ηλεκτρομαγν. Έτσι χαρακτηρίζεται η απομαγνητίζουσα δύναμη ενός υλικού όταν στο βρόχο υστέρησής του παρουσιάζεται η μέγιστη μαγνητική επαγωγή κορεσμού. Cocsite [Κοεζίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του πυριτίου, που σχηματίζεται υπό ειδικές συνθήκες πολύ υψηλών πιέσεων. Συναντάται σε άχροους, με υαλώδη λάμψη, αδιαφανείς πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9, C o f f e r d a m [Φράγμα σανιδότοιχου] Πολ μηχ. Για την κατασκευή ενός τεχνικού έργου σε περιοχή που είναι καλυμμένη με νερό, η προσωρινή περίφραξη της περιοχής που γίνεται με σανιδότοιχους ώστε να αποξηρανθεί με την άντληση των υδάτων και να εκτελεστούν οι κατασκευαστικές εργασίες σε μια ξηρά επιφάνεια. Coffered Ceiling [Οροφή με φατνώματα] Πολ.Μηχ. Η οροφή μιας αίθουσας μεγάλων διαστάσεων η οποία δεν έχει μια επίπεδη επιφάνεια αλλά αποτελείται από διαφορετικά επίπεδα για διακοσμητικούς λόγους ή από απαιτήσεις τοποθέτησης υψίκορμων δοκών λόγω των μεγάλων ανοιγμάτων δημιουργώντας μια αισθητικά καλαίσθητη σύνθεση που σπάει την μονοτονία του επιπέδου. Coffered Slab [Πλάκα με νευρώσεις] Πολ. Μηχ. Είναι μία πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα μεγαλύτερου συνολικού πάχους από ότι οι συμπαγείς, η οποία έχει μέσα της κενά, σχηματίζοντας στο εσωτερικό της πολλά μικρά δοκαράκια, που καλούνται νευρώσεις. Με τον τύπο αυτό της πλάκας καλύπτονται μεγαλύτερα ανοίγματα από ότι με τις συμπαγείς, διότι λόγω των κενών μειώνεται σημαντικά το φορτίο από το ίδιο βάρος της. Coffin [Δοχείο μεταφοράς ραδιενεργών υλικών] Τεχνολ Δοχείο ασφαλούς αποθήκευσης και μεταφοράς ραδιενεργών υλικών. Τα τοιχώματά του αποτελούνται από υλικά, όπως ο μόλυβδος, με αρκετό πάχος ώστε να απορροφούν επαρκώς τις ακτινοβολίες που εκπέμπονται από το υλικό. Cofinal [Ομοτελικό] Μαθημ. Μεταξύ δύο συνόλων Α και Β με Λ υποσύνολο του Β ορίζεται < σχέση διάταξης έτσι ώστε κάθε στοιχείο του Α να είναι συγκρίσιμο με κάθε στοιχείο του Β. Αν το υποσύνολο Α περιέχει ένα τουλάχιστον α για κάθε β του Β και επιπλέον β<α τότε το σύνολο Α ονομάζεται ομοτελικό. Cognate Ejccta [Συγγενή αναβλόματα] Γεω/- Ηφαιστειακά αναβλήματα, αρχικά ή δευτερεύοντα, που έχουν κοινή μαγματική προέλευση. C O G O [Γλώσσα προγραμματισμού COGO] Πλ,ηρ. Πρόκειται για γλώσσα προγραμματισμού, της οποίας η CZIHJA-^PA

ονομασία προκύπτει από τις λέξεις: Coordinate Geometry και είναι μια γλώσσα υψηλού επιπέδου Δημιουργήθηκε με στόχο να εξυπηρετήσει την ανάγκη συγγραφής προγραμμάτων, των οποίων το περιεχόμενο αφορά σε τεχνολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές. Cohenite [Κοενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ανθρακούχο σίδηρο, νικέλιο και κοβάλτιο. Συναντάται σε λχυκοκίτρινους, με μεταλλ,ική λάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 στη κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 7,2 έως 7,6. Coherence [Συμφωνία Φάσης] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο οι φάσεις δύο ή περισσοτέρων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων δεν μεταβάλλονται τυχαία και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Κατά συνέπεια αν τα κύματα οδηγηθούν στην ίδια περιοχή του χώρου θα προκύψουν φαινόμενα συμβολής. Coherence Area [Επιφάνεια Συμφωνία Φάσης] Οπτικ. Χαρακτηριστική επιφάνεια διατομής μιας ακτίνας φωτός, στα όρια της οποίας υπάρχει συμφωνία ή έστω μια αλληλοσυσχέτιση της φάσης μιας δέσμης φωτός. Αν στα όρια της επιφάνειας αυτής τοποθετηθεί ένα πέτασμα με δύο ή περισσότερες οπές τότε, πίσω από το πέτασμα θα παρουσιαστούν φαινόμενα συμβολής. Coherence Detector [Ανιχνευτής Φάσης] ΙΙλεκ. Ανιχνευτής, φωρατής ή καταγραφέας της ανάκλασης (ηχώ) ενός κύματος ραντάρ στον οποίο καταγράφονται οι ανακλάσεις με διαφορετική φάση από τη φάση της εκπεμπόμενης ακτινοβολνίας. Ο ανιχνευτής χρησιμοποιείται για την καταγραφή κινούμενων στόχων. Coherence Distance [Απόσταση Συμφωνίας] Φυσ. Απόσταση στα όρια της οποία παρατηρείται αλληλοσυσχέτιση των μεταβολών στην κατάσταση ενός σώματος. Coherence Length Coherence Length 1 [Μήκος Συμφωνίας] Φυσ. Στερ. Κατ. Χαρακτηριστική απόσταση, στα όρια της οποίας επιδρά και μεταδίδεται κάθε τοπική μεταβολή μίας ιδιότητας ενός σώματος. Κοντά σε καταστάσεις μετατροπής φάσης το μήκος συμφωνίας γίνεται άπειρο και ελάχιστες θερμικές μεταβολές (fluctuations) μπορούν να προκαλέσουν την μετατροπή στο σύνολο του όγκου του υλικού. Coherence Length 2 [Μήκος Συμφωνίας] Φυσ. Ορίζεται το τυπικό μήκος ενός κυματοπακέτου ή μιας δέσμης κινουμένων σωματιδίων. Η τιμή του είναι τόσο μεγαλότερη όσο πιο εκτεταμένο είναι το κυματοπακέτο, δηλαδή όσο λιγότερες συχνότητες περιέχει. Coherence Time [Χρόνος Συμφωνίας] Φυσ. Πρόκειται για ένα μέσο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο οι φάσεις δύο κυμάτων παραμένουν συσχετισμένες ή για την περίπτωση ενός κύματος, ο μέσος χρόνος στη διάρκεια του οποίου η φάση του δεν έχει υποστεί σημαντικές τυχαίες μεταβολές. Ο χρόνος αυτός προσεγγιστικά ισούται με 1/Δν όπου Δν το εύρος συχνοτήτων του κύματος. Coherent Echo [Σύμφωνη Ηχώ] Ηλεκ. Πρόκειται για ανάκλαση - ηχώ του σήματος ενός ραντάρ από ένα στόχο, η φάση και το πλάτος της οποίας παραμένουν σταθερά σε σχέση με την φάση - πλάτος του φέροντος κύματος του ραντάρ. Coherent I n t e r r u p t e d Waves [Σύμφωνα Κυματοσυρμοί] Επικοιν. Μεγάλης χρονικής διάρκειας πακέτα οδεύοντων κυμάτων με την ίδια μεταξύ τους αρχική φάση.

- 339 Coherent Light [Σύμφωνη Οπτική Ακτινοβολία] Οπτικ. Εξαιρετικά μονοχρωματική οπτική ακτινοβολία με καθορισμένη χωρικά και χρονικά φάση σε κάθε σημείο της. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το φως του Laser καθώς δεν έχει υπάρξει άλλη ακτινοβολία με τόσο καθορισμένο μήκος κύματος και συμφωνία φάσης των φωτονίων του. Coherent Light Communications [Συναφείς με το φως επικοινωνίες! Επικοιν. Κλάδος των επικοινωνιών που στηρίζεται στην χρήση φωτός μέσα από ανάλογα μέσα (όπως οι οπτικές ίνες) και εστιάζεται στην ασφαλή μετατροπή ηλεκτρικού σήματος σε φως και αντίστροφα, την ελαχιστοποίηση απωλειών και την ανακάλυψη νέων φωτοαγώγιμων υλικών. Coherent Noise [Σύμφωνος - Συστηματικός Θόρυβος) Μηχ. Θόρυβος που επιδρά συνεχώς με τον ίδιο τρόπο σε ένα καταγραφόμενο σήμα, με συνέπεια να μην μπορεί να μειωθεί με διαδοχικές επαναλήψεις της καταγραφής. Coherent Oscillator [Σύμφωνος Ταλαντωτής] Ηλεκ. Γεννήτρια σύμφωνων κυματοπακέτων που χρησιμοποιείται τόσο για τη διαμόρφωση των παλμών όσο και στην αποδιαμόρφωση (φώραση) των ανακλώμενων κυμάτων ενός ραντάρ από ένα στόχο, με σκοπό την καταγραφή των μεταβολών στην φάση της ηχούς κινούμενων στόχων. Χρησιμοποιείται και στην τεχνική του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού. Coherent Phase Shift Keying [Σύμφωνη διαμόρφωση μετατόπισης φάσηςί Επικοιν. Διαμόρφωση ψηφιακής πληροφορίας με επιλογή διακριτών αλλαγών φάσης του φορέα ως προς μια φάση αναφοράς ή ένα πρωταρχικό φορέα αναφοράς. Coherent Pulse R a d a r [Ραντάρ Σύμφωνων Παλμών] Ηλεκ Ραντάρ που χρησιμοποιεί διαμορφωτή παλμών σταθερής φάσης την οποία και θεωρεί ως αναφορά για τη φάση των ανακλώμενων κυμάτων. Coherent Pulses [Σύμφωνοι Παλμοί] Ηλεκ Παλμοί τάσης ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με την ίδια αρχική φάση. Coherent Radiation [Σύμφωνη Ακτινοβολία] Φνσ. Ακτινοβολία στην οποία η διαφορά φάσης, μεταξύ δύο σημείων του χώρου όπου διαδίδεται, παραμένει σταθερή και δε μεταβάλλεται τυχαία. Coherent Reference [Αναφορά Φάσης] Ηλεκ. Πρόκειται για το σήμα, από μια γεννήτρια συχνοτήτων σταθερής συχνότητας, η φάση του οποίου χρησιμοποιείται ως αναφορά για τη διαμόρφωση και αποδιαμόρφωση κυματοπακέτων ή τον καθορισμό της σχετικής φάσης άλλων σημάτων. Coherent Scattering [Σύμφωνη Σκέδαση] Φυσ. Σκέδαση σα)ματιδίων, όπως ηλεκτρονίων, φωτονίων, κ.λ. π., από ένα κέντρο σκέδασης το οποίο προκαλεί σταθερή μεταβολή στη φάση των σκεδαζόμενων κυματοπακέτων. Coherent Signal [Σύμφωνο Σήμα] Ηλεκ. Έτσι καλείται ένα επαναλαμβανόμενο σήμα, η φάση του οποίου έχει σταθερή διαφορά από τη φάση του σήματος αναφοράς. Τέτοιου είδους σήματα χρησιμοποιούνται στην αποδιαμόρφα>ση (φώραση) των ανακλώμενων σημάτων ενός ραντάρ και στον υπολογισμό της σχετικής φάσης τους. Coherent Source [Σύμφωνη Πηγή] Φιχτ. Πρόκειται για μια μη σημειακή πηγή φωτός ή άλλων κυμάτων στην οποία, τα κύματα τα οποία εκπέμπονται από διαφορετικά σημεία της διατηρούν σταθερή διαφορά φάσης.

Coke

Coherent T r a n s p o n d e r [Σύμφωνος Μετατροπέας] Ηλεκ. Πρόκειται για μια ηλεκτρονική διάταξη, π.χ. ένα φίλτρο συχνοτήτων, η οποία προκαλεί σταθερή και κοινή μεταβολή στη φάση για κάθε συχνότητα του σήματος εξόδου σε σχέση με το σήμα εισόδου. Coherent Units [Σύμφωνο Σύστημα Μονάδων] Φυσ. Σύστημα μονάδων φυσικών μεγεθών στο οποίο οι μονάδες των παραγώγων μεγεθών υπολογίζονται από τις μονάδες μέτρησης των θεμελιωδών μεγεθών μέσω των αλγεβρικών σχέσεων που τα συνδέουν. Για παράδειγμα το Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Cohesive Energy [Ενέργεια Συνοχής] Φυα. Στερ. Κατ. Φυσικό μέγεθος που χαρακτηρίζει τη συνοχή ενός στερεού και ισούται με τη μείωση της ενέργειας κάθε ατόμου (εκτός της κινητικής του ενέργειας) όταν αυτό βρίσκεται στο στερεό σε σχέση με όταν είναι ελεύθερο. Εξαρτάται από το είδος των δεσμών και την κρυσταλλική δομή του στερεού. Cohesive Soil [Συνεκτικό έδαφος] Πολ. μηχ. Έδαφος λεπτόκοκκης σύστασης το οποίο χαρακτηρίζεται από την συνεκτικότητα των κόκκων του και με την προσθήκη νερού κολλά πάνω σε μια επιφάνεια. Αόγω αυτής της ιδιότητας του έχει τη δυνατότητα αντοχής σε διατμητικές δυνάμεις. Cohomology Theory [Θεωρία συνομολογικότητας] Μαθημ. Μελέτη χώρων στους οποίους έχει οριστεί τοπολογία, προσανατολισμένη στις ιδιότητες που αυτοί παρουσιάζουν και είναι γεωμετρικής φύσης. Coil [Πηνίο] Ηλεκτρομαγν. Έτσι καλείται ένας ηλεκτρικός αγωγός, με τη μορφή σύρματος, το οποίο έχει τυλιχθεί στην περιφέρεια ενός κυλίνδρου. Όταν ρεύμα διέλθει μέσα από τον αγωγό, παράγεται μαγνητικό πεδίο, ενώ όταν το ρεύμα μεταβάλλεται έχουμε την εμφάνιση επαγο)γικών φαινομένων. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου σε ηλεκτρικά φίλτρα, διακόπτες κ.λ.π. Coil Loading [Φόρτωση πηνίου] Επικοιν. Πηνία που χρησιμοποιούνται για βελτίωση της μετάδοσης. Coincidence Circuit [Κύκλωμα Σύμπτωσης] Ηλεκ. Πρόκειται για ηλεκτρικό κύκλωμα με δύο ή περισσότερες εισόδους, το οποίο παράγει χαρακτηριστικό ήχο ή συγκεκριμένο σήμα στην έξοδό του, όταν όλες οι καθορισμένες είσοδοι του διεγερθούν από παλμούς τάσης σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Coincidence C o u n t e r [Μετρητής Κυκλώματος Σύμπτωσης] Η/χκ. Μετρητής αριθμού συμπτώσεων σε κύκλωμα σύμπτωσης. -» Coincidence Circuit Coincidence Counting [Καταγραφή με χρήση κυκλωμάτων σύμπταισης] Τεχνολ. Τεχνική διαχωρισμού του θορύβου από πραγματικά σημάτα καταγραφής σωματιδίων. Στηρίζεται στην ταυτόχρονη ή με συγκεκριμένη καθυστέρηση καταγραφή σημάτων από πολλούς ανιχνευτές, κάτι που βεβαιώνει ότι πρόκειται για σωματίδιο συγκεκριμένου τύπου και όχι θόρυβος κ.λ.π. Για παράδειγμα, για τη μέτρηση των ηλιακών νετρίνα)ν, η εξαιρετικά απίθανη αλληλεπίδρασή τους με την ποσότητα νερού της δεξαμενής ανίχνευσης καταγράφεται και ελέγχεται από πλήθος ανιχνευτών. Coke [Κοκ, Οπτάνθρακας] Υλικ. 1. Πρόκειται για στερεό, πορώδες υλικό, που παράγεται με πυρόλυση λιθάνθρακα, πίσσας, κλασμάτων πετρελαίου και άλλων ανθρακούχων υλικών. Χρησιμοποιείται σε χημικές διεργασίες στις οποίες είναι απαραίτητη πηγή άνθρακα. 2. Επίστρωση άκαυστης βενζίνης στους κυλίνδρους της μηχανής.

Coaxial Transmission Line Resonator

- 340 -

Coke N u m b e r [Αριθμός Κοκ] Χημ. Μηχ. Εκφράζει την τάση ενός υλικού να δημιουργεί κωκ και προσδιορίζεται πειραματικά, με εξάτμιση και πυρόλυση του δείγματος, σύμφωνα με τη μέθοδο Ramsbottom. Coke Oven [Φούρνος Κοκ] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για ειδικό φούρνο, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή κωκ από λιθάνθρακα, με εξανθράκωση. Coking [Παραγωγή Κοκ] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στη διεργασία ξηρής απόσταξης λιθανθράκων. 2. Παρασκευή υποπροϊόντων του πετρελαίου με χαμηλό βρασμύ. Colburn Analogy [Αναλογία Colburn] Ρευστόμηχ. Είναι γνωστή ως αναλογία Chillon-Colburn και συσχετίζει τη μεταφορά μάζας, θερμότητας και ορμής, σε επίπεδες επιφάνειες και αγωγούς. Προκύπτει από πείραματικά δεδομένα. Συνοψίζεται στη σχέση: f/2 = jH = jM, όπου jH, j\i συντελεστές μεταφοράς θερμότητας και μάζας αντίστοιχα. Colchicine [Κολχικίνη] Ομγ.Χημ. Αλκαλοειδές με τύπο C22H25NO0, που εξάγεται με εκχύλιση από το φυτό κολ.χικό το φθινοπωρινό. Είναι ιδιαίτερα τοξική, κίτρινη και άοσμη κρυσταλλική στερεή, διαλυτή στο νερό και την αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στη βιολογία (προκαλεί διπλασιασμό των χρωματοσωμάτων στα κύτταρα) και στην ιατρική. Cold Bending [Ψυχρή κάμψη] Πολ. Μηχ. Το χαρακτηριστικό ενός μετάλλου να έχει τη δυνατότητα να διαμορφωθεί δίχως να υφίσταται ανάγκη αύξησης της θερμοκρασίας. Είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του δομικού χάλυβα ο οποίος κάμπτεται στο εργοτάξιο για να διαμορφωθεί ως οπλισμός φορέων οπλισμένου σκυροδέματος. Cold C h a m b e r Die Casting [Χύτευση ψυχρού θολάμου συμπίεσης] Τεχνολ. Μέθοδος χύτευσης υπό πίεση κατά την οποία το μέταλλο πρώτα τήκεται σε ανεξάρτητη κάμινο όπου διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία, Στην συνέχεια μεταφέρεται στην χυτόπρεσα όπου ωθείται από έμβολο μέσα στο ψυχόμενο με νερό καλούπι για να λάβει το τεμάχιο την τελική του μορφή. Cold Conductor Effect [Φαινόμενο Ψυχρού Αγωγού] Φυσ. Στεμ. Κατ. Φαινόμενο ημιαγώγιμων φεροηλεκτριτών κατά το οποίο, σε μια μικρού εύρους περιοχή θερμοκρασιών, αυξάνεται απότομα, έως και δέκα εκατομμύρια φορές, η ειδική τους αντίσταση καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία. Cold D a r k M a t t e r [Ψυχρή Σκοτεινή Ύλη] Αστμον. Εξαιρετικά ψυχρή ύλη, που εκπέμπει ελάχιστη ακτινοβολία ώστε να μην έχει γίνει ορατή μέχρι τώρα. Δημιουργήθηκε στις αρχές της μεγάλης έκρηξης, ψύχεται από τότε και γι' αυτό δεν είναι ορατή. Πρόκειται για υποθετική μορφή ύλης, που καταλαμβάνει σημαντικό ποσοστό της ύλης του σύμπαντος. Cold Differential Test Pressure [Δοκιμαστική πίεση λειτουργίας βαλβίδας] Μηχ. Κατά τη διάρκεια δοκιμής σε μια βαλφίδα, ορίζεται η πίεση εισόδου στην οποία έχει ρυθμιστεί να ανοίξει. . Cold Emission [Ψυχρή Εκπομπή] Field Emission Cold Forming [Ψυχρή κατεργασία] Μεταλλ. Κατηγορία μηχανικών κατεργασιών που περλαμβάνει την σφυρηλάτηση, την διέλαση, την συρματοποίηση και άλλες. με κύριο χαρακτηριστικό την διεξαγωγή της κατεργασίας σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (4εν ψυχρώ*) οπότε και απαιτούνται μεγαλύτερες πιέσεις και ισχύς των εργαλείων και τα κατεργασμένα τεμάχια προκύπτουν με μεγάλη ακρίβεια διαστάσεων, καλές ανοχές και κα-

λή ποιότητα επιφάνειας, Cold Fusion [Ψυχρή Σύντηξη] Ηλεκ. Σύντηξη ελαφριών πυρήνων σε θερμοκρασία δωματίου. Θεωρητικά πιθανή, θα έλυνε το πρόβλημα παραγωγής ενέργειας. Cold Lime Soda Process [Μέθοδος με άσβεστο και σόδα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στη διεργασία απομάκρυνσης ασβεστίου και μαγνησίου από το νερό, με επίδράση με άσβεστο και σόδα. Με τη μέθοδο αυτή σχηματίζονται αδιάλυτα CaC0 3 και Mg(OH) 2 , ενώ το νερό εμπλουτίζεται σε ευδιάλυτα άλατα, Cold Neutron [Ψυχρά Νετρόνια] Φυσ. Στεμ. Κατ. Πρόκείται για νετρόνια μικρής κινητικής ενέργειας που παράγονται από αντιδραστήρες. Μια δέσμη αυτών των νετρονίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη της κρυσταλλικής δομής στερεών και αυτό γιατί, το μήκος κύματος De Broglie των νετρονίων είναι της τάξης των πλεγματικών σταθερών. Η τεχνική SANS (Small Angle Neutron Scattering) για λεπτομερειακή μελέτη της δομής γίνεται με αυτά τα νετρόνια. Επίσης λόγω της μαγνητικής ροπής τους μελετάται το μαγνητικό πλέγμα του κρυστάλλου. Cold Pole [Ψυχρός πόλος] Κλιμ. Ονομασία που αποδίδεται στο σημείο της επιφάνειας της Γης με τη χαμηλότερη μέση ετήσια θερμοκρασία συγκριτικά με την αντίστοιχη των υπολοίπων σημείων του ημισφαιρίου του. Cold Rolling [Ψυχρή έλαση] Μεταλλ. Έλαση που διενεργείται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και συνήθως εφαρμόζεται στις τελικές φάσεις κατεργασίας έλασης ενός τεμαχίου όπου επιχειρούνται μικρότερες μειώσεις στην διατομή και επιτυγχάνονται ακρίβεια διαστάσεων, ποιότητα επιφάνειας και βελτιωμένες μηχανικές ιδιότητες του τεμαχίου, Cold Storage [Ψυχρή αποθήκευση] Τεχνολ. Αποθήκευση υλικών για μεγάλο χρονικό διάστημα σε συνθήκες χαμηλής θερμοκρασίας, πάνω από το σημείο πάγου όμως, για την προστασία τους από την φθορά, Cold Stress [Τάσεις θερμοκρασιακών μεταβολών] Πολ. Μηχ. Δευτερεύουσες τάσεις που αναπτύσσονται στις διατομές των μελών ενός πλαισιωτού φορέα λόγω της πτώσης της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος λόγω των οποίων υπάρχει πιθανότητα να ε.μφανιστούν παραμορφώσεις στον φορέα όπως ρηγματώσεις. Cold Wall [Ψυχρό τείχος] Ωκεαν. Η διαχωριστική επιφάνεια επαφής δύο υδάτινων μαζών σημαντικά διαφορετικής θερμοκρασιακής κατάστασης, που συχνά είναι περιοχή εμφάνισης πυκνής ομίχλης όπως πχ. ανάμεσα στα αντίθετα κινούμενα θερμό ρεύμα του ΓκολφΣτρημ και ψυχρό ρεύμα του Ααμπραδόρ. Cold Wave [Κύμα ψύχους] Μετεωρ. Απότομη επικράτηση ασυνήθιστα ψυχρών καιρικών συνθηκών, ιιε σημαντική πτώση της θερμοκρασίας (π.χ. κατά 10 C) σε ένα 24ωρο, που προκαλούνται από ψυχρές αέριες μάζες πίσω από ένα σύστημα χαμηλής πίεσης, Cold Welding [Ψυχρή συγκόλληση] Μετα/λ. Συγκύλ* ληση που γίνεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος υπό πίεση και χρησιμοποιούνται μηχανικά μέσα και καθαρισμός των προς συγκόλληση επιφανειών για να επιτευχθεί θερμότητα. Collage [Κολλάζ] Τεχνολ. Σύνθεση από ποικλία υλικών όπως χαρτί (ιδιαίτερα εφημερίδες ή φωτογραφίες), ύφασμα, ξύλο κ.λ.π. στερεωμένων με κόλλα πάνω σε μία επιφάνεια ώστε να αποτελούν ένα σύνολο, Collagen [Κολλαγόνο] Βιοχημ. Ινώδης πρωτείνη που αποτελεί το κύριο συστατικό του συνδετικού ιστού,

-341 των οστών και των χόνδρων των ζωικών οργανισμών και η οποία, με κατάλληλη επεξεργασία υποβαλλόμενη σε παρατεταμένο βρασμό, αποδίδεται υπό μορφή ζελατίνης. Collapse Design [Πλαστικός σχεδιασμός] Πολ Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η επίλυση και η διαστασιολόγηση ενός φέροντος οργανισμού, κυρίως γα τις περιπτώσεις μεταλλικών κατασκευών, όπου η όλη ανάλυση βασίζεται στην θεωρία πλαστικότητας. Με την διαδικασία αυτή η ανάλυση προχωράει πέρα από την ελαστική περιοχή, από καταστάσεις πλαστικής, δηλαδή παραμένουσας, παραμόρφωσης έως την μετατροπή του στατικού φορέα σε μηχανισμό για να επέλθει η κατάρρευσή του. Αυτή η μέθοδος είναι πολυπλοκότερη από την ελαστική ανάλυση αλλά έχει το πλεονέκτημα της εύρεσης οικονομικότερης λύσης και εξασφάλισης του επιθυμητού πραγματικού συντελεστή ασφαλείας. Collapse E r t a h q u a k e [Εγκατακρημνισιγενής σεισμός] Πολ.Μηχ. Είναι μία σεισμική δόνηση, δηλαδή μετακίνηση του εδάφους με σύγχρονη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία οφείλεται στην κατάπτωση, λόγω βαρύτητας, των οροφών μεγάλων υπογείων σπηλαίων. Collar [Δακτύλιος] Τεχνολ. 1. Κυκλικό εξάρτημα που συγκρατεί σε σταθερή θέση ένα κυλινδρικό αντικείμενο όπως μια σωλήνα. 2. Στεφάνη η οποία τοποθετείται περιμετρικά σε μια σωλήνα για να καλυφθεί μια οπή. Collar Beam [Περιμετρική δοκός] Πολ.Μηχ. Σε μια στέγη η οποία αποτελείται από μια σειρά δικτυωμάτων, συνδετήρια δοκός που συνδέει μεταξύ τους τα δικτυώματα σε όλη την περίμετρο της στέγης. Collate [Διαταξινομώ] Πληρ.. Διατάσσω, μετακινώ, απορρίπτω στοιχεία δεδομένων μιας συγκεκριμένης ομάδας, τα συγχωνεύω με στοιχεία δεδομένων άλλης ομάδας, τα επαναδιατάσσω, κλπ. με στόχο τη δημιουργία νέων ομάδων στοιχείων δεδομένων. Collating Sequence [Σειρά διαταξινόμησης] Πληρ.. Η ακολουθία, στην οποία τοποθετούνται οι ομάδες τ<ον στοιχείων δεδομένων, έτσι ώστε να είναι δυνατή η επέμβαση σε αυτήν με στόχο την διαταξινόμηση (Βλέπε Collate). Collating Unit [Μονάδα διαταξινόμησης] Πληρ. Η ειδική μονάδα, η οποία είναι υπεύθυνη για την συνταξινόμηση των στοιχείων δεδομένων είτε δύο διάτρητων δελτίων είτε δύο αρχείων σε ένα. Γι αυτό το σκοπό, έχει την δυνατότητα για έλεγχο των στοιχείων δεδομένων που περιέχονται στα διάτρητα δελτία ή στα αρχεία. Collecting Power [Συγκεντρωτική Ισχύς] Οτττικ. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός συγκεντρωτικού φακού που δείχνει την ικανότητά του να συγκεντρώνει παράλληλες ή αποκλίνουσες ακτίνες φωτός. Ισούται με το αντίστροφο της ε.στιακής του απόστασης, σε μέτρα και μετριέται σε διόπτρες. Collective Bargaining [Συλλογική διαπραγμάτευση] Βιομ. Η διαπραγμάτευση μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εκπροσώπων της διοίκησης μιας επιχείρησης για των καθορισμό των μισθών των εργαζομένων, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας τους. Collective Electron Theory [Μοντέλο Ηλεκτρονίων κατά Συλλογή] Φνσ. Στερ. Κατ. Θεωρία εξήγησης σιδηρομαγνητισμού μεταλλικών αγωγών που οφεί^ται στα ελεύθερα ηλεκτρόνια. Οι μαγνητικές ροπές των ηλεκτρονίων προσανατολίζονται σα συνέπεια αλληλεπιδράσεων ανταλλαγής μεταξύ τους, δηλαδή συνδυα-

Collector Voltage

σμού ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων και στατιστικής συμπεριφοράς τους (φερμιύνια) που επιβάλει ελαχιστοποίηση της ενέργειας, όταν τα spin τους είναι παράλληλα και ομόρροπα. Collective Ion Accelerator [Επιταχυντής Ιόντων κατά Συλλογή] Πυρ. Φυα. Τύπος επιταχυντή σωματιδίων στον οποίο τα ρεύματα (μέσω των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων που προκαλούν) επιταχύνουν τα σωματίδια και διατηρούν τη δέσμη τους μέσα σε καθορισμένη τροχιά. Collective M o d e [Συλλογικό Τρόπος Ταλάνταισης] Φυα. Τρόπος συλλογικής ταλάντωσης των ατόμων μορίων ενός κρυστάλλο,υ συνήθως με κοινή συχνότητα και σταθερή μεταξύ τους διαφορά φάσης, με μικρή απόσβεση λόγω άλλων μη αρμονικών αλληλεπιδράσεων. Για παράδειγμα τα φωνόνια. Collective P a r a m a g n e t i s m [Συλλογικός Παραμαγνητισμός] Ηλεκτρομαγν. Είδος παραμαγνητισμού οφειλόμενος σε μη σιδηρομαγνητικά σωματίδια που δεν αλληλεπιδρούν ισχυρά μεταξύ τους. Μοιάζει με τον παραμαγνητισμό μορίων - ατόμων. Collective Transition [Συλλογική Μετάβαση] Πυμ. Φυσ. Είδος πυρηνικής μετάβασης κατά το πρότυπο συλλογικών πυρηνικών κινήσεων κατά την οποία, όλα τα σωματίδια του πυρήνα μεταβαίνουν από μια κατάσταση συλλογική κίνησης σε μια άλλη. Collector 1 [Συλλέκτης] Ιίλεκ. Έτσι καλείται το ηλεκτρόδιο στο όποιο συλλέγονται ιόντα ή τα ηλεκτρόνια σε σωλήνες ηλεκτρονίου π.χ. καθοδικούς σωλήνες, σωλήνες ακτινών Χ κ.λ.π. Collector 2 [Συλλέκτης] Η/χκτμον. Ένα από τα τρία ηλεκτρόδια ενός τρανζίστορ, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του από ημιαγώγιμο υλικό, στο οποίο συνδέεται το ηλεκτρόδιο αυτό. Σε αυτήν την περιοχή μεταβαίνουν οι φορείς πλειονότητάς του από τον εκπομπό μέσω της βάσης του τρανζίστορ. Collector 3 [Συλλέκτης] Μετεωμ. Διάταξη μέτρησης του δυναμικού και του ηλεκτρικού πεδίου ενός σημείου της ατμόσφαιρας ως προς την επιφάνεια της Γης. Collector Capacitance [Χωρητικότητα Συλλέκτη] II)χκ. Χωρητικότητα του συλλέκτη ενός τρανζίστορ που προέρχεται από την κατανομή φορτίου στην επαφή συλλέκτη - βάσης. Collector C u r r e n t [Ρεύμα Συλλέκτη] Ηλεκ. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ενός τρανζίστορ, έτσι καλείται το ρεύμα που διέρχεται από το συλλέκτη. Collector Junction [Επαφή Συλλέκτη - Βάσης] Ηλεκ. Πρόκειται για την επαφή των δύο αντιθέτων προσμίξεων ημιαγώγιμων υλικών που αποτελούν το συλλέκτη και τη βάση ενός τρανζίστορ. Collector Modulation [Διαμόρφωση μέσω της Τάσης του Συλλέκτη] Ιίλεκ. Τρόπος διαμόρφωσης κατά πλάτος ενός ρεύματος, στον οποίο η τάση που προκαλεί τη διαμόρφωση διοχετεύεται στο συλλέκτη ενός τρανζίστορ. Collector Resistance [Αντίσταση Συλλέκτη] Ηλεκ. Πρόκειται για την αντίσταση ανάστροφης πόλωσης που παρουσιάζεται μεταξύ της βάσης και του συλλέκτη ενός τρανζίστορ. Τα ημιαγώγιμα υλικά των δύο περιοχών έχουν αντίθετες προσμίξεις, π.χ. ρ, n και όταν η δίοδος αυτή είναι ανάστροφα πολωμένη παρουσιάζει σημαντική αντίσταση. Collector Voltage [Τάση Συλλέκτη] Ηλεκ. Είναι η συνεχής τάση που εφαρμόζεται μεταξύ της βάσης και του συλλέκτη ενός τρανζίστορ. Συνήθως η επαφή βάσης εκπομπού είναι ανάστροφα πολωμένη και η τάση αυτή

Colliding Beam Accelerator

-342-

έχει την ανάλογη πολικότητα. Colliding Beam Accelerator [Επιταχυντής Συγκρουόμενων Δεσμών] Πυρ. Φνσ. Διάταξη επιτάχυνσης και μελέτης των συγκρούσεο^ν σωματιδίων, στην οποία επιταχύνονται δύο αντίθετα κινούμενες δέσμες σωματιδίων και τελικά συγκρούονται μετωπικά. Κατά αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ενέργεια σύγκρουσης. Colliding Beam Source [Πηγή Δέσμης Φορτισμένων Σωματιδίων] Ηλεκ. Διάταξη παραγωγής φορτισμένων σωματιδίων, συνήθως ιόντων υδρογόνου - δευτερίου, μέσω σύγκρουσής τους με άλλα άτομα. Colligative Properties [Προσθετικές Ιδιότητες] Φυσ. Χημ. Περιλαμβάνει τις ιδιότητες διαλυμάτων, οι οποίες δεν εξαρτώνται από τη φύση των περιεχόμενων σωματιδίων, αλλά μόνο από τη συγκέντρωσή τους. Τέτοιες ιδιότητες είναι η ανύψωση του σημείου ζέσεως και η ταπείνωση του σημείου πήξεως. Collimated Beam [Ευθυγραμμισμένη Δέσμη] Φνσ. Δέσμη σωματιδίων ή ακτινοβολίας διαδιδόμενη ευθύγραμμα, χωρίς σημαντική απόκλιση. Αποτελείται από σωματίδια κινούμενα παράλληλα. Collimating Lens [Φακός Παραγωγής Δέσμης Φωτός] Οπτικ. Συγκεντρωτικός φακός που χρησιμοποιείται για να μετατρέψει τις ακτίνες φωτός μίας μικρής πηγής σε δέσμη ακτίνων παράλληλα κινούμενων. Αυτό επιτυγχάνεται τοποθετώντας την πηγή κοντά σε μια από τις εστίες του φακού. Collimator 1 [Κατευθυντήρας] Φυσ. Διάταξη περιορισμού της κατεύθυνσης των σωματιδίων μιας δέσμης μέσα σε μια καθορισμένη στερεά γωνία, ώστε να περιοριστεί το γωνιακό εύρος της δέσμης και η διασπορά της καθώς διαδίδεται. Collimator 2 [Κατευθυντήρας] Οτπικ. Όργανο δημιουργίας μίας δέσμης παράλληλων ακτίνων. Συνήθως αποτελείται από μια μικρή πηγή τοποθετημένη στην εστία ενός συγκεντρωτικού φακού. Collinear [Συγγραμμικός] Μαθημ. Ένα διάνυσμα είναι συγγραμμικό ως προς ένα δεύτερο όταν έχουν και τα δύο ως διεύθυνση μία κοινή ευθεία. Collinear Vectors [Συγγραμμικά διανύσματα] Μαθημ. Διανύσματα τα οποία είναι γραμμικά εξαρτημένα, δηλαδή για διανύσματα xι,...,χ„υπάρχουν συντελεστές λ όχι όλοι μηδέν, έτσι ώστε X.iX[+.,.+>^xn=0. Collineation [Συγγραμμικότητα] Μαθημ. Μετασχηματισμός ο οποίος μεταβάλλει το μέγεθος και τη θέση επιπέδων, σημείων ή γραμμών χωρίς να μεταβάλλει τη φύση τους. Collins Helium Liquefier [Υγροποιητής Ηλίου τύπου Collins] Φυσ. Μηχανική διάταξη υγροποίησης αερίου ηλίου. Στη διάταξη αυτή χρησιμοποιείται μια βαλβίδα Joulc-Tomson για την ψύξη του αερίου μέσω αδιαβατικής εκτόνωσής του και παραγωγής έργου σε κινητό έμβολο. Collision [Σύγκρουση - Κρούση] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο ένα σώμα κινούμενο πολύ γρήγορα προσπίπτει σε άλλο και, στον πάρα πολύ μικρό χρόνο αλληλεπίδρασής τους, ασκούνται πολύ μπάλες δυνάμεις που μεταβάλλουν την κινητική τους κατάσταση. Collision Avoidance R a d a r [Ραντάρ Αποφυγής Συγκρούσεων] Μηχ. Έτσι αναφέρεται κάθε ραντάρ που χρησιμοποιείται στο σύστημα αποφυγής συγκρούσεων ενός αεροπλάνου με άλλα αεροπλάνα. Collision Avoidance System [Σύστημα Αποφυγής Συγκρούσεων] Μηχ. Διάταξη έγκαιρης προειδοποίησης

επικείμενης σύγκρουσης ενός αεροπλάνου με ένα άλλο και αποφυγής της. Collision Density [Πυκνότητα Συγκρούσεων] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που περιγράφει το πλήθος των συγκρούσεων μεταξύ των μορίων, ατόμων ή σωματιδίων ενός συστήματος, π.χ. ενός αερίου και ισούται αριθμητικά με το μέσο αριθμό συγκρούσεων ανά μονάδα χρόνου και όγκου του συστήματος. Collision Detection [Ανίχνευση σύγκρουσης] Επικοιν. Μεθοδολογία (και αντίστοιχο λογισμικό) που εποπτεύει τη σήμανση για να προλάβει συγκρούσεις των πακέτων δεδομένων καθώς εισέρχονται και εξέρχονται από τους σταθμούς σε ένα δίκτυο Ethernet. Collision Diameter [Διάμετρος Συγκρούσεων] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ως η απόσταση μεταξύ των κέντρων των μορίων, στο σημείο της πλησιέστερης προσέγγισής τους. Το μέγεθος της καθορίζει τη συχνότητα των συγκρούσεων των μορίων μεταξύ τους και επομένως, την ταχύτητα της χημικής αντίδρασης. Collision Excitation [Διέγερση μέσω Συγκρούσεων] Ατομ. Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο τα άτομα ή μόρια ενός αερίου διεγείρονται ενεργειακά, καθώς ιόντα ή σωματίδια, π.χ. ηλεκτρόνια σε σωλήνα εκκένωσης αίγλης, συγκρούονται με αυτά. Collision Free Protocol [Πρωτόκολλο ελεύθερο συγκρούσεων] Επικοιν. Πρωτόκολλο που δεν διευθετεί συγκρούσεις όπως το 802.5 (για το Token Ring). Collision Frequency 1 [Συχνότητα συγκρούσεων] Επικοιν. Ένας από τους τρόπους ελέγχου των συγκρούσεων είναι και ο στατιστικός έλεγχος συχνοτήτων συγκρούσεων. Collision Frequency 2 [Συχνότητα Συγκρούσεων] Φνσ. Πρόκειται για το μέσο αριθμό συγκρούσεων ανά μονάδα χρόνου στις οποίες συμμετέχει ένα σωματίδιο καθώς κινείται μέσα στην ύλη. Collision Ionization [Ιονισμός μέσω Συγκρούσεων] Ατομ. Φυσ. Φαινόμενο στο οποίο άτομα ή μόρια ενός αερίου ιονίζονται, καθώς σωματίδια, π.χ. ηλεκτρόνια σε σωλήνα εκκένωσης αίγλης, συγκρούονται με αυτά (όταν συμβαίνει το φαινόμενο χιονοστιβάδας). Collision Line-Broadening [Διαπλάτυνση Φασματικών Γραμμών λόγω Συγκρούσεων] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο οι φασματικές γραμμές απορρόφησης ή εκπομπής ενός αερίου διαπλατύνονται λόγω των συγκρούσεων των μορίων μεταξύ τους. Collision M a t r i x [Πίνακας Σκέδασης] Φυσ. Χρήσιμος πίνακας στη μελέτη σκέδασης σωματιδίων. -» Scattering Matrix Collision Of The First Kind [Σύγκρουση Πρώτου Είδους] Φυσ. Είναι γνωστή και ως ανελαστική σύγκρουση. Έτσι χαρακτηρίζεται μια σύγκρουση στην οποία, μέρος από την κινητική ενέργεια των σωματιδίων μετατρέπεται σε εσωτερική ενέργεια. Για παράδειγμα, η διέγερση ενός ατόμου με την σύγκρουση ενός ηλεκτρόνιου. Collision Of The Sccond Kind [Σύγκρουση Δευτέρου Είδους] Φνσ. Είναι γνωστή και ως υπερελαστική σύγκρουση. Έτσι χαρακτηρίζεται μια μη ελαστική σύγκρουση στην οποία, η τελική κινητική ενέργεια είναι μεγαλύτερη της αρχικής εφόσον ένα μέρος της εσωτερικής ενέργειας των σωματιδίων μετατρέπεται σε κινητική. Collision Probability [Πιθανότητα συγκρούσεων] Επικοιν. Σύμφωνα με το στατιστικό τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού ανίχνευσης συγκρούσεων ανάγουμε

- 343 τελικά τις συχνότητες σύγκρουσης σε πιθανότητες για κάποιο σταθμό, κάποια ώρα κτλ. Collision Probability 2 [Πιθανότητα Σύγκρουσης] Φυσ. Μέγεθος που εκφράζει την πιθανότητα να γίνει μια συγκεκριμένου είδους σύγκρουση μεταξύ δύο σωμάτων. Ισούται με την ενεργό διατομή της σύγκρουσης αυτής προς τη συνολική ενεργό διατομής κάθε είδους σύγκρουσης. Collision Radiative Recombination [Σύλληψη Ηλεκτρονίου με Εκπομπή Ακτινοβολίας] Ατομ. Φυα. Φαινόμενο κατά το οποίο ένα ιόν προσλαμβάνει ένα ηλεκτρόνιο και η επιπλέον ενέργεια του ηλεκτρονίου εκπέμπεται με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας - φωτονίων. Collision Theory [Θεωρία Συγκρούσεων] 1. Φυσ. Θεωρία περιγραφής των συγκρούσεων μεταξύ σωματιδίων στην οποία λύνεται, συνήθα)ς προσεγγιστικά, η χρονοεξαρτώμενη εξίσα>ση αλληλεπίδρασής τους ξεκινώντας από μια αρχική κατάσταση και μελετώντας τις πιθανές τελικές καταστάσεις τους. 2. Φυσ. Χημ. Θεωρία εξήγησης των χημικών αντιδράσεων και υπολογισμού του ρυθμού τους σύμφωνα με την οποία, μέσω κατάλληλ(ον συγκρούσεων (αποτελεσματικές συγκρούσεις) μεταξύ των μορίων των αντιδρώντων, διασπώνται οι αρχικοί δεσμοί και δημιουργούνται τα μόρια των προϊόντων. Ο αριθμός των συγκρούσεων ισούται με ένα κλάσμα του συνολικού αριθμού συγκρούσεων, καθώς ένα μέρος από αυτές έχουν πολύ μικρή ενέργεια για να διασπάσουν τα μόρια των αντιδρώντων. Collisionless Boltzmann E q u a t i o n [Εξίσωση Μεταφοράς Boltzmann χωρίς Συγκρούσεις] Φυσ. Τροποποίηση της εξίσωσης μεταφοράς του Boltzmann αμελώντας τις συγκρούσεις των μορίων - ατόμων. Vlasov Equation Collisionless Plasma [Μικροσυγκρούσεις πλάσματος] Φυσ. Φυσική κατάσταση του πλάσματος, στην οποία οι συγκρούσεις μεταξύ των φορτισμένων σωματιδίων του μπορεί να θεωρηθούν αμελητέες και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους οφείλονται στο ηλεκτρικό πεδίο τους. Collodion [Κολλόδιο] Opy. Χημ. Εύκολα αναφλέξιμο, ανοιχτόχρωμο διάλυμα του κολλοδιοβάμβακα σε μίγμα αλκοόλης και αιθέρα που χρησιμοποιείται για την επίτευξη στεγανότητας, λ^γω της ιδιότητας του να σχηματίζει διαφανή λεπτή στερεή μεμβράνη εξατμιζόμενού του διαλυτικού μέσου, στα εργαστήρια, στην ιατρική, στη φαρμακευτική, τη φωτογραφική κ.λ.π. Colloid [Κολλοειδές] Χημ. Ορίζεται μια φάση που είναι διεσπαρμένη σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι επιφανειακές τάσεις να καθορίζουν τις ιδιότητές της. Γενικά, οι διαστάσεις κολλοειδών σωματιδίων είναι από 10 nm έως Ιμηι. Colloidal Dispersion [Κολλοειδής Διασπορά] Χημ. Colloidal System Colloidal System [Κολλοειδές Σύστημα] Χημ. Σύστημα που αποτελείται από μια διεσπαρμένη ή ασυνεχή φάση, σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού, η οποία είναι κατανεμημένη ομοιόμορφα σε ένα μέσο διασποράς ή συνεχή φάση. Οι δυο φάσεις μπορεί να είναι στερεές, υγρές ή αέριες. Collophane [Κολλοφανής] Ομυκτ. Αμορφο καστανοκίτρινο φωσφορικό ορυκτό που συναντάται σε ιζηματογενή πετρώματα και αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή του απατίτη. Cologarithm [Συλλογάριθμος] Μαθημ. Για έναν τυχαίο

Color Difference Signal

αριθμό x ως συνλογάριθμός του ορίζεται ο λογάριθμος του αντίστροφου 1/χ. Colonnade [Κιονοστοιχία] Αρχιτ. Είναι μία σειρά από όμοιους κίονες, τοποθετημένους σε ίσες αποστάσεις και συνδεδεμένους στην κορυφή τους με μία δοκό. Color 1 [Χρώμα] ΓΙνρ. Φυσ. Χαρακτηριστική'] ιδιότητα κβαντικός αριθμός των κουάρκ, χωρίς να έχει καμιά σχέση με τη συνηθισμένη έννοια του χρώματος. Αντίστοιχη του ηλεκτρικού φορτίου, μόνο που ένα κουάρκ μπορεί να είναι κόκκινο, μπλε ή πράσινο και καθορίζει το είδος των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους. Color 2 [Χρώμα] Οπτικ. Τρόπος αντίληψης των διαφορετικών μηκών κύματος της οπτικής ακτινοβολίας από το μάτι. Για παράδειγμα, ακτινοβολία με μήκος κύματος λ=740ηηι - 620nm γίνεται αντιληπτή ως κόκκινο χρώμα, ενώ όταν λ=435ηηι - 390nm ως ιώδες και κάθε ένα από τα εφτά χρώματα της ίριδας αντιστοιχούν σε μια περιοχή μηκών κύματος από 700nm έως 400nm περίπου. Color Aberration [Χρωματική Εκτροπή] Οπτικ Φαινόμενο που προκαλεί το σχηματισμό ελαττωματικών ειδώλων σε συστήματα φακών ή κατόπτρων. Οφείλεται στο διασκεδασμύ, δηλαδή την εξάρτηση του δείκτη διάθλαση των φακών, από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. -> Chromatic Aberration Color B a r P a t t e r n [Μοντέλο ράβδων χρώματοςΐ Επικοιν. Χρωματική διάταξη με όλα τα επιτρεπτά χρώματα από άσπρο ως μαύρο, για την επιλογή κατάλληλου συνδυασμού χρωμάτων. Color B r e a k u p [Ξέσπασμα χρώματος] Επικοιν. Συναντιέται στην παρουσίαση ακολουθίας πεδίων (fieldsequential displays) ένας χαμηλός ρυθμός ανανέωσης να αρκεί για να διακρίνουμε τα βασικά χρώματα πάνω οτις εικόνες. Το κατώφλι του (color breakup thresholds) εξαρτάται από διάφορες συνθήκες και τη φωτεινότητα. Color Burst [Ξέσπασμα χρώματος] Επικοιν. Κάθε γραμμή της οθόνης καθώς σαρώνεται περνάει ένα σήμα συγχρονισμού και ένα σήμα ξεσπάσματος, Color Center [Χρωματικό Κέντρο] Φυσ. Στερ. Κατ. Πρόκειται για πλεγματική ατέλεια ενός κρυστάλλου, π. χ. ένα κενό ή ένα ιόν που δημιουργήθηκε από ακτινοβόληση του κρυστάλλου με ακτίνες Χ και που απορροφά την οπτική ακτινοβολία. Color Class [Χρωματική τάξη] Μαθημ. Σε έναν τυχαίο γράφο, ο οποίος έχει χρωματιστεί, ως χρωματική του τάξη ορίζεται κάθε σύνολο κορυφών του με χαρακτηριστική ιδιότητα τον κοινό χρωματισμό, Color Code [Χρωματικός κώδικας] Μηχ. Πρόκειται για κάθε είδους συσχέτιση μεταξύ χρωμάτων και συγκεκριμένων ιδιοτήτων ή καταστάσεων πάντα βάσει κάποιου προκαθορισμένου κώδικα. Για παράδειγμα σε μία υπηρεσία αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών, με διαφορετικά χρώματα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κάθε φορά ο διαφορετικός βαθμός ετοιμότητας, Color Conversion [Μετατροπή χρώματος] Επικοιν. Προσαρμογή της RGB κλίμακας σε μια άλλη που μετρά λαμπρότητα και χρωματικό βάθος, Color Decoder [Αποκωδικοποιητής χρώματος) Επικοιν. Ειδικός αποκωδικοποιητής που λειτουργεί με χρωματικές διαφορές πχ ομαδοποιεί μια περιοχή ίδιου χρώματος με βάση μαθηματικά πρότυπα κυρίως γεωμετρικά ή στατιστικά. Color Difference Signal |Σήμα χρωματικής διαφοράς] Επικοιν. Διαφορά συμμετοχής 2 σημάτων χρώματος

CoaxialTransmissionLineResonator

- 344 -

(πάνω σε μια δεδομένη κλίμακα) για ένα σημείο. Color Excess [Υπεροχή Χρώματος] Αστρον. Εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της απορρόφησης του φωτός από την μεσοαστρική ύλη. Πρόκειται για τη διαφορά του παρατηρούμενου δείκτη χρώματος ενός αστέρα και του πραγματικού δείκτη χρώματος. Color Facsimile [Εγχρωμο φαξ] Επικοιν. Φαξ με έγχρωμη εκτύπωση που μπορεί να συνδυαστεί με έναν έγχρωμο εκτυπωτή για μείωση κόστους κτλ. Color Force [Χρωμοδύναμη] Πυρ. Φυσ. Βασική δύναμη μεταξύ των κουάρκ, η οποία εξαρτάται από το χρώμα τους. Καθώς τα κουάρκ συνιστούν τα νουκλεόνια, η χρωμοδύναμη αποτελεί τη δύναμη που συγκρατεί τον πυρήνα - πυρηνική δύναμη. —> Color Color Index [Δείκτης Χρώματος C1] Αστρον. Ονομάζεται η διαςοορά δύο φαινόμενων μεγεθών ενός αστεριού σε διαφορετικές φασματικές περιοχές. Παρέχει ένα ακριβές μέσο για τον προσδιορισμό του χρώματος του αστεριού. Color M a g n i t u d e D i a g r a m [Διάγραμμα Χρώματος Μεγέθους] Αστρον. Ένα από τα διαγράμματα Herlzsprung - Russcl στο οποίο απεικονίζεται το απόλυτο μέγεθος ενός αστεριού προς το δείκτη χρο')ματος του. Color Modulation [Διαμόρφωση χρώματος] Επικοιν. Κάθε τηλεοπτικό σύστημα χρησιμοποιεί τη δική του διαμόρφωση πχ το SECAM χρησιμοποιεί FM για ένα μόνο χρώμα ενώ τα PAL και NSTC χρησιμοποιούν για τις 2 χρωματικές διαφορές διαμόρφωση πλάτους και τετραγωνική διαμόρφωση πλάτους αντίστοιχα. Color Phase [Φάση χρώματος] Επικοιν. Επειδή το χρωματικό σήμα είναι σύνθετο (πχ NTSC ή S Video αλλά όχι RGB) και η φάση του καθορίζει το ακριβές χρώμα για κάθε σημείο της οθόνης ενώ συχνά το δίνουν και οι πλευρικές συχνότητες. Color Phase Alternation [Εναλλαγή χρωματικής φάσης CPA] Επικοιν. Ταλάντωση της χρωματικής ακολουθίας (πχ PAL) με εναλλαγή ρυθμού σειράς. Color Picture Signal [Σήμα έγχρωμης εικόνας] Επικοιν. Το σήμα αυτό μετά το βομβαρδισμό της μάσκας προσαρμόζεται με τα σήματα φωτεινότητας (Luminance) και χρωμεινότητας (Chrominance) και φυσικά τα αναγκαία σήματα συγχρονισμού. Color Picture T u b e [Χωνί έγχρωμης εικόνας] Επικοιν. Χωνί που από τη μια μεριά βρίσκεται ο σωλήνας βομβαρδισμού της μάσκας με ηλεκτρόνια και από την άλλη η μάσκα φωσφόρου που διεγείρεται από τα ηλεκτρόνια. Color Saturation (Κορεσμός χρώματος] Επικοιν. Μια άλλη λέξη για τη χρωμεινότητα. Color Signal [Σήμα χρώματος] Επικοιν. Σήμα που τα 3 δομικά στοιχεία του είναι το ίδιο το χρώμα (σαν νούμερο στην κλίμακα), η φωτεινότητα του και το ποσό χρώματος (σε κάποιο σημείο). Color Signal Transmission [Μετάδοση σήματος χρώματος] Επικοιν. Μετάδοση που χαρακτηρίζεται από την κωδικοποίηση που μπορεί να γίνει (και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο) στην συμπίεση ομοειδών χρωματικών περιοχών (πολύπτυχων) με γεωμετρικές μεθόδους. Color SU 3 [Ομάδα Συμμετρίας SU*] Πυρ. Φυσ. Πρόκειται για την ομάδα συμμετρίας μοναδιακών μετασχηματισμών της τριπλέτας των κουάρκ. Color T e m p e r a t u r e [Χρωματική Θερμοκρασία] Φυσ. Θερμοκρασία ενός μέλανος σώματος που εκπέμπει ακτινοβολία ίδιας κατανομής με ένα συγκεκριμένο σώ-

μα. Για παράδειγμα για τον Ήλιο, παρότι δεν είναι μέλαν σώμα, η χρωματική θερμοκρασία του είναι Τ=5770Κ Coloradoite [Κολοραδοϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από υδράργυρο και τελλούριο. Συναντάται σε μελανούς, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος σε μάζες ή κοκκο')δεις σχηματισμούς. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 8,1. Colorimeter [Χρωματόμετρο] Αναλ. Χημ. Αναλνυτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της χροιάς, της καθαρότητας και της φωτεινότητας ενός χρώματος. Colorimetric Analysis [Χρωματομετρική Ανάλυση] Αναλ. Χημ. Μέθοδος ανάλ»υσης που βασίζεται στη σύγκριση της έντασης του χρώματος ενός διαλύματος του δείγματος προς την ένταση του χρώματος ενός πρότυπου διαλύματος της προσδιοριζόμενης ουσίας. Coloring [Χρωματισμός] Μαθημ. Σε τυχαίο γράφο ορίζεται αντιστοιχία ένα προς ένα από το σύνολο των κορυφών του σε σύνολο χρωμάτων με την ιδιότητα η τυχαία κορυφή να είναι διαφορετικού χρώματος από όλες τις γειτονικές της. Colour B r e a k u p [Χρωματική διάσπαση] Επικοιν. Στιγμιαίος διαχωρισμός της έγχρωμης τηλεοπτικής εικόνας στα τρία βασικά χρώματα (μπλε, πράσινο, κόκκινο), που προκαλείται από πολύ γρήγορες κινήσεις είτε της εικόνας είτε των οφθαλμών του θεατή. Colour Index [Δείκτης χρώματος] Γεωλ. Αριθμός που δείχνει την εκατοστιαία αναλογία των σκουρόχρωμων ορυκτών σε ένα πέτρωμα επί του συνόλου των συστατικών του. Colour Killer Circuit [Κύκλωμα αποχρωματιστή] Ηλεκτρον. Το κύκλωμα του έγχρωμου τηλεοπτικού δέκτη το οποίο, κατά τη λήψη ασπρόμαυρων σημάτων, καταργεί τη λειτουργία των κυκλωμάτων χρωματικότητας (χρωματικότητας). Colour P h o t o g r a p h y [Εγχρωμη φωτογραφία] Τεχνολ. Κάθε φωτογραφική μέθοδος για τη παραγωγή έγχρωμων εικόνων σε φωτογραφική πλάκα ή ταινία π.χ. σε πλάκα αποτελούμενη από τρία φωτοπαθή στρώματα (στο κυανό, πράσινο και ερυθρό κατά σειρά) με παρεμβαλλόμενο μεταξύ των δύο πρώτων κίτρινο ηθμό για την απορρόφηση των κυανών ακτίνων, που έκαστο φέρει και κατάλληλους συζεύκτες για την παραγωγή χρωστικών (κίτρινο, ευυθρό και κυανού τετραχρωμίας αντίστοιχα) κατά την επεξεργασία μετά τη φωτογραφική έκθεση. Colour Saturation [Βαθμός κόρου χρώματος] Οπτικ. Χαρακτηριστικό ποιοτικό γνώρισμα κάθε χρώματος που προκύπτει και ποσοτικά από το διάγραμμα χρωματικότητας κυμαινόμενος για τα σύνθετα χρώματα (ακόρεστα) μεταξύ των ορίων του που είναι 0% για το λευκό και 100% για τα απλά χρώματα (κορεσμένα). Εκφράζει το ποσοστό του λευκού που περιέχει κάθε απόχρωση ελαττούμενος με την αύξηση αυτού. Colour Signal [Χρωματικό σήμα] Επικοιν. Ο συνδυασμός σημάτων χρωματικότητας, φωταύγειας και συγχρονισμού που απαιτείται για την παραγωγή έγχρωμων τηλεοπτικών εικόνων. Colour Television [Εγχρωμη τηλεόραση] Επικοιν. Τηλεοπτικό σύστημα στο οποίο ηλεκτρικές ωθήσεις που αντιστοιχούν στα τρία βασικά χρώματα (μπλε, πράσινο, κόκκινο) συνδυάζονται με ηλεκτρονικές μεθόδους για τη παραγωγή εικόνας με χρώματα που προσομοιά-

-345 -

C o m b i n a t i o n Spectrum

ζουν τα φυσικά. Columba [Ιίεριστερά] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου μεταξύ των αστερισμών του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, του Σκήπτρου και του Ζα)γράφου με ορθή αναφορά 6 ώρες και απόκλιση 35°. Σύμβολο Col. Columbite [Κολουμπίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από νιοβιούχο και τανταλιούχο σίδηρο και μαγγάνιο, το κύριο μετάλλευμα νιοβίου. Συναντάται σε μελανούς, με υπομεταλλική λάμψη, υποδιάφανους ή αδιάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος σε πηγματίτες και αλλουβιακές αποθέσεις. Έχει σκληρότητα 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,3 έως 7,3. Column 1 [Στήλη] Χημ. Είναι κυλινδρικό δοχείο, γυάλινο ή μεταλλικό, μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα διεργασίες, όπως είναι η απόσταξη και η απορρόφηση, Χρησιμοποιείται τόσο σε εργαστηριακές όσο και σε βιομηχανικές εφαρμογές. Column 2 [Υποστύλωμα] Πολ.Μηχ. Είναι ένα κατακόρυφο μέλος μίας κατασκευής το οποίο μεταφέρει τα φορτία από την ανωδομή προς την Οεμελίωσή της. Η διατομή ενός υποστυλώματος μπορεί γεωμετρικά να είναι τετράγωνη, ορθογώνια, κυκλική ή και συνθετότερη ενώ το υλικό του υποστυλώματος ανάλογα και με την όλη κατασκευή μπορεί να είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, χάλυβα, ξύλο ή το υποστύλωμα να είναι σύμμεικτο, δηλαδή να αποτελείται από περισσότερα υλικά. Column C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία Στήλης] Αναλ. Χημ. Χρωματογραφική μέθοδος ανάλυσης, που βασίζεται στην τεχνική της προσρόφησης. Ο στερεός προσροφητής τοποθετείται μέσα σε στήλη, στο ένα άκρο της οποίας εισάγεται το δείγμα και καθαρός διαλύτης διαβιβάζεται συνεχώς σε αυτή. Ο προσροφητής είναι συνήθως ενεργοποιημένο οξείδιο του αργιλίου ή του πυριτίου. Column Head [Κεφαλή υποστυλώματος] Πολ. Μηχ. Σε ορισμένες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα όπου δεν υπάρχουν δοκάρια και οι πλάκες μεταφέρουν τα φορτία τους κατευθείαν στα υποστυλώματα, στα σημεία στήριξης των πλακών τα υποστυλ(όματα έχουν μία αυξημένη διατομή. Λυτή η ειδική διαμόρφωση ονομάζεται κεφαλή του υποστυλώματος και είναι απα-

χεία, τα οποία τοποθετούνται το ένα επάνω στο άλλο και φθάνουν σε συνολικό μήκος όσο το ύψος της όλης κατασκευής, η καθ1 ύψος ένωση των οπλισμών, η οποία καλείται και μάτισμα, είναι αναπόφευκτη. Λυτή μπορεί να γίνει είτε με υπερκάλυψη των οπλισμών, είτε με συγκόλληση αυτών, είτε με την χρήση μηχανικών μέσων όπως αρμοκλείδες, τήγμα μετάλλου, σφιγκτήρες και σφήνες. Column Vector [Διάνυσμα στήλης] Μαθ. Ως διάνυσμα στήλης θεωρείται κάθε πίνακας του τύπου m x 1, δηλαδή κάθε πίνακας με m γραμμές και 1 στήλη, C o l u m n a r S t r u c t u r e [Στηλοειδής ή κιονοειδής δομή] Γεωλ. Ιίετρωματικός σχηματισμός από παράλληλες, πολυγωνικές (εξαγωνικές στο φωνόλιθο, πενταγωνικές στο βασάλτη), σχετικά ομοιόμορφου σχήματος και ομαλής σύνδεσης στήλες που οφείλεται στην εσωτερική συστολή και θραύση λόγω ψύξης της ροής μαγματικών υλικών από το εσωτερικό της Γης π.χ. το πέρασμα τα>ν Γιγάντων κατά μήκος των βορείων ακτών στην Βορ. Ιρλανδία, Colure [Κόλουρος] Αστρον. Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους πόλους του άξονα αυτής και των σημείων των ισημερινών ή των ηλιοστασίων, ονομαζόμενος αντίστοιχα κόλουρος των ισημερινών ή τα)ν ηλιοστασίων, Coma [Κόμη] Αστρον. Αέρια και σκόνη τα οποία βρίσκονται γύρω από τον πυρήνα κάθε κομήτη. Το κάλυμμα αυτό δημιουργείται όταν ο κομήτης πλησιάζει στον Ήλιο και, καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία του, πολλά υλικά της επιφάνειάς του αεριοποιούνται. Coma Cluster [Σμήνος της Κόμης] Αστρον. Σχεδόν σφαιρικό σμήνος γαλαξιών από τα περισσότερο πυκνά γνωστά σμήνη, με μέλη πάνω από 1.000 γαλαξίες, κυρίως ελλειπτικούς με ελάχιστους σπειροειδείς ηλικίας περί τα 15 δισεκ. χρόνια. Έχει διάμετρο περίπου ενός μεγαπαρσέκ και βρίσκεται σε απόσταση 350 εκατομ. έτη φωτός από τη Γη στον αστερισμό της Κόμης της Βερενίκης, Coma Superclustcr [Υπερσυστροφή της Κόμης] Αστρον. Τεράστιο και πολύ πυκνό στον πυρήνα συγκρότημα γαλαξιών, αποτελούμενο από περίπου 10.000 γαλαξίες, που περιλαμβάνει δύο μεγάλες συστροφές γαλαξιών και βρίσκεται στο κέντρο του Μεγάλου Τείχους.

ραίτητη σε αυτού του είδους τις κατασκευές για την αποφυγή της διάτρησης της πλάκας από το υποστύλωμα. Column O p e r a t i o n s [Πράξεις στήλης] Μαθημ. Σε κάθε πίνακα ο οποίος λειτουργεί ως γραμμικός μετασχηματισμός ορίζονται πράξεις μεταξύ των στηλών για τα αντίστοιχα στοιχεία τους, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της κάθε πράξης να μη μεταβάλλει το τελικό αποτέλεσμα του μετασχηματισμού. Column Rank [Τάξη στήλης] Μαθημ. Η διάσταση του χώρου που παράγεται από τις γραμμικά ανεξάρτητες στήλες κάθε πίνακα. Column Space [Χώρος στηλών] Μαθημ. Ο χα>ρος που ορίζεται από τις στήλες ενός τυχαίου m x n πίνακα και είναι υπόχωρος του γραμμικού χώρου F n . Column Splice [Ενωση οπλισμών υποστυλώματος] ΓΙολ. Μηχ. Επειδή το μήκος των διαθέσιμων στο εμπόριο χαλύβδινων ράβδων για τον οπλισμό του σκυροδέματος είναι περιορισμένο, παρά πολλές φορές στην πράξη απαιτείται η ένωση αυτών. Ειδικά στα υποστυλώματα και γενικά στα κατακόρυφα θλιβόμενα στοι-

C o m b Filter [Οδοντωτό φίλτρο] ΙΠχ.κτρον. Ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο επιλεκτικά επιτρέπει τη διέλευση ή απορρίπτει μικρού εύρους ζώνες συχνοτήτων χωρίς να επηρεάζει τις ενδιάμεσες συχνότητες, Combination 1 [Συνδυασμός] Μαθημ. Κάθε υποσύνολο Β ενός τυχαίου συνόλου Α στο οποίο δεν έχουν οριστεί σχέσεις διάταξης τέτοιες ώστε να υπαγορεύουν συγκεκριμένη σειρά για τα στοιχεία του Β. Αν το σύνολο Α περιέχει n στοιχεία και το Β περιέχει k στοιχεία τότε μπορούν να δημιουργηθούν n!/[k!(n-k)!] διαφορετικοί συνδυασμοί σαν το Β. Combination 2 [Συνδυασμός] Χημ. Αναφέρεται στη διαδικασία σχηματισμού χημικής ένωσης, από τα στοιχεία που την αποτελούν. Combination S p e c t r u m [Συνδυαστικό φάσμα] Αστρον. Το φάσμα που καταγράφεται για διπλά ή πολλαπλά συστήματα αστέρων όταν το σύστημα είναι απλών γραμμών. Σε ένα σύστημα απλών γραμμών είναι παρατηρήσιμες οι φασματικές γραμμές μόνο ενός άστρου, οι οποίες περιέχουν και τις γραμμές των υπόλοιπών αστέρων.

Combinatorial Analysis mf

- 346 -

Combinatorial Analysis [Συνδυαστική ανάλυση] Μαθημ. Σημαντικός κλάδος των μαθηματικών ο οποίος αναπτύσσει μεθόδους και θεωρήματα βάσει των οποίων υπολογίζονται τα ζητούμενα στα πειράματα τύχης, Χρησιμοποιείται ευρέως στη θεωρία πιθανοτήτων. Combinatorial Theory [Συνδυαστική θεωρία] Μαθημ. Η μελέτη του προβλήματος κατασκευής συνόλων έτσι ώστε τα στοιχεία τους να έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες ανάλογα κάθε φορά με το ζητούμενο. Combinatorial Topology [Συνδυαστική τοπολογία] Μαθημ. Η μελέτη των γεωμετρικών σχημάτων ως προς τις τοπολογικές τους ιδιότητες. Εργαλεία της συνδυαστικής τοπολογίας είναι η κάλυψη των σχημάτων από σύνολο ή η διάσπασή τους σε στοιχειώδη σχήματα. Combinatorics [Συνδυαστική) Μαθημ. Κλάδος των μαθηματικών που μελετά πεπερασμένα σύνολα ως προς τις ιδιότητες μεταθέσεων των στοιχείων τους. Combined Footing [Κοινό πέδιλο] Πολ. Μηχ. ϋρόκειται για ένα θεμέλιο, το οποίο στηρίζει και μεταφέρει με ασφάλεια στο έδαφος τα φορτία δύο υποστιλωμάτων. Μπορεί να έχει γεωμετρικό σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου ή τραπεζοειδούς και η απύφαση χρησιμοποίησής του εξαρτάται από την μεταξύ των υποστιλωμάτων απόσταση , το μέγεθος των φορτίων που φέρουν και την αντοχή του εδάφους. Combined Sewer [Παντορροηκό δίκτυο] Πολ. μηχ. Δίκτυο αποχέτευσης στο οποίο συλλέγονται τα ακάθαρτα και τα όμβρια ύδατα εντός ενός συστήματος αγωγών. Combined Stresses [Συνδυασμός τάσεων] Μηχ. Οι συνισταμένη των τάσεων που προκύπτει σε ένα φορέα από τον συνδυασμό των εφελκυστικών τάσεων που αναπτύσσονται λόγω καταπόνησης από εφελκυσμό ή θλίψη και των τάσεων που προκύπτουν από την καταπόνηση του φορέα σε κάμψη. Combining Volume Law [Συνδυασμένος Νόμος Όγκων] Φυσ. Χημ. Προκύπτει από συνδυασμό των νόμων των Boyle και Charles. Ο όγκος που καταλαμβάνεται από συγκεκριμένη ποσότητα αέριου είναι ανάλογος της απόλυτης θερμοκρασίας δια της πίεσης. Combustible Gas [Καύσιμο αέριο] Τεχνολ. Κατηγορία αερίων ουσιών και ενώσεων που καίγονται παρουσία αέρα κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες περιβάλλοντος και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας. Combustion [Καύση] Χημ. Αντίδραση ενός αερίου, στερεού ή υγρού καυσίμου με το οξυγόνο με συνέπεια την παραγωγή θερμότητας και φωτός. Εάν το καύσιμο είναι οργανικό, προκύπτει μίγμα μονοξείδιου, διοξειδίου του άνθρακα καθώς και άλλο οξείδια ανάλογα την χημικού σύνθεση του. Combustion C h a m b e r 1 [Θάλαμος Καύσης] Μηχ. Θάλαμος ανάφλεξης καυσίμ(ον και παραγωγής θερμότητας. Σε μηχανές εσωτερικής καύσης η ποσότητα του αέρα που παρέχει το οξυγόνο για την καύση είναι ελεγχόμενη. Combustion C h a m b e r 2 [Θάλομος Καύσης] Αεμομηχ. Σε έναν πύραυλο, το τμήμα στο οποίο λαμβάνει χώρα, υπό υψηλή πίεση, ανάφλεξη των προωθητικοί καυσίμων. Combustion C h a m b e r Volume [Όγκος Θαλάμου Καύσης] Μηχ. Όγκος ενός θαλάμου ανάφλεξης καυσίμων. Combustion Deposit [Εναπόθεμα Καύσης] Μηχ. Πρόκείται για το στερεό προϊόν της καύσης που εναποτίθε-

ται στα τοιχώματα του θαλάμου καύσης. Combustion Efficiency [Απόδοση Καύσης] Μηχ. Χαρακτηριστικός αριθμός της απόδοσης μίας καύσης που ισούται με το πηλίκο της θερμότητας που παράγεται από την καύση προς το μέγιστο δυνατό θεωρητικό ποσο αν η καύση ήταν τέλεια. Combustion Engine [Μηχανές Καύσης] Μηχ. Μηχανές που λειτουργούν χρησιμοποιώντας τη θερμική ενέργεια που παράγεται με την ανάφλεξη καυσίμων και την καύση τους. Combustion Engineering [Μηχανολογία Καύσης] Μηχ. Κλάδος της μηχανολογίας που ασχολείται με τον σχεδιασμό των θαλάμων και των διαδικασιών καύσης σε μηχανές καύσης με σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσης και τη μείωση των απωλεκόν. Combustion Furnace 1 [Κλίβανος Καύσης] Λ vol. Χημ. Θάλαμος καύσης μιας οργανικής ένωσης που χρησιμοποιείται στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυσή της. Combustion F u r n a c e [Κλίβανος Καύσης] Μηχ. Κλίβανος στον οποίο η θερμότητα παράγεται από την καύση ορυκτο')ν καυσίμων. Combustion Instability [Αστάθεια Καύσης] Αεμομηχ. Διακύμανση στην τιμή της απόδοσης καύσης των προωθητικών καυσίμων σε ένα πύραυλο, Combustion Nucleus [Πυρήνας Συμπύκνωσης από Καύση] Μετεωρ. Πρόκειται για πυρήνα (σωματίδιο μικρομετρικών διαστάσεων) συμπύκνωσης των υδρατμών γύρω από αυτό, που παράχθηκε από φυσική ή τεχνητή καύση υλικών. Combustion Rate [Ρυθμός Καύσης] Χημ. Ποσότητα μιας ουσίας που υφίσταται καύση, της ανά μονάδα χρόνου. Combustion Shock [Ωστικό Κύμα Καύσης| Μηχ. Ωστικό κύμα που παράγεται από την απότομη καύση ή την πρώιμη ανάφλεξη του καυσίμου σε ένα θάλαμο καύσης, C o m b u s t o r [Καυστήρας] Μηχ. Μηχ. Σε αεριοστροβιλομηχανές, θάλαμος που περιλαμβάνει διάταξη για την καύση του καυσίμου με την συμπιεσμένη ροή αερίου που εισέρχεται στον θάλαμο, συσκευή έγχυσης του καυσίμου και έξοδο των προϊόντων της καύσης στην διάταξη στροβίλου της μηχανής, Comet [Κομήτης] Αστμον. Ουράνια σώματα αποτελούμενα από ατμούς νερού, πάγους αερίων και σκόνη τα οποία πλησιάζοντας στον Ήλιο αεριοποιούνται. Κάθε κομήτης αποτελείται από φωτεινό πυρήνα, περιβάλλοντα αέρια (κόμη) και την ουρά και η κίνησή του είναι ελλειπτική γύρω από τον Ήλιο. Comet Family [Οικογένεια κομητο')ν] Αστρον. Κάθε οικογένεια κομητών είναι μια από τις ομάδες στις οποίες χωρίζονται οι κομήτες που έχουν περίοδο μικρότερη από 200 χρόνια. Το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο γίνεται η ομαδοποίηση είναι η απόσταση αυτών των ουράνιων σωμάτων στο αφήλιο. Οι σημαντικότερες οικογένειες κομητών είναι αυτές που βρίσκονται κοντά στην τροχιά του Δία, αφού αυτή είναι η κυριότερη περιοχή παρατήρησης κομητών γενικά. Comet G r o u p [Ομάδα κομητο')ν] Αστρον. Οι κομήτες χωρίζονται σε δύο ομάδες ανάλογα με την περίοδο τους: βραχείας και μακράς περιόδου. Διαχωριστικό σημείο για την περίοδο κάθε κομήτη είναι τα διακόσια χρόνια. Η πρα'πη ομάδα περιλαμβάνει μια υποομάδα κομητών βραχείας περιόδου οι οποίοι προσέγγισαν μόνο μια φορά. C o m f o r t Control [Ρύθμιση συνθηκίόν άνεσης] Τεχ\>ολ.

-347 Στην διαχείριση ενέργειας, η σχεδίαση και χρήση διατάξεων κλιματιστικών μηχανημάτων, αγωγών εξαερισμού και άλλων συσκευών για την ρύθμιση και επίτευξη των επιθυμητίόν συνθηκών περιβάλλοντος σε ένα χώρο με έλεγχο της θερμοκρασίας και της υγρασίας του αέρα. C o m m a n d [Εντολή] Πληρ. Σε μία γλώσσα προγραμματισμού ή στο λειτουργικό σύστημα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η εντολή είναι ένας συγκεκριμένος όρος, μονοσήμαντα προσδιορισμένος, ο οποίος επιφέρει την εκτέλεση ανάλογων λειτουργιών. Οι εντολές συνθέτουν τους κώδικες των λογισμικών προγραμμάτων. C o m m a n d Control P r o g r a m [Πρόγραμμα ελέγχου εντολής] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο συμβάλλει στην επικοινωνία και αλληλεπίδραση του χρήστη με το υπολογιστικό σύστημα, με το ελέγχει και να ρυθμίζει το σύνολο των εντολών και των αιτήσεων του χρήστη για επεξεργασία προς το υπολογιστικό σύστημα. C o m m a n d I n t e r p r e t e r [Διερμηνέας εντολών] Πληρ. Η ειδική ρουτίνα, η οποία σχεδιάζεται ώστε να συμβάλλει στην αναγνώριση και καθοδήγηση τα)ν εντολών του χρήστη προς το υπολογιστικό σύστημα. C o m m a n d List [Λίστα εντολών! Πληρ. Ο κατάλογος, ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των εντολών σε μια προκαθορισμένη σειρά που πρόκειται §επεξεργαστούν§ και να εκτελεστούν από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας με στόχο την πραγματοποίηση μια συγκεκριμένης λειτουργίας εισόδου/ εξόδου του υπολογιστικού συστήματος. C o m m a n d Set [Σύνολο εντολών] Επικοιν. Πακέτο εντολών που μπορεί να ελέγξει μια κατάσταση και συνήθως συμπεριλαμβάνεται σε λογισμικό ελέγχου τηλεπικοινωνιακών συσκευών που μπορεί να διατίθεται KUI σε εμπορική χρήση. C o m m e n s u r a b l e Motions [Συμμετρικές Κινήσεις] Αστρον. Κινήσεις αστρικών σωμάτων, καθώς και τεχνητών δορυφόρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν λόγο συμμετρικούς (ρητούς) αριθμούς. C o m m e n s u r a b l e Quantities [Σύμμετρες ποσότητες] Μαθημ. Σύνολα ακεραίων αριθμών οι οποίοι προκύπτουν ως πολλαπλάσια μιας ακέραιας τιμής, η οποία θεωρείται το μέτρο του συνόλου. C o m m e n s u r a t e O r b i t s [Συμμετρικές Τροχιές] Αστρον. Τροχιές δορυφόρων γύρω από ένα σώμα για τις οποίες ο λόγος των περιόδων τους είναι συμμετρικός (ρητός) αριθμός. C o m m e n t [Σχόλιο] Πληρ. Κείμενο, κατάλληλα τοποθετημένο στην επιφάνεια συγγραφής του κώδικα ενός προγράμματος υπολογιστή, το οποίο δεν επιδρά στην εκτέλεση του προγράμματος αλλά χρησιμεύει για επεξήγηση των επιλογών και εντολών του προγραμματιστή, για την διευκόλυνση της κατανόησης του από άλλους. C o m m e n t Code [Κώδικας σχολίων] Πληρ. Χαρακτήρες γλώσσας προγραμματισμού που γράφονται σε ένα κομμάτι προγράμματος και το καθιστούν ως σχόλιο. Commercial H a r b o r [Εμπορικό λιμάνι] Υδρολ. Πρόκειται για λιμάνι από το οποίο γίνεται κυρίως διακίνηση εμπορικών αγαθών. Οι αποβάθρες του διαθέτουν ειδικούς γερανούς και άλλα μηχανικά συστήματα φορτοεκφόρτωσης των διακινουμένων εμπορευμάτων. Common Battery [Κοινή μπαταρία] Επικοιν. Μπαταρία που υποστηρίζει ένα σύστημα κοινού χρονισμού. Common Branch [Κοινός Κλάδος] Ηλεκ. Σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, ορίζεται ένας κλάδος ο οποίος ανήκει

C o m m o n I m p c d a n c e Coupling

σε δύο ή περισσότερους βρόγχους. C o m m o n Brick [Κοινό τούβλο] Οικοδ. Το εμπορικό τούβλο για κατασκευή τοιχοποιίας το οποίο κατασκευάζεται από κοινή άργιλο και δεν έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. C o m m o n C a r r i e r [Κοινός φορέας! Επικοιν. Περίπτωση που 2 σήματα μεταδίδονται πάνω στον ίδιο φορέα. C o m m o n Channel Exchange [Λνταλλαγή κοινού καναλιού] Επικοιν. Περίπτωση που 2 σήματα εναλλάσσονται πάνω στον ίδιο φορέα. Common Channel Interface [Διασύνδεση κοινού καναλιού] Επικοιν. Διασύνδεση για το κοινό κανάλι που συνήθως είναι συνδεδεμένη με κάποιο σύστημα πολύπλεξης ή κωδικοποίησης. Common Channel Interference [Παρενόχληση κοινού καναλιού] Επικοιν. Η παραδιαφωνία και ο θόρυβος από την κοινή χρήση του καναλιού. C o m m o n Channel Signaling [Σηματοδοσία κοινού καναλιού] Επικοιν. Στην ψηφιακή υλοποίηση επικοινωνίας υπάρχει ένα ειδικό κανάλι ψηλής ταχύτητας που χρησιμοποιείται για σηματοδοσία ή οποία τείνει να ανεξαρτητοποιηθεί από τα δεδομένα ως προς τη διαδρομή. Common Channel Signaling System [Σύστημα σηματοδοσίας κοινού καναλιού| Επικοιν. Το σύστημα διαφέρει ανάλογα με τη σύνδεση και την ήπειρο. Τα πιο διαδεδομένα συστήματα πρωτοκόλλων είναι τα SS #7, DPNSS, Q.Sig, Q.931 κτλ. C o m m o n Collector Connection [Συνδεσμολογία Κοινού Συλλέκτη] Η/χκ. Τρόπος σύνδεσης και λειτουργίας ενός τρανζίστορ. Grounded Collector Connection Common Denominator [Κοινός παρονομαστής] Αστρον. Για ένα σύνολο παρονομαστών κάθε ένα από τα πολλαπλάσιά τους το οποίο είναι κοινό για όλους. Όταν οι παρονομαστές είναι πρώτοι αριθμοί μεταξύ τους ο μικρότερος κοινός παρονομαστής είναι το γινόμενο όλων. C o m m o n Difference [Κοινή διαφορά] Μαθημ. Π σταθερή ποσότητα α η οποία προστίθεται αρχικά σε έναν πρώτο όρο και στη συνέχεια σε κάθε όρο που προκύπτει με αυτή τη διαδικασία. Κατ'αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια αριθμητική πρόοδος με διαφορά α. C o m m o n Divisor [Κοινός διαιρέτης] Μαθημ. Σε κάθε ομάδα ακέραιων αριθμών ορίζεται ως κοινός διαιρέτης όποιος από τους διαιρέτες των αριθμών είναι κοινός για όλους. II τετριμμένη περίπτωση είναι ο μόνος κοινός διαιρέτης να ε.ίναι το 1. C o m m o n Emitter Connection [Συνδεσμολογία Κοινού Εκπομπού] Ιίλεκ. Τρόπος σύνδεσης και λειτουργίας ενός τρανζίστορ. —> Grounded Emitter Connection Common Fraction [Κοινό κλάσμα] Μαθημ. Κάθε κλάσμα το οποίο προκύπτει από τη διαίρεση τυχαίων στοιχείων του συνόλου των ακέραιων αριθμών. Common Gate Amplifier [Ενισχυτής Κοινής Πύλης] Ηλεκ. Πρόκειται για έναν ενισχυτή που χρησιμοποιεί τρανζίστορ επίδρασης πεδίου με κοινή πύλη εισόδου και εξόδου. C o m m o n Gateway Interface [Διασύνδεση κοινής πύλης] Επικοιν. Σχετικά παλαιότερο πρότυπο (με scripting γλώσσα προγραμματισμού) σε πολλούς διανομείς διαδικτύου που εξυπηρετούσε πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων και άλλες σελίδες με δυναμικό τρόπο. Common Impcdance Coupling [Σύζευξη Κοινής Ε-

Coaxial Transmission Line Resonator

- 348 -

μπέδησης] Ηλεκτρομαγν. Τρόπος σύζευξης δύο κυκλωμάτων μέσω ενός κοινού κλάδου που περιέχει ένα πηνίο ή πυκνωτή. Common Ion Effect [Επίδραση Κοινού Ιόντος] Αναλ. Χημ. Περιγράφει τη μείωση της διαλυτότητας ενός ηλεκτρολύτη, με προσθήκη ενός δεύτερου ηλεκτρολύτη, που έχει κοινό ιόν με αυτόν, σε κορεσμένο διάλυμα. C o m m o n L a n g u a g e [Κοινή γλώσσα] Πλημ. Η γλώσσα προγραμματισμού, η οποία μπορεί να αναγνωριστεί και να χρησιμοποιηθεί από διαφορετικά υπολογιστικά συστήματα. C o m m o n L o g a r i t h m [Κοινός λογάριθμος] Μαθημ. Αν ένας αριθμός επιτρέπει τη γραφή του ως δύναμη του δέκα, τότε ο εκθέτης αυτής της δύναμης ονομάζεται κοινός αλγόριθμος. C o m m o n Multiple [Κοινό πολλαπλάσιο] Μαθημ. Κάθε αριθμός ο οποίος βρίσκεται σε όλοι τα σύνολα των πολλαπλασίων για μια δεδομένη ομάδα αριθμών. Common Object Request B r o k e r Architecture [Αρχιτεκτονική διανομέα κοινών αντικειμένων] Επικοιν. Πρότυπο διασύνδεσης συστατικο>ν πολλών εφαρμογών που στήριξε η Netscape, IBM κτλ. C o m m o n Storage [Κοινή μνήμη I Πληρ. Ο χώρος σε μια μνήμη, όπου αποθηκεύονται προσωρινά τα δεδομένα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται από διαφορετικά προγράμματα με έναν τρόπο ως ανταλλαγή, δηλαδή τα δεδομένα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα από την εκτέλεση ενός προγράμματος μετά εισάγονται και χρησιμοποιούνται από ένα άλλα πρόγραμμα, κλπ. C o m m o n User Channel [Κοινό κανάλι χρηστών] Επικοιν. Ένα κανάλι επικοινωνίας μιας ομάδας χρηστών σε ένα δίκτυο (πχ IRC). C o m m o n W o r d s [Συνήθεις λέξεις] Επικοιν. Ειδικοί κατάλογοι με λέξεις που χρησιμοποιούνται συνήθως σε συνθηματικά που χρησιμοποιούνται για να αποκτήσει κανείς πρόσβαση από την πίσω πόρτα. Common Year [Κοινό έτος] Αστρον. Η περίοδος του πολιτικού έτους όπως έχει οριστεί στις 365 ημέρες. Communication Band [Ζώνη επικοινωνίας] Επικοιν. Ζο')νη συχνοτήτων για επικοινωνία χρηστίόν που μπορεί αντιστοιχεί στο φυσικό ανάλογο ή σε αυτό που διατίθεται από την πολιτεία. Communication Bus [Κανάλ.ι επικοινωνίας] Επικοιν. Ένα από τα κανάλια δεδομένων της κεντρικής υπολογιστικής μονάδας. Communication Channel [Κανάλι επικοινωνίας] Επικοιν. Κανάλι που υλοποιείται σε κάποια συχνότητα ή άλλο φυσικό μέσο και συνδέει 2 μέρη. Communication Control Unit [Μονάδα ελεγχου επικοινωνίας] Επικοιν. Εργαλείο με κύριο σκοπό συντονισμό και έλεγχο επικοινωνίας. Υπάρχει πλ.ήθος τέτοιων μηχανημάτων ανάλογα με το επίπεδο της υπαρχούσης δικτύωσης. Communication C o u n t c r m e a s u r e [Μέτρο επικοινωνίας] Επικοιν. Στα συστήματα μέτρησης τηλεπικοινο)νιακής απόδοσης πχ φόρτο δικτύου, ασφαλέστερα σημεία πρόσβασης κτλ. Οι μονάδες είναι διάφορες πχ bps, Erlang κτλ. Communication Link [Ζεύξη επικοινωνίας] Επικοιν. Σύνδεση 2 σημείων για επικοινωνία με διάφορους τρόπους (πχ Full Duplex), σε διάφορα μέσα (πχ οπτικές ίνες ή ασύρματα), για μετάδοση δεδομένων. Communication Protocol [Πρωτόκολλο επικοινωνίας] Πληρ. Οι κανόνες, οι συνθήκες και περιορισμοί που διέπουν την επικοινωνία σε ένα δίκτυο υπολογι-

στών, δηλαδή καθορίζουν και ρυθμίζουν την μεταφορά των δεδομένων διαμέσου του δικτύου αυτού και κατά συνέπεια, και τις αντίστοιχες λειτουργίες που χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά. Το σύνολο των πρωτοκόλλων ενός δικτύου αποτελεί μέρος της αρχιτεκτονικής του συγκεκριμένου δικτύου. Communication Satellite [Δορυφόρος επικοινωνιών] Επικοιν. Δορυφόρος που έχει κύρια αποστολή να εξυπηρετεί τηλεπικοινωνιακά κάποιες περιοχές της γήινης επιφάνειας που εξαρτώνται κύρια από τον προσανατολισμό, την τροχιά και τον έλεγχο του. Communication Speed [Ταχύτητα Επικοινωνίας] Επικοιν. Ρυθμός μετάδοσης πληροφοριών από κανάλι επικοινωνιών. Communication System [Τηλεπικοινωνιακή Συσκευή] Επικοιν. Κάθε είδους διάταξη μεταφοράς πληροφοριών, όπως ήχος, εικόνα κ.λ.π., στην οποία η πληροφορία κωδικοποιείται ως μεταβολή κάποιου φυσικού μεγέθους π.χ. της τάσης και αναπαραγάγεται στα σημεία προορισμού του. Για παράδειγμα το τηλέφωνο, κ.λ.π. Communication T e r m i n a l [Τερματικό επικοινωνίας] Επικοιν. Στην αρχή το τερματικό ήταν μέρος του λειτουργικού συστήματος αλλά σταδιακά απεξαρτήθηκε απ' αυτό αλλά πάντως αν πιστέψουμε και κάποιες νέες τάσεις αρκεί ένα πληκτρολόγιο, μια οθόνη και ένα Modem και ένας επεξεργαστής αλλά όχι σκληρός δίσκος. Communications [Επικοινωνίες] Μηχ. Είναι ένας ευρύτερος όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των μηχανισμών, των υλικών αλλά ακόμη και την τεχνολογία και τεχνογνωσία που απαιτείται για την μετάδοση σε μεγάλες αποστάσεις οποιουδήποτε είδους πλ.ηροφοριο'ίν, συμπεριλαμβάνοντας και τις ενδιάμεσες μετατροπές που αυτές υφίστανται. Communications E q u i p m e n t [Εξοπλισμός επικοινωνιών] Επικοιν. Φανερά εκτός από το αναγκαίο λογισμικό και προσωπικό απαιτούνται 2 υπολογιστές με μια κάρτα δικτύου ο καθένας, ένα συνδέτη και το ανάλογο καλώδιο. Για δίκτυο μέσω τηλεφώνου απαιτείται και από ένα τηλέφωνο, ένα modem. Για επιπλέον απαιτήσεις και διάφορα μηχανήματα σύνδεσης και ελέγχου δικτύωσης. Communications Intelligence [Εξυπνάδα επικοινωνίας] Επικοιν. Ουσιαστικά η έξυπνη επικοινωνία σηματοδοτεί την εξυπνάδα των χρηστών ή των κατασκευαστών των επικοινωνιακοί συσκευών και των πρωτοκόλλων. Η τάση αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από την χρήση ευρετικών μεθόδων πάνω στις κάθε είδους βάσεις δεδομένοιν. Communications Language [Γλώσσα επικοινωνιο')ν] Επικοιν. 1. Γλ.ώσσα με προγραμματιστικά scripts πάνω σε κάποιο είδος συσκευών επικοινωνίας (πχ Modems). 2. Γλνώσσα για επικοινωνίες σε διάφορες άλλες πλατφόρμες κυρίως δικτυακές (πχ Novel) ή σε κατάλληλα λειτουργικά συστήματα που υποστηρίζουν δίκτυα (πχ Linux, Windows NT κτλ). 3. Γλώσσα γενικού σκοπού που ενσωματώνει και τις επικοινο)νίες πχ Java, C++. Communications Network [Δίκτυο επικοινωνιών] Επικοιν. Υπολογιστές συνδεδεμένοι μαζί με άλλα περιφερειακά περισσότερο ή λιγότερο συναφή ο')στε οι συμμετέχοντες να μοιράζονται κοινούς πόρους (πχ δίσκους, συστήματα αρχείων, εκτυπωτές, κτλ) του δικτύου με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού. Communications P r o g r a m [Πρόγραμμα Επικοινωνίας] Υπολ. Πρόγραμμα επικοινωνίας και μεταφοράς δεδομένων μεταξύ ηλεκτρονικών συσκευών και υπολογι-

-349ατών. Communications Protocol [Πρωτόκολλο επικοινωνίας] Επικοιν. Βασικό συστατικό της καλής επικοινωνίας είναι τα 2 μέρη να καταλαβαίνουν εκατέρωθεν τι εκπέμπεται και αυτό συνεπάγεται ορισμό κανόνων για τι κάθε τι από σχετικούς (ανεξάρτητους) φορείς και μάλιστα διαφάνεια των κατασκευαστών στο επίπεδο επικοινωνίας με άλλα πρωτόκολλα. Communications Relay Station [Σταθμός αναμετάδοσης τηλεπικοινωνιών] Επικοιν. Σύστημα μακρινής παρατήρησης (κυρίως διαστημικής) και επικοινωνίας για ομάδες παρατηρητών μεγαλύτερες από 3 άτομα. Communications Satellite [Τηλεπικοινωνιακός Δορυφόρος] Αερομηχ. Τεχνητός δορυφόρος, συνήθως σε γεωστατική τροχιά, μέσω του οποίου γίνεται η μεταφορά πληροφοριών μεταξύ δύο σταθμών εδάφους που απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα. Communications T h e o r y [Θεωρία επικοινωνιών] Επικοιν. Πολύ καινούργια θεωρία που θεμελίωσαν οι καθηγητές Shannon και Hartley και αξιοποίησε και ο Ν. Wiener στην Κυβερνητική του. Αρχίζει από τη θεωρία πληροφορίας, τη θεωρία κωδίκων και τη στατιστική μηχανική και συνεχίζει πάνω σε υπολογιστικά πρότυπα. Communications T r a f f i c [Φόρτος επικοινωνιακής κυκλοφορίας] Επικοιν. Μέτρο απασχόλησης (σε bps) ενός φορέα, ενός καναλιού, ενός μηχανήματος όπως ο διανομέας (Server) ή ενός σημείου (ακόμα και ιστοσελίδας) ανά μονάδα χρόνου. Communications Zone Indicator [Ενδείκτης ζώνης επικοινωνίας] Επικοιν. Βοηθά στη οπίσθια διάχυση μεταδιδόμενων παλμών που στέλνονται στην ιονόσφαιρα βρίσκοντας την καλύτερη συχνότητα. C o m m u n i c a t o r [Επικόινωνέας] Επικοιν. Λογισμικό διαμετακομιστής ιστοσελίδων της Netscape που ενσωμάτωσε δική του τεχνολογία και λειτούργησε σαν καταλύτης για το δίκτυο. Community A n t e n n a [Κοινοτική κεραία | Επικοιν. Σύστημα με διατάξεις κεραίας που εξυπηρετεί μια περιοχή για αποτελεσματικότερη κάλυψη. Community Antenna Television [Κοινοτική τηλεόραση] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται η καλωδιακή τηλεόραση που χρησιμοποιεί πολύπλεξη συχνότητας για τη μετάδοση σήματος σε ένα καλώδιο. Commutation [Μετάθεση] Επικοιν. Εναλλαγή πακέτων στην επικοινωνία με χρήση υπηρεσιών δρομολόγησης ή άλλων ελεγκτικών μεθόδων. Commutation Rules [Κανόνες Μετάθεσης] Φνσ. Πρόκειται για τους κανόνες μετάθεσης των τελεστών των φυσικών μεγεθών ενός κβαντικού συστήματος. Η μετάβαση από την κλασική περιγραφή ενός δυναμικού συστήματος στην κβαντική περιγραφή γίνεται θέτοντας την αγκύλη Poisson - (μεταθέτης) των τελεστών κάθε συζυγών μεταβλητών Qj, ίση με ΐΛ: [Q;, PJ = Qi*Pj - Pi x Qi= ift. Commutative [Αντιμεταθετικός] Μαθημ. Όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως τα στοιχεία τα οποία συμμετέχουν σε μια πράξη δε λαμβάνονται σε διατεταγμένα ζεύγη, άρα η σειρά τους δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα. Commutative Algebra [Μεταθετική άλγεβρα] Μαθημ. Κάθε σύνολα) στο οποίο έχουν οριστεί εκ κατασκευής ιδιότητες έτσι ώστε το σύνολα να αποτελεί άλγεβρα. Επιπλέον για να είναι η άλγεβρα μεταθετική πρέπει το

Compact Disk Read Only M e m o r y

γινόμενο κάθε δύο στοιχείων του συνόλου να είναι ανεξάρτητο από τη σειρά των στοιχείων αυτών. Commutative G r o u p [Μεταθετική - Αβελιανή ομάδα] Μαθημ. Όμαδα τελεστών για την οποία ισχύει η μεταθετική ιδιότητα. Abelian Group Commutative Law [Μεταθετικός νόμος] Μαθημ. Κάθε δύο στοιχεία ενός συνόλου ικανοποιούν τον νόμο της μετάθεσης όταν η μεταξύ τους πράξη είναι ανεξάρτητη της σειράς των στοιχείων, δηλ^αδή το αποτέλεσμα είναι το ίδιο για τα διατεταγμένα ζεύγη (α,β) και (β,α). Commutative Operation [Πράξη μετάθεσης] Μαθημ. Κάθε πράξη της οποίας το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο αν εφαρμοστεί στα διατεταγμένα ζεύνη (α,β) και (β,α). Commutative Ring [Μεταθετικός δακτύλ.ιος] Μαθημ. Κάθε σύνολο στο οποίο έχουν οριστεί οι πράξεις της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού έτσι ώστε να αποτελεί το σύνολ.ο δακτύλιο και επιπλεον ο πολλαπλασιασμός ικανοποιεί τον μεταθετικό νόμο. C o m m u t a t o r 1 [Μεταθέτης] Φυσ. Ο μεταθέτης δύο τελεστών ενός κβαντικού συστήματος α, β ορίζεται ως: [α, β] = α χβ-βχα. C o m m u t a t o r [Εναλλάκτης] Η/χκτρομαγν. Διάταξη κινητήρων ή γεννητριών συνεχούς ρεύματος με την οποία εξασφαλίζεται, μέσω ψυκτρών, η περιοδική εναλλαγή της πολικότητας του ρεύματος στο ρότορα. C o m m u t a t o r 3 [Μεταθέτης] Μαθημ. Ο μεταθέτης δύο τελεστών μίας ομάδας α, b ορίζεται ως ένας άλλ^ος τελεστής της ομάδας c που ικανοποιεί την σχέση: bxa*c = a *b. C o m m u t a t o r M o t o r [Κινητήρας με Εναλλάκτη] IJ'/s.κτρομαγν. —> Commutator C o m m u t a t o r Switch [Διακόπτης Εναλλαγής] Ηλεκ. Μηχανικός διακόπτης εναλλ.αγής της λειτουργίας των στοιχείων μίας διάταξης για την εκτέλεση διαδικασιών αποτελούμενες από διαδοχικά βήματα. Comovemcnt Effect [Φαινόμενο Συλλογικής Κίνησης] Ατομ. Φυα. Φαινόμενο στο οποίο παρατηρείται επίδραση, της κίνησης του πυρήνα και των ηλεκτρονίων ως προς το κέντρο μάζας τους, στην ενέργεια των τροχιών των ηλεκτρονίων. Η επίδραση λαμβάνεται υπόψη αντικαθιστώντας τη μάζα του ηλεκτρονίου με την ανοιγμένη μάζα: μ"1 = M^'H-m,^" 1 . Κατά συνέπεια, τα φάσματα δύο ισοτόπων είναι διαφορετικά (ισοτοπικό φαινόμενο) επειδή οι πυρήνες τους έχουν διαφορετική μάζα. Compact Disk [Συμπαγής Δίσκος Ανάγνωσης - Εγγραφής Δεδομένων] Επικοιν. Δίσκος εγγραφής και ανάγνωσης ψηφιακών δεδομένων χρησιμοποιώντας ακτίνες λέιζερ. Για την περίπτωση εγγραφής χρησιμοποιείται υψηλής ισχύος ακτίνα λέιζερ, ενώ για την ανάγνωση μικρής ισχύος. Η ψηφιακή πληροφορία αποθηκεύεται με τη μορφή διαδοχικών σημείων ανυψωμάτων και λακουβών της επιφάνειας του δίσκου, διατεταγμένα σε ομόκεντρους κύκλους. Έχει διάμετρο έως 12 cm και χρησιμοποιείται για ψηφιακή αποθήκευση έως και 650ΜΒ κάθε είδους πληροφορίας, ήχου εικόνας κ.λ.π. Υπάρχουν CD μόνο μίας εγγραφής (CD-R) αλλά και πολλών εγγραφών (CD-RW) με ταχύτητες ανάγνωσης - εγγραφής από 2Χ έως 52Χ όπου Χ η ταχύτητα ανάγνωσης CD ήχου. Compact Disk Read Only M e m o r y [Συμπαγής Δίσκος Ανάγνωσης Δεδομένων CD-RQM] Πληρ. Δίσκος μίας εγγραφής δεδομένων (της αρχικής) ο οποίος χρησιμοποιείται εκ των υστέρων μόνο για ανάγνωση από

CoaxialTransmissionLineResonator- 350 αυτόν. -> Compact Disk

νότητα. μήκος συγκέντρωση κ.λ.π.) ενός αντικειμένου

Compact Open Topology [Συμπαγής-ανοιχτή τοπολο- με το αντίστοιχο ενός προτύπου. γία] Μαθημ. To σύνολο όλων των ανοιχτών υποσυνόλων του χώρου των ανοιχτούν συναρτήσεων. Κάθε συνεχής συνάρτηση έχει πεδίο ορισμού συμπαγή τοπολογικό χώρο και πεδίο τιμών έναν δεύτερο τοπολογικό χώρο ο οποίος είναι ανοιχτός. Compact O p e r a t o r [Συμπαγής τελεστής] Μαθημ. Μετασχηματισμός ορισμένος από και προς χώρους με τοπολογία. Ο συμπαγής τελεστής μετασχηματίζει σύνολα από το πεδίο ορισμού του σε συμπαγή σύνολα στο πεδίο τιμών του. Compact Set [Συμπαγές σύνολο] Μαθημ. Κάθε σύνολο Α, υποσύνολο ενός μετρικού χώρου Β, θεωρείται συμπαγές αν είναι μετρικός υπόχωρος του Β και ικανοποιεί τις προϋποθέσεις συμπάγειας μετρικού χώρου. C o m p a c t Space [Συμπαγής χώρος] Μαθημ. Κάθε μετρικός χώρος Ε για τον οποίο υπάρχει οικογένεια {Α; / i ε I) ανοιχτών συνόλων, τέτοια ώστε η ένωσή τους να είναι υπερσύνολο του Ε, με πεπερασμένο υποσύνολο {Α; / i = I ,ιι} τέτοιο ώστε η ένωσή του να είναι υπερσύνολο του Ε. Compactification [Συμπαγοποίηση] Μαθημ. Έστω δύο χώροι Χ και Υ στους οποίους έχει οριστεί τοπολογία. Αν α) ο Υ είναι συμπαγής χώρος Hausdorff, β) υπάρχει συνάρτηση h από τον Χ στον Υ τέτοια ώστε να είναι ομοιομορφισμός και γ) h(X) πυκνό υποσύνολο του Υ τότε ο Υ χώρος ορίζεται ως συμπαγοποίηση του Χ. Compaction [Συμπύκνωση] Πολ. Μηχ. II διαδικασία αύξησης του φαινόμενου βάρους ενός εδαφικού υλικού με μηχανικά μέσα τα οποία το συμπιέζουν μειώνοντας στο ελάχιστο τα κενά μεταξύ των κόκκων, εξασφαλίζοντας έτσι τη μέγιστη πυκνότητα σε μονάδα όγκου. C o m p a c t o r [Οδοστρωτήρας] Μηχ. Μηχ. Εξοπλισμός μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η συμπύκνωση στρώσεων εδάφους εφαρμόζοντας πιέσεις επί της στρώσης στην επιφάνεια επαφής της με το μηχάνημα από το βάρος του ή από δονήσεις που δημιουργούνται με μηχανικό τρόπο. C o m p a c t u m [Συμπαγές] Μαθημ. Χώρος στον οποίο έχει οριστεί τοπολογία, το πλήθος των στοιχείων είναι πεπερασμένο ή άπειρο αριθμήσιμο και ικανοποιεί όλες τις προϋποθέσεις συμπάγειας. C o m p a n d e d Single Side Band System [Σύστημα μονόπλευρης ζώνης διεσταλμένης συμπίεσης] Επικοιν. Σύστημα SSB μετά από τη διαδικασία συμπίεσης αποσυμπίεσης. Companion S t a r [Συνοδός αστέρας] Αστμον. Ένα από τα δύο άστρα των διπλών συστημάτων το οποίο περιστρέφεται γύρω από το άλλο και έτσι εξαρτημένα ακολουθούν την κοινή τους εξελικτική πορεία. C o m p a r a b l e Functions [Συγκρίσιμες συναρτήσεις] Μαθημ. Κάθε ζεύγος συναρτήσεων f,g με κοινό πεδίο ορισμού για τις οποίες έχει οριστεί σχέση διάταξης < και ισχύει f(x)
C o m p a r i n g Unit [Διάταξη Σύγκρισης] Ηλεκ. Σύστημα που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση δύο σημάτων, συνήθως αποτελούμενων από σειρά παλμών τάσης και για τον έλεγχο πιθανής ταύτισής τους ή όχι. Comparison Bridge [Γέφυρα Σύγκρισης] Ηλεκ. Κύκλωμα γέφυρας η οποία, για καθορισμένη τάση εξόδου, παραμένει σε ισορροπία. Σε περίπτωση μεταβολής της τάσης προκαλείται ρεύμα σε ένα κλάδο της, το οποίο και χρησιμοποιείται από ένα κύκλωμα ανάδρασης για την αποκατάσταση της αρχικής τιμής τάσης. Comparison Spectrum [Φάσμα Σύγκρισης] Οπτικ. Πρόκειται για ένα φάσμα πρότυπο, γνωστών χαρακτηριστικών, π.χ. γραμμές απορρόφησης γνωστού μήκους κύματος, που χρησιμοποιείται για υπολογισμό των χαρακτηριστικών άλλων φασμάτων. Comparison Star [Αστέρι Σύγκρισης] Αστρον. Πρόκειται για ένα αστέρι γνωστών χαρακτηριστικών, π.χ. δείκτη χρώματος, μεγέθους, που χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών άλλων γειτονικών αστεριών. Comparison Test [Συγκριτικό τεστ] Μαθημ. Κριτήριο που εξετάζει τη σύγκλιση σειρών μη αρνητικο')ν όρων. Έστω σειρές Σαη και Σβ„, κ>0 και ισχύει αΠ < κ βη τότε αν η δεύτερη σειρά συγκλίνει έπεται πως συγκλίνει και η πρώτη. Compass [Πυξίδα] Μηχ. Όργανο ένδειξης μιας χαρακτηριστικής διεύθυνσης σε κάθε σημείο της επιφάνειας της Γης. Για παράδειγμα, μια μαγνητική πυξίδα προσανατολίζεται στη διεύθυνση του μαγνητικού μεσημβρινού του κάθε τόπου. Μια γυροσκοπική'·} πυξίδα δείχνει προς μια σταθερή διεύθυνση ως προς ένα σύστημα αναφοράς ακίνητο ως προς τον Ήλιο. Compass A d j u s t m e n t [Ρύθμιση Πυξίδας] Πλοηγ. Αναίρεση των παρεμβολών στην ένδειξη μίας μαγνητικής πυξίδας, που προέρχονται από το μαγνητισμό των μεταλλικών τμημάτων ενός πλοίου, αεροπλάνου. Πραγματοποιείται με χρήση διάταξης πηνίων ή μόνιμων μαγνητών, τα οποία ρυθμίζονται ώστε να αναιρούν το πεδίο των παρεμβολών. Compass C a r d | Κάρτα ή ανεμολύγιο της πυξίδας] Μηχ. Κυκλικός δίσκος ή στεφάνη, με δυνατότητα ελεύθερης περιστροφής, απύ δύσκαμπτο χαρτί ή άλλο υλικό (στη περίπτωση των ρευστών πυξίδων) επί του οποίου είναι στερεωμένες οι μαγνητικές βελόνες και είναι χαραγμένες διαβαθμίσεις σε μοίρες από 0 έως 360° κατά τη φορά περιστροφής των δεικτών ρολογιού και συνήθως και στα 32 ρομβικά σημεία της πυξίδας. Compass C a r d Axis [Αξονας της κάρτας της πυξίδας] Μηχ. II ευθεία που ενώνει τα σημεία των 0 J Kai 180' στη κάρτα πυξίδας που φέρει υποδιαιρέσεις σε μοίρες. Compass Points | Σημεία της πυξίδας] Γεωδ. Τα ισαπέχοντα σημεία των 32 κύριων διαιρέσεων (οι ρόμβοι και οι ημιρόμβοι) υποδιαιρούμενα σε τέταρτα (τεταρτορόμβια) της περιφέρειας του ανεμολογίου της πυξίδας κατά το σύστημα διαίρεσης με βάση τις διευθύνσεις το)ν πρωτευόντων και των δευτερευόντων ανέμων. Compass Rose [Ανεμολόγιο επί χάρτη] Πλοηγ. Κύκλος ανάλογος με της κάρτας της πυξίδας ή και σύστημα δύο συγκεντρικίόν κύκλων που τυπώνεται επί ενός ναυτικού χάρτη για να υποδεικνύει τα σημεία (σε μοίρες από 0 έως 360° ή και σε ρόμβους) της πυξίδας σχετικά με τις απεικονίσεις των γραμμών της χέρσου

-351 του χάρτη. Compasses [Διαβήτης - Κουμπάσο] Γραφια. Όργανο χάραξης κύκλων. Αποτελείται από δύο ράβδους συνδεδεμένους ώστε να περιστρέφονται ως προς το ένα άκρο τους, σε καθένα από τα οποία προσαρμόζεται, ακίδα, στυλό, μολύβι, πένα κ.λ.π. Compatibility 1 [Συμβατότητα] Τεχνολ. Η ιδιότητα εξαρτημάτων μιας μηχανικής ή ηλεκτρονικής διάταξης να λειτουργούν σε ικανοποιητικό βαθμό, χωρίς τροποποίηση, είτε σε αμοιβαία σύνδεση είτε ενταγμένα στη συνολική λειτουργία του συστήματος. Compatibility 2 [Συμβατότητα] Χημ. Η τάση διαφορετικών υλικών να σχηματίζουν μίγματα ομοιογενή, σε επίπεδο μορίων. Μπορεί να ονομασθεί και αναμιξιμότητα. Compatible Monolithic Integrated Circuit [Μονολιθικό Ολοκληρωμένο Κύκλωμα] Ιίλεκ. Κύκλωμα κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου πάνω σε ένα μονολιθικό υπόστρωμα πυριτίου που περιέχει τα ενεργά στοιχεία, π.χ. τρανζίστορ, ενώ τα παθητικά, π.χ. αντιστάσεις, κατασκευάζονται κυρίως με λεπτές επιστρώσεις πάνω στο υπόστρωμα. Compensated F o u n d a t i o n [Αντισταθμιστική θεμελίωση | Πολ. Μηχ. Είναι ένας πολύ απλός τρόπος για έναν πρώτο προσεγγιστικό υπολογισμό του βάθους θεμελίωσης ενός κτιρίου επί αργιλικής ή άλλης συμπιεστής εδαφικής στρώσης. Σύμφωνα με αυτήν την μέθοδο προεκτιμάται το συνολικό βάρος του κτιρίου και εξισώνεται με το βάρος ενός όγκου του εδάφους θεμελίωσης. Για τον υπολογισμό του βάρους αυτού, λαμβάνεται υπόψη το ειδικό βάρος της εδαφικής στρώσης, η επιφάνεια του κτιρίου και το βάθος θεμελίωσης. Οπότε από την παραπάνω εξίσωση υπολογίζεται το βάθος θεμελίωσης του κτιρίου. Compensating Impurity [Αντισταθμιστική Πρόσμιξη] Φυσ. Στερ. Κατ. Έτσι καλείται μια πρόσμιξη ατόμου σε έναν ημιαγωγό, η οποία δημιουργεί φορείς αντίθετου φορτίου από μια άλλη πρόσμιξη. Για παράδειγμα, πρόσμιξη δύτης π.χ. φώσφορος δημιουργεί κινούμενο ηλεκτρόνιο και η αντισταθμιστική πρόσμιςή της, ένας δέκτης π.χ. αλουμίνιο, δημιουργεί κινούμενες οπές. Compile [Μεταφράζω γλώσσα προγραμματισμού] Πληρ. Εντολή προγραμματιστή για την αυτόματη μετατροπή, με το κατάλληλο λογισμικό, ενός κώδικα, γραμμένου σε γλώσσα προγραμματισμού, σε γλώσσα μηχανής για την ακόλουθη εκτέλεση του προγράμματος. Πιο αναλυτικά είναι όρος που αφορά τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και χαρακτηρίζει στην ουσία την μετατροπή ενός λογισμικού προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού που έχει δημιουργηθεί για να είναι κατανοητή στους ανθρώπους, στην γλώσσα μηχανής, δηλαδή σε μία πολύπλοκη σειρά συμβόλων που αντιλαμβάνεται ο επεξεργαστής του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Compiler System [Σύστημα μεταγλωττιστή] Πληρ. Απαρτίζεται από το ειδικό μεταφραστικό πρόγραμμα, τον μεταγλωττιστή, και τις αντίστοιχες γλώσσες προγραμματισμού υψηλού επιπέδου που χρησιμοποιεί ο μεταγλωττιστής. Complement [Συμπλήρωμα] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ και Α. Β δύο υποσύνολα του. Το Α θα λέγεται συμπλήρωμα του Β, και αντίστροφα το Β θα λέγεται συμπλήρωμα του Α, ως προς Χ όταν το άθροισμα των δύο συνόλων είναι ίσο με το Χ. Η πρόσθεση μεταξύ

Complete Differential

των Α και Β μπορεί να οριστεί ως αριθμητική πρόσθεση, ως ένωση ή ως όποιο άλλο είδος πρόσθεσης ανάλογα με τη φύση των συνόλων. Συνήθως το συμπλήρωμα του Α συμβολίζεται A c . Complement Of A Set [Συμπλήρωμα ενός συνόλου] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Α οριζόμενο στο ευρύτερο δυνατό σύνολο του χώρου. Ως συμπλήρωμα του Α, συμβολικά Ac. ορίζεται το σύνολο στο οποίο ανήκουν όλα τα στοιχεία του ευρύτερου συνόλου τα οποία δεν ανήκουν στο Α. Complementarity Principle [Αρχή της Συμπληρωματικότητας - Δυϊσμού της Ύλης] Φυα. Αρχή σύμφωνα με την οποία, κάθε σωματίδιο έχει σωματιδιακές και κυματικές ιδιότητες. Σωματιδιακές όταν ανιχνεύεται καθώς η ενέργεια και η μάζα του είναι εντοπισμένη, ενώ διαδίδεται σαν κύμα. Ισχύει και το ανάποδο για τα κύματα π.χ. τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Το μήκος των οδεύοντων κυμάτων ενός σωματιδίου ισούται με: λ=1ι/ρ (ρ η ορμή του, h η σταθερά του Planck), ενώ η ενέργεια του κβάντου - σωματιδίου της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ισούται με: E=h*f (f η συχνότητα). C o m p l e m e n t a r y Angle [Συμπληρωματική γωνία) Μαθημ. Έστω τυχαία γωνία χΟψ μικρότερη από ενενήντα μοίρες. Η γωνία της οποίας το άθροισμα με την χΟψ είναι ίσο με ενενήντα μοίρες ονομάζεται συμπληρωματική. C o m p l e m e n t a r y Colours [Συμπληρωματικά χρώματα) Οπτικ. Ονομάζονται δύο χρίόματα (απλά ή σύνθετα) τα οποία, κατάλληλα συντιθέμενα, υπό ορισμένες αναλογίες, παράγουν λευκό. Τα συμπληρωματικά ζεύγη των απλών χρωμάτων είναι: ερυθρό και πράσινο, πορτοκαλόχρουν και κυανούν, κίτρινο και ιώδες. Complementary Metal Oxide Semiconductor Device [Διάταξη Τρανζίστορ Επίδρασης ΙΙεδίου Μετάλλου - Ημιαγωγού με Διαύλους ρ και nl Π/χκ. Διάταξη με τρανζίστορ τύπου CMOS. CMOS Device Complementary Operation [Συμπληρωματική πράξη) Μαθημ. Για κάθε πράξη η οποία έχει πεδίο τιμών το δισύνολο {αληθής, ψευδής} ορίζεται ως συμπληρο ματική της η πράξη η οποία έχει, για τα ίδια δεδομένα, το αντίθετο αποτέλεσμα. Complementary Variables [Συμπληρωματικές Μεταβλητές] Φυα. Μεταβλητές που περιγράφουν ένα φυσικό σύστημα οι οποίες, λόγω της συμπληρωματικής φύσης της ύλης, δεν μπορούν να προσδιοριστούν πλήρως ταυτόχρονα. Για παράδειγμα η θέση: x και η ορμή: ρ ενός σωματιδίου, επειδή ο μεταθέτης τα)ν τελεστών τους (fx,p]= iΛ) δεν είναι μηδέν, δεν μπορούν να προσδιοριστούν πλήρως ταυτόχρονα: Ισχύει ΔχχΔρ3Λ/2 όπου Δχ, Δρ αβεβαιότητα θέσης, ορμής αντίστοιχα. Conjugate Variables Complemented Lattice [Συμπληρωμένο δίκτυο] Μαθημ. Κάθε δίκτυο στο οποίο έχει οριστεί σχέση διάταξης και έχει στοιχεία α και ω πρώτο και τελευταίο αντίστοιχα, θα λέγεται συμπληρωμένο αν για κάθε στοιχείο του μπορεί να οριστεί το συμπλήρωμά του. Complete Degeneracy [Πλήρης Ενεργειακός Εκφυλισμός] Φοσ. Κατάσταση στην οποία, λόγω υψηλής συμμετρίας του τελεστή ενέργειας (Hamiltonian) ενός κβαντικού συστήματος, μια ομάδα καταστάσεων έχουν ίδια ενέργεια. Για παράδειγμα στο άτομο του υδρογόνου όλες οι καταστάσεις με τον ίδιο κύριο κβαντικό αριθμό: n έχουν την ίδια ενέργεια. Complete Differential [Πλήρες διαφορικό | Μαθημ. Για μια συνάρτηση f με ν μεταβλητές ως πλήρες δια-

CoaxialTransmsioinLineResonator

- 352 -

φορικό ορίζεται το άθροισμα όλων των μερικών παραγώγων της συνάρτησης ως προς κάθε μια από τις μεταβλητές. Complete Electron Shell [Πλήρης Ηλεκτρονική Στιβάδα] Ατομ. Φυο. Ομάδα ηλεκτρονικών τροχιακών ενός ατόμου με τον ίδιο κύριο κβαντικό αριθμό που περιέχει το μέγιστο δυνατό αριθμό ηλεκτρονίων. Complete Expansion Diesel Cycle [Πλήρης Κύκλος Diesel I Μηχ. Είδος κυκλικής μεταβολής μίας θερμικής μηχανής. Χρησιμοποιείται στις μηχανές Diesel. —> Brayton Cycle Complete G r a p h [Πλήρης γράφος] Μαθημ. Κάθε γράφος για τον οποίο υπάρχει μονοπάτι από κάθε κορυφή α σε κάθε κορυφή β, χωρίς παράλληλες ακμές και ανακυκλώσεις. Complete Inelastic Collision [Πλήρως Ανελαστική Σύγκρουση] Φυσ. Κρούση σωμάτων στην οποία, η σχετική ταχύτητά τους μηδενίζεται μετά την κρούση και τα σώματα κινούνται ως ένα συσσωμάτωμα. Είναι γνωστή και ως πλαστική κρούση. Perfectly Inelastic Collision, Coefficient of Restitution Complete Integral [Πλήρες ολοκλήρωμα] Μαθημ. Σύστημα εξισώσεων που επαληθεύεται από ν φορές παραγωγίσιμη συνάρτηση έτσι ώστε να αποτελεί λύση της αντίστοιχης διαφορικής εξίσωσης. Complete Lattice [Πλήρες δίκτυο] Μαθημ. Κάθε σύνολο στο οποίο έχει οριστεί σχέση διάταξης < με χαρακτηριστική ιδιότητα σε κάθε υποσύνολο του, διάφορο του κενού, να υπάρχουν σημεία α και ω τέτοια ώστε το α είναι άνω πέρας και ω είναι κάτω πέρας του υποσυνόλου. Complete M e t r i c Space [Πλήρης μετρικός χώρος] Μαθημ. Ένας τυχαίος χώρος Ε εφοδιασμένος με μια μετρική d ονομάζεται πλήρης όταν για κάθε βασική ακολουθία {α,, },ορισμένη ολόκληρη μέσα στον Ε, υπάρχει σημείο α στον Ε τέτοιο ώστε lima,, =α. Complete Q u a d r a n g l e [Πλήρες τετράπλευρο] Μαθημ. Ένα τυχαίο τετράπλευρο ονομάζεται πλήρες όταν, εκτός από τις πλευρές του, έχουν σχεδιαστεί και οι δύο διαγώνιοι του. Complete Reaction [Πλήρης Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση που διεξάγεται μέχρι να καταναλωθεί πλήρως το αντιδρύν που δεν βρίσκεται σε περίσσεια. Completely Normal Space [Πλήρως φυσιολογικός χώρος] Μαθημ. Χώρος Χ στον οποίο έχει οριστεί τοπολογία, ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για να είναι φυσιολογικός και κάθε κλειστό υποσύνολο του είναι ίσο με την τομή μιας ακολουθίας ανοιχτών υποσυνόλων του Χ. Completely Regular Space [Πλήρως κανονικός χώρος] Μαθημ. Ο χώρος Τ = [Ο, Ω]χ[0,ω]-{Ω,ω} με την τοπολογία του χώρου [Ο, Ω]χ[0,ω] ως υποσύνολο του. Τα ω και Ω έχουν οριστεί να είναι ο πρώτος άπειρος, υπεραριθμήσιμος αντίστοιχα διατακτικός αριθμός. Completing The S q u a r e [Πλήρωση του τετραγώνου] Μαθημ. Μέθοδος επίλυσης πολυωνυμικών εξισώσεων δευτέρου βαθμού με σκοπό τη δημιουργία παράστασης Α του χ, όπου Α2 είναι τέλειο τετράγωνο, τέτοια ώστε Α2 = α2 με α σταθερό όρο. Completion [Πλήρωση] Μαθημ. Πλήρωση ενός μετρικού χώρου Μ καλείται ένας μετρικός χώρος Μ' για τον οποίο υπάρχει συνάρτηση Γ από τον Μ στον Μ', με την f να αποτελεί ισομετρία και το f(M) πυκνό υποσύνολο του Μ'. Complex Chemical Reaction [Μικτή Χημική Αντί-

δραση] Χημ. Είδος χημικής αντίδρασης που περιέχει περισσότερες από δύο στοιχειομετρικές εξισώσεις, συνεχείς, αντίστροφες, παράπλευρες, κλπ. Complex C o m p o u n d [Σύμπλοκη Ένωση] Χημ. Μια χημική ένωση που περιέχει ένα κεντρικό άτομο ή ιόν, συνήθως μέταλλο, το οποίο περιβάλλεται από αριθμό ιόντων ή μορίων, τους υποκαταστάτες. Παράδειγμα συμπλάκου είναι η ένωση Fe(CO)s. Complex C o n j u g a t e [Συζυγής μιγαδικός] Μαθημ. Για κάθε μιγαδικό αριθμό α+βΐ, με α,β πραγματικούς, ορίζεται ως συζυγής ο αριθμός α-βί. Κατ'επέκταση ορίζεται και ο συζυγής πίνακας Β τυχαίου μιγαδικού πίνακα Α, ο οποίος αποτελείται από τα συζυγή στοιχεία των αϋ του πίνακα Α. Complex Data Type [Μιγαδικός τύπος δεδομένου] Πλημ. Σε διάφορες γλώσσες προγραμματισμού, οι σταθερές ή μεταβλητές που είναι τύπου μιγαδικού αριθμού. Complex Declaration Statement [Συνθήκη δήλωσης μιγαδικού αριθμού] Πλημ. Έκφραση για την δήλωση μιγαδικών σταθερών ή μεταβλητών στην γλώσσα προγραμματισμού EORTRAN. Complex Fraction [Σύνθετο κλάσμα] Μαθημ. Κάθε κλάσμα για το οποίο ορίζεται ως αριθμητής ή παρονομαστής μια κλοσματική παράσταση ή ένας κλασματικός αριθμός. Complex Frequency [Μιγαδική Συχνότητα] Φυσ. Γενίκευση της έννοιας της συχνότητας ώστε, το φανταστικό μέρος της να ισούται με την συχνότητα μίας κίνησης, ενώ το πραγματικό με το ρυθμό μείωσης του πλάτους μιας ημιτονοειδώς μεταβαλλόμενης τα/όντωσης. Complex Ion [Σύμπλοκο Ιόν] Χημ. Είναι μια σύμπλοκη ένωση που φέρει θετικό ή αρνητικό φορτίο. Παράδειγμα τέτοιου ιόντος είναι το Cd(CN) 4 2 '. Complex Notation [Μιγαδικός Συμβολισμός] Φοσ. Αναπαράσταση φυσικών μεγεθών με μιγαδικές μεταβλητές, με καθορισμένες συμβάσεις για το νόημα του φανταστικού και πραγματικού μέρους. Π.χ. η μιγαδική αγωγιμότητα, όπου το πραγματικό μέρος είναι η συνηθισμένη αγωγιμότητα ενός αγωγού και το φανταστικό σχετίζεται με τη διηλεκτρική σταθερά του. Complex N u m b e r [Μιγαδικός αριθμός] Μαθημ. Ο αριθμός τ που ορίζεται με βάση το διατεταγμένο ζεύγος πραγματικών αριθμών (α,β) και γράφεται ζ=α+βί. Complex Permeability [Μιγαδική Διαπερατότητα] ΙΙ/χκτμομαγν. Μιγαδική μαγνητική διαπερατότητα ενός υλικού που ορίζεται ως: μ* = μ0(Ι7Ι.„), όπου μ 0 η διαπερατότητα του κενού, L ο μιγαδικός συντελεστής αυτεπαγωγής ενός πηνίου με πυρήνα από το υλικό και Lo χωρίς το υλικό. Περιγράφει και την κατανάλωση ενέργειας από το υλικό όταν το πεδίο μεταβάλλεται. Complex Permittivity [Μιγαδική Διηλεκτρικότητα] Η/χκτμομαγν. Μιγαδική διηλεκτρική σταθερά ενός υλικού που ορίζεται ως: ε* = ε 0 (Ο0>), όπου ε0 η διηλεκτρική σταθερά του κενού, C η μιγαδική χωρητικότητα πυκνωτή με διηλεκτρικό το υλικό αυτό και C 0 χωρίς αυτό. Complex Plane [Μιγαδικό επίπεδο] Μαθημ. Το επίπεδο στο οποίο παριστάνονται γεωμετρικά οι μιγαδικοί αριθμοί α+βί με το πραγματικό μέρος α να μετράται στον οριζόντιο άξονα των τετμημένων και το φανταστικό μέρος β να μετράται στον κατακόρυφο άξονα των τεταγμένων Complex Potential 1 [Μιγαδικό δυναμικό] Φνσ. Μιγα-

- 353 -

δικό δυναμικό αλληλεπίδρασης - σκέδασης σωματιδίων από πυρήνα. Το φανταστικό μέρος χρησιμοποιείται για να δείξει την απορρόφηση των σωματιδίων από τον πυρήνα, ενώ το πραγματικό περιλαμβάνει τις συνηθισμένες αλληλεπιδράσεις. Complex Potential 2 [Μιγαδικό δυναμικό] Μηχ. Ρευστ. Μιγαδικό δυναμικό που χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας δισδιάστατης κίνησης ενός ρευστού γύρω από ένα σώμα. Complex Relative Attenuation [Μιγαδική Εξασθένηση] Ηλεκ. Μιγαδικός αριθμός χαρακτηριστικός της λειτουργίας ενός φίλτρου που ισούται με το λόγο της μέγιστης μιγαδικής τάσης εξόδου προς την τάση εισόδου. Το φανταστικό μέρος σχετίζεται με την αλλαγή φάσης της τάσης στη συγκεκριμένη συχνότητα. Complex Unit [Μιγαδική Μονάδα] Μαθημ. Όταν το οριζόμενο μέτρο (α2+β2)ι;~ ενός μιγαδικού αριθμού είναι ίσο με το 1 τότε ο μιγαδικός α+βί καλείται μονάδα. Complex Variable [Μιγαδική μεταβλητή] Μαθημ. Κάθε μεταβλητή συνάρτησης η οποία έχει ως πεδίο ορισμού ένα σύνολο μιγαδικών αριθμών. Complex Velocity [Μιγαδική Ταχύτητα] Μηχ. Ρευστ. Πρόκειται για την παράγωγο του μιγαδικού δυναμικού που περιγράφει μια δισδιάστατη ροή ρευστού ως προς τη μιγαδική μεταβλητή z=x+iy. Complex Wave [Μιγαδικό Κύμα] Φυσ. Κύμα το οποίο με ανάλυση Fourier μπορεί να αναλυθεί σε αρμονικά κύματα και κατά συνέπεια μπορεί να γραφεί σε μιγαδική μορφή. Για παράδειγμα ένα αρμονικό μιγαδικό κύμα ¥(x,t) πλάτους: Ψ0, κυκλικής συχνότητας: ω και κυματαριθμού k γράφεται ως: Ψ(χ,0=Ψο*εχρ(ω^χ). Complcxation Reaction [Αντίδραση Συμπλοκοποίησης] Χημ. Είναι η χημική αντίδραση σχηματισμού σύμπλοκης ένωσης. Περιλαμβάνει κατανομή ζεύγους ή ζευγών ηλεκτρονίων μεταξύ ενός ή περισσότερων κεντρικών ατόμων ή ιόντων και συγκεκριμένου αριθμού αρνητικών ή ουδέτερων μορίων. Complexing [Συμπλοκοποίηση] Χημ. —» Complexation Reaction Complexity [Πολυπλοκότητα] Πλημ. Ο κατάλληλος συνδυασμός απλών-στοιχειωδών εργασιών με στόχο την υλοποίηση μιας πιο πολύπλοκης διαδικασίας. Component Object Model [Μοντέλο συνιστώσας αντικειμένου] Επικοιν. Μοντέλο εσωτερικής επικοινωνίας αντικειμένων της εταιρείας Microsoft που εξελίχτηκε σταδιακά. Component Substances L a w [Νόμος Συστατικών Ουσιών] Χημ. Κάθε υλικό αποτελείται από μια ουσία ή ένα μίγμα δύο ή περισσότερων ουσιών, καθεμιά από τις οποίες έχει ξεχωριστές ιδιότητες, ανεξάρτητα από τις άλλες ουσίες. Component Vectors [Διανυσματικές συνιστώσες] Μαθημ. Δύο διανύσματα το άθροισμα των οποίων είναι ένα τρίτο διάνυσμα. Τα διανύσματα αυτά έχουν διεύθυνση παράλληλη προς τους άξονες του συστήματος συντεταγμένων και αν α,β τα μήκη τους τότε α2+β2=γ2, όπου γ το μήκος του τρίτου διανύσματος. Component 1 [Συνιστώσα] Μαθημ. Κάθε ένα από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων διανυσμάτων που έχουν άθροισμα ίσο προς δεδομένο διάνυσμα, τη συνισταμέComponent [Συστατικό ή εξάρτημα] Γεν. Γο κάθε ξεχωριστό κομμάτι ενός σύνθετου συνόλου όπως υλικού, χημικού συστήματος, διάταξης κ.λ.π. Ειδικότερα κάθε στοιχείο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και με ικα-

Composite M a c r o m e c h a n i c s

νότητα εκτέλεσης καθορισμένης λειτουργίας που αποτελεί τμήμα μιας σύνθετης μηχανικής, ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διάταξης όπως π.χ. πηνίο, πυκνωτής, γεννήτρια, αντλία κ.λ.π. Component 3 [Συστατικό] Χημ. Αναφέρεται στα διαφορετικά χημικά είδη που περιέχονται σε ένα μίγμα. Composite [Σύνθετο] Τεχνολ. Το υλικό που προκύπτει από τη σύνθεση δύο ή περισσοτέρων διαφορετικών υλικοόν και το οποίο έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το καθένα από τα πρωτογενή υλικά από τα οποία αποτελείται. Composite Beam [Σύμμεικτη δοκός] Πολ. Μηχ. Είναι μία δοκός της οποίας η διατομή αποτελείται από δύο υλικά, συνδεδεμένα άρρηκτα μεταξύ τους, ώστε να συνεργάζονται άμεσα στην παραλαβή της εντατικής κατάστασης που υποβάλλετε στην δοκό. Η συνηθέστερη περίπτωση είναι αυτή μίας μεταλλικής δοκού που φέρει επάνω της συνδεδεμένη πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος. Composite Color Signal [Σύνθετο έγχρωμο σήμα] Επικοιν. Το σήμα που τελικά προβάλλεται στην οθόνη μαζί με την καθαρή πληροφορία της εικόνας, τα σήματα χρωμεινότητας, φωτεινότητας, αντίθεσης και ευκρίνειας μαζί με τη σήμανση σε ειδικό υπο- φορέα. Composite Color Sync [Σύνθετο έγχρωμο συγχρονισμένο (σήμα)] Επικοιν. Το σύνθετο έγχρωμο σήμα (Composite Color Signal) κατόπιν συγχρονισμού. Composite Colour Signal [Σύνθετο χρωματικό σήμα] Ηλεκτμ. Πρόκειται για τηλεωπτικό σήμα το οποίο έρχεται στους δέκτες (τηλεώρασης) σε σύνθετη χρωματική μορφή. Composite Column [Σύμμεικτο υποστύλωμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα υποστύλωμα από οπλασμένο σκυρόδεμα το οποίο έχει μέσα του ράβδους από δομικό χάλυβα. Όπως κάθε άλ,λη σύμμεικτη κατασκευή, και το Σύμμεικτο υποστύλωμα εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα πλεονεκτήματα κάθε ενός υλικού μαζί σε μία ενιαία διατομή. Composite Filter [Σύνθετο Φίλτρο] Ηλεκ. Ηλεκτρονικό φίλτρο αποτελούμενο από πολλά φίλτρα κατάλληλα συνδεδεμένα ώστε να συνδυάζει τη δράση του καθενός. Composite Fuel [Σύνθετο Καύσιμο] Υλικ. Μίγμα διαφορών καυσίμων και οξειδωτικών που αποσκοπούν στην παραγωγή βελτιωμένου καυσίμου, π.χ. καύσιμο ταχύτερης ανάφλεξης. Composite Function [Σύνθετη συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση η οποία ορίζεται για συναρτήσεις f:Ai—>Α.2 και g:B|—>Β2 τέτοια ώστε (f e g)(x)=l'(g(x)) για κάθε x c Β ι και g(x) ε Α2. Η σύνθεση ορίζεται επαγωγικά και για περισσότερες από δύο συναρτήσεις. Composite G r o u p [Συνιστώσα ομάδα] Μαθημ. II υποομάδα τυχαίας ομάδας Α που ορίζεται ως η συλλογή όλων των γνήσιων υποομάδων της Α χωρίς την τετριμμένη. Composite I Beam Bridge [Γέφυρα σύνθετης δομής] Πολ. Μηχ. Γέφυρα που αποτελείται από μεταλλικές δοκούς Τ οι οποίες φέρουν το κατάστρωμα το οποίο αποτελείται από οπλισμένο σκυρόδεμα. Composite M a c r o m e c h a n i c s [Μακρομηχανική των σύνθετων υλικών] Μηχ. Ο κλάδος της μηχανικής που μελετά ένα σύνθετο υλικό ως προς τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει υπό τη παραδοχή ότι αποτελεί ενιαίο και ανεξάρτητο υλικό χωρίς συσχετισμό με τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των επί μέ-

Coaxial Transmission Line Resonator

- 354 -

ρους συστατικών του. Composite Material [Σύνθετο υλικό] Τεχνολ. —• Composite 2 . Composite Micromechanics [Μικρομηχανική των σύνθετων υλικών] Μηχ. Ο κλάδος της μηχανικής που μελετά ένα σύνθετο υλικό ως προς τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει υπό τη παραδοχή ότι αποτελεί το αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων και των συγκεκριμένων ιδιοτήτων των συστατικών του υλικών. Composite N u m b e r [Σύνθετος αριθμός] Μαθημ. Κάθε αριθμός του οποίου η αναπαράσταση αποτελείται από αριθμούς που χαρακτηρίζονται σύμφωνα με το ίδιο σύστημα μονάδων αλλά με διαφορετικές υποδιαιρέσεις ο καθένας. Composite P h o t o g r a p h [Σύνθετη φωτογραφία] Τεχνολ. Εξαιρετικά υψηλής τεχνολογίας φωτογραφική λήψη από μηχανή πολλαπλών φακών ώστε να δίνει ταυτόχρονα διαχωρισμένες χρωματικά φωτογραφίες. Composite Pile [Σύμμεικτος πάσσαλος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μεμονωμένο στοιχείο βαθιάς θεμελίωσης που μεταφέρει στο έδαφος με ασφάλεια έναντι θραύσης και καθίζησης, τα φορτία της ανωδομής, συνήθως μίας ειδικής κατασκευής. Το συνολικό του γεωμετρικό σχήμα είναι κύλινδρος και η κορυφή και η βάση του αποτελούνται από διαφορετικά υλικά. Composite Plate [Σύμμεικτη πλάκα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας επίπεδος φορέας μίας κατασκευής, δηλαδή μία πλάκα, αποτελούμενη στην άνω παρειά της από οπλισμένο σκυρόδεμα και στην κάτω παρειά της από επίπεδο μεταλλικό φύλλο. Η άρρηκτη σύνδεση των δύο υλικών εξασφαλίζει την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων τους έναντι όλων των εντατικών καταστάσεων και δίνει στην ενιαία σύμμεικτη πλάκα πολό μεγαλύτερη αντοχή από ότι η απλή άθροιση των επιμέρους αντοχών των υλικών από τα οποία αποτελείται. Composite T r u s s [Μικτό δικτύωμα] Πολ. Μηχ. Είναι μία κατασκευή αποτελούμενη από ράβδους συνδεδεμένες μεταξύ τους με αρθρώσεις, όπου ορισμένες ράβδοι εξ αυτών υποβάλλονται σε εφελκυστική εντατική κατάσταση και άλλες σε θλιπτική. Composite Video Signal [Σύνθετο σήμα βίντεο] Επικοιν. Το σύνθετο χρωματικό σήμα (Composite Color Sync) όταν χρησιμοποιείται σαν έξοδος για βίντεο. Composite Wave Filter [Σύνθετο Φίλτρο] Ηλεκ. Συνδυασμός πολλών φίλτρων διαφόρων ειδών. Composition 1 [Σύνθεση Δυνάμεων] Μηχ. Διαδικασία εύρεσης της συνισταμένης των δυνάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα, δηλαδή εκείνης της δύναμης που αντικαθιστά πλήρως (όσο αφορά στη μεταφορική κίνηση) όλες τις δυνάμεις που ασκούνται πάνω του. Η σύνθεση γίνεται γραφικά με τη μέθοδο του πολυγώνου, αλλά κυρίως με την ανάλυση σε κάθετους άξονες. Composition [Σύνθεση Συναρτήσεων] Μαθημ. Σύνθεση δύο συναρτήσεων, απεικονίσεων: f, g και δημιουργία μίας τρίτης συνάρτησης: z = g ο f. Ισχύει ότι ζ(χ) =g(f(x)) δηλαδή η μεταβλητή χ απεικονίζεται μέσω της f στο y=f(x) το οποίο απεικονίζεται μέσω της g στο z

W=g(y). e Composition^ [Χημική Σύνθεση] Χημ. Το είδος των ατόμων που συγκροτούν τα μύρια μιας χημικής ένωσης. Composition D i a g r a m [Διάγραμμα Σύστασης] Χημ. Μηχ. Χρησιμοποιείται στη μελέτη μιας διεργασίας εκχύλισης και παριστά τις σχετικές συγκεντρώσεις δια-

λύτη και διαλυμένης ουσίας. Σε περιπτώσεις όπου χρησιμοποιούνται δύο διαλύτες, το διάγραμμα είναι τριγωνικό. Composition Of Atmosphere [Σύνθεση της Ατμόσφαιρας] Χημ. Τα αέρια που αποτελούν την ατμόσφαιρα. Μια τυπική κατά βάρος σύνθεση, χωρίς υγρασία της ατμόσφαιρας είναι: άζωτο 75.5%, οξυγόνο 23.14%, αργό 1.3%, διοξείδιο του άνθρακα 0.05%, κ. λ.π. Composition Of Forces [Σύνθεση Δυνάμεων] Φυσ. Διαδικασία σύνθεσης πολλών δυνάμεων, δηλαδή αντικατάστασης τους με μια δύναμη, τη συνισταμένη τους, που φέρει τα ίδια αποτελέσματα με όλες αυτές μαζί. Γίνεται είτε με το κανόνα του παραλληλόγραμμου είτε του πολυγώνου είτε με ανάλυση σε άξονες και σύνθεση των συνιστωσών τους. Composition Of Velocities Law [Νόμος Σύνθεσης Ταχυτήτίον] Φνσ. Νόμος υπολογισμού της συνολικής ταχύτητας ενός σώματος ως προς ένα σύστημα αναφοράς. Για παράδειγμα, ο υπολογισμός της ταχύτητας ενός αεροπλάνου ως προς το έδαφος, όταν είναι γνωστή η ταχύτητα του αεροπλάνου ως προς τον αέρα και η ταχύτητα του αέρα ως προς το έδαφος. Αν οι ταχύτητες είναι σημαντικά μικρότερες από του φωτός χρησιμοποιείται η κλασική φυσική, ενώ σε άλλη περίπτωση η ειδική σχετικότητα. C o m p o u n d [Ενωση] Χημ. Chemical Compound C o m p o u n d Angle [Σύνθετη γωνία] Μηχ. Σύνθετη γωνία η οποία αποτελεί συνένωση δύο άλλων γεωμετρικών γωνιών. Compound Die [Σύνθετο εργαλείο] Μεταλλ. Εργαλείο που χρησιμοποιείται σε μηχανές κατεργασιών, λειτουργεί σε ένα αριθμό διαδρομών και σε κάθε διαδρομή πραγματοποιεί και μία διαφορετική εργασία στο κατεργαζόμενο τεμάχιο. C o m p o u n d Elastic Scattering [Σύνθετη ελαστική σκέδαση] Πυμ. Φνσ. Ελαστική σκέδαση ενός σωματιδίου από ένα πυρήνα κατά τη διάρκεια της οποία δημιουργείται ένας σύνθετος πυρήνας. —> Compound Nucleus. C o m p o u n d Engine [Σύνθετη μηχανή] Μηχ.Μηχ. Μηχανή μεγάλης εκτόπισης η οποία διαθέτει δύο ή περισσότερους κιλύνδρους διαφόρων μεγεθών που επιτελούν περισσότερο αποτελεσματική εργασία δημιουργίας ικανού σε όγων κινητήριου ατμού. Οι μηχανές αυτές χρησιμοποιούν ως κινητήρια ενέργεια αέριο, υγρά καύσιμά κ.α.. Compound Event [Σύνθετο Γεγονός] Μαθημ. Έτσι χαρακτηρίζεται ένα γεγονός που αποτελείται από περισσότερα από ένα ανεξάρτητα γεγονότα ή γεγονότα που το ένα δεν αποκλείει το άλλο. C o m p o u n d Lens [Σύνθετος Φακός] Οπτικ. Φακός κατασκευασμένος με τη συγκόλληση δύο ή περισσότερα^ εφαπτόμενων φακών. Ακόμα και αν οι φακοί δεν είναι σε επαφή, το σύστημά τους συμπεριφέρεται σαν ένας φακός με βελτιωμένα χαρακτηριστικά και καλείται σύνθετος φακός. C o m p o u n d Lever [Σύνθετος μοχλός] Τεχνολ. Διάταξη μοχλών με σκοπό την επιτυχία όσο γίνεται μεγαλ.ύτερου μηχανικού αποτελέσματος. Είναι τοποθετημένοι σε τέτοια σειρά, ώστε ο πιο κοντός μοχλός να συνδέεται με το μεγάλο βραχίονα του επομένου κ.ο.κ.. Η διάταξη αυτή χρησιμοποιείται από τις βαριές βιομηχανίες για τη δοκιμή ή τη μετακίνηση μηχανών. Compound Magnet [Σύνθετος Μαγνήτης] Ηλεκτρομαγν. Διάταξη που περιέχει μια σειρά μαγνητών, κα-

- 355 -

τάλλ.ηλα προσανατολισμένους, ανάλογα μτ. τις ιδιότητες τους, ώστε αυτή να αποτελεί ένα είδος μόνιμου μαγνήτη. Compound Nucleus [Σύνθετος Πυρήνας] Πυρ. Φυσ. Μεταβατικός πυρήνας που σχηματίζεται όταν ένας πυρήνας απορροφάει ένα σωματίδιο που συγκρούεται με αυτόν. Compressed Air [Συμπιεσμένος Αέρας] Μηχ. Αέρας σε πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική και μεγαλύτερη πυκνότητα από τον ατμοσφαιρικό αέρα. Compressed Air Power [Ενέργεια συμπιεσμένου αέρα] Μηχ. Μηχ. Ενέργεια που παράγουν συμπιεστές και άλλες μηχανές μέσω της εκτύνιοσης συμπιεσμένου αέρα. Compressed Images [Συμπιεσμένες εικόνες] Επικοιν. Εικόνες που έχουν περάσει από κάποιο πρότυπο συμπίεσης κατόπιν της κωδικοποίησης τους. Κάθε κωδικοποίηση και πρότυπο συμπιέζεται διαφορετικά. Compressibility [Συμπιεστότητα] Μηχ. Μέγεθος που εκφράζει πόσο εύκολο συμπιέζεται ένα σώμα όταν αυξάνεται η πίεση που του ασκείται. Αντίστροφο από το μέτρο ελαστικότητας όγκου. Bulk Modulus Compressibility F a c t o r [Βαθμός Συμπιεστότητας] Φυσ. Πρόκειται για αριθμό οι μεταβολες του οποίου εκφράζουν την απόκλιση ενός αερίου από το πρότυπο του ιδανικού αερίου. Ισούται με: PV/RT όπου Ρ η πίεση, V ο όγκος, Τ η απόλνυτη θερμοκρασία και R η σταθερά των ιδανικών αερίων. Compressible Flow [Ροή Μεταβλητής Πυκνότητας] Μηχ. Ρευστ. Ροή ενός ρευστού μέσα από αγωγούς κατά την οποία μεταβάλλεται σημαντικά η πυκνότητά του (τουλάχιστον 10%). Compressible Flow Principle [Αρχή Συμπιεστής Ροής] Μηχ. Ρευστ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο, σημαντικές μεταβολές της πυκνότητας ενός ρευστού λαμβάνουν χώρα, όταν η ταχύτητα ροής του γίνεται αρκετά μεγάλη. Compression' [Θλίψη] Μηχ. Εντατικό μέγεθος το οποίο προκαλεί παραμόρφωση ενός στοιχείου μειώνοντας το μέγεθος της διάστασης του στοιχείου στην κατεύθυνση του εντατικού μεγέθους. Compression 2 [Συμπίεση] Πληρ. Η διαδικασία μείωσης του χώρου που καταλαμβάνουν τα δεδομένα κατά την αποθήκευσή τους και κατά συνέπεια της αύξησης της ποσότητας των δεδομένων που μπορούν να αποθηκευτούν στο χώρο αυτό και βασίζεται κυρίως στον τρόπο αναπαράστασης των δεδομένων. Compression F a i l u r e [Θλιπτική αστοχία] Μηχ. Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη στην οποία περιέρχεται ένα κατακόρυφο στοιχείο μίας κατασκευής ή ένα δοκίμιο σε ένα πείραμα, όπου δεν μπορεί να αναλάβει επιπλνέον φορτίο από εκείνο που προκάλεσε τον λογισμό του ή την κατάρρευση του στα πλαίσια της επιβολής μίας θλιπτικής εντατικής κατάστασης, δηλαδή μίας τάσης μείωσης του μήκους του. Compression Flange [Θλιβόμενη ίνα] Πολ. Μηχ. Σε μία δοκό, ανάλογα με την εντατική κατάσταση στην οποία επιβάλλεται, η επάνω και κάτω πλευρά της μπορεί να εφελκύεται ή να θλίβεται, δηλαδή να τείνει να αυξηθεί το μήκος της ή να συμπιέζεται αντίστοιχα. Η πλευρά που συμπιέζεται, τείνει να μειωθεί το μήκος της δηλαδή θλίβεται, ονομάζεται θλιβόμενη ίνα και για μία συνεχή δοκό που φορτίζεται κανονικά από πάνω είναι η άνω πλευρά για το μέσον του ανοίγματος της και η κάτω πλευρά για την περιοχή κοντά στις στηρί-

Compressive Strength 2

ξεις. Compression M e m b e r [Μέλος σε θλίψη] Πολ. μηχ. Τα μέλη ενός φορέα στα οποία λόγω της καταπόνησης που δέχονται αναπτύσσονται θλιπτικές τάσεις εντός της διατομής τους. Compression Modulus [Μέτρο Συμπιεστύτητας] Φυσ. Μέγεθος που εκφράζει πόσο εύκολα συμπιέζεται ένα σώμα όταν αυξάνεται η πίεση που του ασκείσαι. —> Bulk Modulus of Elasticity Compression Pressure [Πίεση συμπίεσης] Μηχ. Μηχ. 1. Η πίεση στο τέλος της διαδρομής συμπίεσης στους κυλίνδρους μίας εμβολοφόρου μηχανής. 2. Η πίεση στην έξοδο ενός συμπιεστή. Compression Rate [Αόγος συμπίεσης] Μηχ. Το πηλίκο των όγκων του θαλάμου καύσης μιας μηχανής εσωτερικής καύσης κατά την αρχή και το τέλος της αδιαβατικής συμπίεσης. Θεωρητικά, είναι ανάλογος με το θερμοδυναμικό συντελεστή απόδοσης αλλά στη πράξη διατηρείται εντός ορισμένων ορίων για την αποφυγή φθορών του κινητήρα. Compression Strength [Αντοχή σε Συμπίεση] Μηχ. Ικανότητα ενός υλικού να αντέχει χωρίς να σπάει σε εξωτερική πίεση. Compression Stroke [Διαδρομή ή χρόνος συμπίεσης] Μηχ. Η φάση λειτουργίας του κινητήρα μιας μηχανής εσωτερικής καύσης ή ενός συμπιεστή κατά την οποία η κίνηση του εμβόλου από το κάτω στο άνο) νεκρό σημείο πραγματοποιεί τη θλίψη του ρευστού του περιεχομένου εντός του κυλίνδρου. Compression Test [Δοκιμή Αντοχής σε Συμπίεση] Μηχ. Δοκιμαστική μέτρηση της μέγιστης πίεσης που μπορεί να ασκηθεί σε ένα υλνΐκό χωρίς αυτό να σπάσει. Συνηθισμένο τεστ για το σκυρόδεμα το οποίο αν και έχει μικρή ελαστικότητα έχει σημαντική αντοχή στη συμπίεση. Compression Testing [Δοκιμή θλίψης] Πολ. Μηχ. Είναι ένα από τα εργαστηριακά πειράματα, το οποίο γίνεται βάσει ορισμένων προδιαγραφών, για τον καθορισμό της οριακής αντοχής σε εντατική κατάσταση θλίψης, διαφόρων υλικών όπως το σκυρόδεμα, η πέτρα, ο οπτόπλινθος και άλλα. Με αντίστοιχα πειράματα σε δοκίμια καθορίζεται και η αντοχή εδαφικών υλικών όπως η άργιλος. Compressional Wave [Κύμα Διαδιδόμενων Πυκνωμάτων] Φυσ. Διάμηκες κύμα διαδιδόμενο σε υλικά μέσα στο οποίο διαδίδεται μια αρχική διαταραχή στην πυκνότητα του υλικού. Ο ήχος είναι κύμα αυτής της μορφής. Compressive M e m b e r [Θλιβόμενο μέλος] Πολ. Μηχ. Είναι το μέλος εκείνο μίας κατασκευής στο οποίο αναπτύσσεται θλιπτική εντατική κατάσταση, δηλαδή τα επιβαλλόμενα φορτία τείνουν να προκαλέσουν βράχυνση της διάστασής του κατά την οποία ενεργούν. Το μέλος αυτό πρέπει να είναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει με επιτυχία σε αυτού του είδους την καταπόνηση. Compressive Strength 1 [Αντοχή Συμπίεσης] Μηχ. ΤΙ μέγιστη δυνατή σύνθλιψη που μπορεί να ασκηθεί σε ένα υλικό χωρίς αυτό να σπάσει, να καταστραφεί. Βλέπε και Compression Strength Compressive Strength 2 [Θλιπτική αντοχή] Πολ. Μηχ. Είναι η μέγιστη καταπόντιση που πρέπει να εφαρμοστεί σε ένα δοκίμιο, το οποίο υποβάλλεται σε εντατική κατάσταση θλίψης κατά την διάρκεια του αντίστοιχου πειράματος, για να αστοχήσει, δηλαδή να επέλθει η

Coaxial Transmission Line Resonator

- 356 -

θραύση του. Η θλιπτική αντοχή εκφράζεται σε μονάδες τάσεως, δηλαδή δύναμης προς επιφάνεια. Compressive Stress [Τάση Συμπίεσης] Μηχ. Τάση πίεση που, όταν ασκείται σε ένα υλικό, προκαλεί μείωση των διαστάσεών του στον σημείο που ασκείται αυτή η πίεση. Compressor 1 [Συμπιεστής] Ιίλεκτρον. Διάταξη για τη μείωση των μεταβολών του πλάτους ενός σήματος (π. χ. ακουστικού) σ' ένα επικοινωνιακό κανάλι. Compressor 2 [Συμπιεστής] Μηχ. Μηχανική διάταξη, εμβολοφόρος ή στροβιλοφόρος, διαφόρων τύπων και λειτουργιών και μιας ή πολλαπλών βαθμίδων, για την αύξηση μέσω συμπίεσης της πίεσης αέρα ή άλλου αερίου. Compressor Blade [Πτερύγιο συμπιεστή] Μ η χ. Μηχ. Πτερύγιο ειδικά σχεδιασμένο ώστε να επιτυγχάνει την επιθυμητή μετατροπή κινητικής ενέργειας μίας ροής ρευστού σε πίεση, στην βαθμίδα ενός συμπιεστή. Compressor E x p a n d e r [Διαστολέας συμπίεσης] Επικοιν. Λογισμικό ανάπτυξης συμπιεσμένων αρχείων σε συγκεκριμένη θέση στο δίσκο που παρουσιάζεται συνήθως σαν αρχείο εκτελέσιμο. Compressor Valve (Βαλβίδα συμπιεστού] Μηχ. Αυτόματη βαλβίδα εισαγωγής και εξαγωγής στο πυθμένα και στη κορυφή, αντίστοιχα, του κυλίνδρου ενός συμπιεστή που λειτουργεί με βάση τη διαφορά πίεσης για την αναρρόφηση και την απαγωγή ποσότητας του αέρα ή του αερίου σε κάθε κύκλο λειτουργίας. C o m p r o m i s e Network [Δικτυακή συνύπαρξη] Επικοιν. Μια συνύπαρξη στο χώρο ενός δικτύου για ανταλλαγή πληροφοριών είναι σύνηθες. Πολλές φορές μπορεί να συνυπάρχουν βέβαια και μη πιστοποιημένοι χρήστες που απλά έστειλαν μήνυμα ταχυδρομείου αν οι κανόνες ασφαλείας δεν είναι σφιχτοί. Compton Absorption [Απορρόφηση Compton] Φυσ. Απορρόφηση ενός φωτονίου ακτινών Χ ή γ και η εκπομπή άλλου φωτονίου κατά την σκέδαση φωτός - ηλεκτρονίου στο φαινόμενο Compton. Compton Cross Section [Ενεργός Διατομή Σκέδασης Compton] Φνσ. Πρόκειται για την ενεργό διατομή της σκέδασης Compton. Compton Effect [Φαινόμενο Compton ] Φνσ. Φαινόμενο κατά το οποίο φωτόνια ακτινών Χ ή γ σκεδάζονται από ηλεκτρόνια πολύ μικρότερης ενέργειας από αυτά. Τα σκεδαζόμενα φωτόνια έχουν μεγαλύτερο μήκος κύματος από τα αρχικά. Η σκέδαση είναι καθαρά γεωμετρικής, σωματιδιακής μορφής - σαν το φωτόνιο να είναι ένα σωματίδιο - και το φαινόμενο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη της σωματιδιακής φύσης της ακτινοβολίας. Compton Electron [Ηλεκτρόνιο Φαινόμενου Compton] Φυσ. Ηλεκτρόνιο που μετέχει στο φαινόμενο Compton. Compton Equation [Εξίσωση Compton] Φνσ. Εξίσωση υπολογισμού της αύξησης του μήκους κύματος: Δλ του φωτονίου που μετέχει στο φαινόμενο Compton. Ισχύει: Δ λ ^ ί Ι - c o s O ) όπου θ η γωνία σκέδασης του φωτονίου και λ ^ ΐ ι / π ^ χ ο το μήκος κύματος Compton του ηλεκτρονίου. C o m p t o n Incoherent Scattering [Ασύμφωνη Σκέδαση Compton] Φνσ. Σκέδαση Compton από δεσμευμένα ηλεκτρόνια ή νουκλεόνια πολύ μικρής ενέργειας σε σχέση με του φωτονίου. Compton Recoil Electron [Ηλεκτρόνιο Φαινόμενου Compton] Φυσ. Compton Electron

Compton Recoil Particle [Σωματίδιο Φαινόμενου Compton] Φνσ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε σίοματίδιο, αντί του ηλεκτρονίου, το οποίο σκεδάζεται από φωτόνιο δηλοδή μετέχει στο φαινόμενο Compton. Compton Scattering [Σκέδαση Compton] Φοσ. Ελαστική σκέδαση φωτονίου - ηλεκτρονίου. Αναφέρεται και ως σκέδαση ακτινών γ. —> Compton Effect Compton Shift [Φασματική Μετατόπιση λόγω Φαινομένου Compton] Φνσ. Κατά τη διάρκεια σκέδασης Compton ενός φωτονίου, ακτινών Χ ή γ, ορίζεται η μεταβολή του μήκους κύματος και της συχνότητάς του. Compton Equation Compton Wavelength [Μήκος Κύματος Compton] Φυσ. Μέγεθος με μονάδες μήκους κύματος που παρουσιάζεται στην εξίσωση του φαινομένου Compton. Ισχύει: λ<:= h/n^xc όπου c η ταχύτητα του φωτός, h η σταθερά του Planck και η^ η αδρανειακή μάζα του ηλεκτρονίου. Ισούται με το μήκος κύματος De Broglic ενός υποθετικού ηλεκτρονίου με ορμή p=m c xc. Comptonization [Σκέδαση Compton] Αστρον. Μεταβολή του ενεργειακού φάσματος ακτινών Χ ή γ από σκεδάσεις Compton στον διαστημικό χώρο. C o m p u t a t i o n a l Fluid Dynamics [Υπολογιστική Μηχανική των ρευστών] Μηχ. Ρενστ. Κλάδος της μηχανικής των ρευστών που ασχολείται με την αριθμητική επίλυση των εξισώσεων ροής τους και τον υπολογισμό των χαρακτηριστικών της. Compuserve Organization [Οργανισμός Compuserve] Επικοιν. Αμερικάνικος δικτυακός οργανισμός παροχής υπηρεσιών με μεγάλη εξάπλωση στους παλαιότερους χρήστες και πολύ αγαπητός σε εταιρίες και κατασκευαστές. C o m p u t a b l e Function [Επιλογιστή συνάρτηση] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση της οποίας όλα τα στοιχεία του πεδίου τιμών της μπορούν να υπολογιστούν με τη βοήθεια πεπερασμένων μεθόδων υπολογισμού. Computation [Υπολογισμός] Μαθημ. Π μέθοδος αλλά και το αποτέλεσμα για την εύρεση της αριθμητικής αξίας μιας μαθηματικής παράστασης. Computer [Ηλεκτρονικός Υπολογιστής]. Πληρ. Υπολογιστής: Αυτόνομη ή ετερύνομη ηλεκτρονική συσκευή επεξεργασίας δεδομένων με πολλοπλη δομή της οποίας τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η πολύ μεγάλη ταχύτητα επεξεργασίας και η πολύ μεγάλη ακρίβεια στους αριθμητικούς υπολογισμούς. Αποτελείται από: 1) μία μητρική κάρτα η οποία περιέχει: α) την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (Ccntral-Processing-Unit), η οποία είναι εξειδικευμένος μικροεπεξεργαστής αποτελούμενος από 500.000 έως και 3.000.000 transistors β) Την μνήμη ανάγνωσης (Rcad-Only-Memory) και την μνήμη τυχαίας προσπέλοσης (Random-AccessMcmory). γ) Εξειδικευμένους μικροεπεξεργαστές για επικοινωνία με περιφερειακές συσκευές (Versatile Interface Adapters, Small Computer Systems Interface, Disk Controllers) μέσω των αντίστοιχων Ουρών επικοινωνίας. 2) Μία τουλάχιστον συσκευή αποθήκευσης δεδομένων, όπως εσωτερικό ή εξωτερικό σκληρό δίσκο. 3) Μία τουλάχιστον οθόνη η οποία απεικονίζει ένα προς ένα τα περιεχόμενα της μνήμης Video-RAM. 4) Ένα τουλάχιστον πληκτρολόγιο με δικό του μικροεπεξεργαστή για εισαγωγή δεδομένων. 5*) Ποντίκι το οποίο διευκολύνει τον χρήστη. 6*) Κάρτα ήχου η οποία επιτρέπει στον υπολογιστή να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικές ηχομορφές. 7*) Κάρτα γραφικών η οποία περιέχει εξειδικευμένη μνήμη VRAM η οποία απεικονίζεται

- 357 στην οθόνη. 8*) Μονάδα Compact-Disk-ROM ή άλλη εξωτερική μονάδα αποθήκευσης. 9*) Μονάδα εύκαμπτου δίσκου. Τα τμήματα (*) είναι προαιρετικά ανάλογα με την εφαρμογή στην οποία χρησιμοποιείται ο υπολογιστής. Με δεδομένη την τεράστια αύξηση της τεχνολογίας σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, ο υπολογιστής έχει και συνεχίζει να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες και την έχει επηρεάσει σε σημείο που σήμερα να θεωρείται απαραίτητο εργαλείο των ερευνητών. Χρησιμοποιείται στα μαθηματικά για τον έλεγχο και επαλήθευση θεωριών ή για προσομοίωση χαοτικών μοντέλων που απαιτούν εκατομμύρια υπολογισμούς. Στην φυσική για την ανάλυση αποτελεσμάτα>ν από πειράματα. Στη φυσική ενέργειας για τον έλεγχο και την μεταςοορά διαφόρων μορφών ενέργειας, όπως πυρηνικής, ηλεκτρικής κλπ, στην αεροναυτική για τον ακριβή υπολογισμό τροχιών διαστημικών, τροχιών οχημάτων που αλλιώς θα ήταν αδύνατος. Στην αεροπλοΐα σαν συσκευή ελέγχου ή αυτόματης πλοήγησης. Στις συγκοινωνίες για την αυτόματη ρύθμιση των σηματοδοτών και την αυτόματη ρύθμιση της κυκλοφοριακής ροής. Στην ηλεκτρονική σαν συσκευή μέτρησης χρόνου, σαν υπολογιστής τσέπης ή σαν σύστημα ελέγχου αυτόματης κατασκευής ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Στην μηχανική για την αυτοματοποιημένη κατασκευή μηχανημάτων, όπως μηχανών και αυτοκινήτων ή σαν οδηγός σε πολύπλοκους υπολογισμούς πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων ή ναυπηγών, στην οικονομία για ταχύτατους υπολογισμούς δεδομένων κρίσιμων σε μεγάλες εταιρίες ή για μακροπρόθεσμη οικονομική πρόβλεψη. Στη μετεωρολογία για την πρόβλεψη του καιρού. Στην χημεία και στη βιολογία για ανάλυση πολύπλοκων βάσεων δεδομένων, όπως μεγάλων οργανικών μορίων και μορίων γενετικού κώδικα. Στην ιατρική ως πρωταρχικός σύμβουλος βάσει δεδομένων συμπτωμάτων και σαν οδηγός ιατρικών συσκευών παρακολούθησης καρδιάς, εγκεφάλου κλπ. Στην αστρονομία σαν βοηθητική συσκευή οδήγησης τηλεσκοπίων και αναλυτής οπτικών και φασματικών δεδομένων. Στη μουσική σύνθεση και εκτέλεση σαν προσομοιωτής ορχήστρας, και τέλος στον τομέα πληροφόρησης και ψυχαγωγίας ο οποίος εξαρτάται κυρίως από την άντληση μεγάλων ποσών πληροφορίας μέσω δικτύων. Ο ανωτέρω κατάλογος μεταβάλλεται δυναμικά ανάλογα με τις ερευνητικές ανάγκες, δεδομένου ότι οι εφαρμογές του υπολογιστή ως βοηθητικού εργαλείου ολοένα και αυξάνονται. C o m p u t e r Aided Design [Λογισμικά εκτέλεσης μελετών] Πληρ. Προγράμματα Η/Υ μέσω των οποίθ)ν ο χρήστης εκπονεί μελέτες με ηλεκτρονικό τρόπο, χρησιμοποιώντας το πληκτρολόγιο και βλέποντας στην οθόνη το αποτέλεσμα του σχεδιασμού που κάνει. Αυτός ο τρόπος εκπόνησης μελετών δίνει τη δυνατότητα στους μελετητές να βελτιώνουν το αντικείμενο που μελετούν κατά τη διάρκεια την εξέλιξης της μελέτης δίχως να χρειάζεται το ενδιάμεσο στάδιο της σχεδίασης από σχεδιαστές μειώνοντας έτσι σημαντικά τον χρόνο που απαιτούταν παλαιότερα για την εκπόνηση μιας μελέτης. C o m p u t e r Aided Engineering [Τεχνολογία με χρήση υπολογιστή] Τεχνολ. Η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή για την σχεδίαση αντικειμένων, συστημάτων και εγκαταστάσεων και την επίλυση προβλημάτων, μέσω εκτέλεσης προγραμμάτων, που αφορούν την εργασία των μηχανικών.

C o m p u t e r Telephony Integration

C o m p u t e r Aided M a n u f a c t u r i n g [Κατασκευή βοηθούμενη από υπολογιστή] Τηχνολ. Η ευρύτατη χρήση μικροϋπολογιστών στα μηχανήματα μηχανικών κατεργασιών για την αυτόματη καθοδήγηση της εργασίας τους, μέσω κατάλληλου προγραμματισμού τους, για την επίτευξη του επιθυμητού και σε λιγότερο χρόνο αποτελέσματος. C o m p u t e r Analyst [Αναλυτής υπολογιστικού συστήματος] Ιίληρ. Το άτομο, το οποίο διαθέτει γνώσεις της επιστήμης το)ν υπολογιστών και της τεχνολογίας και αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει τους ενδιαφερομένους χρήστες ώστε να χρησιμοποιήσουν κατάλλ.ηλα το λογισμικό και το υλικό και να εκτελέσουν τις επιθυμητές λειτουργίες. Συγκεκριμένα, πληροφορούν τον χρήστη σχετικά με τον τρόπο που θα αξιοποιήσουν τα δεδομένα που διαθέτουν ώστε τελικά να μετατραπούν σε πληροφορία και γι αυτό το σκοπό προτείνουν τεχνολογικά μέσα, κατάλλ,ηλο συνδυασμό τους, και μεθόδους που μπορούν να ακολουθήσουν. C o m p u t e r Literacy [Ικανότητα ανάγνωσης και γραφής του Η/Υ] Πληρ. Η οικειότητα και η κατανόηση των διαφόρων τμημάτων ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή του λογισμικού και του υλικού του, καθώς και του τρόπου που μπορούν αυτά να συνδυαστούν αποδοτικά ώστε να συμβάλλουν στην διεξαγωγή διαφόρα)ν εφαρμογών. C o m p u t e r Modeling [Προσομοίωση φαινομένων με υπολογιστικά προγράμματα] Πληρ. Η ανάπτυξη ενός μαθηματικού μοντέλου για την μελέτη ενός φαινομένου και η επίλυση των εξισώσεων χρησιμοποιώντας υπολογιστή. C o m p u t e r Network [Δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών] Πληρ. Πρόκειται για την άμεση διασύνδεση δύο ή περισσοτέρων ηλεκτρονικών υπολογιστών προς ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων ώστε να αυξάνεται κατά πολύ η υπολογιστική και αποθηκευτική ικανότητα του συνόλου σε σχέση με το κάθε ένα μηχάνημα ανεξάρτητα. C o m p u t e r Networking [Δικτύωση υπολογιστών] Επικοιν. Σύνδεση υπολογιστών μέσω μιάς κάρτας δικτύου και συνήθως ενός καλωδίου για ενσύρματα δίκτυα ή υπέρυθρων ακτίνων για ασύρματη ή ακόμα και τηλεφωνικού δικτύου ώστε να μπορούν να ανταλλάξουν πληροφορίες ή να αξιοποιήσουν μακρινά περιφερειακά. C o m p u t e r Security [Ασφάλεια υπολογιστικού συστήματος] Πληρ. Η διαδικασία προστασίας ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή του συνόλου των προγραμμάτων και των μονάδων του, με τη λήψη κατάλληλων μέτρων, ώστε να αποφευχθεί η μη εξουσιοδοτημένη και άνομη χρήσης τους, η οποία πιθανόν να προκαλέσει απώλειες και βλάβες στον υπολογιστή ή σφάλ.ματα σε κάποια λειτουργία του. C o m p u t e r System [Υπολογιστικό σύστημα] Πληρ. Το οργανωμένο σύνολο λογισμικού και υλικού, το οποίο έχει την δυνατότητα για πραγματοποίηση διαδικασιών επεξεργασίας δεδομένων, έτσι ώστε να μετατρέπονται αυτά σε πληροφορία και να διατίθενται στη διοίκηση για υποστήριξη δραστηριοτήτο)ν σχεδιασμού, ελεγχου και λήψης αποφάσεων. C o m p u t e r Telephony Integration [Ολοκλήρωση υπολογιστών με τηλέφωνα] Επικοιν. Αυτοματοποίηση της σύνδεσης Π/Υ (κάθε μεγέθους) ή άλλων περιφερειακών με τηλ*έφωνα κινητά ή σταθερά, αποδίδοντας ένα ενιαίο ψηφιακό σύνολο.

Coaxial Transmission Line Resonator

- 358 -

Computcrized Branch Exchange [Ανταλλαγή ένα διάλυμα που έχει σχετικά μεγάλη συγκέντρωση (πληροφοριών) κλάδων με υπολογιστές] Επικοιν. Όρος της διαλυμένης ουσίας. που χαρακτηρίζει τη δικτύωση σε επιχειρησιακό περι- Concentrated Cell [Στοιχείο Συγκέντρωσης] Φυσ. βάλλον και μάλιστα στο στάδιο του σχεδιασμού του Χημ. Ηλεκτρολυτικό κελί, που αποτελείται από δύο δικτύου όπου μελετάται η κατεύθυνση της ροής πλη- όμοια ηλεκτρόδια σε κοινό ηλεκτρολότη. II διαφορά ροφορίας και η ανάγκη ύπαρξης δικτύωσης (να μη δυναμικού προκύπτει από διαφορές συγκέντρωσης στα συγχέεται με το Automatic Branch Exchange ή δύο ηλεκτρόδια. ΡΛΒΧ). Concentrated Load 1 [Μεμονωμένο φορτίο] Μηχ. Το Computing M a c h i n e [Ηλεκτρονικός υπολογιστής].-> φορτίο το οποίο καταπονεί έναν φορέα σε ένα σημείο του ανοίγματος του δημιουργώντας στο σημείο αυτό Computer Computing Unit [Μονάδα υπολογισμών] Πληρ. Η ειδι- της μέγιστες τάσεις στη διατομή του φορέα. 2 κή μονάδα ενός υπολογιστικού συστήματος, η οποία Concentrated Load [Συγκεντρωμένο φορτίο] Πολ. μπορεί να είναι η λογική ή αριθμητική του μονάδα, ό- Μηχ. Είναι ένα φορτίο το οποίο δρα σε μία σχετικά που εκτελούνται οι αριθμητικοί και οι λογικοί υπολο- πολύ μικρή επιφάνεια έτσι ώστε να θεωρηθεί στους γισμοί. Τοποθετείται στην κεντρική μονάδα επεξεργα- στατικούς υπολογισμούς ότι εφαρμόζεται σε ένα σημείο επί της κατασκευής. Αντιθέτως με τα κατανεμησίας. Comstock Rcfraction F o r m u l a [Τύπος Διάθλασης μένα ή γραμμικά φορτία τα οποία στο στατικό μοντέλο του Comstock] Αστροψυσ. Εξίσωση υπολογισμού της θεωρείται ότι δρουν σε μία επιφάνεια ή κατά μήκος μεταβολής της φαινόμενης θέσης ενός αστεριού λόγω μίας γραμμής της κατασκευής αντίστοιχα. διάθλασης του φωτός στην ατμόσφαιρα. Λαμβάνει υ- Concentration 1 [Συγκέντρωση] Χημ. Η ποσότητα μιας πόψη θερμοκρασία, πίεση ατμόσφαιρας και το μήκος ουσίας, σε βάρος, γραμμομόρια ή γραμμοϊσοδύναμα, διαδρομή της ακτίνας στην ατμόσφαιρα. που περιέχονται σε μονάδα όγκου. 2 Concatenation [Σύντμηση] Πληρ. Στις γλώσσες προ- Concentration [Συμπύκνωση] Χημ. Η διεργασία αύγραμματισμού, η σύντμηση αριθμού χαρακτήρων δύο ξησης της συγκέντρωσης μιας ουσίας σε διάλομα, με ή περισσότερων λέξεων κειμένου για την παραγωγή εξάτμιση του διαλύτη. μίας νέας λνέξης ή ονομασίας. Concentration G r a d i e n t [Βαθμίδα Συγκέντρωσης] Concave [Κοίλη] Επιστ. Τεχν. Έτσι χαρακτηρίζεται μια Χημ. Χωρικός βαθμός μεταβολής της συγκέντρωσης επιφάνεια από την πλευρά που έχει τα κοίλο της, δηλο- μίας ουσίας σε ένα διάλυμα. Αν C(x) η συγκέντρωση δή από την πλευρά που μοιάζει με το εσωτερικό μίας κατά μήκος του άξονα x τότε η βαθμίδα ισούται με: dC σφαίρας ή κυλίνδρου ή μια καμπύλη με το εσωτερικό (x)/dx. ενός κύκλου. Από την αντίθετη πλευρά η επιφάνεια ή C o n c e n t r a t o r [ΣυγκεντρωτήςΙ Επικοιν. Μηχάνημα που η καμπύλη θα είναι κυρτή. συγκεντρίόνει το σήμα πολλών υπολογιστών προς ένα Concave Function [Κολη συνάρτηση] Μαθημ. Κάθε server ή τις αιτήσεις προς ένα περιφερειακό και συνήθως πια συνδυάζεται με διαιρέτες, πολυπλέκτες ή απλά συνάρτηση f για την οποία ισχύει [f(x)-f(a)]/(x-a) > [f (b)-f(a)]/(b-a), όπου a,b και x τρία σημεία του πεδίου hubs. ορισμού της 1* τέτοια ώστε a<x
- 359 -

αυτά, και ανάλογα με τον αριθμό των στηρίξεων μπορεί να είναι ενός ή περισσοτέρων ανοιγμάτων. Concrete Bridge [Γέφυρα σκυροδέματος] Πολ.Μηχ. Είναι μία κατασκευή η οποία επιτρέπει την διέλευση ανθρώπων και οχημάτων επάνω από τεχνητά εμπόδια ή φυσικά ανοίγματα όπως χαράδρες, ποτάμια ή ακόμη και την θάλασσα, και είναι κατασκευασμένη από οπλισμένο ή από προεντεταμένο σκυρόδεμα. Concrete Bucket [Κάδος] Οικοό. Δοχείο που χρησιμοποιείται στα εργοτάξια για την τοποθέτηση του νωπού σκυροδέματος στους ξυλότυπους και το οποίο μεταφέρεται από γερανό. Concrete Column [Υποστύλα)μα από σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα κατακόρυφο ευθύγραμμο μέλος μιας κατασκευής, αποτελούμενο από σκυρόδεμα, οπλισμένο με χαλύβδινες ράβδους κατά την διαμήκη και εγκάρσια διάστασή του. Γενικά τα υποστυλώματα μεταφέρουν τα φορτία της κατασκευής από τις δοκούς, με ασφάλεια μέχρι την θεμελίωση και άρα το έδαφος έδρασης. Concrete Dam [Φράγμα από σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος φράγματος, δηλαδή τεχνικού έργου που στύχο έχει την δημιουργία τεχνητής λίμνης για αρδευτικούς, ηλεκτροπαραγωγικούς ή άλλους σκοπούς, φράζοντας και συλλέγοντας το νερό των ποταμών. Το υλικό κατασκευής του είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα και αυτό του δίδει την δυνατότητα να έχει μικρότερο πάχος σε σχέση με άλλους τύπους φραγμάτων. Concrete Finish [Επιφάνεια σκυροδέματος] Οικοό. Η εμφάνιση της επιφάνειας ενός στοιχείου από οπλισμένο σκυρόδεμα η οποία έχει διαφορετική υφή ανάλογα με το στοιχείο και την τελική επένδυση που προβλέπεται να έχει η επιφάνεια σύμφωνα με την αρχιτεκτονική μελετη. Concrete F o r m Oil [Αποκολλητικό] Πολ.Μηχ. Χημικό προϊόν με το οποίο γίνεται επάλειψη του ξυλότυπου για να διευκολονθεί η αποκόλληση του από το σκυρόδεμα κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης του. Concrete H a r d e n e r [Σκλνηρυντικά] Οικοό. Χημική πρόσμιξη του σκυροδέματος μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η αύξηση της αντοχής του σκυροδέματος σε πρώιμο στάδιο της περιόδου ωρίμανσης. Concrete Pile [Πάσσαλος από σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα κατακόρυφο στοιχείο βαθιάς θεμελίωσης αποτελούμενο από οπλισμένο σκυρόδεμα, συνολικά κυλινδρικού γείομετρικού σχήματος, το οποίο μεταφέρει με ασφάλεια τα φορτία της ανωδομής στο έδαφος. Μπορεί να σκυροδετείται επί τόπου σε μία ήδη ανοιγμένη τρύπα στο έδαφος ή να τοποθετείται μέσα σε αυτή ολόκληρο ως προκατασκευασμένο στοιχείο. Concrete Pipe [Αγωγός από σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας σωλήνας κατασκευασμένος από οπλισμένο σκυρόδεμα, διαφόρων και σχετικά μεγάλων διατομών, ο οποίος μεταφέρει κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, συνήθως τα όμβρια ύδατα ή τα λύματα. Τέτοιου είδους αγωγοί είναι κυρίως οι κεντρικοί συλλεκτήριοι αγωγοί των ανάλογων δικτύων ομβρίων ή λυμάτων αίας αστικής περιοχής. Concrete P u m p [Αντλία σκυροδέματος] Οικοό. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο έχει την δυνατότητα να ανυνώνει το σκυρόδεμα όταν ακόμη είναι στην φάση του τσιμεντοπολαού σε μεγάλο ύψος για να γίνει η σκυροδετηση μίας κατασκευής. Ουσιαστικά είναι μία αντλία τοποθετημένη πάνω σε ένα όχημα, που τροφοδοτείται :πό άλλο όχημα που μεταφέρει το έτοιμο σκυρόδεμα

Concurrency

και με έναν βραχίονα το αντλεί ψηλά σε κάθε σημείο του ξυλότυπου. Concrete Roof [Σκεπή σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Είναι κάθε οροφή, δηλαδή πλάκα από οπλασμένο σκυρόδεμα που καλύπτει έναν χώρο. Οι απλές συμπαγείς πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος καλύπτουν ανοίγματα συνήθως έως έξι μέτρα, ενώ για μεγαλύτερα ανοίγματα έως και δέκα μέτρα χρησιμοποιούνται οι πλάκες σκυροδέματος με νευρώσεις, δηλαδή με κενά και ενσωματωμένα μικρά δοκάρια. Για ακόμη μεγαλύτερα ανοίγματα κατασκευάζονται πλάκες σκυροδέματος με προεντεταμένες ή προκατασκευασμένες δοκούς ή ακόμη και κελύφη από σκυρόδεμα. Concrete Slab [ΓΙλάκα σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα επίπεδο μέλος μικρού σχετικά πάχους, μίας κατασκευής, αποτελούμενο από σκυρόδεμα, οπλισμένο μα χαλνύβδινες ράβδους και στις δύο διαστάσεις του. II πλάκα στηρίζεται στις δοκούς και μεταφέρει όλο τα μόνιμα και ωφέλιμα φορτία της κατασκευής σε αυτές. Υπάρχουν διάφοροι τύποι πλακών, ανάλογα με την γεωμετρία της διατομής τους, όπως συμπαγείς ή με νευρώσεις και κενά, και ανάλογα με τον τρόπο στήριξής τους, όπως πρόβολοι, διέρειστες, τριέρειστες και τετραέρειστες. Concrete Steel [Δομικός χάλυβας] Οικοδ. —• Reinforcement. Concrete Tensile Strength [Εφελκυστική αντοχή σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Είναι η μέγιστη εφελκυστική καταπόνηση, δηλαδή η δύναμη που προκαλεί την τάση προς αύξηση του μήκους ενός δοκιμίου σκυροδέματος, που μπορεί να αναλάβει αμέσως πριν ρηγματωθεί. Ανάλογα με την ποιότητα του σκυροδέματος, η εφελκυστική του αντοχή κυμαίνεται μεταξύ 5% και 20% της θλιπτικής του αντοχής. Concrete Testing [Δοκιμές στο σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Είναι τα πειράματα που γίνονται για την εξακρίβωση της αντοχής του σκυροδέματος αφού αυτό σκληρυνθεί και της εργασιμότητάς του όταν είναι ακόμη σε φάση τσιμεντοπολαού. Οι δοκιμές για την εύρεση της αντοχής του μπορεί να γίνουν σε δοκίμια, κυβικού ή κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, ή επί τόπου στην ίδια την κατασκευή. Από τα μεν δοκίμια που κατασκευάζονται από τον ίδιο τσιμεντοπολτό πριν αυτό σκυροδετηθεί σε μία κατασκευή, οι αντοχές που προκύπτουν είναι λίγο μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες του σκυροδέματος της κατασκευής, διότι στα δοκίμια είναι καλύτερες οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η σκλήρυνση. Στη δε κατασκευή η αντοχή του σκυροδέματος μπορεί να ελεγχθεί με τις μη καταστροφικές μεθόδους, όπου χρησιμοποιούνται οι υπέρηχοι. Concrete Vibrating M a c h i n e [Δονητής σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο χρησιμοποιείται κατά την φάση σκυροδέτησης μίας κατασκευής για την ορθή διάστρωση του σκυροδέματος και την ομοιόμορφη κατάληψη όλου του εσωτερικού όγκου του ξυλότυπου ανάμεσα στον σιδηροπλασμό. Concrete Vibrator [Δονητής] Οικοδ. Μηχάνημα που αποτελείται από μηχανισμό περιστροφής και ένα καθετήρα στον οποίο προκαλούνται δονήσεις το οποίο χρησιμοποιείται για την συμπύκνωση του νωπού σκυροδέματος εντός του ξυλοτύπου. Concurrency [Συγχρονισμός εκτέλεσης λειτουργίας] Πληρ. Η ταυτόχρονη διεξαγωγή λειτουργιών, κυρίως επεξεργασίας δεδομένων, από το ίδιο το υπολογιστικό σύστημα ή σε ένα δίκτυο υπολογιστών.

Concurrent Conversion

-360-

C o n c u r r e n t Conversion [Σύγχρονη μετατροπή] Πληρ. Ο μετασχηματισμός των δεδομένων από τη μία μορφή στην άλλη, καθώς αυτά αλλάζουν μέσο αποθήκευσης, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η εκτέλεση του προγράμματος ή των προγραμμάτων που χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά. C o n c u r r e n t O p e r a t i o n s Control [Ελεγχος σύγχρονων λειτουργών] Πληρ. Χαρακτηριστική λειτουργία του λειτουργικού συστήματος ενός υπολογιστή να οργανώνει την επεξεργασία των δεδομένων, την αποθήκευση τους στα διάφορα μέσα και τη μεταφορά τους από τη μια μονάδα στην άλλη με ταυτόχρονο παράλληλο τρόπο. C o n c u r r e n t Plane [Συντρέχον επίπεδο] Μαθημ. Κάθε ένα από τα i, όπου i >2, επίπεδα που ορίζονται έτσι ώστε όλα να περιέχουν το ίδιο σταθερό σημείο. C o n c u r r e n t Processing [Σύγχρονη επεξεργασία] Πλημ. Το σύνολο των λειτουργιών επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιούνται με παράλληλο τρόπο από το διάφορους επεξεργαστές ενός υπολογιστικού συστήματος ή ενός δικτύου υπολογιστών. C o n c u r r e n t Real-time Processing [Σύγχρονη επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο] Πλημ. Το σύνολο των λειτουργιών επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιούνται ταυτόχρονα και κατ' επέκταση το σύνολο των προγραμμάτων που εκτελούνται ταυτόχρονα από το διάφορους επεξεργαστές του υπολογιστικού συστήματος σε πραγματικό χρόνο (δηλαδή χρησιμοποιούν δεδομένα ακριβώς την στιγμή που λαμβάνονται). Condensable V a p o r s [Συμπυκνώσιμοι Ατμοί] Χημ. Ατμοί υγρού οι οποίοι εάν υποστούν κατάλληλες μεταβολές, π.χ. αύξηση της πίεσης, θα υγροποιηθούν. Condensate [Συμπύκνωμα] Υλικ. Condensate Liquid Condensate Liquid [Υγρό συμπύκνωσης] Υλικ. Υγρό που προκύπτει από την αυθόρμητη ή εξαναγκασμένη μέσω μηχανικής διάταξης - συμπύκνωση ατμών πτητικών ουσιών. Condensation 1 [Συμπύκνωση] Μετεωρ. Μετατροπή των υδρατμών, μέσω συμπύκνωσής τους, σε σταγόνες βροχής, νιφάδες χιονιού κ.λ.π. Η συμπύκνωση μπορεί να προκαλείται από μείωση της θερμοκρασίας ή αύξηση της συγκέντρωσης των υδρατμών και κορεσμό τους. ^ Condensation [Συμπύκνωση] Μηχ. Αύξηση της πυκνότητας ενός αερίου. Condensation [Συμπύκνωση Bose - Einstein] Φυσ. -> Bose - Einstein Condensation Condensation 4 [Συμπύκνωση] Ακουστ. Μέγεθος που ισούται με την στιγμιαία σχετική μεταβολή της πυκνότητας ενός αερίου όταν σε αυτό διαδίδεται ένα ηχητικό κύμα. Condensation 5 [Υγροποίηση] Χημ. Μετατροπή των ατμών μίας πτητικής ουσίας σε υγρό. Condensation Nucleus [Πυρήνας Συμπύκνωσης] Μετεορ. Σωματίδια μικρομετρικών διαστάσεων που δρουν ως πυρήνες υγροποίησης υδρατμών, δηλαδή γύρω τους και πάνω τους συμπυκνώνονται οι υδρατμοί. Condensation Point [Σημείο συσσώρευσης] Μαθημ. Κάθε σημείο α ενός μετρικού χώρου Μ σε σύνολο Α, υποσύνολο του Μ, ονομάζεται σημείο συσσώρευσης του Α αν για κάθε ε>0 ισχύει: το σύνολο Β(α,ε)ΠΑ{α} είναι διάφορο του κενού, δηλαδή κάθε περιοχή του α περιέχει άπειρα στοιχεία του Α. Condensation Polymer [Πολυμερές Συμπύκνωσης]

Opy. Χημ. Πολυμερής ένωση που σχηματίζεται με αντίδραση πολυσυμπύκνωσης. Ρητίνες φορμαλδεΰδης, πολυαμίδια και πολυεστέρες ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Condensation Polymerization [Πολυμερισμός Συμπύκνωσης] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και πολυσυμπύκνωση και αναφέρεται στο σχηματισμό πολυμερούς με ενδομοριακή ή διαμοριακή αντίδραση συμπύκνωσης. Condensation Pressure [Πίεση Συμπύκνωσης] Μετεωρ. Πίεση στην οποία συμπυκνώνονται οι ατμοί μιας πτητικής ουσίας καθώς αυτή υπόκειται σε αδιαβατική συμπίεση. Αναφέρεται και ως Adiabatic condensation ή saturation pressure. Condensation Reaction [Αντίδραση Συμπύκνωσης] Χημ. Αντίδραση μεταξύ των μορίων μίας ουσίας η οποία προκαλεί μεταβολή στη δομή, σύσταση ή και· στη φυσική κατάσταση της ουσίας. Condensed M a t t e r [Συμπυκνωμένη Ύλη] Φυσ. Έτσι καλείται η ύλη όταν είναι σε υγρή ή στερεά κατάσταση. Condensed M a t t e r Physics [Φυσική Συμπυκνωμένης Ύλης] Φυσ. Κλάδος της φυσικής που μελετά τις ιδιότητες της συμπυκνωμένης ύλης δηλαδή των ρευστών και στερεών αλλά και γενικότερα κάθε φυσικής κατάστασης όπου τα μόρια, άτομα, κ.λ.π. αλληλεπιδρούν ισχυρά μεταξύ τους π.χ. το πλάσμα. Condensed Phase [Συμπυκνωμένη Φάση - κατάσταση] Φυσ. Χημ. Υγρή ή στερεά κατάσταση της ύλης, εκεί όπου οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μορίων, ιόντων κ.λ.π. είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τις ιδιότητες της. Condensed System [Συμπυκνωμένο Σύστημα] Φυσ. Χημ. Φυσικό σύστημα που βρίσκεται κυρίως σε υγρή ή στερεά κατάσταση. Condenser 1 [Συμπυκνωτής] Μηχ. Μηχανική διάταξη συμπύκνωσης και μετατροπής σε υγρό των ατμών μιας πτητικής ουσίας. Condenser 2 [Διάταξη Συγκέντρωσης Ακτίνων Φωτός] Οπτικ. Σύστημα φακών - κατόπτρων που χρησιμοποιείται για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής συγκέντρωσης φωτός από μια πηγή. Condenser Tubes [Σωλήνες Συμπυκνωτή] Μηχ. Οι σωλήνες μέσα από τους οποίους περνά ψυκτικό νερό, σε έναν συμπυκνωτή. Στην εξωτερική τους επιφάνεια συμπυκνώνεται ο ατμός. Condensing Engine [Μηχανή συμπύκνωσης] Μηχ. Μηχ. Ψυκτική ή άλλη μηχανή παραγωγής θερμότητας που περιέχει διάταξη κενού για την συμπύκνωση του ατμοποιημένου εργαζόμενου μέσου που εισέρχεται σε αυτή μετά από διαδικασία εκτόνωσης της. Condition [Συνθήκη] Μαθημ. Μαθηματική πρόταση η οποία προϋποτίθεται έτσι ώστε να ισχύει μια ευρύτερη πρόταση. Conditional Assembly [Συμβολομετάφραση υπό συνθήκη] Πληρ. Η διαδικασία συμβολομετάφρασης, η οποία πραγματοποιείται βάση κάποιων συνθηκών που μπορεί να αληθεύουν ή όχι. Αυτές οι συνθήκες ουσιαστικά καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η συμβολομετάφραση των διαφόρων τμημάτων ενός προγράμματος και, ειδικότερα, ποια τμήματα του θα διατηρηθούν, ποια θα απορριφθούν, τη σειρά που θα κατέχουν, κλπ. Conditional Breakpoint [Σημείο αναστολής υπό συνθήκη] Πληρ. Το σημείο διακοπής, το οποίο δημιουργείται κατά την στιγμή της εκτέλεσης ενός υπολογιστι-

-361 -

κού προγράμματος και δημιουργείται με την χρήση μιας εντολής άλματος υπό συνθήκη, η οποία προκαλεί άλμα στον εαυτό της εφόσον αληθεύουν ή όχι κάποιες δοθείσες συνθήκες. Conditional Convergence [Σύγκλιση υπό συνθήκη] Μαθημ. Μια σειρά Σαν συγκλίνει υπό συνθήκη αν και μόνο αν η σειρά των απόλυτων όρων Σ|θν | δεν συγκλίνει ενώ η Σαν συγκλίνει. Conditional Distribution [Κατανομή υπό συνθήκη] Στατ. Μια κατανομή υπό συνθήκη ή αλλιώς δεσμευμένη κατανομή μιας μεταβλητής Χ προκύπτει όταν η πιθανότητα των ενδεχομένων της Χ εξαρτάται από την πιθανότητα μιας άλλης μεταβλητής Υ. Η πιθανότητα του ενδεχομένου του Α δοθέντος του ενδεχομένου Β υπολογίζεται από τον τύπο Ρ(Α/Β)=Ρ(ΑηΒ)/Ρ(Β), για κάθε ενδεχόμενο Α της μεταβλητής Χ. Conditional J u m p [Υποθετικό βήμα] Πληρ. Σημείο απόφασης σε ένα λογικό διάγραμμα δομής ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπου το πρόγραμμα εκτελείται κατά την κατεύθυνση που αποφασίζει ο χρήστης ανάλογα με την τιμή που δίνεται στην μεταβλητή που ορίζει την εντολή απόφασης. Conditional Probability [Υπό Συνθήκη Πιθανότητα] Μαθημ. Πιθανότητα πραγματοποίησης ενός γεγονότος με τη συνθήκη ότι έχει πραγματοποιηθεί κάποιο άλλο γεγονός. -> Bayes Rule Conditional Statement [Εντολή υπό συνθήκη] Πληρ.. Η εντολή ενός προγράμματος γραμμένου σε γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, η οποία μπορεί να επιλέγει βάση μιας ή περισσοτέρων συνθηκών που μπορεί να αληθεύουν ή όχι και να μεταφέρει τον έλεγχο του προγράμματος σε οποιαδήποτε σημείο του. Conditional Stop Instruction [Εντολή διακοπής υπό συνθήκη] Πληρ. Η εντολή ενός υπολογιστικού προγράμματος, της οποίας η εκτέλεση έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή μιας λειτουργίας του υπολογιστή βάση δοθέντων συνθηκών που μπορεί να αληθεύουν ή όχι. Conditionally Convergent Series [Συγκλίνουσα σειρά υπό συνθήκη] Μαθημ. Μια σειρά Σαν συγκλίνει υπό συνθήκη όταν και μόνο όταν, ενώ η Σ|θν | δεν συγκλίνει, η Σα ν συγκλίνει. Conditionally Periodic Motion [Απεριοδική Κίνηση] Μηχ. Μη περιοδική κίνηση ενός συστήματος σωμάτων, παρότι τμήματά του εκτελούν περιοδικές κινήσεις. Μερικές από τις περιόδους των μεταβολών των φυσικών μεγεθών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της κατάστασής του έχουν άρρητη σχέση μεταξύ τους και κατά συνέπεια, ποτέ το σύστημα δεν επανέρχεται ακριβώς σε μια αρχική του κατάσταση παρότι μπορεί να βρεθεί οσοδήποτε κοντά σε αυτήν. Conditionally Stable Circuit [Κύκλωμα σταθερό υπό ορισμένες συνθήκες] Ηλεκ. Ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο λειτουργεί ομαλά, χωρίς μεταβολές στην απόδοσή του, μόνο υπό ορισμένες συνθήκες, π.χ. συγκεκριμένες τιμές εισόδου. Conditionaly C o m p a c t Set [Συμπαγές σύνολο υπό συνθήκη] Μαθημ. Ένα σύνολο για το οποίο έχει οριστεί η κλειστότητά του να είναι συμπαγής υπό συνθήκη, αν η κλειστότητα ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι συμπαγές σύνολο. Conditions Of E n g a g e m e n t [Όροι σύμβασης] Γεν. Είναι όλες εκείνες οι διατάξεις που διέπουν μία συμφωνία εργασίας μεταξύ ενός συμβούλου μηχανικού και του πελάτη του, είτε ιδιώτη είτε δημόσιας υπηρεσίας. Οι όροι της σύμβασης υπογράφονται αβίαστα από

Conduction Cooling

όλες τις συμβαλλόμενες πλευρές και ρυθμίζουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αμφοτέρων. Condon Shortley Wigner Phase Convention [Σύμβαση Φάσεων Ιδιοκαταστάσεων Στροφορμής] Φνσ. Πρόκειται για σύμβαση καθορισμού της σχετικής φάσης των ιδιοκαταστάσεων των τελεστών J2, Jz της στροφορμής ενός κβαντικού συστήματος. Με τη σύμβαση αυτή τα στοιχεία της αναπαράστασης των τελεστών μεταβολής της προβολής της στροφορμής: J \ J" είναι πραγματικά. Conductance 1 [Αγωγιμότητα] Ιίλεκ. Για κύκλωμα με ωμικές αντιστάσεις, ισούται με το αντίστροφο της συνολικής αντίστασής του, ενώ όταν το κύκλωμα έχει επαγωγική ή και χωρητική αντίσταση ισούται με το πραγματικό μέρος του αντίστροφου της εμπέδησής του. Μετρά την ικανότητα ενός κυκλώματος να άγει ρεύμα. Conductance 2 [Αγωγιμότητα] Φυα. Μέγεθος που περιγράφει την ικανότητα ενός υλικού να άγει τη θερμότητα. —»Thermal Conductance Conductance 3 [Αγωγιμότητα] Μηχ. Ρευστ. Ισούται με την ποσότητα του ρευστού που διέρχεται ανά μονάδα χρόνου από έναν αγωγό προς τη διαφορά πίεσης στα άκρα του. Conductance Coefficient [Συντελεστής Αγωγιμότητας] Φυσ. Χημ. Αριθμός ενδεικτικός της μεταβολής της αγωγιμότητας ενός διαλύματος λόγω προσθήκης ηλεκτρολύτη. Ισούται με το πηλίκο της αγωγιμότητας μετά και πριν την προσθήκη ηλεκτρολύτη. Conducted Interference [Επαγόμενη παρεμβολή] Επικοιν. Παρεμβολή σε ένα ακουστικό σήμα μετά από σύζευξη με ένα δεύτερο σήμα. Αυτό συμβαίνει κυρίως με χάλκινους αγωγούς (που παρουσιάζουν και κατανεμημένη αντίσταση κατά μήκος) και καθόλου με τις οπτικές ίνες. Conductimetric Analysis [Αγωγιμομετρική Ανάλυση] Χημ. Μέθοδος ογκομετρικής ανάλυσης, στην οποία το τελικό σημείο προσδιορίζεται με μετρήσεις αγωγιμότητας του διαλύματος. Conducting Polymer [Αγώγιμο Πολυμερές] Υλικ. Πολυμερές υλικό, που έχει την ιδιότητα να άγει πολύ εύκολα τη θερμότητα ή το ηλεκτρικό ρεύμα. Conduction [Αγωγή] Φνσ. II μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο, χωρίς να συνοδεύεται με μεταφορά ύλης. Για παράδειγμα η θερμότητα, το ηλεκτρικό ρεύμα. Conduction 2 [Αγωγή] Ιίλεκ. Κίνηση ηλεκτρικών φορτίων με συνέπεια τη δημιουργία ρεύματος μέσα σε έναν αγωγό, π.χ. σε ένα μεταλλικό αγωγό λόγω κίνησης ηλεκτρονίων ή σε ηλεκτρολυτικό διάλυμα λόγω κίνησης ιόντων. Conduction Band [Ζώνη Αγωγιμότητας] Φυσ. Στεμ. Κατ. Πρόκειται για μια δέσμη - ζώνη ενεργειακών καταστάσεων των ηλεκτρονίων σε ένα κρυσταλλικό στερεό, στην οποία τα ηλεκτρόνια έχουν υψηλή ευκινησία δηλαδή μπορούν να κινηθούν εύκολα και ταυτόχρονα δεν είναι κατειλημμένες όλες οι ενεργειακές καταστάσεις της. Τότε, παρουσία ηλεκτρικού πεδίου, τα ηλεκτρόνια αυτής της ζώνης κινούνται προκαλώντας ηλεκτρικό ρεύμα. Conduction Cooling [Ψύξη με Θερμική Αγωγή] Ηλεκ. Τεχνική ψύξης του στοιχείου ενός κυκλώματος όπου παράγεται σημαντική θερμότητα, π.χ. τρανζίστορ ισχύος, φέρνοντάς το σε επαφή με υλικό υψηλής θερμικής αγωγιμότητας και μεγάλης επιφάνειας, όπως οι ψή-

Coaxial Transmission Line Resonator

- 362 -

κτρες σε ηλεκτρονικές διατάξεις. Conduction C u r r e n t [Ρεύμα Αγωγιμότητας] Φυσ. Στερ. Κατ. Ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο προκαλείται από την κίνηση ηλεκτρονίων στην ζώνη αγωγιμότητας. Conduction Electron [Ηλεκτρόνιο Ζώνης Αγωγιμότητας] Φυα. Στερ. Κατ. Ηλεκτρόνιο που μετακινούμενο, συμβάλλει στην εμφάνιση ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα στερεό υλικό. Conductive Coating [Αγώγιμη Επικάλυψη] Υλικ. Λεπτή επικάλυψη από στρώμα μεταλλικού υλικού με σκοπό την αποτροπή εμφάνισης στατικού φορτίου στην επιφάνεια των συσκευών. Conductivity [Ειδική Αγωγιμότητα ή Αγωγιμότητα] Ηλεκ. Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης ενός αγωγού. Συνδέει την ένταση του ηλεκτρικού πεδίου: Ε που προκαλεί ηλεκτρικό ρεύμα με πυκνότητα ροής: J. Ισχύει Ε = σ><1 και μετριέται σε (Ω^ιη)"1. Εκφράζει την ευκολία κίνησης των ηλεκτρικών φορτίων μέσα από ένα αγωγό. Conductivity Modulation [Μεταβολή Αγωγιμότητας] ΙΙλεκ. Έτσι καλείται η μεταβολή της αγωγιμότητας των ημιαγωγών ανάλογα με τη μεταβολή της συγκέντρωσης των φορέων του ηλεκτρικού ρεύματος σε αυτούς. Συνήθως αυτό γίνεται εισάγοντας κατάλληλες προσμίξεις στους ημιαγωγούς. Conductivity Tensor [Τανυστής Αγωγιμότητας] Η/εκ. Τανυστής (σε αυτή την περίπτωση πίνακας) που συνδέει τις συνιστώσες του διανύσματος πυκνότητας ροής J, με τις συνιστώσες της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου που το προκαλεί: Ε}. Ισχύει ότι: Ji = ΣΪ=Ι.2.3 Σ ·Ί" EJ. Χρησιμοποιείται για ανισότροπα υλικά. Conductivity Theory [Θεωρία Αγωγιμότητας] Φνσ. Κλασική θεωρία αγωγιμότητας μεταλλικο')ν αγωγών σύμφωνα με την οποία, τα ελεύθερα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται σαν τα μόρια ενός αερίου που ακολουθούν την κατανομή Maxwell Bolizmann. II ηλεκτρική αντίσταση του αγωγού προέρχεται από τις συγκρούσεις των ηλεκτρονίων με τα ιόντα του πλέγματος. Conductometer [Μετρητής Θερμικής Αγωγιμότητας] Μηχ. Όργανο μέτρησης της θερμικής αγωγιμότητας ενός υλικού συγκρίνοντας το ρυθμό μετάδοσης θερμότητας από αυτό σε σχέση με άλλ,α υλικά γνωστής αγωγιμότητας. Conductor [Αγωγός Ηλεκτρικού Ρεύματος] Ηλεκ. Οιασδήποτε μορφής σώμα που άγει το ηλεκτρικό ρεύμα. Οι πιο συνηθισμένοι αγωγοί είναι τα καλώδια με κυλινδρικό σχήμα. Conductor Pipe [Σωλήνας απορροής] Πολ.Μηχ. Είναι κάθε μεταλλικός αγωγός, ο οποίος είναι σχεδιασμένος και τοποθετημένος με κατάλληλο τρόπο στην οικοδομή ώστε να ρέει μέσω αυτού το νερό της βροχής και έτσι να αποστραγγίζονται οι επιθυμητές επιφάνειες όπως για παράδειγμα μία οροφή ή ένα δώμα. Cone 1 [Κώνος] Γεωλ. Το ηφαιστειακό όρος ή λόφος, κωνοειδούς μορφής με ευρεία βάση και κυμαινόμενη κλίση, διαφόρων τύπων (λαβικός, σποδού, σύνθετος, δόμος κ.λ.π.), που σχηματίζεται από τη συσσο')ρευση των εκχυνόμενο)ν υλικών από το εσωτερικό του ηφαιστείου, είτε στο κέντρο αυτού (κεντρικός κώνος) είτε και σε άλλα σημεία του (δευτερεύοντες κώνοι) ανάλογα με το είδος της έκρηξης. Cone 2 [Κώνος] Μαθημ. Το στερεό που παράγεται από τη πλήρη περιστροφή μιας ευθείας (γενέτειρα του κώνου) κινούμενης κατά τρόπο ώστε να διέρχεται από καμπύλη γραμμή επί επιπέδου (οδηγός ή διευθύνουσα)

και από σταθερό σημείο κείμενο εκτός του επιπέδου (κορυφή). Ειδικότερα, το στερεό του ορθού κυκλικού κώνου που παράγεται όταν η διευθύνουσα είναι περιφέρεια κύκλου και ο άξονας του κώνου είναι κάθετος στη βάση του. Cone Bottom T a n k [Δεξαμενή με κωνικό πυθμένα] Μηχ. Ειδικού τύπου δεξαμενή αποθήκευσης υγρών ή στερείόν, σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, που έχει πυθμένα κωνικού σχήματος, ο οποίος επιτρέπει την εύκολη απομάκρυνση του περιεχόμενου προϊόντος. Cone Classifier [Κωνικός Διαχωριστής] Μηχ. Δοχείο διαχωρισμού στερεών σωματιδίων από υγρά, με τη μέθοδο της κατακάθισης με βαρύτητα. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες διαύγασης υγρών, πάχυνσης στερεών, κλπ. Cone Of Friction [Κα'ννος Τριβής] Μηχ. Γεωμετρικός τόπος που σχηματίζεται από το άκρο του διανύσματος της συνολικής δύναμης, συνισταμένης της κάθετης αντίδρασης και της στατικής τριβής, που μπορεί να ασκείται σε ένα ακίνητο σώμα από μια επιφάνεια Η μέγιστη στατική τριβή ή οριακή στατική τριβή καθορίζεται από το συντελεστή στατικής τριβής που προσδιορίζει και τα όρια του κώνου. Cone Of Revolution [Κώνος εκ περιστροφής] Μαθημ. Είναι το γεωμετρικό στερεό που από την περιστροφή μιας ημιευθείας η οποία ξεκινά από ένα σταθερό σημείο και ακολουθεί μια κλειστή καμπύλη. Conference Call [Κλήση διάσκεψης] Επικοιν. Κληση για ταυτόχρονη επικοινωνία μεταξύ πολλών σταθμών. Το δίκτυο ISDN απλοποιεί αυτή τη δυνατότητα με ταυτόχρονη χρήση εικόνας (τηλεδιάσκεψη). Conference Communications [Επικοινωνίες διάσκεψης] Επικοιν. Επικοινωνίες που σχετίζονται με ταυτόχρονη σύζευξη συνδρομητών σε στυλ στρογγυλές τραπέζης που με τη βοήθεια εικόνας ελαχιστοποίησε τα μακρινά ταξίδια. Πραγματοποιείται συχνά σε ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες με βιντεόφωνα, κάμερες, μικρόφωνα, video walls κτλ. Confidence [Εμπιστοσύνη] Στατ. Έννοια που χρησιμοποιείται σε προβλέψεις επιτυχών ή ανεπιτυχών γεγονότων, όπως στην κατασκευή εξαρτημάτων, δείχνοντας το βαθμό σιγουριάς - εμπιστοσύνης για το πιθανό πλήθος ανεπιτυχών γεγονότων. Μετριέται με το βαθμό εμπιστοσύνης. Confidence Coefficient [Συντελεστής ή Βαθμός Εμπιστοσύνης] Στατ. Πρόκειται για την πιθανότητα εύρεσης της τιμής μιας μεταβλητής ή ενός χαρακτηριστικού σε ένα καθορισμένο διάστημα εμπιστοσύνης. Confidence Interval [Διάστημα Εμπιστοσύνης] Στατ. Διάστημα τιμοόν μιας μεταβλητής για το οποίο γνωρίζουμε την πιθανότητα ανεύρεσής της σε μια δειγματοληπτική μέτρηση. Confidence Limit [Ακρο Διαστήματος Εμπιστοσύνης] Στατ. Έτσι καλείται κάθε ένα από τα δύο άκρα ενός διαστήματος εμπιστοσύνης μιας μεταβλητής. Για παράδειγμα στην κατασκευή αντιστάσεων όπου με επίπεδο εμπιστοσύνης 90% παράγεται αντίσταση στο διάστημα εμπιστοσύνης [8Ω, 12Ω] με τα 8Ω, 12Ω άκρα του διαστήματος εμπιστοσύνης. Configuration [Απεικόνιση] Χημ. Είναι γνωστή ως στερεοταξική διευθέτηση και περιγράφει τη διάταξη στο χώρο των ατόμων ενός μορίου. Έτσι, προσδιορίζεται η διαδοχή των ατόμων στην αλυσίδα και η διάταξη των υποκαταστατών. Χρησιμοποιείται στην περιγραφή της δομής οργανικών ενώσεων και πολυμερών.

- 363 -

Configuration M a n a g e r [Διαχειριστής σύνθεσης] Επι κοιν. Για κάθε περιφερειακό που συνδέεται σε ένα υπολογιστή ακολουθείται μια διαδικασία ενσωμάτωσης που ανάλογα με το πρότυπο έχει απλουστευτεί πχ οι Plug And Play συσκευές. Configurational F r e e Energy [Ελεύθερη Ενέργεια Σχηματισμού] Μηχ. Πρόκειται για ένα θερμοδυναμικό δυναμικό που μετράει την ελεύθερη ενέργεια ενός στερεού σώματος λαμβάνοντας υπόψη και την ενέργεια αλληλεπίδρασής του με εξωτερικά πεδία όπως ηλεκτρικό ή μαγνητικό πεδίο. Confined Flow [Ροή σε Περιορισμένο Χώρο] Μηχ. Ροή ενός ρευστού μέσα σε έναν αγωγό ή οιοδήποτε γεωμετρικά περιορισμένο χώρο, κατάλληλο για την εργασία η διαδικασία αυτή. Confirmation Signal [Σήμα επιβεβαίωσης] Επικοιν. Σήμα που δηλώνει λήψη ενός άλλου σήματος. Confluence [Συμβολή] Υδρολ. Το σημείο συνένωσης ενός παραπόταμου με το κύριο ρεύμα ποταμού ή το σημείο σύγκλισης δύο ποταμών και η ροή κατά ενιαίο ρεύμα στη συνέχεια. Confocal Conies [Συνεστιακές κωνικές τομές] Μαθημ. Οικογένειες κωνικών τομών οι οποίες ορίζονται έχοντας ως κοινές εστίες σταθερά σημεία και ελεύθερα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους. Επιπλέον προϋπόθεση για τις παραβολές είναι και ο κοινός άξονας συμμετρίας. Confocal Coordinates [Συμμορφώσιμοι πίνακες] Μαθημ. Δύο πίνακες οι οποίοι έχουν διαστάσεις k x m o πρώτος Α και m x n ο δεύτερος Β έτσι ώστε να είναι δυνατός ο πολλαπλασιασμός τους με Γ=Α· Β το γινόμενο k χ η. C o n f o r m a b l e [Σύμφωνο] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει στρώμα πετρώματος που κείται παράλληλο επί άλλου κατά ορθή γεωλογική αλληλουχία χωρίς κενά, διακοπές ή διαταράξεις από απογύμνωση. Conformal Conjugate Transformation [Συμμορφοσυζυγής μετασχηματισμός] Μαθημ. Μια αντιστοιχία μεταξύ δύο επιφανειών έτσι ώστε οι μεταθέσεις να γίνονται ανάμεσα σε συζυγή σύνολα καθώς ολόκληρος ο μετασχηματισμός ικανοποιεί προϋποθέσεις έτσι ώστε να είναι σύμμορφος. C o n f o r m a l Projection [Σύμφωνη προβολή] Μαθημ. Τύπος προβολ.ής, γνωστή και ως ορθομορφική, κατά την οποία οι γωνίες γύρω από κάθε σημείο είναι πραγματικές και η κλίμακα, για κάθε σημείο είναι η ίδια σε όλες τις διευθύνσεις με αποτέλεσμα οι μικρές περιοχές να αποδίδονται με το πραγματικό τους σχήμα. C o n f o r m a t i o n [Διαμόρφωση] Χημ. Ονομάζεται και σχηματισμός. Περιγράφει την προτιμώμενη θέση που λομβάνουν τα άτομα ή ομάδες ατόμων, κατά την περιστροφή στο χώρο γύρω από έναν απλό δεσμό. C o n f o r m a t i o n a l Analysis [Ανάλυση Διαμόρφωσης] Χημ. Η μελέτη της διαμόρφωσης ενός οργανικού μορίου, που περιέχει κυρίως απλούς δεσμούς. Congelifration [Παγετική αποσάθρωση] Γεωλ. Το φαινόμενο της διάρρηξης των πετρωμάτων υπό την επίδράση ισχυρότατων πιέσεων λόγω στερεοποίησης και διαστολής κατά τη ψύξη του ύδατος που έχει διεισδύσει στις ρωγμές και τα εσωτερικά κενά του πετρώματος. Congeliturbation [Παγετική ανάδευση] Γεωλ. Το φαινόμενο των διαταράξεων του εδάφους λόγω εναλλασσόμενων φάσεων τήξης και πήξης που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάμιξη και τις ανακατατάξεις των υλικών

Conicoid

κατά τη στερεοποίηση. Congener [Ομοειδής] Χημ. Χαρακτηρίζει δυο χημικές ουσίες, που έχουν παρόμοια δομή και ιδιότητες. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε στοιχεία που ανήκουν στην ίδια ομάδα του περιοδικού πίνακα. Conglomerate [Κροκαλοπαγές] Γεωλ. Πρόκειται για ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από κροκάλες οι οποίες έχουν συγκολληθεί μεταξύ τους με συνδετική ύλη αργίλου, ασβέστου ή πυριτίου, Congruence T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός ομοιότητας] Μαθημ. Η αντιστοίχιση κάθε στοιχείου ενός συστήματος-συνόλου σε ένα στοιχείο ενός δεύτερου συστήματος-συνόλου. Όταν τα συστήματα αντιπροσωπεύονται από πίνακα Α τότε ο μετασχηματισμός ομοιότητας είναι η μετάβαση στο γινόμενο Μ"1 AM που είναι πίνακας όμοιος προς τον Λ. Congruent [Συναρμοστός] Μαθημ. Σύνολο τα οποία εμφανίζουν σταθερές αναλογίες ως προς αντίστοιχα μεγέθη και ιδιότητες έτσι ώστε να ορίζονται σχέσεις ανάμεσα σε όλα τα στοιχεία τους. Congruent Matrices [Όμοιοι πίνακες] Μαθημ. Ένας τετραγωνικός πίνακας Α είναι όμοιος με έναν τετραγωνικό πίνακα Β αν ισχύει Β=Γ' ] ΑΓ (—>Α= ΓΒΓ 1 ) όπου Γ είναι ένας ομαλός πίνακας. C o n g r u e n t N u m b e r s [Ισόμοιοι αριθμοί] Μαθημ. Κάθε δύο αριθμοί α και β οι οποίοι, μετά από την εφαρμογή του αλγόριθμου της Ευκλείδειας διαίρεσης με τον ίδιο διαιρέτη και για τους δύο, έχουν το ίδιο υπόλοιπο. Coniacian [Κονιάσιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Σενονίου της Νεοκρητιδικής υποπεριόδου της Κρητχδικής περιόδου (πριν 135 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Αγκρύμιον και παλοιότερη από το Σαντόνιον της ίδιας υποπεριόδου, Conic [Κωνικός] Μαθημ. Κάθε έλλειψη, υπερβολή, παραβολή και κύκλος ονομάζονται κωνικά σχήματα ή αλλιώς κωνικές τομές. Σχηματίζονται από την τομή ενός κώνου με ένα επίπεδο το οποίο όμα)ς δεν περνά από την κορυφή του στερεού. Conical [Κωνικό] Τεχνολ. Τρισδιάστατο αντικείμενο που έχει το σχήμα ενός κώνου ή κατάσταση που σχετίζεται με κώνο. Conical Helix [Κωνική έλακα] Μαθημ. Καμπύλη γρ;..μμή η οποία περιελίσσεται γύρω από έναν κώνο μετατοπιζόμενη με σταθερή γωνιακή ταχύτητα, Conical Pendulum [Κωνικό Εκκρεμές] Μηχ. Πρόκειται για ένα σώμα δεμένο στο ένα άκρο μη ελοστικού κατακόρυφου νήματος, το άλλο άκρο του οποίου είναι ακλόνητα στερεωμένο. Το σώμα εκτελεί ομαλή κυκλική κίνηση σε οριζόντιο επίπεδο με κέντρο το σημείο ισορροπίας του και καθώς περιστρέφεται, το νήμα σχηματίζει την επιφάνεια ενός κώνου, Conical Scanning [Κωνική σάρωση] Επικοιν. Συνηθισμένο είδος σάρωσης μιας κεραίας, ένας κώνος με κορυφή το κέντρο της κεραίας. Conical S u r f a c e [Κωνική επιφάνεια] Μαθημ. Το σύνολο των σημείων που βρίσκονται πάνω στις ευθείες που ορίζονται από ένα σημείο Ρ και μια επίπεδη καμπύ/.η δευτέρου βαθμού η οποία δεν περιέχει το Ρ. Conical Vault [Κωνικός θόλος] Αρχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται μία οροφή, διαμορφωμένη γεωμετρικά από καμπύλες επιφάνειες έτσι ώστε το τελικό σχήμα της να είναι αυτό ενός κώνου. Conicoid [Κωνικοειδής] Μαθημ. Επιφάνεια της οποίας οι συντεταγμένες ικανοποιούν μια δευτεροβάθμια αλ-

Conjuction

- 364 -

γεβρική εξίσωση. Ανάλογα με τους συντελεστές της εξίσωσης προκύπτουν τρεις τύποι κωνικοειδούς επιφάνειας: η ελλειψοειδής, η υπερβολοειδής και η παραβολοειδής. Conjuction [Σύζευξη] Μαθημ. Η ένωση δύο λογικών προτάσεων στη μαθηματική λογική μέσω του 'και'. Αυτή η ένωση είναι αληθής μόνο όταν και οι δύο προτάσεις είναι αληθείς. Conjugate 1 [Συζυγή Στοιχεία Ομάδας] Μαθημ. Τα στοιχεία μίας ομάδας έστω: α, β τα οποία συνδέονται με μια σχέση της μορφής: α = cxb^c"1. Conjugate 2 [Μιγαδικός Συζυγής] Μαθημ. Για κάθε μιγαδικό αριθμό 7=x+iy ο μιγαδικός συζυγής του ορίζεται ως ο αριθμός z*=x-iy όπου i = \ - l . (Βλέπε) Complex Conjugate Conjugate 3 [Συζυγής] Μαθημ. Χαρακτηρισμός αριθμών, συνόλων, ομάδων, χώρων και άλλων σε σχέση με κάποιο πρότυπο ομοειδές αντικείμενο, έτσι ώστε να ικανοποιείται μια δεδομένη ιδιότητα. Η συνηθέστερη συζυγής έννοια είναι ο συζυγής μιγαδικού αριθμού α+βί που έχει τη μορφή α-βί. C o n j u g a t e Algebraic N u m b e r s [Συζυγείς αλγεβρικοί αριθμοί] Μαθημ. Ζεύγη αριθμών που είναι μεταξύ τους συζυγείς και ικανοποιούν κάποια πολυωνυμική εξίσωση με ρητούς συντελεστές. C o n j u g a t e Angles [Συζυγείς γωνίες] Μαθημ. Δύο γωνίες για τις οποίες ορίζεται το άθροισμα και αυτό είναι ίσο με 360 μοίρες. Conjugate Arcs [Συζυγή τόξα] Μαθημ. Δύο τόξα τα οποία όταν προστίθενται σχηματίζουν μια κλειστή καμπύλη δευτέρου βαθμού και συγκεκριμένα έναν κύκλο. C o n j u g a t e Axis [Συζυγής άξονας] Μαθημ. Το τμήμα από (0, (c2-a2) 1/2) ως (0, -(c2-a2)1/r) του άξονα συμμετρίας χ=0 μιας υπερβολής x2/a2-y2/b2=l σε καρτεσιανές συντεταγμένες. C o n j u g a t e Comlex N u m b e r [Συζυγής μιγαδικός αριθμός] Μαθημ. Ο μιγαδικός αριθμός που έχει το ίδιο πραγματικό και το αντίθετο φανταστικό μέρος με κάποιον μιγαδικό αριθμό ζ. Αν ο z είναι α+βί τότε ο συζυγής του είναι, όπως έχει οριστεί, ο α-βί. Conjugate Convex Functions [Συζυγείς κυρτές συναρτήσεις] Μαθημ. Δύο συναρτήσεις f και g οι οποίες έχουν αντίστροφες παραγώγους στο διάστημα (0,+°ο). Η παράγωγος συνάρτηση f ορίζεται έτσι ώστε να είναι γνησίως αύξουσα στο πεδίο ορισμού της f με ελνάχιστο σημείο f (0)=0. C o n j u g a t e Diameters [Συζυγείς διάμετροι] Μαθημ. Δύο διάμετροι δι και δ 2 μιας καμπύλης γραμμής δεύτερου βαθμού οι οποίες έχουν τέτοια θέση έτσι ώστε η δ ι να διχοτομεί τις χορδές της καμπύλης που είναι παράλληλες προς τη και να ισχύει το αντίστοιχο για τη δ2 · C o n j u g a t e Diametral Planes [Συζυγή διαμετρικά επίπεδα] Μαθημ. Δύο διαμετρικά επίπεδα για τα οποία έχει οριστεί σχέση σύγκρισης ως προς τις ορίζουσες χορδές τους και παρατηρείται πως κάθε ένα είναι παράλληλο προς τις συγκεκριμένες χορδές του άλλου. C o n j u g a t e Double Bonds [Συζυγείς Διπλοί Δεσμοί] Ομγ. Χημ. Στο μόριο μιας ολεφίνης, οι διπλοί δεσμοί είναι συζυγείς, όταν βρίσκονται εναλλάξ με τους απλούς. C o n j u g a t e Hyperbolas [Συζυγείς υπερβολές] Μαθημ. Δύο υπερβολες οι οποίες ταυτίζονται μετά από στροφή κατά ενενήντα μοίρες του συστήματος μιας τυχαίας, από τις δύο.

Conjugate M o m e n t u m [Συζυγής Ορμή] Μηχ. Για κάθε γενικευμένη συντεταγμένη Q, ενός κλασικού δυναμικού συστήματος, ορίζεται η γενικευμένη ορμή της: Pj=dL/c)Qi, όπου L η Λαγκρατζιανή του συστήματος. C o n j u g a t e Particles [Συζυγή Σωματίδια] Μηχ. Έτσι καλούνται δύο σωματίδια που έχουν σχέση σωματιδίου - αντισωματίδιου. Π.χ. ηλεκτρόνιο - ποζιτρόνιο, πρωτόνιο - αντιπρωτόνιο κ.λ.π. C o n j u g a t e Points [Συζυγή σημεία] Μαθημ. Κάθε ζεύγος σημείων τα οποία μπορούν, ως προς ένα οπτικό σύστημα, να ανταλλάξουν θέσεις. Conjugate Radicals [Συζυγή ριζικά] Μαθημ. Τα ζεύγη ττ^ς μορφής {α+β\'γ, α-β\'γ) και {α\'β +γ> α\'β -γ} όπου νγ ή \ β είναι ο μόνος άρρητος αριθμός της παράστασης. C o n j u g a t e Roots [Συζυγείς ρίζες] Μαθημ. Κάθε ζεύγος συζυγών μιγαδικών οι οποίοι ικανοποιούν την ίδια εξίσωση. C o n j u g a t e Space [Συζυγής χώρος] Μαθημ. Θεωρώντας τον χώρο Ι / ό π ο υ 1<ρ<+*> ορίζεται το σύνολα) των φραγμένων γραμμικών συναρτησοειδών επί του V ως ο συζυγής χώρος και συμβολίζεται (Lp)*. C o n j u g a t e S u b g r o u p s [Συζυγείς υποομάδες] Μαθημ. Έστω μια ομάδα Α και ένα στοιχείο της α. Τότε δύο σύνολα Β και Γ είναι συζυγείς υποομάδες της Α αν: α) το Β είναι υποσύνολο του Α και το Γ είναι υποσύνολο του Α, β) τα Β και Γ ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για να είναι υποομάδες της Α και y) κάθε στοιχείο του Β εκφράζεται ως το γινόμενο αγα" , όπου γ στοιχείο του συνόλου Γ. C o n j u g a t e Variables [Συζυγείς Μεταβλνητές] Φνσ. Δύο οιοδήποτε φυσικά μεγέθη των οποίων οι τελεστές, σύμφωνα με την κβαντική μηχανική, δε μετατίθενται ή αλλιώς ο μεταθέτης τους δεν είναι μηδέν, με συνέπεια να μην μπορούν να προσδιοριστούν χωρίς σφάλμα και τα δύο ταυτόχρονα. —> Complementary Variables C o n j u g a t e d Diene [Συζυγές Διένιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για αλκένιο που περιέχει δύο διπλούς δεσμούς στην ανθρακική αλυσίδα, οι οποίοι χωρίζονται από έναν απλό, δηλαδή είναι της μορφής >C=C-C=C<. C o n j u g a t e d Polyene [Συζυγές Πολυένιο] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ένας υδρογονάνθρακας, όταν περιέχει απλούς και διπλούς δεσμούς, που βρίσκονται εναλλάξ στην ανθρακική αλ.υσίδα. Connate [Συμφυής] Γεωλ. Χαρακτηρίζει υλικά που συνυπάρχουν σε ιζηματογενή πετρώματα από το χρόνο σχηματισμού τους. Connate W a t e r [Συμφυές ύδωρ] Υδρολ. Ύδωρ, γνωστό και ως υδάτινο απολίθωμα, που έχει κατακρατηθεί και συνυπάρχει σε ιζηματογενές πέτρωμα από το χρόνο του σχηματισμού του. Connect Time [Χρόνος ασύνδεσης] Πληρ. Ο χρόνος σύνδεσης ενός χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή στο διαδίκτυο, ή σε τοπικό ή ευρύ δίκτυο βάσεων δεδομένων ή εργασίας. Connected G r a p h [Συνδεόμενος γράφος] Μαθημ. Κάθε γράφος ο οποίος δεν περιέχει μεμονο)μένες κορυφές, δηλαδή υπάρχει ακολουθία ακμών-κορυφών που συνδέει κάθε τυχαίο ζεύγος κορυφών του. Connected Set [Συνεκτικό σύνολο] Μαθημ. Κάθε σύνολο με στοιχεία από ένα μετρικό χώρο Ε αν, πληρο')ντας τις προϋποθέσεις του μετρικού υπόχωρου, αποτελεί συνεκτικό μετρικό χώρο. Connected Space [Συνεκτικός χώρος] Μαθημ. Ένας μετρικός χώρος για τον οποίο δεν υπάρχουν σύνολα Α

-365 -

και Β με ένα τουλάχιστον στοιχείο, ανοιχτά ή κλειστά και τα δύο και ξένα μεταξύ τους τέτοια ώστε ο μετρικός χώρος Ε να είναι ίσος με την ένωση των Α και Β. Connected S u r f a c e [Συνδεόμενη επιφάνεια] Μαθημ. Κάθε επιφάνεια της οποίας το σημειοσύνολο που την ορίζει δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο με οποιαδήποτε διαδρομή από κάποιο τυχαίο σημείο της επιφάνειας σε ένα άλλο. Connecting Rod [Διωστήρας] Μηχ. Μηχανικό εξάρτημα σύνδεσης διαφόρων τύπων, αποτελούμενο από χαλύβδινη ράβδο (βάκτρο) και κατάλληλες αρθρώσεις, που αποτελεί τμήμα του μηχανισμού μεταφοράς κίνησης και ιδιαίτερα της μετρατροπής ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε περιστροφική. Connection Oriented [Προσανατολισμένη στη σύνδεσηΐ Επικοιν. Απαιτείται σύνδεση για την επικοινωνία (πρότυπο τηλεφωνικό σύστημα). Connectionless [Χωρίς σύνδεση] Επικοιν. Εδώ δεν απαιτείται σύνδεση για επικοινωνία (πρότυπο ταχυδρομείο). Connectivity [Συνδετικότητα] Χημ. Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα άτομα μεταξύ τους, κατά τη διαμόρφωση ενός μορίου. Connectivity N u m b e r [Αριθμός συνάφειας] Μαθημ. Ο αριθμός ν+1 όπου ν είναι τα στοιχεία του συνόλου τα οποία μπορούν να διαχωριστούν από το σύνολο χωρίς να δημιουργήσουν ξένες ανά δύο τομές του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το σύνολο ορίζεται να είναι μια καμπύλη ή μια επιφάνεια. Connector [Σύνδεσμος] Επικοιν. Ο μηχανισμός που συνδέει ένα καλαύδιο σε μια κάρτα δικτύου. Connector 2 [Συνδετήρας] Πληρ. Στις βάσεις δεδομένων, μία γραμμή που συνδέει και σχετίζει δύο δομές αναζήτησης δεδομένων μέσω μίας κοινής οντότητας τους που λειτουργεί ως κλειδί σύνδεσης. Connector Compatible Cable [Καλώδιο συμβατό με το συνδετήρα] Επικοιν. Ο σύνδεσμος υποχρεωτικά εξαρτάται και από τα 2 μέρη γι' αυτό και έχει τυποποιηθεί αρκετά. Conoid [Κωνοειδές] Τεχνολ. 1. Σχήμα που παρουσιάζει κατά προσέγγιση κωνική μορφή. 2. Η γεωμετρική επιφάνεια που παράγεται κατά τη περιστροφή περί άξονα έλλειψης, παραβολής ή υπερβολής. Consanguinity [Συμμαγματικότητα] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε πυριγενή πετρώματα μιας πετρογραφικής ενότητας που φαίνεται να έχουν κοινή μαγματική προέλευση λόγω των ιδιαίτερων κοινών χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν ως προς τη χημική και ορυκτολογική τους σύσταση ή δομή. Consequent [Ακόλουθος] Μαθημ. Σε οποιαδήποτε μαθηματική έκφραση ο όρος που ακολουθεί κάποιον άλλο και σχετίζονται με πράξη ή με συνεπαγωγή. Conservation L a w [Νόμος Διατήρησης] Φυα. Νόμος διατήρησης ενός φυσικού μεγέθους που περιγράφει ένα σύστημα. Κάθε διατηρούμενη ποσότητα προέρχεται από μια συμμετρία του συστήματος. ΓΙ.χ. η αρχή διατήρησης της ορμής ενός απομονωμένου συστήματος προέρχεται από τη συμμετρία μεταφοράς του στο χώρο, δηλαδή από το ότι η εξέλιξη του συστήματος δεν αλλάζει αν συνολικά αλλάξει θέση στο χώρο. Conservation Of A n g u l a r M o m e n t u m [Αρχή Διατήρησης της Στροφορμής] Φυσ. Νόμος διατήρησης της συνολικής στροφορμής (γωνιακής και ιδιοστροφορμής) ενός φυσικού συστήματος, εφόσον ή δεν ασκούνται εξωτερικές δυνάμεις ή η ροπή των εξωτερικών

Conservative Quantity

δυνάμεων σε αυτό είναι μηδέν, ίσοδύναμα αρκεί να έχει συμμετρία περιστροφής ως προς τον άξονα που διατηρείται η στροφορμή. Conservation Of Areas [ΝόμοςΊσων Εμβαδών] Φιχτ. Γενίκευση του τρίτου νόμου του Kepler σύμφωνα με τον οποίο, εάν ένα σώμα κινείται με την επίδραση μίας κεντρικής δύναμης ή ισοδύναμα, εάν διατηρείται η στροφορμή του ως προς κάποιο σημείο, τότε η επιβατική ακτίνα που συνδέει τη θέση του σώματος και το κέντρο της δύναμης ή το σημείο που διατηρείται η στροφορμή του, διαγράφει ίσο εμβαδόν σε ίσο χρόνο. Conservation Of Charge [Διατήρηση Ηλεκτρικού Φορτίου] Ηλεκ. Αρχή σύμφωνα με την οποία το συνολικό ηλεκτρικό φορτίο ενός φυσικού συστήματος, στο οποίο δεν εισέρχεται ή απομακρύνεται φορτίο, παραμένει σταθερό. Conservation Of Condensation [Διατήρηση χαμηλής πίεσης] Μηχ. Ρευστ. Αρχή σύμφωνα με την οποία μετά από ένα ωστικό κύμα υψηλ.ής πίεσης ακολουθεί περίοδος φθίνουσας (ελαττωμένης) πίεσης. Conservation Of Energy [Αρχή Διατήρησης της Ενέργειας] Φυσ. Αναφέρεται και ως πρώτος θερμοδυναμικός νόμος. Πρεσβεύει ότι, η ενέργεια δεν καταστρέφεται ούτε δημιουργείται, απλά μετατρέπεται από μια μορφή σε μια άλλη. Conservation Of M a t t e r [Αρχή Διατήρησης της Μάζας - Ύλης] Φυσ. Η ύλη δεν καταστρέφεται ούτε δημιουργείται. Η αρχή αυτή ισχύει σε μακροσκοπικές διαδικασίες, π.χ. χημικές αντιδράσεις, αλλά όχι σε μικροσκοπικά φαινόμενα, όπως οι πυρηνικές αντιδράσεις, όπου η μάζα μετατρέπεται σε ενέργεια και αντίστροφα. Conservation Of M o m e n t u m [Αρχή Διατήρησης της Ορμής] Φυσ. Σε ένα απομονωμένο φυσικό σύστημα, η συνολική ορμή διατηρείται σταθερή. —> Conservation Law Conservation Of Parity [Αρχή Διατήρησης της Ομοτιμίας] Φυα. Η συνολική κυματοσυνάρτηση ενός συστήματος σε χωρική αναστροφή του χώρου θα είναι ή άρτια (θετική ομοτιμία) ή περιττή (αρνητική ομοτιμία) και δε θα μεταβάλλεται η ομοτιμία της. Δεν ισχύει στην περίπτωση των ασθενών αλληλεπιδράσεων. Conservation Of Probability [Διατήρηση της Πιθανότητας] Φνα. Διατήρηση της συνολικής πιθανότητας εύρεσης ενός συστήματος σε κάποιες καταστάσεις, όταν δεν είναι δυνατόν να βρεθεί σε άλλες καταστάσεις. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις προσεγγιστικής εύρεσης της κυματοσυνάρτησης ενός δυναμικού συστήματος. Conservative Force Field [Συντηρητικό Πεδίο Δυνάμεων] Φυσ. Ονομάζεται και διατηρητικό ή αστρόβιλο πεδίο. Πρόκειται για πεδίο δυνάμεων, το έργο της δύναμης του οποίου σε οιαδήποτε κλειστή διαδρομή είναι μηδέν. Ισοδύναμα το έργο εξαρτάται μόνο από την αρχική τελική θέση και είναι ανεξάρτητο της διαδρομής. Σε αυτά τα πεδία μπορεί να οριστεί δυναμική ενέργεια και διατηρούμενη μηχανική ενέργεια και έχουν μηδενικό στροβιλασμό. Conservative Property [Διατηρούμενη Ιδιότητα] Φνσ. Ιδιότητα ενός συστήματος η οποία δε μεταβάλλεται με την εξέλιξή του. Π.χ. στροφορμή, βαρυονικός αριθμός κ.λ.π. Conservative Quantity [Διατηρήσιμη Ποσότητα] Φιχτ. Φυσικό μέγεθος ενός δυναμικού συστήματος το οποίο δε μεταβάλλεται με την εξέλιξή του. Π.χ. ηλεκτρικό φορτίο, ολική ή μηχανική ενέργεια, κ.λ.π.

Conservative Scattering

-366-

Conservative Scattering [Ελαστική Σκέδαση Ακτινοβολίας] Ηλεκτρομαγν. Σκέδαση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από την ύλη χωρίς αισθητή απορρόφησή της. Αρκεί η συχνότητα της ακτινοβολίας να είναι μακριά από μια συχνότητα συντονισμού - απορρόφησης των φορτίων της ύλης. Conservative System [Διατηρητικό Σύστημα] Φνσ. Ονομάζεται και συντηρητικό σύστημα. Πρόκειται για σύστημα σωμάτων που αλληλεπιδρούν με συντηρητικές δυνάμεις και η μηχανική ενέργειά τους μένει σταθερή με την πάροδο του χρόνου. Consistency Condition [Υπόθεση συνακολε>υθίας] Μαθημ. Η αξίωση σε κάθε μαθηματική έκφραση και κατ'επέκταση θεωρία να μην υπάρχουν έννοιες οι οποίες αναιρούν η μια την άλλη. Consistent Equations [Συνακόλουθες εξισώσεις] Μαθημ. Κάθε σύστημα εξισώσεων με ν μεταβλητές για το οποίο υπάρχει ν-αδα λύσεων η οποία είναι ικανή να δώσει την τιμή "αληθής" σε όλες τις εξισώσεις. Console 1 [Κονσόλα) Επικοιν. Ειδικά διαμορφωμένο μηχάνημα που ενοποιεί υπολογιστικά περιφερειακά πχ πληκτρολόγιο και συνήθως σταθερό τηλέφωνο. Console 2 [Κονσόλα] Πλημ. Η μονάδα εισόδου/ εξόδου, η οποία αποτελείται από πληκτρολόγιο για την εισαγωγή δεδομένων, και οθόνη, εκτυπωτή ή συσκευή που παράγει ηχητικά σήματα, για την εξαγωγή δεδομένων. Συμβάλλει στην άμεση επικοινωνία του χρήστη με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, μέσω πληκτρολογίου, και, γενικότερα, με το υπολογιστικό σύστημα. Console Display [Απεικόνιση σε κονσόλα] Πλημ. Η εξαγωγή των δεδομένων από το υπολογιστικό σύστημα και η λήψη τους σε μια οθόνη, σε έναν εκτυπωτή ή σε μια συσκευή που μπορεί να παράγει ηχητικά σήματα. ' Consolidation [Σταθεροποίηση] Γεωλ. Η σταδιακή διαδικασία μετατροπής χαλαρού, ψαθυρού και μαλθακού ιζηματογενούς πετρώματος σε συμπαγές στερεό και σκληροποιημένο πέτρωμα κατά διάφορους βαθμούς στερεοποίησης π.χ. των αργιλικών πετρωμάτων που υφίστανται αφυδάτωη υπό πίεση. Constant 1 [Σταθερά] Μαθημ. Σε οποιαδήποτε πολυωνυμική, ρητή, τριγωνομετρική ή άλλου τύπου εξίσωση ή μαθηματική έκφραση ο όρος που μένει πάντα σταθερός και ανεξάρτητος από τις αλλαγές στις τιμές των μεταβλητών. Constant 2 [Σταθερά] Τεχνολ. Μέγεθος που παραμένει σταθερό σε σχέση με τις υπόλοιπες μεταβλητές μιας διαδικασίας η σε μια μαθηματική εξίσωση. Constant C u r r e n t Electrolysis [Ηλεκτρόλυση Σταθερού Ρεύματος] Φυσ. Χημ. Ηλεκτρολυτική τεχνική, κατά τη διάρκεια της οποίας, το ρεύμα έχει σταθερή ένταση. Constant C u r r e n t Modulation [Διαμόρφωση σταθερού ρεύματος] Επικοιν. διαμόρφωση που είναι γνωστή και σαν Plate Modulation. Ένας ακουστικός ενισχυτής τύπου Α μιξάρεται με έναν ενισχυτή RF με τη βοήθεια ενός ειδικού μεικτή που βοηθά την πτώση της τάσης πολύ αργά στη διάρκεια της διαμόρφωσης. Constant C u r r e n t Source [Ηλεκτρική ΓΙηγή Σταθερού Ρεύματος] Ηλεκ. Ηλεκτρική πηγή που παράγει ρεύμα σταθερής, καθορισμένης έντασης ανεξάρτητα από την εμπέδηση του κυκλώματος που τροφοδοτεί. Constant C u r r e n t Supply [Τροφοδοτικό Σταθερής Έντασης] Ηλεκ. Τροφοδοτικό παροχής ρεύματος σταθερής έντασης σε ένα κύκλωμα, μεταβάλλοντας κατάλ-

ληλα την εφαρμοζόμενη τάση σε αυτό. Χρησιμοποιείται σε επαναλήπτες υποβρύχιων τηλεφωνικών καλωδίων κλ.π. Constant Gradient Synchrotron [Σύγχροτρον Σταθερής Βαθμίδας Πεδίου] Τεχνολ. Πρόκειται για ένα σύγχροτρον που χρησιμοποιεί μαγνητικό πεδίο με σταθερή ακτινική βαθμίδα μαγνητικού πεδίου στο χώρο επιτάχυνσης των σωματιδίων. Constant Of Aberration [Σταθερά Αποπλάνησης] Αστμον. Η μέγιστη δυνατή αποπλάνηση της θέσης ενός αστέρα λόγω της ταχύτητας της γης και της πεπερασμένης ταχύτητας του φωτός. Ισούται με 20.49 δεύτερα του τόξου. —> Aberration Constant Of Integration [Σταθερά ολοκλήρωσης] Μαθημ. Όρος ο οποίος περιέχεται σε μαθηματικές παραστάσεις και είναι αυστηρά αριθμητικός, δηλαδή έχει σταθερή αξία. Constant Of Motion [Σταθερά της κίνησης] Φυσ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε φυσικό μέγεθος ενός δυναμικού μεγέθους το οποίο δεν μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Constant Potential Accelerator [Επιταχυντής Σταθερής Τάσης] Φυσ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε επιταχυντής, που χρησιμοποιεί τάση σταθερής τιμής και πολικότητας, για την επιτάχυνση των σωματιδίων. Π.χ. ο σωλήνας παραγωγής ακτινών Χ στον οποίο ηλεκτρόνια επιταχύνονται από σταθερή τάση της τάξης των kV. Constant Potential Electrolysis [Ηλεκτρόλυση Σταθερής Τάσης] Φυσ. Χημ. Τεχνική της ηλεκτρόλ.υσης, κατά την οποία εφαρμόζεται σταθερή διαφορά δυναμικού στα δύο ηλεκτρόδια. Constant Power G e n e r a t o r [Ενισχυτής Σταθερής Ισχύος] Η/εκ. Ενισχυτής σήματος με σταθερή ισχύ εξόδου. Constant Pressure Combustion [Καύση σε Σταθερή Πίεση] Μηχ. Καύση η οποία πραγματοποιείται σε συνθήκες σταθερής εξωτερικής πίεσης. Constant Pressure Gas T h e r m o m e t e r [Ογκομετρικό Θερμόμετρο] Μηχ. Είδος θερμομέτρου στο οποίο η θερμοκρασία υπολογίζεται από τον όγκο που κατέχει μια αέρια ουσία υπό σταθερή εξωτερική πίεση. Constant Pressure S u r f a c e [Επιφάνεια Σταθερής Πίεσης - ισοβαρική επιφάνεια] Φυσ. Σύνολο σημείων με κοινή - καθορισμένη πίεση. Είναι γνωστή και ως ισοβαρική επιφάνεια. Isobaric Surface Constant Ratio Code [Κώδικας σταθερού λόγου] Επικοιν. Κώδικες που στηρίζονται στον έλεγχο σταθερού λύγου από ένα σύμβολ,ο μέσα σε άλλα. Constant Speed Propeller [Έλ.ικα σταθερής ταχύτητας] Αεμομηχ. Έλικα αεροπορικού κινητήρα, με μεταβλητό βήμα, που περλαμβάνει ηλεκτρονικό έλεγχο του βήματος και το προσαρμόζει ανάλογα για να επιτυγχάνεται η επιθυμητή ταχύτητα έλικας για σταθερή ταχύτητα περιστροφής του εμβόλου του κινητήρα εσωτερικής καύσεως ή του αεριοστροβίλου που κινεί την έλικα. Constant Volume Gas T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο Σταθερού Ογκου] Μηχ. Είδος θερμομέτρου στο οποίο η θερμοκρασία υπολογίζεται από την πίεση που ασκεί αέρια ουσία σταθερού όγκου. Gas Thermometer C o n s t a n t a n [Κονσταντάν] Μεταλ).. Κράμα αποτελούμενο από χαλκό (50-60%) και νικέλιο (40 έως 50%) που χρησιμοποιείται, κυρίως, για κατασκευή αντιστάσεων ηλεκτρικών οργάνων και θερμοστοιχείων λόγω

- 367 της υψηλής και σχετικά σταθερής σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία ηλεκτρικής του αντίστασης. Constellation [Αστερισμός] Αστρον. Τμήματα στα οποία έχει καταμεριστεί η ουράνια σφαίρα για να διευκολυνθούν τόσο η μελέτη της όσο και ο προσανατολισμός. Κατά τους αρχαίους χρόνους οι αστερισμοί ονομάζονταν ανάλογα με το σχήμα τους, όπως ο αστερισμός του Αετού. Constituent [Συστατικό] Τεχνολ. Υλικό ή τεμάχιο που αποτελεί μέρος ενός συνόλου το οποίο αποτελείται από πολλά στοιχεία και το οποίο για να αποκτήσει την λειτουργική του ωφελιμότητα απαιτείται η συναρμολόγηση ή ανάμιξη όλων των στοιχείων για να προκύψει το τελικό προϊόν. Constitution [Δομή ή Σύσταση] Opy. Χημ. Εκφράζει την κατανομή των ατόμων που περιέχονται στο μόριο μιας σύνθετης ένωσης και περιλαμβάνει τον τύπο και την αλληλουχία των ατόμων, τον τύπο και το βαθμό των δεσμών καθώς και των διακλαδώσεων. Constitution Diagram [Φασικό Διάγραμμα] Μεταλλ.. Διάγραμμα στο οποίο απεικονίζονται οι φάσεις ενός κράματος καθώς μεταβάλλεται η θερμοκρασία του ή και η σύστασή του. Constitutional Isomers [Συντακτικά Ισομερή] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τις ισομερείς ενο')σεις, που διαφέρουν ως προς τον τρόπο σύνδεσης των ατόμων ή των αλυσίδων στα μόρια. Αναφέρεται κυρίως σε πολυμερή. Constitutional Unit [Δομική Μονάδα] Ομγ. Χημ. Π μικρότερη επαναλαμβανόμενη ομάδα ατόμων, σε μια πολυμερική αλυσίδα. Συνήθως πρόκειται για το μόριο του μονομερούς. Constitutive E q u a t i o n s [Συνεκτικές Εξισώσεις] Ηλεκτμομαγν. Εξισώσεις που χρησιμοποιούνται στη μελέτη των μαγνητικών και ηλεκτρικών ιδιοτήτων της ύλης συνδέοντας την ηλεκτρική μετατόπιση D και την μαγνητική επαγωγή Β με την ένταση του ηλεκτρικού Ε και μαγνητικού πεδίου Η. Ισχύει ϋ=εΕ και Β=μΗ όπου ε η διηλεκτρική σταθερά και μ η μαγνητική επιδεκτικότητα ενός υλικού Constrained Function [Συνάρτηση περιορισμού] Μαθημ. Συνάρτηση η οποία σε ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης αποτελεί περιορισμό για τη λύση του. Constrained Optimization Problem [Πρόβλημα βελτιστοποίησης υπό περιορισμούς] Μαθημ. Πρόβλημα στο οποίο αναζητείται η βέλτιστη λύση του με μια δεδομένη ομάδα περιορισμών. Π ομάδα αυτή αποτελείται από συναρτήσεις που δίνονται ανάλογα με το πρόβλημα. Constraint [Σύνδεσμος, Περιορισμός] Φνσ. Ανεξάρτητες εξισώσεις, περιορισμοί που οφείλουν να ικανοποιούν οι μεταβλητές ενός δυναμικού συστήματος. Οι πραγματικοί βαθμοί ελευθερίας του συστήματος ισούται με τους φυσικούς βαθμούς μείον το αριθμό των συνδέσμων. Constraint 2 [Περιοριστική Διάταξη, Οδηγός] Μηχ. Διάταξη περιορισμού της κίνησης ενός σώματος σε μία ή περισσότερες διευθύνσεις. Construction [Κατασκευή] Τεχνολ. Η διαδικασία συναρμολόγησης διαφόρων στοιχείων σε ένα προδιαγεγραμμένο σύνολο ώστε να προκύψει ένα προϊόν το οποίο προορίζεται να εκτελέσει μια συγκεκριμένη λειτουργία. Construction Area [Εργοτάξιο] Οικοδ. Η περιοχή εντός της οποίας κατασκευάζεται ένα τεχνικό έργο και η οποία οριοθετείται από την περίμετρο του οικοπέ-

Contact Angle

δου. Construction Cost [Κόστος κατασκευής] Βιομ. Οι συνολικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και των γενικών δαπανών, που απαιτούνται να εκταμιευτούν για να μεταβληθεί το αντικείμενο που έχει σχεδιαστεί σε μια μελέτη σε λειτουργικό προϊόν. Construction Engineering [Κατασκευαστική μηχανική] Μηχ. Είναι εκείνος ο κλάδος της επιστήμης του Πολιτικού Μηχανικού ο οποίος είναι εξειδικευμένος στο σχεδιασμό, την οργάνωση και τον έλεγχο επί τύπου των εργασιών κατασκευής μεγάλ.ων τεχνικών έργων όπως φραγμάτων, αυτοκινητοδρόμων και σημαντικών κτιριακών έργων. Construction E q u i p m e n t | Εργοταξιακός εξοπλισμός] Μηχ. μηχ. Το σύνολο των μηχανημάτων που απαιτούνται για να εκτελεστεί ένα τεχνικό έργο, από τα χωματουργικά μέχρι και τα τελειώματα. Construction J o i n t [Αρμός σκυροδέτησης] Πολ. Μηχ. Είναι μία επιφάνεια στην οποία αναγκαστικά σταματάει η σκυρόδετηση για να συνεχιστεί σε επόμενη χρονική φάση. Από αυτήν την επιφάνεια προεξέχουν οι αναμονές, δηλαδή οι χαλύβδινες ράβδοι των ήδη κατασκευασμένων στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος ώστε επάνω τους να συνδεθούν οι νέες. Οι αρμοί σκυρόδετησης αναπόφευχτα είναι ένα ασθενές σημείο της κατασκευής το οποίο θέλει την απαιτούμενη προσοχή για να ελαττωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις του. Construction Survey [Κατασκευαστική τοπογράφηση] Πολ. Μηχ. Είναι η μελέτη και η αποτύπα)ση σε χαρτί του χώρου όπου θα κατασκευαστεί ένα τεχνικό έργο, με σκοπό να προσδιορισθούν και επί του εδάφους τα σημεία που θα ορίσουν επακριβώς τα διάφορα όρια της κατασκευής. Constructive Interference [Καταστρεπτική Συμβολή] Φυσ. Φαινόμενο συμβολής, δηλαδή καθορισμού μιας κυματικής διαταραχής σε ένα σημείο: Ψ(χ,ί)=Ψ!(χ,0 +Ψ2(χ,0+Ψ 3 (χ,ϋ+... από τις διαταραχές: Ψι(χ,0, t)> ^3(x»t), ...που προκαλεί καθένα από τα πολλά κύματα που φτάνουν στο σημείο αυτό, για την οποία το συνολικό πλάτος είναι μικρότερο από το άθροισμα των πλοτών των κυμάτων που προσπίπτουν. Consulting Engineer [Σύμβουλος μηχανικός] Πολ. Μηχ. Μηχανικός ο οποίος έχει σχετικά μεγάλ.η πείρα πάνω στο επιστημονικό του τομέα και παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε άλλο μηχανικό ή ιδιώτη, τεχνική εταιρεία ή το δημόσιο, επί πληρωμή όταν και εφόσον του ζητηθεί. Είναι, δηλαδή, τεχνικός επιστημονικός σύμβουλος. Contact 1 [Επαφή] Μηχ. Ρευστ. Επιφάνεια επαφής δύο μη αναμειγνυόμενων ρευστών. Contact" [Επαφή, Ανίχνευση] Μηχ. Ανίχνευση ενός στόχου από ένα ραντάρ ή σόναρ για πρώτη φορά. Contact 3 [Ηλεκτρική Επαφή] Ηλεκ. Ηλεκτρικά αγώγιμη επαφή μεταξύ δύο ηλεκτροδίων - καλωδίων. —> Electric Contact Contact 4 [Επαφή] Επικοιν. Η απευθείας σύνδεση 2 αγωγών για ανταλλαγή ηλεκτρονίων. Contact Adsorption [Επιφανειακή Προσρόφηση] Χημ. Μηχ. Διεργασία προσρόφησης που χρησιμοποιεί στερεά ροφητικά υλικά» για τον καθαρισμό ρευστών από προσμίξεις. Η απομάκρυνση πτητικών ουσιών από τον αέρα μπορεί να διεξαχθεί με τη μέθοδο της προσρόφησης. Contact Angle [Γωνία Επαφής] Μηχ. Ρευστ. Χαρακτηριστική γωνία επαφής ενός ρευστού με ένα υλικό. Κα-

Contact Catalysis

- 368 -

θορίζει εάν το ρευστό διαβρέχει ή όχι το υλικό και εξαρτάται από τις μεταξύ τους δυνάμεις. —» Angle Of Contact Contact Catalysis [Επιφανειακή Κατάλυση] Χημ. Μηχ. Χημική καταλυτική αντίδραση, κατά την οποία τα αντιδρώντα προσροφούνται στην επιφάνεια του στερεού καταλύτη, στην οποία και διεξάγεται η αντίδραση, ενώ τα προϊόντα εκροφούνται. Contact Condenser [Συμπυκνωτής Επαφής] Μηχ. Συσκευή συμπύκνωσης, όπου ο ατμός έρχεται σε απ' ευθείας επαφή με την επιφάνεια του ψυκτικού ρευστού. Contact Lens [Φακός επαφής] Οπτικ. Φακός μικρού πάχους (μικρότερου του χιλιοστού) και διαμέτρου (μικρότερης των 11 χιλιοστών), από πλαστικό ή γυαλί, που φέρεται σε άμεση επαφή μετά του βολβού του οφθαλμού ως επανορθο)τικός φακός της όρασης ή για αισθητικούς λόγους. Contact M e t a m o r p h i s m [Μεταμόρφωση επαφής] Γεωλ. Τύπος θερμικής μεταμόρφωσης πετρωμάτων που περιορίζεται στις ζώνες επαφής τους με διεισδύσεις μαγματικών υλικών από το εσωτερικό της Γης. Contact M e t a m o r p h i s m Rock [Μεταμορφωσιγενές πέτρωμα επαφής] Γεωλ. Πέτρωμα που προήλθε από εκρηξιγενές ή ιζηματογενές πέτρωμα λόγω φυσικοχημικών διεργασιών κατά τη μεταμόρφωση επαφής. Contact Potential Difference [Τάση Επαφής] Ηλεκ. Ονομάζεται και δυναμικό επαφής ή φαινόμενο Volta. Ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού κατά μήκος της ηλεκτρικής επαφής δύο διαφορετικών μετάλλων και προκαλείται λόγω των διαφορετικών ενεργειακών καταστάσεων των ελεύθερων ηλεκτρονίων των μετάλλων. Contact Resistance [Αντίσταση Ηλεκτρικής Επαφής] Η/χκ. Αντίσταση που προέρχεται από ένα διακόπτη ο οποίος, όταν είναι κλειστός εξασφαλίζει την επαφή δύο αγωγών, δηλαδή κλείνει ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Contact S p a r k i n g [Σπινθήρας Επαφής] ΙΙ/χκ. Ηλεκτρικός σπινθήρας που δημιουργείται σε ένα κύκλωμα που διαρρέεται από ρεύμα μεταξύ των σημείων επαφής ενός διακόπτη όταν αυτός ανοίγει. Contact Time [Χρόνος Επαφής] Μηχ. Σε κάθε διεργασία που περλαμβάνει ανταλλαγή θερμότητας ή μάζας μεταξύ δυο φάσεων που έρχονται σε επαφή, ορίζεται ο χρόνος που διαρκεί αυτή. Contactless [Χωρίς επαφή] Επικοιν. Ο ένας από τους τρόπους διαχωρισμού τρόπων επικοινωνίας 2 σημείων. Container [Κιβώτιο εμπορευμάτων ή κοντέινερ] Βιομ. Κιβώτιο, ποικίλων πρότυπων διαστάσεων, από ειδικό πλαστικό ή χάλ.υβα συγκεκριμένων προδιαγραφών ανάλογα με τη χρήση, για τη μεταφορά στερεών ή υγρών εμπορευμάτων με τα διάφορα μέσα μεταφοράς. Container Ship [Πλοίο μεταφοράς κοντέινερ] Ναυπηγ. Είδος πλοίου, ειδικά διαμορφωμένου με κατάλληλους χώρους και εξοπλισμό, για τη ασφαλή φόρτωση και εκφόρτωση καθώς και την αποκλειστική μεταφορά κιβωτίων εμπορευμάτων. Containment [Περιορισμός] Πυμην. Φυσ. Η χρήση διαφόρων μεθόδων, μαγνητικών (π.χ. συνδυασμός δύο μαγνητικών πεδίων, μαγνητικά κάτοπτρα) ή αδρανειακών (π.χ. σύντηξη με λέιζερ) για το περιορισμό και τη σταθεροποίηση του πλάσματος σε μία πυρηνική σύντηξη ώστε να ελαττωθούν οι απώλειες ισχύος λόγω μείωσης της θερμοκρασίας και δηλητηριασμό του καυσίμου κατά την επαφή με τα τοιχώματα του θαλάμου και να αυξηθεί ο χρόνος περιορισμού. Containment Time [Χρόνος περιορισμού] Πυμην.

Φυσ. Ο χρόνος διατήρησης των αλληλεπιδρώντων ιόντων του πλάσματος σε μία θερμοκρασία ίση ή μεγαλύτερη από τη θερμοκρασία της ανάφλεξης κατά τη πυρηνική σύντηξη. Αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την επιτυχή λειτουργία ενός θερμοπυρηνικού αντιδραστήρα αφού η τιμή ταυ πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να ικανοποιείται το κριτήριο του Lawson. Contention 1 [Ανταγωνισμός] Πλημ. Αποτέλεσμα της προσπάθειας (προκύπτει) δύο μονάδων του υπολογιστικού συστήματος να χρησιμοποιήσουν ένα τμήμα του συστήματος την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή. Contention 2 [Διαμάχη] Επικοιν. Τεχνική ελέγχου προσπέλασης όπου ο καθένας εκπέμπει ελεύθερα σε ριπές. Χρησιμοποιείται σε διάφορες μορφές στα τοπικά δίκτυα και συνοδεύεται από τεχνικές αποφυγής συγκρούσεων τύπου CSMA/ CD ή τύπου Slot. Contiguous Data [Συνεχόμενα δεδομένα] Πλημ. Χαρακτηρισμός των δεδομένων, τα οποία αποθηκεύονται στην κύρια μνήμη ή στις βοηθητικές μνήμες, σε διαδοχικές θέσεις που "γειτονεύουν" μεταξύ τους. Continental Climate [Ηπειρωτικό κλίμα] Κλιμ. Βασικός τύπος κλίματος χερσαίων περιοχών που δεν επηρεάζονται σημαντικά από τις θαλάσσιες μάζες δηλ. μιε υψηλό δείκτη ηπειρωτικότητας. Χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης τόσο της ημερήσιας όσο και της ετήσιας θερμοκρασίας, μικρή σχετική υγρασία και νέφωση, ελαττωμένη συχνότητα και ποσότητα βροχόπτωσης και από την επικράτηση ιδιαίτερων συστημάτων (ηπειρωτικών) ανέμων. Continental Crust [Ηπειρωτικός Φλοιός] Γεωλ. Τμήμα του φλοιού της Γης που αποτελεί τις ηπείρους, αποτελούμενο κυρίως από ηφαιστειακά και μεταμορφωσιγενή πετρώματα Continental Deposits [Εναποθέσεις Ηπειρωτικών Φλοιών] Γεωλ. Κάθε είδους ιζηματογενές πέτρωμα σχηματισμένο σε μεγάλες εκτάσεις του ηπειρωτικού φλοιού της γης. Τα πετρώματα αυτά χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση των γεωγραφικών συνθηκο')ν που επικρατούσαν κατά το χρόνο και τόπο που σχηματίστηκαν. Continental Displacement [Μετάθεση Ηπείρων] Γεωλ. Κίνηση των ηπείρων πάνω στην επιφάνεια της Γης. Continental Drift Continental Drift [Μετάθεση Ηπείρων] Γεωλ. Μετάθεση των ηπείρων η οποία ξεκίνησε κατά την διάρκεια του μεσοζωικού αιώνα όταν μια κοινή ήπειρος, η Παγγαία σταδιακά διασπάσθηκε στις σημερινές, κινούμενες ηπείρους. Continental F o r m a t i o n [Ηπειρογένεση] Γεωλ. Η διεργασία της ηπειρογένεσης η οποία, κατά την πλέον ικανοποιητική θεωρία της ισοστασίας, οφείλεται σε εκτατικές ανοδικές (εξάρσεις) ή καθοδικές (συνιζήσεις) κινήσεις του στερεού φλοιού της Γης (από τον οποίο σχηματίστηκαν οι αρχέγονες ήπειροι λόγω θερμικής συστολής) υπό την επίδραση κατακόρυφων δυνάμεων. Η σημερινή μορφή των ηπείρων προέκυψε από τις ηπειρογενετικές κινήσεις του Τεταρτογενούς (πριν περίπου 3 εκατομ. χρόνια). Continental Glacier [Ηπειρωτικός Παγετώνας] Υόμολ. Στρώμα πάγου που καλύπτει μεγάλη έκταση μίας ηπείρου. Ανάλογα με τη γεωγραφία του τόπου, οι παγετώνες είναι δυνατό να κινούνται αργά προς τη θάλεισσα, π.χ. στη Γρολανδία κ.λ.π. Continental G r o w t h [Αύξηση της Μάζας των Ηπείρων] Γεωλ. Διαδικασίες αύξησης της μάζας των ηπεί-

-369 ρων μέσω της ηφαιστειακής δράσης σε βάρος των ωκεάνιων λεκανών της Γης. Continental Heat Flow [Γήινη Θερμική Ροή] Γεωφυσ. Πρόκειται για το μέσο ρυθμό μεταφοράς θερμότητας από το εσωτερικό της Γης προς την επιφάνειά της. Ένα τυπικό μέγεθος της είναι: 1,62μΟβ1 ανά cm2 και sec. Continental M a r g i n [Ηπειρωτική παρυφή] Γεωλ. Οι περιφερειακές εκτάσεις των ηπειρωτικών μαζών που περιορίζονται ανάμεσα στην ηπειρωτική ακτογραμμή και τον ωκεάνιο πυθμένα. Continental Mass [Ηπειρωτική Μάζα] Γεωλ. Τμήματα της λιθόσφαιρας που βρίσκονται σχετικά ψηλά από τις ωκεάνιες λεκάνες χωρίζονται από αυτές με περιμετρική ζώνη βάθους περίπου 2000 μέτρα και καλύπτουν περίπου 40% της επιφάνειας της Γης. Continental Nucleus [Ηπειρωτικός πυρήνας] Γεωλ. Οι συμπαγείς ανένδοτες και στατικές (κρατονικές), από απόψεως τεκτονικής δυναμικής, μάζες των ηπείρων, σχηματιζόμενες από γεωλογικές τράπεζες και ασπίδες, από παλαιά πετρώματα υπολείμματα των χερσαίων εκτάσεων προγενέστερων γεωλογικών εποχών. Continental Rise [Ηπειρωτική ανύψωση] Γεωλ. Το όριο μετάβασης από το ηπειρωτικό υφαλοπρανές στον ωκεάνιο πυθμένα, που είναι ομαλοποιημένη περιοχή με σχετικά μικρή γωνία κλάσης στο τέλος της απότομης κλιτύος του ηπειρωτικού υφαλοπρανούς. Continental Sea [Ηπειρωτική θάλασσα] Υδρολ. Εσωτερική θάλασσα που έχοντας διεισδύσει εντός ηπείρου εγκλείεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από την ηπειρωτική ακτογραμμή και επικοινωνεί με την Ωκεανία μάζα με σχετικά μικρών διαστάσεων διάπλου π.χ. η Μεσόγειος, η Βαλτική κ.λ.π. Continental Shelf [Ηπειρωτική (υφαλο)κρηπίδα ή τράπεζα] Γεωλ. Το τμήμα της υποθαλάσσιας προέκτασης των χερσαίων ηπειρωτικών μαζών που εκτείνεται, κατά ποικίλο πλάτος και με μικρή σχετικά γωνία κλίσης, από την ηπειρωτική ακτογραμμή ως περίπου την ισοβαθή καμπύλη των 200 μ., όπου αρχίζει το υφαλοπρανές. Continental Slope [Ηπειρωτικό υφαλοπρανές ή ηπειρωτική κατωφέρεια] Γεωλ. Η κεκλιμένη (με πολύ μεγάλη γωνία κλίσης αρχικά αλλά προοδευτικά ελοττούμενη) επιφάνεια του θαλάσσιου βυθού που εκτείνεται από την άνω επιφάνεια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας έως το κανονικό ωκεάνιο πυθμένα, μεταξύ των ισοβαθών των 200 και 2(Κ)() μέτρων περίπου και αποτελεί από τεκτονικής απόψεως το όριο ανάμεσα στην ήπειρο και τον ωκεανό. Continental T e r r a c e [Ηπειρωτική αναβαθμίδα] Γεωλ. Η αναβαθμίδα που εκτείνεται από την ηπειρωτική ακτογραμμή έως τη βάση του ηπειρωτικού υφαλοπρανούς και σχηματίζεται από τη σχετικά ομαλής εξέλιξης επιφάνεια της υφαλοκρηπίδας και την απότομη κλιτύ του ηπειρωτικού υφαλοπρανούς. Continentality [Ηπειρωτικότητα] Κλιμ. Το μέτρο το οποίο δείχνει το βαθμό επηρεασμού του κλίματος ενός τόπου από τις θαλάσσιες μάζες. Εκφράζεται αριθμητικά με το δείκτη ηπειρωτικότητας, που υπολογίζεται με βάση διάφορους τύπους (π.χ. ως το πηλίκο των συχνοτήτων των αερίων μαζών ηπειρωτικής και θαλάσσιας προέλευσης) και αποτελεί το κριτήριο διάκρισης ηπειρωτικών και θαλάσσιων κλιμάτων. Contingency I n t e r r u p t [Απρόβλεπτη διακοπή] Πληρ. Η μη προγραμματισμένη διακοπή των εργασιών ενός υπολογιστικού συστήματος, λόγω σφάλματος ή δυσ-

Continuous Bridge

λειτουργίας του συστήματος, που μπορεί να οφείλεται σε εσφαλμένους χειρισμούς του χρήστη, σε ανακρίβειες ενός προγράμματος ή σε βλάβη κάποιας μονάδας του υπολογιστή. Continuant [Συνέχουσα] Μαθημ. Η ορίζουσα που υπολογίζεται για κάθε τριδιαγώνιο πίνακα. Continuant M a t r i x [Συνεχής πίνακας] Μαθημ. Πίνακας για κάθε στοιχείο του οποίου ισχύει α·1} =0 όταν και μόνο όταν Ji -j | >1, όπου i,j οι γραμμές και οι στήλες αντίστοιχα του πίνακα. Continued Equality [Συνεχής ισότητα] Μαθημ. Η ισότητα που αποτελείται από περισσότερες από δύο παραστάσεις σε σειρά και η χρήση της είναι δυνατή λόγο^ της μεταβατικής ιδιότητας που ισχύει. Continued Fraction [Συνεχές κλάσμα] Μαθημ. Κάθε αριθμός της μορφής a+b/c, όπου a,b πραγματικοί και το c είναι της μορφής d+e/f όπου d,e πραγματικοί και το f έχει τη μορφή του c. Η γραφή αυτή συνεχίζεται, πεπερασμένα ή άπειρα, για κάθε νέο παρονομαστή που εμφανίζεται. Continued P r o d u c t [Συνεχές γινόμενο] Μαθημ. Κάθε γινόμενο το οποίο αποτελείται από περισσότερους από δύο παράγοντες. Continuity [Αποκατάσταση συνέχειας] Πολ. Μηχ. Είναι η σύνδεση διαφορετικών μελών μίας κατασκευής στη θέση των κόμβων της, όπως δοκού με υποστύλωμα, δοκών μεταξύ τους ή δοκού με πλάκα, με σκοπό την αποτελεσματική λειτουργία της όλης κατασκευής. Η αποκατάσταση της συνέχειας στους κόμβους είναι σημαντικότατη, ώστε να μπορούν τα διάφορα μέλη της κατασκευής να συνεργάζονται μεταξύ τους στην παραλαβή της εντατικής κατάστασης. Στις κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα μπορεί να γίνει σχετικά εύκολο, με τις επικαλύψεις ή συνδέσεις των οπλισμών, όπως και στις μεταλλικές κατασκευές με τις συγκολλήσεις ή τις κοχλιώσεις μεταξύ των μελών τους. Continuity Equation [Εξίσωση Συνέχειας] Φυα. Εξίσωση που ικανοποιεί κάθε διατηρούμενη ποσότητα εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταβάλλεται συνεχώς. Παράγεται θέτοντας το ρυθμό μεταβολής της διατηρούμενης ποσότητας που περιέχεται σε έναν όγκο με την ροή της από τη γύρω επιφάνεια. Π.χ. εξίσωση συνέχειας της μάζας, του ηλεκτρικού φορτίου κ.λ.π. Continuity Of State [Συνέχεις Φυσικές Καταστάσεις] Φυα. Πρόκειται για μετατροπές φάσης στις οποίες δεν παρατηρείται ασυνεχής μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους του συστήματος, π.χ. της πυκνότητάς του. Συμβαίνει σε μετατροπές φάσεις δεύτερης τάξης κ.λ.π. Continuous At A Point [Συνεχής σε σημείο] Μαθημ. Μια συνάρτηση f είναι συνεχής σε ένα σημείο χ 0 του πεδίου ορισμού της όταν και μόνο όταν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα δ>0 τέτοιο ώστε για κάθε x του πεδίου ορισμού της με |χ-χ 0 |<δ τότε |f(x)-f(x0)|<s. Continuous Beam [Συνεχής δοκός] Πολ. Μηχ. Είναι ένα οριζόντιο ευθύγραμμο μέλος μίας κατασκευής, το οποίο στηρίζεται σε περισσότερα από δύο υποστυλώματα και έχει τον ανάλογο αριθμό ανοιγμάτων. Στην θεωρία της Στατικής η φόρτιση ενός ή περισσοτέρων ανοιγμάτων μίας συνεχούς δοκού επηρεάζει από άποψη εντατικής κατάστασης και παραμόρφωσης την δοκό σε όλο της το μήκος. Continuous Bridge [Συνεχής γέφυρα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος γέφυρας στον οποίο το κατάστρωμα στηρίζεται σε τρία ή περισσότερα υποστυλώματα. II διατομή του καταστρώματος σε όλο του το μήκος είναι κα-

Continuous C a r r i e r

-370-

τάλληλα σχεδιασμένη και κατασκευασμένη ώστε να μπορεί να αναλάβει την καμπτική και την διατρητική εντατική κατάσταση που προκαλείται από τα μόνιμα και τα ωφέλιμα φορτία της γέφυρας. Continuous C a r r i e r [Συνεχής φορέας] Επικοιν. Ένας φορέας που το σήμα του είναι συνεχές. Continuous C o u n t e r c u r r e n t Leaching [Συνεχής Διήθηση Κατ'Αντιρροή] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία διαχωρισμού στερεού από υγρό, με χρήση ειδικής διάτάξης συνεχούς ροής, όπου σε αντιρροή με το διάλυμα ρέει καθαρός διαλύτης. Continuous Deformation [Συνεχής παραμόρφωση] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση ένα προς ένα η οποία μετασχηματίζει ένα τυχαίο σύνολο χωρίς να το διαμερίζει. Continuous Distillation [Συνεχής Απόσταξη] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία απόσταξης ενός υγρού μίγματος, το οποίο τροφοδοτείται συνεχώς στη στήλη, με τέτοιο ρυθμό ώστε να μην υπάρχει συσσώρευση. Continuous Distribution [Συνεχής κατανομή] Στατ. Συνεχής καλείται η κατανομή που ορίζεται για μια συνεχή τυχαία μεταβλητή Χ. II σημαντικότερη συνεχής κατανομή με τις περισσότερες εφαρμογές είναι η κανονική ή αλλιώς κατανομή Gauss. Continuous Extension [Συνεχής επέκταση] Μαθημ. Ο ορισμός μιας συνάρτησης, η οποία είναι συνεχής στο πεδίο ορισμού της, ώστε να είναι συνεχής σε ένα υπερσύνολο του πεδίου ορισμού της. Continuous Extraction [Συνεχής Εκχύλιση] Χημ. Μηχ. Διαδικασία εκχύλισης στερεών ή υγρών, στην οποία η τροφοδοσία του μίγματος γίνεται με συνεχή τρόπο και ο διαλύτης ανακυκλώνεται στη διάταξη. Continuous Flow Conveyor [Μεταφορέας Συνεχούς Ροής] Μηχ. Σύστημα μεταφοράς στερεών υλακών, με χρήση συνεχούς ιμάντα που βρίσκεται πάνω σε ειδικές περιστροφικές διατάξεις, οι οποίες εξασφαλίζουν τη μεταφορική κίνηση. Continuous Footing [Πεδιλοδοκός] Πολ. Μηχ. Είναι το είδος εκείνο της θεμελίωσης το οποίο στηρίζει σε μία ενιαία συνεχή δοκό επί του εδάφους, περισσότερα από δύο υποστυλώματα ή ένα περιμετρικό τοιχίο υπογείου. Η πεδιλοδοκός κατασκευασμένη από οπλισμένο σκυρόδεμα μεταφέρει τα φορτία των υπερκείμενων κατακόρυφων στοιχείων στο έδαφος, μειώνοντας τις ασκούμενες τάσεις επί του εδάφους και άρα περιορίζοντας τις αναμενόμενες καθιζήσεις. Continuous Function [Συνεχής συνάρτηση] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση η οποία είναι συνεχής σε κάθε σημείο του συνόλου πάνω στο οποίο έχει οριστεί. Continuous Geometry [Συνεχής γεωμετρία] Μαθημ. Μελέτη πάνω στις έννοιες της προβολ.ικής γεωμετρίας. Continuous Image [Συνεχής εικόνα] Μαθημ. Το σύνολο f(A) που προκύπτει ως εικόνα ενός συνόλου Α μέσω μιας συνάρτησης f η οποία είναι συνεχής. Continuous Mill [Συνεχόμενα ράουλα έλασης] Mr.ταλί. Διάταξη που αποτελείται από συνεχόμενα ζεύγη μονών ή διπλών ελάστρων για την έλαση ενός τεμαχίου ο')στε να επιτευχθεί σταδιακά μεγάλη τελική μείωση της διατομής του. Continuous O p e r a t o r [Συνεχής τελεστής] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση ένα προς ένα που πληρεί τις προϋποθέσεις για να είναι γραμμικός μετασχηματισμός σε τυχαίο πλήρη μετρικό χώρο με πρόσθετο περιορισμό να είναι συνεχής στο πεδίο ορισμού της. Continuous Phase [Συνεχής Φάση] Χημ. Σε ένα σύστημα διασποράς, είναι η φάση μέσα στην οποία αιω-

ρούνται στερεά, υγρά ή αέρια σωματίδια, Continuous Phase Shift Keying Modulation [Διαμόρφωση μετατόπισης συνεχούς φάσης] Επικοιν. Π συνέχεια φάσης εξομαλύνει τη συμπεριφορά του σήματος ώστε να διαμορφώνεται χωρίς πολλές αλλαγές. Continuous S p e c t r u m [Συνεχές φάσμα] Μαθημ. Κάθε συμπαγές και συνδεόμενο σύνολο το οποίο έχει οριστεί για έναν δεδομένο γραμμικό τελεστή ως υποσύνολο του φάσματος του. Continuous Stationery (Συνεχόμενο χαρτί εκτύπωσης] Πλημ. Το χαρτί εκτύπωσης, το οποίο μπορεί να βρίσκεται σε μορφή ρολού ή να είναι αναδιπλωμένο και διαθέτει οπές στα περιθώρια του έτσι ώστε διευκολ.ύνεται η κίνηση του κατά την διαδικασία της εκτύπωσης στον οδοντωτό μηχανισμό του εκτυπωτή. Continuous Wave [Συνεχές Κύμα CW] Πλεκτμομαγν. Ηλεκτρομαγνητικά κύματα ραδιοφωνικών συχνοτήτων τα οποία παράγονται συνεχώς διατηρώντας σταθερά χαρακτηριστικά και όχι κατά παλμούς. Continuous Wave Laser [Αέιζερ Συνεχούς Ακτίνας] Οπτικ. Είδος λέιζερ στο οποίο η ακτίνα φωτός παράγεται συνέχεια και όχι κατά παλμούς. Χρησιμοποιείται στις επικοινωνίες. Continuous Wave Modulation [Διαμόρφωση Συνεχούς Κύματος] Επικοιν. Διαμόρφωση κατά πλάτος, συχνότητα ή φάση ενός συνεχούς κύματος με σκοπό την αποστολή πληροφοριών με αυτό. Αντίστοιχη της διαμόρφωσης παλμών κατά πλάτος, συχνότητα, φάση αλλά σε συνεχές ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Continuous Wave R a d a r [Ραντάρ Συνεχούς Κύματος] Μηχ. Ραντάρ που λειτουργεί εκπέμποντας συνεχή ηλεκτρομαγνητικά κύματα ραδιοφωνικών συχνοτήτων. Από τις ανακλάσεις των κυμάτων και χρησιμοποιώντας το φαινόμενο Doppler υπολογίζονται τα χαρακτηριστικά των στόχων. Αναφέρεται και Continuous Wave Doppler Radar. Continuous Χ Rays [Συνεχές Τμήμα Φάσματος Ακτίνων Χ] Η/χκτμομαγν. Συνεχές τμήμα του φάσματος των ακτινών Χ, εξαρτάται κυρίως από την τάση επιτάχυνσης των ηλεκτρονίων στο σωλήνα παραγωγής τους και προέρχεται από την ακτινοβολία πέδησης που παράγεται καθώς τα ηλεκτρόνια επιβραδύνονται προσπίπτοντας στην άνοδο. —» Bremsstrahlung Continuum [Συνεχές] Μαθημ. Όρος που χρησιμοποιείται στην τοπολογία για να προσδιορίσει ένα σύνολο συμπαγές το οποίο είναι και συνεκτικό. C o n t i n u u m Mechanics [Μηχανική Συνεχών Μεταβολνών] Φυσ. Ιΐρόκειται για την κλασική θεωρία πεδίου. -» Classical Field Theory C o n t i n u u m Physics [Φυσική Συνεχών Μεταβολών] Φυσ. Ιΐρόκειται για την κλαισική θεωρία πεδίου. —> Classical Field Theory C o n t o u r [Ισοϋψής] Γρ.ωδ. —• Contour Line C o n t o u r Interval [Υψομετρικό διάστημα] Γεωδ. Η κάθετη απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές ισοϋψείς καμπύλες σε ένα χάρτη. C o n t o u r Line [Ισοϋψής] Γεωδ. Σε ένα σχέδιο αποτύπωσης της επιφάνειας του εδάφους, οι γραμμές στο σχέδιο που ενώνουν μεταξύ τους τα σημεία του εδάφους που έχουν ίδια υψόμετρα, C o n t o u r M a p [Ισοϋψής χάρτης] Γεωδ. Χάρτης μιας περιοχής στον οποίο περιλαμβάνονται οι ισοϋψείς του εδάφους. Contraction Joint [Αρμός διαστολής] Πολ. μηχ. Σε ένα φέροντα οργανισμό η διάταξη που δίδεται στα

-371 πλαίσια διακόπτοντας τη συνέχεια και αφήνοντας μια απόσταση μεταξύ των τμημάτα>ν που δημιουργούνται, με τέτοιο τρόπο ώστε οι τάσεις που αναπτύσσονται στο φορέα λόγω των θερμοκρασιακών μεταβολών του περιβάλλοντος να μην ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο όριο λόγο του μεγάλου μήκους και προκαλέσουν τάσεις που θα επιβάλουν αυξημένο μέγεθος διατομών. Contraction Loss [Απώλεια Συστολής] Μηχ. Είναι η απώλεια της μηχανικής ενέργειας ενός ρευστού, όταν κατά τη ροή του σε αγωγό, συναντά απότομη μείωση της διατομής. C o n t r a c t u r e [Μείωση] Αρχ. Είναι ένας αρχιτεκτονικός όρος που αφορά συνήθως σε αρχαίους ναούς, την μεταβολή καθ' ύψος του γεωμετρικού σχήματος της εγκάρσιας διατομής ενός κατακόρυφου στοιχείου, όπως για παράδειγμα του κίονα. Συγκεκριμένα το εμβαδόν της διατομής μειώνεται χάριν αισθητικο')ν λόγων αλλά γιατί το επιτρέπει και η μείωση καθ' ύψος του ίδιου βάρους του κίονα. Contraflexure Point [Σημείο αντιστροφής κάμψης] Πολ. Μηχ. Σε μία κατασκευή, το διάγραμμα των ροπών της επιβαλλόμενης εντατικής κατάστασης, συνήθως αλλάζει πρόσημο σε ένα ή περισσότερα σημεία. Αυτό το σημείο της κατασκευής, όπου αμέσως αριστερά και δεξιά του, για την δεδομένη πάντα φόρτιση, εφελκύονται και θλίβονται οι αντίστροφες ίνες του μέλους της κατασκευής, χαρακτηρίζεται ως σημείο αντιστροφής της κάμψης. Contrapositive [Αντιθετοαντιστροφή] Μαθημ. Τμήμα αποδεικτικών μεθόδων κατά το οποίο υπόθεση και συμπέρασμα αντιστρέφονται ενώ, με την καινούρια σειρά, ορίζονται οι αρνήσεις τους σε μια ισοδύναμη παράσταση. Συμβολικά " αν α τότε β <=> αν όχι β => όχι α Contrast [Αντίθεση] Επικοιν. Σε συσκευές οπτικής ανάγνωσης χαρακτήρων, η διαφορετική ένταση στο χρώμα και τη φωτεινότητα των χαρακτήρων και των συμβόλων και του φόντου της οθόνης πάνω στην οποία εμφανίζονται. Χαρακτηριστικό της τηλεοπτικής εικόνας είναι η αντίθεση δηλαδή η κλίμακα χρώματος από το άσπρο ως το μαύρο. C o n t r a s t Control [Ελεγχος αντίθεσης] Επικοιν. Συνήθως γίνεται από ένα κύκλωμα μεταβλητής αντίστασης που ρυθμίζεται από το χρήστη ώστε να ακτινοβολεί με την κατάλληλη ποσότητα χρώματος την εικόνα που σε αντίθετη περίπτωση δείχνει θολή (πχ μια εικόνα 256 χρωμάτων όταν προβληθεί με 4 χρώματα). Contrast Photometer [Φωτόμετρο σύγκρισης] Οπτικ. Η μία από τις δύο ομάδες φωτομέτρων (π.χ. τα φωτόμετρα Lummer- Brodhun, Bunsen, Rumford, Foucault) που στηρίζουν τη λειτουργία τους στην ικανότητα του ανθρώπινου οφθαλμού να κρίνει την ισότητα δύο φωτισμών προκειμένου, μέσω της σύγκρισης της έντασης δύο φωτεινών πηγών, να μετρηθεί η ένταση της υπό έλεγχο πηγής με βάση την ένταση της πρότυπης. Contrast Ratio [Λόγος Αντίθεσης - Κοντράστ] Ηλεκτρ. Για μία οθόνη προβολής, ορίζεται ο λόγος της μέγιστης προς την ελάχιστη δυνατή φωτεινότητα. Εξαρτάται από την πυκνότητα και ταχύτητα των ηλεκτρονίων της προσπίπτουσας δέσμης, αλλά και από το φθορίζον υλικό. Control 1 [Ελεγχος] Στατ. Η μελέτη που γίνεται για πειράματα που βασίζονται σε ένα σύνολο προκαθορισμένων συνθηκών έτσι ώστε το σύνολο αυτό να παραμένει σταθερό και αμετάβλητο καθ'όλη τη διάρκεια του

Control Joint

πειράματος. Περιλαμβάνει μεθόδους αντιμετώπισης όλων των παραγόντων που προϋπάρχουν ή μπορεί να εμφανιστούν αργότερα και μεταβάλλουν τα αρχικά δεδομένα. Control 2 [Ελέγχω] Πληρ. 1. Οργανώνω, συντονίζω και τελικά ορίζω τη σειρά με την οποία θα εκτελεστεί ένα σύνολο λειτουργιών. 2. [Ελεγχος] Πληρ. Η διαδικασία επεξεργασίας των εντολών στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας: δηλαδή τοποθετούνται στην κατάλληλη σειρά ανάλογα με την αντίστοιχη λειτουργία που πρόκειται να πραγματοποιηθεί, αποκωδικοποιούνται και κατόπιν μεταφέρονται τα αντίστοιχα σήματα στις διάφορες περιφερειακές μονάδες. Βλέπε Control Unit, Control Kev. Control Block [Μπλοκ ελεγχου] Πληρ. 1. Το τμήμα της κύριας μνήμης ή μιας βοηθητικής μνήμης, στο οποίο αποθηκεύονται τα απαραίτητα δεδομένα που χρησιμεύουν στον έλεγχο και τον συντονισμό της επεξεργασίας των δεδομένων. 2. Το μπλοκ δεδομένων ενός μαγνητικού μέσου, το οποίο περιέχει δεδομένα που πληροφορούν τον χρήστη όσον αφορά στον έλεγχο και την οργάνωση ενός αρχείου. Control C a r d [Κάρτα ελεγχου] Πληρ. Η κάρτα διατρήσεων, η οποία περιέχει στοιχεία δεδομένων που σε οποιαδήποτε επεξεργασία τροποποιούνται και παίρνουν νέες τιμές και κατά συνέπεια απαιτείται ο έλεγχος τους. Control C h a r a c t e r [Χαρακτήρας ελέγχου] Πληρ. Ο χαρακτήρας, ο οποίος δεν προορίζεται για εκτύπωση, αλλά η χρήση του αποβλέπει στον έλεγχο και τον συντονισμό μιας λειτουργίας της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και των μονάδων του υπολογιστή ή μιας εντολής ενός προγράμματος. Βλέπε Control Key. Control C o m p u t e r [Υπολογιστής ελέγχου] Πληρ. Μία από τις ειδικές μονάδες, το>ν οποκον η χρήση αποσκοπεί στον έλεγχο και τον συντονισμό των λειτουργιών άλλων πιο πολύπλοκων μονάδων. Control C o u n t e r [Απαριθμητής ελέγχου] Πληρ. Ο ειδικός καταχωρητής, ο οποίος τοποθετείται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας, ελέγχει και συντονίζει την εκτέλεση των εντολών ενός προγράμματος και περιέχει πάντοτε τη διεύθυνση της επόμενης εντολής που πρόκειται να εκτελεστεί. Η ονομασία του οφείλεται στο ότι κάθε φορά που καλείται μια εντολή από μια μνήμη στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας, το περιεχόμενο του καταχωρητή αυξάνει κατά ένα. Control Data [Δεδομένα ελέγχου] Πληρ. Το σύνολο των στοιχείων δεδομένα>ν, τα οποία ορίζονται ως στοιχεία για έλεγχο, συντονισμό και οργάνωση ενός άλλου συνόλου στοιχείων δεδομένων που περιέχονται σ' ένα αρχείο ή μια μονάδα ή χρησιμοποιούνται από ένα πρόγραμμα κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας. Control Field [Πεδίο ελέγχου] Επικοιν. Σταθερό πεδίο ή ομάδα πεδίων ενός πρωτοκόλλου που παρέχει πληροφορίες ελέγχου (με γνωστή τιμή σε bits) πχ έλεγχο ροής του ATM ή πλαισίου του Frame Relay ή μια σύζευξη τους όπως στο ISDN. Control G r i d [Πλέγμα Ελέγχου] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο με τη μορφή πλέγματος, που τοποθετείται μεταξύ της ανόδου και της καθόδου ενός σωλήνα ηλεκτρονίων, με σκοπό να ελεγχει το ρεύμα ανόδου. Αν έχει υψηλότερο δυναμικό ως προς την κάθοδο, έλκει τα ηλεκτρόνια αυξάνοντας το ρεύμα ανόδου, ενώ εάν έχει μικρότερο δυναμικό, τα απωθεί διακόπτοντας το ρεύμα ανόδου. Control Joint [Αρμός ελέγχου] Πολ.Μηχ. Είναι μία ν

Control Key

- 372 -

πολύ λεπτή λωρίδα μίας τοιχοποιίας, αποτελούμενη από διαφορετικό υλικό, κατασκευασμένη με σκοπό να επιτρέπει την απόσβεση και απορρόφηση των παραμορφώσεων της τοιχοποιίας που οφείλονται στις θερμικές συστολές και διαστολές. Control Key [Πλήκτρο ελέγχου] Πληρ. Το πλήκτρο, το οποίο τοποθετείται συνήθως δεξιά και αριστερά στο κάτω μέρος του πληκτρολογίου, το οποίο πατιέται πάντοτε μαζί με ένα άλλο πλήκτρο αναγκάζοντας το δεύτερο πλήκτρο να εκτελέσει μια νέα διαφορετική λειτουργία (από ότι όταν πατιέται μόνο του). Control Lead [Επικεφαλής ελέγχου] Πληρ. Ένας ή περισσότεροι χαρακτήρες, οι οποίοι τοποθετούνται στην αρχή ενός συνόλου δεδομένων και φανερώνουν ότι το σύνολο αυτό αποτελεί αποκλειστικά και μόνο δεδομένα ελέγχου. Control Panel [Πίνακας ελεγχου] Πληρ.Ίο τμήμα του πληκτρολογίου μιας κονσόλας, στο οποίο βρίσκονται τοποθετημένοι οι διακόπτες και τα πλήκτρα με στόχο τον έλεγχο και τον συντονισμό μιας λειτουργίας. Control Point [Τοποσταθερό] Γεωδ. Στη διαδικασία της δημιουργίας ενός τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με τη χρήση αεροφωτογραφιών, σταθερά σημεία που τοποθετούνται στο έδαφος και καθορίζονται οι συντεταγμένες τους ώστε να καθοριστούν οι συντεταγμένες και τα υψόμετρα των υπολοίπων σημείων του εδάφους στην αεροφωτογραφία. Control P r o g r a m [Πρόγραμμα ελέγχου] Πληρ. Ένα από τα ειδικά προγράμματα που ορίζονται ως προγράμματα ελέγχου, συντονισμού και οργάνωσης της εκτέλεσης των κύριων προγραμμάτων του υπολογιστικού συστήματος και αποτελούν μέρος του λειτουργικού του συστήματος. Control Read Only M e m o r y [Μνήμη ελέγχου μόνο για ανάγνωση] Πληρ. Η μνήμη, η οποία τοποθετείται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας και εκεί διεξάγεται ο έλεγχος των διαφόρων μικροεντολών. Πρόκειται για μνήμη μόνο για ανάγνωση και χρήστης επικοινωνεί με αυτήν μόνο μέσω κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και όχι άμεσα. Control Register [Υπολογιστής ελέγχου] Πληρ. Ο ειδικός καταχωρητής της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον έλεγχο και τον συντονισμό της εκτέλεσης ενός προγράμματος. Συνήθως, ταυτίζεται με τον απαριθμητή ελεγχου. Βλέπε Control Counter. Control Rod [Ράβδος Ελέγχου] Τεχνολ. Υλικό που ελέγχει τη λειτουργία ενός αντιδραστήρα. Μπορεί να είναι ράβδος με πυρηνικό καύσιμο, κυρίως όμως πρόκειται για υλικό (γραφίτη, κάδμιο, βόριο κ.λ.π.) που απορροφά τα νετρόνια, εμποδίζοντας τη διατήρηση της αλυσιδωτής αντίδρασης στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Χρησιμοποιείται για έλεγχο της αντίδρασης, καθώς ανάλογα με το μήκος του που βρίσκεται στην καρδιά του αντιδραστήρα, καθορίζεται η απόδοσή της. Για το κλείσιμο του αντιδραστήρα, οι ράβδοι αυτοί εισάγονται πλήρως σε αυτόν. Control Room [Αίθουσα ελεγχου] Επικοιν. Είναι ένας χώρος, κατάλληλα σχεδιασμένος και κατασκευασμένος, ώστε να εξυπηρετεί λειτουργικά και να φιλοξενεί όλα τα απαραίτητα μηχανήματα αλλά και το προσωπικό που απαιτούνται για το συντονισμό της λειτουργίας ενός τηλεοπτικού σταθμού, ενός εργαστηρίου ή γενικά οποιωνδήποτε ειδικών εγκαταστάσεων. Σε τέτοιους χώρους μπορούν να ελεγχθούν ακόμα και οι παγκό-

σμιες τηλεπικοινωνίες. Control Sample [Δείγμα Ελέγχου] Αναλ. Χημ. Ονομάζεται και δείγμα αναφοράς. Πρόκειται για πρότυπη ουσία, η οποία εξετάζεται μαζί με την προσδιοριζόμενη, με σκοπό τον έλεγχο της ακρίβειας της χρησιμοποιούμενης αναλυτικής μεθόδου. Control Sequence [Ακολουθία ελέγχου] Πληρ. Η σειρά εκτέλεσης συγκεκριμένων εντολών με στόχο την διεξαγωγή μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος (αφού ληφθούν υπόψη και οι εντολές διακλάδωσης)· Control Signal [Σήμα ελέγχου] ΙΙλημ. Το σήμα, το οποίο μεταφέρεται διαμέσου ενός διαύλου ελέγχου (control bus) μεταξύ μικροεπεξεργαστή, κυκλωμάτων ελέγχου, μνήμης ή μονάδων εισόδου/ εξόδου, με στόχο τον έλεγχο των λειτουργιών του συστήματος, αλλά και των έλεγχο, το συντονισμό και των συγχρονισμό της μεταφοράς των δεδομένων μέσω του διαύλου δεδομέvo)v(data bus) από τη μια μονάδα του υπολογιστή στην άλλη. Control Signal 2 [Σήμα ελεγχου] Επικοιν. 1. Σήμα που εκτελεί μια λειτουργία ελέγχου πχ σηματοδοσία. 2. Σήμα που μελετάται για τον προσδιορισμό της απόδοσης του συστήματος ελέγχου όπου διακινείται. Control Systems E q u i p m e n t [Σύστημα ελεγχου] Πλημ. Το σύνολ.ο των μονάδων του υπολογιστικού συστήματος, όπως ο επεξεργαστής, το οποίο συνθέτει έναν εξοπλισμό που συμβάλλει στον έλεγχο των λειτουργιών των διαφόρων μονάδων του υπολογιστικού συστήματος. Control T a p e [Χαρτοταινία ελεγχου] Πλημ. Η χαρτοταινία, η οποία διαθέτει διατρήσεις έτσι ώστε να συμβάλλει στον έλεγχο και τον συντονισμό της κίνηση του χαρτιού ενός εκτυπωτή κατά την εκτύπωση των χαρακτήρων. Control Unit [Μονάδα ελέγχου CU] Πληρ. Η ειδική μονάδα, η οποία αποτελεί μέρος της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και σ' αυτήν διεξάγεται ο έλεγχος των εντολών και κατ' επέκταση ο έλεγχος, ο συντονισμός και η οργάνωση των αντίστοιχων λειτουργιών ώστε να μεταφερθούν τα διάφορα σήματα στις περιφερειακές μονάδες και να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη εργασία. Controlled A t m o s p h e r e [Ελεγχόμενη Ατμόσφαιρα] Τεχνολ. Ατμόσφαιρα ενός κλειστού χο')ρου με καθορισμένη και ελεγχόμενη σύσταση, θερμοκρασία ή και υγρασία, κατάλληλη για εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών. Controlled Avalanche Device [Διάταξη Ελεγχου με Στοιχεία Φαινομένου Χιονοστιβάδας] Ηλεκ. Ημιαγώγιμα στοιχεία, π.χ. κρυσταλλοδίοδοι, στα οποία το φαινόμενο χιονοστιβάδας συμβαίνει σε καθορισμένες τάσεις. Χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση ενέργειας και την σταθεροποίηση της τάσης. Controlled Avalanche Rectifier [Ανορθωτής με Στοιχεία Φαινομένου Χιονοστιβάδας] Ηλεκ. Ανορθωτής που χρησιμοποιεί διόδους στις οποίες το φαινόμενο χιονοστιβάδας χρησιμοποιείται για την αποκοπή της αντίστροφης τάσης και απορρόφηση της ενέργειάς της. Controlled Cooling [Ελεγχόμενη Ψύξη] Μεταλλ Ψύξη ενός υλικού με καθορισμένο, ελεγχόμενο ρυθμό ώστε να αποκτήσει την επιθυμητή κρυσταλλική δομή και να αποφευχθούν ρωγμές που επηρεάζουν αρνητικά τις ιδιότητες του. Controlled Degradation [Ελεγχόμενη Διάσπαση]

- 373 Χημ. Πρόκειται για χημική μέθοδο ανάλυσης πολυμερών ουσιών, που περιλαμβάνει σταδιακή υδρόλυση της ένωσης και ταυτοποίηση των διαλυτών κλασμάτων. Controlled Fusion [Ελεγχόμενη Σύντηξη] Τεχνολ. Απώτερος σκοπός μακροχρόνιων, συνεχιζόμενων ερευνών για τη διατήρηση και τον έλεγχο του ρυθμού αντιδράσεων πυρηνικής σύντηξης με σκοπό την παραγωγή ενέργειας. Fusion Controlled T h e r m o n u c l e a r Reaction [Ελεγχόμενη Θερμοπυρηνική Αντίδραση] Τεχνυλ. Ελεγχόμενη αντίδραση σύντηξης πυρήνων, δηλαδή ένωσης ελαφριών πυρήνων και σχηματισμό βαρύτερων, με έκλυση ενέργειας που πραγματοποιείται είτε για ερευνητικούς σκοπούς είτε για την παραγωγή ενέργειας. Controlled T h e r m o n u c l e a r Reactor [Αντιδραστήρας Ελεγχόμενης Σύντηξης] Τεχνολ. Διάταξη πραγματοποίησης και ελέγχου σύντηξης πυρήνων πιθανότατα: 3 2 2 He, 1 He σε 2 He και πρωτόνια με σκοπό την παραγωγή ενέργειας. Προς το παρόν έχουν κατασκευαστεί πειραματικοί αντιδραστήρες τύπου Tokamak στους οποίους οι αντιδράσεις διατηρούνται για ελαχιστότατο χρόνο. Controlling M a g n e t [Μαγνήτης Ελέγχου] Μηχ. Χρησιμοποιείται σε διατάξεις, των οποίων η λειτουργία στηρίζεται στα μαγνητικά αποτελέσματα του ρεύματος, π.χ. σε ένα γαλβανόμετρο. Πρόκειται για βοηθητικό μαγνήτη που έχει ως στόχο την εξουδετέρωση του μαγνητικού πεδίου της Γης. Convection 1 [Μεταφορά] Φυσ. Μεταφορά ενέργειας λόγω μεταφοράς μάζας ενός υλικού. Convection" [Μεταφορά] Ωκεαν. Κίνηση νερού και μεταφορά θερμότητας μέσω των θαλασσίων ρευμάτων. Convection' [Μεταφορά] Μετεωμ. Κίνηση αερίων μαζών και ανάμιξή τους με άλλες. Convection 4 [Μεταφορά] Μηχ. Ρευστ. Μεταφορά ρευστού από ένα σημείο σε ένα άλλο λόγω της μέσης μεταφορικής κίνησης του και όχι μέσω διάχυσης. Είναι γνωστή και ως μεταβίβαση και ορίζει τη ροή της κύριας μάζας του ρευστού, η οποία προκαλείται από μη ισογραμμομοριακή μεταφορά μάζας ή από επίδραση διαφοράς πίεσης ή ενός πεδίου δυνάμεων. Convection Coefficient [Συντελεστής Μεταφοράς Θερμότητας] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που περιγράφει τη ροή θερμότητας από την επιφάνεια ενός δοχείου που περιέχει ένα ρευστό προς το περιβάλλον. Film Convection Convection Cooling [Ψύξη με Μεταφορά Θερμότητας] Μηχ. Μεταφορά θερμότητα και ψύξη ενός χώρου μέσω της αυθόρμητης ανοδικής κίνησης θερμού αέρα. Convection C u r r e n t 1 [Ρεύμα Μεταφοράς] Μετεωμ. Ρεύμα μεταφοράς αέρα στην ατμόσφαιρα. Convection C u r r e n t 2 [Ρεύμα Μεταφοράς] Ηλεκ. Μέγεθος που περιγράφει τη μεταφορά ηλεκτρικού φορτίου μέσα από ένα αγωγό και ισούται με το ρυθμό μεταφοράς φορτίου μέσα από τη διατομή του αγωγού. Λέγεται και Convective Current. Convection Oven [Φούρνος Ρεύματος Αέρα] Μηχ. Είδος φούρνου που χρησιμοποιεί ανεμιστήρα και παράγει ρεύμα αέρα με σκοπό τη μεταφορά θερμότητας σε όλο το χώρο του φούρνου. Convectional Stability [Στατική σταθερότητα] Πολ. μηχ. —* Static stability. Conventional Bomb [Συμβατική Βόμβα] Γεν. Βόμβα με συμβατική γόμωση όχι πυρηνική.

Converging Lens

Conventional C u r r e n t [Ρεύμα Συμβατικής Φοράς] Ηλεκ. Ρεύμα η φορά του οποίου καθορίζεται όχι από την πραγματική φορά κίνησης των ηλεκτρικών φορτίων αλλά από τη συμβατική, δηλαδή τη φορά κίνησης υποθετικών θετικών φορτίων. Σε μεταλλικούς αγωγούς ή όπου κινούνται αρνητικά φορτία, έχει φορά αντίθετη από την φορά κίνησής τους. Για ιστορικούς λόγους έχει καθιερωθεί η φορά του ηλεκτρικού ρεύματος να είναι η συμβατική φορά. Convergence 1 [Σύγκλιση] Γεωλ. Η ελ.άττωση του πάχους ενός γεωλογικού σχηματισμού ή στρώματος κατά ορισμένη διεύθυνση. Convergence 2 [Σύγκλιση] Μετεωμ. Ατμοσφαιρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αντιστάθμιση οριζόντιας καθαρής εισροής αέριας μάζας από ανοδική κίνηση αέριου ρεύματος δημιουργώντας συνθήκες νέφωσης και βροχόπτωσης. Convergence 3 [Σύγκλιση] Ωκεαν. Ο διαχωρισμός, με σχηματισμό ευδιάκριτης οριακής γραμμής, δύο υδάτινων μαζών συχνά διαφορετικών θερμοκρασιών και βαθμού αλμυρότητας. Convergence Circuit [Κύκλωμα Σύγκλισης] Ηλεκτρομαγν. Κύκλωμα διατήρησης της σύγκλισης των τριών δεσμών ηλεκτρονίων των έγχρωμων τηλεοράσεων. Convergence In M e a s u r e [Οριακή σύγκλαση] Μαθημ. Για μια συνάρτηση Γ, ορισμένη σε μετρικό χώρο Μ, ισχύει limf(x)=b όταν το x τείνει στο a αν και μόνο αν για κάθε ακολουθία {xn / n φυσικός } ορισμένη σε υποσύνολο του Μ ισχύει xn —•a τότε f(x n )-+b. Convergence M a g n e t [Μαγνήτης Σύγκλισης] Ηλεκτρομαγν. Κύκλωμα μαγνητών που χρησιμοποιείται για τη σύγκλαση των δεσμών ηλεκτρονίων των έγχρωμων τηλεοράσεων. Convergence Of Meridians [Σύγκλιση των μεσημβρινών] Χαρτ. 1. Σύγκλιση των μεσημβρινών καθώς πλ.ησιάζουν από τον Ισημερινό προς ένα γεωγραφικό πόλο. 2. II σχετική διαφορά στον προσανατολισμό δύο γεωγραφικών μεσημβρινών. Υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον παράγοντα σύγκλασης με την διαφορά γεωγραφικού μήκους. Convergent Divergent Nozzle [Συγκλίνον -αποκλάνον ακροφύσιο] Τεχνολ. Αγωγός με μεταβλητή διατομή. Αποτελείται από ένα τμήμα διαρκώς μειούμενης διατομής η οποία καταλήγει στην μικρότερη διατομή που ονομάζεται λαιμός, και ένα δεύτερο τμήμα που αρχίζει από τον λοιμό και η διατομή του αυξάνει κατά μήκος. Χρησιμοποιείται για την επίτευξη υπερηχητικών ταχυτήτων ροής αερίου και την μελέτη των φαινομένων που προκαλούνται. Convergent Integral [Συγκλίνον ολοκλήρωμα] Μαθημ. Κάθε ολοκλήρωμα ορισμένο σε ένα διάστημα [α, β] για το οποίο μπορεί να οριστεί η τιμή του. Convergent Sequence [Συγκλίνουσα ακολουθία] Μαθημ. Κάθε ακολουθία {αΠ / n φυσικός } η οποία, όταν το n τείνει στο άπειρο έχει όριο στο σύνολο των πραγματικών αριθμών. Βλέπε Conversion Factor. Convergent Series [Συγκλίνουσα σειρά] Μαθημ. Μια σειρά πραγματικών αριθμών Σαν συγκλίνει όταν και μόνο όταν υπάρχει πραγματικός αριθμός α τέτοιος ώστε η ακολουθία μερικών αθροισμάτων Sv να συγκλίνει στο α. Converging Lens [Συγκεντρωτικός ή Συγκλίνων Φακός] Οπτικ. Οπτικός φακός που προκαλεί σύγκλιση των ακτίνων που προσπίπτουν παράλληλα στον άξονά του, έχει θετική εστιακή απόσταση.

Converging M i r r o r

-374 -

Converging M i r r o r [Συγκεντρωτικό ή Συγκλίνων Κάτοπτρο] Οπτικ. Κοίλο κάτοπτρο που προκαλεί σύγκλιση των ακτίνων που προσπίπτουν παράλληλα στον άξονά του, έχει θετική εστιακή απόσταση. Conversational M o d e [Διαλογικός τρόπος λειτουργίας] Πληρ. Η διαδικασία της επικοινωνίας ενός χρήστη με τον υπολογιστή, κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας, με άμεσο τρόπο μέσω πληκτρολογίου, με την μορφή ερώτησης-απάντησης για την ανταλλαγή των δεδομένων. Πλεονέκτημά της είναι ότι τυχόν σφάλματα που μπορεί να προκύψουν, διορθώνονται από τον χρήστη αμέσως, ακριβώς τη στιγμή που δημιουργούνται. Conversational Processing [Διαλνογικός τρόπος επεξεργασίας] Πληρ. Η διαδικασία επεξεργασίας, η οποία πραγματοποιείται με άμεσο τρόπο με τη μορφή διαλόγου μεταξύ του υπολογιστή και του χρήστη μέσω του πληκτρολογίου. Πλεονέκτημά της είναι το γεγονός ότι τυχόν σφάλματα που προκύπτουν διορθώνονται από τον χρήστη αμέσως, ακριβώς τη στιγμή που λαμβάνονται. Converse [Αντιστροφή] Μαθημ. Η εναλλαγή υπόθεσης και συμπεράσματος σε μια μαθηματική πρόταση. Συμβολικά 41 αν α τότε β " η αντιστροφή είναι " αν β τότε α " ενώ οι δύο προτάσεις δεν είναι πάντα ισοδύναμες. Conversion 1 [Μετατροπή] Χημ. Αναφέρεται στη διαδικασία μιας χημικής αντίδρασης, όπου τα αντιδρο')ντα μετατρέπονται σε νέες ουσίες, τα προϊόντα. Conversion 2 [Μετατροπή] Πυμ.Φυσ. 1. Μετασχματισμός ενέργειας, 2. Μετατροπή γόνιμου υλικού σε σχάσιμο υλακό μέσα σε πυρηνικό αντιδραστήρα. Conversion Coefficient [Συντελεστής Μετατροπής] Πυρ. Φνσ. Σύμφωνα με τον παλοιότερο ορισμό, ισούται με το πηλίκο του αριθμού των ηλεκτρονίων μεταλ^λογής προς το άθροισμα των ηλεκτρονίων μεταλλαγής και των φωτονίων που παράγονται από μια αποδιέγερση του πυρήνα του. Conversion Electron [Ηλεκτρόνιο Μεταλλαγής] Πυρ. Φυσ. Ηλεκτρόνιο ενός ατόμου που προσλαμβάνει την ενέργεια μιας αποδιέγερσης του πυρήνα του ατόμου και απομακρύνεται από αυτό. Conversion F a c t o r [Παράγοντας αντιστροφής] Μαθ. Ο αριθμός με τη βοήθεια του οποίου κάθε αξία που έχει μετρηθεί με ένα σύστημα μονάδων μετατρέπεται στο ισοδύναμο της σε ένα δεύτερο σύστημα. Ανάλογα με τα συστήματα μονάδων ο κατάλληλος αριθμός πολλαπλασιάζει ή διαιρεί την μετατρεπόμενη αξία. Conversion Fraction [Κλάσμα μετατροπής] Conversion Coefficient Conversion Gain 1 [Ενίσχυση Μετατροπής] Πυρ. Φυσ. Ισούται με το λόγο μετατροπής ενός πυρηνικού αντιδραστήρα εάν αφαιρεθεί η μονάδα από αυτόν. —> Conversion Ratio^ Conversion Gain 2 [Ενίσχυση Μετατροπής] Ηλεκτρ. Χαρακτηριστικό μικτών ή φωρατών, το οποίο ισούται με το λόγο της ισχύος εξόδου προς την ισχύ εισόδου. Χρησιμοποιείται και υπερετερόδυνους δέκτες για το πρώτο στάδιο λειτουργίας τους. Conversion Length [Μέση Διαδρομή Μετατροπής] Φυσ. Μέση διαδρομή κίνησης ενός φωτονίου γ ακτινοβολίας (με ενέργεια μεγαλύτερη από 1.02MeV) μέσα στην ύλη, πριν συμβεί δίδυμος γέννηση και μετατροπή του σε ζεύγος ηλεκτρονίου - ποζιτρονίου στο ηλεκτρικού πεδίο ενός πυρήνα. Conversion P r o g r a m [Πρόγραμμα μετατροπής] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο αποτελείται από ειδικές εντο-

λές και η χρήση του αποσκοπεί στην κατάλληλη τροποποίηση του τύπου και της μορφής ενός προγράμματος ώστε να μπορεί να τρέχει και να εφαρμόζεται σε διαφορετικό υπολογιστικό σύστημα από αυτό που αρχικά προορίζονταν. Conversion Rate [Ρυθμός μετατροπής] Πληρ. Ο ρυθμός των μετατροπών των σημάτων που μπορούν να διεξαχθούν από έναν αναλογικό σε ψηφιακό μετατροπέα. Η μονάδα του χρόνου είναι, συνήθως, το δευτερόλεπτο. Conversion Ratio [Κλάσμα αντιστροφής] Μαθημ. Ο αριθμητικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για την αλλαγή συστήματος μονάδων. Conversion Table [Πίνακας Μετατροπής] Φυσ. Χημ. Είναι ο πίνακας που περλαμβάνει τις αντιστοιχίες των μονάδων των φυσικών μεγεθών, στα διάφορα μετρικά συστήματα. Conversational Compiler [Μεταγλωττιστής διαλογικού τρόπο λειτουργίας] Πληρ. Ο ειδικός μεταγλωττιστής του υπολογιστή, ο οποίος μεταφράζει ένα πρόγραμμα με άμεσο τρόπο, καθώς βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον χρήστη μέσω πληκτρολογίου, με την μορφή ερώτησης-απάντησης. Πλεονεκτεί ως προς το γεγονός ότι εάν εντοπιστούν συντακτικά λάθη διορθώνονται ακριβώς τη στιγμή που παρατηρούνται. Converter 1 [Μετατροπέας ή μεταλλάκτης] Ηλεκ. 1. Διάταξη για τη μετατροπή του ηλεκτρικού ρεύματος από τη μια μορφή στην άλλη, από συνεχές σε εναλλασσόμενο ή αντίστροφα. 2. Διάταξη για τή μετατροπή μιας άλληο μορφής ενέργειας σε ηλεκτρική. Converter 2 [Μετατροπέας ή μεταλλάκτης] Ηλεκτρον. 1. Διάταξη για τη μετατροπή της συχνότητας ενός σήματος σε άλλη. 2. Διάταξη για την μετατροπή κωδικοποιημένων πληροφοριών στις ίδιες πληροφορίες σε διαφορετικό κωδικό σύστημα. Converter 3 [Μετατροπέας ή μεταλλάκτης] ΜεταλΧ Ο τύπος του κλιβάνου για τη μετατροπή του χυτοσιδήρου σε χάλυβα κατά τις διάφορες μεθόδους παραγωγής χάλυβα π.χ. του Μπέσσεμερ. Converter 4 Or Convertor [Μετατροπέας] ΓΙυρ.Φυσ. Ονομασία του πυρηνικού αντιδραστήρα. Ονομάζεται και Convecter Reactor. Converter Substation [Υποσταθμός Μετατροπής] Ηλεκ. Υποσταθμός μετατροπής συνεχούς σε εναλλασσόμενη τάση και το αντίστροφο. Convex [Κυρτός] Οπτικ. Είδος σφαιρικού κατόπτρου στο οποίο η ανακλαστική επιφάνεια είναι η εξωτερική επιφάνεια τμήματος σφαίρας. Convex Angle [Κυρτή γωνία] Μαθημ. Κάθε γωνία η οποία δεν αυτοδιχοτομείται από καμία πλευρά από αυτές που την ορίζουν. Convex Body [Κυρτό σώμα] Μαθημ. Κάθε σύνολο στο οποίο ανήκει ολόκληρο το διάστημα [α,β] όπου α και β στοιχεία του συνόλου, υπό την προϋπόθεση πως έχει τουλάχιστον ένα εσωτερικό σημείο. Convex Combination [Κυρτός συνδυασμός] Μαθημ. Κάθε συνδυασμός της μορφής αϊ Χ| +...+ Ον χ ν =0 όπου χ ι,..., χ ν είναι διανύσματα και το άθροισμα α ι +... + αν είναι ίσο με τη μονάδα. Convex C u r v e [Κυρτή καμπύλη] Μαθημ. Κάθε καμπύλη η οποία δεν διχοτομείται από τα ευθύγραμμα τμήματα που ορίζονται με αρχή και τέλος από το σύνολο σημιείων της καμπύλης. Convex Function [Κυρτή συνάρτηση] Μαθημ. Μια συνάρτηση ορισμένη σε ένα διάστημα για την οποία

- 375 ισχύει [f(x)-f(a)]/(x-a) < [f(b)-f(a)]/(b-a) όπου a<x
Coordinates 2

ριβάλλον. Cooling Load [Ψυκτικό Φορτίο] Μηχ. Πρόκειται για τη θερμότητα που πρέπει να απομακρύνει ένα ψυκτικό μηχάνημα από ένα χώρο στη μονάδα του χρόνου, ώστε να διατηρεί τη θερμοκρασία του χώρου σταθερή. Cooling Pond [Ψυκτική Λίμνη] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε τεχνητές μικρές λίμνες, που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, για την απομάκρυνση θερμότητας από κατεργασμένο νερό. II θερμότητα χάνεται λόγω εξάτμισης ή συναγωγής, ενώ μπορεί να ανακτηθεί μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας. Cooling Process [Διεργασία Ψύξης] Μηχ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει κάθε διεργασία που χρησιμοποιείται για την ψύξη υλικών και βασίζεται σε φυσικές μεταβολές, όπως είναι η εξάτμιση υγρών ή εκτόνωση αερίων. Cooling Range [Περιοχή Ψύξης] Μηχ. Σε μια διεργασία εναλλαγής θερμότητας, ορίζεται η διαφορά θερμοκρασιών μεταξύ του τροφοδοτούμενου θερμού και του παραγόμενου ψυχρού ρευστού. Cooling Tower [Ψυκτικός Πύργος] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική συσκευή εναλλογής θερμότητας, στην οποία ψύχεται νερό, καθώς έρχεται σε επαφή με αέρα. I I τελική θερμοκρασία του νερού είναι συνήθως κατά 5-10 °C μικρότερη της αρχικής. Cooper P a i r s [Ζεύγος Cooperl Φνσ. ΣτΓ.μ. Κατ. Ζεύγος ηλεκτρονίων τα οποία διατηρούνται συζευγμένα μέσω φωνονίων. Στα ζεύγη αυτά οφείλεται η υπεραγωγιμότητα μετάλλων σύμφωνα με τη θεωρία Bardeen Cooper - Schrieffer. Cooperitc [Κοοπερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο λευκόχρυσο, παλλάδιο και νικέλιο. Συναντάται σε γκρίζους, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος σε πυριγενή πετρώματα. Έχει σκλ.ηρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 9,5. Coordinate Addressing [Διευθυνσιοδύτηση με χρήση συντεταγμένων] Πλημ. Η διαδικασία προσδιορισμού μιας θέσης μνήμης όπου βρίσκονται αποθηκευμένα δεδομένα με τη χρήση καρτεσιανών συντεταγμένων. Coordinate Axes [Αξονες συντεταγμένων] Μαθημ. Κάθε σύστημα ευθειών πάνω στις οποίες έχει οριστεί φορά και μοναδιαίο διάνυσμα έτσι ώστε να υπολογίζεται η θέση κάθε σημείου στο επίπεδο ή στο χώρο. Coordinate Bond [Ημιπολακός Δεσμός] Χημ. Είδος πολωμένου χημικού δεσμού, που σχηματίζεται μεταξύ ατόμων τα οποία διαθέτουν μονήρη ζεύγη ηλεκτρονίων και ατόμων που δεν έχουν συμπλΐηρωμένη την εξωτερική στοιβάδα τους. Coordinate Systems [Συστήματα συντεταγμένων] Μαθημ. Σύνολα αξόνων με τα οποία υπολογίζεται η θέση ενός σημείου στο επίπεδο ή στο χώρο έτσι ώστε κάθε σημείο να έχει ένα προς ένα σχέση με μια διατεταγμένη ν-άδα. Coordinate T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός συντεταγμέναιν] Μαθημ. Κάθε μετατροπή των στοιχείων θέσης ενός σημείου από ένα σύστημα συντεταγμένων σε ένα άλλο. Η μετατροπή αυτή μπορεί να γίνει είτε με τη χρήση γραφικών παραστάσεων είτε με τη βοήθεια μαθηματικών τύπων. Coordinates' [Συντεταγμένες] Μαθημ. Στο χώρο η ομάδα τον αριθμών που καθορίζει τη θέση ενός σημείου του χώρου, οι οποίοι προκύπτουν από την απόσταση του σημείου από μια αντίστοιχη ομάδα δεδομένων αξόνων. Coordinates 2 [Συντεταγμένες] Γεν. Σε ένα χάρτη ή ένα

Coordination C o m p o u n d

-376-

τοπογραφικά διάγραμμα το σύστημα αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της θέσης του κάθε σημείου του εδάφους. Στην Ελλάδα το σύστημα συντεταγμένων που χρησιμοποιείται από το δημόσιο για τον καθορισμό των σημείων είναι Τ ο σύστημα ΕΓΣΑ. Coordination C o m p o u n d [Σύμπλοκη Ένωση] Χημ. Χημική ένωση, τα μόρια της οποία αποτελούνται από ένα κεντρικό ιόν ή άτομο και άλλα ιόντα ή μόρια που ενώνονται με ηλεκτρονικούς δεσμούς με αυτό. Coordination Lattice [Διατεταγμένο Πλέγμα] Κρυστώλ. Κρυσταλλικό πλέγμα στο οποίο κάθε ιόν έχει ακριβώς το ίδιο περιβάλλον με τα γειτονικά του και συνεπώς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η έννοια του μορίου για το υλικό αυτό. Coordination N u m b e r [Αριθμός Συνδιάταξης] Φυσ. Χαρακτηριστικός αριθμός κάθε κρυσταλλικής δομής, που ισούται με το πλήθος των πρώτων γειτονικών σημείων κάθε σημείου του πλέγματος. Σε περίπτωση διαλυμένων ιόντων ο αριθμός αυτός ισούται με το πλήθος το)ν μορίων που το περιβάλλουν. Coordination Polymer [Πολυμερές Προσθήκης] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα πολυμερές, που σχηματίζεται με συνένωση διδραστικών τουλάχιστον ενώσεων, χωρίς την ταυτόχρονη απόσπαση μικρού μοριακού βάρους ουσιών. Copaiba Balsam [Κοπάϊο βάλσαμο] Υλικ. Ελαιορητινώδες έκκριμα που εξάγεται από το φλοιό των δένδρων της κοπαϊφόρου της φαρμακευτικής των μέσων τροπικών χωρών της Αμερικής. Είναι διάφανο, κιτρινωπού χρώματος και φθορίζον, παχύρρευστο αρωματικό υγρό και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη κατασκευή βερνικιών. Copal [Κοπάλη] Υλικ. Σκληρή αλλά εύθραυστη, άμορφη, αρωματική φυτική ρητίνη, κίτρινου έως κόκκινου χρώματος, που εξάγεται από ορισμένα τροπικά δέντρα (καισαλπινιδή κ.λ.π.). Χρησιμοποιείται στην παρασκευή βερνικιών και μελάνης. Copernican System [Πλανητικό Σύστημα του Κοπέρνικου] Αστμον. Το πρώτο ηλιοκεντρικό πλανητικό σύστημα. Ο Κοπέρνικος διαπίστωσε ότι οι κινήσεις των πλχχνητών εξηγούνται καλύτερα αν πραγματοποιούνται γύρω από τον Ήλιο. Επιπλέον η περίοδος περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο είναι ένας χρόνος, ενώ της περιστροφής γύρω από τον εαυτό της είναι μια ημέρα. C o p l a n a r [Ομοεπίπεδος] Επιστ. Τεχν. Όρος που χαρακτηρίζει διαφορετικά μεγέθη (π.χ. δυνάμεις) ή δομές που βρίσκονται επί του ιδίου επιπέδου. C o p l a n a r Vectors [Συνεπίπεδα διανύσματα] Μαθημ. Δύο ή περισσότερα διανύσματα τα οποία έχουν διευθύνσεις που βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο. Copolymer [Συμπολυμερές] Οργ. Χημ. Πρόκειται για πολυμερική ένωση που αποτελείται από δύο ή περισσότερα είδη δομικών μονάδων. Ανάλογα με τη διάταξη των διαφορετικών μονάδων, διακρίνονται σε τυχαία, εναλλασσόμενα, αδρομερή ή ενοφθαλμισμένα. Copolymerization [Συμπολα>μερισμός] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση μεταξύ διαφορετικών μορίων, που οδηγεί στο σχηματισμό συμπολυμερούς. Copper [Χαλκός] Χημ. Χημικό στοιχείο μετάπτωσης, που συμβολίζεται με Cu, έχει ατομικό αριθμό 29 και ατομικό βάρος 63.546. Ο μεταλλικός χαλ^κός είναι διαμαγνητικός, έχει πυκνότητα 8.92gr/cm , είναι εξαιρετικός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρικού ρεύματος και χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία καθαρός αλλά και σε κράματα.

Copper-64 ( ^ C u ) [Ραδιενεργός χαλκός ^ C u ] Πυρ. Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του χαλκού με μαζικό αριθμό 64. Παράγεται μετά από ραδιενεργή ακτινοβόληση του χαλκού και χρησιμοποιείται για την μελέτη φαινομένων διάχυσης, οξείδωσης κ.λ.π. καθώς αναγνωρίζεται από την ακτινοβολία που εκπέμπει. C o p p e r Acetate [Οξικός Χαλ,κός] Χημ. Cupric Acetate Copper Alloys [Κράματα Χαλκού] Ανόμγ. Χημ. Κράματα που σχηματίζει ο χαλκός με άλλα μέταλλα, όπως είναι ο ψευδάργυρος, το τιτάνιο, το αργίλιο και ο μόλυβδος. Βρίσκουν πολλές εφαρμογές και συμβολίζονται διεθνώς με τα αντίστοιχα γράμματα των στοιχείων. C o p p e r Arsenate [Αρσενικικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Αλας με χαλκό του αρσενικικού οξέος, με μπλε χρώμα, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οξέα και διάλυμα αμμωνίας. Είναι ενυδατωμένη ένωση με 4 μόρια νερού, C u 3 ( A s 0 4 ) 2 x 4 H 2 0 ή με δύο μόρια, C U J H ^ A S O ^ Χ 2 2Η 2 0. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων. C o p p e r Arsenite [Αρσενικώδης Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CuHAs0 3 και το μοριακό βάρος 187,45, Είναι πράσινη ουσία, σε μορφή σκόνης, αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε οξέα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωστικών και εντομοκτόνων, ενώ είναι γνωστή και ως Scheelc's green. C o p p e r I C a r b o n a t e [Ανθρακικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Κίτρινη ουσία, με χημικό τύπο C112CO3, μοριακό βάρος 187,10, αδιάλυτη στο νερό, διαλ.υτή σε οξέα και υδροξείδιο του αμμωνίου. Copper II C a r b o n a t e [Ανθρακικός Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. Είναι γνωστός ως μαλαχίτης. Έχει χημικό τύπο CuC0 3 x Cu(0H) 2 , μοριακό βάρος 221,12 και σημιείο τήξεως 200 °C. Πρόκειται για πράσινη, κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη σε νερό, διαλυτή σε οξέα και κυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται σε χρωστικές, εντομοκτόνα και πυροτεχνήματα. Copper I Chloride [Μονοχλωριούχος Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. Λευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CuCl, μοριακό βάρος 99, σημείο ζέσεως 1490 "C και σημείο τήξεως 430 °C. Είναι διαλυτή σε υδροχλώριο, υδροξείδιο του αμμωνίου και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Copper II Chloride [Διχλωριούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Καφέ ή κίτρινη ουσία, σε μορφή σκόνης, υγροσκοπική, που λαμβάνεται με κατεργασία οξειδίου του χολκού με υδροχλωρικό οξύ. Έχει χημικό τύπο CuCl2, μοριακό βάρος 134,45, σημείο ζέσεως 993 "C και σημείο τήξεως 620 "C. Είναι διαλυτή σε νερό, αλκοόλες, θειικό οξύ και ακετόνη. Σε υδατικά διαλύματα έχει κυανό χρώμα. C o p p e r Chloride Sweetening [Γλύκανση με χλωριούχο χαλκό] Χημ. Μηχ. Μέθοδος γλύκανσης της βενζίνης και της κηροζίνης, με απ* ευθείας οξείδωση των μερκαπτανών σε δισουλαρίδια, παρουσία CuCl2. C o p p e r C h r o m a t e [Χρωμικός Χαλ.κός] Ανόμγ. Χημ. Cupric Chromate Copper Cyanide [Κυανιούχος Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. -> Cupric Cyanide Copper Distributed Data Interconnection [Συλλογική διασύνδεση κατανεμημένων δεδομένων] Επικοιν. II τεχνολογία που χρησιμοποιείται στη μετάδοση μέσω κοινού φορέα οπτικών ινών (FDDI) όταν μεταφερθεί στην ενσύρματη μετάδοση. Copper Fluoride [Φθοριούχος Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. ->

- 377 Cupric Fluoride C o p p e r Hydroxide [Υδροξείδιο του Χαλκού] Ανόργ. Χημ. -> Cupric Hydroxide Copper Nitrate [Νιτρικός Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. Cupric Nitrate Coppcr Oxide [Οξείδιο του Χαλκού] Ανόργ. Χημ. -> Cupric Oxide Copper Sulfate [Θειικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Cupric Sulfate Copper Sulfide [Θειώδης Χαλκός] Ανόργ. Χημ. -> Cupric Sulfide Coprecipitation [Συγκαθίζηση] Χημ. Σε διάλυμα στερεών ουσιών, είναι ο ταυτόχρονος σχηματισμός ιζήματος δύο ή περισσότερων ενώσεων. Coprolite [Κοπρόλιθος] Γεωλ. Ονομασία που αποδίδεται στην απολιθωμένη περιττωματική ύλη των σπονδυλωτών ζώων. Copy [Αντίγραφο] Επικοιν. Συνήθως για ένα μήνυμα που αποστέλλεται σε πολλούς παραλήπτες αποστέλλεται ένα αντίγραφο. Coquina [Κοκίνα] Γεωλ. Τύπος ασβεστόλιθου, με χονδρόκκοκη και πορώδη δομή, που σχηματίζεται από τη συσσώρευση και συμπαγοποίηση απολιθαψατοφόρων υπολειμμάτων, κυρίως θραυσμάτων κοραλλιών και οστράκων μαλοκίων. Coral Crust [Κοραλλιογενής επίπαγος] Γεωλ. Αεπτή σχετικά απόθεση κοραλλαογενούς υλικού που σχηματίζεται επί ενός διαφορετικού υπόβαθρου π.χ. επί βραχώδους υποστρώματος εκρηξιγενών ή ιζηματογενών πετρωμάτων. Coral M u d [Ιλύς κοραλλιών] Γεωλ. Ιλύς που σχηματίζεται από μικροσκοπικά ασβεστολιθικά θραύσματα λόγω της θαλόσσιας διάβρωσης γύρω από του κοραλλιογενείς σχηματισμούς. Coral Reef [Κοραλλαογενής Ύφαλος] Γεωλ. Ύφαλος που σχηματίζεται σε χρονικό διάστημα χιλιάδων ετών από τον σκελετό κοραλλαών, με κύριο συστατικό τον ασβεστόλιθο. —> Barrier Reef Coral Reef Lagoon [Λιμνοθάλοσσα Κοραλλιογενή Υφάλου] Γεωλ. Κεντρικό τμήμα αβαθούς νερού που χωρίζει τα άκρα ενός ύφαλου από το νησί στο κέντρο του ή μίας ατόλης. Corbel [Πρόβολος] Αμχ. Αιθοδομή, ξυλοδομή ή κατασκευή από άλλο οικοδομικό υλικό, συχνά διαμορφωμένου σχήματος, που προεξέχει από το εσωτερικό ενός τοίχου και λειτουργεί ως αντηρίδα για την υποστήριξη μιας κατασκευής (τόξου, κορνίζας κ.λ.π.) με την εξουδετέρωση των προς τα έξω ασκουμένων ωθήσεων από ορισμένη κατεύθυνση. Cordelia [Κορδέλια] Αστμον. Μικρός δορυφόρος του Ουρανού διαμέτρου περίπου 26 χλμ. και περιόδου 0,335 ημερών σε μέση απόσταση από το πλανήτη 49.750 χλμ. Cordierite [Κορδιερίτης ή διχροϊτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο, κυρίως, από πυριτικό άλας του αργιλίου και του μαγνησίου και σίδηρο. Συναντάται σε κυανούς ή φαιούς διχροϊκούς κρυστάλλους του ρομβικού συστήματος υπό μορφή συσσωματωμάτων σε μεταμορφωμένα πετρώματα υψηλών θερμοκρασιών. Έχει σκληρύτητα 7 έως 7,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5 έως2,6. Cordless Telephone [Ασύρματο τηλέφωνο] Επικοιν. Τηλνέφωνα που δεν έχουν ενσύρματη σύνδεση με τη βάση τους. II τεχνική είναι κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ κινητής και σταθερής τηλεφωνίας.

C o r k Board

Cordylite [Κορδυλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ανθρακικό κα φθοριούχο βάριο, λανθάνιο και δημήτριο. Συναντάται σε άχροους ή κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με αδαμάντινη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έ χει σκληρότητα 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,4. Core 1 [Πυρήνας] Μηχ. Είναι όρος που χαρακτηρίζει την εσωτερική μάζα ενός μέλους μίας κατασκευής ή κάποιου σώματος. Core 2 [Πυρήνας] Γεωλ. Έτσι χαρακτηρίζεται το εσωτερικό μέρος της Γης, σε βάθος μεγαλύτερο των τριών χιλιάδων χιλιομέτρων περίπου. Θεωρείται ότι αποτελείται από μίγματα σιδήρων και νικελίου και μικρό ποσοστό πυριτικών ενώσεων. Core Loss [Απώλειες Μαγνητικού Πυρήνα] Ηλεκτμομαγν. Ενεργειακές απώλειες ενός ήλεκτρο μαγνήτη που οφείλονται στη θέρμανση του υλικού του πυρήνα του, όταν μεταβάλλεται το μαγνητικό πεδίο, Coriolis Acceleration [Επιτάχυνση Coriolis] Μηχ. Φαινόμενη επιτάχυνση ενός σώματος που προκαλείται από την παρατήρησή του από ένα μη αδρανειακό σύστημα αναφοράς, όπως αυτό που περιστρέφεται μαζί με την επιφάνεια της Γης. Για να βρεθεί η ολική επιτάχυνσή του ως προς σύστημα αναφοράς ακίνητο ως προς το κέντρο της Γης, πρέπει στην επιτάχυνσή του ως προς το περιστρεφόμενο σύστημα να προστεθεί η κεντρομόλος και η Coriolis επιτάχυνση. Ισχύει: a

-

c

= 2 · (Ο Χ ν

/

με ω την γωνιακή ταχύτητα περιστροφής της Γης και ν η ταχύτητα ως προς την επιφάνεια της Γης. Ορισμένες φορές ορίζεται ως ένα διάνυσμα αντίθετο από το προηγούμενα ορισμένο a c . Coriolis Correction [Διόρθωση Coriolis] Πλοηγ. Διόρθωση στην προβλεπόμενη πορεία ενός σώματος, π.χ. ενός αεροπλάνου, που λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της δύναμης Coriolis. Coriolis Effect [Φαινόμενο CoriolisJ Μηχ. Απόκλιση στην κίνηση ενός σώματος που κινείται ως προς την επιφάνεια της Γης, η οποία προκαλείται από τη δύναμη Coriolis. Αν κινείται οριζόντια, αποκλίνει προς τα αριστερά στο νότιο και δεξιά στο βόρειο ημισφαίριο. Αναφέρεται και ως Coriolis dcflcction. Coriolis Force [Δύναμη Coriolis] Μηχ. Αδρανειακή δύναμη, δηλαδή δύναμη που χρειάζεται για να εξηγηθεί η κίνηση ενός σώματος ως προς ένα μη αδρανειακό σύστημα αναφοράς, όπως συμβαίνει για την κίνηση ενός σώματος α)ς προς την επιφάνεια της Γης. Ισούται με: ρ c - _ m . (χ c όπου m η μάζα του σώματος και etc η επιτάχυνση Coriolis. Προκαλεί τους τυφώνες, αριστερόστροφους στο Νότιο και δεξιόστροφους στο Βόρειο ημισφαίριο, Coriolis P a r a m e t e r [Παράμετρος Coriolis] Πλοηγ. Μέγεθος που χαρακτηρίζει την επιτάχυνση Coriolis σε έναν τόπο. Ισούται με: 2Ω5ΐηφ όπου Ω η γωνιακή ταχύτητα περιστροφής της Γης και φ το γεωγραφικό πλάτος του τόπου. Ισούται αριθμητικά με την επιτάχυνση Coriolis που θα δεχθεί σώμα κινούμενο με μοναδιαία ταχύτητα παράλληλα με την επιφάνεια της Γης. Cork Board [Πλόκα φελλού] Υλικ. Πλόκα, χρησιμοποιούμενη για κατασκευές και μονώσεις, που διαμορφώνεται με συμπίεση και βρασμό από πρώτη ύλη φελ-

Corkscrew Rule

- 378-

λού για ξήρανση και αποβολή των ανεπιθύμητων προσμίξεων οπότε γίνεται εύκαμπτη και ελαστική. Corkscrew Rule [Κανόνας του Δεξιόστροφου Κοχλία] Ηλεκτρομαγν. Κανόνας καθορισμού της φοράς του μαγνητικού πεδίου που παράγει ρευματοφόρος αγωγός. II φορά του πεδίου είναι ίδια με τη φορά περιστροφής δεξιόστροφης βίδας, εάν η βίδα κινείται όπως το ρεύμα. Χρησιμοποιείται και στο εξωτερικό γινόμενο διανυσμάτων. C o r n e r Effect 1 [Φαινόμενο Ακρων-Γωνιών] Ηλεκ. Φαινόμενο που παρατηρείται σε καμπύλες απόκρισης ενός φίλτρου διέλευσης. Τα άκρα της καμπύλης εντοπίζονται στα όρια των συχνοτήτων διέλευσης, αλλά είναι στρογγυλεμένα και η απόκριση παρουσιάζει ταλαντώσεις. C o r n e r Effect 2 [Φαινόμενο γωνιών] Μηχ. Σκέδαση υπερηχητικ(όν κυμάτων από αιχμές - γωνίες επιφανειών όταν κάθετα σε αυτές. C o r n e r Stone [Ακρογωνιαίος λίθος] Οικοδ. Λίθος, συχνά λοξευτός, στην άκρη της εξωτερικής γωνίας δύο τεμνόμενων τοίχων ενός κτιρίου. Cornice [Κορνίζα ή ακρογείσιο] Αρχ. 1. II οριζόντια προεξοχή, συχνά διαμορφωμένου σχήματος, που περιβάλλει το ανώτερο τμήμα οικοδομήματος, τοίχου στην ένωση με την οροφή, παράθυρου κ.λ.π. 2. II εξέχουσα άκρη του γείσου ενός οικοδομήματος. C o r n u ' s Spiral (Σπείρα του Cornu] ΜαΟ. Καμπύλη στο επίπεδο που αποτελείται από δύο κλάδους των οποίων οι παραμετρικές εξισώσεις δίνονται μέσω ολνοκληρωμάτων. Χρησιμοποιείται στη φυσική για την επλυση προβλημάτων διάθλασης του φωτός. Cornwallite [Κορνουαλλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό αρσενικικό χαλ,κό. Συναντάται σε πράσινους, υποδιάφανους πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε μάζες ή ακτινωτούς σχηματισμούς. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4 έως 4,1. Corona 1 [Κορώνα ή στεφάνη) Γεωλ. Είναι ο σχηματισμύς γύρω από ένα ορυκτό ή στη περιοχή ανάμεσα σ δύο ορυκτά μιας κατά προσέγγιση κυκλικής μορφής διάταξης από ακτινωτούς κρυστάλλους άλλου ορυκτού. Corona 2 [Στέμμα] Αστρον. Ο αμυδρών χρωματισμών παρατηρούμενος φωτεινός δακτύλιος γύρω από ένα ουράνιο σώμα (ιδιαίτερα του Ήλιου και της Σεληνης) που περιβάλλεται από λεπτό στρώμα νέφους λόγω της διάθλασης του φωτός από τους αιωρούμενους παγοκρυστάλλους στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας. Corona 3 [Στέμμα] Ηλεκ. Η αμυδρή φωτεινή στοιβάδα που περιβάλλει το ηλεκτρόδιο υψηλής τάσης συχνά συνοδευόμενη με γραμμώσεις προς το ηλεκτρόδιο χαμηλής τάσης κατά τη στεμματοφόπο εκκένωση π.χ. η συχνά παρατηρούμενη λάμψη στους εναέριους αγωγούς των ηλεκτρικών πεδίων υψηλής τάσης. Corona Australis [Νότιος Στέφανος] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, με ημικυκλικά διατεταγμένους αστέρες, μεταξύ των αστερισμών του Τοζότου, του Σκορπιού, του Βωμού και του Τηλεσκοπίου με ορθή αναφορά 19 ώρες και απόκλιση 40". Σύμβολο CrA. Corona Boreal is [Βόρειος Στέφανος] Αστρον. Μικρός αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου μεταξύ των αστερισμίόν του Όφεως, του Βοιώτου και του Τϊρακλέους με ορθή αναφορά 16 ώρες και απόκλιση 30°. Απο-

τελείται από σειρά αστέρων ημικυκλικά διατεταγμένων με λαμπρότερο τον αστέρα α μεγέθους 2,3. Σύμβολο CrB. Corona C u r r e n t [Ρεύμα Εκκένωσης Στέμματος] Ηλεκ. II ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που μεταφέρει τα ίδια φορτία ανά μονάδα χρόνου, με τα φορτία που μεταφέρονται από τα άκρα ενός αγωγού στον οποίο συμβαίνει το φαινομένο της εκκένωσης στέμματος στον αέρα. Corona Discharge (Εκκένωση Στέμματος] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο, στα σημεία υψηλής καμπυλότητας της επιφάνειας ενός αγωγού συμβαίνει εκκένωση φορτίου και ιονισμός του αέρα. Η εκκένωση στα σημεία αυτά προσκαλείται από το ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο που επικρατεί στις ακμές της επιφάνειας ενός αγωγού. Αναφέρεται και ως Aurora, corona. Corona Failure [Εναρξη Σπινθήρα από Εκκένωση Στέμματος] Ηλεκ. Σε περιπτώσεις χρήσης υψηλών τάσεων σε κυκλώματα με πυκνωτές ή με ανοικτές επαφές, είναι δυνατόν να ξεσπάσει σπινθήρας σε εντάσεις μικρότερες από τη διηλεκτρική αντοχή του αέρα, λόγω του φαινομένου εκκένωσης στέμματος στις επιφάνειες των αγωγών. Corona S t a r t Voltage [Τάση Έναρξης Εκκένωσης Στέμματος] Ηλεκ. Ελάχιστη τιμή τάσης, στην οποία αρχίζει το φαινομένο εκκένωσης στέμματος σε ένα σύστημα αγωγών, C o r o n a g r a p h [Στέμματογράφος] Αστρον. Όργανο παρατήρησης της ακτινοβολίας του ηλιακού στέμματος ακόμα και όταν δεν συμβαίνει έκλειψη ηλίου και καλόπτεται η υπόλοιπη ατμόσφαιρά του. Coronal Green Line [Πράσινη Γραμμή Εκπομπής IIλιακού Στέμματος] Αστρον. Χαρακτηριστική γραμμή εκπομπής του ηλιακού στέμματος στην περιοχή του πράσινου φωτός (λ=530.3ηιη). Coronal Hole [Περιοχή Ελάχιστης Εκπομπής Ηλιακού Στέμματος] Αστρον. Τμήμα του φάσματος εκπομπής του ηλιακού στέμματος με ελάχιστη*ένταση. στην περιοχή των μαλακών ακτινών Χ. C o r p u s c u l a r Theory Of Light [Σωματιδιακή θεωρία του φωτός] Οπτικ. Το μοντέλο που θεωρεί ότι το φως αποτελεί ροή μικρότατων σωματιδίων ενέργειας hf και ορμής h/λ, το οποίο θεωρείται ως η μία από τις δύο δυνατές μορφές εμφάνισης του φωτός, ανάλογα με τις συνθήκες, στα πλναίσια της κβαντικής θεωρίας σύμφωνα με τη συμπληρωματικότητα σωματιδίου και κύματος. Corrasion [Μηχανική διάβρωση] Γεωλ. Η φθορά επιφάνειας πετρώματος (π.χ. κοίτης ποταμού) λόγω της αποξεστικής ενέργειας στερεών υλικών που κινούνται υπό την επίδραση της βαρύτητας ή μεταφερόμενα από τη ροή ρευστών μαζών (ποταμοί, άνεμοι, κύματα, παγετώνες κ.λ.π.) Correlation 1 [Συσχέτιση] Γεωλ. Ο προσδιορισμός της αμοιβαίας σχέσης και της αντιστοιχίας γεωλογικών φαινομένων ή στρωματογραφικών ενοτήτων σε διαφορετικούς χοίρους με βάση τη σύνθεση πολλαπλών δεδομένοον (ορυκτολογικών, τεκτονικών, παλαιοντολογικών κ.λ.π.). Correlation 2 [Συσχέτιση] Στατ. Ο βαθμός συσχέτισης (θετικής ή αρνητικής) ή η μη ύπαρξη καμίας συσχέτισης των τιμών δύο μεταβλητών, Correlation Coefficient [Συντελεστής Συσχέτισης] Στατ. Αριθμός που εκφράζει την πιθανή συσχέτιση δύο μεταβλητών x, y. Ισούται με το πηλίκο της συνδιακύ-

- 379 -

μανσής τους: cov(x,y) προς το γινόμενο των τυπικών αποκλίσεων των μεταβλητών: σ χ , c y . Τσχύει: p(x,y) = cov(x,y)/ox> 0. Corresponding Angles [Αντίστοιχες γωνίες] Μαθημ. Δύο γωνίες οι οποίες έχουν τη μια πλευρά τους επάνω σε μια κοινή ευθεία και τη δεύτερη σε ευθείες παράλληλες μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην είναι συμπληρωματικές αλλά ίσες. Corresponding States [Αντίστοιχες Καταστάσεις] Φυα. Χημ. ΙΙεριγράφει τη θεωρητική κατάσταση στην οποία, ο ανοιγμένος όγκος όλων των αερίων έχει την ίδια τιμή, όταν αυτά βρίσκονται στην ίδια ανοιγμένη πίεση και στην ίδια ανοιγμένη θερμοκρασία. C o r r i d o r [Διάδρομος] Οικοδ. Είναι ένας στενός ευθύγραμμος ή κυκλικός χ(όρος μίας κατοικίας που χρησιμεύει στην πρόσβαση μεταξύ των υπολοίπων χώρων της· Corrosion [Διάβρωση] Χημ. Ορίζει τη χημική αποσύνθεση μετάλλων και κραμάτων, που οφείλεται στην επίδραση στοιχείων του περιβάλλοντος, ύπως είναι η υγρασία, ο αέρας και το οξυγόνο. Corrosion 2 [Χημική διάβρωση] Γεωλ. Η φθορά πετρο')ματος λόγω της επενέργειας χημικών διεργασιών όπως οξείδωση, διάλυση ή ανθράκωση π.χ. η διάλοση των ασβεστολικών και δολομιτικών πετρωμάτων από τη δράση του υδάτινου παράγοντα. Corrosion Cell [Κελί Διάβρωσης] Χημ. Ηλεκτρολ.υτικό κελί, στο οποίο μια μεταλλική επιφάνεια και ένας ηλεκτρολύτης έρχονται σε επαφή, με αποτέλεσμα τη διάβρωση του μετάλλου. Corrosion Fatigue Limit [Οριο καταπόνησης για διάβρωση] Μεταλλ. Η ανώτατη τάση που μπορεί να δεχθεί ένα τεμάχιο για ορισμένο αριθμό κρούσεων καταπόνησης πριν παρουσιάσει σημάδια διάβρωσης. Corrosion Protection [Προστασία από διάβρωση] Χημ. Αναφέρεται σε μεθόδους που εφαρμόζονται για τον έλεγχο των φαινομένων διάβρωσης, ύπως είναι η επικάλυψη με οργανικά προστατευτικά υλικά, η τεχνητή πόλωση και η εισαγωγή πιο ενεργών μετάλλων που θυσιάζονται ως άνοδοι. Corrosive [Διαβρωτικός] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ουσία, η οποία είναι ικανή να προκαλέσει διάβρωση. C o r r u g a t i n g [Αυλόκωση ή ζάρωση] Μηχ. Διαμόρφωση ευθύγραμμα)ν και παράλληλ,ων αυλακωτών πτυχώσεων σε ένα υλικό π.χ. σε φύλλο, χάλυβα, χαρτονιού κ.

Cosmic Background Radiation

λ.π. Corticosteroid [Κορτικοστεροειδές] Βιοχημ. Σειρά στεροειδών ορμονών (π.χ. κορτιζόνη, α/ίδοστερόνη) που εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων ή ανάλογες συνθετικά παρασκευαζόμενες και ρυθμίζουν το μεταβολισμό τ(ον σακχάρων και των λιπιδίων,, το ισοζύγιο υγρών ή επηρεάζουν άλλες φυσιολογικές λειτουργίες (νευρομυϊκές, εκκρίσεις κ.λ.π.). Cortisone [Κορτιζόνη] Βιοχημ. Κορτικοστεροειδές με τύπο C21H28O5 ιδιαίτερα δραστικό στον έλεγχο του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Παρασκευάζεται και συνθετικά και χρησιμοποιείται στην ιατρική. C o r u n d u m [Κορούνδιο] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του αργιλίου. Συναντάται σε ποικιλόχρωμους ή άχροους, διάφανους ή διαφώτιστους με αδαμαντοειδή ή υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος σε τρεις παραλλογές ως κοινό κορούνδιο, ως ευγενές κορούνδιο (ρουβίνιο, σάπφειρος, ανατολικός αμέθυστρος κ.λ.π.) και ως σμύριδα. Έχει σκληρότητα 9 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,9 έως 4. Corvus [Κόρακας] Αστμον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, μεταξύ των αστερισμό') ν της Ύδρας και του Κρατήρα, με ορθή αναφορά 12 ώρες και απόκλιση 20°. Περιλαμβάνει 17 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό από δευτέρου έως έκτου μεγέθους. Σύμβολο Crv. Cosalite [Κοζαλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θείο, βισμούθιο και μόλυβδο. Συναντάται σε ασημόλευκους ή γκρίζους, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος σε μάζες ή ακτινωτούς σχηματισμούς. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Moc και ειδικό βάρος 6,4 έως 6,8.

Cosecant [Συντέμνουσα] Μαθημ. Τριγωνομετρική συνάρτηση, λαμβάνουσα θετικές ή αρνητικές τιμές, της γωνίας ή του τόξου που ισούται με το αντίστροφο του ημίτονου. Συμβολίζεται με csc. Cosine Function [Συνάρτηση συνημιτόνου] Μαθημ. Τριγωνομετρική συνάρτηση η οποία έχει ως όρισμα οποιαδήποτε γωνία και έχει πεδίο τιμών το διάστημα [1,1]. Αν η γωνία ορίζεται σε ορθογώνιο τρίγωνο τότε το συνημίτονο υπολογίζεται από την προσκείμενη προς τη γωνία κάθετη πλευρά δια την υποτείνουσα του τριγώνου. Cosine Pulse [Συνημιτονοειδής Παλμός] Φυσ. Παλμός τάσης ή ρεύματος, η στιγμιαία τιμή του οποίου μεταβάλλεται με το χρόνο όπως μεταβάλλεται το συνημίτονο, με όρισμα από -π/2 έως π/2, ενώ πριν και μετά μηδενίζεται. Cosine Series [Σειρά συνημιτόνου] Μαθημ. Σειρά η οποία ορίζεται ως α<> /'2+ Σν-ι,...<* (Ον cosnx » β ν sinnx), όπου αν, β ν και u^ συντελεστές οι οποίοι υπολογίζονται μέσω ολοκληρωμάτων για κάθε συνάρτηση ολοκληρώσιμη στο διάστημα [-π,π]. Cosine S q u a r e Pulse [Κύμανση, μεταβολή τετραγώνου συνημίτονου] Φυσ. Παλ^μος τάσης ή ρεύματος, η στιγμιαία τιμή του οποίου μεταβάλλεται με το χρόνο όπως μεταβάλλεται το τετράγωνο του συνημίτονου, με όρισμα από -π/2 έως π/2, ενώ πριν και μετά μηδενίζεται. Cosmic A b u n d a n c e [Κοσμική Περιεκτικότητα] Αστμον. Περιεκτικότητα ενός στοιχείου ή ένωσης κατά μέσο όρο στην ύλη του σύμπαντος. Cosmic Background Radiation [Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου] Αστμον. Διάχυτη ακτινοβο/άα σε όλο

Cosmic Dust

-380-

το σύμπαν. Cosmic Microwave Radiation Cosmic Dust [Κοσμική σκόνη] Αστμον. Σωματίδια ύλης που αιωρούνται στο διάστημα και επηρεάζουν την απορρόφηση ή τη διάθλαση του φωτός κατά τρόπον τέτοιο ώστε πολλοί αστέρες να εμφανίζονται έχοντας κοκκινωπό χρώμα. Cosmic Electrodynamics [Κοσμική Ηλεκτροδυναμική] Αστροφυσ. Κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τις ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις και τα φαινόμενα ιονισμού της γαλαξιακής ύλης ή και της ανώτερης γήινης ατμόσφαιρας. Cosmic Expansion [Κοσμική επέκταση] Αστρον. Η κίνηση που παρατηρείται μεταξύ των γαλαξιών έτσι ώστε συνεχώς να απομακρύνονται τόσο από τους γειτονικούς τους όσο και από τους πιο μακρινούς. Cosmic Light [Κοσμικό Φως] Αστρον. Το φως του νυχτερινού ουρανού προερχόμενο από πολύ μακρινές, μη διακρινόμενες πηγές φωτός εντός και εκτός του γαλαξία μας. Cosmic Microwave Background [Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου] Αστρον. Cosmic Microwave Radiation Cosmic Microwave Radiation [Κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου] Αστρον. Διάχυτη ακτινοβολία με σχεδόν ομοιόμορφη κατανομή, που πιστεύεται ότι προέρχεται από την ακτινοβολία που εκπέμφθηκε την στιγμή της μεγάλης έκρηξης. Αντιστοιχεί στην ακτινοβολία που εκπέμπει ένα μέλαν σώμα με θερμοκρασία 2.7 Κ και ανιχνεύεται κυρίως στη ζώνη των μικροκυμάτων. Cosmic Noise 1 [Κοσμικός Θόρυβος] Αστρον. Παρεμβολές σε ραδιοφωνικά κύματα προερχόμενα από πηγές εκτός της Γης, όπως από τον Ήλιο, όταν παρουσιάζεται έντονη δραστηριότητα σε αυτόν, π.χ. ηλιακές κηλ,ίδες, εκλάμψεις. Cosmic Noise [Κοσμικός θόρυβος] Επικοιν. Παράγοντας εξασθένησης του μικροκυματικού (κύρια δορυφορικού) σήματος. Cosmic Radiation Rays [Κοσμική Ακτινοβολία] Πυρ. Φνσ. -> Cosmic Rays Cosmic Radio Waves [Κοσμική Ραδιοφωνική Ακτινοβολία] Αστρον. Ραδιοφωνική ακτινοβολία προερχόμενη από διάφορες αστρικές πηγές. Cosmic Ray Telescope [Τηλεσκόπιο Κοσμικών Ακτίνων] Μηχ. Τηλεσκόπιο ανίχνευσης και καθορισμού των χαρακτηριστικών και της κίνησης των κοσμικών ακτίνων, καθώς και των ιόντων που παράγονται από αυτές στην ατμόσφαιρα. Η λειτουργία του στηρίζεται σε μια σειρά από ανιχνευτές που καθορίζουν την ενέργεια αλλά και τη διεύθυνση κίνησης των κοσμικών ακτινών. Cosmic Rays [Κοσμικές Ακτίνες] Πυρ. Φυσ. Ακτινοβολία αποτελ.ούμενη από ταχέως κινούμενα σωματίδια, όπως πυρήνες υδρογόνου και άλλων ατόμων. Προέρχεται από διάφορες πηγές εντός και εκτός του γαλ.αξία και προσπίπτει στη Γη από όλες τις διευθύνσεις. Cosmic Rays Shower [Συρμός Ιόντων παραγόμενων από Κοσμική Ακτίνα] Πυρ. Φυσ. Ιονισμένα σωματίδια, που δημιουργήθηκαν στην ατμόσφαιρα από τη διέλευση μιας κοσμικής ακτίνας και κατευθύνονται προς τα κάτω. Cosmic Year [Κοσμικό Ετος] Αστρον. Χρονική διάρκεια μίας πλνήρους περιστροφής του γαλοξία μας γύρω από το κέντρο του. Ισούται περίπου με 220 εκατομμύρια χρόνια. Cosmogony [Κοσμογονία] Αστρον. Η μελέτη του σύ-

μπαντος ως προς την προέλευση κάθε ουράνιου σώματος. Ακόμη στην κοσμογονία γίνεται ευρεία χρήση των νόμων που διέπουν τη φυσική και τη χημεία έτσι ώστε να εξεταστεί και η εξέλιξη των ουράνιων σωμάτων και των συστημάτων τους. Cosmological Constant [Κοσμολογική Σταθερά] Φυσ. Σταθερά της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, που εισήχθηκε από τον Αϊνστάιν ως η σταθερά αναλογίας ενός επιπλέον όρου των εξισώσεων του βαρυτικού πεδίου. Ο όρος αυτός είναι ανάλογος της μετρικής του χώρου. Cosmological Principle [Κοσμολογική αρχή] Αστρον. Η θεώρηση του σύμπαντος σαν ενιαίο και ομοιόμορφο σύνολο. Αυτή η παραδοχή επιτρέπει τη χρήση νόμων φυσικής και χημείας, που ισχύουν στη Γη, για όλο το σύμπαν και έτσι διασφαλίζεται η ύπαρξη της κοσμολογίας ως επιστήμη. Cosmological Principle 2 [Κοσμολογική Αρχή] Φυσ. II πυκνότητα ενέργειας του σύμπαντος είναι κατά μέσο, σε μεγάλη κλίμακα σταθερή και το σύμπαν ομογενές. Αποτελεί τη βασική αρχή πολλών κοσμολογικών θεωριών. Cosmological Redshift [Κοσμολογική Μετατόπιση προς το Ερυθρό] Φυσ Μετατόπιση προς το ερυθρό των φασμάτων που εκπέμπονται από πολύ μακρινά αντικείμενα, σα συνέπεια της διαστολής του σύμπαντος από τη μεγάλη έκρηξη και μετά. Cosmological T e r m [Κοσμολογικός Ορος] Φυσ. Όρος των εξισώσεων καμπύλωσης του χώρου, βαρύτητας, της γενικής θεωρίας της σχετικότητας που είναι ανάλογος της μετρικής του χώρου. Cosmology [Κοσμολογία] Αστρον. Μελέτη του σύμπαντος στο σύνολο του. Βασίζεται σε αστρονομικές παρατηρήσεις και την παραδοχή των νόμων της φυσικής για τη Γη ως νόμων που ισχύουν για ολόκληρο το σύμπαν. Cosmos [Κόσμος] Αστρον. Όλο τα ουράνια σώματα στα συστήματα που σχηματίζουν θεωρούμενα όλα μαζί σαν ένα ενιαίο και μη διαχωριζόμενο σύνολο. Cosolvent [Συνδιαλύτης] Χημ. Μηχ. Σε μια χημική διεργασία που χρησιμοποιείται διαλύτης, είναι μια δεύτερη διαλυτική ουσία, που προστίθεται στο μίγμα, με σκοπό την αύξηση της διαλυτότητας. Cost Analysis [Ανάλυση Κόστους] Χημ. Μηχ. Είναι η ανάλυση του κόστους επένδυσης και λειτουργίας σε. μια βιομηχανική μονάδα, με σκοπό τον υπολογισμό του κέρδους. Cotangent [Συνεφαπτομένη] Μαθημ. II συνάρτηση που ορίζεται για κάθε γωνία και έχει πεδίο τιμών το διάστημα (-οο,+οο) . Σε ορθογώνιο τρίγωνο η συνεφαπτομένη γωνίας ορίζεται ως το κλάσμα της προσκείμενης προς τη γωνία κάθετης πλευράς δια της απέναντι κάθετης. Cotectic Crystallization [Συντηκτική Κρυστάλλωση] Φυσ. Χημ. Κατά την ψύξη ενός διφασικού υγρού μίγματος, ορίζεται η ταυτόχρονη κρυστάλλωση σε μια θυγατρική στερεά φάση. Coterminal Angles [Συλληκτικές γωνίες] Μαθημ. Κάθε ζεύγος γωνιών που έχουν κοινές πλευρές αλλά όχι απαραίτητα την ίδια φορά ή το ίδιο μέγεθος. Cotidal Line [Συμπαλιρροιακή γραμμή] Υδρολ. Κάθε γραμμή που ενώνει τα σημεία επί ενός διαγράμματος στα οποία οι υψηλές ή οι χαμηλές παλίρροιες σημειώνονται ταυτόχρονα. Cotton [Βαμβάκι] Υλικ. Η πλέον διαδεδομένη φυσική

-381 φυτική υφαντική ίνα, αποτελούμενη από κυτταρίνη, χνουδωτής υφής, μήκους έως 6 εκατοστά και λευκού κυρίως χρώματος, που υπάρχει υπό καθαρή μορφή μέσα στους καρπούς του βάμβακα απ' όπου λαμβάνεται διαχωριζόμενη με εκκοκκισμό και στη συνέχεια, υποβαλλόμενη σε κατάλληλη επεξεργασία, νηματοποιείται και διαμορφώνεται σε υφάνσιμη κλωστή. Cotton Effect [Φαινόμενο Κότον] Αναλ. Χημ. Το φαινόμενο του ανώμαλου σκεδασμού που εμφανίζει ένα οπτικά ενεργό διάλυμα ή υγρό, κατά το οποίο το πρόσημο της ειδικής γωνίας στροφής δεν παραμένει σταθερό σε όλα τα μήκη κύματος. Cotton Gin [Εκκοκκιστήριο βάμβακος] Μηχ. Ειδική μηχανή διαφόρων τύπων για το διαχωρισμό των σπόρων και των ξένων σωμάτων από τις υφαντικές ίνες του βάμβακα. Cottonseed Oil [Βαμβακέλαιο] Υλικ. Έλαιο που λαμβάνεται από λειοτριβειμένους σπόρους βάμβακα με τη μέθοδο της έκθλιψης (εν θερμώ ή εν ψυχρώ) ή της εκχύλισης. Είναι χρώματος κίτρινου έως σκοτεινού ερυθρού με ειδικό βάρος 0,9 και σημείο τήξης 34 έως 40° C. Χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, τη κατασκευή πλαστικών υλών κ.λ.π. και υπό τη ραφιναρισμένη του μορφή στη βιομηχανία τροφίμων. Coud£ Newtonian Cassegrain Telescope [Τηλεσκόπιο τύπου Coudc Newtonian CassegrainJ Οπτικ. Τηλεσκόπιο παραβολοειδούς κατόπτρου (μικρό σφαιρικό σφάλμα) εφοδιασμένο με σύστημα φακών, ώστε η παρατήρηση να μπορεί να γίνει ή όπως στο τηλεσκόπιο τύπου Coude ή τύπου Newtonian ή τύπου Cassegrain. Coude S p e c t r o g r a p h [Φασματογράφος τύπου Coude] Αστμοφυα. Πρόκειται για φασματογράφο προσαρμοσμένο στο φακό παρατήρησης ενός τηλεσκόπιου τύπου Coude. Coude Spectroscopy [Φασματοσκόπιο Coudc] Αστροφυσ. Είναι η σπουδή και η ανάλυση των ιδιοτήτων των φασμάτων των αστεριών με τη χρησιμοποίηση του αναφερόμενου φασματοσκοπίου. Coude Telescope [Τηλεσκόπιο τύπου Coude] Οπτικ. Τηλεσκόπιο, παραλλαγή του τηλεσκοπίου τύπου Cassegrain, με κοίλο παραβολοειδές πρωτεύων κάτοπτρο, κυρτό υπερβολοειδές δευτερεύον κάτοπτρο τοποθετημένο στην εστία του πρωτεύοντος και ένα επιπλέον επίπεδο κάτοπτρο, που οδηγεί τις φωτεινές ακτίνες σε σταθερό θάλαμο παρατήρησης. Couette Flow [Ροή Couette] Μηχ.Ρευστ. Ορίζεται η ροή μεταξύ δύο παράλληλων, κινούμενων, επίπεδων πλακών, όπου η ταχύτητα είναι γραμμική κατά μήκος του ρευστού, διότι δεν υπάρχει βαθμίδα πίεσης. Couettc-Taylor Flow [Ροή Couette-Taylorl Μηχ. Ρευστ. Ορίζεται η ροή μεταξύ δύο ομόκεντρων κυλίνδρων, ο ένας από τους οποίους είναι περιστρεφόμενος, όπου σε κυλινδρικές συντεταγμένες, οι συνιστώσες της ταχύτητας είναι U r = U2 = 0, d i y d t = 0. Couette Viscometer [Ιξωδόμετρο Couette] Μηχ.Ρευστ. Αποτελείται από δυο ομόκεντρους κυλίνδρους, από τους οποίους ο εξωτερικός περιστρέφεται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα, ενώ ο εσωτερικός είναι ακίνητος. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των σταθερών των ρεολογικών νόμων. Ονομάζεται και περιστροφικό ιξωδόμετρο. Coulomb [Μονάδα Coulomb] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο διεθνές σύστημα μονάδων, που ορίζεται ως το φορτίο που διαρρέει διατομή

Coulomb Law

αγωγού ρεύματος ΙΑ για χρόνο Is. Συμβολίζεται με C ή Cb. Coulomb Attraction [Ελ^ξη Coulomb] Ηλεκ. Ελκτική ηλεκτρική δύναμη μεταξύ δύο ακίνητων σωμάτων φορτισμένων με αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο. Coulomb B a r r i e r [Φραγμός Δυνάμεων Coulomb] Πυμ. Φυσ. Χαρακτηρισμός των απωστικών δυνάμεων τύπου Coulomb μεταξύ του πυρήνα ενός ατόμου και ενός θετικά φορτισμένου σωματιδίου που κινείται προς αυτό. Αναφέρεται έτσι και το δυναμικό του πεδίου των δυνάμεων που ασκεί ο πυρήνας λόγω του φορτίου του. Coulomb Energy [Ενέργεια Coulomb] Φυσ. Ενέργεια αλληλεπίδρασης φορτισμένων σωματιδίων με δυνάμεις τύπου Coulomb. Χρησιμοποιείται τόσο για τα ηλεκτρόνια ενός ατόμου, των δεσμών ενός μορίου, καθώς και οιωνδήποτε σωματιδίων που αλληλεπιδρούν με ηλεκτροστατικές δυνάμεις όπως π.χ. τα πρωτόνια ενός πυρήνα. Ισχύει:

με Κηχ=1/4πε0 όπου ε„ η διηλεκτρική σταθερά του κενού. Coulomb Excitation [Διέγερση από Δυνάμεις Coulomb] Φυσ. Διέγερση ενός πυρήνα από την σκέδαση σωματιδίου από αυτόν, λόγω των ηλεκτρικού πεδίου Coulomb που ασκήθηκε πάνω του. Εφόσον ο πυρήνας απορροφά ενέργεια, η σκέδαση είναι ανελαστική. Coulomb Explosion [Διάσπαση Μορίων από Δυνάμεις Coulomb] Φυσ. Διαδικασία διάσπασης των ηλεκτρονικών δεσμών που συγκρατούν τα άτομα ενός μορίου και μετατροπή τους σε ιόντα, καθώς αυτά συγκρούονται με μεγάλη ταχύτητα με στερεά σώματα. Τα ηλεκτρόνια των δεσμών δέχονται ισχυρές δυνάμεις τύπου Coulomb κατά τη σύγκρουση και οι δεσμοί διασπώνται. Coulomb Field [Ηλεκτρικό Πεδίο Coulomb] Π/£κ. Πρόκειται για το ηλεκτρικό πεδίο που παράγουν ακίνητα φορτία στον γύρω χώρο. Για ένα σημειακό φορτίο: Q το πεδίο είναι ακτινικό σε κάθε σημείο ορίζεται ως E=F/q όπου F η δύναμη που δέχεται φορτίο q και το μέτρο της ισούται με Ε=Κηλ*0/Γ ^ Μ π ε ^ τ 2 . Coulomb Force [Δύναμη τύπου Coulomb] Η/χκ. II ελκτική ή απωστική δύναμη που ασκείται μεταξύ δύο ακίνητων φορτισμένων σωμάτων. Coulomb Law Coulomb Friction [Τριβή τύπου Coulomb] Μηχ. Μορφή τριβής, δηλαδή δύναμης που εμποδίζει τη σχετική κίνηση ή την έναρξη της κίνησης των επιφανειών επαφής δύο σωμάτων, όταν δεν παρεμβαίνει κανένα λιπαντικό ή άλλο υγρό μέσο μεταξύ τους. Coulomb Gage [Βαθμίδα Coulomb] Ηλεκτρομαγν. Λόγω της συμμετρίας βαθμίδας των εξισώσεων του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, είναι δυνατό να επιλεγούν διάφορες μορφές διανυσματικού δυναμικού Λ. Στη βαθμίδα Coulomb, επιλεγεται να ισχύει VA=0 για τις χωρικές συνιστώσες του τετραδυναμικού, με συνέπεια κάθε συνιστώσα του να ικανοποιεί την εξίσωση Poison. Οι εξισώσεις αυτές είναι αντίστοιχες των εξισώσεων του ηλεκτροστατικού πεδίου Coulomb. Coulomb Interactions [Αλληλεπιδράσεις Coulomb] Ηλεκ. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων. —» Coulomb Law Coulomb Law [Νόμος του Coulomb] Ηλεκ. Νόμος που

Coulomb Potential

-382 -

διέπει την ηλεκτρική δύναμη που ασκείται μεταξύ δύο σημειακών φορτίων: qi, q 2 που απέχουν απόσταση r και βρίσκονται σε χώρο με διηλεκτρική σταθερά: ε. II δύναμη έχει διεύθυνση της ευθείας που ενώνει τα δύο σημειακά φορτία, η φορά είναι απωστική αν τα φορτία είναι και τα δύο θετικά ή αρνητικά και ελκτική σε άλλη περίπτωση και το μέτρο της ισούται με Ρ=Κηλ*ς|χς2/Γ~= ςι χ ς2/'4πε 0 χΓ 2 , όπου ε0 η διηλεκτρική σταθερά του κενού. Εάν τα φορτία βρίσκονται μέσα σε διηλεκτρικό υλικό διηλεκτρικής σταθεράς ε η δύναμη μειώνεται, και ισούται με F= ςιχη 2 /4πεχΓ. Coulomb Potential [Δυναμικό Coulomb] Η/χκ. Δυναμικό του πεδίου Coulomb που παράγουν ακίνητα ηλεκτρικά φορτία. Για ένα σημείο που απέχει απόσταση Γ από φορτίο q ισχύει: V(r) = Κ ηλ χς/ι\ Coulomb Repulsion [Απωση Coulomb] Η/χκ. Απωστική δύναμη Coulomb μεταξύ θετικών ή αρνητικών ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων. —> Coulomb Law Coulomb Scattering [Σκέδαση τύπου Coulomb] Ηλεκ. Σκέδαση δύο φορτισμένων σωμάτων, τα οποία αλληλεπιδρούν με δυνάμεις τύπου Coulomb. Coulomb T h e o r e m [Θεώρημα του Coulomb] Ηλεκ. Θεώρημα σύμφωνα με το οποίο, πολύ κοντά στην επιφάνεια ενός αγωγού, η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου: Ε είναι κάθετη σε αυτήν και το μέτρο της ισούται με το πηλίκο της επιφανειακής πυκνότητας: σ προς τη διηλεκτρική σταθερά του γύρω χώρου: ε. Ισχύει: Ε = σ/ε. C o u l o m b ' s Law For Magnetism [Νόμος Coulomb για το Μαγνητισμό] Φυσ. Παλαιός εμπειρικός νόμος που περιγράφει τη δύναμη μεταξύ δύο απομονωμένων μαγνητικών πόλων (αν υπήρχαν). Είναι αντίστοιχος του νόμου του Coulomb για τον ηλεκτρισμό (αντί για ηλεκτρικά φορτία υπάρχουν μαγνητικές ποσότητες και μαγνητική σταθερά αντί για την ηλεκτρική). Coulomb Law Coulombmeter [Όργανο μέτρησης ηλεκτρισμού] Μηχ. Όργανο μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου που έχει συσσωρευτεί σε έναν αγωγό. Coulometer [Κουλόμετρο] Ανά/.. Χημ. Πρόκειται για ηλεκτρολυτικό στοιχείο, το οποίο μετρά την ποσότητα του ηλεκτρισμού που διέρχεται, κατά την ποσοτική μετατροπή της προσδιοριζόμενης ουσίας σε άλλη. Στο στοιχείο αυτό, η απόδοση του ρεύματος είναι 100%. Coulometric Analysis [Κουλομετρική Ανάλυση] Αναλ. Χημ. Μέθοδος ανάλυσης, που χρησιμοποιεί ηλεκτρολυτικό κελί, όπου το δυναμικό του ηλεκτροδίου διατηρείται σταθερό, έτσι ώστε να συμβαίνει ποσοτική αναγωγή η οξείδωση της προσδιοριζόμενης ουσίας, χωρίς να λαμβάνουν χώρα δευτερεύουσες αντιδράσεις. Coulometric Titration [Κουλομετρική Ογκομέτρηση] Αναλ. Χημ. Μέθοδος τιτλοδότησης ενός διαλύματος, που χρησιμοποιεί ηλεκτρολυτικό στοιχείο με σταθερό ρεύμα και υπολογίζει την ποσότητα του ηλεκτρισμού που έχει διέλθει, μέχρι το τελικό σημείο. C o u m a r i n [Κουμαρίνη] Opy. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο C9I1602, η δ-λακτύνη του κουμαρινικού οξέος, που βρίσκεται σε φυτά (π.χ. κύαμους τόγκας) και παρασκευάζεται συνθετικά. Είναι λευκή, τοξική, με ευχάριστη οσμή κρυσταλλική στερεά ουσία, διαλυτή στον αιθέρα και το χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. C o u m a r o n e [Κουμαρόνη] Οργ. Χημ. Οργανική ετεροκυκλική ένωση, το ο,β- βενζοφουράνιο με τύπο Q I ^ O που βρίσκεται στα προϊόντα απόσταξης της λιθανθρακόπισσας. Είναι άχροο, ελαιώδες υγρό αδιάλυτο στο

νερό και διαλυτό στην αλκοόλη και τον αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή πλαστικών υλών. C o u m a r o n e Indene Resin [Ρητίνη κουμαρόνης- ινδενίου] Ομγ. Χημ. Τεχνητή θερμοπλαστική ύλη ανοικτού κίτρινου έως καστανού χρώματος που παρασκευάζεται με συμπολυμερισμό, με θέρμανση παρουσία θειικού οξέος, της κουμαρόνης και του ινδενίου, ενώσεων που βρίσκονται στο απόσταγμα της νάφθας. Χρησιμοποιείται μόνη ή σε ανάμιξη με άλλες ύλες, στην παρασκευή βερνικιών, ως πλαστικοποιητής κ.λ.π. Countable [Αριθμήσιμο] Μαθημ. Κάθε σύνολο το οποίο έχει πεπερασμένο πλήθος στοιχείων ή άπειρο πλήθος με την ιδιότητα όμως της ύπαρξης αμφιμονοσήμαντης συνάρτησης μεταξύ του συνόλου και του συνόλου των φυσικών αριθμών. Countablv Compact Set [Αριθμήσιμα συμπαγές σύνολο] Μαθημ. Κάθε σύνολο Α για το οποίο υπάρχει αριθμήσιμη οικογένεια {Aj / i c I) ανοιχτών συνόλων με την ένωση των Α\ υπερσύνολο του Α τέτοια ώστε να υπάρχουν {Aj / i =l,...,n } τέτοια ώστε η πεπερασμένη ένωση των Aj να είναι υπερσύνολο του Α. C o u n t e r [Απαριθμητής] Φνσ. Κάθε ηλεκτρονική ή μηχανική διάταξη που λειτουργεί ως όργανο αυτόματης ανίχνευσης και μέτρησης συμβάντων ή επαναλήψεων φαινομένων π.χ. οι διάφοροι τύποι απαριθμητών ιονίζουσας ακτινοβολίας. Counter [Απαριθμητής] Πληρ. 1. Ο ειδικός καταχωρητής, ο οποίος τοποθετείται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας και περιέχει πάντοτε τη διεύθυνση της επόμενης εντολής που πρόκειται vu εκτελεστεί. Κάθε φορά που καλείται μια εντολή από μια μνήμη στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας, το περιεχόμενο του καταχωρητή αυξάνει κατά ένα. 2. Ο ειδικός καταχωρητής ενός μικροεπεξεργαστή, ο οποίος αποθηκεύει το ένα από τα δύο μεγέθη μιας λογικής ή αριθμητικής επεξεργασίας, καθώς και το αποτέλεσμα της επεξεργασίας αυτής. Counter Dead Time [Νεκρός Χρόνος Μετρητή] Τεχνολ. Το ελάχιστο χρονικό διάστημα που πρέπει να διαφέρουν δύο γεγονότα, ώστε να καταγραφούν ως διαφορετικά από ένα μετρητή. C o u n t e r Electromotive Force [Αυτεπαγωγική Τάση] Η/χκτρομαγν. Τάση που αναπτύσσεται στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται το ρεύμα που το διαρρέει, ως αντίδραση στη μεταβολή αυτή, τείνοντας να την αναιρέσει. Ισχύει Ε = - L x di/dl όπου L συντελεστής αυτεπαγωγής του κυκλώματος και dl/dt ο ρυθμός μεταβολής του ρεύματος. Οφείλεται στα φαινόμενα επαγωγής που εμφανίζονται λόγω μεταβολής του μαγνητικού πεδίου που προκαλεί το ρεύμα που διαρρέει το κύκλωμα. C o u n t e r T e r m s [Αντισταθμιστικοί Όροι] Φυσ. Όροι που εισέρχονται στον τελεστή I-agrange, έτσι ώστε να άρουν τους απειρισμούς των μεγεθών που υπολογίζονται από τη θεωρία πεδίου. Counterbalance [Αντιστάθμιση ή αντίβαρο] Μηχ. Κάθε δύναμη ή επίδραση που ασκείται προς εξισορρόπηση άλλης δύναμης ή επίδρασης και ειδικότερα βάρος που χρησιμοποιείται σε τεχνικές εφαρμογές (π.χ. ανελκυστήρες, ζυγούς, ανυψωτικά μηχανήματα) ως αντίρροπο άλλου βάρους. Countcrcockvvise [Αριστερόστροφα] Γεν. Περιστροφική κίνηση με φορά αντίθετη με τη φορά περιστροφής των δεικτών ρολογιού δηλ. προς τα αριστερά. C o u n t c r c u r r e n t [Αντιρρεύμα] Γεν. Ρεύμα κινούμενο

- 383 -

κατά την ίδια διεύθυνση αλλά με αντίθετη φορά με το κύριο ρεύμα. C o u n t e r c u r r e n t Contact [Επαφή κατ' αντιρροή] Χημ. Μηχ. Σε διεργασίες που περιλαμβάνουν μεταφορά θερμότητας ή μάζας μεταξύ δύο ρευμάτων, το κάθε ρεύμα τροφοδοτείται από διαφορετικό άκρο της διάταξης και κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Σε σύγκριση με την ομορροή, η αντιρροή εξασφαλίζει μεγαλύτερη απόδοση. C o u n t e r c u r r e n t Extraction [Εκχύλιση κατ' αντιρροή] Χημ. Μηχ. Διεργασία εκχύλισης υγρού-υγρού, όπου το ρεύμα του διαλύματος και του διαλύτη έρχονται σε επαφή, ρέοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις. Κατ' αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται και ο διαχωρισμός των διαλυμάτων. C o u n t e r c u r r e n t Heat E x c h a n g e r [Εναλλάκτης Θερμότητας με Αντιρροή] Χημ. Μηχ. Συσκευή εναλλαγής θερμότητας μεταξύ δύο ρευστών, που έχουν διαφορετικές θερμοκρασίες και ρέουν σε αντίθετες κατευθύνσεις, μέσα σε αγωγούς. C o u n t e r c u r r e n t Separation [Διαχωρισμός με αντιρροή] Χημ. Μηχ. Countercurrent Extraction Counterflow [Αντιρροή] Χημ. Μηχ. Ορίζεται η διάταξη στην οποία δύο ρευστά ρέουν κατά αντίθετες κατευθύνσεις, σε μια διεργασία μεταφοράς θερμότητας ή μάζας. Counting Circuit [Κύκλωμα Μέτρησης] Ηλεκ. Κύκλωμα μέτρησης του πλήθους το3ν παλμών τάσης στην είσοδο του. Counting Rate [Ρυθμός απαρίθμησης] Φνσ. Ο μέσος ρυθμός απαρίθμησης των συμβάντων που ανιχνεύονται και καταγράφονται από διάταξη απαριθμητή. C o u n t r v Rock [Προϋπάρχον πέτρωμα] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται γενικά κάθε πέτρωμα που περιβάλλει ορυκτολογικές φλεβες ή προϋπάρχει νεότερου πετρώματος που σχηματίζεται στο εσωτερικό του π.χ. από μαγματική διείσδυση. Couple [Ζεύγος] Μηχ. Ομάδα δύο δυνάμεων οι οποίες είναι παράλληλες μεταξύ τους σε μια συγκεκριμένη απόσταση και σε αντίθετη κατεύθυνση οι οποίες λειτουργώντας ταυτόχρονα και επιδρώντας σε ένα σώμα προκαλούν μια περιστροφική κίνηση στο σώμα ή μια ροπή εφόσον το σώμα παραμένει σταθερό. Coupled Field Vectors [Διανύσματα Συζευγμένοι Πεδίων] Ιί/χκτρομαγν. Πρόκειται για τα διανύσματα του ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου, τα οποία είναι συζευγμένα, καθώς οι μεταβολές του ενός μεταβάλλουν και το άλλο. Coupled H a r m o n i c Oscillators [Συζευγμένοι Αρμονικοί Ταλοντωτές] Μηχ. Απλοί αρμονικοί ταλαντωτές που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Coupled Oscillators 1 [Συζευγμένοι Ταλαντωτές] Ηλεκτμομαγν. Κυκλώματα ηλεκτρικών ταλαντώσεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μέσω κάποιου πεδίου, π.χ. μέσω αμοιβαίας επαγωγής ή με ένα κοινό κλάδο. Coupled Oscillators 2 [Συζευγμένοι Ταλαντωτές] Μηχ. Σύστημα σωματιδίων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους καθώς κινούνται, ενώ ταυτόχρονα δέχονται και ελαστικές δυνάμεις επαναφοράς στη θέση ισορροπίας τους. Π.χ. τα μόρια σε ένα υλικό. Coupled Systems [Συζευγμένα συστήματα] Φυσ. Δύο ηλεκτρικά ή μηχανικά συστήματα συνενωμένα κατάλληλα με διάταξη για τη μεταφορά ενέργειας μεταξύ τους. Coupler 1 [Συζεύκτης] ΙΙλεκ. Οποιαδήποτε διάταξη (π.χ.

Covariant

επαγωγικό ή ηλεκτρικό στοιχείο) για τη συνένωση και τη μεταφορά ενέργειας μεταξύ διό κυκλωμάτων. Coupler" [Συζεύκτης] Τεχνολ. Χημική ένωση που περιλαμβάνεται στο φωτογραφικό γαλάκτωμα, κατάλληλη για τη παραγωγή χρωστικής (ποσότητας ανάλογης με τη φωτεινή έκθεση) συγκεκριμένου χρώματος, που όημιουργείται κατά τη χημική αντίδραση αυτής και του οξειδωμένου εμφανιστή σύζευξης μετά τη διεργασία αναγωγής των αλάτων του αργύρου. Coupler Unit [Μονάδα σύζευξηςΙ Επικοιν. Υπάρχουν αρκετοί τύποι συζευκτών - διακλαδωτών που ποικίλλουν ανάλογα με το σχήμα (πχ σχήμα Τ), τον τρόπο μετάδοσης και τον αριθμό εισόδων εξόδων κτλ. Coupling [Σύζευξη] Φυσ. Η κατάλληλη συνένωση δύο ηλεκτρικών ή μηχανικών συστημάτων με διάταξη ή εξάρτημα ώστε να είναι δυνατή η κατά επιθυμητό τρόπο μεταφορά ενέργειας μεταξύ τους. Coupling Capacitor [Πυκνωτής Σύζευξης] Ηλεκτρομαγν. Πυκνωτής που χρησιμοποιείται στο κοινό κλάδο δύο κυκλωμάτων ταλαντωτών, με σκοπό τη σύζευξη των κυκλωμάτων αποκόπτοντας ταυτόχρονα τις συνεχείς συνιστώσες του οεύματος. Coupling Constant [Σταθερά Σύζευξης] Φυσ. Στην περίπτωση αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο σωματιδίων, εκφράζει το πόσο ισχυρή είναι αυτή. Coupling Constant" [Σταθερά Σύζευξης] Φνσ. Αριθμός που χαρακτηρίζει το πόσο ισχυρή είναι η σύζευξη μεταξύ δύο κυκλωμάτων, π.χ. ηλεκτρικών, Ισούται με μηδέν, για ασύζευκτα κυκλώματα, ενώ για πλήρως συζευγμένα, ισούται με τη μονάδα, Coupling Loop [Βρόγχος Σύζευξης] Ηλεκτρομαγν. Κύκλωμα σύζευξης και με.ταφοράς ενέργειας από μια κοιλότητα συντονισμού ή ένα κυματοδηγό σε ένα άλλο κύκλωμα. Covalence [Ομοιοπολικό Σθένος] Χημ. Αριθμός ίσος με το πλήθος των ομοιοπολικών δεσμών που μπορεί να σχηματίσει ένα άτομο. Covalent Bond [Ομοιοπολικός Δεσμός] Χημ. Είδος χημικού δεσμού μεταξύ ίδιων ή διαφορετικών ατόμων, ο οποίος σχηματίζεται με συνεισφορά ενός ηλεκτρονίου από κάθε άτομο. Covalent Crystal [Ομοιοπολικός Κρύσταλλος] Κροσταλλ. Περιοδική κρυσταλλική δομή ενός υλικού, τα άτομα ή μόρια του οποίου συγκρατούνται με ομοιοπολακούς δεσμούς. Covalent Radius [Ομοιοπολική Ακτίνα] Ατομ. Φυσ. Τυπική ακτίνα του ατόμου ενός στοιχείου, η οποία ισούται με το μισό της απόστασης των πυρήνων δύο ατόμων του στοιχείου όταν συνδέονται με ομοιοπολικό δεσμό. Atomic Radius Covariance [Συνδιακύμανση] Στατ. Μέγεθος της στατιστικής που εκφράζει τη συσχέτιση δύο μεταβλητών χ, y. Ισχύει ότι Cov(x,y) = <(x-<x>)*(y-)> = <x*y><x>*. όπου το σύμβολ.ο <χ> σημαίνει μέση τιμή της μεταβλητής. Covariance Analysis [Ανάλοση Συνδιακύμανσης] Στατ. Τεχνική ανάλυσης της συσχέτισης δύο μεγεθών που χρησιμοποιεί τόσο την ανάλυση της διακύμανσης των μεγεθών, όσο και τη γραμμική συσχέτισή τους. -> Analysis Of Variance Covariant [Συναλλοίωτο] Μαθημ. Πρόκεται για ένα βαθμωτό μέγεθος, για ένα διάνυσμα ή ένα συναλλ.οίωτο τανυστή οιασδήποτε τάξης, που μετασχηματίζεται με καθορισμένο τρόπο σε μετασχηματισμό συντεταγμένων.

Covariant E q u a t i o n

-384-

Covariant Equation [Συναλλοίωτη Εξίσωση] Φυσ. Εξίσωση γραμμένη σε τανυστική μορφή, ώστε να διατηρεί τη μορφή της σε κάθε μετασχηματισμό συστήματος συντεταγμένων. Βασική αρχή της ειδικής και της γενικής αρχής της σχετικότητας, είναι η γραφή των νόμων ως συναλλοίωτες εξισώσεις, ώστε να διατηρείται η μορφή τους σε διαφόρων ειδών μετασχηματισμούς. Covelline [Κοβελλίνης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο χαλκό. Είναι ινδικοκυανού χρώματος, με υπομεταλλική λάμψη επιγενές ορυκτό κρυσταλλούμενο στο εξαγωνικό σύστημα και συναντάται σε μάζες. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάοος 4,6 έα)ς 4,8. Cover [Επικάλυψη] Πολ. Μηχ. Στις κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος, επικάλυψη ονομάζεται η απόσταση μεταξύ μίας ακραίας χαλύβδινης ράβδου του οπλισμού και της εξωτερικής παρειάς του στοιχείου σκυροδέματος όπου ανήκει. Η επικάλυψη πρέπει να είναι κατ' ελάχιστον ίση με την διάμετρο της ράβδου. Ανάλογα με το πόσο διαβρωτικές είναι οι συνθήκες περιβάλλοντος, η επικάλυψη είναι και μεγαλύτερη ώστε να προστατεύει τον χαλύβδινο οπλισμό από την διάβρωση. Cover 2 [Κάλυμμα] Μαθημ. Ένωση συνόλων που αποτελεί υπερσύνολο ενός δεδομένου συνόλου. Βλέπε Covering. Coverage [Κάλυψη] Επικοιν. Η περιοχή που μπορεί να φτάσει το σήμα ενός σταθμού. Covering [Κάλυψη] Μαθ. Για ένα τυχαίο σύνολο Α ορίζεται μια οικογένεια ανοιχτών υποσυνόλων του Α ως κάλυμμα αν η ένωση των υποσυνόλων αυτών υπερκαλύπτει το Α. Cox C h a r t [Διάγραμμα Cox| Χημ. Μηχ. Περιέχει την καμπύλη logP*" - f(l/(T°C +230)) και αποτελεί μέθοδο προσδιορισμού της επίδρασης της πίεσης, στη σύσταση και στο σημείο ζέσεως δυαδικού αζεότροπου μίγματος. C P Invariance [Αναλλοιότητα Ομοτιμίας] Φνα. Βασική αρχή της φυσικής σύμφωνα με την οποία, οι νόμοι της φυσικής και οι εξισώσεις που τους εκφράζουν πρέπει να μένουν αναλλοίωτες σε μετασχηματισμούς συζυγούς φορτίου και αντιστροφής χώρου. Η αρχή παραβιάζεται στην περίπτωση ασθενών δυνάμεων, όπως η αποσύνθεση των Καονίων περίπου μία στις χίλιες περιπτώσεις. C P T T h e o r e m [Θεώρημα Αναλλοιότητας Ομοτιμίας] Φυα. Θεώρημα που αποδεικνύει ότ,ι κάθε σχετικιστικά αναλλοίωτη εξίσωση που διέπει την εξέλιξη ενός σωματιδίου ή πεδίου, θα είναι αναλλοίωτη και σε μετασχηματισμούς συζυγίας φορτίου, αντιστροφής χώρου και χρόνου. CR Law [Νόμος Αποκατάστασης Πυκνωτή - Αντίστασης] Ηλεκ. Νόμος φόρτισης - εκφόρτισης πυκνωτή, σε κύκλωμα πυκνωτών - αντιστάσεων που τροφοδοτείται από συνεχή τάση σύμφωνα με τον οποίο, ο χρόνος που χρειάζεται ο πυκνωτής να αποκτήσει φορτίο, τάση, ενέργεια κ.λ.π. συγκεκριμένου ποσοστού της μέγιστης τιμής είναι ανάλογος της σταθεράς χρόνου του κυκλώματος: τ = C*R. C r [Σύμβολο του Χρωμίου] Χημ. —> Chromium C r a c k [Ρωγμή] Τεχνολ. Η δημιουργία μιας ανωμαλίας σε μια επιφάνεια στην οποία η ομοιόμορφη κατανομή της υφής της διακόπτεται με την εμφάνιση ενός κενού μεταξύ δύο τμημάτων λόγω ανάπτυξης εσωτερικών εφελκυστικών τάσεων.

Cracked Gasoline [Βενζίνη Πυρόλυσης] Χημ. Μηχ. Προϊόν του πετρελαίου, με σημείο ζέσεως που ανήκει στην περιοχή της βενζίνης, το οποίο παράγεται από διεργασίες πυρόλυσης διαφόρων αποσταγμάτων. Cracked Residue [Υπόλειμμα Πυρόλυσης] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στο προϊόν πυθμένα στης κλασματικής στήλης, σε μια διεργασία πυρόλυσης αποσταγμάτων αργού πετρελαίου. Cracking [Πυρόλυση] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία μετατροπής βαρέων σε ελαφρά προϊόντα, κυρίως ολεφίνες και παραφίνες. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή βενζινών και διακρίνεται σε θερμική, καταλυτική και υδροπυρόλυση. Cracking In Concrete [Ρηγμάτωση σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Σε όλες τις κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος οι ρωγμές είναι αναμενόμενες. Οι ρωγμές προκαλούνται από την εντατική κατάσταση που αναπτύσσεται σε μία διατομή λόγω κάμψεως, εφελκυσμού, διατμήσεως, στρέψεως και άλλες. Επίσης οι ρωγμές οφείλονται στις διαφορικές καθιζήσεις, στην συστολή ξηράνσεως, στις θερμοκρασιακές μεταβολές και στην οξείδωση των χαλύβδινων ραβδών του οπλισμού. Οι κατασκευές πρέπει να σχεδιάζονται και να κατασκευάζονται έτσι ώστε οι ρωγμές να είναι όσο το δυνατόν περιορισμένες σε έκταση και εύρος. Από λειτουργικής άποψης με τον περιορισμό των ρωγμών αποφεύγονται προβλήματα αισθητικής, στεγανοποίησης, ηχομόνωσης και διάβρωσης του σιδηροπλισμού. C r a m e r ' s Rule [Κανόνας Κράμερ] Μαθημ. Αν ένα γραμμικό σύστημα ΑΧ=Β ν χ ν έχει ορίζουσα διαφορετική από το μηδέν, |Α|#0, τότε κάθε άγνωστος του συστήματος υπολογίζεται μοναδικά ως xj = |Αί|/|Α], όπου |Aj| οι ορίζουσες που προκύπτουν από τον επαυξημένο πίνακα. C r a m p o n [Αρπάγη] Μηχ. Αγκιστροειδές χαλύβδινο ή σιδερένιο εργαλείο, σε σχήμα καμπυλωμένης προς τα έσω ψαλίδας με συλληπτήρια άκρα καταλήγοντας σε αιχμές και πίσω άκρα διαμορφωμένα κατάλληλα για πρόσδεση σε σύστημα εξάρτησης, που χρησιμοποιείται, κυρίως ως εξάρτημα των ανυψωτικών μηχανημάτων, για τη σύλληψη και μεταφορά αντικειμένων. C r a n e [Γερανός] Μηχ. Ανυψωτικό μηχάνημα διαφόρων τύπων, σταθερό ή κινητό (επί σιδηροτροχιών ή οχήματος) ή πλωτό (επί αυτοκινούμενης λέμβου ή ρυμουλκούμενης πλατφόρμας) για την ανύψωση και μεταφορά βαριών αντικειμένων. Αποτελείται από σταθερό κάθετο στέλεχος στερεωμένο ισχυρά επί κινητής ή ακίνητης βάσης και ισχυρότατο χαλύβδινο κεκλιμένο βραχίονα, με δυνατότητα καθοδικής ή ανοδικής και πλήρους περί τη βάση περιστροφικής κίνησης, στο άκρο του οποίου είναι προσαρμοσμένο σύστημα τροχαλιών με ισχυρό μέσο ανάρτησης και κατάλληλο τεχνικό σύστημα συγκράτησης του φορτίου (αρπάγη, γάντζος, μαγνήτης κ.λ.π.). C r a n e Characteristics [Χαρακτηριστικά γερανού] Μηχ. Τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά ενός γερανού που καθορίζουν την ισχύ λειτουργίας του δηλ. το μέγιστα επιτρεπόμενο φορτίο ανύψωσης και η μέγιστη ακτίνα δράσης του μετρούμενη από τη βάση του. C r a n e G r a b [Αρπάγη γερανού] Μηχ. Τεχνική κατασκευή, εν είδη μεγάλων χαλύβδινων σταγόνων ή κιβωτίων, προσαρμοσμένη στο κάτω άκρο του μέσου ανάρτησης που παραμένει κατά τη κάθοδο του βραχίονα του γερανού χαίνουσα και κατά την άνοδο ερμητικά κλειστή συγκρατο')ντας στο εσωτερικό της ποσότητα

- 385 του προς μεταφορά φορτίου. C r a n e Hoist [Ανυψωτήρας γερανού] Μηχ. Το κυρίως σύστημα ανύψωσης γερανού αποτελούμενο από διάταςη τροχαλιών και ισχυρό μέσο ανάρτησης (συρματόσχοινο, αλυσίδα κ.λ.π.) με, προσαρμοσμένου στο άκρο του, κατάλληλου τεχνικού μέσου συγκράτησης και κάθετης ανάρτησης του προς μεταφορά φορτίου. Crane Hook [Αγκιστρο ή γάντζος γερανού] Μηχ. Τσχυρό χαλύβδινο άγκιστρο προσαρμοσμένο στο κάτω άκρο του μέσου ανάρτησης για την ασφαλή συλλογή, συγκράτηση και μεταφορά αντικειμένου από γερανό. C r a n e M a g n e t [Μαγνήτης γερανού] Μηχ. Ισχυρότατος ηλεκτρομαγνήτης που προσαρμόζεται στην άκρη του μέσου ανάρτησης του γερανού για τη συγκράτηση και μεταφορά σιδηρών αντικειμένων. C r a n e Ship [Γερανοφόρο πλοίο] Νανπηγ. Πλωτή κατασκευή, με δυνατότητα πλεύσης με ίδια μέσα, που φέρει εγκατεστημένο επί αυτής σύστημα γερανού για την ευχερή μετακίνηση του κατά τις φορτοεκφορτώσεις βαριών αντικειμένων σε λιμένεςC r a n k [Στρόφαλος] Μηχ. Μηχανική διάταξη για την μετάδοση περιστροφικής κίνησης, αποτελούμενη από στέλεχος του οποίου το ένα άκρο προσαρμόζεται κάθετα επί άξονα και το άλλο καταλήγει σε κυλινδρική προεξοχή παράλληλη προς τον άξονα. C r a n k Case [Θήκη στροφάλου] Μηχ. Μεταλλικό περίβλήμα που περικλείει τον στροφαλοφόρο άξονα και τα μετ' αυτού εξαρτήματα μιας μηχανής. C r a n k Pin [Πείρος στροφάλου] Μηχ. Βραχεία κυλινδρική και παράλληλη προς τον άξονα προεξοχή, στο αντίθετο προς τη σύνδεση του άξονα άκρο ενός στροφάλου, που χρησιμεύει για τη σύνδεση μέσω διωστήρα του παλινδρομικού τμήματος μιας μηχανής. C r a n k S h a f t [Στροφαλοφόρος άξονας] Μηχ. Ο κύριος κινητήριος άξονας ο οποίος στρέφει ή στρέφεται από έναν ή περισσότερους στροφάλους (στη περίπτωση πολυκύλινδρων μηχανών), οι οποίοι είναι κάθετα προσαρττπιένοι επί αυτού, κατά κανόνα. C r a t e r [Κρατήρας] Αστμον. Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ουράνιο ημισφαίριο. Η καλύτερη εποχή για την παρατήρηση του Κρατήρα είναι η άνοιξη. Crater* [Κρατήρας] Γεωλ. Ανοιγμα ποικίλων διαστάσεων (διαμέτρου μέχρι και μερικών χιλιάδων μέτρων), μορφών και θέσης (κεντρικό ή πλευρικό στο κώνο) στο καταληκτικό σημείο του πόρου ηφαιστείου, από το οποίο εκβάλλονται η λάβα και τα αέρια από το εσωτερικό της Γης. C r a t e r Arc [Τόξο κρατήρων] Αστμον. Σχηματισμός στην επιφάνεια της Σελήνης που αποτελείται από γειτονικούς κρατήρες οι οποίοι διαγράφουν ένα τόξο. C r a t e r Chain [Αλυσίδα κρατήρων] Αστμον. Σχηματίσμύς στην επιφάνεια της Σελήνης που αποτελείται από γειτονικούς κρατήρες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε μια νοητή ευθεία γραμμή. C r a t e r Lake [Κρατήρας - λίμνη] Γεωλ. Κρατήρας ο οποίος, μετά τη λήξη της ηφαιστειακής δράσης, μεταβάλλεται σε λίμνη από τη συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων π.χ. των ηφαιστείων Αβέρνο και Νέμι στην Ιταλία. C r a t e r Pit [Αάκκος κρατήρα] Αστμον. Κοιλότητα στην επιφάνεια της Σελήνης η οποία έχει μικρό βάθος σε σχέση με τους άλλους σεληνιακούς κρατήρες ενώ δεν υψώνεται καθόλου επιφανειακά. Craton [Κρατονική περιοχή] Γεωλ. Μεγάλο τμήμα του

Creosote

ηπειρωτικού φλοιού της Γης που σχηματίζεται από ασπίδες και πλατφόρμες και του οποίου οι μάζες, παλαιότατα τεμάχια του φλοιού, παρουσιάζονται στατικές και ανένδοτες χωρίς ιδιαίτερη παραμόρφωση στη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου. C r a w l e r [Ερπυστριοφόρο] Μηχ. Κάθε όχημα (γερανός, εκσκαφέας, γεωργική μηχανή κ.λ.π.) του οποίου οι τροχοί περιστρέφονται επί της εσωτερικής επιφάνειας ατέρμονας ταινίας (από καουτσούκ, μέταλλο κ.λ.π.), που φέρει σύστημα οδοντωτών τροχών και εξωτερική κάλυψη από σύνολο μεταλλικών πλακών, για τη διευκόλυνση της κίνησης του επί ανώμαλων εδαφών. Crazing [Ραγισμάτωση] Υλικ. Η ανάπτυξη δικτύου λεπτότατων χαραγών στο επιφανειακό στρώμα ενός κεραμικού, μεταλλικού ή πλαστικού υλικού, C r c a n c T r u c k [Γερανοφόρο όχημα] Μηχ. Κινητός γερανύς, που συνήθως φέρει βραχίονα με δυνατότητα επέκτασης, επί αυτοκινούμενου οχήματος, Creatine [Κρεατίνη] Βιοχημ. Αζωτούχα οργανική ένωση του τύπου C4II9O2N3. που βρίσκεται ενωμένη με φωσφορικό οξύ κυρίως στο μυϊκό ιστό των σπονδυλωτών. Είναι κρυσταλλική, διαλυτή στο νερό ουσία με ασθενείς βασικές ιδιότητες. Παρασκευάζεται και συνθετικά με επίδραση κυαναμιδίου επί σαρκοσίνης. Creatinine [Κρεατινίνη] Βιοχημ. Αζωτούχα οργανική ένωση του τύπου C 4 H 7 ON 3 , ο ανυδρίτης, με απόσπαση ενός μορίου ύδατος, της κρεατίνης. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό και συναντάται στο αίμα, στα ούρα, στους μυς και σε ορισμένα φυτά. Creep 1 [Ερπυσμός] Γεωλ. Ιδιαίτερα αργή, βαθμιαία ολίσθηση του επιφανειακού τμήματος κεκλιμένου εδάφους και των σωματιδίων λίθων, χωρίς το σχηματισμό επιφανειών ολίσθησης και με περιορισμένες ή ανύπαρκτες αποκολλήσεις πετρωμάτων και σχηματισμό ρωγμών, υπό την επίδραση της βαρύτητας, Creep 2 [Ερπυσμός] Πολ. Μηχ. Ονομάζεται η τάση που έχει ένα υλικό, στο οποίο εφαρμόζεται μία σταθερή εντατική κατάσταση, να αυξάνεται στην διάρκεια του χρόνου η παραμόρφωσή του. II παραμόρφωση από τα ερπυστικά φαινόμενα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη στους υπολογισμούς, ειδικά στις κατασκευές από προεντεταμένο σκυρόδεμα. Επίσης το φαινόμενο του ερπυσμού παρατηρείται σε μεγάλη κλίμακα, στις εδαφικές στρώσεις όπου κινούνται αργά αλλά σταθερά η μία σε σχέση με την άλλη υπό σταθερή πάντα φόρτιση, Creep 3 [Ποταμάκι] Υδμολ. Μικρός ποτάμι ή ρεύμα από υδάτινα νάματα συχνά διαλείπουσας ροής. Creep 4 [Ερπυσμός] Μηχ. Το χαρακτηριστικό της αύξησης της παραμόρφωσης που προκύπτει σε ένα σώμα μέσα στο χρόνο εφόσον το σώμα υπόκειται σε μια καταπόνηση η οποία παραμένει σταθερή μέσα στο χρόνο. Creep Modulus [Μέτρο Ερπυσμού] Μηχ. Για ένα ιξωδοελαστικό υλικό, εκφράζει την παραμόρφωση με το χρόνο, υπό την επίδραση σταθερής δύναμης εφελκυσμού. Creeping Flow [Ερπυστική ροή] Μηχ.Ρειχττ. Πρόκειται για την μετακίνηση κάποιου υλικού, το οποίο βρίσκεται σε μία φυσική κατάσταση ενδιάμεση της στερεάς και της υγρής, με ταχύτητες πολύ μικρές συνεπεία του φαινομένου του ερπυσμού. Creosote [Κρεοζώτο ή σωσίκρεας] Υλικ. 1. Κιτρινωπό ή πρασινόφαιο παχύρρευστο υγρό, μίγμα αρωματικών ενώσεων (υδρογονανθράκων, φαινολών, κρεοζολών κ. λ.π.) που λαμβάνεται ως κλάσμα, σε θερμοκρασίες από 200 έως 280° C, της ξηρής απόσταξης των ορυκτών

Crepe P a p e r

- 386-

ανθράκων. Χρησιμοποιείται ως συντηρητικό ξύλου και ζιζανιοκτόνο. 2. Αχροο ή κιτρινωπό παχύρρευστο υγρό, καυστικής γεύσης και ισχυρής οσμής, ελάχιστα διαλυτό στο νερό αλλά διαλυτό στην αλκοόλη και τον αιθέρα, που λαμβάνεται κατά τη ξηρή απόσταξη των ξύλων. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Crepe P a p e r [Χαρτί κυματοειδές ή κρεπ] Υλικ. Είδος ελαφρού και μη ανθεκτικού πτυχωτού με ακανόνιστες αυλακώσεις χαρτιού σε ποικιλία χρωμάτων που χρησιμοποιείται στη συσκευασία και τη διακόσμηση. Crepe Ring [Δακτύλαος κρεπ] Αστρον. Ο τρίτος κύριος δακτύλιος, ο C του Κρόνου, στη συνέχεια του δακτυλίου Β προς το εσωτερικό. Είναι στο σύνολ.ο του διαφανής με χρώμα υπόλευκο και έχει πάχος περίπου 17.000 χλμ. Crescent Phase [Φάση ημισελήνου] Αστρον. Το σχήμα που παρουσιάζει ο δίσκος του ορατού από τη Γη η μισφαιρίου της Σελήνης ή εσωτερικού πλανήτη κατά τη φάση του ΙΙρώτου Τετάρτου και του Τελευταίου Τετάρτου, οπότε ο κύκλος φωτισμού είναι ευθεία γραμμή διαχωρίζοντας τον σε δύο ήμισυ, ένα φωτεινό κι ένα σκοτεινό. Cresol Red [Ερυθρό της Κρεσόλης] Χημ. Είναι η ακρεσο/ο-σουλ.φοναφθαλεΐνη, που χρησιμοποιείται ως δείκτης, σε τιμές ρΗ από 0,2 έως 1,8. Στην περιοχή αυτή, το χρώμα της μεταβάλλεται από ερυθρό σε κίτρινο. Cresols [Κρεσόλες] Opy. Χημ. Ονομάζονται οι ισομερείς μεθυλο-φαινόλες, με γενικό τύπο Ό6Π5-ΌΠ. Πρόκειται για δραστικές ενώσεις, που χρησιμοποιούνται ως αντισηπτικά μόνες τους ή σε συνδυασμό με σαπωνούχα διαλνύματα. Αποτελούν επίσης πρώτες ύλες για πλαστικά, χρώματα και εκρηκτικά. Crest [Στέψη] Τεχνολ. Σε ένα τεχνικό έργο η κορυφή του τεχνικού που αποτελεί το ανώτερο επίπεδο της κατασκευής. Crest F a c t o r [Παράγοντας Πλάτους] Φνσ. Πρόκειται για το λόγο του πλάτους ενός περιοδικά μεταβαλλόμενου μεγέθους προς την ενεργή τιμή του. Αν για παράδείγμα έχουμε μια ημιτονοειδή τάση, ο λόγος ισούται με: Va/Vrms=>/2. Crest G a t e [Θύρα υπερχείλισης] Υδμολ. Είναι μία πύλη εξόδου του νερού, η οποία βρίσκεται στο ανώτερο σημείο του υπερχελιστή ενός φράγματος, και με τον σχετικό μηχανισμό ανοίγει και κλείνει με στόχο την σταθεροποίηση ή την μείωση της στάθμης του νερού της τεχνητής λίμνης του φράγματος. Crest Length [Απόσταση Κορυφών] Ωκεαν. Ορισμός του μήκος κύματος ενός θαλόσσιου κύματος σύμφωνα με τον οποίο, αυτό ισούται με την απόσταση δύο διαδοχικών κορυφών του. Αναφέρεται και ως Crest Icngth. Crest- Value [Υψος Κορυφής] Φνσ. Το ύψος μίας κορυφής ενός κύματος, όπως αυτό μετριέται υπολογίζοντας από το μισό της κατακόρυφης απόστασης μίας κορυφής από μία κοιλάα του κύματος. Crest Voltometer [Βολτόμετρο Μέτρησης Πλάτους Τάσης] Φυσ. Βολτόμετρο που μετρά τη μέγιστη τιμή της τάσης που διοχετεύεται στα άκρα του. Crest Width [Απόσταση Κορυφών] Ωκεαν. -> Crest Length Crestal Plane [Ραχιαίιο επίπεδο] Γεωλ. Επίπεδο που ορίζεται από τις γραμμές της ράχης διαδοχικών πτυχών. Crctaeious [Κρητιδική] Γεωλ. Η νεότερη από τις τρεις περιόδους του Μεσοζωικού αιώνα πριν από περίπου

135 εκατομ. και διάρκειας περίπου 70 εκατομ. χρόνια που υποδιαιρείται στη Παλαιοκρητιδική και τη Νεοκρητιδική υποπεριόδους. Χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση των θαλασσών, έντονες ορογενετικές κινήσεις, τις εκτεταμένες ασβεστολιθικές αποθέσεις, την εξαφάνιση των δεινοσαύρων και άλλων χαρακτηριστικών ζώων κ.λ.π. Crevasse [Ρωγμή] Γεωλ. Βαθιά ρωγμή ή χαραγματιά σε παγετώνα, είτε επιμήκης λόγω της διεύρυνσης του μετώπου του είτε εγκάρσια λόγω της αύξησης της κλίσης του. Crevice [Ρωγμή] Γεν. Ανοιγμα ή σχισμή πολύ μικρού εύρους σε επιφάνεια. Critical [Κρίσιμος ή οριακός] Φοσ. Χημ. 1. Όρος που χαρακτηρίζει ή σχετίζεται με κατάσταση ή συνθήκη που προκαλεί απότομη μεταβολή σε ιδιότητα, χαρακτηριστικύ μέγεθος ή στην εξέλιξη ενός φαινομένου, 2. Όρος που χαρακτηρίζει πυρηνικό αντιδραστήρα που διατηρεί αυτοσυντηρούμενη αλυσιδωτή αντίδραση σε επίπεδο λειτουργίας όπου η σταθερά αναπαραγωγής είναι ίση ή κατά προσέγγιση ίση με τη μονάδα, Critical Activity [Κρίσιμη εργασία] Πολ. Μηχ. Στην αλληλουχία των εργασιών για την κατασκευή ενός τεχνικού έργου, κρίσιμη εργασία ονομάζεται αυτή η οποία επηρεάζει άμεσα τον τελικό συνολικό χρόνο εκτέλεσης του έργου. Critical Angle [Κρίσιμη γωνία] Αρχ. Κάθε σκάλα ή ράμπα μίας κατοικίας ανάλογα με την χρήση της, πρέπει να έχει μία συγκεκριμένη τιμή της γωνίας κλίσης ώστε να είναι λειτουργική και να εξασφαλίζει το αίσθημα ασφαλείας των χρηστών της. Για τις σκάλος η τιμή αυτής της γωνίας είναι περί τις 50° μοίρες ενώ για τις ράμπες περί τις 20° μοίρες. Στις σκάλες η εφαπτομένη αυτής της γωνίας ισούται με τον λόγο του ύψους του σκαλοπατιού προς το πλνάτος του πατήματος του. Critical Angle 2 [Κρίσιμη Γωνία] Ηλεκτρομαγν. Ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μίας ραδιοφο>νικής ακτινοβολίας στην ιονόσφαιρα, για την οποία θα ανακλαστεί από αυτήν. Critical Angle Reiractometer | Διαθλοσίμετρο οριακής γωνίας] Οπτικ. Όργανο για τη μέτρηση του δείκτη διάθλασης η των υγρών με βάση τη μέτρηση της οριακής γωνίας θορ κατά τη σχέση η=1/ημθορ όπως π.χ. τα διαθλοσίμετρα Puli'rich και Abbe, Critical Anode Voltage [Κρίσιμη Τάση Ανόδου] IIλεκ. Πρόκειται για την ελάχιστη τάση που πρέπει να επικρατεί μεταξύ καθόδου και ανόδου, ώστε να συμβαίνει εκκένωση και να φωτοβολεί ένας σωλήνας εκκένωσης αίγλης αερίου. Critical Assembly [Κρίσιμη Διάταξη] Πυμ. Φυσ. Σύστη μα που αποτελείται από σχάσιμο υλικό και υλικό ελέγχου (απορροφητή νετρονίων), στο οποίο συμβαίνει ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση, με μικρή παραγόμενη ισχύ. Σε αυτή την κατάσταση, ένα από τα, κατά μέσο όρο, δυόμισι νετρόνια που παράγονται από μια σχάση προκαλεί μία καινούργια σχάση. Critical Coefficient [Κρίσιμος Συντελεστής] Χημ. Ορίζεται από το πηλίκο της κρίσιμης θερμοκρασίας προς την κρίσιμη πίεση ενός αερίου. Αποτελεί μέτρο του μοριακού όγκου. Είναι προσθετική ιδιότητα. Critical Compression Ratio [Κρίσιμος Αόγος Συμπίεσης] Μηχ. Ελάχιστος λόγος συμπίεσης ενός μίγματος καυσίμου - αέρα, όπου το καύσιμο αναφλέγεται. Critical Condensation T e m p e r a t u r e [Κρίσιμη Θερμοκρασία Συμπύκνωσης] Φυσ. Χημ. Χαρακτηριστική

- 387 θερμοκρασία συμπύκνωσης των ατμών ενός εξαχνωμένου στερεού πίσω στην στερεά κατάσταση. Critical Constant [Κρίσιμη Σταθερά] Φιχ7. Χημ. Για ένα αέριο, ορίζεται η χαρακτηριστική τιμή της θερμόκρασίας, της πίεσης ή του ειδικού όγκου, πέρα τις οποίες δεν είναι δυνατό να συμβεί μετατροπή του σε υγρή φάση. Critical Cooling Rate [Κρίσιμος Ρυθμός Ψύξης] Μεταλλ. Ελάχιστος ρυθμός ψύξης ενός μετάλλου, ώστε να μη δημιουργηθούν ανεπιθύμητες κρυσταλλικές φάσεις σε αυτό. Critical Coupling [Κρίσιμη Σύζευξη] Ηλεκ. Ελάχιστη σύζευξη δύο κυκλωμάτων, ώστε να υπάρχει ικανόποιητική μεταφορά ενέργειας από το ένα στο άλλο. Για παράδειγμα, η ελάχιστη σύζευξη συντονισμέ να) ν ραδιοφωνικών κυκλωμάτων για να μεταδοθεί το σήμα. Critical C u r r e n t [Κρίσιμο Ρεύμα] Φιχτ. Στερ. Κατ. Χαρακτηριστική τιμή του ρεύματος ενός υπεραγώγιμου υλικού, μέχρι την οποία, το υλικό διατηρεί τις ιδιότητές του, ενώ για μεγαλύτερες τιμές γίνεται συνηθισμένος αγωγός. Εξαρτάται από τη θερμοκρασία και από το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο. Critical C u r r e n t Density [Κρίσιμη Πυκνότητα Ρεύματος] Φυα. Χημ. Χαρακτηριστική πυκνότητα ρεύματος μιας ηλεκτρολυτικής αντίδρασης, πέραν της οποίας μεταβάλλονται τα χαρακτηριστικά της. Critical Density 1 [Κρίσιμη Πυκνότητα] Αστρον. Μέση πυκνότητα της μάζας στο σύμπαν, πέραν της οποίας θα σταματήσει η διαστολή του σύμπαντος και θα αρχίσει να συστολή. Αν η πυκνότητα είναι ίση ή μικρότερη από την κρίσιμη, το σύμπαν θα συνεχίσει να διαστέλλεται για πάντα. Critical Density 2 [Κρίσιμη Πυκνότητα] Φνσ. Πυκνότητα μίας ουσίας, όταν βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο μετάβασης από την υγρή στην αέρια φάση. Critical Density 3 [Κρίσιμη Πυκνότητα] Φυσ. Χημ. Πυκνότητα μιας ουσίας όταν η θερμοκρασία και πίεση της έχουν τις κρίσιμες τιμές. Critical Density 4 [Κρίσιμη Πυκνότητα] Γεωλ. Πυκνότητα ενός κορεσμένου κοκκα')δους υλικού, για μεγαλύτερες τιμές της οποίας αυξάνονται οι αντοχές του, ενώ για μικρότερες μειώνονται. Critical Density 5 [Κρίσιμη Πυκνότητα] Πολ. Μηχ. Πυκνότητα κυκλοφορίας ενός αυτοκινητοδρόμου, πέραν της οποίας αρχίζουν μποτιλιαρίσματα. Για την κρίσιμη πυκνότητα, το πλήθος των αυτοκινήτων είναι ίσο με την τυπική χωρητικότητα του δρόμου. Critical Equation [Εξίσωση Κρίσιμων Στοιχείων Λειτουργίας] Τεχνολ. Εξίσωση που ικανοποιούν τα χαρακτηριστικά λειτουργίας ενός αντιδραστήρα, όταν αυτός είναι σε κρίσιμη κατάσταση, όταν δηλαδή διατηρείται μια ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση. Critical E x p e r i m e n t [Πείραμα Κρίσιμης Λειτουργίας] Τεχνολ. Πειραματική επίτευξη κρίσιμης κατάστασης σε έναν αντιδραστήρα με σταδιακή προσθήκη σχάσιμου υλικού. Critical Exponents [Κρίσιμοι Εκθέτες] Φυσ. Αριθμοί που παρουσιάζονται σαν εκθέτες, σε εκφράσεις μεταβολής χαρακτηριστικών μεγεθών ενός συστήματος με τη θερμοκρασία, καθώς αυτό πλησιάζει στη μετατροπή φάσης. Για παράδειγμα, η μαγνήτιση σε σιδηρομαγνητικά υλικά, καθώς η θερμοκρασία πλησιάζει προς την κρίσιμη τιμή T c , μεταβάλλεται με τη σχέση: Μ(Τ)« (Tc-T)p, όπου β « 0.35 ± 0.02 ο κρίσιμος εκθέτης. Critical Field [Κρίσιμο Πεδίο] Φυσ. Σε μια λυχνία μά-

Critical P a t h Analysis

γνητρον, ορίζεται η ελάχιστη θεωρητική τιμή μαγνητικής επαγωγής που απαιτείται για την αποκοπή του ρεύματος. Critical Frequency 1 [Κρίσιμη Συχνότητα] Ηλεκτρομαγν. Χαρακτηριστική συχνότητα του πλάσματος της ιονόσφαιρας. Εάν ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα, συνήθως ραδιοφωνικών συχνοτήτων, έχει συχνότητα μικρότερη από αυτή και κατευθυνθεί κάθετα προς την ιονόσφαίρα, θα ανακλαστεί οπωσδήποτε από αυτήν. Σε αντίθετη περίπτωση, θα διεισδύσει σε αυτήν. IV αυτό το λόγο λέγεται και συχνότητα διείσδυσης. Critical Frequency 2 [Κρίσιμη Συχνότητα] Ηλεκ. Συχνότητα πέρα από την οποία μια ηλεκτρονική διάταξη προκαλεί ισχυρή εξασθένιση σε ένα σήμα. Ονομάζεται και συχνότητα αποκοπής. —> Cutoff Frequency Critical Frequency 3 [Κρίσιμη συχνότηταΐ Επικοιν. Η μέγιστη συχνότητα ανάκλασης ραδιοκυμάτα)ν στην ιονόσφαιρα. Critical Function [Κρίσιμη συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση η οποία χρησιμοποιείται στο λογισμό των μέταβολών για τη μελέτη της ισχύος συστήματος εξισώσεων. Critical Grid C u r r e n t [Κρίσιμο Ρεύμα Πλέγματος] Ηλεκ. Ένταση ρεύματος του πλέγματος, τη στιγμή που παρατηρείται ανοδικό ρεύμα σε σωλήνες αερίων, Critical Grid Voltage [Κρίσιμο Τάση Πλέγματος] Ηλεκ. Η τάση του πλέγματος, τη στιγμή που παρατηρείται ανοδικό ρεύμα σε σωλήνες αερίων. Λέγεται και firing point. Critical Humidity 1 [Κρίσιμη Υγρασία] Μεταλλ.. Η τιμή της περιεχόμενης στην ατμόσφαιρα υγρασία, πέραν της οποίας, η οξείδωση ενός μετάλλου γίνεται σημαντική. Critical Humidity" [Κρίσιμη Υγρασία] Χημ. Μηχ. Για έναν κρύσταλλο άλατος, ορίζεται η τιμή της υγρασίας του περιβάλλοντος χώρου, πέρα από την οποία, απορροφάται νερό από τον κρύσταλλο, ενώ σε μικρότερες τιμές της, παραμένει ξηρός και εξατμίζεται τυχόν υγρασία απορροφημένη από αυτόν. Critical Isotherm [Κρίσιμη Ισόθερμη] Φνσ. Καμπύλη μεταβολής της πίεσης ως συνάρτηση του όγκου ενός αερίου, σε διάγραμμα Ρ - V, με σταθερή θερμοκρασία ίση με την κρίσιμη τιμή. Critical Magnetic Field [Κρίσιμο Μαγνητικό Πεδίο] Φυα. Στερ. Κατ. Χαρακτηριστικό μαγνητικό πεδίο ενός υπεραγωγού, καθώς για μεγαλύτερο πεδίο ο υπεραγωγός γίνεται συνηθισμένος αγωγός. II τιμή του εξαρτάται από τη θερμοκρασία. Critical Magnetic Scattering [Κρίσιμο Μαγνητική Σκέδαση] Φυσ. Στερ. Κατ. Φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται ισχυρή σκέδαση νετρονίων, κινούμενων με μικρή ταχύτητα από το μαγνητικό πλέγμα ενός σιδηρομαγνητικού κρυστάλλου, κάτω αλλά κοντά στη θερμοκρασία Curie του κρυστάλλου. Critical Mass [Κρίσιμη Μάζα] Πυρ. Φυσ. Η ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού που είναι ικανή να διατηρήσει σταθερή μια αλυσιδωτή αντίδραση. Εξαρτάται από το υλικό αλλά και από το σχήμα του. Critical Moisture Content [Κρίσιμη Περιεχόμενη Υγρασία] Φυσ. Χημ. Σε μια διεργασία ξήρανσης, ορίζεται το μέσο περιεχόμενο υγρασίας, όταν τελειώνει το στάδιο κατά το οποίο, ο ρυθμός απομάκρυνσης νερού ανά μονάδα επιφάνειας είναι σταθερός, Critical Path Analysis [Ανάλυση του κρίσιμου δρύμου] Τεχνολ. Μέθοδος σχεδιασμού και ελεγχου του βέλτιστου τρόπου εκτέλεσης μιας σύνθετης διαδικασί-

Critical P h e n o m e n a

- 388 -

ας στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, κυρίως με βάση την ανάλυση με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή των εναλλακτικών δυνατοτήτων συνδυασμού των επί μέρους σταδίων. Critical P h e n o m e n a [Κρίσιμα Φαινόμενα] Φνσ. Χημ. Ιδιότητες των υλικών πλησίον των κρίσιμων σημείων τους. Για παράδειγμα, η μετάβαση από την υγρή στην αέρια φάση, κοντά στην κρίσιμη θερμοκρασία, που πραγματοποιείται μόνο σε μια πίεση και όχι σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες. Critical Point 1 [Κρίσιμο σημείο] Μαθημ. Σημείο στο οποίο μια συνάρτηση αλλάζει τη μονοτονία της. Για την εύρεσή του υπολογίζεται η παράγωγος της συνάρτησης και κάθε σημείο που τη μηδενίζει θεωρείται κρίσιμο. Critical Point [Κρίσιμο Σημείο] Φυσ. Χημ. Πρόκειται για το σημείο στο οποίο, η θερμοκρασία, η πίεση και ο όγκος μιας ουσίας έχουν κρίσιμες τιμές. Στο σημείο αυτό, η υγρή και η αέρια φάση βρίσκονται σε ισορροπία. Critical Potential 1 [Κρίσιμο δυναμικό] Ηλεκ. Οριακή τιμή τάσης πέρα από την οποία δημιουργείται ή μεταβάλλεται αισθητά η ένταση ενός ρεύματος, για παράδειγμα η τάση έναρξης εκκένωσης αίγλης κ.λ.π. Critical Potential 2 [Κρίσιμο Δυναμικό] Ατομ. Φυσ. Ενέργεια που χρειάζεται να λάβει ένα δεσμευμένο ηλεκτρόνιο ενός ατόμου, ώστε να κινηθεί από μία κατάσταση σε μια άλλη (δυναμικό συντονισμού) ή και να ιονιστεί (δυναμικό ιονισμού). Ισούται με την ενεργειακή διαφορά των δυο καταστάσεων μεταξύ των οποίων μεταβαίνει. Αναφέρεται ως δυναμικό, αν και είναι ενέργεια. Critical Reactor [Κρίσιμος Αντιδραστήρας] Τεχνολ. Αντιδραστήρας στον οποίο χρησιμοποιούνται κατάλληλες ποσότητες του σχάσιμου υλικού και του υλικού ελεγχου (απορροφητή νετρονίων), ώστε να βρίσκεται σε υποκρίσιμη ή κρίσιμη κατάσταση. Χρησιμοποιείται για μελέτη της κρίσιμης λειτουργίας των αντιδραστήρων. Critical Reynolds N u m b e r [Κρίσιμος Αριθμός Reynolds] Μηχ. Ρενστ. Πρόκειται για την τιμή του αριθμού Reynolds πέραν της οποίας η ροή από στρωτή γίνεται τυρβώδης. Critical Slope [Κρίσιμη κλίση] Εδαφομ. Εναποθέτοντας έναν όγκο χωματισμών δεδομένου ύψους χωρίς καμία εξωτερική στήριξη, το πρανές που θα δημιουργηθεί θα έχει μία συγκεκριμένη γωνία ως προς το οριζόντιο επίπεδο. Η μέγιστη αυτή γωνία, στην οποία θα ισορροπήσει το πρανές ορίζει την κρίσιμη κλάση του. Critical Solution T e m p e r a t u r e [Κρίσιμη Θερμοκρασία Διαλόματος] Χημ. Είναι η θερμοκρασία πάνω από την οποία, το σύστημα μη αναμίξιμων υγρών δε διαχωρίζεται σε δυο φάσεις. Critical Speed [Κρίσιμη ταχύτητα] Υδμολ. Το ανώτερο όριο της ταχύτητας ρευστού που απαιτείται για την ευστάθεια της στρωτής ροής, το οποίο όταν υπερβεί η ταχύτητα του ρευστού η ροή μεταπίπτει σε τυρβώδη. Η τιμή του εξαρτάται από το είδος του ρευστού καθώς και από τις διαστάσεις και το σχήμα του σώματος εντός ή περί του οποίου πραγματοποιείται η ροή. Critical State [Κρίσιμη Κατάσταση] Φυσ. Χημ. Κατάσταση μιας αέριας ουσίας, στην οποία συνυπάρχουν η υγρή και η αέρια φάση, καθώς η πυκνότητα της υγρής φάσης και των κορεσμένων ατμών είναι ίδια. Για το νερό αυτό συμβαίνει για κρίσιμη θερμοκρασία TCf =

647.25 Κ και Pcr = 217.72bar. Critical T e m p e r a t u r e [Κρίσιμη θερμοκρασία] Φνσ. Χημ. Χαρακτηριστική θερμοκρασία κάθε πραγματικού αερίου, στην οποία δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των κορεσμένων ατμών και της υγρής φάσης του. Κατά συνέπεια, για θερμοκρασίες μεγαλότερες από αυτήν, όσο και να συμπιεστεί το αέριο συμπεριφέρεται σαν ομογενές υλικό και δε μετατρέπεται σε υγρό. Για το νερό Tcr = 647.25 Κ. Critical Value [Κρίσιμη τιμή] Μαθημ. Η τιμή που λαμβάνει η συνάρτηση στο σημείο για το οποίο μηδενίζεται η παράγωγος της. Critical Vibration [Κρίσιμη Ταλάντωση] Μηχ. Ταλόντωση που προκαλεί σημαντικές βλάβες σε κατασκευές. Critical Voltage [Κρίσιμη Τάση] Ηλεκ. Μέγιστη θεωρητική τάση αποκοπής του ρεύματος ανόδου ενός ταλαντωτή τύπου μάγνητρον, υπό καθορισμένο μαγνητικό πεδίο. Critical Wavelength [Κρίσιμο Μήκος Κύματος] Επικοιν. Το μήκος κύματος του ηλεκτρομαγνητικού κύματος με συχνότητα την κρίσιμη συχνότητα, συχνότητα αποκοπής στην ιονόσφαιρα. —» Critical Frequency Critical Zone [Κρίσιμη ζώνη] Μηχ. Ρενστ. II περιοχή του αριθμού Reynolds σε μία ροή ρευστού, για την οποία η ροή είναι ασταθής, κατά την μετάβαση της από στρωτή σε τυρβώδη. Criticality [Κρίσιμη Κατάσταση Αντιδραστήρα] Φνσ. Κατάσταση πυρηνικού αντιδραστήρα, στην οποία η αλυσιδωτή αντίδραση διατηρείται χωρίς προσφορά εξωτερικής ενέργειας, καθώς από κάθε διάσπαση, κατά μέσο όρο ένα νετρόνιο προκαλεί μια καινούργια διάσπαση. C r o m a t i c Function [Συνάρτηση χρωματισμού] Μαθημ. Η πολ,υωνυμική συνάρτηση σύμφωνα με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των χρωμάτων που χρησιμοποιούνται κατά το χρωματισμό ενός γράφου. Crookes T u b e (Σωλ.ήνας του Crooke| Ηλεκ. Αερόκενος σωλήνας παραγωγής και μελέτης καθοδικών ακτίν(ον. Αποτελείται από μια θερμαινόμενη κάθοδο, στην οποία παράγονται ηλεκτρόνια (καθοδικές ακτίνες) και μια άνοδο, προς την οποία επιταχύνονται με την επίδραση κατάλληλης τάσης. Crooks Dark Space [Σκοτεινή περιοχή του Κρουκς] Η/ΣΚ. Μικρή σκοτεινή περιοχή κυμαινόμενων διαστάσεων στην εγγύτητα της καθόδου σε μία φωτεινή ηλεκτρική εκκένωση σε αέριο υπό χαμηλή πίεση. Crooks Glass [Υαλος Κρουκς] Οπτικ. Ειδική ύαλος που περιέχει δημήτριο και χρησιμοποιείται σε προστατευτικά γυαλιά λόγω της ιδιότητας της να προκαλεί υψηλή απορροφητικότητα της υπεριώδους ακτινοβολίας. Crooks Radiometer [Ραδιόμετρο του Κρουκς) Φυσ. Διάταξη αποτελούμενη από ένα σύνολο τεσσάρων κάθετων πτερυγίων, από ελαφρό μέταλλο και με εναλλάξ μαυρισμένη τη μία τους πλευρά, στερεωμένο πάνω σε. κάθετη περιστρεφόμενη άτρακτο μέσα σε μικρό αερόκενο γυάλινο δοχείο που, κατά την πρόσπτωση φωτεινής ή άλλης ακτινοβολίας, τίθεται σε περιστροφή με ταχύτητα ανάλογη με την ένταση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Croosbeam [Εγκάρσια δοκός] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε οριζόντιο φέρων στοιχείο μίας κατασκευής το οποίο είναι τοποθετημένο με προσανατολισμό ακριβίός αντίθετο ως προς την κύρια δι-

- 389 εύθυνση της ίδιας της κατασκευής. Cross Bedding [Διασταυρούμενη στρώση] Γεωλ. Τύπος διαστρωμάτωσης πετρωμάτων κατά την οποία εμφανίζονται, λόγω της επενέργειας ρευμάτων, εσωτερικά επίπεδα στρώσης υπό κλίση ως προς το επίπεδο της κύριας στρώσης ή μεταξύ ομάδων παράλληλων στρωμάτων. Cross C o r r e l a t o r [Σύγχρονος Φωρατής] Η/χκ. Είδος φωρατή στον οποίο, το εισερχόμενο σήμα πολλαπλασιάζεται με ένα σήμα ενός τοπικού ταλαντωτή και με τη χρήση ενός φίλτρου χαμηλής διέλευσης υπολογίζεται η συσχέτισή τους. Cross Coupling [Ενδοσύζευξη] Ηλεκτρον. Μη επιθυμητή σύνδεση δύο κυκλωμάτων (π.χ. λόγω διαρροής) με αποτέλεσμα τη μεταφορά ισχύος από το ένα στο άλλο. Cross C u r v e [Σταυρωτή καμπύλη] Μαθημ. Καμπύλη η οποία σχηματίζεται στο επίπεδο έχοντας χαρακτηριστικά σταυρωτό σχήμα. Η αλγεβρική παράσταση της καμπύλης είναι a 2 /x 2 +b 2 /y 2 =l. Cross Fault [Εγκάρσιο ρήγμα] Γεωλ. Ασυνέχεια σε επιφάνεια διάρρηξης πετρώματος συνοδευόμενης από μετακίνηση των εκατέρωθεν τεμαχίων με διεύθυνση κάθετη προς την κυρίαρχη διεύθυνση των γειτονικών στρωμάτων. Cross Joint [Διασταυρούμενη διακλάδωση] Γεωλ. Επίπεδη ασυνέχεια σε επιφάνεια διάρρηξης πυριγενούς πετρώματος κάθετη στη γράμμωση την οφειλόμενη στη ροή μαγματικού υλικού. Cross Link Density [Πυκνότητα Διασταυρώσεων] Χημ. Είναι ο βαθμός διασταυρώσεων και ορίζεται από το πλήθος των χημικών διασταυρώσεων σε ένα πολυμερές, ανά μονάδα όγκου. Cross Linking [Διασταύρωση Πλέγματος] Χημ. Ο σχηματισμός πλευρικών δεσμών μεταξύ διαφορετικών αλυσίδων, στο μόριο του πολομερούς. Οι διασταυρώσεις πλέγματος αυξάνουν την ακαμψία του μορίου. Cross Modulation [Ενδοδιαμόρφωση] Επικοιν. Είδος παρεμβολής κατά τη λήψη σήματος από ραδιοδέκτη που προκαλεί συνακρόαση λόγω της διαμόρφωσης του πλότους κανονικού σήματος από μη επιθυμητό σήμα διαφορετικής συχνότητας, οφειλόμενη στη μη γραμμικότητα του μέσου μετάδοσης των δύο φερόντων. Cross Multiplication [Σταυρωτός πολλαπλασιασμός] Μαθημ. Αν α/β και γ/δ δύο κλάσματα τότε αυτά πολλαπλασιάζονται σταυρωτά όταν το αποτέλεσμα του πολλαπλοσιασμού είναι αδ και γδ. Ο πολλαπλασιασμός αυτός χρησιμοποιείται για την απαλοιφή παρονομαστών στην επίλυση εξισο')σεων. Cross P r o d u c t [Σταυρωτό γινόμενο] Μαθημ. Κάθε ένα από τα γινόμενα που προκύπτουν από οποιαδήποτε ισότητα κλεισμάτων μετά την απαλοιφή παρονομαστών. Cross Section [Διατομή] Σχεδ. Η διατομή ενός μέλους μίας κατασκευής είναι το γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει από την τομή ενός επιπέδου με το μέλος αυτό, η οποία τομή γίνεται κάθετα στην μεγαλύτερη διάστασή του. Cross Section P e r Atom [Ενεργός Διατομή ανά Ατοuo] Χ\νρ. Φυσ. Ενεργός διατομή μίας πυρηνικής αντίδρασης ανά άτομο ενός στοιχείου. Ακόμα και αν το στοιχείο έχει περισσότερα από ένα ισότοπα και στην :.τίδραση μετέχει ένα από αυτά, η ενεργός διατομή αναφέρεται στη φυσική περιεκτικότητα του ατόμου σε κάθε ισότοπο.

Crosstalk Level

Cross Sectional Area [Εμβαδόν διατομής] Σχεδ. Είναι το εμβαδόν της επιφάνειας της διατομής ενός μέλους μίας κατασκευής. Συνήθως εκφράζεται σε μονάδες τετραγωνικίόν χιλιοστών για τις σιδηρές κατασκευές και τετραγωνικών εκατοστ(όν ή μέτρων για τα μέλη κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα. Crossband [Διασταυρωμένες μπάντες] Επικοιν. συνήθως έχουμε να κάνουμε με μηχανήματα ανάκλοσης δηλαδή ότι ακούγεται στη μιά συχνότητα ακούγεται και στην άλλη. C r o s s b a r [Συνδετήρια δοκός] Πολ. Μηχ. Στις μεταλλικές κατασκευές, από τις απλούστερες όπως ένα κιγκλίδωμα έως και τις πολυπλοκότερες, υπάρχουν οριζόντιες ράβδοι οι οποίες διασταυρώνουν τις κύριες φέρουσες τα φορτία κατακόρυφες ράβδους, και όντας συγκολλημένες ή βιδωμένες επάνω σε αυτές, προσδίδουν μία καλύτερη ακαμψία στην όλη κατασκευή και ευστάθεια στο χώρο. Αυτές οι συνδετήριες ράβδοι εκτός από οριζόντιες μπορεί να είναι και χιαστί, δηλοδή να διασταυρώνονται μεταξύ τους. Crosscurrent [Διασταυρούμενη Ροή] Μηχ.Ρευστ. Διάταξη στην οποία δυο ρεύματα τροφοδοτούνται σε διαφορετικά σημεία της διεργασίας και κινούνται έτσι, ώστε να διασταυρώνονται σε μια περιοχή. Crosscurrent Extraction [Εκχύλιση με διασταυρούμενη ροή] Χημ. Μηχ. Σχήμα διεργασίας εκχύλισης, όπου ο διαλύτης και το διάλυμα εισάγονται σε διαφορετικά στάδια και κινούμενα προς αντίθετες κατευθύνσεις, έρχονται σε επαφή. Crossed Lines [Διασταυρούμενες γραμμές] Επικοιν. Φαινόμενο σχηματισμού κροσσών συμβολής γνωστό και σαν Cross Over, που οδηγεί σε κύματα θορύβου. Crossed Prisms [Διασταυρούμενα πρίσματα] Οπτικ. Ζεύγος πρισμάτων Nicol τοποθετημένα κατά τρόπο ώστε η γωνία που σχηματίζουν οι κύριες τομές τους να ισούται με 90", οπότε κατά το νόμο του Malus η ένταση της αναδυόμενης ακτίνας είναι μηδενική με αποτέλεσμα να επέρχεται απόσβεση του φωτός. Crossing S y m m e t r y [Συμμετρία Συζυγούς Διαδικασίας] Υ\υμ. Φυσ. Είδος συμμετρίας στοιχειωδών σο)ματιδίων στην οποία, η πιθανότητα παραγωγής ενός σωματιδίου με συγκεκριμένη τετραορμή είναι η ίδια με την πιθανότητα καταστροφής του αντισωματίδιου του με αντίθετη τετραορμή. Ισχύει και το αντίστροφο. Crossover Frequency [Συχνότητα διασταύρωσης] Πλχκτρον. Η συχνότητα των παραγομένων σημάτων από κύκλωμα διασταύρωσης στην οποία αποδίδεται ίδια ηλεκτρική ισχύς σε κάθε μία από τις διαδοχικές ζώνες συχνοτήτων. Crossover Network [Δικτύωμα διασταύρωσης] Ηλε· κτμον. Κύκλαυμα φίλτρου για τη διαίρεση της ζώνης συχνοτήτων του σήματος σε δύο ή περισσότερες διαδοχικές ζώνες συχνοτήτων π.χ. σε σύστημα διπλού μεγαφώνου σε δύο κανάλια, το ένα μόνο χαμηλ,ών και άλλο μόνο υψηλαόν συχνοτήτων μικρότερων και μεγαλύτερων αντίστοιχα από τη συχνότητα διασταύρωσης. Crosstalk [Παραδιαφωνία] Επικοιν. Η (ανεπιθύμητη) μίξη των σημάτων 2 γραμμών εξαιτίας παράλληλης τοποθέτησης, όπου συνήθως ο ένας συνομιλητής ακούει τη διπλανή γραμμή. Crosstalk Coupling [Παραδιαφωνία σύζευξης] Επικοιν. Αν 2 γραμμές τοποθετηθούν δίπλο χωρίς μόνωση κατά την ταυτόχρονη μετάδοση σήματος συμβαίνει σύζευξη επαγωγική ή χωρητικότητας. Crosstalk Level [Επίπεδο παραδιαςκονίας] Επικοιν. Ο

Crotonaldehyde

- 390 -

θόρυβος εξαιτίας της παραδιαφωνίας (για μια γραμμή) μετρημένο σε dBm και με επίπεδο αναφοράς το 0. Crotonaldehyde [Κροτοναλδεΰδη] Οργ. Χημ. Είναι η 2-βουτενάλη, με χημικό τύπο CII 3 CH=CHCHO, μοριακό βάρος 70,09, σημείο ζέσεως 104-105 °C και σημείο τήξεως -74 "C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Crotonic Acid [Κροτονικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται το 2-βουτενοϊκό οξύ, CH 3 CH=CHCOOH. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 86,09, σημείο ζέσεως 185 °C και σημείο τήξεως 71,5 °C, διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση ρητινών και πλαστικοποιητών. Crout Reduction [Μείωση Crout] Μαθ. Βελτιστοποίηση της μεθόδου απαλοιφής Gauss για την εύρεση λύσης σε γραμμικά συστήματα μέσω μηχανικών υπολογιστικών εργαλείων. C r o w b a r [Αοστός] Μηχ. Στρογγυλή σιδερένια ή χαλύβδινη ράβδος, απολήγουσα σε αιχμές ή σφηνοειδούς σχήματος κατά το ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως μοχλός για τη μετακίνηση αντικειμένων μεγάλου βάρους ή για διανοίξεις (π.χ. οπών σε βραχώδη εδάφη και σε λνατομεία). C r o w n [Στεφάνη] Α ν . 1. Το υψηλότερο σημείο ή η περισσότερο εξέχουσα προεξοχή. Ειδικότερα, το υψηλότερο σημείο καμπύλης επιφάνειας ή κατασκευής (π.χ. ενός τόξου, κυρτού οδοστρώματος), η κορυφή όρους ή λ.όφου, το θολωτό άνω τμήμα κλιβάνου, το κορυφαίο τμήμα κατεργασμένου πολ.ύτιμου λίθου κ.λ.π. 2. Οτιδήποτε περιβάλλει κυκλοτερώς όπως το προεξέχον κράσπεδο γκρεμού, ο εξώτατος φωτεινός δακτύλιος κατά τις εκλείψεις κ.λ.π. Crown E t h e r [Αιθέρας στέμμα] Οργ. Χημ. Συνθετικός κυκλικός πολυαιθέρας με πολυμελείς οξυγονούχους δακτύλιους. Σχηματίζει με κατιόντα αλκαλιμετάλλων σταθερά σύμπλοκα, διαλ.υτά σε οργανικούς διαλύτες, Χρησιμοποιείται στην αναλ.υτική χημεία. Crown Glass [Στεφανύαλος] Υλικ. Τύπος καθαρής νατριοασβεστούχου υάλου μικρής διάθλασης που χρησιμοποιείται σε οπτικές εφαρμογές πχ. σε συστήματα φακών για τη διόρθωση του χρωματικού σφάλματος. C r o w n Post [Στεγοστάτης ή κορυμβόστυλος] Οικοδ. Κατακόρυφα εξαρτήματα του σκελετού της στέγης (ζευκτού) τα οποία συνδεόμενα στη γωνία των δύο κεκλιμένων τεμαχίων (αμειβόντων) στη κορυφή κατέρχονται και πραγματοποιούν την ένωση μετά του οριζοντίου τεμαχίου (ελκυστήρα). Crucible [Χωνευτήριο] Επιστ. Τεχν. Δοχείο σχήματος χοάνης ποικίλων διαστάσεων, κατασκευασμένο από πυρίμαχο υλικό (π.χ. άσβεστο, γραφίτη, άργυρο, πορσελάνη) ανάλογα με το σκοπό χρήσης του, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ή στα χημικά εργαστήρια για τη τήξη μετάλλων ή τη πύρωση διαφόρων ουσιών. C r u c i f o r m [Σταυροειδής] Επιστ. Τεχν. Όρος που αναφέρεται σε σχήμα ή διάταξη μορφής σταυρού. C r u c i f o r m Curve [Σταυροειδής καμπύλη] Μαθημ. Γεωμετρική καμπύλη σχήματος σταυρού με τέσσερις κλάδους που σχηματίζουν όμοιες ασύμπτωτες με δύο ζεύγη ευθειών κάθετα μεταξύ τους. C r u d e Desalting [Αφαλάτωση Αργού] Χημ. Μηχ. Διεργασία καθαρισμού του αργού πετρελαίου από υδατοδιαλυτές προσμίξεις, πριν από τη διαδικασία διύλισης. ^ C r u d e Oil [Αργό Πετρέλαιο] Χημ. Ορίζεται το πολ,υ-

σύνθετο μίγμα κυρίως υδρογονανθράκων, η σύσταση του οποίου ποικίλλει και εξαρτάται από την προέλευση. Περιέχονται κυρίως αλκάνια, κυκλοπεντανικά και κυκλοεξανικά παράγωγα, αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οξυγονούχες, αζωτούχες και θειούχες ενώσεις, καθώς επίσης ρητίνες και άσφαλτος, C r u d e Still [Στήλη Απόσταξης Αργού] Χημ. Μηχ. Είναι η στήλη στην οποία γίνεται η ατμοσφαιρική απόσταξη του αργού πετρελαίου, για τον αρχικό διαχωρισμό του σε κλάσματα. Cruise Control [Έλεγχος πορείας] Π)χ)ηγ. II μελέτη και σχεδίαση μίας πορείας με στόχο την βελτιστοποίηση της ως προς ένα συγκεκριμένο παράγοντα όπως η ταχύτητα, η οικονομία καυσίμων, το βεληνεκές και άλλα. Cruise Missile [Πύραυλος τύπου Κρουζ] Αερομηχ. Μη επανδρωμένο κατευθυνόμενο αεροπλάνο ή πύραυλος, που κινείται σε σταθερό μικρό υψόμετρο από την επιφάνεια της γης (τουλάχιστον 60m) με πολύ μεγάλο βεληνεκές έως και 2500 km. Cruiser [Καταδρομικό] Νανπηγ. Ενδιάμεση κατηγορία πολεμικών πλοίων διαφόρων τύπων και με πολλαπλές χρήσεις, μεταξύ των πλοίων μάχης και των ελαφρών πολεμικών σκαφών, με μέσο εκτόπισμα (μέχρι περίπου 11 χιλ. τόνους), ελαφρότερο οπλισμό και θωράκιση αλλά με σημαντική ταχύτητα. Cruising Radius [Ακτίνα καταδρομής] Πλοηγ. II μέγιστη απόσταση, από δεδομένο σημείο και υπό συγκεκριμένες συνθήκες, που μπορεί να καλύψει με πλήρη ταχύτητα ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος με επιστροφή στο σημείο αφετηρίας του χωρίς ανεφοδιασμό σε καύσιμα. Crush Breccia [Αατυποπαγές σύνθλιψης] Γεωλ. Αδρομερές κλαστικό πέτρωμα αποτελούμενο από γωνιώδη και πεπλατυσμένα θραύσματα, συνδεδεμένα δευτερογενώς σε κάποιο βαθμό με συνδετικό υλικό, που δημιουργούνται λνόγω πιέσεων κατά μήκος μιας επιφάνειας διάρρηξης κατά τη διάρκεια τεκτονικών κινήσεων. C r u s h e r [Θραυστήρας] Μηχ.μηχ. Μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο λίθων μεγάλων διαστάσεων σε μικρότερες διαστάσεις. C r u s h i n g Strength [Αντοχή σύνθλιψης] Μηχ. Η τιμή της έντασης στην οποία ένα στερεό σώμα, ανθιστάμενο στην εφαρμογή εξωγενών δυνάμεων στην επιφάνεια του που τείνουν να το συμπιέσουν, θραύεται, Crushing Test [Ελεγχος θραύσης] Μηχ. Έλεγχος που υποβάλλονται διάφορα υλικά (π.χ. λίθοι ασφαλτύστρώσης) με την εφαρμογή εξωγενών δυνάμεων μέσα σε κατάλληλες μηχανικές διατάξεις προκειμένου να εξακριβωθεί η αντοχή τους στη θραύση και η καταλληλότητα τους για τη συγκεκριμένη σκοπούμενη χρήση, A-Crusis [Αλφα του Σταυρού] Αστρον. Το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού του Σταυρού του Νότου με φαινόμενο αστρικό μέγεθος 2.8. B-Crusis [Βήτα του Σταυρού] Αστρον. Από τα λ.αμπρότερα άστρα του αστερισμού του Σταυρού του Νότου με φαινόμενο αστρικό μέγεθος 1.3. Crust 1 [Φλοιός ττις Γης] Γεωλ. Το εξωτερικό τμήμα της Γης, με πάχος έως και μερικά μίλια, που αποτελείται από στερεά υλικά. Ο διαχωρισμός του από το μανδύα γίνεται από μια χαρακτηριστική περιοχή ανάκλασης των κυμάτων που λέγεται ασυνέχεια Mohorovicic. Crust 2 [Κρούστα] Υδρολ. Το ανώτερο σκ/.ηρό στρώμα χιονιού, που συνήθως καλύπτει ένα μαλακότερο.

-391 -

Crust Motion [Κίνηση του Φλοιού της Γης] Γεωλ. Έτσι χαρακτηρίζεται η κίνηση των τεκτονικών πλακών της Γης. Crustal Plate [Πλάκες του Φλοιού της Γης] Γεωλ. Ονομάζονται και τεκτονικές πλάκες και ορίζονται ως τμήματα στα οποία χωρίζεται ο φλοιός της Γης. -> Tectonic Plate C r u x [Σταυρός] Αστρον. Ο Σταυρός του Νότου είναι αστερισμός του νότιου ουράνιου ημισφαίριου με χαρακτηριστικά σταυροειδές σχήμα. Το λαμπρότερο άστρο του έχει αστρικό μέγεθος 2.8. Cryoelectronics [Ηλεκτρονική Χαμηλών Θερμοκρασιών] Ηλεκ. Κλάδος της ηλεκτρονικής που ασχολείται με την εφαρμογή φαινομένων των χαμηλαον θερμοκρασιών, π.χ. υπεραγωγιμότητας σε ηλεκτρονικές διατάξεις, τις καλούμενες κρυοστατικές διατάξεις. Αναφέρεται και ως Cryotronics. Cryogenic C o n d u c t o r [Κρυοστατικός Αγωγός] Ηλεκ. Αναφέρεται και ως υπεραγωγός. Πρόκειται για αγώγιμο υλικό, το οποίο σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (Τ<70υΚ) παρουσιάζει απότομη μείωση και μηδενισμό της αντίστασής του. —»Superconductor Cryogenic Device [Κρυοστατική Διάταξη] Ηλεκ. Ηλεκτρονική διάταξη, ένα μέρος της οποίας διατηρείται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, ώστε να εμφανίζονται φαινόμενα υπεραγωγιμότητας σε αγωγούς της. Cryogenic Engineering [Κρυοστατική Μηχανική] Μηχ. Κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με εφαρμογές σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Μεταξύ άλλων με υλικά και τρόπους κατασκευών σε πολό χαμηλές θερμοκρασίες. Cryogcnic Fluid [Κρυοστατικό Ρευστό] Φυσ. Υγρό με πολύ χαμηλή θερμοκρασία βρασμού (σε ατμοσφαιρική πίεση). Για παράδειγμα, το υδρογόνο με θερμοκρασία βρασμού T b =20.4 Κ, ο αέρας με Tb=81 Κ, το άζωτο, το He κ.λ.π. Cryogenic Gyroscope [Κρυοστατικό Γυροσκόπιο] Φυσ. Γυροσκόπιο, το περιστρεφόμενο τμήμα του οποίου αποτελείται από υπεραγώγιμο υλικό, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Cryogenic Period [Περίοδος των Παγετώνων] Γεωλ. Γεωλογική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας, η μέση θερμοκρασία της Γης ήταν αρκετά χαμηλή ώστε, εκτός από τους πόλους σημαντικό τμήμα των ηπείρων της καλυπτόταν από παγετώνες. Cryogenic T e m p e r a t u r e [Κρυοστατική Θερμοκρασία] Φνσ. Πολ.ύ μικρή θερμοκρασία, κοντά στο απόλυτο μηδέν. Cryogenic T r a n s f o r m e r [Κρυοστατικός Μετασχηματιστής] Ηλεκ. Μετασχηματιστής που χρησιμοποιείται σε κρυοστατικές συσκευές, δηλαδή σε ηλεκτρονικές συσκευές που χρησιμοποιούν φαινόμενα των υλικών σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Cryogenics [Κρυοστατική] Φνσ. Πειραματικός κλάδος της φυσικής στον οποίο μελετώνται οι ιδιότητες των σωμάτων σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Cryolite [Κρυόλιθος] Ορυκτ. Ορυκτό άλας φθοριούχου νατρίου και αργιλίου. Συναντάται σε χιονόλευκους, με υαλεόδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος υπό μορφή φλεβοειδών μαζών. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9 έως 3. Χρησιμοποιείται ως συλλίπασμα στην εξαγωγή αργιλίου από βωξίτη, στη βιομηχανική παραγωγή αλάτων και στην κατασκευή υάλων και πορσελάνης. Cryology [Κρυολογία] Υδρολ. Ο κλάδος της υδρολογί-

Cryptography [

ας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των διαφόρων μορφών του πάγου. Cryomagnetic [Κρυομαγνητική] Φνσ. Τεχνική παραγωγής πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, με χρήση του φαινομένου της αδιαβατικής απομαγνήτισης. —» Adiabatic Demagnetization Cryophysics [Φυσική πολύ Χαμηλών Θερμοκρασιών] Φνσ. Κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τις ιδιότητες της ύλης σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, Cryoscope [Κρυοσκόπιο] Μηχ. Μηχανική διάταξη προσδιορισμού της θερμοκρασίας πήξης ενός υγρού. Cryoscopic Method [Κρυοσκοπική Μέθοδος] Χημ. -> Cryoscopy Cryoscopy [Κρυοσκοπία] Χημ. Είναι η μέθοδος προσδιορισμού της σχετικής μοριακής μάζας μιας ουσίας, με παρατήρηση της μείωσης του σημείου πήξης κατάλ.λ.ηλ.ου διαλύτη. Crvostat [Κρυοστάτης] Μηχ. Μηχανική διάταξη διατήρησης πολ.ύ χαμηλής θερμοκρασίας σε ένα χώρο μέτρησης των ιδιοτήτων ενός υλικού. Για την ψύξη του χώρου χρησιμοποιείται ρεύμα κορεσμένων ατμών υγρού αζώτου ή ήλιου ή άλλου υγρού, ανάλογα με την περιοχή των θερμοκρασιών μέτρησης. Ο χώρος μονώνεται θερμικά με διάκενα χωρίς αέρα και χρησιμοποιείται αντίσταση για την θέρμανσή του, ώστε να επιτυγχάνεται οιαδήποτε θερμοκρασία πάνω από το σημείο υγροποίησης του ψυκτικού μέσου, ενώ με γρήγορη άντληση επιτυγχάνονται θερμοκρασίες και κάτω από αυτό. C r y o t r o n [Κρυοστατικός διακόπτης] Ηλεκ. Διακόπτης που λειτουργεί όταν βρίσκεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ώστε το υλικό του να γίνεται υπεραγώγιμο. Cryotronics [Ηλεκτρονική Χαμηλών Θερμοκρασιών] ίίλεκ.-> Cryoelectronics Crvptoclastic [Κρυπτόκλ.αστικός] Γεωλ. Χαρακτηρίζονται πετρώματα αποτελούμενα από εξαιρετικά μικρά. μη ορατά μακροσκοπικά θραύσματα. Cryptocrystalline [Κρυπτόκρυσταλλικός] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται λεπτοκοκκώδες κρυσταλλικό υλακό πετρωμάτων και ορυκτών αποτελούμενο από μικροσκοπικούς κρυστάλλους μη ορατούς μακροσκοπικά. C r y p t o g r a p h i c Algorithm [Αλγόριθμος κρυπτογράφησηςί Επικοιν. Αλγόριθμος που χρησιμοποιείται για κρυπτογράφηση δεδομένων όπως ο DES, ο RSA και ο LZW. C r y p t o g r a p h i c Application P r o g r a m m i n g Interface [Διασύνδεση προγραμματισμού κρυπτογραφικών εφαρμογών] Επικοιν. Βιβλιοθήκη με ρουτίνες κρυπτογράφησης που συναντάμε στα Windows με το όνομα Crypto API. C r y p t o g r a p h i c Bitstrcam [Ρεύμα κρυπτογράφησης δυαδικών ψηφίων] Επικοιν. Συνήθως βάζουμε τον αλγόριθμο στην έξοδο ενός συστήματος ώστε σε πραγματικό χρόνο να παίρνουμε το νέο σήμα. Τα κλειδιά εδώ είναι σταθερά δηλαδή δεν χρησιμοποιούνται προηγούμενα βήματα. C r y p t o g r a p h i c Key [Κλειδί κρυπτογράφησης] Επικοιν. II φόρμουλα αντιστοίχησης των συμβόλων για την κρυπτογράφηση. C r y p t o g r a p h i c S t a n d a r d [Πρότυπο κρυπτογράφησηςί Επικοιν. Πρότυπο που στηρίζει την ασφαλή κρυπτογράφηση, δηλαδή όσο το δυνατόν ασφαλέστερη από τα καλύτερα μηχανήματα της εποχής. Πολύ γνωστό είναι το RSA, DES κτλ. C r y p t o g r a p h y [Κρυπτογραφία] Επικοιν. Μέθοδος α-

Cryptology

-392 -

ντικατάστασης γραπτού κείμενου με γράμματα, αριθμούς ή σύμβολα κατά συγκεκριμένο τρόπο ώστε να είναι κατανοητό μόνο από τους γνωρίζοντες τη κλείδα ή και το κώδικα της μεθόδου. Cryptology [Κρυπτολογία] Επικοιν. Ο επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη σύνθεση κρυπτόγραφικών μεθόδων και κωδικών για ειδικούς σκοπούς καθώς και την ανάλυση κρυπτογραφημάτων. Cryptovolcanism [Κρυπτοηφαιστειακή δραστηριύτητα] Γεωλ. Ηφαιστειακή δραστηριότητα που εκδήλωνεται κάτα) από την επιφάνεια της Γης χωρίς το φαινόμενο να γίνεται αντιληπτό στην επιφάνεια. Cryptozoic [Κρυπτοζωικός] Γεωλ. Ονομάζεται, σε αντίθεση με το Φανεροζωικό, το στάδιο της εξέλιξης της γεωλογικής ιστορίας της Γης που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα του Προκάμβριου (από περίπου 4600 έως 600 εκατομ. χρόνια πριν) για το οποίο ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για την ύπαρξη ή τη μορφή opγανικού κόσμου. Crystal Axis [Κρυσταλλικός Αξονας] Κρυστα/Α. Οιοσδήποτε άξονας συμμετρίας ενός κρυστάλλου που σχηματίζεται από δύο πλεγματικά σημεία του. Εκτός από τους κύριους άξονες αναφοράς a, b, c ενός κρυστάλλου χρησιμοποιούνται και άλλοι για να περιγράψουν τις ιδιότητες του. Crystal Base [Κρυσταλλική Βάση] ΚρυσταλΧ Ομάδα ατόμων η οποία βρίσκεται σε κάθε πλεγματικό σημείο ενός κρυστάλλου. Κάθε στοιχειώδης κυψελίδα του κρυστάλλου περιέχει μία βάση του. Crystal C a l i b r a t o r [Κρυσταλλικός Ταλαντωτής Α ναφοράς] Ηλεκ. Κρυσταλλικός ταλαντωτής, η συχνότητα ταλάντωσης του οποίου χρησιμοποιείται ως συχνότητα αναφοράς για τη σύγκριση και μέτρηση άλλων συχνότήτων. Crystal Chemistry [Κρυσταλλαχημεία] ΚρυαταλΧ Κλάδος της χημείας που ασχολείται με τη μελέτη της σύνθεσης και της κρυσταλλακής δομής στερεών υλικών. Crystal Class [Κρυσταλλικές Τάξεις] ΚρυσταλΧ. Κατηγορίες κρυσταλλικών δομών ανάλογα με τις συμμετρίες που έχουν. Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους δυνατούς συνδυασμούς συμμετριών αντιστροφής, κατοπτρισμού και περιστροφής ενός κρυστάλλαυ, προκύπτουν 32 τέτοιες κατηγορίες. Crystal Clock [Ρολάι Κρυσταλλακού Ταλαντωτή] Γεν. Μηχανισμός μέτρησης του χρόνου, που χρησιμοποιεί έναν πιεζοηλεκτρικό κρυσταλλικό ταλανταπή συζευγμένο με ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα για την καταγραφή των ταλαντώσεών του. Crystal Controlled Oscillator [Ηλεκτρικός κρυσταλ.λικύς ταλαντωτής] Η/.εκ. Ηλεκτρικός ταλανταιτής η συχνότητα του οποία ελεγχεται και προσαρμόζεται βάση της συχνότητας ενός κρυσταλλακού ταλαντωτή. Crystal Controlled T r a n s m i t t e r [Πομπός Κρυσταλλικού Ταλαντωτή] Ηλεκ. Πομπός ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ο οποίος, για την παραγωγή του φέροντος κύματος, χρησιμοποιεί κρυσταλλικό πιεζοηλεκτρικό ταλαντωτή. Crystal C o u n t e r [Κρυσταλλικός Ανιχνευτής] Τεχνολ. Πρόκειται για ανιχνευτή ακτινοβολίας που αποτελείται από ένα διηλεκτρικό πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλα σε επαφή με δύο ηλεκτρόδια και κατάλληλα κύκλωμα καταγραφής των διεγέρσεών του από την ακτινοβολία. Crystal Defect [Κρυσταλλική Ατέλεια] ΚρυσταλΧ Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε απόκλιση από την τέλεια περιοδι-

κή δομή του πλέγματος ενός κρυστάλλου. Για παράδείγμα τα πλεγματικά κενά, οι προσμίξεις ξένων ατόμων, οι εξαρθρο')σεις κ.λ.π. Crystal Detector [Κρυσταλλικός φωρατής] Η/χκτρον. Τύπος φωρατή που χρησιμοποιείται σε απλούς ραδιοδέκτες αποτελούμενος από ημιαγωγό κρύσταλλα σε επαφή με λεπτό μεταλλικό σύρμα ως ανορθωτικό στοιχείο του σήματος διαμορφωμένης συχνότητας. Crystal Diffraction [Κρυσταλλακή Περίθλαση] Φυσ. Σταρ. Κατ. Φαινόμενο επιλεκτικής ανάκλασης (για ορισμένες γωνίες) μίας δέσμης ακτινοβολίας Χ ή νετρονίων ή ηλεκτρονίων από ένα κρύσταλλο, που οφείλεται στα χαρακτηριστικά της περιοδικής δομής του. Το μήκος κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας πρέπει να είναι της τάξης των πλεγματικών αποστάσε(ον. —> Bragg Scattering, Bragg Law Crystal Diffraction Spectrometer [Περιθλασόμετρο] Μηχ. Όργανο μελετης της περίθλασης ακτινοβολιών από ένα κρύσταλλα. -» Bragg Spectrometer Crystal Diode [Κρυσταλλαδίοδος] Ηλεκ. Διάταξη που αποτελείται από δύο συγκρυσταλλωμένα τμήματα ημιαγωγών τύπου ρ και n και έχει την ιδιότητα να άγει μόνο μίας φοράς ηλεκτρικό ρεύμα. —> Semiconductor Diode Crystal Dynamics [Δυναμική κρυστάλλων] Φυα. Στερ. Κατ. Lattice Dynamics Crystal Field Theory [Θεωρία Κρυσταλλακού Πεδίου] Φυσ. Στερ. Κατ. Θεωρία εξήγησης των μεταβολών των ενεργειακών επιπέδων ενός κεντρικού μεταλλικού ιόντος από τα γειτονικά του άτομα. Τα φορτία των γειτονικών ατόμων παράγουν ένα ηλεκτρικό πεδίο, σύμφωνα με τη σχετική γεωμετρία τους, σαν το πεδίο στο εσωτερικό ενός κρυστάλλου. Συνήθως άρεται ο εκφυλισμός των καταστάσεων του κεντρικού ατόμου. Crystal G r o w t h [Ανάπτυξη κρυστάλλων] Κρνστα/Χ Διαδικασία ανάπτυξης κρυστάλλων κατά την οποία τα ιόντα - μόρια μιας ουσίας διαχέονται προς την επιφάνεια του κρυστάλλαυ όπου και συσσωματώνονται σε κατάλληλες θέσεις, Crystal Habit [Όψη κρυστάλλαυ] Κρύσταλλα Η ιδιαίτερη εξωτερική μορφή ενός κρυστάλλαυ που αποτελεί συνάρτηση του σχήματος και των αμοιβαίων σχέσεων των κρυσταλλικών εδρών του. Crystal H y d r o p h o n e [Κρυστάλλινο υδρόφωνο] Ακουστ. Είδος μικρόφωνου από κρύσταλλο (πιεζοηλεκτρικό) με μεγάλη ευαισθησία για την σύλληψη υποβρυχίων ηχητικών κυμάτων, Crystal Laser [Λέιζερ Κρυστάλλαυ] Οπτικ. Λέιζερ που χρησιμοποιεί τα ενεργειακά επίπεδα μίας κρύσταλλακής ουσίας, π.χ. του ρουμπινιού ή κρυστάλλων νεοδημίου, για την παραγωγή της ακτινοβολίας, Crystal Lattice [Κρυσταλλικό Πλέγμα] ΚρυαταλΧ Έτσι καλείται ένα σύνολα από ισοδύναμα μεταξύ τους σημεία (πλεγματικά σημεία) που προκύπτουν από ολους τους γραμμικούς συνδυασμούς τριών ανεξάρτητων διανυσμάτων a, b, c. Ισχύει: r = ixa+j*b+k*c όπου r διάνυσμα με τέλος το κάθε σημείο και i, j, k, ακέραιοι αριθμοί. Το κρυσταλλικό πλέγμα χαρακτηρίζεται από συμμετρία χωρικών μεταθέσεων καθώς και από άλλες συμμετρίες σημείου, π.χ. περιστροφές. Το πλέγμα μαζί με τη βάση δημιουργούν τον κρύσταλλα ενός υλικού, Crystal Loudspeaker [Κρυσταλλικό Μεγάφωνο] Ακουστ. Είδος μεγαφώνου, όπου χρησιμοποιείται ένας πιεζοηλεκτρικός κρύσταλλος, στα άκρα του οποίου εφαρμόζεται τάση. Σαν αποτέλεσμα της τάσης αυτής,

-393 -

προκαλείται αντίστοιχη ταλάντωση του διαφράγματος του μεγαφώνου. Αναφέρεται και ως Piczoclcctric Loudspeaker. Crystal Melting Point [Τήξη Κρυστάλλου] Χημ. Μετατροπή φάσης ενός στερεού από κρυσταλλική σε υγρή κατάσταση. Crystal M i c r o p h o n e [Κρυσταλλικό Μικρόφωνο] Ακουστ. Είδος μικροφώνου, στο οποίο οι κινήσεις του διαφράγματος χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν ταλόντωση σε έναν πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο. Οι ταλαντώσεις του κρυστάλλου παράγουν τάση στα άκρα του, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και καταγραφή του ήχου. Αναφέρεται και ως Piezoelectric Microphone. Crystal Mixer [Κρυσταλλικός Μεικτής] Ηλεκ. Κρυσταλλικός μείκτης συχνοτήτων, συνήθως μια κρυσταλλοδίοδος από ημιαγώγιμο υλικό, τα μη γραμμικά χαρακτηριστικά της οποίας χρησιμοποιούνται για τη μίξη δύο σημάτων. Crystal M o m e n t u m [Κρυσταλλική Ορμή] Φυσ. Στερ. Κατ. Ψευδοορμή ενός φωνονίου (στοιχειώδης κρυσταλλική ταλάντωση) που ισούται με το γινόμενο της σταθερά του Planck: h και του κυματαριθμού του φωνονίου: κ. Ισχύει: p=h>
Crystalline Rock

και μάζας, ώστε να ταλαντώνεται με συγκεκριμένη συχνότητα. Χρησιμοποιείται σε κυκλώματα ηλεκτρικών ταλαντωτών για τον καθορισμό της συχνότητάς τους. Crystal Set [Κρυσταλλικό σετ] Ηλεκτρον. Απλός τύπος ραδιοδέκτη που περιορίζεται στη χρήση κρυσταλλικού φωρατή για την ανόρθωση του διαμορφωμένου σήματος. Crystal Spectrometer [ΠεριΟλασόμετρο Ακτίνων Χ] Κμυσταλλ.. Διάταξη παραγωγής ακτίνων Χ και μελέτης της περίθλασής τους από κρυσταλλικά υλικά, με σκοπό την εύρεση της κρυσταλλικής δομής τους. Bragg Spectrometer Crystal Stabilized T r a n s m i t t e r [Πομπός Κρυσταλλικού Ταλαντωτή] Ηλεκ. Πομπός εναλλασσόμενης τάσης - ρεύματος, ο οποίος, για τον καθορισμό της συχνύτητας εκπομπής του, χρησιμοποιεί κρυσταλλικό ταλοντωτή, π.χ. πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο, Crystal S t r u c t u r e [Κρυσταλλική Δομή] Κμυσταλλ. Τρόπος διάταξης των ατόμων ή ιόντων ενός κρυσταλλικού στερεού στο χώρο που καταλειμβάνει. Crystal Symmetry [Κρυσταλλική Συμμετρία] Κρυσταλί. Μετασχηματισμοί που αφήνουν αναλλοίωτη την κρυσταλλική δομή ενός στερεού. Χωρίζονται σε μεταφορικές συμμετρίες, λόγω της περιοδικής δομής του κρυστάλλου και συμμετρίες σημείου, όπως αντιστροφές χώρου, ανακλάσεις ως προς επίπεδα, περιστροφές ως προς άξονες διερχόμενους από πλεγματικά σημεία κ.λ.π. Όλες οι συμμετρίες συγκροτούν την ομάδα συμμετριών χώρου του κρυστάλλου (Space Group). Crystal System [Κρυσταλλικό Σύστημα] Κρυστώλ. Κατάταξη των κρυσταλλικών πλεγμάτων των στερεών, ανάλογα με τη μορφή της θεμελιώδους κυψελίδας τους. Χωρίζονται σε επτά κατηγορίες - συστήματα: κυβικό, τετραγωνικό, τριγωνικό, εξαγωνικό, ορθορομβικό, μονοκλινές, Crystal T r a n s d u c e r [Κρυσταλλικός Μεταλλάκτης] Ηλεκ. Μετατροπέας μίας μορφής ενέργειας σε μια άλλη, π.χ. ηχητική σε ηλεκτρική, χρησιμοποιώντας ως ανιχνευτή έναν πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο. Για παράδείγμα το κρυσταλλακό μικρόφωνο. —» Crystal Microphone Crystal Triode [Κρυσταλλοτρίοδος] Ηλχκ. Αρχική ονομασία του τρανζίστορ, Crystalline Anisotropy [Κρυσταλλική Ανισοτροπία] Φυσ. Στερ. Κατ. Ανισοτροπία ενός κρυστάλλου δηλαδή εμφάνιση διαφορετικών ιδιοτήτων ανάλογα με την κρυσταλλική διεύθυνση του κρυστάλλου. Π.χ. η αγωγιμότητα ή η διηλεκτρική σταθερά ή η μαγνητική επιδεκτικότητα κ.λ.π. Crystalline Field [Κρυσταλλικό Πεδίο] Φυσ. Στερ. Κατ. Πρόκειται για το εσωτερικό ηλεκτρικό πεδίο που επικρατεί σε κάθε πλεγματικό σημείο ενός κρυστάλλου. Προκαλείται από τα φορτία των γύρω ιόντων ατόμων και εξαρτάται από τις συμμετρίες του κάθε σημείου. Crystalline Laser [Αέιζερ Κρυστάλλων] Οπτικ. Πρόκείται για λειζερ που χρησιμοποιεί, για την παραγωγή της ακτινοβολίας, τα ενεργειακά επίπεδα ένα κρυστάλλου ρουμπινιού, νοεδημίου ή άλλου υλικού. Crystalline Polymer [Κρυσταλλικό Πολυμερές] Opy. Χημ. Χαρακτηρίζει το πολομερές, στο μόριο του οποίου υπάρχει τάξη στις τρεις διαστάσεις και σε επίπεδο ατόμων. Crystalline Rock [Κρυσταλλικό πέτρωμα] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται το πυριγενές και μεταμορφωμένο πέτρω-

Crystaliinity

-394-

μα ως πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από κρυστάλλους ορυκτολογικών συστατικών. Crystaliinity [Κρυσταλλικότητα] Χημ. Ιδιότητα μιας ένωσης, στην οποία άτομα ή μόρια μπορούν να τοποθετούνται κανονικά στο χώρο και τα κέντρα βάρους αυτών να καταλαμβάνουν πλευρές κάποιου κρυσταλλικού πλέγματος. Crystallite [Κρυσταλλίτης] Γεωλ. Μικροσκοπικός, μη πλήρως διαμορφωμένος ορυκτολογικά, κρύσταλλος των υαλωδών μαγματικών πετρωμάτων που αποτελεί μορφή αρχικού σταδίου στη διαδικασία κρυστάλλωσης του υλικού. Crystallization [Κρυσταλλοποίηση] ΚρυσταλΧ Διεργασία την οποία υφίσταται ένα διάλυμα ή τήγμα ουσιών, με αποτέλεσμα το σχηματισμό και την ανάπτυξη κρυστάλλων. Crystallization Of Polymers [Κρυστάλλωση Πολυμερών] Χημ. Ηίναι η διαδικασία αύξησης ή ανάπτυξης της κρυσταλλικότητας ενός πολυμερούς. Μπορεί να γίνει κατά την απόψυξη τήγματος, κατά την εξάτμιση διαλύτη από το διάλυμα ή στη διάρκεια κάποιας διεργασίας επί του πολυμερούς. Crystallizer [Δοχείο Κρυστάλλλωσης] Χημ. Μηχ. Ειδικό δοχείο που χρησιμοποιείται για την ψύξη ενός διαλύματος ή την εξάτμιση του διαλύτη, με σκοπό το διαχωρισμό των στερεών σωματιδίων και την ανάκτηση τους ως κρυσταλλική φάση. Crystalloblast [Κρυστταλλοβλάστης] Γεωλ. Κρύσταλλος ορυκτολογικού υλικού που προκύπτει με ανακρυστάλλωση λόγω διεργασίας μεταμόρφωσης. Crystalloblastic T e x t u r e [Κρυσταλλοβλαστικός ιστός] Γεωλ. Κρυσταλλακός ιστός που σχηματίζεται με ανακρυστάλλαοση του πετρώματος λόγω διεργασίας μεταμόρφωσης υπό συγκεκριμένες φυσικοχημικές συνθήκες. Crystallographic Axis [Κρυσταλλογραφικός Αξονας] Κρυσταλ/.. Ένας από τους βασικούς άξονες των κρυστάλλων, που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της θέσης κάθε πλεγματικού σημείου, καθώς και των άλλων αξόνων συμμετρίας που μπορεί να έχει ο κρύσταλλος. Crystallography [Κρυσταλλογραφία] Κρυσταλλ Κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη της κρυσταλλικής δομής των στερεών υλικών. Crystalloid [Κρυσταλλοειδές] Χημ. Υδατοδιαλυτή κρυσταλλική ουσία ικανή για διάχυση μέσα από ημιδιαπερατή μεμβράνη. Crystallometry [Κρυσταλλομετρία] Κρυσταλλ. Η χρήση διαφόρων μεθόδων για καθορισμό της συμμετρίας ενός κρυστάλλου μέσω της μέτρησης των γεωμετρικών στοιχείων του δηλ. των γωνιών, των ακμών και των κρυσταλλογραφικών αξόνων του. CSMA7CD Signal [Σήμα ανίχνευσης φέροντος / σύγκρουσης] Επικοιν. Σήμα συνδυασμού μεθοδολογιών για ασφαλέστερη μετάδοση στα δίκτυα αρτηρίας (bus). C T R [Ελεγχόμενος Θερμοπυρηνικός Αντιδραστήρας] Τεχνολ^ Αντιδραστήρας παραγωγής ενέργειας μέσω ελεγχόμενων θερμοπυρηνικών αντιδράσεων. -> Controlled Thermonuclear Reactor Cu [Χαλκός] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου χαλκός. C u b e [Κύβος) Μαθημ. Πολύεδρο το οποίο αποτελείται από έξι τετράγωνες έδρες και είναι κανονικό. Από τον κύβο ονομάστηκε έτσι και η τρίτη δύναμη ενός αριθμού α: α3=α·α·α, γιατί έτσι υπολογίζεται ο όγκος κύβου

πλευράς α. Cube Root [Κυβική ρίζα] Μαθημ. Ένας αριθμός x είναι η κυβική ρίζα ενός δεδομένου αριθμού α όταν χ3=α. Cube Strength [Αντοχή κύβου] Πολ. Μηχ. Είναι η μέγιστη δύναμη που πρέπει να επιβληθεί σε ένα δοκίμιο γεωμετρικού σχήματος κύβου για να αστοχήσει, δηλαδή να επέλθει η θραύση του. Συνήθως ο όρος αναφέρεται σε δοκίμια σκυροδέματος. C u b e Test [Δοκιμή κύβου] Πολ. Μηχ. Είναι το πείραμα που γίνεται βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών σε κυβικά δοκίμια κονιάματος για τον προσδιορισμό της θλιπτικής τους αντοχής. Για το σκυρόδεμα, το κυβικό αυτό δοκίμιο συνήθως έχει ακμή μήκους δεκαπέντε εκατοστών και το πείραμα γίνεται στις επτά και στις εικοσιοκτώ μέρες από την σκυροδέτησή του. Cubic Close Packing [Κυβική Δομή Πυκνής Διάταξης ή Εδροκεντρωμένη Κυβική Δομή] Κριχπαλλ.. Ένας από τους δύο τρόπους τοποθέτησης ισοδύναμων σφαιρο')ν, σε μια κανονική διάταξη με τον ελάχιστο καταλαμβανόμενο όγκο (κλάσμα καταλαμβανόμενου όγκου = 0.74). Η δομή κατασκευάζεται από τρία μη ισοδύναμα, αλλά επαναλαμβανόμενα στρώματα εφαπτόμενων σφαιρών: ABCABC... II θεμελιώδης κυψελίδα είναι ίδια με της εδροκεντρωμένης κυβικής δομής (f.c.c). Cubic Curve [Κυβική καμπύλη] Μαθημ. Σύνολο σημείων του επιπέδου το οποίο μπορεί να οριστεί από κάθε εξίσωση f(x,y)=0 τρίτου βαθμού. Cubic Determinant [Κυβική ορίζουσα] Μαθημ. Μαθηματική έκφραση σε χώρο τριών διαστάσεων όπου τα στοιχεία της, τα οποία ορίζονται κατ'αναλογία με την απλή ορίζουσα, τοποθετούνται σε n x n χ n κυβικό σχηματισμό. Cubic Equation [Κυβική εξίσωση] Μαθημ. Μαθηματική έκφραση για την οποία αναζητείται αριθμός x ο οποίος την μηδενίζει. Οι δυνάμεις του χ που συναντώνται στην εξίσωση είναι από τη μηδενική έως και την τρίτη. Cubic Foot Per M i n u t e [Κυβικό Πόδι ανά Λεπτό] Μηχ. Μονάδα μέτρησης της ροής, που συμβολίζεται ως ft3/min ή cfm. Cubic Plane [Κυβικό επίπεδο] Κρυσταλλ.. Κρυσταλλικό επίπεδο μίας κυβικής δομής, το οποίο είναι κάθετο σε ένα από του κρυσταλλογραφικούς άξονές της. Μπορεί να έχει δείκτες (1,0,0) ή (0,1,0) ή (0,0,1). Crystallographic Axis, Crystal Plane Cubic Polynomial [Κυβικό πολυώνυμο] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση της μορφής P(x)=an xn + a n .| xn l +...+ ao με: κάθε 3j πραγματικό αριθμό και ο βαθμός του πολυωνύμου, δηλαδή το n να παίρνει τις τιμές 0,1,2 και 3. Cubic S u r d [Κυβική άρρητη ρίζα] Μαθημ. Κάθε αριθμός χ ο οποίος ανήκει στους άρρητους αριθμούς ενώ ισχύει χ 3 =α, όπου α ένας αριθμός που ανήκει στο σύνολο των ρητών αριθμών. Cubical Crystal [Κρύσταλλος Κυβικής Δομής] Κρυσταλλ. Κρύσταλλος, η θεμελιώδης κυψελίδα του οποίου, έχει τη μορφή κύβου. Για παράδειγμα η κρυσταλλακή δομή του Μη. Cubical Expansion [Κυβική Διαστολή] Φυσ. Διαστολή ενός σώματος λόγω μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του. Cubical P a r a b o l a [Κυβική παραβολή] Μαθημ. Η γραφική παράσταση μιας καμπύλης η οποία έχει συνάρτηση y=ax 3 και ορίζεται κατ'αναλογία με την παραβολή συνάρτησης y=ax2. Cubicle [Θαλαμίσκος] Πολ.Μηχ. Είναι κάθε σχετικά

- 395 -

μικρός, σε εμβαδόν κάτοψης, χώρος συνήθως ενός δημοσίου κτιρίου, ο οποίος σχεδιάζεται και κατασκευάζεται για πολύ συγκεκριμένες και εξειδικευμένες χρήσεις, όπως για παράδειγμα ο θαλαμίσκος της μηχανής προβολής ενός κινηματογράφου. C u b o c t a h c d r o n [Κυβοκτάεδρο] Μαθημ. Κυρτό πολύεδρο το οποίο ανήκει στην ομάδα των αρχιμήδειων στερεών. Έχει συνολικά δεκατέσσερις έδρες από τις οποίες οι έξι είναι ίσα τετράγωνα ενώ οι υπόλοιπες είναι ισόπλευρα τρίγωνα. Cullis [Υδρορρόη] Μηχ. Σωλήνας ή οχετός για τη διαρροή και απαγωγή των ομβρίων υδάτων από στέγη. Culmination [Μεσουράνηση] Αστμον. Δύο θέσεις που λαμβάνει κάθε ουράνιο σώμα κατά την ημερήσια κίνησή του στον ουράνιο μεσημβρινό. Στην άνω μεσουράνηση το σώμα έχει το μεγαλύτερο ύψος από τον ορίζοντα ενώ στην κάτω μεσουράνηση έχει το μικρότερο ύψος. Culvert [Οχετός] Μηχ. Υπόγεια κατασκευή για την απαγωγή ομβρίων υδάτων ή λυμάτων είτε σε συναρμογή σωληνωτών τεμαχίων κυκλικής ή ωοειδούς διατομής από διάφορα υλικά (π.χ. χυτοσίδηρο, κεραμικό, τσιμέντο) είτε με κατάλληλη πλακωτή επικάλυψη κτιστών αυλακώσεων. Cumee [Σύντμηση του cubic meter second] Υδρολ. Μονάδα του ρυθμού του όγκου ροής ενός ρευστού, ίση με ένα κυβικό μέτρο ανά δευτερόλεπτο. Cumene [Κουμένιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το ισοπροπυλο-βενζόλιο, που έχει χημικό τύπο CeHs-CH (CH^-CHj, μοριακό βάρος 120,19, σημείο ζέσεως 152,4 °C και σημείο τήξεως -96 °C. Είναι άχρωμη, ελαιώδης ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε καύσιμα, για αύξηση του αριθμού οκτανίου. Cumiliform Cloud [Σωρειτόμορφο νέφος] Μετεωρ. Μία από τις τέσσερις οικογένειες νεφών, τα νέφη ανοδικών ρευμάτων ή κατακόρυφης ανάπτυξης που περιλαμβάνουν δύο γένη, τους σωρείτες και σωρειτομελανίες. Cumin Oil [Κουμινέλαιο] Υλικ. Έλαιο που λαμβάνεται από τους σπόρους του κύμινου με απόσταξη. Είναι άχροο με χαρακτηριστική γεύση και οσμή υγρό, διαλυτό στην αλκοόλη, τον αιθέρα και το χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην φαρμακευτική και στη βιομηχανία τροφίμων. Cummingtonite [Κουμμινγκτονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο και σίδηρο. Συναντάται σε μελανούς ή γκρίζους, με μεταλλική λνάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε ελασματοειδείς ή ινώδεις σχηματισμούς. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,9 έως 5,1. C u m u k o n i m b u s Calvus Cloud [Φαλακρός σωρειτομελ.ανίας] Μετεωρ. "Ενα από τα δύο είδη σωρειτομελονιών που παρουσιάζουν περίπου οριζόντια ομαλή κορυφή, στα ανώτερα τμήματα των οποίων, σε μεγάλο ύψος, συχνά σχηματίζονται παγο κρύσταλλο ι από τις υδατοσταγόνες. Cumulate Rock [Σωρευτικό πέτρωμα] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα που οφείλει το σχηματισμό του στη συσσώρευση κρυστάλλων που δημιουργούνται μέσα στο μαγματικό υλικό. Cumulated Double Bonds [Συνεχόμενοι Διπλοί Δεσμοί] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζονται οι διπλοί δεσμοί ενός υδρογονάνθρακα, όταν δεν υπάρχει ανάμεσά τους

C u m u l u s Humilis Cloud

στο μόριο απλός δεσμός, δηλοδή >C=C=C<. Cumulative [Σωρευτικός] Στατ. 1. Χαρακτηρίζεται το άθροισμα των συχνοτήτων των πειραματικά καθοριζομένων τιμών μιας τυχαίας μεταβλητής που είναι μικρότερες ή ίσες μιας δεδομένης τιμής. 2. Χαρακτηρίζεται το πειραματικό σφάλμα που παρουσιάζεται αυξανόμενο σε μέγεθος με κάθε διαδοχική μέτρηση. Cumulative Distribution Function [Αθροιστική συνάρτηση κατανομής] Στατ. Η αθροιστική συνάρτηση κατανομής ορίζεται για ένα τυχαίο διάνυσμα μεταβλητής Χ. Συμβολίζεται με F(x) και δίνεται από τον τύπο F ( X ) = P ( X < X 0 ) = P ( X = X 1 ) + P ( X = X 2 ) + . . . + P ( X = X 0 ) όπου Ρ (Χ=χ·,) η πιθανότητα του ενδεχομένου να πάρει η μεταβλητή Χ την τιμή Xj. Cumulative E r r o r [Επισωρευτικό Λάθος] Στατ. Σφάλμα μιάς μέτρησης το οποίο, καθώς αυξάνονται οι επαναλήψεις της μέτρησης, δεν τείνει προς το μηδέν. Κατά συνέπεια, το σφάλμα δεν είναι τυχαίο αλλά συστηματικό. Για παράδειγμα όσες φορές να ζυγιστούμε φορώντας πάντοτε κάποιο ένδυμα το αποτέλεσμα θα είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό. Cumulative Excitation [Σωρευτική Διέγερση] Ατομ. Φυσ. Μετάβαση των ηλεκτρονίων ενός ατόμου σε μια κατάσταση, με σταδιακές διεγέρσεις τους. Για παράδειγμα, το ηλεκτρόνιο του ατόμου του υδρογόνου μεταβαίνει απορροφώντας ένα φωτόνιο στην κατάσταση με η=4 από την κατάσταση η=3 στην οποία βρέθηκε από προηγούμενη διέγερσή του. Cumulative Ionization [Σωρευτικός Ιονισμός] Ατομ. Φυσ. Φόρτιση ενός ατόμου, σα συνέπεια της απομάκρυνσης ενός τουλάχιστον ηλεκτρονίου από αυτό με σταδιακές, σωρευτικές διεγέρσεις. —> Cumulative Excitation C u m u l o n i m b u s Capillatus Cloud [Ινώδης σωρειτομελανίας] Μετεωρ. Έ ν α από τα δύο είδη σωρειτομελανιών, αιτία γένεσης καταιγίδων, του οποίου τα ανώτερα τμήματα (άκμονες) παρουσιάζουν ινώδη θυσσανωτή μορφή. C u m u l o n i m b u s Cloud [Σωρειτομελανίας] Μετεωρ. Έ ν α από τα δύο γένη νεφών ανοδικών ρευμάτων που αναπτύσσεται κατακόρυφα, σε μεγάλο ύψος εντός της τροπόσφαιρας, από εξέλιξη και σύμπτυξη των αναπτυγμένων σωρειτών ως ιδιαίτερα μεγάλο και πυκνό νέφος με οριζόντια σκοτεινή βάση αλλά ομαλή και ινώδη κορυφή. Αποτελούν την αιτία πρόκλησης καιταιγίνων, ισχυρών και απότομων βροχοπτώσεων, χιονοχάλαζας κ.λ.π. Διακρίνονται σε φαλακρούς και ινώδεις και συμβολίζονται διεθνώς με Cb. Cumulus Cloud [Σωρείτης] Μετεωρ. Έ ν α από τα δύο γένη νεφών ανοδικών ρευμάτων, που αναπτύσσεται κατακόρυφα ως μεμονωμένα πυκνά λευκά νέφη με επίπεδη βάση, μεγάλες στρογγυλεμένες κραμβοειδείς κορυφές (άκμονες) και ευδιάκριτο οξύ περίγραμμα, λόγω της ανόδου θερμικά ασταθών αερίων μαζών. Διακρίνονται σε σωρείτες καλοκαιρίας και αναπτυγμένους και έχουν διεθνές σύμβολο Cu. C u m u l u s Congestus Cloud [Αναπτυγμένος σωρείτης] Μετεωρ. Έ ν α από τα δύο είδη σωρειτών που παρουσιάζουν σχετικά μεγάλη ανάπτυξη καθ' ύψος και κατά πλότος, τη χαρακτηριστική κραμβοειδή κορυφή και οξύ περίγραμμα και τα οποία συστοιβαζόμενα και συμπτυσσόμενα γεννούν τους σωρειτομελονίες. C u m u l u s Humilis Cloud [Σωρείτης καλοκαιρίας] Μετεωρ. Έ ν α από τα δύο είδη σωρειτών που παρουσιάζουν σχετική ανάπτυξη καθ' ύψος και κατά πλάτος και

Cup Barometer

-396-

συνήθως διαλύονται με την ελάττωση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας κατά τη τύχτα. C u p B a r o m e t e r [Κυπελλοειδές βαρόμετρο] Φνσ. Υδραργυρικό βαρόμετρο διαφόρων τύπων που στηρίζει τη λειτουργία του στη μέτρηση (συνήθως σε χιλιοστόμετρα) της βαρομετρικής στήλης ανάμεσα στις ελεύθερες επιφάνειες του υδραργύρου βαρομετρικού σωλήνα και ειδικής κυπελλοειδούς λεκάνης εντός της οποίας εμβαπτίζεται το ένα άκρο του σωλήνα. Cupellation [Κυπέλλωση] Ματ α)Λ. Μέθοδος ανάκτησης μη οξειδούμενων μετάλλων όπως χρυσού ή αργύρου από κράματα αυτών, κατά την οποία τα υπόλοιπα μεταλλικά συστατικά (π.χ. μόλυβδος) υποβαλλόμενα σε οξειδωτική τήξη, σε υψηλή θερμοκρασία, διαχωρίζονται απορροφούμενα εντός κατάλληλου θαλάμου. C u p f e r r o n [Κουπφερρόν] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο CoH y 0 2 N 3 που παρασκευάζεται από αιθερικό διάλυμα β- φαινυλυδροξυλαμίνης και ξηρά αέριο αμμωνία και νιτρώδες αμύλιο. Είναι λευκή κρυσταλλική στερεή ουσία, διαλυτή στο νερό και την αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία ως αντιδραστήριο.

Cupric II Fluoride [Φθοριούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Αευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CuF2, μοριακό βάρος 101,54 και σημείο τήξεως 950°C. Είναι διαλυτή στο νερό. Cupric Hydroxide [Υδροξείδιο του Χαλκού] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cu(OH) 2 και το μοριακό βάρος 97,56. Πρόκειται για μπλε στερεά ουσία, σε μορφή σκόνης, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε υδροξείδιο του αμμωνίου και κυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Cupric Nitrate [Νιτρικός Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. Άλας του νιτρικού οξέος, που ενυδατώνεται με 6 ή 3 μόρια νερού. Ο χημικός τύπος είναι Cu(N0 3 ) 2 *6H 2 0 ή Cu (Ν0 3 ) 2 *3Η 2 0 αντίστοιχα. Είναι μπλε κρυσταλλική ουσία, που χρησιμοποιείται σε ηλεκτροαποθέσεις. C u p r i c I Oxide [Οξείδιο του Χαλκού] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cu 2 0 και έχει μοριακό βάρος 143,09, σημείο τήξεως 1235 °C και σημείο ζέσεως 1800°C. Είναι κόκκινη, κρυσταλλική ένωση, αδιάλυτη στο νερό. Ονομάζεται και υποξείδιο του χαλκού. C u p r i c II Oxide [Οξείδιο του Χαλκού] Ανόμγ. Χημ. Μαύρη, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CuO, μοCupola [Θόλος] Γεωλ. Μικρή θολοειδής προεξοχή από ριακό βάρος 79,55, σημείο τήξεως 1326°C, αδιάλαπη το πάνω μέρος της μάζας μαγματικής παρείσφρυσης, η στο νερό, διαλυτή σε οξέα και χλωριούχο αμμώνιο. οποία διευρυνόμενη προς το βάθος διατηρείται ενωμέ- C u p r i c I Sulfide [Θειώδης Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Έχει νη με το κύριο σώμα του μάγματος. χημικό τύπο Cu2S, μοριακό βάρος 159,15 και σημείο C u p r i c Acetate [Οξικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Αλας με τήξεως 1100°C. Είναι μαύρη, κρυσταλλική ουσία, διαχημικό τύπο Cu(CH3C00) 2 x H 2 0, μοριακό βάρος λυτή σε νιτρικό οξύ και υδροξείδιο του αμμωνίου. Ο199,65, σημείο τήξεως 115 °C και σημείο ζέσεως 240 νομάζεται και χαλκοσίνης. °C. Πρόκειται για σκουροπράσινη, στερεή ουσία, σε Cupric I I Sulfide [Θειώδης Χαλκός] Ανόμγ. Χημ. μορφή σκόνης, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησι- Μαύρη, κρυσταλλακή ένωση, με χημικό τύπο CuS, μομοποιείται στη σύνθεση χρωστικών. ριακό βάρος 95,61, σημείο τήξεως 103 °C και σημείο Cupric Arsenite [Αρσενικώδης Χαλκός] Ανόργ. Χημ. ζέσεως 220 °C. Είναι διαλυτή σε νιτρικό, υδροχλωρικό και θειικό οξύ, καθώς και σε κυανιούχο κάλιο. —> Copper Arsenite Cupric I B r o m i d e [Βρωμιούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Cupric Sulphate [Θειικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Αλας Αευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CuBr, μο- του θειικού οξέος, που έχει χημικό τύπο CuS0 4 , μοριακό βάρος 143,45, σημείο τήξεως 492 °C, σημείο ριακό βάρος 159,60, σημείο τήξεως 200 °C και σημείο ζέσεως 1345 °C, διαλυτή σε οξέα. ζέσεως 650 °C. Είναι πράσινη ή λευκή κρυσταλλική Cupric I I Bromide [Βρωμιούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. ένωση, διαλυτή σε νερό και μεθανόλη. Ενυδατώνεται Μαύρη, κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο CuBr2, με 5 μόρια νερού και σχηματίζει μπλε κρυστάλλους, μοριακό βάρος 223,35 και σημείο τήξεως 498 °C. Εί- που διασπώνται στους 150 °C. ναι διαλυτή σε νερό και ακετόνη και χρησιμοποιείται Cuprite [Κυπρίτης] Γεωλ. Ορυκτό αποτελούμενο από στη χημική σύνθεση. υποξείδιο του χαλκού, σπουδαίο μετάλλευμα χαλκού. Cupric C a r b o n a t e [Ανθρακικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Συναντάται σε ερυθρούς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος υπό μορφή κοκκο)δών ή ινα)δών συσσω- » C o p p e r Carbonate Cupric Chloride [Χλωριούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. —> ματωμάτων, κυρίως ως δευτερογενές ορυκτό από την αλλοίωση χαλκοπυρίτη. Copper Chloride Cupric C h r o m a t e [Χρωμικός Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Ο C u p r o u s Bromide [Βρωμιούχος Χαλα<ός] Ανόργ. Χημ. Cupric (I) Bromide χημικός τύπος είναι CuCr0 4 x 2Cu0x2H 2 0. Είναι κί- Ο χημικός τύπος είναι CuBr. τρινη ή καφέ ουσία, αδιάλυτη στο νερό, με μοριακό C u p r o u s Chloride [Χλωριούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. βάρος 347,66 και σημείο τήξεως 260°C, Ο χημικός τύπος είναι CuCl. -> Copper (1) Chloride Cupric I Cyanide [Κυανιούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. C u p r o u s Fluoride [Φθοριούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. Αευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CuCN, Είναι η ένωση με χημικό τύπο CuF. -> Cupric (I) μοριακό βάρος 89,56 και σημείο τήξεως 473 °C. Είναι Fluoride αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε υδροχλωρικό οξύ C u r a r e [Κουράρε] Υλικ. To ισχυρότατο δηλητήριο των και κυανιούχο κάλιο. βελών των ιθαγενών, αποτελούμενο από διάφορα αλCupric II Cyanide [Κυανιούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. καλοειδή (κουραρίνη, κουρίνη κ.λ.π.) που λαμβάνεται Ο χημικός τύπος είναι Cu(CN) 2 και το μοριακό βάρος ως συμπυκνωμένο εκχύλισμα του φλοιού ορισμένων 115,58. Είναι κίτρινο ή πράσινο στερεό, διαλυτό σε φυτών (κυρίως του στρύχνου). Χρησιμοποιείται και οξέα και κυανιούχο κάλιο. στην ιατρική ως μυοχαλαρωτικό. Cupric I Fluoride [Φθοριούχος Χαλκός] Ανόργ. Χημ. C u r b [Κράσπεδο] Οόοπ. Τεμάχιο από πέτρα ή σκυρόδεΚόκκινη, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CuF, μα το οποίο τοποθετείται στην άκρη του καταστρώμαμοριακό βάρος 82,54, σημείο τήξεως 908 °C και ση- τος μιας οδού οριοθετώντας ένα επίπεδο σε υψηλότερη μείο ζέσεως 1100°C. Είναι αδιάλυτη στο νερό και χρη- στάθμη από το κατάστρωμα και το οποίο αποτελεί το σιμοποιείται στην κατασκευή κεραμικών υλικών. όριο μεταξύ του καταστρώματος και του πεζοδρομίου.

- 397 Curie Balance [Ζυγός Curie] Ηλεκτρομαγν. Όργανο μέτρησης της μαγνητικής επιδεκτικότητας ενός υλικού. Στην τεχνική αυτή, μετριέται η απόκλιση από την αρχική θέση ισορροπίας του υλικού, καθώς ασκείται σε αυτό δύναμη από ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται για υλικά που μαγνητίζονται ασθενώς. Curie Constant [Σταθερά του Curie] Ηλεκτρομαγν. Σε σιδηρομαγνητικό υλικά, η μαγνητική επιδεκτικότητά τους: χ πάνω από τη θερμοκρασία Curie: T c μεταβάλλεται ως χ«1/(Τ-Το) (T>Tc) κατά συνέπεια το γινόμενο χχ(Τ-Το) είναι σταθερό και καλείται σταθερά Curie. Αντίστοιχα ισχύουν και για την ηλεκτρική επιδεκτικότητα. -> Curie - Weiss Law Curie Point [Σημείο Curie] Ηλεκτμομαγν. Χαρακτηριστική θερμοκρασία μετατροπής φάσης σιδηρομαγνητικών υλικών. Curie Temperature Curie Principle [Αρχή του Curie] Φυσ. Γενική αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία, ένα πεδίο με ορισμένες συμμετρίες δεν μπορεί να προκαλέσει ένα φαινόμενο με λιγότερη συμμετρία από αυτό. Curie T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία Curie] Π'/χκτρομαγν. Θερμοκρασία πάνω από την οποία, ένα σιδηρομαγνητικό υλικό μετατρέπεται σε παραμαγνητικό υλικό ή ένα φεροηλεκτρικό σε παραηλεκτρικό υλικό. Curie - Weiss L a w [Νόμος των Curie - Weiss] Ηλεκτμομαγν. Νόμος που διέπει την μεταβολή της μαγνητικής επιδεκτικότητας: χ ενός σιδηρομαγνητικού υλικού σε θερμοκρασίες πάνω από την θερμοκρασία Curie: Tc όπου έχει μετατραπεί σε παραμαγνητικό. Ισχύει ότι: χ« 1/(T-Tc). Αντίστοιχη σχέση ισχύει για την ηλεκτρική επιδεκτικότητα φεροηλεκτρικών υλικών κ. λ^.π. Curie's L a w [Νόμος του Curie] Ηλχκτμομαγν. Νόμος που διέπει τη μεταβολή της μαγνητικής επιδεκτικότητας: χ των περισσότερων παραμαγνητικών υλικών. Ισχύει ότι: χ « 1/Τ. Curing [Ωρίμανση] Πολ. Μηχ. Η περίοδος που απαιτείται από τη χρονική στιγμή της τοποθέτησης του νωπού σκυροδέματος στον ξυλότυπο μέχρι τη χρονική στιγμή που το σκυρόδεμα μέσω των χημικών αντιδράσεων θα αποκτήσει την αντοχή λειτουργίας του. C u r i u m [Κιούριο] Χημ. Τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο, με σύμβολο Cm και ατομικό αριθμό 96. Το μεταλλικό κιούριο έχει το χρώμα και τη λάμψη του αργύρου. Curium-242 [Κιούριο-242 242Cm] Πυμ. Φυσ. Ισότοπο του τεχνητού ραδιενεργού στοιχείου κιούριο. Έχει μαζικό αριθμό 242 και χρόνο ημίσειας ζωής 165.5 χρόνια. Curium-244 [Κιούριο-244 244Cm] Πυμ. Φυσ. Ισότοπο του τεχνητού ραδιενεργού στοιχείου κιούριο. Έχει μαζικό αριθμό 244 και χρόνο ημίσειας ζωής 16.6 χρόνια. Curl [Στροβιλισμός] Μαθημ. Για ένα διανυσματικό πεδίο F=F| i +F2 j +F 3 k στον χώρο [R3 ορίζεται ο στροβιλισμός του F: curlF= (dF 3 / by - dF2 / dz)\ + (
C u r r e n t Node

κτρική διάταξη αύξησης της έντασης του ρεύματος με το οποίο τροφοδοτείται. C u r r e n t Attenuation [Εξασθένηση Ρεύματος] Ηλεκ. Χαρακτηριστικό της εξασθένισης που προκαλεί μια ηλεκτρονική διάταξη στο ρεύμα που τη διαρρέει. Ισούται με το πηλίκο της έντασης του ρεύματος εισόδου της προς την ένταση του ρεύματος εξόδου της. Μετριέται σε db (decibel). C u r r e n t Balance [Ζυγός Ρεύματος] Ηλεκ. Διάταξη μέτρησης της δύναμης που ασκείται μεταξύ παράλληλων ρευματοφόρων αγωγών, με σκοπό τον καθορισμό της μονάδας μέτρησης της έντασης του ρεύματος. Η δύναμη αντισταθμίζεται μέσω ενός ζυγού με το βάρος ενός σώματος. Αναφέρεται και ως Ampere Balance. C u r r e n t C a r r y i n g Capacity [Μέγιστο Ρεύμα Ομαλής Λειτουργίας] Ηλεκ. Το μέγιστο ρεύμα που μπορεί να διέλθει μέσα από μια συσκευή, διάταξη ή καλώδιο, χωρίς αυτή να υποστεί κάποια βλάβη, αλλά να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά. C u r r e n t Density 1 [Πυκνότητα Ρεύματος] Φυσ. Διανυσματικό μέγεθος που περιγράφει τη ροή ενός μεγέθους, π.χ. φορτίου, ορμής, ενέργειας κ.λ.π. και ορίζεται έτσι ώστε, η διεύθυνση και η φορά να είναι η διεύθυνση και φορά μεταφοράς του μεγέθους και αριθμητικά να ισούται με το ποσό του μεγέθους που μεταφέρεται από κάθετη μοναδιαία επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. C u r r e n t Density 2 [Πυκνότητα Ρεύματος] Ηλεκ. Μέγεθος που ισούται με το πηλίκο της έντασης του ρεύματος που κινείται μέσα από έναν αγωγό προς την επιφάνεια διατομής του. C u r r e n t Gain [Ενίσχυση Ρεύματος] Ηλεκ. Τμήμα του ρεύματος του εκπομπού ενός τρανζίστορ το οποίο, διέρχεται μέσα από τη βάση, χωρίς να συμβαίνει επανασύνδεση των φορέων και συνεχίζει να κινείται μέσα από το συλλέκτη. Μπορεί να φτάσει και το 98%. C u r r e n t G e n e r a t o r [Γεννήτρια Ρεύματος] Ηλεκ. Γεννήτρια παραγωγής ρεύματος σταθερής τιμής ανεξάρτητα από την εμπέδηση του κυκλώματος που συνδέεται στα δύο άκρα της. Η γεννήτρια προσαρμόζει την τάση στα άκρα της, ώστε να διέρχεται από αυτά σταθερό ρεύμα. C u r r e n t Intensity [Ενταση Ηλεκτρικού Ρεύματος] Ηλεκ. Μέγεθος που περιγράφει τη ροή φορτίου μέσα από έναν αγωγό. Ισούται με το πηλίκο του φορτίου που διέρχεται από μια τομή του αγωγού προς τον αντίστοιχο χρόνο. Μετριέται σε Ampere. C u r r e n t Limiter [Περιοριστής Ρεύματος] Ηλεκ. Ηλεκτρική διάταξη σταθεροποίησης του ρεύματος σε μία καθορισμένη τιμή, ανεξάρτητα από την τάση στα άκρα ενός κυκλώματος. C u r r e n t Limiting Resistor [Αντίσταση Περιορισμού Ρεύματος] Ηλχκ. Μια αντίσταση ενός ηλεκτρικού κυκλώματος που χρησιμοποιείται για να περιορίσει το ρεύμα που το διαρρέει, σε περιπτώσεις που τείνει να λάβει μεγάλες τιμές προστατεύοντας ευαίσθητα στοιχεία του. C u r r e n t M e a s u r e m e n t [Μέτρηση Ηλεκτρικού Ρεύματος] Ηλεκ. Διαδικασία μέτρησης της έντασης που διαρρέει τον κλάδο ενός ηλεκτρικού κυκλώματος. C u r r e n t M e t e r [Μετρητής Ρεύματος] Ηλεκ. Όργανο μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος. Λέγεται και αμπερόμετρο. Ammeter C u r r e n t Node [Δεσμός Ρεύματος] Ηλεκ. Ορίζεται αντίστοιχα με το σημείο μηδενικής ταλάντωσης σε ένα

C u r r e n t Ratio

-398 -

στάσιμο μηχανικό κύμα. Σε ένα στοιχείο κυκλνώματος, πρόκειται για το σημείο μηδενισμού της έντασης του ρεύματος σε ένα στάσιμο κύμα. C u r r e n t Ratio [Λόγος Ρεύματος] Ηλεκτρομαγν. Χαρακτηριστικό της λειτουργίας ενός κυματοδηγού, που ισούται με το λόγο του μέγιστου πλάτους έντασης προς το ελάχιστο. C u r r e n t Regulator [Ρυθμιστής Ρεύματος] Ηλεκ. Διάταξη διατήρησης σταθερής της έντασης του ρεύματος που παράγει μια πηγή. C u r r e n t Relay [Διακόπτης Ρεύματος] Ηλεκ. Σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, πρόκειται για αυτόματο διακόπτη που λειτουργεί όταν η ένταση του ρεύματος έχει μια καθορισμένη τιμή. C u r r e n t S a t u r a t i o n [Κορεσμός Ρεύματος] Ηλεκ. Φαινόμενο κατά το οποίο το ανοδικό ρεύμα σε ένα σωλήνα ηλεκτρονίων έχει λάβει τη μέγιστη τιμή του. C u r r e n t Sensitivity [Ευαισθησία Ρεύματος] Ηλεκ. Η μικρότερη μεταβολή του ρεύματος από μια αρχική τιμή που μπορεί να καταγραφεί από ένα αμπερόμετρο. C u r r e n t Source [Πηγή Ρεύματος] Ηλεκ. Πηγή παροχής συνεχούς ρεύματος, σταθερής τιμής, ανεξάρτητα του φορτίου που συνδέεται στα άκρα της. C u r r e n t Strength [Ενταση Ρεύματος] Ηλεκ. Μέτρο της έντασης του ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό. -> Current Intensity C u r r e n t Type Flowmeter [Ροόμετρο τύπου ρεύματος] Τεχνολ. Συσκευή για την μέτρηση της ταχύτητας μιας ροής ρευστού. Βασίζεται στην μέθοδο θερμού νήματος, στο οποίο διοχετεύεται σταθερό ρεύμα ενώ κατάλληλη ηλεκτρονική διάταξη μετρά την τάση εξόδου του νήματος, από την οποία υπολογίζεται η ταχύτητα της ροής. C u r s o r [Κέρσορας] Πληρ. Σε ορισμένα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, εμφανίζεται στην οθόνη μία χαρακτηριστική φωτεινή ένδειξη η οποία συνήθως αναβοσβήνει με κάποια σταθερή συχνότητα, καλείται κέρσορας και προσδιορίζει το σημείο όπου ο χρήστης επεμβαίνει για την εισαγωγή ή διαγραφή χαρακτήρων και στην ουσία εντολών για την συνέχιση της λειτουργίας του προγράμματος. C u r s o r A r r o w s [Τόξα κέρσορα] Πληρ. Τα ειδικά πλήκτρα, τα οποία βρίσκονται στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, σημειώνονται με βέλη και χρησιμοποιούνται για την μετακίνηση του κέρσορα οριζόντια και κάθετα σε μια οθόνη. C u r t a i n Wall [Μη φέρων τοίχος] Πολ. Μηχ. Χαρακτηρίζεται κάθε εξωτερικός, δευτερεύουσας σημασίας τοίχος μίας κατασκευής, ο οποίος είναι σχεδιασμένος και κατασκευασμένος, ώστε να μην φέρει μόνιμα ή ωφέλιμα φορτία εκτός προφανώς του ιδίου βάρους του. C u r t a t e Cycloid [Βραχύ κυκλοειδές] Μαθημ. Καμπύλη που αποτελείται από τα σημεία Α σε δεδομένη απόσταση α από το κέντρο του κύκλου ακτίνας ρ που κυλά χωρίς να ολισθαίνει πάνω σε ευθεία. Σε κάθε βραχύ κυκλοειδές ισχύει α<ρ. C u r v a t u r e [Καμπυλότητα] Μαθημ. Το μέγεθος που χαρακτηρίζει μια καμπύλη ως προς το πόσο απέχει από δεδομένη ευθεία ή επίπεδο. Σε περίπτωση που η καμπύλη αποτελεί τμήμα περιφέρειας κύκλου η καμπυλότητα είναι ίση με το αντίστροφο της ακτίνας του κύκλου. C u r v a t u r e Correction 1 [Διόρθωση Καμπυλότητας] Αστρον. Διόρθωση στην εύρεση της θέσης ενός πλανήτη ή αστέρα, η οποία λαμβάνει υπόψη αποκλίσεις στην

ευθύγραμμη διάδοση του φωτός από ισχυρά βαρυτικά πεδία. C u r v a t u r e Correction 2 [Διόρθωση καμπυλότητας] Γεωό. Διόρθωση γεωδαιτικών μετρήσεων στην οποία λαμβάνεται υπόψη η καμπυλότητα της γήινης επιφάνειας. C u r v a t u r e Effect [Φαινόμενο Καμπυλότητας] Ηλεκ. Εξάρτηση της διηλεκτρικής αντοχής ενός υλικού που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός πυκνωτή από την καμπυλότητα των ηλεκτροδίων του. Όσο μεγαλνύτερη η καμπυλότητα των ηλεκτροδίων τόσο μεγαλύτερο το ηλεκτρικό πεδίο κοντά στην επιφάνειά τους και τόσο μικρότερη η διηλεκτρική αντοχή του. C u r v a t u r e Of Space [Καμπυλότητα του Χώρου] Φνσ. Η γεωμετρική καμπυλότητα κατά Gauss ενός τρισδιάστατου υποχώρου του τετρασδιάστατου χωροχρόνου της γενικής θεωρίας της σχετικότητας. Δηλαδή, είναι η καμπυλότητα του τετραδιάστατου χωρόχρονου της γενικής θεωρίας της σχετικότητας, η οποία προκαλείται από κάθε είδους ενέργεια. Ισοδύναμα ένα βαρυτικά πεδίο προκαλεί / περιγράφεται με ένα καμπύλο χωρόχρονο. C u r v a t u r e Tensor [Τανυστής Καμπυλότητας] Φυσ. Τανυστής που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της καμπυλότητας του τετρασδιάστατου χωρόχρονου της γενικής θεωρίας της σχετικότητας. —> Riemann Cristoffel Tensor C u r v e [Καμπύλη] Μαθημ. 1. Το γράφημα μιας συνάρτησης σ' ένα επίπεδο συντεταγμένων που είναι το σύνολο των σημείων που σχηματίζουν μια γραμμή, όχι απαραίτητα ευθεία.. 2. Η τομή δύο τρισδιάστατων επιφανειών. Curve Fitting 1 [Προσαρμογή Καμπύλης σε Πειραματικά Δεδομένα] Φυσ. Διαδικασία προσαρμογής και εύρεσης της πιο πιθανής τιμής, καθώς και των σφαλμάτα)ν τα>ν παραμέτρων μιας θεωρητικής εξίσωσης, σε πειραματικές μετρήσεις. Η προσαρμογή συνήθως γίνεται χρησιμοποιώντας ως κριτήριο την ελάχιστη δυνατή τιμή του αθροίσματος των τετραγώνων των διαφορών των πειραματικών σημείων από τα σημεία της θεωρητικής καμπύλης. Chi - Square Test Curve Fitting' [Προσαρμογή καμπύλης] Στατ. Η προσαρμογή, μέσω μαθηματικών διαδικασιών και τύπων, μίας ομάδας σημείων σε ένα διάγραμμα σε καμπύλη και η εύρεση της αντίστοιχης εξίσωσης. Curve Tracing [Χάραξη καμπύλης] Μαθημ. Η κατασκευή της καμπύλες που αναπαριστά μια συνάρτηση με τη βοήθεια των στοιχείων που προκύπτουν·από τη μελέτη της συνάρτησης. Curved Space Time [Καμπύλος Χωρόχρονος] Φυσ. Ο τετραδιάστατος καμπύλος χωρόχρονος της γενικής θεωρίας της σχετικότητας. Στο χώρο αυτό, η τροχιά κίνησης μίας ακτίνας φωτός είναι η γενίκευση της ευθείας (γεωδαιτική γραμμή) του επίπεδου χώρου. Η επίδραση του βαρυτικού πεδίου στην κίνηση κάθε σώματος υπολογίζεται μέσω της καμπύλωσης του χωροχρόνου που προκαλεί. Curved S u r f a c e [Καμπυλωτή επιφάνεια] Μαθημ. Επιφάνεια η οποία αποτελείται αποκλειστικά από καμπύλες γραμμές χωρίς κανένα επίπεδο τμήμα. Curvilinear [Καμπυλόγραμμος] Επιστ. Τεχν. Όρος που αναφέρεται σε σχήμα, όρια επιφάνειας ή χαρακτηριστικό που αποδίδεται με καμπύλες. Curvilinear Coordinates [Καμπυλόγραμμες συντεταγμένες] Μαθημ. Σύστημα συντεταγμένων που ορίζε-

- 399 ται με βάση δύο ή τρεις συναρτήσεις καμπυλών, τεμνόμενες ακριβώς μια φορά που καθορίζουν μονοσήμαντα κάθε σημείο του επιπέδου ή του χώρου. Curvilinear Motion [Καμπυλόγραμμη Κίνηση] Φιχτ. Κίνηση ενός σώματος, η τροχιά της οποίας είναι καμπύλη, όχι ευθεία γραμμή. Απαιτείται να ασκούνται δυνάμεις στο σώμα, των οποίων η συνισταμένη δεν είναι μηδέν γιατί το σα')μα επιταχύνεται. Curvilinear Solid [Καμπυλόγραμμο στερεό] Μαθημ. Κάθε στερεό το οποίο σχηματίζεται μόνο με καμπύλες επιφάνειες. Curvilinear T r a n s f o r m a t i o n [Καμπυλόγραμμος μετασχηματισμός] Μαθημ. Σύνολο διαφορίσιμων συναρτήσεων που αποτελούν την αντιστοίχηση από ένα σύστημα συντεταγμένων σε ένα δεύτερο. Cusec [Σύντμηση του cubic second] Υδρολ. Μονάδα μέτρησης του ρυθμού του όγκου ροής ενός ρευστού η οποία είναι ίση με ένα κυβικό πόδι ανά δευτερόλεπτο. Cuspidal Cubic [Ανακαμπική κυβική] Μαθημ. Καμπύλη η οποία προέρχεται από συνάρτηση τρίτου βαθμού και έχει ένα μόνο σημείο ανάκαμψης. Cuspidal Locus [Τόπος ανακαμπής] Μαθημ. Το τμήμα του επιπέδου όπου για μια οικογένεια καμπυλών συναντώνται όλα τα σημεία ανάκαμψής τους και σχηματίζουν μια νέα καμπύλη γραμμή. Custodial Area [Χώρος επιστατών] Πολ Μηχ. Σε μεγάλες και σημαντικές κατασκευές, σχεδιάζεται και κατασκευάζεται ένας βοηθητικός χώρος για την διαμονή του υπηρετικού προσωπικού και του προσωπικού ασφαλείας. Ο χώρος αυτός είναι πλήρως κατοικήσιμος περιλαμβάνοντας κοιτώνες, τουαλέτες, αποθηκευτικούς χώρους και ότι άλλο είναι απαραίτητο ανάλογα με τις χρήσεις. Cut And Paste [Αποκοπή και Επικόλληση] Υπολ Διαδικασία αποκοπής του τμήματος ενός κειμένου και μεταφοράς του σε άλλο σημείο, σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα γραφής και επεξεργασίας κειμένου. Αρχικά το τμήμα του εγγράφου σημειώνεται με κατάλληλη κίνηση του ποντικού ή των πλήκτρων και μετά αποκόπτεται και επικολλάται σε άλλο σημείο του κειμένου ή μεταφέρεται σε άλλο κείμενο. Cut Off Frequency [Συχνότητα αποκοπής] Επικοιν. Χρησιμοποιείται συνήθως στα φίλτρα για να αποφασιστεί ποιές συχνότητες θα κοπούν από το φιλτράρισμα. Cut Off Region [Περιοχή αποκοπής] Επικοιν. Περιοχή με συχνότητες αποκοπής (Cut Off Frequencies). Cut Out 1 [Διακόπτης] Ηλεκ. Αυτόματη διάταξη που ενεργοποιούμενη από κατάλληλη παράμετρο διακόπτει, παρακάμπτει ή αποσυνδέει κύκλωμα ή στοιχείο ενός κυκλώματος, κυρίως, για λύγους ασφαλείας. Cut Out 2 [Διακόπτης] Τεχνολ. Διάταξη που ενεργοποιούμνη από καθορισμένη τιμή συγκεκριμένου μεγέθους (π.χ. πίεση) διακόπτει τη λειτουργία ενός συστήματος. Cut Sheet P r i n t e r [Εκτυπωτής ξεχωριστών σελίδων] Πληρ. Ο εκτυπωτής, ο οποίος τροφοδοτείται με ξεχωριστές σελίδες χαρτιού με αυτόματο τρόπο και κατ συνέπεια εκτυπώνει σε ξεχωριστές σελίδες. Cutic Pie [Ανιχνευτής Cutic Pie] Τεχνολ. Είδος φορητού ανιχνευτή ραδιενεργών ακτινοβολιών, ο οποίος συγκρατείται με λαβή, όπως η λαβή ενός πιστολιού, ενώ στο εμπρόσθιο τμήμα του έχει ένα κυλινδρικού σχη ματος θάλαμο ιονισμού. Πάνο) από τη λαβή υπάρχει οθόνη ή μηχανικός δείκτης των καταγραφών του θαλάμου.

Cyanidation

Cutoff Field [Πεδίο αποκοπής] Critical Field Cutoff Frequency [Συχνότητα Αποκοπής] Ηλεκ. Συχνότητα πέραν της οποίας μια ηλεκτρονική διάταξη παύει να λειτουργεί όπως αναμένεται. Για παράδειγμα, ένας κυματοδηγός. Επίσης μπορεί να είναι και η άνω συχνότητα ενός φίλτρου διέλευσης ζώνης πέραν την οποίας οι συνιστώσες του ρεύματος αποκόπτονται ή εξασθενούν σημαντικά. -> Critical Frequency Cutoff Trench [Υδατοστεγανό χαντάκι] Πολ.Μηχ. Είναι μία τάφρος η οποία κατασκευάζεται στην βάση της γραμμής θεμελαωσης μίας κατασκευής με σκοπό να αποτελέσει ένα αδιαπέραστο φράγμα για το νερό. Το χαντάκι αυτό γεμίζεται με υδατοστεγανό υλικό όπως η άργιλος ή το σκυρόδεμα. Cutoff Valve [Βαλβίδα Διακοπής] Μηχ. Βαλβίδα που χρησιμοποιείται για τη διακοπή της ροής ενός ρευστού ή αερίου σε ένα σωλήνα. Cutoff Voltage [Τάση Αποκοπής] Ηλεκ. Τάση διακοπής του ρεύματος ανόδου ενός σωλήνα ηλεκτρονίων, γενικά μείωσης στο ελάχιστο ενός χαρακτηριστικού λειτουργίας τους. —> Critical Voltage Cutoff Wall [Υδατοστεγανό τοιχίο] ΙΙολΜηχ. Είναι ένας λεπτός τοίχος από σκυρόδεμα ο οποίος κατασκευάζεται δίπλα σε ένα υδατοστεγανό χαντάκι για να βοηθήσει στον περιορισμό της διήθησης του νερού προς την θεμελίωση. Cutoff Wavelength [Μήκος Κύματος Αποκοπής] Ηλεκτρομαγν. Μήκος κύματος μίας ακτινοβολίας με συχνότητα, τη συχνότητα αποκοπής ενός κυματοδηγού, εάν αυτή διαδίδεται στο κενό. Ισχύει X=c/fct όπου c η ταχύτητα του φωτός στο κενό και ί ς η συχνότητα αποκοπής. Cutoff Frequency CutofH)ias [Αντίστροφη Τάση Αποκοπής] Ηλεκ. Η ελάχιστη αντίστροφη ηλεκτρική τάση που πρέπει να επικρατεί μεταξύ πλέγματος και καθόδου, ώστε να μην φτάνουν ηλεκτρόνια στην άνοδο ενός σωλήνα ηλεκτρονίων. Cutover [Αδιάλειπτα] Επικοιν. Αλλαγή τηλεπικοινωνιακού συστήματος (ευκολότερα λογισμικού) χωρίς να κατέβει το σύστημα. C u t w a t e r [Κυματόμος] Πολ Μηχ. Το σφηνοειδούς σχήματος άκρο του βάθρου γέφυρας που χρησιμεύει για την προστασία της από τη ροή υδάτων ή των μεταφερόμενων από τα ύδατα υλικών (π.χ. ογκόπαγων). C W [Συνεχές Κύμα] Ηλεκτρομαγν. —» Continuous Wave C W Laser [Αέιζερ Συνεχούς Κύματος] Ηλεκτμομαγν. —> Continuous Wave Laser C y a n a m i d e [Κυαναμίδιο] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι H 2 NCN και έχει μοριακό βάρος 42,04, σημείο ζέσεως 140 °C και σημείο τήξεως 42 °C. Πρόκειται για άχρωμο, κρυσταλλικό στερεό, με ασθενώς όξινες ιδιότητες, διαλυτό σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Θεωρείται ο ανυδρίτης της ουρίας. Cyanates [Κυανικές Ενώσεις] Χημ. Χαρακτηρίζει τα άλματα που προκύπτουν από το κυανικό οξύ και περιέχουν τη μονοσθενή ρίζα CNO'. Cyanic Acid [Κυανικό Οξύ] Χημ. Έχει χημικό τύπο HOCN και μοριακό βάρος 43,03. Πρόκειται για ασταθή, πτητική υγρή ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθέρα, βενζόλιο και τολουόλιο. Είναι ισομερές με το ισοκυανικό οξύ, HN=C=0. Cyanidation [Κυανίωση] Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία εισάγεται μια κυανο-ομάδα στο μόριο μιας ένωσης.

Cyanide

-400-

Cyanide [Κυανίόιο] Χημ. Αναφέρεται σε ανόργανα ά- Cyanohydrins λατα που περιέχουν το ιόν CN". Πρόκειται για δηλητηριώδεις ουσίες, που παρεμποδίζουν τα οξειδοαναγωγικά φαινόμενα στα κύτταρα και επιφέρουν το θάνατο, ακόμη και σε ελάχιστες ποσότητες. Cyanide Process [Μέθοδος κυανιδίων ή κυανίωση] Μεταλλ. Μέθοδος εξαγωγής χρυσού και αργύρου από τα μεταλλεύματα τους με χρήση διαλύματος κυανούχου άλατος (καλίου, νατρίου ή ασβεστίου) εντός του οποίου διαλύεται το λειοτριβημένο μετάλλευμα σχηματίζοντας διπλά άλατα και απ' όπου, κατόπιν διήθησης υπό κενό, κατακρημνίζεται το μέταλλο με τη βοήθεια σκόνης ψευδαργύρου. Cyanine [Κυανίνη] Ομγ. Χημ. Οργανικό μεταλλικό, κυανό χρώμα διαφόρων αποχρώσεων, της ομάδας του τριφαινυλομεθανίου. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφική για την αύξηση της χρωματικής ευαισθησίας των γαλακτωμάτων. Cyano- [Κυανό-] Χημ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται όταν στο μόριο μιας ένωσης υπάρχει κυανο-ομάδα. Cyano G r o u p [Κυανο-ομάδα] Χημ. Είναι η ρίζα -C=N, στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Cyanoacetamide [Κυανο-ακεταμίδιο] Χημ. Κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο NC-CH 2 CONII 2 , μοριακό βάρος 84,08 και σημείο τήξεως 121-122 °C. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Cyanoacetic Acid [Κυανο-οξικό Οξύ] Χημ. Παράγωγο του οξικού οξέος, με χημικό τύπο NC-CH 2 COOH, μοριακό βάρος 85,06, σημείο ζέσεως 108 °C και σημείο τήξεως 70-71 °C. Είναι υγροσκοπική, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Cyanobiphenyls [Κυανο-διφαινύλια] Ομγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι R-QH 5 -C6H5-CN. Πρόκειται για ουσίες που συμπεριφέρονται ως υγροί κρύσταλλοι ή ως ίνες. C y a n o c a r b o n [Κυανο-άνθρακας] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζεται μια οργανική ένωση, η οποία περιέχει άτομα άνθρακα και κυανο-ομάδες. Cyanoethylation [Κυανο-αιθυλίωση] Ομγ. Χημ. Μια χημική αντίδραση κατά την οποία προστίθεται ρίζα ακρυλονιτριλίου, στο μόριο μιας ένωσης. Cyanogen [Κυάνιο] Χημ. Ονομάζεται και δικυάνιο. Είναι δηλητηριώδες άχρωμο αέριο, με χημικό τύπο (CN) 2, μοριακό βάρος 52,04, σημείο ζέσεως -20,7 °C και σημείο τήξεως -27,9 "C. Έχει χαρακτηριστική οσμή, είναι διαλυτό σε νερό και αιθανόλη και συμπεριφέρεται ως αλογόνο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων και λιπασμάτων. Cyanogen Bromide [Κυανιούχο Βρώμιο] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο BrCN, μοριακό βάρος 105,92, σημείο ζέσεως 61,4 °C και σημείο τήξεως 52 °C. Είναι λευκή, κρυσταλλική, τοξική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Cyanogen Chloride [Κυανιούχο Χλώριο] Ανόμγ. Χημ. Αέρια, δηλητηριώδης ένωση, με χημικό τύπο C1CN, μοριακό βάρος 61,47, σημείο ζέσεως 12,7 °C και σημείο τήξεως -61>C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Cyanogen Iodide [Κυανιούχο Ιώδιο] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο ICN, μοριακό βάρος 152,92, σημείο τήξεως 146-147°C και σημείο ζέσεως 45 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα.

[Κυανυδρίνες] Οργ. Χημ. Ονομάζονται τα α-υδροξυ-νιτρίλια, που σχηματίζονται με προσθήκη HCN σε καρβονυλικές ενώσεις, σε βασικό περιβάλλον. C y a n u r i c Acid [Κυανουρικό οξύ] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο (CNOH) 3 που λαμβάνεται με πολυμερισμό του κυανικού οξέος. Είναι /ευκή, άοσμη, με πικρή γεύση και διαλυτή στο νερό στερεή ουσία αποτελούμενη από πρισματικούς κρυστάλλους. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Cybele [Κυβέλη] Αστμον. Αστεροειδής ο οποίος απέχει από τον Ήλιο περίπου 3500 αστρονομικές μονάδες με ιδιαίτερα σκοτεινή επιφάνεια στην οποία υπάρχουν πολλά παράγωγα άνθρακα. Cycle 1 [Κύκλος] Γεν. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την τέλεση ενός χαρακτηριστικού περιοδικής επανάληψης συμβάντος, φαινομένου ή λειτουργίας ή σειράς συμβάντων, φαινομένων ή λειτουργιών που αποτελούν ένα σύνολο. Cycle [Κύκλος] Φυσ. Μια πλήρης ταλάντωση ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος με συνήθους χρήσεως πολλαπλάσια το χιλιόκυκλο, το μεγάκυκλο και το γιγάκυκλο. Σύμβολο: c Cycle Index [Δείκτης κύκλων] Πληρ. Ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές έχει εκτελεστεί ένας επαναληπτικός βρόγχος κατά την εκτέλεση ενός προγράμματος από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Cycle Per Minute [Κύκλοι ανά Λεπτό] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της συχνότητας. Ισούται με το πλήθος των πλήρων μεταβολών ενός περιοδικού φαινομένου ανά λεπτό. lcpm=l/60 Hz. Cycle Per Second [Κύκλοι ανά Δευτερόλεπτο] Φοσ. Μονάδα μέτρησης της συχνότητας στο διεθνές σύστημα μονάδων. Εκφράζει το πλήθος των πλήρων μεταβολών ενός περιοδικού φαινομένου ανά δευτερόλεπτο. Συμβολίζεται ως Hz. Cycle Time [Χρόνος κύκλου] Πληρ. 1. Η απαιτούμενη χρονική διάρκεια για την πραγματοποίηση και ολοκλήρωση της εκτέλεσης ενός κύκλου λειτουργιών. 2. Η ελάχιστη χρονική διάρκεια μεταξύ δυο διαδοχικών προσπελάσεων της μνήμης. Cybernation [Κυβέρνηση] Τεχνολ. Έλεγχος μιας βιομηχανικής διαδικασίας μέσω αυτοματικών συστημάτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών. Cybernetics [Κυβερνητική] Τεχνολ. Νεότατος επιστημονικός κλάδος (καθιερώθηκε το 1948 από τον Γουάινερ) που έχει ως αντικείμενο τη μελετη του ελεγχου και της επικοινωνίας στα μηχανικά, ηλεκτρονικά και βιολογικά συστήματα, κυρίως μέσω της μαθηματικής ανάλυσης της ροής της πληροφοριακής ένδειξης και της κατ' αντίδραση συμπεριφοράς τους. Cyclic A n h y d r i d e [Κυκλικός Ανυδρίτης] Οργ. Χημ. Κυκλική οργανική ένωση, που σχηματίζεται με απομάκρυνση ενός μορίου νερού από το μόριο καρβοξυλακού οξέος. Cyclic Code [Κυκλικός κώδικας] Επικοιν. Κώδικας αναγνώρισης λαθών που συναντιέται και σαν Cyclic Redundancy Code, και χρησιμοποιεί τα πολυώνυμα γεννήτορες για να ελέγξει την ασφαλή μετάδοση από μπλοκ δεδομέ-νων. Cyclic C o m p o u n d s [Κυκλικές Ενώσεις] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, με κλειστές αλυσίδες ή δακτυλίους. Διακρίνονται σε ισοκυκλικές και ετεροκυκλικές, ανάλογα αν υπάρχει ετεροάτομο στην ανθρακική αλυσίδα. Cyclic C u r v e [Κυκλική καμπύλη] Μαθημ. Κάθε καΛ

-401 -

μπύλη η οποία κατά την κατασκευή της σχετίζεται με περιφέρεια κύκλου όπως είναι οι τροχοειδείς καμπύλες. Cyclic G r o u p [Κυκλική ομάδα] Μαθημ. Ένα σύνολο το οποίο αποτελείται από τις δυνάμεις ενός αριθμού x με ακέραιους εκθέτες, τέτοιο ώστε να ικανοποιεί τις υποθέσεις ως προς μια ορισμένη στο σύνολο πράξη για να είναι ομάδα. Cyclic P e r m u t a t i o n [Κυκλική μετάθεση] Μαθημ. Μετάθεση η οποία ορίζεται για ένα σύνολο i στοιχείων συγκεκριμένων θέσεων έτσι ώστε το στοιχείο της κ θέσης να αντιστοιχίζεται στην κ+1 θέση και το τελευταίο στοιχείο να γίνεται πρώτο. Cyclic Rendudancy Check [Κυκλικός έλεγχος πλεονασμού] Επικοιν. Μεθοδολογία ελέγχου ισοτιμίας που χρησιμοποιεί ένα ειδικό πολυώνυμο για να εξάγει έναν κωδικό που αναμεταδίδει για μια ομάδα δεδομένων. Cyclic Sedimentation [Κυκλική ιζηματογένεση] Γεωλ. Ακολουθία ιζηματογενών αποθέσεων που μετά την ολοκλήρωση της επαναλαμβάνεται κατά την ίδια διαδοχή. Cyclo- [Κύκλο-] Ομγ. Χημ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ονομασία μιας κυκλικής ένωσης. Cyclo Octadiene [Κυκλο-οκταδιένιο] Οργ. Χημ. Κυκλική οργανική ένωση με δύο διπλούς δεσμούς, με χημικό τύπο CgH12 και μοριακό βάρος 108,18. Το 1,5κυκλο-οκταδιένιο έχει σημείο ζέσεως 150,8 °C, ενώ το 1,3- έχει 54-55 °C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών και πολυμερών ενώσεων. Cyclo Octane [Κυκλο-οκτάνιο] Οργ. Χημ. Κυκλοαλκάνιο, με χημικό τύπο QH|6, μοριακό βάρος 112,22, σημείο ζέσεως 148-149°C και σημείο τήξεως 14,3 °C. Είναι διαλυτό στο βενζόλιο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση πολυμερών και συγκολλητικών ουσιών. Cycloaddition [Κυκλοπροσθήκη] Οργ. Χημ. Χημική αντίδραση μεταξύ οργανικών ενώσεων που περιέχουν ακόρεστους δεσμούς, η οποία οδηγεί στο σχηματισμό κυκλικής ένωσης. Cycloalkanes [Κυκλοαλ.κάνια] Οργ. Χημ. Οργανικές, κυκλικές ενώσεις που περιέχουν μόνο απλούς δεσμούς. Ο γενικό τύπος είναι C n H 2n και συμπεριφέρονται ως αλ.κάνια, είναι όμως λιγότερο δραστικά. Cycloalkenes [Κυκλοαλκένια] Οργ. Χημ. Κυκλικές υδρογονανθρακικές ενώσεις, που περιέχουν διπλό δεσμό στο μόριό τους. Ο γενικός τύπος είναι CnH2n.2. Cycloalkylaryl C o m p o u n d s [Κυκλοαλκυλαρυλικές Ενώσεις] Ομγ. Χημ. Πολυκυκλικές οργανικές ενώσεις, που περιέχουν κορεσμένους και αρωματικούς δακτυλίους. Cycloalkynes [Κυκλοαλκίνια] Οργ. Χημ. Οργανικές κυκλικές ενώσεις, που περιέχουν έναν ή περισσότερους τριπλούς δεσμούς. Cyclobutadiene [Κυκλοβουταδιένιο] Οργ. Χημ. Κυκλική οργανική ένωση, με δύο διπλούς δεσμούς και χημικό τύπο C4H4. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Cyclobutane [Κυκλοβουτάνιο] Ομγ. Χημ. Κυκλοαλκάνιο, με χημικό τύπο C4H«, μοριακό βάρος 56,11, σημείο ζέσεως 12°C και σημείο τήξεως -50 °C. Ονομάζεται και τετραμεΟυλένιο. Είναι διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Cyclobutene [Κυκλοβουτένιο] Οργ. Χημ. Κυκλοαλκένιο, με χημικό τύπο C 4 H 6 , μοριακό βάρος 54,09 και σημείο τήξεως 2 °C. Είναι διαλυτό σε ακετόνη και βεν-

Cyclone Cellar

ζόλιο. 1,3-Cyclohexadiene [1,3-Κυκλοεξαδιένιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 1,2-διυδροβενζόλιο και έχει χημικό τύπο μοριακό βάρος 80,13, σημείο ζέσεως 80,5 °C και σημείο τήξεως -89 °C. Είναι διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών ενώσεων. Cyclohexane [Κυκλοεξάνιο] Ομγ. Χημ. Κυκλική οργανική ένωση, με χημικό τύπο C 6 Hi 2 , μοριακό βάρος 84,16, σημείο ζέσεως 80,7 UC και σημείο τήξεως 6,5 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, που ανευρίσκεται στο πετρέλαιο και μπορεί να σχηματισθεί με καταλυτική υδρογόνωση βενζολίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση του αδιπικού οξέος και του Nylon-66. Cyclohcxanol [Κυκλοεξανόλη] Ομγ. Χημ. Υγροσκοπική, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Q H u O H και μοριακό βάρος 100,16. Έχει σημείο ζέσεως 161,1 °C, σημείο τήξεως 25,1 l)C και είναι διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση καθαριστικών ουσιών, εντομοκτόνων και πλαστικοποιητών. Cyclohexanone [Κυκλοεξανόνη] Ομγ. Χημ. Κυκλική κετόνη, με οσμή προπανόνης. Έχει χημικό τύπο C6H]oO, μοριακό βάρος 98,14, σημείο ζέσεως 155,6 °C, σημείο τήξεως -16,4°C και είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Cyclohexcne [Κυκλοεξένιο] Οργ. Χημ. Κυκλοαλκένιο, με χημικό τύπο QHio, μοριακό βάρος 98,14, σημείο ζέσεως 155,6 °C και σημείο τήξεως -103,5 °C. Είναι διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Cyclohexylamine [Κυκλοεξυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Q H n N H 2 και το μοριακό βάρος 99,18. Είναι υγρή ουσία, με δυσάρεστη οσμή, με σημείο ζέσεως 134,5 °C και το σημείο τήξεως -17,7 °C. Διαλύεται στους οργανικούς διαλότες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση πλαστικών, καθαριστικών, γαλακτωματοποιητών, κλπ. Cycloid [Κυκλοειδές] Μαθημ. Καμπύλη του επιπέδου με παραμετρικές εξισώσεις x=a(t-sint) και y=a(l-cost) όπου t c [0,2π], οι οποίες την ορίζουν. Cyclometer [Κυκλόμετρο] Μηχ. Όργανο που μέσω της καταγραφής των περιστροφών ενός τροχού παρέχει ένδειξη της διανυόμενης απόστασης. Cyclon [Κυκλώνας] Μετεωρ. Τύπος ατμοσφαιρικής διαταραχής, κυρίως των τροπικών θαλασσών, που χαρακτηρίζεται από ταχύτατα πνέοντες ανέμους (της τάξης των εκατοντάδων χλμ. ανά ώρα) σε συγκλίνουσα σπειροειδή και ταυτόχρονα ανοδική κίνηση, κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού στο νότιο και αντίθετα στο βόρειο ημισφαίριο, γύρω από το κέντρο μιας βορομετρικής ύφεσης, που αποτελεί συνήθως περιοχή νηνεμίας (οφθαλμός ή μάτι του κυκλώνα). Cyclone [Κυκλνώνας] Μηχ. Δοχείο διεργασιών, με κωνικό σχήμα, που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό στερεών από υγρά ή αέρια. Η λειτουργία του βασίζεται στη συνδυασμένη δράση του βάρους και της φυγόκεντρης δύναμης πάνω στα στερεά σωματίδια. Cyclone Cellar [Αντικυκλωνικό καταφύγιο] Πολ. Μηχ. Σε χώρες οι οποίες πλήττονται από ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως κυκλώνες και τυφώνες, σχεδιάζονται και κατασκευάζονται ειδικά διαμορφωμένοι χώροι, τα καταφύγια, όπου στην περίπτωση ανάγκης μπορούν να προστρέξουν εκεί οι κάτοικοι για να διασωθούν. Τα καταφύγια αυτά είναι εφοδιασμένα με τα κατάλληλα

Cyclooctatetraene

-402 -

υλικά, όπως τρόφιμα, νερό, ρουχισμός, αυτόνομα συστήματα παροχής ηλεκτροφωτισμού, τα οποία είναι απαραίτητα για το χρονικό διάστημα και τον αριθμό των ατόμων για τα οποία είναι σχεδιασμένα να λειτουργήσουν. Cyclooctatetraene [Κυκλοοκτατετραένιοί Ομγ. Χημ. Πολύ δραστική, ακόρεστη, κυκλική ένωση, με χημικό τύπο Q H 8 και μοριακό βάρος 104,16. Είναι λευκή ή κίτρινη ουσία, με σημείο ζέσεως 140,5°C και σημείο τήξεως -4,7 °C, διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες. Cycloolefin [Κυκλοολεφίνη] Ομγ. Χημ. Cycloalkenes Cycloparaffin [Κυκλοπαραφίνη] Οργ. Χημ. Cycloalkanes Cyclopentadiene [Κυκλοπενταδιένιο] Ομγ. Χημ. Κυκλική, οργανική ένωση, με δύο διπλούς δεσμούς. Έχει χημικό τύπο QH^, μοριακό βάρος 66,10, σημείο ζέσεως 40 °C και σημείο τήξεως -97,2 °C. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και διμερίζεται εύκολα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Cyclopentadienyl Anion [Ανιόν Κυκλοπενταδιενυλίου] Ομγ. Χημ. Είναι η ρίζα που προκύπτει από το κυκλοπενταδιένιο και έχει χημικό τύπο C5H5". Έχει αρωματικές ιδιότητες, παρόλο που το κυκλοπενταδιένιο δεν είναι αρωματική ένωση. Cyclopentane [Κυκλοπεντάνιο] Ομγ. Χημ. Σχεδόν επίπεδο, οργανικό μόριο, με χημικό τύπο C 5 H 10 και μοριακό βάρος 70,13. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση, που έχει σημείο ζέσεως 49,2 °C και σημείο τήξεως -93,9 "C. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε βενζίνες, για αύξηση του αριθμού οκτανίου και της ποιότητας καύσης. Cyclopentanol [Κυκλοπεντανόλη] Ομγ. Χημ. Κυκλική αλκοόλη, με χημικό τύπο C5H9OH, μοριακό βάρος 86,13, σημείο ζέσεως 140,8 °C και σημείο τήξεα>ς -19 °C. Είναι άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη. Ονομάζεται και κυκλοπεντυλαλκοόλη. Cyclopentanone [Κυκλοπεντανόνη] Οργ. Χημ. Κυκλική κετόνη, με χημικό τύπο CsHgO, μοριακό βάρος 84,12, σημείο ζέσεως 130,6°C και σημείο τήξεως 51,3°C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης για συνθετικά πολυμερή, όπως είναι το PVC. Cyclopcntcnc [Κυκλοπεντένιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CsH*, το μοριακό βάρος 68,12, το σημείο ζέσεως 44,2 °C και στο σημείο τήξεως -135°C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο. Cyclopentyl Alcohol [Κυκλοπεντυλαλκοόλη] Οργ. Χημ. -> Cyclopentanol Cyclopropane [Κυκλοπροπάνιο] Οργ. Χημ. Κυκλικός, κορεσμένος υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο C3H6, μοριακό βάρος 42,08, σημείο ζέσεως -32,7 °C και σημείο τήξεως -127,6 °C. Πρόκειται για άχρωμο αέριο, με αιθερική οσμή, το οποίο υγροποιείται εύκολα, ενώ σχηματίζει εκρηκτικά μίγματα με τον αέρα. Χρησιμοποιείται ως αναισθητικό με εισπνοή. Cyclorama [Κυκλόραμα] Τεχνυλ. Μεγάλη ημικυκλική κοίλη επιφάνεια που τοποθετείται στο πίσω μέρος ενός χώρου (π.χ. θεατρικής σκηνής) για να δημιουργεί σε συνδυασμό με κατάλληλο φωτισμό προοπτική βάθους. Cyclosttrophic Wind [Κυκλοστροφικός άνεμος] Μετεωρ. Ονομάζεται η συνιστώσα του ανέμου βαροβαθμίδας που οφείλεται στην κεντρόφυγο δύναμη που αναπτύσσεται λόγω της καμπυλόγραμμης κίνησης της αέριας μάζας του. Cyclosymmetric Function [Κυκλοσυμμετρική συνάρ-

τηση] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση η οποία δεν επηρεάζεται από τις κυκλικές μεταθέσεις των μεταβλητών της. Cyclothcm [Κυκλόθεμα] Γεωλ. Ακολουθία ιζημάτων που σχηματίζεται σε ένα κύκλο ιζηματογένεσης. Cyclotomic Equation [Κυκλοτομική εξίσωση] Μαθημ. Κάθε πολυωνυμική εξίσωση βαθμού ν με δύο χαρακτηριστικές ιδιότητες: κάθε συντελεστής αλλά και ο σταθερός όρος της εξίσωσης είναι ίσος με τη μονάδα ενώ ο βαθμός του πολυωνύμου ν δίνεται μόνο από πρώτους αριθμούς. Cyclotomy [Κυκλοτομία] Μαθημ. Το πρόβλημα της διαίρεσης του κύκλου σε ν ίσα μέρη, το οποίο τελικά ανάγεται στην επίλυση της διωνυμική<: εξίσωσης χ ν 1=0.

Cyclotron [Κύκλοτρο] Πυμ. Φυα. Επιταχυντής φορτισμένων σωματιδίων. Αποτελείται από δύο κοίλα ημικυλινδρικά τμήματα σχήματος D (ηλεκτρόδια), που συνδέονται με τους πόλους μίας πηγής εναλλασσόμενης τάσης πολύ μεγάλης συχνότητας. Μεταξύ των ηλεκτρονίων υπάρχει διάκενο, στο οποίο επικρατεί το ηλεκτρικό πεδίο που επιταχύνει τα σωματίδια. Στο χώρο επικρατεί χαμηλή πίεση, μικρότερη από ΙΟ"6 lorr, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις με τα μόρια του αέρα. Κάθετα στο επίπεδο των ηλεκτροδίων υπάρχει ισχυρό ομογενές πεδίο: Β ώστε τα σωματίδια να εκτελούν τμήματα κυκλικής κίνησης, με περίοδο Τ=2πηι/ qB όπου m η μάζα των σωματιδίων, και q το φορτίο τους. Αν η περίοδος περιστροφής των ηλεκτρονίων ισούται με την περίοδο της εναλλασσόμενης τάσης, τότε τα σωματίδια επιταχύνονται. Η μέγιστη κινητική ενέργειά τους εξαρτάται από τη μέγιστη ακτίνα των ηλεκτροδίων και το μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση βαρέων σωματιδίων, π.χ. πρωτονίων και όχι ηλεκτρονίων γιατί η μάζα τους μεταβάλλεται αισθητά και μεταβάλλεται η συχνότητα περιστροφής τους. Cyclotron D [Ηλεκτρόδιο Κύκλοτρου] Πυμ. Φυα. Ηλεκτρόδιο ημικυλινδρικού σχήματος του κύκλοτρου. —> Cyclotron, Dee Cyclotron Emission [Ακτινοβολία Κύκλοτρου] Ηλεκτρομαγν. —» Cyclotron Radiation Cyclotron Frequency [Συχνότητα Κύκλοτρου] Ηλεκτμυμαγν. Συχνότητα περιστροφής των σωματιδίων στο κύκλοτρο αλλά και σε κάθε άλλο ομογενές μαγνητικό πεδίο, εφόσον η αρχική ταχύτητά τους είναι κάθετη στη μαγνητική επαγωγή. Ισχύει f = ςΒ/2πιη όπου q το φορτίο και m η μάζα του σωματιδίου ενώ Β η μαγνητική επαγωγή. Αναφέρεται και ως γυροσυχνότητα. Cyclotron Frequency M a g n e t r o n [Μάγνητρον Γυροσυχνότητας] Ηλεκ. Λυχνία μάγνητρον, η οποία λειτουργεί μόνο εάν η συχνότητα του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού πεδίου ισούται με αυτή της ταλάντωσης των ηλεκτρονίων σε κάθετη σε αυτό διεύθυνση λόγα) μαγνητικού πεδίου. Cyclotron Magnets [Μαγνήτες Κύκλοτρου] Πυρ. Φυα. Πρόκειται για τους μαγνήτες που εξασφαλίζουν την κίνηση των σωματιδίων μέσα στα ηλεκτρόδια του κρυστάλλου, μέχρι να αποκτήσουν τη μέγιστη κινητική ενέργειά τους. Cyclotron Radiation [Ακτινοβολία Κύκλοτρου] Ηλεκτρομαγν. Ακτινοβολία που εκπέμπουν τα σωματίδια καθώς κινούνται στο κύκλοτρο. Τα σωματίδια περιστρέφονται σε ημικυκλικές τροχιές όλ.ο και μεγαλύτερης ακτίνας, με μικρές ταχύτητες σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός, αλλά σταθερής συχνότητας και ε-

- 403 φόσον επιταχύνονται, εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Cyclotron Resonance [Συντονισμός Κύκλοτρου] Πυρ. Φυσ. Φαινόμενο στο οποίο παρατηρείται ισχυρή απορρόφηση της ενέργειας ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού πεδίου από ηλεκτρόνια τα οποία περιστρέφονται λόγω ενός μαγνητικού πεδίου, όταν η συχνότητα του εναλλασσόμενου πεδίου ισούται με τη συχνότητα κι')κλοτρου των ηλεκτρονίων. Αναφέρεται και ως Diamagnctic Resonance. Cygnus [Κύκνος] Αστρον. Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ουράνιο ημισφαίριο στη ζώνη του Γαλαξία, Το λαμπρότερο άστρο του, ο Δενέβ, έχει φαινόμενο αστρικό μέγεθος 1.3. Cygnus 2 [Κύκνος Χ- 1] Αστρον. Πηγή ακτίνων Χ ισχύος της τάξης των 103υ W στον αστερισμό του Κύκνου από αντικείμενο μάζας κατά προσέγγιση εξαπλάσιας τής ηλιακής που θεωρείται ότι είναι μαύρη οπή περιφερόμενη γύρω από έναν αστέρα γίγαντα, από την επιφάνεια του οποίου διαφεύγει ελκόμενη ύλη που κινούμενη σπειροειδώς και θερμαινόμενη παράγει την ακτινοβολία Χ πριν πέσει μέσα στη μαύρη οπή. Cylinder [Κύλινδρος] 1. Πολ. Μηχ. Είναι ένας μεταλλικός σωλήνας, ο οποίος χρησιμοποιείται ως καλούπι για την κατασκευή πασσάλων θεμελίωσης με την μέθοδολογία "διά εκτοπίσεως" όσο και "διά εκσκαφής". Η διάμετρος του κυμαίνεται από μερικές δεκάδες εκατόστών έως και ενάμισι μέτρο και το ελάχιστο πάχος του τοιχώματος του είναι περί τα τρία χιλιοστά. 2. Πολ. Μηχ. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται η κλειστή δεξαμενή για αποθήκευση του ζεστού νερού που διοχετεύεται στο δίκτυο θέρμανσης μίας οικοδομής. Cylinder Block [Σώμα του κινητήρα ή μπλοκ] Μηχ. Το χυτό μεταλλικό μονοκόμματο περίβλημα του κινητήρα μιας μηχανής εσωτερικής καύσης που είναι διαμορφωμένο να φέρει του κυλίνδρους του εμβόλου καθώς και κατάλληλες υποδοχές των εδράνων του στροφαλοφόρου άξονα, του κυκλώματος ψύξης και άλλων εξαρτημάτων του κινητήρα. CyUnder Bore [Διαμέτρημα κυλίνδρου] Μηχ. Η εσωτερική διάμετρος του κυλίνδρου μέσα στον οποίο κινείται το έμβολο μιας μηχανής παλινδρομικής κίνησης. Cylinder Oil [Κυλινδρέλαιο] Υλικ. Ιξώδες θερμοανθεκτικό μηχανέλαιο, ειδικό για τη λίπανση των κυλίνδρων των μηχανών εσωτερικής καύσης. Cylindcr Test [Δοκιμή κυλίνδρου] Πολ. Μηχ. Είναι το πείραμα που γίνεται βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών σε κυλινδρικά δοκίμια κονιάματος για τον προσδιορισμό της θλιπτικής τους αντοχής. Για το σκυρόδεμα, το κυλινδρικό αυτό δοκίμιο συνήθως έχει διάμετρο μήκους δεκαπέντε εκατοστών και ύψος τριάντα εκατόστών περίπου. Σε σχέση όμως με την δοκιμή αντοχής επί κυβικού δοκιμίου, στο κυλανδρικό δοκίμιο, λόγω καθαρά της γεωμετρίας του, η μετρούμενη αντοχή είναι περίπου το 75% της αντοχής που υπολογίζεται από το κυβικό δοκίμιο. Υπάρχουν όμως οι ανάλογοι μάθηματικοί τύποι και σχέσεις που μετατρέπουν την μία αντοχή στην άλλη οπότε δεν παίζει ρόλο ποιο πείραμα από τα δύο θα γίνει για τον προσδιορισμό τελικά της αντοχής του σκυροδέματος. Cylindrical Capacitor [Κυλινδρικός Πυκνωτής] Ηλεκ. Είδος πυκνωτή, του οποίου οι οπλισμοί είναι δύο ομοαξονικοί κύλινδροι. Μεταξύ των κυλίνδρων μπορεί να εισαχθεί διηλεκτρικό για την αύξηση της χωρητικότητάς του. Αναφέρεται και ως Coaxial Capacitor.

Cytosine

Cylindrical Cavity [Κυλινδρική κοιλότητα συντονισμού] Ηλεκτρομαγν. Κοιλότητα συντονισμού με σχήμα κυλίνδρου. Cylindrical Coordinates [Κυλινδρικές Συντεταγμένες] Μαθημ. Τρόπος προσδιορισμού της θέσης ενός σημείου στο χώρο χρησιμοποιώντας την απόστασή του από το επίπεδο x-y ενός καρτεσιανού συστήματος αξόνων έστω ζ, την απόσταση της προβολής του από το σημείο Ο έστω ρ, και τη γωνία που σχηματίζει το ρ με τον ημιάξονα Οχ έστω θ. Συνολικά οι συντεταγμένες είναι οι: (ρ,θ,ζ) με ρ=>/(χ2 + y2), ημθ=χ/ρ, με (x,y,z) τις καρτεσιανές συντεταγμένες. Ισχύει και ότι: 2 dV=dxxdyxdz=p xsin9*dpxdO*dz Cylindrical Functions [Κυλινδρικές Συναρτήσεις] Μαθημ. Συναρτήσεις οι οποίες είναι λύσεις της διαφορικής εξίσωσης του Bessel. Bessel Function Cylindrical Helix [Κυλινδρική έλικα] Μαθημ. II καμπύλη γραμμή που περιελίσσεται γύρω από έναν κύλινδρο, καθώς κινείται πάνω στην πλευρική επιφάνεια του δεδομένου στερεού με σταθερή γωνιακή ταχύτητα, Cylindrical Lens [Κυλινδρικός φακός] Οπτικ. Οπτικός φακός του οποίου η μία ή αμφότερες οι επιφάνειες είναι κυλινδρικού σχήματος. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή αναστιγματικών οπτικών συστημάτων για τη διόρθωση της αστιγματικής εκτροπής, Cylindrical Projection [Κυλινδρική προβολή] Γεωδ. Τύπος χαρτογραφικής προβολής κατά την οποία τα σημεία επί της υδρογείου προβάλλονται επί κυλίνδρου τοποθετημένου εφαπτομενικά προς την επιφάνεια της, ο οποίος στη συνέχεια εκτείνεται σε επίπεδη επιφάνεια. Οι μεσημβρινοί και οι παράλληλοι παρίστανται ως ευθείες γραμμές αλληλοτεμνόμενες κατά ορθές γωνίες. Cylindrical Surface [Κυλινδρική επιφάνεια] Μαθημ. Η επιφάνεια που παράγεται από μια ευθεία γραμμή που είναι παράλληλη προς ένα σταθερό επίπεδο και κινείται έχοντας ως οδηγό μια κλειστή καμπύλη, Cylindrical W a v e [Κυλινδρικό Κύμα] Ηλεκτμομαγν. Διαδιδόμενο ηχητικό ή ηλεκτρομαγνητικό κύμα, οι ισοφασικές επιφάνειες του οποίου έχουν τη μορφή κυλίνδρου. Cylindrical Winding [Πηνίο Κυλνίνδρικής Περιέλιξης] Ηλεκ. Πρόκειται για το τμήμα μετασχηματιστή ενός πηνίου, γύρω από τον πυρήνα του οποίου, υπάρχει κυλινδρική περιέλιξη για το πρωτεύον αλλά και το δευτερεύον κύκλ^ωμα. Cylindroid [Κυλινδροειδές] Μαθημ. Στερεό κυλινδρικού σχήματος ή κυλινδρική επιφάνεια που παρουσιάζει ελλειπτική εγκάρσια τομή. Cysteine [Κυστείνη] Βιοχημ. Κρυσταλλικό θειούχο αμινοξύ του τύπου C3H7O2N5, το β-θειο-ααμινοπροπιονικό οξύ, που βρίσκεται σε πολλές πρωτεΐνες (ιδιαίτερα στη κεράτινη) και μεταβολίζεται σε κυστίνη. Cystine [Κυστίνη] Βιοχημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση του τύπου C6H2N2O4S2, το διβασικό παράγωγο της κυστεϊνης και το κύριο θειούχο αμινοξύ των πρωτεϊνών, Cytochrome [Κυτόχρωμα] Βιοχημ. Κάθε σύνθετη πρωτεΐνη αποτελούμενη από σίδηρο και πρωτείνη της κατηγορίας των αναπνευστικών χρωστικών με σημαντικό καταλυτικό ρόλο στις οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις των κυττάρων. Cytosine [Κυτοσίνη] Βιοχημ. Οργανική βάση του τύπου C4H5N3O, της κατηγορίας των πυριμιδινών που αποτελεί συστατικό, υπό τη μορφή των νουκλεοτιδίων

Czochralski Process

-404-

της, των νουκλεϊνικών οξέων καθώς και διαφόρων συνενζύμων. Czochralski Process [Τεχνική CzochralskiJ Κρυσταλλ.

Τεχνική σχηματισμού κρυστάλλων χρησιμοποιώντας ένα μικρό αρχικό κρύσταλλο που περιστρέφεται και ανυψώνεται αργά μέσα σε ένα τήγμα του κρυστάλλου.

D [Ηλεκτρόδιο Cyclotron] Φυα. Cyclotron Daily Variation [Ημερήσια Μεταβολή] Γεωφυσ. ΠεD [Σύμβολο^ Deuterium] Χημ. Σύμβολο του δευτερίου. ριοδικη μεταβολή του γήινου μαγνητικού πεδίου κατά -> Deuterium τη διάρκεια μιας ημέρας. D [Σύμβολο Displacement] Φιχτ. Σύμβολο του διανύ- Daisy Chain [Αλυσιδωτή σύνδεση] Πληρ. Ο τρόπος σματος της ηλεκτρικής μετατόπισης. Displacement της διαδοχικής σύνδεσης δυο ή περισσοτέρων συσκευD [Σύμβολο Diffusion] Φνσ. Σύμβολο της σταθεράς ών με μια κεντρική συσκευή ως εξής: η πρώτη συδιάχυσης. Diffusion σκευή είναι συνδεδεμένη με την κεντρική, κάθε επόμεD [Σύμβολο φασματικών γραμμών] Φυσ. Σύμβολο ομά- νη της συσκευή συνδέεται απευθείας μόνο με την δας τριών φασματικών γραμμών εκπομπής της σειράς προηγούμενη της και η τελευταία συσκευή συνδέεται συσκευή μτιορύ να Fta\u\Y\oCoT στο φάαννα uo\> στο <3λ}νχ\^<Λ<ς γΛ· yA^x o n w i q ^ . νάτριο και στο ήλιο. τροποποιεί τα σήματα που δέχεται προτού τα μεταβιD [Διοπτρία] Οπτικ. Σύμβολο μονάδας μέτρησης της ι- βάσει στην επόμενη της συσκευή. Αυτός ο τρόπος σχύος ενός φακού. Diopter σύνδεσης δίνει την προτεραιότητα εξυπηρέτησης στην d [Σύμβολο deci] Φυα. Σύμβολο προθέματος υποδιαίρε- πρώτη συσκευή και ακολουθούν με τη σειρά οι επόμεσης μίας μονάδας μέτρησης. —> deci νες συσκευές. Dacian [λάσιο] Γεωλ. Το στάδιο της γεωλογικής περιό- Daisy Wheel P r i n t e r [Εκτυπωτής μαργαρίτας] Πληρ. δου του Κατώτερου Πλειοκαίνου, το οποίο εκτείνεται Ο κρουστικός εκτυπωτής, του οποίου η λειτουργία βασίζεται στον τροχό μαργαρίτας (daisy wheel). Ο τρομετά το Πόντιο και πριν το Ρουμάνιο. Dacite [Δακίτης] Γεωλ Ανθεκτικό ηφαιστειακό πέτρω- χός αυτός αποτελείται από ακτίνες με ανάγλυφους χαμα πορφυροειδούς ιστού με κρυστάλλους πλάγιο κλό- ρακτήρες στερεωμένους στα άκρα τους και καθώς πεστων και χαλαζία να διαφαίνονται στην μάζα του. Συ- ριστρέφεται τυπώνονται οι επιθυμητοί χαρακτήρες που ναντάται σε διάφορους τύπους και χρώματα ανάλογα καθορίζονται από τον υπολογιστή. Ο εκτυπωτής αυτός με το αν περιέχει βιοτίτη ή άλλες ουσίες. Μετά από διαθέτει υψηλή ποιότητα αλλό χαμηλή ταχύτητα εκτύκατεργασία χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό. πωσης. Daemon [Δαίμονας] Πληρ. Διεργασία του λειτουργικού D' Alembert's E q u a t i o n [Εξίσωση κύματος D' Alemσυστήματος UNIX που τρέχει στο παρασκήνιο και ε- bert| Μαθημ. Πιο γνωστή και σαν διαφορική εξίσωση λέγχει η εκτελεί άλλες εργασίες. Αναγνωρίζεται από το κύματος. τελικό γράμμα D στο όνομα του αρχείου. 2 Dahlin Algorithm (Αλγόριθμος Dahlin] Τεχνολ. Μία 3 Ψ 1 Ζ V Ψ = 0 από τις 2 γνωστότερες μεθόδους μη γραμμικού ελέγχου, μαζί με το φίλτρο Κάλμαν. Τροποποιεί ν <5r 2 (ομαλοποιεί) την έξοδο του Deadbeat αλγόριθμου αποκόπτοντας τα ανεπιθύμητα δυναμικά. μαζί με τα κατάλληλα ζεύγη αρχικών και τελικών συDaily Forecast [Ημερήσια Πρόβλεψη] Μετεωρ. Πρό- νοριακών συνθηκών. Υπάρχουν βασικά 3 τρόποι επίβλεψη καιρικών συνθηκών για χρονικό διάστημα από λυσής της: Μετασχηματισμός Fourier, χωρισμός μεταβλητών και η γενική λύση D' Alcmbcrt που θα περι12 έως 72 ώρες. Daily Keying Element [Στοιχείο καθημερινού κλει- γράψουμε. Αν θέσουμε ν = x - at, u = χ + at τότε διού] Επικοιν. Μέσα στις μεθοδολογίες παραγωγής κλειδιών κρυπτογράφησης περιλαμβάνεται και ένας 32Ψ I 32Ψ 2 = 0 ν ψ αλγόριθμος όπου το κλειδί παράγεται με χρήση της dvdu ημερομηνίας αποστολής. VZ dr Daily M e a n [Μέση Ημερήσια Τιμή] Μετεωρ. Η μέση Ψ(υ,ν) = f(u) + g(v) όπου f, g είναι αυθαίρετες συτιμή στη διάρκεια μιας ημέρας, π.χ. της θερμοκρασίας ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτηριστικού του καιρού ναρτήσεις (αντίθετες κυματομορφές) που υπακούουν στις συνοριακές συνθήκες. Οι άλλες μέθοδοι βρίσκουν (άνεμοι, υγρασία, κατάσταση θαλασσών κ.α. Daily R e t a r d a t i o n [Μέση Ημερήσια Καθυστέρηση] κυρίως λύσεις όπου οι μεταβλητές είναι χωρισμένες πχ Ωκεαν. Μέση ημερήσια καθυστέρηση στην άφιξη των ψ ( χ ^ , 0 =X(x)'Y(y)T(t). Επιλύεται κυρίως με αριθμηπαλιρροιακών κυμάτων σε ένα τόπο. Ισούται περίπου τικές μεθόδους. D' Alembert's P a r a d o x | Παράδοξο του D' Alembertl με πενήντα λεπτά.

D ' A l e m b e r t ' s Principle

-406-

Μηχ. Ρευστ. (1752) Αναφέρεται στο ότι ένα πεπερα- Dam [Φράγμα, ταμιευτήρας] Πολ. Μηχ. 1 Τεχνικό έργο σμένο σώμα που κινείται με σταθερή ταχύτητα μέσα που εκτελείται με στόχο την αποθήκευση ποσότητας σε αέριο ή ρευστό δεν αντιμετωπίζει καμία αντίσταση. νερού με σκοπό τη χρήση του για παραγωγή ενέργειας D ' A l e m b e r t ' s Principle [Αρχή του D'Alembcrt] Μηχ. ή άρδευσης. 2 Όρος που χρησιμοποιείται για αρμοκάΑρχή σύμφωνα με την οποία, η συνισταμένη των δυ- λυπτρα βαρέου τύπου που χρησιμοποιούνται στους νάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα: Εολ εξουδετερώαρμούς διαστολής γεφυρών. νεται από τις αδρανειακές δυνάμεις: -ma. Ισχύει δηλα- Damage Radius [Ακτίνα καταστροφής] Γεν. 1. Η ακτίδή Fo?v-ma=0, όπου α η επιτάχυνση του σώματος. να που δηλώνει το αναμενόμενο θεωρητικά εύρος δράD ' A l e m b e r t ' s Test F o r Convergence (Κριτήριο του σης και καταστροφής ενός εκρηκτικού όπλου. 2. Η αD'Alcmbcrt για σύγκλιση σειρών] Μαθημ.. Το θεώρη- πόσταση από το σημείο στόχευσης και ρίψης μίας ατυμα, το οποίο εξετάζει την σύγκλιση σειρών μελετώ- μικής βόμβας, για την οποία αναμένεται τουλάχιστον ντας το ανώτερο και κατοπερο όριο της απόλυτης τι- κατά το ήμισυ καταστροφή όλων των περιεχόμενων μής του λόγου του ν+1-οστού όρου προς τον ν-οστό στην ακτίνα στόχων. όρο της ακολουθίας και αναφέρει ότι: αν (a v ) μια ακο- Damage Tolerance [Αντοχή σε καταπόνηση] Μηχ. II λουθία με av*0 και δυνατότητα ενός φέροντος οργανισμού να συνεχίσει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον τρόπο που σχεδιάστηκε μετά από μια ισχυρή καταπόνηση. a L = lim v+\ I = lim «v + i Damaged Pack [Φθαρμένη δέσμη] Πλημ. Η δέσμη av Ll\ σκληρών δίσκων, της οποίας το περιεχόμενο έχει αλλοιωθεί ή καταστραφεί λόγω κάποιας φυσικού αιτίας ή Τότε αν L <1, η σειρά Σαν συγκλίνει απολύτως, αν σφάλματος του λογισμικού. L>1, η σειρά Σθν αποκλίνει και αν 1 <1
-407 διακά αντίστοιχα με το πλάτος ταλάντωσης ενός σώματος. Damped Oscillation [Αποσβηνόμενη Ταλάντακτη] Φνσ. Ταλάντωση, το πλάτος της οποίας συνεχώς μειώνεται. Damped Harmonic Motion Damped Vibration [Αποσβηνόμενη Ταλάντωση] Φυσ. -> Damped Harmonic Motion Damped Wave [Αποσβηνόμενο Κύμα] Φυσ. Κύμα το πλάτος του οποίου μειώνεται καθώς διαδίδεται μέσα στο χώρο, λόγω απωλειών. Για παράδειγμα, κατά τη διάδοση του ήχου στον αέρα ή σε άλλα υλικά, το πλάτος του μειώνεται εκθετικά με την απόσταση από την πηγή καθώς η ενέργειά του μετατρέπεται σε θερμότητα. Damping 1 [Απόσβεση] Φυσ. Απορρόφηση ενέργειας από ένα ταλαντευόμενο σύστημα ή διαδιδόμενο κύμα και μετατροπή της σε θερμότητα, με συνέπεια τη μείωση του πλάτους του. Damping 2 [Απόσβεση Αντήχησης] Ακουστ. Μείωση της αντήχησης ενός δωματίου, π.χ. στούντιο ή κινηματογραφικής αίθουσας, με τοποθέτηση στους τοίχους του υλικών που απορροφούν τον ήχο. Damping Capacity [Ικανότητα Απόσβεσης] Μηχ. Το χαρακτηριστικό ενός υλικού που έχει την τάση να αποσβένει μια ταλάντωση ή ένα κύμα που διαδίδεται μέσα σε αυτό. Περιγράφεται με το συντελεστή απόσβεσης του υλικού. D a m p i n g Coefficient [Συντελεστής Απόσβεσης] Φνα. Μέγεθος που εκφράζει την ικανότητα ενός υλικού να αποσβένει μια ταλάντωση. Ισούται με το λογάριθμο του πηλίκου δύο διαδοχικών πλατών: Α, Α' της ταλάντωσης προς την περίοδο της: γ= 1η(Α/Α')/Τ. Αναφέρεται και ως Damping Factor. Damping Constant [Σταθερά Απόσβεσης] Φνσ. Σταθερά που συνδέει το αίτιο, π.χ. τη δύναμη απόσβεσης: F στην ταλάντωση ενός σώματος, με το ταλαντευόμενο μέγεθος: F=-bx. Στην περίπτωση ηλεκτρικών ταλαντώσεων συνήθως είναι η ηλεκτρική αντίσταση R. —> Resistance Damping F a c t o r [Συντελεστής Απόσβεσης] Φνα. -» Damping Coefficient Damping M a g n e t [Μαγνήτης Απόσβεσης] Ηλεκτρομαγν. Τύπος μαγνήτη που χρησιμοποιείται για την πέδηση ενός αγωγού καθώς διέρχεται από το πεδίο του. Η πέδηση οφείλεται σε φαινόμενα μαγνητικής επαγωγής και εμφάνισης δινορευμάτων, ρευμάτων Foucault ή Eddy στον αγωγό, καθώς αλλάζει η μαγνητική ροή που τον διαρρέει. Damping Ratio [Λόγος Απόσβεσης] Φνσ. Μέγεθος που εκφράζει το πόσο ισχυρή είναι η απόσβεση μίας ταλάντωσης. Ισούται με το πηλίκο της σταθεράς απόσβεσης προς την σταθερά απόσβεσης που μόλις θα επέτρεπε την ταλάντωση προκαλώντας εκθετική μείωση της απομάκρυνσης του σώματος από το σημείο ισορροπίας. Damping Resistor [Αντίσταση Απόσβεσης] Ηλεκ. Αντίσταση αύξησης της απόσβεσης ενός κυκλώματος συντονισμού με σκοπό τη μείωση του συντελεστή ποιότητάς του Q και τη μείωση του χρόνου απόσβεσης μιας διέγερσής του. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε αναλογικά όργανα μέτρησης για να βελτιώσει την απόκρισή τους. Danger Coefficient [Συντελεστής Επικινδυνότητας] Τεχνολ. Αριθμός που ισούται με την αύξηση της ενεργότητας μιας ουσίας ανά μονάδα μάζας της, σα συνέ-

Dark Discharge

πεια της ακτινοβολίας που δέχθηκε σε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα. Dangling Bond [Κρεμάμενος Δεσμός] Φνσ. Στερ. Κατ. Ελεύθερος χημικός δεσμός του ατόμου της επιφάνειας ενός στερεού σώματος. Το τροχιακό του ηλεκτρονίου του δεσμού κατευθύνεται προς τα έξω και δε σχηματίζει δεσμό με ηλεκτρόνιο άλλου ατόμου. Danian [Δάνιο] Γεωλ. Το στάδιο της γεωλογικής περιόδου του Κατώτερου Πλειοκαίνου, το οποίο εκτείνεται μετά το ανώτερο Κρητιδικό και πριν το Μόντιο. Πολλοί γεωλόγοι το ταυτίζουν είτε με το ανώτερο Κρητιδικό είτε με το Μόντιο. Daniell Cell [Ηλεκτροχημικό Στοιχείο Danicll] Φνσ. Χημ. Η άνοδος του στοιχείου αποτελείται από το ηλεκτρόδιο με τη ράβδο Ζη και το διάλυμα ιόντων Ζη 2τ και η κάθοδος είναι το ηλεκτρόδιο με ράβδο Cu και το διάλυμα των αντίστοιχων ιόντων. Η ηλεκτρική επαφή των δύο διο&υμάτων επιτυγχάνεται με ένα πορώδες διάφραγμα. Daraf [Μονάδα Daraf] Φνσ. Μονάδα μέτρησης της ελαστότητας ενός πυκνωτή. Το όνομα της και η έννοια της ελαστότητας είναι το αντίστροφο της μονάδας της χωρητικότητας: 1/farad Darcy [Μονάδα μέτρησης Darcy] Φνσ. Μονάδα μέτρησης της διαπερατότητας ενός πορο')δους υλικού. Ένα υλικό έχει διαπερατότητα 1 darcy εάν, lem 3 ρευστού μοναδιαίου ιξώδους διέρχεται από ράβδο του υλικού μήκους 1cm και επιφάνειας διατομής 1cm2 σε χρόνο Isec. Darcy N u m b e r I [Πρώτος Αριθμός Darcy] Ρενστομηχ. Πρόκειται για τον αδιάστατο αριθμό Darcy-Weisbach, ο οποίος αποτελεί το σχετικό μέτρο των απωλειών λόγω τριβής, στις περιπτώσεις ροής ρευστών σε αγωγούς. Ισούται με το τετραπλάσιο του συντελεστή επιδερμικής τριβής του Fanning, f. Darcy Weisbach Coefficient [Συντελεστής Darcy Weisbach] Ρενστομηχ. Είναι ο αδιάστατος αριθμός που εκφράζει απώλειες λόγω τριβής κατά τη ροή ρευστού. -> Darcy Number I Darcy Weisbach Equation [Εξίσωση Darcy - Weisbach] Ρενστομηχ. Η απώλεια μανό μετρικού ύψους λόγω τριβών, hf, ισούται με το γινόμενο πρώτου αριθμού Darcy (4f) επί το μανομετρικό ύψος ταχύτητας (u2/2g) επί το χαρακτηριστικό λόγο L/D. Δηλαδή, αντιστοιχίζει την απώλεια του μανομετρικού ύψους από τριβές, κατά τη ροή ρευστών, σε μανομετρικά ύψη ταχύτητας. Darcy's Law [Νόμος του Darcy] Ρενστομηχ. Αφορά στην ιξώδη ροή σε πορώδη μέσα και ορίζει τη διαπερατότητα Pc, ως το πηλίκο του όγκου του ρευστού που διαχέεται ανά μονάδα χρόνου και επιφάνειας δια την κλάση της πίεσης, δηλ. Pe = (Q/S)/(-dP/dz). Dark Cloud [Σκοτεινό Νέφος] Αστρον. Νέφος ψυχρής αστρικής ύλης που δεν εκπέμπει ακτινοβολ*ία, αλλό τα μόριά του απορροφούν την ακτινοβολ.ία των αστεριών που διέρχεται από αυτό. Dark Conduction [Αγωγιμότητα Σκότους] Ηλεκ. Αγωγιμότητα ενός θαλάμου εκκένωσης αίγλης για τάσεις μικρότερες από την τάση δημιουργίας εκκένωσης. Οφείλεται στα ιόντα που δημιουργούνται στο αέριο από ακτινοβολίες της ατμόσφαιρας. Dark C u r r e n t [Ρεύμα Σκότους] Ηλεκ. Το ρεύμα που οφείλεται στην αγωγιμότητα σκότους. -> Dark Conduction D a r k Discharge [Εκκένωση Σκότους] Η)χκ. Εκκένωση (διέλευση ρεύματος) θαλόμου αερίου χωρίς την εκ-

Dark Eclipsing Variables

-408 -

πομπή φωτός. Dark Eclipsing Variables [Σκοτεινοί μεταβλητοί αστέρες] Αστρον. Το σύστημα δύο αστέρων, το οποίο, συνήθως, αποτελείται από ένα φωτεινό αστέρα και έναν σκοτεινό και η φωτεινότητά του μεταβάλλεται περιοδικά, εξαιτίας φαινομένων εκλείψεων του ενός αστέρα πίσω από τον άλλο, καθώς περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από το κέντρο μάζας τους. Η μελέτη της τροχιάς των αστέρων αποτελεί μέσο για τον προσδιορισμό των διαμέτρων τους, αλλά και της πυκνότητάς τους. D a r k Line S p e c t r u m [Φάσμα Σκοτεινών Γραμμών Απορρόφησης] Φυσ. Χαρακτηριστικό γραμμικό φάσμα απορρόφησης κάθε στοιχείου που προκύπτει, καθώς το συνεχές φάσμα ενός λαμπτήρα διέρχεται μέσα από άτομα ατμών του στοιχείου. Τα άτομα απορροφούν ακτινοβολίες συγκεκριμένων συχνοτήτων, στις οποίες το φάσμα του διερχόμενου φωτός εμφανίζει σκοτεινές περιοχές. D a r k M a t t e r [Σκοτεινή Ύλη] Φυσ. Κάθε μορφής ύλη η οποία, επειδή βρίσκεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, δεν εκπέμπει παρατηρούμενη ακτινοβολία. Η σκοτεινή ύλη συνήθως ανιχνεύεται από τις βαρυτικές επιδράσεις της, για παράδειγμα στην κίνηση του γαλαξία μας. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι έως και 90% της ύλης του σύμπαντος είναι σκοτεινή ύλη. Επίσης, έχουν αναπτυχθεί θεωρίες για την ελάχιστη τιμή της, ώστε το σύμπαν να πάψει να διαστέλλεται. Critical Density Dark Nebula [Σκοτεινό Νεφέλωμα] Αστρον. Σκοτεινό νέφος σωματιδίων στο μεσογαλαξιακό χώρο, που γίνεται αντιληπτό από την απορρόφηση και σκέδαση της ακτινοβολίας λαμπρών αστεριών που διέρχεται από αυτό. Dark Of The Moon [Περίοδος Σκοτεινής Σελήνης] Αστρον. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο, είναι ορατή η σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Συμβαίνει κάθε νέα σελήνη και διαρκεί περίπου 7 ημέρες. D a r k Resistance [Αντίσταση Σκότους] Ιίλεκ. Αντίσταση ενός φωτοστοιχείου σεληνίου όταν δεν πέφτει σε αυτό φως. Είναι πολύ μεγαλύτερη από όταν πέφτει φως και εξάγονται φωτοηλεκτρόνια. Dark Side Of The Moon [Σκοτεινή Πλευρά της Σελήνης] Αστρον. Το ημισφαίριο της σελήνης το οποίο δε δέχεται ποτέ ηλιακή ακτινοβολία. Το φαινόμενο οφείλεται στην ταυτόχρονη περιστροφή της σελήνης γύρω από τη γη και στην αυτοπεριστροφή της με την ίδια περίοδο ώστε προς τον ήλιο να στρέφεται πάντοτε η ίδια, φωτεινή πλευρά της. Dark Space [Σκοτεινός Χώρος] Ηλεκ. Σε ένα θάλαμο εκκένωσης αίγλης, η περιοχή στην οποία δεν παράγεται φως. Dark Star 1 [Σκοτεινό Αστέρας] Αστρον. Αστέρας, ο οποίος δεν εκπέμπει σημαντική ακτινοβολία και παραμένει αόρατος. Γίνεται αντιληπτός από τις βαρυτικές δυνάμεις που ασκεί, συνήθως σε ένα άλλο φωτεινό αστέρι με το οποίο αποτελούν σύστημα διπλού αστέρα. D a r k Star 2 [Σκοτεινό άστρο] Πληρ. Σύστημα διαχείρισης γραφικών υπό ανάπτυξη με χρήση γλωσσών προγραμματισμού C/, C++ και γλωσσών προγραμματισμού γραφικών OpcnGL. D a r k S t a r 3 [Σκοτεινό άστρο] Επικοιν. Υποσύστημα επικοινωνιών με δέσμες υπέρυθρων (TrDA) Dark Star 4 [Σκοτεινό άστρο] Πλεκτρον. Σύστημα μετάδοσης με ακτίνες λέιζερ. Darlington Amplifier [Ενισχυτής Darlington] Ηλεκ.

Ενισχυτής ρεύματος που σχηματίζεται από δυο ή περισσότερα τρανζίστορ σε συνδεσμολογία Darlington ώστε, ο συνολικός συντελεστής ενίσχυσης του ρεύματος να είναι το γινόμενο των συντελεστών των τρανζίστορ. D'Arsonval Galvanometer [Γαλβανόμετρο Δέσμης Φωτός] Ηλεκ. Όργανο μέτρησης πολύ μικρών ρευμάτων, μέσω της ροπής που ασκείται από ένα μόνιμο μαγνήτη σε μικρό πηνίο που διαρρέεται από το μετρούμενο ρεύμα. Η απόκλιση του άξονα του πηνίου μετριέται από την στροφή μικρού κατόπτρου που ανακλά δέσμη φωτός σε βαθμολογημένη κλίμακα και είναι ανάλογη της ροπής και της έντασης του ρεύματος. Αναφέρεται και ως Light Beam Galvanometer. Darwin Curve [Καμπύλη του Darwin] Φυσ. Χρησιμοποιείται στην εύρεση της κρυσταλλικής δομής μιας ένωσης. Πρόκειται για γραφική παράσταση της έντασης της περιθλώμενης δέσμης ακτίνων Χ από τον κρύσταλλο σε σχέση με τη γωνία εκτροπής της δέσμης: 2Θ. —> Bragg Scattering Data [Δεδομένα] Πληρ. Το σύνολο των στοιχείων με τη μορφή αριθμών, αλφαβητικών χαρακτήρων, συμβόλων, γραφημάτων, κλπ., τα οποία αφού εισαχθούν στο υπολογιστικό σύστημα, επεξεργάζονται, αναλύονται, οργανώνονται και παίρνουν τη μορφή της πληροφορίας. Data Abstraction [Αφαίρεση δεδομένων] Πληρ. Όρος αντικειμενοστραφών γλωσσών προγραμματισμού που δηλώνει την τυποποίηση των δεδομένων σε μια προγραμματιστική δομή [κλάση] φτιαγμένη με στοιχεία δομές πιο πρωτογενών κλάσεων. Data Acquisition [Συλλογή και Καταγραφή Δεδομένων] Επικοιν. Διαδικασία συλλογής δεδομένων από μια ηλεκτρονική διάταξη, καθώς και μεταφορά και καταγραφή τους συνήθως σε ένα μαγνητικό μέσο εγγραφης. Data Acquisition C o m p u t e r [Υπολογιστής για απόκτηση δεδομένων] Πληρ. Ο υπολογιστής, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να συλλέγει τα δεδομένα από τις περιφερειακές μονάδες, με στόχο να ακολουθήσει η διαδικασία επεξεργασίας και ανάλυσής τους. Data Aggregate [Ολικό άθροισμα δεδομένων] Πληρ. Το σύνολο των σχετικών μεταξύ τους στοιχείων των δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένα σε ένα συγκεκριμένο χώρο ενός αρχείου, στο οποίο αποδίδεται και ένα όνομα. Data Analysis [Ανάλυση δεδομένων] Πληρ. II διαδικασία της οργανωμένης και συστηματικής έρευνας και αξιολόγησης των δεδομένων, τα οποία βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή, καθώς και του ελεγχου της ροής τους στο υπολογιστικό σύστημα. Data Attribute [Χαρακτηριστικό δεδομένου] Πληρ. Στις Βάσεις Δεδομένων, μία ιδιότητα που είναι εγγενής σε μία ομάδα δεδομένων, είναι ορισμένου τύπου και την χαρακτηρίζει, για παράδειγμα ο κωδικός αριθμός, η διεύθυνση ή το τηλέφωνο. Data Automation [Αυτοματισμός δεδομένων] Πληρ. II πραγματική πειραματική μέτρηση τεχνικών μεγεθών και η καταγραφή τους σε ηλεκτρονικούς πίνακες ή υπολογιστές με την χρήση διατάξεων που περιλαμβάνουν ηλεκτρονικά και μηχανολογικά συστήματα και μηχανισμούς μέτρησης, όπαις τα Οερμοστοιχεία. Data Bank [Τράπεζα δεδομένων] Πλ.ηρ. Το σύνολο των βάσεων δεδομένων σχετικών μεταξύ τους και οργανωμένων σε ομάδες, έτσι ώστε να μπορούν να είναι δια-

-409θέσιμα σε πολλούς συνδρομητές που μπορεί να είναι απλοί χρήστες, εταιρείες, οργανισμοί, κλπ. Εμφάνιζεται συνήθως με τη μορφή αρχείου καταχωρημένου σε μονάδες άμεσης προσπέλασης, όπως π.χ. στον μαγνητικό δίσκο. Πολύ συχνά, ταυτίζεται με τη βάση δεδομένων, όμως η τράπεζα δεδομένων δεν διαχειρίζεται απαραίτητα από ένα σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων. Data Bit ΙΔυαδικό δεδομένο] Πληρ. Αναφέρεται στην σύγχρονη μετάδοση ενός χαρακτήρα. Data Bits [Δυαδικά δεδομένα] Πληρ. Αναφέρεται στην ασύγχρονη μετάδοση μιάς σειράς χαρακτήρων. Υπάρχουν λοιπόν 7 η 8 bits για κάθε πακέτο [το τελευταίο γνωστό σαν bit ισοτιμίας]. Data Block [Πακέτο δεδομένων] Πληρ. Στην διαδικασία αποστολής το μήνυμα που μεταδίδεται χωρίζεται σε πακέτα. Data Break [Αμεση προσπέλαση δεδομένων] Πληρ. Η τεχνική εισαγωγής/ εξαγωγής δεδομένων, ώστε να επιτυγχάνεται η μεταφορά τους με άμεσο τρόπο, απευθείας από την κύρια μνήμη στις περιφερειακές συσκευές και αντίστροφα, χωρίς να διακόπτεται η εκτέλεση του κυρίως προγράμματος στο υπολογιστικό σύστημα. Συνήθως, αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ενός ειδικού επεξεργαστή, που παρεμβάλλεται μεταξύ της κύριας μνήμης, των περιφερειακών συσκευών και της κεντρίκής μονάδας επεξεργασίας. Data Buttering [Προσωρινή αποθήκευση δεδομένων] Πληρ. Η προσωρινή καταχώρηση των δεδομένων σε μια ενδιάμεση μνήμη, επιτρέποντας την παραπέρα επεξεργασία τους από άλλες συσκευές, χωρίς να διακόπτεται η ταυτόχρονη λειτουργία του υπολογιστικού συστήματος. Data Bus |Δίαυλος δεδομένων] Πληρ. ομάδα γραμμών (πλάτους 16. 32, 48, 64 κτλ) μετάδοσης σήματος (ηλεκτρονίων) που αφορά μόνο δεδομένα πάνω στην μητρική κάρτα του επεξεργαστή. Η μετάδοση γίνεται παράλληλα (lbil /γραμμή). Data C a p t u r e [Συλλογή δεδομένων] Πληρ. Η συλλογή των δεδομένων από τις περιφερειακές συσκευές με σκοπό την εισαγωγή τους στο κύριο μέρος του υπολογιστικού συστήματος, ώστε να ακολουθήσει το στάδιο επεξεργασίας τους. Data C a r r i e r [Φορέας ή μέσο αποθήκευσης δεδομένων] Πληρ. Το μέσο στο οποίο αποθηκεύονται τα δεδομένα με κατάλληλη μορφή ώστε να εξυπηρετείται η μεταφορά των δεδομένων διαμέσου του υπολογιστικού συστήματος, όπως π.χ. η μαγνητική ταινία, ο μαγνητικός δίσκος, το χαρτί, κλ^π. Data C a r r i e r Detected [Ανιχνεύτηκε ο φορέας δεδομένων] Πληρ. Σήμα πριν τη μετάδοση δεδομένων που

Data Compaction

ρουσιάζεται μια ποσότητα δεδομένων σε διάφορα πακέτα λογισμικού κύρια λογιστικά η βάσεις δεδομένων (φόρμες). Data Center |Κέντρο δεδομένων] Πληρ. Ειδικό τμήμα επιχειρηματικής μονάδας, το οποίο δημιουργείται ώστε να προσφέρει υπηρεσίες επεξεργασίας, αποθήκευσης και γενικότερα συντήρησης των δεδομένων για να χρησιμοποιηθούν τη στιγμή ζήτησής τους. Data Chain [Αλυσίδα δεδομένων] Πληρ. II οργάνωση των στοιχείων των δεδομένων με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέονται μεταξύ τους και να αποκτούν την έννοια της πληροφορίας. Data Chaining [Αλυσιδωτή οργάνωση των δεδομένων] Υπολογ. Η διαδικασία οργάνωσης των δεδομένων σε αλυσίδα δεδομένων, Data Channel [Κανάλι δεδομένων-J Πληρ. Το μονοπάτι διαμέσου του οποίου μεταφέρονται τα δεδομένα από την κύρια μνήμη στις συσκευές εισόδου/ εξόδου και αντίστροφα, επιτρέποντας έτσι την ταυτόχρονη εκτέλεση διαδικασιών εισόδου/ εξόδου δεδομένων στο υπολογιστικό σύστημα. Data Code [Κώδικας δεδομένων] Πληρ. Το σύνολο των δυνατών αναπαραστάσεων των δεδομένων που καθορίζονται βάση ενός κώδικα και περιλαμβάνουν αριθμούς, αλφαβητικούς χαρακτήρες, ειδικούς χαρακτήρες ή συνδυασμούς τους. Αποτελεί ένα μέσο ταξινόμησης των δεδομένων ώστε να διευκολύνεται η καταγραφή, η επεξεργασία και η ανάκλησή τους. Data Collection [Συλλογή στοιχείων] Πληρ. Διαδικασία συλλογής πρωτογενών στοιχείων για τη χρήση τους σε μελέτες ή ερευνητικά προγράμματα. Η συλλογή στοιχείων γενικά είναι η πρώτη δραστηριότητα κάθε έργου είτε αυτό είναι μια μελέτη ή ένα ερευνητικό πρόγραμμα, Data Collision [Σύγκρουση δεδομένων] Πληρ. II περίπτώση που δύο πακέτα δεδομένων αναγκάζονται να καταλάβουν την ίδια θέση μνήμης πχ ένα buffer, Data Collision Detected [Σύγκρουση δεδομένων] Πληρ. Ο ελεγκτής δικτύου ανίχνευσε επερχόμενη σύγκρουση. Αν δεν υπάρχει άλλος χώρος αποθήκευσης, το πρόβλημα δεν επιλύεται και το πακέτο ξαναστέλνεται από το επίμαχο σημείο, που προέκυψε πρόβλημα ή και ολόκληρο. Data Communication Network [Δίκτυο επικοινωνίας δεδομένων] Πληρ. Το σύνολο των υπολογιστικών συστημάτων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνεται η μεταφορά και η ανταλλαγή των δεδομένων από το ένα υπολογιστικό σύστημα στο άλλο, διαμέσου ενός καναλιού δεδομένων, και γενικότερα να εξυπηρετείται η επικοινωνία μεταξύ τους.

δηλ,ώνει στον αποστολέα ότι ανιχνεύτηκε "ο στόχος" - Data Communications [Επικοινωνία δεδομένων] modem. Πληρ. Η μεταβίβαση και η μεταφορά δεδομένων διαData C a r r i e r Storage [Αποθήκευση σε φορέα δεδο- μέσου ενός καναλιού δεδομένων μεταξύ υπολογιστιμένων] Πληρ. Η αποθήκευση των δεδομένων σε ένα κών συστημάτων, τα οποία βρίσκονται σε απομακρυμέσο με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνεται η μετα- σμένες μεταξύ τους περιοχές. Π.χ. η τηλεομοιοτυπία, φορά τους εκτός του υπολογιστικού συστήματος, όπως τηλεεικονογραφία, ταχυτηλετυπία, κλπ. Τα δεδομένα π.χ. η μαγνητική ταινία, ο μαγνητικός δίσκος, το χαρτί, μεταφέρονται σε ψηφιακή ή αναλογική μορφή, κλπ. Data Communications Processor [Επεξεργαστής Data C a r t r i d g e [Κασέτα δεδομένωνί Πληρ. Η ειδική επικοινωνίας δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία κασέτα, η οποία περιέχει μαγνητική ταινία για την α- ρυθμίζει και καθορίζει την μεταβίβαση των δεδομένων ποθήκευση μικρής ποσότητας δεδομένων που μπορούν ανάμεσα στα διάφορα υπολογιστικά συστήματα διαμένα μεταφέρονται εύκολα. Είναι γνωστή και ως κασέτα σου των διαφόρων καναλιών. μαγνητικής ταινίας. Data Compaction [Σύμπτυξη δεδομένων] Πληρ. Η τεData Cell [Κελί δεδομένων] Πληρ. Ο χώρος όπου πα- χνική μείωσης του χώρου που καταλαμβάνουν τα δε-

Data Compression

-410-

δομένα κατά την αποθήκευσή τους και κατά συνέπεια της αύξησης της ποσότητας των δεδομένων που μπορούν να αποθηκευτούν στον συγκεκριμένο χώρο. Πολύ συχνά, ταυτίζεται με τη συμπίεση δεδομένων, αλλά αφορά κυρίως στη μείωση μεγάλης έκτασης και αχρησιμοποίητου χώρου. Data Compression [Συμπίεση δεδομένων] Πληρ. Η τεχνική μείωσης του χώρου που καταλαμβάνουν τα δεδομένα κατά την αποθήκευσή τους και κατά συνέπεια της αύξησης της ποσότητας των δεδομένων που μπορούν να αποθηκευτούν στον συγκεκριμένο χώρο. Στηρίζεται κυρίως στον τρόπο αναπαράστασης των δεδομένων και, γι αυτό το σκοπό, χρησιμοποιεί ειδικό λογισμικό. Ουσιαστικά είναι η μέθοδος πίσω από την οποία είναι δυνατό να διακινηθούν και να αποθηκευτούν πολύ μεγάλες ποσότητες δεδομένων. Έχουν αναπτυχθεί πολύ καλοί αλγόριθμοι για εκτελέσιμα αρχεία (Lembcl-Ziv), για εικόνες (MPEG), ήχο (ΜΡ3), βίντεο (ΜΡ4) και γενικού σκοπού (Huffman, Key word. Run Length) και πολλά πακέτα λογισμικού. Τελευταία αξιοποιείται και η φράκταλ ανάλυση. Data C o n c e n t r a t o r [Συγκεντρωτής δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία συλλέγει δεδομένα από διάφορες διαύλους εισόδου χαμηλών ταχυτήτων και στη συνέχεια τα διοχετεύει σε έναν δίαυλο εξόδου υψηλής ταχύτητας. επιτρέποντας έτσι σε κάποιο μέσο μεταφοράς δεδομένων να εξυπηρετεί περισσότερες πηγές από τα διαθέσιμα κανάλια. Συνήθως, πρόκειται για ένα μικρόεπεξεργαστή. Data Conversion [Μετατροπή δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία του μετασχηματισμού του τρόπου αναπαράστασης και της μορφής των δεδομένων σε μια άλλη ισοδύναμη μορφή με σκοπό τη μεταφορά και την αποΟήκευσή τους από το μέσο που βρίσκονται αποθηκευμένα σε κάποιο άλλο. όπως π.χ. από την ψηφιακή μορφή στην αναλογική και αντίστροφα. Η μετατροπή των δεδομένων πραγματοποιείται με μια ειδική συσκευή, τον μετατροπέα δεδομένων. Data Converter [Μετατροπέας δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία μετασχηματίζει την μορφή και τον τρόπο αναπαράστασης των δεδομένων με σκοπό τη μεταφορά και αποθήκευσή τους από το μέσο που βρίσκονται σε κάποιο άλλο. Data Definition [Ορισμός δεδομένων! Πληρ. Η διαόικασία της λεπτομερούς περιγραφής των στοιχείων των δεδομένων σε μια βάση δεδομένων, όσον αφορά στον τρόπο αναπαράστασής τους, το μέγεθος τους, τη διεύθυνση τους, τις σχέσεις τους με άλλα στοιχεία της βάσης, τις τεχνικές προσπέλασής, καθώς και τις μεθόδους διαφύλαξής τους από καταστροφή ή αλλοίωση λόγω μη εξουσιοδοτημένης προσπέλασης τους, προτού ακολουθήσει το στάδιο επεξεργασίας τους. Data Definition Language [Γλώσσα ορισμού δεδομένων] Πληρ. II γλώσσα προγραμματισμού της βάσης δεδομένων, η οποία δημιουργήθηκε με σκοπό την λεπτομερή περιγραφή της μορςοής και του τρόπου αναπαράστασης των δεδομένων σε μια βάση δεδομένων, Ιΐρόκειται για μια γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, η οποία μπορεί να είναι ανεξάρτητη, ύπως η

Data Descriptor [Δείκτης δεδομένων] Υπολυγ. Ο δείκτης, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης μνήμης όπου είναι αποθηκευμένο κάποιο στοιχείο των δεδομένων, εξυπηρετώντας τον γρήγορο εντοπισμό και ανάκλησή του. Ο δείκτης αυτός είναι συνήθως ένας ακέραιος αριθμός ή ένας αλφαβητικός χαρακτήρας. Είναι γνωστός και ως λέξη-κλειδί των δεδομένων. Data Dictionary [Λεξικό δεδομένων DD] Πληρ. Ο ειδικός κατάλογος, ο οποίος περιέχει τη μορφή και τον τρόπο αναπαράστασης κάθε στοιχείου των δεδομένων σε μια βάση δεδομένων, καθώς και τις σχέσεις του με άλλα στοιχεία της βάσης, τους τρόπους προσπέλασής του, τους περιορισμούς στη χρήση του και την πηγή προέλευσής του. Επίσης, μπορεί να περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με την κατανομή των δεδομένων στο υπολογιστικό δίκτυο. Η χρήση του συμβάλλει στην αποδοτική διαχείριση και επεξεργασία των δεδομένων σε μια βάση δεδομένων και, κατά συνέπεια. στην περιγραφή και το σχεδιασμό των εφαρμογών της βάσης δεδομένων. Διακρίνεται σε ενεργητικό λεξικό δεδομένων, το οποίο ενημερώνεται αυτόματα και σε παθητικό, το οποίο ενημερώνεται από τον χρήστη κάθε φορά που χρησιμοποιεί τα δεδομένα της βάσης δεδομένων. Data Distribution [Διανομή δεδομένων] Πληρ. Ιϊ διαδικασία της μεταφοράς δεδομένων με ηλεκτρονικό τρόπο από μία κεντρική πηγή ή μονάδα μνήμης σε άλλους υπολογιστές που είναι συνδεδεμένοι με αυτή. Data Division [Διαίρεση δεδομένων] Πληρ. Ένα από τα τέσσερα τμήματα ενός προγράμματος, το οποίο είναι γραμμένο στη γλώσσα προγραμματισμού COBOL και αφορά στον καθορισμό και την περιγραφή των στοιχείων δεδομένων που χρησιμοποιεί. Αποτελεί, δηλαδή, το δηλωτικό τμήμα του προγράμματος, Data Driven Execution [Εκτέλεση καθοδηγούμενη από τα δεδομένα] Πληρ. Κατηγορία προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή τα οποία για να εκτελεσθούν απαιτείται η ύπαρξη και εισαγωγή δεδομένα^ για όλες τις μεταβλητές εισόδου τους. Data Encryption Algorithm [Αλγόριθμος κρυπτογράφησης δεδομένων] Επικοιν. Υπάρχουν πολλοί αλγόριθμοι και τεχνικές κρυπτογράφησης. Ουσιαστικά κάθε κλάδος έχει εξελιχτεί σε διαφορετικό κλάδο προς έρευνα. Ιΐροστίθενται σταδιακά και κρυπτογραφούνται το ιδιωτικό κλειδί, άλλα κλειδιά, το δημόσιο κλειδί, και το μήνυμα. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι θεωρία πληροφορίας. Συνδυαστική, Αλγεβρα, θεωρία κωδίκων, θεωρία αλγορίθμων, στεγανογραφία και διαφορική κρυπτανάλυση. II διαδικασία πρέπει να είναι αντιστρεπτή και παράλληλα αναπτύσσονται και αντίστοιχοι μηχανισμοί σπασίματος αυτών των τεχνικών. Data Encryption Key [Κλειδί κρυπτογράφησης δεδομένων] Επικοιν. Τα κλειδιά περιλαμβάνουν διάφορα συνθηματικά μεγάλου μήκους (τουλάχιστον 128 η 256 χαρακτήρων), ημερομηνία κτλ. Το προηγούμενο μήκος θεωρείται σταδιακά ξεπερασμένο με την άνοδο της υπολογιστικής ισχύος.

COBOL ή η FORTRAN, ή να είναι μια υπογλώσσα, Data Encryption S t a n d a r d [Πρότυπο κρυπτογράφηπου να περιέχει τις απαραίτητες προεκτάσεις για τη σης δεδομένων DES] Πληρ. Ο αλγόριθμος κρυπτογράυλοποίηση της διαδικασίας της περιγραφής των δεδο- φησης, ο οποίος αναπτύχθηκε από την Εθνική Υπηρεμένων σε μια βάση δεδομένων . σία Προτύπων (ISO) των ΠΠΑ το 1977, για την ασφαDala Description L a n g u a g e [Γλώσσα περιγραφής δε- λή μεταφορά των δεδομένων και προσφέρει τη δυνατόδομένων] Πληρ. —>Data Definition Language τητα διάθεσης γρήγορου και φθηνού υλικού. Γι αυτό

-411 το λόγο, έγινε πολύ γρήγορα αποδεκτό από πολλούς επιστήμονες, αλλά αμφισβητήθηκε από πολλούς άλλους ως προς την ασφάλεια του. Data E n t r y [Πληκτρολόγηση δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία εισαγωγής στοιχείων σε [3άση δεδομένων με πληκτρολόγηση από ειδικευμένο προσωπικό. Data Entry P r o g r a m [Λογισμικό πληκτρολόγησης] Πληρ. Λογισμικό που αναπτύσσεται ειδικά για την αύξηση της παραγωγικότητας του προσο^πικού πληκτρολόγησης διευκολύνοντας την πληκτρολόγηση των στοιχείων. Data E n t r y T e r m i n a l [Τερματικό εισαγωγής δεδομένων] Πληρ. Ο εξοπλισμός, οποίος χρησιμοποιείται για την εισαγωγή δεδομένων σε ένα υπολογιστικό σύστημα, διευκολύνοντας έτσι την επικοινωνία του χρήστη με το υπολογιστικό σύστημα. Data E r r o r | Σφάλμα δεδομένων] Πληρ. Το σφάλμα, το οποίο προϋπάρχει στα δεδομένα και εντοπίζεται πριν το στάδιο της επεξεργασίας τους. Data Exchange System (Σύστημα ανταλλαγής δεδομένων] Πληρ. Το σύστημα, το οποίο συμβάλλει στη μεταφορά και την ανταλλαγή των δεδομένων από τη μια λειτουργική μονάδα στην άλλη, με το να ταξινομεί τα δεδομένα αυτά βάση κάποιων στοιχείων, όπως π.χ. του περιεχομένου τους, και περλαμβάνει κατάλληλες συσκευές και λογισμικό. Data Field [Πεδίο δεδομένων] Πληρ. 1. Το τμήμα της κύριας μνήμης, στον οποίο αποθηκεύονται δεδομένα ή αρχεία δεδομένων ορισμένης κατηγορίας. 2. Το σύνολο δεδομένων σχετικών μεταξύ τους, το οποίο λαμβάνεται ως μια μεμονωμένη μονάδα. Data Flow [Ροή δεδομένων] Πληρ. II πορεία, την οποία ακολουθούν τα δεδομένα κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης ενός προγράμματος ή λειτουργίας, καθώς μεταφέρονται από μία εξωτερική συσκευή εισόδου σε μία εξωτερική συσκευή εξόδου διαμέσου της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και την κύρια μνήμη. Για την γραφική αναπαράσταση της ροής των δεδομένων χρησιμοποιούνται τα διαγράμματα ροής. Data Flow Analysis [Ανάλυση ροής δεδομένων| Πληρ. Το σύνολο των κανόνων, των περιορισμών, των προγραμμάτων, αλλά και του υλικού, που αναπτύχθηκαν με σκοπό την λεπτομερή και αναλυτική περιγραφή της πορείας που ακολουθούν τα δεδομένα στο υπολογιστικό σύστημα κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας και αναφέρεται στην πηγή προέλευσής τους, τον προορισμό τους, τις λειτουργίες χειρισμού τους, όπως η επεξεργασία τους, η μεταφορά τους και η αποθήκευσή τους. καθώς και τις λειτουργικές μονάδες που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τους. Βασικό εργαλείο της ανάλυσης της ροής των δεδομένων είναι το διάγραμμα ροής δεδομένων (Data Flow Diagram). Data Flow Diagram [Διάγραμμα ροής δεδομένων] Πληρ. Διάγραμμα που περιγράφει με γραφικό τρόπο την δομή ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και την ροή της παραγωγής αποτελεσμάτων στην έξοδο και παριστά τους διάφορους τύπους εντολών που χρησιμοποιεί ο προγραμματιστής με τα αντίστοιχα σχήματα. Data Flow L a n g u a g e [Γλ,ώσσα ροής δεδομένων] Πληρ. Ο κώδικας που χρησιμοποιείται για την συγγραφή των αντίστοιχων διαγραμμάτων ροής των διαφόρων προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή. Data F o r m a t t i n g [Τυποποίηση δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία καθορισμού του τρόπου αναπαράστασης

Data Logging

και του μεγέθους των δεδομένων, καθώς και του τύπου των στοιχείων των δεδομένων, με σκοπό την διευκόλυνση της προσπέλασης τους. Data Handling System [Σύστημα χειρισμού δεδομένων] Πληρ. Το σύστημα, το οποίο χρησιμοποιείται για την διευκόλονση της διαδικασίας διαχείρισης των δεδομένων με την έννοια του μετασχηματισμού τους σε μορφή κατάλληλη για προσπέλαση και γι αυτό το σκοπό περλαμβάνει κατάλληλο εξοπλισμό. Data Indepedence [Ανεξαρτησία των δεδομένων] Πληρ. Η ιδιότητα μιας βάσης δεδομένων η οποία χαρακτηρίζει τα δεδομένα της ώστε να διατηρούν την ανεξαρτησία τους στις διάφορες εφαρμογές, όσον αφορά στον τρόπο προσπέλασης, οργάνωσης και επεξεργασία τους. Το πλεονέκτημα αυτής της ιδιότητας των δεδομένων είναι ότι δεν απαιτείται μετατροπή και προσαρμογή των υπολογιστικών εφαρμογοόν στα δεδομένα που κάθε φορά χρησιμοποιούν, αλλά και τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από πολλές και διαφορετικές εφαρμογές χωρίς τροποποίηση. Η ανεξαρτησία των δεδομένων είναι το κύριο χαρακτηριστικό και πλεονέκτημα της βάση δεδομένων. Data Item [Αντικείμενο δεδομένων) Πληρ. Το μεμονωμένο τμήμα ενός στοιχείου δεδομένων ορισμένης κατηγορίας. Μερικές φορές, ταυτίζεται με το στοιχείο δεδομένων (data element). Data Library [Βιβλιοθήκη-] δεδομένων] Υπολογ. Ο χώρος αποθήκευσης δεδομένων ορισμένης κατηγορίας και σχετικών μεταξύ τους. Data Link 1 [Σύνδεσμος δεδομένων] Πληρ. Το φυσικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται για την μεταφορά των δεδομένων μεταξύ του υπολογιστικού συστήματος όπου βρίσκονται αποθηκευμένα και απομακρυσμένων περιοχών σε ένα δίκτυο υπολογιστών και περιλαμβάνει συσκευές, κυκλώματα και λογισμικό. Data Link 2 [Σύνδεση δεδομένων] Επικοιν. Η περίπτωση που 2 ΪΙ/Υ ή DTE και DCE επικοινωνούν ανταλλάσσοντας δεδομένα που κυκλοφορούν πάνω σε ένα φυσικό στρώμα (πχ ένα χάλκινο καλώδιο). Data Link Connection Address [Διεύθυνση σύνδεσης δεδομένων] Επικοιν. Πεδίο ενός πλαισίου του πρωτοκόλλου Frame Relay που ορίζει την διεύθυνση του παραλήπτη. Data Link Layer 1 | Επίπεδο συνδέσμου δεδομένων | Πληρ. Το δεύτερο επίπεδο μετά το φυσικό επίπεδο του προτύπου διασύνδεσης ανοικτού συστήματος του Διεθνούς Οργανισμού Προτύπων (ISO) για το σχεδιασμό δικτύων υπολογιστών, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά των δεδομένων διαμέσου μιας γραμμής χωρίς σφάλματα μετάδοσης στο επίπεδο δικτύου. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με τη διάσπαση των δεδομένων που εισάγονται στο υπολογιστικό σύστημα σε πλαίσια δεδομένων, μετάδοση αυτών με σειρά και επεξεργασία των πλαισίων επιβεβαίωσης λήψης. Data Link Layer" [Στρώμα σύνδεσης δεδομένων] Επικοιν. Το δεύτερο στρώμα του προτύπου OSI που ελέγχει την καταλληλότητα των δεδομένων σε σχέση με το μέσο και διαχωρίζεται σε 2 υποστρώματα: έλεγχος μέσου (Media Acccss Control) και λογικής σύνδεσης δεδομένων (Logical Link). Data Logging |Καταγραφή δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία καταγραφής και αποθήκευσης δεδομένων που συλλέγονται από εξωτερικές πηγές. Περιλαμβάνει, συνήθως, ένα σύστημα μικροϋπολογιστή, ο οποίος μπορεί να συλλέγει δεδομένα που μεταδίδονται περιοδικά

Data M a n a g e m e n t

-412-

και κατόπιν με τη βοήθεια κατάλληλων μετατροπέων αποθηκεύονται σε ψηφιακή μορφή. Data M a n a g e m e n t [Διαχείριση στοιχείων] Πληρ. Διαχείριση του συνόλου των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν για ένα συγκεκριμένο σκοπό κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας συλλογής στοιχείων. Data M a n a g e m e n t P r o g r a m [Λογισμικό διαχείρισης δεδομένων] Πληρ. Λογισμικό που αναπτύσσεται με στόχο την αποτελεσματική διαχείριση των στοιχείων που περιλαμβάνει μια βάση δεδομένων. Data Manipulation [Χειρισμός δεδομένων) Πληρ. II διαδικασία της διαχείρισης των στοιχείων των δεδομένων. η οποία περιλαμβάνει λειτουργίες εισαγωγής/ εξαγωγής, ταξινόμησης, διαβίβασης, ενημέρωσης, ανάκλησης, συντήρησης και γενικότερα χειρισμό της παραγωγής και μετακίνησης των στοιχείων των δεδομένων. Data Manipulation L a n g u a g e [Γλώσσα χειρισμού δεδομένων] Πληρ. Η γλώσσα προγραμματισμού της βάσης δεδομένων, η οποία σχεδιάστηκε με σκοπό την διαχείριση και την επεξεργασία των δεδομένων σε μια βάση δεδομένων. Πρόκειται για μια γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, η οποία μπορεί να είναι ανεξάρτητη, όπως η COBOL ή η FORTRAN, ή να είναι μια υπογλώσσα, που να περιέχει τις απαραίτητες προεκτάσεις για τη υλοποίηση της διαδικασίας της επεξεργασίας των δεδομένων σε μια βάση δεδομένα)ν. Π.χ. η γλώσσα SQL, την οποία χρησιμοποιούν τα πιο δημοφιλή συστήματα διαχείρισης βάσεων δεδομένων, όπως το ORACLE, το DB2, το INGRES, κλπ., και εκτελεί 4 βασικές λειτουργίες: αναζήτηση, εισαγωγή, τροποποίηση, διαγραφή. Data Name [Όνομα στοιχείου δεδομένων] Πληρ. Το σύνολο τα>ν αλφαριθμητικών χαρακτήρων που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό των στοιχείων των δεδομένων στο πηγαίο πρόγραμμα. Το όνομα καθορίζεται από τον ίδιο τον προγραμματιστή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να ορίζει συγκεκριμένα πεδία στοιχείων με ονόματα δικής του επιλογής, κατά τη σύνταξη του προγράμματος σε. κάποια γλώσσα προγραμματισμού, συνήθως, υψηλού επιπέδου. Λυτά τα ονόματα, κατά τη στιγμή της μετάφρασης του προγράμματος, ταυτίζονται με μια συγκεκριμένη θέση μνήμης. Data Origination [Προετοιμασία δεδομένων] Πληρ. II διαδικασία της προετοιμασίας των στοιχείων των δεδομένων ώστε να μπορούν να προσπελαστούν από το υπολογιστικό σύστημα. Περιλαμβάνει κυρίως τη διαδικασία μετατροπής τους σε κατάλληλη μορφή για προσπέλαση. Data Patch Level [Επίπεδο διορθώσεων στα δεδομένα] Επικοιν. Πόσες διορθώσεις κάνει σε ένα πρόγραμμα ή μια ομάδα δεδομένων το patch λογισμικό. Στην περίπτωση που διορθώνει ένα δυαδικό εκτελέσιμο πρόγραμμα, το επίπεδο αυτό συνήθως καθορίζει και τον αριθμό έκδοσης. Data P r e p a r a t i o n [Προετοιμασία δεδομένων] Πληρ. -+Data Origination Data Processing [Επεξεργασία δεδομένων] Πληρ. Το σύνολο των διαδικασιών που εκτελούνται για την αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Είναι ουσιαστικά οι λειτουργιές που εφαρμόζονται στα δεδομένα από τις λειτουργικές μονάδες, με σκοπό την οργάνωση και αποθήκευσή τους υπό την μορφή της πληροφορίας. Περιλαμβάνει τη συλλογή των δεδομένων, την μετατροπή

τους σε κατάλληλη μορφή για εισαγωγή τους στο υπολογιστικό σύστημα, την ταξινόμησή τους, τη μεταφορά τους, τον έλεγχο τους, την αποθήκευσή τους και την εξαγωγή τους από το υπολογιστικό σύστημα. Data Processing Center [Κέντρο επεξεργασίας δεδομένων] Πληρ. Το τμήμα μιας επιχείρησης ή μια ανεξάρτητη εταιρεία, η οποία προσφέρει υπηρεσίες για επεξεργασία δεδομένων σε πελάτες. Data Processor [Επεξεργαστής δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα επεξεργασίας των δεδομένων, όπως π.χ. ο αναλογικός ή ο ψηφιακός υπολογιστής, η αριθμομηχανή, κλπ. Πολύ συχνά ο όρος επεξεργαστής δεδομένων αναφέρεται στον χρήστη μιας τέτοιας συσκευής. Data Protection [Προστασία δεδομένων] Πληρ. Η προστασία των δεδομένων από οποιοδήποτε μέσο ή φορέα που μπορεί να προκαλέσει καταστροφή ή αλλοίωση των στοιχείων των δεδομένων, κυρίως εξαιτίας της άνομης χρησιμοποίησης τους από μη εξουσιοδοτημένους φορείς. Γι αυτό το σκοπό, θεσπίζεται κατάλληλη νομοθεσία από τους κρατικούς φορείς σε διεθνές επίπεδο. Data Purification [Φιλτράρισμα δεδομένων] Πληρ. Ο διαχωρισμός των στοιχείων των δεδομένων από σφάλματα, που μπορεί να προϋπάρχουν σε αυτά, ή περιττά στοιχεία και περιλαμβάνει και τη διαδικασία της απομάκρυνσής τους, προτού ακολουθήσει το στάδιο της επεξεργασίας των δεδομένων. Ωστόσο, το φιλτράρισμα καθίσταται δύσκολο σε περίπτωση ποικίλων και πολύπλοκων στοιχείων δεδομένων. Data Record |Αρχείο δεδομένιον] Πληρ. Το σύνολο των σχετικών μεταξύ τους στοιχείων δεδομένων, που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο είδος πληροφορίας, είναι αποθηκευμένα στην κύρια ή σε βοηθητικές μνήμες και λαμβάνονται ως ενιαίες μονάδες. Data Recorder | Καταγραφέας δεδομένων] Πληρ. Η ειδική συσκευή, η οποία διαθέτει πληκτρολόγιο και χρησιμοποιείται για την εισαγωγή και αποθήκευση δεδομένων σε μαγνητική ταινία με τη βοήθεια του πληκτρολογίου αυτού. Data Reduction [Μετατροπή δεδομένα>ν] Πληρ. Η διαδικασία του μετασχηματισμού των στοιχείων δεδομένων, τα οποία δεν έχουν υποστεί καμία προηγούμενη επιμέλεια, σε περιεκτική και λιτή μορφή, και συνεπώς πιο εύχρηστη, προτού ακολουθήσει το στάδιο επεξεργασίας τους. Data Redundancy [Πλεονασμός δεδομένων] Πληρ. Α) Η περίπτωση της επανάληψης εγγραφών δεδομένων δύο ή περισσότερες φορές στις βάσεις δεδομένων, λόγω του ότι η βάση δεν βρίσκεται σε κανονική μορφή. Β) Η επανάληψη τμημάτων που περιέχουν δεδομένα σε ένα αρχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Data Register [Καταχωρητής δεδομένων] Πληρ. Ο ειδικός καταχωρητής της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, ο οποίος χρησιμοποιείται για την προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων, κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους. Data Representation [Αναπαράσταση δεδομένων] Πληρ. II διαδικασία αναπαράστασης των στοιχείων των δεδομένων στο υπολνογιστικό σύστημα, η οποία πραγματοποιείται με τη χρήση ενός συνόλου χαρακτήρων, συνήθως, με κατάλληλο συνδυασμό δυαδικών ψηφίων και καθορίζει τον τρόπο μεταφοράς, επεξεργασίας, οργάνωσης και γενικότερα διαχείρισης των δεδο-

-413μένων. Data Rules [Κανόνες δεδομένων] Πληρ. Οι κανόνες, στους οποίους οφείλουν να υπακούουν τα δεδομένα που πρόκειται να εισαχθούν και να επεξεργαστούν σε ένα υπολογιστικό σύστημα και περιλαμβάνουν συνθήκες, τύπους, μορφές, κλπ. των δεδομένων. Data Security [Διασφάλιση δεδομένων] Πληρ. Τα μέσα, οι κανόνες, οι τεχνικές και οι μέθοδοι, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την προστασία των δεδομένων και την αποτροπή της προσπέλασης τους από μη εξουσιοδοτημένους φορείς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο κάθε χρήστης να έχει τις δικές του δυνατότητες ως προς το είδος της επεξεργασίας που μπορεί να πραγματοποιήσει στη βάση δεδομένων. Πολύ συχνά, ταυτίζεται με τον όρο ιδιωτικότητα. Data Set [Προσαρμοστής δεδομένων/ Αρχείο δεδομένων] Πληρ. 1. Η συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για τη διαβίβαση και την ανταλλαγή των στοιχείων των δεδομένων μεταξύ απομακρυσμένων σημείων σε ένα δίκτυο υπολογιστών και για αυτό το σκοπό μετατρέπει τις πληροφορίες από ψηφιακή σε αναλογική μορφή και αντίστροφα. Οι πληροφορίες αυτές μεταδίδονται με τη μορφή σημάτων διαμέσου τηλεφωνικών γραμμών. Είναι γνωστός και ως μόντεμ (modem). 2. Το σύνολο των σχετικών μεταξύ τους δεδομένων, που είναι οργανωμένα σαν μια ενιαία μονάδα. Data Set Label ΙΕτικέτα προσαρμοστή δεδομένων] Πληρ. Το στοιχείο των δεδομένων, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό και την περιγραφή του προσαρμοστή δεδομένων και περλαμβάνει κυρίως το όνομα του και τη διεύΟυνσή του. Data Signaling Rate [Ρυθμός μετάδοσης δεδομένων] Επικοιν. Αναφέρεται σε δεδομένα μη διαμορφωμένα όπως τα διώχνει ο πομπός. Data Sink [Δέκτης δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για την λήψη και προσωρινή αποθήκευση δεδομένων που μεταδίδονται μέσω ενός καναλιού με τη μορφή σημάτων. Data Source [Πηγαία συσκευή δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για την προετοιμασία της εκπομπής των δεδομένων που πρόκειται να μεταδοθούν μέσω ενός καναλιού με τη μορφή σημάτων. Data Source O b j e c t [Αντικείμενο πηγής δεδομένων] Επικοιν. Σύμφωνα με τα πρότυπα πρόσβασης δεδομένων υπάρχουν ορισμένες ιδιότητες που πρέπει να πληροί μια βάση δεδομένων (ή κατάλληλα δομημένο έγγραφο) για να προσπελαστούν τα περιεχόμενα της από μια άλλη εφαρμογή. Data Statement [Συνθήκη δεδομένων] Πληρ. Η συνθήκη ενός υπολογιστικού προγράμματος, η οποία ορίζει και περιγράφει τα στοιχεία των δεδομένων που χρησιμοποιεί ως προς τη μορφή, τον τύπο, και το μέγεθος τους. Data Station [Σταθμός δεδομένων! Πληρ. Η περιφερειακή μονάδα εισόδου/ εξόδου ενός υπολογιστικού συστήματος, η οποία βρίσκεται σε απομακρυσμένο σημείο ενός δικτύου υπολογιστών, λειτουργεί σαν τερματικός σταθμός και χρησιμοποιείται κυρίως για τη διευκόλυνση των επικοινωνιών. Data S t r e a m [Ρεύμα δεδομένων] Πληρ. Η συνεχής και μεγάλης διάρκειας ροή των δεδομένων μέσω ενός καναλιού. Data S t r u c t u r e [Δομή δεδομένων] Πληρ. Το σύνολο των κανόνων, το οποίο ορίζει τον τρόπο που σχετίζονται και συνδέονται μεταξύ τους τα στοιχεία των δεδο-

Data Element

μένων. Περλαμβάνει έξι βασικούς τύπους δομής δεδομένων: την αλυσίδα (string), τη σειρά (array), την ουρά (queue) και τη στοίβα (stack), τον πίνακα (table), το δένδρο (tree) και το δίκτυο (network) ή διάγραμμα (directed graph). Data Tablet [Πινακίδα δεδομένων] Πληρ. Η συσκευή, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στο χρήστη να εισάγει δεδομένα στο υπολογιστικό σύστημα με τη μορφή γραφημάτων, όπως π.χ. η πινακίδα ψηφιοποίησης. Data T r a c k s [Ιχνη δεδομένων| Πληρ. Οι θέσεις σε ένα μέσο αποθήκευσης, στις οποίες μπορούν να καταχωρούνται, τα δεδομένα. Πρόκειται για ομόκεντρους κύκλους πάνω στους οποίους μπορούν να κινούνται οι μαγνητικές κεφάλες κατά την διαδικασία προσπέλασης των δεδομένων. Data T r a n s f e r [Μεταφορά δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία μεταβίβασης των δεδομένων μεταξύ της κύριας μνήμης, της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και τις περιφερειακές συσκευές. Ο όρος, όμως, χρησιμοποιείται για κοντινά μεταξύ τους σημεία σε ένα δίκτυο υπολογιστών. Data Transmission [Εκπομπή δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία μεταφοράς των δεδομένων μεταξύ της κύριας μνήμης και των περιφερειακές συσκευές. Ο όρος, όμως, χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία σε ένα δίκτυο υπολογιστών. Data Transmission Line [Γραμμή Μεταφοράς Δεδομένων] Η)χκ. Διάταξη από απλό ή ομοαξονικά καλώδια ή και οπτικές ίνες για τη μεταφορά δεδομένων από ένα σημείο μιας συσκευής σε ένα άλλο ή από μια συσκευή, π.χ. ηλεκτρονικό υπολογιστή, σε μια άλλη. Data Type [Τύπος δεδομένων) Πλημ. Το σύνολο των δεδομένων, το οποίο καθορίζεται και χαρακτηρίζεται από το είδος των τιμών που επιτρέπεται να λάβουν τα πεδία τους, καθώς και από το σύνολο των πράξεων ή των λειτουργιών που μπορούν να εκτελεστούν σε αυτά, όπως π.χ. οι πραγματικές μεταβλητές ή σταθερές, με τους τελεστές των αριθμητικών πράξεων και σχετικές συναρτήσεις, κλπ. Ot τύποι δεδομένων καθορίζονται από το σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων και γίνεται μια προσπάθεια για δημιουργία συστημάτων που να υποστηρίζουν πολλούς τύπους δεδομένων για πιο αποδοτική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων, διακρίνονται σε βαθμωτούς και δομημένους τύπους δεδομένων (δομές δεδομένων). Data Under Voice [Δεδομένα κάτω από τη φωνή] Επικοιν. Φωνητική επικοινωνία που στη διάρκεια της εκτελείται παράλληλα αποστολή μικρίόν μηνυμάτων (πχ πακέτα ως 128 bits) σε μορφή ταχυδρομείου. Data Validation [Επικύρωση δεδομένων] Πληρ. Η διαδικασία της επιβεβαίωσης της ορθότητας των δεδομένων και της μη ύπαρξης σφαλμάτων σ αυτά, όσον αφορά στον τύπο τους, στις τιμές που μπορεί να λάβουν, τις σχέσεις τους και την αλληλεξάρτηση τους με τιμές άλλων πεδίων ή την μοναδικότητα του δείκτη (λεξη-κλειδί) τους. Data W o r d [Λέξη δεδομένων] Πληρ. Το τμήμα των δεδομένων, το οποίο διαχειρίζεται από το υπολογιστικό σύστημα και αντιστοιχεί σε μια λέξη του υπολογιστή. Data Element [Στοιχείο δεδομένων) Πληρ. 1. Το σύνολο δεδομένων σχετικών μεταξύ τους, το οποίο λαμβάνεται ως μια μεμονωμένη μονάδα. Συνήθως, ταυτίζεται με το αντικείμενο δεδομένων (data item). 2. Συνώνυμο του πεδίου δεδομένων (data field).

Database

-414-

Database [Βάση δεδομένων] Πληρ. Καταχώρηση πρω- μένων κοντά στις συσκευές αποθήκευσής τους, απαλτογενών στοιχείων με μορφή οργανωμένου αρχείου με λάσσοντας την κεντρική μονάδα επεξεργασίας από την σκοπό τη χρήση τους όταν και όπου απαιτείται. Είναι επεξεργασία εφαρμογών των βάσεων δεδομένων. Τοδηλαδή το σύνολο των δεδομένων σχετικών μεταξύ ποθετείται ανάμεσα στην κεντρική μονάδα επεξεργατους, που είναι οργανωμένα και αποθηκευμένα σε ένα σίας και τους δίσκους και δεν είναι άμεσα προσπελάσιαρχείο. Η δομή της βάσης δεδομένων είναι τέτοια ώ- μη από τους χρήστες. Διακρίνεται σε τρεις βασικούς στε να επιτρέπει την άντληση στοιχείων δεδομένων τύπους: τη συμβατική αφοσιωμένη μηχανή, τον συσχεάμεσα όταν απαιτούνται από το χρήστη ή το υπολογι- τιστικό υπολογιστή και τις συσκευές κυτταρικής λογιστικό σύστημα και να είναι διαθέσιμα για περισσότε- κής. ρες από μια πληροφοριακές απαιτήσεις και εφαρμογές. Database M a n a g e m e n t System | Σύστημα διαχείριΤο περιεχόμενο της ενημερώνεται συνεχώς, αλλά δια- σης βάσης δεδομένων! Πληρ. Το σύστημα, το οποίο τηρεί την αυτοτέλειά του και γενικά διαχειρίζεται από αποτελείται από ένα σύνολο προγραμμάτων και δομών ένα σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων (βλέπε Da- δεδομένων που παρέχουν τη δυνατότητα για έλεγχο tabase Management System). Μερικά από τα πλεονε- της αποθήκευσης, της ανάκλησης, της επεξεργασίας κτήματα της χρήση βάσης δεδομένων είναι η μείωση και γενικότερα της οργάναισης των δεδομένων σε μία των πλεοναζόντων δεδομένων, η ανεξαρτησία τους, η βάση δεδομένων. Το σύστημα αυτό, αφού δεχτεί την αύξηση της συμβιβαστότητάς τους, η βελτίωση της απαραίτητη κλήση για δεδομένα, οργανώνει και καθοορθότητάς τους και η ανάπτυξη μηχανισμών ασφαλεί- δηγεί τη μεταφορά τους. Στην ουσία, απαλλάσσει το ας για τη χρήση τους. χρήστη από τη διαδικασία οργάνωσης τα>ν δεδομένων Database A d m i n i s t r a t o r [Διαχειριστής βάση δεδομέ- σε φυσικό επίπεδο και του επιτρέπει να ορίζει τον τύπο νων] Πληρ. Διαχειριστής δεδομένων οργανωμένων σε των δεδομένων σε μια γλ,ώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου. Έτσι, επιτρέπει σε πολλές εφαρμογές να μία η περισσότερες βάσεις δεδομένων Database Analyst [Αναλυτής της βάσης δεδομένων] έχουν καθεμιά τη δική της λ,ογική οργάνωση των δεδοΠληρ. Αναλυτής - σχεδιαστής της δομής μιάς βάσης μένων. Τα μοντέλα οργάνωσης στα συστήματα διαχείδεδομένων από τις ανάγκες μιάς επιχείρησης η τις ε- ρισης βάσης δεδομένων είναι: το σχεσιακό, το ιεραρχισωτερικές ιδιότητες και μορφές που παρουσιάζονται κό και το δικτυωτό. Η χρήση των συστημάτων διαχείρισης βάσης δεδομένων είναι πολύ διαδεδομένη σε μετα δεδομένα Database / Data C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία βά- γάλο υπολογιστικά συστήματα, σε επιχειρήσεις και σης δεδο μένα) ν/ δεδομένων] Πληρ. Το λογισμικό, το οργανισμούς. οποίο χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση της επι- Database Server [Σέρβερ βάσης δεδομένων] Πληρ. κοινωνίας μεταξύ της βάσης δεδομένων KUI των χρη- ΙΙλεκτρονικός υπολογιστής, στον οποίο έχει εγκαταστών, πραγματοποιείται, συνήθως, με την χρήση προ- σταθεί, λειτουργεί και ελέγχεται από τον διαχειριστή γραμμάτων σε μια φιλόξενη γλώσσα που έχει επεκτα- μία βάση δεδομένων. Οι χρήστες της βάσης επικοινωθεί ή σε μια απλή γλώσσα ερωταποκρίσε(ον και περι- νούν από τους υπολογιστές τους με τον σέρβερ μέσω λαμβάνει ένα σύστημα διαχείρισης δεδομένων. Έτσι, τοπικού ηλεκτρονικού δικτύου στο οποίο έχουν συνδεδιευκολύνεται η προσπέλαση των στοιχείων των δεδο- θεί. μένων και παράλληλα εξυπηρετείται η συντήρηση της Database S t r u c t u r e [Δομή της βάσης δεδομένων] βάσης δεδομένων. Πληρ. Οργάνωση αρχείου βάσης δεδομένων σε εγγραDatabase Designer [Σχεδιαστής της βάσης δεδομένων] φές, πεδία με συγκεκριμένο τύπο (πχ αριθμός, λογική Πληρ. Συνήθως ταυτίζεται με τον αναλυτή αλλά είναι μεταβλητή, συμβολοσειρά, εικόνα, ελεύθερο κείμενο προσανατολισμένος περισσότερο στην υλοποίηση [πχ κτλ) και ορισμένο μέγιστο μήκος. αποθήκευση αρχείων, διασύνδεση κτλ] Date l ime G r o u p [Ομάδα ημερομηνίας ώρας] ΕπιDatabase Driver [Οδηγός λογισμικού της βάσης δεδο- κοιν. 1. Πεδία επικεφαλίδας μηνύματος με ημερομηνία μένων] Πληρ. Λογισμικό, τυποποιημένο πια, που επι- και ώρα αποστολής 2. Ομάδα μηνυμάτων που μοιράτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφορετι- ζονται την ίδια ημερομηνία και ώρα πρόσβασης σε ένα κών μεθοδολογιών σχεδιασμού [formats] των τυπο- σύστημα. ποιημένων προϊόντων βάσεων δεδομένων απαιτώντας Dating Techniques [Μέθοδοι Χρονολόγησης] Επιστ. ελάχιστα στοιχεία της γενικής δομής. Τεχν. Αναφέρεται στις μεθόδους εκτίμησης της ηλικίας Database Engine (Ιΐυρήνας της βάσης δεδομένων] πετρωμάτων, παλοιοντολογικών και αρχαιολογικοί Πληρ. Σύνολο κατασκευαστικών δομών - λειτουργιών ευρημάτων, κλπ. Οι μέθοδοι αυτές βασίζονται κυρίως στον υπολογισμό μιας ποσότητας ή ενός μεγέθους, που διαχείρισης μιάς βάση δεδομένων Database Interchange [Ανταλλαγή δεδομένων] Πληρ. μεταβάλλονται με γνωστό ρυθμό, με το πέρασμα του II διαδικασία μεταφοράς και εναλλαγής δεδομένων χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ραμεταξύ της κύριας μνήμης και των βοηθητικών μνη- δίοχρονολόγηση. μών. Datum [Αφετηρία] Γεωδ. Σημείο αναφοράς με γνωστές Database Language [Γλώσσα της βάσης δεδομένων| συντεταγμένες και στους τρε.ις άξονες x,y,z που χρησιΠληρ. 1. Σύνολο εντολών διαχείρισης [manipulation] μοποιείται σε τοπογραφικές αποτυπώσεις για τον υποτου πυρήνα της βάσης δεδομένων η των αρχείων της λογισμό των συντεταγμένανν των υπολοίπων σημείων [πχ SQL] 2.) Εξαιτίας της τυποποίησης σε εντολές εν- της περιοχής που αποτυπώνεται. νοούμε επίσης και τη συμβολική γλώσσα περιγραφής Datum Plane [Υψομετρική αφετηρία] Πολ. Μηχ. Για των δεδομένων [Data Description language] 3. Τη τις ανάγκες εκτέλεσης ενός έργου, το επίπεδο αναφογλώσσα στην οποία είναι καταχωρημένα τα δεδομένα. ράς που επιλέγεται για τον σαφή καθορισμό των διαDatabase M a c h i n e [Μηχανή βάσης δεδομένων] Πληρ. φόρων επιπέδων της κατασκευής ή του φυσικού περιΤο σύνολο του λογισμικού και του υλικού, το οποίο βάλλοντος. μεταφέρει την διαδικασία της επεξεργασίας των δεδο- Daughter Board [Θυγατρική πλακέτα] ΙΙληρ. Η κάρτα

-415τυπωμένου κυκλώματος, η οποία συνδέεται με μια μητρική πλακέτα. Daughter Nucleus [Θυγατρικός Πυρήνας] Πυμ. Φνσ. Daughter Product Daughter P r o d u c t [Θυγατρικό Προϊόν] Πυμ. Φυσ. Οιοδήποτε από τα άμεσα προϊόντα μίας ραδιενεργού αντίδρασης, π.χ. μερικοί από τους θυγατρικούς πυρήνες της σχάσης του πυρήνα ουρανίου (μητρικός πυρήνας) είναι οι πυρήνες κρυπτού, βαρίου, ενώ της αποδιέγερσης του άνθρακα-14 ο πυρήνας αζώτου. Αναφέρεται και ως decay product, radioactive decay product δηλαδή προϊόντα ραδιενεργού αποδιέγερσης. Davisson - G e r m e r Experiment [Πείραμα Davisson Germer] Φυσ. Πείραμα στο οποίο μετριόταν η κατανομή των σκεδαζόμενων ηλεκτρονίων που οφείλονταν σε περίθλαση τους από μια κρυσταλλική δομή, όπως συμβαίνει με τις ακτίνες Χ. Αποτελεί απόδειξη των κυματικών ιδιοτήτων διάδοσης των σωματιδίων, ηλεκτρονίων σε αυτή την περίπτωση. -> Bragg Scattering, Broglie Wavelength Dawn [Αυγή] Αστμον. Το πρώτο φως της ημέρας εμφανιζόμενο στην ανατολή πριν τον ήλιο. Day [Αστρική Ημέρα] Αστμον. Η περίοδος περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της ή ως προς οιοδήποτε άλλον άξονα. Για παράδειγμα, η μέση ηλιακή ημέρα κ. λ.π. Day Wage [Ημερήσια αποζημίωση] Οικοδ. Συμβατική τιμή μονάδος της ημερήσιας εργασίας η οποία χρησιμοποιείται ως αποζημίωση προς τον εργολόβο. Η ημερήσια αποζημίωση καταβάλλεται ανεξάρτητα από το έργο που έχει εκτελεστεί. Daylight L a m p [Πηγή Φωτός Ημέρας] Ηλεκ. Θερμική πηγή φωτός ή λάμπα φθορισμού, το οπτικό φάσμα της οποίας είναι σχεδόν το ίδιο με το φάσμα του φυσικού φωτός. Daylight Saving Time [Θερινή Ώρα] Αστμον. Μετάθεση της ένδειξης των ωρολογίων κατά μία ώρα μπροστά την Ανοιξη, σε σχέση με την κανονική, ώστε μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας, κυρίως το πρωί, να διατίθεται για εργασία. Το αντίστροφο γίνεται το Φθινόπωρο, δηλαδη μετάθεση της ένδειξης των ωρο/ογιών κατά pta ωρα πίσω. Daywork | Ημερήσια εργασία] Οικοδ. Εργασία που εκτελεί ένας εργολάβος εκτός των δραστηριοτήτων που αμείβονται με τιμή μονάδος και για τις οποίες αμείβεται με ωρομίσθιο συνεργείου, η ωριαία απασχόληση εξοπλισμού. Γενικά στα εργολαβικά συμβόλαια προβλέπονται τιμές μονάδος τεχνητών και διαφόρων τύπων εξοπλισμού για τέτοιου τύπου εργασίες στην περίπτωση που θα απαιτηθούν από τον πελάτη. dB [Ντεσιμπέλ] Φυσ. Σύμβολο μονάδας μέτρησης. —> Decibel Db [Σύμβολο του στοιχείου δούβνιο] Χημ. —> Dubnium dBa [Σύμβολο dBa] Ηλεκ. Σύμβολο μονάδας μέτρησης της καταστρεπτικής ή ενισχυτικής συμβολής δύο θορύβων. -> Adjusted Decibel DC [Συνεχές] Ηλεκ. Σύμβολο ρεύματος σταθερής φοράς ή τάσης σταθερής πολικότητας. —> Direct Current, Direct Voltage 1) Cable [Συνεχές] Ηλεκ. Καλώδιο με δύο αγωγούς διατομής σχήματος D. Ανάμεσα και γύρω από τους αγωγούς υπάρχει μόνωση. D Channel [Κανάλι D] Επικοιν. Το κανάλι που χρησιμοποιείται για μετάδοση δεδομένων στην τηλεφωνία.

Dead Time

d Constant [Σταθερά d] Φνσ. Στεμ. Κατ. Σταθερά που συνδέει το εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο: Ε το οποίο επιδρά σε ένα πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο και την πίεση: Ρ που προκαλεί τη συστολή του. Ισχύει d= Ρ/Ε. Εξαρτάται από το υλικό και από τη διεύθυνση του πεδίου. DC-to-AC Converter [Μετατροπέας Συνεχούς Τάσης σε Εναλλασσόμενη] Η/χκ.^> Inverter DC-to-DC Converter [Μετατροπέας Συνεχούς Τάσης] Ηλεκ. Ηλεκτρονική διάταξη μετατροπής συνεχούς τάσης σε άλλη, συνήθως μεγαλύτερη συνεχή τάση. Αποτελείται από έναν αναστροφέα για τη μετατροπή της αρχικής συνεχούς τάση σε εναλλασσόμενη, κατάλληλο μετασχηματιστή (ανάλογα ανύψωσης ή μείωσης της τάσης) και ανορθωτή για τη μετατροπή της στην τελική συνεχή τάση. —> Inverter Deacon Process [Διεργασία Deacon] Ανόμγ. Χημ. Προκείται για παλοιότερη μέθοδο βιομηχανικής παραγονγης χλωρίου, που περλαμβάνει αντίδραση του υδροχλωρίου σε αέρα, στους 450 °C, παρουσία καταλύτη χλωριούχου χαλκού. Deactivation [Απενεργοποίηση] Χημ. Περιγράφει την ολική ή μερική μείωση της δραστικότητας ενός υλικού. Παράδειγμα απενεργοποίησης αποτελεί ο δηλητηριασμός ενός καταλότη. Deacylation [Αφαίρεση ακυλίου] Ομγ. Χημ. Είναι η διεργασία κατά την οποία αφαιρείται ένα ακύλιο (RCO-) από το μόριο μιας ένωσης, Dead Cave [Νεκρό σπήλαιο] Γεωλ. Σπήλαιο όπου απουσιάζει η υγρασία και δεν εξελ.ίσσεται η απόθεση ορυκτών σχηματισμών ή μικροοργανισμών στο χρόνο υπό την επιρροή της. Dead Code [Ανενεργός κώδικας] Πλημ. Οι μη εκτελέσιμές συνθήκες ενός υπολογιστικού προγράμματος, οι οποίες συνήθως προκύπτουν από επεξεργασία και τροποποίηση ενός άλλου προγράμματος. Dead E a r t h [Γείωση] Ηλεκ. Αγωγός μικρής αντίστασης που συνδέει τον αγωγό ενός ηλεκτρικού κυκλώματος με τη γη. Dead G r o u n d [Γείωση] Ηλεκ. -» Dead Earth Dead Line [Νεκρή γραμμή] Επικοιν. Η περίπτωση που η γραμμή δεν καταλήγει στο αναμενόμενο σημείο (πχ τηλεφωνική συσκευή ή υπολογιστή) οπότε η επικοινωνία δεν εκτελείται αν και μπορεί πλέον να μεσολαβήσουν άλλοι αποδέκτες πχ υπηρεσίες τηλεφωνητή ή κράτησης αναμονής κτλ. Dead Load [Νεκρό φορτίο] Πολ. Μηχ. —> Dead weight. Dead M a n [Αντίβαρο αγκύρωσης] Πολ. Μηχ. Θαμμένο κατασκευαστικό στοιχείο το οποίο μέσω ενός συστήματος αγκύρωσης λειτουργεί ως σημείο στήριξης μιας κατασκευής. Η πιο συχνή χρήση αυτής της μεθόδου είναι στην περίπτωση τοίχων αντιστήριξης. Dead Short [Βραχυκύκλωμα] Ηλεκ. Αγωγός πολύ μικρής αντίστασης, που συνδέει δύο σημεία ενός κυκλώματος με διαφορετικό δυναμικό. Από τον αγωγό θα διέλθει ρεύμα μεγάλης έντασης, Dead Spot [Νεκρό σημείο j Επικοιν. 1. Το σημείο που λογικά ανήκει σε μια περιοχή σάρωσης αλλά η κεφαλή αδυνατεί να σαρώσει συνήθως από κατασκευαστική ατέλεια για λόγους προφύλαξης όπως οι πρώτες στιγμες πάνω στην οθόνη ενός σαρωτή. 2. Σημείο του φάσματος που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις αναλογούσες αποδόσεις συχνοτήτων πχ ατμοσφαιρικές διαταραχές ή μαγνητικές καταιγίδες, Dead Time [Νεκρός Χρόνος] Μηχ. Όταν μια ήλεκτρο-

Dead Time Correction

-416-

viκή ή μηχανική διάταξη λαμβάνει ένα σήμα διέγερσης της, μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα για να αντιδράσει σύμφωνα με το σήμα αυτό ή για να μπορεί να αντιδράσει σε ένα επόμενο. Για παράδειγμα, ένας ανιχνευτής Geiger Miller δεν μπορεί να καταγράψει δύο ηλεκτρόνια ως διαφορετικά, εάν δεν προσπίπτουν σε αυτόν με χρονική διαφορά μεγαλύτερη του νεκρού χρόνου του. Dead Time Correction [Διόρθωση Νεκρού Χρόνου] Μηχ. Επεξεργασία της τιμής του μετρούμενου αριθμού ή ρυθμού γεγονότων από μια διάταξη, π.χ. ένα ανιχνευτή Geiger Miller, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα καταγραφής δύο διαφορετικών γεγονότων ως ένα, λόγω του πεπερασμένου χρόνου αντίδρασής της. Dcad Weight [Νεκρό φορτίο] Πολ. Μηχ. Σε στατικές μελέτες, είναι τα φορτία που δέχεται ο φέρον οργανισμός μόνιμα από τη στιγμή που θα συμπληρωθεί πλήρως η κατασκευή του έργου. Γενικά τα φορτία αυτά είναι το ίδιο βάρος του φέροντος οργανισμού, η τοίχοποιία και τα τελειώματα. Deadline [Καταληκτική ημερομηνία] Εμγ. Προκαθορισμένη ημερομηνία για την λήξη μιας δραστηριότητας ή για την παράδοση ενός έργου. Με την νομική έννοια του όρου, στις συμβάσεις είναι η ημερομηνία έναρξης επιβολής ποινικοόν ρητρών εφόσον δεν έχει συμπλ.ηρωθεί το αντικείμενο. Deadlock [Αδιέξοδο] Πλημ. Η κατάσταση στην οποία περισσότερες από μια διεργασίες δεν μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, εξαιτίας του ότι προσπαθούν να αντλήσουν δεδομένα από τις ίδιες πηγές ταυτόχρονα που δεν είναι διαθέσιμες, με αποτέλεσμα να τίθενται σε κατάσταση αναμονής. Οι τεχνικές χειρισμού του αδιεξόδου είναι οι εξής: 1. η πρόληψη του αδιεξόδου με τη θέσπιση κανόνων στη χρήση των δεδομένων, 2. η αποφυγή του ώστε το σύστημα να είναι σε ασφαλ.ή κατάσταση εκχωρώντας δεδομένα με κάποια σειρά, και 3. η ύπαρξη διαδικασίας ανίχνευσης και εντοπισμού του, καθώς και ανάνηψης του συστήματος. Deaeration [Απαερίωση] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τη διαδικασία απομάκρυνσης ενός αερίου, από ένα στερεό ή υγρό. D e a e r a t o r [Απαεριωτής] Μηχ. Είναι ειδικό δοχείο που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση διαφόρων διαλυμένων αερίων σε νερό τροφοδοσίας βιομηχανικών διεργασιών. Dealkilization 1 [Απαλκαλίωση] Χημ. Είναι η διεργασία που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της βασικότητας ενός διαλύματος. Dcalkilization 2 [Απαλκαλίωση] Χημ. Είναι η διεργασία απομάκρυνσης από το νερό των ανθρακικών και όξινων ανθρακικών ιόντων. Επιτυγχάνεται με χρήση ρητινών ιοντοενα/λ*αγής. Dealkylation [Αφαίρεση αλκυλίου] Χημ. Είναι η χημική αντίδραση, κατά την οποία από το μόριο μιας οργανικής ένωσης αφαιρείται ένα αλκύλιο. Deallocation [Αποδέσμευση] Πλημ. Η διαδικασία της απε/ευθέρωσης ενός τμήματος της κύριας ή βοηθητική μνήμης, το οποίο δεν χρησιμοποιείται πλέον. Dealuminizalion [Απαργιλίωση | Χημ. Περιγράφει τη χημική διεργασία κατά την οποία απομακρύνεται αργίλιο από ένα υλικό. Dcamidation [Αφαίρεση αμιδίου] Ομγ. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση κατά την οποία αφαιρείται μια αμι-

δο-ομάδα (-CONH2) από το μόριο μιας οργανικής ένωσης. Deamination [Αφαίρεση αμίνης] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση που έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση μιας αμινο-ομάδας (-ΝΗο) από το μόριο οργανικής ένωσης, Dean N u m b e r [Αριθμός Dean] Ρπχπομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη της ροής ρευστών σε καμπύλες σωληνώσεων. Δίνεται από τη σχέση NDn = NRc(d(>/dc)1/2, όπου NKc είναι ο αριθμός Reynolds, du είναι η ακτίνα του σωλήνα και dtf η ακτίνα καμπυλότητας. Deasphalting [Απασφάλτωση] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τη διεργασία κατά την οποία, το βαρύ υπόλειμμα της ατμοσφαιρικής απόσταξης του πετρελαίου υποβάλλεται σε απόσταξη υπό κενό, με σκοπό την απομάκρυνση της ασφάλτου από αυτό. Debenzylation [Αφαίρεση Βενζυλίου] Ομγ. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση που περιλαμβάνει απομάκρυνση της αρωματικής ομάδας C6H5CH2-, από το μόριο μιας οργανικής ένωσης. Deblocking [Τεμαχισμός] Πλημ. Η διαδικασία της διάσπασης ενός συνόλου αρχείων σε άλλα αρχεία μικρότερα και ανεξάρτητα. Debouncing [Απαλοιφή] Πλημ. II διαδικασία της εξάλειψής των ταλαντώσεων που μπορεί να εμφανιστούν κατά το άνοιγμα και το κλείσιμο των επαφών των μηχανικών διακόπτων με αποτέλεσμα π.χ. του μη επιθυμητού επαναλαμβανόμενου "πατήματος" ενός πλήκτρου, με τη χρήση κατάλληλου λογισμικού ή υλικού, Debug [Διορθώνω λάθη] Πλημ. Εντοπίζω, αναγνωρίζω και τελικά διορθώνω λάθη του υπολογιστικού συστήματος. Συνήθως, πρόκειται για λογικά λάθη, τα οποία προκύπτουν και την διαδικασία της εκτέλεσης ενός υπολογιστικού προγράμματος, Debug On Line [Έλεγχος σε σύνδεση δικτύου] Πλημ. Διαδικασία ανεύρεσης, διόρθωσης ή και καθαρισμού σφαλμάτων ή ιών σε ένα υπολογιστή, που είναι συνδεδεμένος σε δίκτυο, από απόσταση μέσω άλλου υπολογιστή ή της κεντρικής μονάδας του δικτύου, Debugging Routine [Διορθωτική ρουτίνα] Πλημ. Η ρουτίνα, η οποία χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό και την διόρθωση σφαλμάτων σε ένα υπολογιστικό σύστημα. Π.χ. οι ρουτίνες ελέγχου σφάλματος κατά την εισαγωγή/ εξαγωγή δεδομένων, κατά την εκτύπωση, κατά τη σάρωση, κλπ. Debugging Statement [Διορθωτική εντολή] Πλημ. Η εντολή του υπολογιστικού προγράμματος, η οποία τοποθετείται προσωρινά σε αυτό και χρησιμοποιείται για τον έλεγχο, τον εντοπισμό και τη διόρθωση τα)ν σφαλμάτων που παρουσιάζονται στο υπολογιστικό πρόγραμμα. Debutanization [Αποβουτανίωση] Χημ. Μηχ. Περιγράφει το διαχωρισμό από ένα μίγμα υδρογονανθράκων των βουτανίων και των ελαφρύτερων από αυτά συστατικών. Debutanizer [Στήλη αποβουτανίωσης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει την αποστακτική στήλη που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό των ελαφρύτερων υδρογονανθράκων (Ci-C4) από κλάσματα του πετρελαίου, De Broglie Equation [Εξίσωση De Broglie] Φ να. Σχέσεις που συνδέουν το μήκος κύματος (λ) και τη συχνότητα (f) των οδεύοντων κυμάτων που περιγράφουν την κίνηση ενός σωματιδίου, με την ορμή (ρ) και την ενέργειά του (Ε). Ισχύει λ=Ιι/ρ και E=h*f, όπου h η σταθερά του Planck.

-417De Broglie Relation [Σχέση De Broglie] Φυσ. Η σχέση αντιστροφής αναλογίας των κυματικών και των σωματιδιακών χαρακτηριστικών ενός σωματιδίου-κύματος, με σταθερά αναλογίας τη σταθερά (h) του Planck. Εκφράζεται μέσω των δύο εξισώσεων De Broglie, De Broglie Equation. De Broglie's Theory [Θεωρία De Broglicl Φνσ. Θεωρία εξήγησης των κυματικών ιδιοτήτων των σωμάτων σύμφωνα με την οποία, για την περιγραφή και πρόβλεψη της κίνησής τους χρησιμοποιείται ένα κύμα, κυματοπακέτο (οδεύον κύμα) που κινείται μαζί με αυτά. Οι κυματικές ιδιότητες στην κίνηση του σώματος παρουσιάζονται, όταν εμφανίζονται φαινόμενα συμβολής, στην κίνηση του κυματοπακέτου, δηλαδή σε σώματα με πολύ μικρή ορμή π.χ. ηλεκτρόνια έτσι ώστε, το μήκος κύματος De Broglie να είναι της τάξης των διαστάσεων του χώρου μέσα στον οποίο κινείται. Οι σωματιδιακές ιδιότητες εμφανίζονται σε περιπτώσεις αλληλεπίδρασης ενός σώματος με κάποιο άλλο. -» De Broglie Equation De Broglie's W a v e [Κύμα De Broglie] Φυσ. Κύμα που εισάγεται για να εξηγήσει τις κυματικές ιδιότητες διάδοσης των σωμάτων. De Broglie Equation, De Broglie Theory De Broglic's Wavelenght [Μήκος Κύματος Dc BroglieJ Φυσ. To μήκος κύματος του κύματος DcBroglic. —» De Broglie's Wave Debye Effect [Φαινόμενο Debye] Ηλεκτρομαγν. Φαινόμενο στο οποίο, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προσπίπτει σε ένα διηλεκτρικό απορροφάται εν μέρει από αυτό λόγω ενεργειακής διέγερσης - αποδιέγερσης των μορίων του. Το φάσμα απορρόφησης είναι χαρακτηριστικό για κάθε διηλεκτρικό υλικό. Debye E q u a t i o n [Εξίσωση Debye] Φιχ7. Στερ. Κατ. Εξίσωση υπολογισμού της ειδικής θερμότητας ενός στερεού σύμφωνα με την θεωρία Debye. -> liebyc Specific Heat Debye E q u a t i o n F o r Polarization [Εξίσωση Πόλωσης Διηλεκτρικού του Debye] Φνσ. Εξίσωση υπολογισμού της πόλωσης ενός διηλεκτρικού σε σχέση με τη μόνιμη πόλωσή του και την πολωσιμότητά του. Debye - Falkenhagen Effect [Φαινόμενο Debye Falkenhagen] Φιχτ. Χημ. Φαινόμενο κατά το οποίο η αγωγιμότητα ενός ηλεκτρολυτικού διαλύματος παρουσιάζει σημαντική αύξηση σε πολύ μεγάλες συχνότητες της εφαρμοζόμενης στα ηλεκτρόδια τάσης. Debye Frequency [Συχνότητα Αποκοπής Debye] Φυσ. Στερ. Κατ. Μέγιστη συχνότητα των ακουστικών τρόπων ταλάντωσης ενός κρυσταλλικού σώματος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της ειδικής θερμότητάς του, σύμφωνα με το μοντέλο Debye. Debye - Huckcl Screening Radius | Ακτίνα προάσπισης των Debye -Huckel] Φνσ. Debye Shielding Length Debye - Huckel Theory [Θεωρία Debye - Iliickel] Φιχ7. Χημ. Ερμηνεύει τη μη ιδανική συμπεριφορά των ηλετρολυτικών διαλυμάτων και υπολογίζει το συντελεστή ιονικής ενεργότητας με βάση την ιονική ισχύ του διαλύματος, τα σθένη των ιόντων και μια σταθερή παράμετρο, η οποία είναι συνάρτηση της θερμοκρασίας και της διηλεκτρικής σταθεράς του διαλότη. Debye Jauncey Scattering [Ασύμφωνη Σκέδαση Ακτίνων Χ] Φνσ. Στεμ. Κατ. Σκέδαση των ακτίνων Χ από κρυσταλλικό υλικό σε διευθύνσεις διαφορετικές από αυτές που προβλνέπονται από το νόμο του Bragg.

Decade Box

-> Bragg Law Debye Length [Μήκος Ιΐροάσπισης του Debye] Φνσ. Debye Shielding Length Debye S c h e r r e r Method [Κρυσταλλογραφική Μέθοδος των Debye Scherrer] Φιχτ. Στερ. Κατ. Τεχνική καταγραφής του φάσματος περίθλοσης των ακτίνων Χ και υπολογισμού της δομής ενός υλικού. Στην τεχνική αυτή, σκόνη του υλικού περιστρέφεται καθώς δέσμη ακτινών Χ προσπίπτει πάνω του και οι περιθλεομενες ακτίνες καταγράφονται πάνω σε κυλινδρικό φίλμ. Debye Shielding Length [Μήκος Προάσπισης του Debye] Φνσ. Χαρακτηριστικό μήκος πέρα του οποίου εξουδετερώνεται (λόγω θωράκισης από τα ηλεκτρόνια) το πεδίο που παράγεται από ένα θετικό ιόν του πλάσματος. Αναφέρεται και ως: Debye-Huckel Screening Radius, Dcbyc longth, Shielding Distance. Debye Specific Heat [Ειδική Θερμότητα Θεωρίας Debye] Φυσ. Στερ. Κατ. Η τιμή της ειδικής θερμότητας για τα κρυσταλλικά στερεά, όπως υπολογίζεται με τη θεωρία του Debye. Οφείλεται κυρίως στις πλεγματικές ταλαντώσεις (φωνόνια) ακουστικού τύπου με κοινή ταχύτητα διάδοσης και μέγιστη συχνότητα την συχνότητα Debye (vD), ενώ το πλήθος τους ισούται με τον αριθμό των μεταφορικών βαθμών ελευθερίας των ατόμων, ιόντων του στερεού. Σε υψηλές θερμοκρασίες ακολουθεί το νόμο Dulong Petit, ενώ σε χαμηλές είναι ανάλογη του Τ3. Debye Τ L a w [Νόμος Debye Τ 3 ] Φυσ. Στερ. Κατ. Νόμος που ακολουθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες, Τ η ειδική θερμότητα, C ενός στερεού σύμφωνα με την θεωρία του Debye: C Τ \ Debye T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία Debye Θο] Φυσ. Στερ. Κατ. Έτσι καλείται η χαρακτηριστική θερμοκρασία της θεωρίας του Debye για την ειδική θερμότητα ενός κρυσταλλικού στερεού η οποία ορίζεται ως: K 0D=h vr) όπου Κ η σταθερά του Boltzman, h η σταθερά του Planck και ν^ η συχνότητα Debye. Debye Theory [Θεωρία Debye] Ηλχκ. Θεωρία υπολογισμού της πόλεοσης που αποκτά ένα φυσικό σύστημα από τον προσανατολισμό των πολικών μορίων του σε ένα εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο. Debye - Waller Factor [Συντελεστής Dcbye-Waller| Φνσ. Στεμ. Κατ. Εκθετικός όρος που εκφράζει τη μείωση της έντασης, Τ/Τ0 τονν περιθλώμενων δεσμών ακτίνων Χ από έναν κρύσταλλο, λόγω της τυχαίας θερμικής κίνησης των δομικών μονάδων του. Ισχύει: 1/ I0=cxp(-*G2/3), όπου <υ"> η μέση τιμή του τετραγώνου της μετατόπισης κάθε ατόμου και G το διάνυσμα σκέδασης, dcca [Δέκα] Φνσ. Πρόθεμα μονάδων μέτρησης που δηλώνει μονάδα μέτρησης δεκαπλάσια αυτής που ακολουθεί. Decaborane 14 ΙΔεκαβοράνιο 14] Ανόργ. Χημ. Είναι ανόργανη, στερεή χημική ένωση, με τύπο Β]οΗΜ, μοριακό βάρος 122,21, με σημείο τήξεως 99,5 °C και σημείο ζέσεως 213°C. Παρασκευάζεται από το διβοράνιο με θέρμανση και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για τη σύνθεση πολλών ανθρακοβορανίων. Decade Box [Κουτί Δεκάδων] Ηλεκ. Κουτί αντιστάσεων, πυκνωτών, πηνίων ή συνδυασμών τους, τα χαρακτηριστικά του οποίου μπορούν να μεταβάλλονται με διακόπτες δεκάδων. Ο κάθε διακόπτης δέκα θέσεων ρυθμίζει και ένα ψηφίο του μεγέθους, π.χ. το ψηφίο των εκατοντάδων, δεκάδων, μονάδων κ.λ.π., έτσι ώστε, π.χ. η αντίσταση του κουτιού, να μπορεί να πάρει

Decadc Bridge

-418 -

οιαδήποτε τιμή μέσα στο εύρος λειτουργίας του. Decade Bridge [Γέφυρα Δεκάδων] Ηλεκ. Γέφυρα μέτρησης αντίστασης ή χωρητικότητας κ.λ.π. μέσω σύγκρισής της με πρότυπα μεγέθη που μπορούν να μεταβάλλονται κατά δεκάδες, όπως το κουτί δεκάδων. —> Decade Box Decagon [Δεκάγωνο) Μαθημ. Το πολύγωνο, το οποίο έχει δέκα πλευρές και κατά συνέπεια δέκα γωνίες. Στην περίπτα)ση που όλες οι πλευρές και άρα και οι γωνίες του είναι μεταξύ τους ίσες καλείται κανονικό δεκάγωνο και είναι εγγράψιμο σε κύκλο. Decahedron |Δεκάεδρο] Μαθημ. Το πολύεδρο, το οποίο έχει δέκα έδρες. Δηλαδή πρόκειται για ένα σώμα. το οποίο έχει σύνορο δέκα επίπεδα πολύγωνα. Deeahydrate [Περιέχων δέκα μόρια νερού] Χημ. Αναφέρεται στις κρυσταλλικές ένυδρες ουσίες, οι οποίες περιέχουν δέκα γραμμομόρια νερού ανά γραμμομόριο της ένωσης. D e c a h y d r o n a p h t h a l e n e [Δεκαϋδρο-ναφθαλίνιο] Opy. Χημ. Ονομάζεται και δεκαλίνη. Παράγεται με υδρογόνωση του ναφθαλινίου και χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Ο χημικός τύπος είναι C i o H κ α ι απαντά σε δύο ισομερείς μορφές τη cis- με σημείο ζέσεως 195,6°C και την trans- με σημείο ζέσεως 187,2 "C. Decalcification [Απασβέστωση] Χημ. Είναι η χημική διεργασία που εφαρμόζεται για την απομάκρυνση ασβεστίου από ένα υλικό. Decalin [Δεκαλίνη] Opy. Χημ. Πρόκειται για το δεκαϋδρο-ναφθαλίνιο, CioHjg. Decahydronaphthalene Decameter ΙΔεκάμετρο] Μηχ. Μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με δέκα μέτρα. Decane [Δεκάνιο| Opy. Χημ. Είναι κορεσμένη παραφίνη, με δέκα άτομα άνθρακα. Ο χημικός τύπος είναι C10H22 και το μοριακό βάρος 142,28. Είναι υγρή ένωση, με σημείο ζέσεως 174,1 °C, σημείο τήξεως -29,7 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Decanoic Acid [Δεκανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Κορεσμένο καρβοξυλικό οξύ, με ευθεία ανθρακική αλυσίδα. Ονομάζεται και καπρικό οξύ. Πρόκειται για λευκή, κρυσταλλακή ένωση, με χημικό τύπο CHjiCH^gCOOII, μοριακό βάρος 172,27, σημείο ζέσεως 270°C και σημείο τήξεως 31,5 °C. Decantation [Μετάγγιση] Μηχ. Αναφέρεται στη διαδικασία διαχωρισμού ενός υγρού από ένα βαρύτερο μη αναμίξιμο υγρό ή από στερεό αιώρημα, αν αυτό χυθεί προσεκτικά σε. ένα άλλο δοχείο. Decarbonize [Εξανθράκωση] Χημ. Είναι η χημική διεργασία που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του άνθρακα από ένα υλικό. Decarboxylation [Αποκαρβοξυλίωση] Οργ. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση κατά την οποία αφαιρείται μια καρβοξυλο-ομάδα από μια οργανική ένωση. Decay 1 [Διάσπαση] Πυρ. Φυα. Αποδιέγερση ραδιενεργών πυρήνων με εκπομπή ακτινοβολιών u, β, γ ή και με ταυτόχρονο σχηματισμό άλλων ελαφρύτερων πυρήνων και άλλων σωματιδίων, π.χ. νετρόνια, πρωτόνια. Αναφέρεται έτσι και η διάσπαση ασταθών σωματίων σε άλλα σωμάτια. Decay 2 [Αποσύνθεση] Υλικ. Σταδιακή μεταβολή της σύνθεσης ενός υλικού, που συνήθως συνοδεύεται από αλλαγή των φυσικοχημικών ιδιοτήτων του. Decay' [Εξασθένιση] Φυσ. Μείωση στη διάρκεια του χρόνου της τιμής ενός μεγέθους, π.χ. του πλάτους μιας ταλάντωσης ή της έντασης του ρεύματος που διαρρέει ένα κύκλωμα κ.λ.π.

Decay 4 [Εξασθένιση] Ωκεαν. Σταδιακή μείωση της ενέργειας των κυμάτων καθώς διαδίδονται μακριά από την περιοχή σχηματισμού τους, με συνέπεια τη μείωση του ύψους τους και την αύξηση του πλάτους τους. Decay Area [Περιοχή Αποθάλασσας] Ωκεανογρ. Περιοχή στην οποία κινούνται, χωρίς την επίδραση αέρα και διαρκώς μειούμενα, κύματα που δημιουργήθηκαν πολύ μακριά. Decay Chain [Σειρές Ραδιενεργού Αποσύνθεσης] Hup. Φυα. Χαρακτηριστικοί τρόποι αποσύνθεσης ραδιενεργών πυρήνων. Decay Coefficient [Συντελεστής Διάσπασης] Πυρ. Φνσ. Σπανιότερη άλλη ονομασία του όρου Decay Constant (βλέπε λήμμα). Decay Constant [Σταθερά Διάσπασης] Πυρ. Φυα. Μέγεθος που περιγράφει το ρυθμό μιας ραδιενεργού διάσπασης. Ισχύει: Ν(0=Ν(0) χ βχρ(-λχι) όπου Ν(ι) ο αριθμός των αδιάσπαστων πυρήνων σε χρόνο t και λ η σταθερά διάσπασης. Η σταθερά λ είναι ο συντελεστής στο νόμο των ραδιενεργών μετατροπών. Η σταθερα διάσπασης λ εμφανίζεται επίσης σαν συντελεστής και στον ανάλογο νόμο C = Co cxp(-Xt), με Co την αρχική ενεργότητα του δείγματος. Decay Cooling [Ψύξη μετά από Διασπάσεις] Τεχνολ. Αποθήκευση εξαντλημένου πυρηνικού καυσίμου μέχρι να διασπασθούν οι βραχύβιοι πυρήνες που έχουν σχηματιστεί κατά την χρήση του στον αντιδραστήρα. Μετά το στάδιο αυτό η θερμοκρασία του καυσίμου μειώνεται σημαντικά. Decay Curve [Καμπύλη Διάσπασης] Πυρ. Φυα. Καμπύλη της ενεργότητας ή της ποσότητας μίας ραδιενεργού ουσίας με την πάροδο του χρόνου. Ένα εκθετικό διάγραμμα δείχνει τη μεταβολή της ενεργότητας με. το χρόνο ένος ραδιενεργού υλικού ή ισοδύναμα τη μεταβολή του αριθμού των αδιάσπαστων ραδιενεργών πυρήνων με το χρόνο στο υλικό αυτό. Decay Distance [Απόσταση Απόσβεσης] Ωκεαν. Απόσταση μέχρι την οποία φθάνει η αποθάλασσα. δηλαδή τα κύματα που δημιουργήθηκαν σε μακρινή απόσταση και συνεχίζουν να ταξιδεύουν. Decay G a m m a s [Ακτινοβολία γ Ραδιενεργών Διασπάσεων] Πυρ. Φυα. Ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση ραδιενεργών πυρήνων. Decay Ileat [Θερμότητα Ραδιενεργών Διασπάσεων] Πυρ. Φυα. Θερμότητα που παράγεται από την απελευθέρωση ενέργειας κατά τις ραδιενεργές διασπάσεις ενός υλ.ικού. Decay Mode [Τρόπος Διάσπασης] Πυρ. Φυσ. Είναι ένας από τους τρόπους που μπορεί να αποδιεγείρεται ένας ραδιενεργός πυρήνας. Ο τρόπος διάσπασης ενός ασταθούς πυρηνικού ή υποπυρηνικου συστήματος (ραδιονουκλιδίου ή στοιχειο')δους σωματιδίου) πρέπει να είναι δυνατός. Decay Of Waves [Εξασθένιση Κυμάτων] Ωκεαν. —> Decay Decay Rate [Ρυθμός Διάσπασης] Πυρ. Φυα. Ρυθμός διάσπασης μίας ραδιενεργού ουσίας. Ο χρονικός ρυθμός μεταβολής ενός ραδιενεργού δείγματος: dN/dt όπου Ν είναι ο αριθμός των αμετάβλητων ραδιενεργών πυρήνων στο χρόνο t. Decay Time [Σταθερά Χρόνου| Φυα. Είναι ο χρόνος που απαιτείται για τη μείωση του πλάτους μιας εκθετικά μεταβαλλόμενης ποσότητας στο 36.8% (e l ) της τιμής του. Deeea Navigator R a d a r [Ραντάρ πλοήγησης DeccaJ

-419 -

Επικοιν. Ειδικό ραντάρ σχετικά χαμηλής εμβέλειας και σχετικά φτηνό που συναντιέται αποκλειστικά σε σκάΜ.......

Decelerating Electrode [Ηλεκτρόδιο Επιβράδυνσης] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο επιβράδυνσης των ηλεκτρονίων που παράγονται σε ένα καθοδικό σωλήνα, όταν σε αυτό εφαρμόζεται κατάλληλη τάση. Deceleration [Επιβράδυνση] Φυσ. Ορίζεται ως ο ρυθμός μείωσης της ταχύτητας ενός σώματος. Ονομάζεται και αρνητική επιτάχυνση και εκφράζεται σε μονάδες m/s2. Deceleration Time [Χρόνος επιβράδυνσης! Πληρ. Ο ελάχιστος χρόνος, ο οποίος απαιτείται για την επιβράδυνση ενός μέσου αποθήκευσης, όπως η μαγνητική ταινία, που κινείται με ταχύτητα προσπέλασης, δηλαδή ανάγνωσης ή εγγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο που θα σταματήσει να κινείται. December Solstice [Δεκεμβριανό ή Χειμερινό ηλιοστάσιο] Αστρον. Η στιγμή εκείνη του έτους κατά την οποία ο Ήλιος βρίσκεται στη νοτιότερη θέση του στην ουράνια σφαίρα σε σχέση με τον ισημερινό της Γης. Πραγματοποιείται στις 21 ή 22 Δεκεμβρίου και σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής του χειμώνα για το Βόρειο ημισφαίριο (μέγιστη διάρκεια νύχτας, ελάχιστη ημέρας) και του θέρους για το Νότιο. Το μεσημέρι ο ΊΙλιος βρίσκεται στον τροπικό του Αιγόκερου. Decentralized Data Processing [Αποκεντρωμένη επεξεργασία δεδομένων] Πληρ. II διαδικασία της επεξεργασία δεδομένων, η οποία πραγματοποιείται σε απομακρυσμένα μεταξύ τους υπολογιστικά συστήματα. Για αυτόν το σκοπό, ο τρόπος οργάνωσης των συστημάτων, είναι τέτοιος ώστε να πραγματοποιείται ανεξάρτητη επεξεργασία των δεδομένων και να διαθέτει το καθένα αυτοτελείς πληροφορικές δυνατότητες, ανάλογα με τις λειτουργικές του ανάγκες. Dechlorination [Αποχλωρίωση] Χημ. Αναφέρεται στη διεργασία απομάκρυνσης χλωρίου από το μόριο μιας ένωσης. deci [Δέκατο] Φνσ. Πρόθεμα μονάδων μέτρησης που δηλώνει μονάδα μέτρησης ίση με το ένα δέκατο αυτής που ακολουθεί. Για παράδειγμα ldm=0.1m. Decibar [Μονάδα μέτρησης dccibar] Μηχ. Υποδιαίρεση της μετρικής μονάδας bar που μετρά την πίεση και είναι ίση με το ένα δέκατο του bar. Συμβολίζεται ως dbar. Decibel [Ντεσιμπέλ] Φοσ. Μονάδα μέτρησης του λύγου της τιμής ενός μεγέθους ως προς μία τυπική χαρακτηριστική τιμή του. Για παράδειγμα η ένταση ενός ήχου, I σε dB ορίζεται ως: l()xlog10(I/Ia) όπου Ι0 η ένταση του ήχου κατωφλίου ακοής. Ομοια ορίζεται και για άλλα μεγέθη π.χ. την τάση κ.λ.π. Decibel above 1 F e m t o w a t t [Συμβολισμός dBl'J Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ισχύος σε κλίμακα ντεσιμπέλ (dB) ως προς πρότυπη ισχύ ίση με: lfW=10" l5 W. Συμβολίζεται ως dBf. Decibel above 1 Kilowatt [Συμβολισμός dBkJ Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ισχύος σε κλίμακα ντεσιμπέλ (dB) ως προς πρότυπη ισχυ ιση με: 1KW=10\V. Συμβολίζεται ως dBk. Decibel above 1 Milliwatt [Συμβολισμός dBm] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ισχύος σε κλίμακα ντεσιμπέλ (dB) ως προς πρότυπη ισχυ ιση με: 1 m\V= 10 3 W. Συμβολίζεται ως dBm. Decibel above 1 Pico watt [Συμβολισμός dBp| Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ισχύος σε κλίμακα ντεσιμπέλ (dB)

Decimal N u m b e r System

ως προς πρότυπη ισχυ ιση με: lpW=10- ,2 W. Συμβολίζεται ως dBp. Decibel above 1 Volt [Συμβολισμός dbV] Ηλεκ. Μονάδα μέτρηση τάσης, V σε σχέση με πρότυπο τάση, V tl =l Volt. Μια τάση μετρούμενη σε dbV ισούται με: 20 x logio(V/V 0 ). Decibel above 1 W a t t [Συμβολισμός dBW] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης ισχύος σε κλίμακα ντεσιμπέλ (dB) ως προς πρότυπη ισχύ ίση με: 1W. Συμβολίζεται ως dBW. Decibel above Reference Noise [Μονάδα μέτρησης θορύβου σε κλίμακα Decibel 1 Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης, στην κλίμακα των ντεσιμπέλ, της συμβολής ενός θορύβου με ένα πρότυπο θόρυβο συχνότητας 1kHz και ισχύος -90dBm. Συμβολίζεται ως dbrn. Decibel Adjusted DBa [Μονάδα μέτρησης σε κλίμακα Decibel] ΙΙλεκ. -> Adjusted Decibel Decibel Loss 1 [Απώλεια σε Decibel] Επικοιν. Δεκτικό σχήμα που δηλώνει απώλεια ενός σήματος μετρημένη σε dB. Decibel Loss 2 [Μείωση σε Decibel] Φυσ. Μείωση της τιμής ενός μεγέθους, π.χ. έντασης του ήχου καθώς διέρχεται από ένα υλικό μέσο, εκφρασμένη σε μονάδες decibel σε σχέση με την αρχική τιμή. Decibel M e t e r [ΜετρητήςΈντασης σε dB | Μηχ. Όργανο μέτρησης τάσης, έντασης ρεύματος, ήχου κ.λ.π., σε κλίμακα ντεσιμπέλ σε σχέση με κάποιο πρότυπο μέγεθος. Decimal [Δεκαδικός] Μαθημ. -> Decimal System. Decimal A t t e n u a t o r [Εξασθενητής με Δεκαδική Κλίμακα] Ηλεκ. Ηλεκτρονική διάταξη εξασθένισης π.χ. της τάσης στην οποία η εξασθένιση μπορεί να μεταβάλλεται μέσω διακοπτών δεκαδικών ψηφίων. Decimal Balance [Δεκαδικός ζυγός! Τεχνολ. Ανήκει στους ζυγούς με άνισου μήκους βραχίονες. Το μήκος του βραχίονα που τοποθετούνται τα σταθμά βάρους είναι δεκαπλάσιο του βραχίονα όπου τοποθετείται το προς ζύγιση σώμα. Έτσι, μικρή μονάδα βάρους μπορεί να εξισορροπήσει σώμα ΙΟπλάσιου βάρους. Decimal Code [Δεκαδικός κώδικας] Πληρ. Ο κώδικας, ο οποίος χρησιμοποιεί συνδυασμούς ψηφίων που μπορούν να πάρουν δέκα δυνατές τιμές ή έχουν δέκα δυνατούς τρόπους αναπαράστασης, όπως π.χ. τα ψηφία του δεκαδικού αριθμητικού συστήματος. Decimal Code [Δεκαδικός κώδικας] Πλημ. Ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος κώδικας συμβόλων, όπου κάθε σύμβολο παριστάνει μία από δέκα καλώς ορισμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, στο δεκαδικό σύστημα μονάδων κάθε σύμβολο παίρνει μία από τις τιμές 0, 1, 2,..., 9. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος "χειρίζεται" ανετότερα τις πληροφορίες όταν του δοθούν σε δεκαδικό κώδικα. Decimal Coded Digit (Ψηφίο σε δεκαδικό κώδικα| Πληρ. Το ψηφίο, το οποίο χρησιμοποιεί για την αναπαράσταση του, τυχαίους συνδυασμούς ψηφίων του δεκαδικού κώδικα. Decimal N u m b e r [Δεκαδικός αριθμός] Μαθημ. Ο αριθμός, ο οποίος αντιστοιχεί σε ένα δεκαδικό κλάσμα και έχει τόσα δεκαδικά ψηφία όσο είναι η δύναμη του δέκα του παρανομαστή του δεκαδικού κλάσματος. Γενικότερα, ο όρος αναφέρεται σε αριθμό που αναπαρίσταται στο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα. Όλοι οι ρητοί αριθμοί μπορούν να γραφούν σα δεκαδικοί ή περιοδικοί δεκαδικοί, αλλά και οι άρρητοι προσεγγιστικά. Decimal N u m b e r System [Δεκαδικό αριθμητικό σύ-

Decimal Place

-420-

στημα] Μαθημ.. To σύστημα αναπαράστασης αριθμών, το οποίο έχει ως βάση το 10 και χρησιμοποιεί δέκα ψηφία: 0 έως 9. Κάθε αριθμός στο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός δυνάμεων του 10. Decimal Place [Δεκαδικός μέρος] Μαθημ. Το σύνολο των ψηφίων, τα οποία βρίσκονται μετά το δεκαδικό σημείο (υποδιαστολή) ενός δεκαδικού αριθμού. Decimal Point [Δεκαδικό σημείο] Μαθημ. II υποδιαστολή, η οποία χρησιμοποιείται για να διαχωρίζει το ακέραιο και το δεκαδικό μέρος ενός δεκαδικού αριθμού. Συμβολίζεται με μία τελεία. Decimal Processor [Δεκαδικός επεξεργαστής] Υπολ. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο οποίος επεξεργάζεται δεδομένα και εκτελεί πράξεις βάση του δεκαδικού αριθμητικού συστήματος. Decimal System [Δεκαδικό σύστημα] Μαθημ. Είναι το σύστημα μετρήσεων όπου κάθε υποδιαίρεση μιας μονάδας είναι πολλαπλάσια του δέκα. Π.χ. το μέτρο υποδιαιρείται σε εκατό εκατοστά, το εκατοστό σε δέκα χιλιοστά, κοκ. Βλέπε Decimal Number System. Decimal To Binary Conversion [Μετατροπή από δεκαδικό σε δυαδικό] Πλημ. Η διαδικασία μετατροπής ενός αριθμού από το δεκαδικό αριθμητικό σύστημα στο οποίο είναι γραμμένος, στο δυαδικό αριθμητικό σύστημα. Decimeter [Δέκατο του μέτρου] Μηχ. Μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με 0,1 μέτρα, δηλαδή 1 Decimeter = 10 εκατοστά του μέτρου. Decimetric Wave [Δεκατομετρικό Κύμα] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομαγνητικό κύμα με μήκος κύματος στο κενό από 0.1m έως lm και συχνότητα 3GHz έίος 300MHz αντίστοιχα. Decision [Απόφαση! Πλημ. Είναι διαδικασία επιλογής μιας λειτουργίας από το υπολογιστικό σύστημα ή μιας ενέργειας από ένα πρόγραμμα μεταξύ άλλων εναλλακτικών, κατόπιν σύγκρισης τους και βάση κάποιων δεδομένων, συνθηκών ή προϋποθέσεων, κατά την διαδικασία της επεξεργασίας των δεδομένων. Decision Box [Κουτί ή σύμβολο απόφασης] Πλημ. Το ειδικό σύμβολο, το οποίο χρησιμοποιείται στον σχεδιασμό ενός λογικού διαγράμματος, παριστάνεται σχηματικά με ένα ρόμβο και δηλώνει τη δυνατότητα επιλογής ή διακλάδωσης κατόπιν σύγκρισης, κατά την διαδικασία της επεξεργασίας των δεδομένων. Γενικότερα, δηλώνει τη λήψη κάποιας απόφασης βάση κάποιων δεδομένων ή προϋποθέσεων. Decision M a k i n g U n d e r Uncertainty [Αήψη αποφάσεων υπό αβεβαιότητα] Στατ. Ο τομέας της στατιστικής που περιγράφει την εξαγωγή συμπερασμάτων για συστήματα στα οποία η ακρίβεια των υποθέσεων δεν είναι απόλυτη και ο παράγοντας βεβαιότητας του συστήματος μειο')νεται όσο αυξάνεται η ακρίβεια. Decision S u p p o r t System [Σύστημα υποστήριξης απόφασης DSS] Πλημ. Το σύστημα, το οποίο σχεδιάστηκε με στόχο την υποστήριξη και την εξυπηρέτηση λειτουργιών που βασίζονται σε αποφάσεις. Χρησιμοποιεί διάφορα μέσα και προσφέρει ανεξαρτησία στη χρήση των βάσεων δεδομένων και γενικότερα των πληροφοριών, με την έννοια ότι μπορούν να χειρίζονται και από απλ.ούς χρήστες, χωρίς τη βοήθεια ειδικών, π.χ. προγραμματιστών. Decision Table [Πίνακας αποφάσεων] Πληρ. Ο πίνακας, ο οποίος περιέχει τις εναλλακτικές λύσεις και συνθήκες που πρέπει να ληφθούν υπόψη από τον προ-

γραμματιστή κατά την ανάλυση και τον σχεδιασμό ενός προβλήματος και συμβάλλει έτσι στην επίλυσή του, όπως π.χ. το διάγραμμα ροής. Decision Theory [Θεωρία αποφάσεων] Μηχ.Μηχ. Μαθηματική θεωρία, όπου στηριζόμενοι στη φορμαλιστική λογική, ξεκινώντας από μία βάση δεδομένων και εφαρμόζοντας κατ' επανάληψη συγκεκριμένους αλγορίθμους καταλήγουμε σ' ένα "ναΓ ή "όχι" ως απάντηση σε συγκεκριμένο ερώτημα. Deck 1 Κατάστρωμα] Πολ. Μηχ. 1. Δάπεδο κατασκευής που δεν καλύπτεται από οροφή. 2. Στη γεφυροποιία, το στοιχείο της γέφυρας πάνω στο οποίο θα κυκλοφορήσουν τα οχήματα. Deck Bridge [Γέφυρα] Πολ. Μηχ. Τύπος γέφυρας στην οποία το κατάστρωμα στηρίζεται σε δομικά στοιχεία (δοκούς) που είναι τοποθετημένα κάτω από αυτό. Decking [Επίστρωση! Πολ. Μηχ. Η τελική στρώση υλικού που συμπληρώνει το δάπεδο. Στις γέφυρες το τελείωμα είναι συνήθως ασφαλτικό σκυρόδεμα. Declaration [Δήλωση] Πλημ. Declarative Statement Declarative Macroinstruction [Δηλωτική μακροεντολή] Πληρ. Η εντολή της γλώσσας μηχανής, η οποία καθοδηγεί τη λειτουργία του μεταφραστικού προγράμματος, αλλά δεν αντιστοιχεί σε κάποια εκτελέσιμη εντολή του προγράμματος. Declarative Statement [Δηλωτική συνθήκη] Πληρ. Η συνθήκη ενός υπολογιστικού προγράμματος γραμμένου σε γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, η οποία ορίζει πλήρως το είδος και τον τύπο των δεδομένων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, καθώς και την διεύθυνση των θέσεων μνήμης που βρίσκονται αποθηκευμένα, διευκολ.ύνοντας έτσι τη διαδικασία εισαγωγής τους στο υπολογιστικό πρόγραμμα. Declination 1 [Μαγνητική Απόκλιση] Γεωφυσ. II γωνία που σχηματίζει, σε ένα τόπο, ο μαγνητικός με το γεωγραφικό μεσημβρινό. Χαρακτηρίζεται ως δυτική ή ανατολική όταν αντίστοιχα ο βόρειος πόλος της μαγνητικής βελόνης που δείχνει το μαγνητικό μεσημβρινό βρίσκεται δυτικά ή ανατολικά του γεωγραφικού μεσημβρινού. Declination 2 [Απόκλιση] Αστρον. Η γωνία που δηλώνει τη θέση ενός ουράνιου σώματος ως προς τον ουράνιο ισημερινό. Declinometer [Πυξίδα Απόκλισης] Μηχ. Μαγνητική πυξίδα με περιστρεφόμενο γωνιόμετρο, έτσι ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί μια οιαδήποτε κατεύθυνση ως προς την κατεύθυνση της πυξίδας. Χρησιμοποιείται και για τον προσδιορισμό της μαγνητικής απόκλισης. Decode [Αποκωδικοποιώ] Επικοιν. Αντίστροφη διαδικασία της κωδικοποίησης (και όχι πάντα εξίσου εύκολη) αφού απαιτεί συνήθως γνώση όλων των στοιχείο)ν κο)δικοποίησης αλλά το θέμα έχει δουλευτεί αρκετά. Decoder [Αποκωδικοποιητής] Επικοιν. Μηχάνημα που εκτελεί την αποκωδικοποίηση ενός σήματος ώστε να αναπαραχθεί το πρωτότυπο που συνήθως είναι μια εικόνα ή ήχος συμπιεσμένα. Συνδυάζεται (ακολουθεί) και με αποκρυπτογράφηση. Decoding Gate [Αποκωδικοποιημένη πύλη] Πλημ. Η πύλη ενός λογικού κυκλώματος, η οποία χρησιμοποιείται για την αναγνώριση και τον εντοπισμό μιας συσκευής της οποίας η διεύθυνση έχει δοθεί σε δυαδικό κώδικα. Decoking | Εξανθράκωση] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει τη διεργασία απομάκρυνσης στερεού άνθρακα από ένα

DecylAlcohol- 4 2 1 -

υλικό ή μια συσκευή, με μηχανικά ή χημικά μέσα. Decollate [Διαχωρίζω] Πληρ. Ξεχωρίζω τα φύλλα ενός χαρτιού εκτύπωσης πολλαπλών αντιγράφων. Γι αυτό το σκοπό χρησιμοποιείται η ειδική συσκευή ο διαχωριστής (decollator). Decollator [Διαχωριστής] Υπυλογ. Η συσκευή, η οποία διαχωρίζει τα φύλλα ενός χαρτιού εκτύπωσης πολλάπλών αντιγράφων. Decolorize [Αποχρωματισμός] Χημ. Αναφέρεται στη διαδικασία απομάκρυνσης χρωματισμένοι ουσιών από ένα υλικό, με λεύκανση, καθίζηση ή απορρόφηση. Decolorizing C a r b o n [Ανθρακας Αποχρωματισμού] Χημ. Χαρακτηρίζει τον ενεργό άνθρακα που χρήσιμοποιείται για τον αποχρωματισμό ενός διαλύματος, όταν αυτό είναι χραψατισμένο από διαλυτές προσμίξεις, οι οποίες προσροφώνται στον άνθρακα. Decommissioning [Απενεργοποίηση] Τεχνολ. Διακοπή λειτουργίας ενός πυρηνικού αντιδραστήρα ή ενός εργοστασίου επεξεργασίας πυρηνικών καυσίμων ώστε η ραδιενέργεια που εκπέμπει να μειωθεί αλλά και να μην μπορεί να διαφύγει στο περιβάλλον. Decomposable Process [Αναλόσιμη ή αποσυνδέσιμη διαδικασία] Μαθημ. Μια σύνθετη μαθηματική ή φυσική διαδικασία λέγεται αναλύσιμη ή αποσυνθέσιμη, αν μπορεί να αναχθεί σε απλά βασικά στοιχεία ή πρώτους παράγοντες. Χαρακτηριστικά παράδειγμα: ανάλυση συνθέτου αριθμού σε γινόμενο πρώτων αριθμών, αναγωγή ομοίων όρων και ανάλυση σύνθετης αλγεβρικής παράστασης σε γινόμενο πρώτων παραγόντων στα μαθηματικά και ανάλ.υση του λwευκoύ φωτός στα γνωστά βασικά χρώματα του φάσματος στη φυσική. Decomposition [Αποσύνθεση] Χημ. Εκφράζει τη διάσπαση μιας χημικής ένωσης σε απλούστερα μόρια ή άτομα. Decomposition Potential [Δυναμικό Αποσύνθεσης] Φυσ.Χημ. Ελάχιστη διαφορά δυναμικού μεταξύ των ηλεκτροδίων ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, ώστε να αυξηθεί σημαντικά το ρεύμα και η ταχύτητα της ηλεκτρολυτικής αντίδρασης. Decomposition Voltage [Δυναμικό Διάσπασης] Φυσ. Χημ. Ορίζει την ελάχιστη τάση δυναμικού που απαιτείται ώστε να λάβει χώρα συνεχής ηλεκτρόλυση, σε ηλεκτρολυτικό κελί. Decompression C h a m b e r [Θάλαμος αποσυμπίεσης] Τεχνολ. Κλειστή κατασκευή που περιέχει αέρα και όπου επιτυγχάνονται πιέσεις πολλαπλάσιες της ατμοσφαιρικής. Χρησιμοποιείται εργαστηριακά για έρευνες και πειράματα σε συνθήκες πίεσης και επίσης σε αποστολές κατάδυσης, για την ομαλή επαναφορά των δυτών στην ατμόσφαιρα, όταν αυτοί αναδύονται γρήγορα από μεγάλα βάθη όπου οι πιέσεις είναι πολό υψηλές. Deconcentrator [Συσκευή μείωσης συγκέντρωσης| Μηχ. Πρόκειται για διάταξη που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία του νερού τροφοδοσίας βιομηχανικών διεργασιών και αφαιρεί στερεά σωματίδια που περιέχονται σε αυτό. Decontamination [Απολύμανση] Μηχ. Απομάκρυνση και καθαρισμός οιουδήποτε είδους μόλυνσης από τον αέρα, το νερό, το έδαφος ή άλλο σώμα. Για κάθε περίπτώση χρησημοποιούνται διαφορετικά και ποικίλα μέσα. Decontamination F a c t o r [Παράγοντας Απολόμανσης] Τεχ\'ολ. Πρόκειται για αριθμό που εκφράζει το βαθμό καθαρισμού ενός υλικού από μια ραδιενεργή ουσία και ισούται με το λόγο της ραδιενέργειας ανά μονάδα μά-

Decvl ·· Acetate

ζας πριν και μετά τον καθαρισμό. Decontamination Index [Δείκτης Απολύμανσης] Τεχνολ. Αριθμός ίσος με το λογάριθμο του βαθμού απολύμανσης. Decorative Stone [Διακοσμητικές πέτρες] Αρχ. Κατεργασμένες πέτρες που χρησιμοποιούνται ως αρχιτεκτονικό τελείωμα. Το πιο γνα>στά τελειώματα αυτής της κατηγορίας είναι τα μάρμαρα διαφόρων τύπων και προέλευσης, επεξεργασμένα κατάλληλα για τις αρχιτεκτονικές απαιτήσεις του κάθε έργου, Decoupling E r a [Περίοδος αποσύζευξης] Αστρον. Χρονική περίοδος 300.000 ετών περίπου μετά τη μεγάλη έκρηξη (Gig Bang) όταν ύλη και ακτινοβολία, που πριν ήταν στενά συζευγμένα έπαψαν πρακτικά να αλληλεπιδρούν. Τα ηλεκτρόνια ήταν δυνατόν να δεσμεύονται στο ηλεκτροδυναμικό πεδίο των πυρήνων και να δημιουργούν νέα άτομα και φωτόνια που μπορούσαν να διαδίδονται ελεύθερα στον κοσμικό χο')ρο. Decreasing Function [Γνησίως φθίνουσα συνάρτησηΐ Μαθημ Η συνάρτηση μιας μεταβλητής, έστω Γ(χ), της όποιας οι τιμές μειώνονται καθώς αυξάνονται οι τιμές του χ. δηλαδή όταν για οποιαδήποτε Χι.χ 2 του πεδίου ορισμού της με χι<χ 2 ισχύει ότι f(x!)>f(x2). Ο όρος μπορεί να αφορά σε υποσύνολο Δ του πεδίου ορισμού της ή σε ολόκληρο το πεδίου ορισμού της. Π.χ. η συνάρτηση f(x)=x3 είναι γνησίως φθίνουσα στο διάστημα Decrement 1 [Μείωση Πλάτους] Φνσ. Πρόκειται για τον σταθερό λόγο δύο διαδοχικών πλατών μίας φθίνουσας ταλάντωσης, εφόσον αυτή δεν είναι απεριοδική. Εξαρτάται από την σταθερά απόσβεσης και εκφράζει τη σχετική μείωση του πλάτους σε κάθε ταλάντωση. Decrement 2 [Μείωση] Πληρ. II μείωση της τιμής ενός αριθμού ή του περιεχομένου ενός καταχωρητή. Decrement Field [Πεδίο μείωσης] Πλημ. Το τμήμα μιας εντολής, το οποίο χρησιμοποιείται για την αλλαγή και τον μετασχηματισμό του περιεχομένου τη μνήμης ή του καταχωρητή. Συνήθως, επιτυγχάνεται με την μείωση της τιμής μιας ποσότητας δεδομένων ή του περιεχομένου του καταχωρητή. I n c r e m e n t a l Arc |Τόξο ελαττώσεως] Αστρον. Ένα τόξο από μετεωριτικούς κρατήρες κρούσης ή πρόσπτωση (impact craters) στην επιφάνεια ενός πλανήτη, όπου οι διάμετροι των κρατήρων μειώνονται προοδευτικά από το ένα άκρο του τόξου στο άλλο. Decremental Chain ΙΑλυσίδα μειώσεως] Αστρον. Μια αλυσίδα από κρατήρες κρούσης ή πρόσπτωσης στην οποία οι διάμετροι των κρατήρων μειώνονται προοδευτικά από τη μια άκρη της αλ.υσίδας στην άλλη. Decrypt [Αποκρυπτογραφώ] Επικοιν. Αφαιρώ την προστασία ενός κρυπτογραφημένου αρχείου ώστε να έχουμε το πρωτότυπο. Decryption [Αποκρυπτογράφηση] Πληρ. Η διαδικασία επεξεργασίας ενός κρυπτογραφημένου μηνύματος από εξουσιοδοτημένο χρήστη, με στόχο την ανάκτηση του αρχικού απλού μηνύματος, Decryption [Αποκρυπτογράφηση] Επικοιν. Συνήθως αντιστρέφουμε τη διαδικασία κρυπτογράφησης με προσοχή σε διάφορους εναγκαλισμούς, Decyl |Δεκύλιο] Opy. Χημ. Πρόκειται για το αλκύλιο που προκύπτει από το δεκάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Συμβολίζεται με C,oH 2 r. Decyl Acetate [Οξικός Δεκυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Είναι εστέρας του οξικού οξέος, με χημικό τύπο

Decyl Alcohol

-422 -

CII3COOC10H21 και μοριακό βάρος 220,32. Πρόκειται για υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, βενζόλιο και οξικό οξύ, με σημείο ζέσεως 244 °C και σημείο τήξεως-15,05 °C. Decyl Alcohol [Δεκυλική Αλκοόλη] Οργ. Χημ. Είναι η δεκανόλη, με χημικό τύπο Ο ^ Ο ^ Ο ^ Ο Η και μοριακό βάρος 158,28. Πρόκειται για άχρωμη, ελαιώδη ένωση με σημείο ζέσεως 229 "C και σημείο τήξεως 7 °C, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση λιπαντικών και πλαστικοποιητών. Decyl Aldehyde [Δεκυλαλδεΰδη] Οργ. Χημ. Είναι η δεκανάλη, με χημικό τύπο CH^(CH2)8CHO και μοριακό βάρος 156,27. Έχει σημείο ζέσεως 208-209 °C, σημείο τήξεως -5 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων. Decylene [Δεκυλένιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για αλκένιο που περιέχει δέκα άτομα άνθρακα, Ci0H20. Έχει μοριακό βάρος 140,27 και σημείο ζέσεως 170,5(>C και είναι διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Dedekind Cut [Τομή του dedekind] Μαθημ. Ως τομή dedekind στο σύνολο Q των ρητών (κλασμάτων) εννοείται η διαμέριση του Q σε δυο υποσύνολα L και U έτσι ώστε x < y για κάθε χ στο Ι- και κάθε y στο U. Κάθε ρητός r ορίζει μια τομή που το L αποτελείται από τα κλάσματα χ < r και το U από τα y > r. Οι υπόλοιπες τομές ορίζουν τους άρρητους αριθμούς. Έτσι ορίζονται οι πραγματικοί αριθμοί ως επέκταση των ρητών. Dedekind Test [Κριτήριο σύγκρισης σειρών του dedekind] Μαθημ. Αν: 1. η σειρά Ii(bj-b I+l ) συγκλίνει απόλυτα 2. η ακολουθία bi συγκλίνει στο μηδέν και 3. η σειρά Σ;α,έχει φραγμένα μερικά αθροίσματα, τότε ή σειρά Σ ; α^ί συγκλίνει. Dedendum ΓΥψος ποδόςΐ Τεχνολ. Στην θεωρία οδοντώσεων, η διαφορά μεταξύ της ακτίνας του κύκλου ποδός και της ακτίνας του κύκλου κυλίσεως ενός τροχού. Dedendum Circle [Κύκλος ποδός J Τεχνολ. Ο κύκλος που περλαμβάνει τους πόδες των οδόντων ενός οδοντωτού τροχού και εφάπτεται στις βάσεις τους. Dedicated Connection [Αφιερωμένη σύζευξη] Επικοιν. Το είδος ζεύξης που συναντάμε στις μισθωμένες γραμμές. Τα δεδομένα μεταδίδονται χωρίς μεσολάβηση άλλων κέντρων και φυσικά δεν υπάρχει σήμανση. Διακρίνουμε συνδέσεις ευρείας ζώνης (Baseband) και ακουστικές (Voiceband). Dedicated Line [Αφοσιωμένη γραμμή] Πλημ. Η μόνιμα συνδεδεμένη γραμμή, η οποία χρησιμοποιείται για την μετάδοση δεδομένων αποκλειστικά και μόνο μεταξύ του υπολογιστή και του συστήματος επεξεργασίας δεδομένων. Dedicated T e r m i n a l [Αφοσκομένος τερματικός σταθμός] Πλημ. Ο τερματικός σταθμός, ο οποίος είναι μόνιμα συνδεδεμένος με ένα σύστημα επεξεργασίας δεδομένων που μεταδίδονται, διαμέσου ενός καναλιού επικοινωνίας, αποκλειστικά μεταξύ του τερματικού σταθμού και του συστήματος επεξεργασίας δεδομένων. Deduction [Αογική παραγωγή | Μαθημ. Η λογική παραγωγή deduction είναι η a priori διαδικασία με την οποία προκύπτει μια λογική κρίση ως συμπέρασμα από ορισμένες γενικά αποδεκτές προτάσεις που ονομάζονται αξιώματα ή προκείμενες, με την εφαρμογή των κανόνων της λογικής. Η διαδικασία αυτή είναι αποδεικτικός συλλογισμός που κατά τον Hume διατηρεί και μεταφέ-

ρει την αλήθεια των προκείμενων στο συμπέρασμα, αλλά δεν διευρύνει το πληροφοριακό τους δυναμικό. Deducts [Αφαιρούμενες ποσότητες] Πολ..Μηχ. Στη φάση των επιμετρήσεων ενός κατασκευαστικού έργου, είναι οι ποσότητες που αφαιρούνται για να προκύψει η πραγματική ποσότητα που εκτέλεσε ο εργολόβος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επιφάνειες των κουφωμάτων (πόρτες, παράθυρα) που αφαιρούνται από τις επιφάνειες της τοιχοποιίας και των σοβάδων. Dee [Ηλεκτρόδιο Κύκλοτρου] Πυμ. Φυσ. ΙΙμικυλινδρικό ηλεκτρόδιο ενός κύκλοτρου. Συμβολίζεται ως D. -» Cyclotron Dee Line [Γραμμή Μεταφοράς Ηλοκτροδίου Κύκλοτρου] Πυρ. Φυσ. Γραμμή μεταφοράς ρεύματος σε καθένα από τα ημικυλινδρικά ηλεκτρόδια ενός κύκλοτρου. Χρησιμοποιείται και για την στήριξή τους αλλά και για την προσαρμογή της συχνότητας συντονισμού της κολότητας του κύκλοτρου. —» Cyclotron Deep Compaction [Συμπύκνωση] Πολ. Μηχ. Compaction Deep F o u n d a t i o n [Βαθιά θεμελίωση] Πολ. Μηχ. Θεμελίωση φέροντος οργανισμού σε βάθος από την φυσική επιφάνεια του εδάφους μεγαλύτερου από 4 - 5 μέτρα. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για θεμελιώσεις με πασσάλους ή άλλες μεθόδους ενίσχυσης της φέρουσας ικανότητας του υπεδάφους. Deep Inelastic Collision Ιΐσχυρή ανελαστική σύγκρουση] Πυμ. Φυσ. Ανελαστική σύγκρουση μεταξύ πυρήνων ή και μεταξύ αδρονίων - λιεπτονίων στην οποία οι πυρήνες ή τα σωματίδια ανταλλάσσουν τμήματα και ενέργεια μεταξύ τους. Έτσι δημιουργείται ένα συσσωμάτωμα και καταναλώνεται σημαντική ποσότητα από την αρχική ενέργεια τους. Deep Inelastic Transfer [Μεταφορά Νουκλεονίων σε μια Ισχυρή Ανελαστική Σύγκρουση] Πυρ. Φυσ. Deep Inelastic Collision Deep Manhole [Βαθύ φρεάτιο] Πολ. Μηχ. Φρεάτιο επίσκεψης σε δίκτυα αποχέτευσης ακαθάρτων ή ομβρίων στο οποίο η στάθμη ροής του νερού είναι σε απόσταση μεγαλύτερη από 4 - 5 μέτρα. Κατασκευάζεται συνήθως με δύο διαφορετικές οριζόντιες διατομές, στο επάνω μέρος μια μικρή διατομή 60x60 εκατοστά για την δυνατότητα καθόδου του προσωπικού συντήρησης και μεγαλύτερη διατομή στο κάτω μέρος δημιουργώντας ένα άνετο χώρο εργασίας για τις ανάγκες της συντήρησης. Deep Mining [Βαθιά εξόρυξη] ΜεταλλΜηχ. Εξόρυξη μετάλλων και άλλων εκμεταλλεύσιμων ουσιών που διενεργείται σε μεγάλα βάθη, άνω του ενός χιλιομέτρου, με ειδικά εργαλεία. Deep Sea S u b m a r i n e Cable [Υποθαλόσσιο καλώδιο μεγάλου βάθους] Επικοιν. Ειδικό καλώδιο για πόντιση σε μεγάλα βάθη άρα ανάλογης αντοχής και ελαστικότητας κτλ. Deep Space [Βαθύ Διάστημα] Αστμον. Διαστημικό χώρος που εκτείνεται πέρα από την περιοχή που επιδρά αισθητά το βαρυτικό πεδίο της Γης. Deep Space Network [Δίκτυο παρακολούθησης διαστημοπλοίων βαθέως διαστήματος] Αερομηχ. II NASA για την παρακολούθηση, καθοδήγηση και γενικά συλλογή πληροφοριών έχει δημιουργήσει ένα ευρύ δίχτυο από διαστημόπλοια και δορυφόρους τα οποία παρακολουθούν και ενημερώνουν τους ειδικούς για τη θέση κάθε διαστημοπλοίου που κινείται σε μεγάλες αποστάσεις από τη Γη, π.χ. όταν εξερευνά άλλους πλανήτες. ν

- 423 Deep Space Probe [Συσκευή Μελέτης Βαθέως Διαστήματος] Αερομηχ. 'Ετσι ονομάζεται το κάθε διαστημόπλοιο που εξερευνά ιδιότητες του βαθέως διαστήματος, μακριά από τη Γη. Deep Submergence Rescue Vehicle [Βαθυσκάφος Διάσωσης] Ναυπηγ. Μικρό βαθυσκάφος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάσωση από υποβρύχια που βρίσκονται σε μεγάλα βάθος (έως και 1500m). Συμβοίζεται ως DSRV. Deep Underwater Neutrino, Muon Detector [Ανιχνευτής Νετρίνων, Μεγάλου Θαλασσίου Βάθους] Τεχνολ. Ειδικός ανιχνευτής νετρίνων που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε πολό μεγάλο βάθος ώστε να μειώνονται οι παρεμβολές από την κοσμική ακτινοβολία. Τα νετρίνα θα ανιχνεύονται από την ακτινοβολία Chcrenkov των σωματιδίων που παράγονται από τις εξαιρετικά ελάχιστες αντιδράσεις των νετρίνων με ένα μεγάλο όγκο νερού. Στην Ελλάδα προτείνεται η εγκατάστασή του ανοικτά της ΠύλνΟυ. Συμβολίζεται ως DUMAND. " Deep Well [Βαθύ φρέαρ] Υδρολ. Φρέαρ βάθους μεγαλύτερου από 7-8 μέτρα που ανοίγεται με γεώτρηση. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που ο υδροφόρος ορίζοντας βρίσκεται σε μεγάλο βάθος από την επιφάνεια του εδάφους. Deep Well Pump [Βυθιζόμενη αντλία] Υδρολ. Ειδική αντλία που λειτουργεί βυθισμένη μέσα στο νερό. Χρησιμοποιείται για υδροληψία από βαθιά φρέατα. Decrparkian [Δεερπάκιο] Γεωλ. Ο Το στάδιο της γεο)λ.ογικής περιόδου του Κατώτερου Αεβονείου, του οποίου ο στρωματότυπος συναντάται κυρίως στη Βόρεια Αμερική. Dccthanization [Αποαιθανίωση] Χημ. Μηχ. Περιγράφει το διαχωρισμό αιθανίου, αιθυλενίου και μεθανίου από ένα μίγμα βαρύτερων υδρογονανθράκων. Deethanizer [Στήλ.η Αποαιθανίωσης] Χημ. Μηχ. Α ναφέρεται στην αποστακτική στήλη που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό τα>ν ελαφρύτερων αερίων υδρογονανθράκο)ν (Ci-C2) από κλάσμα του πετρελ.αίου. Default [Έκπτα)ση] Εργ. Σε ένα συμβόλαιο εργολαβίας, αδυναμία ενός από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη να τηρήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις. Από πλευράς εργολάβου η πιο συνηθισμένη περίπταιση είναι η αδυναμία του για διάφορους λόγους να συμπληρώσει το συμβατικό αντικείμενο και από πλευράς πελάτη η αδυναμία να εκτελέσει τις πληρωμές σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους. Default Option [Επιλογή έξ ορισμού] Πληρ. Η προκαθορισμένη λειτουργία, η οποία επιλέγεται αυτόματα από το υπολογιστικό σύστημα σε περίπτο)ση που δεν οριστεί κάποια άλλ^η από τις δυνατές λειτουργίες από τον ίδιο το χρήστη. Defect [Ελάττωμα] Οικοδ. 1. Ανωμαλία σε προϊόν βιομηχανικής προέλευσης που το κάνει ακατάλληλο για χρήση. 2. Ελάττωμα στην εκτέλεση κάποιας εργασίας σε εργοτάξιο την οποία εντοπίζει ο επιβλέπων μηχανικύς και δίνει εντολ^ή στον εργολάβο να αποκαταστήσει. Defect Action Sheets [Εντολές αποκατάστασης] Εμγ. Τυποποιημένα έντυπα καταγραφής κακοτεχνκόν που μεταβιβάζονται στον κατασκευαστή ως εντολή αποκατάστασης της κακοτεχνίας. Αποτελούν μέρος τα>ν βασικών στοιχείων του αρχείου εκτέλεσης ενός έργου. Defect Chemistry [Χημεία Κρυσταλλικών Λτελεκόν] Φυα. Στεμ. Κατ. Η μελέτη των ιδιοτήτων, π.χ. της συ-

Deficient N u m b e r

γκέντρωσης ή της κίνησης, των πλεγματικοί ατελειών ενός κρυστάλλου καθώς μεταβάλλεται η θερμοκρασία του ή δέχεται ακτινοβολία κ.λ.π. Defect Cluster [Σύμπλεγμα Ατελειών] Φυσ. Στερ. Κατ. Συνένωση των πλεγματικών ατελειών ενός κρυστάλλ.ου, που σχηματίζεται σε μεγάλες διαστάσεις και οφείλεται στην αμοιβαία έλξη τους. Defect Cluster [Συστάδα, σύμπλεγμα, συσσωμάτωμα ατελειών] Φυσ. Στερ. Κατ. Μεγάλα, μακροσκοπικά συσσωματώματα πλεγματικών ατελειών σε ένα κρύσταλλ,ο που σχηματίζονται λόγω αμοιβαίας έλξης τους. Defect Conduction [Αγωγιμότητα Πλεγματικών Ατελειών] Φυσ. Στερ. Κατ. Αγο)γιμότητα που οφείλεται σε κινήσεις των πλεγματικών ατελειών ενός κρυστάλλου, Στην περίπτοιση ενός ημιαγωγού, η έλλειψη ενός ηλεκτρονίου από ένα δεσμό στη ζώνη σθένους δημιουργεί μια οπή η οποία, κινούμενη, συμβάλλει στην αγωγιμότητά του. Γενικότερα η κίνηση μίας φορτισμένης πρόσμιξης, ενός πλεγματικού κενού κ.λ.π. συμβάλλει στην αγωγιμότητα του υλικού. Defect Conduction [Αγωγιμότητα πλεγματικών ατελειών] Φνα. Στερ. Κατ. Αγωγιμότητα που οφείλεται σε κινήσεις το)ν πλεγματικών ατελειών ενός κρυστάλλου, Στην περίπτωση ενός ημιαγωγού η έλλειψη ενός ηλεκτρονίου από ένα δεσμό στην ζώνη σθένους δημιουργεί μια οπή η οποία κινούμενη συμβάλει στην αγωγιμότητα του. Γενικότερα η κίνηση μίας φορτισμένης πρόσμιξης, ενός πλεγματικού κενού κ.λ.π. συμβάλει στην αγωγιμότητα του υλικού, Defect Scattering [Σκέδαση από πλεγματικές ατέλειες] Φυα. Στερ. Κατ. Σκέδαση ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος ή γενικότερη μιας συλλ.ογικής διέγερσης των ατόμων ενός κρυστάλλου από μια πλεγματική ατέλεια του. Defect Structure [Δομή με Πλεγματικές Ατέλειες] Φυσ. Στερ. Κατ. Η δομή ενός κρυστάλλου, όταν σε αυτήν υπάρχει σημαντικός αριθμός πλεγματικών ατελειών είτε πλεγματικών κενών είτε προσμίξεων ατόμων. Defective [Ελαττωματικό] Οικοδ. Βιομηχανικά προϊύντα τα οποία έχουν διάφορες ανωμαλίες και δεν πλ.ηρούν τις προδιαγραφές ποιότητας, Defects Liability Period [Περίοδος συντήρησης| Εργ. Είναι η συμβατική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατασκευαστής του έργου έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των κακοτεχνιών που δεν εντοπίστηκαν από τον ποιοτικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της κατασκευής. Γενικά τα συμβόλαια κατασκευής ενός έργου περιέχουν όρους που υποχρεώνουν τον εργολάβο να αποκαταστήσει τις κακοτεχνίες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Dcfcrization [Αφαίρεση Σιδήρου] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει τις διεργασίες απομάκρυνσης του σιδήρου από μια ουσία. Η απομάκρυνση του σιδήρου από το νερό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα το)ν διεργασιών αυτών και περιλαμβάνει διήθηση ή καθίζηση των αιωρούμενο)ν στερεών. Deferred Entry [Εξαναγκασμένη κλ.ήση] Πληρ. Η αναγκαστική μεταφορά του ελέγχου από το κυρίως πρύγράμμα σε μια υπορουτίνα του προγράμματος, λόγω κάποιας ξαφνικής και απρόβλεπτης εξωτερικής αιτίας, Deferred Addressing [Έμμεση διευθυνσιοδότηση] Υπολ.ογ. Η διαδικασία απόδοσης μιας διεύθυνσης, όπου το πεδίο της περιέχει έμμεση διεύθυνση. Deficient Number [Ατελ.ής αριθμός] Μαθημ Ο αριθμός

-424-

Definite Integral

που ανήκει στο σύνολο των φυσικών αριθμών (εκτός του μηδέν) Ν, του οποίου το άθροισμα όλων των διαιρετών του, εκτός του ίδιου του αριθμού, αλλά συμπεριλαμβανομένης της μονάδας, είναι μικρότερο από τον ίδιο τον αριθμό. Π.χ. ο αριθμός 10, του οποίου το άθροισμα των διαιρετών του (εκτός του ιδίου) είναι: 1+2+5=8<10. Definite Integral [Ορισμένο ολοκλήρωμα] Μαθημ. —• Definite Riemann Integral Definite Riemann Integral [Ορισμένο ολοκλήρωμα Riemann] Μαθημ. To όριο του αθροίσματος ηΣι=ι/(ξί) •δι, καθώς δ—>0 (άρα η—•<»), το οποίο υπάρχει και είναι πραγματικός αριθμός, όπου: f(x) μια φραγμένη, συνεχής και ορισμένη στο διάστημα [a, b], {Χι} nj=o μια διαμέριση του [a, b]: με Xo=a και xn=b, το ξένα σημείο στο i υποδιάστημα, δρΧί-Χί-ι. 6=max&. Εκφράζει το εμβαδόν της επιφάνειας που περικλείεται μεταξύ της γραφικής παράστασης της f και του οριζόντιου άξονα μεταξύ των a και b, και συμβολίζεται b j a

f

( Χ ) dx

Definition [Ορισμός] Επικοιν. Καθορισμός ενός στοιχείου του δικτύου ισοδυναμεί και με τη μοναδική του θέση και τα δικά του χαρακτηριστικά ύπαρξης, τεχνολογίας κατασκευής και σύνδεσης. Deflecting Torque [Ροπή απόκλισης, στρέψης] Μηχ. Η ροπή που προκαλεί στρέψη, απόκλιση από την αρχική θέση σε ένα στοιχείο ενός μετρητικού οργάνου. Η απόκλιση αυτή χρησιμοποιείται για την ανάγναίση μέσω κατάλληλης κλίμακας των ενδείξεων του οργάνου. Για παράδειγμα ο ζυγός Cavendish καθώς και ορισμένου τύπου γαλβανόμετρα κ.λ.π. (Βλέπε Cavendish Balance) Deflection 1 [Απόκλιση] Μηχ. Η παραμόρφωση ενός αντικειμένου που προκαλείται με την άσκηση δύναμης σε αυτό, χωρίς όμως να σπάσει. Deflection" [Απόκλιση] Ιίλεκ. Αλλαγή στη διεύθυνση κίνησης μίας δέσμης ηλεκτρονίων, χρησιμοποιώντας πηνία ή πυκνωτές εκτροπής - απόκλισης. Deflection 3 [Κάμψη! ΙΙολ. Μηχ. Σε μια δοκό, υψομετρική μετατόπιση σε διάφορα σημεία κατά το μήκος της που προκαλείται από την φόρτιση του στοιχείου. Η μεγαλύτερη κάμψη παρατηρείται στο μέσο του ανοίγματος της δοκού. Deflection Angle 1 [Γωνία Απόκλισης] Φνσ. Γωνία εκτροπής από την αρχική διεύθυνση κίνησης, μίας δέσμης ηλεκτρονίων ενός σώματος ή οιωνδήποτε άλλων σωματιδίων, από ένα πεδίο μαγνητικό, ηλεκτρικό, βαρυτικό ή μια δέσμη φωτός, ήχου λόγω διάθλασης. Deflection Angle 2 [Γωνία Απόκλισης] Γεωδ. Γωνία απόκλισης της διεύθυνσης του νήματος της στάθμης από την κάθετη στην επιφάνεια της Γης (εάν θεωρηθεί σφαιρική). Οφείλεται κυρίως στην περιστροφή της Γης και κυμαίνεται έως και 30 δεύτερα του τόξου. Deflection Angle 3 [Γωνία Απόκλισης] Γεν. Γωνία μεταξύ της θέσης του στόχου και της θέσης στόχευσης. Η διαφορά οφείλεται στην επίδραση πλάγιου αέρα, δύναμης Coriolis κ.λ.π. Deflection Circuit [Κύκλωμα Απόκλισης] Ηλεκ. Κύκλωμα ελέγχου εκτροπής της διεύθυνσης κίνησης μίας δέσμης ηλεκτρονίων με τη βοήθεια πηνίων ή πυκνωτών.

Deflection Coil [Πηνίο Απόκλισης] H'/S.K. Πηνίο που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει εκτροπή στην κίνηση μίας δέσμης ηλεκτρονίων. Στο πηνίο διοχετεύεται ρεύμα και το μαγνητικό πεδίο που παράγει εκτρέπει τη δέσμη. Deflection Curve [Καμπύλη κάμψης) ΙΙολ. Μηχ. Η μορφή που παίρνει μια δοκός ο>ς αποτέλεσμα της κάμψης. Deflection Electrode [Ιϊλεκτρόδιο Απόκλισης] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει εκτροπή στην κίνηση μίας δέσμης ηλεκτρονίων. II διαφορά δυναμικού του ηλεκτροδίου από ένα άλλο σημείο του σωλήνα, π.χ. το άλλο ηλεκτρόδιο ενός πυκνωτή απόκλισης, προκαλεί ηλεκτρικό πεδίο που εκτρέπει την δέσμη. Deflection Factor [Παράγοντας Απόκλισης] Ηλεκ. Το αντίστροφο της ευαισθησίας εκτροπής. —» Deflection Sensitivity Deflection Magnetometer [Αποκλίνον μαγνητόμετρο | Τεχνολ. Τύπος μαγνητόμετρου που χρησιμοποιεί ένα μαγνητικό δείκτη ο οποίος βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση όταν δεν υπάρχει μαγνητικό πεδίο και είναι ελεύθερος να κινείται σε ένα επίπεδο μετρώντας την μαγνητική ένταση ανάλογα με την γωνία απόκλισης του από την θέση ισορροπίας. Deflection Sensitivity [Ευαισθησία Εκτροπής] Ηλεκ. Αριθμός που περιγράφει την απόκλιση μίας δέσμης ηλεκτρονίων σε ένα καθοδικό σωλήνα ανά μονάδα τάσης ή έντασης ανάλογα αν χρησιμοποιούνται πυκνωτές ή πηνία απόκλισης αντίστοιχα. Ισούται με την απόκλιση σε εκατοστά ή ίντσες ανά Volt ή Ampere. Deflection Voltage [Τάση Εκτροπής] Ηλεκ. Η τάση που εφαρμόζεται στα ηλεκτρόδια (οπλισμούς πυκνωτή) εκτροπής ενός σωλήνα καθοδικών ακτινών. Deflectonieter [Κλισιόμετρο] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης της κάμψης, μιας κατασκευής κατά τα πρώτα στάδια των εργασιών. Deflocculant [Μέσο Αποσυσσωμάτωσης] Χημ. Αναφέρεται στις χημικές ουσίες, μικρές ποσότητες των οποίων προστίθενται σε συσσωματωμένα συστήματα, με σκοπό την διάσπαση του συσσωματώματος. Deflocculate [Καταστροφή συσσωματώματος] Χημ. Δηλώνει τη διάσπαση συσσωματωμάτων με σκοπό τη δημιουργία σταθερής κολλοειδούς διασποράς. Defluorination [Αποφθορίωση] Χημ. Περιλαμβάνει τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την αφαίρεση του φθορίου από μια ουσία. Παράδειγμα απoτελcεί η απομάκρυνση φθορίου από το πόσιμο νερό, με ιζηματοποίηση ή προσρόφηση. Defoaming Agent [Αντιαφριστικό Μέσο] Χημ. Αναφέρεται στα πρόσθετα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της αφριστικής ικανότητας ενός ρευστού. Συνήθως είναι υδρόφοβα, με χαμηλή επιφανειακή τάση σιλικονούχα πολ,υμερή. —> Antifoaming Agent Deformation [Παραμόρφωση] Πολ. Μηχ. Η αλλαγή της μορφής ενός στοιχείο του φέροντος οργανισμού όταν δεχτεί όλα τα φορτία για τα οποία έχει υπολογιστεί καθώς και από την επίδραση των κλιματολογικών μεταβολών. Deformation Curve [Διάγραμμα τάσηςπαραμόρφωσηςΙ Πολ. Μηχ. Το διάγραμμα όπου εμφανίζεται η σχέση μεταξύ της μεταβολής της παραμόρφωσης και της μεταβολής των τάσεων. Deformation Energy [Ενέργεια Παραμόρφωσης] Πυρ. Φυσ. Σύμφωνα με το πρότυπο υγρής σταγόνας, ορίζε-

-425 ται η ενέργεια που χρειάζεται να απορροφήσει ένας 7τυρήνας συνήθως από νετρόνια ή φωτόνια για να αποκτήσει μια καθορισμένη παραμόρφωση. Bohr Wheeler Theory of Fission Dcformation Potential [Δυναμικό Παραμόρφωσης] Φυσ. Στερ. Κατ. Μεταβολή της δυναμικής ενέργειας ενός ηλεκτρονίου της ζώνης αγωγιμότητας ημιαγωγών ή μετάλλων καθώς βρίσκεται κοντά σε μια πλεγματική ατέλεια. Deformation Thermometer [Θερμόμετρο Παραμόρφωσης] Μηχ. Διάταξη μέτρησης της θερμοκρασίας μέσω της παραμόρφωσης που υφίσταται ένα σώμα. Π.χ. το διμεταλλικό έλασμα το οποίο καμπυλώνεται ανάλογα με την θερμοκρασία του. Deformed Bars [Οπλισμός υψηλής αντοχής] Πολ. Μηχ. Οπλισμός που δέχεται ειδική επεξεργασία μετά την αρχική διαμόρφωση του στο εργοστάσιο με σκοπό να αυξηθούν οι παράμετροι που καθορίζουν τις μηχανικές του ιδιότητες Defrost 1 [Απόψυξη] Φυσ. Μετατροπή φάσης ενός υγρού από την στερεά κατάσταση, σε χαμηλές θερμόκρασίες, στην υγρή. Defrost [Απόψυξη] Μηχ. Διαδικασία αποφυγής σχήματισμού ή αποβολής πάγου συνήθως με διακοπή της λειτουργίας ενός καταψύκτη. Degassing [Απαέρωση] Χημ. Μηχ. Περιγράφει την απομάκρυνση αερίου από ένα στερεό ή υγρό, όπου βρίσκεται διαλυμένο ή προσροφημένο. Degauss 1 [Απομαγνήτιση] Ηλχκτμομαγν. Η εξουδετέρωση του μόνιμου μαγνητικού πεδίου του υλικού ενός σώματος είτε με το μηδενισμό του, με εφαρμογή στο υλικό ενός ισχυρότερου φθίνοντος εναλλασσόμενου μαγνητικού πεδίου (συνήθως παράγεται από ένα πηνίο), είτε με αναίρεσή του από άλλο μαγνητικό πεδίο που παράγει κατάλληλος ρευματοφόρος αγωγός. Degauss 2 [Απομαγνήτιση] Ηλεκτρον. Σβήσιμο δεδομένων από ένα μαγνητικό μέσο εγγραφής. Degaussing Cable [Καλώδιο Απομαγνήτισης] Ηλεκτμομαγν. Καλώδιο ενός ή πολλών αγωγών που χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση του μόνιμου μαγνητικού πεδίου του πλοίου, με σκοπό την ακριβέστερη λειτουργία της μαγνητικής πυξίδας ή την αποφυγή μαγνητικών ναρκών. Degaussing Coil [Πηνίο Απομαγνήτισης] Ηλεκτμομαγν. Πηνίο που διαρρέεται από εναλλασσόμενο ρεύμα και χρησιμοποιείται για το μηδενισμό της μόνιμης μαγνήτισης της οθόνης της τηλεόρασης ή άλλου σώματος. Το πηνίο αρχικά μετακινείται προς το σώμα και μετά απομακρύνεται αργά από αυτό ώστε να μειώνεται σταδιακά το πλάτος της εναλλασσόμενης έντασης του μαγνητικού πεδίου που παράγει. Degaussing Control [Διάταξη Ελέγχου Πηνίου Απομαγνήτισης] Ηλεκτμομαγν. Διάταξη ελέγχου του ρεύματος που διαρρέει το καλώδιο απομαγνήτισης ώστε, καθώς το καράβι στρέφεται ή ταλαντώνεται λόγω κυματισμού, να εξουδετερώνει το μόνιμο μαγνητικό πεδίο του καραβιού. Degeneracy 1 [Εκφυλισμός] Φνσ. Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ή περισσότερες διαφορετικές φυσικές καταστάσεις ενός συστήματος π.χ. οι κυματοσυναρτήσεις ενός ηλεκτρονίου σε ένα άτομο έχουν την ίδια ενέργεια. Όμοια για τις ιδιοταλαντώσεις ενός μηχανικού συστήματος όπου αν και διαφορετικές η συχνότητα τους μπορεί να είναι κοινή. Γενικά ο εκφυλισμός στην φυσική προέρχεται από τις συμμετρίες του φυσικού

Degradation Recrystallization

συστήματος. Για παράδειγμα στο άτομο του υδρογόνου ο εκφυλισμός προέρχεται από την σφαιρική συμμετρία αλλά και την εξάρτηση του δυναμικού του κεντρικού πεδίου δυνάμεων στο οποίο κινείται το ηλεκτρόνιο από το αντίστροφο της απόστασης. Degeneracy 2 [Εκφυλισμός] Μαθημ. Φαινόμενο κατά το οποίο, δύο ή περισσότερα διαφορετικά ιδιοδιανύσματα ενός πίνακα ή ιδιοσυναρτήσεις ενός τελεστή έχουν ίδια ιδιοτιμή. Degeneracy Pressure [Πίεση Εκφυλισμένης Κατάστασης] Φνσ. Πίεση που ασκεί ένα εκφυλισμένο αέριο ηλεκτρονίων, νετρονίων ή γενικά φερμιονίων. Degenerate Electron Gas Degenerate Conduction Band [Εκφυλισμένη Ζώνη Αγωγιμότητας] Φνσ. Στερ. Κατ. Ζώνη αγωγιμότητας, στην οποία υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκφυλισμένες ηλεκτρονικές καταστάσεις, δηλαδή καταστάσεις με την ίδια ενέργεια και ιδιοστροφορμή καθώς και μηδενική μέση ταχύτητα. Degenerate Electron Gas [Εκφυλισμένο Αέριο Ηλεκτρονίων] Φυσ. Μια συλλογή από ηλεκτρόνια που αλληλεπιδρούν ελάχιστα και βρίσκονται σε θερμοκρασία αρκετά μικρότερη από τη θερμοκρασία Fermi. Το αέριο ακολουθεί την κατανομή Fermi και τα μόνα ηλεκτρόνια που μπορούν να διεγερθούν και να συνεισφέρουν στις ιδιότητες του είναι εκείνα με ενέργειες κοντά στην ενέργεια Fermi. Degenerate Matter [Εκφυλισμένη Υλη] Φυσ. Ατομα χωρίς ηλεκτρόνια δηλαδή, πυρήνες που μπορούν πλησιάσουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, Degenerate Semiconductor [Εκφυλισμένος Ημιαγωγός] Φυσ. Στεμ. Κατ. Ημιαγωγός ή με πολύ μικρό χάσμα ενέργειας Eg ή σε υψηλές θερμοκρασίες έτσι ώστε, η κατανομή Fermi των ηλεκτρονίων του στις ένεργειακές καταστάσεις να μην προσεγγίζεται από την κατανομή Boltzman, όπως γίνεται συνήθως στους μη εκφυλισμένους ημιαγωγούς. Degeneration [Εκφυλισμός] Φυσ. Φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση της συμπεριφοράς των αερίων από αυτήν που προβλέπει η κλασική φυσική με συνέπεια, η κατανομή τους να διαφέρει αισθητά από την κατανομή Maxwell Boltzman. Σύμφωνα με το φαινόμενο αυτό, σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες π.χ. (Τ<20Κ) η ειδική Οερμότητά τους γίνεται μικρότερη του 3/2 xR όπου R η σταθερά αερίων, Degradation 1 [Ενεργειακή Υποβάθμιση] Φυσ. Η αυθόρμητη τάση της φύσης για μεταβολές στις οποίες, μια μορφή ενέργειας μετατρέπεται σε κάποια άλλη με μειωμένη, ικανότητα παραγωγής έργου. Περιγράφεται από το δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο. Degradation" [Απώλεια Ενέργειας] Φυσ. Η μείακτη της ενέργειας ενός σωματιδίου, π.χ. ηλεκτρονίου, καθώς κινείται μέσα στην ύλη και αλληλεπιδρά με αυτήν, Degradation 3 [Αποικοδόμηση] Χημ. Δηλώνει τη χημική αντίδραση κατά την οποία μια ένωση μετατρέπεται σταδιακά σε μια απλούστερη, Αναφέρεται κυρίως σε πολυμερείς ενώσεις και μπορεί να προκληθεί με οξείδωση, ακτινοβολία, αντίδραση με όζον, κλπ. Degradation Product [Προϊόν Αποικοδόμησης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τα παραπροϊόντα που σχηματίζονται κατά τη διάρκεια αντιδράσεων πυρόλυσης ή αφυδρογόνωσης, στις βιομηχανικές διεργασίες, Degradation Recrystallization [Μειωτική ανακρυστάλλωση] Γεωλ. Διαδικασία ανακατανομής της κρυ-

Degree 1

-426-

σταλλικής δομής ενός υλικού, υπό υψηλή Οερμοκρασί- Degree Of Freedom 2 [Βαθμός Ελευθερίας] Μηχ. Καα, η οποία προξενεί την μείωση του μεγέθους τα>ν κρυ- θένας από τους άξονες, στη διεύθυνση του οποίου μποστάλλων του υλικού. ρεί να κινηθεί ελεύθερα μια γυροσκοπική πυξίδα. 1 Degree [Βαθμός ή μοίρα] Μαθημ. 1. Βαθμός πολυω- Degrees Of Freedom 1 [Βαθμοί Ελευθερίας] Θερμοό. νύμου μιας μεταβλητής: ανχν + α^χ*"1 +...+ α|Χ + Οο Είναι ο αριθμός των ανεξάρτητων μεταβλητών , οι ομε Ον * 0: ο εκθέτης ν του μεγιστοβάθμιου όρου του ποίες πρέπει αυθαίρετα να προσδιοριστούν, για να πεπολυωνύμου. 2. Βαθμός μονωνύμου πολλών μεταβλη- ριγραφεί μια εντατική κατάσταση του συστήματος, τών: αχ[ν1 χ2ν2 ...χκν* με α'ϋ : είναι το άθροισμα όλων Προσδιορίζονται από τον κανόνα των φάσεων και πέτων εκθετών των μεταβλητών του V i + v 2 + . . . + v K . 3 . ριλαμβάνουν τη θερμοκρασία, την πίεση και τις συΒαθμός πολυωνύμου πολλών μεταβλητών:ο μεγαλύτε- στάσεις των περιεχομένων στο σύστημα φάσεων, ρος βαθμός των μονωνύμων του. 4. Βαθμός πολυωνυ- Degrees Of Freedom 2 [Βαθμοί Ελευθερίας! Φνσ. Χημ. μικής εξίσωσης μιας ή πολλών μεταβλητών ρ(χ)=0 ή ρ Είναι ο αριθμός των συντεταγμένων που απαιτούνται (xi.,x2.»...,xk)=0: ο βαθμός του πολοωνύμου της ρ(χ) ή για να καθορισθεί η θέση όλων των σημειακών μαζών ρ(χι,,χ2. χ*)· 5. Βαθμός αλγεβρικού αριθμού πολυωνυμικής εξίσωσης: ο μικρότερος ν τέτοιος ώστε να είναι ρίζα του πολυωνύμου βαθμού ν. 6. Βαθμός μιας μετάθεσης: το πλήθος των συνόλ.ου στο οποίο ορίζεται η μετάθεση. 7. Βαθμός μιας κορυφής ν ενός γραφήματος: το πλήθος των ακμών που συνδέουν την κορυφή ν με τις άλλες κορυφές του γραφήματος. Συμβολίζεται δ (ν) και είναι γνωστή και ως τάξη ή αξία μιας κορυφής γραφήματος. 8. Βαθμός μιας συνήθους διαφορικής εξίσωσης πολυωνυμικής μορφής F(x, y(x), y a) (x),..., yu" (χ))=0(1): ο βαθμός της πολυωνυμικής εξίσωσης (1) ως προς την μεταβλητή yin)(x). 9. Μοίρα: μονάδα μέτρησης των γωνιών και αντιστοιχεί στο 1/360 του κύκλου ή στο 1/90 της ορθής γωνίας. Η μοίρα υποδιαιρείται σε 60 λεπτά και το ένα λεπτό της μοίρας σε 60 δευτερόλεπτα. Συμβολίζεται Degree 2 [Βαθμός] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της θερμόκρασίας σε κάθε μια από τις κλίμακες που χρήσιμοποιούνται στην φυσική όπως στην κλίμακα Celsius, Fahrenheit και Kelvin. Degree 3 [Βαθμός] Φυσ. Δηλώνει τις μονάδες μέτρησης ειδικού βάρους ενός σώματος. Degree 4 [Βαθμός] Χημ. Εκφράζει τη μονάδα μέτρησης της σκληρότητας του νερού, όπως εκφράζεται σε γαλλική ή γερμανική κλίμακα. Degree Day [Βαθμός ημερήσιας θερμοκρασίας] Μηχ. Αριθμός που ισούται με την απόλυτη διαφορά της μέσης θερμοκρασίας μίας ημέρας από την αναμενόμενη, Χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της κατανάλωσης κλιματιστικών μηχανημάτων. Degree Of Compaction [Βαθμός συμπύκνωσης] Πολ.. Μηχ. Σε επιχώματα, η πυκνότητα που αποκτά το εδαφικό υλικό μετά την επεξεργασία που γίνεται από οδοστρωτήρες με την προσθήκη συγκεκριμένης ποσότητας νερού. Degree Of Crystallinity [Βαθμός Κρυσταλλικότητας] Χημ. Χρησιμοποιείται στη μελέτη μερικώς κρυσταλλωμένων υλικών, όπως είναι τα πολυμερή και δηλώνει το βαθμό τάξεως, ως ποσοστό % επί του συνολικού υλικού. Πρόκειται για σχετικό μέγεθος που εξαρτάται από τη μέθοδο προσδιορισμού. Degree Of Dissociation [Βαθμός Διάσπασης] Χημ. Εκφράζει το ποσοστό των μορίων μιας ουσίας που λαμβάνουν μέρος σε αντίδραση διάσπασης. Dcgrcc Of Distortion [Βαθμός παραμόρφωσης] Επικοιν. Μέγεθος που χαρακτηρίζει την παραμόρφωση. Dcgrcc Of Freedom [Βαθμός Ελευθερίας] Φυσ. Ανεξάρτητη μεταβλητή, απαραίτητη στην περιγραφή της κατάστασης ενός φυσικού συστήματος. Για παράδειγμα το άτομο ενός μονοατομικού αερίου έχει τρεις βαθμούς ελευθερίας οι οποίοι περιγράφουν την κίνησή του στις τρεις διευθύνσεις του χώρου.

(ατόμων) ενός μορίου. Περιλαμβάνουν τους βαθμούς ελευθερίας της μεταφορικής κίνησης, της περιστροφής και της δόνησης. Degree Of Frost [Βαθμός Παγετού] Μετεωρ. Αριθμός ενδεικτικός του παγετού που δημιουργείται τις νύκτες στην Αγγλία. Ισούται με τους βαθμούς Fahrenheit που φτάνει η θερμοκρασία κάτω από τη θερμοκρασία σχηματισμού πάγου. Degree Of Ionization [Βαθμός Ιονισμού] Χημ. Το ποσοστό των μορίων ενός ασθενή ηλεκτρολύτη που έχουν διασπασθεί σε ιόντα, όταν αυτός διαλυθεί σε ένα διάλυμα. Degree Of Voltage Rectification [Βαθμός Ανόρθωσης Τάσης] Ηλεκ. Αριθμός που δείχνει την απόδοση ανόρθωσης μιας εναλλασσόμενης τάσης. Ισούται με το πηλίκο της απόλυτης μέσης τιμής της ανορθωμένης τάσης προς την ενεργό τιμή της αρχικής εναλλασσόμενης τάσης. De Has - Van Alphen Effect [Φαινόμενο De Has Van Alphen] Φυσ. Στεμ. Κατ. Φαινόμενο κατά το οποίο η μαγνητική ροπή ενός μετάλλου ταλαντώνεται σα συνάρτηση της εντάσεως του στατικού μαγνητικού πεδίου στο οποίο βρίσκεται. Παρατηρείται σε καθαρά δείγματα σε χαμηλές θερμοκρασίες και υψηλά μαγνητικά πεδία. Dehumidification [Αφύγρανση] Χημ. Μηχ. Περιγράφει τη διαδικασία μεταφοράς μάζας του νερού από την αέρια στην υγρή φάση, η οποία εφαρμόζεται για την απομάκρυνση της υγρασίας από αέρια ή ατμούς, Dehumidifier [Συσκευή Αφύγρανσης] Χημ. Μηχ. Πρόκείται για ειδική διάταξη που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση της υγρασίας από τον αέρα ή άλλο αέριο. Συνήθως, είναι στήλ^η απορρόφησης, με κατάλληλο πληρωτικό υλικό. Dehydralogonation [Λφυδραλογόνωση] Χημ. Είναι η χημική αντίδραση, κατά την οποία από το μόριο μιας οργανικής ένωσης απομακρύνεται ένα υδραλογόνο. Dehydration [Αφυδάτωση] Χημ. Ορίζει τη διεργασία απομάκρυνσης νερού ή υγρασίας από ένα υλικό. Δηλαδή περιγράφει την αντίδραση διάσπασης μιας χημικής ένωσης, στα προϊόντα της οποίας περιλαμβάνονται και μόρια νερού, Dehydrator [Αφυδατικό Μέσο] Χημ. Περιλαμβάνει τις χημικές ουσίες, η παρουσία των οποίων είναι απαραίτητη σε αντιδράσεις αφυδάτωσης μιας ένωσης. Παραδείγματα τέτοιων ουσιών είναι το θειικό οξύ, ο πενταχλωριούχος φωσφόρος, κλπ. Dchydrogcnation [Αφυδρογόνωση] Χημ. Πρόκειται για χημική αντίδραση, κατά την οποία αφαιρείται υδρογόνο από το μόριο μιας ένωσης. Η αφυδρογόνωση των οργανικών ενώσεων έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή κορεσμένων δεσμών σε ακόρεστους.

-427 Dcimos [Δήμος] Αστρον. Ένας φυσικός δορυφόρος του Άρη, ο οποίος περιστρέφεται σε απόσταση 23460 χλμ. Λπό τον πλανήτη και η διάμετρος του είναι περίπου 15 χλμ. Η επιφάνειά του και είναι πολύ σκοτεινή και αποτελείται από πολλούς επίπεδους κρατήρες. Deionization [Απιονισμός] Χημ. Μέθοδος αποσκλήρυνσης νερού, όπου το φυσικό νερό περνά από ειδικές συνθετικές ρητίνες, οι οποίες δεσμεύουν ανιόντα και κατιόντα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη γενικότερη περίπτωση απομάκρυνσης ιόντων από ένα διάλυμα. Deionization Potential [Δυναμικό Διακοπής Ιονισμού] Ηλεκ. Δυναμικό στα άκρα ενός σωλήνα εκκένωσης αίγλης για μικρότερες τιμές του οποίου διακόπτεται ο ιονισμός του αερίου και δεν παρατηρείται ηλεκτρική αγωγιμότητα. Deionization Time [Χρονική Υστέρηση Διακοπής Ιονισμού] Ηλεκ. Χρόνος που διέρχεται από την στιγμή μείωσης της τάσης, για τη διακοπή της αγωγιμότητας ενός αερίου σε σωλήνα εκκένωσης αίγλης, μέχρι να βρεθεί σε κατάσταση μη αγωγιμότητας. Deionized Water [Απιονισμένο Νερό] Χημ. Χαρακτηρίζει το νερό που προκύπτει από τη διεργασία απιονισμού. Dekapoise ΙΜονάδα dekapoise] Ρενστομηχ. Είναι μονάδα μέτρησης του ιξώδους, ίση με 1 N/sm ή 10 poise. Del Operator [Ανάδελτα] Μαθημ Ο διανυσματικός τελεστής, ο οποίος συμβολίζεται V και ορίζεται ως εξής: (Vlx, ίΐ/^y, VHz), στον τρισδιάστατο χώρο. Όταν εφαρμόζεται σε μια συνάρτηση f (x,y,z), δίνει ένα διάνυσμα του οποίου οι συντεταγμένες είναι οι μερικές παράγωγοι της l'(x,y,z), εφόσον αυτές υπάρχουν, και ονομάζεται κλίση (gradient) της f(x,y,z). Επίσης, το εσωτερικό του γινόμενο με μια διανυσματική συνάρτηση δίνει την απόκλιση της συνάρτησης και το εξωτερικό του γινόμενο με μια διανυσματική συνάρτηση δίνει τον στροβιλισμό της συνάρτησης. Είναι γνωστός και ως τελεστής του Hamilton. Delaniination [Αποφλοίωση] Οικοδ. Διαδικασία αποκόλλησης του επιφανειακού σκυροδέματος από το δομικό στοιχείο εκθέτοντας τον οπλισμό σε διάβρωση. De La Rue And Miller's Law [Νόμος De La Rue and Miller] Ηλεκ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο, η τάση έναρξης σπινθήρα σε ένα πυκνωτή παράλληλων πλακών εξαρτάται από το γινόμενο της πίεσης του αερίου διηλεκτρικού και της απόστασης των πλακών. Delay 1 [Καθυστέρηση] Επικοιν. Χρονική υστέρηση που εισάγεται από διάφορες αιτίες πχ φόρτος δικτύου ή ανωμαλία υλικού. Delay 2 [Καθυστέρηση] Γεν. Αρνητική απόκλιση της χρονικής διάρκειας εκτέλεσης μιας δραστηριότητας από τον προγραμματισμένο χρόνο. Η συσσώρευση αρνητικών αποκλίσεων από επιμέρους δραστηριότητες συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα τη συνολική καθυστέρηση ενός έργου. Delay Counter [Απαριθμητής καθυστέρησης] Πληρ. Ο απαριθμητής, ο οποίος καταχωρεί τον χρόνο καθυστέρησης κατά την εκτέλεση μιας ακολουθίας γεγονότων ή διαδικασιών. Delay Frequency Distortion [Παραμόρφωση από καθυστέρηση συχνότητας] Επικοιν. Παρατηρείται όταν κάποιο από τα συστατικά του πακέτου που μεταδίδεται δεν έφτασε καλά κα υπάρχει δυσκολία ανασύνθεσης του αρχικού σήματος. Delay Line [Γραμμή καθυστέρησης] Πληρ. II γραμμή,

Dcletion O p e r a t o r

την οποία χρησιμοποιεί κάποια μνήμη για την δημιουργία καθυστέρησης κατά τη διαδικασία μετάδοσης μιας πληροφορίας με τη μορφή σήματος, με αποτέλεσμα την αποθήκευσή της. Συνήθως, πρόκειται για ακουστικές γραμμές καθυστέρησης, όπου μεταδίδονται ηχητικά σήματα διαμέσου ενός φυσικού μέσου, όπως η στήλη υδραργύρου ή το σύρμα από νικέλιο, κλπ. Delayed Action Bomb [Βόμβα καθυστερημένης ενεργοποίησης] Γεν. Τύπος βόμβας που περιλαμβάνει μηχανισμό ο οποίος προκαλεί την προκαθορισμένη χρονική καθυστέρηση της έκρηξης, μετά τη επαφή της με τον στόχο. Delayed Alpha Particle [Σωμάτιο α καθυστερημένης εκπομπής] Πυρ. Φυσ. Καθηστερημένη εκπομπή σωμάτιο α από πυρήνα διεγερμένο από την διάσπαση β. Delayed Critical [Κρίσιμος Αντιδραστήρας από Επι3ραδυνόμενα Νετρόνια] Τεχνολ. Αντιδραστήρας που βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση λόγω των αντιδράσεων που προκαλούν τα επιβραδυνόμενα, θερμικά νετρόνια που εκπέμπονται από το καύσιμο του. Delayed Gamma Ray [Ακτίνα γ εκπεμπόμενη μετά από σχάση] Πυρ. Φυα. Ακτινοβολία γ που εκπέμπεται από τους θυγατρικούς πυρήνες που προκύπτουν μετά από τη σχάση ενός πυρήνα, εφόσον αυτοί βρίσκονται σε διεγερμένη κατάσταση και με σκοπό την αποδιέγερσή τους. Delayed Neutron [Καθυστερημένο Νετρόνιο] Πυρ. Φυσ. Νετρόνιο που εκπέμπεται από τους θυγατρικούς πυρήνες μίας σχάσης ή μιάς ραδιενεργού διάσπασης εφόσον αυτοί βρεθούν σε διεγερμένη κατάσταση. Delayed Neutron Fraction [Λόγος νετρονίων μετά από σχάση] Πυρ. Φυσ. Λόγος του μέσου αριθμού νετρονίων που παράγονται από τους θυγατρικούς πυρήνες προς τον σύνολο των νετρονίων που παράγονται σε μια πυρηνική αντίδραση σχάσης. Delayed Proton [Καθυστερημένο Πρωτόνιο] Πυρ. Φυσ. Πρωτόνιο που εκπέμπεται από τους θυγατρικούς πυρήνες μιας ραδιενεργού διάσπασης εφόσον αυτοί βρεθούν σε διεγερμένη κατάσταση. Delayed Repeater Satellite [Δορυφόρος Καθυστερημένης Αναμετάδοσης] Αερομηχ. Δορυφόρος προσωρινής αποθήκευσης δεδομένων και μετάδοσής τους όταν ζητηθούν με κατάλληλο σήμα στο μέλλον από επίγειους σταθμούς. Delbruck Scattering [Σκέδαση Ακτινοβολίας γ τύπου Delbruck] Πυρ. Φυσ. Αν και η ηλεκτρομαγνητική θεωρία είναι γραμμική και δε θα έπρεπε να συμβεί σκέδαση φωτονίου από το ηλεκτρικό πεδίο, η κβαντική θεωρία πεδίου προβλέπει αλληλεπίδραση με τη θάλασσα των ηλεκτρονίων αρνητικής ενέργειας η οποία, σε πρώτη προσέγγιση, παρίσταται με τη δημιουργία ενός φανταστικού (virtual) ζεύγους ηλεκτρονίου - ποζιτρονίου που αφυλ,οποιείται ξανά εκπέμποντας και πάλι την ακτίνα γ σε άλλ,η διεύθυνση. d Electron [Ηλεκτρόνιο d Τροχιακού] Ατομ. Φυσ. Ηλεκτρόνιο, η κυματοσυνάρτηση του οποίου έχει στροφορμή ίση με 2Τι. Οι κυματοσυναρτήσεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται ως λύσεις του προβλήματος κίνησης των ηλεκτρονίων σε ένα κεντρικό δυναμικό. Deletion [Κατάργηση] Εργ. Ακύρωση εκτέλεσης ορισμένων εργασιών που προβλεπόταν στο αρχικό συμβόλαιο εκτέλεσης ενός έργου. Γενικά αυτές οι αποφάσεις παίρνονται από τον πελάτη και σχετίζονται με τη μείωση του τελικού κόστους. Deletion Operator [Τελεστής διαγραφής] Πληρ. Ο τε-

Deletion Record

-428 -

λεστής, ο οποίος διαγράφει ή μετακινεί τα περιεχόμενα της ποσότητας στην οποία εφαρμόζεται. Deletion Record [Αρχείο διαγραφής] Πληρ. Το αρχείο, το οποίο διαγράφει, μετακινεί ή αντικαθιστά τα άλλα αρχεία του φακέλου που περιέχεται. Deliquesce ΙΔιάλυση] Φυσ. Χημ. Ορίζει την απορρόφηση ατμοσφαιρικού νερού από ένα υγροσκοπικό στερεό, σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά να σχηματίζεται κορεσμένο διάλυμα του στερεού. Παράδειγμα τέτοιας στερεάς ουσίας αποτελεί το χλωριούχο ασβέστιο. Delivery Confirmation [Επιβεβαίωση παράδοσης] Επικοιν. Σήμα που δηλώνει παραλαβή μηνύματος. Dellinger Fadeout [Χάσιμο Dellingcr] Επικοιν. II έλλειψή σήματος εξαιτίας ατμοσφαιρικών διαταραχών. Delocalized Bond [Μη εντοπισμένος δεσμός] Χημ. Χαρακτηρίζει το κοινό δεσμικό ηλεκτρονιακό νέφος, το οποίο εμφανίζεται όταν η ένωση περιέχει συζυγείς ακόρεστους δεσμούς. Delocalized State [Μη Εντοπισμένη Κατάσταση] Φνσ. Ενεργειακή κατάσταση ενός ηλεκτρονίου, στην οποία μπορεί να βρίσκεται με σημαντική πιθανότητα, οπούδήποτε σε ένα μόριο ή σε ένα κρύσταλλο. Για παράδείγμα, τα ηλεκτρόνια των ομοιοπολικών δεσμών των μορίων ή της ζώνης αγα>γιμότητας ενός μετάλλου. Delphinus [Δελφίνι] Αστρον. Πρόκειται για έναν αστερισμό, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους αστέρισμούς του Πήγασου, Υδροχόου και του Αετού στην άκρη του Γαλαξία και είναι ορατός από παρατηρητές του β ημισφαιρίου από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο, Είναι ένας συμπαγής και μέτριας φωτεινότητας αστέρισμός. Αποτελείται από 14 αστέρια. Delta Baryon [Δέλτα Βαρυόνιο] Πυρ. Φυσ. Βαρυονικός συντονισμός με τα εξής χαρακτηριστικά: ολικό ισοτοπικό σπιν 3/2, σπιν 3/2, ομοτιμία θετική, υπερφορτίο +1, μάζα 1230-1234 Mev και εύρος συντονισμού 115-125 Mev. Συμβολίζεται Δ(1232). Επίσης κάθε βαρυονικός συντονισμός ανήκει στην πολλαπλότητα με ολικό ισοτοπικό σπιν 3/2 και υπερφορτίο +1. Delta Cephei [Δέλτα Κηφεύς] Α στρον. Ένα φωτεινός μεταβλητός αστέρας του αστερισμού Κηφεύς, όπου η φωτεινότητα του μεταβάλλεται με περίοδο περίπου 5 ημερών και 9 ωρών. Η μεταβολή της φωτεινύτητάς του παρατηρήθηκε για πρώτη φορά από τον Αγγλο αστρονόμο J.Goodricke το 1784. Delta Connection [Σύνδεση Κατά Τρίγωνο] Ηλεκ. Σύνδεση τριών στοιχείων, αντιστάσεων ή πυκνωτών, κ.λ.π. ώστε να σχηματίζουν σχήμα όμοιο με του γράμματος Δ, από όπου και το όνομα της σύνδεσης. Delta Current [Ρεύμα Σύνδεσης Κατά Τρίγωνο] IDXK. Το ηλεκτρικό ρεύμα που διαρρέει μια, κατά τρίγωνο, σύνδεση τριών στοιχείων. Delta Function [Συνάρτηση δέλτα] Μαθημ Η συνάρτηση δ(χ)=0 για χ*0, δηλαδή οι τιμές της συγκεντρώνονται γύρω από το μηδέν, και

Delta Gun Tube [Καθοδικός σωλήνας ηλεκτρονίων] ΙΙλχκτρον. Καθοδικός σωλήνας τριών δεσμών ηλεκτρονίων σε τριγωνική διάταξη της έγχρωμης τηλεόρασης, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή έγχρωμων εικόνων μέσω ανάμιξης των τριών βασικών χρωμάτων, Delta Meson [Δέλτα Μεσόνιο] Πυρ. Φνσ. Μεσονικός συντονισμός με τα εξής χαρακτηριστικά: ολικό ισοτοπικό σπιν 1, σπιν 0, ομοτιμία θετική, συζυγία φορτίου θετική, υπερφορτίο 0, μάζα 984,7+/-1,3 Mev και εύρος συντονισμού 50-100 Mev. Συμβολίζεται a0(980). Delta Network [Σύνδεση Κλάδων Κατά Τρίγωνο] Ηλεκ. Σύνδεση τριών κλάδων στη σειρά έτσι ώστε να σχηματίζουν τριγωνικό σχήμα. Delta Orbital [Μοριακό τροχιακό d] Ατομ. Φυα. Είδος μοριακού τροχιακού που σχηματίζεται από την αλληλοεπικάλυψη d τροχιακών από γειτονικά άτομα. Εμφανίζεται σε κρυσταλλικές μεταλλικές ενώσεις. Delta Particle [Δέλτα Σωματίδια] Ιίλεκ. Πρωτόνιο ή ηλεκτρόνιο ανακρουσμένο και προερχόμενο από ένα σωμάτιο άλφα (Α) ή άλλο ιονίζον που προσπίπτει στο υλικό και εκσφενδονίζεται. Delta Radiation [Ακτινοβολία Δέλτα] Πυρην.Φυσ. Εκπομπή ηλεκτρονίων που παρατηρείται κατά την διέλευση σωματιδίων άλφα η άλλων φορτισμένων σωματιδίων μέσα απ' την ύλη. Τα ηλεκτρόνια αυτά μπορούν να δημιουργήσουν δευτερογενή ιονισμό, Demagnetization [Απομαγνήτιση] Ηλεκτρομαγν. Διαδικασία κατά την οποία, εφαρμόζεται ένα ισχυρό φθίνον εναλλασσόμενο μαγνητικό πεδίο σε ένα υλικό, με σκοπό το μηδενισμό της μόνιμης μαγνήτισης του υλικού. Demagnetization Coefficient [Συντελεστής Απομαγνήτισης] Ηλεκτρομαγν. Demagnetization Factor Demagnetization Curve [Καμπύλη Απομαγνήτισης] Η/χκτρομαγν. Κατά τη διάρκεια απομαγνήτισης ενός υλικού, είναι η καμπύλη που παριστά τη μαγνητική επαγωγή (Β) σε σχέση με το μαγνητικό πεδίο (Η), το οποίο και εναλλάσσεται με συνεχούς μειούμενο πλάτος, Demagnetization Factor [Συντελεστής Απομαγνήτισης] Η?χκτρομαγν. Πρόκειται για το λόγο της απομαγνητίζουσας δύναμης, δηλαδή του πεδίου αναστροφής και μηδενισμού της μαγνητικής επαγωγής, προς τη μαγνήτιση του δείγματος. Αναφέρεται και ως Demagnetization Factor. Demagnetizer [Συσκευή Απομαγνήτισης] ΙΙλεκτρομα-γν. Συσκευή απομαγνήτισης ενός υλικού, όπως της κεφαλής ανάγνωσης - εγγραφής μίας μαγνητικής ταινίας κ.λ.π. Demand Driven Control [Ελεγχος βάση ζήτησης] £πικοιν. Στις υπηρεσίες όπου ο χρήστης αναζητά (συνήθως βάσει μίσθωσης) ένα (ψηφιακό) αντικείμενο όπως μια ταινία το οποίο τελικά υπενοικιάζει (συνήθως ένα αντίγραφο) ο έλεγχος ασκείται πάνω στο χρόνο χρήσης ή και απόσταση του χρήστη. 00 + _ Demand Factor [Συντελεστής ζήτησης] Υδρολ. Στην j ο ( .ν ) αχ 1 μελέτη ενός έργου ύδρευσης, ο συντελεστής που αφο00 ρά την πρόβλεψη κατανάλωσης από τους μελλοντικούς Επίσης, έχει την εξής ιδιότητα: ΧΡήστες. Είναι σημαντικό στοιχείο της μελέτης διότι επηρεάζει καθοριστικά την διαστασιολόγηση των αγωγών Demand Paging [Σελιδοποίηση κατ' απαίτηση] Πληρ. 00 ~ Η διαδικασία μεταφοράς μιας σελίδας από τη βοηθητιΕίναι γνωστή και ως κατανομή δέλτα ή κατανομή Ντι- κή μνήμη στην κύρια μνήμη ακριβώς εκείνη τη στιγμή ράκ (Dirac). που απαιτείται από το υπολογιστικό πρόγραμμα κατά

-429τη διάρκεια της εκτέλεσης του και δεν είναι διαθέσιμο στην κύρια μνήμη. Κύριο πλεονέκτημα αυτής της διαδικασίας είναι ότι μεταφέρονται στην κύρια μνήμη οι σελίδες μόνο οι σελίδες που θα χρησιμοποιηθούν και έτσι εξοικονομείται χώρος στην κύρια μνήμη και αυξάνει ο βαθμός πολυπρογραμματισμού του συστήματος. Ωστόσο, ένα μειονέκτημα είναι ο χρόνος αναμονής για τη μεταφορά και αποθήκευση της σελίδας στην κύρια μνήμη. Demand Processing (Επεξεργασία κατ' απαίτησηΐ Πληρ. Η διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων ακριβώς εκείνη τη στιγμή που λαμβάνονται από το υπολογιστικό σύστημα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του, χωρίς να είναι έτσι απαραίτητη η αποθήκευση μεγάλης ποσότητας ακατέργαστων δεδομένων. Είναι γνωστή και ως άμεση ή συνεχής επεξεργασία. Demand Reading [Ανάγνωση κατ' απαίτηση] Πληρ. II διαδικασία της εισαγωγής ενός συνόλου δεδομένων στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας ακριβώς εκείνη τη στιγμή που απαιτούνται από το υπολογιστικό σύστημα, ώστε να ακολουθήσει η διαδικασία της επεξεργασίας τους. Demand Staging [Προώθηση κατ' απαίτηση] Πληρ. Η διαδικασία μετακίνησης των δεδομένων μεταξύ της κύριας μνήμης και των βοηθητικών μνημών ακριβώς εκείνη τη στιγμή που απαιτείται από το υπολογιστικό σύστημα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του. Demand Writing [Εγγραφή κατ' απαίτηση] Πληρ. Η διαδικασία της εξαγωγής ενός συνόλου δεδομένων από κεντρική μονάδα επεξεργασίας ακριβώς εκείνη τη στιγμή που απαιτούνται από το χρήστη του υπολογιστικού συστήματος. Dember Effect [Φαινόμενο Dember] Η/χκ. Φαινόμενο κατά το οποίο, προσπίπτει φως στη μια πλευρά ενός αγωγού ή ημιαγωγού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τάσης μεταξύ δύο πλευρών του. Στην περίπτωση του ημιαγωγού, η πρόσπτωση του φωτός δημιουργεί ζεύγη οπών και ηλεκτρονίων. Dcmethanator (Στήλη Λπομεθανίωσης] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στην αποστακτική στήλη που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό του μεθανίου από μίγμα υδρογονανθράκων. Demcthanization (Απομεθανίωση] Χημ. Μηχ. Είναι η διαδικασία διαχωρισμού μεθανίου από ένα μίγμα υδρογονανθράκων. Χρησ.ιιιοποιείται κυρίως στην πετροχημική βιομηχανία. Demethylation [Απομεθυλίωσηΐ Opy. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση κατά την οποία απομακρύνεται μια ρίζα μεθυλίου (CHj-) από το μόριο μιας οργανικής ένωσης. Demoralization [Αφαλάτωση] Χημ. Μηχ. Δηλώνει τη διαδικασία απαλλαγής του νερού από ανόργανα στερεά συστατικά, όπως είναι ο σίδηρος, το μαγγάνιο, το ασβέστιο και το μαγνήσιο. Συνήθως περιλαμβάνει διήθηση, οξείδωση, συμπλοκοποίηση ή βιολογικές αντιδράσεις. Demodulate [Αποδιαμορφώνω] Επικοιν. Αντίστροφη λειτουργία του διαμορφώνω δηλαδή επαναφέρω το σήμα στην αρχική του μορφή. Demodulator [Αποδιαμορφωτής] Επικοιν. Μηχανισμός απόδιαμόρφωσης που επικοινωνιακά συναντιέται συνήθως στα modem (Modulator- Demodulator). De Moivre's Theorem [Θεώρημα De Moivre) Μαθημ To θεώρημα, το οποίο δίνει τη ν-ιοστή (όπου ν ακέραιος αριθμός) δύναμη ενός μιγαδικού αριθμού z εκφρα-

De M o r g a n ' s Rules

σμένου σε τριγωνομετρική μορφή και συγκεκριμένα, αν 7=ρ(συνθ+ίημθ), τότε ζν=ρν [συν(νθ)+ΐημ(νθ)], όπου το ν ανήκει στο σύνολο των ακεραίων. Προκύπτει από το γεγονός ότι c'° συνθ+ΐημθ και (e,e) = c'"K J. Demolition [Καθαίρεση] Εργ. Είναι η διαδικασία καθαρισμού του χώρου στον οποίο θα εκτελεστεί ένα έργο από κτίσματα που υφίστανται στον χώρο αυτό κατεδαφίζοντας τα και η απομάκρυνση των μπαζών που προκύπτουν από την κατεδάφιση. Γενικά αυτή η δραστηριότητα εκτελείται πριν την έναρξη κάθε εργασίας και ανατίθεται σε συνεργεία ειδικευμένα γι'αυτή τη δουλειά πριν την ανάθεση της κυρίως εργολαβίας. Demolition Equipment [Εξοπλισμός καθαίρεσης] Εργ. Εξοπλισμός που απαιτείται για την κατεδάφιση των υφιστάμενων κτισμάτων σε ένα οικόπεδο καθώς και την απομάκρυνση των προϊόντων που προκύπτουν από αυτή την δραστηριότητα από τον συγκεκριμένο χώρο. Demon Of Maxwell [Δαίμονας του Maxwell] Φυσ. Εισήχθηκε από τον Maxwell για να προκαλέσει μείωση της εντροπίας ενός συστήματος και να καταρρίψει το δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο. Πρόκειται για υποθετικό πλάσμα που ελέγχει, επιτρέποντας τη διέλευση των ταχέως κινούμενων μορίων, από ένα μικροσκοπικό χώρισμα των δοχείων που περιέχουν δύο αέρια ίδιας θερμοκρασίας. De Morgan's Theorem 1 [Θεώρημα De Morganl Μαθημ. To θεώρημα της θεωρίας συνόλων, το οποίο αναφέρει ότι το συμπλήρωμα της ένωσης αμοιβαία ξένων συνόλων ισούται με την τομή των συμπληρωμάτων των συνόλων αυτών και το συμπλήρωμα της τομής αμοιβαία ξένων συνόλων ισούται με την ένωση των συμπληρωμάτων τους, δηλαδή:(^ Aj)c = <~>jAjC) και (nj Aj)c = Uj Ajc, όπου Aj αμοιβαία ξένα σύνολα με j=l,2, ..., Aj)cTa συμπληρώματά τους και u, n τα σύμβολα της ένωσης και της τομής συνόλων. De Morgan's Theorem [Θεώρημα De Morgan] Πληρ. To θεώρημα της άλγεβρας Boole, το οποίο αναφέρει:

Α+Β+...+Χ=Α*Β*...*Χ και,

Α*Β*...*Χ

=

Α+Β+...+Χ

όπου Α, Β, Χ δυαδικές μεταβλητές και +: η λογική πράξη και (and), * : η λογική πράξη ή (or), ": η λογική πράξη της άρνηση (not). Συμβάλλει, κυρίως, στην δημιουργία πυλών "αντιστρόφου και" (NAND) και "αντιστρόφου ή" (not) κατά το σχεδιασμό λογικών κυκλωμάτων. Demount [Αποσυνδέω] Πλημ. Αποσύρω από μια μονάδα του υπολογιστικού συστήματος το μαγνητικό μέσο πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η διαδικασία προσπέλασής του. Demountable Pack [Αποσυνδεδεμένη δέσμη δίσκων] Πλ.ημ. Συνήθης πρακτική κατά την οποία ένας ή περισσότεροι σκληροί δίσκοι, αποσύρονται από μια συσκευή και αντικαθίστανται από άλλίους της ίδιας ή νεότερης τεχνολογίας. Demountable Partition [Κινητά χωρίσματα] Αμχ. Βιομηχανικά προϊόντα για χρήση σε κτίρια αντί της κλασσικής τοιχοποιίας με τούβλα ή τσιμεντόλιθους. De Morgan's Rules [Κανόνες De Morganl Μαθημ. Έστω δύο σύνολα Α και Β και τα συμπληρώματά τους

Dc Moulding

4

4

: C

-430-

A c και B ( . Για κάθε τέτοιο ζεύγος συνόλων ισχύουν οι σχέσεις: A c nB c =(AuB) c και A c uB c =(AnB) r οι οποίες ονομάζονται κανόνες De Morgan και χρησιμοποιούνται συνήθως στη θεωρία συνόλων και στις πιθανότητες. De Moulding [Ξεκαλούπωμα, αφαίρεση ξυλοτύπου] Οικοδ. Η εργασία αφαίρεσης του ξυλοτύπου μετά την ωρίμανση του νωπού σκυροδέματος. Ανάλογα με το δομικό στοιχείο η εργασία εκτελείται σε διαφορετικούς χρόνους από τη στιγμή της τοποθέτησης του σκυροδέματος. Στα κατακόρυφα στοιχεία ο ξυλότυπος μπορεί να αφαιρεθεί 24 ώρες μετά την τοποθέτηση ενώ στα οριζόντια στοιχεία σε 7 μέρες. Demulsification [Απογαλακτωματοποίηση] Χημ. Μηχ. Περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία ένα γαλάκτωμα διαχωρίζεται σαφώς σε δυο ογκώδεις φάσεις. Ονομάζεται και ρήξη ή καταστροφή γαλακτώματος. Demulsifier [Απογαλακτωματοποιητής] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα, με σκοπό τη μείωση της γαλακτωματοποιητικής ικανότητας ενός διαλύματος. Συνήθως πρόκειται για ανιονικές τασιενεργές ενώσεις. Demultiplex ΙΑποπολύπλεξη] Επικοιν. Αντιστροφή της διαδικασίας πολύπλεξης σημάτων που συναντιέται σε μια μετάδοση πολλά προς πολλά πάνω σε ένα κοινό φορέα για επαναδρομολόγηση προς τον τελικό προορισμό.. Demultiplexer [Αποπολυπλέκτης] Πληρ. Το κύκλωμα ή η συσκευή που δέχεται δεδομένα από μια είσοδο και επιτρέπει την μεταφορά τους σε περισσότερες από μια εξόδους. Denaturant [Ισότοπο Αδρανοποίησης] Πυμ. Φυσ. Ισότοπος πυρήνας ενός πυρηνικού υλικού, ο οποίος δε διασπάται αλλά μπορεί να εισαχθεί σε μικρές ποσότητες στο σχάσιμο υλικό και να το καταστήσει άχρηστο για χρήση σε πυρηνικά όπλα. Denitration [Απονίτρωση] Χημ. Είναι η χημική διεργασία κατά την οποία νιτρικά άλατα του εδάφους ανάγονται σε αέριο μοριακό άζωτο, το οποίο ελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Η διεργασία καταλύεται από ειδικά βακτήρια. Denitrification [Απονίτρωση] Χημ. Είναι η απομάκρυνση αζώτου από ένα υλικό. Denitration Denominator [Παρανομαστής! Μαθημ Ο αριθμός, ο οποίος γράφεται κάτω από την γραμμή ενός κλάσματος, δηλαδή στο κλάσμα α/ β το β είναι ο παρανομαστής. Αφού η γραμμή κλάσματος υπονοεί μια διαίρεση, δηλαδή α:β, ο παρανομαστής β αντιστοιχεί στον διαιρέτη. Ακριβώς γι αυτό το λόγο, ο παρανομαστής πρέπει να είναι πάντα διάφορος του μηδενός, γιατί δεν έχει νόημα η διαίρεση με διαιρέτη ίσο με το μηδέν. Dense Aggregate [Αδρανή υψηλής πυκνότητας] Οικοδ. Μίγμα αδρανών με υψηλό ειδικό βάρος που επιτυγχάνεται με σωστές αναλογίες κοκκομετρικής διαβάθμισης για την παραγωγή σκυροδέματος υψηλής αντοχής. Dense Binary Code [Πυκνός δυαδικός κώδικας] Πληρ. Συγκεκριμένος κώδικας Η/Υ ο οποίος χρησιμοποιεί όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των ψηφίων του δυαδικού αριθμητικού συστήματος. Dense Concrete [Σκυρόδεμα υψηλού ειδικού βάρους] Οικοδ. Σκυρόδεμα υψηλής πυκνότητας που επιτυγχάνεται μέσω μιας σύνθεσης αδρανών με σωστή κοκκομετρική διαβάθμιση με ελάχιστα κενά και με υψηλή περιεκτικότητα σε τσιμέντο. Dense Everywhere Set [Παντού πυκνό σύνολο] Μα-

θημ. Το υποσύνολο έστω Α ενός τυπολογικού χώρου Χ για το οποίο κάθε ανοικτό υποσύνολο του Χ περιέχει ένα σημείο του. Dense In Itself Set [Πυκνό στον εαυτό του σύνολο] Μαθημ. Το σύνολο Α του οποίου το παράγωγο σύνολο Α' (το σύνολο των σημείων συσσώρευσης του Α) περιέχει το Α'. Π.χ. το σύνολο των πραγματικών αριθμών που περιέχονται στο κλειστό διάστημα [α, β]. Dense List [Πυκνή Αίστα] Πλημ. Η λίστα, της οποίας όλα τα στοιχεία γειτονεύουν μεταξύ τους και αυτή είναι η μοναδική σχέση που έχουν. Π.χ. ο σωρός και η ουρά. Είναι γνωστή και ως γραμμική λίστα. Dense Set [Πυκνό σύνολο] Μαθημ. Το σύνολο, έστω Α, ενός τοπολογικού χώρου Χ, του οποίου κάθε σημείο είναι σημείο συσσώρευσης, δηλαδή δεν περιέχει μεμονωμένα σημεία. Dense Subset [Πυκνό υποσύνολο σε τοπολογικό χώρο| Μαθημ Το υποσύνολο, έστω Λ, ενός τοπολογικού χώρου Χ για το οποίο ισχύει ότι το περίβλημά (ή θήκη) του Α ταυτίζεται με τον ολόκληρο τον τοπολογικό χώρο Χ, δηλαδή Λ = Χ. Densification [Συμπύκνωση μάζας! Υλικ. Ορίζει τη διαδικασία αύξησης της πυκνότητας ενός στερεού υλικού, με εφαρμογή πίεσης. Densification [Συμπύκνωση] Πολ. Μηχ. Διαδικασία της βελτίωσης της φέρουσας ικανότητας εδαφικού υλικού που επιτυγχάνεται με τη χρήση εξοπλισμού συμπύκνωσης. Densimeter [Πυκνόμετρο] Μηχ. Είναι συσκευή μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού, όπου ένα στερεό σώμα γνωστού όγκου και βάρους εμβαπτίζεται στο προς μέτρηση υγρό, οπότε παρατηρείται το βάθος μέχρι το οποίο βυθίζεται. Density [Πυκνότητα] Μηχ. Ορίζεται ως το πηλίκο της μάζας ενός υλικού προς τον όγκο που καταλαμβάνει αυτή. Συμβολίζεται συνήθως με ρ ή d και εκφράζεται σε μονάδες kg/m3. Density Correction [Διόρθωση Πυκνότητας] Μηχ. Διορθώσεις στις μετρήσεις οργάνων, που λαμβάνουν υπόψη τη μεταβολή της πυκνότητα των υλικών που χρησιμοποιούν. Για παράδειγμα, η διόρθωση στην ένδειξη της πίεσης ενός μανομέτρου, λόγω μεταβολής της πυκνότητας του υδραργύρου με την αλλαγή της θερμοκρασίας ή ενός ανεμομέτρου με σωλήνα μέτρησης της πίεσης. Density Current [Ρεύμα Αέρος Μεγάλης Πυκνότητας] Μετεωμ. Ρεύμα αέρος που προκαλείται από τη μεγαλύτερη πυκνότητα μίας αέριας ποσότητάς του, σε σχέση με ένα άλλο στρώμα αέρος, με συνέπεια να εισέρχεται κάτω από αυτό. Density Effect [Φαινόμενο Αυξημένης Πυκνότητας] Πυμ. Φυσ. Μείωση της αναμενόμενης απορροφητικότητας ενός πυκνού υλικού σε δέσμη ταχέων κινούμενων ιόντων, σα συνέπεια της πόλωσης των μορίων του από τα ιόντα. Λόγω της πόλωσης μειώνεται το ηλεκτρικό πεδίο που παράγεται στο υλ.ικό από τα ιόντα και οι αλληλεπιδράσεις τους. Density Function [Συνάρτηση πυκνότητας] Μαθημ. Η συνάρτηση πυκνότητας f ή απλούστερα κατανομή πιθανότητας όταν ορίζεται για μια συνεχή τυχαία μεταβλητή Χ ικανοποιεί τρεις προϋποθέσεις: α) η 1"(χ) είναι μη αρνητική για κάθε χ πραγματικό αριθμό, β) η καμπύλη που σχηματίζει η f ορίζει με τον οριζόντιο άξονα περιοχή εμβαδού 1 και γ) η πιθανότητα Ρ(α<Χ<β), δηλαδή η πιθανότητα να παίρνει η μεταβλητή τιμές

-431 στο διάστημα (α,β), είναι ίση με το εμβαδόν της επιφάνειας που ορίζεται από την καμπύλη της f, τον άξονα των χ και τις ευθείες χ=α και χ=β. Στην περίπτωση που η τυχαία μεταβλητή Χ είναι διακριτή τότε η συνάρτηση πυκνότητας f είναι δεδομένη για κάθε έρευνα και ισχύει f(x0)=P(X=x0). Density Matrix [Πίνακας Πυκνόττ^ας] Φυα. Πίνακας ή τελεστής που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της εξέλιξης ενός κβαντικού στατιστικού συστήματος. Ο πίνακας μπορεί να περιλαμβάνει την στατιστική συμπεριφορά, λόγω της κβαντικής φύσης του συστήματος αλλά και γενικότερα λόγω και του θερμοδυναμικού χαρακτήρα του. Στη γενικότερη περίπτωση ισχύει: p=exp(^H)/Tr(exp(-BH)) όπου β=1/ΚΤ με Τ την απόλυτη θερμοκρασία του δείγματος και Κ την σταθερά Boltzman, ενώ Η η χαμιλτονιανή του συστήματος. Η εύρεση της μέσης τιμής ενός φυσικού μεγέθους με τελεστή Α υπολογίζεται από τη σχέση: =Tr(p-A). Density Modulation [Διαμόρφωση Πυκνότητας Δέσμης Ηλεκτρονίων] Ηλχκ. Διαδικασία μεταβολής και διαμόρφωσης της πυκνότητας μίας δέσμης ηλεκτρονίων σε καθοδικό σωλήνα. Density Of Gases [Πυκνότητα Αερίων] Φυσ. Χημ. Σύμφωνα με τους νόμους των αερίων, η πυκνότητα είναι ανάλογη της πίεσης και του μοριακού βάρους του αερίου και αντιστρόφως ανάλογη της απόλυτης θερμοκρασίας όπου γίνεται η μέτρηση. Εκφράζεται σε μονάδες lb/ft3 ή kg/m3. Density Of States [Πυκνότητα Καταστάσεων] Φυα. Στερ. Κατ. Συνάρτηση που δίνει την πυκνότητα ενεργειακών καταστάσεων για κάθε ενέργεια μίας ζώνης. Ισχύει ότι n(E)=dN(E)/dE όπου dN(E) ο αριθμός των ενεργειακών καταστάσεα^ν με ενέργεια από Ε έως E+dE. Density/Moisture Relationship [Αόγος φαινόμενου βάρους/υγρασίας] Γεωδ. Σε ένα εδαφικό υλικό, η σχέση που υφίσταται μεταξύ του φαινόμενου βάρους και του ποσοστού υγρασίας του υλικού όταν το έδαφος συμπυκνώνεται. Density Packing [Πυκνότητα αποθήκευσης] Πλημ. Ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε ένα μέσο, όπως η μαγνητική ταινία ανά μονάδα μήκους του ίχνους. Density Ratio [Αόγος Πυκνοτήτων] Μετεωμ. Μέγεθος που περιγράφει τις ατμοσφαιρικές συνθήκες σε ένα σημείο. Ισούται με το πηλίκο της πυκνότητας του αέρα σε κάποιο σημείο της ατμόσφαιρας προς την πυκνότητα που έχει σε κανονικές συνθήκες. Density Test [Δοκιμή Πυκνότητας] Χημ. Αναφέρεται στην προσεγγιστική μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της πυκνότητας ενός στερεού σώματος, η οποία περιλαμβάνει εμβάπτιση του υλικού σε υγρά διαφορετικών πυκνοτήτων. Density Transmitter [Πυκνόμετρο Κινούμενου Υγρού] Μηχ. Όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός κινούμενου υγρού, με τη μέτρηση της άνωσης που δέχεται ένας σωλήνας γεμάτος με αέρα. Denumerable Set [Αριθμήσιμο σύνολο] Μαθημ. Ένα σύνολο Λ ονομάζεται αριθμήσιμο όταν είναι πεπερασμένο ή άπειρο με πληθάριθμο |Α| μικρότερο του Ν0 πληθάριθμου του συνόλου των φυσικών αριθμών. Πρακτικά για το σύνολο Α ορίζεται μια ένα προς ένα συνάρτηση από το Α στο σύνολο των φυσικών Ν. Deodorized Kerosine [Ραφιναρισμένη Κηροζίνη] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει την κηροζίνη, αφού έχει υποστεί

Depletion 2

ειδική κατεργασία για την ελάττωση της συγκέντρωσης του θείου, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη δυσάρεστη οσμή. Χρησιμοποιείται ως συστατικό των καυσίμων αεροπορίας ή ελαφρού ντίζελ. Deodorizing [Αφαίρεση Οσμών] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία που χρησιμοποιείται σε λίπη και έλαια, όπου το υλικό κρατείται για μερικές ώρες σε υψηλή θερμοκρασία (π.χ. 200 °C) και χαμηλή πίεση (10 kN/m~), ενώ συγχρόνως εγχύεται ατμός, ο οποίος απομακρύνει ίχνη από ουσίες υπεύθυνες για τις οσμές. Deoil [Αφαίρεση ελαίου] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία απομάκρυνσης ελαίου από ένα υγρό ή στερεό υλικό. Deoxidation 1 [Αφαίρεση Οξυγόνου] Χημ. —> Deoxygenation Deoxidation 2 [Αφαίρεση Οξειδίου] Χημ. Είναι η διεργασία απομάκρυνσης του οξειδίου από ένα μεταλλικό υλικό. Deoxygenation [Αφαίρεση Οξυγόνου | Χημ. Είναι η χημική αντίδραση κατά την οποία απομακρύνεται οξυγόνο από το μόριο μιας ένωσης. Depackctize (Ανασύνθεση μηνύματος] Επικοιν. Λειτουργία ανασύνθεσης ενός μηνύματος που μεταδόθηκε σε πακέτα. Dependence [Εξάρτηση] Στατ. Δύο τυχαίες μεταβλητές Χ και Υ ενός πειράματος θεωρούνται εξαρτημένες εφόσον και οι δύο υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες του πειράματος. Συνεπώς κάθε χαρακτηριστικό της μεταβλητής Χ θεωρείται εξαρτημένο με το αντίστοιχο χαρακτηριστικό της Υ , χωρίς όμως να ακολουθούν απαραίτητα τους κανόνες της δεσμευμένης πιθανότητας, αφού η εξάρτησή τους είναι γενικότερης φύσεως. Dependent Events [Εξαρτημένα γεγονότα] Μαθημ Δύο γεγονότα Α και Β, για τα οποία η πιθανότητα πραγματοποίησης του ενός, έστω του Α, εξαρτάται από την πιθανότητα πραγματοποίησης του άλλου, δηλαδή του Β και ισχύει ότι Ρ(Α/Β) * Ρ(Α), Ρ(Β/Α) * Ρ(Β) και τέλος Ρ(Α r\ Β) * Ρ(Α)*Ρ(Β). Ονομάζονται, επίσης, στοχαστικά ή στατιστικά ή υπό την έννοια της πιθανότητας εξαρτημένα γεγονότα. Dependent Variable (Εξαρτημένη μεταβλητή] Μαθημ Η μεταβλητή y, για την οποία ισχύει y=f(x), όπου f(x) συνάρτηση μίας μεταβλητής χ, παριστάνει την τιμή της συνάρτησης f στο χ και εξαρτάται από την τιμή του χ. Ισχύει και στην περίπτωση συναρτήσεων πολλών μεταβλητών. Depentanizer [Στήλη Αποπεντανίωσης] Χημ. Μηχ. Αποστακτική στήλη, στην οποία διαχωρίζονται οι ελαφρύτεροι υδρογονάνθρακες μέχρι πέντε ατόμο)ν άνθρακα (C r C 5 ) από ένα μίγμα. Depleted Material [Απεμπλουτισμένο Υλικό] Τεχνολ. Υλικό στο οποίο έχει μειωθεί, με φυσικές μεθόδους ή μέσω κατάλληλων πυρηνικών αντιδράσεων, η περιεκτικότητά του σε τουλάχιστον ένα από τα ισότοπά του. Depleted Uranium [Απεμπλουτισμένο Ουράνιο] Τεχνολ. Ποσότητα ουρανίου με μικρότερη, από τη φυσική, συγκέντρωση ισοτόπου U, δηλαδή μικρότερη από 0,7%. Κύριο συστατικό του απεμπλουτισμένου ουρανίου είναι το ισότοπο Depletion 1 [Απεμπλουτισμός] Τεχνολ. Η μείωση της περιεκτικότητας του υλικού του καυσίμου σε ένα ισότοπο λόγω των πυρηνικών αντιδράσεων που συμβαίνουν σε έναν αντιδραστήρα. Depletion2 [Απογύμνωση Φορέων] Ηλεκ. Σε έναν ημιαγωγό, η μείωση της συγκέντρωσης των ηλεκτρονίων ή των οπών σε σχέση με την αναμενόμενη για τη θερμό-

Depletion 3

-432 -

κρασία και τις προσμίξεις του. Συμβαίνει στην περιοχή της επαφής δύο ημιαγωγών τύπου ρ, η. Depletion' [Υπερεκμετάλλευση] Οικολ. Εκμετάλλευση μίας φυσικής πηγής γρηγορότερα από το ρυθμό φυσικής ανανέωσής της, π.χ. το πόσιμο νερό για αγροτικές αρδεύσεις. Depiction Layer [Στρώμα Φραγμού] Ηλεκ. Περιοχή γύρω από την επαφή μετάλλου - ημιαγωγού στην οποία παρατηρείται διπολική κατανομή φορτίου, σα συνέπεια της διαφορετικής ενέργειας Fermi των δύο υλικών και της διάχυσης φορέων από το ένα υλικό στο υλικό. Στην περιοχή παρατηρείται ηλεκτρικό πεδίο που δημιουργεί φραγμό στην κίνηση φορέων. Depletion Layer Capacitance [Χωρητικότητα Στρώματος Φραγμού] Ηλεκ. Χωρητικότητα μιας επαφής μετάλλου - ημιαγωγού ή ημιαγωγού - ημιαγωγού λόγω της κατανομής φορτίου στο χώρο γύρω από αυτή. —> Barrier Capacitance Depletion Layer Rectification [Ανόρθωση από το Στρώμα Φραγμού] Ηλεκ. Ιδιότητα επαφών διαφορετικών υλικών, να προκαλούν ανόρθωση σε εναλλασσόμενες τάσεις που διοχετεύονται σε αυτές, λόγω του στρώματος και της τάσης φραγμού τους. Π.χ. η ανόρθωση με μία δίοδο επαφής ημιαγωγών τύπου ρ - η . Depletion Layer Transistor [Τρανζίστορ Στρώματος Φραγμού] ΙΙ/χκ. Τρανζίστορ που λειτουργεί χρησιμοποιώντας τις ιδιότητες του στρώματος φραγμού επαφής, π.χ. τις ανορθωτικές ιδιότητες του ή τις μεταβολές της χωρητικότητας του. Depletion Mode [Λειτουργία επίδρασης πεδίου] Ηλεκτρον. Τρόπος λειτουργίας ενός τρανζίστορ επίδρασης πεδίου (FET) στον οποίο η ένταση που διαρρέει το ηλεκτρόδιο της καταβόθρας: 1D ελέγχεται από την τάση πηγής - πύλης V G s είναι μη μηδενικό όταν V GS =0 και αυξάνεται όταν αυξάνεται V GS . Depletion Range [Περιοχή απογύμνωσης φορέων] Ηλεκτρον. Περιοχή επαφής μετάλλου - ημιαγωγού ενός τρανζίστορ επίδρασης πεδίου στην οποία δεν υπάρχουν κινούμενοι φορείς φορτίων. Depolarization [Αποπόλωση] Ηλεκ. Τεχνική αποπόλωσης ενός διηλεκτρικού λόγω παρουσίας ενός ηλεκτρικού πεδίου ή αποφυγής πόλωσής του. Depolarization Factor [Παράγοντας Αντιπόλωσης] Ηλχκ. Όταν σε ένα διηλεκτρικό εφαρμόζεται εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο, ορίζεται ο λόγος του εσωτερικού πεδίου που παράγεται στο διηλεκτρικό προς την πόλωσή του λόγω της παρουσίας του εξωτερικού πεδίου. Dcpolymerization [Αποπολυμερισμός] Χημ. Δηλώνει την αντίδραση αποικοδόμησης ενός μακρομορίου, η οποία προκαλείται από τη θραύση ομοιοπολικών δεσμών της βασικής αλυσίδας. Η απαιτούμενη ενέργεια για την αντίδραση μπορεί να δοθεί με επίδραση θερμότητας, φωτός, μηχανικής τάσης ή χημικών ουσιών. Deposit [Αποθέτω] Υπολ. Τοποθετο') τα περιεχόμενα ενός τμήματος της κύριας μνήμης σε μια βοηθητική μνήμη με στόχο την μελλοντική τους χρήση. Deposit [Εναπόθεμα] Τεχνολ. Υλικό που σταδιακά εναποτίθεται σε μια επιφάνεια με φυσικές διαδικασίες, π.χ. καθίζηση ιζημάτων στην θάλασσα. Deposit3 [Εναπόθεμα] Υλικ. Υλικό που εναποτίθεται σταδιακά με διάφορες τεχνικές, π.χ. με επιμετάλλωση, πάνω σε ένα άλλο υλικό βάσης. Deposit Dose [Δόση από Εναπόθεση] Πυρ. Φυσ. Συνολική δόση από ραδιενεργό υλικό που εναποτίθεται στο έδαφος μετά από μια πυρηνική έκρηξη ή από τη διαφυ-

γή ραδιενεργών ουσιών, όπως σε ένα πυρηνικό ατύχημα. Deposition Potential [Δυναμικό Απόθεσης] Φυσ.Χημ. Ορίζει το δυναμικό ενός ηλεκτροδίου που δρα ως κάθοδος, σ' ένα ηλεκτρολυτικό κελί, οπότε συμβαίνει απόθεση στη μεταλλική επιφάνεια. Depression Of Freezing Point [Ταπείνωση του Σημείου Πήξης] Φυσ. Χημ. Δηλώνει τη μείωση του σημείου πήξης ενός διαλύματος σε σχέση με το αντίστοιχο σημείο του καθαρού διαλύτη. Η ελάττωση εξαρτάται από τον αριθμό των σωματιδίων της διαλυμένης ουσίας που βρίσκεται στο διάλυμα. Dcpropanization [Αποπροπανίωση] Χημ. Μηχ. Εκφράζει το διαχωρισμό των προπανίων και ελαφρύτερων ενώσεων (C r C 4 ) από ένα μίγμα υδρογονανθράκων. Dcpropanizer [Στήλη Αποπροπανίωσης] Χημ. Μηχ. Είναι η αποστακτική στήλη που χρησιμοποιείται για την αποπροπανίωση υδρογονανθρακικού μίγματος. Depth [Βύθισμα] Ναυπηγ. Στο επίπεδο της κάθετης τομής, το μήκος του τμήματος του πλοίου που βυθίζεται στον νερό. Οι πλευρικές επιφάνειες του πλοίου κατά μήκος του βυθίσματος είναι συνήθως βαμμένες με διαφορετικό χρώμα από αυτές του υπόλοιπου πλοίου. Depth Bomb [Βόμβα βυθού] Γεν. 1. Βόμβες βυθού που εκτοξεύονται από πολεμικά σκάφη επιφανείας, όπως τα αντιτορπιλικά κατά των υποβρυχία)ν. 2. Ανθυποβρυχιακό όπλο, τορπίλη που εκτοξεύεται από πολεμικά αεροσκάφη σε πτήση εναντίον υποβρυχίων ή και υποβρυχίων στόχων γενικότερα. Depth Dose [Δόση Ραδιενέργειας σε Καθορισμένο Βάθος] Πυρ. Φυσ. Η ποσότητα της ραδιενέργειας που απορροφάται σε καθορισμένο βάθος ενός υλικού ή του εδάφους. Derivative 1 [Παράγωγος] Μαθημ Γενικά, η παράγωγος μιας συνάρτησης f(x) μιας μεταβλητής χ, ορίζεται ως το πεπερασμένο όριο: lim /z—> 0

f ( x + h ) - f ( x

)

h

και συμβολίζεται Γ(χ). Ο όρος μπορεί να αναφέρεται στην παράγωγο μιας συνάρτησης f(x) μιας μεταβλητής χ σε συγκεκριμένο σημείο του πεδίου ορισμού της, έστω Χο, και μπορεί να εκφράζει το ρυθμό μεταβολής της f (χ) ως προς το χ στο σημείοχ0ή το συντελεστή διεύθυνσης της εφαπτομένης της γραφικής παράστασης της f στο σημείο (xo,f(xo))· Ο όρος γενικεύεται και για συναρτήσεις πολλών μεταβλητών και καλείται μερική παράγωγος της συνάρτηση ως προς τη μια μεταβλητή, θεωρώντας τις υπόλοιπες σα σταθερούς αριθμός- . Derivative [Παράγωγο] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ένωση που παράγεται από μια άλλη, συνήθως παρόμοιας δομής. Τα προϊόντα των αντιδράσεων αντικατάστασης ή προσθήκης περλαμβάνονται σε αυτές. Derived Quantity [Εξαγόμενη Ποσότητα] Φυσ. Ποσότητα ενός μεγέθους υπολογισμένη από άλλα μετρούμενα μεγέθη π.χ. η ειδική θερμότητα ενός αερίου. Derived Unit [Παράγωγη Μονάδα Μέτρησης] Φυσ. Μονάδα μέτρησης ενός παράγωγου φυσικού μεγέθους που ορίζεται σε σχέση με τις μονάδες μέτρησης άλλων θεμελιωδών ή παράγωγων μεγεθών μέσω της σχέσης ορισμού του μεγέθους. Π.χ. η πίεση όπου στο S.I. !Pascal=lN/m .

-433 -

Desalination [Αφαλάτωση] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει την απομάκρυνση άλατος από το θαλασσινό νερό. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν απόσταξη, ηλεκτροδιάλυση, ιοντοεναλλαγή, αντίστροφη όσμωση, εξάτμιση. Descaling [Απολέπιση] Τεχνολ. Διαδικασία απομάκρυνσης αλάτων, ενώσεων οξέων ή άλλων επικάθισεων με κοπάνισμα ή άλλους τρόπους από εσωτερικές ή εξωτερικές μεταλλικές επιφάνειες. Descartes Laws Of Refraction [Νόμος Διάθλασης των Κυμάτων] Οπτικ. Νόμος που περιγράφει τη μεταβολή στη διεύθυνση διάδοσης ενός κύματος καθώς διέρχεται από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών διαφορετικού δείκτη διάθλασης. -» Snell Laws of Refraction Descartes Ray [Ακτίνα του Descartes] Οπτικ. Ακτίνα φωτός που υφίστανται δύο διαθλάσεις και μια εσωτερική ανάκλαση, καθώς προσπίπτει σε σφαιρική σταγόνα νερού και εκτρέπεται από την αρχική διεύθυνση κίνησής της. Τέτοιες ακτίνες από τα διάφορα χρώματα του ηλιακού φωτός σχηματίζουν το ουράνιο τόξο. Descartes 5 Rule Of Signs [Νόμος πρόσημων του Descartes] Μαθημ. Έστω π(χ) ένα πολυώνυμο βαθμού ν του οποίου οι συντελεστές αι ,i=l,...,v ανήκουν στο σύνολο των πραγματικών αριθμών. Αν στο πολυώνυμο π(χ) τα πρόσημα των όρων του εναλλάσσονται λ φορές τότε αποδεικνύεται πως το πλήθος των μη αρνητικών πραγματικών αριθμών που μηδενίζουν το πολυώνυμο είναι το πολύ λ. Descending Sort [Φθίνουσα διάταξη] Πληρ. Η τοποθέτηση των στοιχείων των δεδομένων σε φθίνουσα ακολουθία, έτσι ώστε κάθε στοιχείο να είναι μικρότερο ή ίσο από το προηγούμενο του. Descrambler | Αποπεριπλέκτης] Επικοιν. Αν χρήσιμοποιεί κανείς Περίπλεξη (Scrambler) στην έξοδο του μεταδότη πρέπει να χρησιμοποιήσει την αντίστροφη διαδικασία στην είσοδο του δέκτη. Description [Περιγραφή] Εργ. Σύνταξη προτάσεων για την πληροφόρηση του αναδόχου με αναλυτικό και σαφή τρόπο κάθε δραστηριότητας που καλείται να εκτελέσει για την εκπόνηση του έργου. Descriptor [Δείκτης ή λέξη κλειδί] Υπολογ. Ο δείκτης, ο οποίος χαρακτηρίζει μια πληροφορία και χρήσιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης μνήμης όπου είναι αποθηκευμένη, διευκολύνοντας έτσι στον γρήγορο εντοπισμό και ανάκλησή της από το υπολογιστικό πρόγραμμα. Ο δείκτης αυτός είναι συνήθως ένας ακέραιος αριθμός ή ένας αλφαβητικός χαρακτήρας. Descriptor [Περιγραφέας] Επικοιν. Όρος για ένα αντικείμενο που επιλέγει την καταλληλότερη μορφή ενός ή περισσότερων άλλων αντικειμένων από μια βάση δεδομένων. Desdemona [Δεισδαιμόνα] Αστρον. Ένας από τους μικρούς δορυφόρους του Ουρανού, ο οποίος περιστρέφεται σε ακτίνα 62,8 χλμ. (39 μιλίων) από το κέντρο του πλανήτη, με περίοδο τροχιάς περίπου 12 ώρες. Η διάμετρός του είναι περίπου 55 χλμ.(35 μίλια) Ανακαλύφθηκε από το διαστημόπλοιο Voyager το 1986. Πήρε το όνομά του από τη γνωστή ηρωϊδα του Shakespeare. Desiccator [Ξηραντήρας] Χημ. Μηχ. Κλειστό, αεροστεγές δοχείο που χρησιμοποιείται για την ξήρανση στερεών χημικών ουσιών. Στον ξηραντήρα περιέχονται ειδικά υλικά που δεσμεύουν τους ατμούς του απομακρυνόμενου σώματος. Τέτοιες ουσίες είναι το χλωριούχο ασβέστιο και το πεντοξείδιο του φωσφόρου, τα

Design Storm

οποία δεσμεύουν υδρατμούς και το θειικό οξύ για τη δέσμευση αλκοόλης και αιθέρα, Design [Σχεδιασμός] Τεχνολ. Διαδικασία ανάπτυξης της τελικής μορφής ενός έργου που προγραμματίζεται να εκτελεστεί στο μέλλον. Ο όρος σχεδιασμός συμπεριλαμβάνει όλες τις φάσεις αυτής της διαδικασίας που είναι η σύλληψη, η προμελέτη, η οριστική μελέτη, οι υπολογισμοί τα κατασκευαστικά σχέδια και τα συμβατικά τεύχη. Design And Built Contract [Συμβόλαιο μελετοκατασκευής] Εργ. Τύπος συμβολαίου σύμφωνα με το οποίο ο ανάδοχος του έργου υποχρεούται να εκτελέσει όλες τις δραστηριότητες που συμπεριλαμβάνονται στο χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου από τον σχεδιασμό μέχρι την τελική παράδοση. Design Engineering [Μηχανικοί μελετητές] Τεχνολ. Κλάδος τεχνικών που ειδικεύονται στις μελέτες έργων, σχετικών με πλείστες όσες εφαρμογές, Design Factor [Παράμετρος σχεδιασμού] ΙΙολ. Μηχ. Βασικοί παράμετροι που καθορίζονται από τους κανονισμούς και υποχρεούται να λάβει υπόψη του ένας μελετητής στη διαδικασία ανάπτυξης της μελέτης. Design Flood [Πλημμύρα μελέτης] Υδρολ. Όριο πλημμύρας που προκύπτει από βροχόπτωση και που λαμβάνει υπόψη του ο μελετητής ως παραδοχή για την εκπόνηση μιας υδραυλικής μελέτης. Design Life [Διάρκεια μελέτης] Τεχνολ. Είναι η συνολική διάρκεια που προγραμματίζεται για τη λειτουργία ενός έργου όταν αυτό βρίσκεται στη φάση του σχεδιασμού. Design Load [Φορτίο μελέτης] Πολ. Μηχ. Είναι τα συμβατικά φορτία στα οποία πρέπει να αντέχει ένας φέρον οργανισμός και που υπολογίζεται σύμφωνα με αυτά. Τα συμβατικά φορτία προκύπτουν από τους κανονισμούς και δεν είναι απαραίτητα το πραγματικά φορτία που θα δεχτεί η κατασκευή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Design Pressure [Πίεση μελέτης] Πολ. Μηχ. 1. Σε μελέτες φραγμάτων, η παραδοχή για το εντατικό μέγεθος που θα ασκεί ο υδάτινος όγκος στο έργο. 2. Σε μελέτη φράγματος, η ανώτατη πίεση που δύναται να αντέξει το έργο δίχως να αστοχήσει, Design Spectrum [Φάσμα φορτίσεων] Τεχνολ. Η διαδικασία των στατικών υπολογισμών ενός φορέα όπου ελέγχονται τα εντατικά μεγέθη του φορέα κάτα) από τον συνδυασμό διαφόρων φορτίσεων για να καλυφθούν όλες οι πιθανές περιπτώσεις των δυσμενέστερων καταστάσεων. Καθορίζονται έτσι τα μέγιστα εντατικά μεγέθη που προκύπτουν από τη δυσμενέστερη φόρτιση και ο φορέας σχεδιάζεται για να αντέχει σε αυτά. Design Speed [Ταχύτητα μελέτης] Οδοπ. Σε μελέτες οδοποιίας, η παραδοχή για την ταχύτητα που θα έχουν τα οχήματα που θα κυκλοφορήσουν στον υπό μελέτη δρόμο. II ταχύτητα μελέτης είναι σημαντική διότι από αυτήν προκύπτουν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της οδού. Design Standards [Παραδοχές μελέτης] Τεχνολ. Είναι τα βασικά μεγέθη που χρησιμοποιεί ο μελετητής για τους υπολογισμούς των διατομών και διαστάσεων των στοιχείων που συνθέτουν το έργο. Design Storm [Καταιγίδα μελέτης] Υδρολ. Σε μια μελέτη αποχέτευσης ομβρίων η παραδοχή της μέγιστης τιμής της βροχόπτωσης που είναι δυνατόν να προκύψει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του έργου. Αυτή η

Design Stress

-434-

παραόοχή που καθορίζεται συνήθως από τον μελετητή σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του πελάτη είναι σημαντική διότι από αυτή προκύπτουν τα στοιχεία διαστασιολόγησης των αγωγών που επηρεάζουν καθοριστικά το τελικό κόστος του έργου. Design Stress [Τάση μελέτης] Πολ. Μηχ. Είναι η τάση σύμφωνα με την οποία διαστασιολογούνται τα στοιχεία μιας φέρουσας κατασκευής. Επιβάλλονται από τους κανονισμούς και έχουν άμεση σχέση με την ποιότητα και τον τύπο των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν για την υλοποίηση του έργου. Designated Mixes (Προδιαγεγραμμένη σύνθεση] Εργ. Σύνθεση σκυροδέματος που προδιαγράφεται στους κανονισμούς και για την οποία δεν χρειάζεται μελέτη σύνθεσης. Αφορά κυρίως περιπτώσεις σκυροδέματος που προορίζεται για δομικά στοιχεία όπου η αντοχή του σκυροδέματος δεν έχει μεγάλη σημασία όπως μπετόν καθαρισμού ή εγκιβωτισμού σωλήνων. Designation [Προσδιορισμός] Πληρ. Ιδιαίτερο στοιχείο των δεδομένων το οποίο είναι ένα από τα αρχεία ενός Η/Υ χρησιμοποιείται ώστε να επισημαίνει το είδος των δεδομένων, συμβάλλοντας έτσι στον καθορισμό του τρόπου προσπέλασής τους. Designation Punch [Διάτρηση προσδιορισμού] Πληρ. Η οπή ενός διάτρητου δελτίου, η οποία υποδηλώνει τον τύπο των δεδομένων που περιέχονται στο δελτίο ή των λειτουργιών που θα εκτελεστούν σε αυτά από το υπολογιστικό σύστημα. Είναι γνωστή και ως διάτρηση ελέγχου. Designed Mixes [Σχεδιασμένες συνθέσεις] Πολ. Μηχ. Συνθέσεις σκυροδεμάτων που προκύπτουν από πλήρη μελέτη σύνθεσης του προϊόντος. Η διαδικασία του σχεδιασμού σύνθεσης συμπερλαμβάνει και εργαστηριακή έρευνα σε δοκίμια που προετοιμάζονται μετά τον υπολογισμό της αναλογίας του κάθε συστατικού του σκυροδέματος. Designer [Μελετητής] Τεχνολ. Ατομο που από σπουδές σε ιδρύματα επιπέδου ΑΕΙ έχει αποκτήσει τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για το σχεδιασμό ενός έργου μιας συγκεκριμένης κατηγορίας. Designer Detailer [Μελετητής λεπτομερειών] Τεχνολ Ατομο που έχει εξειδικευτεί στη ανάπτυξη λεπτομερειών για τα επιμέρους στοιχεία ενός έργου. Desired Track [Επιθυμητή διαδρομή] Course Desk Calculator [Επιτραπέζια αριθμομηχανή] Πληρ. Η συσκευή, η οποία μπορεί μα πραγματοποιεί αριθμητικούς υπολογισμούς με ηλεκτρονικό τρόπο και τοποθετείται σε γραφείο. Desktop Accessory Software [Βοηθητικό λογισμικό επιφάνειας εργασίας] Πληρ. Ομάδα προγραμμάτων που βρίσκονται πάντα σε εύκολη πρόσβαση στην επιφάνεια εργασίας της οθόνης ενός υπολογιστή για άμεση χρήση κάθε φορά προσφέροντας υπηρεσίες συγγραφής σημειώσεων, γρήγορων αριθμητικών υπολογισμών, ημερολογιακής υπενθύμισης ενεργειών και άλλες. Desktop Publishing [Επιτραπέζια έκδοση εντύπων] Πληρ. Το σύνολο προγραμμάτων επεξεργασίας κειμένου που υποστηρίζουν την πλήρη έκδοση μιας σελίδας ή γενικότερα εντύπων. Η δημιουργία της κάθε σελίδας μπορεί να περλαμβάνει γραφικά, τα οποία επεξεργάζονται ταυτόχρονα με το κείμενο. Χρησιμοποιείται για την γρήγορη, χαμηλού κόστους, αλλά υψηλής ποιότητας παραγωγή εντύπων, με σκοπό την έκδοση βιβλίων, περιοδικών, διαφημιστικών εντύπων, κλπ.

Desorption [Εκρόφηση] Φυσ. Χημ. Είναι η απομάκρυνση προσροφημένων ατόμων, μορίων ή ιόντων από μια στερεή επιφάνεια. Αποτελεί την αντίστροφη διεργασία της προσρόφησης. Despun Antenna [Περιστρεφόμενη Κεραία] Ηλεκτρομαγν. Κεραία ενός δορυφόρου που περιστρέφεται κατάλληλα, αντίθετα από την αυτοπεριστροφή του δορυφόρου ώστε να είναι πάντοτε προσανατολισμένη προς ένα σταθερό σημείο της Γης. Destination Address (Διεύθυνση προορισμού] Επικοιν. Προαπαιτούμενο επικοινωνίας σε δικτυακό περιβάλλον που συνήθως κουβαλά κάθε πακέτο μηνύματος. Destination Address [Διεύθυνση προορισμού] Πλημ. 1. Η διεύθυνση της θέσης μνήμης, στην οποία πρόκειται να μεταφερθούν και να αποθηκευτούν τα δεδομένα. 2. II θέση μνήμης, στην οποία αναφέρεται μια εντολή άλματος, στην οποία θα μεταφερθεί ο έλεγχος σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα. Destination Field [Πεδίο προορισμού] Επικοιν. Πεδίο που συνήθως περιέχει τον προορισμό ενός μηνύματος ή ενός πακέτου ανάλογα με το δίκτυο και το πρωτόκολλο μετάδοσης. Destination Time (Χρόνος προορισμού] Πλημ. Είναι ο χρόνος που χρειάζεται να εισαγάγεις κάτι στη μνήμη Η/Υ πλέον το χρόνο που απαιτείται για έμμεση διευθυνσιοποίηση. Destressing [Αφαίρεση προέντασης] Οικοδ. Στην περίπτωση κατεδάφισης ενός προεντεταμένου φορέα, η διαδικασία μείωσης η πλήρους αφαίρεσης της προέντασης για λόγους ασφαλείας. Είναι μια δύσκολη εργασία που απαιτεί ειδικό εξοπλισμό. Destriau Effect (Φαινόμενο εκπομπής φωτός] Φυσ. Στεμ. Κατ. Φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται παρατεταμένη εκπομπή φωτός από φωσφορίζουσες ουσίες, όταν αυτές βρίσκονται μέσα σε μονωτικό υλικό και δέχονται την επίδραση εναλλασσόμενου ηλεκτρικού πεδίου. Destroyer [Αντιτορπιλλικό] Ναυπηγ. Πολύ γρήγορο και ευέλικτο πολεμικό πλοίο που φέρει εξοπλισμό από πυροβόλα. τορπιλλοβόλνα και πυραύλους και χρησιμοποιείται για την συνοδεία και προστασία μεγαλύτερων πλοίων και την καταδίωξη υποβρυχίων. Destruct System [Σύστημα καταστροφής] Γεν. 1. Συσκευή πρόκλησης ελεγχόμενης έκρηξης που χρησιμοποιείται στο σχέδιο καταστροφής του στρατιωτικού υλικού για την αποφυγή της κατάσχεσης από τον εχθρό σε περίπτωση προέλασης του. 2. Επίσης χρησιμοποιείται για την καταστροφή πύραυλου που μετά την εκτόξευσή του δημιουργήθηκε κάποιο σοβαρό τεχνικό πρόβλημα. Destruction Breakdown [Κατάρρευση Επαφής] Ηλτ.κ. Φαινόμενο κατά το οποίο συμβαίνει κατάρρευση χιονοστιβάδας φορέων στην επαφή διαύλου - πύλης ενός τρανζίστορ επίδρασης πεδίου (FET), με συνέπεια να πάψει να λειτουργεί κανονικά. Destruction Operator [Τελεστής Καταστροφής] Φυσ. Τελεστής μείωσης κατά ένα, του πλήθους των σωματιδίων μίας καθορισμένης κατάστασης στην κβαντική θεωρία πεδίου. —> Annihilation Operator Destructive Interference [Καταστρεπτική Συμβολή] Οπτικ. Φαινόμενο συμβολής δύο δεσμών φωτός σε μια περιοχή του χώρου όπου, λόγω της αντίθετης φάσης τους, η συνολική ένταση του φωτός είναι μικρότερη του αθροίσματος των εντάσεων των δύο δεσμών.

- 435 Destructive Testing [Δοκιμές θραύσης] Τεχνυλ. Δοκιμές αντοχής υλικών κατά τη διάρκεια των οποίων το δείγμα που χρησιμοποιείται για τη δοκιμή φθάνει στα όρια αντοχής του και καταστρέφεται. Destructor [Καταστροφέας] Γεν. Ηλεκτρονική συσκευή εκτοξευτήρα πυραύλων για τον έλεγχο τους και την πρόκληση καταστροφής τους στον αέρα όταν έχει γίνει κάποιο λάθος κατά την εκτόξευση τους. Desulfonation [Αποσουλφονίωση] Opy. Χημ. Χημική αντίδραση απόσπασης σουλφονικής ομάδας (-SOjH) από το μόριο μιας οργανικής ένωσης. Desult'urization (Αποθείωση] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του θείου από ένα υλικό. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατεργασία των προϊόντων του πετρελαίου. Detachable Connection [Αποσπάσιμη σύνδεση] Επικοιν. Είναι πολύ ουσιαστικό ένας χρήστης να μπορεί να αποσυνδεθεί χωρίς να πρέπει να αποσυνδεθεί μαζί του όλο το δίκτυο. Detail [Λεπτομέρεια] Τεχνολ. Γραφική περιγραφή της μορφής του θα έχει ένα στοιχείο ή ένα βιομηχανικό προϊόν όταν κατασκευαστεί. Με κάθε λεπτομέρεια πρέπει να εμφανίζονται ύλες οι διαστάσεις που είναι απαραίτητες για την παραγωγή του προϊόντος. Detail Drawing [Σχέδια λεπτομερειών] Τεχνολ. Σε ένα σετ σχεδίων μιας μελέτης, η ομάδα τα>ν πινακίδων που περιέχουν τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν το έργο. Detail Paper [Ριζόχαρτο] Τεχνολ. Χαρτί συγκεκριμένης ποιότητας που χρησιμοποιείται από τους τεχνικούς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάπτυξης μιας μελέτης·. Detailer [Σχεδιαστής λεπτομερειών] Τεχνολ. Ατομο με ειδικές γνώσεις για την σχεδίαση λεπτομερειών. Detection Range [Περιοχή ανίχνευσης] Επικοιν. Περιοχή (διευθύνσεων) ενός δικτύου που εποπτεύει ένας εξυπηρετητής ονομάτων δικτύου, όπου απευθύνει μια κλήση για ανίχνευση ένας χρήστης. Detector [Αισθητήρας] Τεχνολ. Όργανο που ευαισθητοποιείται και μεταδίδει ένα σήμα σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών που επικρατούν στον περιβάλλοντα χώρο για παράδειγμα μεταβολή της θερμοκρασίας. Detention Basin [Αντιπλημμυρικός Ταμιευτήρας] Υδρολ. Απλή κατασκευή συγκέντρωσης ποσότητας νερού σε περιπτώσεις ισχυρής βροχόπτωσης με σκοπό την αποφυγή πλημμύρας σε κατοικημένες περιοχές. Detention Tank [Δεξαμενή] Υδρολ. Στοιχείο ενός δικτύου αποχέτευσης με αυξημένη διατομή σε σχέση με την απαιτούμενη για την συγκράτηση μιας ποσότητας νερού για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που απαιτείται για μια κανονική ροή. Χρησιμοποιείται σε αγωγούς ομβρίων για τον έλεγχο της ροής στο δίκτυο στην περίπτωση βροχόπτωσης μεγαλύτερης έντασης από τη βροχόπτωση μελέτης. Detention Time [Χρόνος καθυστέρησης] Υδρολ. Ο χρόνος που το ακάθαρτο νερό συγκρατείται σε δεξαμενές μιας μονάδας καθαρισμού για την καθίζηση των στερεών στοιχείων που αιωρούνται στο νερό. Detergent [Απορρυπαντικό] Χημ. Αναφέρεται στις τασιενεργές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση ρύπων και ακαθαρσιών από διάφορα σώματα. Διακρίνονται σε σαπούνια και συνθετικά απορρυπαντικά. Παραδείγματα συνθετικών απορρυπαντικών είναι τα αλκυλο-βενζολο-σουλφονικά άλατα και τα αλκυλο-αμμωνιακά άλατα.

Deuteron

Detergent Additive | Απορρυπαντικά Πρόσθετα] Χημ. Περιλαμβάνουν τις οργανικές τασιενεργές ενώσεις και άλατα μετάλλων οργανικών οξέων που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα σε μίγματα λιπαντικών ουσιών. Οι ουσίες αυτές διατηρούν σε διασπορά τα επιβλαβή στερεά σωματίδια και διαλύουν ρητινώδη προϊόντα τα οποία μπορεί να σχηματίζονται από τη συνένωση στερεών συστατικών. Detergent Oil [Απορρυπαντικό Έλαιο] Χημ. Αναφέρεται σε ορυκτέλαια, στα οποία έχουν προστεθεί κατάλληλες διασκορπιστικές ουσίες καθώς και απορρυπαντικά πρόσθετα και χρησιμοποιούνται σε μηχανές εσωτερικής καύσης. Deterioration [Φθορά] Μηχ. Σταδιακή φθορά και χειροτέρευση των ιδιοτήτων ενός υλικού με την πάροδο του χρόνου, καθώς φυσικές και χημικές διαδικασίες αλλοιώνουν την σύστασή του. Determinate Structure Ιίσοστατικός φορέας] Πολ. Μηχ. Στατικός φορέας του οποίου τα εντατικά μεγέθη υπολογίζονται με πρωτοβάθμιες εξισώσεις. Σε ένα ισοστατικό φορέα οι στηρίξεις είναι και οι δύο ελεύθερες σε στροφή και η μία ελεύθερη σε οριζόντια μετακίνηση. Determinism [Ντετερμινισμός] Φνσ. Ιδιότητα μιας φυσικής θεωρίας να προβλεπει πλήρως την εξέλιξη ενός φυσικού συστήματος δεδομένου ότι, μπορούν να καθοριστούν πλήρως η κατάστασή του κάποια αρχική χρονική στιγμή και οι αλληλεπιδράσεις του. —> Causality Deterministic Equation [Ντετερμινιστική Εξίσωση] Φυσ. Εξίσωση που προβλεπει πλήρως την εξέλιξη ενός δυναμικού συστήματος, καθώς δεν περιέχει όρους που μεταβάλλονται τυχαία, βάση μίας στατιστικής κατανομής· Detonation [Εκπυρσοκρότηση] Μηχ. Μηχ. Ακαριαία ανάφλεξη μίας ποσότητας καυσίμου σε μηχανές εσωτερικής καύσης μέσω σπινθήρα. Detonation2 [Εκπυρσοκρότηση] Χημ. Εξαιρετικά γρήγορη εξώθερμη χημική αντίδραση που διαδίδεται γρηγορότερα από την ταχύτητα του ήχου σε ένα υλικό και κατά συνέπεια προκαλεί ωστικό κύμα. Detonation Wave [Ωστικό Κύμα] Μηχ. Ρευστ. Κύμα που προκαλείται από την απότομη εκτόνωση λόγω ταχείας καύσης ενός υλικού. Deuterium [Δευτέριο] Χημ. Φυσικό ισότοπο του βαρέος υδρογόνου, με ένα επιπλέον νετρόνιο στον πυρήνα, από το κοινό υδρογόνο. Συμβολίζεται ως Η2 ή D. Έχει σημείο ζέσεως 23,5 Κ και σημείο τήξεως 18,65 Κ. Δρα ως επιβραδυντής νετρονίων, γι αυτό χρησιμοποιείται ως βαρύ ύδωρ (D2O) σε πυρηνικούς αντιδραστήρες. Deuterium Cycle [Κύκλος Δευτερίου] Πυρ. Φυσ. Σειρά αντιδράσεων σύντηξης μέσω της οποίας πιστεύεται ότι παράγεται ενέργεια στα αστέρια. Αναφέρεται και ως Proton - Proton Chain. Deuterium Discharge Tube [Σωλήνας Εκκένωσης Αερίου Δευτερίου] Ηλεκ. Σωλήνας εκκένωσης ατμών δευτερίου αντί του συνηθισμένου υδρογόνου. Χρησιμοποείται στη φασματοσκοπία για την ισχυρή υπεριώδη ακτινοβολία που παράγει. Deuterium Oxide [Οξείδιο του Δευτερίου] Χημ. Ένωση αντίστοιχη του νερού όπου, αντί των ατόμων υδρογόνου περιέχονται άτομα του δευτερίου. Αναφέρεται και ως βαρύ ύδωρ. —> Heavy Water Deuteron [Δευτέριο, Δευτερόνιο] Πυρ. Φυσ. Ισότοπος πυρήνας του βαρέος πυρήνα του υδρογόνου που περιέ-

Deuteron Accelerator

- 436 -

χει ένα πρωτόνιο και ένα νετρόνιο. Συμβολίζεται ως D ή 2Η. Deuteron Accelerator [Επιταχυντής Δευτέριου] Πυμ. Φυσ. Επιταχυντής πυρήνων δευτερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αργών, θερμικών νετρονίων. Τα νετρόνια παράγονται από την πρόσπτωση των πυρήνων δευτερίου σε κατάλληλο στόχο. Deuteron Capture [Σύλληψη Δευτέριου] Πυρ. Φυσ. Μετατροπή ενός πυρήνα σε ραδιενεργό, που συμβαίνει με απορρόφηση δευτερίου από αυτόν. Deuton [Δευτέριο] Πυρ. Φυσ. Αλλη απόδοση του Deuteron (βλέπε σχετικό λήμμα) Develop And Construct Contract [Συμβόλαιο μελετοκατασκευής] Εργ. Design-and-Built Contract. Developed Dye [Απ' ευθείας Βάφον Χρώμα] Οργ. Χημ. Κατηγορία αζωχρωμάτων, τα οποία σχηματίζονται απ' ευθείας από τα συστατικά τους πάνω στην ίνα. Χρησιμοποιούνται για τη βαφή κελλουζικών ινών. Developer's Toolkit [Εργαλειοθήκη του προγραμματιστή] Πλημ. Μενού που περιέχεται στο περιβάλλον γλωσσών προγραμματισμού ενός λειτουργικού συστήματος και αποτελείται από ομάδες χρήσιμων προγραμμάτων - εργαλείων που διευκολύνουν και επισπεύδουν την συγγραφή κώδικα στην εκάστοτε γλώσσα προγραμματισμού. Development [Ανάπτυξη] Αναλ. Χημ. Ένα από τα στάδια που ακολουθούνται στο διαχωρισμό μίγματος χημικών ουσιών, με χρωματογραφία σε χαρτί ή λεπτής στοιβάδας. Περιλαμβάνει έκλουση του διηθητικού χαρτιού ή της πλάκας αντίστοιχα, με τον κατάλληλο διαλύτη και στη συνέχεια ξήρανση για την απομάκρυνσή του. Ακολούθως γίνεται εμφάνιση του χρωματογραφήματος με διάφορες φυσικές ή χημικές τεχνικές. Development System [Σύστημα ανάπτυξης] Πλημ. Το σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει το απαραίτητο λογισμικό και τις υπολογιστικές συσκευές, για την δημιουργία ενός υπολογιστικού προγράμματος. Development Tool [Εργαλείο ανάπτυξης] Πληρ. Το λογισμικό ή οι συσκευές, οι οποίες είναι απαραίτητες για την δημιουργία και σχεδιασμό ενός υπολογιστικού συστήματος ή προγράμματος. Με άλλο λόγια είναι τα απαραίτητα μέσα για το σκοπό αυτό. Deviation 1 [Απόκλιση] Μηχ. Σε ένα σύστημα ρύθμισης, ορίζει τη διαφορά της μετρούμενης τιμής από το σημείο αναφοράς που έχει καθορισθεί. Deviation [Απόκλιση] Στατ. Η διαφορά των τιμών μιας παρατήρησης ενός δείγματος ή μιας μεταβλητής από μια συγκεκριμένη τιμή (ένα μέτρο θέσης) που συνήθως είναι η μέση τιμή τους ή η μαθηματική ελπίδα αντίστοιχα. Χρησιμοποιείται για την έκφραση διαφόρων μέτρο)ν διασποράς, όπως η διακύμανση, κλπ. Deviation Absorption [Απόρριψη εκτροπής] Επικοιν. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται στην πολυπλεξία (πχ Deviation Absorption Buffer). Device [Συσκευή] Πληρ. Όρος, ο οποίος μπορεί να αναφέρεται σε μία περιφερειακή ή λειτουργική μονάδα του υπολογιστικού συστήματος, στο ίδιο το υπολογιστικό σύστημα, ή στο τμήμα ενός κυκλώματος. Device Address [Διεύθυνση συσκευής] Πλημ. Ο συνδυασμός δυαδικών ψηφίων, ο οποίος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης μιας συσκευής. Device Control Character [Χαρακτήρας ελέγχου συσκευής] Πληρ. Ο αριθμός ή αλφαβητικός χαρακτήρας, ο οποίος χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση μιας συσκευής ώστε να εκτελέσει μια απαιτούμενη λειτουργί-

α, προσφέροντας έτσι την δυνατότητα ελέγχου της συσκευής. Device Driver [Οδηγός συσκευής] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τον χειρισμό και τον έλεγχο της λειτουργίας εισόδου/ εξόδου μιας περιφερειακής συσκευής Device Independence [ Ανεξαρτησία Συσκευής] ffljjp. II ιδιότητα (δυνατότητα) ενός προγράμματος ώστε να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε συσκευή κατά τη διαδικασία της εκτέλεσής του, εκτός των συσκευών που ορίζονται από τον ίδιο τον προγραμματιστή. Device Number [Αριθμός συσκευήςΙ Πλ.ηρ. Ο αριθμός, ο οποίος αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη περιφερειακή ηλεκτρονική συσκευή του υπολογιστικού συστήματος. Devil's Curve [Καμπύλη του διαβόλου] Μαθημ. Καμπύλη η οποία αποτελεί το γεωμετρικό τόπο των σημείων που ικανοποιούν την εξίσωση (ε): y2(y2-a2)=x2 (x2-b2). Οι αριθμοί a και b είναι σταθερές ενώ τα x και y οι μεταβλητές που ορίζονται για το καρτεσιανό σύστημα αξόνων στο επίπεδο. Dcvolatilize [Αφαίρεση πτητικών ενώσεων] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει τη χημική διεργασία που ακολουθείται για την απομάκρυνση των πτητικών ενώσεων από ένα μίγμα. Χρησιμοποιείται στον καθαρισμό του νερού ή στην κατεργασία κλασμάτων πετρελαίου. Devonian [Δεβόνειο] Γεωλ. Η τέταρτη γεωλογική περίοδος του Παλαιοζωικού αιώνα, η οποία εκτείνεται μετά της Σιλούριας περιόδου (περίπου 395εκατομ. χρόνια πριν) και πριν της Αιθανθρακοφόρου (περίπου 345εκατομ. Χρόνια πριν). Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η εμφάνιση των πρώτων χερσαίων φυτών, μυκήτων, εντόμων και ιχθύων αμφίβιας αναπνοής. Το όνομα της το οφείλει στην επαρχία Devonshire της Αγγλίας όπου μελετήθηκε για πρώτη φορά ο στρωματότυπός της. De Vries Effect [Φαινόμενο του De Vries] Γεωχημ. Περιοδική μεταβολή (περίπου κάθε 100 χρόνια) στη συγκέντρωση του ισοτόπου 14C στην ατμόσφαιρα, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη χρονολόγηση αντικειμένων με την τεχνική του 1 C. Dew Point [Σημείο Δρόσου] Φυσ. Χημ. Ορίζεται από τις συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης που βρίσκεται ένα αέριο, όταν η πρώτη σταγόνα είναι έτοιμη να συμπυκνωθεί, δηλαδή όταν είναι κορεσμένο. Dew Point Boundary [Όριο Σημείων Δρόσου] Φυσ. Χημ. Dew Point Curve Dew Point Composition [Σύσταση Σημείου Δρόσου] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στις συγκεντρώσεις υγρής και αέριας φάσης ενός μίγματος σε κατάσταση κορεσμού. Dew Point Curve [Καμπύλη Σημείων Δρόσου | Φυσ. Χημ. Σε ένα διάγραμμα πίεσης - θερμοκρασίας για αέριο μίγμα γνωστής σύστασης, είναι η καμπύλη που σχηματίζεται από τα σημεία δρόσου και αντιστοιχεί στο 100% κορεσμένου ατμού. Αποτελεί όριο ανάμεσα στη μονοφασική και διφασική περιοχή. Dew Point Depression [Μείωση του Σημείου Δρόσουΐ Φυσ. Χημ. Είναι το αποτέλεσμα μείωσης του ποσοστού της υγρής φάσης, σε ένα διφασικό μίγμα αερίου - υγρού. Dew Point Pressure [ΓΙίεση Σημείου Δρόσου] Φυσ. Χημ. Ορίζει τη συγκεκριμένη τιμή της πίεσης ενός αερίου μίγματος που βρίσκεται σε συνθήκες κορεσμού. Dewar Calorimeter [Θερμιδόμετρο με δοχείο Dewar] Φυσ. Χημ. Χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του

- 437 θερμοτονισμού αντιδράσεων. Στο δοχείο της αντίδρασης τοποθετείται ορισμένη ποσότητα νερού, η οποία βρίσκεται μέσα σε δοχείο Dewar για την αποφυγή της απώλειας θερμότητας με ακτινοβολία. Κατά τη διάρκεια της αντίδρασης, παρατηρείται η μεταβολή της Οερμοκρασίας του νερού. Dewar Flask [Δοχείο Dewar] Χημ. Ειδικό διπλότοιχο δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση πολύ θερμών ή πολύ ψυχρών υγρών, κυρίως υγρού αζώτου. Τα τοιχώματα αποτελούνται από δυο λεπτά γυάλινα στρώματα που διαχωρίζονται από έναν εκκενωμένο χώρο, ώστε να μειώνεται η συναγωγή ή η επαγωγή. Η εσωτερική επιφάνεια του γυαλιού είναι επαργυρωμένη. ώστε να μειώνεται η ακτινοβολία. De watering 1 [Αποξήρανση] Υδρολ. Διαδικασία απομάκρυνσης του νερού από συγκεκριμένο χώρο μέσα) άντλησης. Η διαδικασία είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις για τη δημιουργία στεγνής επιφάνειας για εκτέλεση εργασιών. Dewatering 2 [Αφαίρεση νερού] Μηχ. Περιγράφει τη διαδικασία απομάκρυνσης της υγρασίας ή του περιεχόμενου νερού από ένα στερεό υλικό. Περιλαμβάνει διεργασίες όπως διήθηση, καθίζηση, κροκίδωση, φυγοκέντρηση, κλπ. Dewaxed Oil [Αποκηρωμένο Έλαιο] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει ένα λιπαντικό, το οποίο έχει υποστεί κατεργασία απομάκρυνσης των περεχόμενων παραφινών. Dewaxing [Αποκήρωση] Χημ. Μηχ. Ειδική κατεργασία που υφίστανται τα ορυκτέλαια για την ελάττωση της περεκτικότητας σε στερεούς υδρογονάνθρακες. Περιλαμβάνει κρυστάλλωση και ψύξη των παραφινών σε ορισμένο διαλύτη ή καταλυτική υδρογονοδιάσπαση, οπότε οι παραφίνες διασπώνται σε χαμηλού σημείου ζέσεως συστατικά. Dezinfication [Αφαίρεση Ψευδαργύρου] Χημ. Η χημική διεργασία που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ψευδαργύρου από ένα υλικό. Diabatic [Διαβατικόςΐ Φυσ. Αναφέρεται στη μεταβολή ενός Οερμοδυναμικού συστήματος, κατά την οποία το σύστημα ανταλλάσσει ποσό θερμότητας με το περιβάλλον. Diacetate [Διοξικός] Opy. Χημ. Αναφέρεται σε χημικές ενώσεις, συνήθως άλατα, που περιέχουν δυο οξικές ρίζες (CH3COO-) στο μόριό τους. Diacetatic Acid [Διοξικό Οξύ] Opy. Χημ. Πρόκειται για το ακετοξικό οξύ. —» Acetoacetic Acid Diacetin [Διακετίνη] Opy. Χημ. Είναι η 1,3-διοξικήγλυκερόλη, με χημικό τύπο HOCH(CH2OOCCH3)2, μοριακό βάρος 176,17, σημείο ζέσεως 280 °C και σημείο τήξεως 40 "C. Είναι διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη και χρησιμοποείται ως διαλύτης στη χημική σύνθεση. Diacetone Alcohol [Διακετονο-αλκοόλη] Opy. Χημ. Είναι η 4-μεθυλο-2-πεντανον-4-όλη, με χημικό τύπο (CH3)2C(OH)CH2COCH3, μοριακό βάρος 116,16, σημείο ζέσεως 164°C και σημείο τήξεως -44°C. Είναι διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλνη. Χρησιμοποιείται σε υδραυλικά ρευστά, μελάνες εκτυπώσεως και ως διαλύτης εποξυρητινών. Diacetyl [Διακετύλιο] Opy. Χημ. Είναι η διμεθυλογλυκόλη ή βουτανο-2,3-διόνη, με χημικό τύπο C H 3 C O C O C H 3 , μοριακό βάρος 86,09, σημείο ζέσεως 88 °C και σημείο τήξεως -2,4 °C. Πρόκειται για την απλούστερη δικετόνη, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό συστατικό του βουτύρου.

Diagram 1

Diacetylurea ΙΔιακετυλουρία] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (CH3CONH)2CO. Είναι κρυσταλλακή ένωση, με μοριακό βάρος 144,13, σημείο ζέσεως 179-180 °C και σημείο τήξεως 154-155°C. Diacid [Διοξύ] Χημ. Χαρακτηρίζεται κάθε χημική ένωση που περιέχει δύο χαρακτηριστικές ομάδες οξέος, όπως είναι τα δικαρβοξυλικά οξέα, ή γενικότερα δύο όξινα άτομα υδρογόνου. Diagenesis [Διαγένεση] Γεωλ. Κάθε φυσική ή χημική αναδιοργάνωση που συμβαίνει σε ιζήματα κατά την απόθεση τους, εκτός από τη μεταμόρφωση και την αποσάθρωση και πριν την στερεοποίησή τους. Diagnosis [Διάγνωση] Πληρ. Η διαδικασία εντοπισμού, προσδιορισμού και ανάλυσης των σφαλμάτων, τα οποία παρουσιάζονται κατά τη λειτουργία ενός υπολογιστικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και για ελαττωματικά τμήματα του μηχανικού εξοπλισμού ενός υπολογιστή, Diagnostic [Διαγνωστικός! Πληρ. Αναφέρεται σε διαδικασίες εντοπισμού, περιγραφής και ανάλυσης των σφαλμάτων, τα οποία παρουσιάζονται κατά την λειτουργία ενός υπολογιστικού προγράμματος ή μια συσκευής. Diagnostic Message [Διαγνωστικό μήνυμα] Πληρ. Το μήνυμα, το οποίο εμφανίζεται με αυτόματο τρόπο κατά τη διαδικασία μιας λειτουργίας επεξεργασίας προγράμματος ενός υπολογιστή, μόλις συναντήσει ένα σφάλμα και περιέχει το είδος και τη θέση του σφάλματος, όπως π.χ. συμβαίνει κατά τη διαδικασία της μετάφράσης ενός προγράμματος. Diagnostic Routine [Διαγνωστική ρουτίνα] Πληρ. Υποπρόγραμμα το οποίο τοποθετείται σε ένα κυρίως πρόγραμμα του υπολογιστικού συστήματος με σκοπό να εντοπίζει και να περιγράφει τα σφάλματα του προγράμματος ή τις βλάβες του συστήματος. Είναι γνωστή και ως διαγνωστικός έλεγχος. Diagonal Brace [Διαγώνιος] Πολ. Μηχ. Σε δικτυώματα κεκλιμένο μεταλλικό στοιχείο που συνδέει μεταξύ τους το άνω και το κάτω πέλμα του δικτυώματος, Diagonal Matrix [Διαγώνιος πίνακας] Μαθημ. Ο τετραγωνικός πίνακας, του οποίου τα στοιχεία που δεν ανήκουν στην κύρια διαγώνιο του είναι όλα μηδέν, Diagonal Pitch [Διαγώνια απόσταση! Πολ. Μηχ. Σε ένα κόμβο δικτυώματος όπου οι συνδέσεις γίνονται με πιρτσίνια σε έκκεντρη διάταξη, η διαγώνια απόσταση μεταξύ ενός πιρτσινιού σε μία σειρά και του πλησιέστερου πιρτσινιού στην επόμενη σειρά, Diagonal Tension [Διαγώνιος εφελκυσμός] Πολ. Μηχ. Σε μια δοκό οπλισμένου σκυροδέματος, η διαγώνια εφελ^κυστική τάση που είναι η συνισταμένη της οριζόντιας θλίψης και της διατμητικής τάσης, Diagonalize [Διαγωνιοποιώ] Μαθημ. Μετατρέπω έναν τετραγωνικό νχν πίνακα, έστω Α, σε διαγώνιο πίνακα νχν, έστω Α, με το να πολλαπλασιάζω από δεξιά με έναν πίνακα νχν, έστω τον Ρ, και από αριστερά με τον αντίστροφο του Ρ, τον Ρ"1, ως εξής: Ρ" 1 *Α*Ρ=Λ. Ο όρος διαγωνιοποιώ μπορεί να αναφέρεται και σε ενδομορφισμό f ενός διανυσματικού χώρου V επί του αντιμεταθετικού σώματος Κ πεπερασμένης διάστασης, όπου ο πίνακας του f ως προς κάποια βάση είναι διαγώνιος. Diagram 1 [Διάγραμμα] Πληρ. Η γραφική αναπαράστάση μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος ή του τρόπου σύνδεσης των συσκευών του. Συνήθως, ο όρος αναφέρεται στην γραφική αναπαράσταση

Diagram 2

I

- 438 -

μιας ακολουθίας υπορουτινών βάση της σειράς εκτέλεσης τους. Π.χ. το διάγραμμα ροής. Diagram 2 [Διάγραμμα] Τεχνολ. 1. Σχηματική αποτύπωση ενός στοιχείου σε σχέδιο υπό κλίμακα. 2. Γραφική παράσταση δύο αξόνων που αντιπροσωπεύουν δύο μεγέθη όπου αποτυπώνεται η σχέση μεταξύ τους όταν μεταβάλλονται. Diagrid Floor [Διαδοκιόοτή πλάκα] Πολ. Μηχ. Σε περιπτώσεις μιας πλάκας με μεγάλα ανοίγματα και στις δύο κατευθύνσεις, ο σχεδιασμός του φορέα με δοκίδες και προς τις δύο κατευθύνσεις. Οι δοκίδες τέμνονται μεταξύ τους δημιουργώντας οπτικά μια σχάρα. Το πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι ο φορέας έχει μικρότερο ίδιο βάρος από ότι αν η πλάκα ήταν συμπαγής. Dial [Επιλογή] Επικοιν. Η συνηθισμένη μορφή τηλεφωνικής σύνδεσης (στο κοινό τηλεφωνικό δίκτυο) απαιτεί επιλογή του καλούμενου αριθμού από ειδικό καντράν (αφού κάθε αριθμός αντιστοιχεί σε ορισμένα σήματα). Κατ' επέκταση επιλογή ισοδυναμεί (αγγλικά) με κλήση. Dial Exchange [Ανταλλαγή επιλογής (κλήσης)] Επικοιν. Ανταλλαγή σηματοδότησης δηλαδή κατ' επέκταση επικοινωνία. Dial Gage [Μικρόμετρο] Τεχνολ Όργανο υψηλής ευαισθησίας το οποίο χρησιμεύει στις μετρήσεις μετακινήσεων μεγέθους μικρότερου του ενός χιλιοστού» Χρησιμοποιείται για την καταγραφή του βέλους κάμψεις σε φορείς που είναι σχεδιασμένοι να υποστούν μικρή υποχώρηση όταν δεχτούν τα φορτία λειτουργίας. Dial Telephone [Τηλέφωνο επιλογής (κλήσης)] Επικοιν. Τηλέφωνο όπου η επικοινωνία απαιτεί επιλογή αριθμού (αντίθετα από αυτά που είναι μόνο πάνω σε μια γραμμή). Dial Tone [Τόνος επιλογής (κλήσης)] Επικοιν. Κάθε πλήκτρο του τηλεφώνου αντιστοιχεί σε ένα ορισμένο σήμα ώστε να ειδοποιείται ο μοναδικός πάντα αριθμός κλήσης. Dial Up [Επιλογή παλμού (κλήσης)] Επικοιν. Κλήση με επιλογή (ο όρος εδώ είναι πιο απόλυτος και περιλαμβάνει και την αυτόματη επιλογή σημάτων). Dial Up Line [Γραμμή επιλογής κλήσης] Επικοιν. II γραμμή που ενεργοποιείται για κάθε κλήση. Dial Up Modem [Επιλογικό modem] Επικοιν. Modem που συνδέεται σε επιλογικό τηλεφωνικό δίκτυο. Dial Up Telephone Network [Τηλεφωνικό δίκτυο επιλογής κλήσης] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο (PSTN) επειδή η επικοινωνία γίνεται μέσα από κλήσεις που στηρίζονται στο Dial Up. Dialdehyde [Διαλδεΰδη] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε μια οργανική ένωση που περιέχει δυο αλδεϋδικές ομάδες (CHO) στο μόριό της. Dialkenes [Διαλκένια] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζει τους υδρογονάνθρακες που περιέχουν δύο διπλούς δεσμούς. -> Diene Dialkyl [Διολκύλιο] Ομγ. Χημ. Είναι μια οργανική ένωση που αποτελείται από δύο αλκυλικές ρίζες. Dialkylamine [Διαλκυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Δηλώνει τις οργανικές ενώσεις, στις οποίες περιέχεται μια αμινοομάδα συνδεδεμένη με δύο αλκύλια. Dialog [Διάλογος] Πλημ. Μέθοδος λειτουργίας προγραμμάτων ενός υπολογιστή, η οποία περιλαμβάνει την υποβολή ερωτήσεων, μέσω της οθόνης στο χρήστη και επακόλουθη εκτέλεση ανάλογα με τις απαντήσεις και επιλογές που αυτός πληκτρολογεί.

Dialog Box [Κουτί διαλόγου] Πλημ. Δισδιάστατο εικονίδιο, σε σχήμα κουτιού, που περιέχει την επιλογή εντολών ενός προγράμματος με την μορφή γραπτών ερωτήσεων για τον χρήστη ενός υπολογιστή, και χώρο για να πληκτρολογήσει αυτός τις επιλογές και πληροφορίες του, σύμφωνα με τις οποίες θα συνεχιστεί η εκτέλεση του προγράμματος. Dialysis [Διάλυση] Φυσ. Χημ. Είναι η διεργασία μεταφοράς διαλυμένης ουσίας από ένα διάλυμα υψηλής συγκέντρωσης σε ένα αραιότερο διάλυμα, όταν αυτά χωρίζονται από μια μεμβράνη. Dialyzate [Διαλυόμενο Υλικό] Χημ. Χαρακτηρίζει το διάλυμα που τροφοδοτείται σε μια μεμβράνη, προκειμένου να διαχωρισθεί η διαλυμένη ουσία από το διαλότη, με διάλυση. Diamagnetic [Διαμαγνητικό Υλικό] Ηλχκτρομαγν. Υλικό με την ιδιότητα να απωθείται από ένα μαγνητικό πεδίο. Diamagnetic Faraday Effect [Φαινόμενο Faraday λόγω Διαμαγνητισμού] Οπτικ. Στροφή του πεδίου πόλωσης του φωτός από μια ουσία παρουσία εξωτερικού μαγνητικού πεδίου που οφείλεται στις διαμαγνητικές ιδιότητες της ουσίας. Diamagnetic Resonance [Διαμαγνητικός Συντονισμός] Πυρ. Φυσ. Cyclotron Resonance Diamagnetic Susceptibility [Διαμαγνητική Επιδεκτικότητα] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για τη μαγνητική επιδεκτικότητα διαμαγνητικοον υλικών, η οποία είναι πάντοτε αρνητική και μικρότερη της μονάδας. Diamagnetism [Διαμαγνητισμός] Ηλεκτμομαγν. Ιδιότητα ουσιών, όπως τα ευγενή αέρια, ο χαλκός, το αλουμίνιο κ.λ.π., να παράγουν μικρό και αντίθετο από το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο μέσα στο οποίο βρίσκονται. Τα διαμαγνητικά υλικά απωθούνται από το μαγνητικό πεδίο και έχουν μαγνητική διαπερατότητα μικρότερη της μονάδας. Diameter [Διάμετρος] Μαθημ 1. Διάμετρος ενός συνόλου: το ελάχιστο άνω φράγμα (supremum) των αποστάσεων δυο σημείων x, y ενός συνόλου, έστω Α. Συμβολίζεται diam(A) και είναι diam(A)= sup(d(x, y), όπου χ, ye Α). 2. Διάμετρος κύκλου: το ευθύγραμμο τμήμα, το οποίο διέρχεται από το κέντρο του κύκλου και τα άκρα του ανήκουν στην περιφέρεια του κύκλου. 'Εξ ορισμού, είναι διπλάσιο της ακτίνας του κύκλου. 3. Διάμετρος σφαίρας: το ευθύγραμμο τμήμα, το οποίο διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας και τα άκρα του ανήκουν στην επιφάνεια της σφαίρας. 'Εξ ορισμού, είναι διπλάσιο της ακτίνας της σφαίρας. 4. Διάμετρος έλλειψης: το μήκος κάθε χορδής της έλλειψης που διέρχεται από το κέντρο της και τα άκρα της ανήκουν στην περιφέρειά της. Diameter Tape [Διαμετρική ταινία] Τεχνολ. Ειδικά κατασκευασμένη και διαβαθμισμένη ταινία που χρησιμοποιείται για τον άμεσο υπολογισμό της διαμέτρου δέντρων με απλή περιέλιξη της οριζόντια γύρω από τον κορμό τους. Diametral Curve [Διαμετρική καμπύλη] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη και ένα σύνολο Χ ευθυγράμμων τμημάτων, παράλληλων μεταξύ τους, των οποίων τα άκρα βρίσκονται επάνω στην καμπύλη. Για κάθε ευθύγραμμο τμήμα βρίσκεται το μέσο σημείο του και ορίζεται η διαμετρική καμπύλη τέτοια ώστε να είναι η γραμμή που περιέχει όλα τα μέσα σημεία του συνόλου Χ. Diametral Plane [Διαμετρικό επίπεδο] Μαθημ. Κάθε επίπεδο το οποίο ορίζεται για μια τυχαία επιφάνεια

-439 δεύτεροι) βαθμού έτσι ώστε να περιέχει μια διάμετρο της επιφάνειας. Στις επιφάνειες που κατασκευάζονται με κέντρο, ύπως η σφαίρα, το διαμετρικό επίπεδο διέρχεται από το κέντρο της επιφάνειας. Diamide [Διαμίδιο] Οργ. Χημ. Είναι η οργανική ένα)ση που περιέχει στο μόριό της δυο αμιδο-ομάδες (CONH2). Diamidine [Διαμιδίνη] Οργ. Χημ. Είναι η οργανική ένωση που περιέχει στο μόριό της δυο αμιδινικές ομάδες ( - Ο Ν ΗΝ Η2). Diamine (Διαμίνη] Οργ. Χημ. Είναι η οργανική ένωση που περιέχει στο μόριό της δυο αμινο-ομάδες (-ΝΗ2). Diamino [Διαμινο-1 Οργ. Χημ. Πρώτο συνθετικό που χρησιμοποιείται στην ονομασία διαμινών. Diaminobenzoic Acid [Διαμινοβενζοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για οργανική ένωση, με χημικό τύπο (H2N)2C6H3COOH και μοριακό βάρος 152,15. Υπάρχουν τα ισομερή 2,3- (Σ.Τ. 190°C), 2,4- (Σ.Τ. >200 °C), 3,4- (Σ.Τ. 215 °C) και 3,5- (Σ.Τ. 240°C). Χρησιμοποιούνται στην οργανική χημική ανάλυση. Diaminoethanetetraacctic Acid [Διαμινο-αιθυλενοτετραοξικό Οξύ] Χημ. Είναι γνα)στό με τα αρχικά EDTA. Πρόκειται για το τετραβασικό οξύ (HOOCCH2)2NCH2CH2N(CH2COOH)2. Αντιδρά με μέταλλα και σχηματίζει σύμπλοκες υδατοδιαλυτές ενώσεις. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία, ως δείκτης. 1,6-Diaminohcxane [1,6-Εξαμεθυλενοδιαμίνη] Οργ. Χημ. Είναι άχρωμη, στερεή ένωση, με χημικό τύπο H2N(CH2)6NH2, σημείο ζέσεως 204 °C και σημείο τήξεως 41 °C. Παρασκευάζεται με οξείδωση κυκλοεξανίου σε εξανοδιοϊκό οξύ και αντίδραση με αμμωνία. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή του Nylon-6,6. Diamond [Αδάμαντας] Χημ. Αποτελεί μια από τις αλλοτροπικές μορφές του άνθρακα, με τυπικό κυβικό πλέγμα. Είναι κρυσταλλικό, πολύ σκληρό και ψαθυρό υλικό, χημικά αδρανές, με πυκνότητα 3,515 g/cnr και σημείο τήξεως 3750 °C. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ως λειαντικό και κοπτικό μέσο. Diamond Saw [Διαμαντοτρύπανο] Τεχνολ. Ειδικό τρυπάνι κοπής το οποίο έχει μορφή κυκλική και είναι κατάλληλο για πολύ σκληρά υλικά, π.χ. μαρμάρα, με προσαρτημένες ακμές από φυσικά ή τεχνητά διαμάντια. Diamond Structure [Δομή Αδάμανταΐ Κρυσταλλ. Είναι η χαρακτηριστική δομή του αδάμαντα, που αποτελεί ένα κυβικό εδροκεντρωμένο πλέγμα (FCC). Κάθε άτομο άνθρακα βρίσκεται τετραεδρικώς ενωμένο με τέσσερα άλλα άτομα, με ομοιοπολικούς δεσμούς. Diaphragm 1 [Διάφραγμα] Πολ. Μηχ. Το έλασμα που συνδέει δύο παράλληλα μεταλλικά στοιχεία. Με αυτή τη διάταξη δημιουργείται μια διατομή υψηλής ακαμψία ς

·

2

Diaphragm [Διάφραγμα] Οπτικ. 1. Τμήμα φωτογραφικής μηχανής, ο φωτοφράκτης, απαραίτητο για τη λειτουργία της καθώς ρυθμίζει την ποσότητα του φωτός που πρέπει να φτάσει στο φιλμ. 2. Όργανο χρήσιμο στη φασματοσκοπία. Diaphragm 3 [Διάφραγμα] Πολ.Μηχ. Είναι ένα τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε μια κατασκευαστική διάταξη ώστε να τη χωρίζει σε δύο μέρη. Diaphragm [Διάφραγμα] Υδρολ. Τοποθετείται ειδικό διάφραγμα ώστε να επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ποσότητας υγρού σε σωλήνα, ποσότητα που είναι και μετρήσιμη. Diaphragm [Διάφραγμα] Ακουστ. 1. Μέρος ενός μι-

Diazo Dye

κροφώνου που ρυθμίζει την ένταση των ήχων καθ(ός περνούν ανάμεσά του τα ηχητικά κύματα. 2. Στοιχείο επίσης ενός μεγαφώνου που βοηθά την παραγωγή και διαφοροποίηση των ηχητικών κυμάτων. Diaphragm Cell [Κελί Διαφράγματοςΐ Χημ. Μηχ. Είδος ηλεκτρολυτικού κελιού, όπου η ηλεκτρική επαφή μεταξύ των διαλυμάτων επιτυγχάνεται με ένα πορώδες διάφραγμα, το οποίο πρακτικά παρεμποδίζει την ανάμιξή τους. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή χλωρίου και καυστικού νατρίου, από την ηλεκτρόλυση άλμης. Diaphragm Compressor |Συμπιεστής Διαφράγματος) Μηχ. Τύπος συμπιεστή παλινδρομικής κίνησης, η λειτουργία του οποίου βασίζεται στο υπάρχον ελαστικό διάφραγμα. Χρησιμοποιείται για την άντληση αερίων που περιέχουν στερεά σωματίδια. Diaphragm Pump [Αντλία Διαφράγματος] Μηχ. Τύπος παλινδρομικής αντλίας, που περιέχει ελαστικό διάφραγμα, ανάλ,ογα με την κίνηση του οποίου ανοίγουν ή κλείνουν εναλλάξ οι βαλβίδες αναρρόφησης ή κατάθλιψης. Χρησιμοποιούνται για την άντληση υγρών αιωρημάτων. Diaphragm Valve [Βαλβίδα Διαφράγματος] Μηχ. Αποτελεί είδος ρυθμιστικής βαλβίδας, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στην κίνηση ενός ελαστικού διαφράγματος. Χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση ροής διαβρωτικών υγρών και αιωρημάτων, σε χαμηλές πιέσεις. Diaphragm Wall [Διαφραγματικός τοίχος] Πολ. Μηχ. Τοίχος που κατασκευάζεται μέσα στο έδαφος, παραμένει θαμμένος και χρησιμεύει στην ενίσχυση του υπεδάφους. Χρησιμοποιείται σε ασταθή υπεδάφη για να τα στερεοποιήσει και είναι κατασκευασμένος από οπλισμένο σκυρόδεμα που τοποθετείται με ειδικές μεθόδους. Για να είναι αποτελεσματική η λειτουργία του πρέπει το βάθος του να είναι μεγαλύτερο από το πάχος της ασταθούς στρώσης του υπεδάφους και να εισχωρήσει στο συμπαγή σχηματισμό κάτω από το ασταθές έδαφος τουλάχιστον μισό μέτρο μήκους. Τα βάθη των διαφραγματικών τοίχων είναι μεταβλητά ανάλογα με την περίπτωση και μπορεί να φθάσουν μέχρι 25-30 μέτρα. Diastereoisomers [Διαστερεοϊσομερή] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζονται οι ενώσεις που περιέχουν δύο ή περισσότερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα και δεν είναι μεταξύ τους οπτικοί αντίποδες. Διαφέρουν στις φυσικές ιδιότητες αλλά και στη διεξαγωγή χημικών αντιδράσεων. Diathermous Envelope [Διαθερμικό Τοίχωμα] Φυσ. Η περιοχή τανν ορίων ενός θερμοδυναμικού συστήματος, π.χ. αερίου ή ρευστού, μέσα από την οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ανταλλαγή θερμότητας του συστήματος με το περιβάλλον του, μέχρι να αποκτήσουν κοινή θερμοκρασία. Diatomic [Διατομικός] Χημ. Δηλνώνεΐ ένα μόριο ή ένα σύστημα που αποτελείται από δύο άτομα. Diazine [Διαζίνη] Οργ. Χημ. Είναι εξαμελή ετεροκυκλικά συστήματα, που περιέχουν δύο άτομα αζώτου. Απαντούν σε τρεις ισομερείς μορφές, την πυριδαζίνη (1,2-), την πυριμιδίνη (1,3-) και την πυραζίνη (1,4-). Diazo Compounds [Διαζωενώσεις] Οργ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι RN=NR\ Παράγονται με επίδραση περίσσειας νιτρώδους οξέος σε αραψατικές αμίνες, σε θερμοκρασία χαμηλότερη από 10°C. Αποτελούν ενδιάμεσες ενώσεις στη σύνθεση χρωμάτων. Diazo Dye [Αζώχρωμα] Οργ. Χημ. Αποτελεί μια σημαντική κατηγορία των συνθετικών χρωμάτων, τα οποία

Diazo G r o u p

-440-

παράγονται με αντίδραση σύζευξης διαζωνιακών αλάτων με ενεργοποιημένο δακτύλιο. Diazo Group [Διαζωομάδα] Ομγ. Χημ. Ορίζεται η χαρακτηριστική ομάδα =Ν2. Diazo Process [Διαζώτωσηΐ Opy. Χημ. Αναφέρεται στη διαδικασία σχηματισμού διαζωνιακών αλάτων. —> Diazotization Diazoalkane [Διαζω-αλκάνιοί Ομγ. Χημ. Είναι παράγωγο του αλκανίου και περιέχει ως υποκαταστάτη τη διαζωομάδα (=Ν2). Diazoamino Compounds [Διαζωαμινοενώσεις] Ομγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι RN=NNHR\ Είναι κίτρινες κρυσταλλικές ενώσεις που παράγονται με αντίδραση πρωτοταγούς ή δευτεροταγούς αμίνης με διαζωνιακό άλας. Οι περισσότερες μετατρέπονται εύκολα σε ισομερείς αμινοαζω-ενώσεις. Diazoaminobenzenc [Διαζωαμινοβενζόλιο] Ομγ. Χημ. Είναι η 1,3-διφαινυλο-τριαζίνη, με χημικό τύπο C6H5N=N-NH-C6H5 και μοριακό βάρος 197,24. Πρόκειται για κίτρινη, κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 98 °C, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Diazole [Διαζόλιο] Οργ. Χημ. Πενταμελής ετεροκυκλικός δακτύλιος, με δύο άτομα αζώτου. Απαντά σε δυο ισομερείς μορφές, το ιμιδαζόλιο (1,3-) και το πυραζόλιο (1,2-). Diazomethane [Διαζωμεθάνιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για την αλειφατική διαζωένωση, CH2N2, με μοριακό βάρος 42,04, σημείο ζέσεως 0 °C και σημείο τήξεως 145 °C. Είναι άοσμο, κίτρινο, δηλητηριώδες αέριο, διαλυτό στον αιθέρα. Χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις μεθυλίωσης. Diazonium Salts |Διαζωνιακά Αλατα| Ομγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι (Ar-N=N)C1. Παράγονται με επίδραση νιτρώδους οξέος σε πρωτοταγείς αρωματικές αμίνες και είναι σταθερά μόνο σε ψυχρό διάλυμα. Με αντιδράσεις συζεύξεως, παράγουν αζωχρώματα. Diazotization [Διαζώτωση] Ομγ. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση μιας αρωματικής αμίνης με νιτρώδες οξύ, σε θερμοκρασία μικρότερη από 10°C. Προϊόν της αντίδρασης είναι το διαζωνιακό άλας. Dibasic Acid [Διβασικό Οξύ] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ένωση που περιέχει δύο όξινα άτομα υδρογόνου. Ονομάζεται και διοξύ. Dibenzyl [Διβενζύλιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το 1,2διφαινυλο-αιθάνιο, με χημικό τύπο C6H5-CH2CH2C6H5, μοριακό βάρος 182,27, σημείο ζέσεως 285 °C και σημείο τήξεως 52,2 °C. Dibenzyl Disulfide [Διβενζυλο-δισουλφίδιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C6H5CH2SSCH2C6H5. 'Εχει μοριακό βάρος 246,39, σημείο τήξεως 71-72°C και είναι διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως αντιοξειδωτικό πρόσθετο. Dibenzyl Group [Διβενζυλο-ομάδα] Ομγ. Χημ. Αποτελείται από δυο βενζολικούς δακτυλίους ενωμένους μεταξύ τους με αλυσίδα δύο ατόμων άνθρακα. Dibit [Δυάδα] Πλημ. Το ζεύγος δυαδικών ψηφίων, το οποίο δίνει τέσσερις τιμές: 00, 01, 10,11. Diborane [Διβοράνιο] Ανόμγ. Χημ. Είναι αέρια ένωση, με χημικό τύπος Β2Η6, σημείο ζέσεως -92,6 "C και σημείο τήξεως -165,5 °C. Πρόκειται για το απλούστερο βοράνιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή όλης της σειράς βορανίων και ανθρακοβορανίων. Dibromide [Διβρωμίδιο] Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική ένωση που περιέχει δύο άτομα βρώμιου στο μόριό

της. Dibromo [Διβρωμο-] Χημ. Στη χημική ονοματολογία, αποτελεί το πρόθεμα που χρησιμοποιείται για τα διβρωμίδια. Dibromodifluoromethane [Διβρωμο-διφθορομεθάνιο] Οργ. Χημ. Αλογονωμένο παράγωγο του μεθανίου με χημικό τύπο Br 2 CF 2 , μοριακό βάρος 209,82 και σημείο ζέσεως 24,5 °C. Είναι διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και ως συστατικό πυροσβεστήρων. 1,2-Dibromoethane [1,2-Διβρωμοαιθάνιο] Ομγ. Χημ. Είναι υγρή, άχρωμη ένωση, με χημικό τύπο BrCH2CH2Br, σημείο ζέσεως 131,36 °C και σημείο τήξεως 9,79 °C. Παρασκευάζεται με προσθήκη βρώμιου σε αιθυλένιο. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο για την απομάκρυνση μολύβδου από κλάσματα πετρελαίου. Dibromomethane [Διβρωμομεθάνιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το διβρωμίδιο, CH2Br2. Έχει μοριακό βάρος 173,83, σημείο ζέσεως 97 °C και σημείο τήξεως -52,5 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη και ακετόνη. Dibutyl [Διβουτυλο-| Ομγ. Χημ. Αποτελεί πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ονομασία μιας οργανικής ένωσης, όταν στο μόριό της περιέχονται δυο βουτυλικές ρίζες. Dibutyl Amine [Διβουτυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (C4H9)2NH και έχει μοριακό βάρος 129,25. Υπάρχουν τρεις ισομερείς μορφές, η η-βουτυλαμίνη, με σημείο ζέσεως 159°C, η iso- με 139-140°C και η sec- με 135°C. Χρησιμοποιούνται στη σύνθεση χρωμάτων. Dicalcium [Διασβέστιο] Χημ. Αναφέρεται στις χημικές ενώσεις που περιέχουν δυο άτομα ασβεστίου στο μόριό τους. tricarboxylic Acid [Δικαρβονικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι HOOC(CH2)vCOOH. Πρόκειται για ισχυρότερα οξέα από τα μονοκαρβονικά. Το μήκος της ανθρακικής αλυσίδας μεταξύ των δύο καρβοξυλικών ομάδων, καθορίζει τη θερμική συμπεριφορά του μορίου. Dication [Δικατιόν] Χημ. Ονομάζεται ένα θετικά φορτισμένο ιόν, με σθένος +2. Ο γενικός τύπος είναι Χ~+. Dichloride [Διχλωρίδιο] Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική ένωση, που περιέχει δύο άτομα χλωρίου στο μόριό της. Dichloroacetic Acid [Διχλωροξικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cl2CHCOOH. Είναι παράγωγο του οξικού οξέος, με μοριακό βάρος 128,94, σημείο ζέσεως 194 "C και σημείο τήξεως 13,5°C. Πρόκειται για ισχυρό οξύ, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Dichlorobenzene [Διχλωροβενζόλιο] Οργ. Χημ. Σχηματίζεται με απ' ευθείας αλογόνωση του βενζολικού δακτυλίου, παρουσία καταλύτη χλωριούχου αργιλίου. Ο χημικός τύπος είναι C l r C ^ και το μοριακό βάρος 147. Υπάρχουν τρεις ισομερείς μορφές, το ορθο- (Σ.Ζ. 180,5 °C), το μετα- (Σ.Ζ. 172 °C) και το παραδιχλωροβενζόλιο. Dichlorodifluoromcthane [Διχλωρο-διφθορομεθάνιο] Οργ. Χημ. Είναι γνωστό ως Freon-12. Ο χημικός τύπος είναι CC12F2 και το μοριακό βάρος 120,91. Είναι άχρωμο αέριο, με σημείο ζέσεως -29,8 °C και σημείο τήξεως -158 °C. Χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσο, ως προωθητικό αερολυμάτων και ψς συστατικό πυροσβεστήρων. Έχει το πλεονέκτημα ότι, δεν καίγεται και δεν προσβάλλει τα μέταλλα.

-441 Dichloroethylenes [Διχλωροαιθυλενια] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C2H2C12. Υπάρχουν δυο ισομερείς ενώσεις, η cis- με σημείο ζέσεως 48 °C και η trans- με σημείο ζέσεως 60 °C. Χρησιμοποιούνται στην παρασκευή βινυλοχλωριδίου. Dichlorohydrin [Διχλωροϋδρίνη] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH2C1-CH(0H)CH2C1. Παράγεται με επίδράση υποχλωριώδους οξέος σε αλλυλοχλωρίδιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή εποξυρητινών και γλυκερίνης. Dichloromcthane [Διχλωρομεθάνιο] Ομγ. Χημ. Είναι άχρωμο υγρό, με χημικό τύπο CH2C12, μοριακό βάρος 84.93, σημείο ζέσεως 40°C και σημείο τήξεως -95,1 °C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης στη χημική σύνθεση. Dichioropcntane [Διχλωροπεντάνιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CSHIOC12 και το μοριακό βάρος 141,04. Απαντά σε 6 ισομερή, ανάλογα με τη σχετική θέση των δύο ατόμων χλωρίου. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως εντομοκτόνο. 1,2-Diehloropropane [1,2-Διχλαοροπροπάνιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το δισάλογονωμένο αλκάνιο με χημικύ τύπο CH3CH(C1)CH2C1 και μοριακό βάρος 112,99. Το σημείο ζέσεως είναι 96,4 °C και το σημείο τήξεως -100,4°C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης για λίπη, έλαια, παραφίνες και ρητίνες. Dichlorotoluene ΙΔιχλαοροτολουόλιοΙ Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Cl2-C6H3CH3 και το μοριακό βάρος 161,03. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση που απαντά έξι ισομερείς μορφές, ανάλογα με τις σχετικές θέσεις των ατόμων χλωρίου και του μεθυλίου. Τα σημεία ζέσεως βρίσκονται μεταξύ 196-209 °C. Dichotomic Variable [Μεταβλητή Δύο Τιμών] Φυσ. Πρόκειται για μια μεταβλητή που μπορεί να πάρει δύο χαρακτηριστικές τιμές περιγράφοντας τον προσανατολισμύ της στροφορμής ενός ηλεκτρονίου ως προς μιας διεύθυνση του χώρου. Dichotomizing Search [Διχοτομημένη έρευνα] Πλημ. Η διαδικασία αναζήτησης και εύρεσης ενός στοιχείου δεδομένων βήμα προς βήμα ως εξής: ένα διατεταγμένο σύνολο στοιχείων διαιρείται σε δυο ίσα μέρη και ελέγχεται σε ποιο από τα δυο περιέχεται το ζητούμενο στοιχείο, ενώ το άλλο απορρίπτεται. Η διαδικασία συνεχίζεται στο νέο σύνολο μέχρι να εντοπιστεί το ζητούμενο στοιχείο. Dichroic Mirror [Διχρωικός Καθρέπτης] Οπτικ. Καθρέπτης επιλεκτικής ανάκλησης ορισμένων χρωμάτων από αυτόν, ανάλογα με το είδος του υλακού της επίστρωσής του. Dichroism [Διχρωισμός] Οπτικ. Ιδιότητα οπτικών μέσων να έχουν διαφορετικό δείκτη διάθλασης ή απορροφητικότητα σε δύο διαφορετικές διευθύνσεις τους. Έτσι για παράδειγμα, όταν πολωμένο φως προσπίπτει σε πλακίδιο διχρωικού υλακού, ανάλογα με τον προσανατολασμό του επιπέδου πόλωσης του, μπορεί να προκύψει κυκλικά, ελλειπτικά ή και γραμμικά πολωμένο φως. Dichromatc [Διχρωμικός] Ανόμγ. Χημ. Αναφέρεται στα διχρωμικά άλατα, που περιέχουν το ιόν Cr 2 0 7 2 '. Είναι πορτοκαλλερυθρες ενώσεις, διαλυτές στο νερό. Τα διαλύματα που σχηματίζουν έχουν ισχυρές οξειδωτικές ιδιότητες. Dichromic Acid [Διχρωμικά Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Πρύκειται για την ένωση H 2 Cr0 4 . Ονομάζεται και χρωμικό οξύ. Δεν υφίσταται σε ελεύθερη κατάσταση, παρά μόνο σε αλκαλικά διαλύματα, από τα οποία και σχηματί-

Dielectric Absorption

ζονται τα διχρωμικά άλατα, Dicomposition | Παραμόρφωση ατομικού πλέγματος] Πυμ. Φυσ. Παραμόρφωση του κρυσταλλακού πλέγματος, συνήθως με την εξαγωγή ενός ατόμου από αυτό λόγω σύγκρουσης του με κάποια ακτινοβολία π.χ. νετρόνια ή άλλα ιόντα, Dicomposition Effect [Αποτέλεσμα παραμόρφωσης] Πυμ. Φυσ. Μεταβολές στις ιδιότητες ενός υλικού λόγω φαινομένων παραμόρφωσης του κρυσταλλακού του πλέγματος. Αναφέρεται και ως Wigner Effect. (Βλεπε Dicomposition) Dictionary [Λεξικό] Υπολ. Ο ειδικός πίνακας, ο οποίος χρησιμοποιείται ως ευρετήριο από το υπολογιστικό σύστημα κατά την διαδικασία της μετάφρασης ενός προγράμματος και αντιστοιχίζει τα ονόματα των πεδίων με πληροφορίες όσον αφορά στο είδος τους, τις τιμές τους και τον τρόπο αναπαράστασής τους. Dictionary Code [Λεξικό κωδικών] Υπολ. Η ειδική λίστα, η οποία είναι οργανωμένη αλφαβητικά και χρησιμοποιείται ως ευρετήριο κο)δικών διαφόρων όρων. Dictionary Help [Βοήθεια λεξικού] Επικοιν. \. Ένα απαραίτητο εργαλείο για να αναζητήσει κανείς λέξεις σε μια βιβλιοθήκη διαδικτύου, όχι αναγκαστικά ορθογραφικό αλλά ονομάτων με παραπλήσια προφορά. 2. Ένα λεξικό είναι αναγκαίο για να σπάσει κανείς έναν κώδικα κρυπτογράφησης, Dicyanide [Δικυανίδιο] Χημ. Χαρακτηρίζει τις ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους δυο κυανο-ομάδες (CN). Dicvclohexylamine [Δικυκλοεξυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Είναι η δευτεροταγής αμίνη με χημικό τύπο (QHnfeNH και μοριακό βάρος 181.32. I Ιρόκειται για υγρή ένωση, με σημείο ζέσεως 255,8 "C, διαλυτή σε ακετόνη, βενζόλιο και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων, πλαστικοποιητών, απορρυπαντικών, Dicyclohcxylcarbodiimide ΙΔικυκλο-εξυλο-καρβοδιιμίδιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός του τύπος είναι C 6 H i r N=C=N-C 6 H n . Πρόκειται για χημικό αντιδραστήριο με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η σύνθεση ενός διπεπτιδίου, με ταυτόχρονη ενεργοποίηση του καρβοξυλίου και σύζευξη των δύο αμινοξέων σε ένα μόνο στάόιο. Didymium [Διδύμιο] Ανόμγ. Χημ. Πρόκειται για μίγμα δύο στοιχείων, του νεοόύμιου και του πρασεοδύμιου. Το νεοδύμιο (Nd) έχει ατομικό αριθμό 60 και δίνει, με νιτρικό οξύ, ευδιάλυτο ροδόχρα>μο άλας, ενώ το πρασεοδύμιο (Pr) έχει ατομικό αριθμό 59 και με νιτρικό οξύ δίνει πράσινο δυσδιάλ.υτο άλας. Die Body [Σώμα μήτρας] Τεχνολ. Το σταθερό τμήμα της μήτρας που τοποθετείται μέσα στον μεταλλικό θάλ.αμο σε μία κατεργασία διέλασης, μέσα από την οποία περνά και διαμορφώνεται το κατεργαζόμενο υλικό υπό την πίεση και οδήγηση ενός εμβόλου, Die Forging [Σφυρηλάτηση δια μήτρας] Μεταλλ. Τύπος κατεργασίας υλικού όπου ένα τεμάχιο διαμορφώνεται στο επιθυμητό σχήμα μέσω της σφυρηλάτησης του σε μήτρα, ανοιχτού ή κλειστού τύπου, που οι εσωτερικές επιφάνεες της φέρουν το κατάλληλο σχήμα και η άνω επιφάνεια οδηγείται από έμβολο ενώ η κάτω αποτελεί την σταθερή βάση. Dielectric [Διηλεκτρικό] Υλικ. -» Dielectric Material Dielectric Absorption [Διηλεκτρική Απορρόφηση] Η)£κτμομαγν. Απορρόφηση ηλεκτρικής ενέργειας από ένα διηλεκτρικό, κατά την οποία έχουμε απώλεια ενέργειας που μετατρέπεται σε θερμότητα. Dielectric

Dielectric Amplifier

- 442 -

Loss Dielectric Amplifier [Διηλεκτρικός Ενισχυτής] Ηλεκ. Ενισχυτής σήματος που στηρίζεται στη μεταβολή της χωρητικότητας με τη μεταβολή της τάσης σε έναν πυκνωτή. Στο εσωτερικό του πυκνωτή υπάρχει ένα σιδηροηλεκτρικό υλικό. Dielectric Breakdown [Εκκένωση Διηλεκτρικού] Ηλχκ. Ηλεκτρική εκκένωση διηλεκτρικών κρυστάλλων. Dielectric Circuit [Ηλεκτρικό Κύκλ,ωμα με Πυκνωτές] Ηλεκ. Κάθε κύκλωμα με πυκνωτές που έχουν διηλεκτρικά. Dielectric Constant Ε [Διηλεκτρική σταθερά] ΙΙλεκ. Αδιάστατο φυσικό μέγεθος που χαρακτηρίζει κάθε διηλεκτρικό υλικό και ισούται με το πηλίκο της χωρητικότητας: C ενός πυκνωτή με το υλικό αυτό μεταξύ των οπλισμών του προς την χωρητικότητα του πυκνωτή με κενό μεταξύ των οπλισμών του: Ct> Ισχύει: ε = C/C0. Επιπλέον σε σχέση με την διηλεκτρική επιδεκτικότητα: χηλέ* ισχύει στο S.I. σύστημα μονάδων μέτρησης ότι: ε = 1+χηλεκ· Αναφέρεται και ως: Relative Dielectric Constant, Relative. Dielectric Crystal [Διηλεκτρικός Κρύσταλλος] Η/χκ. Κρύσταλλος μονωτικού υλνίκού. Dielectric Current [Διηλεκτρικό Ρεύμα] Ηλεκ. Ρεύμα που διαρρέει την επιφάνεια ενός διηλεκτρικού σε περίπτωση που μεταβάλλεται η ένταση του εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Dielectric Displacement [Διηλεκτρική Μετατόπιση] Η/χκ. Διάνυσμα που ισούται με: ϋ=Ρ+ε 0 Ε όπου Ρ το διάνυσμα πόλωσης ενός διηλεκτρικού και Ε το ηλεκτρικό πεδίο, ενώ ε*, η ηλεκτρική διαπερατότητα του κενού. Χρησιμοποιείται για τη λύση των εξισώσεων του Maxwell καθώς οι οριακές συνθήκες του εξαρτώνται μόνο από τα εξωτερικά, ελεύθερα φορτία. Αναφέρεται και ως Electric Displacement. Dielectric Ellipsoid [Ελλειψοειδές Διηλεκτρικού Υλικού] Ηλεκ. Ελλειψοειδές χαρακτηριστικό της ανισοτροπίας ενός διηλεκτρικού υλικού. Προκύπτει από τη σχέση r*K*r=l όπου Κ ο τανυστής, πίνακας της διηλεκτρικής σταθεράς και r=(x,y,z) διάνυσμα. Dielectric Fatigue [Διηλεκτρική Κόπωση] Ηλεκ. Μείωση της διηλεκτρικής αντοχής ενός υλικού σαν συνέπεια της εφαρμογής τάσης για σημαντικό χρόνο σε αυτό. Dielectric Field [Εσωτερικό Πεδίο Διηλεκτρικού] Ηλχκ. Πεδίο που επικρατεί στο εσωτερικό ενός διηλεκτρικού σαν συνέπεια του εξωτερικού πεδίου αλλά και της πόλ*ωσής του. Dielectric Flux Density [Διηλεκτρική Μετατόπιση] Ηλεκ Dielectric Displacement Dielectric Gas [Διηλεκτρικό Αέριο] Η/χκ. Αέριο με σχετικά υψηλή διηλεκτρική σταθεράς. Dielectric Heating [Διηλεκτρική Θέρμανση] Ηλεκ. Θέρμανση ενός διηλεκτρικού υλικού καθώς μεταβάλλεται το ηλεκτρικό πεδίο μέσα στο οποίο βρίσκεται. Οφείλεται στις απώλειες ενέργειας και στη μετατροπή της σε θερμότητα στο διηλεκτρικό υλικό. Dielectric Hysteresis [Διηλεκτρική Υστέρηση] Ηλεκ. —> Ferroelectric Hysteresis Dielectric Imperfection Levels [Ενεργειακά Επίπεδα Ατελειών] Φυσ. Στερ. Κατ. Ορολογία που αποδίδει τις ενεργειακές καταστάσεις μεταξύ των ενεργειακών ζωνών ενός μονωτή που οφείλονται σε ατέλειες της δομής τους. Dielectric Leakage [Ρεύμα Διαρροής Διηλεκτρικού]

Ηλεκ. Ηλεκτρικό ρεύμα ιδιαίτερα μικρής έντασης που διαρρέει ένα διηλεκτρικό υλικό, λόγω της επίδρασης ενός σταθερού εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Dielectric Lens [Διηλεκτρικός Φακός] Ηλεκτρομαγν. Φακός διάθλασης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, συνήθως μικροκυμάτων αντίστοιχος με τους συνηθισμένους φακούς διάθλασης φωτός. Dielectric Lens Antenna [Κεραία Διηλεκτρικού Φακού] ΙΙλχκτμομαγν. Πρόκειται για κεραία ραντάρ ή τηλεπικοινωνιών, το εύρος δέσμης της οποίας καθορίζεται τόσο από τα γεωμετρικά στοιχεία του ανακλαστήρα της, όσο και από το διηλεκτρικό φακό μέσα από τον οποίο διέρχεται η δέσμη. Dielectric Loss [Διηλεκτρικές Απώλειες] Ηλεκτμομα'/ν. Απώλεια ενέργειας και μετατροπή της σε θερμότητα σε ένα διηλεκτρικό, καθώς μεταβάλλεται το εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο προκαλ*ώντας ρεύματος πόλ,ωσης, αποπόλωσης σε αυτό. Dielectric Loss Angle [Γωνία Διηλεκτρικών Απωλειών] Ηλχκ. Η απόκλιση της διαφορά φάσης του διηλεκτρικού από τη γωνία των 90°. Diclcctric Loss Factor [Παράγοντας Διηλεκτρικών Απωλειών] Ηλεκ. Μέγεθος που ισούται με το γινόμενο της διηλεκτρικής σταθεράς ενός υλικού με την εφαπτόμενη της γωνίας διηλεκτρικοί απωλειών. Dielectric Material [Διηλεκτρικό Υλικό] Υλικ. Μη αγώγιμο υλικό, το οποίο έχει την ιδιότητα να διατηρεί ένα ηλεκτρικό πεδίο, χωρίς αυτό να υφίσταται σημαντική κατανάλωση ενέργειας. Dielectric Phase Angle [Διαφορά Φάσης Διηλεκτρικού] Υλικ. Χαρακτηρίζει τις απώλειες ενέργειας σε ένα διηλεκτρικό. Ορίζεται ως η διαφορά φάσης μιας περιοδικής τάσης που εφαρμόζεται στα άκρα ενός διηλεκτρικού και της περιοδικά μεταβαλλόμενης συνιστώσας του ρεύματος πόλωσης - αποπόλωσής του. Dielectric Polarization [Πόλ.ωση Διηλεκτρικού] ΙΙ/χκ. Διανυσματικό μέγεθος που ισούται με διπολική ροπή ανά μονάδα όγκου ενός διηλεκτρικού υλικού. Αναφέρεται και ως Polarization. Dielectric Power Factor [Παράγοντας Διηλεκτρικής Απορρόφησης] Ηλεκ. Εκφράζει το ποσοστό ενεργειακών απωλειών λόγω του διηλεκτρικού. Ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης του διηλεκτρικού. Dielectric Shielding [Διηλεκτρική θωράκιση] Ηλεκ. Μείωση του ηλεκτρικού πεδίου στο εσωτερικού ενός χώρου που περιβάλλεται από ένα διηλεκτρικό υλικό. Dielectric Strength [Διηλεκτρική Αντοχή] ΙΙλεκ. Το μέγιστο ηλεκτρικό πεδίο που μπορεί να επικρατεί στο εσωτερικό ενός διηλεκτρικού ώστε να μην ξεσπά σπινθήρας σε αυτό. Μετριέται συνήθως σε V/mm. Dielectric Susceptibility [Διηλεκτρική Επιδεκτικότητα] Ηλεκ. Αδιάστατο μέγεθος που χαρακτηρίζει ένα διηλεκτρικό. Ισχύει: χη>ΧΚ = Ρ/ε0Ε όπου Ρ η πόλωση του διηλεκτρικού πεδίου, Ε η ένταση του εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου και ε0 η ηλεκτρική διαπερατότητα του κενού. Dielectric Test [Δοκιμή Αντοχής Διηλεκτρικού] ΙΙλεκ. Δοκιμή των ορίων ασφαλείας στην τιμή της διηλεκτρικής αντοχής ενός υλικού, με την εφαρμογή μεγαλύτερης της αναγραφόμενης τάσης σε αυτό για κάποιο χρονικό διάστημα. Dielectric Waveguide [Διηλεκτρικός Κυματοδηγός] ΙΙλεκ. Κυματοδηγός από διηλεκτρικό υλακό. Dielectric Wire [Διηλεκτρικό σύρμα] Ηλχκτρομαγν. Τμήμα κυματοδηγού από διηλεκτρικό υλικό που χρη-

-443 -

σιμοποιείται για την διάδοση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων υπέρ υψηλών συχνοτήτων μεταξύ στοιχείων κυκλωμάτων. Diclectronic Recombination [Επανασύνδεση με διέγερση δύο ηλεκτρονίων] Ατομ. Φυσ. Επανασύνδεση ενός θετικού ιόντος KUI ενός ελευθέρου ηλεκτρονίου σε ένα αέριο εκκένωσης αίγλης κατά με μεταφορά ενέργειας και διέγερση δύο ηλεκτρονίων του ατόμου. Diels Alder Reaction [Αντίδραση Diels-Alder J Opy. Χημ. Ονομάζεται και διενική σύνθεση. Είναι η αντίδραση ενός "ενεργοποιηθέντος" διπλού ή τριπλού δεσμού, που ονομάζεται διενόφιλο, με ένα συζυγιακό σύστημα, το διένιο, προς σχηματισμό κυκλοεξενικού δακτυλίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αλογονωμένων πολυκυκλικών υδρογονανθράκων που αποτελούν συστατικά παρασιτοκτόνων (π.χ. Aldrin, Dieldrin, κλπ). Diene [Διένιο] Opy. Χημ. Αναφέρεται σε ένα αλκένιο που περιέχει δύο διπλούς δεσμούς. Ο γενικός τύπος είναι CnH2n.2. Ονομάζεται και αλκαδιένιο ή διολεφίνη. Diene Synthesis |Διενική Σύνθεση] Οργ. Χημ. Είναι η αντίδραση μεταξύ ενός διενίου και ενός διενόφιλου μορίου. —> Diels Alder Reaction Dienophile [Διενόφιλο] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει την οργανική ένωση που αντιδρά με ένα διένιο, σύμφωνα με την αντίδραση Diels-Alder. Diesel Cycle [Κύκλος Ντίζελ] Θερμοδ. Ορίζεται ο κύκλος σε μια μηχανή συμπίεσης - ανάφλεξης, όπου μετά τη συμπίεση του αέρα, η θερμοκρασία είναι ικανοποιητικά υψηλή ώστε να προκαλείται αυτόματη ανάφλεξη. Diesel Electric Locomotive [Αμαξοστοιχία Ηλεκτρομηχανικής Κίνησης Diesel] Μηχ. Μηχ. Τρένο που είναι εφοδιασμένο με μηχανή Diesel για την παροχή ενέργειας σε μια ηλεκτρική γεννήτρια και την τροφοδοσία των ηλεκτρικών κινητήρων του. Diesel Electric Power Generation [Ηλεκτρομηχανή Diesel] Μηχ. Μηχ. Συνηθισμένη πρακτική παραγο)γής ηλεκτρικής ενέργειας από τη λειτουργία μηχανής που τροφοδοτείται με πετρέλαιο. Diesel Engine [Μηχανή Diesel] Μηχ. Μηχ. Μηχανή εσωτερικής καύσης η οποία λειτουργεί με το θερμοδυναμικό κύκλο του Diesel. Στη μηχανή αυτή, ο αέρας είναι το θερμοδυναμικό μέσο, ενώ το καύσιμο είναι συνήθως το πετρέλαιο. Σε κάθε πλήρη κίνηση του πιστονιού πραγματοποιούνται οι εξής μεταβολές: Μια ισοβαρής εκτόνωση με την εισαγωγή αέρα και καυσίμου, μια αδιαβατική συμπίεση του μίγματος σε υψηλή θερμοκρασία, μια ισοβαρής εκτόνωση λόγω ανάφλεξης, μια αδιαβατική εκτόνωση, μια ισόχωρη συμπίεση λόγω ανοίγματος της βαλβίδας εξόδου και επαναφοράς της πίεσης στην ατμοσφαιρική και μια ισοβαρής συμπίεση με εξαγωγή των καυσαερίων. Επιπλέον χρησιμοποιείται και μια αντλία λαδιού για την παροχή του στο χώρο της καύσης. Diesel Fuel [Καύσιμο Ντίζελ] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στο καύσιμο που χρησιμοποείται σε ντιζελομηχανές. Πρόκειται για κλάσμα του πετρελαίου, με περιοχή σημείων ζέσεως 180-340 °C. Diesel Fuel Additives [Πρόσθετα Καυσίμου Ντίζελ] Χημ. Μηχ. Δηλώνει κάθε ουσία που προστίθεται κατά μικρές ποσότητες στα καύσιμα ντίζελ., με σκοπό τη ρύθμιση ιδιοτήτων όπως είναι η πτητικότητα, η αναφλεξιμότητα, το ιξώδες, το σημείο θόλωσης και η περιεκτικότητα σε αρωματικές ενώσεις και θείο. Diesel Fuel Grades [Κατηγορίες Καυσίμου ντίζελ]

Diethylene Glycol

Χημ. Μηχ. Το καύσιμο ντίζελ διακρίνεται σε δυο κατηγορίες : το Νοί έχει αριθμό κετανίου >45 και το Νο2 με αριθμό κετανίου -40. Η περιοχή απόσταξης, το σημείο ανάφλεξης και το σημείο θόλ*ωσης διαφέρουν επίσης, ανά κατηγορία. Diesel Index [Δείκτης ντίζελ] Χημ. Μηχ. Αποτελεί εκτίμηση της ποιότητας ενός καυσίμου ντίζελ, με βάση την περιεκτικότητα σε αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Προσδιορίζεται από την πυκνότητα του καυσίμου και το σημείο ανιλίνης. Diesel Oil [Έλαιο ντίζελ] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για το ελαφρύ αεριέλαιο, προϊόν ατμοσφαιρικής απόσταξης του αργού πετρελαίου, σε θερμοκρασίες 400-650 °C. Χρησιμοποιείται για θέρμανση και ως καύσιμο ντιζελομηχανών. Diester [Δεστέρας] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει κάθε οργανική ένωση που περιέχει δυο ομάδες εστέρων. Dictcrici's Equation Of States [Καταστατική εξίσωση του αερίων του Dieterici's] Φνσ. Εμπειρικής προέλευσης καταστατική εξίσωση τα>ν αερίων. Diethanolamine [Διαιθανολαμίνη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τη δευτεροταγή αμίνη (CHjC^OH^NH, με μοριακό βάρος 105,14, σημείο ζέσεως 271 °C και σημείο τήξεως 28 °C. Παράγεται από το αιθυλενοξείδιο και χρησιμοποείται ως αποσκληρυντικό, ως μέσο διαβροχής, στον καθαρισμό φυσικού αερίου και στη χημική σύνθεση. Diether [Διαιθέρας] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια οργανική ένωση, που περιέχει δύο άτομα οξυγόνου ενωμένα με άτομα της ανθρακικής αλυσίδας. Diethyl [Διαιθύλιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για οργανική ένωση που περιέχει δυο αιθύλια (C2H5-) στο μόριό της. Diethyl Adipate [Αδιπικός Διαιθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C ^ O O C i C H ^ C O O Q H s . Είναι υγρή. Αχρωμη ένωση με μοριακό βάρος 202,25, σημείο ζέσεως 245 °C και σημείο τήξεως -19,8°C Χρησιμοποιείται στη σύνθεση πλαστικοποιητών. Diethyl Ether [Διαιθυλαιθέρας] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και αιθέρας ή αιθυλαιθέρας. Ο χημικός τύπος είναι C2H5OC2H5 και έχει μοριακό βάρος 74,12, σημείο ζέσεως 34,5 °C και σημείο τήξεως - 1 1 3 °C. Πρόκειται για άχρωμο, ευκίνητο υγρό με χαρακτηριστική οσμή. Οι ατμοί του είναι βαρύτεροι από τον αέρα και αναφ/έξιμοι. Αποτελεί άριστο διαλυτή χημικών ενώσεων. Diethylamine [Διαιθυλαμίνη] Οργ. Χημ. Είναι η δευτεροταγής αμίνη (C2H5)2NH, με μοριακό βάρος 73,14. σημείο ζέσεως 56,3°C και σημείο τήξεως -48°C. Ιΐρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Diethylbenzene [Διαιθυλοβενζόλιο] Οργ. Χημ. Είναι αλκυλιωμένο παράγο>γο του βενζολίου, με χημικό τύπο αΗ 4 (0 2 Η 5 )2, μοριακό βάρος 134,22 και τρεις ισομερείς μορφές : το ορθο-διαιθυλ.οβενζόλαο, με σημείο ζέσεως 183,4°C, το μετα- με 181 °C και το παρα- με 183,8°C. Χρησιμοποιείται ως διαλότης. Dicthyldithiocarbamic Acid [Διαιθυλοδιθειοκαρβαμιδικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (CJIshNCSSH. Είναι κρυσταλλακή, άχρωμη ουσία, που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση του χαλκού, με το οποίο δίνει χαρακτηριστικό καφέ χρώμα. Το άλας με ψευδάργυρο χρησιμοποιείται ως επιταχυντής βουλκανισμού. Diethylene Glycol [Διαθυλενογλυκόλη] Οργ. Χημ. Είναι η οργανική χημική ένωση με τύπο II0CII 2 CII 2 0CH 2 CH 2 0H. μοριακό βάρος 106,12, σημείο ζέσεως 245 °C και σημείο τήξεως -10,5°C. Χρησιμοποιείται

-444-

Difference

ως αντιψυκτικό, διαλυτικό και λιπαντικό μέσο. Difference [Διαφορά] Μαθημ. Ι.Το αποτέλεσμα της αφαίρεσης δύο ποσοτήτων ή αριθμών. 2. Η διαφορά δυο συνόλων, έστω Α! και Α2 , η οποία συμβολίζεται Α ι-Λ? και ορίζεται ως ένα νέο σύνολο το οποίο αποτελείται από τα στοιχεία του Α ι που δεν ανήκουν στο σύνολο Α 2 .. Όμοια ορίζεται και η διαφορά Α 2 -Αικαι εν γένει ισχύει ότι A r A 2 * Α2-Α|. Difference Detector [Διαφορικός Ανιχνευτής] Η/χκ. Διάταξη καταγραφής της διαφοράς δύο σημάτων εισόδου. ΓΙ έξοδος του είναι η διαφορά τους. Difference Equation [Εξίσωση διαφοράς] Μαθημ. ΪΙ εξίσωση που σχηματίζεται ως προς μια συνάρτηση f (Χ), τις διαφορές, δηλαδή τις μεταβολές, της f(x), αλλά και την ανεξάρτητη μεταβλητή x από την οποία εξαρτάται η συνάρτηση. Οι εξισώσεις διαφορών βρίσκουν ιδιαίτερα εφαρμογή στον διαφορικό λογισμό όπου περιέχουν και τις παραγώγους της συνάρτησης f. Difference Methods [Μέθοδοι διαφοράς] Μαθημ Μέθοδοι οι οποίες αντικαθιστούν διαφορικές εξισώσεις με εξισώσεις διαφορών, ανάγοντας το πρόβλημα ακραίων τιμών σε απλούστερο πρόβλημα επίλυσης συστήματος αλγεβρικών εξισώσεων. Οι εξισώσεις αυτές δεν είναι δεδομένες για όλες τις μεθόδους αλλά σχηματίζονται κάθε φορά ανάλογα με το πρόβλημα έτσι ώστε να προσεγγίζουν καλύτερα τις παραγώγους. Difference Orerator [Τελεστής διαφοράς] Μαθημ Κάθε στοιχείο ενός συνόλου μαθηματικών σημείθ)ν τα οποία συμβολίζουν τη διαφορά. Ανάλογα με τα στοιχεία, για παράδειγμα σύνολα ή αριθμοί, της μαθηματικής έκφρασης επάγεται η αντίστοιχη έννοια της διαφοράς και χρησιμοποιείται ο κατάλληλος τελεστής. Difference Spectrophotometer [Διαφορικό Φασματοφωτόμετρο] Absorption Spectrophotometer Difference Tone [Τόνος Διαφοράς] Ακουστ. Τόνος με συχνότητα τη διαφορά δύο άλλων τόνων. Differentiate function [Διαφορίσιμη ή παραγωγίσιμη συνάρτηση] Μαθημ 1. II συνάρτηση f(x) μιας μεταβλητής χ είναι παραγωγίσιμη σε σημείο χο του πεδίου ορισμού της, όταν υπάρχει η παράγωγος της συνάρτησης στο σημείο αυτό. 2. Η συνάρτηση f(x) μιας μεταβλητής χ είναι διαφορίσιμη ή παραγωγίσιμη σε ανοικτό διάστημα έστω (a, b), όταν υπάρχει η παράγωγος της σε κάθε εσωτερικό σημείο του (a, b). 2. II συνάρτηση ί'(χ) μιας μεταβλητής χ είναι διαφορίσιμη σε κλειστό διάστημα έστω [a, b], όταν υπάρχει η παράγωγος της σε κάθε εσωτερικό σημείο του [a, b] και επιπλέον υπάρχουν τα όρια: ι™

/(')-/(">

lim b~

/<«>-/<»> * ~ b

και

και είναι πεπερασμένοι αριθμοί. Η έννοια της διαφορισιμύτητας επεκτείνεται και σε συναρτήσεις πολλών μεταβλητών, καθώς και σε μιγαδικές συναρτήσεις (αναλυτικές). Ο όρος διαφορίσιμη συνάρτηση, συνήθως αφορά σε συναρτήσεις πολλών μεταβλητών, ενώ ο όρος παραγωγίσιμη συνάρτηση αναφέρεται σε συναρτήσεις μιας μεταβλητής. Μια συνάρτηση διαφορίσιμη ή παραγωγίσιμη σε δοθέν σημείο μπορεί να προσεγγιστεί από μια δυναμοσειρά στο σημείο αυτό. Differential [Διαφορικό! Μαθημ. Αν f(x) μια συνάρτη-

ση μιας μεταβλητής x παραγωγίσιμη πρώτης τάξης στο πεδίο ορισμού της , όπου υπάρχει η πρώτης τάξης παράγωγος της, Γ (χ) και είναι συνεχής συνάρτηση, τότε η γραμμική συνάρτηση df(x)=f'(x)dx ονομάζεται διαφορικό πρώτης τάξης της f(x) στο τυχαίο σημείο x του πεδίου ορισμού της. Ουσιαστικά δηλώνει μια αύξηση της συνάρτησης f(x), όπου dx είναι μια αντίστοιχη αύξηση της ανεξάρτητης μεταβλητής x. To d καλείται διαφορικός τελεστής. Ο όρος επεκτείνεται και για συνάρτηση πολλών μεταβλητών διαφορίσιμη πρώτης τάξης, δηλαδή υπάρχει η πρώτης τάξης παράγωγος της και είναι συνεχής συνάρτηση, και ορίζεται ως η γραμμική συνάρτηση: df(x 1, χ 2 , . . . χη) = Υ ^ - d x i

όπου df/dx, η μερική παράγωγος της f ως προς τη μεταβλητή Xj και ονομάζεται διαφορικό πρώτης τάξης της f (xi,x 2i ...x n ) στο τυχαίο σημείο (x 1 ,x 2 ....x„) του πεδίου ορισμού της. Επίσης, ο όρος γενικεύεται και για συναρτήσεις διαφορίσιμες τάξης k-Ι, δηλαδή υπάρχει η παράγωγος της τάξης k-Ι και είναι συνεχής συνάρτηση, και ορίζεται ως η γραμμική συνάρτηση: dk f(x)=(f' (x)dx)(1° για συνάρτηση μιας μεταβλητής, ή (dk f(xl, χ2,...χη) = £

ι=Ι 0χΐ

)

(k)

για συναρτήσεις πολλών μεταβλητών, και ονομάζεται διαφορικό k τάξης της f. Differential Amplifier [Διαφορικός ενισχυτής] Ηλεκ. Ενισχυτής η έξοδος του οποίου είναι ανάλογη της διαφοράς των σημάτων των δύο εισόδων του. Differential Analyzer [Διαφορικός αναλυτής] Πλημ. Η αναλογική συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για την επίλυση διαφορικών εξισώσεων. Ωστόσο, θεωρείται απαρχαιωμένη και δεν χρησιμοποιείται σήμερα. Differential Calculus [Διαφορικός Αογισμός] Μαθημ. Ένας από τους σημαντικότερους κλάδους των μαθηματικών. Μελετά τις παραγώγους και τα διαφορικά που ορίζονται για συναρτήσεις. Βασικές έννοιες του διαφορικού λογισμού είναι οι πραγματικοί αριθμοί και οι συναρτήσεις αλλά το βασικότερο εργαλείο του είναι το όριο, ειδικότερα στην περιοχή του απείρου. Differential Calorimetrv [Διαφορική Θερμιδομετρία] Φυσ. Αποτελεί μέθοδο μέτρησης της ποσότητας που απορροφάται ή εκλόεται από μια αντίδραση. Βασίζεται στη σύγκριση του προς εξέταση συστήματος με κάποιο πρότυπο σύστημα αναφοράς. Differential Chcmical Reactor [Διαφορικός Χημικός Αντιδραστήρας] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει ένα χημικό αντιδραστήρα, που λειτουργεί σε σταθερή θερμοκρασία και με πολό μικρούς χρόνους παραμονής, ώστε οι συγκεντρώσεις να παραμένουν πρακτικά σταθερές. Differential Coding [Διαφορική κωδικοποίηση] Επικοιν. Ο χρήστης θέλει να ελέγξει έναν κώδικα και προχωρά με ένα έξυπνο σχήμα που διδάσκεται από τα λόθη του, δηλαδή θέτοντας διάφορα σχήματα και ελέγχοντας την απόκριση. Differential Cross Section [Διαφορική Ενεργός Διατομή] Πυρ. Φυσ. Μέγεθος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των αποτελεσμάτων των συγκρούσεων μεταξύ σωματιδίων. Ισούται με το πλήθος των σωματιδί-

- 445 ων: dN που κινούνται μετά τη σύγκρουση σε στερεά γωνία από Ω έως Ω+dft σε σχέση με την αρχική διεύθυνση πρόσπτωσης της δέσμης προς το πλήθος των σωματιδίων: Ν που έπεσαν πάνω στον στόχο, ανά μονάδα στερεάς γωνίας. Ισχύει: do/dQ=(l/N)xdN/dQ. Differential Delay [Διαφορική καθυστέρηση] Επικοιν. Δύο σήματα κινούνται με (σχεδιασμένη) διαφορά φάσης όπου αποθηκεύεται και πληροφορία. Differential Discriminator [Διαφορικός Διαχωριστής] Ηλεκ. Διάταξη διαχωρισμού και διέλευσης παλμών τάσης εφόσον το πλάτος της είναι μεταξύ δύο μη μηδενικών τιμών. Differential Effects [Διαταραχές της Κίνησης] Μηχ. Μικρές διαταραχές στα χαρακτηριστικά της κίνησης ενός μηχανικού συστήματος λύγω διαφορών των αλληλεπιδράσεών του από τις προβλεπόμενες, κατά τη σχεδίαση του συστήματος. Differential Electromagnet [Διαφορικός Ηλεκτρομαγνήτης] Ηλεκ. Ο ηλεκτρομαγνήτης είναι είδος μαγνήτη που κινείται με ηλεκτρισμό και χρησιμοποιείται για την ανύψωση φορτίων, με διπλή αντίθετη περιέλιξη στο ένα άκρο του, ώστε να μεταβάλλεται η δύναμη που ασκεί. Differential Equation [Διαφορική εξίσωση] Μαθημ. II συναρτησιακή σχέση, η οποία συνδέει μία διαφορίσιμη ή παραγωγίσιμη συνάρτηση f και της παραγώγους οποιαδήποτε τάξης της συνάρτησης σε μιαν εξίσωση. Στην περίπτωση που η f είναι συνάρτηση μιας μεταβλητής, η εξίσωση καλείται συνήθης διαφορική εξίσωση, ενώ αν η f είναι συνάρτηση πολλών μεταβλητών και συνεπώς οι εμφανιζόμενες παράγωγοι θα είναι μερικές παράγωγοι της f, η εξίσωση καλείται μερική διαφορική εξίσωση. Differential Extraction [Διαφορική Εκχύλιση] Χημ. Μηχ. Ορίζεται η θεωρητική περίπτωση συνεχούς διεργασίας εκχύλισης, κατά την οποία χρησιμοποιείται πολύ μικρή ποσότητα καθαρού διαλύτη. Differential Frequency Circuit [Διαφορικό Κύκλωμα ΙΙαραγωγής Συχνοτήτων] Ηλεκ. Κύκλωμα παραγωγής εναλλασσόμενης τάσης ή ρεύματος με συχνότητα ίση με τη διαφορά συχνοτήτων των δύο σημάτων εισόδου της. Differential Frequency Meter [Διαφορικός Μετρητής Συχνοτήτων] Ηλεκ. Όργανο μετατροπής της απόλυτης διαφοράς των συχνοτήτων δύο σημάτων εισόδου σε ανάλογο πλάτος μίας συνεχούς τάσης. Differential Geometry [Διαφορική γεωμετρία] Μαθημ. Ο κλάδος της αναλυτικής γεωμετρίας, ο οποίος μελετά τις ιδιότητες των σχημάτων με τη βοήθεια του διαφορικού λογισμού. Αποτελείται από τη θεωρία καμπυλών και τη θεωρία επιφανειών. Είναι γνωστή και ως Απειροστική γεωμετρία. Differential Input [Κύκλωμα Παραγωγής Διαφορικού Σήματος] Ηλεκ. Κύκλωμα ενός διαφορικού ενισχυτή το οποίο παράγει σήμα στην έξοδό του, ίσο με τη διαφορά των δύο σημάτων εισόδου του. Differential Input Voltage [Μέγιστη Τάση Εισόδου Διαφορικού Ενισχυτή] Ηλεκ. Μέγιστη τάση εισόδου σε ένα διαφορικό ενισχυτή ώστε να λειτουργεί κανονικά. Differential Instrument [Διαφορικό Όργανο] Η/χκ. Όργανο μέτρησης ενός μεγέθους μέσω σύγκρισής του με ένα πρότυπο και καταγραφής της διαφοράς τους. Differential Ionization Chamber [Διαφορικός Θάλαμος Ιονισμού] Τεχνολ. Διάταξη δύο όμοιων θαλάμων

Differential Relay

ιονισμού και μέτρησης της διαφοράς του ρεύματος ιονισμού σε αυτούς. Differential Manchester Encoding [Διαφορική κωδικοποίηση Manchester] Επικοιν. Κωδικοποίηση διαφορικού διφασικού επιπέδου (Biphase Level) με πολό εύχρηστο πολυώνυμο που χρησιμοποιείται για την κωδικοποίηση στα δίκτυα Ethernet. Differential Manometer [Διαφορικό Μανόμετρο] Μηχ. Είναι συσκευή μέτρησης της διαφοράς πίεσης μεταξύ δύο σημείων. Αποτελείται από ένα σωλήνα σχήματος διπλού U, με μανομετρικό ρευστό. II πίεση υπολογίζεται με βάση τη διαφορά ύψους του ρευστού στα δύο σκέλη και τις κατακόρυφες αποστάσεις των δύο σημείο)ν από την ανώτερη επιφάνεια του ρευστού. Differential Modulation [Διαφορική διαμόρφωση] Επικοιν. Διαμόρφωση που ακριβώς πριν έχει υποστεί μια διαδικασία εισαγωγής ενός bit καθυστέρησης. Differential Operational Amplifier [Διαφορικός Τελεστικύς Ενισχυτής] Ηλεκ. Διαφορικός ενισχυτής ο οποίος έχει επιπλέον και κυκλώματα εκτέλεσης πράξεων, όπως ολ.οκλήρωση στη διαφορά των σημάτων εισόδων του. Differential Operator [Διαςοορικός τελεστής] Μαθημ. Διαφορικός τελεστής ή αλλιώς τελεστής παραγώγισης ονομάζεται το γράμμα D το οποίο χρησιμοποιείται για το συμβολισμό των παραγώγων μιας συνάρτησης f. Ανάλογα με τον εκθέτη του συμβόλου Dnf καθορίζεται η n τάξεως παράγωγος ί*η)της f ενώ το Df συμβολίζει την τετριμμένη περίπτωση της f \ Differential Permeability [Διαφορική Διαπερατότητα] Ηλεκτρομαγν. Για ένα μαγνητικό υλικό, π.χ. σιδηρομαγνήτη, ορίζεται ως η κλίση της καμπύλης μαγνήτισής του: ΔΒ/ΔΗ. Differential Phase Shift Keying [Διαφορική διαμόρφωση φάσης] Επικοιν. II πληροφορία τοποθετείται στην διαςοορά φάσης 2 διαδοχικών παλαμών άρα έχουμε ευκολότερη ανάλυση και έτσι αυτός ο τρόπος μετάδοσης δεδομένων τηλεφωνικά και οι παραλλαγές του έγιναν πλέον προσφιλείς. (Differential PSK) Differential Potentiometry [Διαφορική Ποτενσιομετρία] Αναλ. Χημ. Ονομάζεται και ποτενσιομετρία μηδενισμού. Βασίζεται στη σύγκριση της συγκέντρωσης του μετρούμενου ιόντος στο άγνωστο διάλυμα με τη γνωστή συγκέντρωση ενός πρότυπου διαλύματος του ίδιου ιόντος, την οποία μεταβάλλουμε μέχρι την τιμή όπου το δυναμικό του στοιχείου μηδενίζεται. Differential Pressure ΓΔιαφορική Πίεσηΐ Φνσ. Αναφέρεται στη διαφορά πίεσης ανάμεσα σε δύο σημεία του ίδιου συστήματος. Differential Pressure Gauge [Διαφορικό Μανόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για όργανο μέτρησης διαφοράς πίεσης. Differential Manometer Differential Pressure Pickup [Διαφορικός Μετρητής ΙΙίεσης] Η/χκ. Όργανο μέτρησης της διαφοράς της πίεσης μεταξύ δύο χώρων ή σημεία) ν ενός ρευστού και αναλογική μετατροπή της σε ένα ηλεκτρικό μέγεθος, όπως τάση, ένταση κ.λ.π. Differential Reaction Rate [Διαφορικός Ρυθμός Αντίδρασης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει το ρυθμό ελνάττωσης της ποσότητας ενός αντιδρώντος με το χρόνο, εκφρασμένο σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Από την εξίσωση αυτί] προσδιορίζεται η τάξη της χημικής αντίδρασης. Differential Relay [Διαφορικός Αυτόματος Διακόπτης] Ηλεκ. Αυτόματος διακόπτης διακοπής ρεύματος

Differential Scanning Calorimeter

-446-

όταν, οι εντάσεις των ρευμάτων που διαρρέουν δύο πηνία του, διαφέρουν περισσότερο από μια τιμή. Differential Scanning Calorimeter [Διαφορικό Θερμιδόμετρο] Μηχ. Όργανο μέτρησης της εκλυόμενης ή απορροφημένης θερμότητας από μια χημική ουσία καθώς μεταβάλλεται η θερμοκρασία της. Χρησιμοποιείται για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων της ουσίας. Differential Scatter [Διαφορικός Σκεδασμός] Μηχ. Τεχνική μέτρησης της αέριας ρύπανσης της ατμόσφαιρας, συγκρίνοντας την οπισθοσκέδαση δεσμών ακτινοβολιών λέιζερ στην ατμόσφαιρα, με πρότυπες μετρήσεις. Differential Settlement [Διαφορική καθίζηση] Πολ. Μηχ. Σε φέροντες οργανισμούς, λόγω διαφορετικής ποιότητας εδάφους στα σημεία θεμελίωσης, γίνονται καθιζήσεις διαφορετικού μεγέθους σε κάθε θεμέλιο. Οι διαφορικές καθιζήσεις είναι ένα σημαντικό πρόβλημα στις κατασκευές διότι προκαλούν πρόσθετες τάσεις στον φορέα και δημιουργούν προβλήματα λειτουργικύτητας του έργου. Differential Spectrophotometry [Διαφορική Φασματοφωτομετρία] Φυσ. Τεχνική υπολογισμού της συγκέντρωσης ιχνοστοιχείων σε ένα διάλυμα συγκρίνοντας την απορρόφηση περιοχών της οπτικής ακτινοβολίας από το διάλυμα με αυτή πρότυπων διαλυμάτων. Differential Steam Calorimeter [Διαφορικό Θερμιδύμετρο Αερίων] Μηχ. Όργανο μέτρησης της ειδικής θερμότητας αερίων μέσω της σύγκρισης της θερμότητας συμπύκνωσης ατμών τους σε σχέση με αυτή άλλων γνωστών αερίων. Differential Thermal Analysis [Διαφορική Θερμική Ανάλυσηΐ Θερμοδ. Είναι θερμοαναλ.υτική μέθοδος, η οποία εξετάζοντας τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ενός δείγματος και μιας αδρανούς ουσίας, ως συνάρτηση της θερμοκρασίας, μελετά τις φυσικές ή χημικές μεταβολές μιας ουσίας κατά τη θέρμανση ή την ψύξη της. Είναι γνωστή ως DTA. Differcntial Thermogravimetric Analysis [Διαφορική Θερμοσταθμική Ανάλυση] Φυσ. Ανήκει στις θερμοαναλυτικές μεθόδου μελετης των μεταβολών μιας ουσίας με τη θερμοκρασία. Βασίζεται στην καταγραφή της μεταβολής της μάζας ενός δείγματος ως συνάρτηση της αυξανόμενης θερμοκρασίας ή του χρόνου, σε ισόθερμες συνθήκες. Differential Thermometer [Διαφορικό Θερμόμετρο] Φυσ. Χημ. Αποτελείται από δύο λεπτά μεταλλικά ελάσματα, διαφορετικά μεταξύ τους, ενωμένα στη μία άκρη. Bimetallic Thermometer Differential Transducer [Διαφορικός Μεταλλάκτης] Ηλεκ. Όργανο μέτρησης δύο διαφορετικών μεγεθών, π. χ. πιέσεων σε διαφορετικούς χώρους ή σημεία, και παροχής ηλεκτρικού σήματος ανάλογου της διαφοράς τους. Diffcrential Voltmeter [Διαφορικό Βολτόμετρο] Ηλεκ. Βολτόμετρο στο οποίο μια τάση μετριέται μέσω σύγκρισής της με μια άλλη πρότυπη. Differentiating Circuit [Κύκλωμα Διαφόρισης] Ηλεκ. Κύκλωμα με έξοδο τάση, ίση με την παράγωγο της τάσης του σήματος της εισόδου του. Differentiation [Διαφορισιμότητα ή παραγωγισιμότητα] Μαθημ. Αν Η διαδικασία προσδιορισμού της παραγώγου πρώτης τάξης μιας συνάρτησης μιας ή περισσότέρων πραγματικών ή μιγαδικών συναρτήσεων σε σημείο ή σε υποσύνολο του πεδίου ορισμού της. (βλέπε

και Differentiate function). Ο όρος διαφορισιμότητα, συνήθως, αφορά σε συναρτήσεις πολλών μεταβλητών, ενώ ο όρος παραγωγισιμότητα αναφέρεται σε συναρτήσεις μιας μεταβλητής. Differentiator [Διαφοριστής] Η/χκ. Κύκλωμα με έξοδο ανάλογη του ρυθμού μεταβολής του σήματος εισόδου του σε σχέση με κάποια μεταβλητή, Diffracted Wave [Κύμα Περίθλασης] Φυσ. Κύμα, η διεύθυνση διάδοσης του οποίου έχει μεταβληθεί λόγω φαινομένων περίθλασης. Diffraction [Περίθλαση] Φυ<τ. Φαινόμενο κατά το οποίο, μεταβάλλεται η διεύθυνση διάδοσης ενός κύματος, καθώς διέρχεται γύρω από αντικείμενα ή από πετάσματα με οπές, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους κύματος ή αν προκαλούν απορρόφηση του κύματος. Στην πράξη, η περίθλαση είναι το αποτέλεσμα καταστρεπτικής ή ενισχυτικής συμβολής ως προς τις διάφορες διευθύνσεις διάδοσης των δευτερευόντων κυμάτων, σύμφωνα με την αρχή του Huygens. Σύμφωνα με την κβαντική] μηχανική, περίθλάση συμβαίνει και στην κίνηση των σωματιδίων λόγω του κυματικού χαρακτήρα διάδοσης της ύλης όπου τα οδηγά κύματα έχουν το μήκος κύματος De' Broglie. Diffraction Analysis [Ανάλυση Φαινόμενων Περίθλασης] Φυσ. Ανάλυση των καμπυλών περίθλασης ακτινών Χ, νετρονίων ή ηλεκτρονίων από κρυστάλλους, για την εύρεση της κρυσταλλικής ή μαγνητικής δομής τους. Diffraction Grating [Φράγμα Περίθλασης] Φοσ. Φράγμα από διαδοχικούς παράλληλους αγωγούς με σχισμές μεταξύ τους, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μελέτη φαινομένων περίθλασης. Οι αποστάσεις και το εύρος των σχισμών είναι της τάξης του μήκους κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας, Diffraction Instrument [Περιθλασόμετρο] Φνσ. —> Diffractometer Diffraction Limited [Περιορισμένη Διακριτική Ικανότητα λόγω Φαινομένων Περίθλασης] Φοσ. Εικόνα περιορισμένης διακριτικής ικανότητας λόγω φαινομένων περίθλασης, δηλαδή μη ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός. Diffraction Loss [Απώλειες Περίθλασης] Φνσ. Απώλείες στην ενέργεια μίας δέσμης ακτινοβολίας λόγω φαινομένων περίθλασης κατά τη διάδοσή της. Diffraction Pattern (Εικόνα Περίθλασης] Φνσ. Εικόνα της έντασης μίας ακτινοβολίας που προσπίπτει σε μια οθόνη, στην οποία παρουσιάζονται φαινόμενα περίθλασης όπως διαδοχικοί φωτεινοί και σκοτεινοί κροσσοί ή δακτύλιοι συμβολής. Diffraction Propagation [Διάδοση λόγω Περίθλασης] Ηλεκτρομαγν. Μη ευθύγραμμη διάδοση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας λόγω φαινομένων περίθλασης, π.χ. πίσω από αντικείμενα κ.λ.π. Diffraction Ring [Δακτύλιος Περίθλασης] Οπτικ. Δημιουργία και εμφάνιση φωτεινού δακτυλίου γύρω από σωματίδια σκόνης λόγω φαινομένων περίθλασης του προσπίπτοντος σε αυτά φωτός. Diffraction Scattering [Σκέδαση Περίθλασης] Φυσ. Σκέδαση ακτινοβολίας ή σωματιδίων από μια δέσμη τους λόγω φαινομένων περίθλασης κατά τη διάδοσή τους στην ύλ*η. Diffraction Spectrum [Φάσμα Περίθλασης] Φυσ. Κατανομή της έντασης μίας περιθλώμενης δέσμης ακτινοβολίας ή σωματιδίων σε σχέση με τη γωνία σκέδασής τους λόγω περίθλασης. Για παράδειγμα, οι κροσσοί

-447-

Diil'usioir

συμβολής σε μια οθόνη πίσω από ένα φράγμα περίθλασης ή η κατανομή της έντασης των ακτινών Χ όταν περιθλώνται από ένα κρύσταλλο. Diffraction Symmetry [Συμμετρία Περίθλασης] Φιχ7. Συμμετρία της βάσης ενός κρυστάλλου που προκαλεί την εξαφάνιση μιας αναμενόμενης, από το πλέγμα, γωνίας περίθλασης μιας δέσμης ακτίνων Χ από αυτόν. Diffraction Velocimeter [Ταχύμετρο Περίθλασης] Οπτικ. Όργανο μέτρησης της ταχύτητας κίνησης ενός σώματος. Χρησιμοποιεί μία δέσμη λέιζερ και υπολογίζει την κάθετη στη δέσμη ταχύτητα κίνησης του σώματος. Στηρίζεται στη μέτρηση του χρόνου μεταβολής της θέσης του φάσματος περίθλασης της ανακλώμενης δέσμης λέιζερ καθώς αυτή διέρχεται από ένα φράγμα περίθλασης. Diffraction Zone [Ζώνη Περίθλασης] Ηλεκτρομαγν. Κατευθύνσεις διάδοσης μίας ακτινοβολάας λόγω περίθλασής της, διαφορετικές από την αρχική διεύθυνση κίνησής της. Diffractometer [Περιθλασόμετρο] Φυσ. Όργανο μελέτής των φαινομένων περίθλασης δεσμίόν ακτινών Χ, νετρονίων ή ηλεκτρονίων από ένα κρύσταλλο για την εύρεση της δομής του. Diffractometry [Περιθλασομετρία] Φυσ. -> Diffraction Analysis Diffuse Nebula [Διάχυτο Αστρικό Νέφος] Αστρον. Νέφη αστρικής ύλης, τα οποία μπορεί να είναι πυκνά και φωτεινά ή και αραιά και σκοτεινά. Diffuse Radiation [Διάχυτη Ακτινοβολ.ία] Φυσ. Ακτινοβολία παραγόμενη σε μια περιοχή του χώρου και διαχεόμενη προς όλες τις γύρω κατευθύνσεις. Diffuse Reflection [Διάχυτο Ανακλώμενο Κύμα] Φνσ. Ανακλώμενο προς πολλές διευθύνσεις ηλεκτρομαγνητικό ή ηχητικό κύμα από την επιφάνεια ενός σώματος,

Diffused Galactic Light (Διάχυτο Γαλαξιακό Φως] Αστρον. Πρόκειται για το διάχυτο φως του γαλαξία μας (Milky way) όπως αυτό φαίνεται σε σκοτεινό νυχτερινό ουρανό. Προέρχεται από το αστρικό φως το οποίο έχει διαχυθεί από τη μεσογαλαξιακή ύλη. Diffused Illumination [Διάχυτος Φωτισμός] Οπτικ. Φο)τισμός του χώρου που βρίσκεται ένα αντικείμενο ώστε, το φως που προσπίπτει σε αυτό να προέρχεται από πολλές διευθύνσεις, μοιάζει με διάχυτο, Diffused Junction [Διαχεύμενη Επαφή] Ηλεκ. Επαφή δύο διαφορετικών ημιαγα)γών, π.χ. ρ-η, που έχει σχηματιστεί με διάχυση των προσμίξεων στον κρύσταλλο του ημιαγωγού. Diffused Mesa Transistor [Διαχεόμενης επιφάνειας τρανζίστορ] Ιίλεκ. Τύπος τρανζίστορ διαχεόμενων επαφών με διαδοχικές επιστρώσεις κατάλληλων προσμίξεων πάνω σε αρχικό τμήμα ημιαγωγού (wafer) τύπου ρ και θέρμανσής τους για να δημιουργηθεί τρανζίστορ τύπου ρηρ. Diffused Resistor [Διαχεόμενη Αντίσταση] Η)χκ. Αντίσταση ολοκληρωμένοι κυκλο)μάτο)ν κατασκευασμένη με διαδικασίες διάχυσης στο υπόστρωμα, Diffused Base Transistor [Τρανζίστορ Διαχεύμενης Βάσης] Ηλεκ. Τρανζίστορ στο οποίο η βάση και ο συλλέκτης έχουν σχηματιστεί με διάχυση των προσμίξεων. Diffused Junction Rectifier [Ανορθωτής Διαχεόμενης Επαφής] Η/χκ. Ανορθωτής, όπο)ς η δίοδος επαφή δύο ημιαγωγών ρ-η, που έχει σχηματιστεί με τεχνικές διάχύσης των προσμίξεων, Diffused Junction Transistor [Τρανζίστορ Διαχεόμενων Επαφών] Ηλι:κ. Τρανζίστορ στο οποίο, τα ηλεκτρόδια του εκπομπού και του συλλέκτη έχουν σχηματιστεί με διάχυση ατόμο)ν του μετάλλου στον ημιαγωγό.

Αν και συνεχίζει να ισχύει ο νόμος της ανάκλασης, λόγο) της τραχύτητας της επιφάνειας του σώματος, η ανακλώμενη ακτινοβολία διαχέεται προς πολλές διευθύνσεις Diffuse Reflection Model [Μοντέλο Διαχεόμενης Aνάκλοσης] Φυσ. Θεωρία, με τη βοήθεια της οποίας περιγράφεται η σύγκρουση των μορίων ενός αερίου με την επιφάνεια ενός στερεού σώματος και η ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ τους. Τα μόρια του αερίου πρόσωρινά απορροφούνται στην επιφάνεια και εκπέμπονται με ταχύτητες που ικανοποιούν την κατανομή Maxwell Boltzman με ενδιάμεση το)ν δύο σωμάτων θερμοκρασία. Diffuse Sky Radiation [Διάχυτη Ηλιακή Ακτινοβολία] Αστροφυσ. Ηλιακή ακτινοβολία που διαχέεται από τις ηλιακές ακτίνες λόγω διαδοχικών σκεδάσεο)ν από σωματίδια, μέχρι να φτάσει στην επιφάνεια της γης. Diffuse Sound [Διάχυτος Ηχος] Ακουστ. Ήχος διαδιδόμενος ισότροπα, δηλαδή με την ίδια ενεργειακή πυκνότητα προς όλες τις διευθύνσεις. Diffuse Spectrum [Διάχυτο Φάσμα] Φυα. Φάσμα εκπομπής ή απορρόφησης ενός υλικού με γραμμές μεγάλου εύρους και διαπλάτυνσης, χωρίς αυτό να οφείλεται σε συγκρούσεις των μορίων ή ατόμων του. Diffuse Transmission [Διάδοση με Διάχυση] Φυσ. Διάδοση ενός κύματος ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού με ταυτόχρονη διάχυση του. Diffused Emitter Collector Transistor [Τρανζίστορ διαχεόμενου εκπομπού, συλλέκτη] Ηλεκ. Τρανζίστορ στο οποίο ο εκπομπός Kat ο συλλέκτης έχουν σχηματίστεί με διάχυση των προσμίξεων.

Diffuser [Κλιματιστικά σώματα] Μηχ. Σε ένα σύστημα κεντρικού κλιματισμού, τα ειδικά στοιχεία μέσο) τα)ν οποίων ο αέρας από τον αγωγό εκτοξεύεται στον κλίματιζύμενο χώρο. Diffusiometer [Μετρητής Διάχυσης] Φι>σ. Όργανο μελέτης φαινομένο)ν διάχυσης σε ένα υγρό. Diffusion 1 [Διάχυση] Φυσ. Διαδικασία ανάμιξης δύο ή περισσοτέρων, διαφορετικής φύσης ή φάσης, υλικών π.χ. δύο διαφορετικά υγρά ή αέρια, ένα υγρό και ένα στερεό, ιόντα προσμίξεο)ν σε ένα κρύσταλλο λόγω της διαφορετικής συγκέντρο)σής τους και μέσω της τυχαίας θερμικής κίνησής τους. 11 ανάμιξη είναι πλήρης με τις συγκεντρώσεις να σταθεροποιούνται και να σχηματίζεται ομογενές μίγμα εκτός και αν, κάποια από τις φάσεις είναι βαρύτερες οπότε επέρχεται δυναμική ισορροπία με ανομοιόμορφη συγκέντρωση στη διεύθυνση του βαρυτικού πεδίου. Diffusion 2 [Διάχυση] Οπτικ. Διάχυση μίας δέσμης φωτύς κατά τη διέλευσή της από ένα υλικό ή λόγω ανάκλασής της από τραχιά επιφάνεια. Diffusion 3 [Διάχυση] Ακουστ. Διάχυση του ήχου κατά τη διέλευσή του από ένα υλικό ή λόγω ανάκλασής του. Diffusion 4 [Διάχυση] Ιίλεκ. Τεχνική κατασκευής επαφών ημιαγο)γών με διάχυση ατόμων προσμίξεων σε ένα ημιαγωγό κατά τη θέρμανσή του. Diffusion* [Διάχυση] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η τάση της ύλης να μεταφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μηδενίζονται οι διαφορές στη σύσταση, με αποτέλεσμα την επίτευξη μιας ομοιόμορφης κατάστασης ισορροπίας. Η διάχυση αποτελεί εγγενή ιδιότητα της ύλης και αποδεικνύει την τάση των φυσικών συστημάτο)ν να προτι-

Digestion 1

-448-

μούν καταστάσεις μέγιστης εντροπίας. Digestion 1 [Χώνευση] Χημ. Δηλώνει την καταστροφή από ένα ζωντανό οργανισμό μιας τροφικής ύλης, σε χημικά απλούστερες μορφές, οι οποίες μπορούν να απορροφηθούν εύκολα και να αφομοιωθούν από το σώμα. Απαιτεί τη δράση χωνευτικών ενζύμων και μπορεί να συμβεί εξωκυτταρικά ή ενδοκυτταρικά. Digestion2 [Χώνευση] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στη διεργασία σταθεροποίησης της ιλύος, κατά τη διάρκεια επεξεργασίας λυμάτων. Σκοπός της διεργασίας είναι η μείωση των παθογόνων μικροοργανισμών, των οσμών και του όγκου του λύματος. Περλαμβάνει σχηματισμό απλών χημικών ενώσεων, όπως είναι το μεθάνιο και το διοξείδιο του άνθρακα. Diffusion Activation Energy [Ενέργεια Ενεργοποίησης για Διάχυση] Φνσ. Χημ. Είναι η ενέργεια που απαιτείται από άτομα ή μόρια, σε ένα σύστημα στο οποίο υφίσταται "ενεργειακό φράγμα" που πρέπει να υπερπηδηθεί για να συμβεί διάχυση. Παράδειγμα τέτοιου συστήματος αποτελεί το κρυσταλλικό πλέγμα στερεών. Diffusion Annealing [Διάχυση λόγω Πυράκτωσης] Μεταλλ. Διαδικασία ομογενειοποίησης της σύστασης ενός μετάλλου μέσω διάχυσης των προσμίξεων κατά τη θέρμανσή του. Diffusion Area [Επιφάνεια Διάχυσης] Φυσ. Χαρακτηριστικό μέγεθος της εμφάνισης ενός ασταθούς υποατομικού σωματιδίου Ισούται με: /6 όπου < r > η μέση τιμή του τετραγώνου της μετατόπισης του σωματιδίου κατά το χρόνο που εμφανίστηκε. Diffusion Barrier [Μέσο Διάχυσης] Φνσ. Χημ. Αναφέρεται σε ένα πορώδες υλικό που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό αερίων ή υγρών, με βάση το μέγεθύς τους. Diffusion Bonding [Συσσωμάτωση μέσω Διάχυσης] Μεταλλ. Διαδικασία περιοχών συγ κρυστάλλωση ς και δημιουργίας δεσμών μεταξύ διαφορετικών μετάλλων μέσω θέρμανσης και πίεσης. Diffusion Capacitance [Χωρητικότητα Επαφής Διάχυσης] Π/χκ. Χωρητικότητα μίας επαφής διάχυσης φορέων δύο ημιαγωγών όπως αυτή μετριέται από τη μεταβολή του φορτίου χώρου της επαφής προς τη μεταβολή της τάσης της επαφής: AQ/Δν. Diffusion Cloud Chamber [Θάλαμος Διάχυσης Νέφους] Πομ. ΦΌΠ. Θάλαμος ανίχνευσης σωματιδίων στον οποίο, τα σωματίδια καταγράφονται στην περιοχή συμπύκνωσης διαχεόμενων ατμών. Diffusion Coating [Επίστρωση Διάχυσης] Μετώλ. Επίστρωση μετάλλων με ένα άλλα κράμα και θέρμανσή τους ώστε, λόγω διάχυσης, άτομα της επίστρωσης να εισέλθουν στην κρυσταλλική δομή του μετάλλου. Diffusion Coefficient [Συντελεστής Διάχυσης] Φνσ. Χημ. Ορίζεται από τον πρώτο νόμο του Pick, ως ο συντελεστής αναλογίας μεταξύ του ρυθμού ροής ενός συστατικού ανά μονάδα επιφάνειας και της βαθμίδας συγκέντρωσης στη κατεύθυνση της ροής. Συμβολίζεται με D και εκφράζεται σε μονάδες m /s. Diffusion Constant [Σταθερά Διάχυσης] Φυσ. Μέγεθος χαρακτηριστικό της διάχυσης των μορία>ν, ατόμων, ιόντων κ.λ.π. μίας ουσίας σε ένα άλλο σώμα.. Ορίζεται από τη σχέση J=-DxYn με J την πυκνότητα ροής της ουσίας, n τη συγκέντρωσή της και D την σταθερά διάχυσης. Στο S.I. έχει μονάδες μέτρησης: irf/sec. Diffusion Diameter [Διάμετρος Διάχυσης] Φυσ. Πρόκειται για την ισοδύναμη διάμετρο σκληρών σφαιρών

που, κινούμενες σύμφωνα με την κλασική στατιστική θεωρία, θα διαχέονταν με ίδια σταθερά διάχυσης με τα μόρια, άτομα κ.λ.π. μιας συγκεκριμένη ουσίας. Diffusion Equation [Εξίσωση Διάχυσης] Φνσ. Χημ. Πρόκειται για τον προοτο νόμο του Fick, JyVz = - D ^ dCA/dz από τον οποίο για ένα δυαδικό σύστημα, όπου το συστατικό Α είναι διαλυμένο στο συστατικό Β, ορίζεται ο συντελεστής διαχύσεως D ^ για μόνιμη κατάσταση και διάχυση του Α στην κατεύθυνση ζ. Diffusion Gradient [Βαθμίδα Διάχυσης] Φυσ. Η βαθμίδα της συγκέντρωσης: Vn μίας ουσίας σε ένα σώμα που προκαλεί τη διάχυσή της. —> Concentration Gradient Diffusion Kernel [Πυρήνας Διάχυσης] Φυσ. Λύση της εξίσωσης διάχυσης δηλαδή, συγκέντρωση σε κάθε σημείο με την πάροδο του χρόνου με την συνθήκη σταθερής μοναδιαίας ροής από ένα σημείο. Diffusion Length [Μήκος Διάχυσης] Φυσ. II μέση απόσταση που διανύει ένας φορέας σε ημιαγωγό από την στιγμή που δημιουργήθηκε μέχρι την καταστροφή του. Diffusion Limited Aggregation [Συσσωμάτωση με Διάχυση] Φνσ. Μοντέλο δημιουργίας συσσωματωμάτων σε ένα διάλ.υμα σύμφωνα με το οποίο, τα μύρια διαχέονται έως την επιφάνεια ενός συσσωματώματος τους όπου και ενώνονται με αυτό. Diffusion Limited Current Density [Μέγιστη Πυκνότητα Ρεύματος λόγω Διάχυσης] Φυσ. Η μέγιστη τιμή της πυκνότητας ενός ρεύματος φορέων σε ημιαγωγό λόγω διάχυσης των φορέων προς άλλες διευθύνσεις. Diffusion Plant [Εργοστάσιο Διάχυσης] Τεχνολ. Εργοστάσιο διαχωρισμού των ισοτόπων πυρήνων ενός στοιχείου μέσω φαινομένων διάχυσής τους, καθώς τα βαρύτερα έχουν μικρότερη σταθερά διάχυσης. Diffusion Potential [Δυναμικό Διάχυσης] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η διαφορά δυναμικού που αναπτύσσεται σε ένα στοιχείο, όταν οι διαφορετικοί ηλεκτρολύτες των δύο ηλεκτροδίων διαχωρίζονται μεταξύ τους με ένα πορο')δες διάφραγμα. Diffusion Pump [Αντλία Διαχύσεως] Μηχ. Αποτελεί ειδική περίπτωση μηχανήματος συμπίεσης, που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου επιδιώκεται υπερυψηλό κενό (1ϋ' 4 -10' 7 kPa). Η λειτουργία της βασίζεται στο φαινόμενο μοριακής διάχυσης. Diffusion Theory [Θεωρία Διάχυσης] Ηλεκ. Θεωρία υπολογισμού του ρεύματος που διαρρέει έναν ημιαγωγό σύμφωνα με την οποία, εκτός της κίνησης των φορέων από το ηλεκτρικό πεδίο λόγω της εφαρμοζόμενης τάσης, σημαντική επίδραση έχει και το ρεύμα λόγω διάχυσής τους. Diffusion Transistor [Τρανζίστορ Διάχυσης] Ηλεκ. Τρανζίστορ κίνησης ηλεκτρικών φορέων λόγω διάχυσής τους. Diffusivity [Διαχυτότητα] Φνσ. Χημ. —> Diffusion Coefficient Digger [Σκαπτικό εργαλείο] Οικοδ. Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για κάθε τύπου εξοπλισμό εκσκαφής εδαφών. Digging [Σκάψιμο] Οικοδ. 1. Διαδικασία διατάραξης του εδάφους μέσω σκαπτικών εργαλείων που χρησιμοποιούν εργάτες ή με ελαφρά σκαπτικά μηχανήματα. 2. Ο όγκος του εδαφικού υλικού που διαταράσσεται από τη δράση των σκαπτικών εργαλείων. Diggings [Χώρος εκσκαφής] Οικοδ. 1. Χώρος ή περιο-

-449χή όπου εκτελούνται χωματουργικά έργα. 2. Τα προϊόντα μιας εκσκαφής που προορίζονται για απόθεση σε κατάλληλο αποδέκτη που προσδιορίζεται από μια δημόσια υπηρεσία. Digit 1 [Ψηφίο] Μαθημ. Ο χαρακτήρας από το σύνολο των φυσικών αριθμών, ο οποίος συμβάλλει στην αναπαράσταση ενός αριθμού με τη χρήση μιας ακολουθίας τέτοιων χαρακτήρων, και είναι μικρότερος από την βάση του χρησιμοποιούμενου αριθμητικού συστήματος. Π.χ. το 0 και 1 για το δυαδικό αριθμητικό σύστημα ή οι φυσικοί αριθμοί από το 0 έως το 9 για το δεκαδικό αριθμητικό σύστημα. Digit" [Ψηφίο] Πληρ. Ο χώρος, τον οποίο καταλαμβάνει ένα δυαδικό ψηφίο δεδομένων κατά την καταχώρησή του σε ένα ψηφιακό υπολογιστή. Digital [Ψηφιακός] Πληρ. Η απεικόνιση χαρακτήρων ή μεταβλητών με τη χρήση διακριτών ποσοτήτων, (και ειδικότερα ψηφίων) δηλαδή με συνδυασμό των ψηφίων κάποιου συγκεκριμένου αριθμητικού συστήματος, π.χ. με το συνδυασμό των ψηφίων 0 και 1, όταν πρόκειται για το δυαδικό αριθμητικό σύστημα, με το συνδυασμό των ψηφίων 0 έως 9, όταν πρόκειται για το δεκαδικό αριθμητικό σύστημα, κλπ. Ο όρος ψηφιακός μπορεί να αναφέρεται σε δεδομένα που αναπαρίστανται με ψηφία ή σε κυκλώματα ή λειτουργικές μονάδες που χρησιμοποιούν ψηφιακά δεδομένα. Digital Branching [Ψηφιακή διακλάδωση] Επικοιν. Παρουσιάζεται σε μια σύνδεση 1 προς Ν και στον διακλαδωτή συνδέονται modem που επικοινωνούν με τα modem των χρηστών. Digital Camera [Ψηφιακή Κάμερα] Η/χκ. Κάμερα καταγραφής ή και μετάδοσης εικόνων σε ψηφιακή μορφή, δηλαδή ανάλυση κάθε εικόνας σε πολλά στοιχειώδη τμήματα (pixels) και καταγραφή του χρώματος κάθε τμήματος μέσω ανάλυσής του στα τρία βασικά χρώματα. Για κάθε σημείο αποθηκεύεται αριθμητικά η ένταση κάθε βασικού χρώματος. Digital Channel [Ψηφιακό Κανάλι] Ηλεκ. Γραμμή μεταφοράς πληροφοριών ψηφιακής μορφής. Digital Ciphering [Ψηφιακή κωδικοποίηση] Επικοιν. Κωδικοποίηση με χρήση ψηφιακών μέσων και κωδίκων. Digital Circuit [Ψηφιακό Κύκλωμα] Ηλεκ. Κύκλωμα με ψηφιακές εισόδους και εξόδους, δηλαδή τα σήματα εισόδου και εξόδου του είναι παλμοί τάσης που αναπαριστούν ψηφιακά κάθε μέγεθος. Digital Communications [Ψηφιακές επικοινωνίες] Επικοιν. Οι επικοινωνίες στην ψηφιακή μορφή τους. Με τα κατάλλ,ηλα μηχανήματα οι απώλειες είναι ελάχιστες και οι δυνατότητες πολύ μεγάλες. Digital Computer |ψηφιακός υπολογιστής] Πλ.ηρ. Ο υπολογιστής, ο οποίος χρησιμοποιεί ψηφιακά δεδομένα. Παρέχει μεγαλύτερη ακρίβεια, προγραμματίζεται πιο εύκολα, και προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης περισσοτέρων εφαρμογών από τους αναλογικούς υπολογιστές και γι αυτό το λόγο είναι πιο διαδεδομένος, ώστε να ταυτίζεται σχεδόν με την έννοια του ίδιου του υπολογιστή. Digital Converter [Ψηφιακός μετατροπέας] Ιίλχκτρον. Συσκευή που μετατρέπει ένα αναλογικό σήμα σε ψηφιακό για την χρήση και επεξεργασία του σε ένα ψηφιακό σύστημα. Digital Filter [Ψηφιακό φίλτρο] Επικοιν. Φίλτρο σημάτων που χρησιμοποιεί ψηφιακά στοιχεία ή αξιοποιεί ψηφιακά χαρακτηριστικά φορέων.

Digital Signal

Digital Flight - Control Computer [Ψηφιακό Σύστημα Ελέγχου] Αερομηχ. Κύκλωμα ελέγχου των παραμέτρων της πτήσης ενός αεροπλάνου, το οποίο στηρίζεται σε ψηφιακή αναπαράσταση της συμπεριφοράς του και μπορεί να μεταβάλει τις εντολές του πιλότου ώστε να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα. Digital Frequency Meter [Ψηφιακό Συχνόμετρο] Ηλεκ. Όργανο μέτρησης της συχνότητας μεταβολής ενός μεγέθους με ψηφιακή ένδειξη του. Digital Interpolation [Ψηφιακή παρεμβολή] Επικοιν. Παρεμβολή σε φορέα μετάδοσης ψηφιακού σήματος. Digital Link [Ψηφιακή ζεύξη | Επικοιν. Ζεύξη που υλοποιείται πάνω σε ψηφιακούς φορείς. Digital Microwave Radio [Ψηφιακή μικρόκυματική μετάδοση πληροφοριών] Επικ. Μετάδοση ήχου και πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή μέσω διαμόρφωσης μικροκυμάτων. Digital Modulation [Ψηφιακή διαμόρφωση] Επικοιν. Διαμόρφωση αναλογικού σήματος με ψηφιακό τρόπο. Digital Monitor [Ψηφιακή Οθόνη] ΙΓ/χκ. Είναι μία οθόνη αναπαραγωγής εικόνων η οποία, τροφοδοτείται με ψηφιακά δεδομένα τα οποία στη συνέχεια μετατρέπει σε αναλογικά για να τροφοδοτήσει το κύκλωμα ελέγχου της οθόνης. Digital Multiplex Hierarchy [Ιεραρχία ψηφιακής πολύπλεξης] Επικοιν. Διατεταγμένη τοποθέτηση ψηφιακών πολυπλεκτών για στοιχισμένη μεταβολή σήματος που στηρίζεται στη σηματοδοσία, το Bit Rate και τον αριθμό των καναλιών που θα χρησιμοποιηθούν. Digital Navigation System [Ψηφιακό σύστημα πλοήγησης] Πλοηγ. Πλεκτρονικό σύστημα πλοήγησης το οποίο συνεργάζεται με το αντίστοιχο σύστημα που φέρουν τα αεροσκάφη, πλοία ή οχήματα στέλνοντας συνεχή μηνύματα με τις εκάστοτε συντεταγμένες θέσης τους ως προς σύστημα αναφοράς βοηθώντας στην αυτόματη ή οδηγούμενη από χειριστή πλοήγηση τους. Digital Network [Ψηφιακό δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο που υλοποείται με ψηφιακές ζεύξεις ή πάνω σε ψηφιακά μέσα. Digital Node [Ψηφιακός κόμβος] Επικοιν. Κόμβος δικτύου που έχει συνδεθεί ψηφιακά και χρησιμοποιεί ψηφιακή λογική. Digital Private Branch Exchange [Ψηφιακό PBX] Επικοιν. To στοιχείο PBX ενός ISDN δικτύου που αντιστοιχεί σε ένα ψηφιακό αντικείμενο. Digital Radiography [ψηφιακή Ραδιογραφία] Τεχνολ. Τρόπος δημιουργίας της εικόνας ενός αντικειμένου όταν διέρχεται από αυτό δέσμη ακτινών Χ ή εάν το ίδιο την εκπέμπει. Μέσω ανιχνευτών καταγράφεται ψηφιακά η ένταση της ακτινοβολίας που εξέρχεται από κάθε τμήμα του αντικειμένου και σχηματίζεται η εικόνα του. Εφαρμόζεται στην αξονική τομογραφία, κ.λ,.π. Digital Recording [Ψηφιακή Καταγραφή] Ηλεκ. Καταγραφή μίας πληροφορίας σε ψηφιακή μορφή σε μαγνητικά ή και οπτικά μέσα. Η αναπαράσταση γίνεται με μια σειρά δύο ψηφίων, 0 ή 1, ανάλογα εάν η επιφάνεια καταγραφής παρουσιάζει ή όχι μαγνήτιση ή ανάλογα με το βάθος της από την επιφάνεια του μέσου. Digital Representation [Ψηφιακή αναπαράσταση | Πληρ. Η αναπαράσταση μεταβλητών με τη χρήση διακριτών ποσοτήτων, όπως ψηφίων κάποιου συγκεκριμένου αριθμητικού συστήματος, ειδικών χαρακτήρων και του χαρακτήρα του διαστήματος. Digital Signal [Ψηφιακό σήμα] Επικοιν. Σήμα που αντιστοιχεί σε 0 και 1 και όχι στο ημιτονοειδές ανάλογο

Digital Signature

-450-

του. Digital Signature [Ψηφιακή υπογραφή] Επικοιν. Χρήση ειδικών γραφικών μοντέλων για αναπαραγωγή υπογραφής με ψηφιακό τρόπο ώστε να πιστοποιείται η μοναδικότητα. Digital Simulation [Ψηφιακή προσομοίωση] Πληρ. Η αναπαράσταση των χαρακτηριστικών και των λειτουργιών ενός συστήματος σε ψηφιακό υπολογιστή, βάση του τρόπου αναπαράστασή τους σε αναλογικό υπολογιστή. Digital Subscriber Line [Ψηφιακή γραμμή συνδρομητή] Επικοιν. Συνδρομητική γραμμή πάνω σε ένα ψηφιακό φορέα. Digital Television [Ψηφιακή τηλεόραση] Επικοιν. Τηλεόραση που επεξεργάζεται ψηφιακά το τηλεοπτικό σήμα και το παρουσιάζει σε ψηφιακή τηλεοπτική οθόνη. Digital To Analog Converter [Μετατροπέας Ψηφιακού σε Αναλογικό Σήμα] Η/χκ. Πρόκειται για διάταξη μετατροπής ενός ψηφιακού σήματος σε αναλογικό. Digital Transducer [Ψηφιακός Μεταλλάκτης] ΙΙλεκ. Διάταξη μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους, ένδειξης ή μεταφοράς του σε άλλη συσκευή σε ψηφιακή μορφή. Digital Transmission Channel [K^m^i ψηφιακής μετάδοσης] Επικοιν. Κανάλι που υλοποιείται πάνω σε ψηφιακό μέσο. Digital Transmission Link [Ζεύξη ψηφιακής μετάδοσης] Επικοιν. Ζεύξη στην άκρη ψηφιακού φορέα (για μετάδοση ψηφιακών δεδομένων). Digital Voltmeter [Ψηφιακό Βολτόμετρο] Ηλεκ. Μετρητής τάσης και ένδειξη ή μεταφοράς της τιμής της σε ψηφιακή μορφή. Digitize [Ψηφιοποιώ] Πληρ. Μετατρέπω σε ψηφιακή μορφή δεδομένα που είναι σε κάποια άλλη μη διακριτή μορφή, όπως π.χ. σε αναλογική μορφή. Digitizer [Ψηφιοποιητής] ΙΙλ,ηρ. Η συσκευή, η οποία δέχεται δεδομένα σε αναλογική μορφή και μετατρέπει σε ψηφιακή μορφή ώστε να εισαχθούν στο υπολογιστικό σύστημα. Diglycerol [Διγλυκερόλη] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια οργανική ένωση που περιέχει δυο ομάδες γλυκερόλ.ης στο μόριό της. Dihalide [Διαλογονίδιο] Οργ. Χημ. Είναι κάθε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υπάρχουν δύο άτομα απογόνου. Dihcdron [Δίεδρο] Μαθημ. Το σώμα, το οποίο προκύπτει από δυο ημιεπίπεδα με μια κοινή ακμή. Dihydratc [Διένυόρη Ουσία] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ενυδατωμένη ένωση, που περιέχει δυο μόρια νερού. Dihydrazone [Διυδραζόνη] Οργ. Χημ. Είναι μια οργανική ένωση, που περιέχει στο μόριό της δυο ρίζες υδραζόνης (-C=N-NIIR). Dihydro [Διυδρο-] Χημ. Αποτελεί πρόθεμα του ονόματος μιας χημικής ένωσης, όταν σε αυτή υπάρχουν δεσμοί με δύο άτομα υδρογόνου. Dihydroxy [Διυδροξείδιο] Χημ. Δηλώνει μια χημική ένωση, στην οποία περιέχονται δύο υδροξυλικές ομάδες (-ΟΙΙ) Dihydroxyacetone [Διυδροξυ-ακετόνη | Ομγ. Χημ. Ονομάζεται η απλούστερη κετό£η, με χημικό τύπο CI1 2 (OH)COCH2OH και μοριακό βάρος 90,08.Είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό, με σημείο τήξεως 89-91 °C, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση μυκητοκτόνων, πλαστικοποιητών και φαρμακευτικών προϊόντων.

1,8-Dihydroxyanthraquinone [ 1,8-Διυδροξυανθρακινόνη] Οργ. Χημ. Είναι ερυθρόχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο 1,8-(Η0>^ 14 Η60 2 , μοριακό βάρος 240,22, σημείο τήξεως 193 aC, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση ινδανθρενικών χρωμάτων. Dihydroxybenzcncs [Διυδροξυβενζόλια] Οργ. Χημ. Είναι οι δισθενείς φαινόλες, με χημικό τύπο CfjH4(0H) 2 και μοριακό βάρος 1 1 0 , 1 1 . Υπάρχουν τρία ισομερή, η πυροκατεχόλη (1,2-παράγωγο) με σημείο ζέσεως 245 Χ , η ρεσορκινόλη (1,3-) με 178°C και η υδροκινόνη (1,4-) με 285 UC. Πρόκειται για ισχυρά αναγωγικά σώματα και χρησιμοποιούνται ως φωτογραφικοί εμφανιστές. Dihydroxymaleic Acid [Διυδροξυ-μηλεϊνικό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για παράγωγο δικαρβονικό ο£ύ. με χημικό τύπο HOOC-C(OH)=C(OH)-COOH, μοριακό βάρος 148,07 και σημείο τήξεως 155 °C. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο ταυτοποίησης στην αναλυτική χημεία. Diisocyanate [ΔιισοκυανικόςΙ Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση που περιέχει στο μόριό της δύο ισοκυανικές ομάδες (-NCO). Diisopropyl |Διισοπροπυλο-1 Οργ. Χημ. Αποτελεί πρόθεμα μιας οργανικής ένωσης, η οποία περιέχει δύο ισοπροπυλικές ρίζες. Dijckstra's Algorithm [Αλγόριθμος Dijckstra] Επικοιν. Αλγόριθμος υπολογισμού βέλτιστου δρόμου σε ένα δίκτυο. Diketene [Δικετένη] Οργ. Χημ. Αποτελεί διμερές της κετένης, με χημικό τύπο CH2=COCH=CO και σημείο ζέσεως 127 °C. Είναι υγρή, άχρωμη ένωση και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Dikctone [Δικετόνη] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική ένωση, η οποία περιλαμβάνει στο μόριό της δυο κετονικές ομάδες (-CO-). Dilatancy [Διασταλτικότητα] Χημ. Ορίζεται η ιδιότητα ενός ρευστού, κατά την οποία αυξάνεται το φαινόμενο ιξώδες του, με τη διατμητική τάση ή το ρυθμό διάτμησης. Dilatant [Διασταλτό] Φνσ. Ορίζει ένα υλικό σώμα, το οποίο έχει την ιδιότητα να αυξάνει τον όγκο του όταν υφίσταται αντίστοιχες μεταβολες των εξωτερικών συνθηκών. Dilatant Fluid ΙΔιασταλ,τό Ρευστό] Ρευστομηχ. Χαρακτηρίζει ένα ρευστό που έχει την ιδιότητα να αυξάνει το ιξώδες του, όταν αυξάνεται η εφαρμοζόμενη διατμητική τάση. Παράδειγμα διασταλτού ρευστού αποτελεί το αιώρημα αμύλου σε νερό. Dilatation [Διαστολήΐ Φυσ. Είναι η ιδιότητα ενός διασταλτού υλικού σώματος. Dilation [Διαστολή] Μαθημ. Ως διαστολή ενός διανύσματος z ορίζεται ο μετασχηματισμός w=Az που διαστέλλει το μέγεθος του z κατά παράγοντα jA|, όπου Α μια μη μηδενική μιγαδική σταθερά. Παράλληλο με τη διαστολή είναι δυνατή η μεταφορά του ζ μέσω του w κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εικόνα του διασταλμένου σχήματος να είναι όμοια, υπό τη γεωμετρική έννοια, με την αρχική εικόνα. Dilatometer [Διαστολόμετρο] Χημ. Είναι μια συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διασταλαικότητας ενός ρευστού. Αποτελείται από βολβό συνδεδεμένο με διαβαθμισμένο τριχοειδή σωλήνα και παρατηρείται η μεταβολή του όγκου που συμβαίνει κατά τη διάρκεια αργής θέρμανσης του ρευστού.

-451 -

Dilaton [Ντιλατόν] Πυρ. Φυσ. Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενική μάζα και ιδιοστροφορμή. Αποτελεί μόνο θεωρητική έννοια. Diluent [Διαβάτης] Χημ. Αναφέρεται στο συστατικό που χρησιμοποιείται για τη διασπορά μιας ουσίας ή τη μείωση της συγκέντρωσης ενός διαλύματος. Dilute [Αραιώνω] Χημ. Δηλώνει τη διαδικασία προσθήκης περίσσειας διαλύτη σε ένα διάλυμα, με σκοπό τη μείωση της συγκέντρωσης της διαλυμένης ουσίας. Dilute Phase [Αραιωμένη Φάση] Χημ. Μηχ. Χαρακτηριζει το προϊόν υγρής εκχύλισης ενός διαλύματος, το οποίο έχει μικρότερη συγκέντρωση σε σχέση με το αρχικό διάλυμα. Dilulion [Αραίωση] Χημ. Ορίζει τη διαδικασία ελάττωσης της συγκέντρωσης ενός διαλύτη, με προσθήκη συκεκριμένης ποσότητας διαλυτικού μέσου. Dimension [Διάσταση] Μαθημ. 1. Το πλήθος των συ• τεταγμένων που απαιτούνται για τον ορισμό και κα"ορισμό ενός στοιχείου, π.χ. ενός σημείου, σε ένα σύστημα συντεταγμένων. 2. Για ένα διανυσματικό χώρο, το πλήθος των στοιχείων της βάσης του. 3. Για έναν πίνακα μχν, είναι το γινόμενο των γραμμών και των στηλών του μ.ν, αφού είναι ένας διανυσματικός χώρος ως προς την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό, διάστασης μ.ν. Dimension2 [Διάσταση] Πληρ. II δηλωτική συνθήκη, η οποία καθορίζει το μήκος μιας σειράς δεδομένων ή το πλήθος των γραμμών και των στηλών ενός πίνακα δεδομένων. Dimension Declaration Statement [Εκθεση δήλωσης διαστάσεων] Πληρ. Κείμενο της εντολής dimension της γλώσσας προγραμματισμού F O R T R A N , που δηλώνει την ύπαρξη πινάκων, τον τύπο τους και το εύρος των τιμών που μπορεί να πάρουν οι δείκτες τους. Dimensional Analysis' ΙΔιαστατική Ανάλυση] Φυα. Χημ. Είναι η διαδικασία περιγραφής και είλυσης πορείας ενός φαινομένου, με χρήση των αδιάστατων ομάδων. οι οποίες ορίζονται από τις μεταβλητές του προβλήματος KUI το πλήθος τους είναι πάντα μικρότερο από αυτό των μεταβλητών. Dimcnsional Analysis 2 [Ανάλυση Διαστάσεων] Φνα. Χημ. Δηλώνει τη διαδικασία ελέγχου των δύο πλευρών μιας εξίσωσης, που περιγράφει ένα φυσικό φαινόμενο, για να διαπιστωθεί αν έχουν τις ίδιες διαστάσεις των βασικών μεγεθών. Dimensional Regularization [Διαστατική Κανονικοποίηση] Φυσ. Τεχνική υπολογισμού πεπερασμένων ποσοτήτων από απειριζόμενα ολοκληρώματα στην κβαντική θεωρία πεδίου, με αναλυτική επέκταση των συναρτήσεων στις διαστάσεις του χωροχρόνου. Dimensionless Group [Αδιάστατη Ομάδα] Φυα. Χαρακτηρίζεται η ποσότητα που σχηματίζονται με βάση όιαστατικές μεταβλητές, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να εκφράζει ένα φυσικό φαινόμενο και να μην έχει διαστάσεις. Χρησιμοποιούνται συχνά στη ρευστόμηχανική. Dimensionless Number [Αδιάστατος Αριθμός] ΜαΘημ. Αριθμός χωρίς μονάδες μέτρησης, όπως οι συντελεστές στατικής ή τριβής ολίσθησης κ.λ.π. Προκύπτουν από τη διαίρεση αντίστοιχων φυσικών μεγεθών. Dimensions [Διαστάσεις] Φυσ. Ακέραιοι αριθμοί που εκφράζουν τη μονάδα μέτρησης ενός μεγέθους σε δυνάμεις των μονάδων μέτρησης των θεμελιωδών μεγεθών ενός συστήματος μονάδων. Π.χ. οι διαστάσεις της δύναμης: [F] με θεμελιώδη μεγέθη το μήκος, [L] την

Dinitroaniline

μάζα, [ΜΙ και^τον χρόνο, [Τ] είναι: 1, 1,-2 εφόσον [F] =[ll]1 [Μ] [Τ]"2. Dimer [Διμερές] Χημ. Ονομάζεται το απλούστερο ολιγομερές, το οποίο σχηματίζεται από την ένωση δύο ίδιων μορίων. Dimerization [Διμερισμός] Χημ. Ορίζεται η αντίδραση μεταξύ δύο ίδιων μορίων, από την οποία σχηματίζεται ένα διμερές. Dimethyl [ΔιμεΟυλο-] Opy. Χημ. Πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη δυο μεθυλικών ριζών (-CH·*) στο μόριο μιας ένωσης. Dimethyl Ether [Διμεθυλαιθέρας] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH^OCH*. Είναι αέριο με σημείο ζέσεως -23,65 "C. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της μέθανόλης με πυκνό θειικό οξύ και χρησιμοποιείται ως μεθυλιωτικό μέσο. Φέρεται στο εμπόριο υγροποιημένος, σε χαλύβδινους κυλίνδρους. Dimethyl Phthalate [Φθαλικός Διμεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Είναι ο εστέρας του φθαλικού οξέος 1,2-CeHA (COOCHih, με μοριακό βάρος 194,19, σημείο ζέσεως 283,8 °C και σημείο τήξεως 0-2 °C. Είναι διαλυτός σε αιθανόλη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοαπωθητικο')ν ουσιών. Dimethylaminc [Διμεθυλαμίνη] Opy. Χημ. Είναι η δευτεροταγής αμίνη ( C H ^ N I I , που έχει μοριακό βάρος 45,08, σημείο ζέσεως 7,4°C και σημείο τήξεως -93"C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως διαλυτικό μέσο και στη σύνθεση φαρμάκων. Ν,Ν-Dimethylaniline |Ν,Ν-Διμεθυλανιλίνη| Οργ. Χημ. Είναι τριτοταγής αρωματική αμίνη, με χημικό τύπο C6H5N(CH.i)2, μοριακό βάρος 121.18, σημείο ζέσεως 194 U C και σημείο τήξεως 2,45 Χ . Είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων, καθώς και ως διαλύτης. Dimethylbenzenes [Διμεθυλοβενζόλια] Οργ. Χημ. 0 νομάζονται και ξυλόλια. Υπάρχουν τρία ισομερή, με χημικό τύπο (CH^C^Hs και μοριακό βάρος 106,17. Το ορθο-παράγωγο έχει σημείο ζέσεως 144,4 L,C, το μετα- έχει 139,1 και το παρα- έχει 138,3 (,C. Ααμβάνονται κατά την καταλυτική αναμόρφωση της νάφθας και χρησιμοποιούνται για την αύξηση του αριθμού οκτανίου της βενζίνης. Dimethylolurea [Διμεθυλο-ουρία] Οργ. Χημ. Αποτελεί το προϊόν συμπύκνωσης φορμαλδεΰδης και ουρίας. Έχει χημικό τύπο H O C H 2 N H - C O - N I I C H 2 O H , μοριακό βάρος 88,11, σημείο ζέσεως 268-270°C και σημείο τήξεως 108 °C. Αντιδρά με την κυτταρίνη και δημιουργεί με ακεταλικές συνδέσεις μια σταθερά διευθετημένη ίνα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται στο φινίρισμα βαμβακερών υφασμάτων, Dimmer [Ροοστάτης] Ηλεκ. Διάταξη ελέγχου και συνεχούς μεταβολής του ρεύματος που διαρρέει μια πηγή φωτισμού, μια αντίσταση κ.λ.π. 1)1 Ν |Γερμανικοί Κανονισμοί] Τεχνολ. Συντομογραφία του Οργανισμού τυποποίησης της Γερμανίας ο οποίος εκδίδει και τους κανονισμούς εκτέλεσης έργων πολιτικού μηχανικού. Dincutron [Δινετρόνιο] Πυρ. Φυσ. Θεωρητική δημιουργία συσσωματώματος δύο νετρονίων ή μεταβατικό ζεύγος συζευγμένων νετρονίων σε πυρηνικές αντιδράσεις, σε υποθετική βέβαια φάση. Dinitroaniline [Δινιτροανιλίνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (Ν0 2 )2-0Η 3 ΝΙΙ2 και το μοριακό βάρος 183,12. Υπάρχουν 4 ισομερή, ανάλογα με τη σχετική

Dinitrobcnzaldehvde ν

-452 -

θέση των δύο νιτρο-ομάδων. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αζωχρωμάτων. Dinitrobenzaldehyde [Δινιτροβενζαλ,δεΰδη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (N02)2-C6H;*CH0, με μοριακό βάρος 196,12. Υπάρχουν δύο ισομερή, η 2,4- με σημείο ζέσεως 194-210°C και σημείο τήξεως 72 °C και η 2,6- με σημείο τήξεως 123°C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Dinitrobenzene ΙΔινιτροβενζόλιο] Ομγ. Χημ. Υπάρχουν τρία ισομερή, με χημικό τύπο Q,II 4 (N0 2 ) 2 και μοριακό βάρος 168,11. Το ορθο- έχει σημείο ζέσεως 319°C, το μετα- έχει 291 °C και το παρα- έχει 298 °C. Dinitrogene [Διάζωτο] Χημ. Είναι το μοριακό άζωτο, Ν2, που περιέχει δύο άτομα. Dinitrotoluene [Δινιτροτολουόλαο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (NO^QH^CHi και το μοριακό βάρος 182,14. Ανάλογα με τις σχετικές θέσεις των δύο νιτροομάδων, υπάρχουν 5 ισομερή, με σημεία τήξεως μεταξύ 52 "C και 71 °C. Diode [Δίοδος] Ηλεκ. Διάταξη διέλευσης ρεύματος, αν αυτό έχει συγκεκριμένη φορά. Μπορεί να είναι ο σωλήνας δυο ηλεκτροδίων, ανόδου και καθόδου όπου ηλεκτρόνια εκπέμπονται μόνο από την κάθοδο με το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο ή κρυσταλλοδίοδος επαςοής ημιαγωγών τύπου ρ-η. Diode Theory [Θεωρία Διέλευσης Διόδου Επαφής] ΙΙλεκ. Θεωρία διέλευσης φορέων φορτίου από την περιοχή επαφής μιας διόδου, στην περίπτωση που το εύρος της περιοχής επαφής είναι πολ.ύ μικρότερο από τη μέση ελεύθερη διαδρομή των φορέων. Diode Voltage Regulator [Ρυθμιστής Τάσης Διόδου] Ηλχκ. Διάταξη σταθεροποίησης της τάσης με κύριο στοιχείο μια δίοδο Zencr. Diodide [Διωδίδιο] Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική ένωση που περιέχει στο μόριό της δύο άτομα ιωδίου. Dione [Διώνη] Αστμον. Ένας από τους οκτώ δορυφόρους του Κρόνου με περίοδο τροχιάς 65,76 ώρες και σε μέση απόσταση περίπου 377, 5 χλμ. Η διάμετρος της είναι περίπου 1,12 χλμ. Η επιφάνεια της εμφανίζει μεγάλες αντιθέσεις σε φωτεινότητα, είναι καλυμμένη κυρίως με πάγο και παρουσιάζει μια γενικότερη ασυμμετρία. -dione [-διόνη] Χημ. Αποτελεί δεύτερο συνθετικό του ονόματος μιας δικετόνης. Diopter [Διοπτρία] Οπτικ. Μονάδα μέτρησης της συγκεντρωτικής ισχύος ενός φακού. Καθώς η ισχύς ενός φακού ή πρίσματος ορίζεται ως το αντίστροφο της εστιακής του απόστασης προκύπτει ότι: 1 D=lm*1. Dioptric [Διοπτρικό] Οπτικ. Είδωλο σχηματισμένο από φακούς ή πρίσματα λόγω διάθλασης. Dioxide [Διοξείδιο] Χημ. Είναι μια χημική ένωση που περιέχει δύο άτομα οξυγόνου συνδεδεμένα με ένα στοιχείο ή μια ρίζα. DIP Switch [Διακόπτης συσκευασίας DIP] Πλημ. Ο μικροδιακόπτης, ο οποίος τοποθετείται σε κάρτες τυπωμένων κυκλωμάτων, βρίσκεται σε συσκευασία DIP και διαθέτει πολλαπλά ζεύγη επαφο')ν ανεξάρτητων μεταξύ τους. Dipeptide [Διπεπτίδιο] Ομγ. Χημ. Είναι το προϊόν αντίδρασης συμπύκνωσης δυο αμινοξέων, το οποίο περιέχει στο ένα άκρο του ελεύθερη αμινο-ομάδα και στο άλλο ελεύθερο καρβοξύλιο. Diphcnol [Διφαινόλη] Ομγ. Χημ. Είναι δισθενής φαινόλη, γνωστή και ως διυδροξυβενζόλιο. Dihydroxybenzenes

Diphenyl [Διφαινύλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και φαινυλο-βενζόλιο. Είναι αρωματική ένωση που περιλαμβάνει δύο φαινύλια ενωμένα μεταξύ τους. -> Biphenyl Diphenyl Ether [Διφαινυλαιθέρας] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και διφαινυλοξείδιο. Είναι υγρή ένωση, με ευχάριστη οσμή, χημικό τύπο C^HsOCftHs, σημείο ζέσεως 253 °C και σημείο τήξεως 28 °C. Παράγεται κατά τη θέρμανση φαινόλης παρουσία χλωριούχου αργιλίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων και καλλυντικών. Diphenyl Methane [Διφαινυλο-μεθάνιο] Ομγ. Χημ. Παράγεται με αντίδραση χλωρομεθυλοβενζολίου και βενζολίου, παρουσία χλ,ωριούχου αργιλίου. Έχει χημικό τύπο (C6H5)2CH2, σημείο τήξεως 26 °C και σημείο ζέσεως 262 "C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Diphcnylamine (Διφαινυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Παράγεται κατά τη θέρμανση ανιλάνης και υδροχλωρικής ανιλίνης. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο (C6H5)2NH, μοριακό βάρος 169,23, σημείο ζέσεως 302 "C και σημείο τήξεως 54-55 διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες. Diphosphate [Διφωσφορικός] Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση που περιέχει δύο φωσφορικές ομάδες. Diplex Operation [Διπλεκτική λειτουργία] Επικοιν. Χρήση ενός κοινού στοιχείου όπως ένα κανάλι για εναλλακτική χρήση με 2 ανεξάρτητα σήματα σε διαφορετική συχνότητα (όχι όμως αμφίδρομη μετάδοση). Dipolar Gas [Διπολικό Αέριο] Φυσ. Χημ. Αέριο, τα μόρια του οποίου έχουν μόνιμη ηλεκτρική διπολική ροπή. Dipolar Molecule [Διπολακό Μόριο] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα μόριο στο οποίο τα κέντρα των θετικών και αρνητικών φορτίων δεν συμπίπτουν, οπότε αυτό αποκτά μόνιμη διπολική ροπή. Dipole [Δίπολο] Ηλεκτρομα^/ν. Κατανομή στο χώρο δύο αντίθετων μεγεθών. Στην περίπτωση ηλεκτρικών φορτίων, δίπολο είναι δύο ίσακατά απόλυτη τιμή, αλλά αντίθετου πρόσημου φορτία που απέχουν κάποια απόσταση μεταξύ τους. Το απλούστερο μαγνητικό δίπολο είναι ένας βρόχος ρεύματος. Dipole Anisotropy [Διπολική Ανισοτροπία] Αστμον. Κατανομή της κοσμικής μικροκυματικής ακτινοβολίας υποβάθρου, η οποία μοιάζει με την κατανομή της ακτινοβολίας μίας διπολικής κεραίας. Dipole Antenna [Διπολική Κεραία] Αστμον. Κεραία εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων κυρίως με συχνότητες κάτω των 30MHz. Έχει τη μορφή κατακόρυφου αγωγού τροφοδοτούμενου στο μέσο του με μήκος ίσο με το μισό του μήκους κύματος της ακτινοβολίας. Η μέγιστη ένταση της ακτινοβολίας είναι σε διευθύνσεις κάθετες στον αγωγό. Dipole -Dipole Interaction [Αλληλεπίδραση διπόλων] Φυσ. Δυνάμεις που ασκούνται μεταξύ δύο διπόλων στην ύλη. Μπορεί να είναι μαγνητικής φύσης μεταξύ μαγνητικών διπόλ,ων ή ηλεκτρικής φύσης μεταξύ ηλεκτρικών διπόλων. Αναφέρεται και ως Dipole - Dipole Force, Orientation Force. Dipole Moment 1 [Διπολική Ροπή] Ηλεκτρομαγν. Μέγεθος χαρακτηριστικό ενός δίπολου. -» Electric Dipole Moment, Magnetic Dipole Moment Dipole Moment 2 [Διπολική Ροπή] Φυσ.Χημ. To διανυσματικό άθροισμα των ηλεκτρικών ή μαγνητικών ροπών ενός ατόμου ή μορίου. Dipole Polarization [Προσανατολισμός Δίπολων] Η-

- 453 λεκτρομαγν. Στατιστικός προσανατολισμός μαγνητικών ή ηλεκτρικών δίπολων ενός υλικού σε κάποια χαρακτηριστική διεύθυνση του υλικού ή ενός εξωτερικού πεδίου. Dipole Radiation [Διπολική Ακτινοβολία] Ηλεκτρομαγν. Ακτινοβολία που εκπέμπεται από ένα ταλαντευόμενο μαγνητικό δίπολο. Επίσης ακτινοβολία εκπέμπει και ένα ηλεκτρικό δίπολο. Dipole Relaxation [Αποκατάσταση Δίπολων] Ηλεκ. Διαδικασία επαναφοράς του προσανατολισμού ή της διπολικής ροπής μίας ουσίας σε κατάσταση ισορροπίας, μετά από μια μεταβολή ενός εξωτερικού πεδίου. Dipole Transition [Διπολική Μετάβαση] Ατομ. Φυα. Ενεργειακή μετάβαση ενός ατόμου ή πυρήνα κατά την οποία εκπέμπεται ή απορροφάται ακτινοβολία διπολικής μορφής από αυτό. Η Χαμιλτονιανή που προκαλεί τη μετάβαση έχει τη μορφή αλληλεπίδρασης δίπολου με ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Dipping Sonar [Ποντιζόμενο Σόναρ] Μηχ. Υποβρύχια ηχοεντοπιστική συσκευή που ποντίζεται από ανθυποβρυχιακό μέσον, πχ. από ένα σκάφος επιφανείας ή από ένα ελικόπτερο. Dipropyl [Διπροπυλο-] Opy. Χημ. ΙΙρόθεμα που δηλώνει την παρουσία στο μόριο δυο προπυλο-ομάδων (QHr). Diprotic Acid [Διπρωτικό Οξύ] Χημ. Είναι το οξύ, από το μόριο του οποίου μπορούν να αποσπασθούν δύο πρωτόνια. Diproton [Διπρωτόνιο] Πυρ. Φυα. Σχηματισμός δύο πρωτονίων όχι πραγματικά αλλα υποθετικά. Dirac Charge [Κβάντο Μαγνητικού Φορτίου] Φυα. Στοιχειώδης μαγνητική ποσότητα, αντίστοιχη του ηλεκτρικού φορτίου, που θα μπορούσε να υπάρξει σύμφωνα με την κβαντική μηχανική στη φύση. Dirac Covariants [Συναλλοίωτοι Τελεστές του Dirac] Φυα. Συναλλοίωτοι τελεστές ή μεγέθη oc μετασχηματισμούς Lorentz που εμφανίζονται στη σχετικιστική εξίσωση του Dirac. Dirac Delta Function [Συνάρτηση Δέλτα του Dirac] Μαθημ. Ολοκληρωτικός τελεστής του Dirac. Delta Function Dirac Equation [Εξίσωση του Dirac] Φυα. Σχετικιστικά αναλλοίωτη κυματική εξίσωση του ηλεκτρονίου. Η εξίσωση αυτή περιγράφει κατά ανάγκη, εκτός από ένα ηλεκτρόνιο με θετική ενέργεια και spin ιλ, και ένα άλλο με αρνητική ενέργεια. Dirac Fields [Πεδία Dirac] Φυσ. Τελεστές του πεδίου Dirac, όπως αυτοί προκύπτουν από εφαρμογή της κβαντικής θεωρίας πεδίου στην εξίσωση του Dirac. Dirac Gamma Algebra [Αλγεβρα των Πινάκων του Dirac] Φυα. Κλειστό αλγεβρικό σύνολο αποτελούμενο από 16 τελεστές, πίνακες που παράγονται από γινόμενα των τεσσάρων πινάκων γ του Dirac. Dirac h [Ντιράκ h] Φυα. Μέγεθος ίσο με τη σταθερά του Planck προς το 2π. Ισχύει: h=h/2π. Dirac Hole Theory [Θεωρία Οπών του Dirac] Φυσ. Θεωρητική εξήγηση της θάλασσας των ηλεκτρονίων αρνητικών ενεργειών που προβλέπει η εξίσωση του Dirac. Το κενό υφίσταται όταν όλες αυτές οι καταστάσεις είναι κατειλημμένες, ενώ η έλλειψη ενός τέτοιου ηλεκτρονίου, μια οπή δηλαδή ισοδυναμεί με ένα ποζιτρόνιο. Dirac Matrix [Πίνακες του Dirac] Φυσ. Οι τέσσερις πίνακες γ που εμφανίζονται στην σχετικιστική κυματική εξίσωση του ηλεκτρονίου του Dirac.

Direct Access Storage Device

Dirac Moment [Μαγνητική ροπή ηλεκτρονίου κατά τον Dirac] Φυα. κατά την θεωρία του Dirac, η μαγνητική ροπή ενός ηλεκτρονίου λόγα) της ιδιοστροφορμής του. Ισούται με: exft/2m, όπου, Τι=h/ΐπ με h η σταθερά του Planck, e το φορτίο και m η μάζα του ηλεκτρονίου. Dirac Monopole [Μαγνητικό Μονόπολο του Dirac] Φυα. Υποθετικό σωματίδιο που φέρει μη μηδενικό μαγνητικό φορτίο, σύμφωνα με τον Dirac. —> Dirac Charge Dirac Particle [Σωματίδιο του Dirac] Φυσ. Σωματίδιο με spin V2, η κυματοσυνάρτηση του οποίου ικανοποιεί την εξίσωση του Dirac. Dirac Quantization [Κβάντωση Μαγνητικού Φορτίου του Dirac] Φυα. Συνθήκη ύπαρξης μαγνητικού μονοπόλου σύμφωνα με την οποία, πρέπει να έχει μαγνητικό φορτίο πολλαπλάσιο μιας ποσότητας g. —> Dirac Charge Dirac Sea [Θάλασσα Ηλεκτρονίων του Dirac) Φυα. Ηλεκτρόνια με αρνητική ενέργεια που προβλέπονται από τη θεωρία του Dirac. Dirac Theory [Θεωρία του Dirac] Φυσ. Θεωρία περιγραφής της κατάστασης και της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρονίων με την ακτινοβολία, σύμφωνα με την εξίσωση του Dirac. —> Dirac Equation Dirac Wave Function [Κυματοσυνάρτηση του Dirac] Φνσ. Κυματοσυνάρτηση σωματιδίου που ικανοποεί την εξίσωση του Dirac. —» Dirac Equation, Dirac Particle Direct Access [Αμεση προσπέλασηΐ Πληρ. Η πραγματοποίηση της διαδικασία προσπέλασης των δεδομένων με άμεσο τρόπο, δηλαδή σε τυχαία σειρά χωρίς να είναι απαραίτητη η προσπέλαση των προηγούμενων στοιχείων, αλλά με τη βοήθεια διευθύνσεων που υποδεικνύουν τη φυσική θέση αποθήκευσης των στοιχείων, όπως π.χ. στις βοηθητικές μνήμες των μαγνητικών δίσκων. Ωστόσο, ο χρόνος προσπέλασης των δεδομένων δεν είναι ο ίδιος για όλες τις θέσεις όπου είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε αρχεία αλλά και σε περιφερειακές συσκευές. Direct Access Library [Αμεσα προσπελάσιμη βιβλιοθήκη] Πληρ. Το λογισμικό, το οποίο είναι αποθηκευμένο σε ένα δίσκο και είναι άμεσα και απευθείας προσπελάσιμο. Direct Access Memory (Αμεσης προσπέλασης μνήμηΐ Πλ.ηρ. Η βοηθητική μνήμη, στην οποία η προσπέλαση των δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένα σε αυτήν, πραγματοποιείται με άμεσο τρόπο και σε τυχαία σειρά, χωρίς να είναι απαραίτητη η προσπέλαση των προηγούμενων στοιχείων των δεδομένων. Τέτοιου είδους βοηθητικές μνήμες βρίσκονται π.χ. στους μαγνητικούς δίσκους, όπου υπάρχει η δυνατότητα τυχαίας οργάνωσης και επεξεργασίας των αρχείων των δεδομένων. Direct Access Method [Αμεσης προσπέλασης μέθοδος] Πληρ. Ο τρόπος προσπέλασης των στοιχείων των δεδομένων με άμεσο τρόπο και σε τυχαία σειρά, χωρίς να είναι απαραίτητη η προσπέλαση των προηγούμενων στοιχείων, αλλά με τη βοήθεια διευθύνσεων που υποδεικνύουν τη φυσική θέση αποθήκευσης των στοιχείων. Direct Access Storage [Αμεσης προσπέλασης αποθήκευση] Πληρ. -> Direct Access Memory Direct Access Storage Device [Συσκευή αποθήκευσης ή μνήμης άμεσης προσπέλασης] Πληρ. Η συσκευή αποθήκευσης, στην οποία η προσπέλαση των δεδομέ-

Direct Address

-454-

νων της πραγματοποιείται απευθείας και όχι σειριακά, δηλαδή η ανάγνωση ή η εγγραφή των στοιχείων των δεδομένων γίνεται με άμεσο τρόπο χωρίς να είναι απαραίτητη η ανάγνωση ή εγγραφή των προηγούμενων στοιχείων των δεδομένων. Συνήθως, πρόκειται για μαγνητικό δίσκο. Direct Address [Αμεση διεύθυνση] Πληρ. Η διεύθυνση, η οποία αντιστοιχεί στη θέση μνήμης των στοιχείων των δεδομένων ή σε μια συσκευή και συμβάλλει στον εντοπισμό τους με άμεσο τρόπο, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά σε άλλη επιπλέον διεύθυνση. Συνήθως, ταυτίζεται με την απόλυτη διεύθυνση (absolute address). Direct Aperture Antenna [Κεραία με Κατευθυντήρα] Ηλεκτρομαγν. Κεραία που χρησιμοποιεί μεταλλικό ή διηλεκτρικό κατευθυντήρα. Direct Band Gap Semiconductor [Ημιαγωγός Αμεσης Δημιουργίας Ζεύγους Φορέων] Φνσ. Στεμ. Κατ. Ημιαγωγοί στους οποίους, οι καταστάσεις με τη μεγαλύτερη ενέργεια της ζώνης σθένους (άνω άκρο) και με τη μικρότερη στη ζώνη αγωγιμότητας (κάτω άκρο), έχουν την ίδια ορμή. Ενα οπτικό φωνόνιο μπορεί να δημιουργήσει ζεύγος ηλεκτρονίου - οπής ενώ εκπέμπεται και σημαντικής έντασης ακτινοβολία με την επανένωση τους. Direct Bearing [Αμεση έδραση] Πολ. Μηχ. Διάταξη στήριξης δομικού στοιχείου όπου το δομικό στοιχείο έχει άμεση επαφή με το έδρανο δημιουργώντας συνθήκες πάκτωσης. Direct Broadcasting Satellite System [Δορυφορικό Σύστημα Αμεσης Αναμετάδοσης] Επικοιν. Αναμετάδοση δορυφορικού σήματος από γεωστατικό δορυφόρο προς τους δέκτες αμέσως μετά τη λήψη του από τον πομπό. Direct Code [Αμεσος Κώδικας] Πληρ. Ο κώδικας, ο οποίος είναι γραμμένος σε γλώσσα χαμηλού επιπέδου, συνήθως σε γλώσσα μηχανής και οι εντολές του περιέχουν άμεσες διευθύνσεις. Direct Control 1 [Αμεσος Έλεγχος] Πληρ. Ο έλεγχος της μιας συσκευής από μια άλλη σε ένα σύστημα επεξεργασίας δεδομένων, με ανεξάρτητο τρόπο, χωρίς δηλαδή την επέμβαση του προγραμματιστή. Direct Control* [Αμεσος έλεγχος] Τεχνολ. Μέθοδοι που δεν απαιτούν την παρουσία μοντέλου η αντιγράφου ενός αντικειμένου αλλά βελτιστοποιούν ολόκληρο το σύστημα [πχ TD αλγόριθμοι ή Q- μάθηση]. Ένα μέρος του μπορεί να επιλυθεί και με δυναμικό προγραμματισμό. Direct Cost [Κόστος παραγωγής] Γεν. Το κόστος ενός προϊόντος η μιας διαδικασίας που συμπεριλαμβάνει μόνον το κόστος των πρώτων υλών που απαιτούνται για την παραγωγή του και το κόστος εργασίας. Direct Current [Συνεχές Ρεύμα] Ηλεκ. Ηλεκτρικό ρεύμα με σταθερή φορά κίνησης, αν και το μέτρο του μπορεί να μεταβάλλεται. Direct Current Amplifier [Ενισχυτής Συνεχούς Ρεύματος] ΙΙλεκ. Διάταξη ενίσχυσης συνεχούς ρεύματος και τάσης. Direct Current Circuit [Κύκλωμα Συνεχούς Ρεύματος] ΙΙλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα το οποίο τροφοδοτείται από πηγές συνεχούς τάσης και τα στοιχεία του διαρρέονται από συνεχές ρεύμα. Direct Current Circuit Theory [Θεωρία Κυκλωμάτων Συνεχούς Ρεύματος] Ηλεκ. Νόμοι που εφαρμόζονται για την την εύρεση των ρευμάτων και των τάσεων

σε κάθε κλάδο ενός κυκλώματος συνεχούς ρεύματος. Π.χ. ο 1°^ και ο 2ος κανόνας του Kirchoff. Direct Current Component 1 [Συνιστώσα συνεχούς ρεύματος] Επικοιν. Τη συναντάμε όπου το σήμα χρησιμοποιεί μια στάθμη συνεχούς πολικότητας για 1 bil και παρουσιάζεται στην ψηφιακή κωδικοποίηση μετάδοσης NRZ. Direct Current Component 2 [Συνεχής Συνιστούσα Ρεύματος] ΙΙλεκ. II συνεχής συνιστώσα ενός μεταβλητού ρεύματος. Ισούται με τη μέση τιμή του ρεύματος. Σε ένα σωλήνα καθοδικών ακτίνων προκαλεί μια ελάχιστη φωτοβολία σε μια φθορίζουσα οθόνη. Direct Current Discharge [Εκκένωση Συνεχούς Ρεύματος] Ηλεκ. Διαδικασία κατά την οποία γίνεται ηλεκτρική εκκένωση και διέλευση συνεχούς ρεύματος μέσα από ένα σωλήνα αερίου. Direct Current Generator [Γεννήτρια Συνεχούς Ρεύματος] ΙΙλεκ. Διάταξη μετατροπής μηχανικής ενέργειας σε συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα. Direct Current Motor [Κινητήρας Συνεχούς Ρεύματος] Ηλεκ. Διάταξη μετατροπής ηλεκτρικής σε μηχανική ενέργεια με τροφοδοσία συνεχούς τάσης. Direct Current Offset [Επιπρόσθετη Συνεχής Συνιστώσα] ΙΙλεκ. Επιπρόσθετη συνιστώσα ρεύματος ή τάσης στο σήμα εισόδου μίας συσκευής π.χ. ενός ενισχυτή. Direct Current Power Supply [Τροφοδοτικό Συνεχούς Ρεύματος] Ηλεκ. Διάταξη με μια ή περισσότερες εξόδους συνεχούς τάσης ή έντασης. Direct Current Receiver [Δέκτης Τροφοδοτούμενος από Συνεχή Τάση] Η/χκ. Δέκτης ραδιοφωνικών συχνοτήτων, ο οποίος τροφοδοτείται από συνεχή ηλεκτρική τάση. Direct Current Signaling [Μετάδωση σήματος] Η/εκ. Μετάδοση πληροφοριών μέσω κωδικοποίησης των μεταβολών της έντασης ενός συνεχούς ρεύματος. Direct Current SQUID [Κβαντικό Συμβολόμετρο Συνεχούς Ρεύματος] Ηλεκ. Κβαντικό συμβολόμετρο υπεραγώγιμων επαφών Josephson που λειτουργεί μέσω της μέτρησης συνεχών ρευμάτων. Direct Current Transducer [Μεταλλάκτης Συνεχούς Ρεύματος] ΙΙλεκ. Μετατροπέας μίας μορφής ενέργειας σε συνεχή ηλεκτρική τάση ή ένταση, ο οποίος τροφοδοτείται και από συνεχή τάση. Direct Current Transmission (Μετάδοση συνεχούς ρεύματος] Επικοιν. Η ψηφιακή μετάδοση NRZ που παρουσιάζεται σε 3 τύπους Level, Mark, Space. Direct Current Voltage [Τάσης συνεχούς ρεύματος] Ηλεκ. —> Direct Voltage Direct Cycle Reactor [Αντιδραστήρας Συνεχούς Κύκλου] Ηλεκ. Αντιδραστήρας στον οποίο, ένα ρευστό μέσο που κυκλοφορεί στην καρδιά του μεταφέρει και τη θερμότητα στον στρόβιλο χωρίς να παρεμβαίνει άλλο μέσο. Direct Distance Calling [Αυτόματη μακρινή κλήση] Επικοιν. Υπεραστική κλήση μέσω αυτόματου (ηλεκτρονικού) συστήματος. Direct Drive Approach [Μεθοδολογία συνεχούς πίεσης] Πυρ. Φυσ. Τεχνική σύντηξης πυρηνικής ύλης κατά την οποία ασκείται ισχυρή πίεση από όλες τις διευθύνσεις σε μια ποσότητα της ύλης, καθώς αυτή βομβαρδίζεται με δέσμες λέιζερ ή σωματιδίων. Direct Electromotive Force [Συνεχής Ηλεκτρεγερτική Δύναμη] Ηλεκ. Ηλεκτρεγερτική δύναμη μιας πηγή σταθερής πολικότητας με μικρές μεταβολνές της τιμής

-455 -

Dircction Of Propagation

της. Π.χ. or. ξηρά στοιχεία. σταθμούς. Direct Gap Semiconductor [Ημιαγωγός Αμεσης Δη- Direct Solar Radiation [Αμεση Ηλιακή Ακτινοβολία] μιουργίας Ζεύγους Φορέων] Φιχτ. Στερ. Κατ. —> Λστμοψυα. Ηλιακή ακτινοβολία που προσπίπτει σε ένα μετρητικό όργανο απευθείας από τον ήλιο, χωρίς διάDirect-Band-Gap Semiconductor Direct Input/Output [Αμεση είσοδος/ έξοδος] Πληρ. χυση. Η διαδικασία εισαγα)γής ή εξαγωγής δεδομένων στην Direct Sum [Ευθύ άθροισμα] Μαθημ. Έστω το σύνολο κύρια μνήμη διαμέσου της κεντρικής μονάδας επεξερ- ομάδων ΠΟ| όπου i=l,...,n, το οποίο έχει οριστεί γασίας. κατ'αναλογία με το καρτεσιανό γινόμενο ΠΑ; όπου Aj θα καλείται ευθύ άθροισμα των ομάDirect Instruction [Εντολή απόλυτης διεύθυνσης] σύνολα. Το Πληρ. Η εντολή, η οποία περιέχει την απόλυτη διεύ- δων Gj αν ορίζοντας τη δ ι μελή σχέση του πολλαπλαθυνση της ποσότητας πάνω στην οποία πρόκειται να σιασμού κατά συντεταγμένες, η πράξη είναι αντιμεταθετική για κάθε Gi και το αποτέλεσμα ικανοποιεί τις εφαρμοστεί. Direct Interaction [Αμεση Αλληλεπίδραση] Πυρ. Φυα. ιδιότητες ώστε να είναι ομάδα. Μοντέλο πυρηνικών αντιδράσεων σύμφωνα με το ο- Direct Voltage [Συνεχής Τάση] Ηλεκ. Τάση μεταξύ ποίο, σε αυτές συμμετέχουν λίγα νουκλεόνια αυτά με δύο σημείων, π.χ. των πόλων μίας πηγής, η οποία δεν τα οποία το προσπίπτον στον πυρήνα σωμάτιο συ- αλλάζει πολικότητα και προκαλεί συνεχές ρεύμα σε γκρούεται άμεσα. ένα κύκλα)μα που τροφοδοτείται από αυτήν. 1 Direct Inward Dialing [Αυτόματη εισερχόμενη κλή- Direct Wave [Αμεσο κύμα] Επικοιν. Κύμα που από τη ση] Επικοιν. Εισερχόμενη κλήση που διευθετείται αυ- στιγμή εκπομπής του δεν έχει περάσει από επαναλήπτη τόματα (χωρίς τη μεσολάβηση ανακατεύθυνσης τηλε- ή ενισχυτή. φωνητή). Direct Wave 2 [Ευθύγραμμο Κύμα] Ηλεκ. Κύμα που Direct Memory Access [Αμεση προσπέλαση στη μνή- διαδίδεται χίορίς να υποστεί διάθλαση ή ανάκλαση από μη] Πληρ. Η τεχνική μεταφοράς δεδομένων μεταξύ της ένα υλικό μέσο. Π.χ. μερικά ραδιοκύματα στην ατμόκύριας μνήμης και τα>ν περιφερειακών συσκευών, χω- σφαιρα που διαδίδονται απευθείας μεταξύ πομπού, δέρίς να απαιτείται η επεξεργασία τους από την κεντρική κτη. μονάδα επεξεργασίας. Περιλαμβάνει ειδικές συσκευές Directed Angle [Προσανατολισμένη Γωνία] Μαθημ. άμεσης προσπέλασης. Γωνία, της οποίας οι πλευρές είναι διατεταγμένες, δηDirect Nuclear Reaction [Αμεση Πυρηνική Αντίδρα- λαδή πάντοτε μια από αυτές είναι η πρώτη και χαραση] Πυρ. Φι>σ. Πυρηνική αντίδραση που πραγματο- κτηρίζεται ως θετική ή αρνητική ανάλ.ογα και με τη ποιείται κατά τη διάρκεια διέλευσης ενός σωματιδίου φορά διαγραφής της. Π.χ. στο τριγωνομετρικό κύκλο από τον πυρήνα χωρίς να δεσμευτεί από αυτόν και να οι γωνίες με πρώτη πλευρά τον ημιάξονα Οχ. σχηματιστούν μετασταθής καταστάσεις. Directed Graph [Κατευθυνόμενο γράφημα] Μαθημ. Direct Outward Dialing (Αυτόματη εξερχόμενη κλή- Στη συνδυαστική έτσι λέμε ένα γράφημα (κορυφές ση] Επικοιν. Εξερχόμενη κλήση που διευθετείται αυτό- συνδεδεμένες με τόξα) με γνα)στή κατεύθυνση σε κάθε ματα (χωρίς τη μεσολάβηση ανακατεύθυνσης τηλεφω- τόξο. Αλλιώς ορίζουμε και σαν σύνολο διατεταγμένων νητή). ζευγών κορυφών. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η αDirect Piezoelectricity [Συνεχής Πιεζοηλεκτρισμύς] ρίθμηση του (κύρια για μεγάλ,ο αριθμό κορυφών) και Φυα. Στερ. Κατ. Τάση σταθερής πολικότητας που δη- υπάρχουν πολλοί τρόποι των (Mac Maon, Cayley, μιουργείται στις παράπλευρες επιφάνειες ορισμένων κτλ), πχ από στοιχεία ενός κατευθυνόμενου συνόλου (Directed Set βλ. λ.). Το γνωστότερο είδος τους είναι κρυστάλλων όταν δέχονται πλευρική πίεση. Direct Product [Ευθύ γινόμενο] Μαθημ. Έστω δύο σύ- τα δέντρα. Γνωστό και σαν διγράφημα (digraph). Ένολα Χ και Υ. Το ευθύ ή αλλιώς καρτεσιανό γινόμενο στω ένας γράφος G = ( V , E ) O K > V οποίο κάθε ακμή C·, των Χ και Υ είναι όλα τα διατεταγμένα ζεύγη (x,y) ό- ορίζεται ως e,= {vi , v i + 1 } όπου θετική θεωρείται είτε η που χ ανήκει στο Χ και y ανήκει στο Υ. Επαγωγικά κατεύθυνση Vj—>vi+1 είτε η κατεύθυνση v ^ - w ^ i a κάορίζεται το ευθύ γινόμενο συνόλων για τυχαίες ν-άδες θε τυχαίο i=l,...,n όπου n ο αριθμός των κορυφών του γράφου. συνόλ,ων Χ|,Χ 2 ,...,Χ ν . Direct Proportion [Ευθεία αναλογία] Μαθημ. Π σχέση Directed Line [Κατευθυνόμενη γραμμή] Μαθημ. Κάθε που συνδέει δύο μεταβλητές x KUI y, η εξάρτηση των γραμμή ΑΒ για την οποία θεωρείται ως θετική η καοποίων δίνεται από τον τύπο y=ax. Ο αριθμός α ορίζε- τεύθυνση από το άκρο Α στο άκρο Β ή το αντίστροφο, ται να είναι μια δεδομένη σταθερά. από το Β στο Α. Direct Resistance Coupled Amplifier [Ενισχυτής με Directed Number [Προσημασμένος αριθμός] Μαθημ. Σύζευξη Αντίστασης] Η/χκ. Ενισχυτής με αντίσταση Κάθε αριθμός α ο οποίος γράφεται με τη μορφή +α ή σύζευξης του συλλέκτη με τη βάση σε ενισχυτή με με τη μορφή -α, δηλαδή συνοδεύεται από το πρόσημο τρανζίστορ ή των αντίστοιχων ηλεκτροδίων σε άλλες του είτε είναι θετικός είτε είναι αρνητικός. περιπτώσεις για την ενίσχυση μικρών μεταβολών του Directed Set [Κατευθυνόμενο σύνολο] Μαθημ. Έστω ρεύματος εισόδου. ένα σύνολο Χ στο οποίο έχει οριστεί μια < σχέση μεριDirect Return System | Αμεσο σύστημα επιστροφής] κής διάταξης. Αν για κάθε τυχαίο ζεύγος (α ,β) στοιχείΜηχ. Μηχ. Σύστημα αγωγοιν σε μονάδες κλιματισμού α>ν του Χ ισχύει (α<γ και β<γ) όπου το γ είναι στοιχείο το οποίο συνδέεται με τους εναλλάκτες θερμότητας και του Χ, τότε το σύνολο ονομάζεται κατευθυνόμενο. οδηγεί το εργαζόμενο ρευστό που εκρέει από αυτούς Direction [Κατεύθυνση] Μαθημ. Προσανατολισμός προς τον ατμοποιητή (ψύξη) ή τον λέβητα (θέρμανση) μιας ευθείας ή ενός ευθύγραμμου τμήματος ως προς δια της συντομότερης από πλευράς απόστασης οδού. χαρακτηριστικές διευθύνσεις, π.χ. ως προς τις διευθύνDirect Scanning [Αμεσο ψάξιμο] Επικοιν. Αμεση χρή- σεις των αξόνων ενός καρτεσιανού συστήματος συντεση εργαλείων εύρεσης δικτυακών πληροφοριών με α- ταγμένων. ναφορά σε βάσεις δεδομένων και όχι ενδιάμεσους Direction Of Propagation [Κατεύθυνση Διάδοσης]

Directional Antenna

-456-

Φυσ. Κατεύθυνση διάδοσης ενός κύματος όπως αυτή ορίζεται από την ομαδική ταχύτητα ή τη διεύθυνση διάδοσης ενέργειας από αυτό ή και την κάθετη διεύθυνση στις ισοφασικές επιφάνειές του. Σε ισύτροπα υλικά μέσα οι παραπάνω διευθύνσεις ταυτίζονται. Directional Antenna [Κεραία Κατευθυνόμενης Δέσμης] Ηλεκτρομαγν. Κεραία εκπομπής και λήψης ηλεκτρομαγνητικών κυρίως προς και από ορισμένες διευθύνσεις του χώρου. Directional Control Valve [Βαλβίδα ελέγχου κατεύθυνσης] Τεχνολ. Τύπος βαλβίδας, όπως το επιστόμιο λέβητα, που χρησιμοποιείται για την κατεύθυνση της ροής προς την επιθυμητή διεύθυνση. Directional Derivative [Κατά Κατεύθυνση Παράγωγος] Μαθημ. Παράγωγος μιας συνάρτησης πολλών μεταβλητών, έστω f(R), με Γ=(ΓΙ,Γ2..Γ„), προς μια κατεύθυνση του χώρου των μεταβλητών της όπως αυτή προσδιορίζεται από ένα μοναδιαίο διάνυσμα u =(ui,u2.. u„). Ισχύει: df/dh=limh_^)[(f(r+hxu)- f(r))/h]= Vf u όπου vf=(Wi, W 2 , ...Wn). Directional Hydrophone [Κατευθυνόμενο Υδρόφωνο] Ακουστ. Υδρόφωνο που μπορεί να καταγράψει ηχητικά κύματα στο νερό που προέρχονται κυρίως από καθορισμένες διευθύνσεις. Η απόκρισή του εξαρτάται από την κατεύθυνση πρόσπτωσης του ήχου. Directional Microphone [Κατευθυνόμενο Μικρόφωνο] Ακουστ. Μικρόφωνο που μπορεί να καταγράψει ήχους που προέρχονται κυρίως από καθορισμένες διευθύνσεις. II απόκρισή του εξαρτάται από την κατεύθυνση πρόσπτωσης του ήχου. Directive [Κατευθυντήρια εντολή] Πλημ. Η εντολή, η οποία χρησιμοποιείται από την γλώσσα προγραμματισμού Pascal και καθοδηγεί τη λειτουργία του μεταγλωττιστή για την μετάφραση ενός προγράμματος από γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου σε γλώσσα μηχανής. Director Sight System [Κατευθυνόμενο σύστημα όρασης] Πλοηγ. Ηλεκτρονικό σύστημα που ενσωματώνεται σε αεροπορικές έξυπνες βόμβες, τις οποίες κατευθύνει πάνω στην τροχιά σκόπευσης που έχει θέσει και ελέγχει ο χειριστής. Directory [Κατάλογος ή ευρετήριο| Πλημ. Η ειδική λίστα, η οποία περιέχει όλα τα πεδία των αρχείων ενός φακέλου μαζί με τα απαραίτητα στοιχεία που σχετίζονται με αυτά, όπως τη διεύθυνσή τους, κλπ., είναι οργανωμένο με τη μορφή αρχείου, περιέχεται συνήθως στον ίδιο φάκελο με τα αρχεία αυτά και συμβάλλει στον εντοπισμό και την γρήγορη ανάκληση των στοιχείων των δεδομένων των αρχείων. Υπάρχουν τέσσερα βασικά είδη καταλόγων, οι κατάλογοι ενός επιπέδου, πολλαπλών επιπέδων, ακυκλικών γράφων και γενικών γράφων. Directrix [Διευθετούσα] Μαθημ. Σταθερή γραμμή η οποία, σε χώρο δύο διαστάσεων, είναι ευθεία και χρησιμοποιείται για τη γεωμετρική κατασκευή σημειοσυνόλων δεδομένης ιδιότητας. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ο οποίος κατασκευάζεται μέσω της διευθετούσας και ενός σταθερού σημείου είναι πάντα μια κωνική τομή. Σε χώρο τριών διαστάσεων η διευθετούσα είναι καμπύλη και χρησιμοποιείται στην κατασκευή επιφάνειας. Dirichlet Conditions [Συνθήκες Dirichlct] Μαθημ. Σύνολο συνθηκών για συναρτήσεις. Η πρώτη συνθήκη αφορά στο πεδίο τιμών 1(D), όπου D το πεδίο ορισμού, της συνάρτησης f για το οποίο πρέπει να ισχύει α< f

(ϋ)<β. Σύμφωνα με τη δεύτερη συνθήκη η συνάρτηση πρέπει να έχει πεπερασμένο πλήθος ακρότατων. Τέλος, η τρίτη συνθήκη αναφέρεται στις ασυνέχειες της συνάρτησης οι οποίες ,για το κλειστό διάστημα [-π,π] πρέπει να είναι πεπερασμένες. Dirichlet Problem [Πρόβλημα Dirichlet] Μαθημ. Το πρόβλημα Dirichlet ή αλλιώς πρόβλημα συνοριακών τιμών πρώτου είδους συνίσταται στην εύρεση μιας συνάρτησης. Η συνάρτηση αυτή ορίζεται για ένα συγκεκριμένο χωρίο D, οφείλει να είναι αρμονική συνάρτηση καθώς και να ικανοποιεί ένα σύνολο δεδομένων συνθηκών για το σύνορο του χωρίου D. Dirichlet Series [Σειρά Dirichlet] Μαθημ Η σειρά απείρων όρων της μορφής ΟΟ

Λ

Σ

n

ci n π = 0

Χ

όπου n φυσικός αριθμός, {λη} ακολουθία τέτοια ώστε: (λ^)· οο μονότονα. Η σειρά του Dirichlet έχει τετμημένη σύγκλισης ξ (που μπορεί να είναι ή -<*), έτσι ώστε να συγκλίνει για κάθε χ>ξ και να αποκλίνει για κάθε χ<ξ. Dirichlct Test For Convergence [Κριτήριο του Dirichlei για σύγκλιση σειρών] Μαθημ Η σειρά της μορφής ΟΟ

* n

Σ

c

n (

n = 0

)

όπου n φυσικός αριθμός, συγκλίνει ομοιόμορφα σε κάθε διάστημα [a, b] αν: τα μερικά αθροίσματα της σειράς ΟΟ

c τι = 1 Σ

( * )

n

είναι ομοιόμορφα φραγμένα στο [a, b] και οι σταθερές kn αποτελούν μια φθίνουσα μηδενική ακολουθία. Dirichlet Transform [Μετασχηματισμός Dirichlct] Μαθημ. II σειρά απείρων όρων / ( χ ) · ημ

(kx)

χ (1) μιας συνάρτησης f(x) έτσι ώστε εάν η σειρά (1) συγκλίνει, τότε και η σειρά Fourier της συνάρτησης ί" (Χ) συγκλίνει. Dirty Ice [Βρώμικος Πάγος] Αστμον. Έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το υλικό πολλών κομητών, καθώς αποτελούνται από κομμάτια πάγου με σωματίδια γραφίτη ή άλλων προσμίξεων. Disable [Απενεργοποιώ] Πλημ. Πμποδίζω την εκτέλεση μιας λειτουργίας ενός υπολογιστικού συστήματος. Disappearing Stair [Κινητή κλάμακα] Αμχ. Κλίμακα που επειδή δεν χρησιμοποιείται συχνά μετακινείται και κρύβεται συνήθως μέσα στην οροφή για λόγους εξοικονόμησης χώρου. Disassemble [Μεταφράζω σε συμβολική γλώσσα 1 Πλημ. Μεταφράζω ένα πρόγραμμα, και συγκεκριμένα τις εντολές και τα δεδομένα του από τη γλώσσα μηχανής που είναι αρχικά γραμμένο, σε συμβολική γλώσσα. Πραγματοποιείται με τη βοήθεια ενός συμβολομετα-

- 457 φραστή ή με το χέρι. Disassembler [Συμβολομεταφραστής] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται για την μετάφραση δεδομένων και εντολών ενός προγράμματος από τη γλώσσα μηχανής που είναι αρχικά γραμμένο, σε συμβολική γλώσσα. Disaster Dump [Αποτύπωμα καταστροφής] Πληρ. Το αποτύπωμα, το οποίο λαμβάνεται από ένα μη αναστρέψιμο σφάλμα του προγράμματος. Discharge 1 [Ηλεκτρική Εκφόρτιση] Ηλεκ. Διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από διηλεκτρικό υλικό, π.χ. αέριο, για πεδίο μεγαλύτερο από τη διηλεκτρική αντοχή του, συνήθως με εκπομπή ακτινοβολίας. Discharge 2 [Ηλεκτρική Εκφόρτιση] H)S.K. Μηδενισμός του φορτίου ενός πυκνωτή ή μιας μπαταρίας μέσω μεταφοράς του από τον ένα πόλα στον άλλο. Discharge 3 [Παροχή] Μηχ. Ρευστ. Μέγεθος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της ροής ενός ρευστού μέσα από ένα αγωγό. Ισούται με το πηλίκο του όγκου του ρευστού που διέρχεται από μια τομή του αγωγού προς τον αντίστοιχο χρόνο. Discharge Channel [Κανάλι απορροής] Υδρολ. Κατασκευή ανοικτής διατομής που δίνει τη δυνατότητα μεταβίβασης ποσότητας νερού από το χώρο αποθήκευσης σε ένα φυσικό αποδέκτη. Discharge Coefficient [Συντελεστής Παροχής] Μηχ. Ρευστ. Αριθμός που εκφράζει τη μείωση της παροχής, Q από το άκρο ενός αγωγού λόγω απωλειών ενέργειας σε σχέση με τη θεωρητικά αναμενόμενη Q0. Ισχύει Cq=Q/Q0. Discharge Key [Διακόπτης Εκφόρτισης] Ηλεκ. Διακόπτης αποσύνδεσης ενός πυκνωτή από την πηγή φόρτισής του και σύνδεσής του σε ένα κύκλωμα για να εκφορτιστεί. Για παράδειγμα ο διακόπτης του φλας των φωτογραφικών μηχανών. Discharge Lamp [Ααμπτήρας Εκκένωσης Αίγλης] Η)S.K. Ααμπτήρας παραγωγής φωτός μέσω ηλεκτρικής εκκένωσης σε σωλήνα που περιέχει ένα αέριο, π.χ. υδρογόνο, ή ατμούς χημικών στοιχείων, π.χ. νατρίου. Discharge Tube 1 [Σωλήνας Εκκένωσης Αίγλης] ίϊλεκ Σωλήνας παραγοχ/ής φωτός λόγω ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων του. Στο σωλήνα περιέχονται αέρια ή ατμοί ατόμων χημικών στοιχείων και παράγεται φως, κατά την εκκένωση, χαρακτηριστικό του αερίου που περιέχει. Discharge Tube 2 [Σωλήνας Παροχής] Μηχ. Αναφέρεται στο σωλήνα που χρησιμοποιείται για την παροχή νερού σε βραστήρα. Discomposition [Παραμόρφωση Ατομικού Πλέγματος] Πυρ. Φυσ. Παραμόρφωση του κρυσταλλικού πλέγματος, συνήθως με την εξαγωγή ενός ατόμου από αυτό λόγω σύγκρουσής του με κάποια ακτινοβολία, π.χ. νετρόνια ή άλλα ιόντα. Discomposition Effect [Αποτέλεσμα Παραμόρφωσης] Πυρ. Φυσ. Μεταβολές στις ιδιότητες ενός υλικού λόγω φαινομένων παραμόρφωσης του κρυσταλλακού του πλέγματος. Αναφέρεται και ως Wigner Effect. —> Discomposition Disconect [Αποσύνδεση] Ηλεκ. Διακοπή διέλευσης ηλεκτρικού ρεύματος από ένα κύκλωμα με αφαίρεση ενός κλάδου του. Disconnect [Αποσύνδεση] Επικοιν. Σήμα που δηλώνει επερχόμενη αποσύνδεση. Disconnected Set [Μη συνεκτικό σύνολο] Μαθημ. Ένα σύνολο Χ καλείται μη συνεκτικό αν υπάρχει ανοιχτή ή

Disilicate

κλειστή διαμέρισή του σε δύο υποσύνολά του. Ισοδύναμα, αν Α και Β δύο διαχωρισμένα υποσύνολα του Χ τέτοια ώστε η ένωσή τους να είναι ίση με το Χ τότε αυτό θα καλείται μη συνεκτικό. Discontinuity 1 [Ασυνέχεια] Φυσ. Απότομη μεταβολή στην πυκνότητα, ή γενικότερα στις ιδιότητες, ενός μέσου κίνησης κύματος που προκαλεί ανάκλαση και διάθλασή του. Discontinuity 2 [Ασυνέχεια] Ηλεκτρομαγν. Μη βαθμιαία μεταβολή της μορφής ενός κυματοδηγού που μπορεί να προκαλεί και ανάκλαση του οδεύοντος κύματος. Discontinuity 3 [Ασυνέχεια] Γεωφυσ. Επιφάνεια ανάκλασης σεισμικών κυμάτων λόγω απότομης αλλαγής της σύστασης του φλοιού της Γης. Π.χ. η ασυνέχεια Gutenberg μεταξύ μανδύα και πυρήνα. Discontinuity 4 [Ασυνέχεια] Γεωλ. Επιφάνεια διαχωρισμού δύο διαφορετικών πετρωμάτων ή δύο διαφορετικής σύστασης ιζημάτων. Discontinuity* [Ασυνέχεια] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται στην ασυνέχεια μιας συνάρτησης σε ένα σημείο χ<> του πεδίου ορισμού της και προκύπτει στις εξής περιπτώσεις: όταν το όριο της συνάρτησης στο σημείο Χο είναι διαφορετικό από την τιμή της συνάρτησης στο σημείο αυτό ή όταν τα πλευρικά όρια της συνάρτησης στο σημείο Χο είναι διαφορετικά μεταξύ τους ή όταν δεν υπάρχει τουλνάχιστον ένα από τα πλευρικά όρια της συνάρτησης στο σημείο Χο. Discrete Spectrum [Διακριτό Φάσμα] Φυσ. Φάσμα εκπομπής ή απορρόφησης ενός υλικού, το οποίο αποτελείται από περιοχές εκπομπής ή απορρόφησης με καθορισμένο εύρος μήκους κύματος σε αντίθεση με τα συνεχή φάσματα. Ένας συνηθισμένος τρόπος παραγωγής του είναι από αέρια ή ατμούς ατόμων, μορίων υλικών και είναι χαρακτηριστικό για το κάθε υλικό. Discrete Variable [Διακριτή μεταβλητή] Μαθημ. Η μεταβλητή, η οποία δέχεται τιμές από ένα διακριτό σύνολα, δηλαδή δέχεται μεμονωμένες τιμές. Π.χ. η μεταβλητή που εκφράζει το αποτέλεσμα της ρίψης ενός ζαριού με τιμές 1,2,...,6. Δηλαδή, είναι μια μεταβλητή το πολύ αριθμήσιμη. Discriminant [Διακρίνουσα] Μαθημ. Για δοθέν τριωνύμο: α*χ 2 +βχχ+γ, είναι η ποσότητα β 2 -4*α*γ, όπου α, β, γ είναι οι συντελεστές του τριωνύμου και συμβολίζεται με το γράμμα Δ. Γενικότερα, για πολυώνυμο ν βαθμού: α,.χν + civ.jx'"1 +...+ ajX+ ao (1) με α,.' 0, ισούται με το γινόμενο του aj*" 2 με το γινόμενο των τετραγώνων των διαφορών των ριζών του πολυωνύμου ανά δύο, δηλαδή Α = αν2ν~2.

Π \
(χi-xk)2

όπου χι, Χ2,..., χ ν είναι ρίζες του πολυωνύμου (1). Discrimination [Διακριτότητα] Επικοιν. Ορίζεται σαν το πηλίκο της μεγαλύτερης τιμής κωδικοποίησης προς τη διαφορά 2 ν - 1 όπου 2 ν είναι ο αριθμός από διακριτές στάθμες κβαντισμού. Discriminator [Διευκρινιστής] Ηλεκ. Διάταξη παραγωγής τάσης η οποία εξαρτάται από τη διαφορά του σήματος εισόδου του από ένα πρότυπο σήμα. Disilane [Δισιλάνιο] Χημ. Είναι αέριο, με ισχυρά αναγωγικές ιδιότητες, χημικό τύπο Si2H6, μοριακό βάρος 62,22, σημείο ζέσεως -14,5°C, διαλυτό σε αιθανόλη, βενζόλιο και διθειάνθρακα. Disilicate [Διπυριτικός] Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική

Earliest Start Time

-458 -

ένωση, με δύο άτομα πυριτίου στο μόριό της. Disintegration [Διάσπαση] Πυρ. Φυσ. Αυθόρμητη ή λόγω σύγκρουσης διάσπαση ενός πυρήνα με ταυτόχρονη εκπομπή ακτινοβολιών από αυτόν. Disintegration Energy [Ενέργεια Διάσπασης] Πυρ. Φυσ. Ενέργεια που εκλύεται ή απορροφάται σε μια πυρηνική αντίδραση. Disintegration Rate [Ρυθμός Διάσπασης] Πυρ. Φυσ. Ρυθμός αυθόρμητης ή λόγω συγκρούσεων διάσπασης των πυρήνων ενός υλικού. Συνήθως ορίζεται ως ο αριθμός των διασπάσεων στη μονάδα του χρόνου. Disintegration Voltage [Τάση Αποσύνθεσης Καθόδου] Ηλεκ. Η μικρότερη διαφορά δυναμικού μεταξύ ανόδου και καθόδου σε ένα σωλήνα εκκένωσης αίγλης για την οποία τα θετικά ιόντα που προσπίπτουν στην κάθοδο προκαλούν σταδιακή καταστροφή της. Disk [Δίσκος] Πληρ. Το μέσο μαζικής αποθήκευσης δεδομένο)ν, το οποίο αποτελείται από ένα μεταλλικό ή πλαστικό δίσκο επικαλυμμένο με μαγνητικό επίχρισμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα συνεχώς με σταθερή ταχύτητα ώστε να πραγματοποιείται η διαδικασία της προσπέλασης των στοιχείων των δεδομένων. Ένας μαγνητικός δίσκος μπορεί να έχει και τις δύο επιφάνειές του καλυμμένες με μαγνητικό υλικό και καθεμιά διαθέτει έναν αριθμό αυλακών ή ιχνών πάνω στα οποία γίνεται η καταχώριση των δεδομένων, Ανήκει στην κατηγορία των βοηθητικών μνημών και των συσκευών αποθήκευσης άμεσης προσπέλασης. Disk Brake [Δισκόφρενο] Μηχ.Μηχ. Διάταξη συστήματος πέδησης που χρησιμοποιείται κυρίως σε αυτοκίνητα. Κάθε δισκόφρενο αποτελείται από δύο ανθεκτικούς στη πίεση και υψηλές θερμοκρασίες μεταλλικούς δίσκους, όπου ο ένας είναι σταθερός και προσαρμοσμένος στον άξονα έδρασης του αμαξώματος ενώ ο άλλος περιστρέφεται προσαρμοσμένος στην εσωτερική πλευρά του τροχού. Η επαφή των δύο δίκων προκαλεί τριβή με επακόλουθο την επιβράδυνση του οχήματος. Disk Cartridge [Κασετίνα δίσκου] Πληρ. Η ειδική θήκη, η οποία περιέχει έναν δίσκο μόνιμα τοποθετημένο και έχει την δυνατότητα να τοποθετείται στον μηχανισμό δίσκου, αλλά και να εξάγεται πολό εύκολα απ' αυτόν εφόσον χρειαστεί. Disk Drive [Μηχανισμός δίσκου] Πληρ. Ο μηχανισμός περιστροφής του δίσκου ή της δέσμης δίσκων με σκοπό την προσπέλαση των στοιχείων που περιέχουν, Περλαμβάνει το βραχίονα κίνησης και τις κεφαλές ανάγνωσης/ εγγραφής και τοποθετείται σε ειδικά προστατευμένες συνθήκες στη συσκευή δίσκου. Disk Drive Controller [Ελεγκτής μονάδας δίσκου] Πληρ. Συσκευή υπολογιστή που αποτελείται από ένα πρόγραμμα το οποίο ελέγχει την λειτουργία της εξωτερικής μονάδας δίσκου. Disk File [Αρχείο δίσκου] Πληρ. Το αρχείο, το οποίο είναι αποθηκευμένο σε δίσκο. Disk Loading [Φορτίο δίσκου] Αερομηχ. Μέγεθος που χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς και την σχεδίαση ελικοπτέρων και ορίζεται ως ο λόγος του συνολικού βάρους του προς το εμβαδόν που καλύπτει η έλικα του περιστρεφόμενη. Disk Mill [Μύλος με δίσκους] Μηχ. Αποτελείται από χαλύβδινους δίσκους, που περιστρέφονται με μεγάλες ταχύτητες και αντίστροφη φορά. Χρησιμοποιούνται σε πολλές βιομηχανικές εφαρμογές κοκκοποίησης στερεών υλικών. Disk Operating System [Λειτουργικό σύστημα δί-

σκου DOS] Πληρ. Το λειτουργικό σύστημα μικροϋπολογιστών, δηλαδή το σύνολο των προγραμμάτων, το οποίο παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα προσπέλασης αρχείων με το μηχανισμό δίσκου. Μια έκδοση του DOS, το MS-DOS είναι το πρώτο και πιο διαδεδομένο λειτουργικό σύστημα για προσωπικούς υπολογιστές, το οποίο κατασκευάστηκε από την εταιρεία Microsoft. Disk Pack [Δέσμη δίσκων] Πληρ. Το σύνολο των μαγνητικο')ν δίσκων, οι οποίοι βρίσκονται σε κοινή συσκευασία και τοποθετούνται στον μηχανισμό δίσκου, Ανάμεσα στους δίσκους του πακέτου διέρχεται ένας κινητός άξονας με τις μαγνητικές κεφαλές, έτσι ώστε να μπορούν να περιστρέφονται γύρω από αυτόν με μεγάλη ταχύτητα και να πραγματοποιείται η προσπέλαση των στοιχείων των δεδομένων που είναι καταχωρημένα στους δίσκους αυτούς. Disk Recording [Εγγραφή δίσκου] Ακουστ. Η διαδικασία εγγραφής ήχου, που έχει μετατραπεί σε ηλεκτρικό σήμα μέσω κατάλληλης συσκευής, στην επιφάνεια δίσκου από πλαστικό υλικό για αποθήκευση μεγάλης χρονικής διάρκειας. Disk Wheel [ΔισκοτροχόςΙ Τεχνολ. Τύπος περιστρεφόμενού τροχού που χρησιμοποιείται ως στοιχείο μηχανής σε διάφορες κατασκευές και αποτελείται από μία ολόσωμη κυκλική μεταλλική επιφάνεια. Για παράδειγμα οι σύγχρονοι τροχοί ποδηλάτων στην επαγγελματική ποδηλασία που είναι ολόσωμοι αντί με στεφάνι και ακτίνες για μεγαλύτερη αντοχή και μικρότερο βάρος. Diskless Work Station [Σταθμός εργασίας άνευ δίσκου] Πληρ. Σταθμός εργασίας που αποτελείται από αριθμό υπολογιστών οι οποίοι δεν περλαμβάνουν σκληρούς δίσκους αποθήκευσης δεδομένων αλλά χρησιμοποιούν μέσω δικτύου μία κεντρική ομάδα αποθήκευσης η οποία βρίσκεται σε τοποθεσία άλλη του σταθμού εργασίας. Dislocation 1 [Εξάρθρωση] ///εκ. Κρυσταλλική παραμόρφωση που εκτείνεται κατά μήκος μίας ευθείας μεταξύ άλλων εξαρθρώσεων, κρυσταλλικών επιφανειών κ.λ.π. Για παράδειγμα μια εξάρθρωση ακμής όπου, η παραμόρφωση προκαλείται από ένα παρεμβαλλόμενο ημιεπίπεδο ατόμων και δημιουργούνται δύο κρυσταλλικές δομές στο σημείο ένωσής τους. Dislocation 2 [Ρήγμα] Γεωλ. Διάρρηξη πετρωμάτων του φλοιού της Γης η οποία συνοδεύεται από τη σχετική κίνηση των δύο τεμαχίων που βρίσκονται στις δύο πλευρές της διάρρηξης. Dislocation Glide [Ολίσθηση Εξάρθρωσης] Φυσ. Διάδοση μιας εξάρθρωσης κατά μήκος της ευθείας της, όταν ο κρύσταλλος παραμορφο')νεται. Dislocation Disorder [Αταξία] Φυσ. Στερ. Κατ. Μη μακροσκοπικά συσχετισμένη κατανομή ατόμων, τοπικών ιδιοτήτων στον όγκο ενός υλικού. Χαρακτηριστική περίπτωση το γυαλί, ενώ και στα υγρά παρατηρείται συσχέτιση μόνο μεταξύ πρώτων γειτόνων. Disordered Crystalline Alloy [Ατακτο Κράμα] Φυσ. Στεμ. Κατ. Κρυσταλλικό μίγμα τουλάχιστον δύο στοιχείων, π.χ. σιδήρου και άνθρακα, στο οποίο τα άτομα κατανέμονται τυχαία στις πλεγματικές θέσεις, Dispatching [Διανομή] Πλημ. II κατανομή του χρόνου του επεξεργαστή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας στις προς εκτέλεση εργασίες ή λειτουργίες, σε περιβάλλον πολυπρογραμματισμού. Dispatching Priority [Προτεραιότητα διανομής] Πλημ. Η προτεραιότητα, η οποία δίνεται στις εργασίες ή λειτουργίες που πρόκειται να εκτελεστούν από την

- 459 κεντρική μονάδα επεξεργασίας, σε περιβάλλον πολυπρογραμματισμού. Disperse [Κατανέμω] Πληρ. Κατανέμω τα στοιχεία των δεδομένων. ώστε να εξαχθούν από το υπολογιστικό σύστημα σε μεγαλύτερο αριθμό ομάδων από αυτόν που εισάγονται. Δημιουργώ δηλαδή υποομάδες για την ευρύτερη και παραγα)γικότερη χρήση των δεδομένων. Disperse Dye [Χρώμα Διασποράς] Opy. Χημ. Είναι απλές διαζωενώσεις με υδρόφοβο χαρακτήρα και ελάχιστα διαλυτές στο νερό. Εφαρμόζονται στην ίνα ως θερμή υδατική διασπορά, η οποία σταθεροποιείται με προσθήκη ανιονικού ή κατιονικού απορρυπαντικού. Χρησιμοποιούνται για τη βαφή συνθετικών ινών. Disperse Phase [Διεσπαρμένη Φάση] Χημ. Ονομάζεται και ασυνεχής φάση, βρίσκεται σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού και είναι κατανεμημένη ομοιόμορφα στο μέσο διασποράς, σε ένα κολλοειδές σύστημα. Disperse System [Σύστημα Διασποράς] Χημ. Είναι το μίγμα που σχηματίζει το μέσο διασποράς με τη διεσπαρμένη φάση. Μπορεί να είναι διφασικό ή μονοφασικό. Disperser [Μέσο Διασποράς] Χημ. Είναι η συνεχής φάση σε ένα κολλοειδές σύστημα, μέσα στην οποία βρίσκεται η διεσπαρμένη φάση. Μπορεί να είναι στερεή, υγρή ή αέρια. Dispersing Prism [Πρίσμα Διασκεδασμού] Οπτικ. Πρίσμα από υλικό που παρουσιάζει διασκεδασμό, δηλαδή εξάρτηση του δείκτη διάθλασής του από το μήκος κύματος της προσπίπτουσας σε αυτό ακτινοβολίας και χρησιμοποιείται για τη φασματική ανάλυση του φωτός που προσπίπτει σε αυτό. Dispersion 1 [Διασκεδασμός] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, ο δείκτης διάθλασης ενός υλικού εξαρτάται από το μήκος κύματος του προσπίπτοντος σε αυτό ηλεκτρομαγνητικού ή και ηχητικού κύματος. Κατά συνέπεια, προκαλείται διαφορετική διάθλαση σε κάθε συνιστώσα του κύματος, με αποτέλεσμα την ανάλυσή του σε αυτές. Dispcrsion 2 [Διασκεδασμός] Αστρον. Εξάρτηση της ταχύτητας διάδοσης των ραδιοκυμάτων που εκπέμπει ένα Pulsar από τη συχνότητά τους καθώς διαδίδονται στην ιονόσφαιρα. Dispersion 3 [Διασκεδασμός] Ηλεκτρομαγν. Σκέδαση μικροκυμάτων λόγω φαινομένων περίθλασης από αντικείμενα. Dispersion 4 [Διασπορά] Στατ. Μέγεθος που χαρακτηρίζει την κατανομή των μετρούμενων τιμών ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του. Dispersion* [Διασπορά] Χημ. Είναι η διαδικασία ομοιόμορφης κατανομής ενός υλικού που βρίσκεται σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού, σε ένα συνεχές μέσο. Dispersion Equation [Εξίσωση Διασκεδασμού] Φνσ. Εξίσωση που περιγράφει την εξάρτηση του δείκτη διάθλάσης ενός υλικού από το μήκος κύματος του κύματος που το διαρρέει. Dispersion Forces [Δυνάμεις Διασποράς] Χημ. Ονομάζονται και δυνάμεις London. Είναι διαμοριακές δυνάμεις που οφείλονται στην αλληλεπίδραση διπόλων με δύο άτομα ή μόρια. Είναι πάντα ελκτικές. Dispersion Formula [Εξίσωση Διασκεδασμού] Φυσ. Dispersion Equation Dispersion Fuel [Διάλυμα Πυρηνικού Καύσιμου] 7εχνολ. Καύσιμο πυρηνικών αντιδραστήρων αναμεμιγμένο με αδρανές υλικό. Dispersion Index [Δείκτης διασποράς] Στατ Μέθοδος

Displacement 3

της Στατιστικής που δείχνει την απόκλιση των μετρούμένων τιμών σε σχέση με το μέσο όρο. Αποτελεί, λοιπόν, στατιστικό δείγμα το οποίο υφίσταται επιστημονική ανάλυση με την επιδίωξη το συμπέρασμα να πλησιάσει όσο γίνεται περισσότερο την πραγματικότητα και να έχει την πιο μικρή απόκλιση. Στην περίπτωση αυτή τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν θα είναι όσο γίνεται πιο ασφαλή και τεκμηριωμένα επιστημονικά, Dispersion Measure [Μέτρο διασκεδασμού] Αστρον. Μέγεθος που περιγράφει τον διασκεδασμό των ραδιοκυμάτων από την γαλαξιακή ύλη, ισούται με το γινόμενο της πυκνότητας των ηλεκτρονίων της με την απόστάση εκπομπής τους από τη Γη. Dispersion Medium [Μέσο Διασκεδασμού] Φυσ. Υλικό μέσο διασκεδασμού κυμάτων. Αναφέρεται και ως Continuous Phase. Dispersion Medium 2 (Μέσο Διασποράς| Χημ. Είναι η συνεχής φάση μιας διασποράς. Disperser 1 Dispersion Relation [Σχέση Διασκεδασμού] Πλεκτρομαγν, Σχέση κυκλικής συχνότητας και κυματαριθμού ενός κύματος που διαδίδεται σε ένα υλικό μέσο, π.χ. τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα στην ιονόσφαιρα ή στο πλάσμα. Dispersion Relation 2 [Σχέση Διασκεδασμού, διασποράς] Φνσ. Σχέσεις μεταξύ του πραγματικού και μιγαδικού τμήματος ενός μεγέθους, π.χ. διηλεκτρικής σταθεράς, δείκτη διάθλασης κ.λ.π., σε συνάρτηση με τη συχνότητα του διαδιδόμενου κύματος, Dispersion Relation 3 [Σχέση Διασκεδασμού] Φυσ. Γενίκευση των σχέσεων διασποράς στη διάδοση ενός κύματος σε ένα υλικό μέσο, για την περιγραφή της αλληλεπίδρασης ενός σωματιδίου με την ύλη όπου, στη σχέση της διατομής χρησιμοποιείται το μήκος κύματος De Broglie του σωματιδίου. Dispersion Strengthening [Ισχυροποίηση με διάλυση ξένων σωματιδίων] Φι>σ. Στερ. Κατ. Αύξηση της ελαστικότητας ενός κρυσταλλικού σώματος μέσω διάλυσης προσμίξεων που εμποδίζουν τη διάδοση πλαστικών παραμορφώσεων σε αυτό. Dispersive Line [Γραμμή Καθυστέρησης λόγω Διασκεδασμού] Ηλεκτρο^μαγν. Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρομαγνητικού κύματος που προκαλεί καθυστέρηση στη διάδοσή του, λόγω φαινομένων διασκεδασμού στο υλικό που την αποτελεί. Dispersive Medium [Μέσο Διασκεδασμού] Ηλεκτρομαγν. Υλικό μέσο στο οποίο, η φασική ταχύτητα ενός κύματος εξαρτάται από το μήκος κύματος του. Dispersive Power [Ισχύς Διασκεδασμού] Οπτικ. Μέγεθος που μετράει την ικανότητα ενός υλικού να προκαλεί διασκεδασμό, δηλαδή διαφορετική αλλαγή στη διεύθυνση διάδοσης δύο μονοχρωματικών ακτινοβολιών λόγω της εξάρτησης του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. Ορίζεται ως το πηλίκο της διαφοράς των δεικτών διάθλασης, η,, η2 στα δύο μήκη κύματος προς της μέση τιμή του n-1. Displacement [Μετάθεση] Χημ. Είναι η χημική αντίδράση, όπου απομακρύνεται ένα ή περισσότερα προϊόντα από το αντιδρόν σύστημα, λόγω σχηματισμού ιζήματος ή έκλυσης αερίου. Ονομάζεται μεταθετική αντίδράση. Displacement 2 [Μετατόπιση] Μηχ. Η απόσταση ενός σώματος από τη θέση ισορροπίας του, όταν εκτελεί ταλάντωση. Displacement 3 [Εκτόπισμα] Ρενστομηχ. Εκφράζει τη μετατόπιση συγκεκριμένης μάζας ενός ρευστού, όταν

Displacement 4

-460-

σε αυτό βυθίζεται ένα στερεό σώμα. Displacement 4 [Μετατόπιση] Μηχ. Το διάνυσμα που συνδέει τη θέση ενός σώματος κάποια χρονική στιγμή με την αρχική θέση του. Displacement' [Μετατόπιση] Ηλεκ. Dielectric Displacement Displacement Angle [Απόσπαση ατόμου λόγω σύγκρουσης] Φυσ. Στερ. Κατ. Απόσπαση ενός ατόμου από ένα κρύσταλλο λόγω σύγκρουσης του με ένα ταχέως κινούμενο σωματίδιο. Displacement Angle 2 [Μετατόπιση Φάσης] Ηλεκ. Μεταβολή στη φάση εξόδου ενός τροφοδοτικού εναλλασσύμενης τάσης όταν συνδεθεί καταναλωτής σε αυτό. Displacement Chromatography [Χρωματογραφία Εκτοπίσεως] Χημ. Ονομάζεται η χρωματογραφία στήλης, όταν η ανάπτυξη του χρωματογραφήματος γίνεται, όχι με καθαρό διαλύτη, αλλά με διαβίβαση διαλύματος μιας ουσίας, η οποία συγκρατείται από τον προσροφητή ισχυρότερα απ' ότι τα συστατικά του εξεταζόμενου δείγματος. Displacement Collision [Απόσπαση Ατόμου λόγω Σύγκρουσης] Φυσ. Στερ. Κατ. Απόσπαση ενός ατόμου από ένα κρύσταλλο λόγω σύγκρουσής του με ένα ταχέως κινούμενο σωματίδιο. Displacement Compressor [Συμπιεστής Εκτοπίσεως] Μηχ. Είναι παλινδρομικό μηχάνημα συμπίεσης ρευστών, το οποίο μπορεί να πετύχει υψηλές πιέσεις κατάθλιψης και η αρχή λειτουργίας του είναι όμοια με αυτή των πολινδρομικών αντλιών. Displacement Current [Ρεύμα Μετατόπισης] Ηλχκτμομαγν. Υποθετικό ρεύμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην τέταρτη εξίσωση του Maxwell (αρχικά νόμος του Ampere), ώστε να περιγράφει σωστά τη δημιουργία μαγνητικού πεδίου από μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο, αλλά και να είναι συμβατή με την αρχή διατήρησης του φορτίου. Στο S.I. σύστημα μονάδων, για την πυκνότητα του ρεύματος μετατόπισης, .Ιμ ισχύει: JH=^D/^t όπου D το διάνυσμα της ηλεκτρικής μετατόπισης. Displacement Gyroscope [Γυροσκόπιο Μετατόπισης] Μηχ. Γυροσκόπιο μέτρησης και μετάδοσης μεταβολών στη θέση ενός σώματος. Displacement Kernel [Πυρήνας Μετατόπισης] Φυσ. Πυρήνας εξισώσεων για την περιγραφή της εξέλιξης φαινομένων, ο οποίος εξαρτάται μόνο από τη σχετική απόσταση δύο σημείων εκφράζοντας τη χωρική ομογένεια του χώρου. Displacement Law [Νόμος μεταβολής] Πυμ. Φυσ. Νόμος μεταβολής του μαζικού και του ατομικού αριθμού ενός πυρήνα, όταν υφίσταται ραδιενεργή διάσπαση α, ή β. Displacement Operator [Τελεστής Χωρικής Μετάθεσης] Μαθημ. Τελεστής ο οποίος, όταν δρα σε μια συνάρτηση μας δίνει την τιμή της σε ένα σημείο μετατοπισμένο από το αρχικό κατά καθορισμένο διάνυσμα. Π.χ. Taf(x)=f(x+a). Displacement Pump [Αντλία Εκτοπίσεως] Μηχ. Είναι τύπος αντλίας, όπου το υγρό αντλείται με τη δράση της παλινδρομικής κίνησης μιας στερεής επιφάνειας, π.χ. εμβόλου ή διαφράγματος, μέσα σε κατάλληλο θάλαμο, Πρόκειται για ογκώδη μηχανήματα, που αναπτύσσουν μεγάλες πιέσεις κατάθλιψης και δίνουν σταθερή παροχή, ανεξάρτητη της πίεσης. Displacement Spike [Σημείο Απομάκρυνσης Ατόμου] Πυμ. Φυσ. Κρυσταλλικό σημείο από το οποίο έχει απο-

μακρυνθεί μόνιμα ένα άτομο λόγω βομβαρδισμού του κρυστάλλου με σωμάτια, Display Element [Στοιχείο εμφάνισης σε οπτικό μέσο] Πληρ. Το στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιείται για την δημιουργία μιας εικόνας σε κάποιο οπτικό μέσο, όπως π.χ. μια τελεία. Display Primary [Εμφάνιση πμχοταρχικών] Επικοιν. Είναι γνωστό ότι η οθόνη έχει τη δυνατότητα απεικόνισης κάποιου αριθμού χρωμάτων ωστόσο κάποια από αυτά τα θεωρεί πρωταρχικά και κάποια άλλα παράγωγα. Display Terminal [Τερματικό απεικόνισης] Πληρ. Η συσκευή ενός υπολογιστικού συστήματος, η οποία εξάγει τα δεδομένα με το να τα απεικονίζει σε κάποιο οπτικό μέσο, όπως π.χ. σε μια οθόνη, Display Window [Παράθυρο εμφάνισης] Επικοιν. ΓΙαράθυρο που μπορεί μια εφαρμογή να τρέχει συνήθως ανεπηρέαστη από άλλα προγράμματα σε παρεμφερή παράθυρα. Disposable [Αναλώσιμο] Τεχνολ. Χαμηλού κόστους εξάρτημα μηχανής ή συστήματος το οποίο είναι σχεδιασμένο για ορισμένο χρόνο ομαλής χρήσης χωρίς μεγάλη φθορά και αντικαθίσταται από καινούργιο κάθε φορά όταν συμπληρωθεί ο αναμενόμενος χρόνος λειτουργίας του. Disposal [Απομάκρυνση] Πυρ. Φυσ. Απομάκρυνση από ένα χώρο, π.χ. έναν αντιδραστήρα, και ασφαλής μόνιμη αποθήκευση ραδιενεργών αποβλήτων, Disruptive Discharge [Διάτρηση Διηλεκτρικού] Η/χκ. Ηλεκτρική εκκένωση διηλεκτρικού λόγω μη αντοχής του στην επιβαλλόμενη ηλεκτρική τάση. Dissimilar Terms [Ανόμοιοι όροι] Μαθημ. Οι όροι μιας μαθηματικής παράστασης οι οποίοι έχουν διαφορετικά κύρια μέρη ανεξάρτητα από τους συντελεστές τους. Η διαφορά είναι προφανής όταν τα κύρια μέρη αποτελούνται από διαφορετικές μεταβλητές. Στην περίπτωση που οι μεταβλητές είναι οι ίδιες τότε οι όροι θα καλούνται ανόμοιοι αν υπάρχει ασυμφωνία στις δυνάμεις τους. Dissociation 1 [Διάσταση] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στην αντίδραση διάσπασης ενός μορίου σε απλούστερα μόρια, άτομα ή ρίζες. Ο όρος εφαρμόζεται συνήθως σε αντιδράσεις ιονισμού οξέων ή βάσεων σε νερό. Dissipation 2 [Απώλεια] Φυσ. Απώλεια ενέργειας κατά τη μεταφορά της ή τη μετατροπή της από μια μορφή σε μια άλλη, συνήθως με μετατροπή της σε θερμότητα, Dissipation Coefficient [Συντελεστής Απωλειών] Φυσ. Ποσοστιαία μείωση της ενέργειας μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ή σωματιδίων ανά μονάδα μήκους διέλευσής της από ένα υλικό. Αναφέρεται και ως Scattering Coefficient. Dissipation Constant [Σταθερά Εκφόρτισης] Γεωφυσ. Αριθμός ίσος με το ρυθμό εκφόρτισης ενός σώματος όταν βρίσκεται μέσα στην ατμόσφαιρα, Dissipation Factor [Συντελεστής Απωλειών] Ηλεκ. Μέγεθος ίσο με το αντίστροφο του συντελεστή ποιότητας Q ενός κυκλώματος συντονισμού, Dissipation Loss [Βαθμός Απωλειών] Ηλεκ. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός μεταλλάκτη ενέργειας. Ισούται με το πηλίκο της ισχύος εισόδου προς την ισχύ εξόδου του. Dissipative Tunneling [Απώλεια ενέργειας λόγου διέλευσης μέσω σήραγγας] Φυσ. Στεμ. Κατ. Διέλευση ηλεκτρονίων από φραγμό δυναμικού με τη διαδικασία σήραγγας, χωρίς δηλαδή να έχουν την απαραίτητη ε-

-461 νέργεια αλλά λόγω της κυματικής συμπεριφοράς τους. Το φαινόμενο παρατηρείται σε χαμηλής θερμοκρασίας υπεραγωγούς και προκαλεί απώλεια ενέργειας λόγω του ότι, διέρχονται το καθένα ξεχωριστά και όχι σαν ζεύγη Cooper. Dissociation Constant [Σταθερά Διάστασης] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται η σταθερά ισορροπίας, για μια αντίδραση διάστασης. Οταν αναφέρεται σε διάσταση οξέων σε νερό, αποτελεί μέτρο της ισχύος του οξέος και λέγεται σταθερά ιονισμού. Dissociation Energy [Ενέργεια Διάστασης] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η ενέργεια που πρέπει να προσλάβει ένα μόριο, για να δώσει μια πλήρη αντίδραση διάστασης. Dissociation Limit [Όριο Διαχωρισμού] Ατομ. Φυα. Μήκος κύματος ακτινοβολίας, για μικρότερες τιμές του οποίου τα μόρια της ένωσης που προσπίπτει διασπώνται. Dissociation Pressure [Πίεση Διάστασης] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε περιπτώσεις διάστασης μιας στερεής ουσίας, με ένα ή περισσότερα αέρια προϊόντα και ορίζεται ως η πίεση του αερίου σε ισορροπία με το στερεό. Dissociation Recombination [Διαχωρισμός ατόμων λύγω επανένωσης με ηλεκτρόνιο] Ατομ. Φυσ. Διαχωρισμός σε άτομα ενός μοριακού θετικού ιόντος λόγω της ενέργειας που λαμβάνει από την επανένωσή του με ένα ηλεκτρόνιο. Dissolution [Διάλυση] Φυσ. Χημ. Είναι η προσθήκη μιας ουσίας σε ένα διαλύτη, που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ομογενούς διαλύματος. Dissolve [Διαλύω] Φυα. Χημ. Δηλώνει τη διαδικασία σχηματισμού ενός διαλύματος, με ανάμιξη διαλυμένης ουσίας και διαλύτη, σε συγκεκριμένες αναλογίες. Dissolved Air Flotation [Επίπλευση με διαλυμένο αέρα] Χημ. Μηχ. Αποτελεί φυσικοχημική μέθοδο διαχωρισμού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό νερού από αιωρούμενα στερεά σωματίδια, κολλοειδή ή γαλακτώματα. Περιλαμβάνει εισαγωγή μικροφυσαλίδων αέρα μέσα στη μάζα του νερού, στη δεξαμενή επίπλευσης. Dissonance [Παραφωνία] Ακουστ. Κάθε συγκεκριμένος συνδυασμός μουσικών νοτών που οι αρμονικές συχνότητες τους δίνουν μαζί ένα ηχητικό άκουσμα ενοχλητικό στο ανθρώπινο αυτί. Distance [Απόσταση] Μαθημ. 1. Απόσταση δύο συνύλων, έστω Α, Β ορίζεται ως το μέγιστο κάτω φράγμα (infimum) των μηκών των ευθυγράμμων τμημάτων δυο σημείων Μ, Ν των συνόλων Α, Β αντίστοιχα, Συμβολίζεται d(x, y) και είναι d(A, Β)= inf (d(x, y), όπου xe Α και ye Β) 2. Απόσταση δύο σημείων: το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος με άκρα τα σημεία αυτά. 3. Απόσταση σημείου από ευθεία ή επίπεδο: η απόστάση του σημείου από το ίχνος του πάνω στην ευθεία ή το επίπεδο αντίστοιχα. 4. Απόσταση δύο παράλληλων ευθειών ή επιπέδων: η απόσταση ενός σημείου της μιας από τις ευθείες ή τα επίπεδα από την άλλη ευθεία ή το άλλο επίπεδο αντίστοιχα. 5. Απόσταση δύο ασύμβάτων ευθειών (στο χώρο): το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος κάθετο στις ευθείες αυτές. Distance Luminosity Relation [Σχέση Φωτεινύτητας - Απόστασης] Αστμον. Σχέση που εκφράζει τη μεταβολή της φωτεινότητας, L μιας πηγής καθώς μεταβάλλεται η απόσταση παρατήρησής της, Γ. Ισχύει ότι L « 1/r2. Distance Reception [Υποδοχή απόστασης] Επικοιν.

Distortion 3

Όρος για το όριο εμβέλειας ενός σταθμού. Distance Resolution [Διάκριση Κατά Απόσταση] Μηχ. Μικρή ουσιαστικά διαφορά στην απόσταση δύο στόχων με την ίδια διόπτευση, ώστε να διακρίνονται ως διαφορετικοί από ένα ραντάρ. Distant Field [Μακρινό Πεδίο] Ιίλεκτμομαγν. Προκείται για ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που βρίσκεται σε σημαντική απόσταση από την πηγή του, όπου τα χαρακτηριστικά του είναι ανεξάρτητα της ακριβούς γεωμετρίας της. Π.χ. σε απόσταση έξη μηκών κύματος από μια κεραία ή πολύ μακριά από μια διπολική κατανομή φορτίου. Distillate [Απόσταγμα] Χημ. Χαρακτηρίζει το προϊόν κορυφής σε μια διεργασία απόσταξης. Distillate Fuel [Καύσιμο Απόσταγμα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στα κλάσματα ατμοσφαιρικής απόσταξης του αργού πετρελαίου, τα οποία έχουν σημεία ζέσεως 350650 °Η. Περιλαμβάνει την κηροζίνη και το ντίζελ που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα αεροπορίας, ντιζελομηχανών και θέρμανσης. Distillation [Απόσταξη] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία διαχωρισμού ενός μίγματος, σε στήλη επαφής ατμώνυγρού, όπου οι ατμοί ρέουν κατ' αντιρροή προς το υγρό και επιτυγχάνεται καλή επαφή και προσέγγιση ισορροπίας μεταξύ των δύο φάσεων, σε όλο το ύψος της στήλης. Ο διαχωρισμός βασίζεται στη διαφορά πτητικότητας των συστατικών. Distillation Column ΙΣτήλη Απόσταξης] Χημ. Μηχ. Είναι κυλινδρικό, κατακόρυφο δοχείο, που περιέχει βαθμίδες ή πληρωτικό υλικό και χρησιμοποιείται σε διεργασίες απόσταξης, Distillation Curve [Καμπύλη Απόσταξης] Χημ. Μηχ. Δηλώνει το διάγραμμα του σημείου ζέσεως ως συνάρτηση του αερίου προϊόντος, κατά τη διάρκεια μιας αποστακτικής διεργασίας. Distillation Flask [Φιάλη Απόσταξης] Χημ. Αναφέρεται στην εργαστηριακή συσκευή, συνήθως γυάλινη, που αποτελείται από ένα βολβό με λαιμό για την εισαγωγή θερμομέτρου και έναν πλευρικό σωλήνα σύνδεδεμένο στο λαιμό, μέσα από τον οποίο οι ατμοί περνούν στον συμπυκνωτή. Είναι γνωστή και ως κλασματήρας με επίθεμα αποστάξεως για θερμόμετρο, Distillation Range [Περιοχή Απόσταξης] Χημ. Μηχ. Σε περίπτωση απόσταξης μίγματος ουσιών, το αέριο προϊόν λαμβάνεται σε μια περιοχή θερμοκρασιών και όχι σε μια συγκεκριμένη τιμή. II περιοχή αυτή περιλαμβάνει τα σημεία ζέσεως των συστατικών και ονομάζεται περιοχή απόσταξης του μίγματος. Distilled Water [Απεσταγμένο Νερό] Χημ. Χαρακτηρίζεται το νερό που έχει υποστεί διεργασία απόσταξης, ώστε να απομακρυνθούν διαλυμένα άλατα ή αιωρούμενα στερεά ή άλλες ενώσεις. Distomat [Ταχύμε:τρο] Γεν. Όργανο τοπογραφικών εργασιών που καταγράφει αυτόματα τα αποτελέσματα των μετρήσεων. Distortion [Παραμόρφωση] Οπτικ Μεταβολή του ειδώλου που παράγει ένα σύστημα φακών σε σχέση με το αντικείμενο λόγω διαφορετικής μεγέθυνσης των τμημάτων του. Distortion 2 [Παραμόρφωση] Ακουστ. Μεταβολές στα χαρακτηριστικά του ήχου που αναπαράγουν ηλεκτροακουστικές συσκευές λόγω μηχανικών περιορισμών τους. Distortion 3 [Παραμόρφωση] ίϊλεκ. Μεταβολές της μορφής ενός σήματος από μια διάταξη επεξεργασίας

Earliest Start Time

-462 -

του, π.χ. απο ενα ενισχυτή. Distortion Factor [Παράγοντας παραμόρφωσης] Επικοιν. Εδώ μπορούμε να βάλουμε πολλούς παράγοντες. Μια πρώτη ταξινόμηση δίνει: παραμόρφωση πλάτους, φάσης, αρμονικών, οδόντωση (αναδίπλωσης), κτλ. Distress Frequency [Συχνότητα κινδύνου] Επικοιν. Συχνότητα που εκπέμπεται ένα σήμα κινδύνου. Distress Signal [Σήμα κινδύνου] Επικοιν. Σήμα κινδύνου όπως το SOS. Distributed Capacitance [Κατανεμημένη Χωρητικότητα] Ηλεκ Χωρητικότητα σε ένα κύκλωμα, που δεν οφείλεται σε συνηθισμένους πυκνωτές, αλλά π.χ. στις σπείρες ενός πηνίου ή στην αλληλεπίδραση του στοιχείων του με τη γύρω θωράκιση της διάταξης. Γίνεται σημαντική εάν πρόκειται για κύκλωμα συντονισμού υψηλών συχνοτήτων. Distributed Communications [Κατανεμημένες επικοινωνίες] Επικοιν. Κατηγορία επικοινωνιών που ασκείται μέσω πολλών κατανεμημένων διανομέων και ελεγκτών δικτύου (πχ τηλεφωνικό δίκτυο). Distributed Component Object Model [Κατανεμημένο μοντέλο συνιστώσας αντικειμένου] Επικοιν. Το μοντέλο που αντικατάστησε το COM για χρήση πάνω στα δίκτυα. Distributed Constant [Κατανεμημένη Σταθερά Κυκλώματος] Ηλεκτρομαγν. Χαρακτηριστικό μέγεθος ενός κυκλώματος, π.χ. χωρητικότητα, συντελεστής αυτεπαγωγής, που δεν οφείλεται σε εντοπισμένα στοιχεία αλλά σε ολόκληρες τις γραμμές μεταφοράς που έχει. Distributed Database [Κατανεμημένη βάση δεδομένων] Πληρ. Η βάση δεδομένων, της οποίας τα στοιχεία • είναι αποθηκευμένα σε περιφερειακές μονάδες που βρίσκονται σε απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία του δικτύου υπολογιστών και συνδέονται με γραμμές επικοινωνίας, και διαχειρίζεται από ένα κεντρικό σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων. Δηλαδή, κάθε περιφερειακή μονάδα έχει τη δυνατότητα για τοπικές εφαρμογές, αλλά συμμετέχει και σε κάποια κατανεμημένη εφαρμογή. Distributed Inductance [Κατανεμημένη Αυτεπαγωγή] Η/εκτρομαγν. Αυτεπαγωγή ενός κυκλώματος που δεν οφείλεται σε συνηθισμένα πηνία, αλλά π.χ. στο μήκος των αγωγών του. Γίνεται σημαντική εάν πρόκειται για κύκλωμα συντονισμού υψηλών συχνοτήτων. Distributed Intelligence [Κατανεμημένη νοημοσύνη] Πλημ. II δυνατότητα και ικανότητα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας για κατανομή των εργασιών και λειτουργιών μιας επεξεργασίας δεδομένων σε διαφόρους τερματικούς σταθμούς επεξεργασίας ενός δικτύου υπολογιστών, που είναι σε συνεχή επικοινωνία μεταξύ τους. Distributed Internet Applications Architecture [Κατανεμημένη αρχιτεκτονική διαδικτυακών εφαρμογών] Επικοιν.'Ίο αντίστοιχο δικτυακό πρότυπο της IBM για επικοινωνία μεταξύ παραθυρικών εφαρμογών. Distributed Load [Ομοιόμορφο φορτίο] Πολ Μηχ. Στους στατικούς υπολογισμούς, ο όρος που χρησιμοποιείται για φορτία που είναι κατανεμημένα ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια του φορέα. Distributed Network 1 [Κατανεμημένο δίκτυο] Επικοιν. Γενικότερη τεχνολογία επικοινωνίας υπολογιστών όπου ο έλεγχος ασκείται κατανεμημένα παρά σε ένα μοναδικό μηχάνημα. Distributed Network 2 [Κατανεμημένο δίκτυο] Πληρ.

Το δίκτυο υπολογιστών, στο οποίο η διαδικασία της επεξεργασίας των δεδομένων πραγματοποιείται στους διάφορους σταθμούς επεξεργασίας, που είναι σε συνεχή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους. Distributed Processing [Κατανεμημένη επεξεργασία] Πληρ. Η πραγματοποίηση της διαδικασίας της επεξεργασίας των δεδομένων σε διάφορους σταθμούς ενός δικτύου υπολογιστών, απομακρυσμένους μεταξύ τους, αλλά βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία και συνεργασία. Distributed Processing System [Κατανεμημένο σύστημα επεξεργασίας] Πληρ. Το σύστημα επεξεργασίας δεδομένων, στο οποίο η διαδικασία της επεξεργασίας των δεδομένων πραγματοποιείται σε διάφορους απομακρυσμένους σταθμούς επεξεργασίας ενός δικτύου υπολογιστών, που είναι σε συνεχή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους. Distributed Routing [Κατανεμημένη δρομολόγηση] Επικοιν. Η περίπτωση που η δρομολόγηση ενός μηνύματος στον προορισμό του γίνεται με διαμοίραση των πακέτων που σπάει το μήνυμα από διάφορους δρόμιους που συνήθως επιλέγονται με κριτήριο ταχείας αποστολής. Distribution Coefficient [Συντελεστής Κατανομής] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ο λόγος των διαλοτοτήτων μιας ουσίας σε δύο μη αναμίξιμους διαλότες. Από την τιμή του καθορίζεται η αποτελεσματικότητα μιας δεργασίας εκχύλισης. Distribution Curve [Καμπύλη Κατανομής] Στατ. Γραφική παράσταση της κατανομής μιας μεταβλητής, π.χ. της πιθανότητας κάθε δυνατής τιμή της. Distribution Factor [Παράγοντας Κατανομής] Πυμ. Φυσ. Μέγεθος που εκφράζει τη διαφορά στην επίδραση μίας ραδιενεργού ουσίας στο ανθρο')πινο σώμα λόγω της επιλεκτικής συγκέντρωσής της σε σημεία του ανθρώπινου σώματος, π.χ. το ιώδιο στον θυρεοειδή αδένα ή το καίσιο στα κόκαλο. Distribution Fanction [Συνάρτηση Κατανομής] Στατ. —> Distribution Distribution Law [Νόμος Κατανομής] Φυσ. Εξίσωση που δίνει τη συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας εύρεσης ενός θερμοδυναμικού συστήματος σε μία περιοχή του φασικού χώρου του. Παίρνει πολλές μορφές ανάλογα με το θεωρούμενο σύστημα. Distribution Reservoir [Δεξαμενή διανομής| Υδρολ. Στοιχείο ενός δικτύου ύδρευσης όπου καταλήγει το πρωτεύον δίκτυο μέσω του οποίου το νερό μεταφέρεται από το σημείο υδροληψίας στη δεξαμενή και από όπου ξεκινά το δίκτυο διανομής που τροφοδοτεί με νερό τα σημεία κατανάλωσης. Distribution Steel [Οπλισμός διανομής] Πολ. Μηχ. Σε στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος, οπλισμός που δεν λειτουργεί για την λήψη εντατικών μεγεθών είναι όμως απαραίτητος για την εξισορρόπηση της σχέσης μεταξύ οπλισμού και σκυροδέματος. Distribution Substation [Υποσταθμός Διανομής Ενέργειας] Ηλεκ. Υποσταθμός διανομής ενέργειας σε βιομηχανικούς ή οικιακούς καταναλωτές μίας περιοχής. Συνήθως περλαμβάνει μετασχηματιστή για υποβιβασμό της τάσης στην τάση κατανάλωσης. Distribution System [Διάταξη Διανομής Ηλεκτρικής Ισχύος] Ηλεκ. Κυκλώματα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας σε καταναλωτές. Περιλαμβάνουν κυρίως μετασχηματιστές τάσεως κ.λ.π. Distribution Transformer [Μετασχηματιστής Διάνο-

Divergence Theorem 2

- 463 μής Ηλεκτρικής Ισχύος] Ηλεκ. Μετασχηματιστής τάσης που βρίσκεται συνήθως στον υποσταθμό διανομής κοντά στους καταναλωτές και μετατρέπει την υψηλή τάση σε τάση οικιακής ή βιομηχανικής χρήσης. Στην Ευρώπη, η ενεργή τιμή είναι =220V και «380V αντίστοιχα. Distributive Law [Επιμεριστικός νόμος] Μαθημ. Έστω δύο διμελείς σχέσεις (+) και (χ) ορισμένες επί ενός συνόλου Χ. Η σχέση α*(β+γ)=(αχβ)»(α*γ) ονομάζεται επιμεριστικός νόμος και ισχύει για κάθε τριάδα α,β,γ του συνόλου Χ. Αν οι σχέσεις (+) και (χ) είναι αντιμεταθετικές τότε ο επιμεριστικός νόμος ισχύει και στη μορφή: (β +γ) χ α=(βχγ)+(γχα) την τριάδα των α,β, Υ· Distributor Gear [Τροχός διανομής] Μηχ. Μηχ. Σε σύστημα μετάδοσης ισχύος μέσω συστήματος οδοντωτών τροχών, ο τροχός που παραλαμβάνει την ισχύ από τον κινητήριο τροχό (πηνίον) θέτοντας σε περιστροφή τον έκκεντρο άξονα του για την μετάδοση της ισχύος. District Heating [Περιφερειακή θέρμανση] Μηχ. Μηχ. Συνολική παραγωγή θερμότητας σε μία κεντρική μονάδα λέβητα και διανομή της μέσω συστήματος σωληνώσεων για τη θέρμανση μιας ομάδας κτιρίων ή οικοδομικών τετραγώνων. Disturbance [Διαταραχή] Επικοιν. Η κατάσταση στην οποία περιέρχεται η μετάδοση συνήθως από ιονοσφαιρικές ή μαγνητοσφαιρικές διαταραχές όπως οι ηλιακές εκλάμψεις και άλλα φαινόμενα έξαρσης ηλιακής δραστηριότητας, πτώση μετεωριτών και βροχές μετεώρων. Disubstitutcd Alkene [Δισυποκατεστημένο Αλκένιοί Opy. Χημ. Χαρακτηρίζει μια ολεφίνη, όταν υπάρχουν δύο υποκαταστάτες διαφορετικοί από το υδρογόνο, στους άνθρακες του διπλού δεσμού. Disulfate [Διθειικός] Χημ. Χρησιμοποιείται σε μια χημική ένωση που περιέχει δύο θειικές ρίζες (-S042") στο μόριό της. Disulfide Γ [Δισουλφίδιο] Χημ. Αναφέρεται σε χημικές ενώσεις στις οποίες υπάρχουν δύο άτομα θείου, συνδεδεμένα με άλλα άτομα ή ρίζες. Disulfide 2 [Δισουλφίδιο] Opy. Χημ. Αποτελεί κατηγορία οργανικών ενώσεων που θεωρούνται θειούχα ανάλογα των υπεροξειδίων. Ο γενικός τύπος είναι R1-S-S-R2 και πρόκειται για συστατικά της χαρακτηριστικής δυσάρεστης οσμής του σκόρδου, του κρεμμυδιού και του πράσου. Disulfide Bridge [Δισουλφιδική Γέφυρα] Opy. Χημ. Ονομάζεται ο δεσμός μεταξύ δύο ατόμων θείου, σε μόρια ετερόδετων πεπτιδίων. Παράδειγμα πεπτιδίου με δισουλφιδικό δεσμό αποτελεί η ινσουλίνη. Disulfonate [Δισουλφονικός] Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση που περιέχει δύο σουλφονικές ομάδες (S0 3 ). Ditch [Καναλέτο] Υδρολ. Μικρός αγωγός ανοικτής διατομής για μεταφορά μικρο')ν ποσοτήτων νερού. Αποτελεί το τελευταίο τμήμα ενός δικτύου ύδρευσης ή ενός δικτύου αποχέτευσης ομβρίων. Ditch Check [Τεχνικό Ρύθμισης] Υδρολ. Συμπληρωματικό τεχνικό έργο που κατασκευάζεται κατά μήκος μιας οδού για τη ρύθμιση της ροής των ομβρίων με σκοπό τον έλεγχο της διάβρωσης. Ditcher [Εκσκαφέας] Τεχ. Χωματουργικό μηχάνημα πολλαπλοον χρήσεων μεγάλου εκτοπίσματος. Ditching [Κατασκευή καναλέτου] Οικοδ. 1. Εργασία εκσκαφής με σκοπό τη δημιουργία ενός καναλέτου περιμετρικά από μια δεξαμενή για τον έλεγχο μόλυνσης

σε περίπτωση διαρροής. 2. Εργασία κατασκευής τεχνικού κατά μήκος μιας οδού με σκοπό την απορροή ομβρίων. Dither [Ελαφριά παραλλαγή] Γεν. Συναντάται στη χρήση κωδικοποίησης για φωτογραφίες. Αν δεν απαιτείται αλλιώς κωδικοποιούμε το χρώμα στο κοντινότερο πρωτεύον χρώμα εμφάνισης ώστε πχ από 4096 χρώματα να μένουν τα 256 εκφραστικότερα. Dithiocarbamic Acid [Διθειοκαρβαμιδικό Οξύ] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NH2CS2H. Είναι ασταθής ένωση, αλλά σχηματίζει εύκολα άλατα με μέταλλα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως επιταχυντές βουλκανισμού. Παράδειγμα αποτελεί το άλας με ψευδάργυρο. Divalent [Δισθενής] Χημ. Δηλώνει ένα στοιχείο με αριθμό οξείδωσης 2 ή ένα ιόν με σθένος 2. Divariant System [Διπαραμετρικό Σύστημαΐ Φνα. Καλείται ένα σύστημα, για τον ορισμό της κατάστασης του οποίου απαιτούνται δύο ανεξάρτητες μεταβλητές. Σύμφωνα με τον κανόνα των φάσεων, ένα τέτοιο σύστηαα θα περιέχει μια φάση. Dive [Βύθιση] Μηχ. Ελεγχόμενη ή μη, κατάδυση ενός αντικειμένου ή σκάφους στο νερό. Dive 2 [Βύθιση] Αερομηχ. Απότομη μείωση του ύψους ενός ιπτάμενου αντικειμένου. Divergence 1 [Απόκλιση] Φνα. Διεύρυνση της διατομής μίας δέσμης κινούμενων σωματιδίων ή ακτινοβολίας, π.χ. μιας δέσμης καθοδικών ακτίνων, λόγω των απώσεων μεταξύ των ηλεκτρονίων. Divergence 2 [Απόκλιση] Πυρ. Φνα. Αύξηση του αριθμού των διασπάσεων, δηλαδή των νετρονίων που προκαλνΟύν διασπάσεις, σε έναν αντιδραστήρα με το χρόνο ή από γενεά σε γενεά. Divergence 3 [Απόκλιση] Μηχ. Ρευστ. Χαρακτηριστικό μέγεθος σε φαινόμενα ροής ρευστών, που ισούται με το λόγο της διατομής μίας δέσμης κινούμενου ρευστού προς την επιφάνεια διατομής του ακροφύσιου εξόδου του. Divergence 4 [Απόκλιση] Ωκεαν. Κίνηση θαλάσσιου ρεύματος από ένα σημείο προς πολλές δευθύνσεις. Divergence 5 [Απόκλιση] Μαθημ. Συνάρτηση υπολογιζόμενη από μια άλλη διανυσματική συνάρτηση, π.χ. από την E=(Ex,Ey,E2) της οποίας η απόκλιση ισούται με: V x E = t E ^ x + HE^y + HE^z. Divergence [Απόκλιση] Μετεωρ. Η απόκλιση του πεδίου ταχυτήτων V=(V x ,V y ,VJ μίας αέριας μάζας, αλλά υπολογισμένη στο οριζόντιο επίπεδο δηλαδή: Vx V=T]Vx/1|x + i V ^ y Divergence Theorem [Θεώρημα Απόκλασης] Μαθημ. Θεώρημα που συνδέει τη ροή μιας διανυσματικής συνάρτησης, Ε μέσα από μια κλειστή επιφάνεια με το ολοκλήρωμα της απόκλισής της, VxE στον όγκο που περικλείει η επιφάνεια αυτή.-> Gauss' Theorem, Divergence Ισχύει. £ Ε · dS =

jJJ V Ε -dV V (S)

Divergence Theorem 2 [Θεώρημα Απόκλασης] Ηλεκ. Θεώρημα του Gauss και πρώτη εξίσωση του Maxwell για το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, σχετικό με τη ροή του ηλεκτρικού πεδίου διαμέσου μιας κλειστής επιφάνειας. Σε διαφορική μορφή γράφεται ν*Ε=ρ/ε„ όπου VxE η απόκλιση του ηλεκτρικού πεδίου, ρ η πυκνότητα του ηλεκτρικού φορτίου και ε0 η ηλεκτρική διαπερατότητα του κενού.

Divergent Integral

-464-

Divergent Integral [Αποκλίνων Ολοκλήρωμα] Μα- σμός του οδοστρώματος σε δύο τμήματα μέσω οριζόθημ. Ολοκλήρωμα, η τιμή του οποίου αποκλίνει τείνει ντιας σήμανσης. προς το +<» ή -οο. Dividend [Διαιρετέος] Μαθημ Ο αριθμός, ο οποίος Divergent Nozzle [Αποκλίνον Ακροφύσιο] Τεχνολ. Α- διαιρείται από έναν άλλο αριθμό τον διαιρέτη κατά την κροφύσιο το οποίο προκαλεί δέσμη κινούμενου ρευ- διαδικασία της διαίρεσης. Π.χ. στην διαίρεση 4:2, το 4 στού με διαρκώς διευρυνόμενη επιφάνεια διατομής, π. είναι ο διαιρετέος. χ. κωνικής μορφής. Diving Bell [Καταδυτικός Κώδωνας] Μηχ. Χώρος καDivergent Sequence [Αποκλίνουσα ακολουθία] Μα- τάδυσης με τη μορφή κώδωνα, ανοικτός στο κάτω άθημ. Η μη φραγμένη ακολουθία ή η φραγμένη ακολου- κρο του, ενώ στο εσωτερικό του οποίου μπορούν να θία, η οποία έχει περισσότερα από ένα σημεία συσσώ- βρίσκονται άνθρωποι κατά την κατάδυση αλλά και μερευσης. Π.χ. η ακολουθία 1,2,3,4 και η ακολουθία τά. Συνήθως τροφοδοτείται με αέρα μέσω αντλίας. Divinyl [Διβινυλο-] Ομγ. Χημ. Αποτελεί πρόθεμα του Fibonacci: 1,1,2,3,5,8,13,21,... είναι αποκλίνουσες. Divergent Series [Αποκλίνουσα σειράΐ Μαθημ. Η σει- ονόματος μιας οργανικής ένωσης, στην οποία περιέχονται δύο βινυλικές ομάδες (CH2=CH-). ρά απείρων όρων Divinylbenzene [Διβινυλοβενζόλιο] Ομγ. Χημ. Είναι η οο αρωματική ένωση με χημικό τύπο (CH2=CH)2C6H4, Σ Α N μοριακό βάρος 130,19 και τρεις ισομερείς μορφές, αn = 1 νάλογα με τη σχετική θέση των δύο βινυλο-ομάδων. όπου {α„) μια ακολουθία, της οποίας το όριο του το α- Το ορθο-παράγωγο έχει σημείο ζέσεως 76 °C, το μιεταθροίσματος δεν υπάρχει. Μια σειρά και η ακολουθία- έχει 121 °C και το παρα- 95-96 "C. Είναι διαλυτά στην ακετόνη και στο βενζόλιο. άθροισμα αυτής αποκλίνουν ταυτόχρονα. Diverging Lens [Αποκλίνων Φακός] Οπτικ. Φακός που Division [Διαίρεσηΐ Μαθημ 1. Γενικά, η διαδικασία εύπροκαλεί απόκλιση των ακτίνων που προσπίπτουν σε ρεσης ενός αριθμού ή μιας ποσότητα β που όταν πολαυτόν παράλληλα μιε τον οπτικό του άξονα και έχει λαπλασιαστεί με έναν άλλ.ο αριθμό ή ποσότητα γ να αρνητική εστιακή απόσταση. προκύψει ένας νέος αριθμός ή ποσότητα α και συμβοDiverging Mirror [Αποκλίνον Κάτοπτρο] Οπτικ. Κά- λικά γράφεται β=α/γ, όπου το β καλείται πηλίκο, το α τοπτρο που προκαλεί απόκλιση των ακτίνων που προ- διαιρετέος και το γ διαιρέτης. 2. Ευκλείδεια διαίρεση: σπίπτουν σε αυτό παράλληλα με τον οπτικό του άξονα. η διαδικασία εύρεσης δυο αριθμών π και υ, όταν δίνονται δυο άλλοι αριθμοί Δ και δ, έτσι ώστε να ισχύει Ηίναι κυρτό και έχει αρνητική εστιακή απόσταση. Diversion Canal [Κανάλι εκτροπής] Υδμολ. Αγωγός Δ=δ*π+υ και υ<δ. Ο Δ καλείται διαιρετέος, ο δ διαιρέανοιχτής διατομής που κατασκευάζεται για να οδηγή- της, ο π πηλίκο και ο υ υπόλοιπο. Στην περίπτωση όσει το νερό στον τελικό του αποδέκτη από διαφορετική που υ=0 τότε ονομάζεται τέλεια διαίρεση, ενώ όταν διαδρομή από αυτή που ακολουθούσε μέχρι εκείνη τη υΌ τότε ονομάζεται ατελής. 3. Διαίρεση πολυωνύμων: η διαδικασία εύρεσης δυο πολυωνύμων π(χ) και υ(χ), στιγμή. Diversion Chamber [Φρεάτιο εκτροπής] Υδμολ. Φρεά- όταν δίνονται δυο άλλα πολυώνυμα Δ(χ) και δ(χ), έτσι τιο το οποίο κατασκευάζεται με προορισμύ να ρυθμί- ώστε να ισχύει Δ(χ)=δ(χ)*π(χ)+υ(χ) και ο βαθμός του ζει την ροή του νερού σε ένα κανάλι ώστε να επιτυγχά- υ(χ) πρέπει να είναι μικρότερος του π(χ) ή υ(χ)=0. Στην περίπτωση όπου υ(χ)=0, το δ(χ) διαιρεί το Δ(χ) νεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Diversion Dam [Ταμιευτήρας εκτροπής] Υδμολ. Μικρό και καλείται παράγοντας του Δ(χ). Η εκτέλεση της τεχνικό έργο που απαιτείται σε ορισμένες περιπτώσεις διαίρεσης δυο πολυωνύμων είναι μια διαδικασία ανάλογη με τη διαίρεση των θετικών ακεραίων αριθμών. για να εξασφαλιστεί η εκτροπή της ροής. Diversion Gate |Θύρα εκτροπής] Υδμολ. Σε φράγματα 4. Διαίρεση ευθύγραμμων τμημάτων: αν ένα σημείο Μ ή ταμιευτήρες ελεγχόμενο άνοιγμα με μετακινούμενα ενός ευθύγραμμος τμήματος ΑΒ, τότε ο λόγος των μηστοιχεία που δημιουργεί τη δυνατότητα εκτροπής της κών (ΑΜ)/(ΜΒ)=λ είναι ο λόγος που το Μ διαιρεί το ροής του νερού από μία κατεύθυνση προς μια άλλη ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ. όταν αυτό απαιτείται. Division Algebra [Αλγεβρα διαίρεσης] Μαθημ. Έστω Diversion Tunnel [Σήραγγα εκτροπήςΐ Υδμολ. Τεχνικό μια άλγεβρα V ορισμένη πάνω σε ένα σώμα F. Αν η έργο εκτροπής της ροής νερού ενός υδάτινου στοιχεί- άλγεβρα έχει μοναδιαίο στοιχείο ως προς τον πολλαου. Το τεχνικό έχει κλειστή διατομή και χρησιμοποιεί- πλασιασμό και κάθε μη μηδενικό στοιχείο έχει πολλαται κυρίως ως μεταβατικό έργο για τις ανάγκες κατα- πλασιαστικό αντίστροφο στην V τότε η άλγεβρα ονομάζεται άλγεβρα διαίρεσης. σκευής ενός φράγματος. Diversity [Διαφορισμός] Επικοιν. 1. Σύσταση από 2 Division Ring [Δακτύλιος διαίρεσης] Μαθημ. Έστω R διαφορετικά μέρη. 2. Η ποικιλότητα του χώρου εξαιτί- ένα σύνολο εφοδιασμένο με δύο διμελείς πράξεις + και ας της απότομης ανόδου πολλών διαφορετικών επικοι- χ έτσι ώστε να ικανοποεί τις προϋποθέσεις για να είνωνιακών πρωτοκόλλων και τεχνολογιών. ναι δακτύλιος και ένα στοιχείο u το οποίο έχει πολλαDiversity Gain [Κέρδος διαφορισμού] Επικοιν. Το πλασιαστικό αντίστροφο στο R και καλείται μονάδα. κέρδος μιας κεραίας από τη δύναμη του διαφορισμέ- Ο δακτύλιος θα ονομάζεται δακτύλιος διαίρεσης αν νου σήματος προς το απλό σήμα για κάποια διαδρομή κάθε μη μηδενικό στοιχείο του έχει πολλαπλασιαστικό αντίστροφο στο σύνολο, δηλαδή είναι μονάδα. (μοναδική ή όχι). Diversity Reception [Κατώφλι διαφορισμού] Επικοιν. Division Sign [Σύμβολο της διαίρεσης] Μαθημ Το Μίξη 2 σημάτων ίδιου πληροφοριακού περιεχομένου σύμβολο -f , το οποίο τοποθετείται ανάμεσα σε δυο αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά μετάδοσης πχ ποσότητες υποδηλώνοντας την πράξη της διαίρεσης θόρυβο. μεταξύ τους ή το σύμβολο /, το οποίο τοποθετείται Divided Lane [Διαχωρισμένη λ*ωρίδα] Πολ.Μηχ. Σε ανάμεσα σε δυο ποσότητες δημιουργώντας έτσι ένα δρόμους κυκλοφορίας διπλής κατεύθυνσης, διαχωρι- κλάσμα.

- 465 Division Wall [Διαχωριστικός τοίχος] Αρχ. Στοιχείο κατασκευής ενός κτιρίου που χρησιμεύει στο διαχωρισμό του συνολικού διαθέσιμου χώρου σε μικρότερες υποδιαιρέσεις. Divisor [Διαιρέτης] Μαθημ. 1. Ο αριθμός, ο οποίος διαιρεί έναν άλλο αριθμό, τον διαιρετέο κατά την διαδικασία της διαίρεσης. Π.χ. στην διαίρεση 4:2, το 2 είναι ο διαιρέτης. 2. 'Εστω μια αντιμεταθετική ακέραια περιοχή Λ με μοναδιαίο στοιχείο και δυο μη μηδενικά στοιχεία της α, β. Τότε το α διαιρεί το β στο Α, δηλαδή το α είναι διαιρέτης του β, εάν υπάρχει στοιχείο γ του Α τέτοιο ώστε β=α.γ. Divisor Of Zero (Διαιρέτης του μηδενόςΐ Μαθημ Ο μη μηδενικός αριθμός α ενός αντιμεταθετικού δακτυλίου έτσι ώστε να ισχύει α*β=0, όπου β ένας επίσης μη μηδενικός αριθμός του αντιμεταθετικού δακτυλίου. D Layer 1 [Εσωτερικός Μανδύας] / εωλ. Το βαθύτερο στρώμα του μανδύα της Γης που εκτείνεται από βάθος περίπου 700Km έως 2890Km. D Layer 2 [Εσωτερικός Μανδύας] Γζωφυα. Το κατώτερο στρώμα ιονισμένου αέρα της ατμόσφαιρας της Γης. D Line [Γραμμή D] Φυα. Η πρώτη διπλή κίτρινη γραμμή εκπομπής ή απορρόφησης του γραμμικού φάσματος των ατμών του νατρίου, σε μήκη κύματος 5895.9Α και 5889.9Α. Χρησιμοποιούνται ως γραμμές αναφοράς στη φασματοσκοπία. D Meson 1 [Δ Μεσόνιο] Πυρ. Φυα. Όνομα μίας ισοτοπικής τριπλέτας μεσονίων με μάζα περίπου 1865MeV το καθένα. D Meson 2 [Δ Μεσόνιο] Πυρ. Φυα. Ουδέτερο μεσόνιο με μάζα περίπου 1285MeV. D Nickel [Νίκελ D] Μεταλλ. Κράμα νικελίουμαγνησίου με ιδιαίτερη αντοχή στην οξείδωση σε υψηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται για την επίστρωση ηλεκτροδίων σωλήνων εκκένωσης. Do Loop [Βρόχος επανάληψης] Πληρ. Ο βρόχος, ο οποίος χρησιμοποιείται σε γλώσσες προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, όπως η FORTRAN, η C, η Pascal, η BASIC, και προσφέρει την δυνατότητα για επαναλαμβανόμενη εκτέλεση εντολών, εφόσον αληθεύει κάποια συνθήκη. Dobson Spectrophotometer [Φασματόμετρο Dobson] Φυα. Φασματόμετρο υπολογισμού της συγκέντρωσης του όζοντος μέσω της διαφοράς στην απορρόφηση ακτινοβολιών διαφορετικών συχνοτήτων από την ατμόσφαιρα. Η μέτρηση της έντασης γίνεται μέσω του φωτοηλεκτρικού φαινομένου καθώς προσπίπτουν διαδοχικά στο ίδιο φωτοστοιχείο. Dockyard [Ναυπηγείο] Πολ. Μηχ. Περιοχή μιας παραλίας κατάλληλα διαμορφωμένης και εξοπλισμένης για την κατασκευή ή επισκευή πλωτών μέσων. Docosane [Εικοσιδυάνιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για παραφίνη με εικοσιδύο άτομα άνθρακα σε ευθεία αλυσίδα. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 (CH 2 )2oCH 3 και έχει μοριακό βάρος 310,61, σημείο ζέσεως 368,6 °C και σημείο τήξεως 44,4 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και χλωροφόρμιο. Docosanoic Acid [Εικοσιδυανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το λιπαρό οξύ με χημικό τύπο CH}(CH2)20COOH, μοριακό βάρος 340,59, σημείο ζέσεως 306 °C και σημείο τήξεως 80 °C. Doctor Test [Μέθοδος προσδιορισμού ενώσεων του θείου] Χημ. Μηχ. Χρησιμοποιείται στον έλεγχο κηροζίνης και άλλων κλασμάτων του πετρελαίου, για την παρουσία υδροθείου και μερκαπτανών. Το δείγμα ανα-

Dodecene-1

μιγνύεται με διάλυμα μολυβδώδους νατρίου και παρατηρείται το χρώμα της σχηματιζόμενης μεσοστοιβάδας. Document [Έγγραφο, Τεύχος] Εργ. Τεχνικό κείμενο παρουσίασης στοιχείων κάποιας έρευνας με οργανωμένο τρόπο και προκαθορισμένη μεθοδολογία σύνταξης·· Document Class [Κλάση εγγράφου] Επικοιν. 1. Κλάση που χαρακτηρίζει το αντικείμενο "Εγγραφο" και συναντιέται σε αντικειμενοστραφείς γλώσσες πχ Java. 2. Κατηγορία ασφαλείας ενός εγγράφου του διαόικτύου. Document Object Model | Μοντέλο αντικειμένων εγγράφου] Επικοιν. Πρότυπο κατασκευής εγγράφων κυρίως του διαδικτύου με χρήση scripting γλωσσών. Document Reader [Αναγνώστης τεκμηρίων] Πληρ. Η ειδική συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση εισαγωγής δεδομένων στο υπολογιστικό σύστημα με τη διαδικασία της ανάγνωσης των στοιχείων τανν δεδομένων από κείμενο τυπωμένο σε χαρτί, που είναι αναγνώσιμο και από τον ίδιο το χρήστη χωρίς τη βοήθεια μιας συσκευής. Documentation [Τεκμηρίωση] Πλ,ηρ. Η μεθοδευμένη και λεπτομερής συγκέντρωση και καταχώρηση στοιχείων, καθώς και η αναλυτική περιγραφή τους όσον αφορά στη χρήση, τη δομή και τη συντήρησή των δεδομένων ενός υπολογιστικού συστήματος. Αποσκοπεί στην σωστή οργάνωσή των δεδομένων και την αποδοτική επεξεργασία τους και περιλαμβάνει διάφορα μέσα, όπως λογικά διαγράμματα ροής, λίστες, πίνακες αποφάσεων, γραφικές απεικονίσεις, υπορουτίνες, δεδομένα για έλεγχο των λειτουργιών κλπ. Documentation Number [Αριθμός τεκμηρίου] Πληρ. Ο αριθμός, ο οποίος αποδίδεται σε ένα τεκμήριο βάση συνήθως μιας χρονολογικής, ή θεματικής σειράς, με στόχο την διευκόλυνση της ανάκλησής του από έναν χρήστη. Dodecagon [Δωδεκάγωνοί Μαθημ. Το πολύγωνο, το οποίο έχει δώδεκα πλευρές και κατά συνέπεια δώδεκα γωνίες. Στην περίπτωση που όλες οι πλευρές και άρα και οι γωνίες του είναι μεταξύ τους ίσες καλείται κανονικό δωδεκάγωνο και είναι εγγράψιμο σε κύκλο. Dodecahedron [Δωδεκάεδρο] Μαθημ. Το πολύεδρο, το οποίο έχει δώδεκα έδρες. Δηλ.αδή πρόκειται για ένα σώμα, το οποίο έχει σύνορο δώδεκα επίπεδα πολύγωνα. Στην περίπτωση που οι παράπλευρες έδρες του είναι κανονικά δωδεκάγωνα ίδιου τύπου και μεγέθους, το σώμα καλείται κανονικό και αποτελεί ένα από τα πέντε πλατωνικά σώματα. Dodecahydrate [Δωδεκα-ένυδρη Ουσία] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ενυδατωμένη ένωση που περιέχει δώδεκα μόρια νερού. Dodecane (Δωδεκάνιο] Οργ. Χημ. Είναι η κανονική παραφίνη που έχει ανθρακική αλυσίδα με δώδεκα άτομα. Έχει χημικό τύπο CI2H26, μοριακό βάρος 170,34, σημείο ζέσεως 216,3°C και σημείο τήξεως -9,6 °C. Χρησιμοποείται ως διαλύτης. Dodecanoic Acid [Δωδεκανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και λαουρικό οξύ. Είναι λευκή, κρυσταλλακή ένωση, με χημικό τύπο C H 3 ( C H 2 ) I O C O O H , σημείο ζέσεως 131 °C και σημείο τήξεως 44 °C. Γλυκερίδια του λαουρικού οξέος βρίσκονται σε φυσικά λίπη και έλαια. Dodecene-Ι [Δωδεκένιο-1] Opy. Χημ. Είναι αλκένιο με ευθεία ανθρακική αλυσίδα δώδεκα ατόμων. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2)9CH=CH2, μοριακό βάρος 168,32, σημείο, ζέσεως 213,4 "C και σημείο τήξεως -32,5 °C.

DodecyJ

-466-

Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Λαμβάνεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται στην παραγωγή δωδεκυλοβενζολίου, χρωμάτων και φαρμάκων. Dodecyl [Δωδεκύλιο] Opy. Χημ. Είναι αλκυλική ρίζα, με δώδεκα άτομα άνθρακα, C12H25-. Dodecylbcnzcne [Δωδεκυλοβενζόλιο] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3(CH2)uC6H5. Λαμβάνεται από το δωδεκένιο και αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη για ανιονικά απορρυπαντικά. Το δωδεκυλο-βενζολοσουλφονικό νάτριο είναι ένα σημαντικό ανιονικό απορρυπαντικό, με ικανοποιητική βιοαποικοδομησιμότητα. Dolomite [Δολομίτης] Χημ. Είναι ανθρακικό ορυκτό, που αποτελείται από το διπλό άλας MgC0 3 CaC03. Είναι λευκό ή άχρωμο και κρυσταλλώνεται στο ρομβοεδρικό σύστημα. Dolomitic Limestone [Δολομιτικός Ασβεστόλιθος] Χημ. Πρόκειται για ασβεστούχο ιζηματογενές πέτρωμα, που περιέχει ορυκτό δολομίτη και μικρότερες ποσότητες ασβεστίτη ή αραγονίτη. Domain [Πεδίο ορισμού] Πληρ. Το σύνολο των δυνατών τιμών των πεδίων ενός αρχείου του υπολογιστικού συστήματος. Π.χ. το σύνολο των ακεραίων ,το σύνολ.ο των πραγματικών, των αλφαριθμητικών σειρών χαρακτήρων, κλπ. Domain 2 [Μαγνητική ή Ηλεκτρική Περιοχή] Φυσ. Στεμ. Κατ. Περιοχή ενός κρυστάλλου στην οποία επικρατεί ομοιόμορφη πόλωση των ατομικών ή μοριακών μαγνητικών (μαγνητική περιοχή) ή ηλεκτρικών (ηλεκτρική περιοχή) ροπών της ύλης. Domain 3 [Πεδίο ορισμού] Μαθημ 1. Γενικά, για μια ποσότητα ή παράσταση μίας ή περισσοτέρων μεταβλητών το σύνολο των δυνατών τιμών που μπορεί να λάβουν οι μεταβλητές της. 2. Για μια συνάρτηση μιας ή πολλών μεταβλητών είναι το σύνολο των δυνατών τιμών της ανεξάρτητης μεταβλητής της ή των ανεξάρτητων μεταβλητών της. 3. Στον Ευκλείδειο χώρο, είναι ένα ανοικτό και μη κενό συνεκτικό σύνολο. Είναι γνωστό και ως περιοχή. Domain Growth [Ανάπτυξη Μαγνητικής Περιοχής] Φυσ. Στεμ. Κατ. Διαδικασία αύξησης του όγκου των μαγνητικών περιοχών ενός σιδηρομαγνητικού υλικού, των οποίων οι μαγνητικές ροπές είναι προσανατολισμένες περίπου όπως το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο σε

Dome [Θόλος] Αρχ. Αρχιτεκτονικό στοιχείο δώματος ημισφαιρικής ή άλλης μη επίπεδης γεωμετρικής μορφής Domestic Public Frequency Bands [Συντομογραφία DPFB] Επικοιν. Ζώνες ραδιοφωνικών συχνοτήτων πολιτικής χρήσης στις ΗΠΛ. Domestic Refrigerator [Οικιακό Ψυγείο] Μηχ. Μηχ. Διάταξη ψύξης ενός θερμικά μονωμένου χώρου με σκοπό τη διατήρηση τροφίμων σε χαμηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιεί ένα συμπιεστή αέριου μέσου σε θερμοκρασίες δωματίου, ενώ το μέσο ψύχεται καθώς εκτονώνεται αδιαβατικά. Τα παλιά ψυγεία χρησιμόποιούσαν, λόγω της ιδιαίτερης σταθερότητάς τους, χλωροφθοράνθρακες για ψυκτικό μέσο που προκαλεί καταστροφή του όζοντος. Domestic Satellite [Δορυφόρος Τηλεπικοινωνιών] Λερομηχ. Γεωστατικός δορυφόρος, δηλαδή σχετικά ακίνητος ως προς την επιφάνεια της Γης που χρησιμοποιείται για την αναμετάδοση τηλεοπτικών πρόγραμμάτων και τηλεφωνικών συνδέσεων, Dominant Energy Condition [Θεμελιώδης κατάσταση ενέργειας] Φυσ. Συνθήκη μέτρησης θετικής πυκνότητας ενέργειας και ορμής από κάθε ισοδύναμο παρατηρητή της γενικής θεωρίας της σχετικότητας ώστε να έχουν νόημα οι προβλέψεις της. Dominant Wave [Θεμελιώδες Κύμα] Η/χκτρομαγν. Διαδιδόμενο κύμα σε ένα κυματοδηγό με συχνότητα ίση με τη μικρότερη συχνότητα αποκοπής, Dominant Wavelength [Θεμελνΐώδες Μήκος Κύματος] Οπτικ. Μήκος κύματος μονοχρωματικής ακτινοβολίας το οποίο, όταν συνδυαστεί κατάλληλα με ένα πρότυπο φως προκύπτει οιοδήποτε άλλο χρώμα, Donkey Power [Μικρή ιπποδύναμη] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ισχύος σε σχέση με τη γνωστή ιπποδύναμη και ισούται περίπου με το 1/3 του ίππου, 250Watts, Donnan Equilibrium [Ισορροπία Donnan] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στην περίπτωση όπου δύο ηλεκτρολύτες διαχωρίζονται από μια ημιπερατή μεμβράνη και ορίζει την κατάσταση στην οποία, τα δ ερχόμενα ιόντα αποκτούν το ίδιο ηλεκτροχημικό δυναμικό στις δύο φάσεις. Donnan Potential [Δυναμικό Donnan] Φνσ. Χημ. Είναι το δυναμικό που αναπτύσσεται όταν η διαχωριστική επιφάνεια μεταξύ δύο ηλεκτρολυτών δεν είναι διαπερατή από όλο τα ιόντα.

βάρος των άλλων, με συνέπεια την αύξηση της μαγνήτισής του. Domain Name Server [Διανομέας ονομάτων χώρου] Επικοιν. Ο υπολογιστής που έχει αναλάβει την διευθυνσιοδότηση ενός δικτύου και πιθανά την εξυπηρέτηση των χρηστών. Domain Rotation [Περιστροφή Μαγνητικών Περιοχών] Φυσ. Στεμ. Κατ. Περιστροφή της μαγνήτισης μαγνητικών περιοχών και προσανατολισμός τους γύρω από το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο. Domain Theory [Θεωρία Μαγνητικών Περιοχών] Φυσ. Στεμ. Κατ. Διατυπωμένη και αποδειγμένη θεωρία εξήγησης της μαγνήτισης ή της ηλέκτρισης σιδηρομαγνητικών ή σιδηροηλεκτρικών υλικών. Για τα σίδηρομαγνητικά υλικά, λόγω των αλληλεπιδράσεων ανταλλαγής και των μαγνητικών διπολικών αλληλεπιδράσεων δημιουργούνται περιοχές κοινού προσανατολασμού τών στοιχειωδών μαγνητικών ροπών. Η δημιουργία μακροσκοπικής μαγνήτισης εξαρτάται από το βαθμό κοινού προσανατολισμού των μαγνητικών περιοχών.

Donor [Δότης] Φυσ. Στεμ. Κατ. Ατομο με πέντε ηλεκτρόνια στην εξωτερική του στοιβάδα, όπως π.χ. ο φώσφορος, το οποίο όταν αντικαταστήσει ένα άτομο στον κρύσταλλο ενός ημιαγωγού, τα τέσσερα από τα πέντε ηλεκτρόνιά του σχηματίζουν δεσμούς με τα γειτονικά άτομα του ημιαγωγού, ενώ το πέμπτο με ελάχιστη ενέργεια μετατρέπεται σε ελεύθερο ηλεκτρόνιο στη ζώνη αγωγιμότητας και προκύπτει ημιαγωγός μεγαλύτερης αγωγιμότητας, τύπου η. Door [Θύρα, πόρτα| Αμχ. Αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετείται σε τοίχους δημιουργώντας ένα άνοιγμα για την κυκλοφορία προσώπων μεταξύ των δύο χώρων που χωρίζονται από ένα τοίχο, Door Closer [Μηχανισμός αυτόματου κλεισίματος] Αμχ. Ρυθμιζόμενο εξάρτημα του εξοπλ*ισμού μιας πόρτας που εξασφαλίζει το αυτόματο κλείσιμο της με ομαλό τρόπο και διευκολύνει τη γρήγορη και άνετη διελευση. Door Face [Όψη πόρτας! Αμχ. Η ορατή επιφάνεια της πόρτας με το τελείωμα της.

-467 Door Frame [Κάσα] Αρχ. Ειδική κατασκευή που εφάπτεται του τοίχου από τρεις πλευρές και αποτελεί τη φέρουσα κατασκευή πάνω στην οποία στηρίζεται η πόρτα. Door Furniture [Διακοσμητικά στοιχεία πόρτας] Αρχ. Στοιχεία που συμπληρώνουν την επιφάνεια της πόρτας και τοποθετούνται για αισθητικούς λόγους. Door Handle [Χερούλι] Αρχ. Στοιχείο που χρησιμεύει στους χρήστες να μετακινούν την πόρτα. Door Hardware | Εξοπλισμός πόρτας] Αρχ. Το σύνολο των μεταλλικών εξαρτημάτων που απαιτούνται για την ομαλή λειτουργία μιας πόρτας και συμπεριλαμβάνει τους μεντεσέδες, τις κλειδαριές, τα χερούλια. Door Leaf [Φύλλο] Αρχ. Είναι το μετακινούμενο τμήμα μιας πόρτας. Door Lock [Κλειδαριά] Αρχ. Εξάρτημα που συνδέει την πόρτα με την κάσα και την κρατά κλειστή. Εφόσον το επιθυμεί ο χρήστης, του δίνει τη δυνατότητα, ενεργοποιώντας τον μηχανισμό του, να αποκλείει τη μετακίνηση του φύλου από την αντίθετη πλευρά. Door Opener [Αισθητήρας αυτοματισμού] Αρχ. Ειδικό ηλεκτρονικό εξάρτημα που τοποθετείται πάνω από μία πόρτα και την ανοίγει αυτόματα όταν πλησιάζει κάποιος. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συρόμενες πόρτες. Door Schedule [Πίνακας κουφωμάτων] Αρχ. Τα σχέδια μιας κτιριακής μελέτης στα οποία εμφανίζεται το σύνολο των κουφωμάτων ενός κτιρίου με όλες τους τις λεπτομέρειες και τον μεταλλικό τους εξοπλισμό. Door Sill [Κατώφλι] Αρχ. Door threshold. Door Stop [Στατήρας δαπέδου] Αρχ. 1. Εξάρτημα που τοποθετείται στο δάπεδο για να εξασφαλίζει το άνοιγμα του φύλλου της πόρτας μέχρι ένα ορισμένο σημείο. 2. Προεξοχή του φύλλου της πόρτας στις τρεις πλευρές που εφάπτονται με την κάσα που εξασφαλίζει την λεπτομερή επαφή και λειτουργεί στοιχείο αποτελεσματικού κλεισίματος της πόρτας. Door Switch [Διακόπτης πόρτας] Αρχ. Διακόπτης που ενεργοποιείται με το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας πόρτας. Door Threshold [Κατώφλι Αρχ. Το τμήμα του δαπέδου που οριοθετείται από το πάχος της κάσας και το πλάτος της πόρτας. Doorway Width [Εύρος διόδου | Αρχ. Το καθαρό πλάτος μιας πόρτας, το λειτουργικό της εύρος. Ο όρος συνήθως ορίζει την απόσταση μεταξύ των ορθοστατών της κάσας μιας πόρτας. Doped Junction [Επαφή Πρόσμιξης] Ηλεκ. Επαφή που δημιουργείται σε ένα κρύσταλλα ημιαγωγού με προσθήκη πρόσμιξης σε ένα σημείο της επιφάνειας του και συγκρυστάλλωσής τους με θέρμανση. Doped Soldering [Συγκολλητικό Κράμα] Μεταλλ. Κράμα συγκόλλησης με κατάλληλα) πρόσμιξη για καλάτερη πρόσφυση και συγκόλληση σε μέταλλο. Αναφέρεται και ως καλάι με πρόσμιξη. Doping 1 [Εισαγωγή Προσμίξεων] Ηλεκ. Σε έναν ημιαγωγό, η εισαγωγή προσμίξεων για βελτίωση της αγωγιμότητάς του και έλεγχο των ιδιοτήτων του. Αναφέρεται και ως ντοπάρισμα. Doping 2 [Εισαγωγή Προσμίξεων] Μηχ. Επίχρισμα καλουπιών που εμποδίζει την κόλληση του μετάλΛου σε αυτά διευκολύνοντας την αποκόλλησή τους. Doping Agent [Στοιχείο Πρόσμιξης] Ηλεκ. Ατομα προσμίξεων που εισάγονται στον κρύσταλλο ενός ημιαγωγού για να μεταβάλλουν τις ιδιότητος του. Π.χ. άτομα ΑΙ, Ρ, As κ.λ.π.

Dopplcr Velocity And Position

Doping Compensation [Πρόσμιξη Αδρανοποίησης] Ηλεκ. Πρόσμιξη που εισάγεται σε ένα κρύσταλλα ημιαγωγού για να αδρανοποιήσει άλλες προσμίξεις που περιέχει ήδη ο ημιαγωγός. Π.χ. εισαγωγή προσμίξεις δότη σε ημιαγωγό τύπου ρ. Dopplcr Averaged Cross Section [Μέση ενεργός διατομή Dopplcr] Φνσ. Μέση ενεργός διατομή ενός φαινομένου κρούσης, στην οποία λαμβάνεται υπόψη η κατανομή των ταχυτήτων λόγω θερμικής κίνησης των στόχων, επειδή αυτή επηρεάζει, λόγω φαινομένου Doppler, την κατανομή της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας. Doppler Broadening [Διαπλάτυνση λόγω Φαινομένου Doppler] Φυσ. Διαπλάτυνση του φάσματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από άτομα, μόρια ή ιόντα λόγω του φαινομένου Doppler καθώς αυτά κινούνται τυχαία προς όλες τις διευθύνσεις. Dopplcr Current Meter [Ροόμετρο Dopplcr] Μηχ. Διάταξη μέτρησης της ταχύτητας του ρεύματος ενός ρευστού μέσω του φαινομένου Doppler, δηλαδή από τη μεταβολ.ή της συχνότητας ενός ανακλώμενου κύματος (συνήθως υπερήχων) από αυτό σε σχέση με τη συχνότητα του προσπίπτοντος κύματος. Doppler Effect [Φαινόμενο Dopplcr] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, η μετρούμενη συχνότητα ενός κύματος που εκπέμπεται από ένα σώμα εξαρτάται από την ταχύτητα του σώματος αλλά και του παρατηρητή, δηλαδή από τη σχετική τους ταχύτητας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρησή της. Οταν η πηγή και ο παρατηρητής πλησιάζουν μεταξύ τους, η συχνότητα μετριέται μεγαλάτερη, ενώ όταν απομακρύνονται, μικρότερη από αυτή που εκπέμπει η πηγή. Η μεταβολή είναι τόσο μεγαλύτερη όσο το μέτρο της ακτινικής συνιστούσας της σχετικής ταχύτητας είναι πλησιέστερα στην ταχύτητα διάδοσης του εκπεμπόμενου κύματος. Doppler Free Spectroscopy [Φασματοσκοπία Μειωμένου Φαινομένου Dopplcr] Φυσ. Φασματοσκοπία που χρησιμοποεί εξαιρετικά μονοχρωματικές ακτινοβολίες παραγόμενες από λέιζερ για να διαχωρίσει φασματικές γραμμές που δευρύνονται λόγω φαινομένου Doppler. Doppler Free Two Photon Spectroscopy [Φασματοσκοπία Μειωμένου Φαινομένου Doppler] Φυσ. Φασματοσκοπική τεχνική στην οποία, η ουσία διεγείρεται απορροφώντας δύο φωτόνια ακτινοβολίας λέιζερ με σκοπό την ελαχιστοποίηση της διεύρυνσης των γραμμών λόγω φαινομένου Dopplcr. Doppler Frequency [Συχνότητα Dopplcr] Φοσ. -> Doppler Shift Doppler Radar [Ραντάρ Doppler] Μηχ. Παλμικό ραντάρ που στηρίζεται στο φαινόμενο Doppler για τον υπολογισμό της ακτινικής συνιστώσας της ταχύτητας του στόχου. Doppler Shift [Μετατόπιση Doppler] Φυσ. Η μεταβολή στη μετρούμενη συχνότητα ενός εκπεμπόμενου κύματος λόγω κίνησης της πηγής ή του παρατηρητή, σύμφωνα με την παρατήρηση (φαινόμενο) doppler. Doppler Sonar [Ηχοεντοπιστής Doppler] Μηχ. Παλμικός ηχοεντοπιστής, που χρησιμοποιεί και το φαινόμενο Doppler, για τον υπολογισμό της ακτινικής συνιστώσας της ταχύτητας του κινούμενου υποβρύχιου στόχου. Doppler Ultrasonic Flowmeter [Ροόμετρο Doppler] Μηχ. -> Doppler Current Meter Doppler Velocity And Position [Ταχύτητα και θέση

Doppler VOR

-468-

κατά το φαινόμενο Doppler| Μηχ. Σύστημα μέτρησης και καταγραφής της ταχύτητας και της θέσης ενός σώματος που χρησιμοποιεί το φαινόμενο Dopplcr. Doppler VOR [Σύστημα Πλοήγησης βάσει Φαινομένου Doppler] Πλοηγ. Επίγειο σύστημα παρακολούθησης της θέσης και πλοήγησης αεροπλάνων, με βάση το φαινομένο Doppler, χρησιμοποιώντας ακτινοβολίες υπερύψηλων συχνοτήτων. DOS [Λειτουργικό σύστημα δίσκου] Πληρ. —»• Disk Operating System Dose [Δόση] Πυρ. Φυσ. -» Absorbed Dose Dose Equivalent [Ισοδύναμη Δύση] Πυρ. Φυσ. Μονάδα δοσιμετρίας η οποία ισούται με το γινόμενο της απορροφημένης δόσης μετρούμενης σε rad με ένα παράγοντα που εξαρτάται από τη διασπορά της ραδιενεργού ουσίας στο ανθρώπινο σώμα. Μετριέται σε rem. —» Absorbed Dose Dose Rate [Ρυθμός Απορρόφησης Δόσης] Πυρ. Φυσ. Ρυθμός απορρόφησης ορισμένης δόσης ραδιενεργούς ακτινοβολίας από οποιοδήποτε οργανισμό. Dose Rate Meter [Μετρητής Απορρόφησης Δόσης] Πυρ. Φυσ. Οργανο μέτρησης του ρυθμού της απορροφημένης δόσης- ποσότητας από ένα οργανισμότης ραδιενεργούς ακτινοβολίας σε καθορισμένο χρόνο. Dosimeter [Δοσίμετρο] Πυρ. Φυα. Όργανο μέτρησης της δόσης ραδιενεργούς ακτινοβολίας που απορροφάται από έναν οργανισμό σε καθορισμένο χρόνο. Dot Cycle [Κύκλος από τελείες] Ζευγάρι κενού σημαδιού που συνήθως αναφέρεται σε ότι μισός κύκλος το δευτερόλεπτο ισοδυναμεί με ένα baud. Dot Matrix [Μήτρα ακίδων ή στιγμών] ffljjp. Ο ορθογώνιος πίνακας, ο οποίος αποτελείται από ακίδες ή στιγμές, με τον κατάλληλο συνδυασμό των οποίων, σχηματίζονται ή τυπώνονται χαρακτήρες, γραφήματα, κλπ. σε μια οθόνη ή σε έναν εκτυπωτή. Dot Matrix Printer [Εκτυπωτής μήτρας ακίδων ή στιγμών] Πληρ. Ο εκτυπωτής, ο οποίος τυπώνει με τη βοήθεια της μήτρας ακίδων ή στιγμών, η οποία "κτυπά" πάνω σε μελανοταινία δημιουργώντας μικρές τελείες που τελικά σχηματίζουν τους επιθυμητούς χαρακτήρες ή σχήματα. Ο αριθμός των ακίδων κυμαίνεται συνήθως από 9 έως 24 και ανάλογη είναι και η ποιότητα εκτύπωσης. Dot Sequential Color Television [Συνεχές σήμα έγχρωμης TV] Ηλτ.κ. Έγχρωμη τηλεόραση στην οποία η εικόνα σχηματίζεται με ταχεία διαδοχική σάρωση των στοιχείων των τριών διαφορετικών χρωμάτων κάθε σειράς. Double Beam Cathode Ray Tube [Καθοδικός Σωλήνας Διπλής Δέσμης] Ηλτ.κ. Καθοδική σωλήνα ειδικής διάταξης που χρησιμοποιεί δύο δέσμες ηλεκτρονίων για τη σάρωση κάθε σημείου της οθόνης. Double Beam Spectrophotometer [Φασματοφωτόμετρο Διπλής Δέσμης] Ηλεκ. Φασματφωτόμετρο που χρησιμοποιεί δύο δέσμες φωτεινής ακτινοβολίας διαφορετικών συχνοτήτων και, χρησιμοποιώντας φωτοστοιχεία, μετρά τη διαφορά απορρόφησης σε αυτές τις συχνότητες. Double Beta Decay [Διπλή Διάσπαση β] Πυρ. Φυσ. Ραδιενεργή μεταστοιχείωση ενός πυρήνα με διπλή εκπομπή β ακτινοβολίας από αυτόν, με συνέπεια να μην αλλάζει ο μαζικός του αριθμός ενώ ο ατομικός μεταβάλλεται κατά δύο. Double Bond [Διπλός Δεσμός] Χημ. Ομοιοπολικός δεσμός που σχηματίζεται συμμετοχή δύο ζευγών ηλε-

κτρονίων. Double Bond Isomerism |Ισομέρεια Διπλού Δεσμού] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στον τύπο της ισομέρειας κατά τον οποίο δύο ενώσεις χημικά όμοιες, έχουν το ίδιο πλήθος διπλών δεσμών αλλά σε διαφορετικές θέσεις μέσα στο μόριο. Double Bond Shift [Μετατόπιση Διπλού Δεσμού] Οργ. Χημ. Δηλώνει τη χημική αντίδραση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της θέσης ενός διπλού δεσμού, στο μόριο μιας οργανικής ένωσης. Double Buffering [Διπλή προσωρινή αποθήκευση] Πληρ. Η χρήση δύο ενδιάμεσων μνημών για την προσωρινή αποθήκευση δεδομένων, κατά τη μεταβίβασή τους μεταξύ της κύριας μνήμης και των βοηθητικών μνημών, με στόχο την αύξηση της ταχύτητας μεταφοράς τους. Double Channel Simplex [Διπλό κανάλι μονής κατεύθυνσης] Επικοιν. Επικοινωνία με 2 κανάλια δισύρματη συνήθως μονής κατεύθυνσης. Double Compton Scattering [Διπλή Σκέδαση Compton] Φυσ. Τύπος σκέδασης φωτονίου από ηλεκτρόνιο, μετά από την οποία εκπέμπονται δύο φωτόνια και όχι ένα, όπως συνήθως. Double Concave Lens [Αμφίκοιλος Φακός] Οπτικ. Φακός με κοίλες και τις δύο επιφάνειές του. Double Convex Lens [Αμφίκυρτος Φακός] Οπτικ. Φακός με κυρτές και τις δύο επιφάνειές του. Double Current Generator [Γεννήτρια διπλής παροχής ρεύματος] Ηλεκ. Γεννήτρια παροχής συνεχούς, αλλά και εναλλασσόμενης, τάση από την ίδια περιέλιξη, αλλά από άλλες ψήκτρες διαφορετικά συνδεδεμένες με αυτήν. Double Current Signaling [Σήμανση διπλού ρεύματος] Επικοιν. Σήμανση ρεύματος πχ το 1 αντιστοιχεί στο σημάδι (Mark) και το 0 στο κενό (Space). Double Decomposition [Διπλή Διάσπαση] Χημ. Είδος χημικής αντίδρασης, όπου τα δυο αντιδρώντα μόρια διασπώνται σε άτομα και αυτά ανασυντάσσονται και δημιουργούν δύο νέες ενώσεις. Ο γενικός τύπος είναι ΑΒ + CD AC + BD. Double Density [Διπλή Πυκνότητα] Πληρ. Χαρακτηρισμός ενός μέσου αποθήκευσης δεδομένων, που συνήθως είναι μια δισκέτα, το οποίο έχει την δυνατότητα να αποθηκεύει διπλάσια ποσότητα δεδομένων από την κανονική. Double Density Disk [Διπλή Πυκνότητας Δίσκος] Υπολ. Ο δίσκος και συνήθως, η δισκέτα, της οποίας η εγγραφή είναι διπλής πυκνότητας. Double Door [Δίφυλλη πόρτα] Αρχ. Πόρτα που αποτελείται από δύο μετακινούμενα φύλλα. Double Electron Excitation [Διέγερση Δύο ΙΙλεκτρονίων] Ατομ. Φυσ. Διέγερση ενός ατόμου στην οποία, δύο ηλεκτρόνια έχουν απορροφήσει ενέργεια. Double Ended Ferry [Πλοίο Πορθμείου Διπλής Εισόδου-Εξόδου] Ναυπηγ. Πλοίο μεταφοράς σε πορθμείο με είσοδο και έξοδο από την "πρύμνη" και την "πλώρη" με προπέλα και πηδάλιο και στις δύο πλευρές του, όπου τα οχήματα εισέρχονται από την μια είσοδο και εξέρχονται από την άλλη. Double Exposure Holographic Interferometry [Συμβολομετρία Διπλού Ολογραφήματος] Οπτικ. Οπτική μέθοδος μελέτης της παραμόρφωσης ενός αντικειμένου, που συνίσταται στην παρατήρηση των κροσσών συμβολές από την υπέρθεση δύο ολογραφιών του αντικειμένου πριν και μετά την εφαρμογή τάσης σε

-469αυτό. Double Frequency Shift Keying [Διπλή μετατόπιση διαμόρφωσης συχνότητας] Επικοιν. Πάνω σε κοινό φορέα 2 σήματα (πχ teleprinter και Morse) μεταδίδονται εναλλακτικά με μετατόπιση συχνότητας πάνω σε 4 συχνότητες. Γνωστό και σαν Twinplcx. Double Group [Διπλή Ομάδα Συμμετρίας] Οπτικ. Ομάδα συμμετρίας σωματιδίων με spin 1/2. Χαρακτηριστικό της είναι η αλλαγή στο πρόσημο της κυματοσυνάρτησης σε περιστροφή κατά γωνία 2π. Double Hump Fission Barrier [Διάσπαση πυρήνων με διπλή ενέργεια] Πυμ. Φυα. Χαρακτηριστικής μορφής δυναμικό διάσπασης πυρήνων της σειράς των ακτινιδών, το οποίο παρουσιάζει διπλό μέγιστο. Double Integral [Διπλό ολοκλήρωμα] Μαθημ. Έστω Δ ένας κλειστός τόπος του xy-επιπέδου, μια διαμέριση του [Δ|,Δ 2 ,...Δ η }, όπου Δ|,Δ2,...Δη ορθογώνια που βρίσκονται ολόκληρα μέσα στον τόπο Δ και σχηματίζονται από ευθείες παράλληλες στους άξονες συντεταγμένων, μια συνάρτηση ορισμένη και φραγμένη στον τόπο Δ, (Xk.>yic) οι συντεταγμένες ενός τυχαίου σημείου τρυ ορθογώνιου Δ*, δ η λεπτότητα της διαμέρισης του Δ και \Ak\ το εμβαδό του Δk. Αν το όριο !λ r ( Jim Σ J \xk Ο —> 0 k = 1

Ι

N|*

*y

k\

υπάρχει και είναι πεπερασμένος αριθμός, αποτελεί το διπλό ολοκλήρωμα της Γ(χ,)').Εκφράζει τον όγκο του στερεού μεταξύ του τόπου Δ και της επιφάνειας που ορίζει η f(x,y) και συμβολίζεται. ίί

JJ

Δ

f (Χ

V ) dxdy

' ^

*

Double Salt

ενδιάμεσο χώρο, ενώ τα δύο ρεύματα είναι πάντα παράλληλα. Double Point [Διπλό σημείο] Μαθημ. Κάθε σημείο Ρ καμπύλης σ το οποίο ανήκει σε δύο διακριτά μονοπάτια της καμπύλης έτσι ώστε το Ρ να είναι το σημείο επαφής ή τομής των μονοπατιών θα καλείται διπλό σημείο. Επίσης, διπλό θα καλείται κάθε σημείο Ρ το οποίο ικανοποιεί τις εξισώσεις δύο εφαπτόμενων ευθειών στην καμπύλη σ. Double Precision [Διπλή ακρίβεια] Πλημ. Αναφέρεται σε σταθερά ή μεταβλητή, η οποία εγγράφεται και αποθηκεύεται στη μνήμη με περισσότερα ψηφία, συνήθως διπλάσια, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη ακρίβεια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση δυο λέξεων του υπολογιστή για την καταχώρηση του αριθμού ή της σταθεράς, Double Precision Hardware [Διπλής ακρίβειας υλικό] Πλημ. Οι αριθμητικές μονάδες του υπολογιστικού συστήματος, οι οποίες χρησιμοποιούν αριθμούς διπλής ακρίβειας στην εκτέλεση των πράξεων, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη ακρίβεια στα αποτελέσματά τους. Double Precision Number [Διπλής ακρίβειας αριθμός] Πλημ. —> Double Length Number Double Quantum Stimulated Emission Device [Διάταξη διπλής κβαντικής διέγερσης ακτινοβολίας] Οπτικ. Διάταξη αντίστοιχη του λέιζερ όπου, το οπτικό μέ σ ο έχει δύο φθορίζοντα ιόντα εκ των οποίων το ένα διεγείρεται από την πηγή. Τα φωτόνια που εκπέμπει προκαλούν διέγερση στο άλλο, το οποίο και χρησιμοποιείται για την παραγωγή της ακτινοβολίας λέιζερ, Double Quantum Transition [Διπλή Κβαντική Μετάβαση] Ατομ. Φυσ. Ενεργειακή μετάβαση ενός συστήματος με ταυτόχρονη απορρόφηση ή εκπομπή δύο κβάντων ενέργειας π.χ. φωτονίων, φωνονίων κ.λ,π. rDouble WinhlA R i ^ f r a r t i n n ΓΛι-π-^-ή A i A M r i r m l ίΊτττιν Λιnvt Refraction [Διπλή Διάθλαση] Οπτικ. Διαχωρισμός μιας ακτίνας φωτός σε δύο, από ένα υλικό, οι οποίες κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες λόγω ανισοτροπίας του υλικού, π.χ. εάν το υλικό έχει δύο άξονες διαφορετικού δείκτη διάθλασης. Αναφέρεται και ως Birefringence. Double Replacement Reaction [Αντίδραση Διπλής Αντικατάστασης] Χημ. Είναι η χημική αντίδραση κατά την οποία συμβαίνει ανταλλαγή ιόντων. Παράδειγμα : AgN0 3 + KC1 —> AgCl + Κ Ν Ο 3 . Double Roll Crusher [Θραυστήρας διπλού ελάστρου] Μηχ. Μηχ. Συσκευή που αποτελείται από δύο κυλιόμενες επιφάνειες με δύο έλαστρα η κάθε μία, από την οποία περνούν και συνθλίβονται διάφορα υλικά, όπως ποσότητες άνθρακα πρίν την διοχέτευση τους στην εστια καύσης, για βελτίωση των μηχανικών και θερμικών ιδιοτήτων τους και αφαίρεση υγρασίας. Double Root [Διπλή ρίζα] Μαθημ. Ο αριθμός ρ, ο οποίος a ανήκει σ' έναν μοναδιαίο και αντιμεταθετικό δακτύλιο και είναι ρίζα του πολυωνύμου

Double Layer Grid [Χωροδικτύωμα] Πολ. Μηχ. Μεταλλικός φορέας που διαμορφώνεται στο χώρο με μεταλλικές ράβδους συναρμολογημένες σε τρίγωνα δημιουργώντας δύο επιφάνειες σε συγκεκριμένη απόσταση μεταξύ τους. Είναι ένα δομικό σύστημα γεφύρωσης μεγάλων ανοιγμάτων που δίνει τη δυνατότητα άπλετου φωτισμού του χώρου που καλύπτει με την εγκατάσταση πάνω στο φορέα ενός υαλοπετάσματος. Ανάλογα με το μέγεθος του ανοίγματος μπορεί να είναι επίπεδο ή να έχει τη μορφή θόλου. Double Length Number [Διπλού μήκους αριθμός] Πλημ. Ο αριθμός, ο οποίος απαιτεί διπλάσιο αριθμό ψηφίων, για την αναπαράσταση στο υπολογιστικό σύστημα, από αυτόν που συνήθως χρησιμοποιείται. Double Length Word [Διπλού μήκους λέξη] Υπολ Η λέξη σε έναν υπολογιστή, η οποία αποτελείται από δύο συνεχόμενες λέξεις, αλλά διαχειρίζεται από τον κεντρίκό επεξεργαστή σαν μια μονή λέξη. Double Mirror [Σύστημα Δύο Κατόπτρων] Οπτικ. ^ \ _ / \ 2 ρ/ \ — Διάταξη δύο μη παράλληλων κατόπτρων. v(^) ~~ Ρ ) ' Double Pendulum [Διπλό Εκκρεμές] Μηχ. Σύστημα δύο εκκρεμών σωμάτων, το πρώτο στερεωμένο μέσω χωρίς όμως να είναι ρίζα του Ρ(χ), δηλαδή ισχύει Ρ(ρ) νήματος ή ράβδου από ακίνητο σημείο και το άλλο μέσω νήματος ή ράβδου από το πρώτο. Double Salt [Διπλό Αλας] Χημ. Χαρακτηρίζεται μια Double Pipe Exchanger [Εναλλάκτης Διπλού Σωλή- ένωση που αποτελείται από δύο κανονικά άλατα, κρυνα] Μηχ. Αποτελεί τύπο εναλλάκτη θερμότητας που σταλλωμένα μαζί, σε καθορισμένη μοριακή αναλογία, αποτελείται από ομόκεντρους σωλήνες. Το ένα ρευστό Τα διπλά άλατα υπάρχουν μόνο στη στερεή φάση, ενώ ρέει στον εσωτερικό σωλήνα και το δεύτερο ρέει στον σε διαλύματα αντιδρούν ως μίγμα δύο ξεχωριστών α-

Double Side Band (DSB)

-470-

λάτων. Double Side Band (DSB) [Διπλοπλευρική ζώνη] Επικοιν. Κατά τη διαμόρφωση του σήματος παρατηρούμε 2 πλευρικές ζώνες (πάνω και κάτω) γύρω από την κύρια συχνότητα. Η αντίστοιχη διαμόρφωση λέγεται και διαμόρφωση Πιεσμένου φορέα Suppressed Carrier). Double Sideband Modulation [Διαμόρφωση Διπλής Ζώνης] Επικοιν. Διαμόρφωση κατά πλάτος ενός φέροντος κύματος όπου, το τελικό κύμα αποτελείται από δύο ζώνες συχνοτήτων, τη ζώνη υψηλών συχνοτήτων με συχνότητες το άθροισμα της συχνότητας του φέροντος και του σήματος και την κάτω ζ(όνη με συχνότητα την διαφορά τους. Double Sideband Transmission [Εκπομπή Σήματος Διπλής Ζώνης] Επικοιν. Εκπομπή σήματος διαμορφωμένου με διπλή ζώνη συχνοτήτων. —» Double Sideband Modulation Double Sided Disk [Δίσκος διπλής επιφανείας] Πληρ. Μαγνητική δισκέτα αποθήκευσης δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, η οποία μπορεί να εγγραφεί και από τις δύο επιφάνειες και έχει διπλή χωρητικότητα σε σχέση με τις κοινές δισκέτες. Double Star [Διπλός αστέρας] Αστρον. Το σύστημα δυο αστέρων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με δυνάμεις βαρύτητας και, συνήθως, κινούνται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από το κέντρο μάζας τους. Με γυμνό μάτι φαίνεται σαν ένας μονός αστέρας, ενώ με τηλεσκόπιο είναι δυνατό να ξεχωρίσουν οι δυο αστέρες. Η μελέτη τους αποτελεί μέσο για τον προσδιορισμό των μαζών των αστέρων. Double Stream Amplifier [Ενισχυτής διπλής ηλεκτρονικής δέσμης] Ηλεκτρον. Τύπος ενισχυτή διατρέχοντος κύματος του οποίου η λειτουργία εξαρτάται από την αλληλεπίδραση δύο ηλεκτρονικών δεσμών διαφορετικών ταχυτήτων. Double Tangent [Διπλή εφαπτομένη] Μαθημ. Μια ευθεία θα καλείται διπλή εφαπτομένη καμπύλης σ αν εφάπτεται στη σ σε ένα διπλό σημείο Ρ. Η επαφή ευθείας- καμπύλης στο διπλό σημείο φανερώνει την πολλαπλότητα της εφαπτομένης, δηλαδή την πραγματική ύπαρξη δύο ευθειών που συμπίπτουν. Επίσης, διπλή θα καλείται η εφαπτόμενη (ε) μιας καμπύλης σ όταν δύο σημεία Λ και Μ της καμπύλης, τέτοια ώστε Α'Μ, ικανοποιούν την εξίσωση της (ε). Double Tee [Σιδηροδοκός ί] Πολ. Μηχ. Μεταλλική δοκός που αποτελείται από τρία τμήματα, ένα κάθετο και δύο οριζόντια που συνδέονται με το κάθετο στα δύο του άκρα. Double Track Tape Recorder [Ηχογραφητής ταινίας διπλού εύρους] Ακουστ. Ένα είδος συσκευής κασετοφώνου εγγραφής που μπορεί να εγγράψει δύο ηχογραφήσεις παράλληλα σε μία ταινία, οδηγώντας τις σε δύο διαφορετικά κανάλια για ταυτόχρονη επεξεργασία, γιατί διαθέτει κεφαλή που καλύπτει το μισό πλάτος της ταινίας εγγραφής. Double Wall [Τοίχος Διπλών Τοιχωμάτων] Ακουστ. Τοίχος αποτελούμενος από δύο τοιχώματα με απορροφητικό υλικό μεταξύ τους. Παρουσιάζει ισχυρή απορρόφηση ήχων με συχνότητα μεγαλύτερη από μια χαρακτηριστική τιμή. Double Word [Διπλή λέξη] Πληρ. Η μονάδα των δεδομένων, η οποία αντιστοιχεί σε δυο λέξεις του υπολογιστή. Doublet 1 [Δίπολο] Ηλεκ.-> Dipole Doublet 2 [Δίπολο] Μηχ. Ρευστ. Διάταξη μιας πηγής και

καταβόθρας ρευστού σε οριακά μηδενική απόσταση μεταξύ τους αλλά με ίση, πάρα πολύ μεγάλη παροχή ώστε, το γινόμενο τους να είναι πεπερασμένο. Doublet3 [Δίπολο] Οπτικ. Διάταξη δύο φακών. Doublet4 [Διπλέτα] Ατομ. Φυσ. Δύο καταστάσεις ενός ηλεκτρονίου, με ίδια γωνιακή στροφορμή και ιδιοστροφορμή, αλλά ελάχιστα διαφορετική ενέργεια λόγω ζεύξης στροφορμής και ιδιοστροφορμής. Doublet5 [Διπλέτα] Φυσ. Δύο πολύ κοντινές φασματικές γραμμές εκπομπής ενός υλακού παραγόμενες από μεταβάσεις μεταξύ μίας απλ,ής κατάστασης και μιας διπλέτας καταστάσεων. Doublet6 [Διπλέτα] Φυσ. Δυο στοιχειώδη σωματίδια που διαφέρουν μόνο στο φορτίο τους, ενώ οι μάζες είναι σχεδόν οι ίδιες. Doublet7 [Ζεύγος Ομοιοπολικού Δεσμού] Ατομ. Φυσ. Ζεύγος δύο ηλεκτρονίων που ανήκουν ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερα άτομα, συγκροτώντας ένα μη πολικό ομοιοπολικό δεσμό μεταξύ τους π.χ. στο μόριο του υδρογόνου. Doublet Trigger [Διπλός Παλμός Εναρξης] Πλεκ. Σήμα έναρξης αποτελούμενο από δύο διαδοχικούς παλμούς. Doublet Triodc [Διπλή Τρίοδος] Ηλεκ. Σωλήνας ηλεκτρονίων με δύο τριοδικές λυχνίες. Doublet Tuned Amplifier [Ενισχυτής Δύο Συχνοτήτων] Ηλεκ. Ενισχυτής που περιλαμβάνει κυκλώματα συντονισμένα σε δύο συχνότητες, για καλ.ύτερη ενίσχυση χωρίς παραμόρφωση σε ευρύτερη περιοχή συχνοτήτων. Doublet Tuned Circuit [Κύκλωμα Συντονισμού Δύο Συχνοτήτων] Πλεκ. Κύκλωμα συντονισμένο σε δύο παραπλήσιες συχνότητες. Doubling Time [Χρόνος Διπλασιασμού] Πυρ. Φνσ. Χρονικό διάστημα στο οποίο, ένας αναπαραγωγικός αντιδραστήρας έχει διπλασιάσει την ποσότητα του καυσίμου. Doubly Reinforced Beam ΙΔοκός οπλισμένου σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Δοκός από οπλισμένο σκυρόδεμα με φέροντα οπλισμό και οπλισμό διανομής συνδεδεμένους μεταξύ τους με συνδετήρες. Doubly Stochastic Matrix [Διπλά στοχαστικός πίνακας] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Λ=(α^) όπου i=l,...,n και j=l,...,m και κάθε στοιχείο ay είναι μεγαλύτερο ή ίσο με το μηδέν. Ο πίνακας Α θα καλείται διπλά στοχαστικός όταν κάθε Xj=i,..,m(*kj =1 όπου k σταθερός δείκτης τυχαίας σειράς και Σι=ι ιΑγ=1 όπου 1 σταθερός δείκτης τυχαίας στήλης του πίνακα. Doughnut 1 [Ντόνατ] Πυρ. Φυσ. Κενός σωλήνας σχήματος σαμπρέλας, μέσα στον οποίο επιταχύνονται τα σωμάτια σε ένα βήτατρο ή σε ένα σύγχροτρον. Doughnut 2 [Ντόνατ] Πυρ. Φυσ. Πυρηνικό καύσιμο με τη μορφή σαμπρέλας, χρησιμοποιούμενο για πειραματικούς σκοπούς σε έναν αντιδραστήρα. Doughnut 3 [Ντόνατ] Πετρελαιομηχ. Δακτύλιος στήριξης σωλήνα γεωτρύπανου. Dowel [Αναμονή] Πολ. Μηχ. Μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο δομικών στοιχείων μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής των στοιχείων δημιουργούνται οπές σε συγκεκριμένη διάταξη για την υποδοχή των ράβδων. Dowel Bar [Οπλισμός αναμονής] Πολ. Μηχ. Κατά τη διάρκεια κατασκευής ενός φορέα οπλισμένου σκυροδέματος, το τμήμα του οπλισμού που χρησιμεύει στην σύνδεση των στοιχείων του φέροντος οργανισμού με-

-471 ταξύ δύο φάσεων σκυροδέτησης. Down Doppler [Κάθοδος Doppler] Ακουστ. Μείωση της συχνότητας του ανακλασμένου ηχητικού κύματος από ένα υποβρύχιο στόχο, λόγω σχετικής απομάκρυνσής του από την ηχοεντοπιστική διάταξη (σόναρ). Down Link [Κάτω ζεύξη] Επικοιν. Για τις δορυφορικές ζεύξεις εννοούμε ζεύξη προσανατολισμένη προς τα κάτω. Down Quark [Καθοδικό Quark] Πυρ. Φυσ. Ένα από τα δύο κουάρκ που συγκροτούν τα νουκλεόνια. Συμβολίζεται ως d, έχει ηλεκτρικό φορτίο -l/3e και βαρυονικό αριθμό 1/3. Downdraft [Καθοδικό Ρεύμα] Φυσ. Ρεύμα ρευστού κινούμενο καθοδικά. Downdraft Carburetor [Καρμπυρατέρ κάθετης ροής] Μηχ. Καρμπυρατέρ στο οποίο το μίγμα του ατμοσφαιρικού αέρα και των ατμών των υγρών καυσίμων που απαιτείται για την τροφοδότηση του κινητήρα , ακολουθεί την κατεύθυνση της βαρύτητας. Download [Μεταφορτώνω] Πλημ. Μεταφέρω δεδομένα ή προγράμματα από το ένα υπολογιστικό σύστημα στο άλλο, συνήθως από ένα μεγάλο σύστημα υπολογιστών σε ένα μικροϋπολογιστή ή μια περιφερειακή συσκευή. Downs Process [Διεργασία Downs] Χημ. Μηχ. Περιλαμβάνει ηλεκτρόλυση, σε ειδικό δοχείο, τήγματος χλωριούχου νατρίου, στους 600 °C. Στην άνοδο, παράγεται χλώριο, το οποίο φυλάσσεται υγροποιημένο, ενώ στην κάθοδο σχηματίζεται μεταλλικό νάτριο. Downspout [Υδρορροή] Οικοδ. Κάθετος αγωγός που τοποθετείται στα κτίρια για την απορροή των ομβρίων που συσσωρεύονται στο δώμα κατά τη διάρκεια μιας βροχόπτωσης. Downstream [Κατεύθυνση Ρεύματος] Χημ. Μηχ. Σε μια βιομηχανική διεργασία, χαρακτηρίζει το ρεύμα το οποίο έχει περάσει από μια συγκεκριμένη μονάδα και αποτελεί το προϊόν ή μέρος του προϊόντος. Downwind [Προς τη ροή του ανέμου] Πλοηγ. Έκφραση για την κίνηση πλοίου ούρια, προς τη κατεύθυνση που φυσάει ο άνεμος, είτε η κίνηση αυτή είναι επιθυμητή είτε όχι. Dozer | Μπουλτόζα] Τεχνολ. Μηχάνημα χωματουργικών εργασιών. Bulldozer. Draco [Δράκων] Αστμον. Πρόκειται για τον ένατο μεγαλύτερο αστερισμό, ο οποίος είναι ορατός από παρατηρητές του βόρειου ημισφαιρίου όλο το χρόνο και έχει ελικοειδές σχήμα. D2 Radio Source [Διπλή ραδιοπηγή] Αστμον. Αστρική πηγή ραδιοσυχνοτήτων αποτελούμενη από δύο τμήματα διαφορετικού φάσματος κοντά το ένα στο άλλο. Draft 1 [Ανοχή] Τεχνολ Μικρή κλίση του εργαλείου σε μηχανουργικές διεργασίες για την ομαλή εξαγωγή του κατεργαζόμενου τεμαχίου από το καλούπι. Draft" [Ντραφτ] Ναυπηγ. 1. Το ελάχιστο βάθος της θάλασσας που απαιτείται για την ομαλή και ακίνδυνη πλεύση ενός πλοίου σε αυτή. 2. Το μήκος της καθέτου απόστασης της καρίνας του πλοίου όταν αυτό είναι φορτωμένο, από το επίπεδο της θάλασσας. Draft 3 [Ρεύμα αέρος] Μηχ. Μηχ. Το ρεύμα αέρος πάνω από την εστία καύσης σε ένα βιομηχανικό κλίβανο. Draft 4 [Ρεύμα αέρος] Μηχ. Ρευστ. Ρεύμα αέρος που δημιουργείται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ δύο χώρων, όπως σε ένα ακροφύσιο εξόδου. Draft Quality [Πρόχειρη ποιότητα] Πλημ. Η χαμηλής ποιότητας εκτύπωση ενός αρχείου με στόχο την αύξηση της ταχύτητας εκτύπωσης.

Drain Tile

Drafting [Σχεδίαση] Τεχνολ. Η διαδικασία αποτύπωσης σε χαρτί της μορφής στοιχείων που συνθέτουν το έργο που σχεδιάζει ένας τεχνικός. Drafting Machine [Σχεδιαστήριο με μηχανισμό] Τεχνολ. Parallel Motion Protractor. Drafting Paper [Διαφανές χαρτί] Τεχνολ. Ειδικό χαρτί, διαφανές, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των σχεδίων μιας μελέτης. Κυκλοφορούν στο εμπόριο πολύ τύποι διαφανούς χαρτιού η ποιότητα των οποίων καθορίζεται από τη μονάδα γραμμάριων ανά τετραγωνικό μέτρο. Όσο πιο βαρύ είναι το χαρτί σχεδίασης τόσο πιο ανθεκτικό είναι στο χρόνο. Οι βαριές διαφάνειες χρησιμοποιούνται συνήθως στη χαρτογραφία. Το αδιάσταλτο είναι ένα διαφανές χαρτί σχεδίασης που δεν αλλοκόνεται όταν βραχεί. Το τελευταίο χρησιμοποιείται και ως τυπογραφικό φιλμ. Draftsman [Σχεδιαστής] Τεχνολ. Μέλος του τεχνικού προσωπικού ενός γραφείου μελετών που ασχολείται με την παραγωγή των σχεδίων. Drag [Αντίσταση] Μηχ. Ρευστ. Συνιστώσα της δύναμης που ασκείται σε ένα αντικείμενο, από το ρευστό μέσα στο οποίο κινείται η οποία είναι αντίθετη στην ταχύτητα του κέντρου μάζας του. Αναφέρεται και ως Drag Force. Drag Coefficient [Συντελεστής Οπισθέλκουσας] Ρευστομηχ. Είναι αδιάστατος αριθμός και αναφέρεται στην τριβή μεταξύ ρευστού και στερεής επιφάνειας, σε ένα σύστημα. Δίνεται από την εξίσωση CD = F / (0.5pU2A) όπου F είναι η οπισθέλκουσα δύναμη, ρ είναι η πυκνότητα του ρευστού, U η ταχύτητά του και Α η ενεργός επιφάνεια του στερεού. Drag Force 1 [Δύναμη Αντίστασης] Μηχ. Ρευστ. Drag Drag Force [Δύναμη Αντίστασης] Μηχ. Ρευστ. Δύναμη ανάλογη της ταχύτητας, αντίστοιχης της δύναμης λόγω ιξώδους, πάνω σε ηλεκτρικά αγώγιμο ρευστό λόγω συγκρούσεων ιόντα>ν - ηλεκτρονίων. Drag Shovel [Εκσκαφέας] Οικοδ. Υδραυλακός εκσκαφέας μικρού μεγέθους κατάλληλος για εκσκαφές χαντακιών μικρής διατομής, πλότους 40 εκατοστών και βάθους μικρότερου του ενός μέτρου. Dragging Of Incrtial Frames [Συρόμενα Τοπικά Αδρανειακά Συστήματα] Φυσ. Φαινόμενο στροφής των αξόνων των τοπικών αδρανειακών συστημάτων αναφοράς γύρω από ένα περιστρεφόμενο σώμα, καθώς αυτό "παρασύρει" και το χωρόχρονο γύρω του. Προκαλεί επιπλέον περιστροφή των αξόνων ενός γυροσκοπίου. Dragline [Εκσκαφέας] Οικοδ. Σκαπτικό μηχάνημα στο οποίο κάδος μετακινείται από συρματόσχοινα που συνδέονται με αυτό. Ο κάδος σύρεται από τα συρματόσχοινα στην επιφάνεια του εδάφους και γεμίζει εκτελώντας έτσι την λειτουργία του. Drain [Αγωγός αποχέτευσης ή αποστράγγισης] Υδμολ. 1. Κανάλι ανοιχτής διατομής που απομακρύνει το νερό από μία επιφάνεια οδήγα') ντας το σε έναν αποδέκτη. 2. Σωλήνας που απομακρύνει τα λύματα από ένα σημείο χρήσης νερού. Drain Pipes [Σωλήνες αποχέτευσης] Υδμολ. Οι σωλήνες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των αποχετευτικών δικτύων. Είναι κατασκευασμένοι από διάφορα υλικά όπως τσιμεντοσωλήνες, σωλήνες PVC, αμιαντοτσιμέντου και κεραμικοί. Οι κεραμικοί σωλήνες είναι οι πιο ακριβοί σε κόστος. Drain Tile [Διάτρητοι σωλήνες] Υδμολ. Ειδικοί σωλή-

Earliest Start Time

^

-472 -

νες με οπές που χρησιμοποιούνται σε έργα όπου απαιτείται η σταθεροποίηση της επιφάνειας του υδροφόρου ορίζοντα σε συγκεκριμένο επίπεδο. Drainage [Αποχέτευση ομβρίων, αποστράγγιση] Υδρολ. 1. Διαδικασία απομάκρυνσης ποσοτήτων νερού από περιοχές όπου δεν είναι επιθυμητή η συσσώρευση του. 2. Διαδικασία μεταβολής της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα σε χαμηλότερο επίπεδο με τεχνητό τρόπο, μέσω ενός δικτύου αγωγών αποστράγγισης. Drainage Basin [Λεκάνη απορροής] Υδρολ. Σε τεχνικό έργο, η περιοχή της οποίας το νερό κατά τη διάρκεια μιας βροχόπτωσης θα κατευθυνθεί στη θέση που κατασκευάζεται το τεχνικό. Drainage Canal [Κανάλι αποχέτευσης] Υδρολ. Κανάλι που κατασκευάζεται για την απομάκρυνση του νερού βροχής από μια περιοχή που δεν έχει πρόσβαση σε κάποιον αποδέκτη μέσω φυσικής ροής. Drained Shear Test [Δοκιμή διάτμησης] Γεωδ. Ειδική εργαστηριακή δοκιμή για αργιλικά εδάφη μέσω της οποίας καθορίζονται οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντοχή του συγκεκριμένου υλικού σε θραύση λόγω διατμητικών τάσεων. Drake Equation [Εξίσωση Drake] Αστρον. Εξίσωση που, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανότητες δημιουργίας κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη τεχνολογικά προηγμένων πολιτισμών στον γαλαξία μας, προβλέπει τον αριθμό τους. D R A M [Δυναμική μνήμη τυχαίας προσπέλασης] Πλ.ηρ. Πρόγραμμα που συντελεί στην πρόχειρη (άμεση προσπέλαση) δεδομένων που που κατά κανόνα διαρκώς ανανεώνονται. Βλέπε Dynamic Random Access Memory. Draped Tendon [Παραμορφωμένος τένοντας] Πολ. Μηχ. Τένοντας που παραμορφώθηκε από τις αυξημένες τάσεις και αστόχησε. Drawbar Horsepower [Ισχύς Έλξης] Μηχ. Η διατιθέμενη ισχύς από ένα όχημα για την έλξη άλλου οχήματος. Drawbar Pull [Δύναμη Έλξης] Μηχ. Η διατιθέμενη δύναμη από ένα όχημα για την έλξη άλλου οχήματος. Drawbridge [Κινητή γέφυρα] Πολ. Μηχ. Γέφυρα της οποίας το δάπεδο έχει την δυνατότητα να μετακινείται για να επιτρέπει τη διέλευση πλωτών μέσων. Η μετακίνηση του δαπέδου επιτυγχάνεται μέσω ειδικών μηχανισμών και μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Drawing [Σχέδιο, σχεδίαση] Τεχνολ. 1. Φύλλο χαρτιού συγκεκριμένο>ν διαστάσεων με περιεχόμενο τη γραφική παρουσίαση σε κλίμακα των στοιχείων που προορίζονται όταν κατασκευαστούν να αποτελέσουν τα επιμέρους εξαρτήματα ενός προϊόντος. Τα σχήματα που περιέχονται σε ένα σχέδιο είναι σε κλίμακα με όλες τις λεπτομέρειες που θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο κατασκευαστής του προϊόντος. Το σχέδιο περιλαμβάνει τον τίτλο, υπόμνημα όπου περιγράφονται τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται για τη σχεδίαση καθώς και παραπομπές σε άλλα σχέδια κυρίως λεπτομερειών για να γίνει πλήρως κατανοητή η τελική μορφή του προϊόντος. 2. Η εργασία που εκτελεί ένας σχεδιαστής για την δημιουργία των σχημάτων που περιέχει ένα σχέδιο. Drawing Board [Σχεδιαστήριο] Τεχνολ. Ειδικός εξοπλισμός τεχνικού γραφείο σε σχήμα τράπεζας με κινητή επιφάνεια σχεδίασης που μπορεί να είναι επίπεδη ή κεκλιμένη ανάλογα με την προτίμηση του χρήστη. Drawing Paper [Χαρτί σχεδίου] Τεχνολ. -> Drafting

paper. Drawing Program [Λογισμικό σχεδίασης] Πληρ. Λογισμικό Η/Υ μέσω του οποίου ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να παράγει σχέδια στη οθόνη και να τα εκτυπώνει δίχως να απαιτείται χειρωνακτική εργασία. Drawing Symbols [Σύμβολα σχεδίασης] Τεχνολ. Τυποποιημένα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στη σχεδίαση για να αποδώσουν ένα συγκεκριμένο στοιχείο. Drier [Ξηραντήρας] Χημ. Μηχ. Δηλώνει τη συσκευή που χρησιμοποείται για την απομάκρυνση προσροφημένου νερού από διάφορα υλικά, με θέρμανση, χωρίς να μεταβάλεται η σύσταση του υλικού. Drift 1 [Ολίσθηση] Φυσ. Στερ. Κατ. Σε έναν αγωγό ή ημιαγωγό, η κίνηση των ηλεκτρικών φορέων λόγω της επίδρασης του ηλεκτρικού πεδίου αλλά και των συγκρούσεων με τα ιόντα. Αν και οι ταχύτητες των ηλεκτρονίων είναι πολύ μεγάλες, η ταχύτητας ολίσθησης είναι σχετικά μικρή, ίση με μερικά cm/s. Drift 2 [Ολίσθηση] Πλοηγ. Η απόκλιση στη σχεδιασμένη τροχιά ενός αεροπλάνου ή πλοίου λόγω των αερίων ή θαλάσσιων ρευμάτων αντίστοιχα. Drift 3 [Μετακίνηση ρεύματος] Ωκεαν. Drift Current Drift Angle [Γωνία Ολίσθησης] Πλοηγ. Η γωνία που σχηματίζει ο άξονας πρύμνης - πλώρης ενός πλοίου και η εφαπτόμενη της πορείας του. Αντίστοιχα ορίζεται σε ένα αεροπλάνο για την πορεία του ως προς το έδαφος. Drift Corrected Amplifier [Ενισχυτής με διόρθωση ολίσθησης] Ηλεκ. Ενισχυτής ο οποίος περιλαμβάνει κυκλώματα ελέγχου και αναίρεσης των μεταβολών της ενίσχυσης του με την πάροδο του χρόνου λειτουργίας του. Drift Correction Angle [Γωνία Ολίσθησης] -» Drift Angle Drift Current 1 [Ρεύμα Ολίσθησης] Φυσ. Ρεύμα ολίσθησης φορτισμένων σωματιδίων σε διεύθυνση κάθετη στη δεύθυνση ενός ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου μέσα στα οποία κινείται. Το ηλεκτρικό κα μαγνητικό πεδίο είναι μεταξύ τους κάθετα. Drift Current 2 [Ρεύμα Ολίσθησης] Ηλεκ. Ρεύμα λόγω ολίσθησης των φορέων σε έναν αγωγό ή ημιαγωγό. —> Drift Drift Current 3 [Ρεύμα Ολίσθησης] Ωκεαν. Θαλάσσιο ρεύμα που προκαλείται από τον άνεμο. Drift Mobility [Ευκινησία Ολίσθησης] Φυσ. Στερ. Κατ. Ευκινησία των ηλεκτρικών φορέων σε έναν αγωγό ή ημιαγωγό. Αναφέρεται και ως Mobility. Drift Space [Χώρος Ολίσθησης] Ηλεκ. Τμήμα ενός σωλήνα ηλεκτρονίων, στο οποίο δεν υπάρχουν εξωτερικά ηλεκτρικά πεδία για τον προσανατολισμό της δέσμης των ηλεκτρονίων. Drift Speed [Ταχύτητα Ολίσθησης] Ηλεκ. Μέση τιμή του μέτρου της ταχύτητα κίνησης σωματιδίων σε ένα υλικό μέσο. Drift Transistor [Τρανζίστορ Ολίσθησης] Ηλεκ. Τρανζίστορ ταχείας απόκρισης σε σήματα υψηλών συχνοτήτων κατασκευασμένο με κατανεμημένη χωρικά αντίσταση στην περιοχή της βάσης. Drift Tube [Κύλινδρος Μετακίνησης] Πυρ. Φυσ. Κυλινδρικό ηλεκτρόδιο τοποθετημένο στην περιφέρεια του σωλήνα επιτάχυνσης σωματίων σε ένα βήτατρο ή σύγχροτρο. Στο ηλεκτρόδιο διοχετεύεται εναλλασσόμενη τάση που επιταχύνει τα σωμάτια. Drift Velocity [Ταχύτητα Ολίσθησης] Φυσ. Στερ. Κατ.

-473 Μέση τιμή της ταχύτητας μετακίνησης ηλεκτρικών φορέων σε έναν αγωγό, ημιαγωγό ή σωλήνα ηλεκτρονίων λόγω ενός εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Drift Wave [Κύμα Ολίσθησης] Φνσ. Διαδιδόμενο κύμα σε περιοχές με απότομη μεταβολή της πυκνότητας, π.χ. στην επιφάνεια ενός πλάσματος όταν αυτό συγκρατείται περιορισμένο από μαγνητικά πεδία. Drill [Τρυπάνι] Τεχνολ. Διατρητικό μηχάνημα ή εργαλείο που χρησιμεύει στη δημιουργία οπών σε σκληρά αντικείμενα. Τα εργαλεία αυτά σήμερα εξελίχτηκαν ηλεκτρικά ή τα μεγαλύτερα σε μηχανικά. Λειτουργούν τα τελευταία με ισχυρή μηχανική δύναμη. Drill Bit [Τρυπάνι] Τεχνολ. Διατρητικό εργαλείο. —> Drill. Drill Cable [Συρματόσκοινο γεωτρύπανου] Πολ,Μηχ. Ένα από τα εξαρτήματα του γεωτρύπανου που χρησιμεύει στην μετακίνηση των στελεχών από και προς τη θέση της γεώτρησης. Drill Cuttings [Καρότα] Τεχνολ. Τεμάχια συμπαγούς εδαφικού υλικού που κόβει το γεωτρύπανο στο υπέδαφος καθώς προχωρεί σε βάθος κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης. Drill Fittings [Εξοπλισμός γεώτρησης] Τεχνολ. Το σύνολο των μέσων και εξαρτημάτων που απαιτούνται για την αποτελεσματική εκτέλεση μιας γεώτρησης (μηχανήματα ανταλλακτικά κ.α.) Drill Footage [Βάθος γεώτρησηςί Γεν. Το κατακόρυφο μήκος μιας γεώτρησης από την επιφάνεια του εδάφους έως τον πυθμένα της. Δηλαδή το συνολικό βάθος της γεώτρησης. Drill Hole [Γεώτρηση] Γεν. ΤΙ οπή που δημιουργείται στο έδαφος με τη χρήση του γεωτρύπανου. Drill Log [Μητρώο γεώτρησης] Γεν. 1. Έντυπο όπου καταγράφονται τα εδαφολογικά στοιχεία του υπεδάφους στα διάφορα βάθη μιας γεώτρησης. 2. Καταγραφή συμβάντων κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης. Drill Out [Τέλος γεώτρησης] Α ν . 1. Συμπλήρωση μιας γεώτρησης όταν η διάτρηση φθάσει στο προγραμματισμένο βάθος. 2. Η διαδικασία διάτρησης ενός εμποδίου ή απαλλαγής από κάποιο εμπόδιο που συναντάται κατά τη διάρκεια της διάτρησης. Drill Rod [Στέλεχος] Τεχνολ. Μεταλλική ράβδος συγκεκριμένου μήκους που συνδέει το μηχάνημα περιστροφής με το διατρητικό στόμιο που δημιουργεί την οπή. Driller [Γεωτρυπανιστής] Τεχνολ. Χειριστής που δουλεύει το γεωτρύπανο. Drilling 1 [Γεώτρηση] Γεωδ. Η διαδικασία διάνοιξης μιας οπής στο έδαφος με σκοπό τη διερεύνηση της σύστασης του υπεδάφους. Η γεώτρηση είναι μια σύνθετη εργασία κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνονται δείγματα εδάφους από τα διάφορα βάθη για της αξιολόγηση της ποιότητας των σχηματισμών που συνθέτουν το υπέδαφος. Drilling 2 [Διάτρηση, γεώτρηση] Τεχνολ. 1. II κατεργασία ενός στερεού υλικού με τρυπάνι για τη διάνοιξη μίας οπής στην επιφάνεια του. 2. Η διάνοιξη διαδρόμου μεγάλου βάθους στο έδαφος με ειδικό γεωτρύπανο για τη εύρεση και άντληση πετρελαίου ή νερού ή άλλου ρευστού. Drilling Fluid [Νερό γεώτρησης] Τεχνολ. Σταθεροποιητικά μέσα γεώτρησης. —> Drilling Mud. Drilling Machine [Γεωτρύπανο] Τεχνολ. Μηχάνημα που δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να δημιουργεί οπές στο έδαφος και να κάνει δειγματοληψίες σε διάφο-

Driven Pile

ρα βάθη για τη μελέτη των εδαφολογικών συνθηκών του υπεδάφους. Drilling Mud [Σταθεροποιητικά γεώτρησης] Τεχνολ. Ρευστό υλικό από νερό και σταθεροποιητικά όπως ο μπετονίτης που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης για τη σταθεροποίηση των τοιχωμάτων της οπής όταν το έδαφος δεν είναι σταθερό και δημιουργεί προβλήματα ταχύτητας στην εκτέλεση της εργασίας. Drilling Platform [Πλατφόρμα εργασίας] Τεχνολ. Κατασκευή με ειδικά διαμορφωμένο επίπεδο εργασίας για την αποτελεσματική εκτέλεση των δραστηριοτήτων μιας γεώτρησης. Drilling Rate [Ταχύτητα γεώτρησης] Γεν. Μέτρα μήκους γεώτρησης που εκτελεί ένα γεωτρύπανο ανά μονάδα χρόνου. Drilling Time [Διάρκεια γεώτρησης] Τεχνολ. 1. Χρονική διάρκεια λειτουργίας ενός γεωτρύπανου. 2. Η χρονική διάρκεια που χρειάζεται ένα γεωτρύπανο για να δημιουργήσει οπή συγκεκριμένου μήκους. Drilling Time Log [Μητρώο διάρκειας γεώτρησης] Γεν. Έντυπο όπου καταγράφεται η χρονική πρόοδος μιας γεώτρησης. Drive [Μηχανισμός] Πλημ. Ο μηχανισμός λειτουργίας και κίνησης των μέσα)ν καταχώρησης των στοιχείων των δεδομένων, όπως π.χ. ο μηχανισμός δίσκου, ο μηχανισμός μαγνητικών ταινιών, κλπ., με στόχο την προσπέλαση των δεδομένων που περιέχουν. Γι αυτό το σκοπό, περιλαμβάνει το βραχίονα κίνησης και τις κεφάλες ανάγνωσης/ εγγραφής. Drive r [Αδιέξοδο] Οδοπ. 1. Αστική οδός που στη μία άκρη της δεν έχει σύνδεση με το οδικό δίκτυο και χρησιμεύει μόνο για την πρόσβαση των κατοίκων στη συγκεκριμένη περιοχή. 2. Στις ΗΠΑ, ιδιωτική οδός. Drive Light [Φωτισμός μηχανισμού] Πλημ. Το ειδικό λαμπάκι, το οποίο τοποθετείται στο μηχανισμό του σκληρού δίσκου ενός υπολογιστικού συστήματος, φανερώνοντας έτσι κάθε φορά την λειτουργία ανάγνωσης ή εγγραφής δεδομένων στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας. Drive Pattern [Πρότυπο οδήγησης] Επικοιν. 1. Πατέντα οδηγού συσκευής ή λογισμικού οδήγησης. 2. Η διαδρομή στο σύστημα αρχείων όπως συναντιέται συνήθως στην αναζήτησης (σαν Drive \ Pattern). Driven Array [Κεραία Οδηγούμενων Στοιχείων] ΙΙλεκτμομαγν. Κεραία αποτελούμενη από πολλά στοιχεία, π.χ. δίπολα, τροφοδοτούμενα με την ίδια η διαφορετική φάση το καθένα, ώστε να επιτυγχάνεται η κατεύθυνση της παραγόμενης δέσμης προς διάφορες περιοχές του χώρου. Driven Cast In Place Pile Ι'Εγχυτος πάσσαλας] Πολ. Μηχ. Πάσσαλος που κατασκευάζεται μετά τη διάνοιξη της οπής μέσα) μεταλλικών σωλήνων που τοποθετούνται στο έδαφος με ειδικό εξοπλισμό. Οι σωλήνες χρησιμεύουν ως ξυλότυπος για την τοποθέτηση του οπλισμού και κατά τη διάρκεια τοποθέτησης του νωπού σκυροδέματος ανασύρονται σταδιακά και ξαναχρησιμοποιούνται για την κατασκευή άλλου πασσάλου. Driven Gear [Συνεργαζόμενος τροχός] Μηχ. Μηχ. Ο μεγαλύτερος τροχός σε ένα ζεύγος οδοντωτών τροχών μετάδοσης ισχύος ο οποίος παραλαμβάνει την ισχύ περιστρεφόμενος σε επαφή με τον μικρότερο οδοντωτό τροχό που είναι ο κινητήριος. Driven Pile [Πάσσαλος Κρούσης] Πολ. Μηχ. Προκατασκευασμένος πάσσαλος οπλισμένου σκυροδέματος

Drivepipe

-474-

που τοποθετείται στο έδαφος με κρούσεις ενός κριού ή με δόνηση. Η άκρη του πασσάλου που εισέρχεται στο έδαφος είναι επενδυμένη με μεταλλικό κώνο για να επιτευχθεί η αποτελεσματική διείσδυση. Drivepipe [Σωληνώσεις γεωτρήσεων] Πολ. Μηχ. Μεταλλικές σωλήνες που τοποθετούνται σε μια γεώτρηση στην περίπτωση χαλαρών εδαφών, με σκοπό να συγκρατήσουν τα τοιχώματα της γεώτρησης σταθερά. Driver [Οδηγός] Πληρ. Το λογισμικό, το οποίο καθοδηγεί και ελέγχει την λειτουργία συσκευών με τη βοήθεια μιας ακολουθίας κατάλληλων εντολών. Driver Transformer [Οδηγός μετασχηματιστή] Ηλεκτρομαγν. Μετασχηματιστής του σήματος εισόδου ενός ενισχυτή. Driving j Κρουστικό πασσαλώσεως] Πολ. Μηχ. -> Pile Hammer. Driving Force [Ωθούσα Δύναμη] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει τη συνθήκη εκείνη, η οποία διευκολύνει τη διεξαγωγή ενός φυσικού ή χημικού φαινομένου. Για ένα φαινόμενο μεταφοράς μπορεί να είναι διαφορά θερμοκρασίας, πίεσης ή συγκέντρωσης, ενώ για μια χημική αντίδραση μπορεί να είναι σχηματισμός κατάλληλων ενδιάμεσων προϊόντων. Driving Point Impedance (Εμπέδηση Κανονικής Λειτουργίας] Ηλεκ. Μιγαδική εμπέδηση λειτουργίας ενός σωλήνα ηλεκτρονίων, ή και άλλων συσκευών, όπως υπολογίζεται από το πηλίκο της τάσης εισόδου προς την ένταση του ρεύματος εξόδου. Το μιγαδικό μέρος είναι σχετικό με τη διαφορά φάσης τάσης και έντασης. Drop 1 [Πτώση | Υδρολ. Διαμόρφωση του αγωγού σε ένα δίκτυο βαρύτητας σε σημεία με μεγάλη υψομετρική διαφορά για την εξασφάλιση της ομαλής πορείας του νερού από το υψηλό στο χαμηλό υψόμετρο. Drop 2 [Πτώση δοκού] Πολ. Μηχ. 1. Σε μια δοκιδοτή ή διαδοκιδοτή πλάκα οροφής με ομοιόμορφο πάχος, η τοποθέτηση μιας δοκού που το ύψος της είναι μεγαλύτερο από της πλάκας και δημιουργεί έτσι μια κάθετη προεξοχή από το γενικό επίπεδο της οροφής. 2. Ενίσχυση του επάνω άκρου ενός υποστυλώματος στο σημείο στήριξης της π/όκα του ορόφου με αύξηση της διατομής του ξεκινώντας από ένα σημείο περίπου 15 με 20 εκατοστά κάτω από το σημείο στήριξης. Αυτή η λεπτομέρεια χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση του φαινομένου του ψαλιδισμού. Drop Bottom Bucket [Κάδος] Οικοδ. Δοχείο μεταφοράς νωπού σκυροδέματος με καταπακτή στον πυθμένα για γρήγορη απόθεσή του στη θέση σκυροδέτησης. 11 μεταφορά του δοχείου από το σημείο παραγωγής του σκυροδέματος στο σημείο απόθεσης γίνεται με γερανό. Drop Ceiling [Ψευδοροφή] Αρχ. Αρχιτεκτονικό στοιχείο τελειώματος οροφής. Το στοιχείο τοποθετείται σε απόσταση από τη δομική πλάκα, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ένα κενό που χρησιμεύει για την τοποθέτηση των διαφόρων εγκαταστάσεων και αγωγών των δικτύων του κτιριακού έργου. Drop Hammer [Αντίβαρο] Οικοδ. —> Pile Hammer. Drop Manhole [Φρεάτιο πτώσης] Υδμολ. Φρεάτιο δικτύου βαρύτητας εντός του οποίου διαμορφώνεται μια πτώση. Drop Panel [Πτώση δοκού] Πολ. Μηχ. Drop2. Drop Weight Method [Μέθοδος αποσπασμένης σταγόνας] Μηχ. Ρευστ. Διαδικασία υπολογισμού (μέτρησης) της επιφανειακής τάσης ενός ρευστού, από το μέγιστο βάρος μίας σταγόνας του πριν αυτή αποσπασθεί από το άκρο ενός κατακόρυφου σωλήνα από τον οποίο εξέρ-

χεται. Dropout [Αποβολή] Πλημ. Το σφάλμα, το οποίο παρουσιάζεται στο υπολογιστικό σύστημα, λόγω απώλειας κάποιου δυαδικού ψηφίου, κατά τη διαδικασία προσπέλασης ενός μαγνητικού μέσου. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, εξαιτίας υπερφόρτωσης ή βλάβης του υπολογιστικού συστήματος. Dropout Voltage [Τάση Διακοπής] Ηλεκ. Η τάση λειτουργίας ενός διακόπτη, συνήθως είναι μεγαλύτερη από αυτήν που απενεργοποιείται όταν διακόπτει την διέλευση του ρεύματος . Το ίδιο ισχύει και για το διακόπτη κάποιας ασφάλειας ρεύματος. Dropping Resistance [Αντίσταση Μείωσης Τάσης] Ηλεκ. Αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη μεία^ση της τάσης τροφοδοσίας μιας συσκευής και συνδέεται σε σειρά με αυτή. Drude Equation [Εξίσα)ση Drude] Οπτικ. Εξίσωση που συσχετίζει τη γωνία στροφής, α του επιπέδου πύλ,ωσης του φωτός από ένα οπτικά ενεργό ^έσο με το μήκος κύματος του, λ. Ισχύει ότι α « 1/(λ~-λ~0) με λ^ μήκος κύματος χαρακτηριστικό του υλικού. Λέγεται και Drude Law Drudc's Theory of Conduction [Θεωρία Αγα)γιμότητας του Drude] Φυσ. Στεμ. Κατ. Θεωρία εξήγησης της μεταλλικής αγωγιμότητας, που στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα ελευθέρα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται όπως τα μόρια ενός κλασικού αερίου συγκρουόμενα με τα ιόντα του κρυσταλλικού πλέγματος. Drum Mark | Σημάδι τυμπάνου] Πλημ. Ο χαρακτήρας, ο οποίος τοποθετείται σε ένα μαγνητικό τύμπανο και δηλώνει το τέλος ενός συνόλνΟυ χαρακτήρων που είναι αποθηκευμένα στο μαγνητικό τύμπανο. Drum Printer [Εκτυπωτής τυμπάνου] Πληρ. Ο κρουστικός εκτυπωτής, του οποίο η λειτουργία στηρίζεται σε μηχανισμό περιστροφής ενός μαγνητικού τυμπάνου για την εκτύπωση τα)ν χαρακτήρων. Dry [Ξηρό] Μηχ. Κατάσταση υλικού που στα συστατικά του δεν περιέχεται ποσοστό υγρασίας. Dry Adiabatic Lapse Rate ΙΡυθμός ξηρής αδιαβατικής μεταβολής] Μετεωρ. Ο ρυθμός μεταβολής της θερμοκρασίας ξηρού αέρα που υφίσταται αδιαβατική εκτόνωση ή αδιαβατική συμπίεση. Ισχύει και για υγρό αέρα ο οποίος παραμένει ακόρεστος. Dry Ashing [Ξηρή Καύση! Χημ· Μηχ. Αναφέρεται στη διεργασία καύσης οργανικών ενώσεων, με αποτέλεσμα τη διάσπασή τους και τη μετατροπής τους σε άνθρακα. Dry Battery [Συσσωρευτής Ξηρών Στοιχείων] Ηλεκ. Μπαταρία αποτελούμενη από ξηρά στοιχεία συνδεδεμένα σε σειρά, για την παροχή της κατάλληλης συνεχούς τάσης. Dry Bulb Temperature (Θερμοκρασία Ξηρού Θερμομέτρου] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η συνηθισμένη θερμοκρασία, σε °C, που μετρείται με ένα οποιοδήποτε θερμόμετρο. Dry Bulb Thermometer [Θερμόμετρο Ξηρού Βολβού] Φυσ. Χημ. Καλείται το συνηθισμένο θερμόμετρο, το οποίο περιέχει ξηρό βολβό και οι μετρήσεις του δεν εξαρτώνται από την υγρασία του περιβάλλοντος χώρου. Dry Chcmical Fire Extinguisher [Πυροσβεστήρας Ξηράς Κόνεως] Χημ. Μηχ. Αποτελεί είδος πυροσβεστήρα, ο οποίος χρησιμοποιείται για κατάσβεση πυρκαγιών σε ηλεκτρικές συσκευές. Περιέχει όξινο ανθρακικό νάτριο, σε μορφή σκόνης. Dry Cleaning [Στεγνός καθαρισμός] Τεχνολ. II διαδι-

-475 -

Earth Leakage Protection

κασία καθαρισμού επιφανειών και υλικών από οξείδια δέματος, το μίγμα αδρανών και τσιμέντου στις απαικαι επικαθίσεις με χρήση ρευστών που ατμοποιούνται τούμενες αναλογίες δίχως την προσθήκη νερού. με επαφή και ενέργεια τους στις υπό καθαρισμό επιφά- Dry Mortar [Ξηρό κονίαμα] Οικοό. Μίγμα άμμου και νειες. τσιμέντου στις απαιτούμενες αναλογίες για τη δηDry Cleaning Fluid [Υγρό στεγνού καθαρισμού] Τε- μιουργία κονιάματος με χαμηλή περιεκτικότητα σε νεχνολ. Υγρά με βελτιωμένες ιδιότητες και επεξεργασμέ- ρό. να έτσι ώστε να έχουν σημεία βρασμού κατάλληλα για Dry Partition [Ξηρά διαχωριστικά] Αρχ. Διαχωριστικά την χρήση σε διεργασίες στεγνού καθαρισμού. στοιχεία τοιχοποιίας η εγκατάσταση των οποίων δεν Dry Construction | Ξηρά δόμηση | Αρχ. Μέθοδος κατα- απαιτεί τη χρήση νερού. Οι γυψοσανίδες είναι ένα υλισκευής κτιρίου όπου χρησιμοποιούνται υλικά που η κό τοιχοποιίας αυτής της κατηγορίας. τοποθέτηση του γίνεται με συναρμολόγηση και δεν Dry Run [Προκαταρκτική εκτέλεση] Πληρ. II εκτέαπαιτεί τη χρήση νερού. λεση ενός προγράμματος από τον ίδιο τον προγραμDry Criticality [Κρισιμότητα λόγω έλλειψης ψυκτι- ματιστή με χαρτί και μολύβι, π.χ. με διάγραμμα ροκού] Τεχνολ. Πυρηνικός αντιδραστήρας που ενώ βρί- ής, προτού εκτελεστεί από το υπολογιστικό σύστησκεται σε κρίσιμη κατάσταση, δε διαθέτει ψυκτικό υ- μα, με σκοπό τον έλεγχο του προγράμματος, δηλαδή γρό, το οποίο είναι απαραίτητο, ώστε να αποφευχθεί τον εντοπισμό και τη διόρθωση των πιθανών σφαλμάτων του, λογικών ή συντακτικών. υπερθέρμανση με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες. Dry Density [Ξηρό* φαινόμενο βάρος] Γεν. Το βάρος Dry Shotcreting [Ξηρό εκτοξευμένο Σκυρόδεμα] Οιτης μονάδας όγκου ενός εδαφικού υλικού αφού έχει κοδ. Μέθοδος τοποθέτησης εκτοξευμένου σκυροδέξηραθεί σε κλίβανο και δεν περιέχει στον όγκο του κα- ματος όπου το μίγμα αδρανών και τσιμέντου εκτοθόλου υγρασία. ξεύεται από το μηχάνημα ξηρό και η προσθήκη νεDry Density/Moisture Content Relationship [Αόγος ρού στο μίγμα γίνεται κατά την έξοδο από το ακροξηρού φαινόμενου βάρους/υγρασίας) Γεν. Είναι η σχέ- φύσιο. Για την εκτέλεση αυτής της εργασίας απαι; ση από την οποία προκύπτει η καμπύλη της πυκνότη- τείται ειδικός εξοπλισμός υψηλής τεχ\ ολογίας. τας ενός εδαφικού υλικού σε σχέση με το ποσοστό υ- Dry Sieving [Ξηρό κοσκίνισμα] Γεν. Εργαστηριακή γρασίας όταν συμπυκνωθεί. Το ανώτατο σημείο της δοκιμή κοσκινίσματος κοκκώδους υλικού για τον κακαμπύλης είναι η μέγιστη πυκνότητα και αντιστοιχεί θορισμό της κοκκομετρικής του διαβάθμισης. Για την στο βέλτιστο ποσοστό υγρασίας. εκτέλεση αυτής της δοκιμής η περιεκτικότητα σε υγραDry Dessiccant Dehydration [Αφύγρανση με Ξηρα- σία του εδαφικού υλικού επιβάλλεται να είναι μηδενιντικά Μέσα| Χημ. Αναφέρεται στη διαδικασία ξήραν- κή. σης ενός υλικού, σε ξηραντήρα που περιέχει ειδικές Dry Spraying l-ηρά εκτόξευση] Οικοδ. -» Dry Shotστερεές ουσίες, οι οποίες δεσμεύουν τους ατμούς του creting. νερού. Τέτοιες ουσίες είναι το χλωριούχο ασβέστιο και Dry Steam [Ξηρός Ατμός] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε το πεντοξείδιο του φωσφόρου. ατμό, από τον οποίο έχει απομακρυνθεί υγρασία, δεν Dry Friction [Τριβή Ξηρών Επιφανειών] Μηχ. Τριβή είναι όμως υπέρθερμος. που αναπτύσσεται μεταξύ των επιφανειών δύο σωμά- Dry Wall 1 [Ξηρά τοιχοποιία) Αρχ. Εσωτερικός διαχωτων χωρίς να υπάρχει υγρασία ή οιοδήποτε λιπαντικό ριστικός τοίχος που δεν επικαλύπτεται με κονίαμα. Για μεταξύ τους. το τελείωμα τοίχων αυτού του τύπου χρησιμοποιούDry Gas [Ξηρό Αέριο] Υλικ. Αέριο χωρίς προσμίξεις νται βιομηχανικά προϊόντα. 2 άλλων αερίων, που θα μπορούσαν να υγροποιηθούν σε Dry Wall |Ξερολιθιά| Οικοδ. Πέτρινος τοίχος όπου οι πέτρες τοποθετούνται ελεύθερα η μία πάνω στην άλλη συνηθισμένες συνθήκες. Dry Ice [Ξηρός ΠάγοςΙ Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για στε- δίχως χρήση συγκολλητικού υλικού. Χρησιμοποιείται ρεό διοξείδιο του άνθρακα, που σχηματίζεται όταν το στις αγροτικές περιοχές για τη δημιουργία οριζόντιων υγρό εξαερώνεται, οπότε απορροφά μεγάλο ποσό θερ- επιπέδων σε εδάφη με απότομες κλάσεις ή για την ομότητας, με αποτέλεσμα τη γρήγορη ψύξη και στερεο- ριοθέτηση των συνόρων ενός αγροτεμαχίου. ποίηση της ποσότητας που δεν έχει ακόμη εξαερωθεί. Dry Well [Ξεροπήγαδο] Πολ. Μηχ. 1. Φρέαρ που δεν Έχει σημείο τήξεως -78 °C και χρησιμοποιείται σαν περιέχει νερό. Έχει ξεραθεί με το χρόνο για διάφορους ψυκτικό μέσο, κυρίως για τη διατήρηση ανατομικών λόγους. 2. Τεχνικό φρέαρ που αποστραγγίζει μια πεπαρασκευασμάτων. ριοχή. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουρDry Joint [Αρμός διαστολής] ΙΙολ. Μηχ. Το κενό που γία του τεχνικού ο πυθμένας του καλύπτεται με πέτρες. δημιουργείται μεταξύ δύο τμημάτων ενός στατικού 3. Χώρος υπόγειας δεξαμενής με πρόσβαση μέσω καφορέα όταν ο φορέας έχει μεγάλες διατάσεις, με σκοπό ταπακτής και στις απαιτούμενες διαστάσεις εντός του την αποφυγή ανάπτυξης τάσεων λόγω θερμοκρασια- οποίου τοποθετείται το συγκρότημα αντλιών και οι κών μεταβολών. Το κενό μεταξύ των δύο τμημάτων πίνακες ελεγχου και λειτουργίας της δεξαμενής. του φορέα μπορεί να είναι μεταξύ 2 και 5 εκατοστά Drying [Ξήρανση] Χημ. Μηχ. Ορίζεται η διεργασία καώστε να εξασφαλίζεται η άνετη μετακίνηση από συ- τά την οποία ένα σο')μα απαλλάσσεται είτε από την υστολές και διαστολές που προκύπτούν λόγω θερμο- γρασία είτε από ίχνη διαλύτη, στον οποίο το σώμα ήκρασιακών μεταβολών δίχως να επιβαρύνεται ο φορέ- ταν αρχικά διαλυμένο. ας με πρόσθετες τάσεις που είναι ανεπιθύμητες από Drying Agent [Ξηραντικό Μέσο] Χημ. Πρόκειται για τον μελετητή. ουσίες, οι οποίες δεσμεύουν τους ατμούς νερού ή άλDry Lean Concrete [Μπετόν καθαρισμού] Οικοό. λων διαλυτών, χωρίς να αντιδρούν με το προς ξήρανση Γκρόμπετον χαμηλής περιεκτικότητας σε νερό που υλικό. Παραδείγματα τέτοιων ουσιών είναι το χλωχρησιμοποιείται για τη δημιουργία καθαρών επιφα- ριούχο ασβέστιο, το θειικό νάτριο, το πεντοξείδιο του νειών εργασίας. φωσφόρου, κλπ. Dry Mix [Ξηρό μίγμα] Οικοό. Σε μια σύνθεση σκυρο- DSN [Δίκτυο Παρακολούθησης Διαστημοπλοίων Βαθέ-

DSRV

-476-

ως Διαστήματος] Αερομηχ —> Deep Space Network DSRV [Βαθυσκάφος Διάσωσης] Ναυπηγ. ->• Deep Submergence Rescue Vehicle Dual Carriageway [Δρόμος διπλής κυκλοφορίας] Οδοπ. Οδός κυκλοφορίας οχημάτων διπλής κατεύθυνσης με διαχωριστική νησίδα μεταξύ των δύο κατευθύνσεων. Dual Channel [Δικαναλικός] Επικοιν. Χρήση διπλού καναλιού. Dual Cycle Boiling Water Reactor [Αντιδραστήρας Διπλού Κύκλου Βρασμού] Τεχνολ. Αντιδραστήρας ο οποίος χρησιμοποιεί, για την κίνηση των στροβίλων, ατμό παραγόμενο απευθείας στην καρδία του αλλά και ατμό που παράγεται από άλλο δευτερεύον, περιφερειακό κύκλωμα ψύξης του. Dual Cycle Reactor System [Αντιδραστήρας Διπλού Κύκλου Βρασμού] Τεχνολ. Dual Cycle Boiling Water Reactor Dual Fuel Engine [Μηχανή Διπλού Καυσίμου] Μηχ. Μηχ. Μηχανή εσωτερικής καύσης, που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί εναλλακτικά δύο διαφορετικά καύσιμα, π.χ. φυσικό αέριο και βενζίνη. Dual Gun Cathode Ray Tube [Καθοδικός Σωλήνας Δύο Δεσμών] Ηλεκ. Καθοδικός σωλήνας παραγωγής και κατεύθυνσης δύο δεσμών ηλεκτρονίων. Dual Laser [Διπλό Λέιζερ] Οπτικ. Λέιζερ παραγωγής δύο δεσμών διαφορετικών συχνοτήτων, οπτικών ή υπέρυθρων ακτινοβολιών, μέσω των διαφορετικών κατόπτρων και ανακλαστήρων των άκρων του. Dual Modulation [Διπλή διαμόρφωση] Επικοιν. Διαμόρφο)ση με 2 διαφορετικές μεθόδους πχ πλάτους και συχνότητας που χρησιμοποιείται πολύ στα λέιζερ κτλ. Dual Purpose Reactor [Αντιδραστήρας Διπλής Λειτουργίας] Πυμ. Φυσ. Αντιδραστήρας που χρησιμοποιείται τόσο για παραγωγή ενέργειας όσο και για την παραγωγή νέου σχάσιμου υλικού. Dual Radioactive Decay [Διπλή ραδιενεργή διάσπαση] Πυμ. Φνσ. Ραδιενεργή αποδιέγερση ή διάσπαση ενός πυρήνα με τουλάχιστον δύο διαφορετικούς και ανεξάρτητους τρόπους. Για παράδειγμα, το 235Q:U διασπάται με ενενήντα διαφορετικούς τρόπους, συνδυασμούς προϊόντων. Dual Space [Δυϊκός Χώρος] Μαθημ. Δυικός χώρος ενός συνηθισμένου διανυσματικού χώρου καλείται ο διανυσματικός χώρος που αποτελείται από όλες τις πολυγραμμικές βαΟμωτές συναρτήσεις οριζόμενες σε αυτόν. Dual Tone Multi Frequency [Διπλοτονική πολυσυχνότητα] Επικοιν. Στην τονική επιλογή (τηλεφωνία) για κάθε πλήκτρο παράγεται ένας διπλός ειδικά κωδικοποιημένος τόνος. Dual Trace Amplifier [Ενισχυτής Ιίαλμογράφου Διπλού Ίχνους] Ηλεκ. Ενισχυτής ενός παλμογράφου παρατήρησης δύο σημάτων, ο οποίος ενισχύει περιοδικά το κάθε σήμα ώστε, στην οθόνη να παρουσιάζονται και τα δύο. Dual Trace Oscilloscope [Παλμογράφος Διπλού Ίχνους] Η/£Κ. Παλμογράφος προβολής δύο σημάτων από δύο κανάλια εισόδου του. Dual Use Line [Γραμμή διπλής χρήσης] Επικοιν. Γραμμή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για φωνή όσο και για δεδομένα. Dual Variables [Δυϊκές Μεταβλητές] Ηλεκ. Συσχετισμένες και συμπληρωματικές, όσο αφορά στην περιγραφή ενός φαινομένου, μεταβλητές, όπως η τάση και

η ένταση. Duality Principle 1 [Αρχή Δυϊσμού] Φυσ. Αρχή δυϊσμού των ιδιοτήτων της ύλης, καθώς ένα σωματίδιο διαδίδεται ως κύμα, ενώ και ένα κύμα απορροφάται σε διακριτές ποσότητες σαν σωματίδιο. Αναφέρεται και ως Wave Particle Duality. De Broglie's Theory 2 Duality Principle [Αρχή Δυϊσμού] Μαθημ. Αρχή σύμφωνα με την οποία, ένα θεώρημα θα ισχύει ακόμα και αν αντικατασταθεί κάθε ποσότητα που περιέχει με τη δυϊκή της. Εφαρμόζεται στην άλγεβρα Boole κ.λ.π. Duality Principle 3 [Αρχή Δυϊσμού] Ηλεκτμον. Αρχή σύμφωνα με την οποία, υπάρχουν αντιστοιχίες μεταξύ ενός τρανζίστορ και μίας τριόδου ηλεκτρονικής λυχνία ς

·

4

Duality Principle [Αρχή Δυϊσμού] Ηλτ.κ Αρχή σύμφωνα με την οποία, από κάθε εξίσωση μελέτης των ηλεκτρικών κυκλωμάτων μπορεί να προκύψει μια άλλη με αντικατάσταση αντιστοίχων μεγεθών, π.χ. ρεύματος - τάσης, βρόγχος - κλάδος κ.λ.π. Duality Principle* [Αρχή Δυϊσμού] Ηλεκτμομαγν. Αρχή παραγωγής διαφορετικών λύσεων των εξισώσεων του ηλεκτρομαγνητισμού, εφόσον έχουν αντικατασταθεί αμοιβαία τα δυϊκά μεγέθη, π.χ. ηλεκτρική και μαγνητική διαπερατότητα κ.λ.π. Duane Hunt Law [Νόμος των Duane Hunt] Φνσ. Νόμος που θέτει όριο στη μέγιστη συχνότητα f„ ux και στο ελάχιστο μήκος κύματος, Xmm του συνεχούς φάσματος των ακτίνων Χ που εκπέμπονται κατά την πρόσπτωση ηλεκτρονίων στην άνοδο ενός σωλήνα παραγωγής ακτινών Χ. Ισχύει: A^r^V/hc, ffnax=h/eV όπου c το φορτίο του ηλεκτρονίου, V η τάση επιτάχυνσης των ηλεκτρονίων, c η ταχύτητα του φωτός και h η σταθερά του Planck. Duane Hunt Limit [Όριο των Duane Hunt] Φυσ. Όριο στη συχνότητα και μήκος κύματος του νόμου των Duane Hunt. -> Duane Hunt Law Dub [Νταμπ] Ακουστ. 1. Επεξεργασία προηχογραφημένων ηχητικών ταινιών με την πρόσθεση ενός ηχητικού αποσπάσματος πάνω σε ένα ή περισσότερα άλλα ή η πρόσθεση ηχογραφημένου υλικού και ηχητικών εφέ σε μία ηχητική ταινία 2. II επένδυση κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού υλικού καταγραμμένου σε ταινία με ηχητικά εφέ ή δείγματα ή προηχογραφη μένη ηχητική ταινία. Dubnium [Δούβνιο] Χημ. Τεχνητό ραδιενεργό μεταλλικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 104, με δέκα ισότοπα και μέσο χρόνο ζωής έως 70s. Συμβολίζεται ως Db. Αναφέρεται και ως Unnilquadium (Rf). Duchemin's Formula [Τύπος του Duchemin] Φυσ. Νόμος που δίνει την πίεση του αέρα σε ένα επίπεδο το οποίο σχηματίζει γωνία α με την ταχύτητά του. Ισχύει: Ρ=Ρ0χ[(2χημα)/1+ημ2α)] όπου Ρ0 η πίεση σε κάθετη επιφάνεια. Duckler Theory [Θεωρία Duckler] Ρευστομηχ. Περιγράφει την κατανομή ταχύτητας και θερμοκρασίας σε λεπτό υμένα που ρέει κατά μήκος κατακόρυφου τοιχώματος. Υπολογίζει το μέσο συντελεστή υμένα με βάση τον τελικό αριθμό Reynolds, τον αριθμό Prandtl της συμπυκνωμένης φάσης και μια αδιάστατη ομάδα, η οποία εκφράζεται ως συνάρτηση του ιξώδους και της πυκνότητας υγρής και αέριας φάσης. Duct 1 [Αεραγωγός] Οικοδ. Μεταλλικά στοιχεία συστήματος κλιματισμού κτιρίων μέσα στα οποία κυκλοφορεί ο αέρας από τις κλιματιστικές μονάδες προς τους κλιματιζόμενους χώρους και αντίστροφα. Κατασκευά-

-477 ζονται από γαλβανισμένες λαμαρίνες και σε διαστάσεις που καθορίζει η μελέτη κλιματισμού. Duct 1 [Μηχανολογική σήραγγα! Μηχ. Σε μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, υπόγειες σήραγγες όπου τοποθετούνται τα μηχανολογικά και ηλεκτρολογικά δίκτυα, Αυξάνουν το κόστος κατασκευής του έργου και μειώνουν το κόστος της συντήρησης. Duct Former [Τεχνίτης αεραγωγών] Οικοδ. Βιδικευμένος εργάτης οικοδομών με ειδικότητα την κατασκευή αεραγωγών. Duct Propulsion [Πρόωση Αγωγού] Αερομηχ. Αρχή πρόωσης αεροσκαφών όπου η γενική ιδέα βασίζεται στην αναρρόφηση περιβάλλοντος αέρα από τον κινητήρα, την αύξηση της ορμής του με συμπίεση και υπερθέρμανση και την έξοδο του με αυξημένη ορμή από το ακροφύσιο εξόδου, που σύμφωνα με τη αρχή δράσης - αντίδρασης προκαλεί την ώθηση του αεροσκάφους προς την αντίθετη κατεύθυνση, δίνοντας του προωθητική ισχύ. Ductcd Fan [Περίκλειστος ανεμιστήρας] Μηχ. Μηχ. Τύπος έλικα (αερογεννήτρια) που κινείται με κινητήρα, και τοποθετείται μέσα σε επίμηκες κάλομμα σχήματος αγωγού λειτουργεί δε αναρροφώντας περιβάλω λοντα αέρα. Ducted Fan Engine [Στροβιλοφυσητήρας] Αερομηχ. Κινητήρας πρόωσης αεροσκαφών που περιλαμβάνει φυσητήρα. Λειτουργεί κατά τρόπο που ένα μέρος μόνο της εισερχόμενης ροής μπαίνει από τον στροβιλοκινητήρα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τον παρακάμπτει περνώντας εξωτερικά από αυτόν πάντα μέσα από τον αγωγό - κάλυμμα του φυσητήρα και αναμιγνύεται με τα καυσαέρια εξόδου του στροβιλοκινητήρα στην έξοδο. Για την επίτευξη μεγάλαον παροχών μάζας από τον κινητήρα. έχουμε μείωση θορύβου και καλό βαθμό απόδόσης για πτήσεις σε μεγάλες υποηχητικές ταχύτητες. Ductiie Iron Pipe [Σωλήνας από μαλακό σίδερο] Υδρολ. Σιδηροσωλήνας από μαλακό σίδηρο με χαμηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα. Οι μηχανικές ιδιότητες αυτού του τύπου των σωλήνες τους κάνουν ανθεκτικούς σε κρούσεις γι' αυτό και χρησιμοποιούνται σε δίκτυα όπου υπάρχει κίνδυνος παρόμοιων καταστάσεων. Ductility ΙΠλαστισιμότητα) Μηχ. 1. Η ιδιότητα που έχει ένα υλικό όταν φορτίζεται με εφελκυστικές δυνάμεις να παραμορφώνεται δίχως να προκληθεί θραύση. 2. Είναι το σημείο της καμπύλ,ης τάσεωνπαραμορφώσεων μιας μεταλλικής ράβδου όπου περνά από την περιοχή ελαστικής παραμόρφωσης στην περιοχή πλαστικής παραμόρφωσης. Ductility Plateau [Οριζοντίωση καμπύλης τάσεωνπαραμορφώσεων! Μηχ. Είναι η περιοχή στην καμπύλη τάσης-παραμόρφα)σης ενός υλακού όπου εμφανίζεται μια οριζοντίωση του διαγράμματος. Dufour Effect [Φαινόμενο του Dufour] Φνα. Φαινόμενο ροής θερμότητας λόγω μεταφοράς μάζας σε μη αντιστρεπτές μεταβολές. Dufour Number [Αριθμός Dufour] Φνα. Αδιάστατος αριθμός που χαρακτηρίζει φαινόμενα μεταφοράς Οερμότητας λόγω μεταφοράς μάζας. Συμβολίζεται ως Du2 και ισούται με την αύξηση της ενθαλπίας μοναδιαίας μάζας προς την ενθαλπία μοναδιαίας μάζας στο μίγμα σε περίπτωση ισόθερμης μεταφοράς της. Duhem's Theorem [Θεώρημα Duhem] Θερμοδ. Για κάθε κλειστό σύστημα, αρχικά σχηματισμένο από δεδομένες μάζες συγκεκριμένων χημικο')ν ειδών, η κατάσταση ισορροπίας ορίζεται πλ.ήρως από οποιεσδήποτε

Earth Leakage Protection

δύο ιδιότητες του συστήματος, αρκεί αυτές να είναι ανεξάρτητες μεταβλητές. Dulong - Petit Law [Νόμος των Dulong-Petit] Θερμοδ. Πρόκειται για εμπειρικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η θερμοχωρητικύτητα των μεταλλικών στοιχείων είναι ανεξάρτητη από τη θερμοκρασία και ίση με C v = 3R = 6 kcal mol' Κ"1 ή 24.9 J mol^K*1. Dumb Terminal [Μη ευφυές τερματικό] Πληρ. Το τερματικό, το οποίο δε διαθέτει τη δυνατότητα επεξεργασίας και τυποποίησης των δεδομένων που χρησιμοποιεί και γι αυτό το σκοπό είναι πλήρως εξαρτημένο από το υπολογιστικό σύστημα με το οποίο συνδέεται, Επίσης, δεν έχει την ικανότητα να ελέγχει τα δεδομένα που δέχεται από το χρήστη ή το υπολογιστικό σύστημα και να κατευθύνει τη συνεργασία του με άλλες περιφερειακές συσκευές που τυχόν επικοινωνεί, Dummy [Τεχνητή] Επικοιν. 1. Όρος που χρησιμοποείται για να δηλώσει μια πλασματική κατάσταση συνήθως για έλεγχο παρενεργειών στο σχεδιασμό ενός κυκλώματος πχ μια μεταβλητή. 2. Όρος για να δηλώσει ένα τερματικό χωρίς υπολογιστικές δυνατότητες (Dummy Terminal) Dummy Instruction ΙΕικονική εντολή) Πληρ. Η εντολή, η οποία χρησιμοποιείται σε μια ρουτίνα ενός υπολογιστικού προγράμματος, ικανοποιώντας κάποιες δομικές απαιτήσεις του. Είναι μη εκτελνέσιμη εντολή και τοποθετείται στο πρόγραμμα με σκοπό να μεταφέρει τον έλεγχο στην αμέσως επόμενη εντολή, δημιουργο')ντας έτσι κενά για παρεμβάσεις και τροποποιήσεις στο πρόγραμμα. Dummy Joint [Αρμός ελεγχου ρηγμάτωσης] Οικοδ. Σκοτία που δημιουργείται σε μια πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος για τον έλεγχο της ρηγμάτωσης του σκυροδέματος. Αυτού του τύπου οι αρμοί γεμίζονται με ειδικά υλικά πλήρωσης για να μη φαίνεται η ανωμαλάα που προκλήθηκε στην επιφάνεια. Dummy Load [Τεχνητό Φορτίο] Ηλεκ. Αντίσταση, ή άλλη διάταξη, που χρησιμοποιείται για να καταναλώσει ενέργεια όταν δεν πρέπει να μετατραπεί σε κάποια άλλη μορφή, π.χ. στο άκρο μια γραμμής μεταφοράς, Dummy Message [Τεχνητό μήνυμα] Επικοιν. Μήνυμα ελέγχου που παράγεται από διαγνωστικά προγράμματα. Dummy Variable [Εικονική μεταβλητή] Μαθημ. Μεταβλ.ητή σε μαθηματικές εξισώσεις η οποία δεν έχει καμία πραγματική έννοια αλλά χρησιμοποιείται γιατί διευκολνύνει τον συμβολισμό εννοιών και απαλείφεται από την εξίσωση μέχρι την ολοκλνήρωση των μαθητικών πράξεων, Dump [Αποτύπωμα/ Αποτυπώνω] Πληρ. 1. Η εξαγωγή του περιεχομένου μιας περιοχής της κύριας μνήμης σε κάποια βοηθητική μνήμη ή περιφερειακή μονάδα, λόγω κάποιου σφάλ.ματος του υπολογιστικού συστήματος. Π απόρριψη αυτή πραγματοποιείται αυτόματα και συμβάλλει στον εντοπισμό και την διόρθωση των σφαλμάτων, που είναι κυρία)ς λογικά, από τον προγραμματιστή. Π.χ. σε περίπτωση σφάλματος κατά τη λειτουργία του εκτυπωτή, τυπώνεται μια λίστα με τα στοιχεία της μνήμης στο χαρτί του εκτυπωτή ακριβίός στο σημείο που έγινε η λήψη του αποτυπώματος. 2. Η διαδικασία δημιουργίας και λήψης ενός αποτυπώματος. Dump Routine [Ρουτίνα για χειρισμό αποτυπώματος] Πληρ. Η ειδική ρουτίνα ενός υπολογιστικού προγράμματος, η οποία χειρίζεται και επεξεργάζεται τα αποτυ-

Dump Truck

-478-

πώματα. Dump Truck [Αναστρεφόμενο φορτηγό] Οικοδ. —> Dumper Truck Dumper Truck [Ανατρεπόμενο φορτηγό] Οικοδ. Εργοταξιακό όχημα με μηχανισμό αναστροφής της καρότσας κατάλληλο για την αποκομιδή των προϊόντων εκσκαφής σε χωματουργικές εργασίες. Η καρότσα του φορτηγού είναι ανατρεπόμενη μέσω υδραυλικού μηχανισμού και είναι εύκολη η απόθεση του φορτίου. Duodccimal Number System [Δωδεκαδικό αριθμητικό σύστημα] Υπολογ. Το αριθμητικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί δώδεκα ψηφία: 0, 1 , 2 , 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, Α και έχει ως βάση το 12 για την αναπαράσταση αριθμών. Κάθε αριθμός στο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός δυνάμεων του 12. Duplex Channel [Αμφίδρομο κανάλι] Επικοιν. Κανάλι όπου η επικοινωνία γίνεται και προς τις 2 κατευθύνσεις. Duplex Computer [Διπλός υπολογιστής] Πληρ. Το σύστημα υπολογιστών, το οποίο περιλαμβάνει δυο όμοιους υπολογιστές, που λειτουργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, και εξασφαλίζουν την αδιάκοπη λειτουργία του, με το να αντικαθιστά ο ένας υπολογιστή τον άλλο σε περίπτωση δυσλειτουργίας ή βλάβης του ενός, με αυτόματο τρόπο. Duplex Connection [Αμφίδρομη σύνδεση] Επικοιν. Επικοινωνιακή σύνδεση μεταξύ 2 σημείων που δίνει δυνατότητα αμφίδρομης επικοινωνίας. Duplex Operation [Λειτουργία 2 κατευθύνσεων] Επικοιν. Αμφίδρομες είναι ύλες οι επικοινωνίες του κοινού τηλεφωνικού δικτύου ενώ πχ δεν είναι αυτή του Token Ring. Duplex Transmission [Αμφίδρομη μετάδοση] Επικοιν. Μετάδοση δεδομένων προς 2 κατευθύνσεις. Duplication Check [Διπλός έλεγχος] Πληρ. Π διαδικασία ελέγχου της ακρίβειας των δεδομένων που προκύπτουν από μια διαδικασία με την ανεξάρτητη διπλή εκτέλεση της κάθε φορά και κατόπιν έλεγχο και σύγκριση των αποτελεσμάτων. Dupre Equation [Εξίσωση Dupre] Φυσ. Χημ. Η ενέργεια ή το έργο πρόσφυσης, Wu, δύο μη αναμίξιμων υγρών Α, Β είναι ίση με το έργο που απαιτείται για το διαχωρισμό μιας μοναδιαίας επιφάνειας της διεπιφάνειας υγρού-υγρού και το σχηματισμό των δύο ξεχωριστών διεπιφανειών υγρού-αερίου και δίνεται από την εξίσωση : Wa = γΑ + γ Β - γ ΑΒ . Duration 1 [Διάρκεια] Φυσ. Η χρονική διάρκεια πραγματοποίησης ενός φαινομένου, όπως μετριέται από τη διαφορά της τελικής από την αρχική ένδειξη ενός χρονομέτρου. Duration 2 [Διάρκειαΐ Γεν. Συμβατικός όρος εργολοβικών συμβολοίων που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της χρονικής περιόδου που απαιτείται για τη συμπλήρωση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας από την έναρξη μέχρι τη συμπλήρωση της. Duration 7 [Διάρκεια] Επικοιν. Η διάρκεια μιας μετάδοσης (με στατιστικά κριτήρια) οδηγεί και σε ανάλογη συμπεριφορά (πχ πολυπλέκτες, έξυπνα κέντρα κτλ) που πρέπει να αποτιμάται ανάλογα. Duration 4 [Διάρκεια] Ωκεαν. Η διάρκεια της παλίρροιας ή της άμπωτης. Dusk [Σούρουπο] Αστμον. Διάρκεια της ημέρας μεταξύ της περιόδου έλλειψης ηλιακού φωτός όταν ο ήλιος είναι κάτω από τον ορίζοντα και παρουσίας του λόγω

του ήλιου στον ορίζοντα. Dusk Side [Σκοτεινή πλευρά] Αστρον. Το τμήμα της επιφάνειας ενός πλανήτη ή ενός ουρανίου σώματος που είναι σε αντίθετη πλευρά από την κατεύθυνση κίνησής του. Dust [Σκόνη] Υλικ. Πρόκειται για στερεή διασπορά, που αποτελείται από ξεχωριστά σωματίδια μεγαλύτερα από 1 μηι. Dust Chamber [Δοχείο Συλλογής Στερεών] Μηχ. Αναφέρεται σε ειδικό δοχείο στο οποίο εισέρχονται ξηρά καυσαέρια, με σκοπό την απαλλαγή τους από στερεά αιωρούμενα σωματίδια. Dust Counter [Μετρητής Σκόνης] Μηχ. Όργανο μέτρησης του μεγέθους και της συγκέντρωσης των μορίων της σκόνης στην ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιεί φωτοστοιχεία για τη μέτρηση της σκέδασης του φωτός από την σκόνη, Dust Filter [Φλτρο Στερεών] Μηχ. Είναι διάταξη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό αερίων από στερεά σωματίδια. Αποτελείται από ειδικά κατασκευασμένα φλτρα, από ίνες. ύφασμα ή άλλο υλικό, Dusting [Επιφανειακή διάβρωση] Οικοδ. Η κατάσταση της επιφάνειας ενός στοιχείου οπλασμένου σκυροδέματος όταν το σκυρόδεμα διαβρώνεται και μετατρέπεται σε σκόνη. Αυτού του τύπου η διάβρωση προκαλείται κυρίως από έλλειψη προστασίας κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης ή λόγο υψηλής περιεκτικότητας νερού στο σκυρόδεμα. Duty Cycle [Παράγοντας Κύκλου Λειτουργίας] Πιψ. Φυσ. Ο χρόνος στη διάρκεια ενός παλμού λειτουργίας επιταχυντή σωματιδίων, στη διάρκεια του οποίου η δέσμη προσπίπτει στον στόχο, συνήθους σαν ποσοστό της διάρκειας του πολμού. Αναφέρεται και ως Duly Factor. Dwarf Galaxy [Νάνος Γαλοξίας] Αστρον. Ελάχιστα φωτεινός γαλαξίας με μερικές δεκάδες εκατομμύρια αστέρια και άρα σχετικά μικρή μάζα. Dwarf Nova [Νάνος Καινοφανής Αστέρας] Αστρον. Καινοφανής αστέρας με ακανόνιστα μεταβαλλόμενη λαμπρότητα μέχρι να αρχίσει μειώνεται προς το ελάχιστό της. Dwarf Star [Νάνος Αστέρας] Αστμον. Αστέρας με. μάζα μικρότερη από μισή ηλιακή μάζα, ο οποίος ποτέ δε θερμαίνεται αρκετά για να αρχίσει η καύση του ηλίου καθώς, αφού αποκτήσει μια μέγιστη θερμοκρασία σταδιακά ψύχεται. Στη φάση καύσης του υδρογόνου έχει επιφανειακή θερμοκρασία περίπου 5700Κ και ακτίνα 700.000km. Αναφέρεται και ως Main Sequence Star, Dyeing ΙΒαφή] Χημ. Περιγράφει τη διαδικασία αντίδρασης ενός υλικού με χημική χρωστική ουσία, με αποτέλεσμα το χρωματισμό του υλικού. Dyeing Assistant [Βοηθητική ουσία βαςοής] Χημ. Είναι ουσίες, οι οποίες προστίθενται σε μικρές συγκεντρώσεις στο υδατικό διάλυμα της βαφής, με σκοπό την ενεργοποίηση του χρο')ματος. Τέτοιες ουσίες είναι το θειικό ή το χλο>ριούχο ή το ανθρακικό νάτριο. Dyes [Χρώματα] Χημ. Πρόκειται για ουσίες που χρησιμοποιούνται για το χρωματισμό υλικών, όπως ύς>ασμα, χαρτί, δέρμα, κλπ. Είναι γενικά οργανικές ενώσεις με συζυγείς διπλούς δεσμούς ή αρωματικές ενώσεις και περιέχουν χαρακτηριστικές ομάδες, οι οποίες καθορίζουν και την ποιότητά τους ως χρώματα. Παραδείγματα αποτελούν τα αζωχρώματα, τα ανθρακινονικά, τα χρώματα πυραζολόνης, κλπ. Dvn - Centimeter [Μονάδα μέτρησης] Φυσ. Μονάδα

-479μέτρησης της ενέργειας και του έργου στο CGS σύστημα μονάδων. Ισχύει ότι ldyn>
Dynamic T e m p e r a t u r e Difference

χο τμήμα της βέλτιστης λόσης. Dynamic Random Access Memory [Δυναμική μνήμη] Πλημ. Η αποθήκευση δεδομένων σε μνήμη άμεσης προσπέλασης, της οποίας το περιεχόμενο δεν είναι σταθερό, αλλά συνεχώς μεταβάλλεται και ανανεώνεται. Π.χ. η αποθήκευση δεδομένων σε μαγνητικές ταινίες, σε μαγνητικούς δίσκους, σε μνήμες ημιαγωγών, κλπ. Dynamic Relocation [Δυναμική μετατόπιση] Πληρ. Η διαδικασία μετακίνησης και αποθήκευσης ενός προγράμματος ή δεδομένανν, από τη βοηθητική μνήμη στην κύρια ή σε νέες θέσεις της κύριας μνήμης, αποδίδοντάς τους ταυτόχρονα και νέες απόλυτες διευθύνσεις, κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του προγράμματος ή της λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος, χωρίς αυτή να διακόπτεται. Έτσι δημιουργούνται συνεχόμενα τμήματα ελεύθερης μνήμης και λύνεται το πρόβλημα του αναξιοποίητου χώρου. Dynamic Resistance [Δυναμική Αντίσταση] Ηλεκ. Αντίσταση λειτουργίας μίας συσκευής. Dynamic Sensitivity [Δυναμική Ευαισθησία] Μηχ. Ευαισθησία μέτρησης, δηλαδή η ελάχιστη διαρροή που μπορεί να υπάρχει σε ένα σύστημα για να μπορεί να μετρηθεί. Dynamic Similarity [Δυναμική Ομοιότητα] Μηχ. Μηχ. Ομοιότητα στις εξισώσεις μηχανικών συστημάτων κάτω από μετασχηματισμούς κλίμακας, δηλαδή σε συνδυασμένες γραμμικές μεταβολές των μονάδων μέτρησης, που αφήνουν αναλλοίωτες τις εξισώσεις. Από την ομοιότητα αυτή προκύπτουν κοινοί νόμοι που διέπουν τα συστήματα αυτά, όπως π.χ. ο τρίτος νόμος του Kepler. Dynamic Stability [Δυναμική ευστάθεια] Μηχ. Μηχ. II ικανότητα ενός σώματος, λόγω της κατασκευής του, να επιστρέφει σιγά σιγά στην θέση ισορροπίας από μόνο του, όποτε εξωτερικοί παράγοντες το εκτρέπουν από αυτή. Dynamic Stop [Δυναμική διακοπή] Πληρ. Ο βρόχος σε ένα υπολογιστικό προγράμμα, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ενός σημείου διακοπής στο πρόγραμμα, κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του και πραγματοποιείται με την χρήση μιας εντολής άλματος που μεταφέρει τον έλεγχο πάλα στην ίδια την εντολή. Dynamic Storage (Δυναμική αποθήκευση ή μνήμη| Πληρ. —> Dynamic Memory. Dynamic Storage Allocation [Δυναμική κατανομή αποθήκευσης] Πληρ. II διαδικασία της αυτόματης κατανομής της διαθέσιμης μνήμης, κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του υπολογιστικού προγράμματος, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε περιβάλλον πολυπρογραμματισμού. Πολύ συχνά, ο όρος περιλαμβάνει και τη διαδικασία συσχέτισης της μνήμης και των διαθέσιμων περιφερειακών συσκευών, ανάλογα με τις απαιτήσεις του εκτελεσιμου προγράμματος. Γνωστή και ως δυναμική κατανομή μνήμης. Dynamic Subroutine [Δυναμική υπορουτίνα] Πληρ. II υπορουτίνα, η οποία περιέχει μεταβλητές που αντλούν τις τιμές τους από το κυρίως πρόγραμμα κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του, ακριβώς τη στιγμή που απαιτείται. Dynamic Symmetry [Δυναμική Συμμετρία] Φνσ. Συμμετρία ενός δυναμικού συστήματος προερχόμενη από τις ιδιότητες των εξισώσεων που διέπουν την εξέλιξή του. Dynamic Temperature Difference [Δυναμική διαφο-

Dynamic Viscosity

-480-

ρά θερμοκρασίας] Φυσ. Διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ενός ακίνητου ρευστού και ενός σώματος ευρισκόμενο σε κινούμενο ρευστό ίδιας σύστασης. Dynamic Viscosity [Δυναμικό Ιξώδες] Φυσ. —>Absolute Viscosity Dynamical Balance [Δυναμική Εξισορρόπηση] Μηχ. Κατάσταση ενός περιστρεφόμενου σώματος, με σταθερή γωνιακή ταχύτητα γύρω από έναν κύριο άξονά του, για την οποία δεν χρειάζεται να ασκείται εξωτερική ροπή σε αυτό. Dynamical Capillary Pressure [Δυναμική Τριχοειδής Πίεση] Πετμελαιομηχ. Όταν δύο ρευστά διέρχονται με συνθήκες σταθερής ροής και πίεσης διάμεσου ενός δείγματος, υπολογίζονται οι καμπύλες δυναμικής τριχοειδούς πίεσης και κορεσμού του δείγματος. Η τριχοειδής πίεση υπολογίζεται από τη διαφορά πιέσεων των δύο ρευστών. Dynamical Equilibrium [Δυναμική Ισορροπία] Φυσ. Σταθερή κατάσταση ενός συστήματος που επιτυγχάνεται με την επίδραση πολλών παραγόντων που συνολικά δεν επιφέρουν αλλαγή σε αυτό. Dynamical Fluidity [Δυναμική Ρευστότητα] Μηχ. Ρευστ. Μέγεθος αντίστροφο του δυναμικού ιξώδους του ρευστού. Absolute Viscosity Dynamical Friction 1 [Δυναμική Αντίσταση] Φυσ. Αναφέρεται και ως τριβή ολίσθησης. Είναι η τριβή που εμφανίζεται κατά την ολίσθηση μίας επιφάνειας πάνω σε μια άλλη, σε αντίθεση με την στατική τριβή. Dynamical Friction 2 [Δυναμική Αντίσταση] Φυσ. Δύναμη αντίστασης στη σχετική κίνηση θετικών ιόντων και ηλεκτρονίων. Parallax [Δυναμική Παράλλαξη] Αστμον. Παράλλαξη ενός συστήματος διπλού αστέρα, η οποία, λόγω της συνεχούς κίνησής τους, υπολογίζεται από την περίοδο της περιστροφής τους και υποθέτοντας μια μάζα για αυτούς. Αναφέρεται και Hypothetical Parallax. Dynamics [Δυναμική] Μηχ. Κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με την επίδραση των δυνάμεων στις κινήσεις των σωμάτων.

Dynamitron Accelerator [Επιταχηντής Dynamitron] ΓΙυμ. Φυσ. Είδος επιταχυντή σωματιδίων που επιταχύνει σωματίδια μεταξύ σημείων σταθερής, υψηλής τιμής διαφοράς δυναμικού. Dynamo [Δυναμό] Ηλεκ. Είδος γεννήτριας συνήθως συνεχούς τάσης. -»Generator Dynamoelectric [Δυναμοηλεκτρικό] Ηλεκ. Χαρακτηρισμός φαινομένων και διατάξεων μετατροπής ηλεκτρικής σε μηχανική ενέργεια και το αντίστροφο. Dynamometer [Δυναμόμετρο] Μηχ. Όργανο μέτρησης δυνάμεων ή ροπών, συνήθως μέσω ενός ελατηρίου που εξουδετερώνει τη δύναμη ή ροπή που ασκείται σε ένα σώμα που ισορροπεί. Ανάλογα με την εφαρμογή του, π.χ. σε γαλβανόμετρα, η μέτρηση της δύναμης ή τάσης που εξασκείται σε ηλεκτρικούς αγωγούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της τάσης ή έντασης του ρεύματος. Dvnamostatic |Δυναμοστατικός —ή—ό] Ηλεκ. Διάταξη δημιουργίας στατικού ηλεκτρικού φορτίου με τροφοδοσία από πηγή συνεχούς ή εναλλασσόμενης τάσης. Dyne [Δίνη] Φυσ. Είναι μονάδα δύναμης, στο CGS σύστημα, ίση με 10° Newton. Όταν δύναμη ίση με 1 dyne δρα σε ένα σώμα μάζας 1 g , του προκαλεί επιτάχυνση 1 cm/s2. Dyson Microscope [Μικροσκόπιο του Dyson] Οπτικ. Μικροσκόπια μελέτης φαινομένων συμβολής δεσμών φωτός, η μία εκ της οποίων διέρχεται διαμέσου του σώματος που εξετάζεται. Dysprosium [Δυσπρόσιο] Ανόμγ. Χημ. Μεταλλικό στοιχείο, της ομάδας των σπάνιων γαιών. Συμβολίζεται με Dy και έχει ατομικό αριθμό 66, ατομικό βάρος 162,5, σημείο τήξεως 1412 °C και σημείο ζέσεως 2562 °C. Υπάρχουν 7 φυσικά ισότοπα Kat 12 τεχνητά. Βρίσκει εφαρμογή σε κράματα ως απορροφητής νετρονίων, στην πυρηνική τεχνολογία. Dystcctic Mixture [Δυστηκτικό Μίγμαΐ Υλικ. Χαρακτηρίζει ένα μίγμα ουσιών, το οποίο εμφανίζει σταθερό, μέγιστο σημείο τήξεως.

Ε e [Μαθηματικό σύμβολο e] Μαθημ. 1. Είναι η βάση των φυσικο')ν λογαρίθμων. Ο πραγματικός αριθμός t>l που ικανοποιεί τη σχέση: F(t)=l, όπου η συνάρτηση F ορίζεται ως ακολούθως: F(t)=if(l/x)dx. Περίπου ίσος με 2.7182818285... Είναι άρρητος (δεν είναι δηλαδή της μορφής m/n για κάποιους ακεραίους m και η), και υπερβατικός (δεν μπορεί να εμφανιστεί σαν ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης). Ορίζεται επίσης και σαν το όριο της ακολουθίας (l+1/n)" όταν το n τείνει στο άπειρο. 2. Η εκκεντρότητα καμπύλης κωνικής τομής, δηλαδή κύκλου, έλλειψης, παραβολής ή υπερβολής, (βλέπε Eccentricity, Conic Section). Ε [Σύμβολο μέτρου ελαστικότητας] Μηχ. Το μέτρο ελαστικότητας ενός υλικού καθορίζει το πόσο άκαμπτο είναι αυτό, ορίζοντας την σχέση μεταξύ της επιβαλλόμενης δύναμης και της αναπτυσσόμενης παραμόρφωσης. Ε [Σύμβολο el Φυα. 1. Η ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου ή η μικρότερη φυσική μονάδα φορτίου (κατά απόλυτη τιμή) που απαντάται στην φύση, ίση με 1.6022 ΙΟ19Coulomb. 2. Σύμβολο δύο ατομικών σωματιδίων που φέρουν ηλεκτρικά φορτία ίσα με την ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου, του ηλεκτρονίου, και το ποζιτρονίου. (βλέπε και Electron, Positron). 3. Σύμβολ.ο εννοιών στον τομέα του ηλεκτρισμού: Ηλεκτρεγερτική Δύναμη (βλέπε Electromotive Force), Δύναμη Ηλεκτρικού Πεδίου, (βλεπε Electric Field Strength), Διάνυσμα Ηλεκτρικού Πεδίου, (βλέπε Electric Field Vector). 4. Ενέργεια (βλέπε Energy). 5. Γραμμή απορρόφησης στο ηλιακό φάσμα στα 526,9723 nm, οφειλόμενη σε απορρόφηση από ατμούς σιδήρου στην χρωμόσφαιρα του ήλιου. Ονομασμένη "Ε" από το Fraunhofer που πρώτος την κατέγραψε. Eaglc Mounting [Στήριγμα τύπου eagle] Φασμ. Αρχή στήριξης κοίλων φραγμάτων διάθλασης φασματοσκοπίων των οποίων η λειτουργία βασίζεται σε συνδυασμό των αρχών του κύκλου του Rolwand και της διάτάξης Littrow. Αποτελεί βελτίωση των φασματοσκοπίων με κοίλα φράγματα που λειτουργούν με βάση την αρχή στήριξης του Rowland ή την αρχή στήριξης Rungc-Paschcn. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι μικρότερος αστιγματισμός, μικρότερος απαιτούμενος χώρος και καλύτερος έλεγχος θερμοκρασίας. Το κύριο μειονέκτημα είναι ότι η διάταξη πρέπει να ρυθμίζεται κάθε φορά εκ νέου αν η προς εξέταση περιοχή του φάσματος αλλάξει. Eagle Nebulae [Νεφέλωμα αετού] Αστρ. Το αντικείμενο Μ16 στον αστερισμό του Όφεως, αποτελούμενο

από ένα γαλαξιακό σμήνος νεαρών θερμών αστέρων και από περιοχές διαγαλαξιακής σκόνης. Σε φωτογραφίες μεγάλων τηλεσκοπίων εμφανίζεται κόκκινο, λόγω των εκτεταμένων εκπομπών κόκκινου χρά>ματος της γραμμής Ηα του υδρογόνου. II απόστασή του είναι περίπου 2,500 parsecs. Κ AM [Ηλεκτρική μηχανή λογιστικής]. Ηλεκτρικά μηχανήματα ταξινόμησης και πινακοποίησης δεδομένων σε ποσότητες (batch). -> Electric Accounting Machine. ΕΑΝ [Ευρωπαϊκό ακαδημαϊκό δίκτυο] Υπολ. Δίκτυο υπολογιστών που χρησιμοποιείται από φοιτητές και καθηγητές ευρωπαϊκών πανεπιστημίων και ερευνητικούς οργανισμούς για γρήγορη διακίνηση πληροφοριών ανακοινώσεων, σεμιναρίων και εργασιών, Ε And Μ Lead Signaling | Κύρια σηματοδοσία τύπου Ε και Μ] Επικοιν. Στις συνδέσεις Ε And Μ (Ear And Mouth ή κατ' άλλους transMit- rEceive) που χρησιμοποιείται κυρίως στην τηλεφωνία συμβαίνει το φαινόμενο απόπειρας ταυτόχρονης επικοινωνίας (σύνδεσης των 2 άκρων με το ίδιο κέντρο) οπότε παρουσιαζόταν η ανάγκη για διπλή επιβεβαίωση, E a r MulT(s) [Καλύπτρα (-ες) αυτιού] Ακουστ. 1. Ζεύγος τεμαχίων από μαλακό υλικό, δέρμα, ύφασμα ή μαλλά, που τοποθετείται πάνα) από τα αυτιά για να τα προστατεύσει από το κρύο. 2. Μεμβράνη από μαλακό υλικό, λάστιχο ή δέρμα, που τοποθετείται πάνω σε συσκευές που έρχονται σε επαφή με το ανθρώπινο αυτί. έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται η ενόχληση από μία πιθανή συνεχή επαφή. 3. Προστατευτικό αυτιού (βλέπε Ear Protector). Ear Protector [Προστατευτικό αυτιού] Μηχ. Επαγγελματική μορφή ζεύγους ωτοασπίδων ή κυψελ,ών, που χρησιμοποιείται για την πλήρη αποκοπή πολύ δυνατών, μόνιμων και βλαβερών θορύβων, όπως θόρυβος από μηχανές αεριωθουμένων, μηχανών αγωνιστικών αυτοκινήτων, λεβητοστασίων ή μηχανών σε χυτήρια και μεταλλουργεία. Earing [Σπειροειδή αυτιά] Μπολ. Ελικοειδή σχήματα που δημιουργούνται πάνω σε μέταλλα λόγα) ανομοιόμορφών τάσεων όταν αυτές εφαρμόζονται πάνω στις επιφάνειές τους. Μία μεταλλακή ράβδος η οποία θραύεται μετά από στρέψη, θα εμφανίσει τέτοια σπειροειδή σχήματα στα σημεία θραύσης της. Earliest Finish Time [Ενωρίτερος δυνατός χρόνος περάτωσης] Βιομ.Μηχ. Στο χρονοδιάγραμμα κατασκευής ενός τεχνικού έργου, με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η συντομότερη δυνατή χρονική στιγμή όπου μπορεί να ολοκληρωθεί μία συγκεκριμένη εργασία. Για το σύνο-

Earliest Start Time

-482 -

λο του τεχνικού έργου, αυτύ ισοδυναμεί με την ενωρίτερη δυνατή χρονική στιγμή έναρξη; της τελευταίας εργασίας του χρονοδιαγράμματος. Earliest Start Time [Ενωρίτερος δυνατός χρόνος έναρξης] Βιομ.Μηχ. Στην αλληλουχία των εργασιών για την κατασκευή ενός τεχνικού έργου, ως ενωρίτερος δυνατός χρόνος έναρξης μίας συγκεκριμένης εργασίας ορίζεται η συντομότερη χρονική στιγμή κατά την οποία μπορεί αυτή να ξεκινήσει. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την ολοκλήρωση όλων των προηγουμένων απαραίτητων εργασιών που προηγούνται αυτής. Early Binding [Πρόωρη δέσμευση] Επιστ. Υπολογ. Η ανάθεση τιμών στις μεταβλητές ενός προγράμματος πριν την εκτέλεσή του. Το ακόλουθο τμήμα προγράμματος (σε γλώσσα C), είναι παράδειγμα πρόωρης δέσμευσης: ...short k;...k=0; /* πρόωρη ανάθεση τιμής 0 στο k */...Σε αντίθεση, το ακόλουθο τμήμα δεν αποτελεί παράδειγμα πρόωρης δέσμευσης, αφού η τιμή του k προσδιορίζεται κατά την εκτέλεσή του: ...shorl k: ... scanf("%d'\&k);... Early Finish Date [Ενωρίτερη δυνατή ημερομηνία περάτωσης]. Earliest Finish Time Early Start Date [Ενωρίτερη δυνατή ημερομηνία έναρξης]. Earliest Start Time Early Type Spiral [Πρόωρος σπειροειδής] Αστρ. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός ορισμένων γαλαξιών, που βρίσκονται κοντά στην κατηγορία SO βασισμένος κυρίως στο σύστημα κατάταξης του Hubble. Το "πρόωρος" αφορά μόνο την κατάταξη τους κατά Hubble και όχι απαραίτητα τη διαχρονική ή εξελικτική τους ηλικία. Early Type Star [Νεαρός αστέρας] Λστροφυσ. Καταχρηστικός χρονικός χαρακτηρισμός αστέρων των οποίων η επιφανειακή θερμοκρασία ξεπερνάει τους 15000°Κ και βρίσκονται χρονικά κοντά στο σημείο έναρξης εσωτερικοί πυρηνικών συντήξεων που είναι απαραίτητες για την λειτουργία και ισορροπία τους. Τέτοιοι αστέρες είναι συνήθως τύπου Ο ή Β και τα φάσματα τους έχουν πολύ λίγες γραμμές απορρόφησης και συχνά γραμμές εκπομπής. Το "νεαρός" αςοορά μόνο την νεότητα τους ως προς την έναρξη των απαραίτητων εσωτερικών διαδικασιών που προκαλούν ακτινοβολία και όχι απαραίτητα τη συνολική'·) τους ηλικία. Early Universe [Νεαρό σύμπαν] Αστροφνσ. Ο τομέας της αστροφυσικής, που ασχολείται με την μελέτη της κατάστασης του σύμπαντος, κατά τα πρώτα στάδιά του μετά το big bang. Μελετάει την περίοδο που αφορά το πρωτόγονο σύμπαν όταν αυτό είχε θερμοκρασίες μεγαλύτερες ή ίσες από 5 10 y ° Kelvin. Αυτή η χρονική περίοδος ορίζεται περίπου από ΙΟ"6 sec μετά το big bang, ως και 10 3 -10 4 see μετά το big bang. Είναι η περίοδος δημιουργίας hadron-lcpton, και ένας διαχωριστικός παράγων μεταξύ αυτής της περιόδου και της επόμενης είναι η αρχή δημιουργίας ελαφρών πυρήνων, όπως του στοιχείου ηλίου. Early Warning/Control And Reporting Post [Σταθμός ελέγχου και αναφοράς έγκαιρης προειδοποίησης] Γεν. Διάταξη στην οποία συλλέγονται και ελέγχονται δεδομένα τα οποία προέρχονται από ραντάρ επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης. Early Warning Radar [Ραδιοεντοπιστής ε γ κ α Φ ο υ πμχειδοποιήσεως] Ραντάρ. Είναι μία ηλεκτρονική συσκευή η οποία εκπέμποντας ηλεκτρομαγνητικά κύματα και λαμβάνοντάς τα πάλι πίσω, εντοπίζει όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα την ακριβή θέση και την ταχύτητα ο-

ποιουδήποτε αεροσκάφους κινείται σε μία δεδομένη περιοχή. Τέτοιες μονάδες, που καλούνται κοινώς και ραντάρ, είναι εγκατεστημένες στα όρια μίας αμυντικής γραμμής. EARN [Ευρωπαϊκό Ακαδημαϊκό Δίκτυο Έρευνας] Επιστ. Υπολ. Σύντμηση του European Academic Research Network. Σχετικά παλιό ευρωπαϊκό δίκτυο βασισμένο στο δίκτυο Β1ΤΝΕΤ που ιδρύθηκε το 1981 από τους ερευνητές Ira Fuchs και Greydon Freeman βασισμένο στο πρωτόκολλο X J E (Neiwork Job Entry) και που είχε χρηματοδοτηθεί κυρίιος από την εταιρία International Business Machines. Earnshaw's Theorem [Θεώρημα του Earnshaw] H'/S.K. Σύμφωνα με αυτύ το θεώρημα, ένα ηλεκτρικό φορτίο δεν μπορεί να παραμείνει σε ευσταθή ισορροπία κάτω από την επίδραση αποκλειστικά και μόνο ηλεκτροστατικών δυνάμεων. E A R O M [Ηλεκτρικά μεταβαλλόμενη μνήμη ανάγνωσης]. Μνήμη τύπου ROM (Read Only Memory) της οποίας τα περιεχόμενα μπορεί να μεταβληθούν μόνο με την διοχέτευση κατάλληλου ηλεκτρικού σήματος. Electrically Alterable Read Only Memory. Earphone [Ακουστικό] Μηχ. Ακουστ. Σχετικά μικρή συσκευή αναπαραγωγής ήχου (σε αντίθεση με μεγαλύτερες συσκευές που ονομάζονται ηχεία) που συνήθως αποτελείται από έναν πεταλοειδή μόνιμο μαγνήτη, του οποίου τα σκέλη περιβάλλονται από δύο πηνία και μία λεπτή πλάκα από μαλακό σίδηρο, η οποία μπορεί να έλκεται από την μαγνητική έλ^ξη του μαγνήτη και των πηνίων. Παραλλαγές του βασικού τύπου λειτουργίας, μονές ή σε ζεύγη, χρησιμοποιούνται σε τηλέφωνα, σε συσκευές που αναπαράγουν ήχο από Compact Disks και LPs, σε ραδιόφωνα, σε υπολογιστές και σε συσκευές ενίσχυσης ήχων για κωφάλαλο άτομα. Earplug [Ωτοασπίδα] Μηχ. Οποιαδήποτε μαλακή και εύπλαστη ουσία μπορεί να εισαχθεί στο αυτί και να δράσει σαν προστατευτικό ενάντια σε ισχυρούς θορύβους ή νερό. Χρησιμοποιείται από άτομα που εργάζονται κοντά σε αεροδρόμια ή μηχανοστάσια, από καταδύτες ή κολυμβητές, ή από άτομα που επιθυμούν απόλυτη ησυχία. Earth 1 [Γη] Αστρον. Ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού συστήματος, μεταξύ Αφροδίτης και Αρη σε μέση απόσταση περίπου 149 600 000 χιλιομέτρων, με μάζα περίπου 5.97 1024 kg, διάμετρο περίπου 12756 km και μέση πυκνότητα 5.5 σε σχέση με το νερό. Χωρίζεται σε τρία τμήματα, την ατμόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και την λιθόσφαιρα. Η λ.ιθόσφαιρα αποτελείται από τον φλοιό (30-40 km), τον μανδύα (2900-3000 km) και τον πυρήνα, (βλέπε Earth's Atmosphere) Earth" [Γείωση]. Η διοχέτευση τυχόντων ρευμάτων διαρροής προς τη γη για /wόγoυς ασφάλειας. Ground. Earth 3 [Γη] Γεωλ. 1. Η λιθόσφαιρα, δηλαδή ότι ανήκει στον φλοιό, μανδύα και πυρήνα της γης. 2. Απλό χώμα, τυχαία γήινη μάζα εδάφους. Earth Capacitance [Χ(ορητικότητα της γης]. Φνσ. Η χωρητικότητα C ενός ιδανικού σφαιρικού πυκνωτή με οπλισμούς δύο ομόκεντρες σφαίρες με διηλεκτρικό το απόλυτο κενό μεταξύ τους υπολογίζεται (σε Farad) βάσει του τύπου: 4πεο/(1/3-1/Τ)), όπου ε„ είναι η διηλεκτρική σταθερά του κενού (εο=8.8610"': Cb/(Vm)), a η ακτίνα του εσωτερικού οπλασμού και b η ακτίνα του εξωτερικού οπλισμού. Αν η γη θεωρηθεί σαν κατά προσέγγιση σφαιρικός πυκνωτής με a=R (ακτίνα της

-483 γης) και η χωρητικότης της θα είναι CR=47Ci:0R. (βλέπε Dielectric Constant). Earth Coil [Επαγωγικό πηνίο μέτρησης μαγνητικού πεδίου της γης]. Ηλεκ. Μηχ. Ηλεκτρομηχανικό όργανο που λειτουργεί βάσει της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατασκευασμένο για να μετράει την ένταση (και επιλεκτικά την διεύθυνση) του μαγνητικού πεδίου της γης. ΑνάλνΟγα με την κατασκευή και την εφαρμογή, το όργανο τότε είναι γνωστό ως επαγωγέας βύθισης, ή επαγωγέας έγκλισης, ή πλάγιο μετρικός επαγωγέας, γυροσκοπικό γωνιόμετρο έγκλισης ή επαγωγική πυξίδα έγκλισης. Earth Connection [Επαφή (-ές) γείωσης]. Η/τ.κ. Ηλεκτρικά σημεία επαφής σε μία σύνδεση γείωσης. —^Ground. Earth Continuity Conductor [Μόνιμος αγωγός γείωσης]. Ηλεκ. Μηχ. Βοηθητικός αγωγός σε δίκτυα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος σχετικά ψηλής έντασης που συνυπάρχει στους ρευματοδότες και ρευματολήπτες σαν ένα επιπλέον ηλεκτρόδιο και συνδέεται συνήθως με την κύρια μάζα του πλαισίου των συσκευών που τροφοδοτούνται. Τυχόν διαρροές ρεύματος από βραχυκύκλωμα μεταξύ της φάσης και του πλ.αισίου της συσκευής που τροφοδοτείται διοχετεύονται μέσω αυτού στη γη. Earth Core [Πυρήνας της γης]. Το τμήμα της υδρογείου σφαίρας που βρίσκεται σε βάθος μεγαλ.ύτερο των 3000 χιλιομέτρων. —>Core. Earth Crust [Φλοιός της γης]. Το τμήμα της υδρογείου σφαίρας που βρίσκεται σε βάθος έως και 30 km. —>Crust. Earth Current 1 [Ρεύμα γείωσης] Ηλεκ. Ρεύμα από διαρροή, συνήθως λόγω εσφαλμένης συνδεσμολογίας, ή λόγω διάβρωσης ηλεκτρικών αγωγών ή καλωδίων που έχουν έλθει σε επαφή με το έδαφος. Τέτοια ρεύματα συνήθως γίνονται αντιληπτά όταν ένας μετρητής ο οποίος έχει συνδεθεί απ' ευθείας με τη γη δηλώνει την ύπαρξη δυναμικού μεγαλύτερου του 0. Earth Current 2 [Γήινο ρεύμα] Γεωφυσ. Η γη κατέχει εκτεταμένο μαγνητικό πεδίο που συχνά προκαλεί εσωτερικά ρεύματα εξ' επαγωγής. Ηλιακές καταιγίδες ιονισμένων σα)ματιδίων, που προκαλούνται από ηλιακούς πυρσούς ή εκρήξεις κοντά σε ηλ.ιακές κηλίδες, προκαλούν επιπρύσθετα γήινα ρεύματα. Συχνά τα ρεύματα αυτά προκαλούν παράσιτα εξ1 επαγωγής στις ηλεκτρονικές ή ηλεκτρικές συσκευές λήψης σημάτων υποβρυχίων και μπορεί να διαβρώσουν καλούδια και επαφές καλωδίων που είναι κατασκευασμένες από υλικά που τήκονται εύκολα, ύπως το καλάι ή ο μόλυβδος. Earth Current Storm [Καταιγίδα ρευμάτων εδάφους] Γεωφ. Απότομη αύξηση ή μείωση της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου της γης στο φλοιό της. Οι παράγοντες που ευνοούν τις μεταβολές αυτές δεν έχουν εξηγηθεί πλήρως, αλλά παράγοντες όπως έντονη ηλιακή δραστηριότητα και εσωτερική τεκτονική δραστηριότητα είναι πιθανόν να συνεισφέρουν στην δημιουργία τους. (βλέπε Earth Current 2 ). Earth Dam [Χωμάτινο φράγμα] Πολ. Μηχ. Φράγμα ομοιογενές ή με ζώνες που εκτείνονται σε όλο το ύψος του φράγματος, κατάλληλο για θεμελίωση σε προσχώσεις σε πάσης φύσεα)ς εδάφη και σε βράχο κακής ποιότητας. Διαθέτει έναν πυρήνα (αδιαπέρατη ζώνη) και τα σώματα που είναι διαπερατά. Ο πυρήνας μπορεί να αποτελείται από σκυρόδεμα, ασφαλ.τοσκυρόδεμα ή άργιλο, και πολλές φορές θεμελιώνεται βαθύτερα από το

E a r t h Leakage Protection

υπόλοιπο τμήμα έτσι ώστε να εμποδίζεται η είσοδος νερού κάτω από τον πυρήνα, που θα μπορούσε να προκαλέσει την διάβρωσή του. Earth Detector [Ανιχνευτής βραχυκυκλώματος γείωσης]. Ηλεκ. Συσκευή ή κύκλο) μ α που ανιχνεύει τυχόντα ρεύματα διαρροής -> Earth Leakage Protection. Earth Electrode [Ηλεκτρόδιο γείωσης]. Ηλεκ. Το ηλεκτρόδιο ενός αγωγού σε κύκλωμα, που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά ρευμάτων διαρροής στο έδαφος. —>Ground Electrode. Earth Fault [Βραχυκύκλωμα γείωσης] Πλεκ. Μηχ. Η εσφαλ.μένη επαφή ενός αγωγού με δυναμικό μεγαλύτερο του μηδενός με έναν προσγειο)μένο αγωγό δυναμικού μηδέν, χωρίς να μεσολ,αβεί αντίσταση. Αποτέλεσμα μίας τέτοιας επαφής είναι η δημιουργία πολύ ισχυρών ρευμάτων που μπορεί να καταστρέψουν τους αγωγούς που διαρρέονται από αυτά ή να προκαλέσουν πυρκαγιές. Για την αποφυγή τέτοιων καταστάσεων τα κυκλώματα συνήθως προστατεύονται με ηλεκτρικές ασφάλειες, (βλέπε Earth Leakage Protection). Earth Figure [Σχήμα της γης] Γεωδ. Το σχήμα της Γης, θεωρούμενο από ένα εξωτερικό σύστημα αναφοράς ή όπως έχει καταγραφεί από δορυφορικές φωτογραφίες. Earth Hummock [Γήινος λοφίσκος] Γεωλ. Τοπική επιφανειακή παραμόρφωση του εδάφους, που δημιουργείται από την πίεση υπόγειων υδάτων. Συχνή σε περιοχές που έχουν φυσικά υπόγεια υδάτινα ρεύματα. Earth Impedance [Αντίσταση της γης] Φυα. 1. Η συνολική αντίσταση που μεσολαβεί μεταξύ ενός ηλεκτρονικού κυκλ,ώματος αναμετάδοσης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και της γης. 2. Μέγεθος σχετικό με την μεταβολή της αγωγιμότητας φυσικών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε μάζες στερεού τμήματος στα ανώτερα στρώματα του γήινου φλοιού, συχνά χρησιμοποιούμενο από ερευνητές που επεξεργάζονται την σύσταση του φλοιού της γης ή που ερευνούν την ύπαρξη συγκεκριμένων ορυκτών και μετάλλων. Earth Inductor [Επαγωγικό πηνίο μέτρησης μαγνητικού πεδίου της γης]. Όργανο μέτρησης της έντασης του μαγνητικού πεδίου της γης. ->Earth Coil. Earth Inductor Compass [Επαγωγική πυξίδα έγκλισης]. Πυξίδα που μετράει την γωνία έγκλισης του μαγνητικού πεδίου της γης. -»Earth Inductor. Earth Interior [Εσαντερικό της γης] Γεωλ. Το τμήμα της γης που βρίσκεται σε βάθος μεγαλύτερο των 30-40 χιλιομέτρων, δηλαδή κάτω από τον φλοιό. Αλλιώς, ο μανδύας και ο πυρήνας της υδρογείου σφαίρας. Earth Layer Propagation [Διάδοση σε γήινα στρώματα] Γεωφυσ. Γενικός χαρακτηρισμός της μετάδοσης ηλεκτρομαγνητικών (ή μη) κυμάτων διαμέσου ομόκεντρων σφαιρικών φλοιών της γης που ανήκουν είτε στην ατμόσφαιρα ή στο εσωτερικό της. Τα ατμοσφαιρικά στρώματα D, Ε και F της ιονόσφαιρας ανακλούν επιλεκτικά ορισμένες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες οι οποίες μεταδίδονται κατ' αυτόν τον τρόπο, (β/έπε Earth's Atmosphere). Earth Leakage Protection [Κύκλωμα προστασίας για βραχυκυκλώματα] Ηλεκ. Μηχ. Ειδικό ηλεκτρονικό κύκλωμα που παρεμβάλλεται σε ένα διπολικό ή τριπολικό ηλεκτρικό σύστημα τροφοδοσίας, σκοπός του οποίου είναι η ανίχνευση τυχόντων ισχυρών ρευμάτων μεταξύ ενός ουδέτερου ή γειωμένου αγωγού και της φάσης και η άμεση διακοπή της γραμμής τροφοδοσίας

Earth Mound

-484-

έτσι ώστε να αποφευχθούν ατυχήματα σε περίπτωση βραχυκυκλώματος. Λειτουργεί συγκρίνοντας τις εντάσεις ρεύματος που διαρρέουν όλους τους διαθέσιμους αγωγούς ή μετρώντας την ύπαρξη μικρών εντάσεων (έως και 10mA) στους αγωγούς γείωσης. Earth Mound [Γήινος λοφίσκος]. Τοπική επιφανειακή παραμόρφωση του εδάφους λόγω υπογείων υδάτινων ρευμάτων. —>Earth Hummock. Earth Movements [Κινήσεις της γης] Γεωφνσ. Οποιεσδήποτε κινήσεις εκτελεί η γη σε σχέση με ένα δεδομένο σύστημα αναφοράς. Με σύστημα αναφοράς τον ήλιο, η περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο. Με σύστημα αναςοοράς τον άξονα της γης, η ημερήσια περιστροφή της γύρω από τον άξονα αυτόν και οι μεταπτωτικές κινήσεις και αλλαγές γωνίας των πόλων της. Με σύστημα αναφοράς την γη, κινήσεις του φλοιού και των διηπειρωτικών πλακών. Earth Mover [Εκσκαφέας] Μηχ. Γενικός χαρακτηρισμός κινητού μηχανήματος που σκάβει, μετακινεί χώμα ή εκτελεί διαφορετικές λειτουργίες με προσαρμογή κατάλληλων εξαρτημάτων. Σκαπτικά: α) Με μετωπικό κάδο φόρτωσης, Shovel, Hochloffel. β) Με ανεστραμμένο κάδο, τσάπα, Backhoe, Tiefloffcl. γ) Με συρόμενο κάδο, Dragline, Schiirfkubelbaggcr. δ) Με αρπάγη, αχιβάδα, Clamshell, Greiferbagger. ε) Πασσαλοεμπήκτης, Pile-driving excavator, Rammc. Φορτηγά: α) Με οπίσθια ανατροπή. (3 έως 70 nrv). β) Με εμπρόσθια ανατροπή. (0.5 έως 5 m3). γ) Απόρριψης υλικού από τον πυθμένα, (έως 35 m3). δ) Πολύπλευρης ανατροπής, (έως 8 m3). ε) Με αφαιρετό κιβώτιο. Earth Observation [Παρατήρηση της γης] Διαστημ. Οι διαδικασίες που σχετίζονται με παρατηρήσεις και μετρήσεις σχετικές με την γη από το διάστημα. Χρησιμοποιούνται δορυφόροι οι οποίοι βρίσκονται σε μόνιμες τροχιές γύρω από την γη και είναι εφοδιασμένοι με συστήματα παρατήρησης σε διάφορα μήκη κύματος. Οπτικοί δορυφόροι συνήθως χρησιμοποιούνται από τον στρατό για τον εντοπισμό εχθρικών σημείων. Δορυφόροι που χρησιμοποιούν άλλα μήκη κύματος όπως υπέρυθρο ή υπεριώδες χρησιμοποιούνται από ερευνητές που μελετούν την ατμόσφαιρα ή την σύσταση του γήινου φλ.οιού. Earth Orbit [Γήινη τροχιά] Αστρον. II καμπύλη που διαγράφεται στο χώρο από την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο κατά την διάρκεια ενός έτους. Για μία περιφορά, η καμπύλη αυτή είναι έλλειψη εκκεντρότητας 0.01675, αλλά μετά από πολλά έτη μοιάζει με εκτεταμένο σπειροειδές εκ περιστροφής του οποίου οι εσώτερες καμπύλες είναι ελλείψεις, αλλά η γωνία του μεγάλ.ου και μικρού ημιάξονα των "ελλείψεων" αυτών αλλάζει συνεχώς σε σχέση με τον ήλιο. II μέση απόσταση της γης από τον ήλιο κατά τις περιφορές αυτές είναι 1.496 χ 108 km. Earth Pillar [Γήινη κολ,ώνα] Γεωλ. Κίονας, που έχει προστατευτεί από την κατακόρυφη διάβρωση κυρίως λόγω μίας προστατευτικής πλάκας από πέτρα στην κορυφή του. Συνήθως αποτελείται από λεπτές και φαρδιές πέτρες που έχουν σκυροδεθεί φυσικά μέσα σε λεπτότερο χώμα και που προστατεύουν την κύρια μάζα του κίονα από διαδοχικές παραπλευρικές καθιζήσεις. Σύνηθες φαινόμενο σε περιοχές με έντονη βροχόπτωση. Earth Plate [Πλάκα γείωσης] Ηλεκ. Μηχ. Η άκρη του ηλεκτροδίου γείωσης συχνά πρέπει να έχει μεγάλη επιφάνεια και μάζα για να μειώνεται η αντίσταση μεταξύ

του αγωγού γείωσης και του τμήματος της γης με το οποίο το ηλεκτρόδιο έρχεται σε επαφή. Για το λόγο αυτό, ο ασφαλέστερος τρόπος γείωσης είναι σύνδεση του αγωγού γείωσης με μία μεταλλική πλάκα θαμμένη κάτω από την επιφάνεια της γης. Τέτοιες πλάκες χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα όταν οι εντάσεις του ρεύματος είναι μεγάλες, π.χ., σε γειώσεις αλεξικέραυνων. Earth Potential [Δυναμικό της γης] Φυσ. Παρ' όλο που η γη έχει έντονο ηλεκτροστατικό πεδίο η ένταση του οποίου μεταβάλλεται κατά τόπους δυναμικά λόγω της συνεχούς φόρτισης και αποφόρτισης που επιφέρουν τα διάφορα μετεωρολογικά φαινόμενα, όπως κεραυνοί κλπ., το ηλεκτρικό δυναμικό στην επκράνειά της ορίζεται ως μηδέν Volts και λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς στις περισσότερες μετρήσεις διαφοράς δυναμικού, όπως μεταξύ ενός αγωγού φάσης και ενός ουδέτερου. Earth Pressure [Πιέσεις εδάφους] Πολ. Μηχ. Η τάσεις-δυνάμεις-πιέσεις που εξασκούνται μεταξύ μίας ανθρώπινης κατασκευής, όπως μίας πεδλοδοκού, μίας θεμελίωσης, ενός τοιχώματος, μίας δεξαμενής, κλπ και της γήινης μάζας με την οποία αυτή έρχεται σε επαφή. Earth Radiation [Ακτινοβολία της γης] Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολ.ία που έχει σαν πηγή της άμεσα ή έμμεσα τη γη. Earth Rate Correction [Διόρθωση ταχύτητας γυροσκοπίου] Ναυσ. Οποιοσδήποτε γυροσκοπικός μηχανισμός ή στρόβος περιστρέφεται πάνω στη γη, τείνει να καταστήσει τον άξονά του παράλληλο προς τον άξονα περιστροφής της γης και υπόκειται σε μεταπτωτική κίνηση. Κατά συνέπεια όταν χρησιμοποιείται γυροσκοπικός μηχανισμός σε εφαρμογές πλοήγησης ή αεροναυτικής όπου το όχημα περιστρέφεται μαζί με την γη, η γωνιακή ταχύτητα περιστροφής τέτοιων οργάνων πρέπει να διορθώνονται περιοδικά για να αποφεύγονται εσφαλμένες ενδείξεις. Earth Reactor [Καταναλωτής γείωσης] Ηλεκ. Μηχ. I. Γενικός όρος για καταναλωτή ισχύος (ή απλά αντίστασης) που παρεμβάλλεται μεταξύ του ουδέτερου αγωγού και της γης σε ένα διπολικό σύστημα τροφοδοσίας ή μεταξύ του αγωγού γείωσης και της γης σε ένα τριπολικύ κύκλ^ωμα ασφαλείας, έτσι ώστε να αποφευχθεί η ανάπτυξη ισχυρών ρευμάτων σε περίπτωση βραχυκυκλώματος ενός από τους παραπάνω αγωγούς με έναν αγωγό φάσης. 2. Αυτομετασχηματιστής στον οποίο υπάρχει αγωγός ενδιάμεσης λήψης του οποίου το δυναμικό είναι μηδέν. Ο αγωγός αυτός είτε εκτελεί χρέη γείωσης ή έχει δυναμικό μηδέν λόγω κάποιας συγκεκριμένης απαιτούμενης συνδεσμολογίας. Earth Resistance [Αντίσταση της γης] Ηλεκ. Μηχ. Η φυσική αντίσταση (σε Ohm) που αντιπαραθέτει τυχαία γήινη μάζα σε ηλεκτρικά ρεύματα που διοχετεύονται μέσα της, π.χ., μεταξύ δύο αγωγών που έχουν γειωθεί σε διαφορετικά σημεία και που μπορεί να μετρηθεί όταν στους αγωγούς εφαρμόζεται μία μη-μηδενική διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού, (βλέπε Earth Impedance). Earth Resources Technology Satellite (Δορυφόρος (-οι) τεχνολογίας φυσικών πύρων] Αερον. Μηχ. Γενικός χαρακτηρισμός δορυφόρων σε τροχιές γύρω από την γη που χρησιμοποιούνται για έρευνα και καταγραφή περιοχών φυσικών πόρων στη γη. Περλαμβάνει δορυφόρους που χαρτογραφούν στοιχεία υδάτινων και θαλάσσιων πόρων, περιοχές με μεγάλη ατμοσφαιρική μόλυνση, και πετρελαιογενή εδάφη.

- 485 [Περιστροφή της γης]

σημερινό,

στην

στρατόσφαιρα

στροφή της υ δ ρ ο γ ε ί ο υ σφαίρας που οφείλεται στη γ ω -

φτάνει

ύψος

έως

νιακή της ταχύτητα. Η γ η εκτελεί κατά π ρ ο σ έ γ γ ι σ η μία

(Mesosphere)

πλήρη περιστροφή σ ε μία ημέρα.

στην

Earth Rotation

Earth Satellite

1

[Δορυφόρος της γης]

περι-

Earthed System

Αστρον. Η

Πλανή-

Αστρον.

σε

και

50

που

(Stratosphere)

km,

στην

μεσόσφαιρα

π ο υ φτάνει σ ε ύ ψ ο ς έ ω ς και 7 0 k m και

ιονόσφαιρα

που

(Ionosphere)

φτάνει

έως και 3 0 0 - 1 0 0 0 km. Τ α πλέον ε ξ ώ τ ε ρ α

σε

ύψος

στρώματα

της, φυσικός δ ο ρ υ φ ό ρ ο ς της γης. Η σ ε λ ή ν η είναι ο μό-

ά ν ω των 4 0 0 χιλιομέτρων καλούνται και εξώσφαιρα. Η

νος φυσικός δορυφόρος της γης.

σύσταση

Earth

Satellite

2

[Δορυφόρος

της

γης]

Ar.po. Μηχ.

Τ ε χ ν η τ ό σ ώ μ α ή α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο π ο υ έχει τεθεί σ ε τροχιά γ ύ ρ ω από τη Γ η για επιστημονικούς, στρατιωτικούς ή ερευνητικούς λόγους. Ο χαρακτηρισμός

χρησιμοποιεί-

της

ατμόσφαιρας

είναι:

Αζαπο

78%,

Ο ξ υ γ ό ν ο 2 0 % , Α ρ γ ό 1 % , λοιπά αέρια (Πλ.ιο, Κ ρ υ π τ ό , Ξένο, Διοξείδιο του Ανθρακα)

Earth's Atmosphere

2

1%.

[Ατμόσφαιρα της Γης]

Μετεωρ.

Η αέρινη μ ά ζ α π ο υ περικλείει την Γ η και η οποία σ τ ο

ται ε π ί σ η ς και για τα ε κ α τ ο ν τ ά δ ε ς υ π ο π ρ ο ϊ ό ν τ α και α-

επίπεδο της θ ά λ ο σ σ α ς αποτελείται β α σ ι κ ά α π ό

πομεινάρια παλαιότερων διαστημικών αποστολών

που

( 7 8 , 0 8 % ) και ο ξ υ γ ό ν ο (20,95%). Τ ο κατώτερο σ τ ρ ώ μ α

έχουν εγκαταλειφθεί και π ο υ βρίσκονται σε τροχιά γύ-

της α τ μ ό σ φ α ι ρ α ς , ό π ο υ λ α μ β ά ν ο υ ν χ ώ ρ α και τα π ε ρ ι σ -

ρω από την γη.

σότερα καιρικά φαινόμενα, ονομάζεται

Earth

[Γεωλογικές

Sciences

Επιστήμες]

Γεωλ.

άζαπο

τροπόσφαιρα.

Το αμέσως επόμενο στρώμα, η στρατόσφαιρα,

χαρα-

Εξειδικευμένοι επιστημονικοί τομείς που ασχολούνται

κτηρίζεται από περίπου σταθερή θερμοκρασία, ανέρχε-

με μελέτες π ο υ σχετίζονται με κάποιο από τα χαρακτη-

ται έ ω ς τα 5 0 k m και π ε ρ ι λ α μ β ά ν ε ι το σ τ ρ ώ μ α τ ο υ ό ζ ο -

ριστικά της γης. Τέτοιοι τομείς σ υ χ ν ά έχουν

ιδιαίτερη

ντος το οποίο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σ τ η ν απορ-

ονομασία, όπως ωκεανογραφία

ρόφηση της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας. Η γήι-

φυσική

(Oceanography), γ ε ω (Geophysics), γ ε ω μ η χ α ν ι κ ή (Geomechanics)

νη ατμόσφαιρα

περώαμβάνει

π ο υ εκτείνεται έως και

κλπ.

Earth Shadow 1

[Σκιά της Γης]

Αστρον. Η

σκιά της υ-

δ ρ ο γ ε ί ο υ σ φ α ί ρ α ς σ τ ο δ ι ά σ τ η μ α που δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί τ α ι λόγ ω του φυσικού φ ω τ ι σ μ ο ύ της από τον ήλιο. Ό τ α ν τροχιά της σελήνης συμπέσει με αυτή τη σκιά

η

παρου-

σιάζεται έκλειψη σελήνης.

Earth Shadow"

[Σκιά της Γης]

Μετεωρ.

Προβολές της

σκιάς βουνών ή λόφων σε άλλα βουνά ή μέσα σε ομίχ λ η ό τ α ν οι α κ τ ί ν ε ς τ ο υ ή λ ι ο υ είναι σ χ ε τ ι κ ά

παράλλη-

λες με το έδαφος. Είναι μία

Επικοιν.

ιονόσφαιρα

1 0 0 0 k m και η οποία έχει

ως

κύριο χαρακτηριστικό την ύπαρξη ιονισμένων

αερίων

τα οποία α ν τ α ν α κ λ ο ύ ν τ η ν η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή

ακτινο-

βολία και επιτρέπουν την μετάδοση ραδιοφωνικών σημ ά τ ω ν γ ύ ρ ω από τη Γ η . Τ ο ε ξ ώ τ α τ ο σ τ ρ ώ μ α της ατμόσφαιρας, από τα 4 0 0 k m και π ά ν ω , ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και ε ξ ώ σφαιρα.

E a r t h ' s Magnetic Field [ Μ α γ ν η τ ι κ ό π ε δ ί ο τ η ς γ η ς ] Τ ο μαγνητικό πεδίο που περιβάλλει την υδρόγειο σφαίρα.

Earthed

[Δορυφορική κεραία]

Earth Station

επίσης την

[Γειωμένο

Circuit

κύκλ,ωμα].

Ηλεκ.

Κύκλ.ωμα το οποίο περιέχει αγωγούς μικρής

Μηχ.

αντίστα-

σ υ σ κ ε υ ή , π ο υ σ τ η ρ ί ζ ε τ α ι επί τ ο υ ε δ ά φ ο υ ς με τη βοή-

σης π ο υ διοχετεύουν ρεύμα σ τ η γη, είτε σαν μέρος της

θεια κατάλληλης βάσης. Έ χ ε ι τη δυνατότητα να κινεί-

λειτουργίας

ται ή ε ί ν α ι σ τ α θ ε ρ ή , κ α ι έ χ ο ν τ α ς γ ε ω μ ε τ ρ ι κ ό παραβολοειδούς

δίσκου,

στοχεύει

τους

σχήμα

επικοινωνια-

κούς δορυφόρους που είναι σε τροχιά γύρω από

την

του

ή

για

λόγους

ασφαλείας,

Earthed System). Earthed Concentric Wiring System στημα

ομόκεντρης

καλωδίωσης].

(βλέπε

[Γειωμένο σύ-

Η/χκ.

Το

Μηχ.

α-

Γη, με σ κ ο π ό την λ ή ψ η και μετάδοση ηλεκτρικών ση-

πλούστερο σύστημα τροφοδοσίας ηλεκτρικού

μάτα>ν γ ι α τ η ν α ν τ α λ λ α γ ή π λ η ρ ο φ ο ρ ι ώ ν κ α ι ρ α δ ι ο τ η λ ε -

τος,

οπτικών ε κ π ο μ π ώ ν μ ε τ α ξ ύ π ο λ ύ α π ο μ α κ ρ υ σ μ έ ν ω ν πε-

" ο υ δ έ τ ε ρ ο υ " . Α ν και είναι ο σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ ο ς τρόπος δια-

ριοχών.

νομής ρεύματος όταν απαιτούνται μικρές εντάσεις ρεύ[ Α κ ρ ο δ έ κ τ η ς γ ε ί ω σ η ς ] ΙΓ/ΧΚ.

Earth Terminal φυσικός

ακροδέκτης

σύνδεση

με

λειας.

έναν

σε

αγωγό

(βλέπε

Earth Earthed Neutral). Earth T h e r m o m e t e r Ειδικά

μία

συσκευή

[Θερμόμετρο

κατασκευασμένο

θερμόμετρο

Ο

επιτρέπει

ένα

καλ,ώδιο

ματος, σταδιακά αλλά

πιο

"φάσης"

αντικαθίσταται

ασφαλή

"τριπολικά"

και

ένα

από πιο

καλώδιο

πολ.ύπλοκα

κυκλ.οψατα.

(βλέπε

Earth Continuity Conductor). Earthed Pole, Earthed Electrode System [ Σ ύ σ τ η μ α η λ ε κ τ ρ ο δ ί ω ν γ ε ί ω σ η ς ] . Ηλεκ. Μηχ. Ο π ο ι ο δ ή π ο τ ε ε ξ ά ρ τ η μ α σ ε μ ί α γης] Μετεωρ. σ υ σ κ ε υ ή ε ί ν α ι ά μ ε σ α ή έ μ μ ε σ α σ υ ν δ ε δ ε μ έ ν ο μ ε τ η ν γ η

γείωσης για

Electrode,

που

Μηχ.

με

ρεύμα-

λόγους

ασφά-

υδραργύρου

με.

θάλαμο ομογενούς έμμεσης θέρμανσης το οποίο βυθί-

μ έ σ ω αγωγο')ν μ ι κ ρ ή ς α ν τ ί σ τ α σ η ς .

Earthed Neutral

[Γειωμένος ουδέτερος].

Ηλεκ. Μηχ.

ζεται κ ά τ ω από τ η ν επιφάνεια της γης και μετράει την

Θεωρητικά

θερμοκρασία του εδάφους.

τροφοδοσίας ηλεκτρικού ρεύματος ή κ ύ κ λ ω μ α έχει δυ-

Earth Tide

[Παλίρροια]

Γεωφυσ.

Τα γήινα παλιρροϊκά

φαινόμενα που οφείλονται στην συνδυασμένη

βαρυτι-

κή έ λ ξ η π ο υ α σ κ ο ύ ν ο ή λ ι ο ς και η σελ.ήνη.

Αλλαώς,

[Γήινη μικροδόνηση] Μικρή

δόνηση. Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και

Earth Trip

σεισμική

Tremor.

[Διακόπτης ασφαλείας] Ειδικός ηλεκτρικός

διακόπτης π ο υ διακόπτει το κύκλ,ωμα σ ε

περίπτωση

βραχυκυκλώματος.

-»Earth Leakage Protection. Earth's Atmosphere 1 [ Α τ μ ό σ φ α ι ρ α τ η ς γ η ς ] Αστρον. Η αέρια μάζα της υδρογείου σφαίρας. Χωρίζεται στην τροπόσφαιρα

(Troposphere)

αγωγός

σε

ένα

σύστημα

ίσο με το δ υ ν α μ ι κ ό της γ η ς (0). Ο ένας

τους δύο αγωγούς σε ένα διπολικό σ ύ σ τ η μ α

από

τροφοδο-

σίας είναι ουδέτερος α λ λ ό δεν είναι γειωμένος. Ο τρίτος αγωγός ασφαλείας σ ε έναν τριφασικό ρευματοδότη

πλημμυρίδα και άμπωτης.

Earth Tremor

ναμικό

οποιοσδήποτε

μέσα στην οποία συμβαί-

είναι γειωμένος ουδέτερος, (βλέπε

Conductor). Earthed Pole

Earth Continuity

[Πόλος γείωσης]. Ο πόλος ενός αγωγού

σ ε κ ύ κ λ ω μ α , που είναι υπεύθυνος για την

μεταφορά

ρευμάτων

κύκλ.ωμα.

διαρροής

στο

έδαφος

Earth Electrode. Earthed System [ Γ ε ι ω μ έ ν ο

σε

ένα

σύστημα]. Σ ύ σ τ η μ α ή κύ-

κ λ ω μ α το οποίο έχει σχεδιαστεί έτσι ώ σ τ ε

νουν τα κύρια καιρικά φαινόμενα και φτάνει σε ύψος

διαρροές

ρεύματος

α π ό 8 - 1 0 k m σ τ ο υ ς π ό λ ο υ ς έ ω ς και 1 5 - 1 8 k m σ τ ο ν ι-

στο έδαφος.

να

διοχετεύονται

τυχούσες

ασφαλ.ώς

προς

Earthenware

-486-

Earthenware

[Κεραμικά

ή

πήλινα

προϊόντα]

Προϊόντα οικιακής χρήσης ή τουριστικά

Μηχ.

διακοσμητικά

από λ ε υ κ ό (και σ π α ν ι ό τ ε ρ α κ ό κ κ ι ν ο ) πηλό, χαμηλότερα

ποιοτικά

από

θερμοκρασία

προϊόντα

1000-1165°.

πορσελάνης, Είναι

ψημένα

συνήθως

σε

πορο')δους

που έχει ανιχνευτεί ή τ α ν ε ν τ ά σ ε ω ς - 2 . 0 και ο μεγαλύτ ε ρ ο ς 8.9. ( β λ ε π ε E a r t h q u a k e I n t e n s i t y ) . Earthquake

Resistant

[Αντισεισμικός]

Πολ.

Κ α τ α σ κ ε υ ή , η οποία με την ε λ ά χ ι σ τ η δ υ ν α τ ή

Μηχ. δαπάνη

είναι α σ φ α λ ή ς και συνεχίζει ν α λειτουργεί για ορισμέ-

υφής και καλύπτονται από βερνίκι ή λάκα, για να γί-

να επίπεδα έντασης σ ε ι σ μ ι κ ώ ν δ ο ν ή σ ε ω ν και δεν

ν ο υ ν α δ ι α π έ ρ α σ τ α από τ η ν υ γ ρ α σ ί α και το νερό.

ταρρέει σε μεγαλύτερους σεισμούς.

Earthflow

[Γεωροή]

Ολίσθηση μάζας χωμάτων

Γεωλ.

ή πετρών σε παράλληλα στρώματα συνήθως σε απότομες ανυποστήρικτες

πλαγιές

βουνών

μετά

από

σει-

σμούς, καταρρακτώδεις βροχές ή εκτεταμένη υγρασία. Earthing

Auto transformer

[Αυτομετασχηματιστής

με ουδέτερο]. Α υ τ ο μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ τ ή ς με ενδιάμεσο ουδέτερο σημείο λήψης. - » E a r t h Earthing

Tremor

[Σεισμική

μικροδόνηση].

Σει-

σμός μικρής έντασης. - > T r e m o r . Earthquake

Zone

[Σεισμική ζώνη]

Γεωλ.

φλοιού της γης στο οποίο π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι

Τμήμα

του

σεισμολογι-

κά, τεκτονικά και σ υ ν ή θ ω ς ηφαιστειογενή φαινόμενα. Earthrate

[ Γ ω ν ι α κ ή ταχύτητα της γης]

Η ταχύ-

Αστμον.

τητα π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή ς της γ η ς γ ύ ρ ω α π ό τον ά ξ ο ν α

περι-

γείωσης]

Ηλεκ.

σ τ ρ ο φ ή ς της. Γ ν ω σ τ ή σ α ν μία π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή α ν ά η μ έ ρ α ,

στον αγωγό γείωσης, (βλέπε

Earth

β α σ ι σ μ έ ν η σ τ ο ν μαθηματικό ο ρ ι σ μ ό της γ ω ν ι α κ ή ς τα-

Reactor

Αντίσταση

Μηχ.

Reactor.

Earthquake

κα-

[Αντιδραστήρας

χύτητας

rad/scc

ή

Η ανατολή

της

ν ε ι τ η ν έ ν τ α σ η τ υ χ ό ν τ ω ν ρ ε υ μ ά τ ω ν δ ι α ρ ρ ο ή ς σε. π ε ρ ί -

γης στο σεληνιακό ορίζοντα, όπως καταγράφηκε

και

πτωση βραχυκυκλώματος. —>Earth R e a c t o r .

φωτογραφήθηκε

Resistor). Earthing

Resistor

[Αντίσταση γείωσης]. Αντίσταση ή

καταναλωτής ισχύος στον α γ ω γ ό γ ε ί ω σ η ς για να μειώ-

Earthing

Tyres

[ Ε λ α σ τ ι κ ά με γ ε ί ω σ η ] .

Ειδικά

Αερο.

είναι

ίση

προς

π/43200

0 . 0 0 4 1 6 6 6 6 6 6 6 7 °/sec. Earthrise

[Ανατολή της γης]

Αστρον.

από τους αμερικάνους

αστροναύτες

που την είδαν μετά την προσσελήνωση.

ελαστικά που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να

ε κ κ ε ν ώ - E a r t h s h i n e [ Γ α ι ό φ ω ς ] Αστμον. Φ ω ς π ο υ α ν α κ λ ν ά τ α ι α π ό ν ο υ ν προς το έδαφος ο π ο ι ο δ ή π ο τ ε ηλεκτροστατικό τ η ν γ η και φ ω τ ί ζ ε ι το σ κ ο τ ε ι ν ό μ έ ρ ο ς του ο ρ α τ ο ύ σεφορτίο έχει αναπτυχθεί λ ό γ ω τριβής και που μπορεί ν α λ η ν ι α κ ο ύ δ ί σ κ ο υ . —> E a r t h l i g h t προκαλέσει ηλεκτρικές εκκενώσεις σε κινούμενα οχήματα, α μ έ σ ω ς μόλις έλθουν σ ε επαφή με το έδαφος. Earthlight

Or

Earthshine

[Γαιόφως]

γός]

Φως,

Αστμον.

Earthvvare

Duct

[Πήλινος υπόγειος ηλεκτρικός

αγω-

Σωλήνας από πηλό ή κεραμικό σχετι-

Ηλεκ. Μηχ.

κά μ ε γ ά λ η ς δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς α ν τ ο χ ή ς π ο υ περικλείει

ηλε-

φωτισμός

του

κτρική'] κ α λ ω δ ί ω σ η κ α ι χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι ε ί τ ε υ π ό γ ε ι α ή

σκοτεινού τμήματος του σεληνιακού δίσκου κατά

την

επίγεια γ ι α ν α π ρ ο σ τ α τ ε ύ ε ι τα η λ ε κ τ ρ ι κ ά καλ.ώδια από

που

είναι

συχνά

ορατό

σαν

αμυδρός

διάρκεια των φ ά σ ε ω ν της νέας σελήνης. Οφείλεται στο

τη διάβρωση.

φως του ή λ ι ο υ π ο υ α ν α κ λ ά τ α ι π ά ν ω σ τ η γη και

α κ ο - E a r t h w o r k [ Α ν α σ κ α φ ή ] Πολ. Μηχ. Γ ε ν ι κ ό ς χ α ρ α κ τ η ρ ι λούθως πάνω στο σκοτεινό μέρος του ορατού τμήμασμός οποιασδήποτε λειτουργίας ή αντικειμένου που τος της σ ε λ ή ν η ς και στη σ υ ν έ χ ε ι α επιστρέφει σ τ ο μάτι σχετίζεται με την δημιουργία κ α τ α σ κ ε υ ώ ν από χ ώ μ α του παρατηρητή. Earthquake

για

[Σεισμική

δόνηση

ή

σεισμός]

Γεωφυσ.

Παραγωγή ισχυρών δονήσεων στα εσώτερα στρώματα της γης, σ ε βάθη έως και 7 0 0 - 8 0 0 k m , λ ό γ ω μετακινήσεων των τεκτονικών πλακών, συσσώρευσης μεταξύ ανομοιογενών στρωμάτων γης ή

τάσεως

εσωτερικών

λόγους

ασφάλειας,

άμυνας

ή

προστασίας,

όπως

προσχωμάτων, φραγμάτων ή δημιουργία φυσικών τραπ ε ζ ώ ν και κτιρίων από γ ή ι ν α υλικά. E a r t h y [ Γ ε ώ δ η ς ] Η/χκ.

Μηχ.

Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ μ ό ς κυκλ.ωμά-

τ ω ν , αγωγα')ν ή η λ ε κ τ ρ ι κ ώ ν σ η μ ε ί ω ν σ ε

κυκλώματα,

που έχουν δυναμικό μηδέν είτε μ έ σ ω της απ'

ευθείας

κατολισθήσεων. Οι σεισμοί έχουν πάντα μία "εστία", η

προσγείωσής τους ή σαν αποτέλεσμα κάποιας ιδιόμορ-

οποία

φης σ ύ ν δ ε σ η ς π ο υ έχει σ α ν αποτέλεσμα το αριθμητικό

είναι

το

σημείο

παραγωγής

τους

και

ένα

" ε π ί κ ε ν τ ρ ο " , το ο π ο ί ο είναι η διαμετρική π ρ ο β ο λ ή της

άθροισμα των διαφορών δυναμικού των αγωγών

εστίας στην επιφάνεια της γης, προς την

σ υ ν ε ι σ φ έ ρ ο υ ν και π ο υ σ υ ν δ έ ο ν τ α ι σε αυτά και ισούται

κοντινότερη

απόσταση. Η έντασή των σεισμικών δονήσεων

συνή-

θως μετράται με την κλίμακα Richter. E a r t h q u a k e Intensity

με μηδέν. Easel

[Ενταση σεισμού]

Μέτρο

Γεωλ.

προσδιορισμού της δόνησης του εδάφους που

βασίζε-

που

[Ιΐλοίσιο]

Γμαφ.

Γενική ονομασία των

ξύλινων στηριγμάτων μεταβλητού ύψους

συνήθως

με

τρίποδα

που χρησιμοποιούνται από γραφίστες, σχεδιαστές

και

ται σ τ ι ς ζ η μ ι έ ς τ ο υ σ ε ι σ μ ο ύ π ά ν ω στις α ν θ ρ ώ π ι ν ε ς κ α -

ζ ω γ ρ ά φ ο υ ς για να υ π ο β α σ τ ά ζ ο υ ν πίνακες και κανβάδες

τασκευές, στις α λ λ α γ έ ς της επιφάνειας τ ο υ φλοιού της

σε π ρ α κ τ ι κ ό ύψος. Ε π ί σ η ς και ο ν ο μ α σ ί α

γ η ς και σ τ η ν α ι σ θ η τ ό τ η τ α της δ ό ν η σ η ς από τον ά ν θ ρ ω -

σ τ η ρ ι γ μ ά τ ω ν από αλουμίνιο που χρησιμοποιούνται για

πο, σ ε κ ά π ο ι ο σ η μ ε ί ο της ε π ι φ ά ν ε ι α ς της γ η ς , σ υ ν ή θ ω ς

προβολές διαφανειών.

σ τ ο επίκεντρο της σ ε ι σ μ ι κ ή ς δ ό ν η σ η ς . Δ ύ ο

διαφορετι-

Easement

[Δουλεία]

Πολ.Μηχ.

μεταλλικών

Είναι η υποχρέωση που

κοί σ ε ι σ μ ο ί μπορεί ν α έ χ ο υ ν το ίδιο μέγεθος α λ λ ά δια-

οφείλει να παρέχει κάποιος για ορισμένες

προκαθορι-

φορετικά

σ μ έ ν ε ς εκ τ ω ν π ρ ο τ έ ρ ω ν χρήσεις, επί τ η ς

ιδιοκτησίας

αποτελέσματα

(βλέπε

Earthquake

Magnitude). Earthquake

της γης του, σε κάποιο άλλο π ρ ό σ ω π ο , χωρίς αυτό να Magnitude

[Μέγεθος

σεισμού]

Μέτρο προσδιορισμού της ενέργειας που νεται

κατά

την

διάρκεια

μίας

Γεωλ.

απελευθερώ-

σεισμικής

δόνησης.

Ε π ι ν ο ή θ η κ ε α π ό τ ο ν κ α θ η γ η τ ή C . F. Richter το

1935

είναι ολοκληρωτικό, όπως για παράδειγμα η διάβαση. Σ τ η ν έννοια της δουλείας δεν συμπεριλομβάνονται

οι

χρήσεις που προέρχονται από την ενοικίαση. Easement

Curve

[ Τ ό ξ ο σ υ ν α ρ μ ο γ ή ς ] Πολ.

Μηχ.

Η κα-

και υπολογίζεται βάσει τ ο υ δ ε κ α δ ι κ ο ύ λ ο γ α ρ ί θ μ ο υ του

μπύλη που χρησιμοποείται για ν α συνδέσει ένα ευθύ-

μέγιστου πλότους που αναγράφεται σε πρότυπο

σει-

γ ρ α μ μ ο και ένα κ α μ π ύ λ ο ή δύο κ α μ π ύ λ α τ μ ή μ α τ α μίας

σμογράφο στρέψης που βρίσκεται σε απόσταση

100

οδού.

Συνήθως χρησιμοποιείται

η "κλωθοειδής"

κα-

χιλιομέτρων από το επίκεντρο. Η αντίστοιχη

κλίμακα

μπύλη, οριζόμενη ως R L = A \

ονομάζεται

σεισμός

καμπυλότητας του κ α μ π ύ λ ο υ τμήματος της οδού, L το

κλίμακα

Richter.

Ο

μικρότερος

όπου R είναι η

ακτίνα

-487 μήκος ευθυγραμμίας της οδού και το Α είναι χαρακτηριστικό της ζ η τ ο ύ μ ε ν η ς καμπύλης,

μέγεθος

[Διαλύτης μελάνης]

καλούμενο

δυαδικής κωδικοποίησης]

μηχανήματα

Τνπογ.

Γενικός

χαρακτηρι-

και εκτυπωτές

και

δημιουρ-

Κώδικας εσωτερικής

μετα-

Ε

Extended Binary Coded Decimal Interchange Code, Binary Coded Decimal, Character Code. B e a m [ Δ έ σ μ η Ε ] Φυσ. Δ έ σ μ η η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν ψ η λ ή ς

γ ο ύ ν π α ρ α λ λ α γ έ ς σ τ η χροιά και σ τ η ν σ τ α θ ε ρ ό τ η τ α του

κινητικής ενέργειας χρησιμοποιούμενη σε

χρώματος εκτύπωσης ή μειώνουν το χρόνο ξήρανσης,

που απαιτούνται γρήγορες ανιχνεύσεις αλληλεπιδράσε-

ειδικά όταν χρησιμοποιούνται εξωτερικοί

ων υποατομικών

ξηραντήρες

αέρος και υ π ε ρ ι ω δ ώ ν α κ τ ί ν ω ν . [Εξομάλυνση |

Easing

Οικοό.

σωματιδίων

εφαρμογές

ή σύντομες

διεγέρσεις

α ε ρ ί ω ν σ ε περιπτώσεις π ο υ τα εν λ ό γ ω αέρια

Μ ε τον όρο αυτό

χαρα-

βρίσκο-

νται σ ε ψ η λ ή πίεση. Τέτοιες διεγέρσεις είναι σ υ χ ν ά α-

κτηρίζεται τ ο τελικό ο μ α λ ό σ χ ή μ α π ο υ δίδεται σ ε μία

π α ρ α ί τ η τ ε ς σ ε lasers μ ε ιδιαίτερα μ ί γ μ α τ α α ε ρ ί ω ν

καμπύλη, ώστε να μην υπάρχουν καθόλου

ψ η λ ή πίεση ή με ψηλές τάσεις εκκίνησης και διατήρη-

ανωμαλίες

σ τ η ν κ λ ί σ η της. Σ υ ν ή θ ω ς αναφέρεται στους σθήρες των κλιμάκων. Α υ τ ή η επιπρόσθετη

χειρολι-

εξομάλυν-

σ η τμήματος κατασκευής γίνεται έτσι, ώστε να

έχει

Ebert Ion Counter

[Μετρητής ιόντων Eberi]

την αποφυγή ατυχημάτων όπως σε πόμολα,

ιόντων.

East

[Ανατολή]

Ebonite

Μ ε σ ύ σ τ η μ α α ν α φ ο ρ ά ς έ ν α ν πα-

Γεωδ.

[Εβονίτης]

καουτσούκ

λυϊσοπρένιου)

ρατηρεί την υδρόγειο με την αρκτική στον βορρά,

βουταδιένιου),

διεύθυνση που οδηγεί στην δεξιά πλευρά του

ορατού

νατολικής Αφρικής]

[ Ρ ε ύ μ α της ακτής της Α -

Θ α λ ά σ σ ι ο ρεύμα σ τ η ν πε-

Ωκεαν.

Προϊόν επεξεργασίας φυσικού

ή

τεχνητού

καουτσούκ

ριοχή της α κ τ ή ς της Σομαλίας, ε π η ρ ε α ζ ό μ ε ν ο α π ό τους

ή

πο-

(πολυ(1,3-

με την διαδικασία του

βουλκανισμού

κατά την οποία το εν λόγω καουτσούκ

προσλαμβάνει

ψηλά ποσοστά θείου έως και 5 0 % .

δίσκου της υδρογείου σφαίρας είναι η Ανατολή.

East Africa Coast Current

Χημ.

της

ατμοσφαιρικών

(πολυ(2-μεθυλο-1,3-βουταδιένιου)

ρ α τ η ρ η τ ή π ο υ βρίσκεται σ τ η ν θ έ σ η του ήλιου και παη

Τεχνολ.

Μετρητής που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό συγκέντρωσης και κινητικότητας τ ω ν

χερούλια

σε

σης ηλεκτρικής εκκένωσης.

μικρή κ α μ π υ λ ό τ η τ α για την δ ι ε υ κ ό λ υ ν σ η χ ρ η σ τ ώ ν και θ υ ρ ώ ν , γ ω ν ί ε ς ρ α φ ι ώ ν και β ι β λ ι ο θ η κ ώ ν κλπ.

Χρησιμοποιείται

κυρίως σ α ν μονωτικό στην ηλεκτροτεχνία. Γ ν ω σ τ ό και σαν Βουλκανίτης.

Ebullator

[Βραστήρας]

Αντικείμενο που

Φνσ.

μπορεί

μ ο υ σ ώ ν ε ς του Ινδικού Ω κ ε α ν ο ύ , π ο υ ρέει νοτιοδυτικά

να θερμανθεί αρκετά έτσι ώ σ τ ε ν α μπορέσει να

σ τ η ν διάρκεια τ ο υ χ ε ι μ ώ ν α και βορειοανατολικά

δώσει αρκετή θερμότητα σε ένα υγρό και να προκαλέ-

στην

διάρκεια του καλοκαιριού.

East-West

στρον.

Effect

[Φαινόμενο

Ανατολής-Λύσης]

Α- Ebulliometcr

Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ή ιδιότητα της κοσμικής ακτινο-

παρατηρείται

ανισοτροπία

μετα-

σει το βρασμό του.

βολίας που προσπίπτει σε ένα τόπο, με συνέπεια στην ένταση

να

ακτινοβολίας

που προέρχεται από την δ ύ σ η σε σχέση με αυτή προέρχεται από την ανατολή. Η εκ δ υ σ μ ώ ν

που

ακτινοβο-

λία έχει π ά ν τ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η έ ν τ α σ η από τ η ν ε ξ α ν α τ ο λών προερχόμενη ακτινοβολία.

[Βρασμόμετρο]

Ειδικά

Φυσ. Χημ.

κατα-

σ κ ε υ α σ μ έ ν ο (και σ υ ν ή θ ω ς ακριβό) ευαίσθητο διαφορικό θ ε ρ μ ό μ ε τ ρ ο

ικανό να ανιχνεύσει

διαφορές της τάξης των 0 . 0 0 1 ° C ,

θερμοκρασιακές

χρησιμοποιούμενο

σε μετρήσεις και έρευνα των σ η μ ε ί ω ν β ρ α σ μ ο ύ διαλυμάτων. (βλέπε

Ebulliomctry μέτρησης

Ebullioscopic Constant). [Βρασμομετρία]

και

έρευνας

που

Η διαδικασία

Φυσ. Χημ.

σχετίζεται

με τα

σημεία

Γεωγ.

β ρ α σ μ ο ύ και τις μ ε τ α β ο λ έ ς τ ο υ ς σ ε δ ι α λ ύ μ α τ α , ( β λ έ π ε

Κατά το νοερό διαχωρισμό της γης σε δύο ημισφαίρια,

Ebullioscopic Constant). Ebullioscope [ Β ρ α σ μ ο σ κ ό π ι ο ] Ό ρ γ α ν ο μ έ τ ρ η σ η ς σ η μ ε ί ω ν β ρ α σ μ ο ύ δ ι α λ . υ μ ά τ ω ν . —>Ebulliometcr. Ebullioscopic Constant [ Σ τ α θ ε ρ ά α ν ύ ψ ω σ η ς σ η μ ε ί ο υ

Eastern H e m i s p h e r e

[Ανατολικό ημισφαίριο]

α ν α τ ο λ ι κ ό και δυτικό, με σ ύ σ τ η μ α αναφοράς τον ατλαν τ ι κ ό ω κ ε α ν ό , ό,τι β ρ ί σ κ ε τ α ι σ τ ο δεξί η μ ι σ φ α ί ρ ι ο .

Η

Ε υ ρ ώ π η , η Α φ ρ ι κ ή και η Ρ ω σ σ ί α είναι μέρη του.

Easy

[Δεκαπέντε]

Υπολ.

Εναλλακτική ονομασία του α-

β ρ α σ μ ο ύ ] Χημ.

Σ ύ μ φ ω ν α με τ ο ν ν ό μ ο τ ο υ R a o u l t η α-

ριθμού 1 4 λόγω της αναπαράστασης του ως Ε ως προς

νύψωση

τ η ν δ ε κ α ε ξ α δ ι κ ή β ά σ η (Ο, 1 , 2 , 3 , 4 , 5 , 6 , 7 , 8 , 9 , Α , Β ,

προκαλείται από την παρουσία μίας μη ενεργού χημικά

C , D , Ε , F).

διαλ.υμένης ο υ σ ί α ς μ έ σ α

Easy Axis

[Μαγνητικός άξονας]

Φησ. Η

κύρια διεύθυν-

ση κατά την οποία τείνουν να προσανατολιστούν μαγνητικά δίπολα στις περιοχές Weiss ενός

τα

μαγνητι-

του σημείου

βρασμού ενός διαλύματος στο διάλυμα

είναι

που

ανάλογη

του αριθμού των moles της διαλυμένης ουσίας σε ένα διαλύτη, δεδομένου βάρους: A T b = K b m , όπου

είναι

η (θετική) διαφορά μεταξύ των σ η μ ε ί ω ν β ρ α σ μ ο ύ του

κού υλικού, όταν αυτό δεν επηρεάζεται από εξωτερικά

δ ι α λ ύ μ α τ ο ς με και χωρίς τ η ν δ ι α λ υ μ έ ν η ο υ σ ί α και

m

ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

είναι ο αριθμός των moles της διαλυμένης ουσίας

σε

Eave

| Γείσο]

Οικοδ.

Γ ι α να π ρ ο φ υ λ α χ θ ε ί α π ό τα ν ε ρ ά

της βροχής η κατακόρυφη επιφάνεια ενός εξωτερικού τοίχου κατασκευάζεται από π ά ν ω του μία ακραία λωρίδα, η οποία καλείται γ ε ί σ ο και βρίσκεται στο

όριο

της σ τ έ γ η ς και προεξέχει λίγο από αυτήν.

Eaves M o l d i n g

[Διακόσμηση γείσου]

όρο αυτό χαρακτηρίζεται

Οικοδ.

κάθε διακοσμητική

ριοδική

αύξηση

[ Α μ π ω τ η ς και π λ η μ μ υ ρ ί δ α ] και μείωση

της σ τ ά θ μ η ς

του θ α λ ά σ σ ι ο υ ν ε ρ ο ύ π ο υ οφείλεται στις

αναλογίας K h στην παραπάνω εξίσωση.

Ehullioscopy

[Βρασμοσκοπία]

Χημ.

Τ ο μ έ α ς της χημεί-

ας π ο υ π ρ ο σ π α θ ε ί να π ρ ο σ δ ι ο ρ ί σ ε ι τα χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ά

τον

σ ε ω ν π ο υ σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε τις μ ε τ α β ο λ έ ς τ ω ν

σημείων

κορνίζα

βρασμού διαφόρων διαλυμάτων της εν λόγω

χημικής

Με

κα-

θαρά λ ό γ ο υ ς α μ έ σ ω ς κ ά τ ω α π ό το γ ε ί σ ο της στέγης.

E b b and F l o w

έ ν α kg δ ι α λ ό τ η . II ε ν λ ό γ ω σ τ α θ ε ρ ά ε ί ν α ι ο π α ρ ά γ ω ν

μίας χ η μ ι κ ή ς έ ν ω σ η ς β ά σ ε ι π α ρ α τ η ρ ή σ ε ω ν και μ ε τ ρ ή -

η οποία βρίσκεται τοποθετημένη για αισθητικούς

Γεωλ.

Πε-

επιφανείας συνδυασμέ-

νες βαρυτικές επιδράσεις του ήλιου και της σελήνης.

ί

μετατροπής

τροπής για α ν α π α ρ ά σ τ α σ η ψηφίων στους υπολογιστές.

σμός ο υ σ ι ώ ν π ο ύ αναμιγ\'ύονται με μελάνι σε φωτοαντιγραφικά

[Εκτεταμένος δεκαδικός κωδικός

EBCDIC

π α ρ ά μ ε τ ρ ο ς της κ λ ω θ ο ε ι δ ο ύ ς .

Easer

Ebullition

ένωσης, (βλέπε

Ebullioscopic Constant). Ebullition [ Β ρ α σ μ ό ς ] Φυα. Η δ ι α δ ι κ α σ ί α

κατά την ο-

ποία από το εσωτερικό ενός υγρού αναδύονται

φλύ-

κταινες αέρα στην επιφάνεια του σαν αποτέλεσμα ε ξ ί σ ω σ η ς της π ί ε σ η ς α τ μ ώ ν του υ γ ρ ο ύ με την

της

ατμο-

σφαιρική πίεση. Γνωστή σ α ν βρασμός ενός υγρού.

ECC ECC

- 488 [ Α γ ω γ ό ς γ ε ί ω σ η ς ] Ο τρίτος μόνιμα γ ε ι ω μ έ ν ο ς α-

γωγός ασφάλειας σε ένα τριπολικό ρευματοδότη ή ρευματολήπτη.

-»Earth Continuity Conductor.

νων να μην είναι ομόκεντροι μετά την ζεύξη.

Eccentric

Ring

Αστμον,

Κρατήρες

[Εκκεντροι

Structure στην

επιφάνεια

κρατήρες]

της σελήνης

που

Τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν ο ς εκτός κέ-

σχηματίζουν μεταξύ τους έκκεντρους κύκλους με τον

ν τ ρ ο υ , σ ε α π ό σ τ α σ η από έ ν α κ έ ν τ ρ ο , πλάγιος, π ο υ βρί-

μικρότερο κρατήρα να περιέχεται μέσα στον μεγαλύτε-

σκεται σε απόσταση από το κέντρο.

ρο. Σ υ ν ή θ ω ς ο μικρότερος εσωτερικός κρατήρας είναι

Eccentric

[Εκκεντρος]

Μηχ.

[ Ε κ κ ε ν τ ρ η γ ω ν ί α ] ΜαΟ. Α ν a l 0

και

b'O, τ ό τ ε ο ι ο ι κ ο γ έ ν ε ι ε ς ε λ λ ε ί ψ ε ω ν : ( x / a ) 2 + ( y / b ) 2 = l

και

Eccentric Angle

νεότερος από τον εξωτερικό περιέχοντα. Οι

K r i c g e r και K r i e g c r Β α π ο τ ε λ ο ύ ν χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό

παραμετρικά

ράδειγμα. (βλέπε

ως: ( a c o s ( 0 ) , bsin(6)), μ ε τ ο θ να π α ί ρ ν ε ι τ ι μ έ ς σ τ ο [0,

Eccentric Valve

νπερβολών:(χ/α) -(y/b)"=l,

εκφράζονται

κρατήρες πα-

Eccentric Circles). [Εκκεντρη

βαλβίδα]

Βαλβίδα

Μηχ.

2π] και (ascc(0), btan(6)), με το 0 ν α παίρνει τιμές στο

λίπανσης που είναι έκκεντρη ως προς τον κύριο άξονα

(-φ, φ ) υ ( π - φ , π + φ ) , ό π ο υ cp=arctan(b/a), α ν τ ί σ τ ο ι χ α . Η

του εξαρτήματος ή εξαρτημάτων που λιπαίνονται

γ ω ν ί α 0 ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και έ κ κ ε ν τ ρ η γ ω ν ί α . Α ν (χ0,ν0) εί-

σ ω αυτής.

ναι ένα σ η μ ε ί ο π ά ν ω στην εν λόγω καμπύλη, η γωνία θ

Eccentricity 1

μπορεί επίσης να υ π ο λ ο γ ι σ τ ε ί και από τους μους τύπους: Για ελλείψεις: arccosix^a), [Εκκεντρη

Anomaly

Αστμον. Η

γωνία θ (βλέπε

Α ν η τροχιά ενός

Αστμον.

ισοδύνα-

ο υ ρ ά ν ι ο υ σ ώ μ α τ ο ς θεωρηθεί σ α ν κατά π ρ ο σ έ γ γ ι σ η έλ-

arcsin(yo/b)

λ ε ι ψ η , ο λ ό γ ο ς c/a, ό π ο υ c ε ί ν α ι η α π ό σ τ α σ η τ η ς μ ί α ς

και γ ι α υ π ε ρ β ο λ έ ς : a r c s e c ( x ^ a ) , arctan(y
Eccentric

[Εκκεντρότης]

μέ-

ε σ τ ί α ς α π ό το κ έ ν τ ρ ο τ η ς ε λ λ ε ι π τ ι κ ή ς τ ρ ο χ ι ά ς κ α ι a εί-

γωνία

Eccentric Angle)

πλανήτη]

ναι το μήκος του μέγιστου ημιάξονα της

που σχη-

τροχιάς. Μ έ γ ε θ ο ς χ ρ ή σ ι μ ο για τον προσδιορισμό

ματίζει ένας πλανήτης θεωρούμενος σ α ν σημείο, νούμενος πάνω στην ελλειπτική τροχιά του γύρω

κιαπό

ελλειπτικής βαρυ-

τ ι κ ώ ν α λ λ η λ ε π ι δ ρ ά σ ε ω ν . Ο π λ α ν ή τ η ς Π λ ο ύ τ ω ν α ς έχει την μεγαλότερη

εκκεντρότητα

(0.2484) από όλες

τις

π λ α ν η τ ι κ έ ς τροχιές, (βλεπε Ε , e).

τον ήλιο. [Εκκεντρος άξονας]

Eccentric C a m

χανήματος του οποίου η

κύρια

Μηχ.

Α ξ ο ν α ς μη-

μάζα είναι

έκκεντρη

Eccentricity 2

[Εκκεντρότης]

τόπο των σημείων

Στον

ΜαΟ.

γεωμετρικό

z του επιπέδου που πληρούν

την

(έκκεντρα κατανεμημένη) σε σ χ έ σ η με τον γεωμετρικό

σ χ έ σ η : d(z, c ) = e d ( z , ε), ό π ο υ c είναι η ε σ τ ί α , ε είναι η

άξονα

δ ι ε υ θ ε τ ο ύ σ α και το d η α π ό σ τ α σ η , ο λ ό γ ο ς c = d ( z , c)/d

περιστροφής,

όπως

ο

εκκεντροφόρος

άξονας

(ζ, ε). Σ τ ο υ ς κ ύ κ λ ο υ ς , τις ε λ λ ε ί ψ ε ι ς και τις υ π ε ρ β ο λ ε ς

μηχανών εσωτερικής καύσης. [Εκκεντροι κύκλοι]

Eccentric Circles

κ α ι b'O, τ ό τ ε σ ε σ χ έ σ η μ ε τ ι ς ο ι κ ο γ έ ν ε ι ε ς (x/a)2+(y/b)2=l

1. Α ν al0

ο ρ ί ζ ε τ α ι και ω ς ο λ ό γ ο ς c/a, ό π ο υ c ε ί ν α ι η α π ό σ τ α σ η

ελλείψεων:

της μίας εστίας α π ό το κέντρο του σ χ ή μ α τ ο ς και a είναι

Μαθ.

κ α ι υ π ε ρ β ο λ ώ ν : ( x / a ) 2 - ( y / b ) 2 = l , οι κ ύ -

η απόσταση μίας κορυφής του σχήματος από το

κέ-

κλοι π ο υ έχουν κέντρο το κέντρο της έλλειψης ή υπερ-

ντρο του σχήματος. Κ α τ ά συνέπεια στις ελλείψεις είναι

βολής και ακτίνες ίσες με a και b αντίστοιχα. 2.

c
Δύο

μη ομόκεντροι κύκλοι, δ ύ ο κύκλοι μη ομόκεντροι,

ο

ενώνει

δύο

Στον κύκλο

e=0, σε ένα ευθύγραμμο τμήμα Α Β e = l

είναι

και σ τ η ν πα-

ρ α β ο λ ή c = 1.

ένας μέσα στον άλλον. [Εκκεντρος ζεύκτης] Ζεύκτης

Eccentric Fitting

και στις υπερβολες είναι e > l .

εξαρτήματα

με

έκκεντρο

που

τρόπο.

Eccentricity 3

[Εκκεντρότης]

Μηχ.

1. Η α π ό σ τ α σ η

κέντρου μάζας ενός φορτίου από το κέντρο μάζας της κ α τ α σ κ ε υ ή ς π ο υ το υ π ο σ τ η ρ ί ζ ε ι . 2. Σ ε ένα σ ώ μ α

-»Ecccntric Reducer. Eccentric G e a r s [ Ε κ κ ε ν τ ρ α

του που

Γρανάζια

εκτελεί περιστροφική κίνηση, το μέγεθος d ( x ^ ) όπου x

τ ω ν ο π ο ί ω ν οι π ε ρ ι γ ε γ ρ α μ μ έ ν ο ι κύκλοι είναι έκκεντροι

είναι το κέντρου μάζας και ε η ευθεία του άξονα περι-

κύκλοι, όπως ένα δακτυλιοειδές γρανάζι και ένα

στροφής.

γρανάζια]

Μηχ.

κρότερο γρανάζι που περιστρέφεται μέσα στο

μι-

πρώτο.

Eccsis

[Οίκηση]

Οικολ.

Φ α ι ν ό μ ε ν ο κατά το οποίο ένας

Ε π ί σ η ς είναι τα γ ρ α ν ά ζ ι α τ ω ν ο π ο ί ω ν οι π ε ρ ι γ ε γ ρ α μ μ έ -

αριθμός ζ ώ ω ν εισέρχεται σε ένα ξένο περιβάλλον

νοι κύκλοι είναι έκκεντροι σε σ χ έ σ η με κάποιο κεντρι-

τορθώνοντας να το εποικίσει, ν α προσαρμοστεί σε αυ-

κό ά ξ ο ν α ενός μ η χ α ν ι σ μ ο ύ ή γ ρ α ν ά ζ ι α με άξονες π ο υ

τό και τελικά ν α επιβιώσει μέσα στα όριά τ ο υ

έχουν διεύθυνση διάφορη από την διεύθυνση του άξο-

ντάς το σπίτι του.

να που περνάει από το γεωμετρικό τους κέντρο, (βλέπε E C G

Eccentric Circles). Eccentric Load [ Έ κ κ ε ν τ ρ ο

ση φορτίο]

Μηχ.

Φορτίο εκτός

κέντρου, φορτίο που τείνει να επιφέρει ανισορροπία, ή

[Ηλεκτροκαρδιογράφημα] των

διαδικασιών

Electrocardiographs). Echelle Grating [ Φ ρ ά γ μ α

Γραφική

της

κάνο-

αναπαράστα-

καρδιάς,

τύπου Echelle]

κα-

(βλεπε Γενι-

Φασμ.

φορτίο του οποίου το βάρος δεν ασκείται κοντά ή στο

κή ονομασία ειδικών φ ρ α γ μ ά τ ω ν διάθλοσης που χρη-

κέντρο μάζας της κ α τ α σ κ ε υ ή ς υποστήριξης, όπως φορ-

σιμοποιούνται

τίο π λ ο ί ο υ τ ο ο π ο ί ο τ ο π ο θ ε τ ε ί τ α ι σ τ η ν μία π λ ε υ ρ ά τ ο υ

ικανότητες α ν ά λ ο σ η ς π ά ν ω από αυτές π ο υ π α ρ έ χ ο υ ν τα

π λ ο ί ο υ μ ό ν ο ή φορτίο ο χ ή μ α τ ο ς το ο π ο ί ο έχει τοποθε-

κοινά φράγματα διάθλασης

και π α ρ α τ ή ρ η σ η

τηθεί σ τ η ν δεξιά ή αριστερή πλευρά, χωρίς να υπάρχει

τ ω ν με β α θ μ ο ύ ς σ υ μ β ο λ ή ς

> 1 0 - 1 5 . (βλέπε

αντίστοιχη υποστήριξη στην απέναντι πλευρά. [Έκκεντρη

Eccentric Orbit

τροχιά]

Τροχιά

Αστμον.

σε

φασματοσκόπια

Grating). Echellette Grating

n

όταν

απαιτούνται φασμά-

Echelon

[ Φ ρ ά γ μ α τύπου Echcllette]

ουράνιου σώματος ή πλανήτη η οποία έχει σχετικά με-

Επίπεδο ή κοίλο φράγμα διάθλοσης με σχετικά

γάλη

αριθμό χαραγών ανά εκατοστό ή ίντσα που

εκκεντρότητα.

παρουσιάζουν

οι

Την

μεγαλύτερη

πλανήτες

εκκεντρότητα

Πλούτωνας

(0.2484),

Ε ρ μ ή ς (0.2056) και Α ρ η ς (0.0934). Τ η ν μικρότερη,

η

Αφροδίτη. (0.0068).

ποιείται

συνήθως

σε

φασματογράφους

Φασμ. μικρό

χρησιμο-

υπερερύθρου.

(βλέπε

Echelon Grating). Echelon Grating [ Φ ρ ά γ μ α

τύπου

Echelon)

Φασμ.

Ζεύκτης

Ειδικό φ ρ ά γ μ α διάθλασης π ο υ χρησιμοποιείται σ ε φα-

ή προσαρμογέας κατασκευασμένος να ενώνει δύο σω-

σματοσκόπια ψηλής ανάλυσης. Αποτελείται από Ν υά-

λήνες διαφορετικής διαμέτρου με έκκεντρο τρόπο, δη-

λινα πλακίδια πάχους ι τοποθετημένα το ένα π ά ν ω στο

λαδή με τρόπο ώ σ τ ε οι ά ξ ο ν ε ς σ υ μ μ ε τ ρ ί α ς τ ω ν

άλλο σε σχηματισμό σκάλας σπιτιού με το βήμα

Eccentric Reducer

[Εκκεντρος ζεύκτης]

Μηχ.

σωλή-

των

Echo Intensity

-489 "σκαλοπατιών"

ίσο

με e. Δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί

(Ν) κροσσούς

συμβολής και ο βαθμός σ υ μ β ο λ ή ς του είναι συνήθως

μάτων και είναι ανάλογο

(μ-1)ί/λ, όπου μ είναι ο δείκτης διάθλασης του υλικού

εφαρμόζεται σε έναν σωλήνα Braun..

των πλακιδίων και λ το προς παρατήρηση μήκος κύμα-

Echo Area

της ηλεκτρικής τάσης

[Ενεργή επιφάνεια ηχούς]

που Το

Ηλεκτρομαγν.

τος. Φ α σ μ α τ ο σ κ ό π ι α π ο υ χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τέτοια φ ρ ά γ -

εμβαδόν που πρέπει να έχει ένα θεωρητικό

μ α τ α έ χ ο υ ν π ο λ ύ μ ε γ ά λ η ι κ α ν ό τ η τ α α ν ά λ υ σ η ς (της τά-

νο-αντιπρόσωπος αναφοράς έτσι ώστε να ανακλά ηχώ

h

ξ η ς τ ο υ 10 ). Στη ν π ρ ά ξ η σ υ ν ή θ ω ς είναι t= l c m , c = l m m

με ίσο ποσό ενέργειας με ένα δεδομένο

και

πίσω στον ραδιοεντοπιστή.

Ν=15-20.

Γνωστό

και

ως

φράγμα

τύπου

Michelson.

Echinus

[Διακύμανση ηχούς]

Echo Attenuation

[Εχίνος]

στοιχείο που

Ε ί ν α ι το κ υ κ λ ι κ ό δ ι α κ ο σ μ η τ ι κ ό

Αμχ.

βρίσκεται

στην κορυφή

του κίονα και

αντικείμεαντικείμενο Ο λόγος

Ηλεκ.

t/r, ό π ο υ t ε ί ν α ι η ι σ χ ύ ς τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ο ύ κ ύ μ α τος

κατά

την

εκπομπή

από

έναν

ραδιοεντοπιστή

σ υ γ χ ρ ό ν ω ς αποτελεί την β ά σ η τ ο υ ιωνικού και δωρι-

(radar) και r είναι η ισχύς τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ο ύ κύ-

κού κιονόκρανου των αρχαίων κλασσικών ναών.

ματος από ηχώ

[Ηχώ]

Echo

Ηχητικό

Ακουστ.

κύμα

που

επιστρέφει

κατά την λήψη

μετά την

επιστροφή

του. Μ ε όργανα κατάλληλο ρυθμισμένα να αναγνωρί-

στον παρατηρητή μετά από ανάκλαση σε αντικείμενο

ζουν διαφοροποιήσεις του λόγου αυτού, μπορούν

να

ή επιφάνεια.

εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την

σύ-

Αν

και πολλά

αντικείμενα

μπορούν

να

α ν α κ λ ά σ ο υ ν ήχους και ν α δ η μ ι ο υ ρ γ ή σ ο υ ν ηχώ, το φαιν ό μ ε ν ο από ακουστικής πλευράς είναι πιο έντονο όταν

σ τ ά σ η του μ έ σ ο υ σ τ ο ο π ο ί ο διαδίδονται τα κύματα, Ηλεκτρονική

συσκευή

το σ χ ή μ α τ ο υ α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ ε υ ν ο ε ί πιο ο μ ο ι ό μ ο ρ φ η α-

λήψης και καταγραφής η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ώ ν

κυμάτων

νάκλαση των ηχητικών

με συχνά επιπρόσθετες δυνατότητες

κυμάτων,

λείες επιφάνειες σχετικά αντικείμενο

βρίσκεται

όπως επίπεδες

μεγάλου

εμβαδού,

μακρύτερα

από

μία

και

όταν το ελάχιστη

απόσταση και όταν ο ήχος π ο υ προκαλεί την ηχώ είναι σχετικά ισχυρός.

Echo

2

[Ηχώ]

Echo Box

χρονικά

[Κουτί ηχούς]

αποστολής

Ηλεκ.

αυτών

των

καθυστερημένης

σημάτων

πίσω

στον

ραδιοεντοπιστή για λύγους ρύθμισης ή αναφοράς,

E c h o Cancellation

[Απόρριψη ηχούς]

Αποκο-

Επικοιν.

πή της ηχούς που χρησιμοποιείται κυρίως στην υπεραEπαvαπoστoλwή δ ε δ ο μ έ ν ω ν π ο υ

Πλημ. 1.

έχουν ήδη αποσταλεί σε έναν λήπτη υπολογιστή, πίσω

στική τηλεφωνία,

Echo C h a m b e r

[Θάλομος ηχούς]

Θάλαμος

Ακουστ.

στον υπολογιστή αποστολέα, έτσι ώστε ο τελευταίος

ε ι δ ι κ ά κ α τ α σ κ ε υ α σ μ έ ν ο ς γ ι α ν α α ν α κ λ ό τα η χ η τ ι κ ά κ ύ -

να μπορεί να διαπιστώσει τυχόν σφάλματα κατά την

ματα και να προκαλεί είτε έ ν τ ο ν η μ ε τ ή χ η σ η ή σ τ ά σ ι μ α

μετάδοση. 2. Σ ε έ ν α ν υ π ο λ ο γ ι σ τ ή σ ε δίκτυο με στοι-

ηχητικά κύματα. Χρησιμοποιείται για την

χειώδες τερματικό ( Τ Τ Υ ) , είναι η εμφάνιση του χαρα-

έντονης ηχούς όταν

κτήρα που πληκτρολογήθηκε στο τερματικό έτσι ώστε

ηχητικών εφέ ή όταν γίνεται έλεγχος οριακών

ο χ ρ ή σ τ η ς ν α μ π ο ρ ε ί ν α δει τι π λ η κ τ ρ ο λ ό γ η σ ε . Η δ υ ν α -

κών ακουστότητας διαφόρων ηχητικών πηγών,

τότητα

αυτή

προσφέρεται

συνήθως

σαν

επιλογή

"Echo-On'V " E c h o - O f f ' . 3

[Ηχώ]

Echo Check

απαιτείται

δημιουργία

η παραγωγή

[Ελεγχος με επιστροφή]

ειδικών συνθηΈ-

Επιστ. Υπολ.

λεγχος της εγκυρότητας δεδομένων σε ένα δίκτυο υποΗλεκτρομαγνητικό κύμα που

λογιστών που βασίζεται στη σύγκριση των απεσταλμέ-

επιστρέφει στον πομπό που το εξέπεμψε, σαν αποτέλε-

ν ω ν δεδομένων που επιστρέφονται από το λήπτη υπο-

σμα ανάκλασης του κύματος σε κάποιο αντικείμενο,

λ ο γ ι σ τ ή , μ ε τα δ ε δ ο μ έ ν α π ο υ β ρ ί σ κ ο ν τ α ι σ τ α b u f f e r s

Εφαρμογές της αρχής αυτής και παραλλαγές της πα-

εγγραφής του αποστολέα υπολογιστή. Όταν παρουσια-

ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι σ τ ο υ ς ρ α δ ι ο ε ν τ ο π ι σ τ έ ς (radar), ό π ο υ έ-

στεί ένας συγκεκριμένος

νας ανιχνευτής μετατρέπει το επιστρέφον κύμα σε ηλε-

τοιους ελεγχους κατά την διάρκεια επικοινωνίας

κτρική

δύο υπολογιστών, ο διακομιστής υπολογιστής

συνή-

Οως δ ι α κ ό π τ ε ι τ η ν σ ύ ν δ ε σ η δ ι κ τ ύ ο υ , ( β λ ε π ε

2

Echo

Ηλεκ. Μηχ.

τάση

και

σε

συνέχεια

σε

οπτικό

σήμα.

Χρησιμοποιείται για να ανιχνεύονται διάφορα αντικείμενα σε περιοχές ή κάτω από συνθήκες όπου απ' ευθείας οπτική α ν ί χ ν ε υ σ η θα ή τ α ν δύσκολη,

E c h o Contour

αριθμός σφαλμάτων

[Ιχνος ηχούς]

Ηλεκ.

σε

τέτων

Echo ),

Α υ τ ό κ α θ ε α υ τ ό το

όπως για

γραφικό σ ή μ α της η χ ο ύ ς π ά ν ω σ τ ο ό ρ γ α ν ο α ν ί χ ν ε υ σ η ς

την μέτρηση του βάθους της θάλοσσας σε συγκεκριμέ-

του δέκτη ενός ραδιοανιχνευτή, ραδιοεντοπιστή ή ηχο-

να σημεία ή την ανίχνευση αντικειμένων που κινού-

βολέα. Α ν ά λ ο γ α με τον τύπο της σ υ σ κ ε υ ή ς

νται

σης, σ υ ν ή θ ω ς είναι είτε μία γραφική αιχμή ύ ψ ο υ ς περί-

πολό

γρήγορα,

Echograni) Echo 4 [ Η χ ώ ] Επικοιν. απρόβλεπτη

και

(βλέπε

Echo Ranging Sonar,

που όσο αυτό της αιχμής του εκπεμπόμενου

1.

Η με χρονική διαφορά φάσης,

αθέλητη

λήψη

ηλεκτρομαγνητικών

κυμάτων από συσκευές λήψης, όπως ραδιόφωνα

και

τηλεοράσεις, σαν αποτέλεσμα πολύπλοκων ανακλόσεων

του

ηλ,εκτρομαγνητικού

π ο μ π ο ύ σ ε β ο υ ν ά , κ τ ί ρ ι α κλπ., κλασης

ή

στρώματα.

διάδοσης 2.

του

Αντήχηση

κύματος

εκπομπής

ενός

ή σαν αποτέλεσμα ανά-

κύματος

σε

της φωνής

ατμοσφαιρικά

κύματος

σε παλμογράφο ή ένα σημειακό φωτεινό ίχνος περίπου ίσης φωτεινής έντασης

με

κύματος σε ραδιοεντοπιστές

αυτήν

του

εκπεμπόμενου

με περιστρεφόμενες

κε-

ραίες στους πομπούς τους. [Συχνότης ηχούς]

Echo Frequency

Ηλεκ.

Σε περιπτώ-

σεις που υπάρχουν διαδοχικές περιοδικές ενδείξεις χούς

στο

όργανο

ανίχνευσης

ενός

η-

ραδιοεντοπιστή

(radar), η χ ρ ο ν ι κ ή σ υ χ ν ό τ η τ α ή ο α ρ ι θ μ ό ς τ ω ν σ υ ν ο λ ι -

στον ομιλητή που συνήθως αποδίδεται σε δυσπροσαρ-

κών αιχμών ή φωτεινών σημείων που παρουσιάζονται

μ ο γ ή καλνωδίωσης.

στο όργανο ανίχνευσης ανά μονάδα χρόνου. [Ένταση ηχούς]

που

ανίχνευ-

επιστρέφει

Echo Amplitude

ί

χα η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ά ε ξ α ρ τ ή μ α τ α λ ή ψ η ς και α ν ί χ ν ε υ σ η ς σ η -

Ηλεκτρον.

Γενικός

E c h o Intensity

[Ενταση ηχούς]

Ηλεκ. Η

ένταση

του

χαρακτηρισμός της σχετικής ισχύος ενός ηλεκτρομα-

γραφικού σήματος της ηχούς πάνω στο όργανο

ανί-

γνητικού κύματος π ο υ έχει δημιουργηθεί από ηχώ. Συ-

χνευσης ενός δέκτη ενός ραδιοανιχνευτή, ραδιοεντοπι-

νήθως καθορίζεται από το αντίστοιχο πλάτος του στίγ-

στή ή ηχοβολέα. Α ν ά λ ο γ α με τον τύπο της σ υ σ κ ε υ ή ς

μ α τ ο ς π ο υ το η λ ε κ τ ρ ι κ ό σ ή μ α τ ο υ κ ύ μ α τ ο ς η χ ο ύ ς πα-

ανίχνευσης, σ υ ν ή θ ω ς είναι είτε το ύ ψ ο ς της γραφικής

ράγει σε έναν παλ.μογράφο ή την οπτική ένταση που

αιχμής της ηχούς όταν η δ ε ύ θ υ ν σ η του κύματος είναι

παράγει σε έ ν α ν ρ α δ ι ο ε ν τ ο π ι σ τ ή (radar) στα αντίστοι-

σταθερή ή η φωτεινή ένταση του ίχνους της ηχούς ό-

Echo Location

-490-

ταν η διεύθυνση του κύματος είναι περιστροφική. [Ηχοεντοπισμός]

Echo Location

Μηχ.

σ μ ό με τα α ν α κ λ ώ μ ε ν α κύματα από η χ ώ π ά ν ω

Η εξαγωγή συ-

μ π ε ρ α σ μ ά τ ω ν σχετικά με την α π ό σ τ α σ η (και

επιπρό-

σθετα με) το είδος αντικείμενων με την βοήθεια

του

ήχου. Ό τ α ν κατάλληλη πηγή ήχου εκπέμψει παλμό ή-

αναμεταδότη, χρησιμοποιείται για ν α ρυθμιστούν αντίστροφα οι ενδεικτικές σ υ σ κ ε υ έ ς ενός ρ α δ ι ο ε ν τ ο π ι σ τ ή ή ραδιοανιχνευτή. [Ηχώ απάντηση]

Echo Reply

Επικοιν.

Μ ή ν υ μ α που α-

χων ή υ π ε ρ ή χ ω ν βραχείας διάρκειας, το ηχητικό κ ύ μ α

ποστέλλεται σ υ ν ή θ ω ς σ α ν σ ή μ α ε λ έ γ χ ο υ (πχ

ανακλάται στο προς α ν ί χ ν ε υ σ η αντικείμενο και παρά-

σύνδεσης).

γει η χ ώ βραχείας διάρκειας. Γ ν ω ρ ί ζ ο ν τ α ς την ταχύτητα

Echo Signal

μετάδοσης του ήχου στο ζητούμενο μέσο και

μετρώ-

στον

χούς

ενός

ύπαρξη

[Σήμα ηχούς] Τ ο καθεαυτό σ ή μ α της ηηλεκτρομαγνητικού

κύματος,

όπο)ς

αυτό

ντας τους χρόνους μετάβασης και επιστροφής του ηχη-

λαμβάνεται για επεξεργασία από έναν ραδιοεντοπιστή

τικού σήματος, προσδιορίζεται η α π ό σ τ α σ η του αντι-

ή ραδιοανιχνευτή.

κειμένου. (βλέπε

Echogram, Echo Ranging Sonar). [Ηχοταύτιση]

Echo M a t c h i n g

Μηχ.

Η τ α ύ τ ι σ η της έ-

ντασης ή του ύψους δύο γραφικών ιχνών, παλμών

ή

αιχμών ηχούς στην οθόνη ανίχνευσης ενός ραδιοεντοπιστή, που λειτουργεί

βάσει της αρχής

[Ηχητικός βυθομετρητής] Τ ο

Echo Sounder

διαχωρισμού

σύνολ.ο

τ ω ν ο ρ γ ά ν ω ν π ο υ χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι για ν α μ ε τ ρ ά ν ε το βάθος της θάλασσας σε συγκεκριμένο σημείο με την βοήθεια ήχων ή υπέρηχων.

Echo

—>Echo Sounding.

[Ηχητική

Sounding

βυθομέτρηση]

Μηχ.

τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ο ύ κ ύ μ α τ ο ς της η χ ο ύ ς σ ε δύο (ή

Μέτρηση

περισσότερα) σήματα. Γ ι α να επιτευχθεί τέτοια ταύτι-

υπερηχητικού ή ηχητικού ηχοβολιστικού

σ η σ ή μ α τ ο ς ηχούς, οι κεραίες λ ή ψ η ς του ραδιοεντοπι-

και συσκευής λήψης κυμάτων. Α ν η ταχύτητα του ή-

στή πρέπει να ε σ τ ι ά σ ο υ ν σ ε σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν α σημεία ή να

χου μέσα στο νερό είναι ν και μετρηθεί το χρονικό διά-

περιστραφούν

σ τ η μ α t=t2-t|, π ο υ μ ε σ ο λ α β ε ί μ ε τ α ξ ύ ε κ π ο μ π ή ς τ ο υ ή -

κατάλληλα,

(βλέπε

Echo

Splitting

του βάθους της θάλασσας με την

βοήθεια

μηχανήματος

χ ο υ 11 κ α ι λ ή ψ η ς τ η ς η χ ο ύ ς t 2 , τ ό τ ε τ ο β ά θ ο ς τ η ς θ ά -

Radar). Echo P o w e r

[Ισχύς σήματος ηχούς]

ισχύς του

Ηλεκ. Η

λ.ασσας σ τ ο σ η μ ε ί ο μ έ τ ρ η σ η ς ε ί ν α ι s/2, σ ύ μ φ ω ν α

με

ηλεκτρικού σ ή μ α τ ο ς η χ ο ύ ς π ο υ παράγεται από τη με-

τ ο ν τύπο s=vt, δ ε δ ο μ έ ν ο υ ότι το κ ύ μ α διατρέχει

την

τατροπή του ηλεκτρομαγνητικού

α π ό σ τ α σ η μεταξύ πυθμένα και μηχανήματος δύο

φο-

σήματος της

ηχούς

στην σ υ σ κ ε υ ή α ν ί χ ν ε υ σ η ς ενός ραδιοεντοπιστή ή ραδ ι ο α ν ι χ ν ε υ τ ή σ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ό σ ή μ α σ ε μ ο ν ά δ ε ς Watt. [Παλ.μός η χ ο ύ ς ]

Echo Pulse

Echo Splitting Radar

Όταν σε ραδιοεντο-

Ηλεκ.

ρές. Μηχ.

[Ραδιοεντοπιστής ηχοταύτισης]

Ειδικός τύπος ραδιοεντοπιστή

(radar) ο

οποίος

είναι

χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί δ ύ ο (ή π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς ) κ ε ρ α ί ε ς λ ή ψ η ς . Τ ο

ηλεκτρομαγνητικός

σ ύ σ τ η μ α ανίχνευσής του είναι σχεδιασμένο με τέτοιο

"παλμός" σε αντίθεση με την περίπτωση σήματος συ-

τρόπο ώστε το στίγμα του αντικειμένου προς ανίχνευ-

νεχούς διάρκειας. Σε αυτήν την περίπτωση το ίχνος της

σ η ν α ε ξ α ρ τ ά τ α ι από τ η ν θ έ σ η , τ η ν α π ό σ τ α σ η και τις

ηχούς που

γωνίες περιστροφής των κεραιών λήψης. Οι

πιστές το εκπεμπόμενο ηλεκτρομαγνητικό κύμα βραχείας

διάρκειας,

παράγεται

παράγεται

στις συσκευές

ανίχνευσης

τέ-

κεραίες

τ ο ι ω ν ρ α δ ι ο α ν ι χ ν ε υ τ ώ ν έχει και αυτό μ ο ρ φ ή " π α λ μ ο ύ "

δίνουν διαφορετικά

που σ υ ν ή θ ω ς καταγράφεται στο σ ω λ ή ν α Braun της συ-

ματος της ηχούς, και ό τ α ν οι ε ν τ ά σ ε ι ς τ ω ν ο π τ ι κ ώ ν εν-

σκευής ανίχνευσης σ α ν παλμός πριονωτής τάσης,

δείξεων των κυμάτων ηχούς ταυτιστούν ο ραδιοεντοπι-

ύ-

ίχνη του ηλεκτρομαγνητικού

ψους περίπου όσο το ύψος του παλμού του εκπεμπόμε-

στής παρέχει

νου σήματος.

ακριβές στίγμα, (βλέπε

Echo R a n g i n g στασης

[Ηχοεντοπισμός] Προσδιορισμός από-

αντικειμένου

με

την

βοήθεια

—>Echo Location, Echo Ranging Sonar. Echo Ranging S o n a r [ Η χ ο ε ν τ ο π ι σ τ ή ς

υπερήχων.

αυτόματα

πληροφορίες σχετικές

με

κύ-

το

Echo Matching). ηχούς]

Ηλεκ.

Ηλεκτρονικό φίλτρο κυκλώματος, πρόγραμμα

υπολο-

Echo

[Καταστολέας

Suppressor

γιστή ή μηχανικό κάλυμμα κεραίας λήψης, σκοπός του sonar]

Μηχ.

οποίου

είναι

η

αφαίρεση

παρασιτικών

παρεμβολών

εντοπι-

από δευτερογενή η χ ώ π ο υ προέρχεται από γ ν ω σ τ ά α-

βραχείας

ντικείμενα ή από πολλαπλές ανακλάσεις των εκπεμπό-

διάρκειας ο οποίος ανακλώμενος στο προς ανίχνευση

μ ε ν ω ν κ υ μ ά τ ω ν π ο υ σ υ ν ή θ ω ς α φ ή ν ο υ ν ίχνη τα οποία

αντικείμενο, επιστρέφει και πέφτει π ά ν ω σε

είναι μ η επιθυμητά σε ραδιοεντοπιστές και

Υποβρύχιος

ηχοβολιστικός

και

ηχοληπτικός

στής. ΙΙχοβολέας εκπέμπει π α λ μ ό υ π ε ρ ή χ ω ν

πλακίδιο

χ α λ α ζ ί α , άλ,ατος S e i g n e t t e ή R o c h e l l e ή ε ι δ ι κ ά κ ε ρ α μ ι κού υλικού που περιέχει τιτάνιο που με την σειρά του παράγει λόγω του πιεζοηλεκτρικού

φαινομένου

κτρεγερτική δύναμη βραχείας διάρκειας.

ραδιοανι-

χνευτές.

Echo Talker

[Ομιλία ηχούς]

Επιστ. Υπολ.

Γενικός χα-

ηλε-

ρ α κ τ η ρ ι σ μ ό ς π α ρ ε μ β ο λ ώ ν π ο υ δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ ν τ α ι σ ε δί-

Παραλλ,αγές

κτυα υπολογιστών όταν γίνεται λήψη ηλεκτρικών ση-

της π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ς αρχής με σαρωτές στερεής γ ω ν ί α ς θ

μ ά τ ω ν τα οποία ε π ι σ τ ρ έ φ ο υ ν σ τ ο υ ς υ π ο λ ο γ ι σ τ έ ς

χρησιμοποιούνται

τα έ χ ο υ ν παράγει και π ο υ λ α μ β ά ν ο ν τ α ι ε σ φ α λ μ έ ν α σ α ν

Echo Location). Echo Recognition

στην

ιατρική,

(βλέπε

Echogram,

δεδομένα. Γ ν ω σ τ ή και σ α ν θόρυβος δικτύου ή γραμ[Αναγνώριση ηχούς]

Μηχ. Η

διαφο-

ροποίηση μεταξύ του ίχνους σ η μ ά τ ω ν ηχούς που προέρχεται

από αντικείμενο(-α)

του(-ων) οποίου(-ων)

η

παρουσία είναι α ν α μ ε ν ό μ ε ν η και σ η μ ά τ ω ν ηχούς π ο υ προέρχεται από αντικείμενο(-α) που δεν

ενδιαφέρουν

τον παρατηρητή.

Echo

Repeater

που

[Αναμεταδότης

ηχούς]

μών επικοινωνίας, (βλέπε

Echocardiograph

Echo Check).

[(Υπερ-)Ηχοκαρδιογράφος]

H/S.K. Ιατρικό μ η χ ά ν η μ α π ο υ επιτρέπει την δημιουργία ειδικ ώ ν ι α τ ρ ι κ ώ ν γ ρ α φ ι κ ώ ν π α ρ α σ τ ά σ ε ω ν της καρδιάς με τ η ν β ο ή θ ε ι α υ π ε ρ ή χ ω ν , ( β λ έ π ε echoencephalograph,

echouterograph). Λκονστ. Echoencephalograph

[(Υπερ-)Ηχοεγκεφαλογράφος]

Ηλεκτρονική σ υ σ κ ε υ ή που μεταδίδει ηλεκτρομαγνητι-

Ηλεκ.

κά κ ύ μ α τ α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε ν η σ ε ελεγχόμενο περιβάλ-

ειδικών ιατρικών γ ρ α φ ι κ ώ ν π α ρ α σ τ ά σ ε ω ν της

λον όπου η α π ό σ τ α σ η είναι γ ν ω σ τ ή και η ταχύτητα με-

ρικής περιοχής του κρανίου με την βοήθεια υπερήχων,

τάδοσης του κύματος στο χώρο που ερευνάται επίσης

(βλέπε

γνωστή. Η ελεγόμενη μετάδοση κυμάτων σε

συνδυα-

Ιατρικό μηχάνημα που επιτρέπει τη

δημιουργία εσωτε-

echocardiograph, echouterograph). Echogram [ ( Υ π ε ρ - ) Η χ ό γ ρ α μ μ α , ( Υ π ε ρ - ) Η χ ο γ ρ ά φ η μ α ]

-491

Μηχ.

Γ ρ α φ ι κ ή π α ρ ά σ τ α σ η σε μορφή φάσματος, με ορι-

Ecliptic Diagram

παρουσιάζεται

έ κ λ ε ι ψ η ηλ.ίου. 2 . Η

απόκρυψη

αυτό-

ζόντιο ά ξ ο ν α τον χρόνο και κάθετο άξονα την ένταση

φωτου σώματος (και κατά συνέπεια η εξαφάνισή

του κύματος ηχούς μετά από την ανάκλαση του κύμα-

από το πεδίο παρατήρησης), σ α ν α π ο τ έ λ ε σ μ α του πε-

τος σ ε σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο σ τ ό χ ο . Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε ν ο σ ε έ-

ράσματος του σώματος πίσω από άλλο αυτόφωτο

ρευνες του πυθμένα της θάλασσας, όπου προεξέχοντες

μα.

βράχοι, υποβρύχια, σ μ ή ν η ψαριών, υπόγειες χαράδρες,

πολλαπλών

αστέρων, όταν η τροχιά ενός μέλους

π α γ ό β ο υ ν α και ρ ή γ μ α τ α α ν α κ λ ο ύ ν τα ηχητικά

υποχρεώσει

να

σ ε διαφορετικούς χ ρ ό ν ο υ ς δημιουργο')ντας

κύματα

πολλαπλές

ηχούς που παρέχουν έτσι πληροφορίες για την σύστασ η και το βάθος τ ο υ π υ θ μ έ ν α και για την ύ π α ρ ξ ή τους και

στην

ιατρική,

(βλέπε

Echo Ranging Sonar, Echocardiograph,

Echoencephalograph, Echouterograph).

Τέτοιες εκλείψεις συμβαίνουν περάσει

πίσω

μεταξύ

από

ένα

του σώ-

ζευγών

άλλο

ή το

μέλος,

(βλέπε

Eclipsing Variable Star). Eclipse Seasons [ Ε π ο χ έ ς ε κ λ ε ί ψ ε ω ν ] Αστρον.

Οι

δύο

χρονικές περίοδοι κατά την διάρκεια ενός χρόνου

που

η απόσταση ηλίου σελήνης ελαχιστοποιείται και

που

α υ ξ ά ν ο ν τ α ι οι πιθανότητες δημιουργίας η λ ι α κ ώ ν εκλείψεων.

[(Υπερ-)Ηχογράφος]

Echograph

Γενική ονομασί-

Μηχ.

Eclipse Year

[ΕκλειπτικόΈτος] δύο

διαδοχικών

Ο χρόνος που

μεσολαβεί

ή προγράμματος υπολογιστή που εμφανίζει σε

μ ε τ α ξ ύ ηλίου και σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ω ν κ ό μ β ω ν τ ω ν τ ρ ο χ ι ώ ν

οθόνη

μεταξύ

Αστρον.

α ηλεκτρονικού μηχανήματος που εκτυπώνει σε χαρτί

ευθυγραμμίσεων

απ' ευθείας γραφικές παραστάσεις ηχογραμμάτων. Συ-

γ η ς και σ ε λ ή ν η ς , όχι α π α ρ α ί τ η τ α ι κ α ν ώ ν ν α

νήθως είναι μέρος μεγαλύτερης

γ ή σ ο υ ν ηλιακές εκλείψεις, ίσος περίπου με

και

πολυπλοκότερης

σ υ σ κ ε υ ή ς που μπορεί ν α περιλαμβάνει ηχοβολείς, ραδιοανιχνευτές, ραδιοεντοπιστές ή ιατρικούς

υπερηχο-

δημιουρ346.62003

αστρονομικές ημέρες.

Eclipsed

Conformation

[Εκλειπτική

Διαμόρφωση!

γράφους σχεδιασμένους ανάλογα με την εφαρμογή που

Οργ.

απαιτείται.

με περιστροφή γ ύ ρ ω από το δεσμό C - C του

Echoplex technique [ Τ ε χ ν ι κ ή τ ω ν E c h o p l e x ] Επιστ. Υπολ. σφαλμάτων

σε

δίκτυα

αναγνώρισης Τεχνική

υπολογιστών

σφαλμά-

αναγνώρισης που

βασίζεται

σ τ η ν σ ύ γ κ ρ ι σ η τ ω ν δεδομένα>ν π ο υ έχουν

αποσταλεί

και έ χ ο υ ν ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι μ ε τα δ ε δ ο μ έ ν α σ τ α write b u f f e r s του αποστολέα υπολογιστή, (βλέπε

Echosonogram ντικειμένου

με

την

βοήθεια

παλμών

Χημ.

Δομή οργανικών ενώσεων, που

προκύπτει

κ α ι σ τ η ν ο π ο ί α , η δ ι ά τ α ξ η τ ω ν α τ ό μ ω ν II τ ο υ δ ε ύ τ ε ρ ο υ ατόμου άνθρακα είναι κατοπτρική α ν α π α ρ ά σ τ α σ η

α-

υπερήχων.

Ηλεκ.

Ιατρικό

μηχάνημα που δημιουργεί υπερηχογραφήματα

της

διάταξης των ατόμων Η του πρώτου ατόμου άνθρακα.

Eclipsing Binary [Εκλειπτικό ζεύγος Αστρον. Ζ ε ύ γ ο ς α σ τ έ ρ ω ν π ο υ π ε ρ ι φ έ ρ ο ν τ α ι

αστέρων] με

τέτοιο

ένας αστέρας τους ζεύγους να προκαλεί έκλειψη άλλου,

(βλέπε

Eclipse).

Μεταβολές

της

εμβρύ-

στο

παρατηρούμενο

φάσμα

του

μεταβολές

συστήματος.

ε ξ ε τ ά ζ ο ν τ α ς τις μ ε τ α β ο λ έ ς σ τ α φ ά σ μ α τ α

Οπότε

εκλειπτικών

ω ν μέσα σε μήτρα κατά την διάρκεια της ε γ κ υ μ ο σ ύ ν η ς

ζευγών, εξάγονται συμπεράσματα για την περίοδο

χρησιμοποιώντας υπέρηχους. Η λειτουργία του βασίζε-

ριστροφής και για την φύση του ζεύγους.

ται σ ε π α ρ ό μ ο ι ε ς α ρ χ έ ς μ ε αυτές τ ο υ κ ο ι ν ο ύ η χ ο ε ν τ ο π ι -

του

φαινόμενης

φωτεινότητας σ υ χ ν ά σ υ ν ο δ ε ύ ο ν τ α ι και από [(Υπερ-)Ηχογράφος]

αιθανίου

τρόπο γ ύ ρ ω από το κοινό κέντρο μάζας τους ώ σ τ ε ο

Echo Check).

[Ηχόγραμμα] Γραφική παράσταση

-•Echogram. Echouterograph

πε-

μηχανήματα

Eclipsing Variable Star [ Ε κ λ ε ι π τ ι κ ό ς μ ε τ α β λ . η τ ό ς α σ τ έ ρ α ς ] Αστρον. Ζ ε ύ γ ο ς α σ τ έ ρ ω ν ή π ο λ λ α π λ ο ί α σ τ έ ρ ε ς

συνήθως έχουν την δυνατότητα να παράγουν έγχρωμες

π ο υ περιφέρονται με τέτοιο τρόπο γ ύ ρ ω α π ό το κ ο ι ν ό

εικόνες με συνεχή

κέντρο μάζας τους ώστε ένας η περισσότεροι

στή, αν και τα σ ύ γ χ ρ ο ν α τέτοια ιατρικά σάρωση,

σε αντίθεση

με τους

πλούς ραδιοεντοπιστές που δημιουργούν απλές

α-

μονο-

χρωματικές αναπαραστάσεις.

Eckert N u m b e r τετραγώνου

[Αριθμός Eckcrt]

της ταχύτητας

Φνσ.

ρευστού

σε

Ο λόγος μεγάλη

του από-

μότητας υ π ό σ τ α θ ε ρ ή π ί ε σ η τ ο υ ρ ε υ σ τ ο ύ και της διαφοράς θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς μ ε τ α ξ ύ ρ ε υ σ τ ο ύ και σώματος, οποίος είναι καθαρός αριθμός και είναι επίσης

ο

γνω-

στός και ως αριθμός Dulong.

Eckert Projection Χαρτ. Π ρ ο β ο λ ή τ η ς

αστέρες

τους συνόλου να προκαλούν μεταβολές της συνολικής φαινόμενης φωτεινότητας του συστήματος λόγω εκλεί-

σ τ α σ η από ένα σ ώ μ α προς το γ ι ν ό μ ε ν ο της ειδικής θερ-

ψ ε ω ν . Μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο υ ε ν δ ι α φ έ ρ ο ν τ ο ς είναι τα σ υ σ τ ή μ α τα

που

δεν

αναλύονται

Binary). Ecliptic [ Ε κ λ ε ι π τ ι κ ή ] Αστρον.

οπτικά,

(βλέπε

Eclipsing

1. Μ ε σύστημα αναφοράς

τ η ν γ η , η ν ο η τ ή κ α μ π ύ λ η π ο υ δ ι α γ ρ ά φ ε ι ο ήλ,ιος σ τ ο ν ουράνιο

θόλο κατά την διάρκεια

του χρόνου.

Αόγω

μ ε τ ά π τ ω σ η ς το>ν γ ε ω γ ρ α φ ι κ ώ ν π ό λ α ) ν τ η ς γ η ς , η

υδρογείου

κα-

προβολή

Eckert]

μπύλη αυτή ολλάζει θέση ανάλογα με την περιοχή που

σφαίρας στο

επίπεδο

β ρ ί σ κ ε τ α ι ο π α ρ α τ η ρ η τ ή ς , αλλά π α ρ α μ έ ν ε ι η ίδια

[Χαρτογραφική

π α ρ ο υ σ ι α σ μ έ ν η το 1 9 0 6 από το M a x Eckert. Τ ο

μήκος

με

σ ύ σ τ η μ α αναφοράς τον ο υ ρ ά ν ι ο θόλο. Γ ν ω σ τ ή και σ α ν

τα

ζ ω δ ι α κ ό ς κ ύ κ λ ο ς . 2. Μ ε σ ύ σ τ η μ α α ν α φ ο ρ ά ς τ ο ν ή λ ι ο ,

μ ή κ η τ ω ν ε υ θ ε ι ώ ν της π ρ ο β ο λ ή ς σ τ ο υ ς π ό λ ο υ ς και οι

είτε το νοητό επίπεδο π ά ν ω στο οποίο η γη διαγράφει

μεσημβρινοί είναι ημιτονοειδείς καμπύλες

την τροχιά της γ ύ ρ ω από τον ήλιο ή η νοητή κ α μ π ύ λ η

της προβολής στον ισημερινό είναι διπλάσιο

από

κοίλες

προς τον κεντρικό μεσημβρινό. Παρέχει τους

ως

αριθμη-

τικούς μ έ σ ο υ ς των σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ω ν x και y της ημιτονοειδούς

προβολής

και

της

προβολής

τύπου

plate

carre. Α π ο δ ί δ ε ι σ ω σ τ ά τα μ ή κ η μ ό ν ο σ ε κλίσεις 3 7 ° 5 5 ' βόρεια και νότια.

Eclipse

[Εκλειψη]

που θα διέγραφε η γη στον ουράνιο θόλο αν

παρατη-

ρείτο από τον ήλιο.

Ecliptic Coordinate System [ Ε κ λ ε ι π τ ι κ ό σ ύ σ τ η μ α ν τ ε τ α γ μ έ ν ω ν ] Αστρον. Σύστημα συντεταγμένων

συτης

ο υ ρ ά ν ι α ς σφαίρας, π α ρ ό μ ο ι ο με αυτό της γης, με τ η ν

Αστρον. 1. Η

απόκρυψη

ετερόφωτου

διαφορά ότι σ α ν ισημερινός λαμβάνεται η

θεωρητική

ή α υ τ ό φ ω τ ο υ ο υ ρ ά ν ι ο υ σ ώ μ α τ ο ς , σ α ν α π ο τ έ λ ε σ μ α της

τ ο μ ή της ε π έ κ τ α σ η ς του επιπέδου της τροχιάς της γ η ς

μεσολάβησης άλλου ετερόφωτου σώματος μεταξύ του

μ ε τ ο ν ο υ ρ ά ν ι ο θ ό λ ο . Σ α ν μ ε σ η μ β ρ ι ν ο ί ο ρ ί ζ ο ν τ α ι οι 2 4

πρώτου σώματος και ενός παρατηρητή. Όταν η σελήνη

μέγιστοι κύκλοι που περνούν από τους

διασχίζει την σκιά της γης, παρουσιάζεται έκλειψη σε-

πόλους.

λήνης. Ό τ α ν η σκιά της σ ε λ ή ν η ς πέφτει π ά ν ω σ τ η ν γη,

>

-

Ecliptic D i a g r a m

[Διάγραμμα

εκλειπτικούς

εκλειπτικής]

Αστρον.

Ecliptic Latitude

-492 -

Δυσδιάστατιι γραφήματα τμήματος του ζωδιακού κλου που περιλαμβάνουν την εκλειπτική για να γ ρ α φ ο ύ ν οι θέσεις τ ω ν π λ α ν η τ ώ ν του η λ ι α κ ο ύ

κύπερι-

συστή-

πρόθεσμα

ή μακροπρόθεσμα

μετά

από

την

εξόρυξη

του, μετά από ή χωρίς κατάλληλη επεξεργασία.

Economic

Ratio

[Οικονομικότητα

οπλισμού]

Πολ.

ματος και του ήλιου. Γ ν ω σ τ ά και ως δ ι α γ ρ ά μ μ α τ α του

Μηχ.

ζωδιακού, (βλέπε

ο π λ ι σ μ έ ν ο υ σ κ υ ρ ο δ έ μ α τ ο ς . Π.χ. αν κατά τον υ π ο λ ο γ ι -

Ecliptic Coordinate System). Ecliptic Latitude [ Ε κ λ ε ι π τ ι κ ή α π ό κ λ ι σ η ] Αστρον.

Για

Η ελαχιστοποίηση του οπλισμού σε

κατασκευές

σ μ ό μίας δεδομένης διατομής σ κ υ ρ ο δ έ μ α τ ο ς στην ριακή

κατάσταση

νια σφαίρα, η α π ό σ τ α σ ή του σε μοίρες από τον εκλει-

ορθή

ένταση

πτικύ ισημερινό. Μ ε π α ρ α τ η ρ η τ ή εκτός σφαίρας, έχει

(εφελκυόμενος) οπλισμός ή μία απειρία

θετικό π ρ ό σ η μ ο ό τ α ν το σ η μ ε ί ο βρίσκεται μ ε τ α ξ ύ του

διπλού ( ε φ ε λ κ υ ό μ ε ν ο υ και Ολιβόμενου) ο π λ ι σ μ ο ύ , από

εκλειπτικού ισημερινού και του βόρειου

ό λ ε ς τις π ι θ α ν έ ς λ ύ σ ε ι ς π ο υ σ έ β ο ν τ α ι τις γ ε ν ι κ έ ς απαι-

ένα σ η μ ε ί ο με εκλειπτικές σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ε ς σ τ η ν

ουρά-

εκλειπτικού

πόλου και αρνητικό πρόσημο όταν βρίσκεται του εκλειπτικού ισημερινού και του νότιου

μεταξύ

εκλειπτι-

μπορεί

να

δεδομένη

τοποθετηθεί

εξωτερική είτε

απλός

συνδυασμών

τήσεις α σ φ α λ ε ί α ς και τις β α σ ι κ έ ς α ρ χ έ ς

σχεδιασμού

αναζητείται η λόση που αντιστοιχεί στον ελάχιστο συνολικό οπλισμό.

κού πόλου.

Ecliptic Αστρον.

αστοχίας για

ο-

[Εκλειπτική

Longitude

ορθή

Για ένα σημείο με εκλειπτικές

αναφορά]

συντεταγμένες

Economizer

[Ανακυκλ.ωτής]

1. Σ υ σ κ ε υ ή που χρη-

Μηχ.

σιμοποιείται σε αεροπλάνα, διαστημόπλοια, σε

κατα-

στην ουράνια σφαίρα, η απόστασή του σε μοίρες ή ώ-

δυτικό εξοπλισμό ή σε καταστάσεις έλλειψης

ρες, π ρ ώ τ α λεπτά και δ ε ύ τ ε ρ α / ε π τ ά α π ό τ ο ν εκλειπτι-

νου και επιτυγχάνει μερική α ν α κ ύ κ λ ω σ η του ο ξ υ γ ό ν ο υ

κό π ρ ώ τ ο μ ε σ η μ β ρ ι ν ό . 1 ώ ρ α αντιστοιχεί σε 1 5 μοίρες.

της α τ μ ό σ φ α ι ρ α ς ή τ ο υ ο ξ υ γ ό ν ο υ π ο υ εκβάλλεται κατά

Μ ε π α ρ α τ η ρ η τ ή ε κ τ ό ς σφαίρας, έχει θετικό

πρόσημο

την εκπνοή. 2. Σπείραμα ή σωληνοειδές που χρησιμο-

όταν το σημείο βρίσκεται δεξιά του πρώτου μεσημβρι-

ποιείται σε βραστήρες εργαστηρίου και επιταχύνει τον

νού και αρνητικό π ρ ό σ η μ ο όταν βρίσκεται αριστερά.

βρασμό υ γ ρ ώ ν με την βοήθεια α ν α κ ύ κ λ ω σ η ς επαγωγι-

Ecliptic Pole

[Πόλος εκλειπτικής]

μα αναφοράς ένα εκλειπτικό σ ύ σ τ η μ α στην

ουράνια

σφαίρα,

ένα

από

Με

Αστρον. τα

σύστη-

συντεταγμένων δύο

σημεία

της

οξυγό-

κών θερμικών ρευμάτων ή του ίδιου του υγρού. 3. Γενική ονομασία ειδικών εξαρτημάτων που

ανακυκλώ-

ν ο υ ν τα υ π ο λ ε ί μ μ α τ α μίας αντίδρασης κ α ύ σ η ς και τα

σφαίρας στα οποία την τέμνει άξονας ο οποίος περνάει

υποχρεώνουν

από το κέντρο της γης και είναι κάθετος στο

κ α ύ σ η ς α υ ξ ά ν ο ν τ α ς έτσι την α π ό δ ο σ η μ η χ α ν ώ ν εσωτε-

επίπεδο

τ ο υ ε κ λ ε ι π τ ι κ ο ύ ι σ η μ ε ρ ι ν ο ύ της. Α π λ ο ύ σ τ ε ρ α , τα σ η μεία με εκλειπτικές συντεταγμένες (0°,90°),

(0°,-90°),

να

επαναδιαβιβαστούν

στον

θάλαμο

ρικής ή εξωτερικής καύσης. [Οικονομία]

Economy

ϊπολογ.

1. Η

ελαχιστοποίηση

αλλιώς γ ν ω σ τ ά ως εκλειπτικός βόρειος και νότιος πό-

των μεταβλητών που χρησιμοποιεί ένα πρόγραμμα

λος.

στε η σκοπιμότητά του και η λειτουργία του να παρα-

Ecological Interaction [ Ο ι κ ο λ ο γ ι κ ή α λ λ η λ ε π ί δ ρ α σ η ] Οικολ. Σ χ έ σ ε ι ς π ο υ δ ι α μ ο ρ φ ώ ν ο ν τ α ι ό τ α ν δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ά

μείνουν σταθερές. Α ν η μεταβλητή foo δεν

ώ-

χρησιμο-

π ο ι ε ί τ α ι σ ε ένα π ρ ό γ ρ α μ μ α , η δ ή λ ω σ η : short f o o , bar;

οι

δ ε ν είναι ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή , ε ν ώ η short bar; είναι. 2. Η ελα-

σχέσεις και επιδράσεις που μπορεί ν α υ π ά ρ ξ ο υ ν μετα-

χιστοποίηση των δυαδικών ψηφίων που χρησιμοποιού-

ξύ μεμονωμένων μελών διαφορετικοί ειδών.

νται για την α π ο θ ή κ ε υ σ η μίας μεταβλητής σε ένα πρό-

είδη μοιράζονται ένα κοινό περιβάλλον και ειδικά

Ecological P y r a m i d γραφική

παράσταση

[Οικολογική πυραμίδα]

Οικολ.

των

διαφόρων

πληθυσμών

των

Η

γραμμα.

Η δ ή λ ω σ η : bs: a r r a y [ 0 . . 1 5 ] of B o o l e a n ;

δεν

είναι ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή . Ε ν ώ η: bs: integer; είναι. 3. Η ε λ α χ ι στοποίηση

των εντολών που

χρησιμοποιεί

ένα

πρό-

ε ι δ ώ ν ενός ο ι κ ο σ υ σ τ ή μ α τ ο ς π ο υ έχει π υ ρ α μ ο ε ι δ ή

μορ-

φή, με τους μεγάλους αριθμούς των φυτών στη

βάση

γραμμα. Οι ακόλουθες εντολές δεν είναι

και

ζώων

f o r (n=0; n < 1 0 0 ; n + + ) if ( ( n % 2 ) = = 0) p r i n t f ( " % d " , n j ;

τους

μικρούς

αριθμούς

των

σαρκοφάγων

Οι ακόλουθες είναι: for (n=0;

στην κορυφή. [Οικολογική διαδοχή]

Ecological Succession

Οικολ.

Η

σταδιακή αντικατάσταση του πληθυσμού ενός είδους

n<100;

οικονομικές: n=n+2)

printf

[Αντίσταση οικονομίας]

Ηλεκ.

( " % d " , n);

E c o n o m y Resistance

από τον πληθυσμό ενός άλλου είδους στα πλαίσια ενός

Μηχ.

οικοσυστήματος.

βάλλεται εσωτερικά σε ηλεκτρικά εξαρτήματα με σκο-

Ecology

[Οικολογία]

Οικολ.

Είναι η επιστήμη που

σχολείται με την μελέτη των αλληλοεπιδράσεων ξύ των

ζώντων

οργανισμών

και

του

α-

μετα-

περιβάλλοντος

τους.

κή

πό ν α τα κρατάει σε λειτουργία με τ η ν ελάχιστη δυνατή κ α τ α ν ά λ ω σ η .

Ε Core

[Πυρήνας τύπου

Ε] Ηλεκτρομαγν.

Τ ο ένα από

τα δύο τμήματα σιδηρού πυρήνα τριφασικού μετασχη[Οικονομική γεωγραφία]

Economic Geography ωγρ.

Αντίσταση ή καταναλωτής που συνήθως παρεμ-

Γε-

Τομέας της γεωγραφίας που ερευνά τη βιομηχανιπαραγωγή,

εμπορική

εκμετάλλευση

και

διανομή

ματιστή,

αυτομετασχηματιστή

ή

επαγωγικού

σχήματος Ε. Τ ο άλλο τμήμα του πυρήνα είναι ράβδος σ χ ή μ α τ ο ς I. Τ α δ ύ ο τ μ ή μ α τ α σ υ ζ ε ύ γ ν υ ν τ α ι σ τ η ν μ ο ρ φ ή

α γ α θ ώ ν ό π ω ς αυτά σχετίζονται ή εξαρτώνται από δια-

Ε Ι και σ χ η μ α τ ί ζ ο υ ν τον π λ ή ρ η π υ ρ ή ν α του

φορετικές συνθήκες που μεταβάλλονται δυναμικά

τος. (βλέπε

σε

σχέση με την γεωγραφική θέση και οικονομία της προς εξέταση περιοχής ή χώρας.

Economic

Geology

[Οικονομική

πηνίου

εξαρτήμα-

Eddy Currents, Eddy Current Loss). Ε Corona [ Φ ω ς ε κ π ο μ π ή ς κ ο ρ ώ ν α ς ] Αστμον. Α ν α π ό

το

φ ά σ μ α ε κ π ο μ π ή ς τ η ς κ ο ρ ώ ν α ς α φ α ι ρ ε θ ο ύ ν οι σ υ ν ι σ τ ώ γεωλογία]

Γεωλ.

σες που οφείλονται στη διάχυση του ηλιακού

φωτός

Τ ο μ έ α ς έρευνας της γεωλογίας σχετικός με την βιωσι-

μέσα στα αέρια της κ ο ρ ώ ν α ς ή γραμμές εκπομπής από

μότητα της ε κ μ ε τ ά λ λ ε υ σ η ς φ υ σ ι κ ώ ν

διπλό ή τριπλά ιονισμένα αέρια που βρίσκονται

στην

φ ω τ ό σ φ α ι ρ α ( C a I, I I , I I I ) , τ ο α π ο τ έ λ ε σ μ α ε ί ν α ι

φως

KAT γ ε ω λ ο γ ι κ ώ ν

πύρων, πηγών, υ λ ι κ ώ ν και κοιτασμάτων με

εφαρμογή

ήδη υπάρχουσας τεχνολογίας η οποία ν α σχετίζεται με

που εκπέμπεται αποκλειστικά σχεδόν από την κορώνα

την εξόρυξη αυτών των πόρων.

κ α ι π ο υ ο φ ε ί λ ε τ α ι σ ε π ο λ λ α π λ ά ι ο ν ι σ μ έ ν α ά τ ο μ α (π.χ.

Economic

Mineral

[Οικονομικό

ορυκτό]

Ορυκτό το οποίο μπορεί να παράσχει κέρδος

Μεταλ..

Fe XIV).

μικρο-

Ecosystem

[Οικοσύστημα]

Οικολ.

Είναι ένα

σύστημα

-493 -

στο

οποίο υπάρχει

μία σταθερή εναλλαγή

ενέργειας

και ύλης μ ε τ α ξ ύ τ ω ν ζ ώ ν τ ω ν ο ρ γ α ν ι σ μ ώ ν π ο υ

υπάρ-

Eddv Flow

Eddy Current Heating

Π α ρ α γ ω γ ή ή μεταβίβαση θερμότητας με την ρευμάτων

χ ο υ ν σε αυτό και του περιβάλλοντος τους.

Eddy,

-induction

Currents. Ecosystem M a p p i n g [ Χ α ρ τ ο γ ρ ά φ η σ η ο ι κ ο σ υ σ τ η μ ά τ ω ν ] Οικολ. Χ α ρ τ ο γ ρ ά φ η σ η γ ε ω γ ρ α φ ι κ ή ς π ε ρ ι ο χ ή ς ό - Eddy Current Loss π ο υ σ η μ ε ι ώ ν ο ν τ α ι όλα τα ο ι κ ο σ υ σ τ ή μ α τ α π ο υ περιΗλεκτρομαγ. Α π ώ λ ε ι ε ς λαμβάνονται σε αυτήν την περιοχή. [Όριο Eddington]

Eddington Limit

[Θέρμανση με ρεύματα Eddy] βοήθεια

Heating,

Eddy

[Απώλειες από ρεύματα

Eddy]

ισχύος σε συσκευές που χρησι-

μοποιούν αγώγιμους πυρήνες με περιέλιξη, όπως μεταΤ ο θεω-

Αστμοφυσ.

σχηματιστές και ε π α γ ω γ ι κ ά πηνία, π ο υ οφείλεται σ τ η ν

ρητικό όριο για ένα αυτόφωτο ουράνιο σ ώ μ α στο ο-

μετατροπή των δημιουργούμενων ρευμάτων

ποίο

σα στους πυρήνες σε θερμότητα Joule. Για να περιορι-

επιτυγχάνεται

εξίσωση

της

εσωτερικής

πίεσης

ακτινοβολίας έναντι της βαρυτικής έλξης προκαλώντας

στούν

ι σ ο ρ ρ ο π ί α λειτουργίας. Α ν οι α ν τ ί σ τ ο ι χ ε ς δ υ ν ά μ ε ι ς βα-

από α γ ώ γ ι μ α φύλλα (λαμίνες). (βλέπε

ρύτητας και πίεσης α κ τ ι ν ο β ο λ ί α ς είναι F g και Fr, και υποτεθεί ότι το υ λ ι κ ό τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς είναι τ ό τ ε θα ε ί ν α ι : F g — G M c p / r ^ - G M c n r r i p / r (4πΓο),

όπου

στ=6.610"

25

αη

2

2

υδρογόνο,

και

Fr=LnoT/

η

διατομή

είναι

T h o m s o n . Σ ε κ α τ ά σ τ α σ η ι σ ο ρ ρ ο π ί α ς ε ί ν α ι : F r = - F 1 ? => =

L=Ledd ^GMcc/oT= 1.310

38

( M c / M H ) erg/sec. T o

μέγε-

θ ο ς Ledd ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι κ α ι Φ ω τ ε ι ν ό τ η ς E d d i n g t o n .

Eddington's Αστρικό

Model

μοντέλο

[Μοντέλο

Eddington]

Αστρον.

λειτουργιών

μεταφοράς ενέργειας που βασίζεται στην

προϋπόθεση

ό τ ι F r oc F g , ό π ο υ F r ε ί ν α ι η π ί ε σ η α κ τ ι ν ο β ο λ ί α ς κ α ι F g είναι η πίεση του αερίου σ τ ο εσωτερικό του αστέρα. [Στροβιλισμός]

Υόρομηχ.,

Στροβιλι-

Αεροναυτ.

σμός, στρόβιλος ή διαταραχή αερίου ή υ γ ρ ο ύ που παράγεται από

την παρεμβολή

εμποδίου

ενάντια

στην

διεύθυνση ροής του ή από άλλον εξωτερικό παράγοντα παρεμβολής όπως ανομοιομορφία

του

περιβάλλοντος

ή ύπαρξη περιοχών διαφορετικής πίεσης κοντά

στην

[Συντελεστής στροβιλώδους

μ ι κ ή ς α γ ω γ ι μ ό τ η τ α ς ] Φυσ.

Ε Core, Eddy

[Ανιχνευτής τύπου Eddy]

Μηχ.

Ηλεκτρονικός ανιχνευτής αγώγιμων αντικειμένων που λειτουργεί βάσει της

αρχής

της απλής ή αμοιβαίας επα-

γ ω γ ή ς και υπολογίζει την α π ό σ τ α σ η α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ω ν σει της ισχύος των ρ ε υ μ ά τ ω ν E d d y που

βά-

κυκλοφορούν

επαγωγικό πηνίο. Στην δεύτερη περίπτωση, ο δείκτης αυτεπαγωγής του ερευνητικού πηνίου επηρεάζεται από την

παρουσία

των

α ν τ ι κ ε ί μ ε ν α ) ν.

(βλέπε

Current Test). Eddy Current Speed Indicator [ Δ ε ί κ τ η ς τ ύ π ο υ Eddy] Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό τ α χ ύ μ ε τ ρ ο τ ο υ

Eddy-

ταχύτητας οποίου

λειτουργία βασίζεται στην δημιουργία ρευμάτων

- • E d d y Current Tachometer. Eddy Current T a c h o m e t e r [ Τ α χ ύ μ ε τ ρ ο Ηλεκτρονικό

Μηχ.

ταχύμετρο

που

η

Eddy.

τύπου EddyJ

λειτουργεί

βάσει

της αρχής της ε π α γ ω γ ή ς και επιδεικνύει σε π ί ν α κ α την τ α χ ύ τ η τ α ο χ ή μ α τ ο ς α ν ά λ ο γ α μ ε τ η ν δ ύ ν α μ η έλ,ξης τ ω ν

περιοχή π ο υ ρέει το αέριο ή υγρό.

Eddy Conductivity

πυρήνες

στα υπό ανίχνευση αντικείμενα ή σε ειδικό ερευνητικό

εξήγησης εσωτερικών

Eddy

αυτές οι απώλειες χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι

Currents). E d d y Current Sensor

μέ-

Eddy

θερ-

Φ υ σ ι κ ή σταθερά που χρησι-

συνδυασμένων δυνάμεων Laplace που

αναπτύσσονται

από ρεύματα Eddy και που ασκούνται σε

μαγνητικό

μοποιείται για την περιγραφή της σ τ ρ ο β ι λ ώ δ ο υ ς μετα-

δείκτη ό τ α ν κ α λ ώ δ ι ο σ υ ν δ ε δ ε μ έ ν ο μ ε το σ τ ρ ό φ α λ ο

φοράς θερμότητας (βλέπε

με τ ο ν τροχό ο χ ή μ α τ ο ς υ π ο χ ρ ε ώ ν ε ι σ ε

Eddy Current Brake Ηλεκ. Μηχ. Τ ρ ο χ ο π έ δ η

Eddy Heat Conduction).

[Τροχοπέδη που

ρευμάτων

βασίζεται

στις

Eddy]

δυνάμεις

Laplace τ ω ν ρ ε υ μ ά τ ω ν E d d y μέσα σε αγο)γούς ή αγώ-

περιστροφική

κίνηση μαγνήτη.

Eddv Current Test Ηλεκτμομαγν. Ε ξ α γ ω γ ή

με

ρεύματα

συμπερασμάτων

υλικό

παρουσία ρωγμών ή την αντοχή αγώγιμων

με διεύθυνση

κάθετη στο επίπεδο

του

αντικειμένου,

διαπερατότητα,

την

Eddy]

σχετικίόν

τη

πεδίο

μαγνητική

[Ελεγχος

γιμα αντικείμενα. Α ν κινούμενο τεμάχιο από αγώγιμο βρεθεί μέσα σε ανομοιογενές μαγνητικό

ή

αγωγιμότητα,

με την

αντικειμέ-

ν ω ν βάσει της αρχής της επαγωγής κατά την οποία

η

προκαλούνται μέσα στο αντικείμενο ηλεκτρικά ρεύμα-

ένταση τ ω ν ρ ε υ μ ά τ ω ν E d d y που α ν α π τ ύ σ σ ο ν τ α ι σε ε-

τα E d d y με φ ο ρ ά τέτοια π ο υ οι επί α υ τ ώ ν

παγωγικό πηνίο μπορεί να υποδείξει

εξασκούμε-

κατασκευαστικές

νες δυνάμεις Laplace τείνουν ν α αναιρέσουν την κίνη-

ατέλειες σε σχέση με αντίστοιχο αγώγιμο

σ ή του, π ρ ο κ α λ ώ ν τ α ς ε π ι β ρ ά δ υ ν σ η , π α ρ ό μ ο ι α με τρι-

αναφοράς του οποίου η εξ' επαγωγής ηλεκτρομαγνητι-

βή. (βλέπε

κή

Eddy Current Damper, Eddy Current Speed Indicator). Eddy Current Clutch Η/χκ.

Μηχ.

[Συμπλέκτης ρευμάτων

Eddy]

Η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ό ς συμπλέκτης που χρη-

συμπεριφορά

είναι

δεδομένη,

αντικείμενο

(βλέπε

Eddy

Current Sensor). Eddy

Currents

Ηλεκτρικά

[Ρεύματα

Eddy]

ρεύματα που δημιουργούνται

Ηλεκτρομαγν. σε

αγώγιμα

σιμοποιείται σ ε ο χ ή μ α τ α π ο υ τ ρ ο φ ο δ ο τ ο ύ ν τ α ι με σ υ ν ε -

υλικά λόγω ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Γνωστά και

χές ρ ε ύ μ α ό π ω ς σ ε τ ρ ο χ ι ο δ ρ ό μ ο υ ς και ηλεκτρικά τρέ-

σ α ν ρεύματα Foucault, είναι η πρωτογενής αιτία θέρ-

να. Η μετάδοση κ ί ν η σ η ς επιτυγχάνεται με την βοήθεια

μανσης των πυρήνων ηλεκτρομαγνητικών

συσκευών

των δυνάμεων

που περιέχουν πυρήνες με περιέλιξη, όπως

αυτομετα-

Laplace

ειδικό πηνίο που

που

αναπτύσσονται

τροφοδοτείται

μέσα

από συνεχές

σε

ρεύμα,

ρό-

τ ω ρ ε ς κλ^π. ( β λ έ π ε

(βλέπε

Eddy Current Brake). Eddy Current D a m p e r [ Α π ο σ β έ σ τ η ς μ ε ρ ε ύ μ α τ α E d d y ] Αεροναυτ. Μηχ. Κ α τ ά

σχηματιστές, μετασχηματιστές, επαγωγικά πηνία,

ταλαντώσεων

Ε Core, Eddy Current Loss). E d d y Diffusion [ Σ τ ρ ο β ι λ ώ δ η ς δ ι ά χ υ σ η ] Μηχ.Ρευστ.

Η

τη δημιουργία

διάδοση θερμότητας, μάζας και ορμής π ο υ συντελείται

ρευμάτων Eddy μέσα σε αγώγιμα υλικά που κινούνται

μέσω στροβιλωδίόν ή τυρβωδών κινήσεων στα πλαίσια

σ ε α ν ο μ ο ι ο γ ε ν ή μ α γ ν η τ ι κ ά πεδία, οι ε ς α σ κ ο ύ μ ε ν ε ς δυ-

ενός ρευστού συστήματος.

νάμεις τους,

Laplace

τείνουν

προκαλώντας

να

αναιρέσουν

επιβράδυνση.

Την

την

κίνησή

επιβράδυνση

αυτή εκμεταλλεύεται ειδική ηλεκτρομαγνητική ξ η για ν α αποσβένει γρήγορα μηχανικές κινούμενων (βλέπε

αντικειμένων

σε

Eddy Current Brake).

διάτα-

ταλαντώσεις

ιπτάμενα

οχήματα,

E d d y Diffusivity of Heat δους

διάχυσης

σταθερά

της

[Συντελεστής της στροβιλώ-

θερμότητας]

που χρησιμοποιείται

Μηχ.Ρευστ.

στη

Φυσική

μαθηματική

περι-

γ ρ α φ ή της σ τ ρ ο β ι λ ώ δ ο υ ς ή τ υ ρ β ώ δ ο υ ς θερμικής διάχυσης σε ένα ρευστό σύστημα.

Eddy Flow

[Τυρβώδης ροή] Τυρβώδης ή

ακανόνιστη

-494-

Eddy Heat Conduction

ζ α ς τ ύ π ο υ T h o m s o n , A s t o n κ α ι άλλνΟυς. Α ν ά λ ο γ α μ ε τ η

ροή υγρού ή αερίου. Eddy

Heat

Conduction

τ η τ α ς ] Φυσ.

[Στροβιλώδης αγωγή

θερμό-

Η διάδοση θερμότητας σε ένα ρευστό σύ-

στημα μέσω στροβιλωδών κινήσεων η οποία

προσεγ-

γίζεται μαθηματικά σε αναλογία με τον νόμο

Fourier

της θερμικής αγωγιμότητας.

διάταξη των πεδίων Ε και Β τα φάσματα είναι παραβολικά ή γραμμικά. Edge

Fog

[Πλευρική θόλωση]

Γραφ.

1 . Ε ι δ ι κ ό φίλ.τρο

επεξεργασίας για special-effects εικόνας σε

προγράμ-

ματα γραφικών υπολογιστών το οποίο προκαλεί

ομό-

Μηχ.Ρευστ.

κεντρη, τετραγωνική, τριγωνική ή πολυγωνική

ασθενή

Δυνάμεις που δυσκολεύουν την κίνηση σώματος μέσα

θόλ.ωση τ ω ν ε ξ ώ τ ε ρ ω ν π ε ρ ι ο χ ώ ν κοντά σ τ η ν

περιφέ-

σε ρευστό λόγω δημιουργίας τυρβωδών διαταραχών ή

ρεια της εικόνας. 2. Α ν ε π ι θ ύ μ η τ η θ ο λ ο ύ ρ α σ ε οπτικές

σ τ ρ ο β ι λ ι σ μ ώ ν π ο υ α π ά γ ο υ ν κ ι ν η τ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α α π ό το

ή ψηφιακές φωτογραφίες που προκαλείται από

κ ι ν η τ ό . Οι σ τ ρ ο β ι λ ι σ μ ο ί α υ τ ο ί κ α θ ώ ς και η α ν τ ί σ τ ο ι χ η

ποιότητας φακούς, ατέλειες φακών ή απροσεξίες κατά

α ν τ ί σ τ α σ η μ π ο ρ ο ύ ν ν α μ ε ι ω θ ο ύ ν ε φ ό σ ο ν δοθεί σ τ ο κι-

την επεξεργασία του οπτικού Φ λ μ .

E d d y Resistance [Στροβιλώδης αντίσταση]

νητό κατάλληλο αεροδυναμικό σχήμα. Eddv

Spectrum

[Φάσμα

Edge

στροβιλώδους

ροής]

Μηχ.

1. Φ ά σ μ α σ τ ο ο π ο ί ο κ α τ α ν έ μ ο ν τ α ι οι σ υ χ ν ό τ η -

Ρευστ.

Joint

[Πλευρικός σύνδεσμος]

μεταλλικών

εξαρτημάτων

με

κακής

Σύνδεσμος

Μεταλ.

ηλεκτροσυγκόλληση

ή

ο ξ υ γ ο ν ο κ ό λ λ η σ η κατά μήκος της πλευράς τους.

τ ε ς ή τ α μ ε γ έ θ η τ ω ν δ ι α φ ό ρ ω ν σ τ ρ ο β ί λ ω ν π ο υ σ υ ν α π ο - E d g e L i n e [ Π λ ε υ ρ ι κ ή γ ρ α μ μ ή ] Χ(φτ. Σε χαρτογραφήτελούν την τ υ ρ β ώ δ η ροή. 2. Φ ά σ μ α στο οποίο κατανέσεις ή τοπογραφία, ανάλογα με την εφαρμογή, ισοϋμονται οι κινητικές ενέργειες σ τ ρ ο β ί λ ω ν δ ι α φ ό ρ ω ν συψής, ισοκλινής ή ισοδυναμική γραμμή. Σ υ ν ή θ ω ς απειχ ν ο τ ή τ ω ν και μ ε γ ε θ ώ ν . Edge

[ Α κ μ ή ] Μαθ.

σημεία

κονίζει

Ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει δύο

δυσδιάστατου

ή

τρισδιάστατου

γεωμετρικού

απότομες

εναλλογές

κλάσης ή

την

παρουσία

πλαγιάς, λοφίσκου ή βουνού. Edge

Notched

Card1

[Διάτρητη κάρτα]

Επιστ. Υπολ.

σχήματος. Οι πλευρές ενός τριγώνου είναι ακμές, άλλα

Ειδικά κατασκευασμένη κάρτα με διατρήσεις έτσι

και οι ευθείες στα άκρα ενός κ α ν ο ν ι κ ο ύ δ ω δ ε κ α γ ώ ν ο υ

στε μηχάνημα δέκτης να μπορεί να αναγνωρίσει

είναι επίσης ακμές.

ακολουθία των οπών, σκοπός των ο π ο ί ω ν είναι μερική

E d g e C o n n e c t o r [Πλευρική ηλεκτρονική επαφή] Επέκταση μητρικής κάρτας ή άλλου κυκλώματος

η οποία

είναι

Ηλεκ.

ολοκληρωμένου

κατασκευασμένη

να

δρα

σαν αρσενικός συνδετήρας ή θηλυκός υποδοχέας άλλο ολοκληρωμένο

κύκλωμα

για

ή κάρτα. Σύνηθης

συσκευές αφαιρούμενου μέσου, όπως εξωτερικές σκευές σκληρών δίσκων, C D ή άλλων

σε συ-

περιφερειακών

σε υπολογιστές. Edge

Effect1

ταξινόμηση παρόμοιων καρτών έτσι ώστε να

Οι

Ακουστ.

μεταβο-

την

προσο-

μ ο ι ω θ ε ί ψ η φ ι α κ ή π λ η ρ ο φ ο ρ ί α π.χ. ώ ρ α ή γ ε ν ι κ ή αρίθμηση σε επιτραπέζια ρολόγια, παλαιούς και

ηλεκτρονικούς

Punched

καταμετρητές,

υπολογιστές

(βλεπε

Edge

Card).

Edge Notched Card2

[ Δ ι ά τ ρ η τ η κ ά ρ τ α ] Γεν.

Διάτρητη

κάρτα με οπές τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν ε ς με τέτοιον τρόπο π ο υ να διευκολόνεται

[Πλευρική διάχυση]

ώ-

η ταξινόμηση

παρόμοιων

καρτών

σ υ σ κ ε υ έ ς rollodex που χρησιμοποιούνται

σε

σε

γραφεία

λές της έ ν τ α σ η ς μ ε τ ή χ η σ η ς π ο υ π ρ ο κ α λ ο ύ ν τ α ι από τη

σ α ν μικρές βάσεις δεδομένων για τηλέφωνα και διευ-

μετατόπιση ή παραμόρφωση αντικειμένων σε ελεγχό-

θύνσεις.

μ ε ν ο υ ς χο')ρους π ο υ π ρ ο κ α λ ο ύ ν μ ε τ ή χ η σ η κ α ι η χ ώ , ό -

Printing1

Edge

[Εκτύπωση

στο

περιθώριο]

Επιστ.

πως σε θέατρα, σ κ η ν έ ς μ ο υ σ ι κ ώ ν μεγάρων και ηχητι-

Υπολ.

κ ο ύ ς Οαλνάμους.

η μ ε ρ ο μ η ν ί α , η ο')ρα ή ο α ρ ι θ μ ό ς σ ε λ ί δ α ς έ ξ ω α π ό

E f f e c t 2 [Πλευρική απόκλιση]

Η εκτύπωση επιπρόσθετων δεδομένων όπως

η το

1. Η απόκλι-

πλαίσιο στο οποίο εκτυπώνονται τα κανονικά

δεδομέ-

σ η φορτισμένου σωματιδίου που κινείται με ταχύτητα

να σε μία εκτύπωση. Συνήθως ελέγχεται μέσω

ειδικών

ν μέσα σε μαγνητικό πεδίο Β προς τον ένα πόλο

ε π λ ο γ ώ ν από τα π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α π ο υ εκτελούν τη

Edge

μαγνήτη ή ταλοντωτή

Ηλεκ.

σάρωσης σε σωλήνα

του

Braun

ή

ά λ λ η σ υ σ κ ε υ ή . 2. II α ύ ξ η σ η τ η ς κ α μ π υ λ ό τ η τ α ς ή μ ε ί ω -

συ-

γκεκριμένη εκτύπωση. Edge

Printing2

[Περιφερειακή εκτύπωση]

Γραφ.

Η ε-

σ η της επιφανειακής πυκνότητας των δ υ ν α μ ι κ ώ ν γραμ-

κ τ ύ π ω σ η δ ε δ ο μ έ ν ω ν έ ξ ω α π ό το π λ α ί σ ι ο ψ η φ ι α κ ή ς ει-

μών ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου και κατά

κόνας ή φωτογραφίας για λόγους επιπρόσθετης πληρο-

συνέ-

πεια μείωση της ομοιογένειας του πεδίου, κοντά στα ή

φόρησης

γ ύ ρ ω από τα ά κ ρ α τ ω ν π ό λ ω ν που δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ ν το πε-

Copyright της. Ό π ω ς για η μ ε ρ ο μ η ν ί ε ς σ ε φ ω τ ο γ ρ α φ ί ε ς

δίο αντίστοιχα.

ή για να αριθμηθούν τα τμήματα μίας ακολουθίας αρ-

Edge

Emitting

Diode

[Δίοδος πλευρικής

εκπομπής]

σχετικής

με

την

φύση

της

εικόνας

ή

το

νητικής διαφάνειας.

φ ω τ ό ς E d g e P u n c h e d C a r d [ Δ ι ά τ ρ η τ η κ ά ρ τ α ] Επιστ. Υπολ.. Κ ά ρ τ α ε ι σ α γ ω γ ή ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν κ α τ α σ κ ε υ α σ μ έ ν η να επιστην οποία η ενεργή ζώνη εκπέμπει φως παράλληλα με τρέπει σ τ ο χ ρ ή σ τ η να δημιουργεί μία μ ο ν ο σ ή μ α ν τ η τ α ε π ί π ε δ α τ ω ν σ τ ο ι β ά δ ω ν ρ κ α ι η. Α ν α φ ε ρ ό μ ε ν ο ς σ υ αντιστοιχία μεταξύ δεδομένης ακολουθίας ο π ώ ν ή διαν ή θ ω ς σ τ ο υ ς δ ύ ο πιο γ ν ω σ τ ο ύ ς τ ύ π ο υ ς δ ι ό δ ω ν laser σ ε

Ηλχκ. Μηχ.

Χαρακτηρισμός

διόδου εκπομπής

χρήση, τον τύπο διόδου διπλής ετεροσύζευξης (double

τρήσεων και ακολουθίας δυαδικών αριθμών για

heterojunction

+/p-GaAs/p-Ga(Al)As/

υπολογιστή σε χρήση κατά την δεκαετία 60-70, δηλο-

ε ν ε ρ γ ό ς ζ ώ ν η / η - 0 3 ( Α 1 ) Α $ / η ^ Α $ / - ) και τον τύπο δεί-

δ ή , σ τ ο υ ς π α λ ι ο ύ ς υ π ο λ ο γ ι σ τ έ ς , π ρ ι ν οι μ ο ν ά δ ε ς ε ι σ ό -

κτη-οδηγούμενης

δου των υπολογιστών αντικατασταθούν από πληκτρο-

diode

laser:

διόδου

(index-guided

Φ ω ς εκπέμπεται από την ενεργή ζώνη

laser με

diode).

διεύθυνση

κάθετη στην διεύθυνση στοίβαξης. Edge

Focusing

[Πλευρική

εστίαση]

λόγια. Edge Tone

Ηλεκτρομαγν.

έναν

[Συριγμός, σφύριγμα]

Ακουστ.

Ήχος, συνή-

θως ψηλής συχνότητας, που παράγεται σε ανοικτούς ή

βασίζεται

κλειστούς ηχητικούς σ ω λ ή ν ε ς που διεγείρονται με στό-

σ τ η ν π α ρ ο υ σ ί α ενός η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ πεδίου Ε και ενός μα-

μιο και χ ε λ ο ς ό τ α ν ρ ε ύ μ α α έ ρ α π έ σ ε ι π ά ν ω σ ε λ ε π τ ή

γνητικού πεδίου Β κατάλληλα ευθυγραμμισμένα

μετα-

διαχωριστική επιφάνεια. Α π ό ύλες τις συχνότητες π ο υ

ξ ύ τους, α ν ά λ ο γ α με τ η ν ζ η τ ο ύ μ ε ν η ε κ τ ρ ο π ή τ ω ν ακτί-

παράγονται κατά το συριγμό, ενισχύονται εκείνες που

ν ω ν και χρησιμοποιείται στους φασματογράφους

σ υ μ π ί π τ ο υ ν με τις ιδιοσυχνότητες της στήλης του αέρα

Μέθοδος εστίασης διαυλικών ακτίνων που

μά-

-495 -

ζονται editors, (β/έπε E d i t o r , E d i t o r P r o g r a m ) .

μέσα στον ηχητικό σωλήνα. Edge

Winding

[Επίπεδη περιέλιξη]

Τύπος

Ηλεκ. Μηχ.

Capability

[Ικανότητα

επεξεργασίας]

Επιστ.

Η ι κ α ν ό τ η τ α μ ε τ α τ ρ ο π ή ς τ ω ν εντολαύν ή δ ε δ ο μ έ -

Υπολ.

επίπεδο έλασμα αντί σε στερεό πυρήνα. Σε χρήση

ν ω ν ενός προγράμματος έτσι ώστε να μπορεί να

σε

λει-

ενδεικτικές σ υ σ κ ε υ έ ς μ ε ε υ α ί σ θ η τ ο υ ς δείκτες, στις ο-

τ ο υ ρ γ ή σ ε ι με διαφορετικό τρόπο. Α ν ά λ ο γ α

ποίες σχετικά μικρές εντάσεις πεδίων πρέπει να

είναι

φ α ρ μ ο γ ή μ π ο ρ ε ί ν α ε π ι δ έ χ ο ν τ α ι μ ε τ α τ ρ ο π ή τα δ ε δ ο μ έ -

ικανές να προκαλέσουν αισθητή απόκλιση στον

αντί-

ν α τα ο π ο ί α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι

από το π ρ ό γ ρ α μ μ α ,

ό-

στοιχο δείκτη του οργάνου, ο οποίος συνήθως

είναι

π ω ς μία ε ι κ ό ν α γραφικο')ν ή τ ο ίδιο τ ο π ρ ό γ ρ α μ μ α

με

ξης· Η/£κ.

Instrument

[Πλευρικό ενδεικτικό

όργανο]

Ενδεικτικό όργανο με βελόνα ή δείκτη που

Μηχ.

κινείται σε κλίμακα που βρίσκεται

μεταξύ δύο

ορια-

κ ώ ν σημείων, ενός αριστερού και ενός δεξιού ή ά ν ω και ενός κάτω. Τ α περισσότερα αναλογικά

ενός ενδει-

κτικά όργανα, όπως αμπερύμετρα και βολτόμετρα

εί-

Battery

Αλκαλικός

Check

[Ελεγχος κατά

την επεξεργασία]

[Συσσωρευτής

συσσωρευτής

Ηλεκ.

Edison]

του οποίου

πρόσθετες λειτουργίες

ελέγχου

κατά

την

επι-

διαδικασία

επεξεργασίας δεδομένων. Μπορεί να είναι

αυτόματος

διορθωτής κειμένου που διορθώνει αυτόματα

σφάλμα-

τ α α π ρ ο σ ε ξ ί α ς (tch—>thc) ή σ φ ά λ μ α τ α λ ο θ ώ ν σ τ η ν σ ύ ν τ α ξ η γλωσσο')ν π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ο ύ τους χαρακτήρες όπως 'S' ή

ηλε- E d i t

το θετικό

Επιστ.

Ειδικό προγραμματικό φίλτρο που εκτελεί

Υπολ.

(if x > 3

thne)-»(if

χ > 3 then), ή ε ι δ ι κ ό φίλτρο π ο υ α π ο κ ό β ε ι

ναι τέτοιου τύπου. Edison

με την ε-

την μορφή επιπρόσθετων επεκτάσεων (modules). Edit

Edgewise

Mask

[Μάσκα

4

ανεπιθύμη-

@ \ (βλέπε E d i t M a s k ) .

φίλτρου

επεξεργασίας]

Επιστ.

Ακολουθία δυαδικών ψηφίων που χρησιμοποιεί-

κτρόδιο αποτελείται από Ν Κ Ο Η ) ? και το αρνητικό από

Υπολ.

F e O . Σ α ν η λ ε κ τ ρ ο λ ύ τ η ς χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ υ ν ή θ ω ς διά-

ται σ α ν " μ ά σ κ α " φ ί λ τ ρ ο υ π ο υ α π ο κ ό β ε ι α ν ε π ι θ ύ μ η τ ο υ ς

λυμα καυστικού καλίου, πυκνότητας

1 . 2 gr/cm

B e ) . Οι α ν τ ι δ ρ ά σ ε ι ς π ο υ λ α μ β ά ν ο υ ν χ ώ ρ α σ τ ο ρευτή

είναι:

3

(24°

Η ηλεκτρεγερτική

ή περιττούς χαρακτήρες σε ακολουθίες δεδομένων.

Η

συσσω-

ακολουθία 0 1 2 3 , περιέχει 1 περιττό μηδενικό που δεν

και

συνεισφέρει στα δεδομένα, και μπορεί να φιλτραριστεί

του

με τη " μ ά σ κ α " SOOFFFFFF, με εντολή:

Ni(OH)2+OH-e>Ni(OHh

Fe0+H20*->Fe+20H".

δύναμη

AND('0123\

σ υ σ σ ω ρ ε υ τ ή κυμαίνεται μεταξύ 1 . 3 5 V σε πλήρη φόρ-

S 0 0 F F F F F F ) , ό π ο υ το ' A N D ' δ η λ ώ ν ε ι τ η ν κ α τ ά λ λ η λ η

τιση και 1 . I V ό τ α ν είναι εκφορτισμένος.

δυαδική πράξη "και", (βλέπε E d i t C h e c k , Edit Test). σ υ σ σ ω ρ ε υ - E d i t M o d e [ Κ α τ ά σ τ α σ η ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α ς ] Επιστ. Υπολ.. Κ α τ ά σ τ α σ η λειτουργίας κατά την οποία ένα πρόγραμ-

E d i s o n C e l l [Στοιχείο Edison] Αλκαλικός τής νικελίου-σιδή ρου. —»Edison B a t t e r y . Edison

Effect

[Φαινόμενο

Edison]

Ηλεκ.

του φαινόμενου της θερμικής εκπομπής βάσει

του

οποίου

λειτουργούν

οι

Ονομασία

ηλεκτρονίων

λυχνίες

κενού

(χρησιμοποιούμενες παλαιότερα σε ηλεκτρονικές

συ-

σ κ ε υ έ ς και α ν ο ρ θ ω τ έ ς ) και οι σ ω λ ή ν ε ς κ α θ ο δ ι κ ώ ν

α-

κτίνων (Braun). Ό τ α ν ένα μέταλλο θερμανθεί σε ψηλή

μα ή χρήστης υ π ο λ ο γ ι σ τ ή επεξεργάζεται ή

μετατρέπει

δεδομένα. Έ ν α πρόγραμμα ή χρήστης υπολογιστή αρχεία ή δεδομένα τα οποία μπορούν να

μετατραπούν

και να επαναποθηκευτούν. Edit

Test

[Έλεγχος κατά την επεξεργασία] Φίλαρο ε-

λ έ γ χ ο υ και δ ι ό ρ θ ω σ η ς κατά την επεξεργασία

θούν υπό την επήρεια ηλεκτρικού πεδίου

νων.

δημιουργούν

Edison

Screw

Cap

Ηλεκ. Μηχ.

Ο

[Έλεγχος κειμένου]

ορθογραφικών

π ο ι ε ί τ α ι α π ό τις μ ε γ ά λ ε ς εταιρίες κ α τ α σ κ ε υ ή ς λ υ χ ν ι ώ ν .

θών.

σήμερα

είναι: Ε 4 0 (mogul) για λυχνίες ά ν ω των 4 0 0 Wall,

Ε

Επιστ. Υπολ.

Έλεγχος του

τελικού κειμένου ενός εγγράφου για την

βιδωτός κάλυκας των λυχνιών φωτισμού που χρησιμοΟι συνηθέστεροι τύποι που χρησιμοποιούνται

Editor

δεδομέ-

Edit Check.

Editing

[Κάλυκας Edison]

βρί-

σκεται εξορισμού σε τέτοια κατάσταση όταν χειρίζεται

θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α , ε κ π έ μ π ε ι η λ ε κ τ ρ ό ν ι α τα οποία ό τ α ν βρεασθενές ηλεκτρικό ρεύμα.

σφαλμάτων

[Επεξεργαστής]

ή

άλλων

Επιστ. Υπολ.

λογιστή κατασκευασμένο

διαπίστωση

τελευταίων Πρόγραμμα

να διαχειρίζεται

λαυπο-

δεδομένα.

27 για λυχνίες έως και 1 2 5 - 1 5 0 Walt, Ε 14 για λυχνίες

Μ π ο ρ ε ί ν α είναι επεξεργαστής κειμένου, γ ρ α φ ι κ ώ ν

έ ω ς και 7 5 Watt και Ε Ρ 1 0 , Ε 1 0 , Ε 5 για λ υ χ ν ί ε ς μινια-

ή χ ο υ . Τ ο σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ ο ε ί δ ο ς είναι οι ε π ε ξ ε ρ γ α σ τ έ ς κει-

τ ο ύ ρ ε ς λ ί γ ω ν Watt, (βλεπε E d i s o n S c r e w

μ έ ν ο υ οι οποίοι χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι για απλή

Holder).

ή

κειμενική

Ο

σ υ γ γ ρ α φ ή . Σ τ η ν τελευταία π ε ρ ί π τ ω σ η ο ν ο μ ά ζ ο ν τ α ι και

αντίστοιχος υποδοχέας-ντουί πάνω στον οποίο βιδώνε-

κειμενογράφοι ενώ σε άλλες περιπτώσεις ονομάζονται,

ται μία λ ο χ ν ί α μ ε κ ά λ υ κ α E d i s o n . Ο ι υ π ο δ ο χ ε ί ς έ χ ο υ ν

ανάλογα

τα ίδια ο ν ό μ α τ α με τ ο υ ς α ν τ ί σ τ ο ι χ ο υ ς κ ά λ υ κ ε ς , ( β λ έ π ε

ήχου ή βάσεων δεδομένων, (βλέπε Edit).

Edison

Screw

Edison Screw display

Holder

[Ντουί Edison]

Η'/ςκ. Μηχ.

Cap).

Editor

[Οθόνη αναγνοορισης Ε]

κατασκευασμένος

σωλήνας

Braun

Ηλεκτρον. σε

Ειδικά

συσκευές

ανί-

χ ν ε υ σ η ς ραδιοεντοπιστών στον οποίο η σχετική έντα-

με την π ε ρ ί π τ ω σ η , ε π ε ξ ε ρ γ α σ τ έ ς

program

[Πρόγραμμα

Επεξεργασίας]

γραμμα υπολογιστή κατασκευασμένο να δεδομένα. Edser

γραφικών, Πρό-

διαχειρίζεται

Editor.

and Butler's

[Ταινίες Edscr και Butler]

Οπτικ.

α π ό κ λ ι σ η κατά τον ά ξ ο ν α τ ω ν x προς τα δεξιά δ η λ ώ ν ε ι

εμφανίζονται στο φ ά σ μ α λ ε υ κ ο ύ φωτός π ο υ έχει περά-

την απόσταση και η απόκλιση κατά τον άξονα των

σει μέσα από δύο

ν

Εναλλάξ

Bands

σ η του ίχνους δ η λ ώ ν ε ι το μ έ γ ε θ ο ς τ ο υ α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ , η

σκοτεινές και

λεπτά

φωτεινές ταινίες

υάλινα πλοκίδια με

που

στρίόση

π ρ ο ς τα π ά ν ω δ η λ ώ ν ε ι τ ο ύ ψ ο ς τ ο υ π ρ ο ς α ν ί χ ν ε υ σ η α-

αέρα μεταξύ τους, λ ό γ ω της σ υ μ β ο λ ή ς φωτός και χρη-

ντικειμένου.

σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι σ τ η ρ ύ θ μ ι σ η φ α σ μ α τ ο σ κ ο π ί ω ν . Οι ται-

E d i t [Επεξεργασία]

Επιστ. Υπολ.

Η διαδικασία κατά την

ν ί ε ς α υ τ έ ς δ ε ν έ χ ο υ ν κ α μ ί α σ χ έ σ η μ ε τις τ α ι ν ί ε ς α π ο ρ -

οποία χειριστής ή προγραμματιστής ηλεκτρονικού

υ-

ρόφησης ή εκπομπής σε φάσματα που οφείλονται

πολογιστή

σε

διέγερση μορίων.

κατασκευάζει

ή

τροποποιεί

δεδομένα

υπολογιστή. Τ α δεδομένα αυτά μπορεί να

περιλαμβά-

νουν κείμενο, γραφικά ή ήχο και τα αντίστοιχα γράμματα που εκτελούν αυτήν την διαδικασία



Edit

περιέλιξης στον οποίο λεπτό σύρμα τυλίγεται πάνω σε

απ' ευθείας συνδεδεμένος με το πηνίο τέτοιας περιέλι-

Ε

EDTA

EDTA

[ Α ι θ υ λ ε ν ο - δ ι α μ ι ν ο - τ ε τ ρ α ο ξ ι κ ό Ο ξ ύ ] Χημ.

σε

Χημι-

προ-

κή ένωση, π ο υ συνδέεται με άτομα μετάλλων και σχη-

ονομά-

ματίζει πενταμελείς δακτυλίους. Ο χημικός τύπος είναι

EDXD

-496-

(iiOOC-CH2)2NCH2CH2N(CH2COOiI)2. ποιείται ως μεταλλοϊονικός δείκτης σε

Χρησιμο-

σ τ υ λ ώ μ α τ ο ς , το ο π ο ί ο χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι γ ι α τον υ π ο λ ο -

τιτλοδοτήσεις

γισμό του βαθμού λυγερότητάς του, αφού ληφθεί υπό-

διαλυμάτων.

EDXD Φυα.

ψη ο τρόπος στήριξης των άκρων του.

[Ενεργειοδιαθλαστική

περίθλαση

Τεχνική περίθλασης ακτίνων Χ

ακτίνων

σε

XJ

κρυστάλλους

με ενδεικτική διάθλαση της ενέργειας. EEG

[Ενεργό εμβαδόν

Effective Confusion Area σης]

Μηχ.

Εμβαδό

ίσο

με

τη

διατομή

σύγχυ-

ζητούμενου

πραγματικού στόχου σε ραδιοεντοπιστές.

[Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα] Γραφική παράσταση

Effective Current

[Ενεργός ένταση]

Σε κύκλω-

Ηλεκ.

των εσωτερικών ηλεκτρικών διαδικασιών του εγκεφά-

μα που τροφοδοτείται με εναλλασσόμενο ρεύμα

μέγι-

λου ως προς τον χρόνο.

σ τ ο υ πλάτους U 0 και π ο υ περιέχει μ ό ν ο ω μ ι κ ή

αντί-

EEPROM

-^Electroencephalograph.

[Ηλεκτρικά διαγραφόμενη

προγραμματιζό-

μενη μνήμη ανάγνωσης]. Μνήμη τύπου R O M

(Read

Only Memory) της οποίας τα περιεχόμενα μπορεί

σ τ α σ η R, το μέγιστο πλάτος της έντασης (σε A m p e r e ) ε ί ν α ι io = U < / R κ α ι η μ έ σ η ι σ χ ύ ς π ο υ κ α τ α ν α λ ώ ν ε τ α ι σ ε

να

α υ τ ό ε ί ν α ι Ν = io I V 2 . Δ ε δ ο μ έ ν ο υ ό τ ι U 0 = io R => Ν

την

= io 2 R / 2 . ( 1 ) Α ν θ ε ω ρ η θ ε ί ό τ ι η α ν τ ί σ τ α σ η R δ ι α ρ ρ έ ε -

μέσω

τ α ι α π ό σ υ ν ε χ έ ς ρ ε ύ μ α , ο ρ ί ζ ε τ α ι σ α ν ε ν ε ρ γ ό ς έ ν τ α σ η icv

Electrically Erasable Programmable Read Only Memory.

αυτή η ένταση που καταναλώνει πάνω στην αντίσταση

διαγραφούν

και

να

επαναπρογραμματιστούν

με

διοχέτευση κατάλληλου ηλεκτρικού σήματος ή διακόπτη. ->

[Ενεργός διεύθυνση]

Effective Address

Επιστ.

Έ ν α ς κ α τ α χ ω ρ η τ ή ς (register), μία τιμή π ο υ

Υπολ.

περιέχεται

σε έναν καταχωρητή, ένα άμεσο αριθμητικό

δεδομένο

ισχύ Ν . Α λ λ α είναι: Ν = i * 2

R , (2). Α π ό τ ι ς ( 1 ) , ( 2 ) =>

ίεν = i ( A ' 2 , η ο π ο ί α κ α ι δ ί ν ε ι τ η ν α κ ρ ι β ή σ χ έ σ η σ υ σ χ έ τ ι σης.

Effective Depth

[Στατικό ύψος]

Στην εγκάρ-

Πολ.Μηχ.

κάποιον

σια διατομή μίας δοκού ή πλάκας από οπλισμένο σκυ-

συνδυασμό περιεχομένων ενός καταχωρητή και άλλων

ρόδεμα, το στατικό ύψος της είναι η κατακόρυφη από-

αριθμών, ανάλογα με τον τρόπο λειτουργίας της εντο-

σταση από την εξωτερική θλιβόμενη παρειά του στοι-

λής.

ή

χείου έως τον κεντρικό άξονα του εφελκυόμενου χαλύ-

πηγής

βδινου οπλισμού. Απαραίτητο για τους υπολογισμούς,

(source effective address) ή ενεργός διεύθυνση προορι-

το στατικό ύ ψ ο ς μαζί με την επικάλυψη και το υπόλοι-

σ μ ο ύ (destination e f f e c t i v e address).

πο μισό της διαμέτρου του οπλισμού ισούται με το συ-

ή μία δ ι ε ύ θ υ ν σ η

Ανάλογα

"προορισμός"

η οποία υπολογίζεται

με

το

αν ο τελεστής είναι

ονομάζεται

Effective Ampere

από

ενεργός

[Ενεργό αμπέρ]

"πηγή"

διεύθυνση

Έ κ φ ρ α σ η που

Ιίλεκ.

υ π ο δ η λ ώ ν ε ι ότι η ενεργός τιμή (τιμή r.m.s.) της έντασης εναλλασσόμενου

ηλεκτρικού ρεύματος είναι

ίση

νολικό ύψος της διατομής.

Effective Discharge Area [ Ε ν ε ρ γ ό ε μ β α δ ό ν ε κ κ έ ν ω σ η ς ] Υδραυλ Ε μ β α δ ό τ η ς δ ι α τ ο μ ή ς σ τ ο σ η μ ε ί ο ε κ ρ ο ή ς βαλβίδας ή αγωγού.

με ένα αμπέρ. [Ενεργό

Effective Antenna Height Ηλεκτρομαγν. Τ ο ύ ψ ο ς σ ε m

ύψος

κεραίας]

από το έδαφος

κεραίας που παράγει ηλεκτρεγερτική

ιδανικής

δύναμη

ίση

με

Effective Earth Radius 1 Ηλεκ. Α ν R ε ί ν α ι η α κ τ ί ν α

[Ενεργός ακτίνα της

τ η ς γ η ς και hn το ύ ψ ο ς της

α τ μ ό σ φ α ι ρ α ς τ ο ο π ο ί ο έ χ ε ι μ έ σ ο δ ε ί κ τ η δ ι ά θ λ α σ η ς η>.

την ηλεκτρεγερτική δύναμη δεδομένης κεραίας, αν η

για ηλεκτρομαγνητικά κύματα σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο υ

διεύθυνση πρόσπτωσης του ηλεκτρομαγνητικού κύμα-

κ ύ μ α τ ο ς λ , τ ο μ έ γ ε θ ο ς Ret? = R + h n .

τος θεωρηθεί σταθερή.

Effective Aperture

[Ενεργό διάφραγμα]

ν ί α ( σ ε sterad, rad ή ° , Υ \

Οπτικ. Η

γω-

arcsec) υπό την οποία

θα

έβλεπε παρατηρητής την ίριδα ή το διάφραγμα

ενός

αντικειμενικού φ α κ ο ύ από δ ε δ ο μ έ ν η α π ό σ τ α σ η . Ο α-

γης]

Effective Earth Radius* [ Ο υ σ ι α σ τ ι κ ή γ ή ι ν η Επικοιν. Υ π ο θ ε τ ι κ ή α κ τ ί ν α π ο υ δ ί ν ε ι κ ά θ ε τ ο

μήκους ακτίνα] εφαπτό-

μενο διάνυσμα στον ορίζοντα.

Effective Energy [ Ε ν έ ρ γ ε ι α β ο λ ί α ς ] Οπτικ. Α ν Εακ ε ί ν α ι

μονοχρωματικής

ακτινο-

η συνολική ενέργεια

που

ριθμός μεταβάλλεται ανάλογα με το f-stop του αντικει-

απορροφάται από ένα αντικείμενο από μία π η γ ή

ηλε-

μενικού φακού.

κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή ς ακτινοβολίας, και Ε0χ' είναι η σ υ ν ο λ ι εμβαδόν

κή ενέργεια π ο υ α π ο ρ ρ ο φ ά τ α ι από το ίδιο α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο

περιοχής υ λ ι κ ο ύ π ο υ βρίσκεται σ ε επαφή με άλλο υλι-

από μία π η γ ή μ ο ν ο χ ρ ω μ α τ ι κ ή ς ακτινοβολίας σ υ χ ν ό τ η -

κό.

τ α ς ν , τ ο μ έ γ ε θ ο ς Ε,· = h

Effective Area

[Ενεργό εμβαδόν]

Effective Bandwidth

Φυσ.

Το

[Ενεργό εύρος ζώνης]

Ηλεκτρον.

Ζ ώ ν η σ υ χ ν ο τ ή τ ω ν κ υ κ λ ώ μ α τ ο ς , φ ί λ τ ρ ο υ η άλλ,ης σ υ σ κ ε υ ή ς στην οποία έχουμε ισομερή κατανομή της ε[Ολική χωρητικότης]

10" e r g sec, ε ί ν α ι η σ τ α θ ε ρ ά δ ρ ά σ η ς τ ο υ P l a n c k .

Effective Field Intensity [ Ε ν ε ρ γ ό ς έ ν τ α σ η π ε δ ί ο υ ] Ηλεκτρομαγν. Η ε ν ε ρ γ ό ς τ ι μ ή τ η ς έ ν τ α σ η ς η λ ε κ τ ρ ο μ α γνητικού πεδίου σε σημείο π ο υ απέχει κατά ένα

νέργειας για όλο το εύρος τ ω ν συχνοτήτων.

Effective Capacitance

6.625

ν, όταν Ε0>= Εολ\ όπου h =

Ηλεκ.

Με

δεδομένες πιθανές πολλαπλές συνδεσμολογίες πυκνω-

μίλι

από την εκπέμπουσα κεραία.

Effective Half Life

[Ενεργός ημιζωή]

Φυσ.

Συνδυα-

τ ώ ν σ ε έ ν α κ ύ κ λ ω μ α , η ο λ ι κ ή χ ω ρ η τ ι κ ό τ η τ α Co* μετα-

σμός του βιολογικού και ραδιενεργού χ ρ ό ν ο υ η μ ι ζ ω ή ς

ξύ δύο σημείων

σε πειράματα βιολογίας και φυσικής όπου λαμβάνεται

του, ύπως

αυτή υπολογίζεται

βάσει

τ ω ν τ ύ π ω ν C „ > . = C , + C 2 + . . . + C „ κ α ι 1/C„> = 1 / Q + C2+...+

1/Οη ό τ α ν ο ι σ υ ν δ ε σ μ ο λ ο γ ί ε ς α ν α λ , υ θ ο ύ ν

1/ σε

[Φαινόμενος στόχος]

Ηλεκ.

t d ), ό π ο υ t b κ α ι t j ε ί ν α ι ο β ι ο λ ο γ ι κ ό ς κ α ι

ραδενεργός

χρόνος ημιζωής αντίστοιχα.

παράλληλες και εν σειρά συνιστώσες, αντίστοιχα.

Effective Center

υ π ό ψ η κ α ι η β ι ο λ ο γ ι κ ή α π ο β ο λ ή . Ι σ ο ύ τ α ι μ ε (t b t tl )/(t b +

1. Προ-

Effective Heating Surface

[Ενεργός επιφάνεια

θέρ-

κειμένου περί ανίχνευσης με ραδιοεντοπιστές, το αντι-

μ α ν σ η ς ] Μηχ.

κείμενο ή η περιοχή η οποία προκαλεί το ισχυρότερο ή

μανσης που βρίσκεται σε απόλυτη επαφή με σ υ σ κ ε υ ή

χαρακτηριστικότερο,

που θερμαίνεται έτσι ώστε να μεταφέρεται

ανάλογα

με τα

δεδομένα

έρευ-

νας, σ ή μ α ήχου. 2. Π ρ ο κ ε ι μ έ ν ο υ περί ανίχνευσης

με

ηχοεντοπιστές, το σ η μ ε ί ο π ο υ βρίσκεται σ τ η δ ε υ τ ε ρ ε ύ ουσα εστία του κατόπτρου του ηχολήπτη.

Effective Column Length [ Μ ή κ ο ς λ υ γ ι σ μ ο ύ υ π ο σ τ υ λ ώ μ α τ ο ς ] Πολ.Μηχ. Ε ί ν α ι τ ο μ ή κ ο ς ε κ ε ί ν ο ε ν ό ς υ π ο -

Τ ο εμβαδόν της περιοχής σ υ σ κ ε υ ή ς θέρθερμότητα

κατά το γ ρ η γ ο ρ ό τ ε ρ ο και α π ο δ ο τ ι κ ό τ ε ρ ο δ υ ν α τ ό

τρό-

πο.

Effective Horizon [ Α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ι κ ό ς ο ρ ί ζ ο ν τ α ς | Επικοιν. 1 . Δ ι ά σ τ η μ α α κ ρ ι β ο ύ ς π ρ ό β λ ε ψ η ς ύ π ω ς τ η ν ε ν ν ο ο ύ ν οι ά ν θ ρ ω π ο ι της σ υ σ τ η μ ι κ ή ς α ν ά λ υ σ η ς . 2 . Σ π α ν ι ύ -

-497 -

Λ

τερα χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε και για τη φ υ σ ι κ ή τ ο υ έ ν ν ο ι α ό-

(OJL -

που ε ν ν ο ο ύ μ ε και τον ανοιχτό ορίζοντα π ο υ

κατά 1 και 2 και αντίστασης από επιπρόσθετους παρά-

αντιστοι-

χεί στη γ ή ι ν η κάθετη ακτίνα ( E f f e c t i v e Earth Radius).

Effective Ναυπηγ.

[Πραγματική

Horsepower

Είναι η ισχύς ρυμούλκησης ενός πλοίου

και

είναι ανάλογη προς την ταχύτητα του. Ορίζεται,

για

ελάχιστη

απαραίτητη ιπποδύναμη που πρέπει να παραχθεί την μηχανή ενός ρυμουλκού για τη σταθερή

l / ( t o C ) ) ]. 3 . Α θ ρ ο ι σ μ α

σύνθετης

αντίστασης

γοντες, όπως ηλεκτρικές απώλειες ενέργειας, μαγνητι-

ιπποδύναμη]

μία δ ε δ ο μ έ ν η ταχύτητα ρ υ μ ο ύ λ κ η σ η ς , ως η

από

ρυμούλ-

κηση του πλοίου.

κή σκέδαση

σε δευτερεύοντα

μετασχηματιστή,

κακή

α γ ω γ ι μ ό τ η τ α κλπ.

Effective Sound Pressure [ Ε ν ε ρ γ ό ς κουστ. Η ε ν ε ρ γ ό ς τ ι μ ή τ η ς π ί ε σ η ς ε ν ό ς

πίεση ήχου]

Α-

ηχητικού κύμα-

τος σε κάποιο σ η μ ε ί ο του χ ώ ρ ο υ .

Effective Span

[Δραστικό άνοιγμα]

Μηχ.

Το δραστικό

ά ν ο ι γ μ α μίας δ ο κ ο ύ είναι η α π ό σ τ α σ η μ ε τ α ξ ύ τ ω ν κε-

Effective Instruction

[Ενεργός εντολή]

Επιστ.

Υπολ.

ν τ ρ ι κ ώ ν σ η μ ε ί ω ν τ ω ν σ τ η ρ ί ξ ε ώ ν της. Α υ τ ή η α π ό σ τ α -

Για ένα πρόγραμμα π ο υ βρίσκεται σε κατάσταση παύ-

ση είναι που παίζει τον ουσιαστικό ρόλο στην

σης, η εντολή γλώσσας μηχανής η οποία βρίσκεται στη

κή κ α τ ά σ τ α σ η που αναπτύσσεται στη δοκό και λαμβά-

διεύθυνση

νεται υ π ό ψ η στους υπολογισμούς. Είναι πάντα μεγαλύ-

που

περιέχεται

στον

καταχωρητή

(Program Counter). Είναι η α μ έ σ ω ς επόμενη

PC

εντολή

που εκτελείται αν το πρόγραμμα συνεχίσει την εκτέλεσή του.

μέγεθος που αντικαθιστά την πραγματική μάζα

σωμα-

τιδίου κατά την κίνησή του μέσα σε ένα κρυσταλλικό πλέγμα

εντατι-

τερη από την ε λ ε ύ θ ε ρ η α π ό σ τ α σ η της δοκού.

Effective Speed

[Ταχύτητα απόδοσης]

Η

Επιστ. Υπολ.

ταχύτητα εκτέλεσης εντολών ενός επεξεργαστή ή προ-

Effective Magnetic Length [ Μ α γ ν η τ ι κ ό μ ή κ ο ς ] Ηλεκτρομαγν. Τ ο μ ή κ ο ς ε ν ό ς μ α γ ν η τ ι κ ο ύ δ ί π ο λ ο υ . Effective M a s s [ Ε ν ε ρ γ ό ς μ ά ζ α ] Ηλεκτρον. Θ ε ω ρ η τ ι κ ό

υπό

την

επίδραση

ενός

εξωτερικού

πεδίου.

γράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, μετρούμενη

συ-

νήθως σε cps, M H z ή αριθμό εντολών ανά sec

κάτω

από έντονη φόρτιση με εξωτερικά ή εσωτερικά

δεδο-

μένα.

Effective Stress

[Δραστική τάση]

Είναι όρος που

Μηχ.

αφορά το προεντεταμένο σκυρόδεμα και

προσδιορίζει

Είναι συνάρτηση του ενεργειακού επιπέδου του ζητού-

την πραγματική

μενου σωματιδίου και του ρεύματος που διαρρέει

τένοντες σ τ ο σ κ υ ρ ό δ ε μ α α φ ο ύ α φ α ι ρ ε θ ο ύ ν όλες οι α-

το

κρυσταλλικό πλέγμα. ρ ο ς ] Χημ.

[Ενεργό Μοριακό

Βά-

Ορίζεται ως μια μ έ σ η τιμή μ ο ρ ι α κ ο ύ βάρους,

γ ι α π ο λ υ σ υ σ τ α τ ι κ ά φ υ σ ι κ ά μίγματα, με β ά σ η την πυκνότητά τους. [Ενεργός Πυκνότητα

Effective Particle Density μ α τ ι δ ί ο υ ] Φνσ.

Σω-

Ο ρ ί ζ ε τ α ι από το λ ό γ ο τ ο υ β ά ρ ο υ ς

Χημ.

του σωματιδίου προς το συνολικό όγκο που καταλαμβάνει. Στο συνολικό όγκο έχουν συμπεριληφθεί

ανοι-

τάση

που

ασκούν

Effective Surface

[Ενεργός Επιφάνεια]

Μηχ. Η

ματική επιφάνεια μ έ σ ω της οποίας γίνεται

οι

[Ενεργά

στοιχεία

εικόνας]

Επιστ.

σ ω λ ή ν α Braun (pixels) ή άλλης ψη-

πραγ-

μεταφορά

θερμότητας, σε έναν εναλλάκτη.

Effective Αστροφυσ.

[Απόλυτη

Temperature Απόλυτα

μελανό

σώμα

θερμοκρασία]

σύμφωνα

με

τον

ν ό μ ο S t e f a n - B o l t z m a n n , ε κ π έ μ π ε ι σ υ ν ο λ ι κ ή ι σ χ ύ Ρ0>. = σ

Τ4 ανά μονάδα επιφάνειας και ανά μονάδα

νου, όπου σ = 5.669

6

10" J/(m

2

sec) είναι η

χρό-

σταθερά

Stefan - Boltzmann και Τ η θερμοκρασία σε °

κτοί και κλειστοί πόροι.

Effective Pixels Υπολ. Τ α σ τ ο ι χ ε ί α

εναπομένουσα

πώλειες προέντασης.

Effective M o l e c u l a r W e i g h t

Kelvin.

Α ν Ρ 0 χ* ε ί ν α ι η α ν τ ί σ τ ο ι χ η σ υ ν ο λ ι κ ή ι σ χ ύ ς π ο υ

εκπέ-

μπει ένας αστέρας ανά μονάδα επιφάνειας και χρόνου,

φιακής ηλεκτρονικής συσκευής αναπαράστασης

εικό-

τότε η θερμοκρασία Τ που αντιστοιχεί στην προϋπόθε-

νας (όπως μίας κάμερας C C D ) π ο υ βρίσκονται

κατά

σ η Ρολ = Ρ ο Λ

προσέγγιση σε ισόμορφη

αντιστοιχία με ένα

της πραγματικής εικόνας που προσπαθεί να

είδωλο

απεικονι-

στεί.

Effective T i m e

[Χρόνος

απόδοσης]

Επιστ.

Ο

Υπολ.

χρόνος λειτουργίας υπολογιστή που θεωρείται

παρα-

γωγικός. Είναι σ υ ν ά ρ τ η σ η των απαιτήσεων του χειρι-

Φυσ. Χημ.

Για

στή και των δεδομένων εισαγωγής.

ένα π ο ρ ώ δ ε ς σ τ ε ρ ε ό υ λ ι κ ό , ορίζεται το κ λ ό σ μ α

του

Effective T r a n s f o r m a t i o n G r o u p

Effective Porosity

[Ενεργό Πορώδες]

[ Ε ν ε ρ γ ή ο μ ά δ α με-

κ ε ν ο ύ χ ώ ρ ο υ , το ο π ο ί ο είναι ά μ ε σ α π ρ ο σ β ά σ ι μ ο σ ε κά-

τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ώ ν ] Μαθ.

ποιο ρευστό μέσο.

μ α τ ι σ μ ώ ν f j γ ι α τ ι ς ο π ο ί ε ς ι σ χ ύ ε ι : Α ν S i: " x ε ί ν α ι f j ( x ) [Ακτίνα

Effective Radius

φωτεινότητας]

Ομάδα συναρτήσεων

μετασχη-

Η

Αστρον.

ακτίνα R ενός γαλαξία μέσα σ τ η ν οποία παράγεται το

Effective Value

[Ενεργός τιμή]

Μαθ.

Παράμετρος συ-

μεγαλύτερο μέρος της εκπεμπόμενης συνολικής ισχύ-

νάρτησης που επιταχύνει ή κάνει τον υπολογισμό



πιο αποδοτικό. Ορισμένες φορές ο μέσος αριθμητικός.

·

.

ι

Effective Range

[Ενεργό εύρος]

Μηχ. Η

απόλυτη τιμή

της διαφοράς τ ω ν δύο α κ ρ α ί ω ν τ ι μ ώ ν στην

κλίμακα

ενός ενδεικτικού οργάνου.

Effective Range 2

[Δραστική απόσταση]

Γεν. Η

μέγι-

σ τ η α π ό σ τ α σ η για τ η ν ο π ο ί α ένα όπλο μπορεί να βάλλει μ ε σ τ α θ ε ρ ό τ η τ α α π ό δ ο σ η ς και ι κ α ν ο π ο ι η τ ι κ ή ακρίβεια βολής τους επιλεγμένους στόχους. [Σύνθετη αντίσταση]

Effective Wavelength 1

[Κύριο μήκος κύματος]

της

Φυσ.

1. Τ ο μήκος κύματος του πρώτου αρμονικού της ανάλ υ σ η ς κ α τ ά F o u r i e r ε ν ό ς φ ά σ μ α τ ο ς . 2. Τ ο μ ή κ ο ς κ ύ μ α τος που υπερισχύει σ τ η ν υποκειμενική αντίληψη όρασης μίας φωτεινής πηγής. Σ ε μία λυχνία α τ μ ώ ν νατρίου ψ η λ ή ς π ί ε σ η ς π.χ., είναι το κίτρινο.

Effective Wavelength 2 τ η ς ι σ χ ύ ο ς ] Αστμοφυσ.

[Μήκος κύματος του μέγιστου Το

μήκος κύματος που

αντι-

Ηλεκ. 1.

Σε

μεταβλητή τάση

U

στοιχεί στη μέγιστη ισχύ που εκπέμπεται από απόλυτα

κ α ι δ ι α ρ ρ έ ε τ ε α π ό ρ ε ύ μ α έ ν τ α σ η ς I, ο λ ό γ ο ς UMAX /

μ ε λ ο ν ό σ ώ μ α . Α ν τ ο μ ή κ ο ς κ ύ μ α τ ο ς α υ τ ό ε ί ν α ι λ, ι ν ι Χ ,

ΙΜΑΧ ( σ ε o h m ) . 2 . Σ ε κ ύ κ λ ω μ α π ο υ τ ρ ο φ ο δ ο τ ε ί τ α ι

τ ό τ ε σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ ο ν ν ό μ ο τ ο υ W i e n ε ί ν α ι : λην)Χ

Effective Resistance

κύκλωμα στο οποίο εφαρμόζεται

με

ε ν α λ λ α σ σ ό μ ε ν ο ρ ε ύ μ α π λ ά τ ο υ ς U = U 0 sin (ωΐ), με ω -

0.2897

μική

Kelvin.

αντίσταση

R

(σε

ohm),

farad) και επαγωγικότητα

L

χωρητικότητα

(σε henry), η

C

(σε

συνολική

αντίσταση Ζ του κ υ κ λ ώ μ α τ ο ς (σε ohm): Ζ = \ [ R

>

Effectively Grounded

2

+

m

Effectively

grad, όπου Τ

Grounded

είναι η θερμοκρασία [Ενεργά

γειωμένο]

Κ ύ κ λ ω μ α ή σ υ σ κ ε υ ή η οποία έχει καταστεί

Τ

=

σε

°

Ηλεκ.

ηλεκτρικά

-498 -

Effectiveness Level ασφαλής μέσω προστατευτικής γείωσης. [Επίπεδο απόδοσης]

Effectiveness Level Ο

λόγος

x/s,

με

Effective Time)

όπως εμφανίζεται μ ε τ α ξ ύ δ ύ ο α ε ρ ί ω ν τα οποία χ ω ρ ί ζ ο -

x

τον

χρόνο

νται μεταξύ τους με πορώδες διάφραγμα.

Επιστ. Υπολ.

απόδοσης

(βλέπε

Effusion 2

και s τον συνολικό χρόνο επεξεργασί-

[Έκχυση]

Χαρακτηρίζει

Φυσ. Χημ.

τη

ροή

ενός αερίου μέσα από στένωση ή οπή, μεγέθους μεγα-

ας.

λύτερου από το απαιτούμενο για μοριακή διάχυση.

Effervescence

[Ζύμωση]

Χημ. Η

δημιουργία αναβρα-

Ε Folding Length

[ Β ή μ α ανάπτυξης e]

Α ν f(x)

Μαθ.

σ μ ο ύ και φ υ σ α λ ί δ ω ν μέσα σ ε υ γ ρ ό σ α ν αποτέλεσμα

είναι δεδομένη σ υ ν ά ρ τ η σ η εκθετικής μεταβολής και f

αύξησης των π ο σ ο σ τ ώ ν ή της πίεσης ενός αερίου μέσα

( x ) = y ε ί ν α ι μ ί α τ ι μ ή τ η ς , τ ό τ ε τ ο β ή μ α i n f { |χ - x j , i e

σ τ ο υ γ ρ ό χωρίς το υ γ ρ ό ν α υ π ο σ τ ε ί απαραίτητα βρα-

1 } έ τ σ ι οόστε | y — f ( x j ) | 3 c ( 2 . 7 1 8 2 8 . . . ) .

σμό λόγω προσφερόμενης εξωτερικά θερμότητας.

Efficiency

1

τ η ς ] Μηχ.

Ε Folding T i m e

[Αποδοση, αποδοτικότης, αποτελεσματικό-

f(t) είναι δ ε δ ο μ έ ν η

I . Ο α δ ι ά σ τ α τ ο ς λ ό γ ο ς Ρ = P ()Ul / Ρ ι η , ό π ο υ P, n

και f(t) =

είναι η π ρ ο σ φ ε ρ ό μ ε ν η ισχύς και Poul είναι η αποδιδό-

σμός

μενη ισχύς σε ένα σ ύ σ τ η μ α ή μ η χ ά ν η μ α . 2. Ο αδιάστατος λ ό γ ο ς Ε = E o u l / E i m ό π ο υ Ein είναι η π ρ ο σ φ ε ρ ό μ ε ν η

[Χρονικό βήμα ανάπτυξης c] συνάρτηση

εκθετικής

Αν

Μαθ.

μεταβολής

είναι μία τιμή της, τότε ο χρονικός βηματι-

inf{ t -

tj, i e

1}

έτσι

ώστε

| ν -

3

f(i,) |

c

(2.71828...). Ε

ισχύς και Eout είναι η α π ο δ ι δ ό μ ε ν η ενέργεια σ ε ένα σύ-

Format [ Ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή α ν α π α ρ ά σ τ α σ η δ ε κ α δ ι κ ο ύ ] Επιστ. Υπολ. Η κ α θ ι ε ρ ω μ έ ν η σ τ ο υ ς υ π ο λ ο γ ι σ τ έ ς α ν α -

στημα ή μηχάνημα. 3. Ο αδιάστατος λόγος Η = 1- Q2 /

παράσταση ενός αριθμού κινητής υποδιαστολής ±

Q, ό π ο υ Q 2 είναι η θερμότητα π ο υ αποδίδει μία θερμι-

χχχ

κή μ η χ α ν ή και Q, είναι η θ ε ρ μ ό τ η τ α π ο υ π α ρ α λ α μ β ά -

0.3467Ε2 ή 0.0003467 = 3.467Ε-4.

10±

y σαν ±

χ.χχχΕ±

y.

χ.

Π.χ., 34.67

=

νει κατά τ η ν λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α της. Ε ί ν α ι πάντα: Ε , Ρ, Η < 1. 4. Η α ν α ζ ή τ η σ η της ο ι κ ο ν ο μ ι κ ό τ ε ρ η ς α π ό ό λ ε ς τις νατές λύσεις που σταθεροποιούν την σκοπιμότητά

E F T P O S [ Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή μ ε τ α φ ο ρ ά χ ρ η μ ά τ ω ν ] Επιστ. δυΥπολ. Σ ύ ν τ μ η σ η τ ο υ electronic funds transfer at point Kat o f sale. Η α π ' ε υ θ ε ί α ς μ ε τ α φ ο ρ ά χ ρ η μ ά τ ω ν μ ε τ α ξ ύ τ ρ α -

την λειτουργικότητα μίας κατασκευής ή ενός μηχανή-

πεζικών

ματος.

διαμεσολάβησης.

Efficiency

2

[Απόδοση]

Μηχ.

Για συγκεκριμένη διεργα-

σία, ορίζεται ο λόγος του ωφέλιμου έργου που παράγεται από το σ ύ σ τ η μ α , προς την ενέργεια που προσφέρεται σ ε αυτό, α π ό το π ε ρ ι β ά λ λ ο ν .

Effieiency

3

Φυσ.

Καθαρός α-

ριθμός ο οποίος ισούται με τον λόγο του έργου π ο υ παράγεται από θερμική μηχανή προς την θερμική ενέργεια που παρέχεται σ ε αυτήν, σ τ η ν διάρκεια ενός κύκλου λειτουργίας της μηχανής.

με την

βοήθεια

EGA [ Κ ά ρ τ α E G A ] Υπολ. Σ ύ ν τ μ η σ η graphics adapter. Κ ά ρ τ α γ ρ α φ ι κ ώ ν γ ι α

ηλεκτρονικής του

enhanced

οθόνες με ανά-

λυση 640 x 350. [Ελλειπτικός γαλαξίας]

Ε Galaxy

[Συντελεστής απόδοσης]

Efficiency Expert Βιομ,Μηχ. Ε ι δ ι κ ό ς

λογαριασμών

που Ε0 έως S0.

πλήρη

Η

Galaxy. Egeria [ Η γ ε ρ ί α ] Αστμον.

Γ α λ α ξ ί α ς τύ-

Αστμον.

ονομασία

είναι

Elliptical

Έ ν α ς από τους μεγαλνύτερους

206 αστεροειδείς με διάμετρο μεγαλύτερη των 2 0 0 km. [Ηλεκτρική ύαλος]

Ε Glass

Η/χκτ.

Τύπος

πυριτύαλου

[Εμπειρογνώμων αποδοτικότητας]

με ψηλά π ο σ ο σ τ ά ασβεστίου, αλουμίνας και βορίου με

εμπειρογνώμωνας

πολό ψηλή διηλεκτρική αντοχή,

τεχνοκράτης

ο

οποίος μελετώντας και α ν α λ ύ ο ν τ α ς τις διαθέσιμες πη-

[Θεώρημα Egorov]

Egorov's T h e o r e m

που

ό λ η δ ο μ ή της λειτουργίας της, προτείνει τρόπους και

συγκλίνει σχεδόν παντού σε ένα σύνολο Ε πεπερασμέ-

λύσεις για την βελτιστοποίηση και την μ ε ί ω σ η του κό-

ν ο υ μέτρου σε ένα όριο f, τότε αν ε > 0, υπάρχει

στους

κ λ ε ι σ τ ό υ π ο σ ύ ν ο λ ο F τ ο υ Ε τ έ τ ο ι ο ώ σ τ ε : |Ε - Ε | < ε

αποτελέσματος,

είτε

είναι

προϊόν είτε είναι υπηρεσία.

και η α κ ο λ ο υ θ ί α

[Αόγος απόδοσης]

Efficiency Ratio

Μηχ.

Το εκατό-

στιαίο ποσοστό απόδοσης θερμικής μηχανής υπολογισμένο σε σ χ έ σ η με ιδανική ή θεωρητική μηχανή.

Efflorescence μίας

[Εξάνθιση]

κρούστας,

Οικοδ.

συνήθως

χρώματος,

επάνω

στην εξωτερική επιφάνεια ενός τοίχου από τούβλα ή πέτρα μίας κατασκευής. Α υ τ ή οφείλεται στην αποξήρανση των αλάτων που περιέχονται στο κονίαμα της τοιχοποιίας.

Effluent 1

[Απόβλ.ητο]

δατα, απόβλητα

Πολ. Μηχ.

Απόβλητα όμβρια ύ-

βιομηχανικής επεξεργασίας,

καθαρι-

σμού ή απόρριψης. Υ γ ρ ό το ο π ο ί ο αποβάλλε-

ται από α γ ω γ ό ή π ο υ ρέει π ρ ο ς τα έξω.

Effluent M o n i t o r Μηχ.

[Ανιχνευτής

αποβλήτων]

Πνρην.

Καταμετρητής ραδενέργειας ή άλλης ιονίζουσας [Εκροή]

f. [Εξοδος]

Egress

Αστμον.

Επανεμφάνιση

ύστερα

από

EHF

[EHF]

Ηλεκτμον.

Π ε ρ ι ο χ ή π ο λ ό ψηλαύν σ υ χ ν ο τ ή -

των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων εκπομπής σε τηλεπικοινωνίες.

Adiabatic L a w [ Α δ ι α β α τ ι κ ό ς ν ό μ ο ς E h r e n f c s t ] —> Ehrenfest's Theorem, Ehrenfest's Theorem [Θεώρημα Ehrenfest] Κβαντομηχ. 1 . Τ ο θ ε ώ ρ η μ α : Ο ι μ έ σ ε ς ή α ν α μ ε ν ό μ ε ν ε ς Ehrenfest's

τιμές τ ω ν φ υ σ ι κ ώ ν μ ε γ ε θ ώ ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν τις κ λ α σ ι κ έ ς

Αεμοναυτ.

λής της μ έ σ η ς τιμής ενός κ β α ν τ ο μ η χ α ν ι κ ο ύ

μεγέθους

είναι ανάλογος της μέσης τιμής του μεταθέτη του

ακτινοβολίας σε απόβλητα προϊόντα.

Efflux

{fk} συγκλίνει ομοιόμορφα στο όριο

ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς κίνησης. 2. Τ ο θ ε ώ ρ η μ α : Ο ρ υ θ μ ό ς μεταβο-

Υδρολ.

ΕίΠυεπί^Απορροή]

ένα

έκλειψη ή απόκρυψη.

Είναι ο σχηματισμός

λευκού

μετρήσιμων

συναρτήσεων

είναι

παραγόμενου

ακολουθία

{fk}

γές μίας ε π ι χ ε ί ρ η σ η ς , τις μ ε θ ό δ ο υ ς π α ρ α γ ω γ ή ς και τ η ν

του

μία

Αν

Μαθ.

τ η ν χ α μ ι λ τ ο ν ι α ν ή τ ο υ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς : i ( 1 ι / 2 π ) d ( Α ) / dt = ( [ A , I I ] ) , όπου h είναι η σταθερά του Planck,

Ehrlich's Reagent

Τ α προϊόντα αποβολής καύ-

με

Είναι

[Αντιδραστήριο Ehrlich]

η 4-μεθυλαμινο-βενζαλδεύδη, :

ή κινητήρες διαστημοπλοίων.

ζ έ σ ε ω ς 1 7 6 - 1 7 7 ° C και σ η μ ε ί ο τήξεως 7 4 °C. Πρόκει-

Χημ.

Όργανο

το ο π ο ί ο

σ υ γ κ ρ ί ν ε ι τις τ α χ ύ τ η τ ε ς δ ι α π ί δ υ σ η ς δ υ ο αερίων, (βλέπε

Effusion). Effusion 1 [ Δ ι α π ί δ υ σ η ] Χημ.

ται για

κρυσταλλική

ένωση,

διαλυτή

149.19,

τύπο

(CH3)2N -C6H4CHO,

[Διαπιδύμετρο]

βάρος

χημικό

σης κ η ρ ο ζ ί ν η ς ή άλΛης κ α ύ σ ι μ η ς ο υ σ ί α ς σε μηχανές jet

Effusiometer

μοριακό

με

Οργ. Χημ.

σε

σημείο

οργανικούς

διαλύτες, που χρησιμοποιείται σ τ η ν οργανική

χημική

σύνθεση. Τ ο φαινόμενο της διάχυσης

Eicosanoic Acid

[Εικοσανοϊκό Οξύ]

Οργ. Χημ.

Ονομά-

-499 ζεται και αραχιδικό οξύ. Έ χ ε ι χημικό τύπο l}iCOOH,

CH3(CH2)

μοριακό βάρος 3 1 2 , 5 4 , σημείο ζέσεως

" C και σημείο τήξεως 77 °C. Είναι λευκό, κ ό , λ ι π α ρ ό ο ξ ύ , διαλνυτό σ ε α ι θ έ ρ α κ α ι

328

κρυσταλλι-

χλωροφόρμιο.

Αποτελεί συστατικό του βουτύρου. Eigen-

[ Ι δ ι ο - ] Γεν.

Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ μ ό ς α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ ως α-

μετασχηματι-

σ μ ο ύ Α , η χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ή ε ξ ί σ ω σ η : D e t ( A - λ.ϊ) = 0 . (βλέπε

Eigenvalue). Eigenvalue Problem

[Πρόβλημα ιδιοτιμών]

Μαθημ. 1.

κ τ η ρ ι σ τ ι κ ή ς ε ξ ί σ ω σ η ς D c t ( A - λ ΐ ) = 0, π ί ν α κ α γ ρ α μ μ ι κού μετασχηματισμού Α διάστασης n x n και ο προσ-

1

[Συχνότης συντονισμού]

Η

Ακουστ.

συχνότητα ηχητικού κύματος που αναγκάζει

δεδομένο

διορισμός

των

τιμών

Eigenvalue Equation).

λ.Π.

(βλέπε

Eigenvalue,

2. Π ρ ό β λ η μ α σ τ ο ο π ο ί ο

ανα-

αντικείμενο να πάλλεται με μέγιστο πλάτος όταν αυτό

ζητάτε ο προσδιορισμός ιδιοδιανυσμάτων ή ιόιοσυναρ-

υφίσταται ε ξ α ν α γ κ α σ μ έ ν η τ α λ ά ν τ ω σ η λ ό γ ω του ηχητι-

τήσεων

κού κύματος.

Liouville. (βλέπε

Eigenfrequency

2

[Ιδιοσυχνότης]

Σε σύνολο

Ηλεκτρον.

σε

διαφορικές

εξισώσεις

Eigenfunction). Eigenvector [ Ι δ ι ο δ ι ά ν υ σ μ α ] Μαθ.

τύπου

Sturm

-

Α ν Α είναι πίνακας

π ι θ α ν ώ ν ή δ υ ν α τ ώ ν π ε ρ ι ο δ ι κ ώ ν τ α λ α ν τ ώ σ ε ω ν f(t) μ ε

γ ρ α μ μ ι κ ο ύ μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ο ύ δ ι ά σ τ α σ η ς n x η, δ ι ά ν υ -

συχνότητες

σμα ν

η δ ό ν η σ η εκείνη με συχνότητα ν που

υ π ο χ ρ ε ώ ν ε ι σ ύ σ τ η μ α σ ε ε ξ α ν α γ κ α σ μ έ ν η τ α λ ό ν τ ω σ η με το μέγιστο δ υ ν α τ ό πλάτος.

Eigenfunction λύση

1

[Ιδιοσυνάρτηση]

Liouville:

[p(x)yT

χ

9( )>'

+

Συνάρτηση-

Μαθημ.

y = φ η ( χ , λη) δ ι α φ ο ρ ι κ ώ ν +

1

0, το οποίο ικανοποιεί τ η ν σ χ έ σ η : Α ν = λ ν για

κ α τ ά λ λ η λ η ι δ ι ο τ ι μ ή λ. ( β λ έ π ε

Eight C u r v e

3

[ Ι δ ι ο σ υ χ ν ό τ η ς ] Φυσ. Μ ί α α π ό τ ι ς δ υ νατές συχνότητες δόνησης συστήματος που μπορεί να ταλαντωθεί.

Eigenfrequency

εξισώσεων

Sturm

-

X r ( x > y = 0 , μιε ο ρ ι α κ έ ς

Eigenvalue). τ ο υ G e r o n o ] ΜαΟ. Η

[Καμπύλη(-ες)

γένεια των παραμετρικών καμπυλών που νται από την πεπλεγμένη εξίσωση: x

4

Eightfold W a y [Η

ματος συντελεστών D ( l ) = 0 των οριακών

συνθηκών.

2. Ι δ ι ο δ ι ά ν υ σ μ α f^(x,y,z) δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ο ύ χ ώ ρ ο υ σ υ ν α ρ τ ή σ ε ω ν {fj(x,y,z), i e

Ι), θεωρούμενο σαν

συνάρτηση.

3 . Σ υ ν ά ρ τ η σ η π ο υ ε ί ν α ι γ ι α κ ά π ο ι ο λνύγο χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι .

[Ιδιοσυνάρτηση]

Κυματοσυνάρτηση-λ.ύση Schrodinger: i(h/2π)

ψ(χ,0

της

Κβαντ.

εξίσωσης

του

ψ / ψ = Η0ψ.

Eigenfunction Expansion [ Α ν ά π τ υ γ μ α σ ε ιδιοσυναρτ ή σ ε ι ς ] Μαθημ. Τ ο α ν ά π τ υ γ μ α σ υ ν ά ρ τ η σ η ς f ( x ) = y , διαφορικής

εξίσωσης

Liouville, σε άθροισμα

Σφ„(χ, Eigenmatrix σεων

κατηγοριοποίησης

των

αδρονίων

σε

οικογέ-

από τους

φυσι-

κ ο ύ ς Murray G e l l - M a n n και Y u v a l N e ' c m a n και μεταξύ των άλλων προέβλεψε την ύπαρξη του

σωματιδίου

Ω".

Eighty C o l u m n Card [ Δ ι ά τ ρ η τ η κ ά ρ τ α 8 0 χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν ] Επιστ. Υπολ. Δ ι ά τ ρ η τ η κ ά ρ τ α ε ι σ α γ ω γ ή ς δ υ α δ ι κ ώ ν δ ε δ ο μ έ ν ω ν σ ε υ π ο λ ο γ ι σ τ έ ς με 80 στήλες και 1 2 ή

2

Eigenfunction"

λύσης

Πυμην.

στική διδασκαλία και η οποία αναφέρεται σε μία απλή νειες. Η μέθοδος προτάθηκε το 1 9 6 1

συστή-

- c ( x 2 - / ) , με c

Ονομασία η οποία είναι παρμένη από την βουδι-

Φυσ.

d, π ο υ α ν τ ι σ τ ο ι χ ε ί σ ε ι δ ι ο δ ι ά ν υ σ μ α Κ

προκύπτει

περιγράφο-

:

α τ ρ α π ό ς με τις ο κ τ ώ π τ υ χ έ ς ]

μέθοδο

που

οικο-

αυθαίρετη σταθερά.

συνθήκες aty(xo) + a2y'(x0) = c και bjy(x,) + b2y*(xi) = σαν λύση της χαρακτηριστικής εξίσωσης του

στην

θεωρία

ορθοκανονικών

Sturm

-

ιδιοσυναρτή-

24 γραμμές.

Eikonometer

[Διαγωνιοποιημένος πίνακας]

Μαθημ.

Αν

γραμμικού

μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ο ύ Α δ ι ά σ τ α σ η ς n x η, τ ό τ ε ο η χ η πίν α κ α ς : D = [ay], μ ε

\

ό τ α ν i = j κ α ι a,j = 0 ό τ α ν i

1

Οπτικ.

Μ ι κ ρ ή οπτική κλί-

φθαλμίου και τ ο υ α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ο ύ φ α κ ο ύ σε οπτικά όργανα. Παρέχει σχετική ένδειξη του μεγέθους του αντικειμένου που παρατηρείται ή σχετική ένδειξη

άλλου

μεγέθους όπως μήκος κύματος σε φασματοσκόπια. E i n c h l u s s ] Χημ. χεί

υγρό

[Θερμόμετρο

Thermometer με

τύπου

Εργαστηριακό θερμόμετρο που π ε ρ ε -

μεγάλο

συντελεστή

κυβικής

διαστολής

(συνήθως οινόπνευμα) χρησιμοποιούμενο για την τρηση σχετικά μεγάλου εύρους θερμοκρασιών.

μέ-

(-150

έως 300°C).

j. (βλέπε

Eigenvalue). E i g e n p e r i o d [ Ι δ ι ο π ε ρ ί ο δ ο ς ] Φυσ.

[Εικονόμέτρο]

μακα με γραμμές που παρατίθεται μεταξύ του προσο-

Einchluss

λ,,).

{ λ , , λ 2 , λ 3 , ...λνπ} ε ί ν α ι ο ι ι δ ι ο τ ι μ έ ς π ί ν α κ α

Είναι το χρονικό διά-

στημα που μεσολοβεί ώ σ τ ε να λάβει ένα

ταλαντούμε-

Einstein με Ν

h

[Μονάδα Einstein]

Φυσ.

Φωτεινή ενέργεια ίση

ν, ό π ο υ Ν είναι ο α ρ ι θ μ ό ς τ ο υ A v o g a d r o , h η

νο σ ώ μ α ή σ ύ σ τ η μ α δ ύ ο ίδιες ή ομοιόθετες θέσεις σ τ η ν

σταθερά δράσης τ ο υ Planck και ν η συχνότητα του φω-

ελεύθερη

τός.

ταλάντωση.

Κάθε

ιδιοπερίοδος

συνδέεται

αριθμητικά με την αντίστοιχη ιδιοτιμή.

Eigenstate

[Ιδιοκατάσταση]

Κβαντ.

Θ ε ω ρ ώ ν τ α ς το σ ύ -

Einstein A b s o r p t i o n Coefficient [ Σ υ ν τ ε λ ε σ τ ή ς ρ ό φ η σ η ς E i n s t e i n ] Κβα\>τ. Ο σ υ ν τ ε λ ε σ τ ή ς a σ τ ο ν =

απορτύπο:

νολ.ο τ ω ν κ α τ α σ τ ά σ ε ω ν ε ν ό ς κ β α ν τ ο μ η χ α ν ι κ ο ύ σ υ σ τ ή -

Rjbs

ματος

γ ε ι α ς η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή ς α κ τ ι ν ο β ο λ ί α ς α π ό ά τ ο μ ο και

σαν

διανυσματικό

χώρο,

ένα

"κατασταστικό

ad, ό π ο υ R ^ είναι ο ρ υ θ μ ό ς α π ο ρ ρ ό φ η σ η ς ενέρ-

δ ι ά ν υ σ μ ά " που είναι ιδιοδιάνυσμα κατάλληλου

τελε-

d είναι η πυκνότητα της η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή ς ακτινοβο-

στή

μέσα

λίας.

ο οποίος περιγράφει

ένα

φυσικό

μέγεθος

στην κατάσταση.

Eigentone ματος.

—>

Eigenvalue

Einstein Albert

[Ιδιοσυχνότης] Συχνότητα δόνησης

συστή-

[Ιδιοτιμή,

σωσης Det(A -

χαρακτηριστική

λ ΐ ) = 0, ό π ο υ Α

[Αϊνστάιν Αλβέρτος (1879

-

Γερμανοεβραίος φυσικός, ο κορυφαίος του 20

υυ

1955)] αιώνα

και ένας από τους σ η μ α ν τ ι κ ό τ ε ρ ο υ ς ό λ ω ν τ ω ν εποχών.

Eigenfrequency. τιμή]

Μαθημ.

Μ ί α α π ό τις π ι θ α ν έ ς λ ύ σ ε ι ς της χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ή ς είναι ένας

εξί-

πίνακας

Το 1905 έγινε παγκοσμίως γ ν ω σ τ ό ς με την

δημοσίευ-

ση τριών πολύ σ η μ α ν τ ι κ ώ ν εργασιών, π ά ν ω στην παραγωγή

και μετασχηματισμό

του φωτός, π ά ν ω

στην

γ ρ α μ μ ι κ ο ύ μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ο ύ δ ι ά σ τ α σ η ς n x n και 1 εί-

κίνηση Brown

ν α ι ο π ί ν α κ α ς [δ^]. Α ν ν λ ε ί ν α ι τ ο α ν τ ί σ τ ο ι χ ο ι δ ι ο δ ι ά ν υ -

κ ι ν ο υ μ έ ν ω ν σ ω μ ά τ ω ν ό π ο υ περιλαμβάνεται και η περί-

σμα, τότε το λ ικανοποιεί

φημη ειδική θεωρία της σχετικότητας. Τ ο 1 9 1 5

Eigenvalue Equation). Eigenvalue Equation

I

Για δεδομένο πίνακα γραμμικού

Μαθημ.

Π ρ ό β λ η μ α στο οποίο αναζητάτε η επίλυση της χαρα-

νήκον σε άλλον.

Eigenfrequency

Einslein Albert

κ α ι τ η ν Α ν λ = λν· Λ . ( β λ έ π ε

και π ά ν ω σ τ η ν ηλεκτροδυναμική

σίευσε την γενική [Χαρακτηριστική

εξίσωση]

1921

θεωρία

του απονεμήθηκε

των δημο-

της σχετικότητας, ε ν ώ

το β ρ α β ε ί ο Ν ό μ π ε λ . Μ ε

το την

Einstein-Bohr Equation

- 500 -

άνοδο τ ω ν Ν α ζ ί σ τ η ν ε ξ ο υ σ ί α το 1 9 3 3 , ο Α ϊ ν σ τ ά ι ν εγκατέλειψε την Γερμανία

και εγκαταστάθηκε

τελικά

της σχετικότητας. [ Ε ξ ί σ ω σ η της

Einstein Equation For Specific Heat

στις Η Π Α ό π ο υ και π α ρ έ μ ε ι ν ε μέχρι τ ο τέλος της ζ ω ή ς

ειδικής θερμότητας

του. Τ α τελευταία χ ρ ό ν ι α της ζ ω ή ς τ ο υ α σ χ ο λ ή θ η κ ε με

αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουμε αν υπολογίσουμε

μία θεωρία ε ν ο π ο ι η μ έ ν ω ν πεδίων χωρίς ό μ ω ς επιτυχία.

την ειδική θερμότητα κρυσταλλικού στερεού σ ώ μ α τ ο ς

Το

με βάση τη θεωρία Einstein.

1 9 3 9 έστειλε το περίφημο γράμμα στον

πρόεδρο

Ρ ο ύ σ β ε λ τ μ ε τ ο ο π ο ί ο π ρ ο έ τ ρ ε ψ ε ο υ σ ι α σ τ ι κ ά τις Η Π Α να κατασκευάσουν την πρώτη ατομική βόμβα.

Το

Φνσ.Στερ.Κατ.

[Συχνότητα EinsteinJ

Einstein Frequency Κατ.

Einstein]

Φνσ.Στερ.

II σ υ χ ν ό τ η τ α με τ η ν ο π ο ί α τ α λ α ν τ ώ ν ο ν τ α ι τα ά τ ο -

Einstein-Bohr]

μα ενός κρυσταλλικού πλέγματος, χαρακτηριστική του

Η ε ξ ί σ ω σ η που επιτρέπει τον υ π ο λ ο γ ι σ μ ό της συ-

υλικού, σ τ α πλαίσια της θεωρίας Einstein για τ η ν ειδι-

Einstein-Bohr Φνα.

του

χνότητας

[Εξίσωση

Equation

φωτονίου

που

εκπέμπεται

ή

απορροφάται

κή θερμότητα

κρυσταλλικού στερεού σώματος.

Σύμ-

κατά τη μετάβαση ενός συστήματος από μία κατάστα-

φ ω ν α μ ε τ η ν θ ε ω ρ ί α αυτί'] τ α ά τ ο μ α τ ο υ π λ έ γ μ α τ ο ς τ α -

ση ενέργειας Ε ι σ ε μία κ α τ ά σ τ α σ η ενέργειας Ε2: ν

λ α ν τ ώ ν ο ν τ α ι α ν ε ξ ά ρ τ η τ α τ ο έ ν α α π ό τ ο άλλ,ο, γ ύ ρ ω

|Ει -

Ε 2 | / h, ό π ο υ

h είναι η

σταθερά

δράσης

=

του

Planck. [Χαρακτηριστική

Einstein Characteristic Temperature θερμοκρασία

Einstein]

Ονομασία

Φνσ.Στερ.Κατ.

αναφέρεται σε φυσική σταθερά, ευθέως ανάλογη συχνότητας

Einstein,

υπολογισμό

της

η

οποία

ειδικής

χρησιμοποιείται

θερμότητας

Συμβολίζεται: 0

t

(βλέπε

Einstein Coefficients

Einstein Frequency Condition του Einstein]

της

την οποία τα άτομα

στον

Einstein.

Κβαντ.

Συντελεστές στους τύπους ρυθμού απορρόφησης

και

Φνσ.Στερ.Κατ.

[Συνθήκη συχνότητας

Η παραδοχή σ ύ μ φ ω ν α με

ενός πλέγματος

ταλαντώνονται

α ν ε ξ ά ρ τ η τ α και μ ε τ η ν ίδια χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ή

συχνότη-

τα.

Einstein

Induced

[Συντελεστής

Einstein Frequency).

[Συντελεστές Einstein]

συχνότητα.

που

κρυσταλλικού

στερεού σώματος στα πλαίσια της θεωρίας

από κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ε ς πλεγματικές θέσεις και με τ η ν ίδια

Emission

εξαναγκασμένης

Coefficient

εκπομπής

= ed,

όπου

R^mis ε ί ν α ι ο ρ υ θ μ ό ς ε ξ α ν α γ κ α σ μ έ ν η ς ε κ π ο μ π ή ς

ενέρ-

Κβαντ.

Ο συντελεστής c στον τύπο: R ^

Einstein |

εκπομπής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας παρουσια-

γειας και d είναι η π υ κ ν ό τ η τ α της η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή ς

σμένοι από τον Einstein το 1 9 1 6 ως μέρος της κβαντι-

ακτινοβολίας, (βλέπε

κής

θεωρίας

της

ακτινοβολίας,

Einstein Spontaneous Emission

(βλέπε

Coefficient). Einstein Absorption Coefficient, Einstein Induced Emission Einstein M a s s Energy Relation [ Σ χ έ σ η μ ά ζ α ς Coefficient, Einstein Spontaneous Emission ε ν έ ρ γ ε ι α ς E i n s t e i n ] Φνσ. Η σ χ έ σ η Ε = m c 2 , ό π ο υ Ε Coefficient). είναι η ενέργεια, m η μάζα και c η ταχύτητα του φωτός, π ο υ επιτρέπει τον υ π ο λ ο γ ι σ μ ό της ενέργειας δεδοEinstein-De Haas Effect [ Φ α ι ν ό μ ε ν ο E i n s t c i n - d e Haas]

T o φαινόμενο δημιουργίας γυρο-

Η/χκτρομαγν.

μαγνητικής ροπής σε υλικό

όταν

βρεθεί

αντικείμενο μέσα

σε

από

διαμαγνητικό

μαγνητικό

πεδίο.

μένης μάζας. Εκφράζει την ισοδυναμία μάζας και ενεργείας.

Einstein N u m b e r

[Αριθμός Einstein]

Κατάλληλα εξαρτημένη ράβδος από διαμαγνητικό υλι-

λόγος της ταχύτητας ρ ε υ σ τ ο ύ προς την ταχύτητα

κό τοποθετημένη ομοαξονικά με πηνίο που διαρρέετε

φωτός.

από ηλεκτρικό ρεύμα, θα περιστραφεί.

Einstcin-De

Haas

Method

Einstein Partition Function

[Μέθοδος

Einstein-de

του Einstein]

Φνσ.Στερ.Κατ.

Ο

Φυσ.Πλασμ.

του

[Συνάρτηση επιμερισμού Συνάρτηση

επιμερισμού

γυρομα-

που χρησιμοποιείται κατά το υπολογισμό της ειδικής

γνητικής ροπής υλικού από διαμαγνητικό υλικό βασι-

θ ε ρ μ ό τ η τ α ς κ ρ υ σ τ α λ λ ι κ ο ύ σ τ ε ρ ε ο ύ σ ύ μ φ ω ν α με τη θε-

σ μ έ ν η στο φαινόμενο Einstein de-Haas κατά την οποία

ω ρ ί α Einstein τ ω ν α ν ε ξ α ρ τ ή τ ω ν τ α λ α ν τ ω τ ώ ν .

Haas I

Η'/χκτμομαγν.

Μέθοδος μέτρησης της

μ ε τ ρ ά τ α ι η γ ω ν ί α π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή ς δφ κ υ λ ί ν δ ρ ο υ α π ό δια-

Photoelectric Equation [ Φ ω τ ο η λ ε κ τ ρ ι κ ή μαγνητικό υλικό, όταν αυτός κρέμεται από ιμάντα με ε ξ ί σ ω σ η E i n s t e i n l Η ε ξ ί σ ω σ η E c = Ε ρ - b. Einstein π ο λ ι κ ή ρ ο π ή α δ ρ ά ν ε ι α ς , ( β λ έ π ε Einstein de-Haas Photoelectric Law. Effect). Einstein Photoelectric L a w [ Φ ω τ ο η λ ε κ τ ρ ι κ ό ς ν ό μ ο ς E i n s t e i n ] Κβαντ. Α ν b ε ί ν α ι τ ο έ ρ γ ο ε ξ α γ ω γ ή ς ε ν ό ς η Einstein-De Sitter M o d e l [ Μ ο ν τ έ λ ο E i n s t e i n - d e Einstein

τον

λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ γ ι α σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο μ έ τ α λ λ ο και Ε = hv είναι

συνόλου

η ενέργεια π ο υ έχει ένα φωτόνιο με σ υ χ ν ό τ η τ α ν, ό π ο υ

εξισώσεων της θεωρίας της γενικής σχετικότητας του

h είναι η σταθερά του Planck σ ε μία διάταξη παρατή-

S i t t e r ] Φυσ.

Σύνολο παλαιότερων λύσεων, από

ίδιο τ ο ν Einstein και τ ο ν W i l l e m de Sitter,

2

Einstein. Σ τ ο μοντέλο Einstein το μέτρο είναι: do 2

d r / A - r d0

2

2

2

-r sin 0d(p

2

2

= -

2

+ c dt , ε ν ώ στο μοντέλο dc

Sitter είναι: d o 2 = - d f / A - r W

- rsin20d(p2

+Ac2dt2,

2

ρησης του φωτοηλεκτρικού

φαινομένου,

τ ο μ έ τ α λ λ ο τ η ς κ α θ ό δ ο υ ε ί ν α ι : m ( ν / 2 ) = Ε - b. Γ ι α ν α 3

κάθε περίπτωση.

σ α ν φωτοηλεκτρική ε ξ ί σ ω σ η του Einstein.

τωση ενέργειας φωτονίου κοντά σε ισχυρό π ε δ ί ο . —>

Einstein

Einstein Shift. Elevator [ Α ν ε λ κ υ σ τ ή ρ α ς

Θεωρητικός παραλληλεπίπεδος

Η

ελάτ-

βαρυτικό

από

2

εξαχθεί ένα ηλεκτρόνιο θα πρέπει Ε

[ Μ ε τ α τ ό π ι σ η Einstein]

κινητική

ενέργεια του ηλεκτρονίου μετά την εξαγωγή του

ό π ο υ A = 1 - (r/R) , R σταθερές αλλά διαφορετικές σε

Einstein Displacement

η

Einstein-Planck L a w

b. Γ ν ω σ τ ό ς κ α ι

[Νόμος Einstein-Planck]

Φνσ. Η

ε ξ ί σ ω σ η Ε = hv, ό π ο υ Ε είναι η ενέργεια φ ω τ ο ν ί ο υ σ υ χνότητας ν και h είναι η σταθερά του Planck.

Einstein]

Σχετικ. E i n s t e i n - P o d o l s k y - R o s e n

κλωβός ομοιάζων

κλωβό συνηθισμένου ανελκυστήρα, χωρίς έτσι ώστε παρατηρητής που βρίσκεται

με

παράθυρα,

μέσα

του

μην μπορεί να εξάγει συμπεράσματα σχετικά με

Φνσ.

[Πείραμα

(EPR

Einstcin-Podolsky-RosenJ

Νοητικό πείραμα που περιελάμβανε τη

μέτρηση

να

της πολακότητας δ ύ ο φ ω τ ο ν ί ω ν που κ ι ν ο ύ ν τ α ι σ ε αντί-

την

θετες κ α τ ε υ θ ύ ν σ ε ι ς και π ο υ είχε σ α ν σ τ ό χ ο ν α αποδεί-

κ ί ν η σ η του κ λ ω β ο ύ ό τ α ν αυτός κινείται υ π ό την επίδραση σταθερής δύναμης F, που χρησιμοποιήθηκε από τον Einstein σ ε θεωρητικές περιγραφές σ τ η ν

experiment)

Experiment

θεωρία

ξει την μη πληρότητα της κβαντομηχανικής θεωρίας.

Einstein Relation

[Σχέση Einstein]

Φνσ.

Σχέση με την

ο π ο ί α υ π ο λ ο γ ί ζ ο υ μ ε τ η ν κ ι ν η τ ι κ ό τ η τ α φ ο ρ τ ί ω ν σ ε ιο-

-501

Χαρακτηριστική

[Κύματα Einstcin-Roscn]

περίπτωση

Ejector Half

ο τανυστής ενέργειας - ορμής και το κ είναι μία σταθε-

ντικό διάλυμα η σε ημιαγωγό.

Einstein-Rosen W a v e s

-

βαρυτικών

Φυα.

κυμάτων

οποία παρουσιάζουν κυλινδρική συμμετρία. Τα

τα

βαρυ-

ρ ά α ν α λ ο γ ί α ς , (βλνέπε

Einstein's Field Equations). Einstein's Principle Of Relativity [ Α ρ χ ή τ η ς σ χ ε τ ι κ ό τ η τ α ς τ ο υ E i n s t e i n ] Φυσ.

Η α ρ χ ή π ο υ α π ο δ έ χ ε τ α ι ότι

τικά κύματα αποτελούν υποθετικές οντότητες π ο υ προ-

η μορφή όλων των ν ό μ ω ν της φύσης είναι αναλλοίωτη

βλέπονται α π ό τη γ ε ν ι κ ή θ ε ω ρ ί α της σ χ ε τ ι κ ό τ η τ α ς και

για οποιοδήποτε αδρανειακό σ ύ σ τ η μ α αναφοράς, απο-

τα οποία π α ρ ά γ ο ν τ α ι κατά τ η ν τ α λ ά ν τ ω σ η ή επιτάχυν-

τέλεσμα της οποίας είναι η ανυπαρξία " α π ό λ υ τ ο υ " συ-

ση κάποιου σ ώ μ α τ ο ς με μάζα.

στήματος αναφοράς, η αδυναμία χαρακτηρισμού

[ Μ ε τ α τ ό π ι σ η Hinstcin]

Einstein Shift

απώ-

Σχετικ. Η

κίνη-

σης ή ακινησίας ως " α π ό λ υ τ η ς " και ο χαρακτηρισμός

λεια ενέργειας φωτονίου και κατά συνέπεια η ελάττω-

οποιασδήποτε κίνησης μόνο ως "σχετικής" σε

σ η της σ υ χ ν ό τ η τ ά ς του όταν η π η γ ή βρίσκεται

με ένα θεωρούμενο αδρανειακό σ ύ σ τ η μ α αναφοράς.

κοντά

σε ισχυρό βαρυτικό πεδίο.

Einstein

[Χώρος

Space

Einstein's Summation Convention Einstein]

Χώρος

Μαθημ.

Ricmman στον οποίο ισχύει Ri; =

ό π ο υ gy ε ί ν α ι ο

σ η ς τ ο υ E i n s t e i n ] Μαθ. ποιείται το σ ύ μ β ο λ ο

σχέση

[Σύμβαση άθροι-

II σ ύ μ β α σ η του να

χρησιμο-

arbr γ ι α λ ό γ ο υ ς σ υ ν τ ο μ ί α ς

αντί

θ ε μ ε λ ι ώ δ η ς σ υ ν α λ λ ο ί ω τ ο ς τ α ν υ σ τ ή ς του χ ώ ρ ο υ , Ry εί-

του Zarbr ό π ο υ το άθροισμα αναπτύσσεται με τις κα-

ναι ο τανυστής Ricci και λ είναι μία σταθερά

τ ά λ λ η λ ε ς τ ι μ έ ς τ ο υ δ ε ί κ τ η Γ. Γ ι α ν α υ π ο ν ο ε ί τ α ι

αναλογί-

άθροι-

σ μ α ο δείκτης πρέπει να είναι μικρό γράμμα. Έ τ σ ι , τα

ας.

Einstein

Spontaneous

Emission

Coefficient E i n s t e i n ] Κβαντ.

[Συντελεστής αυθόρμητης εκπομπής

Ο ρυθμός e αυθόρμητης εκπομπής ενέργειας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από άτομο. Συνδέεται με τον συντελεστή ε ξ α ν α γ κ α σ μ έ ν η ς εκπομπής μ έ σ ω της σχέσης:

3

e =

fohv a

/ c\

σ μ α γ ι α κατάλλ,ηλες τιμές του δείκτη.

Einstein's Unified Field Theory νων

πεδίων

του

Einstein]

Φνα.

[Θεωρία ενοποιημέΠ

προσπάθεια

του

Einstein και ά λ λ ω ν ν α δ η μ ι ο υ ρ γ ή σ ο υ ν μία θ ε ω ρ ί α ενο-

Planck, ν η συχνότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινο-

ποιημένων πεδίων κατά την οποία ο ηλεκτρομαγνητι-

βολίας, a ο σ υ ν τ ε λ ε σ τ ή ς απορρόφησης Einstein και c η

σ μ ό ς και η β α ρ ύ τ η τ α θα α π ο τ ε λ ο ύ σ α ν ε ι δ ι κ έ ς π ε ρ ι π τ ώ -

ταχύτητα

σεις ενός γενικότερου πεδίου.

φωτός,

h είναι η σταθερά

τ ο arbr δ η λ ώ ν ε ι , ό π ω ς π α ρ α π ά ν ω , ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο ά θ ρ ο ι -

του

του

όπου

a2b2 και το aNbN δ η λ ώ ν ο υ ν σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο υ ς ό ρ ο υ ς , ε ν ώ

(βλέπε

Emission Coefficient). Einstein Static Universe

Einstein

Induced

Einsteinium

[Αϊνστάνιον]

Χημ.

Ρ α δ ι ε ν ε ρ γ ό στοιχείο με

του

ατομικό αριθμό 99 και μαζικό α ρ ι θ μ ό τ ο υ σταθερότε-

Η σ τ α τ ι κ ή λ.ύση τ ω ν ε ξ ι σ ώ σ ε ω ν π ε δ ί ο υ

ρου ισοτόπου 254, που ανήκει στην σειρά των ακτινι-

της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Einstein κα-

δών. Τ ο στοιχείο αυτό ανακαλύφθηκε το 1 9 5 2 ύστερα

τά τ η ν ο π ο ί α τ ο σ ύ μ π α ν δ ε ν π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι δ ι α σ τ ο λ ή

από την πρώτη έκρηξη υδρογονοβόμβας. Είναι γ ν ω σ τ ά

E i n s t e i n ] Φυα.

[Στατικό

σύμπαν

ή

ένδεκα ισότοπά του. Συμβολίζεται: Es.

συστολή αλλό παραμένει σταθερό. [Τανυστής Einstein]

Einstein Tensor στής E j = R j -

Σχετικ.

Ο τανυ-

1 / 2 6 j R , ό π ο υ Rjj ε ί ν α ι ο τ α ν υ σ τ ή ς R i c c i ,

τ ο δ έ λ τ α τ ο υ K r o n e c k e r κ α ι R * m = g^Rjm ό π ο υ glj ε ί [Σύμπαν του Einstein]

μπαν στο οποίο το μέτρο είναι: do Ain^dcp

2

2

2

Σχετικ.

= -dr/A - Λ θ

Σύ2

-

2

+ c dt . Η κ α μ π υ λ ό τ η τ α είναι μεταβλ.ητή και

οι φ ω τ ε ι ν έ ς α κ τ ί ν ε ς δ ι α τ ρ έ χ ο υ ν κ λ ε ι σ τ έ ς κ α μ π ύ λ ε ς .

Einstein Viscosity Equation Ιξώδες]

Φυα.

Χημ.

σε

σωτερικού

αραιά

Επιστ. Υπολ.

buffer δεδομένων

Α π ό ρ ρ ι ψ η του ε-

της τρέχουσας

σελίδας

εκτύπωσης και αλλαγή της σελίδας. [Απόβλητα]

Α χ ρ η σ τ α προϊόντα τα

Γεν.

οποία

είναι για απομάκρυνση.

Ejecta

[Απόβλητα]

Γεωλ.

Α ν α β λ ή μ α τ α ηφαιστείου δη-

λαδή, η ε ξ ε ρ χ ό μ ε ν η λάβα και όλα τα σ υ ν α φ ή

(στερεάς,

υ γ ρ ή ς και α έ ρ ι α ς μορφής).

[ Ε ξ ί σ ω σ η Einstein για το

Αναφέρεται

[Αλλ.αγή σελίδας]

Ejecta 1

ναι ο θεμελιώδης αναλλοίωτος τανυστής.

Einstein Universe

Eject

διαλύματα

πολνυμερών και δίνει τ ο ι ξ ώ δ ε ς τ ο υ διαλύματος ω ς σ υ ν ά ρ τ η σ η τ ο υ ι ξ ώ δ ο υ ς τ ο υ κ α θ α ρ ο ύ διαλνύτη, τ ο υ μ ε ρ ι κού γ ρ α μ μ ο μ ο ρ ι α κ ο ύ ό γ κ ο υ του π ο λ υ μ ε ρ ο ύ ς στο διά-

Ejection1

Η βίαιη αποβολή του ε-

Αστρον.

ξ ω τ ε ρ ι κ ο ύ αερίου κελύφους α σ τ έ ρ ω ν σε εκρήξεις καιν ο φ α ι ν ώ ν (novae) και υ π ε ρ κ α ι ν ο φ α ι ν ώ ν (supernovae).

Ejection 2

[Εκτίναξη]

Μηχ. Η

απομάκρυνση

εξαρτήμα-

τ ο ς τ ε χ ν η τ ά π ρ ο σ α ρ τ η μ έ ν ο υ σ ε άλλ,ο α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο . Ejection3

λυμα και τ ο υ μ ο ρ ι α κ ο ύ β ά ρ ο υ ς του πολυμερούς.

[Εκτίναξη]

[ Ε κ τ ί ν α ξ η α ε ρ ί ο υ ] Μηχ.

Είναι η

τροφοδότη-

ση, σ ε μια διεργασία, αερίου ή ρ ε υ σ τ ο ύ υπό πίεση, με Einstein's Equation [ Ε ξ ί σ ω σ η τ ο υ E i n s t e i n ] Η ε ξ ί σ ω τη χ ρ ή σ η α κ ρ ο φ υ σ ί ο υ . ση Ε = mc". —> Einstein Mass Energy Relation. Einstein's E q u i v a l e n c e Principle [ Α ρ χ ή ι σ ο δ υ ν α μ ί - Ejection Seat or Ejector Seat [ Ε κ τ ι ν α σ σ ό μ ε ν ο α ς τ ο υ E i n s t e i n ] Φυσ. Η α ρ χ ή π ο υ α π ο δ έ χ ε τ α ι ό τ ι έ ν α κάθισμα] Αερομηχ. Μ η χ α ν ι σ μ ό ς ο ο π ο ί ο ς ε ί ν α ι ακίνητο αδρανειακό σύστημα υπό την επίδραση δύνα-

τοποθετημένος στα καθίσματα των πολεμικών, κυρίως,

μης F| λόγω βαρυτικού πεδίου, είναι φαινομενικά ισο-

αεροπλάνων για την εκτίναξη του πιλότου σε

δύναμο

τ ω σ η βλάβης και επικείμενης συντριβής.

με

ένα

επιταχυνόμενο

αδρανειακό

σύστημα

εκτός βαρυτικού πεδίου υπό την επίδραση δύναμης F2 ίσης με την δ ύ ν α μ η F| π ο υ ασκείται στο ακίνητο στημα λόγω βαρύτητας, (βλεπε

Einstein's Field Equations E i n s t e i n ] Φυα.

σύ-

Einstein Elevator). [Εξισώσεις

πεδίου

Ejector 1

[Εκτοξευτής] Γεν.

περίπ-

1. Π ρ ό σ ω π ο ή μ η χ α ν ι σ μ ό ς

π ο υ π ρ ο κ α λ ε ί έξα)ση, ε κ τ ί ν α ξ η , ε κ τ ό ξ ε υ σ η 2. Σ ύ σ τ η μ α εκτίναξης.

του

E j e c t o r 2 [ Α κ ρ ο φ ύ σ ι ο ] Μηχ.

Ε ξ ά ρ τ η μ α μ έ σ α από το ο-

Η εξισώσεις περιγραφής βαρυτικού χώ-

ποίο μπορεί να διοχετευθεί αέρας ή ατμός υπό υ ψ η λ ή

ρου που π ρ ο κ ύ π τ ο υ ν σ α ν λύσεις από τ η ν ε ξ ί σ ω σ η τα-

πίεση. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ ε σ υ μ π ε σ τ έ ς και αντλίες, ό-

2

ν υ σ τ ώ ν E j = -λγΤ';/ c , ό π ο υ T j είναι ο τανυστής ενέρ-

π ο υ η α ν α ρ ρ ό φ η σ η ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι λ ό γ ω της ελαττωμέ-

γειας - ορμής, γ η βαρυτική σταθερά, c η ταχύτητα του

νης πίεσης που επικρατεί στην έξοδο του ακροφυσίου.

φωτός και λ = 8π.

Τ ο βοηθητικό ρευστό συμπαρασύρει, καθώς εξέρχεται

Einstein's Law Of Gravitation τ α ς τ ο υ E i n s t e i n ] Φυα.

[Νόμος της βαρύτη-

Β α ρ υ τ ι κ ό πεδίο που περιγράφε-

ται από τ η ν ε ξ ί σ ω σ η τ α ν υ σ τ ώ ν Ε j = - κ Τ \ ό π ο υ Τ j είναι

από το α κ ρ ο φ ύ σ ι ο , το μ ε τ α φ ε ρ ό μ ε ν ο υ γ ρ ό ή αέριο.

Ejector Half νούμενο

[Κινούμενο ήμισυ]

μέρος (επάνω

μισό) του

Μεταλλ..

Το

μεταλλικού

μετακιτύπου

EKG

- 502 -

(καλουπιού) που χρησιμοποιείται σε κατεργασίες χύτευσης μόνιμου τύπου. E K G των

της

καρδιάς

ως

Γραφική προς

τον

παράσταση χρόνο.

—>

Electrocardiogram. ΕΙ

N i n o [Ελ Νίνο]

Cross

Section

κ ρ ο ύ σ η ς ] Φυσ.

[Ηλεκτροκαρδιόγραμμα] παλμών

Elastic

[Ενεργός

διατομή

ελαστικής

Έ κ φ ρ α σ η η οποία αναφέρεται στην πι-

θανότητα να υπάρξει ελαστική κρούση μεταξύ δύο σωματιδίων

κατά

την

πρόσπτωση

δέσμης

σωματιδίων

στην επιφάνεια κάποιου υλικού-στόχου.

Γενικά η

ε-

Ο ν ο μ α σ ί α που είχε αρχι-

νεργός διατομή ορίζεται σ α ν μία ενεργός περιοχή γ ύ ρ ω

κά δοθεί σ ε έ ν α ζ ε σ τ ό θ α λ ά σ σ ι ο ρ ε ύ μ α το ο π ο ί ο ρέει

από τα σ ω μ α τ ί δ ι α της επιφανείας του σ τ ό χ ο υ και εκ-

περιοδικά κατά μήκος της ακτής του Ισημερινού την

φράζεται σε μονάδες μέτρησης επιφανείας,

Ωκεανογμ.

περίοδο τ ω ν Χ ρ ι σ τ ο υ γ έ ν ν ω ν (η ο ν ο μ α σ ί α αναφέρεται

Elastic

Curve

[ Ε λ α σ τ ι κ ή κ α μ π ύ λ η ] Μηχ.

Είναι η γρα-

στο μικρό Χριστό). Σήμερα η ονομασία αυτή περιγρά-

φική απεικόνιση μίας συνάρτησης, με γ ε ω μ ε τ ρ ι κ ό σ χ ή -

φει ένα ισχυρότερο περιοδικό φαινόμενο του Ειρηνι-

μα κ α μ π ύ λ η ς , η ο π ο ί α αποτυπο')νει τ η ν σ χ έ σ η τ η ς δ ύ ν α -

κού Ω κ ε α ν ο ύ που συνδέεται με μεγάλες μετεωρολογι-

μης που ασκείται σε μία διατομή μίας δοκού προς την

κές ανωμαλίες.

ελαστική παραμόρφωση που την προκαλεί.

Elaboration

'

[Ανάπτυξη βάθους]

Επιστ. Υπολ.

Διάταξη

Elastic

Deformation

[Ελαστική παραμόρφωση]

Μηχ.

σ τ α θ ε ρ ώ ν τ ι μ ώ ν σ ε γ λ ώ σ σ ε ς π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ο ύ με τέ-

Η αντιστρέψιμη παραμόρφωση που υφίσταται

τοιο τρόπο π ο υ νέες σταθερές να μ π ο ρ ο ύ ν να οριστούν

κό

σ α ν σ υ ν α ρ τ ή σ ε ι ς τ ω ν π α λ α ι ό τ ε ρ ω ν . Π.χ., οι δ η λ ώ σ ε ι ς

(Βλέπε Elastic, Elastic Aftereffect, Elastic Flow),

σε C: #define A 3; ^define Β 2; ^define C ( A + B). Elaidic

A c i d Ι Ε λ α ϊ δ ι κ ό Ο ξ ύ ] Opy.

Elastic

Ε ί ν α ι το trans

Χημ.

στερεό

υπό

Design

ναι η ανάλυση

την

επίδραση

εξωτερικής

ελαστιδύναμης,

[Ελαστικός σχεδιασμός]

ΙΙολ.Μηχ.

και η δ ι α σ τ α σ ι ο λ ό γ η σ η

της

Εί-

διατομής

ισομερές του 9-δεκαοκτενοϊκού οξέος, με χημικό τύπο

ενός μέλους μίας κατασκευής, και κατ' ε π έ κ τ α σ η

CH3(CII2)7CH=CH(CH2)7COOH

ολόκληρης της κατασκευής, όπου λαμβάνεται

282,47.

Πρόκειται

για

και

κρυσταλλικό,

μοριακό λιπαρό

βάρος οξύ,

με

σημείο ζέσεως 288 °C, σ η μ ε ί ο τήξεως 4 5 °C, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Elara

[Elara]

Αστμον.

υπόψη

ως π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η μία γ ρ α μ μ ι κ ή σ χ έ σ η μ ε τ α ξ ύ τ ω ν τάσεων και των α ν α π τ υ σ σ ό μ ε ν ω ν π α ρ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ν , Elastic Equilibrium

Μ ι κ ρ ό ς δ ο ρ υ φ ό ρ ο ς του Δία, δια-

και

[ Ε λ ο σ τ ι κ ή ι σ ο ρ ρ ο π ί α ] Μηχ.

κάθε στοιχειώδες πεπερασμένο στοιχείο ενός

Όταν ελοστι-

μέτρου 3 2 km. Π ο λ λ ο ί χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν και την ονομα-

κού σώματος βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, υπό

σία Δίας7.

την ε π ί δ ρ α σ η τ ω ν ε ξ ω τ ε ρ ι κ ώ ν φορτίων και μίας ε σ ω -

Elastance

[Αντίστροφη

χωρητικότητα]

Ηλεκ.

Σε πυ-

τερικής αναπτυσσόμενης εντατικής κατάστασης, η

κνωτή του οποίου ο ένας οπλισμός φορτίζεται με φορ-

ποία δ ε ν έχει ξ ε π ε ρ ά σ ε ι το όριο ε λ α σ τ ι κ ό τ η τ α ς ,

τίο q και σ τ ο ν οποίο εμφανίζεται διαφορά δυναμικού

και ο λ ό κ λ η ρ ο το σ ώ μ α β ρ ί σ κ ε τ α ι σ ε ε λ α σ τ ι κ ή

U, το πηλίκο Ε = U / q. Α ν η χωρητικότητα του πυ-

πια.

κνωτή είναι C, ισχύει Ε = 1 / C. Σαν μονάδα χρήσιμο-

Elastic

ποιείται το daraf (αντίστροφο του farad). Elastic

[ Ε λ α σ τ ι κ ό ς ] Μηχ.

Failure

[ Ε λ α σ τ ι κ ή α σ τ ο χ ί α ] Μηχ.

π τ ώ σ η όπου ένα σώμα, το οποίο έχει

ο-

τότε.

ισορρο-

Στην

περι-

παραμορφωθεί

Σ ώ μ α π ο υ έχει την ιδιότητα

υπό την επίδραση μίας εξωτερικής φόρτισης, δεν μπο-

ν α επανέρχεται στο αρχικό του σ χ ή μ α μετά από σύντο-

ρεί ν α επανέλθει π λ ή ρ ω ς σ τ ο αρχικό τ ο υ μέγεθος και

μη ή παρατεταμένη χρονικά παραμόρφωση λόγω εξω-

γεωμετρικό σχήμα όταν του αφαιρεθεί αυτή η φόρτιση,

τερικής δύναμης, όταν δεν υπερβαίνεται το όριο ελα-

τότε έχει α σ τ ο χ ή σ ε ι ελαστικά,

στικότητάς του. Elastic

Elastic Flow

Aftereffect

[ Ε λ α σ τ ι κ ή κ α θ υ σ τ έ ρ η σ η ] Μηχ.

II

[ Ε λ α σ τ ι κ ή ρ ο ή ] Μηχ.

Είναι η επανάκτηση

του αρχικού γεωμετρικού σχήματος από ένα παραμορ-

χρονική καθυστέρηση που μεσολαβεί μεταξύ ελαστι-

φωμένο σώμα, ακολουθώντας ακριβώς την

κής π α ρ α μ ό ρ φ ω σ η ς σ ώ μ α τ ο ς χωρίς υ π έ ρ β α σ η του ορί-

φη πορεία π α ρ α μ ό ρ φ ω σ ή ς του.

ου ελοστικότητας του και της επαναφοράς του στο αρχικό σχήμα.

Elastic Force

[ Ε λ α σ τ ι κ ή δ ύ ν α μ η ] Μηχ.

αντίστρο-

Η καθαρή ελο-

στική παραμόρφωση ενός σώματος, δηλοδή αυτή που

E l a s t i c A x i s [ Ο υ δ έ τ ε ρ ο ς ά ξ ο ν α ς ] Μηχ.

Σ ε ελαστική ρά-

δε συμπεριλαμβάνει μέσα της τυχόν προηγούμενες πα-

βδο που κάμπτεται, ο θεωρητικός άξονας εκείνος πάνω

ραμορφωσιακές καταστάσεις που έχουν ήδη

στον οποίο βρίσκονται σημεία της ράβδου που δεν υ-

θεί, α ν τ ι σ τ ο ι χ ε ί σ τ η ν κ α λ ο ύ μ ε ν η ε λ α σ τ ι κ ή δ ύ ν α μ η ,

φίστανται εφελκυστικές ή θλιπτικές παραμορφώσεις.

Elastic

Hysteresis

[ Ε / ο σ τ ι κ ή υ σ τ έ ρ η σ η ] Μηχ.

εκτονωΜ ε δε-

Τ α σ η μ ε ί α α υ τ ά τ ο υ υλακού της ρ ά β δ ο υ καλούνται ου-

δ ο μ έ ν η σ τ α θ ε ρ ή και ε π α ν α λ ο μ β α ν ό μ ε ν η δ ύ ν α μ η F , π ο υ

δέτερες ίνες.

π ρ ο κ α λ ε ί π α ρ α μ ό ρ φ ω σ η σ ώ μ α τ ο ς , η μ ε τ α β ο λ ή του μέ-

Elastic Body

[ Ε λ ο σ τ ι κ ό σ ώ μ α ] Μηχ.

Σ τ ε ρ ε ό σ(όμα π ο υ

έχει ελαστικές ιδιότητες, (βλέπε Elastic, Elasticity). Elastic Collision

[ Ε λ ο σ τ ι κ ή σ ύ γ κ ρ ο υ σ η ] Μηχ.

Για δύο

κινούμενα σ υ σ τ ή μ α τ α με κινητικές ενέργειες Ε] και Ε2,

τρου π α ρ α μ ό ρ φ ω σ η ς σ α ν σ υ ν ά ρ τ η σ η της F, της προϊστορίας εφαρμογής της και τυχόν παραμένουσας παραμόρφωσης του σώματος, Elastic

Limit

[ Ο ρ ι ο ε λ ο σ τ ι κ ό τ η τ α ς ] Μηχ.

Το

μέγιστο

σ ύ γ κ ρ ο υ σ η , μετά το πέρας της οποίας ισχύει: Ε] + Ε 2 =

ε π ι τ ρ ε π ό μ ε ν ο μ έ τ ρ ο ε φ α ρ μ ο ζ ό μ ε ν η ς τ ά σ η ς σ2χ σ ώ μ α -

Ε Γ + Ε 2 \ ό π ο υ Ει* και Ε2* είναι οι κινητικές ενέργειες

τος, υ π ό τ η ν ε π ί δ ρ α σ η της ο π ο ί α ς το σ ώ μ α

των δύο σ υ σ τ η μ ά τ ω ν μετά την σύγκρουση. Ε ν γένει,

ελοστική συμπεριφορά. Α ν στο σώμα εφαρμοστεί

για n συγκρουόμενα

σ η σ > σ^. το σ ώ μ α υ φ ί σ τ α τ α ι π λ α σ τ ι κ ή

συστήματα, σύγκρουση

μετά το

π έ ρ α ς τ η ς ο π ο ί α ς ι σ χ ύ ε ι : Σ Ε Π = Σ En*. Elastic Constants

[ Ε λ α σ τ ι κ έ ς σ τ α θ ε ρ έ ς ] Μηχ.

διατηρεί τά-

παραμόρφω-

ση. Σε διάγραμμα μήκυνσης δεδομένου υλικού

όπου

Ε ί ν α ι οι

παρίσταται η σ χ έ σ η μεταξύ της τάσης σ και της ανοιγ-

σταθερές που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ενός υ-

μ έ ν η ς μ ή κ υ ν σ η ς ε, είναι τ ο ο ρ ι α κ ό σ η μ ε ί ο μ ε τ α ξ ύ τ η ς

λικού, υπό την επίδραση των εξωτερικών εντατικών

περιοχής του Hooke και της πλαστικής περιοχής,

καταστάσεων, όσο αυτό παραμένει εντός του ελοστι-

Elastic M e d i u m

[ Ε λ ο σ τ ι κ ό μ έ σ ο ] Φυσ.

Μ έ σ ο το οποίο

κ ο ύ τ ο υ ο ρ ί ο υ π α ρ α μ ό ρ φ ω σ η ς . Α υ τ έ ς οι σ τ α θ ε ρ έ ς εί-

σε πρακτικές εφαρμογές μπορεί να εκληφθεί σαν σ ώ μ α

ναι το μέτρο ελαστικότητας, το μέτρο διάτμησης και ο

γ ι α το ο π ο ί ο ισχύει ότι οι π α ρ α μ ο ρ φ ώ σ ε ι ς είναι α ν ά λ ο -

λόγος του Poisson.

γες τ ω ν δ υ ν ά μ ε ω ν (ή ρ ο π ώ ν ) π ο υ τις π ρ ο κ α λ ο ύ ν ,

εφ'

Electric

- 503 όσον αυτές είναι μικρές, (βλέπε Elastic B o d y , Elastic

Elastoplasticity

Solid).

Η

κατά-

σ τ ά σ η σ τ η ν οποία 0α βρεθεί σ ώ μ α αν ε φ α ρ μ ο σ τ ε ί πά-

Elastic Moduli

[ Ε λ α σ τ ι κ έ ς σ τ α θ ε ρ έ ς ] . —> E l a s t i c C o n -

ν ω τ ο υ τ ά σ η σ χ χ έ τ σ ι ώ σ τ ε σ ^ . < σ*χ < σο ρ , ό π ο υ oc>. ε ί -

stants

ναι το όριο ελαστικότητας και σθρ είναι το όριο θραύ-

Elastic Potential E n e r g y κότητας]

[Δυναμική ενέργεια ελαστι-

Ενέργεια που μπορεί να προσφέρει ένα

Μηχ.

σης του υλικού αντίστοιχα, Ε

Layer

[Ατμοσφαιρικό στρώμα Ε]

Στρώμα

Γεωφυιτ.

σ ώ μ α σαν αποτέλεσμα της ελαστικής του συμπεριφο-

της ιονόσφαιρας σε ύψος μεγαλύτερο των 100 km που

ράς. Η ε λ α σ τ ι κ ό τ η τ α ε ί ν α ι π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η

αποτελείται

ορισμένων εφαρμογών στη δημιουργία ενέργειας.

επιλεκτική

Elastic

Ratio

[ Α ό γ ο ς ε λ α σ τ ι κ ό τ η τ α ς ] Μηχ.

Η οριακή

ελαστική δ ύ ν α μ η ενός σ ώ μ α τ ο ς ως π ο σ ο σ τ ό της οριακής αντοχής του χαρακτηρίζει

τ ο ν λ ό γ ο ελ*αστικότη-

τας. Elastic

από

ιονισμένα

ανάκλαση

άτομα

κυμάτων

σαν στρώμα Heavyside -

και

επιτρέπει

την

Γνωστό

και

χώρου.

Kennelly.

E l b o w [ Γ ω ν ι α κ ή Σ ύ ν δ ε σ η Σ ω λ ή ν ω ν ] Μηχ.

Αναφέρεται

υ

σε γωνία 90° ή 45 , που συνδέει δύο σωλήνες. Στη μελέτη των φαινομένων ροής σε αγωγούς, αντιμετωπίζε-

Solid

[ Ε λ α σ τ ι κ ό σ τ ε ρ ε ό ] Σ τ ε ρ ε ό μ ε ελ.αστικές

ι δ ι ό τ η τ ε ς . —> E l a s t i c , E l a s t i c i t y . Elastic Strain

ται ω ς ξ ε χ ω ρ ι σ τ ό ε ξ ά ρ τ η μ α , λ ό γ ω της α υ ξ η μ έ ν η ς πτώσης πίεσης στην περιοχή αυτή.

[ Ε λ α σ τ ι κ ή π α ρ α μ ό ρ φ ω σ η ΐ Μηχ.

Μ ε την

Elbs

R e a c t i o n [ Α ν τ ί δ ρ α σ η E l b s ] Οργ.

Αντίδραση

Χημ.

επιβολή μίας δύναμης σε ένα σώμα, χωρίς αυτή ν α ξε-

υδροξυλνίωσης, κατά την οποία μια φαινόλη αντιδρά με

περάσει το ελαστικό του όριο, αναπτύσσεται μία παρα-

K2S2O8 σ ε α λ κ α λ ι κ ό δ ι ά λ υ μ α . Τ ο π ρ ο ϊ ό ν της α ν τ ί δ ρ α -

μόρφωση η οποία καλείται ελαστική, αφού αυτή εξα-

σης είναι π-διφαινόλη.

φανίζεται πλήρως με την ολική αφαίρεση της δύναμης που την προκαλεί. Elastic

Strain

Electra

[Ηλέκτρα]

Αστμον.

Πολύ

μικρός

δορυφόρος

τ ο υ Κ ρ ό ν ο υ . Γ ν ω σ τ ό ς σ α ν dione L 4 trojan.

Energy

ε ν έ ρ γ ε ι α ] Μηχ.

[Ελαστική παραμορφωσιακή

Για ένα σ ώ μ α το οποίο παραμορφώνε-

ται εντός τ ο υ ε λ α σ τ ι κ ο ύ τ ο υ ο ρ ί ο υ , τ ο π α ρ α γ ό μ ε ν ο έρ-

Electret

[Πλεκτρήτης]

Δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ό υ λ ι κ ό το ο -

Ηλεκ.

ποίο είναι μόνιμα ηλεκτρικά πολωμένο, E l e c t r i c [Ηλεκτρικός]

Ηλεκ.

Χαρακτηρισμός αντικειμέ-

γο αντιστοιχεί σ τ η ν έννοια της ελαστικής παραμορφω-

ν ο υ που σχετίζεται με, ηλεκτρισμό, λειτουργεί,

σιακής ενέργειας.

τάται παράγεται και περιέχει

Elastic

Theory

[ Θ ε ω ρ ί α ε λ α σ τ ι κ ό τ η τ α ς ] Μηχ.

Είναι η

θεωρία π ο υ μελετάει και καταγράφει με μ α θ η μ α τ ι κ ο ύ ς

ή παράγει

(βλέπε Electrical), Electric

Accounting

Machine

[Ηλεκτρική

λογιστικής]

που ασκούνται σε ένα σ ώ μ α

ν ό μ η σ η ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν σ ε π ο σ ό τ η τ ε ς (batch),

και της π α ρ α μ ό ρ φ ω σ η ς

ορίου του. Elastic

Electric

Arc

Επιστ. Υπολ.

μηχανή

Εξοπλισμός αυτόματης ταξι-

[Ηλεκτρικό τόξο]

Ηλεκ.

Ηλεκτρική εκκέ-

ν ω σ η σε αέριο, σ τ η ν οποία το ηλεκτρόδιο της καθόδου

Wave

ταλάντωση

[ Ε λ α σ τ ι κ ό κ ύ μ α ] Μηχ.

στοιχειωδών

Κάθε περιοδική

έχει ψ η λ ή θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α , το ρ ε ύ μ α έχει σ χ ε τ ι κ ά υ ψ η λ ή

που

έ ν τ α σ η και η τ ά σ η λειτουργίας είναι σχετικά μικρή,

σωματιδίων

πραγματο-

ποιείται εντός ενός μ έ σ ο υ το οποίο χαρακτηρίζεται α-

Electric

πό ιδιότητες ό π ω ς είναι η αδράνεια και η ελαστικότη-

Ηλεκ.

τα, καλείται ελαστικό κύμα.

τυγχάνεται με την βοήθεια ηλεκτρικού τόξου

Elasticity

εξαρ-

ηλεκτρισμό.

τύπους, τη σχέση μεταξύ των εντατικών καταστάσεων που αυτές του προκαλούν εντός πάντα του ελαστικού

[ Ε λ α σ τ ι κ ό τ η τ α ] Φυσ.

Η ιδιότητα σώματος να

Arc

Furnace

[Κάμινος ηλεκτρικού

τόξου]

Ειδική κάμινος στον οποίο η τήξη υλικού

έ ν τ α σ η ς ρεύματος, της τ ά ξ η ς τ ω ν 2 0 0 -

επι-

μεγάλης

1.000 Ampere,

επανέρχεται στο αρχικύ του σχήμα μετά από σύντομη

Χρησιμοποιείται στην βαριά βιομηχανία για την παρα-

ή παρατεταμένη χρονικά παραμόρφωση που οφείλεται

σ κ ε υ ή α ν θ ρ α κ α σ β ε σ τ ί ο υ , νιτρικού ο ξ έ ω ς κλπ.

σε εφαρμογή εξωτερικής δύναμης, όταν δεν υπερβαίνε-

Electric Arc).

ται το όριο ελαστικότητάς του. (βλέπε E l a s t i c , E l a s t i c Body).

Electric

Arc

Welding

(βλέπε

[Ηλεκτροσυγκόλληση]

Ηλεκ.

Σ υ γ κ ό λ λ η σ η μετάλλ*ων μ ε τ η ν β ο ή θ ε ι α η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ τό-

Elasticoviscosity

[Βισκοελαστικύτητα]

Ρενστομηχ.

Ε-

ξου σχετικά μεγάλης έντασης ρεύματος. Το

ηλεκτρό-

άν επιβληθεί μία συγκεκριμένη πίεση σε μία ορισμένη

διο σε κατάσταση τήξης εναποθέτει υλικό π ά ν ω

κατηγορία

μεταλλικά

ρευστών,

τότε

ο

βαθμός

παραμόρφωσής

τους αποτελείται από το άθροισμα δύο όρων, όπου ο ένας αντιστοιχεί στον νόμο του Newton για τα ρευστά κ α ι ο άλλνος π ρ ο κ ύ π τ ε ι

από τον ελαστικό νόμο

του

Hooke. Elastivity

[Αντίστροφη διηλεκτρική σταθερά]

Ηλεκ.

Αν

λ ό γ ο ς 1 / ε.

και

επιτυγχάνει

[Ελαστικοδυναμική]

Μηχ.

Ε ί ν α ι η θε-

ωρία π ο υ μελετάει και διατυπώνει με συγκεκριμένους ν ό μ ο υ ς και μ α θ η μ α τ ι κ έ ς σ χ έ σ ε ι ς τις ι δ ι ό τ η τ ε ς τ ω ν ελαστικών κυμάτων. [Ελ.αστομερές]

συγκόλληση,

Electric Balance

[Ηλεκτρική ισορροπία]

Ηλεκ.

Η συν-

θ ή κ η ι σ ο ρ ρ ο π ί α ς α ν τ ι σ τ ά σ ε ω ν : RL / R 2 = R 3 / R 4 σ ε κ ύ ζ ο ν τ α ς τις τιμές τ ω ν

Γνωρί-

τριών αντιστάσεων σε ohm,

η

σ υ ν θ ή κ η ισορροπίας παρέχει την τιμή της τέταρτης,

Ηλεκ.

[Ηλεκτρικός συσσωρευτής /στοιχείο]

Σ υ σ κ ε υ ή α π ο θ ή κ ε υ σ η ς η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς . —>

Battery, Electric Cell. Electric

Boiler

[Ηλεκτρικός

βραστήρας]

Μηχ.

Β ρ α σ τ ή ρ α ς σ τ ο ν οποίο ο β ρ α σ μ ό ς τ ο υ υ λ ι κ ο ύ που πε-

Υλικ.

Είναι

μία κατηγορία

ριέχεται μέσα του επιτυγχάνεται

με την ι σ χ υ ρ ή

συνθετικα')ν πολ.υμερών υ λ ι κ ώ ν , τα ο π ο ί α μ π ο ρ ο ύ ν ν α

μανση αντίστασης μεγάλης ισχύος η οποία

παραμορφωθούν πάρα πολύ έντονα, σε θερμοκρασία

με ηλεκτρική πηγή.

περιβάλλοντος, με μικρή σχετικά επιβαλλόμενη δύναμη, όπως για παράδειγμα

στα

(βλέπε Electric Arc).

Electric Battery

Elastodynamics

Elastomer

τεμάχια

κ λ ω μ α που χρησιμοποιεί γέφυρα Wheatstone.

ε = C / Co είναι η δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή σ τ α θ ε ρ ά δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ , ο

>

[ Ε λ α σ τ ο π λ α σ τ ι κ ό τ η τ α ] Μηχ.

Brake

το πλαστικό.

Αποτέλεσμα

Electric B r a k e

[Ηλεκτρομαγνητικό φρένο]

θέρ-

συνδέεται

Ηλεκ. Μηχ.

Σύστημα τροχοπέδης σε ηλεκτρικά οχήματα στο οποίο

είναι η διατήρηση μικρών μόνιμων παραμορφώσεων,

κατάλλ^η/νΟί

ήλεκτρο μαγνήτες

μεταφέρουν

μετά την αφαίρεση της δύναμης, οπότε το υλικό επι-

σ τ α πέδιλ.α φ ρ ε ν α ρ ί σ μ α τ ο ς τ ω ν τ ρ ο χ ώ ν τ ο υ

στρέφει περίπου στο αρχικό του γεωμετρικό σχήμα.

νου οχήματος.

δυνάμεις κινούμε-

- 504 -

Electric Braking Electric

Braking

[Ηλεκτρική τροχοπέδη]

Ηλεκ. Μηχ.

Τροχοπέδη ηλεκτρικών οχημάτων μέσω αντιστροςής

Electric Discharge) Electric

Desalting

[Ηλεκτροστατική

Αφαλάτωση |

της λειτουργίας τ ω ν κινητήρων. Α ν σε κινητήρα του

Χημ.

οποίου ο ρότορας κινείται διακοπεί η τροφοδοσία ρεύ-

ν ω ν αλάτων από αργό πετρέλαιο, κατά την προκαταρ-

ματος, αυτός θα δράσει σ α ν γ ε ν ν ή τ ρ ι α και κατά συνέ-

κτική κ α τ ε ρ γ α σ ί α του, με ε φ α ρ μ ο γ ή η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ

πεια σαν τροχοπέδη, (βλέπε E d d y - C u r r e n t B r a k e ) .

ου.

Electric C a r

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό α υ τ ο κ ί ν η τ ο ] Μηχ.

Κινούμενο

Συνηθής πρακτική απομάκρυνσης

Μηχ.

E l e c t r i c D i p o l e [ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό δ ί π ο λ ο ] Φυσ.

ανόργα-

Σύστημα δύο

ό χ η μ α τ ο ο π ο ί ο μ ε τ α τ ρ έ π ε ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α σ ε κι-

ίσων και ε τ ε ρ ώ ν υ μ ω ν ηλεκτρικών φορτίων ±

νητική. Συνήθως τροφοδοτείται από ηλεκτρικούς συσ-

μικρή απόσταση 1 μεταξύ τους.

σωρευτές ή ηλιακούς συλλέκτες με φωτοβολταϊκά κύτταρα.

Electric

Dipole

Moment

πεδί-

q σε

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ή ρ ο π ή ] Φνσ.

Σε

ηλεκτρικό δίπολο το διανυσματικό μέγεθος Μ = q

Electric

Cell

[Ηλεκτρικό στοιχείο]

1. Σύστημα

Ηλεκ.

τριών α γ ω γ ώ ν , με δύο αγωγούς από υλικό που ακολουθεί τ ο ν ν ό μ ο τ ο υ V o l t a και ε ν ό ς α γ ω γ ο ύ π ο υ δεν τ ο ν ακολουθεί,

συνδεδεμένων

με

κατάλληλο

τρόπο

έτσι

1,

μιε δ ι ε ύ θ υ ν σ η τ η ν δ ι ε ύ θ υ ν σ η τ ο υ δ ι α ν ύ σ μ α τ ο ς 1. ( β λ έ π ε Electric Dipole, Electric Doublet), Electric

Dipole

Transition

δ ί π ο λ ο υ ] Α τομ. Φυσ.

[Μετάβαση

ηλεκτρικού

Διέγερση η αποδιέγερση ατόμου η

ώστε να αναπτύσσεται μεταξύ των δύο πρώτων αγω-

πυρήνα κατά την οποία η ακτινοβολία που εκπέμπεται

γών

ή απορροφάται είναι ακτινοβολία ηλεκτρικού δίπολου.

ηλεκτρεγερτική

δύναμη.

2.

Ξηρό

στοιχείο.

3.

Μοναδιαίο στοιχείο ηλεκτρολυτικού συσσωρευτή που

E l e c t r i c D i s c h a r g e [ Η λ ε κ τ ρ ι κ ή ε κ κ έ ν ω σ η ] Φυσ.

Η δίο-

αποτελείται από π ο λ λ ά στοιχεία σε σειρά. 4. Φ ω τ ο β ο λ -

όος ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αέρια, ειδικά όταν

ταϊκό στοιχείο που μετατρέπει ηλιακή ενέργεια σε ηλε-

αυτή

κτρική.

Ανάλογα

Electric

Circuit

[Ηλεκτρικό

Κατάλληλη συνδεσμολογία

κύκλωμα]

Ηλεκ.

α γ ω γ ώ ν ή/και ηλεκτρονι-

συνοδεύεται με την

και

από

ένταση

του

φωτεινά

φαινόμενα,

ρεύματος

διακρίνονται

κυρίως τρεις τύποι: Σε πολύ μικρές εντάσεις ρεύματος, εκκένωση

θυσάνου / Townsend. Σε

μικρές

εντάσεις,

κ ώ ν εξαρτημάτων με τέτοιο τρόπο που να επιτρέπεται

εκκένωση αίγλης. Σε σχετικά μεγάλες εντάσεις, εκκέ-

η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος ή η λ ε κ τ ρ ι κ ώ ν φορτί-

ν ω σ η τόξου, (βλέπε Electric Arc),

ων.

Electric

Electric Clock

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό ρ ο λ ό ι ] Μηχ.

1. Α ν α λ ο γ ι κ ό ή

Discharge

νωσης]

Η/εκ.

Lamp

[Αυχνία ηλεκτρικής εκκέ-

Λυχνία

Μηχ.

φωτισμού

στην οποία

η

ψηφιακό ρολόι στο οποίο η κ ί ν η σ η τ ω ν δεικτών επι-

παραγωγή φωτός επιτυγχάνεται με ηλεκτρική

τυγχάνεται με την βοήθεια ηλεκτρικού κινητήρα εναλ-

ση μέσα σε ατμούς μεταλλικών ιχνοστοιχείων. Οι ευ-

λοσσόμενου ή συνεχούς ρεύματος. Στον ψηφιακό τύπο

ρύτερα χρησιμοποιούμενες περιέχουν

ο κινητήρας μεταδίδει την κίνηση σε περιστρεφόμενο

γ υ ρ ο , ξένο, θάλλιο, ίνδιο, σ κ ά ν δ ι ο ή διάφορους

τύμπανο που φέρει μεταλλικές κάρτες με ψηφία που

δυασμούς

"πέφτουν"

ρυθμιζόμενα

(βλέπε Edge-Notched

από

Card).

προεξοχές 2.

στήριξης.

Ηλεκτρονικό

ρολόι.

(βλέπε Electronic Clock). Electric

(βλέπε

συν-

Electric

Electric Discharge T u b e

Ηλεκ. Μηχ.

[Σωλήνας ηλεκτρικής εκκέ-

Α ε ρ ό κ ε ν ο δοχείο με δ ύ ο κύρια η-

λεκτρόδια (και συχνά ένα ή δύο βοηθητικά), το οποίο

Ζ ε ύ ξ η σ η μ ε ί ω ν με ηλεκτρικό αγωγό, (βλέπε Electric

περιέχει μεταλλικά ιχνοστοιχεία ή αέρια και επιτρέπει

Connector).

τη δημιουργία ηλεκτρικής εκκένωσης σε λυχνίες ηλε-

Connector

[Ηλεκτρικός

σύνδεση]

υδράρ-

Discharge). νωσης]

[Ηλεκτρική

προηγουμένων,

νάτριο,

Ηλεκ.

Electric

Connection

των

εκκένω-

συνδετήρας]

Ηλεκ.

κτρικής εκκένωσης. Σ υ ν ή θ ω ς κατασκευάζεται από χα-

Ηλεκτρικός και μηχανικός ζεύκτης σημείων ηλεκτρι-

λοζία ή πολυκρυσταλλακή αλουμίνα. (βλέπε

κής

Discharge, Electric Discharge

ή

ηλεκτρονικής

συσκευής,

(βλέπε

Electric

Connection). Electric Constant

Electric [Διηλεκτρική σταθερά]

Η/εκ.

1. Για

Ηλεκ.

Displacement

Lamp).

[Διηλεκτρική

Το γινόμενο D = Ε

Electric-

μετατόπιση]

ε*, ό π ο υ Ε είναι η

ένταση

δ ε δ ο μ έ ν ο υ λ . ι κ ό Κ , η δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή σ τ α θ ε ρ ά τ ο υ : ει< =

τ ο υ η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ π ε δ ί ο υ κ α ι ε* η δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή

σταθερά

Ck / C0, ό π ο υ C 0 είναι η χωρητικότητα δ ε δ ο μ έ ν ο υ πυ-

του χώρου του ηλεκτρικού πεδίου.

και

κνωτή χωρίς διηλεκτρικό και Ck η χωρητικότητα του

διηλεκτρική διέγερση ή διηλεκτρική επαγωγή,

ίδιου π υ κ ν ω τ ή με δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ό το υ λ ι κ ό Κ . 2. Η δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή σ τ α θ ε ρ ά τ ο υ κ ε ν ο ύ : εο= 8 . 8 6 Electric

Contact

10-i2 C b / ( V

[Ηλεκτρική επαφή]

Ηλεκ.

m).

Μηχανική

επαφή που επιτρέπει την διέλευση ηλεκτρικών φορτίω ν ή ρεύματος. Electric

Control

Ηλεκ.

Έλεγχος

σαν

E l e c t r i c D i s p l a c e m e n t Density [Διηλεκτρικός πυκνωτής μετατόπισης]

Ηλεκ.

Το γινόμενο

D =

Ε

ε*.

Electric Displacement, Electric

Doublet

[Ηλεκτρικό δίπολο]

δ ύ ο ε τ ε ρ ώ ν υ μ ω ν φ ο ρ τ ί ω ν . —> [Ηλεκτρικός έλεγχος]

Γνωστό

Electric

Drill

Ηλεκ.

Σύστημα

Electric Dipole.

[Ηλεκτρικό τρυπάνι]

Μηχ.

Είναι μία συ-

συσκευής με ηλεκτρικό εξοπλισμό ή μηχανικά εξαρτή-

σκευή, η οποία λαμβάνοντας την απαιτούμενη

ματα των οποίων η λειτουργία επιφέρει άμεσα ή έμμε-

γεια από το ηλεκτρικό ρεύμα, επιτρέπει την

σ α α λ λ α γ έ ς σ ε έ ν α η π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α η λ ε κ τ ρ ι κ ά μ ε γ έ θ η τα

μικρών σχετικά οπών σε κομμάτια από μέταλλο, ξύλο,

οποία χαρακτηρίζουν την συσκευή.

πλοστικό ή άλλο υλικό.

Electric

Controller

[Ηλεκτρικός

ελεγκτής]

Ηλεκ.

Ηλεκτρικός εξοπλισμός ή μηχανικό εξάρτημα του οποίου η λειτουργία επιφέρει άμεσα ή έμμεσα αλλαγές σε ένα η π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α η λ ε κ τ ρ ι κ ά μ ε γ έ θ η τα οποία χαρακτηρίζουν μία συσκευή. Electric

Corona

[Στεματόμορφη

Electric

Dynamometer

[Ηλεκτρικό

Ηλεκ.

Ηλεκτροδυναμικό

όργανο

διάνοιξη

δυναμόμετρο] μέτρησης.

Electrodynamometer. Electric

Energy1

[Ηλεκτρική ενέργεια]

Ηλεκτμομπ/ν.

1. Δ υ ν α μ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α φ ο ρ τ ι σ μ έ ν ο υ σ ω μ α τ ι δ ί ο υ εκκένωση]

Ηλεκ.

σε

ηλεκτρικό

πεδίο,

δυναμικό,

(βλέπε

Potential E n e r g y , Electric Potential). 2. Ε ν έ ρ γ ε ι α

σε αέρια ατμοσφαιρικής πίεσης κάτω από την επίδρα-

κ τ ρ ι κ ώ ν ρευμάτων, (βλέπε E d d y Current), Electric

Energy2

[Ηλεκτρική

ενέργεια]

μέσα

Elecirieal

Ηλεκτρική εκκένωση τύπου Townsend εμφανιζόμενη ση ισχυρού ανομοιογενούς ηλεκτρικού πεδίου, (βλέπε

ενέρ-

ηλε-

Ηϊχκ. Μηχ.

- 505 Ηλεκτρική ενέργεια που

διανέμεται

σε

κατοικημένες

περιοχές για λόγους κατανάλωσης. Electric

Energy

3

Electric

[Ενέργεια πυκνωτή]

ν ο υ ] Μηχ.

U2, όπου είναι η

δικασίες

χωρητικότητα του π υ κ ν ω τ ή και U η διαφορά

δυναμι-

κού που χρησιμοποιήθηκε για να τον φορτίσει. ενέργειας]

σία υπολογισμού της ισχύος παραγωγής

διαδικα-

συστήματος

διανομής ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με τον χρόνο. 2. Κ α ν ο ν ι κ ο π ο ι η μ έ ν η

Steel

[Χάλυβας ηλεκτρικού

κλιβά-

Κ ρ ά μ α σ ι δ ή ρ ο υ το οποίο παράγεται με διαπου

περιλαμβάνουν

και

τη

χρησιμοποίηση

ηλεκτρικού κλιβάνου, (βλέπε Electric Furnace). E l e c t r i c G e n e r a t o r (Ηλεκτρική γεννήτρια] Η)χκ. Γ ν ω -

[Μέτρηση ηλεκτρικής

1. Κανονικοποιημένη

Ηλεκ. Μηχ.

Force

Eddy Current).

Furnace

Σε φορτι-

Ηλεκ.

σμένο πυκνωτή, η ενέργεια Κ = 1/2 C

Electric Energy Measurement

Eddy, (βλέπε

Elcctric Line Of

δ ι α δ ι κ α σ ί α υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ύ τ η ς ι-

στό μηχάνημα παραγωγής συνεχούς ηλεκτρικού ματος. Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και ηλεκτρογεννήτρια. Electric

Glass

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ή ύαλ.ος|

Τύπος υάλου

Ηλεκ.

μ ε ψ η λ ή δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ή α ν τ ο χ ή . —> E - G l a s s . Electric

Guitar

[Ηλεκτρική

κιθάρα]

Τύπος

Ακουστ.

σχύος κ α τ α ν ά λ ω σ η ς ηλεκτρικής ενέργειας σε σ χ έ σ η με

κιθάρας

τον χρόνο. Συνήθης μονάδα μέτρησης η κιλοβατώρα: 1

χορδών μετατρέπονται

kWh = 1000 60 60

φ ώ ν ω ν επαφής σε ηλεκτρικά σήματα τα οποία

Electric

Energy

γειας]

Ηλεκ. Μηχ.

την ενέργεια

W

sec.

Meter

[Μετρητής ηλεκτρικής ενέρ-

Συσκευή που υπολογίζει

κατανάλωσης ηλεκτρικού

κού εξοπλισμού. Τα συνηθέστερα

ή

αυτόματα ηλεκτρονι-

είδη είναι οι

ηλε-

ρεύ-

στον

οποίο

οι

μηχανικές

ταλαντώσεις

μέσω ενσα)ματωμένων

των

μικροστην

σ υ ν έ χ ε ι α ενισχύονται και α ν α π α ρ ά γ ο ν τ α ι από μ ε γ ά φ ω να. Electric H a m m e r

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό σ φ υ ρ ί ] Μηχ.

Ηλεκτρικό

κρουστικό εργαλείο.

κ τ ρ ο δ υ ν α μ ι κ ο ί και οι ε π α γ ω γ ι κ ο ί μετρητές π ο υ χρησι- E l e c t r i c H a r m o n i c A n a l y z e r [Ηλεκτρικός α ν α λ υ τ ή ς μοποιούνται σε οικίες καταναλωτών ηλεκτρικής ενέρα ρ μ ο ν ι κ ώ ν ] Ηλχκ. Μηχ. Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή σ υ σ κ ε υ ή ή π ρ ό γειας.

γραμμα που πραγματοποιεί α ν ά λ υ σ η κατά Fourier

Electric

Fence

[Ηλεκτρικός φράκτης]

Ηλεκ.

Σύστημα

περίφραξης με μη μ ο ν ω μ έ ν η καλωδίωση έτσι ώστε να

σε

φάσμα εναλλ.ασσόμενού ρεύματος. Electric

Heating

[Ηλεκτρική θέρμανση]

Ηλεκ. Μηχ.

περι-

Είναι κ ά θ ε θ έ ρ μ α ν σ η που επιτυγχάνεται με μ ε τ α τ ρ ο π ή

φραγμένο χώρο. Σε γεωργικές περιφράξεις βοοειδών ή

ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα. Συνήθως με μετα-

άλλων ζώων, χρησιμοποιούνται

τροπή ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα Joule

αποτρέπει την είσοδο

ανθρώπων ή ζώων

στον

χαμηλές τάσεις,

και 20 Volts. Σε περιφράξεις ασφαλείας

έως

παρείσακτων,

η τ ά σ η φτάνει και τα 1 0 0 0 0 Volts. Electric

Field

Ο χώρος, μέσα

στον οποίο ηλεκτρικό φορτίο q υφίσταται δύναμη προς: F = Ε

ίση

q, όπου Ε είναι η ένταση του πεδίου στο

σημείο που βρίσκεται το φορτίο. Electric Field Το

Ηλεκ.

Intensity

μέτρο

Electric Field Electric

Το

[Ενταση ηλεκτρικού πεδίου]

διανύσματος

του

Ε

=

F

/ q.

—>

[Δύναμη ηλεκτρικού πεδίου]

διανύσματος

Ε

=

F

/ q.

—>

Field

Vector

υγρομετρητής]

Ε δ ι κ ή σ υ σ κ ε υ ή για τ η ν μ έ τ ρ η σ η και την

κατα-

γ ρ α φ ή της σχετικής υγρασίας της ατμόσφαιρας με την βοήθεια τ ω ν κατάλληλ,ων ηλεκτρικών μέσων. Μηχ.

Η διαδικασία που επιτελείται κατά το τρίτο στά-

διο σε τετράχρονους κινητήρες εσωτερικής καύσης

ή

εσω-

τερικής καύσης, όταν αναφλεκτήρας (bougie) δημιουργεί σπινθήρα ψ η λ ή ς τάσης π ο υ αναφλέγει

κατάλληλο

μ ί γ μ α κ α υ σ ί μ ο υ και αέρα.

Electric Field Vector. Electric

[ΙΙλεκτρικός

κ α τ ά το δ ε ύ τ ε ρ ο στάδιο σ ε δ ί χ ρ ο ν ο υ ς κινητήρες

Strength

μέτρο

Μηχ.

Hygrometer

E l e c t r i c Ignition [Ηλεκτρική / Ηλεκτρονική ανάφλεξη]

Vector.

Field

Η'/χκ.

του

ηλεκτρικών αντιστάσεων. Electric

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό π ε δ ί ο ] Φυσ.

μέσω

[Διάνυσμα ηλεκτρικού πεδίου]

Για φορτισμένο σωματίδιο φορτίου q μέσα

Electric

Image

[Εικόνα

ηλεκτρικού

πεδίου]

Ηλεκρ.

σε

Απεικόνιση του χώρου ηλεκτρικού πεδίου στην οποία

η λ ε κ τ ρ ι κ ό πεδίο, το δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ό π η λ ί κ ο : Ε = F / q,

γ ι α λ ύ γ ο υ ς κ α τ α ν ό η σ η ς και α π λ ο ύ σ τ ε υ σ η ς δ ι α γ ρ ά φ ε τ α ι

όπου Γ είναι η δύναμη που ασκείται επάνω στο σωμα-

πεπερασμένος αριθμός δυναμικών γραμμών

τίδιο λ ό γ ω του πεδίου, (βλέπε Ε ) .

εκκινούνταϊν από την πηγή του πεδίου. Η

Πλεκ.

E l e c t r i c F i l t e r [ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό φίλ.τρο]

Ηλεκ.

Σύστημα, του

οποίου η λειτουργία βασίζεται στο φαινόμενο του συντονισμού, επιτρέπει με κατάλληλο σ υ ν δ υ α σ μ ό πηνίων και π υ κ ν ω τ ώ ν τον επιλεκτικό α π ο κ λ ε ι σ μ ό τ ά σ ε ω ν συγκεκριμένων συχνοτήτων όταν η τάση αποτελείται από άθροισμα

εναλλασσόμενων

τάσεων

με

διαφορετικές

συχνότητες. Electric

των γ ρ α μ μ ώ ν αυτών είναι σ υ ν ή θ ω ς ανάλογη με Electric

Induction

γινόμενο D = Ε

[Διηλεκτρική επαγωγή]

Electric Instrument

[Ηλεκτρικό όργανο]

Flux

[Ηλεκτρική ροή]

Ηλχκ.

Για

στοιχειώδες

σε σημείο της οποίας ένα κάθετο

ρόμετρα, βολτόμετρα, ομόμετρα, συχνόμετρα, νόμετρα,

πολ.ύμετρα,

ηλεκτροδυναμόμετρα,

ρητικότητας, κ.α. (βλέπε E l e c t r i c M e t e r ) .

AS

c o s a . Γ ι α επιφάνεια S, το ο λ ο κ λ ή ρ ω μ α

is άΦ.

Φ

Density

γινόμενο

[Πυκνότητα ηλεκτρικής D

=

Ε

ε*.

—»

ροής]

Electric

Flux

Δυναμική

Line

γραμμή

[Γραμμή ηλεκτρικής ροής] ηλεκτρικού

πεδίου.

Ηλχκ.

Electric

Line of Force. Electric Μηχ.

ηλε-

Lamp

άμεσα

σε

[Ηλεκτρική λυχνία]

ηλεκτρομαγνητική ηλεκτρική

βατύμε-

ισχύος, αγωγιμότητας,

Συ-

έμμεσα

ακτινοβολία.

αντίσταση,

χω-

Ηλεκρ. Μηχ.

μετατρέπει ηλεκτρική ενέργεια

χρησιμοποιεί

γαλβα-

ή

Συνήθως

ηλεκτρική

εκκέ-

νωση, επαγωγικά ρεύματα ή μικροκύματα.

Displacement. Electric

Electric

σκευή που

Flux Το

Ηλεκρ. Μηχ.

Ο π ο ι ο δ ή π ο τ ε ό ρ γ α ν ο μετράει το μέτρο κ ά π ο ι ο υ

του ηλεκτρικού πεδίου στο σημείο αυτό, το γινόμενο

Η/χκ.

Το

Ηλεκ.

ε*. —» E l e c t r i c D i s p l a c e m e n t .

τρα, μετρητές συντελεστή

Electric

την

ένταση του ηλεκτρικού πεδίου.

δ ι ά ν υ σ μ α επί α υ τ ή ς σ χ η μ α τ ί ζ ε ι γ ω ν ί α α με το δ ι ά ν υ σ μ α

=

πυκνότητα

κτρικού μεγέθους ανεξάρτητο του χρόνου, όπως: αμπε-

τ μ ή μ α ε π ι φ ά ν ε ι α ς AS

ΔΦ = Ε

συνήθως

Furnace

E l e c t r i c L i g h t [Ηλεκτρικός λαμπτήρας].

Η'/χκ.

Elec-

tric L a m p Electric L i n e Of F o r c e [Ηλεκτρική δυναμική γραμμή]

[Ηλεκτρικός

φούρνος/κλίβανος]

Κλίβανος που παράγει θερμότητα με την βοήθεια

ηλεκτρικής αντίστασης, ηλεκτρικού τόξου ή ρευμάτων

Η/χκ.

Οποιαδήποτε καμπύλη στον χώρο γύρω από η-

λεκτρικό πεδίο ικανοποιεί την συνθήκη: Α ν x είναι οπ ο ι ο δ ή π ο τ ε σ η μ ε ί ο της το δ ι ά ν υ σ μ α του

ηλεκτρικού

Electric Locomotive

- 506 κ τ ρ ι κ ή ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Μηχ.

πεδίου στο σημείο χ είναι εφαπτόμενο σε αυτήν. Electric Locomotive Μηχ.

[Ηλεκτροκίνητη μηχανή]

Ηλεκμ.

Μ η χ α ν ή τρένων η οποία τροφοδοτείται με ηλε-

κτρικό ρεύμα (συνήθως συνεχές) ή από νή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα

ντηζελομηχα-

Εργοστάσιο στο οποίο παρά-

γεται ηλεκτρική ενέργεια με την βοήθεια άλλων φών ενέργειας.

(βλέπε Electric

Power

μορ-

Generation,

Electric P o w e r Station).

- E l e c t r i c P o w e r S t a t i o n [Σταθμός ηλεκτρικής ενέρμ ε τ α τ ρ ο π έ α , το ο π ο ί ο μ ε τ α β ι β ά ζ ε τ α ι σ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ ς γ ε ι α ς ] Μηχ. Εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέρκινητήρες που μεταφέρουν την κίνηση στους τροχούς. γειας ή υποσταθμός, (βλέπε Electric P o w e r Plant).

Electric M a c h i n e

μέσω γεννήτριας

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ή μ η χ α ν ή ] Η λ ε κ τ ρ ι κ ό ς κι-

νητήρας ή γεννήτρια.

—»

Electric

Motor,

Electric

Meter

[Ηλεκτρικός

μετρητής]

Ηλεκρ.

Μηχ.

Ο π ο ι ο δ ή π ο τ ε ό ρ γ α ν ο μ ε τ ρ ά ε ι το μέτρο κ ά π ο ι ο υ κτρικού μεγέθους εξαρτημένου από τον χρόνο,

ηλεόπως:

Μ ε τ ρ η τ έ ς η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς κ α τ α ν ά λ ω σ η ς , ε ν έ ρ γ ε ι α ς , κ.α. Οι σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ ο ι τύποι ε γ κ α θ ί σ τ α ν τ α ι σ ε σ η μ ε ί α π ο υ καταναλώνεται

ηλεκτρική

ενέργεια,

(βλέπε

Electric

Instrument). Electric

Moment

[Ηλεκτρική ροπή] Ηλεκτρική

ροπή

στον

σης ή περαιτέρω διανομή σε μικρότερα υποδίκτυα υποσταθμούς για λόγους διευκόλ.υνσης κατά τη φορά

του

ηλεκτρικού

ρεύματος,

(βλέπε

Electric P o w e r System ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Μηχ.

Electric P o w e r Transmission ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Μηχ.

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό ς κ ι ν η τ ή ρ α ς ] Μηχ.

Είναι μία

μηχανή η οποία αντλεί από το ηλεκτρικό ρεύμα

την

απαιτούμενη ενέργεια για να λειτουργήσει, και τροφοενός καλωδίου.

II

εφαρμογή

των η λ ε κ τ ρ ι κ ώ ν κ ι ν η τ ή ρ ω ν σ τ η ν βιομηχανία και στις κατασκευές είναι ευρύτατη. [Ηλεκτρικό πολύπολο]

Η/χκτρογνω-

στές μορφές ό π ω ς είναι το ηλεκτρικό μονόπολο, δίπολο, τ ε τ ρ ά π ο λ ο ή και άλλες πιο σ ύ ν θ ε τ ε ς μορφές. Field

[Ηλεκτρικό πεδίο

[Μεταφορά ηλεκτρικής

Η διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγ-

διάφορο του σημείου παραγωγής. Electric Χημ.

Precipitation

Μηχ.

[Ηλεκτροστατική

Μέθοδος διαχωρισμού

Καθίζηση]

ενός μίγματος,

με

σχηματισμό ιζήματος, παρουσία ηλεκτρικού πεδίου. Propulsion

Δημιουργία

ώσης

[Ηλεκτρική

με ε π ι τ ά χ υ ν σ η

ώθηση]

Αεροναυτ.

υποπροϊόντων

από

α ν τ ι δ ρ α σ τ ή ρ ε ς π υ ρ η ν ι κ ή ς δ ι ά σ π α σ η ς ή π λ ό σ μ α τ ο ς . —> Electromagnetic Electric

πολυπό-

και

χάνεται διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ενέργειας σε σημείο

Electric

Κ α τ α ν ο μ ή ς>ορτίου π ο υ π α ί ρ ν ε ι δ ι ά φ ο ρ ε ς

Multipole

τροποποιηθεί

και ν α κ α τ α ν α λ ω θ ε ί η λ ε κ τ ρ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α . Π ε ρ ι λ α μ β ά ν ε ι

κατά

Multipole

Electric

Ο συνολικός εξοπλισμός που απαιτεί-

φορτίο (θετικό ή αρνητικό) που είναι ή

δοτείται με αυτό μ έ σ ω

μετα-

[Σύστημα / δίκτυο ηλεκτρικής

τοπικά δίκτυα κατανάλωσης.

[Ηλεκτρικό μονόπολο]

ή

P o w e r Station).

Ηλε-

Electric M o t o r

Electric

Σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας

εργοστάσια παραγωγής, σταθμούς, υποσταθμούς

προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί σημειακό.

μαγν.

ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Μηχ.

[Υποσταθμός ηλεκτρικής

Ηλεκ.

Electric Monopole

Electric

Substation

ται για να π α ρ α χ θ ε ί , να μεταφερθεί, να

δ ί π ο λ ο υ . —> E l e c t r i c D i p o l e M o m e n t . κτρικό

Power

οποίο επιτελείται α ν α β ι β α σ μ ό ς ή υ π ο β ι β α σ μ ό ς της τά-

Generator. Electric

Electric

Propulsion.

P r o t e c t i v e D e v i c e [Ηλεκτρική σ υ σ κ ε υ ή προ-

σ τ α σ ί α ς ] Η/χκ.

Σ υ σ κ ε υ ή π ο υ σκοπός της είναι να προ-

Τ ο ηλεκτρικό πεδίο που δημιουργεί

σ τ α τ ε ύ σ ε ι ά λ λ η σ υ σ κ ε υ ή ή χ ε ι ρ ι σ τ ή σ υ σ κ ε υ ή ς σε. π ε ρ ί -

η ύπαρξη ενός στατικού η ταλαντευύμενού ηλεκτρικού

πτωση βραχυκυκλώματος ή γενικού ηλεκτρικού σφάλ-

πολ.υπόλ.ου.

ματος.

λου]

ΙΙ/χκτμομαγν.

Electric Oscillation(s)

[Ηλεκτρική δόνηση]

Πα-

Ηλεκ.

Electric

Quadrupole

λινδρόμηση ηλεκτρικού ρεύματος με ή χωρίς απόσβε-

Δύο ηλεκτρικά

σ η με δ ε δ ο μ έ ν η σ υ χ ν ό τ η τ α σ ε η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό κ ύ κ λ ω μ α .

φορτία

Electric

Polarization

[Πόλωση διηλεκτρικού]

Ηλεκ.

Για δεδομένο διηλεκτρικό, ο λύγος Ρ = d M / dV, όπου d M είναι η ηλεκτρική ροπή μέρους του

διηλεκτρικού

και d V ο ό γ κ ο ς τ ο υ . ( β λ έ π ε E l e c t r i c D i p o l e M o m e n t ) .

στις

[Ηλεκτρικό

δίπολα

θέσεις

τετράπολ.ο]

Η/χκ.

ίσης ηλεκτρικής ροπής με

των

κορυφών

ενός

τα

τετραγώνου,

(βλέπε Electric Dipole). Electric Quadrupole πολου]

ΙΙ/χκ.

L e n s [ Φ α κ ό ς η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ τετρά-

Ηλεκτρικός φακός που αποτελείται

από

δύο ηλεκτρικά δίπολα, (βλεπε Electric Q u a d r u p o l e ) .

Δυναμικό] E l e c t r i c Q u a d r u p o l e T r a n s i t i o n [Μετάβαση ηλεκτρικ ο ύ τ ε τ ρ α π ό λ ο υ ] Ατομ.Φυσ. Ε ν ε ρ γ ε ι α κ ή μ ε τ ά β α σ η α Ηλεκ. Γ ι α δ ε δ ο μ έ ν ο σ ω μ α τ ί δ ι ο μ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ό φ ο ρ τ ί ο q . τ ό μ ο υ ή π υ ρ ή ν α κατά τ η ν ο π ο ί α η α κ τ ι ν ο β ο λ ί α π ο υ εκσε σημείο του χ ώ ρ ο υ s μέσα σε ηλεκτρικό πεδίο ένταπέμπεται ή απορροφάται είναι ακτινοβολία ηλεκτρικού σ η ς Ε ( χ ) το έ ρ γ ο π ο υ π α ρ ά γ ε τ α ι υ π ό την επήρεια της

Electric

Potential

[Δυναμική

ενέργεια

/

δύναμης του ηλεκτρικού πεδίου F(x) που ασκείται πά-

τετραπόλου.

ν ω στο σωματίδιο, όταν αυτύ μετακινηθεί από το ζη- E l e c t r i c R a i l r o a d [Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος] Μηχ. τούμενο σημείο σε μηδενικό σημείο αναφοράς, συχνά Σιδηρόδρομος ο οποίος κινείται με την βοήθεια ηλελ α μ β α ν ό μ ε ν ο ως το άπειρο. Τ ο έργο αυτό είναι: Js~E(x) κ τ ρ ι κ ο ύ ρ ε ύ μ α τ ο ς και κ ι ν η τ ή ρ ω ν . Σ υ ν ή θ ω ς η π α ρ ο χ ή qdx.

του ρεύματος γίνεται μ έ σ ω μίας βοηθητική σιδηροτρο-

Electric

Power

[Ηλεκτρική ισχύς]

/Ιλεκ.

Α ν σε

έναν

καταναλωτή, U είναι η διαφορά δ υ ν α μ ι κ ο ύ σ τ ο υ ς ακροδέκτες του, i η έ ν τ α σ η π ο υ τον διαρρέει και R

η

ε σ ω τ ε ρ ι κ ή τ ο υ α ν τ ί σ τ α σ η , τ ο γ ι ν ό μ ε ν ο W = i U = i~ R . Electric

Power

ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Μηχ.

Generation Παραγωγή

[Παραγωγή

ηλεκτρικής

ηλεκτρικής ενέργειας

με

χιάς π α ρ ά λ λ η λ η ς με τις κ ύ ρ ι ε ς σ ι δ η ρ ο τ ρ ο χ ι έ ς ή ε ν α έ ριας. ( β λ έ π ε E l e c t r i c L o c o m o t i v e ) . Electric

Resonance

[Ηλεκτρικός συντονισμός)

Σ υ ν τ ο ν ι σ μ ό ς σ ε δ ε δ ο μ έ ν ο κύκλοομα

Ηλεκ.

εναλλασσόμενου

ρεύματος ό τ α ν η κ υ κ λ ι κ ή σ υ χ ν ό τ η τ α ω της ε φ α ρ μ ο ζ ό μενης τ ά σ η ς γίνει ίση με την κ υ κ λ ι κ ή

ιδιοσυχνότητα

την βοήθεια άλλων μορφών ενέργειας, όπως υδραυλι-

ω0 = 1 / V ( L C ) του κυκλώματος, όπου L και C είναι η

κής,

επαγωγικότητα και η χωρητικότητα του

αιολικής,

ηλιακής,

θερμικής

και

πυρηνικής,

αντίστοιχα. Α ν το κ ύ κ λ ω μ α δ ε ν έχει ω μ ι κ ή

(βλέπε Electric P o w e r Plant). Electric P o w e r Η/εκ.

Μηχ.

Meter

[Μετρητής ηλεκτρικής ισχύος]

Βατόμετρο ή μετρητής ηλεκτρικής

ενέρ-

γειας. (βλέπε E l e c t r i c M e t e r ) . Electric

Power

Plant

[Εργοστάσιο παραγωγής

κυκλώματος

το πλάτος της έ ν τ α σ η ς γίνεται άπειρο, (βλέπε E f f e c t i v e Resistance). Electric

ηλε-

αντίσταση,

Rotating

φόμενο μηχάνημα]

Machinery

Ηλεκ.

[Ηλεκτρικό

περιστρε-

Γενικός χαρακτηρισμός ηλε-

-507κτρικής συσκευής που περιέχει ένα τουλάχιστο

περι-

Electrical

Discharger

κούς κινητήρες, (βλέπε Electric M o t o r ) .

στρεφόμενο τμήμα. Τέτοιες σ υ σ κ ε υ έ ς είναι

συνήθως Electric Wave [Ηλεκτρικό κύμα] Η/χκτρομαγν. γεννήτριες, κινητήρες, εναλλάκτες, πολλαπλασιαστές, Ηλεκτρομαγνητικό κύμα παραγόμενο από παλλόμενο στρόβιλοι και μηχανές με περιστρεφόμενους ρότωρες η λ ε κ τ ρ ι κ ό δίπολ.ο σ τ ο ο π ο ί ο η έ ν τ α σ η τ ο υ η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ ή στάτωρες. πεδίου μεταβάλλεται π ε ρ ι ο δ ι κ ά με την α π ό σ τ α σ η από Electric Scanning

[Ηλεκτρική σάρωση]

Ηλεκ.

δικασία κατά την οποία ραδιοεντοπιστής

1. Δια-

επιτυγχάνει

ανίχνευση πεδίου μεγαλύτερου από αυτό που

μπορεί

τ ο δ ί π ο λ ο κ α ι τ ο π λ ά τ ο ς τ η ς έ ν τ α σ η ς ελwαττώvεται α ν τ ι στρόφως ανάλογα προς την απόσταση. E l e c t r i c W e l d i n g [Ηλεκτρική συγκόλληση] Μηχ. Είναι

να ανιχνεύσει όταν η κεραία ή κεραίες λήψης του είναι

μία μέθοδος άρρηκτης ένωσης δύο μεταλλικών

ακίνητες, με κατάλληλη ρύθμιση των παραμέτρων του

το)ν, ό π ο υ γ ί ν ε τ α ι χ ρ ή σ η ε ν έ ρ γ ε ι α ς π ο υ λ α μ β ά ν ε τ α ι

ε ι σ ε ρ χ ό μ ε ν ο υ σ ή μ α τ ο ς . 2. Δ ι α δ ι κ α σ ί α κατά τ η ν ο π ο ί α

πό το ηλεκτρικό ρεύμα.

ραόιοεντοπιστής

α-

μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο υ E l e c t r i c W i n d [ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό ς άνεμος] Ηλεκ. Ρ ε ύ μ α αέρος βάθους πεδίου με διαφοροποίηση του κύματος λήψης που δημιουργείται κοντά σε φορτισμένη ακίδα. σε συνιστώσες διαφορετικών συχνοτήτων. E l e c t r i c a l [Ηλεκτρικός] Ηλεκ. Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ μ ό ς αντικειElectric

επιτυγχάνει

σωμά-

Shielding

Ηλεκτρομαγν.

ανίχνευση

[Ηλεκτρική

θωράκιση]

1. Δ ι α δ ι κ α σ ί α κατά τ η ν οποία επιτυγχά-

νεται α π ο μ ό ν ω σ η

ηλεκτρικού

πεδίου

από άλλο

ηλε-

μένου που σχετίζεται με ή εξαρτάται από ηλεκτρισμό, (βλέπε Electric). Electrical

Absorption

[Ηλεκτρική παραμένουσα

πό-

κτρικό πεδίο με την χρήση κατάλληλης συσκευής, συ-

λ ω σ η δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ ] Η/χκ.

νήθως μέσω πηνίου ή μέσω παραλλαγής συσκευής που

που εμφανίζεται στους πόλους πυκνωτή με διηλεκτρι-

β α σ ί ζ ε τ α ι σ τ ο ν κ λ ω β ό τ ο υ F a r a d a y . 2. Δ ι α δ ι κ α σ ί α α π ο -

κό μετά από αρχική εκφόρτισή του μέσω βραχυκυκλώ-

κοπής ανεπιθύμητου

ματος. Η τάση αυτή είναι σ υ ν ή θ ω ς π ο λ ύ μικρότερη της

κού

ράδιο μαγνητικού,

ή ηλεκτρομαγνητικού

κτρικό

θόρυβο)

ν

(που

' θορύβου".

ραδιοηλεκτρι-

προκαλεί

(βλέπε

ραδιοηλε-

Elcctromagnctic

Shielding). Electric που

[Ηλεκτρικός

παραχθεί

σε

χάλυβας]

ηλεκτρικό

Χάλυβας

Μετ.

κλίβανο,

(βλέπε

Susceptibility

[Διηλεκτρική

επιδεκτικότης]

Ο λόγος k = Ρ / Ε, όπου Ρ είναι η πόλωση

Η/χκ.

αρχικής τάσης φόρτισης. Electrical

Analogue

[Ηλεκτρικό

ανάλογο]

Φυα.

ρά μ η η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ φ υ σ ι κ ο ύ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς . Electrical

Analogy

[Ηλεκτρική

αναλογία]

Ακουστ.

Α ν α λ ο γ ί α μ ε τ α ξ ύ α κ ο υ σ τ ι κ ώ ν και η λ ε κ τ ρ ι κ ώ ν

Electric Furnace). Electric

τάση

Ηλεκτρικό μοντέλο που προσομοιάζει την συμπεριφο-

Steel

έχει

Μικρή παραμένουσα

του

δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ υ λ ι κ ο ύ και Ε ε ί ν α ι η έ ν τ α σ η τ ο υ ηλεκτρι-

φαινο-

μ έ ν ω ν . II η χ ώ α π ό ένα ρ α δ ι ο η λ ε κ τ ρ ι κ ό κ ύ μ α είναι γ ι α παράδειγμα ηλεκτρικό ανάλογο της ακουστικής ήχους.

ΙΙ/χκ.

Σε επαγω-

κού πεδίου που προκαλεί την πόλωση. Εξαρτάται από

γ ι κ ό π η ν ί ο μ ε ε π α γ ω γ ι κ ή α ν τ ί σ τ α σ η Ζ|. = ω

L, το ση-

τη φ ύ σ η των μ ο ρ ί ω ν του διηλεκτρικού, (βλέπε E l e c t r i c

μείο πάνω στην περιέλιξη του που παρέχει

επαγωγική

Polarization).

α ν τ ί σ τ α σ η Z L / 2. Π ρ ο κ ε ι μ έ ν ο υ περί ω μ ι κ ή ς

αντίστα-

σης R, το σ η μ ε ί ο π ά ν ω σ τ η ν α ν τ ί σ τ α σ η π ο υ

παρέχει

Electric T a c h o m e t e r [Ηλεκτρικό ταχύμετρο / dynamo] Μηχ.

Σ ύ σ τ η μ α το ο π ο ί ο μ ε τ ρ ά ε ι τ η ν γ ω ν ι α κ ή τ α χ ύ τ η τ α

περιστρεφόμενου αντικειμένου μετρώντας την

διαφο-

Electrical C e n t e r [Ηλεκτρικό κέντρο]

α ν τ ί σ τ α σ η R / 2. Electrical

Conductivity1

[Ηλεκτρική

αγωγιμότητα]

ρά δυναμικού που παράγεται στα άκρα μικρής γεννή-

Πλεκ.

τριας της οποίας ο ρότωρας είναι σ υ ν δ ε δ ε μ έ ν ο ς με το

α ν τ ί σ τ ρ ο φ ο της α ν τ ί σ τ α σ η ς R του υλακού, Ρ =

αντικείμενο που περιστρέφεται. Παραλλαγές του

όταν αυτή ορίζεται σύμφιυνα

χρη-

Γ ι α δ ε δ ο μ έ ν ο υλικό σ τ α θ ε ρ ή ς θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς , το με τ ο ν νύ^ιο τ ο υ

σιμοποιούνται σε κινούμενα οχήματα για την μέτρηση

Χρησιμοποιείται η μονάδα 1 mho (lohm~

της τ α χ ύ τ η τ ά ς τους.

ται και 1 S i e m e n s . Ό τ α ν η θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α

Electric Thermometer

[Ηλεκτρικό θερμόμετρο]

Μηχ.

Είναι μία σ υ σ κ ε υ ή , η οποία μετράει και καταγράφει το επίπεδο της θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς της α τ μ ό σ φ α ι ρ α ς ή

άλλων

μ έ σ ω ν με την βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος. Electric Tools

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ά ε ρ γ α λ ε ί α ] Μηχ.

αυτό χαρακτηρίζεται τροφοδοτούνται

το

σύνολο

των

συσκευών

που

χρησιμο-

ποιούνται για την πραγματοποίηση των διαφόρων

ερ-

Traction

[Ηλεκτρικός

ελκυσμός]

Ελκυσμός οχήματος με ηλεκτρικό κινητήρα που

) που καλείμεταβάλλεται

η α γ ω γ ι μ ό τ η τ α είναι σ υ ν ά ρ τ η σ ι χ κ α ι της θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς , (βλέπε Electrical Electrical

Conductivity").

Conductivity2

[Ειδική αγωγιμότητα]

Ηλεκ.

σ τ ρ ο φ ο τ η ς ε ι δ ι κ ή ς α ν τ ί σ τ α σ η ς ρ τ ο υ υ λ α κ ο ύ , Ρ = 1 /' ρ. Χρησιμοποιείται η μονάδα 1 mho

Μηχ. τρο-

m*'= 1 Siemens

Ό τ α ν η θερμοκρασία μεταβάλλεται η ειδική

m'

αγωγι-

μότητα είναι σ υ ν ά ρ τ η σ η και της θερμοκρασίας, (βλέπε Electrical Resistivity, Electrical

γασιών. Electric

ohm.

Για δεδομένο υλικό σταθερής θερμοκρασίας, το αντί-

Μ ε τον όρο

με ηλεκτρική ενέργεια και

1 / R,

Electrical

Degree

χρησιμοποιούμενη

Conductivity1).

[Ηλεκτρικός βαθμός] σε

Ηλεκ.

μετρήσεις γωνιών

ηλεκτρικών

φοδοτείται από εναέριες ή επίγειες ηλεκτρικές σιδηρο-

διανυσματικών

τροχιές.

360 ηλεκτρικούς βαθμούς, (βλέπε Electrical Degrees).

Electric

κτρον.

Transducer

[Ηλεκτρικός μετατροπέας]

Πλε-

Μ ε τ α τ ρ ο π έ α ς π ο υ λ α μ β ά ν ε ι και αποστέλλει μόTypewriter

[Ηλεκτρική γραφομηχανή]

Μηχ.

Γ ρ α φ ο μ η χ α ν ή σ τ η ν οποία όλες οι λειτουργίες, ύπως η κίνηση του βραχίονα εκτύπωσης χαρακτήρων,

επιτε-

λούνται με την βοήθεια ηλεκτρισμού και μαγνητισμού. Electric Vector

[Ηλεκτρικό διάνυσμα]

Ηλεκ.

Τ ο διάνυ-

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ο ί β α θ μ ο ί ] U/χκ.

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ό ό χ η μ α ] Μηχ.

Βαθμοί

γωνιών σε διανυσματικά διαγράμματα τάσεων και χ ω ρ η τ ι κ ή

αντίσταση,

(βλέπε

σε

και ε-

επαγωγική

Electrical

Degree,

Effective Resistance). Electrical

Discharge

ηλεκτρική εκκένωση] με ηλεκτρική

Machining

Μεταλ/..

εκκένωση

[Επεξεργασία

Επεξεργασία

ή πλάσμα.

—>

με

μετάλλου Electron

Discharge Machining.

σ μ α Ε = F / q . —> E l e c t r i c F i e l d V e c t o r . Electric Vehicle

Degrees

Ο κύκλος υποδιαιρείται

ντάσεων όταν σε κύκλωμα παρεμβάλλεται

νο ηλεκτρικά σήματα. Electric

Electrical

μεγεθών.

Μοίρα

Γενικός χα-

ρακτηρισμός για οχήματα που χρησιμοποιούν ηλεκτρι-

Electrical σ μ ο ύ ] Μηχ.

Discharger

[Εκκενωτής στατικού

ηλεκτρι-

Βοηθητική σ υ σ κ ε υ ή που εκκενώνει στατι-

-508 -

Electrical Disintegration κά φορτία που αναπτύσσονται σ ε κινούμενα

οχήματα.

ηλεκτρικά εξαρτήματα και σ υ ν ή θ ω ς δημιουργεί

παρά-

Σε αυτοκίνητα έλασμα εβονίτη ή σε αεροπλάνα ειδικά

σιτα σε συσκευές λήψης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

ελαστικά π ο υ ε κ κ ε ν ώ ν ο υ ν στατικά φορτία προς το έ-

Μετασχηματιστές, επαγωγικά πηνία και κινητήρες συ-

δαφος. (βλέπε E a r t h i n g Tires).

νήθως παράγουν τέτοιο θόρυβο.

Electrical

ΜεταλΧ

Disintegration

[Ηλεκτρική

αποσύνθεση]

Δ ι α δ ι κ α σ ί α κ α θ α ρ ι σ μ ο ύ και αφαίρεσης μετάλ-

Electrical Potential E n e r g y ναμικό]

[Δυναμική ενέργεια / Δυ-

1. Δυναμική ενέργεια φορτισμένου

Ηλεκ.

λου από αντικείμενο με την βοήθεια ηλεκτρικής εκκέ-

ματιδίου μέσα σε ηλεκτρικό πεδίο, δυναμικό,

νωσης. Το μέταλλο προς καθαρισμό

Electric Potential). 2. Δ υ ν α μ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α

χρησιμοποιείται

(βλέπε

φορτισμένου

σωματιδίου μέσα σε μαγνητικό πεδίο.

σαν άνοδος. Electrical

Distance

[Ηλεκτρική

απόσταση]

Ο χ ρ ό ν ο ς Δι = A s / ν, ό π ο υ ν είναι η τα-

Ηλεκτρομαγν.

Electrical

Properties

[Ηλεκτρικές

Οποιοδήποτε χαρακτηριστικό

ιδιότητες]

εξειδικευμένη συμπεριφορά, όταν το σ ώ μ α

ση μεταξύ δύο σημείων.

υπό την επήρεια ηλεκτρικού πεδίου.

Drainage

[Ηλεκτρική παροχέτευση]

Ηλχκ.

Electrical

Resistivity

Ηλεκ.

σώματος σχετίζεται

χύτητα η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ο ύ κύματος, και As η απόσταElectrical

σω-

με

βρίσκεται

[ Ε ι δ ι κ ή α ν τ ί σ τ α σ η ] Η)εκ.

Για

Ηλεκτρική γ ε ί ω σ η υπόγειων σ ω λ ή ν ω ν για να αποφεύ-

δεδομένο υλικό σταθερής θερμοκρασίας, ο λόγος ρ =

γεται

R S / 1 , όπου R είναι η αντίσταση, S το εμβαδόν

διάβρωση

από

ηλεκτρικές

εκκενώσεις

μεταξύ

των σ ω λ ή ν ω ν και του εδάφους ή ηλεκτρολυτική

διά-

της

διατομής και 1 το μ ή κ ο ς τ ο υ α γ ω γ ο ύ ή ο λόγος ρ = Ε / j, όπου Ε είναι η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου και j η

βρωση. Electrical

Engineer

[Ηλεκτρολόγος μηχανικός]

Μηχ.

πυκνότητα ρεύματος. Όταν η θερμοκρασία

μεταβάλλε-

Διπλωματούχος επιστήμονας ή επιστήμονας με ισοδύ-

ται η ειδική α ν τ ί σ τ α σ η είναι σ υ ν ά ρ τ η σ η και της θ ε ρ μ ο -

ναμη επαρκή γ ν ώ σ η που του επιτρέπει να

κρασίας Χρησιμοποιείται η μονάδα 1 ohm

ασχοληθεί

με την μελέτη, σχεδίαση και κατασκευή συστημάτων, (βλέπε Electrical Electrical

Engineering

ηλεκτρικών

Engineering).

επιστημονικός τομέας που ασχολείται με την σχεδίαση

και

κατασκευή

ηλεκτρικών

Ο

μελέτη,

συστημάτων,

(βλέπε Electrical, Electrical Engineer). Εξοπλισμός που σχετίζεται με ηλεκτρικές μελέ-

τες, κ α λ ω δ ί ω σ η ,

κυκλώματα,

διανομή, φωτισμό,

σκευές ή με οποιονδήποτε εξοπλισμό

συ-

έχει σ χ έ σ η

με

ηλεκτρικές λειτουργίες, (βλέπε Electric, Electrical). Electrical

Image

Conductivity ).

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ή ε ι κ ό ν α ] Μηχ.

Electrical

Steel

[Ηλεκτρικός σίδηρος]

Κράμα

Μεταλ/..

σ ι δ ή ρ ο υ χ α μ η λ ή ς περιεκτικότητας σε ά ν θ ρ α κ α και πυσε λαμίνες πυρήνων

πηνίων

περιέλιξης. Electrical Storm Καταιγίδα

[Ηλεκτρική καταιγίδα]

με

κεραυνούς.

2.

σχηματίζονται

ηλεκτρικές

εκκενώσεις

Μετεωρο?..

Καταιγίδα

στην

πάνω

1.

οποία από

τα

σ ύ ν ν ε φ α χ ω ρ ί ς ν α π έ φ τ ε ι βρόχι'·).

Πραγματι-

Electrical Symbol

[Ηλεκτρικό σύμβολο]

σύμβολο ή χαρακτήρας που χρησιμοποιείται

δημιουργηθεί με την βοήθεια διαφορετικών

κτρονικά διαγράμματα.

εντάσεων

Σχήμα,

Ηλεκ.

κ ή ε ι κ ό ν α ή ε ι κ ό ν α α ν α π α ρ ά σ τ α σ η ς ειδο')λου π ο υ έ χ ε ι ηλεκτρικού πεδίου. Οι

Σά-

Επικοιν.

ρ ω σ η μιας περιοχής με ηλεκτρονικά μέσα.

ρίτιο χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε ν ο

E l e c t r i c a l E q u i p m e n t [Ηλεκτρικός(-ικός) εξοπλισμός] Η/χκ.

Electrical

Electrical S c a n n i n g [ΙΙλεκτρικό σάρωμα]

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ ή μ η χ α ν ι κ ή ] Γεν.

m. ( β λ έ π ε

1

σε

ηλε-

εικόνες αυτές συνήθως

κατα- E l e c t r i c a l System [Ηλεκτρικό σύστημα] Ηλεκ. γράφονται σε σωλήνα Braun ή δίνονται σε υπολογιστή Εξοπλισμός ηλεκτρικής εγκατάστασης που μπορεί να ο οποίος με κ α τ ά λ λ η λ η επεξεργασία παράγει μία αντίπεριλαμβάνει κατανομείς, μετασχηματιστές, ασφάλειες στοιχη οπτική αναπαράσταση. Electrical

Impedancc

ή άλλα ηλεκτρικά εξαρτήματα.

[Ηλεκτρική αντίσταση]

Ηλεκ.

Μ ε δεδομένες πιθανές πολλαπλές συνδεσμολογίες

α-

ν τ ι σ τ ά σ ε ω ν σ ε έ ν α κ ύ κ λ ω μ α , η ο λ ι κ ή α ν τ ί σ τ α σ η R<;>.

Electrical μέτρησης

βά-

σει τ ω ν τ ύ π ω ν 1 ^ . = R , + R 2 + ... + R n και l/Rov=

1/Ri

Μηχ.

αναλυθούν

του

l/R2+...+

1 / R n ό τ α ν οι σ υ ν δ ε σ μ ο λ ο γ ί ε ς

σε εν σειρά και παράλληλες συνιστούσες,

αντίστοιχα,

(βλέπε E f f e c t i v e Resistance). Electrical

Impedance

αντίστασης]

[Μετρητής

συνολικής

Ηλεκτρονικό όργανο

Ηλεκ. Μηχ.

σης της συνολικής ηλεκτρικής αντίστασης σ ε ματα

εναλλοσσόμενου

ποιούνται

ηλεκτρονικά

μέτρηκυκλώ-

ρεύματος.

Συχνά

χρησιμο-

πολύμετρα.

(βλέπε

Electrical

Impedance).

ηλεκτρικού

Electrical

μονάδα]

μεγέθους,

όπως

Weighting

System

Ηλεκ. Μηχ.

το

Volt,

[Ηλεκτρικός

πιεζοηλεκτρικού

φαινομένου

ή

του

το

ζυγός] βοήθεια

φαινομένου

επαγωγής. Zero

[ Ι Ι λ ε κ τ ρ ι κ ό μ η δ έ ν ] Μηχ.

Η γωνία ανα-

φοράς βάσει της οποίας μετρώνται οι γ ω ν ί ε ς

στρέψης

αξόνων σε ηλεκτρικά περιστρεφόμενα συστήματα. Electrically

Alterable

Read

Onlv

Memory

[Ηλεκτρικά μεταβαλλόμενη μνήμη ανάγνωσης]

Υπολ.

Μ ν ή μ η ανάγνωσης R O M (Read Only

της ο π ο ί α ς τα π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α δ ε ν είναι

Electrical Insulation [Ηλεκτρική μόνωση]

Μονάδα

Ηλεκ.

Ζ υ γ ό ς που υπολογίζει το βάρος με την

Electrical

Meter

[Ηλεκτρική

a m p e r e ή η κιλοβατο')ρα.

μεταξύ δύο σημείων του, όπως αυτή υπολογίζεται +

Unit

αλλά μπορεί να μεταβληθούν

Επιστ.

Memory)

μεταβαλλόμενα,

με την διοχέτευση

κα-

Προστασία αγώγιμου υλικού από επαφή με άλλο αγώ-

τάλληλου ηλεκτρικού παλμού σε περίπτωση

γιμο υλικό με α ν τ ι π α ρ ά θ ε σ η μ ο ν ω τ ή μεταξύ τους.

επαναπρογραμματισμού. Συνήθης, σε υπολογιστές

Electrical

Measurement

Οποιαδήποτε

μέτρηση

[ΙΙλεκτρική μέτρηση]

γίνεται

με σκοπό

την

Η/εκ. εύρεση

Model

[Ηλεκτρικό

μοντέλο]

Ηλεκτρικό μοντέλο προσομοίωσης φυσικού

Φυσ.

συστήμα-

τος. ( β λ έ π ε E l e c t r i c a l A n a l o g u e ) . Electrical

Noise

Ηλεκτρομαγνητική ηλεκτρικές

[Ηλεκτρικός ακτινοβολία

ή ηλεκτρονικές

σφάλματα

(βλέπε Electrically Only

που

συσκευές

παράγεται που

Ηλεκ. από

περιέχουν

ROM Erasable

παλαιότερων

διορ-

εκδόσεων,

Programmable

Read

Memory).

Electrically θόρυβος]

σε

σε

λογισμικού

σ υ σ τ ή μ α τ ο ς ή λογισμικού που εκδίδεται για να θώσει

του μέτρου συγκεκριμένου ηλεκτρικού μεγέθους. Electrical

περιπτώσεις παροχής νεότερων εκδόσεων

ανάγκης

κτρικά]

Connected

Ηλεκ. Μηχ.

[Συνδεδεμένος (-η, -ο)

Χαρακτηρισμός

αντικειμένων

ταν μεταξύ τους μεσολαβεί σ ύ ν δ ε σ η με εξάρτημα που μπορεί να άγει ρεύμα.

ηλεό-

ηλεκτρονικό

- 509 Electrically Memory

Erasable

Programmable

[Ηλεκτρικά

διαγραφόμενη

μενη μνήμη ανάγνωσης]

Επιστ. Υπολ.

Read

Only

Electrochemical

υλικά

T h e r m o dV ynamics

με σχετικά ψηλό δείκτη διηλεκτρικής

αντοχής

προγραμματιζό-

όπως πορσελάνη, πηλός ή μαρμαρυγίας (μίκα), κατάλ-

Μνήμη ανάγνω-

ληλα

σ η ς R O M ( R e a d Only M e m o r y ) της οποίας τα περιεχόμενα δεν είναι μεταβαλλόμενα, αλλά μπορεί να διαγρα-

για

χρησιμοποίηση

στην

ηλεκτροτεχνία,

ηλε-

κτροβιομηχανία και ηλεκτροπαραγωγή σ α ν μονωτές. Electrochemical

επιφάνειες, οι οποίες δ ι α χ ω ρ ί ζ ο ν τ α ι από δ ι ά λ υ μ α

προγραμματισμού. Συνήθης σε περιπτώσεις σε υπολο-

ντων. Σε ένα ηλεκτροχημικό στοιχείο παράγεται

γιστές

κτρικό ρ ε ύ μ α , με τ η ν επιτέλεση χ η μ ι κ ώ ν α ν τ ι δ ρ ά σ ε ω ν ,

hardware (βλέπε Electrically

αναβάθμισης

Alterable

Read

Only

Memory).

σ μ ό ς ] Φυσ.

Electrically S u s p e n d e d G y r o [Ηλεκτρομαγνητικό γυρ ο σ κ ό π ι ο ] Μηχ.

Γυροσκόπιο του οποίου ο ρότορας δεν

έρχεται σε επαφή με κανένα εξάρτημα αλλά αιωρείται μέσα σε η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ό πεδίο. Electrician1 Μηχ.

[Ηλεκτρολόγος / Ηλεκτροτεχνίτης]

Ηλεκ.

εκπονήσει μελέτη, σχεδιασμό, εγκατάσταση και έλεγχο ε γ κ α τ α σ τ ά σ ε ω ν

που

περιλαμβάνουν

ηλεκτρικό

ή

ηλεκτρονικό εξοπλισμό. 2

μεταλλικές

C l e a n i n g [Ηλεκτροχημικός Διεργασία απομάκρυνσης

Χημ.

ηλε-

Καθαρι-

προσμίξε-

κό κελί, με τ η ν ε φ α ρ μ ο γ ή ηλεκτρικού ρεύματος, Electrochemical Χημ.

Coating

(Ηλεκτροχημική

Επικάλ.υ-

Διαδικασία εναπόθεσης σε

μεταλλική

ε π ι φ ά ν ε ι α π ο υ βρίσκεται σ ε ε π α φ ή με δ ι ά λ υ μ α τ ω ν ιόντων, κατά την εφαρμογή ηλεκτρικού ρεύματος, Electrochemical ση]

Μεταλλ.

Corrosion

[Ηλεκτροχημική διάβρω-

Δ ι ά β ρ ω σ η α γ ώ γ ι μ ο υ υλακού σ α ν αποτέλε-

σμα επιτέλεσης ανεπιθύμητης περιορισμένης ή εκτετα-

[ Η λ ε κ τ ρ ο λ ό γ ο ς ΐ Μηχ.

Είναι ο ειδικευμένος

μ έ ν η ς η λ ε κ τ ρ ό λ υ σ η ς λ ό γ ω της θ έ σ η ς ή της επαφής του

τεχνίτης ο οποίος εγκαθιστά ή επισκευάζει το ηλεκτρι-

υλακού με άλλα υλικά π ο υ μ π ο ρ ο ύ ν ν α δ ρ ά σ ο υ ν

κό δίκτυο μίας οικοδομής.

ηλεκτρολύτες.

Electricity

ιύ-

ων από ένα μίγμα, η οποία επιτελείται σε ηλεκτρολυτι-

ψ η | Φυσ.

Α τ ο μ ο με ε π α ρ κ ή γ ν ώ σ η και εμπειρία ικανό ν α

Electrician

Electrochemical

από δύο

Φνσ.

ματος ή μέσω διακόπτη σε περίπτωση ανάγκης επαναεσωτερικής

αποτελείται

Κελί]

Χημ.

δυνατότητες

που

[Ηλεκτροχημικό

φούν με την διοχέτευση κατάλληλου ηλεκτρικού σή-

με

Σύστημα

Cell

[Ηλεκτρισμός]

Οποιοδήποτε φαινό-

Η)χκμ.

Electrochemical

Effect

[Ηλεκτροχημικό

σαν

φαινόμενο |

μενο σχετίζεται με πλεόνασμα ή έλλειμμα ηλεκτρονί-

Φυσ.Χημ.

ων.

χ η μ ι κ ή ς ενέργειας σε η λ ε κ τ ρ ι κ ή και το αντίστροφο. Τ ο

Electricomagnetic

Brake

[Ηλεκτρομαγνητικό φρένο]

Ηλεκτρομαγνητικό

Η?χκτμομα-/ν.

σύστημα

τροχοπέ-

δ η ς . —> E l e c t r i c B r a k e . Electrification

Ηλεκ.

1. Α φ α ί ρ ε σ η ή πρό-

φορτίων σε σώμα.

2. Μ ε τ α τ ρ ο π ή

συστήματος από μη ηλεκτρικό σε ηλεκτρικό. Electrization

[Ηλέκτριση]

Ηλεκ.

Ο λ ό γ ο ς ζ = Ρ / ε^, ό -

κτρική σταθερά του κενού. Optical

μορφωτής]

Electrochemical

E M F

στα ηλεκτρικά

Ειδικός

[Ηλεκτροχημική

ΗΕΔ]

ηλεκτρική,

όπως

μετατροπή

ακριβώς

χημικής

συμβαίνει

στο

Equivalent

[Ηλεκτροχημικό

Η κατά την διαδικασία της ηλεκτρό-

τύπος

λύσης αποτιθέμενη μάζα ουσίας στο αντίστοιχο

Φυσ.Χημ.

κό σήμα σε οπτικό.

ται π ο σ ό τ η τ α φ ο ρ τ ί ο υ ί σ η με ένα c o u l o m b .

[Ηλεκτροακουστική]

Κλάδος

Η/χκ.

Electrochemical

Potential

[Ηλεκτροχημικό

της φ υ σ ι κ ή ς σ χ ε τ ι ζ ό μ ε ν ο ς μ ε την σ χ έ σ η τ ω ν τ ο μ έ ω ν

κ ό ] Φυσ.

η λ ε κ τ ρ ι σ μ ο ύ και α κ ο υ σ τ ι κ ή ς και με μελέτες σχετικές

τ ω ν δ ύ ο η λ ε κ τ ρ ο δ ί ω ν , σε η λ ε κ τ ρ ο χ η μ ι κ ό κελί.

με τεχνικές μετατροπής ενέργειας από τον έναν τομέα στον άλλο. μετατροπέας]

Electrochemical

Transducer Συσκευή

που

ημιαντιδράσεων.

κτρικά σ ή μ α τ α σ ε α κ ο υ σ τ ι κ ά και το αντίστροφο. Electroanalysis

μεταξύ

Ονομάζεται και ηλεκτρεγερτι-

κή σειρά. Αποτελεί την κατάταξη

ηλε-

Δυναμί-

P o t e n t i a l S c r i e s [Σειρά ΙΙλεκτροχη-

[Ηλεκτροακουστικός μετατρέπει

κατά

σειρά

οξειδοαναγωγικών

μειούμενης

αναγωγικής

ικανότητας.

[ Η λ ε κ τ ρ ι κ έ ς Μ έ θ ο δ ο ι Α ν ά λ υ σ η ς ] Χημ.

Electrochemical Power Generation

[Ηλεκτροχημική

Α ν α φ έ ρ ε τ α ι σε μεθόδους ποιοτικής και ποσοτικής ανά-

π α ρ α γ ω γ ή ε ν έ ρ γ ε ι α ς ί Μηχ.

λυσης. π ο υ βασίζονται σ τ η μ έ τ ρ η σ η η λ ε κ τ ρ ι κ ώ ν ιδιο-

κής ενέργειας από την χ η μ ι κ ή ενέργεια με

τήτων. ό π ω ς είναι το δ υ ν α μ ι κ ό , η έ ν τ α σ η ρεύματος, η

Παράδειγμα αποτελεί ο κάθε είδους ηλεκτρικός

αγωγιμότητα, κλπ.

σωρευτής ή κοινώς η μπαταρία.

Electroartcriograph

[Πλεκτροαρτηριογράφος]

ηλε-

διέρχε-

Ορίζει τη διαφορά δ υ ν α μ ι κ ο ύ

Χημ.

μ ι κ ώ ν Δ υ ν α μ ι κ ώ ν ] Χημ.

Ακουστ.

ισοδύ-

ναμο]

που

σε

των ξηρών στοιχείων.

[Ηλεκτρο- οπτικός διαδιαμορφωτή

που

εσωτερικό

κτρύδιο, όταν από το ηλεκτρολυτικό σ ύ σ τ η μ α

Eleetroacoustic

Φυσ.

ενέργειας

τ α υ τ ό χ ρ ο ν α μ ε τη δ ι α μ ό ρ φ ω σ η μετατρέπει το ηλεκτριElcctroacoustics

κυκλώ-

Ονομασία ηλεκτρεγερτική ς δύναμης (ΗΕΔ)

Χημ.

Electrochemical

Modulator

Επικοιν.

στοιχεία που χρησιμοποιούμε

παράγεται κατά τη

που Ρ είναι η πύλ.ωση του διηλεκτρικού και e0 η διηλεElectro

παραπάνω φαινόμενο εμφανίζεται κατεξοχήν στα ξηρά ματα για τη δημιουργία ηλεκτρικού ρεύματος.

[Ηλέκτριση]

σθεση ηλεκτρικών

Φαινόμενο κατά το οποίο έχουμε μετατροπή

Electrochemical

Μηχ.

Είναι η παραγωγή ηλεκτρι-

Reduction

μετατροπή, συσ-

Cell [Ηλεκτροχημική

Σ υ σ κ ε υ ή μέτρησης ταχύτητας ροής του αίματος μετά

ν α γ ω γ ή Σ τ ο ι χ ε ί ο υ ] Φυσ.

από

κελί, ορίζεται το η λ ε κ τ ρ ό δ ι ο της κ α θ ό δ ο υ , σ τ η ν περιο-

εισαγωγή

κατάλληλου

βύσματος

σε

αρτηρία

ή

φλέβα. [Ηλεκτροκαρδιογράφος]

Μηχ.

Συσκευή αναπαράστασης γραφήματος των ηλεκτρικών διαδικασιών της καρδιάς σε σχέση με τον χρόνο. Συχνά ονομαζόμενο E C G . Χημ.

ηλεκτροχημικό

χή του οποίου λαμβάνει χ ώ ρ α αντίδραση αναγωγής.

Electrocardiograph

Electrocatalysis

Χημ.

Σε ένα

Α-

[Ηλεκτρική

Electrochemical Χημ.

Series [Ηλεκτροχημική Σειρά]

—> E l e c t r o c h e m i c a l P o t e n t i a l S e r i e s

Electrochemical

Thermodynamics

θ ε ρ μ ο δ υ ν α μ ι κ ή ] Φνσ. Μέθοδος

Κατάλ.υσης]

Δηλώνει κάθε διεργασία που δρα καταλυτικά στη

φαινομένων

τα

οποία

μίας ηλεκτροχημικής

Η μελέτη των

[Ηλεκτροχημική θερμοδυναμικών

παρουσιάζονται διαδικασίας.

στη

Τέτοια

διάρκεια φαινόμενα

δ ι ε ξ α γ ω γ ή μιας χ η μ ι κ ή ς α ν τ ί δ ρ α σ η ς , και π ε ρ ι λ α μ β ά ν ε ι

σχετίζονται με την α ν τ α λ λ α γ ή έ ρ γ ο υ και

εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου.

με το π ε ρ ι β ά λ λ ο ν ή α φ ο ρ ο ύ ν τ η μ ε τ α β ο λ ή της

Electroccramies

[Πλεκτροκεραμικά]

Ηλεκ.

Κεραμικά

Φυσ.

θερμότητας

της ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς ενέργειας τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο χ η μ ι κ ο ύ

τιμής συστή-

Electrochemistry

-510-

ν

ματος που εξετάζεται. Electrochemistry

συγκόλλησης.

[Ηλεκτροχημεία]

II μελέ-

Φυσ.Χημ.

Electrode

Holder

[Λαβή

ηλεκτροδίου]

Ειδική

Μηχ.

τη των χ η μ ι κ ώ ν φ α ι ν ο μ έ ν ω ν τα οποία σ υ ν δ έ ο ν τ α ι με

λαβή η οποία προσφέρει ασφάλεια μόνωσης στον ηλε-

την παρουσία ηλεκτρικού ρεύματος. Τέτοια φαινόμενα

κ τ ρ ο κ ο λ λ η τ ή και τ α υ τ ό χ ρ ο ν α τροφοδοτεί το ηλεκτρό-

παρατηρούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της ήλεκτρο-

διο με ρ ε ύ μ α από το μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ τ ή

λυσης,

σης.

όπου

η διέλευση

ηλεκτρικού

ρεύματος

από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα προκαλεί

μέσα

μία σειρά

από χημικές αντιδράσεις. Elcctrochronograph Ηλεκτρονικό ναρξης,

ρολόι

παύσης,

[Δυναμικό ηλεκτροδίου]

Ηλεκ.

Η

επιπρόσθετες

επανέναρξης

και

δυνατότητες

μικρών

κ α θ ό δ ο υ ή α ν ό δ ο υ σ ε η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ έ ς λ υ χ ν ί ε ς κ ε ν ο ύ , ιο-

Μηχ. έ-

υπολογι-

σ μ ώ ν για την μέτρηση μικρών χρονικών διαστημάτων. Electrode

Potential

διαφορά δ υ ν α μ ι κ ο ύ μ ε τ α ξ ύ της κ α θ ό δ ο υ και της αντι-

[Ηλεκτροχρονογράφος] με

Electrode

ηλεκτροκόλλη-

[Ηλεκτρόδιο]///εκ.

ποίο συνδέεται ηλεκτρική

1. Α κ ρ ο δ έ κ τ η ς στον ο-

συσκευή ή άλλος ακροδέ-

ν τ ι κ ο ύ ς σωλ.ήνες, σωλ.ήνες R o n i g e n , C o o l i d g e ,

Braun,

κλπ. Electrode

Voltage

[Δυναμικό

ηλεκτροδίου]

Ηλεκτρ.

Τ ά σ η η λ ε κ τ ρ ο δ ί ο υ . —> E l e c t r o d e P o t e n t i a l , Electrodeless Discharge

[Ανηλεκτροδιακή εκκένωση]

κτης. 2. Π ό λ ο ς 3. Έ ν α ς α π ό τ ο υ ς δ ύ ο π ό λ ο υ ς ρ ε υ μ α τ ο -

Ηλεκ.

δ ό τ η . 4. Έ ν α ς α π ό τ ο υ ς δ ύ ο π ό λ ο υ ς ρ ε υ μ α τ ο λ ή π τ η . 5.

τρόπο ώ σ τ ε τα ά κ ρ α της κύριας φλέβας της ε κ κ έ ν ω σ η ς

Έ ν α ς α π ό τ ο υ ς δ ύ ο π ό λ ο υ ς σ υ σ κ ε υ ή ς η λ ε κ τ ρ ό λ , υ σ η ς . 6.

να μ η ν ε κ κ ι ν ο ύ ν από α γ ώ γ ι μ ο υλικό. Παρατηρείται

Έ ν α ς από τους δύο πόλους σ υ σ κ ε υ ή ς ηλεκτρικής εκκέ-

α ε ρ ό κ ε ν ο υ ς σωλ.ήνες ή σε σ ω λ ή ν ε ς π ο υ περιέχουν αέ-

ν ω σ η ς . 7. Γ ε ν ι κ ά , α γ ώ γ ι μ ο δ ι α χ ω ρ ι σ τ ι κ ό υ λ ι κ ό α π ό το

ρια με ε λ α τ τ ω μ έ ν η π ί ε σ η ό τ α ν σ π ι ν θ η ρ ι σ τ ο ύ ν με π η ν ί α

οποίο διέρχονται

Tesla.

ηλεκτρικά

φορτία, ύπως τετηγμένο

υλικό σε κάμινους ηλεκτρικού τόξου. Electrode

Boiler

Electrodeless

( Β ρ α σ τ ή ρ α ς με η λ ε κ τ ρ ό δ ι ο ]

Βραστήρας που χρησιμοποιεί

Οποιαδήποτε ε κ κ έ ν ω σ η δημιουργείται με τέτοιο

Ηλεκ.

1.

Lamp

[Ανηλεκτροδιακή λυχνία]

Λυχνία στην οποία παράγεται φως μέσω

σε

Η/χκ.

ανηλεκτρο-

ηλεκτρικό καταναλωτή

διακής εκκένωσης (βλέπε Electrodeless D i s c h a r g e ) ή

με σχετικά μ ε γ ά λ η α ν τ ί σ τ α σ η ο οποίος β υ θ ι ζ ό μ ε ν ο ς σ ε

με έμμεσο τρόπο όπως με μικροκύματα ή ηλεκτρομα-

υ γ ρ ό ε π ά γ ε ι α ρ κ ε τ ή θ ε ρ μ ό τ η τ α γ ι α ν α β ρ ά σ ε ι το π ε ρ ι ε -

γνητική

χόμενο.

P H I L I P S και O S R A M και στις λυχνίες θείου.

Γνωστός

και

σαν

στιγμιαίος βραστήρας.

2.

Ηλεκτρολυτικός βραστήρας. 3. Β ρ α σ τ ή ρ α ς στον οποίο

επαγωγή,

Electrodeposition

όπως

στις

επαγωγικές

[Ηλεκτροεναπόθεση]

λυχνίες

Μεταλλ.

Η ε-

το π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο βράζει με τ η ν βοήθεια η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς εκ-

ν α π ό θ ε σ η μάζας μ ε τ ά λ λ ο υ σ τ ο η λ ε κ τ ρ ό δ ι ο της καθό-

κένωσης μέσω του περιεχομένου.

δου στα πλοίσια ηλεκτρολυτικής διαδικασίας.

Electrode

Capacitance

[Χωρητικότητα ηλεκτροδίου]

Electrodialysis [Ηλεκτροδιαπίδυση)

Διεργα-

Φυσ.Χημ.

Χ ω ρ η τ ι κ ό τ η τ α θεωρητικού π υ κ ν ω τ ή με έναν ο-

σία δ ι α χ ω ρ ι σ μ ο ύ ενός διαλύματος, ό π ο υ το κ ο λ λ ο ε ι δ έ ς

π λ ι σ μ ό το εν λ ό γ ω η λ ε κ τ ρ ό δ ι ο και δ ε ύ τ ε ρ ο ο π λ ι σ μ ό

βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ημιπερατές μεμβράνες, που

σύστημα αναφοράς με δυναμικό μηδέν (όπως την γη) ή

περιβάλλονται

άλλο ηλεκτρόδιο δεδομένου δυναμικού.

στα

Ηλχκ.

Eleetrode δίου]

Characteristic

Η/χκτρ.

[Χαρακτηριστική ήλεκτρο-

Ο λ ό γ ο ς U / i, ό π ο υ U ε ί ν α ι τ ο δ υ ν α μ ι κ ό

του η λ ε κ τ ρ ο δ ί ο υ και i η έ ν τ α σ η που διαρρέει το ηλεκτρόδιο. Electrode

[Ζεύγος ηλεκτροδίων]

Δύο

Ηλεκ.

εφαρμόζεται

με δύο

ηλεκτρικό

ηλεκτρόδια,

πεδίο.

Χρησιμο-

ποιείται ως μέθοδος αφαλότωσης νερού ή απομάκρυνσ η ς διαλ.υτο)ν α π ό κ ο λ λ ο ε ι δ ή σ υ σ τ ή μ α τ α , Electrodialvzer Χημ.

Couple

οποία

από ηλεκτρολύτη

[Διάταξη

Ηλεκτροδιαπίδυσης]

Εργαστηριακή ή βιομηχανική συσκευή, που

ρικά περιβάλλονται από ηλεκτρολότη με δύο

φορά δυναμικού.

κά ηλεκτρόδια.

Current

[Ρεύμα

ηλεκτροδίου]

To

Ηλεκ.

Electrodisintegration

μεταλλι-

[Ηλεκτροδιάσπαση]

Πυρην.

ρεύμα που διαρρέει απλό, κλειστό κύκλοίμα στο οποίο

Φυσ.

είναι σ υ ν δ ε δ ε μ έ ν η λ.υχνία κ ε ν ο ύ ε ν σ ε ι ρ ά .

διάσπαση ατομικών πυρήνων. Π μέθοδος αυτή

Electrode

Dark

Current

[Σκοτεινό ρεύμα]

Ηλεκ.

Το

πε-

ριέχει σ ε ι ρ ά η μ ι π ε ρ α τ ώ ν μ ε μ β ρ α ν ώ ν , οι ο π ο ί ε ς ε ξ ω τ ε -

η λ ε κ τ ρ ό δ ι α π ο υ μ ε τ α ξ ύ τους υ π ά ρ χ ε ι μ η μ η ό ε ν ι κ η διαElectrode

Φνσ.

Ονομασία μεθόδου με την οποία επιτυγχάνεται η

χ ρ ή σ η δ έ σ μ η ς τ α χ έ ω ν η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν τα οποία

κάνει

έρχονται

ρεύμα που διαρρέει έ ν α ν σωλ.ήνα Braun ό τ α ν δ ε ν προ-

σ ε σ ύ γ κ ρ ο υ σ η μ ε τους π υ ρ ή ν ε ς και π ρ ο κ α λ ο ύ ν τη όιά-

καλείται φθορισμός στο πρόσθιο τ μ ή μ α του.

σ π α σ ή τους.

Electrode

Dissipation

[Απονειες ηλεκτροδίου]

Ηλεκ.

Ενέργεια που ακτινοβολείται ως θερμότητα Joule από

Electrodrill

[Ηλεκτρικό

τρυπάνι].

Electrodynamic

ντικός β ο μ β α ρ δ ι σ μ ό ς ή όταν το ηλεκτρόδιο σ υ μ μ ε τ έ χ ε ι

ρ ό μ ε τ ρ ο ] Μηχ.

σε ηλεκτρική εκκένωση. Στις περιπτώσεις ηλεκτρικής

ρεύματος, (βλέπε E l e c t r o d y n a m i c

ντά στην περιοχή της καθοδικής κηλίδας. Electrode

Drop

[Πκάση

τάσης

Ηλχκ.

Ammeter

[Ηλεκτροδυναμικό

αμπε-

Ηλεκτροδυναμικός μετρητής εντάσεων

Electrodynamic Μηχ.

ηλεκτροδίου]

Electric

Drill

η λ ε κ τ ρ ό δ ι ο , ό τ α ν σ υ μ β α ί ν ε ι θ ε ρ μ ι ο ν ι κ ή ε κ π ο μ π ή , ιο-

ε κ κ έ ν ω σ η ς , οι μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ε ς α π ώ λ ε ι ε ς σ υ μ β α ί ν ο υ ν κο-

Μηχ.->

Instrument

Instrument),

[Ηλεκτροδυναμόμετρο]

1. Ο ρ γ α ν ο το ο π ο ί ο βασίζεται σ τ η ν σ χ έ σ η μηχα-

ν ικ ή ς ρ ο π ή ς π ο υ α ν α π τ ύ σ σ ε τ α ι π ά ν ω σ ε π η ν ί ο

ρότορα

Π τ ώ σ η τάσης πάνω σε ηλεκτρόδιο όταν αυτύ θεωρεί-

μέσα σε πηνίο στάτορα και των ρ ε υ μ ά τ ω ν π ο υ διαρρέ-

ται σ α ν σ υ μ μ ε τ έ χ ω ν κ α τ α ν α λ ω τ ή ς σ τ ο η λ ε κ τ ρ ι κ ό κύ-

ο υ ν τα δ ύ ο π η ν ί α . 2 . Ο ρ γ α ν ο μ ε δ ύ ο τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο π η ν ί α ,

κλωμα.

το ένα σταθερό το άλλο στρεφόμενο και σ υ ν ή θ ω ς μέ-

Electrode λεκτρική

Force

[Δύναμη ηλεκτροδίου]

ενέργεια

χρησιμοποιείται

που

αποκτά

ένα

Μεταλλ.

ηλεκτρόδιο

σε κατεργασίες συγκολλήσεων

Η ηπου

σα στο π ρ ώ τ ο . Ο τ α ν το ρ ε ύ μ α διαρρέει τα δ ύ ο σε σειρά, αναπτύσσεται

ροπή στρέψης η οποία

πηνία είναι

αντί-

ανάλογη της έντασης του γ ι ν ό μ ε ν ο υ τ ω ν ρ ε υ μ ά τ ω ν π ο υ

στάσης, ανάλογα με τον τύπο του και τον εξοπλισμό

τα δ ι α ρ ρ έ ο υ ν . Α ν ά λ ο γ α με τις α ν τ ι σ τ ά σ ε ι ς και τον τρό-

συγκόλλησης,

πο που παρατίθενται

λόγω

των

υψηλών

τάσεων

που

ανα-

μπορεί

βολτόμετρο,

να χρησιμοποιηθεί

πτύσσονται σε αυτό, και η οποία μετατρέπεται σε θερ-

αμπερόμετρο,

βατόμετρο

μ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α τ ή ξ η ς το)ν δ ύ ο υ λ ι κ ώ ν σ τ η ν π ε ρ ι ο χ ή τ η ς

(βλέπε Electrodynamic Ammeter).

ή

σαν

πολύμετρο.

-511

-

Electrolytic

Cell

[Ηλεκτροκίνητος καταγραφέας] L o u d s p e a k e r [Ηλεκτροδυναμικό με- E l e c t r o k i n e t o g r a p h Μηχ. Τ α θ α λ ά σ σ ι α ρ ε ύ μ α τ α τ ω ν ω κ ε α ν ώ ν ε π ι δ ρ ο ύ ν ε π ί γ ά φ ω ν ο ] Ακουστ. Κ ο ι ν ό ς τ ύ π ο ς μ ε γ α φ ώ ν ο υ π ο υ π ε ρ ι τ ο υ μ α γ ν η τ ι κ ο ύ πεδίου της Γ η ς με α π ο τ έ λ ε σ μ α το γελαμβάνει μικρό πηνίο το οποίο ταλαντώνεται όταν ε-

Electrodynamic

ν α λ λ α σ σ ό μ ε ν ο ρ ε ύ μ α διοχετεύεται σε αυτό και το ο-

γονός αυτό να χρησιμοποιείται για την καταγραφή της

ποίο θέτει σε κ ί ν η σ η γειτονικό διάφραγμα ή κώνο

ταχύτητάς τους από μία σ υ σ κ ε υ ή π ο υ καλείται με τον

με

όρο αυτό.

αποτέλεσμα την παραγωγή ηχητικών κυμάτων. E l e c t r o d y n a m i c M a c h i n e [Ηλεκτροδυναμική μηχανή] Μ η χ α ν ή της οποίας ο ρότορας περιέχει περιελί-

Ηλεκ.

ξεις ή πηνία.

Συνήθως

είναι

ένα

ρά. ( β λ έ π ε E l e c t r o d y n a m i c I n s t r u m e n t ) . Electrodynamic

Ηλεκτροδυναμικός

Μηχ.

Electrodynamics

μετρητής

ισχύος,

την

κτρόλυσης. (βλέπε Electroplating).

βρεθεί μέσα σ ε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο.

Ηλεκ.

Ενδεικτικό στοιχείο που η λειτουργία του βασί-

ζεται

στο

φαινόμενο

[Ηλεκτροδυναμική]

Ηλεκτρομαγν. αιτιατών

Electroluminescent νη]

Ηλεκ.

σίζεται

κής.

Electroluminescent

Electrodynamometer

[Ηλεκροδυναμόμετρο]

Ηλεκτροδυναμικό Electrodynamic

όργανο

Μηχ.

μέτρησης.

—>

Instrument.

Electroencephalograph

[Ηλεκτροεγκεφαλογράφος]

Ι α τ ρ ι κ ό ό ρ γ α ν ο το ο π ο ί ο δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί και κ α τ ' επι-

λογή

εκτυπώνει

αναπαραστάσεις

των

ηλε-

κτρικών διαδικασιών του εγκεφάλου. Electroencephaloscope

[Ηλεκτροεγκεφαλοσκόπιο] παρου-

σιάζει σε πραγματικό χρόνο αναπαράσταση των του

εγκεφάλου

σε

ηλε-

τηλεοπτική

οθόνη.

α]

Ηλεκ.

[Ηλεκτρικός

Display

φαινόμενο

—>

[Ηλεκτροφωταυγής οθό-

της

ηλεκτροφωταύγειας.

—>

Panel. Lamp

[Ηλεκτροφωταυγής λυχνί-

Ενδεικτική λυχνία που η λειτουργία της βασί-

στο

φαινόμενο

της

ηλεκτροφωταύγειας.

—>

Electroluminescent Panel. Electroluminescent κας]

Πλεκ.

Panel

[Ηλεκτροφωταυγής

πίνα-

Ενδεικτικό στοιχείο, πίνακας ή οθόνη

με

τητες ηλεκτροφωταύγειας κατασκευασμένος με τρόπο έτσι ώστε το φωσφορίζων υλικό να παρέχει συγκεκριμένες ενδείξεις όπως ψηφιακές πληροφορίες σε υπολογιστές και άλλες συσκευές. Electroluminescent

Electroexplosive

ηλεκτροφωταύγειας.

ε π ί σ τ ρ ω σ η από ειδικό φ ω σ φ ο ρ ι κ ό υ λ ι κ ό π ο υ έχει ιδιό-

Ιατρικό ό ρ γ α ν ο το ο π ο ί ο δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί και διαδικασιών

στο

Electroluminescent ζεται

Μηχ.

γραφικές

της

Ε ν δ ε ι κ τ ι κ ή ο θ ό ν η π ο υ η λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α της βα-

σ τ ο υ ς τομείς τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι σ μ ο ύ και της μηχανι-

κτρικών

με

Electroluminescent Panel.

Instrument).

Κ λ ά δ ο ς π ο υ ε ξ ε τ ά ζ ε ι τις σ χ έ σ ε ι ς α ι τ ι ώ ν και

Μηχ.

άλλου μετάλλου

E l e c t r o l u m i n e s c e n t Cell [Ηλεκτροφωταυγές στοιχείο]

W a t t m e t e r [ Η λ ε κ τ ρ ο δ υ ν α μ ι κ ό βατό-

(βλέπε E l e c t r o d y n a m i c

πυροκροτητής]

Είναι ένα σ ύ σ τ η μ α το οποίο με την βοήθεια

Μηχ.

ηλεκτρι-

κών μέσων προκαλεί την απαιτούμενη αρχική

έκρηξη

με σκοπό των ανατίναξη των κυρίως εκρηκτικών

υ-

φ ω σ φ ό ρ ο ς ] Μηχ.

Phosphor

[Ηλεκτροφωταυγής

Χ η μ ι κ ή ένωση που παρουσιάζει

φ α ι ν ό μ ε ν ο της η λ ε κ τ ρ ο ψ ω τ α ύ γ ε ι α ς ό τ α ν βρεθεί

το

μέσα

σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο ή όταν παρεντεθεί σ α ν διηλεκτρικό μεταξύ τ ω ν ο π λ ι σ μ ώ ν π υ κ ν ω τ ή . Σ υ ν ή θ ω ς περιέχει ψ ε υ δ ά ρ γ υ ρ ο , θείο και μ α γ γ ά ν ι ο .

λών. Electrogalvanizing

[Ηλεκτρογαλ.βανισμός]

Ηλεκτρολυτική διαδικασία κατά την οποία λώνεται

επιφάνεια

μετάλλου

από

άλλο

Μεταλλ. επιμεταλ-

μέταλλο

ειδικά η επικάλυψη σ ι δ ή ρ ο υ από σ τ ρ ώ μ α

και

ψευδαργύ-

ρου για την αποφυγή διάβρωσης. Electrograph

[Ηλεκτρογράφημα] 1.

Electroluminor

[Ηλεκτροφωταυγής φωσφόρος]

Μηχ.

Χ η μ ι κ ή έ ν ω σ η που παρουσιάζει το φαινόμενο της ηλεκ τ ρ ο φ ω τ α ύ γ ε ι α ς . —> E l e c t r o l u m i n c c s e n t Electrolysis

[ΙΙλεκτρόλυση]

Φυσ.Χημ.

Phosphor.

Ε ί ν α ι το σ ύ ν ο λ ο

των χημικών μεταβολών που πραγματοποιούνται

Επικοιν.

Είναι κά-

σ τ ο υ ς ηλεκτρολύτες, με το π έ ρ α σ μ α

του

μέσα

ηλεκτρικού

θε σ ύ σ τ η μ α τηλεομοιότυπης μετάδοσης των πληροφο-

ρεύματος από αυτούς. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην

ρ ι ώ ν . 2 . Μηχ.

βιομηχανία

Είναι κάθε καταγραφή ή σχεδίαση

γίνεται με την βοήθεια της επίδρασης του

που

ηλεκτρικού

Electrohydraulic

ΙΗλεκτροϋδραυλακό]

Είναι

Μηχ.

σ υ ν δ υ α σ μ ό ς ενός η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ και ενός υ δ ρ α υ λ ι κ ο ύ χανισμού για την λειτουργία οποιουδήποτε

ο

μη-

συστήμα-

τος χαρακτηρίζεται με α υ τ ό ν τον όρο. Electrohydraulic νο]

Φυσ.Χημ.

E f f e c t [Ηλεκτροϋδραυλικό φαινόμε-

Φαινόμενο που παρατηρείται

στα

υγρά

ηλεκτρικοί

παλμοί

κρουστικά

με α π ο τ έ λ ε σ μ α να δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ο ύ ν

κύματα.

Ηλεκ.

Phenomena Οποιαδήποτε

[Ηλεκτροκινητικά φαινόμενα

παραγωγή

διαφόρων

μετάλλων, για τον καθαρισμό

Electrolyte

τηγμάτων

τους και

την

συσσωρευτών.

[Ηλεκτρολύτης]

Φυσ.Χημ.

Καλούνται

με

α υ τ ό ν τ ο ν ό ρ ο οι δ ι ά φ ο ρ ε ς ο υ σ ί ε ς , τ ω ν ο π ο ί ω ν το διάλυμα τους, σ υ ν ή θ ω ς με νερό, παρουσιάζει

αυξημένη

β ά ν ο ν τ α ι τα υ δ ρ ο ξ ε ί δ ι α , τ α ά λ α τ α και ο ρ ι σ μ έ ν ε ς υ δ ρ ο γονούχες ενώσεις. Electrolytic

φαινό-

σχετίζονται

με

την κίνηση σώματος λ ό γ ω ηλεκτρικών φορτίων.

A n a l y s i s [Ηλεκτρολυτική Ανάλυση]

Χημ.

Elcctroanalysis Electrolytic

Electrokinetic

την

ηλεκτρική αγωγιμότητα. Στους ηλεκτρολύτες περιλαμ-

όταν εφαρμοστούν σε αυτά πολύ ισχυροί

μενα]

πολλών

για

φόρτιση η λ ε κ τ ρ ι κ ο ί

ρεύματος επάνω σε ειδικό ευαίσθητο χαρτί.

Ηλεκ.

Capacitor

[Ηλεκτρολυτικός

πυκνωτής 1

1 Ι υ κ ν ω τ ή ς τ ο υ ο π ο ί ο υ οι ο π λ ι σ μ ο ί ε ί ν α ι

συνή-

θως ελάσματα από αργίλιο με διηλεκτρικό υγρό

ηλε-

κτρολύτη ή με διηλεκτρικό χάρτη εμποτισμένο σε ηλε-

Ηλεκτρομαγν.

κτρολύτη, ρ : σχετικά μεγάλη χωρητικότητα, γ ύ ρ ω στα

Μ ε λ έ τ η τ ω ν φ α ι ν ο μ έ ν ω ν που σχετίζονται με την κίνη-

0 . 2 μ Ε / cm". Σ α ν ηλεκτρολύτης σ υ ν ή θ ω ς χρησιμοποιεί-

ση σώματος λόγω ηλεκτρικών φορτίων σε αντίθεση με

ται διάλ.υμα β ό ρ α κ α και β ο ρ ι κ ο ύ ο ξ έ ο ς ή τ ρ υ γ ι κ ο ύ κ α -

τ η ν η λ ε κ τ ρ ο σ τ α τ ι κ ή π ο υ μ ε λ ε τ ά φ α ι ν ό μ ε ν α σ χ ε τ ι κ ά με.

λ ί ο υ (ή τ ρ υ γ ι κ ο ύ ν α τ ρ ί ο υ ) .

Electrokinetics

[Ηλεκτροκινητική]

ακίνητα ηλεκτρικά φορτία, (βλέπε Electrostatics).

i

με λεπτό στρώμα

Επικάλυψη

μετρητής

στο οποίο έχει παρατεθεί κατάλληλη αντίσταση σ ε σει-

μετρο]

[ Ε π ι μ ε τ ά λ λ ω σ η ] Mr.ζ.

[ Η λ ε κ τ ρ ο φ ω τ α ύ γ ε ι α ] Ηλεκ. Τ ο διαφοράς E l e c t r o l u m i n e s c e n c e φαινόμενο παραγωγής φωτός από υλικό όταν αυτό ηλεκτροδυναμόμετρο

Ηλεκτροδυναμικός

Μηχ.

δυναμικού.

μετάλλου

Plating

διαδικασία της ε μ β ά π τ ι σ η ς και όχι με την βοήθεια ηλε-

E l e c t r o d y n a m i c V o t l m e t e r [ Η λ ε κ τ ρ ο δ υ ν α μ ι κ ό βολτόμετρο]

Electroless

Electrolytic

C e l l [ Η λ ε κ τ ρ ο λ υ τ ι κ ό Κ ε λ ί ] Φυσ.

Χημ.

Η-

-512-

E l e c t r o n i cDataProcessingSystem

λεκτροχημικό στοιχείο στο οποίο λ α μ β ά ν ο υ ν χ ώ ρ α χη-

απομάκρυνσης ή αφαίρεσης άλλων μετάλλων με

μικές αντιδράσεις, όταν παρέχεται ηλεκτρική ενέργεια.

βοήθεια

Electrolytic τής]

Condenser

(Ηλεκτρολυτικός

συμπυκνω-

Η λ ε κ τ ρ ο λ υ τ ι κ ό ς π υ κ ν ω τ ή ς . —»

Ηλεκ.

Electrolytic

Capacitor.

συσκευών

ή

συσκευών

υπερήχων. Electromagnet

[Ηλεκτρομαγνήτης]

Conductance

Φυσ.Χημ.

[Ηλεκτρολυτική

αγωγιμό-

ΤΙ κ α τ ά τ η δ ι ά ρ κ ε ι α μ ί α ς η λ ε κ τ ρ ο λ υ τ ι -

Όρ-

Ηλεκτρομαγν.

γ α ν ο αποτελούμενο από πυρήνα με κατάλληλο

Electrolytic τητα]

ηλεκτρομηχανικοί

την

διαμα-

γ ν η τ ι κ ό υ λ ι κ ό ( σ υ ν ή θ ω ς μ α λ α κ ό σ ί δ η ρ ο ή λα μ ίνες μαλακού

σιδήρου)

γύρω

από

το

οποίο

περιελίσσεται

κής διαδικασίας ροή φορτισμένων σωματιδίων υπό την

σ π ε ι ρ ο δ ε ι δ ώ ς α γ ώ γ ι μ ο υλακό. Ό τ α ν οι σ π ε ί ρ ε ς της πε-

επίδραση διαφοράς δυναμικού ή τάσης.

ριέλιξης διαρρέοντα από ρεύμα, ο πυρήνας

Electrolytic

Conductivity

στής αγωγιμότητας]

[Ηλεκτρολυτικός

συντελε-

ται ι σ χ υ ρ ά και το ό λ ο σ ύ σ τ η μ α δ ρ α σ α ν μ α γ ν ή τ η ς σ χ ε -

Συντελεστής

ηλεκτρι-

τικά μεγάλης έντασης.

Φυσ.Χημ.

κής α γ ω γ ι μ ό τ η τ α ς ο οποίος συνδέεται με την

κίνηση

ηλεκτρικών φορτίων μέσα σε ένα ηλεκτρολυτικό

διά-

λυμα. Corrosion

[Ηλεκτρολυτική

διάβρωση]

Χ η μ ι κ ή διάβρωση στοιχείου όταν τμήματά

Ηλεκ.

του

[Ηλεκτρομαγνητικός]

Electrolytic

Dissociation Αντιστρεπτή

Χημ.

[Ηλεκτρολυτική

Διάσταση]

αντίδραση διαχωρισμού

μιας

με

Electrolytic I n t e r r u p t e r [Ηλεκτρολυτικός παρεμποδι-

Ηλεκ.

τ ι σ μ ο ύ και τ ο υ η λ ε κ τ ρ ι σ μ ο ύ . Electromagnetic

Catliod R a y

Tube

[Ηλεκτρομαγνητικός

Σωλήνας Braun στον

Ηλεκ.

ηλεκτρόνια εκπεμπόμενα Οερμιονικά από την επιταχύνονται

με ψηλή τάση, εστιάζονται,

οποίο κάθοδο

διευθύνο-

ν τ α ι ω ς π ρ ο ς τ η ν α π ό κ λ ι σ η κ α τ ά τ ο υ ς ά ξ ο ν ε ς x και

έ ν ω σ η ς σ ε αντίθετα φορτισμένα ιόντα. Η λ ε κ τ ρ ο λ υ τ ι κ ή δ ι ά τ α ξ η με την ο π ο ί α επι-

με βοηθητικά ηλεκτρόδια ή π η ν ί α και πέφτουν σε

ειδική

φθορίζουσα

τυγχάνεται η δημιουργία διακοπτόμενου συνεχούς ηλε-

Electromagnetic

κτρικού ρεύματος.

Focusing).

Electrolytic Migration [ΗλεκτρολυτικήΌδευση] Χημ.

Ηλεκτμομαγν.

Χαρακτηρισμός αντικειμένου όταν αυτό σχετίζεται

καθοδικός σωλήνας]

εκτεθούν σε συνθήκες που ευνοούν ηλεκτρόλυση.

στής]

Electromagnetic

τ α φ α ι ν ό μ ε ν α τ η ς δ υ ϊ κ ή ς φ ύ σ η ς το>ν π ε δ ί ω ν τ ο υ μ α γ ν η -

Electrolytic

Φυσ.

μαγνητίζε-

Φυσ.

Α ν α φ έ ρ ε τ α ι σ τ η ν κ α τ ε υ θ υ ν ό μ ε ν η κ ί ν η σ η τ ω ν ιό-

Electromagnetic συμβατότητα]

ν

επάνω

επιφάνεια,

(βλέπε

Deflection,

Electromagnetic

Compatibility

[Ηλεκτρομαγνητική

Ηλχκ.

Σ υ μ β α τ ό τ η τ α το>ν ε ν δ ε ί ξ ε ω ν λ ε ι -

ντων σε ηλεκτρολυτικό διάλυμα, όταν εφαρμόζεται σε

τουργίας ηλεκτρομαγνητικών σ υ σ κ ε υ ώ ν με άλλες συ-

αυτό διαφορά δυναμικού.

σκευές ή με συστήματα

Electrolytic Φυσ.

Polarization

[Ηλεκτρολυτική

Πόλ.ωση]

Χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι τη μεταβολή τ ο υ

Χημ.

δυναμικού

ενός ηλεκτροδίου, όταν περνά ρεύμα μέσα από Κ α θ ώ ς αυξάνεται η ένταση του ρεύματος, η

αυτό.

πόλωση

μειώνει τη διαφορά δ υ ν α μ ι κ ο ύ μ ε τ α ξ ύ τ ω ν δύο

ηλε-

κτροδίων. Φυσ.

Χημ.

Potential

[Ηλεκτρολυτικό

Δυναμικό]

Σ ε ένα η λ ε κ τ ρ ο χ η μ ι κ ό στοιχείο, είναι η δια-

φορά δ υ ν α μ ι κ ο ύ μ ε τ α ξ ύ τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο δ ί ο υ και του ηλεκτρολύτη με τ ο ν ο π ο ί ο βρίσκεται σ ε επαφή. Electrolytic Χημ.

Αναφέρεται σε οποιαδήποτε διεργασία

ται σ ε

ηλεκτροχημικό

στοιχείο.

Φυσ.

επιτελεί-

Συνήθως,

πρόκειται

για διαχωρισμό ιόντων από διάλυμα ή επικάλυψη

με-

ταλλικών επιφανειών. Electrolytic

Ηλχκ.

Electromagnetic

Rectifier

Complex

μπλοκο / σύστημα]

Το

Η/χκ.

[Ηλεκτρομαγνητικό

σύ-

σ ύ ν ο λ ο όλ^ων τ ω ν

συ-

σκευών κατανάλθ)σης όπως αυτύ περιορίζεται από τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται. χ ο ς ] Η/χκ.

Control

[Ηλεκτρομαγνητικός

Έ λ ε γ χ ο ς οργάνου ή συσκευής με την

έλεγβοή-

θεια η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ώ ν και π η ν ί ω ν . Electromagnetic ξη / σύζευξη]

P r o c e s s | Ηλεκτρολυτική Διεργασία]

τα

πρώτα συστήματα μπορούν να λειτουργήσουν.

Electromagnetic

Electrolytic

μέσα ή κοντά στα οποία

Coupling

Η/χκτρομαγν.

[Ηλεκτρομαγνητική Επήρεια

ζεύ-

ηλεκτρομαγνητι-

κού συστήματος από άλλο ηλεκτρομαγνητικό σύστημα λόγω του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του δεύτερου. Electromagnetic

Crack

α ν ι χ ν ε υ τ ή ς ρ ω γ μ ώ ν ] Μετ.

Detector

[Ηλεκτρομαγνητικός

Ανιχνευτής ατελειών ή

ρωγ-

μών διαμαγνητικού υλικού βασισμένος στο φαινόμενο [Ηλεκτρολυτικός

ανορθωτής]

Δ ι ά τ α ξ η με την οποία επιτυγχάνεται

ανόρθωση

της

απλής

ή

αμοιβαίας

επαγωγής,

(β/έπε

Eddv

C u r r e n t Test).

ε ν α λ λ α σ σ ό μ ε ν ο υ ρ ε ύ μ α τ ο ς μ έ σ ω η λ ε κ τ ρ ο λ υ τ ι κ ώ ν δια- E l e c t r o m a g n e t i c Current [Ρεύμα ηλεκτρομαγνητιδικασιών. σ μ ο ύ ] Η/χκτρομαγν. Ρ ε ύ μ α τ ο ο π ο ί ο π α ρ ά γ ε ι η λ ε κ τ ρ ο Electrolytic

Rheostat

[Ηλεκτρολυτικός

ροοστάτης]

μαγνητικά φαινόμενα.

Ηλεκτρολυτικό σ ύ σ τ η μ α του οποίου η ηλεκτρι- E l e c t r o m a g n e t i c D a m p i n g [Ηλεκτρομαγνητική απόκή α ν τ ί σ τ α σ η αλλάζει ό τ α ν μεταβάλτ.ται η α π ό σ τ α σ η σ β ε σ η ] Ηλεκ. Α π ό σ β ε σ η κ ί ν η σ η ς , τ α λ ό ν τ ο ) σ η ς ή τ ρ ο μεταξύ τ ω ν ηλεκτροδίων, το βάθος βύθισης αυτών ή χοπέδη κ ι ν ο ύ μ ε ν ο υ αντικειμένου, που βασίζεται στις

Η/χκ.

και ο σ υ ν τ ε λ ε σ τ ή ς ηλεκτρικής α γ ω γ ι μ ό τ η τ α ς του δια-

δυνάμεις Laplace των ρευμάτο)ν E d d y μέσα σε

λύματος.

γούς ή αγώγιμα

Electrolytic σμός]

Separation

Φυσ.Χημ.

[Ηλεκτρολυτικός

διαχωρι-

Η λ ε κ τ ρ ο χ η μ ι κ ό ς δ ι α χ ω ρ ι σ μ ό ς τ ω ν ι-

σοτόπων ενός χημικού στοιχείου. Electrolytic Χημ.

Solution

με

Φυσ.

ανάμιξη

μετάλλου ή άλλης ιονιζόμενης ουσίας σε διαλύτη.

Η

δ ι α λ υ μ έ ν η ο υ σ ί α μ ε τ α τ ρ έ π ε τ α ι σ ε ι ό ν τ α , τα ο π ο ί α υ π ό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου, κινούνται προς αντίθετα φορτισμένα ηλεκτρόδια. Electromachining Μηχ.

Κατεργασία

μετάλλων,

Electromagnetic

κατεργασία]

συμπερλαμβανόμενης

και α π ο μ ά κ ρ υ ν σ η ς αερίων από τήγματα, συγκόλλησης.

Eddy

Deflection

Current

Ηλεκ.

[Ηλεκτρομαγνητική

ε-

Μ ε τ α β ο λ ή πορείας ή αλλα-

γ ή της δ ι ε ύ θ υ ν σ η ς κ ί ν η σ η ς κ ι ν ο ύ μ ε ν ο υ

φορτισμένου

σωματιδίου λόγω επίδρασης εξωτερικού μαγνητικού ή ηλεκτρικού πεδίου, (βλέπε E l e c t r o m a g n e t i c

Cathod

R a y Tube, Electromagnetic Focusing). Electromagnetic γεια]

[Ηλεκτρομηχανική

(βλέπε

Brake). κτροπή / απόκλιση]

[Ηλεκτρολυτικό Διάλυμα]

Ε ί ν α ι το διάλ,υμα π ο υ σ χ η μ α τ ί ζ ε τ α ι

αντικείμενα,

αγω-

Energy

Ηλεκτμομαγν.

[Ηλεκτρομαγνητική

Η ενέργεια π ο υ έχει

ενέρ-

οποιοδήποτε

υπάρχον ηλεκτρομαγνητικό πεδίο ή αντίστροφα οποιαδήποτε ενέργεια μπορεί να δημιουργήσει γνητικά πεδία.

ηλεκτρομα-

- 5 1 3 Electromagnetic περιβάλλον]

Environment

Επικοί ν. Μ ε

[Ηλεκτρομαγνητικό

τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται

το σ ύ ν ο λ ο τ ω ν η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ώ ν

κυμάτων

που υ-

πάρχουν σε μία δεδομένη περιοχή της ατμόσφαιρας. Electromagnetic

Field

[Ηλεκτρομαγνητικό

πεδίο]

Propulsion

ας ε π α γ ω γ ή ς . Γ ι α τ η ν α π ο φ υ γ ή του φ α ι ν ο μ έ ν ο υ χ ρ η σ ι μοποιούνται

διάφοροι

τύποι

φίλτρων,

(βλέπε

Electromagnetic Noise). Electromagnetic

Πεδίο στο χώρο σαν αποτέλεσμα ύπαρ-

Ηλεκτμομαγν.

Electromagnetic

Ηλεκ.

Lens

[Ηλεκτρομαγνητικός

φακός]

Α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο το οποίο έχει την ικανότητα ν α ε-

στιάσει δέσμη ηλεκτρονίων

με δημιουργία

κατάλλη-

ξης ηλεκτρικών φορτίων, μαγνητικού φορέα ή συνδυα-

λου ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου. Χρησιμοποιείται

σ μ ο ύ και των δύο.

σαν συστήματα

E l e c t r o m a g n e t i c F i e l d T e n s o r [Τανυστής ηλεκτρομαγνητικού

πεδίου]

Ο

Ηλεκτμομαγν.

αντισυμμετρικός,

εστίασης σε ηλεκτρονικά

πια. Electromagnetic

Loudspeaker

[Ηλεκτρομαγνητικό

δ ε ύ τ ε ρ η ς τ ά ξ η ς τ α ν υ σ τ ή ς L o r e n l z : F y = Ω^ - Ω^, μ ε Ω

μεγάφωνο]

τετραδιάστατο

κινείται με η λ ε κ τ ρ ο δ υ ν α μ ι κ ό τρόπο,

διάνυσμα

δυναμικού

ποιοδήποτε αδρανειακό σύστημα

ορισμένο

μ έ σ ω της: Ω

σε

ο-

= (A,

μικροσκό-

Μ ε γ ά φ ω ν ο του οποίου η μεμβράνη

Η/.εκτμ.

Electromagnetic

Microphone

[Ηλεκτρομαγνητικό

ϊφ), μ ε Α κ α ι φ δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ά κ α ι π ρ α γ μ α τ ι κ ά δ υ ν α μ ι -

μικρόφωνο]

κ ά π ο υ ι κ α ν ο π ο ι ο ύ ν τις: d i v Α + ( 1 / c ) %

γει ηλεκτρικά σ ή μ α τ α με η λ ε κ τ ρ ο δ υ ν α μ ι κ ό τρόπο.

2

V A - (1/c)

2

Ω = -4π/c

ί

t = 0, και

Α / Κ ν = -4π/ο j , (ή σ υ ν ο π τ ι κ ά τ η ν ρ

J , με

p

2

= f2/^

Xj2 +

x22 +

χ

2

3~

2

x.j ) κ α ι Ω ^ = -(4re/c)Jj. Elcctromagnetic γνητικών

Field

πεδίων]

Electromagnetic πτρο]

Mirror

Η/χκτρομαγν.

[Ηλεκτρομαγνητικό

Οποιαδήποτε

επιφάνεια

κάτο-

στην

Theory

[Θεωρία ηλεκτρομα-

ρη από το μ ή κ ο ς κ ύ μ α τ ο ς της η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή ς ακτι-

Η

νοβολίας που αυτή δέχεται.

θεωρία

του ηλε-

κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι σ μ ο ύ ό π ω ς α υ τ ή π ε ρ ι γ ρ ά φ ε τ α ι από τις εξισώσεις του Maxwell.

Electromagnetic

Μεταλλ.

Electromagnetic Flowmeter

[ Η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ό ς κα-

Ε ί ν α ι μία σ υ σ κ ε υ ή η οποία κα-

Mixing

[Ηλεκτρομαγνητική

μίξη]

Μ ί ξ η τήγματος μ ε τ ά λ λ ω ν με τη βοήθεια ηλε-

κτρομαγνητικού πεδίου, Electromagnetic

Moment

[Ηλεκτρομαγνητική

ροπή]

ταγράφει με ακρίβεια την τ α χ ύ τ η τ α της ροής ενός υ -

Ηλεκτρομαγν.

γρού, χωρίς να την επηρεάζει

πεδο των σπειρών πηνίου που βρίσκεται μέσα σε

στο ε λ ά χ ι σ τ ο , με την

χ ρ ή σ η η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ώ ν και μ ό ν ο ν πεδίων.

Ηλεκ.

καθοδικών

Εστίαση

δέσμης ηλεκτρονίων

Δ ι ά ν υ σ μ α με δ ι ε ύ θ υ ν σ η κάθετη σ τ ο επί-

γ ν η τ ι κ ό πεδίο και μέτρο: m = n

E l e c t r o m a g n e t i c F o c u s i n g [Ηλεκτρομαγνητική εστίαση]

ο-

ποία η διάμετρος της μεγαλύτερης οπής είναι μικρότε-

Ηλεκτμομαγν.

τ α γ ρ α φ έ α ς ρ ο ή ς ] Μηχ.

Μ ι κ ρ ό φ ω ν ο το οποίο παρά-

Ηλεκτμομαγν.

σε σωλήνα

ακτίνων με την βοήθεια εξωτερικού ηλε-

κτρομαγνητικού πεδίου που προέρχεται από ηλεκτρό-

S

μα-

I, ό π ο υ n ε ί ν α ι ο

αριθμός των σπειρών του πηνίου, S το εμβαδόν

των

σ π ε ι ρ ώ ν και I η έ ν τ α σ η του ρ ε ύ μ α τ ο ς που διαρρέει το πηνίο. Electromagnetic Momentum

[Ορμή ήλεκτρομαγνητι-

δια α π ό κ λ ι σ η ς ή π η ν ί α κ ο ν τ ά σ τ ο ν σ ω λ ή ν α . Η σ ω λ ή ν ε ς

κού κύματος]

braun σε τηλεοράσεις

και υπολ.ογιστές βασίζεται σε

μ α γ ν η τ ι κ ή ς α κ τ ι ν ο β ο λ ί α ς : E H / c~, ό π ο υ Π ε ί ν α ι τ ο μ έ -

τέτοια εστίαση, (βλέπε E l e c t r o m a g n e t i c C a t h o d R a y

τρο του διανύσματος του αντίστοιχου ηλεκτρικού πεδί-

Tube).

ο υ Ε , Η το μέτρο τ ο υ διανύσματος μαγνητικής έντασης

Electromagnetic νήτρια]

Generator

Ηλεκτρομαγν.

[Ηλεκτρομαγνητική γεν-

Σύστημα παραγωγής ηλεκτρικού

ρ ε ύ μ α τ ο ς . —* G e n e r a t o r . Electromagnetic γωγή]

π ο υ δ ί δ ε τ α ι α π ό τ η ν σ χ έ σ η Ε / Η = \ ' ( μ / ε , ) ) , μο κ α ι ε<) η μ α γ ν η τ ι κ ή και διηλεκτρική διαπερατότητα τ ο υ

[Ηλεκτρομαγνητική επα-

'Γο φ α ι ν ό μ ε ν ο ε μ φ ά ν ι σ η ς η λ ε κ τ ρ ι -

E l e c t r o m a g n e t i c N o i s e [Ηλεκτρομαγνητικός θόρυβος]

Ηλεκτμ.

Ανεπιθύμητη

παραγωγή

παρασίτων

κού πεδίου στο εσωτερικό α γ ω γ ο ύ όταν αυτός κινείται

σκευές τηλεπικοινωνιών σαν αποτέλεσμα

μέσα σε μαγνητικό πεδίο με τρόπο ώστε ο αγωγός να

ανεπιθύμητης

τ έ μ ν ε ι τις δ υ ν α μ ι κ έ ς γ ρ α μ μ έ ς τ ο υ π ε δ ί ο υ .

κτινοβολίας

Electromagnetic νεια]

Inertia

Ηλεκτρομαγν.

κενού

και c η ταχύτητα του φωτός.

Induction

Ηλεκτμομαγν.

Η ορμή κύματος ηλεκτρο-

Ηλεκτμομαγν.

[Ηλεκτρομαγνητική

αδρά-

II ασυμπτωτική συμπεριφορά της

ηλεκτρομαγνητικής παρεμβολής

σε

ήχο.

σε

συ-

μετατροπής

ακτινοβολίας (βλέπε

ή

α-

Electronic

Interference), Electromagnetic

Oscillograph

[Ηλεκτρομαγνητικός

συνάρτησης έντασης ρεύματος σε κύκλωμα λόγω πα-

παλμογράφος]

ρ α γ ύ ν τ ω ν αδράνειας όπως ανάπτυξη ηλεκτρικού ρεύ-

ο δείκτης εκτελεί π α λ ι ν δ ρ ο μ ι κ έ ς κ ι ν ή σ ε ι ς με την βοή-

ματος αντιθέτου φοράς από α υ τ ε π α γ ω γ ή , αμοιβαία ε-

θεια ηλεκτρομαγνητικού

παγωγή αν το κ ύ κ λ ω μ α βρίσκεται πλησίον ηλεκτρομα-

κτροδυναμικό

γνητικού πεδίου ή ηλεκτρομαγνητικής υστέρησης.

Instruments).

Electromagnetic όργανα]

Ηλεκ.

Instruments

[Ηλεκτρομαγνητικά

Ο ρ γ α ν α τ ω ν ο π ο ί ω ν τουλάχιστον μία

λειτουργία βασίζεται στο φ α ι ν ό μ ε ν ο της ε π α γ ω γ ή ς . Electromagnetic

I n t e r a c t i o n [ Η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή αλ-

λ η / ε π ί δ ρ α σ η ] Φυσ.

Θεμελκοδης αλληλεπίδραση μετα-

Ηλεκτμομαγ.

πεδίου ή ελέγχεται

τρόπο,

Electromagnetic Pick Up μα pick-up]

Ακουστ.

Παλμογράφος στον

(βλέπε

με

[ΙΙλεκτρομαγνητικό σύστη-

Σε σύστημα αναπαραγωγής ήχου,

το τμήμα υπεύθυνο για την μετατροπή των

χαραγών

δίσκου σε ηλεκτρικά σήματα, Electromagnetic

P o l e P i e c e ( s ) [Πόλ.ος (-οι) η λ ε κ τ ρ ο -

μαγνήτη]

δημιουργούν

ε ν τ ά σ ε ω ν της τάξης μεγαλύτερων από 50.000

πεδίο.

Η

αλληλεπί-

η/ε-

Electrodynamic

ξ ύ σ ω μ α τ ι δ ί ω ν τα οποία φ έ ρ ο υ ν ηλεκτρικό φορτίο και ηλεκτρομαγνητικό

οποίο

Ηλεκ.

Π ό λ ο ς (-οι) ισχυρού

ηλεκτρομαγνήτη Gauss,

δ ρ ά σ η α υ τ ή είναι υ π ε ύ θ υ ν η για τις δ υ ν ά μ ε ι ς οι οποίες

Γ ι α ν α ε π ι τ ε υ χ θ ο ύ ν τ έ τ ο ι ε ς ε ν τ ά σ ε ι ς οι πόλ.οι τ ο υ η λ ε -

συγκρατούν τα ηλεκτρόνια

κτρομαγνήτη έχουν πολύ μικρές διαστάσεις,

σε τροχιά γύρω

από τον

π υ ρ ή ν α , κ α θ ώ ς ε π ί σ η ς κ α ι γ ι α τις δ υ ν ά μ ε ι ς οι ο π ο ί ε ς εμπλέκονται στις χημικές αντιδράσεις. Electromagnetic παρεμβολή]

Ηλεκ.

Interference

[Ηλεκτρομαγνητική

Ανεπιθύμητη παραγωγή παρασίτων

σε σ υ σ κ ε υ έ ς που η λειτουργία τους εξαρτάται από επαγωγικά εξαρτήματα, σαν αποτέλεσμα απλής ή αμοιβαί-

Electromagnetic τητα]

Ηλεκτμομαγ.

Property

[Ηλεκτρομαγνητική

ιδιό-

Χαρακτηριστική συμπεριφορά

δια-

μαγνητικού υλικού ή αντικειμένου όταν αυτύ βρίσκε ται μ έ σ α σε η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ό πεδίο, Electromagnetic θηση]

Αεμοναυτ.

Propulsion

[Ηλεκτρομαγνητική

Χαρακτηρισμός

θεωρητικών

ώ-

μοντέ-

-514-

E l e c t r o n i cDataProcessingSystem

λ ω ν προώθησης στα οποία μελετάται η δημιουργία ώ-

οποίες χρησιμοποιούν ηλεκτρομαγνητικά κύματα

σ η ς με ε π ι τ ά χ υ ν σ η υ π ο π ρ ο ϊ ό ν τ ω ν και π λ ά σ μ α τ ο ς από

οι οποίες ε ξ ε ρ ε υ ν ο ύ ν το υ π έ δ α φ ο ς ειδικά για

αντιδραστήρες πυρηνικής διάσπασης. Πιθανό μοντέλο

λεύματα.

ώθησης για πυραύλους διαπλανητικών ταξιδιών. Electromagnetic Η

Ηλεκτρομαγν. προέρχεται

Pulse

Electromagnetic

[Ηλεκτρομαγνητικός παλμός]

ηλεκτρομαγνητική

από την θερμόσφαιρα

ακτινοβολία

που

μίας π υ ρ η ν ι κ ή ς έ-

κ ρ η ξ η ς και είναι υ π ε ύ θ υ ν η για τ η ν θ α ν α τ η φ ό ρ ο επίδράση της ακτινοβολίας αυτής σε ζώντες οργανισμούς κατά την έκρηξη. Electromagnetic

επιδεκτικότητα]

Susceptibility

και

μεταλ-

[Ηλεκτρομαγνητική

Μ έ τ ρ ο της πιθανής αλ-

Ηλεκτρομαγν.

λοιωμένης συμπεριφοράς συσκευής λόγω

εξωτερικών

η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ώ ν π ε δ ί ω ν ι δ ι α ί τ ε ρ α ό τ α ν τα δ ε ύ τ ε ρ α προκαλούν παράσιτα ή παρεμβολές, Electromagnetic

Switch

[Ηλεκτρομαγνητικός διακό-

πτης] Διακόπτης που ανοίγει ή κλείνει κύκλωμα με την Radiation

νοβολία]

Ηλεκτρομαγν.

λ από 10*

Ι4

[ Η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή ακτι-

Ακτινοβολία με μήκος κύματος

Γηέως 1 0 m.

ήλεκτρομαγνητών.

R e c o n n a i s s a n c e αναγνώριση]

σύστημα μονάδων] Η

Ηλεκτρον.

προ-

—•

Electromagnetic

Units

[Ηλεκτρομαγνητικό

Relay. Electromagnetic System

E l e c t r o m a g n e t i c [Ηλεκτρομαγνητική

βοήθεια

Of

Σύστημα

Ηλεκτρομαγν.

αποτε/ού-

μ ε ν ο α π ό ύ λ ε ς ε κ ε ί ν ε ς τις μ ο ν ά δ ε ς οι ο π ο ί ε ς

προκύ-

σπάθεια για εντοπισμό και α ν α γ ν ώ ρ ι σ η σ η μ ε ί ω ν του

πτουν αφού οριστεί αρχικά η ηλεκτρομαγνητική μονά-

χ ώ ρ ο υ από τα ο π ο ί α εκπέμπεται εχθρική η λ ε κ τ ρ ο μ α -

δα

γνητική ακτινοβολία.

C o u l o m b για τον μαγνητισμό, ω ς η π ο σ ό τ η τ α μαγνητι-

Electromagnetic πτης]

Relay

Η/χκτρομαγν.

[Ηλεκτρομαγνητικός

μαγνητισμού,

βάσει

του

νόμου

του

διακό-

σ μ ο ύ η οποία βρισκόμενη σ ε α π ό σ τ α σ η 1 c m από ίση

Διακόπτης ο οποίος εκμεταλλεύε-

ποσότητα μαγνητισμού σιο κενό, ασκεί σε αυτήν δύνα-

ται μ α γ ν η τ ι κ ά πεδία δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ μ ε ν α από πηνία για να ανοίξει κύκλωμα

ποσότητας

ή

κυκλώματα.

Οι ηλεκτρονικές

α-

μη ίση με μία δύνη. (dyne). Electromagnetic

Theory

[Θεωρία

σ φ ά λ ε ε ς σ ε πίνακες ε γ κ α τ α σ τ ά σ ε ω ν λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ ν βά-

σμού]

σει αυτής της αρχής.

σ μ ο ύ ό π ω ς α υ τ ή π ε ρ ι γ ρ ά φ ε τ α ι α π ό τις ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς

Electromagnetic δ α σ η ] Φνα.

S c a t t e r i n g [Ηλεκτρομαγνητική σκέ-

Φαινόμενο

κατά το οποίο η η λ ε κ τ ρ ο μ α -

Ηλεκτρομαγν.

Η θεωρία

του

ηλεκτρομαγνητιήλεκτρομαγνητιτου

Maxwell, Electromagnetic Theory

Of Light

[Ηλεκτρομαγνητική

γνητική ακτινοβολία εκτρέπεται από μόρια, άτομα και

θεωρία του φωτός]

ηλεκτρόνια καθώς διέρχεται μέσα από την ύλη.

την οποία το φως είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία

Electromagnetic

Separation

διαχωρισμός]

Πυμην.

στοιχείου με

πλευρική

κτρομαγνητικά

[Ηλεκτρομαγνητικός

Διαχωρισμός

Φυα.

εστίαση

πεδία,

ισοτόπων

και κατάλληλα

(βλέπε

χωριστής] εται

Η/χκτρομαγν.

κατάλληλη

π ο υ ι κ α ν ο π ο ι ε ί τις ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς τ ο υ M a x w e l l : c u r l E = (1/c)

C

B/Ct, curlB = (1/c)

( 4 π ] + 1iE/'1jt), d i v E =

Electromagnetic

πεδία αντίστοιχα, j την πυκνότητα ρεύματος, ρ την πυ-

[ Η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ό ς δια-

ηλεκτρομαγνητικών

πεδίων

για να διαχωρίσει δ έ σ μ η σ ω μ α τ ι δ ί ω ν ανάλογα με την

κ ν ό τ η τ α φ ο ρ τ ί ο υ , τ ο ν χ ώ ρ ο σ τ ο ν ο π ο ί ο τα

παραπάνω

ισχύουν να

ηλεκτρικά

είναι

κενός με

μόνη

ύπαρξη

φορτία και c την G a u s s - ι α ν ή μ ο ν ά δ α της ταχύτητας τ ο υ φωτύς(3

10lucm/scc).

Electromagnetic

Units

[Ηλεκτρομαγνητικές μονάδες]

ζητούμενη εφαρμογή, όπως σε φασματογράφους μάζας

Η/χκτμομαγν.

A s i o n , T h o m s o n , φ α σ μ α τ ο γ ρ ά φ ο υ ς σ ω μ α τ ι δ ί ω ν β, ιο-

δ ω ν . —> E l e c t r o m a g n e t i c S y s t e m o f U n i t s ,

ν τ ι κ ο ύ ς δ ι α χ ω ρ ι σ τ έ ς κ.α. (βλέπε E d g e F o c u s i n g ) . Electromagnetic ράκιση]

Shielding

Το ηλεκτρομαγνητικό σύστημα

Electromagnetic

[Ηλεκτρομαγνητική

1. Δ ι α δ ι κ α σ ί α

Η/χκτρομαγν.

4πρ

και d i v B = 0, με Ε και Β τα η λ ε κ τ ρ ι κ ά και μ α γ ν η τ ι κ ά

Ό ρ γ α ν ο το ο π ο ί ο ε κ μ ε τ α λ λ ε ύ -

διάταξη

Η θ ε ω ρ ί α σ ύ μ φ ω ν α με.

ηλε-

Separator). Electromagnetic Separator

Ηλεκτρομαγν.

θω-

κατά την οποία

ΙΟχκτρομαγν.

Wave

Μία

μονά-

[Ηλεκτρομαγνητικό

α π ό τις δ ύ ο δ υ ν α τ έ ς

κύμα]

παραμορφώ-

σεις του χωροχρονικού συνεχούς οφειλόμενη σε

ηλε·

επιτυγχάνεται απομόνωση ηλεκτρομαγνητικού πεδίου

κτρικές και μαγνητικές διανυσματικές συνιστώσες,

από ά λ λ ο η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ό πεδίο με την χ ρ ή σ η κα-

και Β , κάθετες μ ε τ α ξ ύ τους και με τ α χ ύ τ η τ α διάδοσης,

τάλληλ^ης σ υ σ κ ε υ ή ς ,

την ταχύτητα του φωτός.

συνήθως

μεσω

πηνίου

ή

μεσω

παραλλαγής συσκευής που βασίζεται στον κλωβό του

E l e c t r o m a g n e t i c W a v e F i l t e r [Φίλτρο ηλεκτρομαγνη-

Faraday. 2. Δ ι α δ ι κ α σ ί α α π ο κ ο π ή ς α ν ε π ι θ ύ μ η τ ο υ ράδιο-

τικού

μαγνητικού,

επιτρέπει την δίοδο ηλεκτρομαγνητικής

ραδιοηλεκτρικού

ή

ηλεκτρομαγνητικού

κύματος]

Ηλεκτρομαγν.

Αντικείμενο

το

μίας ή περισσότερων σ υ χ ν ο τ ή τ ω ν και αποκόβει

Διαδικασία αποκοπής ιονίζουσας ακτινοβολίας, (βλέπε

κτρομαγνητική

Electric Shielding).

μητης

Spectrum

κής ακτινοβολίας]

[Φάσμα ηλεκτρομαγνητιΤ ο πλήρες εύρος των

Η/χκτρομαγν.

γ ν ω σ τ ώ ν ακτινοβο/αών με μήκος κύματος λ από ,4

10"

5

m έως

1 0 m . Α ν ά λ ο γ α με το μ ή κ ο ς κ ύ μ α τ ο ς ή την

ακτινοβολία

οποίο

ακτινοβολίας

(που προκαλεί ραδιοηλεκτρικό θόρυβο) " θ ο ρ ύ β ο υ " . 3.

Electromagnetic

Ε

ή ακτινοβολίες

ηλε-

ανεπιθύ-

συχνότητας. Α ν ά λ ο γ α με την περιοχή στην οποί-

α χρησιμοποιείται μπορεί να πάρει διαφορετικές

μορ-

φές. Elcctromagnctism

[Ηλεκτρομαγνητισμός]

Φνα.

1.

Ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ό ς τομέας α σ χ ο λ ο ύ μ ε ν ο ς με τα φ α ι ν ό μ ε ν α

ενέργεια του φ ω τ ο ν ί ο υ και α ν ά λ ο γ α με διάφορες εφαρ-

και τ η ν

μογές

cV:

φ α ι ν ο μ έ ν ω ν π ο υ σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ά και μ α γ ν η -

10Π.

τικά πεδία. 2. Μ α γ ν η τ ι σ μ ό ς όπως α υ τ ό ; συνδέεται

με

-

το αντίστοιχο ηλεκτρικό πεδίο που τον προκαλεί.

3.

χωρίζεται

σε

τμήματα,

Κ ο σ μ ι κ έ ς ακτίνες: > 2 Ακτίνες Χ: Ορατό:

3 -

ΙΟ 6 -

103.

1.65.

με

ενέργεια

ΙΟ 9 . Α κ τ ί ν ε ς γ ά μ α : Υ π ε ρ ι ώ δ ε ι ς ' ακτίνες:

Υ π έ ρ υ θ ρ ε ς ακτίνες:

Μικροκύματα: 2.5

10"-

1.2

1.55 -

σε

10ν 10 2.5

3. 3

10" .

6

10" . Ρ α δ ι ο κ ύ μ α τ α : 1 . 2

10"

1 . 2 1 0 ' 1 " . Κ ύ μ α τ α πολ.ύ χ α μ η λ ή ς σ υ χ ν ό τ η τ α ς : ΙΟ' 1 2 και κάτω.

μαθηματική

μοντελοποίηση

των

Ύ π α ρ ξ η ηλεκτρομαγνητικού πεδίου στον χώρο. Elcctromanometer

| Ηλεκτρονικό

πιεσόμετρο]

Μηχ.

Είναι μία σ υ σ κ ε υ ή για τ η ν μ έ τ ρ η σ η και την κ α τ α γ ρ α φ ή της πίεσης τ ω ν υ γ ρ ώ ν και των αερίων σ ω μ ά τ ω ν , η ο-

Electromagnctic σκύπηση]

αντίστοιχη

Surveying

Γεωφνσ.

[ Η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή επι-

Διάφορες γεαχρυσικές μέθοδοι

οι

ποία κάνει χ ρ ή σ η του ηλεκτρικού ρεύματος, Electromechanical

[Ηλεκτρομηχανικός]

Μηχ.

Όργανο

- 5 1 5 ή σ υ σ κ ε υ ή του ο π ο ί ο υ έ μ μ ε σ η ή ά μ ε σ η λειτουργία βασίζεται στην μετατροπή ηλεκτρικής ενέργειας σε μηχανική, συνήθως μ έ σ ω μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σ ε μ α γ ν η τ ι κ ή με την βοήθεια της ε π α γ ω γ ή ς . Electromechanical χίονας]

Bracket

Εξάρτημα

Ηλεκτρ.

καταγράφει συνήθως

[Ηλεκτρόμετρο]

Τύπος

Μηχ.

βολτόμε-

τρου με μεγάλη αντίσταση. Electromotance

[Ηλεκτρεγερτική

δύναμη]

Ηλί:κ. δύναμης.

—> E l e c t r o m o t i v e F o r c e , E l e c t r o m o t i v e F o r c e [Ηλεκτρεγερτική δύναμη (ΗΕΔ)]

σε χαρτί ή άλλο ευαίσθητο μέσο καταγραφής πληρο-

Φυσ.Χημ.

φορία ή χρονικό φ ά σ μ α πληροφορίας μεταφράζοντας

πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού των

ηλεκτρονικό σ ή μ α σ ε τετμημένη και τεταγμένη, (βλέπε

π ό λ ω ν της π η γ ή ς ό τ α ν α υ τ ή δε διαρρέεται από ηλεκτρι-

Electrodvnamic

κό ρεύμα.

instrument,

Electromagnetic

Oscillograph). π έ δ η ] Μηχ.

Brake

[Ηλεκτρομηχανική τροχο-

Σύστημα τροχοπέδης βασισμένο σε δυνά-

μεις L a p l a c e μ ε τ α ξ ύ τ ω ν π η ν ί ω ν ρότορα και μ α γ ν ή τ η . Electromechanical κλωμα] στώσα

Ηλεκ.

Circuit

[Ηλεκτρομηχανικό

Χαρακτηρισμός

μίας

ηλεκτρικής

[Ηλεκτρεγερτική δύναμη]

της

διαφοράς

δυναμικού

που

πτύσσεται στους ακροδέκτες οποιασδήποτε

ανα-

συσκευής

ή αντικειμένου που παράγει ηλεκτρική ενέργεια με έμ-

Κ ύ κ λ ω μ α που περιέχει μηχανική συνι-

κτρολυτικούς συσσωρευτές, γεννήτριες ή δυναμό,

τροφοδοτείται

ή ελέγχεται από ηλε-

Electromotive Χημ.

Electromechanical

Counter

[Ηλεκτρομηχανικός με-

Σ υ σ κ ε υ ή η οποία μετράει την ποσότητα

πληροφορίας με διάκριτα δεδομένα με κατάλληλη με-

δύο

Ηλεκ.

μεσο ή άμεσο τρόπο, όπως ηλεκτρικά στοιχεία,

κτρική συνιστώσα.

Ηλεκ.

Force

μέγεθος

κύ-

η οποία

τρητής]

Χαρακτηριστικό

Electromotive

Electromechanical

Scries

Ονομάζεται

[Ηλεκτρεγερτική

Σειρά 1

και σειρά η λ ε κ τ ρ ε γ ε ρ τ ι κ ο ύ

ηλεΦυσ.

δυναμι-

κ ο ύ ή η λ ε κ τ ρ ο χ η μ ι κ ή σ ε ι ρ ά . —> E l e c t r o c h e m i c a l

Ρο-

tential Series Electromyograph

[ Η λ ε κ τ ρ ο μ υ ο γ ρ ά φ ο ς ] Μηχ.

Συσκευ-

τατροπή κίνησης διαμαγνητικού υλικού μέσα σε πηνίο

ή καταγραφής φάσματος απόκρισης μυός σε ηλεκτρικό

σε ηλεκτρικό σήμα.

ερέθισμα.

Electromechanical

D i a l e r [ Η λ ε κ τ ρ ο μ η χ α ν ι κ ό tableau]

Πληκτρολόγιο

ή τ η ν μ ι κ ρ ό τ ε ρ η φ υ σ ι κ ή μ ο ν ά δ α φ ο ρ τ ί ο υ ( κ α τ ά απύλ.υ-

τ η λ ε φ ω ν ι κ ά tableau με ρ ό τ ω ρ α ή ψηφία.

τη τ ι μ ή ) π ο υ α π α ν τ ά τ α ι σ τ η ν φ ύ σ η . Τ ο φ ο ρ τ ί ο τ ο υ εί-

Plotter

πωτής/ σχεδιαστής]

μετατρέπει

Υ π ο α τ ο μ ι κ ό σωματίδιο με

κ ί ν η σ η σ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ά σ ή μ α τ α , ό π ω ς τα π α λ α ι ο ύ τ ύ π ο υ

πωτής

οποίο

[ Η λ ε κ τ ρ ό ν ι ο ] Φυσ.

την ελάχιστη μετρήσιμη ποσότητα ηλεκτρικού φορτίου

Elcctromechanical

το

Electron

μηχανική

Ηλεκ.

[Ηλεκτρομηχανικός εκτυ-

Επιστ. Υπολ.

υπολογιστών,

σχετικά

Εξειδικευμένος εκτυ-

μεγάλων

διαστάσεων,

ναι

ΙΟ" 1 9 C o u l o m b

-1.6022

9 . 1 0 8 3 ΙΟ'

25

και

έχει

μάζα

(ηρεμίας)

gr. Σ τ ο ά τ ο μ ο τ ο υ υ δ ρ ο γ ό ν ο υ π ε ρ ι σ τ ρ έ φ ε ΙΟ" 8

ται σ τ η θ ε μ ε λ ι ώ δ η τροχιά σ ε α π ό σ τ α σ η 0 . 5 2 8 5

ε κ τ ύ π ω σ η ς α ρ χ ι τ ε κ τ ο ν ι κ ώ ν σ χ ε δ ί ω ν και σ χ ε δ ί ω ν πολι-

c m από τον π υ ρ ή ν α , με spin 1/2. Τ ο δ υ ϊ κ ό τ ο υ σ ω μ α τ ί -

τικών μ η χ α ν ι κ ώ ν σ ε μ ε γ ά λ η κ λ ί μ α κ α ή σ ε μ ε γ ά λ η με-

διο ονομάζεται ποζιτρόνιο.

γέθυνση, με ηλεκτρομηχανικό βραχίονα ο οποίος εκτυ-

Electron

Accelerator

μην.

αριστερά

κτρόνια αποκτούν μεγάλη κινητική ενέργεια.

προς τα

δεξιά,

(βλέπε

Electromechanical

Electromechanical ταγραφέας]

Ηλεκ.

R e c o r d e r [Ηλεκτρομηχανικός καΣύστημα καταγραφής πληροφορίας

ή φάσματος πληροφορίας π ά ν ω σε χαρτί με ήλεκτρομηχανικό

βραχίονα,

(βλέπε

Electromechanical

Bracket).

Ηλεκ.

Recording

[Ηλεκτρομηχανική

Καταγραφή πληροφορίας ή φάσμα-

τος πληροφορίας π ά ν ω σε χαρτί με η λ ε κ τ ρ ο μ η χ α ν ι κ ό βραχίονα, (βλέπε E l e c t r o m e c h a n i c a l Bracket). Electromcchanical πτης]

Φυσ.

με τ η ν βοήθεια

της οποίας

ηλε-

Τέτοιοι

επιταχυντές είναι συνήθως γραμμικοί ή κυκλικοί

και

προσδίδουν σε ηλεκτρόνια

την

κινητική ενέργεια

με

βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, Electron

A f f i n i t y [Ηλεκτροσυγγένεια]

Ατομ.Φυσ.

Χα-

ρακτηριστική σταθερά των ατόμων που ορίζεται ως η ενέργεια που εκλύεται όταν ένα ουδέτερο άτομο προσ-

Electromechanical καταγραφή]

Συσκευή

[Επιταχυντής ηλεκτρονίων] Πν-

π ώ ν ε ι το σ χ έ δ ι ο σ α ρ ώ ν ο ν τ α ς τ ο χαρτί ε κ τ ύ π ω σ η ς από Bracket).

Ηλεκτρομαγν.

Relay

[Πλεκτρομηχανικός διακό-

Σ υ σ κ ε υ ή διακοπής ηλεκτρικού κυ-

κ λ ώ μ α τ ο ς β α σ ι σ μ έ ν η σ τ η ν δ η μ ι ο υ ρ γ ί α μ α γ ν η τ ι κ ο ύ πε-

λάβει ένα η λ ε κ τ ρ ό ν ι ο και μ ε τ α τ ρ α π ε ί σ ε α ρ ν η τ ι κ ό ιόν. Εκφράζεται σε cv. Electron

Attachment

[Προσκόλληση

ηλεκτρονίου]

Α τ ο μ ι κ ό φ α ι ν ό μ ε ν ο κατά το ο π ο ί ο ένα ηλε-

Ατομ.Φυσ.

κτρόνιο ε ν σ ω μ α τ ώ ν ε τ α ι σ ε ά τ ο μ ο ή μ ό ρ ι ο με αποτέλεσ μ α τη δ η μ ι ο υ ρ γ ί α ιόντος. Electron

Beam

[Δέσμη ηλεκτρονίων]

Σύνολο

Ηλεκ.

δ ί ο υ ε ξ ' ε π α γ ω γ ή ς το ο π ο ί ο έλκει έ λ α σ μ α το ο π ο ί ο ελ-

η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν με ταχύτητες τέτοιες π ο υ οι

κόμενο ανοίγει κύκλωμα.

των διανυσμάτων ταχύτητας των περισσότερων να συ-

Electromechanical μετατροπέας]

Transducer

Ηλεκτρ.

[Ηλεκτρομηχανικός

Διάταξη η οποία μετατρέπει η-

λεκτρικά σ ή μ α τ α σ ε μ η χ α ν ι κ ά και το αντίστροφο. Electromechanics

[Ηλεκτρομηχανική]

Ηλεκτμομαγν.

διευθύνσεις

μ π ί π τ ο υ ν και τα μ έ τ ρ α τ ω ν δ ι α ν υ σ μ ά τ ω ν τ α χ ύ τ η τ α ς να είναι περίπου ίσα. (βλέπε E l e c t r o n Emission), Electron

Beam

κτρονίων]

Μηχ.

Analysis

[Ανάλυση

με δέσμη

ηλε-

Προσδιορισμός ιδιοτήτων υλικού, συ-

Τομέας του ηλεκτρισμού που ασχολείται με την μετα-

ν ή θ ω ς μέσω παρατήρησης των εκπεμπόμενων από αυ-

τ ρ ο π ή της η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς σ ε μ η χ α ν ι κ ή ή τον έ-

τό α κ τ ί ν ω ν Χ ή της δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ μ ε ν η ς περίθλ.ασης η λ ε -

λεγχο της ηλεκτρικής ενέργειας σ υ ν ή θ ω ς με την βοή-

κτρονίων, με βομβαρδισμό του με δέσμη

θεια της μ α γ ν η τ ι κ ή ς ενέργειας που σχετίζεται μ ε ένα

μεγάλης

αντίστοιχο ηλεκτρικό πεδίο που την δημιουργεί.

Diffraction).

Electrometallurgy

[Ηλεκτρομεταλλουργία]

Μεταλλ.

κινητικής

Electron Beam

ενέργειας,

(βλέπε

ηλεκτρονίων Electron

C u t t i n g [Εκτομή με δέσμη ηλεκτρονί-

Β α σ ι κ ό ς τομέας της μεταλλουργίας ο οποίος, με κύριο

ων]

εργαλείο το η λ ε κ τ ρ ι κ ό ρ ε ύ μ α , έχει σ α ν σ τ ό χ ο τ η ν εξα-

λης κινητικής ενέργειας για την επίτευξη ψ η λ ώ ν

γ ω γ ή τ ω ν δ ι α φ ό ρ ω ν μ ε τ ά λ λ ω ν α π ό τα μ ε τ α λ λ ε ύ μ α τ α

μοκρασιών απαραίτητων για την τήξη ή κοπή

(πετρώματα)

λ.ου.

τους

καθώς επίσης

και τον

καθαρισμό

τ ω ν μ ε τ α λ λ ι κ ώ ν ε ν ώ σ ε ω ν α π ό τις διάφορες προσμίξεις.

>

Electrometer

Drilling

Ε ν α λ λ α κ τ ι κ ή ο ν ο μ α σ ί α της η λ ε κ τ ρ ε γ ε ρ τ ι κ ή ς

[Ηλεκτρομηχανικός βραπου

Electron-Beam

Μεταλ.

Χρησιμοποίηση δέσμης ηλεκτρονίων μεγά-

Electron-Beam

θερ-

μετάλ-

D r i l l i n g [Διάτρηση δέσμης ηλεκτρονί-

-516-

Electronic Data Processing System ων]

Ονομασία

Ηλεκτρον.

μεθόδου η οποία

χρησιμο-

ποιεί, σε σ υ ν θ ή κ ε ς κενού, μία καλό ε σ τ ι α σ μ έ ν η

δέσμη

19

Coulomb.

Electron

Cloud'

[Νέφος

ηλεκτρονίων]

Ηλεκτρον.

η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν και η οποία έχει σ α ν σ τ ό χ ο τη δ η μ ι ο υ ρ γ ί α

Ηλεκτρόνια

μικρών ο π ώ ν σε μία ποικιλία από υλικά.

θερμιονική ε κ π ο μ π ή , ό π ω ς σε η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή λυχνία κε-

Electron

B e a m F u s i o n [Σύντηξη με δέσμη ηλεκτρονί-

πέριξ θερμαινόμενης καθόδου

ν ο ύ , σ ω λ ή ν α C o o l i d g e , κλπ.

κατά

την

(βλέπε Electronic Tube).

2 [ Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό ν έ φ ο ς ] Κβαντ. Η κ α τ α Χρησιμοποίηση δέσμης ηλεκτρονίων Electron C l o u d νομή του ηλεκτρονικού φορτίου ατόμου γ ύ ρ ω από τον πολύ μεγάλης κινητικής ενέργειας, της τάξης μεγαλύπυρήνα σ ύ μ φ ω ν α με τα νεώτερα μοντέλο κυματομηχατερης των 1 0 M e V για την επίτευξη των ψ η λ ώ ν θερνικής και την επίλυση της κυματικής ε ξ ί σ ω σ η ς του μοκρασιών απαραίτητων για την έναρξη τεχνητής πυ-

ων]

Πυρην. Φυσ.

Schrodinger για συγκεκριμένο άτομο στοιχείου, (βλέπε

ρηνικής σύντηξης. Electron

Beam

ηλεκτρονίων]

Ion

Source

[Ιοντική πηγή με δέσμη

Σωλήνας ιοντικών ακτίνων ή άλλη

Ηλεκ.

συσκευή στην οποία χρησιμοποιείται δέσμη

ηλεκτρο-

Electron

Distribution).

Electron

Conduction

1.

Αγωγιμότητα

Φυσ.

[Ηλεκτρονική οφελόμενη

στη

αγωγιμότητα] συσσώρευση

νίων πολύ ψηλής κινητικής ενέργειας για ν α ιονιστούν

η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ σ τ ο ένα ά κ ρ ο και ιόντο)ν ή θ ε τ ι κ ώ ν ο π ώ ν

τα π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ά του π ο υ σ υ ν ή θ ω ς είναι ά τ ο μ α

στο άλλο ά κ ρ ο α γ ώ γ ι μ ο υ υλικού. 2. Η λ ε κ τ ρ ι κ ή ή και

αερίου

θερμική αγωγιμότητα που παρουσιάζεται σε ένα φυσι-

σε χαμηλή πίεση. Electron-Beam

Machining

δέσμης ηλεκτρονίων]

(ΕΒΜ)

Μεταλ)..

[Μηχανουργία

Δ ι α δ ι κ α σ ί α , η ο π ο ί α ε-

κτελείται σ ε σ υ ν θ ή κ ε ς κενού, με την οποία

εκτελού-

νται μηχανουργικές εργασίες κάνοντας χρήση

εστια-

σμένης δέσμης ηλεκτρονίων. Electron-Beam ποιείται

στη

Τεχνολ.

μέτρηση

[Μαγνητόμετρο

Διάταξη η οποία

μαγνητικών

δέ-

χρησιμο-

πεδίων

κάνοντας

χρήση των ιδιοτήτων δέσμης ηλεκτρονίων. Χρησιμοποίηση δέσμης ηλεκτρονίων μεγάλης

κινητικής ενέργειας για την

επίτευξη

ψηλών

θερμο-

κρασιών απαραίτητων για την τήξη μετάλλου. Electron-Beam

Pumping

Electron

Configuration

[Ηλεκτρονική

διαμόρφωση]

Π κατανομή των ηλεκτρονίων ενός ατόμου

Ατομ.Φυσ.

τροχιακά και σε συμφοννία με την απαγορευτική αρχή του Pauli. Electron

Density

[Πυκνωτής ηλεκτρονίων]

Ο

Κβαντ.

λ ό γ ο ς pc = n / V ό π ο υ n ε ί ν α ι ο α ρ ι θ μ ό ς η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν

E l e c t r o n B e a m M e l t i n g [Τήξη με δέσμη ηλεκτρονίων]

Μεταλλ.

ων.

σε σειρά α ύ ξ ο υ σ α ς ενέργειας, με β ά σ η τα υ π ά ρ χ ο ν τ α

Magnetometer

σμης ηλεκτρονίων]

κό σ ύ σ τ η μ α και που οφείλεται σ τ η ν κ ί ν η σ η η/εκτρονι-

και V

είναι ο όγκος. Ε ν α λ λ α κ τ ι κ ή ο ν ο μ α σ ί α της

πυ-

κνότητας ηλεκτρικού φορτίου. Electron

Device

[Συσκευή

ηλεκτρονίων]

1.

Ηλεκτρ.

Σ υ σ κ ε υ ή της οποίας τουλάχιστον μία λειτουργία εξαρ-

[Αντληση δέσμης ηλεκτρο-

τάται από την μετακίνηση ηλεκτρονίων ή θετικών

ο-

Φ α ι ν ό μ ε ν ο κατά το ο π ο ί ο η ά ν τ λ η σ η

π ώ ν μ έ σ α στο κενό ή σ ε κρυσταλλικό πλέγμα. 2. Συ-

ή α ν τ ι σ τ ρ ο φ ή π λ η θ υ σ μ ο ύ ενός laser η μ ι α γ ω γ ο ύ επιτυγ-

σ κ ε υ ή η ο π ο ί α περιέχει transistors ή η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ έ ς λ υ -

χάνεται μέσω μίας δέσμης ηλεκτρονίων.

χνίες. 3. Σ υ σ κ ε υ ή π ο υ π ε ρ ε χ ε ί ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν α

νίων]

Ηλεκτρον.

Electron

Beam

λεκτρονίων]

Recorder

Ηλεκ.

[Καταγραφέας με δ έ σ μ η η-

Συσκευή στην οποία χρησιμοποιεί-

ται η α ν τ ι σ τ ο ι χ ί α έ ν τ α σ η ς δ έ σ μ η ς η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν και φωτεινής έ ν τ α σ η ς γ ι α να κ α τ α γ ρ α φ ε ί π λ η ρ ο φ ο ρ ί α ή φάσμα πληροφορίας. Electron

Ηλεκ.

Beam

4.

Καταχρηστικός

χαρακτηρισμός

ηλεκτρικών

σ υ σ κ ε υ ώ ν στις οποίες οι εντάσεις του ρ ε ύ μ α τ ο ς είναι σχετικά μικρές. (Της τάξης των m A και κάτω). Electron

Diffraction

[Περίθλαση ηλεκτρονίων]

Φαινόμενο στο οποίο συμβαίνει επιλεκτική

Tube

[Σωλήνας δέσμης ηλεκτρονίων]

Α ε ρ ό κ ε ν ο ς σ ω λ ή ν α ς στον οποίο ηλεκτρόνια κα-

τευθύνονται και εστιάζονται σε δέσμη με την βοήθεια ηλεκτρομαγνητικοί

ματα.

πεδίων. Οι συνηθισμένες

τηλεοράσεων και υ π ο λ ο γ ι σ τ ώ ν είναι τέτοιοι

οθόνες

σωλήνες,

κυκλώ-

Φυσ.

ανάκλαση

ηλεκτρονίων σε κρυσταλλικό πλέγμα υλικού, η

οποία

πληροί τη σ υ ν θ ή κ η α ν ά κ λ α σ η ς του B r a g g ε ά ν το

κι-

νούμενο ηλεκτρόνιο θεωρηθεί σαν υλικό κύμα. Electron Diffraction Analysis σ η η λ ε κ τ ρ ο ν κ ο ν ] Φυσ.

[ Α ν ά λ υ σ η με περίθλα-

Ανάλυση σύστασης ή ιδιοτήτων

όπως και οποιοσδήποτε σωλήνας Braun, σε παλμογρά-

υλικού με την βοήθεια του φαινόμενου της περίθλασης

φους ή οθόνες σε ραδιοεντοπιστές και υπολογιστές.

ηλεκτρονίου σε κρυσταλλικό πλέγμα του στοιχείου.

Electron

Beam

κτρονίων]

Welding

Μεταλλ.

1

[ Κ ό λ λ η σ η με δέσμη

ηλε- E l e c t r o n

Χρησιμοποίηση δέσμης ηλεκτρονί-

ων μεγάλης κινητικής ενέργειας για την επίτευξη

ψη-

Diffraction C a m e r a

περίθλοσης ηλεκτρονίων]

[Φο>τογραφική μ η χ α ν ή

Οπτικ.

Φωτογραφική

μηχα-

ν ή , σ κ ο τ ε ι ν ό ς θ ά λ α μ ο ς μ ε film ή ά λ λ η κ α τ ά λ λ η λ η φ ω -

λ ώ ν θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ι ώ ν απαραίτητων για την κ ό λ λ η σ η με-

τογραφική διάταξη στην οποία αποτυπώνεται η

τάλλων.

κλώμενη δέσμη ηλεκτρονίων αφού αυτά έχουν υποστεί

Electron

Beam

κτρονίων]

Welding2

Μεταλ)..

[Συγκόλληση δέσμης ηλε-

Η χρήση δέσμης ηλεκτρονίων

σε

π ο λ ύ χ α μ η λ έ ς π ι έ σ ε ι ς γ ι α τ η ν σ υ γ κ ό λ λ η σ η υλικοον. Electron

Camera

[Ηλεκτρονική

κάμερα]

Μηχ.

υπό

εξέταση. Discharge

[Εκκένωση ηλεκτρονίων]

Ηλεκ.

Διέλευση ηλεκτρικών φορτίων από αέριο σχετικά χαμηλής πίεσης.

σκευή μετατροπής εικόνας σε ηλεκτρικό ρεύμα. Electron C a p t u r e [Σύλληψη ηλεκτρονίου]

π ε ρ ί θ λ α σ η πάνο) σ ε κ ρ υ σ τ α λ λ ι κ ό π λ έ γ μ α υλ.ικού Electron

Συ-

ανα-

Πυρην.Φυσ.

Electron Discharge Machining

[Επεξεργασία με ηλε-

Φ α ι ν ό μ ε ν ο κατά το οποίο ένας π υ ρ ή ν α ς απορροφά α-

κτρονική εκκένωση]

τομικό ηλεκτρόνιο

με την βοήθεια ηλεκτρονικής (ηλεκτρικής) εκκένωσης.

που προέρχεται

α π ό τις

στιβάδες

ληψη). Η σύλληψη ηλεκτρονίου δημιουργεί κενό στο

α π ό το μέταλλο, το μέταλλο π ο υ περιέχει τ η ν ανεπιθύ-

φλοιό π ο υ καλόπτεται από ένα από τα ηλεκτρόνια των

μητη στρώση χρησιμοποιείται συνήθως σαν άνοδος.

στικής ακτινοβολίας Χ. Electron

Charge

[Φορτίο

Discharge

κ τ ρ ο ν ί ω ν ] Η/εκ. ηλεκτρονίου]

Α ρ ν η τ ι κ ό φορίίο ίσο κ α τ ' α π ό λ υ τ η τιμή με 1 . 6 0 2 2

Φυσ. 10'

στρώσης

μετάλλου

Αν

Electron

αφαίρεση

Επεξεργασία

γ ύ ρ ω από αυτόν, συνήθως από την στιβάδα Κ ( Κ σύλ-

ανωτέρων φλοιών με ταυτόχρονη εκπομπή χαρακτηρι-

επιζητείται

Μεταλλ..

Tube

αγώγιμου

υλικού

[Σωλήνας εκκένωσης ηλε-

Σωλήνας περιέχων αέρια σε

χαμηλή

πίεση και ηλεκτρόδια έτσι ώ σ τ ε να επιτρέπει τ η ν διέλευση ηλεκτρικών φορτίων.

-517Electron

Electron

Orbit

ηλε-

ρεται και μεταπιπτει απο την ενεργειακή ζ ώ ν η

αγωγι-

Κβαντ.

Α ν ψ(χ) είναι

μότητας στην ενεργειακή ζώνη σθένους όπου

επανε-

Schrodinger για

συγκεκριμένο

ν ώ ν ε τ α ι με π ρ ο ϋ π ά ρ χ ο υ σ α οπή.

Distribution

[Συνάρτηση

κ τ ρ ο ν ί ω ν /' η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ φ ο ρ τ ί ο υ ] η λ ύ σ η της ε ξ ί σ ω σ η ς

άτομο, η συνάρτηση Ρ(χ) =

ψ(χ)]

κατανομής

2

η οποία και

δίνει

την π ι θ α ν ό τ η τ α ν α βρεθεί η λ ε κ τ ρ ό ν ι ο σ τ η ν θ έ σ η χ. Electron

Distribution

Curve

ηλεκτρονίων / ηλεκτρικού είναι

[Καμπύλη

φορτίου]

κυματοσυνάρτηση

Αν

λύση

της

ψ(χ)

εξίσωσης

Schrodinger για συγκεκριμένο άτομο, η γραφική παράσ τ α σ η τ η ς ψ ( χ ) ή τ η ς |ψ(χ)| 2 σ υ ν α ρ τ ή σ ε ι τ ο υ χ . Electron

D o n o r [Δότης ηλεκτρονίων]

Ονο-

Φυσ.Χημ.

ενός

ομοιοπολικού δεσμού παρέχει στο δεσμό ζεύγος ηλεκτρονίων. Τ ο είδος α υ τ ό του δ ε σ μ ο ύ καλείται και ημιπολικός δεσμός.

σμα

[Εκπομπή

ηλεκτρονίων

θερμιονικής

ηλεκτρονίων]

από σώμα

ή φα>τοηλεκτρικής

σαν

διάταξη

εστίαση

ηλεκτρονίων.

Συνήθης

και

καθοδικών

σωλήνες

φακός]

σε

ή

ηλεκτρονικά ακτίνων.

Η/χκ.

αποτέλε-

εκπομπής,

ηλεκτρονίων]

ιονι-

Πυμην. Φυσ.

Κατάλληλη

Electron

Emitter). Emitter

[Πηγή

ηλεκτρονίων]

Ιίλεκ.

ΙΙλεκτρόδιο κατάλληλα κατασκευασμένο έτσι ώστε να

διάταξη

Electron

Magnetic

Moment

Ατομ.Φυσ.

μαγνητικές

ροπές:

μία

λόγω

τροχιακής

[ Μ ά ζ α η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ ] Φυσ.

ν ι ο σ ε η ρ ε μ ί α η μ ά ζ α nio

=

Electron

9 . 1 0 8 3 ΙΟ' 2 * g r . Γ ι α κ ι ν ο ύ -

Metallography

δ ο υ σ ε μία ε κ κ έ ν ω σ η ) και σ υ ν ή θ ω ς φέρει

του

κρυσταλλικού

Electron Energy νίου]

[Ηλεκτρονική

L e v e l [Ενεργειακό επίπεδο ηλεκτρο-

στις οποίες κινείται ηλεκτρόνιο ή ηλεκτρόνια σε γκεκριμένο άτομο στοιχείου σύμφωνα

με το

συ-

μοντέλο

τ ο υ B o h r ή οι α κ τ ί ν ε ς r σ τ ι ς ο π ο ί ε ς η κ α τ α ν ο μ ή φορτίου q(r) γ ύ ρ ω α π ό τ ο ν π υ ρ ή ν α έχει σ χ ε τ ι κ ό

του μέγι-

στο σ ύ μ φ ω ν α με τα ν ε ώ τ ε ρ α μ ο ν τ έ λ α της κ β α ν τ ο μ η χ α -

πλέγματος

των

Electron

Micrograph

Ηλεκ. Μηχ.

(Ηλεκτρονική

Electron

Micrography

[Ηλεκτρονική

Φωτογραφική

Ηλεκ. Μηχ.

αποτύπωση

=

hv. (βλέπε E i n s t e i n - B o h r E q u a t i o n ) .

Electron

Φυσ.

Electron

Spectroscopy ενέργειας

(EELS)

ηλεκτρονίων]

Πειραματική διαδικασία η οποία χρησιμοποιεί το

ενεργειακό

φάσμα

των

σκεδαζομένων

ηλεκτρονίων

μονοχρωματικής δέσμης που διαπερνά

κάποιο

υλικό

Microprobe

[Ηλεκτρονιακός

χρησιμοποιείται

Microscope

Ηλεκ. Μηχ.

Συσκευή η οποία δημιουργεί

μαγνητικούς

"φακούς".

Συνήθως

ονομασία του ηλεκτρικού ρεύματος. Η πραγματική φο-

μικροερευνηστοιχείο

του

μικροσκόπιο] αναπαραστά-

δημιουργεί

δέσμη

η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν τα οποία επιταχύνονται με ψ η λ έ ς τάσεις και μετά τ η ν σ κ έ δ α σ ή τ ο υ ς π ά ν ω σ ε δ ε ί γ μ α σταση

Εναλλακτική

πολέ)

σ ε ι ς π ο λ ύ ψηλ.ής α ν ά λ υ σ η ς χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ώ ν τ α ς η λ ε κ τ ρ ο -

ων και στερεών. [ Ρ ο ή η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν ] Η/χκ.

δεδομένο

[Ηλεκτρονικό

λουν φθορίζον διάφραγμα

Flow

εικόνας

Συσκευή διάταξης ακτίνων Χ στην οποία ως

και η οποία είναι χρήσιμη σ τ η ν μελέτη ατόμων, μορίElectron

μικρογραφία]

μικρού αντικειμένου σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.

ο π ο ί ο υ τα χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ά ερευνώνται.

εξίσωση: Ε

μικρογραφία]

μένου σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.

τόνιο σύμφωνα με την φωτοηλεκτρική

απώλειας

την

Φωτογραφία εικόνας πολύ μικρού αντικει-

αντικάθοδος

[Φασματοσκοπία

με

βοήθεια ισχυρών μεγεθυντικών ηλεκτρονικών συσκευ-

κό επίπεδο σε άλλο εκπέμπουν ή απορροφούν ένα φω-

Loss

μεταλλογρα-

μετάλλων

τ ή ς ] Φυσ.

Energy

(βλέπε

Επιστημονικός τομέας μελέτης της δομής

νικής. Ό τ α ν ηλεκτρόνια μεταπηδούν από ένα ενεργεια-

Electron

-

ώ ν και ηλεκτρονικής περίθλασης.

Μ ί α α π ό τις ε π ι τ ρ ε π ό μ ε ν ε ς τροχιές π ά ν ω

Κβαντ.

περι-

Για ηλεκτρό-

2

Μεταλλ.

Gun),

δύο

μ ε ν ο η λ ε κ τ ρ ό ν ι ο μ ε τ α χ ύ τ η τ α ν , η μ ά ζ α m = mo / V ( 1

φία]

του βαρίου, (βλέπε E l e c t r o n

να

κινείται στα όρια ενός ατόμου τότε παρουσιάζει

ή ά μ ε σ α (π.χ. μ έ σ ω τ η ς ψ η λ ή ς θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς τ η ς κ α θ ό και

ενός

ηλεκτρονίου. Ε ά ν το ηλεκτρόνιο είναι δεσμευμένο

Electron).

από οξείδια σπανίων γαιών, σ υ ν ή θ ω ς του θορίου

μα-

γνητική ροπή η οποία σχετίζεται με την κίνηση

ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής συσκευής.

επίστρα)ση

ηλε-

Η έκφραση αναφέρεται στη

(v/c) ), ό π ο υ c είναι η τ α χ ύ τ η τ α τ ο υ φωτύς.

ή θερμαίνεται έ μ μ ε σ α ( μ έ σ ω ξ ε χ ω ρ ι σ τ ο ύ κυκλ,ώματος)

με-

[Μαγνητική ροπή

π α ρ ά γ ε ι τα α π α ι τ ο ύ μ ε ν α η λ ε κ τ ρ ό ν ι α γ ι α τ η ν λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α Προθερμαίνεται

ηλε-

γάλης) κινητικής ενέργειας σε ηλεκτρόνια.

Electron Mass

Electron

Electron

κτρομαγνητικών πεδίων για πρόσόωση (συνήθως

στροφής και μία λόγω ιδιοπεριστροφής.

(βλέπε

μικροσκόπια

Microscope).

τικού

έντασης,

που

δέσμης

(βλέπε

ειδών

ψηλής

πεδίων

αποεστίαση

σμού ή άλλης μεθόδου όπως εφαρμογή ηλεκτρομαγνηπεδίου

Ηλεκτμον.

ηλεκτρομαγνητικών

επιλεκτική

κτρονίου]

Emission

Αποδέσμευση

επιτρέπει

[Ηλεκτρονικός

E l e c t r o n L i n e a r A c c e l e r a t o r [Γραμμικός επιταχυντής

μασία του ατόμου το οποίο κατά τη δημιουργία

Electron

Lens

Κατάλληλη

κατανομής

Κβαντ.

Electron

της

εικόνας

που δημιουργεί του

προσβάαναπαρά-

δείγματος,

(βλέπε

Electromagnetic Lens, Electron Lens). Electron

Mirror

[Κάτοπτρο ηλεκτρονίων]

Ηλεκτμον.

ρά του ρεύματος γίνεται κατά την διεύθυνση της ροής

Ηλεκτρόδιο με κατάλληλο σ χ ή μ α και ισχυρό αρνητικό

των ηλεκτρονίων, ενώ η συμβατική φορά είναι αντίθε-

φορτίο.

τη με την φορά των ηλεκτρονίων. Electron

Gas

[Αέριο

ηλεκτρονίων]

Electron Φυσ.

Θεωρητικό

σιαστής]

Multiplier

Ηλεκτμον.

[Φωτοηλεκτρονικός

πολλαπλα-

Αερόκενος σωλήνας που αποτελεί-

μ ο ν τ έ λ ο που α φ ο ρ ά τα ηλεκτρόνια α γ ω γ ι μ ό τ η τ α ς ενός

ται από μία κ ά θ ο δ ο και από π ο λ λ ά β ο η θ η τ ι κ ά (θετικά)

μ ε τ ά λ λ ο υ κ α τ ά τ ο ο π ο ί ο τα η λ ε κ τ ρ ό ν ι α π ρ ο σ ε γ γ ί ζ ο ν τ α ι

ηλεκτρόδια

σαν να είναι άτομα ή μόρια ενός ιδανικού αερίου.

χρησιμοποιούμενος για την ενίσχυση ασθενών

Electron

Gun

[ Ε κ π ο μ π ό ς η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν ] Η/χκ.

Πηγή

ηλεκτρονίων η οποία είναι εφοδιασμένη με επιπρόσθετες διατάξεις π ο υ μ π ο ρ ο ύ ν επιπλέον να ε σ τ ι ά σ ο υ ν ή να μεταβάλλουν

κατά

τον

απαιτούμενο

τρόπο

τα

ηλε-

κτρόνια που εκπέμπονται από αυτήν. Electron-Hole νίου-οπής]

Φαινόμενο

προοδευτικά

αυξανόμενο

των

ημιαγώγι-

μ ω ν υλικα')ν κ α τ ά τ ο ο π ο ί ο έ ν α η λ ε κ τ ρ ό ν ι ο

αποδιεγεί-

δυναμικό, ρευμά-

των, α σ θ ε ν ο ύ ς φ ω τ ό ς κλπ. Γ ν ω σ τ ό ς και σ α ν φ ω τ ο π ο λ λαπλ.ασιαστής ή ηλεκτρονικός πολλαπλασιαστής. Electron

Optics

[Ηλεκτρονική

Τομέας του ηλεκτρομαγνητισμού σχολούμενος με την δημιουργία

R e c o m b i n a t i o n [Επανένωση ηλεκτρο-

Φυσ.Στερ.Κατ.

με

οπτική]

Ηλεκτμον.

και της οπτικής εικονικών

α-

αναπαρα-

στάσεων με την βοήθεια κατάλληλων διατάξεων

ηλε-

κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ώ ν φακών, (β/έπε Electron Microscope). Electron Orbit

[Ηλεκτρονική τροχιά / τροχιά ήλεκτρο-

Electronic Data Processing System ν ί ο υ ] Φυσ.

-518-

Σ τ ο κ λ α σ σ ι κ ό μ ο ν τ έ λ ο θείόρησης του ατό-

Electron

Spectrum

[Φάσμα

ηλεκτρονίων]

Η

Φασμ.

μου, η τροχιά π ά ν ω στην οποία κινείται ένα ή περισσό-

καταγραφή ηλεκτρονίων που εκπέμπονται

τερα ηλεκτρόνια, (βλέπε E l e c t r o n Shell).

αφού αυτά καταγραφούν σε κατάλληλο ηλεκτρομαγνη-

Electron

P a i r [Ζεύγος ηλεκτρονίων]

1. Ζ ε ύ -

Φυσ.Χημ.

γος ηλεκτρονίων που καταλαμβάνει συγκεκριμένο τ ο μ ι κ ό τ ρ ο χ ι α κ ό , ό π ο υ τα η λ ε κ τ ρ ό ν ι α ε ί ν α ι μ έ ν α μ ε α ν τ ι π α ρ ά λ λ η λ α σ π ι ν . 2. Ζ ε ύ γ ο ς το οποίο δημιουργεί

ομοιοπολικό

α-

διατεταγ-

ηλεκτρονίων

δεσμό. Στην

περί-

π τ ω σ η α υ τ ή τα η λ ε κ τ ρ ό ν ι α κ α τ α λ α μ β ά ν ο υ ν το μ ο ρ ι α κ ό τροχιακό π ο υ έχει προέλθει

από την επικάλυψη

των

ατομικών τροχιακών. Electron

κ τ ρ ο ν ί ω ν ] Φυσ. λεται

στην

[Παραμαγνητισμός

ηλε-

Μ α γ ν η τ ι κ ό φ α ι ν ό μ ε ν ο το ο π ο ί ο

οφεί-

ύπαρξη

ηλεκτρονικής

μαγνητικής

ροπής

στα άτομα ή μόρια κάποιας ουσίας, της οποίας το διά-

υλικό

τ ι κ ό σ υ λ λ έ κ τ η ό τ α ν τ ο υ λ ι κ ό β ο μ β α ρ δ ι σ τ ε ί \χε α κ τ ί ν ε ς Χ. Electron

Spin

[Σπιν ηλεκτρονίου]

Στροφορμή

Κβαντ.

του ηλεκτρονίου ε ξ ιδίας περιστροφής. Έ χ ε ι μέτρο: s = S

1ι/(2π), ό π ο υ S ε ί ν α ι ο κ β α ν τ ι κ ό ς α ρ ι θ μ ό ς τ ο υ spin

με τιμή 1/2. Electron

Synchrotron

Ατομ. Φυσ.

Paramagnetism

από

[Σύγχροτρον

ηλεκτρονίων]

Επιταχυντής ηλεκτρονίων στο οποίο η με-

τ α β ο λ ή της μάζας τ ω ν η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν αντισταθμίζεται με μεταβολή της έντασης του μαγνητικού πεδίου.

Γνω-

στός και ως κ ό σ μ ο τ ρ ο ν . Electron

Telescopc

[Ηλεκτρονικό τηλεσκόπιο]

Ηλεκ.

ν υ σ μ α τείνει ν α προσανατολιστεί παράλληλα με εξωτε-

Ο ρ γ α ν ο παρατήρησης ο υ ρ ά ν ι ω ν σ ω μ ά τ ω ν με την βοή-

ρικό μαγνητικό πεδίο.

θεια

ηλεκτρονικών

διατάξεων

του

ηλεκτρονικού

μικροσκοπίου,

Electron

Positron

τρονίου]

Ζεύγος

Φυσ.

όπως αυτά

Pair

[Ζεύγος ηλεκτρονίου / ποζιηλεκτρονίου

παράγονται

σε

και

ποζιτρονίου

διάφορες πυρηνικές

αντι-

δράσεις. ^ε

Ray

ηλεκτρονιακό

Microanalysis

ερευνητή

μέσω

[Μικροανάλυση

ακτίνων

XI

Φυσ.

με

(βλέπε

αυτών

Electron

Miscroscopc). Electron

Temperature Η

Φυσ.Πλασμ.

Electron Probe Χ

παρόμοιων

κτρονίων

[Θερμοκρασία

θερμοκρασία

ενός

ηλεκτρονίων]

συστήματος

πλάσματος που υπολογίζεται

ηλε-

με βάση

την

κινητική θεωρία των αερίων.

Α ν ά λ υ σ η χαρακτηριστικών στοιχείου με την ανίχνευ-

Electron

ση παραγόμενων ακτίνων Χ όταν δείγμα βομβαρδιστεί

Αλλαγή

με

από απορρόφηση ή εκπομπή φωτονίου ενέργειας Ε

ηλεκτρόνια

ψηλής

κινητικής

ενέργειας,

(βλέπε

Electron B e a m Analysis). Electron

Radiography

Πυμην Φυσ.

Transition

[Μετάβαση ηλεκτρονίου]

της ενεργειακής

hv. ( β λ έ π ε E i n s t e i n - B o h r

[Ηλεκτρονιακή

ραδιογραφία]

Φωτογραφική αναπαράσταση του εσωτε-

Electron

Tube

στάθμης

ηλεκτρονίου

μετά =

Equation).

[Ηλεκτρονική

Αερόκενος υάλινος

Κβαντ.

σωλήνας

λυχνία] με

1.

Ηλεκτρον.

θερμιονική

κάθοδο

ρικού δείγματος αντικειμένου με κατάλληλο βομβαρδι-

χρησιμοποιούμενος

σμό μεταλλικής πλάκας με ηλεκτρόνια ψηλής

σ τ ή και σ α ν λ υ χ ν ί α κ ε ν ο ύ . 2. Σ ω λ ή ν α ς κ α θ ο δ ι κ ώ ν α-

κινητι-

κ ή ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς π ο υ π α ρ ά γ ο υ ν α κ τ ί ν ε ς Χ οι ο π ο ί ε ς α π ο τυπώνονται σε φωτογραφική πλάκα. Electron

Ονομασί-

α για την κ λ α σ σ ι κ ή θ ε ω ρ η τ ι κ ή τιμή της ακτίνας

του

λυχνίες]

Επιτραπέζιος ενισχυτής

Η/εκτρον.

αναπαραγωγής ήχου

στον οποίο

η κύρια

συσκευής λειτουργία

σ τ η ρ ί ζ ε τ α ι σ ε λυχνίες κ ε ν ο ύ και όχι σ ε transistors.

με2,82'l0"'"m.

Electron

T u n n e l i n g [Φαινόμενο σήραγγας ηλεκτρονί-

Αλλαγή πορείας ηλεκτρονίου ή δέσμης ηλεκτρο-

ω ν ] Φυσ.

Έ ν α καθαρά κβαντομηχανικό φαινόμενο (δεν

Refraction

[Ηλεκτρονική διάθλαση]

ν ί ω ν με κατάλληλη διάταξη ηλεκτρομαγνητικών

πεδί-

Electron

Ηλεκτρ.

Rest

Mass

ηρεμίας

ηλεκτρονίου]

Η μάζα τ ο υ ηλεκτρονίου όταν αυτό δεν κινεί-

τ α ι . —• E l e c t r o n Electron

[Μάζα

διαδικασία

[Ηλεκτρονική σάρωση]

δημιουργίας με

την

Ηλεκτμυν.

εικόνας πεπερασμένου

ψους και πλότους από εστιασμένη δέσμη μικρού πάχους

να έχουν την απαραίτητη ενέργεια. E l e c t r o n V o l t [ Η λ ε κ τ ρ ο ν ι ο - β ύ λ τ ] Φυσ. 1.60219

Mass.

Scanning

υπάρχει κ λ ο σ σ ι κ ύ α ν ά λ ο γ ο ) κατά το ο π ο ί ο η λ ε κ τ ρ ό ν ι α μ π ο ρ ο ύ ν και δ ι α π ε ρ ν ο ύ ν ένα φ ρ ά γ μ α δ υ ν α μ ι κ ο ύ χωρίς

ων όπως σε σωλήνες καθοδικών ακτίνων.

Η

κτίνων. 3. Σ ω λ ή ν α ς α κ τ ί ν ω ν Χ .

Πυμην

Electron Φυσ.

Γνω-

E l e c t r o n T u b e A m p l i f i e r [Ενισχυτής με ηλεκτρονικές

R a d i u s [ Α κ τ ί ν α η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ ] Φυσ.

ηλεκτρονίου που ισούται περίπου

σε ηλεκτρονικές συσκευές.

βοήθεια

ύ-

ηλεκτρονίων

κατάλληλης

κάθετης

και οριζόντιας σ ά ρ ω σ η ς δ έ σ μ η ς η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν σε

σω-

Electron νο]

10*



Ε ν έ ρ γ ε ι α ίση με

Joules.

Voltaic

Ηλεκτρον.

E f f e c t [Ηλεκτροβολταϊκό

Φ α ι ν ό μ ε ν ο κατά το οποίο

φαινόμε-

προκαλείται

δευτερογενής εκπομπή ηλεκτρονίων όταν π ά ν ω σε φωτοκάθοδο φωτοστοιχείου προσπέφτουν ηλεκτρόνια. Electron

Wave

[Υλικό κύμα ηλεκτρονίου]

Κβαντ.

Το

λήνα Braun, τηλεόραση ή άλλης οθόνης όπως σε ηλε-

υ λ ι κ ό κ ύ μ α κατά de B r o g l i e με το οποίο το η λ ε κ τ ρ ό ν ι ο

κτρονικούς υπολογιστές.

είναι ισοδύναμο.

Electron

Shell

[Ηλεκτρονικός φλοιός]

Ατομ. Φυσ.

Κ α τ ά τ η ν κ λ α σ σ ι κ ή θ ε ώ ρ η σ η της μ ο ρ φ ή ς του

1.

ατόμου

Electron

Wave

κτρονίων]

Φυσ.

Function

[Κυματοσυνάρτηση

Μ α θ η μ α τ ι κ ή π ε ρ ι γ ρ α φ ή της

ηλε-

κβαντο-

περιφέρεται

μηχανικής κατάστασης ηλεκτρονίου ή ηλεκτρονίων, η

ένα η περισσότερα ηλεκτρόνια. Οι φλοιοί ονομάζονται

οποία είναι μια σ υ ν ά ρ τ η σ η τ ω ν θ έ σ ε ω ν τ ω ν ηλεκτρονί-

από μ έ σ α προς τα έξω: Κ , L, M , . . . Q κλπ. 2. Κ α τ ά τ η ν

ω ν και της οποίας το τ ε τ ρ ά γ ω ν ο δίνει την

κβαντομηχανική

πιθανότητας να βρεθούν ηλεκτρόνια σε

φλοιός πάνω στον οποίο επιτρέπεται να

θεώρηση,

αν

ψ(χ)

είναι

κυματοσυ-

ν ά ρ τ η σ η λ.ύση της ε ξ ί σ ω σ η ς S c h r o d i n g e r γ ι α

συγκε-

κ ρ ι μ έ ν ο άτομο, τα σ η μ ε ί α του χ ώ ρ ο υ x στα οποία σ υ ν ά ρ τ η σ η |ψ(χ)| Electron α]

μεγιστοποιείται.

Spectroscopy

Φασμ.

η

[Ηλεκτρονική

Τ ο μ έ α ς έρευνας της πυρηνικής φυσικής

σχολούμενος με ιδιότητες υλικού όπως αυτές πτουν μετά από βομβαρδισμό

α-

προκύ-

του από ηλεκτρόνια

ή

συγκεκριμένα

σημεία του χώρου. Electron κτρονίου]

φασματοσκοπί-

πυκνότητα

Wavelength

Κβαντ.

[Μήκος υλικού κύματος

ηλε-

Τ ο μ ή κ ο ς κ ύ μ α τ ο ς π ο υ σχετίζεται με

υλικό κ ύ μ α η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ κατά de Broglie: λ = h /(mv), ό π ο υ h είναι η σ τ α θ ε ρ ά τ ο υ planck, και m. ν η

μάζα

και η ταχύτητα του η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ αντίστοιχα. Electronegative

[ΙΙλεκτροαρνητικός]

Η/εκ.

Ο

έχων

ιόντα και μετέπειτα α ν ά λ υ σ η των ε κ π ε μ π ό μ ε ν ω ν ακτί-

την τ ά σ η ν α φέρει π λ ε ό ν α σ μ α η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν ή ν α λαμ-

νων Χ ή των ηλεκτρονίων Compton.

βάνει αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο.

- 5 1 9 Electronegative κοί

Φνσ.

Χημ.

Potential

[Ηλεκτραρνητικό

Ορίζεται το δυναμικό ενός

Δυναμι-

ημιστίχιου

που έχει α ρ ν η τ ι κ ή τιμή, σ υ γ κ ρ ι ν ό μ ε ν ο με το π ρ ό τ υ π ο ηλεκτρόδιο υδρογόνου. Electronegativity

Electronic

γιστή ο οποίος μετατρέπει την πληροφορία σε ψηφιακά δεδομένα. Electronic

Charge

[Ηλεκτρονικό

φορτίο]

φ ο ρ τ ί ο τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ . —• E l e c t r o n

[ Η λ ε κ τ ρ α ρ ν η τ ι κ ό τ η τ α ] Χημ.

Ορίζε-

Data...

Charge.

E l e c t r o n i c C h a r t R e a d e r [Ηλεκτρονικός αναγνώστης

ται η τ ά σ η π ο υ έ χ ο υ ν τα ά τ ο μ α τ ω ν σ τ ο ι χ ε ί ω ν σ ε έ ν α

γραφήματος]

μόριο να έλκουν το ηλεκτρονιακό νέφος.

πρόγραμμα που μετατρέπει αναλογική γραφική

Electroneutrality τερότητας]

Principle

[Αρχή ηλεκτρικής

Φυσική

Φυσ.Χημ.

αρχή σύμφωνα

ουδεμε

ο π ο ί α οι σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ σ ε ι ς ό λ ω ν τ ω ν ε ι δ ώ ν τ ω ν

την

ιόντων

Το

Φυσ.

Ηλεκτρονική

Επιστ. Υπολ.

συσκευή

ή

παρά-

σταση σε ψηφιακή. Electronic

Circuit

[Ηλεκτρονικό κύκλωμα]

Ηλεκτρον.

Κ ύ κ λ ω μ α το οποίο περιέχει ένα ή περισσότερα

είδη

σε ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα είναι τέτοιες, έτσι ώ σ τ ε

από πυκνωτές, αντιστάσεις, πηνία, ηλεκτρονικές λυχνί-

σ υ ν ο λ ι κ ά το δ ι ά λ υ μ α ν α είναι π ά ν τ α ουδέτερο.

ες, transistors, η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ά c h i p s και μ α γ ν ή τ ε ς .

Electronic

[Ηλεκτρονικός]

ριέχει ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν α

Σ υ σ κ ε υ ή η οποία πε-

Ηλεκ.

κ υ κ λ ώ μ α τ α ή/και

ηλεκτρονικές

λυχνίες, (βλέπε E l e c t r o n Device). Electronic

Absorption

σμα απορρόφησης] μικές σ υ ν ι σ τ ώ σ ε ς

Spectrum

Φασμ.

Electronic

Clock

[Ηλεκτρονικό

ρολόι]

Ηλεκτρονική συσκευή στην οποία η διαφορά κ ο ύ μετατρέπεται με τη βοήθεια του

[Ηλεκτρονικό φά-

Φ ά σ μ α με σκοτεινές γραμ-

που δημιουργείται

από υλικό

παρατίθεται μεταξύ της πηγής και του

που

Μηχ. δυναμι-

πιεζοηλεκτρικού

φαινομένου σε αναλογική ή ψηφιακή πληροφορία ρας. II τ ρ ο φ ο δ ο σ ί α γ ί ν ε τ α ι είτε μ έ σ ω

ώ-

εναλλασσόμενου

είτε μ έ σ ω συνεχούς ρεύματος.

φασματοσκοπί-

Electronic

ου και απορροφά συγκεκριμένες συχνότητες ηλεκτρο-

Πλεκτρον.

μαγνητικής ακτινοβολίας, (βλέπε Electronic

σ η , π η ν ί ο , η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή λ υ χ ν ί α , transistor, η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό

Emission

Spectrum).

[Ηλεκτρονικό

εξάρτημα]

Έ ν α από τα α κ ό λ ο υ θ α : π υ κ ν ω τ ή ς ,

αντίστά-

chip, μαγνήτης ή ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο κ ύ κ λ ω μ α π ο υ

Electronic

Alternating

Current

Voltmeter

[Ηλεκτρονικό βολτόμετρο εναλλασσόμενου

Ηλεκ.

Component

ρεύματος]

Βολτόμετρο το οποίο παρέχει έμμεσα,

χει ο π ο ι ο ν δ ή π ο τ ε σ υ ν δ υ α σ μ ό Computing

ο-

τος, ενδείξεις της δ ι α φ ο ρ ά ς δ υ ν α μ ι κ ο ύ ή της ε ν ε ρ γ ο ύ ς

π ο ί ω ν υπολογίζονται όλα τα ψηφία στις σ υ σ κ ε υ έ ς

ει-

διαφοράς

σ ό δ ο υ (input) δ ι α τ ρ η τ ι κ ώ ν μ η χ α ν ώ ν ή

σε

κύκλωμα

εναλλασσόμενου

ρεύματος.

Ηλεκ.

Φ υ σ ι κ ή ποσότητα η οποία

Ατομ.Φυσ.

ισούται

Electronic

Confusion

νός α τ ό μ ο υ , είτε αυτή προέρχεται από τ ρ ο χ ι α κ ή περι-

στόχου σε ραδιοεντοπιστές.

Band

Spectrum

Σχετικά πολύπλοκο

Electronic

[Ταινιωτό φάσμα]

φ ά σ μ α σ τ ο ο π ο ί ο οι

Φασμ.

συχνότητες

εκπομπής δεν εξαρτώνται μόνο από την ενέργεια ηλεκτρονίων τ ω ν ατόμων, αλλά και από

Μηχ.

των

επιπρόσθετες

Το

Area

σύγχυσης]

στροφή ή από ιδιοπεριστροφή (σπιν).

Control

λεγχος συσκευής ή συστήματος

κλώματα. Electronic

Controller

Electronic Absorption Electronic

Calculating

τική μηχανή]

φάσματα,

(βλέπε

δεδομένου

με ηλεκτρονικά

Ηλεκτρονικό εξάρτημα του οποίου η λειτουργία

ελέγ-

Electronic

ηλεκτρομηχανικής

Counter

[Ηλεκτρονικός

συνιστώσας

μετρητής]

Punch

π λ η ρ ο φ ο ρ ί α ς με διάκριτα δ ε δ ο μ έ ν α και σ υ ν ή θ ω ς

Μ η χ α ν ή σκοπός της οποίας

ί-

Ηλεκ.

Ηλεκτρονική συσκευή η οποία μετράει την

Επιστ. Υπολ.

κυ-

Ηλεκ.

Spectrum). [Ηλεκτρονική διατρη-

Έ-

Ηλεκ.

[Ηλεκτρονικός ελεγκτής]

διου ή άλλου συστήματος.

τέτοια

εμβαδόν

(βλέπε E l e c t r o n i c Circuit).

ενέργεια περιστροφής μορίου. Μόρια στοιχείων παράγουν

εμβαδόν

[Ηλεκτρονικός έλεγχος]

χει την λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α

διεγείρονται

[Ηλεκτρονικό

φαινόμενο

ενέργειες όπως την ενέργεια ταλάντωσης μορίου ή την όταν

ένα

δ υ α δ ι κ ό ψ η φ ί ο , 0 ή 1.

με τη σ υ ν ο λ ι κ ή σ τ ρ ο φ ο ρ μ ή ό λ ω ν τ ω ν η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν ε-

Electronic

υπολογιστών.

Σ υ ν ή θ ω ς μία ηλεκτρονική μονάδα αντιστοιχεί σ ε

E l e c t r o n i c A n g u l a r M o m e n t u m [Ηλεκτρονική στροφορμή]

υπολογισμού]

Units [Ηλεκτρονικές μονάδες

Ψηφιακές μονάδες βάσει των

δυναμικού

ρεύμα-

(βλέπε

Electronic Circuit).

συνήθως Electronic

μ έ σ ω κατάλληλης ε ν ί σ χ υ σ η ς της έντασης του

των παραπάνω,

περιέ-

ποσότητα την

παρουσιάζει με ψηφιακή μορφή σε οθόνη υ γ ρ ώ ν κρυ-

είναι η ε κ τ ύ π ω σ η σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο υ αποτελέσματος π ά ν ω

στάλλων ή άλλη κατάλληλη συσκευή παρουσίασης

σε χαρτί ή κάρτα. Δέχεται έντυπα ή διάτρητα δεδομένα

απεικόνισης.

ή

και α ν α π α ρ ά γ ε ι το α π ο τ έ λ ε σ μ α υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ύ σ τ ο χ ρ ή - E l e c t r o n i c C o u n t c r m e a s u r e (ECM) [Ηλεκτρονικά στη. α ν τ ί μ ε τ ρ α ] Πλεκτρον. I I χ ρ ή σ η η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ώ ν κ α ι ά λ Electronic τσέπης]

Calculator

Ηλεκτρον.

[Ηλεκτρονικός

υπολογιστής

Ηλεκτρονική συσκευή σε

μέγεθος

τσέπης η οποία επιτρέπει την πραγματοποίηση

βασι-

λων διατάξεων με στόχο την ηλεκτρομαγνητική παρεμπόδιση των μηχανημάτων τού εχθρού. Electronic

Data

Processing

[Ηλεκτρονική

επεξεργα-

κ ώ ν π ρ ά ξ ε ω ν τ η ς ά λ γ ε β ρ α ς κ α ι σ υ χ ν ά ά λ λ ω ν π ι ο πολ*ύ-

σία δεδομένων]

πλοκων υπολ.ογισμών.

στοι-

με τη βοήθεια ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Μπορεί να

χ ε ι ώ δ ε ι ς π ρ ά ξ ε ι ς ε ν ώ τ α π ρ ο η γ μ έ ν α ή δ η μ π ο ρ ε ί ν α εί-

περιλαμβάνει υπολογιστές, η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ έ ς σ υ σ κ ε υ έ ς κα-

ναι και π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι ζ ό μ ε ν α .

ταμέτρησης, καταγραφής, οπτικής αναγνώρισης ή σά-

Electronic

λεκτρον.

Τα

απλά είδη εκτελούν

C a m o u f l a g e [Ηλεκτρονική απόκρυψη]

Η π ρ ο σ π ά θ ε ι α να μ ε ι ω θ ε ί ή και ν α

Η-

εξαφανι-

Επιστ. Υπολ.

Επεξεργασία

δεδομένων

ρωσης ή άλλες ηλεκτρονικές σ υ σ κ ε υ έ ς επεξεργασίας. Electronic

Data

Processing

Center

[Κέντρο

ηλε-

στεί το σ ή μ α ενός α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ σ τ η ν ο θ ό ν η ενός ρα-

κτρονικής επεξεργασίας δεδομένων]

ντάρ.

νήθως κτιριακό κέντρο στο οποίο ανθρώπινο δυναμικό

E l e c t r o n i c C a s h R e g i s t e r [Ηλεκτρονική ταμειακή μηχ α ν ή ] Μηχ.

Ηλεκτρονική σ υ σ κ ε υ ή που επιτρέπει αυτό-

ματη κ α τ α γ ρ α φ ή του είδους και της τιμής προϊόντος σε Super - Markets. Συνήθως αποτελείται από ένα οπτικό υποσύστημα

που

σαρώνει

τον

κωδικό

προϊόντος

(barcode) με α κ τ ί ν ε ς laser και έ ν α η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό υ π ο λ ο -

επιτελεί ηλεκτρονική βοήθεια

κατάλληλου

επεξεργασία

Επιστ. Υπολ.

δεδομένων με

ηλεκτρονικού

Συτην

εξοπλισμού,

(βλέπε Electronic D a t a Processing). Electronic

Data

Processing

Management

[Επιστήμη διαχείρισης και ηλεκτρονικής δεδομένων]

Επιστ. Υπολ.

Science

επεξεργασίας

Επιστημονικός

υποτομέας

-520-

Electronic Data Processing System της επιστήμης υ π ο λ ο γ ι σ τ ώ ν

στον οποίο

μελετάται

η

διαχείριση και επίλυση με βέλτιστο κόστος προβλημάτων οικονομικής ή επιστημονικής φύσης με την

βοή-

θεια κατάλληλου ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Electronic

Data

Processing

System

κτρονικής επεξεργασίας δεδομένων]

δ έ σ μ η ς η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν κατά γ ρ α μ μ έ ς και επιλεκτικά κατά στήλες, (βλέπε E l e c t r o n Electronic

Listening

Device

ακουστικής υποκλοπής]

[ Σ ύ σ τ η μ α ηλε-

Επιστ. Υπολ.

Σύ-

στημα με την βοήθεια του οποίου ανθρώπινο δυναμικό μπορεί να επιτελέσει ηλεκτρονική επεξεργασία

Scanning).

Ηλεκ.

[Ηλεκτρονική

συσκευή

Ηλεκτρονικό

μικρόφω-

ν ο το ο π ο ί ο τοποθετείται σ ε εχθρικό χ ώ ρ ο με

σκοπό

την υποκλοπή συνομλαών ή άλλης ευαίσθητης πληροφορίας. Γ ν ω σ τ ή και σ α ν " κ ο ρ ι ό ς " .

δεδο-

Electronic

μ έ ν ο ι . Περιλαμβάνει κατάλληλο εξοπλασμό ό π ο κ υπο-

Ηλεκτρον.

λογιστές, η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ έ ς μ η χ α ν έ ς κ α τ α γ ρ α φ ή ς και απο-

νικής πληροφορίας

θήκευσης και σ ε ποιο προηγμένα σ υ σ τ ή μ α τ α προγράμ-

στές) με ηλεκτρονικό κ ύ κ λ ω μ α του οποίου το "κλειδί"

ματα αυτόματης λήψης αποφάσεων.

είναι κατάλληλη ψ η φ ι α κ ή ακολουθία ή

Electronic

Display

Ηλεκτρονική

[Ηλεκτρονική οθόνη]

συσκευή

η οποία

Επιστ. Υπολ.

επιτρέπει

μετατροπή

ψηφιακής πληροφορίας σε ορατή πληροφορία

κατάλ-

Locking

[Ηλεκτρονικό

κλείδοψα]

Κλείδοϊμα φυσικής θύρας ή θύρας ηλεκτρο(όποκ

πληροφορίας

σε

υπολογι-

ηλεκτρονικός

διακόπτης, (βλέπε Electronic Switch). E l e c t r o n i c M a g n e t i c M o m e n t [Ηλεκτρονική μαγνητική ροπή]

Ατομ.Φυσ.

Έ κ φ ρ α σ η που αναφέρεται σ τ η μα-

Οι

γνητική ροπή ενός ατόμου η οποία οφείλεται αποκλει-

συνηθέστεροι τύποι είναι μονοχρωματικοί ή έγχρωμοι

στικά στις κινήσεις του σ υ ν ό λ ο υ τ ω ν η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ π ο υ

σ ω λ ή ν ε ς braun. Οι νεότεροι τύποι π ε ρ ι λ α μ β ά ν ο υ ν οθό-

α ν ή κ ο υ ν στο άτομο αυτό. Ν α σημειωθεί ότι ένα

νες υ γ ρ ώ ν κ ρ υ σ τ ά λ λ ω ν ( L C D ) , οθόνες στοιχείων ενερ-

κ τ ρ ό ν ι ο π ο υ α ν ή κ ε ι σ ε έ ν α ά τ ο μ ο π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι δ ύ ο ει-

γ ο ύ π ί ν α κ α ( A M D ) και ο θ ό ν ε ς laser.

δ ώ ν κινήσεις: μία τροχιακή π ε ρ ι σ τ ρ ο ς ή γ ύ ρ ω από τον

ληλη για

επεξεργασία

Electronic

Ακουστ.

από

Dummy

ανθρώπινο

δυναμικό.

[Ηλεκτρονικό

ανδρείκελο]

Α ν δ ρ ε ί κ ε λ ο κ ο ρ μ ο ύ και κεφαλής

ανθρώπινου

ηλε-

πυρήνα και μία ιδιοπεριστροφή, γνο)στή και ως σπιν. Electronic

Mail

[Ηλεκτρονικό

ταχυδρομείο]

Επιστ.

σ ώ μ α τ ο ς με σ υ σ κ ε υ έ ς π ρ ο σ ο μ ο ί ω σ η ς α υ τ ι ώ ν και ηχη-

Υπολ.

τικών χορδίόν χρησιμοποιούμενο σε μελέτες

με τη βοήθεια τ ο υ ο π ο ί ο υ στέλ.νονται και λ α μ β ά ν ο ν τ α ι

ακουστι-

κής.

προσο)πικά μηνύματα από υπολογιστές.

Electronic

Emission Spectrum

εκπομπής]

Φασμ.

[Ηλεκτρονικό φάσμα

Φ ά σ μ α με φωτεινές γραμμικές συνι-

στώσες που εκπέμπεται όταν άτομα στοιχείων ρονται

Γνοϊστό ως e-mail. Υ π ο σ ύ σ τ η μ α τ ο υ διαδικτύου

ή

ιονίζονται,

(βλέπε

Electronic

διεγεί-

Absorption

Spectum). Electronic

Electronic

Microradiography

ραδιογραφία] νας

αντικειμένου

Elccton

ν ι κ ο ύ ] Μηχ.

[Τομέας ηλεκτρονικού

μηχα-

Τ ο μ έ α ς ο οποίος ασχολείται με την πρα-

κτική εφαρμογή της φυσικής θεωρίας που διέπει

τις

ηλεκτρονικές σ υ σ κ ε υ έ ς και της αντίστοιχης τεχνολογίας

Ηλεκ.

Flash

[Ηλεκτρονικό

flash]

Οπτικ.

1.

Βοηθητικό ηλεκτρονικό εξάρτημα φωτογραφικών

μη-

χ α ν ώ ν το ο π ο ί ο π α ρ ά γ ε ι α ν α λ α μ π ή μ έ σ ω

εκκενωτήρα

που περιέχει ξένο και φωτίζει για βραχύτατο

χρονικό

δ ι ά σ τ η μ α την περιοχή λ ή ψ η ς όταν οι σ υ ν θ ή κ ε ς

φο)τι-

Φ ω τ ο γ ρ α φ ι κ ή αποτύπο>ση

σε

ηλεκτρονικό

Multimeter

εικό-

μικροσκόπιο.

—>

[Ηλεκτρονικό

πολόμετρο]

Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό ό ρ γ α ν ο , σ υ ν ή θ ω ς ψ η φ ι α κ ό , το ο -

ποίο με κατάλληλη επιλογή μπορεί να

χρησιμοποιηθεί

σ α ν α μ π ε ρ ό μ ε τ ρ ο , βολ.τόμετρο, β α τ ό μ ε τ ρ ο ,

0)μόμετρυ

ή σ α ν μετρητής άλλης ηλεκτρικής ποσότητας. Electronic

Electronic

μικρο-

Micrography.

Electronic Engineering

Ηλεκτρ.

[Ηλεκτρονική

Music

[Ηλεκτρονική

μουσική]

Ακουστ.

Μ ο υ σ ι κ ή που παράγεται από κατάλληλη μίξη κών

ηχομορφών,

όπως

από

ψηφια-

υπολογιστές

ή

synthesizers. E l e c t r o n i c M u s i c a l I n s t r u m e n t [Ηλεκτρονικό μουσικό όργανο]

Ακουστ. Μηχ.

Οργανο

το ο π ο ί ο

παράγει

σ μ ο ύ είναι χαμηλές. 2. Ε κ κ ε ν ω τ ή ρ α ς που περιέχει ξένο

ήχους με ηλεκτρονική μεταενίσχυση αναλογικού ήχου

και χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι γ ι α τ η ν π α ρ α τ ή ρ η σ η τ ο υ σ τ ρ ο β ο -

ή με απομίμηση δείγματος ψηφιακού ήχου.

σκοπικού φαινομένου. Electronic

Funds

χρημάτων]

Electronic

Transfer

Επιστ. Υπολ.

[Ηλεκτρονική

μεταφορά

Πίστωση ή χρέωση

λογαρια-

Heating

[Ηλεκτρονική

[ΙΙλεκτρονική

πλοήγηση]

Γενικός όρος ο οποίος αναφέρεται στην διαδι-

κασία πλοήγησης με βοήθεια ηλεκτρονικών

μηχανη-

μάτων.

σμού μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Electronic

Πλοηγ.

Navigation

θέρμανση]

Μηχ.

E l e c t r o n i c Noise J a m m e r [Ηλεκτρονικός παραπλονη-

Θέρμανση με μικροκύματα, όπως σε φούρνους μικρο-

τής θορύβου]

κυμάτων ή λυχνίες θείου.

σήματα θορύβου με στόχο την παραπλάνηση τ ω ν

Electronic

Ignition

[Ηλεκτρονική

ανάφλεξη]

Μηχ.

Χ ρ η σ ι μ ο π ο ί η σ η η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ώ ν relays για την ε κ κ ί ν η σ η μηχανής αυτοκινήτου ή για ανάφλεξη των bougie

σε

κινητήρες εσωτερικής καύσης. Electronic

κοιν.

Imaging

Χρήση

|Ηλεκτρονική

απεικόνιση]

ή

ψηφιακής)

(αυτόματη

ή

όχι).

Το

κάμερας

τελικό

Επιγια

προϊόν

Συσκευή

η οποία

εκπέμπει ε-

χθρικών ραντάρ. Electronic

Organ

[Ηλεκτρονικό

όργανο]

Ηλεκτρον.

ΙΙλεκτρονική σ υ σ κ ε υ ή η οποία μιμείται τους ήχους εκκλησιαστικού

(αναλογικής

φωτογράφηση

Ηλεκτρον.

οργάνου,

(βλέπε

Electronic

Musical

[Ηλεκτρονικό

μολόβι]

Instrument). Electronic

Pen

Επιστ. Υπολ.

And

Tablet

Σύστημα ηλεκτρονικής απομίμησης

μο-

μπορεί πάντα να επεξεργαστεί ηλεκτρονικά με υπολο-

λυβιού σε υπολογιστές, χρησιμοποιούμενο όταν απαι-

γιστή. Ε δ ώ σ υ ν α ν τ ά μ ε και πολλά π ρ ο β λ ή μ α τ α της τε-

τείται σ χ ε δ ί α σ η υ ψ η λ ή ς α ν ά λ υ σ η ς ή μεγαλύτερος έλεγ-

χνολογίας γραφικών.

χος από αυτόν που παρέχει το ποντίκι.

Electronic

Ηλεκ.

Interference

Δημιουργία

[Ηλεκτρονική

παρασίτων

σε

παρεμβολή]

ηλεκτρονικές

σκευές ή εξαρτήματα λόγω ανεπιθύμητης

συ-

ηλεκτρομα-

γνητικής ακτινοβολίας. Electronic σάροχτη]

Line

Ηλεκ.

Scanning

Electronic

Ηλεκτρονική

Διαδικασία κατεύθυνσης

γραμμική

εστιασμένης

[Ηλεκτρονικό

συσκευή

η οποία

πιάνο] μιμείται

πιάνου, (βλέπε Electronic M u s i c a l Electronic

[Ηλεκτρονική

Piano

Polarization

Ηλεκτρον. τους

ήχους

Instrument).

[Ηλεκτρονική πόλοχτη]

Η/εκ.

ΙΙόλ.0)ση α γ ώ γ ι μ ο υ υ λ ι κ ο ύ ή δ ι η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ σ ε π υ κ ν ο π έ ς λόγω επίδρασης εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου.

Electronic W a r f a r e

-521 Electronic

Probe

[Ηλεκτρονικός ερευνητής]

Ηλεκτρ.

Σ υ σ κ ε υ ή α ν ά λ υ σ η ς σ τ ο ι χ ε ί ω ν με β ά σ η τις ακτίνες Χ . Electron Microprobe. Electronic

Raster

Ηλεκτρ.

Σάρωση

Switching

[Ηλεκτρονική

μεταγωγή]

Επι-

Χ ρ ή σ η διακοπτών ή άλλων ηλεκτρονικών διατά-

κοιν.

ξ ε ω ν σ ε επικοινωνιακούς μηχανισμούς πχ στα modem.

Scanning από

[Ηλεκτρονική σάρωση]

δέσμη

η)εκτρονίων.

—>

Electonic Scanning. Electronic

Electronic

Electronic φος].

Tachometer

[Ηλεκτρονικός

παλμογρά-

—> E l e c t r o n i c C o u n t e r

Η/χκτρ.

E l e c t r o n i c T h e o r y O f V a l e n c y [Ηλεκτρονική Θεωρία

Recording

[Ηλεκτρονική

Μετατροπή

πληροφορίας

Σ θ έ ν ο υ ς ] Χημ.

Εξετάζει τη φύση των χημικών

δεσμών

σε

και αποδίδει τ η ν α ν ά π τ υ ξ η δ υ ν ά μ ε ω ν σ θ έ ν ο υ ς στη με-

ψ η φ ι α κ ή με τη β ο ή θ ε ι α ά μ ε σ η ς ή έ μ μ ε σ η ς χ ρ ή σ η ς ηλε-

ταφορά ή την κατανομή των ηλεκτρονίων της εξωτερι-

κτρονίων, ηλεκτρονικής δέσμης, ή ηλεκτρονικών ση-

κής στοιβάδας των ατόμων.

Ηλεκτρον.

αναλογικής

καταγραφή]

μάτων. Η πληροφορία σ υ ν ή θ ω ς αποθηκεύεται σε αφαιρούμενο

μέσο

αποθήκευσης

όπως μαγνητική ταινία,

Electronic

Τεχνολ.

Thermometer

[Ηλεκτρονικό

θερμόμετρο]

Δ ι ά τ α ξ η για τη μ έ τ ρ η σ η της θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς

η

C D - R O M ή σκληρό δίσκο, που επιτρέπει τη μετέπειτα

οποία κάνει χρήση θερμικών αισθητήρων ό π ω ς είναι ο

α ν α π α ρ α γ ω γ ή της.

θερμίστορ.

Electronic

Retouching

Επεξεργασία

Επιστ. Υπολ. βοήθεια

[Ηλεκτρονική

κατάλληλου

επεξεργασία]

ψηφιακής εικόνας με την

προγράμματος

υπολογιστή,

(Όπως το Photoshop). Electronic

Ηλεκτρον.

Electronic

Token

[Ηλεκτρονικό

πέρασμα]

Επικοιν.

Ε ί δ ο ς σ ή μ α τ ο ς (κουπόνι) π ο υ χρησιμοποιείται στα δίκτυα δακτυλίου για να δηλώσει πέρασμα ελέγχου ή για να αιτήσει εκπομπή ή λήψη.

Scanning

[Ηλεκτρονική

σάρωση]

Σ ά ρ ω σ η δείγματος από δέσμη ηλεκτρονίων

σε αντίθεση με σ ά ρ ω σ η από φωτεινή δέσμη, όπως αυτή σε σωλήνες Braun στην οποία δέσμη ηλεκτρονίων

Electronic

Traction

Control

ώθησης / επιτάχυνσης]

Μηχ.

[Ηλεκτρονικό

σύστημα

Ηλεκτρονικό

σύστημα

ελέγχου της επιτάχυνσης αυτοκινήτου, Electronic Tuning1

[Ηλεκτρονική ρύθμιση]

αναπαράγει οπτική εικόνα με μετατροπή της ήλεκτρο-

Γενικός

νικής κηλίδας σε οπτική μέσω φθορισμού.

ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή. Αναφερόμενος συ-

Electronic

Security

[Ηλεκτρονική

ασφάλεια]

Η/χκ.

χαρακτηρισμός

μικρομετρικής

Ηλεκτρον.

ρύθμισης

σε

νήθως σε ρύθμιση ηλεκτρονικού εξαρτήματος από το

Ασφάλεια η οποία στηρίζεται σε ηλεκτρονικό εξοπλι-

οποίο εξαρτάται η ακρίβεια λήψης σ υ σ κ ε υ ή ς ή η ακρί-

σμό, όπως ηλεκτρονικά συστήματα συναγερμών ή σε

βεια εστίασης εικόνας.

συστήματα που παρέχουν ζεύξη πληροφοριών ασφάλείας μεταξύ ηλεκτρονικού

εξοπλισμού

και υπολογι-

στών ή τηλεφωνικών συστημάτων. Electronic

Η/χκτρον.

Shutter

Tuning2

Electronic

Η/χκτρον.

ήχους που παράγονται από ηλεκτρονική συσκευή όπως

[Ηλεκτρονικό

διάφραγμα]

Διάφραγμα φωτογραφικής μηχανής το οποί-

φ ο ρ η τ ό η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό tuner. Electronic

Typewritter

Επιστ. Υπολ.

ναι μέρος της φωτογραφικής διάταξης.

ομοιάζουν

τητα]

S p e c i f i c H e a t [Ηλεκτρονική ειδική θερμόΗ ειδική θερμότητα η οποία οφεί-

Φνσ.Στερ.Κατ.

χόρδισμα]

Χόρδισμα μουσικού οργάνου με βάση τους

ο ε λ έ γ χ ε τ α ι α π ό ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο κ ύ κ λ ω μ α το ο π ο ί ο είElectronic

[Ηλεκτρονικό

[Ηλεκτρονική

γραφομηχανή]

Γ ρ α φ ο μ η χ α ν ή της ο π ο ί α ς οι

με πρόγραμμα

επεξεργασίας

λειτουργίες κειμένου

υπολογιστή, Electronic

Video Recording

[Ηλεκτρονική καταγρα-

λεται στα ηλεκτρόνια αγο)γιμότητας ενός μεταλλικού

φή video]

στερεού.

σε μαγνητικό μέσο για αργότερη αναπαραγωγή.

Electronic

Spectrum

[Ηλεκτρονικό

φάσμα]

Φασμ.

σε

Κ α τ α γ ρ α φ ή πλ.ηροφορίας

Ηλεκτρον.

Electronic

Viewfinder

video

[Ηλεκτρονικός ευρετής

Φάσμα εκπομπής ή απορρόφησης στοιχείου που προ-

κού πεδίου]

έρχεται μόνο από ηλεκτρονικές μεταβάσεις και όχι από

συνοδεύει ηλεκτρονική κάμερα λήψης, συνήθως προς

επιπρόσθετους παράγοντες όπως ενέργεια δόνησης ή

την π λ ε υ ρ ά τ ο υ π α ρ α τ η ρ η τ ή και αποτελείται από έ ν α ν

ταλάντωσης

μικρό σωλήνα καθοδικών ακτίνων ο οποίος παρουσιά-

μορίου,

(βλέπε

Electronic

Absorption

Spectrum, Electronic Emission Spectrum). Electronic ας]

Spreadsheet

Επιστ. Υπολ.

συσκευή

η

οποία

ζει μία μ ι κ ρ ή α ν α π α ρ ά σ τ α σ η της ε ι κ ό ν α ς τ ο υ ο π τ ι κ ο ύ

[Ηλεκτρονικό φύλλο εργασί-

Φ ύ λ λ ο εργασίας στο οποίο επιτρέπο-

νται υπολογισμοί

Ηλεκτρον.

Βοηθητική

οπτι-

αριθμών, διατεταγμένων σε

μορφή

πεδίου που η κύρια συσκευή καταγράφει, Electronic

Voltage

στής τροφοδοσίας]

Regulator

Ηλεκτρον.

Ηλεκτρονικός ρυθμι-

1. Ηλεκτρονική

συσκευ-

π ί ν α κ α δ ι α σ τ ά σ ε ω ν m x η. Κ ο ι ν ό σ ε π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α ό-

ή κ α τ α σ κ ε υ α σ μ έ ν η έτσι ώ σ τ ε να παρέχει σταθερή ηλε-

πως το Excel.

κτρεγερτική δύναμη για τροφοδοσία. 2.

Electronic

Structure

[ Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή δ ο μ ή ] Φνσ.

Ηλεκτρονική

Η δο-

συσκευή που παρέχει βοηθητική ηλεκτρεγερτική δύνα-

μή του ηλεκτρονικού νέφους γύρω από άτομο ή μόριο

μη σε περίπτωση διακοπής της κεντρικής τροφοδοσίας

σ ύ μ φ ω ν α με την αντίστοιχη ε ξ ί σ ω σ η Schrodinger.

ή πτώσης τάσης.

Electronic Surge Arrester αιχμών τάσης]

Ηλεκτρον.

[Ηλεκτρονικός προστάτης

Ηλεκτρονική συσκευή προ-

Electronic

Voltmeter

[Ηλεκτρονικό

βολτόμετρο]

Βολτόμετρο με ηλεκτρονικές

Ηλεκ. Μηχ.

σ τ α σ ί α ς άλλ,ης η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή ς σ υ σ κ ε υ ή ς , ό π ω ς ο λ ο κ λ η -

(σε

ρωμένου κυκλώματος ή υπολογιστή που αποκόβει ψη-

π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι τις ε ν δ ε ί ξ ε ι ς σ ε π ί ν α κ α υ γ ρ ώ ν

λές αιχμές τάσης πριν αυτές φτάσουν στην προστατευ-

λ^ων. ( L C D ) .

όμενη συσκευή.

Electronic

Electronic S u r g e P r o t e c t o r [Ηλεκτρονικός προστάτης αιχμών τάσης]

Ηλεκτρ.

Ηλεκτρονική συσκευή προστα-

σίας κυκλωμάτων. - + Electonic S u r g e A r r e s t e r . Electronic Διακόπτης

Switch

αντίθεση

[Ηλεκτρονικός διακόπτης]

ηλεκτρικού

ή

ηλεκτρονικού

με η λ ε κ τ ρ ο δ υ ν α μ ι κ ό

συνιστώσες

Warfare

βολτόμετρο)

[Ηλεκτρονικός

που

κρυστάλ-

πόλεμος]

Χ ρ ή σ η σύγχρονου ηλεκτρονικού εξοπλισμού από

Γεν. ένα

στρατό, για την εκπομπή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που παρεμβάλλονται στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των

Η/χκτρ.

σ υ σ τ η μ ά τ ω ν τ ο υ ε χ θ ρ ο ύ (π.χ. ρ α ν τ ά ρ , η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ά σ υ -

κυκλώματος

στήματα πλοήγησης, όρασης, ρίψης βομβών) και παρε-

ελεγχόμενος ο ίδιος από άλλο ηλεκτρικό ή ηλεκτρονι-

μποδίζουν την ομαλή λειτουργία τους οδηγώντας

τα

κό κύκλωμα.

εχθρικά σ κ ά φ η και όπλα σ τ η ν αχρηστία ή και σ τ ο ν εύ-

- 522 -

Electronic Work Function

Ε κ τ ύ π ω σ η ή αναπαραγωγή εικόνας ή αντίγραφου εικό-

κολο ε ν τ ο π ι σ μ ό και κ α τ α σ τ ρ ο φ ή τους. E l e c t r o n i c W o r k F u n c t i o n [Ηλεκτρονικό έργο εξαγωγ ή ς ] Φυσ.

Τ ο έργο π ο υ απαιτείται για την

απόσπαση

ηλεκτρονίου (-ων) από συγκεκριμένο άτομο μετάλλου. Είναι

συνάρτηση

του

είδους

του

μετάλλου,

(βλέπε

Einstein Photoelectric Law).

Επιστ. Υπολ.

Δ η μ ι ο υ ρ γ ί α κ ε ι μ έ ν ο υ με την βοήθεια μίας ή π ε ρ ι σ σ ό ηλεκτρονικών

συσκευών,

όπως υπολογιστή

ή

ηλεκτρονικής γραφομηχανής. Electronics δίαση

[Ηλεκτρονική]

ολοκληρωμένων

με τεχνικές που

Η με/έτη και σχε-

Ηλεκτρ.

κυκλωμάτων

και

συσκευών

Electrophotoluminescence

Electroplating

ηλεκτρο-

[Ηλεκτροφωταύγεια]

[Επιχρύσωση]

Μεταλ.

Η-

επίδραση

Καταχρηστικός

χαρακτηρισμός όλων των διαδικασιών

μ ε τις

οποίες

εναποτίθεται λεπτό στρώμα μετάλλου σε άλλο

μέταλ-

λο ηλεκτρολυτικά για δ ι α κ ό σ μ η σ η ή προστασία. Electroplating

Bath

[Αουτρό

επιχρύσωσης]

Ηλεκ.

Δ ο χ ε ί ο και ηλεκτρολότης με την βοήθεια τ ω ν ο-

ποίων

Component).

εναπόθεση

η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ π ε δ ί ο υ . —> E l e c t r o l u m i n e s c e n c e .

κρές, (της τάξης τ ω ν m A

περιέχουν ηλεκτρονικά εξαρτήματα, (βλέπε Electronic

την

Π α ρ α γ ω γ ή φωτός από υλικό υπό την

Μηχ.

που

με

στατική μέθοδο.

σ τ ι ς ο π ο ί ε ς οι ε ν τ ά σ ε ι ς τ ο υ ρ ε ύ μ α τ ο ς ε ί ν α ι σ χ ε τ ι κ ά μικαι κάτω) ή σ υ σ κ ε υ ώ ν

σχετίζονται

χροιάς ή μελανιού στο μέσο εκτύπωσης με

λεκτρ.

Electronic W r i t i n g [Ηλεκτρονική γραφή] τερων

νας

επιτυγχάνεται

ηλεκτρολυτική

επιχρύσωση,

(βλέπε Electroplating). E l e c t r o p l a t i n g G e n e r a t o r [ Τ ρ ο φ ο δ ο τ ι κ ό λ ο υ τ ρ ο ύ επι-

Electron-Positron

Storage

R i n g [ Α π ο θ η κ ε υ τ ι κ ό ς δα-

χρύσωσης]

Τροφοδοτικό με την

Ηλεκ. Μηχ.

ηλεκτρε-

Συ-

γερτική δύναμη του οποίου επιτελείται η ηλεκτρόλοση

σ κ ε υ ή σ ε σ χ ή μ α δ α κ τ υ λ ί ο υ μ έ σ α σ τ η ν ο π ο ί α είναι πε-

σ ε δοχείο ε π ι χ ρ ύ σ ω σ η ς . Σ υ ν ή θ ω ς παρέχει σ χ ε τ ι κ ά με-

ριορισμένες δέσμες ηλεκτρονίων

γάλη ένταση ρεύματος, (βλέπε Electroplating

κτύλιος

ηλεκτρονίων-ποζιτρονίων]

Πυμην. Φυσ.

και ποζιτρονίων,

οι

Bath).

ο π ο ί ε ς κ ι ν ο ύ ν τ α ι σ ε α ν τ ί θ ε τ ε ς κ α τ ε υ θ ύ ν σ ε ι ς κ α ι γ ι α τ ι ς E l e c t r o p n e u m a t i c [ Η λ ε κ τ ρ ο ϋ δ ρ α υ λ ν ΐ κ ό ς ] Ηλεκ. Μηχ. οποίες υπάρχει η δυνατότητα ν α συγκρουστούν μεταξύ Χαρακτηρισμός εργαλείου ή οχήματος που χρησιμοτους.

ποιεί ηλεκτρικές και υδραυλικές σ υ ν ι σ τ ώ σ ε ς

Electrooptic

Material

[Ηλεκτροοπτικό υλικό]

Οπτικ.

Υ λ ι κ ό π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι το φ α ι ν ό μ ε ν ο Kerr όταν βρεθεί μ έ σ α σ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ό πεδίο. Γ ν ω σ τ ό και σ α ν ηλεκτροδιπλοθλαστικό

υλακό.

(βλεπε

Electrooptical

Kerr

Effect). Birefringence

[Ηλεκτροοπτική

διπλή

δ ι ά θ λ α σ η ] Τ ο φ α ι ν ό μ ε ν ο K e r r . —• E l e c t r o o p t i c a l

Kerr

μ π ι ε σ μ έ ν ο υ αέρα και c o m p r e s s o r s . Electropneumatic π έ δ η ] Μηχ.

Brake

Electrooptical

Kerr

διάθλοση

Effect

σαν

[Φαινόμενο Kerr]

αποτέλεσμα

Οπτικ.

προσανατολισμού

τ ω ν μορίων υ γ ρ ο ύ (ή αερίου), υ π ύ την επίδραση

ηλε-

κτρικού πεδίου. Ονομαζόμενη

ηλε-

και ηλεκτρική

ή

Electrooptics

[Ηλετροοπτική]

Οπτικ.

Τ ο μ έ α ς της οπτι-

κής που ασχολείται με τ η ν έρευνα της ηλεκτροδιπλοΟλαστικότητας

υλικών,

(βλέπε

Electrooptical

Kerr

Elcctrophonic

Effect

Ακουστική

[Ηλεκτροφωνικύ

παραίσθηση

φαινόμενο]

οφειλόμενη

ται σ ε μ η χ α ν ι κ ή μ έ σ ω υ δ ρ α υ λ ι κ ώ ν σ υ μ π ι ε σ τ ώ ν . π ρ έ σ α ] Η/χκ.

Contractor

[Ηλεκτροϋδραυλική

πρέσα η οποία χρησιμοποιεί

Μηχ.

Music

[Ηλεκτροφωνική

μουσική]

Μουσική που παράγεται από κατάλληλη

]

μίξη

δ υ α σ μ ό η λ ε κ τ ρ ι κ ώ ν και υ δ ρ α υ λ ι κ ώ ν σ υ ν ι σ τ ω σ ώ ν

Ηλεκτροκινη-

τικό φαινόμενο, κατά το οποίο, όταν ένα

για

να πετύχει μηχανική συμπίεση. Elcctropolishing

[Ηλεκτρολυτικό

γυάλισμα]

Μεταλλ. μετάλλου

από το ίδιο μέταλλο π ά ν ω σ ε μέταλλο γ ι α λ ό γ ο υ ς διακόσμησης. Electropositive

[Πλεκτροθετικός]

Ηλεκ.

Ο έχων

την

προσδίδει

αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο.

ρ α γ ω γ ή ς φωτός από διηλεκτρικό υλικό ό τ α ν αυτό βρεθεί

μέσα

σε

ισχυρό

ηλεκτρικό

πεδίο,

(βλέπε

Όργανο

μέτρη-

Electroluminescence).

ψ η φ ι α κ ώ ν η χ ο μ ο ρ φ ώ ν . —> E l e c t o n i c M u s i c . E l e c t r o p h o r e s i s [ Η λ ε κ τ ρ ο φ ό ρ η σ η ] Χημ.

συν-

Φαιη λ ε - E l c c t r o r a d i e s c e n c e [ Η λ ε κ τ ρ ο α κ τ ι ν ο β ο λ ί α ] Φυσ. νόμενο ανάλογο με αυτό της ηλεκτροφωταύγειας πα-

σε

κτροπληξία. Electrophonic

ντιζελο-

κίνητων τρένων όπου η ηλεκτρική ενέργεια μετατρέπε-

τάση ν α φέρει έλλειμμα η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν ή ν α

Effect).

Ακουστ.

τροχο-

ενεργοποιείται

Διαδικασία εναπόθεσης λεπτού στρώματος

κτροπτική διπλή διάθλοση.

Ακουστ.

[Ηλεκτροϋδραυλική

Τροχοπέδη ασφαλείας που

Electropneumatic

Effect.

συν-

δ υ α σ μ ό και τ ω ν δ ύ ο με κ α τ ά λ λ η λ ο υ ς μετατροπείς σ υ -

σε περίπτωση ατυχήματος ηλεκτροκίνητων ή

Electrooptical

Διπλή

ή

κολλοειδές

διάλυμα βρεθεί σ ε κατάλληλο δοχείο με δύο ηλεκτρό-

Electroscope

[Ηλεκτροσκόπιο]

Ηλι:κ.

σης μέτρου ή ύπαρξης ηλεκτρικού φορτίου. Electroscopic

Powder

[Ηλεκτροσκοπική κόνις]

Ηλεκ.

δια ό π ο υ έχει ε φ α ρ μ ο σ θ ε ί διαφορά δ υ ν α μ ι κ ο ύ , τα κολ-

Μηχ.

λοειδή σωματίδια μετακινούνται α ν α λ ό γ ω ς του φορτί-

έντασης ηλεκτρικού πεδίου καθώς η ικανότητα επικόλ-

ο υ τους προς ένα από τα ηλεκτρόδια. Η ηλεκτροφόρη-

λησής της σε φορτισμένες επιφάνειες είναι

ση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος διαχωρισμού

της έ ν τ α σ η ς του πεδίου. Σ υ ν ή θ ω ς αποτελείται από μίγ-

μίγματος στα συστατικά του.

μα σ ω μ α τ ι δ ί ω ν με διαφορετικό βαθμό

Elcctrophoretic ψ η ] Χημ.

C o a t i n g |Ηλεκτροφορητική Επικάλυ-

Αναφέρεται στη διαδικασία εναπόθεσης

σε

Κόνις χρησιμοποιούμενη

Electrosonic

Music

τισμένων σωματιδίων που βρίσκονται σε

(βλέπε Electronic Music).

Electrophotograph

Εικόνα ή αντίγραφο εικόνας κατασκευασμένα

Γμαφ. με

τε-

χνικές π ο υ σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν ε ν α π ό θ ε σ η χροιάς ή μελανιού στο μέσο εκτύπωσης με ηλεκτροστατική

μέθο-

δο. Electrophotography

μουσική]

Μ ο υ σ ι κ ή παραγόμενη με ηλεκτρονικό

Electrospark [Ηλεκτροφωτογραφία]

ανάλογη

ηλεκτροσκοπι-

[Ηλεκτροακουστική

Ακουστ.

διάλυμα.

δείκτης

κής ευαισθησίας.

μεταλλική επιφάνεια, η οποία δρα ως ηλεκτρόδιο, φορκολλοειδές

σαν σχετικός

εκκένωση]

Machining

Μεταλλ.

[Κατεργασία με

τρόπο,

ηλεκτρική

Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α μ ε τ ά λ λ ο υ με τ η ν βο-

ή θ ε ι α η λ ε κ τ ρ ι κ ή ς ε κ κ έ ν ω σ η ς . —+ E l e c t r o n

Discharge

Machining. Electrostatic

[Ηλεκτροστατικός]

Ηλεκ.

Ο φέρων ή σχε-

τιζόμενος με στατικά ηλεκτρικά φορτία σε αντίθεση με [Ηλεκτροφωτογράφηση]

Γμαφ.

τον φέροντα ή σχετιζόμενο

με κινούμενα

ηλεκτρικά

Elcctrostatic

- 523 φορτία και ηλεκτρικό ρεύμα. Electrostatic Accelerator ντής]

Ηλτχ. Μηχ.

Stress

ση άλλου φορτισμένου σώματος πλησίον του πρώτου.

[Ηλεκτροστατικός επιταχυ-

Διάταξη επιτάχυνσης

φορτισμένων

Electrostatic νο]

Ιίλεκ.

σωματιδίων η οποία περιέχει εναλλάξ ηλεκτροστατικά

ρεύμα

ηλεκτρόδια διαρκώς αυξανόμενου δυναμικού.

Instrument(s)

[Ηλεκτροστατικό

όργα-

Όργανα που δεν διαρρέονται από ηλεκτρικό βοήθεια

των

δυνάμεων Coulomb που αναπτύσσονται

μεταξύ

τμη-

λ α γ έ ς της χρησιμοποιούνται σ ε επιταχυντές υποατομι-

μάτων τους, όπως στο ηλεκτροσκόπιο.

Ονομάζονται

κών

και ηλεκτρό μέτρα.

σωματιδίων

στην

πυρηνική

Παραλ,-

φυσική,

(βλέπε

Electron Accelerator, Electron Linear Accelerator). Electrostatic

Ηλεκτρον.

Analyzer

[Ηλεκτροστατικός

Ηλεκτροστατική

διέλευση ηλεκτρονίων

αναλυτής]

διάταξη που επιτρέπει

με πολά στενό

εύρος

τη

ταχυτή-

των, τα οποία ανήκουν σε ηλεκτρονική δέσμη. Electrostatic

Bond

[Ηλεκτροστατικός

Είδος χημικού δεσμού

Χημ.

Electrostatic

Lens

με τ η ν

[Ηλεκτροστατικός

φακός]

Ηλεκ.

Α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο ή σ υ ν δ υ α σ μ ό ς α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ω ν τα ο π ο ί α έχουν την ικανότητα να εστιάσουν δέσμη

σωματιδίων

με δημιουργία κατάλλ.ηλου η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ πεδίου, (βλέπε Electromagnetic Lens).

δεσμός]

με τον ο π ο ί ο

αλλά παρέχουν ενδείξεις

Φνσ.

Electrostatic

ενώνονται

Ηλεκ. Μηχ.

Machine

[Ηλεκτροστατική

Εναλλακτική

ονομασία

μηχανή]

ηλεκτροστατικής

ανόμοια άτομα και κατά τον οποίο η έ ν ω σ η των ατό-

γεννήτριας. Απλούστερη ονομασία των μηχανών

μων οφείλεται στις ηλεκτροστατικές έλξεις που παρου-

de-graaff

σιάζονται μ ε τ α ξ ύ αντιθέτων φορτίων. Γ ι α να υπάρξει

Generator).

ένας τέτοιος δ ε σ μ ό ς θα πρέπει τα ά τ ο μ α ν α

μετατρα-

πούν σε ιόντα αποβάλλοντας ή προσλαμβάνοντας ηλεκτρόνιο ή ηλεκτρόνια. Electrostatic

και

Electrostatic

Memory

Ray

Tube

σ ω λ ή ν α ς κ α θ ο δ ι κ ώ ν ακτίνα)ν]

[Ηλεκτροστατικός

ση

χνία κενού στην οποία η δέσμη των ηλεκτρονίων

κα-

Electric Potential.

από

ηλεκτροστατικό

πεδίο,

(βλέπε

Electronic T u b e , Electrostatic Deflection). Electrostatic

Charge

Φορτίο

Μηχ.

με

ηλεκτροστατικό

μα]

Component

ηλεκτροστατικό

Ηλεκ.

[Ηλεκτροστατικό

εξάρτη-

(βλέπε

Electrostatic

ηλεκτροστατικό

Precipitator

[Ηλεκτροστατική

απόκλιση]

διεύθυνσης δέσμης ηλεκτρονίων

Detection

—>

συλλέ-

Ηλεκτρική συσκευή η οποία επιτυγχάνει τη σωματιδίων

σκόνης ή άλλου

ανεπιθύμητου

να ελαττώσει τους εκπεμπόμενους ρύπους. Electrostatic

Printer

Επιστ. Υπολ.

[Ηλεκτροστατικός

με

[Ηλεκτροστατική

ανίχνευση] ηλεκτρο-

στατικά πεδία.

Ε κ τ υ π ω τ ή ς σ τ ο ν ο π ο ί ο το μελάνι ή

δυναμικό]

το

ηλεκτροστατική

τέτοιου τύπου. Quadrupole

τετραπολικοί στημα

που

φακοί]

Lens

Ηλεκτροστατικό

Ηλεκτρον.

αποτελείται

από

[Ηλεκτροστατικοί

τέσσερα

οποίο

χρησιμοποιείται

για

την

σύ-

ηλεκτρόδια

οποία δημιουργούν κατάλληλο ηλεκτροστατικό το

[Ηλεκτροστατικό

εκτυπωτής]

μέθοδο. Οι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο ι ε κ τ υ π ω τ έ ς τ ύ π ο υ laser είναι Electrostatic

κού μηχανήματος ή συσκευής που ανιχνεύει Energy

πεδίο.

[Ηλεκτροστατικός

toner ε π ι κ ά θ ε τ α ι π ά ν ω σ τ ο χ α ρ τ ί μ ε

Α ν ί χ ν ε υ σ η υλακού με την βοήθεια η λ ε κ τ ρ ο σ τ α τ ι -

Electrostatic

σε

υλικού φορτίζοντας μάζες αέρα με πολύ ψ η λ ό δυναμι-

τη βοήθεια η λ ε κ τ ρ ο σ τ α τ ι κ ο ύ πεδίου. Electrostatic

Electrostatic

του

κό. Ε γ κ α θ ί σ τ α τ α ι σ υ ν ή θ ω ς σ ε κ α μ ι ν ά δ ε ς κ λ ι β ά ν ω ν για

όργανο,

Deflection

Απόκλιση

Η/χκ.

θέσης

συνάρτη-

πεδίο,

Instrument(s)). Electrostatic

δυναμικό]

συλλογή

Σ υ ν ι σ τ ώ σ α ή εξάρτημα σχετιζόμενο με

Ηλχκ. Μηχ.

[Ηλεκτροστατικό

Ηλεκ.

(βλέπε Electrostatic Field). Electrostatic

της

κ τ η ς ] Μηχ.

[Ηλεκτροστατικό φορτίο]

σχετιζόμενο

μνήμη].

Δυναμική ενέργεια σωματιδίου σαν

Η/χκτμ.

λυ-

τευθύνεται

Electrostatic

[Ηλεκτροστατική

Potential

Ηλεκτρονική

ιίλεκ.

(βλέπε

—>Electrostatic S t o r a g e . Electrostatic

Cathod

wimshurst.

van-

εστίαση

τα

πεδίο, δεσμών

φορτισμένων σωματιδίων.

Δ υ ν α μ ι κ ή ενέργεια φ ο ρ τ ι σ μ έ ν ο υ σωματιδίου μέ- E l e c t r o s t a t i c S e p a r a t i o n [Ηλεκτροστατικός διαχωρισα σε ηλεκτροστατικό πεδίο. σ μ ό ς ] Μηχ. Δ ι α χ ω ρ ι σ μ ό ς σ ω μ α τ ι δ ί ω ν υ λ ι κ ώ ν π ο υ ε π ι -

Ηλεκ.

Electrostatic

Field

[Ηλεκτροστατικό

πεδίο]

Ηλεκ.

Ηλεκτρικό πεδίο όπως το πεδίο C o u l o m b γ ύ ρ ω

από

ακίνητα φορτισμένα σωματίδια. Electrostatic

Focus

[Ηλεκτροστατική

εστία]

Η'/χκ.

βοήθεια ηλεκτροστατικού πεδίου, όπως σε έναν σωλήνα

καθοδικών

Electrostatic Cathod R a y Electrostatic

Focusing

κών δυνάμεων

Coulomb

ηλεκτροστατι-

που αναπτύσσονται

μεταξύ

τ ο υ ς ό τ α ν α υ τ ά ε κ λ ά β ο υ ν κατάλληλνΟ φ ο ρ τ ί ο α π ό η λ ε -

Εστία δέσμης ηλεκτρονίων που έχουν εστιαστεί με την κτροστατικό

τελείται με την βοήθεια τ ω ν α π ω σ τ ι κ ώ ν

ακτίνων.

ηλε-

(βλέπε

Tube).

κτρικό πεδίο. Electrostatic σ τ ή ς ] Μηχ.

Separator

[Ηλεκτροστατικός

διαχωρι-

Διαχωριστής σωματιδίων υλικών με

τον ηλεκτροστατικό διαχωρισμό, (βλέπε

βάση

Electrostatic

Separation).

[Ηλεκτροστατική

εστίαση] Electrostatic Shielding [Ηλεκτροστατική / ηλεκτρική Ηλεκ. Ε σ τ ί α σ η δ έ σ μ η ς η λ ε κ τ ρ ο ν ί ω ν μ ε τ η ν β ο ή θ ε ι α θ ω ρ ά κ ι σ η ] Ηλεκ. Θ ω ρ ά κ ι σ η α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ μ ε κ α τ ά λ λ η ηλεκτροστατικού πεδίου, όπως σε έναν ηλεκτροστατιλο α γ ώ γ ι μ ο υλικό το οποίο αναιρεί οποιαδήποτε αλληκό σ ω λ ή ν α κ α θ ο δ ι κ ώ ν ακτίνα)ν. (βλέπε Cathod Ray

Electrostatic

Electrostatic

Tube). Force

[Ηλεκτροστατική δύναμη]

Ηλεκ.

Για φορτισμένο σωματίδιο s με φορτίο qs υπό την επήρεια στατικού η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ πεδίου Ε , η δ ύ ν α μ η που ασκείται πάνω του λόγω του πεδίου: F = Ε Electrostatic

Ηλεκ. Ο

Generator

qs.

συνηθέστερος

τύπος

είναι

οι γεννήτριες

φορτίων. Van-de-

Graaff. Electrostatic

Ηλεκ.

ηλεκτρικό πεδίο άλλου αντικειμένου. Ο

συνηθέστερος

τύπος

κλωβού

χρησιμοποιεί

παραλλαγή

του

του

Earaday. Electrostatic

Storage

[Ηλεκτροστατική μνήμη]

Διατήρηση δεδομένων με την βοήθεια

[Ηλεκτροστατική γεννήτρια]

Μηχανή παραγωγής ηλεκτροστατικών

λ ε π ί δ ρ α σ η του η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ π ε δ ί ο υ τ ο υ α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ με

Ηλεκ.

ηλεκτροστατι-

κού πεδίου. Electrostatic

Stress

[Ηλεκτροστατική

Τάση]

Ονομασία του ηλεκτροστατικού πεδίου που

Ηλεκ.

δημιουρ-

γεί το φ α ι ν ό μ ε ν ο της πόλ,ωσης σ ε ένα μ ο ν ω τ ι κ ό υλικό. Induction

[Ηλεκτροστατική

επαγωγή]

Φ ό ρ τ ι σ η σ ώ μ α τ ο ς ε ξ ' ε π ι δ ρ ά σ ε ω ς με π ρ ο σ έ γ γ ι -

Α ν αυτό το πεδίο υπερβεί μια κρίσιμη τιμή, χαρακτηριστική του υλικού, τότε παρατηρείται ηλεκτρική

εκκέ-

- 524 -

Electrostatic System Of Units

ν ω σ η μ έ σ α σ τ ο υ λ ι κ ό κ α ι ε μ φ α ν ί ζ ο ν τ α ι φ α ι ν ό μ ε ν α α-

Element2

γωγιμότητας. Electrostatic

Electronic Component).

System

στημα μονάδων]

Of

Units

[Ηλεκτροστατικό σύΣύστημα αποτελούμε-

Ηλεκτμομαγν.

ν ο α π ό ύ λ ε ς ε κ ε ί ν ε ς τις μ ο ν ά δ ε ς οι ο π ο ί ε ς π ρ ο κ ύ π τ ο υ ν

[ Σ τ ο ι χ ε ί ο ] Χημ.

Ορίζει ουσίες που δεν

ρ ο υ ν ν α χ ω ρ ι σ θ ο ύ ν σε πιο απλές, ούτε και να

μποπαρα-

χθούν από άλλες απλούστερες, Element

1 0 4 [ Σ τ ο ι χ ε ί ο 1 0 4 ] Χημ.

Τ ε χ ν η τ ό στοιχείο, το

αφού οριστεί αρχικά η ηλεκτροστατική μονάδα φορτί-

πρώτο μετά τη σειρά των ακτινίδων, το οποίο έχει ατο-

ου βάσει του νόμου του Coulomb, ως η ποσότητα φορ-

μικό αριθμό 104 και του οποίου το μακροβιότερο ισύ-

τίου η οποία βρισκόμενη σε απόσταση

τ ο π ο έχει χ ρ ό ν ο η μ ί σ ε ι α ς ζ ω ή ς 6 5 see και μ α ζ ι κ ό αριθ-

1 cm από ίση

ποσότητα φορτίου στο κενό, ασκεί σε αυτήν δύναμη ίση με μία δύνη. (dyne). Electrostatic

Tape

Element

Camera

ηλεκτροστατικής ταινίας]

[Φωτογραφική

Οπτικ.

μηχανή

Είδος φωτογραφικής

μηχανής, που χρησιμοποιείται στους δορυφόρους, που η εικόνα καταγράφεται ηλεκτροστατικά

ό-

σε πλα-

στική ταινία. Electrostatic Το

Units

[Ηλεκτροστατικές μονάδες] σύστημα

Ηλεκ.

μονάδων.

—•

Electrostatic S y s t e m of Units. Electrostatic

Voltmeter

[Ηλεκτροστατικό

βολτόμε-

Β ο λ τ ό μ ε τ ρ ο π ο υ παρέχει ε ν δ ε ί ξ ε ι ς με τη βο-

τμημάτων

του.

(βλέπε

Electrostatic

Instrument).

ατομικό αριθμό 1 0 5 και μαζικό αριθμό 2 6 2 . Α ν α κ α λ ύ φ θ η κ ε το 1 9 6 7 και σ υ μ β ο λ ί ζ ε τ α ι : D b . Element

1 0 6 [ Σ τ ο ι χ ε ί ο 1 0 6 ] Χημ.

Τ ε χ ν η τ ό στοιχείο με

α τ ο μ ι κ ό α ρ ι θ μ ό 1 0 6 και μ α ζ ι κ ό α ρ ι θ μ ό 2 6 6 . Α ν α κ α λ ύ Element

107

[Στοιχείο 107]

Χημ.

Τεχνητό στοιχείο με

ατομικό αριθμό 107 και μαζικό αριθμό 264. Α ν α κ α λ ύ Element

1 0 8 [ Σ τ ο ι χ ε ί ο 1 0 8 ] Χημ.

Τεχνητό στοιχείο με

α τ ο μ ι κ ό α ρ ι θ μ ό 1 0 8 και μ α ζ ι κ ό α ρ ι θ μ ό 2 6 9 . Α ν α κ α λ ύ φθηκε το 1 9 8 4 και σ υ μ β ο λ ί ζ ε τ α ι : Hs. Element

1 0 9 [ Σ τ ο ι χ ε ί ο 1 0 9 / Χημ.

Τεχνητό στοιχείο με

ατομικό αριθμό 1 0 9 και μαζικό αριθμό 268. Α ν α κ α λ ύ -

Electrostatic τ ρ ο ] Μηχ.

Τεχνητό στοιχείο με

φθηκε το 1 9 8 1 και συμβολίζεται: B h .

ή θ ε ι α τ ω ν δ υ ν ά μ ε ω ν C o u l o m b π ο υ α ν α π τ ύ σ σ ο ν τ α ι μεταξύ

1 0 5 [ Σ τ ο ι χ ε ί ο 1 0 5 ] Χημ.

φθηκε το 1 9 7 4 και συμβολίζεται: Sg.

ηλεκτροστατικό

τ ρ ο ] Μηχ.

μό 2 6 1 . Α ν α κ α λ ύ φ θ η κ ε το 1964 και συμβολίζεται: R f .

Wattmeter

Βαττόμετρο

[Ηλεκτροστατικό

βατόμε-

που παρέχει ενδείξεις με την

φ θ η κ ε το 1 9 8 2 και σ υ μ β ο λ ί ζ ε τ α ι : Mt. Elementary

Charge

[Στοιχειώδες

φορτίο]

1.

Φυσ.

βοήθεια των δυνάμεων Coulomb που αναπτύσσονται

Ηλεκτρικό φορτίο σχετιζόμενο με στοιχειώδες σωματί-

μεταξύ

διο. 2. Τ ο η λ ε κ τ ρ ι κ ό φ ο ρ τ ί ο τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο ν ί ο υ ,

τμημάτων

του.

(βλέπε

Electrostatic

Instrument).

(βλέπε

Electron Charge).

E l e c t r o s t a t i c s [ Η λ ε κ τ ρ ο σ τ α τ ι κ ή ] Φυσ.

Τ ο μ έ α ς του ηλε-

Elementary

[Στοιχειώδης διέγερση]

II

κά που σχετίζονται με ηλεκτροστατικά πεδία ή ακίνη-

οφείλεται στην απορρόφηση ενός κβάντου ενέργειας

Electrosynthesis

Elementary

[Ηλεκτρολυτική Σύνθεση]

Χη-

Χημ.

μική αντίδραση σ χ η μ α τ ι σ μ ο ύ μιας ένωσης, που λαμβάνει χώρα σ ε ηλεκτροχημικό στοιχείο. Electrothermal

Energy

Conversion

μ ε τ α τ ρ ο π ή ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Μηχ.

Μαθημ.

Μετατροπή

ηλεκτρικής ε-

Function

[Στοιχειώδης

τ ή σ ε ω ν |Ε. ( β λ έ π ε E l e m e n t a r y

Μαθημ.

συστήματος

Functions

που

συνάρτηση]

Μέλος του συνόλου των στοιχειωδών

Elementary [Ηλεκτροθερμική

ενός κβαντομηχανικού

Φυσ.

κ τ ρ ι σ μ ο ύ π ο υ ε ρ ε υ ν ά τα φ α ι ν ό μ ε ν α και χαρακτηριστιτα ηλεκτρικά φορτία.

διέγερση

Excitation

συναρ-

Functions),

[Στοιχειώδεις

συναρτήσεις]

Τ ο σ ύ ν ο λ ο σ υ ν α ρ τ ή σ ε ω ν |Ε, ο ρ ι ζ ό μ ε ν ο ω ς π ε -

ρ ι έ χ ο ν τ α ε ξ ή ς : Τ ο σ ώ μ α |R. Τ η ν τ α υ τ ο τ ι κ ή

συνάρτηση

|Ε, τ ι ς σ υ ν α ρ τ ή σ ε ι ς : e t , M , l o g | f

νέργειας σε θερμική πάνω σε καταναλωτή ηλεκτρικού

Ι(χ) = χ. [ 1 ] : Α ν f ( x ) €

ρεύματος όπως σε αντίσταση, πηνίο, πυκνωτή ή άλλη

(χ)|, s i n ( f ( x ) ) , s i n ' ' ( f ( x ) ) . [ 2 ] : Α ν f j ( x ) e

ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή.

και R(yi, y2,...yn) είναι ρητή π α ρ ά σ τ α σ η των μεταβλη-

Electrothermal

[Ηλεκτροθερμικό όργα-

τ ώ ν yt ( 1 < i < n ) , τ η ν σ υ ν ά ρ τ η σ η : F ( x ) = R ( f i ( x ) < f 2 ( x ) ,

Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης που εκμε-

... fn(x)). Κ ά θ ε σ υ ν ά ρ τ η σ η π ο υ παράγεται με πεπερα-

ταλλεύεται τη μετατρεπόμενη ηλεκτρική ενέργεια σε

σ μ έ ν η ε φ α ρ μ ο γ ή της [ 1 ] ή της [2]. Ε ν ν ο ε ί τ α ι ότι τα πε-

θερμύτητα joule για να πραγματοποιεί συγκεκριμένη

δία ο ρ ι σ μ ο ύ προσαρμόζονται κατάλληλα σε κάθε περί-

λειτουργία ή να παρέχει ένδειξη.

πτώση.

ν ο ] H)S.K.

Μηχ.

Instrument

|Ε ( 1 < i < n ) ,

Electrothermic

[Ηλεκτροθερμικός]

Η/εκ.

Μηχ.

Elementary

Item

[Στοιχειώδης

τύπος /

Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ μ ό ς α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ π ο υ έχει την ιδιότητα να

Πλημ.

χρησιμοποεί

που αποτελεί την βάση για κατασκευή άλλου σύνθετου

την μετατρεπόμενη

ηλεκτρική

ενέργεια

Τύπος δεδομένων ή μεταβλητή

μεταβλητή]

σε θερμότητα joule για να π ρ α γ μ α τ ο π ο ε ί λειτουργία ή

τύπου

να παρέχει ένδειξη.

γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ο ύ οι σ τ ο ι χ ε ι ώ δ ε ι ς τ ύ π ο ι είναι: char, short,

Electrovalence

[ Ε τ ε ρ ο π ο λ ι κ ύ ς Δ ε σ μ ό ς ] Χημ.

Είδος χη-

μικού δεσμού, κατά τον οποίο ένα ηλεκτρόνιο μεταφέρεται α π ό ένα ά τ ο μ ο σ ε άλλο, με α π ο τ έ λ ε σ μ α το σχηματισμό

ιόντων που

συγκρατούνται

μαζί

λόγω

ηλε-

κτροστατικής έλξης.. Electroweak Φυσ.

Θεωρία

Στις

περισσότερες

γλώσσες

προ-

long, float και double, Elementary

Matrix

[Στοιχειώδης πίνακας]

Μαθημ.

πίνακας αποτέλεσμα πολλαπλασιασμού του ο υ π ί ν α κ α [ a j j , a^ = 0 α ν i

1

Ο

μοναδιαί-

j , a« = 1 α ν i = j , α ρ ι σ τ ε ρ ά ή

δεξιά με τους αντίστοιχους πίνακες που περιγράφονται

T h e o r y [Ηλεκτρασθενής θεωρία] που

δεδομένων.

προγράμματος

αναπτύχθηκε

από

τους

Πυμην.

Glashow-

στο λήμμα Elementary Matrix Elementary

Matrix

Operation.

Operation

[Στοιχειώδης

Weinberg-Salam ( G W S ) , σ τ η ν οποία υπάρχει μια ενο-

πίνακα]

ποιημένη

λαπλ.ασιασμός από τα α ρ ι σ τ ε ρ ά με π ί ν α κ α [ a j

περιγραφή της ηλεκτρομαγνητικής και

της

Μαθημ.

πράξη

Γ ι α π ί ν α κ α Α δ ι ά σ τ α σ η ς m x η, π ο λ διάστα-

ασθενούς αλληλεπίδρασης. Μ ε τ α ξ ύ των άλλων η θεω-

σ η ς m χ m, ό π ο υ : α )

ρία π ρ ο έ β λ ε ψ ε τ η ν ύ π α ρ ξ η τ ω ν W και Ζ μ π ο ζ ο ν ί ω ν , τα

1 £ k < n κ α ι a,·, = 1 γ ι α 1 < i < n, i 1 k . β ) an = 1 γ ι α 1 < i

ο π ο ί α π α ρ α τ η ρ ή θ η κ α ν το 1 9 8 3 - 8 4 , γ ε γ ο ν ό ς π ο υ αποτέ-

< n, i

λεσε θεαματική επιβεβαίωση της θεωρίας. Element ή

1

[Στοιχείο]

τμήμα

Ηλεκτρον.

ηλεκτρονικού

1

= 0 αν i

1

j, akk= a για κάποιο k, 1

k , 1 κ α ι a k ! = 1 , a ! k = 1 . γ ) a^ = 0 α ν i

γ ι α 1 < i < n κ α ι a k i = a γ ι α κ ά π ο ι α k κ α ι 1, k

1

j , a^ =

1

1. Ε π ί σ η ς

Ηλεκτρονικό εξάρτημα

οι αντίστοιχοι π ο λ λ α π λ α σ ι α σ μ ο ί με τους α ν τ ί σ τ ο ι χ ο υ ς

εξαρτήματος,

πίνακες διάστασης n x n από τα δεξιά.

(βλέπε

Elliptic Gear

- 525 Eleostearic

το

stencil ή ά λ λ ο ό ρ γ α ν ο με τ η ν β ο ή θ ε ι α τ ο υ ο π ο ί ο υ μπο-

9 , 1 1 , 1 3 - ο κ τ α δ ε κ α τ ρ ε ν ο ϊ κ ό οξύ, π ο υ έχει χ η μ ι κ ό τύπο

ρ ο ύ ν να σ χ ε δ ι α σ τ ο ύ ν γραφικές π ρ ο σ ε γ γ ί σ ε ι ς ελλειψο-

C4H9(CH=CH)3(CH2)7COOH

ειδών

278,44.

Acid

[ Ε λ α ι ο σ τ ε α τ ι κ ύ Ο ξ ύ ] Χημ.

Πρόκειται για

και

άχρωμο,

Είναι

μοριακό

βάρος

κρυσταλλικό

λιπαρό

σχημάτων.

Το

κοινότερο

είδος είναι

σύστημα

δ ύ ο α κ ί δ ω ν και ν ή μ α τ ο ς δ ε μ έ ν ο υ στις δ ύ ο ακίδες.

Οι

οξύ. T o cis ι σ ο μ ε ρ έ ς έχει σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 2 3 5 ° C , σ η -

ακίδες πακτώνονται στο επίπεδο σε απόσταση

μείο τήξεως 1 8 8 ° C και είναι διαλυτό σε αιθανόλη και

τ ε ρ η α π ό το μ ή κ ο ς του ν ή μ α τ ο ς και η γ ρ α φ ί δ α ο λ ι σ θ α ί -

α ι θ έ ρ α . T o trans έχει σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 4 9 ° C , σ η μ ε ί ο τ ή -

νει με τρόπο ώ σ τ ε το ν ή μ α να είναι π ά ν τ α τ ε ν τ ω μ έ ν ο .

ξ ε ω ς 7 1 - 7 2 ° C και διαλύεται σε μεθανόλη και αιθανόλη.

Ellipsoid

[Ελλειψοειδές]

μικρό-

Τ ο σύνολο των σημεί-

Μαθημ.

ω ν σ τ ο ^ ώ ρ ο π ο υ ι κ α ν ο π ο ι ο ύ ν τ η ν σ χ έ σ η : (x/a)~ + ( y / b )

Elevation ή ενός

[ Υ ψ ό μ ε τ ρ ο | Μηχ.

αντικειμένου

Το υψόμετρο ενός σημείου

είναι

η

κατακόρυφη

απόσταση

από αυτό έως το οριζόντιο επίπεδο αναφοράς τ ω ν μετρήσεων που σ υ ν ή θ ω ς είναι το επίπεδο της θάλασσας. Elevation

Angle

[Γωνία

κάθετης

απόκλισης]

+ (z/c)~ = 1 . Η τ ο μ έ ς τ ο υ μ ε ε π ί π ε δ α π α ρ ά λ λ η λ α μ ε τ α

επίπεδα των καρτεσιανών α ξ ό ν ω ν είναι ελλείψεις. Ellipsoid φής] από

Of

τους

θ υ ν σ η ς η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ο ύ κ ύ μ α τ ο ς και της προβολής

Ellipsoidal

Elevation Angle Error κλισης]

[Σφάλμα γωνίας κάθετης από-

Σφάλμα το οποίο

Η/χκτρομαγν.

υπεισέρχεται

σε μετρήσεις ή ενδείξεις ραδιοεντοπιστών και ραδιοαν ι χ ν ε υ τ ώ ν λ ό γ ω του φαινόμενου της διάθλασης στην

ατμόσφαιρα

του

φέροντος

μέσα

ηλεκτρομαγνητικού

κύματος. Elevation

a,

Floodlight

ρείας δέσμης]

[Ελλειψοειδές εκ περιστρο-

Ελλειψοειδές στο οποίο τουλάχιστον δύο

ημιάξονες

Ellipsoid).

του στην επιφάνεια της γης.

Revolution

Μαθημ.

διεύ-

Ηλεκτρομαγν.

Η γ ω ν ί α μεταξύ του διανύσματος

2

Ηλεκ.

b,

c

είναι

ίσοι.

(βλέπε

[Ελλειψοειδής προβολέας

ευ-

Ειδικός προβολέας φωτισμού

ευ-

ρείας δέσμης φωτός χρησιμοποιούμενος όταν χρειάζεται μ ε γ ά λ η έ ν τ α σ η φ ω τ ό ς σ ε σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο σ η μ ε ί ο

ή

χώρο. (βλέπε Ellipsoidal Reflector). Ellipsoidal

R e f l e c t o r [Ελλειψοειδές κάτοπτρο]

Οπτικ.

Κ ά τ ο π τ ρ ο σ ε σ χ ή μ α ε λ λ ε ι ψ ο ε ι δ ο ύ ς επιφάνειας με δύο ε σ τ ί ε ς Cj κ α ι c 2 . Α ν φ ω τ ε ι ν ή π η γ ή τ ο π ο θ ε τ η θ ε ί σ ε μ ί α

Of

Ζ έ σ ε ω ς ] Φυσ.

Boiling

P o i n t [ Α ν ύ ψ ω σ η του

Σημείου

α π ό τις δύο εστίες, το φως θα εστιαστεί σ τ η δεύτερη.

Α ν α φ έ ρ ε τ α ι στη α ύ ξ η σ η της θερ- E l l i p s o i d a l S p o t l i g h t [ Ε λ λ ε ι ψ ο ε ι δ ή ς π ρ ο β ο λ έ α ς στενής μοκρασίας ζέσεως ενός διαλύτη, όταν περιέχεται σε δ έ σ μ η ς ] Ηλεκ. Ε ι δ ι κ ό ς π ρ ο β ο λ έ α ς φ ω τ ι σ μ ο ύ σ τ ε ν ή ς αυτόν διαλυμένος ηλεκτρολύτης. Πρόκειται για προδέσμης φωτός χρησιμοποιούμενος όταν χρειάζεται Χημ.

σθετική ιδιότητα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί

στον

προσδιορισμό μοριακού βάρους. Elevator

[ Α ν ε λ κ υ σ τ ή ρ α ς ] Μηχ.

δευτερεύουσα

εστίαση

του

φωτός

σε

συγκεκριμένο

σημείο. Σ υ ν ή θ ω ς περιέχει ελλειψοειδές κάτοπτρο

Κ α τ α σ κ ε υ ή που επιτρέ-

επιπρόσθετα οπτικά στοιχεία ευθυγράμμισης και εστί-

πει την α ν ύ ψ ω σ η ή κατάβαση π ρ ο σ ώ π ω ν ή αντικειμέ-

ασης ύπως φακούς fresnel για επίτευξη πολύ

νων

δέσμης, (βλέπε Ellipsoidal Reflector).

με τη

τροχαλιών.

βοήθεια

ατέρμονων

Τροφοδοτείται

ιμάντων και

ηλεκτρικά

ή

ειδικών

χειροκίνητα.

Πρόκειται δηλαδή για έναν μηχανισμό ο οποίος ως σκοπό λειτουργίας του την κατακόρυφη και κ α τ α β ί β α σ η

ανθρώπων

και

έχει

ανύψωση

αντικειμένων

μεταξύ

διαφορετικών υψομετρικά επιπέδων. Υπάρχουν πολλοί τύποι ανελκυστήρων, ανάλογα με τον τρόπο λειτουργία ς τ ο υ ς κ α ι τ ο τι μ ε τ α φ έ ρ ο υ ν . Elimination

[Απαλοιφή]

Μαθημ.

χαρακτηρι-

σμός αλγόριθμου απλούστευσης συστήματος

γραμμι-

κών εξισώσεων. Elimination

Elliptic

[Ελλειπτικός]

Επιστ. Τεχν.

στενής

Εναλλακτικός χαρα-

κτηρισμός του έχοντος ελλειψοειδές σχήμα. Elliptic

Cone

[Ελλειπτικός κώνος]

Μαθημ.

και τα δύο τμήματα ελλειπτικής κωνικής

Τ ο ένα ή επιφάνειας,

(βλέπε Elliptic C o n i c a l S u r f a c e ) . Elliptic νεια]

Γενικός

και

Conical

Μαθημ.

Surface

[Ελλειπτική κωνική

επιφά-

Το σύνολο των σημείων στο χώρο

που

ι κ α ν ο π ο ι ο ύ ν τ η ν σ χ έ σ η : (x/a)2 + (y/b)2 = (z/c)2. Η τομές του με επίπεδα (εκτός τ ο υ x y ) κάθετα σ τ ο

ύψος

του είναι ελλείψεις.

Factor

[Παράγων απαλοιφής]

Σ ε E l l i p t i c C y l i n d e r [ Ε λ λ ε ι π τ ι κ ό ς κ ύ λ ι ν δ ρ ο ς ] Μαθημ. Τ ο αλγόριθμους εύρεσης πληροφορίας όπως σε τεχνικές σύνολο των σημείων στο χώρο που ικανοποιούν την s e a r c h i n g κ α ι s o r t i n g σ υ ν ή θ ω ς ο δ υ ν α μ ι κ ό ς λ ό γ ο ς r(t) σ χ έ σ η : (x/a)2 + (y/b)2 = 1. Ο ι τ ο μ έ ς τ ο υ με ε π ί π ε δ α κά= s ( t ) /n ή ο λ ό γ ο ς 1 - r ( t ) , ό π ο υ s ( t ) ε ί ν α ι ο α ρ ι θ μ ό ς θετα στον άξονά του είναι ελλείψεις.

Πληρ.

στοιχειωδών δεδομένων που έχουν εξεταστεί ή

Elliptic F u n c t i o n [Ελλειπτική συνάρτηση]

Συ-

Μαθημ.

νηθεί μετά από π ά ρ ο δ ο χ ρ ό ν ο υ t και n είναι ο σ υ ν ο λ ι -

ν ά ρ τ η σ η f ( z ) π ο υ ι κ α ν ο π ο ι ε ί τ η ν σ υ ν θ ή κ η : $ zl9

κός αριθμός τ ω ν στοιχειακών διαθέσιμων δεδομένων.

Ζ2 κ α ι f ( z ) = f ( z + ζ , ) = f ( z + ζ 2 ) . Ο ι γ ν ω σ τ ό τ ε ρ ε ς ε ί ν α ι

ζ2, ζ ι

1

Χημ.

οι ελλειπτικές σ υ ν α ρ τ ή σ ε ι ς τ ο υ j a c o b i , ζ = sn(F, k), cn

Χ η μ ι κ ή α ν τ ί δ ρ α σ η κ α τ ά τ η ν ο π ο ί α α π ο σ π ά τ α ι έ ν α α-

(u, k) = V(1 - s n 2 ( u , k)) κ α ι d n ( u , k) = V(1 - k 2 s n " ( u , k ) )

πλό μόριο, όπως είναι το νερό, από ένα ή περισσότερα,

μ ε F το ε λ λ ε ι π τ ι κ ό ο λ ο κ λ ή ρ ω μ α π ρ ώ τ η ς τ ά ξ η ς

πιο σύνθετα μόρια.

Icgcndrc και η ελλειπτική σ υ ν ά ρ τ η σ η ζ =

Elimination

Ε

ερευ-

Reaction

[Αντίδραση Απόσπασης]

κατά

p(w)

του

Ηλεκ.

Γραφική

weierstrass. Σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν α , η σ υ ν ά ρ τ η σ η sn ε ί ν α ι α ν τ ί -

παράσταση ισοδυναμικών γραμμών έντασης

ηλεκτρι-

στροφη σ υ ν ά ρ τ η σ η της Ε(ζ, k) και η p ( w )

Lines

[Γραμμές ηλεκτρικού πεδίου]

αντίστροφη

κού πεδίου γ ύ ρ ω από σ ώ μ α με ηλεκτρικό φορτίο. Πα-

της w(z, gi, g2). (βλέπε Elliptic I n t e g r a l of the

ρέχει ένδειξη τ ω ν σ η μ ε ί ω ν στο χ ώ ρ ο π ά ν ω στα οποία η

Kind

ένταση

F i r s t K i n d in W e i e r s t r a s s F o r m ) .

του

ηλεκτρικού

πεδίου

είναι

ίδια.

(βλέπε

Electric Field, Electric Line of Force). Ellipse

[Ελλειψη]

και c2 καλούμενα

Μαθημ.

Elliptic

Μ ε δ ε δ ο μ έ ν α δ ύ ο σ η μ ε ί α C|

Legendre

Gear

Form,

Elliptic

Integral

[ Ε λ λ ε ι π τ ι κ ά γ ρ α ν ά ζ ι α ] Μηχ.

of

Γρανάζι

the σε

σ χ ή μ α έλλειψης το οποίο περιστρέφεται γ ύ ρ ω από ά-

σύνολο

ξ ο ν α κάθετο στην μία από τις δύο εστίες της έλλειψης

τ ω ν σ η μ ε ί ω ν { χ } για τα οποία ισχύει: D(x,C|) + D(x,c2)

που το περιγράφει. Σ υ ν ή θ ω ς γίνεται σ ύ ζ ε υ ξ η με άλλο

= c, ό π ο υ D ( x , y ) είναι η α π ό σ τ α σ η δ ύ ο σ η μ ε ί ω ν x και

ελλειπτικό γ ρ α ν ά ζ ι και τα δ ύ ο π ε ρ ι σ τ ρ έ φ ο ν τ α ι με τέ-

y και c δεδομένη σταθερά.

τοιο τρόπο έτσι ώστε το σημείο επαφής να

Ellipsograph

" ε σ τ ί ε ς " της έλλειψης, το

in

First

[Ελλειψογράφος]

Γραφισ.

Χάρακας

μεί μ ε τ α ξ ύ τους.

παλινδρο-

Elliptic Integral

-526 -

Μαθημ.

σύνολε»

εντολών

Ολοκλήρωμα που μπορεί να εκφραστεί σαν ελλειπτικό

boolean

της

ο λ ο κ λ ή ρ ω μ α πρώτης, δεύτερης ή τρίτης τάξης, (βλέπε

γ λ , ώ σ σ α C : if ( ( x > = a ) & ( χ < = b ) ) χ = a ; e l s e χ = a +

Elliptic I n t e g r a l of the F i r s t K i n d , Elliptic

1;. Α ν η σ υ ν θ ή κ η a < χ < b δ ε ν ικανοποιείται, το πρό-

Elliptic

Integral

of the S e c o n d

[Ελλειπτικό

ολοκλήρωμα]

K i n d , Elliptic Integral

Integral

of the

Third

Kind). Form

Of

The

First

Kind

[Ελλειπτικό ολοκλήρωμα

Icgcndrc]

2

Lcgendre

πρώτης τάξης

κατά

Ο λ ο κ λ ή ρ ω μ α της μορφής: F(k.z)

Μαθημ.

2

In

2

=

2

Elliptic Integral Of T h e First K i n d In Form

[Ελλειπτικό

weierstrass]

Μαθημ.

ολοκλήρωμα

Weierstrass

πρώτης τάξης

κατά

Ο λ ο κ λ ή ρ ω μ α της μορφής: w(z, g|,

g 2 ) - J z " l / V ( 4 z 3 - g , z - g 2 ) dz, μ ε Δ = g , j - 2 7 g 2 2 ' 0. (To οποίο ε ξ α σ φ α λ ί ζ ε ι δ ι α κ ρ ι τ έ ς ρίζες για το π ο λ υ ώ ν υ 3

μο 4 z - g , z - g 2 ) . Elliptic

Integral

ολοκλήρωμα

if

δεν

R u l e [Κανόνας elsej

που

η

συνθήκη

ικανοποιείται.

Π.χ.

Πλημ.

Σε προγράμματα μα-

σες προγραμματισμού, εντολή που κατευθύνει την ροή τ ο υ π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς - script σ ε π ε ρ ί π τ ω σ η π ο υ δ ε δ ο μ έ ν η boolean

δεν ικανοποιείται.

Α ν ά λ ο γ η της

The

δεύτερης

Sccond

τάςης]

Kind

[Ελλειπτικό Ολοκλήρωμα

Μαθημ.

αφορά και σ ε ι κ α ν ο π ο ί η σ η πιο πολ.ύπλοκων σ υ ν θ η κ ώ ν boolean

από

ότι

στην

εντολή

else,

(βλέπε

ELSE

Instruction). Elution

[Εκλεκτική

Προσρόφηση)

Αναφέρεται

Χημ.

υγρό ή αέριο μέσο, με σκοπό την α π ο μ ά κ ρ υ ν σ η ροφημένων ουσιών από πορώδη υλικά. Η

διεργασία

βρίσκει εφαρμογή στην αναγέννηση καταλυτικής

<

νης,

Elliptic Integral Of T h e T h i r d λοκλήρωμα

τρίτης

τάξης]

Kind

Elliptic

στον

καθαρισμό

χρωματογραφικής

στήλης.

τ η ς E m b a n k m e n t [ Α ν ά χ ω μ α ] Πολ.Μηχ. Ε ί ν α ι μ ί α ά κ α μ π τ η - ζ2)(1 - k2z2))] κατασκευή, αποτελούμενη από πέτρες ή άλλο υλικό, η

1.

οποία υπερυψωμένη

Paraboloid

Μαθημ.

και

κλί-

Ολοκλήρωιια

Μαθψ.

μορφής: Π ( ν , k,z) = J0*l/[(1 + ν ζ > ' ( ( 1 dz, μ ε 0 < k <

[Ελλειπτικό ο-

καθώς

ένα

προσ-

της μορφής: E(k,z) = \0Ζ\((\ - k:z:)/(l - z2)) dz, με 0 < k 1.

[Ελλειπτικό

παραβολοειδές]

T o σύνολο των σημείων στο χώρο που ικανο-

π ο ι ο ύ ν τ η σ χ έ σ η : ( x / a ) 2 + ( y / b ) " - z/c. Η τ ο μ έ ς τ ο υ μ ε

από

το ε π ί π ε δ ο

της

επιφάνειας

του εδάφους, κατασκευάζεται με σκοπό ν α

θεμελιωθεί

ε π ά ν ω της κάποιος δ ρ ό μ ο ς ή ένα σ ι δ η ρ ο δ ρ ο μ ι κ ό

βολές.

Embedded Galaxy

[Ελλειπτικός γαλαξίας]

Γα-

Αστμον.

δί-

κτυο.

επίπεδα π α ρ ά λ λ η λ α του x y είναι ελλείψεις και οι τομές E m b e d d e d C o l u m n [ Ε ν τ ο ι χ ι σ μ έ ν ο υποστύλ*ωμα]. του με επίπεδα π α ρ ά λ λ η λ α με τα χ ζ και yz είναι παραΜηχ. - » E n g a g e d C o l u m n Elliptical

ε-

ντολής else αλλά με επιπρόσθετη λειτουργικότητα π ο υ

στη διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιείται Of

σε

κ ρ ο ε ν τ ο λ ώ ν , αρχεία batch, scripts και α ν ώ τ ε ρ ε ς γ λ ώ σ -

συνθήκη

ίο 1/V(( 1 - ζ ) ( 1 - k z ) ) dz, μ ε 0 < k < 1.

εντολής

περίπτωση

γ ρ α μ μ α θα ε κ τ ε λ έ σ ε ι τ η ν ε ν τ ο λ ή χ = a + 1;. E L S E

Elliptic Integral

στην

Command

Οποιαδήποτε

εντολή

[Ενθετη

σε

αρχείο

Πολ.

εντολή]

έχει

την

Πλημ.

ιδιότητα

ο

λ α ξ ί α ς ε λ λ ε ι π τ ι κ ο ύ σ χ ή μ α τ ο ς τ ύ π ο υ Ε Ο έ ω ς SO σ ύ μ φ ω -

σ κ ο π ό ς της (scope) ν α μ η ν είναι σ τ ο ίδιο ε π ί π ε δ ο

ν α με τ η ν κ α τ ά τ α ξ η H u b b l e . Τ έ τ ο ι ο ι γαλ.αξίες δ ε ν έ-

τον σ κ ο π ό τ ο υ κ υ ρ ί ο υ ό γ κ ο υ τ ω ν δ ε δ ο μ έ ν ω ν του αρ-

χουν συνήθως βραχίονες.

χείου. Ο σκοπός μίας μακροεντολής στο

Elliptical

Orbit

[ Ε λ λ ε ι π τ ι κ ή τ ρ ο χ ι ά ] Μηχ.

Τροχιά σώ-

πρόγραμμα

word για παράδειγμα, αν και α π ο θ η κ ε ύ ε τ α ι

στο

ματος που μπορεί να περιγραφεί ε π α ρ κ ώ ς από μία εξί-

αρχείο κειμένου, είναι διαφορετικός από τον

σωση

του κειμένου.

έλλειψης στο

αντίστοιχο νοητό

επίπεδο

πάνω

στο οποίο το σ ώ μ α κινείται, (βλέπε Ellipse). Elliptical

Polarization

Pointer

[Ενθετος δείκτης]

ίδιο

σκοπό Ειδικός

Πλημ.

πόλ^ωση]

δείκτης που χρησιμοποιείται σπάνια και επεκτείνει την

κυκλικής

πύλχυσης

λειτουργικότητα της δομής record σε γ λ ώ σ σ α

pascal.

ηλεκτρομαγνητικού κύματος στην οποία το

διάνυσμα

Π.χ. authorlnfo =

@data;

Ηλεκτμομαγν. Ε

Γενικότερη

[Ελλειπτική

Embedded

με

μορφή

του α ν τ ί σ τ ο ι χ ο υ η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ πεδίου όχι μ ό ν ο

περι-

στρέφεται ι σ ο τ α χ ώ ς κάθετα σ τ η ν ευθεία διάδοσης αλλά ε π ι π ρ ό σ θ ε τ α έχει και μ έ τ ρ ο π ε ρ ι ο δ ι κ ά

μεταβαλλό-

μενο έτσι ώστε το άκρο του να διαγράφει έλλειψη. Elliptical

Projection

[Ελλειπτική προβολή]

επιτε-

λείται με τέτοιο τρόπο ώ σ τ ε η τελική απεικόνιση

να

είναι ε γ γ ε γ ρ α μ μ έ ν η σε έλλειψη στο επίπεδο. Ellipticity

[Πλάτυνση]

Αστμον.

name:

str63;

addr:

4

end; Ο δείκτης δημιουργείται με τον χαρακτήρα Embedded

System

[Ενθετο σύστημα]

πληροφορικής το οποίο είναι

'@".

Σύστημα

Πλημ.

προ-προγραμματισμένο

να εκτελεί σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο π ρ ό γ ρ α μ μ α το ο π ο ί ο δεν επι-

Χαμτογμ.

Οποιαδήποτε προβολή της υδρογείου σφαίρας

record

δέχεται τροποποίηση

ρίζει την σχετική π λ ά τ υ ν σ η σφαιροειδούς πλανήτη

με

Συχνά

και μη προγραμματιζόμενη υπομονάδα (module) προγράμματος ή υπολογιστή. Embedding

Μέγεθος που χαρακτη-

από τον τελικό χρήστη.

[ Ε ν θ ε σ η ] Μαθ.

Για δύο αλγεβρικά συστή-

ματα με τ η ν ίδια π ρ ά ξ η θ , (Q, Θ ) και ( S , ® ) , φ ι κ ή α π ε ι κ ό ν ι σ η f: Q

μονομορ-

S ή ε ν α λ λ α κ τ ι κ ά α π ε ι κ ό ν ι σ η f:

π ο λ ι κ ή α κ τ ί ν α R ^ . , ι σ η μ ε ρ ι ν ή α κ τ ί ν α RV{T κ α ι μ έ σ η α -

Q

κ τ ί ν α R . Σ υ ν ή θ ω ς λ α μ β ά ν ε τ α ι ω ς : (R vn - R x 0 >.|/R.

είναι ο μ ο μ ο ρ φ ι σ μ ό ς : f ( a Θ b) = f ( a ) Θ f(b). b) η f είναι

Ellipticity

2

[Πλάτυνση]

Μαθηιι.

Γ ι α έλλειψη π ο υ περι-

γ ρ ά φ ε τ α ι α π ό τ η ν σ χ έ σ η (x/a)~ + ( y / b ) 2 = 1 , μ ε μ έ γ ι σ τ ο η μ ι ά ξ ο ν α a κ α ι μ ι κ ρ ό η μ ι ά ξ ο ν α b , τ ο μ έ γ ε θ ο ς 1 - b/a. Elongation

1

[Επιμήκυνση]

Αστρον.

Η γωνιακή

από-

σταση 2 σ ω μ ά τ ω ν όπως φαίνεται από τη γη. Elongation2

[ Ε π ι μ ή κ υ ν σ η ] Μηχ.

ένα-προς-ενα σ α ν απεικόνιση από το Q στο S: α ν a

του

μήκους ενός μέλους μίας κατασκευής ή ενός δοκιμίου, κατά-

1

b

=> f ( a ) » f ( b ) . Embellishment

[Αρχιτεκτονικό

στολίδι]

κάθε δ ι α κ ο σ μ η τ ι κ ό στοιχείο, το ο π ο ί ο

Είναι

Αμχ.

τοποθετημένο

στην εξωτερική παρειά κάποιου κτιρίου για

Είναι η αύξηση

η οποία οφείλεται στην επιβαλλόμενη εντατική

S μ ε τ ι ς α κ ό λ ο υ θ ε ς ι δ ι ό τ η τ ε ς γ ι α a, b e Q : a ) η f

αισθητι-

κούς λόγους αποτελεί χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Embrasure

[ Π ο λ ε μ ί σ τ ρ α ] Αμχ.

Είναι ένα ειδικό άνοιγ-

μα, μικρών σχετικά διαστάσεων,

το ο π ο ί ο

βρίσκεται

σ τ α σ η από τα ε ξ ω τ ε ρ ι κ ά φορτία ή από τις θερμικές συ-

στους

στολ.οδιαστολές.

στρων, π ύ ρ γ ω ν ή άλλων κ α τ α σ κ ε υ ώ ν με πολεμικό χα-

ELSE

Instruction

[ Ε ν τ ο λ ή else]

Πλημ.

καθοδηγεί το πρόγραμμα να εκτελέσει

Εντολή

που

συγκεκριμένο

εξωτερικούς

τοίχους

συνήθως

παλαιών

κά-

ρακτήρα. Οι παρειές του ανοίγματος αυτού, τείνουν να συγκλίνουν

μεταξύ

τους από την εσωτερική

πλευρά

- 527 του τοίχου ε ν ώ συμβαίνει το αντίθετο από τ η ν εξωτερική. ώ σ τ ε να π α ρ έ χ ε τ α ι π ρ ο σ τ α σ ί α σ ε α υ τ ό ν π ο υ έχει το όπλο μέσα από την πολεμίστρα.

κής ακτινοβολίας. Emission Electron Microscope σκόπιο

εκπομπής]

[Ηλεκτρονικό μικρο-

Χαρακτηρισμός

Ηλεκ.

ηλεκτρονι-

Emden]

Αστροφυσ.

κού μικροσκοπίου που χρησιμοποιεί κατάλληλο

εκπο-

διαφορικών

εξισώσεων

μπό ηλεκτρονία>ν για την δ η μ ι ο υ ρ γ ί α ε ι δ ώ λ ο υ

ψηλής

δομής αστέρων χρησιμοποιούμενων στην

αστροφυσι-

Emden

[Εξίσωση

E m i s s i v i t vΝ

Equation

Κοινότερη

ονομασία

τριών

2

κή: της απλής διαφορικής ε ξ ί σ ω σ η ς Emden: x (Ty/Ux') r

2

+ 2x( v/1jx) + x y

n

= 0, της τροποποιημένης διαφορικής 2

r

ε ξ ί σ ω σ η ς E m d e n : ( * / < V ) y + a(x)( y/^|x) + y

n

= 0, και

p

x

x (Ty^1I ~)

της διαφορικής ε ξ ί σ ω σ η ς Emden-Fowler:

+

p

(x p/x)(1iy/*x) + x V = 0. Emden

Function

[Συνάρτηση Emden]

Συ-

Αστροφυσ.

(βλέπε

εκπομπό

Brake'

[ Χ ε ι ρ ό φ ρ ε ν ο ] Μηχ.

Μηχανισμός

αυτοκινήτων που επιτρέπει την χειροκίνητη

ασφάλιση

των τροχών του οχήματος όταν αυτό βρίσκεται σε ακινησία.

φακούς,

Electron Gun, Electron Lens, Electron Emission Flame π ο μ π ή ς ) Χημ.

(βλέπε

Microscope).

P h o t o m e t r y [Φλωγοφωτομετρία Εκ-

Μέθοδος χημικής ανάλυσης, που βασίζεακτινοβολί-

ας. Τ ο δ ι ά λ υ μ α ε κ ν ε φ ο ύ τ α ι σ ε φ λ ό γ α κ α ι κ ά θ ε σ τ ο ι χ ε ί ο εκπέμπει ακτινοβολία χαρακτηριστικού μήκους Emission Line Corona Το

φως

εκπομπής

κύμα-

Brake2

[Τροχοπέδη

ασφαλείας]

Χειροκίνητη τροχοπέδη π ο υ μπορεί να

Μηχ.

ενεργοποιηθεί

[Γραμμική εκπομπή κορώνας]

της

κορώνας

του

ήλιου.

—>Ε

Corona. Emission

Emergency

και η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ ς

θερ-

τος. με έ ν τ α σ η α ν ά λ ο γ η της σ υ γ κ έ ν τ ρ ω σ η ς .

Equation).

Emergency

μιονικύ

είδη χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν

ται σ τ ο μ ή κ ο ς κ ύ μ α τ ο ς της ε κ π ε μ π ό μ ε ν η ς

ν ά ρ τ η σ η λ ύ σ η μίας από τις ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς E m d e n . Emden

ανάλυσης. Τα περισσότερα

L i n e G a l a x y [Γαλαξίας με φάσμα εκπομπής] Γαλαξίας στο φάσμα του οποίου

Αστρον.

κυριαρχούν

γ ρ α μ μ ι κ έ ς σ υ ν ι σ τ ώ σ ε ς ε κ π ο μ π ή ς από πολλ.απλά

ιονι-

σε

σμένα στοιχεία σε αντίθεση με γαλαξία του οποίου το

ατύχημα στο εσωτερικό του τρένου κατά την διάρκεια

φάσμα είναι κυρίως φάσμα απορρόφησης. Ot γαλαξίες

του ταξιδιού.

seyfert και οι q u a z a r s σ υ ν ή θ ω ς ε μ φ α ν ί ζ ο υ ν τ έ τ ο ι ο φά-

από επιβάτες τρένου σε περίπτωση ανάγκης όπως

Emergency

Broadcast

έκτακτης ανάγκης]

System

[Σύστημα

εκπομπής

Τ ο π λ έ γ μ α τα)ν ρ α δ ι ο τ η λ ε -

Επικοιν.

σμα. (βλέπε E m i s s i o n Lines). Emission

Lines

[Γραμμές

εκπομπής]

Φυσ.

ο π τ ι κ ώ ν σ τ α θ μ ώ ν τ ω ν Η ΓΙ Α π ο υ έ χ ο υ ν ά δ ε ι α ν α λ ε ι -

Ακτινοβολίες διάκριτων συχνοτήτων που εμφανίζονται

τ ο υ ρ γ ή σ ο υ ν με: π ρ ο κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ο

σε

τρόπο στη

διάρκεια

έκτακτης ανάγκης, πολέμου ή εθνικής καταστροφής. Emergency

Ηλεκ.

Power Supply

εκπομπής

διηγερμένων



ιονισμένων)

ατόμων ή μορίων. Οι συχνότητες εκπομπής

[Τροφοδοτικό ασφαλείας]

Αυτόνομη ή ετερόνομη ηλεκτρική μονάδα

φάσματα

που

θούν

πάντα

την

Einstein-Bohr

επιτρέπει την συνέχιση της λειτουργίας άλλης ηλεκτρι- E m i s s i o n

εξίσωση

ακολ.ου-

Einstein-Bohr,

(βλέπε

Equation).

Nebula

[Νεφέλαομα

εκπομπής]

Αστρον.

κής σ υ σ κ ε υ ή ς με παροχή ηλεκτρεγερτικής δύναμης ό-

Μ ά ζ α διαγαλαξιακών αερίων και σκόνης η οποία ακτι-

ταν η κύρια τροφοδοσία διακοπεί, (βλέπε

νοβολεί δευτερογενώς λ ό γ ω α σ τ έ ρ ω ν π ο υ είτε βρίσκο-

Electronic

Voltage Regulator). Emergency

Receiver

Ειδικός

κοιν.

νται μέσα της ή αρκετά κοντά και τ ω ν ο π ο ί ω ν η ακτιΕπι-

νοβολία προκαλεί διέγερση ή ιονισμό των ατόμων των

μηχανισμούς

α ε ρ ί ω ν της. Α ν κ α ι οι σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ ο ι τ ύ π ο ι τ έ τ ο ι ω ν ν ε -

[Δέκτης για ώρα ανάγκης]

δέκτης

εφοδιασμένος

με

φ ε λ ω μ ά τ ω ν ε κ π έ μ π ο υ ν σ τ ο ορατό, υ π ά ρ χ ο υ ν και νεφε-

προστασίας από ανεπιθύμητες πτώσεις τάσης. Emergency

Shutdown

[Παύση λειτουργίας

στήρα σε περίπτωση κινδύνου] παύση

ή

πυρηνικό πρώτο

ελέιττωση

των

αντιδραστήρα

στάδιο

επιτυγχάνεται

Πλήρης

Πυρην. Φνα.

πυρηνικών σε

αντιδρα-

αντιδράσεων

περίπτωση με τ η ν

κινδύνου.

κατάβαση

σε Σε

όλων

λ.ώματα π ο υ ε κ π έ μ π ο υ ν και άλλ,ου τ ύ π ο υ α κ τ ι ν ο β ο λ ί ε ς όπως ακτινοβολία σύγχροτρον. Emission Φυσ.

Spectrometer

[Φασματογράφος

εκπομπής]

Οπτοηλεκτρονική διάταξη η οποία συνήθως απο-

τελείται από φασματογράφο και φωτοευαίσθητες

διό-

των επιβραδυντικών ράβδων ελέγχου, καδμίου ή βορί-

δους οι οποίες κ α τ α γ ρ ά φ ο υ ν τις σχετικές εντάσεις τ ω ν

ου μέσα στην " ψ υ χ ή " του. Σε δεύτερο στάδιο κατεβαί-

φασματικών γραμμών εκπομπής στοιχείων

νουν στην ψυχή ειδικές πλάκες ασφαλείας που διακό-

μετάλλ.ου το ο π ο ί ο υ π ό κ ε ι τ α ι σ ε η λ ε κ τ ρ ι κ ή

πτουν α μ έ σ ω ς την λειτουργία του.

Οι σχετικές εντάσεις των γ ρ α μ μ ώ ν εκπομπής των στοι-

Emergency

Switch

[Διακόπτης

ασφαλείας]

Ηλεκ.

Εναλλακτική ονομασία γενικού διακόπτη το

Μηχ.

νοιγμα του οποίου διακόπτει την παροχή

ά-

ηλεκτρικού

κτικότητας τους στο κράμα. Emission

Spectrum

σμα

ή π ε ρ ι ο χ ή γ ι α λ.όγους α σ φ ά λ ε ι α ς .

καταγράφεται

[Επανεμφάνιση]

Αστρον.

Μετατροπή

ουρά-

νιου σώματος από αόρατο ή μερικά κρυμμένο ή σκιασμένο σε ορατό σ υ ν ή θ ω ς μετά από έκλειψη.

εκκένωση.

χείων του κράματος είναι ευθέως ανάλογες της περιε-

ρεύματος σε σ ύ σ τ η μ α κατανάλωσης, οικία, υποσταθμό Emersion

κράματος

φους

[ Φ ά σ μ α ε κ π ο μ π ή ς ] Φυσ.

ε κ π ο μ π ή ς σοόματος ό π ω ς α υ τ ό που

από

φασματοσκόπια

περιέχουν

Electronic Emission Emission Standard

πρίσμα

Τ ο φά-

δημιουργείται και

ή

φασματογρά-

φράγμα,

(βλέπε

Spectrum). [ Ο ρ ι ο ε κ π ο μ π ή ς ρ ύ π ω ν ] Μηχ.

Κα-

θορίζει το ανώτατο επιτρεπόμενο, από τους σχετικούς

E m f [ Η λ ε κ τ ρ ε γ ε ρ τ ι κ ή δ ύ ν α μ η ] Ηλεκ. Σ ύ ν τ μ η σ η τ η ς η λεκτρεγερτικής δύναμης. -^Electromotive Force.

νόμους, επίπεδο ρύπων που μπορούν να

Emi

θ ο ύ ν στην ατμόσφαιρα ή σ τ η ν θ ά λ α σ σ α από μία

[Ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή]

του

η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ή

-^Electromagnetic Emission

[Εκπομπή]

Ηλεκ.

Σύντμηση

π α ρ ε μ β ο λ ή .

Interference.

Ηλεκτρομαγν.

ή

άμεση

μπής]

Characteristics

Ηλεκ.

[Χαρακτηριστικά

εκπο-

Χαρακτηριστικές συναρτήσεις του χρόνου

fi(t) ο ι ο π ο ί ε ς α π ο τ ε λ . ο ύ ν σ υ ν ι σ τ ώ σ ε ς τ η ς

Power

[ Α φ ε τ ι κ ή ι σ χ ύ ς ] Φυσ.

Για

συνολικής

εκπομπόμενης ενέργειας E(t) σε πηγή ηλεκτρομαγνητι-

βιο-

επιφάνεια

εμβαδού S ακτινοβολ.ούντος σώματος, το πηλίκο εκπεμπόμενης ισχύος Ν δια του αντίστοιχου

παραγωγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Emission

απελευθερω-

μ η χ α ν ι κ ή ή άλλ-η π η γ ή . Emissive

Έμμεση

ή

της

εμβαδού

S : Α = N / S . Π ρ ο κ ε ι μ έ ν ο υ περί μέλ.ανος σ ώ μ α τ ο ς σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ ο ν ν ό μ ο S t e f a n - B o l t z m a n n τ ο πηλνίκο

αυτό

ε ί ν α ι ί σ ο π ρ ο ς Α = σΊΓ 4 . Emissivity

[Αφετική

ικανότητα]

Φυσ.

Για

μη

μέλαν

-528 -

Emitter σώμα

σ ε θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α Τ ° , ΤΟ π η λ ί Κ Ο

Αμη.μέλαν^Αμέ)^.,

ό π ο υ Αμη-μΛλαν ε ί ν α ι η α φ ε τ ι κ ή ι σ χ ύ ς τ ο υ σ ί ό μ α τ ο ς κ α ι

λές. ( β λ έ π ε E m u l a t i o n ) . Emulator

[Προσομοιωτής]

Πλ.ηρ. Π ρ ό γ ρ α μ μ α

το οποίο

Αμίχαν η α ν τ ί σ τ ο ι χ η α φ ε τ ι κ ή ι σ χ ύ ς θ ε ω ρ η τ ι κ ο ύ μ έ λ α ν ο ς

είναι υπεύθυνο για την επιτέλεση προσομοίωσης

σώματος

υπολογιστή. Μ π ο ρ ε ί να είναι είτε ξ ε χ ω ρ ι σ τ ό

της

ίδιας

θερμοκρασίας,

(βλέπε

Emissive

σε

λογισμι-

P o w e r ) . Π ι ο σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν α ο καθαρός αριθμός που ι-

κό, λ ο γ ι σ μ ι κ ό π ο υ έχει ε ν σ ω μ α τ ω θ ε ί σ τ η ν R O M

σούται με το λόγο της ισχύος της ήλεκτρο μαγνητική ς

υπολαγιστή ή και ξεχωριστό κ ύ κ λ ω μ α μέσα σ ε επεξερ-

ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τη μονάδα επιφανεί-

γαστή. (βλέπε E m u l a t i o n , E m u l a t i o n

ας ενός σ ώ μ α τ ο ς προς την ισχύ π ο υ εκπέμπεται από τη μονάδα επιφανείας ενός μέλανος σώματος,

το

οποίο

βρίσκεται σ τ η ν ίδια θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α . Emitter

[Εκπομπός]

φέρεται σ ε μία α π ό τις τρεις περιοχές τ ο υ

ανα-

τρανζίστορ

καθώς επίσης και στο ηλεκτρόδιο π ο υ αντιστοιχεί

σε

αυτήν. Η περιοχή του ε κ π ο μ π ο ύ είναι το σ η μ ε ί ο εκκίν η σ η ς τ ω ν φ ο ρ έ ω ν τ ο υ φ ο ρ τ ί ο υ , οι ο π ο ί ο ι ε κ ρ έ ο υ ν διαμ έ σ ο υ τ η ς β ά σ η ς σ τ η ν π ε ρ ι ο χ ή τ ο υ σ υ λ λ έ κ τ η . 2. ρος της κ α θ ό δ ο υ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς α π ό το ο π ο ί ο

Μέ-

εκπέμπο-

νται ηλεκτρόνια. Empirical

Τεχν.

[Κύκλαυμα

προσομοιωτή]

Πληρ.

Ε ν σ ω μ α τ ω μ έ ν ο κύκλ-ωμα μ ι κ ρ ο ε π ε ξ ε ρ γ α σ τ ή το ότερων εκδόσεων του ίδιου ή άλλου

οποίο

Ο βασισμένος σε δεδομέ-

να τα οποία δεν έχουν επαληθευτεί ακόμη μέσω θεωρί-

σ ε α ν τ ί θ ε σ η με π ρ ό γ ρ α μ μ α λ α γ ι σ μ ι κ ο ύ το οποίο φορτώνεται ανεξάρτητα, (βλέπε E m u l a t o r ) . Emulsification

[Γαλακτωματοποίηση]

Γραφι-

Μαθημ.

Είναι

Χημ.

η

δ ι ε ρ γ α σ ί α δ ι α σ π ο ρ ά ς ενός υ γ ρ ο ύ σ ε άλλα, με μ η χ α ν ι κ ά μέσα ή με χρήση γαλακτωματοποιητών. Χημ.

Test

[Δοκιμή

ΓαλακτωματοποίησηςΙ

Αποτελεί πρότυπη πειραματική

Μηχ.

διαδικασία,

για τον έλεγχο της τάσης ενός λιπαντικού να σχηματίζει γ α λ ά κ τ ω μ α , κατά τη χ ρ ή σ η του.

" ας. Ε μ π ε ι ρ ι κ ό ς α υ τ ό ς π ο υ λ ε ι τ ο υ ρ γ ε ί σ τ η ν π ρ ά ξ η . [Εμπειρική καμπύλη]

μικροεπεξεργα-

στή με διαφορετικό σύνολα εντολών γ λ ώ σ σ α ς μηχανής

Emulsification

[Εμπειρικός]

Empirical Curve

Circuit

Circuit).

επιτρέπει την επιτέλεση άμεσης π ρ ο σ ο μ ο ί ω σ η ς παλαι-

1. Ονομασία που

Πλεκτμον.

Emulator

του

κή παράσταση εμπειρικής συνάρτησης η οποία

δίνει

Emulsifying Χημ.

Agent

[Γαλακτωματοποιητικό

Μέσο]

Χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι μια χ η μ ι κ ή ουσία, η οποία προστί-

την καλύτερη δυνατή συσχέτιση μεταξύ των στοιχείων

θεται σε ένα γαλάκτωμα, με σ κ ο π ό την σ τ α θ ε ρ ο π ο ί η σ ή

ενός σ υ ν ό λ ο υ τετμημένων και τεταγμένων {x, y}.

του.

Empirical

Χημικός E m u l s i o n [Γαλάκτωμα] Χημ. Μικροετερογενές σύστημα, π ο υ αποτελείται από τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν ένα μη αναμίξιαναλυτι-

F o r m u l a [ Ε μ π ε ι ρ ι κ ό ς Τ ύ π ο ς ] Χημ.

τύπος μιας ένωσης, ο οποίος προκύπτει από κές μ ε θ ό δ ο υ ς και δείχνει το είδος τ ω ν

περιεχόμενων

• ατόμων, με αριθμούς π ο υ εκφράζουν την

απλούστερη

Method

σταγόνων,

τ ω ν οποίο>ν οι δ ι ά μ ε τ ρ ο ι ε ί ν α ι σ υ ν ή θ ω ς μ ε τ α ξ ύ 0 , 1

και

ΙΟΟμιτι.

αναλογία τους στην ένωση. Empirical

μο υ γ ρ ό διεσπαρμένο σε άλλο, υπό μορφή

[Εμπειρική

μ έ θ ο δ ο ς ] Μηχ.

Είναι

Emulsion

Polymerization

[Πολυμερισμός

μία τ ε χ ν ι κ ή η ο π ο ί α α ν α π τ ύ χ θ η κ ε και ε φ α ρ μ ό ζ ε τ α ι , βα-

μ α τ ο ς ] Χημ.

σιζόμενη σε παρατηρήσεις και στην αποκτηθείσα

πεί-

ένα μονομερές μη υδατοδιαλυτό πολυμερίζεται σε υδα-

ρα α π ό τις π ο λ λ α π λ έ ς ε π α ν α λ ή ψ ε ι ς της παρά από τ η ν

τική φάση. Το πολυμερές προϊόν λαμβάνεται ως γαλά-

πιστή ε φ α ρ μ ο γ ή κ ά π ο ι ω ν ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ώ ν θ ε ω ρ ι ώ ν και

κτωμα, διεσπαρμένο δηλαδή σε σταθερό, διφασικό σύ-

γνώσεων.

στημα.

Empirical

Probability

[Εμπειρική πιθανότητα]

Στατ.

Enabled

Τεχνική πολυμερισμού,

Γαλακτώ-

Instruction

κατά την

οποία

[Ενεργοποιημένη εντολή]

Πληρ.

βάσει

Ε ν τ ο λ ή της οποίας οι π ε ρ ι κ λ ε ί ο υ σ ε ς σ υ ν θ ή κ ε ς boolean

ε π α ν α λ α μ β α ν ό μ ε ν ο υ πειράματος σε αντίθεση με πιθα-

μ π ο ρ ο ύ ν ν α λ ά β ο υ ν τ η ν τ ι μ ή true ή ε ν τ ο λ ή σ ε menu η

νότητα γεγονότος από θεωρητικό τύπο.

ο π ο ί α μ π ο ρ ε ί ν α επιλεχθεί τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο σ ε μία α π ό τις

Πιθανότητα γεγονότος όπως αυτή υπολογίζεται

Empirical

Rule

[Εμπειρικός

κανόνας]

Επιστ. Τεχν.

Κ α ν ό ν α ς β α σ ι σ μ έ ν ο ς σε δ ε δ ο μ έ ν α τα οποία δεν έχουν

δυνατές καταστάσεις ενός προγράμματος. Enantiomerism

[Εναντιοστερεοϊσομέρεια]

Οργ.

επαληθευτεί α κ ό μ η από σχετική θεωρία. Είναι εμπειρι-

Είδος οπτικής ισομέρειας που εμφανίζεται σε

κά.

με τουλάχιστον ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα.

Empty κευσης

Medium

[Αγραφο μέσο]

πληροφορίας

για

Μέσο

Πληρ.

υπολογιστές

ή

αποθή-

άλλες

ηλε-

Enantiomers

[ Ε ν α ν τ ι ο σ τ ε ρ ε ο ϊ σ ο μ ε ρ ή ] Οργ.

Χημ.

ενώσεις Ενώ-

Χημ.

σεις που έχουν τουλάχιστον ένα α σ ύ μ μ ε τ ρ α

υποκατε-

κτρονικές σ υ σ κ ε υ έ ς καταγραφής το οποίο δεν περιέχει

στημένο άτομο άνθρακα και παρουσιάζουν στο

ακόμη δεδομένα. Σ υ ν ή θ ω ς είναι σκληρός ή εύκαμπτος

σχέση αντικειμένου προς κατοπτρικό είδωλο.

δίσκος, μαγνητική ταινία ή άγραφο C D . Ο χαρακτηρισ μ ό ς ισχύει α κ ό μ η και α ν το μ έ σ ο έχει

εγκαινιαστεί

από κ α τ ά λ λ η λ η σ υ σ κ ε υ ή ο δ ή γ η σ η ς ή driver. Empty

Set [Κενό σύνολα]

Μαθημ.

Τ ο σύνολο Ω με την

[Προσομοίωση]

Πλημ.

Η διαδικασία

λεσης π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς ή α κ ο λ ο υ θ ί α ς εντολίόν τα οποία δεν αποτελούνται από εγγενείς εντολές

γλώσσας

μηχα-

νής του μικροεπεξεργαστή μέσω του οποίου

εκτελού-

νται. Χρησιμοποιείται από υπολογιστές που

μιμούνται

την συμπεριφορά προγράμματος

άλλου λειτουργικού

ξένου

προς

το

συστήματος

εγγενές

ή

λειτουργικό

τους.

Χημ.

Payload

Protocol

Πρωτόκολλο

εφαρμογών

σχετικών

για με

την

πληρωμών]

κατασκευή

διακίνηση

(ESP)

ασφαλών

χρημάτων

μέσω

ηλεκτρονικού εμπορίου στο διαδίκτυο. Encapsulation [Ενσωμάτωση]

Επικοιν.

Η αποθήκευση

ενός μηνύματος σε πακέτα για αποστολή στο

μέγεθος

που ορίζει το πρωτόκολλο. Encastre

[ Α μ φ ί π α κ τ ο ] Μηχ.

Είναι όρος που

χρησιμο-

ποιείται κυρίως για μ ε μ ο ν ω μ έ ν α κατασκευαστικά στοιχεία και μέλη, ό π ω ς για π α ρ ά δ ε ι γ μ α για μία δοκό, ό τ α ν

Emulation Mode Κατάσταση

Security

[Πρωτόκολλα ενσωματωμένης ασφάλειας

Επικοιν.

εκτέ-

[ Ε ν α ν τ ι ο μ ο ρ φ ι σ μ ό ς ] Οργ.

Enantiomerism Encapsulating

ιδιότητα: "χ, χ € Ω. Σ υ χ ν ά συμβολίζεται ως 0 ή { } . Emulation

Enantiomorphism

χώρο

[Λειτουργία με προσομοίωση]

λειτουργίας

υπολαγιστή

κατά την

επιτελείται π ρ ο σ ο μ ο ί ω σ η , σε αντίθεση με

Πλημ.

αυτά έχουν πλήρως ακινητοποιημένα, δηλαδή

οποία

μένα, και τα δύο άκρα τους.

κατάσταση

λειτουργίας κατά την οποία εκτελαύνται εγγενείς εντο-

Enceladus

[Εγκέλαδος]

Αστμον.

πακτω-

Δορυφόρος του

ν ο υ δ ι α μ έ τ ρ ο υ 5 1 0 k m και μ ά ζ α ς 1 . 3

10'

Κρό-

αυτής του

End Of File M a r k

- 529 Κρόνου.

συγχρόνως κατάλληλα οπλισμένη με κοινές

E n c i p h e r [Κρυπτογραφητής]

Επικοιν.

Συνδυασμός κω-

δίκων κρυπτογράφησης π ά ν ω σε ένα κείμενο. Encke

Division

[Διαίρεση EnckeJ

λιακό κενό στον εξωτερικό δακτύλιο " Α " του Κρόνου. Encke

Roots

[Ρίζες Encke]

Μαθημ.

End

D e l i m i t e r [Διαχωριστικό τέλους]

Χαρα-

Επικοιν.

κ τ ή ρ α ς π ο υ π ο ι κ ί λ λ ε ι α ν ά λ ο γ α με το ε ί δ ο ς ή το μ έ γ ε -

Στην δευτεροβάθ-

0ος

του

κειμένου

που

έχουμε

οπότε

διακρίνουμε

μ ι α ε ξ ί σ ω σ η x~ + a x + b = 0 , ο ι α ρ ι θ μ ο ί - p j κ α ι - ρ 2 ό -

(τέλος μηνύματος, τέλος μετάδοσης, τέλος μπλοκ, δια-

π ο υ τ α pi κ α ι ρ 2 ε ί ν α ι ρ ί ζ ε ς τ η ς κ α ι ρ ι ' ρ 2 .

χωριστές ε γ γ ρ α φ ώ ν , διαχωριστές αρχείων κτλ).

Enclosed Arc L a m p κέλυφος]

[Αυχνία εκκένωσης με εξωτερικό

End

Distortion

Αυχνία ηλεκτρικού τόξου στην οποία

ραμόρφωση

το τόξο είναι α π ο μ ο ν ω μ έ ν ο από εξωτερικές επιδράσεις

μετάδοσης.

και

Ηλεκ.

τοποθετημένο

μέσα

σε

εξωτερικό

κέλυφος

από

End

Fixed

[Τελική παραμόρφωση]

που

συναντάμε

στο

| Δεσμευμένο άκρο]

Πα-

στάδιο

μιάς

Είναι

όρος

τελικό

Πολ.Μηχ.

που

στήριξης των

άκρων

λόγους προστασίας από υπεριώδη ακτινοβολία.

μίας δοκού. Έ ν α δ ε σ μ ε υ μ έ ν ο άκρο μίας δ ο κ ο ύ

μπορεί

[Κωδικοποίηση]

αναφέρεται στις συνθήκες

Επικοιν.

σκληρή πυριτύαλο για λόγους θερμικής μόνωσης ή για Encode

Είναι η μετατροπή

ν α έχει όλους ή ο ρ ι σ μ έ ν ο υ ς από τους β α θ μ ο ύ ς ελευθε-

των πληροφοριών σε κάποιον κώδικα, δηλαδή σε έναν

ρίας του, π α κ τ ω μ έ ν ο υ ς α ν ά λ ο γ α με το είδος της στήρι-

ιδιαίτερο τρόπο γραφής βάσει ο ρ ι σ μ έ ν ω ν προκαθορι-

ξης.

Επικοιν.

σ μ έ ν ω ν α ρ χ ώ ν και σ υ μ β ό λ ω ν . Encoded

Question

Πρόβλημα

End

[Κωδικοποιημένη ερώτηση]

κωδικοποιημένο

είτε

μαθηματικά

Πλημ.

ή

προ-

Group

Analysis

Αποτελεί

Χημ.

[Ανάλυση

Ακραίων

μέθοδο προσδιορισμού

Ομάδων]

του

μοριακού

βάρους ενός πολυμερούς, που περιλαμβάνει τιτλοδότη-

γραμματιστικά έτσι ώ σ τ ε να είναι δυνατή η συμβολική

ση όξινων ή βασικών ομάδων, όταν βρίσκονται

ή αριθμητική του επίλυση από υπολογιστή ή η παρα-

ά κ ρ ο της αλυσίδας. Δ ί ν ε ι ι κ α ν ο π ο ι η τ ι κ ά

γωγή δεδομένων που συνεισφέρουν

για χαμηλού μοριακού βάρους ενώσεις,

στην κατανόηση

της λ ύ σ η ς του π ρ ο β λ ή μ α τ ο ς α π ό επιστήμονες. E n c o d e r [Κωδικοποιητής]

End

Μηχάνημα που κω-

Επικοιν.

Mark

Πληρ.

[Χαρακτήρας

στο

αποτελέσματα

αναγνώρισης

περάτωσης]

Χαρακτήρας ή εντολή που εισάγεται σε ή αναγι-

δικοποιεί το σ ή μ α για μετάδοση σε κάποιο συγκεκρι-

γνώσκεται από πρόγραμμα υπολογιστή και υποχρεώνει

μένο φορέα.

το π ρ ό γ ρ α μ μ α ν α περιπέσει σ ε κ α τ ά σ τ α σ η δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ή

Encoder

[Κωδικοποιητής]

Ηλεκτμον.

Πρόγραμμα

ή

από την κατάσταση εισαγωγής ή α ν ά γ ν ω σ η ς απλών ή

κ ύ κ λ ω μ α το ο π ο ί ο α π ο κ ρ ύ π τ ε ι αρχικά δ ε δ ο μ έ ν α με κα-

σύνθετων

τάλληλη κωδικοποίηση για να αποφευχθεί αναγνώριση

(end-of-linc), eof (end-of-iile) και eor (end-of-record).

των δ ε δ ο μ έ ν ω ν από ανεπιθύμητους λήπτες, όπως σε τεχνικές κατασκοπείας ή δορυφορικές αναμεταδόσεις. E n c o d e r " [Κωδικοποιητής]

Πληρ.

End Of

δεδομένων.

Data M a r k

τος δεδομένων]

Πρόγραμμα, συσκευ-

Οι

συνηθέστεροι

είναι

οι

eol

[Χαρακτήρας αναγνώρισης πέρα-

Πληρ.

Χαρακτήρας ο οποίος υποχρεώ-

νει π ρ ό γ ρ α μ μ α να περιπέσει σε κ α τ ά σ τ α σ η

διαφορετι-

ή ή ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο παράγει δεδομένα

κή από την κατάσταση εισαγωγής ή α ν ά γ ν ω σ η ς δεδο-

τα οποία είναι αποτέλεσμα απεικόνισης αρχικού συνό-

μένων, (βλέπε E n d

λου δεδομένων μέσω συγκεκριμένης συνάρτησης κρυ-

E n d Of Field M a r k

πτογράφησης f(x). Encoding

[Κωδικοποίηση]

Επικοιν.

Μετατροπή σήμα-

Mark). [Χαρακτήρας αναγνώρισης πέρα-

τος δ ε δ ο μ έ ν ω ν πεδίου]

Πληρ.

υποχρεώνει

να

πρόγραμμα

Χαρακτήρας

περιπέσει

σε

ο

οποίος

κατάσταση

τος σε μορφή κ α τ ά λ λ η λ η για μ ε τ ά δ ο σ η σε ειδικό φορέ-

διαφορετική από την κατάσταση εισαγωγής ή ανάγνω-

α πχ (καλ,ωδιακή ή ψ η φ ι α κ ά πολυπλεγμένη τηλεόρα-

σ η ς μ η σ τ ο ι χ ε ι ώ δ ο υ ς δ ο μ ή ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν ό π ω ς struct ή

ση).

record, (βλέπε E n d

Encryption

[Κρυπτογράφηση]

Πληρ.

II

μαθηματική

Mark).

E n d O f File [Πέρας αρχείου]

1. Μεταβλ.ητή προ-

Πληρ.

θεωρία και οι τεχνικές π ο υ σχετίζονται με την κρυπτό-

γ ρ ά μ μ α τ ο ς λ ο γ ι κ ή ς σ υ ν θ ή κ η ς ( b o o l e a n ) ή ο π ο ί α λ.αμ-

γράφηση

β ά ν ε ι τ η ν τ ι μ ή true α μ έ σ ω ς μ ό λ ι ς ο δ ε ί κ τ η ς α ν ά γ ν ω σ η ς

και

αποκρυπτογράφηση

πλ.ηροφορίας

από

ά ν θ ρ ω π ο ή υ π ο λ ο γ ι σ τ ή με σ κ ο π ό ν α α π ο φ ε υ χ θ ε ί η α-

αρχείου γίνει ίσος με το λογικό μέγεθος του

ν α γ ν ώ ρ ι σ η δ ε δ ο μ έ ν η ς πλνηροφορίας α π ό α ν ε π ι θ ύ μ η τ α

Δεδομένο πρόγραμμα

άτομα. Οι πιο αποδοτικές τεχνικές αντλούν θεωρία και

βλητή αυτή, να ρυθμίσει ανάλογα την περαιτέρω

εφαρμογές από τη μαθηματική

του. (βλέπε E n d M a r k ) . 2. Τ ο φ υ σ ι κ ό π έ ρ α ς τ ο υ δ ι α ν ύ -

θεωρία των αριθμών,

(βλέπε E n c o d e r ) . Encryption

αρχείου,

μπορεί, εξετάζοντας την

μεταροή

σματος δεδομένων αρχείου, (βλέπε End Mark).

K e y [Κλειδί κρυπτογράφησης]

Επικοιν.

Η

End

Of

File

Gap

[Διάκενο πέρατος αρχείου]

Φυσικό

τικών σ υ μ β ό λ ω ν σε μια μοναδική ακολουθία με αντι-

σ τ η ν επιφάνεια του μ έ σ ο υ συσκευο')ν α π ο θ ή κ ε υ σ η ς δε-

στοιχία ένα προς ένα για α π ό κ ρ υ ψ η εννοιολ*ογικού πε-

δ ο μ έ ν ω ν παλναιότερης τ ε χ ν ο λ ο γ ί α ς το οποίο ό τ α ν ανι-

ριεχομένου ενός μηνύματος.

χνευθεί από την κεφαλή ανάγνωσης της συσκευής υπο-

Bearing

ΠολΜηχ.

Pile

Είναι

[Τύπος εμπηγνυόμενού πασσάλου]

ένα

στοιχείο

θεμελίωσης

κατασκευών, κυλινδρικού γεωμετρικού

ιδιαίτερων

σ χ ή μ α τ ο ς , το

οποίο τοποθετείται εντός του εδάφους σε βάθος τέτοιο

μαγνητικό, μαγνητοοπτικό ή οπτικό

Πληρ.

αντιστοίχηση ή ο αλγόριθμος μετατροπής των αλφαβη-

End

διάκενο

χ ρ ε ώ ν ε ι τ η ν λ ο γ ι κ ή σ υ ν θ ή κ η e o f ν α λ ά β ε ι τ η ν τ ι μ ή true σηματοδοτώντας

το

τέλος

αρχείου,

(βλέπε

End

Of

File). End

Of

File Indicator

[Ένδειξη/δείκτης πέρατος αρ-

ώ σ τ ε το κ ά τ ω ά κ ρ ο τ ο υ ν α έ ρ θ ε ι σ ε ε π α φ ή με κ α τ ά λ λ η -

χείου]

λνα σ κ λ η ρ ό π έ τ ρ ω μ α , ο π ό τ ε ν α μ ε τ α φ έ ρ ε ι μ ε α σ φ ά λ ε ι α

Όταν ο δείκτης ανάγνωσης αρχείου γίνει

σε αυτό όλα τα φορτία του.

λ ο γ ι κ ό μ έ γ ε θ ο ς τ ο υ α ρ χ ε ί ο υ , λναμβάνει τ η ν τ ι μ ή true.

End



νες ράβδους για την αποφυγή διάρρηξης του σκυροδέματος.

Διαδακτυ-

Αστμον.

χαλύβδι-

Block

[Ακρο προεντεταμένης δοκούΐ

ΠολΜηχ.

Πληρ.

Η τιμή της μεταβλητής σ υ σ τ ή μ α τ ο ς eof. ίσος με

το

E n d O f F i l e M a r k [Χαρακτήρας αναγνώρισης πέρατος

Ε ί ν α ι η μάζα του σ κ υ ρ ο δ έ μ α τ ο ς που βρίσκεται στο ά-

αρχείου]

κρο μίας δ ο κ ο ύ με π ρ ο ε ν τ ε τ α μ έ ν ο υ ς τένοντες και περι-

ος ε γ γ ρ α φ ό τ α ν μετά το πέρας α ρ χ ε ί ο υ σ ε μ έ σ α αποθή-

λαμβάνει όλο το σ ύ σ τ η μ α

κευσης παλαιότερης τεχνολογίας

αγκύρωσης

αυτών, όντας

Πληρ.

1. Ειδικός χαρακτήρας ελέγχου ο οποίέτσι ώστε να

είναι

Electronic Data Processing System

-530-

δυνατή η αναγνώριση του πέρατος του αρχείου όταν ο

End

Printing1

[Τελική εκτύπωση]

Εκτύπωση η

Πλημ.

δείκτης α ν ά γ ν ω σ η ς τον ανιχνεύσει. Σ ε σ υ σ τ ή μ α τ α απο-

οποία πραγματοποιείται αφού έχουν υπολογιστεί

θήκευσης

τα δ ε δ ο μ έ ν α όπως αυτά απαιτούνται από τον χ ρ ή σ τ η ή

τελευταίας

τεχνολογίας

το πέρας

αρχείου

υπολογίζεται αυτόματα βάσει του λογικού μήκους του, τ ω ν bytes τα οποία α ν α γ ι γ ν ώ σ κ ο ν τ α ι κάθε φορά ή το

όλα

προγραμματιστή. End

Printing"

[Εκτύπωση

περιθωρίου]

Πλημ.

o f f s e t τ ο υ δ ε ί κ τ η α ν ά γ ν ω σ η ς . 2. Ε ν α λ λ α κ τ ι κ ή ο ν ο μ α σ ί -

Βοηθητική ε κ τ ύ π ω σ η στο περιθώριο ή στο τέλος σελί-

α του

δας η οποία περιλαμβάνει επιπρόσθετες

δείκτη

πέρατος αρχείου,

(βλέπε

End

Of

File

Indicator). End ου]

ό π ω ς α ρ ι θ μ ο ύ ς σελίδων, σ υ ν τ ο μ ο γ ρ α φ ί ε ς π ι ν ά κ ω ν πε-

O f File

Πλημ.

πληροφορίες

Routine

[ Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α πέρατος αρχεί-

Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α το οποίο είναι προγραμματι-

ριεχομένων ή περιληπτικών στοιχείων, End

Product

[Τελικό προϊόν]

Φυσ.

1. Χ η μ ι κ ή

ένωση,

σμένο να εκτελεστεί όταν ο δείκτης πέρατος αρχείου

στοιχείο ή σ ω μ α τ ί δ ι ο π ο υ βρίσκεται σ τ α δεξιά τ ο υ βέ-

λ ά β ε ι τ η ν τ ι μ ή true, ( β λ έ π ε E n d O f F i l e ) .

λους (-») σε χημικές αντιδράσεις. 2. Τ ο τελικό προϊόν

End

Of

File

Spot

[Σημείο τέλους αρχείου]

Πλημ.

Σε

της φυσικής διάσπασης τ ω ν τριών ραδιενεργών

οικο-

μέσα αποθήκευσης παλαιότερης τεχνολογίας, οποιαδή-

γενειών, των ουρανίου-ραδίου, ακτινίου και θορίου, ο

ποτε φυσική ένδειξη πάνω στο μέσο σηματοδοτούσε

μόλυβδος.

το π έ ρ α ς α ρ χ ε ί ο υ ή τ ο υ μ έ σ ο υ α π ο θ ή κ ε υ σ η ς . End

Of

Job

διαδικασίας]

Control

Πλημ.

Card

Σε

End

[Κάρτα ελέγχου πέρατος

παλαιότερης τεχνολογίας

συ-

Sentinel

[Χαρακτήρας

πέρατος]

Οποιοσδήποτε χαρακτήρας ή τιμή στοιχειώδους βλητής

μπορεί

να χρησιμοποιηθεί

σαν

σκευές εισαγωγής δεδομένων υπολογιστών, διάτρητη

περάτωσης αρχείου, μέσου

κάρτα η οποία σ η μ α τ ο δ ο τ ο ύ σ ε την π α ύ σ η της διαδικα-

σύνθετης δομής δεδομένων, (βλέπε E n d

σίας ε ι σ α γ ω γ ή ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν και την έναρξη των διαδι-

Πλημ.

σηματοδότης

αποθήκευσης

E n d S t o p | Α κ ρ ο α κ ι ν η τ ο π ο ί η σ η ς ] Μηχ.

μετα-

ή απλής

ή

Mark), Ε ί ν α ι το σ η μ ε ί ο

κασιών επεξεργασίας από τους αντίστοιχους υπολογι-

εκείνο μίας μ η χ α ν ή ς το ο π ο ί ο θέτει έ ν α ν

στές.

σ τ η ν κ ί ν η σ η ενός μ η χ α ν ι κ ο ύ εξαρτήματος της ίδιας της

End

Of

Φυσικό

Record

Gap

[Διάκενο πέρατος πεδίου]

Πλημ.

μαγνητικό, μαγνητοοπτικό ή οπτικό διάκενο

σ τ η ν επιφάνεια τ ο υ μ έ σ ο υ σ υ σ κ ε υ ώ ν α π ο θ ή κ ε υ σ η ς δε-

μ η χ α ν ή ς , κ α θ ο ρ ί ζ ο ν τ α ς έ ν α ό ρ ι ο π έ ρ α ν τ ο υ ο π ο ί ο υ είναι αδύνατον να κινηθεί. End

To

End

T r a n s m i s s i o n [ Α π ό τέλας σ ε τέλος επι-

δ ο μ έ ν ω ν παλαιότερης τεχνολογίας, το οποίο όταν ανι-

κοινωνία]

χνευθεί από την κεφαλή α ν ά γ ν ω σ η ς της σηματοδοτεί

ενός δικτύου.

το

τέλος

μη-στοιχειώδους

δομής

δεδομένων

όπως

struct ή r e c o r d , ( β λ έ π ε E n d O f F i l e G a p ) . End Το

Of

Record

τελευταίο

Word

πεδίο

End

User

Επικοιν.

Επικοινωνία

[Τελικός χρήστης]

2

Πλημ.

τελικών

σημείων

Χρήστης υπολογι-

στή με ανάγκη παρόμοια με την λειτουργικότητα

[Αέξη πέρατος πεδίου]

μη-στοιχειώδους

περιορισμό

δομής

Πληρ.

δεδομέ-

προσφέρει συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Π.χ., ο

που

τελικός

χρήστης ενός προγράμματος σχεδίασης C A D είναι συ-

ν ω ν , ό π ω ς struct ή record. Τ ο ο υ σ ι α σ τ ι κ ό " w o r d " δε

νήθως ένας μηχανικός, ενώ

δηλώνει

προγράμματος compiler είναι συνήθως ένας προγραμ-

απαραίτητα

μεταβλητή

τύπου

word,

αλλά

μπορεί ν α είναι και άλλη σ τ ο ι χ ε ι ώ δ η ς μ ε τ α β λ η τ ή ό π ω ς long ή string. End

Of

Run

προγράμματος]

Πλημ.

[Υποπρόγραμμα

περάτωσης

Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α το οποίο εκτε-

ενός

ματιστής. Endless

Routine

ο τελικός χρήστης

νολο

Loop

[Ατέρμωνας κύκλας εντολών]

εντολών

το

οποίο

Πλημ.

Σύ-

είναι προγραμματισμένο

να

εκτελείται συνεχώς, αναγκάζοντας τον μικροεπεξεργα-

λείται μετά τ η ν π ε ρ ά τ ω σ η του κύριου προγράμματος,

στή να περιπέσει σε ατέρμονα

Συνήθως τέτοια υποπρογράμματα εκτελούν χρέη εκτύ-

υπόλοιπες λειτουργίες αγνοούνται. Π.χ. σ ε γλ,ώσσα C :

πωσης δεδομένων όπως αυτά έχουν υπολογιστεί, ενη-

do {} while (1);.

μ έ ρ ω σ η α ρ χ ε ί ω ν α π ο θ ή κ ε υ σ η ς με β ά σ η τα νέα δεδομένα και απελευθέρωσης άχρηστης μνήμης. End

Of

Tape

Routine

ταινίας αποθήκευσης]

[Υποπρόγραμμα

Πλημ.

Endogenic

κύκλα

κ α θ ώ ς ό λ ε ς οι

P r o c e s s [Ενδογενής διαδικασία]

Γε-

Γεωλ.

ωλογική διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα στο

εσω-

περάτωσης

τερικό της Γης και η οποία μπορεί να είναι σεισμική ή

Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α το ο π ο ί ο

ηφαιστειακή δραστηριότητα. Γ ν ω σ τ ή και ως ενδογενε-

εκτελείτο μετά την σηματοδότηση του πέρατος μαγνητικής ταινίας α π ο θ ή κ ε υ σ η ς είτε κατά τ η ν α ν ά γ ν ω σ η ή

τική διαδικασία. Endomorphism

[Ενδομορφισμός]

Μαθημ.

Για

αλγε-

κατά την εγγραφή σε σ υ σ κ ε υ έ ς μ έ σ ω ν αποθήκευσης

β ρ ι κ ό σ ύ σ τ η μ α μ ε π ρ ά ξ η θ , ( G , θ ) , α π ε ι κ ό ν ι σ η f: G

παλαιότερης τεχνολογίας, α π α ρ α ί τ η τ η λ ό γ ω της ιδιά-

G με τ η ν ιδιότητα: γ ι α a, b €

ζ ο υ σ α ς αργής γ ρ α μ μ ι κ ή ς π ρ ο σ π έ λ α σ η ς α υ τ ώ ν τ ω ν μέ-

σμός: f(a θ b) = f(a) θ

σων. Τέτοιες υπορουτίνες είναι σήμερα παρωχημένες. End

Of

T e x t ( Ε Τ Χ ) [Τέλος κειμένου]

Επικοιν.

Χαρα-

κτήρας του A S C I I που δηλώνει τέλας ενός μηνύματος. E n d O f T r a n s m i s s i o n ( E O T ) [ Τ έ λ α ς μ ε τ ά δ ο σ η ς ] Επι-

κοιν.

Χ α ρ α κ τ ή ρ α ς τ ο υ A S C I I π ο υ δηλαόνει τ έ λ ο ς μ ι α ς

μετάδοσης. End Of Transmission ράτωσης μετάδοσης]

Recognition

Πλημ.

[ Α ν α γ ν ώ ρ ι σ η πε-

Σε παλαιότερες

τεχνικές

επικοινωνίας και κυρίως στην μέθοδο half-duplex, η

Endoscope

G : η f είναι

ομομορφι-

f(b).

[ Ε ν δ ο σ κ ό π ι ο ] Μηχ.

1. Ιατρικό οπτικό όργα-

ν ο το οποίο με την βοήθεια οπτικών ι ν ώ ν και κατάλληλαυ φωτισμού παρέχει πραγματική μεγενθυμένη να

κοιλάτητας του ανθρώπινου

σώματος.

2.

εικό-

Οπτικό

όργανο με κατασκευή παρόμοια με αυτήν του 1 με την διαφορά ότι χρησιμοποιείται για τ η ν π α ρ α τ ή ρ η σ η

του

εσωτερικού

που

πολύ μικρών χώρων ή κατασκευών

είναι δύσκολα να αποσυναρμολογηθούν, Endothermic

[ Ε ν δ ό θ ε ρ μ ο ς ] Φνσ.

Χημ.

Αναφέρεται

σε

παθητική αναγνώριση περάτωσης αποστολής δεδομέ-

χημική αντίδραση που διεξάγεται με απορρόφηση θερ-

ν ω ν με κ α τ ά λ λ η λ η α ν ί χ ν ε υ σ η τ ω ν δ ε δ ο μ έ ν ω ν του read-

μότητας από το περιβάλλον.

buffer. Σε προηγμένα συστήματα η αναγνώριση γίνε-

Endothermic

Reaction1

[Ενδόθερμη αντίδραση]

Πυ-

ται α υ τ ό μ α τ α μ ε α π ο σ τ ο λ ή κ α τ ά λ λ η λ α υ c h e c k s u m , δε-

μην.Φυσ.

Είδος πυρηνικής αντίδρασης κατά την οποία

δομένων εγκυρότητας ή κωδικών διόρθωσης σφαλμά-

μέρος της αρχικής κινητικής ενέργειας μετατρέπεται σε

των.

εσωτερική δυναμική ενέργεια ή μάζα του συστήματος.

-531

κτρονίων

Γ ν ω σ τ ή και ω ς ε ν δ ο ε ρ γ ι κ ή α ν τ ί δ ρ α σ η . Endothermie Χημ.

2

Reaction

[Ενδόθερμη αντίδραση]

Φνα.

Ε ί δ ο ς χ η μ ι κ ή ς α ν τ ί δ ρ α σ η ς σ τ η ν διάρκεια της ο-

τίδια]

Particles

[ Ε ν ε ρ γ η τ ι κ ά η λ ι α κ ά σα)μα-

Θετικά ή αρνητικά φορτισμένα

Αστροφνσ.

συναρτήσει

κύριου

και

δευτερεύοντα

κβαντικού αριθμού συγκεκριμένων φλοιών και η ταγμένη

τις αντίστοιχες

επιτρεπόμενες

τε-

ενέργειες

σε

σω-

νεται συνήθως πειραματικά. Energy

Momentum

ματίδια τα οποία σχετίζονται με εκρήξεις και ηλιακούς

ο ρ μ ή ς ] Φνσ.

πυρσούς στην φωτόσφαιρα

Tjj = Sy +

του ήλιου. Συχνά

του

c V . Ο υπολογισμός των επιτρεπόμενων ενεργειών γί-

ποίας απορροφάται θερμότητα από το περιβάλλον. Energetic Solar

Engine Cylinder

-

αποτε-

Tensor

[Τανυστής

Ο τανυστής συνολικής 0y, όπου

ενέργειας-

ενέργειας-ορμής

Sjj ε ί ν α ι ο τ α ν υ σ τ ή ς

ενέργειας-

λούν μέρος του "ηλιακού α ν έ μ ο υ " ο οποίος αποτελεί-

ο ρ μ ή ς η λ ε κ τ ρ ο μ α γ ν η τ ι κ ο ύ π ε δ ί ο υ κ α ι Oij ε ί ν α ι ο τ α ν υ -

ται από ρεύμα τέτοιων σ ω μ α τ ι δ ί ω ν τα οποία

στής κινητικής ενέργειας-ορμής.

φτάνουν

ως τ η ν γ η και δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ ν φ α ι ν ό μ ε ν α σέλατος. Energized

[Ηλεκτρικά ενεργός]

Ηλεκ.

Energy

Χαρακτηρισμός

Of Λ

Charge

[Ενέργεια φορτίου]. - ^ E l e c t r i c

Potential.

σ ώ μ α τ ο ς το ο π ο ί ο έχει δ υ ν α μ ι κ ό μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο τ ο υ μηδε- E n e r g y O f R o t a t i o n [ Ε ν έ ρ γ ε ι α περιστροφής] Φνσ. νός, σ υ ν ή θ ω ς μ έ σ ω της ά μ ε σ η ς επαφής του ή σ ύ ν δ ε σ ή ς Κ ι ν η τ ι κ ή ε ν έ ρ γ ε ι α σ ώ μ α τ ο ς Ε ™ = ω /2 Σ η ι , η · , ύ π ο υ του με πηγή μη μηδενικής ηλεκτρεγερτική ς δύναμης. nij, r, ε ί ν α ι ο ι μ ά ζ ε ς κ α ι ο ι α κ τ ί ν ε ς τ ω ν σ τ ο ι χ ε ι ω δ ώ ν υ Χρησιμοποιείται και ο χαρακτηρισμός "φασικός". Energy

[ Ε ν έ ρ γ ε ι α ] Φυσ.

Κ α θ ώ ς ο όρος είναι

λικών σ η μ ε ί ω ν που αποτελούν το περιστρεφόμενο σώ-

θεμελιώ-

δης, δεν δ ύ ν α τ α ι ν α οριστεί επακριβώς. Σ υ ν ή θ ω ς ορίζεται

συμβατικά

ως

η ικανότητα παραγωγής

έργου.

Δεχόμενοι τ η ν ισοδυναμία μάζας και ενέργειας (β/έπε Einstein

Mass

Energy

Relation), μπορεί να

οριστεί

εναλλακτικά και ως μία δυϊκή μορφή "μάζας*'. Energy

Absorption

Αύξηση μέσω

[Απορρόφηση

μετατροπής

μη-θερμικής

μορφής

και ω

Ζην

2

η

γωνιακή

ταχύτητα.

Η

παράσταση

καλείται ροπή αδρανείας, οπότε: Ε<ιν =

Φνσ.

συνήθως

ενέργειας

σε

θερμική ή άλλη μορφή ενέργειας πάνω στο σώμα.

Θ

=

1/2

Θ

2

ω . Energy

O p e r a t o r [ Τ ε λ ε σ τ ή ς ε ν ε ρ γ ε ί α ς ] Φυσ.

Κβαντο-

μηχανικός τελεστής με την εφαρμογή του οποίου σχετικές κ υ μ α τ ο σ υ ν α ρ τ ή σ ε ι ς υ π ο λ ο γ ί ζ ο ν τ α ι οι

ενέργειας]

τ η ς δ υ ν α μ ι κ ή ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς σο')ματος,

μα

μές της ολικής ενέργειας ενός σ υ σ τ ή μ α τ ο ς .

σε

ιδιοτι-

Γνωστός

και ως χ α μ ι λ τ ο ν ι α ν ό ς τελεστής. Energy Φνσ.

Spectrum

[Φάσμα

ενεργειακής

Φ ά σ μ α κατανομής της ενέργειας

κατανομής]

ηλεκτρομαγνη-

Φνσ.

τικής ακτινοβολίας στο οποίο η τετμημένη περιγράφει

επι-

την συχνότητα ν ή το μήκος κύματος λ της ηλεκτρομα-

χειρείται η μ α θ η μ α τ ι κ ή κ α τ α ν ό η σ η της αρχής της δια-

γ ν η τ ι κ ή ς ακτινοβολίας και η τ ε τ α γ μ έ ν η περιγράφει την

τ ή ρ η σ η ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν μ ο ρ φ ώ ν ενέργειας όταν αυτές ε-

σχετική ενέργεια Ε(ν) ή Ε(λ) της αντίστοιχης συχνότη-

ναλλάσσονται

τας ή μήκους κύματος.

Energy

Balance

[Ισορροπία

ενέργειας]

Καταχρηστική ονομασία κατάστασης στην οποία

σε

ένα

λειτουργικό

σύστημα.

Κ α τ α χ ρ η σ τ ι κ ή ε π ε ι δ ή ο ι ε ν α λ λ ά ξ ι μ ε ς μ ο ρ φ έ ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς E n e r g y S p r e a d [ Ε ύ ρ ο ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Φνα. Η δ ι α σ π ο ρ ά ή πάντα βρίσκονται σε ισορροπία, αλλά συχνά μετατρέαβεβαιότητα της τιμής της ενέργειας ενός σ υ σ τ ή μ α τ ο ς πονται σ ε μορφές οι οποίες δεν σ υ ν ε ι σ φ έ ρ ο υ ν σ τ η ν το οποίο περιγράφεται μαθηματικά από μία κυματοολειτουργία του συστήματος. Energy

μάδα,

B a r r i e r [ Φ ρ ά γ μ α Ε ν έ ρ γ ε ι α ς ! Χημ.

Ορίζεται ως

η ελάχιστη ποσότητα ενέργειας που πρέπει να αποκτήσουν τα αντιδρώντα ενός συστήματος, ώ σ τ ε να διεξαχθεί η α ν τ ί δ ρ α σ η . Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και ενέργεια

ενεργοποί-

ησης. Energy

ένα

σύνολο

δηλαδή

κυμάτων

μ ή κ η κύματος τα οποία σ υ μ β ά λ λ ο υ ν

με

διαφορετικά

εποικοδομητικά

σε μικρή περιοχή του χώρου. Energy

S t a t e [ Ε ν ε ρ γ ε ι α κ ή κ α τ ά σ τ α σ η ] Φνσ.

Έκφραση

που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την

ιδιοκατά-

σ τ α σ η κ β α ν τ ο μ η χ α ν ι κ ο ύ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς τ ο υ ο π ο ί ο υ η ιBeam

[ Ε ν ε ρ γ ε ι α κ ή δ έ σ μ η ] Μηχ.

Δέσμη

ηλε-

κτρομαγνητικής ακτινοβολίας όπως υπεριωδών

ακτί-

διοτιμή

της ενεργείας είναι καλώς

καθορισμένη

και

στάσιμη (χρονικά ανεξάρτητη).

νων, ακτίνων Χ ή ακτίνων γάμα ή δέσμη υποατομικών E n g a g e d C o l u m n [Εντοιχισμένο υποστύλωμα] Πολ. σωματιδίων με πολύ μεγάλη κινητική ενέργεια. Μηχ. Π ο λ λ ά α π ό τ α κ α τ α κ ό ρ υ φ α φ έ ρ ο ν τ α σ τ ο ι χ ε ί α μ ί Energy

Conversion

[ Μ ε τ α τ ρ ο π ή ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Φυσ.

τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αλλαγή της

Με κατά-

ας κατασκευής,

βρίσκονται

σε τέτοια θέση ως

τους τ ο ί χ ο υ ς της, ώ σ τ ε ν α μ η ν έ χ ο υ ν ε λ ε ύ θ ε ρ α π ρ ο σ π ε -

στασης μίας ποσότητας ενέργειας. Η μετατροπή

μίας

λ ά σ ι μ ε ς ό λ ε ς τις π λ ε υ ρ έ ς τ ο υ ς , ο π ό τ ε και

συγκεκριμένης

στην

εντοιχισμένα.

αντίστοιχη

ποσότητας

δυναμική

κινητικής

αποτελεί

ενέργειας

κλασσικό

παράδειγμα

στα πλαίσια της μηχανικής. Energy

Density

προς

Engine1

[ Μ η χ α ν ή ] Μηχ.

καλούνται

Κατασκευή που μετατρέπει μη

κινητική ενέργεια σε κινητική.

[ Ε ν ε ρ γ ε ι α κ ή π υ κ ν ό τ η τ α ] Φνσ.

Μ ε τον

Engine2

[Μηχανή]

Πληρ.

Τ ο κύριο μέρος

προγράμμα-

ό ρ ο α υ τ ό π ρ ο σ δ ι ο ρ ί ζ ε τ α ι έ ν α μ έ τ ρ ο της π ο σ ό τ η τ α ς ε-

τος υπολογιστή ή το τμήμα προγράμματος που επιτελεί

νέργειας που υπάρχει σε κάποιο σ ώ μ α , ως προς

την κύρια λειτουργία του. Σε ένα αντιμικροβιακό πρό-

τον

όγκο του. Energy

γ ρ α μ μ α π.χ., η " μ η χ α ν ή " ε ί ν α ι το τ μ ή μ α υ π ε ύ θ υ ν ο γ ι α

G a p [Ενεργειακό χάσμα]

Φνσ.Στερ.Κατ.

Ενερ-

γειακή ζώνη των κρυσταλλικών στερεών η οποία επιτρέπεται κτρονίων

να

καταλαμβάνεται

και η

οποία

από

βρίσκεται

τροχιακά

μεταξύ

δεν ηλε-

διαδοχικών

την σ ά ρ ω σ η α ν α γ ν ώ ρ ι σ η ς ιών σε αρχεία. Engine Cooling

[ Ψ ύ ξ η μ η χ α ν ή ς ] Μηχ.

Β ο η θ η τ ι κ ή λει-

τουργία μηχανής κατάλληλης για την α π α γ ω γ ή

ανεπι-

θύμητης θερμότητας με σκοπό να διατηρεί την θερμο-

επιτρεπομένων ζ ω ν ώ ν όπως προβλέπεται από τη θεω-

κρασία της μηχανής κατά την λειτουργία σταθερή

ρία τ ω ν ενεργειακών ζ ω ν ώ ν τ ω ν στερεών.

χαμηλή.

Energy

Level

γ ε ι α ς ] Φνσ.

Diagram

[Διάγραμμα σταθμών

ενέρ-

Διάγραμμα καταστάσεων ατόμου στοιχεί-

ου συναρτήσει

των επιτρεπόμενων

ενεργειών.

Η

τε-

τμημένη συνήθως περιγράφει ζητούμενες καταστάσεις α τ ό μ ο υ , π . χ . S I / 2 , Ρ3/2, Ρ1/2,

w

ή καταστάσεις ηλε-

Engine

C y c l e [ Κ ύ κ λ ο ς μ η χ α ν ή ς ] Φνσ.

ή

Α κ ο λ ο υ θ ί α θερ-

μ ο δ υ ν α μ ι κ ώ ν δ ι ε ρ γ α σ ι ώ ν κ α τ ά τις ο π ο ί ε ς μία μηχανή επιστρέφει στην αρχική κατάσταση

θερμική

ισορροπίας

της. Engine Cylinder

[ Κ ύ λ ι ν δ ρ ο ς μ η χ α ν ή ς ] Μηχ.

1. Ειδική

Engine Displacement

- 532 -

μεταλλική θαλάμη μέσα στην οποία αναφλέγεται

κα-

Έ χ ε ι ό γ κ ο 1 0 0 ή 1 2 5 ml και σ υ ν δ έ ε τ α ι με θερμόμετρο,

τάλληλο μ ί γ μ α κ α υ σ ί μ ο υ και αέρα και κινεί την κυλιν-

για τ η μ έ τ ρ η σ η τ η ς θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς τ ο υ α τ μ ο ύ σ τ η ν εί-

δροκεφαλή σ ε δίχρονες και τετράχρονες μηχανές εσω-

σοδο του σωλήνα συμπύκνωσης.

τερικής καύσης. 2. Η κ υ λ ι ν δ ρ ο κ ε φ α λ ή (πιστόνι) δίχρονης ή τετράχρονης μηχανής εσωτερικής καύσης. Engine Displacement

Enhancable

Language

[Επεκτάσιμη γλώσσα]

Γλ.ώσσα π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ο ύ της οποίας το

[ Ό γ κ ο ς ε μ β ο λ ι σ μ ο ύ ] Μηχ.

Μηχ.

επιτρέπει

ή προβλέπει

χρησιμοποίηση

Πλημ.

συντακτικό

επιπρόσθετων

Ο σ υ ν ο λ ι κ ό ς ό γ κ ο ς π ο υ σ α ρ ώ ν ε τ α ι από το έ μ β ο λ ο μίας

κ α ν ό ν ω ν σ ύ ν τ α ξ η ς και δ ο μ ώ ν δ ε δ ο μ έ ν ω ν τα οποία δεν

μηχανής εσωτερικής καύσης κατά την διαδρομή

είναι ε ν σ ω μ α τ ω μ έ ν α εξ ορισμού σ τ ο υπάρχον

από το κάτω ν ε κ ρ ό σημείο έως το ά ν ω νεκρό

του

σημιείο

συντα-

κτικό της γ/αόσσας.

σ ε έ ν α χ ρ ό ν ο ( κ ύ κ λ ο ) λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α ς της. Γ ι α π ο λ υ κ ύ λ ι ν - E n h a n c e d S m a l l D e v i c e I n t e r f a c e [ Β ε λ τ ι ω μ έ ν η θύρα δρες μηχανές, ισούται με τον όγκο εμβολισμού ενός σ ύ ν δ ε σ η ς μ ι κ ρ ώ ν σ υ σ κ ε υ ώ ν ] Πλημ. Θ ύ ρ α σ ύ ν δ ε σ η ς κ υ λ ί ν δ ρ ο υ επί τ ο ν α ρ ι θ μ ό τ ω ν κ υ λ ί ν δ ρ ω ν . περιφερειακών ή εσωτερικών συσκευών αποθήκευσης, Engine

Efficiency

Μηχ.Μηχ.

[Συντελεστής απόδοσης

μηχανής]

Κ α θ α ρ ό ς αριθμός που ισούται με τον λύγο

του ωφέλιμου έργου π ο υ παράγεται από μία

μηχανή

προς την ενέργεια που προσφέρεται στη μηχανή

στη

όπως σ κ λ η ρ ώ ν δίσκων και C D - R O M με την

κεντρική

μονάδα του υπολογιστή. E n h a n c e d Spectral L i n e [Εντονη φασματική γραμμή] Φνσ.

Φασματική γραμμή της οποίας ο δείκτης διέγερέ ω ς κ α ι ΙΟ 4 κ α ι η έ ν τ α σ η

διάρκεια σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο υ χ ρ ό ν ο υ λειτουργίας της μηχα-

σης είναι της τάξης του 1 0

νής.

τ η ς γ ρ α μ μ ή ς είναι π ο λ ά μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η α π ό τις υ π ό λ ο ι π ε ς ήχος

γραμμές σε φάσμα στοιχείου. Η διπλή κίτρινη γραμμή

που παράγεται από μηχανές εσωτερικής καύσης όταν

τ ο υ ν α τ ρ ί ο υ D J / D 2 ε ί ν α ι τ έ τ ο ι α σ ε σ χ έ σ η μ ε τις υ π ό λ ο ι -

οι κινήσεις της κ ύ λ ι ν δ ρ ο κεφαλής είναι

πες

Engine

Knock

[ Κ τ ύ π ο ς μ η χ α ν ή ς ] Μηχ.

Ιδιάζων

αποσυγχρονι-

σ μ έ ν ε ς σ ε σ χ έ σ η με τ ο υ ς χ ρ ό ν ο υ ς λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α ς τ ο υ κινητήρα. Γ ν ω σ τ ό ς σαν κτύπος από τα "πυράκια". Engine

Performance

ρώντας

μεταβλητές

εκπομπής

του

φάσματος

του

νατρίου,

(βλέπε Excitation Index). Enhancement

[ Α π ό δ ο σ η μ η χ α ν ή ς ] Μηχ.

συγκεκριμένες

γραμμές

[Βελτίωση / Αναβάθμιση]

ΙΙρό-

Πλημ.

Θεω-

σθεση ηλεκτρονικού εξοπλισμού ή λαγισμικού σε υπο-

της

λογιστή με σκοπό να αρθεί η απόδοση της λειτουργι-

παραμέτρους

λειτουργίας μίας μηχανής σταθερές, όπως στροφές ανά λεπτό, η ισχύς της μηχανής σ υ ν ή θ ω ς μετρούμενη

κότητάς του σε ζητούμενο επίπεδο.

σε Ε Ν Ι A C

hp.

[ΕΝΙΑΚ]

Πλημοφ.

Ο πρώτος ιστορικά

κτρονικός υπολαγιστής, ο οποίος περιελάμβανε

Engineer

[ Μ η χ α ν ι κ ό ς ] Μηχ.

Ε π ι σ τ ή μ ο ν α ς ο οποίος ει-

δικεύεται σ ε έναν από τους π α ρ α κ ά τ ω τομείς: κτονική, κτιριακές κατασκευές, τοπογραφία, λογία, ηλεκτρολογία/ηλεκτρονική,

αρχιτεμηχανο-

ναυπηγική,

μεταλ-

Engineer's Scale [Ι^ιμακόμετρο]

Χάρακας σε

Γμαψισ.

μορφή πρίσματος με χαραγές σε διαφορετικές

κλίμα-

[Μηχανική]

Επιστ. Τεχν.

Έ ν α ς από

τους

π α ρ α κ ά τ ω τ ο μ ε ί ς και ό,τι σ χ ε τ ί ζ ε τ α ι με π ρ α κ τ ι κ έ ς εφαρμογές του αντίστοιχου τομέα: αρχιτεκτονική, ριακές

κατασκευές,

επιτελέσει

5.000

προσθέσεις

σμούς το δευτερόλεπτο. κεια του

δευτέρου

και

300

παγκοσμίου

τοπογραφία,

κτι-

μηχανολογία,

να

πολλαπλασια-

Κατασκευάστηκε πολέμου

στη και

διάρτέθηκε

1946.

Ο

υπολογιστής αυτός, με την επιτυχημένη λειτουργία του και τ η ν υ ψ η λ ή γ ι α την ε π ο χ ή τ ο υ τ α χ ύ τ η τ α σμών, έθεσε ουσιαστικά

κες, σ υ ν ή θ ω ς 1 : 1 0 0 , 1 : 5 0 , 1 : 2 0 , 1 : 1 2 5 , 1 : 7 5 και 1 : 2 5 .

περί-

18.000 λυχνίες κενού και ο οποίος μπορούσε

επίσημα σε λειτουργία στις 1 4 Φεβρουαρίου

λειολογία, χημεία ή πληροφορική.

Engineering

που

ηλε-

τις β ά σ ε ι ς τ η ς

υπολογι-

βιομηχανίας

των ηλεκτρονικών υπολογιστών. E n l a r g e m e n t [Μεγενθυμένο αντίτυπο]

Γμαψισ.

κό αντίτυπο μ ε γ α λ ά τ ε ρ ω ν δ ι α σ τ ά σ ε ω ν και

1. Θετι-

μικρότερης

α ν ά λ υ σ η ς α π ό τις δ ι α σ τ ά σ ε ι ς και τ η ν α ν ά λ υ σ η τ ο υ α -

ηλεκτρολογία/ηλεκτρονική, ναυπηγική, μεταλλειολογί-

ντίστοιχου α ρ ν η τ ι κ ο ύ στο φ λ μ . 2. Φ ω τ ο τ υ π ί α

α, χ η μ ε ί α και πλνηροφορική.

σ ε ω ν μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ω ν α π ό τις δ ι α σ τ ά σ ε ι ς τ ο υ α ν τ ί σ τ ο ι χ ο υ Πολ.

α υ θ ε ν τ ι κ ο ύ αντίτυπου. 3. Ε κ τ ύ π ω σ η δ ι α σ τ ά σ ε ω ν μεγα-

Είναι μία ειδίκευση της επιστήμης του Πολιτικού

λ.ύτερων α π ό τις δ ι α σ τ ά σ ε ι ς της α ν τ ί σ τ ο ι χ η ς η λ ε κ τ ρ ο -

Engineering Μηχ.

διαστά-

Μηχανικού

Geology ο

οποίος

[Γεωτεχνική

μηχανική]

εκμεταλλευόμενος

την

θεωρία

της Γ ε ω λ ο γ ί α ς , μελετάει και ε φ α ρ μ ό ζ ε ι λύσεις για τ η ν αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν

κυ-

ρ ί ω ς α π ό τις θ ε μ ε λ ι ώ σ ε ι ς τ ω ν κ α τ α σ κ ε υ ώ ν . Engineering

Time

[Χρόνος

νικής εικόνας στον υπολογιστή. Enlargement

Loss

[ Α π ώ λ ε ι α Δ ι α σ τ ο λ ή ς ] Μηχ.

Είναι η

απώλεια της μηχανικής ενέργειας ενός ρευστού, κατά τη ροή τ ο υ σε α γ ω γ ό , σ υ ν α ν τ ά α π ό τ ο μ η

συντήρησης]

Πλημ.

όταν

αύξηση

της διατομής.

Υ π ο σ ύ ν ο λ α τ ο υ χ ρ ό ν ο υ tl0, - (cff, ό π ο υ t ^ ε ί ν α ι ο σ υ ν ο -

Enlarger

λ ι κ ό ς χ ρ ό ν ο ς κ α ι t* ff ε ί ν α ι ο χ ρ ό ν ο ς α π ό δ ο σ η ς . Κ α τ ά τ η

Οπτικ.

διάρκεια α υ τ ο ύ του χ ρ ό ν ο υ ο ε ξ ο π λ ι σ μ ό ς σ υ ν ή θ ω ς α-

γράφους σε σκοτεινό θάλαμο για την μεγέθυνση

ναβαθμίζεται είτε εξωτερικά με αντικατάσταση παλαι-

ταυτόχρονα

ότερου εξοπλισμού με νεότερο ή εσωτερικά με κατάλ-

φ λ μ σ ε φωτογραφικό χαρτί.

ληλες προσθήκες αναβαθμισμένου λογισμικού.

(βλέπε

Effective Time). Englcr

[Φωτογραφικός

μεγεθυντής/φωτομεγεθυντής]

Οπτική διάταξη χρησιμοποιούμενη από

Enlarging

χρωματική

[Μεγέθυνση]

αντιστροφή

Γμαφισ.

φωτο-

αρνητικού

Διαδικασία

και από

παραγω-

γής μεγενθυμένων αντιτύπων, (βλέπε E n l a r g e m e n t ) .

Distillation

[Απόσταξη

Engler]

Χημ.

Δ ε ρ γ α σ ί α απόσταξης που χρησιμοποιείται στο

Μηχ.

Enlarging

Lens

[Μεγεθυντικός φακός]

Οπτικ.

Οπτική

χαρα-

διάταξη α π ο τ ε λ ο ύ μ ε ν η από έ ν α ν ή π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο υ ς φα-

κ τ η ρ ι σ μ ό της πτητικότητας α ρ γ ο ύ πετρελαίου και κλα-

κούς χρησιμοποιούμενη από παρατηρητή που επιθυμεί

σμάτων

να

του.

II

θέρμανση

του

δείγματος γίνεται

πρότυπο δοχείο, με πλήρως καθορισμένο ρυθμό, σημειώνεται η θερμοκρασία στην οποία

σε και

λαμβάνονται

συγκεκριμένα ποσοστά αποστάγματος. Engler

Flask

χείο που

[ Δ ο χ ε ί ο E n g l e r ] Χημ.

χρησιμοποιείται

για

Μηχ.

παρατηρήσει

την απόσταξη

Engler.

εικόνα

αντικειμένου,

(βλέπε E n l a r g e r ) . K n o t [ Ε ν ό λ η ] Ομγ. του τύπου

Ε ί ν α ι το δο-

μεγενθυμένη Χημ.

-C(OH)=C<.

Ασταθής, ακόρεστη Σχηματίζεται

ως

αλκοόλη, ενδιάμεσο

προϊόν, κατά την π ρ ο σ θ ή κ η νερού σε τριπλά δεσμό και αποτελεί ισομερή μορφή της αντίστοιχης

καρβονυλι-

-533 κής ένωσης. Ε

[Επιστημονική

Αναπαράσταση

αριθμού

γραφή

κινητής

δεκαδικού]

Πληρ.

υποδιαστολής

±

x.

ΧΧΧ l O l y σ α ν ± x . x x x E - t y . ( β λ έ π ε Ε F o r m a t ) . [Εισαγωγή σε λίστα] A

τ ύ π ο υ recPtr, ό π ο υ rccPtr =

Γ ι α μ ε τ α β λ η τ ή a,

Πληρ.

r c c ; και rcc = rccord data:

βλητής a σε λίστα δεικτών: {£ U

12

π. χ., σ α ν : { ι lj



12

Character

a 1

13

(ENQ)

χνεύσει ύπαρξη του συνομιλητή. Enquiry Character2

σότητα αυτή ταυτίζεται με τη μεταβολή της ενθαλπίας. Enthalpy

of

Reaction

Ονομασία Αν

[Ενθαλπία

για τη μεταβολή

μια χημική

αντίδραση.

η αντίδραση γίνεται υπό

αντίδρασης]

Φνσ.

της ενθαλπίας

που

Συμβολίζεται

ΔΗ.

σταθερή πίεση,

τότε

ται με την ενθαλπία αντίδρασης.

[Χαρακτήρας επερώτησης]

Πληρ.

Enthalpy

of

Transition

γωγή

λαμβάνει χώρα κατά την μετάβαση ή αλλαγή

προγράμματα

που

παρέχουν

κειμενική λίστα ε π ι λ ο γ ώ ν σε menu, ένας από τους όιαθέσιμους χαρακτήρες που ενεργοποιεί μία συγκεκριμέ-

Ονομασία

[Ενθαλπία μετάβασης]

Χημ.

όπως

η

θερμότητα που ανταλλάσσεται με το περιβάλλον ισού-

1. Σ ε π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α π ο υ βασίζονται σε κειμενική εισαδεδομένων

θερμό-

τητα με το π ε ρ ι β ά λ λ ο ν υ π ό σ τ α θ ε ρ ή πίεση, τότε η πο-

συνοδεύει

Χ α ρ α κ τ ή ρ α ς π ο υ χρησιμοποιείται για ν α ανι-

Επικοιν.

II

= U + P V . Α ν το σ ύ σ τ η μ α συμμετέχει σε Οερμοόυνα-

h · • · * * Κ·

[Χαρακτήρας εξέτασης]

του

γ ι ν ο μ έ ν ο υ του ό γ κ ο υ επί την πίεση. Ισχύει δηλαδή: μική διεργασία κατά την οποία ανταλλάσσεται

dataRec; next,prev: recPtr; end; η ε ι σ α γ ω γ ή της μετα-

Enquiry

Entrupy

μ ε το ά θ ρ ο ι σ μ α της ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς U και

Notation

Enqueue

-

για τη μεταβολή

Φνσ.

της ενθαλπίας

που

φάσης

ενός συστήματος. Entire

Function

[Ολομορφική

συνάρτηση]

Μαθημ.

ν η ε π ι λ ο γ ή α π ό το m e n u . 2. Χ α ρ α κ τ ή ρ α ς ή δ ι ά ν υ σ μ α

Μ ι γ α δ ι κ ή σ υ ν ά ρ τ η σ η f ( z ) γ ι α τ η ν ο π ο ί α ι σ χ ύ ε ι : " Zy e

χαρακτήρων που αποστέλλεται σε απομακρυσμένο υ-

C κ α ι " z: ζ e D ( z , ζο) < ε , $ Γ ( ζ ) , μ ε D ( z , z<j) < ε μ ί α

πολογιστή για να διαπιστωθεί αν αυτός βρίσκεται ακό-

ο π ο ι α δ ή π ο τ ε γ ε ι τ ο ν ι ά π έ ρ ι ξ τ ο υ σ η μ ε ί ο υ ζο·

μη σ ε επαφή με τον αποστολέα, όπως σε μία διαδικτυακή σύνδεση. Enrichment1

Entire Series

Embel-

lishment [Εμπλουτισμός]

Η

ΙΊυμην.Φυσ.

αύξηση

Type

[Τύπος οντότητας]

Πληρ.

Σύνθετος τύπος

δομής δεδομένων ο οποίος περιγράφει χαρακτηριστικά

της περιεκτικότητας ενός χημικού στοιχείου ως προς

εργαζόμενου

κάποιο ή κάποια από τα ισότοπά του. Ο εμπλουτισμός

δεδομένων εταιρίας ή άλλου οργανισμού,

είναι μία τυπική διαδικασία, που σ υ ν α ν τ ά τ α ι πολύ συ-

<

«>. Entity

Enrichment

Δυ-

Μαθημ.

ν α μ ο σ ε ι ρ ά Σ Ν ^ Χ " γ ι α τ η ν ο π ο ί α ι σ χ ύ ε ι : "Χ: Σ Ν ^ Χ "

[ Α ρ χ ι τ ε κ τ ο ν ι κ ό σ τ ο λ ί δ ι ] Αμχ.

2

[Ολ.ομορφική δ υ ν α μ ο σ ε ι ρ ά ]

ή πελάτη

Entombment

σε

προγράμματα

[Ενταφιασμός]

διαχείρισης Διαδικασία

ΙΙυρην.Φυσ.

χνά στην πυρηνική βιομηχανία, με την οποία αυξάνε-

με την οποία τίθεται εκτός λειτουργίας και ενταφιάζε-

ται η περιεκτικότητα

ται ένας π υ ρ η ν ι κ ό ς σ τ α θ μ ό ς , ό π ο υ με τη χ ρ ή σ η ε ν ι σ χ υ -

διαφόρων

υλικών

ω ς προς τα

σχάσιμα ισότοπά τους. Enrichment ρην.

μένου σκυροδέματος επιτυγχάνεται η απόλυτη

F a c t o r [ Π α ρ ά γ ο ν τ α ς ε μ π λ ο υ τ ι σ μ ο ύ ] Πυ-

Κ α θ α ρ ό ς αριθμός που ισούται με τον λόγο

Φυα.

ποσότητας ισοτόπου με το οποίο έχει εμπλουτιστεί κάποιο

υλικό

προς

την

ποσότητα

του

ίδιου

ισοτόπου

στην αρχική μορφή του υλικού, πριν το εμπλουτισμό. Enrockment

[Βραχώδης τεχνητή θεμελάωση]

ΠολΜηχ.

στεγα-

νοποίηση του χώρου και η αποφυγή της διαρροής και εισόδου στο περιβάλλον ραδιενεργών ουσιών, E n t r a i n m e n t [ Σ υ μ π α ρ α σ υ ρ μ ό ς ] Φυσ.

Αναφέρεται

Χημ.

στη διαδικασία μεταφοράς μικρών σταγονιδίων υγρού, σε ρεύμα αερίου ή ατμού. Entrance

ΙΕίσοδος]

Είναι ένα άνοιγμα σε

Οικοδ.

κά-

Είναι η κατασκευή μίας βάσης θεμελίωσης για κάποιο

π ο ι ο τ ο ί χ ο , το ο π ο ί ο έχει τις κ α τ ά λ λ η λ ε ς

μεγάλο υ π ο σ τ ύ λ ω μ α γέφυρας ή άλλης κατασκευής, με

για να είναι δυνατή η ε ι σ χ ώ ρ η σ η α ν θ ρ ώ π ω ν και αντι-

την τοποθέτηση μεγάλου αριθμού ογκωδών τμημάτων

κειμένων εντός του χ ώ ρ ο υ που ορίζεται από τους αντί-

βράχου μέσα στο νερό.

στοίχους τοίχους.

Ensemble

[Συλλογή]

Μεθοδολογία που ακολου-

Φυσ.

Entrance

Pupil

[Κόρη εισόδου]

Οπτικ.

διαστάσεις,

Σε οπτική διά-

θεί η σ τ α τ ι σ τ ι κ ή μ η χ α ν ι κ ή κατά τ η ν ο π ο ί α ο ρ ί ζ ε τ α ι έ ν α

ταξη με ίριδα που απεικονίζει σ η μ ε ί ο Χ 2

σύνολο από μεγάλο αριθμό πανομοιότυπων συστημά-

τ η ς δ ι ά τ α ξ η ς σ ε σ η μ ε ί ο Χ{

όπισθεν της διάταξης,

τ ω ν το οποίο χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι για τ η ν π ε ρ ι γ ρ α φ ή και

προβολή Ε

ύπως

χρονική εξέλιξη ενός και μόνο συστήματος.

έμπροσθεν της διάταξης από τα οπτικά στοιχεία

Entablature

[ Θ ρ ι γ κ ό ς ] Αμχ.

Ε ί ν α ι ένα σ ύ ν ο λ ο αρχιτε-

κ τ ο ν ι κ ώ ν σ τ ο ι χ ε ί ω ν , το ο π ο ί ο α π ο τ ε λ ε ί τ α ι α π ό το επιστύλιο, τη ζ ω φ ό ρ ο και το οριζόντιο γείσο. Ο θριγκός

τ ο υ σ η μ ε ί ο υ Χ{

διάταξης που

βρίσκονται

αυτή

έμπροσθεν η

προβάλλεται

ό π ι σ θ ε ν της ίριδας,

της

(βλέπε

Exit Pupil). Entrance

Slit

[Σχισμή

εισόδου]

Οπτικ.

Η

συνήθως

απαντάται στους αρχαίους ελληνικούς κλοσσικούς να-

ρυθμιζόμενου πάχους ευθύγραμμη σχισμή του

ούς.

θυντήρα (collimator) σε φασματοσκόπια. Μ ε κατάλΑη-

Entasis

[ Ε ν τ α σ η ] Αμχ.

Είναι η ελαφρά εξόγκωση του

λη ρύθμιση

κατευ-

του πάχους της σχισμής καθορίζεται

το

κ ο ρ μ ο ύ ενός κίονα, με τρόπο ώ σ τ ε οι κατακόρυφες ρα-

πάχος (και άρα η ένταση) τ ω ν ειδώλων τ ω ν

β δ ώ σ ε ι ς τ ο υ να γ ί ν ο ν τ α ι ε λ α φ ρ ά κυρτές. Α υ τ ό έχει ω ς

κών γραμμών που παρατηρούνται, φωτογραφίζονται ή

στόχο να

καταγράφονται μέσω του φασματοσκοπίου,

εξαλείφει

ένας τελεί(ος

την οφθαλμαπάτη

κατακόρυφος

κίονας

ότι

που

προκαλεί

είναι

δηλαδή

κοίλος. Enter

Key

Entresol

[Ημιώροφος]

Οικοδ.

φασματι-

Είναι ένας όροφος

ενός

κτιρίου, σ υ ν ή θ ω ς με μικρότερο ύ ψ ο ς από ότι οι υ π ό [Πλήκτρο Enter]

συνήθως χρησιμοποιείται γκεκριμένη κατάσταση

ΓΙλημ.

Πλήκτρο το οποίο

για να σηματοδοτήσει

συ-

λοιποί, ο ο π ο ί ο ς υ ψ ο μ ε τ ρ ι κ ά β ρ ί σ κ ε τ α ι μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ισογείου και του π ρ ώ τ ο υ ορόφου της κατασκευής.

Ο

επεξεργασίας στους υπολογι-

Η μ ι ώ ρ ο φ ο ς έχει τις π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς φορές μ ι κ ρ ό τ ε ρ ο εμ-

στές, όπως το κλείσιμο π λ ο ι σ ί ω ν διαλόγου, την έναρξη

βαδόν κ ά τ ο ψ η ς από τους υ π ό λ ο ι π ο υ ς ο ρ ό φ ο υ ς και οι

επεξεργασίας δ ε δ ο μ έ ν ω ν ή την ενεργοποίηση τ ω ν με-

χρήσεις του είναι βοηθητικές, όπως για α π ο θ ή κ ε υ σ η ή

τ α β λ η τ ώ ν eof και eoln.

συνδέεται λειτουργικά με το ισόγειο.

Enthalpy

[Ενθαλπία]

Φυα.

Θερμοδυναμική

ποσότητα

ενός συστήματος, συμβολίζεται με Η, η οποία ισούται

Entropy

| Ε ν τ ρ ο π ί α ] Φυσ.

Μ ε τον όρο αυτό μπορεί να

χαρακτηρισθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα

- 534 -

E n t r o p y Coding σ ύ σ τ η μ α coc π ρ ο ς τ η ν M

m

^

Envelope

M M t W

του για την παραγωγή έργου, δηλαδή η εντροπία χαρακτηρίζει τ η ν ποιότητα της ενέργειας κνός συστήματος. Ε π ί σ η ς η ε ν τ ρ ο π ί α είναι ένα μέτρο της τ ά ξ η ς και οργά-

[Φάκελος) £x/W!V.

). Ειδικά bits που

περι-

κλείουν ένα μπλοκ μετάδοσης δεδομένων για αναγνώριση στη σύγχρονη μετάδοση. 2. Έ ν α σήμα που παράγεται (μαθηματικά) από τα μέγιστα ενός σήματος.

E n v e l o p e D e l a y [ Κ α θ υ σ τ έ ρ η σ η φ α κ έ λ ο υ ] Επικοιν. Έ ν α VCOTOCOC ΊΐΌΐ,ΗΟΗ ΤΝ\Σ (.-.ΝΙΡΟΠΊΑΣ ΣΤ^ΜΙΐ-IVF.I KCXV ΑΝΆΛΟΓΗ όνομα για την παραμόρφωση φάσης επειδή καθυστερεί αύξηση της αταξίας του. (παραμορφώνεται) τελικά η μέγιστη διαφορά μεταξύ 2 E n t r o p y C o d i n g [Κωδικοποίηση εντροπίας] Επικοιν. συχνοτήτων του σήματος. ν ό η σ η ς το>ν σ τ ο ι χ ε ι ω δ ώ ν σ ω μ α τ ι δ ί ω ν ε ν ο ς σ υ σ τ ή μ α τ ο ς .

ΜκθοΛος κωδικοποίησης που χρησιμοποιεί στατιστική E n v i r o n m e n t [ Π ε ρ ι β ά λ λ ο ν ] Πληρ. 1 . Ε ί ν α ι ό λ ο ς ο υ π ο -

πχ συχνά χρησιμοποιούμενοι ποιούνται απλά. Entropy Φυσ.

Of

Χημ.

Activation

χαρακτήρες

[Εντροπία

κωδικο-

Ενεργοποίησης]

Σε μια χημική αντίδραση, ορίζεται η διαφο-

λογιστικός εξοπλισμός συμπεριλαμβανομένων ξωτερικών

περιφερειακών.

2.

Το

κύριο

και

λειτουργικό

π ρ ό γ ρ α μ μ α ( ό π ω ς τα w i n d o w s ή τ ο m a c o s ) π ο υ ε π ι τ ρ έ -

πει την εκτέλεση άλλων προγραμμάτων. συμπλόκου E n v i r o n m e n t P o i n t e r [Δείκτης περιβάλλοντος]

ρά εντροπίας μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ε ν ε ρ γ ο π ο ι η μ έ ν ο υ και α ν τ ι δ ρ ώ ν τ ο ς μ ί γ μ α τ ο ς .

ε-

Πληρ.

1. Δ ι ά ν υ σ μ α σ τ η ν μ ν ή μ η υ π ο λ ο γ ι σ τ ή π ο υ π α ρ έ χ ε ι ανα-

E n t r o p y of M i x i n g [Εντροπία ανάμιξης]

Φυ-

φορά σε μνήμη μέσα στην οποία βρίσκεται πρόγραμμα

σική ποσότητα η οποία περιγράφει την αύξηση ή την

το ο π ο ί ο εκτελείται ή π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α ε κ τ ε λ ε σ τ ε ί . 2. Δ ι ά -

ε λ ά τ τ ω σ η της α τ α ξ ί α ς ενός σ ύ ν θ ε τ ο υ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς ,

ν υ σ μ α στην μνήμη υπολογιστή που παρέχει

Φυσ.Χημ.

οποία σ υ μ β α ί ν ε ι κατά τη διάρκεια της α ν ά μ ι ξ η ς

η

αναφορά

των

σε μνήμη η οποία χρησιμοποιείται από το λειτουργικό

η

εντροπία

σύστημα. Π ρ ό γ ρ α μ μ α μπορεί να συλλέξει πληροφορίες

είναι μία θερμοδυναμική ποσότητα η οποία

αποτελεί

σχετικές με το λειτουργικό σ ύ σ τ η μ α μέσα στο

συστατικών του μερών. Σημειώνεται

ότι

το μέτρο της αταξίας ενός συστήματος. Entropy Χημ.

of

Transition

[Εντροπία

εκτελείται, εξάγοντας δεδομένα μέσω αυτής της ανα-

μετάβασης]

Φυσ.

Ό ρ ο ς π ο υ χρησιμοποιείται για να περιγράψει την

μεταβολή

της τιμής της εντροπίας

ενός

συστήματος

κ α τ ά τη δ ι ά ρ κ ε ι α μίας μ ε τ ά β α σ η ς ή α λ λ α γ ή ς φ ά σ η ς . Entry

[Εισαγωγή]

Πλημ.

οποίο

Οποιαδήποτε διαδικασία

τε-

φοράς. Environmental

Αστρον.

Control

[Περιβαλλοντικός

έλεγχος]

Μηχανικός έλεγχος του περιβάλλοντος

επαν-

δρωμένου οχήματος πτήσης ή διαστημικού

οχήματος

που

διαφόρων

προβλέπει

αποδοτική

ανακύκλωση

λείται από χειριστή υ π ο λ ο γ ι σ τ ή και παρέχει σ τ ο ν υπο-

π ρ ο ϊ ό ν τ ω ν , έ λ ε γ χ ο θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς , κ α θ α ρ ι σ μ ό και φιλ-

λογιστή δεδομένα απαραίτητα για την περαιτέρω εκτέ-

τ ρ ά ρ ι σ μ α τ ο υ α έ ρ α κλου.

λεση προγράμματος. Σε υπολογιστές παλαιότερης χνολογίας επιτελείτο με την βοήθεια διάτρητων τών.

Σε

νεότερης

τεχνολογίας

υπολογιστές

τε- E n v i r o n m e n t a l C o n t r o l 2 [ Π ε ρ ι β α λ λ ο ν τ ι κ ό ς έλεγχος] καρΜηχ. Μ ε τ ο ν ό ρ ο α υ τ ό χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε τ α ι η ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή

τελείται

παρακολούθηση, με τη βοήθεια μετρήσεων των

αλλα-

σχεδόν αποκλειστικά με την βοήθεια του πληκτρολογί-

γ ώ ν που συντελούνται ως ιδιότητες του περιβάλλοντος

ο υ και κ α τ ά λ λ η λ ω ν περιφερειακών, ό π ω ς σ α ρ ω τ ώ ν και

στους α ν θ ρ ώ π ο υ ς και στους υ π ό λ ο ι π ο υ ς ζ ώ ν τ ε ς οργα-

σ υ σ κ ε υ ώ ν α ν ά γ ν ω σ η ς barcodc.

νισμούς.

Entry

Block

[Block

εισαγωγής]

Παρωχημένη

Πλημ.

Environmental

Control

System

[Σύστημα

περιβαλ-

ορολογία τεμαχίου μνήμης του οποίου τα περιεχόμενα

λ ο ν τ ι κ ο ύ ε λ έ γ χ ο υ ] Μηχ.

μπορούν να μεταβληθούν δυναμικά

θρώπων σε έναν κλειστό χώρο, όπως για

παράδειγμα

σε ένα αεροσκάφος, απαιτεί ένα σ ύ σ τ η μ α

μηχανισμών,

νέων

δεδομένων.

Σήμερα

μέσω

εισαγωγής

χρησιμοποιούνται

σχεδόν

Η δ ι α β ί ω σ η και ε ρ γ α σ ί α

αν-

αποκλειστικά οι όροι: " μ ν ή μ η α ν ά γ ν ω σ η ς μ ε τ α β λ η τ ώ ν

το οποίο χαρακτηρίζεται από αυτόν τον όρο, που

δ ε δ ο μ έ ν ω ν " και " μ ν ή μ η μεταβλητών α ν ά γ ν ω σ η ς " .

διατηρεί σ τ α α π α ρ α ί τ η τ α επίπεδα τις σ υ ν θ ή κ ε ς τ ο υ α-

Entry

Condition

[Συνθήκη εισόδου]

Πλημ.

Συνθήκη

boolean η οποία καθορίζει αν ένα υποπρόγραμμα

θα

τμοσφαιρικού αέρα. Environmental

Engineering

[Περιβαλλοντική

μηχα-

εκτελεστεί ή όχι κατά την εκτέλεση ενός προγράμμα-

ν ι κ ή | Μηχ.

τος. Π.χ., σ ε C : if ( x > = a ) p r o c A ; else p r o c B ; η σ υ ν θ ή -

λείται με την μείωση της κάθε είδους ρύπανσης

κη εισόδου του υποπρογράμματος procA είναι η συν-

την

θήκη ( x > = a ) ε ν ώ η σ υ ν θ ή κ η εισόδου της procB είναι η

σκοπό την δ ι ά σ ω σ η και ε ξ ι σ ο ρ ρ ό π η σ η του

συνθήκη (x
κού συστήματος.

E n t r y Instruction [Εντολή εισόδου]

Πλημ.

να

Είναι η εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχο-

βελ,τίωση της ποιότητας

Σε μία ακο- E n v i r o n m e n t a l

Protection

του

περιβάλλοντος,

και με

οικολογι-

[Περιβαλλοντική προστα-

λουθία εντολών γ λ ώ σ σ α ς μηχανής, είναι η πρώτη εντο-

σ ί α ] Μηχ.

λή που εκτελείται. Είναι σ υ ν ή θ ω ς η εντολή που

ριοτήτων που έχουν σκοπό την προστασία της ανθρώ-

βρί-

Είναι το σύνολο των ενεργειών και δραστη-

σκεται σ τ η ν δ ι ε ύ θ υ ν σ η εκείνη που περιέχεται στον κα-

πινης υγείας, του τεχνικού ε ξ ο π λ ι σ μ ο ύ και τ ω ν

ταχωρητή P C α μ έ σ ω ς π ρ ι ν την εκτέλεση μίας ακολου-

σ κ ε υ ώ ν α π ό τις α ρ ν η τ ι κ έ ς επιδράσεις του

θίας ε ν τ ο λ ώ ν (βλέπε E n t r y Point).

ντος.

κατα-

περιβάλλο-

Simulator [Περιβαλλοντικός εξοΗ διεύθυνση στην E n v i r o n m e n t a l μ ο ι ω τ ή ς ] Μηχ. Ε ί ν α ι κ ά θ ε μ η χ ά ν η μ α ή γ ε ν ι κ ό τ ε ρ α τεμνήμη υπολογιστή της πρώτης εντολής που εκτελείται χ ν η τ ό σ ύ σ τ η μ α το ο π ο ί ο έχει τη δ υ ν α τ ό τ η τ α της προσ ε μία α κ ο λ ο υ θ ί α εντολιών γλά rel="nofollow">σσας μηχανής. Ε ί ν α ι σ ο μ ο ί ω σ η ς κάποιων ιδιαίτερων φυσικών σ υ ν θ η κ ώ ν με σ υ ν ή θ ω ς η δ ι ε ύ θ υ ν σ η εκείνη π ο υ περιέχεται στον κα-

E n t r y Point [Σημείο εισόδου]

Πλημ.

ταχωρητή P C αμέσως πριν την εκτέλεση μίας ακολου-

σ κ ο π ό τ η ν υ π ο β ο λ ή σ ε αυτές δ ι α φ ό ρ ω ν μ η χ α ν ώ ν ή ε-

θίας εντολών, (βλέπε E n t r y

ξαρτημάτων για ερευνητικές δοκιμές.

Entry

Sorting

Instruction).

[Ταξινόμιση

με

εισαγωγή]

Πλημ.

E o l i a n S o u n d ( s ) [Αιόλιος ήχος]

Ακουστ.

Σ υ ρ ι γ μ ό ς ανέ-

Αλγόριθμος ταξινόμησης δ ο μ ώ ν δεδομένων στον οποί-

μου ειδικότερα όταν αυτός ομοιάζει με ήχο πνευστού

ο

οργάνου.

χρησιμοποιείται

προσωρινή

περιοχή

μνήμης

στην

οποίο εισάγονται τα ταξινομημένα δεδομένα κατά την διαδικασία της ταξινόμησης.

E O R

Gap

Record

[Διάκενο

Gap.

πέρατος

πεδίου].

->End

Of

- 535 Eotvos

C o n s t a n t [ Σ τ α θ ε ρ ά E o t v o s ] Φυσ.

Είναι η

Χημ.

Epoxy-

Epimers

[ Ε π ι μ ε ρ ή ] Οργ.

Χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι τα

Χημ.

ζεύγη

σταθερά Κ στην εξίσωση Eotvos, για την επιφανειακή

διαστερεομερών ενώσεων, όταν η διαφορά τους εντο-

τάση. Για μη πολικά υγρά, είναι ίση με 2,1

πίζεται στο ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα.

erg/(mol

Κ), ε ν ώ για πολικά έχει μικρότερη τιμή.

Epimcthcus

E o t v o s E q u a t i o n Ι Ε ξ ί σ ω σ η E 5 t v o s ] Φυσ.

Εξίσω-

Χημ.

ση που δίνει τη μεταβολή της επιφανειακής τάσης ενός Κ-ρ1'3·

υ γ ρ ο ύ με τη θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α . Σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν α , γ =

(Τς.-Τ), ό π ο υ ρ ε ί ν α ι η π υ κ ν ό τ η τ α τ ο υ υ γ ρ ο ύ , T c η κρίσιμη θερμοκρασία και Κ σταθερά. Epeirogeny

| Ηπειρογένεση |

Είναι η διαδικασία

Γεωλ.

της Γ η ς κ ι ν ο ύ ν τ α ι σ ε κ α τ α κ ό ρ υ φ η δ ι ε ύ θ υ ν σ η με

μία

συνεχή και βραδεία κίνηση. [ Ε π ι - ] Ομγ.

που περιέχει ενδομοριακή

γ έ φ υ ρ α α τ ό μ ω ν (πχ.

Epi-

Spiral

dollfus, fountain

και

km

larson

παρατηρημένος

από

τον

το 1 9 6 6 εσφαλμένα θεωρη-

μ έ ν ο ς (ος ο Ι α ν ό ς . E p i s c o p e [Επισκόπιο]

Οπτικ.

Οπτική διάταξη προβολέα

νούς

αντικειμένου).

Χρησιμοποιείται

συνήθως

σαν

βοηθητικό όργανο διδασκαλίας, (βλέπε E p i d i a s c o p e ) . E p i s t y l e [ Ε π ι σ τ ύ λ . ι ο ] Αμχ.

Έ τ σ ι ονομάζεται η κύρια ορι-

σ τ ύ λ ω μ α έ ω ς και το άλλο. Ειδικά σ τ ο υ ς αρχαίους ναούς ανάλογα με τους ρυθμούς υπάρχουν και διαφορετικοί τύποι επιστυλίων.

c h l o r o h y d r i n , E p i m e r i s m κ.α.). Epi

180

Δορυφόρος του Κρό-

ζόντια δοκός που τοποθετείται πάνω από το ένα υπο-

Π ρ ό θ ε μ α μιας οργανικής ένωσης,

Χημ.

διαμέτρου

Αστμον.

που επιτρέπει επισκοπική προβολή, (προβολή αδιαφα-

κατά την οποία μεγάλης κλίμακας τμήματα του φλοιού

Epi-

νου

[Επιμηθέας]

[Σπειροειδές έψιλον-πι]

Το γράφη-

Μαθημ.

Epitaxy

[Επιταξία]

Μ έ θ ο δ ο ς με την

Κρυσταλλ.

μα της πεπλεγμένης σ υ ν ά ρ τ η σ η ς π ο λ ι κ ώ ν συντεταγμέ-

αναπτύσσεται

ν α ι ν : r cosO = 1 . Τ ο α ρ ι σ τ ε ρ ό σ κ έ λ ο ς τ ο υ γ ρ α φ ή μ α τ ο ς

υλακού π ά ν ω σ ε ένα μ ο ν ο κ ρ υ σ τ α λ λ ι κ ό υ π ό σ τ ρ ω μ α

ομοιάζει με έ ψ ι λ ο ν και το δεξί σκέλος με πι, εξ ο ύ και

τ έ τ ο ι ο τ ρ ό π ο ώ σ τ ε ν α έχει κ ρ υ σ τ α λ λ α κ ή δ ι ε ύ θ υ ν σ η πα-

η ονομασία. Η γ ε ν ί κ ε υ σ η της είναι η πεπλεγμένη

ρόμοια με του υποστρώματος. II μέθοδος αυτή χρησι-

συ-

προβολή

[Επίκεντρο] του

Είναι η

ΠολΜηχ.

σημείου

λεπτό

στρώμα

μονοκρυσταλλ,ικού με

μ ο π ο ι ε ί τ α ι πολ.ύ σ υ χ ν ά γ ι α τ η ν κ α τ α σ κ ε υ ή η μ ι α γ ω γ ώ ν .

ν ά ρ τ η σ η : R COS(K0) = λ , μ ε κ κ α ι λ σ τ α θ ε ρ έ ς . Epicenter

ένα

οποία

κατακόρυφη

της αρχικής εκδήλωσης

ενός

Epithermal Φυσ.

Neutron

[Επιθερμικό νετρόνιο]

Πυρην.

Ν ε τ ρ ό ν ι ο το οποίο έχει τ α χ ύ τ η τ α ε λ α φ ρ ά μ ε γ α λ ύ -

σ ε ι σ μ ο ύ εντός της μάζας της Γης, δηλαδή της εστίας

τ ε ρ η από α υ τ ή ν π ο υ α ν τ ι σ τ ο ι χ ε ί σ τ η ν θ ε ρ μ ι κ ή τ ο υ κί-

του. επί της επιφάνειάς της.

νηση. Τέτοια νετρόνια συνήθως παράγονται σε

Epichlorohydrin

[ Ε π ι χ λ ω ρ υ δ ρ ί ν η ] Ομγ.

3-χλωρο-1,2-εποξυπροπάνιο, C3H5OCI,

μοριακό

βάρος

με

92,53

και

Είναι το

Χημ.

αντιδραστήρες

μετά

από

αλλεπάλληλες

συ-

χημικό

τύπο

γκρούσεις των αρχικών νετρονίων που παράγονται από

σημείο

ζέσεως

την σχάση του πυρηνικού υλικού με τα άτομα του υλι-

1 1 6 , 5 ° C . Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση εποξυρητινών. Epicyclic G e a r

νικούς

πυρη-

κού που χρησιμοποιείται σαν επιβραδυντής. E p i t h e r m a l R e a c t o r [Επιθερμικός πυρηνικός αντιδραστήρας]

[ Ε π ι κ υ κ λ ι κ ό ς τ ρ ο χ ό ς ] Μηχ.

Οδο-

Μηχ.

ντωτός τροχός σε σύστημα τροχών για μετάδοση κίνησης και ισχύος, ο οποίος περιστρέφεται γ ύ ρ ω από στα-

Πυρην. Φυσ.

Πυρηνικός αντιδραστήρας

που

λειτουργεί με την βοήθεια ή π α ρ ά γ ε ι ε π ι θ ε ρ μ ι κ ά ν ε τ ρ ό νια. (βλέπε E p i t h e r m a l N e u t r o n ) . Epithermal

Thorium

Reactor

[Επιθερμικός πυρηνι-

θερό ά ξ ο ν α και αποτελεί τον βασικό τροχό γ ύ ρ ω από

κός αντιδραστήρας θορίου]

τον οποίο περιστρέφονται ελεύθερα, έχοντας

"αναπαραγωγικός" αντιδραστήρας ο οποίος μετατρέπει

νούμενους

άξονες

περιστροφής,

οι

μετακι-

συνεργαζόμενοι

τροχοί του συστήματος. Epicycloid

το στοιχείο θόριο

232

Πυρην. Φυσ.

Th σε σχάσιμο ουράνιο

Πυρηνικός 233

U, σύμ-

φωνα με την πρώτη αντίδραση και τ κ ακόλουθες δια-

[Επικυκλοειδές]

Μαθημ.

Για κύκλους

(Cj,

R j ) και ( C 2 , R2) με κ έ ν τ ρ α C i , C 2 και ακτίνες R , , αντίστοιχα και με γωνία θ που σχηματίζεται

R2

μεταξύ

της ευθείας π ο υ συνδέει τα κέντρα τους και του άξονα τ ω ν χ, τ ο σ ύ ν ο λ ο τ ω ν σ η μ ε ί ω ν π ο υ ι κ α ν ο π ο ι ο ύ ν τις: x

σπάσεις: οποίες

ooTh +

τα ν ε τ ρ ό ν ι α

on - »

23:

9oTh

προλαμβάνουν

'Pa - >

να

233

U, στις

συναντήσουν

πυρήνες θορίου, πριν επιβραδυνθούν από τον επιβραδυντή. Epitrochoid

[Επιτροχοειδές]

Μαθημ.

Για κύκλους (Ci,

= ( R , + R 2 ) c o s 0 - R 2 c o s [ ( R ] + R 2 ) / R 2 θ] και y = ( R , +

R j ) και (C2, R 2 ) με κέντρα C j , C 2 και ακτίνες R i ,

R 2 ) sin0 - R 2 s i n [ ( R i + R 2 ) / R 2 θ]. Τ α ζ ε ύ γ η σ υ ν τ ε τ α γ -

αντίστοιχα και με γ ω ν ί α 0 π ο υ σχηματίζεται

μένων {(x,y)} περιγράφουν την τροχιά σημείου s στην

της ευθείας π ο υ σ υ ν δ έ ε ι τα κέντρα τους και τ ο υ ά ξ ο ν α

περιφέρεια του (C2, R 2 ) όταν ο κύκλος αυτός ολισθαί-

τ ω ν χ, το σ ύ ν ο λ ο τ ω ν ζ ε υ γ ώ ν σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ω ν 1

R2

μεταξύ {(x,y))

νει γ ύ ρ ω από τον κύκλο ( C b Rj). (βλέπε E p i t r o c h o i d ,

που περιγράφουν την τροχιά σημείου s

Hypocycloid).

κλο (C2, R 2 ) όταν αυτός ολισθαίνει γύρω από τον κύ-

Epidiascope

[Επιδιασκόπιο]

Οπτικ.

Οπτική

διάταξη

π ρ ο β ο λ έ α π ο υ επιτρέπει και ε π ι σ κ ο π ι κ ή ( π ρ ο β ο λ ή διαφανούς (προβολή

αντικειμένου) διαφανούς

και

διασκοπική

αντικειμένου).

α-

προβολή,

Χρησιμοποιείται

συνήθως σαν βοηθητικό όργανο διδασκαλίας,

(βλέπε

Episcope). Epimerism

C 2 στον κύ-

κλο (C,, Ri). Όταν D(s, C 2 ) = R 2 η τροχιά ονομάζεται επι κυκλοειδές. (βλέπε E p i c y c l o i d , H y p o c y c l o i d ) . Epoch

[Εποχή]

Αστμον.

Χρονική συντεταγμένη η οποία

σε σ υ ν δ υ α σ μ ό με χ ω ρ ι κ ή ή ουράνια σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν η παρέχει ακριβές σ τ ί γ μ α α σ τ ρ ο ν ο μ ι κ ο ύ φ α ι ν ο μ έ ν ο υ ή ουράνιου σώματος.

[ Ε π ι μ έ ρ ε ι α ] Οργ.

Χημ.

Τ ύ π ο ς ο π τ ι κ ή ς ι σ ο - E p o x i d a t i o n [ Ε π ο ξ ε ί δ ω σ η ] Ομγ.

μέρειας, π ο υ εμφανίζεται όταν στο μόριο μιας έ ν ω σ η ς

Χημ.

Χ η μ ι κ ή αντίδρα-

ση σχηματισμού εποξυ-ένωσης.

υ π ά ρ χ ο υ ν δ ύ ο α σ ύ μ μ ε τ ρ α ά τ ο μ α ά ν θ ρ α κ α κ α ι α ν α φ έ - E p o x i d e s [ Ε π ο ξ ε ί δ ι α ] Ομγ. Χημ. Ο ρ γ α ν ι κ έ ς ε ν ώ σ ε ι ς π ο υ ρεται σ τ η ν π ε ρ ί π τ ω σ η όπου η διαφορά εντοπίζεται σ τ η περιέχουν τριμελείς οξυγονούχους, ετεροκυκλικούς διευθέτηση των υποκατάστατών του ενός από τα δύο δακτυλίους. Σχηματίζονται κατά την οξείδωση διπλού άτομα. Epimerization

δεσμού από οργανικά υπεροξέα. [Επιμερείωση]

στη χημική διεργασία αντίστοιχη επιμερή.

Ομγ.

Χημ.

Αναφέρεται

μετατροπής μιας έ ν ω σ η ς

στην

E p o x y - [ Ε π ο ξ υ - ] Ομγ.

Χημ.

Πρόθεμα που χρησιμοποιεί-

ται στις ο ρ γ α ν ι κ έ ς ε ν ώ σ ε ι ς , οι ο π ο ί ε ς π ε ρ ι έ χ ο υ ν ε π ο ξ υ ο μ ά δ ε ς (πχ. E p o x y R e s i n ) .

Epoxy Resin Epoxy νη

- 536 -

R e s i n [ Ε π ο ξ υ ρ η τ ί ν η ] Ομγ.

που

ενώσεων

παράγεται με

από

φαινόλες.

Χημ.

Συνθετική ρητί-

συμπολυμερισμό

Συνήθως

είναι

εποξυ-

ιξώδη

υγρά.

Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι σ τ η ν π α ρ α γ ω γ ή επικαλυπτικών και σ υ γ κ ο λ λ η τ ι κ ώ ν υλικών, καθώς και σ τ η ν Ηλεκτροτεχνία.

ζ υ γ ό ( α ν τ ί σ τ ο ι χ α μ ο ν ό ) , κ α ι g(Xj) = l o c a l m a x ( g ( x ) } " i μονό (αντίστοιχα ζυγό). Equal

Sets

[Ισα σύνολα]

Μαθημ.

την ιδιότητα: x Ε A « x e Equal

Σ ύ ν ο λ α Α και Β

με

Ουσιαστικά

μι-

Β.

S i g n a l s [Ίσα σήματα]

Επικοιν.

λάμε για σ ή μ α τ α ίσης δύναμης (πλάτους, φοράς, ταχύ-

Epsilon

Chain

[Αλυσίδα έψιλον]

κ ο λ ο υ θ ί α σ η μ ε ί ω ν {Xj}, i e

Μαθημ.

Α ν ε > 0. α-

{ 1 , 2, . . . n ) , με την ιδιότη-

τ α : D ( x j , x w ) < ε. Epsilon

τητας). Σχετικό και το επίθετο Equisignal. Equal

Zero

σματος]

Neighborhood

[Γειτονιά έψιλον]

Αν

Μαθημ.

Indicator

[Δείκτης μηδενικού

αποτελέ-

Δυαδικό ψηφίο στον καταχωρητή κατά-

Πληρ.

σ τ ά σ η ς (status register) το ο π ο ί ο τίθεται ί σ ο μ ε 1 α ν το

s είναι σημείο μετρικού χ ώ ρ ο υ Μ και ε > 0, το σ ύ ν ο λ ο

αποτέλεσμα

{Χ) τ ω ν σ η μ ε ί ω ν τ ο υ Μ π ο υ ι κ α ν ο π ο ι ο ύ ν τ η ν σ χ έ σ η :

από τον επεξεργαστή είναι 0 ή ίσο με 0 αν το αποτέλε-

D ( s , χ ) < ε. ' Ο τ α ν ο μ ε τ ρ ι κ ό ς χ ώ ρ ο ς ε ί ν α ι γ ν ω σ τ ό ς κ α ι

σμα

αποκλείεται

register zero-Hag.

η

σύγχυση,

συχνά

ονομάζεται

και

" σ φ α ί ρ α " ή π ε ρ ι ο χ ή α κ τ ί ν α ς ε.

είναι

Equality

E p s i l o n S y m b o l ( s ) [Σύμβολο έψιλον]

1. Πραγ-

Μαθημ.

ματικός αριθμός μεγαλύτερος του μηδενός, μικρού μέ-

της τελευταίας πράξης που διάφορο

[Ισότης]

του

0.

Γνωστό

εκτελέστηκε

και

Ιδιότητα που

Μαθημ.

σαν

status

χαρακτηρίζει

δύο ίσα αντικείμενα, (βλέπε E q u a l ) , Equality

Gate

[Θύρα

ισότητας]

Αογική

Πλημ.

θύρα

τρου, χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε ν ο ς σ ε ορισμούς συνέχειας. Π.χ:

π ο υ δ έ χ ε τ α ι ε ί σ ο δ ο (x, y ) και π α ρ ά γ ε ι έ ξ ο δ ο μ ε τ η ν τι-

{ ί ( χ ) σ υ ν ε χ ή ς σ τ ο σ η μ ε ί ο xo}

μ ή Τ ( χ = y). - ^ E q u i v a l e n c e G a t e ,

{ " ε > 0, $ δ > 0, τέ-

τ ο ι ο ώ σ τ ε : |χ - χ υ | < δ =Ρ | f ( x ) - f ( x 0 ) | < ε } . 2 . Ο ι ά ρ τ ι ε ς

Equalization

[Εξισορρόπηση]

ΙΙλτ.κτμον.

1. Η

χρήση

μ ε τ α θ έ σ ε ι ς Α η = { ε ι , ε 2 , ε 3 , . . . , ε,,} τ ο υ σ υ ν ό λ ο υ ό λ ω ν

δ ι α φ ό ρ ω ν η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ώ ν δ ι α τ ά ξ ε ω ν μ ε τις ο π ο ί ε ς επι-

τ ω ν μ ε τ α θ έ σ ε ω ν τ ά ξ η ς n, S n τ ω ν η α κ ε ρ α ί ω ν : { 1 , 2 , 3 ,

τυγχάνεται

. . . η ) . 3 . Σ υ ν ά ρ τ η σ η ε : S n —» { 1 , - 1 1 , ο ρ ι ζ ό μ ε ν η ω ς ε -

στοιχεία κυκλώματος, όπως είναι αυτά που βρίσκονται

ξής: αν σ e Sn, ε(σ) = { 1 , αν σ άρτια μετάθεση, -1 αν σ

σ ε μία γ ρ α μ μ ή μεταφοράς ή σ ε ένα ενισχυτή. 2. II με

περιττή μετάθεση}. Συχνά καλούμενη Kaisgn(o).

δ ι α φ ό ρ ο υ ς τ ρ ό π ο υ ς ε λ ά τ τ ω σ η ή ε ξ ο υ δ ε τ έ ρ ω σ η της ε-

Equal

[ίσος]

η

επιθυμητή

απόκριση

συχνοτήτων

σε

1. Τ α υ τ ο τ ι κ ά όμοιος προσδιορι-

ξασθένησης ή χρονικής καθυστέρησης που παρατηρεί-

σμένος έτσι από κατάλληλη, συχνά αλγεβρική, σχέση

ται στις διάφορες συχνότητες κατά τ η ν μετάδοση δεδο-

ι σ ό τ η τ α ς . (βλέπε E q u a t e , Equation). 2. Κ α τ ' ε π έ κ τ α σ η ,

μένων.

ι σ ό μ ο ρ φ ο ς ή ι σ ο μ ο ρ φ ι κ ό ς ό τ α ν οι σ υ ν θ ή κ ε ς αποκλεί-

Equalizer1

Μαθημ.

ουν την σύγχυση. Equal

Angle

Είναι μία γ ω ν ί α

της οποίας τα ευθύγραμμα τμήματα που την ορίζουν E q u a l A r e a M a p P r o j e c t i o n [Χαρτογραφική προβολή

Χαρτογρ.

Χάρτης στον οποίο δύο στοι-

χ ε ι ώ δ ε ι ς ε π ι φ ά ν ε ι ε ς Δ Ε ι, Δ Ε 2 δ ι α σ τ ά σ ε ω ν Δ χ ι ε π ί Δ>Γ! αντίστοιχα, πάντα

ικανοποιούν

την

σ χ έ σ η : Δ χ , = Δ χ 2 κ α ι Δ γ ι = A y 2 => Δ Ε ι = Δ Ε 2 . Equal Areas L a w

Διάταξη, που

αποτελεί

ε ξ ι σ ο ρ ρ ό π η σ η ς σ ε έ ν α μεγάλ.ο ε ύ ρ ο ς α κ ο υ σ τ ι κ ώ ν [Εξισωτής]

Ηλεκτμον.

Συνήθως

ένας

Αστρον.

Ο νόμος του Kepler ο οποίος καθορίζει το μέτρο της

συν-

δ υ α σ μ ό ς από πηνία, αντιστάτες και π υ κ ν ω τ έ ς , με οποίο επιτυγχάνεται εξισορρόπηση σε ένα

τον

ηλεκτρονι-

κό σύστημα. Γ ν ω σ τ ό και ως κ ύ κ λ ω μ α εξισορρόπησης, Equalizer

[Εξισωτής]

Μηχ.Μηχ.

Οποιαδήποτε

σκευή ή διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται

[Νόμος των ίσων εμβαδών]

συ-

χνοτήτων. Equalizer2

έ χ ο υ ν το ίδιο μήκος.

κ α ι ΔΧ 2 ε π ί Δ γ 2

Ακουστ.

μέρος συστήματος ήχου, η οποία δίνει τη δυνατότητα

| Ι σ ο σ κ ε λ ή ς γ ω ν ί α ] Μηχ.

ίσων εμβαδών]

[Εξισωτής]

συ-

ισομερής

καταμερισμός βαρών, πιέσεων ή τάσεων μεταξύ

των

διαφόρων τμημάτων μίας μηχανής ή ενός συστήματος,

ταχύτητας ουράνιου σώματος σε ελλειπτική τροχιά γύ-

Equalizing

ρ ω από κ έ ν τ ρ ο μ ά ζ α ς το ο π ο ί ο ταυτίζεται με την μία

Πολ,Μηχ.

ε σ τ ί α της έ λ λ ε ι ψ η ς , c : Α ν s h s 2 , s 3 κ α ι s4 ε ί ν α ι σ η μ ε ί α

β ρ ί σ κ ε τ α ι α ν ά μ ε σ α σ τ η ν α ρ χ ι κ ή π η γ ή κ α ι τ η ν τελνΐκή

της ελλειπτικής τροχιάς με χ ρ ό ν ο μ ε τ ά β α σ η ς από το s,

καταναλωτική

σ τ ο S2 ί σ ο μ ε τ ο ν χ ρ ό ν ο μ ε τ ά β α σ η ς α π ό τ ο s 3 σ τ ο s 4 , η

σταθερή την παρεχόμενη στάθμη και ν α

ταχύτητα τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς είναι τέτοια ώ σ τ ε E ( s h s2, c) =

τις μεταβολές του σ υ σ τ ή μ α τ ο ς μ ε τ α ξ ύ π η γ ή ς και κατα-

E ( S 3 , S 4 , C), ό π ο υ E(SJ, SJ, C) ε ί ν α ι τ ο ε μ β α δ ό ν τ ο υ α ν τ ί -

νάλωσης.

στοίχου ελλειπτικού τομέα.

Equally

E q u a l E n e r g y S o u r c e [Πηγή ίσης ενέργειας]

Φυσ.

Πη-

μαξ]

Reservoir

[Εξισορροπητική

δεξαμενή]

Είναι ένας αποθηκευτικός χώρος νερού, που περιοχή,

Tempered

Ακουστ.

με σκοπό

Scale

να

κρατάει

πάντα

εξισορροπεί

[ Κ α λ ώ ς σ υ γ κ ε ρ α σ μ έ ν η κλί-

Μ ο υ σ ι κ ή κ λ ί μ α κ α σ τ η ν οποία το διάστη-

γή στην οποία η τεταγμένη του φάσματος ενεργειακής

μα της ογδόης χωρίζεται σ ε

κατανομής έχει σταθερή τιμή.

σ υ γ κ ε ρ α σ μ έ ν α ημιτόνια - καθορίζοντας έτσι 1 2

φθόγ-

γους. Α ν η συχνότητα δεδομένου φθόγγου μέσα

στην

Equal τας]

Loudness

C o n t o u r [Καμπύλη ίσης ακουστότη-

τα

ριγράφει την ευαισθησία του ανθρώπινου αυτιού στις

κλνίμακα ε ί ν α ι ν, τ ό τ ε η σ υ χ ν ό τ η τ α φ θ ό γ γ ο υ π ο υ α π έ χ ε ι (k/12) = ν k ημιτόνια από τον αρχικό φθόγγο, είναι ν 2

διάφορες συχνότητες και η οποία συναντάται σ ε γρα-

(i:\2)k ~ ν

Ακουστ.

Κ α μ π ύ λ η ίσης α κ ο υ σ τ ό τ η τ α ς η οποία πε-

12 ίσα διαστήματα -

φικές παραστάσεις έντασης ήχου ως προς συχνότητα.

Equate

(1.0594)k.

[Εξισώνω]

Μαθημ.

Κατασκευάζω

μαθηματική

Η ακουστότητα αποτελεί ένα από τα υποκειμενικά χα-

σ χ έ σ η μ ε δ ύ ο μέλη τα οποία σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι με το σ ύ μ β ο -

ρακτηριστικά του ήχου, σε αντίθεση με την ένταση η

λο της ισότητας. Equation1

οποία είναι αντικειμενικό γ ν ώ ρ ι σ μ α . Equal σμού]

Ripple

Μαθημ.

Property

[Ιδιότητα του ίσου κυματι-

Α ν : f ( x ) € C [ - l , 1], n > 0, ρ(χ) = anx

an.ixn"' + . . . a o μ ε τ η ν ι δ ι ό τ η τ α min {|f(x) - ρ(χ)|, x e 1 , 1 ] } < m i n { Γ(χ) - ρ'(χ)|, x e aVix""1 + ...a'0 S {Xj} i e

1

n

+ [-

[Εξίσωση]

Μαθημ.

Μαθηματική σχέση

με

δ ύ ο μέλη τα ο π ο ί α σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι μ ε το σ ύ μ β ο λ ο της ισύτητας. Equation2

[ Ε ξ ί σ ω σ η ] Χημ.

Συμβολική

αναπαράσταση

[-1, 1] ( " ρ'(χ) = a^x" +

μίας χημικής αντίδρασης κατά την οποία εμφανίζονται

p ( x ) και g(x) = f(x) - ρ(χ), η ιδιότητα:

ό λ α τα σ τ ο ι χ ε ί α κ α ι οι χ η μ ι κ έ ς ε ν ώ σ ε ι ς π ο υ λ α μ β ά ν ο υ ν

{ 1 , 2, ...n + 2 ) : g(xi) = local m i n ) g ( x ) ] " i

μέρος και κατά την οποία σημειώνονται

οι

σχετικές

- 537 ποσότητες τ ω ν α ν τ ι δ ρ ώ ν τ ω ν και π ρ ο ϊ ό ν τ ω ν σ ω μ ά τ ω ν .

Equilibrium

Orbit

νός λαμβάνεται η θεωρητική τομή της επέκτασης του ισημερινού επιπέδου της γης με τον ουράνιο θόλο.

II

σ ω σ η κ ί ν η σ η ς σ ώ μ α τ ο ς : ν = ν 0 + γί, με ν0 την αρχική

ορθή αναφορά μετράται σ ε ώρες και η απόκλιση

σε

ταχύτητα, γ τ η ν ε π ι τ ά χ υ ν σ η και t τον χρόνο.

μοίρες, (βλέπε Ecliptic C o o r d i n a t e S y s t e m ) .

Equation

Of

Equation

of

Motion

[ Ε ξ ί σ ω σ η κ ί ν η σ η ς ] Φυσ.

State [Καταστατική εξίσωση]

Η εξί-

Φυσ.Χημ.

E q u a t o r i a l Telescope [Ισημερινό τηλεσκόπιο]

Αστρον.

Κάθε μαθηματική έκφραση η οποία συνδέει την πίεση,

Τ η λ ε σ κ ό π ι ο το οποίο χρησιμοποιεί μηχανισμό

τον όγκο και τ η ν α π ό λ υ τ η θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α

ρινής στήριξης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στα-

συγκεκριμένης

ο υ σ ί α ς και η ο π ο ί α κ α θ ο ρ ί ζ ε ι τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η σ τ η ν ο-

θερή παρατήρηση

ποία βρίσκεται η ουσία αυτή. II πιο απλή καταστατική

των.

ή φωτογράφηση

ισημε-

ουρανίων

σωμά-

ε ξ ί σ ω σ η είναι η γ ν ω σ τ ή καταστατική εξίσο)ση

ιδανι- E q u i c o n t i n u o u s F a m i l y O f F u n c t i o n s [Οικογένεια κού αερίου: P V = n R T όπου Ρ η πίεση,V ο όγκος, Τ η ο μ ο ι ό μ ο ρ φ α σ υ ν ε χ ώ ν σ υ ν α ρ τ ή σ ε ω ν ] Μαθημ. Σ ύ ν ο λ ο απόλυτη θερμοκρασία, n ο αριθμός των

γραμμορίων

και R η π α γ κ ό σ μ ι α σ τ α θ ε ρ ά τ ω ν αερίων. Equation

σ υ ν α ρ τ ή σ ε ω ν {f,(x), i e ϊ, x e Α } , με την ιδιότητα: " i e I , " ε > 0 , $ δ > 0 : " χ , y e A , |χ - ν| < δ => | f , ( x ) - f ,

of T i m e [Εξίσωση του χρόνου]

Αστμον.

Έκ-

φραση που αναφέρεται στην διαφορά μεταξύ φαινόμε-

(>')|<ε. Equidistant

[Ισης απόστασης]

Μαθημ.

Ιδιότητα

αντι-

νης ηλιακής ώρας, όπως φαίνεται σε ένα ηλιακό ρολόι,

κ ε ι μ έ ν ω ν Α και Β ό τ α ν αυτά πλ.ηρούν την σ χ έ σ η : D ( A ,

και μέσης ηλιακής ώρας όπως μετριέται από ένα απλό

s) = D ( B . s), ό π ο υ s είναι δ ε δ ο μ έ ν ο σ η μ ε ί ο ή α ν τ ι κ ε ί -

ρολόι.

μενο. Π.χ., οποιαδήποτε δύο σ η μ ε ί α σ τ η ν

Η

χρονική

αυτή

διαφορά

μεταβάλλεται

στη

διάρκεια του χρόνου. Equation

Solver

περιφέρεια

ενός κύκλου, έχουν αυτή την ιδιότητα σε σχέση με το

[Λύτης εξίσωσης/εξισώσεων]

Πρόγραμμα υπολογιστή το οποίο μπορεί να εξισώσεις διαφόρων τύπων αριθμητικά ή

Πλημ.

επιλύσει

συμβολικά.

Αριθμητική επίλυση χρησιμοποιείται συνήθως σε

συ-

κέντρο του κύκλου. Equilibrium'

[ Ι σ ο ρ ρ ο π ί α ] Μηχ.

Ε ί ν α ι η κ α τ ά σ τ α σ η ε-

ν ό ς σο')ματος, σ τ η ν ο π ο ί α α υ τ ό ή κ α ι μ ε μ ο ν ω μ έ ν α κ ά θ ε τ μ ή μ α του δεν κινείται καθόλ.ου σ ε σ χ έ σ η με

κάποιο

στήματα n ε ξ ι σ ώ σ ε ω ν με n αγνώστους (ακριβής επίλυ-

σύστημα αναφοράς. Η ισορροπία ενός σώματος μπορεί

ση) ή σε αλγεβρικές εξισώσεις, ενώ συμβολική

να χ α ρ α κ τ η ρ ι σ θ ε ί ω ς σ τ α θ ε ρ ή , ό τ α ν με μία μικρή

επίλυ-

αύ-

ση χρησιμοποιείται σε διαφορικές εξισώσεις ή σε συ-

ξ η σ η της δυναμικής του ενέργειας, μετατρέποντάς την

σ τ ή μ α τ α στα οποία οι ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς είναι λιγότερες

σε κινητική τείνει να επανέλθει στην αρχική του θέση

από

ισορροπίας.

τους αγνώστους. E q u a t o r [Ισημερινός]

Γεωδ.

Η ονομασία του

μεγάλου

κύκλου της Γης, του οποίου το επίπεδο είναι

κάθετο

στον άξονα της Γης και το οποίο ισαπέχει από

τους

δύο γεωγραφικούς πόλους.

Επίσης

υπάρχει

η

δυναμική

ισορροπία,

όπου παρατηρείται κάποια μεταβολή σε σχέση με

το

χρόνο, ό π ω ς γ ι α π α ρ ά δ ε ι γ μ α σε ένα υ γ ρ ό το ο π ο ί ο βρίσκεται μ έ σ α σε ένα δοχείο και εισέρχεται σε α υ τ ό

η

ίδια α κ ρ ι β ώ ς π ο σ ό τ η τ α υ γ ρ ο ύ με α υ τ ή ν π ο υ εξέρχεται.

1. Κ α τ ά σ τ α σ η ενός συε π ι τ ά χ υ ν σ η ] E q u i l i b r i u m " [ Ι σ ο ρ ρ ο π ί α ] Φνσ. Αστμοφυσ. Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό α σ τ έ ρ ω ν ή π λ α ν η τ ώ ν σ τ ή μ α τ ο ς κ α τ ά τ η ν ο π ο ί α δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι ρ ο ή θ ε ρ μ ό τ η τ α ς από ή προς το περιβάλλον με αποτέλεσμα όλα τα μέρη στους οποίους μάζα κοντά στον ισημερινό παρουσιά-

Equatorial

Acceleration

[Ισημερινή

ζει γ ω ν ι α κ ή τ α χ ύ τ η τ α ω μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η της γ ω ν ι α κ ή ς τα-

του συστήματος

χύτητας μάζας σε μη-ισημερινά ύψη.

Κ α τ ά σ τ α σ η ενός συστήματος κατά την οποία η

Equatorial Mounting ξ η ς ) Μηχ.

[ Μ η χ α ν ι σ μ ό ς ισημερινής στήρι-

Μηχανισμός, προαιρετικός σε ερασιτεχνικά,

να έχουν τ η ν ίδια θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α .

2.

ενέρ-

γεια έχει διαμεριστεί στατιστικά με τον π λ έ ο ν π ι θ α ν ό τρόπο.

υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ό ς σ ε ε π α γ γ ε λ μ α τ ι κ ά τ η λ ε σ κ ό π ι α , ο ο π ο ί ο ς E q u i l i b r i u m C o n s t a n t [ Σ τ α θ ε ρ ά ι σ ο ρ ρ ο π ί α ς ] Χημ. Απ α ρ α κ ο λ ο υ θ ε ί την φ α ι ν ό μ ε ν η κ ί ν η σ η του ο υ ρ ά ν ι ο υ θόριθμητική σταθερά που αναφέρεται σε συγκεκριμένη λου λ ό γ ω περιστροφής της γης, επιτρέποντας σταθερή χ η μ ι κ ή α ν τ ί δ ρ α σ η και η οποία ισούται με τον λόγο του παρατήρηση ή φωτογράφηση ουρανίων σωμάτων. Equatorial

Orbit

Χαρακτηρισμός

[Ισημερινή

τροχιάς,

όταν

το

τροχιά] επίπεδο

γ ι ν ό μ ε ν ο υ των σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ σ ε ω ν τ ω ν π ρ ο ϊ ό ν τ ω ν της α-

Αστμον. της

ταυτόσημο με το ισημερινό επίπεδο δεδομένου

είναι σώμα-

Plane

[Ισημερινό επίπεδο]

Αστμον.

Α ν pt

κ α ι p2 ε ί ν α ι ο ι π ό λ ο ι τ ο υ ά ξ ο ν α π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή ς ο υ ρ ά ν ι ο υ σ ώ μ α τ ο ς , το ν ο η τ ό επίπεδο Ε π ο υ ορίζεται μ ε τ η ν ιδιότητα: D(E, Equatorial

Pl

) = D ( E , ρ2) = D(pi, ρ2)/2.

Projection

των

αντιδρώντων συστατικών στο σημείο ισορροπίας

και

για

συγκεκριμένη

Χαρτογρ.

Κάθε

συγκέντρωση

ίση με το

συντελεστή

της ουσίας στην ισοσταθμισμένη εξίσωση. E q u i l i b r i u m Distillation [Απόσταξη Ισορροπίας] Μηχ.

α ς ] Χημ.

Flash

Distillation [Απόσταξη Ισορροπί-

Διεργασία απόσταξης, η οποία συνίστα-

Μηχ.

Χ ά ρ τ η ς στον οποίο η ευθεία που διέρχεται από το μέ-

ται στην απότομη ελάττωση της πίεσης του

σο του άξονα των τεταγμένων αναπαριστά τον

μανθέντος μίγματος τροφοδοσίας,

ισημε-

ρινό.

προθερ-

με α π ο τ έ λ ε σ μ α

δ ι α χ ω ρ ι σ μ ό αέριας και υ γ ρ ή ς φάσης. Οι δ ύ ο

Equatorial

Radius

[Ισημερινή ακτίνα]

Αστρον.

Η μέ-

ση ακτίνα της καμπύλης π ο υ ορίζεται ως η τομή

της

Equilibrium

Moisture

Content [Υγρασία

επιπέδου. Κ α θ ' ότι σ υ ν ή θ ω ς τα ο υ ρ ά ν ι α σ ώ μ α τ α

δεν

στην οποία ένα υλικό μπορεί να ξηρανθεί, υπό

είναι απόλυτα συμμετρικά,

δεν

κριμένες

έχει σ τ α θ ε ρ ή α κ τ ί ν α , ε ξ ' ο ύ και η α ν ά γ κ η χ ρ η σ ι μ ο π ο ί ησης της μέσης τιμής, (βλέπε E q u a t o r i a l Equatorial στημα

System

[Ισημερινό σύστημα]

συντεταγμένων

της ουράνιας

Plane).

Αστρον.

σφαίρας,

Σύ-

παρό-

μ ο ι ο με α υ τ ό της γ η ς , με τ η ν δ ι α φ ο ρ ά ότι σ α ν ι σ η μ ε ρ ι -

φάσεις

Ισορροπί-

α ς ] Φυσ.

καμπύλη

το

βρίσκονται σε ισορροπία.

επιφάνειας ο υ ρ ά ν ι ο υ σ ώ μ α τ ο ς και του ισημερινού του η ανωτέρω

Χημ.

—> E q u i l i b r i u m F l a s h D i s t i l l a t i o n

Equilibrium

[Ισημερινή προβολή]

θερμοκρασία.

είναι υ ψ ω μ έ ν η σε μία δ ύ ν α μ η

τος, ό π ω ς της γης. (βλέπε E q u a t o r i a l P l a n e ) . Equatorial

ντίδρασης προς το γινόμενο τ ω ν σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ σ ε ω ν

Ορίζεται ως η οριακή τιμή της υγρασίας,

Χημ.

συνθήκες

θερμοκρασίας

και

συγκε-

υγρασίας

του

αέρα. Equilibrium

Orbit

Ονομασία

τη

για

[Τροχιά σταθερή

ισορροπίας] τροχιά

Πυρην.Φυο.

σωματιδίου

εντός

κυκλικού ή ευθυγράμμου επιταχυντή κατά την

οποία

κάθε ταλάντωση του σωματιδίου γ ύ ρ ω από σημεία της

- 538 -

E q u i l i b r i u m Potential

Equivalence1

τροχιάς διορθώνεται με δυνάμεις επαναφοράς. Equiiibrium Χημ.

Potential

σ ε ι ς Pj, i e I, ο λ ο γ ι κ ό ς τ ε λ ε σ τ ή ς π ο υ ο ρ ί ζ ε τ α ι ω ς α κ ο -

Είναι η τιμή της διαφοράς δυναμικού, όπου μια

λ ο ύ θ ω ς : Ε ( Ρ ; ) = { Τ , i f f Pj = Τ " i e I , F i f f Pi = F " i e

αντίδραση

Ισορροπίας]

βρίσκεται

σε

κατάσταση

Equilibrium Χημ.

Solubility

1}. Equivalence2

θερμοδυναμικής ισορροπίας. Φυσ.

Για λογικές προτά-

Μαθημ.

Φιχτ.

ηλεκτροχημική

[Δυναμικό

[Ισοδυναμία]

[Διαλυτότητα

[Ισοδυναμία]

Η ιδιότητα χάρτη:

Χαμτογρ.

Ισορροπίας]

Α ν Ar. { κ α ι Δ ε 2 ε ί ν α ι σ τ ο ι χ ε ι ώ δ η ε μ β α δ ά π ε ρ ι ο χ ώ ν π ά -

Σ ε σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ε ς σ υ ν θ ή κ ε ς πίεσης και θερ-

ν ω σ τ ο ν χ ά ρ τ η και Δ Ε ] και Δ Ε 2 είναι σ τ ο ι χ ε ι ώ δ η εμβα-

μοκρασίας ενός μίγματος, είναι η τιμή της διαλυτότη-

όά τ ω ν π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν π ε ρ ι ο χ ώ ν τ η ς γ η ς τις ο π ο ί ε ς

τας του ενός συστατικού στο άλλο.

π ρ ώ τ α ε μ β α δ ά α ν τ ι π ρ ο σ ω π ε ύ ο υ ν , τ ό τ ε : Δ ε ] / Δ ε 2 = Δ Ε ι/

Equilibrium

Vaporization

εξαέρωσης]

Φυσ.Χημ.

R a t i o [Αόγος ισορροπίας

Ο λ.όγος τ ω ν γ ρ α μ μ ο μ ο ρ ι α κ ώ ν

ΔΕ2. (βλέπε E q u a l A r e a M a p Equivalence

Classes

Projection),

[Κλάσεις ισοδυναμίας]

Μαθημ.

κ λ α σ μ ά τ ω ν της αέριας και της υ γ ρ ή ς φ ά σ η ς ενός συ-

Σ ύ ν ο λ ο υ π ο σ υ ν ό λ ω ν {C;, i e

σ τ ή μ α τ ο ς , ό τ α ν οι φάσεις αυτές σ υ ν υ π ά ρ χ ο υ ν σε ισορ-

διαμερίζεται το Α μ έ σ ω σ χ έ σ η ς ι σ ο δ υ ν α μ ί α ς R ( x .

ροπία.

Ε ξ ' ο ρ ι σ μ ο ύ ε ί ν α ι : " x , y e C , *=> R ( x , y ) . Τ α Q

E q u i n o x [Ισημερία]

1. Ονομασία που αναφέρε-

Αστμον.

ται σ ε ένα α π ό τα δ ύ ο σ η μ ε ί α τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ σ τ α οποία έ χ ο υ μ ε την τ ο μ ή της εκλειπτικής με τον ο υ ρ ά ν ι ο ιση-

1} σ υ ν ό λ ο υ Α στα οποία

π ά ν τ α τέτοια ώ σ τ ε : U j e i Q = Α και Cj ο j, C j i f f i = j ) . ( β λ έ π ε E q u i v a l e n c e Equivalence

Gate

τα

y).

είναι

Cj = { 0 iff i

1

Relation),

[Θύρα ισοδυναμίας]

Αογική

Πλημ.

μερινό. 2. Η χρονική σ τ ι γ μ ή κατά τ η ν οποία η τροχιά

Ούρα E ( x j , x2, ...χΠ) η ο π ο ί α ο ρ ί ζ ε τ α ι α ν α δ ρ ο μ ι κ ά

του ηλίου τέμνει τ ο ν ο υ ρ ά ν ι ο ι σ η μ ε ρ ι ν ό και η μέρα με

τ η ν β ο ή θ ε ι α του λ ο γ ι κ ο ύ τ ε λ ε σ τ ή ι σ ο δ υ ν α μ ί α ς : Ε ( χ . y),

τ η ν ύ χ τ α έ χ ο υ ν τ η ν ί δ ι α δ ι ά ρ κ ε ι α . Γ ι α τ ο βόμ>ειο η μ ι -

ως ακολούθως: E ( x h x2, ...χ:ι) = Ε(χ5, Ε ( χ 2 ,

σφαίριο η εαρινή ισημερία συμβαίνει περίπου στις 2 1

χ:ι))), κ α ι " χ, y e

Μ α ρ τ ί ο υ και η φθινοπωρινή περίπου στις 2 3 Σεπτεμ-

y } . Ο ν ο μ α ζ ό μ ε ν η και θ ύ ρ α X N O R .

βρίου.

Equivalence

Equipartition

Of

Energy

ν ο μ ή ς τ η ς ε ν έ ρ γ ε ι α ς ] Φυσ. νικής

που

οφείλεται

Law

[Νόμος της ισοκατα-

Α ρ χ ή της στατιστικής μηχα-

στους

Boltzmann

και

Maxwell

σ ύ μ φ ω ν α με τ η ν ο π ο ί α η δ ι α θ έ σ ι μ η ε ν έ ρ γ ε ι α ενός ιδα-

...Ε(χ„-ι,

{ 0 , 1 } , Ε ( χ , y) = { 1 i f f χ = y, 0 iff χ

P o i n t [ Ι σ ο δ ύ ν α μ ο Σ η μ ε ί ο ] Χημ.

διεργασία μιας ογκομέτρησης. ορίζεται το σημείο οποίο, υπάρχει χημική ισοδυναμία μεταξύ του Equivalence

Relation

[Σχέση

ισοδυναμίας]

π λ η ρ ο ί τις ι δ ι ό τ η τ ε ς : Α υ τ ο π α θ η τ ι κ ό τ η τ α : ( " x e

ίσα

ποσά

σε

όλ.ους

τους βαθμούς ελευθερίας του συστήματος. Equipment

[ Ε ξ ο π λ ι σ μ ό ς ] Μηχ. στόχου,

όπως

Σύνολο μηχανών που

τροφοδοσίας,

κατασκευής,

α ν ά λ υ σ η ς σ τ ο ι χ ε ί ω ν , ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α ς , κ ί ν η σ η ς , κλ.π. Equipment

Chain

που

0, A)

(χ, χ)]. Σ υ μ μ ε τ ρ ι κ ό τ η τ α : (" χ, y e A ) [ R ( x , y)

χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι για τ η ν επίτευξη σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο υ λειτουργικού

πρότυ-

Μαθημ. 1

μική

σε

[ Α λ υ σ ί δ α ε ξ ο π λ ι σ μ ώ ν ] Μηχ

ένα σύνολο εξαρτημάτων ενός τεχνικού εξοπλισμού, τα>ν ο π ο ί ω ν η λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α ε ί ν α ι α λ λ η λ έ ν δ ε τ η , έ τ σ ι ώ σ τ ε

[R

R(y,

x ) ] . Μ ε τ α β α τ ι κ ό τ η τ α : ( " χ , Y, z E A ) [ R ( X , Y) Λ R ( y , Ζ) => R ( x , ζ ) ] . Equivalence

Transformation

σοδυναμίας] Είναι

στο

που διαλύματος και της ο γ κ ο μ ε τ ρ ο ύ μ ε ν η ς ουσίας, Λ ιμ ε λ ή ς σ χ έ σ η R ( x , y) σ τ ο ι χ ε ί ω ν σ υ ν ό λ ο υ Α

κατανέμεται

1

Κατά τη

νικού κλασσικού αερίου που βρίσκεται σε θερμοδυναισορροπία

με

σ η f: R "

xn

Μαθημ.

-> R

nxn

Για πίνακα C e R

nxn

ι-

, η απεικόνι-

ο ρ ι ζ ό μ ε ν η ως: f ( C ) = P C Q , ό π ο υ P. Q

e R n x n μ ε |Ρ| 1 0 , Q Equivalent

[Μετασχηματισμός

Binary

1

0. (βλέπε E q u i v a l e n t M a t r i c e s ) . Digits [Ισοδύναμα δυαδικά ψηφία]

εάν καταστραφεί έ σ τ ω και ένα μόνον, να δημιουργεί

Μαθημ.

πρόβλημα στην τελική λειτουργία του συνόλου.

απαιτείται για να καλυφθεί συγκεκριμένο εύρος τιμών.

Equipment Compatibility

Ηλημ.

Ο ελάχιστος αριθμός δυαδικών

ψηφίων

που

[Συμβατότητα εξοπλισμού]

Π.χ. Τ α ι σ ο δ ύ ν α μ α δυαδικά ψ η φ ί α τ ο υ ε ύ ρ ο υ ς 2 5 6 τι-

Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό σ υ ν ό λ ω ν ε ξ ο π λ ι σ μ ο ύ Α και Β .

μ ώ ν ε ί ν α ι 8, (0..28 - I) ε ν ώ τ α ι σ ο δ ύ ν α μ α δ υ α δ ι κ ά ψ η -

ό τ α ν ο κ ά θ ε ε ξ ο π λ ι σ μ ό ς μ π ο ρ ε ί ν α π ρ ο σ ο μ ο ι ώ σ ε ι τις λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς τ ο υ ά λ λ ο υ και ν α π α ρ ά γ ε ι τα ίδια α π ο τ ε / έ -

φία του ε ύ ρ ο υ ς 6 5 5 3 6 τ ι μ ώ ν είναι 16. (0..216 - 1). Equivalent

Blackbody

Temperature

[Ισοδύναμη

σματα που θα παρήγαγε ο άλλος χωρίς να μεσολαβή-

θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α μ ε λ α ν ο ύ σ ώ μ α τ ο ς ] Φυσ.

σει οποιαδήποτε μετατροπή σε ενδιάμεσα προγράμμα-

ν ό σ ώ μ α σ ύ μ φ ω ν α με τον νόμο Stefan -

τα ή δεδομένα.

ε κ π έ μ π ε ι σ υ ν ο λ ι κ ή ι σ χ ύ Ρ,,χ = σ Τ

E q u i p m e n t F a i l u r e [Αποτυχία εξοπλισμού] ραγωγή

εσφαλμένων

δεδομένων

ή

Πλημ.

Πα-

συμπερασμάτων

4

Απόλυτα

Boltzmann,

ανά μονάδα επιφά-

νειας και α ν ά μ ο ν ά δ α χ ρ ό ν ο υ , ό π ο υ σ = 5 . 6 6 9 (m2

μελα-

10"* J/

sec) είναι η σταθερά Stefan - Boltzmann και Τ η

από δεδομένο εξοπλισμό ή πλήρης ηλεκτρονική αστο-

θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α σ ε ° K e l v i n . Α ν Ρ 0 χ* ε ί ν α ι η

χία ε ξ ο π λ ι σ μ ο ύ για ο π ο ι ο ν δ ή π ο τ ε λύγο.

συνολική ισχύς που εκπέμπει δεδομένο σ ώ μ α ανά μο-

Equipment ξοπλισμού]

Misuse

Πλημ.

Error

[Σφάλμα κακής χρήσης ε-

Αποτυχία εξοπλισμού λόγω εισάγω-

γής εσφαλμένων ή μη επιτρεπτών δεδομένων ή λόγω κακού προγραμματισμού, (βλέπε E q u i p m e n t Failure). Equipollent κτηρίζεται

[ Ι σ ο δ υ ν α μ ί α ] Μηχ. η

εξισορρόπηση

Μ ε τον όρο αυτό χαρακαι

αλληλεξουδετέρωση

περί ενός σημείου, δύο σ υ ν ι σ τ α μ έ ν ω ν αντίρροπων δυν ά μ ε ω ν , οι ο π ο ί ε ς ό μ ω ς έ χ ο υ ν τ η ν ίδια δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ή τιμή. Equipotential

νάδα επιφάνειας και χ ρ ό ν ο υ , τότε η θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α

[Ισοδυναμικές

κ α μ π ύ λ ε ς ] Μηχ.

Τ

π ο υ α ν τ ι σ τ ο ι χ ε ί σ τ η ν π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η Ρ0>. = Ρ 0 > \ Equivalent Φυσ.

Χημ.

Conductance

[Ισοδύναμη

Αγωγιμότητα|

Μέγεθος που χρησιμοποιείται

για τη

σύ-

γκριση των αγωγιμοτήτων διαφόρων ουσιών. Συμβολίζεται με Α και ισούται με το π η λ ί κ ο της ειδικής α γ ω γ ι μότητας προς την κανονικότητα του διαλύματος. φράζεται σε μονάδες Ω Equivalent

Lines

αντίστοιχη

Για

Diameter

κάθε σ ώ μ α

1

:

Εκ-

J

m equiv" . [Ισοδύναμη

οποιουδήποτε

Διάμετρος]

σχήματος,

Μηχ.

ορίζεται

η

Ε ί ν α ι γ ρ α μ μ έ ς οι ο π ο ί ε ς α ν α π α ρ ι σ τ ο ύ ν τ η ν π ί ε σ η π ο υ

διάμετρος μιας σφαίρας, η οποία έχει την ίδια

ασκεί μία π ο σ ό τ η τ α ν ε ρ ο ύ σ ε μία κατασκευή, όπως για

επιφάνεια με αυτό. Χρησιμοποιείται στη μελέτη φυσι-

π α ρ ά δ ε ι γ μ α σ ε ένα φράγμα, έτσι ώ σ τ ε όλα τα σ η μ ε ί α

κοχημικών μεγεθών, κυρίως στη ρευστομηχανική.

π ο υ β ρ ί σ κ ο ν τ α ι π ά ν ω σ τ η ν ίδια καμπύλ.η ν α έ χ ο υ ν την ίδια τ ι μ ή πίεσης.

Equivalent Φυσ.

Electrons

ενεργό

[Ισοδύναμα ηλεκτρόνια]

Ο ν ο μ α σ ί α για τα ηλεκτρόνια ενός α τ ό μ ο υ

Ατομ. των

Erecting

- 539 ο π ο ί ω ν οι κ ύ ρ ι ο ι κ α ι οι α ζ ι μ ο υ θ ι α κ ο ί κ β α ν τ ι κ ο ί

αριθ-

μοί είναι ίσοι. Equivalent

σης] Equations

[Ισοδύναμες

εξισώσεις]

Γ ι α δ ε δ ο μ έ ν ο σ ύ σ τ η μ α m ε ξ ι σ ώ σ ε ω ν σε n α-

Μαθημ.

γνώστους,

[Διαγραφόμενη

σύνολο

εξισώσεων

που

προκύπτει

από

προγραμματιζόμενη Μνήμη

Επιστ. Υπολ.

Only Memory)

μνήμη

ανάγνωσης

ανάγνω-

ROM

της οποίας τα περιεχόμενα

μεταβαλλόμενα,

αλλά

μπορεί

Prism

(Read

δεν

να διαγραφούν

είναι

με

δ ι ο χ έ τ ε υ σ η κ α τ ά λ λ η λ ο υ η λ ε κ τ ρ ι κ ο ύ σ ή μ α τ ο ς ή με την

στοιχειώδεις πράξεις στον πίνακα Α διάστασης m x n

βοήθεια υπεριώδους ακτινοβολίας σε περίπτωση

των

γκης

συντελεστών

του

Elementary Matrix Equivalent σταση]

Focal

Οπτικ.

αρχικού

συστήματος,

(βλέπε

Length

επαναπρογραμματισμού.

Erasable Read Only

Operation). [Ισοδύναμη εστιακή

Για δεδομένο σύνθετο οπτικό

από-

σύστημα

την

Erasable

Storage

τητα διαγραφής]

Electrically

Memory).

[ Α π ο θ η κ ε υ μ έ ν α δ ε δ ο μ έ ν α με ικανό-

Πλημ.

Δ ε δ ο μ έ ν α τα οποία έχουν απο-

αποτελούμενο από περισσότερους από ένα φακό, είναι

θηκευθεί

η εστιακή απόσταση λεπτού φακού που

κευσης, ό π ω ς σ κ λ η ρ ο ύ ς και ε ύ κ α μ π τ ο υ ς δίσκους, ται-

προσομοιάζει

Isotropically

Radiated

ισοτροπικά δύναμη ακτινοβολίας]

Power

Επικοιν.

[Ισοδύναμη

Δ ύ ν α μ η ακτι-

νοβολίας που εκπέμπεται ισοτροπικά (προς κάθε διεύθυνση) και είναι ισοδύναμη

με την ακτινοβολίας

σμης παραβολικής κεραίας που μετράει

κέρδος

Matrices

σ χ έ σ η : S Ρ, Q 6 R

nxn

1

0 , jQ|

1

πίνακες]

Μαθημ.

ισοδυναμίας,

(βλέπε

[Ισοδύναμη αντίσταση]

από

τους τύπους π α ρ ά λ λ η λ η ς και εν σειρά συνδεσμολογίας, (βλέπε Electrical Impedance). 2. Α ν τ ί σ τ α σ η Q η οποία κ α τ α ν α λ ώ ν ε ι ι σ χ ύ N Q = I~

R, όπου I είναι

δεδομένη

ένταση ρεύματος και R δεδομένη αντίσταση. Sine

όχι σε C D . (βλέπε E r a s a b i l i t y O f S t o r a g e ) . Erase

[Διαγραφή]

Πλημ.

Α φ α ί ρ ε σ η δεδομένων τα οποία

Wave

[Ισοδύναμο

Erasing

Head'

[Κεφαλή διαγραφής]

εγγραφής επανεγγράψιμου

μέσου

Η κεφαλή

ΙΊλημ.

όταν

αυτή

εκτελεί

χρέη εγγραφής δυαδικών μηδενικών. Erasing

Head"

[Κεφαλή διαγραφής]

Μόνιμος ή

Ηλεκ.

σο συσκευής αποθήκευσης προκαλώντας

καταστροφή

των αποθηκευμένων δεδομένων μέσω του

μαγνητικού

του πεδίου. Erbium

[ Ε ρ β ι ο ] Χημ.

Μεταλλικό στοιχείο που

ημιτονοειδές]

ανήκει

στην σειρά των λανθανίδων. Έ χ ε ι ατομικό αριθμό ατομικό βάρος 167,26, σημείο τήξης

Για περιοδικό κ ύ μ α συχνότητας ν και μ έ σ ο υ πλά-

Φνσ.

αλλά

ηλεκτρικός μ α γ ν ή τ η ς ο οποίος σ α ρ ώ ν ε ι μ α γ ν η τ ι κ ό μέ-

Ηλεκ.

1. Συνολική αντίσταση όπως αυτή υπολογίζεται

Equivalent

video και μαγνητικές ταινίες άλλων σ υ σ κ ε υ ώ ν ,

θως με εγγραφή διαδοχικών δυαδικών ψηφίων 0 πάνω

Equivalence Relation, Equivalence Transformation). Resistance

ταινίες

(του

0 και D = P C Q . Η ι-

σοδυναμία πινάκων είναι σχέση Equivalent

μαγνητοοπτικούς δίσκους,

στο μαγνητικό μέσο της σ υ σ κ ε υ ή ς αποθήκευσης.

[Ισοδύναμοι

: |Ρ|

αποθή-

είναι αποθηκευμένα σε επανεγγράψιμη σ υ σ κ ε υ ή συνή-

Rnxn για τους οποίους τηρείται η

Δύο πίνακες C, D e

συσκευές

δέ-

σήματος κεραίας) σε dBi. Equivalent

σε επανεγγράψιμες

νίες αποθήκευσης,

οπτικά το σ ύ ν θ ε τ ο σ ύ σ τ η μ α . Equivalent

πάνω

(βλέπε

ανά-

1522°C,

68,

σημείο

βρασμού 251011 C και πυκνότητα 9,01 gr/cm'. Erbium

H a l i d e [Αλογονίδιο του Εμβιου]

Ανόμγ. Χημ.

τους U A v σ τ η ν μ ι σ ή π ε ρ ί ο δ ο π/2, η μ ι τ ο ν ο ε ι δ έ ς σ υ χ ν ό -

Αναφέρεται σε χημικές ενώσεις που σχηματίζει το ερ-

τητας ν και π λ ά τ ο υ ς U s = Uo

βιο με αλογόνα.

sin(a)t) π ο υ π λ η ρ ο ί τ η ν

σ χ έ σ η : U A v = 2 ΐ ν ' π σ ε κ ά θ ε μ ι σ ή π ε ρ ί ο δ ο π/2. Equivalent

W e i g h t [ Ι σ ο δ ύ ν α μ ο Β ά ρ ο ς ] Χημ.

E r b i u m Nitrate [ΝιτρικόΈρβιο]

Εκφράζει

Αλας του

Ανόμγ. Χημ.

νιτρικού οξέος, κρυσταλλωμένο με 5 μύρια νερού.

Ο

το πηλίκο του ατομικού βάρους ενός στοιχείου προς το

χ η μ ι κ ό ς τύπος είναι E r ( N 0 3 ) . y 5 H 2 0 και έχει

σ θ έ ν ο ς του. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι στη μ ε λ έ τ η της χ η μ ι κ ή ς

βάρος 4 4 3 , 3 5 και σ η μ ε ί ο τ ή ξ ε ω ς 1 3 0 °C. Έ χ ε ι κ ό κ κ ι ν ο

συμπεριφοράς των στοιχείων.

χ ρ ώ μ α και είναι δ ι α λ υ τ ό σ ε ν ε ρ ό , α ι θ α ν ό λ η και α κ ε τ ό -

Equivalent

Width

[Ισοδύναμο πλάτος γραμμής]

Φυα.

Τ ο πλάτος Δλ(λ) φασματικής γραμμής

απορρόφησης

στο μήκος κύματος λ σε ατομικό φάσμα

απορρόφησης

μοριακό

νη. Erbium

O x a l a t e [ Ο ξ α λ ι κ ό Έ ρ β ι ο ] Χημ.

πος είναι E ^ C j O a X r l O ^ O .

Ο χημικός τύ-

Είναι κόκκινο,

κρυσταλ-

της οποίας η φωτεινή ένταση αντιστοιχεί αντιστρόφως

λ ι κ ό άλας, με μ ο ρ ι α κ ό β ά ρ ο ς 7 7 8 , 7 3 και σ η μ ε ί ο

ανάλογα σε δεδομένη ενέργεια Ε.

ως 5 7 5 ° C , ό π ο υ δ ι α σ π ά τ α ι . Ε ί ν α ι α δ ι ά λ υ τ ο σ ε ν ε ρ ό και

Equivocation

[Συνήχηση]

Επικοιν.

Ίδια λέξη με 2 ση-

μασίες. Α υ τ ό ε ί ν α ι κ ά τ ι π ο υ δ ύ σ κ ο λ α ε π ι λ ύ ο υ ν οι αυτόματοι μεταφραστές. Equuleus

Αστμον.

Μικρός

αστερισμός

στο ανατολικό σύνορο του αστερισμού του

δελφίνου.

Μεσουρανεί στα μέσα Αυγούστου. Era

οξέα. Erbium μάζεται

[Μικρός ίππος]

[Γεωλογικός αιώνας]

τήξε-

O x i d e [Οξείδιο του EppiouJ και

ερβία.

Είναι

Ονο-

Ανόμγ. Χημ.

κόκκινη

ουσία,

σε

μορφή

σ κ ό ν η ς , δ ύ σ τ η κ τ η , μ ε χ η μ ι κ ό τ ύ π ο Er>0.i κ α ι μ ο ρ ι α κ ό βάρος 382,52. αδιάλυτη στο νερό. Erbium

Sulfate [ΘειικόΈρβιο|

Ανόργ. Χημ.

Κρυσταλ-

Ε ί ν α ι μία υ π ο δ ι α ί ρ ε σ η

λικό άλας, ελαφρώς διαλυτό στο νερό, με χημικό τύπο

του γ ε ω λ ο γ ι κ ο ύ χ ρ ό ν ο υ που περιλαμβάνει πολλές πε-

Er2(S04).v8H20, μοριακό βάρος 7 6 6 , 8 2 και σ η μ ε ί ο τή-

ριόδους ή συστήματα.

ξ ε ω ς 4 0 0 ° C , ό π ο υ α π ο σ π ώ ν τ α ι τα μύρια τ ο υ νερού.

Γεωλ.

Είναι

ασύγκριτα

μεγαλύτερος

σε διάρκεια από τους κοινούς αιώνες τ ω ν εκατό ετών. Erasability

Of Storage

[Ικανότητα διαγραφής αποθη-

Erect

Image

[Ορθή εικόνα]

Οπτικ.

Είδωλο σύνθετης ή

απλής οπτικής διάταξης του οποίου μία

τουλάχιστον

Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό το οποίο

από τις δ ύ ο δ ι ε υ θ ύ ν σ ε ι ς π ο υ ο ρ ί ζ ο ν τ α ι α π ό τ ο υ ς ά ξ ο ν ε ς

έ χ ο υ ν οι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς σ υ σ κ ε υ έ ς η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή ς α π ο θ ή -

ΟΧ ή O y σ τ ο ε π ί π ε δ ο π ρ ο β ο λ ή ς ε ί ν α ι ίδια μ ε τ η ν α ν τ ί -

κευσης δεδομένων,

στοιχη διεύθυνση του άξονα στο επίπεδο του αντικει-

κευμένων δεδομένων]

σκοι,

ταινίες

Πλημ.

όπως σκληροί

αποθήκευσης,

και εύκαμπτοι

μαγνητοοπτικοί

δί-

δίσκοι,

ταινίες video και μ α γ ν η τ ι κ έ ς ταινίες ά λ λ ω ν σ υ σ κ ε υ ώ ν .

μένου που το είδωλο απεικονίζει. Erecting

Lens

[Φακός ανόρθωσης]

Οπτικ.

Σύνθετη ο-

Τέτοιες συσκευές επιτρέπουν την επανεγγραφή

δεδο-

πτική δ ι ά τ α ξ η φ α κ ώ ν π ο υ είναι ι σ ο δ ύ ν α μ η με

μ έ ν ω ν σ ε α ν τ ί θ ε σ η μ ε τα C D τ α ο π ο ί α είναι τα

μόνα

ανόρθωσης χρησιμοποιούμενη σε επίγεια οπτικά

μέσα π ο υ δεν έ χ ο υ ν α υ τ ό το χαρακτηριστικό,

καθώς

δεν είναι επανεγγράψιμα. Erasable

Programmable

Only

Memory

συ-

στήματα. (βλέπε E r e c t i n g Prism). Erecting

Read

πρίσμα

P r i s m [ΙΙρίσμα ανόρθωσης]

Οπτικ.

Πρίσμα ή

σ ύ σ τ η μ α π ρ ι σ μ ά τ ω ν π ο υ χρησιμοποιείται για τη μετα-

- 540 -

Erection

τροπή μίας ανεστραμμένης εικόνας σε ορθή. Πιο συγκεκριμένα είναι μια οπτική διάταξη α π ο τ ε λ ο ύ μ ε ν η από δ ύ ο ο ρ θ ά π ρ ί σ μ α τ α τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν α το ένα ενάντια στο άλλο σχηματίζοντας γωνία 90° μεταξύ τους.

προγραμματιστή υπολογιστή ειδοποιώντας τον για την ύ π α ρ ξ η ή όχι σφάλματος σ ε υ π ο λ ο γ ι σ μ ό

ή

ενέργεια

α ν ά λ ο γ α με την τιμή του. Συνήθους λαμβάνει

κατάλλη-

λες αρνητικές τιμές σε π ε ρ ί π τ ω σ η σ φ ά λ μ α τ ο ς και τ η ν

τιμή 0 όταν δεν υπάρχει σφάλμα, (βλέπε Error Code). Χρησιμοποιούμι:νη σε συνδυασμό με την οπτική διάταξη τηλεσκοπίου, επιτρέπει την ορθή απεικόνιση του E r r o r B u r s t [ Ρ ι π ή σ φ α λ μ ά τ ω ν ] Πληρ. Κ α τ ά σ τ α σ η σ τ η ν παρατηρούμενου

αντικειμένου.

Καλείται

και

ΡΟΓΓΟ ή π ρ ί σ μ α α ν τ ι σ τ ρ ο φ ή ς , ( β λ έ π ε E r e c t Erection

[Ανέγερση]

πρίσμα

ν α ι αληθείς. Π.χ. err(i)

Image).

Είναι η κατασκευή,

ΠολΜηχ.

τ ο π ο θ έ τ η σ η και η ο ρ ι σ τ ι κ ή θ ε μ ε λ ί ω σ η του

η

Tower

1

0, για i €

{ 1 , 2, ...n|.

(βλέπε

Character

[Χαρακτήρας

σφάλματος]

Πληρ.

Ειδικός χαρακτήρας ο οποίος αποστέλλεται από

[Πύργος ανύψωσης]

Είναι

Πολ.Μηχ.

μία β ο η θ η τ ι κ ή κ α τ α σ κ ε υ ή , η οποία τοποθετείται χ ώ ρ ο τ ο υ ε ρ γ ο τ α ξ ί ο υ ό π ο υ ανεγείρεται μία

στο

οικοδομή

λογιστή αποστολέα δεδομένων σε υπολογιστή δεδομένων στην περίπτωση που μεσολαβήσει αναμετάδοσης. Συνήθης σε στές ειδοποιούνται

παραίτητων υ λ ι κ ώ ν και των ε ξ ο π λ ι σ μ ώ ν που απαιτού-

μετάδοσης λόγω κακής ποιότητας γραμμών

νται για την ο λ ο κ λ ή ρ ω σ η της οικοδομής.

νίας ή για άλλους λόγους.

[Ανορθωτής]

Οπτικ.

Απλή ή σύνθετη

διάταξη που αντιστρέφει κατά μία ή δύο

οπτική

διευθύνσεις

(οριζόντια ή/και κάθετα) ήδη α ν τ ε σ τ ρ α μ μ έ ν ο

είδωλο

αντικειμένου που προέρχεται από άλλη οπτική

διάτα-

[ Ε ρ γ ι ο ] Φυσ.

Μ ο ν ά δ α μέτρησης του έργου ή

της

υπολογιεπικοινω-

E r r o r C h e c k i n g A n d R e c o v e r y [ Ε λ ε γ χ ο ς σφαλμάτο)ν και διόρθωση]

Πληρ.

Χ ρ η σ ι μ ο π ο ί η σ η από υπολογιστή

ή χειριστή υπολογιστή διαδικασίας ή τος

διόρθωσης

σφαλμάτων

υποπρογράμμα-

μετάδοσης

σε

διάνυσμα

συνιστώσες.

Σ υ ν ή θ ω ς επιτελείται μ έ σ ω αριθμητικής εφαρμογής της

ενέργειας στο σ ύ σ τ η μ α C G S . Ορίζεται ως το έργο που

θεωρίας των κωδικών διόρθωσης σφαλμάτων,

παράγεται

E r r o r Correcting Code).

κατά

τη

μετατόπιση

μίας δ ύ ν α μ η ς

ldyne

κατά 1cm στη διεύθυνση της δύναμης. E r g o d i c i t y [ Ε ρ γ ο δ ι κ ό τ η τ α ] Φνσ.

Error

Ιδιότητα ενός φυσικού

συστήματος η οποία ακολουθεί την εργοόική

θεωρία

Code

[Κωδικός σφάλματος]

μηχανικής.

σφάλματος Ονομασία

Φυσ.

του

κβάντου

ενέρ-

1. Μ ί α

Πληρ.

από

σφάλματος που το λειτουργικό επιστρέφει σε χειριστή ή προγραμματιστή

[Εργόνιο]

(βλέπε

τις πιθανές (συνήθως αρνητικές) τιμές της μεταβλητής

και η οποία είναι α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο μελέτης της στατιστικής Ergon

λήπτη

σφαλμάτίϋν

δ ε δ ο μ έ ν ω ν το οποίο περιέχει εσφαλμένες

ξη. (βλέπε E r e c t i n g Prism). Erg

έτσι για την ύ π α ρ ξ η

υπο-

σςοάλμα

δ ί κ τ υ α ό π ο υ οι

με σ κ ο π ό ν α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι η θ ε ί για τ η ν α ν ύ ψ ω σ η τ ω ν α-

Erector

εί-

E r r o r Condition).

φέροντος E r r o r

οργανισμού μίας κατασκευής. Erection

οποία περισσότερες από μία σ υ ν θ ή κ ε ς σφάλματος

Condition).

σε

σε περίπτωση

πρόγραμμα,

2. Ειδική

ύπαρξης

(βλέπε

συνθήκης

Error,

τιμή (όπως - 3 2 7 6 8 )

χρησιμο-

γειας ε ν ό ς τ α λ α ν τ ω τ ή π ο υ ισούται με το γ ι ν ό μ ε ν ο της

ποιούμενη

σ τ α θ ε ρ ά ς Planck επί τη σ υ χ ν ό τ η τ α τ α λ ά ν τ ω σ η ς .

εισαγωγή δεδομένων η οποία σηματοδοτεί την ακύρω-

E r g o n o m i c s [Εργονομική]

Βιομ.

Βιομηχανικές μέθοδοι

από προγραμματιστή

Error

ή χειριστή κατά

την

ση δεδομένων σε κατάσταση ανάγκης.

π ο υ έ χ ο υ ν σ α ν σ τ ό χ ο ν α α υ ξ ή σ ο υ ν τ η ν α π ό δ ο σ η π ρ ο ϊ - E r r o r C o n d i t i o n [ Σ υ ν θ ή κ η σφάλματος] Πληρ. I I τ ι μ ή ό ν τ ω ν σ υ ν δ υ ά ζ ο ν τ α ς το σ χ ε δ ι α σ μ ό και τα υλικά παρατης π α ρ ά σ τ α σ η ς err 1 0 χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε ν η σ α ν λογικός γ ω γ ή ς από την μία και τ η ν α ν θ ρ ώ π ι ν η φ υ σ ι ο λ ο γ ί α και δείκτης από προγραμματιστή υπολογιστή για να καθοτις α ν ά γ κ ε ς ε ν ό ς χ ρ ή σ τ η από τ η ν ά λ λ η . E r g o s p h e r e [ Ε ρ γ ό σ φ α ι ρ α ] Φυα. Ο χώρος μεταξύ του ορίζοντα γ ε γ ο ν ό τ ω ν και του ο ρ ί ζ ο ν τ α π ά ν ω σ τ ο ν οποίο το χ ω ρ ο χ ρ ο ν ι κ ό σ υ ν ε χ έ ς κυλάει με την ταχύτητα του φωτός, γ ύ ρ ω από μία περιστρεφόμενη μελανή οπή. Η ο ν ο μ α σ ί α προέρχεται α π ό το γ ε γ ο ν ό ς ότι η περιοχή αυτή μπορεί ν α π ρ ο σ δ ώ σ ε ι επιπρόσθετη ενέργεια από την αρχική ενέργεια α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ο υ το οποίο εκτοξεύεται μ έ σ α της. ( β λ έ π ε E v e n t H o r i z o n ) . Eridanus

[Ηριδανός]

Αστρον.

Αστερισμός που εκκινεί

ριστεί η περαιτέρω ροή του προγράμματος. E r r o r C o r r e c t i n g C o d e [Κωδικός διόρθωσης σφαλμάτων]

Πληρ.

Ειδικός κώδικας ο οποίος

ενσωματώνεται

σ ε α π ο σ τ ε λ λ ό μ ε ν ο δ ι ά ν υ σ μ α δ ε δ ο μ έ ν ω ν και

επιτρέπει

τ η ν α ν α γ ν ώ ρ ι σ η και δ ι ό ρ θ ω σ η σ φ α λ μ ά τ ω ν τ ο υ δ ι α ν ύ σματος μετά την λ ή ψ η του από τον λήπτη σε περίπτωσ η π ο υ έχει σ υ μ β ε ί σ φ ά λ μ α μ ε τ ά δ ο σ η ς και το δ ι ά ν υ σ μ α έχει αλλοιωθεί. Οι κυριότερες τεχνικές β α σ ί ζ ο ν τ α ι σ τ η ν μαθηματική θεωρία των αριθμών και στην θεωρία ομάδων.

από τ ο ν α σ τ ε ρ ι σ μ ό τ ο υ ω ρ ί ω ν α και κινείται νότια έ ω ς E r r o r C o r r e c t i n g C o d e s [ Κ ώ δ ι κ ε ς με δ ι ό ρ θ ω σ η λατον α σ τ έ ρ α α Eri ( A c h c r n a r ) του ο π ο ί ο υ η α π ό κ λ ι σ η θο')ν] Επικοιν. Τ ύ π ο ς κ ώ δ ι κ α π ο υ π ρ ο σ π α θ ε ί ν α α υ τ ο είναι - 5 7 ° . Μ ε σ ο υ ρ α ν ε ί σ τ α μέσα Ν ο έ μ β ρ ι ο υ . διορθωθεί στατιστικά ή ακολουθώντας κάποιο πρότυE r l a n g U n i t [Μονάδα Erlang] σης

τηλεπικοινωνιακής

Επικοιν.

κυκλοφορίας

Μ ο ν ά δ α μέτρη-

πο (κυκλικοί, ισοτιμίας, διδιάστατη ισοτιμία κτλ) ελέγ-

(συνεχούς

χει τη μ ε τ ά δ ο σ η τ ω ν bits.

χρή-

σης καναλιού φωνής) ανά ώρα. Eros

[Έρως]

Μικρός

Αστρον.

Error αστεροειδής

διαμέτρου

30km με αριθμό 4 3 3 . E r o s i o n [Διάβρωση]

Correction

[Διόρθωση σφάλματος]

από τις λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς κ ω δ ι κ ο ύ

διόρθωσης

Πληρ.

Μία

σφαλμάτων.

Τ α εσφαλμένα δεδομένα συνήθως αντικαθίστανται

Γεωλ.

II μεταφορά εδαφικών υλι-

πό σ ω σ τ ά με τ η ν βοήθεια ε ι δ ι κ ο ύ μ α θ η μ α τ ι κ ο ύ

α-

κώδικα

κ ώ ν π ο υ οφείλεται σε φυσικές αιτίες ό π ω ς είναι η κί-

ο οποίος είναι ενσώματα)μένος στο δ ι ά ν υ σ μ α τ ω ν δε-

νηση νερών

δομένων αποστολής, (βλέπε E r r o r C o r r e c t i n g

(βροχή, ποτάμια, θαλάσσια

κύματα),

οι

παγετώνες και ο αέρας. Error

[Σφάλμα]

σμα

θεωρητικού

Πληρ.

Error I. Μ ε δεδομένα: r το αποτέλε-

υπολογισμού

και

c

το

αποτέλεσμα

Correction

σης σφαλμάτων]

Routine

Πληρ.

[Υποπρόγραμμα

ρ ι θ μ ό ς ε > 0 , γ ι α τ ο ν ο π ο ί ο ι σ χ ύ ε ι : |c —r| < ε . 2 . Η τ ι μ ή

συνδεδεμένων σε διαδίκτυα.

1.3.

Ακέραιος ο οποίος

για

την εφαρμογή τεχνικών δ ι ό ρ θ ω σ η ς σ φ α λ μ ά τ ω ν σ ε διάνυσμα απεσταλμένων δεδομένων μεταξύ

r| σ τ ο ν ο ρ ι σ μ ό

διόρθω-

Υποπρόγραμμα υπεύθυνο

του αντίστοιχου α ρ ι θ μ η τ ι κ ο ύ υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ύ , μικρός ατ ο υ |c -

Code).

υπολογιστών

επι- E r r o r Detecting System [Σύστημα αναγνώρισης στρέφεται από το λειτουργικό σ ύ σ τ η μ α σε χειριστή ή σ φ α λ μ ά τ ω ν ] Πληρ. Υ π ο λ ο γ ι σ τ ή ς ή π ρ ό γ ρ α μ μ α ε φ ό δ ι α -

-541 σμένα

με

υπορουτίνες

σφαλμάτων.

Με

ανίχνευσης

παρόμοια

και

συστήματα

διόρθωσης εφοδιάζονται

-

Escalator

compiler, (βλέπε E r r o r Diagnostic). Error Log

[Κατάλογος καταγραφής σφαλμάτων]

Πληρ.

σ υ ν ή θ ω ς τα προγράμματα servers διακομιστούν υπηρε-

Κατάλνογος δ ι α γ ν ω σ τ ι κ ή ς σφαλ,μάτων ο ο π ο ί ο ς α π ο θ η -

σιών δικτύου για να ανιχνεύουν σφάλματα

κεύεται αυτόματα χωρίς να διακόπτεται

δεδομένων,

(βλέπε

Error

μετάδοσης

Correction,

Error

Detection). [Αναγνώριση σφάλματος]

α π ό τις λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς κ ω δ ι κ ο ύ δ ι ό ρ θ ω σ η ς

Μία

Πληρ.

σφαλμάτο)ν.

προ-

γ ρ ά μ μ α τ ο ς και παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με φύση

E r r o r Detection

η ροή

δεδομένων

που

προκάλεσαν

την

συγκεκριμένα

σφάλματα, (βλέπε E r r o r Diagnostic). Error

Message

[Μήνυμα σφάλματος]

Μήνυμα

Πληρ.

Τ α εσφαλμένα δεδομένα σ υ ν ή θ ω ς ανιχνεύονται με την

κειμενικής πληροφορίας την οποία εμφανίζει πρόγραμ-

βοήθεια ειδικού μαθηματικού κώδικα ο οποίος

μα σε χειριστή προγράμματος σε περίπτωση

είναι

συνθήκης

ενσωματωμένος στο διάνυσμα των δεδομένων αποστο-

σφάλματος. Τ ο μήνυμα συνήθως αναγράφεται σε κα-

λής (βλέπε E r r o r C o r r e c t i n g Code).

τ ά λ λ η λ ο πλναίσιο δ ι α λ ό γ ο υ , ( β λ έ π ε E r r o r C o n d i t i o n ) .

Error

Detection

And

Feedback

System

[ Σ ύ σ τ η μ α E r r o r R a n g e [ Ε ύ ρ ο ς σ φ ά λ μ α τ ο ς ] Πληρ. 1 . Δ ι ά σ τ η μ α ή α ν α γ ν ώ ρ ι σ η ς σ φ α λ μ ά τ ω ν κ α ι α ν τ α π ό κ ρ ι σ η ς ] Πληρ. σ ύ ν ο λ ο α κ ε ρ α ί ω ν ( s h o r t ) ή ρ η τ ώ ν ( r e a l ) α ρ ι θ μ ώ ν 1, μ ε Υ π ο λ ο γ ι σ τ ή ς ή πρόγραμμα εφοδιασμένα με υπορουτίτ η ν ι δ ι ό τ η τ α : α ν i Ε I, τ ό τ ε δ ε δ ο μ έ ν ο π ρ ό γ ρ α μ μ α δ η -

νες α ν ί χ ν ε υ σ η ς σ φ α λ μ ά τ ω ν τα οποία π α ρ έ χ ο υ ν επιπρό-

μιουργεί συνθήκη

σθετες λειτουργίες αίτησης αναμετάδοσης σε περίπτω-

τ ο υ i. 2 . Σ ύ ν ο λ ο α κ ε ρ α ί ω ν α ρ ι θ μ ώ ν μ ε τ ι μ έ ς ( σ υ ν ή θ ω ς

ση σφάλματος, (βλέπε E r r o r Detecting System).

α ρ ν η τ ι κ έ ς ) τις ο π ο ί ε ς μ π ο ρ ε ί ν α λ ά β ε ι μία

Error

Diagnosis

τουργία

[Διάγνωση σφάλματος]

υποπρογράμματος

Λει-

Πληρ.

σφάλματος

κατά την

επεξεργασία μεταβλητή

σ υ ν θ ή κ η ς σ φ ά λ μ α τ ο ς , err. ( β λ έ π ε E r r o r C o n d i t i o n ) .

ε π ι π ρ ό σ θ ε τ α E r r o r R a t i o [ Λ ό γ ο ς σ φ α λ μ ά τ ω ν ] Πληρ. Γ ι α σ ύ ν ο λ ο I = δ ε δ ο μ έ ν α π λ η ρ ο φ ο ρ ί α ς σ χ ε τ ι ζ ό μ ε ν α με την φ ύ σ η σ υ { 1 , 2 , 3 , . . . η } και για σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ή συνιγκεκριμένου σφάλματος. Η συνηθέστερη μορφή παρόσ τ ώ σ α s(i), i € 1 η ο π ο ί α α π ο σ τ έ λ λ ε τ α ι σ α ν π λ η ρ ο φ ο μοιων διαγνωστικών που εμφανίζει

σε

που παρέχει

προγραμματίζεται

προγραμματιστή

σε

compilers

πληροφορίες

που

μπορεί να τον βοηθήσουν να διορθώσει σφάλματα προσεξίας και σε προγράμματα

διαδυκτιακής

α-

επικοι-

νωνίας. (βλέπε E r r o r Diagnostic). Error

Diagnostic

[Διαγνωστική

ρία σε δίκτυο, όπως και για την αντίστοιχη διανυσματ ι κ ή σ υ ν ι σ τ ώ σ α r(i), i e

λήπτη και για σύνολο Ε ς: 1 με στοιχεία k € ώ σ τ ε : " k e Ε: s(k) Error

σφαλμάτων]

Πληρ.

1 η οποία λαμβάνεται από τον

J

Recovery

Ε τέτοια

r ( k ) , ο λ ό γ ο ς |E|/n. [Ανάνηψη

από

σφάλμα]

Πληρ.

Ε λ α χ ι σ τ ο π ο ί η σ η τ ω ν σ υ ν θ η κ ώ ν οι οποίες μπορεί

Σύντομη ή εκτεταμένη αναφορά π ο υ παρέχεται σε χρή-

εκτρέψουν

στη ή π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ τ ή υπολογιστή και περιέχει λεπτο-

ροή σε περίπτωση συνθήκης σφάλματος, (βλέπε E r r o r

μέρειες σχετικές με την φύση

Condition).

ενός ή

περισσότερων

σφαλμάτων, (βλέπε E r r o r Diagnosis). Error των]

Frequency

Πληρ.

0, για i ε

Limit

Error

[Όριο* σ υ χ ν ό τ η τ α ς

σφαλμά-

1. Ο α ρ ι θ μ ό ς n για τον ο π ο ί ο ισχύει: err(i) { 1 , 2, . . . η ) με δ ε δ ο μ έ ν η τη σ υ ν έ χ ι σ η

τουργίας του προγράμματος, (βλέπε Error

1

λει-

Condition,

από

κύριο πρόγραμμα

Recovery σφάλμα]

Routine

από

την

[Υποπρόγραμμα

Υποπρόγραμμα

Πληρ.

κανονική

να

το

του

ανάνηψης

οποίο

είναι

προγραμματισμένο να επιχειρεί α ν ά ν η ψ η όταν παρουσιαστεί τουλάχιστον μία ( σ υ ν ή θ ω ς σ ο β α ρ ή ) σφάλματος.

Τέτοια

υποπρογράμματα

συνθήκη

συνήθως

μερι-

E r r o r Burst). 2. Ο μ έ γ ι σ τ ο ς α ρ ι θ μ ό ς δ ι α γ ν ω σ τ ι κ ώ ν π ο υ

μνούν ώστε το κύριο πρόγραμμα να μπορεί να συνεχί-

παράγει ένας compiler κατά την μετάφραση κειμενικού

σει την εκτέλεσή του χωρίς να επηρεαστεί από την συ-

κώδικα.

γκεκριμένη

Συνήθως

είναι

ρυθμιζόμενος

από

τον

προ-

γραμματιστή μ έ σ ω ειδικής επιλογής στον compiler. Error

Function

[Συνάρτηση

σφάλματος]

Handling, Η

Μαθημ.

Handling

[Χειρισμός σφαλμάτων]

Διαδι-

Πληρ.

κ α σ ί ε ς οι ο π ο ί ε ς ε π ι τ ε λ ο ύ ν τ α ι α π ό υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α

του

λόγου

Error

Indicating

μάτων]

Πληρ.

System

αληθής.

(βλέπε

Error

από

Routine). [Σύστημα επίδειξης σφαλ-

Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α το οποίο ελέγχει ενδιά-

μεσους αριθμητικούς υπολογισμούς σύμφωνα

με

την

σ υ ν θ ή κ η |c - r| < ε γ ι α δ ε δ ο μ έ ν ο έ ψ ι λ ο ν κ α ι ε ι δ ο π ο ι ε ί τον προγραμματιστή στην περίπτωση που η ανισότητα δεν ικανοποιείται, (βλέπε E r r o r ) . Error

Interrupt

Διακοπή

[Διακοπή

επεξεργασίας

συνιστώσας

λόγω

και

σφάλματος]

εκτέλεση

Πληρ.

διανυσματικής

(interrupt vector) σ ε κ ώ δ ι κ α

μηχανής

η

οποία ενεργοποιείται όταν ο μικροεπεξεργαστής εκτελέσει εντολή μηχανής η οποία παράγει σοβαρό μ η τ ι κ ό σ φ ά λ μ α ό π ω ς δ ι α ί ρ ε σ η με 0. Ο κ ώ δ ι κ α ς

αριθπου

εκτελείται σε τέτοια περίπτωση σ υ ν ή θ ω ς ειδοποιεί τον π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ τ ή ν α ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ε ι το π ρ ό γ ρ α μ μ α ή/και να επανεκκινήσει τον υπολογιστή, (βλέπε

Exception

Vector). Error

List

[Κατάλογος σφαλμάτων]

διαγνωστικής

σφαλμάτων

ο

Error

Recovery).Error

σφάλματος. (βλέπε E r r o r

θήκη

Condition, E r r o r Recovery

(βλέπε

Πληρ.

Routine

Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α το

Πληρ.

οποίος

Κατάλογος

παράγεται

από

διαχείρι-

ση τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν μίας ( σ υ ν ή θ ω ς μη σοβαρής) σ υ ν θ ή κ η ς Report

είναι

Error

[Υποπρόγραμμα σφάλματος]

οποίου ο κώδικας εκτελείται όταν τουλάχιστο μία συνσφάλματος

σφάλ,ματος

οποίο είναι προγραμματισμένο να επιτελέσει

σ υ ν ά ρ τ η σ η : f ( x ) = J0*exp(-t )dl. Error

συνθήκη

Recovery

[Αναφορά σφαλ,μάτων]

Πληρ.

διαγνωστικής σφαλμάτων

πρόγραμμα

σε

κατάσταση

Routine).Error Κείμενο

το οποίο με

μία

κατα-

παράγεται

τουλάχιστον

σ υ ν θ ή κ η σ φ ά λ μ α τ ο ς α λ η θ ή ή σ ε κ α τ ά σ τ α σ η η ο π ο ί α το έχει

υποχρεώσει

(βλέπε

Error

να

παράγει

Diagnostic,

[Ταινία σφαλμάτων]

Πληρ.

εσφαλμένα

Error

δεδομένα,

Log).Error

Tape

Σ ε παλ.αιότερης τεχνολογί-

ας υπολ.ογιστές, βοηθητικό μ α γ ν η τ ι κ ό μ έ σ ο α π ο θ ή κ ε υ σης

στο

οποίο

εγγραφόταν

σφαλμάτων παράλληλα προγράμματος.

κατάλογος

ή

αναφορά

με την εκτέλεση του

Σε υπολογιστές νεότερης

κυρίου

τεχνολογίας

οι αναφορές και τα μ η ν ύ μ α τ α σ φ α λ μ ά τ ω ν π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο νται δυναμικά με άμεση ανταπόκριση σε πλαίσια λ.όγου.Eruptive

Star

[Εκρηκτικός

αστέρας]

δια-

Αστρον.

Αστέρας του οποίου η ενέργεια ακτινοβολίας

παρου-

σιάζει μεγάλη διακύμανση μέσα σε δεδομένο χρονικό διάστημα χωρίς αυτός ν α είναι απαραίτητα

καινοφαι-

νής (nova) ή υπερκαινοφαινής (supernova).

Μερικοί

τέτοιοι είναι: ο u g e m i n o r u m , ο ss c y g n i , ο

όμικρον

camclopardalis, ο r coronae borealis και ο ήτα carinae. Escalator

[ Κ υ λ ι ό μ ε ν η κ λ ί μ α κ α ] Μηχ.

Μηχανική

κλί-

- 542 -

Error Signal

μακα μαζικής χρήσης τ ρ ο φ ο δ ο τ ο ύ μ ε ν η με η λ ε κ τ ρ ι κ ό θυντήριες γραμμές για ένα μελλοντικό έργο. ρεύμα.Εεαϊρβ [Εξοδος] Πληρ. Η διαδικασία μέσω της Essential Amino Acid [Απαραίτητο Αμινοξύ] Ομγ. ο π ο ί α ς ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι η δια βίας ή κ α ν ο ν ι κ ή α λ λ α γ ή

Χημ.

τ η ς κ α τ ά σ τ α σ η ς μ έ σ α σ τ η ν οπονα βρ\σκι:τα\ π ρ ό γ ρ α μ -

σ υ ν τ ε θ ε ί μ έ σ α σ τ ο ζ ω ι κ ό ο ρ γ α ν ι σ μ ό κ α ι ε π ο μ έ ν ω ς Υ\

μα-EvScape C h a r a c t e r [ Χ α ρ α κ τ ή ρ α ς ε ξ ό δ ο υ ]

π ρ ό σ λ η ψ η του γίνεται απαραίτητα με την τροφή.

Πλημ.

Ο

Χαρακτηρίζεται κάθε αμινοξύ που δεν μπορεί να

χ α ρ α κ τ ή ρ α ς ascii π ο υ π α ρ ά γ ε τ α ι από το π λ η κ τ ρ ο λ ό γ ι ο

απαραίτητα

όταν ο χρήστης πληκτρολογήσει το πλήκτρο εξόδου,

φαινυλαλανίνη, θρεονίνη, βαλίνη, λευκίνη, ισολευκίνη,

(βλέπε E s c a p e

λυσίνη, γλουταμίνη και μεθειονίνη.

Key).Escape

Key

[Πλήκτρο εξόδου]

Πλήκτρο πληκτρολογίου υπολογιστή, συνήθως

Πλημ.

Essential

αμινοξέα

Bound

για

τον

άνθρωπο

[Ουσιαστικό

είναι

Τα

φράγμα]

σ υ ν ά ρ τ η σ η f(x), x e

γοποιηθούν διαδικασίες εξόδου σε δεδομένο πρόγραμ-

ε ι : Α ν Β = { x : χ e Α κ α ι |ί'(χ)| > Μ ) => |B|e = 0 .

Orbit

[Τροχιά διαφυγής]

Essential

Για

Μαθημ.

πάνω αριστερά, το οποίο χρησιμοποιείται για ν α ενερμα. (βλέπε E s c a p e ) . E s c a p e

οκτώ:

Α , αριθμός Μ για τον οποίο ισχύ-

C o n s t a n t s [Ουσιαστικές σταθερές]

Μαθημ.

Για σώμα υπό την επήρεια βαρυτικού πεδίου

Γ ι α δ ε δ ο μ έ ν η ε ξ ί σ ω σ η f(cj, c2,...cj)(x) = 0 μ ε σ ύ ν ο λ ο

π λ α ν ή τ η Ρ , G , τ ρ ο χ ι ά s(t), η ο π ο ί α έχει τ η ν ι δ ι ό τ η τ α : " t

λ ύ σ ε ω ν S , ο ελάχιστος αριθμός n μ έ σ ω του ο π ο ί ο υ οι

> 0: s(t) £ Ρ, με t χ ρ ο ν ι κ ή μ ε τ α β λ η τ ή . E s c a p e V e l o c i t y

λύσεις της f ( c h c2,...cn)(x) = 0 προσδιορίζονται

[Ταχύτητα

διαία.

Αστμον.

διαφυγής]

Η

Αστμον.

ελάχιστη

αναγκαία

τ α χ ύ τ η τ α ν σ ώ μ α τ ο ς με τ η ν β ο ή θ ε ι α τ η ς οποίας το σ ώ -

Essential

Oil

[Αιθέρια έλαια]

Έλαια

Τεχνολ.

φυτικής

μα μπορεί να μπει σ ε (μία) τροχιά διαφυγής. Για σ ώ μ α

προέλευσης ή παρασκευασμένα

μ ά ζ α ς m σ ε α π ό σ τ α σ η r α π ό τ ο κ έ ν τ ρ ο π λ α ν ή τ η , το ο -

έ χ ο υ ν μεγάλη π τ η τ ι κ ό τ η τ α και έ ν τ ο ν ο ε υ χ ά ρ ι σ τ ο ά ρ ω -

ποίο εκτοξεύεται κάθετα στην επιφάνεια του πλανήτη,

μα. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι , μετά α π ό δ ι ύ λ ι σ η ή άλλες χ η μ ι -

είναι: ν = \'(2

κές διεργασίες

g

m/r), ό π ο υ g = 6 . 6 7 0

kg"\ (βλέπε E s c a p e O r b i t ) . Ε S c o p e ντοπιστή]

Ηλεκ.

10-11

Ν

m"

[Οθόνη ραόιοε-

Σ ω λ ή ν α ς braun, εξάρτημα ραδιοεντο-

εξευγενισμού,

συνθετικά,

μονα-

κυρίως για

τα

οποία

την

παρα-

σ κ ε υ ή α ρ ω μ ά τ ω ν και τροφίμων, Essential

Singularity

[Ουσιαστική

απροσδιοριστία]

πιστή ή ραδιοανιχνευτή, ο οποίος μετατρέπει στίγμα

Μαθημ.

στόχου σε τετμημένη και τεταγμένη, μορφής κατάλλη-

της οποίας το ανάπτυγμα κατά laurenl σ τ η ν περιοχή 0

λης για οπτική α ν α γ ν ώ ρ ι σ η . E S D I

< |ζ - Ζο| < γ μ ε κ έ ν τ ρ ο τ ο σ η μ ε ί ο Ζο ε ί ν α ι : ί ( ζ ) = L f a

σύνδεσης μικρών

( ζ - zy)" + Σ ο " ν ( ζ - ζο)'\ κ α ι τ ο κ ύ ρ ι ο μ έ ρ ο ς τ ο υ α ν α -

περιφερειακών συσκευών. - ^ E n h a n c e d Small Device

π τ ύ γ μ α τ ο ς της f(z) (το δ ε ύ τ ε ρ ο ά θ ρ ο ι σ μ α ) περιέχει ά-

Intcrface.

πείρο αριθμό μη μηδενικών όρων.

Signal

Θύρα

n

σύνδεσης

Error

συσκευών]

[βελτιωμένη θύρα

Σ η μ ε ί ο α π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ τ ί α ς σ υ ν ά ρ τ η σ η ς ί'(ζ), ζο,

Πλημ.

[Σήμα σφάλματος]

Τεχ\>ολ. Δ ι ο ρ θ ω τ ι κ ό

Essential

σ ή μ α το οποίο εμφανίζεται σε ένα σ ύ σ τ η μ α ελέγχου,

φράγμα]

το οποίο έχει σ α ν σ τ ό χ ο ν α ε π α ν α φ έ ρ ε ι τ η ν τιμή κά-

αριθμούς Μ; € A , i ε I γ ι α τα οποία ισχύει: Α ν Β = {χ:

ποιας ελεγχόμενης παραμέτρου στην προκαθορισμένη

x ε Α κ α ι |f(x)| > Μ ; } = » |B|C = 0 , τ ό τ ε τ ο Μ = s u p [ M j , i

τιμή.

Supremum

Μαθημ.

[Ουσιαστικό

ελάχιστο

Για συνάρτηση f(x), x e

Α

άνω

και για

el).

Escape Hatch

| Έ ξ ο δ ο ς δ ι α φ υ γ ή ς ΐ Μηχ.

Είναι η διαδρο-

Essentially

Bounded

μή μ έ σ ω της οποίας μ π ο ρ ο ύ ν ν α βρουν τ η ν έξοδο από

νη συνάρτηση]

έναν μικρό κλειστό χώρο, ή ένα χώρο συγκέντρωσης

οποία ισχύει: S Μ ε

π ο λ λ ώ ν α τ ό μ ω ν , ύ π ω ς ε ί ν α ι έ ν α ς κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς , οι

Μ ) => ;B| e = 0 .

άνθρωποι που είναι μέσα στις έκτακτες περιπτώσεις

Established

F u n c t i o n [Ουσιαστικά φραγμέ-

Μαθημ.

Συνάρτηση f(x), χ ε

Α : Α ν Β = {χ: χ ε

F l o w [Ανεπτυγμένη Ροή]

Α για την

Α κ α ι |Γ(χ)| > Χα-

Ρενστομηχ.

κ ι ν δ ύ ν ο υ ό π ο υ οι κ α ν ο ν ι κ έ ς έ ξ ο δ ο ι ε ί ν α ι α π ο κ λ ε ι σ μ έ -

ρακτηρίζει το πρότυπο ροής ενός ρευστού σ ε

νες.

μ α κ ρ ι ά α π ό τα τ ο ι χ ώ μ α τ α , ό π ο υ η ε π ί δ ρ α σ η τ ο υ ο ρ ι α -

E s c a p e R o u t e [Έξοδος διαφυγής]. -> E s c a p e H a t c h E s c a p e S e q u e n c e [Ακολουθία διαφυγής]

Επικοιν.

Ακο-

αγωγό,

κού στρώματος είναι μηδενική. Ester

[Εστέρας]

Ομγ. Χημ.

Τάξη οργανικών

ενώσεων,

λουθία χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν π ο υ προκαλεί σ υ ν ή θ ω ς κ λ ή σ η δια-

π ο υ σχηματίζονται με α ν τ ί δ ρ α σ η μ ε τ α ξ ύ α λ κ ο ό λ η ς και

κοπών.

καρβοςυλικού οξέος. Ο γενικός τύπος είναι R C O O R ' .

Escape

Stair

[ Κ λ ί μ α κ α δ ι α φ υ γ ή ς ] Μηχ.

τμήμα της όλης διόδου διαφυγής

Σ υ ν ή θ ω ς είναι

από έναν χώρο

σε πε-

E s t e r H y d r o l y s i s [ Υ δ ρ ό λ υ σ η Ε σ τ έ ρ α ] Ομγ.

Χημ.

η α ν τ ί σ τ ρ ο φ η α ν τ ί δ ρ α σ η της ε σ τ ε ρ ο π ο ί η σ η ς . Ο ν ο μ ά ζ ε -

ριπτώσεις κ ιν δ ύ ν ο υ . Είναι ο υ σ ι α σ τ ι κ ά μία σκάλα για

ται και ε σ τ ε ρ ό λ υ σ η και π ε ρ ι λ α μ β ά ν ε ι ε π ί δ ρ α σ η

την μετάβαση από ένα επίπεδο σε ένα άλλο, η οποία

σε εστέρα, προς σ χ η μ α τ ι σ μ ό οξέος και αλκοόλης,

π λ η ρ ο ί ό λ ε ς τις α ν τ ι π υ ρ ι κ έ ς κ α ι ά λ λ ε ς π ρ ο ϋ π ο θ έ σ ε ι ς ασφαλείας. Esoteric

Name

Είναι

Esterifieation

[Εστεροποίηση]

Ομγ.

νερού

Αμφίδρομη

Χημ.

χιημικπη α ν τ ί δ ρ α σ η μ ε τ α ξ ύ ο ξ έ ο ς κ α ι α λ κ ο ό λ η ς , σ ε ό ξ ι [Εσωτερικό όνομα]

Πλημ.

1. Ο ν ο μ α

σ υ σ κ ε υ ή ς , ο δ η γ ο ύ (driver), α ρ χ ε ί ο υ ή ιεραρχικού κατ α λ ό γ ο υ (directory) το ο π ο ί ο δ ε ν εμφανίζεται σ ε χειριστή υπολογιστή ή δεν υπάρχει λύγος να το γνωρίζει ο

ν ο περιβάλλον, προς σχηματισμό εστέρα και νερού, E s t e r o l v s i s [ Ε σ τ ε ρ ό λ υ σ η ] Ομγ.

Χημ.

-> Ester H y d r o l y -

sis Estimate1

[Προσέγγιση]

Επιστ. Τεχν.

Αριθμός ο οποίος

χρήστης. Προγράμματα δίνουν τέτοια ονόματα συνή-

χρησιμοποιείται αντικαθιστώντας αριθμό

Οως σ ε ε ν δ ι ά μ ε σ α α ρ χ ε ί α τ α ο π ο ί α δ ι α γ ρ ά φ ο ν τ α ι μ ε τ ά

θεωρητικού υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ύ λ ό γ ω τουλάχιστον μίας πρα-

το πέρας της λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α ς τους. 2. Α ρ ι θ μ ό ς α ν α φ ο ρ ά ς

κτικής αδυναμίας χρησιμοποίησης του πρώτου

ο δ η γ ο ύ (driver), συνήθα>ς α ρ ν η τ ι κ ό ς (-2, -5), ο ο π ο ί ο ς

μού, ύπως περιορισμένος αριθμός δεκαδικών

χρησιμοποιείται

περιορισμένη

αντί του ονόματος του αρχείου που

τον περιέχει. Esquisse

[Προσχέδιο]

μνήμη

και περιορισμένη

ή

αντίστοιχου αριθ-

ψηφίων,

εσφαλμένη

πληροφορία;

Αρχ.

Μ ε τον όρο αυτό χαρακτη-

Estimate'

[Προσέγγιση]

Μαθημ.

Ο τ α ν α ν τ ί σ τ ο ι χ ο ς θε-

ρίζεται κάθε πρόχειρο σ χ ε δ ι ά γ ρ α μ μ α ή σκαρίφημα, χω-

ωρητικός υ π ο λ ο γ ι σ μ ό ς δ ε δ ο μ έ ν ο υ αριθμού a είναι επι-

ρίς α π α ρ α ί τ η τ α ν α ε ί ν α ι σ χ ε δ ι α σ μ έ ν ο σ ε κ λ ί μ α κ α , μ ε

τευκτός, αριθμός e υ οποίος απέχει από τον προηγού-

το ο π ο ί ο μ π ο ρ ε ί ν α δ ώ σ ε ι κ ά π ο ι ο ς τις β α σ ι κ έ ς κ α τ ε υ -

μενο αριθμό (του θεωρητικού υπολογισμού), κατά έψι-

- 543 λ ο ν . Ό τ α ν τ ο έ ψ ι λ ο ν ε ί ν α ι μ ι κ ρ ό κ α ι ι σ χ ύ ε ι : a - c| < ε,

Ethyl

προϊόντων.

η π ρ ο σ έ γ γ ι σ η χαρακτηρίζεται ως καλή, αλλιώς ως κα- E t h a n o y l C h l o r i d e [ Α ι θ α ν ο ϋ λ ο χ λ ω ρ ί δ ι ο ] Οργ. Χημ. κή. Π ρ ό κ ε ι τ α ι για το α κ ε τ υ λ ο χ λ ω ρ ί δ ι ο , π ο υ έχει χ η μ ι κ ό Estimated

Time

[Εκτιμούμενη

διάρκεια]

Βιομ.Μηχ.

Ε ί ν α ι το χ ρ ο ν ι κ ό δ ι ά σ τ η μ α τ ο ο π ο ί ο υ π ο λ ο γ ί ζ ε τ α ι θα διαρκέσει μία ε ρ γ α σ ί α ή μία μ η χ α ν ι κ ή

ότι

λειτουργία.

τύπο C H 3 C O C I . E t h e n e f A i G s v i o J Ομγ.

Χημ.

Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α το α π λ ο ύ σ τ ε -

ρο αλκένιο» με χ η μ ι κ ό τύπο C H 2 = C H 2 και μ ο ρ ι α κ ό βά-

Ο καθορισμός του είναι απαραίτητος για την κατάρτι-

ρος 28,05. Ονομάζεται

ση του χρονοδιαγράμματος ενός έργου.

εύφλεκτο αέριο, με σημείο ζέσεως - 1 0 3 , 7 "C. διαλυτό

Estimator

[Εκτιμητής]

1.

Είναι μία

Στατ.

τυχηματική

τη

ρ ί ζ ο ν τ α ι οι δ ι ά φ ο ρ ε ς π α ρ ά μ ε τ ρ ο ι ε ν ό ς σ υ ν ό λ ο υ ή ε ν ό ς

σιών.

2 . Μηχ.

Είναι κάποιος που έχοντας

την

άχρωμο,

σε διαιθυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για

σ υ ν ά ρ τ η σ η ή μεταβλητή αυτής, με την οποία προσδιοπληθυσμού.

και αιθυλένιο. Είναι

σύνθεση

Ether1

πολλών

οργανικών

[ Α ι θ έ ρ α ς ] Οργ.

και π ο λ υ μ ε ρ ώ ν

Αναφέρεται σε

Χημ.

ου-

κατηγορία

κατάλληλη γ ν ώ σ η και πείρα μπορεί να προσδιορίζει το

ο ρ γ α ν ι κ ώ ν ε ν ώ σ ε ω ν , π ο υ ε ί ν α ι ι σ ο μ ε ρ ε ί ς π ρ ο ς τις αλ-

κόστος μίας κινητής ή ακίνητης περιουσίας.

κοόλες και φέρουν ένα άτομο ο ξ υ γ ό ν ο υ ε ν ω μ έ ν ο

E t a M e s o n [Ητα μεσόνιο]

Πυρην.Φοσ.

ν ι ο μ ε τα ε ξ ή ς χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ά :

Ουδέτερο μεσό-

δύο αλκύλια. Ο γενικός τύπος είναι R-O-R'.

ι σ ο τ ο π ι κ ό σ π ί ν 0 , υ - E t h e r " [ Α ι θ έ ρ α ς ) Οργ.

Ονομάζεται ο διαιθυλαιθέ-

Χημ.

περφορτίο 0, ομοτιμία αρνητική, G ομοτιμία θετική, C

ρας, π ο υ έχει χ η μ ι κ ό τύπο C H 3 C H 2 - 0 - C H 2 C H 3 .

ομοτιμία θετική και μάζα 5 4 8 , 8 ± 6 M e v . Συμβολ.ίζεται:

άχρωμο, ευκίνητο υγρό, με χαρακτηριστική ο σ μ ή

η.

αναφλέξιμους

Etalon

[Εταλον]

1. Ο π τ ι κ ή διάταξη αποτελούμε-

Οπτικ.

ν η από δ ύ ο η μ ι ε π α ρ γ υ ρ ω μ έ ν α πλακίδια τα οποία προκαλούν

διαδοχικές

ανακλάσεις

ακτίνων

οωτύς

διέρχονται από αυτά χρησιμοποιούμενη σε

που

φασματο-

ατμούς.

Χρησιμοποιείται

ως

Είναι και

διαλύτης

και ω ς α ν α ι σ θ η τ ι κ ό . E t h e r 3 [Αιθέρας]

Υ π ο θ ε τ ι κ ό μ έ σ ο με τη

Ηλεκτμομαγν.

β ο ή θ ε ι α τ ο υ ο π ο ί ο υ οι φ υ σ ι κ ο ί

19ου αιώνα

του

προ-

σπάθησαν να εξηγήσουν τη μετάδοση των ηλεκτρομα-

σ κ ό π ι α π ο λ ύ ψ η λ ή ς α ν ά λ υ σ η ς . (Fabry - Perot etalon).

γνητικών κυμάτων. Σήμερα η ύπαρξη του αιθέρα

2. Οπτική διάταξη αποτελούμενη

από δύο

κάτοπτρα

θεωρείται

χρησιμοποιούμενη σε βολόμετρα michclson

μέτρησης

κύματα διαδίδονται χωρίς την ύπαρξη κάποιου

απαραίτητη

καθώς

τα

μέσου

διάδοσης. Η υπόθεση αυτή καταρρίφθηκε με τη

κους του μέτρου σε σ χ έ σ η με δεδομένο

θεια των πειραμάτων τ ω ν michclson - morley.

κό φως. (Michclson etalon). E t h a n a l [ Α ι θ α ν ά λ η ] Opy.

Ether Drag Α λ ε κρατική αλδεΰδη, με

Χημ.

χημικό τύπο CH-iCHO. Ονομάζεται και

ακεταλδεΰδη.

[ Α ι θ α ν α μ ί δ ι ο ] Οργ.

Χημ.

μίδιο, μ ε χ η μ ι κ ό τ ύ π ο C H ACON Η Ethane

βοή-

Φανταστι-

Ηλεκτρομαγν.

κή υ π ό θ ε σ η σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ η ν ο π ο ί α η τ α χ ύ τ η τ α τ ο υ αιθέρα είναι μηδέν σε σ χ έ σ η με σ ώ μ α αναφοράς, (βλέπε Ether).

Acctaldehyde Ethanamide

[Σύρσιμο αιθέρα]

δε

ηλεκτρομαγνητικά

της ταχύτητας του φωτός ή μέτρησης του ακριβούς μήμονοχρωματι-

με

[Αιθάνιο]

Ομγ.

Ε ί ν α ι το ακετακορεσμένος

υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο C I I 3 C I I 3 ,

Drift

[Ολίσθηση αιθέρα]

Φαντα-

Ηλεκτρομαγν.

στική υπόθεση σ ύ μ φ ω ν α με την οποία η ταχύτητα του

—> A c c t a m i d e

Αλειφατικός

Χημ.

Ether

μιοριακό

αιθέρα είναι διάφορη του μηδενός σε σ χ έ σ η με

σώμα

α ν α φ ο ρ ά ς , (βλνέπε E t h e r ) .

β ά ρ ο ς 3 0 , 0 7 κ α ι σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς - 8 8 , 6 " C . Ε ί ν α ι ά χ ρ ω - E t h e r n e t [ E t h e r n e t ] Πλημ. Τ ύ π ο ς δ ι α δ ι κ τ υ α κ ο ύ ε ξ ο π λ ι μο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο, διαλυτό σε βενζόλιο. σ μ ο ύ χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ μ ε ν ο ς σ ε l a n ' s και σ ε τ ο π ι κ ά δίΧ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η σ ύ ν θ ε σ η ο ρ γ α ν ι κ ώ ν ε ν ώ σ ε ω ν και κτυα στα οποία επιθυμείται γρήγορη δικτυακή επικοιως καύσιμο αέριο.

νωνία μεταξύ όλων των μελών-υπολογιστών.

E t h a n e - l , 2 - D i o l [ Α ι θ α ν ο - 1 , 2 - δ ι ό λ η ] Οργ. αιθυλενογλυκόλη, με χημικό τύπο

Είναι η

Χημ.

ΟΗ2(ΟΗ)ΟΗ2(ΟΙΙ),

Ethernet

Networks

[Δίκτυα Ethernet]

Επικοιν.

Έτσι

αναφέρονται τοπικά δίκτυα που υ π α κ ο ύ ο υ ν στο

πρω-

μοριακό βάρος 62,07 και σημείο ζέσεως 198 °C. Πρό-

τ ό κ ο λ λ ο 8 0 2 . 3 (Ethernet) και σε τ α χ ύ τ η τ ε ς 1 0 , 1 0 0 κτλ

κειται για ά χ ρ ω μ ο , ε υ κ ί ν η τ ο υ γ ρ ό , με ελαφρά

(σε Mbps).

γεύση.

Παράγεται

με υδρόλυση

γλυκιά

αιθυλενοξειδίου

και

χρησιμοποιείται ως αντιψυκτικό και στη σ ύ ν θ ε σ η

πο-

λυεστέρων. Ethanoic

Protocol

[Πρωτόκολλο

Ethernet]

Επικοιν.

Π ρ ω τ ό κ ο λ λ ο με τη σ ύ σ τ α σ η 8 0 2 . 3 για τοπικά α ρ τ η ρ ί α ς π ο υ ρ υ θ μ ί ζ ε ι ό λ ε ς τις π α ρ α μ έ τ ρ ο υ ς

A c i d [ Α ι θ α ν ο ϊ κ ό Ο ξ ύ ] Οργ.

Ο χημικός

Χημ.

τύπος είναι C H 3 C O O I I και είναι γ ν ω σ τ ό ως οξικό οξύ. -» Acetic Acid Ethanol

Ethernet

Χημ.

Πρωτοταγής

αλκοόλη,

με χημικό τύπο C H 3 C H 2 O H , μοριακό βάρος 46,07. σημείο ζ έ σ ε ω ς 7 8 , 5 ° C και σημείο πήξεως - 1 1 7 , 3 ° C .

Πί-

δικτύω-

σης κυρίως με την τεχνολογία C S M A 7 C D και χ ρ ή σ η πλαισίων που παραλαμβάνει μόνο ο αρμόδιος NIC. E t h i n y l [ Α ι θ ι ν ύ λ ι ο ] Οργ.

[ Α ι θ α ν ό λ η ] Ομγ.

δίκτυα

προκύπτει

Χημ.

με α π ο μ ά κ ρ υ ν σ η

Είναι η ρίζα C H = C - , που ενός ατόμου

υδρογόνου

από το μόριο του α κ ε τ υ λ ε ν ί ο υ , E t h o x i d e [ Α ι θ ο ξ ε ί δ ι ο ] Οργ.

Χημ.

Ο γενικός τύπος είναι

ν α ι ά χ ρ ω μ η υ γ ρ ή έ ν ω σ η , διαλ.υτή σ ε ν ε ρ ό , α ι θ έ ρ α , α κ ε -

CH3CH20M.

τόνη και βενζόλιο. Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και αιθυλική

αλκοόλη.

είναι το νάτριο. Προκύπτει από την αιθανόλη, με αντι-

οξικών,

κατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου, από άτομο

Χρησιμοποιείται ακρυλικών

στη βιομηχανική

και φθαλικών

παραγωγή

αιθυλεστέρων,

στη

σ ύ ν θ ε σ η ως διαλύτης και σ τ η ν παρασκευή

χημική

Ethanolamine

Ομγ.

Χημ.

Είναι η

αμινο-αιθανόλη, με χημικό τύπο I 1 2 N C H 2 C H 2 0 H , ριακό βάρος 61.08, σημείο ζέσεως

2μο-

1 7 0 ° C και

σημείο

Πρόκειται για άχρωμη, υγρή

ένωση,

διαλυτή σ ε νερό, αιθανόλη και χλωροφόρμιο.

Χρησι-

πήξεως

103°C.

E t h a n e [ Α ι θ ο ξ υ - α ι θ ά ν ι ο ] Οργ.

μοποιείται στη σ ύ ν θ ε σ η χ ρ ω μ ά τ ω ν και φ α ρ μ α κ ε υ τ ι κ ώ ν

Ethoxy

G r o u p [ Α ι θ ο ξ υ - ο μ ά δ α ] Ομγ.

Ονομάζε-

Χημ.

ται ο δ ι α θ υ λ α ι θ έ ρ α ς , C 2 H 5 - 0 - C 2 H 5 . - > E t h e r

[Αιθανολαμίνη]

όπως

μετάλλου.

καλλυντι- E t h o x y

κών προϊόντων.

όπου Μ ένα μονοσθενές μέταλλο,

Χημ.

2

Είναι η ρίζα

C H 3 C H 2 0 - , που π ρ ο κ ύ π τ ε ι από την α ι θ α ν ό λ η , με απομάκρυνση του υδρογόνου της υδροξυλ.ικής ομάδας. Ethyl

[ Λ ι θ ύ λ ι ο ] Ομγ.

Χημ.

Ιΐρόκειται για αλκύλιο

που

περιέχει δ ύ ο ά τ ο μ α ά ν θ ρ α κ α και π ρ ο κ ύ π τ ε ι α π ό το αιθάνιο. Ο χημικός τύπος είναι C H 3 C H 2 - .

-544-

ElectronicDataProcessingSystem Ethyl

A c e t a t e [ Ο ξ ι κ ό ς Α ι θ υ λ ε σ τ έ ρ α ς ] Οργ.

Πατέ-

μ ο ρ ι α κ ό β ά ρ ο ς 9 1 , 0 7 , σ η μ ε ί ο ζέσεαις 8 7 , 2 ° C και σ η -

τύπο

μείο πήξεως -94,6 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη

C H 3 C O O C H 2 C H 3 . Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με ση-

και αιθέρα, που χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η σ ύ ν θ ε σ η χ ρ ω μ ά -

μείο ζ έ σ ε ω ς 7 7 ° C και σ η μ ε ί ο π ή ξ ε ω ς - 8 2 "C. Χ ρ η σ ι μ ο -

των, φ α ρ μ ά κ ω ν και ο ρ γ α ν ι κ ώ ν ε ν ώ σ ε ω ν .

ρας

του

οξικού

οξέος,

με

Χημ.

χημικό

ποιείται ως διαλύτης και στη σ ύ ν θ ε σ η φαρμάκων. Ethyl Χημ.

Acetoacetate

E t h y l N i t r i t e [ Ν ι τ ρ ώ δ ε ς Α ι θ ύ λ ι ο ] Ομγ.

[Ακετοξικός Αιθυλεστέραο]

Ο χημικός τύπος είναι

Οργ.

CH3COCH2COOCH2CH3.

τύπος είναι C H 3 C H 2 O N O .

Ο χημικός

Χημ.

Πρόκειται για άχρωμη, υ-

γρή ουσία, με μοριακό βάρος 75,07, σημείο ζέσεως

16-

Έ χ ε ι μ ο ρ ι α κ ό β ά ρ ο ς 1 3 0 . 1 4 , σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 1 8 0 ° C και

1 7 "C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί -

σημείο πήξεως χαμηλότερο από -80 °C. Είναι διαλυτός

ται σ τ η ν ο ρ γ α ν ι κ ή χ η μ ι κ ή σ ύ ν θ ε σ η .

στους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται

στη

χημική σύνθεση. Ethyl

Χημ.

A e r y l a t e | Α ι θ υ λ ι κ ό ς Α κ ρ υ λ ε σ τ έ ρ α ς Ι Ομγ.

Αχρωμη,

υγρή

CH2=CHCOOC2H5,

Χημ.

ένωση,

με

χημικό

τύπο

μοριακό

βάρος

100,12,

σημείο

ζ έ σ ε ω ς 9 9 , 8 ° C και σημε:ίο π ή ξ ε ω ς - 7 1 , 2 ° C . Ε ί ν α ι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην π α ρ α γ ω γ ή πλαστικών. Etha-

Χημ.

Propionate

E t h y l B e n z e n e [ Α ι θ υ λ ο β ε ν ζ ό λ ι ο ] Ομγ.

Χημ.

Παράγωγο

του βενζολίου, με χημικό τύπο C o H $ - C I I 2 C n 3 , μοριακό βάρος 1 0 6 , 1 7 , σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 1 3 6 , 2 ° C και σ η μ ε ί ο πήξ ε ω ς - 9 5 °C.

Είναι άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε

αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται

στη

σύνθεση

Εστέρας με χημικό τύπο C H 3 C H 2 C O O C 2 H 5 ,

πήξεως -73,9 °C. Είναι άχρωμη, υ γ ρ ή ουσία,

μο-

διαλυτή

σε αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. E t h y l a m i n e [ Α ι θ υ λ α μ ί ν η ] Ομγ. με

χημικό

τύπο

Πρωτοταγής αμί-

Χημ.

μοριακό

CH3CH2NH2,

45,08, σημείο ζέσεως

βάρος

1 6 , 6 ° C και σημείο π ή ξ ε ω ς -81

νερό

και

αιθανόλη.

B e n z o a t e [Βενζοϊκός Αιθυλεστέραςί

Οργ.

Χημ.

Ο χημικός τύπος είναι C G H 5 C 0 0 C H 2 C H 3 . Είναι άχρω-

Ethylation

[ Α ι θ υ λ ί ω σ η ] Ομγ.

Χρησιμο-

Χημική

αντίδραση,

Α λ κ έ ν ι ο με δ ύ ο ά τ ο μ α

Χημ.

άνθρακα, C H 2 = C H 2 . - > Ethene Ethylene

Chloride

C1CH2CH2C1,

-34,6 °C.

Χημ.

οργανικής ένωσης.

σεως 2 1 3 °C

πήξεως

σύνθεση

κατά την οποία εισάγεται αιθυλική ρίζα στο μόριο μιας

νομάζεται

σημείο

στη

χρωμάτων και οργανικών ενώσεων.

μη, υ γ ρ ή έ ν ω σ η , με μ ο ρ ι α κ ό βάρος 1 5 0 , 1 8 , σ η μ ε ί ο ζέκαι

Χρησιμοποιείται

E t h y l e n e [ Α ι θ υ λ έ ν ι ο ] Ομγ.

οργανικών ενώσεων.

και

[ Α ι θ υ λ ε ν ο χ λ ω ρ ί δ ι ο ] Οργ.

1,2-διχλωρο-αιθάνιο, μοριακό

με χ η μ ι κ ό

βάρος 98,96,

Ο-

Χημ.

σημείο

τύπο

ζέσεως

8 3 , 5 " C και σ η μ ε ί ο π ή ξ ε ω ς - 3 5 , 3 ° C . Π ρ ό κ ε ι τ α ι για ά-

ποιείται ως διαλύτης. B r o m i d e [ Α ι θ υ λ ο β ρ ω μ ί δ ι ο ] Οργ.

Αλκυλα-

Χημ.

λογονίδιο, με χ η μ ι κ ό τύπο C H 3 C H 2 B r . Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι και β ρ ω μ ο α ι θ ά ν ι ο . —> B r o m o e t h a n e Ethyl

Οργ.

°C. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο, πτητικό υγρό, διαλυτό σε

nol

Ethyl

[Προπιονικύς Αιθυλεστέρας]

ρ ι α κ ό β ά ρ ο ς 1 0 2 , 1 3 , σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 99,1 ° C και σ η μ ε ί ο

νη,

E t h y l A l c o h o l [ Α ι θ υ λ ι κ ή Α λ κ ο ό λ η ) Οργ.

Ethyl

Ethyl

C h l o r i d e [ Α ι θ υ λ ο χ λ ω ρ ί δ ι ο ] Οργ.

Ονομάζε-

Χημ.

χρωμο, ελαιώδες υγρό, διαλυτό σε οργανικούς

διαλύ-

τες. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η ν ο ρ γ α ν ι κ ή σ ύ ν θ ε σ η και

ως

διαλύτης. Ethylene

Chlorobromide

[ΑιθυλενοχλωροβρωμίδιοΙ

Ε ί ν α ι το 1 - β ρ ω μ ο - 2 - χ λ ω ρ ο - α ι θ ά ν ι ο , που έχει

ται και χλωροαιθάνιο. Είναι ά χ ρ ω μ η , αέρια έ ν ω σ η , με

Οργ.

χημικό τύπο CH3CH2CI, μοριακό βάρος 64.51, σημείο

χημικό τύπο C H 2 B r C H 2 C l , μοριακό βάρος 1 4 3 , 4 1 , ση-

ζέσεως

μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 1 0 7 °C κ α ι σ η μ ε ί ο π ή ξ ε ω ς - 1 6 , 7 ° C .

12.3 °C

και

σημείο

πήξεως

-136,4

διαλυτή σε α ι θ α ν ό λ η και αιθέρα και

Είναι

χρησιμοποιείται

E t h y l F o r m a t e [ Φ ο ρ μ ι κ ό ς Α ι θ υ λ ε σ τ έ ρ α ς ] Ομγ. χημικός τύπος είναι HCOOCH-.CH3

και το

Χημ.

μοριακό

βάρος 74,08. Πρόκειται για ά χ ρ ω μ η , υγρή ένωση, Είναι διαλυτή

54,5 "C

και σημείο

πήξεως

με

-80,5 °C.

σε νερό και οργανικούς διαλύτες

χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η σ ύ ν θ ε σ η ρ η τ ι ν ώ ν και

Ο

ται σ τ η ν ο ρ γ α ν ι κ ή χ η μ ι κ ή σ ύ ν θ ε σ η . Ethylene Χημ.

Chlorohydrin

[Αιθυλενοχλωρυδρίνη]

Ο χημικός τύπος είναι C 1 C I T 2 C I I 2 0 H .

Οργ.

Είναι

χρωμη, υγρή ένωση, με μοριακύ βάρος 8 0 , 5 1 ,

ά-

σημείο

ζ έ σ ε ω ς 1 2 8 ° C και σημείο π ή ξ ε ω ς -67,5 ° C , διαλυτή σε

παρασιτο-

ν ε ρ ό και αιθανόλη. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η σ ύ ν θ ε σ η χημικών ενώσεων.

I o d i d e [ Α ι θ υ λ ο ϊ ω δ ί δ ι ο ] Οργ.

Χημ.

Αλκυλαλογο- Ethylene

νίδιο με χημικό τύπο C H 3 C H 2 I , μοριακό βάρος σημείο

Χρησιμοποιεί-

και

κτόνων. Ethyl

Πρό-

κειται για άχρωμο, πτητικό υγρό, με ο σ μ ή χλωροφορμίου, διαλυτό σ ε αιθανόλη και αιθέρα.

στη χημική σύνθεση.

σημείο ζέσεως

Χημ.

ζέσεως

72,3 °C

και

σημείο

πήξεως

155,97, -108°C.

D i b r o m i d e [ Α ι θ υ λ ε ν ο δ ι β ρ ω μ ί δ ι ο ] Οργ.

Ο χημικός τύπος είναι C H 2 B r C H 2 B r βάρος

και το

μοριακό

187,86. Είναι ά χ ρ ω μ η υγρή ουσία, με

ζέσεως

αιθέρα, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση

στους οργανικούς διαλύτες. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι στην ορ-

ενώσεων.

και

σημείο

πήξεως

-63 "C,

σημείο

Π ρ ό κ ε ι τ α ι για ά χ ρ ω μ ο υ γ ρ ό , διαλυτό σε αιθανόλη και οργανικών

108"C

Χημ.

διαλυτή

γανική σύνθεση, ως διαλύτης και ως πρόσθετο

E t h y l M a l o n a t e [ Μ η λ ο ν ι κ ύ ς Α ι θ υ λ ε σ τ έ ρ α ς ] Ομγ.

Χημ.

βενζί-

νης για την α ύ ξ η σ η του αριθμού οκτανίου.

Διεστέρας, με χημικό τύπο C H 2 ( C O O C H 2 C H 3 ) 2 ,

μ ο - E t h y l e n e D i c h l o r i d e [ Α ι θ υ λ ε ν ο δ ι χ λ ω ρ ί δ ι ο ] Οργ. Χημ. ριακό βάρος 1 6 0 , 1 7 , σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 1 9 9 , 3 ° C και σηΟ ν ο μ ά ζ ε τ α ι και α ι θ υ λ ε ν ο χ λ ω ρ ί δ ι ο και έχει χ η μ ι κ ό τύμ ε ί ο π ή ξ ε ω ς - 4 8 , 9 °C. Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α ά χ ρ ω μ η , υ γ ρ ή έ πο CH2CICH2CI. Ethylene Chloride ν ω σ η , δ ι α λ υ τ ή σ ε ο ρ γ α ν ι κ ο ύ ς δ ι α λ ύ τ ε ς , π ο υ χ ρ η σ ι μ ο - E t h y l e n e G l y c o l [ Α ι θ υ λ ε ν ο γ λ υ κ ό λ η ] Οργ. Χημ. Ο χηποιείται ως πλαστικό ποιητής και στη χημική σύνθεση. μικός τύπος είναι C H 2 0 H C H 2 0 H και ονομάζεται και Ethyl

Mereaptan

[ Α ι θ υ λ ι κ ή Μ ε ρ κ α π τ ά ν η ] Οργ.

Χημ.

Ονομάζεται και αιθανοθειύλη. Είναι ά χ ρ ω μ ο υγρό, με δυσάρεστη οσμή, χημικό τύπο CH3CH2SH,

μοριακύ

αιθανοδιόλη. - » E t h a n e - l ^ - d i o l Ethylene

O x i d e [ Α ι θ υ λ ε ν ο ξ ε ί δ ι ο ] Οργ.

Ε ί ν α ι το

Χημ.

ε π ο ξ υ α ι θ ά ν ι ο , π ο υ έχει χ η μ ι κ ό τ ύ π ο C 2 H 4 0 ,

μοριακό

β ά ρ ο ς 6 2 , 1 3 και σ η μ ε ί ο ζ έ σ ε ω ς 3 5 ° C , δ ι α λ υ τ ό σ ε αι-

βάρος 44,06

θανόλη, αιθέρα και ακετόνη.

από α ν τ ί δ ρ α σ η α ι θ υ λ ε ν ί ο υ και αέρα, π α ρ ο υ σ ί α καταλύ-

Ethyl

N i t r a t e [ Ν ι τ ρ ι κ ό Α ι θ ύ λ ι ο ] Ομγ.

άχρωμη υγρή ένωση, με χημικό τύπο

Χημ.

Εύφλεκτη,

CH3CH2ONO2.

και

σημείο

τη. Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι

ζέσεως

στη σύνθεση

13,2°C.

Παράγεται

αιθυλενογλυκύλης

και αιθέρων, ως α π ο λ υ μ α ν τ ι κ ό , στη φ α ρ μ α κ ε υ τ ι κ ή και

- 545 στην παρασκευή καλλυντικών.

E u l e r A n g l e s [Γωνίες Euler]

E t h y l e n e P o l y m e r s [ Π ο λ υ μ ε ρ ή Α ι θ υ λ ε ν ί ο υ | Ομγ. Κατηγορία

πολυμερών

Europium

ενώσεων

που

Χημ.

σχηματίζονται

Δ ι α τ ε τ α γ μ έ ν η τρι-

Μαθημ.

ά δ α π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν α ρ ι θ μ ώ ν ( a , b, c ) η ο π ο ί α μετασχηματισμό

επιτρέπει

του συστήματος των τριών

από π ο λ υ μ ε ρ ι σ μ ό α ι θ υ λ ε ν ί ο υ . Η α ν τ ί δ ρ α σ η γίνεται κα-

O x y z ως ακολούθως:

ταλυτικά, σε υ ψ η λ έ ς θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί ε ς και πιέσεις.

O x y z γ ύ ρ ω α π ό τ ο ν ά ξ ο ν α Ο ζ κ α τ ά γ ω ν ί α a. 2 ) Π ε ρ ι -

E t h y l c n e d i a m i n e [ Α ι θ υ λ ε ν ο δ ι α μ ί ν η ] Ομγ.

Αχρω-

Χημ.

I) Π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή του

αξόνων

συστήματος

στροφή του συστήματος O x y z γ ύ ρ ω από τον νέο άξονα

μη, υ γ ρ ή έ ν ω σ η , με χ η μ ι κ ό τ ύ π ο N H 2 C H 2 C H 2 N H 2 , μο-

Οχ

ριακό βάρος 60,10, σημείο ζέσεοκ 116,5 Τ

O x y z γ ύ ρ ω από τον νέο άξονα Ο ζ κατά γωνία c.

και σ η μ ε ί ο

π ή ξ ε ω ς 8,5 ° C . Ε ί ν α ι δ ι α λ υ τ ή σ ε ν ε ρ ό και α ι θ α ν ό λ η και χρησιμοποιείται στην παρασκευή ρητινών. Ethylenediaminetetraacetic Acid τετραοξικύ

Οξύ]

Χημ.

χημική

ουσία,

E t h y l i d e n e [ Α ι θ υ λ ι δ ε ν ο - ] Οργ.

Δισθενής οργανική

Χημ.

3)

of

Περιστροφή

του

συστήματος

M o t i o n [ Ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς κ ί ν η σ η ς του

Κατά την περιστροφή ενός στερεού σώμα-

τος, ο ι δ ι α φ ο ρ ι κ έ ς ε ξ ι σ ώ σ ε ι ς οι ο π ο ί ε ς σ υ ν δ έ ο υ ν ροπές, γωνιακές ταχύτητες και γωνιακές επιταχύνσεις. Euler

γ ν ω σ τ ή μ ε τ α α ρ χ ι κ ά E D T A . —> E D T A

b.

Equations

E u l e r 1 Μηχ.

[Αιθυλενο-διαμινο-

Κρυσταλλική,

Euler

κατά γωνία

Method

[ Μ έ θ ο δ ο ς τ ο υ E u l e r ] Μηχ.

περιγραφής ενός

ρευστού

Διαδικασία

συστήματος,

θεμελιωμένη

ρίζα, π ο υ π ρ ο κ ύ π τ ε ι α π ό το αιθάνιο, μ ε α π ο μ ά κ ρ υ ν σ η

από τον Euler, κατά την οποία το ενδιαφέρον

δύο ατόμων υ δ ρ ο γ ό ν ο υ από ένα άτομο άνθρακα. Ο χη-

ντρώνεται σε σταθερά στο χώρο σημεία και σε αντίθε-

μικός τύπος είναι C H i C H = .

σ η με την μέθοδο Lagrange η οποία εξετάζει την κίνη-

E t h y n e Γ Α ι θ ί ν ι ο | Ομγ.

Είναι γνωστό ως ακετυλέ-

Χημ.

ν ι ο , C H s C H . —> A c e t y l e n e Ethynylation

ση ενός ρευστού στοιχείου στη διάρκεια του χρόνου. Euler's

[ΑιθινυλίωσηΙ

Ομγ.

Χημική

Χημ.

αντί-

επικε-

Constant

[Σταθερά του Euler]

Διάση-

Μαθημ.

μη σταθερά οριζόμενη ως: γ = limIl_^{Xinl/i - ln(n)j.

δ ρ α σ η μ ε τ α ξ ύ α λ δ ε ϋ δ ώ ν ή κ ε τ ο ν ώ ν και ακετυλενίου, η

Ισούται

οποία οδηγεί στο σχηματισμό αιθινυλο-αλκοόλης.

γ ν ω σ τ ό αν το γ είναι ρητός. Γ ν ω σ τ ή και σ α ν σταθερά

Ε

Transformer

ΙΏτ.κτρομαγν.

[Μετασχηματιστής

Ε|

euler -

αυτομε-

Euler's

τύπου

Τριφασικός μετασχηματιστής,

τασχηματιστής ή επαγωγικό πηνίο με πυρήνα

σχήμα-

περίπου

με:

0.5772156649...

Λεν

είναι

καν

mascheroni. Criterion

την εξίσωση: x

n

[Κριτήριο του Euler]

° a (mod m), η σ υ ν θ ή κ η a

Για

Μαθημ.

<1>,m d Λ

"

1 (mod

τος Ε. Τ ο άλλο τ μ ή μ α τ ο υ π υ ρ ή ν α είναι ράβδος σ χ ή μ α -

m), η οποία είναι ι σ ο δ ύ ν α μ η με τ η ν ε π ι λ υ σ ι μ ό τ η τ α της

τ ο ς 1. Η π ε ρ ι έ λ ι ξ η τ ο π ο θ ε τ ε ί τ α ι ε ί τ ε σ τ α α κ ρ α ί α τ μ ή μ α -

πρώτης

τα τ ο υ Ε ή σ τ ο κ ε ν τ ρ ι κ ό τ μ ή μ α α ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α α υ τ ο -

Function).

μετασχηματιστή. (βλέπε Ε Ettingshausen

Core).

Euler's

E f f e c t [Φαινόμενο Ettingshausen]

Φυσ.

II δ η μ ι ο υ ρ γ ί α δ ι α φ ο ρ ά ς θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς σ τ α ά κ ρ α

μίας

μεταλλικής πλάκας, η οποία έχει τοποθετηθεί

κάθετα

εξίσωσης Formula

mod

m.

(βλέπε

[Τύπος του Euler]

Euler's

που επιτρέπει τον υπολογισμό εκθετικού με φανταστικ ό ε κ θ έ τ η μ ε μ έ τ ρ ο θ σ ε α κ τ ί ν ι α : c ,rt = c o s 0 + i $ ί η θ . Euler's

Numbers n

[Αριθμοί

του

Euler|

Z(fa«z

διαρρέεται από διάμηκες ηλεκτρικό ρεύμα.

(-1)". Οι πρώτοι πέντε είναι: 1 , - 1 , 5 , - 6 1 ,

Etlingshausen-Ncrst]

Effect

[Φαινόμενο

Η δημιουργία

Φνσ.

ηλεκτρικού

πεδίου στα άκρα ενός μεταλλικού ή ημιαγώγιμου υλικ ο ύ το ο π ο ί ο β ρ ί σ κ ε τ α ι μ έ σ α σ ε μ α γ ν η τ ι κ ό π ε δ ί ο και σ τ ο ο π ο ί ο υ π ά ρ χ ε ι κλάση θ ε ρ μ ο κ ρ α σ ί α ς η ο π ο ί α είναι

Ο τύπος

Μαθημ.

στις δυναμικές γραμμές μ α γ ν η τ ι κ ο ύ πεδίου και η οποία Ettingshausen-Nerst

Phi

Euler's

Μαθημ.

Με

Μαθημ.

το α ν ά π τ υ γ μ α της l/cos(z), 01 α ρ ι θ μ ο ί an(2n)!/ Phi

Function

[Συνάρτηση

1385. φ

του

Euler]

Γ ι α δ ε δ ο μ έ ν ο n > 0 ,
τ ο ι ο ώ σ τ ε : ( n , n k ) = 1 . Α ν n = I lpL" τ ό τ ε : φ ( η ) = ηΠ { ,|·· ( 1 - 1/ρ). Euler's Theorem

\θεώρημα

του Euler]

Μαθημ.

Τ ο θε-

κάθετη στις δυναμικές γ ρ α μ μ έ ς του μ α γ ν η τ ι κ ο ύ πεδί-

ώ ρ η μ α : Σε π ο λ ύ ε δ ρ ο με Κ κορυφές, Α

ου.

π λ ε υ ρ έ ς , π ά ν τ α ι σ χ ύ ε ι : Κ - Α + ΓΙ = 2 . Π . χ . σ ε έ ν α ν κ ύ -

El

T y p e [Τύπου Ε 1 |

Ορος (μόνο στην Ευρώ-

Επικοιν.

πη) για την ψηφιακή μετάδοση ενός ψηφιακού

σήμα-

τος D S 1 σ τ α 2,048 M b p s που είναι π ε ρ ί π ο υ σ α ν το Α μερικάνικο Τ Ι . Euclidean

Π

1 2 και Π = 6, οπότε Κ - Α + Π =

8 - 1 2 - 6 = 2. Eulcrian

Path

[Διαδρομή

τύπου

Euler]

Μαθημ.

Σε

γ ρ ά φ η μ α G ( v h ν2, ...ν,,) με κ ο ρ υ φ έ ς { ν , , ν2, . . . ν η } , δια-

Algorithm

[Αλγόριθμος

του

Ευκλείδη]

Γ ι α δ ε δ ο μ έ ν ο υ ς θ ε τ ι κ ο ύ ς α κ ε ρ α ί ο υ ς a, b, ο α λ -

Μαθημ.

βο είναι Κ = 8, Α -

α κ μ έ ς και

γ ό ρ ι θ μ ο ς : a = b q i + Γ! ( r , < q , ) , q i

83

r , q 2 + r2 (r2 < q 2 ) ,

. . . q n = rnqn+1 + rn+1 (rn+, < q n + l ) , ο ο π ο ί ο ς υ π ο λ ο γ ί ζ ε ι

δρομή η οποία, για κάθε i

1

j, περνάει από την ευθεία

π ο υ σ υ ν δ έ ε ι τ ι ς κ ο ρ υ φ έ ς vj, vj, E ( v i ? Vj) ο ύ τ ε π ά ν ω α π ό μία φορά ούτε λιγότερο από μία φορά. Eulcr-Maclaurin

Formula

[Τύπος άθροισης

Euler-

τ ο ν μ έ γ ι σ τ ο κ ο ι ν ό δ ι α ι ρ έ τ η τ ω ν a κ α ι b. Ο α λ γ ό ρ ι θ μ ο ς

MaclaurinJ

σ τ α μ α τ ά ε ι ό τ α ν rk = 0 κ α ι ο μ έ γ ι σ τ ο ς κ ο ι ν ό ς δ ι α ι ρ έ τ η ς

(Χ + i ) = i x X + n + 1 g ( l ) dt i i , N ( b k / k ! ) [ g ( i i , , ( x + n + 1 ) - g ^

είναι σε α υ τ ή ν τη π ε ρ ί π τ ω σ η το rkfl.

:)

Euclidean

Geometry

[Ευκλείδεια γεωμετρία]

Μαθημ.

Τομέας των μαθηματικών που ασχολείται με την γεωμετρία που παράγεται σε δισδιάστατο ή τρισδιάστατο χ ώ ρ ο από τα πέντε α ξ ι ώ μ α τ α τ ο υ Ε υ κ λ ε ί δ η . Euclidean

Space

[Ευκλείδειος

χώρος]^

διάστατος χώρος με στοιχειώδες μέτρο ds

2

Μαθημ.

Για σ υ ν ά ρ τ η σ η g(x) ο τύπος:

( x ) ] + S N ( x . n) ό π ο υ S N ( x , n) = - Z o W

1 -

t)/N!] g

iN>

+ J +

ΣΓ«

faN(X + j +

( t ) dt κ α ι φ Ν ( χ ) = L " ( k > n - k Χ

rival

τα

γ ν ω σ τ ά π ο λ υ ώ ν υ μ α bernoulli. Europa

[Ευρώπη]

Αστρον.

Έ ν α ς από τους τέσσερις με-

γαλύτερους δορυφόρους του Δία, Ο δορυφόρος αυτός Ν-

Μαθημ. n

= Xi dV·

απέχει α π ό το Δ ί α π ε ρ ί π ο υ 6 7 1 0 0 0 K m , έχει

περίοδο

περιστροφής 3,6 ημέρες και διάμετρο

Km

3140

και

οργανική

μάζα 2.56 1 0 ° σε σ χ έ σ η με το Δία. Α ν α κ α λ ύ φ θ η κ ε α-

C6II3(OH)(OCH0

π ό το Γ α λ ι λ α ί ο το 1 6 1 0 ό τ α ν ο τ ε λ ε υ τ α ί ο ς δ ο κ ί μ α σ ε το

( C H 2 C H = C H 2 ) . Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, με

π ρ ώ τ ο μικρό διοπτρικό τ η λ ε σ κ ό π ι ο π ο υ φέρει το όνο-

μοριακό

μ ά τ ο υ . Φ ω τ ο γ ρ α φ ή θ η κ ε και χ α ρ τ ο γ ρ α φ ή θ η κ ε με με-

Eugenol

[Ευγενόλη]

ένωση,

με βάρος

Οργ.

Χημ.

χημικό 164,20,

τύπο σημείο

Αρωματική

ζέσεως

253.2''C

και

σ η μ ε ί ο π ή ξ ε ω ς - 7 , 5 ° C . Ε χ ε ι χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ή ο σ μ ή και

γάλη λεπτομέρεια από το μη ε π α ν δ ρ ω μ έ ν ο

γεύση

πλοιο V o y a g e r 2.

και χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι

στη

φ α ρ μ ά κ ω ν και γ ε υ σ τ ι κ ώ ν υ λ ώ ν .

σύνθεση

αρωμάτων,

Europium

[Ευρώπιο]

Χημ.

Μεταλλικό

διαστημό-

στοιχείο

της

-546-

ElectronicDataProcessingSystem

σειράς τ ω ν λανΟανίδων. Έ χ ε ι α τ ο μ ι κ ό αριθμό 6 3 , ατο-

Ό τ α ν τέτοια σ υ ν ά ρ τ η σ η έχει γ ρ ά φ η μ α , αυτό είναι πά-

μικό βάρο^ 1 5 1 , 9 6 , σημείο τήξης 8 2 2 ° C , σημείο

ντα σ υ μ μ ε τ ρ ι κ ό ως π ρ ο ς τ ο ν ά ξ ο ν α τ ω ν y.

βρα-

3

σ μ ο ύ 1 5 9 7 C και π υ κ ν ό τ η τ α 5 , 2 6 gr/cm . E u t e c t i c [ Ε υ τ η κ τ ι κ ό ς ] Φυσ.

Even

Αναφέρεται στον ισό-

Χημ.

θερμο μετασχηματισμό ενός υγρού διαλύματος σε δύο στερεές φάσεις ταυτόχρονα. Eutectic

Change

οποίος

Επ. Υλικ.

II

μετάβαση ενός ευτηκτικού μίγματος, από υγρή σε στε-

[Αρτιος αριθμός]

διαιρείται

ακριβώς

με

Ακέραιος

Μαθημ. το

2.

(βλέπε

ο

Exact

Division). Even

[Ευτηκτική Μεταβολή]

Number

P a r i t y |Ζυ*ή ισοτιμία]

Τρόπος ελέγχου

Επικοιν.

τ η ς ι σ ο τ ι μ ί α ς π ο υ κ ά ν ε ι τ ο σ ύ ν ο λ ο μ ι α ς ο μ ά δ α ς bit π χ οι μ ο ν ά δ ε ς , ν α είναι ά ρ τ ι ο .

ρεή φάση, η οποία περιλαμβάνει σύγχρονη

κρυστάλ- E v e n P a r i t y C h e c k [ Ε λ ε γ χ ο ς άρτιου parity/ισοτιμίας] λ ω σ η ό λ ω ν των σ υ σ τ α τ ι κ ώ ν του. Συμβαίνει σε μια συΠλημ. Έ λ ε γ χ ο ς p a r i t y δ ι α ν ύ σ μ α τ ο ς b i t s : v ( i ) , i e { 1 , 2 , γκεκριμένη τιμή θερμοκρασίας, που παραμένει

σταθε-

ρή σ ε όλη τη διάρκεια τ ο υ μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ο ύ . Eutectic

Crystallization

Επ. Υλικ. —>

Eutectic

[Ευτηκτική

Even Permutation

Κρυστάλλωση] Στερεό

Επ. Υλικ.

διάλυμα δύο ή περισσότερων ουσιών,

συγκεκριμένης

σύστασης, που έχει το χαμηλότερο σημείο πήξης από οποιοδήποτε άλλο μίγμα των ίδιων συστατικών. Point

[Αρτια μετάθεση]

Στοιχείο

Μαθημ.

της ο μ ά δ α ς τ ω ν α ρ τ ί ω ν μ ε τ α θ έ σ ε ω ν Α „ τ ά ξ η ς η, υποσ ύ ν ο λ ο τ η ς ο μ ά δ α ς μ ε τ α θ έ σ ε ω ν τ ά ξ η ς n, S n , η ε

Change

Eutectic M i x t u r e [Ευτηκτικό Μίγμαΐ

Eutectic

. . . 2 k ) , k 6 |N.

[Ευτηκτικό Σημείο]

γραμμα φάσεων, ορίζεται το σημείο που

άρτιες μεταθέσεις έχουν την ιδιότητα: c c άρτια μετάθεσ η α ν : rTi
Σε

Επ. Υλικ.

διά-

αντιστοιχεί

Ν. Οι

Boundary

ΙΙληρ.

1.

[ Ε υ θ υ γ ρ ά μ μ ι σ η σε άρτιο αριθ-

Συνθήκη η οποία

πραγματοποιείται

όταν ο μικροεπεξεργαστής διαβάζει ή γράφει σε διεύθ υ ν σ η A d d r = S x x x x x x x x η ο π ο ί α έχει τ η ν

ιδιότητα:

στη σύσταση του ευτηκτικού μίγματος, στη θερμοκρα-

A d d r m o d (sizeof(short)) = 0. II σ υ ν θ ή κ η α υ τ ή ε π ι β ά λ -

σία όπου στερεοποιείται. Τ ο σημείο αυτό είναι μοναδι-

λεται από ο ρ ι σ μ έ ν ο υ ς μικροεπεξεργαστές για να επιτύ-

κό και αμετάβλητο, διότι εκεί υ π ά ρ χ ο υ ν τρεις

χ ο υ ν τ α χ ύ τ ε ρ η π ρ ό σ β α σ η σ τ η ν μ ν ή μ η τους.

φάσεις

σε ισορροπία και επομένως, κανένας βαθμός ελευθερίας.

Evening

Star

[Απογευματινό

άστρο]

ονομασία του πλανήτη Αφροδίτη. Αλλιώς και

Eutectic

System

[Ευτηκτικό

Σύστημα]

Επ. Υλικ. —>

Υλικ.

Temperature

[Ευτηκτική Θερμοκρασία]

II σταθερή τιμή της θερμοκρασίας, στην

στερεοποιείται

ένα

ευτηκτικό

υγρό,

κατά

Επ.

οποία

την

νύξη

του.

ρος όταν εμφανίζεται πριν την ανατολή. Σ υ χ ν ά περνιέEvening

Twilight

[Λυκόφως]

Αστρον.

Ασθενής φωτι-

σμός του ο υ ρ α ν ο ύ λίγο μετά την δύση του ήλιου. Event

[Γεγονός)

Δομή

Πληρ.

δεδομένων,

συνήθως

struct ή record η ο π ο ί α α π ο τ α μ ι ε ύ ε ι σ τ ο ι χ ε ί α

Eutectoid

[Ευτηκτοειδές]

σύγχρονο

σχηματισμό

Επ. Υλικ.

δύο

Αναφέρεται

ή περισσότερων

στο

στερεών

νέργεια

από χειριστή υπολογιστή

η οποία

τήγματος, όπως συμβαίνει στο ευτηκτικό.

εύει και επιπρόσθετα

Μ ο ν ά δ α ενέργειας.

Electron

ε-

επηρεάζει

τον τρόπο λειτουργίας προγράμματος. Συχνά

[Ηλεκτρονιοβόλτ].

σχετικά

με το π ο υ και το πότε ε π ι τ ε λ έ σ τ η κ ε σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η

φ ά σ ε ω ν , κατά την ψ ύ ξ η ενός σ τ ε ρ ε ο ύ μίγματος και όχι EV

Εωσφό-

ται για ufo.

Eutectic Mixture Eutectic

Λαϊκή

Αστρον.

αποταμι-

στοιχεία, όπως την

κατάσταση

του πληκτρολογίου ή την κατάσταση των

περιφερεια-

κών. Τέτοιες δομές διατίθενται στην συνέχεια στο πρό-

Volt. Evacuate

[Εκκενώνω]

Επιστ. Τεχν.

Διαδικασία αφαίρε-

γ ρ α μ μ α τ ο ο π ο ί ο α ν τ ι δ ρ ά α ν ά λ ο γ α μ ε το

σης σώματος από το εσωτερικό άλλου σώματος ή χώ-

τους.

ρου για να επιτευχθεί α π ε λ ε υ θ έ ρ ω σ η του δεύτερου από

Event

Driven

Monitor

[Επιθεωρητής

περιεχόμενο οδηγούμενος

φαινόμενα παρεμβολής που σχετίζονται με την παρου-

από γεγονότα]

σία του πρώτου μέσα στο δεύτερο σώμα. Συνήθης σε

καταγράφει την λειτουργία άλλου προγράμματος,

ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ά ό ρ γ α ν α και σ υ σ κ ε υ έ ς σ τ ι ς ο π ο ί ε ς ε π ι ζ η -

για λόγους ασφαλείας ή για λύγους καταγραφής στατι-

τείται λειτουργία κ ά τ ω από εξειδικευμένες

σ τ ι κ ώ ν τ α χ ύ τ η τ α ς , το ο π ο ί ο π α ρ ά γ ε ι τις α ν α φ ο ρ έ ς τ ο υ

συνθήκες,

όπως κενού, υπό πίεση κλπ. Evaporation

[ Ε ξ ά τ μ ι σ η ] Φνσ.

Η διαδικασία κατά

την

υ γ ρ ό και π ε ρ ν ά ν ε σ τ η ν αέρια φάση. Μηχ.

Loss

[Απώλεια

γ ο ν ό τ ω ν και α υ τ ώ ν αλλά και ά λ λ ω ν (βλέπε E v e n t , E v e n t D r i v e n Event

λόγω

Εξάτμισης]

Χημ.

Εκφράζει τη μερική εξάτμιση ενός υγρού προϊό-

Driven

είτε

θήκευσης.

Event). [ Δ ε ξ α μ ε ν ή ε ξ ά τ μ ι σ η ς ] Μηχ.

Για να

[ Π ρ ό γ ρ α μ μ α ο δ η γ ο ύ μ ε ν ο από

Πληρ.

Event

καταγράφονται

προγραμμάτων,

Program).

Π ρ ό γ ρ α μ μ α το οποίο αντιδρά

α ν ά λ ο γ α μ ε τα π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α αυτές

Tank

Program

δομές γεγονότων]

ντος, κατά τη διάρκεια π α ρ α μ ο ν ή ς του σ ε δοχείο αποEvaporation

Π ρ ό γ ρ α μ μ α το ο π ο ί ο ε π ι θ ε ω ρ ε ί ή

με την βοήθεια σ υ ν δ υ α σ μ ο ύ των δ ι κ ώ ν του δομών, γε-

οποία μόρια σ τ η ν επιφάνεια υ γ ρ ο ύ α π ο σ π ώ ν τ α ι από το Evaporation

Πληρ.

από

δομών γεγονότων, τον

χρήστη

H a n d l i n g [Χειρισμός συμβάντων]

Επικοιν.

φυσικές συνθήκες αποθηκεύεται μέσα σε μία δεξαμενή

στο λογισμικό ελέγχου να αντιδρά σε ερεθίσματα - γε-

εξάτμισης.

γονότα του περιβάλλοντος (συνήθως Οποιαδήποτε

συ-

δίνει

Με-

θοδολογία

Μηχ.

που

(βλέπε

μετρηθεί ο ρυθμός εξάτμισης του νερού υπό δεδομένες

E v a p o r a t o r [ Ε ξ α τ μ ι σ τ ή ς ] Χημ.

προγραμματισμού

του.

όπα>ς

δυνατότητα

αναγνωρισμένα

σαν κλάσεις γεγονότων).

σκευή που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση

ν ε ρ ο ύ , E v e n t H o r i z o n [ Ο ρ ί ζ ο ν τ α ς γ ε γ ο ν ό τ ω ν ] Φυσ. Γ ι α μ ε λ α με εξάτμιση, από υδατικά διαλύματα μη πτητικών ουν ή ο π ή μ ά ζ α ς Μ , η α κ τ ί ν α S c h w a r z c h i l d : R$ch = 2 G M / σιών. c", ό π ο υ c ε ί ν α ι η τ α χ ύ τ η τ α τ ο υ φ ω τ ό ς και G η βαρυτιΕ

V e c t o r [ Δ ι ά ν υ σ μ α EJ

Ηλεκρομαγν.

II μία από τις δ ύ ο

διανυσματικές συνιστώσες ηλεκτρομαγνητικού

κύμα-

συμπιε-

στεί λ ό γ ω βαρυτικής κατάρρευσης μέσα σ ε ακτίνα R < R$ch, (ύπως σ ε μελανή οπή) τίποτε δεν μπορεί ν α δια-

τος. Even Function

κή σταθερά. Σ ε σ ώ μ α στο οποίο η μάζα έχει

[Αρτια συνάρτηση]

Μαθημ.

Συνάρτηση

f(x), χ € Α , για την οποία ισχύει: " x e A , f(x) = ί(-χ).

φ ύ γ ε ι έ ξ ω α π ύ τ η ν ν ο η τ ή σ φ α ί ρ α α κ τ ί ν α ς R$ C h, γ ύ ρ ω από το κέντρο μάζας, (βλέπε E r g o s p h e r e ) .

- 547 Event Loop [Ατέρμωνας κύκλος κώδικα γεγονότων] Πληρ, Το τμήμα του προγράμματος το οποίο είναι υπεύθυνο για την διαχείριση της λίστας γεγονότων όπως αυτές αποθηκεύονται από το λειτουργικό πρόγραμμα. Συνήθως εξετάζει την λίστα αυτή και αν υπάρχει τουλάχιστον ένα γεγονός, το αφαιρεί και παραπέμπει τον μικροεπεξεργαστή στο ανάλογο τμήμα του κώδικα που διαχειρίζεται το γεγονός, (βλέπε Event). Events [Συμβάντα] Επικοιν. Στη γλώσσα προγραμματισμού Java μπορεί κανείς να ορίσει γεγονότα και κλάσεις γεγονότων που παράγονται ή μπορούν να χειριστούν τα αντικείμενα του. Συνήθως μεσολαβεί μια εξαντλητική ανάλυση ώστε να προβλεφθούν όσο το δυνατόν περισσότερα γεγονότα αλλιώς χειρίζονται σαν εξαίρεση (Exception). Ε wing Theory of Ferromagnetism [Θεωρία σιδηρομαγνητισμού του Ewing] Φυσ.Στερ.Κατ. Μαγνητική θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο ή μόριο σιδηρομαγνητικού υλικού συμπεριφέρεται σαν ένας μικρός μόνιμος μαγνήτης, του οποίου ο άξονας μπορεί να περιστρέφεται ελεύθερα κάτω από την επίδραση μαγνητικών πεδίων ή άλλων μαγνητών. Exa- [Εξα-] Τεχνολ.. Πρόθεμα με το οποίο υποδηλώνεται ότι μία ποσότητα έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό ΙΟ18. Συμβολίζεται: Ε. Π.χ. 1 Ecm = 10,8cm. Exact Differential Equation [Ακριβής διαφορική εξίσωση] Μαθημ. Διαφορική εξίσωση F(x, y, y') = 0, για την οποία ισχύει: S g(x): dg(x)/dx = 0 «ί=> F(x, y, y') = 0. Exact Differential Form [Ακριβής διαφορική μορφή] Μαθημ. Συνάρτηση l'(x) για την οποία ισχύει: S g(x): dg(x)/dx = f(x). Exact Division [Ακριβής διαίρεση] Μαθημ. 1. Διαίρεση ακεραίων a, b e Ζ, για τους οποίους ισχύει: S q e Ζ: a = bq. 2. Διαίρεση πολυωνύμων a(x), b(x) e Z[x], για τα οποία ισχύει: S q(x) £ Z(x]: a(x) = b(x)q(x). Exact Divisor [Ακριβής διαιρέτης] Μαθημ. 1. Για ακέραιο a g Ζ, ακέραιος b e Ζ, τέτοιος ώστε να ισχύει: S q e Ζ: a = bq. 2. Για πολυώνυμο a(x) e Z[x], πολυώνυμο b[x] e Ζ[χ], τέτοιο ώστε να ισχύει: S q(x) e Z[x]: a (χ) = b(x)q(x). (βλέπε Exact Division). Exact Sequence [Ακριβής ακολουθία] Μαθημ. Ακολουθία απεικονίσεων f·,: Aj —>Ai+i, i e I, για την οποία ισχύει:" a„ bj e Aj: l',(aj ® b,) = f,(aj) ® fj(bj), και kcr(fi) = im(fi.t). Excavation [Εκσκαφή] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα άνοιγμα μέσα στο έδαφος, αλλά και η όλη διαδικασία που απαιτείται για να γίνει αυτό. Excavator [Εκσκαφέας] Πολ.Μηχ. Είναι ένα μηχάνημα, το οποίο χρησιμοποιείται για την διάνοιξη διαφόρων τύπων ανοιγμάτων στο έδαφος και για την μετακίνηση των παραγομένων χωματισμών. Exceedance Probability [Πιθανότητα υπέρβασηςί Πολ. Μηχ. Στην επιστήμη της αντισεισμικών κατασκευών είναι η πιθανότητα του να συμβεί ένα σεισμικό συμβάν το οποίο θα ξεπεράσει ένα δεδομένο όριο, πάντα μέσα σε μία ορισμένη χρονική'] περίοδο. Except [Εκτός] Μαθημ. Δυαδικός λογικός τελεστής, Ε (Χ, y), οριζόμενος ως ακολ.ούθως: " x, y e {0,1}, Ε(Χ, y) = {1, iff χ = 1 and y = 0, 0 otherwise}. Except Gate [Θύρα "εκτός"] Ηλεκ. Λογική θύραΕ(Χ|, Χ2, ...x n ) η οποία ορίζεται αναδρομικά με την βοήθεια του λ.ογικού τελεστή "εκτός": Ε(χ, y), ως ακολούθως: Ε(χι, χ2, ...χ,Ο = Ε(ΧΙ, Ε(Χ2, ...Ε(χη.|, χΠ))). (βλέπε Except).

Exchange 2

Exception [Εξαιρέσεις] Επικοιν. Μη αναγνωρισμένα γεγονότα που χειρίζονται από γενικούς κανόνες. Η αντιμετώπιση τους ποικίλλει αν^ογα με το πρόβλημα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν καταστρέφεται η λειτουργία του προγράμματος και δεν χάνεται ο έλεγχος ο οποίος πρέπει να επιστρέφει στο πρόγραμμα που καλεί. Exception Handling [Διαχείριση εξαιρέσεων] Πληρ. Υποπρόγραμμα λειτουργικών συστημάτων υπεύθυνο για την εκτέλεση ειδικών διανυσματικών συνιστωσών οι οποίες ενεργοποιούνται σε περίπτωση σοβαρής συνθήκης σφάλ.ματος. (βλέπε Exception Vector). Exception Principle System [Σύστημα με αρχή εξαίρεσης] Πληρ. Προγράμματα παλαιότερης τεχνολογίας τα οποία εκτυπώνουν στατιστικές συνθηκών σφάλματος σε περίπτωση που ο χρήστης εισάγει εσφαλμένα δεδομένα ή σε περίπτωση που ο υπολογιστής δεν μπορεί να υπολογίσει δεδομένα με επαρκή ακρίβεια. Exception Reporting [Αναφορά εξαίρεσης] Πληρ. Εκτύπωση στατιστικής συνθηκών σφάλματος σε περίπτωση που ο χρήστης εισάγει εσφαλμένα δεδομένα ή σε περίπτωση που ο υπολογιστής δεν μπορεί να υπολογίσει δεδομένα με επαρκή ακρίβεια, (βλέπε Exception Principle System). Exception Vector [Διάνυσμα εξαίρεσης] Πληρ. Μικρό υποπρόγραμμα λειτουργικών συστημάτων σε χαμηλές διευθύνσεις, το οποίο ενεργοποιείται σε περίπτωση σοβαρού σφάλματος. Συνήθως έχει περιορισμένες δυνατότητες, για να αποφευχθεί χειροτέρεψη της κατάστασης σφάλματος κατά την εκτέλεσή του και ειδοποιεί τον χρήστη μέσω κάποιου σχετικά απλού μηχανισμού για την συνθήκη σφάλματος που έχει προκύψει. Excess Air [Περίσσεια Αέρα] Χημ. Μηχ. Ορίζει το ποσοστό του αέρα που πρέπει να τροφοδοτηθεί, επιπλέον από το θεωρητικά απαιτούμενο για πλήρη καύση ενός καυσίμου, λόγω της μη ιδανικότητας των συνθηκών. Excess Coefficient [Συντελεστής αέρα καύσης] Μηχ. Μηχ. Ο συντελεστής που δίνει το πλεόνασμα ποσότητας αέρα που χρησιμοποιείται για την καύση ορισμένης ποσότητας καυσίμου και ορίζεται ως ο λόγος, της διαφοράς της πραγματικής ποσότητας αέρα μείον την θεωρητική ποσότητα για την τέλεια (στοιχειομετρική) καύση, προς την θεωρητική ποσότητα. Excess Conduction [Πρόσθετη αγωγιμότητα] Φνσ. Στεμ.Κατ. Το τμήμα της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ενός ημιαγωγού που οφείλεται σε ηλεκτρόνια τα οποία προέρχονται από προσμίξεις. Excess electrons [Πρόσθετα ηλεκτρόνια] Φυσ.Στερ. Κατ. Ονομασία για τα ηλεκτρόνια ενός ημιαγωγού που συνεισφέρουν στην αγωγιμότητά του και προέρχονται από προσμίξεις. Excess Reactivity [Πλεονάζουσα αντιδραστικότητα] Πυρην. Φνσ. Η εγκαθίδρυση ελεγχόμενου υπερκρίσιμου ισο/.ογισμού σε ένα πυρηνικό αντιδραστήρα με τη διοχέτευση πλεονάζουσας ποσότητας πυρηνικού καυσίμου έχοντας λ.άβει υπόψη την μείωση της ποσότητάς του λόγω διαφόρων απωλειο')ν. Exchange 1 [Ανταλλαγή] Επικοιν. Διαδικασία κατά την επικοινωνία 2 μερίόν όπου και οι 2 αποστέλλουν. Exchange 2 [Ανταλλαγή] Φοσ. 1. Μαθηματική πράξη που τελείται πάνω στην κυματοσυνάρτηση δύο ταυτοσήμων σωματιδίων, κατά την οποία εναλλάσσονται οι μεταβλνητές των θέσεων και των σπιν των σωματιδίων. 2. Η ανταλλαγή στοιχειώδους σωματιδίου κατά την αλληλεπίδραση δύο άλλων σωματιδίων με την οποία

Exchange Buffer

-548 -

δημιουργείται κάποιου είδους δύναμη ή αλληλεπίδραση. Exchange B u f f e r [Buffer ανταλλαγής] Πληρ. Χώρος μνήμης ή σκληρού δίσκου ο οποίος εκτελεί χρέη ενδιάμέσης αποθήκευσης κατά την διάρκεια χρονοβόρων ή χωροβύρων αλγορίθμων. Exchange Buffering [Buffering ανταλλαγής] Πληρ. 1. Διαδικασία χρησιμοποίησης χώρου μνήμης ή σκληρού δίσκου ο οποίος εκτελεί χρέη ενδιάμεσης αποθήκευσης κατά την διάρκεια χρονοβόρων ή χωροβόρων αλγορίθμων. 2. Διαδικασία χρησιμοποίησης χώρου μνήμης ή σκληρού δίσκου ο οποίος εκτελεί χρέη ενδιάμεσης αποθήκευσης κατά τη διάρκεια της εισαγωγής ή εξάγωγής δεδομένων σε πρόγραμμα. Exchange Force [Δύναμη ανταλλαγής] Φυσ. Η δύναμη ή αλληλεπίδραση η οποία οφείλεται στη συνεχή ανταλλαγή στοιχειωδών σωματιδίων (βλέπε Exchange). Exchange Plant | Οργάνωση ανταλλαγής] Επικοί ν. Μεταφορικά ένα δίκτυο ανταλλαγής μηνυμάτων μέσα σε κλειστό συνήθως χώρο πχ μια επιχείρηση. Exehangc Sort [Ταξινόμηση με ανταλλαγή] Πληρ. Αλγόριθμος ταξινόμησης που χρησιμοποιεί το υποπρόγραμμα: void exchangc(short *a, short *b) {short temp; temp - *a: *a - *b: *b = temp;), ή κάποια παραλλαγή του. Ο συνηθέστερος τύπος είναι ο αλγόριθμος bubble sort. Exchangeable Disk Storage [Εναλλάξιμο μέσο αποΟήκευσης] Πληρ. Κασσέτες με αυτόνομους μικρούς σκληρούς δίσκους οι οποίες έχουν μέτρια χωρητικότητα και αποτελούν μέρος συσκευής αποθήκευσης εναλλάξιμου μέσου. Οι συνηθέστεροι τύποι είναι οι κασέτες των συσκευών syquest και bcrnoulli με χωρητικότητα 40 και 80 mbytes. Γνωστές και σαν κασέτες αφαιρούμενου μέσου. Excitation [Διέγερση] Ηλχκ. Η δημιουργία μαγνητικής ροής κατά τη στιγμή που ηλεκτρικό ρεύμα, το ρεύμα διέγερσης, αρχίζει να διατρέχει τις περιελίξεις ενός ηλεκτρομα^νήτη. Excitation" [Διέγερση] Η/χκτρον. II εφαρμογή ηλεκτρικού σήματος σε κάποια ηλεκτρονική διάταξη, όπως π. χ. ένας ενισχυτής, που έχει σαν στόχο να διεγείρει ή αλλιώς να οδηγήσει την παραπάνω διάταξη. Excitation 3 [Διέγερση] Φυα. Η μετάβαση ενός κβαντομηχανικού συστήματος απύ την βασική ενεργειακή κατάσταση σε μία διεγερμένη λόγω απορρόφησης συγκεκριμένου ποσού ενέργειας. Excitation 4 [Διέγερση] Ατομ. Φνα. Διαδικασία κατά την οποία ηλεκτρόνιο ατόμου μεταφέρεται από στάθμη ενέργειας ΕΑΡΧ σε στάθμη ενεργείας ETC>. με: Erc^ > ΕΑΡΧ. Excitation Energy [Ενέργεια διέγερσης] Φνα. Ονομασία που αναφέρεται στο ποσό ενέργειας που χρειάζεται να προσλάβει ένα κβαντομηχανικό σύστημα έτσι ώστε να μεταβεί από τη βασική ενεργειακή κατάσταση σε μία διεγερμένη. Excitation Index [Δείκτης διέγερσης] Φυσ. Σε πίνακες ποιοτικής φασματικής ανάλυσης, δείκτης ο οποίος παρέχει την σχετική ένταση φασματικής γραμμής στοιχείου σε συνδυασμό με παρόμοιους δείκτες άλλα)ν γραμμών του ίδιου ή άλλου στοιχείου. Π.χ. για το νάτριο και για άκρα τιμών [1, 9000]: 5895.92 Na I 5Θ00Ι*, 5889.95 Na I 9000R, 3302.32 Na I 600R. Excitation Potential [Δυναμικό διέγερσης] Φιχτ. Ποσύτητα ηλεκτρικού δυναμικού η οποία πολλαπλασιαζόμενη με την απόλυτη τιμή του φορτίου του ήλεκτρονιου δίνει την ενέργεια διέγερσης.

Excitation Spectrum [Φάσμα διέγερσης] Φυσ. Φάσμα εκπομπής ατόμων στοιχείου το οποίο παράγεται από μη ιονισμένα άτομα. Το φάσμα στοιχείου που παράγεται από εκκένωση τόξου χαμηλής τάσης και έντασης ή εκκένωση αίγλης είναι τέτοιο, σε αντίθεση με το οάσμα σπινθήρος που είναι φάσμα ιονισμένου ατόμου. Excited Atom [Διηγερμένο άτομο] Φυα. Ατομο του οποίου τουλάχιστο ένα ηλεκτρόνιο βρίσκεται σε κατάστάση διέγερσης, (βλέπε Excited State), Excited State [Κατάσταση διέγερσης] Φνσ. Επιτρεπόμενη ενεργειακή κατάσταση σωματιδίου στην οποία το σωματίδιο έχει ενέργεια Ecxc μεγαλύτερη από ενέργεια θεμελιώδους κατάστασης Eh;)S. Excited State [Διεγερμένη κατάσταση] Φνσ. Ενεργειακή κατάσταση στην οποία μπορεί να μεταβεί ένα κβαντομηχανικό σύστημα εφόσον δεχθεί συγκεκριμένο ποσό ενέργειας. Exciter Lamp [Λυχνία διέγερσης] Ηλεκ. 1. Λυχνία πυράκτωσης ή υδραργύρου υψηλής πίεσης μεγάλης σχετικά φωτεινότητας χρησιμοποιούμενη σε φωτοαντιγραφικά μηχανήματα και σαρωτές (scanners). 2. Βοηθητική λυχνία αίγλης σε ηλεκτρονικές συσκευές, όπως λυχνία φωτοευαίσθητου διακόπτη σε ηλεκτρονικά κυκλώματα ή λυχνία αναπαραγωγής πληροφορίας σε φιλμ. 3. Λυχνία υπεριωδών ακτίνων μεγάλου μήκους κύματος που χρησιμοποιείται όταν επιθυμείται διέγερση φθορισμού, κλπ. Exciting Coil [Πηνίο διέγερσης] Η/χκ. Το πηνίο περιέλιξης ηλεκτρομαγνήτη, μέσω του οποίου διοχετεύεται ρεύμα και σε συνδυασμό με τον πυρήνα παράγει μαγνητικό πεδίο. Exciting Current [Ρεύμα διέγερσης] Ιίλεκ. Το ρεύμα πρωτεύοντος μετασχηματιστή ή αυτομετασχηματιστή που λειτουργεί χωρίς να καταναλώνει ισχύ στο δευτερεύον. Exciting Line [Γραμμή διέγερσης] ΦΌΟ. Μία απύ τις γραμμές σε γραμμικό φάσμα εκπομπής στοιχείου ή φωτεινής πηγής laser. Συχνά και με το όνομα "γραμμή συντονισμού", Exciting Winding [Περιέλιξη διέγερσης] Η/χκ. Περιέλιξη ηλεκτρομαγνήτη, επαγωγικού πηνίου, μετασχηματιστή ή αυτομετασχηματιστή ή άλλου τμήματος ηλεκτρικής διάταξης πάνω στην οποία παράγεται ρεύμα εξ' επαγωγής με κατάλληλη ηλεκτρική ζεύξη, Exciton [Εξιτόνιο] Φυσ.Στερ.Κατ. Ονομασία που αναφέρεται σε δέσμιο ζευγάρι ηλεκτρονίου οπής το οποίο μετακινείται μέσα σε στερεό μέχρι να επανασυνδεθεί, Κατά την επανασύνδεση εκπέμπεται φωτόνιο, Excluded Volume Effect [Φαινόμενο Αποκλειόμενου Ογκου] Χημ. Σε μια πραγματική, πολυμερική αλυσίδα, είναι η στερική άπωση που αναπτύσσεται, όταν δύο μονομερικά τμήματα έρθουν πολύ κοντά μεταξύ τους. αφού δύο τμήματα δεν μπορούν να καταλαμβάνουν την ίδια θέση στο χώρο. Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού, είναι η διόγκωση της αλυσίδας, Exclusion Principle [Απαγορευτική αρχή] Φυσ. Βασική αρχή της κβαντομηχανικής, γνωστή και ως απαγορευτική αρχή του Pauli, κατά την οποία δεν επιτρέπεται σε δύο ταυτόσημα φερμιόνια ενός συστήματος να βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση. Exclusive Or [Αποκλειστικό είτε] Μαθημ. Δυαδικός λογικός τελεστής, E(x, y), οριζόμενος ως ακολούθως:" χ, y e [0,1), Ε(χ, y) = {1, iff χ ' y, 0 iff χ = y). Exclusive Or Gate [Θύρα "αποκλειστικού είτε/'] Η/χκ. Λογική θύρα E(x h χ^, ...χ η ) η οποία ορίζεται αναδρο-

- 549 μικά με την βοήθεια του λογικού τελεστή "αποκλειστικό είτε": Ε(χ, y), ως ακολούθως: Ε(χι, χ2, ...χ η ) = Ε(χι, Ε(χ->, ...Ε(χη.|, χ,,))), (βλέπε Exclusive Or). Exclusive Segments [Αποκλειόμενα τμήματα] Πληρ. Σε συστήματα διαχείρισης εικονικής μνήμης ή κώδικα στα οποία τμήματα μνήμης εισέρχονται στο και εξέρχονται από το κεντρικό πρόγραμμα επεξεργασίας, χαρακτηρισμός τμημάτων { M J , i e 1, για τα οποία ισχύεει: Αν i 1 j τα Μ„ Mj δεν μπορεί να διαχειρίζονται από το πρόγραμμα ταυτόχρονα. Executable Statement [Εκτελέσιμη δήλωση] Πληρ. Ακολουθία εντολών η οποία μπορεί να εκτελεστεί εγγενώς από τον μικροεπεξεργαστή δεδομένου υπολογιστή. (βλέπε Execution). Execute [Εκτελ.ώ] Πληρ. Εκκινώ διαδικασίες που σηματοδοτούν εκτέλεση προγράμματος ή υποπρογράμματος. (βλέπε Execution). Execute Statement [Δήλ.ωση εκτέλεσης]. Εντολή με την οποία σηματοδοτείται εκτέλεση προγράμματος -^Execution Statement. Execution [Εκτέλεση] Πληρ. Ανάθεση στον καταχωρητή μέτρησης προγράμματος PC (program counter), συγκεκριμένης διεύθυνσης, συνήθως διαφορετικής από τις τιμές που περιέχει ο καταχωρητής πριν την πραγματοποίηση της ανάθεσης. II τιμή αυτή είναι συνήθως η κύρια διεύθυνση (entry point) κάποιου υποπρογράμματος και η ανάθεση αυτή σηματοδοτεί την εκκίνηση του αντίστοιχου υποπρογράμματος από τον μικροεπεξεργαστή. (βλέπε Entry Point). Execution Cycle [Κύκλος εκτέλεσης] Πληρ. Το σύνολο ή ο χρόνος συνόλου ακολουθίας εντολών οι οποίες εκτελούνται κατά την εκτέλεση προγράμματος ή υποπρογράμματος. (βλέπε Execution, Executable Statement). Execution Error [Σφάλμα κατά την εκτέλεση] Πληρ. Παρουσία συνθήκης σφάλματος οφειλόμενη συνήθως σε σφάλμα ή απροσεξία του συγγραφέα συγκεκριμένου προγράμματος, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη συγκυρία συνΟηκο')ν, όπως μη συμβατότητα δεδομένου προγράμματος με άλλο το οποίο εκτελείται ταυτόχρονα. (βλέπε Execution). Execution Error Detection [Αναγνώριση σςοαλμάτων εκτέλεσης] Πληρ. Διαδικασία ασφαλείας μέσω της οποίας ανιχνεύονται συνθήκες σφάλματος κατά την εκτέλεση προγράμματος ή υποπρογράμματος είτε από το ίδιο το πρόγραμμα που εκτελείται ή από το λειτουργικό σύστημα κάτω από το οποίο εκτελείται το πρόγραμμα. (βλέπε Error Condition). Execution Statement [Δήλωση εκτέλεσης] Πληρ. Εντολή ή κώδικας τα οποία σηματοδοτούν εκτέλεση προγράμματος ή υποπρογράμματος, χωρίς απαραίτητα τα ίδια να είναι εκτελέσιμα, όπως η δήλωση C: \programname στο DOS. (βλέπε Execution). Execution Time [Χρόνος εκτέλεσης] Πληρ. 1 . 0 πραγματικός χρόνος lstart - tciid όπου t,ljn είναι ο χρόνος κατά την εκτέλεση του σημείου εισόδου υποπρογράμματος και t^j είναι ο χρόνος κατά την εκτέλεση του σημείου εξόδου υποπρογράμματος. 2. Ο πραγματικός χρόνος που μεσολαβεί κατά την εκτέλεση εγγενούς εκτελέσιμης εντολής από δεδομένο μικροεπεξεργαστή. Συνήθως μετράται σε ccps ή μέσω του αντιστρόφου του, σε εντολές/sec. (βλέπε Executable Statement). Executive Control Language [Γλ*ώσσα προνομιακού ελέγχου] Πληρ. Σχετικά απλή γλνώσσα προγραμματι-

Executive System Concurrency V ·/

σμού με δυνατότητες macro ή script η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον χειριστή για να επιτελεσθούν αυτόματα παρόμοιες διαδικασίες ή για να διευκολυνθούν διάφορες διαδικασίες στο επίπεδο του λειτουργικού συστήματος. Executive Guard Mode [Προνομιακή κατάσταση προστασίας] Πληρ. Κατάσταση λειτουργίας η οποία είτε ενεργοποιείται μέσω ειδικού υποπρογράμματος ή βρίσκεται μονίμως ενεργοποιημένη και προστατεύει προγράμματα ή το λειτουργικό από παρεμβάσεις που μπορεί να ανατρέψουν δεδομένα κρίσιμα για την λειτουργία του υπολ.ογιστή. (βλέπε Executive Mode). Executive Instruction [Προνομιακή εντολή] Πληρ. Εντολ.ή η οποία μπορεί να εκτελεστεί μόνο όταν ο υπολογιστής βρίσκεται σε προνομιακή κατάσταση λειτουργίας. (βλέπε Executive Mode). Executive Logging [Προνομιακή καταγραφή] Πληρ. Αυτόματη καταγραφή διαγνωστικών ή αναφορ(όν λειτουργίας (logs) από πρόγραμμα που λειτουργεί σε προνομιακή κατάσταση. όπ(ος ένα λειτουργικό. Οι αναφορές αυτές χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθούν οι παρελθοντικές ενέργειες διαφόρων χρηστών. Executive Mode [Προνομιακή κατάσταση λειτουργίας] Πληρ. Μία από τις δύο δυνατές καταστάσεις λειτουργίας υπολογιστή. Η άλλη είναι η μη προνομιακή κατάσταση λειτουργίας. Στην μη προνομιακή κατάσταση λειτουργίας, ένα συγκεκριμένο σύνολο εντολών δεν μπορεί να εκτελεστεί από το χρήστη ή προγραμματιστή υπολογιστή, εκτός αν ο δεύτερος αλλάξει προγραμματιστικά την κατάσταση λειτουργίας σε προνομιακή, μέσω ειδικής εντολής. Γνωστή και σαν Priviledued Mode. Executive Program [Προνομιακό πρόγραμμα] Πληρ. Χαρακτηρισμός προγράμματος το οποίο έχει την δυνατότητα να παράγει ή να εκτελέσει προνομιακές εντολές, όπως προγράμματα compilers και κεντρικά λειτουργικά συστήματα. Executive Routine [Προνομιακό υποπρόγραμμα] Πληρ. Υποπρόγραμμα το οποίο είτε εκτελείται σε προνομιακή κατάσταση λειτουργίας ή αλλάζει την κατάσταση λειτουργίας από μη προνομιακή σε προνομιακή για να καλύψει συγκεκριμένες λειτουργικές ανάγκες, (βλέπε Executive Guard Mode, Executive Mode). Executive Scheduled Maintenance [Προνομιακή προγραμματισμένη συντήρηση] Πληρ. Τακτική εκτέλεση υποπρογραμμάτων συνήθως προνομιακής κατάστασης που επιτελούν χρονοβόρες ή τετριμμένες λειτουργίες συντήρησης σε πολύπλοκες υπολογιστικές εγκαταστάσεις, όπως διαχείριση άχρηστης μνήμης μετά από μακροχρόνιους υπολογισμούς, τερματισμό και επανεκκίνηση προγραμμάτων που εκτελούνται για μεγάλα διαστήματα και εκτύπωση αποτελεσμάτων σε batches, (βλέπε Executive Mode). Executive Supervisor [Προνομιακός επιθεωρητής| Πληρ. Πρόγραμμα προνομιακής κατάστασης λειτουργίας που διαχειρίζεται πόρους μνήμης, χρονικής διάρκειας και προνομίων άλλων προγραμμάτων, (βλέπε Executive Mode). Executive System Concurrency [Ταυτοχρονισμός προνομιακού συστήματος] Πληρ. Μία από τις ιδιότητες μεγάλ^ων λειτουργικών συστημάτων σύμφωνα με την οποία μπορούν να εκτελεστούν πολλά προγράμματα ταυτόχρονα. Η ταυτοχρονία δεν είναι απόλυτη αλλά η κατανομή χρονικοον και μνημονικών πόρων είναι τέτοια που πρακτικά το σύστημα συμπεριφέρεται σαν

Executive System Control

- 550 -

ταυτόχρονο στον χρήστη εκτός αν υπάρχει πολύ μεγάλος φόρτος εργασίας. Executive System Control [Ελεγχος προνομιακού συστήματος] Πληρ. Οποιαδήποτε διαδικασία επιτελείται από προγραμματιστή σε προνομιακό σύστημα, σκοπός της οποίας είναι η περαιτέρω διαχείριση άλλων υποπρογραμμάτα>ν με την βοήθεια του προπρογραμματισμένου προνομιακού συστήματος, (βλέπε Executive Mode). Executive System Utilities [Βοηθητικά εργαλεία προνομιακού συστήματος] Πληρ. Υποπρογράμματα προνομιακού ή λειτουργικού συστήματος, υπεύθυνα για την διαχείριση λειτουργιών που απαιτούνται όταν εκτελούνται κανονικά προγράμματα υπό την επίβλεψη του λειτουργικού, όπως διαχείριση Input/Output, εκτυπώσεων, συντήρησης, επιθεώρησης, διαχείριση μνήμης, κλπ. (βλέπε Executive Mode, Executive Scheduled Maintenance, Executive Supervisor, Executive System Control). Exhaust Pipe [Σίολήνας εξάτμισης] Μηχ. Είναι ένας αγωγός διάμεσου του οποίου, τα αέρια κατάλοιπα της εσωτερικής καύσης που πραγματοποιείται μέσα σε μία μηχανή, εξέρχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα. Exhaust Valve [Βαλβίδα εκροής] Μηχ. Μηχ. Ειδική βαλβίδα που λαμβάνει κίνηση από την εκκεντροφόρο άτρακτο της μηχανής εσωτερικής καύσης για την εκκένωση του κυλίνδρου από τα καυσαέρια στο τέλος του κύκλου λειτουργίας του. Exhaust Velocity [Ταχύτητα καυσαερίων] Μηχ.Ρευστ. Η κατά την κίνηση ενός πυραύλου ταχύτητα εξόδου των καυσαερίων η οποία ορίζεται σε σχέση με τον πύραυλο. Exit [Τερματισμός] Πληρ. 1. Ανάθεση στον καταχωρητή μέτρησης προγράμματος PC (program counter), διεύθυνσης επιστροφής, όπως αυτή έχει καταχωρηθεί στον καταχωρητή στοίβας (stack) πριν την εκτέλεση υποπρογράμματος. Προκειμένου περί κυρίου προγράμματος, ο έλεγχος επιστρέφει στο λειτουργικό σύστημα, ενώ περί υποπρογράμματος, ο έλεγχος επιστρέφει στο υποπρόγραμμα που είχε καλέσει το υποπρόγραμμα που τερματίζεται, (βλέπε Execution). 2. Τμήμα κώδικα που περιέχεται σε ατέρμονα κύκλο εντολών το οποίο επιτρέπει τον τερματισμό του κύκλου μέσω κατάλληλης λογικής συνθήκης. Π.χ. στον ατέρμονα κύκλο: do {if (x>=a) break;} while (true); η εντολή break. Exit Pupil [Κόρη εξόδου] Οπτικ. Σε οπτική διάταξη με ίριδα που απεικονίζει σημείο Χ: έμπροσθεν της διάταξης σε σημείο Χ ι όπισθεν της διάταξης, η προβολή Ε του σημείου Χ> όπως αυτή προβάλλεται όπισθεν της διάταξης από τα οπτικά στοιχεία της διάταξης που βρίσκονται έμπροσθεν της ίριδας, (βλέπε Entrance Pupil). Exothermic [Εξώθερμος] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική αντίδραση, κατά τη διεξαγωγή της οποίας εκλύεται θερμότητα στο περιβάλλον. Exothermic Reaction [Εξώθερμη αντίδραση] Πυρην. Φνσ. Πυρηνική αντίδραση κατά την οποία παρατηρείται απελευθέρωση ενέργειας. Ονομάζεται επίσης και εξωεργική αντίδραση. Exothermic Reaction 2 [Εξώθερμη αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση στη διάρκεια της οποίας απελευθερώνεται θερμική ενέργεια προς το περιβάλλον. Exotic Atom [Εξωτικό άτομο] Ατομ.Φυσ. 1. Ατομο του οποίου ένα από τα ηλεκτρόνιά του έχει τεχνητά αντικατασταθεί από άλλου είδους αρνητικό σωματίδιο, λε-

πτόνιο ή μεσόνιο. 2. Ατομο του οποίου ο πυρήνας έχει τεχνητά αντικατασταθεί από θετικό μεσόνιο. Expanded Batch [Εκτεταμένη διαχείριση batch] Πληρ. Αυτόματη διαχείριση πολλών εντολών batch ή script, Συνήθης σε πολύπλοκα υπολογιστικά συστήματα στα οποία πολλά προγράμματα παράγουν παρόμοια δεδομένα των οποίων η παραγωγή αυτοματοποιείτε, Expanded Sweep [Εκτεταμένη σάρωση] Ηλεκτρον. Η επιτάχυνση της κίνησης ηλεκτρονικής δέσμης στην οθόνη ενός παλμογράφου κατά τη διάρκεια επιλεγμένου τμήματος του χρόνου σάρωσης, Expanding Arm [Διεστελλόμενος βραχίονας] Αστρον. Χαρακτηρισμός βραχίονα γαλαξία όταν η κίνησή του περιέχει διανυσματική συνιστώσα η οποία υποδεικνύει απόλυτη κίνηση από το κέντρο προς τα άκρα. Ο γαλαξίας μέσα στον οποίο βρίσκεται το ηλιακό σύστημα περιέχει τέτοιους βραχίονες. Expanding Universe r [Διεστελλόμενο σύμπαν] Φνσ. Θεωρία η οποία επιχειρεί να εξηγήσει την φαινόμενη απομάκρυνση μεταξύ του μεγαλύτερου ποσοστού των παρατηρούμενων γαλαξιών στο σύμπαν, Expanding Universe 2 [Διεστελλόμενο σύμπαν] Σχετικ. Μοντέλο του χωροχρονικού συνεχούς βασισμένο στην εναλλακτική μορφή της εξίσωσης τανυστών του νόμου της βαρύτητας του Einstein: RIJ - 1/2 g:jR + = -KT :J , με λ 1 0. (βλέπε Einstein's Law of Gravitation, Einstein Tensor). Expansion [Ανάπτυγμα] Μαθημ. Ανάλυση μαθηματικής έκφρασης σε άθροισμα: ΣΝΜ^ ή γινόμενο: ΠΝΜ^, με Ν, M e |Ν u {<»}. Expansion Board [Κάρτα επέκτασης] Πληρ. Εξωτερική κάρτα αποτελούμενη από επιπρόσθετους μικροεπεξεργαστές και μνήμη η οποία επεκτείνει συγκεκριμένες δυνατότητες και λειτουργίες σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Expansion Joint [Αρμός διαστολής] Πολ.Μηχ. Είναι ένα κενό το οποίο αφήνεται μεταξύ δύο τμημάτων μίας κατασκευής ή δύο στοιχείων σκυροδέματος, με σκοπό να αποφευχθεί η ανάπτυξη επιπλέον εντατικής κατάστάσης, όταν τα δύο τμήματα εκατέρωθεν του αρμού θα διασταλούν, δηλαδή θα αυξηθούν οι διαστάσεις τους. λόγω θερμοκρασιακών κυρίως μεταβολών ή άλλων αιτιών. Expansion Rollers [Κύλινδροι διαστολής] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για ισχυρούς μεταλλικούς κυλίνδρους, επάνω στους οποίους μπορεί να κινηθεί το ένα άκρο του φέροντος οργανισμού μίας γέφυρας ή ενός δικτυώματος μίας κατασκευής, έτσι ώστε να αποφευχθεί η ανάπτύξη επιπλέον εντατικής κατάστασης από την διαστολή λόγω θερμοκρασιακών κυρίως ή και άλλων μεταβολών, των στοιχείων αυτών. Expansion Slot [Υποδοχή επέκτασης] Πληρ. Αρσενική ή θηλυκή ηλεκτρονική υποδοχή ή βύσμα, μέσω του οποίου συζεύγνυνται εξωτερικά κυκλώματα επέκτασης στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή στην μητρική κάρτα. Expectation Value [Αναμενόμενη τιμή] Φυσ. Όρος που χρησιμοποιείται στην κβαντομηχανική για να υποδηλώσει τη μέση τιμή μίας φυσικής ποσότητας. Expected Value [Αναμενόμενη τιμή] Μαθημ. Για 6ιάκριτή τυχαία μεταβλητή Χ = {Xj, i e 1} με αντίστοιχες πιθανότητες {f(Xj), i e 1} το άθροισμα: EX = Σ ί Χ Λ Χ ί ) · Για συνεχή τυχαία μεταβλητή με πυκνότητα κατανομής f(x), το ολοκλήροψα: EX = J..,">xf(x)dx. Experiment [Πείραμα] Γεν. Διαδικασία σε ελεγχόμενο

-551 περιβάλλον και συνήθως με ελεγχόμενες παραμέτρους μέσω της οποίας επιχειρείται επιβεβαίωση ή επαλήθευση θεωρίας. Experiment [Πείραμα] Τεχνολ. Επιμέρους διαδικασία της επιστημονικής μεθόδου με την οποία ελέγχεται η αλήθεια μίας υπόθεσης. Expert System ["Νοήμον" σύστημα] Πληρ. Πρόγραμμα ή υποπρόγραμμα το οποίο υπερβαίνει σε δυνατότητες απλά συμβατικά προγράμματα και επιχειρεί, επιτυχώς ή με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας, να προσομοιάσει λειτουργία ή διαδικασία η οποία είναι είτε πολύ δύσκόλη ή είναι αποκλειστικότητα της ανθρώπινης νοημοσύνης. Π.χ. πρόγραμμα το οποίο επιχειρεί να επιτελέσει νοήμονα ιατρική διάγνωση βασισμένη σε ακολουθία ιατρικών συμπτωμάτων ή πρόγραμμα που επιχειρεί οπτική αναγνώριση χαρακτήρων ή συμβόλων. Explicit Function [Συνάρτηση σε αναλυτική μορφή] Μαθημ. Συνάρτηση y = f(x) της οποίας ο ορισμός επιτρέπει άμεσο προσδιορισμό του y, δεδομένης μίας τιμής του χ, σε αντίθεση με πεπλεγμένη συνάρτηση στην οποία αυτό δεν είναι συνήθως δυνατό. Η συνάρτηση f (χ) = sin(x) είναι ένα παράδειγμα, σε αντίθεση με την πεπλεγμένη συνάρτηση g(x) που ορίζεται ως εξής: log (g(x)) = g(x) : + sin(x). Exploded File [Διασταλμένο αρχείο] Πληρ. Αρχείο του οποίου το μέγεθος για διάφορους λόγους είναι μ*:γαλύτερο από το ελάχιστο δυνατό μέγεθος που το κάνει ευανάγνωστο. Συνήθως τέτοια αρχεία δημιουργούνται με την βοήθεια δομών δεδομένων που περιέχουν περιττά ή άχρηστα πεδία. Exploded View [Διασταλμένη εμφάνιση] Πληρ. Εμφάνιση δεδομένων προγράμματος γραφικών ή δεδομένων συνόλου δομών σε κατάσταση zoom > 100%. Γνωστή και σαν μεγεθυμένη εμφάνιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις γραφικές τέχνες όταν μία εκτύπωση πληροί την άνω υπόθεση. Exploring Coil [Εξερευνητικό πηνίο] Ηλεκτμομαγν. Πηνίο-ανιχνευτής αγώγιμων αντικειμένων που λειτουργεί βάσει της αρχής της απλής ή αμοιβαίας επάγωγής και υπολογίζει την απόσταση αντικειμένων βάσει της ισχύος των ρευμάτων Eddy που κυκλοφορούν στα υπό ανίχνευση αντικείμενα ή σε ειδικό ερευνητικό επαγωγικό πηνίο, (βλέπε Eddv Current Sensor). Explosion [Έκρηξη] Χημ. II απότομη αύξηση της πίεσης σε περιορισμένο χώρο, η οποία προκαλείται από εξώθερμες χημικές αντιδράσεις κατά τις οποίες παράγονται μεγάλες ποσότητες αερίων. Explosion Welding [Εκρηκτική συγκόλληση] Μεταλλ. Τύπος συγκόλλησης αντίστασης όπου προκαλείται μία στιγμιαία ελεγχόμενη έκρηξη στο σημείο ή την ραφή συγκόλλησης, η οποία παράγει την απαραίτητη θερμική και κινητική ενέργεια για την επίτευξη της συγκόλλησης μέσω της επαφής με μεγάλη ταχύτητα των δύο συγκολλήσιμων τεμαχίων. Explosive [Εκρηκτική ύλη] Υλικ. Eivui μία κατηγορία από διαφορετικά είδη χημικών ουσιών, ή μίγμα αυτών, η οποία ενώ έχει μία χημική σταθερότητα, μπορεί να παραγάγει μεγάλη ποσότητα ενέργειας, συνοδευόμενη από έκλυση θερμικών αερίων, όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες εκπυρσοκρότησής της. Explosive Limits [Όρια Έκρηξης] Χημ. Ορίζει την περιοχή ανάμεσα στην ανώτερη και κατώτερη αναλογία αέρα/καυσίμου, που είναι απαραίτητη για την ανάφλεξη του μίγματος. Exponent [Εκθέτης] Μαθημ. Μοναδιαίος τελεστής ο

Exposure Time

οποίος ορίζεται επαγωγικά με την βοήθεια των εξής ορισμών: a" = (a a ... a) (n πολλαπλασιαστέοι), (a b) 11 = an bn, a"1 = (a")*1, για n e |N και στην συνεχεία επεκτείνεται στους ρητούς r - m i n με την βοήθεια των δύο προηγούμενων ορισμίόν. Με την βοήθεια τομών detekind ή ακολουθιών cauchy ο ορισμός επεκτείνεται και σε άλλα συστήματα όπως στους πραγματικούς και στους μιγαδικούς αριθμούς. Exponential [Εκθετικό] Μαθημ. Μαθηματική έκφραση που περιέχει τουλάχιστο έναν τελεστή εκθέτη, (βλέπε Exponent). Exponential Amplifier [Εκθετικός ενισχυτής] Ηλεκ. Ενισχυτής ο οποίος πληροί την συνθήκη: output a1:lpuC, με a € |R\ Exponential Curve [Εκθετική καμπύλη] Μαθημ. Καμπύλη συνάρτησης f(x) για την οποία ισχύει: 0(1" (x))« 0(a x ), με a e |R'. Exponential Decay [Εκθετικός υποδιπλασιασμός] Φυσ. Για ποσότητα K(t) που εξαρτάται από τον χρόνο t, και Κο = Κ(0), υποδιπλασιασμός, όταν αυτός πληροί την διαφορική εξίσωση: clK(i)/dt = -λΚ(ί) (1), με λ e |R+. Η (1) είναι ισοδύναμη με την εξίσωση: K(t) = K0e" '"', και η τελευταία εμφανίζεται συχνά στην βιολογία και στην φυσική των ραδιενεργών διασπάσεων. Exponential Density Function [Συνάρτηση πυκνότητας εκθετικής κατανομής] Μαθημ. Για δεδομένη εκθετική κατανομή: f(x; θ) = B(0)h(x)eQ'"'Ra'', με κατάλληλες επιλογές συναρτήσεων Β(θ), h(x), 0(θ), R(0), το ολοκλήρωμα: Jf(x;0)dx. Exponential Equation [Εκθετική εξίσωση] Μαθημ. Εξίσωση της μορφής f(x, ex) = Ο, όπου ί(χ, y) είναι δεδομένη συνάρτηση. Exponential Function [Εκθετική συνάρτηση] Μαθημ. Η συνάρτηση f(x) = e\ ορισμένη βάσει του αριθμού c. (βλέπε e). Exponential Integral [Εκθετικό ολοκλήρωμα] Μαθημ. 1. Αόριστο ολοκλήρωμα της μορφής: Jf(ax)dx. 2. Ολοκλήρωμα της μορφής: Jx~(tc') ''dt. Exponential Law [Εκθετικός νόμος) Φυσ. Είδος νόμου που καθορίζει την αύξηση ή την ελάττωση κάποιας φυσικής ποσότητας, ο οποίος εκφράζεται μαθηματικά μέσω μίας εκθετικής συνάρτησης ως προς το χρόνο ή την κατάλληλη χωρική συντεταγμένη. Exponential Series [Εκθετική σειρά] Μαθημ. 1. Η σειρά: ex = Zn»
Exponential Transmission Line [Εκθετική γραμμή μεταφοράς] Π'/χκ. Γραμμή μεταφοράς δύο συρμάτων κατά την οποία η χαρακτηριστική εμπέδηση μεταβάλλεται εκθετικά με το ηλεκτρικό μήκος, Exposure [Προσανατολισμός] Οικοό. Είναι η τοποθέτηση ενός κτιρίου σε κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση σε σχέση με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι πολύ σημαντική, καθώς καθορίζει το πως ορισμένοι φυσικοί παράγοντες, όπως το φως, η βροχή ή ο άνεμος θα επιδρούν σε ευαίσθητα σημεία της κατασκευής, Exposure Meter [Φωτόμετρο] Οπτικ. Ηλεκτρονικό όργανο που παρέχει ψηφιακή ή αναλογική ένδειξη χρήσιμη στον καθορισμό του αριθμού διαφράγματος (f-stop) και της ταχύτητας έκθεσης κατά την λήψη φωτογραφιών ή video, Exposure Time [Διάρκεια ζωής| Πολ.Μηχ. Είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο υπολογίζεται και σχεδιάζεται να αντεπεξέλθει μία κατασκευή στην επίδραση διαφόρων εξωγενών περιοδικών παραγόντων όπως

Expression 1

- 552 -

είναι οι σεισμικές δονήσεις, η διάβρωση ή και άλλοι. Expression 1 [Εκφραση] Πληρ. Σύνολο χαρακτήρων το οποίο είναι σωστά συντεταγμένο σύμφωνα με το προβλεπόμενο συντακτικό δεδομένης γλώσσας προγραμματισμού. Το σύνολο αυτό μεταφράζεται απύ τον compiler σε εγγενή κώδικα μηχανής για εκτέλεση από το μικροεπεξεργαστή. Expression 2 [Συμπίεση] Χημ. Μηχ. Μέθοδος διαχωρισμού μίγματος υγρού-στερεού, με συμπίεση του ανάμεσα σε ειδικά φίλτρα, τα οποία συγκρατούν το στερεό. Χρησιμοποιείται σε συστήματα των οποίων η άντληση είναι δύσκολη ή όταν η απλή διήθηση δεν οδηγεί σε ικανοποιητικό διαχωρισμό. Expressway [Οδική αρτηρία] Πολ.Μηχ. Είναι ένας τύπος οδών που επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων από τα οχήματα που τη διατρέχουν για την γρήγορη μετάβαση από ένα σημείο σε ένα άλλο σχετικά απομακρυσμένο. Έχει σαφώς διαχωρισμένες λωρίδες κυκλοφορίας με ενδιάμεσο διάζωμα ανά κατεύθυνση και ελεγχόμενο τρόπο πρόσβασης σε αυτήν από τους δευτερεύοντες δρόμους που την διασταυρώνουν. Exsecant [Εκτέμνουσα] Μαθημ. Η συνάρτηση οριζόμενη αϊ ς εξής: cxscc(x) = scc(x) - 1, όπου scc(x) είναι η συνάρτηση "τέμνουσα", οριζόμενη ως: sec(x) = 1/cos (x).

Extended A S C I I [Εκτεταμένος κώδικας ASCIT] Πληρ. Χαρακτήρες ASCII με κωδικό μεγαλύτερο από 127. Συνήθως χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση εξειδικευμένων γλύφων, όπα)ς μαθηματικών συμβόλων ή ελληνικών από τοπικά λειτουργικά συστήματα. Extended Binary Coded Decimal Interchange Code [Εκτεταμένος δεκαδικός κωδικός μετατροπής δυαδικής κωδικοποίησης] Πληρ. Κώδικας εσωτερικής μετατροπής για αναπαράσταση ψηφίων στους υπολογιστές 8 hits και δυνατό εύρος[0...2 - 1 ] = [0..255]. Extended Flip Flop [Δείκτης κρατούμενου] Πληρ. Δυαδικό ψηφίο στον καταχωρητή κατάστασης (status register) το οποίο τίθεται ίσο με 1 αν στο αποτέλεσμα της τελευταίας πράξης που εκτελέστηκε από τον επεξεργαστή το κρατούμενο είναι διάφορο του 0 ή ίσο με 0 αν το κρατούμενο είναι 0. Γνωστό και σαν status register carry-flag. Extended Precision Word [Λέξη εκτεταμένης ακρίβειας] Πληρ. Στοιχείίόδης δομή δεδομένων μεγέθους 2*sizcof(float), χρησιμοποιούμενη όταν απαιτείται ακρίβεια διπλάσιων δεκαδικών ψηφίων από ότι παρέχει η δομή float. Συνήθως δηλώνεται με την λέξη "double" σε γλώσσα C και "double" ή "extended" σε γλώσσα pascal. Extended Service Area [Υπηρεσία σε εκτεταμένη περιοχή] Επικοιν. Εμπορικός επικοινωνιακός όρος που αντικατέστησε άλλους παλαιότερους για εκτεταμένη περιοχή κάλυψης. Extended Source 1 [Εκτεταμένη πηγή] Αστρον. Ουράνιο σο')μα το οποίο είναι πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και του οποίου η "ραδιοεικόνα" ύπως καταγράφεται από ραδιοτηλεσκόπιο είναι εκτεταμένης διαμέτρου, συνήθως πολύ μεγαλύτερης από τη διάμετρο της αντίστοιχης οπτικής εικόνας. Το αντικείμενο Centaurus Α είναι ένα παράδειγμα. Extended Source 2 [Εκτεταμένη πηγή] Οπτικ. Πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας η οποία όταν παρατηρηθεί από κατάλληλη οπτική διάταξη, ύπως τηλεσκόπιο, παρουσιάζει σχετικά μεγάλη φαινόμενη διάμετρο.

Extender [Επεκτατικό] Χημ. Χημική ουσία που χρησιμοποιείται οος πρόσθετο σε χρώματα ή ελαστικά υλικά, με σκοπό τη βελτίωση των φυσικών ιδιοτήτων. Extensible Language [Επεκτάσιμη γλώσσα] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού της οποίας το συντακτικό επιτρέπει ή προβλέπει χρησιμοποίηση επιπρόσθετων κανόνων σύνταξης και δομών δεδομένων τα οποία δεν είναι ενσωματωμένα εξ ορισμού στο υπάρχον συντακτικό της γλώσσας. Γνωστή και σαν enhancable language (βλέπε Enhancable Language). Extensible Markup Language (XML) [Επεκτάσιμη γλώσσα με σημάδιαΙ Επικοιν. Γλώσσα ορισμού αντικειμένων ιστοσελίδων που στηρίχτηκε στην μεταγλώσσα γραφικών SGML και ενσωμάτωσε την IITML. Extensible System [Επεκτάσιμο σύστημα] Πληρ. Λειτουργικό σύστημα ή άλλο λειτουργικό περιβάλλον το οποίο μπορεί να προγραμματιστεί από ένα υποσύνολο προνομιακών χρηστών που έχουν τα απαραίτητα δικαιώματα πρόσβασης, με τρόπο ώστε να παρέχει επιπρόσθετες εξειδικευμένες υπηρεσίες σε έναν ή περισσότερους από αυτούς. Extension [Επέκταση] ΙΙληρ. Αρχείο βιβλιοθήκης ή εγκαινίασης λειτουργίας σε λειτουργικό σύστημα το οποίο εκτελείται συνήθως μία φορά κατά την εκκίνηση και παρέχει επιπρόσθετες δυνατότητες σε διάφορα προγράμματα. Στα pc τα αρχεία αυτά είναι συνηθέστερα γνωστά και σαν dlTs. Extension Field [Επέκταση πεδίου] Μαθημ. Για δεδομένα πεδία F και Κ: F επέκταση πεδίου του Κ, αν Κ υποπεδίο του Ε. Extension Map [Επέκταση απεικόνισης] Μαθημ. Για δεδομένα σύνολα Α και Β και ορισμένη απεικόνιση: Γ: Λ Β, απεικόνιση: h: Ω —» Β, με Λ c Ω και h|A 0 f. Extension Mechanism [Μηχανισμός επέκτασης | Πληρ. Οι κανόνες σύνταξης δεδομένης γλώσσας προγραμματισμού ή κατάλληλη λογισμική διασύνδεση προγράμματος, η οποία επιτρέπει την επέκταση του δυνατού συντακτικού της γλώσσας ή της λειτουργικότητάς του προγράμματος με σκοπό την δημιουργία νέων δομικών τύπων ή δομών δεδομένων. Π.χ. στο πρόγραμμα AutoCAD της AutoDESK ο μηχανισμός επέκτασης είναι διασύνδεση μέσω προγραμματιστικοη·' modules που χρησιμοποιούν γλώσσα LISP. Extension Register [Καταχωρητής εκτεταμένης ακρίβειας] ΙΙληρ. Καταχωρητής ο οποίος διευκολύνει αριθμητικούς υπολογισμούς κινητής υποδιαστολής όταν υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σφάλμα overflow. Συνήθως έχει διπλάσια χωρητικότητα μνήμης και χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ενδιάμεσων αποτελεσμάτων τα οποία θα προκαλούσαν overflow σε κανονικό καταχωρητή. Extent [Εκταση] Πληρ. Σε συσκευές αποθήκευσης, το μέγεθος σε bytes των φυσικών blocks που είναι κατειλημμένα ή δεσμευμένα από δεδομένα. Σημειωτέον ότι ο αριθμός αυτός δεν είναι απαραίτητα ίσος με το πραγματικό μέγεθος σε bytes που καταλαμβάνουν τα δεδομένα, δεδομένου ότι τα περισσότερα συστήματα διαχείρισης αρχείων αναθέτουν στα αρχεία πάντα blocks συγκεκριμένου μεγέθους όταν αποθηκεύονται δεδομένα. Exterior [Εξωτερικό] Μαθημ. Σε τοπολογικό χώρο Τ, για δεδομένο σύνολο A c Τ, σύνολο Β με τις ιδιότητες: Β ς; Ac, Β ανοικτό, και Α° = Τ - Α. Exterior Angle [Εξωτερική γωνία] Μαθημ. Συνήθως

- 553 συμπληρωματική γωνία αμβλείας γωνίας. Αρκετές φορές η γωνία που σχηματίζεται από τις προεκτάσεις των ευθυγράμμων τμημάτων που απαρτίζουν κυρτό σχήμα προς την πλευρά του επιπέδου αντιδιαμετρικά από αυτήν της κυρτότητας. Extcrn [Extern] Πληρ. Παρακρατημένη λέξη σύνταξης γλωσσών προγραμματισμού η οποία παραπέμπει τον compilcr ή τον assembler σε εξωτερικό πίνακα συμβόλων. Χρησιμοποιείται συνήθως όταν αντίστοιχο σύμβολο ή υποπρόγραμμα δηλώνεται σε εξωτερική βιβλίοθήκη, σε αρχείο το οποίο έπεται του αρχείου το επεξεργασίας ή σε αρχείο το οποίο δεν έχει σχέση με το αρχείο επεξεργασίας. Χρησιμοποιείται και η λέξη "cxtcrnal". (βλέπε External Declaration). External Angle [Εξωτερική γωνία]. ->Exterior Angle. External Buffer [Εξωτερικό buffer] Πληρ. Βοηθητική περιοχή αποθήκευσης δεδομένων είτε σε εξωτερικό μέσο αποθήκευσης ή σε εξωτερική μνήμη. Συνήθως χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσος χώρος αποθήκευσης ή ανταλλαγής (swap) δεδομένων. * External Combustion Engine [Μηχανή εξωτερικής καύσης] Μηχ. Μηχ. Μηχανή όπου τα προϊόντα της καύσης στον θάλαμο χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία θερμότητας, μέσω κατάλληλης επιφάνειας με τη χρήση (συναλλαγή) και άλλου ρευστού, το οποίο είναι το εργαζόμενο μέσο παραγωγής ισχύος της μηχανής. External Declaration [Εξωτερική δήλ,ωση] Πληρ. Δήλωση γλωσσών προγραμματισμού η οποία παραπέμπει τον compiler ή τον assembler σε εξωτερικό πίνακα συμβόλων. Χρησιμοποιείται συνήθως όταν αντίστοιχο σύμβολο ή υποπρόγραμμα δηλώνεται σε εξωτερική βιβλιοθήκη, σε αρχείο το οποίο έπεται του αρχείου το επεξεργασίας ή σε αρχείο το οποίο δεν έχει σχέση με το αρχείο επεξεργασίας. Οι λέξεις "extern", "external" και "forward" είναι τέτοιες δηλ.ώσεις. (βλέπε Extern). External Delay [Εξωτερική καθυστέρηση] Πληρ. Καθυστέρηση η οποία προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες όπως πτώση δικτύου, προβλήματα διαδικτυακής επικοινωνίας, πτώση τάσης τροφοδοσίας ή διάκοπή λειτουργίας μίας τουλάχιστον εξωτερικής συνιστώσας που είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία υπολογιστικού συγκροτήματος. External Device [Εξωτερική συσκευή] Πληρ. Χαρακτηρισμός περιφερειακής συσκευής όταν αυτή απαιτεί καλωδιακή σύνδεση με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας για να λειτουργήσει. Σκλ.ηροί δίσκοι, μονάδες CD-ROM, εκτυπωτές, σαρωτές και εξωτερικές άλλες μονάδες αποθήκευσης είναι τέτοιες, (βλέπε External Device Address). External Device Address [Διεύθυνση εξωτερικής συσκευής] Πληρ. Διεύθυνση αναγνώρισης εξωτερικής συσκευής η οποία δημιουργείται και καταχωρείται στην μνήμη ανάγνωσης ή τυχαίας προσπέλ*ασης σε κεντρική μονάδα επεξεργασίας, χρησιμοποιούμενη σαν διάνυσμα αναφοράς κατά την ανάγνωση ή τη γραφή δεδομένων στην εξωτερική συσκευή. External Device Control [Ελεγχος εξωτερικής συσκευής] Πληρ. Περιοδικός έλεγχος που επιτελείται από μικροεπεξεργαστή με σκοπό να ελεγχθούν δεδομένα ανάγνωσης ή εγγραφής σε εξωτερική συσκευή. Συνήθως επιτυγχάνεται μέσω κατάλληλου driver (οδηγού) περιφερειακών συσκευών ο οποίος εκτελεί εντολές status ή control, οι οποίες πραγματοποιούνται με την βοήθεια κατάλληλου κώδικα διακοπής, (βλέπε

Extcrnal Reference

External Interrupt). External Device Operand [Τελεστής εξωτερικής συσκευής] Πληρ. Οποιαδήποτε μεταβλητή χρησιμοποιείται από γλώσσα προγραμματισμού σαν ταυτότητα αναγνώρισης εξωτερικής μονάδας. Συνήθως τέτοια μεταβλητή περιέχει κατάλληλο ακέραιο μοναδιαία προσδιορισμένο (-1, -2, κλπ) ή κάποια παραλλαγή του ονόματος ή του κατασκευαστή της εξωτερικής συσκευής, όπως ".Sony", (β/έπε External Device, External Device Reference Number). External Device Reference Number [Αριθμός αναφοράς εξωτερικής συσκευής] Πληρ. Αριθμός ο οποίος χρησιμοποιείται από τον μικροεπεξεργαστή σαν ταυτότητα αναγνώρισης εξωτερικής μονάδας ή οδηγού εξωτερικής μονάδας. Συνήθως λαμβάνει αρνητικές τιμές. (-1, -2, κλπ), (βλέπε External Device Operand), External Device Response [Απάντηση εξωτερικής συσκευής] Πληρ. Ένδειξη η οποία υποδεικνύει στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας την ετοιμότητα εξωτερικής συσκευής ή οδηγού (driver) εξωτερικής συσκευής για ανάγνωση ή εγγραφή. Συνήθως η κεντρική μονάδα επεξεργασίας αναγνωρίζει την ετοιμότητα αυτή όταν εκτελέσει μέσω του οδηγού της συσκευής εντολή "status" ή "control" και η αντίστοιχη τιμή που ο οδηγός επιστρέφει στην κεντρική μονάδα είναι 0. (no error). External Error [Εξωτερικό σφάλμα] Πληρ. Κατάσταση κατά την οποία ο οδηγός (driver) εξωτερικής ή περιφερειακής συσκευής δηλώνει στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας την ύπαρξη σφάλματος μέσω επιστροφής κατάλληλης τιμής σφάλματος, (που περιέχεται σε μεταβλητή συνθήκης σφάλματος), μετά την εκτέλεση συγκεκριμένης εντολής απευθυνόμενης στην συσκευή, όπως "read", "write", "status" ή "control", (βλέπε Error Code, External Device Response), External Galaxy [Εξωτερικός γαλαξίας] Αστρον. Γαλαξίας του οποίου οι αστέρες-μέλη δεν είναι μέλη του γαλαξία στον οποίο ανήκει ο ήλιος. Οι κοντινότεροι εξωτερικοί γαλαξίες είναι τα νέφη του Μαγγελάνου και ο γαλαξίας της Ανδρομέδας, External Interrupt [Εξωτερική διακοπή] Πληρ. Διακοπή που προκαλείται από μικροεπεξεργαστή με τη βοήθεια κατάλληλου driver (οδηγού) περιφερειακοί' συσκευών με σκοπό να ελεγχθούν δεδομένα ανάγνωσης ή εγγραφής σε εξωτερική συσκευή. Ο μικροεπεξεργαστής συνήθως υποχρεώνεται σε περιοδικές διακοπές και αναστέλλει την κύρια λειτουργία του για να εκτελέσει ειδικό κώδικα διακοπής (interrupt code), ο οποίος ελέγχει αν δεδομένη εξωτερική συσκευή έχει αποστείλει εντολές ανάγνωσης ή εγγραφής στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας, External Memory [Εξωτερική μνήμη] Πληρ. Παρωχημένος χαρακτηρισμός του σωστότερου όρου "μαγνητική μνήμη", το μέσο πάνω στο οποίο αποθηκεύονται δεδομένα σε εξωτερικές συσκευές αποθήκευσης όπως εξωτερικούς σκληρούς και εύκαμπτους δίσκους. Ο όρος "μνήμη", σήμερα χρησιμοποιείται αποκ/ειστικά μόνο για δυναμική ηλεκτρονική μνήμη, όπως μνήμη τυχαίας προσπέλασης ή μνήμη ανάγνωσης, External Reference [Εξωτερική αναφορά] Πληρ. Αναφορά σε σύμβολο που δεν ανήκει στον τρέχοντα πίνακα των γνωστών συμβόλων δεδομένου προγράμματος. Τέτοιες αναφορές δημιουργούνται σαν αποτέλεσμα εξωτερικών δη/.ώσεων και παραπέμπουν τον μικροεπεξεργαστή να φορτώσει στην μνήμη το αρχείο

External Signal

- 554 -

που περιέχει τον κώδικα που σχετίζεται με την αναφορά αυτή. Το σύμβολο μπορεί να είναι είτε μεταβλητή, υπορουτίνα ή όνομα αρχείου, External Signal [Εξωτερικό σήμα] Πλημ. Σήμα ετοιμότητας, ανετοιμότητας ή σήμα επιτέλεσης συγκεκριμένης διαδικασίας σε εξωτερική ή περιφερειακή συσκευή, όπως το σήμα από led (light-cmitting-diodc) σε μονάδα εξωτερικού σκληρού δίσκου ή μονάδα εύκαμπτου δίσκου όταν αυτές βρίσκονται σε διαδικασία εγγραφής ή ανάγνωσης. External Sorting [Εξωτερική ταξινόμηση] Πλημ. Ταξινόμηση κατάλογου δεδομένων με την βοήθεια εξωτερικού buffer μνήμης για λόγους βελτίωσης ταχύτητας του αλγόριθμου ταξινόμησης ή για λόγους οικονομίας μνήμης, (βλέπε External Buffer). External Storage [Εξωτερική αποθήκευση] Πλημ. Εξωτερική ή περιφερειακή συσκευή χρησιμοποιούμενη σαν βοηθητικός χώρος αποθήκευσης. Συνήθως χαρακτηρίζονται έτσι εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, μονάδες zip drives, εξωτερικές μονάδες cd-rom και συσκευές αφαιρούμενου μέσου. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν και μονάδες μαγνητικών ταινιών αλλά σήμερα είναι παρωχημένες. External Symbol Dictionary [Αεξικό εξωτερικών συμβόλων] Πλημ. Ειδικός κατάλογος χρησιμοποιούμενος από compilers, assemblers και linkers ο οποίος περιέχει αναφορές και συχνά τις διευθύνσεις οι οποίες αναλύουν τις αντίστοιχες αναφορές εξωτερικών συμβόλων. Ο κατάλογος κατασκευάζεται κατά την διαδικασία μετάφρασης του κειμενικού κώδικα και αν δεν υπάρχουν εξωτερικές αναφορές είναι κενός, (βλέπε External Reference). External Table [Εξωτερικός πίνακας] Πλημ. Δομή δεδομένων σε μορφή πίνακα η οποία βρίσκεται αποθηκευμένη σε εξωτερικό αρχείο το οποίο συνήθως πρέπει να ανοίξει για να αναγνωστεί από το πρόγραμμα που επιτελεί την επεξεργασία. External Wall [Εξωτερικός τοίχος] Οικοδ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλοι οι τοίχοι μίας οικοδομής των οποίων η μία πλευρά έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον και άρα εκτίθεται σε όλους τους παράγοντες διάβρωσης όπως η βροχή, ο άνεμος, το χιόνι, ο παγετάς και άλλοι. Externally Stored Program [Εξωτερικά αποθηκευμένο πρόγραμμα] Πλημ. Χαρακτηρισμός εκτελέσιμου λογισμικού το οποίο βρίσκεται σε συσκευή αποθήκευσης διαφορετική από αυτήν στην οποία είναι αποθηκευμένο το λογισμικό του κεντρικού λογισμικού συστήματος, όπως σε εξωτερικό σκληρό δίσκο, zip-drive ή εξωτερικό cd-rom. Extinction [Απόσβεση] Αστμον. Μερική ή ολική σβέση του φωτός ουράνιου σώματος όταν το φως του διασχίσει περιοχή η οποία περιέχει διαγαλαξιακή σκόνη, αέρια ή άλλο μέσο το οποίο προκαλεί σχετική απορρόφηση. Η ήπια μορφή του φαινομένου συνήθως παρουσιάζεται σαν "τρεμόπαιγμα" του φωτός των φωτεινότερων αστέρων κοντά στον ορίζοντα, ενώ οι ασθενείς σε φωτεινότητα αστέρες παύουν να φαίνονται εντελώς. Extinction Coefficient [Συντελεστής Απόσβεσης] Φυσ. Χημ. -> Absorptivity Extinction Meter [Μετρητής απύσβεσης] Οπτικ. Απλή ή σύνθετη οπτική διάταξη η οποία επιτρέπει τον καθορισμό οπτικού μεγέθους όπως εστιακής απόστασης ή φωτεινότητας με την βοήθεια απόσβεσης ειδώλου ή συνδυασμένης απόσβεσης δύο ειδώλων. Η απλούστε-

ρη τέτοια διάταξη είναι το φωτόμετρο του bunsen. Extinction Voltage [Τάση σβέσης] Ηλχκ. Σε σωλήνα ηλεκτρικής εκκένωσης η τάση μεταξύ των ηλεκτροδίων κάτω από την οποία το τόξο σβήνεται, Extra High Tension [Πολύ ψηλή τάση]. -»Extra High Voltage. Extra High Voltage [Πολύ ψηλή τάση] Ηλεκ. Διαφορά δυναμικού μεγαλύτερη από 100,000 volts σε μετασχηματιστές ή συσκευές που απαιτούν ψηλή τάση λειτουργίας. Extra Vehicular Activity [Δραστηριότητα εκτός διαστημοπλοίου] Αστμον. Δραστηριότητα αστροναυτών επανδρωμένου διαστημοπλοίου έξω από το κυρίως όχημα, στο κενό. Οι διάσημοι διαστημικοί περίπατοι αστροναυτών είναι τέτοια δραστηριότητα. Extract [Εκχύλισμα] Χημ. Προϊόν μιας διεργασίας εκχύλισης, που περιέχει το μεγαλύτερο ποσοστό της εκχυλιζόμενης ουσίας στο νέο διαλύτη, Extract A Root [Εξαγωγή ρίζας] Μαθημ. Αλγόριθμος με την βοήθεια του οποίου παράγεται η τετραγωνική ρίζα αριθμού a. Ο αλγόριθμος συνήθως ρυθμίζει πραγματικούς αριθμούς pi, έτσι ώστε ρ," = a. Extract Instruction [Εντολή εξαγωγής] Πλημ. Εντολή η οποία παραπέμπει σε περαιτέρω ανάλυση ή εξαγωγή σύνθετης παράστασης γλώσσας προγραμματισμού με τη βοήθεια σχετικού πίνακα λεξικού συμβόλων ή κατάλληλης δομής με τη βοήθεια της οποίας έχει αναλυθεί το αρχικό σύμβολο ή παράσταση, Extractant [Εκχυλιστικό Μέσο] Χημ. Ορίζεται ο νέος διαλύτης που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό μιας ουσίας από διάλυμα, με εκχύλιση. Extraction [Εκχύλιση] Χημ. Απομόνωση μιας ή περισσότερων ουσιών από στερεά ή υγρά μίγματα, με τη βοήθεια κατάλληλου διαλύτη, στον οποίο αυτές διαλύονται ε λ κ τ ι κ ά . Extraction Column [Στήλη Εκχύλισηςί Χημ. Κατακόρυφο δοχείο, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα εκχύλιση ενός μίγματος, καθώς έρχεται σε επαφή με κατάλληλο διαλύτη, κατ' αντιρροή. Extractive Distillation [Εκχυλιστική Απόσταξη] Χημ. Μηχ. Τεχνική απόσταξης, που χρησιμοποιείται όταν τα προς διαχωρισμό συστατικά του μίγματος έχουν παραπλήσιες τιμές σημείων ζέσεως. Στην αποστακτική στήλη, κοντά στην κορυφή, προστίθεται κατάλληλος διάλύτης, με υψηλότερο σημείο ζέσεως, ο οποίος διαλύει εκλεκτικά το ένα συστατικό και εξέρχεται από τον πυθμένα, οπότε τροφοδοτείται σε δεύτερη αποστακτική στήλη, για την αποδέσμευση του διαλυμένου συστατικού. Extraneous Light [Παράσιτο φως] Γμαφιστ. Φως το οποίο δεν επιτελεί χρήσιμη λειτουργία σε φωτογραφικές, φαηοαντιγραφικές ή γραφίστικες εφαρμογές. Για να αποφεύγεται η καταγραφή του, οι περισσότερες φα>τογραφικές οπτικές διατάξεις είναι καλυμμένες με μαύρες αδιαφανείς και απορροφητικές στρώσεις ειδικού υλικού στα επίμαχα σημεία όπου μπορεί να ανακλαστεί ή να διαθλαστεί το φως. Extraneous Root [Περιττή ρίζα] Μαθημ. Ρίζα η οποία δεν αποτελεί λύση της αρχικής εξίσωσης που επιχειρείται να επιλυθεί. Π.χ. η εξίσωση: x - 2 = \'χ έχει ρίζα το x = 4, αν όμως κάποιος επιχειρήσει να την επιλύσει υψώνοντας και τα δύο μέλη στο τετράγωνο, λαμβάνει την εξίσωση χ2 - 3χ + 4 = 0, η οποία έχει ρίζες τα {1, 4). Στην δεύτερη περίπτωση το 1 ονομάζεται περιττή ή απορριπτέα ρίζα.

- 555 Extraordinary Index [Δευτερεύων δείκτης διάθλασης] Οπτικ. Προκειμένου περί διάδοσης δέσμης φωτός μέσα σε διπλοθλαστικύ υλακό, όπως ο ασβεστίτης CaCC>3, ο δείκτης διάθλασης της έκτακτης ακτίνας, σε αντίθεση με τον κύριο δείκτη διάθλασης της τακτικής, η οποία δεν υπακούει στον νόμο της διάθλασης. Ο δείκτης αυτός είναι μεταβλητός και εξαρτάται από την διεύθυνση της δέσμης πρόσπτωσης σε σχέση με την διεύθυνση του οπτικού άξονα του διπλοθλαστικού υλικού. (βλέπε Extraordinary Ray). Extraordinary Ray [Εκτακτη ακτίνα] Οπτικ. Προκειμένου περί διάδοσης δέσμης φωτός μέσα σε διπλοθλαστικό υλικό, όπως ο ασβεστίτης CaCO:„ η μία από τις δύο ακτίνες στις οποίες αναλύεται η προσπίπτουσα δέσμη, η οποία δεν υπακούει στον νόμο της διάθλασης. II διεύθυνσή της και ο δείκτης διάθλασής της είναι συνάρτηση της διεύθυνσης πρόσπτωσης της αρχικής δέσμης σε σχέση με την διεύθυνση του οπτικού άξονα του διπλοθλαστικού υλικού, (βλέπε Extraordinary Index). Extraordinary Wave [Εκτακτο κύμα] Οπτικ. Προκειμένου περί διάδοσης δέσμης φωτός μέσα σε διπλοθλαστικό υλικό, όπως ο ασβεστίτης CaCO.^, ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας το ηλεκτρικό διάνυσμα Ε δεν είναι κάθετο στον οπτικό άξονα, αλλά έχει δύο συνιστώσες, μία παράλληλη προς τον οπτικό άξονα και μία κάθετη προς αυτόν. Παράγει την έκτακτη ακτίνα ή έκτακτη συνιστώσα, (βλέπε Extraordinary Ray). Extrapolation [Παρέκταση] Μαθημ. Διαδικασία ή μέθοδος με την βοήθεια της οποίας υπολογίζεται τιμή προσεγγιστικά ή όχι δεδομένης συνάρτησης f(x), f(xk) σε σημείο xk, με γνωστές τις τιμές της συνάρτησης f (χι) στα σημεία D = {xj, x 2 ,..., ΧΪ}, και xk ε D. Extraterrestrial Intelligence [Εξωγήινη νοημοσύνη] Αστρον. Ο τομέας της αστρονομίας που ασχολείται με την μελέτη και την πιθανή ύπαρξη ή μη ανθρώπινης νοημοσύνης στο σύμπαν. Extraterrestrial Noise [Εξωγήινος θόρυβος] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκρομαγνητική ακτινοβολία όπως κοσμικές ακτίνες, ακτίνες γάμα ή ραδιοκύματα της οποίας η πηγή βρίσκεται εκτός γης. Συνήθως ονομάζεται έτσι και η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία των 21 cm του ατόμου του υδρογόνου που πιστεύεται πως είναι απο με ίνου σα ακτινοβολάα από τη μεγάλη έκρηξη. Extraterrestrial Radiation [Εξωγήινη ακτινοβολία] Φυσ. Ηλεκρομαγνητική ακτινοβολία και ραδιοκύματα της οποίας η πηγές είναι συνήθως μακρινοί αστέρες, καινοφαινείες ή υπερκαινοφαινείς, συγκρουόμενοι γαλαξίες. Extreme Close Up [Ακραία μεγέθυνση] Γμαφιστ. Μεγέθυνση συνήθως μεγαλύτερη από 500 - 600% σε φωτογραφικές, φωτοαντιγραφικές εφαρμογές και σε εφαρμογές ηλεκτρονικής σχεδίασης. Extreme Point [Σημείο ακρότατου συνάρτησης] Μαθημ. 1. Για συνάρτηση f(x), σημείο χ0 ε Α = [a,b], τέτοιο ώστε: " x e A: f(x0) ^ f(x) ή f(xo) 3 f(x). 2. Για συνάρτηση f(x), και σημείο χ0 ε Α = [a,b], τέτοιο ώστε: " χ e A: f(xo) ^ f(x) ή f(xo) 1 f(x)> η τιμή f(*o)· (βλέπε Extremum). Extreme Range [Μέγιστο βεληνεκές] Γεν. Η μέγιστη δυνατή απόσταση βολής ενός όπλου, που επιτυγχάνεται υπό ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Extreme Relativistic Limit [Ακρότατο σχετικιστικό όριο] Φιχ7. Αν f(x) είναι συνάρτηση που περιγράφει κάποιο συγκεκριμένο φυσικό μέγεθος, το όριο: limv_cf

Ε Zone

(Χ), με ν την ταχύτητα του σώματος και c την ταχύτητα του φωτός. Στον τύπο της μάζας κινούμενου σώματος, π.χ., m(v) = nV\'[l-(v/c) : ], το ακρότατο σχετικιστικό όριο είναι το <», καθώς limv_^m(v) = οο. Extreme Terms [Ακραίοι όροι] Μαθημ. 1. Ο πρώτος και ο τελευταίος όρος, π.χ. a ι και an σε μία πεπερασμένη ακολνουθία όρων i ε ί}, σε μία ακολουθία λόγων κλπ. 2. Σε μία ακολουθία όρων S = {ai, i ε Ι), τα limsupUi} και liminf{a;>, όταν αυτά ανήκουν στο S. Extreme Ultraviolet Radiation [Υπεριώδης ακτινοβολία πολύ χαμηλού μήκους κύματος] Φυσ. Υπεριώδης ακτινοβολία με συχνότητα από ΙΟ13 έως και ΙΟ16 Hz. Ονομάζεται και υπεριώδης ακτινοβολία κενού, καθώς υφίσταται σχεδόν πλήρη απορρόφηση όταν διαδίδεται στην ατμόσφαιρα. Extremum [Ακρότατο] Μαθημ. Τιμή συνάρτησης f(x): f(xo) = Μ, η οποία ικανοποιεί: " x ε Λ: Μ < f(x) ή Μ 3 Γ(χ). Γνωστή και σαν ακρότατο συνάρτησης, (βλέπε Extreme Point). Extrinsic Photoconductivity [Εξωγενής φωτοαγωγιμότητα] Πλεκτμον. Φαινόμενο φωτοαγωγιμότητας σε ημιαγωγούς κατά το οποίο οι φορείς αγωγιμότητας προέρχονται από προσμίξεις. Extrinsic Semiconductor [Εξωγενής ημιαγωγός] Ηλεκτρον. Ονομασία για ημιαγωγό του οποίου η πυκνότητα των φορέων αγωγιμότητας εξαρτάται από τις προσμίξεις στο πλέγμα. Extruder [Εκβολέας] Χημ. Μηχ. Συσκευή μορφοποίησης θερμοπλαστικών, ελαστομερών και θερμοσκληρυνόμένων πολυμερών, από την ελαστοϊξο')δη κατάσταση. Περλαμβάνει προώθηση με έναν κοχλία του προθερμασμένου υλικού και εξαγωγή του από το άλλο άκρο της συσκευής, δια μέσου διαφράγματος. Στην έξοδό του το υλικό ψύχεται με αέρα ή ψυκτικό λουτρό. Extrusion [Διέλαση] Τεχνολ. Κατεργασία υλικού όπου το προς διαμόρφωση μέταλλο ωθείται από ένα έμβολο και συμπιέζεται ώστε να περάσει σταδιακά ολόκληρο παραμορφούμενο πλαστικά μέσα από κατάλληλα διαμορφωμένη μήτρα ώστε να αποκτήσει την επιθυμητή μορφή. Διενεργείται είτε εν θερμώ σε υψηλές θερμοκρασίες ή εν ψυχρώ σε θερμοκρασία περιβάλλοντος όπου απαιτούνται υψηλότερη αντοχή των εργαλείων διέλασης και μεγάλες πιέσεις εμβόλου. Extrusion Billet [Μπιγιέτα διέλ,ασης] Μεταλλ,Μακρόστενη μεταλλική ράβδος από σχετικά μαλακό μέταλλο που παραμορφώνεται πλαστικά στην μήτρα με θέρμανση για να αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα. Η διαδικασία διέλασης επιτελείται σε μια φάση. Extrusion Ingot [Ράβδος διέλασης] Μεταλλ. Μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικής διατομής το οποίο είναι προϊόν χύτευσης και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε κατεργασίες διέλασης, ή σε συνδυασμό διαδοχικών κατεργασιών. Extrusion Metal [Μέταλλο διέλασης] Μεταλλ. Μέταλλο που έχει τις κατάλληλες φυσικές και μηχανικές ιδιότητες, όπως υψηλή ολκιμότητα, για να μπορεί να κατεργαστεί με διέλαση. Eyring Theory [Θεωρία Eyring] Ρευστομηχ. Θεωρία που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό του συντελεστή διάχυσης σε υγρά και δέχεται ότι, τα μόρια σε ακίνητο υγρό είναι τοποθετημένα σε νοητό κυβικό πλέγμα, που παρουσιάζει οπές στη δομή του. Θεωρείται ότι, τα μόρια διαχέονται "μεταπηδώντας" από μια θέση ισορροπίας σε άλλη. Ε Zone [Ζώνη EJ Επικοιν. Παραλλαγή της ζώνης Τ.

F, F [Σύμβολο της δύναμης] Μηχ. Σύμβολο της δύναμης στη φυσική. °F [Σύμβολο βαθμού Fahrenheit] Φνσ. Σύμβολο του βαθμού θερμοκρασίας Fahrenheit. F [Σύμβολο της συχνότηταςί Φνσ. Σύμβολο της συχνότητας στη φυσική. F [Σύμβολο παραμέτρου Coriolis] Γεωψυα. Συμβολισμός της παραμέτρου Coriolis για ένα τόπο. Είναι ί=2Ωημφ, όπου Ω η γωνιακή ταχύτητα της γης και φ το γεωγραφικό πλάτος του τόπου. F [Σύμβολο του farad] Ηλεκ. Σύμβολο της μονάδας χωρητικότητας farad. Είναι: IF = 1C /V. F [Σύμβολο του δεκαεξαδικού 15] Υπολ. Γράμμα που αντιστοιχεί στο δεκαεξαδικό ψηφίο 15. F [Σύμβολο φθορίου] Χημ. Είναι ο συμβολισμός του χημικού στοιχείου του φθορίου όπως έχει καθορισθεί στον περιοδικό πίνακα. FA [Σύμβολο του Tcmtoampere] Πλεκ. Σύμβολο της μονάδας έντασης ρεύματος temtoampere. Είναι: ί'Α= 10Ι5Α Faber Flaw [Ατέλεια Faber] Φνσ. Στερ. Κατ. Δομική ατέλεια σε υπεραγωγό που γίνεται πυρήνας ανάπτυξης μιας υπεραγώγιμης περιοχής. Fabianite [Φαμπιανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό βορικό ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους, διαφανείς, με υαλώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Fabric 1 [Σύνθεση] Υπολ. Σύνθεση υπολογιστικού συστήματος. Fabric 2 [Υφασμα] Υλ ικ. Ύφασμα φτιαγμένο από φυσικές ή συνθετικές ίνες. Fabric 3 [Δομή] Αρχ. Το σύστημα που προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων μιας κατασκευής, συναρμολογημένων μεταξύ τους με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποκτήσουν ως σύστημα μια φέρουσα ικανότητα Fabric 4 [Ιστός] Γεωλ. Όρος που υποδηλώνει τη σχέση των διάφορων ορυκτολογικών συστατικών ενός πετρώματος και ειδικότερα το τρόπο διάταξης και το προσανατολισμό τους στο χώρο. Fabric Laminate [Υφασμάτινη επικάλυψη] Υλικ. Είναι ένα είδος μόνωσης που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη ηλεκτροφόρων καλωδίων. Ονομάζεται έτσι γιατί περιέχει στρώματα υφάσματος που εναλλάσσονται με στρώματα πλαστικού. Μία σύνθεση που αποτελεί πολύ καλό μονωτικό υλικό. Fabric Mesh [Δομικό πλέγμα] Οικοδ. Οπλισμός πλακών που παράγεται σε εργοστάσιο με τις ράβδους ο-

πλισμού συνδεδεμένες μεταξύ τους με συγκόλληση σε κάθετη διάταξη. Διατίθεται στην αγορά σε διάφορους τύπους με διαφορετικές αποστάσεις μεταξύ των ράβδων καθώς και διαφορετικές διαμέτρους ράβδων. Ο μελετητής των πλακών επιλέγει το κατάλληλο πλέγμα σύμφωνα με τις απαιτήσεις οπλισμού που προκύπτουν από τους στατικούς υπολογισμούς από πίνακες που εκδίδουν τα εργοστάσια παραγωγής. Fabric Weight [Βάρος υφάσματος] Υλικ. Το βάρος ενός υφάσματος που εκφράζεται σε κιλά ανά τετραγωνικό ή (κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο) σε ουγκιές ανά τετραγωνική γιάρδα. Fabricable [Επεξεργάσιμο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα υλικό το οποίο μπορεί να υποστεί μηχανική επεξεργασία για την αλλαγή του γεωμετρικού του σχήματος ή κάποιας άλλης φυσικής του ιδιότητας. Fabricated Food [Κατασκευασμένη τροφή] Τεχν. Τροψ. Πιο συνηθισμένος είναι ο όρος Food Analog (βλέπε λήμμα). Fabrication [Παραγωγή] Τεχνολ. 1. Η διαδικασία της δημιουργίας ενός προϊόντος με τη χρήση πρώτων υλών και την κατάλληλη επεξεργασία τους. 2. Η συναρμολόγηση διαφόρων τεμαχίων σε ένα αρμονικό σύνολο το οποίο προορίζεται να χρησιμεύσει για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Fabry Barot Method [Μέθοδος Fabry Barot] Οπτικ. Είναι η καθιερωμένη ορολογία για τη μέθοδος μέτρησης του δείκτη διάθλασης n διαφανούς υλικού από το οποίο κατασκευάζουμε πρίσμα θλαστικής γωνίας α. Τοποθετούμε το πρίσμα κάθετα στην προσπίπτουσα δέσμη και μετράμε τη γωνία εκτροπής ε. Είναι: n = ημ (α + ε) / η μα. Fabry Perot Etalon [Πρότυπο Fabry Perot] Οπτικ. Ειδικό όργανο παρόμοιο με το συμβολόμετρο Fabry Perot, με τη σημαντική διαφορά ότι σε αυτό η απόσταση μεταξύ των δύο γυάλινων πλακών είναι σταθερή. Fabry Perot Filter [Φίλτρο Fabry Perot] Οπτικ. Ειδικής κατασκευής όργανο που μοιάζει με το συμβολόμετρο Fabry Perot, αλλά σε αυτό η απόσταση μεταξύ των δύο γυάλινων πλακών είναι μερικές χιλιάδες Α, δηλαδή της τάξης μεγέθους του μήκους κύματος του ορατού φωτός. Το φίλτρο (οπτικής συμβολής) Fabry Perot είναι φασματοσκόπιο με εξαιρετική διακριτική ικανότητα. Fabry Perot Fringes [Κροσσοί Fabry Perot] Οπτικ. Κυκλικοί κροσσοί συμβολής από πολλαπλές ανακλάσεις που δίνει το συμβολόμετρο Fabry Perot όταν διέρχεται από αυτό μονοχρωματικό φως. Αυτοί εμφανίζο-

-557 νται ως μία σειρά από ομόκεντρους, στενούς, φωτεινούς δακτυλίους σε σκοτεινό φόντο. Fabry Perot Interferometer [Συμβολόμετρο Φαμπρύ-Περό, Φασματοσκόπιο συμβολής Fabry Perot] Οπτικ. Συμβολόμετρο, εξαιρετικά υψηλής ανάλυσης, αποτελούμενο από δύο στενά αλληλοκείμενες γυάλινες πλάκες, παράλληλες και εσωτερικά μερικώς επαργυρωμένες, σε ρυθμιζόμενη απόσταση μερικών cm μεταξύ τους, που έχουν ισχυρά ανακλαστικές επιστρώσεις στις εσωτερικές τους επιφάνειες. Επί των επιφανιειών αυτών προσπίπτουσα η φωτεινή ακτινοβολία δημιουργεί, μέσω πολλαπλών ανακλάσεων, μεγάλο πλήθος ακτίνων και κροσσούς συμβολής οι οποίοι εστιαζόμενοι υπό φακού σχηματίζουν συγκεντρικούς κύκλους, υψηλότερης τάξης προς το κέντρο. Μονοχρωματικό φως προσπίπτει στην πρώτη πλάκα, υφίσταται πολλαπλές μερικές ανακλάσεις ενδιαμέσως των πλακών και εξερχόμενο από τη δεύτερη πλάκα δίνει φαινόμενα συμβολής. Το μήκος κύματος του φωτός μπορεί να μετρηθεί με παρατήρηση των κροσσών καθώς μεταβάλλουμε την απόσταση των πλακών. Facade [Πρόσοψη] Αμχ. Είναι η όψη ενός κτιρίου που έχει κατεύθυνση προς ένα δρόμο, όπως εμφανίζεται όταν έχει συμπληρωθεί πλήρως με όλες τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Face 1 ΓΕδρα] Κμυσταλλ. Η κρυσταλλική έδρα. Face 2 [Οθόνη] Ηλχκτμον. Σύντομη έκφραση για τον όρο faceplate.-» Faceplate Face* [Εδρα] Μαθημ. Έδρα πολύεδρου δηλαδή ένα από τα πολύγωνα που φτιάχνουν την κλειστή επιφάνεια του πολυέδρου. Face 4 [Καλή πλευρά] Υλικ. Η καλή πλευρά του υφάσματος

5 Face [Μέτωπο, επένδυση] Πολ. μηχ. 1. Σε μία σήραγγα, κατά τη διάρκεια της διάνοιξης, η όψη που δημιουργείται στο έδαφος από το μηχάνημα διάτρησης στο βάθος της διάνοιξης. 2. Για κάθε στοιχείο μιας κατασκευής η ορατή πλευρά του στοιχείου. 3. Η διαδικασία τοποθέτησης μιας επένδυσης σε ένα ήδη κατασκευασμένο στοιχείο μιας οικοδομής. Face Angle [Γωνία όψης] Μαθημ. Επίπεδη γωνία που αποτελεί τμήμα τυχαίας πολυεδρικής γωνίας. Σχηματίζεται μεταξύ κάθε ζεύγους διαδοχικών ακμών της στην οποία ανήκει. Face Brick [Διακοσμητικά τούβλα] Οικοδ. Τούβλα που χρησιμοποιούνται ως επικάλυψη σε ένα τοίχο. Τα διακοσμητικά τούβλα έχουν καλαίσθητη εμφάνιση στην πλευρά που προορίζεται να είναι εκτεθειμένη έχοντας περάσει στο εργοστάσιο παραγωγής ειδική επεξεργασία φινιρίσματος. Face Brick [Διακοσμητική πέτρα] Υλικά. Είναι ένα οικοδομικό υλικό το οποίο μπορεί να είναι πέτρα, πλάκα, τούβλο κτλ. Το οποίο έχει υποστεί κάποια ειδική διεργασία για να πάρει μία συγκεκριμένη μορφή και να τοποθετηθεί στην πρόσοψη ενός κτιρίου με σκοπό τη διακόσμησή του και τη δημιουργία ενός σχεδίου. Face Centered Cubic Lattice [Κυβικό Εδροκεντρωμένο Πλέγμα] Κμυστα/Λ. Ατομική συντακτική διευθέτηση, στην οποία 12 άτομα περιβάλλουν και εφάπτονται με ένα κεντρικό άτομο, του ίδιου είδους. Το πολύεδρο που προκύπτει έχει κυβική συμμετρία. Είναι επίσης γνωστό με τα αρχικά FCC. Face Centered Orthorhombic Lattice [Ορθορομβικό Εδροκεντρωμένο Πλέγμα] Κμνσταλλ. Ατομική συντακτική διευθέτηση, στην οποία τα άτομα βρίσκονται

Facility Assignment

στις κορυφές και στο κέντρο κάθε έδρας του ορθορομβικού μοναδιαίου κελίου. Face Shield [Προστατευτικό κάλομμα προσώπου] Τεχνολ. Κάλυμμα προσώπου που προσαρμόζεται στο κράνος των εργατών για προστασία από τα εκτοξευόμενα θραύσματα ή τα αιωρούμενα σωμάτια. Είναι απαραίτητη και υποχρεωτική η χρήση του. Face Tile [Διακοσμητικό πλακάκι] Οικοδ. Οικοδομικό υλικό κεραμικής σύνθεσης επεξεργασμένο κατάλληλα από τη μία πλευρά που προορίζεται να είναι εκτεθειμένη ώστε να καλύπτει αισθητικές απαιτήσεις. Face Yeneer [Καπλομάς] Υλικ. Φλούδα καλής ποιότητας ξύλου ενός είδους που επικολλάται σε φθηνότερο, για απομίμηση του μασίφ ξύλου του είδους αυτού. Faccd Wall [Αμφίπλευρη επίστρωση] Οικοδ. Τοίχος ο οποίος έχει διαφορετική επένδυση σε κάθε μια από τις δύο όψεις του. Faceman [Τοποθέτηση εκρηκτικών] Μεταλ)..Μηχ.. Είναι ειδικότητα που έχει κάποιος ανθρακωρύχος. Έχει την ευθύνη για την διάνοιξη των σημείων στα οποία θα τοποθετηθούν οι εκρηκτικές ύλες, και για την σωστή εκπυρσοκρότησή τους. Faceplate [Οθόνη καθοδικού σωλήνα] Ηλχκμον. Έτσι ονομάζεται η οθόνη του καθοδικού σωλήνα πάνω στην οποία σχηματίζεται μονόχρωμη ή πολόχρωμη εικόνα η οποία παρατηρείται άμεσα ή έμμεσα (κατόπιν προβολής σε πέτασμα ή κάτοπτρο). Αποτελεί το μπροστινό μέρος του καθοδικού σωλήνα, είναι από αδιαφανές ή διαφανές γυαλί και διαθέτει εσωτερική επικάλυψη από φωσφορίζον υλικό που ακτινοβολεί όταν σε αυτό προσπέσουν τα ηλεκτρόνια των καθοδικών ακτινών. Facet [Εδρα ή φασέτα] Υλικ. Κάθε ομαλή επίπεδη επιφάνεια, ενός συνόλου ανάλογων επιφανειών, που παρουσιάζει είτε πολύτιμος λίθος μετά από ειδική επεξεργασία κατά ορισμένο σύστημα (ταγιάρισμα) ώστε να προκαλείται αντανάκλαση είτε φυσικός κρύσταλλος με κανονική εξωτερική μορφή παράλληλο προς τη στοιχειώδη κυψελίδα ή κάποιο άλλο δικτυωτό επίπεδο αυτού. Faceted Pebble [Πολυεδρική κροκάλη] Γεωλ. Αποστρογγυλεμένο τεμάχιο πετρώματος μεσαίου μεγέθους που παρουσιάζει επιφάνεια με πολλαπλές έδρες διαμορφούμενη με τη διεργασία της διάβρωσης κατά τη κύλιση και τη προστριβή με άλλο υλικά. Facework [Διακόσμηση] Οικοδ. Το διακοσμητικό τελείωμα ενός τοίχου. Fades [Φάση] Γεωλ. Το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων (λιθολογικών, βιολογικών, συνθηκών διαμόρφωσης, τύπος απολιθωμάτων κ.λ.π.) που παρουσιάζει μία στρωματογραφική ενότητα με συνέπεια τη διαφοροποίηση της από κάθε άλλη της ίδιας ηλικίας όπως ιζηματογενής φάση, αιολακή φάση, μεταμορφωσιγενής φάση κ.λ.π. Fades Map [Χάρτης φάσεων] Γεωλ. Χάρτης που απεικονίζει την ανάπτυξη των διαφόρων φάσεων που συνθέτουν μία στρωματογραφική ενότητα. Facility Assignment [Καταμερισμός παροχών] Υπολ. Ο καταμερισμός της μνήμης και των εξωτερικών οργάνων ενός υπολογιστικού συστήματος για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων, οι οποίες προσδιορίζονται με κατάλληλα σύμβολα, για ένα υπό επεξεργασία πρόγραμμα. Οι αρμόδιοι προγραμματιστές τηρούν μια κατάσταση όλων των διαθέσιμων παροχών, οι οποίες είναι προπαρασκευασμένες για να αναλάβουν την εκτέλεση έργου σε ένα νέο πρόγραμμα, όπως επίσης και

Facility Dispersion

- 558 -

των παροχών που μπορούν να διατεθούν κατά τη διάρκεια επεξεργασίας του προγράμματος. Facility Dispersion [Διασπορά παροχών] Επικοιν. Η επικοινωνιακή σύνδεση δύο σημείων μέσω δύο ή περισσοτέρων γραμμών μεταφοράς πληροφοριών, για την αποφυγή της διακοπής της επικοινωνίας λόγω βλάβης στη μία γραμμή. ' Facing [Επένδυση] Οικοδ. 1. Το τελείωμα μιας εσωτερικής κατακόρυφης επιφάνειας με επικάλυψη από διακοσμητικά υλικά. 2. Επικάλυψη της εξωτερικής όψης ενός κτιρίου με διακοσμητικά υλικά. Facing Wall [Επένδυση πρανών] Πολ. μηχ. Επένδυση με σκυρόδεμα της κατακόρυφης όψης του εδάφους που δημιουργείται σε μια εκσκαφή για την αποφυγή κατολισθήσεων. Facsimile [Τηλεμοιοτυπία] Επικοιν. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο τρόπος της μετάδοσης σε οποιαδήποτε απόσταση, μιας γραπτής σελίδας, κειμένου και εικόνας ή οποιοδήποτε άλλου εγγράφου με την χρήση των ανάλογων κατάλληλων ηλεκτρονικών συσκευών. Οι τελευταίες έχουν την δυνατότητα της μετατροπής του γραπτού σε σήματα τα οποία έπειτα αποστέλλονται ασύρματα ή με την βοήθεια των υπαρχόντων τηλεφωνικών δικτύων στις αντίστοιχες συσκευές για την αντίστροφη μετατροπή. Facsimile Chart Or Fax Chart ΙΤηλεομοιότυπος μετεωρολογικός χάρτης] Μετεωρ. Μετεωρολογικός χάρτης που στέλνεται μέσω φαξ από έναν κεντρικό μετεωρολογικό σταθμό που καλύπτει μια ευρύτερη περιοχή, προς όλους τους τοπικούς σταθμούς που υπάρχουν στην περιοχή. Facsimile Modulation [Τηλεομοιοτυπική διαμόρφωση] Επικοιν. Συνήθης ορολογία για τη σύζευξη ενός διαβιβαζόμενου κύματος (ως προς τη συχνότητα, το πλάτος ή τη φάση) με ένα σήμα fax. Facsimile Posting [Τηλεομοιοτυπική αποστολή] Υπολ. Εισαγωγή μιας εκτυπωμένης ομάδας πληροφοριών σε μια καταχώριση στον υπολογιστή, μεταδίδονται με χρήση του modem και αντίστροφα. Facsimile Receiver [Δέκτης, Φαξ] Η'/χκτρ. Είναι ένα μηχάνημα τηλεπικοινωνίας, το οποίο δέχεται ένα σήμα. Τα σήματα έχουν παραχθεί απύ τον εκπομπό "διαβάζοντας" ένα έγγραφο ή εικόνα και κωδικοποιώντας το. Το σήμα αυτό φτάνει στο δέκτη και αυτός κάνει την ανάστροφη διεργασία, αποκωδικοποιώντας το σήμα και αναπαράγοντας το έγγραφο ή την εικόνα που εισήλθε στον πομπό. Facsimile Recorder [Αναπαραγωγέας Φαξ] Ηλεκτρ. Είναι ένα μηχάνημα που περιλαμβάνεται στα Φαξ, και εκτελεί ένα μέρος της διαδικασίας κατά την οποία αυτό δέχεται και αναπαράγει μία εικόνα. Το μέρος αυτό του δέκτη εκτελεί το τελευταίο στάδιο αποκωδικοποίησης των ηλεκτρικών σημάτων που δέχεται και αποτυπώνονται σε χαρτί. Facsimile Signal [Τηλεομοιοτυπικό σήμα] Επικοιν. Το σήμα εικόνας, ασπρόμαυρο ή έγχρωμο, που παράγεται με τη σάρωση της αρχικής εικόνας από ένα τηλεομοιοτυπικό μηχάνημα. Facsimile Signal Level [Επίπεδο σήματος Φαξ] Ηλεκτρ. Σε ένα σύστημα μετάδοσης σημάτων με Φαξ υπάρχει μία μέγιστη ισχύς ή τάση σε κάποιο σημείο του όλου κυκλώματος, η οποία μπορεί να μετρηθεί, Από αυτή την μέτρηση αναγνωρίζεται το επίπεδο του σήματος που μεταδίδεται σε ένα κύκλωμα Φαξ. Facsimile Synchronizing [Συγχρονισμός σαρωτή] Η-

λεκτρ. Για τη σωστή λειτουργία ενός σαρωτή είναι απαραίτητο να είναι ίδιο η ταχύτητα σάρωσης μιας εικόνας με την ταχύτητα με την οποία αυτή αναπαράγεται, Διαφορετικά υπάρχουν αλλοιώσεις και κενά στην εικόνα που δεν είναι επιθυμητά. Η προϋπόθεση αυτή ονομάζεται συγχρονισμός σαρωτή. Facsimile Telegraph [Τηλεομοιοτυπικός τηλέγραφος] Επικοιν. Εξέλιξη του απλού τηλέγραφου ο οποίος μπορεί να μεταδώσει και εικόνα με τη βοήθεια της τεχνολογίας φαξ. Facsimile Transmitter [Εκπομπός Φαξ] Ηλεκτρ. Είναι η συσκευή εκείνη ενός συστήματος Φαξ, η οποία σαρώνει την εικόνα ή το κείμενο το οποίο επιθυμούμε να μεταδώσουμε με το σύστημα, και την κωδικοποιεί σε ένα ηλεκτρικό σήμα το οποίο μεταφέρεται από το δίκτυο στον δέκτη προς αποκωδικοποίηση και αναπαραγωγή του εγγράφου. Factor (Παράγοντας] Μαθημ. Κάθε στοιχείο ενός γινομένου αποτελούμενου από ακέραιους αριθμούς ή από πολυώνυμα. Factor Analysis [Παραγοντική ανάλυση] Μαθημ. Η μελέτη των μεθόδων εκτίμησης δεδομένων γραμμικά εξαρτημένων συνόλων μεταβλητών. Συνίσταται σε δύο μέρη: στον προσδιορισμό του πλήθους των παραγόντων-συνόλων που είναι απαραίτητοι για τη μελέτη του προβλήματος και τη μελέτη του κάθε παράγοντα αναφορικά με τη σπουδαιότητά του σε σχέση με τους άλλους παράγοντες. Factor Of Proportionality [Παράγοντας αναλογικότητας] Μαθημ. Ο αριθμός α που χαρακτηρίζει τη σχέση δύο ποσοτήτων που είναι ανάλογες και συνδέονται με την ισότητα y=ax. Factor Of Safety 1 [Συντελεστής ασφάλειας] Γεν. Οι συντελεστές που λαμβάνονται υπόψη από τον μελετητή ενός στατικού φορέα οι οποίοι επιβάλλονται από τους κανονισμούς κατά τον υπολογισμό των εντατικό')ν μεγεθών του φορέα που προκύπτουν από τους διάφορους συνδυασμούς φορτίσεων, Factor Of Safety [Συντελεστής ασφαλείας] Μηχ. Ορίζεται ως ο λόγος του φορτίου θραύσης μίας κατασκευής προς το φορτίο το οποίο επιτρέπεται ή αναμένεται να ασκηθεί σε αυτήν. Εκφράζει ουσιαστικά το κατά πόσες φορές περισσότερο είναι υπερδιαστασιολογημένη η κατασκευή. Factor Of Subdivision [Παράγων υποδιαίρεσης] Nairn. Όταν ένα πλοίο έχει υποστεί κάποια ζημιά, περνώντας από επισκευή αλλάζουν οι κανόνες πλοήγησης του. Ο παράγων υποδιαίρεσης είναι ένας συντελεστής που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός τέτοιου κανόνα για κάθε πλοίο. Σύμφωνα μ' αυτόν υπολογίζεται το μήκος βύθισης που επιτρέπεται να έχει το πλοίο και που συνήθως είναι διαφορετικό απ' αυτό πριν από την επισκευή. Factor Theorem Of Algebra [Παραγοντικό θεώρημα της άλγεβρας] Μαθημ. Ένα στοιχείο α ενός σώματος F είναι ρίζα ενός μη μηδενικού πολυωνύμου f(x) ορισμένου στο F[x] αν και μόνο αν το x-α είναι παράγοντας του πολυωνύμου. Factorable Integer [Παραγοντοποιήσιμος ακέραιος] Μαθημ. Κάθε ακέραιος αριθμός α ο οποίος μπορεί να αναπαρασταθεί από γινόμενο παραγόντων πεπερασμένου πλήθους, εκτός από την τετριμμένη περίπτωση α=α· 1. Factorable Polynomial [Παραγωγίσιμο πολυώνυμο] Μαθημ. Καλείται το πολυώνυμο το οποίο μπορεί ισο-

- 559 δύναμα να γραφεί ως γινόμενο άλλων πολυωνύμων, τα οποία θα είναι βέβαια μικρότερου βαθμού. Factored Load [Αυξημένο φορτίο] Πολ. μηχ. Η αύξηση του πραγματικού φορτίου που υπολογίζεται να επηρεάσει ένα φορέα με ένα συντελεστή σύμφωνα με τους κανονισμούς για να καλυφθούν οι απαιτήσεις ασφαλείας του υπολογισμού του φορέα. Factorial [Παραγοντικό] Μαθημ. Για κάθε φυσικό αριθμό ν το παραγοντικό ορίζεται ως το γινόμενο ν! = 1·2·3·...·ν και περιέχει ως παράγοντες όλους τους μικρότερους από το ν φυσικούς αριθμούς. II τετριμμένη περίπτωση του 0 ορίζεται να είναι 01=1. Factorial Series [Παραγοντική σειρά] Μαθημ. Η σειρά μη αρνητικών όρων Σ,.=Ι αν της οποίας το μερικό άθροισμα είναι Sv=l + 1/1 !+1/2!+...+1/ν!. Factoring [Παραγοντοποίησηΐ Μαθημ. Η ανάλυση ενός ακέραιου αριθμού ή ενός πολυωνύμου στους ελάχιστους παράγοντες των οποίων το γινόμενο είναι ο δεδομένος αριθμός ή το αρχικό πολυώνυμο. Factoring Of The Secular Equation [Παραγοντοποίηση της χαρακτηριστικής εξίσωσης] Μαθημ. Η ανάλυση σε γινόμενο πρώτων παραγόντων της εξίσωσης π(χ)=0 για έναν πίνακα Α ώστε να βρεθούν οι ιδιοτιμές του Α. Το πολυώνυμο π(χ) ορίζεται έτσι ώστε να προκύπτει ως το ανάπτυγμα της ορίζουσας του πίνακα (χ!η-Α) όπου ΙΠ ο μοναδιαίος πίνακας του χώρου των πινάκων στον οποίο βρίσκεται ο Α. Factory [Εργοστάσιο] Τεχνολ. Κτίριο ειδικών προδιαγραφών και στις απαιτούμενες διαστάσεις, εξοπλισμένο με τα απαραίτητα μέσα εντός του οποίου εκτελούνται όλες οι διαδικασίες παραγωγής ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Factory Mixed [Ετοιμο μπετόν] Τεχνολ. Σκυρόδεμα που παράγεται σε οργανωμένες μόνιμες εγκαταστάσεις παραγωγής και μεταφέρεται στο σημείο χρήσης με ειδικά οχήματα. Factory Ship [Καταψυκτικό αλιευτικό πλοίο] Ναυπ. Τα ψάρια τα οποία προωθούνται στην αγορά βρίσκονται σε μεγάλο ποσοστό υπό κατεψυγμένη μορφή. Για να είναι όμως όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητας τα κατεψυγμένα ψάρια, πρέπει να καταψυχθούν αμέσως μετά την αλίευσή τους. Γι' αυτό το λόγο υπάρχουν αλιευτικά πλοία, τα οποία διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε επί τόπου να τεμαχίζουν και να καταψύχουν τα ψάρια. Αυτά τα πλοία χαρακτηρίζονται με τον παραπάνω όρο. Facula [Πυρσός] Αστμον. Μικρό, λαμπρό (στο ορατό φως) κέντρο δράσης στη φωτόσφαιρα του ήλιου που λόγω του φαινομένου της αμαύρωσης χείλους φαίνεται καλύτερα όταν εμφανίζεται στα άκρα του ηλιακού δίσκου. Faculae [Πυρσοί] Αστμον. Πληθυντικός του Facula. Facultative Parasite [Αυτόνομα παράσιτα] Οικολ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται διάφορα παράσιτα, τα οποία παρουσιάζουν μία ιδιαιτερότητα. Είναι οργανισμοί που επλέγουν ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκονται, είτε να ζουν αυτόνομα, χωρίς δηλαδή να εκδηλώνουν την παρασιτική τους ιδιότητα, είτε να παρασιτούν κάτω από κάποιες άλλες συνθήκες. FAD [Φαντ] Ομγ. Χημ. Ακρωνύμιο της ένωσης flavin adenine dinucleotide, του φλαβινο-αδενινοδινουκλεοτιδίου με τύπο C27H33N9015P2, που είναι παράγωγο της ριβοφλαβίνης και αποτελεί συνένζυμο πολλών ενζύμων που συμμετέχουν σε οξειδωτικές ή αναγωγικές αντιδράσεις.

Fahrenheit Scale

Fade In 1 [Ανάδυση εικόνας] Τεχνολ. Η βαθμιαία ανάπτύξη, μέσα από το αρχικά μαύρο χρώμα, μιας εικόνας στην οθόνη του κινηματογράφου, Fade In 2 [Βαθμιαία εμφάνιση σήματος, εικόνας / ήχου] Επικοιν. Ορολογία που αποδίδει τη βαθμιαία εισαγωγή ενός λαμβανόμενου σήματος από πρακτικά μηδέν έως το κανονικό επίπεδο. Παρατηρείται π.χ. όταν ξεκινά ένα πρόγραμμα τηλεόρασης, ή όταν έχουμε αλλαγή σκηνής, ή κατά την είσοδο ενός τραγουδιού ή άλλης ακουστικής ενότητας στο ραδιόφωνο, Fade Out, Fade 1. [Εξασθένιση (σήματος)) Επικοιν. Ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται με την περισσότερο ή λιγότερο περιοδική απομείωση της ισχύος λήψεως (σήματος) από ένα απομακρυσμένο σταθμό. Το φαινόμενο αυτό μετριάζεται με τη χρήση ειδικού ενισχυτικού σήματος. 2. [Βαθμιαίο σβήσιμο / τέλος σήματος, εικόνας / ήχου] Ο όρος που υποδηλώνει τη βαθμιαία μείωση της έντασης λαμβανόμενου σήματος (όπως εικόνας, ήχου) μέχρι την τελική διακοπή του. Συμβαίνει π.χ. κατά τη λήξη τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Fader [Απομειωτής] Ηλεκτρον. Σύστημα που μπορεί να μειώσει βαθμιαία μέχρι μηδενισμού την ένταση ακουστικών ή τηλεορατικών σημάτων που αποστέλλει ένας ηλεκτρονικός πομπός. Στην τεχνολογία ήχου και εικόνας χρησιμοποιείται κάθε φορά που αλλάζει η κάμερα κατά την τηλεοπτική λήψη και όταν κλείνουμε ένα μικρόφωνο ή κανάλι ήχου ανοίγοντας ένα άλλο. Fading 1 [Ξεθώριασμα εικόνας] Τεχνολ. Χρωματική αλλοίωση μιας φωτογραφικής εικόνας εξαιτίας της φθοράς του χρόνου, αλλά και της παρατεταμένης έκθεσης στο φως ή σε χημικούς παράγοντες. Οι διάφορες αποχρώσεις στην εικόνα γίνονται πιο ωχρές, π.χ. το μαύρο γίνεται καφέ και το άσπρο ωχρό κίτρινο, Fading 2 [Ξεθώριασμα υφάσματος] Υλικ. Ξεθώριασμα των χρωμάτων ενός υφάσματος από τον ήλιο, τον αέρα ή τους ατμοσφαιρικούς ρύπους, όπως και εξαιτίας του πλοσίματος και των άλλων καταπονήσεων που αυτό υφίσταται. Fading 3 [Φαινόμενο διαλείψεων] Επικοιν. Αφορά στην διάδοση των ραδιοκυμάτων στον χώρο των επικοινωνιών και πιο συγκεκριμένα την συμβολή τους όταν φθάνουν στον ίδιο δέκτη από διαφορετικούς δρόμους, οπότε αν η σχηματιζόμενη διαφορά φάσης δεν έχει την κατάλληλη τιμή για την αλλη?εξουδετέρωσή τους δημιουργούνται προβλήματα διαλείψεων στην εικόνα ή στον ήχο ανάλογα, Fading Margin [Περιθώριο πτώσης σήματος] Επικοιν. Υπάρχει περιθώριο μείωσης της έντασης ενός σήματος χωρίς να δημιουργηθεί πρόβλημα κακής λήψης στο δέκτη του ηλεκτρομαγνητικού σήματος. Fahleite [Φαλεϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικικό ψευδάργυρο, τρισθενή σίδηρο και ασβέστιο. Σχηματίζει φαιούς, ανοιχτοπράσινους ή κίτρινους, διαφανείς, με μεταξώδη ή μαργαρώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1 έως 3,1. Fahnestock Clip [Πιαστράκι Fahnestock] Ηλεκ. Ένας τύπος ελατηριακού άκρου με μεταλλικό έλασμα για τα καλώδια που χρησιμοποιούνται σε εργαστηριακές πλάκες ή σε πρόχειρες διατάξεις. Με αυτό μπορούν να γίνουν εύκολα προσωρινές συνδέσεις που στη συνέχεια μπορούν επίσης εύκολο να διακοπούν, Fahrenheit Scale [Κλίμακα Φαρενάιτ] Θεμμ. Είναι μία

Fahrenheit's Hydrometer

-560-

κλίμακα την οποία κατασκεύασε ο Φαρενάιτ για την μέτρηση θερμοκρασιών, και χρησιμοποιείται σε κάποιες χώρες αντί της κλίμακας Κελσίου. Για να μεταβούμε από την κλίματα Κελσίου στην κλίμακα Φαρενάιτ, πολλαπλασιάζουμε τους βαθμούς Κελσίου επί 9/5 και το αποτέλεσμα το προσθέτουμε στο 32. Προφανώς λοιπόν οι 0° C αντιστοιχούν σε 32 υ F. Fahrenheit's Hydrometer [Υδρόμετρο Fahrenheit] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης της σχετικής πυκνότητας ενός υγρού ως προς το νερό από το λόγο του βάρους που καταβυθίζει (έως ένα στάνταρ βάθος) καδίσκο που επιπλέει στην κορυφή δοχείου γεμάτου με το υγρό αυτό, ως προς αντίστοιχο βάρος όταν το δοχείο είναι γεμάτο με νερό. Faience [Φαγεντιανό] Υλικ. Τύπος εκλεκτών κεραμικών με έγχρα>μα διακοσμητικά μοτίβα, τριών γνήσιων ποικιλιών (μπλάνς, πατριοτίκ και παρλάντ), που φέρουν αδιαφανή λευκή υάλωση από οξείδιο του κασσίτερου. Fail Safe System [Σύστημα ασφάλειας σε περίπτωση βλάβης] Τεχνολ. Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται ένα σύστημα που παρέχει ασφάλεια σε περίπτωση βλάβης, π.χ. σε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα. Fail Soft [Μαλακή βλάβη] Τεχνολ. Βλάβη που επιτρέπει τη συνέχιση της λειτουργίας του συστήματος (συνήθως με μειωμένη απόδοση) και δε χειροτερεύει την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Fail Soft System [Σύστημα μαλακής μείωσης / αποτυχίας λειτουργίας] Υπολ. Με τον όρο προσδιορίζεται ένα υπολογιστικό σύστημα το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί με μειωμένα απόδοση, παρόλο που υπάρχει βλάβη σε ένα τμήμα του. Το σύστημα εκπέμπει συνεχείς προειδοποιήσεις ώστε να προληφθεί η απώλεια στοιχείων. Failsafe Tape [Τεχνική μαγνητικής ταινίας ασφαλείας] Υπολ. Χρήση μαγνητικής ταινίας για την αντιγραφή όλων των αρχείων κάθε ημέρας στον υπολογιστή, για να σωθούν σε περίπτωση βλάβης. Failure [Αστοχία] Μηχ. Είναι η κατάσταση που δημιουργείται σε ένα οποιοδήποτε στοιχείο όταν δεχτεί καταπόνηση μεγαλύτερη από αυτήν που είχε υπολογιστεί να αντέχει και χάνει τη λειτουργικότητα του. Failure Logging [Καταγραφή βλαβών] Πληρ. Πρόγραμμα το οποίο καταγράφει αυτόματα τις βλάβες τις οποίες εντοπίζει στον υπολογιστή, επιτρέποντας έτσι να αρχίσουν οι εργασίες αποκατάστασής τους. Fair [Αίθριος] Μετεωρ. Όρος που χαρακτηρίζει κατά γενικό τρόπο τη καιρική κατάσταση της ατμόσφαιρας μιας περιοχής για δεδομένη χρονική περίοδο όταν επικρατούν ομαλές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα υδρομετεωρικά φαινόμενα και ισχυροί άνεμοι. Fair Curves [Ομαλές καμπύλες] Ναυπ. Καμπύλη ονομάζεται μία γραμμή η οποία δεν είναι ευθεία αλλά ούτε παρουσιάζει γωνίες. Μία τέτοια γραμμή σε κανένα σημείο της οποίας δεν παρουσιάζεται απότομη αλλαγή κατεύθυνσης, η αλλαγή καμπυλότητας ονομάζεται ομαλή καμπύλη. Fair Face Concrete [Εμφανές μπετόν] Μηχ. Στοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα όπου το σκυρόδεμα δε δέχεται επικάλυψη με διακοσμητικά υλικά αλλά παραμένει εμφανές. Αυτές οι επιφάνειες των στοιχείων σκυροδέματος πρέπει να είναι πολύ ομαλές δίχως ατέλειες και η επιφάνεια του σκυροδέματος αποτελεί και το διακοσμητικό τελείωμα. Fair Game [Δίκαιο παιχνίδι] Μαθημ. Το τυχερό παι-

χνίδι που εξετάζεται με μαθηματικά εργαλεία με σκοπό την εξαγωγή στατιστικών παρατηρήσεων και είναι αμερόληπτο για κάθε πλευρά που συμμετέχει. Fair Line [Τομή επιφάνειας χωρίς αντίσταση] Ναυπ. Οι επιφάνειες που είναι τοποθετημένες κάθετα ή με κάποια κλίση στην επιφάνεια ενός πλοίου, είναι σύνηθες να είναι λείες ώστε να δημιουργούν όσο το δυνατόν λιγότερη αντίσταση στην πορεία του πλοίου. Κάθε τομή μιας τέτοιας επιφάνειας σε σχέση με την επιφάνεια ενός πλοίου χαρακτηρίζεται με τον παραπάνω όρο. Fair Tide [Θετική παλίρροια]. Ναυπ. Κατά τη διάρκεια μιας παλίρροιας τα νερά κινούνται περιοδικά προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Έτσι όταν ένα πλοίο βρίσκεται στην περιοχή αυτή, η φορά των νερών μπορεί να βοηθάει ή να εμποδίζει το πλοίο στην κίνησή του. Στην πρώτη από αυτές τις περιπτώσεις, όπου το ρεύμα της παλίρροιας είναι ομόρροπο με την κίνηση του πλοίου, λέμε ότι παρουσιάζεται θετική παλίρροια για την πορεία του σκάφους. Fair Weather Cumulus [Σύννεφο Cumulus αίθριου καιρού] Μετεωμ. Είναι το σύννεφο cumulus humilis, που είναι το μικρού πάχους, συνήθως πεπλατυσμένο λευκό σύννεφο που παρατηρούμε σε αίθριο ή σχεδόν αίθριο καιρό. Fair Wind [Ούριος άνεμος] Μετεωμ. Όρος συνώνυμος του favorable wind, δηλαδή ευνοϊκός άνεμος. Faired Cable [Υδροδυναμικό συρματόσχοινο] Τεχνολ. Τύπος συρματόσχοινου με υδροδυναμικά κατασκευασμένη επιφάνεια που χρησιμοποιείται για να σέρνει τα δίχτυα στις τράτες. Fairing 1 [Αεροδυναμική κατασκευή] Αερομηχ. Δευτερεύουσα κατασκευή που προστίθεται στο εξωτερικό περίβλημα οχημάτων ή βλημάτων που κινούνται μέσα στον αέρα για να κάνει το σχήμα τους αεροδυναμικό. Fairing 2 [Αεροδυναμική κάλυψη] Νανπηγ., Μηχ. Μηχ. Κατασκευή για αεροδυναμική κάλυψη πλοίων, μοτοσικλετών, αγωνιστικών αυτοκινήτων, κλπ. ώστε να μειωθεί η αντίσταση του αέρα στην κίνησή τους στη θάλασσα ή στην ξηρά αντίστοιχα. Fairway [Ασφαλής πορεία]. Ναυπ. Για την ασφαλή πλοήγηση ενός πλοίου, είναι απαραίτητο να κινείται σε νερά το βάθος των οποίων είναι γνωστό και αρκετά μεγάλο και να αποφεύγονται οι περιοχές όπου υπάρχουν ύφαλοι ή βραχονησίδες. Για το λόγο αυτό υπάρχουν στους χάρτες κάθε περιοχής διαδρομές που ενώνουν διάφορα σημεία της, οι οποίες αποτελούν ασφαλείς για τα πλοία ρότες, όπου δεν κινδυνεύουν να προσαράξουν. Fairway Buoy [Σημαδούρα ένδειξης ασφαλούς πορείας] Ναυπ. Όταν τα νερά είναι ρηχά υπάρχει κίνδυνος να προσαράξει κάποιο πλοίο. Για να γνωρίζει λοιπύν ο πλοηγός κάθε πλοίου που υπάρχει ύφαλος ή απλά μη ασφαλές βάθος στη θάλασσα, τοποθετείται σημαδούρα ώστε τα συγκεκριμένα σημεία να αποφεύγονται. Fake [Μαζεύω σκοινί ή αλυσίδα] Ναυπ. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος κατά τον οποίο διπλώνονται τα σκοινιά και οι αλυσίδες ώστε να ξετυλίγονται εύκολα και να πιάνουν λίγο χώρο στο πλοίο. Falcate [Δρεπανοειδές σχήμα] Αστμον. Σχήμα μηνίσκου. Αφορά τους πλανήτες ή δορυφόρους (όπως παρατηρούνται στο νυχτερινό ουρανό) καθώς ανακλούν το φως του ήλιου, όταν φωτίζονται μερικώς από αυτόν μεταξύ της νέας φάσης και του πρώτου τετάρτου του κύκλου τους. Λέγεται και σχήμα ημισέληνου, από το φωτεινό σχήμα μηνίσκου του φεγγαριού.

-561 Falkland Current [Ρεύμα Φώκλαντ] Ωκεαν. Ψυχρό ωκεάνιο ρεύμα του νοτίου Ατλαντικού που κινείται με διεύθυνση βορειοανατολική κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Αργεντινής. Fall 1. [Αστρονομικό φθινόπωροί Αστρον. Αστρονομική εποχή του φθινοπώρου, από τις 23 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου. 2. [Βαρυτική πτώσηΐ Αστρον. Πτώση ενός σώματος στο διάστημα προς ένα άλλο μεγαλύτερης μάζας λόγω βαρυτικής έλξης, π.χ. πτώση κομητών στον ήλιο, όπως και πτώση διαστημόπλοιων κατά την επιστροφή τους ή πτώση μετεωριτών στη γη. Fall Streak Hole [Οπή σύννεφου από αποκοπή τμήματος του] Μετεωρ. Οπή σε σύννεφο που προκύπτει από την ψύξη ενός τμήματος του που αποκόπτεται από τον κύριο όγκο του σύννεφου, σχηματίζοντας λωρίδες νερού ή πάγου που πέφτουν προς τα κάτω, αλλά εξατμίζονται προτού φτάσουν στην επιφάνεια της γης. Fall Streaks [Λωρίδες νερού / πάγου που πέφτουν από σύννεφο] Μετεωρ. Αλλη ονομασία του virga. Fall Time [Χρόνος καθόδου] Ηλεκ, 1. Χρόνος που χρειάζεται για τη μείωση του πλάτους παλμού από το 90% στο 10% του μέγιστου πλάτους του στο μηδέν. 2. Χρόνος καθόδου του παλμού εξόδου ενός ηλεκτρικού κυκλώματος RC, RL ή RLC, δηλαδή ο χρόνος που χρειάζεται ένα κύκλωμα RC, RL ή RLC για να αλλάξει την έξοδό του (τάση ή ρεύμα) από ένα υψηλό επίπεδο σε ένα χαμηλό επίπεδο (τάσης ή ρεύματος). Fall Velocity [Ταχύτητα καθίζησης! Μηχ. Ρευστ. Διαφορετική ονομασία του όρου Settling Velocity. Fall Wind (Καταβάτης, καταβατικός άνεμος] Μετεωρ. Είδος ανέμου που κατεβαίνει προς τα κάτω από μία πλαγιά λόφου ή βουνού και παρατηρείται κυρίως τη νύχτα. Ο καταβάτης είναι κρύος και ισχυρός άνεμος και για την ύπαρξή του απαιτείται μία συσσώρευση κρύου αέρα στο πάνω μέρος του λόφου / βουνού. Fallback [Επιστρέφοντα θραύσματα κρατήρα] Γεωλ. Μέρος των θραυσμάτων από έναν κρατήρα (τα οποία προέρχονται κυρίως από τα χαμηλότερα δύο τρίτα του) που καθώς εκτοξεύονται προς τα έξω από τον κρατήρα, λόγω των συγκρούσεων μεταξύ τους, γυρίζουν πάλι πίσω στον κρατήρα και ανακατανέμονται μέσα σε αυτόν γεμίζοντάς τον μερικά. Fallback [Επιστρέφοντα υλικά πυρηνικής έκρηξης] Πυρην. Φυσ. Τα βαρύτερα από τα θραυσμένα, κονιορτοποιημένα ή λιωμένα υλικά που παρασύρονται προς τα πάνω στο χώρο μιας πυρηνικής έκρηξης και λόγω του σχετικά μεγάλου βάρους τους δεν μεταφέρονται μακρύτερα από τα αέρια ρεύματα, αλλά ξαναπέφτουν κοντά στον κρατήρα της έκρηξης. Fallback Switch [Διακόπτης αλλαγής συσκευής] Επικοιν. Πρόκειται για απλό μηχανικό διακόπτη με τον οποίο, σε περίπτωση ανωμαλίας μιας σταθερής συσκευής επικοινωνίας, την κλείνουμε και θέτουμε σε λειτουργία μία εφεδρική συσκευή όμοιας χρήσης. Falling Ball Viscometer [Ιξωδόμετρο της μπάλας που πέφτει] Τεχνολ. Πιο απλός τρόπος ονομασίας του falling sphere viscometer, με αντικατάσταση της λέξης sphere (σφαίρα) από την πρακτικά ισοδύναμή της ball (μπάλα). Βλέπε Falling Sphere Viscometer. Falling Body [Αντικείμενο σε ελεύθερη πτώση] Φυσ. Χαρακτηρίζεται ένα σώμα του οποίου η κίνηση βασικά γίνεται υπό την επίδραση της δύναμης που του ασκεί το βαρυτικό πεδίο της Γης. Κάθε άλλη δύναμη που ενδεχομένως ενεργεί σε αυτό, όπως για παράδειγμα η αντίσταση του αέρα, είναι αμελητέα σε σύγκριση

False Alarm

με την δύναμη του βάρους του. Falling Drop Method [Μέθοδος της σταγόνας που πέφτει] Φυσ. Μέθοδος καθορισμού της πυκνότητας ενός υγρού μέσω του χρόνου πτώσης σταγόνας από το υγρό αυτό μέσα σε ένα άλλο γνωστής πυκνότητας και ιξώδους υγρό, που έχει την ιδιότητα να μην αναμιγνύεται με το υγρό της σταγόνας. Falling Film [Καθοδικά κινούμενος υμένας] Ρευστομηχ. Σε περιπτώσεις όπου υγρό ρέει πάνω σε επικλινή ή κατακόρυφη στερεή επιφάνεια, θεωρείται η πολύ λεπτή υγρή στοιβάδα που έρχεται σε άμεση επαφή με την επιφάνεια και ρέει υπό στρωτή ροή. Χρησιμοποιείται συνήθως η αγγλική ορολογία. Falling Film Cooler [Ψυκτικό σύστημα με κινούμενο υγρό υμένα] Μηχ. Εναλλάκτης σωλήνα-κελύφους, σε κατακόρυφη διάταξη, όπου το θερμό υγρό εισέρχεται από την κορυφή στο εσωτερικό των σωλήνων, ρέοντας προς τον πυθμένα σε μορφή λεπτού υμένα. Στην πλευρά του κελύφους ρέει το κατάλληλο ψυκτικό μέσο. Falling Sphere Viscometer [Ιξωδόμετρο σφαίρας που πέφτει] Μηχ. Απλή συσκευή μέτρησης ιξώδους, που χρησιμοποιείται σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς διάτμησης και περιέχει μια σφαίρα που πέφτει μέσα στο μετρούμενο ρευστό, στην περιοχή του νόμου Stokes. Ο χρόνος που κάνει η σφαίρα μεταξύ δύο βαθμονομημένων σημείων ορίζει την ταχύτητά της. Fallout [Κατακρήμνιση] Πυρην. Φυσ. Η κάθοδος από την ατμόσφαιρα και η εναπόθεση επί του εδάφους των ραδιενεργών ισοτόπων (π.χ. ιώδιο-131, στρόντιο-90, καίσιο-137) του πυρηνικού νέφους μετά από μία θερμοπυρηνική έκρηξη με συνέπεια τη δημιουργία συνθηκών παραμένουσας πυρηνικής ακτινοβολίας. Διακρίνεται σε τοπική (κυρίως των βαρύτερων στοιχείων), που εξελίσσεται σε σύντομο χρονικό διάστημα (μερικών δεκάδων ημερών) στη περιοχή της έκρηξης και σε παγκόσμια (κυρίως των ελαφρότερων στοιχείων), που εξελίσσεται σταδιακά σε διάστημα πολλών ετών σε όλη την έκταση του πλανήτη. Fallout Area [Περιοχή κατακρήμνισης] Πυρην. Φυσ. Η περιοχή, τα ακριβή όρια της οποίας είναι συνάρτηση και των μετεωρολογικών συνθηκών, που πλήγεται άμεσα, μετά από παρέλευση ορισμένων ωρών ή μερικών ημερών, από τη τοπική κατακρήμνιση των ραδιενεργών ισοτόπων (ιδιαίτερα των βαρύτερων) του πυρηνικού νέφους μετά από μία θερμοπυρηνική έκρηξη. Fallout Shelter [Πυρηνικό καταφύγιο] Πολ Μηχ. Χώρος που κατασκευάζεται κάτω από τη στάθμη του φυσικού εδάφους με ειδικές προδιαγραφές για να προσφέρει προστασία έναντι της ραδιενέργειας που προέρχεται από μια πυρηνική έκρηξη. Fallout Winds (Ανεμοι μεταφοράς ραδιενεργών ουσιών] Μετεωρ. Είναι εξακριβωμένο πλέον ότι διαφόρων ειδών τροποσφαιρικοί άνεμοι παρασύρουν ραδιενεργές ουσίες (σκόνες, σταγόνες ή αέρια) σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο της πυρηνικής έκρηξης. Είναι γνωστές οι συνέπειες της περίπτωσης του Τσέρνοβιλ. Fallstreifen [Λωρίδες Fallstrcifen] Μετεωρ. Αλλη ονομασία του virga. False Alarm [Λανθασμένος συναγερμός] Ηλεκ. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στα συστήματα που χρησιμοποιούν ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Είναι ένδειξη στύχου τον οποίο το σύστημα εντοπίζει χωρίς αυτός να υπάρχει. Το λάθος αυτό προκαλείται συνήθως από κάποιο θόρυβο τον οποίο αντιλαμβάνεται το σύστημα και μεταφράζει ως στόχο.

False Bedding

-562-

False Bedding [Ψευδές στρώμα] Γεωλ. Είναι ένα στρώμα του εδάφους το οποίο δεν έχει δημιουργηθεί όπως τα άλλα αλλά από σταδιακή πρόσθεση υλικού σ' αυτο με τη βοήθεια των θαλάσσιων ρευμάτων. False Ceiling [Ψευδοροφή] Πολ Μηχ. Μόνιμη κατασκευή ενός δεύτερου επιπέδου οροφής κάτω από το επίπεδο της πλάκας οπλισμένου σκυροδέματος δημιουργώντας έτσι ένα χώρο για την τοποθέτηση των εγκαταστάσεων ενός κτιρίου. Άλλοτε αποτελείται από γυψοσανίδες που αναρτώνται στην δομική πλάκα από ένα σύστημα δικτυώματος. False Cirrus Cloud [Σύννεφο ψευδοαπτιβ] Μετεωρ. Αδιαφανές, γκριζωπό σύννεφο Cirrus (είδος θυσάνου) που συνήθως σχηματίζεται από την πάνω περιοχή ενός σύννεφου cumulonimbus, στα χαρακτηριστικά του οποίου προσομοιάζει. Βλέπε Cumulonimbus Cloud, Cirrus Cloud. False Colour [Ψευδές χρώμα] Οτττικ. Χρώμα που αντιστοιχεί στις περιοχές του φάσματος συχνοτήτων εκτός της ορατής περιοχής αυτού. False Drop [Ψευδές ίχνος πάγου] Ωκεαν. Στρώμα πάγου που παρατηρείται σε μία παραλία σε ύψος ψηλότερο της στάθμης του νερού, με το κάτω μέρος του να αγγίζει το νερό. Δημιουργείται από χιόνι που λιώνει σε υψηλότερα σημεία της παραλίας και θαλασσινό πάγο από παλίρροιες. False Horison [Ψευδής ορίζοντας] Ναυπ. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα, για να περιγράψει την οριζόντια ευθεία που αναπαριστά τον ορίζοντα, αλλά λανθασμένα βρίσκεται λίγο ψηλότερα ή χαμηλότερα από τον πραγματικό και αόρατο ορίζοντα. False Rejection [Λανθασμένη απόρριψη] Στατ. Σφάλμα που προκύπτει κατά τον έλεγχο των στατιστικών υποθέσεων ενός προβλήματος. Η λανθασμένη απόρριψη ή αλλιώς σφάλμα τύπου 1 της στατιστικής συμπερασματολογίας συμβαίνει όταν μια αληθής υπόθεση θεωρείται ψευδής κατόπιν των τεστ που διεξάγονται ανάλ.ογα με την κατανομή που ακολουθεί η μεταβλητή του προβλήματος. False Retrieval Or False Drop [Λανθασμένη (ψευδής) ανάληψη] Υπολ Ανεπιθύμητα στοιχεία που λαμβάνονται σε μία έρευνα βιβλιοθήκης λόγω σφάλματος στον προσδιορισμό των επιλεγέντων κριτηρίων. False Sorts [Λανθασμένα στοιχεία] Υπολ. Στοιχεία πληροφοριών που προκύπτουν από λονθασμένη ανάληψη σε μία έρευνα βιβλιοθήκης και δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο που ψάχνουμε. False Target [Ψευδής στόχος] Ηλεκτρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα φαινόμενο το οποίο παρουσιάζεται στα ραντάρ. Στα συστήματα αυτά πολλές φορές υπάρχει καθυστέρηση στη μετάδοση ενός σήματος με αποτέλεσμα ο δέκτης να λαμβάνει το σήμα αργότερα και να παρουσιάζει έναν ανύπαρκτο στόχο. False Target Generator [Παραγωγός ψευδών στόχων]. Ηλεκτρ. Είναι μια ηλεκτρονική συσκευή η οποία χρησιμοποιείται ως αμυντικό όπλο. Δημιουργεί καθυστέρηση στο σήμα το οποίο μεταδίδεται σε ένα ραντάρ, ώστε να μην ανιχνεύεται σωστά ένας στόχος και να παραπλανάται ο εχθρός. Falsework [Προσωρινή υποστήριξη] Πολ μηχ. Προσωρινό σύστημα υποστύλωσης ενός φέροντος στοιχείου οπλισμένου σκυροδέματος κατά τη διάρκεια της περιόδου ωρίμανσης του νωπού σκυροδέματος μέχρι αυτό να αποκτήσει τη φέρουσα ικανότητα του. Faltung [Πτύχωση] Μαθημ. Σύνολο το οποίο αποτελεί-

ται απύ συναρτήσεις, του οποίου η χαρακτηριστική ιδιότητα είναι κάθε συνάρτηση, που είναι στοιχείο του συνόλου, προκύπτει ως η πτύχωση δύο άλλων συναρτήσεων που ανήκουν σε αυτό. Famatinite [Φαματινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο χαλκό και αντιμόνιο, της ομάδας του σταννίτη. Σχηματίζει καστανούς ή φαιούς, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκλ.ηρότητα 3 έως 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,5. Family [Οικογένεια] Χημ. Χαρακτηρίζεται μια ομάδα χημικών, που έχουν παρόμοιες χημικές ιδιότητες μεταξύ τους. Fammenian [Φαμμένιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ανώτερης υποπεριόδου της Δεβονίου περιόδου (πριν περίπου 360 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Φράνσιο και παλαιότερη από το Λιθανθρακοφόρο. Fan [Ανεμιστήρας] Μηχ. Μηχάνημα συμπίεσης, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή την παροχή αερίων. Μπορεί να επιτύχει μέγιστη πίεση μέχρι 110 kPa και διακρίνεται σε ακτινικής και αξονικής ροής. Fan Efficiency [Απόδοση Ανεμιστήρα] Μηχ. Ορίζεται ως το πηλίκο της ενέργειας που παράγεται από έναν ανεμιστήρα προς την ενέργεια που καταναλίσκεται για τη λειτουργία του. Αποτελεί μέτρο εκτίμησης της λειτουργίας του. Fan In [Πολλαπλή είσοδος] Ηλεκτρ. Ένα λογικό κύκλωμα είναι δυνατόν να έχει πολλές διαφορετικές εισόδους. Ο παραπάνω όρος χαρακτηρίζει τον αριθμό αυτών των εισόδων που μπορούν να προσαρμοστούν σε κάποιο τέτοιο κύκλωμα. Fan Out [Πολλαπλή έξοδος] Ηλεκτμ. Ένα λογικό κύκλωμα έχει πάνω από μια εισόδους και πάνω από μια εξόδους. Με τον παραπάνω όρο δίνεται η πολλαπλή έξοδος ενός τέτοιου κυκλώματος. Fan Total Head [Συνολικό Μανομετρικό Ύψος Ανεμιστήρα] Μηχ. Είναι το άθροισμα του μανομετρικού ύψους ταχύτητας και πίεσης, στην περιοχή του ανεμιστήρα όπου τροφοδοτείται το αέριο. Fan Total Pressure [Συνολική Πίεση Ανεμιστήρα] Μηχ. Ορίζεται από τη διαφορά των πιέσεων στην τροφοδοσία και στην έξοδο του ανεμιστήρα και αποτελεί τη μέση πίεση λειτουργίας του. Fanfold [Τύπος χαρτιού] Πληρ. Πρόκειται για συνεχόμενο χαρτί το οποίο χρησιμοποιείται σε στοίβες ολόκληρες από ορισμένους τύπους εκτυπωτών, καθώς έχει κατάλληλες σειρές από τρύπες παράλληλα στα δύο άκρα του και οι σελίδες διπλώνονται ακολουθώντας μία ήδη προκαθορισμένη σειρά σελιδοποίησης. Fanlight [Φεγγίτης] Αρχ. Καμπυλωτό στοιχείο φωτισμού που είναι τοποθετημένο πάνω από πόρτες ή παράθυρα. Fanning Friction Factor [Παράγοντας Τριβής Fanning] Ρευστομηχ. Συμβολίζεται με f και περιγράφεται σαν σχετικό μέτρο των απωλειών λόγω τριβής σε ένα σύστημα. Ορίζεται ως το αδιάστατο πηλίκο της τάσης ολίσθησης προς την κινητική ενέργεια της ροής. Δίνεται από την εξίσωση f = d*(-AP) / (2xLxpxU~), όπου d η διάμετρος και L το μήκος του αγωγού, ΔΡ η πτώση πίεσης, , ρ η πυκνότητα του ρευστού και U η ταχύτητά του. Fanning's Equation [Εξίσωση Fanning] Ρευστομηχ. Για ισόθερμη, σταθερή ροή σε αγωγούς, ισχύει: F = 32*fxLxq" / (π 2 *^*!) 5 ), όπου F η απώλεια ενέργειας

-563 λόγω τριβής, D η διάμετρος του αγωγού, L το μήκος του αγωγού q η ογκομετρική ροή και f ο παράγοντας τριβής. Fantail [Πίσω κατάστρωμα] Nairn. Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται μια θέση πάνω σε ένα πλοίο. Είναι το σημείο εκείνο του ψηλότερου καταστρώματος, το οποίο βρίσκεται προς την πίσω πλευρά του πλοίου, προς την πρύμνη. Far Field [Μακρινό πεδίο] Ηλεκτρομαγν. Διαφορετική ονομασία για την περιοχή Fraunhofcr μιας κεραίας. Βλέπε Fraunhofer Region. Far Infrared Maser [Μέιζερ απώτερου υπέρυθρου] Τεχνολ. Τύπος μέιζερ αερίου με μήκος μικροκύματος από 100 έως 500μηι περίπου. Πρόκειται για ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη διεύρυνση των μικροκυμάτων Far Infrared Radiation [Ακτινοβολία απώτερου υπέρυθρου] Ηλεκτρομαγν. Υπέρυθρη ακτινοβολία με μεγάλο μήκος κύματος από 50 έως 1000 μπι (micro meters). Far Point [Οπτική απόσταση] Οπτικ. Το γυμνό μάτι, όταν αυτό δεν πάσχει από κάποια οπτική, ασθένεια είναι ικανό να βλέπει καθαρά και να διακρίνει αντικείμενα σε μία απόσταση η οποία ονομάζεται οπτική απόσταση. Far Region [Μακρινή περιοχή] Ηλεκτμομαγν. Αλλη ονομασία της περιοχής Fraunhofer στο χώρο γύρω από μία κεραία. Βλέπε Fraunhofer Region. Far Ultraviolet Radiation [Ακτινοβολία απώτερου υπεριώδους] Ηλεκτμομαγν. Υπεριώδης ακτινοβολία με μικρό μήκος κύματος από 5 10" έως 0,2 μηι. F a r Zone [Μακρινή Ζώνη] Ηλεκτμομαγν. Ζώνη σχετικά μακριά από μία κεραία, που τυπικότερα ονομάζεται περιοχή Fraunhofer. Βλέπε Fraunhofcr Region. Farad [Φαράντ] Ηλεκτμ. To Farad είναι μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας ενός πυκνωτή. Ο πυκνωτής είναι μια διάταξη που αποτελείται από δύο οπλισμούς σε κάποια απόσταση μεταξύ τους και με ίδιο σε ποσότητα αλλά αντίθετο σε πρόσημο φορτίο. Όταν λοιπόν το φορτίο αυτό είναι 1 Coulomb και η διαφορά δυναμικού στα άκρα του πυκνωτή είναι 1 Volt τότε η χωρητικότητα του είναι 1 Farad ή 1F. Faraday [Φαραντέι] Φνσ. To Faraday είναι μια σταθερά η οποία έχει διαστάσεις φορτίου. Είναι το φορτίο εκείνο το οποίο είναι ικανό να προκαλέσει την απελευθέρωση ενός γραμμοϊσοδύναμου ενός στοιχείου (ή greq στοιχείου) κατά τη διαδικασία της ηλεκτρόλοσης. Faradav Cage [Πεδίο Φαραντέϊ] Φυσ. -» Faraday Shield. Faraday Constant [Σταθερά Φαραντέϊ] Φύσ. Faraday. Faraday Dark Space [Σκοτεινή περιοχή Φαραντέϊ] Ηλεκτμ. Σε ένα σωλήνα εκφόρτησης ψυχρής καθόδου που λαμβάνει χώρα με την εκδήλωση λάμψης παρουσιάζεται μια περιοχή λιγότερο φωτεινή από τα γειτονικά της σημεία. Η περιοχή αυτή ονομάζεται σκοτεινή περιοχή Φαραντέϊ και εκτείνεται μεταξύ της αρνητικής λάμψης και της θετικής στήλ^ης του σωλήνα. Faraday Disc Machine [Μηχανή δίσκου Faraday] Ηλεκτμομαγν. Σύστημα που επινοήθηκε για την επίδειξη της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής και αποτελείται από ένα χάλκινο δίσκο, που περιστρέφεται στην περιοχή μεταξύ των πόλων ενός ηλεκτρομαγνήτη, με συνέπειες την ανάπτυξη μιας ακτινικής ηλεκτρεγερτικής δύναμης επαγωγής στο δίσκο. Η μηχανή δίσκου Faraday είναι

Farey Sequence

στην πραγματικότητα μια γεννήτρια. Faraday Effect [Φαινόμενο Φαραντέϊ] Οπτικ. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο είναι γνωστό και ως περιστροφή Φαραντέϊ ή μαγνητική περιστροφή. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται όταν μια ακτίνα γραμμικά παλλόμενου φωτός περνάει μέσα από ένα υλικό κατά την ίδια φορά με αυτή που έχει το μαγνητικό πεδίο που εφαρμόζουμε στην περιοχή του υλικού. Τότε εμφανίζεται μια περιστροφή της πολικότητας της ακτίνας αυτής του φωτός. Faraday Generator [Γεννήτρια Faraday] Ηλεκτμομαγν. Γεννήτρια πανομοιότυπη με τη μηχανή δίσκου Faraday Faraday Disc Machine. Faraday Rotation [Περιστροφή Φαραντέϊ] Οπτικ. Faraday Effect. Faraday Rotation Experiment [Πείραμα περιστροφής Φαραντέϊ] Ηλεκτμομαγν. Είναι ένα πείραμα το οποίο μας βοηθάει να ανιχνεύσουμε και να κατανοήσουμε την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου σε ένα ρευματοφόρο αγωγό. Το πείραμα αυτό περλαμβάνει έναν μαγνήτη που περιβάλλεται από υδράργυρο και έναν αγωγό βυθισμένο σ' αυτόν να εκτελεί περιστροφές γύρω από το μαγνήτη. Όταν κάποια στιγμή περάσει ρεύμα από τον αγωγό τότε γίνεται αισθητή η επίδραση του μαγνητικού πεδίου στο κινούμενο ηλεκτρικό φορτίο. Faraday Screen [Πλέγμα Φάραντει] Ηλεκτμ. Faraday Shield Faraday Shield [Πλέγμα Φαραντέι] Ηλεκτμ. Το πλέγμα Φάραντέι ή ασπίδα Φάραντέι είναι ένας αριθμός καλωδίων τοποθετημένων παράλληλα μεταξύ τους και ενωμένων με έναν γεω)μένο αγωγό. Η διάταξη αυτή αποτελεί μία ηλεκτροστατική ασπίδα. Faraday's Law Of Electromagnetic Induction [Νόμος της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής του Φαραντέϊ] Ηλεκτμομαγν. Οταν ένας αγωγός βρίσκεται μέσα σε μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο επάγεται σ' αυτόν μια ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργεί ροή ρεύματος μέσα από τον αγωγό. Η επαγόμενη στον αγωγό ή σε ένα κύκλωμα ηλεκτρεγερτική δύναμη ισούται με το αρνητικό του ρυθμού μεταβολής της μαγνητικής ροής που διαπερνά το κύκλωμα. Η πρόταση αυτή αποτελεί το νόμο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής του Faraday. Faraday's Lows Of Electrolysis [Οι νόμοι του Φάραντέι για την ηλεκτρόλυση] Φυσ Χημ. Είναι δύο νόμοι που θέσπισε ο Φάραντέι για τις ποσότητες των στοιχείων κατά την ηλεκτρόλυση. 1. Η ποσότητα της ουσίας που διαλύεται ή πέφτει ως ίζημα κατά την ηλεκτρόλυση είναι ανάλογη με το συνολικό φορτίο που διέρχεται από το διάλυμα. 2. Όταν έχουμε δύο διαφορετικές ουσίες οι οποίες δια της ηλεκτρόλυσης διαλύονται ή πέφτουν ως ίζημα υπό τη διέλευση του ιδίου ηλεκτρικού φορτίου τότε οι ποσότητές τους είναι ανάλογες των ισοδύναμων βαρών τους. Faradic [Φαραδικός] Ηλεκ. Όρος που αναφέρεται σε ασύμμετρο εναλλασσόμενο ρεύμα παραγόμενο από επαγωγικό πηνίο ή σε διάταξη που χρησιμοποιεί ανάλογο ρεύμα. Farey Sequence [Ακολουθία του Farey] Μαθημ. Ακολουθία η οποία αποτελείται από ανάγωγα κλάσματα μεγαλύτερα από το 0 και μικρότερα από τοί. Η τάξη της ακολουθίας δίνεται από έναν αριθμό α, ο οποίος είναι μικρότερος ή το πολύ ίσος από κάθε παρανομαστή κλάσματος που είναι όρος της ακολουθίας.

Farmer Dosimeter

- 564 -

Farmer Dosimeter [Δοσίμετρο Farmer] Πυρην. Φυσ. Μικρό, εύχρηστο δοσίμετρο ύπου η ραδιενέργεια μετριέται μέσω ενός μικρού θαλάμου ιονισμού. Farming Anchor [Μεταλλική προσαρμογή] Οικοδ. Πρόκειται για ένα είδος μεταλλικού συνδέσμου που χρησιμοποιείται για την μόνιμη και την ασφαλή σύνδεση δύο ξύλινων ράβδων μίας κατασκευής στο σημείο ενός κόμβου. Οι μεταλλικές προσαρμογές είναι πλέον τυποποιημένες, καθώς υπάρχουν πολλών τύπων και μεγεθών ενώ χρησιμοποιούνται κυρίως σε ξύλινες κατασκευές με μεγάλα ανοίγματα. Farringtonite [Φαρρινγκτονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό των μετεωριτών αποτελούμενο από φωσφορικό μαγνήσιο. Σχηματίζει λευκούς ή κηρώδεις κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει απροσδιόριστη σκληρότητα και ειδικό βάρος 2,7. Fascia [Μετώπη] Αρχ. 1 Μεταλλικό στοιχείο κατά μήκός της οριζόντιας κάτω πλευράς μιας στέγης πάνω στο οποίο στηρίζεται η υδρορροή. 2. Η ορατή κατακόρυφη επιφάνεια ενός δομικού στοιχείου μικρού ύψους και μεγάλου μήκους. Fast Access Storage [Μνήμη ταχείας προσπέλασης] Πληρ. Χαρακτηρίζεται ο επιμέρους αποθηκευτικός χώρος μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή όπου υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης σε ψηφιακά δεδομένα με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από τον υπόλοιπο. Fast Breeder Reactor F B R [Γρήγορος αντιδραστήρας αναμόρφωσης] Πυρην. Φυα. Είδος γρήγορου αντιδραστήρα ισχύος. Ψύχεται με υγρό νάτριο. Δεν χρειάζεται επιβράδυνση μια και χρησιμοποιεί γρήγορα νετρόνια, Έχει σαν καύσιμο μίγμα οξειδίων πλουτωνίου και ουρανίου με στρώση σχεδόν καθαρού U238, όπου με γρήγορα νετρόνια μπορεί να σχηματιστεί πλουτώνιο. Opγανώνεται έτσι ώστε η παραγόμενη ποσότητα πλουτωνίου να είναι ίση ή και μεγαλύτερη απύ αυτήν που καταναλίσκεται στο καύσιμο U2'15. Fast Burst Reactor FBR [Αντιδραστήρας παλμών γρήγορων νετρονίων] Πυρην. Φυα. Αντιδραστήρας που παράγει παλμούς γρήγορων νετρονίων διάρκειας της τάξης του εκατομμυριοστού του δευτερολέπτου με τους οποίους βομβαρδίζονται διάφορα υλικά ή βιολογικοί ιστοί για ερευνητικούς σκοπούς. Fast Carbon Nitrogen Oxygen Cycle [Γρήγορος κύκλος άνθρακα αζώτου οξυγόνου] Πυρην. Φυα. Όρος ισοδύναμος του hot (θερμός) carbon nitrogen oxygen cycle, που οφείλει την ονομασία του στο ότι σε αυτό το είδος κύκλου C. Ν. Ο. ένας πυρήνας Ν 1 3 συλλαμβάνει γρήγορα ένα πρωτόνιο, μετατρεπόμενος σε Ο 1 " πριν προλάβει να γίνει C 1 \ Fast Chemical Reaction [Ταχεία χημική αντίδραση] Φυσ. Χημ. Κάθε χημική αντίδραση χαρακτηρίζεται από μία ταχύτητα. Υπάρχουν αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα με πολύ αργό ρυθμό, και άλλες που η παρατήρησή τους είναι αδύνατη λόγω της μεγάλης τους ταχύτητας. Οι δεύτερες αυτές αντιδράσεις ονομάζονται ταχείες χημικές αντιδράσεις και έχουν χρόνο μισής ζωής της τάξης κάποιων msec μόνο. Για την παρατήρηση των αντιδράσεων αυτών επιστρατεύονται συνήθως τεχνολογικά μέσα. Fast Effect [Γρήγορο φαινόμενο] Πυρην.Φυσ. Η προσαύξηση του διαθέσιμου αριθμού νετρονίων σε ένα θερμικό αντιδραστήρα με τα παραγόμενα νετρόνια των σχάσεων από γρήγορα νετρόνια. Fast Ethernet [Γρήγορο Ethernet] Επικοιν. Η υλοποίηση του πρωτοκόλλου Ethernet πάνω στα 100 Mbps.

Fast Fission [Σχάση απύ γρήγορα νετρόνια] Πυρην. Φυσ. Πυρηνική αντίδραση σχάσης που οφείλεται σε γρήγορα νετρόνια, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις σχάσεις του U 23s και του Th"32 από γρήγορα νετρύνια ενέργειας - 1 MeV Fast Fission Factor [Παράγοντας σχάσης από γρήγορα νετρόνια] Πυρην.Φυσ. Ο όρος αυτός αποδίδει το λόγο σε ένα αντιδραστήρα των παραγόμενων νετρονίων σχάσης, χάρη στα νετρόνια όλων των ενεργειών, προς τα παραγόμενα νετρόνια σχάσης αποκλειστικά από θερμικά νετρόνια. Fast Fourier Transform [Ταχύς μετασχηματισμύς Fourier] Μαθημ. Ο ταχύς μετασχηματισμός Fourier στηρίζεται στη σχέση: αν κ είναι το μισό του λ τότε η κ τάξης ρίζα είναι το τετράγωνο της λ τάξης ρίζας. Στη συνέχεια χρησιμοποιείται ο αλγόριθμος το>ν Cooley και Tukey ώστε η ανάλυση Fourier να γίνεται σημαντικά ταχύτερα. Fast ice 1 [Προσκολλημένος πάγος] Υδρολ. Σε περιοχές όπου το νερό είναι ρηχό, είναι ποιο εύκολο να παγώσει ύταν βρεθεί στην κατάλληλη θερμοκρασία. Έτσι στις ακτές λιμνών, ποταμών, ακόμα και θαλασσών, όπου το βάθος είναι μικρό, σχηματίζεται πάγος,. Το είδος αυτό του πάγου δίνεται με την παραπάνω ονομασία, Fast Ice2 [Προσκολλημένο πάγος] Ωκεανογρ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η ύπαρξη μεγάλων συνήθως όγκων πάγου προσκολλημένου στις ακτές των παγωμένων κυρίως περιοχών του πλανήτη. Οι όγκοι αυτοί, παγωμένου θαλασσινού νερού δεν μπορούν να απομακρυνθούν από το έδαφος πάνω στο οποίο σχηματίστηκαν. Αν όμως συμβεί αυτό μετατρέπονται σε παγόβουνα. Fast Ion [Ταχύ ιόν] Μετεωρ. Αλλος όρος για το ατμοσφαιρικό small ion (μικρό ιόν) που οφείλεται στην εξαιρετικά μεγάλη ευκινησία αυτού, Fast Neutron [Γρήγορο Νετρόνιο] Πυρην. Φυα. Χαρακτηρισμός Νετρονίου ενέργειας μεγαλύτερης από ένα κατώφλι ενέργειας που λαμβάνεται αυθαίρετα, π.χ. 1 eV. Fast Neutron Spectrometry (Φασματοσκοπία γρήγορων νετρονίων] Πυρην.Φυα. II ανάλυση πυρηνικών αντιδράσεων που προκαλούνται από βομβαρδισμό πυρήνων με γρήγορα νετρόνια ή στα προϊόντα των οποίων περιλαμβάνονται γρήγορα νετρόνια, Fast Nova (Ταχεία νόβα] Αστρον. Κατηγορία των αστέρων νόβα που πολλαπλασιάζουν τη λαμπρότητά τους κατά παράγοντες από 10 ως ΙΟ6 μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κατά πολύ μικρότερο ακόμη και των ταχύτερων κατακλυσμιαίων μεταβλητών. Fast Packet [Γρήγορο πακέτο] Επικοιν. Ειδικός τύπος πακέτου του προτύπου ATM. Fast Pulsar [Ταχύς πάλσαρ] Αστροφυσ. Πάλσαρ με πάρα πολύ μεγάλη συχνότητα περιστροφής: 642 περιστροφές ανά δευτερόλεπτο, Fast Reactor [Γρήγορος αντιδραστήρας] ΙΊυρην. Φυα. Πυρηνικός αντιδραστήρας ισχύος ο οποίος δε χρησιμοποιεί επιβραδυντή. Έχει ως καύσιμο οξείδια ουρανίου (που περιέχει 25 έως 30 % U235) και πλουτωνίου (που περιέχουν - 30 % Pu239), σε σχήμα σφαιρών διαμέτρου 0,6 cm και μέσα σε κάλυμμα από ανοξείδωτο ατσάλι, Οι καλύτεροι ψύκτες για γρήγορους αντιδραστήρες είναι υγρά μέταλλα, πχ. υγρό νάτριο, Fast Time Constant [Γρήγορη σταθερά χρόνου] Η/εκ. Έτσι χαρακτηρίζεται ένα ηλεκτρικό κύκλωμα που περιλαμβάνει αντίσταση R και χωρητικύτητα C και έχει

-565 -

μικρή σταθερά χρόνου RC, ώστε η φόρτιση ή η εκφόρτιση του πυκνωτή να γίνεται γρήγορα. Fast Track [Ταχεία εκτέλεση] Πολ. Μηχ. Σε εργολαβίες η διαδικασία επιτάχυνσης των εργασιών για γρήγορη συμπλήρωση της κατασκευής. Σε μια τέτοια διαδικασία, οι αποφάσεις για τις διάφορες λεπτομέρειες κατασκευής λαμβάνονται επιτόπου, αποφεύγοντας τις χρονοβόρες διαδικασίες εγκρίσεων που ακολουθούνται σε μια ομαλή εκτέλεση. Fastener [Σύνδεσμος] Μηχ. 1. Εξάρτημα που συνδέει μεταξύ τους δύο τεμάχια σε μόνιμη βάση. 2. Εξάρτημα που κράτα κλειστή μια πόρτα. Συνήθως είναι η κλειδαριά. Fat Mix [Ενισχυμένο μίγμα] Οικοδ. —» Fat Mortar. Fat Mortar [Ενισχυμένο κονίαμα] Οικοδ. Κονίαμα με υψηλή περιεκτικότητα σε τσιμέντο και ασβέστη για ειδικούς σοβάδες. Fata Morgana [Φάτα Μοργκάνα] Οπτικ. Μορφή σύνθετου αντικατοπτρισμού, οφειλόμενου στη διάθλοση του φωτός από στρώματα αέρα με διαφορετικό δείκτη διάθλασης, κατά τον οποίο δημιουργούνται πολλαπλά είδωλα, κυρίως επιμήκη και συχνά αντεστραμμένα, των διαφόρων αντικειμένων. Fatal Error [Καταληκτικό σφάλμα] Πληρ. Πρόκειται για λάθος που συμβαίνει κατά την διάρκεια της εκτέλεσης ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και έχει ως αποτέλεσμα την διακοπή της λειτουργίας του. Father File [Πρωτότυπο αρχείο] Πληρ. Είναι ένα σύνολο δεδομένων και πληροφοριών κάποιου λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από το οποίο παράγεται στην συνέχεια σειρά πιστών αντιγράφων για λόγους ασφαλείας ή απλνά για μεταφορά του σε άλλους υπολογιστές και σε άλλους χώρους μνήμης για αποθήκευση. Fathom [Οργυά Αγγλική] Ωκεαν. Μετρική μονάδα μήκους, εύχρηστη κυρίως για τη μέτρηση και το προσδιορισμό του βάθους των θαλάσσιων υδάτων, που ισούται με 2 γυάρδες ή 1,8288 μέτρα και υποδιαιρείται σε έξι πόδας. Fathom Curve [Καμπύλη οργιάς] Ωκεαν. Αλλος τρόπος ονομασίας της isobath curve (ισοβαθής καμπύλη). Fatigue 1 [Κόπωση] Ηλεκτρον. Το φαινόμενο της εξασθένησης των ιδιοτήτων των φωτοευαίσθητων και των φωτοβόλων υλικών κατά την πάροδο του χρόνου. II προξενούμενη φθορά στην ποιότητα των υλικών είναι μη αντιστρεπτή. Fatigue 2 [Κόπωση] Μηχ. Είναι η ιδιότητα ενός στοιχείου να αστοχεί μετά από υποβολή του σε επανειλημμένες φορτίσεις. Η αντοχή του στοιχείου σε κόπωση είναι σημαντικά χαμηλότερη από την μέγιστη αντοχή του σε στατική φόρτιση. Fatigue Failure [Αστοχία κοπώσεως] Μηχ. Η αστοχία ενός στοιχείου λόγω κοπώσεως που προκύπτει από επανειλημμένη φόρτιση σε πολλούς κύκλους.. Fatigue Life [Διάρκεια κοπώσεως] Μηχ. Ο αριθμός των φορτίσεων που έχει την ικανότητα να δεχτεί το στοιχείο πριν αστοχήσει. Fatigue Limit [Όριο κοπώσεως] Μηχ. Η ανώτατη φόρτιση που έχει τη δυνατότητα να δεχτεί ένα στοιχείο σε άπειρες επαναλήψεις δίχως να αστοχήσει. Fatigue Ratio [Συντελεστής κοπώσεως] Μηχ. Είναι ο λόγος που προκύπτει μεταξύ του μεγέθους της αντοχής κοπώσεως και του μεγέθους αντοχής σε στατική φόρτιση.

Fault Brcccia

Fatigue Strength [Αντοχή κοπώσεως] Μηχ. Είναι η μέγιστη τάση που δύναται να αναπτυχθεί σε ένα στοιχείο από επαναλομβανόμενες φορτίσεις δίχως το στοιχείο να αστοχήσει. Fatigue Test [Τεστ κοπώσεως] Μηχ. Δοκιμή που εκτελείται με ειδικό εξοπλισμό εργαστηρίου όπου ένα στοιχείο ή ένα υλικό επιβάλλεται σε επανελημμένες φορτίσεις με σκοπό να ερευνηθούν τα χαρακτηριστικά κοπώσεως του στοιχείου. Fatou - Lebesque Lemma [Λήμμα Fatou-Lebesque] Μαθημ. Έστω f n μια ακολουθία μη αρνητικών μετρήσιμων συναρτήσεων οι οποίες έχουν οριστεί σε ένα χώρο πεπερασμένου μέτρου. Τότε ισχύει, θεωρώντας τα ολοκληρώματα στον χώρο Χ, /(lim inf f n ) < lim inf Jf„ καθώς το n τείνει στο άπειρο. Fatty Acid [Λιπαρό Οξύ] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζει τα μονοκαρβοξυλικά οξέα, με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και άρτιο αριθμό ατόμων άνθρακα. Τα χαμηλότερα μέλη της σειράς είναι υγρά, διαλυτά στο νερό, τα μεσαία είναι ελοιώδη υγρά, ελαφρώς διαλ*υτά στο νερό, ενώ τα ανώτερα είναι στερεά, μη υδατοδιαλυτά. Λιπαρά οξέα με 4-24 άτομα άνθρακα απαντούν σε λίπη και έλαια, ενώ αυτά με 26-38 άτομα βρίσκονται σε κηρούς. Fatty Alcohol [Λιπαρή Αλκοόλη] Ομγ. Χημ. Αλειφατική ολκοόλη, που λομβάνεται από τα λίπη και έλαια που απαντούν στη φύση. Συνήθως, πρόκειται για ενώσεις, που περιέχουν πολλά άτομα άνθρακα. Fatty Amine [Λιπαρή Λμίνη] Ομγ. Χημ. Αλειφατική αμίνη, που λομβάνεται από φυσικά λίπη και έλοια, και έχει συνήθως μεγάλο μοριακό βάρος. Fatty Ester [Λιπαρός Εστέρας] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ένας εστέρας λιπαρού οξέος. Faucet [Στρόφιγγα] Μηχ. Γνωστή και ως κάνουλα, αποτελεί το αναπόσπαστο εξάρτημα ενός υδραυλικού δικτύου με το οποίο ελέγχεται κατά βούληση η ροή του νερού μέσα από τους αγωγούς του. Faujasite [Φωγιασίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό αργλιο, νάτριο και ασβέστιο, της ομάδας των ζεόλιθων. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή καστανούς, διάφανους έως ημιδιαφανούς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,9. Fault (Electrode) Current [Εσφαλμένο (ηλεκτροδιακό) ρεύμα] Ηλεκ. Το ρεύμα κορυφής που εμφανίζεται σε ένα ηλεκτρόδιο ενός κυκλώματος που λειτουργεί σε λάθος συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή έχουμε βλάβη του κυκλ.ώματος Fault Basin [Λεκάνη καθίζησης] Γεωλ. Όταν μια καθίζηση λαμβάνει χώρα τότε δημιουργείται μία επιφάνεια που βρίσκεται χαμηλότερα από τις γύρω της περιοχές εδάφους. Το σχήμα αυτό που παίρνει το έδαφος το ονομάζουν οι γεωλόγοι λεκάνη καθίζησης. Fault Block [Υπό καθίζηση έδαφος] Γεωλ. Με τον όρο αυτό περιγράφονται τα πετρώματα που βρίσκονται στον πυθμένα μιας λεκάνης καθίζησης. Είναι η μάζα εκείνη των πετρωμάτων που βρέθηκαν χαμηλότερα και περιβάλλονται από τα τοιχώματα της λεκάνης. Fault Block Mountain [Τεκτονική έξαρση] Γεωλ. Πρόκειται για τμήμα του φλοιού της Γης το οποίο δημιουργείται από κανονικά ρήγματα και περιορίζεται σε διαφορετικές στάθμες μεταξύ των ρηγμάτων. Fault Breccia [Λατυποπαγές ρήγματος] Γεωλ. Ζώνη, αποτελούμενη από κατακερματισμένα γωνιώδη θραύ-

Fault Creep

- 566 -

σματα συγκολλημένα δευτερογενώς με κάποιο συνδετικό υλικό, κατά μήκος μιας επιφάνειας ρήγματος. Fault Creep [Ερπυσμός ρήγματος] Γεωλ. Καλείται η ολίσθηση εδαφικής μάζας κατά μήκος του ρήγματος, η οποία γίνεται με σχετικά αργούς ρυθμούς οπότε και δεν συνοδεύεται από την δημιουργία μεγάλων σεισμικών δονήσεων. Fault Finder [Εύρεση σφαλμάτων] Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται οι δοκιμές και οι έλεγχοι που γίνονται σε οποιοδήποτε σύστημα, επικοινωνιακό κύκλωμα ή άλλο για την εξεύρεση των προβληματικών και ελαττωματικών σημείων. Fault Line [Γραμμή καθίζησης] Γεωλ. Όταν ένα μέρος του εδάφους βρίσκεται υπό καθίζηση, τα όριά του τέμνουν κατά μία γραμμή τα γύρω εδάφη τα οποία δεν έχουν υποστεί καθίζηση και με τη βοήθειά τους προσδιορίζεται το μέγεθος του φαινομένου. Fault Line Scarp [Πλαγιά γραμμής καθίζησης] Γεωλ. Όταν ένα κομμάτι του εδάφους υφίσταται καθίζηση, μπορεί στην αρχή τα όριά του με τα γύρω εδάφη να είναι ομαλά, με την πάροδο όμως του χρόνου, το επιφανειακό χώμα κυλάει σιγά σιγά, με αποτέλεσμα να γίνονται απότομα και κάθετα. Τότε χαρακτηρίζονται από τον παραπάνω όρο. Fault Monitoring [Παρακολούθηση σφαλμάτων] Πληρ. Ονομάζεται ο συστηματικός έλεγχος για τον εντοπισμό λαθών και ατελειών στην λειτουργία του λογισμικού αλλά και του υλικού ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου ψηφιακού συστήματος υψηλής τεχνολογίας. Fault Plane [Υπό καθίζηση πεδίο] Γεωλ. Έτσι ονομάζεται η κοιλάδα που δημιουργείται μετά από την καθίζηση ενός μέρους του εδάφους. Είναι η επιφάνεια που τελικά βρίσκεται χαμηλότερα από τα γύρω εδάφη. Fault Rein [Φλέβα καθίζησης] Γεωλ. Μέσα σε μία ρωγμή του υπό καθίζηση εδάφους μπορεί να περνάει νερό, οπότε παρομοιάζεται με φλέβα. Fault Rock [Πέτρωμα καθίζησης] Γεωλ. Είναι εκείνο το είδος πετρώματος το οποίο έχει δημιουργηθεί από την συμπίεση των διάφορων κομματιών που έχουν σχηματιστεί από την διαταραχή την οποία έχει υποστεί η συγκεκριμένη περιοχή που έχει μετατοπιστεί λόγω της καθίζησής της. Fault Scarp [Κόχη καθίζησης/ Γεωλ. Είναι ένα είδος μικρού συνήθως σε ύψος, γκρεμού που σχηματίζεται στα όρια του υπό καθίζηση εδάφους, λόγω της απότομη ς μετακίνησης των πετρωμάτων. Fault Separation [Διαχωρισμός καθίζησης] Γεωλ. Είναι η διαδικασία κατά την οποία μετριέται η μετακίνηση των εδαφών που υφίστανται καθίζηση με τη βοήθεια των σταδιακών μετακινήσεων που παρατηρούνται στα τοιχώματά της. Fault Strike [Κλίση καθίζησης] Γεωλ. Πολλές φορές αποτελεί αξιόλογο στοιχείο για μία καθίζηση η μέτρηση της γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ του υπό καθίζηση πεδίου, και των γύρω εδαφών. Έχοντας ως σημείο αναφοράς το Βορρά. Με αυτόν τον τρόπο προσδιορίζεται η κλίση της καθίζησης. Fault Surface [Επιφάνεια διαρρήξεως] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η επιφάνεια την οποία έχει ένα ρήγμα. Της εν λόγω επιφανείας μπορεί το μεγαλύτερο τμήμα ή και ολόκληρη η επιφάνεια να μην είναι ορατά από το εξωτερικό περιβάλλον. Fault System [Σύστημα καθιζήσεων] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται δύο ή περισσότερες καθιζή-

σεις όταν βρίσκονται κοντά μεταξύ τους, και ενώνονται σε κάποια σημεία. Fault Terrace [Σκαλοπάτι καθίζησης] Γεωλ. Συμβαίνει κάποιες φορές η πλαγιά που οριοθετεί μία υπό καθίζηση περιοχή να μην είναι ομαλή, αλλά να διακόπτεται από μία οριζόντια επιφάνεια και να συνεχίζει, σχηματιζοντας ένα σκαλοπάτι. Αυτό συμβαίνει λόγω της ύπαρξης στην περίπτωση αυτή δύο διαφορετικών καθιζήσεων, διαδοχικοον. Fault Throw [Βάθος καθίζησης] Γεωλ. Είναι ένα μέτρο της καθίζησης. Μετράται με τη διαφορά ύψους της επιφάνειας του εδάφους και της επιφάνειας της κοιλότητας που έχει δημιουργηθεί από την καθίζηση του εδάφους της. Fault Tolerance [Ανοχή βλάβης] Μηχ.Μηχ. Η ιδιότητα ενός μηχανήματος να συνεχίζει να λειτουργεί ικανοποιητικά παρά την ύπαρξη βλάβης. Φυσικά, η κατάστάση αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει, είναι προσωρινή. Fault Trap [Κενό καθίζησης] Γεωλ. Όταν κάποιες φορές υφίστανται καθίζηση στρώματα του υπεδάφους, δημιουργούνται κοιλότητες οι οποίες λόγω των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα, περιέχουν συχνά πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Fault Tree Analysis (FTA) [Ανάλυση δένδρων σφαλμάτων] Βιυμηχ.Μηχ. Πρόκειται για μία μέθοδο γραφικής αναπαράστασης όλων των συνδυασμών των ανεπιθύμητων γεγονότων, που μπορούν να δημιουργήσουν ατυχήματα και προβλήματα στην παραγωγικότητα των βιομηχανικών μονάδων και συστημάτων, και προέρχονται από αστοχία υλικών, περιβαλλοντικούς παράγοντες, ανθρώπινα λάθη και άλλα. Fault Wall [Τοίχωμα καθίζησης] Γεωλ. Έτσι ονομάζονται τα πετρώματα που περικλείουν μία υπό καθίζηση περιοχή, σαν τοίχος. Τα πετρώματα αυτά ήταν αόρατα πριν την καθίζηση, και το ύψος τους υποδηλώνει το μέγεθος της καθίζησης. Fault 1 [Αάθος σε κύκλωμα] Ηλεκτρ. Με τον όρο αυτό δίνεται οποιαδήποτε δυσλειτουργία όταν παρουσιαστεί σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα και οδηγεί σε λάθος αποτέλεσμα ή σε κανένα αποτέλεσμα. Μπορεί να είναι ένα βραχυκύκλωμα, ένας ανοιχτός διακόπτης, μία γείωση λάθος ή οτιδήποτε παρόμοιο. Fault 2 [Καθίζηση] Γεωλ. Είναι ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένα σημείο του εδάφους μιας περιοχής το οποίο από κάποια αιτία, που μπορεί να είναι μία πλημμύρα ή ένας σεισμός ή κάποιος άλλος φυσικός παράγοντας πέφτει πιο χαμηλά από την γύρω του επιφάνεια. Αυτό συμβαίνει λόγω της ολίσθησης των πετρωμάτων μεταξύ τους και του πιθανού κενού που δημιουργήθηκε κάτω από την επιφάνεια αυτή. Faulting 1 [Αάθος σε κύκλωμα] Ηλεκτρ. Fault 1 Faulting 2 [Διαδικασία καθίζησης] Γεωλ. Με τον όρο αυτό εκφράζονται οι διάφορες εδαφολογικές τροποποιήσεις και μετακινήσεις οι οποίες οδηγούν στην καΟίζηση ενός τμήματος εδάφους, Faunizone [Ζώνη πανίδας] Γεωλ. Ζώνη συγκέντρωσης της οποίας τα στρώματα χαρακτηρίζονται απύ την ύπαρξη συγκεκριμένης πανίδας. Faure Storage Battery [Συσσωρευτής του Φωρ] Ηλεκ. Τύπος συσσωρευτή που φέρει, στηριγμένες εντός δοχείου από κατάλληλο υλικό (π.χ. γυαλί, εβονίτης), πλάκες αποτελούμενες από κράμα μολύβδου και αντιμονίου σε σχήμα δικτυωτού τα διάκενα του οποίου πληρούνται με πολτώδη μάζα διαμορφούμενη από οξείδια του μολύβδου υπό μορφή λεπτής σκόνης και θειικό

-567 οξύ. Favorable Current Ευνοϊκό ρεύμα] Ναυπ. Είναι το ρεύμα εκείνο το οποίο έχει φορά παράλληλη και ομόρροπη με την κίνηση ενός σκάφους, με αποτέλεσμα την αύξηση της ταχύτητάς του, και τη μη προβολή αντίστασης σ' αυτή, πράγμα συνήθως επιθυμητό. Favorable Wind [Ούριος άνεμος] Ναυπ. Είναι ο άνεμος εκείνος ο οποίος έχει τέτοια φορά ώστε να βοηθάει ένα πλεούμενο να κινηθεί προς την κατεύθυνση που επιθυμεί ο πλοηγός του. Favorskii Rearrangement [Μετάθεση Favorskii] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση μεταξύ α-αλογονωμένης κετόνης και αλκοξειδίου, κατά την οποία απομακρύνεται το άτομο του αλογόνου και σχηματίζεται εστέρας. Fax [Τηλεομοιοτυπικό] Επικοιν. Συσκευή που χρησιμοποείται στην τηλεμοιοτυπία —> Facsimile Fax Chart [Χάρτης φαξ] Μετεωρ. Συντομευμένη ονομασία του facsimile chart. Βλέπε Facsimile Chart. Fax Map [Χάρτης φαξ] Μετεωρ. Πιο απλός τρόπος ονομασίας του fax chart. Βλέπε Fax Chart Fax Signal [Τηλεομοιοτικό σήμα] Συντομογραφία του Facsimile Signal. Fax Telegraph [Τηλεομοιοτυπικός τηλέγραφος] Επικοιν. Facsimile Telegraph Fayalite [Φαγιαλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό δισθενή σίδηρο, της ομάδας του ολιβίνη. Σχηματίζει καστανούς ή μαύρους, διάφανους έως ημιδιάφανους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,3. F Band [Ζώνη F] Φυσ. Στερ. Κατ. Η οπτική ζώνη απορρόφησης που δίνουν τα F κέντρα. Είναι διαφορετική για κάθε είδος ιοντικού κρυστάλλου και δεν εξαρτάται από τον τρόπο δημιουργίας των F κέντρων. F C C [Κυβικό Εδροκεντρωμένο Πλέγμα] Κρυσταλλ—ϊ Face Centered Cubic Lattice Fee Lattice [Πλέγμα fee] Φυσ. Στερ. Κατ. Εύχρηστη συντομευμένη ονομασία του εδροκεντρωμένου (face centered) κυβικού (cubic) πλέγματος (lattice). F Connector [Σύνδεση F] Ηλεκτρον. Η σύνδεση του άκρου ομοαξονικού καλωδίου στην υποδοχή ομοαξονικού καλωδίου μιας ηλεκτρονικής συσκευής. F Corona [Στέμμα F] Αστρον. Το εξωτερικό τμήμα Fraunhofcr του ηλιακού στέμματος, που παρέχει συνεχές φάσμα με εμφανείς γραμμές απορρόφησης και οφείλεται στο σκεδασμό της ακτινοβολίας της φωτόσφαιρας από τη διαπλανητική ύλη. F Distribution [Κατανομή F] Στατ. Η κατανομή τυχαίας συνεχούς μεταβλητής που σχηματίζεται παίρνοντας το λόγο δύο ανεξάρτητων χ2 τυχαίων κατανομών διαιρεμένων με τους βαθμούς ελευθερίας τους. F Electron [Ηλεκτρόνιο f] Πυρην Φυσ. Τροχιακό ηλεκτρόνιο ατόμου του οποίου ο κβαντικός αριθμός 1 είναι 3. Fe [Σύμβολο σιδήρου] Χημ. Πρόκειται για τον χημικό συμβολασμό του στοιχείου του σιδήρου όπως είναι στον περιοδικό πίνακα. Feasibility Study [Μελέτη σκοπιμότητας] Τεχνολ. 1. Η μελέτη που εκτελείται για να καθοριστούν η οικονομική ανταποδοτικότητα και τα πλεονεκτήματα οργανωτικών και διοικητικών αλλαγών που προγραμματίζονται από τη διοίκηση μιας επιχείρησης πριν ληφθεί η τελική απόφαση. 2. Η μελέτη που γίνεται για να καθοριστεί η βιωσιμότητα και η τεχνική και οικονομική δυνατότητα εκτέλεσης ενός έργου ή ενός επενδυτικού προγράμμα-

Fccd Pipe

τος. Feasibility Test [Τεστ σκοπιμότητας] Μηχ. Ερευνητικό πρόγραμμα μέσω ερωτηματολογίου που προγραμματίζεται και εκτελείται με σκοπό τη συλλογή στοιχείων που θα χρησιμοποιηθούν στη σύνταξη της μελέτης σκοπιμότητας. Feasible Solution [Δυνατή λύση] Υπολ. Κάθε λύση ενός δεδομένου προβλήματος γραμμικού προγραμματισμού που υπακούει στους περιορισμούς του προβλήματος. Feather Analysis [Ανάλυση Feather! Πυρην.Φυσ. Προσεγγιστική μέθοδος εύρεσης της εμβέλειας της ακτινοβολίας β σε ένα φάσμα β και γ ακτινοβολίας, με σύγκριση της καμπύλες απορρόφησής του με εκείνη ενός φάσματος καθαρής β ακτινοβολίας. Feathering [Θρόμβωση της κρέμας του γάλακτος] Τεχν.Τροφ. Σβόλιασμα της κρέμας του ομογενοποιημένου γάλατος κατά την ανάμιξή της με ζεστά ροφήματα (όπως σοκολάτα, τσάι, χαμομήλι, κλπ.) ή ζεστό καφέ. Fecal Pellet [Κοπρολιθικό σφαιρίδιο] Γεωλ. Συσσωμάτωμα απολιθωμένου περιττώματος ενός οργανισμού που συναντάται ως λείψανο στα στρώματα διαφόρων υποδιαπλόσεων. Fechner Colour [Χρώμα Fechner] Οπτικ. Ψευδαίσθηση χρώματος που δημιουργείται στο μάτι εξαιτίας διακεκομμένων αχρωματικο')ν φωτοερεθισμάτων. Federal Communications Commission (FCC) [Εθνική επιτροπή επικοινωνιών] Επικοιν. Ομοσπονδιακή επιτροπή εσωτερικού συντονισμού των Αμερικάνικων τηλεπικοινωνιακών εταιριών. Federal Telecommunications System [Ομοσπονδιακύ σύστημα τηλεπικοινωνκόν] Επικοιν. Ένα κοινό πρότυπο επικοινωνίας της Αμερικής για τις τηλεφωνικές γραμμές, διαθέσιμες συχνότητες και επικοινωνιακές υπηρεσίες. Feed 1. [Τροφοδοσία στοιχείων] Υπολ. Η παροχή στοιχείων στον υπολογιστή με την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται με διάτρητες καρτέλες, ταινίες χαρτιού, μαγνητικές ταινίες, ή άλλο μέσο αντί της άμεσης εισαγωγής των στοιχείων με το πληκτρολνόγιο. 2. [Μηχανικό μέσο τροφοδοσίας στοιχείων] Η διαφορετική του πληκτρολογίου συσκευή με την οποία γίνεται η παροχή στοιχείων στον υπολογιστή. Feed 2 1. [Τροφοδοσία] Ηλεκτρον. Τροφοδοσία μιας συσκευής, ενός κυκλώματος, μιας ηλεκτρικής ή επικοινωνιακής γραμμής μεταφοράς, ή μιας κεραίας με ένα σήμα. 2. [Τροφοδοτικό] Συσκευή με την οποία τροφοδοτείται ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια άλλη συσκευή με ηλεκτρική ενέργεια ή ένα σήμα (τάσης ή ρεύματος). Feed Holes [Τρύπες χαρτιού υπολογιστή] Υπολ. Οι τρύπες που υπάρχουν σε σειρές στις δύο πλευρές του χαρτιού συνεχούς τροφοδοσίας του υπολογιστή και που μπαίνουν στις μυτερές προεξοχές στις δύο πλευρές του κυλίνδρου του εκτυπωτή, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα της κίνησης του χαρτιού και την ευθυγράμμιση κατά την εκτύπωση. Οι πλαϊνές λωρίδες του χαρτιού του υπολογιστή που περιέχουν τις σειρές με τις τρύπες μπορούν να αποκοπούν μετά την εκτύπωση. Feed Materials [Υλικά τροφοδοσίας] Πυρην. Φυσ. Χημικώς καθαρά μέταλλα U ή Th, ή ενώσεις τους (συνήθως οξείδια), που χρησιμοποιούνται στην πυρηνική φυσική και στους ειδικούς πυρηνικούς σταθμούς για τις διάφορες έρευνες και χρήσεις. Feed Pipe [Αγωγός Τροφοδοσίας] Χημ. Μηχ. Ο αγωγός μέσω του οποίου, ένα ρευστό τροφοδοτείται σε συγκε-

κριμένη μονάδα διεργασίας. Συνήθως αναφέρεται στην περίπτωση τροφοδοσίας νερού σε ατμογεννήτρια. Feed Pump [Αντλία Τροφοδοσίας] Χημ. Μηχ. Αναφέρπταχ στην αντλία, η οποία εξασφαλίςεν την παροχή ενός ρευστού σε μονάδα της διεργασίας. Χρήσιμοποιείται συνήθως στην περίπτωση τροφοδοσίας νερού σε boiler. Feed Tray [Δίσκος Τροφοδοσίας] Χημ. Μηχ. Σε μια αποστακτική στήλη με δίσκους, χαρακτηρίζεται ο δίσκος πάνω από τον οποίο τροφοδοτείται το προς διαχωρισμό μίγμα. Feed [Τροφοδοσία] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει το ρευστό που εισάγεται σε μια μονάδα της διεργασίας, για να κατεργασθεί. Δηλαδή αναφέρεται στη διαδικασία εισαγωγής ενός ρευστού σε συγκεκριμένη μονάδα μιας διεργασίας. Feedback [Ανάδραση] Μηχ. Ορίζει την επιστροφή ενός τμήματος της εξόδου, στην είσοδο του συστήματος, με σκοπό τη ρύθμιση της λειτουργίας του. Feedback 1. [Επανατροφοδότηση] ΙΠχκτρον. Η επανεισαγωγή ενός τμήματος του σήματος εξόδου στην είσοδο ενός ηλεκτρονικού συστήματος, με αποτέλεσμα να έχουμε εξάρτηση της εισόδου από την έξοδο. 2 [Σήμα επανατροφοδότησης] Ηλεκτρον. Το τμήμα του σήματος εξόδου που επανεισαγάγεται στην είσοδο ενός συστήματος. Feedback Admittance [Επαναφορτιζόμενη είσοδος/ Ηλεκτρ. Πολλές φορές σε ένα σωλήνα ηλεκτρονίων χρησιμοποιείται ένα μικρό κύκλωμα μεταξύ των δύο ηλεκτροδίων. Το κύκλωμα αυτό έχει την ιδιότητα να μεταφέρει μέρος της εξερχόμενης ενέργειας από την έξοδο στο ηλεκτρόδιο εισόδου του σωλήνα Feedback Circuit [Επαναφορτιστικό κύκλωμα] Η/χκτρ. Το κύκλωμα αυτό είναι ένα μικρό κύκλωμα που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Έχει την ιδιότητα να επαναφέρει στην είσοδο του οποιοδήποτε κυκλώματος μέρος του σήματος που φτάνει στην έξοδό του. Feedback Factor [Παράγων επαναφόρτισης] Η)χκτρ. Μέσα από το επαναφορτιστικό κύκλωμα περνάει ένα

Feeder [Τροφοδοτης, γραμμή τροφοδοσίας] Πλεκ. 1. Γραμμή τροφοδοσίας με ηλεκτρικη ενεργεία απο τα σημεία τροφοδοσίας προς τα διαφορα σημεία ενος ηΛεκτρχκού κυκλώματος η συστήματος. 2. ti γραμμή μετάδοσης (σήματος) που συνδέει το ακτινοβόλο τμήμα της κεραίας με το μεταδότη. Feeder Beach [Τροφοδοτική παραλία] Γεωλ. Έτσι ονομάζεται κάποιο παραθαλάσσιο έδαφος το οποίο έχει τη δυνατότητα να αναπληρώνει το υλικό που χάνεται από τον αέρα ή παρασύρεται από το νερό στις γύρω παραλίες. II διαδικασία αυτή είναι αργή και συμβάλλουν σ' αυτή μόνο φυσικές εδαφικές δυνάμεις, Feeder Cable |Καλώδιο τροφοδοσίας! Επικοιν. Καλίοδιακό σύστημα που επιτρέπει την επικοινωνία από μία κεντρική θέση προς διάφορα σημεία, απευθείας ή μέσω διακλάδωσης με δευτερεύοντα καλώδια τροφοδοσίας. Feeder Canal [Κανάλι τροφοδοσίας] Πολ.Μηχ. Ονομάζεται ένα μικρότερο σε μέγεθος διατομής κανάλι από όπου το νερό οδηγείται σε ένα βασικότερο και μεγαλύτερο κανάλι. Feeder Distribution Center [Κέντρο διανομής γραμμών τροφοδοσίας] Επικοιν. Κεντρική εγκατάσταση διανομής σε ένα τηλεπικοινωνιακό δίκτυο όπου συνδέονται τα διάφορα καλώδια τροςοοδοσίας κατά τρόπο που να εξυπηρετούν το σχετικό δίκτυο. Feeder Panel [Πίνακας τροφοδοσίας] Ηλεκτρ. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως σε μονάδες που διανέμουν ηλεκτρική ενέργεια σε άλλα μικρότερα συστήματα. Είναι ένας πίνακας ο οποίος διαθέτει τις κατάλληλες υποδοχές και πάνω στον οποίο πραγματοποιούνται οι συνδέσεις με τις οποίες τροφοδοτούνται με ρεύμα τα επιμέρους συστήματα. Feeder Reactor [Αντιδραστήρας τροφοδοσίας] Ηλχκτρ. Είναι το σύστημα προστασίας διάφορων κυκλωμάτων σε περίπτωση που παρουσιάζονται ελαττώματα στην τροφοδοσία τους. Για το λόγο αυτό συνδέεται ένα άκομη στοιχείο στο τροφοδοτικό, το οποίο περιορίζει την διανομή φορτίου σε περίπτα>ση όπου παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα.

μέρος του σήματος εξόδου και ξαναγυρίζει στην είσοδο. του κυκλώματος στο οποίο έχει παρεμβληθεί. Το πηλίκο αυτό του ρεύματος, προς το συνολικό ρεύμα που φτάνει στην έξοδο του κυκλώματος λέγεται παράγων επαναφόρτισης και αποτελεί χαρακτηριστικό του επαναφορτιστικού κυκλώματος. Feedback Network [Ανατροφοδούμενο δίκτυο] Πληρ. Ονομάζεται το νευρωνικό δίκτυο στο οποίο υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς της ροής των σημάτων μέσα από τις μονάδες του. Feedback Oscillator [Επαναφοριτζόμενη πηγή εναλλασσόμενου ρεύματος] Ηλεκτρ. Όταν έχουμε ένα κύκλωμα που χρησιμοποιεί εναλλασσόμενα σήματα εισόδου και εξόδου, τότε η όλη διαδικασία επιστροφής μέρους του σήματος εξόδου στην είσοδο του κυκλώματος πρέπει να γίνεται σε φάση με την είσοδο. Το κύκλωμα λοιπόν αυτό ονομάζεται επαναφορτιζόμενος ηλεκτρικός ταλαντωτής, και η συχνύτητά του καθορίζεται και από τον παράγοντα επαναφόρτισης. Feedback Winding [Διακλάδωση επαναφόρτισης] Ηλεκτρ. Σε ένα μαγνητικό ενισχυτή με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το μέρος αυτό του κυκλώματος του ενισχυτή στο οποίο γίνεται η σύνδεση ώστε η έξοδος του να επικοινωνεί με την είσοδο του μεταφέροντας εκεί φορτίο.

Feeder Road [Οδός πρόσβασης] Οδοπ. Όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τους δρόμους ενός αστικού η επαρχιακού οδικού δικτύου οι οποίοι συνδέουν το δίκτυο με έναν αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας. Feedforward Network [Δίκτυο πρόσθιας τροφοδότησης] Πληρ. Καλείται το νευρωνικό δίκτυο με την δυνατότητα ροής των σημάτων του μόνον προς την μία κατεύθυνση. Feeding Ground [Λεκάνη απορροής] Υδρ. —> Drainage Basin, Feedstock [Πρώτη ύλη] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ακατέργαστο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται για να τροφοδοτήσει με ύλη και ενέργεια κάποια μηχανή ή διαδικασία παραγωγής, Feedthrough [Διασύνδεση όψεων] Η'/χκτρ. Είναι ένας αγωγός, ο οποίος χρησιμοποιείται σε πίνακες κυκλωμάτων, και έχει την δυνατότητα να συνδέει ηλεκτρικά τις δύο αντίθετες όψεις του πίνακα. Feedthrough Capacitor [Πυκνωτής διασύνδεσης όψεων] Η/χκτρ. Είναι στοιχείο κυκλώματος το οποίο έχει ως σκοπό την διατήρηση μιας συγκεκριμένης τιμής χωρητικότητας μεταξύ του αγωγού ο οποίος ενώνει τις δύο όψεις ενός ηλεκτρικού πίνακα κυκλωμάτων και του επίπεδου μετάλλου πάνω στο οποίο έχει δημιουρ-

- 569 -

Fender

γηθεί αυτός ο πίνακας και το οποίο ο αγωγός διαπερνάει. Feel The Bottom [Αίσθηση βυθού] Ναυπ. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο παρουσιάζεται στα πλοία όταν πλέουν σε ρηχά νερά. Χωρίς να ακουμπάει το πλοίο στο βυθό παρουσιάζεται δυσκολία στην πλοήγηση του, ανυπακοή του πηδαλίου, και ελάττο)ση της ταχύτητάς του. Τα φαινόμενα αυτά οφείλονται στον μικρό όγκο του νερού σε μικρά βάθη, με αποτέλεσμα να ελαττώνεται η αντίσταση του νερού επιβραδύνεται η κίνηση του πλοίου. Feetback Amplifier [Επαναφορτιζόμενος ενισχυτής] Ηλεκτρ. Είναι ένας ενισχυτής στον οποίο έχει παρεμβληθεί ένα κύκλ,ωμα με την ιδιότητα να μεταφέρει στην είσοδο του ενισχυτή μέρος του σήματος που μέσα απ' αυτόν φτάνει στην έξοδό του. Παρεμβάλλοντας φυσικά το κύκλωμα αυτό, ο ενισχυτής αλλάζει χαρακτηριστικά, δηλοδή ενισχύει κατά διαφορετικό βαθμό το εισερχόμενο σήμα. Fehling's Reagent [Αντιδραστήριο Fchling] Χημ. Διάλυμα που αποτελείται από θειικό χαλκό, υδροξείδιο του νατρίου και τρυγικό καλιονάτριο. Χρησιμοποιείται ως ήπιο οξειδωτικό μέσο, κυρίως για ανίχνευση αλνδεϋδών, από τις οποίες σχηματίζεται χαρακτηριστικό κεραμέρυθρο ίζημα Cu 2 0. Είναι γνωστό και ως φελίγγειο υγρό. Feit - Thompson Theorem [Θεώρημα FeitThompson] Μαθημ. Αποδεικνύεται ότι αν ένα σύνολο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι ομάδα και η

Felsite [Φελσίτης] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα, χαλοζιακός πορφυρίτης, αποτελούμενο κυρίως από άστριους και χαλαζία που περιέχει καθόλου ή ελάχιστο αριθμό πορφυριτικών κρυστάλλων. Felsobanyaite [Φελσομπανυαϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό άποτελούμενο από ένυδρο βασικό θειικό αργίλιο. Σχηματίζει λευκούς ή κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 1,5 στη κλ,ίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. Felt [Μονωτική μεμβράνη] Οικοδ. Ειδικό χαρτί εμποτισμένο με ασφαλ.τικύ υλικό που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλ.η στο σύστημα υδρομόνωσης του δώματος, Female Connector [Θηλυκή επαφή] Η/χκτρ. Είναι οποιαδήποτε ηλεκτρική επαφή η οποία παρουσιάζει εσοχές στις οποίες εφαρμόζουν οι αντίστοιχες αρνητικές επαφές. Γνωστό παράδειγμα είναι οι πρίζες, Female Fitting [Θηλυκό άκρο ένωσης] Τεχνολ. Το άκρο μιας ένωσης που χρησιμεύει ως υποδοχή στην οποία εισέρχεται το άλλο άκρο της ένωσης (αρσενικό άκρο). Η ένωση αυτή μπορεί να είναι κάθε τύπου, π.χ. ηλεκτρική, μηχανική ή υδραυλική, ηλεκτρονική κ.α.. Femie [Φεμικός] Γεωλ. Ορος που αναφέρεται σε ορυκτά που περιέχουν σίδηρο και μαγνήσιο, προερχόμενος από τα αρχικά των Fe και Mg, ή σε ανάλογα συστατικά μαγματικού πετρώματος. Femto- [Φέμτο-] Γεν. Πρόθεμα που αντιπροσωπεύει το ΙΟ'15 για την ονομασία υπομονάδων στο μετρικό σύστημα. Σύμβολο: f

τάξη του είναι περιττή τότε η ομάδα αυτή είναι επλύσιμη. Feldspar [Αστριος] Ορυκτ. Κάθε μέλος μεγάλης κατηγορίας ανοικτόχρωμων ορυκτών, αποτελούμενων από πυριτικά άλατα του αργιλίου μετά καλίου, νατρίου, ασβεστίου ή και βαρίου. Παρουσιάζουν τη μεγαλ.ύτερη αναλογία στη λιθόσφαιρα ως συστατικά των εκρηξιγενών, των μεταμορφωμένων αλλά και των ιζηματογενών πετρωμάτων και στη σύσταση τους συμμετέχουν τα μόρια του ορθόκλοστου, του αλβίτη και του ανορθίτη ανεξάρτητα ή κατά ισόμορφες προσμίξεις, Διακρίνονται σε διάφορες υποκατηγορίες (αλκαλικοί, πλαγιόκλαστα, όξινοι, βασικοί κ.λ.π.) και κρυσταλλώνονται είτε στο μονοκλανές είτε στο τρικλινές σύστημα. Feldspathic Sandstone [Αστριούχος ψαμμίτης] Ορυκτ. Πέτρωμα ψαμμίτη, ενδιάμεσο μεταξύ του χαλοζιακού ψαμμίτη και του αρκόζη, που περιλαμβάνει στα ορυκτολογικά του συστατικά αστρίους σε ποσοστό 10 έως 25 τοις εκατό του συνόλου. Feldspathization [Αστριοποίηση] Γεωλ. Οι διάφορες διεργασίες σχηματισμού των αστρίων στη φύση, κυρίως κατά τη στερεοποίηση και κρυστάλλωση του μάγματος ή τη μεταμόρφωση των πετρωμάτων στα βάθη του φλοιού της Γης. Feldspathoid [Αστριούχος] Ορυκτ. Κάθε μέλος κατηγορίας ανοιχτόχρωμων ορυκτο>ν συγγενών προς τους αστρίους, κυρίως ως προς το πετρολογικό τους ρόλο και τη σύσταση, αποτελούμενων ομοίως από πυριτικά

Femtoampere [Φεμτοαμπέρ] Ηλεκτρ. Είναι μια μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος. Για την ακρίβεια είναι υποδιαίρεση του αμπέρ και ισούται με ΙΟ"1' αυτού. Femtometer [Υποδιαίρεση μέτρου] Μηχ. Ισούται με το ένα εκατομμυριοστό του δισεκατομμυριοστού του μέτρου μήκους και ως υποδιαίρεση αυτού χρησιμοποιείται κυρίως για την μέτρηση αποστάσεων σε επίπεδο μορίων και ατόμων της ύλης. Femtovolt [Φεμτοβόλτ] Ηλεκτρ. Το φεμτοβόλ,τ ισούται με ΙΟ"1* volt και όπως είναι εμφανές μετρούνται με τη βοήθεια του, πολύ μικρού μεγέθους τάσεις, Fence [Φράχτης] Οικοδ. 1. Κιγκλίδωμα, συρματόπλεγμα ή τοίχος που τοποθετείται περιμετρικά σε ένα οικόπεδο με ή χωρίς κτίσματα στο όριο της ιδιοκτησίας του οικοπέδου για λόγους προστασίας. 2. Ο τύπος μιας περίφραξης που τοποθετείται σε ένα γεωτεμάχιο ή αγροτεμάχιο περιμετρικά στα όρια της ιδιοκτησίας. Fence Cell [Κύτταρο φράκτη] Υπολ. Είναι το κριτήριο (σε μία δυαδική έρευνα) μέσω του οποίου γίνεται ο χωρισμός μιας λίστας στη μέση, φτιάχνοντας έτσι δύο υπολίστες που έχουν ίσο αριθμό στοιχείων ή που διαφέρουν κατά ένα, αν ο αριθμός των στοιχείων της άρχικής λίστας ήταν άρτιος ή περιττός αντίστοιχα. Fence Post [Ορθοστάτες] Οικοδ. Μεταλλικά στοιχεία που τοποθετούνται κάθετα πακτωμένα σε μία βάση και χρησιμεύουν στην τοποθέτηση ενός συρματοπλέγματος για περίφραξη.

άλοτα του αργιλίου μετά αλκαλίων ή ασβεστίου με μι- Fenchone [Φενχόνη] Opy. Χημ. Κυκλική κετόνη με τύκρότερη όμως αναλογία σε διοξείδιο του πυριτίου. Πε- πο Cir)H|60 ισομερής προς την καμφορά, που συναρλαμβάνουν το λευκίτη, το σοδάλιθο, το νεφελίνη, το ντάται υπό δύο οπτικώς ενεργές μορφές σε φυτικά έμελίλιθο κ.λ.π. λαια (π.χ. μαραθέλοιο). Felsic [Φελοικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται στα ορυ- Fencing [Περίφραξη] Οικοδ. Η εργασία τοποθέτησης κτά των αστρίων, των αστριοειδών και του χαλοζία ενός φράχτη ή η κατασκευή της περίφραξης, καθώς και σε ανοιχτόχρωμα πετρώματα που περιέχουν Fender [Προφυλακτήρας] Μηχ. Είναι το εξάρτημα εκείένα ή περισσότερα απ'αυτά τα ορυκτά. νο ενός οχήματος το οποίο τοποθετημένο εξωτερικά

Fenestration

-570-

nmnhrm JliniD DID i>m w woyw του, το προστα- Οούν τη στατιστική Fermi Dirac. Σαν αέριο Fermi μποW m r A > £ , προσεγγιστικά να ΰεωρ^ουν τα ελεύθερα ιμετεύει τουλάχιστον απο τα ελαφρα κτυπήματα η απο ρουν n ^ y τ ^ υ κ λ ε ό ν ι α σ χ ο ν πυρήνα. άλλους εξωγενής παραγοντες. Fermi Level [Στάθμη Φερμί] Φυα. Η στάθμη Fermi είFencstration [ Δ ι ά τ α ξ η κουφωμάτων] Αρχ. II οιαταςη *ermi l . e v c i ι μ ^ μ « | ι^μμ j . ' < ιcoν K-ompa^iocTcov (πόρτες και παράθυρα) στην εξωτε- ναι μια ενεργειακή στάθμη, στην οποία ο παραγοντας ρική όψη ενός κτιρίου. της κατανομής F e r m i - D i r a c των ηλεκτρονίων που Fenske Equation [Εξίσωση Fenske] Χημ. Μηχ. Εξίσω- βρίσκονται ενεργειακά στη στάθμη αυτή ισούται με το ση που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό του ελάχι1/2. στου αριθμού θεωρητικών βαθμίδων, δηλαδή της κα- Fermi Liquid [Υγρό Fermi 1 Φυσ. Ένα υγρό φερμιονίτάστασης ολικής επαναρροής σε αποστακτική στήλη. ων, π.χ. υγρό He3 (το He3 είναι φερμιόνιο), που στις Βασίζεται στις συστάσεις κορυφής και πυθμένα, και χαμηλές θερμοκρασίες στις οποίες βρίσκεται και λόγω στη σχετική πτητικότητα των συστατικών του μίγμα- του ό,τι το ήλιο είναι αδρανές στοιχείο, προσομοιάζει τος. πολύ στο ιδανικό υγρό Fermi. Ferberite [Φερμπερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο Fermi Plot (Διάγραμμα Fermi 1 ΙΙυρην.Φυσ. Αλλος τρόαπό βολφραμικό δισθενή σίδηρο. Σχηματίζει μελα- πος ονομασίας του Fermi Kuric plot, ή απλά Kurie ploi νούς, αδιαφανείς, με υπομεταλλική λάμψη και τέλειου για ένα φάσμα β ακτινοβολίας, σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Fermi Selection Rules [Κανόνες επιλογής FermiJ ΠυΈχει σκληρότητα 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βά- ρην. Φυα. Οι κανόνες επιλογής που προσδιορίζουν μια ρος 7,4 έως 7,5. επιτρεπτή μετάβαση στη β διάσπαση, δηλαδή μία μεFergusonite [Φεργκουσονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτε- τάβαση Fermi: Η ολική ομοτιμία και η ολική γα>νιακή λούμενο από νιοβικό δημήτριο, λανθάνιο και νεοδύ- στροφορμή του πυρήνα θα μείνουν αμετάβλητες, μιο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, υποδιάφανους έως Fermi Sphere [Σφαίρα Φερμί] Φυα. Αν θεωρηθεί ότι αδιάφανους, με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους τα ηλεκτρόνια που έχουν ενέργεια Fermi είναι ελεύθετου μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 ρα κινούμενα σωματίδια, τότε η επιφάνεια Fermi παίρέως 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,3. νει το σχήμα σφαίρας και ονομάζεται σφαίρα Fermi. Fermat Numbers [Αριθμοί Fcrmat] Μαθημ. Κάθε α- Fermi Surface [Επιφάνεια Φερμί] Φυα. Η επιφάνεια ριθμός που μπορεί να οριστεί ως ο επόμενος δύναμης Fermi, είναι σταθερής ενέργειας επιφάνεια και ίσης με του 2 σε εκθέτη φυσικό αριθμό ν με την προϋπόθεση ο την ενέργεια Fermi. II επιφάνεια αυτή περιλαμβάνει ν να διαιρείται με το 2. όλους τους κυματαριθμούς των καταστάσεων που βρίFermat Spiral [Σπείρα του Fermat] Μαθημ. Ορίζεται η σκονται τα ηλεκτρόνια τα οποία χαρακτηρίζονται απύ σπείρα του Fermat να είναι μια καμπύλη γραμμή σχε- ενέργεια Fermi. διασμένη πάνω στο επίπεδο με εξίσωση Γ2=α2θ σε πο- Fermi Temperature [Θερμοκρασία Fermi] Φυα. II λικές συντεταγμένες και το α να είναι σταθερός αριθ- θερμοκρασία Fermi είναι ένα ακόμα μέτρο ενέργειας, μός. Είναι το πηλίκο της ενέργειας που έχουν τα ηλεκτρόFermat's Last Theorem [Τελευταίο θεώρημα του νια στη στάθμη Fermi, προς τη σταθερά του Fermat] Μαθημ. Έστω η εξίσωση (ε): xn+yn-zn=0 η ο- Boltzmann. ποία ορίζεται ώστε να έχει βαθμό n μεγαλύτερο ή το Fermi Transition [Μετάβαση Fermi] Πυρην. Φυσ. Επιπολύ ίσο με 3. Αποδεικνύεται ότι για την (ε) δεν υπάρ- τρεπτή πυρηνική μετάβαση της β διάσπασης, σύμφωνα χει θετικός αριθμός r που να ανήκει στο σώμα Ζ των με τους κανόνες επιλογής Fermi, ακεραίων τέτοιος ώστε να ικανοποιεί την εξίσωση. Fcrmion [Φερμόνιο] Πυρην. Φυα. Η μία από τις δύο Fermat's Principle [Αρχή του Φερμά] Οπτικ. Αρχή ευρύτερες κατηγορίες διάκρισης των γνωστών σωματιγια την ερμηνεία του φαινόμενου της διάθλασης σύμ- δίων. Περιλαμβάνει τα σωματίδια (π.χ. ηλεκτρόνιο, φωνα με την οποία φωτεινή ακτίνα διερχόμενη από πρωτόνιο, νετρόνο) με ημιακέραιο σπιν που υπακούδύο σημεία σε δύο διαφορετικά οπτικά μέσα ακολου- ουν στη στατιστική συνάρτηση κατανομής Fermi Οεί πάντα τη χρονικά βραχύτερη διαδρομή. Dirac, υποκείμενα στο περιορισμό ότι δεν είναι δυναFerment [Φύραμα] Βιοχημ. Κάθε παράγοντας, όπως τόν περισσότερα από ένα, σ' ένα σύνολο μη διακριτών ζύμες, βακτήρια ή ένζυμα, που ενεργοποιεί καταλυτικά σωματιδίων, να καταλαμβάνογη μία συγκεκριμένη τη διεργασία μιας ζύμωσης. κβαντική κατάσταση. Fermi [Υποδιαίρεση μέτρου] Femtometer Fermion Field [Φερμιονικό πεδίο] Φυσ. ΚβαντομηχαFerini Dirac Gas [Αέριο Fermi Dirac] Φυσ. Πλήρες νικός τελεστής καταστροφής ή δημιουργίας ενός ζεύόνομα του αερίου Fermi, που δείχνει το είδος της στα- γους φερμιονίου και αντιφερμιονίου του σε ένα χωροτιστικής στην οποία υπακούουν τα συστατικά σωμάτια χρονικό σημείο. του ''αερίου" αυτού. Βλέπε Fermi Gas. Fcrmium [Φέρμιο] Ανόργ. Χημ. Υπερουράνιο, τεχνητό, Fermi Dirac Statistics [Στατιστική Fermi Dirac] Φυα. ραδιενεργό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 100 και σύμΓνωστή στατιστική κατά την οποία υπακούει ένα σύ- (3ολο Fm. Ο χρύνος ημιζωής του κυριοτέρου ισοτόπου, νολο ομοίων ανεξάρτητων φερμιονίων. (Ως φερμιόνιο ~5 Fm, είναι 95 ημέρες. Η χημική συμπεριφορά του είορίζεται ένα σωματίδιο με ημιακέραιο σπιν). ναι ελάχιστα γνωστή. Έχει την τάση να σχηματίζει Fermi Energy [Ενέργεια Φερμί] Φυσ. 1. Τα ηλεκτρό- σταθερά σύμπλοκα με ιόντα χλωρίου, νια ενός μετάλλου έχουν συγκεκριμένη ενέργεια ανά- Fermorite [Φερμορίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο λογα με την κατάστασή του. Ο μέσος όρος της ενέρ- από βασικό αρσενικικό και φωσφορικό στρόντιο και γειας αυτής ισούται με τα 3/5 της στάθμης Fermi και ασβέστιο, της ομάδας του πυρομορφίτη. Σχηματίζει ονομάζεται ενέργεια Fermi. λευκούς ή ροζ, διαφανείς, με λιπαρή λάμψη κρυστάλFermi Gas [Αέριο Fermi] Φυα. Σύστημα από ταυτοτι- λους του εξαγωνικού συστήματος, κά, μη αλληλεπιδρώντα φερμιόνια. Αυτά θα υπακού- Fernandinite [Φερνανδινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτεουν στην απαγορευτική αρχή του Pauli και θα ακολου- λούμενο κυρίως από ένυδρο βαναδικό ασβέστιο. Σχη-

-571 -

ματΐζει σκουροπράσινους, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Fcrric Acetate [Οξικός Σίδηρος-IllJ Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Fe2(CH3COO)3. Πρόκειται για καφέ ουσία, σε μορφή σκόνης, υδατοδιαλυτή, που χρήσιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Ferric Arsenate [Αρσενικικός Σίδηρος-ΠΙ] Ανόμγ. Χημ. Πράσινη, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο FcAs0 4 x2H 2 0 και μοριακό βάρος 230,80. Είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε υδροχλωρικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων. Ferric Bromide [Βρομιούχος Σίδηρος-ΙΙΙ] Ανόμγ. Χημ. Καστανέρυθρο κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο FeBr3 και μοριακό βάρος 295,56, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Διμερίζεται εύκολα προς Fe2Br6. Χρησιμοποιείται ως αναλυτικό αντιδραστήριο, καθώς και στην ιατρική. Ονομάζεται και τριβρομιούχος σίδηρος. Ferric Chloride [Χλωριούχος Σίδηρος-ΙΙΙ \Α νόμγ. Χημ. Καστανόμαυρη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο FeCI3, μοριακό βάρος 162,21, σημείο τήξεως 306 °C και σημείο ζέσεως 315 °C, όπου και διασπάται. Είναι διαλ.υτή σε νερό, αλ.κοόλες και ακετόνη και χρήσιμοποιείται ως μέσο χλωρίωσης, οξείδωσης ή απολύμανσης, καθώς και στη σύνθεση χρωμάτων. Διμερίζεται εύκολα προς Fe2Cl6. Ονομάζεται και τριχλωριούχος σίδηρος. Ferric Citrate [Κιτρικός Σίδηρος-ΙΙΙΙ Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι FcC6H507 x 5H 2 0 και το μοριακό βάρος 335,03. Είναι καστανέρυθρη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Ferric Compounds [Ενώσεις Τρισθενούς Σιδήρου] Ανόμγ. Χημ. Περιλαμβάνονται οι χημικές ενώσεις που σχηματίζει ο σίδηρος, στις οποίες έχει βαθμό οξείδωσης +3. Ferric Dichromate [Διχρωμικός Σίδηρος-ΙΙΙ] Ανόμγ. Χημ. Καστανέρυθρη, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Fe 2 (Cr 2 0 7 ) 3 και μοριακό βάρος 759,66, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων. Ferric Ferrocyanide [Σιδηροκυανιούχος Σίδηρος-ΙΙί] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Fe4[Fe(CN)6]3 και το μοριακό βάρος 859,25. Πρόκειται για μπλε κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε υδροχλωρικό και θειικό οξύ, που χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο. Ferric Fluoride [Φθοριούχος Σίδηρος-ΙΙΙ] Ανόμγ. Χημ. Αλογονίδιο του τρισθενούς σιδήρου, με χημικός τύπο FeF3 και μοριακό βάρος 112,84. Είναι πράσινη, κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως μεγαλύτερο από 1000°C και διαλυτή σε νερό και διαλύματα οξέων. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή κεραμικών υλικών. Ferric Nitrate [Νιτρικός Σίδηρος-ΠΙ] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Fe(NO3)3 και συνήθως βρίσκεται κρυσταλλωμένος με 9 μόρια νερού. Είναι ιώδης κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 47,2 °C και σημείο ζέσεως 125°C, διαλαπή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως αναλυτικό αντιδραστήριο και

Fcrristrunzite

σεαιν. Ferric Oxide [Οξείδιο του Σιδήρου-ΙΙΙ] Ανόργ. Χημ. Αεπτόκοκκο στερεό υλικό, ερυθρού χρώματος, με χημικό τύπο Fe 2 0 3 , μοριακό βάρος 159,69 και σημείο τήξεως 1565°C. Είναι διαλυτό σε υδροχλωρικό και θειικό οξύ και χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία, στη φαρμακευτική, στην κατάλυση χημικών αντιδράσεων και στη σύνθεση χρωμάτων. Ονομάζεται και τριοξείδιο του σιδήρου. Ferric Phosphate [Φωσφορικός Σίδηρος-ΙΗ] Ανόμγ. Χημ. Στερεό, ερυθρόχρωμο υλικό, κρυσταλλωμένο συνήθως με 2 μόρια νερού, διαλυτό σε θειικό και υδροχλωρικό οξύ. Ο χημικός τύπος είναι FeP0 4 x2H 2 0 και το μοριακό βάρος 186,85. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμακευτικών προϊόντων, Ferric Sesquibromide [Βρομιούχος σίδηρος] Ferric Bromide Ferric Sulfate [Θειικός Σίδηρος-ΙΙΙ] Ανόμγ. Χημ. Κίτρινο, υγροσκοπικό, κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο Fe 2 (S0 4 ) 3 , μοριακό βάρος 399,87 και σημείο τήξεως 480 °C. Κρυσταλλώνεται με 9 μόρια νερού. Χρησιμοποιείται ως χημικό αντιδραστήριο, απολυμαντικό μέσο και ως χρωστική ουσία. Ferric Tribromide [Τριβρωμιούχος Σίδηρος] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι FeBr3. -> Ferric Bromide Ferric Trichloride [Τριχλωριούχος Σίδηρος] Ανόμγ. Χημ. Αλογονίδιο του τρισθενούς σιδήρου, με χημικό τύπο FeCl3. Ferric Chloride Ferric Vanadate [Βαναδικός Σίδηρος-lil] Ανόργ. Χημ. Καστανόχρωμο στερεό υλικό, αδιάλυτο στο νερό, αλλά διαλυτό σε οξέα. Έχει χημικό τύπο Fe(V0 3 ) 3 και μοριακό βάρος 352,67. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία. Fcrricyanic Acid [Σιδηρικυανιούχο Οξύ] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι H3Fc(CN)6 και το μοριακό βάρος 214,98. Είναι καστανόχρωμη, στερεά ουσία, που διασπάται με θέρμανση και είναι διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Ferricyanide [Σιδηρικυανίδιο] Ανόμγ. Χημ. Ο όρος αναφέρεται στα σιδηρικυανιούχα άλατα, που περιέχουν το σύμπλοκο ιόν [Fe(CN)6)]3\ Ferrimagnet [Σιδηριμαγνήτης] Φνσ. Στεμ. Κατ. —> Ferrimagnetic Material Fcrrimagnetic Material [Σιδηριμαγνητικό υλικό| Φυσ. Στεμ. Κατ. Πρόκειται για στερεό σώμα το οποίο παρουσιάζει σιδηριμαγνητισμό. Fcrrimagnetic Resonance [Σιδηριμαγνητική αντίσταση] Φυσ. Η μαγνητική αντίσταση που εμφανίζεται στα σιδηριμαγνητικά υλικά εξαιτίας των διαφορετικών μαγνητίσεων των υποπλεγμάτων τους. Fcrrimagnetism [Σιδηριμαγνητισμός] Φυσ. Στεμ. Κατ. Το φαινόμενο της εμφάνισης μαγνητικής τάξης τύπου φερίτη σε ένα στερεό. Ferrimolybdite [Σιδηρομολυβδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο μολοβδαινικό τρισθενή σίδηρο. Σχηματίζει κίτρινους, με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4 έως 4,5.

στη σύνθεση χρωμάτων. Ferristrunzite [Σίδηρο] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο Ferric Oxalate [Οξαλικός Σίδηρος-111] Ανόμγ. Χημ. Κί- από ένυδρο βασικό φωσφορικό δισθενή και τρισθενή τρινη, κρυσταλλική σκόνη, με χημικό τύπο Fe 2 (C 2 0 4 ) σίδηρο. Σχηματίζει κίτρινους, διαφανείς, με υαλ^ώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει 3 χ5Η 2 0, μοριακό βάρος 465,83 °C και σημείο τήξεως 100°C, όπου διασπάται. Είναι πολό διαλυτή στο νερό σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3 και χρησιμοποιείται στην κατάλυση χημικών αντιδρά- έως 2,5.

Ferrite

/ # 2 u 3 C

-572 -

Ferrite [Φερρίτης] Avopy. Χημ. Η μία από τις αλλοτροπικές μορφές του σιδήρου, η καλούμενη α με κρυσταλλική δομή bcc, που είναι σταθερή σε θερμοκρασία μικρότερη των 960° C, μαγνητική και δεν διαλύει τον άνθρακα.. Ferrite [Φερρίτης] Ανόμγ. Χημ. Μέλος της τάξης μικτών οξειδίων του τύπου MO*Fc2C>3, με Μ μέταλλο, όπως κοβάλτιο, μαγνήσιο, νικέλιο, κλπ. Ferrite [Φερρίτης] Γεωλ. Αμορφο υλικό, κατά κανόνα φαιού χρωματισμού, αποτελούμενο κυρίως από οξείδια του σιδήρου που δημιουργείται λόγω μηχανικής αποσάθρωσης. Ferrite [Φερρίτης] Φνσ. Στεμ. Κατ. Κεραμικό υλικό αποτελούμενο από μικτά οξείδια του τρισθενούς σιδήρου του τύπου Fe203. ΧΟ όπου Χ κάποιο κατάλληλο δισθενές μέταλλο όπως ψευδάργυρος, νικέλιο, μαγγάνιο κ.λ.π. Παρουσιάζει σιδηρομαγνητικές ιδιότητες αλλά πολύ χαμηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα και μικρές απώλειες λόγω αναπτυσσόμενων ρευμάτων Φουκώ. Χρησιμοποιείται ως μαγνητικός πυρήνας σε διατάξεις υψηλής συχνότητας, στη μνήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λ.π. Ferrite Core Memory [Μνήμη μαγνητικών πυρήνων] Τεχνολ. Παλαιότερος τύπος κεντρικής μνήμης για υπολογιστές, αποτελούμενος από δαχτυλίδια (ειδικού) φερίτη (που έχει σχεδόν ορθογώνιο σχήμα βρόχου υστέρησης), από τα οποία διέρχεται το σύρμα ανάγνωσης και το σύρμα εγγραφής της θέσης μνήμης που αντιστοιχεί στον κάθε μαγνητικό δακτύλιο. Αν και σήμερα έχει αντικατασταθεί, η μνήμη μαγνητικών πυρήνων θεωρείται κλοσσική για την πρωτοτυπία της. Ferritin [Φερριτίνη] Βιοχημ. Πρωτεϊνική ένωση περιέχουσα σίδηρο, που είναι μία από τις μορφές που απορροφάται και δεσμεύεται ο σίδηρος στους ζωικούς ιστούς. Fcrritungstite [Σιδηροβολφραμίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό βολ,φραμικό τρισθενή σίδηρο. Σχηματίζει κιτρινόχρωμους, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους το κυβικού συστήματος. Έχει ειδικό βάρος 5,2. Ferroacoustic Storage [Σιδηροακουστική αποθήκευση] Ηλεκτμ. Είναι ένας τρόπος αποθήκευσης ενέργειας που χρησιμοποιείται μιε σκοπό την καθυστέρηση του ρεύματος σε ένα κύκλωμα. Αποτελείται από ένα σωλήνα και από έναν αγωγό ο οποίος διαπερνάει το σωλήνα. Επίσης στην μία από τις δύο άκρες του σωλήνα τοποθετείται ένα στοιχείο μεταφοράς υπερηχητικών συχνοτήτων. Ferroalloys [Σιδηροκράματα] Ανόμγ. Χημ. Χαρακτηρίζονται τα κράματα που σχηματίζει ο σίδηρος με άλλα μέταλλα, όπως είναι το χρώμιο, το βανάδιο, το μαγνήσιο και το πυρίτιο. Ferroaxinite [Σιδηροαξινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό πυριτικό και βορονικό ασβέστιο, αργίλιο και δισθενή σίδηρο, της ομάδας του αξινίτη. Σχηματίζει ποικλόχρωμους, διαφανείς έως υποδιάφανους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6,5 έως 7 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. Fcrrocyanic Acid [Σιδηροκυανιούχο Οξύ] Ανόργ. Χημ. Λευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο H4Fc(CN) 6 και μοριακό βάρος 215,98. Με θέρμανση διασπάται, ενώ είναι διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Ferrocyanide [Σιδηροκυανίδιο] Ανόμγ. Χημ. Αναφέρεται στα σιδηροκυανιούχα άλοτα, που περιέχουν το σύ-

μπλοκο ιόν [FeiCN)^]4'. Ferroelectric [Σιδηροηλεκτρικό υλικό] Φυσ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κάποια πυροηλεκτρικά κρυσταλλικά στοιχεία τα οποία παρουσιάζουν αλλαγή φάσεως πέρα από ένα θερμοκρασιακό όριο. Ferroelectric Barkhausen Effect [Σιδηροηλεκτρικό φαινόμενο Barkhausen] Φυσ. Είναι ένα φαινόμενο που λαμβάνει χώρα στα σιδηρομαγνητικό υλικά, όταν το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο μέσα στο οποίο βρίσκονται δεν παραμένει σταθερό. Τότε παρουσιάζονται μεταβολές στη διηλεκτρική πόλωσή του σιδηρομαγνητικού υλικού κάθε φορά που παρατηρείται μεταβολή του εφαρμοζόμενου σ' αυτο μιαγνητικού πεδίου. Ferroelectric Converter [Σιδηροηλεκτρικός μετατροπέας] Ηλεκτμ. Είναι μια συσκευή η οποία με τη βοήθεια κάποιου σιδηροηλεκτρικού υλικού μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε ηλεκτρική. Πιο συγκεκριμένα εκμεταλλεύεται θερμική ενέργεια με σκοπό την αύξηση της θερμοκρασίας του σιδηροηλεκτρικού υλικού πάνω από τη θερμοκρασία Curie του, οπότε μεταβάλλεται η διηλεκτρική σταθερά του υλικού και παράγεται ηλεκτρική ενέργεια. Ferroelectric Crystal [Σιδηροηλεκτρικός κρύσταλλος] Φυσ. Κάθε σιδηροηλεκτρικό υλικό απαρτίζεται από μικρά όμιοια κομματάκια που το καθένα τους διατηρεί τη δομιή και τις ιδιότητες του υλικού. Τα κομματάκια αυτά ονομιάζονται κρύσταλλοι του σιδηροηλεκτρικού υλικού. Ferroelectric Domain [Σιδηροηλεκτρικός τομέας] ΦΙΧ7. Ένα σιδηροηλεκτρικό υλικό αποτελείται από πολλές μικροσκοπικές περιοχές κάθε μια από τις οποίες, παρουσιάζει σταθερή πόλωση στο εσωτερικό της. Κάθε τέτοια περιοχή ονομάζεται σιδηpoηλwεκτpικός τομέας. Ferroelectric Hysteresis [Σιδηροηλεκτρική υστέρηση] ΙΙλεκτμ. Με τον όρο αυτό οι επιστήμονες εξηγούν την πόλωση που παρουσιάζουν τα σιδηροηλεκτρικό υλικά. Ανακα/όφθηκε ότι αυτή δεν εξαρτάται μόνο από την ένταση του εφαρμοζόμενου ηλεκτρικού πεδίου, αλλά και από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το υλικό πριν την εφαρμογή του πεδίου αυτού. Ferroelectric Hysteresis Loop [Βρόγχος σιδηροηλεκτρικής υστέρησης] Ηλεκτμ. Όταν σχεδιάσουμε σε μια γραφική παράσταση την πόλωση που παρουσιάζει ένα σιδηροηλεκτρικό υλικό συνάρτηση της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου μέσα στο οποίο βρίσκεται αυτό, τότε εμιφανίζεται μια κλειστή γραμμή, αν το υλικό παρουσιάζει σιδηροηλεκτρική υστέρηση, η οποία ονομάζεται βρόγχος υστέρησης. Fcrroelcctricity [Σιδηροηλεκτρισμός] Φυσ. Σιδηροηλεκτρισμός είναι η αυθαίρετη και αβίαστη ηλεκτρική πόλωση που παρουσιάζει ένα υλικό (το οποίο για το λόγο αυτό ονομάζεται σιδηροηλεκτρικό), όταν βρεθεί μέσα σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Ferrottuid [Σιδηροϋγρό] Υλικ. Υγρό που παρουσιάζει μιαγνητικές ιδιότητες. Στην πραγματικότητα είναι αιώρημα στερεών κολλοειδών μαγνητικών σωματιδίων σε κατάλληλο υγρό μέσο και κατασκευάζεται βιομηχανικά για εξειδικευμένες χρήσεις. Είναι πολύ ακριβό υλικό και επιπλέον, λόγω της κολλοειδούς φύσης του, μετά από ένα χρονικό διάστημα φθείρεται και χρειάζεται αντικατάστασή του. Ferrohydrodynamicas [Σιδηροϋδροδυναμική] Φυσ. Η δυναμική εξέταση της ροής σιδηροϋγρού μέσα σε μαγνητικό πεδίο, σε ειδικά διαμορφωμένα εργαστήρια.

-573 Ferromagnetic Amplifier [Σιδηρομαγνητικός ενισχυτής] Ηλεκτρ. Είναι ένα είδος ενισχυτή ο οποίος εκμεταλλεύεται για τη λειτουργία του μια ιδιότητα των σιδηρομαγνητικών υλικών. Όταν η ισχύς που προσφέρεται είναι υψηλής συχνότητας, τότε ο μαγνητικός συντονισμός που παρουσιάζουν τα σιδηρομαγνητικά υλικά δεν είναι γραμμικός, συμπεριφορά που χρησιμοποιεί ο ενισχυτής για τη λειτουργία του. Ferromagnetic Ceramic [Σιδηρομαγνητικό κεραμικό] Φυσ. Στερ. Κατ. Όρος ισοδύναμος του ceramic magnet, δηλαδή κεραμικού μαγνήτη. Ferromagnetic Crystal [Σιδηρομαγνητικός κρύσταλλος] Φυσ. Είναι ένας κρύσταλλος προερχόμενος από ένα σιδηρομαγνητικό υλικό. Ferromagnetic Domain [Σιδηρομαγνητικός τομέας] Φυα. Έτσι ονομάζεται κάθε μικρή περιοχή ενός σιδηρομαγνητικού υλικού μέσα στην οποία οι μαγνητικές ροπές των ατόμων είναι ομόρροπες και μπορεί να διαφέρουν από τις γύρω περιοχές του υλικού ως προς τη φορά τους. Ferromagnetic Film [Σιδηρομαγνητικό φιλμ] Φυσ. Στερ. Κατ. Είναι το magnetic thin film (μαγνητικό /Απτό φιλμ). Ferromagnetic Material [Σιδηρομαγνητικό υλικό] Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε υλικό το οποίο παρουσιάζει σιδηρομαγνητική συμπεριφορά. Προφανώς ένα τέτοιο υλικό είναι ο σίδηρος. Ferromagnetic Tape [Σιδηρομαγνητική ταινία] Ηλεκτρομ. Στους μετασχηματιστές χρησιμοποιείται μια ταινία από μαγνητικό υλικό, για την περιτύλιξη των μαγνητικών πυρήνων. Η ταινία αυτή ονομάζεται μαγνητική ταινία. Ferromagnetics [Σιδηρομαγνητική] Ηλεκτρ. Είναι ένας τομέας της επιστήμης η οποία με εργαλείο τις ιδιότητες διαφόρων υλικών σχετικά με τη μαγνητική πόλωσή τους, προσπαθεί να αποθηκεύσει πληροφορίες μεταδιδόμενες στο δυαδικό σύστημα ή παλμικές συχνότητες. Ferromagneting Resonance [Σιδηρομαγνητική ροπή] Φυα. Είναι μια ειδικότερη ονομασία για τον προσδιορισμό της μαγνητικής ροπής που παρουσιάζουν τα σιδηρομαγνητικά υλικά. Ferromagnetism [Σιδηρομαγνητισμός] Φυσ. Ο σιδηρομαγνητισμός είναι η μαγνητική συμπεριφορά που παρουσιάζουν κάποια υλικά. Συγκεκριμένα έτσι ονομάζεται η εμφάνιση ομόρροπων μαγνητικών ροπών στο εσωτερικό κάποιων υλικών. Τα υλικά αυτά, όπως ο σίδηρος, ονομάζονται σιδηρομαγνητικά. Ferrosilite [Φερροροζιλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό δισθενή σίδηρο και μαγνήσιο, της ομάδας των ορΟοπυροξένων. Σχηματίζει άχροους, πράσινους ή καστανούς, ημιδιάφανους έως αδιάφανους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορΟορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3.8 έως 4. Ferrous Acetate [Οξικός Σίδηρος-ΙΙ] Ανόργ. Χημ. Πράσινη στερεή ουσία, κρυσταλλωμένη με 4 μόρια ύδατος. Ο χημικός τύπος είναι Fe(CH3COO)2 και το μοριακό βάρος 246,0. Διασπάται με θέρμανση και είναι διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων. Ferrous Alloys [Κράματα Σιδήρου] Ανόργ. Χημ. Ferroalloys Ferrous Arsenate [Αρσενικικός Σίδηρος-11] Avopy. Χημ. Αμορφο, στερεό υλικό, με πράσινο χρώμα, ενυδατωμένο με 6 μόρια νερού. Ο χημικός τύπος είναι Fe:,

Fersmanite

(AS0 4 )2 x 6H 2 0 και το μοριακό βάρος 5 5 3 , 4 7 . Είναι

διαλυτό σε υδροξείδιο του αμμ(ονίου και διασπάται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων. Ferrous Carbonate [Ανθρακικός Σίδηρος-ΙΙ| Ανόργ. Χημ. Σκουρόχρωμο κρυσταλλικό στερεό, που αποτελεί τον ορυκτό σιδηρίτη. Έχει χημικό τύπο FeC03, μοριακό βάρος 115,86, διασπάται με θέρμανση και είναι διαλυτό σε διάλυμα διοξειδίου του άνθρακα. Ferrous Chloride [Χλωριούχος Σίδηρος-ΙΙ| Ανόργ. Χημ. Κιτρινοπράσινο κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο FeCb, μοριακό βάρος 126,75, σημείο τήξεως 670-674 °C, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Κρυσταλλώνεται με 2 ή 4 μόρια νερού. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία, φαρμακευτική και σύνθεση χρωμάτων. Ferrous Compounds [Ενώσεις Δισθενούς Σιδήρου] Ανόργ. Χημ. Περιλαμβάνει τις χημικές ενώσεις, στις οποίες περιέχεται σίδηρος, με αριθμό οξείδωσης +2. Ferrous Hydroxide [Υδροξείδιο του Σιδήρου-1Ι] Ανόργ. Χημ. Είναι πράσινη κρυσταλλική ή λευκή άμορφη ουσία, διασπάται με θέρμανση και διαλύεται σε οξέα και χλωριούχο αμμώνιο. Ο χημικός τύπος είναι Fe (ΟΗ)2 και το μοριακό βάρος 89,96. Ferrous Oxalate [Οξαλικός Σίδηρος-Ι1] Ανόργ. Χημ. Κίτρινη ένωση, κρυσταλλωμένη με 2 μόρια νερού, διαλυτή σε οξέα. Έχει χημικό τύπο FeC 2 0 4 x 2H 2 0, μοριακό βάρος 179,90 και σημείο τήξεως 190°C. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Ferrous Oxide [Οξείδιο του Σιδήρου-ΙΙ] Ανόργ. Χημ. Σχηματίζεται κατά τη θερμική διάσπαση του οξαλικού δισθενούς σιδήρου. Έχει χημικό τύπο FcO, μοριακό βάρος 71,85 και σημείο τήξεως 1369±1 °C. Είναι μαύρο κρυσταλλικό στερεό, διαλυτό σε οξέα και αδιάλυτο στο νερό. Ferrous Sulfate [Θειικός Σίδηρος-1Ι] Ανόργ. Χημ. Συνήθως είναι κρυσταλλωμένο με 7 μόρια ύδατος. Πρόκειται για γαλαζοπράσινη ουσία, με χημικό τύπο FcS0 4 x7H 2 0 και μοριακό βάρος 278,01. Στη θερμοκρασία τήξεως, 64'^, αποβάλλει τα 6 μόρια νερού, ενώ στο σημείο ζέσεως, 300 °C, απομακρύνονται και τα 7 μόρια. Είναι γνωστό ως πράσινο του βιτριολίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων και μελανιών. Ferrous Sulfide [Θειούχος Σίδηρος-ΙΙ] Ανόργ. Χημ. Καστανόμαυρο κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο FeS, μοριακό βάρος 87,91 και σημείο τήξεως 11931199°C. Είναι διαλυτό σε αραιά διαλύματα οξέων και αδιάλυτο στην αμμωνία. Ferrucite [Φερρουσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φθοριούχο και βορονιούχο νάτριο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διαφανείς κρυστάλλους του ορΟορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,4. Ferry [Πονστάλι] Ναυπ. Έτσι ονομάζονται τα πλοία που οι χώροι τους μπορούν να φιλοξενήσουν ανθρώπους, μηχανοκίνητα οχήματα, και οποιαδήποτε υλικά, και να τα μεταφέρουν σε ένα όχι πολύ μακρινό σημείο μέσω της θάλασσας. Είναι συνήθως πλοία που πραγματοποιούν σύμφωνα με συγκεκριμένο και πολλές φορές καθημερινό δρομολόγιο μεταφορές. Fersmanite [Φερσμανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό φθοριούχο και πυριτικό ασβέστιο, τιτάνιο, νιόβιο και νάτριο. Σχηματίζει καστανούς ή υποκίτρινους, διάφανους έως ημιδιάφανους, με υαλώδη

| Ι

Fertile Material

-574-

λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Fertile Material [Γόνιμο υλικό] Πυρην. Φυσ. Κάθε υλικό που με απορρόφηση νετρονίων μπορεί να μετατραπεί σε σχάσιμο, όπως π.χ. το ουράνιο-238 που μετατρέπεται σε ουράνιο-239. Fertilizer [Λίπασμα] Υλικ. Πρόκειται για υλικό φυσικής ή τεχνητής προέλευσης το οποίο προστίθεται στα καλλιεργήσιμα εδάφη για τον εμπλουτισμό τους με ουσίες ώστε να αυξήσει τις ικανότητές τους ως προς την ανάπτυξη σε αυτά των διαφόρων φυτών και δέντρων. Feruvitc [Φερουβίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βορονικό και πυριτικό δισθενή σίδηρο, αργίλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο και τιτάνιο, της ομάδας του τουρμαλίνη. Σχηματίζει καστανούς, ημιδιάφανους, με υαλώδη λάμψη ή αλαμπείς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. F E T [Συντομογραφία του field effect transistor] Ηλεκτμον. —> Field Effect Transistor Fetch [Προσκομίζω] Υπολ. 1. Προσκόμιση μιας οδηγίας ή στοιχείων από την κύρια μνήμη στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας. 2. Η διαδικασία της ενέργειας αυτής. 3. Γενικότερα χρησιμοποιούμενος, ο όρος έχει τη σημασία της προσκόμισης στοιχείων στην κύρια μνήμη από μια εξωτερική συσκευή εναποθήκευσης. Fetch Ahead [Πρόωρη προσκόμιση] Υπολ. II διαδικασία μεταφοράς στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας μιας εντολής πριν τελειώσει η επεξεργασία της προηγούμενης. Είναι αντίστοιχη της instruction lookahead. Fetch Cycle [Κύκλος προσκόμισης] Υπολ. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια εντολή ή δεδομένα μεταφέρονται από την είσοδο στη μονάδα ελέγχου της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του υπολογιστή. Feynman Diagram [Διάγραμμα του Φέυνμαν] Πυμην. Φυσ. Απλό διάγραμμα που απεικονίζει τις θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις (ηλεκτρομαγνητική, ισχυρή κ.λ.π.) μεταξύ των σωματιδίων μέσω της δράσης του φορέα (π.χ. εν δυνάμει φωτονίων και μεσονίων) της δύναμης. Fianelite [Φιανελίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικικό και βαναδικό δισθενές μαγγάνιο. Σχηματίζει πορτοκαλέρυθρους, διαφανείς, με υαλώδη ή αδαμάντινη λνάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. Fiber 1 [Οπτική ίνα] Οπτικ. Μια ίνα από διαφανές υλικό, όπως πυριτικό γυαλί, quartzglass, plexiglass, διάφορα πλαστικά κλπ. που χρησιμοποιείται για τη διέλευση φωτεινών σημάτων κατά μήκος της σχεδόν χωρίς απώλείες. Fiber" [Ινα] Υλικ. Πρόκειται για μία μονάδα ύλης η οποία χαρακτηρίζεται από ιδιότητες όπως είναι η ευκαμψία, η λεπτότητα και ο πoλwύ μεγάλος λόγος του ύψους προς το πάχος της. Υπάρχουν πολλών ειδών από ίνες όπως είναι οι φυσικές, οι τεχνητές, οι ζωικές, οι χημικές, και άλλες ειδικές ίνες μετάλλου, υάλου, άνθρακα και άλλα. Ανάλογα με το είδος τους χρήσιμοποιούνται και σε ανάλογους τομείς όπως για παράδειγμα είναι η κλωστοϋφαντουργία για τις ζωικές, φυσικές ή και τεχνητές. Από τις ίνες κατασκευάζονται τα νήματά και στη συνέχεια τα διάφορα υφάσματα. Fiber 3 [Ινα] Επικοιν. Ειδικό τριχοειδές νήμα από γυαλά που χρησιμοποιείται για την πολό καλή απόδοση του στη μετάδοση φωτός (πχ ελάχιστη απώλεια πληροφο-

ρίας και αντοχή στο θόρυβο). Συνήθως αξιοποιείται με τα δικά του modem, δικές του συνδέσεις κτλ. Fiber Bundle [Δέσμη οπτικών ινών] Οπτικ. Δέσμη πολλών οπτικών ινών. Η incoherent Tiber bundle (χωρίς συνοχή δέσμη οπτικών ινών) χρησιμοποιείται για μετάδοση φωτεινών σημάτων μόνο, ενώ η coherent fiber bundle (δέσμη οπτικών ινών με συνοχή) για τη μετάδοση ολόκληρων εικόνων από το ένα άκρο της δέσμης στο άλλο. Fiber Distributed Data Interface (FDDI) [Οπτική διασύνδεση κατανεμημένων δεδομένων] Επικοιν. Τεχνολογία διασύνδεσης υπολογιστών με χρήση καλωδίων οπτικών ινών και ψηλές ταχύτητες που συνήθως αναπτύσσεται σε ένα μονό ή διπλό δακτύλιο, Fiber Optic [Οπτική ίνα] Επικοιν. Πολύ αξιόπιστο μέσο μετάδοσης ηλεκτρικών σημάτων μέσω φωτός. Το μέσο είναι ίνες από πολομερές ή γυαλί και οι φωτεινές ακτίνες ταξιδεύουν ευθύγραμμα, με ανάκλοση ή σε δέσμες. Υπάρχει ελάχιστη απώλεια και εισαγωγή θορύβου κυρίως σε συνδέσμους αλλά το κόστος ανεβαίνει σχετικά πολύ και για το λόγο αυτύ χρησιμοποιείται με προσοχή, Fiber Optic Imaging [Απεικόνιση με οπτικές ίνες] Οπτικ. Η τεχνική της μετάδοσης εικόνας διαμέσου ακριβώς παράλλ.ηλων και με πλήρη συνοχή δεσμών οπτικών ινών. Στον τελικό σχηματισμό του οπτικού ειδώλου η κάθε μία ίνα συνεισφέρει από ένα μικρό τμήμα. Fiber Optics [Οπτικές ίνες] Οπτικ. Είναι οι εύκαμπτες, λεπτές ίνες από γυαλί, πλαστικό ή άλλο διαφανές υλικό, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την μετάδοση των ψηφιακών σημάτων. Fiber Waveguide [Κυματοδηγός οπτικών ινών] Ηλεκτμομαγν. Κυματοδηγός που είναι κατασκευασμένος με καλαόδιο από οπτικές ίνες. Fiberscope Or Fibreseope [Ινοσκόπειο] Οπτικ. Το όργανο αυτό αποτελείται από εύκαμπτη δέσμη παράλληλων οπτικών ινών με κολή συνοχή μεταξύ τους, εφοδιασμένη με έναν αντικειμενικό φακό στο ένα άκρο και έναν προσοφθάλμιο φακό στο άλλο άκρο. Με αυτή τη διάταξη είναι δυνατό να βλέπουμε καθαρά μια έγχρωμη εικόνα ακόμα και αν λυγίσουμε τη δέσμη των οπτικών ινών και ως εκ τούτου έχουμε πρόσβαση και σε σημεία που δεν φαίνονται απευθείας, Fibonacci Number [Αριθμοί Fibonacci] Μαθημ. Κάθε αριθμός ο οποίος ικανοποιεί τον αναδρομικό τύπο της ακολουθίας Fibonacci (α η ), δηλαδή είναι όρος της (αη) για συγκεκριμένο no. Fibonacci Sequence [Ακολουθία Fibonacci] Μαθημ. Η ακολουθία (αν) που ορίζεται αναδρομικά ως εξής αι=1, α2=2 και ο τυχαίος όρος αλ. είναι αν=αν-ι+αν-2 για κάθε ν>3. II ακολουθία αρχικά θεμελιώθηκε με αφορμή το αριθμητικό πρόβλημα πολλαπλασιασμού των κουνελιών αλλά έχει ευρύτατο φάσμα εφαρμογών, Fibratus [Σύννεφο Fibraius] Μετεωμ. Τύπος σύννεφου με ινώδη δομή. Διαφορετικά λνέγεται filosus. Fibre [Ινα] -» Fiber Fibre Reinforced Concrete (FRC) [Ινοπλισμένο σκυρόδεμα] Πολ.Μηχ. Είναι το σκυρόδεμα που επιπλέον των βασικών υλικών του, στην σύστασή του περιλομβάνει και ίνες γραφίτη ή υάλου, με αποτέλεσμα την αύξηση της αντοχής του. Χρησιμοποιείται για την επισκευή ή και ενίσχυση των στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος. Fibril [Ινίδιο] Υλικ. Καλείται η μικρότερη κατηγορία από τις ίνες ως προς την διάμετρο τους.

-575 Fibrin [Φιβρίνη] Βιοχημ. Πρωτεΐνη της τάξης των γλουβολινών που σχηματίζεται από το φιβρινογόνο δια της θρομβίνης. Fibroferrite [Φιμπροφερρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό τρισθενή σίδηρο. Σχήματίζει πρασινόχρωμους ή κιτρινόχρωμους, με μεταξώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,9. Fibrous Protein [Ινώδης πρωτεΐνη] Οργ. Χημ. Η μία από τις δύο κατηγορίες ταξινόμησης των απλών πρωτεϊνών με βάση τον τρόπο κατασκευής τους. Περιλαμβάνει τις πρωτεΐνες που δεν είναι διαλυτές στο νερό ούτε διασπείρονται εντός αυτού και αποτελούν κύρια συστατικά των στηρικτικών ιστών όπως η κεράτινη, το κολλαγόνο, η φιβροϊνη κ.λ.π. Fick's Law Of Diffusion 1 [Νόμος Διάχυσης του Fick 1ος] Φυα. Χημ. Ο 1ος νόμος του Fick αποτε>χί ορισμό του συντελεστή διάχυσης D, ενός συστατικού Α και εφαρμόζεται σε μόνιμη κατάσταση: J A = -D*dCA/dx, όπου JA η μοριακή ροή του^ Α στην κατεύθυνση χ. Fick's Law Of Diffusion 2 [Νόμος Διάχυσης του Fick 2ος] Φυσ. Χημ. Ο 2ος νόμος του Fick αναφέρεται στη διάχυση σε μη μόνιμη κατάσταση, όταν δε λαμβάνει χώρα χημική αντίδραση: *,'CA/^|t = D^l2CA/^|x2. Ficticious Equator [Φαινομενικός ισημερινός] Ναυπ. Είναι μια φανταστική γραμμή που αποτελεί τον ισημερινό στην κατασκευή ενός φαινομενικού συστήματος συντεταγμένων. Ficticious Graticule [Φαινομενικές συντεταγμένες] Ναυπ. Είναι ένα φανταστικό σύστημα συντεταγμένων αποτελούμενο από μεσημβρινούς και παραλλήλους όπως ακριβώς και το πραγματικό, με τη διαφορά ότι δεν βρίσκονται στη σωστή, πραγματική τους θέση. Έχει εφευρεθεί για εκπαιδευτικούς λόγους. Ficticious Latitude [Φαινομενικό γεωγραφικό πλάτος] Ναυπ. Είναι το γεωγραφικό πλάτος το οποίο μετράται στο φαινομενικό σύστημα συντεταγμένων. Είναι δηλαδή η γωνιακή απόσταση του φαινομενικού σημείου του οποίου θέλουμε να γνωρίζουμε το πλάτος από τον φαινομενικό ισημερινό. Ficticious Longiture [Φαινομενικό γεωγραφικό μήκος] Ναυπ. Είναι το γεωγραφικό μήκος ενός φαινομενικού σημείου όταν αυτό αναζητείται σε ένα φαινομενικό σύστημα συντεταγμένων. Κατ' αντιστοιχία με το πραγματικό γεωγραφικό μήκος είναι ή γωνιακή απόστάση του φαινομενικού σημείου από τον φαινομενικό πρώτο μεσημβρινό. Ficticius Craft [Φαινομενικό σκάφος] Ναυπ. Είναι ένα φανταστικό σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται σε ασκήσεις, για την εκπαίδευση των χειριστών των πολεμικών πλοίων. Συνήθως αποτελεί εχθρικό στόχο που ζητούν και προσπαθούν να εντοπίσουν. Fictitious [Φαινομενικό] Ναυπηγ. Είναι ένα επίθετο με το οποίο χαρακτηρίζονται, στη ναυσιπλοΐα, ουσιαστικά για τα οποία υπάρχει ένα αντίστοιχο πραγματικό αλλά δεν ταυτίζονται. Είναι τεχνητά βοηθήματα με σκοπό την ευκολότερη πλοήγηση των σκαφών. Fictitious Force [Πλασματική δύναμη] Φυσ. Κάθε υποθετική, μη πραγματική δύναμη όπως η δύναμη Coriolis, η φυγόκεντρη κ.λ.π. που υιοθετούνται προκειμένου να εφαρμοστούν κατ' απλούστερο τρόπο οι συνήθεις νόμοι της μηχανικής όταν γίνεται χρήση συστήματος αναφοράς κινούμενου μετά του παρατηρητή. Fictitious Loxodrome [Εικονική / πλασματική λοξο-

Field 4

δρομία] Πλοηγ. Fictitious Rhumb Line Fictitious Loxodrome Curve [Εικονική / πλασματική λοξοδρομική καμπύλη] Πλοηγ. Fictitious Rhumb Line Fictitious Meridian [Φαινομενικός μεσημβρινός] Ναυπ. Είναι κάθε γραμμή που συνδέει τον φαινομενικό βόρειο πόλο και τον φαινομενικό νότιο πόλο σε ένα φαινομενικό σύστημα συντεταγμένων, Fictitious Parallel [Φαινομενικός παράλληλος] Ναυπ. Είναι κάθε κύκλος παράλληλος στον φαινομενικό ισημερινό, σε ένα σύστημα φαινομενικών συντεταγμένων, Fictitious Pole [Φαινομενικός πόλος] Ναυπ. Είναι το ένα από τα δύο σημεία των φαινομενικών συντεταγμένων το οποίο βρίσκεται σε 90" φαινομενικό γεωγραφικό πλάτος βόρεια ή νότια του φαινομενικού ισημερινού. Fictitious Rhumb Line [Φαινομενική καμπύλη] Ναυπ. Είναι οποιοσδήποτε κύκλος σχηματίζει την ίδια γωνία με όλους τους μεσημβρινούς, αλλά η γωνία αυτή δεν είναι 90υ γιατί τότε θα συμπίπτει με κάποιον παράλληλο, ή θα είναι ανάμεσα σε δύο απ' αυτούς. Fictitious Ship [Φαινομενικό σκάφος] Ναυπ. Είναι ένα φανταστικό σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται για εκπαίδευση. Fictitious Vehicle [Φαινομενικό όχημα] Ναυπ. Είναι ένα όχημα, το οποίο υποθέτουν οι εκπαιδευτές και οι εκπαιδευόμενοι ότι υπάρχει ώστε να πραγματοποιηθεί κάποια άσκηση σε σχέση μ' αυτό. Fidelity [Πιστότητα] Επικοιν. Η ακρίβεια με την οποία μεταδίδεται ένα σήμα από την είσοδο στην έξοδο ενός συστήματος. FIDIC Conditions Of Contract [Γενική συγγραφή υποχρεώσεων] Εργ. Οι συμβατικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ του πελάτη και του αναδόχου σε ένα εργολαβικό συμβόλαιο. Το τεύχος της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων είναι αναπόσπαστο τμήμα των συμβατικών τευχών μιας εργολαβίας, Fidley 1. [Εξαερισμός] Ναυπηγ. Σε παλιότερα πλοία ήταν το κενό που υπήρχε στο ταβάνι του μέρους του πλοίου όπου γινόταν η καύση των κινητήριων καυσίμων, για να φεύγουν τα αέρια υπολείμματα της καύσης. 2. [Κορνίζα καταπακτής]. Είναι το σιδερένιο περίβλήμα, σαν κορνίζα, που έχει κάθε καταπακτή στο κατάστρωμα ενός πλοίου, μέσα από την οποία με σκάλα μπορεί να κατέβει κάποιος κάτω από το κατάστρωμα, Fiducial Point [Σημείο αναφοράς] Οπτικ. Ένα σημείο το οποίο επιλέγεται ως σημείο αναφοράς σε μια οπτική παρατήρηση. Τα σημεία αυτά ενδέχεται να είναι περισσότερα του ενός. Διαφορετικά λέγεται Fiduciary Point Fiducial Temperature [Παραδεκτή θερμοκρασία] Μαθ Η θερμοκρασία που λαμβάνεται σε έναν γεωγραφικό τόπο για την οποία δεν είναι απαραίτητο να γίνουν ρυθμίσεις σε ειδικό βαρόμετρο ώστε να διορθωθούν οι ενδείξεις του. Field 1 [Πεδίο] Υπολ. Κάθε στοιχείο καταχώρησης που ομαδοποιείται για το σχηματισμό ενός ευρύτερου συνόλου. Field 2 [Πεδίο] Ηλεκ. Μηχ. Το σύστημα που προσφέρει τη μαγνητική ροή στις ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις όλων των τύπων. Field 3 [Πεδίο] Ηλεκτρον. Ένα από τα ίσα υποπλάνα τα οποία συνιστούν ένα σύνθετο τηλεοπτικό πλάνο, Field 4 [(Γεωλογικό) πεδίο] Γεωλ. Ένας γεωλογικός τόπος που διαθέτει φλέβα κάποιου ορυκτού, με το οποίο περαιτέρα) χαρακτηρίζεται το πεδίο. Π.χ. αν το ορυκτό

Field 5

-576-

είναι χαλκός (copper) έχουμε τον όρο copper field (πεδίο χαλκού) Field""' [(Γεωφυσικό) πεδίο] Γεωφνσ. Ο τόπος στον οποίο λαμβάνει χώρα ένα θεωρούμενο γεωφυσικό φαινόμενο. Field 0 [Αλγεβρικό πεδίο] Μαθημ. Καλείται έτσι το μαθηματικό σύνολο που είναι εφοδιασμένο με δύο πράξεις με όλες τις ιδιότητες των πράξεων της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού αντίστοιχα για το σύνολο των πραγματικών αριθμών. Field 7 [Οπτικό πεδίο] Οπτικ. Το οπτικό πεδίο μιας παρατήρησης. Field [ΓΙεδίο] Φυσ. Ονομάζεται ο χώρος μέσα στον οποίο ένα φυσικό μέγεθος παίρνει σε κάθε σημείο του, μία συγκεκριμένη τιμή. Υπάρχουν διαφόρων ειδών πεδία, όπως είναι το βαρυτικό, το μαγνητικό, το ηλεκτρικό και άλλα. Ουσιαστικά το πεδίο αποτελεί το μέσον για την αλληλεπίδραση των στοιχείων που βρίσκονται μέσα σε αυτό. Field Changes [Μεταβολές (ηλεκτρικού) πεδίου] Μετεωμ. Οι γρήγορες αλλαγές της κατακόρυφης συνιστώσας της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου μιας καταιγίδας, όπως γίνονται αισθητές στο επίπεδο της επιφάνειας της γης. Field Data Code [Κώδικας πεδίου δεδομένων] Επικοιν. Ειδικός κώδικας τύπου Hollerith για διατρητικές κάρτες. Field Effect Device [Συσκευή επίδρασης πεδίου] Ηλεκτμον. Συσκευή της οποίας η λειτουργία στηρίζεται στην επίδραση του ηλεκτρικού πεδίου στην περιοχή ενός ημιαγωγικού τμήματος της συσκευής αυτής. Field Effect Diode [Δίοδος επίδρασης πεδίου] Ηλεκτμον. Δίοδος στην οποία οι φορείς φορτίου στο ημιαγωγικό υλικό που επηρεάζονται από το ηλεκτρικό πεδίο έχουν μόνο μία πολικότητα. Field Effect Tetrode [Τετράοδος επίδρασης πεδίου] Ηλεκτμον. Χαρακτηρισμός ενός τετράθυρου με δύο αυτόνομα ημιαγωγικά κανάλαα με το χαρακτηριστικό ότι η αγωγιμότητα ρεύματος καθενός διαμορφώνεται από τις συνθήκες διαφοράς δυναμικού στο άλλο. Field Effect Transistor [Τρανζίστορ επίδρασης πεδίου] Η/εκτμον. Τρανζίστορ η λειτουργία του οποίου στηρίζεται στον έλεγχο της διέλευσης ρεύματος σε αυτό από το ηλεκτρικό πεδίο. Είναι ευρέως γνωστό με τη συντομευμένη ονομασία του, FET. Field Emission [Εξαγωγή / εκπομπή ηλεκτρονίων λόγω πεδίου] Ηλεκτμον. Διαδικασία κατά την οποία γίνεται εξαγωγή ηλεκτρονίων από την επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου υπό την επίδραση βέβαια ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου με φορά προς την επιφάνεια και με τη βοήθεια του κβαντομηχανικού φαινομένου σήραγγας. Field Engineer 1 [Μηχανικός συντήρησης] Πλημ. Σε εταιρείες προμήθειας ηλεκτρονικών υπολογιστούν, ο μηχανικός που ασχολείται με την συντήρηση του εξοπλισμού που έχει προμηθεύσει η εταιρεία στους πελάτες της. Field Engineer 2 [Μηχανικός πεδίου] Γεν. 1. Μηχανικύς που είναι αρμόδιος για την εκτέλεση των ερευνών υπαίθρου μιας μελέτης. 2. Μηχανικός που απασχολείται σε εργοτάξιο. Field Galaxy [Γαλ.αξίας πεδίου] Αστμον. Κάθε γαλαξίας (περιορισμένου αριθμού συγκριτικά) με τυχαία κατανομή στο χώρο, χωρίς να ανήκει σε κανένα σμήνος γαλαξιών.

Field Gradient [Βαθμίδα πεδίου] Φιχτ. Το διάνυσμα της κλίσης ενός βαθμωτού πεδίου εκφρασμένο σε κάποιο σύστημα χωρικών συντεταγμένων, Field Intensity [Ενταση του πεδίου] Επικοιν. Η ένταση του μαγνητικού πεδίου που προκαλεί το ρεύμα καθώς διαρρέει τους αγωγούς, Field Investigation [Ερευνα υπαίθρου] Τεχνολ. Για την εκπόνηση μας μελέτης, οι έρευνες που απαιτούνται για τη συλλογή στοιχείων της υφιστάμενης κατάστασης του εδάφους και του υπεδάφους. Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται από τις έρευνες υπαίθρου καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό ενός έργου. Field Ionization [Ιονισμός (λόγω πεδίου)] Ηλεκτμον. Καλείται έτσι το φαινόμενο του ιονισμού ενός αερίου μέσα σε ένα ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο. Μια γενική περίπτώση που αυτό παρατηρείται είναι κοντά στην άνοδο και την κάθοδο. Field Laboratory [Εργαστήριο εργοταξίου] Εδαφ. Προσωρινό εργαστήριο εξοπλισμένο με τα απαραίτητα όργανα για την εκτέλεση δοκιμών ποιότητας υλικών και κατασκευής κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ενός έργου. Field Magnet [Μαγνήτης πεδίου] Ηλεκτρομαγν. Κάποιες ηλεκτρικές συσκευές χρειάζονται για τη λειτουργία τους μαγνητικό πεδίο. Ο μαγνήτης που τοποθετείται για τη δημιουργία του, ονομάζεται μαγνήτης πεδίου. Field Of Search [Πεδίο έρευνας] Ηλεκτμ. Είναι η έκταση γύρω από ένα ραντάρ, μέσα στην οποία μπορεί αυτο να ανιχνεύσει ο,τιδήποτε. Είναι η περιοχή στην οποία είναι ενεργό. Field Of View [Οπτικό πεδίο] Οπτικ. Φυσικό μέγεθος των οπτικών οργάνων που καθορίζει το εύρος του ορατού χώρου και ορίζεται ως η μέγιστη τιμή της στερεής γωνίας της περιοριζόμενης από τις ακτίνες του οπτικού οργάνου. Field Operator [Πεδιακός τελεστής] Φνσ. Χαρακτηρισμός του κβαντομηχανικού τελεστή καταστροφής ή δημιουργίας του κβάντου του θεωρουμένου πεδίου, Field Pressure [Πίεση πεδίου] Γεωλ. Η πίεση του κοιτάσματος του φυσικού αερίου σε κάθε στάδιο της εξορυκτικής διαδικασίας. Field Processing [Επεξεργασία πεδίου] Πετρελαιομηχ. Η κατά συνδυασμένο σχεδιασμό προπαρασκευή του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, με ειδικό πολύπλοκο βιομηχανικό εξοπλισμό, στο τόπο των εγκαταστάσεων εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πριν τη τελική μεταφορά του, διαδικασία που συντελεί σε σημαντική μείωση του κόστους. Περιλαμβάνει, κατά περίπτώση, διαχωρισμό των στερεών, υγρών και αέριων φάσεων, απομάκρυνση της υγρασίας, καθαρισμό από επιβλαβή στοιχεία (π.χ. υδρόθειο), ξήρανση κ.λ.π. Field Sequencial Color Television [Εγχρωμη τηλεόραση διαδοχικών πεδίων] Επικοιν. Στο χώρο των ηλεκτρονικών τηλεοπτικών συσκευών τα τρία βασικά χρώματα (κόκκινο, πράσινο και μπλε) αντιστοιχίζονται σε ανάλογα χρωματικά πεδία. Field Service Representative [Αντιπρόσωπος συντήρησης] Οικοδ. Field Engineer, Field Star [Αστέρας πεδίου] Αστμον. 1. Κάθε σαστέρας (περιορισμένου αριθμού συγκριτικά) που δεν ανήκει σε κανένα αστρικό σμήνος. 2. Κάθε αστέρας που, κατά τη παρατήρηση ενός ουράνιου αντικειμένου, γίνεται ορατός στον όπισθεν αυτού χώρο. Field Strength [Ενταση πεδίου] Φυσ. Είναι ένα διανυ-

-577σματικό μέγεθος το οποίο χαρακτηρίζει κάθε πεδίο. Για παράδειγμα g είναι η ένταση του πεδίου βαρύτητας, Ε η ένταση ενός ηλεκτρικού πεδίου κτλ. Field Telephone [Τηλέφωνο πεδίου μάχης] Επικοιν. Ένα ανθεκτικό, ελαφρύ φορητό τηλέφωνο, ειδικά σχεδιασμένο για στρατιωτική χρήση στο πεδίο της μάχης, αν και βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς. Field Test [Δοκιμή υπαίθρου] ΠολΜηχ. Δοκιμές που εκτελούνται επιτόπου στο έργο για τον έλεγχο ποιότητας των εργασιών που εκτελέστηκαν. Field Theory [Θεωρία πεδίαιν] Μαθημ. Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τα πεδία καθώς και τις ιδιότητες που τα χαρακτηρίζουν. Σημαντικό μέρος της μελέτης αυτής λαμβάνουν οι επεκτάσεις των πεδίων. Field Weapons [Όπλα πεδίου μάχης] Επικοιν. Συμβατικά ή πυρηνικά όπλα τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν τυπικά στα πεδία των μαχών, σε αντίθεση με τα όπλα μαζικής καταστροφής τα οποία προορίζονται να πλήξουν στρατηγικούς στόχους. Field Weld [Συγκόλληση εργοταξίου] Τεχνολ. Συγκολλήσεις μεταλλικών στοιχείων που εκτελούνται στο εργοτάξιο. Fielderite [Φιλδερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό χλωριούχο και φθοριούχο μόλυβδο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διάφανους, με αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5. Fieldwork [Εργασία υπαίθρου] Μηχ. Εργασία που εκτελείται στο ύπαιθρο για την αποτύπωση των στοιχείων μιας περιοχής ή για την έρευνα των συνθηκών του υπεδάφους από γεωλόγους ή μηχανικούς. Fife Rail [Μπάρα κάβων] Ναυπ. Είναι μια μπάρα, η οποία μπορεί να είναι μεταλλική ή και ξύλινη, που έχει τρύπες για την τοποθέτηση των ειδικών αγκίστρων που χρησιμοποιούνται για το μάζεμα των κάβων και των σχοινιών του καραβιού. Συνήθως αυτά μαζεύονται και τοποθετούνται σε σχήμα 1 8 4 πάνω στα άγκιστρα. F I F O [Ακρωνύμιο του first in, first out] Υπολ. Σύντομη ονομασία της τεχνικής αναμονής first in, first out του υπολογιστή. Βλέπε First In, First Out. Fifteen Degrees Calorie [Καλορί 15°C] Φυσ. To ποσό θερμότητας που ανυψώνει τη θερμοκρασία ενός γραμμαρίου καθαρού νερού από τους 14,5°C έως τους 15,5°C, δηλαδή από μισό βαθμό πριν μέχρι μισό βαθμό μετά τους 15°C, υπό πίεση μιας ατμόσφαιρας. Χρησιμοποιείται σαν μονάδα θερμική ενέργειας ίση με -4,1855 Joules. Βλέπε Calorie 1 Fifth Generation Computer [Υπολογιστής πέμπτης γενεάς] Υπολ. Γενεά υπολογιστών που διαθέτει μικροϋπολογιστές με πολύ ευρεία κλίμακα ολοκλήρωσης και εξελιγμένης αρχιτεκτονικής, ενώ το σύνολο των υπολογιστών της είναι σε θέση να κατανοεί την ανθρώπινη ομιλία, να μιλάει και να χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη. Fighter Aircraft [Μαχητικό αεροσκάφος] Αερομηχ. Χαρακτηρίζεται το πολεμικό αεροσκάφος το οποίο έχει σχεδιασθεί και κατασκευασθεί κατάλληλα και έχει όλα τα απαραίτητα όργανα και όπλα για αερομαχίες και καταδίωξη εχθρικών αεροσκαφών. Μπορεί να φέρει και οπλισμό για βομβαρδισμό διαφόρων στόχων επί του εδάφους. Fighter Bomber [Βομβαρδιστικό μαχητικό αεροσκά-

File

φος] Αερομηχ. Πρόκειται για πολεμικό αεροσκάφος με τον κατάλληλο εξοπλισμό και κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει πρωτίστως τον σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως πολεμικό όπλο για τον βομβαρδισμό στόχων στο έδαφος. Figurative Constant [Εικονική σταθερά] Υπολ. Μια λέξη σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού, που χρησιμοποιείται για να παραστήσει μια ευρύτατα χρησιμοποιούμενη σταθερά, όπως η λέξη μηδέν για το 0, ώστε το πρόγραμμα να γίνεται ευκολότερο όσον αφορά την εγγραφή και κατανόησή του. Figure Of Merit [Συντελεστής αξιολόγησης] Ηλεκτρ. Είναι ένα μέγεθος το οποίο χαρακτηρίζει την απόδοση του δέκτη ενός επίγειου σταθμού ή ενός δορυφόρου. Figurehead [Διακοσμητικό πλώρης] Ναυπ. Είναι μια σκαλιστή φιγούρα που τοποθετείται στο μπροστινό μέρος κάποιων πλοίων σαν διακοσμητικό. Figures Shift [Μετατόπιση ψηφίων] Επικοιν. 1. Ένα σύμβολο ελέγχου του κώδικα Baudot των πέντε επιπέδων μετά τα οποία οι χαρακτήρες αποδίδονται σαν να ανήκουν στην ομάδα που περιέχει αριθμητικά, σημεία στίξης και άλλα ειδικά σύμβολα. 2. Ένας μοχλός του τηλέτυπου με τη χρήση του οποίου γίνεται δυνατή η εκτύπωση αριθμών, συμβόλων και σημείων στίξης. Filament 1 [Νήμα] Ηλεκ. Αεπτό νήμα μετάλλου ή άνθρακας που χρησιμοποιείται ως φορέας του ηλεκτρικού ρεύματος εντός κενού ή αδρανούς αερίου στους ηλεκτρικούς λαμπτήρες πυράκτωσης και στις θερμιονικές λυχνίες. Filament 2 [Νήμα] Υλικ. Αεπτή και ανθεκτική στην έλξη κλωστή σταθερής διατομής, σε ποικιλία μηκών και παχών, που κατασκευάζεται με συναρμολόγηση και συστροφή διαφόρων φυσικών ή τεχνητών υφάνσιμων υλών σε ειδικές μηχανές και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στις κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες. Filament 3 [Νημάτιο] Αστρον. Επιμήκεις και πολύ λεπτοί ινώδεις σχηματισμοί εν είδη προεξοχών στην επιφάνεια του Ήλιου διαφόρων μορφών και προελεύσεων όπως π.χ. τα απαρτίζονται τη περιοχή της παρασκιάς των ηλιακών κηλίδων συγκλίνοντα κατά κυκλικό ή ανώμαλο τρόπο νημάτια. Filament Current [Ρεύμα νήματος] Ηλεκ. Το ρεύμα που διαρρέει το μεταλλικό νήμα της καθόδου ηλεκτρονικού σωλήνα ώστε αυτό να αποκτήσει τη κατάλληλη θερμοκρασία για την εκπομπή ηλεκτρονίων. Filament Emission [Εκπομπή νήματος] Ηλεκ. Το φαινόμενο της θερμικής εκπομπής ηλεκτρονίων από το μεταλλικό νήμα της καθόδου ηλεκτρονικού σωλήνα όταν αυτή θερμανθεί σε κατάλληλη θερμοκρασία, που έχει ως συνέπεια τη θετική της φόρτιση. Filament Lamp [Λάμπα νήματος πυράκτακτης] Ηλεκ. Η απλή ηλεκτρική λάμπα στην οποία το φως παράγεται με πυράκτωση του μεταλλικού νήματος της λάμπας, ώστε αυτό να εκπέμπει λευκό φως. Η πυράκτωση του νήματος επιτυγχάνεται με τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος από αυτό. Ο άδειος χώρος στο εσωτερικό της λάμπας καταλαμβάνεται από αδρανές αέριο ή κενό και το μέταλλο του νήματος έχει πολύ υψηλά σημεία τήξεως και εξάχνωσης. Filament Type Cathode [Κάθοδος νηματικού τύπου] Ηλεκτρον. Μεταλλική κάθοδος νηματοειδούς μορφής που χρησιμοποιείται σε θερμιονικούς σωλήνες κάθε χρήσεως. File [Αρχείο] Πληρ. Ομάδα στοιχείων που καταγράφονται και αποθηκεύονται σε έναν Η/Υ με έναν κοινό

File Control System

- 578 -

κωδικό πρόσβασης για όλη την ομάδα. File Control System [Σύστημα διαχείρισης αρχείων] Πληρ. Είναι κάθε λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο εκτελείται για να μεταφέρει δεδομένα και πληροφορίες από έναν χώρο μνήμης σε έναν άλλο. File Gap [Κενό αρχείου] Υπολ. Ο κενός χώρος, το διάκενο, που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο φυσικών καταχωρήσεων σε μια εξωτερική συσκευή εναποθήκευσης, Τα κενά μεταξύ καταχωρήσεων χρησιμεύουν για την πρόληψη σφαλμάτων κατά την εγγραφή (λόγω απώλειας στοιχείων ή εγγραφής του ενός επάνω στο άλλο) και επιτρέπουν την έναρξη και διακοπή των εγγραφών στη μαγνητική ταινία. Kile Handling Routine [Υπορουτίνα διαχείρισης αρχείων] Πληρ. Πρόκειται για το τμήμα εκείνο του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο ασχολείται με την εγγραφή και την ανάγνωση των δεδομένων και πληροφοριών σε και από, αντίστοιχα, ένα αρχείο. Filc Header [Κεφαλίδα αρχείου] Υπολ. Μια μορφή προσδιορισμού της ταυτότητας ενός αρχείου. Είναι πληροφορίες που βρίσκονται στην αρχή ενός αρχείου αποθηκευμένου σε μαγνητική ταινία ή δίσκο και αφορούν χαρακτηριστικά του αρχείου, όπως όνομα του αρχείου, γενική περιγραφή του περιεχομένου του, αριθμό μητρώου του αρχείου, ημερομηνία εγγραφής κλπ. File Identification [Ταυτότητα αρχείου] Υπολ. Ένας κωδικός αριθμός υπό μορφή ετικέτας ή ταμπελίτσας ο οποίος χρησιμοποιείται για τον εύκολο εντοπισμό ενός αρχείου. Ο σκοπός της επινόησης αυτής είναι να εξασφαλισθεί ότι δεν θα υπάρξουν ανωμαλίες μεταξύ διαφορετικών αρχείων και να επιτραπεί στα προγράμματα που διαβάζουν ή εγγράφουν αρχεία να ελέγχουν ότι έχει εισαχθεί και εξαχθεί το σωστό αρχείο. File Layout [Διάταξη αρχείου] Υπολ. Η τελική διευθέτηση, μέχρι την παρούσα στιγμή, όλων των κειμένων που είναι καταχωρημένα στο αρχείο, περιλαμβανομένης της σειράς καταχώρησης και της έκτασης κάθε κειμενού. File Locking [Κλείδωμα αρχείου] Πληρ. Ονομάζεται η λογισμική τεχνική κατά την οποία η πρόσβαση σε ένα αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή επιτρέπεται σε έναν μόνον χρήστη κάθε φορά, ο οποίος και κατέχει έναν αντίστοιχο κωδικό, και όχι σε δύο ή περισσότερους χρήστες συγχρόνως. File Maintenance [Συντήρηση αρχείου] Υπολ. Η προσθήκη και η διαγραφή σε ένα αρχείο δεδομένων, όταν αυτό χρειάζεται κατά τον προγραμματιστή, με σκοπό την τήρηση ενημερωμένων αρχείων. File Management System [Σύστημα διαχείρισης αρχείων] ΙΙληρ. Λογισμικό που οργανώνει τη διαχείριση του διαθέσιμου χώρου στη μονάδα αποθήκευσης και εξασφαλίζει την ομαλνή και αποτελεσματική χρήση των δυνατοτήτων του μηχανήματος. File Name [Όνομα αρχείου] Πληρ. Κωδικός που δημιουργείται από το χρήστη για ένα αρχείο και εξασφαλίζει με αυτό τον τρόπο την επικοινωνία του χρήστη με το μηχάνημα. File Opening [Ανοιγμα αρχείου] Πλ.ηρ. Καλείται η διαδικασία του εντοπισμού ενός αρχείου στον χώρο αποθήκευσης της μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή από ένα λογισμικό πρόγραμμα που εκτελείται και του έχουν δοθεί συγκεκριμένες πληροφορίες για την ανεύ-

ρεση του αρχείου ώστε κατόπιν να φορτωθεί στην τρέχουσα μνήμη του. F'ile Organization [Οργάνωση αρχείου] Υπολ. Οργάνωση ενός αρχείου με οποιονδήποτε από τους διάφορους τύπους οργάνωσης των κειμένων στοιχείων μέσα σε ένα αρχείο, όπως ο κατάλογος (ή λίστα) και το δέντρο. File Printout [Εκτύπωση αρχείου] Πληρ. Καλείται η αποτύπωση σε χαρτί μέσω συσκευής εκτυπωτού των δεδομένων και πληροφοριών που περιέχονται σε ψηφιακή μορφή σε κάποιο αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή, για τον εποπτικότερο έλεγχο τους. File Processing [Επεξεργασία αρχείου] Υπολ. Οι διεργασίες που αναφέρονται στη συγκρότηση και χρήση των αρχείων. Αυτές περιλαμβάνουν συγκρότηση, ελέγχους εγκυρότητας, σύγκριση, προσθήκες, διαλογή και συγχώνευση. Οι ειδικές εργασίες που εφαρμόζονται στα πλαίσια της επεξεργασίας αρχείων είναι γνωστές ως προγράμματα γενικής χρήσης, File Protection [Προστασία αρχείου] Πληρ. Ονομάζεται κάθε λογισμική εντολή ή υλικός εξοπλισμός ηλεκτρονικού υπολογιστή, που χρησιμοποιείται με σκοπό την διασφάλιση της μη διαγραφής ενός αρχείου ψηφιακών δεδομένων από τον χώρο αποθήκευσής του στην μνήμη του υπολογιστή, καθώς επίσης και της μη επανεγγραφής στον ίδιο χώρο μνήμης που θα ισοδυναμούσε με απώλεια δεδομένων. File Protection Ring [Προστατευτικός δακτύλιος αρχείου] Υπολ. Ένας πλαστικός δακτύλιος που τοποθετείται στο πίσω μέρος της μπομπίνας μιας μαγνητικής ταινίας όταν πρόκειται να εγγραφούν στοιχεία. Οταν ο δακτύλιος δεν βρίσκεται στη θέση του, ο μηχανισμός χειρισμού της ταινίας αντιλαμβάνεται την απουσία του και δεν εγγράφει καθόλου στοιχεία στην ταινία, προστατεύοντας έτσι το υλικό από τυχαίες ή μη εγκεκριμένες εγγραφές. Σημειώνεται ότι σε μερικά συστήματα η διάταξη είναι αντίθετη, δηλοδή δεν μπορεί να γίνει καμία εγγραφή στην ταινία όταν ο δακτύλιος είναι τοποθετημένος σε αυτήν. File Search [Ερευνα αρχείου] Π/.ηρ. Είναι η διαδικασία της αναζήτησης συγκεκριμένων πληροφοριών μέσα σε ένα αρχείο δεδομένων ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η οποία μπορεί να γίνει κάθε φορά και από το ανάλογο λογισμικό πρόγραμμα που επεξεργάζεται το εν λόγω αρχείο. File Security [Ασφάλεια αρχείου] Υπολ. Ορος ισοδύναμος με αυτόν της data security, δηλαδή προστασίας δεδομένων, File Sharing [Συμμερισμός αρχείου] Πληρ. Είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία σε ένα αρχείο δεδομένων μπορεί να έχουν πρόσβαση για ανάγνωση και επεξεργασία του δύο ή περισσότεροι χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών οι οποίοι είναι συνήθως συνδεδεμένοι στο ίδιο δίκτυο. File Specification [Διεύθυνση αρχείου] Πληρ. Καλούνται όλα τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του ονόματος του ίδιου του αρχείου, όπως και ο μαγνητικός δίσκος όπου είναι αποθηκευμένο, ο φάκελος ή και όλοι οι υποφάκελοι όπου βρίσκεται καταχωρημένο, ώστε να είναι δυνατή η ανεύρεσή του μέσα στον χώρο μνήμης όπου έχει αναγραφεί, File Transfer [Μεταφορά αρχείου] Πληρ. Καλείται η μετακίνηση ενός αρχείου δεδομένων ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, από έναν χώρο αποθήκευσης μνήμης σε κάποιον άλλο.

-579File Transfer Protocol (FTP) [Πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείων] Επικοιν. Ένα πρότυπο ανταλλαγής αρχείων μεταξύ υπολογιστών. Χρησιμοποιείται σε πολλούς δικτυακούς τόπους με μεγάλες ποσότητες αρχείων λόγω της ταχύτητας του. File Transfer Utility [Λογισμικό μεταφοράς αρχείων] Πληρ. Πρόκειται για λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο διαχειρίζεται τις μετακινήσεις των αρχείων. Fill [Υλικό επιχωμάτωσης] Πολ. Μηχ. Εδαφικό υλικό κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή επιχωμάτων. Fill Factor [Ποσοστό πληρότητας] Εργ. Σε έναν εκσκαφέα ο λόγος που προκύπτει από τη διαίρεση μεταξύ της ποσότητας του υλικού που γεμίζει τον κάδο κατά τη διάρκεια της εργασίας και της θεωρητικής ποσότητας υλικού που έχει τη δυνατότητα να σκάψει και να μεταφέρει σε ιδανικές συνθήκες. Filled Band [Πλήρης ενεργειακή στάθμη, συμπληρωμένη στοιβάδα] Φυα. Κάθε στοιβάδα ηλεκτρονίων σε ένα άτομο μπορεί να πάρει έναν αριθμό ηλεκτρονίων. Τα ηλεκτρόνια αυτά έχουν συγκεκριμένη ενέργεια, και όταν είναι συμπληρωμένος αυτός ο αριθμός έχουμε μία συμπληρωμένη στοιβάδα. Filler 1 [Λεπτόκοκκα μίγματος] Υλικ. Λεπτόκοκκο υλικό με μέγιστη διάσταση κόκκου 0.2 mm που προστίθεται σε ένα μίγμα αδρανών σκυροδέματος για τη βελτιστοποίηση της σύνθεσης. Filler 2 [Πρόσθετο] Χημ. Αναφέρεται σε χημικές ουσίες που προστίθενται σε πολυμερή υλικά, με σκοπό τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους. Filler 3 [Παραγέμισμα] Υπολ. Ένας ή περισσότεροι χαρακτήρες χωρίς κάποια σημασία οι οποίοι καταχωρούνται σε μία ομάδα χαρακτήρων ώστε να είναι συμπληρωμένες όλες οι θέσεις της ομάδας. Αυτό γίνεται για να αποκτήσει τελικά η ομάδα το προκαθορισμένο τυποποιημένο μέγεθος της. Π.χ. εάν το τυποποιημένο μέγεθος της ομάδας είναι 1024 δυαδικά ψηφία και έχουν χρησιμοποιηθεί μόνο τα 1000, τα υπόλοιπα 24 ψηφία συμπληρώνονται με κενά ή 0. Fillet Weld [Γωνιακή ραφή] Οικοό. Ραφή συγκόλλησης που συνδέει μεταξύ τους δύο επίπεδα μεταλλικά στοιχεία τοποθετημένα κάθετα μεταξύ τους. Η γωνία μεταξύ των δύο στοιχείων είναι σε αυτή την περίπτωση μικρότερη από 180°. Filling [Πλήρωση, φόρτωμα] Γεν. 1. Π διαδικασία φορτώματος ενός φορτηγού με υλικά εκσκαφής που πρέπει να μεταφερθούν σε άλλο σημείο για χρήση ή απόθεση. 2. Το μέρος των χωματουργικοί εργασιών που αφορά τη δημιουργία επιχωμάτων. Filling [Υφάδι] Υλικ. Το νήμα που κατά την ύφανση ενός υφάσματος περνιέται με τη σαΐτα κάθετα στο στημόνι. Fillowite [Φιλλουϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φωσφορικό νάτριο, ασβέστιο, δισθενές μαγγάνιο και δισθενή σίδηρο. Σχηματίζει άχροους, κίτρινους ή ερυθρόφαιους, διάφανους έως ημιδιάφανους, με λιπαρή ή ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Film Badge [Δοσίμετρο με φιλμ| Πυρην. Φυσ. Μικρό όργανο που φοριέται στο πέτο, στον καρπό ή στο δάκτυλο από έναν άνθρωπο εκτεθειμένο ή πιθανόν εκτεθειμένο σε ιονίζουσες ακτινοβολίες. Λειτουργεί σαν συσκευή παρακολούθησης και δοσίμετρο της ακτινο-

Filter 1

βολίας. Περιέχει ένα ή περισσότερα μικρά κομμάτια φιλμ που μερικές φορές καλύπτεται μερικά από κατάλληλα μεταλλικά φίλτρα (τσίγκου, αλουμινίου, κασσίτερου με μόλυβδο και καδμίου με μόλυβδο), έτσι ώστε η έκθεση στις β, στις χ, στις γ ακτίνες και στα αργά νετρόνια αντίστοιχα να μπορούν να μετρηθούν ξεχωριστά. Το φιλμ εμφανίζεται για να δείξει την έκταση που ο άνθρωπος που το φόρεσε έχει εκτεθεί σε βλαβερή ακτινοβολία. Film Base [Βάση του φιλμ] Τεχνολ. Το υλικό υπόστρα)μα (από νιτρική, οξική ή τριοξική κυτταρίνη, πολυέστερ ή κάποιο πλαστικό) πάνω στο οποίο βρίσκεται το φωτοευαίσθητο γαλάκτωμα του φωτογραφικού, ραδιογραφικού ή κινηματογραφικού φιλμ. Film Boiling [Βρασμός Υμένα] Φυσ. Χημ. Στάδιο της διαδικασίας βρασμού ενός υγρού, κατά το οποίο ο παραγόμενος ατμός σχηματίζει ένα λεπτό υμένα στη θερμή επιφάνεια του δοχείου, με αποτέλεσμα την αύξηση της αντίστασης στο ρυθμό μεταφοράς θερμότητας. Film Coefficient [Συντελεστής Υμένα] Φυσ. Χημ. Είναι ο συντελεστής μεταφοράς θερμότητας, που ορίζεται για ένα υγρό που έρχεται σε επαφή με στερεή επιφάνεια, ως το πηλίκο του ρυθμού ροής ανά μονάδα επιφάνειας προς τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ τοιχώματος και υγρού. Ονομάζεται και συντελεστής συναγωγής. Film Condensation [Συμπύκνωση Υμένα] Φυσ. Χημ. Οταν κορεσμένος ατμός έρχεται σε επαφή με επιφάνεια, η οποία έχει χαμηλότερη θερμοκρασία, τότε σχηματίζεται ένας υμένας συμπυκνώματος, που δημιουργεί μια επιπλέον αντίσταση στη μεταφορά θερμότητας. Film Density [Πυκνότητα του φιλμ] Τεχνολ. Ο βαθμός της αδιαφάνειας του φιλμ αφού αυτό εκτεθεί στο φως. Film Development Chromatography [Χρωματογραφία Ανάπτυξης Στοιβάδας] Αναλ. Χημ. Κατηγορία υγρής χρωματογραφίας, όπου η στατική φάση είναι λεπτός υμένας. Περιλαμβάνει τη χρωματογραφία χάρτου και τη χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας. Film Dosimetry [Δοσιμετρία με φιλμ] Πυρην. Φυσ. II μέθοδος εύρεσης της δύσης επικίνδυνης ακτινοβολίας που προσέλαβε ένας άνθρωπος, ένα ζώο, ή ένα αντικείμενο μέσω της μέτρησης της αμαύρωσης ενός φωτογραφικού φιλμ που το συνόδευε κατά τη διάρκεια της έκθεσης του στην ακτινοβολία. Η ακρίβεια της μέτρησης εξαρτάται σημαντικά από την καλή ποιότητα εμφάνισης του φιλμ. Για το σκοπό αυτό η διαδικασία της εμφάνισης θα πρέπει να γίνεται διεξοδικά και κάτω από ειδικά ελεγχόμενες συνθήκες. Film Size [Μέγεθος του φιλμ] Τεχνολ. Με τον όρο αυτό συνηθίζεται να εννοούμε το (μικρό) πλάτος του φιλμ. Για ένα δεδομένο τύπο φιλμ το "μέγεθος" (πλάτος) εκφράζεται σε κάποια μικρή μονάδα μήκους όπως τα mm, cm ή οι ίντσες. Film Theory [Θεωρία Οριακού Στρώματος] Ρευστομηχ. Περιγράφει την περίπτωση στην οποία ένα ρευστό υποβάλλεται σε ροή κατά μήκος μιας επιφάνειας. Ορίζεται α>ς οριακό επίπεδο το μέρος του ρευστού όπου το περίγραμμα της ταχύτητας εμφανίζει ουσιαστική επιρροή λόγω της ύπαρξης της στερεής επιφάνειας. Filosus [Σύννεφο Filosus] Μετεωρ. Σύννεφο με νηματοειδή δομικά χαρακτηριστικά που είναι γνωστό και με το όνομα Fibratus. Filter 1 [Φίλτρο] Υπολ. 1. Ένα πρόγραμμα που διαβάζει πληροφορία και τη μετασχηματίζει, συνήθως σβήνοντας κάποια περιττά στοιχεία. 2. Μια ρουτίνα που επι-

Filter 2

-580-

λέγει ή διαχωρίζει σήματα, δεδομένα ή αρχεία με βάση κάποια κριτήρια. Filter 2 [Φίλτρο] Ηλεκτρον. Ένα ηλεκτρικό δίκτυο το οποίο έχει τη δυνατότητα να μεταδίδει σήματα μέσα σε μια συγκεκριμένη περιοχή συχνοτήτων, αλλά εξασθενεί κατά το μεγαλύτερο βαθμό όλες τις άλλες συχνότητες. Filter [Φίλτρο] Οπτικ. Ένα όργανο που τοποθετείται στην πορεία των ηλεκτρομαγνητικών ακτίνων και αλλάζει την κατανομή συχνοτήτων της ακτινοβολίας, απορροφώντας επιλεκτικά κάποιες συχνότητες ή απλά μεταβάλλοντας τις σχετικές εντάσεις των συνιστωσών συχνοτήτων της φιλτραριζόμενης η/μ ακτινοβολίας. Filter 4 [Φίλτρο] Ακουστ. Μία συσκευή που αποκόπτει μια περιοχή ακουστικών συχνοτήτων ενώ επιτρέπει τη διέλευση μιας άλλης ή άλλων περιοχών ακουστικών συχνοτήτων. Filter 5 [Φίλτρο] Τεχνολ. Ένα τμήμα πορώδους υλικού που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό συστατικών των υγρών ή αερίων μιγμάτων ή διαλυμάτων. Filter 6 [Φίλτρο] Πολ Μηχ. Ειδικό εξάρτημα που αποτελείται από υλικά συγκεκριμένης δομής και που τοποθετείται σε ορισμένα σημεία ενός δικτύου διανομής ρευστών η αερίων με σκοπό να συγκρατήσει εντός του όγκου του σωματίδια που αιωρούνται στο ρευστό ή το αέριο των οποίων οι διαστάσεις είναι μεγαλύτερες από τα κενά που έχει η δομή του εξαρτήματος. Filter Base [Φίλτρο βάσης] Μαθημ. Κάθε οικογένεια συνόλων που αποτελείται από υποσύνολα ενός δεδομένου συνόλου έτσι ώστε κάθε στοιχείο της οικογένειας να ανήκει σε τομή πεπερασμένου πλήθους υποσυνόλων. Filter Bed [Φίλτρο δαπέδου] Πολ. Μηχ. Ο πυθμένας μιας δεξαμενής που διαμορφώνεται από διαπερατό υλικό και δημιουργεί τη δυνατότητα απορρόφησης από το έδαφος του ρευστού που καταλήγει μέσω ενός δικτύου στη δεξαμενή. Filter Cake [Πλάκα / μάζα κατάλοιπου διήθησης] Τεχνολ. Το στρώμα του κατάλοιπου που μένει πάνω στο φίλτρο μετά την ολοκλήρωση της υπό πίεση διήθησης ενός υγρού μίγματος ή διαλύματος. Filter Cloth [Υφασμα φίλτρου] Υλικ. Ένα ειδικό ύφασμα, όπως π. χ. ο κανβάς για φίλτρο ή ειδικά κατασκευασμένα πανιά χωρίς ύφανση, που χρησιμοποιείται ως διηθητικό μέσο. Filter Medium [Μέσο διήθησης, διηθητικό μέσο] Υλικ. Ισοδύναμος όρος με τον όρο filter (φίλτρο) στην τεχνική φυσικών διαχωρισμών. -» Filter (Τεχνολ.) Filter Paper [Διηθητικό χαρτί] Υλικ. Όρος που αποδίδει το ειδικό πορώδες χαρτί από καθαρή κυτταρίνη που χρησιμοποιείται ως διηθητικό μέσο. Filter Pump [Αντλία διηθήσεως] Μηχ. Απλή, εργαστηριακή αντλία κενού, που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση μιας διεργασίας διήθησης. Η λειτουργία της βασίζεται σε ένα ρεύμα νερού, που δημιουργεί περιοχή μειωμένης πίεσης. Filter Sand [Διαβαθμισμένη άμμος] Πολ. μηχ. Αμμος της οποίας όλοι οι κόκκοι έχουν την ίδια διάσταση και η οποία χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός φίλτρου. Filtrate [Διήθημα] Επιστ. Τεχν. Το υγρό αέριο που έχει διέλθει από ένα φίλτρο και είναι πλέον διηθημένο, φιλτραρισμένο. Filtration [Φιλτράρισμα] Πολ Μηχ. Είναι η διαδικασία της επεξεργασίας ενός ρευστού ή αερίου για την απο-

μάκρυνση ορισμένων σωματιδίων που περιέχει όταν βρίσκεται στην φυσική του κατάσταση και που είναι ανεπιθύμητα για τη χρήση που προορίζεται το ρευστό ή το αέριο. Fin Keel [Πτερύγιο καρίνας] Ναυπ. Είναι ένα πτερύγιο το οποίο τοποθετείται στο κάτω μέρος του πλοίου το οποίο βοηθάει στην καλύτερη ισορροπία του σκάφους. Final Account [Τελική πιστοποίηση] Πολ Μηχ. Είναι ο τελικός λογαριασμός που υποβάλλεται από έναν εργολάβο στον πελάτη μετά τη συμπλήρωση ενός έργου και τη λήξη της περιόδου συντήρησης και μετά την έκδοση του πιστοποιητικού τελικής παραλαβής.. Final Certificate [Πιστοποιητικό Τελ.ικής Παραλαβής] Πολ Μηχ. Στις εργολαβίες πιστοποιητικό που εκδίδεται από τις τεχνικές υπηρεσίες του πελάτη μετά τη λήξη της περιόδου συντήρησης και αφού γίνει ο τελικός έλεγχος όπου πιστοποιείται ότι το έργο έχει εκτελεστεί σωστά και δεν παρουσιάζει κανένα ελάττωμα στη λειτουργία του. Final Completion [Τελική παραλαβή] Πολ Μηχ. Είναι η διαδικασία παραλαβής ενός έργου μετά τη συμπλήρωση της περιόδου συντήρησης. Με την τελική παραλαβή λήγουν όλες οι υποχρεώσεις ενός εργολάβου απέναντι στον πελάτη. Final Diameter [Τελική διάμετρος] Ναυπ. Αν ένα πλοίο διατηρεί σταθερή θέση στο πηδάλιο του και όχι τέτοια που να διαγράφει ευθεία πορεία, τότε σε κάποιο χρονικό διάστημα θα διαγράφει ένα κύκλο 360° μοιρών και θα επανέλθει στη θέση του. Η διάμετρος του κύκλου αυτού, η οποία μετριέται από το αρχικό σημείο ως το σημείο που το πλοίο έχει διαγράψει 180°, ονομάζεται τελική διάμετρος. Final Drawing [Τελικό σχέδιο] Μηχ. Είναι σχέδια της μελετης ενός έργου που εκτυπώνονται αφού ενσωματωθούν όλες οι παρατηρήσεις του πελάτη που είχαν διατυπωθεί σε προηγούμενες φάσεις. Τα σχέδια αυτά αποτελούν τμήμα των τευχών δημοπράτησης που δίδονται στους εργολάβους για να κάνουν την προσφορά τους. Final Great - Circle Course [Τελική μεσημβρινή πορεία] Ναυπ. Είναι ο προσδιορισμός της πορείας και του προορισμού ενός πλοίου σε σχέση με το σημείο απόπλου του, με τη βοήθεια του μεσημβρινού που περνάει από το σημείο αυτό. Υπολογίζεται η γωνιακή απόσταση των δύο σημείων συνήθως με σημείο αναφοράς το βορρά. Final Heading [Τελικός προορισμός] Ναυπ. Όταν ένα αεροσκάφος εκτελέσει την αποστολή του, ο πλότος βάζει σταθερή πορεία προς τη βάση του, και συνήθως χρησιμοποιεί τον αυτόματο πιλότο. Η διαδικασία αυτή έχει ονομαστεί τελικός προορισμός. Final Inspection [Τελικός έλεγχος] Μηχ. Η διαδικασία του τελικού ελεγχου ενός έργου από τις τεχνικές υπηρεσίες του πελάτη στο τέλος της περιόδου συντήρησης και αφού ο εργολάβος έχει αποκαταστήσει όλα το μικροελαττώματα που έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια της περιόδου συντήρησης. Final Set [Τελικό πήξιμο] Πολ. μηχ. Η σκλήρυνση του νωπού σκυροδέματος ή του νωπού κονιάματος σε βαθμό που δεν επιδέχεται πια καμιά επεξεργασία. Final Setting Time [Χρόνος τελικού πηξίματος] Πολ. μηχ. Είναι ο χρόνος που απαιτείται για να φθάσει το νωπό σκυρόδεμα από τη στιγμή της παραγωγής του στο τελικό πήξιμο. Finder [Αναζητητής] Επικοιν. Εργαλείο αναζήτησης

-581 κάποιου σε ένα δίκτυο που εμφανίζεται με διάφορες μορφές πχ Finger, Route, Traceroute αλλά και πιο σύνθετες πχ. Telnet κτλ Fine Aggregate [Λεπτόκοκκα αδρανή] Πολ. μηχ.. Σε μια σύνθεση σκυροδέματος είναι το τμήμα των αδρανών που η διάσταση του κάθε κόκκου είναι μικρότερη από 2 χιλιοστά. Fine Chemicals [Καθαρά Χημικά] Χημ. Περιλαμβάνει χημικές ουσίες, που παράγονται βιομηχανικά σε σχετικά μικρές ποσότητες και με πολύ υψηλό ποσοστό καθαρότητας. Τέτοιες ουσίες μπορεί να είναι φάρμακα ή χημικά αντιδραστήρια. Fine Delay [Μικρή καθυστέρηση] Nairn. Είναι μια συσκευή χρήσιμη στην πλοήγηση του πλοίου, με το πληκτρολόγιο της οποίας μπορεί να προσδιοριστεί οποιαδήποτε μικρή απόκλιση από την πορεία του πλοίου και συνεπώς μια οσοδήποτε μικρή καθυστέρηση στο δρομολόγιο του. Fine Sand [Αεπτή άμμος] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται η άμμος της οποίας οι κόκκοι δεν ξεπερνούν σε διάμετρο το μήκος του ενός τετάρτου του χιλιοστού του μέτρου. Fine Structure [Λεπτή υφή] Πυρην. Φυα. Το φαινόμενο, λόγω της μαγνητικής ροπής του σπιν, του διαχωρισμού των φασματικών γραμμών σε ατομικά φάσματα σε δύο ή περισσότερες, στενά αλληλοκείμενες φασματικές γραμμές που αντιστοιχούν σε πολύ μικρή ενεργειακή διαφορά και γίνονται ορατές μόνο με τεχνική υψηλής ανάλυσης. Fine Structure Constant [Σταθερά λεπτής υφής] Φυα. Η αδιάστατη φυσική σταθερά α=ε2/2ε01κ - 1/137,036, όπου e το ηλεκτρονικό φορτίο, h η σταθερά του Planck, c η ταχύτητα του φωτός στο κενό και ε^ η διηλεκτρική σταθερά του κενού. Είναι ο λόγος της ταχύτητας του ηλεκτρονίου στην πρώτη βασική τροχιά Bohr του ατόμου του υδρογόνου προς την ταχύτητα του φωτός στο κενό. Διαφορετικά ονομάζεται σταθερά λεπτής υφής Sommerfeld. Fines [Παιπάλη] Πολ. μηχ. Σε μια σύνθεση σκυροδέματος τα τμήμα της σύνθεσης στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα λεπτόκοκκα που η διάσταση του κάθε κόκκου είναι μικρότερη από 0.2 χιλιοστά. Finger Coal [Γαιάνθρακας] —> Native Coal Finger Operation [Εντολή Finger] Επικοιν. Εντολή που μπορεί να εντοπίσει κάποιον μέσα σε ένα δίκτυο. Finish [Τελική επεξεργασία] Τεχνολ. Η επεξεργασία που γίνεται σε ένα προϊόν μετά την παραγωγή του και αφού έχουν συμπληρωθεί όλες οι απαραίτητες ενδιάμεσες επεμβάσεις που απαιτούνται για να πάρει την τελική του μορφή. Είναι η διαδικασία εξαφάνισης κάθε ατέλειας που παραμένει από την λειτουργική επεξεργασία του. Finished Goods [Τελικό προϊόν] Τεχνολ. Κάθε βιομηχανικό προϊόν που έχει περάσει όλες τις φάσεις παραγωγής και είναι έτοιμο προς πώληση. Finisher [Διαστρωτήρας] Πολ. μηχ. Μηχάνημα εργοταξίου που χρησιμοποιείται για τη διάστρωση πάνω στο κατάστρωμα του δρόμου του ζεστού ασφαλτικού σκυροδέματος. Εξασφαλίζει τη διάστρωση του ασφαλτικού μίγματος ομοιόμορφα στο απαιτούμενο πάχος της κάθε στρώσης. Finishing [Φινίρισμα] Τεχνολ. Η τελική επένδυση που εφαρμόζεται σε ένα στοιχείο και που θα αποτελέσει τη διακοσμητική του εμφάνιση. Finishing Hardware [Διακοσμητικά είδη κιγκαλερίας] Αρχ. Τα μεταλλικά εξαρτήματα των κουφωμάτων τα

Finite Series

οποία έχουν καλαίσθητη εμφάνιση για διακοσμητικούς λόγους. Finishing Schedule [Πίνακας τελειωμάτων] Αρχ. Στο σετ σχεδίων της μελέτης ενός κτιρίου, οι πινακίδες όπου παρουσιάζεται σε μορφή πίνακα συγκεκριμένων προδιαγραφών το τελείωμα της κάθε επιφάνειας του κάθε χώρου του κτιρίου. Finishing Trades [Συνεργεία τελειωμάτων] Οικοδ. Σε μία οικοδομή, τα συνεργεία που είναι ειδικευμένα στην εκτέλεση οικοδομικών εργασιών που συμπεριλαμβάνουν όλα τα τελειώματα. Για παράδειγμα οι μαρμαράδες, οι πλακάδες, οι ελαιοχρωματιστές, οι σοβατζήδες, κλπ. Finite Difference [Πεπερασμένη διαφορά] Μαθημ. Το μέγεθος που υπολογίζεται για συνάρτηση f ορισμένη από σύνολο Α σε σύνολο Β ως η διαφορά f(a)-f(p), όπου α,β στοιχεία που ανήκουν στο σύνολο Α. Αποτελεί μέρος της διαδικασίας εύρεσης της παραγώγου της συνάρτησης για δεδομένο σημείο. Finite Discontinuity [Πεπερασμένη ασυνέχεια] Μαθημ. Μια συνάρτηση f εμφανίζει πεπερασμένη ασυνέχεια σε ένα σημείο x του πεδίου ορισμού της αν υπάρχουν οι οριακές τιμές f(x+0), f(x-0) και είναι πεπερασμένες αλλά διαφορετικές από την τιμή της f στο χ. Finite Elasticity Theory [Θεωρία πεπερασμένης ελαστικότητας] Μηχ. —» Finite Strain Theory. Finite Element Method [Μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων] Μηχ. Είναι η μέθοδος υπολογισμού των εντατικών μεγεθών ενός φορέα όπου ο φορέας διαιρείται σε μικρά τεμάχια και υπολογίζονται οι αντιδράσεις του κάθε τεμαχίου στις δυνάμεις που δέχεται από τα διπλανά του τεμάχια. Finite Extension [Πεπερασμένη επέκταση] Μαθημ. Μια επέκταση Ε ενός σώματος Κ η οποία έχει πεπερασμένη διάσταση ν ως διανυσματικός χώρος πάνω από το Κ. Finite Group [Πεπερασμένη ομάδαΐ Μαθημ. Σύνολο το οποίο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις έτσι ώστε να αποτελεί ομάδα με αριθμήσιμο πλήθος στοιχείων. Σε κάθε πεπερασμένη ομάδα ο πληθάριθμός της ν είναι αριθμός φυσικός και διαφορετικός από το +· . Finite Intersection Property Of A Family Of Sets [Ιδιότητα πεπερασμένης τομής οικογένειας συνόλων] Μαθημ. Μια οικογένεια συνόλων (Aj / i e I) έχει τομή διαφορετική του κενού αν κάθε τομή πεπερασμένου πλήθους στοιχείων της οικογένειας είναι διαφορετική του κενού. Finite Mathematics [Πεπερασμένα μαθηματικά] Μαθημ. Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τις ιδιότητες που ορίζονται σε σύνολα τα οποία έχουν πεπερασμένους πληθάριθμους. Finite Matrix [Πεπερασμένος πίνακας] Μαθημ. Κάθε πίνακας Α με i σειρές και n στήλες για τον οποίο τα i και n είναι φυσικοί αριθμοί τέτοιοι ώστε i,n?H-co. Finite Plane [Πεπερασμένο επίπεδο] Μαθημ. Κάθε επίπεδο το οποίο μπορεί να οριστεί έτσι ώστε να έχει πεπερασμένο αριθμό γραμμών και σημείων στα πλαίσια της προβολικής γεωμετρίας. Finite Population [Πεπερασμένος πληθυσμός] Στατ. Οι τιμές που λαμβάνει μια τυχαία μεταβλητή σε μια στατιστική έρευνα επί ενός συνόλου ονομάζονται πληθυσμός. Ο πληθυσμός αυτός είναι πεπερασμένος όταν είναι πεπερασμένες οι τιμές της μεταβλητής. Finite Series [Πεπερασμένη σειρά] Μαθημ. Κάθε σειρά Σανόπου το ν ανήκει σε πεπερασμένο σύνολο [Ι,.,.,κ).

Finite Set

-582 -

Finite Set [Πεπερασμένο σύνολο] Μαθημ. Κάθε σύνολο το οποίο έχει πληθάριθμο φυσικό αριθμό ν, τέτοιο ώστεν^-οο. Finite Strain Theory [Θεωρία πεπερασμένων εντάσεων] Τεχνολ. Η θεωρία ελαστικότητας όπου γίνεται η παραδοχή ότι σε κάθε σημείο ενός φορέα τα εντατικά μεγέθη δεν είναι ποτέ μικρότερα από ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, δεν φθάνουν ποτέ στο απείρως μικρό και είναι σε κάθε περίπτωση πεπερασμένα. Finitely Generated Extension [Πεπερασμένα παραγόμενη συνάρτηση] Μαθημ. Έστω Ε μια επέκταση ενός σώματος F και (α/ i =l,...,n) στοιχεία του Ε, όχι κατ'ανάγκη αλγεβρικά πάνω από το F. Το σώμα F(a t , 02».·.» On) είναι η μικρότερη επέκταση του F που παράγεται από το πεπερασμένο σύνολο (a/ i =l,...,n). Fink Truss [Δικτύωμα Φινκ] Πολ. μηχ.'Ενα κοινό συμμετρικό δικτύωμα με επίπεδο άνω πέλμα κατάλληλο για χρήση ως φορέας για οροφές με ανοίγματα έως 15 μέτρα. Finnemanite [Φιννεμανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο και αρσενικούχο μόλ.υβδο. Σχηματίζει μελανούς ή φαιούς, ημιδιάφανους έως αδιαφανείς, με υποαδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,2. Fire [Φωτιά] Χημ. Το φωτεινό φαινόμενο που παρατηρείται κατά την καύση ενός υλικού. Fire Alarm [Σειρήνα πυρκαγιάς] Τεχνολ. Σειρήνα που αποτελεί εξάρτημα ενός συστήματος πυρασφάλειας, Ενεργοποιείται αυτόματα από το σύστημα μόλις εκδηλωθεί σε ένα σημείο πυρκαγιά, βγάζει ένα χαρακτηριστικό ήχο για να προειδοποιήσει τους κατοίκους ή τους εργαζόμενους ενός κτιρίου να εκκενώσουν τους χώρους. Fire Barrier [Παραπέτασμα πυρός] Αμχ. Διαχωριστικό στοιχείο των κατασκευών με αυξημένη αντοχή σε καύση για ανάσχεση ή καθυστέρηση της επέκτασης του καπνού ή της φλόγας. Χρησιμεύει κυρίως στις ψευδόροφές ως συνέχεια ενός τοίχου πυρασφάλειας Fire Boat [Πυροσβεστικό σκάφος] Ναυπ. Είναι ένα είδος σκάφους το οποίο βρίσκεται στα λιμάνια με τον εξοπλισμό και την αρμοδιότητα να επέμβει έγκαιρα σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς σε κάποιο πλοίο μέσα ή κοντά στο λιμάνι. Fire Bomb [Εμπρηστική βόμβα] Μηχ. Τύπος μικρού μεγέθους βόμβας διαφόρων μορφών (ράβδων, φύλλων κ.λ.π.) και τύπων ως προς τη σύνθεση των εμπρηστικών υλών (θερμίτης σε κράμα αργλίου-μαγνησίου, φώσφορος, ζελατινοποιηθέντα υγρά καύσιμα κ.λ.π.) κατάλληλη για τη πρόκληση τεράστιων πυρκαγιών κατά την έκρηξη της επί στόχου. Fire Break [Ανασχετικό πυρκαγιάς] Αμχ. Διαχωριστικό στοιχείο που εξασφαλίζει την ανάσχεση ή την καθυστέρηση εξάπλωσης μιας πυρκαγιάς δημιουργο')ντας μια ασφαλή ζώνη για ένα χρονικό διάστημα που απαιτείται για την διαδικασία εκκένωσης. Fire Certificate [Πιστοποιητικό πυρασφάλειας] Οικοδ. Μετά την κατασκευή ενός κτιρίου και όταν είναι έτοιμο να μπει σε λειτουργία, το πιστοποιητικό που εκδίδεται από την αρμόδια πυροσβεστική υπηρεσία μετά από έλεγχο και αφού πιστοποιείται ότι στο κτίριο έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές πυρασφάλειας και είναι εξοπλισμένο με τα απαραίτητα μέσα πυρόσβεσης. Fire Clay [Πυρίμαχη άργλος] Γεωλ. Τύπος αργλου που με ειδική διαδικασία όπτησης αποκτά υψηλή πυ-

ροσκοπική αντίσταση ώστε να είναι ικανή να αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να μαλακύνεται. Χρησιμοποιείται στη κατασκευή πυρίμαχων επενδύσεων, πλίνθων, ως συνδετικό υλικό συσσωμάτωσης ορισμένων άλλων πυρίμαχων κ.λ.π. Fire Compartimentation [Διαμερισματοποίηση πυρασφάλειας] Αμχ. Ο διαχωρισμός ενός κτιρίου σε περιοχές που η κάθε μία είναι σχετικά απομονωμένη από την άλλη σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς. Ο διαχωρισμός εξασφαλίζεται με την κατασκευή χωρισμάτων με υλικά που έχουν αυξημένη αντοχή σε καύση, Fire - Control Circuit [Κύκλωμα ελέγχου πυρκαγιάς] Ηλεκτμ. Στα περισσότερα κτίρια σήμερα τοποθετείται ένα σύστημα το οποίο ελέγχει και προσδιορίζει τη θέση μιας υπό εκδήλωση πυρκαγιάς. Ένα κύκλωμα του συστήματος αυτού είναι το κύκλωμα ελέγχου πυρκαγιάς. Fire Damper [Περσίδα πυρασφάλειας] Τεχνολ. Ειδικό εξάρτημα που τοποθετείται στους αεραγωγούς ενός συστήματος κλιματισμού και που αποτελείται από φύλλα που ανοιγοκλείνουν αυτόματα. Είναι συνδεδεμένο με το σύστημα πυρασφάλειας ενός κτιρίου και στην περίπτωση πυρκαγιάς κλείνουν τα φύλλα και σταματούν την ροή του αέρα μέσα στον αεραγωγό. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η μεταφορά του καπνού από τον χώρο της φωτιάς στους υπόλοιπους χώρους του κτιρίου. Fire Detection [Πυρανίχνευση] Τεχνολ. Σε ένα κτίριο, η διαδικασία εντοπισμού εστίας πυρκαγιάς. Ο γρήγορος εντοπισμός εξασφαλίζεται από τους ειδικούς αισθητήρες θερμοκρασίας η καπνού που είναι τοποθετημένοι σε όλους τους χώρους του κτιρίου και μεταδίδουν ένα σήμα στο κέντρο ελέγχου όταν μεταβληθούν τα περιβαλλοντικά δεδομένα της ομαλ.ής κατάστασης. Fire Detection System [Σύστημα πυρανίχνευσης] Τεχνολ. Το δίκτυο που τοποθετείται σε ένα κτίριο για την έγκαιρη προειδοποίηση στην περίπτωση εκδήλωσης μιας πυρκαγιάς. Αποτελείται από καλωδιώσεις και αισθητήρες και είναι συνδεδεμένο με το κέντρο ελεγχου του κτιρίου, όπου είναι εγκατεστημένος ένας Η/Ύ που λαμβάνει και επεξεργάζεται τα σήματα, Fire Detector [Ανιχνευτής πυρός] Τεχνολ. Αισθητήρας που ενεργοποιείται όταν στο χώρο που είναι τοποθέτημένος η θερμοκρασία αυξηθεί πέρα από ένα συγκεκριμένο όριο. Οι ανιχνευτήρες αποτελούν εξαρτήματα του συστήματος πυρανίχνευσης ενός κτιρίου, Fire Door [Πυρασφολής πόρτα] Αμχ. Πόρτα ειδικών προδιαγραφών που έχει αυξημένη αντοχή σε καύση και που σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς προστατεύει ένα χώρο για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος για την εκκένωση των κατοίκων ή των εργαζομένων, Fire Escape [Εξοδος κινδύνου] Αμχ. Κλιμακοστάσιο με ειδικές προδιαγραφές που χρησιμοποιείται για την εκκένωση ενός κτιρίου σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς σε κάποιο σημείο του κτιρίου. Fire Extinguisher [Πυροσβεστήρας] Τεχνολ. Φορητή συσκευή που αποτελείται από ένα δοχείο που περιέχει ένα χημικό κατάσβεσης φωτιάς και μηχανισμό εκτόξευσης του χημικού. Fire Hose [Σωλήνα πυρόσβεσης] Τεχνολ. Εύκαμπτη σωλήνα κατασκευασμένη από υλικό που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, συνδεδεμένη στο δίκτυο πυρόσβεσης ενός κτιρίου και τυλιγμένη σε ένα κύλινδρο, Fire Hose Cabinet [Πυροσβεστική φωλιά] Τεχνολ. Ει-

- 583 δικό μεταλλικό ντουλάπι που τοποθετείται στα σημεία που καταλήγει το δίκτυο πυρόσβεσης και μέσα στο οποίο τοποθετείται η σωλήνα πυρόσβεσης. Fire Hydrant [Πυροσβεστικός κρουνός] Τεχνολ. Ειδικά εξάρτημα όπου καταλήγει το δίκτυο πυρόσβεσης μια αστικής περιοχής ή ενός δάσους ή μιας βιομηχανικής μονάδας όπου συνδέονται οι σωλήνες της πυροσβεστικής υπηρεσίας και τροφοδοτούνται με νερό αυξημένης πίεσης για την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς. Fire Line [Δίκτυο πυρόσβεσης] Τεχνολ. Σε μια αστική περιοχή ή σε ένα δάσος ή σε μια βιομηχανική μονάδα ή σε ένα κτίριο, το δίκτυο που καταλήγει στους πυροσβεστικούς κρουνούς και που τροφοδοτεί με νερό υψηλής πίεσης για τις ανάγκες των πυροσβεστών στην προσπάθεια κατάσβεσης μιας πυρκαγιάς. Fire Load [Φορτίο πυρός] Τεχνολ. Το δυναμικό πυρκαγιάς που θα δημιουργήσει το σύνολο των εύφλεκτων υλικών που είναι τοποθετημένα σε έναν ορόφου ενός κτίριο. Fire Partition [Παραπέτασμα πυρασφάλειας] Οικοδ. Διαχωριστική τοίχοι ενός κτιρίου που είναι κατασκευασμένοι από υλικά με μεγαλύτερη αντοχή στη φωτιά από τα κοινά παραπετάσματα. Χρησιμοποιούνται με σκοπό να καθυστερήσουν την γρήγορη επέκταση μιας πυρκαγιάς, ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος για την εκκένωση ενός ορόφου. Fire Plug [Πυροσβεστικός κρουνός] Τεχνολ. —> Fire Hydrant. Fire Protection [Πυροπροστασία] Πολ. Μηχ. Είναι το σύνολο των εγκαταστάσεων ενός κτιρίου που συμμετέχουν στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργείται από την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς. Fire Pump [Αντλία πυρόσβεσης] Τεχνολ. Οι αντλίες που τροφοδοτούν το δίκτυο πυρόσβεσης. Αυτού του τύπου οι αντλίες είναι συνδεδεμένες στο ανάντη με τη δεξαμενή νερού και στο κατάντη με το δίκτυο πυρόσβεσης και κρατούν το νερό μέσα στο δίκτυο σε σταθερή πίεση λειτουργίας. Fire Resistant [Πυράντεχο] Πολ. Μηχ. Δομικό στοιχείο ειδικά επεξεργασμένο για να έχει αυξημένη αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες πριν αστοχήσει. Fire Retardant [Επιβραδυντικό ανάφλεξης] Τεχνολ. Χημικό προϊόν που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη ενός εύφλεκτου προϊόντος μειώνοντας τον χρόνο ανάφλεξης του σε υψηλές θερμοκρασίες. Fire Retardant Paint [Επιβραδυντική βαφή] Τεχνολ. Ομάδα των χημικών επιβραδυντικών ανάφλεξης που εφαρμόζονται στα δομικά στοιχεία ως τελική στρο')ση και αποτελούν το τελείωμα του στοιχείου. Fire Stair [Σκάλα κινδύνου] Τεχνολ. 1. Μεταλλίκι'·) σκάλα τοποθετημένη στην εξωτερική πλευρά ενός κτιρίου στην οποία έχουν πρόσβαση οι έξοδοι κινδύνου και προορίζεται για να χρησιμεύσει για εκκένωση σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς. 2. Εσωτερική σκάλα προστατευμένη από τοιχία οπλισμένου σκυροδέματος στην οποία έχουν πρόσβαση οι έξοδοι κινδύνου των ορόφων και χρησιμεύει για την εκκένωση σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς. Fire Stand pipe [Κατακόρυφη σωλήνα] Πολ. Μηχ. Σε ένα δίκτυο πυρόσβεσης, η κατακόρυφη σωλήνα του δικτύου που συνδέει μεταξύ τους τα δίκτυα διανομής κάθε ορόφου και τα συνδέει με τις αντλίες πυρόσβεσης. Fire Testing [Δοκιμή αντοχής σε καύση] Τεχνολ. Ειδι-

First Category

κές δοκιμές που γίνονται από κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήρια για τον καθορισμό της αντοχής σε καύση υλικών και στοιχείων για τα οποία απαιτείται από τις προδιαγραφές να έχουν αυξημένη αντοχή. Στις δοκιμές καθορίζεται ο χρόνος που αντέχει ένα υλικό στη φλόγα πριν φθάσει στο σημείο ανάφλεξης καθώς και η δυνατότητα του υλικού είναι εκτεθειμένο σε φλόγα από τη μια επιφάνεια δίχως να αυξάνεται η θερμοκρασία της άλλης επιφάνειας πέρα από ένα ορισμένο όριο. Τα όρια αντοχής προδιαγράφονται από τους κανονισμούς. Fire Wall [Τοίχος πυρασφάλειας] Πολ. Μηχ. Κατακόρυφο τοιχίο του φέροντος οργανισμού ενός κτιρίου που διασχίζει όλο το ύψος του και απομονώνει μια πλευρά του κτιρίου από την άλλη για λόγους πυρασφάλειας. Fireball [Πύρινη σφαίρα] Αστρον. Κάθε μετέωρο που παρουσιάζει εξαιρετικά ισχυρή φαπεινή έκλαμψη κατά την είσοδο ενός μετεωρειδούς στη γήινη ατμόσφαιρα. Fireball 2 [Πύρινη σφαίρα] Πυρην. Φυσ. Η εκτυφλωτικής φωτεινότηταςκαι εξαιρετικά μεγάλης θερμοκρασίας ταχύτατα διαστελλόμενη σφαίρα που δημιουργείται στα πρώτα χιλιοστά του δευτερόλεπτου κατά τη φάση της έκλαμψης (διάρκειας μερικών δευτερολέπτων σε συνάρτηση και με την ισχύ της έκρηξης) από την έκλυση τεράστιας ενέργειας στο επίκεντρο μιας πυρηνικής έκρηξης. Firebrick [Πυρότουβλο] Τεχνολ. Τούβλα κατασκευασμένα με ειδικό τρόπο και κατάλληλες πρώτες ύλες για να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να αστοχήσουν. Χρησιμοποιούνται ως επένδυση σε φούρνους, τζάκια, καμινάδες και άλλες παρόμοιες κατασκευές όπου αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες. Firedamp Reforming Process [Διεργασία Αναμόρφωσης Φυσικού Αερίου] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία κατά την οποία παράγεται αέριο σύνθεσης, από ανάμιξη μεθανίου με ατμό, παρουσία καταλύτη. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη το φυσικό αέριο. Fireproof [Ακαυστο] Τεχνολ. 1. Υλικά με ειδική επεξεργασία ώστε να μην αναφλέγονται εύκολα όταν εκτεθούν σε υψηλές θερμοκρασίες. 2. Κτίριο που στην κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν άκαυστα υλικά και ως σύνολο έχει υψηλή αντοχή σε πυρκαγιά. Fireproofing Compound [Επιβραδυντικά ανάφλεξης] Τεχνολ. —» Fire Retardant. Fireroom [Μηχανοστάσιο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος ενός κτιρίου, πλοίου, εργοστασίου ή γενικότερα βιομηχανικής μονάδας όπου είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν ορισμένες μηχανές τους. Firestone [Πυρόλιθος] -4 Flint Firewall Protection System [Σύστημα προστασίας τοίχου φωτιάς] Επικοιν. Ενδεικτικός τίτλος για μια ομάδα λογισμικών προγραμμάτων που παρακολουθεί τις εισόδους και εξόδους ενός Η/Υ ή ενός δικτύου για προστασία από ανεπιθύμητες ενέργειες. Firmware [Τυποποιημένα προγράμματα] Υπολ. Ένα πρόγραμμα καταχωρημένο στη μνήμη ανάγνωσης μέσω του οποίου γίνεται έλεγχος της λειτουργίας ενός υπολογιστή. Τα τυποποιημένα προγράμματα αφορούν αποκλειστικά και μόνο το κύκλωμα της μνήμης ανάγνωσης. First Arrival [Πρώτη άφιξη] Γεωφυσ. Η πρώτη αναγραφή σεισμικού κύματος στο σεισμογράφο σεισμολογικού οργάνου. First Category [Πρώτη κατηγορία] Μαθημ. Έστω ένας

First Countable Topological Space

-584-

χώρος Χ στον οποίο έχει οριστεί μια μετρική ρ και μια ακολουθία πουθενά πυκνών υποσυνόλων του. Ο Χ είναι πρώτης κατηγορίας αν είναι ίσος με την ένωση αυτής της ακολουθίας υποσυνόλων. First Countable Topological Space [Πρώτος μετρήσιμος τοπολογικός χώρος] Μαθημ. Ένας τοπολογικός χώρος Χ ικανοποιεί το πρώτο αξίωμα της αριθμησιμότητας αν κάθε σημείο του έχει μια αριθμήσιμη βάση περιοχών. First Generation [Πρώτης γενεάς] Υπολ. Ο όρος αφορά τα χαρακτηριστικά των ηλεκτρονικών υπολογιστικών συστημάτων στο πρώτο ιστορικό στάδιο ανάπτυξης τους. First Generation Computer [Υπολογιστής πρώτης γενεάς] Υπολ. Υπολογιστής της πρώτης ιστορικά γενεάς των υπολογιστών που άρχισε να κατασκευάζεται στις αρχές της δεκαετίας του '50. Οι υπολογιστές αυτοί χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερα ογκώδεις συσκευές που λειτουργούσαν με καθοδικές λυχνίες, είχαν στοιχειώδες λογισμικό, αποθηκευμένα προγράμματα και χρησιμοποιούσαν μαγνητικές ταινίες για βοηθητική αποθήκευση. First Harmonic [Πρώτη αρμονική] Φνσ. Πιο συνήθη ο όρος Fundamental First In / First Out [To πρώτο (στοιχείο) που εισέρχεται εξέρχεται πρώτο] Υπολ. Είναι τεχνική αναμονής κατά την οποία το επόμενο στοιχείο που θα προσέλθει για επεξεργασία και στη συνέχεια θα εξέλθει από τον υπολογιστή είναι εκείνο που έχει παραμείνει στη γραμμή αναμονής επί περισσότερο χρόνο. First Isomorphism Theorem [Πρώτο θεώρημα ισομορφισμού] Μαθημ. Θεωρούμε φ: G—>G' έναν ομομορφισμό με πυρήνα Κ και ο κανονικός ομομορφισμός yK'.G—>G/K. Ορίζεται μοναδικά ισομορφισμός ψ από το G/K στο cp(G) έτσι ώστε φ(χ)=ψ(γκΜ) γιο κάθε χ που ανήκει στο σύνολο G. First Law Of Motion [Πρώτος νόμος της κίνησης] Φυσ. Εναλλακτική ονομασία για το νόμο της αδράνειας, δηλαδή τον πρώτο νόμο (κίνησης) του Νεύτωνα. Ονομάζεται και Newton's first law. First Law Of The Mean [Πρώτος νόμος του μέσου / της μέσης τιμής] Μαθημ. Διαφορετική ονομασία του θεωρήματος της μέσης τιμής. Βλέπε Mean Value Theorem Of Differential Calculus. First Law Of The Mean For Integrals [Πρώτος νόμος του μέσου για ολοκληρώματα] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη στο διάστημα [α,β] και για κάθε χ του πεδίου ορισμού ισχύει m
πει τη γη. First Motion [Πρώτη κίνηση] Γεωλ. Καλείται η κατεύθυνση της κίνησης του εδάφους στην αρχή της αφίξεως των πρώτων σεισμικών κυμάτων σε ένα σεισμόγραμμα. Κατά σύμβαση η προς τα άνω κίνηση σημαίνει θλίψη και η προς τα κάτω δηλώνει εφελκυσμό του εδάφους κατά την κατακόρυφη διεύθυνση. First Order Leveling [Χωροσταθμικό δίκτυο πρώτου βαθμού] Γεν. Χωροστάθμηση υψηλής ακρίβειας που εκτελείται με δύο διαδρομές από την αφετηρία έως το τέλος και με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Εκτελείται για τον ακριβή προσδιορισμό του υψομέτρου ενός σημείου και έχει ακρίβεια λίγων χλιοστών. First Order Reaction [Αντίδραση Πρώτης Τάξης] Χημ. Χημική αντίδραση, της οποίας η ταχύτητα δίνεται από εξίσωση της μορφής: dCA/dl = -k*C A , όπου C A είναι η συγκέντρωση ενός αντιδρώντος και k η σταθερά ταχύτητας. First Order Subroutine [Υπορουτίνα πρώτου βαθμού] Πλημ. Είναι ένα τμήμα του συνολικού κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο καλείται να εκτελέσει συγκεκριμένες διαδικασίες, πράξεις ή γενικότερα λειτουργίες απ' ευθείας από το κύριο μέρος του κώδικα. Δηλαδή η υπορουτίνα πρώτου βαθμού επικοινωνεί και ανταλλάσσει πληροφορίες με το κύριο μέρος του προγράμματος χωρίς παρεμβολή άλλης υπορουτίνας. First Order Transition [Μετάπτωση Πρώτης Τάξης] Φυσ. Χημ. Είναι μια θερμοδυναμική μετάπτωση που ορίζεται από την απότομη μεταβολή της πρώτης παραγώγου της ενέργειας Gibbs ως προς τη θερμοκρασία. Παράδειγμα τέτοιας μετάπτωσης είναι η θερμοκρασία τήξεως. First Point Cancer [Πρώτο σημείο / πρώτη θέση του Καρκίνου] Αστμον. Δευτερεύουσα ονομασία του όρου summer solstice (θερινό ηλιοστάσιο). First Point Of Aries [Πρώτο σημείο / πρώτη θέση του Κριού] Αστμον. Δευτερεύουσα ονομασία του όρου vernal equinox (εαρινή ισημερία). First Point Of Capricorn [Πρώτο σημείο / πρώτη θέση του Αιγόκερω] Αστμον. Δευτερεύουσα ονομασία του όρου winter solstice (χειμερινό ηλιοστάσιο). First Point Of Libra [Πρώτο σημείο / πρώτη θέση του Ζυγού] Αστμον. Δευτερεύουσα ονομασία του όρου automnal equinox (φθινοπωρινή ισημερία). First Quadrant [ΓΙρώτο τεταρτημόριο] Μαθημ. Το σύνολο των σημείων M(x,y), όπου χ>0 και y>0, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με το καρτεσιανό σύστημα αξόνων. Κάθε ευθύγραμμο τμήμα ΟΜ, που ορίζεται από κάθε τέτοιο σημείο Μ, σχηματίζει με τον άξονα xx' γωνία ω τέτοια ώστε 0°<ω<90β. First Quarter [Πρώτο τέταρτο) Αστμον. Μία από τις τέσσερις φάσεις της Σελήνης κατά την οποία το φωτεινό κομμάτι της ορατής επιφάνειάς της βαίνει αυξανόμενο ώσπου να γίνει ίσο με το μισό της. First Remove Subroutine [Υπορουτίνα πρώτου βαθμού] First Order Subroutine Fischer Ellipsoid Of 1960 [Ελλειψοειδές του Φίσερ του 1960] Γεωδ. Τα στοιχεία του ελλειψοειδούς που καθορίζουν το σχήμα του γήινου πλανήτη. Είναι η πολική ακτίνα ίση με 6.356.784,298 μέτρα, η Ισημερινή ακτίνα ίση με 6.378.166 μέτρα και η προκύπτουσα πλάτυνση (η μεταξύ τους διαφορά) ίση με το 1/298,5 της Ισημερινής ακτίνας. Fischer - Ilepp Rearrangement [Μετάθεση Fischer-

- 585 -

Hepp] Opy. Χημ. Χημική αντίδραση, κατά την οποία Ν-νιτρωζο-δευτεροταγής αρωματική αμίνη παρουσία υδροχλωρικού οξέος, σχηματίζει το παρα- ισομερές. Fischer - Tropsch Process [Διεργασία FischerTropsch] Χημ. Μηχ. Είναι η διεργασία παραγωγής ολεφινικών και παραφινικών υδρογονανθράκων, με καταλυτική αντίδραση του αερίου σύνθεσης με οξυγόνο. Fischesserite [Φισεσσερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από σεληνιούχο άργυρο και χρυσό. Σχηματίζει ασημόλευκους, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,2. Fish Glue [Ιχθυόκολλα] Υλικ. Είδος ζωικής κόλλας, συνήθως υπό υγρή μορφή, που παρασκευάζεται από τα παραπροϊόντα (κεφάλια, πτερύγια κ.λ.π.) ιχθύων δια παρατεταμένου βρασμού και χρησιμοποιείται ως συγκολλητική ύλη. Fish Stakes [Σημαδούρες αλιευτικής περιοχής] Ναυπ. Είναι διάφορα επιπλέοντα σημάδια που τοποθετούνται στη θάλασσα για να προσδιορίσουν μια αλιευτική περιοχή, ώστε να αποφεύγεται η διέλευση από αυτή μεγαλύτερων πλοίων. Fished Joint [Κόμβος με ελάσματα] Πολ.Μηχ. Ονομάζεται η ένωση δύο μεταλλικών δοκών που γίνεται με την βοήθεια μεταλλικών πλακών οι οποίες κοχλιώνονται ή σνγκολλώνται και στις δύο δοκούς. Fishery [Περιοχή πλούσια σε ψάρια] Οικολ. Είναι οποιαδήποτε περιοχή συνήθως μέσα στη θάλασσα στην οποία είναι αποδοτικό το ψάρεμα λόγω του αυξημένου πληθυσμού ψαριών και άλλων θαλάσσιων ειδών. Fishes [Ιχθείς, ψάρια] Αστρον. Λιγότερο τυπική ονομασία για τον αστερισμό Pisces (Ιχθείς). Fishing Boat [Ψαρόβαρκα] Ναυπ. Είναι ένα μικρό πλοιάριο το οποίο έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την αλίευση ψαριών και χρησιμεύει για το σκοπό αυτό. Fishing Grounds [Αλιευτική περιοχή] Ναυπ. Είναι μια θαλάσσια περιοχή στην οποία είναι γνωστό στα μεγαλύτερα πλοία ότι υπάρχουν πολλές ψαρόβαρκες γιατί είναι ένας συνηθισμένος τόπος ψαρέματος για τους κατοίκους των γύρω περιοχών, και συνήθως αποφεύγεται η διέλευση απ' αυτήν. Fissile [Σχιστός] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται πέτρωμα ή ορυκτό, κυρίως ιζηματογενές ή κρυσταλλοσχιστώδες (π.χ. σχιστή άργιλος, φυλλίτης, γνεύσιος) που εμφανίζει την ιδιότητα να σχίζεται σχετικά ευχερώς παράλληλα προς το επίπεδο στρώσης του. Fission Product Poisoning [Δηλητηρίαση προϊόντων σχάσης] Πυρην Φυσ. Τα φαινόμενο της σύλληψης νετρονίων από πυρήνες στοιχείων που σχηματίζονται ως προϊόντα σχάσης με συνέπεια τη μη δυνατότητα πρόκλησης απ' αυτά περαιτέρω συμβάντων σχάσης και την επιβράδυνση της αντίδρασης. Fission [Διάσπαση ατόμου] Πυρην.Φυσ. Πρόκειται για τον διαχωρισμό του πυρήνα του ατόμου ενός στοιχείου, με συνέπεια την απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας και ακτινοβολίας και τον σχηματισμό πυρήνων άλλων στοιχείων. Fission Bomb [Βόμβα σχάσης] Γεν. Όχι συνήθης ορολογία της διεθνής καθιερωμένης Atomic Bomb (βλέπε λήμμα). Fission Cross Section [Ενεργός διατομή σχάσης] Πυρην. Φυσ. Η ενεργός επιφάνεια των πυρήνων στόχων που σχετίζεται με κάποιο φαινόμενο σχάσης. Fission Detector [Ανιχνευτής σχάσης] Πυρην. Φυσ. Κάθε διάταξη (π.χ. με έναν ή περισσότερους θαλάμους

Fissure

ιονισμού) για την εκτίμηση του αριθμού των συμβάντων σχάσεως μέσω της ανίχνευσης και καταγραφής των παραγόμενων νετρονίων. Fission Fraction [Κλάσμα σχάσης] Πυρην. Φυσ. Κατά την έκρηξη μιας θερμοπυρηνικής βόμβας σχάσηςσύντηξης, το ποσοστό της ολικής εκλυόμενης ενέργειας που προέρχεται από τις αντιδράσεις της σχάσης. Fission Fragment [Θραύσμα σχάσης] Πυρην. Φυσ. Ο κάθε ένας εκ των δύο (από ένα σύνολο πολλαπλών δυνατών συνδυασμών) στοιχείων που προκύπτουν από τη διάσπαση του ραδιενεργού πυρήνα σε δύο τμήματα κατά τη διεργασία της πυρηνικής σχάσης. Fission Fuel [Καύσιμο σχάσης] Πυρην. Φυσ. Διαφορετική ονομασία για το nuclear fuel (πυρηνικό καύσιμο) στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ή στις (ατομικές) βόμβες σχάσης. Fission Fusion Bomb [Βόμβα σχάσης- σύντηξης] Πυρην. Φυα. Τύπος πυρηνικού όπλου εξαιρετικής ισχύος, όπως η υδρογονική βόμβα, στο οποίο η εκλυόμενη ενέργεια οφείλεται εν μέρει σε σχάση του ουρανίου-235 ή του πλουτωνίου-239 από την έκρηξη μιας μικρής ατομικής βόμβας στο εσωτερικό της και εν μέρει στη προκαλούμενη στη συνέχεια θερμοπυρηνική αντίδραση σύντηξης ελαφρών πυρήνων (των υδρογονικών ισοτόπων δευτέριου και τρίτιου) μέσω αυτοτροφοδοτούμενων κύκλων έκλυσης πυρηνικής ακτινοβολίας. Fission Neutron [Νετρόνιο σχάσης] Πυρην. Φυσ. Κάθε νετρόνιο που παράγεται κατά τη διεργασία της πυρηνικής σχάσης π.χ. για το ουράνιο-235 κατά κανόνα δύο έως τρία νετρόνια ανά συμβάν σχάσης. Fission Product [Προϊόν σχάσης] Πυρην Φυσ. Κάθε θυγατρικός πυρήνας της διεργασίας της πυρηνικής σχάσης είτε ως προκύπτον ασταθής ή σταθερός πυρήνας κατά τις διαδοχικές διασπάσεις, Fission Reactor [Αντιδραστήρας σχάσης] Πυρην. Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας που στηρίζει τη λειτουργία του στη διατήρηση μιας αυτοσυντηρούμενης αλυσιδωτης αντίδρασης σχάσης για τη παραγωγή ενέργειας, Fission Threshold [Κατώφλι σχάσης] Πυρην. Φυσ. Το κατώτερο όριο των τιμών της κινητικής ενέργειας ενός νετρονίου που απαιτείται για να προκληθεί πυρηνική σχάση, Fission Track Dating [Χρονολόγηση με ίχνη σχάσης] Πυρην. Φυσ. Ραδιομετρική μέθοδος χρονολόγησης για το προσδιορισμό της ηλικίας, από το τελευταίο στάδιο της μεταμόρφωσης του, ενός υλικού δείγματος περιέχοντος ουράνιο-238 με βάση τον αριθμό ανά μονάδα επιφάνειας (τη πυκνότητα) των παρατηρούμενων ιχνών των φορτισμένων σωματιδίων των παραγόμενων από τις αυθόρμητες σχάσεις των ραδιενεργών ισοτόπων στη μάζα του και την ανάλογη πυκνότητα για τεχνητά προκαλούμενα σε αυτό συμβάντα σχάσης με ακτινοβόληση του με θερμικά νετρόνια.. Τα ίχνη των αυθόρμητων σχάσεων καθίστανται μικροσκοπικά ορατά μέσω ειδικής διεργασίας με επίδραση κατάλληλου διαλυτικού (π.χ. υδροφθορικού οξέος) επί της επιφάνειας του δείγματος και στη συνέχεια καταγράφονται επί λεπτής μεμβράνης, Fissionable [Σχάσιμο] Πυρην. Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε υλικό που μπορεί να υποστεί πυρηνική σχάση προκαλούμενη από τη σύγκρουση του με κάποιο προσπίπτον σωματίδιο π.χ. νετρόνιο χαμηλής ενέργειας. Fissure [Σχισμή] Γεωλ. Ανοιγμα, μικρού εύρους και μεγάλου μήκους, στην επιφάνεια πετρώματος λόγω

Fitment

-586-

διάβρωσης. Fitment [Διακοσμητικό αντικείμενο] Οικοδ. Διακοσμητικό αντικείμενο αναρτημένο η τοποθετημένο σε ένα σημείο ενός χώρου σταθερά το οποίο αποτελεί στοιχείο της εσωτερικής διακόσμησης του χώρου αλλά δεν είναι δυνατόν να μετακινηθεί. Fittig's Synthesis [Σύνθεση Fittig] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση σχηματισμού αρωματικών ενώσεων, με επίδράση μεταλλικού νατρίου σε μίγμα βρωμοβενζολικού παραγώγου και βρωμο- ή ιωδο-αλκανίου, σε διάλυμα ξηρού αιθέρα. Fitting [Ειδικό τεμάχιο] Τεχνολ. Εξαρτήματα που χρησιμεύουν στη συναρμολόγηση των διαφόρων τεμαχίων ενός συνόλου ώστε να κατασκευαστεί το τελικό προϊόν. Fitting Out [Ετοιμασία απόπλου] Ναυπ. Είναι ο τελικός εφοδιασμός ενός πλοίου με τον απαραίτητο εξοπλισμό και τα απαραίτητα τρόφιμα και άλλα καταναλωτικά αγαθά, ώστε να είναι έτοιμο να αποπλεύσει. Five Dimensional Space [Χώρος πέντε διαστάσεων] Μαθημ. Διανυσματικός χώρος κάθε στοιχείο του οποίου γράφεται σαν γραμμικός συνδυασμός πέντε γραμμικά ανεξάρτητων μεταξύ τους διανυσμάτων, τα οποία αποτελούν τη βάση του χώρου. Fixative [Σταθεροποιητικό] Τεχνολ. Χημικό που επιστρώνεται σε επιφάνειες με σκοπό να εξασφαλιστεί η σταθεροποίηση της προηγούμενης επίστρωσης. Fixed And Flashing Light [Φανάρι με εντονότερες λάμψεις] Ναυπ. Είναι ένα φανάρι του οποίου το φως είναι σταθερής εντάσεως και μόνιμα αναμμένο αλλά παρουσιάζει περιοδικές εντονότερες εκλάμψεις. Fixed And Group Flashing Light [Σταθερό φανάρι με ζεύγη εκλάμψεων] Ναυπ. Είναι ένα φανάρι που ενώ παραμένει συνέχεια φωτεινό, κατά διαστήματα παρουσιάζει ζεύγη εντονότερων εκλάμψεων. Fixed Arch [Πακτωμένο τόξο] Πολ. μηχ. Τοξωτός φορέας ο οποίος είναι πακτωμένος στις δύο στηρίξεις του. Fixed Bed Hydroforming [Διεργασία Αναμόρφωσης Σταθερής Κλίνης] Χημ. Μηχ. Διεργασία καταλυτικής αναμόρφωσης κλασμάτων πετρελαίου, η οποία διεξάγεται σε μια σειρά αντιδραστήρων σταθερής κλίνης, όπου ο καταλύτης αποτελείται από μίγμα οξειδίων μολυβδαινίου και αργιλίου. Επιτυγχάνεται υψηλή απόδοση αποθείωσης και μετατροπής σε αρωματικές ενώσεις. Fixed Bed Operation [Διεργασία Σταθερής Κλίνης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε διεργασία περιλαμβάνει στάσιμη κλίνη στερεών σωματιδίων, μέσα σε αντιδραστήρα ή στήλη. Fixed Bridge [Σταθερή γέφυρα] Πολ. μηχ. Γέφυρα που έχει σταθερά την ίδια μορφή με την οποία κατασκευάστηκε. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την κινητή γέφυρα που έχει κινητό κατάστρωμα. Fixed Capacitor ΙΣταθερός πυκνωτής] Ηλεκ. Ο όρος αυτός υποδηλώνει τη διαφορά ενός πυκνωτή σταθερής χωρητικότητας, σε αντίθεση με έναν πυκνωτή μεταβλητής χωρητικότητας. Fixed Cost [Πάγια έξοδα] Εμγ. Οι δαπάνες μιας επιχείρησης που δεν είναι ελαστικές και ανεξάρτητα από με τό ρυθμό παραγωγής επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό κάθε μήνα. Ονομάζονται και ανελαστικές δαπάνες. Fixed End [Πάκτωση] Πολ. μηχ. Ο τρόπος σύνδεσης ενός δομικού στοιχείου (δοκός ή υποστύλωμα) σε στήριξη που δεν επιτρέπει στο άκρο του στοιχείου καμία

μετακίνηση ή στροφή. Fixed End Beam [Πακτωμένη δοκός] Πολ. μηχ. Δοκός που και τα δύο σημεία στήριξης της είναι πακτωμένα, Fixed End Column [Πακτωμένο υποστύλωμα] Πολ. μηχ. Υποστύλωμα που είναι πακτωμένο στη στήριξη του. Fixed Field [Σταθερή ομάδα χαρακτήρων] Υπολ. Η ομάδα χαρακτήρων που περιέχει κάποιου τύπου πληροφορίες όταν βρίσκεται στην ίδια πάντα θέση των επιμέρους αρχείων και έχει το ίδιο μήκος, Fixed Field Method [Μέθοδος σταθερής ομάδας χαρακτήρων] Υπολ. Η ορολογία αυτή χρησιμοποιείται όταν η τεχνική της οργάνωσης των ομάδων χαρακτήρων γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι ομάδες οι οποίες περιέχουν όμοιες πληροφορίες να είναι καταγραμμένες στην ίδια θέση των επί μέρους αρχείων και να έχουν το ίδιο μήκος. Fixed Length Record [Κείμενο σταθερού μήκους] Υπολ. Καθιερωμένη ορολογία της πληροφορικής που χρησιμοποιείται όταν το καθένα από τα κείμενα ενός αρχείου έχει τον ίδιο αριθμό χαρακτήρων, συμβόλο)ν, ψηφίων, μπλοκ, κτλ. Fixed Light [Σταθερός προβολέας] Ναυπ. Είναι ένα φως το οποίο τοποθετείται σε κάποιο μέρος του πλοίου, συνήθως στο κατάστρωμα ή στο πλάι του πλοίου, με σκοπό την αύξηση της ορατότητας στο σημείο όπου τοποθετείται. Χρησιμοποιείται επίσης στην πλοήγηση των πλοίων και έχει συγκεκριμένη και συνεχή ένταση φωτός. Fixed Point [Σταθερό σημείο] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, με πεδίο ορισμού το σύνολο D και πεδίο τιμών το σύνολο f(D)=D, η οποία είναι συνεχής σε ολόκληρο το πεδίο ορισμού της. Κάθε σημείο x του D για το οποίο ισχύει f(x)=x θα καλείται σταθερό σημείο της συνάρτησης. Fixed Point Arithmetic [Σταθερό αριθμητικό σημείο] Υπολ. 1. Είδος αριθμητικής στον υπολογιστή στην οποία αγνοείται η θέση της υποδιαστολής και όλοι οι αριθμοί θεωρούνται από τον υπολογιστή ως ακέραιοι. Η σχετική θέση της υποδιαστολής εκτιμάται χωριστά και τοποθετείται εκ των υστέρων στην κανονική της θέση, σε μερικούς μάλιστα αυτόματους υπολογιστές με ευθύνη του προγραμματιστή. 2. Τρόπος αριθμητικών υπολογισμών όπου όλοι οι αριθμοί που ενέχονται σε κάθε στάδιο της υπολογιστικής διαδικασίας πρέπει να βρίσκονται σε ένα προκαθορισμένο αριθμητικό διάστημα. Fixed Point Representation [Παράσταση σταθερού σημείου ή σταθερής υποδιαστολής] Υπολ. Η παράσταση ενός αριθμού με σταθερή θέση υποδιαστολής υπό μορφή μιας πλήρους λέξης καταχώρισης στην οποία το δυαδικό ψηφίο στο αριστερό άκρο (0 για θετικό και 1 για αρνητικό) δίνει το σημείο του αριθμού και τα υπολοιπά ψηφία αναπαριστούν την τιμή του αριθμού. Fixed Point System [Αριθμητικό σύστημα σταθερού σημείου] Υπολ. Κατά την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα η παράσταση ενός αριθμού όπου η υποδιαστολή θεωρείται ότι βρίσκεται σε μια σταθερή θέση, π.χ στο άκρο αριστερά (έτσι ώστε όλοι οι αριθμοί να θεωρούνται ότι είναι δεκαδικοί), ονομάζεται αριθμητικό σύστημα σταθερού αριθμού. Fixed Point Theorem [Θεώρημα σταθερού σημείου] Μαθημ. Κατηγορία θεωρημάτων που συναντώνται σε όλους τους κλάδους των μαθηματικών και αποδεικνύ-

- 587 ουν την ύπαρξη ενός σταθερού σημείου αρκεί να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του θεωρήματος. Fixed Price Contract [Κατ'αποκοπή συμβόλαιο] Πολ. Μηχ. Εργολαβικό συμβόλαιο σύμφωνα με τους όρους του οποίου ο ανάδοχος υποχρεούται να εκτελέσει το έργο με την σταθερή αμοιβή που αναφέρεται στους συμβατικούς όρους. Fixed Program Computer [Ηλεκτρονικός υπολογιστής σταθερού προγράμματος] Υπολ. Ένας υπολογιστής στον οποίο οι εντολές είναι μόνιμα καταχωρημένες ή επεξεργασμένες. Αυτές εκτελούνται αυτόματα χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να γίνουν τροποποιήσεις, είτε από τον υπολογιστή είτε από τον προγραμματιστή, παρά μόνο με επαναπρογραμματισμό ή αλλαγή της μονάδας στην οποία έχουν καταχωρηθεί οι εντολές. Fixed Service [Σταθερή υπηρεσία] Επικοιν. Κάθε υπηρεσία που παρέχεται από σταθερές τηλεπικοινωνιακές βάσεις (πχ όχι δορυφορικές). Fixed Star [Απλανής αστέρας] Αστρον. Όρος αναφερόμενος σε κάθε αστέρα, σε αντιδιαστολή με τους πλανήτες και τη σελήνη, που προέρχεται από την εσφαλμένη αντίληψη των αρχαίων ότι δεν μεταβάλλουν τη θέση τους στον ουράνιο θόλο καθώς η κίνηση τους δεν είναι άμεσα, με γυμνό οφθαλμό και σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, αντιληπτή. Fixed Storage [Σταθερή αποθήκευση] Υπολ. Συνήθης χρήση του όρου αυτού για μία καταχώριση σε ένα εξωτερικό μέσο αποθήκευσης, το οποίο παρέχει μόνο δυνατότητα ανάγνωσης των δεδομένων που έχουν εγγραφεί σε αυτό από τον κατασκευαστή. Fixed Word Length [Σταθερό μήκος λέξης] Υπολ. Το καθορισμένο μήκος λέξης στους υπολογιστές με λέξεις σταθερού μήκους. Σε αυτούς κάθε λέξη θα πρέπει πάντοτε να έχει τον ίδιο αριθμό δυαδικών ψηφίων, δηλ. σταθερό μήκος. Στους υπολογιστές με λέξεις σταθερού μήκους οι καταχωρητές και οι θέσεις στις αποθηκευτικές μονάδες είναι σχεδιασμένα ώστε να ανταποκρίνονται στο σταθερό αυτό μήκος λέξης. Fixer Network [Δίκτυο θέσης] Ναυπ. Είναι ένα σύστημα που χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη και έχει τη δυνατότητα να προσδιορίζει τη θέση τους σε σχέση με το έδαφος όταν το αεροσκάφος βρίσκεται εν πτήση. Fixing Moment [Ροπή πάκτωσης] Πολ. Μηχ. Η ροπή που αναπτύσσεται στο σημείο πάκτωσης ενός δομικού στοιχείο από τα φορτία που φέρει το στοιχείο και μεταβιβάζονται στη στήριξη. Fixture [Σώμα] Οικοδ. Γενικός όρος που συμπεριλαμβάνει όλα τα εμφανή λειτουργικά εξαρτήματα των διαφόρων δικτύων ενός κτιρίου. Ο όρος καλύπτει για παράδειγμα τα φωτιστικά σώματα, τα κλιματιστικά σώματα, τα είδη υγιεινής. Fizeau Effect [Φαινόμενο Φιζώ] Οπτικ. Το φαινόμενο Doppler των ηχητικών κυμάτων όπως επεκτάθηκε από το Φιζώ για τις φωτεινές κυμάνσεις, σύμφωνα με το οποίο όταν φωτεινή πηγή κινείται σε σχέση με το παρατηρητή υπάρχει μετατόπιση στη παρατηρούμενη συχνότητα του κύματος σε σχέση με τη πραγματική. Fizeau Fringes [Κροσσοί Φιζώ] Οπτικ. Ο τύπος των κροσσών ίσου πάχους που αποτελούνται από φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες ίσου πάχους και δημιουργούνται από τη συμβολή ακτίνων μονοχρωματικού φωτός κατά τη πρόσπτωση τους επί ανισοπαχών στρωμάτων όπως επί σφηνοειδούς πλακιδίου, στο συμβολόμετρο Φιζώ κ.λ.π.

Flame Ionization Detector

Fizeau Interferometer [Συμβολόμετρο Φιζώ] Οπτικ. Τύπος συμβολόμέτρου για τον έλεγχο επίπεδων επιφανειών στο οποίο δέσμη από πηγή μονοχρωματικού φωτός, εισερχόμενη δια μέσου μικρότατης οπής κείμενης στο εστιακό επίπεδο φακού, κατευθύνεται διαχωριζόμενη προς αυτόν και στη συνέχεια, εξερχόμενη παράλληλα, προσπίπτει σε οπτικώς επίπεδη πλάκα στο επίπεδο αναφοράς και στο υπό έρευνα αντικείμενο. Fizeau Toothed Wheel [Οδοντωτός τροχός του Φιζώ] Οπτικ. Οδοντωτός τροχός αποτελούμενος από 720 οδόντες με συχνότητα περιστροφής 12,6 Hz που χρησιμοποιήθηκε από το Φιζώ το 1849, σε συνδυασμό με γυάλινη πλάκα και κάτοπτρο, σε απόσταση 8,663 χλμ. για την επίγεια έμμεση μέτρηση της ταχύτητας του φωτός (στο αρχικό πείραμα ίση με 314.363 Km/sec) με βάση το χρόνο μετάβασης και επιστροφής της φωτεινής ακτίνας. Fizelyite [Φιζελυίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αντιμόνιο, μόλυβδο και άργυρο. Σχηματίζει φαιόχρωμους, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5. Flag [Σημαία, δείκτης] Υπολ. Ένδειξη που χρησιμοποιείται σε ένα πρόγραμμα για να διαμηνυθεί αν συμβαίνει ή όχι μία ορισμένη κατάσταση, ή αν ισχύει ή όχι μία ειδική συνθήκη. Flag Bridge [Γέφυρα σημαίας] Ναυπ. Είναι το μέρος εκείνο του πλοίου στο οποίο διαμένει και εκτελεί τα καθήκοντά του ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματικός του πλοίου, πάνω από τον πλοίαρχο. Βρίσκεται ψηλότερα από τη γέφυρα του πλοίου, και διαθέτει όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό επικοινωνίας και ελέγχου που χρειάζεται ο αξιωματικός. Flagman [Στοχοφόρος] Γεν. Σε ένα τοπογραφικό συνεργείο το μέλος του συνεργείου που κρατά τη σταδία. Flagpole [Ιστός σημαίας] Οικοδ. Μεταλλικό στοιχείο μεγάλου μήκους εγκατεστημένο κατακόρυφα σε μια βάση που προορίζεται για την ανύψωση μιας σημαίας που θα κυματίζει στην κορυφή του. Flagstaff [Κοντάρι] Μηχ. Έτσι ονομάζεται κάθε στύλος ή ράβδος που χρησιμοποιείται για την ανάρτηση μίας σημαίας ή άλλου προειδοποιητικού συμβόλου σε κτίρια, οχήματα ή και σε δρόμους όπου για παράδειγμα γίνονται τεχνικά έργα. Flame [Φλόγα] Χημ. Περιοχή στην οποία λαμβάνει χώρα χημική αλληλεπίδραση μεταξύ αερίων, με αποτέλεσμα την έκλυση θερμότητας και φωτός. Flame Annealing [Ανόπτηση φλόγας] Μεταλλ.. Θερμική μεταλλοτεχνική κατεργασία που διενεργείται σε ειδικές φλογοβόλες καμίνους, όπου τα προϊόντα της καύσης είναι, μέσω ειδικού ανοίγματος (φλογογέφυρας), σε επαφή με το κατεργαζόμενο μέταλλο και συνίσταται στην ύψωση της θερμοκρασίας του μετάλλου υπεράνω κάποιου κρίσιμου σημείου και στη βραδεία ψύξη αυτού ώστε να συντελεσθεί, κατά την επαναδιέλευση του από το σημείο αυτό, η επιθυμητή μεταμόρφωση.. Flame Cutting [Διάτμηση φλόγας] Μεταλλ.. Μεταλλοτεχνκή κατεργασία διαμόρφωσης που συνιστάται στη κοπή του μετάλλου με χρήση οξυακετυλινικής, οξυϋδρικής κ.λ.π. φλόγας με αυξημένη παροχή οξυγόνου για την ύψωση της θερμοκρασίας του μέχρι του σημείου τήξης στη γραμμή διάτμησης και τη πρόκληση οξείδωσης για τη καταστροφή της συνοχής του. Flame Ionization Detector [Ανιχνευτής Ιονισμού

Flame Photometer

-588 -

Φλόγας] Αναλ Χημ. Είδος ανιχνευτή που χρησιμοποιείται στην αέρια χρωματογραφία. Το αέριο αναμιγνύεται με υδρογόνο και καίγεται σε αέρα, σε περιοχή όπου εφαρμόζεται τάση, οπότε παρατηρείται αύξηση της έντασης του ρεύματος όταν περιέχονται οργανικές ενώσεις. Η λειτουργία του βασίζεται στο ότι, η ηλεκτρική αγωγιμότητα λόγω ιονισμού ενός αερίου είναι ανάλογη της συγκέντρωσης των φορτισμένων σωματιδίων σε αυτό. Flame Photometer [Φλογοφωτόμετρο] Α να/.. Χημ. Όργανο που χρησιμοποιείται στη φλογοφωτομετρία. Αποτελείται από εκνεφωτή, όπου αναρροφείται το δείγμα υπό μορφή διαλύματος, καυστήρα, όπου το δείγμα διαβιβάζεται μαζί με το καύσιμο και το οξειδωτικό αέριο, μονοχρωμάτορα και ανιχνευτή, όπου προσπίπτει η εκπεμπόμενη ακτινοβολία, και ποτενσιομετρικό καταγραφέα για την καταγραφή του σήματος. Flame Photometry [Φλογοφωτομετρία] Ανα/.. Χημ. Μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης, που βασίζεται στο ότι, ενώσεις ορισμένων στοιχείων εκνεφούμενες εντός φλόγας, εκπέμπουν ακτινοβολία ορισμένου μήκους κύματος για κάθε στοιχείο, με ισχύ ανάλογη του αριθμού των διεγειρόμενων ατόμων. Flame Propagation [Διάδοση Φλόγας] Χημ. Αναφέρεται στην εξάπλωση της φλόγας σε ένα υλικό, μετά την ανάφλεξή του σε ορισμένο σημείο. Flame Retardant [Αναστολέας Φλόγας] Χημ. Χαρακτηρίζεται μια χημική ουσία, που προστίθεται στη μάζα ενός πολυμερούς υλικού, με σκοπό να μην επιτρέπει ή να καθυστερεί την εξάπλωση της φλόγας, σε περίπτωση ανάφλεξης. Flame Speed [Ταχύτητα Φλόγας] Χημ. Ορίζεται ο ρυθμός διάδοσης της φλόγας, σε ένα υλικό. Το μέγεθος της εξαρτάται κυρίως από τη χημική σύσταση και τα προϊόντα πυρόλυσης του υλικού αυτού. Flamethrower [Φλογοβόλο] Μηχ. Πρόκειται για μηχανική διάταξη με την οποία δίδεται η δυνατότητα στον χειριστή της να εκπέμπει σε απόσταση, φλεγόμενο υγρό καύσιμο με σκοπό την ανάφλεξη και των αντικειμένων τα οποία στοχεύει. Flammability [Αναφλεξιμότητα] Χημ. Χαρακτηρίζει την τάση ενός υλικού για ανάφλεξη και διάδοση της φλόγας. Flammability Limits [Ορια Αναφλεξιμότητας] Χημ. Για ένα μίγμα καύσιμου αερίου και οξυγόνου, ορίζονται οι οριακές τιμές σχετικής σύστασης, στις οποίες το μίγμα αναφλέγεται στιγμιαία και στη συνέχεια καίγεται, σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Flammable Liquid [Εύφλεκτο Υγρό] Χημ. Χαρακτηρίζεται μια υγρή ουσία, της οποίας οι ατμοί αναφλέγονται εύκολα. Flap [Πηδάλιο ρύθμισης άνωσης] Αεμομηχ. Είναι κάθε επιφάνεια ελέγχου, η οποία αυξάνει και μειώνει την συνολική επιφάνεια των πτερύγων των αεροσκαφών, με σκοπό την μεταβολή της γωνίας κλίσης του σκάφους. Flaser Structure [Ραβδόμορφη υφή] Γεωλ. Τύπος υφής που σχηματίζεται, λόγω ροής υλικού, υπό μορφή εναλλασσόμενων ραβδωτών ταινιών γύρω από τη κύρια κοκκώδη μάζα πυριγενών πετρωμάτων που υπέστησαν μεταμόρφωση. Flash Chamber [Δοχείο Εκτόνωσης] Χημ. Μηχ. Ειδικό δοχείο, στο οποίο το τροφοδοτούμενο υγρό μίγμα, συγκεκριμένης πίεσης και θερμοκρασίας, εκτονώνεται,

με αποτέλεσμα την απομάκρυνση των πιο πτητικών συστατικών στην αέρια φάση. Flash Distillation [Απόσταξη Ισορροπίας] Χημ. Μηχ. Equilibrium Flash Distillation Flash Flood [Ξαφνική πλημμύρα] Υδμολ. Είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται σε μια περιοχή όταν σ' αυτή εμφανιστεί μια ξαφνική και δυνατή βροχόπτωση. Είναι συνήθως τοπική πλημμύρα με μεγάλη όμως ποσότητα νερού. Flash Photolysis [Στιγμιαία φωτόλυση] Φυσ. Χημ. Τεχνική για την ανίχνευση των ασταθών ενδιάμεσων προϊόντων, κατά την εξέλιξη φωτοχημικών αντιδράσεων, με βάση την ακτινοβόληση του διαλύματος με ισχυρή δέσμη laser για πολύ σύντομη χρονική διάρκεια και τη ταυτόχρονη καταγραφή του φάσματος απορρόφησης της ανιχνευόμενης ουσίας με ειδικό φασματογράφο. Flash Point [Σημείο Ανάφλεξης] Χημ. Μηχ. Για ένα υγρό προϊόν, ορίζεται ως η χαμηλότερη θερμοκρασία, σε ατμοσφαιρική πίεση, στην οποία η εφαρμογή μιας φλόγας προκαλεί στιγμιαία ανάφλεξη των ατμών του. Η τιμή του εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν κατά τη μέτρηση, για το λόγο αυτό υπάρχουν πρότυπες μέθοδοι προσδιορισμού του. Flash Process [Διεργασία Εκτόνωσης] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζεται κάθε διεργασία που περιλαμβάνει διφασικό μίγμα υγρού- αερίου, το οποίο υπόκειται σε μεταβολές πίεσης ή θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται το ποσοστό της κάθε φάσης στο μίγμα. Flash Separation [Διαχωρισμός με Εκτόνωση] Χημ. Μηχ. Διαδικασία κατά την οποία ένα διφασικό μίγμα υγρού- αερίου διαχωρίζεται, καθώς εκτονώνεται σε κατάλληλες συνθήκες. Flash Tank [Δεξαμενή Εκτόνωσης] Χημ. Μηχ. Flash Chamber Flash Welding [Συγκόλληση με ηλεκτρικούς σπινθήρες] Μετα)λ. Είναι μία τεχνική συγκόλλησης δύο επιφανειών σε στερεά κατάσταση, όπου η απαιτούμενη θέρμανση παράγεται με ηλεκτρικούς σπινθήρες. Flashing [Αρμοκάλυπτρο] Οικοδ.. Μεταλλική πλάκα από αλουμίνιο ή γαλβανισμένη λαμαρίνα μικρού πάχους που τοποθετείται πάνω από έναν κατακόρυφο αρμό για να τον στεγανοποιήσει. Flashing Light [Κυμαινόμενο φως] Ναυπ. Στη ναυσιπλοΐα χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας διάφορα φώτα, σταθερά ή με διακυμάνσεις, κάθε ένα από τα οποία δίνει τις δικές του πληροφορίες σε όσους τα βλέπουν. Ένα κυμαινόμενο φως παρουσιάζει κάποιες εκλάμψεις, ο αριθμός και η συχνότητα των οποίων προσδίδει στο καθένα ιδιαίτερη ονομασία. Flask [Φιάλη] Χημ. Γυάλινο δοχείο, συνήθως με μακρύ λαιμό, που χρησιμοποιείται για υγρά. Flat Cost [Κόστος παραγωγής] Πολ. μηχ. —» Direct Cost. Flat Fading [Φθίνει ομαλά] Επικοιν. Τύπος εξασθένησης όπου όλα τα κανάλια φθίνουν σταθερά και πιθανά διαδοχικά. Flat Jack [Επίπεδος γρύλος] Πολ. μηχ. Εξοπλισμός που αποτελείται από δύο επίπεδες μεταλλικές πλάκες συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μηχανισμό που επιτρέπει την αύξηση και μείωση της απόστασης μεταξύ τους με υδραυλικό τρόπο. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή των καταστρωμάτων γεφυρών ανυψώνοντας ελαφρά το κατάστρωμα για διευκόλυνση της εργασίας αφαίρεσης των ξυλοτύπων.

-589-

Flat Of Bottom [Επίπεδη βάση πλοίου] Ναυπ. Είναι το ύφαλο μέρος των πλοίων που δεν παρουσιάζει κοιλότητα ή παρουσιάζει πολλή μικρή κλίση. Μπορεί να είναι μέρος της βάσης του πλοίου ή και ολόκληρο το υποθαλάσσιο μέρος του. Τέτοια πλοία είναι τα fern boat. Flat Roof [Επίπεδο δώμα] Αρχ. Σε ένα κτίριο αποκαλείται έτσι το δώμα που δεν είναι κεκλιμένο. Έχει τις απαιτούμενες ελάχιστες κλίσεις για την απορροή των ομβρίων. Flat Slab [Επίπεδη πλάκα] Πολ. μηχ. Δομική πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα που χρησιμεύει ως δάπεδο του ορόφου κτιρίου και ως οροφή του από κάτω ορόφου. Flatbed Plotter [Επίπεδος σχεδιογράφος] Τεχνολ. Τύπος σχεδιογράφου στον οποίο το χαρτί σχεδίασης βρίσκεται πάνω σε μία επίπεδη επιφάνεια (σε αντιδιαστολή με τον κυλινδρικό σχεδιογράφο). Τα δεδομένα εγγράφονται πάνω στο επίπεδο χαρτί με μια ηλεκτρονική δέσμη. Το όλο σύστημα μπορεί να συνδεθεί στην έξοδο υπολογιστή. Flavin [Φλαβίνη] Βιοχημ. 1. Κίτρινη ένωση του τύπου CioH602N που λαμβάνεται ως εκχύλισμα από τη δρυ της βαφική. 2. Υδατοδιαλυτή κίτρινη φυτική χρωστική ουσία από ένα σύνολο αναλόγων ενώσεων που παράγονται από τη ριβοφλαβίνη με κύριο συστατικό FAD Kai.FMN. Flavin Adenine Dinucleotide [Φλαβινο-αδενινοδινουκλεοτίδιο] Opy. Χημ. FAD. Flavone [Φλαβόνη] Βιοχημ* Ένωση του τύπου C| 5 HIOO, κύριο συστατικό της σκόνης της επικαλύπτουσας ποικιλίες του ηρανθούς. Είναι άχροη κρυσταλλική ουσία, ευδιάλυτη στην αλκοόλη και χρησιμοποιείται για την παρασκευή πολλών κίτρινων χρωμάτων. Flavonol [Φλαβονόλη] Opy. Χημ. Ένωση του τύπου C16H10O2, το υδροξυλιωμένο παράγωγο της φλαβόνης. Είναι διαλυτή σε αλκαλικά διαλύματα και αποτελεί τη βάση πολλών κίτρινων χρωμάτων. Flavour [Γεύση] Πυρην Φυα. Όρος που αναφέρεται γενικά για τη διάκριση των κουάρκ και περιλαμβάνει έξι υποδιαιρέσεις: το πάνω, το κάτω, το παράδοξο, το χαριτωμένο, το όμορφο και το αληθινό με σύμβολα u, d, s, c, b και t αντίστοιχα. Flaw [Ατέλεια] Υλικ. Ονομάζεται μία ασυνέχεια που ενδεχομένως να υπάρχει μέσα στην μάζα ενός υλικού και της οποίας η ύπαρξη είναι αποδεκτή εφόσον το μέγεθος αλλά και η συχνότητα εμφάνισης της βρίσκονται εντός ορισμένων ορίων που θέτουν οι προδιαγραφές. F Layer [Στρώμα F] Γεωφυσ. Το ενιαίο ανώτερο στρώμα της ιονόσφαιρας κατά τη νύχτα ή το άθροισμα των στρωμάτων F| και F2 κατά την ημέρα, που εκτείνεται σε ύψος μεταξύ 195 και 400 χλμ. κατά προσέγγιση. Οφείλεται στον ιονισμό, κυρίως του αζώτου, από την υπεριώδη ακτινοβολία του Ήλιου, ιδιαίτερα με μήκη κύματος περί τα 85. 10*9 m και υπόκειται σε πολλαπλής φύσης μεταβολές τόσο ως προς τη πυκνότητα ιονισμού καθώς και ως προς τα ακριβή όρια του. F j Layer [Στρώμα Fi] Γεωφυσ. Η ζώνη της ιονόσφαιρας μεταξύ των στρωμάτων Ε και F 2 κατά την ημέρα, εκτεινόμενη σε ύψος μεταξύ 145 και 240 χλμ. κατά προσέγγιση και με μέσο βαθμό ιονισμού περίπου 330. 10 3 ηλεκτρόνια κατά κυβικό εκατοστό. Κατά τη νύχτα ενοποιείται με το F2 στο ενιαίο στρώμα F. F 2 Layer [Στρώμα F 2 ] Γεωφυσ. Η ζώνη της ιονόσφαι-

Flight

ρας υπεράνω του στρώματος F| κατά την ημέρα, εκτεινόμενη σε ύψος μεγαλύτερο των 240 χλμ. κατά προσέγγιση και με μέσο βαθμό ιονισμού περίπου ΙΟ6ηλεκτρόνια ανά κυβικό εκατοστό. Κατά τη νύχτα ενοποιείται με το F| στο ενιαίο στρώμα F. Fleet Broadcast [Ακρύαση ψεκασμού] Επικοιν. Το παραδοσιακό είδος επικοινωνίας ναυτικών μονάδων με δορυφόρους για μετάδοση πληροφοριών σχετικών με τον καιρό, κτλ. Έχουν αναπτυχθεί πολλά συστήματα όσοι και οι σχετικοί δορυφόροι. Fleischerite [Φλεϊσερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό θειικό μόλυβδο και γερμάνιο. Σχηματίζει λχυκούς ή ροζ, διάφανους έως ημιδιάφανους, με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,2 έως 4,4. Fleming's Rule [Κανόνας του Fleming] Η/χκτρομαγν. Σπανιότερη ονομασία για τους κανόνες του δεξιού και του αριστερού χεριού, right hand rule και left hand rule αντίστοιχα. Flex [Κάμψη] Τεχνολ. Η κατακόρυφη μετατόπιση από την οριζόντια ευθεία ενός γραμμικού φορέα λόγω των φορτίων που επιδρούν στο μήκος του. Flexibility [Ευκαμψία] Μηχ. Η ιδιότητα ενός υλικού ή ενός βιομηχανικού προϊόντος το οποίο μπορεί να καμφθεί επανειλημμένως δίχως να αστοχήσουν οι μηχανικές του ιδιότητες. Flexible Pavement [Εύκαμπτο οδόστρωμα] Οδοπ. Γενική ορολογία που συμπεριλαμβάνει όλα τα οδοστρώματα που είναι κατασκευασμένα από ασφαλτικό σκυρόδεμα. Flexible Rises [Εύκαμπτοι αγωγοί εξόρυξης] Πετρε/mομηχ. Καλούνται οι αγωγοί που συνδέουν την κορυφή του πηγαδιού στον πυθμένα της θάλασσας με την υπερκείμενη πλωτή κατασκευή. Χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις με μεγάλα βάθη νερού διότι έχουν μικρότερο βάρος από τους αντίστοιχους άκαμπτους αγωγούς. Flicker 1 [Μαρμαρυγή] Οπτικ. Το φαινόμενο των ακανόνιστων, περιοδικών διακυμάνσεων της έντασης του φωτός υπό μορφή σπινθηρισμών όπως π.χ. ή στίλβη των αστέρων. Flicker 2 [Τρεμούλιασμα] Επικοιν. Πρόβλημα όλων των ψηφιακών μεταδόσεων PAL, SECAM κτλ είναι ένα τρεμούλιασμα που συμβαίνει εντός των γραμμών σάρωσης ή σε μεγάλες επιφάνειες που εξαφανίζονται όταν ο ρυθμός σάρωσης ανέβει λιγάκι. Flicker Effect [Φαινόμενο μαρμαρυγής] Ηλεκτρον. Το τυχαίο τρεμόσβησμα της εικόνας στην οθόνη μιας καθοδικής λυχνίας. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ό,τι ο ανανεούμένος ρυθμός εισαγωγής δεν είναι πάντα αρκετά υψηλός (εξαιτίας της τυχαίας φύσης των αλλαγών της εκπομπής της καθόδου) ώστε να διατηρείται σταθερή η εικόνα. Flicker Photometer [Φωτόμετρο μαρμαρυγής] Οπτικ. Τύπος φωτομέτρου, αποτελούμενου από σύστημα δύο κατόπτρων και στρεπτό περί άξονα δίσκο με αδιαφανή τμήματα, για τη σύγκριση της έντασης δύο φωτεινών δεσμών διαφορετικού χρώματος με βάση την εξάλειψη του αισθήματος της μαρμαρυγής λόγω των εναλλαγών της έντασης και τη δημιουργία υποκειμενικά ίσων φωτοαισθημάτων. Flight [Πτήση] Αερομηχ. Καλείται η πορεία που ακολουθεί ένα αεροσκάφος ή άλλο ιπτάμενο αντικείμενο μέσα από την ατμόσφαιρα ή το διάστημα. Με τον ίδιο

Flight Forecast

-590-

όρο στην οικοδομική χαρακτηρίζεται μία σειρά από σκαλοπάτια μίας κλίμακας μεταξύ δύο πλατύσκαλων ή γενικά δύο οριζόντιων πλακών ορόφων. Flight Forecast [Πρόγνωση καιρού πτήσης] Μετεωρ. Το δελτίο καιρού που εκδίδεται για να είναι γνωστές οι καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν στις περιοχές από τις οποίες θα περάσει ένα αεροπλάνο σε συγκεκριμένη πτήση. Flight Inspection [Επιτήρηση πτήσης] Ναυπ. Είναι ο έλεγχος μέσω διάφορων ηλεκτρονικών συστημάτων της πτήσης ενός αεροσκάφους, συνήθως από έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό της αεροπορίας, με σκοπό την αξιολόγηση και επιτήρηση συνήθως του πιλότου. Flight Level [Επίπεδο πτήσης] Αερομηχ. Πρόκειται για σχετικό ύψος το οποίο μετριέται σε εκατοντάδες πόδια και χρησιμοποιείται για την ρύθμιση της κυκλοφορίας των αεροσκαφών, ώστε όλα να έχουν το ίδιο επίπεδο αναφοράς ανεξάρτητα από την ατμοσφαιρική πίεση σε κάθε σημείο. Flight Log [Αρχείο πτήσης] Ναυπ. Είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται σε κάθε σχεδόν πτήση. Καταγράφονται όλες οι πληροφορίες της, όπως οι οδηγίες και οι συνθήκες πτήσης, όπως και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία προκύψει κατά τη διάρκεια της πτήσης. Flight Management Computer [Υπολογιστής διοίκησης πτήσης] Ναυπ. Είναι ένας υπολογιστής που υπάρχει στα αεροσκάφη και έχει διάφορες απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν την πτήση. Flight Path Deviation Indicator [Ειδοποιητής λανθασμένης πορείας] Ναυπ. Είναι ένα όργανο που διαθέτουν τα αεροσκάφη και το οποίο περιέχει ένα λαμπάκι. Το λαμπάκι αυτό ανάβει σε περίπτωση που το αεροσκάφος αποκλίνει από την καθορισμένη πορεία του. Flight Path Selector [Επιλογέας πορείας] Ναυπ. Είναι ένα όργανο που υπάρχει στο πιλοτήριο των αεροσκαφών, το οποίο συνεργάζεται με έναν υπολογιστή ώστε να προσδιορίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει το αεροσκάφος από το σημείο απογείωσης προς το σημείο προορισμού του. Flight Plan [Σχέδιο πτήσης] Ναυπ. Κάθε αεροσκάφος πριν απογειωθεί είναι απαραίτητο να δώσει στον πύργο ελέγχου το σχέδιο πτήσης του. Αυτό σημαίνει ότι δίνει όλες τις πληροφορίες που αφορούν την πτήση, όπως ο τόπος προορισμού, η διάρκεια της, η πορεία που θα ακολουθηθεί και τα σημεία απ' όπου να περάσει. Flight Rules [Κανόνες πτήσης] Ναυπ. Είναι διάφορες οδηγίες που δίνονται στον πιλότο ενός αεροσκάφους για τον τρόπο που πρέπει να πραγματοποιηθεί μια συγκεκριμένη πτήση. Flight Simulator [Εξομοιωτής πτήσης] Αερομηχ. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο στην ουσία δημιουργεί μία εικονική πραγματικότητα, παράγοντας τις συνθήκες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει ένας κυβερνήτης αεροσκάφους κατά την διάρκεια μίας αληθινής πτήσης, ώστε να μπορεί να ασκηθεί εκ του ασφαλούς προτού αναλάβει πραγματική υπηρεσία. Flight Time [Χρόνος πτήσης] Ναυπ. Είναι το χρονικό διάστημα που διαρκεί μια πτήση συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που χρειάζεται για να πάρει τη θέση του στο διάδρομο απογείωσης και του αντίστοιχου χρόνου που απαιτείται για να μεταβεί στην ακριβή θέση αποβίβασης των επιβατών αφού προσγειωθεί. Flight Visibility [Ορατότητα πτήσης] Μετεωρ. Η ορα-

τότητα που υπολογίζεται πως θα έχει ένας πιλότος αεροπλάνου κατά τη διάρκεια μιας πτήσης. Το μέγεθος της δίνεται κατά μέσο όρο για κάθε συγκεκριμένη πτήση. Flinkite [Φλινκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό αρσενικικό δισθενές και τρισθενές μαγγάνιο, της ομάδας του ψευδό μαλαχίτη. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, διαφανείς και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,7. Flint [Πυρόλιθος] Ορυκτ. Γνωστό και ως τσακμακόπετρα, πρόκειται για ένα πολύ σκληρό ορυκτό, με χρώμα μαύρο ή γκρι, το οποίο αποτελεί μία παραλλαγή του χαλαζία. Floadable Length [Μήκος βύθισης] Ναυπ. Είναι το μέρος εκείνο του πλοίου το οποίο μπορεί να γεμίσει υγρό, χωρίς το πλοίο να βυθιστεί περισσότερο από το επιτρεπτό όριο μέσα στο νερό. Float Finish [Αγριο τελείωμα] Πολ. μηχ. Σε στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος, όταν το τελείωμα που δίδεται στο σκυρόδεμα κατά την επεξεργασία του μετά από το αρχικό πήξιμο το οποίο δημιουργεί μια άγρια επιφάνεια που δεν είναι απολύτως λεία. Floating Aid [Βοηθός πλοήγησης] Ναυπ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλα τα σημάδια που υπάρχουν στη θάλασσα με σκοπό να βοηθούν στην πλοήγηση των πλοίων, και να εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους. Είναι συνήθως σημαδούρες σταθερές στη θέση τους, που δίνουν πληροφορίες όπως για παράδειγμα το μικρό βάθος των νερών σε κάποιο σημείο. Floating Arithmetic [Αριθμητική κινητής υποδιαστολής] Floating Point Arithmetic Floating Decimal Arithmetic [Αριθμητική κινητής υποδιαστολής] —> Floating Point Arithmetic Floating Floor [Μονωμένο δάπεδο] Οικοδ. Τα δάπεδα στα οποία στην κάτω από τη βατή επιφάνεια τοποθετείται μια στρώση από μονωτικό υλικό που εξασφαλίζει την ηχομόνωση. Floating Foundation [Ελεύθερη θεμελίωση] Πολ Μηχ. 1. II μέθοδος θεμελίωσης στην οποία τα φορτία της ανωδομής μεταφέρονται στο έδαφος μέσω των πέδιλων, δίχως πασσάλους. 2. Το σύστημα θεμελίωσης που αποτελείται από μια κυτόστρωση σε μεγάλο βάθος και περιμετρικούς τοίχους οπλισμένου σκυροδέματος που λειτουργούν και ως τοίχοι αντιστήριξης. Floating Instrument Platform [Βοηθητική πλατφόρμα] Ναυπ. Είναι ένα είδος μεγάλης σημαδούρας, σαν πλατφόρμα πάνω στην οποία είναι τοποθετημένα για χρήση σε περίπτωση ανάγκης διάφορα όργανα χρήσιμα στη θάλασσα. Floating Light [Πλωτός φάρος] Ναυπηγ. Πρόκειται για προειδοποιητική φωτεινή σημαδούρα, η οποία επιπλέοντας στην επιφάνεια του νερού στην περιοχή της εισόδου ενός λιμανιού ή κάπου αλλού για έκτακτο λόγο, βοηθάει στην πλοήγηση των πλοίων και στην ορθή καθοδήγησή τους. Floating Point Calculation [Αριθμητικός υπολογισμός κινητού σημείου ή κινητής υποδιαστολής] Υπολ. Ένας αριθμητικός υπολογισμός στον οποίο οι αριθμοί είναι σε παράσταση κινητής υποδιαστολές και για τον οποίο οι πράξεις γίνονται με το αριθμητικό σύστημα κινητής υποδιαστολής. Floating Point System [Αριθμητικό σύστημα κινητού σημείου] Υπολ. Ονομάζεται έτσι το αριθμητικό σύστη-

-591 μα στο οποίο η θέση της υποδιαστολής μετακινείται (ή "πλέει"), διότι όλοι οι αριθμοί οι οποίοι υπεισέρχονται σε μία πράξη κινητού σημείου θα πρέπει να έχουν τον ίδιο εκθέτη. Floatplane [Υδροπλάνο] -> Flying Boat Flocculant [Μέσο Θρόμβωσης] Χημ. Flocculating Agent Flocculating Agent [Μέσο Θρόμβωσης] Χημ. Είναι μια χημική ουσία, η οποία προστιθέμενη σε μια κολλοειδή διασπορά, προκαλεί θρόμβωση. Flocculation [Θρόμβωση] Χημ. Φαινόμενο που παρατηρείται σε κολλοειδή συστήματα και αναφέρεται στη συσσωμάτωση των σωματιδίων σε χαλαρές δομές, Πρόκειται για αντιστρεπτή κατάσταση, καθώς διατηρείται η ταυτότητα των αρχικών σωματιδίων. Flocculent [Θρομβωμένος] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα υλικό, που περιέχει συσσωματώματα μικρών διαστάσεων, χωρίς ορισμένο σχήμα ή μέγεθος. Flood Control [Αντιπλημμυρικός έλεγχος] Υδρ. Το σύνολο των τεχνικών έργων που κατασκευάζονται στις παρυφές μιας περιοχής ευαίσθητης σε πλημμύρες για τον έλεγχο του νερού. Τα τεχνικά έργα δημιουργούν ένα σύστημα αντιπλημμυρικής προστασίας. Flood Current [Ρεύμα πλημμυρίδας] Ωκεαν. Το παλιρροϊκό ρεύμα που παρατηρείται στις ακτές της θάλασσας και οφείλεται στη φάση της πλημμυρίδας. Flood Dam [Αντιπλημμυρικό φράγμα] Υδρ. Φράγμα που κατασκευάζεται για λόγους αντιπλημμυρικής προστασίας. Οι πλεονάζουσες ποσότητες νερού συγκρατούνται από το φράγμα και απελευθερώνονται σταδίακά προς το ρέμα ή τον χείμαρρο που βρίσκεται στο κατάντη του φράγματος, εξασφαλίζοντας μια συνεχή ροή της συγκεκριμένης ποσότητας νερού που δεν ξεπερνά τη χωρητικότητα της διατομής του. Flood Flow [Ροή πλημμύρας] Υδρ. Η κατάσταση ενός ρέματος ή ενός χειμάρρου όταν η ποσότητα νερού που περνά ανά μονάδα χρόνου είναι μεγαλύτερη από τη χωρητικότητα της διατομής του. Flood Fringe [Λεκάνη ανάσχεσης] Υδρ. > Pondage land. Flood Plane [Ύψος πλημμύρας] Υδρολ. Είναι το ύψος που έχει η επιφάνεια των νερών κάποιου ποταμού σε κάθε περίπτωση που η ποσότητα των νερών του είναι μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη. Flood Projection [Απλετη προβολή] Επικοιν. Συναντιέται στη λειτουργία του φαξ ή και σαρωτή, όπου το έγγραφο σαρώνεται μέσα πρώτα σε άπλετο φως. Flood Relief Channel [Ανακουφιστικός αγωγός] Υδμ. Bypass Channel. Flood Stage [Στάδιο πλημμύρας] Υδμολ. Το στάδιο κατά το οποίο ο ύγκος των υδάτων ενός ποταμού ή ρεύματος ξεπερνά τη μεταφορική του ικανότητα με αποτέλεσμα, λόγω της ανύψωσης της στάθμης τους, να υπερχειλίζουν οι όχθες και να καλύπτονται οι γύρω χερσαίες εκτάσεις. Flood Tide [Πλημμυρίδα] Ωκεαν. Η φάση της παλίρροιας, δύο φορές κατά τη διάρκεια του μέσου παλιρροϊκού κύκλου, κατά την οποία η στάθμη του ύδατος αρχίζει να ανυψώνεται από το κατώτατο ύψος μέχρι το ανώτατο. Flooding [Πλημμύριση] Χημ. Μηχ. Κατάσταση που εμφανίζεται σε αποστακτικές στήλες, σε μεγάλες ταχύτητες ατμών ή υγρού, οπότε οι αγωγοί καθόδου του υγρού υπερχειλίζουν. Στην περίπτωση αυτή, η πτώση πίεσης στη στήλη αυξάνει απότομα και η λειτουργία

Floppy Disk Drive

της γίνεται αδύνατη. Floodway [Κατευθυντήριος αγωγός] Υδρολ. —> Bypass Channel. Floor [Δάπεδο] Αρχ. Η επίπεδη βατή επιφάνεια ενός εσωτερικού χώρου. Floor Beam [Δοκάρι πλάκας] Πολ. μηχ. 1. Οι δοκοί που μαζί με τις πλάκες αποτελούν την φέρουσα κατασκευή του ορόφου ενός κτιρίου. Στις δοκούς μεταβιβάζονται τα φορτία των πλακών και με τη σειρά τους οι δοκοί μεταφέρουν αυτά τα φορτία στα υποστυλώματα. 2. Οι δοκοί μιας γέφυρας πάνω στους οποίους στηρίζεται το κατάστραψα και που μεταφέρουν τα φορτία του καταστρώματος στα βάθρα. Floor Drain [Αποδέκτης δαπέδου] Οικοδ. 1. Σωλήνα απορροής νερού τοποθετημένη κάτω από την πλάκα του ορόφου που εφάπτεται στο έδαφος και που απομακρύνει τα υπόγεια νερά. 2. Εξάρτημα της αποχέτευσης που τοποθετείται σε δάπεδα τα οποία λόγω της λειτουργικής ανάγκης του χώρου θα δεχτούν ποσότητες νερού όπως οι χώροι υγιεινής ενός κτιρίου, Floor Framing [Σύστημα ανάρτησης ορόφου] Αρχ. Το σύστημα που αποτελείται από τα φέροντα στοιχεία το οποίο συγκρατεί στη θέση της σταθερά το δάπεδο ορόφου ενός κτιρίου, Floor Outlet [Πρίζα δαπέδου] Οικοδ. Ειδική ηλεκτρική πρίζα που είναι κατάλληλη για να τοποθετείται στο δάπεδο. Αυτού του τύπου οι πρίζες χρησιμοποιούνται σε κτίρια γραφείων με μεγάλες αίθουσες εργασίας και τοποθετούνται στα σημεία που προγραμματίζεται η τοποθέτηση των γραφείων. Floor Plan [Κάτοψη] Αρχ. Στο σετ των αρχιτεκτονικών σχεδίων ενός κτιρίου, η ομάδα σχεδίων που εμφανίζεται η αρχιτεκτονική διάταξη των χώρων κάθε ορόφου, με τις διαστάσεις του κάθε χώρου, τα κουφώματα και κάθε άλλη πληροφορία που είναι απαραίτητη για την κατασκευή. Floor Plate [Πλάκα δαπέδου] Οικοδ. 1. Ξύλινη πλάκα που τοποθετείται ως βάση δαπέδου για τους ορθοστάτες που αποτελούν το πλαίσιο στήριξης ενός τοίχου. 2. Μεταλλική πλάκα σε απαιτούμενο πάχος από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά που τοποθετείται αγκυρωμένη σε δάπεδο οπλισμένου σκυροδέματος πάνω στην οποία στηρίζεται ένα μηχάνημα για παράδειγμα μια αντλία ή ένας τόρνος. Floor Plug [Πρίζα δαπέδου] Οικοδ. - » Floor Outlet, Floor System [Ξυλότυπος] Πολ. μηχ. Το σύνολο των δομικών στοιχείων του ορόφου ενός κτιρίου ή του καταστρώματος μιας γέφυρας που συμπεριλαμβάνει πλάκες και δοκούς μέσω του οποίου τα φορτία του ορόφου ή του καταστρώματος μεταβιβάζονται στα υποστυλώματα ή τα βάθρα. Flooring [Υλικά επίστρωσης δαπέδου] Αμχ. Το σύνολο των βιομηχανικών προϊόντων που προορίζονται να αποτελέσουν την τελική επιφάνεια ενός δαπέδου. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται τα ξύλα, πλακάκια, μάρμαρα, μοκέτες, κλπ. Floppy Disk [Δισκέτα] Πλημ. Πρόκειται για φορητό μαγνητικό δίσκο, σχετικά μικρής χωρητικότητας που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων και πληροφοριών από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, Floppy Disk Drive [Οδηγός δισκέτας] Πλημ. Πρόκειται για συσκευή ενσωματωμένη ή εξωτερικά συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή η οποία διαχειρίζεται τις δισκέτες -» Floppy Disk

Florencite

- 592 -

Florencite [Φλορενσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό φωσφορικό αργίλιο και δημήτριο, της ομάδας του κρανδαλλίτη. Σχηματίζει άχροους, κίτρινους ή φαιούς, διάφανους έως ημιδιάφανους, με ρητινώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4 έως 3,7. Florida Current [Ρεύμα της Φλόριδα] Ωκεαν. Ωκεάνιο ρεύμα του βορείου Ατλαντικού, ένα από τα τρία τμήματα του Ρεύματος του Κόλπου, που κινείται με βόρεια διεύθυνση κατά μήκος των νοτιοανατολικών ακτών των ΗΠΑ από το στενό της Φλόριδας έως το ακρωτήριο Hatieras. Flotation [Επίπλευση] Χημ. Μηχ. Μέθοδος διαχωρισμού στερεών με ειδικό βάρος μικρότερο ή ίσο με 1, από υγρό, που περιλαμβάνει εισαγωγή πεπιεσμένου αέρα στο υγρό, προσκόλληση των στερεών σε μικρές φυσαλίδες αέρα και απομάκρυνσή τους με επιφανειακό ξέστρο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε διεργασίες εμπλουτισμού μεταλλευμάτων, καθώς και στην επεξεργασία υγρών αποβλήτων. Flotation Agent [Μέσο Επίπλευσης] Χημ. Χημική ουσία, που προστίθεται σε διάλυμα, με σκοπό τη μεταβολή της επιφανειακής τάσης του υγρού. Συχνά χρήσιμοποιούμενα μέσα επίπλευσης είναι τα άλματα σιδήρου και αργλίου. Flow 1 [Ροή] Υδμ. 1. Η κίνηση ενός ρευστού ή ενός αερίου μέσα σε έναν αγωγό ανοιχτής η κλειστής διατομής, 2. Η κίνηση του νερού σε ένα ρέμα, ένα χείμαρρο ή ένα ποτάμι από ένα υψηλό σημείο προς χαμηλότερο υψόμετρο. Flow 2 [Ροή] Φυσ. Κάθε τύπου κίνηση πολλών υλικών σωματιδίων ή πολλών ποσοτήτων, π.χ. ροή μορίων νερού, ροή ηλεκτρικών φορτίων, ροή αερίου, ροή υγρού κλπ. Flow Chart [Διάγραμμα ροής] Τεχνολ. Η παρουσίαση της διαδικασίας παραγωγής ενός προϊόντος που αποτελείται από πολλές δραστηριότητες όπου με γραφικό τρόπο παρουσιάζεται η χρονική αλληλουχία των δραστηριοτήτων και η χρονική διάρκεια εκτέλεσης της κάΟε δραστηριότητας. Ο οριζόντιος άξονας ενός διαγράμματος ροής αντιπροσωπεύει το χρόνο, ενώ κάθετα περιγράφονται οι δραστηριότητες. Μέσω συμβόλων οι δραστηριότητες συνδέονται μεταξύ τους ώστε να παρουσιαστεί η σχέση μεταξύ των διαφόρων δραστήριοτήτων της παραγωγικής διαδικασίας. Flow Chart Symbol [Σύμβολο διαγράμματος ροής] Τεχνολ. Συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται σε ένα διάγραμμα ροής όπως τόξα, τρυγονάκια και άλλα σχεδιαστικά τρυκ για να κάνουν ευανάγνωστο και κατανοητό το διάγραμμά της. Flow Coefficientl [Συντελεστής ροής] Υδρ. Ένας αριθμός μικρότερος του 1 που καθορίζεται από εργαστηριακές δοκιμές της σχέσης μεταξύ της θεωρητικής ταχύτητας ενός ρευστού μέσα σε έναν αγωγό και της πραγματικής ταχύτητας που θα έχει σε συνθήκες λειτουργίας. Ο συντελεστής ροής εξαρτάται από το υλικό του αγωγού, τη διατομή του σε μέγεθος και μορφή καθώς και από τον τύπο του ρευστού που προορίζεται να μεταφέρει. Flow Control [Ελεγχος ροής] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται η ρύθμιση και ο έλεγχος της μετακίνησης εντός αγωγών ή καναλιών κάποιου υλικού σε υγρή ή αέρια φυσική κατάσταση.

Flow Control Valve [Βάνα Ρύθμισης Ροής] Μηχ. Βάνα ειδικού τύπου, που χρησιμοποιείται στη ρύθμιση της ροής ενός ρευστού. Flow Curve [Καμπύλη τάσης-παραμόρφωσης] Μηχ. Για ένα υλικό, η διαγραμματική παρουσίαση της σχέσης που προκύπτει μεταξύ των τάσεων και των παραμορφώσεων, όταν μεταβάλλονται οι τάσεις. Flow Diagram [Διάγραμμα ροής] Τεχνολ. —> Flow Chart. Flow Equation [Εξίσωση Ροής] Ρευστομηχ. Εξίσωση που υπολογίζει τη μηχανική ενέργεια ενός ρευστού και περιγράφει τη ροή του σε αγωγό. Λαμβάνει υπόψη τις ιδιότητες του ρευστού, τη γεωμετρία και το υλικό του αγωγού, καθώς και τις συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Flow Layer [Στρώμα ροής] Γεωλ. Στρώμα σε πυριγενές πέτρωμα που δημιουργείται από σχηματισμό ροής λάβας πριν τη πλήρη στερεοποίηση της και παρουσιάζει διαφορές στην ορυκτολογική σύσταση ή ιστό του από τα γειτνιάζοντα πετρώματα. Flow Measurement [Μέτρηση ροής] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο προσδιορισμός της ποσότητας ενός υγρού ή αερίου υλικού το οποίο διέρχεται από μία συγκεκριμένη διατομή ενός αγωγού, σωλήνα, ανοικτού καναλιού ή κάτι άλλο παρόμοιο, Flow Rate [Ρυθμός Ροής] Μηχ. Ορίζεται ως ποσότητα όγκου ή μάζας ενός ρευστού, που ρέει ανά μονάδα χρόνου. Flow Reactor [Αντιδραστήρας Ροής] Χημ. Μηχ. Ονομάζεται και αντιδραστήρας συνεχούς ροής. Κατά τη λειτουργία του, υπάρχουν συνεχείς ροές τροφοδοσίας και προϊόντων. Στη μόνιμη κατάσταση, δεν υπάρχει συσσώρευση. Flow Regime [Διάταξη ροών] Υδμολ. Είναι μια σειρά από ρυάκια ή μικρά ποτάμια που μπορεί και να συνδέονται μεταξύ τους, και έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά. Flow Resistance [Αντίσταση Ροής] Μηχ. Γενικός όρος που αναφέρεται σε περιπτώσεις ροής ενός ρευστού σε αγωγό και περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που μπορούν προκαλέσουν πτώση πίεσης στο σύστημα και να μειώσουν το ρυθμό ροής. Flow Sheet [Διάγραμμα ροής] Τεχνολ:. -> Flow Chart, Flow Structure [Υφή ροής] Γεωλ. Υφή των πυριγενών ή μαγματικών πετρωμάτων που προέρχεται από τη ροή υλικού στη πυριγενή ή μαγματική μάζα κατά τη φάση της δημιουργίας του. Fluctuating Current [Κυμαινόμενο ρεύμα] Η'/χκτμ. Όταν έχουμε συνεχές ρεύμα το οποίο όμως παρουσιάζει διακυμάνσεις στην έντασή του, συνήθως ακανόνιστες, τότε το αποκαλούμε κυμαινόμενο ρεύμα. Flue [Καπνοδόχος] Χημ. Μηχ. Κανάλι μέσα από το οποίο περνούν τα αέρια προϊόντα καύσης, από μια διεργασία, για να εισαχθούν σε καμινάδα, Flue Gas [Αέρια Καπνοδόχου] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε αέρια προϊόντα καύσης, που προέρχονται από φούρνους και περιέχουν κυρίως διοξείδιο του άνθρακα, μονοξείδιο του άνθρακα, οξυγόνο, άζωτο και υδρατμούς. Ο έλεγχος της απόδοσης του φούρνου πραγματοποιείται μέσω της χημικής ανάλυσης των αερίων αυτών, Flue Gas Desulphurization [Αποθείωση Καυσαερίων] Χημ. Μηχ. Διαδικασία απομάκρυνσης διοξειδίου του θείου από τα αέρια προϊόντα καύσης. Συνήθως γίνεται με τεχνικές απορρόφησης ή εκχύλισης.

- 593 -

Fluoride

Fluellite [Φλουελλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο νεται πολύ καλή επαφή μεταξύ στερεού και ρευστού, από ένυδρο βασικό φθοριούχο και φωσφορικό αργίλιο. ομοιόμορφη θερμοκρασία και υψηλοί ρυθμοί μεταφοΣχηματίζει ανοικτόχρωμους, διάφανους, με υαλώδη ράς θερμότητας. Ονομάζεται και ρευστοαιωρούμενη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. κλίνη. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος Fluidized Bed Reactor [Αντιδραστήρας Ρευστοστερε2,1. άς Κλίνης] Χημ. Μηχ. Χημικός καταλυτικός αντιδραFluid [Ρευστό] Μηχ. Χαρακτηρίζει κάθε ουσία, υγρή, στήρας, στον οποίο ο καταλύτης βρίσκεται με τη μοραέρια ή σε μικρά σωματίδια, που έχει τη δυνατότητα φή ρευστοαιωρούμενης κλίνης σωματιδίων. να ρέει. Διαφέρει από το στερεό, στο ότι δεν προβάλει Fluocerite [Φθοροδημητρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτεαντίσταση όταν υφίσταται οποιαδήποτε τάση παρα- λούμενο από φθοριούχο δημήτριο και λανθάνιο. Σχημόρφωσης. ματίζει κιτρινόχρωμους ή καστανέρυθρους, διάφανους Fluid Bed Process [Διεργασία Ρευστοποιημένης Κλί- έως ημιδιάφανους, με κηρώδη λάμψη και τέλειου σχινης] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε κάθε διεργασία που πε- σμό κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει ριλαμβάνει στερεό υλικό, πολύ λεπτά διαμερισμένο, σκληρότητα 4,5 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάπου σχηματίζει κλίνη, η οποία αιωρείται μέσα σε ρεύ- ρος 6,1. μα αερίου ή υγρού. Fluoranthene [Φθορανθένιο] Opy. Χημ. Ονομάζεται Fluid Catalyst [Ρευστοποιημένος Καταλύτης] Χημ. και 1,2-βενζακεναφθένιο. Πρόκειται για κίτρινη κρυΜηχ. Στερεός καταλύτης, που βρίσκεται σε κατάσταση σταλλική ένωση, με χημικό τύπο CiftHio, μοριακό βάλεπτού διαμερισμού και χρησιμοποιείται υπό μορφή ρος 202,26 και σημείο ζέσεως 375 °C. Είναι διαλυτή ρευστοποιημένης κλίνης. Τα σωματίδια έχουν μέγεθος σε αιθανόλη, βενζόλιο και οξικό οξύ. από 0,5 έως 2,0 mm, συνήθως. Fluorapatite [Φθοροαπατίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτεFluid Catalytic Cracking [Καταλυτική Πυρόλυση] λούμενο από φθοριούχο και φωσφορικό ασβέστιο, της ομάδας του πυρομορφίτη. Σχηματίζει ποικιλόχρωμους Χημ. Μηχ. —» Catalytic Cracking Fluid Density [Πυκνότητα ρευστού] Ρευστομηχ. Ορίζε- και κάθε βαθμού διαφάνειας κρυστάλλους με υαλώδη ται ως η ποσότητα της μάζας ενός υγρού ή αερίου που ή ρητινώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού. υπάρχει στην μονάδα του όγκου και αριθμητικά ισού- Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος ται με τον λόγο μίας συγκεκριμένης ποσότητας μάζας 3,1 έως 3,2. προς τον όγκο που αυτή καταλαμβάνει, υπό συγκεκρι- Fluorene [Φθορένιο] Opy. Χημ. Ονομάζεται και διφαιμένη πίεση και θερμοκρασία. νυλομεθάνιο ή 2,3-βενζιδίνη. Πρόκειται για κρυσταλFluid Dynamics [Δυναμική ρευστών] Ρενστομηχ. Ονο- λική ένωση, με χημικό τύπο CJJHIO, μοριακό βάρος 166,22, σημείο ζέσεως 293-295 °C και σημείο τήξεως μάζεται ο κλάδος της επιστήμης της υδραυλικής που 1 1 6 - 1 1 7 UC. Είναι διαλυτή σε αιθέρα, ακετόνη και βενασχολείται με την μελέτη και την διατύπωση των αντίστοιχων μαθηματικών εξισώσεων για την περιγραφή ζόλιο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. της κίνησης των ρευστών, είτε πρόκειται για υγρά είτε Fluorescence [Φθορισμός] Χημ. Χαρακτηρίζεται η εκγια αέρια. πομπή ακτινοβολίας από ένα μόριο, το οποίο υφίσταFluid Fuel Reactor [Πυρηνικός αντιδραστήρας υγρού ται φωτοδιέγερση με απορρόφηση φωτονίου, με την καυσίμου] Πυρην. Φυσ. Ένα είδος πυρηνικού αντιδρα- προϋπόθεση ότι, μεταξύ διέγερσης και εκπομπής έχει 9 6 στήρα που χρησιμοποιεί υγρά καύσιμα και έχει για αυ- παρέλθει χρόνος ΙΟ' -10' sec. τό τις κατάλληλες κατασκευαστικές προδιαγραφές. Fluorescent Lamp [Λαμπτήρας φθορισμού] Ηλεκ. ΤύFluid Logic [Ρευστή λογική] Τεχνολ. Μία ειδική μορφή πος λαμπτήρα ηλεκτροφωτισμού με μεγάλη απόδοση λογικής η οποία αναφέρεται στην απομίμηση που στηρίζει τη λειτουργία του στη μετατροπή, κατά (προσομοίωση) λογικών λειτουργιών με τις μεταβολές το φαινόμενο του φθορισμού, της υπεριώδους ακτινοβολίας σε ορατή. Αποτελείται απύ κυλινδρικό γυάλινο της ροής και της πίεσης σε ένα υγρό ή αέριο (ρευστό). Fluid Mechanics [Ρευστομηχανική] Φυσ. Κλάδος της σωλήνα με αργό και άζωτο υπό μικρή πίεση και σταεπιστήμης που μελετά την κίνηση ρευστών, ως συνάρ- γόνα υδραργύρου που φέρει, κατά την εσωτερική του τηση των ιδιοτήτων του και των συνθηκών περιβάλλο- επιφάνεια, επίχρισμα από κατάλληλη φθορίζουσα ουσία και στα άκρα του δύο νήματα θέρμανσης εν σειρά ντος. Fluid Resistance [Αντίσταση Ρευστού] Φυσ. Οταν ένα με σύστημα πηνίου και εκκινητή. στερεό σώμα κινείται μέσα σε ρευστό, ορίζεται η δύ- Fluorescent Pigment [Φθορίζουσα βαφή] Υλικ. Τύπος ναμη τριβής που αναπτύσσεται στο σώμα, λόγω της βαφής με κατάλληλη φθορίζουσα ουσία στη σύσταση παρουσίας του ρευστού μέσου. της (π.χ. διάφορα θειούχα άλατα) η οποία, υπό την επίFluid Statics [Στατική ρευστών] Φυσ. Ο κλάδος της δραση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ορατής ή υπεμηχανικής των ρευστών που έχει ως αντικείμενο τη ριώδους, εκπέμπει νέα ορατή ακτινοβολία σε επιλεγμέμελέτη των υγρών και των αερίων σε κατάσταση ισορ- νο μήκος κύματος. ροπίας. Fluoridation [Φθορίωση] Υδρολ. Ο εμπλουτισμός του Fluidization [Ρευστοαιώρηση] Χημ. Μηχ. Τεχνική κατά πόσιμου ύδατος του παρεχόμενου από κεντρικό σύτην οποία, ένα υγρό ή αέριο περνά μέσα από κλίνη στημα ύδρευσης, σε πολλές χώρες, με φθοριούχες ουστερεών σωματιδίων, έτσι ώστε το μίγμα να συμπερι- σίες (π.χ. φθοριούχο νάτριο ή ασβέστιο, φθοριοπυριτικό οξύ ή νάτριο) ως μέτρο πρόληψης κατά της οδοντιφέρεται ως ρευστό. Fluidized Bed [Ρευστοστερεά Κλίνη] Χημ. Μηχ. Ορίζε- κής τερηδόνας, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Παγκόται μια κλίνη στερεών σωματιδίων, όταν ένα ρευστό σμιας Οργάνωσης Υγείας. ανέρχεται μέσα από αυτή, με ταχύτητα τέτοια, ώστε τα Fluoride [Φθορίδιο] Χημ. Χαρακτηρίζει τα άλατα που σωματίδια να κατανέμονται ελεύθερα μέσα στο ρευστό προκύπτουν από το υδροφθορικό οξύ. Ο γενικός τύπος και η κλίνη να διατηρείται σε αιώρηση. Χρησιμοποιεί- είναι Μ Fx, όπου Μ μέταλλο και το φθόριο εμφανίζεται ται πολύ συχνά στη χημική βιομηχανία, διότι επιτυγχά- με σθένος-1.

Fluorimetry

-594-

Fluorimetry [ΦΟορισμομετρία] Αναλ. Χημ. Μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής χημικής ανάλυσης, που βασίζεται στο φαινόμενο του φθορισμού και επιτρέπει τον προσδιορισμό πολύ μικρών συγκεντρώσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ανάλυση διαλυμάτων, ιδιαίτερα όταν είναι πολύ αραιά. Fluorinated Ethylene Propoylene [Φθοριωμένο ΑιΘυλενο-Προπυλένιο] Ομγ. Χημ. Πολυμερής ένωση, που σχηματίζεται από συμπολυμερισμό τετραφθοροαιθυλενίου και εξαφθοροπροπυλενίου. Έχει άριστες μηχανικές, ηλεκτρικές, θερμικές και χημικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρολογικές εφαρμογές, ηλεκτρονικές συσκευές, στη βιομηχανία αεροσκαφών και πυρομαχικών, κλπ. Είναι γνωστό με τα αρχικά FEP. Fluorination [Φθορίωση] Χημ. Αντίδραση κατά την οποία προστίθεται άτομο φθορίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Μπορεί να γίνει με μοριακό φθόριο στην αέρια φάση, παρουσία καταλύτη, ή με φθοριούχες ενώσεις σε διάλυμα, σε υψηλή θερμοκρασία. Fluorine [Φθόριο] Ανόμγ. Χημ. Χημικό στοιχείο που ανήκει στα αλογόνα. Συμβολίζεται με F και έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 18,99 και σημείο ζέσεως 188,3 Είναι ελαφρώς πρασινωπό, πολύ τοξικό και δραστικό αέριο, με δηκτική οσμή. Χαρακτηριστική του ιδιότητα είναι ότι προσβάλλει τις πυριτικές ενώσεις, όπως είναι το γυαλί, για το λόγο αυτό φυλάσσεται πάντα σε πλαστικά και όχι γυάλινα δοχεία. Fluorite [Φθορίτης] Ανόμγ. Χημ. Είναι το φθοριούχο ασβέστιο, CaF2, που αποτελεί το κυριότερο ορυκτό του φθορίου. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και έχει διάφορα χρώματα, με πιο κοινά το πράσινο και το ιώδες. l - F l u o r o - 2 , 4 - D i n i t r o benzene [ 1 -Φθορο-2,4δινιτροβενζόλιο] Ομγ. Χημ. Αρωματική ένωση, με χημικό τύπο 2,4-(N02)2C6H3F, μοριακό βάρος 186,10, σημείο ζέσεως 296 °C και σημείο τήξεως 25,8 °C. Είναι διαλυτή στην αιθανόλη και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Fluoroacetate [Φθοροξικός] Ομγ. Χημ. Αναφέρεται σε εστέρες ή άλατα του οξικού οξέος, όπου άτομα υδρογόνου του μεθυλίου έχουν αντικατασταθεί από άτομα φθορίου. Fluoroalkane [Φθοροαλκάνιο] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα αλκάνιο, όταν κάποια από τα άτομα υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από άτομα φθορίου. Fluoroaniline [Φθοροανιλίνη] Ομγ. Χημ. Υποκατεστημένο παράγωγο της ανιλίνης, με χημικό τύπο FC6H4NH2 και μοριακό βάρος 1 1 1 , 1 2 . Ανάλογα με τη σχετική θέση της αμινο-ομάδας και του ατόμου φθορίου, διακρίνονται τρία ισομερή: το ορθο-, που έχει σημείο ζέσεως 175 °C, το παρα- με σημείο ζέσεως 180,5 °C και το μετα- με 188 °C. Είναι διαλυτή ένωση στην αιθανόλη και στον αιθέρα και χρησιμοποείται στη σύνθεση εντομοκτόνων. FTuorobenzene [Φθοροβενζόλιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και φαινυλοφθορίδιο. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, με χημικό τύπο C ^ F , μοριακό βάρος 96,10, σημείο ζέσεως 85,1 (>C και σημείο πήξεως -41,2 °C. Είναι διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων. Fluoroborate [Φθοροβορικός] Ανόμγ. Χημ. 1. Αναφέρεται στα βορικά άλατα, στα οποία κάποια άτομα οξυγόνου έχουν αντικατασταθεί με άτομα φθορίου. 2. Ονομάζεται το σύμπλοκο ιόν BF 4 \ το οποίο σχηματίζεται κατά τη διάσπαση του φθοροβορικού οξέος.

Fluoroboric Acid [Φθοροβορικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Σύμπλοκο μονοβασικό οξύ, που σχηματίζεται κατά την αντίδραση υδροφθορίου, HF, με τριφθοριούχο βόριο, BF3. Ο χημικός του τύπος είναι HBF4, το μοριακό βάρος 87,81 και το σημείο τήξεως 130°C, όπου διασπάται. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε νερό και αιθανόλη. Fluorocarbon Resin [Φθορανθρακική Ίνα] Ομγ. Χημ. Πολυμερές που προκύπτει από φθοράνθρακες, με πολύ καλή χημική σταθερότητα. Fluorocarbons [Φθοράνθρακες] Ομγ. Χημ. Είναι χημικές ενώσεις που λαμβάνονται από υδρογονάνθρακες, με αντικατάσταση ατόμων υδρογόνου από άτομα φθορίου. Είναι χημικά σταθερές ενώσεις, χαμηλής τοξικότητας και με χαμηλή ελεύθερη επιφανειακή ενέργεια. Χρησιμοποιούνται ως ψυκτικά, ως προωθητικά αεριολυμάτων, καθώς και ως διαλύτες. Fluoroform [Φθοροφόρμιο] Ομγ. Χημ. Είναι το τριφθορομεθάνιο, με χημικό τύπο CHF3, μοριακό βάρος 70,01, σημείο ζέσεως -82,2 °C και σημείο πήξεως -160 °C. Πρόκειται για άχρωμη, αέρια ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως ψυκτικό και ως διαλύτης. Fluorometer [Φθοριόμετρο] Φυσ. Κάθε όργανο για την ανίχνευση και μέτρηση της ακτινοβολίας φθορισμού. Fluorophosphoric Acid [Φθοροφωσφορικύ Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Ελαιώδης άχρωμη υγρή ένωση, με χημικό τύπο H2PO3F, μοριακό βάρος 99,99 και σημείο πήξεως -80 °C. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε χημικές αντιδράσεις. Fluoropolymcr [Φθοροπολυμερές] Ομγ. Χημ. Περιλαμβάνει τις ενώσεις που παράγονται από πολυμερισμό φθοριωμένων παραγώγων οργανικών ενώσεων. Fluoroscein [Φθοροσκεϊνη ή φλουοροσκεϊνη] Ομγ. Χημ. Ένωση με τύπο C12H20O5, που παρασκευάζεται με σύντηξη φθαλικού ανυδρίτη και ρεσορκίνης. Είναι κίτρινου έως ερυθρού χρώματος και σε μικρές συγκεντρώσεις σε αλκάλια παρουσιάζει έντονο πράσινο φθορισμό. Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της ροής θαλάσσιων ή υπόγειων υδάτων σε υδρολογικές μελέτες, ως χημικός δείκτης, για τη παρασκευή χρωμάτων κ.λ.π. Fluoroscope [Φθοροσκόπιο] Φνσ. Οργανο με φθορίζουσα οθόνη επί της οποίας αποτυπώνονται, υπό μορφή άμεσα παρατηρήσιμων σκιών, τα περιεχόμενα ή τα τμήματα της εσωτερικής δομής ενός αντικειμένου λόγω της διαφορετικής μετάδοσης των ακτίνων χ μέσα απ' αυτά. Fluoroscopy [Φθοριοσκόπηση] Φυσ. Η μέθοδος της εξέτασης ενός αντικειμένου με φθοροσκόπιο. Fluorosilicate [Φθοριοπυριτικό Αλας] Ανόμγ. Χημ. Αλας που περιέχει το ιόν SiF62' και παράγεται από φθοριοπυριτικό οξύ. Fluosilicic Acid [Φθοριοπυριτικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι H2SiF6 και υπάρχει συνήθως ως ενυδατωμένο μόριο. Είναι άχρωμη ένωση, τοξική ένωση, διαλυτή στο νερό. Με θέρμανση διασπάται, ενώ έχει την ιδιότητα να προσβάλλει το γυαλί. Fluosulfonic Acid [Φθοροθειικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη υγρή ένωση, με χημικό τύπο HS0 3 F, μοριακό βάρος 100,06, σημείο ζέσεως 165,5 °C και σημείο πήξεως -87,3 °C. Πρόκειται για διαβρωτική ουσία, διαλυτή σε ψυχρό νερό, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Flurry [Μπουρίνι] Μετεωμ. Καιρικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται σε ριπές βροχής, χιονιού ή ανέμου με-

-595 γάλης έντασης αλλά μικρής διάρκειας. Flush Coat [Μονωτική μεμβράνη] Οικοδ. Σε ένα σύστημα μόνωσης δώματος που ,η στρώση που αποτελείται απύ ειδικό ρευστό υλικό ασφαλτικού τύπου και εξασφαλίζει την υδρομόνωσης. Fluvial [Ποτάμιος] Υδρολ. Όρος που υποδηλώνει σχέση με ποταμό ή ποτάμιο περιβάλλον. Fluvial Deposit [Ποτάμια απόθεση] Υδρολ. Απόθεση υλικών (π.χ. άμμου, κροκαλών, λατυπών) σε κάποιο σημείο της χέρσου από τη διαβρωτική και μεταφορική δράση ρέοντος ύδατος. Fluvial Lake [Ποταμολίμνη] Υδρολ. Αίμνη που σχήματίζεται λόγω διεύρυνσης των ορίων της κοίτης σε κάποιο σημείο της ροής ποταμού. Fluviatille [Ποτάμιος] Υδρολ. Όρος που χαρακτηρίζει χερσαίο σχηματισμό ή απόθεση (π.χ. χαλικιών, άμμου) που οφείλεται στη δράση ρέοντος ύδατος κατά μία ποτάμιο φάση. Fluvioglacial [Ποταμοπαγετώδης] Υδμολ. Όρος που χαρακτηρίζει αποθέσεις ή σχηματισμούς που δημιουργούνται από τη γεωλογική δράση ρέοντος ύδατος προερχόμενου από τη τήξη παγετώνα. Fluviology [Ποταμολογία] Υδρολ. Ο κλάδος της υδρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των ρεόντων υδάτων υπό μορφή ποταμών ή ρυακιών. Fluviomarine [Ποταμοθαλάσσιος] Υδρολ. Όρος που χαρακτηρίζει σύνολο αποθέσεων ή σχηματισμών που οφείλονται εν μέρει σε ποτάμια και εν μέρει σε θαλάσσια φάση. Flux [Ροή] Φνσ. Έστω ένα ηλεκτρικό ή μαγνητικό πεδίο F πάνω σε μια επιφάνεια S. Ορίζεται ως ροή το ολοκλήρωμα /Fd dS πάνω στην S. Flux Gate Magnetometer (Μαγνητόμετρο πύλης ροής] Ηλεκτμομαγν. Ειδικού τύπου μαγνητόμετρο, χρησιμοποιούμενου για ακριβείς μετρήσεις μαγνητικών πεδίων, το ευαίσθητο μέρος του οποίου είναι μια πύλη (μαγνητικής) ροής. Flux Of Energy [Ροή ενέργειας] Φυα. Είναι ένας όρος που αφορά την μετακίνηση κάποιας μορφής ενέργειας και το φαινόμενο αυτό μπορεί να μετρηθεί ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφανείας από όπου διέρχεται η ενέργεια. Fly Ash [Ιπτάμενη Τέφρα] Χημ. Πρόκειται για διασπορά σε αέρα, λεπτών στερεών σωματιδίων, τα οποία προέρχονται από διάφορες καύσεις. Το μέγεθος τους ποικίλλει από 0,075 έως 200 μηι, ανάλογα με την προέλευσή τους. Συνήθως περιέχονται άνθρακας, οξείδια πυριτίου, σιδήρου, νικελίου ή αργιλίου, θειικά άλατα ή υδρογονάνθρακες. Flying Boat [Υδροπλάνο] Αερομηχ. Είναι ένα είδος αεροσκάφους το οποίο έχει την δυνατύτητα να απογειώνεται και να προσγειώνεται επάνω στην επιφάνεια του νερού των λιμνών χάρη στον ειδικό σχεδιασμό και την κατασκευή του σκελετού του που παίζει τον ίδιο ρόλο με ένα σκαρί πλοίου όταν βρίσκεται στο νερό. Flying Bridge [Ιπτάμενη γέφυρα] Ναυπ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας χώρος που βρίσκεται πάνω από το χώρο καθοδήγησης του σκάφους και περιέχει εναλλακτικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμεύσουν στην πλοήγηση. Flying Saucer [Ιπτάμενος δίσκος] Αερομηχ. Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα γνωστά ufo, δηλαδή τα ιπτάμενα αντικείμενα άγνωστης ταυτότητας και προέλευσης. Flysch [Φλύσχης] Γεωλ. Σύστημα χερσογενών πετρω-

Focal Power

μάτων αποτελούμενων από αργιλικά και ψαμμιτικά στρώματα με ποικίλο πάχος και μέγεθος κόκκων με ενδιάμεσες ασβεστολιθικές ενστρώσεις με απολιθώματα. FM [Διαμόρφωση συχνότητας] —> Frequency Modulation Fm [Σύμβολο του femtometer] Μηχ. Σύμβολο της μονάδας μήκους femtometer. Είναι: lfm= 10 m Fm [Σύμβολο φέρμιου] Χημ. Πρόκειται για τον χημικό συμβολισμό του στοιχείου του φέρμιου όπως έχει δοθεί στον περιοδικό πίνακα. FMN [Σύμβολο FMN] Οργ. Χημ. Σύντμηση του flavin mononucleotide, του φλαβινο-μονονουκλεοδίου, που είναι παράγωγο της ριβοφλαβίνης και αποτελεί συνένζυμο πολλών ενζύμων που επιτελούν αναγωγικές και οξειδωτικές αντιδράσεις. Fnp [Συντομογραφία του fusion point] Φυα. Χημ. Σημείο σύντηξης. Foam [Αφρός] Φυα. Χημ. Κολλοειδές σύστημα, στο οποίο μια αέρια φάση είναι διεσπαρμένη σε υγρή. Foam Concrete [Ελαφρό μπετόν] Οικοδ. Σκυρόδεμα η σύνθεση του οποίου αποτελείται από ειδικά αδρανή χαμηλού ειδικού βάρους και χρησιμοποιείται για πλήρωση δαπέδων δίχως να προσθέτει μεγάλα φορτία στο φέροντα οργανισμό. Foaming [Αφρισμός] Χημ. Μηχ. Οποιαδήποτε διεργασία περιλαμβάνει σχηματισμό αφρού, με διασπορά ενός αερίου σε υγρό. Ο σχηματιζόμενος αφρός σταθεροποιείται με προσθήκη τασενεργών ουσιών. Focal Chord [Εστιακή χορδή] Μαθημ. Κάθε ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ του οποίου τα άκρα ικανοποιούν την εξίσωση μιας κωνικής τομής ενώ η εστία της κωνικής τομής ικανοποιεί την εξίσωση του ευθυγράμμου τμήματος. Focal Depth [Εστιακό βάθος] Γεωλ. Ορίζεται ως το βάθος της εστίας ενός σεισμού, δηλαδή πρόκειται για την κατακόρυφη απόσταση μεταξύ του υπόκεντρου και του επίκεντρου του σεισμού, Focal Length [Εστιακή απόσταση] Οπτικ. Εστιακή απόσταση φακού ή λεπτού σφαιρικού κατόπτρου καλείται η σταθερή απόσταση της κύριας εστίας από το οπτικό κέντρο του φακού ή τη κορυφή του κατόπτρου. Λαμβάνει θετικές τιμές για συγκλίνοντες φακούς και κοίλα κάτοπτρα και αρνητικές για αποκλίνοντες φακούς και κυρτά κάτοπτρα. Focal Plane [Εστιακό επίπεδο] Οπτικ. Εστιακό επίπεδο φακού ή σφαιρικού κατόπτρου ονομάζεται το επίπεδο το κάθετο επί το κύριο άξονα στο σημείο της κύριας εστίας αυτού. Είναι πραγματικό ή φανταστικό για πραγματική ή φανταστική κύρια εστία αντίστοιχα, Focal Point [Εστιακό σημείο] Οπτικ. Γενικά, κάθε σημείο οπτικού συστήματος που αποτελεί το στίγμα φωτεινής δέσμης. Ειδικότερα, το σημείο της κύριας εστίας επί του κύριου άξονα σφαιρικού κατόπτρου ή φάκού που αποτελεί το στίγμα μονοχρωματικής παράλληλης προς το κύριο άξονα δέσμης. Είναι πραγματικό για συγκλίνοντες φακούς και κοίλα κάτοπτρα και αρνητικό για αποκλίνοντες φακούς και κυρτά κάτοπτρα, Focal Power [Εστιακή ισχύς] Οπτικ. Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο ενός φακού ή κατόπτρου που εκφράζει τη συγκεντρωτική (διαθλαστική ή ανακλαστική) ικανότητα του. Ορίζεται ως το αντίστροφο της εστιακής απόστασης με μονάδα μέτρησης τη διοπτρία dp ίση με 1 m 1 και λχχμβάνει θετικές τιμές για συγκλίνοντες φακούς και κοίλα κάτοπτρα και αρνητικές τιμές

Focal Property

-596 -

για αποκλίνοντες φακούς και κυρτά κάτοπτρα. Focal Property [Εστιακή ιδιότητα] Μαθημ. Ο λόγος της απόστασης τυχαίου σημείου της κωνικής τομής από την εστία της προς την απόσταση του σημείου από τη διευθετούσα ευθεία είναι σταθερός. Focal Radius [Εστιακή ακτίνα] Μαθημ. Η ακτίνα που ορίζεται για κάθε είδος κωνικής τομής ως το ευθύγραμμο τμήμα ΚΑ, όπου Κ είναι το σημείο που αντιπροσωπεύει την εστία της κωνικής τομής και Α είναι σημείο που ικανοποιεί την εξίσωσή της. Focal Surface [Εστιακή επιφάνεια] Οπτικ. Η επιφάνεια που ορίζεται από τη κύρια εστία και το σύνολο των δευτερευουσών εστιών φακού ή σφαιρικού κατόπτρου και επί της οποίας, εφαπτόμενο στο σημείο της κύριας εστίας, είναι το εστιακό επίπεδο. Focus 1 [Εστία] Γεωφυσ. Με τον όρο αυτό ονομάζεται το σημείο εκείνο εντός του φλοιού της Γης από όπου αρχίζει η διάρρηξη των πετρωμάτων και κατά συνέπεια επέρχεται το φαινόμενο του σεισμού. Focus 2 [Εστία] Μαθημ. Σταθερό σημείο έλλειψης, υπερβολής ή παραβολής το οποίο προσδιορίζει το είδος και το μέγεθος της κωνικής τομής ανάλογα με τη διευθετούσα ευθεία. Foehn [Φεν] Μετεωρ. Συνήθης τύπος πολύ ξηρού και θερμού ανέμου, ειδικότερα των Αλπεων αλλά και γενικά των υπήνεμων κλιτύων ορεινών όγκων, με διεύθυνση από τη κορυφογραμμή προς τους πρόποδες, που οφείλεται στην αδιαβατική συμπίεση αέριας μάζας που προηγουμένως κινήθηκε ανοδικά κατά τη προσήνεμο πλευρά λόγω συνδυασμού υψηλών και χαμηλών πιέσεων. Προκαλεί τοπικά μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας (μέχρι και 12° Κελσίου) και μείωση της σχετικής υγρασίας αλλά και συχνά, σε παρατεταμένη διάρκεια του, καταστροφές. Fog [Ομίχλη] Μετεωρ. Σταγονίδια νερού ή πάγου σε πυκνή διάταξη έτσι ώστε να μειώνεται η ορατότητα. Η ομίχλη προκαλείται από τη συμπύκνωση ή την εξάχνωση σωματιδίων του αέρα. Η γενικότερη υποδιαίρεση του φαινομένου αυτού είναι οι ομίχλες εξάτμισης και ομίχλες ψύξης. Fog Deposit [Πάχνη] Υδρολ. Είναι τα υπολείμματα που αφήνει ένα παγωμένο στρώμα ομίχλης πάνω στα φύλλα των φυτών και σε όλα τα άλλα αντικείμενα, τις πρωινές συνήθως ώρες. Fog Detector Light [Φάρος ομίχλης] Ναυπ. Είναι ένα πρόσθετο, συνήθως άλλου χρώματος φως, που υπάρχει στους φάρους, και το οποίο τίθεται σε λειτουργία σε περίπτωση ομίχλης σε συνδυασμό με το σύνηθες φως, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Fog Drip [Σταγόνες ομίχλης] Υδρολ. Συμβαίνει πολλές φορές να στάζουν από τα φύλλα των δέντρων σταγόνες που έμειναν εκεί από κάποιο στρώμα ομίχλης και υγροποιήθηκαν. Fog Drop [Σταγόνα ομίχλης] Μετεωρ. Τα σταγονίδια του νερού ή του πάγου που αποτελούν την ομίχλη. Το μέγεθος τους εξαρτάται από τη θερμοκρασία και κυμαίνεται από 2 μικρόν το ελάχιστο ως 15 μικρόν το μέγιστο. Fog Forest [Δάσος ομίχλης] Οικολ. Έτσι ονομάζονται οι δασικές εκτάσεις που καλύπτουν τα βουνά των τροπικών περιοχών και βρίσκονται σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Η βλάστηση εκεί είναι ασυνήθιστα έντονη γι' αυτό το υψόμετρο, και αυτό οφείλεται στο συνδυασμό των τροπικών βροχών, και των στρωμάτων από σύννεφα που υπάρχουν και έτσι συγκρατείται μεγάλη

ποσότητα υγρασίας. Fog Gong [Γκονγκ ομίχλης] Nam. Είναι ένα κυκλικό, μεταλλικό επίπεδο το οποίο κρέμεται και όταν χτυπηθεί δίνει έναν δυνατό ήχο. Το όργανο αυτό χρησιμοποιείται από τα πλοία για να επικοινωνούν και να αναγνωρίζονται σε περίπτωση ανάγκης, Fog Gun [Όπλο ομίχλης] Nairn. Είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με το γύρω περιβάλλον και χρησιμοποιείται σε περίπτωση ομίχλης. Εφόσον η ορατότητα είναι μικρή στην περίπτωση αυτή, ο ήχος είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας, Fog Horn [Κέρας ομίχλης] Ναυπ. Είναι ένα ηχητικό όργανο που χρησιμοποιείται από τα πλοία όταν βρεθούν σε ομιχλώδες τοπίο. Fog Scale [Κλίμακα ομίχλης] Μετεωρ. Το σύστημα μέτρησης της ομίχλης που βασίζεται στη μείωση της ορατότητας κατά την αύξηση της πυκνότητας της ομίχλης. Fog Signal [Σήμα ομίχλης] Ναυπ. Είναι ένα σήμα που αποστέλλουν τα πλοία σε περιπτώσεις που βρίσκονται σε ομιχλώδες περιβάλλον και έχουν περιορισμένη ορατότητα. Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας και βοηθήματος στις περιπτώσεις αυτές. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και το όργανο με το οποίο αποστέλλεται το σήμα αυτό. Fog Siren [Σειρήνα ομίχλης] Ναυπ. Είναι μια σειρήνα που χρησιμοποιείται σε περίπτωση ομίχλης από τα πλοία. Fog Trumpet [Τρομπέτα ομίχλης] Ναυπ. Είναι ένα ηχητικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται ως σινιάλο σε περίπτωση ομίχλης. Fog Whistle [Σφυρίχτρα ομίχλης] Ναυπ. Είναι μια σφυρίχτρα με δυνατό ήχο και με διαβαθμίσεις στην ένταση που χρησιμοποιείται σε περίπτωση ομίχλης. Fogbank [Θαλάσσια ομίχλη] Μετεωρ. Πρόκειται για μία συσσωρευμένη μάζα υδρατμών η οποία σχηματίζει ένα πυκνό στρώμα ομίχλης επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Fogbound [Ακινητοποιημένο λόγω ομίχλης] Ναυπ. Είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την κατάσταση ενός πλοίου όταν αυτό λόγω ομίχλης προτιμά να ακινητοποιηθεί για να συνεχίσει ασφαλέστερα στην πορεία του όταν η ομίχλη διαλυθεί, Foggite [Φογκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό ασβέστιο και αργίλιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος.. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Fold [Πτυχή] Γεωλ. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της στρωματογραφικής δομής όταν από επίπεδη γίνεται έντονα κυρτωμένη όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα στρώματα των ιζηματογενών πετρωμάτων. Υπάρχουν διάφορα είδη εδαφικών πτυχώσεων όπως η ανεστραμμένη, η ασύμμετρη, η κεκλιμένη και η συμμετρική. Οφείλεται στην δράση των παράλληλων δυνάμεων ως προς το μέσο επίπεδο τους. Fold Belt [Ορογενετική ζώνη] -> Orogenic Belt Folding Door [Συρόμενη πόρτα.] Οικοδ. Πόρτα που αποτελείται από λωρίδες μικρού πλάτους που συνδέονται μεταξύ τους με ελαστικούς αρμούς και διπλώνουν όταν την ανοίγουμε. Folic Acid [Φολικό οξύ] Opy. Χημ. Οργανική ένωση, μέλος του συμπλέγματος των Β βιταμινών, του τύπου C19H19N7O6, που συναντάται σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς. Είναι κίτρινη, πορτοκαλί, ελαφρά υδατο-

-597 διαλυτή κρυσταλλική ουσία με όξινο χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται στην ιατρική ως αντιανεμικό. Folium [Φύλλο] Γεωλ. Κάθε ένα από ένα σύνολο πολύ λεπτών παράλληλων στρωμάτων που αναπτύσσεται πρωτογενώς ή δευτερογενώς σε ορισμένα πετρώματα (ιδιαίτερα τα μεταμορφωσιγενή) που παρουσιάζουν την ιδιότητα της φύλλωσης δηλ. να αποχωρίζονται κατ1 αυτό τον τρόπο. Folium Of Descartes [Φυλλοειδής του Descartes] ΜαΘημ. Καμπύλη γραμμή στο επίπεδο τρίτου βαθμού της οποίας οι συντεταγμένες σε ορθογώνιο καρτεσιανό σύστημα είναι x 3 +y 3 -3axy=0, όπου α είναι μια σταθερά, Η πλήρης μορφή της καμπύλης συνοδεύεται από μια ασύμπτωτη που περνά από τα σημεία (-α,Ο) και (0,-α). Following Sea [Ομόρροπη θάλασσα] Ναυπ. Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ο κυματισμός που εμφανίζει η θάλοσσα, έχει την ίδια φορά με την κίνηση ενός πλοίου. Font [Γραμματοσειρά] Τεχνολ. Ονομάζεται μία σειρά από κεφαλαία και μικρά γράμματα, αριθμούς, σημεία στίξης και άλλους χαρακτήρες που ακολουθούν το ίδιο στυλ γραφής. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και στην πληροφορική για να δηλώσει το ίδιο σε σχέση κυρίως με τα λογιστικά προγράμματα των κειμενογράφων των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Food Analog [Υποκατάστατο τροφής] Τεχνολ. Τμοφ. Τεχνητή τροφή φτιαγμένη με σκοπό την απομίμηση μιας φυσικής τροφής. Μερικές φορές μπορεί να έχει χαρακτηριστικά ποιοτικά ανώτερα της φυσικής αυτής τροφής, συνήθως όμως είναι αμφισβητήσιμης θρεπτικής αξίας. Food Chain [Διατροφική αλυσίδα] Τεχν. Τμοφ. Είναι μια αλυσίδα κάθε κρίκος της οποίας αντιστοιχεί στις διατροφικές ιδιότητες των διαφόρων ειδών ζωής πάνω στη Γή, και δείχνει την εξάρτηση κάθε είδους από τα προηγούμενα του. Food Chemical Preservative [Χημικό συντηρητικό τροφίμων] Τεχν. Τμοφ. Χημική ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέχρι ορισμένη μικρή ποσότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Γενικού Χημείου του κάθε κράτους, για τη συντήρηση ορισμένων τροφίμων με δράση, κυρίως, αντιοξειδωτική (π.χ. υδροξυτολουένιο, εστέρες του γαλλικού οξέος κ.λ.π.) ή αντιμυκητική (π. χ. βενζοϊκό οξύ, νιτρικές ενώσεις, άλατα προπιανικού οξέος κ.λ.π.). Food Chemistry [Χημεία τροφίμων] Χημ. Τμοφ. Ο κλάδος της τεχνολογίας τροφίμων που ασχολείται με τη κατανομή των διαφόρων τροφών σε κατηγορίες, τη μελέτη της σύστασης και το προσδιορισμό της θρεπτικής τους αξίας καθώς και με τον έλεγχο της ποιότητας τους. Food Colour Additive [Προσθετικό χρώμα τροφίμων] Χημ. Τμοφ. Χρωστική από φυσική πηγή ή ως συνθετικό προϊόν (αντίστοιχο ή όχι φυσικού) όπως η τερτραζίνη, το πράσινο S, η καρμαζίνη, ή ινγκοτίνη κ.λ.π. που χρησιμοποιείται, σε υγρή μορφή ή σκόνη, για την αποκατάσταση χρώματος που χάθηκε κατά την επεξεργασία ώστε να προσδίδεται ελκυστική ή τυποποιημένη εμφάνιση σε κάποιο τροφικό προϊόν. Η χρήση τους υπόκεινται σε ειδικούς περιορισμούς κατά κράτος και αναγράφονται, συνήθως υπό μορφή κώδικα, επί των προϊόντων. Food Preservation [Συντήρηση τροφίμων] Τεχν. Τμοφ. Το σύνολο των μεθόδων (προσθήκη χημικών συντηρητικών, κατάψυξη, ειδική συσκευασία, παστερίωση κ.λ.

Footprint

π.) που χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της απόδοσης των τροφίμων με τη προστασία τους από αποσυνθέσεις λόγω της δράσης μικροοργανισμών ή άλλες αλλοιώσεις (οξείδωση κ.λ.π.). Food Pyramid [Διατροφική πυραμίδα] Τεχν. Τροφ. Είναι μια φανταστική πυραμίδα η οποία περιέχει τις διατροφικές συνήθειες των ειδών μιας κοινωνίας σε διαβαθμίσεις. Food Technology [Τεχνολογία τροφίμων] Τεχν. Τροφ. Ο κλάδος της εφαρμοσμένης χημείας με αντικείμενο τα τρόφιμα. Περλαμβάνει τη χημική τεχνολογία που ερευνά και μελετά τις διεργασίες μετατροπής των πρώτων υλών, τη σύνθεση νέων τροφών κ.λ.π. και τη βιομηχανική τεχνολογία που ασχολείται με τις τεχνικές μεθόδους για τη παραγωγή τελικών προϊόντων και βέλτιστων αποδόσεων. Food Web [Διατροφικός ιστός] Οικολ. Είναι ένας ακόμη τρόπος απεικόνισης των διατροφικών συνηθειών των διάφορων ειδών μιας κοινωνίας και της σχέσεις μεταξύ τους. Foordite [Φουρδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο το νιοβίου, του τανταλίου και του δισθενούς κασσίτερου. Σχηματίζει καστανούς, ημιδιάφανους, με υαλώδη ή αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,7. Foot [Πόδι] Τεχνολ. Μονάδα μήκους του αγγλοσαξονικού συστήματος που αντιστοιχεί περίπου σε 30 εκατοστά του δεκαδικού μετρικού συστήματος, Foot Bridge [Πεζογέφυρα] Τεχνολ. Γέφυρα που κατασκευάζεται και προορίζεται μόνο για κυκλοφορία πεζών. Αυτού του τύπου οι γέφυρες χρησιμοποιούνται για να επιτρέψουν στους πεζούς να διασχίσουν έναν αυτοκινητόδρομο. Foot Stall [Θεμέλιο υποστυλώματος] Οικοδ. Καλείται το κατώτερο μέρος ενός υποστυλώματος μίας κατασκευής, που έρχεται σε επαφή με το έδαφος καθώς μεταφέρει τα φορτία του σε αυτό. Υπάρχουν διαφόρων ειδών θεμέλια, συνήθως όμως έχουν το γεωμετρικό σχήμα πυραμίδας, χωρίς την κορυφή της, ώστε με την διαπλάτυνση που σχηματίζεται στην βάση να μειώνουν την τελική τάση που ασκείται στο έδαφος, Footage [Μήκος σε πόδια] Τεχνολ. Το μήκος ενός στοιχείου που εκφράζεται με την αντίστοιχη μονάδα του αγγλοσαξονικού συστήματος μέτρησης. Foothills [Περιμετρικοί λόφοι βουνού] Γεωδ. Είναι ένας σχηματισμός του εδάφους όπου παρουσιάζονται μικρά υψώματα στους πρόποδες μεγαλύτερων βουνών, Footing [Πέδλο] Οικολ. Είναι το στοιχείο της φέρουσας κατασκευής πάνω στο οποίο στηρίζεται ένα υποστύλωμα και το οποίο μεταφέρει τα φορτία του υποστυλώματος στο έδαφος. Υπάρχουν δύο τύποι πέδιλων : τα μεμονωμένα πέδλα που φέρουν ένα μόνο υποστύλωμα και τα συνεχή πέδλα που φέρουν μια σειρά υποστυλωμάτων. Footprint fΙχνος] Επικοιν. I. Μια περιοχή της γήινης επιφάνειας που καλύπτει η δέσμη ενός δορυφόρου. 2. Μια αποτύπωση μίας γενικότερης κατάστασης πχ ένα σημείο του χωροχρόνου σε ένα δίκτυο όπως την πιάνει ένας αναλυτής. Footprint [Κάτοψη θεμελίωσης] Οικοδ. Καλείται το σχέδιο που αποτυπώνει πλήρως τις θέσεις των θεμελίων όλων των υποστυλωμάτων μίας κατασκευής, καθώς επίσης και τα γεωμετρικά τους σχήματα, τις διαστάσεις τους, τα ύψη τους και οτιδήποτε άλλο χρειάζε-

F O R Statement

-598 -

ται για την εφαρμογή του στην πράξη. FOR Statement [Εντολή FOR] Υπολ. Εντολή επανάληψης (που χρησιμοποιείται δηλαδή για επανάληψη μιας ή περισσοτέρων εντολών) η οποία συναντάται σε διάφορες γλώσσες προγραμματισμού. Σε αυτήν ο αριθμός των επαναλήψεων είναι γνωστός από την αρχή, δηλαδή κατά τη συγγραφή του προγράμματος. Forbiddcn Band [Απαγορευμένη ζώνη] Φυα. Στερ. Κατ. Ενεργειακή ζώνη σε ένα στερεό στην οποία δεν επιτρέπεται να υπάρχουν ηλεκτρόνια. Forbidden Combination Check [Έλεγχος απαγορευμένου συνδυασμού] Υπολ. Ένας έλεγχος συνήθως αυτόματος, ο οποίος γίνεται για να διακριβωθεί η ύπαρξη ή όχι ενός μη επιτρεπόμενου κωδικού συνδυασμού, Εφαρμόζεται για την ανίχνευση σφαλμάτων στα προγράμματα ενός Η/Υ. Forbidden Line [Απαγορευμένη γραμμή] Πυρην. Φυα. Γραμμή του μοριακού φάσματος εκπομπής ή απορρόφησης που δεν μπορεί να παρατηρηθεί γιατί είναι σε συχνότητα ή μήκος κύματος που αντιστοιχεί σε οπτική μετάβαση μη επιτρεπτή από τους κανόνες επιλογής δηλ. ΔΙ = +1,-1 και Δν = +1,-1 όπου 1 και ν ο κβαντικός αριθμός περιστροφής και ταλάντωσης αντίστοιχα. Forbidden Transition [Απαγορευμένη μετάβαση] Φυα. Μια ενεργειακή μετάβαση μεταξύ δύο δυνατών κβαντικών καταστάσεων ενός συστήματος η οποία έχει πολύ μικρή κβαντομηχανική πιθανότητα, σε αντίθεση με την επιτρεπτή μετάβαση (allowed transition). Force [Δύναμη] Μηχ. Είναι το εντατικό μέγεθος μιας κατάστασης ώθησης ενός στοιχείου που προκαλεί την κίνηση του στοιχείου από μια αρχική θέση που είχε μέσα στο χώρο. Force Majeur [Ανωτέρα βία] Epy. Σε ένα εργολαβικό συμβόλαιο, τα άρθρα που αναφέρονται στις καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών, οι οποίες θα επηρεάσουν την ομαλή πρόοδο των εργασιών και θα δημιουργήσουν καθυστερήσεις στις συμβατικές προθεσμίες δίχως κανένας από τους δύο συμβαλλόμενους να ευθύνεται για τη δημιουργία αυτών των καταστάσεων. Για παράδειγμα τέτοιες καταστάσεις μπορεί να προκύψουν από ασυνήθιστες καιρικές συνθήκες, από φυσικές καταστροφές ή από κοινωνικές αναταραχές, απεργίες κλπ. Force Polygon [Δυναμοπολύγωνο] Μηχ. Πρόκειται για γεωμετρικό σχήμα πολυγώνου, με το οποίο αναπαρίστανται γραφικά τα διανύσματα των δυνάμεων που ασκούνται σε ένα σώμα το οποίο βρίσκεται σε κατάστάση ισορροπίας. Χρησιμοποιείται για την γραφική επίλυση προβλημάτων της μηχανικής. Forced Air Heating [Θέρμανση με Εξαναγκασμένη Ροή Αέρα] Μηχ. Σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί κυκλοφορία θερμού αερίου ρεύματος, με σκοπό τη θέρμανση ενός μέσου. Η κυκλοφορία του αερίου επιτυγχάνεται με τη βοήθεια συσκευής συμπίεσης και μεταφοράς. Forced Circulation [Εξαναγκασμένη Ροή] Μηχ. Χαρακτηρίζει την κίνηση ενός ρευστού, όταν αυτή επιτυγχάνεται με μηχανικά μέσα και δεν είναι αποτέλεσμα φυσικών συνθηκών. Forced Circulation Boiler [Ατμογεννήτρια Εξαναγκασμένης Ροής] Μηχ. Συσκευή παραγωγής ατμού, στην οποία χρησιμοποιείται αντλία για τη μεταφορά του νερού τροφοδοσίας στα διάφορα τμήματα. Forced Oscillation [Εξαναγκασμένη ταλάντωση] Μηχ. Ταλάντωση που προκαλείται από εξωτερικό περιοδικό

(δυναμικό) αίτιο. Διαφορετικά λέγεται και Forced vibration. Forced Vibration [Εξαναγκασμένη δόνηση] Μηχ. Η ίδια έννοια με το Forced Oscillation, Fore [Πλώρη] Ναυπ. 1. Είναι το μπροστινό μέρος ενός πλοίου, το μακρινότερο άκρο από την πρύμνη. 2. [Πλωριός] Χρησιμοποιείται και σαν επίθετο για να δηλώσει τη θέση ή την κατεύθυνση προς την πλώρη του πλοίου. Forebody [Το μισό του πλοίου προς την πλώρη] Ναύπ. Είναι η έκταση εκείνη του πλοίου που βρίσκεται από την πλώρη έως το μέσο πλώρης - πρύμνης, Forecast [Πρόγνωση] Μετεωρ. Μελέτη η οποία βασίζεται πάνω σε μετεωρολογικές παρατηρήσεις και αναφέρει τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν σε κάποια περιοχή. Η πρόγνωση του καιρού δεν είναι πάντα απόλυτα ακριβής αλλά αντιπροσωπεύει αυτό που αναμένεται να συμβεί σύμφωνα με την επιστήμη της μετεωρολογίας. Forecast Period [Περίοδος πρόγνωσης] Μετεωρ. Π χρονική περίοδος για την οποία γίνονται οι προβλέψεις των καιρικών συνθηκών για κάποια περιοχή. Όσο μικρότερο είναι αυτό το διάστημα τόσο πιο ακριβής είναι η πρόβλεψη. Forecast Verification [Επιβεβαίωση πρόγνωσης] Μαθημ. Σύνολο μεθόδων που έχουν σκοπό να εξετάσουν την ακρίβεια των συστημάτων πρόβλεψης του καιρού, Forecasting 1 [Πρόγνωση] Επικοιν. Η πρόβλεψη, βάσει των υπαρχόντων στοιχείων, των συνθηκών μιας ραδιομετάδοσης για ένα επόμενο χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους. Forecasting [Πρόγνωση] Μετεωρ. Η διαδικασία πρόβλέψης των μελλοντικών στοιχείων καιρού με επεξεργασία των παρόντων και παρελθόντων χαρακτηριστικών που παρουσίαζε ο καιρός, Forefoot [Καρίνα πλώρης] Ναυπ. Είναι το μέρος εκείνο του ύφαλου μέρους ενός πλοίου που βρίσκεται πιο κοντά στην πλώρη και το βυθό ταυτόχρονα, Foreground |Προτεραιότητα] Υπολ. Ρουτίνα ή διαδικασία χειρισμού πολλαπλών προγραμμάτων, σύμφωνα με την οποία τα προγράμματα υψηλής προτεραιότητας επεξεργάζονται από τον υπολογιστή πριν από τα προγράμματα χαμηλότερης προτεραιότητας. Foreign Matter [Ξένο σώμα] Επιστ. Τεχν.'Έχο. κομμάτι ύλης που δεν έχει φυσική σχέση με το περιβάλλον του. Foreman [Εργοδηγός] Οικ. Μέλος του διοικητικού προσωπικού ενός έργου που έχει την τεχνική εποπτεία ορισμένου αριθμού συνεργείων ή τη συνολική εποπτεία μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας. Forepeak [Μπροστινή δεξαμενή] Ναυπ. Είναι ένας κενός χώρος στο μπροστινό άκρο ενός πλοίου που χρησιμεύει ως δεξαμενή υγρών και συνήθως γεμίζει με πόσιμο νερό. Forepeak Bulkhead [Χώρισμα μπροστινής δεξαμενής] Ναυπ. Είναι το μεταλλικό συνήθως τοίχωμα που χωρίζει τη μπροστινή δεξαμενή από τον υπόλοιπο χώρο του πλοίου. Foreshock [Προσεισμός] Γεωλ. Καλείται κάθε μικρότερος σε μέγεθος σεισμός από μία ολόκληρη ακολουθία σεισμικών δονήσεων που προηγείται ενός κύριου σεισμού σε μία συγκεκριμένη κάθε φορά γεωγραφική πέριοχή της Γης. Foreshore [Παραλία παλίρροιας] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το μέρος εκείνο του παραλιακού

- 599 -

εδάφους μιας περιοχής, το οποίο περιοδικά εμφανίζεται και βυθίζεται με την άμπωτη και την πλημμυρίδα που λαμβάνουν χώρα. Foresight [Στόχευση] Γεωδ. 1. Η διαδικασία λήψης μετρήσεων με ένα χωροβάτη με σκοπό τον υπολογισμό του υψομέτρου ενός νέου σημείου του εδάφους. 2. Η διαδικασία λήψης μετρήσεων μιας κορυφής ενός πολυγώνου για το κλείσιμο του πολυγώνου. 3. Η διαδικασία της ανάγνωσης από ένα χωροβάτη του σημείου μιας σταδίας απ'όπου προκύπτει το υψόμετρο του σημείου στο οποίο είναι τοποθετημένη η σταδία. Forest [Δάσος] Οικολ. Είναι ένα οικοσύστημα. Το κύριο είδος βλάστησης είναι τα δέντρα, το είδος των οποίων κάποιες φορές μπαίνει σαν πρώτο συνθετικό στη λέξη 'δάσος' για ακριβέστερο προσδιορισμό του. Περιλαμβάνει διάφορα και χαρακτηριστικά είδη πανίδας και χλωρίδας που συμβιώνουν στο περιβάλλον αυτό. Forest Climate [Κλίμα δασικής περιοχής] Κλιμ. Μικροκλίμα που χαρακτηρίζει τους τόπους όπου κυριαρχεί η δασική κάλυψη, επίσης γνωστό και ως humid climate, δηλαδή υγρό κλίμα. Forest Conservation [Διατήρηση των δασών] Οικολ. Λόγω της εκτεταμένης αποξήλωσης και μόλυνσης των δασικών περιοχών, είναι πλέον αναγκαία η ύπαρξη κάποιων μέτρων προστασίας τους, που χαρακτηρίζονται με τον παραπάνω όρο. Forest Ecology [Δασική οικολογία] Οικολ. Είναι ένα τμήμα της επιστήμης της οικολογίας που ασχολείται με την πανίδα και τη χλωρίδα των δασικών περιοχών και τη μεταξύ τους σχέση. Forestay [Πρότονος] Ναυπ. Είναι το σκοινί το οποίο στηρίζει το μπροστινό κατάρτι ενός πλοίου και η μία άκρη του οποίου βρίσκεται στην πλώρη ενώ η άλλη στο κατάρτι. Συνήθως είναι δύο σχοινιά και λέγονται τα πρότονα. Forestry [Δασοκομία] Οικολ. Είναι η λήψη προϊόντων από τα δάση που είναι απαραίτητα στους ανθρώπους, και η ταυτόχρονη προσφορά βοήθειας σ' αυτά ώστε να διατηρηθούν. Forge [Σιδηρουργείο] Μεταλλ. Καλείται ο κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος με τα απαραίτητα εργαλεία για την σφυρηλάτηση μετάλλων και την μετατροπή τους στα επιθυμητά γεωμετρικά σχήματα με την εφαρμογή υψηλών θερμοκρασιών και κρουστικών θλιπτικών φορτίσεων. Forklift [Περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα] Μηχ. Πρόκειται για σχετικά μικρό και ευέλικτο μηχάνημα, που χρησιμοποιείται συνήθως εντός των αποθηκών ή άλλων χώρων για την ανύψωση βαριών αντικειμένων, την μετακίνησή τους ή την φόρτωσή τους σε φορτηγά. Διαθέτει στο μπροστινό του τμήμα σύστημα δύο ή περισσότερων πηρουνιών τα οποία ανυψώνουν και κατεβάζουν τα φορτία με υδραυλικό σύστημα. Form [Καλούπι] Οικοδ. Η κατασκευή από ξυλεία ή μεταλλικά εξαρτήματα που τοποθετείται στην περιοχή ανέγερσης ενός κτίσματος από οπλισμένο σκυρόδεμα πάνω στην οποία θα συναρμολογηθεί ο οπλισμός στη διάταξη που εμφανίζεται στα κατασκευαστικά σχέδια και θα τοποθετηθεί το νωπό σκυρόδεμα μέχρι να αποκτήσει τη φέρουσα ικανότητα του. Form Feed Character [Σύμβολο τροφοδοσίας εντύπου] Υπολ. Ένας χειριστής διάταξης με τη χρήση του οποίου ο εκτυπωτής μετακινείται στην πρώτη γραμμή της επόμενης σελίδας (λευκού χαρτιού ή εντύπου).

Format

Form Feed Printer [Εκτυπωτής συνεχούς τροφοδοσίας χαρτιού / εντύπου] Υπολ. Ειδικός τύπος εκτυπωτή που εκτυπώνει τα προς εκτύπωση κείμενα χωρίς ενδιάμεση διακοπή με χαρτί διάρκειας ή με συνεχή τροφοδοσία. Form Lining [Επένδυση ξυλοτύπου] Οικοδ. Η τοποθέτηση πάνω στην επιφάνεια ενός ξυλοτύπου μιας επένδυσης με σκοπό να δημιουργηθεί στο στοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα η εμφάνιση της όψης που έχει προγραμματιστεί για αισθητικούς λόγους. Χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη όψη του στοιχείου από οπλισμένο σκυρόδεμα θα είναι εμφανής. Form Of Contract [Τύπος Συμβολαίου] Εργ. Στα τεύχη της διακήρυξης μιας εργολαβίας, το τεύχος που παρουσιάζεται η γενική μορφή του συμβολαίου που θα υπογραφεί από τον μελλοντικό ανάδοχο. Form Of Tender [Τύπος διακήρυξης] Εμγ. Είναι η πρώτη σελίδα μιας διακήρυξης όπου περιέχονται περιληπτικά τα στοιχεία του προς κατασκευή έργου. Form Scabbing [Επικόλληση σκυροδέματος] Οικοδ. Είναι οι μικροποσότητες σκυροδέματος που μένουν κολλημένες στον ξυλότυπο κατά τη διαδικασία αφαίρεσης του. Formal Charge [Τυπικό Φορτίο] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται το σθένος ενός στοιχείου, όταν περιέχεται στο μόριο συγκεκριμένης χημικής ένωσης. Formaldehyde [Φορμαλδεΰδη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και μεθανάλη. Ο χημικός τύπος είναι HCHO και έχει μοριακό βάρος 30,03, σημείο ζέσεως -21 °C και σημείο πήξεως -92 °C. Είναι αέρια ένωση, με χαρακτηριστική οσμή, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή ρητινών. Formaldehyde Resins [Ρητίνες Φορμαλδεΰδης] Οργ. Χημ. Ρητίνες που προκύπτουν από πολυσυμπύκνωση φορμαλδεΰδης με φαινόλη ή με ουρία. Βρίσκουν εφαρμογή στο φινίρισμα βαμβακερών υφασμάτων, καθώς έχουν την ιδιότητα να σταθεροποιούν τη δομή των κυτταρινικών ινών. Formalin [Φορμαλίνη] Ομγ. Χημ. Γνωστή και ως φορμόλη. Πρόκειται για υδατικό διάλυμα, που περιέχει 3540% φορμαλδεΰδη, 10-15% μεθανόλη, -50% νερό και ίχνη μυρμηκικού οξέος. Εμφανίζει αντισηπτική δράση και χρησιμοποιείται για την απολύμανση χεριών, εργαλείων και χώρων. Επίσης χρησιμοποιείται και στην συντήρηση ανατομικών παρασκευασμάτων. Formality [Τυπικότητα] Χημ. Μέτρο της συγκέντρωσης ενός διαλύματος που χρησιμοποιείται στην ποσοτική ανάλυση. Ορίζεται ως ο αριθμός των γραμμοτυπικών βαρών της διαλυμένης ουσίας σε όγκο διαλόματος ίσο με ένα λίτρο. Συμβολίζεται με F και έχει μονάδες gfw/l. Formamide [Φορμαμίδιο] Οργ. Χημ. Αμίδιο του μυρμηκικού οξέος, με χημικό τύπο HCONH2, μοριακό βάρος 45,04, σημείο ζέσεως 111 °C και σημείο τήξεως 2,5 °C. Είναι άχρωμο, υγροσκοπικό υγρό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Formanite [Φορμανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του τανταλίου και του υττρίου. Σχηματίζει μελανόχρωμους, υποδιάφανους έως αδιάφανους, με υαλώδη ή μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7. Format [Μορφοποίηση] Πλημ. Ονομάζεται η διευθέτηση των ψηφιακών πληροφοριών των ηλεκτρονικών

Format Effector

-600-

υπολογιστών με συγκεκριμένο τρόπο που απαιτείται του αστερισμού της Καμίνου, σε ουράνιες συντεταγμέείτε κατά την εκτύπωσή τους είτε για την ορθή ανά- νες ορθή αναφορά 03 h 36m 36s και απόκλιση -35d γνωσή τους από τα αρχεία δεδομένων. Με τον ίδιο ό- 37m 00s. Έχει απόσταση από τη Γη 55 έως 60 εκατομ. ρο, στον χώρο της πληροφορικής, χαρακτηρίζεται και ετών φωτός και μέση ταχύτητα 1.500 Km/sec. η προετοιμασία ενός μαγνητικού δίσκου εκ μέρους του Fornax System [Σύστημα της Καμίνου] Αστρον. Ο ηλεκτρονικού υπολογιστή ώστε να είναι δυνατή η εγ- ES0356 - G004 νάνος σφαιροειδής γαλαξίας, μέλος τη γραφή δεδομένων σε αυτόν. Τοπικής Ομάδας γαλαξιών που βρίσκεται στη κεντριFormat Effector [Χειριστής διάταξης] Υπολ. Ένα σύμ- κή περιοχή του αστερισμού της Καμίνου σε ουράνιες βολο ελέγχου το οποίο χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση συντεταγμένες ορθή αναφορά 02h 39m 59s και απάτης συγκεκριμένης διάταξης με την οποία εκτυπώνο- κλίση -34d 27m 00s. Αποτελείται κυρίως από παλαινται, καταχωρούνται ή παρουσιάζονται στην οθόνη τα ούς αστέρες και είναι αρκετά μεγάλης έκτασης με διάστοιχεία. μέτρο περίπου 15.000 έτη φωτός αλλά χαμηλής επιφαFormate [Φορμικός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε άλατα νειακής λαμπρότητας και εστέρες του φορμικού οξέος, που περιέχουν τη pi- Forsterite [Φορστερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμεζαΗΟΟΟ-. νο από πυριτικό μαγνήσιο, της ομάδας του ολιβίνη. Formation [Σχηματισμός] Γεωλ. Είναι κάθε συνάθροι- Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή κιτρινοπράσινους, διαση πετρωμάτων όπου στην γεωλογία μπορεί να τους φανείς, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομδοθεί ένας ενιαίος χαρακτηρισμός. Αποτελεί βασικό βικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 έως 7 στη κλίστοιχείο και για την χρονολογική τους ονομασία. μακα Μος και ειδικό βάρος 3,2 έως 3,3. Formic Acid [Φορμικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και Fortin Barometer [Βαρόμετρο του Φορτέν] Μηχ. Τύμεθανοϊκό ή μυρμηκικό οξύ. Ο χημικός τύπος είναι πος φορητού υδραργυρικού βαρόμετρου τύπου λεκάHCOOH και έχει μοριακό βάρος46,03, σημείο ζέσεως νης με κινητό πυθμένα για τη ρύθμιση με τη βοήθεια 100,7 °C και σημείο τήξεως 8,4 °C. Είναι άχρωμο, ερε- κοχλία της χωρητικότητας της και με ενσωματωμένη θιστικό υγρό, που απαντά σε ορισμένα είδη μυρμη- μικρομετρική κλίμακα για την άμεση μέτρηση της βαγκιών και σε κάποια φυτά. Χρησιμοποιείται εναντίον ρομετρικής πίεσης σε χιλιοστόμετρα. Στηρίζει τη λειτων εντόμων που αναπτύσσονται σε αποθηκευμένο τουργία του στη παρατήρηση, μέσω ειδικών θυρίδων, αραβοσιτάλευρο, καθώς και ως βοηθητικό στη βαφή της ελεύθερης επιφάνειας του υδραργύρου στο βαροπλεκτών. μετρικό σωλήνα (στο άνω μέρος της λεκάνης) όταν το Forming [Σφυρηλασία] Μεταλλ. Είναι μία τεχνική, άκρο της ειδικής ακίδας από ελεφαντοστό εφάπτεται γνωστή στον άνθρωπο από την αρχαία εποχή, για την ακριβώς επί της ελεύθερης επιφάνειας του υδραργύρου κατασκευή και την διαμόρφωση αντικειμένων, όπως της λεκάνης. όπλα, κοσμήματα και άλλα, κάνοντας χρήση των πολύ ελατών μετάλλων όπως είναι ο χαλκός και ο χρυσός, Στην σύγχρονη βιομηχανική εποχή η σφυρηλασία γίνεται με την χρήση θερμικών διεργασιών για να είναι δυνατή η παραγωγή σημαντικής ποσότητας αντικειμένων. Formula [Τύπος] Μαθημ. Κάθε σχέση η οποία συνδέει με τη μορφή εξίσωσης διάφορα μεγέθη. Formula Translator (Μεταφραστής (μαθηματικών) τύπων] Υπολ. Η πλήρης ονομασία της γλώσσας προγραμματισμού FORTRAN. Formula Weight [Γραμμοτυπικό Βάρος] Χημ. Είναι το άθροισμα των ατομικών βαρών όλων των ατόμων που περιέχονται στο χημικό τύπο μιας ουσίας. Formwork [Ξυλύτυπος] Οικοδ. Η δημιουργία με κατάλληλα υλικά της τελικής μορφής που θα έχει ένα στοιχείο οπλισμένου σκυροδέματος όταν συμπληρωθεί η κατασκευή του. Formyl [Φορμύλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται η ρίζα HCO-, που προκύπτει από το φορμικό οξύ, με αφαίρεση του υδροξυλίου. Απαντάται σε μόρια αλδεϋδο')ν. Formylamine [Φορμυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Είναι παράγωγο του φορμικού οξέος, με χημικό τύπο HCONH2, που ονομάζεται και φορμαμίδιο. -» Formamide Fornax [Κάμινος] Αστρον. Μικρός αστερισμός του κατάλογου του Αακάϊγ του νότιου ημισφαιρίου μεταξύ του Ηριδανού, του Κήτους, του Γλύπτη και του Φοίνικα σε ορθή αναφορά 2,78 ώρες και απόκλιση 31,63 μοίρες αποτελούμενος από αστέρες αμυδρότερους του τρίτου μεγέθους. Διεθνές σύμβολο: For. Fornax Cluster [Συστροφή της Καμίνου] Αστρον. Μεγάλη συστροφή γαλαξιών, η Abell S0373, με πάνω από 340 μέλη (κυρίως ελλειπτικούς γαλαξίες), ορατή από το νότιο ημισφαίριο στη νοτιοανατολική περιοχή

F O R T R A N [Ακρωνύμια του Formula Translator] Υπολ. Υψηλού επιπέδου γλώσσα προγραμματισμού, η οποία χρησιμοποιείται βασικά σε επιστημονικές και τεχνικές εφαρμογές για τη σύνταξη προγραμμάτων, που περιέχουν μαθηματικούς τύπους και εκφράσεις, Είναι μία από τις παλαιότερες γλώσσες προγραμματισμού που βρίσκεται και σήμερα σε αρκετά ευρεία χρήση λόγω των πολλών συμβόλων και υποπρογραμμάτων της που αφορούν τα μαθηματικά γενικά και την ευχέρεια που ειδικότερα παρέχει για το χειρισμό πινάκων και μητρών. Fortuitous Distortion (Δυναμική παραμόρφωση] Επι· κοιν. Το είδος αυτό συνδέεται με παράγοντες όπως θόρυβος και παραδιαφωνίες που συμβαίνουν τυχαία στη διάρκεια της μετάδοσης, Forward [Μπροστά] Ναυπ. Χρησιμοποιείται ως τοπικό επίρρημα πάνω σε ένα πλοίο για να δηλώσει τη θέση ενός αντικειμένου που βρίσκεται στο μισό μέρος του πλοίου που είναι προς την πλώρη. Forward Bias [Ορθή πόλωση] Ηλεκτμον. Τάση πόλωσης που εφαρμόζεται σε μια επαφή ρη κατά την ορθή φορά. Forward Difference Operator [Τελεστής διαδοχικής διαφοράς] Μαθημ. Για μια συνάρτηση f ορίζεται η ποσότητα Af(x)=f(x+h)-f(x), όπου h μια σταθερά αρκετά μικρή έτσι ώστε το Δί(χ) να δηλώνει τη διαφορά διαδοχικών όρων της συνάρτησης, Forward Direction [Ορθή κατεύθυνση / φορά] Ηλεκτρον. Η φορά ρεύματος που διαρρέει μια επαφή ρη από το τμήμα ρ προς το τμήμα η. Forward Error Correction [Προκαταβολική διόρθωση σφάλματος] Επικοιν. 1. Η τεχνική του να βρίσκει ο παραλήπτης το λάθος και να το διορθώνει ο ίδιος. 2. Μία μέθοδος άμεσης διόρθωσης των σφαλμάτων κατά

-601 -

το χρόνο της διαβίβασης των στοιχείων, με την οποία το τερματικό λήψης εντοπίζει και διορθώνει μόνο του τα διάφορα σφάλματα, αντί να στείλει σήμα στο τερματικό εκπομπής για να του επαναδιαβιβάσει τα στοιχεία. Forward Of The Beam [Μπροστά από το φαρδύτερο μέρος του πλοίου] Ναυπ. Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται ως τοπικό επίρρημα πάνω σε ένα πλοίο, για να δηλώσει τη θέση κάποιου αντικειμένου ή την κατεύθυνση ανάμεσα στην πλώρη του πλοίου και το μεγαλύτερο σε πλάτος μέρος αυτού. Forward Perpendicular [Μπροστινή κάθετος] Ναυπηγ. Είναι ένας όρος που δίνει το θεωρητικό ύψος της πλώρης του πλοίου από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι η κάθετη γραμμή από το ψηλότερο σημείο της πλώρης μέχρι το σημείο που φτάνει το ύψος του νερού. Forward Quarter [Μπροστινό τέταρτο] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα δύο κομμάτια του πλοίου που βρίσκονται ακριβώς πίσω από την πλώρη του και χωρίζονται μεταξύ τους με τη γραμμή που ενώνει πλώρη και πρύμνη. Forward Scatter [Εμπρόσθια διάχυση] Επικοιν. Διάχυση ενός κύματος με κατεύθυνση προς τα μπρος. Foshagite [Φοσαγκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό ασβέστιο. Σχηματίζει χιονόλευκους, ημιδιάφανους, με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Fossil [Απολίθωμα] Γεωλ. Πρόκειται για το εκμαγείο, δηλαδή το αποτύπωμα υπό μορφή περιγράμματος ή ίχνους οποιουδήποτε ζώου ή φυτού, το οποίο έχει διατηρηθεί μέσα στο πέτρωμα για πολλές χιλιάδες χρόνια μετά την απομάκρυνση ή τον μετασχηματισμό της αρχικής οργανικής ύλης. Fossil Fuel [Φυσικό καύσιμο] Γεωλ. Κατηγορία φυσικών οργανικών υλών οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Οι βασικότερες από αυτές είναι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας. Fossil Wax [Ορυκτός κηρός] Γεωλ. Το σε φλέβες απαντώμενο ορυκτό οζοκηρίτης, που είναι σκοτεινού χρώματος στερεή μάζα από μίγμα ανώτερων υδρογονανθράκων προσομοιάζουσα το κηρό των μελισσών και από το οποίο, με κατεργασία με θειικό οξύ, λαμβάνεται η κηροζίνη χρησιμοποιούμενη αντί του φυσικού κηρού. Foucault Current [Ρεύμα του Φουκώ] Ηλεκτρομαγν. Ειδικός τύπος επαγωγικών ηλεκτρικών ρευμάτων που προκαλούν απώλεια ισχύος σε αγωγό, ιδιαίτερα αγωγό επαρκών διαστάσεων (π.χ. στους σιδηροπυρήνες ηλεκτρικών μηχανών και μετασχηματιστών), όταν αυτός είτε βρίσκεται ακίνητος μέσα σε μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο είτε κινείται μέσα σε σταθερό μαγνητικό πεδίο. Σε ορισμένες εφαρμογές αξιοποιούνται π.χ. σε κάποια ηλεκτρικά όργανα ως μηχανισμός πέδησης. Foucault Mirror [Κάτοπτρο του Φουκώ] Οπτικ. Διάταξη αποτελούμενη από ένα περίστρεπτο και ένα σταθερό κάτοπτρο σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους, που χρησιμοποιήθηκε από το Φουκώ το 1902 για την επίγεια έμμεση μέτρηση της ταχύτητας του φωτός (στο αρχικό πείραμα ίση με 298.000 Km/sec) με βάση τη συχνότητα περιστροφής και τη μετατόπιση της δέσμης μεταξύ δύο συνεχών ανακλάσεων της φωτεινής ακτίνας επί του στρεπτού κατόπτρου. Foucault Pendulum [Εκκρεμές του Φουκώ] Μηχ. Τύ-

Foundation Pier

πος απλού, ελεύθερα αιωρούμενου, εκκρεμούς που έφερε χαλύβδινη σφαίρα στην άκρη του νήματος με οξεία ακίδα για τη χάραξη των γραμμών των αιωρήσεων επί αμμώδους εδάφους. Χρησιμοποιήθηκε από το Φουκώ για την απόδειξη της περιστροφής της Γης περί τον άξονα της με βάση την ιδιότητα του οι αιωρήσεις του να είναι επί του αυτού κατακόρυφου επιπέδου ανεξάρτητα από τη θέση του βραχίονα εξάρτησης. Foul Berth [Επικίνδυνο αγκυροβόλιο] Ναυπ. Οταν ένα πλοίο έχει αγκυροβολήσει σε κάποιο σημείο το οποίο είναι επικίνδυνο είτε λόγω του μικρού βάθους των νερών, είτε λόγω των ρευμάτων, είτε γιατί είναι επικίνδυνη η θέση του για τα άλλα πλοία, τότε αυτό το αγκυροβόλιο χαρακτηρίζεται επικίνδυνο. Fouling [Επικαθήσεις] Μηχ. Δηλώνει ότι, οι επιφάνειες ενός εναλλάκτη θερμότητας έχουν αλλοιωθεί, λόγω εναπόθεσης σε αυτές σκουριάς ή ακαθαρσιών. Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού, είναι η μείωση του ρυθμού μεταφοράς θερμότητας και η μη αποδοτική λειτουργία του εναλλάκτη. Fouling Factor [Συντελεστής Αποθέσεων] Χημ. Μηχ. Σε περιπτώσεις απόθεσης ακαθαρσιών στην επιφάνεια ενός εναλλάκτη, αναπτύσσεται πρόσθετη αντίσταση στη μεταφορά θερμότητας, η οποία υπολογίζεται από τον όρο l/(h*A), όπου Α είναι το εμβαδόν της επιφάνειας και h ο συντελεστής αποθέσεων. Συνήθως, η τιμή του συντελεστή αποθέσεων είναι της τάξης των 1700-5700 W x n A K " 1 . Foundation [Θεμελίωση] Ηολ. μηχ 1. Το έδαφος πάνω στο οποίο πατάει ένας στατικός φορέας. Αποκαλείται και επίπεδο θεμελάωσης και σύμφωνα με τη σύνθεση του έχει συγκεκριμένη φέρουσα ικανότητα η οποία καθορίζεται από την εδαφοτεχνική έρευνα και μελέτη. 2. Το σύστημα που προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων μιας κατασκευής που δέχεται τα φορτία της ανωδομής και τα μεταβιβάζει στο έδαφος. Foundation Bolts [Αγκύρια] Πολ. μηχ. Μεταλλικοί ράβδοι συγκεκριμένων διατάσεων που τοποθετούνται σε ένα θεμέλιο κατά τη διάρκεια της κατασκευής του και προορίζονται να χρησιμεύσουν για την αγκύρωση μηχανημάτων που θα εγκατασταθούν στο μέλλον. Foundation Engineering [Μηχανική θεμελιώσεων] Πολ. μηχ. Ο κλάδος της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού που μελετά και σχεδιάζει τα συστήματα θεμελίωσης των κατασκευών λομβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του υπεδάφους όσον αφορά τη φέρουσα ικανότητα. Με τα δεδομένα της φέρουσας ικανότητας του εδάφους θεμελίωσης, σχεδιάζεται το σύστημα θεμελίωσης που απαιτείται για να αντέξει το έδαφος στα φορτία της κατασκευής δίχως να αστοχήσει. Foundation Failure [Αστοχία θεμελίωσης] Πολ. Μηχ. Είναι η περίπτωση που η θεμελίωση υποκύπτει σε παραμορφώσεις κυρίως λόγω αστοχίας του εδάφους. Η αστοχία της θεμελίωσης προκαλεί συνήθως βλάβες στο φέροντα οργανισμό ο οποίος λόγω αυτού του γεγονότος παύει να είναι κατάλληλος λειτουργικά. Η θεραπεία αυτών των αστοχιών είναι δαπανηρή και σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη. Foundation Pier [Βάθρο θεμελίωσης] Πολ. Μηχ. Χαμηλό βάθρο γέφυρας που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως θεμέλιο σχεδιασμένο στις διαστάσεις που απαιτούνται από τη φέρουσα ικανότητα του εδάφους. Αυτού του τύπου το βάθρο αποφασίζεται από τον μελετητή της γέφυρας στις περιπτώσεις που το μικρό ύψος δεν δικαιολογεί τεχνικοοικονομικά τη μείωση της διατο-

Four Address

-602 -

μής του βάθρου για λόγους εξοικονόμησης ποσότητας σκυροδέματος. Four Address [Τέσσερις διευθύνσεις] Υπολ. Ο όρος αποδίδει την διαδικασία κατά την οποία μία εντολή σε έναν υπολογιστή, περιλαμβάνει τέσσερις διευθύνσεις. Αυτές είναι οι διευθύνσεις των δύο παραγόντων πράξεων, η διεύθυνση της θέσεως στην οποία θα καταχωρηθεί το αποτέλεσμα και η διεύθυνση της επόμενης εντολής. Four Color Problem [Πρόβλημα τεσσάρων χρωμάτων] Μαθημ. Το πρόβλημα που προκύπτει όταν δεδομένου ενός γράφου και τεσσάρων διαφορετικών χρωμάτων ζητείται να χρωματιστεί κάθε κορυφή του γράφου έτσι ώστε κάθε ζεύγος διαδοχικών κορυφών να μην είναι του ίδιου χρώματος. Four Color Theorem [Θεώρημα τετραχρωμίας! Μαθημ. Για κάθε γράφο που ανήκει στο επίπεδο αποδεικνύεται ότι μπορεί να χρωματιστεί με τέσσερα χρώματα έτσι ώστε γειτονικές περιοχές να έχουν διαφορετικό χρώμα. Four Course Radio Range Station [Σταθμός σημάτων τεσσάρων διευθύνσεων] Ναυπ. Είναι ένα είδος επίγειου σταθμού εκπομπής και λήψης ραδιοφωνικών σημάτων που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία των πλοίων μεταξύ τους και με την ξηρά. Four Phase Modulation [Διαμόρφωση 4 φάσεων] Επικοιν. Διαμόρφωση φάσης σήματος όπου τα δεδομένα εισόδου σχηματίζουν ζεύγη Four Point Bearing (Στίγμα τεσσάρων σημείων] Ναυπ. Είναι μια σχετική θέση σαρανταπέντε μοιρών αριστερά ή δεξιά του μηδενός. Four Stroke [Τετράχρονος] Μηχ. Προσδιοριστικός όρος διάκρισης για τους κινητήρες των μηχανών εσωτερικής καύσης στους οποίους ο θερμοδυναμικός κύκλος ολοκληρώνεται μετά από τέσσερες χρόνους δηλ. διαδρομές του εμβόλου σε δύο στροφές του στροφαλοφόρου άξονα, που είναι κατά σειρά οι εξής: αναρρόφηση (1^), συμπίεση (2lS), έκρηξη και εκτόνωση (3ος) και εξαγωγή καυσαερίων (4ος). Four Tape ΙΤαξινόμηση τεσσάρων ταινιών] Υπολ. Η ταξινόμηση αποθηκευμένων δεδομένων (τα οποία έχουν καταχωρηθεί σε δύο μαγνητικές ταινίες σε μορφή μη πλήρων αλληλουχιών) εναλλακτικά σε δύο μαγνητικές ταινίες εξόδου. Οι ταινίες εξόδου χρησιμοποιούνται για τη συνεχή εισαγωγή των δεδομένων σε διαδοχικές θέσεις, οπότε σταδιακά καταλήγουμε σε μακρύτερες αλληλουχίες μέχρι τελικά να καταχωρηθούν όλο τα δεδομένα με πλήρη αλληλwoυχία σε μία μόνο μαγνητική ταινία εξόδου. Four Vector [Τετράνυσμα] Φυσ. Το σχετικιστικό αντίστοιχο του κλασσικού διανυσματικού μεγέθους, που περιλαμβάνει τρεις χωρικές και μια χρονική συντεταγμένη. Four Way Valve [Τετραπλή Βάνα] Μηχ. Ειδικού τύπου βάνα, που τοποθετείται στο σημείο ένωσης τεσσάρων σωλήνων και επιτρέπει τη δίοδο καθενός από τα δύο ρεύματα τροφοδοσίας προς το γειτονικό του μόνο σωλήνα, καθώς μπορεί να στρέφεται κατά 90° μόνο. Four Wire Circuit [Κύκλωμα τεσσάρων καλωδίων] Επικοιν. Ένα κύκλωμα που έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης λήψης και εκπομπής από δύο χωριστά και προκαθορισμένα κανάλια επικοινωνίας. Στην πρότυπη μορφή του το κύκλωμα αυτό διαθέτει τέσσερα καλώδια. Four Wire Subscriber Line [Συνδρομητική γραμμή 4

συρμάτων] Επικοιν. Η περίπτωση που έχουμε συνήθως πλήρη αμφίδρομη επικοινωνία όπου κάθε συνδρομητής έχει ένα ζευγάρι για εκπομπή και ένα για λήψη. Fourier Analysis [Ανάλυση Fourier] Μαθημ. Ο κλάδος της μαθηματικής ανάλυσης που ασχολείται με τις σειρές Fourier, τις ιδιότητες που παρουσιάζουν, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκλίνουν και την μαθηματική πλευρά των εφαρμογών των σειρών αυτών σε προβλήματα Φυσικής. Fourier Expansion [Ανάπτυξη Fourier] Μαθημ. Η ανάπτυξη συνάρτησης σε σειρά Fourier. Fourier Heat Equation [Εξίσωση θερμότητας Fourier] Φυσ. —> Fourier Law Of Heat Conduction. Fourier Integrals [Ολοκληρώματα Fourier] Μαθημ. Τα ολοκληρώματα ακ-=1/π·1.π^(χ)ΰθ$Κχ dx και β,<= 1/π· Jx*f(x)sinkx dx όπου k=l,2,... ονομάζονται ολοκληρώματα Fourier και είναι οι συντελεστές της σειράς Fourier που ορίζεται για την συνάρτηση f. Fourier Law Of Heat Conductivity [Νόμος Fourier για Μεταφορά Θερμότητας] Ρευστομηχ. Αποτελεί ορισμό της θερμικής αγωγιμότητας k. Εκφράζεται από τη σχέση (q/A)x = -kx(fT/^|x), όπου q το ποσό θερμότητας ανά μονάδα χρόνου, Α το εμβαδόν που είναι κάθετο στη διεύθυνση x μεταφοράς θερμότητας και fT/^Jx η θερμοκρασιακή κλίση. Fourier Number [Αριθμός Fourier] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη ρευστομηχανική ως αόιάστατη παράμετρος του χρόνου. Δίνεται από τον τύπο Νρο = axt*L"2, όπου α είναι η σταθερά αναλογίας για τη μεταφορά θερμότητας, μάζας ή ορμής· Fourier Scries [Σειρά Fourier] Μαθημ. Η τριγωνομετρική σειρά α^/2 + Σι (avcosvx + pySinvx) όπου αο,Ον και βν είναι οι συντελεστές Fourier, ονομάζεται σειρά Fourier μιας ολοκληρώσιμης συνάρτησης f στο διάστημα [-π,π]. Fourier Synthesis [Σύνθεση Fourier] Μαθημ. Η ανάπτυξη τριγωνομετρικών συναρτήσεων με βάση τις σειρές Fourier που προκύπτουν. Fourier'S Half Range Series [Σειρά ημιέκτασης Fourier] Μαθημ. Αν η ολοκληρώσιμη συνάρτηση f της οποίας η σειρά Fourier υπολογίζεται και είναι άρτια τότε η σειρά Fourier είναι αο/2 + Σ { avcosvx με βν=0 για κάθε ν φυσικό και ονομάζεται συνημιτονική σειρά. Ανάλογα για περιττή ολοκληρώσιμη συνάρτηση f η σειρά Fourier που υπολογίζεται ονομάζεται ημιτονική σειρά δίνεται από τον τύπο Σ! pySinvx με Ον=0 για κάθε ν φυσικό. Fourier'S Theorem [Θεώρημα Fourier] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη στο διάστημα Ι-π,π]. II σειρά Fourier της f συγκλίνει στο f(x) για κάθε σημείο χ c [-π,π] που η f είναι συνεχής. Για σημείο Χο στο οποίο η f είναι ασυνεχής αν οι οριακές τιμές f(x0+0), f(xo-0) και οι πλευρικές παράγωγοι στο χ0 τότε η σειρά Fourier συγκλίνει στο [f(x0+0)- f(xo-0)]/2. Fourmarierite [Φουρμαρερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό οξείδιο του ουρανίου και του μολύβδου. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους ή καστανούς, διάφανους έως ημιδιάφανους, με αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,7 έως 6. Fourth Dimension [Τέταρτη διάσταση] Φυσ. Ο χρόνος θεωρούμενος ως αναγκαία διάσταση επιπρόσθετα των τριών χωρικών διαστάσεων για το καθορισμό, κατά τη

-603 θεωρία της σχετικότητας, της ακριβούς θέσης ενός συμβάντος σε χωροχρονικό συνεχές μέσο. Fourth Generation Computer [Υπολογιστής τετάρτης γενεάς] Υπολ. Γενεά υπολογιστών η οποία διαθέτει μικρού μεγέθους και χαμηλού κόστους μικροϋπολογιστές που χρησιμοποιούν μικροεπεξεργαστές και μνήμες πλακιδίων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Fourth Power Law [Νόμος τέταρτης δύναμης] Φυσ. Άλλος όρος για το νόμο Stefan Boltzmann (που αφορά την ακτινοβολία μέλανος σώματος), που οφείλει την ονομασία του στην τέταρτη δύναμη της θερμοκρασίας του ακτινοβολούντος μέλανος σώματος με την οποία είναι ανάλογη η ενέργειά του. Fourth Proportional [Τέταρτος όρος της αναλογίας] Μαθημ. Όταν τέσσερις αριθμοί συνδέονται με τη σχέση α/β=γ/δ τότε κάθε ποσότητα που βρίσκεται στη θέση του αριθμού δ ονομάζεται τέταρτος όρος της αναλογίας. Fourth Quadrant [Τέταρτο τεταρτημόριο] Μαθημ. Το σύνολο των σημείων M(x,y), όπου χ>0 και y<0, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με το καρτεσιανό σύστημα αξόνων. Κάθε ευθύγραμμο τμήμα ΟΜ. που ορίζεται από κάθε τέτοιο σημείο Μ, σχηματίζει με τον άξονα χχ' γωνία ω τέτοια ώστε 270°<ω<360\ Fox [Αλεπού] Υπολ. Ένα άτυπο όνομα για το δεκαεξαδικό χαρακτήρα F. Fps Units [Μονάδες fps] Μηχ. Βρετανικό σύστημα μονάδων, που χρησιμοποιεί το ft, το lb και το sec. -> British Absolute System Of Units Fr [Σύμβολο φράγκιου] Χημ. Αυτός είναι ο συμβολισμός που έχει καθορισθεί να έχει το χημικό στοιχείο του φράγκιου στον περιοδικό πίνακα. Fraction [Κλάσμα] Μαθημ. Κάθε μαθηματική έκφραση της μορφής x/y όπου x,y αριθμοί. Ορίζεται με τη βοήθεια του πολλαπλασιασμού ως x/y:=x*(l/y) όταν το y είναι διάφορο του μηδενός ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη του αντιστρόφου 1/y. Fraction [Κλάσμα] Χημ. Κατά το διαχωρισμό ενός υγρού μίγματος, χαρακτηρίζεται ένα τμήμα του, που περιέχει συστατικά με παραπλήσια σημεία ζέσεως. Fraction In Lowest Terms [Ανάγωγο κλάσμα] Μαθημ. Κάθε κλάσμα α/β με τους αριθμούς α και β να είναι μεταξύ τους πρώτοι, δηλαδή να μην αναλύονται σε γινόμενα παραγόντων έτσι ώστε να γίνονται απλοποιήσεις μεταξύ αριθμητή και παρονομαστή. Fractional Condensation [Κλασματική Συμπύκνωση] Χημ. Μηχ. Διεργασία, κατά την οποία οι ατμοί ενός μίγματος συστατικών συμπυκνώνονται σταδιακά, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται διαχωρισμός των συστατικών με τη σειρά που υγροποιούνται. Fractional Distillation [Κλασματική Απόσταξη] Χημ. Μηχ. Διεργασία απόσταξης, που εφαρμόζεται για το διαχωρισμό δύο ή περισσότερων υγρών από ένα μίγμα. Πραγματοποιείται με τοποθέτηση κλασματικής στήλης μεταξύ του κλασματήρα και του ψυκτήρα. Fractional Equation [Κλασματική εξίσωση] Μαθημ. Κάθε εξίσωση η οποία αποτελείται και από κλασματικούς όρους. Στην ειδική περίπτωση που ο άγνωστος βρίσκεται σε έναν ή περισσότερους παρανομαστές τότε η εξίσωση ονομάζεται ρητή. Fractionating Column [Κλασματική Στήλη] Χημ. Κατακόρυφος σωλήνας ή στήλη, που χρησιμοποιείται στην κλασματική απόσταξη και τοποθετείται πριν από τον ψυκτήρα. Στο εσωτερικό της μπορεί να περιέχει οδοντώσεις με διεύθυνση από πάνω προς τα κάτω ή

Frame 3

περιστρεφόμενη ταινία ή ομοιόμορφα, χαλαρά τοποθετημένα γυάλινα σφαιρίδια ή δακτυλίους από ανοξείδωτο χάλυβα. Fractionation [Κλασμάτωση] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε οποιαδήποτε διεργασία διαχωρισμού ενός μίγματος, σε διαδοχικά στάδια, σε καθένα από τα οποία απομακρύνεται και ένα κλάσμα του. Fracture [Θραύση] Τεχνολ. 1. Η κατάσταση ενός στοιχείου όπου η καταπόνηση του από φορτίσεις το υποχρεώνει να διαιρεθεί το λιγότερο σε δύο τεμάχια. 2. Η εμφάνιση της επιφάνειας ενός τεμαχίου που ήταν συνέχεια που υπολοίπου τμήματος του στοιχείου πριν τη θραύση. Fracture Cleavage [Θραυσιγενής σχιστότητα] Γεωλ. Σχιστότητα κατά διαφορετικού προσανατολισμού επίπεδα λόγω της άσκησης διατμητικών τάσεων σε περιοχές ρήγματος. Fracture Stress [Τάση θραύσης] Τεχνολ. Η τάση που όταν αναπτυχθεί εντός της δομής ενός στοιχείου υπερισχύει των εσωτερικοί δυνάμεων συνοχής που συγκρατούν τα συστατικά στοιχεία συνδεδεμένα μεταξύ τους σε ένα σύνολο και προκαλεί τη θραύση του. Fracture Test [Δοκιμή θραύσης] Τεχνολ. 1. Εργαστηριακή δοκιμή που απαιτεί ειδικό εξοπλισμό για τη έρευνα και την εξακρίβωση της τάσης θραύσης ενός υλικού. 2. Εξέταση μιας επιφάνειας θραύσης με σκοπό την καταγραφή ατελειών που υπήρχαν στη δομή του υλικού και προκάλεσαν τη θραύση. Αυτή η εξέταση γίνεται σε περιπτώσεις που η τάση θραύσης που έχει καταγραφεί είναι μικρότερη από αυτή που θα έπρεπε να αντέχει το συγκεκριμένο υλικό. Fracture Toughness [Δυσθραυστότητα] Μηχ. Γνωστή και με τον όρο στερότητα, πρόκειται για ένα μέτρο της ικανότητας ενός υλικού να απορροφά ποσότητα ενέργειας πριν από την θραύση του, κατά την διάρκεια της πλαστικής του παραμόρφα)σης. Fragility [Ευθραυστότητα] Μηχ. Η ιδιότητα ενός υλικού να είναι εύθραυστο —» Frangible Fragment [Κομμάτι] Επικοιν. Τμήμα ενός μηνύματος όπως παράγεται από την κατάτμηση βάση κάποιου πρώτοκόλλου μετάδοσης. Fragmentation 1 [Κατάτμηση] ΙΙληρ. Ο όρος αυτός περιγράφει την διάσπαση ενός αρχείου ψηφιακών δεδομένων και την αποθήκευσή του σε διαφορετικά σημεία του χώρου μνήμης του μαγνητικού δίσκου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Fragmentation 2 [Κατάτμηση] Επικοιν. Κατάτμηση μηνύματος σε κομμάτια (πακέτα) συγκεκριμένου μήκους. Frame 1 [Πλαίσιο] Υπολ. 1. Πλαίσιο σελίδας 2. Μία γραμμή πάνω σε μαγνητική ή χάρτινη σελίδα στην οποία είναι εφικτό να εγγραφεί ένας χαρακτήρας. Frame 2 [Πλαίσιο] Επικοιν. 1. Δομικό συστατικό της τεχνολογίας οθονών. Η εικόνα προβάλλεται πρώτα σε ένα πλαίσιο το οποίο σταδιακά σχηματίζεται (προβάλλεται) στην οθόνη. 2. Δομικό στοιχείο της Frame Relay τεχνολογίας. Τα πλαίσια σχηματίζονται βάση του σχετικού πρώτο κόλλου, και μεταβλητό μήκος ως 4096 bytes και άλλα 7 bytes για τη σηματοδότηση. 3. Πλαίσια φτιάχνονται και στο πρωτόκολλο 802.2 LLC και διαχωρίζονται σε αριθμημένα (πληροφορίας), μη αριθμημένα (ελέγχου) και εποπτείας. Frame 3 [Πλαίσιο] Πολ. Μηχ. Σύστημα φορέα που αποτελείται από πολλά στοιχεία διαμορφο')νοντας πολλά επίπεδα. Τα στοιχεία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους

Frame Check Sequence

-604-

σε ένα αρμονικό σύνολο το οποίο έχει τη δυνατότητα να φέρει φορτία συγκεκριμένου μεγέθους. Frame Check Sequence (FCS) [Πλαίσιο ελέγχου ακολουθίας] Επικοιν. Ειδικό πεδίο του πλαισίου πολλών πρωτοκόλλων πχ Χ.25, Frame Relay, SDLC που ελέγχει την μετάδοση ενός πλαισίου (συνήθως μέσω CRC ή άλλων μεθόδων). Frame Of Reference [Πλαίσιο αναφοράς] Φυσ. Κάθε σύστημα των αναγκαίων αξόνων για το πλήρη καθορισμό, με βάση τις αντίστοιχες συντεταγμένες, της θέσης ή της κίνησης ενός σώματος ή για τη διατύπωση φυσικών νόμων. Frame Relay Technology [Τεχνολογία κινητού πλαισίου] Επικοιν. Τεχνολογία για δίκτυα WAN, αντίστοιχη σε αυτή που χρησιμοποιεί και το πρωτόκολλο Χ.25 αλλά πετυχαίνει ψηλές ταχύτητες εκμεταλλευόμενο τη σχετική φυσική υποδομή και νοητά κυκλώματα και χρησιμοποιεί διόρθωση λαθών σε επίπεδο πλαισίου. Framework [Φορέας] Πολ. μηχ. Το σύνολο των στοιχείων που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους και διαμορφώνουν τον φέροντα οργανισμό μιας κατασκευής. Framing [Πλαισιοδότηση] Επικοιν. 1. Κατασκευή του πρωτοκόλλου Frame Relay. Η σήμανση αποτελείται από το αναγνωριστικό διεύθυνσης του νοητού κυκλώματος, σημαίες συγχρονισμού και πλαίσια ελέγχου της ακολουθίας πλαισίων. 2. Στην πλαισιοδότηση των τοπικών δικτύων όπως καθορίζεται από το πρωτόκολλο 802.2 LLC τα πλαίσια διαχωρίζονται ανάλογα με την κύρια λειτουργία τους. Framing Error [Λάθος πλαισιοδότησης] Επικοιν. Συμβαίνει συνήθως αν υπάρξει στοιχείο που έχει ακατάλληλο αριθμό πλαισίου. France Telecom [Γαλλικές τηλεπικοινωνίες] Επικοιν. Γαλλικός ΟΤΕ. Franceite [Φρανσεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο μόλυβδο, κασσίτερο και αντιμόνιο. Σχηματίζει φαιομέλανους, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5 έως 5,9. Francium [Φράγγιο] Avopy. Χημ. Συμβολίζεται με Fr και αποτελχί το βαρύτερο αλκαλιμέταλλο. Είναι ραδιενεργό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 87, σημείο τήξεως 27±1°C και σημείο ζέσεως 677±1 °C. Βρίσκεται σε κοιτάσματα ουρανίου και θορίου και έ^ει 22 ισότοπες μορφές, η πιο σταθερή από τις οποίες (*23Fr) έχει χρόνο ημιζωής 22 min. Franck - Hertz Experiment [Πείραμα Φρανκ-Χερτς] Ηλεκ. Πείραμα του 1914 κατά το οποίο ηλεκτρόνια παραγόμενα από θερμαινόμενη κάθοδο, εντός γυάλινου σωλήνα με ατμούς υδραργύρου, επιταχύνονται με εφαρμογή τάσης προς θετικά φορισμένο πλέγμα και στη συνέχεια συλλέγονται από πλάκα υπό ελαφρά αρνητική τάση ως προς το πλέγμα. Αποτέλεσε ισχυρή επιβεβαίωση της ύπαρξης των κβαντικών ενεργειακών επιπέδων μέσω των παρατηρούμενων απότομων ελάχιστων του ρεύματος λόγω των ανελαστικών συγκρούσεων των επιταχυνόμενων ηλεκτρονίων με τα ατομικά ηλεκτρόνια του υδραργύρου. Frangible [Εύθραυστο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε υλικό το οποίο θραύεται σχετικά εύκολα κατόπιν άσκησης επάνω του κάποιας δύναμης ή μετά από κρούση. Franki Pile [Πάσσαλος Φράνκι] Πολ. μηχ. Πάσσαλος που κατασκευάζεται με έγχυση του σκυροδέματος

στην οπή που δημιουργήθηκε στο έδαφος στο απαιτούμενο βάθος. Η οπή δημιουργείται με την τοποθέτηση σωλήνων με κρουστικό μηχάνημα, στη συνέχεια τοποθετείται ο οπλισμός και τέλος το σκυρόδεμα. Κατά τη διάρκεια της σκυροδέτησης οι σωλήνες αποσύρονται σταδιακά όσο είναι νωπό το σκυρόδεμα και εξασφαλίζεται η επαφή του πασσάλου με το περιβάλλον έδαφος. Franklinite [Φρανκλινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδια του σιδήρου, του μαγγανίου και του ψευδαργύρου, της ομάδας του σπινελλίου. Σχηματίζει μελανόχρωμους, αδιαφανείς, με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5 έως 5,9. Frasch Process [Μέθοδος του Φρας] Μεταλλ. Μέθοδος για τη βιομηχανική εξώρυξη θείου μεγάλης καθαρότητας από τα σε σημαντικά βάθη κοιτάσματα του. Στηρίζεται σε σύστημα τριών συγκεντρικών σωληνώσεων εκ των οποίων η εσωτερική και η εξωτερική χρησιμοποιούνται για την υπό πίεση διοχέτευση θερμού αέρα και υπέρθερμου ατμού αντίστοιχα ενώ η μεσαία για την άνοδο του θείου, που εξάγεται σε τηγμένη κατάσταση υπό μορφή αφρού και στη συνέχεια υφίσταται διεργασία ψύξης και στερεοποίησης. Frasnian [Φράσνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ανώτερης υποπεριόδου της Δεβονίου περιόδου (πριν περίπου 360 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, αρχαιότερη από το Φαμμένιον της ίδιας υποπεριόδου και νεότερη από το Γιβέτιον της Μέσης Δεβονίου. Fraunhofe Diffraction [Περίθλαση Φραουνχόφερ] Οπτικ. Η μία από τις δύο κατηγορίες των φαινόμενων περίθλασης, τα καλούμενα και τηλεσκοπικά λόγω του ότι η παρατήρηση τους γίνεται μέσω διόπτρας, που περιλαμβάνει τα προερχόμενα από δέσμη παράλληλων ακτίνων όταν η πηγή βρίσκεται σε άπειρη απόσταση από το περιθλόν κώλυμα (π.χ. μικρό κυκλικό διάφραγμα, μικρή σχισμή κ.λ.π.). Fraunhofer Line [Γραμμή Φραουνχόφερ] Οπτικ. Οι σκοτεινές γραμμές απορρόφησης του ηλιακού φάσματος και ειδικότερα οι οκτώ εντονότερες που πρωτοκαταγράφηκαν από το Φραουνχόφερ και εξακολουθούν να φέρουν συχνά τον αρχικό συμβολισμό του με βάση τα οκτώ πρώτα γράμματα το Λατινικού αλφαβήτου. Είναι οι εξής: οι Α. Β, C στο ερυθρό στα 7.600 Α" 6880 Α° και 6550 Α αντίστοιχα, η D μεταξύ πορτοκαλί και κίτρινου στα 5890 Α°, η Ε μεταξύ κίτρινου και πράσινου στα 5.270 Α°, η F στο πράσινο στα 4.860 Α°. η Θμεταξύ κυανού και βαθέος κυανού στα 4.290 Αό και Η στο ιώδες στα 3960 Αυ. Fraunhofer Region [Περιοχή Φραουνχόφερ] Ηλεκτρομαγν. Η περιοχή κεραίας πέρα από μία ορισμένη ακτίνα, στην οποία η ακτινοβολούμενη ενέργεια διαδίδεται ακτινικά. Fraunhofer Spectrum [Φάσμα Φραουνχόφερ] Οπτικ. Το γραμμικό φάσμα απορρόφησης του Ήλιου που φέρει μεγάλο πλήθος ευκρινών λεπτών γραμμών (πρωτοκαταγράφηκαν υπό του Φραουνχόφερ), ποικίλου πάχους και έντασης και ακανόνιστης κατανομής, επί του φωτεινού υπόβαθρου του συνεχούς ηλιακού φάσματος λόγω της απορρόφησης ορισμένων συχνοτήτων της εκπεμπόμενης από τη φωτόσφαιρα ορατής ακτινοβολίας, κυρίως από τους ατμούς και τα αέρια, χαμηλότερης συγκριτικά θερμοκρασίας, της χρωμόσφαιρας. Freboldite [Φρεμπολδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελού-

-605 μενο από σεληνιούχο κοβάλτιο, της ομάδας του νικελίτη. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,7. Free Air Anomaly [Ανωμαλία ελεύθερου αέρα] Γεωφυσ. Τύπος βαρυτικής ανωμαλίας λόγω της μη θεώρησης της μάζας της ύλης ανάμεσα στο σταθμό παρατήρησης και τη στάθμη αναφοράς. Ορίζεται ως το άθροισμα της διόρθωσης ελεύθερου αέρα και της διαφοράς ανάμεσα στη παρατηρούμενη τιμή βαρύτητας και τη θεωρητική τιμή της βαρύτητας για το συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος. Free Air Correction [Διόρθωση ελεύθερου αέρα] Γ ωφυσ. Διόρθωση που πραγματοποιείται στις παρατηρούμενες τιμές της επιτάχυνσης της βαρύτητας στους διαφόρων υψομέτρων σταθμούς παρατήρησης με τη μαθηματική αναγωγή τους στο ίδιο υψόμετρο αναφοράς, συνήθως το επίπεδο της θάλασσας,. Ισούται με το γινόμενο του συντελεστή 0,3086 επί το ύψος του σταθμού σε μέτρα. Free Atom [Ελεύθερο Ατομο] Χημ. Ατομο το οποίο δεν είναι συνδεδεμένο με κάποιο άλλο μόριο, άτομο ή ιόν και επομένως, διατηρεί τις ιδιότητες του ανεξάρτητα από την παρουσία των άλλων ειδών. Free Carbon [Ελεύθερος άνθρακας] Μεταλλ. Ο στοιχειακός άνθρακας που απαντά στη φύση χωρίς να είναι ενωμένος με άλλα στοιχεία υπό διάφορες μορφές όπως του γραφίτη, του αδάμαντα κ.λ.π. Free Differential [Ελεύθερο διαφορικό] Μηχ. Είναι το σύστημα εκείνο ενός οχήματος το οποίο ισοκατανέμει την κινητήρια ροπή στους δύο κινητήριους τροχούς ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει και την περιστροφή τους με διαφορετικές γωνιακές ταχύτητες. Free Electron [Ελεύθερο Ηλεκτρόνιο] Χημ. Ηλεκτρόνιο, το οποίο δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά μπορεί να εκτείνεται στο γύρω χώρο, σχηματίζοντας ηλεκτρονιακό νέφος. Free Electron Theory [Θεωρία Ελεύθερων Ηλεκτρονίων] Χημ. Θεωρία που περιγράφει τη φύση των μεταλλικών δεσμών και εξηγεί την ηλεκτρική αγωγιμότητα των μετάλλων. Με βάση τον ορισμό των ελεύθερων ηλεκτρονίων, θεωρεί ότι το φορτίο των κατιόντων του μετάλλου που αποτελούν το κρυσταλλικό πλέγμα, εξουδετερώνεται από το ηλεκτρονιακό νέφος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του μεταλλικού δεσμού. Free End [Ελεύθερο άκρο] Πολ.Μηχ. Είναι το άκρο ενός μέλους μιας κατασκευής το οποίο δεν είναι πακτωμένο, δηλαδή δεν είναι πλήρως δεσμευμένο στην μετακίνησή του. Το ελεύθερο άκρο μπορεί να μετακινηθεί ή να στραφεί κατά την έννοια τουλάχιστον ενός ή περισσοτέρων βαθμών ελευθερίας του. Είναι ένας τύπος στήριξης του άκρου μιας δοκού που επιτρέπει την περιστροφή. Free Energy [Ελεύθερη Ενέργεια] Χημ. Αντιπροσωπεύει το ενεργειακό περιεχόμενο μιας ουσίας, το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε έργο, δηλ*αδή ορίζει το μέγιστο διαθέσιμο ωφέλιμο έργο της ουσίας. Εκφράζεται κατά Helmholtz, ως Α = U-T*S και κατά Gibbs, ως G = H-T*S, όπου U η εσωτερική ενέργεια, Τ η θερμοκρασία, S η εντροπία και Η η ενθαλπία. Free Energy Equation [Εξίσωση Ελεύθερης Ενέργειας] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται και εξίσωση GibbsHelmholtz. Δίνεται ως (i]G/lJT)p>n = -S, δηλαδή η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας Gibbs με τη θερμοκρα-

Free Oscillation

σία, για σταθερή πίεση και αριθμό γραμμομορίων, εκφράζει τη μεταβολή της εντροπίας. Free Enthalpy [Ελεύθερη ενθαλπία] Φυσ. Ελεύθερη ενθαλπία (ή ελεύθερη ενέργεια Gibbs) είναι το θερμοδυναμικό δυναμικό G=H-TS, όπου Τ η απόλυτη θερμοκρασία, Η η ενθαλπία και S η εντροπία ενός θερμοδυναμικού συστήματος. Free Fall [Ελεύθερη Πτώση] Φυσ. Θεωρητική περίπτωση κίνησης ενός σώματος σε ένα ρευστό μέσο, υπό την επίδραση βαρυτικού πεδίου, θεωρώντας μηδενικές δυνάμεις τριβής ή άνωσης που οφείλονται στο μέσο αυτό. Free Falling Velocity [Ταχύτητα Ελεύθερης Πτώσης] Φυσ. Ορίζεται ως η ταχύτητα ενός στερεού σωματιδίου, το οποίο εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ακίνητο ρευστό μέσο. Free Flight Trajectory [Τροχιά ελεύθερης πτώσης] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η διαδρομή που ακολουθεί ένα σώμα το οποίο εκτελεί κίνηση ελεύθερης πτώσης Free Fall Free Float [Ελεύθερο χρονικό περιθώριο] Βιομ.Μηχ. Σε ένα χρονοδιάγραμμα για τον χρονικό προγραμματισμό ενός τεχνικού έργου, το ελεύθερο χρονικό περιθώριο μίας εργασίας ή δραστηριότητας ορίζεται ως ο χρόνος που μπορεί να καθυστερήσει η ολοκλήρωσή της χωρίς το γεγονός αυτό να επηρεάσει την έναρξη μίας επόμενης εργασίας ή δραστηριότητας. Free Group [Ελεύθερη ομάδα] Μαθημ. Έστω G μια ομάδα και Α=(α/ i ε Ι] ένα σύνολο γεννητόρων της. Αν για κάθε ζεύγος aj,ak όπου j,k c I ισχύει α,α* = aKOj=l τότε μόνο είναι αντίστροφοι, η ομάδα λέγεται ελεύθερη ομάδα που παράγεται από το Α. Free Haul [Ελεύθερη διαδρομή] Πολ.Μηχ. Στην περίπτωση εκσκαφών είναι η μέγιστη απόσταση στην οποία μεταφέρεται το υλικό της εκσκαφής χωρίς καμία επιπλέον χρηματική επιβάρυνση. Δηλαδή στην τιμή μονάδος του άρθρου του τιμολογίου που αφορά την εκσκαφή συμπεριλαμβάνεται και το κόστος για την μεταφορά του υλικού εκσκαφής σε απόσταση μικρότερη ή ίση της ελεύθερης διαδρομής. Free Ion [Ελεύθερο Ιόν] Χημ. Ιόν ατόμου, το οποίο δεν βρίσκεται χημικά συνδεδεμένο με κάποιο άλλο άτομο, μόριο ή ιόν. Μπορεί να υπάρχει κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης. Free Joint [Ελεύθερος κόμβος] Μηχ. Ονομάζεται το σημείο συμβολής δύο ή περισσοτέρων ράβδων μίας κατασκευής το οποίο δεν έχει καμία στήριξη ή δέσμευση στην ελευθερία μετακίνησης και περιστροφής του. Οπότε εάν πρόκειται για επίπεδη κατασκευή ο ελεύθερος κόμβος έχει τρεις βαθμούς ελευθερίας ενώ εάν είναι τρισδιάστατη έχει έξι βαθμούς ελευθερίας. Free Molecule [Ελεύθερο Μόριο] Χημ. Μόριο ενός στοιχείου ή μιας ένωσης, που δεν έχει συνδέεται μέσω χημικού δεσμού, με άλλο άτομο, μόριο ή ιόν. Free Molecule Flow [Ροή Ελεύθερου Μορίου] Χημ. Είναι γνωστή ως ροή Knudsen μορίων σε αγωγούς, κατά την οποία, η μέση ελεύθερη διαδρομή των μορίων είναι της τάξης της διαμέτρου του αγωγού. Τα μόρια συγκρούονται με τα τοιχώματα παρά μεταξύ τους και ανακλώνεται σε τυχαία γωνία, ενώ δεν υπάρχουν φαινόμενα ιξώδους. Free Oscillation [Ελεύθερη ταλάντωση] Φυσ. Καλείται η ακανόνιστη ταλάντωση που εκτελεί ένα σώμα χωρίς την επενέργεια καμίας απολύτως εξωτερικής δύναμης ή μετακίνησης των στηρίξεοον του.

Free Radical Polymerization

-606-

Free Radical Polymerization [Πολυμερισμός Ελευθέρων Ριζών] Χημ. Αναφέρεται στις περιπτώσεις πολυμερισμού οργανικών ενώσεων που περιέχουν διπλό δεσμό μεταξύ ατόμων άνθρακα. Ο μηχανισμός της αντίδράσης περιλαμβάνει τρία στάδια: την έναρξη, όπου σχηματίζεται η ελεύθερη ρίζα, την κύρια αντίδραση, όπου η ρίζα συνδέεται ταχύτατα με μόρια μονομερούς και τον τερματισμό, όπου η ανάπτυξη του μακρομορίου σταματά όταν παύσει να υφίσταται η κατάσταση της ρίζας. Free Radicals [Ελεύθερες Ρίζες] Χημ. Είναι συστήματα ατόμων, που έχουν μονήρες ηλεκτρόνιο και στερούνται ηλεκτρικού φορτίου. Σχηματίζονται κατά την ομολυτική διάσπαση ενός χημικού δεσμού. Free Slack [Ελεύθερο χρονικό περιθο)ριο] Free Float Free Surface [Ελεύθερη Επιφάνεια] Φυσ. Χημ. Σε συστήματα όπου συνυπάρχουν δύο ομοιογενείς φάσεις, ορίζεται η επιφάνεια στην οποία αυτές εφάπτονται μεταξύ τους. Free Tree [Ελεύθερο δέντρο] Μαθημ. Τυχαίος γράφος ν κορυφών για τον οποίο δεν έχουν οριστεί συγκεκριμένες κορυφές ως η ρίζα και τα φύλλα του. Free Variable [Ελεύθερη μεταβλητή] Μαθημ. Κάθε μεταβλητή η οποία βρίσκεται μέσα σε μια μαθηματική σχέση και παίρνει τιμές αυθαίρετα από ένα δεδομένο σύνολο ορισμού χωρίς να εξαρτάται από τις υπόλοιπες μεταβλητές της σχέσης. Free Vector [Ελεύθερο διάνυσμα] Μηχ. Ονομάζεται το διάνυσμα εκείνο το οποίο έχει καθορισμένη διεύθυνση στον χώρο αλλά όχι δεδομένο σημείο εφαρμογής. Free Vibration [Ελεύθερη ταλάντωση] Φυα. Free Oscillation Free Volume [Ελεύθερος Ογκος] Φυσ. Χημ. Εκφράζεται ως ο κενός όγκος ενός σώματος, δηλαδή ο χώρος που ανήκει σε ένα σώμα αλλά δεν υπάρχει σε αυτύν αντίστοιχη μάζα, λόγω της ύπαρξης διαμοριακών αποστάσεων σε κάθε ουσία. Freeboard [Ελεύθερο ύψος] Πολ,Μηχ. Για την περίπτωση της ροής νερού εντός αγωγού είναι η απόσταση μεταξύ της ελεύθερης επιφάνειας του νερού και της κορυφής της διατομής του αγωγού. Στην περίπτωση μίας τεχνητής λίμνης είναι η απόσταση μεταξύ της ελεύθερης επιφάνειας του νερού και της στέψης του φράγματος. Το ελεύθερο ύψος επιτρέπει την ομαλή ροή του νερού και την αποφυγή υπερχείλισης. Freeware [Δωρεάν λογισμικό] Πληρ. Πρόκειται για κάθε λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο παρέχεται προς χρήση δωρεάν από τον προγραμματιστή του, δηλαδή χωρίς να είναι απαραίτητη η αντικαταβολή κάποιου χρηματικού ποσού για την άδεια χρησιμοποίησής του. Freeway [Οδός ταχείας κυκλοφορίας] Πολ,Μηχ. Κεντρική κυκλοφοριακή αρτηρία με ελεγχόμενες προσβάσεις στο κατάστρωμα της οποίας η κυκλοφορία των οχημάτων γίνεται με υψηλές ταχύτητες. Είναι η οδός η οποία δεν έχει φωτεινούς σηματοδότες παρά μόνον ανισόπεδους κόμβους στις διασταυρώσεις της. Δεν έχει παρόδια κτίσματα σε επαφή με την οδό και η πρόσβαση σ' αυτήν επιτρέπεται μόνον σε συγκεκριμένα σημεία. Η ελεύθερη λεωφόρος εξυπηρετεί μεγάλους κυκλοφοριακούς φύρτους και επιτρέπει την γρήγορη μετακίνηση των οχημάτων με ασφάλεια και άνεση απύ το ένα σημείο στο άλλο μιας ευρύτερης αστικής περιοχής.

Freeze Drying [Ξήρανση με Εξάχνωση Νερού] Χημ. Μηχ. Διεργασία απομάκρυνσης της υγρασίας απύ ένα υλικό, με εξάχνωση του περιεχόμενου νερού κατευθείαν απύ την κατάσταση ψύξεως, χωρίς ενδιάμεση τήξη. Η μέθοδος χρησιμοποιείται κυρίως στην ξήρανση τροφίμων. Freezer [Καταψύκτης] Μηχ. Καλείται η διάταξη εκείνη η οποία περιλαμβάνει έναν χώρο που τον ψύχει κατάλληλα και τον διατηρεί σε θερμοκρασίες χαμηλότερες του μηδενός, ώστε να μπορούν εκεί να αποθηκευτούν τρόφιμα και άλλα υλικά που φθείρονται, Freezing Point [Σημείο Πήξης] Φυα. Χημ. Ορίζεται η θερμοκρασία στην οποία μια υγρή ουσία, που ψύχεται, αρχίζει να στερεοποιείται. Στο σημείο πήξης, στερεά και υγρή φάση βρίσκονται σε ισορροπία. Freezing Point Depression [Ταπείνωση του Σημείου Πήξης] Φυα. Χημ. Μείωση του σημείου πήξης ενός διαλύματος σε σχέση με το αντίστοιχο σημείο του καθαρού διαλύτη.-> Depression Of Freezing Point Freibergite [Φρεϊμπεργκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο, αρσενικούχο και αντιμονιούχο άργυρο, χαλκό και δισθενή σίδηρο, της ομάδας του τετραεδρίτη. Σχηματίζει μελανόχρωμους, αδιαφανείς, με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινύς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5 έως 5,2. Freight Elevator [Ανελκυστήρας υπηρεσίας] Οικοδ. Ανελκυστήρας κτιρίων ο οποίος είναι κατάλληλος για μεταφορά φορτίων μεγάλου βάρους, Freighter [Φορτηγό σκάφος] Μηχ. Πρόκειται για το πλοίο ή το αεροσκάφος το οποίο είναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο με τρόπο ώστε να μεταφέρει κυρίως εμπορικά φορτία διαφόρων ειδών και όχι επιβάτες. F Region [Περιοχή FJ Γεωφυσ. Η τελευταία περιοχή της γήινης ατμόσφαιρας που καλύπτει το ενιαίο στρώμα F ή τα διάκριτα στρώματα F| και F2 της ιονόσφαιρας και της οποίας τα όρια υπόκεινται σε σημαντικές μεταβολές σε συνάρτηση με την ώρα, την εποχή, τη θέση του τόπου και την ηλιακή δραστηριότητα κυμαινόμενα γενικά μεταξύ τα)ν 145 και 400 χλμ. French Curve [Σύνολο καμπυλών] Τεχνολ. Σύνολο σχεδιαστικών οργάνων που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές για την χάραξη καμπυλών. Το σετ περιέχει καμπύλες διαφόρων μεγεθο')ν και σχημάτων και αναφέρεται πάνω στην κάθε μία η κλίμακα που αντιστοιχεί, French Drain [Αγωγός αποχέτευσης] Οικοδ. Απλός αγωγός απορροής ομβρίων που κατασκευάζεται από πέτρες μεγάλης διαμέτρου οι οποίες καλύπτονται με έδαφος. Συλλέγει τα επιφανειακά νερά και καταλήγει σε ένα φυσικό αποδέκτη. Frenet Formulas |Τύποι Frenei] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη r=r(s) και τα γραμμικά ανεξάρτητα διανύσματα Ι,η και b. Αποδεικνύεται ότι ισχύουν οι τύποι t'=kn, n'=-kt+rb και b'=-tn, έτσι ώστε τα διανύσματα t',n' και b' είναι συνεπίπεδα. Frenkel Defect [Σφάλμα Φρένκελ] Φυα. Στερ. Κατ. Ανωμαλία στη κανονικότητα της διάταξης της κρυσταλλικής δομής που συνίσταται στη δημιουργία ζεύγους κενότητας και μεσοπλεγματικύ ατόμου ή ιόντος, λόγω της μετακίνησης του από κανονικό σημείο του πλέγματος σε ενδιάμεση πλεγματικών σημείων θέση. Frcon [Φρέον] Χημ. Μίγμα χλωρο-φθορο-ανθρακικών ενώσεων, που αποτελείται από C C I 3 F , CCI2F2, CC1F3, CF4 και χρησιμοποιείται κυρίως ως ψυκτικό μέσο. Βλέπε Chlorolluorocarbons. Είναι η ονομασία υπό

-607 την οποία φέρεται στο εμπόριο ομάδα χλωριοφθοριωμένων υδρογονανθράκων όπως π.χ. το κοινό φρέον 12 (διχλωροδιφθορομεθάνιο). Υγρά άκαυστα, μη τοξικά, με ατμούς υγροποιούμενους υπό μικρή σχετικά πίεση, Χρησιμοποιούνται ως ψυκτικό μέσο στα συστήματα τεχνικής ψύξης και κλιματισμού και ως προωθητικό αέριο σε αερολύματα. Frequency 1 [Συχνότητα] Φυσ. Είναι ο αριθμός των επαναλήψεων μιας περιοδικής κίνησης ενός σώματος στη μονάδα του χρόνου. Frequency 2 [Συχνότητα] Στατ. Είναι ο αριθμός των εμφανίσεων ενός γεγονότος ή δεδομένου στο σύνολο των εκτελέσεων ενός πειράματος. Frequency Allocation [Διάθεση συχνότητας] Επικοιν. Διαχωρισμός συχνοτήτων από το φάσμα που αναλογούν σε κάθε τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία. Αυτό μπορεί να λαμβάνει και υπόψη και διάφορα φυσικά χαρακτηριστικά, μεθόδους υλοποίησης κτλ. Frequency Analyser [Αναλυτής συχνοτήτων] Ηλεκτρ. Είναι μια συσκευή η οποία έχει την ικανότητα να διαχωρίζει τα σήματα που δέχεται ανάλογα με τη συχνότητά τους και με αυτόν τον τρόπο μπορεί επίσης να προσδιορίζει τον τόπο απ' όπου έγινε η εκπομπή του καθενός από αυτά. Frequency Band [Μπάντα συχνοτήτων]Φυσ. Μια μπάντα συχνοτήτων περιέχει όλες τις συχνότητες που βρίσκονται μεταξύ δυο τιμών συχνότητας, οι οποίες αποτελούν τις οριακές συχνότητες της μπάντας, συμπεριλαμβανομένων και των οριακα')ν αυτών συχνοτήτων. Frequency Converter [Μετατροπέας συχνότητας] Ηλεκτρ. Είναι μία συσκευή η οποία έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει τη συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος που εισέρχεται σ' αυτή, χωρίς όμως απαραίτητα να μεταβάλεται και η τάση του. Frequency Counter [Μετρητής συχνότητας] Ηλεκτρ. Είναι μία συσκευή η οποία έχει τη δυνατότητα να μετράει τη συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος που διέρχεται απ' αυτή. Frequency Curve [Καμπύλη συχνότητας] Στατ. Η καμπύλη που προκύπτει από την απεικόνιση ενός συνόλου δεδομένων θεωρώντας ως εξεταζόμενη ποσότητα, τεταγμένη, την απόλοτη συχνότητα των τιμών, οι οποίες ορίζονται ως τετμημένες, που λομβάνει η χαρακτηριστική μεταβλητή του συνόλου. Frequency Deviation [Απόκλιση συχνότητας] Επικοιν. Συναντιέται και σαν Frequency Departure του σήματος FM ή η μεγαλύτερη μεταβολ.ή συχνότητας του φορέα. Frequency Distribution [Κατανομή συχνοτήτων] ΜαΟημ. Αν xi,...,x k είναι οι τιμές μιας μεταβλητής Χ και vlv..,vK είναι οι αντίστοιχες συχνότητες για την κάθε τιμή της Χ, τότε τα ζεύγη ( x - „ V j ) για i =1 κ ονομάζονται κατανομή συχνοτήτων της μεταβλητής Χ. Frequency Diversity [Διαφορική λήψη συχνότητας] Επικοιν. Πρόκειται για μία μέθοδο μετάδοσης του σήματος πληροφορίας κάνοντας χρήση δύο πομπών και δύο δεκτών οι οποίοι λειτουργούν σε διαφορετικές συχνότητες. Έτσι εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του τηλεπικοινωνιακού συστήματος, αποφεύγοντας τις διαλείψεις, ενώ στην περίπτωση ανεπάρκειας ή της διακοπής κάποιας μονάδας γίνεται αυτομάτως μεταγωγή στον άλλο δίαυλο. Frequency Division Multiplexing (FDM) [Πολύπλεξη διαίρεσης συχνότητας] Επικοιν. Τεχνική πολύπλεξης δηλαδή μετάδοση σε κοινό φορέα αλλά σε διαφορετι-

Frequency Shift Modulation

κή συχνότητα. Frequency Domain | Πεδίο συχνοτήτων] Επικοιν. Ο όρος (σαν μια διάσταση) συναντάται κύρια στην περίπτώση που χρησιμοποιούμε διαγράμματα 2 και 3 διαστάσεων αντί του χρόνου πχ για λόγους ικανοποιητικότερης και σταθερότερης απεικόνισης, Frequency Frogging [Αλλαγή συχνοτήτων] Επικοιν. Τεχνική εναλλαγής συχνοτήτων που χρησιμοποιείται για να απαλλαγεί κανείς από ανεπιθύμητες παρεμβολές και θόρυβο. Frequency Hopping (FH) [Πέταγμα συχνότητας] Επικοιν. Κατηγορία διαμόρφωσης σήματος στην Spread Spectrum τεχνολογία που χαρακτηρίζεται από τις αντιπαρεμβολικές της ιδιότητες (FH - CDMA) και χρησιμοποιεί ένα ευρύ φάσμα συχνοτήτων όπου εκπέμπει ριπές δεδομένων. Frequency Modulation [Διαμόρφωση συχνότητας] Επικοιν. Στον χώρο των τηλεπικοινωνιακών εφαρμογών ονομάζεται η διαδικασία της μεταβολής, με γραμμικό τρόπο, της στιγμιαίας συχνότητας του φέροντος σήματος από το σήμα πληροφορίας. Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους γίνεται είναι η αντιμετώπιση θορύβων και παρεμβολών, η δυνατότητα μετάδοσης πολλών σημάτων, η διευκόλυνση της εκπομπής και της λήψης με την μετατόπιση των σημάτων και άλλα. FYequency Modulation Broadcast Band [Ζώνη εκπομπής διαμόρφωσης συχνοτήτων] Επικοιν. Η συχνότητα 88 MHz ως 108 MHz που αντιστοιχεί στη ραδιοφωνία. Frequency Modulation Phase Modulation [Διαμόρφωση φάσης της διαμόρφωσης συχνοτήτων] Επικοιν. Συνδυασμός διαμόρφωσης συχνοτήτων και διαμόρφωσης φάσης. Frequency Offset [Μετατόπιση συχνοτήτων] Επικοιν. Μετατόπιση της συχνότητας του αναμενόμενου σήματος εξαιτίας προβλημάτων του φορέα, Frequency Polygon [Πολύγωνο συχνοτήτων] Στατ. Πολύγωνο που προκύπτει από το ιστόγραμμα απόλ.υτων ή σχετικών συχνοτήτων ομαδοποιημένων μεταβλ.ητών. Κατασκευάζεται από τη διαδοχική ένωση με ευθύγραμμα τμήματα των μέσων σημείων κάθε άνω βάσης των ορθογωνίων του ιστογράμματος, Frequency Prediction Chart [Διάγραμμα πρόβλεψης συχνοτήτων] Επικοιν. Γράφημα πρόβλεψης συχνοτήτων σχετικά με ιονοσφαιρική μετάδοση που εξαγγέλλει τακτικά υπηρεσία αστεροσκοπείου, Frequency Reuse [Αναχρησιμοποίηση συχνότητας] Επικοιν. Πρόκειται για την χρησιμοποίηση των ίδιων διαύλων συχ\·οτήτων από δύο ή περισσότερους χρήστες, με αποτέλεσμα να είναι μία από τις βασικότερες αιτίες των τηλεπικοινωνιακών παρεμβολών. Frequency Shift Keying [Διαμόρφωση με εναλλαγή συχνότητας] Επικοιν. Ο όρος αυτός αναφέρεται στην διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του φέροντος υψηλ.ής συχνότητας ψηφιακού σήματος. Συγκεκριμένα στο εν λόγω σύστημα χρησιμοποιούνται δύο υψίσυχνα ημιτονικά φέροντα κύματα του ίδιου πλάτους και διάρκειας, αλλά διαφορετικής συχνότητας, για να αναπαραστήσουν τα δυαδικά ψηφία ένα και μηδέν. Υπάρχουν δύο είδη τέτοιων σημάτων, εκείνα συνεχούς φάσης και τα ασυνεχούς φάσης, ανάλογα με το αν διατηρείται ή όχι η συνέχεια της φάσης κατά την διάρκεια των μεταβάσεων από ψηφίο σε ψηφίο, Frequency Shift Modulation [Διαμόρφωση με εναλλαγή συχνότητας] Frequency Shift Keying

Frequency Shift Transmission

-608 -

Frequency Shift Transmission [Διαμόρφωση με εναλλαγή συχνότητας] —> Frequency Shift Keying Frequency Stabilization [Σταθεροποίηση συχνότητας] Επικοιν. Εύρεση μίας πιο κατάλληλης συχνότητας εκπομπής ή λήψης ώστε να ελαχιστοποιείται ο θόρυβος, η παραμόρφωση κτλ. Ουσιαστική η χρήση του στα λέιζερ. Frequency Swing [Εύρος συχνοτήτων] Επικοιν. Όλες οι συχνότητες που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα σήμα. Frequency Table [Πίνακας συχνοτήτων] Στατ. Ο πίνακας συχνοτήτων είναι η αναπαράσταση σε γραμμές και στήλες όλων των διακριτών ή ομαδοποιημένων τιμών των μεταβλητών με τις απόλυτες, σχετικές, αθροιστικές και σχετικές αθροιστικές συχνότητές τους. Για την περίπτωση που οι τιμές είναι ομαδοποιημένες ο πίνακας συχνοτήτων περιλαμβάνει επίσης τα όρια L και U και τη μέση τιμή κάθε ομάδας. Frequency Telemetering [Τηλεμετρία συχνοτήτων] Επικοιν. Μέτρηση από απόσταση συχνοτήτων ραδιοκυμάτων, υπερήχων κτλ. Frequency Translation [Μεταφορά συχνοτήτων] Επικοιν. Γραμμική (ουσιαστικά όμως μη γραμμική) μεταφορά ενός σήματος σε μια διαφορετική ζώνη συχνοτήτων χωρίς να παρουσιαστεί καμιά αλλαγή (σαν να είναι περιοδική η συνάρτηση σήματος). Fresco [Νωπογραφία] Γεν. Ειδική μέθοδος ζωγραφικής επί επιφανειών εσωτερικών τοίχων και οροφών που εκτελείται με εφαρμογή υδατοχρωμάτων κυρίως επί υγρού ασβεστοκονιάματος (μπουόν φρέσκο), που είναι και ανώτερη ποιοτικά αλλά και επί ξηρού (σέκκο φρέσκο). Fresh Breeze [Λαμπρός άνεμος] Μετεωρ. Μέτριας ισχύος άνεμος της βαθμίδας 5 της άνεμομετρικής κλίμακας Μπωφόρ, με ταχύτητα γενικά από 8 έως 10,7 μέτρα κατά δευτερόλεπτο. Fresh Concrete [Νωπό σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Το σκυρόδεμα που μόλις έχει βγει από τον αναμικτήρα και βρίσκεται ακόμη στη μορφή ρευστού, έτοιμο για τοποθέτηση στο καλούπι. Fresh Water [Καθαρό νερό] Υδρολ. Είναι κάθε ποσότητα νερού που δεν περιέχει μεγάλες σχετικά ποσότητες αλάτων. Τέτοιο νερό έχουν για παράδειγμα οι πηγές. Freshet 1. [Εαρινή άνοδος στάθμης νερών] Υδρολ. Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο, σε μια περιοχή στην οποία ο χειμώνας έφερε χιόνι, την άνοιξη με την άνοδο της θερμοκρασίας αυτό λιώνει, οπότε η στάθμη των ποταμών της περιοχής ανεβαίνει. 2. [Ανοιξιάτικες πλημμύρες] Είναι μικρές σε έκταση και σημασία πλημμύρες που συμβαίνουν την άνοιξη, είτε λόγω των ανοιξιάτικων βροχών, είτε λόγω της υγροποίησης του χιονιού. 3. [Καθαρό ρυάκι] Έτσι ονομάζεται κάθε μικρή ροή νερού το οποίο είναι καθαρό και πιθανότατα πόσιμο Fresnel [Φρενέλ] Φυα. Μονάδα συχνότητας που ισούται με 1 terahertz. Fresnel - Arago Law [Νόμος των Φρενέλ και Αραγκό] Οπτικ. Κάθε νόμος από ένα σύνολο τεσσάρων νόμων που αφορούν τη συμβολή των πολωμένων ακτίνων, σύμφωνα με τους οποίους φαινόμενα συμβολής εμφανίζονται μόνο εφ' όσον οι δέσμες ακτίνων είναι σύμφωνες και έχουν το αυτό επίπεδο πόλωσης. Fresnel Biprism [Δίπρισμα Φρενέλ] Οπτικ. Γυάλινο αμβλυγώνιο πρίσμα αποτελούμενο από δύο ακριβώς

ίδια τριγωνικά οξυγώνια πρίσματα τοποθετημένα βάση προς βάση που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία σύμφωνων πηγών κατά τα φαινόμενα της συμβολής. Fresnel Diffraction [Περίθλαση Φρενέλ] Οπτικ. Η μία από τις δύο κατηγορίες των φαινόμενων περίθλασης, τα καλούμενα και μικροσκοπικά λόγω του ότι η παρατήρηση τους γίνεται μέσω φακού, που περιλαμβάνει τα προερχόμενα από σφαιρικά κύματα όταν η πηγή βρίσκεται σε ορισμένη απόσταση από το περιθλόν κώλυμα (μικρό κυκλκό διάφραγμα, μικρή σχισμή κ.λ.π.). Fresnel Drag Coefficient [Συντελεστής μετατόπισης του Φρενέλ] Οπτικ. Συντελεστής, στα πλαίσια της θεωρίας του 19ου αιώνα περί της ύπαρξης του αιθέρα, για τον υπολογισμό της ταχύτητας του φωτός σε μέσο που κινείται σε σχέση με τον απόλυτο αιθέρα, που προκύπτει λόγω της θεώρησης του Φρενέλ ότι αυτός παρουσιάζει διαφορετική πυκνότητα μέσα σε κάποιο υλικό μέσο από τη πυκνότητα του σε ελεύθερη κατάσταση. Fresnel Equation [Εξίσωση Φρενέλ] Οπτικ. Κάθε εξίσωση από σύνολο δύο εξισώσεων που δίνουν το συντελεστή ανάκλασης για προσπίπτουσα υπό γωνία πρόσπτωσης α ακτίνα πολωμένη παράλληλα ΚΆ ή κάθετα Κ η προς το επίπεδο ανάκλασης. Είναι οι εξής: R^ = εφ2 (α - α') / εφ2 (α + α') και R n = ημ2 (α - α') / ημ (α+α') όπου α' η γωνία ολικής πόλχοσης. Fresnel Fringe [Κροσσός Φρενέλ] Οπτικ. Ο κάθε ένας από το σύνολο των κροσσών που εμφανίζονται επί πετάσματος κατά τη περίθλαση Φρενέλ π.χ. κατά τη περίθλαση δια μικρής κυκλικής οπής από το σύνολο των εναλλασσόμενων φωτεινών και σκοτεινών δακτυλίων περί τη κεντρική φωτεινή κηλίδα. Fresnel Integrals [Ολοκληρώματα Fresnel] Μαθημ. Τα ολοκληρώματα Jsinx2dx και Jcosx2dx από το 0 ως το +· , τα οποία συγκλίνουν. Fresnel Lens [Φακός Φρενέλ] Οπτικ. Τύπος επιπεδόκυρτου φακού, κατασκευασμένου από ένα σύνολο μικρότερων φακών ώστε να φέρει κλιμακωτές εγκοπές στη κυρτή του επιφάνεια, για τη δημιουργία δέσμης φωτός παράλληλης προς το εστιακό του επίπεδο. Χρησιμοποιείται όταν απαιτείται μεγάλη φωτοβολία (π.χ. στο οπτικό ναυτικών φάρων) προς αποφυγή χρήσης μεγάλου πάχους φακών με τα συνήθη σφάλματα σφαιρικότητας. Fresnel Mirrors [Κάτοπτρα Φρενέλ] Οπτικ. Σύστημα κατόπτρων από μέλαινα ύαλο σε επαφή κατά τρόπο ώστε να σχηματίζεται γωνία λίγο μικρότερη από 180°, που χρησιμοποιείται για τη πραγματοποίηση σύμφωνων πηγών από φως μόνο εξ ανακλάσεως επί των δύο κατόπτρων προερχόμενο από πηγή μονοχρωματικού φωτός. Fresnel Reflection Formula [Τύπος ανάκλασης του Φρενέλ] Οπτικ. Εξίσωση που παρέχει το συντελεστή ανάκλασης R δηλαδή την αναλογία του προσπίπτοντος επί επιφάνειας φωτός που ανακλάται απ' αυτήν. Είναι η εξής: R = 1 / 2.[(ημ2θ-ημ2α / ημ2θ+ημ2α) + (εφ2θεφ2α /εφ2θ+εφ2α)], όπου θ και α οι γωνίες πρόσπτωσης και ολικής πόλωσης αντίστοιχα. Fresnel Region [Περιοχή Φρενέλ] Ηλεκτμομαγν. Η σφαιρική περιοχή ορισμένης ακτίνας στην εγγύτητα κεραίας, στην οποία η ακτινοβολούμενη ενέργεια δεν διαδίδεται ακτινικά. Fresnel Rhomb [Ρόμβος Φρενέλ] Οπτικ. Ρόμβος από γυαλί ή χαλαζία κατάλληλης γωνίας το οποίο, κατά τη κάθετη πρόσπτωση επίπεδα πολωμένου φωτός στο ένα του άκρο, παράγει μετατόπιση φάσης 90° (λ/4) με δι-

-609πλή ανάκλαση στο εσωτερικό του πριν την έξοδο της δέσμης από το άλλο άκρο της αντίθετης επιφάνειας του. Χρησιμοποιείται και διπλό, σε συνδυασμό δύο μονών, για να παράγει μετατόπιση φάσης 180° (λ/2). Fresnel Spotlight (Φωτοδέσμη Φρενέλ] Οπτικ. Τύπος μικρής αλλά υψηλής απόδοσης διάταξης φωτοδέσμης για τη παραγωγή κατευθυντικής, ισχυρής και συμμετρικής δέσμης φωτός, το πάχος της οποίας (στενή έως ευρεία) κυμαινόμενο μεταξύ 4 ΰ και 60° ρυθμίζεται μέσω κατάλληλου μηχανισμού εστίασης. Αποτελείται από ένα λαμπτήρα πυράκτωσης, ένα κατοπτρικό παραβολικό ανακλαστήρα και ένα στρογγυλό φακό Φρενέλ, η διάμετρος του οποίου καθορίζει και την ισχύ της δέσμης και το συγκεκριμένο τύπο της διάταξης. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στο φωτισμό των θεατρικών σκηνών, στα τηλεοπτικά στούντιο, στους εκθεσιακούς χ'ωρους κ.λ.π. Fresnel Zones [Ζώνες Φρενέλ] Ηλεκτρομαγν. Κάθε μία από τις θεωρητικά άπειρες σε αριθμό στοιχειώδεις συγκεντρικές ελλειψοειδείς ζώνες στις οποίες θεωρείται ότι διαιρείται η κυματοεπιφάνεια σφαιρικού κύματος η προσπίπτουσα επί εμποδίου κατά τη περίθλαση Φρενέλ και των οποίων ο άρτιος ή ο περιττός αριθμός καθορίζει τη φωτεινή ένταση στα διάφορα σημεία ενός πετάσματος μέσω της ενισχυτικής ή της αποσβεστικής συμβολές Fresnoite [Φρεσνοϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βάριο και τιτάνιο. Σχηματίζει κιτρινόχρωμους, με υαλώδη λνάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,4. Freundlich's Adsorption Isotherm [Ισόθερμη Ρόφησης Freundlich] Φυσ. Χημ. Εμπειρική εξίσωση, που ισχύει για χημική προσρόφηση, αλλά και για πολυστρωματική φυσική προσρόφηση. Εκφράζεται ως x/ms = K x P 1/n , όπου x/ms ο αριθμός των γραμμομορίων της προσροφημένης ουσίας ανά γραμμάριο προσροφητικού και Κ, n παράμετροι του συστήματος. Η εξίσωση δεν προβλνέπει κορεσμό στην επιφάνεια, για οσηδήποτε αύξηση της πίεσης. Freyssinet [Φρεσινέ] Τεχνολ. Γάλλος μηχανικός που θεωρείται ο πατέρας του προεντεταμένου σκυροδέματος. Γεννήθηκε το 1879 και πέθανε το 1962. Ανέπτυξε μία από τις μεθόδους εφαρμογής προέντασης στο σκυρόδεμα η οποία φέρει το όνομα του και ονομάζεται μέθοδος Φρεσινέ. Friable [Εύθρυπτο] Υλικ. Χαρακτηρίζεται κάθε υλικό το οποίο σχετικά εύκολα θραύεται, θρυμματίζεται και φθείρεται από δυνάμεις τριβής ή μετατρέπεται σε σύνολο από κόκκους. Friction [Τριβή] Μηχ. Το φαινόμενο ανάπτυξης δυνάμεων στο σημείο επαφής δύο σωμάτων όταν κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις με αποτέλεσμα να προκαλείται η επιβράδυνση της κίνησης του καθενός από αυτά. Η ενέργεια που χάνεται λόγω τριβής μετατρέπεται σε θερμότητα. Friction Factor [Παράγοντας τριβής] Ρευστομηχ. Αποτελεί σχετικό μέτρο των απωλειών λόγω τριβής, σε σύστημα ρευστού σε αγωγό και εκφράζεται ως το αδιάστατο πηλίκο της τάσης ολίσθησης προς την κινητική ενέργεια της ροής. Friction Loss [Απώλειες τριβής] Τεχνολ. Η ενέργεια που χάνεται λόγω της τριβής και η οποία μετατρέπεται σε θερμότητα.

Frieslebcnite

Friction Pile [Πάσσαλος τριβής] Πολ.Μηχ. Πάσσαλος που μεταδίδει τα φορτία που φέρει στο έδαφος μέσω της τριβής που αναπτύσσεται μεταξύ των παριών του και του περιβάλλοντος εδάφους. Είναι κατακόρυφο κυλινδρικό στοιχείο που χρησιμοποιείται στις θεμελιώσεις ειδικών κτιρίων ή όταν η ποιότητα του εδάφους δεν είναι ικανοποιητική και φέρει με ασφάλεια τα φορτία από την ανωδομή στο έδαφος θεμελίωσης. Η λειτουργία του βασίζεται στην ανάπτυξη δυνάμεων τριβής μεταξύ του εδάφους και της παράπλευρης επιφάνειάς του, ενώ δεν αναπτύσσεται καθόλου φορτίο στο βαθύτερο σημείο του, δηλαδή στην κεφαλή του. Friction T u b e Viscometer [Τριχοειδές Ιξωδόμετρο] Μηχ. Όργανο μέτρησης του ιξώδους ενός υγρού, στο οποίο μετράται ο χρόνος που απαιτείται για συγκεκριμένη μεταβολή της ελεύθερης επιφάνειας του υγρού. Ο υπολογισμός βασίζεται στην εξίσωση Poiseuille. Friction Welding [Συγκόλληση με τριβή] Μηχ. Πρόκειται για τεχνική συγκόλλησης δύο υλικών σε στερεά κατάσταση, όπου η απαραίτητη θέρμανση παράγεται με τριβή δύο περιστρεφόμενων επιφανεκόν που έρχονται απότομα σε επαφή. Frictional Electricity [Στατικός ηλεκτρισμός] Ηλεκτμ. Είναι το ηλεκτρικό φορτίο που εμφανίζεται σε κάποια αντικείμενα λόγω τριβής τους με κάποια άλλα. Ένα τέτοιο ζευγάρι αντικειμένων, γνωστό από την αρχαιότητα, είναι ο εβονίτης και το μαλλί, τα οποία με τριβή μεταξύ τους εμφανίζουν ίσο και ετερώνυμο φορτίο. Friedel - C r a f t s Reaction [Αντίδραση Friedel-Crafts] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση αλκυλίωσης αρωματικού δακτυλίου, με επίδραση αλκυλοχλωριδίου (RC1), παρουσία τριχλωριούχου αργλίου (A1C13). Στον ίδιο μηχανισμό βασίζεται και η παραγωγή αρωματικής κετόνης, με αντίδραση βενζολίου και ακυλοχλωριδίου (RCOCI). Friedelite [Φριδελίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό μαγγάνιο και χλ*ώριο. Σχηματίζει καστανούς ή ερυθρόχρωμους, διάφανους έως ημιδιάφανους, με υαλχόδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,8 έως 5. F r i e d m a n n Universe [Σύμπαν του Φρήντμαν] Αστμοφυσ. Θεωρία που αναπτύχθηκε από το Ρώσο μαθηματικό Φρήντμαν κατ' αντιπαράθεση με το μοντέλο του στατικού στο χρόνο σύμπαντος του Αϊ νστάιν και αποδεικνύει, βασιζόμενη στη σωστή εφαρμογή της κοσμολογικής θεωρίας της σχετικότητας, τη δυνατότητα ενός δυναμικού μοντέλου για το σύμπαν, διαστελλόμενου ή συστελλόμενου. Friendship Theorem [Θεώρημα φιλίας] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Α πλήθους κ, όπου κ φυσικός έτσι ώστε τα στοιχεία του Α να αντιπροσωπεύουν ανθρώπους. Αν για κάθε ζεύγος του Α ορίζεται διμελ.ής σχέση με την οποία το ζεύγος έχει μόνο ένα κοινό φίλο, τότε αποδεικνύεται πως υπάρχει ένα στοιχείο του Α που συνδέεται με αυτή τη σχέση με όλα τα ζεύγη. Fries R e a r r a n g e m e n t [Μετάθεση Fries] Ομγ. Χημ. Όταν ένας εστέρας φαινόλης θερμανθεί με AlCh, τότε μετακινείται η ακυλοομάδα (RCO-) από το οξυγόνο του φαινυλίου σε μια ορθο- ή παρα- θέση του δακτυλίου, σχηματίζοντας κετόνη. Η μέθοδος χρησιμοποιείται για τη σύνθεση φαινολικών κετονών. Frieslcbcnite [Φρισλεμπενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο απύ θειούχο μόλυβδο, αντιμόνιο και άργυρο. Σχηματίζει φαιούς ή ασημόλευκους, αδιαφανείς, με

Frigate

-610-

μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συκατάλληλες όπως αυξομειώσεις της θερμοκρασίας, έστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και τσι ώστε να ακολουθούνται από κατακρημνίσεις. ειδικό βάρος 5 έως 5,2. Frontal System [Σύστημα μετώπων] Μετεωρ. Η απειFrigate [Φρεγάτα] Ναυπηγ. Είναι ένα πολεμικό πλοίο, κόνιση πάνω σε χάρτη της υδρογείου των ατμοσφαιρικού παλαιότερα ήταν ιστιοφόρο και κωπήλατο αφού κών μετώπων. Ανάλογα με την κλίμακα, τη λεπτομέέφερε τρεις ιστούς. Αργότερα μετατράπηκε σε ελαφρό ρεια και το μέγεθος της περιοχής στην οποία αφορά ο ταχύπλοο πολεμικό σκάφος, οπλισμένο με πολυβόλα, χάρτης αναπαριστώνται εκτός από τα θεμελιώδη ατμοΣτην σημερινή εποχή εξελίχθηκε τελικά σε ελικοκίνη- σφαιρικά μέτωπα και κάποια δευτερεύοντα μέτωπα, το θωρακισμένο με πολλά πυροβόλα και κανόνια, απο- που σχηματίζονται εντός των αερίων μαζών, τελώντας αξιόμαχο σκάφος των πολεμικών ναυτικών Frontal Wave [Μετωπικό κύμα] Μετεωρ. Φαινόμενο στόλων αρκετών χωρών. περιοδικής κίνησης αέρα στα κατώτερα στρώματα των Fringe Area [Περιθωριακή περιοχή] Επικοιν. Οι άκρες ατμοσφαιρικών μετώπων. Στην κορυφή κάθε κύματος περιοχής ενός μεταδότη σήματος (πχ τηλεοπτικού) ό- εμφανίζονται σύννεφα λόγω της ψύξης του αέρα κατά που το σήμα παρουσιάζεται γενικά αδύναμο. την ανοδική του κίνηση ενώ στην κοιλία του κύματος Frobenius M e t h o d [Μέθοδος Frobenius] Μαθημ. Έο αέρας θερμαίνεται και ο ουρανός μπορεί να χαρακτη2 στω ν διαφορική εξίσα>ση x y"+xP(x)y'+Q(x)y=() και ριστεί καθαρός. η δυναμοσειρά γ(χ)=χΓΣν=ο,.... OvXv, 0<x
Frontal Zone [Μετωπική ζώνη] Μετεωμ. Το σώμα του ατμοσφαιρικού μετώπου που βρίσκεται μεταξύ των αερίων μαζών και καθορίζεται πλήρως από τις μετωπικές επιφάνειες. Η ζώνη θεωρείται πολύ στενή σε σχέση με τις αέριες μάζες αλλά στην πραγματικότητα έχει πλάτος δεκάδες χιλιόμετρα. Η θέση της ως προς την επιφάνεια της Γης εμφανίζει σημαντική κλίση, με ψυχρό αέρα από κάτω και θερμό αέρα από πάνω της. Frontier [Μεθόριος] Μαθημ. Για ένα σύνολο Α ορίζεται το μεθόριο σύνολο ή αλλιώς το σύνορο του Λ α>ς το σύνολο <9Α με στοιχεία όλα τα x που ανήκουν στο Α έτσι ώστε οι μπάλες με κέντρο x και ακτίνα ε>0 να έχουν τομή με το Α και με το συμπλήρωμά του διάφορετική από το κενό. Frontogenesis [Γένεση μετο')που] Μετεωμ. Η δημιουργια ενός ατμοσφαιρικού μετώπου μεταξύ δύο αερίων μαζών της τροπόσφαιρας ή τουλάχιστον μιας ζώνης αέρα με χαρακτηριστικά παρόμοια με των μετώπων, Το κύριο στοιχείο αναγνώρισης μιας μετωπογένεσης είναι η εμφάνιση απότομης ασυνέχειας του ανέμου στην περιοχή αυτή και προκαλείται απύ τη γειτνίαση αερία)ν μαζιόν διαφορετικής θερμοκρασίας, Frontolysis [Μετωπόλυση] Μετεωρ. Η εξαφάνιση ή ελάττωση των απότομων χαρακτηριστικών ενός ατμοσφαιρικού μετώπου. Μπορεί να θεωρηθεί α>ς η αντίστροφή διαδικασία της γένεσης ενός μετώπου. Προκύπτει κατά τη διάρκεια έντονης κυκλωνικής δραστηριότητας καθώς πραγματοποιούνται ορισμένες κινήσεις του αέρα προς την οριζόντια αλλά και την κατακόρυφη διεύθυνση.

τουργίες (π.χ. τις μετατροπές των στοιχείων στους εν Frost [Παγετός] Μετεωρ. 1. Οι μετεωρολογικές συνθήχρήσει κώδικες και τύπους), επιτρέποντας με αυτόν κες κατά τη πτώση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας τον τρόπο, στον κυρίως υπολογιστή να αφιερώνει το στα χαμηλότερα στρώματα, τα γειτνιάζοντα με την επιχρόνο του στο να επεξεργάζεται τα στοιχεία χωρίς να φάνεια του εδάφους, στο σημείο ή υπό το σημείο της απασχολείται με μικρότερης σημασίας εργασίες εισό- ψύξης του ύδατος. 2. Το στρώμα των λεπτών παγοκρυδου / εξόδου. στάλλων που επικαλύπτει την επιφάνεια των σωμάτα)ν, Frontal Cyclone [Μετωπικός κυκλώνας] Μετεωρ. Κά- λόγω της στερεοποίησης των υδρατμών, κατά τις ανωΟε κυκλώνας ο οποίος εμφανίζεται σε περιοχή τροπο- τέρω μετεωρολογικές συνθήκες. 3. Κλιματολογική σφαιρικών μετώπων. Οι κυκλώνες αυτοί είναι στο συνθήκη η οποία διαχωρίζεται σε περιπτώσεις ολικού πρώτο στάδιο ανάπτυξής τους, ιδιαίτερα κινητικοί και ή μερικού παγετού. Ολικός παγετός εμφανίζεται όταν με μεγάλες ανομοιομορφίες ως προς τη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια ολόκληρης της μέρας η θερμοκρασία στο εσωτερικό τους. διατηρείται κάτω από τους 0 βαθμούς Κελσίου ενώ Frontal Fog (Μετωπική ομίχλη] Μετεωρ. Οι μετωπικές μερικός παγετός όταν η ελάχιστη θερμοκρασία πέσει ομίχλες σχηματίζονται στα όρια των ατμοσφαιρικών κάτω από τους 0 βαθμούς Κελσίου, μετώπων. Οφείλονται λιγότερο στην πτώση της ατμο- Frost Day [Πμέρα παγετού] Μετεωρ. Ημέρα κατά την σφαιρικής πίεσης και περισσότερο στην εξάτμιση των οποία εμφανίζεται ολικός ή μερικός παγετός. Οταν η βροχών στην περιοχή των μετώπων. μέγιστη θερμοκρασία δεν ανεβαίνει πάνω από τους 0° Frontal Precipitation [Μετωπική κατακρήμνιση| ΜεC τότε η ημέρα καλείται ολικού παγετού ενώ όταν η τεωρ. Οι κινήσεις των μετώπων προκαλούν συνθήκες ελάχιστη μόνο θερμοκρασία βρίσκεται κάτω από τους

-611 -

0°C τότε η ημέρα καλείται μερικού παγετού. Frost Point [Σημείο παγετού] Μετεωρ. Η υψηλότερη θερμοκρασία (κάτω αό 1° C και σε συνάρτηση με τη σχετική υγρασία), κατά τη ψύξη μιας αέριας ατμοσφαιρικής μάζας, στην οποία αρχίζει η διεργασία της συμπύκνωσης των υδρατμών από την αέρια στη στερεή φάση υπό μορφή λεπτών παγοκρυστάλλων επικαθήμενων επί των εκτεθειμένων επιφανειών. Froth [Αφρός] Foam 1 F r o u d e Number [Αριθμός Froude]^ Ρευστομηχ. Για την ανάδευση, ορίζεται ως Npr = N"*D/g, όπου D η διάμετρος του αναδευτήρα και Ν η ταχύτητά του. Περιλαμβάνει τις δυνάμεις βαρύτητας και χρησιμοποιείται για την περιγραφή της επίδρασης της επιφανειακής συμπεριφοράς στον αριθμό ισχύος. F r o u d e N u m b e r ' [Αριθμός Froude] Ρευστομηχ. Για τη μεταφορά ορμής, εκφράζει το λόγο της μεταβίβασης προς τους παράγοντες βαρύτητας ή αλλιώς, το πηλίκο αδρανειακών προς βαρυτικές δυνάμεις. Δίνεται από τη σχέση Nrr = U~/Lxg, όπου L το χαρακτηριστικό μήκος και U η ταχύτητα. Fructose [Φρουκτόζη] Βιοχημ. Ο καλούμενος και οπωροσάκχαρο ή λαιβουλόζη μονοσακχαρίτης του τύπου C 6 H i 2 0 6 , που ανήκει στις κετοεξόζες και απαντά υπό ελεύθερη μορφή στα φρούτα, το ιμβερτοσάκχαρο του μελιού, την ινουλίνη κ.λ.π. Είναι άχροη, με έντονη γλυκιά γεύση κρυσταλλική υγροσκοπική ουσία ευδιάλυτη στο νερό και οπτικώς ενεργή. Χρησιμοποιείται ως συντηρητικό τροφίμων, γλυκαντική ύλη, ενδοφλέβια θρεπτική ουσία κ.λ.π. F r u s t u m [Κόλουρον] Μαθημ. Κάθε στερεό το οποίο προκύπτει από ένα άλλο στερεό αν αυτύ τμηθεί από δύο παράλληλα επίπεδα και μελετηθεί το τμήμα του αρχικού στερεού που βρίσκεται ανάμεσα στα επίπεδα. FSK [Διαμόρφωση με εναλλαγή συχνότητας] Frequency Shift Keying F Stop [F στοπ] Οπτικ. Μοχλός ρύθμισης του φωτογραφικού φακού για τη σωστή επιλογή της διαμέτρου του ανοίγματος του διαφράγματος (ίριδας) ώστε να πετυχαίνεται το επιθυμητό σχετικό άνοιγμα ή φωτεινότητα (αριθμός f) από τη κλίμακα βαθμολογίας του διαφράγματος, επί της οποίας αναγράφεται σύνολο τιμών του σχετικού ανοίγματος με αρχή τη μεγαλύτερη και μειούμενες διαδοχικά κατά το ήμισυ. F Type S t a r [Αστέρας τύπου F] Αστρον. Αστέρας (π.χ. ο Προκύων) του φασματικού τύπου F των αστέρων κατά τη ταξινόμηση του Χάρβαρντ, καλούμενος και αστέρας του ιονισμένου ασβεστίου λόγω των έντονων ραβδώσεων Η και Κ του ιονισμένου ασβεστίου κατά την εξέλιξη των υποκλάσεων από την Fo προς την F9. Είναι γενικά αστέρες νάνοι με απόλυτο μέγεθος +2 μέχρι +5 και κίτρινου χρώματος με επιφανειακή θερμόκρασία περίπου 6.000 έως 7.500 Κ F u b i n i ' S Theorem (Θεώρημα Fubini] Μαθημ. Για μια συνάρτηση f η οποία είναι συνεχής στο ορθογώνιο πεδίο ορισμού της R=[a,b]x[c,d] έχουμε j3bfcdf(x,y) dydx=*cdJabf(x,y)dxdy=*Kf(x,y)dA. Fuel [Καύσιμο] Χημ. Χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε υλικό, σε στερεή, υγρή ή αέρια μορφή, του οποίου η καύση χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενέργειας. Fucl Cell [Κυψέλη καυσίμου] Ηλεκ. Καλείται ένα γαλβανικό στοιχείο, στο οποίο η χημική ενέργεια μίας αντίδρασης καύσης μετατρέπεται άμεσα σε ηλεκτρική ενέργεια συνεχούς ρεύματος. Αποτελεί το βασικό τμήμα μίας ηλεκτροχημικής γεννήτριας, ενώ για να είναι

Full Load

συνεχής η παραγωγή ρεύματος πρέπει η σύσταση του όλου συστήματος να είναι σταθερή και να απομακρύνονται τα προϊόντα της αντίδρασης, Fuel Filter [Φίλτρο καυσίμου] Μηχ. Είναι εξάρτημα της μηχανής εσωτερικής καύσεως το οποίο έχει σκοπό τον καθαρισμό της καύσιμης ύλης παρακρατώντας τις διάφορες ακαθαρσίες. Fuel Oil [Καύσιμο Έλαιο] Χημ. Είναι υγρό μίγμα που λαμβάνεται ως υπόλειμμα ατμοσφαιρικής απόσταξης του πετρελαίου και χρησιμοποιείται ως βιομηχανικό καύσιμο ή για παραγωγή ορυκτελαίων. Ονομάζεται και μακρό υπόλειμμα ή μαζούτ, Fuel P u m p [Αντλία καυσίμου] Μηχ. Πρόκειται για μία μηχανική διάταξη η οποία αντλεί την υγρή καύσιμη ύλη από τον χώρο αποθήκευσής της και την τοποθετεί εντός μίας μηχανής για άμεση χρησιμοποίησή της. Fuel T a n k [Δεξαμενή καυσίμων] Τεχνολ. Χώρος κατασκευασμένος με ειδικές προδιαγραφές για την αποθήκευση καυσίμων ο οποίος αποτε?εί στοιχείο ενός συστήματος τροφοδοσίας καυσίμων, Fugacity [Πτητικότητα] Φυσ. Χημ. Αποτελεί ιδιότητα πραγματικού αερίου, έχει διαστάσεις πίεσης και συμβολίζεται με f. Αντιστοιχεί στη μερική πίεση ιδανικού αερίου και δίνεται από την εξίσωση dG = RTdlnf, όπου dG η μεταβολ.ή της ελεύθερης ενέργειας Gibbs. Fugacity Coefficient [Συντελεστής Πτητικότητας] Φυσ. Χημ. Αποτελεί μέτρο της τάσης μιας ουσίας να διαφεύγει από τη φάση στην οποία υπάρχει, με κάποια χημική διεργασία. Συμβολίζεται με Φ και ορίζεται από το πηλίκο Φ = f/P, όπου f η πτητικότητα και Ρ η μερική πίεση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο απόκλισης από την ιδανική κατάσταση, Fukuchilite [Φουκουχιλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο χαλκό και δισθενή σίδηρο, της ομάδας του πυρίτη. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς, με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,9. F u l c r u m [Υπομόχλιο] Μηχ. Ονομάζεται το ακλόνητο σημείο στήριξης ενός μοχλού πάνω στο οποίο αυτός κινείται. Full Adder [Πλήρης αθροιστής] Ηλεκτρον. Ένα ψηφιακό κύκλωμα που εκτελεί αθροίσεις τριών δυαδικών ψηφίων, δύο από τα οποία είναι κύρια δυαδικά ψηφία και το τρίτο κρατούμενο από μία πρόσθεση προηγούμενη πρόσθεση. Full Centre Arch [Πλήρως κεντρικό τόξο] Αρχ. Ονομάζεται κάθε τόξο ή θόλος μίας κατασκευής με γεωμετρικό σχήμα ακριβούς ημικυκλίου, Full Dublex [Πλήρης μεταβίβαση| Ηλεκτρον. Διαδικασία με την οποία διαβιβάζονται ταυτοχρόνως στοιχεία προς δύο κατευθύνσεις, όπως από ένα τερματικό στον υπολογιστή και από τον υπολογιστή στο τερματικό. Full Duplex Operation [Αειτουργία εκπομπής λήψης] Επικοιν. Σε ένα επικοινωνιακό σύστημα ονομάζεται η κατάσταση της ταυτόχρονης μετάδοσης των αντίστοιχων σημάτων και προς τις δύο κατευθύνσεις μεταξύ δύο σημείων, Full Duplex Transmission [Πλήρης αμφίδρομη μετάδοση] Επικοιν. Η μετάδοση 2 δρόμων και 2 κατευθύνσεων (από ένα για κάθε πλευρά), Full Load [Πλήρης φόρτιση] Ηλεκτρ. Είναι η μέγιστη φόρτιση που μπορεί να δεχτεί μια συσκευή ή ένα κύκλωμα. Αποτελεί μια πληροφορία την οποία δίνει ο κατασκευαστής της συσκευής ώστε να εξασφαλίσει τη

Full Load C u r r e n t

-612-

σωστή χρήση της. Full Load C u r r e n t [Μέγιστο ρεύμα] Ηλεκτρ. Είναι η μέγιστη ένταση ρεύματος που μπορεί να περάσει μέσα από ένα κύκλωμα ή μια ηλεκτρική συσκευή ώστε να μην προκληθεί δυσλειτουργία ή καταστροφή της. Full Moon [Πανσέληνος] Αστρον. Είναι το φαινόμενο της εμφάνισης της σελήνης στον ουρανό με τη μορφή δίσκου, πράγμα που συμβαίνει κάθε 28 ημέρες. Αποτελεί τη μια από τις τέσσερις φάσεις της Σελήνης κατά την οποία το τμήμα του ουράνιου σώματος που είναι γυρισμένο προς τη Γη φωτίζεται πλήρως από τον Ήλιο και εμφανίζεται σαν κυκλικός δίσκος που λάμπει. Full Wave Bridge [Γέφυρα πλήρους κύματος] Ηλεκτρ. Είναι ένα κύκλωμα το οποίο έχει τη δυνατότητα να μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές, δίπλασιάζοντας όμως την τάση του. Full W a v e Control [Ελεγχος πλήρους κύματος] Η)χκτρ. Είναι ο έλεγχος του εναλλασσόμενου ρεύματος και της φάσης που βρίσκεται σε κάθε στιγμή, με σκοπό την αύξηση της ισχύος του ρεύματος στο μέγιστο δυνατό. Full Wave Implifier [Ενισχυτής πλήρους κύματος] ΙΙλχκτρ. Είναι ένας τύπος ενισχυτή, ο οποίος ενισχύει ένα σήμα χωρίς να το εξομαλύνει, ούτε να ενεργεί και σαν ψαλιδιστής. Full Wave Rectification [Ανόρθωση πλήρους κύματος] Ηλεκτρ. Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο επιτυγχάνεται η λήψη ρεύματος με συνεχή φορά, απύ εναλλασσόμενο ρεύμα. Full Wave Rectifier [Ανορθωτής πλήρους κύματος] Πλεκτρ. Είναι ένα κύκλωμα το οποίο έχει τη δυνατότητα να μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε ρεύμα που ρέει προς τη μια μόνο κατεύθυνση, μη έχοντας όμως σταθερή τάση. Fullerene [Φουλλερένια] Χημ. Θεωρούνται ως αλλοτροπική μορφή του άνθρακα και αποτελούν ένα σφαιροειδές μόριο, που συνήθως περιέχει 60 ή 70 άτομα άνθρακα. Fullerite [Φουλλερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από άνθρακα 60. Σχηματίζει καφέ ή μαύρους, αδιαφανείς, με υαλώδη ή μεταλλική λάμψη μικροσκοπικούς κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,9 έως2. Fully Parenthesised Notation [Πλήρης παρενθεντική γραφή] Μαθημ. Π γραφή των μαθηματικών εκφράσεων με τη βοήθεια παρενθέσεων. Κάθε ζεύγος στοιχείων της σχέσης μεταξύ των οποίων εκτελείται μια πράξη βρίσκεται μέσα σε παρένθεση, έτσι (όστε οι πράξεις να είναι ευκρινείς. Fulminic Acid [Φουλμινικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ασταθές οξύ του τύπου HONC που σχηματίζει εστέρες και άλατα με εκρηκτικές ιδιότητες. Fuloppite [Φουλοππίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αντιμόνιο και μόλυβδο. Σχηματίζει φαιούς, κίτρινους ή κυανούς, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος, Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,2. F u m a r i c Acid [Φουμαρικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι η trans μορφή του βουτενοδιοϊκού οξέος, HOOCCIl=CH-COOH. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με σημείο ζέσεως 165°C και σημείο τήξεως 300-302 °C. Σχηματίζεται από τη cis μορφή (μηλεϊνικό οξύ) με θέρμανση ή φωτισμό. Είναι ασθενέστερο οξύ από το

cis και αποτελεί κατάλληλη τροφή για μικροοργανισμούς. Fumarole [Ατμίδα ή φουμαρόλη] Γεωλ. Ρωγμή ή οπή σε ηφαιστειακές ή ηφαιστιογενείς περιοχές και τεκτονικά ρήγματα απ' όπου εξέρχονται, ήρεμα ή με ορμή συνοδευόμενη συχνά από συριγμό, αναθυμιάσεις αερίων και ατμών ορισμένης θερμοκρασίας (από 40 έως πάνω από 500 βαθμούς Κελσίου) που καθορίζει και τη χημική τους σύσταση. Διακρίνονται σε μοφέτες πλούσιες σε διοξείδιο του άνθρακα, σε θειούχες πλούσιες σε υδρόθειο και διοξείδιο το θείου, σε ατμίδες βορικού οξέος κ.λ.π. Fume [Καπνός] Χημ. Πρόκειται για κολλοειδές σύστημα, που αποτελεί διασπορά στερεών σωματιδίων στον αέρα. Προέρχεται από διεργασίες καύσης, εξάχνωσης ή συμπύκνωσης. Το μέγεθος των σο)ματιδίων είναι μικρότερο από 1 μπ\. Function [Συνάρτηση] Μαθημ. Κάθε απεικόνιση f από ένα σύνολο Α σε ένα σύνολο Β η οποία αντιστοιχεί ένα στοιχείο α c Α σε ένα μόνο στοιχείο β € Β ως εξής: β=ί(α). Function Key [Κλειδί / πλήκτρο λειτουργίας] Υπολ. Ένα κλειδί (πλήκτρο) του πληκτρολογίου το οποίο χρησιμοποιείται για την εκτέλεση μιας εντολής από το χειριστή, π.χ. το κλειδί (πλήκτρο) εισόδου. Function Space [Χώρος συναρτήσεων] Μαθημ. Κάθε χώρος του οποίου τα στοιχεία είναι μόνο συναρτήσεις και για αυτόν το χώρο έχει οριστεί μια μετρική, Function Table [Πίνακας λειτουργίας] Υπολ. 1. Δύο ή περισσότερες συλλογές στοιχείων, συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε μία εγγραφή στη μία συλλογή να αντιστοιχεί σε μία ή περισσότερες εγγραφές στις άλλες συλλογές. 2. Μια μονάδα του μηχανικού εξοπλισμού ή ένα υποπρόγραμμα που έχει τη δυνατότητα ή να αποκωδικοποιεί πολλαπλές εισόδους σε μία μόνο έξοδο, ή να κωδικοποιεί μία είσοδο σε πολλές εξόδους, Function Table [Πίνακας συνάρτησης] Μαθημ. Ένας πίνακας 2'η που ορίζεται για κάθε συνάρτηση f. Η πρώτη γραμμή του πίνακα συμπληρώνεται από τις τιμές χ„ όπου i=l,...,n, που τίθενται ως ορίσματα της συνάρτησης ενώ η δεύτερη γραμμή περιέχει τις αντίστοιχες τιμές f(xj). Functional (Κλιμακωτή συνάρτηση] Μαθημ. Μια συνάρτηση f από ένα διάστημα [α,β| στο σύνολο των πραγματικών ονομάζεται κλιμακωτή όταν το διάστημα [α,β] διαχωρίζεται σε πεπερασμένο πλήθος ανοιχτών διαστημάτων έτσι ώστε η f να είναι σταθερή σε κάθε ένα από αυτά τα διαστήματα. Functional Constraint [Συναρτησιακός περιορισμός] Μαθημ. Οι εξισώσεις που λειτουργούν ως περιορισμοί και πρέπει να ικανοποιούνται από τις λύσεις τα>ν προβλημάτων βελτιστοποίησης ή ελαχιστοποίησης στα πλαίσια του γραμμικού ή μη προγραμματισμού. Functional Diagram [Λειτουργικό διάγραμμα] Υπολ. Τύπος λογικού διαγράμματος που αναπαριστά τη λειτουργική σχεδίαση με ειδικά σύμβολα, που ονομάζονται λειτουργικά σύμβολα. Η λειτουργική σχεδίαση αναφέρεται στις προδιαγραφές όλων των εξαρτημάτων ενός υπολογιστικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης και της λογικής σχεδίασης, όπως και του εξοπλισμού που θα χρησιμοποιηθεί. Μια τέτοια γραφική παράσταση προσδιορίζει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Functional G r o u p [Λειτουργική Ομάδα] Χημ. Είναι η συγκεκριμένη ομάδα ατόμων σε ένα μόριο, η οποία

-613καθορίζει ουσιαστικά τις χημικές ιδιότητες του μορίου. Ονομάζεται και χαρακτηριστική ομάδα. Functional P r o g r a m m i n g [Συναρτησιακός προγραμματισμός] Πληρ. Καλείται ο τύπος προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών όπου βασίζεται στην μαθηματική έννοια της συνάρτησης, δηλαδή στην απεικόνιση των στοιχείων του πεδίου ορισμού της στο πεδίο τιμών. Functional Requirements [Λειτουργικές απαιτήσεις] Πληρ. Αναφέρονται στις πληροφορίες που πρέπει να διαχειρίζεται ένα υπολογιστικό σύστημα και στην λειτουργικότητα που μπορεί να παρέχει, η οποία εκφράζεται μέσα από την βάση πληροφοριών, την τεχνική διάρθρωση, τις λειτουργικές διαδικασίες και τις πληροφοριακές υπηρεσίες. Functional Unit [Λειτουργική μονάδα] Υπολ. Οποιαδήποτε από τις διάφορες μονάδες ενός υπολογιστικού συστήματος που μπορεί να εκτελέσει τις εξής λειτουργίες: μαθηματικές, ελέγχου, καταχώρισης, εισόδου / εξόδου. Functionalism [Λειτουργικότητα] Αρχ. Ο όρος αυτός συνοψίζει το σύνολο των αρχών που πρέπει να διέπουν τον σχεδιασμό ενός κτιρίου, ιδιωτικού ή δημόσιου, εργοστασίου, νοσοκομείου, σχολείου ή άλλο, εκ μέρους του αρχιτέκτονα, ώστε το αποτέλεσμα να πληροί όλες τις αισθητικές απαιτήσεις, καθώς επίσης και τις ανάγκες χρήσης, ασφάλειας, άνεσης ή άλλες ειδικότερες για το εν λόγω κτίριο. F u n d a m e n t a l [Θεμελιώδης] Φυσ. Η πρώτη, ή βασική, ή μικρότερη ιδιοενέργεια, ιδιοσυχνότητα, κλπ. ή αρμονική συνιστώσα / ιδιοκατάσταση μιας ταλάντωσης ή κύματος / κβαντικού συστήματος αντίστοιχα. F u n d a m e n t a l Constants [Βασικές Σταθερές] Φυσ. Ονομάζονται και παγκόσμιες σταθερές. Πρόκειται για φυσικές σταθερές, στις οποίες στηρίζονται θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης. Ο αριθμός Avogadro, η σταθερά Faraday και η ταχύτητα του φωτός αποτελούν παραδείγματα των μεγεθών αυτών. F u n d a m e n t a l Frequency [Θεμελιώδης συχνότητα] Φυσ. Ισούται με το αντίστροφο της θεμελιώδους περιόδου πολλαπλασιασμένη επί το διπλάσιο του γνωστού αριθμού π. F u n d a m e n t a l Interaction [Θεμελιο')δης αλληλεπίδραση] Πυμην. Φθ(τ. Κάθε μία από τις τέσσερες δυνατές βασικές αλληλεπιδράσεις δηλ. η ισχυρή, η ηλεκτρομαγνητική, η ασθενής και η βαρυτική μεταξύ των σωματιδίων της ύλης που πραγματοποιούνται με ανταλλαγή των αντίστοιχων σωματιδίων πεδίου (των κβάντωνα) δηλ. των γλοιονίων, των φωτονίων, των και Ζ και των γκραβιτονίων. F u n d a m e n t a l Motion (Θεμελιώδης κίνηση] Μηχ. Διαφορετικός τρόπος ονομασίας της elemental motion, δηλαδή στοιχειώδους κίνησης. F u n d a m e n t a l Particle [Θεμελιώδες σωμάτιο] Φνσ. Διαφορετικός τρόπος ονομασίας του elementary particle, δηλαδή στοιχειώδους σωματίου. F u n d a m e n t a l Period [Θεμελιώδης περίοδος] Μηχ. Ονομάζεται η πρώτη κατά σειρά και σημαντικότερη ιδιοπερίοδος μίας κατασκευής ή ενός συστήματος. Είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος χρόνου και αποτελεί βασικό στοιχείο κατά την δυναμική μελέτη μίας κατασκευής. F u n d a m e n t a l S t a r [Θεμελιώδης Αστέρας] Αστρον. Κάθε αστέρας του οποίου οι συντεταγμένες της θέσης (ορθή αναφορά και απόκλιση) έχουν καθοριστεί με

F u r n a c c Lining

υψηλό θαθμό ακρίβειας και περιλαμβάνονται στους επίσημους αστρικούς καταλόγους. F u n d a m e n t a l Theorem Of Algebra [Θεμελαώδες θεώρημα της άλγεβρας] Μαθημ. Το σώμα των μιγαδικών αριθμών αποδεικνύεται ότι είναι αλγεβρικά κλειστό σώμα. F u n d a m e n t a l T h e o r e m Of Arithmetic [Θεμελιώδες θεώρημα της αριθμητικής] Μαθημ. Η ακέραια περιοχή του συνόλ.ου των ακέραιων αποδεικνύεται ότι είναι περιοχή μονοσήμαντης ανάλυσης. F u n d a m e n t a l Units [Θεμελιώδεις Μονάδες] Φυσ. Σύνολο ανεξάρτητα ορισμένων μονάδων μέτρησης, το οποίο αποτελεί τη βάση ενός συστήματος. Το μήκος, η μάζα και ο χρόνος είναι τα τρία βασικά μεγέθη, των οποίων οι μονάδες μπορούν να αποτελέσουν βάση συστήματος μέτρησης. Funicular [Είδος τελεφερίκ] Funicular Railroad Funicular Railroad [Σχοινοσιδηρόδρομος] Μηχ. Χρησιμοποιείται για την ανάβαση απότομων πλαγιών και πρόκειται για ένα είδος τελ*εφερίκ, το οποίο αποτελεί μεν σιδηροδρομικό όχημα που κινείται με τροχίσκους πάνω σε μεταλλικές ράγες αλλά σύρεται και με την βοήθεια συρματόσχοινου, διότι είναι πολύ μεγάλη η κλίση του εδάφους. Furaldehyde [Φουραλδεΰδη] Ομγ. Χημ. Είναι η φουρφουράλη. Furfural F u r a n [Φουράνιο] Οργ. Χημ. Ετεροκυκλική ένωση με πενταμελή δακτύλιο, που περιέχει δύο διπλούς δεσμούς μεταξύ των τεσσάρων ατόμων άνθρακα και ως ετεροάτομο το οξυγόνο. Ονομάζεται και οξόλιο. Ο χημικός τύπος είναι C4H4O και έχει μοριακό βάρος 68,08, σημείο ζέσεως 31,4°C και σημείο πήξεως -85,6 °C. Είναι το απλούστερο από τα φουράνια, σχηματίζεται από τη γαλακτόζη και συμπεριφέρεται ως αρωματική ένωση. F u r a n o s e [Φουρανόζη] Ομγ. Χημ. Ανήκει στα σάκχαρα και πρόκειται για ετεροκυκλική ένωση, με πενταμελή τετραϋδροφουρανικό δακτύλιο. F u r f u r a l [Φουρφουράλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και φουραλδεΰδη. Έχει χημικό τύπο ( O C J ^ C H O , μοριακό βάρος 96,09, σημείο ζέσεως 161,7 υ Ο και σημιείο πήξεως -38,7 °C. Παρασκευάζεται από τα πίτυρα με επίδραση θερμού αραιού θειικού οξέος και χρησιμοποιείται ως διαλύτης στην παραγωγή συνθετικού ελαστικού, ως εκχυλαστικό μέσο, καθώς και στην παραγωγή χρωμάτων, πλαστικών και φουμαρικού οξέος. F u r f u r a l Extraction [Εκχύλιση με Φουρφουράλη] Χημ. Μηχ. Διεργασία εξευγενισμού ορυκτελοίων, με εκχύλιση, όπου ως διαλύτης χρησιμοποιείται η φουρφουράλη. II ένωση αυτή διαλόει εκλεκτικά τα συστατικά που είναι ευαίσθητα στην οξείδωση, τις ρητινώδεις και θειούχες ενώσεις, καθώς και έντονα χρωματισμένες ενώσεις. F u r f u r a n [Φουρφουράνιο] Ομγ. Χημ. Είναι το φουράνιο. —»Furan F u r f u r y l Alcohol [Φουρφουρυλική Αλκοόλη] Οργ. Χημ. Είναι το 2-υδροξυ-μεθυλο-φουράνιο, με χημικό τύπο 2-(C 4 H 3 0)CH 2 0H, μοριακό βάρος 98,10 και σημείο ζέσεως 171 °C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης στην παραγωγή ρητινο')ν. F u r n a c e [Φούρνος] Μηχ. Συσκευή στην οποία παράγεται θερμότητα και προσδίδεται σε κάποια ουσία, με σκοπό να συμβεί ορισμένη φυσικοχημική διεργασία. F u r n a c e Lining [Επένδυση καμίνου] Μηχ. Η προστατευτική από τις υψηλές θερμοκρασίες και τις τυχόν α-

F u r n a c e Oil

-614-

ναπτυσσόμενες χημικές αντιδράσεις επένδυση του εσωτερικού τοιχώματος της καμίνου, κατασκευής από πυρίμαχο υλικό (π.χ. άργιλο, άσβεστο, μολυβδαίνιο, οξείδιο του ζιρκονίου κ.λ.π.) σε διάφορα σχήματα (τούβλα, φύλλα κ.λ.π.) ανάλογα με τη σκοπούμενη χρήση. F u r n a c e Oil [Καύσιμο Θέρμανσης] Μηχ. Προϊόν πετρελαίου, με περιοχή απόσταξης 288-388 °C, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θέρμανση κατοικιών. Furoic Acid [Φουροϊκό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και φουρανο-2-καρβοξυλικό οξύ και παράγεται από τη φουρφουράλη με οξείδωση. Έχει χημικό τύπο 2(C 4 H 3 0)C00H, μοριακό βάρος 112,09, σημείο ζέσεως 230 °C και σημείο τήξεως 133 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, που χρησιμοποιείται ως βακτηριοκτόνο. Furongitc [Φουρονγκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό οξείδιο του ουρανίου και αργίλιο. Σχηματίζει κίτρινους, ημιδιάφανους, με υαλώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8 έως 2,9. Furutobeite [Φουρουτομπεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο μόλυβδο, χαλκό και άργυρο. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,7. Fusehite [Φουξίτης] Ορυκτ. Ποικιλία του ορυκτού μασχοβίτη με χρώμιο. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιάφανους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρύτητα 2 έως 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7 έως 2,8. Fuselage [Ατρακτος] Αερομηχ. Πρόκειται για το κύριο μέρος ενός αεροπλάνου, στην ουσία τον σκελετό του, όπου προσαρμόζονται τα πτερύγια και το σύστημα της ουράς του σκάφους. Στην άτρακτο υπάρχει ο κατάλληλος χώρος για το πλήρωμα, τους επιβάτες, το φορτίο και τα όργανα ελέγχου ενώ ο σχεδιασμός και η κατασκευή της απαιτεί τον συνδυασμό της μέγιστης αντοχής με το ελάχιστο βάρος και την μικρότερη δυνατή μετωπική αντίσταση. Fusibility [Ευτηκτότητα] Χημ. Αναφέρεται στο βαθμό κατά τον οποίο μια στερεή ουσία μπορεί να υγροποιηθεί με θέρμανση. Fusible Alloy [Εύτηκτο μέταλλο] Μεταλλ. Χαρακτηρίζεται κάθε μέταλλο ή κράμα μετάλλων το οποίο έχει σχετικά χαμηλό σημείο τήξης, της τάξεως δηλαδή των εβδομήντα βαθμών Κέλσιου, όπως είναι για παράδειγμα ο μόλυβδος, το κάδμιο, το βισμούθιο και άλλα. Fusinite [Φουσινίτης] Γεωλ. Πέτρωμα αποτελούμενο απύ απανθρακωμένο ξύλο ινώδους μορφής και σκοτεινού χρώματος που διατηρεί, με σχετικά περιορισμένες παραμορφώσεις, τη κυτταρική του δομή. Fusion [Σύντηξη] Πυμην.Φυα. Καλείται η ένωση δύο ελαφρών πυρήνων προς σχηματισμό βαρύτερου με την ταυτόχρονη απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας δεσμευμένης ενέργειας. Fusion B o m b [Βόμβα σύντηξης] Πυμην. Φυα. Τύπος πυρηνικού όπλου στο οποίο η έκλυση ενέργειας κατά την έκρηξη βασίζεται σε μία θερμοπυρηνική αντίδραση σύντηξης ελαφρών πυρήνων. Fusion Fuel [Καύσιμο σύντηξης] Πυρην Φυα. Κάθε φυσικό ή τεχνητό υλικό ελαφρών πυρήνων, όπως τα

ισότοπα του υδρογόνου δευτέριο και τρίτιο, που μπορεί να διατεθεί σε επαρκή ποσότητα για τη παραγωγή ενέργειας μέσω θερμοπυρηνικών αντιδράσεων ελεγχόμενης και αυτοσυντηρούμενης σύντηξης. Fusion Point [Σημείο σύντηξης] Πυρην. Φυσ. Το σημείο έναυσης σε μία πυρηνική αντίδραση σύντηξης δηλ. η οριακή θερμοκρασία στην οποία η ενέργεια που αναπτύσσεται στο πλάσμα υπερβαίνει τις συνολικές απώλειες ενέργειας. Fusion Reactor [Αντιδραστήρας πυρηνικής σύντηξης] Πυρην. Φυα. Πρόκειται για μία τεχνολογικά πολύπλοκη εγκατάσταση η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή τεραστίων ποσοτήτων ενέργειας μέσω ελεγχόμενων αντιδράσεων πυρηνικής σύντηξης των ραδιενεργών ατόμων. Fusion Weapon [Όπλο σύντηξης] Γεν. Fusion Bomb Fusion Welding [Συγκύλληση με τήξη] Μεταλλ.. Πρύκειται για την σύνδεση δύο μεταλλικών υλικών η οποία επιτυγχάνεται είτε με την χρήση πρόσθετου μετάλλου από μία τηκόμενη ράβδο καθώς αυτή βέβαια λιώνει, είτε από υλικό που προέρχεται από τα ίδια τα τεμάχια τα οποία πρόκειται να συγκολληθούν. Fust [Κορμός κίονα] Αρχ. Με τον όρο αυτό στον χώρο της αρχιτεκτονικής χαρακτηρίζεται το κύριο κατακόρυφο τμήμα ενός κίονα, αυτό το οποίο και μεταφέρει τα φορτία από το κιονόκρανο στην βάση του. Fuzzy Logic [Ασαφής λογική] Μαθημ. Η ασαφής ή πιθανολογική λογική είναι η θεωρία που επιτρέπει τον ορισμό μαθηματικών ή προτασιακών αντικειμένων τα οποία έχουν έως και άπειρες δυνατές τιμές εκτός από το δισύνολο {αληθής, ψευδής}. Στα πλαίσια της ασαφούς λογικής οι τιμές αληθής=1 και ψευδής=0 οριοθετούν ένα διάστημα μέσα στο οποίο κάθε τιμή μπορεί να είναι η πιθανότητα αλήθειας του οριζόμενου αντικειμένου. Fuzzy Model [Ασαφές μοντέλο] Μαθημ. Το μοντέλο που σχηματίζεται για την επίλυση προβλημάτων που περιέχουν και συνθήκες αβεβαιότητας. Αποτελείται από όλες τις δυνατές ασαφείς σχέσεις που ορίζονται για τις δεδομένες προϋποθέσεις του προβλήματος και η επιλογή του εξαρτάται κατά μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες αβεβαιότητας. Fuzzy Relation [Ασαφής σχέση] Μαθημ. II σχέση που ενώνει δύο ασαφή σύνολα Χ και Υ αντιστοιχίζοντας τα αντικείμενα που περιέχουν. Κάθε τέτοια σχέση ορίζεται από το καρτεσιανό γινόμενο Χ Ύ . Fuzzy Set [Ασαφές σύνολο] Μαθημ. Ασαφές ή αλλιώς θολό σύνολο καλείται κάθε σύνολο που ορίζεται με βάση την ασαφή λογική. Τα αντικείμενά του δεν του ανήκουν παρά μόνο μερικώς σε αντίθεση με τα σύνολα που έχουν οριστεί με την κλασσική λογική των δύο τιμών: αληθής και ψευδής και οι πιθανές τιμές αληθείας ενός ασαφούς συνόλου ανήκουν σε ολόκληρο το διάστημα [0,1]. Fuzzy Value [Ασαφής τιμή] Μαθημ. Κάθε τιμή που αναφέρεται στην πιθανότητα αλήθειας μιας πρότασης που εξετάζεται με χρήση της ασαφούς λογικής. Ορίζεται η τιμή 0 να αντιστοιχεί στον χαρακτηρισμό 'ψευδής', η τιμή 1 στον χαρακτηρισμό 'αληθής' και κάθε κλάσμα στο διάστημα (0,1) σε χαρακτηρισμούς μερικής αλήθειας. FV [Συντομογραφία του femtovoltl Πλεκ. Femtovolt

γ [Γάμα] Φυσ. Χρησιμοποιείται για το συμβολισμό ορισμένων μεγεθών, όπως είναι η επιφανειακή τάση, ο συντελεστής ενεργότητας και ο λόγος των ειδικών θερμοτήτων ενός αερίου. γ [Γάμα] Χημ. Σε μια οργανική ένωση, χαρακτηρίζει το άτομο άνθρακα που βρίσκεται σε τέτοια θέση, ώστε να παρεμβάλλονται άλλα δύο άτομα ανάμεσα σε αυτό και την κύρια λειτουργική ομάδα. Ga [Σύμβολο γαλλίου] Χημ. Πρόκειται για τον χημικό συμβολισμό του στοιχείου του γαλλίου όπως είναι στον περιοδικό πίνακα. G a b b r o [Γάββρος] Ομυκτ. Ομάδα πλουτωνικών πετρωμάτων αποτελούμενη κυρίως από παρόμοιας αναλογίας πλαγιόκλαστους (από λαβραδόριο έως ανορθίτη) και κλινοπυρόξενους (όπως αυγίτη, κεροστίλβη κ.λ. π.). Έχουν χρώμα τεφροπράσινο, μεγάλη σκληρότητα και χονδροκοκκώδη ιστό με ευμεγέθεις κρυστάλλους. Gabion [Σαραζανέτι] Πολ. Μηχ. Σύνολο από λίθους εγκιβωτισμένο εντός μεταλλικού πλέγματος διαμορφωμένου σε κύβο που χρησιμοποιείται για κατασκευή τοίχου αντιστήριξης με ικανοποιητική δυνατότητα απορροής των υδάτων που εισρέουν στο έδαφος. Gable [Αέτωμα] Αμχ. Ονομάζεται το τριγωνικό επιστέγασμα στην πρόσοψη ενός κτιρίου ή μίας κιονοστοιχίας. Είναι χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο των αρχαίων κλασικών ναών όπου το γεωμετρικό σχήμα του τριγώνου σχηματίζεται από τις δύο πλευρές που κλίνουν προς τα κάτω και στις οποίες καταλήγει η σαμαρωτή στέγη και από το γείσο ως βάση. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και η άνω τριγωνική απόληξη ενός τοίχου. Gable Roof [Στέγη με αετώματα] Αμχ. Στέγη με κεκλιμένες τις δύο πλευρές οι οποίες στηρίζονται σε τοίχο με τριγωνική μορφή από το χαμηλότερο επίπεδο της στέγης και πάνω. Gabriel Synthesis [Σύνθεση Γκαμπριέλ] Ομγ. Χημ. Μέθοδος για την παρασκευή πρωτοταγών αμινών από αλκυλαλογονίδια. Συνίσταται στην αντίδραση φθαλιμιδικού καλίου με αλκυλαλογονίδια για την παραγωγή αλκυλιωμένων παραγώγων του φθαλιμιδίου τα οποία με υδρόλυση μετατρέπονται σε φθαλικό οξύ και πρωτοταγή αμίνη. Gadolcic Acid [Γαδολεϊκό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ακόρεστο λιπαρό οξύ, με χημικό τύπο CH3(CH2)<)CH=CH(CH2) 7COOH. Έχει απομονωθεί μόνο από το μουρουνέλαιο και από το λίπος της φάλαινας. Χρησιμοποιείται στη μελετη βιοχημικών αντιδράσεων. Gadolinite [Γαδολινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο κυρίως από πυριτικό βηρύλλιο, σίδηρο και ύττριο.

Συναντάται σε τηγματίτες υπό μορφή σκουρόχρωμων, με υαλνώδη λόμψη κρυστάλλων του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6,5 έως 7 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,2. Gadolinium [Γαδολίνιο] Χημ. Τρισθενές μεταλλικό στοιχείο της δεύτερης υποομάδας των σπάνιων γαιών με ατομικό σύμβολο Gd, ατομικό αριθμό 64 και ατομικό βάρος 157,25. Είναι ασημόλευκο και εύπλαστο με ισχυρές μαγνητικές ιδιότητες. Συναντάται στη φύση υπό τη μορφή επτά σταθερών ισοτόπων στο γαδολινίτη, στο μοναζίτη, στο σαμαρσκίτη κ.λ.π. Χρησιμοποιείται στα σιδηρομαγνητικά κράματα και στην πυρηνική τεχνολογία. Gadolinium Oxide [Οξείδιο του γαδολινίου] Ανομγ. Χημ. Λευκή άμορφη ένωση με χημικό τύπο Gd 2 03, ελ,άχιστα διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Gadolinium Sulfate [Θειικό γαδολίνιο] Ανομγ. Χημ. Αχροη, κρυσταλλική ένωση με χημικό τύπο Gd2 (SO4) 3 8Η 2 0 και με ισχυρές μαγνητικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολύ χαμηλών θερμοκρασιών στην κρυοσκοπία. Gacde Diffusion P u m p [Αντλάα Διάχυσης Gaede] Μηχ. Ειδικός τύπος αντλίας, που χρησιμοποιείται σε συστήματα κενού. Π λειτουργία της βασίζεται στο συμπαρασυρμό μορίων του αερίου από ατμούς υδραργύρου ή κάποιου ελαίου με χαμηλή τάση ατμών. Gacde Molecular P u m p [Μοριακή αντλάα του Γκάαντε] Μηχ. Τύπος περιστροφικής αντλίας υψηλ.ής ταχύτητας απορρόφησης και ικανότητας επίτευξης υψηλού κενού. Αποτελείται από συμπαγές μεταλλικό τύμπανο στρεφόμενο με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε μεταλλικό κύλινδρο (που φέρει δύο σημεία εισόδου και εξόδου στα οποία δημιουργείται διαφορά πίεσης λόγω της περιστροφής) από τον οποίο χωρίζεται με ελάχιστο διάκενο χωρίς να εφάπτεται. Gagate [Γαγάτης] Ομυκτ. Είδος ορυκτού άνθρακα, λιθάνθρακα ή ανθρακίτη αναμεμιγμένου με άσφαλτο, που δεν έχει υποστεί ομαλή ενανθράκωση. Είναι μελανόχρωμος, με λάμψη και θραύεται κατά οστρεοειδείς επιφάνειες. Έχει μεγάλη σκλ.ηρότητα λόγω της οποίας χρησιμοποιείται επεξεργασμένος για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων και μικροαντικειμένων. Gahnite [Γκανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας των σπινελλίων αποτελούμενο από οξείδιο του ψευδαργύρου και του αργλίου. Συναντάται σε σκουρόχρωμους οκταεδρικούς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 έως 8 στην κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 4,6.

Gain 1

-616-

Gain 1 [Απολαβή] Η/χκτρον. To μέτρο της ενίσχυσης (εκφρασμένης π.χ. ως λόγος ισχύων, τάσεων κ.λ.π. εξόδου προς το αντίστοιχο μέγεθος εισόδου) από κύκλωμα ή διάταξη του εισερχόμενου σήματος εκφρασμένο σε dB. Gain 2 [Απολαβή] Μηχ. Κατάλληλη κοιλότητα που διανοίγεται σε ξύλο για την υποδοχή και εφαρμογή άλλου αντικειμένου. Gain Control [Ελεγχος απολαβής] Η)χκτρον. Ο έλεγχος με κάποιο μέσο (π.χ. ποτενσιόμετρο) της απολαβής ενισχυτή. Gal [Γκαλ] Φνσ. Μονάδα επιτάχυνσης της βαρύτητας ίση με 1cm/ sec2 στο σύστημα CGS. Galactan [Γαλακτάνη] Οργ. Χημ. Πολυσακχαρίτες που με υδρόλυση παρέχουν γαλακτόζη και αποτελούν συστατικά πολλών κόμμεων και φυκιών όπως το άγαρ. Galactic [Γαλαξιακός] Αστρον. Ο αναφερόμενος ή ανήκων σε οποιοδήποτε γαλαξία και ειδικά στο Γαλαξία του ηλιακού μας συστήματος. Galactic Center [Γαλαξιακό κέντρο] Αστρον. Το βαρυτικό κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονται τα μέλη ενός γαλαξία. Για το Γαλαξία είναι μη ορατή περιοχή λόγω της μεγάλης πυκνότητας αστρικών νεφών. Ως κέντρο για τον υπολογισμό συντεταγμένων λαμβάνονται οι συντεταγμένες ραδιοπηγής στον αστερισμό του Τοξότη με ορθή αναφορά 17 h 42,4 m και απόκλιση 28° 55'. Galactic Concentration [Γαλαξιακή συγκέντρωση] Αστρον. Ο λόγος της πυκνότητας των αστέρων συγκεκριμένου οπτικού μεγέθους στο γαλαξιακό πυρήνα προς την πυκνότητα τους στον υπόλοιπο Γαλαξία. Galactic Coordinates [Γαλαξιακές συντεταγμένες] Αστρον. Το σύστημα των σφαιρικών συντεταγμένων του μήκους και του πλάτους που υπολογίζονται με βάση το γαλαξιακό ισημερινό και το κέντρο του Γαλαξία ως αρχή (σημείο μηδενικού γαλαξιακού μήκους). Galactic Disk [Γαλαξιακός δίσκος] Αστρον. Το φακοειδές σχήμα ενός σπειροειδή γαλαξία όπου παρουσιάζεται η μεγαλύτερη πυκνότητα αστέρων και μεσοαστρικής ύλης. Για το Γαλαξία έχει συνολικό μήκος περίπου 120.000 ετών φωτός. Galactic E q u a t o r [Γαλαξιακός ισημερινός] Αστρον. Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που προκύπτει ως τομή αυτής και του γαλαξιακού επιπέδου. Είναι κεκλιμένος κατά γωνία περίπου 62° προς τον ουράνιο ισημερινό και αποτελεί τη βάση των γαλαξιακών συντεταγμένων. Galactic Halo [Γαλαξιακή άλως] Αστρον. Περιοχή μεγαλύτερης ηλικίας αστέρων και αερίων, σφαιρικά κατανεμημένη γύρω απύ το Γαλαξία (αλλά και σε άλλους σπειροειδείς γαλαξίες), σε απόσταση της τάξης των 50000 ετών φωτός. Galactic Latitude [Γαλαξιακό πλάτος] Αστρον. II γωνειακή απόσταση ενός σημείου, μετρούμενη θετικά και αρνητικά, βόρεια και νότια αντίστοιχα του γαλαξιακού ισημερινού από 0° έως 90°. Galactic Light [Γαλαξιακό φως] Αστρον. Το τμήμα του φωτός στον νυχτερινό ουρανό που προέρχεται από την διάχυση της ακτινοβολίας γαλαξιακών αστέρων. Galactic Longitude [Γαλαξιακό μήκος] Αστρον. Η γωνιακή απόσταση ενός σημείου από 0° έως 360° επί του γαλαξιακού ισημερινού. Galactic Magnetic Field [Γαλαξιακό μαγνητικό πεδίο] Αστρον. Το ασθενές μαγνητικό πεδίο στο γαλαξία και στο οποίο οφείλεται η διάταξη στο χώρο της ενδο-

αστρικής ύλης. Galactic Meridian [Γαλαξιακός μεσημβρινός] Αστρον. Ο μέγιστος κύκλος που διέρχεται από δεδομένο σημείο και τους γαλαξιακούς πόλους. Galactic Nebula [Γαλαξιακό νεφέλωμα] Αστρον. Τα μεγάλα συστήματα αστέρων και ενδοαστρικής ύλης που βρίσκονται μέσα στο γαλαξιακό μας χώρο, σε αντίθεση με τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα που ουσιαστικά αποτελούν γαλαξίες. Διακρίνονται σε φωτεινά και σκοτεινά. Galactic Noise [Γαλαξιακός θόρυβος] Αστρον. Ακτινοβολία ραδιοσυχνοτήτων που προέρχεται από περιοχές του Γαλαξία. Galactic Nova [Γαλαξιακός καινοφανής αστέρας] Αστρον. Καινοφανείς αστέρες, πρόσκαιρης λαμπρότητας, που παρατηρούνται σε διάφορα σημεία του Γαλαξία. Galactic Nucleus [Γαλαξιακός πυρήνας] Αστρον. Η κεντρική περιοχή, το κύριο σώμα σχήματος φακοειδούς του Γαλαξία (και κάθε σπειροειδούς γαλαξία) από όπου εκφύονται οι βραχίονες και στην οποία παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση αστρικών νεφών και μεσοαστρικής ύλης. Έχει διάμετρο περίπου 16000 έτη φωτός και πάχος περίπου 8000 έτη φωτός. Το ηλιακό σύστημα απέχει από τον πυρήνα περίπου 32000 έτη φωτός. Galactic Plane [Γαλαξιακό επίπεδο] Αστρον. Το επίπεδο του γαλαξιακού ισημερινού που διχοτομεί σε δύο ήμισυ το Γαλαξία αποτελώντας το επίπεδο συμμετρίας του. Galactic Pole [Γαλαξιακός πόλος] Αστρον. Τα δύο σημεία, βόρειο και νότιο, που αποτελούν τομή της ουράνιας σφαίρας και του άξονα περιστροφής του Γαλαξία, δηλ. τα σημεία 90° βόρειου και νότιου γαλαξιακού πλάτους. Galactic Rotation [Γαλαξιακή περιστροφή] Αστρον. II περιστροφή του Γαλαξία (στην οποία οφείλεται το πεπλατυσμένο σχήμα του) ως δυναμικού συνόλου γύρω από άξονα διερχόμενο από το κέντρο του και κάθετο στο γαλαξιακό επίπεδο, με ταχύτητες περιστροφής που κυμαίνονται ανάλογα με την απόσταση από το κέντρο του. Galactic Window [Γαλαξιακό παράθυρο] Αστρον. Περιοχές του Γαλαξία απ' όπου λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας τους σε αέρια και σκόνη είναι ευκολότερη η παρατήρηση απομακρυσμένων γαλαξιών Galactic Year [Γαλαξιακό έτος] Αστρον. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την πλήρη περιφορά του Ήλιου (και του ηλιακού πλανητικού συστήματος) γύρω από το κέντρο του Γαλαξία. II περίοδος της περιφοράς είναι της τάξης των 220 έως 250 εκατομμυρίων ετών. Galactonic Acid [Γαλακτονικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το πεντα-υδροξυ-εξανοϊκό οξύ, με χημικό τύπο Ci,H 12Ο7, που λαμβάνεται από τη γαλακτόζη. Galactose [Γαλακτόζη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με χημικό τύπο CfiH^Oe (ισομερής της γλυκόζης) που ανήκει στις αλδοεξόζες. Υπάρχει σε τρεις μορφές: η dγαλακτόζη, που παρασκευάζεται με υδρόλυση της λακτόζης και βρίσκεται τόσο στο φυτικό κόσμο (κόμμεα, σπέρματα κ.λ.π.) όσο και στο ζωικό κόσμο (γαλακτοσάκχαρο, εγκέφαλος, νεύρα), η 1- γαλακτόζη, που παρασκευάζεται από το μίγμα της d,l- γαλακτύζης με ζύμωση και το ανενεργό μίγμα d,l- γαλακτόζης, που είναι άχροη κρυσταλλική ένωση παρασκευαζόμενη

-617συνθετικά στο εργαστήριο. Galatea [Γαλάτεια] Αστρον. Φυσικός δορυφόρος του Ποσειδώνα διαμέτρου περίπου 160 χλμ. και αστρικού μεγέθους 23 που περιφέρεται με περίοδο 10,3 ωρών σε μέση απόσταση περίπου 62.000 χλμ. από τον πλανήτη. Galaxies [Γαλαξίες] Αστρον. Τεράστια συσσωματώματα αστέρων και μεσοαστρικής ύλης από αέρια ή σκόνη με ανομοιγενή κατανομή στο χώρο, συγκεντρωμένη σε πυκνότερα ή αραιότερα σμήνη. Ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με την τυπική μορφή τους: ελλειπτικοί, σπειροειδείς (που υποδιακρίνονται σε κανονικούς και ραβδωτούς) και ακανόνιστοι. Galaxite [Γαλαξίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο κυρίως από οξείδιο του μαγγανίου, του αργιλίου και του σιδήρου, της ομάδας των σπινελίων. Συναντάται σε μελανούς, αδιαφανείς με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος, συνήθως με μορφή κόκκων. Έχει σκληρότητα 7,5 έως 8 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4. Galaxy [Γαλαξίας ή Γαλακτική Οδός] Αστρον. Ο Γαλαξίας (πάντα με κεφαλαίο) του ηλιακού μας συστήματος, μέλος της Τοπικής Ομάδας αποτελούμενης από είκοσι περίπου γαλαξίες. Ανήκει στην κατηγορία των σπειροειδών ραβδωτών και περιέχει τουλάχιστον 200 δισεκατομμύρια αστέρες και συγκεντρώσεις μεσοαστρικής ύλης. Gale [Θύελλα] Μετεωρ. Όρος που αναφέρεται επίσημα σε άνεμο αρκετά μεγάλης έντασης που δημιουργεί δυσκολίες στην κίνηση και ικανό να προκαλέσει ελαφρές ή και πιο σημαντικές καταστροφές. Αντιστοιχεί στις βαθμίδες 7 (σφοδρός), 8 (θυελλώδης), 9 (θύελλα) και 10 (ισχυρή θύελλα) της ανεμομετρικής κλίμακας μποφόρ με ταχύτητες από 45 έως 90 χλμ. ανά ώρα. Galena [Γαληνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, κύριο μετάλλευμα μολύβδου, αποτελούμενο από θειούχο μόλυβδο και συχνότατα προσμίξεις άλλων στοιχείων (αργύρου, χρυσού, χαλκού, ψευδάργυρου κ.λ.π.). Συναντάται σε φλέβες σε περιοχές ηφαιστειογενών πετρωμάτων υπό μορφή διαφόρων συσσωματωμάτων σε κυβικούς ή οκταεδρικούς κρυστάλλους χρώματος κυανίζοντος μολυβδόφαιου, μεταλλικής λάμψης και τέλειου σχισμού. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και μεγάλο ειδικό βάρος 7,5. Galilean I n v a r i a n c e [Σταθερά του Γαλιλαίου] Μηχ. Αρχή της Νευτώνειας σχετικότητας σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της μηχανικής είναι ίδιοι σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς δηλ. συστήματα στα οποία ένα ελεύθερο σώμα δεν παρουσιάζει επιτάχυνση. Galilean Relativity [Σχετικότητα του Γαλιλαίου] Μηχ. 11 Νευτώνεια σχετικότητα δηλ. το αναλλοίωτο των νόμων και των εξισώσεων της Νευτώνειας μηχανικής, στα πλαίσια της κλασικής μηχανικής (σε ταχύτητες πολύ μικρότερες από την ταχύτητα του φωτός), σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς που κινούνται με σταθερή σχετική ταχύτητα μεταξύ τους μέσω των μετασχηματισμών του Γαλιλαίου. Galilean Satellites [Δορυφόροι του Γαλιλαίου] Αστρον. Αναφέρονται από κοινού οι τέσσερις μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι από τους έντεκα δορυφόρους του Δία δηλ. η Ηώ, η Ευρώπη, ο Γανυμήδης και η Καλλιστώ που ανακαλύφθηκαν από τον Γαλιλαίο μεταξύ 713 Ιανουαρίου του 1610. Galilean Telescope [Τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου] Οπτικ. Τύπος διαθλαστικού τηλεσκοπίου επίγειων παρα-

Galliuni

τηρήσεων αποτελούμενο από ένα συγκλίνοντα αντικειμενικό φακό μεγάλης εστιακής απόστασης και έναν αποκλίνοντα προσοφθάλμιο φακό που δίνει για τον απροσάρμοστο οφθαλμό είδωλο φανταστικό και όρθιο. Έχει συνήθως μικρή μεγέθυνση και μεγάλο φωτοερέθισμα και χρησιμοποιείται ως διόφθολμος διόπτρα. Galilean T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός του Γαλιλαίου] Μηχ. Σύνολο εξισώσεων για το μετασχηματισμό, στα πλαίσια της κλασικής μηχανικής, των συντεταγμένων θέσης και χρόνου ενός συμβάντος από ένα αδρανειακό σύστημα σε ένα διαφορετικό που κινείται με σταθερή ταχύτητα σχετικά με το πρώτο. Για συντεταγμένες χ, ψ, ζ, t και χ', ψ', z', t' αντίστοιχα στο πρώτο και στο δεύτερο σύστημα και υ σχετική ταχύτητα στον άξονα χχ' ισχύει: χ = χ - υΐ, ψ'= ψ, τ - ζ, l'= t Galilean Velocity Addition [Κανόνας πρόσθεσης ταχυτήτων του Γαλιλαίου] Μηχ. Μετασχηματισμός της ταχύτητας ενός συμβάντος από ένα αδρανειακό σύστημα αναφοράς σε ένα άλλο που κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς το πρώτο. Για υ ^ υ / στιγμιαίες ταχύτητες του συμβάντος στο πρώτο και στο δεύτερο σύστημα αναφοράς και υ ταχύτητα του δεύτερου ως το πρώτο κατά τον άξονα χχ' ισχύει η εξίσωση: υπρος χ = υχ ~ υ · Galileo N u m b e r [Αριθμός Galileo] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της ελάχιστης απαιτούμενης ταχύτητας ρευστού, για αιώρηση στερεών σωματιδίων. Δίνεται από την εξίσωση NG3 = pf x (ps-pf) x g x d 3 /p 2 , όπου pf η πυκνότητα του ρευστού, ps η πυκνότητα του στερεού, d η διάμετρος των σωματιδίων και μ το ιξώδες του ρευστού. Gallacetophenone [Γαλοκετοφαινόνη] Ομγ. Χημ. Είναι η τρι-υδροξυ-ακετοφαινόνη, με χημικό τύπο (ΗΟ)}C6H2(COCH3), μοριακό βάρος 168.15 και σημείο τήξεως 173 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη, που λαμβάνεται από την πυρογαλλόλη. Gallein [Γαλλεΐνη] Ομγ. Χημ. Είναι η 4,5-διυδροξυφθορεσκεΐνη, που έχει χημικό τύπο C20H12O5, μοριακό βάρος 332,31 και σημείο τήξεως 300 °C. Πρόκειται για καστανέρυθρη ουσία, σε μορφή σκόνης, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και ως δείκτης. Gallery [Γαλορία] Μεταλλ Μηχ. Υπόγεια στοά, σχετικά οριζόντιας ή κεκλιμένης διεύθυνσης που συναντάται στα ορυχεία ή σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς. Gallic Acid [Γαλλικό οξύ] Ομγ. Χημ. Αχρωμη, κρυσταλλική οργανική ένωση του τύπου CfiH^OH)) COOH, το 3, 4, 5- τριυδροξυβενζοϊκό οξύ. Απαντά στη φύση ελνεύθερο ή ενωμένο στο μόριο της ταννίνης απ' όπου λαμβάνεται με ζύμωση ή υδρόλυση. Είναι διαλυτό στην αλκοόλη, στη γλυκερίνη και στο θερμό ύδωρ και έχει ισχυρές αναγωγικές ιδιότητες. Κατά τη θέρμανση αποκαρβοξυλιώνεται σε πυρογαλλόλη Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία, στην παρασκευή χρωμάτων και διάφοροι εστέρες του σαν αντιοξειδωτικά στη βιομηχανία τροφίμων και στην ιατρική. Gallium [Γάλλιο] Χημ. Σπάνιο μεταλλικό στοιχείο της τρίτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με χημικό σύμβολο Ga, ατομικό αριθμό 31, ατομικό βάρος 69,72, ειδικό βάρος 5,9,σημείο τήξης 29,8°C και σημείο βρασμού 2403° C. Είναι μέταλλο τρισθενές, δισθενές ή μονοσθενές στις ενώσεις του, λευκού χρώματος και μαλακό. Συναντάται στη φύση (κυρίως στο σφαλχρίτη,

Gallium Arsenide

-618-

μαγνησίτη, βωξίτη κ.λ.π.) υπό μορφή δύο σταθερών ισοτόπων, το γάλλιο 69 και το γάλλιο 71. Gallium Arsenide [Αρσενίδιο του γαλλίου] Avopy. Χημ. Σκουρόχρωμη μεταλλική ένωση με χημικό τύπο GaS. Χρησιμοποιείται λόγω της ιδιότητας της ηλεκτροφωταύγειας στο υπέρυθρο φως σε αυτόφωτες διόδους καθώς και σε άλλες διατάξεις ημιαγωγών συχνά σε κράματα με άλλες ημιαγωγές ενώσεις (π.χ. το φωσφίδιο του γαλλίου). Gallium Arsenide Laser [Λέιζερ αρσενιδίου του γαλλίου] Οτττικ. Τυπικό λέιζερ ημιαγωγών επαφής ρ-η κατασκευασμένο από αρσενίδιο του γαλλίου. Λειτουργεί με άντληση έκχυσης και με διέλευση ισχυρού ρεύματος ορθής φοράς στο υπέρυθρο. Έχει μικρό μέγεθος, γρήγορη απόκριση, υψηλή απόδοση (έως 30%) και μεγάλο χρόνο ζωής. Gallium Arsenide Semiconductor [Ημιαγωγός αρσενιδίου του γαλλίου] Φοσ. Στερ. Κατ. Ημιαγωγός άμεσου διακένου με υλικό κατασκευής GaS. Έχει απαγορευμένη ζώνη ανάμεσα στη ζώνη αγωγής και τη ζώνη σθένους 1,4 ηλεκτρονιοβόλτ, υψηλή κινητικότητα μετακίνησης, δυνατότητα λειτουργίας σε συχνότητες μικροκυμάτων και μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας 400 °C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή διατάξεων μικροκυμάτων (δίοδοι Gunn, ΙΜΡΑΤΤ κλπ.) και οπτικοηλεκτρικών διατάξεων (λέιζερ, αυτόφωτες διόδους κ.λ.π.). Gallium Halides [Αλογονίδιο του γαλλίου] Avopy. Χημ. Κάθε χημική ένωση αποτελούμενη από γάλλιο και ένα απύ τα στοιχεία της ομάδας των αλογόνων όπως π.χ. το χλωριούχο γάλλιο GaF3, που είναι λευκό άλας διαλυτό στο νερό. Gallium Oxide [Οξείδιο του γαλλίου] Avopy. Χημ. Λευκή στερεή ένωση με χημικό τύπο GfaOi που λαμβάνεται με θέρμανση νιτρικού γαλλίου, θειικού γαλλίου ή υδροξειδίου του γαλλίου. Με εξάχνωση δίνει μεταλλικό γάλλιο κι οξείδιο με τύπο Ga 2Ο Gallium Phosphide [Φωσφίδιο του γαλλίου] Avopy. Χημ. Διαφανής κρυσταλλική ένωση με χημικό τύπο GaP που προκύπτει από την αντίδραση υποξειδίου του γαλλίου και φωσφόρου σε χαμηλή θερμοκρασία. Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικές διατάξεις ημιαγωγών λόγω της ιδιότητας της ηλεκτροφωταύγειας στο ορατό φως. Gallium Phosphide Semiconductor [Ημιαγωγός φωσφιδίου του γαλλίου] Φυσ,.Στερ. Κατ. Ημιαγωγός με υλικό κατασκευής GaP με απαγορευμένη ζώνη ανάμεσα στη ζώνη αγωγής και τη ζώνη σθένους 2,4 ηλεκτρονιοβόλτ και μέγιστη θερμοκρασία λειτουργίας 870° C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικοηλεκτρικών διατάξεων (αυτόφωτες διόδους κ.λ,π.). Gallium Sulphide [Σουλφίδιο του γαλλίου] Avopy Χημ. Οι γνωστές θειούχες ενώσεις του γαλλίου που περιλαμβάνουν το κιτρινόχρωμο Ga2S3 που λαμβάνεται με διαβίβαση υδρόθειου πάνω από οξείδιο του γαλλίου στους 700 0 C καθώς και το λευκό GaS και το Ga2S. Gallon [Γαλόνι] Γεν. Μονάδα μέτρησης χωρητικότητας υγρών και μερικές φορές στερεών: 1. Το αγγλικό αυτοκρατορικό γαλόνι ισούται με 4,546 λίτρες (μονάδα χωρητικότητας ίση με ένα χιλιόγραμμο αποσταγμένου ύδατος θερμοκρασίας τεσσάρων βαθμών) και υποδιαιρείται σε 4 τέταρτα και σε 8 πάϊντς (όγδοα). 2. Το αμερικανικό γαλόνι ισούται με 3,785 λίτρες. Galois Field [Galois σώμα] Μαθημ. Το σώμα GF(pn)

τάξης ρ" ,το οποίο έχει οριστεί μονοσήμαντα για κάθε πρώτο αριθμύ ρ και κάθε φυσικό αριθμό η. Galois G r o u p [Ομάδα Galois] Μαθ. Η ομάδα G(K/F) ονομάζεται ομάδα Galois του Κ πάνω από το F, αν το Κ είναι μια πεπερασμένη και κανονική επέκταση για το σώμα F. Galvanic [Γαλβανικός] Ηλεκ. Όρος που αναφέρεται σε ηλεκτρισμό που παράγεται με τη βοήθεια χημικών μέσων. Galvanic Battery [Γαλβανικός συσσωρευτής] Ηλεκ. Πηγή συνεχούς τάσης ρεύματος που αποτελείται από ένα ή περισσότερα γαλβανικά στοιχεία. Galvanic Cell [Γαλβανικό στοιχείο] Ηλεκ. Ηλεκτρολυτικό στοιχείο ικανό για την παραγωγή συνεχούς τάσης ή ρεύματος με τη βοήθεια χημικών μέσων. Galvanic Corrosion [Γαλβανική διάβρωση] Μεταλλ. Η διάβρωση του ηλεκτροδίου της ανόδου (π.χ. από ψευδάργυρο) που προκύπτει από τη δράση του ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα γαλβανικό στοιχείο. Galvanic Couple [Γαλβανικό ζεύγος] Ηλεκ. Ζεύγος ετερογενών στοιχείων που φερόμενα σε επαφή με ηλεκτρολύτη παράγουν διαφορά δυναμικού. Galvanic C u r r e n t [Γαλβανικό ρεύμα] Πλεκ Σταθερό συνεχές ρεύμα που παράγεται από γαλβανικό στοιχείο ή συσσωρευτή. Galvanic Series [Γαλβανική σειρά] Χημ. Διάταξη των μετάλλων και των κραμάτων σε ηλεκτροχημική σειρά ανάλογα με το σχετικό βαθμό οξείδωσής τους σε συγκεκριμένα ηλεκτρολυτικά διαλύματα με το λευκόχρυσο στο θετικό άκρο της κλίμακας. Galvanize [Γαλβανίζω] Μεταλλ. Επικαλύπτω μεταλλικό αντικείμενο (κυρίως από σίδηρο ή χάλυβα) με λεπτό στρώμα αντιοξειδωτικότερου μετάλλου (π.χ. ψευδαργύρου, νικελίου) για την αποτελεσματική προστασία του με τη βοήθεια ηλεκτροχημικών μεθόδων. Galvanized Steel [Γαλβανισμένος χάλυβας] Υλικ. Χάλυβας επενδυμένος με λεπτό στροόμα άλλου δυσκολότερα οξειδούμενου μετάλλου π.χ. ψευδαργύρου, νικελίου κ.λ.π. για την αποτελεσματική αντιδιαβρωτική προστασία του. Galvannealling [Γαλβανοόπτηση] Μεταλλ. ΪΙ θέρμανση του επικαλυμμένου με αντιοξειδωτικό μέταλλο (π. χ. ψευδαργύρου) μετάλλου, κυρίως σίδηρου ή χάλυβα, σε κατάλληλα επίπεδα θερμοκρασίας ώστε να δημιουργηθεί κράμα του μετάλλου επικάλυψης και του μέταλλου βάσης. Galvanoluminescence [Γαλβανοφωταύγεια] Ηλεκ. Ασθενής αίγλη που εκπέμπεται από το ηλεκτρόδιο της ανόδου όταν αυτή είναι κατασκευασμένη από ορισμένα μέταλλα, σε ορισμένα ηλεκτρολυτικά διαλύματα κατά τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος. Galvanomagnetic Effect [Γαλβανομαγνητικό φαινόμενο] Ηλεκτρομαγν. Κάθε φαινόμενο που οφείλεται στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος σε αγωγύ ή ημιαγωγό υπό την παρουσία μαγνητικού πεδίου π.χ. το φαινόμενο Hall, η αντίθετη μαγνητοαντίσταση κ.λ.π. Galvanometer [Γαλβανόμετρο] Ηλεκ. Γενικός όρος για όργανα μεγάλης ευαισθησίας που, στηριζόμενα στα μαγνητικά φαινόμενα που προκαλεί το ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση και μέτρηση ασθενών ρευμάτων και τάσεων. Υπάρχουν διάφοροι τύποι όπως το γαλβανόμετρο κινητού πηνίου, το Οερμογαλβανόμετρο, το βαλλιστικό γαλβανόμετρο, το κατοπτρικό γαλβανόμετρο κ.λ.π. Galvanometer Constant [Σταθερά γαλβανομέτρου]

-619ΙΙλεκ. Ο αριθμός με τον οποίο πρέπει να πολλαπλασιαστεί κάθε ένδειξη του γαλβανόμετρου ώστε η κλίμακα του να εκφράζεται σε τιμές του μετρούμενου ρεύματος στις συνήθεις μονάδες έντασης. Galvanomctric Shunt [Διακλάδωση γαλβανόμετρου] Ηλεκ. Ωμικός αντιστάτης που προσαρμόζεται σε παράλληλη σύνδεση με ένα γαλβανόμετρο προκειμένου δια της μέτρησης του πολύ μικρότερης έντασης συγκεκριμένου τμήματος του συνολικού ρεύματος του διαρρέοντος το όργανο να είναι δυνατός ο υπολογισμός ισχυρών ρευμάτων. Με συνδυασμό ανάλογων διακλαδώσεων και μεταγωγού είναι δυνατή η επίτευξη πολλών περιοχών μέτρησης. Galvanoscopc [Γαλβανοσκόπιο] Ηλεκ. Όργανο για την ανίχνευση της ύπαρξης και της φοράς πολύ ασθενών ηλεκτρικών ρευμάτων βασιζόμενο στα μαγνητικά φαινύμενα που προκαλεί το ηλεκτρικό ρεύμα σε συνδυασμό με την απόκλιση μαγνητικής βελόνας. G a m e [Παίγνιο] Πλημ. Πρόκειται για ένα σύστημα ν προσώπων, το οποίο αποτελείται από ένα σύνολο ν παικτών, το σύνολο των δυνατών δράσεών τους με κ στο πλήθος επιλογές, αποφάσεις ή στρατηγικές και ν πραγματικές συναρτήσεις των κ επιλογών, αποφάσεων ή στρατηγικών, που μπορεί να είναι συναρτήσεις κέρδους ή κόστους βάση των κανόνων του παιχνιδιού. Με βελτιστοποίηση, ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να μεγιστοποιήσει το κέρδος του ή να ελαχιστοποιήσει τη κόστος του. k Game Theory [Θεωρία παιχνιδιών] Μαθημ. Το σύνολο της μαθηματικής έρευνας για όσα παιχνίδια εκτελούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διέπονται από μαθηματικούς κανόνες. G a m m a 1 [Γάμα] Αστρον. Προτιθέμενο της λατινικής ονομασίας του αστερισμού αποτελεί την επίσημη ονομασία για τον τρίτο κατά σειρά λαμπρότητας αστέρα ενός αστερισμού κατά το σύστημα του Μπάγερ που εισήχθητο 1609. G a m m a " [Γάμα] Φυσ. 1. Μονάδα της δύναμης του μαγνητικού πεδίου ίση με ΙΟ"5 oersted =79,58. ΙΟ"5 A/m. 2. Μονάδα μάζας ίση με 10"y Kg. G a m m a 3 [Γάμα] Χημ. Η τρίτη θέση σε μία οργανική ένωση που μπορεί να αντικατασταθεί από κατάλληλο υποκαταστάτη. G a m m a Acid [Γάμα οξύ] Ομγ. Χημ. Οξύ, παράγωγο του σουλφονικού οξέος με χημικό τύπο C10H5NH2OHSO3H. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση ελάχιστα διαλυτή στο νερό, που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή αζοβαφών. G a m m a C a m e r a [Κάμερα γάμμα] Τεχνολ. Ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη διαπίστωση της παθολογικής κατάστασης διαφόρων οργάνων του σώματος. Αποτελείται από απαριθμητή σπινθηρισμών (π.χ. κρύσταλλοι ιωδιούχου νατρίου) συνδεδεμένο ετερόπλευρα με φωτοπολλαπλοσιαστή και κατευθυντική διάταξη. Στην έξοδο συνδέεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή για το συνδυασμό και τη γραφική αποτύπωση των εκπεμπομένων από τα χρησιμοποιούμενα ραδιοϊσότοπα ακτίνων γ. G a m m a C o u n t e r [Απαριθμητής ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Διάταξη για την ανίχνευση και μέτρηση της έντασης μιας δέσμης ακτίνων γ. Βασίζεται στις διεργασίες ιονισμού που αυτές προκαλούν στο μέσο της συσκευής (αέριο, στερεό ή υγρό). Τέτοιοι ανιχνευτές είναι ο απαριθμητής σπινθηρισμών με λυχνία φωτοπολλαπλασιαστή, ο απαριθμητής Γκάιγκερ, ο αναλογικός κ.λ.π.

G a m m a Ray Astronomy

G a m m a Cross Section [Ενεργός διατομή ακτίνων γ] Πυρην. Φιχτ. II ολική ενεργός διατομή των πυρήνων στόχων που σχετίζεται με τη πιθανότητα απορρόφησης των ακτίνων γ σ' ένα πυρηνικό ή ατομικό φαινόμενο. G a m m a Distribution [Κατανομή Γάμα] Μαθημ. Για μια τυχαία μεταβλητή Χ λέγεται ότι ακολουθεί την κατανομή Γάμα όταν η συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας είναι f(x)=0 για χ<0 ή χ=0 και f(x)=(x n "'c" vp ),T(a) βα για χ>0 με α>0 και β>0. G a m m a Emission [Εκπομπή ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Η εκπομπή φωτονίου ακτίνας γ κατά την αποδιέγερση ενός ραδιενεργού πυρήνα που βρίσκεται σε κατάσταση ενεργειακής διέγερσης (λύγω π.χ. διάσπασης α ή β) προς κατάστασης χαμηλότερης ενέργειας. Κατά την εκπομπή γ δεν προκαλείται μεταβολή του πυρήνα σε ότι αφορά τον αριθμό των νουκλεονίων του. G a m m a Flux Density [Πυκνότητα ροής ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Ο ρυθμός των ακτίνων γ που διεισδύουν σε μία δεδομένη επιφάνεια ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας. G a m m a Function [Συνάρτηση Γάμα] Μαθημ. Η συνάρτηση που δίνεται μέσω του ολοκληρώματος Jy^'e"dy από 0 ω ς κ α ι ορίζεται για την κατανομή Γάμα τυχαίας συνεχούς μεταβλητής. G a m m a Gauge [Μετρητής ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Όργανο για τη μέτρηση της πυκνότητας ενός υλικού γνωστού πάχους με τη μέτρηση της εξασθένησης της διερχόμενης μονοχρωματικής ακτινοβολίας γ, γνωστού μήκους κύματος και γνωστής αρχικής έντασης, G a m m a Heating [Θέρμανση ακτίνων γ] Πυρην. Φιχτ. II μεταφορά ενέργειας σ' ένα σώμα κατά τη διαπέραση του από ακτίνες γ με αποτέλεσμα την αύξηση της θεροκρασίας του. Από την αναπτυσσόμενη θερμότητα μπορεί να υπολογισθεί η ποσότητα του ραδιενεργού υλικού. G a m m a Iron [Σίδηρος γ] Μεταλί. Πολυμορφική μορφή του σιδήρου που παράγεται με θέρμανση του α σιδήρου σε θερμοκρασίες πάνω από 910υ C. Είναι σταθερή από 910° - 1400° C, μη μαγνητική και αποτελεί τη βάση των στερεών διαλυμάτων του ωστενίτη. G a m m a I r r a d a t i o n [Ακτινοβόληση με ακτίνες γ] Πυμην. Φυσ. Η έκθεση ενός υλικού σε ακτινοβολία γ. G a m m a Radiography [Ραδιογραφία ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Η μέθοδος αποτύπωσης σε φωτογραφική] πλάκα εικόνων (ραδιογραφημάτων) με χρήση ακτίνων γ. G a m m a Ray [Ακτίνα γ] Πυμην. Φυσ. Ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που εκπέμπεται κατά την διαδικασία αποδιέγερσης διεγερμένου ραδιενεργού πυρήνα σε μία κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας ή τη θεμελιώδη. Είναι ακτινοβολία πολό υψηλής ενέργειας της τάξης μεγέθους από 1 MeV έως 1 GeV, μεγάλης ικανότητας διείσδυσης (σε απόσταση μερικών εκατοστόμετρων του μέτρου μολύβδου) και πολ,ύ μικρού μήκους κύματος (της τάξης μεγέθους 10"'°m έως 10"15 m). Δίνουν γραμμικό φάσμα. G a m m a Ray Altitude [Υψόμετρο ακτίνων γ] Αεμοναυτ. Όργανο των αεροσκαφών για τον καθορισμό του ύψους μέσω της εκπομπής δέσμης ακτίνων γ προς τη γήινη επιφάνεια και καταγραφής της λήψης της σκέδαζόμενης ακτινοβολίας. G a m m a Ray Astronomy [Αστρονομία ακτίνων γ] Αστμον. Ο κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με την ανίχνευση και μελέτη των ραδιοσημάτων από αστρονομικές πηγές (πάλσαρ, κβάζαρ, δυαδικούς αστέ-

G a m m a Ray Burster

-620-

ρες, άγνωστες πηγές κ.λ.π.) που εμπίπτουν στα μήκη κύματος των ακτίνων γ (μικρότερο από 10'1" m), κυρίως μέσω δορυφόρων λόγω της υψηλής τους απορρόφησης από τη γήινη ατμόσφαιρα. G a m m a Ray B u r s t e r [Εξάρσεις ακτινοβολίας γ] Αστμοψυσ. Κοσμολογική πηγή (γενικά μη εξακριβωμένης θέσης) σε διάσπαρτα σημεία του ουράνιου θόλου, ραδιοσημάτων ακτίνων γ σε συνδυασμό συχνά με ακτίνες χ (άγνωστης αιτιολογίας) μεγάλης έντασης και μικρής διάρκειας (της τάξης του δευτερόλεπτου). G a m m a Ray Detector [Ανιχνευτής ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Διάταξη για την ανίχνευση ποιοτική ή ποσοτική των ακτίνων γ. Περιλαμβάνουν τις περισσότερες ανιχνευτικές διατάξεις ακτινοβολίας όπως απαριθμητές (σπινθηρισμών, Γκάιγκερ κ.λ.π.), θάλαμο ιονισμού, φωτογραφικά γαλακτώματα κ.λ.π. Ganima Ray Energy [Ενέργεια ακτίνων γ] Πυρην. Φυα. II ενέργεια ενός φωτονίου ακτίνας γ που καθορίζει και το βαθμό διεισδυτικότητας της στην ύλη. Ένα φωτόνιο έχει ενέργεια h.f (όπου f η συχνότητα και h η σταθερά του Plank) και ισούται με τη διαφορά ενέργειας μεταξύ των ενεργειακών σταθμών (κβαντισμένες) που συμμετέχουν στην αποδιέγερση. G a m m a Ray Photon [Φωτόνιο ακτίνων γ] Πυμην. Φυσ. Το κβάντο της ακτινοβολίας γ που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση ενός διεγερμένου ραδιενεργού πυρήνα ανάμεσα σε δύο κβαντισμένες ενεργειακές στάθμες. G a m m a Ray Source [Πηγή ακτίνων γ] Πυμην Φυα. Κομμάτι ραδιενεργού υλικού που εκπέμπει ακτίνες γ. G a m m a Ray Spectrometry [Φασματομετρία ακτίνων γ] Φυα. Οποιαδήποτε διάταξη παραγωγής φάσματος για τη μέτρηση του μήκους κύματος ή των ενεργειών ακτίνων γ. G a m m a Ray Telescope [Τηλεσκόπο ακτίνων γ] Αστμον. Διαφόρων τύπων ραδιοτηλεσκόπιο για την ανίχνευση πηγών ραδιοκυμάτων στο σύμπαν που λειτουργεί στη περιοχή του μήκους κύματος των ακτίνων γ (μικρότερο από ΙΟ"10 m). G a m m a Scanning [Ανίχνευση με ακτίνες γ] Πυμην. Φυσ. Διαδικασία ανίχνευσης της ράβδου καυσίμου ενός πυρηνικού αντιδραστήρα για εντοπισμό εκπομπής ακτίνων γ. G a m m a g r a m [Γράφημα ακτίνων γ] Πυμην Φυα. Γραφική καταγραφή των ακτίνων γ που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό π.χ. με ηλεκτρονική διάταξη συνδεδεμένη μ' ένα απαριθμητή. G a m o w B a r r i e r [Φράγμα του Γκάμοου] Πυρην. Φυσ. Το φράγμα δυναμικού, ύψους περίπου 30MeV που συγκρατεί δέσμια τα σωματίδια α (ενέργειας 4-9 MeV) στο μητρικό πυρήνα ενός ραδιενεργού στοιχείου και το οποίο μπορούν να διαπεράσουν (κατά την κβαντομηχανική) προκειμένου να διαφύγουν από τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις. G a m o w - C o n d o n - G u r n e y Theory [Θεωρία των Γκάμοου, Κόντον, Γκάρνι] Πυρην. Φυσ. Θεωρία της κβαντομηχανικής που ερμηνεύει την αυθόρμητη διάσπαση α ενός ραδιενεργού πυρήνα μέσω του φαινομένου της σήραγγας στηριζόμενη στο ότι υπάρχει κάποια υπολογίσιμη πιθανότητα διέλευσης του σωματιδίου α από το φράγμα δυναμικού η οποία αυξάνεται με την αύξηση της ενέργειάς του. Gang [Συνεργείο] Οικοδ. Συνεργείο οικοδομικών εργασιών ειδικευμένο στην εκτέλεση μιας συγκεκριμένης οικοδομικής εργασίας.

Gang F o r m [Συναρμολογημένος ξυλότυπος] Οικοδ. Τμήμα ξυλοτύπου που αποτελείται από πολλά τεμάχια που χρησιμοποιείται συναρμολογημένο πολλές φορές, Κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης του ξυλοτύπου διατηρείται συναρμολογημένο για χρήση σε επόμενη φάση. Ganger [Επιστάτης] Οικοδ. Ο προϊστάμενος ενός συνεργείου Gangue [Φλέβα παρεμβολής] Γεωλ. Άχρηστο πέτρωμα ή ορυκτό που παρεμβάλλεται στη κύρια μάζα ή συνοδεύει ως μη επιθυμητύ συστατικό οικονομικά εκμεταλλεύσιμο μετάλλευμα. Gangway [Διάδρομος] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε δίοδος, κυρίως στις πλευρές ενός πλοίου, μέσω της οποίας μπορεί να κινηθεί το πλήρωμα και οι επιβάτες του πλοίου. Ganophyllite [Γανοφυλλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρα πυριτικά άλατα κυρίως του αργιλίου, μαγνησίου και μαγγανίου. Συναντάται σε καστανύχρωμους μικρούς πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8. G a n t r y [Γέφυρα Σήμανσης] Γεν. Στους αυτοκινητόδρομους, μεταλλικό πλαίσιο που γεφυρώνει όλες τις λωρίδες τις μιας κατεύθυνσης πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι πινακίδες πληροφόρησης για τους οδηγούς. Τα πλαίσια είναι τοποθετημένα σε συγκεκριμένη απόσταση από τα σημεία εξόδου των οχημάτων από τον αυτοκινητόδρομο και οι πινακίδες αναφέρουν προς που οδηγεί η έξοδος στην οποία πλησιάζουν. G a n t t C h a r t [Γραμμικό χρονοδιάγραμμα] Τεχνολ. Χρονοδιάγραμμα που χρησιμοποιείται για τον χρονικό προγραμματισμό της εκτέλεσης ενός έργου, όπου στον οριζόντιο άξονα εμφανίζεται η χρονική διάρκεια σε μήνες ή εβδομάδες της κάθε δραστηριότητας και κάθετα αναφέρονται οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την συμπλήρωση του έργου, Gantt Task And Bonus Plan [Πρόγραμμα κινήτρων] Τεχνολ. Οικονομικό σχέδιο κινήτρων που συνδέεται με το χρονικό προγραμματισμό, σύμφωνα με το οποίο όταν μια δραστηριότητα συμπληρωθεί από ένα συνεργείο νωρίτερα από την προγραμματισμένη προθεσμία της, το συνεργείο εισπράττει ένα επιπλέον οικονομικό αντάλλαγμα πέρα από τις κανονικές αποδοχές. G a n y m e d e [Γανυμήδης] Αστρον. Φυσικός δορυφόρος (ο τρίτος και φωτεινότερος) του Δία και ο μεγαλύτερος δορυφόρος του ηλιακού μας συστήματος. Έχει διάμετρο 5.268 χλμ., αστρικό μέγεθος 5,1 και μέση πυκνότητα 1,94 g / cm3 (πιθανώς αποτελούμενος από μίγμα πάγου και στερεών πετρωμάτων). Περιφέρεται με περίοδο 7 ημέρες, 3 ώρες 42 λεπτά και 33,4 δευτερόλεπτα. σε μέση απόσταση 1070 χιλιάδες, χλμ. γύρω από τον πλανήτη. Η επιφάνειά του παρουσιάζει πλήθος κρατήρων παλαιότερους (σκοτεινούς) και νέους (που ακτινοβολούν). Gap 1 [Διάκενο] Ηλεκ. Η απόσταση ανάμεσα στην άνοδο και την κάθοδο ενός ηλεκτρονικού σωλήνα, Gap 2 [Διάκενο] Ηϊχκτμομαγν. Ανοιγμα ανάμεσα σε τμήματα μαγνητικού κυκλώματος που πληρούται με μη μαγνητικό υλικό π.χ. διάκενο αέρα. Gap* [Κενό] Επικοιν. Σημείο που δεν καλύπτει η σάρωση. Gap 4 [Χάσμα] Γεωλ. 1. Μικρή σχετικά απόσταση ανάμεσα σε τοιχώματα ρήγματος. 2. Ανοιγμα που παρατηρείται στην ομαλή συνέχεια στρωματογραφικών διατάξεων.

-621 -

Gas Adsorption

G a p Coding [Προγραμματισμός με κενά] Επικοιν. Τοποθέτηση κενών στην επικοινωνία. Αυτό γίνεται και σε περίπτωση κωδικοποίησης σε θέσεις γνωστές στους χειριστές του κίόδικα ώστε το σπάσιμο να γίνεται δυσκολότερο. G a p Digit [Ψηφίο κενού] Πληρ. Οποιοδήποτε ψηφίο, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε κάποιο στοιχείο δεδομένων, αλλά τοποθετείται σε μια ακολουθία ψηφίων και προσδίδει σ' αυτήν επιπλέον ιδιότητες ή πληροφορίες. Π.χ. το δυαδικό ψηφίο ισοτιμίας. Gapless [Χωρίς κενά] Πληρ. Χαρακτηρισμός των δεδομένων, που δεν παρουσιάζουν κενά στα διάφορα μέσα όπου είναι αποθηκευμένα, αλλά βρίσκονται σε μια συνεχή και αδιάκοπη ακολουθία. G a r a g e [Χώρος στάθμευσης] Οικοδ. Στεγασμένος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων με πόρτα που συνήθως ανοιγοκλείνει με αυτόματο μηχανισμό για την ασφάλεια των οχημάτων που παρκάρονται εντός του χώρου. G a r b a g e Collection [Αποκομιδή αχρήστων] Πληρ. Η εκκαθάριση της μνήμης από εσφαλμένα, άχρηστα και ανεπιθύμητα δεδομένα, που προκύπτουν συνήθως από προηγούμενη επεξεργασία, και αποσκοπεί στην συμπίεση της μνήμης και την εξοικονόμηση χώρου σ 'αυτήν. G a r b a g e Disposal Sink [Νεροχύτης με σκουπιδοφάγο] Οικοδ. Νεροχύτης εξοπλισμένος με ειδική συσκευή πολτοποίησης απορριμμάτων. Χρησιμοποιείται στις

τα από 6 έως 7,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 4,3. Πολλές ποικιλίες χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι (γκρανάτ, αλμαντίν, γκροσουλάρ κ.λ.π.). G a r n e t M a s e r [Μέιζερ γρανάτη] Οπτικ. Μέιζερ για εφαρμογές ενισχυτή και ταλαντωτή στην περιοχή μίκροκυμάτων, στο οποίο ως ενεργό υλικό χρησιμοποιείται τεχνητός ή φυσικός λίθος γρανάτη, G a r n e t P a p e r [Γυαλόχαρτο] Υλικ. Ονομάζεται ένας τύπος σκληρού χαρτιού το οποίο φέρει από την μία πλευρά προσκολλημένα επάνω του τρίμματα γυαλιού ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το γυάλισμα διαφόρων επιφανειών ξύλινων αντικειμένων και άλλων. Garnierite [Γαρνιερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό νικελιούχου σερπεντίνη αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό νικέλιο και μαγνήσιο, το σπουδαιότερο μετάλλευμα νικελίου, Συναντάται σε ανοιχτοπράσινους κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε μάζες που προήλθαν από δευτερογενή εξαλλοίωση ολιβίνη. G a r r e t [Σοφίτα] Οικοδ. Σε μία οικοδομή χαρακτηρίζεται ο χώρος ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στην υψηλότερη οριζόντια πλάκα και την κεκλαμένη στέγη του κτιρίου. Χρησιμοποιείται συνήθως ως αποθήκη ή ακόμη και ως κατοικήσιμος χώρος ενώ η πρόσβαση εκεί επιτυγχάνεται με εσωτερική σκάλα από τον τελευταίο όροφο του κτιρίου.

σε όλα τα κτίρια στις περιπτώσεις που ο δήμος μιας πόλης θέλει να μειώσει τις δαπάνες συλλογής απορριμμάτων καθώς και τα προβλήματα απόθεσης των απορριμμάτων σε χωματερές. G a r b a g e In / O u t [Στοιχεία λανθασμένα - ανάλογο αποτέλεσμα] Πληρ. Ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται από τους χρήστες Η/Υ, που σημαίνει ότι εάν δεν εισαχθούν σωστά δεδομένα στο μηχάνημα δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε να έχουμε και αξιόπιστα αποτελέσματα από την επεξεργασία. Garbled Message [Αχρηστο μήνυμα] Επικοιν. Μήνυμα που για κάποιο λόγο έχει φτάσει ελλιπές ή με λάθη κρυπτογράφησης. Τα μοντέρνα πρωτόκολλο αντιμετωπίζουν θετικά τέτοια λάθη προβλέποντας ακόμα και νέα αποστολή. Garchey Sink [Νεροχύτης] Οικοδ. Ειδικός νεροχύτης με μηχανισμό διαχωρισμού των απορριμμάτων από τα ακάθαρτα νερά. Gargoyle 1 [Ακροκέραμο υδρορροής] Οικοδ. Σκαλαστό τεμάχιο που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στοιχείο στις εισροές ομβρίων μιας στέγης. Gargoyle 2 [Τύπος υδρορροής] Αρχ. Πρόκειται για μία διάταξη που επιτρέπει την διαφυγή του νερού από τις οροφές των κτιρίων, η οποία συγχρόνως αποτελεί και διακοσμητικό στοιχείο, γοτθικού ρυθμού, αφού έχει την μορφή αγάλματος που αναπαριστά μία ανθρώπινη ή ζωική μορφή. G a r n e t [Γρανάτης] Ομυκτ. Ομάδα ορυκτών ορθοπυριτικών αλάτων του γενικού τύπου AjBaiSiO^ όπου το Α είναι δισθενές στοιχείο (ασβέστιο, μαγνήσιο, μαγγάνιο ή δισθενής σίδηρος) και το Β τρισθενές στοιχείο (αργίλιο, τρισθενής σίδηρος, χρώμιο, τιτάνιο κ.λ.π.). Συναντούνται σε μεταμορφωσιγενή (ιδιαίτερα κρυσταλλοσχιστώδη και ασβεστολιθικά) πετρώματα και σπανιότερα σε εκρηξιγενή, συχνά σε κόκκους, υπό μορφή δωδεκαεδρικών ή τραπεζοεδρικών κρυστάλλων του κυβικού συστήματος σε μεγάλη ποικλία χρωμάτων (από ερυθρό έως πράσινο και λευκό). Έχει σκληρότη-

G a r r o n i t e [Γκαρρονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας των ζεολίθων αποτελούμενο από ένυδρα πυριτικά άλατα του αργιλίου, του καλίου και του νατρίου. Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και έχει σκληρότητα 3 έως 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1. Gas 1 [Αέριο] Γεν. Κάθε στερεή, υγρή ή αέρια χημική ουσία με ειδικές ιδιότητες (υψηλή τοξικότητα, εύκολα συμπιεστή, με ατμούς βαρύτερους του αέρα κ.λ.π.) που χρησιμοποιείται ως πολεμικό χημικό μέσο. Διακρίνονται σε καυστικά (υπερίτης, λεβισίτης κ.λ.π.), αποπνικτικά (χλ.ώριο, φωσγένιο κ.λ.π.) και ερεθιστικά των οφθαλμο')ν και της αναπνοής (βρωμοακετόνη, διφαινυλαρσινοχλ^ορίδιο κ.λ.π.) Gas [Αέριο] Γεωλ. Τα αέρια που βρίσκονται στο φλοιό της Γης είτε σε ελεύθερη κατάσταση είτε διαλυμένα μέσα στα πετρέλαια και το νερό ή απορροφημένα από τα πετρώματα. Έχουν προέλευση οργανική, μεταμορφοσιγενή, ατμοσφαιρική, ραδιενεργή, βιοχημική κ.λ.π. και είναι, κυρίως, υδρογονοανθρακούχα, οξυανθρακούχα και αζωτούχα. Gas 3 [Αέριο] Φυσ.Χημ. Μία από τις τρεις κύριες καταστάσεις ύλης στην οποία τα σωματίδια της ουσίας συνδέονται με αμελητέες ή ασθενείς δυνάμεις αλληλεπίδράσης και κινούμενα ελεύθερα καταλαμβάνουν το σχήμα και τον όγκο του διαθέσιμου χώρου, Gas Absorption [Απορρόφηση αερίου] Φυσ. Χημ. Η δέσμευση υπό μορφή διαλύματος ενός αερίου συστατικού αέριου μίγματος από κατάλληλο, χημικά συγγενές στερεό ή υγρό αεριοσυλλεκτη (δεσμευτή) δηλ. υλικό μεγάλης απορροφητικότητας ικανό να αντιδρά και να διαλύει ή να αραιώνει το αέριο συστατικό. Gas Adsorption [Προσρόφηση αερίου] Φυσ. Χημ. Η δέσμευση ενός αερίου από κατάλληλο αεριοσυλλεκτη δηλ. υλικό μεγάλης προσροφητικής ικανότητας υπό τη μορφή επιστρώματος του αερίου που συγκρατείται μέσω χημικών δεσμών (χημική προσρόφηση) ή ελκτικών δυνάμεων (φυσική προσρόφηση) στην επιφάνεια του

Gas Amplification

-622 -

αεριοσυλλέκτη. Gas Amplification [Ενίσχυση αερίου] Πυρην. Φυσ. Το φαινόμενο της επαύξησης (υπολογιζόμενο και ως λόγος του ολικού προς τον αρχικό ιονισμό) των ιόντων αερίου μετά την αρχική δημιουργία ιόντων από προσπίπτουσα ιονίζουσα ακτινοβολία υπό την επενέργεια ηλεκτρικού πεδίου. Gas Analysis [Ανάλυση αερίου] Αναλ. Χημ. Κάθε διεργασία για τον προσδιορισμό της ποιοτικής και ποσοτικής σύστασης αερίων μιγμάτων που γίνεται με διάφορες μεθόδους (χημικές, φυσικές, φυσικοχημικές) με την βοήθεια ειδικών συσκευών (αεριοαναλυτών) διαφόρων τύπων (απορροφητικοί, χρωματογράφοι, ογκομανομετρικοί κ.λ.π.). Gas Bag [Αεριόσακος] Αεμομηχ. Ειδικοί σάκοι από αδιαπέραστο υλικό που περιέχουν το ανυψωτικό αέριο (π.χ. ήλιο, υδρογόνο) και είναι τοποθετημένοι μέσα στο μεταλλικό πλαίσιο ενός άκαμπτου πηδαλιουχούμενου αεροστάτου (αερόπλοιου). Gas B u r n e r [Καυστήρας αερίου] Μηχ. Μηχανική διάταξη για την ανάμιξη καύσιμου αερίου με αέρα ή οξυγόνο (στον αναμικτήρα) και τη διοχέτευση και ανάφλεξη του μίγματος (στο ακροφύσιο) ώστε να σχήματίζεται μέτωπο σταθερής καύσης. Υπάρχουν διάφοροι τύποι όπως καυστήρες έκχυσης, διάχυσης, ακτινοβόλου πλαισίου, αεριοστροβίλου κ.λ.π. που λειτουργούν σε διάφορα επίπεδα πίεσης του αερίου τροφοδότησης (χαμηλή, μέση, υψηλή). Gas C a p [Κάλυμμα αερίων] Πετμελαιομηχ. Κοίτασμα φυσικού αερίου αποτελούμενο από αέριους υδρογονάνθρακες που βρίσκονται ελεύθεροι συγκεντρωμένοι σε στρώμα στη κορυφή ενός στρώματος μικτού κοιτάσματος πετρελαίου και αερίων. Gas Capacitor [Πυκνωτής αερίου] Ηλεκ. Πυκνωτής που το διηλεκτρικό ανάμεσα στους οπλισμούς του είναι αέριο διαφορετικό του αέρα. Gas C a r b u r i z i n g [Ενανθράκωση αερίου] Μεταλλ. Ο κατά την επιφάνεια κορεσμός με άνθρακα του χάλυβα σε κατάσταση ερυθροπύρωσης σε ατμόσφαιρα κατάλληλων αερίων, τα οποία διασπώμενα εκλύουν άνθρακα. Gas Cell [Στοιχείο αερίου] Ηλεκ. Στοιχείο καυσίμου για τη μετατροπή της χημικής ενέργειας του αερίου καυσίμου σε ηλεκτρική, στο οποίο εισάγονται ταυτόχρονα καύσιμο αέριο (υδρογόνο, μεθάνιο, προπάνιο κ. λ.π.) που λειτουργεί ως κάθοδος και οξυγόνο που λειτουργεί ως άνοδος. Gas C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία αερίου] Ανα).. Χημ. Παρασκευαστική ή αναλυτική, υψηλής ευαισθησίας, φυσική μέθοδος διαχωρισμού σχετικά πτητικών ουσιών με παραπλήσιες ιδιότητες σε μίγματα αερίων. Βασίζεται στη διαφορετική κατανομή των συστατικών του μίγματος (σε αέρια φάση) σε μια στατική φάση (υγρή ή στερεή) και σε μία αέρια κινούμενη φάση (αδρανές αέριο π.χ. ήλιο, υδρογόνο, άζωτο) και στην ανίχνευση στην έξοδο της συσκευής της μεταβολής μιας φυσικής σταθεράς, η οποία μέσω καταγραφέα παριστάνεται σε χρωματογράφημα. Gas Concrete [Αεριομπετόν] Πολ. Μηχ. Κυψελωτό μπετόν διαφόρων τύπων που παράγεται κατά την προσθήκη αερίου παραγωγικού υλικού (π.χ. σκόνη αλουμινίου) σε μίγμα από συνδετικό υλικό, πυριτικά συστατικά και νερό. Η πορώδης δομή οφείλεται στο υδρογόνο που παράγεται κατά τη χημική αντίδραση ανάμεσα στο υδροξείδιο του ασβεστίου και στο αέριο-

παραγωγό υλικό. Χρησιμοποιείται κυρίως ως θερμομονωτικό υλικό, Gas Condensate Liquid 1 [Συμπύκνωμα Αερίου] Χημ. Αναφέρεται στην υγρή φάση του προϊόντος κορυφής μιας αποστακτικής στήλης, η οποία προέρχεται από τη συμπύκνωση των ατμών του τελευταίου δίσκου της στήλης. Gas Condensate Liquid 2 [Συμπύκνωμα Αερίου] Χημ. Ο όρος χρησιμοποιείται ειδικά στην περίπτωση του φυσικού αερίου και χαρακτηρίζει το μίγμα συμπυκνώσιμών υδρογονανθράκων, που λαμβάνεται με ψύξη και έκπλυσή του. Περιέχει κυρίως προπάνιο και βουτάνια, Gas Constant [Παγκόσμια σταθερά αερίων] Φυα. Π σταθερά R της καταστατικής εξίσωσης για ένα γραμμομόριο ιδανικού αερίου. Αποτελεί παγκόσμια φυσική σταθερά, ίση με 8,31434 J Κ"1 mol"1 και αντιπροσωπεύει το έργο εκτόνωσης ενός γραμμομορίου ιδανικού αερίου υπό σταθερή πίεση όταν θερμανθεί κατά 1° C. Gas Cooled Reactor [Αερόψυκτος αντιδραστήρας] Πυμην. Φυα. Πυρηνικός αντιδραστήρας στον οποίο χρησιμοποιείται αέριο (συνήθως διοξείδιο του άνθρακα ή ήλιο) ως ψυκτικό μέσο για την απαγωγή της παραγομένης θερμότητας προς ειδικούς ατμολέβητες, Gas Counting [Ανίχνευση αερίων] Πυμην. Φυσ. Η ανίχνευση ραδιενεργών στοιχείων σε αέρια κατάσταση με κατάλληλες ανιχνευτικές διατάξεις ακτινοβολίας όπως απαριθμητή Γκάιγκερ, αναλογικό κ.λ.π. Gas Cutting [Οξυγονοκοπή] Μεταλλ. Όρος ο οποίος στην μεταλλουργία αναφέρεται στην κοπή των μετάλλων με φλόγα που παράγεται από την καύση αερίου μίγματος οξυγόνου και ακετυλενίου. Gas Discharge [Εκκένωση αερίου] Ηλεκτμον. Ηλεκτρική εκκένωση που πραγματοποιείται σε κατάλληλα γυάλινα περιβλήματα που περιέχουν αέριο ή ατμούς μετάλλου υπό κατάλληλη πίεση. Χρησιμοποιούνται για φωτισμό, μετατροπή συνεχούς ρεύματος σε εναλλασσόμενο. παραγωγή ταλαντώσεων, ανόρθωση εναλλασσόμενου ρεύματος κ.λ.π. Gas Discharge Display [Απεικόνιση εκκένωσης αερίου] Η/χκτμον. Αλφαρίθμική οπτική παρουσίαση της οποίας τα σήματα διέγερσης προέρχονται από εκκενώσεις αερίου σε ηλεκτρονικό σωλήνα, Gas Discharge L a m p [Ααμπτήρας αέριας εκκένωσης] Ηλεκτμον. Αεριοφωτιστικός λαμπτήρας που λειτουργεί με βάση ηλεκτρική εκκένωση που πραγματοποιείται σε γυάλινο περίβλημα που περιέχει αέριο ή ατμούς μετάλλων, με εκλογή των οποίων πετυχαίνεται αύξηση της ακτινοβολίας για μια ορισμένη ζώνη του φάσματος και βελτίωση της φωτιστικής απόδοσης, Gas Discharge Laser [Λέιζερ με εκκένωση αερίου] Οπτικ. Λέιζερ αερίου στο οποίο η άντληση των ατόμων και των μορίων προς διεγερμένες καταστάσεις για την επίτευξη αντιστροφής των πληθυσμών γίνεται μέσω συγκρούσεων με ηλεκτρόνια (ηλεκτρονικό πλήγμα), που σχηματίζονται με ηλεκτρική εκκένωση είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω συντονιστικής μετάδοσης της διέγερσης (π.χ. λέιζερ ηλίου- νέου) σε συνθήκες τόσο συνεχούς όσο και παλμικής λειτουργίας. Gas Dynamic Laser [Αεριοδυναμικό λέιζερ] Οπτικ. Μοριακό λέιζερ (π.χ. διοξειδίου του άνθρακα) αεριοδυναμικής διέγερσης των ταλαντωτικών σταθμών ενέργειας των μορίων, λόγω προκαλούμενης απότομης μείωσης της θερμοκρασίας του αερίου, με αποτέλεσμα την άμεση μετατροπή της θερμικής ενέργειας σε ενέργεια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Η ισχύς του

- 623 -

φτάνει έως και 100 Watt σε συνθήκες συνεχούς λειτουργίας. Gas Discharge T u b e [Σωλήνας αέριας εκκένωσης] Ηλεκτρον. Gas Tube Gas Dynamics [Δυναμική αερίων] Φυσ. Ο κλάδος της ρευστομηχανικής που μελετά την κίνηση των συμπιεστών αερίων ή αερίων μιγμάτων πολλαπλής φάσης και τις φυσικοχημικές μεταβολές που σχετίζονται με αυτή σε συνάρτηση με τα αίτια που την προκαλούν. Gas Electrode [Ηλεκτρόδιο αερίου] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο για τη μεταφορά ρεύματος που εισάγει σε στοιχείο καύσιμο αέριο (υδρογόνο, μεθάνιο κ.λ.π.) εντός οξειδωτικού μέσου, όπου καίγεται υπό σχετικά χαμηλή θερμοκρασία παράγοντας Η.Ε.Δ. Gas Engine 1 [Αεριοκινητήρας] Μηχ. Κινητήρας εσωτερικής καύσης (π.χ. ντίζελ) που χρησιμοποιεί αέριο (φυσικό ή τεχνητό) ως καύσιμο λειτουργίας. Έχει μικρή απόδοση αλλά καθαρότερα καυσαέρια και μικρότερη φθορά στα εξαρτήματα του κινητήρα, σε σύγκριση με τους βενζινοκινητήρες. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία πετρελαίου, φυσικού αερίου, σε τύπους αυτοκινήτων κ.λ.π. Gas Engine 2 [Βενζινοκινητήρας] Gasoline Engine Gas Evolution [Ανάπτυξη αερίων] Μετο)λ. Ο σχηματισμός φυσαλίδων και πόρων κατά τη βραδεία στερεοποίηση μετάλλων που οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωση αερίων προς το μέρος του τήγματος (λόγω της σημαντικά μεγαλύτερης συγκέντρωσης αερίων σε τήγματα συγκριτικά με τα στερεά μέταλλα), τα οποία εγκλειόμενα στον όγκο κατά τη πρόοδο της κρυστάλλωσης δεν απομακρύνονται και παραμένουν. Gas Explosion [Εκρηξη αερίων] Μεταλλ Mt7/. Έκρηξη σε ορυχεία ή μεταλλεία που οφείλεται σε μίγμα ατμοσφαιρικού αέρα και καύσιμου αερίου (κυρίως μεθανίου) που εκλύεται σε βαθμό επικινδυνότητας από ορυκτούς άνθρακες. Gas Field [Πηγή φυσικών αερίων] Πετρελαιομηχ. Υπεδαφική περιοχή ιζηματογενούς λεκάνης όπου απαντούν σε διάφορα βάθη (συνήθως έως 3 χλμ.) εμπορεύσιμα κοιτάσματα φυσικών αερίων όπως της Δ. Σιβηρίας, του Ιλινόις, στη Β. Θάλασσα κ.λ.π. Gas Filled Cable [Καλώδιο με αέριο] Ηλεκ. Καλώδιο που περιέχει κατάλληλο αέριο (συνήθως άζωτο) ως μονωτικό για προστασία από την υγρασία. Gas Filled Photocell [Φωτοκύτταρο με αέριο] Ηλεκτρον. Φωτοστοιχείο αυξημένης ευαισθησίας στο οποίο τα ηλεκτρόδια είναι εγκλεισμένα σε γυάλινο σωλήνα όπου υπάρχει αδρανές αέριο (π.χ. αργό) υπό χαμηλή πίεση. Η εφαρμοζόμενη τάση πρέπει να διατηρείται μικρότερη της τάσης έναυσης. Gas Filled Radiation C o u n t e r [Απαριθμητής ακτινοβολίας με αέριο] Πυρην Φυσ. Συσκευή ανίχνευσης ακτινοβολίας που κάνει χρήση των προκαλούμενων φαινομένων ιονισμού του αερίου της διάταξης από τα φορτισμένα σωματίδια και φωτόνια ως βασική διεργασία ανίχνευσης, π.χ. ο παριθμητής Γκάιγκερ, ο θάλαμος νέφους κ.λ.π. Gas Filled Relay [Ηλεκτρονόμος αερίου ή Ούρατρον] Ηλεκ. Τρίοδος ηλεκτρονικός σωλήνας με αέριο ή ατμούς για τη μεταγωγή ηλεκτρικών ρευμάτων και τον έλεγχο ανεξάρτητου χαρακτηριστικού μεγέθους. Gas Filter [Φίλτρο αερίου] Χημ. Μηχ. Μηχανικό (πάνινος, χάρτινος ή από πορώδες κεραμικό ηθμός κ.λ. π.) ή ηλεκτρικό (ηλεκτροστατικός ηθμός) μέσο για την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων στερεών, υπό μορφή

Gas Jet

σκόνης ή καπνού και υγρών υπό μορφή σταγονιδίων ή ομίχλης προσμίξεων από ένα αέριο. Gas Flame Brazing [Θερμική συγκόλληση] Μετα/λ. Πρόκειται για την διαδικασία συγκόλλησης των μετάλλων με την χρήση θερμότητας η οποία παράγεται από την καύση αερίου μίγματος οξυγόνου και ακετυλενίου. Gas Flow C o u n t e r Tube [Ανιχνευτής ακτινοβολ.ίας ροής αερίου] Πνρην.Φυσ. Απαριθμητής ακτινοβολίας που χρησιμοποιεί ελεγχόμενη ροή αερίου υπό κατάλληλες συνθήκες ως μέσο για την ανίχνευση ακτινοβολίας. Gas Focusing [Εστίαση αερίου] Ηλεκτρον. Τεχνική για τη συγκέντρωση δέσμης ηλεκτρονίων που στηρίζεται στον ιονισμό που αυτή προκαλεί στα μόρια αδρανούς αερίου μέσα σε ηλεκτρονικό σωλήνα. Gas F u r n a c e [Κάμινος αερίου] Μηχ. Κάμινος διαφόρων τύπων που χρησιμοποιεί αέριο ως καύσιμο λειτουργίας για τη θερμική επεξεργασία των υλικών. Διακρίνονται σε υψηλής, μέσης ή χαμηλής θερμοκρασίας ανάλογα με τις συνθήκες μετάδοσης της θερμότητας (ακτινοβολάα, συνδυασμός ακτινοβολίας και μεταφοράς, μεταφορά). Gas G e n e r a t o r [Αερογεννήτρια ή αεριογόνο] Μηχ. Μηχανή σε πυραυλοκινητήρα υγρών καυσίμων για την παραγωγή υπέρθερμου αερίου από την καύση ή την αποσύνθεση των υγρών καυσίμων ή συστατικών τους προκειμένου να εξασφαλισθεί η κίνηση στροβλοαντλιών, η λειτουργία μηχανισμών κ.λ.π. Gas Giant Planet [Γίγαντας πλονήτης αερίων] Αστρον. Οι 4 συγκριτικά πολύ μεγαλότερων διαστάσεων πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος Δίας, Κρόνος, Ουρανός και Ποσειδοινας των οποίων η κύρια σφαιρική μάζα δεν είναι στερεή αλλά βρίσκεται σε αεριο')δη κατάσταση αποτελούμενη από πολύ συμπυκνωμένα αέρια, όπως αποδεικνύεται από τη μέση πυκνότητα, τον άνισο χρόνο περιστροφής των διαφόρων τμημάτων κ. λν.π. Gas G o v e r n o r [Αεριορυθμιστής] Μηχ. Διάταξη, είτε άμεσης είτε έμμεσης λειτουργίας, που περιλαμβάνει ρυθμιστική βαλβίδα και τα στοιχεία ελέγχου και φόρτισης για τη διατήρηση σε σταθερό επίπεδο της πίεσης αερίου σε ένα σύστημα μέσω της μεταβολής της ποσότητας του διερχόμενου αερίου. Gas Heating [Αεριοθέρμανση] Μηχ. Σύστημα θέρμανσης κατά το οποίο α>ς καύσιμο χρησιμοποιείται αέριο (π.χ. μίγμα αερίου και αέρα) που εκπέμπει θερμότηταν καιγόμενο στον καυστήρα κατάλληλα διαμορφωμένων θερμαντικών συσκευών (π.χ. με ακτινοβολία υπερύθρων) Gas Helmet [Αντιασφυξιογόνος μάσκα] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το προστατευτικό κάλυμμα έναντι των αναθυμιάσεων που Χρησιμοποιείται από τους εργαζόμενους ειδικά στα ανθρακωρυχεία. Gas Ionization [Ιονισμός αερίου] Ηλεκ. Η διαδικασία σχηματισμού ιόντων σε μόρια ή άτομα αερίου με την πρόσληψη εξωτερικής ενέργειας υπό την επενέργεια ιονίζουσας ακτινοβολίας. Οι ηλεκτρικοί φορείς του αερίου εμφανίζουν το φαινόμενο της επανασύνδεσης, αλλά με την εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου η κίνησή τους προσανατολίζεται και το ρεύμα ιονισμού μεταφέρεται δια μέσου του αερίου. Gas Jet [Εγχυτήρας] Μηχ. Είναι το εξάρτημα εκείνο μίας μηχανής εσωτερικής καύσης με το οποίο επιτυγχάνεται η εισροή του καυσίμου με μεγάλη πίεση μέσα στον χώρο καύσης του κυλίνδρου υπό την μορφή λε-

Gas Kinematics

-624-

πτότατων σταγονιδίων. Gas Kinematics [Κινηματική αερίων] Ρενστομηχ. Ο κλάδος της μηχανικής των ρευστών που μελετά την κίνηση των αερίων ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκαλούν. Gas Laser [Λέιζερ αερίου] Οπτικ. Λέιζερ που χρησιμοποιεί ως ενεργό υλικό αέριο υπό διάφορες μορφές π.χ. ουδέτερα άτομα (λέιζερ ηλίου-νέου), μόρια (το μοριακό λέιζερ διοξειδίου του άνθρακα), ιονισμένα άτομα (π.χ. αργού), ατμών μετάλλου (καδμικά λέιζερ) κ.λ.π. Λειτουργούν σε μεγάλα όρια μήκους κύματος (από το υπεριώδες ως το υπέρυθρο) και παρουσιάζουν υψηλή μονοχρωματικότητα και κατευθυντικότητα της ακτινοβολίας. Η ισχύς τους ποικίλλει από μερικά χιλιοστά του Watt (καδμίου) έως χιλιάδες Watt (λέιζερ διοξειδίου του άνθρακα). Gas Law [Νόμος αερίων] Φυσ. Κάθε καταστατική εξίσωση που συνδέει την πίεση, τον όγκο και τη θερμοκρασία ενός αερίου είτε θεωρούμενου ιδανικού (καταστατική εξίσωση των ιδανικών αερίων) ή πραγματικού (π.χ. η εξίσωση των δραστικών συντελεστών, η εξίσωση του Van der Waals κ.λ.π.). Gas Lift 1 [Αεροανύψωση] Πετρελαιομηχ. Η ανύψωση πετρελαίου σε βάθος έως και 1.000 μέτρα από τις οπές γεώτρησης με τη βοήθεια των αερίων που εκλύονται από τα πετρελαιοφόρα στρώματα και το σχηματισμό στήλης γαλακτώματος αερίου και υγρού (που διαχωρίζονται στην επιφάνεια με διαχωριστή) με ειδική συσκευή, τον αεριοανυψωτήρα, του οπίου η λειτουργία στηρίζεται στην αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. Gas Lift 2 [Ανύψωση με Αέριο] Μηχ. Διαδικασία ανύψωσης ενός υγρού ή στερεού υλικού, με συμπαρασυρμύ του σε ανοδικά κινούμενο ρεύμα πεπιεσμένου αερίου. Gas Liquid C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία αερίου- υγρού] Α να/.. Χημ. Παρασκευαστική και αναλυτική φυσική μέθοδος διαχωρισμού ουσιών σε μίγματα, που βασίζεται στη διαφορετική κατανομή των συστατικών του μίγματος (στην αέρια φάση), σε μία στατική υγρή φάση (υδρογονάνθρακες, φθαλικοί εστέρες κ.λ.π.)και σε μία αέρια (αδρανές αέριο όπως ήλιο, υδρογόνο, άζωτο) και στην ανίχνευση στην έξοδο της μεταβολής μιας φυσικής σταθεράς που παρίσταται σε χρωματογράφημα. Gas M a k i n g [Παραγωγή Αερίου] Χημ. Μηχ. Διεργασία εξαερίωσης του άνθρακα, με επίδραση οξυγόνου ή αέρα και υδρατμών, σε θερμοκρασία 1000 °C περίπου. Το αέριο προϊόν αποτελείται από μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο και μεθάνιο. Gas M a n o m e t e r [Μανόμετρο αερίου] Φυσ. Όργανο για τη μέτρηση της πίεσης αερίου όπως το ανοικτό ή κλειστό υοειδές μανόμετρο, το μεταλλικό μανόμετρο, το μανόμετρο Pirani κ.λ.π. Gas M a s e r [Μέιζερ αερίου] Οπτικ. Τύπος λέιζερ στο οποίο χρησιμοποιείται κατάλληλο αέριο (π.χ. αμμωνία) για τη δημιουργία δέσμης διεγερμένων μορίων τα οποία αποδιεγειρόμενα κατά την αλληλεπίδρασή τους με ακτινοβολία μικροκυμάτων προκαλούν εξαναγκασμένη σύμφωνη εκπομπή. Gas M a s k [Αντιασφυξιογόνος μάσκα] Μηχ. Ειδική προσωπίδα για την προστασία από χημικά τοξικά αέρια ή σκόνη, με κύριο εξάρτημα ένα διηθητικό φίλτρο που φέρει ένα πρώτο στρώμα κατάλληλης ουσίας (συνήθως ενεργού άνθρακα), για τη δέσμευση των τοξικών αερίων, ένα δεύτερο στρώμα (από πορώδη χάρ-

τη, βάμβακα κ.λ.π.) για τη δέσμευση αρσινών και συχνά και τρίτο στρώμα ασφαλείας (από σόδα., ποτάσα, φαινολικό νάτριο κ.λ.π.). Gas Mechanics [Μηχανική αερίων] Ρενστομηχ. Ο κλάδος της μηχανικής των ρευστών που μελετά την κατάσταση ισορροπίας (στατική) ή κίνησης (κινηματική) καθώς επίσης και την αλληλεξάρτηση δυνάμεων και κίνησης (δυναμική) των αερίων. Gas Meter [Μετρητής αερίων] Μηχ. Καταγραφική συσκευή διαφόρων τύπων που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας αερίου σ' ένα αγωγό που διοχετεύεται μέσα σ' αυτό π.χ. στις καταναλώσεις ενός δικτύου φωταερίου. Gas Oil Ratio [Αναλογία αερίου-πετρελαίου] Πετρελαιομηχ. Ο λόγος του όγκου του αερίου που λαμβάνεται από κοίτασμα κατά τη γεώτρηση προς τον όγκο (συνήθως σε βαρέλια) στο ίδιο χρονικό διάστημα εξορυσσόμενου πετρελαίου, αναγόμενα στις ίδιες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Η αναλογία εξαρτάται από τις φυσικές και γεωλογικές ιδιότητες του κοιτασματοφόρου στρώματος, τη μέθοδο εκμετάλλευσης και αποτελεί σπουδαιότατο δείκτη της βιομηχανίας πετρελαίου. Gas Pedal [Πεντάλ γκαζιού] Μηχ. Πρόκειται για τον ποδοκίνητο εκείνο μοχλό ενός αυτοκινήτου που ελέγχει την αύξηση ή μείωση της επιτάχυνσης της λειτουργίας της μηχανής και άρα και της ταχύτητας του οχήματος. Gas Phototube [Φωτοσωλήνας αερίου] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονικός σωλήνας με φωτοευαίσθητη κάθοδο και με αδρανές αέριο (π.χ. αργό) για την αύξηση της ευαισθησίας της διάταξης. Gas Porosity [Πορώδες αερίων] Μεταλλ.. Η ύπαρξη πόρων, εσωτερικών κοιλοτήτων και φυσαλίδων κατά την τελική κρυστάλλωση μετάλλων ύστερα από διαδικασία βραδείας στερεοποίησης τους από κατάσταση τήγματος. Gas P r o d u c e r [Εξαεριωτής] Χημ. Μηχ. Βιομηχανικός αντιδραστήρας που χρησιμοποιείται για την εξαερίωση του άνθρακα, με επίδραση οξυγόνου ή αέρα και υγρασίας, σε υψηλές θερμοκρασίες. Gas P u m p [Αντλία αερίου] Μηχ . Διάταξη για τη δημιουργία ελαττωμένης πίεσης και την αραίωση αερίου που βρίσκεται σε κλειστό χώρο. Υπάρχουν διάφοροι τύποι (με έμβολο, περιστροφική, διάχυσης κ.λ.π.). Gas Recording [Καταγραφή αερίων] Πετρελαιομηχ. II ανάλυση και η καταγραφή σε διαγράμματα των αερίων υδρογονανθράκων της ιλύος της γεώτρησης με αυτόματες καταγραφικές συσκευές προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου και να καθοριστεί το βάθος τους σύμφωνα με τη κατακόρυφη τομή του φρέατος. Gas Regulator [Λεριορυθμιστική συσκευή] Μηχ. Συσκευή άμεσης ή έμμεσης λειτουργίας που περιλαμβάνει στραγγαλιστική βαλβίδα για την αυτόματη αντιστάθμιση των μεταβολών της πίεσης και τη διατήρηση της σε ορισμένο επίπεδο σ' ένα αεριαγωγό. Gas Reservoir [Κοίτασμα φυσικού αερίου] Γεωλ. Είναι μία αρκετά μεγάλη ποσύτητα φυσικού αερίου εγκλωβισμένη σε βάθος εντός του φλοιού της Γης, συνήθως κοντά σε κάποιο κοίτασμα πετρελαίου. Gas Scrubbing [Εκπλυση Αερίου] Χημ. Μηχ. Διαδικασία καθαρισμού ενός αερίου μίγματος, κατά την οποία οι ανεπιθύμητες προσμίξεις απομακρύνονται, καθώς απορροφούνται σε κατάλληλο υγρό διαλύτη.

-625 Gas Seal [Στεγανοποίηση] Μηχ. Αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η δίοδος αερίου, από και προς ένα σύστημα. Gas Solid C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία αερίου- στερεού] Αναλ. Χημ. Παρασκευαστική και αναλυτική μέθοδος διαχωρισμού ουσιών σε μίγματα που βασίζεται στη διαφορετική κατανομή τους (στην αέρια φάση) ανάμεσα σε μία στατική στερεή φάση (π.χ. κολλοειδές διοξειδίου του πυριτίου) και σε μία αέρια φάση (αδρανές αέριο π.χ. υδρογόνο, ήλιο) και την ανίχνευση στην έξοδο της μεταβολής μιας φυσικής σταθεράς που παρίσταται σε χρωματογράφημα. Gas Solubility [Διαλυτότητα αερίου] Φυσ. Χημ. Η ποσότητα μιας αέριας μάζας που πρέπει να διαλυθεί σε καθορισμένη ποσότητα ορισμένου διαλύτη για να σχηματισθεί σε καθορισμένες εξωτερικές συνθήκες κεκορεσμένο διάλυμα. Gas Statics [Στατική αερίων] Μηχ. Ο κλάδος της μηχανικής των ρευστών που ασχολείται με τη μελέτη δυνάμενων επί αερίων σε κατάσταση ισορροπίας. Gas Survey 1 [Αεριοχωρογράφηση] Πετμελαιομηχ. Μέθοδος έρευνας, που στηρίζεται στη δειγματοληψία και την ανάλυση αεριωδών υδρογονανθράκων που μεταναστεύουν από τα κοιτάσματα αερίου και πετρελαίων, προκειμένου να εντοπιστούν ανωμαλίες αερίων, ενδεικτικές πιθανής ύπαρξης κατάλληλων κοιτασμάτων. Gas Survey 2 [Αεριοχωρογράφηση] Ομυκτ. Μηχ. Διεργασία που γίνεται σε εγκάρσια και επιμήκη διατομή με δειγματοληπτικό έλεγχο και ανάλυση των δειγμάτων για τον προσδιορισμό της έντασης έκλυσης του μεθανίου τόσο κατά μήκος του μεταλλείου όσο και στο συγκεκριμένο σημείο εκμετάλλευσης. Gas Tail [Ουρά αερίων] Αστμον. Η μία από τις δύο ουρές που σχηματίζει συνήθως κομήτης εισερχόμενος στο ηλιακό σύστημα προσεγγίζοντας τον Ήλιο, που κατά κανόνα δε συμπίπτει με την ουρά του κονιορτού. Είναι ευθύγραμμη και οξεία με διεύθυνση αντίθετη προς τον Ήλιο και μήκος της τάξης 10ύ χλμ. και οφείλεται στην απωστική επίδραση του ηλιακού ανέμου στα ιονισμένα αέρια (μονοξείδιο του άνθρακα, άζωτο κ.λ.π.) της κόμης. Gas T h e r m o m e t e r [Αερικό θερμόμετρο] Φυσ. Όργανο για τη μέτρηση θερμοκρασιών μέσω της μέτρησης με χρήση υδρργυρικού μανόμετρου των πιέσεων σταθερής μάζας ή όγκου του αερίου (π.χ. ηλίου, υδρογόνου, αζώτου). Gas T u b e [Ηλεκτρονικός σωλήνας αερίου] Ηλεκτρον. Αερόκενος σωλήνας που περιέχει αδρανές αέριο (αργό, νέο, κρυπτό κ.λ.π. υπό κατάλληλη πίεση ικανό να καταστεί αγώγιμο με ιοντισμό των μορίων του και να άγει τον ηλεκτρισμό υπό την επίδραση πεδίου. Gas T u r b i n e [Αεριοστρόβιλος] Μηχ. Θερμικός κινητήρας για την μετατροπή σε μηχανική ενέργεια στον άξονα του της ενέργειας συμπιεσμένου και θερμού αερίου. Αποτελείται από μία ή πολλαπλές βαθμίδες που περιλαμβάνουν το στάτορα και το ρότορα και κατατάσσονται σε διάφορους τύπους ανάλογα με τη διεύθυνση ροής των αερίων (αξονικής, ακτινωτής, διαγώνιας κ.λ. π. ροής), τον τρόπο παροχής του αερίου στο ρότορα (π. χ. μερικής τροφοδότησης) και τον τρόπο χρησιμοποίησης της διαφοράς θερμότητας (δράσης, αντίδρασης). Gas Valve [Βαλβίδα αερίου] Μηχ. Στραγγαλιστική βαλβίδα που ρυθμίζει αυτόματα την πίεση αερίου σε σύστημα ώστε να διατηρείται σε ορισμένα επίπεδα με τη μεταβολή της ποσότητας του αερίου που διέρχεται

Gasket Glazing

από την ελεγχόμενη μέσω μεμβράνης διατομή της, ευαίσθητης στις μεταβολές της πίεσης. Gas Viscosity [Ιξώδες ή εσωτερική τριβή αερίου] Ρευστομηχ. Φυσική ιδιότητα ενός αερίου που εκφράζει το μέτρο της αντίστασης ροής του (που ποικίλλει ευρύτατα σε συνάρτηση με τις επικρατούσες συνθήκες) όταν υποβάλλεται σε διατρητικές τάσεις. Gas Welding [Αεριοσυγκόλληση] Μετα/1. Ηλεκτροσυγκόλληση που διεξάγεται με χημικό μέσο αέριο κυρίως με τη παραγωγή φλόγας π.χ. μίγματος ακετυλενίου και οξυγόνου (που φθάνει περίπου στους 3.200° C), υδρογόνου σε ενεργή κατάσταση με επίδραση βολταϊκού τόξου κ.λ.π. Gas Zone [Ζώνη αερίου] Γ?.ωλ. Γεωλογική διάταξη όπου ορισμένα πετρώματα (αργιλικά αλατούχα, ανθρακικά κ.λ.π.) δρουν ως συλλέκτες ή φυσικές δεξαμενές για κοιτάσματα φυσικών αερίων που διαμορφώνονται είτε κατά στρώματα είτε κατά όγκους. Gaseous [Αεριώδης] Φυσ. Χημ. Όρος που αναφέρεται σε συγκέντρωση ύλης που βρίσκεται στην αέρια κατάσταση. Gaseous Nebula [Αέριο νεφέλωμα] Αστμον. Τα συνήθη φωτεινά νεφελώματα, αποτελούμενα από μάζες αερίων και διάχυτη αστρική σκόνη, του Γαλαξία. Διακρίνονται σε νεφελώματα εκπομπής, που εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και ανάκλασης, που ανακλούν το φως γειτονικών αστέρων. Gaseouw Permeability [Αέριος διαπερατότητα] Φυσ. Η ιδιότητα των στερεών ανάλογα με τη δομή τους (πορώδης ή μη πορώδης) να επιτρέπουν τη δίοδο ενός αερίου μέσα από τη μάζα τους υπό την επίδραση διαφορικής πίεσης κατά ροή διάχυσης ή ροή κατά στρώσεις ή μοριακή διάλυση. Gasification [Αεριοποίηση] Χημ. Μηχ. Η μετατροπή στερεού ή υγρού καυσίμου (λιθάνθρακες, κωκ, μαζούτ κ.λ.π.) σε τεχνητό βιομηχανικό αέριο (αερααέριο, υδραέριο, μικτό αέριο κ.λ.π.) με την ατελή οξείδωσή τους με την βοήθεια οξειδωτικών αερίων μέσων (αέρας, μίγμα υδρατμών με αέρα, ελεύθερο οξυγόνο κ. λ.π.) σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και ατμοσφαιρικής ή υψηλής πίεσης σε ειδικές αεριογόνες συσκευές. Gasifier [Αεριογόνος συσκευή ή αεριογεννήτρια] Μηχ. Συσκευή διαφόρων τύπων που χρησιμοποιείται για την θερμική επεξεργασία στερεών ή υγρών καυσίμων για την παραγωγή τεχνητών καύσιμων αερίων (ανθρακαερίων) κατά τη διεργασία της αεριοποίησης. Έχει μορφή καμίνου με εσωτερικά τοιχώματα επενδεδυμένα με πυρίμαχο υλικό και φέρει στο ένα άκρο μηχανισμό τροφοδοσίας του καυσίμου και στο άλλο φυσητήρα για την εμφύσηση του οξειδωτικού μέσου. Η διεργασία αεριοποίησης κατά τη λειτουργία της γίνεται κατά ζώνες. Gasiform [Αεριώδης κατάσταση] —» Gaseous Gasket [Στεγανοποιητικό ΓΙαρέμβυσμα ή φλάντζα] Μηχ. Εύπλαστο στεγανοποιητικό υλικό διαφόρων τύπων (από καουτσούκ, αμίαντο, ειδικό χάρτη κ.λ.π.) συνήθως υπό μορφή δακτυλίων και ελασμάτων που χρησιμοποιείται ανάμεσα σε εφαπτόμενα τμήματα μηχανών ή σε αρθρώσεις σωλήνων για την αποφυγή διαρροών ρευστού. Gasket Glazing [Φλόντζα] Οικοδ. Σταθεροποίηση υαλοπίνακα στο πλαίσιο του παραθύρου με χρήση λοστιχένιου ή πλοστικού συνδέσμου σε λωρίδα που τοποθετείται κατά μήκος της περιφέρειας του πλαισίου στις

Gasohol

-626-

περιπτώσεις που το πλαίσιο είναι από προφίλ αλουμινίου. Οι ελαστικοί σύνδεσμοι προσφέρουν υψηλή απορροφητικότητα των συστολών διαστολών που προκύπτουν από θερμοκρασιακές μεταβολές. Gasohol [Μίγμα βενζίνης αλκοόλης] Χημ. Πρόκειται για ένα μίγμα του οργανικού διαλύτη αιθανόλη με την βενζίνη, το οποίο χρησιμοποιείται ήδη σε κάποιες χώρες ως καύσιμη ύλη για ορισμένους τύπους κινητήρων. Υπάρχει η προοπτική της διεύρυνσης της χρήσης του μίγματος ως υποκατάστατο των σημερινών καυσίμων στο οποίο η περιεκτικότητα αυτού του διαλύτη αγγίζει το ποσοστό του 10%. Gasoline [Βενζίνη] Γεν. Αμερικανική ονομασία για τη βενζίνη. Gasometer [Αεριομετρητής] Αναλ.. Χημ. Όργανο που χρησιμοποιείται για την υποδοχή και τη μέτρηση του όγκου αερίου. Gasomctric Method [Αεριομετρική μέθοδος] Αναλ.. Χημ. Χημική αναλυτική μέθοδος για τον ποσοτικό προσδιορισμό αερίου με χρήση κατάλληλα)ν οργάνων και διατάξεων καθώς και χημικών αντιδράσεων, π.χ. η μέθοδος Dumas και η μέθοδος Kjeldahl για τον προσδιορισμό του αζώτου. Gasometry [Αεριομετρία] Αναλ. Χημ. Η διεργασία μέτρησης ή ποσοτικής ανάλυσης αερίου Gassing 1 [Εκλυση αερίου] Φυα. Χημ. Η εμφάνιση αερίου κατά την πραγματοποίηση μιας διεργασίας (π.χ. ηλεκτρόλυση) ή κατά την εξέλιξη ενός φαινομένου. Gassing 2 [Εκλυση αερίων] Μεταλλ.. Μηχ. Η μικρότερη ή μεγαλύτερης έκτασης διαρροή φυσικού αερίου (π.χ. μεθανίου, μίγματα υδρογονανθράκων κ.λ.π.) από ρωγμές στα στρώματα του ορυκτού ή στα περιβάλλοντα πετρώματα στις στοές των ορυχείων. Η έκλυση μπορεί να είναι αργή και σταθερή, τοπική, απότομη καθώς και μεγαλύτερης ή μικρότερης χρονικής διάρκειας. Gassy [Αερίων κατάσταση] ΜεταλΧ Μηχ. Χαρακτηρίζεται η κατάσταση επικινδυνότητας ορυχείων όπου υπάρχει πιθανότητα συγκέντρωσης εύφλεκτων αερίων σε επικίνδυνα όρια. Διέπεται από σύνολο επίσημων κανονισμών ασφαλείας, όπως τακτικές μετρήσεις της απόλυτης και της σχετικής παροχής αερίου, εντατικό αερισμό των υπογείων χώρων, καθαρισμό των ορυκτών, διακοπή των εργασιών κ.λ.π. Gate 1 [Θύρα] Τεχνολ. Εγκατάσταση κινητού παραπετάσματος σε σημεία των δικτύων υδάτινων εκμεταλλεύσεων οπού απαιτείται η διακοπή της λειτουργίας του δικτύου για ένα χρονικό διάστημα. Οι θύρες αυτές είναι συνήθως μηχανοκίνητες και εξασφαλίζουν την πλήρη στεγανότητα στη μια τους πλευρά όταν είναι κλειστές. Gate 2 [Πύλη] Πολ. Μηχ. Η διάταξη της εισόδου που τοποθετείται σε ένα σημείου ενός φράχτη ή μιας περίφραξης για τον έλεγχο εισόδου και εξόδου των οχημάτων και των πεζών από την ιδιοκτησία που προστατεύεται. Gateway 1 [Πύλη] Επικοιν. Υπολογιστικά μηχανήματα επικοινωνιών που συνδέουν ετερογενή δίκτυα με ανόμοια πρωτόκολλα γενικά ψηλότερα από τους δρομολογητές αν και συναντάμε και εκεί σχετικές δυνατότητες, Υπάρχουν ειδικά πρωτόκολλα που δουλεύουν στα 4 ανώτερα στρώματα του προτύπου OSI. Gateway 2 [Πύλη] Μηχ. Είναι μία είσοδος σε μία κατασκευή η οποία μπορεί να ανοίγει και να κλείνει κατά βούληση από μία θύρα. Με τον ίδιο όρο χαρακτήριζεται και ο χώρος εισόδου σε μία χώρα, όπως ένα αερο-

δρόμιο ή ένα λιμάνι. Gathering Gound [Λεκάνη απορροής] Υδρολ. Drainage basin. G a t t e r m a n n Aldehyde Synthesis [Σύνθεση αλδεϋδών του Γκάττερμαν] Οργ. Χημ. Η αντίδραση φορμυλίωσης φαινολών με επίδραση μίγματος υδροκυανικού και υδροχλωρικού οξέος παρουσία οξέος κατά Lewis (π.χ. ZnCb, AICI3), για τη δημιουργία ισχυρών ηλεκτρονιόφίλων αντιδραστηρίων και το σχηματισμό αρωματικών υδροξυαλδεϋδών με την υδρόλυση των σχηματιζύμενων φορμινοπαραγώγων. G a t t e r m a n n - K o c h Reaction [Αντίδραση Γκάττερμαν- Κόχ] Οργ. Χημ. Η αντίδραση φορμυλίωσης αρωματικών υδρογονανθράκων για το σχηματισμό αρα>ματικών αλδεϋδών με επίδραση μίγματος μονοξειδίου του άνθρακα και υδροχλωρικού οξέος, παρουσία οξέος κατά Lewis (π.χ. ZnCl· AICI3). G a t t e r m a n n Reaction [Αντίδραση Γκάττερμαν] Οργ. Χημ. Η αντίδραση αντικατάστασης της διαζωνιακής ομάδας (που αποβάλλεται με τη μορφή αζώτου) διαζωνικού άλατος, από αλογόνο κατά την επίδραση επί διαλύματος του άλατος αλογονικού οξέος και σκόνης χαλκού (ως καταλύτη) και θέρμανση του διαλύματος. Gauge 1 [Μέτρο ή μετρητής] Γεν. 1. Σειρά οργάνων για τη μέτρηση διαστάσεων ή ενός χαρακτηριστικού μεγέ0ους (πίεσης, όγκου κ.λ.π.) όπως π.χ. παχύμετρο, ατμόμέτρο, μετρητής κενού, μετρητής ανέμου .2. Πρότυπο υλικό μέσο σύγκρισης διαστάσεων, ποσού ή χωρητικότητας. Gauge 2 [Διαμέτρημα] Μηχ. Το πάχος ή η διάμετρος σύρματος, ελάσματος, ράβδου και ανάλογων αντικειμένων. Gauge Boson [Θεμελιώδη μποζόνια] Πυρην. Φυα. Η ομάδα των στοιχειωδών σωματιδίων ακέραιου σπιν που είναι οι φορείς των θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων, δηλ. το γλοιόνιο (της ισχυρής), το φωτόνιο (της ηλεκτρομαγνητικής) και τα μποζόνια W*, W", Ζ° (της ασθενούς). Περιγράφονται από συμμετρικές κυματοσυναρτήσεις. Gauge G r o u p [Θεμελιώδης ομάδα] Πυρην. Φυσ. Η συνεχής ομάδα συμμετρίας των θεμελιωδών μετασχηματισμών για ένα κβαντικό πεδίο που είναι η U( 1) για το ηλεκτρομαγνητικό, η SU(2) L x U(l) για το ηλεκτρασθενές και η SU(3) για το ισχυρό, Gauge Pressure [Πιεζομετρική πίεση] Φυα. Πίεση ρευστού μετρούμενη με πιεζόμετρο πάνω ή κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση, η οποία θεωρείται ως η μηδενική βάση αναφοράς της κλίμακας και με την οποία αθροιζόμενη λαμβάνεται η τιμή της απόλυτης πίεσης του ρευστού. Gauge Theory [Θεμελιώδης θεωρία] Πυρην. Φυα. Θεωρία που περιγράφει τις θεμελιώδεις δυνάμεις (ισχυρή, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής και βαρυτική) μέσω των φορέων αυτών των αλληλεπιδράσεων, των κβάντων πεδίου (γλοιόνιο, φωτόνιο, μποζόνια και γκραβιτόνιο) και τους νόμους διατήρησης, Gauge T r a n s f o r m a t i o n [Θεμελιώδης μετασχηματισμός] Πυρην. Φυα. Μετασχηματισμός που διατηρεί το αναλλοίωτο των μετρούμενων φυσικών μεγεθών στα κβαντικά πεδία σύμφωνα με τις θεμελιώδεις θεωρίες, Gauging [Μέτρηση] Πυρην. Φυα. Βιομηχανική μέθοδος ελέγχου του πάχους ενός υλικού με χρήση ραδιοϊσοτόπων, μέσω της καταγραφής των καταβολών της απορρόφησης της ακτινοβολίας (κυρίως σωματίδια β) με τη βοήθεια απαριθμητή.

-627 Gauss [Γκάους] Η/χκτρομαγν. Η μονάδα μαγνητικής επαγωγής στο μετρικό σύστημα CGS. Ισούται με ΙΟ"4 Tesla (Weber / rrf). Gauss Coefficient [Συντελεστής Gauss] Μαθημ. Έστω F ένα σώμα πεπερασμένης διάστασης κ και μια πεπερασμένη αβελιανή ομάδα V διάστασης ν η οποία αποτελεί διανυσματικό χώρο με τον ορισμό του βαθμωτού πολλαπλασιασμού μεταξύ των δύο συνόλων. Για τυχαίο αριθμό i ο αριθμός των διανυσματικών υπόχωρων του V με πληθάριθμο βάσης ίσο με i , όπου i
Gaussian Elimination

Γκαίυ-Αυσσάκ για ορισμένη μάζα ενός αερίου ή μίγματος αερίων που τα συστατικά του δεν αντιδρούν μεταξύ τους: 1ος νόμος: Οι όγκοι ενός αερίου, υπό σταθερή πίεση, είναι ανάλογοι των απολύτων θερμοκρασιών. 2 ος νόμος: Οι πιέσεις ενός αερίου, υπό σταθερό όγκο. είναι ανάλογες των απολύτων θερμοκρασιών. Gay-Lussac T o w e r [Πύργος Gay-Lussac] Χημ. Μηχ. Ονομάζεται ο κατακόρυφος αντιδραστήρας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή θειικού οξέος, σύμφωνα με τη μέθοδο των μολύβδινων θαλνάμων. Στον πύργο πραγματοποιείται η αντίδραση οξείδωσης διοξειδίου του θείου με οξυγόνο, παρουσία μίγματος οξειδίων του αζώτου. Gauss Mean Value Theorem [Θεώρημα μέσης τιμής Gauss] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f η οποία είναι αναλυτική επάνω σε ένα θετικά προσανατολισμένο κύκλο C p . Αποδεικνύεται ότι η τιμή της f με όρισμα το κέντρο του κύκλου Ζο είναι ίση με: ί'(ζυ)=(1/2π)Ιί (zo+pe'°)d0 όπου ρ η ακτίνα του κύκλου και ϋ<θ<2π. Gauss Points [Σημεία του Γκάους] Οπτικ. Τα πρωτεύοντα σημεία ενός οπτικού συστήματος δηλ. τα εστιακά, τα κύρια και τα συζυγή. Gauss Principle [Αρχή του Γκάους] Μηχ. Η αρχή του ελάχιστου περιορισμού σύμφωνα με την οποία, για ένα σύστημα αλληλοσυνδεδεμένων σωματιδίων που υφίσταται την επίδραση δυνάμεων, η κίνηση είναι κατά τρύπο ώστε να ελαχιστοποιείται ο περιορισμός στο σύστημα. Gauss-Seidel Method [Μέθοδος Gauss-Scidel] Μαθημ. Μέθοδος προσέγγισης του x για κάθε γραμμικό σύστημα Αχ=Β, η οποία ξεκινά από μια αρχική προσέγγιση Χο του χ και συνεχίζει κατασκευάζοντας ακολουθία τιμών xm που συγκλίνει στο x όταν το m τείνει στο άπειρο. Gauss Theorem [Θεώρημα Gauss] Μαθημ. Έστω ένα συμπαγές σύνολο G που ορίζεται ως ένωση πεπερασμένου πλήθους συνόλων του R ' και έχει θετικά προσανατολισμένο σύνορο. Το ολοκλήρωμα επί του G JifdivF dV είναι ίσο με το ολοκλήρωμα επί του συνόρου του G fjFn do, αν το διανυσματικό πεδίο F(x,y,z) =Pi +Qj +Rk είναι συνεχώς διαφορίσιμο σύνολο που περιέχει το G. G a u s s ' Law [Νόμος του Γκάους] Ηλεκ. Μηχ. Νόμος, ο οποίος γενικευμένος ισχύει και για κάθε διανυσματικό πεδίο περικλειόμενο σε κλειστή επιφάνεια, σύμφωνα με τον οποίο για μία κλειστή επιφάνεια που περικλείει ηλεκτρικό πεδίο, η συνολική ηλεκτρική η κάθετη στην επιφάνεια είναι ανάλογη με το συνολικό ηλεκτρικό φορτίο μέσα στην επιφάνεια. Gaussian C u r v a t u r e [Καμπυλότητα Gauss] Μαθημ. Σε μια λεία επιφάνεια για κάθε σημείο της οποίας ορίζονται οι καμπυλότητές της Kj και κ2. Καμπυλότητα Gauss ή ολική καμπυλότητα ονομάζεται το γινόμενο Κ=Κ|Κ 2 .

Gaussian Distribution [Γκουσιανή ή κανονική κατανομή] Στατ. Στατιστική κατανομή συχνοτήτων ενός συνόλου μεταβλητών δεδομένων που παρίσταται υπό μορφή συμμετρικής κωδωνοειδούς καμπύλης της οποίας η κορυφή αντιπροσωπεύει τη μέση τιμή . Gaussian Elimination [Απαλοιφή Gauss] Μαθημ. Μέθοδος που επιλύει το γραμμικό σύστημα Αχ=Β. Ο ολιγάριθμος της μεθόδου αυτής αναδιατάσσει τις γραμμές του Α και κάνει πράξεις μεταξύ αυτών ώστε το Αχ=Β να καταλήξει σε ένα απλοποιημένο σύστημα Α'χ=Β', όπου ο Α' είναι ένας άνω τριγωνικός πίνακας, το οποίο

Gaussian Noise

-628 -

λύνεται με ανάδρομη αντικατάσταση. Gaussian Noise [Γκαουσιανός θόρυβος] Επικοιν. Σήμα ανεπιθύμητου και τυχαίου θορύβου που ακολουθεί κανονική κατανομή και η κατανομή των συχνοτήτων του παρίσταται από τη Γκαουσιανή καμπύλη σε όλη τη ζώνη των συχνοτήτα>ν του σήματος αυτού. Gaussian O p e r a t i o n s [Πράξεις Gauss] Μαθημ. Οι πράξεις που εκτελούνται στις γραμμές του πίνακα Α κατά την μέθοδο απαλοιφής Gauss για την επίλυση του συστήματος Αχ=Β. Οι γραμμές του πίνακα Α μπορούν να πολλαπλασιαστούν με οποιονδήποτε μη μηδενικό παράγοντα, να προστεθούν σε οποιαδήποτε άλλη γραμμή του Α και κυρίως να αλλάξουν τη θέση τους στον πίνακα με σκοπό τη δημιουργία άνω τριγωνικού πίνακα. Gaussian Optics [Οπτική του Γκάους] Οπτικ. Κλάδος της γεωμετρικής οπτικής που περιορίζεται στη μελέτη αξονικών ακτίνων σε οπτικά συστήματα όπου μπορούν να αγνοηθούν τα σφάλματα της σφαιρικότητας, της αστιγματικής εκτροπής, της κόμης κ.λ.π. Gaussian Reduction [Αναγωγή Gauss] Μαθημ. Η μέθοδος επίλυσης του γραμμικού συστήματος Αχ=Β με τη βοήθεια των πράξεων Gauss. Gaussian System [Σύστημα του Γκάους] Ηλεκτρομαγν. Μικτό σύστημα μονάδων που συνδυάζει τις μονάδες του ηλεκτροστατικού συστήματος και του ηλεκτρομαγνητικού συστήματος για την περιγραφή των ηλεκτρικών και των μαγνητικών μεγεθών αντίστοιχα με χρήση συντελεστή (π.χ. της ταχύτητας του φωτός) σε τύπους κοινών μεγεθών. Gaussian Weighing Method [Μέθοδος ζύγισης του Γκάους] Μηχ. Η μέθοδος ζύγισης με αντικατάσταση που συνίσταται στην εναλλαγή των βαρών στους δύο δίσκους για το συγκριτικό έλεγχο της ακρίβειας ενός ευπαθούς ζυγού, με ίσους βραχίονες και τη πραγματοποίηση μιας ζύγισης ακριβείας. Gaussmeter [Μετρητής Γκάους] Φνα. Μαγνητόμετρο με κλίμακα διαβαθμισμένη σε μονάδες Γκάους για τη μέτρηση της έντασης του μαγνητικού πεδίου. Gaylussite [Γκεϋλουσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο ανθρακικό νάτριο και ασβέστιο. Συναντάται σε διαφανείς, ελαφρά κίτρινους με υαλώδη λάμψη σφηνοειδείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε λιμνιαίες αποθέσεις. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,9. Gd [Σύμβολο γαδολινίου] Χημ. Είναι ο συμβολισμός του χημικού στοιχείου του γαδολινίου ύπως έχει καθορισθεί στον περιοδικό πίνακα. Ge [Σύμβολο γερμάνιου] Χημ. Αυτός είναι ο συμβολισμός που έχει καθορισθεί να έχει το χημικό στοιχείο του γερμάνιου στον περιοδικό πίνακα. G e a r [Οδοντωτός μηχανισμός] Μηχ. Μηχανικό τμήμα (τροχός, κύλινδρος κ.λ.π.) που φέρει διαδοχικές προεξοχές και εσοχές (οδοντώματα) ώστε κατάλληλα εμπλεκόμενο με άλλο οδοντωτό στοιχείο να αποτελεί μηχανισμό μετάδοσης ή μεταβολής κίνηση. Γενικότερα, συνολικότερος μηχανισμός αποτελούμενος από ανάλογα τμήματα. G e a r Box [Κιβώτιο ταχυτήτων] Μηχ. Η θήκη από ελαφρό μεταλλικό κράμα που στηρίζεται με μπουλόνια στο σώμα του κινητήρα αυτοκινήτου και περιλαμβάνει το μηχανισμό ταχυτήτων δηλ. σύνολο χαλύβδινων αξόνων επί των οποίων έφαρμόζεται σύστημα γραναζιών για τη μετάδοση της κίνησης. G e a r Case [Κιβώτιο ταχυτήτων] Gearbox

G e a r Down [Μείωση ταχύτητας] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η αλλαγή της ταχύτητας ενός οχήματος από μία μεγαλύτερη σε μία μικρότερη, οπότε αλλάζοντας την σχέση μετάδοσης της κίνησης μεταξύ των δίσκων επέρχεται και αύξηση της ροπής της μηχανής. G e a r Lever [Μοχλός ταχυτήτων] Μηχ. Μοχλός αλλαγής ταχυτήτων σε αυτοκίνητο που επιτρέπει τη μεταβολή της σχέσης μετάδοσης μεταξύ κινητήρα και τροχών. G e a r P u m p [Αντλία Οδοντώσεως] Μηχ. Τύπος αντλίας που χρησιμοποιείται για μικρές παροχές κυρία)ς. Αποτελείται από δύο όμοιους οδοντωτούς τροχούς, ίδιου μεγέθους, που περιστρέφονται μέσα σε σταθερό κέλυφος. Το υγρό αναρροφάται λόγω της υποπίεσης που δημιουργείται κατά την περιστροφή και μεταφέρεται προς την κατάθλιψη, περιορισμένο στα διάκενα μεταξύ τροχών και κελύφους. G e a r Ratio [Σχέση μετάδοσης] Μηχ. Ονομάζεται ο λόγος του αριθμού των οδόντων δύο συνεργαζόμενων οδοντωτών τροχών, από τον οποίο και καθορίζεται ο αριθμός των περιστροφών που εκτελεί ο καθένας στην μονάδα του χρόνου. G e a r T r a i n [Σύστημα οδοντωτών τροχών ή γραναζιών] Μηχ. Μηχανισμός αποτελούμενος απύ συνδυασμό δύο ή περισσότερων αλληλοεμπλεκόμενων οδονταιτών τροχών για τη μετάδοση κίνησης π.χ. μεταξύ δύο αξόνων. G e a r Up [Αύξηση ταχύτητας] Μηχ. Καλείται η αλλαγή της σχέσης μετάδοσης της κίνησης μεταξύ των δίσκων σε ένα όχημα, από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη ταχύτητα. G e a r YVhcel [Οδοντωτός τροχός ή γρανάζι] Μηχ. Τροχός που φέρει στην περιφέρεια του διαδοχικές εσοχές και προεξοχές που σχηματίζουν οδόντες (επίσης καλούμενοι γρανάζια) μέσω των οποίων εμπλέκεται με ανάλογο τροχό για τη μετάδοση κίνησης. Gedanite [Γεδανίτης] Ομυκτ. Ορυκτή ρητίνη, ποικιλία του ήλεκτρου. Συναντάται σε κονδυλώδεις ή σφαιροειδείς ανοιχτοκίτρινους σχηματισμούς και υπό μορφή κόκκων. Έχει οστρεώδη θραύση, λάμψη στεατοειδή, σκληρότητα 1,5 έως 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1. Gedinnian [Γεδίννιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της κατώτερης υποπεριόδου της Δεβόνιου περιόδου (πριν 400 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα πριν από το Συγγένιον της ίδιας υποπεριόδου και μετά το Δαουντόνιον της Γοτλάνδιου υποπεριόδου. Gedrite [Γεδρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας των αμφιβόλων, πλούσιο σε αργίλιο. Συναντάται σε σταχτόχρωμους ή πράσινους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1 έως 3,5. G c g e n b a u e r Differential E q u a t i o n [Διαφορική εξίσωση Gegenbauer] Μαθημ. Η διαφορική εξίσωση (ζ2l ) w " +(2v+l)zw' -a(a+2v)w=0 η οποία είναι εξίσωση ομογενής, δευτέρας τάξεως. Gegenbauer Polynomial [ Πολυώνυμο Gegenbauer] Μαθημ. Κάθε πολυώνυμο που προκύπτει από το Ρ(χ)= η (1/2Π)Σ*> Λ ( Λ , ) ( χ - ΐ Π χ + ΐ ν > το γνωστό πολυώνυμο Jacobi, για a=b θα καλείται πολυώνυμο Gegenbauer. Gegenschein [Αντιζωδιακό ή αντιηλιακό φως] Αστμον. Ιδιαίτερα αμυδρός φωτισμός ελλειψοειδούς τμήματος

-629(μήκουςΙΟ0 - 20° και πλάτους 5° -8° περίπου) του ουράνιου θόλου παράλληλα της ελλειπτικής και αντιδιαμετρικά με τον ήλιο, που μπορεί να παρατηρηθεί μόνο τις ανέφελες, ασέληνες και με τελείως διαυγή ατμόσφαιρα νύκτες. Η προέλευσή του, για την οποία δεν υπάρχει ικανοποιητικά αποδεκτή θεωρία, πιθανόν να οφείλεται στην αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων από αραιό νέφος σωματιδίων κοσμικής ύλης περί τον ήλιο. Gchlcnite [Γκελενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας του μελίλιθου, ισόμορφο με τον ακερμανίτη. Συναντάται σε βαθυπράσινους, κοκκώδεις ή πρισματικούς κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος σε ηφαιστειογενή πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος3. Geiger Characteristic [Χαρακτηριστική Γκάιγκερ] Πυρην. Φυσ. Το γράφημα που λαμβάνεται κατά την απαρίθμηση ιονιζόντων σωματιδίων ή φωτονίων με απαριθμητή Γκάιγκερ ή αναλογικό απαριθμητή ως συνάρτηση της εφαρμοζόμενης τάσης λειτουργίας. Geiger C o u n t e r [Απαριθμητής Γκάιγκερ] Πυρην. Φυα. Συσκευή ανίχνευσης και μέτρησης ιονίζουσας ακτινοβολίας. Αποτελείται από σωλήνα Γκάιγκερ στον οποίο, κατά την είσοδο ιοντίζοντος σωματιδίου ή φωτονίου, δημιουργείται χιονοστιβάδα ηλεκτρονίων και παλμός ρεύματος στην έξοδο, ο οποίος ενισχυόμενος μετράται από η^.κτρονική συσκευή. Geiger-Muller P r o b e [Ανιχνευτής Γκάιγκερ- Μίλερ] Πυρην Φυσ. Υδατοστεγής διάταξη που περιλαμβάνει απαριθμητή Γκάιγκερ και χρησιμοποιείται καθελκυόμενη εντός των πετρωμάτων για την ανίχνευση ακτινοβολίας γ από ραδιενεργές ουσίες. Geiger-Natall Rule [Νόμος Γκάιγκερ -Νατάλ] Πυρην. Φυσ. Εμπειρικός νόμος της θεωρίας της ραδιενέργειας α σύμφωνα με τον οποίο ο χρόνος ημιζωής των πυρήνων εκπομπής σωματιδίων α συνδέεται αντίστροφα, μέσω λογαριθμικής σχέσης, με την εμβέλεια των σωματιδίων α. Geiger Region [Περιοχή Γκάιγκερ] Πυρην. Φυσ. Η περιοχή της χαρακτηριστικής του γραφήματος της καταμέτρησης τα)ν σωματιδίων σε συνάρτηση με την τάσι·) λειτουργίας ενός απαριθμητή Γκάιγκερ ή αναλογικού απαριθμητή, όπου το μέγεθος της παραγόμενης ηλεκτρικής ώθησης είναι ανεξάρτητο του αριθμού των αρχικών ιόντων και συνεπώς δεν είναι δυνατή η αναγνώριση της φύσης των ιονιζόντων σωματιδίων. Geiger Threshold [Κατώφλι Γκάιγκερ] Πυρην. Φυσ. Η τιμή της εφαρμοζόμενης τάσης στο χαμηλότερο όριο της περιοχής Γκάιγκερ στο γράφημα της χαρακτηριστικής. Κάτω από την τιμή αυτή η εφαρμοζόμενη τάση δε δημιουργεί ηλεκτρική εκκένωση και είναι δυνατή η αναγνώριση του είδους του σωματιδίου της ιονίζουσας ακτινοβολίας (ο απαριθμητής λειτουργεί ως αναλογικός). Geiger Tube [Σωλήνας Γκάιγκερ] Πυρην. Φυσ. Το κυρίως τμήμα της ανιχνευτικής συσκευής του απαριθμητή Γκάιγκερ. Αποτελείται από λεπτό σύρμα κατά μήκος του άξονα κυλινδρικού μεταλλικού σωλήνα, που περιέχει αέριο υπό χαμηλή πίεση, το οποίο διατηρείται σε θετικό δυναμικό περίπου 1000 V σε σχέση με το σωλήνα. Geikielite [Γκεϊκιελίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας του ιμελνίτη, αποτελούμενο από τιτανικό σίδηρο και μαγγάνιο. Συναντάται σε υπομέλανες, αδιαφανείς και με μεταλλίκι] λάμψη πρισματικούς κρυστάλλους του

Gcm

τετραγωνικού συστήματος σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4. Geissler T u b e [Σα)λήνας Γκάισσλερ] Φυσ. Φωτεινή πηγή εκκένωσης αίγλης αποτελούμενη από υάλινο σο> λήνα (συχνά με στένωση στη μέση) γεμάτο αέριο υπό μικρή πίεση που φέρει στα άκρα του δύο ηλεκτρόδια στα οποία εφαρμόζεται τάση περίπου 3000V. Η θερμοκρασία των ηλεκτροδίων παραμένει χαμηλή, το φάσμα του εκπεμπόμενου φωτός είναι γραμμικό και η ένταση του διαρρέοντος το σωλήνα ρεύματος είναι περίπου 2mA Gel [Πηκτή] Χημ. Κολλοειδές σύστημα υψηλού ιξώδους στο οποίο η διαμερίζουσα φάση είναι στερεή και η διαμερισμένη φάση υγρή. Παρασκευάζεται με βαθμιαία αφαίρεση του υγρού (π.χ. ύδατος) ενός λειόφιλου κολλοειδούς διαλύματος ώστε να αυξηθεί η συγκέντρωση. Gel Electrophoresis [Ηλεκτροφόρηση πηκτής] Χημ. Ο προσανατολισμός και όδευση προς τα ηλεκτρόδια των σωματιδίων κολλοειδούς διαλύματος υπό μορφή πηκτής κατά την εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου. Gel Filtration [Διήθηση με πηκτή] Αναλ. Χημ. Είδος χρωματογραφίας στήλης ή λεπτής στοιβάδας όπου τα συστατικά της κινούμενης υγρής φάσης προσροφώνται εκλεκτικά ανάλογα με το μέγεθος των μορίων τους, από κατάλληλο κολλοειδές σύστημα, που αποτελεί τη σταθερή φάση. Gel Point [Σημείο πηκτώματος] Χημ. Το σημείο στο οποίο αρχίζει ένα λειόφιλο κολλοειδές διάλυμα να αποκτά τα χαρακτηριστικά πηκτώματος (μεγάλο ιξώδες, μέγεθος σωματιδίων κ.λ.π.) κατά τη διεργασία της πήκτωσης. Gelatin [Ζελατίνη] Ομγ. Χημ. Πρωτεϊνικό προϊόν που λαμβάνεται με υδρόλυση του κολλογόνου ζωϊκών πρώτων υλών που έχουν υποβληθεί σε απολίπανση και ειδική κατεργασία με αραιά οξέα. Είναι άγευστη, άοσμη, άχροη ή ελαφρά κίτρινη διαφανής και εύθραυστη ουσία, διαλυτή στο θερμό ύδωρ αλλά αδιάλυτη σε οργανικά οξέα. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων, στη φαρμακευτική, στη φωτογραφική, ως συγκολλητικό μέσο και προστατευτικό κολλοειδές κ.λ.π. Gelatin Dynamite [Ζελατινοδυναμίτιδα] Υλικ. Μεγάλης ισχύος και ανθεκτική στην υγρασία εκρηκτική ύλη ασφαλείας που παρασκευάζεται ως ζελατινοειδές μίγμα από τη διάλυση δινιτροκυτταρίνης (κολλοδιοβάμβακα) σε υγρή τρινιτρογλυκερίνη με προσθήκη, ανάλογα με τη χρήση, και άλλων υλών όπως μίγμα ξύλου και αμύλου, νιτρικές ενώσεις, ανθρακικύ ασβέστιο κ.λ.π. Gelation [Πήκτωση] Χημ. Η διεργασία, αντιστρεπτή ή μη αντιστρεπτή, μείωσης της υγρής φάσης σ' ένα λειόφιλο κολλοειδές διάλυμα ώστε το σύστημα διασποράς να αποκτήσει μεγάλο ιξώδες και να μετατραπεί σε ημίρρευστη κατάσταση. Gelled Cell [Στοιχείο με πηκτή] Η)χκ. Ηλεκτρικό στοιχείο στο οποίο ως ηλεκτρολύτης χρησιμοποιείται λειόφιλο κολλοειδές μεγάλου ιξώδους αντί καθαρού διαλύματος, λόγω του ότι η ταχύτητα διάχυσης στα δύο συστήματα παραμένει ίδια. Gem(stone) [Πολύτιμος λίθος] Ομυκτ. Ορυκτό ή άλλο φυσικό υλικό που λόγω των φυσικών του ιδιοτήτων (λάμψη, χρώμα, ανθεκτικότητα, σχήμα, κ.λ.π.) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων. Διακρίνονται σε πο-

Gcminal

-630-

λύτιμους μεγάλης σκληρότητας και σπανιότητας λίθους (ρουμπίνι, διαμάντι, ζαφείρι, σμαράγδι κ.λ.π.), σε ενδιάμεσους και σε ημιπολύτιμους. Geniinal [Δίδυμος] Οργ. Χημ. Όρος που αναφέρεται σε δύο όμοιους υποκαταστάτες συνδεδεμένους με το ίδιο άτομο άνθρακα. Gemini [Δίδυμοι] Αστμον. Αστερισμός με σύμβολο Gem. του βόρειου ημισφαιρίου που ανήκει στο ζωδιακό κύκλο του ουρανού και περλαμβάνει 75 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό (από πρώτου μέχρι έκτου μεγέθους) με λαμπρότερους τον αστέρα α ή Κάστωρ (μέγεθος 2) και τον αστέρα β ή Πολυδεύκη (μέγεθος 1,2),τους αποκαλούμενους από κοινού Διόσκουρους καθώς και τον αστέρα γ ή Αλένα (μέγεθος 1,9). Geminides [Διδυμίες] Αστμον. Κύριο ετήσιο μετεωρικό σμήνος (μετεωρική βροχή διαττόντων) παρατηρούμενο ανάμεσα στις 8 έως 15 Δεκεμβρίου με ακτινοβόλο σημείο του ουρανού πολύ κοντά στον αστέρα α (Κάστωρ) των Διδύμων και με ένταση περίπου 30 έως 50 διάττοντες αστέρες κατά ώρα. Gcmology [Επιστήμη των πολύτιμων λίθων] Ομυκτ. Η επιστήμη που ασχολείται με την αναγνώριση της ταυτότητας των πολύτιμων λίθων με τη βοήθεια ειδικο')ν διαγνωστικών μεθόδων και οργάνων (ρεφρακτόμετρο, διχρωμοσκόπιο κ.λ.π.) καθώς και με τη μελέτη και ταξινόμησή τους σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό σκληρότητας, το ειδικό βάρος, το διαθλαστικό δείκτη, τη χημική τους σύσταση και γενικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Geneal Circulation [Γενική κυκλοφορία] Μετεωρ. Η κίνηση των αερίων μαζών (οι οποίες υπόκεινται σε συνεχή μετάπλαση λόγω διαφόρων παραγόντων) της τροπόσφαιρας ως σύνολο με ομοιογένεια ιδιοτήτων κατά συγκεκριμένα ρεύματα εντός της γήινης ατμόσφαιρας συνολικά, π.χ. η κίνηση των αληγών ανέμων υπό την επίδραση της δύναμης Coriolis. General C o n t r a c t o r [Γενικός εργολάβος] Γεν. Σε ένα συμβόλαιο εργολαβίας για την εκτέλεση ενός μεγάλου έργου, ο ανάδοχος που είναι υπεύθυνος απέναντι στον πελάτη για την εκτέλεση του συνόλου των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για τη συμπλήρωση του έργου. Σε τέτοιου τύπου μεγάλα έργα πολλές από τις δραστηριότητες εκτελούνται από υπεργολάβους οι οποίοι όμως δεν έχουν καμία ευθύνη απέναντι στον πελάτη σε ότι αφορά την ποιοτική και χρονική συνέπεια των εργασιών που εκτελούν. General M a n a g e r [Γενικός διευθυντής] Τεχνολ. Στην οργάνωση μιας εταιρίας το άτομο που είναι υπεύθυνο σε καθημερινή βάση για τη λύση των προβλημάτων ρουτίνας που παρουσιάζονται και έχει το γενικύ πρύσταγμα. Είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού απέναντι στους μετόχους. General Purpose [Γενικής χρήσης] ΙΊλημ. Ο όρος, συνήθως, χαρακτηρίζει υπολογιστή, καταχωρητή, τοπικό δίκτυο, υπορουτίνα ή πρόγραμμα, που σχεδιάζεται έτσι, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές εργασίες ή λειτουργίες. General Purpose C o m p u t e r [Υπολογιστής πολλαπλών εφαρμογών] Πλημ. Είναι ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ο οποίος δεν είναι προσανατολισμένος για την χρήση του επί συγκεκριμένων εφαρμογών —> Generalized System General Relativity [Γενική σχετικότητα] Φυσ. Η θεμελιώδης θεωρία της βαρύτητας και της φύσης της καμπυλότητας του χωροχρόνου, που διατύπωσε ο Αϊν-

στάιν το 1915 και η οποία συμπεριλαμβάνει την ειδική θεωρία της σχετικότητας επεκταμένη σε μη αδρανειακά συστήματα (επιταχυνόμενα) αναφοράς και την αρχή της ισοδυναμίας. Πολλά φαινόμενα όπως η εκτροπή του φωτός, η βαρυτική ερυθρά μετατόπιση, οι μαύρες οπές, η βαρυτική ακτινοβολία, η μετατόπιση του περιήλιου του Ερμή αποτελούν επιτυχίες και επιβεβαίωση της θεωρίας. General T e r m [Γενικός όρος] Μαθημ. Μαθηματική έκφραση η οποία αποτελείται από ένα σύμβολο και ένα δείκτη. Το σύμβολο αντιπροσωπεύει την έννοια της οποίας δίνεται ο γενικός όρος και μπορεί να είναι συνάρτηση, όρος ακολουθίας κλπ. Ο δείκτης παίρνει τιμές από ένα δεδομένο, πεπερασμένο ή άπειρο, σύνολο και δηλώνει τη σειρά του όρου στην οικογένεια του. Generalized Coordinates [Γενικευμένες συντεταγμένες] Μηχ. Σύνολο ανεξάρτητων μεταβλητών (αριθμού - ίσου με τους βαθμούς ελευθερίας του συστήματος) για τον προσδιορισμό της θέσης και των χαρακτηριστικοί ενός συστήματος. Generalized Routine [Γενικευμένη υπορουτίνα] Πλημ. Πρόκειται για τμήμα του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο ανάλογα με τις παραμέτρους που του δίδονται κάθε φορά που εκτελείται το πρόγραμμα, αυτό διεκπεραιώνει και διαφορετικές λειτουργίες. Generalized System [Γενικευμένο σύστημα] Πλημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ο οποίος είναι σχεδιασμένος και κατασκευασμένος για ευρύ φάσμα εφαρμογών. Generated Address [Υπολογιζόμενη διεύθυνση] Πλημ. Η διεύθυνση, η οποία δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά προσδιορίζεται τη συγκεκριμένη στιγμή που απαιτείται κατά τη στάδιο της εκτέλεσης του υπολογιστικού προγράμματος. Generating Function [Γεννήτρια συνάρτηση] Μαθημ. Η δυναμοσειρά Σν=ο Λ α ν ζ ν όπου ζ είναι μετασχηματισμός μιας μιγαδικής μεταβλητής καλείται γεννήτρια συνάρτηση και δίνει τη δυνατότητα αναπαραγωγής της ακολουθίας (αν). Generating Line [Γενέτειρα γραμμή] Μηχ. Πρόκειται για μία ευθεία ή καμπύλη γραμμή η οποία κινούμενη στον χώρο γύρο) από κάποιον άξονα παράγει μία επιφάνεια. Generating Station [Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής] //λ.εκ. Ειδική μονάδα παραγο)γής ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα από άλλες μορφές ενέργειας (υδραυλική, θερμική ενέργεια καυσίμων, πυρηνική κ.λ. π.) με τη χρήση κατάλληλου εξοπλασμού (γεννήτριες, μετασχηματιστές κ.λ.π.) η οποία στη συνέχεια μεταφέρεται με γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης προς την κατανάλωση. Generation Data G r o u p (GDG) [Γενεαλογική ομάδα δεδομένων] Πληρ. Η ομάδα των συνόλων δεδομένων, τα οποία είναι τοποθετημένα σε χρονολογική σειρά και καθένα από αυτά τα σύνολο καλείται γενιά δεδομένων. Συνήθως, κάθε φορά που εισάγεται ένα νέο σύνολο δεδομένων, διαγράφεται το παλαιότερο έτσι, ώστε ο συνολικός αριθμός το>ν συνόλων δεδομένων να διατηρείται σταθερός. Generation Of Waves [Γένεση κυμάτων] Ωκεαν. Κυμάνσεις της επιφάνειας της θάλασσας μέχρι ορισμένου βάθους, που οφείλονται στις παλμικές ταλοντώσεις των υγρών μορίων που διαγράφουν τις λεγόμενες τρο-

-631 -

χοειδείς καμπύλες, υπό την επίδραση ανέμου, η ταχύτητα και η διάρκεια του οποίου καθορίζει την διαμόρφωση τους. Ειδικές μορφές κυμάτων (βύθια, ανάρρους, κλυδασμός κ.λ.π.) οφείλονται και σε άλλους παράγοντες όπως υποθαλάσσιες ηφαιστειακές εκρήξεις, ανακοπή και συμβολή κύριων κυμάτων επί των ακτών ή άλλων εμποδίων, μείωση της κλίσης του βυθού κ.λ.π. Generation Rate [Ρυθμός γένεσης] Πυρην. Φυα. Ο αριθμός των παραγόμενων ζευγών ηλεκτρονίων και οπών σε ένα ημιαγωγό στην μονάδα χρόνου. Generation Time [Χρόνος γένεσης] Ηλεκτρον. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί κατά μέσο όρο ανάμεσα στην παραγωγή ενός νετρονίου με σχάση και τη δημιουργία νέας σχάσης από το συγκεκριμένο νετρόνιο. G e n e r a t o r [Γεννήτρια] Ηλεκ. Μηχ. Ηλεκτρική μηχανή αποτελούμενη από κινητά (ρότορας) και ακίνητα (στάτορας) μέρη, που αναπτύσσει με βάση το επαγωγικό φαινόμενο ηλεκτρεγερτική δύναμη, τιθέμενη σε περιστροφική κίνηση (από υδροστρόβιλο, ατμοστρόβιλο κ.λ.π.) και είναι ικανή να παράγει ηλεκτρικό ρεύμα είτε συνεχές (δυναμό) είτε εναλλασσόμενο (εναλλάκτης, μανιατό). G e n e r a t o r Set [Διάταξη γεννήτριας] Ηλεκ. Μηχ. Σύστημα μιας ή περισσοτέρων γεννητριών και ενεργειακής πηγής για την λειτουργία τους. Generic F o r m u l a [Γενικός τύπος] Χημ. Μοριακός τύπος που περιλαμβάνει μεταβλητές για την αντιπροσώπευση μεγάλης ομάδας ενώσεων όπως π.χ. οι γενικοί τύποι των διαφόρων ομολόγων σειρών των οργανικών ενώσεα)ν. Geneva System [Σύστημα της Γενεύης] Ομγ. Χημ. Σύστημα κανόνων ονοματολογίας και ταυτόχρονου καθορισμού του συντακτικού τύπου των οργανικών ενώσεων που υιοθετήθηκε το 1892 κατά το συνέδριο Χημικών της Γενεύης και το οποίο κατόπιν βελτιώσεων αποτελεί την εν χρήσει ονοματολογία I.U.P.A.C. Gcntisic Acid [Γεντισικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Υδροκινόνη, που βρίσκεται στη φύση, σε ορισμένο είδος φυτού. Ο χημικός της τύπος είναι H O O C - Q H ^ O H ^ . Το άλας του με νάτριο χρησιμοποιείται ως αντιρρευματικό φάρμακο. Gentle Breeze [Λεπτός άνεμος] Μετεωρ. Χαρακτηρίζει επίσημα άνεμο αισθητό αλλά πολύ μικρής έντασης που αντιστοιχεί στην βαθμίδα 3 της ανεμομετρικής κλίμακας μποφόρ με ταχύτητες 13 έως 18 χλμ. ανά ώρα. Geoacoustics [Γεα>ακουστική] Ακουστ. Ο κλάδος της ακουστικής που μελετά τη φύση και τα χαρακτηριστικά των πετρωμάτων ή των γεωλογικών περιοχών μέσω ηχητικών κυμάτων χαμηλής συχνότητας. Geoanticline [Γεαιαντίκλινο] Γεωλ. Το κυρτό τμήμα μιας πτύχωσης του φλοιού της Γης, πλευρικά σε ένα γεωσύγκλινο, που ακολουθεί έναν κύκλο βραδύτατης ανοδικής κίνησης και συνεχούς διάβρωσης από την οποία προέρχεται το υλικό της ιζηματογένεσης που συντελείται στο γεωσύγκλινο. Geocentric [Γεωκεντρικός] Αστρον. Όρος που αναφέρεται σε θεωρία, σύστημα αναφοράς, μέθοδο μέτρησης κ.λ.π. που έχει ως βάση το κέντρο της Γης. Geocentric Altitude [Γεωκεντρικό υψόμετρο] Αστρον. Η απόσταση ενός ουράνιου σώματος υπολογιζόμενη με βάση τη γεωκεντρική παράλλαξη. Παρουσιάζει αισθητή διαφορά από την απόσταση την υπολογιζόμενη από τόπο παρατήρησης στην επιφάνεια της Γης μόνο για ουράνια σώματα σε μικρές σχετικά αποστάσεις. Geocentric Coordinate System [Γεωκεντρικό σύστη-

Geochemieal Prospecting

μα συντεταγμένων] Αστρον. Οποιοδήποτε σύστημα συντεταγμένων θεωρούμενο με αρχή το κέντρο της Γης για τον καθορισμό της θέσης ενός σημείου είτε στην ουράνια είτε στη γήινη σφαίρα. Geocentric Latitude [Γεωκεντρικό πλάτος] Αστρον. Η γωνιακή απόσταση ανάμεσα στο ισημερινό επίπεδο ενός τόπου και την ευθεία που συνδέει το κέντρο της Γης με το συγκεκριμένο τόπο παρατήρησης. Geocentric Longitude [Γεωκεντρικό μήκος] Αστρον. II γωνιακή απόσταση ανάμεσα στο μεσημβρινό επίπεδο ενός τόπου και στο επίπεδο το καθοριζόμενο από τον άξονα περιστροφής της Γης και από την ευθεία που συνδέει το κέντρο της Γης με το συγκεκριμένο τόπο παρατήρησης. Geocentric Parallax [Γεωκεντρική παράλλαξη] Αστρον. Η παράλλαξη ενός ουράνιου σώματος μετρούμενη όχι σ ' ΐ ν α τόπο παρατήρησης στην επιφάνεια της Γης αλλά από το κέντρο της Γης. Geocentric Theory [Γεωκεντρική θεωρία] Αστρον. Θεωρία, αντίπαλη της ηλιοκεντρικής, που υποστηρίχθηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο και άλλους και θεωρούσε τη Γη ως στάσιμη στο κέντρο του ηλιακού συστήματος με όλα τα ουράνια σώματα να περιφέρονται γύρω απ'αυτή. Geocentric Zenith [Γεωκεντρικό ζενίθ] Αστρον. Το σημείο τομής της ουράνιας σφαίρας και ευθείας διερχόμενης από το κέντρο της Γης και το σημείο του τόπου παρατήρησης. Geocentrtic Horizon [Γεωκεντρικός ορίζοντας] Αστρον. Το υποθετικό επίπεδο το διερχόμενο από το κέντρο της Γης που είναι παράλληλος προς το επίπεδο του ορίζοντα που καθορίζεται με βάση ένα συγκεκριμένο σημείο παρατήρησης. Geocerite [Γεα)κερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Είναι λευκό και λιπαρό στην αφή και συναντάται σε αποθέσεις άνθρακα. (C27H53O2 η σύνθεσή του. Gcochemical [Γεωχημικός] Γεωχημ. Όρος που αναφέρεται στις μεθόδους, τα δεδομένα και γενικά την επιστήμη της γεωχημείας. Geochemical Anomaly [Γεωχημική ανωμαλία] Γεωχημ. Μη φυσιολογική συγκέντρωση κάποιου χημικού στοιχείου ή ένωσης σε σημεία του φλοιού της Γης που αποτελεί άμεση ένδειξη πιθανής ύπαρξης συγκεκριμένου κοιτάσματος ορυκτού, πετρελαίου ή αερίου στο υπέδαφος όπως π.χ. οι ανωμαλίες αερία>ν δηλ. αυξημένες ποσότητες υδρογονανθράκων. Geochemical Balance [Γεωχημική ισορροπία] Γεωχημ. Η κατανομή μέσω των γεωχημικών διεργασιών ενός χημικού στοιχείου, ένωσης ή ορυκτού στο γεωλογικό χώρο και χρόνο. Geochemical Cycle [Γεωχημικός κύκλος] Γεωχημ. Οι μεταβατικές φάσεις διαμόρφωσης του στερεού φλοιού, του υδάτινου παράγοντα και του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος της Γης σε σχέση με την ύπαρξη ή μετακίνηση συγκεκριμένων χημικών στοιχείων κατά την εξέλιξη του γεωλογικού χρόνου. Geochemical Evolution [Γεωχημική εξέλιξη] Γεωχημ. II μεταβολή στη χημική σύσταση ενός τμήματος της γήινης σφαίρας ή συγκεκριμένου πετρώματος κατά την εξέλιξη του γεωλογικού χρόνου. Geochemical Prospecting [Γεωχημική προοπτική] Γεωχημ. Η έρευνα της εφαρμοσμένης γεωχημείας για τον εντοπισμό οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων όπως π.χ. η αεριοχωρογράφηση που συνιστά-

Geochemistry

-632 -

ται στη δειγματοληψία υπεδαφικού αερίου ή πετρώματος και ανάλυση των δειγμάτων σε ειδικές συσκευές για εντοπισμό αυξημένης συγκέντρωσης υδρογονανθράκων ως ένδειξη για κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου. Geochemistry [Γεωχημεία] Γεωχημ. Ο κλάδος των θετικών επιστημών που μελετά τα χημικά στοιχεία, τις διεργασίες που συμμετέχουν, τα φαινόμενα που προκαλούν και την κατανομή τους στα διάφορα γήινα στρώματα στη πορεία του γεωλογικού χρόνου. Geochronite [Γεωχρονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο μόλυβδο, αρσενικό και αντιμόνιο. Συναντάται σε λευκοπράσινους και με μεταλλική λάμψη αδιαφανείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος υπό μορφή συσσωματωμάτων ή κόκκων. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,4. Geochronologieal [Γεωχρονολογικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε μεθόδους ή δεδομένα της γεωλογικής χρονολόγησης. Geochronology [Γεωχρονολογία] Γεωλ. Η χρήση επιστημονικών μεθόδων (ραδιομετρικών και μη ραδιομετρικών) για τον απόλυτο ή σχετικό προσδιορισμό του γεωλογικού χρόνου που συνέβη ένα γεγονός κατά την πορεία εξέλιξης της Γης. Geochronometry [Γεωχρονομέτρηση] Γεωλ. Η χρήση ασφαλών επιστημονικών μεθόδων (ραδιομετρική, παλαιό μαγνητική, εσωτερικοί δακτύλιοι δένδρων, ενυδάτωση του οψιδιανού κ.λ.π.) για τον ακριβή (απόλυτο) προσδιορισμό της ηλικίας των διαφόρων πετρωμάτων της Γης, των γεωλογικών φάσεων κλ.π. με βάση το μηδενικό χρόνο (ανάλ.ογα με την περίπτωση) έναρξης της μέτρησης. Geocorona [Στέμμα της Γης] Γεωψυα. Εξωτερική ζώνη της ατμόσφαιρας αποτελούμενη από ιονισμένα αέρια (κυρίως υδρογόνο) που περιβάλλει τη γήινη ατμόσφαιρα μέχρι ύψος περίπου 15 γήινων ακτίνων και είναι πηγή ακτινοβολίας. Geocosmology [Γεωκοσμολογία] Γεωλ. Ο κλάδος της επιστήμης της κοσμολογίας που έχει ως αντικείμενο τη γένεση και την εξέλιξη της Γης ως πλονήτη σε συνάρτηση με τις κοσμογονικές θεωρίες για το ηλιακό μας σύστημα και το σύμπαν. Geocratic Period [Γεωκρατική περίοδος] Γεωλ. Διάστημα του γεωλογικού χρόνου που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση των χερσαίων σε βάρος των θαλάσσιων εκτάσεων. Geodesic Line [Γεωδαισιακή γραμμή] Γεωδ. Η γραμμή σύνδεσης ελάχιστου μήκους δύο σημείων σε μια επιφάνεια καθορισμένη σ' ένα σύστημα συντεταγμένων. Geodesy [Γεωδεσία] Γεωδ. Η επιστήμη που ασχολείται με την αποτύπωση της μορφής του εδάφους και η μεταφορά της αποτύπωσης σε σχηματική παράσταση μέσω μαθηματικών μεθόδων σε σχέδιο λομβάνοντας υπόψη την καμπυλότητα της γήινης σφαίρας. Geodetic [Γεωδαιτικός] Γεωδ. Ο αναφερόμενος στις μεθόδους, τα στοιχεία και γενικά στην επιστήμη της γεωδαισίας. Geodetic Astronomy [Γεωδαιτκή αστρονομία] Γεωδ. Η χρήση αστρονομικών παρατηρήσεων επί των ουρανίων σωμάτων για τον καθορισμό των γεωδαιτικών δεδομένων (μήκους, πλάτους, αζιμούθιο κ.λ.π.). Geodetic Control [Γεωδαιτικός έλεγχος] Γεωδ. Δίκτυο σταθμών για την εκτέλεση γεωδαιτικών μετρήσεων με όργανα ακριβείας (υψομέτρης, θεοδόλιχος κ.λ.π.) με

σκοπό τη γεωγραφική υποτύπωση μιας εδαφικής περιοχής. Geodetic Coordinates [Γεωδαιτικές συντεταγμένες] Γεωδ. Οι συντεταγμένες που καθορίζουν τη θέση ενός σημείου της Γης στο ελλειψοειδές σύστημα αναφοράς δηλ. το γεωδαιτικό μήκος, το γεωδαιτικό πλάτος και το απόλυτο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Geodetic E q u a t o r [Γεωδαιτικός ισημερινός] Γεωδ. Ο μέγιστος κύκλος που συνδέει τα σημεία μηδενικού γεωδαιτικού πλότους. Geodetic Gravimetry [Γεωδαιτική βαρυτομετρία] Γεωδ. Η χρήση των βαρυτομετρικών δεδομένων για το πεδίο βαρύτητας της Γης με σκοπό τον προσδιορισμό των διαστάσεων και του σχήματος της. Geodetic l a t i t u d e [Γεωδαιτικό πλάτος] Γεωδ. Η γωνιακή απόσταση ανάμεσα στο επίπεδο του γεωδαιτικού ισημερινού και την κάθετη στο ελλειψοειδές σύστημα αναφοράς στο σημείο παρατήρησης. Geodetic Levelling [Γεωδαιτική χωροστάθμιση] Γεωδ. Η υποτύπωση δηλ. ο κατά μέγεθος και μορφή προσδιορισμός με τη βοήθεια γεωδαιτικών δεδομένων ακριβείας ενός εκτεταμένου εδαφικού τμήματος της γήινης επιφάνειας. Geodetic Longitude [Γεωδαιτικό μήκος] Γεωδ. Η γωνιακή απόσταση ανάμεσα στο επίπεδο του γεωδαιτικού μεσημβρινού στο σημείο παρατήρησης και το επίπεδο ενύς αυθαίρετα επιλεγμένου αρχικού γεωδαιτικού μεσημβρινού. Geodetic M e r i d i a n [Γεωδαιτικός μεσημβρινός] Γεωδ. Η γραμμή που συνδέει τα σημεία κοινού γεωδαιτικού μήκους στο ελλειψοειδές σύστημα αναφοράς. Geodetic Meridian Plane [Γεωδαιτικό μεσημβρινό επίπεδο] Γεωδ. Το επίπεδο που σχηματίζεται από τον άξονα περιστροφής του ελλειψοειδούς συστήματος αναφοράς και από την κάθετη προς το ελλειψοειδές στο τόπο παρατήρησης. Geodetic Parallel [Γεωδαιτικός παράλληλος] Γεωδ. Η γραμμή που συνδέει τα σημεία κοινού γεωδαιτικού πλάτους στο ελλειψοειδές σύστημα αναφοράς. Geodetic Position [Γεωδαιτική θέση] Γεωδ. Η θέση ενός σημείου της Γης στο γεωδαιτικό τριγωνομετρικό δίκτυο οποιασδήποτε τάξης με βάση τις γεωδαιτικές συντεταγμένες του. Geodetic Satellite [Γεωδαιτικός δορυφόρος] Γεωδ. Τεχνητός δορυφόρος για τη συλλογή στοιχείων που αφορούν τον καθορισμό των διαστάσεων και του σχήματος καθώς και του πεδίου βαρύτητας της Γης. Geodetic Survey [Γεωδετική αποτύπωση] Γεωδ. Διαδικασία αποτύπωσης της επιφάνειας του εδάφους με μεθόδους που λαμβάνουν υπόψη η καμπυλότητα της γης. Είναι εργασία υψηλής ακρίβειας και χρησιμοποιείται στην περίπτωση της εγκατάστασης τριγωνομετρικών δικτύων. Geodynamics [Γεωδυναμκή] Γεωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις μεταβολές της μορφής και της μάζας της Γης σε σχέση με τον παράγοντα του χρόνου εξετάζοντας τα φαινόμενα ενδογενούς προέλευσης (ηπειρογενετικές και ορογενετικές κινήσεις, ηφαιστειακή δράση κλ.π.) και εξωγενούς προέλευσης (δράση του ύδατος, των πάγων, των ανέμων, των οργανισμών κ.λ.π.). Geoelectric Survey [Γεωηλεκτρική έρευνα] Γεωφυσ. Η έρευνα για το καθορισμό των χαρακτηριστικών μεγεθών του ηλεκτρικού πεδίου της Γης. Geognosy [Γεωγνωσία] Γεωλ.. Παλαιότερος όρος που

- 633 -

αναφερόταν γενικά στην επιστήμη της γεωλογίας και που συχνά χρησιμοποιείται σήμερα, προς αντιδιαστολή με αυτή, για να αναφερθεί στη Γη ως σύνολο με τη μελέτη της σύνθεσης των συστατικών της υλών και των μεταξύ τους σχέσεων. Geographical Coordinates [Γεωγραφικές συντεταγμένες] Γοωδ. Όρος που αναφέρεται από κοινού στις αστρονομικές και γεωδαιτικές συντεταγμένες (μήκος και πλάτος) για τον καθορισμό της θέσης ενός σημείου στην επιφάνεια της Γης. Αναφέρονται και ως γήινες συντεταγμένες. Geographical Mile [Γεωγραφικό μίλι] Γεν. Μονάδα μήκους του βρετανικού συστήματος που αντιπροσωπεύει το μήκος του τόξου ενός πρώτου λεπτού του γεωγραφικού μήκους στον Ισημερινό. Ισούται με περίπου 6.080 πόδια δηλ. περίπου 1.853 μέτρα και προσεγγίζει στενά τη διεθνή μονάδα του ναυτικού μιλίου. Geographical Position [Γεωγραφική θέση] Γεωό. Ο καθορισμός της θέσης ενός οποιουδήποτε σημείου με βάση τις γεωγραφικές (ή γήινες) συντεταγμένες του αστρονομικές ή γεωδαιτικές. Geohvdrology [Γεωυδρολογία] Υδρολ. Ο κλάδος της υδρολογίας που πραγματεύεται τη μελέτη των αποθέσεων και των κινήσεων των υπόγειων υδάτων. Gcoid [Γεωειδές] Γεωδ. Το ιδιαίτερο σχήμα σφαίρας, πεπλατυσμένης περί τον ισημερινό και πεπιεσμένης στους πόλους, της Γης που λαμβάνεται αν θεωρήσουμε μια φανταστική συνεχή επιφάνεια στο μέσο επίπεδο της θάλασσας εκτεινόμενη δια μέσου όλων των ηπείρων. Το γεωειδές ελάχιστα διαφέρει από τη μαθηματική σφαιροειδή καμπύλη του ελλειψοειδούς εκ περιστροφής. Geoid C o n t o u r [Περίμετρος γεωειδούς] Γεωδ. Γραμμή ή επιφάνεια που συνδέει σημεία του γεωειδούς που έχουν την ίδια υψομετρική απόσταση από το θεωρητικό σφαιροειδές σχήμα αναφοράς. Geoid Height [Υψος γεωειδούς] Γεωδ. Η θετική ή αρνητική απόκλιση της απόστασης του γεωειδούς από το θεωρητικό σφαιροειδές σχήμα αναφοράς. Geoisotherm [Γεωισόθερμη] Γεωφυα. Γραμμή ή επιφάνεια που συνδέει τα σημεία της Γης με την ίδια θερμοκρασία. Geologic [Γεωλογικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται στην επιστήμη της γεωλογίας και τα φαινόμενα που αυτή πραγματεύεται. Geologic Age [Γεωλογική εποχή ή ηλικία] Γεω/. 1. Χρονικό διάστημα του γεωλογικού χρόνου που καθορίζεται από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό π.χ. η εποχή του σιδήρου, του ορειχάλκου κ.λ.π. Στην κλίμακα του γεωλογικού χρόνου αντιστοιχεί με την βαθμίδα. 2. II σχετική ή απόλυτη ηλικία ενός γεωλογικού σχηματισμού στη κλίμακα του γεωλογικού χρόνου. Geologic Cycle [Γεωλογικός κύκλος] Γεωλ. Καλείται το σύνολο των μεταβολών που υφίσταται ένα πέτρωμα για να ξαναβρεθεί τελικά στην ίδια κατάσταση, είτε αυτές οι μεταβολές ακολουθούν την μαγματική οδό είτε της επιφανειακής διάβρωσης και του μετασχηματισμού. Geologic E r a [Γεωλογικός αιώνας] Γεωλ. Τα μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία υποδιαιρείται ο γεωλογικός χρόνος διάρκειας εκατοντάδων ή χιλιάδων εκατομμυρίων ετών, που αποτελούν ιδιαίτερη φάση της διαμόρφωσης του στερεού φλοιού της Γης. Είναι ο Κοσμικός, ο Αρχαιοζωικός, ο Ηωζωικός (Αλγόγκιος), ο Παλαιοζωικός, ο Μεσοζωικός και ο Καινοζωικός.

Geological Oceanography

Geologic M a p [Γεωλογικός χάρτης] Γεωλ. Χάρτης που απεικονίζει, με τη βοήθεια σχημάτων, γραμμώσεων, χρωμάτων κ.λ.π. τη γεωλογική δομή μιας περιοχής με βάση τα πορίσματα της γεωλογικής έρευνας και δίνει πλήρεις αναλυτικές πληροφορίες για την πετρογραφική της σύσταση, τη στρωματογραφική διάταξη, την ηλακία και τη γένεση των διαφόρων γεωλογικών εμφανίσεων, την ύπαρξη ρηγμάτων ή άλλων σχηματισμών κ.λ. π. Geologic Period [Γεωλογική περίοδος] Γεωλ. Υποδιαίρεση του αιώνα στη κλίμακα του γεωλογικού χρόνου που χαρακτηρίζεται απ£ το σχηματισμό ορισμένου συστήματος γεωλογικών στρωμάτων. Υποδιαιρείται σε υποπεριόδους και βαθμίδες. Περιλαμβάνει περισσότερες από μία γεωλογικές εποχές ή σειρές, οι οποίες βέβαια αναλ*ογούν σε πολλές χιλιάδες ημερολογιακά έτη. Geologic Section [Γεωλογική τομή] Γεωλ. II θεωρητική τομή σε βάθος μιας δεδομένης περιοχής που παρουσιάζει υπό κλίμακα την πραγματική γεωλογική της δομή δηλ. τη θέση, την αλληλοδιαδοχή, τη σύσταση, τις διαστάσεις, την ηλικία κ.λ.π. των διάφορων γεωλογικών στρωμάτων και σχηματισμών και τις μεταξύ τους σχέσεις. Geologic System [Γεαλογικύ σύστημα] Γεωλ. Σειρά πετρωμάτων ιζηματογενούς προέλευσης που αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων του γεωλογικού χρόνου και χαρακτηρίζονται τόσο από τη θέση και τη διάταξη σχηματισμού τους όσο και από την ύπαρξη συγκεκριμένων απολιθωμάτων εγκλεισμένων στο εσωτερικό τους. Geologic T h e r m o m e t e r [Γεωλογικό θερμόμετρο] Γεωλ. Επιστημονική μέθοδος (π.χ. με βάση την ύπαρξη ή αλληλοδιαδοχή συγκεκριμένων ορυκτών) για τον προσδιορισμό του θερμοκρασιακού εύρους στο οποίο συνέβησαν οι διάφορες γεωλογικές δεργασίες. Geologic Time [Γεωλογικός χρόνος] Γεωλ. Το χρονικό διάστημα που εκτείνεται από το τελικό στάδιο του σχηματισμού της Γης ως ιδιαίτερου πλανήτη (πάνω από 4.000 εκατομ. χρόνια πριν) μέχρι το στάδιο διαμόρφωσης της σημερινής της μορφής (περίπου 18.000χρόνια πριν). Geologic Time Scale [Κλίμακα γεωλογικού χρόνου] Γεωλ. Η υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου σε χρονολογικές ενότητες (αιώνες, περίοδοι, υποπερίοδοι, βαθμίδες) υπό μορφή πίνακα όπου απεικονίζεται η σχετική ή η απόλυτη ηλικία και η διάρκεια κάθε ενότητας με βάση τα μέχρι τώρα γεωλογικά δεδομένα. Geologic Window [Γεωλογικό παράθυρο] Γεωλ. Ανοιγμα ενός τεκτονικού καλόμματος ως αποτέλεσμα έντονης διαβρωτικής ενέργειας, μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται το γεωλογικό υπόβαθρο. Geological Column [Γεωλογική στήλη | Γεωλ. Διάγραμμα που παρουσιάζει υπό μορφή κάθετης στήλης τη στρωματογραφική διάρθρωση μιας δεδομένης περιοχής με την επαλληλία των γεωλογικών στρωμάτων σε διάταξη από κάτω προς τα επάνω με βάση το γεωλογικό χρόνο. Geological Oceanography [Γεωλογική ωκεανογραφία] Γεωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη των υποθαλάσσιων γεωλογικών σχηματισμών δηλ. την τοπογραφική ανάπτυξη, τη δομή κι τη σύσταση των πυθμένων καθώς και της εξελικτικής τους διαμόρφωσης λόγω διαφόρων επιδράσεων ή διεργασιών (τεκτονικές κινήσεις, δράσεις των υδάτων, ιζηματογένεση κ.λ.π.).

Geological Survey

-634-

Geological Survey [Γεωλογική τοπογράφηση] Γεωλ. II γεωμαγνητικού μεσημβρινού. συστηματική έρευνα για την αναλυτική μελέτη και Geomagnetic Longitude [Γεωμαγνητικό μήκος] Γεωχαρτογράφηση της γεωλογικής δομής, διάρθρωσης και φυσ. Γωνιακή απόσταση ανατολικά ή δυτικά που μειστορικής εξέλιξης μιας περιοχής. τριέται επί του γεωμαγνητικού ισημερινού και των παGeology [Γεωλογία] Γεωλ. Η επιστήμη που ασχολείται ραλλήλων του με βάση τον άξονα του γεωμαγνητικού με την προέλευση, την ιστορική εξέλιξη, τη δομή, τη διπόλου. σύσταση και τις διεργασίες του πλανήτη της Γης. Υπο- Geomagnetic Meridian [Γεωμαγνητικός μεσημβριδιαιρείται σε πολλούς επιμέρους κλάδους νός] Γεωφυσ. Ο φανταστικός κύκλος που συνδέει τους (ορυκτολογία, πετρογραφία, παλαιοντολογία, δυναμι- δύο γεωμαγνητικούς πόλους. κή γεωλογία κ.λ.π.) καθώς και σε άλλους σε συνεργα- Geomagnetic Pole [Γεωμαγνητικός πόλος] Γεωφυσ. σία με συναφείς επιστήμες (γεωφυσική, γεωχημεία κ.λ. Τα δύο αντιδιαμετρικά σημεία του άξονα του γεωμαγνητικού διπόλου που αποτελούν τα σημεία τομής του Geomagnetic [Γεωμαγνητικός] Γεωφνσ. Ορος που α- άξονά του με την επιφάνεια της Γης. Στα σημεία αυτά ναφέρεται στο φαινόμενο και στην επιστήμη του μα- η έγκλιση είναι ίση με 90° και οι γεωδυναμικές γραμμές κάθετες στη γήινη επιφάνεια Οι πύλοι μεταβάλλογνητικού πεδίου της Γης. Geomagnetic Coordinates [Γεωμαγνητικές συντεταγ- νται με τη πάροδο του χρόνου μετατοπιζόμενοι ελαμένες] Γεωφνσ. Σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων φρά. για τον καθορισμό ενός σημείου στο χώρο με βάση το Geomagnetic Reversal [Γεωμαγνητική αντιστροφή] γεωμαγνητικό δίπολο που διερχόμενο περίπου από το Γεωφυσ. Η αναστροφή της πολικότητας του μαγνητικέντρο της Γης αποδίδει το μαγνητικό της πεδίο. κού διπόλου της Γης με αποτέλεσμα ο μαγνητικός Geomagnetic Dipole [Γεωμαγνητικό δίπολο] Γεωφυσ. Βορράς να μετατρέπεται σε μαγνητικό Νότο και αντίΤα μαγνητικό δίπολο, που ευρισκόμενο περίπου στο στροφα. Είναι φαινόμενο που έχει επαναληφθεί συχνά κέντρο της Γης με τη διεύθυνση του άξονα του παρεκ- στη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου όπως συνάγεται κλίνουσα κατά μικρή γωνία από τον άξονα περιστρο- απύ τα γεωμαγνητικά δεδομένα με βάση την παραμέφής της Γης, αποδίδει τη μορφή του γεωμαγνητικού νουσα μαγνήτιση των πετρωμάτων. πεδίου. Geomagnetic Storm [Γεωμαγνητική καταιγίδα] ΓεωGeomagnetic Effect [Γεωμαγνητικό φαινόμενο] Γεω- φυσ. Ατακτη και απότομη μεταβολή του γεωμαγνητιφνσ. Το φαινόμενο της επίδρασης του γεωμαγνητικού κού πεδίου συχνά αρκετά μεγάλης έντασης, με διάρπεδίου στα φορτισμένα σωματίδια της κοσμικής ακτι- κεια από μερικές ώρες έως και μερικές ημέρες, που ονοβολίας τα οποία εκτρεπόμενα συγκεντρώνονται σε φείλεται σε φορτισμένα σωματίδια εκπεμπόμενα από δύο περιοχές, τις λεγόμενες ζώνες Van Allen, που βρί- τον Ήλιο κατά τη διάρκεια έντονης ηλιακής δραστησκονται εν είδη ομόκεντρων δακτυλίων γύρω από τη ριότητας (ηλιακός άνεμος). Γη (εκτός των πολικών ζωνών) εγκάρσια στο ισημερι- Geomagnetic Variation [Γεωμαγνητική κύμανση] Γενό επίπεδο, η μία σε ύψος ίσο κατά προσέγγιση με την ωφνσ. Οι ασθενείς μεταβολές του σχήματος και της ακτίνα της Γης κι η άλλη σε τριπλάσιο. Είναι περιοχές έντασης στις οποίες υπόκειται χρονικά το μαγνητικό μεγάλης πυκνότητας φορτισμένων σωματιδίων και έ- πεδίο της Γης. Διακρίνονται σε βραχυχρόνιες που είναι ντονης ακτινοβολίας. περιοδικές διάρκειας ημερών ή μηνών και μακροχρόGeomagnetic Elements [Γεωμαγνητικά στοιχεία] Γε- νιες που είναι ψευδοπεριοδική διάρκειας εκατοντάδων ωψυα. Τα στοιχεία που καθορίζουν το γεωμαγνητικό ετών. πεδίο σε ένα σημείο δηλ. η ένταση του γεωμαγνητικού Geomagnetism [Γεωμαγνητισμός] Γεωφυσ. II ιδιότητα πεδίου στο τόπο αυτό, η γεωμαγνητική έγκλιση (η γω- της Γης να παρουσιάζει μαγνητικό πεδίο οφειλόμενο νία που σχηματίζει το άνυσμα της έντασης του πεδίου πιθανότατα σε ενδογήινα αίτια (μη σαφώς καθορισμέμε το οριζόντιο επίπεδο) και η γεωμαγνητική απόκλιση να) καθώς και η επιστήμη που μελετά τα φαινόμενα (η γωνία ανάμεσα στη διεύθυνση της οριζόντιας συνι- που σχετίζονται με αυτό. στώσας του πεδίου και στη διεύθυνση του γεωγραφι- Geometric Albedo [Γεωμετρική ανακλαστικότητα ή κού μεσημβρινού του τόπου). άλβεδο] Οπτικ. Ο λόγος της προσπίπτουσας φωτεινής Geomagnetic E q u a t o r [Γεωμαγνητικός ισημερινός] ροής που ανακλάται από ένα σώμα σε γωνία μηδενικής Γεωφιπτ. Ο φανταστικός μέγιστος κύκλος της επιφά- φάσης προς τη φωτεινή ροή που ανακλάται από ένα νειας της Γης που σχηματίζεται ως τομή αυτής και ε- υποθετικό λευκό (τέλειας ανάκλασης) σώμα των ίδιων νός επίπεδου διερχόμενου απύ το κέντρο της κάθετος διαστάσεων και στην ίδια θέση σε σχέση με την πηγή στον άξονα του γεωμαγνητικού διπύλου. Είναι η γραμ- της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. μή των 0 ° γεωμαγνητικού πλάτους. Geometric Design [Γεωμετρικός σχεδιασμός] ΙΙολ. Geomagnetic Field [Γείομαγνητικό πεδίο] Γεωφυσ. Το Μηχ. Ο όρος αυτός αναφέρεται στην οδοποιία και συμαγνητικό πεδίο της Γης το οποίο εκτείνεται μέσω της γκεκριμένα στο σύνολο των γεωμετρικών χαρακτηριμαγνητόσφαιρας σε ύψος πάνω από 65.000 χλμ. έως τα στικών των οδών, όπως είναι οι ακτίνες καμπυλότητας, όρια της μαγνητόπαυσης (όχι σαφώς καθορισμένα). οι κλίσεις, οι επικλήσεις, τα μήκη ορατότητας και άλΣτην εγγύτητα της Γης αλλά και στο τμήμα προς την λα, ώστε να εξασφαλίζεται η άνετη και ασφαλής κυπλευρά του Ί Ιλίου στις μεγάλες αποστάσεις, οι δυναμι- κλοφορία των οχημάτων επί τα)ν οδών που κατασκευάκές γραμμές είναι κλειστές όπως στα συνήθη μαγνητι- ζονται βάση αυτών. κά δίπολα, αλλά στην αντίθετη προς τον Ήλιο κατεύ- Geometric Mean [Γεωμετρικός μέσος] Μαθημ. Αν θυνση σε μεγάλες αποστάσεις παρουσιάζουν παραμόρ- αι,...,αν θετικοί όροι μιας ακολουθίας τότε ορίζεται ο φωση επιμηκυνόμενες και είναι θεωρητικά ανοικτές. γεωμετρικός μέσος τους να είναι ο αριθμός G v = ( a r a v ) • Geomagnetic Latitude [Γεωμαγνητικό πλάτος] Γεωφυσ. Η γωνιακή απόσταση βόρεια ή νότια του γεωμα- Geometric Progression [Γεωμετρική πρόοδος] Μαγνητικού ισημερινού μέχρι 90°,που μετράται επί ενός θημ. Ακολουθία της οποίας ο γενικός όρος είναι αν=λν*

- 635 -

'α. Έτσι κάθε όρος της ακολουθίας προκύπτει από το γινόμενο του προηγούμενου επί τον σταθερό αριθμό λ. Geometric Ratio [Γεωμετρικός λόγος] Μαθημ. Για κάθε γεωμετρική πρόοδο ορίζεται ως γεωμετρικός λόγος ο σταθερός αριθμός λ με τον οποίο πολλαπλασιάζεται κάθε όρος της προόδου ώστε να προκύψει ο επόμενος. Geometric Series [Γεωμετρική σειρά) Μαθημ. Η γεωμετρική σειρά Σν«ο Λ αχ ν με πρώτο όρο το α και λόγο το χ είναι η πιο σημαντική από όλες τις άπειρες σειρές. Geometric Shadow [Γεωμετρική σκιά] Φυσ. Η περιοχή πίσω από ένα φράγμα τοποθετημένο στην ευθεία διάδοση μιας ακτινοβολίας όπου η ακτινοβολία διαδίδεται με βάση το φαινόμενο της περίθλασης σχηματίζοντας περιοχές εξασθένησης και ενίσχυσης (κροσσούς συμβολής). Geometric Stair [Κυκλική σκάλα] Αμχ. Σκάλα κυκλικής μορφής στο επίπεδο που σχεδιάζεται για ελεύθερους χώρους για λύγους αισθητικούς. Τα σκαλοπάτια της έχουν μεταβλητό εύρος. Geometrical Attenuation [Γεωμετρική εξασθένηση] Φυσ. II μείωση της έντασης μιας ακτινοβολίας κατά την ευθεία διάδοσή της λόγω της ευρύτερης κατανομής της στο χώρο και όχι λόγω της σκέδασης της με τα σωματίδια του μέσου διάδοσης. Geometrical Capacitance [Γεωμετρική χωρητικότητα] Φυσ. Η χωρητικότητα ενός πυκνωτή (απομονωμένου και χωρίς διηλεκτρικό υλικό ανάμεσα στους οπλισμούς του) λόγω της γεωμετρικής κατασκευής του. Ισούται με το πηλίκο του ελεύθερου φορτίου του προς την τάση που επικρατεί στα άκρα του. Geometrical Distortion [Γεωμετρική παραμόρφωση] Οπτικ. II οποιαδήποτε μεταβολή του γεωμετρικού σχήματος του ειδώλου ενός οπτικού συστήματος σε σχέση με το απεικονιζόμενο αντικείμενο λόγω μη σταθερής εγκάρσιας μεγέθυνσης π.χ. η βαρελοειδής παραμόρφωση όταν η εγκάρσια μεγέθυνση αυξάνει με το μέγεθος του αντικειμένου. Geometrical Horizon [Γεωμετρικός ορίζοντας] Γεωδ. Το τμήμα της ουράνιας σφαίρας που είναι ορατό από έναν παρατηρητή και περικλείεται εντός των ορίων των τομών με την ουράνια σφαίρα ενός απείρου αριθμού ακτίνων, που εκπηγάζουσες από τον οφθαλμό του παρατηρητή εφάπτονται της γήινης επιφάνειας. Geometrical Isomerism [Γεωμετρικός ισομερισμός] Χημ. Τύπος στερεοϊσομέρειας που οφείλεται στη διαφορετική διάταξη ανόμοιων υποκαταστών ατόμων ενωμένων με σταθερό διπλό δεσμό (π.χ. τα αλκένια με δεσμό του τύπου >c=c<, ενώσεις του τύπου -Ν=Ν- κ. λ.π.) ή που αποτελούν τμήμα δακτυλίου. Ανάλογα με τη περίπτωση τα παράγωγα ισομερή ονομάζονται cisκαι trans- ή Ζ- και Ε- ή syn- και ant-. Geometrical Optics [Γεωμετρική οπτική] Οπτικ. Ο κλάδος της οπτικής που εξηγεί με απλό και επιτυχή τρόπο πολλά φαινόμενα όπως της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός, της ανάκλασης, της διάθλασης κ.λ,π. με την παραδοχή της έννοιας των φωτεινών ακτίνων αγνοώντας την πραγματική φύση του φωτός. Geometrical Similarity [Γεωμετρική Ομοιότητα] Ρευστομηχ. Ένα πρότυπο σύστημα, μικρής κλίμακας, θεωρείται γεωμετρικά όμοιο με ένα πραγματικό σύστημα, ύταν οι διαστάσεις αυτών είναι ανάλογες με το ίδιο πηλίκο. Χρησιμοποιείται ευρέως στο σχεδιασμό φυσικοχημικών διεργασιών. Geometry [Γεωμετρία] Μαθημ. Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ιδιοτήτων και των σχέσεων

Geostrophic Approximation

των διαφόρων σχημάτων και σωμάτων στο χώρο. Περιλαμβάνει διάφορες υποδιαιρέσεις ανάλογα με τη μαθηματική μέθοδο που χρησιμοποιείται όπως αναλυτική, Ευκλείδειος, προβολική, διαφορική, υπερβολική, ελλειπτική γεωμετρία κ.λ.π. Gcomorphology [Γεωμορφολογία] Γεωλ. Η επιστημονική μελετη της τοπογραφικής διαμόρφωσης της επιφάνειας της Γης με βάση τη γεωλ.ογική εξέλιξη των σχηματισμών. Geonavigation [ΓεωναυσιπλνΟϊα] Πλοηγ. Μέθοδος ναυσιπλοΐας που στηρίζεται σε σημεία αναφοράς επί της επιφάνειας της Γης για τον καθορισμό του εκάστοτε στίγματος της πορείας. Geophone [Γεώφωνο] Ηλεκτρον. Ανιχνευτική συσκευή απλού τύπου σεισμογράφου που χρησιμοποιείται στη σεισμική έρευνα, μεταλλεία κ.λ.π. για τον εντοπισμό επιφανειακών και υποεπιφανειακών κραδασμών και δονήσεων. Geophysical [Γεωφυσικός] Γεωφυσ. Ορος που αναφέρεται στην επιστήμη της γεωφυσικής καθώς και στις μεθόδους και στα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτή. Geophysical Engineering [Γεωφυσική μηχανική] Γcωψυσ. Ο κλάδος της μηχανικής που κάνει χρήση των γεωφυσικών μεθόδων (βαρυτική, σεισμική, μαγνητική κ.λ.π.) για τον εντοπισμό και την οικονομική διερεύνηση μέταλλο φόρων κοιτασμάτων. Geophysical Prospecting [Γεωφυσική'] προοπτική] Γεωψυσ. Η χρήση γεωφυσικών μεθόδων (βαρυτική, σεισμική, μαγνητική, ηλεκτρική κ.λ.π.) για τη διερεύνηση και τον προσδιορισμό της ταυτότητας της γεωλογικής κατασκευής του υπεδάφους. Geophysics [Γεωφυσική] Γεωφυσ. Ο κλόδος των θετικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των φυσικών ιδιοτήτων της Γης (βαρύτητα, μαγνητισμός, σεισμικότητα, ηλεκτρισμός κ.λ.π.) καθώς και των φυσικών φαινομένων που σχετίζονται με αυτή. Gcopyramid [Γεωπυραμίδα] Γεωλ. Πυραμιδοειδείς ή κωνοειδείς επιφανειακοί σχηματισμοί συχνά σημαντικού ύψους, που οφείλονται στην μηχανική διαβρωτική επενέργεια του μετεωρικού ύδατος σε μικτής σκληρότητας εδάφη αποτελούμενα από εύκολα αποσαθρούμενα και παρασυρόμενα υλικά (αμμώδη ή πηλώδη) και ανθεκτικά υλικά (κροκάλες, λατύπες κ.λ.π.) που μη διαβρούμενα παραμένουν. Geosphcrc [Γεώσφαιρα] Γεω/- Ασαφής όρος που αναφέρεται άλλες φορές στο στερεό σώμα της Γης και άλλες φορές συμπεριλαμβάνει την υδρόσφαιρα και την ατμόσφαιρά της. Geostationary E a r t h O r b i t (GEO) [Γεωστατική τροχιά) Επικοιν. Τροχιά ενός αντικειμένου (συνήθως δορυφόρου) σε κατάλληλο ύψος με κατάλληλη ταχύτητα ώστε να βρίσκεται συνέχεια πάνω από το ίδιο σημείο. Geostationry Orbit [Γεωστατική τροχιά] Αστμον. Κυκλική τροχιά γύρω από τη Γη στο επίπεδο του ισημερινού και σε υψόμετρο περίπου 35.880 χλμ., στην οποία κινούμενος τεχνητός δορυφόρος από δυσμάς προς ανατολάς με περίοδο ακριβώς ίση με την περίοδο περιστροφής της Γης περί τον άξονά της (23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δεύτερα) φαίνεται από δεδομένο σημείο στάσιμος. Geostrophic [Γεωστροφικός] Γεωψυσ. Όρος που αναφέρεται σε δύναμη που οφείλεται στη περιστροφή της Γης. Geostrophic Approximation [Γεωστροφική προσέγγιση] Γεωφυσ. Η θεώρηση και η χρήση για τη διενέρ-

Geostrophic C u r r e n t

- 636 -

γεια υπολογισμών και εκτιμήσεων του γεα)στροφικού ανέμου ως πραγματικού δηλ. στη θέση της πραγματικής οριζόντιας συνιστώσας του ανέμου. Geostrophic C u r r e n t [Γεωστροφικό ρεύμα] Μετεωρ. Ρεύμα αέριας ή θαλάσσιας μάζας όπου θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης εξισορρόπηση της οριζόντιας συνιστώσας της δύναμης θερμοβαθμίδας και της γεωστροφικής δύναμης. Geostrophic D e p a r t u r e [Γεωστροφική απόκλιση] Μετεωρ. II απόκλιση του αληθούς (αγεωστροφικού) ανέμου λόγω της γεωστροφικής δύναμης που προκύπτει ως η διανυσματική διαφορά ανάμεσα στη τελική διεύθυνση του ανέμου και τη διεύθυνση του γεωστροφικού ανέμου. Geostrophic E q u a t i o n [Γεωστροφική εξίσωση] Γεωψυσ. Εξίσωση που υπολογίζει την ταχύτητα του γεωστροφικού ρεύματος μιας κινούμενης ρευστής μάζας. Geostrophic Equilibrium [Γεωστροφική ισορροπία] Γεωφυσ. Κατάσταση ισορροπίας σε όλο το εύρος του πεδίου κίνησης ενύς ρεύματος ρευστής μάζας ύταν σε κάθε σημείο του η οριζόντια συνιστώσα της δύναμης θερμοβαθμίδας εξισορροπείται από τη γεωστροφική δύναμη Coriolis. Geostrophic Flow [Γεωστροφική ροή] Γεωφυσ. Το είδος της ροής μιας ρευστής μάζας που βρίσκεται σε κατάσταση γεωστροφικής ισορροπίας. Geostrophic Flux [Γεωστροφική ροή] Μετεωρ. Η επενέργεια της γεωστροφικής συνιστώσας του ανέμου στη μετάδοση μιας συγκεκριμένης ιδιότητας ή χαρακτηριστικού μεγέθους μιας αέριας μάζας όπως π.χ. συμβαίνει στους αληγείς ανέμους οι οποίοι ακριβώς λόγω των δυνάμεων Coriolis πνέουν από ΒΑ. αντί από το βορρά στο Β. ημισφαίριο. Geostrophic Force [Γεωστροφική δύναμη] Γεωφυσ. II δύναμη που ασκείται εκτρεπτικά σε μια αέρια μάζα από τη δύναμη Coriolis λόγω της περιστροφής της Γης και αποτελεί συνιστώσα δύναμη της τελικής συνισταμένης δύναμης. Geostrophic Vorticity [Γεωστροφική περιδίνηση] Μετεωρ. Κάθε φαινόμενο στροβιλισμού που οφείλεται στην επίδραση της γεωστροφικής συνιστώσας του ανέμου όπως π.χ. κατά το σχηματισμό κυκλο^νων και αντικυκλώνων, όπου οι γεωστροφικές δυνάμεις προκαλούν κάμψεις των τροχιών των πνεόντων προς ή από συγκεκριμένο σημείο ανέμων και σχηματισμό της δίνης. Geostrophic Wind [Γεωστροφικός άνεμος] Μετεωρ. Καλείται η συνιστώσα του ανέμου βαροβαθμίδας (η ροή αέριας μάζας η απαιτούμενη για την εξισορρόπηση της βαροβαθμίδας, διεύθυνσης παράλληλης προς τις ισοβαρείς καμπύλες) που οφείλεται στην υποθετική δύναμη Coriolis που προκαλεί η περιστροφική κίνηση της Γης. Geostrophic Wind Level [Επίπεδο γεωστροφικού ανέμου] Μετεωρ. Το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται για να καταστεί ο άνεμος γεωστροφικός. Geostrophic Wind Scale [Κλίμακα γεωστροφικού ανέμου] Μετεωρ. Γράφημα που χρησιμοποιεί τη γεα)στροφική εξίσωση και τον χάρτη των ισοβαρών καμπυλών για το καθορισμό της ταχύτητας του γεωστροφικού ανέμου σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνδεόμενες μεταβλητές. Geosynchronous O r b i t [Γεωσύγχρονη τροχιά] Αστρον. Τροχιά γύρω από τη Γη την οποία διαγράφει τεχνητός δορυφόρος κινούμενος από δυσμάς προς ανατολάς με περίοδο ακριβώς ίση με την περίοδο περι-

στροφής της Γης περί τον άξονά της (23 ώρες, 56 λεπτά και 4.1 δεύτερα). Geosynclinal F a d e s [Φάση γεωσύγκλινου] Γεωλ. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αποθέσεων της ιζηματογενούς ή και μαγματικής δραστηριότητας σε ένα γεωσύγκλινο όπως π.χ. το μεγάλο πάχος των αποθέσεων λόγω της αλληλοενίσχυσης των διεργασιών βύθισης και ιζηματογένεσης, ο αργιλικός χαρακτήρας τα)ν αποθέσεων, ο τύπος μεταμόρφωσής τους κ.λ.π. Geosyncline [Γεωσύγκλινο] Γεωλ. Το κοίλο τμήμα μιας πτύχωσης του φλοιού της Γης, μια εκτεταμένη βαθιά και επιμήκης περιοχή που ακολουθεί ένα βραδύτατο κύκλο υποχώρησης και όπου αναπτύσσεται ιζηματογένεση ή και μαγματική δραστηριότητα. Geotechnical Engineer [Εδαφοτεχνικός] Πολ. Μηχ. Τεχνικός που συμπεριλαμβάνεται στον κλάδο των πολιτικών μηχανικών το αντικείμενο του οποίου είναι οι μελέτες των μηχανικών χαρακτηριστικών τα>ν επιφανειακών στρώσεων του υπεδάφους και η επιλογή και υπολογισμός των τύπων θεμελίωσης ενός τεχνικού έργου σε σχέση με τη φέρουσα ικανότητα του εδαφικού υλικού που θα αποτελέσει την επιφάνεια έδρασης του. Geotechnics [Εδαφομηχανική] Πολ. Μηχ. Γνωστικό αντικείμενο του κλάδου των πολιτικών μηχανικών που ασχολείται με την έρευνα και τον καθορισμό των τεχνικών ιδιοτήτων των εδαφοον πάνω στα οποία θα θεμελιωθούν τα τεχνικά έργα που κατασκευάζει ο άνθρωπος. Geotextile [Γεωύφασμα] Οικοδ. Βιομηχανικό προϊόν από συνθετική ύλη που τοποθετείται στο φυσικό έδαφος ως μεμβράνη πριν την κατασκευή ενός επιχο')ματος με σκοπό τη ν βελτίωση ορισμένων χαρακτηριστικών υδατοπερατότητας μεταξύ του φυσικού εδάφους και του υπερκείμενου τεχνικού έργου. Geothermal [Γεωθερμικός] Γεωφυσ. Όρος που αναφέρεται στα φαινόμενα που σχετίζονται ή στα συστήματα που εκμεταλλεύονται οικονομικά τη γηγενή θερμότητα στο εσωτερικό της Γης. Geothermal Energy [Γεωθερμική ενέργεια] Γεωφυσ. Το τεράστιο απόθεμα ενέργειας λόγω της γεγενούς θερμότητας που εγκλείεται στο εσωτερικό της Γης και της οποίας η φύση και η προέλευση δεν είναι πλήρως εξακριβωμένες. Εξωτερικές εκδηλο')σεις της πλουτώνιας αυτής ενέργειας αποτελούν τα ηφαίστεια, οι θερμοπίδακες (γκέϋζερ), οι ατμίδες (φουμαρόλες) και οι θερμοπηγές. Geothermal G r a d i e n t (Γεα)θερμική βαθμίδα] Γεωφνσ. Το μέσο πάχος του στερεού φλοιού της Γης (περίπου 33 μέτρα) που απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1° C, με βάση τη ζώνη σταθερής θερμοκρασίας αντίστοιχης με τη μέση θερμοκρασία του έτους, κάτω από την εξωτερική ζο')νη (μέχρι 30 μέτρα) των θερμοκρασιακών μεταβολών όπου είναι το όριο διείσδυσης της ηλιακής ακτινοβολίας. Αποκλίσεις απύ την τιμή της γεωθερμικής βαθμίδας οφείλονται σε σειρά λόγων ύπως π.χ. στο βαθμό θερμικής αγωγιμότητας και στη διάταξη των πετρωμάτων, στη γειτνίαση με ηφαίστεια ή υπόγεια ύδατα κ.λ.π. Geothermal System [Γεωθερμικό σύστημα] Γεωφυσ. Σύστημα που κάνει χρήση της γεωθερμικής ενέργειας σε διάφορα επίπεδα θερμοκρασιών για την εκμετάλλευσή της σε πρακτικές εφαρμογές, όπως παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, ατμού κ.λ.π. όπως για παράδειγμα στα γκέϋζερ του Γέλλοουστοουν, στην Ισλανδία και στη Ν. Ζηλανδία.

- 637 -

Geothermometry [Γεωθερμομετρία] Γεωλ. Η μελέτη και η έρευνα της θερμοκρασιακής κατάστασης της Γης, των επιδράσεων της θερμότητας επί των γεωλογικών διεργασιών καθώς και του προσδιορισμού των θερμοκρασιακών συνθηκών των διαφόρων εξελικτικών σταδίων του γεωλογικού χρόνου. Geraniol [Γερανιόλη] Οργ. Χημ. Ακόρεση αλκοόλη με χημικό τύπο CIOH i8 0 που ανήκει στα τερπενοειδή και συναντάται ως συστατικό διαφόρων αιθέριων ελαίων (ροδέλαιο κ.λ.π.) . Είναι άχρωμο ή ανοικτοκίτρινο υγρό με ευχάριστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό αλλά διαλυτό στην αλκοόλη και τον αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. G c r b e r Beam [Δοκός Γκέρμπερ] Πολ. Μηχ. Τύπος συνεχής δοκού σε ορισμένα σημεία της οποίας δημιουργούνται αρθρώσεις ώστε ο φορέας να παραμείνει ισοστατικός και ορισμένα από τα μέλη του να λειτουργούν ως πρόβολοι με ένα μεμονωμένο φορτίο στο ελεύθερο άκρο του κάθε προβόλου. G e r h a r d t i t e [Γεραρδρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό νιτρικό χαλκό. Συναντάται σε διαφανείς σκουροπράσινους, τραπεζοειδείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκηρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. G e r m a n Silver [Γερμανικό ασήμι] Μεταλλ. Σκληρό αλλά εύπλοστο, αντιδιαβρωτικό κράμα ασημένιου χρώματος αποτελούμενο από χαλκό, ψευδάργυρο και νικέλιο σε διάφορες αναλογίες (συχνά 5, 2, 2) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ειδών οικιακής χρήσης. G c r m a n i d e [Γερμανίδιο] Avopy. Χημ. Κάθε ένωση του γερμανίου με αλκαλικό μέταλλο ή αλκαλική γαία. G e r m a n l t e [Γερμανίτης] Ομυκτ. Θειούχο ορυκτό σιδηροχαλκού και γερμανίου (σε περιεκτικότητα περίπου 7%), κύρια μεταλλευτική πηγή για το γερμάνιο. Συναντάται σε αδιαφανείς σταχτόχρωμους με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στην κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 4,5. G e r m a n i u m [Γερμάνιο] Χημ. Χημικό στοιχείο της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Ge, ατομικό αριθμό 32, ατομικό βάρος 72,6, σθένη 2 και 4, ειδικό βάρος 5,46, σημείο τήξης 937,4° C και σημείο βρασμού 2.830° C. Συναντάται στη φύση υπό μορφή μίγματος πέντε ισοτόπων, των γερμανίων 70, 72, 73, 74 και 76. Είναι γκριζόλευκο σκληρό μεταλλοειδές στοιχείο με ημιαγωγές ιδιότητες και συναντάται στο γερμανίτη, στον αργυροδίτη κ.λ.π. σε πολό μικρές ποσότητες. G e r m a n i u m Halide [Αλογονίδιο του γερμανίου] Ανόργ. Χημ. Κάθε ένωση του δισθενούς ή τετρασθενούς γερμανίου με αλογόνο (χλώριο, βρώμιο, φθόριο ιώδιο) όπως π.χ. το διχλωριούχο γερμάνιο GeCh, που είναι στερεό και το τετραχλωριούχο γερμάνιο GeCL», που είναι άχροο υγρό. G e r m a n i u m H y d r i d e [Υδρίδιο του γερμανίου] Ανομγ. Χημ. Ενώσεις του γερμανίου με το υδρογόνο όπως π.χ. το τετραϋδρίδιο του γερμανίου ΟεΙΙ 4 ,που είναι άχρωμο τοξικό αέριο αδιάλυτο στο νερό και οξειδούμενο στον αέρα. G e r m a n i u m Oxide [Οξείδιο του γερμανίου] Ανοργ. Χημ. Τα γνωστά οξείδια, του δισθενούς γερμανίου GeO, που είναι σταχτόχρωμο στερεό και του τετρασθενούς γερμανίου Gc0 2 , που είναι /ευκή σκόνη. G e r m a n i u m Rectifier [Ανορθωτής γερμανίου] Ηλεκτμον. Διάταξη για την ανόρθωση εναλλασσόμενου

Gibberellic Acid

ρεύματος που βασίζεται σε συνδεσμολογία διόδων επαφής ρ-η κατασκευασμένες με γερμάνιο ως ημιαγωγό υλικό. G e r m a n i u m Transistor [Τρανζίστορ γερμανίου] Ηλεκτμον. Ημιαγωγός διάταξη που χρησιμοποιεί γερμάνιο ως ημιαγωγό υλικό κατασκευής. Έχει μεγαλύτερη ολίσθηση θερμοκρασίας και ανάστροφο ρεύμα διαρροής από το πυρίτιο. Getter [Δεσμευτής] Φυσ. Χημ. 1. Ενεργή μεταλλική, μεγάλης απορροφητικής και προσροφητικής ικανότητας, ουσία (π.χ. μαγνήσιο, βάριο, θόριο, μίγμα Batalum, Tscto κ.λ.π.) που χρησιμοποιείται (εξατμιζόμενη ή μη) για την αφαίρεση των τελευταίων ιχνών αερίου ή ατμών σε διατάξεις όπου απαιτείται δημιουργία συνθηκών υψηλού κενού. 2. Υλακό που χρησιμοποιείται προστιθέμενο σε μικρές ποσότητες σε χημικές ή μεταλλουργικές διεργασίες για τη δέσμευση μέσω απορρόφησης ξένων προσμίξεων (π.χ. από ημιαγωγούς). Getter-Ion P u m p [Απορροφητική- ιοντική αντλία] Μηχ. Τύπος ιοντικής αντλίας υψηλού κενού στην οποία γίνεται ταυτόχρονα συνεχής και κατά διαστήματα επιμετάλλωση ενός λελτού φύλλου (π.χ. τιτάνιο σε ενεργή κατάσταση) για την αύξηση της επιφάνειας προσρόφησης. GeV [Γιγαηλεκτρονιοβόλτ] Φυσ. Σύντμηση για το gigaelectrovolt, που ισοδυναμεί με ΙΟ9 ηλεκτρονιοβόλτ ή 1,602. 10"ι° Τζάουλ. Geyser [Θερμοπίδακας ή γκέυζερ] Υδμολ. Φυσική πηγή θερμού ύδατος, απομονωμένη ή κατά ομάδες, ηφαιστειακής προέλευσης που εκτινάσσει σε μεγάλα ύψη (ακόμα και σε 400 μέτρα) στήλη υπέρθερμου ύδατος (συνήθως 80 έως 100 βαθμούς) και υδρατμών πλούσια σε άλατα μεταλλικών στοιχείων υπό μορφή έκρηξης συνοδευόμενης από υπόγεια βοή και κραδασμούς του εδάφους κατά κανονικά ή ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Οι γνωστότερες βρίσκονται στην ϊσλονδία (Γκέυζερ και Στρόερ), στο Γέλλοουστοουν, στη Ν. Ζηλανδία κ.λ.π. Geyserite [Γκεϋζερίτης] Ορυκτ. Πυριτική απόθεση, ανοιχτόχρωμη και πορώδης και σε χαλαρή ή συμπαγή δομή, που συναντάται γύρω από θερμές πηγές και γκέυζερ. Σχηματίζεται λόγω της έντονης εξάτμισης των υδάτων και από την έκκριση πυριτίου από τον περιβάλλοντα χώρο. Giant Planet [Γίγαντας πλανήτης] Αστρον. Ονομάζεται η μία από τις δύο ομάδες των πλανητών του ηλιακού μας συστήματος που περλαμβάνει τον Δία, τον Κρόνο, τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα δηλ. τους πλανήτες που οι διαστάσεις τους είναι πολύ μεγαλύτερες συγκριτικά των υπολοίπων. Έχουν διάμετρο από 4 έως 11,14 γήινες διαμέτρους και όγκο 63 έως 1300 γήινους όγκους αλλά μικρή πυκνότητα περίπου 0,13 έως 0,25 της γήινης. Giant Star [Γίγαντας αστέρας] Αστρον. Κατηγορία ταξινόμησης αστέρων που περλαμβάνει αστέρες με διάμετρο 10 έως 100 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής, με απόλυτο μέγεθος περί το 0 και φωτεινότητα 100 έως 10000 μεγαλύτερη της ηλιακής π.χ. η Λιξ του Ηνιόχου, ο Αρκτούρος του Βοώτου κ.λ.π. Συμβολίζεται με το γράμμα g πριν το φασματικό του τύπο. Gibberellic Acid [Γιββεριλικό οξύ] Βιοχημ. Οργανική ένωση με τύπο CigH^Ofi, το κύριο βασικό μέλος της κατηγορίας φυτικών αυξητικών ορμονών, των γιββεριλινών.

Gibbcrcllin

-638 -

Gibberellin [Γιββεριλίνη] Βιοχημ. Κατηγορία φυτικών ων. ορμονών που συνθέτονται από τα φυτά (κυρίως από τα Gibbs Set [Σύνολο Gibbs] Μαθημ. Έστω μια ακολουθίνεαρά τους τμήματα) και συντελούν ρυθμιστικά στην α συνεχών συναρτήσεων {fn}. Ορίζεται ως σύνολο Gibbs το σύνολο των τιμών της ακολουθίας {fn} κακανονική τους ανάπτυξη. Gibbous [Ημισέληνος) Αστρον. Το παχύ μηνοειδές σχή- θώς το n τείνει στο άπειρο για κάθε περιοχή τυχαίου μα που παρουσιάζει ο κύκλος φωτισμού του δίσκου σημείου x του πεδίου ορισμού των συναρτήσεων, υπό της σελήνης όπως φαίνεται από τη Γη κατά ορισμένες την προϋπόθεση η ακολουθία να είναι συγκλίνουσα. φάσεις του δηλ. ανάμεσα στους τετραγωνισμούς και Gibbsite [Γιβσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από την αντίθεση. υδροξύλιο του αργιλίου, κύριο συστατικό των βωξιGibbs [Γκίμπς] Φυσ. Μονάδα επιφανειακής απορρόφη- τών. Συναντάται σε λευκούς ή ποικιλόχρωμους τραπεσης που ισοδυναμεί με επιφανειακή συγκέντρωση ΙΟ"6 ζοειδείς με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3,5 στην γραμμομορίων ανά τετραγωνικό μέτρο. Gibbs Adsorption Equation [Εξίσωση Προσρόφησης κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,4. του G i b b s ] Φυσ. Χημ. Σε περιπτώσεις όπου ένα αέριο Giga- [Γίγα-] Γεν. Πρώτο συνθετικό μετρικών μονάδων μίγμα έρχεται σε επαφή με υγρό, ορίζεται η προσρόφη- που αντιστοιχεί στο ΙΟ9. ση ενός αερίου συστατικού μίγματος στη διεπιφάνεια Gigabit [Γιγαδυαδικό ψηφίο] Πληρ. Ισοδυναμεί με ΙΟ9 αερίου-υγρού, ως Γ; = n f V A , όπου rV ο αριθμός μορίων δυαδικά ψηφία. του συστατικού i στη διεπιφάνεια και Α το εμβαδόν Gigabyte [Γιγαψηφιολέξη] Πληρ. Ο χώρος που κατατης επιφάνειας. Η προσρόφηση έχει διαστάσεις επιφα- λαμβάνουν 230 ψηφιολέξεις και ισοδυναμεί με ΙΟ^ψηνειακής συγκέντρωσης και μπορεί να είναι θετική ή φιολέξεις. αρνητική. Gilbert [Γκίλμπερτ] Ηλεκτρομαγν. Η μονάδα μαγνητερGibbs Adsorption Isotherm [Ισόθερμη Σχετικής γετικής δύναμης στο σύστημα C.G.S που ισούται με Προσρόφησης του Gibbs] Φυσ. Χημ. Είναι η εξίσωση 0,795 αμπεροστροφές. Σύμβολο: Gb. ορισμού της σχετικής προσρόφησης του συστατικού α Gilding Metal [Μέταλλο ημίχρυσου ή τομβάκιο] Μεως προς το συστατικό β ενός μίγματος και έχει ως ε- ταλλ. Κράμα ορείχαλκου αποτελούμενο κυρίως από ξής: Γα,β = -^γΛίμα)τι όπου γ η επιφανειακή τάση και μ χαλκό σε ποσοστό περίπου 67- 90% και 10-33% ψευτο χημικό δυναμικό. δάργυρο, με χρωματισμό χρυσίζοντα έως ερυθρό, ανάGibbs-Donnan E q u i l i b r i u m [Ισορροπία Gibbs- λογα με τη σύσταση και επιδεκτικό επιχρύσ<υσης. Donnan] Φυσ. Χημ. Κατάσταση ισορροπίας μεταξύ Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην κατασκευή επιστημονικών οργάνων, καλύκων φυσιγγίων, μηχανικών τμηδύο ηλεκτρολυτών. Donnan Equilibrium Gibbs-Duhem Equation [Εξίσωση G i b b s - D u h e m ] μάτων και οικιακών σκευών. Φυσ. Χημ. Για ένα μίγμα συστατικών, η μεταβολή των Gill [Μονάδα Gill] Φυσ. Μονάδα μέτρησης του όγκου χημικών δυναμικών, της θερμοκρασίας και της πίεσης, και της χωρητικότητας υγρών στο αγγλικό σύστημα δίνεται από τη σχέση: SdT - VdP + Ση^μι = 0. Η εξί- μονάδων, ίση με το !Λ πίντας (9.024 κυβ. ίντσες) ή σωση αυτή δείχνει ότι, η μεταβολή μιας εντατικής πα- 0,148 λίτρα. Στο αμερικανικό σύστημα μονάδων ισοραμέτρου δεν είναι ανεξάρτητη των μεταβολών των δυναμεί με 7.216 κυβ. ίντσες δηλ. με 0,118 λίτρα. άλλων εντατικών παραμέτρων, αλλά μπορεί να υπολο- Gilsonite [Γιλσονίτης] Ορυκτ. Ποικιλία της φυσικής γισθεί απύ αυτές. ασφάλτου που συναντάται σε φλέβες κυρίως σε περιοGibbs Free Energy [Ελεύθερη ενέργεια ή συνάρτηση χές των ΗΠΑ. Έχει μαύρο χρωματισμό, κογχώδη Γκίμπς] Φυσ. Μέτρο της θερμοδυναμικής ελεύθερης θραυσμό, σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος ενέργειας ενός συστήματος για αμφίδρομες μεταβολές και ειδικό βάρος 1. υπό σταθερή πίεση. Ισούται με την ενθαλπία μειωμένη Gimbal M o u n t [Στήριξη αντιζύγων] Μηχ. Στήριξη ορκατά το γινόμενο της θερμοδυναμικής θερμοκρασία με γάνου (π.χ. γυροσκοπικού) σε αντίζυγο ώστε να έχει την εντροπία. τη δυνατότητα ελεύθερης περιστροφής γύρω από δύο Gibbs- Helmholtz Equation [Εξίσωση Γκίμπς - κάθετους μεταξύ τους άξονες. Χέλμολτς] Φυσ. Θερμοδυναμικές εξισώσεις για τον Gimbals [Αντίζυγα] Μηχ. Μηχανική διάταξη, αποτευπολογισμό της εσωτερικής ενέργειας συστήματος υπό λούμενη από δύο δακτυλίους στηριγμένους σε άξονα σταθερό όγκο (με βάση την ελεύθερη ενέργεια κάθετους μεταξύ τους, για την ανάρτηση οργάνου καH e l m h o l t z και την μεταβολή της σε συνάρτηση με τη τά τρύπο ώστε να παραμένει σταθερά σε ορίζοντα θέθερμοκρασία) και της ενθαπλίας συστήματος υπό στα- ση ανάμεσά τους. θερή πίεση (με βάση την ελεύθερη ενέργεια Gibbs και Gimlet [Τρυπάνι χειρός] Μηχ. ΙΙρόκειται για σχετικά την μεταβολή της σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία). μικρή χειροκίνητη συσκευή, τροφοδοτούμενη ενερGibbs-Konovalov Theorem [Θεώρημα Gibbs- γειακά από το ηλεκτρικό ρεύμα, με την οποία διανοίγονται τρύπες σε ξύλα, τοίχους και άλλα υλικά για διάK o n o v a l o v ] Φασ. Χημ. Αν μια καμπύλη ορίων δύο φάσεων, σε διάγραμμα θερμοκρασίας-σύστασης ή πίε- φορες εργασίες. σης-σύστασης περνά από μια οριακή τιμή, η σύσταση Ginorite [Γκινορίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο των δύο φάσεων πρέπει να είναι ίδια, στο σημείο αυτό. απύ ένυδρο βαριούχο ασβέστιο. Συναντάται σε λευII οριακή τιμή μπορεί να είναι μέγιστη, ελάχιστη ή ση- κούς πλακοειδείς ή μικρότατους σφαιροειδείς κρυμείο καμπής στην οριζόντια εφαπτομένη. στάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρόGibbs Phase Rule [Κανόνας Φάσεων του Gibbs] Φυσ. τητα 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1. Χημ. Οι βαθμοί ελευθερίας ενός σύνθετου συστήματος Giorgi System [Σύστημα Τζιόρτζι] Φυσ. Το μη ορθοείναι f = R + 2 - φ, όπου Γ Ο αριθμός των συστατικών λογισμένο σύστημα μονάδων Giorgi ή MKSA που ακαι φ ο αριθμός των φάσεων που περιέχονται στο σύ- ποτελεί ενιαίο σύστημα για μηχανικά και ηλεκτρικά στημα. Αν λαμβάνουν χώρα και χημικές αντιδράσεις, μεγέθη. Βασίζεται στο μέτρο, το χιλιόγραμμο και το τότε f = r + 2 - φ - χ, όπου χ το πλήθος το)ν αντιδράσε- δευτερόλεπτο ως Οεμελκοδεις μηχανικές μονάδες και

- 639 το Αμπέρ ως θεμελιώδη ηλεκτρική μονάδα. Επί αυτού στηρίζεται το ορθολογισμένο σύστημα μονάδων Giorgi του οποίου απεφασίσθη η διεθνής χρήση ως Διεθνές Σύστημα μονάδων SI. G i r a r d ' s Reagent [Αντιδραστήριο Girard] Opy. Χημ. Πρόκειται για το χλωριούχο τριμεθυλαμινο-ακετοϋδραζίδιο, που σχηματίζεται με αντίδραση τριμεθυλομίνης, υδραζίνης και αιθυλο-χλωροξικού εστέρα. Αντιδρά με κετόνη, μετατρέποντάς τη σε υδατοδιαλυτό παράγωγο, το οποίο, με όξινη υδρόλυση ξαναδίνει κετόνη. Χρησιμοποιείται στη χημική ανάλυση, για απομόνωση κετονικών ενώσεων. Girbotol Process [Μέθοδος Girbotol] Χημ. Μηχ. Διεργασία απομάκρυνσης διοξειδίου του άνθρακα και υδροθείου από κλάσματα πετρελαίου. Περιλαμβάνει απορρόφηση των αερίων αυτών σε υδατικό διάλυμα αλειφατικής αμίνης, σε ατμοσφαιρική θερμοκρασία. Συνήθως χρησιμοποιούνται μονο-, δι- και τρι- αιθανολομίνες ή μεθυλο-διαιθανολαμίνη. G i r d e r [Υψίκορμη δοκός) Πολ. Μηχ. Δοκός που η διατομή της έχει μεγάλο ύψος σε σχέση με το πλάτος της, μεταλλική ή από οπλισμένο σκυρόδεμα που χρήσιμοποιείται ως δομικό στοιχείο για την γεφύρωση μεγάλων ανοιγμάτων. G i r d e r Bridge [Υψίκορμη γέφυρα] Πολ Μηχ. Σίδηροδρομική γέφυρα ή οδική γέφυρα που ο φορέας της αποτελείται από υψίκορμους δοκούς. Girth 1 [Περιμετρικό μήκος] Μαθημ. Για τυχαίο γράφο ν κορυφίόν ορίζεται ως περιμετρικό το μήκος του ελάχιστου κλειστού μονοπατιού ή κύκλου που επισκέπτεται όλες τις κορυφές. Girth 2 [Περιφέρεια] Οικοό. Το συνολικό πλάτος μιας μακρόστενης λαμαρίνας, συνήθως γαλβανισμένης, που προορίζεται να διαμορφωθεί σε ημικύκλιο για να τοποΟετηθεί στην περίμετρο μιας στέγης για την απορροή των υδάτων. Givetian [Γκιβέτιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της μέσης υποπεριόδου της Δεβόνιου περιόδου (πριν 400 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικου αιώνα μετά το Κουβίνιον της ίδιας υποπεριόδου και πριν το Φράνσιον της ανώτερης Δεβόνιου υποπεριόδου. Glaaciofluvial [Παγετοποτάμιος] Υδμολ. Όρος που αναφέρεται σε υδάτινα ρεύματα που σχηματίζονται από την τήξη των παγετικών μαζών καθα')ς και στις αποθέσεις και τη δράση αυτών των ρευμάτων. Glacial 1 [Κρυσταλλικός] Χημ. Χαρακτηρίζονται οι ενώσεις που σχηματίζουν κρυστάλλους παρόμοιους με παγοκρυστάλλους όπως π.χ. το στερεοποιούμενο και κρυσταλλούμενο στους 16° C οξικό οξύ (κρυσταλλικό οξικό οξύ). Glacial 2 [Παγετώδης] Υδμολ. Όρος που αναφέρεται: 1. Σε δράση ή χαρακτηριστικά ή φαινόμενα που σχετίζονται με μεγάλες μάζες χερσαίου πάγου ή χιονιού 2. Σε γεωλογικά χρονικά διαστήματα όπου το κλίμα της γης ήταν ψυχρό και υπήρχε εξάπλωση παγετώνων. Glacial Abrasion [Παγετώδης απόξεση] Γεωλ. Η διεργασία λείανσης των πετρωμάτων του φλοιού της γης λόγω της μηχανικής διαβρωτικής δράσης των παγετώνων και των εγκλεισμένων σε αυτούς θραυσμάτων. Glacial Action [Παγετώδης δράση] Γεωλ. Η σύνθετη γεωλογική ενέργεια ενός παγετώνα που συνίσταται τόσο στη μηχανική διάβρωση των πετρωμάτων κατά την κίνησή του όσο και στη μεταφορά και απόθεση των θραυσματικών υλικών κατά την πορεία του. Glacial Boulder [Λιθώνας παγετώνων] Γεωλ. Θραύ-

Glacial Striation

σματα πετρωμάτων διαμέτρου μεγαλύτερης από 20 εκατ. που κινούνται, μεταφερόμενα σε μεγάλες αποστάσεις από την κίνηση των παγετώνων, είτε πλευρικά αποτιθέμενα λόγω τήξης σε κάποιο σημείο της πορείας τους είτε μέσα στη κύρια μάζα οπότε αποτιθέμενα κατά την τελειωτική τήξη σχηματίζουν συσσωρευόμενα τους μετωπικούς σωρούς. Glacial Deposits [Παγετώδη ιζήματα] Γεωλ. Οι χαρακτηριστικές αποθέσεις διαφόρου τύπου των εγκλεισμένων υλικών (λιθώνες, κορήματα κ.λ.π.) που σχηματίζονται κατά τη πορεία κίνησης ενός παγετώνα είτε πλευρικά (π.χ. ράχες) είτε στο μέτωπο κατά τη τελειωτική τήξη (μετωπικοί σωροί) και αποτελούν λόγω των εύκολο αναγνωρίσιμων χαρακτηριστικών τους ασφαλείς ενδείξεις ύπαρξης παγετώνων σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές. Glacial Drift [Παγετώδης συσσώρευση] Γεωλ. Υλικό κάθε τύπου που αποσπώμενο από πετρώματα μεταφέρεται σε άλλη περιοχή από τη δράση παγετώνα αποτιθέμενο τελακά σε αναγνωρίσιμους σχηματισμούς σε κάποιο στάδιο της πορείας του. Glacial Epoch [Εποχή παγετίόνων] Γεωλ. Μεγάλο χρονικό διάστημα του γεωλογικού χρόνου που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας και την επέκταση παγετώνων σε μεγάλο τμήματα (περίπου 30% της ξηράς) της επιφάνειας της Γης, συχνά σε περισσότερες από μία φάσεις και με διαλείμματα μεσοπαγετωδών περιόδων π.χ. της Περμίου, της Κάμβριου και η πλησιέστε.ρη προς τη σημερινή της Πλειστοκαίνου (με τέσσερις περιόδους παγετώνων), Glacial Erosion [Παγετώδης διάβρωση] Γεωλ. Η μηχανική διεργασία κάθε τύπου (λείανσης, απόσπασης πετρωματικών υλικών κ.λ.π.) που υφίσταται ο φλοιός της γης λόγω της δράσης των παγετώνων. Glacial Geology [Γεωλογία παγετώνων] ΓεοΛ. Ο κλάδος της γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της μορφολογικής διαμόρφωσης μιας περιοχής λόγω της γεωλογικής δράσης των παγετώνων, Glacial Lake [Παγετο')δης λίμνη] Υδμολ. Αίμνη που οφείλεται στη δράση παγετώνων π.χ. λίμνη δημιουργούμενη από τη τήξη παγετικών μαζών σε λεκάνη που σχηματίστηκε από τη διαβρωτική ενέργεια του παγετώνα. Glacial Lobe [Αοβός παγετώνα] Υδμολ. Πλευρικός επιμήκης βραχίονας που προεκτεινόμενος από τον κύριο όγκο του κεντρικού παγετώνα αποκόπτεται τελακά λύγω τήξης και ακολουθεί ανεξάρτητη κίνηση, Glacial M a x i m u m [Μέγιστο του παγετώνα] Γεωλ. Το χρονικό και τοπογραφικό ανώτατο όριο της ανάπτυξης ενός παγετώνα. Glacial Period [Περίοδος παγετώνων] Γεωλ. Μεγάλο χρονικό διάστημα του γεωλογικού χρόνου που χαρακτηρίζεται από επέκταση παγετώνων σε μεγάλη κλίμακα, μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας και υποχώρηση της στάθμης της Οάλοσσας παγκοσμίως π.χ. οι τέσσερις περίοδοι παγετώνων της τελευταίας εποχής παγετώνων της Πλειστοκαίνου (Δλούβιου) δηλ. η Γκύντσιος, η Μινδέλιος, η Ρίσσιος και η Βούρμιος ανάμεσα στις οποίες μεσο/όβησαν μεσοπαγετώδεις περίοδοι με αναθέρμανση του κλίματος, Glacial Striation [Χαραγές παγετώνα] Γεωλ. Χαρακτηριστικές λεπτές χαραγές επιμήκεις και σχετικά ευθύγραμμες, που σχηματίζονται στη κοίτη παγετώνων λόγω της μηχανικής διάβρωσης από τα υπό την επιφάνεια κινούμενα εγκλεισμένα υλικά. Αποτελούν ασφα-

Glacial T e r r a i n

-640-

λή ένδειξη παρουσίας παγετώνων σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές. Glacial T e r r a i n [Παγετώδες έδαφος] Γεωλ. Εδαφική έκταση που φέρει εμφανή χαρακτηριστικά ίχνη και ενδείξεις ότι καλυπτόταν από παγετώνες ή παγετικές επιστρώσεις σε παλαιότερη γεωλογική εποχή. Glaciation [Κάλυμμα πάγου] Γεωλ. Γενικός όρος που περιλαμβάνει τόσο την κάλυψη στο παρελθόν τμημάτων του φλοιού της γης απύ παγετώνες ή παγετικές επιστρώσεις αναφερόμενος ταυτόχρονα και στη χρονική περίοδο αυτού του φαινομένου όσο και σε όλες τις διεργασίες και τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τη γεωλογική δράση μαζών πάγου. Glaciation Limit [Όριο καλύμματος πάγου] Γεωλ. Το χαμηλότερο υψόμετρο που απαιτείται σε δεδομένο τόπο (πάνω από την οριακή γραμμή των αιώνιων χιόνων) για τη δημιουργία παγετώνων. Glacier [Παγετώνας] Υδρολ. Μεγάλη μάζα, σε ποικιλία μορφών και μεγεθών, χερσαίου πάγου που σχηματίστηκε από συμπιεσμένο χιόνι σε περιοχές πάνω απύ το όριο των αιώνιων χιόνων και κινείται εν είδη ποταμού με συνεχή αλλά βραδύ ρυθμό, εξαρτώμενο από σύνολο παραγόντων. Διακρίνονται σε ηπειρωτικούς και σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης τάξης παγετώνες των κοιλάδων ή αλπικούς. Glacier Flow [Ροή παγετώνα] Υδρολ. Η κίνηση ενός παγετώνα τόσο ως προς τον τρόπο (π.χ. μεγαλύτερη ταχύτητα προώθησης στο μέσο και στην επιφάνεια συγκριτικά με τα άκρα και το βάθος αντίστοιχα) όσο και ως προς το ρυθμό, που εξαρτώμενος από ποικίλους παράγοντες (θερμοκρασία, ρυθμός τροφοδότησης, μορφολογία του εδάφους κ.λ.π.) κυμαίνεται από μερικές δεκάδες εκατοστό μέτρα έως μερικές δεκάδες μέτρα ανά 24ωρο. Glacier Front [Μέτωπο παγετώνα] Υδρολ. Η εμπρόσθια γραμμή προώθησης ενός παγετο>να. Παρουσιάζει μεγαλύτερη ταχύτητα προώθησης προς το μέσον και την επιφάνεια συγκριτικά με τα άκρα και το βάθος αντίστοιχα και πλάτος ευρύτατα κυμαινόμενο (π.χ. στην Γροιλανδία το προς τη θάλασσα μέτωπο φτάνει και τα 400 μίλια). Glacier Ice [Πάγος παγετώνα] Υδρολ. Πάγος που αποτελεί ή αποτελούσε, στη διάρκεια της εξέλιξής του, τμήμα παγετώνα. Glacier Lake [Λίμνη παγετώνα] Υδρολ. Λίμνη που σχηματίζεται ανάμεσα στα τοιχώματα μιας κοιλάδας και την πλευρική οριακή γραμμή παγετο>νων λόγω της μη δυνατότητας αποστράγγισης της ρευστής μάζας του τηγμένου πάγου. Glacier Wind [Ανεμος παγετό')να] Μετεωρ. Ελαφρός άνεμος που σχηματίζεται κατά μήκος της επιφάνειας ενός παγετώνα λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα στην περιοχή εγγύτητας του παγετώνα και σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Glacioeustasy [Παγετοευστασία] Ωκεαν. Οι μεταβολές της στάθμης της θάλασσας γενικά στη γήινη επιφάνεια που σχετίζονται με την ύπαρξη παγετώνων (πήξη ή τήξη παγετώνων) ύπως π.χ. η σημαντική υποχώρηση της θάλασσας κατά τη διάρκεια της εποχής των πάγων της Πλειστοκαίνου της Τεταρτογενούς περιόδου. Glaciolacustrine [Παγετολιμναίος] Υδρολ. Όρος που αναφέρεται σε λίμνη παγετώνα ή στα ιζήματα που δημιουργούνται σε ανάλογες λίμνες. Giaciology [Παγετολογία] Υδρολ. Ο κλάδος της υδρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της γένεσης.

των σχηματισμών και όλων των διεργασιών που σχετίζονται με τη στερεή μορφή του ύδατος (πάγοι ή χιόνες). Gladite [Γλαδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο βισμούθιο, μόλυβδο και χαλκό. Συναντάται σε μολυβδόφαιους πρισματικούς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,9. Gladstone's Law [Νόμος του Γκλαντστόουν] Οπτικ. Νόμος που συνδέει το δείκτη διάθλασης η και την πυκνότητα ρ του οπτικού μέσου σε ορισμένη θερμοκρασία μέσω της σχέσης η - 1 / ρ = κ, όπου κ σταθερά. Glancing Angle [Γωνία] Οπτικ. Η γωνία που σχηματίζεται από την διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία επιφάνεια και την επιφάνεια που είναι συμπληρωματική της γωνίας πρόσπτωσης. Glare [Κοίταγμα] Επικοιν. Φαινόμενο που προκαλείται κύρια στις επικοινωνιακές γραμμές Ε And Μ (Ε&Μ) που συναντιούνται στην τηλεφωνία σε 5 τύπους όπου 2 χρήστες προσπαθούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ταυτόχρονα. Glare Ice [Εκτυφλωτικό κομμάτι πάγου] Υδρολ. Ονομάζεται κάθε τμήμα πάγου το οποίο είναι επίπεδο, λείο, γυαλιστερό και επομένως αντανακλά πολύ έντονα το ηλιακό φως. Glass [Υαλος] Υλικ. Στερεό διάλυμα που παρασκευάζεται από την ταχεία ψύξη μίγματος σε κατάσταση υπέρτηξης ανόργανων ουσιών, οξέων (πυριτικό, βορικό. μεταφωσφορικό, αργιλικό), αλκαλίων (ανθρακικά και θειικά άλατα) και ασβέστου. Είναι άμορφο, μη κρυσταλλικό στερεό σκληρό και εύθραυστο, κακός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού. Παρασκευάζεται σε πολλές ποικιλίες και ποιότητες ανάλογα με την προοριζόμενη χρήση (κοινή ύαλος, ύαλος οπτικών οργάνων κ.λ.π.). Glass Brick [Υαλότουβλο] Οικοδ. Δομικό υλικό κατασκευασμένο από γυαλί που χρησιμοποιείται για κατασκευή τοίχων σε χώρους όπου απαιτείται φυσικός φωτισμός. Οι τοίχοι από υαλότουβλα επιτρέπουν τον φυσικό φωτισμό αλλά δεν έχουν ορατότητα από τη μία πλευρά στην άλλη. Glass Ceramic [Υαλοκεραμικό] Υλικ. Κεραμικό που φέρει υαλώδη επίστρωση (γάνωμα) στερεά προσκολλημένη με σύντηξη σε συμπαγή μάζα με το υλικό της βάσης. Παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στις μεταπτώσεις της θερμοκρασίας και τις χημικές επιδράσεις από την ύαλο λόγω της παρουσίας του οξειδίου του αργιλίου. Glass Cutter [Υαλοτόμος] Μηχ. Εργαλείο υπό μορφή χαλύβδινου τροχού, αιχμηρού εργαλείου ή μικρού άπαχου δίσκου που χρησιμοποιείται για την κατεργασία των υάλινων επιφανειών, είτε κοπή είτε χάραξη σχεδίων. Glass Door [Υαλύπορτα] Οικοδ. Πόρτα από γυαλί δίχως μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο. Τα μεταλλικά εξαρτήματα είναι τοποθετημένα κατευθείαν πάνω στο γυαλί με ειδικές οπές που ανοίγονται στο εργοστάσιο παραγωγής. Glass Dosimccr [Δοσίμετρο υάλου] Πυρην Φυσ. Όργανο αποτελούμενο απύ ειδική ράβδο υάλου για τη μέτρηση της απορροφούμενης δύσης ιονίζουσας ακτινοβολίας. Glass Electrode [Ηλεκτρόδιο υάλου] Φυα. Χημ. Πρότυπο ηλεκτρόδιο, αποτελούμενο από γυάλινο σωλήνα με σφαιρική μεμβράνη ειδικής υάλου στο κάτα) άκρο,

-641 που χρησιμοποιείται ως συγκριτικό όργανο για την ηλεκτρομετρική μέτρηση του ρΗ άγνωστου διαλύματος (μέσα στο οποίο βυθίζεται) με τη βοήθεια διαλύματος οξέος γνωστού ρΗ (στο εσωτερικό του ηλεκτροδίου). Glass Fibres [Ινεςυάλου] Υλικ. Ίνες διαμέτρου της τάξης των ΙΟ"2 ή 10 " χιλιοστών, που λαμβάνονται με ινοποίηση της υάλου σε κατάσταση τήγματος, με τη βοήθεια ινοποιητικών μητρών στην ηλεκτρική κάμινο τήξης, υπό μορφή δεσμών που νηματοποιούνται κατάλληλα (υαλέριο, υαλοβάμβακας, υαλομέταξα κ.λ.π.). Χρησιμοποιούνται, ιδιαίτερα επιχρισμένες με ρητίνες, στη βιομηχανία, ως μονωτικό κ.λ.π. Glass Fission Detector [Ανιχνευτής σχάσης υάλου] Πυρην. Φυσ. Διάταξη που περιέχει στρώμα υάλου στο οποίο, εκτιθέμενη σε ακτινοβολία, τα θραύσματα σχάσης αφήνουν μικρά ίχνη μικροσκοπικά παρατηρήσιμα. Glass F u r n a c e [Κλίβανος υάλου] Μηχ. Ειδική κάμινος από πυρίμαχη ύλη κυρίως δύο τύπα)ν, με σύστημα χωνευτηρίων ή σκαφών, για την παρασκευή του τήγματος υάλου με θέρμανση από το μίγμα των πρώτων υλών. Glass Laser [Αέιζερ υάλου] Οτττικ. Αέιζερ στερεής κατάστασης στο οποίο χρησιμοποιείται στρώμα υάλου ως υλικό υποδοχής διαφόρων ενεργών υλικών όπως π. χ. των σπανίων γαιών (νεοδύμιο, υττέρβιο, γαδολίνιο κ.λ.π.). Glass M a k i n g [Υαλουργία] Μηχ. Το σύνολο των διεργασιών για την παρασκευή της υάλου που περιλαμβάνει την υπέρτηξη των πρώτων υλών σε υαλουργική κάμινο, τη διαμόρφωση του σχήματος (με φύσηση, χύση, σύρση κ.λ.π.) και την απόψυξη βραδεία (αφυάλωση) ή ταχεία (κοινή, τραχεία ύαλος) καθώς και πρόσθετες διεργασίες (διαύγαση, θύλωση, χρωματισμός, χάραξη κ.λ.π.) για την επίτευξη των επιθυμητών ποικιλιών και ποιοτήτων. Glass Transition [Υαλώδης Μετάπτωση] Χημ. Ορίζεται η μετατροπή ενός σκληρού, υαλώδους πολυμερούς σε μαλακό, ελαστικό υλικό, με μεταβολή της θερμοκρασίας. Η υαλώδης μετάπτωση παρατηρείται στα διαγράμματα ενθαλπίας και ειδικού όγκου ως προς τη θερμοκρασία, από τη μεταβολή της κλίσης των αντίστοιχων καμπυλών. Glass-Transition T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία Υαλώδους Μετάπτωσης] Χημ. Συμβολίζεται με T g . Είναι η χαρακτηριστική τιμή της θερμοκρασίας για κάθε άμορφο πολυμερές, στην οποία συμβαίνει υαλώδης μετάπτωση. Ονομάζεται και υαλώδης θερμοκρασία και η τιμή της εξαρτάται από την ταχύτητα απόψυξης του δείγματος. Glass Wool [Υαλοβάμβακας] Οικοδ. Δομικό υλικό που κατασκευάζεται από ίνες γυαλιού, σε διάφορα πάχη, το οποίο είναι αποτελεσματικό για την θερμομόνωση των κτιρίων. Χρησιμοποιείται επίσης και ως μονωτικό των αγωγών στο δίκτυα κλιματισμού. Glassblower [Υαλοφυσητήρας] Μηχ. Εργαλείο που χρησιμοποιείται από τον υαλοφυσητή κατά τη διεργασία της φύσησης της υάλου. Αποτελείται από επιμήκη σιδερένιο σωλήνα (υαλουργική κάννη) το ένα άκρο του οποίου είναι διαμορφωμένο σε σφαιρική προεξοχή για τη λήψη μάζας υαλοτήγματος με κατάλληλες περιστροφικές κινήσεις και το άλλο φέρει στόμιο φύσησης και ειδική λαβή. Glassblowing [Φύσηση υάλου] Υλικ. Μία από τις διεργασίες που γίνεται, από άνθρωπο με χρήση υαλοφυσητή ρα ή από κατάλληλο μηχάνημα και συχνά με τη βοήθεια ειδικών τύπων, διαμόρφωσης του σχήματος της

Glaze 1

υάλου (που λαμβάνεται σε κατάσταση ιξώδη από το υαλότηγμα) πριν αυτή υποβληθεί στη διεργασία απόψυξης. GlassFibre-Reinforced Concrete [Ενισχυμένο σκυρόδεμα με ίνες γυαλιού] Τεχνολ. Σκυρόδεμα από τσιμέντο τύπου Πόρτλαντ που παράγεται με την προσθήκη ινών γυαλιού και χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων όπως ζαρντινιέρες ή πλάκες επένδυσης μικρού πάχους. Glassware [Υαλικά] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλα τα αντικείμενα, οικιακά σκεύη, διακοσμητικά, ακόμη και εργαλεία των οποίων το υλικό κατασκευής είναι το γυαλί. Glassworks [Υαλουργείο] Μηχ. Ονομάζεται ο χώρος με όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό όπου παράγονται τα διάφορα γυάλινα αντικείμενα. Glassy Metal [Υαλώδες μέταλλο] Φυσ. Στερ. Κατ. Το άμορφο στερεό που προκύπτει από μέταλλο σε υγρή κατάσταση το οποίο υποβάλλεται σε διεργασία πολύ ταχείας ψύξης (πάνω από 1000 0 Κ ανά δευτερόλεπτο) με διάφορες τεχνικές όπως π.χ. με τη τηγματοπεριστροφική μέθοδο. Παρουσιάζει υψηλή οπτική διαφάνεια και αντοχή και είναι χρήσιμο σε διάφορες ειδικές εφαρμογές. Glauberite [Γκλομπερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειικό νάτριο και ασβέστιο. Συναντάται σε φαιούς ή ανοικτοκίτρινους με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε αλατούχα εδάφη. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8. G l a u b e r t ' s Salt [Αλας του Γλάουμπερ] Avopy. Χημ. Ένυδρο θειικό νάτριο με τύπο Na 2 S0 4 .10Η 2 0. Είναι άχροη, διαφανής κρυσταλλική ουσία διαλυτή στο νερό αλλά αδιάλυτη στην αλκοόλη. Συναντάται στη φύση σε αλατούχες αποθέσεις καθώς και διαλυμένο στο θαλάσσιο νερό και σε ιαματικές πηγές. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων, στην τεχνική, στη φαρμακευτική κ.λ.π. Glauconite [Γλαυκονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας των μαρμαρυγιών αποτελούμενο από ένυδρα πυριτικά άλατα κυρίως του καλίου, του σιδήρου και του αργιλίου. Συναντάται σε έντονα πράσινους μικροκρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος υπό μορφή αποστρογγυλεμένων συσσωματωμάτων σε θαλάσσιας ιζηματογένεσης αποθέσεις. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,4 έως 2,9. Glauconitic Sandstone [Γλαυκοφανιτικός ψαμμίτης] Γεωλ. Πράσινου χρώματος χαλαζιτικός ή αρκοζικός ψαμμίτης που περιέχει γλαυκονίτη σε μεγάλη αναλογία. Glaucophane [Γλαυκοφανής] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας των νατριούχων αμφιβόλων. Συναντάται σε βαθυκύανου χρώματος πρισματικούς με έντονο πλεοχροϊσμό πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος υπό μορφή ινωδών, ραβδοειδών ή κοκκοειδών συσσωματωμάτων, σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,3. Glaucophane Schist [Γλαυκοφανιτικός σχιστόλιθος] Γεωλ. Καθολικής μεταμόρφωσης κυανοσχιστόλιθος που περιέχει σε μεγάλη αναλογία γλαυκοφανή μαζί με ποικιλία άλλων ορυκτών όπως χλωρίτη, χαλαζία, επίδοτο. τιτανίτη κ.λ.π. Glaze 1 [Εγκατάσταση υαλοπινάκων] Οικοδ. 1. Η εργασία της τοποθέτησης ενός υαλοπίνακα στο ειδικό πλαί-

Glaze 2

-642 -

σιο το οποίο προορίζεται να αποτελέσει τη στήριξη του. 2. Επεξεργασία των κεραμικών πλακιδίων κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούν τη λεία επιφάνεια τους. Glaze 2 [Εφυάλωμα ή υαλογάνωμα] Υλικ. Το στρώμα στιλπνής και ανθεκτικής επίχρισης με υαλώδη ή σμαλτώδη ουσία (π.χ. πυριτικά άλατα με μεταλλικά οξείδια) κεραμικών ή άλλων υλικών για τη διακόσμηση ή προφύλαξή τους. Glazed Door [Τζαμωτή πόρτα] Οικοδ. Πόρτα που περιλομβάνει στην επιφάνεια της κενό καλυμμένο με τζάμι. Glazed Frost [Υαλόπαγος] Μετεωρ. Στρώμα λείου και διαφανούς πάγου που σχηματίζεται πάνω σε επιφάνειες εκτεθειμένες σε χαμηλές θερμοκρασίες (μικρότερες από 0° C) λόγω της παγοποίησης υδατοσταγόνων. Glazier [Τζαμάς] Μηχ. Είναι ο τεχνίτης ο οποίος αναλαμβάνει την τοποθέτηση των γυάλινων προθηκών, βιτρινών, Ουρών και παραθύρων σε μία κατασκευή. Glazing [Γυάλινες επιφάνειες] Οικοδ. Η ομάδα των διαφανών δομικών υλικών από γυαλά η πλαστικό που επιτρέπουν τον φυσικό φωτισμό ενός κλειστού χώρου. Glazing B a r [Κάναβος παραθύρου] Οικοδ. Τα οριζόντια και κάθετα τεμάχια που διαχωρίζουν τη συνολική επιφάνεια ενός κουφώματος σε μικρότερες. Αυτά τα διαχωριστικά τεμάχια μπορεί να είναι από ξύλινα ή μεταλλικά ανάλογα με το πλαίσιο. Glazing C o m p o u n d [Ματζούνι] Οικοδ. Εύπλοστο συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται για την σταθερόποίηση του υαλοπετάσματος στο ξύλινο ή το μέταλλακό πλοίσιο ενός κουφώματος καθώς και τη στεγανόποίηση των κενών. Glcosamine [Γλυκοζαμίνη ή Χιτοζαμίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με τύπο C6H3NO5, της ομάδας των σακχάρων και συστατικό της χιτίνης και της μυκίνης από τις οποίες και παρασκευάζεται με θέρμανση με υδροχλωρικό οξύ. Είναι σώμα αναγωγικό, διαλυτό στο νερό και κρυσταλλώνεται σε άχροους βελονοειδείς κρυστάλλους. Glider [Ανεμόπτερο] Αεροναυτ. Πτητική συσκευή εφοδιασμένη με όργανα διακυβέρνησης αλλά χωρίς κινητήρα ικανή να αιωρείται και να κινείται στον αέρα με την βοήθεια των ρευμάτων του ανέμου αφού πρώτα απογειωθεί και αποκτήσει την απαιτούμενη ταχύτητα ρυμουλκούμενη δια απλού (με ειδικά σκοινιά) ή μηχανικού (με βενζινάκατο, αεροπλόνο κ.λ.π.) συστήματος έλξεως. Glitter [Λάμψη] Οπτικ. Ο σπινθηροβολισμός μιας επιφάνειας από την αντανάκλναση του φωτός όπως π.χ. στις έδρες πολύτιμου λίθου. Glivenko-Cantelli Lemma [Λήμμα GlivenkoCantelli] Μαθημ. Έστω \J i=l,...,n ανεξάρτητες τυχαίες μεταβλητές με συνάρτηση κατανομής F και εμπειρική συνάρτηση κατανομής Fn. Τότε αποδεικνύεται πως η πιθανότητα του ενδεχομένου [sup{|Fn(x) - F (χ)| χ e R}—>0], καθώς το n απειρίζεται, είναι 1. Global [Πλανητικός ή παγκόσμιος] Γεν. Όρος που αναφέρεται στη σφαίρα της Γης ως σύνολο και γενικότερα σε οποιαδήποτε άλλη ουράνια σφαίρα. Global Correction [Συνολική διόρθωση] Πλημ. Όρος που αναφέρεται κυρίως σε λογισμικά προγράμματα κειμενογράφων όπου όταν δοθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή η εντολή της αλλαγής μίας λέξης μέσα σε ένα έγγραφο υπάρχει η επλογή της επέκτασης αυτομάτως αυτής της εντολής σε ολόκληρο το αρχείο το οποίο

διαχειρίζεται εκείνη την στιγμή το πρόγραμμα, Global Radiation [Πλανητική ακτινοβολία] Γεωφυσ. Η ποσότητα συνολικά της άμεσης και έμμεσης ακτινοβολίας που προσπίπτει επί της Γης ανά μονάδα οριζόντιας επιφάνειας. Global Safety Factor [Συνολικός συντελεστής ασφαλείας] Πολ. Μηχ. Ο σύνθετος συντελεστής ασφαλείας ενός φορέα που είναι η συνισταμένη των επιμέρους συντελεστών ασφαλείας του κάθε μεμονωμένου στοιχείου που συμμετέχει στο σύνολο, Global Sea [Πλανητική θάλασσα] Ωκεαν. Το σύνολο των υδάτινων μαζών της υδρογείου θεωρούμενες ως μία ενιαία υδάτινη μάζα εντός της οποίας παρατηρούνται διάφορες σύνθετες κινήσεις όπως θαλάσσια ρεύματα, μετακινήσεις ζωικών και φυτικών πληθυσμών κ. λ.π. Global Search (Συνολική αναζήτηση] Πληρ. Ο όρος αυτός αναφέρεται στην αναζήτηση χαρακτήρων, λέξεων ή και ολόκληρων φράσεων, η οποία γίνεται ταχύτατα μέσα σε ολόκληρο το αρχείο που διαχειρίζεται από κάποιο λογισμικό πρόγραμμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Global Search And Replace [Συνολική αναζήτηση και αντικατάσταση] Πληρ. Πρόκειται για ένα βήμα παραπέρα της αναζήτησης χαρακτήρων μέσα σε αρχεία λογισμικών προγραμμάτων (βλέπε Global Search) καθώς σε αυτήν την περίπτωση συμπεριλαμβάνεται και η αντικατάστασή τους από άλλους χαρακτήρες ή λεξεις. Global Variable [Καθολική μεταβλητή] Πληρ. II μεταβλητή, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιαδήποτε υπορουτίνα, συνάρτηση ή γενικότερα από οποιοδήποτε αυτόνομη ενότητα ενός υπολογιστικού προγράμματος. II εμβέλεια της καθορίζεται από τις κατηγόριες αποθήκευσης που διαθέτει και χρησιμοποιεί η κάθε γλώσσα προγραμματισμού, Globe [Σφαίρα] Γεν. 1. Οποιοδήποτε σώμα έχει το σχήμα σφαίρας και ειδικότερα η Γη ή άλλος πλανήτης. 2. Η αναπαράσταση της Γης ή άλλου ουρανίου σο') ματ ο ς υπό μορφή κοίλης σφαίρας συχνά με ανάγλυφες αποτυπώσεις γεωλογικών σχηματισμών, Globigerina Ooze [Ιλύς των γλοβιγερινών] Ωκεαν. Εκτεταμένες ασβεστολιθικής σύστασης αποθέσεις των βαθέων υδάτων που χαρακτηρίζονται από την αφθονία των κελοφών πρωτοζώων της οικογένειας των γλοβιγερινών και άλλων τρηματοφόρων. Globin [Σφαιρίνη] Βιοχημ. Τάξη απλής πρωτεΐνης που αποτελεί συστατικό της αιμοσφαιρίνης συνδεδεμένη με την προσθετική ομάδα της αίμης (σιδηροπορφυρίνη). Globular Protein [Σφαιρική πρωτεΐνη] Ομγ. Χημ. Η μία από τις δύο κατηγορίες των απλούν πρωτεϊνών, οι διαλυτές σε υδατικά και αιθανολικά διαλόματα με κυριότερες τάξεις τις σφαιρίνες, τις ιστόνες, τις αλβουμίνες κ.λ.π. Globular S t a r Cluster [Σφαιρικό αστρικό σμήνος] Αστμον. Πολυπληθές συγκρότημα αστέρων του Γαλαξία διατεταγμένων κατά τρόπο ώστε να δίνουν ως σύνολο μορφή σφαίρας με μεγάλοι πυκνότητα αστρικού πληθυσμού στο κέντρο και μικρότερη προς τα άκρα. Είναι ηλικίας της τάξης των 3 δισεκατομμυρίων ετών π.χ. το Μπ του Ηρακλέους, το ω του Κενταύρου, το 47 της Τουκάνα κ.λ.π. Globular W a r m i n g [Θέρμανση της υδρογείου] Μετεωμ. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας (πάνω από Γ'

-643C για τα τελευταία 100 έτη) του πλανήτη της Γης αλλά με διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό (προβλέψεις για πάνω από 4° C τα επόμενα 100 χρόνια) λόγω, κυρίως, του φαινόμενου του θερμοκηπίου που ενισχύεται από την καταστροφή των τροπικών δασών και της εξασθένησης της ζώνης του όζοντος, που έχει επιπρόσθετες συνέπειες την άνοδο του επίπεδου της θάλασσας (ήδη 20-30 εκατοστά) λόγω της διαστολής των ωκεάνιων υδάτων και της τήξης των πολικών πάγων, τη μεταβολή των ρευμάτων θερμικής μεταφοράς κ.λ.π. Globulin [Γλοβουλίνη ή σφαιρίνη] Βιοχημ. Τάξη απλών πρωτεϊνών είτε ζωικής προέλευσης (ορογλοβουλίνη, φιβρίνη κ.λ.π.) είτε φυτικής (εδεστίνη, γλουτελίνες, προλαμίνες κ.λ.π.). Συμπεριφέρονται ως οξέα, είναι αδιάλυτες στο νερό αλλά διαλύονται σε αραιά διαλύματα ουδέτερων αλάτων και ανθρακικών αλκαλίων. Globulite [Γλοβουλίτης] Γεωλ. Μη πλήρως διαμορφωμένα κρυσταλλικά σωματίδια (κρυσταλλίτες) των υαλωδών μαγματικών πετρωμάτων με σχετικά σφαιρικό σχήμα, μικροσκοπικό μέγεθος και σκοτεινό χρωματισμό. Gloom [Σκοτεινιά] Μετεωρ. Ατμοσφαιρική κατάσταση που δημιουργείται όταν παρεμποδίζεται η διέλευση του ηλιακού φωτός από εκτεταμένη και πυκνή νέφωση. Gloss 1 [Αντανάκλαση] Οικοδ. Η ιδιότητα της αντανάκλασης του φωτός που έχει μια επιφάνεια. Σύμφωνα με τα πρότυπα κατασκευής της Μεγάλης Βρετανίας, ο βαθμός αντανάκλασης μιας τελειωμένης επιφάνειας είναι ένδειξη της αντοχής της σε φθορά. Gloss 2 [Στιλπνότητα] Οπτικ. Ο λόγος της έντασης ανακλώμενου προς συγκεκριμένη διεύθυνση προς το συνολικά ανακλώμενου προς όλες τις διευθύνσεις φωτός κατά την πρόσπτωση του επί επιφάνειας. Gloss Paint [Αντανακλαστική βαφή] Οικοδ. Υλικό βαφής με υψηλό βαθμό αντανακλαστικότητας κατάλληλο για εξωτερική χρήση και ανθεκτικό στις κλιματολογικές μεταβολές. Glossary [Γλωσσάριο] Πληρ. Είναι ένα αρχείο δεδομένων ενός λογισμικού προγράμματος κειμενογράφου το οποίο περιέχει τις πιο συνηθισμένες λέξεις ή φράσεις και το οποίο εύκολα και άμεσα μπορεί να ανακαλεστεί από την μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή προς χρήση κατά την επεξεργασία ενός εγγράφου. Glossy [Στιλπνός] Οπτικ. Χαρακτηρίζεται επιφάνεια που έχει την ιδιότητα να ανακλά το μεγαλύτερο μέρος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας προς συγκεκριμένη διεύθυνση σε σχέση με την διαχεόμενη προς όλες τις διευθύνσεις. Glow Discharge [Εκκένωση αίγλης] Ηλεκτρον. Μορφή αυτοτελούς ηλεκτρικής εκκένωσης, μικρής έντασης ρεύματος και υψηλής σχετικά τάσης λειτουργίας, που πραγματοποιείται σε σωλήνα που περιέχει αέριο, υπό χαμηλή πίεση και χαμηλής θερμοκρασίας ηλεκτροδίων και αερίου και κατά την οποία παράγεται φωτοβολία, λόγω του ιονισμού των ατόμων και τη δημιουργία πλάσματος κατά τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος. Glow Discharge M i c r o p h o n e [Μικρόφωνο εκκένωσης αίγλης] Ακουστ. Μικρόφωτο στο οποίο τα ηχητικά κύματα διαμορφώνουν το ηλεκτρικύ ρεύμα σε διάταξη εκκένωσης αίγλης. Glow L a m p [Λαμπτήρας αίγλης] Ηλεκτρον. Ψυχρή φωτεινή πηγή που βασίζει τη λειτουργία της στην εκκένωση αίγλης. Κατασκευάζεται σε σχήμα λαμπτήρα

Glucoside

φωτισμού που περιέχει μικρή ποσότητα αδρανούς αερίου υπό ελαττωμένη πίεση και δύο συρμάτινα σε σχήμα σωληνοειδούς ηλεκτρόδια αλληλοκείμενα χωρίς να εφάπτονται. Χρησιμοποιούνται ως ενδεικτικές λυχνίες λειτουργίας συσκευών. Glow Switch [Διακόπτης αίγλης] Ηλεκτρον. Μικρός σωλήνας εκκένωσης αίγλης με το ένα ηλεκτρόδιο του σε σχήμα διμεταλλικού ελάσματος, που ενσωματώνεται στο κύκλωμα λαμπτήρα φωτισμού για να λειτουργεί ως εκκινητής προκειμένου τα ηλεκτρύδια του λαμπτήρα να αποκτήσουν την κατάλληλη θερμοκρασία και να αναπτυχθεί εκκένωση τόξου. Παραμένουν στη συνέχεια εκτός λειτουργίας λόγω του ότι η τάση λειτουργίας του είναι μεγαλύτερη της τάσης λειτουργίας του λαμπτήρα. Glow T u b e [Σωλήνας αίγλης] Ηλεκτρον. Ψυχρή φωτεινή πηγή διαφόρων τύπων στην οποία δημιουργούνται συνθήκες εκκένωσης αίγλης σε υάλινους σωλήνες με δύο ηλεκτρόδια, όπως π.χ. οι σωλήνες των φωτεινών διαφημίσεων με κατάλληλο αέριο (νέο, ήλιο, αργό κ.λ. π.) ανάλογα με το επιζητούμενο χρώμα, οι σωλήνες Γκάισλερ κ.λ.π. Glow Voltage [Τάση αίγλης] Ηλεκτρον. Η τάση έναυσης που απαιτείται να εφαρμοστεί ανάμεσα στα ηλεκτρόδια κατάλληλης διάταξης για να αρχίσει εκκένωση αίγλης καθώς και η τάση λειτουργίας της (ελαφρά μικρότερη της τάσης έναυσης) που διατηρείται σχετικά σταθερή ανεξάρτητη του ρεύματος (δεν ισχύει ο νόμος του Ωμ) εξαρτώμενη κυρίως από το υλικό της καθόδου, την απόσταση των ηλεκτροδίων, την πίεση και το είδος του αερίου. Glucan [Γλυκάνη] Βιοχημ. Κατηγορία ομοπολυσακχαριτών με γενικό τύπο (ΟήΠ^Ο JO)V, που είναι φυσικά παράγωγα της γλυκόζης, τα μόρια της οποίας συνδέονται με γλυκοζιτικούς δεσμούς σε δομή είτε γραμμική είτε διακλαδούμενη. Οι σπουδαιότερες είναι η κυτταρίνη, το άμυλο, το γλυκογόνο, η ινουλίνη κ.λ.π. Gluco- [Γλυκό-] Οργ. Χημ. Πρώτο συνθετικό που υποδηλώνει την έννοια της γλυκόζης ή τις διεργασίες που έχουν σχέση μ' αυτή. Gluconate [Γλυκονικός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στα άλατα και στους εστέρες του γλυκονικού οξέος. Στο μόριό τους περιέχεται η ρίζα CH 2 (OH)(CHOH) 4 COO-. Gluconic Acid [Γλυκονικό οξύ] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο QH^O?, που λαμβάνεται με οξείδωση της γλυκόζης. Είναι άχροη, κρυσταλλική ουσία διαλυτή στο νερό και την αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία, στη φαρμακευτική κ.λ.π. Glucophore [Γλυκοφόρος] Οργ, Χημ. Αναφέρεται σε ομάδα ατόμων που η παρουσία της προσδίδει γλυκιά γεύση σε μία ένωση. Glucose [Γλυκόζη] Βιοχημ. Μονοσακχαρίτης που ανήκει στις αλδοεξόζες με τύπο C 6 H 12θ6, ο πιο διαδεδομένος στη φύση (φρούτα, αίμα, ζύμη κ.λ.π.). Παρασκευάζεται με υδρόλυση του άμυλου. Υπάρχει σε πολλές μορφές με πιο συνήθη τη D-γλυκόζη (ή δεξτρόζη ή σταφυλοσάκχαρο) που είναι κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτη στο νερό. Σε υδατικά διαλύματα εμφανίζει το φαινόμενο του πολυστροφισμού λόγω των δύο κυκλικών μορφών της την α-, β- γλυκόζη που βρίσκονται σε ισορροπία με την άκυκλη μορφή. Glucoside [Γλυκοζίτης] Βιοχημ. Κάθε γλυκοζίτης σε αή β- μορφή της γλυκόζης δηλ. φυσικό παράγωγο που προέρχεται από την αντικατάσταση του υδρογόνου του

Glucuronic Acid

-644-

ημιακεταλικού υδροξυλίου του C-1. Υδρολύεται προς γλυκόζη και άγλυκο συστατικό παρουσία γλυκοζιτασών. Glucuronic Acid [Γλυκουρονικό οξύ] Βιοχημ. Οργανική ένωση με τύπο C6H10O7, που βρίσκεται στα ούρα ενωμένη με διάφορες φαινόλες υπό μορφή αιθέρων και με αρωματικά οξέα υπό μορφή εστέρων. Παρασκευάζεται από το ευξανθικό οξύ φυσικής χρωστικής με θέρμανση με αραιό θειικό οξύ. Glucuronide [Γλυκουρονίδιο] Βιοχημ Οργανική ένωση που προκύπτει με σχηματισμό γλυκοζιτικού δεσμού από γλυκουρονικό οξύ με άλλη οργανική ένωση (αλκοόλη, φαινόλη κ.λ.π.). Glue [Κόλλα] Υλικ. Κάθε ουσία ζωικής, φυτικής ή συνθετικής προέλευσης που χρησιμοποιείται ως συγκολλητική ύλη, όπως η ζωική κόλλα (οστεόκολλα, ιχθυόκολλα κ.λ.π.), η κόλλα από καζεϊνη, η φυτική κόλλα από κομμεόδενδρα, η αμυλόκολλα κλ.π. Gluon [Γλοιόνιο] Φυσ. Υποθετικό σωματίδιο πεδίου ή κβάντο που, σύμφωνα με την κβαντική χρωμοδυναμική, είναι ο φορέας διάδοσης της ισχυρής (αδρονικής) αλληλεπίδρασης ανταλλασσόμενο μεταξύ των κουάρκ και αντικουάρκ. Είναι σωματίδιο χωρίς μάζα και ηλεκτρικό φορτίο με οκτώ τύπους, έξι από τους οποίους έχουν φορτίο χρο')ματος. Glutamate [Αλας του γλουταμινικού οξέος] Βιοχημ. Οποιοδήποτε άλας ή εστέρας του γλουταμινικού οξέος και ειδικότερα το λευκό, κρυσταλλικό άλας του νατρίου NaCsHjjO^ που έχει κρεατώδη οσμή κι χρησιμοποιείται ως προσθετική ουσία στη βιομηχανία τροφίμων. Glutamic Acid [Γλουταμινικό οξύ] Βιοχημ. Το ααμινογλνουταρικό οξύ C5H9NO4 με σύμβολο Glu, που ανήκει στη κατηγορία των όξινων α- αμινοξέων από τα πιο διαδεδομένα συστατικά το)ν πρωτεϊνών από τις οποίες και παρασκευάζεται με υδρόλυση (π.χ. της γλουτένης του σίτου, της καζεΐνης κ.λ.π.) είτε φυραματικά είτε με πυκνό υδροχλωρικό οξύ. Είναι ένωση οπτικά ενεργή, αμφολότης, με ισοηλεκτρικό σημείο στην όξινη περιοχή του ρΗ και σημείο τήξης 211° C. Glutamine [Γλουταμίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με χημικό τύπο C5H10N2O3 και σύμβολο Gin, το μοναμίδιο του γλουταμινικού οξέος, ευρύτατα διαδεδομένο στα φυτικά φύτρα, κονδυλώματα κλ.π. και στο ζωικό ιστό. Είναι λευκό κρυσταλλακό αμινοξύ και έχει σημείο τήξης 1850° C. Glutaraldeyde [Γλουταραλδεϋδη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο C5H8O2. Είναι υγρό διαλυτό στο νερό και την αλκοόλη και χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, ως χημικό αντιδραστήριο, στη φαρμακευτική κ.λ.π. G l u t a r a t e [Αλος του γλουταρικού οξέος] Βιοχημ. Κάθε άλας ή εστέρας του γλουταρικού οξέος. Glutaric Acid [Γλουταρικό οξύ] Βιοχημ. Το πεντανεδιοϊκό οξύ, οργανικό δικαρβονικό οξύ με χημικό τύπο Ο ί Η ^ π ο υ βρίσκεται στο χυμό των τεύτλαον και στα πρόβατα αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά με θέρμανση οξυγλουταρικού οξέος με υδροϊώδιο. Είναι άχροη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό, με σημείο τήξης 97° C που χρησιμοποιείται για οργανικές συνθέσεις. Glutathione [Γλουταθείο] Βιοχημ. Τριπεπτίδιο με χημικό τύπο C10H17N3O6S και σύμβολο GSH, αποτελούμενο από τρία αμινοξέα, τη γλυκίνη, τη κυστεϊνη και το γλουταμινικό οξύ. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό αλλά όχι στους οργανικούς διαλύτες, με ση-

μείο τήξης 190° C. Είναι σημαντικό συστατικό στα ζωικά κύτταρα όπου δρα ως μεταφορέας οξυγόνου και συμμετέχει σε πολλές ενζυματικές αντιδράσεις. Gluteline [Γλουτελίνη] Βιοχημ. Κατηγορία απλών πρωτεϊνών που συναντώνται στους σπόρους των δημητριακών, όπως η γλουτενίνη του σίτου. Είναι αδιάλυτες στο νερό και σε διαλύματα αλάτων αλλά διαλυτές σε αραιά οξέα και αλκάλια. Gluten [Γλουτένη] Βιοχημ. Αζωτούχος ουσία αποτελούμενη κυρίας από δύο πρωτεΐνες, τη γλιαδίνη και τη γλουτενίνη, που βρίσκεται εντός των δημητριακών (κυρίως του σίτου) απ' όπου λομβάνεται μετά την έκπλ.υση του αλεύρου με νερό. Η ποσότητα και η ποιότητά της εντός των αλεύρων είναι καθοριστικής σημασίας για την αρτοποιητική τους ποιότητα. Χρησιμοποιείται, επίσης, για θρεπτικά παρασκευάσματα στη βιομηχανία τροφίμων και για κατασκευή κόλλας στην υποδηματοποιία. Glutenin [Γλουτενίνη] Βιοχημ. Η γλουτελίνη που λαμβάνεται από τους σπόρους του σίτου. Glyceraldeyde [Γλοκεριναλδεϋδη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με τύπο C3H 6 0 3 , που παράγεται ως προϊόν κατά την ήπια οξείδωση της γλυκερίνης. Είναι ευδιάλυτη στην ολκοόλη και τον αιθέρα και λίγο διαλοτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Glycerate [Γλυκερινικύ] Βιοχημ. Κάθε άλας ή εστέρας του γλοκερινικού οξέος. Glyceric Acid [Γλυκερινικό οξύ] Βιοχημ. Οργανικό οξύ με τύπο C3H6O4 που λαμβάνεται με οξείδωση της γλυκεριναλδεϋδης. Είναι ενδιάμεσο προϊόν της αλκοολνΐκής ζύμωσης. Glyceride [Γλυκερίδιο] Βιοχημ. Κατηγορία εστέρων της γλυκερόλης με μονοκαρβονικό οξύ. Διακρίνονται σε μονο-, δι- και τρι- γλυκερίδια ανάλογα με τον αριθμό των ριζών του οξέος που ενώνονται με τα τρία υδροξύλια της ολκοόλης καθώς επίσης και σε απλά ή μικτά ανάλογα με το αν η εστεροποίηση γίνεται με μόρια του ίδιου ή διαφορετικών οξέων. Στη φύση απαντούν κυρίως στα έλοια και στα λίπη υπό μορφή τριγλυκεριδίων. Glycerol [Γλυκερόλη ή γλυκερίνη] Ομγ. Χημ. Τρισθενής αλκοόλη, το 1, 2, 3 - τριυδροξυπροπάνιο C3H803. Όταν είναι χημικά καθαρή, είναι άχρωμο, άοσμο παχύρρευστο υγρό με γλοκιά γεύση. Είναι εύκολα διαλοτή στο νερό και στην αλκοόλη και λιγότερο στον αιθέρα, με σημείο τήξης 18" C και σημείο βρασμού 290° C. Παρασκευάζεται βιομηχανικά από ζωικά ή φυτικά λίπη και έλαια με υδρόλυση και σαπωνοποίηση αλλά και συνθετικά από τα πετρέλαια. Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως διαλυτικό, αντιψυκτικό, για την παρασκευή νιτρογλυκερίνης, στις βιομηχανίες πλαστικών, καλλυντικών, χάρτου, καπνού κ.λ.π. Glycerophosphoric Acid [Γλοκερινοφοσφωρικό οξύ] Βιοχημ. Ο εστέρας της γλυκερόλης με ένα μόριο φωσφορικού οξέος με τύπο Ο^ΗοΟ^Ρ. Σχηματίζεται κατά την αλκοολική ζύμωση των σακχάρων ως ενδιάμεσο προϊόν και δίνει στη συνέχεια γλυκερόλη. Glyceryl [Γλυκερύλιο] Ομγ. Χημ. Η τρισθενής pita της γλυκερόλης CH 2 CHCH 2 . Glycine [Γλυκίνη ή γλυκόκολλα] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση, το αμινοξικό οξύ με τύπο CH 2 NH 2 COOH και σύμβολο Gly, συστατικό πολλών πρωτεϊνών απ' όπου λομβάνεται με υδρόλυση ή συνθετικά. Είναι λευκή, άοσμη κρυσταλλική ένωση με γλυκιά γεύση, διαλυτή

-645 στο νερό και αδιάλυτη στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Έχει σημείο τήξης 232 υ έως 236 0 C. Glycogen [Γλυκογόνο] Βιοχημ. Φυσικό προϊόν μη σακχαροειδής ομοπολυσακχαρίτης, αποτελούμενο από γλυκόζη, το λεγόμενο και ζωικό άμυλο. Είναι λευκή, άμορφη, άγευστη και άοσμη σκόνη μεγάλου μοριακού βάρους, χωρίς αναγωγικές ιδιότητες και κολλοειδώς διαλυτή στο νερό. Απαντά στους ζωικούς οργανισμούς, κυρίως στο ήπαρ και στους μυς και αποτελεί εφεδρική πρώτη ύλη για τη διατήρηση του επιπέδου της γλυκόζης στο αίμα. Glycogenesis [Γλυκογόνωση] Βιοχημ. Ο σχηματισμός γλυκογόνου από την πλεονάζουσα γλυκόζη στο αίμα, που αποταμιεύεται ως εφεδρική ύλη. Glycogenolysis [Γλυκογονόλυση] Βιοχημ. Η διεργασία μετατροπής του γλυκογόνου με ειδική ζύμωση αρχικά σε γλυκόζη και στη συνέχεια σε γαλακτικό οξύ μέρος του οποίου κατά την οξείδωση του παρέχει την απαιτούμενη ενέργεια για τη μυϊκή εργασία. Glvcole [Γλυκόλη] Ομγ. Χημ. Η απλούστερη γλυκόλη, η αιθαναδιόλη ή αιθυλενογλυκόζη με τύπο C 2 H 4 (OH) 2 . Είναι ιξώδες, άχροο υγρό γλυκιάς γεύσης, αναμίξιμο με το νερό και την αλκοόλη με ειδικό βάρος 1,125 και σημείο βρασμού 197,6° C. Χρησιμοποιείται ως αντιψυκτικό. Glycoles [Γλυκόλες] Ομγ. Χημ. Γενική ονομασία για τις οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριο τους δύο υδροξύλια, τις δισθενείς αλκοόλες με τύπο CyH 2 v(OH) 2. Είναι παχύρρευστα, άχροα και με γλυκιά γεύση υγρά ευδιάλυτα στο νερό και στην αλκοόλη. Glycolipid [Γλυκολιπίδιο] Βιοχημ. Αναφέρονται από κοινού οι τάξεις των κερεβροζιτών και των γαγλιοζιτών των σφιγγολιπιδίων, που είναι εστέρες της ακόρεστης αμινααλκοόλης σφιγγοσίνης. Συναντώνται σε κύτταρα του νευρικού ιστού και αποτελούν συστατικά της κυτταρικής μεμβράνης. Glycolysis [Γλυκόλυση] Βιοχημ. Γενικά η διάσπαση παρουσία φυραμάτων και απουσία οξυγόνου της γλυκόζης και ειδικότερα η εντός των ζωικών κυττάρων αναερόβια διάσπαση παρουσία βιοκαταλυτών υδατανθράκων προς γαλακτικό οξύ με έκλυση σημαντικής ποσότητας ενέργειας. Glycoprotein [Γλυκοπρωτεϊνη] Βιοχημ. Μικτοί 0 γλυκοζίτες και Ν-γλυκοζίτες που προκύπτουν από το ημιακεταλικό υδροξείλιο της σερίνης ή την ε- αμινοομάδα της λυσίνης. Glycoside [Γλυκοζίτης] Βιοχημ. Κατηγορία διάφορων φυσικών παραγώγων σε α- ή β- μορφή των μονοσακχαριτών που προέρχονται από την αντικατάσταση του υδρογόνου του ημιακεταλικού υδροξυλίου (π.χ. αλκυλογλυκοζίτες, νουκλεοζίτες κ.λ.π.). Με υδρόλυση παρουσία γλυκοζιτασών δίνουν τον μονοσακχαρίτη και ένα ή περισσότερα (καλούμενο άγλυκο) συστατικά. Είναι άχρωμα κρυσταλλικά ή άμορφα στερεά με πικρή γεύση μη αναγωγικά που δε δίνουν αντιδράσεις προσθήκης και δεν υπόκεινται σε ζύμωση. Glycosidic Bond [Γλυκοζιτικός δεσμός] Ομγ. Χημ. Το είδος του δεσμού που συνενώνονται με διαμοριακή αφυδάτωση οι μονοσακχαρίτες προκειμένου να σχηματίσουν ολιγοσακχαρίτες ή πολυσακχαρίτες. Συνήθως η μοριακή αφυδάτωση γίνεται ανάμεσα σε δύο ημιακεταλικό υδροξύλια ή ανάμεσα σε ημιακεταλικό υδροξύλιο και αλκοολικό υδροξύλιο. Glycosyl [Γλυκοζύλιο] Ομγ. Χημ. Η ρίζα που προκύπτει απύ ένα μονοσακχαρίτη με την αφαίρεση του ημιακε-

Gnomon1

ταλικού υδροξυλίου. Glycyl- [Γλυκύλιο] Ομγ. Χημ. Η ρίζα NH 2 CH 2 COOHτης γλυκίνης. Glyoxal [Γλυοξάλη] Ομγ. Χημ. Το διφορμύλιο ή αιθαναδιόλη με χημικό τύπο (CHO) 2 , που ανήκει στις διαλδεϋδες. Υπάρχει σε τέσσερις μορφές ως πολυγλυοξάλη, τριμοριακή γλυοξάλη, μονομοριακή γλυοξάλη και παραγλυοξάλη. Η μονομοριακή, που λαμβάνεται από την πολυγλυοξάλη με θέρμανση, είναι ανοικτοκίτρινη κρυσταλλική ουσία ή υγρό και σχηματίζει ατμούς σμαραγδοπράσινου χρώματος. Είναι ασταθής και εύκολα πολυμερίζεται προς παραγλυοξάλη. Glyoxalic Acid [Γλυοξαλικό οξύ] Βιοχημ. Οργανικό οξύ με τύπο C 2 H 2 03 από το οποίο σχηματίζεται το γλυοξυλικό οξύ. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία που δυαλυόμενη στο νερό ενώνεται χημικά μ' ένα μόριο ύδατος. Glyoxylic Acid [Γλυοξυλικό οξύ] Ομγ. Χημ. Οργανικό οξύ με τύπο C 2 H 2 03+H 2 0 που παρασκευάζεται κατά την οξείδωση της αιθυλικής αλκοόλης με νιτρικό οξύ. Κρυσταλλώνεται σε ρομβικά πρίσματα, είναι διαλυτό στο νερό και δίνει αντιδράσεις αλδεϋδών. Συναντάται ιδιαίτερα στους άγουρους καρπούς. Glyptal Resin [Γλυπταλική ρητίνη ή γλυπτάλη] Οργ. Χημ. Συνθετική πλαστική ύλη που ανήκει στην κατηγορία των αλκυδικών ρητινών. Παρασκευάζεται από γλυκερίνη και φθαλικό οξύ με πολυσυμπύκνωση. Χρησιμοποιείται υπό μορφή πρεσαριστών μιγμάτων ως συνδετικό και σε ανάμειξη με άλλες φυσικές ή τεχνητές ρητίνες στην βιομηχανία βερνικοχρωμάτων. Glassed Steel [Υαλωμένος χάλυβας] Μεταλλ. Χαλύβδινη κατασκευή που φέρει επένδυση γυαλιού για μεγαλύτερη αντιοξειδωτική προστασία. G m [Σύμβολο γραμμαρίου] Μηχ. Πρόκειται για έναν διεθνή συμβολισμό του γραμμαρίου, της γνωστής μονάδας μέτρησης της μάζας Gram Gmelinite [Γμελινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό αργίλιο, ασβέστιο και νάτριο, της ομάδας των ζεολίθων. Συναντάται σε λευκόχρωμους ή ροζ ρομβοεδρικούς με κρυσταλλώδη λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος2 έως 2,17. Gneiss [Γνεύσιος] Γεωλ. Κατηγορία κρυσταλλοσχιστωδών, εύκολα αποσαθρούμενων πετρωμάτων όξινου χαρακτήρα που προέρχονται από υψηλού βαθμού καθολική μεταμόρφωση εκρηξιγενών (ορθογνεύσιοι) ή ιζηματογενών (παραγνεύσιοι) πετρωμάτων. Τα ορυκτολογικά τους συστατικά είναι άστριοι και χαλαζίας συνοδευόμενα από μαρμαρυγίες (βιοτίτης, μοσχοβίτης κ.λ.π.), αμφιβόλους (συνήθως κεροστίλβη) ή πυροξένους (συνήθως αυγίτη), διατεταγμένα σε χαρακτηριστικό ζωνώδη ιστό. Gneissic Granodiorite [Γνευσιακός γρανοδιορίτης] Γεωλ. Πέτρωμα γρανοδιορίτη που παρουσιάζει χαρακτηριστικά γνεύσιου. Gneissose T e x t u r e [Γνευσιακός ιστός] Γεωλ. Ο χαρακτηριστικός σύνθετος ιστός των γνεύσιων που δομείται με την εναλλαγή ακανόνιστων ανοικτόχρωμων ζωνών με κοκκώδη υφή, αποτελούμενων από άστριους και χαλαζία και σκουρόχρωμων ζωνών με σχιστοειδή υφή, αποτελούμενων από μαρμαρυγίες, αμφιβόλους ή πυροξένους. Gnomon 1 [Γνώμων] Αστμον. 1. Όργανο αστρονομικό από την αρχαιότητα, αποτελούμενο από κατακόρυφο στύλο επί οριζόντιας επιφάνειας για τον καθορισμό, με

Gnomon 2

-646-

τη βοήθεια της σκιάς, του χρόνου αλλά και άλλων στοιχείων όπως του γεωγραφικού πλάτους, της απόκλισης του ήλιου, της διάρκειας του έτους κ.λ.π. 2. Οποιοδήποτε αντικείμενο όπως ο στύλος των ηλιακών ρολογιών του οποίου η σκιά λειτουργεί ως δείκτης μέτρησης. Gnomon" [Γνώμων] Μαθημ. Το γεωμετρικό σχήμα που απομένει όταν αφαιρείται παραλληλόγραμμο από όμοιο αλλά μεγαλύτερο με το οποίο έχει κοινή γωνία. Gnomonic C h a r t [Γνωμονικός χάρτης] Γεν. Διάγραμμα ή χάρτης που σχεδιάζεται με γνωμονική προβολή (ναυσιπλοϊκός, αστρονομικός κ.λ.π.). Gnomonic Projection [Γνωμονική προβολή] Γεν. Τύπος αζιμουθιακής ή ζενιθιακής προβολής κατά την οποία η προβολή γίνεται από το κέντρο της σφαίρας προς εφαπτόμενο επίπεδο και κατά την οποία οι μέγιστοι κύκλοι ((π.χ. της Γης) παριστάνονται ως ευθείες γραμμές και το αντίστροφο. GNU Object Model E n v i r o n m e n t [Πρότυπο περιβάλλον αντικειμένων του GNU] Επικοιν. Παραθυρικό περιβάλλον από το πανεπιστημιακό έργο GNU που συναντιέται πολύ στο σύστημα Linux. Godel-Bernays N u m b e r [Αριθμύς Godel-Bernays] Μαθημ. Αριθμός ο οποίος αποδίδεται στις εκφράσεις που ορίζονται με μαθηματικό τρόπο και έχουν πεπερασμένο μήκος. Godel-Bernays Set Theory [Θεωρία συνόλων GodelBcrnays] Μαθημ. Μελέτη των συνόλων ως προς τις έννοιες που λαμβάνονται αξιωματικά. Goethite [Γκαιτίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, ένα από τα μεταλλεύματα του σιδήρου. Συναντάται σε εύθραστους καστανοκίτρινους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος σε συμπαγή ινώδη συσσωματώματα. Έχει σκληρότητα 5 έως 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάροο 3,3 έως 4,3. Going [Σκαλοπάτι] Οικοδ. Η οριζόντια επιφάνεια σε μία σκάλα που αποτελεί το βατό της τμήμα. Οριοθετείται από την απόσταση μεταξύ δύο συνεχόμενων κάθετων επιφανειών. Gold [Χρυσός] Χημ. Ευγενές μεταλλικό στοιχείο με σύμβολο Au, ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 196,97, ειδικό βάρος 19,32, σημείο τήξης 1064,43° C και σημείο βρασμού 2807° C. Είναι πολ.ύ μαλακό, ευήλατο και όλκιμο μέταλλο με έντονη λάμψη κρυσταλλούμενο στο κυβικό σύστημα, καλός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, απρόσβλητο από το περιβάλλον αλλά διαλυτό στο βασιλικό ύδωρ. Συναντάται αυτοφυής είτε καθαρός είτε σε μίγμα, κυρίως με άργυρο και χαλκό, σε χαλαζιακά πετρίόματα, πυρίτες κ.λ.π. συνήθως υπό λεπτό διαμερισμό. Gold Alloy [Κράμα του χρυσού] ΜεταλΧ Σειρά κραμάτων του χρυσού με άλλα μέταλλα (χαλκό, άργυρο, νικέλιο κ.λ.π.), η συνήθης μορφή με την οποία χρησιμοποιείται λόγω της μεγάλης μαλακότητάς του. Η περιεκτικότητα του κράματος των κοσμημάτων σε χρυσό εκφράζεται συνήθως επί τοις χιλίοις. Ο λευκός χρυσός είναι κράμα του χρυσού με νικέλιο, χαλκό και ψευδάργυρο. Gold Amalgam [Αμάλγαμα του χρυσού] Ανομγ. Χημ. Κ4)άμα χρυσού και υδραργύρου που σχηματίζεται κατά τη μέθοδο της αμαλγάμωσης (επίδραση με υδράργυρο) είτε για την επιχρύσωση αντικειμένων είτε παλαιότερα ως μέθοδος διαχωρισμού των μικρότερων ψηγμάτων και κόκκων χρυσού από το υπόλειμμα μετά την έκπλυ-

ση του μεταλλεύματος. Gold Bronze [Χρυσό κρατέρωμα ή μπρούντζος] Μετα/Χ Πρόκειται για μπρούντζο αργιλίου δηλ. κράμα χαλκού με μικρό ποσοστό αργλίου με ή χωρίς κασσίτερο. Είναι αρκετά ανθεκτικό με χρώμα που προσομοιάζει του χρυσού και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων. Gold Chloride [Χλ,ωρίδιο του χρυσού] Ανομγ. Χημ. Ένωση με χημικό τύπο AuCh που λαμβάνεται με επίδραση χλωρίου επί λεπτόκοκκου χρυσού ή επί χλωροχρυσικού οξέος. Είναι ερυθρή κρυσταλλική ένωση διαλυτή στο νερό και την αλκοόλη. Θερμαινόμενη διίσταται προς χλώριο και μονοχλωριούχο χρυσό ενώ αναγόμενη σχηματίζει το ερυθρό του Κάσσιους. Χρησιμοποιείται για επιχρυσώσεις, στη φωτογραφική κ.λ.π. Gold Foil [Ελασμα χρυσού] Μεταλ}.. Καθαρός χρυσός κατεργασμένος σε λεπτές επιφάνειες, μεγαλύτερου πάχους από τα φύλλ.α χρυσού. Gold Hydroxide [Υδροξείδιο του χρυσού] Ανομγ. Χημ. Ένωση με χημικό τύπο Au(OH)3. που ανάγεται εύκολ.α σε μεταλλικό χρυσό. Είναι καστανοκίτρινη σκόνη αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή σε οξέα και αποσυντίθεται από το φως. Gold Leaf [Φύλλο χρυσού] Μεταλλ.. Καθαρός χρυσός κατεργασμένος σε εξαιρετικά λεπτά φύλλα, πάχους της τάξης των νανομέτρων, μέσα από τα οποία διαφαίνεται το φως με πρασινωπή απόχρωση. Χρησιμοποιείται στις επιχρυσώσεις. Gold Leaf Electrometer [Ηλχκτρόμετρο με φύλλα χρυσού] Ηλεκ. Τύπος ηλεκτρόμετρου με κινητά φύλλα κατασκευασμένα από χρυσό για τη μέτρηση ηλεκτρικών φορτίων και μικρών διαφορών δυναμικού. Gold Leaf Electroscope [Ηλεκτροσκόπιο με φύλλα χρυσού] Ηλεκ. Τύπος ηλεκτροσκοπίου με κινητά φύλλα κατασκευασμένα από χρυσό για την ανίχνευση ηλχκτρικοόν φορτίων και μικρών διαφορών δυναμικού. Gold N u m b e r [Αριθμός Χρυσού] Χημ. Χρησιμοποιείται στην περιγραφή της προστατευτικής δράσης διαφόρων λοόφλων κολλοειδών. Ορίζεται ως τα χιλιοστόγραμμα (mg) ξηρής ύλης που έχει διασπαρεί στο λυόφιλο κολλοειδές, τα οποία, όταν προστίθενται σε 10 ml κολλοειδούς συστήματος χρυσού (λοόφοβο) περιεκτικότητας 0,0053-0,0058% κατ' όγκο, αρκούν για να παρεμποδίσουν την κροκίδωσή του με την προσθήκη 1 ml διαλόματος χλωριούχου νατρίου 10%. Gold Oxide [Οξείδιο του χρυσού] Ανομγ. Χημ. Ένωση με χημικό τύπο Α112Ο3. Είναι μαύρη σκόνη αδιάλυτη στο νερό που αποσυντίθεται από το φως και τη θερμότητα. Με επίδραη αμμωνίας σχηματίζει τον κροτικό χρυσό, τεφρή, διαλυτή εκρηκτική σκόνη στο υδροχλωρικό οξύ εκρηκτική σκόνη. Χρησιμοποιείται στις επιχρυσώσεις. Gold Plating [Επιχρύσωση] Μεταλλ. Επικάλυψη μεταλλικών αντικειμένων (π.χ. κοσμημάτων, χημικών οργάνων, ηλεκτρικών εξαρτημάτων) με εναπόθεση λεπτού στρώματος καθαρού χρυσού ή κράματος αυτού στην επιφάνεια τους είτε ηλεκτρολυτικά με χρήση διαλόματος κυανιούχου χρυσού κ.λ.π. είτε με επικόλληση φύλλων χρυσού εν θερμώ με τη βοήθεια συγκολλητικού μέσου. Gold Point [Σημείο του χρυσού] Φυσ. Η θερμοκρασία των 1337,58° Κ ή των 1064,43° C του σημείου πήξης του χρυσού σε συνθήκες πίεσης ίση με μία πρότυπη ατμόσφαιρα ως ένα από τα έντεκα σταθερά σημεία (το πρώτο εκ των άνω) της εν χρήσει Διεθνούς Πρακτικής

-647 Κλίμακας Θερμοκρασιών του 1968. Gold Solder [Κράμα συγκόλλησης χρυσού] Μετα/λ. Κράμα που χρησιμοποιείται για συγκόλληση εν θερμώ κατά την επικάλυψη μεταλλικών αντικειμένων και αποτελείται κυρίως από χρυσό (σε περιεκτικότητα έως και 80 %) και από άλλα μέταλλα (χαλκός, άργυρος κ.λ. π.). Gold S t a n n a t e [Κασσιτερούχος χρυσύς] Ανοργ. Χημ. Το ερυθρό του Κάσσιους, πορφυρή σκόνη αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή στην αμμωνία που παρασκευάζεται με επίδραση ουδέτερου διαλύματος τριχλωριούχου χρυσού σε διάλυμα μίγματος χλωριδίων δισθενούς και τετρασθενούς κασσίτερου. Χρησιμοποιείται για το χρωματισμό πορσελάνης, υάλου κ.λ.π. Golden Ratio [Χρυσός λόγος] Μαθημ. Ο άρρητος αριθμός 1,618 ίσος με (\5+1) /2 που αποτελεί την αναλογία δύο διαδοχικών πλευρών ενός χρυσού τετραγώνου καθώς και την αναλογία της χρυσής τομής. Λόγω της αίσθησης αρμονίας που προκαλεί έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική KUI σε όλες τις μορφές τέχνης και επίσης συναντάται ευρύτατα στη φύση. Golden Rectangle [Χρυσό ορθογώνιο] Μαθημ. Κάθε ορθογώνιο τετράπλευρο του οποίου οι πλευρές έχουν τις αναλογίες του χρυσού λόγου δηλ. 1,618 προς 1 ή αντίστροφα 0,618 προς 1. Μπορεί πάντα να διαιρεθεί σε ένα τετράγωνο και ένα μικρότερο χρυσό τετράπλευρο. Golden Section [Χρυσή τομή] Μαθημ. Η διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος κατά τρόπο ώστε ο λόγος του μικρότερου τμήματος προς το μεγαλύτερο τμήμα να είναι ίσος με το λόγο του μεγαλύτερου τμήματος προς το συνολικό ευθύγραμμο μήκος. Ο λόγος είναι πάντοτε ίσος με 0,618. Για το αντίστροφο ισχύει 1,618. Goldstone Boson [Μποζόνιο Γκόλντστοουν] Φυα. Το μποζόνιο μηδενικού σπιν και μηδενικής μάζας που πρέπει κατά το θεώρημα του Γκόλντστοουν να υπάρχει κατά τη ρήξη συμμετρίας των θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων. G o m b c r g Reaction [Αντίδραση Gomberg] Opy. Χημ. Ονομάζεται η επίδραση διαζωνιακών αλάτων σε φουράνιο, σε αλκαλικό περιβάλλον, που οδηγεί στο σχηματισμό αρυλο-υποκατεστημένου φουρανικού δακτυλίου. Gondola [Γόνδολα] Πλοηγ. 1. Ιδιότυπη κωπηλατούμενη ενετική λέμβος μεγάλου μήκους αλλά μικρού βάρους με χαρακτηριστικά κεκλιμένη καμπυλωτή πλώρη και θαλαμίσκο στη μέση. 2. Οποιοσδήποτε κλειστύς ή ανοικτός θάλαμος αιωρούμενος, με κατάλληλες αναρτήσεις ενσωματωμένος μεγαλύτερων διαστάσεων κατασκευές (αερόπλοιο, αερόστατο, εναέριο συρμό κ.λ. π.) και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή οργάνων. Gondvvanaland [Γκοντβάνα] Γεωλ. Πιθανολογούμενη μεγάλης έκτασης ήπειρος που θεωρείται ύτι είχε ήδη διαμορφωθεί κατά τις αρχές του Μεσοζωικού αιώνα στο Ν. ημισφαίριο διαχωριζόμενη από τις ηπείρους του Β. ημισφαιρίου με την καλούμενη Τηθύ θάλασσα. Θεωρείται ότι καταλάμβανε όλο το σημερινό Ινδικό ωκεανό και μεγάλο μέρος του Ν Ειρηνικού και του Ν. Ατλαντικού και υπολείμματα της είναι οι σημερινές εκτάσεις της περιοχής αυτής (Ινδική Χερσόνησος, Ν. Αφρική, Ν. Αμερική κ.λ.π.). Goniometer [Γωνιόμετρο] Φυα. Γενικά κάθε όργανο για μέτρηση γωνιών και ειδικότερα για τη μέτρηση

Gotlandian

των δίεδρων γωνιών κρυστάλλων και πρισμάτων, τα οποία διακρίνονται σε γωνιόμετρα επαφής και κατοπτρικά. Goniophotometer [Γωνιοφωτόμετρο] Οπτικ. Τύπος κατοπτρικού οπτικού γωνιόμετρου ακριβείας, διαφόρων τύπων για τη μέτρηση δίεδρων γωνιών κρυστάλλων, μέσω του προσδιορισμού της διεύθυνσης των ανακλώμενων φωτεινών ακτίνων επί των κρυσταλλικών εδρών. Good Practice [Δόκιμη μέθοδος] Οικοό. Αποτελεσματικός τρόπος εκτέλεσης μιας εργασίας που έχει αναδειχθεί από την εμπειρία ετών και εφόσον ακολουθείται μειώνει την πιθανότητα κακοτεχνιών. Goods Lift [Ανελκυστήρας υπηρεσίας] Οικοδ. Σε μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, ο ανελκυστήρας ειδικών προδιαγραφών που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων. Googol [Γογγόλος] Μαθημ. Η δύναμη με βάση δεκαδική και εκθέτη το 100. Googolplex [Γογγολόπλεγμα] Μαθημ. Η δύναμη που έχει σαν βάση το 10 και εκθέτη το γογγόλο αριθμό, δηλαδή το δέκα στην εκατοστή. Gopher Protocol [Πρωτόκολλο Gopher] Επικοιν. Πρωτόκολλο αναζήτησης στο διαδίκτυο που τώρα εμφανίζεται σε πολύ λίγα μηχανήματα. G o p h e r Service [Υπηρεσία Gopher] Επικοιν. Πρωτόκολλο του διαδικτύου που χρησιμοποιείται πια σε λίγους διανομείς όπου οι χρήστες αναζητούν αρχεία καθοδηγούμενοι από ένα σύστημα μενού. Gordonite [Γκορδονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό αργίλιο και μαγνήσιο. Συναντάται σε ανοιχτόχρωμους με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικτλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2. Gore [Εδαφική σφήνα] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για μία σχετικά πολύ μικρή εδαφική ζώνη, συνήθως τριγωνικού γεωμετρικού σχήματος, η οποία βρίσκεται ανάμεσα σε γειτονικές εκτάσεις, η οποία παραμένει κατόπιν συστηματικής τοπογραφικής αποτύπωσης ή λόγω των σφαλμάτων μέτρησης, ανεκμετάλλευτη. Gorge [Φαράγγι] Γεωλ. Πολύ στενή και βαθιά κοιλάδα με απότομες και βραχώδεις πλαγιές που σχηματίζεται απύ ποταμούς ή ρεύματα λόγω της έντονης διαβρωτικής δράσης του ύδατος. Goslarite [Γκοσλαρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο απύ ένυδρο θειικό ψευδάργυρο. Συναντάται σε λευκωπούς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος σε κοκκώδη ή ινώδη μορφή. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,97. Gossan [Γκοσσάν] Γεωλ. Απόθεση καστανού ή κίτρινου χρώματος αποτελούμενη από ενυδατωμένα οξείδια του σιδήρου, που σχηματίζεται στο επιφανειακό τμήμα φλέβας θειούχων ορυκτών, για την παρουσία των οποίων αποτελεί ασφαλή ένδειξη. Gothic [Γοτθικό] Αρχ. Ονομάζεται το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στυλ οικοδόμησης εκκλησιών αλλά και άλλων κτιρίων, το οποίο εμφανίστηκε στην Δυτική Ευρώπη και επικράτησε την εποχή του μεσαίωνα, από τον 12° έως τις αρχές του 16° αιώνα. Χαρακτηρίζεται από τα οξυγώνια τόξα, τα εμφανή αντερείσματα και αντιτειχίσματα και τα πολύχρωμα παράθυρα. Gotlandian [Γοτλάνδιος] Γεωλ. Γεωλογική υποπερίοδος που αντιστοιχεί στην ανώτερη ή κύρια Σιλούριο περίοδο (πριν 500 εκατ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα. Περιλαμβάνει το Δανδοβέριον, Βενλόκκιον,

G o u l d ' s Belt

-648 -

Δουιδλόιον και το Δαουντόνιον. G o u l d ' s Belt [Ζώνη Γκουλντ] Αστρον. Ζώνη κεκλιμένη κατά 15° έως 20° ως προς το επίπεδο του Γαλαξιακού ισημερινού, που περιλαμβάνει μερικούς από τους λαμπρότερους αστέρες του ουρανού (του Ωρίωνα, του Κενταύρου κ.λ.π.) καθώς και νέους αστέρες, ανοικτές συστροφές κ.λ.π. Gouy Balance [Ζυγός Γκούι] Αναλ Χημ. Όργανο μέτρησης της μαγνητικής επιδεκτικότητας. Governor [Ρυθμιστής] Μηχ. Μηχανισμός ανάδρασης σε μία μηχανή ή μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για την παροχή αυτόματου ελέγχου σε κάποιο φυσικό μέγεθος όπως στην ταχύτητα, στη θερμοκρασία, στη πίεση κ.λ.π. G Parity [Ομοτιμία G] Πυμην. Φυσ. Κβαντικός αριθμός των στοιχειωδών σωματιδίων με μηδενικό βαρυονικό αριθμό και παραδοξότητα. G r [Σύμβολο γραμμαρίου] Μηχ. Διεθνές σύμβολο του γραμμαρίου, της υποδιαίρεσης της γνωστής μονάδας μέτρησης της μάζας, του κιλού Gram G r a b [Αρπάγη] Μηχ. Μηχανικό όργανο των σκαπτικών και φορτοεκφορτωτικών μηχανημάτων διαφόρων μορφών (γάντζοι, σιαγόνες κ.λ.π.) που φέρει αιχμηρά άκρα, αναρτώμενο με κατάλληλο αρθωτό σύστημα από γερανό για τη περισυλλογή και μεταφορά υλικών. G r a b Bucket [Αρπάγη με σιαγόνες] Μηχ. Χαλύβδινη αρπάγη αναρτώμενη από γερανό που αποτελείται από δύο κολα τμήματα με κοφτερά άκρα, τα οποία με κατάλληλους χειρισμούς προσεγγίζουν το έδαφος προς εκσκαφή, κενά και χαίνοντα υπό μορφή ανοικτής σιαγόνας και στη συνέχεια ανελκύονται συγκλίνοντα και ενωμένα υπό μορφή κλειστού δοχείου πλήρους υλικού, G r a b Rail [Χειρολαβή] Οικοδ. Ξύλινο ή μεταλλικό δομικό στοιχείο κυκλικής διατομής που τοποθετείται σε χώρους υγιεινής ή κατά το μήκος των διαδρόμων για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες. G r a b b i n g C r a n e [Γερανός με αρπάγη]. Μηχ. Ανυψωτικό μηχάνημα από το οποίο αναρτάται μέσω τροχαλίας ή χαλύβδινων ράβδων μηχανικά ελεγχόμενη αρπάγη διαφόρων μορφών (σιαγόνων, γάντζου, φτυαριών) για την εκσκαφή και περισυλλογή υλικών. G r a b b i n g Dredger [Βυθοκόρος με αρπάγη] Μηχ. Μηχάνημα βυθοκόρου που φέρει αναρτώμενη από τον ανυψωτικό του βραχίονα μηχανικά ελεγχόμενη αρπάγη διαφόρων μορφών (σιαγόνες, γάντζοι κλ.π.) για την εκσκαφή και περισυλλογή υλικών από πυθμένες. G r a b e n [Τάφρος] Γεωλ. Επιμήκης βύθιση του στερεού φλοιού της Γης που σχηματίζεται μεταξύ δύο ρηγματικών συστημάτων στα πλευρικά όριά της. G r a d a t i o n [Διαβάθμιση] Γεωλ. Η σχετικά σταθερή βαθμιδωτή διαμόρφωση μέσω των φυσικών διεργασιών της διάβρωσης και της απόθεσης ιζημάτων μιας γεωλογικής περιοχής. Grade 1 [Βαθμός] Επικοιν. Ο όρος χρησιμοποιείται για να αξιολογήσει ένα σύστημα ή για την απόδοση κάποιου^πρωτοκόλλου, κάποιου κυκλώματος κτλ. G r a d e 2 [Επίπεδο, επιφάνεια, υψόμετρο] Πολ. Μηχ. 1. Η διαδικασία της δημιουργίας μιας τελικής επιφάνειας στο έδαφος, οριζόντια ή κεκλιμένη, η οποία προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως επιφάνεια έδρασης. 2. Η τελική επιφάνεια, κατάλληλο διαμορφωμένη, που προκύπτει στο τέλος των χωματουργικών εργασιών, πάνω στην οποία θα τοποθετηθούν τα στοιχεία μιας κατασκευής. 3. Το επίπεδο της τελικής επιφάνειας ενός τε-

χνικού έργου που εκφράζεται με ένα υψόμετρο από μια υψομετρική αφετηρία, G r a d e 3 [Ποιότητα] Χημ. Για ένα συγκεκριμένο πολυμερές υλικό, ορίζεται το σύνολο των χαρακτηριστικών του και περιλαμβάνει τον τύπο του πολυμερούς, τη σύνθεσή του και την κατανομή των μοριακών βαρών, G r a d e Beam [Συνδετήρια δοκός] Πολ. Μηχ. Δοκός οπλισμένου σκυροδέματος που συνδέει μεταξύ τους τα μεμονωμένα πέδιλα και δημιουργείται έτσι το σύστημα θεμελίωσης. Τα συνδετήρια δοκάρια εδράζονται πάνω στη έδαφος. G r a d e Crossing [Ισόπεδη διάβαση] Οδοπ. 1. Διασταύρωση δύο οδών, η μιας οδού με μια σιδηροδρομική γραμμή στο ίδιο επίπεδο. 2. Σε συγκεκριμένα σημεία ενός δρόμου, η δημιουργία με ειδική σήμανση ενός διαδρόμου για την κυκλοφορία των πεζών, G r a d e Level [Υψόμετρο επιφάνειας] Γεν. Σε ένα σύστημα συντεταγμένων τριών διαστάσεων, η κατακόρυφη απόσταση ενός επιπέδου από το επίπεδο αναφοράς ή το επίπεδο που επιλέγεται ως υψομετρική αφετηρία. G r a d e Line [Μηκοτομή] Τεχνολ. Η γραμμή που διαμορφώνεται κατά μήκος ενός δρόμου από τα τελικά υψόμετρα του κάθε σημείου του άξονα του δρόμου, G r a d e Scale [Κλίμακα διαβάθμισης] Γεωλ. Κλίμακα που περιλαμβάνει κατηγορίες για την ταξινόμηση των σωματιδίων ανάλογα με το μέγεθος τους. G r a d e Separated Junction [Ανισόπεδη διασταύρωση] Τεχνολ. Οι διασταυρώσεις οδών που οι δύο δρόμοι διαμορφώνονται σε διαφορετικά επίπεδα, G r a d e Separation [Ανισόπεδη διάταξη] Οικοδ. Η διάταξη μιας διασταύρωσης σε διαφορετικά επίπεδα για τον κάθε δρόμο που διασταυρώνεται. G r a d e Slab [ΓΙλάκα εδάφους] Πολ.Μηχ. Δομικό στοιχείο οπλισμένου σκυροδέματος που τοποθετείται στην επιφάνεια του εδάφους για τη δημιουργία του δαπέδου του ορόφου ενός κτιρίου που εφάπτεται στο έδαφος, Συνήθως στα σύγχρονα κτίρια είναι η πλάκα δαπέδου του τελευταίου υπογείου, G r a d e Stake [Υψομετρικός ορθοστάτης] Οικοδ. Ράβδος από ξύλο ή μέταλλο που τοποθετείται στο έδαφος και χρησιμεύει κατά τη διάρκεια εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών ως υψομετρική αφετηρία. G r a d e d [Διαβαθμισμένο] Γεωλ. 1. Χαρακτηρίζει γεωλογικό σχηματισμό που παρουσιάζει κάποιου είδους κλιμακωτή ταξιθέτηση π.χ. λιθογραφική, κοκκομετρική. 2. Χαρακτηρίζεται στρώμα του οποίου οι συστατικοί κόκκοι μεταβάλλονται κατά μέγεθος κλιμακωτά προς τα επάνω κατά κάποιο συντελεστή διαβάθμισης, G r a d e d Aggregate [Διαβαθμισμένα αδρανή] Οικοδ. Μίγμα αδρανών που η σύνθεση τους περιέχει συγκεκριμένα ποσοστά κόκκων διαφορετικών διαστάσεων ώστε να επιτυγχάνεται μια σύνθεση με υψηλό ειδικό βάρος. Graded Bedding [Διαβαθμισμένη στρώση] Γεωλ.. Στρωματογραφική διάταξη όπου η ακολουθία των στρωμάτων με κλοστικό υλικό παρουσιάζει κλιμακωτά ελοττούμενο προς τα νεότερα στρώματα μέγεθος κόκκων, που είναι από αδρομερείς έως λεπτομερείς, G r a d e d Index Fibre [Οπτική ίνα διαβαθμισμένου δείκτη διάθλασης] Οπτικ. Ίνα χρησιμοποιούμενη σε σύστημα οπτικών ινών στην οποία ο δείκτης διάθλασης κάθε επάλληλης στρώσης, από τον άξονα του νήματος προς τα έξω, παρουσιάζεται σταθερά ελοττούμενος. G r a d e d Refractive Index Lens [Φακός διαβαθμισμένου δείκτη διάθλασης] Οπτικ. Φακός αποτελούμενος

-649από ανομοιογενές υλικό που παρουσιάζει σύμφωνα με την απόσταση από τον άξονα μεταβαλλόμενο δείκτη διάθλασης κατά σταθερή βαθμίδα. G r a d e d S t r e a m [Διαβαθμισμένο ρεύμα] Γεωλ. Ρεύμα που παρουσιάζει διαμόρφωση ως προς την ταχύτητα και την κλίση του με αποτέλεσμα να διατηρεί σχετική ισορροπία στην ποσότητα των μεταφερόμενων υλικών. G r a d e r 1 [Διαστρωτήρας] Οικοδ. Εργοταξιακό μηχάνημα που έχει τοποθετημένο κάθετα προς την κατεύθυνση της κίνησής του μεταλλικό εξάρτημα μήκους περίπου τριών μέτρων, με δυνατότητα του χειριστή να το μετακινεί ως προς δύο άξονες δίνοντας του ελαφρές κλίσεις και αποκτώντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μια επίπεδη επιφάνεια απαραίτητη στα χωματουργικά έργα. Είναι ένα από τα πιο χρήσιμα μηχανήματα στην κατασκευή έργων οδοποιίας. G r a d e r 2 [Ισοπεδωτής] Μηχ. Πρόκειται για εργοταξιακό μηχάνημα το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επίπεδων εκσκαφέων, καθώς φέρει κοπτήρα μεταξύ των εμπρόσθιων και οπίσθιων τροχών. Χρησιμοποιείται στα χωματουργικά έργα και στην οδοποιία, για την διάστρωση των σκύρων, την σταθεροποίηση και απόξεση του εδάφους, την συντήρηση των χωμάτινων οδών πρόσβασης στα εργοτάξια και άλλα. G r a d e s Of Steel And Concrete [Κατηγορίες οπλισμού και σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Κωδικοποίηση κατηγοριών των δομικών υλικών χάλυβας και σκυρόδεμα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ενός φέροντος οργανισμού. Οι κατηγορίες έχουν τυποποιηθεί διεθνώς και οι κωδικοί αναφέρονται συνήθως στην τάση αντοχής του κάθε στοιχείου. Σε μια μελέτη στατικού φορέα επιβάλλεται η αναφορά της κατηγορίας χάλυβα και σκυροδέματος που επέλεξε ο μελετητής για τον υπολογισμό και τη διαστασιολόγηση των ράβδων που συνθέτουν τον φορέα. Gradient 1 [Βαθμίδα] Φυσ. Ο ρυθμός μεταβολής μιας ποσότητας ή ενός μεγέθους σε σχέση με την απόσταση. ^ Gradient [Κλίτος] Μαθημ. Έστω για τον R3 διανυσματικό πεδίο F=F|i +FJ +F3k. Τότε ορίζεται ένας τελεστής, συμβολίζεται V, έτσι ώστε να είναι ίσος με W +j(H/Hy) και ονομάζεται κλίτος. G r a d i n g [Διαμόρφωση εδάφους] Οικοδ. 1. Η εργασία που εκτελείται στο τέλος των χωματουργικών με την οποία διαμορφώνεται η τελική επιφάνεια του εδάφους πάνω στην οποία θα κατασκευαστεί ένα τεχνικό έργο.2. Ο καθορισμός των ποσοστών του κάθε επιμέρους τύπου των αδρανών που θα συνθέσουν το μίγμα ενός σκυροδέματος ή την σύνθεση μιας στρώσης θεμελίωσης οδικού έργου. 3 Η βελτίωση της κοκκομετρικής σύνθεσης ενός εδαφικού υλικού με την προσθήκη κόκκων συγκεκριμένης διάστασης με σκοπό την αύξηση του ειδικού του βάρους και την επίτευξη ενός συμπαγούς μίγματος. G r a d i n g C u r v e [Καμπύλη σύνθεσης] Οικοδ. Η γραφική παράσταση σε ένα διάγραμμα της ποσότητας του κάθε κόκκου που συμμετέχει στη σύνθεση ενός μίγματος αδρανών σε ποσοστό ως προς το συνολικό βάρος του μίγματος. Στο διάγραμμα το μέγεθος των κόκκων παρουσιάζεται στον οριζόντιο άξονα και το ποσοστό του ως προς το συνολικό βάρος στον κάθετο άξονα. G r a d i o m e t e r [Βαθμιδόμετρο] Γεν. Κάθε όργανο για τη μέτρηση της βαθμίδας ενός φυσικού μεγέθους όπως το βαρυτόμετρο για τη μέτρηση της βαθμίδας της βαρύτητας, το μαγνητόμετρο για τη μέτρηση της βαθμίδας του

Grain-Size Classification

μαγνητικού πεδίου της Γης κ.λ,π. G r a d u a t e M e m b e r [Μέλος επαγγελματικού επιμελητηρίου] Τεχνολ. Απόφοιτος ΑΕΙ που αποκτά το δικαίωμα εργασίας στο γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας του. G r a d u a t e d Vessel [Διαβαθμισμένο δοχείο] Φνα. Χημ. Γυάλινο δοχείο κυλινδρικού ή άλλου σχήματος, που φέρει βαθμολογημένη σε κάποια μετρική μονάδα κλίμακα με υποδιαιρέσεις και χρησιμοποιείται σε ογκομετρήσεις. Graetz Bridge [Γέφυρα Γκράετς] Ηϊχκτρον. Ανορθωτική διάταξη για την πλήρη ανόρθωση εναλλασσόμενου ρεύματος που χρησιμοποιεί τέσσερις ανορθωτές, έναν σε κάθε βραχίονα μιας συνδεσμολογίας γέφυρας. Graetz N u m b e r [Αριθμός Graetz] Ρενστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη της μεταφοράς θερμότητας με συναγωγή, σε στρωτή ροή ρευστού. Ορίζεται ως Nc,* = (wxC P )/(k*L), όπου w το πάχος και L το μήκος επιφάνειας, k η θερμική αγωγιμότητα και Cp η θερμοχωρητικότητα. G r a f f e ' s M e t h o d [Μέθοδος Graffe] Μαθημ. Τρόπος επίλυσης των αλγεβρικών εξισώσεων υπό την προϋπόθεση να έχουν πραγματικούς αριθμούς ως συντελεστές. Η μέθοδος αυτή είναι μια από τις μεθόδους επίλυσης εξισώσεων που στηρίζονται σε επαναληπτικές διαδικασίες προσέγγισης των ριζών. Graffiti [Βανδαλισμός] Οικοδ. Η πράξη της εγγραφής πάνω σε επιφάνειες κοινόχρηστων χώρων συνθημάτων ή εικόνων που αλλοιώνουν την αισθητική της επιφάνειας. G r a f t Copolymer [Συμπολυμερές με διακλάδωση] Opy. Χημ. Μακρομοριακή ένωση που φέρει μία ή περισσότερες διακλαδώσεις επί της κυρίας αλυσίδας, που προκύπτει από τον ταυτόχρονο πολυμερισμό δύο ή περισσότερων μονομερών. G r a h a m ' s Law [Νόμος του Γράχαμ] Φνα. Νόμος της κινητικής θεωρίας της θερμότητας για τα αέρια σύμφωνα με τον οποίο οι ταχύτητες διαπίδυσης ή διάχυσης διαφορετικών αερίων στις ίδιες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης είναι αντίστροφα ανάλογες με τις τετραγωνικές ρίζες των πυκνοτήτων τους ή των μοριακών τους βαρών. G r a h a m i t e [Γκραχαμίτης] Ορνκτ. Υδρογονάνθρακας (βιτουμένιο) σε στερεή κατάσταση, που συναντάται κυρίως σε φλέβες μεγάλου πάχους. Είναι εύτηκτος και διαλυτός στο χλωροφόρμιο. G r a i n [Κόκκος] Φυα. Η μικρότερη μονάδα όγκου (1 λίτρα ισούται με 7000 κόκκους) του αγγλικού συστήματος μονάδων όγκου καθώς και η μικρότερη μονάδα βάρους (1 λίτρα ισούται με 5760 κόκκους) του συστήματος μονάδων φαρμακευτικής και τιμαλφών (Troyes). Ισοδυναμεί και στις δύο περιπτώσεις με 64,8 χιλιοστόγραμμα. Σύντμηση: Gr. Grain-Size Analysis [Ανάλυση κοκκομετρικής σύνθεσης] Γεν. Εργαστηριακή δοκιμή σε δείγματα εδάφους όπου μέσω μιας σειράς κόσκινων καταγράφεται η κοκκομετρική σύνθεση του εδαφικού υλικού. Είναι μια τυποποιημένη δοκιμή που εκτελείται με τη χρήση μιας σειράς κόσκινων για συγκεκριμένες διαστάσεις κόκκων. Grain-Size Analysis C u r v e [Καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης] Γεν. Η γραφική παράσταση του αποτελέσματος μιας κοκκομετρικής ανάλυσης σε ένα διάγραμμα. Grain-Size Classification [Κοκκομετρική κατάταξη] Φ

Gram-Atom

-650-

Πολ. Μηχ. Σε σχέση με την κοκκομετρική διαβάθμιση ενός εδαφικού υλικού η κατάταξη του σε μια από τις ομάδες εδαφών που καθορίζονται από τους κανονισμούς. Η κατάταξη ενός εδάφους σε μια κατηγορία έχει σημασία για την καταλληλότητα του εδάφους για συγκεκριμένη χρήση σε οικοδομικές εργασίες. G r a m - A t o m [Γραμμοάτομο] Χημ. Γραμμοάτομο στοιχείου ονομάζεται ποσότητα ύλης του στοιχείου που έχει μάζα σε γραμμάρια ίση με το ατομικό βάρος του στοιχείου. Σ' ένα γραμοάτομο οποιουδήποτε στοιχείου περιέχεται ο ίδιος αριθμός ατόμων Ν, όπου Ν η σταθερά του Λόσμιντ ίση με 6,025 επί ΙΟ 23 . G r a m Equivalent [Γραμμομοριακό ισοδύναμο] Χημ. Γραμμοϊσοδύναμο οποιασδήποτε χημικής ουσίας (στοιχείου, ένωσης ή ρίζας) ονομάζεται ποσότητα από τη χημική ουσία σε γραμμάρια που αντιστοιχεί σε Ν (αριθμός Avogardo) σωματίδια με τα οποία αυτή συμμετέχει στην αντίδραση. G r a m - I o n [Γραμμοϊόν] Χημ. Ονομάζεται ποσότητα ύλης της ουσίας που Έχει μάζα σε γραμμάρια ίση με το τυπικό βάρος του ιόντος δηλ. το άθροισμα των ατομικών βαρών των ατόμων που περιέχονται στο τύπο του ιόντος. G r a m M a t r i x [Gram πίνακας] Μαθημ. Ο πίνακας του συστήματος των κανονικών εξισώσεων με αϊ ,...,αν αγνώστους ο οποίος είναι της μορφής G(xj ,...,x n ) := ((Xi ,xj)) φ ι n όπου {xj ,...,x n } μια βάση του χώρου στον οποίο υπολογίζονται οι βέλτιστες προσεγγίσεις των αγνώστων. Ο πίνακας Gram είναι θετικά ορισμένος, συμμετρικός και αντιστρέψιμος. G r a m Molecular Volume [Γραμμομοριακός όγκος] Χημ. Ο όγκος που καταλαμβάνει το 1 γραμ. μιας ουσίας. Για τα αέρια, μετρούμενα στις ίδιες συνθήκες, ο γραμμομοριακός όγκος είναι ίδιος και για κανονικές συνθήκες ισούται με 22,4 l/mol. G r a m Molecule [Γραμμομόριο] Χημ. Γραμμομόριο μιας ουσίας ονομάζεται ποσότητα ύλης της ουσίας που έχει μάζα σε γραμμάρια ίση με το μοριακό βάρος της ουσίας. Στο ένα γραμμομόριο περιέχεται ίδιος αριθμός μορίων Ν, όπου Ν η σταθερά του Αόσμιντ ίση με 6,025 επί 1023. Gram-Schmidt Orthogonalization Process [Ορθοκανονικοποίηση Gram-Schmidt] Μαθημ. Αν Χι , ...,χ η γραμμικά ανεξάρτητα διανύσματα ενός ευκλείδειου χώρου Χ τότε υπάρχει ένα ορθοκανονικό σύστημα ei ,...,e n ,με κάθε q να είναι γραμμικός συνδυασμός των χ ι ,...,χ Π , έτσι ώστε ο χώρος Χ να παράγεται από τα χ Ι ,...,Χ π ,...,e n . G r a m ( m e ) [Γραμμάριο] Φνσ. Η μονάδα μάζας στο μετρικό σύστημα CGS οριζόμενο ως το χιλιοστό της μάζας πλάκας ιριδιούχου λευκόχρυσου (90% λευκόχρυσο, 10% ιρίδιο) που θεωρείται ως διεθνές πρότυπο μέτρο και φυλάσσεται στο Διεθνές Γραφείο Μέτρων και Σταθμών των Σεβρών. G r a m o p h o n e [Γραμμόφωνο] Ακουστ. Συσκευή, εξέλιξη του φωνογράφου, για την αναπαραγωγή του ήχου μέσω της κατάλληλης κίνησης βελόνας από σάπφειρο, συνδεδεμένης με μεταλλικό διάφραγμα, επί των μικροαυλακώσεων δίσκου από συνθετική βινυλική ρητίνη, στρεφόμενου με ταχύτητα 33 1/3 στροφών ανά λεπτό. G r a n d M a s t e r Key [Πασπαρτού] Οικοδ. Σε μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα με οργανο>μένο σύστημα κλειδαριών. Το δε κεντρικό κλειδί ανοίγει όλες τις κλειδαριές. G r a n d Unified Theory [Μεγάλη ενοποιημένη θεωρία]

Φνσ. Η θεωρία των στοιχειωδών σωματιδίων που ενοποιεί την ηλεκτρασθενή θεωρία (που συνδυάζει τις ηλεκτρομαγνητικές και ασθενείς θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις σε μία ενιαία ηλεκτρασθενή αλληλεπίδραση) και τη θεωρία της κβαντικής χρωμοδυναμικής (που ερμηνεύει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις μέσω της ισχυρής χρωματικής δύναμης μεταξύ των κουάρκ). G r a n d f a t h e r 1. [Δεύτερος ανιών κόμβος] Πλημ. Στη δομή δένδρου, πρόκειται για τον πρώτο ανιόντα κόμβο μετά την ρίζα του δένδρου. 2. [Δεύτερο ανιόν αρχείο] Πλημ. Μεταξύ τριών γενεών αρχείων που βρίσκονται αποθηκευμένα σε ένα μέσο, εκείνο το αρχείο με την παλαιότερη ημερομηνία δημιουργίας. 3. [Δεύτερη ανιούσα ταινία] Πλημ. Μεταξύ τριών ταινιών, όπου η κάθε νεότερη προκύπτει από αντιγραφή ή ενημέρωση της παλαιότερης, εκείνη η οποία φέρει την παλαιότερη ημερομηνία δημιουργίας. G r a n i t e [Γρανίτης] Γεωλ. Ομάδα πυριγενών πλουτώνιων πετρωμάτων με πολλές παραλλαγές αποτελούμενα βασικά από αστρίους (ορθόκλαστο, ολιγόκλαστο, μικροκλινές κ.λ.π.) και χαλαζία καθώς και συχνά από μαρμυρυγία, πυρόξενο ή αμφίβολο. Έχουν λιγότερο ή περισσότερο χονδροκοκκώδη ιστό, χωρίς στρώση και εξαιρετικά μεγάλη σκληρότητα και αντοχή, λόγω της οποίας χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά. Granite-Aplite [Γρανιτικός απλίτης] Γεωλ. Λευκοκρατικό πυριγενές φλεβικό πέτρωμα γρανιτικής ορυκτολογικής σύστασης πλούσιο σε πνευματολυτικά ορυκτά και στοιχεία (τουρμαλίνης, τοπάζιο, λίθιο κ.λ.π.). G r a n i t e Gneiss [Γρανιτικός γνεύσιος] Γεωλ. Μεταμορφωμένο ζωνώδες κρυσταλλικό πέτρωμα, γνεύσιος με γρανιτική σύσταση. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους γρανίτες, ο ιστός του παρουσιάζει κάποια στρώση, ιδιαίτερα τα φυλλάρια του βιοτίτη. G r a n i t e Series [Σειρά των γρανιτών] Γεωλ. Σειρά που συσχετίζει τους διάφορους τύπους γρανιτών με το χρόνο και τον τρόπο σχηματισμού και εξέλιξής τους. Granite W a s h [Αποπλυμένος γρανίτης] Γεωλ. Υλικό που προερχόμενο από τη διάβρωση πετρωμάτων γρανιτικής σύστασης σε υψηλότερες επιφάνειες αποτίθεται σε χαμηλότερες σχηματίζοντας νέα πετρώματα βασικά της ίδιας ορυκτολογικής σύστασης με το αρχικό. Granitic Batholith [Γρανιτικός βαθόλιθος] Γεωλ. Μεγάλου όγκου μάζα πλουτωνιτικών πετρωμάτων αποτελούμενων, κυρίως, από γρανιτικά συστατικά, που έχει ανοδικά διεισδύσει σε προϋπάρχοντα πετρώματα διατέμνοντας τη στρωματογραφική διάταξη τους και δημιουργώντας μια ζώνη μεταμόρφωσης επαφής. Granitic L a y e r [Γρανιτικό στρώμα ή SiAl] Γεωλ. Η δεύτερη προς το εσωτερικό στοιβάδα του εξωτερικού ηπειρωτικού φλοιού της Γης ανάμεσα στην ιζηματογενή (που συχνά απουσιάζει) και στη βασαλτική, με πάχος περίπου 20 χλμ. και μέση πυκνότητα περίπου 2,6. Αποτελείται, κυρίως, από γρανιτικούς γνεύσιους και είναι πλούσια σε πυρίτιο και αργίλιο. Granitic M a g m a [Γρανιτικό Μάγμα] Γεωλ. Διάπυρο τηγματικό υλικό από τα έγκατα της Γης όξινης σύστασης (δηλ. με μεγάλη περιεκτικότητα σε πυρίτιο) από τη στερεοποίηση του οποίου, υπό κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, διαμορφώνονται γρανιτικά πετρώματα. Granitization [Γρανιτίωση] Γεωλ. Η διαδικασία μεταμορφικής αλλαγής ορυκτών στην αρχική τους θέση με ολική ή μερική αντικατάσταση τους από άλλα συγγενή προερχόμενα από το εξωτερικό περιβάλλον με αποτέ-

-651 λεσμα τη δημιουργία γρανιτικών πετρωμάτων. Granitoblastic F a b r i c [Γρανιτοβλαστικός ιστός] Γεωλ. Ιστός μεταμορφωμένων πετρωμάτων ο οποίος, λόγω ανακρυστάλλωσης υπό στερεά κατάσταση, χαρακτηρίζεται από ισομεγέθεις κόκκους των ορυκτιόν. Granitoid Texture [Γρανιτοειδής Υφή] Γεωλ. Χονδροκοκκώδης ιστός πετρώματος αποτελούμενος από άμορφους κόκκους ορυκτών σε ακανόνιστη διάταξη. Granodiorite [Γρανοδιορίτης] Γεωλ. Πυριγενές πλουτωνικό πέτρωμα όξινου χαρακτήρα με χονδροκρυσταλλικό ιστό με κύρια ορυκτολογικά συστατικά χαλαζία, πλαγιόκλαστα και αλκαλικούς άστριους και δευτερεύοντα μαρμαρυγίες, πυρόξενους και αμφίβολους. G r a n o p h y r e [Γρανοφύρης] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα γρανιτικής σύστασης που παρουσιάζει γρανοφυρικό ιστό από τον σχηματισμό αστρίων και χαλαζία σε πορφυριτικό πέτρωμα με λεπτοκοκκώδη κύρια μάζα. G r a n u l a r [Κοκκώδης] Υλικ. Όρος που αναφέρεται σε υφή υλικού αποτελούμενου από κόκκους περίπου ισομεγέθεις (2 έως 5 χλμ.) αλλά ακανόνιστου σχήματος. G r a n u l a r i t y [Κοκκίωση] Υλικ. Χαρακτηρίζεται η δομή υλικού που παρουσιάζει κοκκώδη υφή δηλ. σύσταση από ακανόνιστου σχήματος αλλά σχετικά ισομεγέθεις κόκκους. G r a n u l a t i o n 1 [Κοκκίαση] Αστρον. Το φαινόμενο της φλογώδους κοκκώδους υφής που παρουσιάζει η φωτόσφαιρα του Ήλιου σε έκταση μεγαλύτερη από το μισό της επιφάνειας της. Οφείλεται στην ύπαρξη δικτύου βραχύβιων κυψελίδων τεράστιων διαστάσεων που δημιουργούνται, κατά την αστάθεια Bernard, στη διαταραχή του ρευστού λόγω της μεταφοράς θερμότητας με τη μεταφορά μάζας, όταν η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα στρώματα υπερβαίνει μια κρίσιμη τιμή. G r a n u l a t i o n 2 [Κοκκοποίηση] Υλικ. Η διεργασία σχηματισμού ή διαμόρφωσης κοκκώδους υφής σ' ένα υλικό. Granule 1 [Κόκκος] Αστρον. Κυψελίδα εξαγωνικού σχήματος με μέγεθος από 700 χλμ. έως 1400 χλμ. και με διάρκεια ζωής περίπου 3 λεπτά που αποτελεί το συστατικό στοιχείο της κοκκώδους υφής της φωτόσφαιρας του Ήλιου. Granule 2 [Κόκκος] Υλικ. Μικρό τεμαχίδιο πετρώματος με διάμετρο που κυμαίνεται από 2 έως 4 χιλιοστά. Granulite [Γρανουλίτης] Γεωλ. 1. Μοσχοβιτικός γρανίτης, μεταμορφωμένο πέτρωμα με χονδροκρυσταλλικό ιστό, αποτελούμενο κυρίως από αστρίους, χαλαζία, γρανάτη και μοσχοβίτη. 2. Γενικά, μεταμορφωμένο πέτρωμα υψηλού βαθμού καθολικής μεταμόρφωσης που παρουσιάζει κοκκώδη ιστό αποτελούμενο από ακανόνιστου σχήματος αλλά σχετικά ισομεγέθη σωματίδια. Granulitic [Γρανουλιτικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει δομή πετρώματος με κοκκώδη ιστό όπως π.χ. των μεταμορφωμένων πετρωμάτων με ξενοβλαστική κοκκώδη υφή ή των εκρηξιγενών με ξενομορφικό κοκκώδη ιστό. Granulitic Facies [Γρανουλιτική φάση] Γεωλ. Το σύνολο των πετρωμάτων που δημιουργήθηκαν κατά την υψηλού βαθμού καθολική μεταμόρφωση εκρηξιγενών ή ιζηματογενών πετρωμάτων με, κυρίως πολυφασικές, φυσικοχημικές διεργασίες ενδογενών γεωλογικών δυνάμεων σε συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων.

G r a p h i t e Reactor

G r a n u l o m c t r y [Κοκκομετρία] Γεωλ. Η μέτρηση των συστατικών τεμαχιδίων πετρώματος για τον καθορισμό του μεγέθους τους και τον χαρακτηρισμό τους ανάλογα με το εύρος διακύμανσης της διαμέτρου τους. G r a p h [Γράφος] Μαθημ. Κάθε απεικόνιση στο επίπεδο που αποτελείται από κορυφές και ακμές. Οι γράφοι χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το αν συνδέονται όλες οι κορυφές τους με ακμές και με ποιο τρόπο γίνεται αυτή η σύνδεση. - g r a p h [-γράφος ή -γράφημα] Γεν. Παραγωγική κατάληξη που υποδηλώνει καταγραφικό όργανο ή αναφέρεται στο γράφημα που λαμβάνεται με ανάλογο όργανο. G r a p h Theory [Θεωρία γράφων] Μαθημ. Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους γράφους και τις ιδιότητες που έχουν. Σημαντικό ρόλο στη μελέτη αυτή έχουν οι εφαρμογές των γράφων εφόσον είναι αναπαράσταση δεδομένων κατά τρόπο τέτοιο ώστε να εξετάζονται μαθηματικά G r a p h i c Formula [Συντακτικός Τύπος] Χημ. Τρόπος έκφρασης χημικών ενώσεων, όπου κάθε άτομο παρίσταται με το αντίστοιχο σύμβολο και οι μεταξύ τους δεσμοί ως γραμμές. G r a p h i c Interchange F o r m a t (GIF) [Φόρμα ανταλλαγής γραφικών] Επικοιν. Πρότυπο αποθήκευσης εικόνων που χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στους διαμετακομιστές ιστοσελίδων. G r a p h i c Recording I n s t r u m e n t [Γραφικό καταγραφικό όργανο] Γεν. Αυτόματο καταγραφικό όργανο που, με βάση τις μετρήσεις που πραγματοποιεί, είναι ικανό να παρέχει τη γραφική απεικόνιση μιας ή περισσοτέρων μεταβλητών μεγεθών σε σχέση με μία άλλη μεταβλητή (χρόνο κ.λ.π.). Graphical Analysis [Γραφική ανάλυση] Μαθημ. Κάθε επεξεργασία του γραφήματος των μαθηματικών σχέσεων με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τη συμπεριφορά τους ή την εύρεση λύσεων. Graphical Interface [Γραφική διασύνδεση] Πληρ. Χαρακτηρίζει έναν άμεσο και εύκολο τρόπο επικοινωνίας των χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών με το λειτουργικό τους σύστημα, το οποίο έχει την τάση να επικρατήσει στον χώρο της πληροφορικής. Graphical Representation [Γραφική αναπαράσταση] Μαθημ. Ο σχεδιασμός συναρτήσεων στο επίπεδο έτσι ώστε κάθε σημείο του σχήματος να ικανοποιεί τη συνάρτηση που δίνεται. Graphical Statics [Γραφικές μέθοδοι στατικής] Μηχ. Ονομάζονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την επίλυση προβλημάτων της μηχανικής και της στατικής, χωρίς να γίνεται χρήση αναλυτικών υπολογισμών αλλά αντιθέτως μόνον σχεδίων υπό κάποια κλίμακα. Graphics [Γραφικά] Επικοιν. Αντικείμενο με τη δικιά του δομή που γΓ αυτό έχει και ειδική αντιμετώπιση από την τεχνολογία επικοινωνιών ειδικά όταν πρόκειται για μετάδοση σε πραγματικό χρόνο. G r a p h i t e [Γραφίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, μία από τις δύο αλλοτροπικές μορφές του κρυσταλλικού άνθρακα. Συναντάται σε αδιαφανείς, τεφρομέλανες, με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος σε περιοχές μεταμορφωσιγενών ή μαγματικών πετρωμάτων και σε ορισμένους μετεωρίτες. Είναι δύστηκτος, καλός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού και απρόσβλητος από τα οξέα. Έχει σκληρότητα 1 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1 έως 2,3. G r a p h i t e Reactor [Αντιδραστήρας γραφίτη] Πυρην. Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας στον οποίο χρήσιμο-

Graphitic C a r b o n

-652-

ποιείται ποσότητα γραφίτη ως επιβραδυντής (υλικό με μικρή ενεργή διατομή) κατανεμημένη στη μάζα του ουρανίου για την ελόττωση των απωλειών νετρονίων με την μετατροπή πολλών ταχέων νετρονίων σε θερμικά μέσω ελαστικών, κυρίως, κρούσεων. Graphitic C a r b o n [Γραφιτικός άνθρακας] Μεταλλ. Ανθρακας του οποίου η παρουσία στο σίδηρο ή στο χάλυβα είναι υπό μορφή κρυσταλλικού γραφίτη και όχι άμορφου άνθρακα. Graphitic Corrosion [Γραφιτική διάβρωση] Μεταλλ.. Η διάβρωση του φαιού χυτοσιδήρου κατά την οποία τα σχηματιζόμενα προϊόντα από την μετατροπή του μεταλλικού σιδήρου αναμιγνύονται με τον κρυσταλλικό γραφίτη σε μία ιδιόμορφη μάζα. Graphitization [Γραφίτωση] Χημ. Η μετατροπή του άμορφου άνθρακα (κωκ) σε γραφίτη με την επενέργεια θερμότητας. -graphy [-γραφία] Γεν. Παραγωγική κατάληξη που υποδηλώνει μέθοδο ή διαδικασία γραφικής απεικόνισης και καταγραφής στοιχείων ή αναφέρεται στη γενική επιστήμη που έχει ως αντικείμενο ή μεθόδους ανάλογες διαδικασίες. Grashof N u m b e r [Αριθμός Grashof] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη φαινομένων μεταφοράς θερμότητας με φυσική συναγωγή. Ορίζεται από τον τύπο Ncr = L χρ 2 >^χβ*ΔΤ/μ 2 , όπου β ο συντελεστής θερμικής ροής. Εκφράζει το γινόμενο του αριθμού Reynolds με το πηλίκο των δυνάμεων άνωσης προς τις δυνάμεις ιξώδους. Grass Concrete [Μικτή επιφάνεια εξωτερικού χώρου] Οικοδ. Υπαίθρια επιφάνεια επενδυμένη με διάτρητες τσιμεντόπλακες τα κενά των οποίων καλύπτονται με γρασίδι. G r a t e [Σχάρα] Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε κατασκευή που αποτελείται από ένα πλέγμα παράλληλων, συνήθως μεταλλικών, ράβδων. G r a t i n g [Σχάρα] Οικοδ. —» Grille. Gravel [Χαλίκι] Οικοδ. Χονδρόκοκκο υλικό με μέγεθος κόκκου μεταξύ 20 και 50 χιλιοστών φυσικής προέλευσης ή θραυστό που χρησιμοποιείται στη σύνθεση των σκυροδεμάτων ή-ως υλικό πλήρωσης. G r a v i m e t e r [Βαρυτόμετρο] Φυσ. 1. Όργανο ακριβείας το οποίο, βασιζόμενο στις μ£τρήσεις βάρους σταθερής μάζας, χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των διαφόρων τιμών της έντασης του πεδίου βαρύτητας της Γης. 2. Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ειδικού βάρους μιας ουσίας. Gravimetric [Βαρυτομετρία] Φυσ. Κάθε διεργασία μέτρησης που διεξάγεται με τη χρήση βαρών ή που αφορά τον προσδιορισμό των τιμών του πεδίου βαρύτητας της Γης. Gravimetric Absorption M e t h o d [Βαρυτομετρική μέθοδος απορρόφησης] Αναλ. Χημ. Μέθοδος της ποσοτικής χημικής ανάλυσης για τον προσδιορισμό της ποσότητας των υδρατμών ενός αερίου. Βασίζεται στη διοχέτευση γνωστού όγκου του αερίου μέσα σε προζυγισμένο δοχείο, που περιέχει κατάλληλη υγροσκοπική ουσία (όπως χλωριούχο ασβέστιο, πεντοξείδιο του φωσφόρου κ.λ.π.), οπότε από την παρατηρούμενη διαφορά βάρους, με νέα μέτρηση υπολογίζεται η ακριβής ποσότητα. Gravimetric Analysis [Βαρυτομετρική ανάλυση] Αναλ. Χημ. Μέθοδος της ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία το υπό προσδιορισμό συστατικό διαχωριζόμενο (μέσω κατάλληλων αντιδράσεων) σε γνω-

στή ένωση ή στοιχείο ζυγίζεται. Gravimetric Datum Orientation [Προσανατολισμός βαρυτομετρικού δεδομένου] Γεωδ. Προσαρμογή του θεωρητικού ελλειψοειδούς εκ περιστροφής για το ακριβές σχήμα της Γης σύμφωνα με συγκεκριμένο βαρυτομετρικό δεδομένο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι διακυμάνσεις. Gravimetric Geodesy [Βαρυτομετρική γεωδαισία] Γεωδ. Ο κλάδος της γεωδαισίας που μελχτά το σχήμα και τις διαστάσεις της γης με βάση τα δεδομένα των μετρήσεων και της θεωρητικής ανάλυσης των ιδιαίτερων στοιχείων του πεδίου βαρύτητας της Γης. Gravimetric Geoid [Βαρυτομετρικό γεωειδές] Γεωδ. Το σχήμα της Γης που προκύπτει με βάση τις βαρυτομετρικές μετρήσεις και τη θεωρητική ανάλυση του πεδίου βαρύτητας της γης. Gravimetric Projection [Βαρυτομετρική προβολή] Γεωδ. Διάγραμμα με γραμμές ή επιφάνειες που συνδέουν τα σημεία που παρουσιάζουν ίση τιμή για την επιτάχυνση της βαρύτητας. Gravimetric Survey [Βαρυτομετρική τοπογράφηση] Γεωδ. Τοπογραφική έρευνα που διεξάγεται με χρήση ειδικών οργάνων (βαρυτομέτρων) για τον προσδιορισμό της τιμής της επιτάχυνσης της βαρύτητας σε διάφορα σημεία της επιφάνειας της Γης. Gravimetric Undulations [Βαρυτομετρικές κυμάνσεις] Γεωδ. ΟΙ παρατηρούμενες αποκλίσεις του γεωειδούς που προσδιορίζεται με βάση τις βαρυτομετρικές μετρήσεις και τη θεωρητική ανάλυση από το θεωρητικό σχήμα του ελλειψοειδούς εκ περιστροφής που περιγράφει το σχήμα της Γης. Gravimetry [Βαρυτομετρία] Γεωδ. Κάθε μέθοδος προσδιορισμού της δύναμης της έλξης ενός πεδίου βαρύτητας, ειδικότερα της Γης. Gravitaional Force [Βαρυτική δύναμη] Μηχ. Η δύναμη της βαρυτικής έλξης, που υπολογίζεται από το νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα ως ευθέως ανάλογη με το γινόμενο δύο μαζών και αντίστροφα ανάλογη με το τετράγωνο της μεταξύ τους απόστασης, με την υπόθεση ότι η μάζα των πραγματικών σωμάτων θεωρείται ως σημειακή συγκεντρωμένη στο κέντρο μάζας τους. Για το πεδίο βαρύτητας της Γης, η δύναμη της βαρυτικής έλξης επί ενός σώματος είναι το βάρος του σώματος. Gravitation [Βαρυτική έλξη] Μηχ. Το φαινόμενο της εμφάνισης αμοιβαίας ελκτικής δύναμης ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σώματα που διαθέτουν μάζα στο σύμπαν. Υπολογίζεται με βάση τον νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα. Gravitational [Βαρυτικός] Μηχ. Όρος που αναφέρεται ή σχετίζεται με τα φαινόμενα που οφείλονται στη βαρυτική (παγκόσμια) έλξη. Gravitational Acceleration [Επιτάχυνση της βαρύτητας] Μηχ. Η επιτάχυνση που αποκτά σε ένα πεδίο βαρύτητας ένα σώμα λόγω της βαρυτικής έλξης. Για το πεδίο βαρύτητας της Γης η επιτάχυνση της βαρύτητας συμβολίζεται με g και έχει τιμή που κυμαίνεται, εξαρτώμενη από το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο λόγω της μη σταθερής ακτίνας της γης από 9,78 m/sec2 (στον Ισημερινό) έως 9,83 m/sec (στους πόλους). Σττιν επιφάνεια της θάλασσας, με μέση τιμή 9,807 m/ sec". Gravitational Brensstrahlung [Βαρυτική ακτινοβολία πέδησης] Φυσ. Η εκπομπή βαρυτικής ακτινοβολίας λόγω επιβράδυνσης κατά την κίνηση δύο αστρικών

-653 -

σωμάτων μεγάλης μάζας σε μικρή μεταξύ τους απόσταση με μεγάλη σχετική ταχύτητα. Gravitational Collapse [Βαρυτική κατάρρευση] Αστροφυσ. Η βίαιη και ταχύτατη κατάρρευση ενός αστέρα μεγάλης μάζας προς το εσωτερικό του και ο περιορισμός των διαστάσεων του έως και τα όρια της βαρυτικής ακτίνας με συμπύκνωση πολύ μεγάλης μάζας υπό την επίδραση των τεράστιων βαρυτικών δυνάμεων, όταν κατά την πορεία της εξέλιξής του και με τη μείωση της θερμοκρασίας, αυτές δεν αντισταθμίζονται από την πίεση των εσωτερικών αερίων. Αποτέλεσμα είναι η μετατροπή τους σε μαύρη οπή, αστέρα νετρονίων ή πάλσαρ. Gravitational Constant [Παγκόσμια σταθερά της βαρύτητας] Μηχ. Η σταθερά αναλογίας που εμφανίζεται στο νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα. Είναι θεμελιώδης φυσική σταθερά, ανεξάρτητη της φύσης της ύλης των σωμάτων. Συμβολίζεται με G και έγει τιμή ίση με 6,679 . 10* u N.m /Kg 2 . Gravitational Displacement [Βαρυτική μετατόπιση] Μηχ. Το γινόμενο της έντασης του πεδίου βαρύτητας και της παγκόσμιας σταθεράς βαρύτητας. Gravitational E n c o u n t e r [Βαρυτική συνάντηση] Αστροφυσ. Η προσέγγιση κατά την κίνησή τους δύο αστρικών σωμάτων μεγάλης μάζας κατά τρόπο ώστε η προκύπτουσα αμοιβαία ελκτική δύναμη μεταξύ τους να επηρεάζει και να τροποποιεί την κίνηση τους. Gravitational E q u i l i b r i u m [Βαρυτική ισορροπία] Αστροφυσ. Το είδος της κατάστασης ισορροπίας σε ένα ουράνιο σώμα όπου η δύναμη βαρύτητας εξισορροπείται από ίση και αντίθετης φοράς δύναμη με αποτέλεσμα να μη παρατηρείται κίνηση προς το εσωτερικό του σώματος. Gravitational Field [Βαρυτικό πεδίο] Μηχ. Ο χώρος σε κάθε σημείο του οποίου θα ασκηθεί βαρυτική δύναμη σε οποιοδήποτε υπόθεμα μάζας ανάλογα με τη μάζα. Το πεδίο βαρύτητας είναι αστρόβιλο διανυσματικό πεδίο και χαρακτηρίζεται σε κάθε σημείο του από το διάνυσμα της έντασης. Gravitational Field Theory [Θεωρία του βαρυτικού πεδίου] Μηχ. Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η επίδραση που ασκείται σε ένα υλικό σώμα εντός πεδίου βαρύτητας σε αντίθεση με την υπόθεση του νόμου του Νεύτωνα, όχι εκ μακρόθεν με άπειρη ταχύτητα μετάδοσης αλλά μέσω ενός υλικού περιβάλλοντος και κατά συνέπεια χρειάζεται πεπερασμένο χρόνο μετάδοσης, για να καλύψει την εν λόγω απόσταση, το πηλίκο της οποίας προς τον αντίστοιχο χρόνο δίνει την ταχύτητα μετάδοσης της επίδρασης. Gravitational Flattening [Βαρυτική πλάτυνση] Γεωδ. Το εύρος της διαφοράς που υπολογίζεται για την τιμή της επιτάχυνσης της βαρύτητας (και κατά συνέπεια της βαρυτικής έλξης) στους πόλους και τον Ισημερινό, λόγω της μη σταθερής ακτίνας της γης. Gravitational Instability [Βαρυτική αστάθεια] Αστροφνσ. Η έλλειψη δυναμικής ισορροπίας σε έναν αστέρα ή άλλη αστρική μάζα, όταν η βαρυτική δύναμη δεν αντισταθμίζεται από την πίεση των εσωτερικών αερίων, οπότε ή επέρχεται η συνεχής συρρίκνωση και κατάρρευσή του (μαύρες οπές, άστρα νετρονίων κ.λ.π.) ή η συνεχής διαστολή του και πιθανώς η έκρηξη του με εκτόξευση μέρους ή ολόκληρης της μάζας του (νόβα, σουπερνόβα κ.λ.π.). Gravitational Interaction [Βαρυτική αλληλεπίδραση] Μηχ. Μία από τις τέσσερις (ή τρεις) θεμελιώδεις αλλη-

Gravitationai Sliding

λεπιδράσεις στη φύση μαζί με την ισχυρή καθώς επίσης και την ηλεκτρομαγνητική και την ασθενή (από κοινού ηλεκτρασθενή). Είναι μεγάλης εμβέλειας, η ασθενέστερη απ' όλες (ΙΟ38 φορές από την ισχυρή) με αμελητέα επίδραση στα στοιχειώδη σωματίδια. Διαδίδεται μέσω των κβάντων του πεδίου βαρύτητας, των γκραβιτονίων. Gravitational Lens [Βαρυτικός φακός] Αστροφυσ. Το φαινόμενο κατά το οποίο το βαρυτικό πεδίο ενός αστρικού σώματος μεγάλης μάζας (π.χ. σμήνος γαλαξιών) που βρίσκεται κατά μήκος της διεύθυνσης παρατήρησης από τη γη προς μια πηγή φωτός (π.χ. κβάζαρ), λειτουργεί ως φακός που εστιάζει την ακτινοβολία με αποτέλεσμα την εκτροπή του φωτός και τη δημιουργία ειδώλων της πραγματικής πηγής. Gravitational M a s s [Βαρυτική μάζα] Μηχ. Η μάζα ενός σώματος που ορίζεται από το νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα με βάση τη δύναμη που αυτό δέχεται μέσα σε ένα βαρυτικό πεδίο. Ισούται, όπως αποδεικνύεται πειραματικά, με τη μάζα αδράνειας του σώματος. Gravitational Potential [Βαρυτικό δυναμικό] Μηχ. Δυναμικό του πεδίου βαρύτητας σε ένα σημείο ονομάζεται το πηλίκο του έργου του παραγόμενου από το πεδίο για την υπερνίκηση των δυνάμεων βαρύτητας, κατά τη μετακίνηση ορισμένης μάζας από το συγκεκριμένο σημείο μέχρι το άπειρο προς τη μάζα αυτή. Επειδή το πεδίο βαρύτητας είναι αστρόβιλο, το δυναμικό εξαρτάται μόνο από τη θέση του σημείου. Gravitational Potential Energy [Βαρυτική δυναμική ενέργεια] Μηχ. Το είδος της δυναμικής ενέργειας που εμπεριέχει ένα σύστημα σωμάτων συνδεδεμένο με αλληλεπιδράσεις βαρυτικής έλξης και που ισούται με το έργο που πρέπει να καταναλωθεί για την υπερνίκηση των δυνάμεων βαρύτητας και τον αποχωρισμό τους, θεωρητικά μέχρι το άπειρο. Gravitational Pressure [Βαρυμετρική πίεση] Μηχ. —» Hydrostatic pressure. Gravitational Radiation [Βαρυτική ακτινοβολία] Αστροφυσ. Είδος ακτινοβολίας κυμάτων βαρύτητας που προβ/επεται από τη θεωρία της γενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν ως λύσεις κυματικής μορφής για τις εξισώσεις πεδίου. Η ύπαρξή της, αν και δεν έχει άμεσα παρατηρηθεί, έχει επιβεβαιωθεί από τη μείωση της τροχιακής περιόδου, λόγω απώλειας ενέργειας, ενός διπλού πάλ.σαρ. Είναι σε εξέλιξη πολλά προγράμματα ανίχνευσης των βαρυτικών κυμάτων μέσω πολύ ευαίσθητων μαγνητικών ανιχνευτών. Gravitational Red Shift [Βαρυτική ερυθρά μετατόπιση] Αστροφυσ. Το φαινόμενο, συνέπεια της θεωρίας του Αϊνστάιν που αποδεικνύεται με υψηλής ακρίβειας πειράματα, της μετατόπισης της συχνότητας ενός σήματος λόγω της βαρύτητας προς χαμηλότερες συχνότητες (μετατόπιση προς το ερυθρό) όταν ο δέκτης βρίσκεται σε υψηλότερο δυναμικό του πεδίου βαρύτητας σε σχέση με την πηγή του σήματος και προς υψηλότερες συχνότητες (μετατόπιση προς το κυανό) όταν ισχύει το αντίθετο. Gravitational Sliding [Βαρυτική ολίσθηση] Γεωλ. Καθοδική μετακίνηση μαζών πετρωμάτων σε κεκλιμένες επιφάνειες λόγω της επενέργειας της βαρύτητας με αποτέλεσμα την αναδιάρθρωση των μαζών και την πρόκληση μορφολογικών μεταβολών. Ο τρόπος ανάπτυξης της κίνησης και η ταχύτητα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (γεωμορφολογικούς, γεωλογικούς,

Gravitational System Of Units

-654-

μηχανικούς κ.λ.π.). Gravitational System Of Units [Βαρυτικό σύστημα μονάδων] Μηχ. Σύστημα μονάδων στο οποίο ως θεμελιώδεις μηχανικές μονάδες θεωρούνται το μήκος, ο χρόνος και η δύναμη της οποίας ως μονάδα λαμβάνεται το βάρος πρότυπου σώματος σε ορισμένο γεωγραφικό πλάτος στην επιφάνεια της Γης. Gravitational Wave [Βαρυτικό κύμα] Αστροφυσ. Το κύμα διάδοσης της βαρυτικής ακτινοβολίας που προβλέπει η θεωρία της σχετικότητας αλλά δεν έχει ακόμα άμεσα παρατηρηθεί. Εκπέμπεται από επιταχυνόμενη μάζα, μεταφέρει ενέργεια, διαδίδεται με την ταχύτητα του φωτός και προκαλεί ιδιαίτερα ασθενείς ταλαντώσεις στα σώματα, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την ανίχνευση του ακόμα και σε ειδικές συνθήκες με πολύ ευαίσθητα όργανα. Graviton [Γκραβιτόνιο] Φυσ. Υποθετικό σωματίδιο πεδίου ή κβάντο που είναι ο φορέας διάδοσης της βαρυτικής αλληλεπίδρασης. Είναι σωματίδιο μηδενικής μάζας αδράνειας, μηδενικού φορτίου και σπιν 2. Gravity [Βαρύτητα] Μηχ. Το φαινόμενο που έχει σχέση με τη βαρυτική έλξη που ασκείται σε ένα υλικό σώμα μέσα στο πεδίο βαρύτητας ενός μεγάλ.ου ουράνιου σώματος (πλανήτη, αστέρα κ.λ.π.) και ειδικότερα της Γης, για το πεδίο βαρύτητας της οποίας η δύναμη της βαρυτικής έλξης ονομάζεται βάρος του σώματος. Gravity Anomaly [Ανωμαλία βαρύτητας] Μηχ. Η απόκλιση της μετρούμενης τιμής της βαρύτητας σε έναν τόπο από την προβλεπόμενη, με βάση τους θεωρητικούς υπολογισμούς. Gravity Assist [Βοήθεια βαρύτητας] Αστρον. Αδρανής πτήση διαστημικού οχήματος στο χώρο κατά την οποία η κίνηση πραγματοποιείται με τη βοήθεια της ενέργειας της έλξης ενός πλανήτη σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, όπως η αντίσταση των ατμοσφαιρικών στρωμάτων κ.λ.π. Gravity Cell [Στοιχείο βαρύτητας] Φυσ. Χημ. Ηλεκτρολυτικό στοιχείο με τα ηλεκτρόδια του σε δύο διαφορετικούς ηλεκτρολύτες οι οποίοι παραμένουν διαχωρισμένοι σε δύο κάθετα στρώματα ως αποτέλεσμα της διαφοράς των σχετικών πυκνοτήτων τους. Gravity Compensation [Αντιστάθμιση βαρύτητας] Γεωλ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται ο μηχανισμός με τον οποίο ορισμένα τμήματα του φλοιού της Γης, αναδύονται από το μάγμα, ή βυθίζονται μέσα σε αυτό, σε μία τέτοια θέση ισορροπίας η οποία εξαρτάται από την μάζα και την πυκνότητα των ίδιων των πετρωμάτων πάνω και κάτω από ένα ορισμένο βάθος. Gravity Concentration [Συμπύκνωση με Βαρύτητα] Μηχ. Αναφέρεται στο διαχωρισμό των στερεών σωματιδίων από ένα υγρό, με τη μέθοδο της κατακάθισης με βαρύτητα. Η διεργασία πραγματοποιείται σε δεξαμενή με κωνικό πυθμένα, από τον οποίο εξέρχεται η ιλύς, ενώ το διαυγές υγρό λαμβάνεται στο πάνω μέρος. Χρησιμοποιείται κυρίως στην επεξεργασία υγρών αποβλήτων. Gravity Conveyor [Διάταξη μεταφοράς με βαρύτητα] Μηχ. Περλαμβάνει κάθε διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά στερεών υλικών, υπό την επίδραση του βάρους. Πρόκειται για επικλινείς διατάξεις που βρίσκουν εφαρμογή σε περιπτώσεις στις οποίες το τελικό σημείο βρίσκεται χαμηλότερα από το αρχικό. Gravity D a m [Φράγμα βαρύτητας] Πολ. Μηχ. Τύπος φράγματος με τραπεζοειδή διατομή ο οποίος ως φορέας αντιμετωπίζει τις οριζόντιες πιέσεις που δέχεται

στον όγκο του μέσω της βαρύτητας του. Gravity Drainage [Αποστράγγιση βαρύτητας] Υδρ. Απομάκρυνση του νερού από μια περιοχή χρησιμοποιώντας τους νόμους της βαρύτητας. Gravity Drainage Reservoir [Αποθήκη αποστράγγισης βαρύτητας] Γεωλ. Περιοχή συγκέντρωσης πετρελαϊκών αποθέσεων όπου, κατά τη διάρκεια των εργασιών παραγωγής, παρατηρείται διαχωρισμός πετρελαίου, νερού και αερίων υπό την επενέργεια της βαρύτητας. Gravity Fault [Κανονικό ρήγμα] - » N o r m a l Fault Gravity Flow [Ροή βαρύτητας] Υδρ. Η ροή ενός ρευστού μεταξύ δύο σημείων με διαφορετικό υψόμετρο όπου η κίνηση του ρευστού επιτυγχάνεται μέσω της βαρύτητας του από το υψηλό προς το χαμηλό υψόμετρο. Gravity Network [Δίκτυο βαρύτητας] Γεωδ. Σύνολο επιστημονικών σταθμών όπου διεξάγονται μετρήσεις με κατάλληλα όργανα για τον προσδιορισμό της ακριβούς τιμής της βαρύτητας σ' ένα τόπο. Gravity P l a t f o r m [Πλατφόρμα βαρύτητας] Πετρελαιομηχ. Είναι ένας τύπος σταθερής εξέδρας που χρησιμοποιείται για την εξόρυξη πετρελναίου ή άλλων ορυκτών από τον πυθμένα της θάλασσας. Η στατική λειτουργία της πλατφόρμας βαρύτητας στηρίζεται στο σημαντικό βάρος της κατασκευής σε συνδυασμό με την μεγάλη σχετικά σε διαστάσεις θεμελίωσή της. Gravity Retaining Wall [Τοίχος βαρύτητας] Πολ. Μηχ. Τοίχος αντιστήριξης που υπολογίζεται ως φορέας αντιμετώπισης των ωστικών πιέσεων του εδάφους που συγκρατεί μέσω της βαρύτητας του. Gravity Separation 1 [Διαχωρισμός με Βαρύτητα] Μηχ. Μέθοδος διαχωρισμού στερεών σωματιδίων, με βάση την πυκνότητά τους, με τη βοήθεια ροής αέρα ή υγρού. Η διεργασία πραγματοποιείται σε ειδικό δοχείο, εφοδιασμένο με έμβολο για την στρωμάτωση της κλίνης των στερεών, οπότε τα ελαφρύτερα απομακρύνονται με υπερχείλιση, ενώ τα βαρύτερα από το κάτω μέρος της στήλης. Gravity Seperation [Διαχωρισμός βαρύτητας] Μεταλλ. Μηχ. Ο μηχανικός διαχωρισμός των τεμαχιδίων λειοτριβηθέντος μεταλλεύματος για τον εμπλουτισμό του με βάση τις διαφορές στα ειδικά τους βάρη, με διάφορες μεθόδους όπως με συγκεντρωτές, με υγρές ή ξηρές σειόμενες τράπεζες, με βαρέα υγρά κ.λ.π. Gravity Spring [Πηγή βαρύτητας] Υδμολ. Πηγή της οποία η ροή οφείλεται στην επενέργεια των δυνάμεων βαρύτητας με βάση τους νόμους της υδροστατικής πίεσης. Gravity Station [Σταθμός βαρύτητας] Γεωδ. Επιστημονικός σταθμός διεξαγωγής μετρήσεων με κατάλληλα όργανα για τον προσδιορισμό της ακριβούς τιμής της βαρύτητας σ' ένα τόπο. Gravity Tectonics [Τεκτονική βαρύτητα] Γεωλ. Η μελέτη της τεκτονικής μορφής και δομής μιας πετρογραφικής ενότητας που προήλθε από τις ανακατατάξεις μαζών κατά την μετακίνηση εδαφικών πετρωμάτων υπό την επενέργεια της βαρύτητας. Gravity Wall [Τοίχος βαρύτητας] Πολ. Μηχ. -» Gravity retaining wall. Gravity Wave [Κύμα βαρύτητας] Φνσ. Επιφανειακό κύμα σε ρευστό μέσο του οποίου η ταχύτητα διάδοσης εξαρτάται, κυρίως, από τις βαρυτικές δυνάμεις και όχι από άλλους παράγοντες, όπως η επιφανειακή τάση και η εσωτερική τριβή .

-655 G r a v u r e [Φωτολιθογραφία] Γραφισ. Γνο)στή και ως γκραβούρα, πρόκειται για την χάραξη μίας εικόνας επί μετάλλου χαλκού ή επί λίθου με σκοπό ύστερα την τύπωση σειράς αντιτύπων. G r a y [Γκρέι] Πυρην. Φυα. Η μονάδα της απορροφούμενης δόσης ιονίζουσας ακτινοβολίας στο Διεθνές Σύστημα που ισούται με την ποσότητα ακτινοβολίας που προσδίδει ενέργεια 1 Joule ανά Kgr ακτινοβολούμενου υλικού και αντιστοιχεί σε ΙΟ2 rad. Σύμβολο: Gy. G r a y Body [Φαιό σώμα] Οπτικ. Αδιαφανές σώμα που διαχέει όλα τα μήκη κύματος κατά το ίδιο ποσοστό με μέτριο συντελεστή διάχυσης δηλ. το πηλίκο της έντασης του διαχεόμενου φωτός προς την ένταση του προσπίπτοντος. G r a y w a c k e [Γραουμβάκης] Γεωλ. Πυροκλαστικό ψαμμιτικό πέτρωμα, τεφρού ή μαύρου χρώματος, που περιέχει εκτός από κόκκους χαλαζία κόκκους φθανιτών διάφορων μεγεθών και σχημάτων και υλικών εκρηξιγενούς προέλευσης συγκολλημένους με αργιλικό ή αργιλοπυριτικό υλικό. G R C [Σκυρόδεμα ενισχυμένο με ίνες γυαλιού] Πολ. Μηχ. Glass reinforced concrete. Grease [Λιπαντικό] Υλικ. Λίπη ή έλαια ορυκτολογικής, ζωικής ή φυτικής προέλευσης, παχύρρευστα ή λεπτόρρευστα, με ειδικές ιδιότητες (αντοχή στη θερμοκρασία, κατάλληλη θερμοκρασία πήξης, σταθερότητα κατά την οξείδωση κ.λ.π.) που χρησιμοποιούνται για την λίπανση μηχανών προς αποφυγή φθορών. Grease C u p [Λιπαντήρας] Μηχ. Όργανο που φέρει υποδοχέα γεμάτο με λιπαντικό και κατάλληλο στενό σωληνοειδές άκρο για εφαρμογή αυτού στα κινούμενα τμήματα ή σε εξαρτήματα των μηχανών που απαιτούν λίπανση. Grease Spot P h o t o m e t e r [Φωτόμετρο λιπαρής κηλίδας] Οπτικ. Φωτόμετρο σύγκρισης της έντασης δύο φωτεινών πηγών που στηρίζεται στην εξαφάνιση (παρατηρούμενη με τη βοήθεια συστήματος κατόπτρων) κατά τον ομοιόμορφο ετερόπλευρο φωτισμό, λιπαρής κηλίδας επί διαφράγματος φύλου χάρτου. Grease T r a p [Λιποσυλλέκτης] Μηχ. Κατάλληλο εξάρτημα, με δυνατότητα να αφαιρείται για καθαρισμό, σε αποχετευτικό σωλήνα που συγκρατεί τις λιπαρές ουσίες ώστε να αποφεύγεται η απόφραξη. Great A t t r a c t o r [Μέγας ελκυστής] Αστρον. Μεγάλη συγκέντρωση μάζας στον κοσμικό χώρο στη βαρυτική έλξη της οποίας αποδίδεται η συγκεκριμένη κίνηση των γαλαξιών κατά καθορισμένο τρόπο. G r e a t Circle 1 [Μέγιστος κύκλος] Γεωδ. Οι μέγιστοι κύκλοι της σφαίρας της Γης δηλ. ο ισημερινός και οι μεσημβρινοί επί των οποίων υπολογίζονται οι γεωδαιτικές (διαδρομές ελάχιστης απόστασης) γραμμές δύο οποιωνδήποτε σημείων στην επιφάνεια της. Great Circle 2 [Μέγιστος κύκλος] Μαθημ. Ο κύκλος που προκύπτει ως τομή της επιφάνειας μιας σφαίρας και επίπεδου που διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας. Great Red Shift [Μεγάλη ερυθρά κηλίδα] Αστμον. Χαρακτηριστικός σχηματισμός μεγάλων διαστάσεων της επιφάνειας του Δία παράλληλα προς τον Ισημερινό του πλανήτη, που είναι το κέντρο πολύ έντονων καταιγίδων της ατμοσφαιρικής του μάζας. Έχει χρώμα ερυθρό με μακροχρόνιες διακυμάνσεις και σχήμα ωοειδές. Great Rift [Μεγάλο ρήγμα] Αστρον. Περιοχή που φαίνεται σαν ρήγμα στο Γαλαξία ανάμεσα στον αστερισμό του Κύκνου και του Οφιούχου λόγω της παρουσίας εκτεταμένου σκοτεινού νεφελώματος αποτελούμενο

Green Laser

απύ νέφη και σκόνη. Great Wall [Μεγάλο τείχος] Αστμον. Το μεγαλύτερο γνωστό συγκρότημα γαλαξιών, νέφος γαλαξιών αποτελούμενο από δεκάδες χιλιάδες γαλαξίες σε απόσταση και με διαστάσεις της τάξης των εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών φωτός. Greatest C o m m o n Divisor [Μέγιστος κοινός διαιρέτης] Μαθημ. Για ακέραιους αριθμούς πλήθους από 2 ως ν μπορεί να οριστεί ως ο μέγιστος κοινός διαιρέτης ο μεγαλύτερος ακέραιος που διαιρεί ακριβώς ολόκληρο το δεδομένο σύνολο. Greatest Integer Function [Συνάρτηση μεγίστου ακεραίου] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f και ένας πραγματικός αριθμός χ. Η συνάρτηση ονομάζεται μεγίστου ακεραίου αν ισχύει: f(x)<x και η τιμή της f(x) είναι αριθμός ακέραιος. Greatest Lower Bound [Μέγιστο κάτω φράγμα] Μαθημ. Για κάθε ολικά διατεταγμένο σύνολο το οποίο είναι τουλάχιστον κάτω φραγμένο ορίζεται ως ο μέγιστος κοινός διαιρέτης ο μεγαλύτερος ακέραιος που διαιρεί ακριβώς όλα τα στοιχεία του δεδομένου συνόλου. Greedy Algorithm [Απληστος αλγόριθμος] Μαθημ. Έστω ένας γράφος ν κορυφών με ακμές στις οποίες αντιστοιχίζονται σταθερά βάρη. Απληστος αλγόριθμος ονομάζεται η διαδικασία εύρεσης του μονοπατιού που επισκέπτεται όλες τις κορυφές του γράφου και έχει σαν αποτέλεσμα το ελάχιστο βάρος. Greeenhouse Gas [Αέριο θερμοκηπίου] Μετεωρ. Αέριο όπως το διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, όζον κ.λ. π. ικανό να απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία και να αποδίδει θερμική ενέργεια και του οποίου, επομένως, η αύξηση της συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα προκαλεί ενίσχυση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Green [Πράσινο] Οπτικ. Το αίσθημα στον εγκέφαλο του πράσινου χρώματος που προκαλείται από διέγερση στον αμφιβληστροειδή σε ερέθισμα ακτινοβολίας με μήκος κύματος στη περιοχή του ορατού φάσματος από 0,492 μηι έως 0,577 μπι και χαρακτηριστικό μήκος κύματος 0,5172 μπι. Green Colour [Πράσινο Χρώμα] Χημ. Μηχ. Χρώμα που εφαρμοζόμενο δίνει πράσινο χρωματισμό όπως το πράσινο της Σβάϊνφουρτ (μίγμα αρσενικώδους και οξικού οξέος), του μαλαχίτη, το Μιλορί (μίγμα χρωμικού μολύβδου και κυανού του Βερολίνου), το πράσινο θιονάλ (παράγωγο της ινδοφαινόλης) κ.λ.π. Green Concrete [Νωπό σκυρόδεμα] Πολ Μηχ. Είναι μια ενδιάμεση φάση του σκυροδέματος στην ανάπτυξη της φέρουσας ικανότητας του, όπου το σκυρόδεμα έχει σκληρύνει και δεν επιδέχεται πια επεξεργασία, ωστόσο δεν έχει αποκτήσει όμως ακόμη την φέρουσα ικανότητα του Green E a r t h [Πράσινη γαία] Γεωλ. Αναφέρεται πυριτικό πέτρωμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή βαφών κυρίως ο γλαυκονίτης και ο χλωρίτης. Green Flash [Πράσινη λάμψη] Αστμον. Φαινόμενο οφειλόμενο στην ατμοσφαιρική διάθλαση και παρατηρούμενο, όταν ο ορίζοντας είναι ιδιαίτερα καθαρός, κατά τη δύση, σύμφωνα με το οποίο το τελευταίο τμήμα του φαινομενικού δίσκου του ήλιου φαίνεται να αποκόπτεται και να εκπέμπει στιγμιαία πράσινη λάμψη; Green Laser [Πράσινο λέιζερ] Οπτικ. Ιοντικό Λέιζερ αερίου με ενεργό υλικό αργό και υδράργυρο που παράγει πράσινη μονοχρωματική ακτινοβολία σε μήκος κύ-

Green M o r t a r

-656-

ματος λ = 0,5225 pm. Green M o r t a r [Νωπό κονίαμα] Πολ. Μηχ. Κονίαμα που έχει σκληρύνει δεν έχει όμως αποκτήσει πλήρως την αντοχή του. Green M u d [Πράσινη ιλύς] Γεωλ. Χερσογενής θαλάσσια απόθεση λεπτόκοκκου υλικού που συναντάται στην άκρη της υφαλοκρηπίδας και παρουσιάζει πράσινο χρωματισμό λόγω της αυξημένης παρουσίας γλαυκονιτικών κόκκων. Green Vitriol [Πράσινο βιτριόλι] Avopy. Χημ. Το βιτριόλι πράσινου χρώματος που είναι το θειϊκό άλας του δισθενούς σιδήρου, σε αντιδιαστολή με το κυανό (του χαλκού) και το λευκό (του ψευδαργύρου). G r e e n ' s Function [Συνάρτηση Green| Μαθημ. Η συνάρτηση G(x,y) για την οποία ισχύει G(x,y)=G(y,x) και V2G(x,y)=0(x-y), όπου 0(x-y) είναι η δέλτα συνάρτηση Dirac. G r e e n ' s Identities [Ταυτότητες Green] Μαθημ. Για μια επιφάνεια S και ένα χωρίο αυτής Ω ισχύει: α) το ολοκλήρωμα JfVgn dS στο σύνορο του Ω είναι ίσο με το ολοκλήρωμα J(fV2g + VfVg)dV στο Ω και β) το ολοκλήρωμα i(fVg -gVf)n dS στο σύνορο του Ω είναι ίσο με το ολοκλήρωμα J(fV2g - gV2f) dV στο Ω. G r e e n ' s T h e o r e m [Θεώρημα του Green] Μαθημ. Έστω ένα χωρίο D και C το σύνορο του. Το θεώρημα του Green συνδέει το ολοκλήρωμα επί του D με το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα επί του C. Αποδεικνύεται ότι για δύο συνεχείς συναρτήσεις Ρ και Q από το D στο R ισ^ύει: Jc+(Pdx+Qdy)=fD[(1Q/W-(1IP/1jy)]dxdy, όπου C το σύνορο C εφοδιασμένο με θετικό προσανατολισμό. G r e e n h o u s e Effect [Φαινόμενο θερμοκηπίου] Μετεωμ. Το φαινόμενο, ανάλογο με ότι συμβαίνει σ ' έ ν α θερμόκήπιο, της παγίδευσης της υπέρυθρης ακτινοβολίας από την ατμόσφαιρα και της αύξησης της θερμοκρασίας λόγω του ότι η ηλιακή ακτινοβολία, που είναι κυρίως στο ορατό και στο εγγύς υπέρυθρο με μέγιστο σε μήκος κύματος λ = 0,6 μηι, διερχόμενη από την ατμόσφαίρα και απορροφούμενη από το έδαφος και τα υλικά επανεκπέμπεται ως υπέρυθρη η οποία όμως ως απορροφήσιμη από το διοξείδιο του άνθρακα, το νερό, το όζο κ.λ.π. μετατρέπεται σε θερμότητα. Greenockite [Γρηνοκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό θειούχο κάδμιο, κύριο μετάλλευμα καδμίου. Συναντάται σε κίτρινους έως πορτοκαλί κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος συχνά μαζί με σφαλερίτη και σμισθωνίτη. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,9. Greensand [Πράσινη άμμος] Γεωλ. Ι.Αρενιτικό ίζηματογενές πέτρωμα, χαλαρής ή συμπαγούς σύνδεσης και πράσινου χρωματισμού (εφόσον δεν έχει υποστεί οξείδωση) λόγω της αυξημένης παρουσίας γλαυκονιτικών κόκκων. 2. Ονομάζεται, διακρινόμενο σε ανώτερο και κατώτερο, σχηματισμός Κρητιδικής προέλευσης που χαρακτηρίζεται από τις ανωτέρω ιζηματογενείς αποθέσεις. Greenschist [Πρασινοσχιστόλιθος] Γεωλ. Μεταμορφωμένο πέτρωμα που παρουσιάζει μεγάλη σχιστότητα και πράσινο χρωματισμό λόγω της παρουσίας ορυκτών όπως του επίδοτου, του χλ,ωρίτη κ.λ.π. κατά τις παραγενέσεις. Greenschist F a d e s [Πρασινοσχιστολαθική φάση] Γεωλ. Το σύνολο των παραγενέσεων κατά την καθολική μεταμόρφωση, χαμηλού έως μέσου βαθμού, που δημιουργεί σχιστολιθικά πετρώματα με αυξημένη παρου-

σία ορυκτών πράσινου χρωματισμού όπως χλωρίτη, επίδοτου, ακτινόλιθου κ.λ.π. Greenstone [Πρασινόλιθος] Γεωλ. 1. Ασαφής όρος που αναφέρεται σε βασικά πυριγενή πετρώματα που έχουν υποστεί μεταμόρφωση και παρουσιάζουν πράσινο χρωματισμό λόγω της παρουσίας χλωρίτη, πράσινης κεροστίλβης κ.λ.π. 2. Συνήθης ποικιλία του πολύτιμου λίθου ζαντ (νεφρίτης) που συναντάται στην Ανατολή και χρησιμοποιείται στην παρασκευή κομψοτεχνημάτων. Greenwich M e r i d i a n [Ισημερινός του Γκρήνουιτς] Γεωδ. Ο μέγιστος κύκλος της Γης που διέρχεται από τους πόλους της και το Αστεροσκοπείο Γκρήνουιτς του Αονδίνου, που με απόφαση του διεθνούς αστρονομικού συνεδρίου ορίστηκε ως ο πρώτος μεσημβρινός, η αφετηρία της μέτρησης του γεωγραφικού μήκους, Greenwich Time [Ώρα Γκρήνουιτς] Γεν. Ο ακριβής χρόνος που προσδιορίζεται με τη βοήθεια αστρονομικών παρατηρήσεων επί γνωστών με μέγιστη ακρίβεια ουρανογραφικών συντεταγμένων στον πρώτο μεσημβρινό του Γκρήνουιτς. G r e g o r i a n C a l e n d a r [Γρηγοριανό ημερολόγιο] Γεν. Το εν χρήσει επίσημο ημερολόγιο στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Αποτελεί αναθεώρηση, που πραγματοποιήθηκε κατ' εντολή του Πάπα Γρηγορίου του ΙΓ' το 1582 μ.Χ., του Ιουλιανού ημερολογίου προκειμένου το ημερολογιακό έτος να πλησιάζει ακριβέστερα προς το τροπικό έτος (365,242217 ημέρες) και επιτεύχθη με την κατάργηση ορισμένων δίσεκτων χρόνων (των αιωνίων ετών που ο αριθμός των αιώνων τους δεν είναι διαιρετός δια του τέσσερα). G r e g o r i a n Telescope [Γρηγοριανό τηλεσκόπιο] Οτττικ. Τύπος κατοπτρικού τηλεσκοπίου αποτελούμενο από κοίλο (σφαιρικό ή παραβολικό) κάτοπτρο μεγάλης εστιακής απόστασης ως αντικειμενικό σύστημα που φέρει οπή προ της οποίας είναι τοποθετημένο το προσοφθάλμιο σύστημα και επιπλέον, πίσω από το αντικειμενικό, μικρό κοίλο κάτοπτρο που επανακλά προς το προσοφθάλμιο τις ακτίνες τις ανακλασθείσες από το αντικειμενικό. Grenz Ray [Ακτίνες Γκρέντζ] Πυμην. Φυσ. Μαλακές ακτίνες Χ με μήκος σώματος από 0,1 έως 1 nanometres που παράγονται από την επιτάχυνση ηλεκτρονίων σε διαφορά δυναμικού από 5 έως 15 χιλιάδες Volt. Grid 1 [Πλέγμα] Ηλεκ. Το σύνολο των εναέριων και υπογείων δικτύων μεταφοράς υψηλής τάσης που συνδέει τους σταθμούς ενέργειας και κατ' επέκταση το δίκτυο της κατανάλωσης, Grid 2 [Πλέγμα] Ηλεκτρον. Συρμάτινο ηλεκτρόδιο σε ελικοειδή περιέλιξη που περιβάλλει τη κάθοδο σ' ένα ηλεκτρονικό σωλήνα και παρεμβάλλεται στην πορεία των ηλεκτρονίων, κατά τη κίνηση τους προς την άνοδο, ρυθμίζοντας έτσι τον αριθμό των διερχόμενων ηλεκτρονίων ανάλογα με το ενεργό εμβαδόν των διακένων που αυξομειώνεται με την τάση πλέγματος. G r i d 3 [Κάναβος] Πολ. Μηχ. Σε μια μελέτη κτιριακού έργου, η δημιουργία από τον αρχιτέκτονα ενός επίπεδου πλέγματος θεωρητικών γραμμών, όπου η κάθε πλευρά του πλέγματος είναι πολλαπλάσια σε μήκος ενός δεδομένου μεγέθους και σύμφωνα με το οποίο διαρρυθμίζονται αρχιτεκτονικά οι κατόψεις του κάθε ορόφου. Ο κάναβος είναι μια μέθοδος ανάπτυξης μιας αρχιτεκτονικής μελέτης που βοηθά την υλοποίηση του έργου κατά τη διάρκεια της κατασκευής.

-657 Grid Bias [Πόλωση πλέγματος] Ηλεκτρον. Η αρνητική συνεχής τάση που εφαρμόζεται ανάμεσα στο ρυΟμιστικό πλέγμα και την κάθοδο ηλεκτρονικού σωλήνα για να καθορίσει την περιοχή λειτουργίας. Grid Characteristic [Χαρακτηριστική πλέγματος] Ηλεκτρον. Η καμπύλη που παριστά γραφικά τη σχέση μεταξύ ρεύματος και τάσης πλέγματος για σταθερή ανοδική τάση σε ένα ηλεκτρονικό σωλήνα και από την οποία βρίσκονται τα χαρακτηριστικά μεγέθη της διαγωγιμότητας, του συντελεστή ενίσχυσης και της εσωτερικής αντίστασης. Grid Control [Ελεγχος πλέγματος] Ηϊχκτρον. Η μεταβολή του ανοδικού ρεύματος μέσω της μεταβολής της τάσης του πλέγματος από της τιμής του μηδενισμού του (όταν η τάση του πλέγματος είναι αρκετά αρνητική) έως της τιμής του κόρου υπεράνω ορισμένης τιμής θετικής τάσης πλέγματος. Grid C u r r e n t [Ρεύμα πλέγματος] Ηλεκτρον. Το ρεύμα ανάμεσα στο ρυθμιστικό πλέγμα και την κάθοδο ηλεκτρονικού σωλήνα, το οποίο όταν το πλέγμα είναι σε θετικό δυναμικό ως προς την κάθοδο ενισχύει το ανοδικό ρεύμα ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ελαττώνει. Grid Glow T u b e [Σωλήνας αίγλης πλέγματος] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονικός σωλήνας εκκένωσης αίγλης στον οποίο χρησιμοποιούνται ένα ή περισσότερα ρυθμιστικά πλέγματα για την έναρξη της εκκένωσης. G r i d Leak [Διαρροή πλέγματος] Ηλεκτρον. Αντιστάτης υψηλής αντίστασης που συνδέεται ανάμεσα στο ρυθμιστικό πλέγμα και την κάθοδο ηλεκτρονικού σωλήνα για να αποφευχθεί η συγκέντρωση φορτίων στο πλέγμα. G r i d Line [Γραμμή κανάβου] Αρχ. Μία γραμμή ενός κανάβου. Grid Resistor [Αντιστάτης πλέγματος] Ηλεκτρον. Κάθε αντιστάτης που συνδέεται στο κύκλωμα του πλέγματος ανάμεσα στο ρυθμιστικό πλέγμα και την κάθοδο ηλεκτρονικού σωλήνα και ειδικότερα ο αντιστάτης που συνδέει το ρυθμιστικό πλέγμα με τη γείωση. G r i d Voltage [Τάση πλέγματος] ΙΙ/χκτρον. Π διαφορά δυναμικού ανάμεσα στο πλέγμα και την κάθοδο ηλεκτρονικού σωλήνα, η οποία όταν το πλέγμα είναι σε θετικό δυναμικό ως προς την κάθοδο ενισχύει το ανοδικό ρεύμα ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ελαττώνει. Griffith Theory [Θεωρία του Γκρίφιθ] Υλικ. Η θεωρία σύμφωνα με την οποία η επέκταση των ρωγμών σε ένα υλικό οφείλεται στην επίδραση εφελκυστικών τάσεων (η απαιτούμενη εφελκυστική δύναμη δίνεται από την εξίσωση Γκρίφιθ) σε προϋπάρχουσες ρωγμές του υλικού και η ανάπτυξή τους είναι κάθετη στη διεύθυνση της μέγιστης εφελκυστικής τάσης. G r i g n a r d Reaction [Αντίδραση του Γκρινιάρ] Opy. Χημ. Ο σχηματισμός οργανομαγνησιακών ενώσεων κατά την επίδραση ρινισμάτων μαγνησίου επί αιθερικών διαλυμάτων αλκυλαλογονιδίων. Η οργανομαγνησιακή ένωση είναι του τύπου RMgX όπου τα R, Χ αντιπροσωπεύουν αλκύλιο ή άλλη οργανική ομάδα και αλογόνο αντίστοιχα. G r i g n a r d Reagent [Αντιδραστήριο του Γκρινιάρ] Opy. Χημ. Οργανομαγνησιακές ενώσεις που προκύπτουν κατά την αντίδραση Γκρινιάρ. Σε πυκνά διαλύματα και στη στερεή κατάσταση είναι διμερείς και περιέχουν δύο μόρια αιθέρα ενωμένα με τα άτομα του μαγνησίου. Αποτελούν πολύ δραστικές ενώσεις που δρουν είτε ως

Groove

ισχυρές βάσεις είτε ως ισχυρά πυρηνόφυλα και χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη σύνθεση πολλών οργανικών ενώσεων. G r i g n a r d Synthesis [Σύνθεση Grignard] Opy. Χημ. Εργαστηριακή μέθοδος παρασκευής αλκοολών, αλδεϋδών, κετονών, παραφινών και μονοκαρβονικών οξέων, με επίδραση αιθερικού διαλύματος οργανομαγνησιακής ένωσης και στη συνέχεια, υδρόλυση, Grillage [Σιδερένιο πέδιλο] Οικοδ. Πέδιλο που αποτελείται από σιδερένια ελάσματα τοποθετημένα κάθετα το ένα προς το άλλο σε πολλές στρώσεις τα οποία εγκιβωτίζονται με σκυρόδεμα για προστασία, Grille [Σχάρα] Υδρ. Μεταλλικό τεμάχιο από χυτοσίδηρο σε σχήμα ορθογώνιο και πάχος περίπου 5 εκ., με εγκοπές στην επιφάνεια του κατά μήκος της μικρής διάστασης του ορθογωνίου το οποίο τοποθετείται ως κάλυμμα στα φρεάτια συλλογής ομβρίων επιτρέποντας το νερό να εισρέει στο φρεάτιο και ταυτόχρονα κλείνοντας το στόμιο του φρεατίου αποτελεσματικά, G r i n d e r [Συσκευή Αλεσης] Μηχ. Κατηγορία μηχανημάτων που αποτελούνται από περιστρεφόμενους δίσκους ή κυλίνδρους κατάλληλης τραχύτητας και χρησιμοποιούνται για λείανση επιφανειών ή κονιοποίηση υλικών ή και ακόνισμα εργαλείων. G r i n d i n g [Αλεση] Μηχ. Διεργασία μετατροπής ενός στερεού υλικού σε λεπτή σκόνη, με κατάλληλα μηχανικά μέσα. Grinding 2 [Λείανση] Μηχ. Κατεργασία μιας στερεάς επιφάνειας με λειαντικά μέσα, με σκοπό τη μείωση της τραχύτητας. Grinding M e d i u m [Μέσο Αλεσης] Μηχ. Αναφέρεται σε στερεά υλικά, τα οποία προσαρμόζονται στην επιφάνεια των περιστρεφόμενων τμημάτων μιας συσκευής άλεσης, ώστε να επιτυγχάνεται η κατάλληλη τραχύτητα. Συνήθως είναι χαλύβδινα ή χυτοσιδηρά, με κυριότερες προσμίξεις χρώμιο, μαγγάνιο, νικέλιο και χαλκό. Grinding Mill [Μύλος Αλεσης] Μηχ. Ειδικά κατασκευασμένοι μύλοι, που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία, για την άλεση στερεού υλικού. Συχνότερα χρησιμοποιούμενοι τύποι είναι οι σφαιρόμυλοι, και οι μύλοι περιστρεφόμενων τροχών, Grinding Wheel [Τροχός ακονίσματος] Grindstone Grindstone [Πέτρα ακονίσματος] Μηχ. Πρόκειται για δίσκο από σκληρό υλικό, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από άξονα και χρησιμοποιείται για την λείανση διαφόρων αντικειμένων, το ακόνισμα λεπίδων και άλλα. Griphite [Γκριφίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από Θειικό νάτριο, ασβέστιο, σίδηρο, μαγγάνιο και αργίλιο. Συναντάται σε καστανόχρωμους κρυστάλλους του κυβικού συστήματος σε κονδυλώδεις μάζες κυρίως σε πηγματίτες. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,6. Grit [Χονδρόκοκκη άμμος] Γεωλ. Αμμος ή πέτρωμα ψαμμίτη αποτελούμενο από σκηρούς γωνιώδεις κόκκους. Ειδικότερα, ο επί μέρους συστατικός κόκκος ανάλογων πετρωμάτων, Groin [Πρόβολος] Groyne Groove [Σκοτία] Οικοδ. 1. Εγκοπή μικρού βάθους και πλάτους που δημιουργείται παράλληλα στη μια πλευρά μιας επίπεδης ορθογώνιας επιφάνειας. Σε επιφάνειες εξωτερικών τοίχων οι σκοτίες χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά στοιχεία για να "σπάσει" η μονοτονία του τοίχου. 2. Δημιουργία εγκοπής στην επιφάνεια μιας πλάκας οπλισμένου σκυροδέματος κατά τη διάρ-

Groover

-658 -

κεια της κατασκευής με σκοπό τον έλεγχο των ρηγματώσεων. Groover [Κόφτης] Οικοδ. Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να δημιουργηθούν σκοτίες ελέγχου της ρηγμάτωσης σε πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος. Gross Area [Συνολική επιφάνεια] Οικοδ. Το άθροισμά της επιφάνειας όλων των ορόφων ενός κτιρίου, όπως υπολογίζεται από τις εξωτερικές διαστάσεις της κάτοψης του κάθε ορόφου. Gross Information Content [Ουσιαστικό πληροφοριακό περιεχόμενο] Επικοιν. Το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός αντικειμένου (χωρίς πχ πληροφορίες ελέγχου κτλ) Gross Loading Intensity [Συνολική φόρτιση] Πολ. Μηχ. Το συνολικό φορτίο με το οποίο φορτίζεται η μονάδα επιφάνειας του εδάφους από τον φορέα. Στους υπολογισμούς θεμελιώσεων με τον όρο συνολική φόρτιση εννοείται το καθαρό φορτίο ανά μονάδα επιφάνειας δίχως να αφαιρεθεί το βάρος του υπερκείμενου εδάφους. Gross Tonnage [Τόνος γκρος] Ναυπηγ. Ναυτικός όρος που χρησιμοποιείται στην πράξη αντί του επίσημου όρου "ολική χωρητικότητα", ο οποίος αντιπροσωπεύει τον κυβισμό όλων (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων) των κλειστών χώρων σε ένα πλοίο. Ισούται με 2,8317 κυβικά μέτρα. Grossular [Γροσσουλάριος] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας των γρανατών, ασβεστοαργιλούχος γρανάτης. Συναντάται σε ποικίλου χρώματος (λευκό, πράσινο, κίτρινο, ελαφρά ερυθρό) δωδεκαεδρικούς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος υπό μορφή κόκκων σε μεταμορφωμένα ασβεστολιθικά πετρώματα. Έχει σκληρότητα 6,5 έως.7,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4 έως 3,6. Grotthuss-Draper Law [Νόμος των Grotthuss και Draper] Χημ. Αποτελεί την αρχή της φασματοσκοπικής ανάλυσης και πρεσβεύει ότι, από όλες τις ακτίνες που προσπίπτουν σε σύστημα χημικών ουσιών, φωτοχημικές δράσεις προκαλούν μόνο εκείνες που απορροφούνται από το σύστημα. Ground 1 [Γείωση] Ηλεκ. Αγωγός σύνδεσης σημείου ηλεκτρικού κυκλνώματος με τη Γη, που θεωρείται αυθαίρετα το σημείο μηδενικού δυναμικού ή με σημείο μηδενικού δυναμικού ως προς τη Γη. 2. Κάθε σημείο μηδενικού δυναμικού ως προς τη Γη. Ground 2 [Έδαφος] Γεωλ. 1. Το επιφανειακό τμήμα του στερεού φλοιού της Γης. 2. Κάθε πέτρωμα που αποτελεί τη βάση για το σχηματισμό κοιτάσματος ορυκτού. G r o u n d 3 [Πυθμένας] Ωκεαν. 1. Ο πυθμένας υδάτινης έκτασης και ιδιαίτερα θάλασσας. 2. Επί πλοίου, η προσάραξη πλοίου επί του πυθμένα. G r o u n d Absorption [Εδαφική απορρόφηση] Ηλεκτμομαγν. Η απώλεια ενέργειας που υφίσταται ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα κατά τη διάδοση του λόγω απορρόφησης από το έδαφος. Ground- Air [Εδάφους- αέρα] Γεν. Όρος που χαρακτηρίζει 1. Μετάδοση σημάτων ή εκτόξευση βλημάτων από το έδαφος προς τον αέρα 2. Δράση που συνδυάζει ενέργειες επί του εδάφους και εντός του αέρα. G r o u n d Area [Κάλυψη κτιρίου] Οικοδ. Πρόκειται για την επιφάνεια του οικοπέδου που καταλαμβάνει ένα κτίριο. Ορίζεται από το περίγραμμα των εξωτερικών τοίχων του ισογείου ορόφου του, και συνήθως καθορίζεται από τον σχετικό πολεοδομικό κανονισμό, ως ποσοστό επί τοις εκατό της επιφάνειας του οικοπέδου.

Ground Breaking [Θεμέλιος λίθος] Γεν. Η τελετή έναρξης ενός τεχνικού έργου. Ground Control [Φωτοσταθερά] Γεν. Σημεία που τοποθετούνται στο έδαφος σε μια περιοχή που έχει αποτυπωθεί από αεροφωτογραφίες, με καθορισμένες συντεταγμένες και υψόμετρα, τα οποία χρησιμεύουν στην απόδοση των αεροφωτογραφιών για τη δημιουργία φωτογραμμετρικών υποβάθρων. Ground Effect [Φαινόμενο γείωσης] Επικοιν. Φαινόμενα που οφείλ.ονται κύρια σε σύνδεση ενός τηλεπικοινωνιακού αντικειμένου με το έδαφος. Ground Engineering [Μηχανική βελτίωσης εδαφών] Πολ. Μηχ. Ο κλάδος των πολιτικών μηχανικών που ασχολείται με τις μεθόδους βελτίωσης της φέρουσας ικανότητας του υπεδάφους. G r o u n d Floor [Ισόγειος όροφος] Οικοδ. Καλείται ο όροφος εκείνος ενός κτιρίου που βρίσκεται υψομετρικά στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους γύρω από το κτίριο. Ground Floor Plan [Κάτοψη ισογείου] Αμχ. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο που περιέχει την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των χώρων του ισογείου. G r o u n d Frost [Εδαφικός παγετός] Μετεωμ. Ψύξη της ατμόσφαιρας εγγύτατα στην επιφάνεια του εδάφους με πτώση της θερμοκρασίας κάτω από 0° C. Διακρίνεται σε ολικό, τοπικό κ.λ.π. και δημιουργεί συνθήκες ιδιαίτερα επιβλαβείς για τα φυτά λόγω της ψύξης και διαστολής του χυμού τους με συνέπεια την ανάσχεση της κυκλοφορίας και τη διάρρηξη των αγγείων τους. Ground Improvement [Βελτίωση εδάφους] Οικοδ. Η ομάδα εργασιών που εκτελούνται για την βελτίωση της φέρουσας ικανότητας των εδαφών. Σ'αυτή την ομάδα συμπεριλαμβάνονται η δυναμική συμπύκνωση, οι τσιμεντενέσεις, διάφοροι τύποι πασσάλων, κλπ. G r o u n d Investigation [Εδαφοτεχνική έρευνα υπαίθρου] Εδαφ. Εργασίες υπαίθρου που εκτελούνται από ειδικευμένα συνεργεία με σκοπό την διερεύνηση τις σύστασης των επιφανειακών στρώσεων του υπεδάφους μιας περιοχής όπου προορίζεται να κατασκευαστεί ένα τεχνικό έργο. Από τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν από τις εργασίες αυτές καθορίζονται τα χαρακτηριστικά στοιχεία του υπεδάφους και προκύπτει ο σχεδιασμός του τρόπου θεμελίωσης του τεχνικού έργου. Ground Level [Υψόμετρο ισογείου] Οικοδ. Το υψόμετρο του δαπέδου του ισογείου ενός κτιρίου σε σχέση με την υψομετρική αφετηρία. Ground Loop [Βρόχος γείωσης] Ηλεκ. Βρόχος που δημιουργεί ανεπιθύμητη διαδρομή ρεύματος όταν δύο ή περισσότερα γειωμένα σημεία ενός κυκλώματος συνδεθούν σε διαφορετικά σημεία. Ground Loop C u r r e n t [Ρεύμα βρόχου γείωσης] Ηλεκ. 1. Ανεπιθύμητη διαδρομή ρεύματος σε βρόχο γείωσης ηλεκτρικού κυκλώματος που προκαλεί σήματα θορύβου. 2. Συμβαίνει με περισσότερες από 2 γειώσεις στο ίδιο αντικείμενο να υπάρχει μερικές φορές ένα είδος επιστροφής ρεύματος που αποφεύγεται αν μεριμνήσει κανείς γι* αυτό. G r o u n d Plan [Κάτοψη κτιρίου] Λ/?/. Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό γραμμικό σχέδιο στο οποίο φαίνεται υπό κλίμακα μία δεδομένη στάθμη του κτιρίου από θέση ακριβώς κατακόρυφα επάνω από αυτήν. Στο σχέδιο αυτό σημειώνονται οι διαστάσεις, υπάρχουν επεξηγηματικά υπομνήματα και οτιδήποτε άλλο είναι απαραίτητο για αυτόν που προορίζεται.

- 659 -

G r o u n d Plate [Πλάκα γείωσης] Ηλεκ. Πλάκα αγώγιμου υλικού στο εσωτερικό του εδάφους που λειτουργεί ως ηλεκτρόδιο γείωσης. G r o u n d Potential [Δυναμικό γείωσης] Ηλεκ. Σημείο ή τμήμα ηλεκτρικού κυκλώματος ή αγωγού που είναι σε μηδενικό δυναμικό σε σχέση με τη γη. G r o u n d P r e s s u r e [Εδαφική πίεση] Γεωφυσ. Η πίεση που υφίσταται ένας πετρωματικός σχηματισμός από κινήσεις του φλοιού της Γης, λόγω τεκτονικών δυνάμεων ή από το βάρος των υπερκείμενοι εδαφικών πετρωμάτων. G r o u n d Protection [Προστασία γείωσης] Ηλεκ. Μηχανισμός προστασίας που ενσωματώνεται σε κύκλωμα έτσι ώστε να προκαλεί την αυτόματη διακοπή του όταν παρουσιάζεται πρόβλημα στην επιθυμητή γείωση. G r o u n d Reflected W a v e [Κύμα εδαφικής ανάκλαση] Ηλεκτρομαγν. Το τμήμα του εκπεμπόμενου από πομπό κύματος που ανακλάται από το έδαφος. G r o u n d R e t u r n [Εδαφική επιστροφή] Ηλεκ. 1. Χρησιμοποίηση της Γης ως γραμμής σύνδεσης σε μια γραμμή μεταφοράς ή κύκλωμα. 2. Το τμήμα το εκπεμπόμενο από ραντάρ σήματος που ανακλώμενο επί του εδάφους ή άλλου εδαφικού στόχου επιστρέφει στο δέκτη. G round - R e t u r n Circuit [Κύκλωμα εδαφικής επιστροφής] Ηλεκ. Κύκλωμα στο οποίο χρησιμοποιούνται οι συνδέσεις της γείωσης για να κλείσει το κύκλωμα ανάμεσα σε δύο σημεία του αγωγού. G r o u n d Scatter P r o p a g a t i o n [Μετάδοση μέσω διάχύσης στο έδαφος] Επικοιν. Τα ραδιοκύματα της ζώνης VLF μεταδίδονται "με γείωση" από την ιονόσφαιρα στο έδαφος (Ground Wave) και μάλιστα σε μεγάλη ακτίνα, διαφορετικά πάντως απ' ότι στην ατμόσφαιρα. G r o u n d Slab [Γκρομπετόν] Πολ. Μηχ. Η δομική πλάκα δαπέδου του ορόφου ενός κτιρίου η οποία πατάει στο έδαφος. Αυτή η πλάκα είναι ελαφρά οπλισμένη και κατασκευάζεται από σκυρόδεμα χαμηλής αντοχής. G r o u n d State [Θεμελιώδη κατάσταση] Φυα. Η σταθερή κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας που μπορεί να βρεθεί ένα κβαντισμένο σύστημα σωματιδίων όπως πυρήνας, άτομο ή μόριο. G r o u n d W a t e r [Υπόγειο ή υπεδαφικό ύδωρ] Υδρολ. Το ύδωρ που περικλείει στους πόρους και τις ρωγμές των πετρωμάτων ένα υδροφόρο στρώμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και ιδιαίτερα αυτό πού βρίσκεται στη κορεσμένη ζώνη. Μπορεί να είναι είτε μετεωρικής είτε μαγματικής προέλευσης. G r o u n d Wave [Κύμα εδάφους] Επικοιν. Κύμα που διαδίδεται στην γήινη επιφάνεια. Grounding 1 [Γείωση] Ηλεκ. Σύνδεση ενός ηλεκτρικού κυκλώματος άμεσα με τη γη (που θεωρείται αυθαίρετα το μηδενικό σημείο της κλίμακας του ηλεκτρικού δυναμικού) ή έμμεσα με σημεία ή αγωγό που είναι σε μηδενικό δυναμικό σε σχέση με τη γη. Grounding 2 [Καθήλωση] Αεροναυτ. Η απαγόρευση της πτήσης ενός αεροσκάφους και η προσωρινή παραμονή του στο έδαφος. G r o u n d w a t e r Artery [Αρτηρία υπόγειου ύδατος] Υδρολ. Υδροφόρο στρώμα μεγάλου μήκους συγκριτικά με το πλάτος του που περικλείεται ανάμεσα σε στεγανά ή ημιστεγανά πετρώματα. G r o u n d w a t e r Balance [Ισοζύγιο υπόγειου ύδατος] Υδρολ. Ο ποσοτικός καθορισμός των εισροών, εκροών και γενικά οποιασδήποτε μεταβολής μαζών υπόγειου ύδατος στη ζώνη κορεσμού υδροφόρου ορίζοντα. G r o u n d w a t e r Basin [Λεκάνη υπόγειου ύδατος] Υ-

G r o u p IIA Elements

δρολ. Αεκάνη του υδροφόρου ορίζοντα με ευδιάκριτα όρια και πύλες εισόδου και εξόδου, όπου συγκεντρώνονται υπόγεια κοιτάσματα ύδατος. G r o u n d w a t e r Depletion C u r v e [Καμπύλη υποχώρησης υπόγειου ύδατος] Υδρολ. Γράφημα της ροής υπόγειου ύδατος που σχηματίζεται με βάση τις μετρήσεις, απουσία μετεωρικών εισροών, και δείχνει το ποσοστό μείωσης της υδάτινης μάζας του υδροφόρου ορίζοντα, G r o u n d w a t e r Discharge [Εκροή υπόγειου ύδατος] Υδρολ. II διαφυγή (αναφερόμενη και ποσοτικά) μάζας υπόγειου ύδατος από την κορεσμένη ζώνη του υδροφόρου ορίζοντα, G r o u n d w a t e r E q u a t i o n [Εξίσωση υπόγειου ύδατος] Υδρολ. Σχέση που συνδέει αριθμητικά τις ποσότητες που συνεισφέρουν θετικά ή αρνητικά στη ζώνη κορεσμού υδροφόρου στρώματος δηλ. τη βροχόπτωση, την εισροή και εκροή υδάτινων μαζών και την εξάτμιση, G r o u n d w a t e r Flow [Ροή υπόγειου ύδατος] Υδρόλ. Η ροή του υπόγειου ύδατος σε υδροφόρο στρώμα στη ζώνη κορεσμού. G r o u n d w a t e r Runoff [Απορροή υπόγειου ύδατος] Υδρολ. Το τμήμα επιφανειακού μετεωρικού ύδατος που έχει διεισδύσει στο υπέδαφος και στα υποκείμενα πετρώματα και αποτελεί υπεδαφικό ύδωρ. Group 1 [Ομάδα] Επικοιν. Σύνολο χρηστών ενός δικτύου που έχουν οριστεί από τον ίδιο διαχειριστή (Server) να υπακούουν στους ίδιους γενικούς κανόνες και επικοινωνούν μεταξύ τους. G r o u p 2 [Ομάδα] Μαθημ. Ένα σύνολο Α στο οποίο έχει οριστεί μια διμελής πράξη * ονομάζεται ομάδα αν η πράξη είναι προσεταιριστική, αν υπάρχει ταυτοτικό στοιχείο στο Α ως προς την * και αν κάθε στοιχείο του Α έχει αντίστροφο ως προς την * στο Α. G r o u p 3 [Ομάδα] Χημ. 1. Κάθε κάθετη στήλη του περιοδικού συστήματος που περιλαμβάνει στοιχεία με παρόμοιες χημικές ιδιότητες. 2. Σύμπλεγμα ατόμων δύο ή περισσοτέρων στοιχείων που συμμετέχουν στις αντιδράσεις ως μια ενότητα υπό κατάλληλες συνθήκες όπως το αλκύλιο, η νιτροομάδα, το υδροξύλιο κ.λ.π. G r o u p Algebra [Αλγεβρα ομάδα] Μαθημ. Για μια πολλαπλασιαστική ομάδα G και ένα σώμα Κ ορίζεται το Κ (G) να λέγεται άλγεβρα της ομάδας G πάνω από το σώμα Κ. G r o u p Busy Tone [Τόνος κατειλημμένου ομάδας] Επικοιν. Συμβαίνει σε μια κλειστή ομάδα να απαντά ομαδικά (αν καλείται ένα από τα μέλη). G r o u p Delay [Μαζική καθυστέρηση] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται η παραμόρφωση φάσης επειδή προκαλείται αυτή η ασυμφωνία μεταξύ των διάφορων συχνοτήτων. G r o u p Ο Elements [Μηδενική Ομάδα Στοιχείων] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 18 ή ομάδα των ευγενών αερίων. Περιλαμβάνει τα στοιχεία ήλιο (He), νέο (Ne), αργό (ΑΓ), κρυπτό (Kr), ξένο (Xe) και ραδόνιο (Rn). Έχουν μηδενικό σθένος και την σταθερότερη ηλεκτρονιακή διαμόρφωση. Η αδράνειά τους ελαττώνεται με αύξηση του ατομικού βάρους. G r o u p ΙΑ Elements [Ομάδα Στοιχείων ΙΑ] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 1 ή ομάδα των αλκαλίων. Περιλαμβάνει τα στοιχεία λίθιο (Li), νάτριο (Na), κάλιο (Κ), ρουβίδιο (Rb) και καίσιο (Cs). Είναι μέταλλα μαλακά, με αργυρόλευκο χρώμα, που χάνουν τη μεταλλική τους λάμψη κατά την επίδραση του οξυγόνου και της υγρασίας της ατμόσφαιρας. G r o u p IIA Elements [Ομάδα Στοιχείων IIA] Χημ. Ο-

G r o u p IIIA Elements

-660-

νομάζεται και ομάδα 2 ή ομάδα των αλκαλικών γαιών. Περιλαμβάνει τα στοιχεία βηρύλλιο (Be), μαγνήσιο (Mg), ασβέστιο (Ca), στρόντιο (Sr), βάριο (Ba) και ράδιο (Ra). Είναι αργυρόλευκα, μαλακά μέταλλα, σκληρότερα από τα αλκάλια, αρκετά δραστικά και προσβάλλονται από το οξυγόνο και την υγρασία της ατμόσφαιρας. G r o u p IIIA Elements [Ομάδα Στοιχείων ΠΙΑ] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 13. Περιέχει τα στοιχεία βόριο (Β), αργίλιο (ΑΙ), γάλλιο (Ga), ίνδιο (In) και θάλλιο (ΤΙ). Από αυτά, μόνο το βόριο είναι αμέταλλο, ενώ τα υπόλοιπα είναι μέταλλα μαλακά, άριστοι αγωγοί του ηλεκτρισμού. Το γάλλιο αποτελεί μοναδική περίπτωση στοιχείου που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, σε πολ.ύ μεγάλη θερμοκρασιακή περιοχή. G r o u p IB Elements [Ομάδα Στοιχείων IB] Χημ. Είναι δευτερεύουσα ομάδα του περιοδικού πίνακα, ομάδα 11 και αποτελείται από τα μεταβατικά στοιχεία χαλκός (Cu), άργυρος (Ag) και χρυσός (Au). Πρόκειται για μαλακά, πολό ελατά και όλκιμα μέταλλα, με ηλεκτρονική διαμόρφωση ίδια με των αλκαλίων, αλλά διαφορετικό αριθμό συμπληρωμένων στοιβάδων. G r o u p ΙΙΒ Elements [Ομάδα Στοιχείων ΤΤΒ] Χημ. Είναι η ομάδα 12 του περιοδικού πίνακα, που περλαμβάνει τα στοιχεία ψευδάργυρος (Ζη), κάδμιο (Cd) και υδράργυρος (Hg). Αποτελούν την τελευταία ομάδα των μεταβατικών στοιχείων του d τομέα στον περιοδικό πίνακα, αλλά δεν θεωρούνται μεταβατικά. Οι ιδιότητες τους είναι όμοιες με αυτές των ομάδων IB και ΙΙΑ. G r o u p Ι Ι Ι Β Elements [Ομάδα Στοιχείων 1ΙΙΒ] Χημ. Πρόκειται για την ομάδα 3, που αποτελείται από 32 στοιχεία, από τα οποία το σκάνδιο (Sc), το ύττριο (Υ), το λανθάνιο (La) και το ακτίνιο (Ac), βρίσκονται στο κύριο μέρος του πίνακα, ενώ τα υπόλοιπα 28 αποτελούν τις λανθανίδες και τις ακτινίδες. G r o u p VA Elements [Ομάδα Στοιχείων VAJ Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 15. Περιέχει τα στοιχεία άζωτο (Ν), φωσφόρος (Ρ), αρσενικό (As), αντιμόνιο (Sb) και βισμούθιο (Βί). Από αυτά, το άζωτο και ο φωσφόρος είναι αμέταλλα, το αρσενικό και το αντιμόνιο έχουν μεταλλική λάμψη και εμφανίζουν κάποια αγωγιμότητα, ενώ το βισμούθιο έχει έντονο μεταλλακό χαρακτήρα. Συνήθως, έχουν αριθμό οξείδωσης +3. G r o u p VB Elements [Ομάδα Στοιχείων VB] Χημ. Πρόκειται για την ομάδα 5, η οποία περλαμβάνει τα στοιχεία βανάδιο (V), νιόβιο (Nb), ταντάλιο (Ta) και χάνιο (Ha). Έχουν την ιδιότητα να οξειδώνονται εύκολα, αλλά αποκτούν γρήγορα την παθητική κατάσταση. G r o u p IVA Elements [Ομάδα Στοιχείων IVA] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 14. Σε αυτή ανήκουν ο άνθρακας (C), το πυρίτιο (Si), το γερμάνιο (Ge), ο κασσίτερος (Sn) και ο μόλυβδος (Pb). Από αυτά, ο άνθρακας και το πυρίτιο είναι αμέταλλα, το γερμάνιο έχει ορισμένες μεταλλ.ικές ιδιότητες, ενώ ο κασσίτερος και ο μόλυβδος είναι καθαρώς μεταλλικά στοιχεία. Η δραστικότητά τους δεν είναι μεγάλη. G r o u p IVB Elements [Ομάδα Στοιχείων IVB] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 4 και περιέχει το τιτάνιο (Ti), το ζιρκόνιο (ΖΓ), το άφνιο (Hf) και το ραδερφόρδιο (Rf) ή κουρτσατόβιο (Ku). Είναι κυρίως τετρασθενή μέταλλα, με παρόμοιες ιδιότητες και χαμηλή δραστικότητα. G r o u p VIA Elements [Ομάδα Στοιχείων VIA] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 16. Περιέχει τα στοιχεία οξυγό-

νο (Ο), θείο (S), σελήνιο (Se), τελλούριο (Te) και πολώνιο (Ρο). Πρόκειται για οξειδωτικά στοιχεία, με αμέταλλο χαρακτήρα που ελαττώνεται από το ελαφρύτερο προς το βαρύτερο. Έχουν αριθμούς οξείδωσης από -2 έως +6 και σχηματίζουν ομοιοπολικούς δεσμούς. G r o u p VIIA Elements [Ομάδα Στοιχείων VIIA] Χημ. Ονομάζεται και ομάδα 17 ή ομάδα των αλογόνων. Περλαμβάνει το φθόριο (F), το χλώριο (C1), το βρώμιο (Br), το ιώδιο (I) και το αστάτιο (At). Είναι πολύ δραστικά στοιχεία, που δρουν ως οξειδωτικά. Τα μόριά τους είναι διατομικά και δεν εμφανίζουν πολακότητα, άρα είναι αδιάλυτα στο νερό. G r o u p VIB Elements [Ομάδα Στοιχείων VIB] Χημ. Είναι η ομάδα 6 του περιοδικού πίνακα. Περιέχει τα στοιχεία χρώμιο (Cr), μολυβδαίνιο (Μο) και βολφράμιο (W). Είναι μέταλλα αργυρόλευκα, σχετικά μαλακά, που σχηματίζουν όμως πολ.ύ σκληρά κράματα με άλλα μέταλλα. Έχουν μικρή δραστικότητα και πολύ υψηλό σημείο τήξης. G r o u p VIIB Elements [Ομάδα Στοιχείων VI1B] Χημ. Η ομάδα 7, που αποτελείται από το μαγγάνιο (Μη), το τεχνήτιο (Tc) και το ρήνιο (Re). Τα στοιχεία αυτά έχουν συνήθως αριθμό οξείδωσης +2. Το τεχνήτιο δεν βρίσκεται στη φύση. G r o u p VIIIB Elements [Ομάδα Στοιχείων VIIIB] Χημ. Είναι η ομάδα των μεταβατικών στοιχείων. Στην τέταρτη περίοδο περιέχει το σίδηρο (Fe), το κοβάλτιο (Co) και το νικέλιο (Ni), στην πέμπτη το ρουθήνιο (Ru), το ρόδιο (Rh) και το παλλάδιο (Pd), ενώ στην έκτη το όσμιο (Os), το ιρίδιο (Ir) και τον λευκόχρυσο (Pt). Τα στοιχεία της τέταρτης περιόδου είναι δραστικά μέταλλα, με αριθμό οξείδωσης +2 και +3. Τα στοιχεία της πέμπτης και έκτης περιόδου έχουν παρόμοια χημική συμπεριφορά και χαρακτηρίζονται ως μέταλλα της ομάδας του λευκοχρύσου. G r o u p Incentive [Ομαδικό κίνητρο] ΒιομΜηχ. Γνωστό και ως πριμ, καλείται η επιπλέον της κανονικής, υλική αμοιβή η οποία δίδεται στο σύνολο μίας ομάδας ατόμων που εργάζεται με σκοπό την εκπλήρωση ενός στόχου που έχει καθορισθεί από τον εργοδότη της, όπως για παράδειγμα μία βιομηχανία ή άλλη παραγωγική μονάδα. G r o u p Indicate [Ένδειξη ομάδας] Πλημ. Το πρώτο αρχείο μιας ομάδας αρχείων, το οποίο χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ομάδα και χρησιμοποιείται έτσι ώστε να ενημερώνει το χρήστη σχετικά με το περιεχόμενο όλων των αρχείων της ομάδας αυτής. G r o u p M a r k [Σημάδι ομάδας] Πλημ. Ο ειδικός χαρακτήρας, ο οποίος χρησιμοποιείται έτσι ώστε να ενημερώνει το χρήστη για τα όρια ενός αρχείου ή συνόλου δεδομένων. G r o u p Modulation [Διαμόρφωση ομάδας] Επικοιν. Διαμόρφωση ομάδας κυμάτων ομοειδών ως προς το περιεχόμενο και το φορέα με την ίδια μέθοδο (παράλληλα). Συνήθως στην έξοδο έχουμε πάλι το ίδιο γκρουπ. G r o u p M o l a r Attraction Constant [Παράγοντας Μοριακής Αλληλεπίδρασης] Φυσ. Χημ. Αδιάστατη ποσότητα, που χαρακτηρίζει την ενέργεια αλληλεπίδρασης ανά μόριο διαλύτη, σε συγκεκριμένη θερμοκρασία. Συμβολίζεται με χ και χρησιμοποιείται στον υπολογισμό των παραμέτρων διαλυτότητας ενός πολυμερούς. G r o u p Ring [Δακτύλιος ομάδας] Μαθημ. Έστω μια

-661 -

πολλαπλασιαστική ομάδα G και ο δακτύλιος που ορίζεται μέσω της G. Ο ονομάζεται δακτύλιος της G από τον R. G r o u p Technology [Τεχνολογία ομαδοποίησης] Βιομ. Μηχ. Καλείται η αναλυτική μέθοδος για την συστηματική ταξινόμηση των προϊόντων σε κατηγορίες παρόμοιων ως προς τον σχεδιασμό τους ή την κατασκευή τους, έτσι ώστε να είναι εφικτή η οικονομικότερη παραγωγή τους από τις αντίστοιχες βιομηχανικές μονάδες. G r o u p Theory [Θεωρία ομάδων] Μαθημ. Μαθηματική θεωρία που μελετά τα αλγεβρικά συστήματα των ομάδων. G r o u p 3 Transmission (Μετάδοση βάση γκρουπ 3) Επικοιν. Πρωτόκολλο (ομάδα συστάσεων) της CCITT για τη μετάδοση δεδομένων τύπου φαξ (με ασπρόμαυρη εικόνα) σε κοινές τηλεφωνικές γραμμές με σάρωση σελίδων τύπου (ISO) Α4 και ειδικές διατάξεις. G r o u p Velocity [Ταχύτητα ομάδας] Φυσ. Η ταχύτητα μετάδοσης της ενέργειας ομάδας κυμάτων με διαφορετικές συχνότητες και φασικές ταχύτητες. G r o u p e d Data [Ομαδοποιημένα δεδομένα] Πλημ. Τα δεδομένα, τα οποία βρίσκονται ομαδοποιημένα σε σύνολα ή κατηγορίες, έτσι ώστε να διευκολύνεται ο εντοπισμός τους, να εξοικονομείται χώρος κατά την αποθήκευσή τους και να καθίσταται πιο γρήγορη η προσπέλαση τους. G r o u p e d Frequency O p e r a t i o n [Λειτουργία ομαδοποιημένων συχνοτήτων] Επικοιν. Ενέργεια που επιδρά σε μια ομάδα συχνοτήτων πχ μέσω ενός φίλτρου. G r o u p e d Records [Ομαδοποιημένες εγγραφές] Πλημ. Οι εγγραφές, οι οποίες ομαδοποιούνται σε σύνολα, έτσι ώστε να διευκολύνεται ο εντοπισμός τους και να γίνεται πιο γρήγορη η προσπέλασή τους. G r o u p i n g [Ομαδοποίηση] Επικοιν. Καθορισμός ιδιοτήτων για μέλη ενός δικτύου που μπορούν έτσι να επικοινωνούν σαν "αυτόνομη" οντότητα πχ ενδιαφέρονται για την πτώση μετεωριτών. G r o u p i n g Circuits [Ομαδοποίηση κυκλωμάτων] Επικοιν. Ομαδοποίηση κυκλωμάτων από ένα νοητό κύκλωμα ή φυσικά από ένα πίνακα χειρισμού. G r o u p w a r e [Λογισμικό ομαδικής εργασίας] Πλημ. Ονομάζεται το λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών το οποίο παρέχει την δυνατότητα της ταυτόχρονης επεξεργασίας των τμημάτων ενός εγγράφου από διαφορετικούς χρήστες, οι οποίοι μπορεί να είναι και σε διαφορετικούς χώρους και να επικοινωνούν μέσω δικτύου. G r o u t [Τσιμεντοκονίαμα] Οικοό. 1. Μίγμα τσιμέντου άμμου και νερού με μεγάλη περιεκτικότητα σε νερό ώστε να έχει την μορφή ρευστού το οποίο χρησιμοποιείται για τσιμεντενέσεις. 2. Μίγμα τσιμέντου άμμου και νερού υψηλής ρευστότητας που χρησιμοποιείται κυρίως για την πλήρωση των κενών μεταξύ των κεραμικών πλακιδίων και του τοίχου στις επενδύσεις τοίχων που γίνονται συνήθως σε κουζίνες και μπάνια. G r o u t C u r t a i n [Παραπέτασμα τσιμεντενέσεων] Οικοδ. Σύστημα τσιμεντενέσεων σε ευθύγραμμη διάταξη με μικρές αποστάσεις μεταξύ των οπών περιμετρικά στα όρια μιας περιοχής με σκοπό τη στεγανοποίηση της και τον εγκιβωτισμό του υπεδάφους. Η μέθοδος εφαρμόζεται και σε φράγματα για να περιοριστούν οι απώλειες σε νερό λόγω της διαπερατότητας του υπεδάφους. G r o u t Hole [Οπή Τσιμεντενέσεως] Οικοδ. Κατακόρυ-

G Star

φη οπή μικρής διαμέτρου που δημιουργείται στο έδαφος για την εφαρμογή τσιμεντενέσεων. Grouting [Τσιμεντενέσεις] Πολ. Μηχ. Η εργασία πλήρωσης των κενών του υπεδάφους με τσιμεντοκονίαμα υψηλής υδαρότητας που τοποθετείται στο έδαφος υπό υψηλή πίεση με ειδικό εξοπλισμό και με σκοπό την αύξηση της φέρουσας ικανότητας του υπεδάφους. Groutite [Γκρουτίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από μαγγάνιο, υδρογόνο και οξυγόνο. Συναντάται σε μελανούς, αδιαφανείς μικρούς σφηνοειδείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,1. Grove Cell [Στοιχείο Γκροβ] Ηλεκ. Πρωτεύον στοιχείο με θετικό ηλεκτρόδιο από λευκόχρυσο σε νιτρικό οξύ και αρνητικό από ψευδάργυρο σε θειικό οξύ διαχωριζόμενα μεταξύ τους με πορώδες διάφραγμα. G r o v e ' s Synthesis [Σύνθεση Γκροβ] Ομγ. Χημ. Η παρασκευή αλκυλαλογονιδίων του χλωρίου ή του βρομίου κατά την επίδραση του αντίστοιχου αερίου υδραλογόνου σε μία αλκοόλη παρουσία καταλύτη χλωριούχου ή βρομιούχου ψευδαργύρου, αντίστοιχα για την πρωτονίωση της αλκοόλης και το σχηματισμό οζωνιακού άλατος με ισχυρό ηλεκτρονιόφιλο χαρακτήρα. Groyne [Πρόβολος] Πολ.Μηχ. Ανήκει στα κάθετα ή υπό γωνία ως προς την ακτογραμμή έργα, τα οποία κατασκευάζονται με σκοπό την προστασία της από την διάβρωση και τις μετακινήσεις της άμμου. Συνήθως κατασκευάζεται ένα σύστημα από περισσότερους του ενός προβόλων κάθε φορά, ενώ το υλικό κατασκευής μπορεί να είναι οι φυσικοί λίθοι, οι φυσικοί ή τεχνητοί ογκόλιθοι ή σπανιότερα γίνονται από συρματοκιβώτια ή από πασσαλοσανίδες. G r u b b i n g [Αφαίρεση φυτικών γαιών] Οικοδ. Η αρχική εργασία καθαρισμού της επιφάνειας του εδάφους απύ τις φυτικές γαίες πριν την έναρξη των χωματουργικών εργασιών για την κατασκευή ενός τεχνικού έργου. Griineisen Constant [Σταθερά Griineisen] Φνα. Παράμετρος που χαρακτηρίζει τη διαστολή ενός στερεού υλικού και ορίζεται ως το πηλίκο του συντελεστή διαστολής όγκου του στερεού, β, προς το γινόμενο της συμπιεστότητας, κ, επί την ειδική θερμότητα, C. Συμβολίζεται με γ. Για τα περισσότερα υλικά, έχει τιμές μεταξύ 1 και 2 και είναι πρακτικά ανεξάρτητη της θερμοκρασίας. Griineisen's Relation [Εξίσωση Griineisen] Φνα. Εξίσωση ορισμού του συντελεστή Gruneisen, που δίνεται ως β = γ*κ*0. -» Gruneisen Constant G r u n e r i t e [Γκρουνερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας των αμφιβόλων αποτελούμενο από ένυδρα πυριτικά οξείδια του σιδήρου και του μαγνησίου. Συναντάται σε σταχτόχρωμους με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε ινώδεις ή ελασματοειδείς μάζες σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4 έως 3,7. G r u s [Γερανός] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου με σύμβολο Gru που περιλαμβάνει 4 αστέρες λαμπρότερους του τέταρτου μεγέθους με το λαμπρότερο δευτέρου μεγέθους. G S t a r [Αστέρας τύπου G ή ηλιακός] Αστρον. Αστέρας κίτρινου χρώματος, με θερμοκρασία 4900 έως 6000 βαθμούς, του φασματικού τύπου G στην ταξινόμηση των αστέρων κατά Χέρτσμπρουνγκ - Ρώσσελ. Στο φάσμα τους επικρατούν πολυάριθμες ραβδώσεις ουδέτερων μεταλλικών στοιχείων (κυρίως σιδήρου) καθώς

G6Set

-662 -

και έντονες γραμμές Η, Κ του ασβεστίου ενώ οι ραβδώσεις του υδρογόνου αν και ευδιάκριτες είναι εξασθενημένες. Περιλαμβάνουν το 16,1 % όλων των αστέρων τόσο γίγαντες όσο και νάνους (στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ήλιος μας). Ο δ Set [Σύνολο G<>] Μαθημ. Έστω ένας μετρικός χώρος Χ και ένα υποσύνολο Β του Χ. Τότε αν υπάρχει ακολουθία (Gn) ανοιχτών υποσυνόλων του Χ έτσι ώστε το Β να είναι ίσο με την τομή των Ο η τύτε το Β ονομάζεται Gj5 σύνολο. Guaiacol [Γουαϊακόλη] Ομγ. Χημ. Ο μονομεθυλαιθέρας της πυροκατεχίνης με τύπο 0 7 Η 8 02. Είναι υπό καθαρή μορφή άχροη, στερεή κρυσταλλική ουσία με χαρακτηριστική γεύση και διαλυτή στο νερό. Απορροφάται εύκολα από το δέρμα. Συναντάται στη φύση (στη ρητίνη γουαϊακη) και χρησιμοποιείται όπως και πολλές ενώσεις της στην ιατρική και ως χημικό αντιδραστήριο. Guanidine [Γουανιδίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση, η αμιδίνη του καρβαμιδικού οξέος με χημικό τύπο CH5N5 παράγωγο της ουρίας. Είναι άχροη, κρυσταλλική ουσία διαλυτή στο νερό με πολύ ισχυρές αλκαλικές ιδιότητες (δρα σαν μονόξινη βάση). Παράγωγα της χρησιμοποιούνται στην φαρμακευτική, στην παρασκευή του καουτσούκ κ.λ.π. Guanine [Γουανίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση, πουρινική βάση, με χημικό *τύπο C$H 5 N 5 0, συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων. Είναι κρυσταλλική ένωση, αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή σε ανόργανα οξέα και αλ.κοόλες G u a n o [Γκουανό] Υλικ. Οργανικό αζωτούχο λίπασμα πλούσιο σε φωσφορικά άλατα, προερχόμενο κυρίως από περιττώματα πουλιών, που σχημάτισε στην πορεία του χρόνου σημαντικές αποθέσεις σε στρώματα μεγάλου πάχους σε περιοχές θερμών κλιμάτων. Γενικότερα, κάθε φυσικό ή τεχνητό λίπασμα που δημιουργείται από ζωικά απορρίμματα ή διάφορες ζωικές ουσίες. Guanosine [Γουανοσίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με τύπο C10H13N5O5, νουκλεοζίτης που προκύπτει από τη p-D-ριβόζη και τη γουανίνη, συνδεδεμένους με β- Ν γλυκοζιτικό δεσμό. Αποτελεί συστατικό πολλών νουκλεοτιδίων. Guanosine Tetraphosphate [Τουανοσινοτετραφωσφορικό οξύ] Βιοχημ. Νουκλεοτίδιο της γουανοσίνης με τη μορφή τετρασφωσφορικού εστέρα της ριβόζης, με σημαντική συμμετοχή στις μεταβολικές διεργασίες πολλών οργανισμών. Guanylic Acid [Γουανιλικό οξύ] Βιοχημ. Νουκλεϊνικό οξύ με τύπο C k i H 1 4 N 5 0 8 P αποτελούμενο από γουανίνη, φωσφορικό οξύ και ριβόζη. Βρίσκεται ελεύθερο στον οργανισμό ή ως συστατικό διαφόρων νουκλεϊνικών οξέων. G u a r d [Προστατευτικό] Οικοδ. Στοιχείο ενός τεχνικού έργου που χρησιμεύει γενικά για προστασία σε ορισμένες περιπτώσεις. G u a r d Band [Ζώνη διαφύλ.αξης] Ηλεκτμον. Μικρού εύρους ζώνη συχνοτήτων ετερόπλευρα ενός συγκεκριμένου καναλιού και συχνότητας μετάδοσης που παραμένει αχρησιμοποίητη ώστε να αποφεύγεται η παρενόχληση από ανεπιθύμητα σήματα. G u a r d r a i l [Προστατευτικό κιγκλίδωμα] Οικοδ. 1. Στις γέφυρες, προστατευτικά στοιχεία τοποθετημένα στις δύο εξωτερικές πλευρές κατά μήκος του καταστρο')ματος για την προστασία των πεζών και των οχημάτων που τις διασχίζουν. Συνθέτονται από ορθοστάτες που στηρίζουν οριζόντιες χειρολαβές και έχουν αρκετό ύ-

ψος, περίπου 1.5 μέτρο, για αποτελεσματική προστασία. 2. μεταλλικά προστατευτικά στοιχεία που τοποθετούνται κατά μήκος του άξονα ενός δρόμου διπλής κατεύθυνσης ως διαχωριστικό για την αποφυγή ατυχημάτων. G u d m u n d i t e [Γκουδμανδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο και αντιμονιούχο σίδηρο, της ομάδας των αρσενοπυριτών. Συναντάται σε ανοιχτόχρωμους, αδιαφανείς με μεταλλική λάμψη κρυστάλ.λους του μονοκλινούς συστήματος σε θειούχα πετρώματα . Έχει σκληρότητα 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,7. Guest C o m p u t e r [Ξένος υπολογιστής] Πλημ. Οποιοδήποτε υπολογιστικό σύστημα, το οποίο είναι συνδεδεμένο με έναν κεντρικό υπολογιστή σε ένα δίκτυο υπολογιστών. Gugot [Υποθαλάσσιο βουνό] Γεωλ. Ορεινοί σχηματισμοί με επίπεδη κορυφή που πιθανότατα σχηματίστηκαν από υποθαλάσσια ηφαίστεια του ωκεάνιου πυθμένα, κυρίως του Ειρηνικού ωκεανού. Guide F r a m e [Πλαίσιο] Τεχνολ. Frame. Guide Post [Ορθοστάτης οδικού σήματος] Οδοπ.. Μεταλλική ράβδος κοίλης διατομής που τοποθετείται σε βάση στην άκρη του οδοστρώματος και φέρει τις πινακίδες ρύθμισης της οδικής κυκλοφορίας. Guide Rail [Οδηγός] Οικοδ. Μεταλλική ράβδος με ειδική διατομή που εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία ενός κινητού στοιχείου. Οδηγοί χρησιμοποιούνται για της συρόμενες πόρτες ή τα συρόμενα παράθυρα. Guide Telescope [Κατευθυντήριο τηλεσκόπιο] Οπτικ. Τηλεσκόπιο που αποτελεί εξάρτημα μεγαλύτερου φωτογραφικού τηλεσκοπίου για την παρακολούθηση ουράνιου σώματος ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερή απεικόνιση του επί της φωτογραφικής πλάκας. Guide Wavelength [Μήκος κύματος οδηγού] Ηλεκτμομαγν. Το μήκος κύματος λ22 της διάδοσης του ηλεκτρομαγνητικού κύματος που μεταδίδεται με κυματοδηγό για το οποίο ισχύει 1/λ^2 =1/λ.2 - Ι/λ^', όπου λ το μήκος κύματος του σήματος και λς0 το μήκος κύματος αποκοπής. Guided Missile [Κατευθυνόμενο βλήμα] Τεχνολ. Βλήμα, μεγάλης ταχύτητας και βεληνεκούς, που φέρει ενσωματωμένο αυτόματο μηχανισμό ικανό να το κατευθύνει εν πτήση κατά παντός στόχου, ανταποκρινόμενος σε εξωτερικά σήματα από σταθμό ελέγχου (επί του εδάφους, αεροπλάνου κ.λ.π.). Guided Wave [Καθοδηγούμενο κύμα] Ηλεκτομαγν. Κύμα του οποίου η διεύθυνση μετάδοσης περιορίζεται και καθορίζεται από ειδική γραμμή μεταφοράς (κυματοδηγό). Guideline [Οδηγίες] Τεχνολ. Ειδικό έντυπο το οποίο περιέχει τις οδηγίες χρήσης και συντήρησης ενός βιομηχανικού προϊόντος που συντάσσεται από τον κατασκευαστή για να βοηθήσει το χρήστη. Guidelines [Κατευθυντήριες γραμμές] Γμαφισ. Ονομάζονται οι γραμμές που τυπωμένες πάνω σε ένα σχέδιο, χαρτί ή έγγραφο χρησιμοποιούνται ως οδηγοί για να διπλωθεί, να βγει αντίγραφο ή κάτι άλλο. Guildite [Γκιλδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό χαλκό και τρισθενή σίδηρο. Συναντάται σε καστανούς μικροπρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς και του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Guillemin Effect [Φαινόμενο Γκλμέν] Ηλεκτμομαγν.

-663 -

Τύπος μαγνητομεταβολής κατά τον οποίο λυγισμένη ράβδος από σιδηρομαγνητικό υλικό τείνει να ευθυγραμμιστεί (ανάλογα με την ένταση) εντός μαγνητικού πεδίου παράλληλου με τον άξονά της. Guinea C u r r e n t [Ρεύμα της Γουινέα] Ωκεαν. Ρεύμα ανατολικής κατεύθυνσης προς τον κόλπο της Γουινέας που κινείται κατά μήκος των νότιων ακτών της Δυτ. Αφρικής. Gulch [Φαράγγι] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα βαθύ χάσμα μεταξύ δύο βουνών με απότομες πλαγιές και συνήθως εκεί, από τα χαμηλότερα υψομετρικά σημεία, διέρχεται το νερό κάποιου ποταμού ή χειμάρρου. Guldberg And W a a g e ' s L a w [Νόμος των Guldberg και Waage's] Χημ. Το γινόμενο της συγκέντρωσης των προϊόντων της αντίδρασης προς το γινόμενο της συγκέντρωσης των αντιδρώντων, στο σημείο ισορροπίας, έχει τιμή σταθερή, η οποία χαρακτηρίζεται από τη θέση της χημικής ισορροπίας για ορισμένη θερμοκρασία. Είναι γνωστός ως νόμος της δράσεως των μαζών και αποτελεί ορισμό της σταθερά χημικής ισορροπίας. Gulf Stream [Γκολφ Στρημ ή ρεύμα του κόλπου] Ωκεαν. Επιφανειακό ωκεάνιο θερμό ρεύμα με σαφή όρια και σημαντική ταχύτητα, το οποίο προερχόμενο από τον κόλπο του Μεξικού από τη συνένωση άλλων θερμών ρευμάτων ακολουθεί βορειανατολική κατεύθυνση, σε αρκετή απόσταση αλλά παράλληλα προς τη γραμμή των ακτών της Β. Αμερικής, έως το ύψος του 40° περίπου παραλλήλου, όπου λαμβάνει διακλαδούμενο σε τρεις κλάδους στη συνέχεια ανατολική κατεύθυνση μετατρεπόμενο στο ρεύμα του Β. Ατλαντικού. Gulf S t r e a m C o u n t e r c u r r e n t [Αντιρρεύμα του Γκολφ Στρημ] Ωκεαν. Κάθε ρεύμα που κινείται αντίθετα προς το βορειανατολικής φοράς ρεύμα του Γκολφ Στρημ, είτε πρόκειται για επιφανειακό (όπως π.χ. το ψυχρό ρεύμα του Ααμπραντόρ που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ' αυτό και τις ακτές της Β. Αμερικής) είτε το υποθαλάσσιο ρεύμα, ακόμα υπό ατελή μελέτη, που κινείται κάτω και αντίθετα από το Γκολφ Στρημ. Gulf S t r e a m Eddy [Δίνη του Γκολφ Στρημ] Ωκεαν. Μικρό ρεύμα που αποκοπτόμενο από το κύριο ρεύμα του Γκολφ Στρημ κινείται περιστροφικά και αντίθετα προς αυτό υπό μορφή δίνης. Gulf S t r e a m M e a n d e r [Μαίανδρος του Γκολφ Στρημ] Ωκεαν. Οι ξεχωριστές παραφυάδες και περιελίξεις που σχηματίζει το ρεύμα του Γκολφ Στρημ κατά την πορεία του, ιδιαίτερα κατά το στάδιο μετατροπής του στο Βορειοατλαντικό ρεύμα. Gulf S t r e a m System [Σύστημα του Γκολφ Στρημ] Ωκεαν. Όρος που αναφέρεται από κοινού στο ρεύμα της Φλόριδας, στο κυρίως ρεύμα του Γκολφ Στρημ και στο ρεύμα του Βόρειου Ατλαντικού. Gully [Ρέμα] Γεωλ. Στενό κανάλι κυρίως σε κλιτύ ορεινού σχηματισμού που διαμορφώθηκε από τη δράση ορμητικού χειμάρρου. Gully Erosion [Διάβρωση ρέματος] Γεωλ. Τύπος διάβρωσης του εδάφους, που χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό βαθιών χαραγών στην επιφάνεια του εδάφους λόγω της δράσης ορμητικών υδάτων από απότομες βροχοπτώσεις. Gully O r Gulley [Στόμιο δαπέδου] Οικοδ. Μεταλλικό εξάρτημα που τοποθετείται σε δάπεδο στο στόμιο ενός σωλήνα δικτύου αποχέτευσης για την εξασφάλιση της ομαλής εισόδου των νερών στο δίκτυο. Τοποθετούνται συνήθως σε δάπεδα χώρων που προβλέπεται η χρήση

G u n n Oscillator

ποσοτήτων νερού. G u m [Κόμμι] Υλικ. Ουσία φυτικής προέλευσης που εκκρίνεται από το φλοιό διαφόρων κομμεοφόρων φυτών (ακακία, αστράγαλος κ.λ.π.). Είναι άμορφη, παχύρρευστη, διαφανής ή ημιδιαφανής ουσία, κολλοειδώς διαλυτή στο νερό και θερμαινόμενη με οξέα υδρολύεται προς μονοσακχαρίτες. Στο εμπόριο φέρεται αποξηραμένη σε διάφορες μορφές. G u m Arabic [Αραβικό κόμμι] Υλικ. Κόμμι που λαμβάνεται από ποικιλίες της ακακίας (κυρίως της Σενεγάλης και του Σουδάν). Αποτελείται από μίγμα αλάτων του αραβινικού οξέος με μαγνήσιο, ασβέστιο και κάλιο. Έχει ειδικό βάρος 1,35 και διαλύεται πλήρως το νερό. Στο εμπόριο φέρεται ως λευκή ή καστανοκίτρινη υαλώδης σκόνη και έχει πολλές εφαρμογές στη φαρμακευτική (γαλακτώματα, χάπια) και στην τεχνική (συγκολλητικό μέσο, χρώματα, μελάνη κ.λ.π.). G u m Nebula [Νεφέλωμα Γκαμ] Αστρον. Μεγάλο σφαιρικό νεφέλωμα ηλικίας 106 ετών, υπόλειμμα σουπερνόβα και περιοχή ιονισμένου υδρογόνου, του νοτίου ημισφαιρίου κοντά στον αστερισμό Βέλα σε απόσταση περίπου 1.300 ετών φωτός και διαμέτρου περίπου 800 ετών φωτός. G u n [Πυροβόλο όπλο] Τεχνολ. 1.Μηχανικό μέσο που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα δια μέσου του οποίου εκτοξεύεται βλήμα με μεγάλη ταχύτητα. 2. Διάταξη για εκτόξευση υπό πίεση ή μεγάλη ταχύτητα όπως π.χ. το ηλεκτρονικό πυροβόλο για τη δημιουργία και έλεγχο δέσμης ηλεκτρονίων. Guncotton [Βαμβακοπυρίτιδα ή νιτροκυτταρίνη] Opy. Χημ. Εξαιρετικά εκρηκτική στερεή ουσία, νιτρικός εστέρας της κυτταρίνης που παρασκευάζεται με επίδραση πυκνού νιτρικού οξέος αραιωμένου με θειικό οξύ επί απολιπανθέντος βάμβακος. Είναι αδιάλυτη στην αλκοόλη και στον αιθέρα αλλά διαλυτή στην ακετόνη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μίγμα με αΧ)χς εκρηκτικές ύλες (νιτρογλυκερίνη, νιτρικά άλατα κ.λ.π.) στην κατασκευή των άκαπνων πυρίτιδων. Gunite [Εκτοξευμένο σκυρόδεμα] Τεχνολ. Σκυρόδεμα που εκτοξεύεται με ειδικό εξοπλισμό προς την επιφάνεια που προορίζεται να επενδυθεί. Είναι τρόπος επένδυσης των τοιχωμάτων μιας σήραγγας. Gunmetal [Μέταλλο όπλου] ΜεταλλL Κράμα ιδιαίτερα ανθεκτικό στη φθορά για την κατασκευή όπλων ή ανάλογων απαιτήσεων αντοχής αντικειμένων, όπως π.χ. ορείχαλκου, αποτελούμενου από χαλκό με περίπου 10% κασσίτερο και συχνά ελάχιστη ποσότητα ψευδαργύρου. G u n n Amplifier [Ενισχυτής Γκανν] Ηλεκτρον. Ενισχυτής για την αύξηση του μεγέθους μικροκυματικών σωμάτων που στηρίζεται σε δίοδο Gunn ως διάταξη αρνητικής αντίστασης. G u n n Diode [Δίοδος Γκανν] Ηλεκτρον. Διάταξη διόδου με επίστρωση κατάλληλου ημιαγωγού (π.χ. τύπου η αρσενιδίου του γαλλίου) στις απαιτούμενες συνθήκες για την παραγωγή σύμφωνων μικροκυματικών ταλαντώσεων κατά το φαινόμενο Gunn. G u n n Effect [Φαινόμενο Γκανν] Ηλεκτρον. Η εμφάνιση αρνητικής αντίστασης σε συγκεκριμένο ημιαγωγό (π.χ. τύπου η αρσενιδίου του γαλλίου) κατά την εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου συνεχούς τάσης, που υπερβαίνει μια κατώτερη οριακή τιμή (μερικών χιλιάδων Βολτ). G u n n Oscillator [Ταλαντωτής Γκανν] Ηλ,εκτρον. Ταλαντωτής που στηρίζεται σε δίοδο Gunn ως διάταξη

Gunnel

-664-

αρνητικής αντίστασης για την παραγωγή σύμφωνων μικροκυματικών ταλαντώσεων. Gunnel [Κουπαστή] —» Gunwale Gunning [Εκτόξευση] Τεχνολ. Η εργασία τοποθέτησης εκτοξευμένου σκυροδέματος με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού. G u n p o w d e r [Πυρίτιδα] Ομγ. Χημ. Στερεή εκρηκτική ύλη διαφόρων ειδών όπως η μαύρη πυρίτιδα (αποτελούμενη από νιτρικό κάλιο, θείο και άνθρακα με το μειονέκτημα της έκλυσης μεγάλου όγκου καπνού), η άκαπνη πυρίτιδα (αποτελούμενη από νιτροκυτταρίνη, νιτρογλυκερίνη και άλλες νιτροενώσεις), η πυρίτιδα ασφαλείας (με βάση το νιτρικό αμμώνιο) κ.λ.π. Gunsight [Κλισιοσκόπιο] Οπτικ. Ειδική σκοπευτική διάταξη διαφόρων τύπων για τη διαστημομέτρηση του στόχου και την επίτευξη της κατάλληλης κλάσης του όπλου ώστε αυτός να βληθεί. Gunwale [Κουπαστή] Ναυπηγ. Ονομάζεται το ανώτερο χείλος των περιμετρικών στηθαίων ενός πλοίου, που μπορεί να είναι είτε από ξύλο είτε από μέταλλο. Gunz [Γκύντσιος] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Πλειστοκαίνου υποπεριόδου της Τεταρτογενούς περιόδου (πριν 2 εκατομ.χρόνια) του Καινοζωικού αιώνα, πριν το Μινδέλιον της ίδιας υποπεριόδου και μετά το Αστιον της Πλειοκαίνου. Θεωρείται ως η πρώτη περίοδος παγετώνων της εποχής των Παγετώνων της Πλειστοκαίνου. Gunz-Mindel [Γκύντσιος -Μινδέλιος] Γεωλ. Η πρώτη μεσοπαγετική περίοδος ανάμεσα στην πρώτη (Γκύντσιος) και στη δεύτερη (Μινδέλιος) παγετική περίοδο της εποχής των παγετώνων της Πλειστοκαίνου της Τεταρτογενούς. Gusset [Ενίσχυση κόμβου] Πολ. Μηχ. Σε μία δοκό στην περιοχή τις στήριξης, αύξηση του ύψους της διατομής της δοκού με ένα τριγωνικό στοιχείο με σκοπό την ενίσχυση της φέρουσας ικανότητας του δομικού στοιχείου. Gusset Plate [Πλάκα ενίσχυσης] Πολ. Μηχ. Στα δικτυώματα μεταλλικό έλασμα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία των κόμβων του δικτυώματος όταν ο τρόπος σύνδεσης των ράβδων είναι με πιρτσίνια ή με μπουλόνια. Gust [Αεροδίνη ή ριπή ανέμου] Μετεωμ. Αιφνίδια, βίαιη και τοπική στροβιλοειδής μικρής διάρκειας (λίγων δεκάδων δευτερολέπτων) ύψωση της έντασης του ανέμου, που οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, π.χ. σε θερμικά αίτια που προκαλούν ανοδικές κινήσεις, σε συνάντηση αντίθετων ρευμάτων, σε πρόσπτωση ρεύματος αέρα, σε εδαφικές ανωμαλίες κατά την πορεία του κ.λ.π. Gustiness C o m p o n e n t [Συνιστώσα ριπής ανέμου] Μετεωμ. Στοιχεία που συναρτούν την ένταση της ριπής ανέμου με τις συνιστώσες της διεύθυνσης του. Λαμβάνεται ως ο λόγος για κάθε άξονα ενός συστήματος τριών κάθετων μεταξύ τους αξόνων της μέσης τιμής της έντασης της ριπής ανέμου προς τη μέση τιμή της έντασης στη διάρκεια του φαινομένου. Gustiness Factor [Παράγοντας ριπής ανέμου] Μετεωμ. Ο λόγος του εύρους της έντασης του ανέμου ανάμεσα στις ριπές και στα μεσοδιαστήματα σχετικής νηνεμίας προς τη συνολική μέση τιμή της έντασης σ' όλη τη διάρκεια του φαινομένου. Gutenberg Discontinuity [Ασυνέχεια Γκούτενμπεργκ] Γεωλ. Πρώτης τάξεως ασυνέχεια μάζας σε βάθος περίπου 2900 χλμ. που χωρίζει τις γεώσφαιρες του

μανδύα και του πυρήνα της Γης. Σε αυτή τα διαμήκη σεισμικά κύματα παρουσιάζουν απότομη ελάττωση της ταχύτητάς τους (περίπου από 14 σε 8) ενώ τα εγκάρσια ανακόπτονται. G u t t a Percha [Γουταπέρκα] Υλικ. Θερμοπλαστική ουσία παρεμφερής με το ελαστικό κόμμι με το οποίο έχει την ίδια χημική σύσταση (CsHgJv αλλά διαφορετική στερεοχημική σύνταξη (trans). Παρασκευάζεται ομοίως με αποξήρανση του γολακτώδους οπού διαφόρων τροπικών σαποτωδών δένδρων και χρησιμοποιείται σαν μονωτικό σε ηλεκτρικές εφαρμογές, στην γαλβανοπλαστική, στην οδοντιατρική κ.λ.π. Gutter 1 [Καναλνέτο] Τεχνολ. Ανοιχτός αγωγός μικρής διατομής που κατασκευάζεται κατά μήκος μιας οδού πάνω στο έρεισμα για τη συλλογή των ομβρίων. Gutter 2 [Υδρορροή] Οικοδ. Μεταλλικός αγωγός ημικυκλικής διατομής κατασκευασμένος από λαμαρίνα που τοποθετείται περιμετρικά σε μια κεκλιμένη στέγη για τη συλλογή των ομβρίων. Gutzeit Test [Δοκιμή ανίχνευσης του Γκούτσαϊτ] Αναλ. Χημ. Δοκιμή ανίχνευσης ακόμα και μικρών ποσοτήτων αρσενικού. Βασίζεται στην επίδραση επί του δείγματος ψευδαργύρου και αραιού θειικού οξέος για την μετατροπή του αρσενικώδους και αρσενικικού οξέος προς αρσενικούχο υδρογόνο το οποίο, ως ισχυρό αναγωγικό αέριο, ανιχνεύεται γιατί σχηματίζει κίτρινη κηλίδα σε διηθητικό χάρτη εμποτισμένο με χλωριούχο υδράργυρο. G Value [Τιμή ή παράγοντας G] Πυμην. Φυσ. Σταθερά που αντιπροσωπεύει τον αριθμό των αντιδρώντων μορίων μιας ουσίας ανά 100 ηλεκτρονιοβόλτ προσπίπτουσας ιονίζουσας ακτινοβολίας. G y m n a s i u m [Γυμναστήριο] Αμχ. Καλείται ο χώρος με τον απαραίτητο εξοπλισμό, ο οποίος έχει σχεδιασθεί και κατασκευασθεί κατάλληλα για την σωματική άσκηση των αθλητών και την διεξαγωγή των ανάλογων αγώνων σε ορισμένα αθλήματα. Gypsite [Γυψίτης] Ομυκτ. Ποικλία της γύψου που περιέχει ακάθαρτες προσμίξεις και άμμο και συναντάται ως επιγενές επιφανειακό ορυκτό σε αποθέσεις γύψου σε ιζηματογενή πετρώματα. G y p s u m [Γύψος] Ομυκτ. Ορυκτό ένυδρο Θειικό ασβέστιο κρυσταλλούμενο με δύο μόρια ύδατος σε πρίσματα του μονοκλινούς συστήματος ποικίλων χρωμάτων (αδιαφανή, λευκά, φαιά κ.λ.π.), υποϋαλώδους ή μαργαριταρώδους λάμψης και τέλειου σχισμού. Συναντάται σε πολλές ποικλίες όπως ορυκτή γύψος, αλάβαστρος, σεληνίτης κ.λ.π. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. Θερμαινόμενη κατάλληλα μετατρέπεται σε πλαστική και χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική, ως μονωτικό, στη κατασκευή εκμαγείων κ.λ.π. G y p s u m Board [Γυψοσανίδα] Πολ. Μηχ. Δομικό υλικό που κατασκευάζεται από γύψο και καλυμμένο στις δύο επιφάνειες του με χαρτί και χρησιμεύει στην κατασκευή εσωτερικών τοίχων στα κτίρια. G y p s u m Cement [Ασβεστοκονίαμα] Οικοδ. —> Gypsum plaster. Gypsum Plaster [Ασβεστοκονίαμα] Οικοδ. Μίγμα κονιάματος όπου το συνθετικό στοιχείο είναι ο ασβέστης.^ Gyration [Στροφική κίνηση] Μηχ. Κυκλική ή σπειροειδής κίνηση πάνω ή γύρω από το κέντρο ενός άξονα. G y r a t o r [Τζυράτορ] Ηλεκτμομαγν. Ηλεκτρονικό εξάρτημα που εισάγει ολίσθηση φάσης 180° σε περιοδικό

-665 -

Gyttja

με -e/m. Gyromagnetics [Γυρομαγνητική] Ηλεκτρομαγν. Η μελέτη των γυρο μαγνητικών φαινομένων που παρουσιάζουν τα σιδηρομαγνητικά υλικά (τα φαινόμενα Einstein, de Haas, Barnett κ.λ.π.) όταν τεθούν σε μαγνητικό πεδίο ή σε κατάλληλη κίνηση λόγω της αλληλεξάρτησης των μαγνητικών ιδιοτήτων τους και της περιστροφικής κίνησης. Gyroplane [Γυροπλάνο] Αεροναυτ. Πτητική συσκευή ικανή για προσγείωση και απογείωση σε σχετικά περιορισμένο χώρο, που φέρει σύστημα ελεύθερα περιστρεφόμενων μόνο με τη βοήθεια του ανέμου πτερύγων προσαρμοσμένων σε άξονα σχεδόν κάθετο στην άτρακτο, καθώς επίσης και έλικα η οποία απορροφά όλη την ενέργεια των κινητήρων για την πρόωσή του. Gyroscope [Γυροσκόπιο] Πλοηγ. Σύστημα αποτελούμενο από βαρύ πλαίσιο εξαρτημένο με διπλή ανάρτηση, του οποίου η διεύθυνση του άξονα, ελεύθερο επιδράσεων, διατηρείται ακίνητη στο χώρο και υπό την επίδραση δύναμης εκτρέπεται κατά ορθή γωνία προς τη διεύθυνση της ασκούμενης δύναμης και κατά τη φορά της περιστροφής του. Gyroscopic Drift [Γυροσκοπική] Πλοηγ. II απόκλιση, κατά τις πρακτικές εφαρμογές, ενός γυροσκοπίου από το προγραμματισμένο τρόπο λειτουργίας του λόγω διαφόρων παραγόντων π.χ. κινήσεις του σκάφους, μηχανικές ατέλειες κ.λ.π. Gyroscopic Mass Flowmeter [Γυροσκοπικό ροόμετρο μάζας] Φυα. Τύπος ροομέτρου που στηρίζεται στις γυροσκοπικές ιδιότητες κατάλληλου περιστρεφόμενου σωλήνα για τον καθορισμό της ροής μάζας ρευστού μέσα στο σωλήνα. Gyroscopic Precession [Γυροσκοπική μετάπτωση] Μηχ. Το είδος της κίνησης που εκτελεί περιστρεφόμενος στρόβος ελεύθερος εξωτερικών δυνάμεων και ροπών υπό την επίδραση εξωτερικής ροπής στρέψης, κατά την οποία παρατηρείται μετάθεση του άξονα στροφορμής προς διεύθυνση κάθετη προς τη διεύθυνση που θα ελάμβανε μη στρεφόμενος. Gyroscopics [Γυροσκοπική] Μηχ. Ο κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με την εφαρμογή των γυροσκοπικών οργάνων σε πρακτικούς σκοπούς. Gyrosextant [Γυροεξάντας] Π/Ώηγ. Ναυσιπλοϊκό όργανο για το καθορισμό της θέσης μέσω της μέτρησης του ύψους ουράνιων σωμάτων που φέρει ενσωματωμένο γυροσκόπιο για την ένδειξη της οριζόντιας διεύθυνσης. Gyrostabilizer [Γυροσταθεροποιητής] Πλοηγ. Σύστημα γυροσκοπίων περιστρεφόμενων σε κάθετους μεταξύ τους άξονες το οποίο, υπό την επίδραση κάποιας ροπής στρέψης, ενεργοποιεί μηχανισμό που επαναφέρει τον αρχικό προσανατολισμό και επιτρέπει έτσι την αυτόματη τήρηση της πλεύσης. Gyrotheodolite [Γυροθεοδόλιχος] Πλοηγ. Όργανο θεοδολίχου για τη μέτρηση οριζόντιων και κάθετων γωνιών που φέρει ενσωματωμένο γυροσκόπιο για την ένδειξη της οριζόντιας διεύθυνσης. φής)· G y t t j a [Γκύτγια] Γεωλ. Τύπος ιζημάτων σκουρόχρωμης ιλύος λιμναίου βυθού που σχηματίζεται σε αερόβιες ή Gyromagnetic Ratio [Γυρομαγνητικός λόγος] Φυσ. Ο λόγος για την τροχιακή κίνηση του ηλεκτρονίου ισού- και αναερόβιες συνθήκες και περιέχει μεγάλη ποσότηται με - e/ 2m όπου e, m το φορτίο και η μάζα του ηλε- τα οργανικών υλικών. κτρονίου και για την ιδιοπερισττριφή (σπιν) ισούται

σήμα κατά μία συγκεκριμένη φορά διάδοσης και ολίσθηση φάσης 0 ° κατά την αντίθετη φορά. G y r a t o r y B r e a k e r [Περιστροφικός κωλουροκωνικός θραυστήρας] —> Gyratory Crusher Gyratory C r u s h e r [Περιστροφικός κωλουροκωνικός θραυστήρας] Μηχ. Είναι ένας τύπος μηχανήματος το οποίο θρυμματίζει σε επιθυμητές περιοχές μεγέθους, τα πετρώματα που λαμβάνονται από τα λατομεία, για την παραγωγή αδρανών υλικών για τα οικοδομικά έργα, την οδοποιία και άλλα τεχνικά έργα. Το συγκεκριμένο μηχάνημα έχει έναν συμπαγή κώνο ο οποίος κινείται έκκεντρα εντός ενός μεγαλύτερου εξωτερικού κώνου θραύοντας ενδιάμεσα τα υλικά. Gyre [Περιστροφική κίνηση] Μηχ. Ονομάζεται η συνεχής αλλαγή της θέσης ενός σώματος το οποίο ακολουθεί τροχιά κυκλικού γεωμετρικού σχήματος γύρω από ένα σταθερό σημείο. Gyro- [Γυρο-] Γεν. Πρόθεμα που αναφέρεται σε κυκλική ή σπειροειδή κίνηση πάνω ή γύρω από το κέντρο ενός άξονα. Gyro E r r o r [Γυροσκοπικό σφάλμα] Πλοηγ. Σφάλμα της ένδειξης της γυροσκοπικής πυξίδας εκφραζόμενο σε μοίρες ανατολικά ή δυτικά λόγω διαφόρων αιτιών όπως η κίνηση του σκάφους, η μεταβολή του γεωγραφικού πλάτους κ.λ.π. Gyrocompass [Γυροσκοπική πυξίδα] Πλοηγ. Τύπος μη μαγνητικής πυξίδας ακριβείας για τον καθορισμό της πορείας σκάφους. Περιλαμβάνει γυροσφόνδυλο διπλής εξάρτησης, που περιστρέφεται μέσω ηλεκτρικού κινητήρα εναλλασσόμενού ρεύματος, ο οποίος υπό την επίδραση της δύναμης της βαρύτητας εκτρέπεται και τελικά ευθυγραμμίζεται κατά τη διεύθυνση του μεσημβρινού προς τον αληθή βορρά. Gyrocompass Alignment [Ευθυγράμμιση γυροσκοπικής πυξίδας] Πλοηγ. Η ισορρόπηση της γυροσκοπικής πυξίδας επί του μεσημβρινού ώστε να κατευθύνεται σταθερά προς τον αληθή βορρά μετά από ένα αριθμό προοδευτικά αποσβενούμένων ταλαντώσεων περί τον μεσημβρινό. G y r o f r e q u e n c y [Γυροσυχνότητα] Αατροφυσ. Η συχνότητα περιστροφής των φορτισμένων σωματιδίων της κοσμικής ακτινοβολίας γύρω από τις δυναμικές γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου π.χ. του γεωμαγνητικού. Gyromagnetic [Γυρομαγνητικός] Ηλεκτρομαγν. Όρος που αναφέρεται στις μαγνητικές ιδιότητες των περιστρεφόμενων ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων και στα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτές. Gyromagnetic Effect [Γυρομαγνητικό φαινόμενο] Ηλεκτρομαγν. Κατηγορία φαινομένων που παρουσιάζουν τα σιδηρομαγνητικά υλικά είτε υπό την επίδραση μαγνητικού πεδίου (π.χ. το φαινόμενο Einstein, de Haas κατά τα οποία λόγω του προσανατολισμού των στροφορμών των ατόμων εμφανίζεται στροφική κίνηση) είτε τιθέμενα σε κατάλληλη κίνηση (πχ. το φαινόμενο Barnett όπου η στροφική κίνηση προκαλεί μαγνήτιση του υλικού κατά τη διεύθυνση του άξονα περιστρο-

I

ι

h [Σύμβολο h] Φυσ. Χημ. Χρησιμοποιείται για το συμβολισμό ορισμένων μεγεθών, όπως είναι ο συντελεστής ιξώδους, η σταθερά Planck, η υγρασία, ο συντελεστής μεταφοράς θερμότητας, οι ώρες. Η [Σύμβολο υδρογόνου] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του στοιχείου του υδρογόνου. H a b e r Process [Μέθοδος Haber] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική μέθοδος παραγωγής αμμωνίας, κατά την οποία αντιδρά αέριο άζωτο με υδρογόνο, παρουσία καταλύτη. Η αντίδραση πραγματοποιείται σε υψηλή πίεση (100-1000 atm) και θερμοκρασία 400-600 °C, ενώ ο καταλύτης αποτελείται από σίδηρο και μίγμα οξειδίων του σιδήρου. Habit [Όψη] Κμυσταλλ. Η εξωτερική εμφάνιση ενός κρυστάλλου ή συσσωματώματος κρυστάλλων σε ορυκτό όπως καθορίζεται από τη δομή και τη συμμετρία του καθώς και το τρόπο ανάπτυξης, το σχήμα, το μέγεθος και τη διάταξη των κρυσταλλικών εδρών. Διακρίνεται σε βελονοειδή, κιονοειδή, τραπεζοειδή, οολιτική, μαζώδη κ.λ.π. Habitat [Φυσικό περιβάλλον] Οικολ. Ορίζεται ως ο φυσικός χώρος και οτιδήποτε περιέχεται σε αυτόν, όπου ζει και δρα ένας ζωντανός οργανισμός. Hachure [Σκιώδης γραμμή] Γεν. Κάθε λεπτή, μικρού μήκους γραμμή από ένα σύνολο γραμμών ποικίλων παχών, διευθύνσεων και πυκνότητας που χρησιμοποιούνται σε κατάλληλο συνδυασμό κατά τη γραμμοσκίαση για την απόδοση σκιάς αντικειμένου ή των υψομετρικών διαφορών και αποκλίσεων σε ανάγλυφους χάρτες. Hacienda [Αθιέντα ή ασιέντα] Αμχ. Ο χαρακτηριστικός τύπος του οικήματος των μεγάλων (με την ίδια ονομασία φερόμενων) αγροκτημάτων της Ισπανίας και των χωρο>ν της Λατινικής Αμερικής. Hacker [Χάκερ] ΙΊλημ. Όρος που χρησιμοποιείται αυτούσιος και στην ελληνική, για να χαρακτηρίσει αυτόν που έχοντας πολύ καλές γνώσεις πληροφορικής, εισέρχεται παράνομα στα πληροφοριακά συστήματα διαφόρων οργανισμών, τραπεζών, κυβερνητικών υπηρεσιών και άλλα, για να προσκομίσει προσωπικό όφελος ή για να καταστρέψει αρχεία και λογισμικά προγράμματα. Hacking [Προετοιμασία επιφάνειας] Οικοδ. Σε μια επιφάνεια τοίχου από τούβλα ή οπλισμένο σκυρόδεμα, η εργασία της δημιουργίας μιας άγριας επιφάνειας με οδοντωτό σφυρί για να εξασφαλιστεί ικανοποιητική πρόσφυση του σοβά στην επιφάνεια. Hacking Out [Ξήλωμα ματζουνιού] Οικοδ. Σε ένα τζάμι ενός κουφώματος που πρέπει να αντικατασταθεί, λέγεται το ξήλωμα του ματζουνιού γύρω από το παλιό

τζάμι που πρόκειται να αφαιρεθεί. Hacksaw [Μεταλλοπριστικός πρίων] Μηχ. Χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο εργαλείο που αποτελείται από σκληρή χαλύβδινη ελασμάτινη λεπίδα με κατάλληλη λεπτή οδόντωση προσαρμοσμένη στερεά στο ελεύθερο άκρο υοειδούς πλαισίου με χειρολαβή και προορίζεται για τη κοπή των μετάλλων π.χ. το κοινό σιδηροπρίονο (σέγα). Hadal Zone [Αδαία ζώνη] Ωκεαν. Η υπεραβυσσική ωκεάνια ζώνη των βαθύτερων θαλάσσιων τάφρων, με βάθος πυθμένα γενικά μεγαλύτερο από 6.000 μέτρα. H a d a m a r d J a c q u e s [Χάνταμαρντ] (1865-1963) Γάλλος μαθηματικός, ο οποίος πρώτος απέδειξε το 1896, ανεξάρτητα από τον Vallee Poussin, το θεώρημα των πρώτων αριθμών με τη βοήθεια της μιγαδικής ανάλυσης. Κάποιοι καθηγητές του ήταν ο Hermite, ο Darboux και ο Picard. H a d a m a r d M a t r i x [Πίνακας Hadamardl Μαθημ. Ο νχν δυαδικός πίνακας Η με στοιχεία 1 και -1, για τον οποίο ισχύει η σχέση: Η · ΗΤ=η·Ιν, όπου Η Τ ο ανάστροφος του Η και Ιν ο μοναδιαίος πίνακας τάξης ν. H a d a r [Χαδάρ] Αστμον. Η αραβικής προέλευσης ονομασία του 11ου λαμπρότερου αστέρα του ουρανού, του αστέρα β του Κενταύρου, καλούμενου και Αγένα. Είναι οπτικά διπλός, κυανόλευκος υπεργίγαντας μάζας 5 ηλ.ιακών μαζών, του φασματικού τύπου Β1, με οπτικό μέγεθος 0,6 και σε απόσταση από τη Γη περίπου 525 έτη φωτός. Hade [Μετάπτωση] Γεωλ. Το μέτρο κλίσης ενός γεωλογικού σχηματισμού (στρώματος, ρήγματος κ.λ.π.) σε σχέση με την κατακόρυφη διεύθυνση, που εκφράζεται ως η γωνία ανάμεσα στο αξονικύ του επίπεδο και το επίπεδο της κατακόρυφου. H a d r o n [Αδρόνιο] Πυμην. Φυσ. Η μία από τις δύο μεγάλες κατηγορίες ταξινόμησης των σωματιδίων της ύλης υποδιαιρούμενη με βάση τη μάζα και το σπιν τους σε δύο μικρότερες, τα μεσόνια (καόνιο, πιόνιο κ. λ.π.) και τα βαρυόνια (πρωτόνιο, νετρόνιο, λάμδα κ.λ. π.). Περιλαμβάνει όλα τα σωματίδια που αλληλεπιδρούν κυρίως δια μέσου της ισχυρής δύναμης και τα οποία θεωρούνται μη στοιχειώδη, με μικρό μέγεθος και σύνθετη εσωτερική υποδομή συγκροτούμενη από μικρότερες θεμελαώδεις μονάδες, τα κουάρκ και τα αντικουάρκ. I i a d r o n Decay [Αδρονική διάσπαση] Πυμην. Φυσ. Η διάσπαση ενός αδρονίου σε άλλα σωματίδια, η οποία τελακά καταλήγει για μεν τα μεσόνια σε ηλεκτρόνια, φωτόνια, νετρίνα και μιόνια ενώ για τα βαρυόνια, με εξαίρεση το πρωτόνιο που είναι σταθερό, σε τελικά

-667 προϊόντα που περιλαμβάνουν ένα πρωτόνιο. H a d r o n E r a [Εποχή των αδρονίων] Αστροφυσ. Κατά τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) για τη γένεση και την εξέλιξη του σύμπαντος, το τμήμα της αρχικής φάσης (αμφισβητούμενης ύπαρξης, ωστόσο, κατά ορισμένες απόψεις), μετά την εποχή των κουάρκ και πριν την εποχή των λεπτονίων, όταν το σύμπαν ήταν ηλικίας 10"ft έως ΙΟ"4 sec με θερμοκρασία ΙΟ13 Κ και η κυρίαρχη διεργασία ήταν ο σχηματισμός πρωτονίων και νετρονίων με το περιορισμό των κουάρκ. Haematite [Αιματίτης] Χημ. Είναι το κυριότερο ορυκτό του σιδήρου και αποτελείται από Fe 2 03. Υπάρχει σε δύο μορφές: κύκκινο συμπαγές ή μαύρο κρυσταλλικό ορυκτό. H a f n i u m [Αφνιο] Χημ. Χημικό στοιχείο της ομάδας IVB του περιοδικού πίνακα, με σύμβολο Hf, ατομικό αριθμό 72, ατομικό βάρος 178,5, σημείο ζέσεως 5400 °C και σημείο τήξεως 1975 °C. Απαντά στη φύση μαζί με το ζιρκόνιο, σε διάφορα ορυκτά. Είναι ισχυρό αναγωγικό μέσο, διαλύεται εύκολα στα ισχυρά οξέα και {•χει μικρή δραστικότητα. Χρησιμοποιείται σε κράματα με βολφράμιο για ηλεκτρόδια και ίνες και ως απορροφητής νετρονίων. H a f n i u m C a r b i d e [Ανθρακούχο Αφνιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο HfC, μοριακό βάρος 190,50 και σημείο τήξεως 3890 °C. Είναι αδιάλυτο στο νερό και χρησιμοποιείται στην πυρηνική τεχνολογία. Hagen - Poiseuille Law [Νόμος Hagen-Poiseuille] Ρενστομηχ. Είναι η εξίσωση φυλλώδους ροής ρευστού σε αγωγό και δίνει το ρυθμό ροής όγκου ως Q = [(ΔΡ)/(8μί)]χ(πΓ4), όπου μ το ιξώδες, L το μήκος και r η ακτίνα του αγωγού. Ισοδύναμα, ο νόμος HagenPoiseuille εκφράζει την τάση ολίσθησης στα τοιχώματα ως τ\ν = μ Χ (40/πτ 3 ). H a h n - B a n a c h T h e o r e m [Θεώρημα Hahn-Banach] Μαθημ. Έστω ο πραγματικός διανυσματικός χώρος Χ, ο διανυσματικός υπόχωρος του Υ, ·η συνάρτηση ρ: Χ—>R έτσι ώστε: ρ(λχ)=λρ(χ), με λ 3 0 και xeX, και ρ (x+y) < p(x)+p(y), για κάθε χ, ye Χ, και f ένα γραμμικό συναρτησοειδές ορισμένο στον Υ έτσι ώστε: ί(υ) < ρ (υ), για κάθε ue Υ. Τότε υπάρχει γραμμικό συναρτησοειδές F ορισμένο στον Χ έτσι ώστε: f(x) < p(x), για κάθε xe Χ και f(u)=F(u), για κάθε ue Υ. Το θεώρημα επεκτείνεται και σε μιγαδικό διανυσματικό χώρο. Hahn Decomposition [Διαχωρισμός Hahn] Μαθημ. Έστω ότι σε έναν μετρήσιμο χώρο (Χ,Β) ορίζεται ένα προσημασμένο μέτρο ν και ότι υπάρχουν δύο διαζευγμένα μετρήσιμα σύνολα Αι και Α2, έτσι ώστε η ένωσή τους να δίνει τον Χ, δηλαδή: X=A t uA 2 και για κάθε EeB να ισχύει: ν(Α,ηΕ) 30 και: ν(Α 2 ηΕ) <0. Τότε ο διαχωρισμός του Χ στα σύνολα Α ι και Α2 καλείται Hahn-διαχωρισμός του Χ ως προς το μέτρο ν. Haidinger Fringes [Κροσσοί Χάιντινγκερ] Οπτικ. Οι κροσσοί ίσης κλίσης που σχηματίζονται από τη συμβολή σχεδόν παράλληλων ακτίνων ανακλώμενων από παράλληλες επίπεδες επιφάνειες σε σχετική απόσταση μεταξύ τους. Haidingerite [Χαϊδινγκερίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικικό ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με αδαμάντινη ή υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9. Hail [Χάλαζα] Μετεωρ. Υδρομετεωρικό φαινόμενο που

Hale Cycle

συνίσταται στη πτώση επί του εδάφους (συνήθως κατά ζώνες) τεμαχίων σκληρού πάγου, των καλούμενων χαλαζόκοκκων, που δημιουργούνται αρχικά με παγοποίηση επί πυρήνων συμπύκνωσης στα καταιγιδοφόρα νέφη ισχυρής κατακόρυφης ανάπτυξης (ιδιαίτερα στους σωρειτομελανίες) και μεγεθύνονται στη συνέχεια κατά τις συγκρούσεις μεταξύ παγοκρυστάλλων και υδροσταγονιδίων. Hail Stage [Στάδιο χάλαζας] Μετεωρ. Η μετεωρολογική διεργασία της συμπύκνωσης των υδρατμών και του σχηματισμού παγοκρυστάλλων κατά τη παγοποίηση τους επί πυρήνων πάγου, που γίνεται λόγω ψύξης κατά την αδιαβατική εκτόνωση τηο υγρής αέριας μάζας σε θερμοκρασία μικρότερη των 0Τ| Κελσίου. Hailstone [Χαλαζόκοκκος] Μετεωρ. Τα τεμάχιο σκληρού πάγου αποτελούμενο από στιβάδες ποικίλης διαφάνειας που σχηματίζεται κατά το φαινόμενο της χάλαζας. Είναι ποικίλου (σφαιρικού, απιοειδούς, κωνικού ή ακανόνιστου) σχήματος και μεγέθους, με διάμετρο γενικά μεγαλύτερη των 5 χιλιοστών και συχνά υπερβαίνουσα κατά πολύ τα 10 εκατοστά, παράμετρος που καθορίζει και τη ταχύτητα πτώσης τους επί του εδάφους και τη ζημιογόνα επίδραση τους επί των καλλιεργειών. Hair Hygrometer [Υγρόμετρο τριχός] Μηχ. Κατηγορία υγρομέτρων διαφόρων τύπων που η λειτουργία τους στηρίζεται σε δέσμη ζωικών ή φυτικών τριχών, οι αυξομειώσεις των διαστάσεων των οποίων, σε συνάρτηση με την υγρασία του χώρου, μεταδίδονται σε δείκτη κινούμενο προ βαθμολογημένης από το 0 έως το 100 κλίμακας. Hairline [Τριοειδής γραμμή] Γεν. Ευθεία γραμμή ελάχιστου εύρους επί κάποιας επιφάνειας όπως επί τυπογραφικών στοιχείων, υφάσματος, βερνικοχρώματος, γυαλιού κ.λ.π. Hairline C r a c k [Τριχοειδής ρωγμή] Οικοδ. Ρωγμές πολύ μικρού πάχους που εμφανίζονται στην επιφάνεια στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος οι οποίες δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου ωρίμανσης λόγω ανεπαρκούς προστασίας. Halation [Αλως] Τεχνολ. Το φαινόμενο, που παρατηρείται στην εικόνα του ειδώλου επί μιας φωτοευαίσθητης επιφάνειας, του σχηματισμού περί τα άκρα του παραμορφωτικών φωτεινών δισκοειόών δακτυλίων, ποικίλου πάχους κατά περίπτωση. Οφείλεται στην εσωτερική ανάκλαση των φωτεινών ακτίνων επί της πίσω πλευράς της πλάκας καθώς και στη διάχυση του φωτός υπό του βρομιούχου άλατος του φωτοπαθούς στρώματος και αποφεύγεται με χρήση ειδικών αντιαλωικών πλακών και κατάλληλου εμφανιστικού διαλύματος. Halazone [Χαλαζόνη] Οργ. Χημ. Το π - διχλωροσουλφαμυλοβενζοϊκό οξύ με τύπο C7H5O4CI2SN. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία η οποία διαλυόμενη στο νερό αναδίδει χλώριο. Χρησιμοποιείται ως αποστειρωτικό. Halcyon Days [Αλκυονίδες μέρες] Μετεωρ. Χαρακτηρισμός, με προέλευση είτε από τον αστέρα Αλκυόνη των Πλειάδων είτε από τον ομώνυμο αρχαίο μύθο, που αποδίδεται στη περίοδο καλοκαιρίας στη διάρκεια του χειμώνα, κατά τη μία εκδοχή των ημερών του Ιανουαρίου και κατά την άλλη των επτά ημερών πριν και των επτά μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο του Δεκεμβρίου. Hale Cycle [Κύκλος του Χαίηλ] Αστρον. Ο πλήρης κύκλος των περίπου 22 ετών ο απαιτούμενος, κατά το νόμο της πολικότητας των ηλιακών κηλίδων, για να επανέλθει σε αυτές η ίδια πολικότητα που αποτελείται

, I

Hale Telescope

-668-

ακό δύο 1 Ιετείς περιόδους, κάθε μία με αρχή στο ελά- χρόνος που απαιτείται για να διασπαστούν οι μισοί ααριθμό ραδιενεργών πυρήνων. χιστο των κηλίδων κατά το οποίο σημειώνεται ανα- πό ένα συγκεκριμένο 2 Half Life [Χρόνος ημιζωής] Χημ. Για δεδομένη χημική στροφή της πολικότητας. Hale Telescope [Τηλεσκόπιο Χαίηλ] Οπτικ. Ένα από αντίδραση, ο χρόνος που απαιτείται για να αντιδράσει τα ισχυρότερα τηλεσκόπια για αστρονομικές παρατη- η μισή ποσότητα των αντιδρώντων σωμάτων. ρήσεις π ο υ λειτουργεί από το 1949, εγκατεστημένο H a l f M o o n [Ημισέληνος] Αστμον. Είναι μία από τις φάστο όρος Πάλομαρ στη Καλιφόρνια, με κάτοπτρο δια- σεις της σελήνης, δηλαδή είναι τέτοια η θέση της ως προς την Γη και τον Ήλιο, ώστε να είναι ορατό μόνον μέτρου 5 μέτρων. το ένα τμήμα της από την Γη. H a l f A d d e r ( H A ) [Ημιαθροιστής] Πληρ. Το λογικό κύκλωμα, το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσθέτει δυο Half Open Interval [Ημιανοικτό διάστημα] Μαθημ. μονοψήφιους δεκαδικούς αριθμούς ή τα δυο λιγότερα Το διάστημα των πραγματικών αριθμών της μορφής: σημαντικά ψηφία δύο δυαδικών αριθμών. Γι αυτό έχει [α, β) ή (α,β] , το οποίο ορίζεται ως εξής: [α, β)={χ€Κ δύο εισόδους και δύο εξόδους: η μία δίνει το άθροισμα έτσι ώστε: α<χ<β} ή (α, β] ={xeR έτσι ώστε: α<χ<β} των εισόδων του και η άλλη το κρατούμενο, αν υπάρ- αντίστοιχα. Half Plane [Ημιεπίπεδο] Μαθημ. Η μία από τις δυο επιχει, της πρόσθεσης αυτής. Half Adjust [Στρογγυλοποίηση] Πληρ. Η στρογγυλο- φάνειες, που ορίζονται από ένα επίπεδο και μια ευθεία ποίηση, η οποία πραγματοποιείται με το να παραλείπο- που ανήκει στο επίπεδο αυτό. Αν η ευθεία ανήκει στο νται ή να διαγράφονται τα λιγότερα σημαντικά ψηφία ημιεπίπεδο, τότε καλείται κλειστό και η ευθεία αυτή ενός αριθμού και στην περίπτωση που είναι μεγαλύτε- ονομάζεται ακμή του ημιεπιπέδου, ενώ εάν δεν ανήκει, ρα ή ίσα του μισού της βάσης στην οποία είναι γραμ- τότε καλείται ανοικτό ημιεπίπεδο. Επίσης, το κάθε ημένος ο αριθμός, να προστίθεται η μονάδα στο τελευ- μιεπίπεδο καλείται αντικείμενο του άλλου. Half Power Frequency [Συχνότητα μισής ισχύος] Ηταίο ψηφίο του. Half And Half [Μισό-μισό] Γεν. Χαρακτηρίζεται μίγ- λεκτρον. Η συχνότητα στην οποία κύκλωμα ή διάταξη μα ή σύνθετο σώμα αποτελούμενο από δύο συστατικά έχει ισχύ ίση με το μισό της μέγιστης ισχύος λειτουργίας. σε ακριβώς ίσες αναλογίες. Half Bridge [Ημιγέφυρα] Η/εκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα Half Power Point [Σημείο μισής ισχύος] Ηλεκτρον. Το γέφυρας Wheatstone με δύο, αντί για τέσσερες, βραχί- σημείο της χαρακτηριστικής καμπύλης που αντιστοιχεί σε τιμή ισχύος ίση προς το μισό της μέγιστης ισχύος ονες (γειτονικούς ή μη) φέροντες αντιστάσεις. Half Cell [Ημιστοιχείο] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται και ηλε- στο ανώτερο σημείο της καμπύλης. κτρόδιο και είναι μια ράβδος μετάλλου μαζί με το διά- Half Reaction [Ημιαντίδραση] Χημ. Δηλώνει την αντίλυμα των ιόντων του. Δύο ηλεκτρόδια μαζί αποτελούν δραση οξείδωσης ή αναγωγής, που αποτελούν μια οτο ηλεκτροχημικό στοιχείο, όπου το ένα δρα ως άνο- ξειδοαναγωγική αντίδραση, η οποία λαμβάνει χώρα δος και το άλλο ως κάθοδος. ταυτόχρονα σε ένα ηλεκτροχημικό στοιχείο. Half Cell Potential [Δυναμικό Ημιστοιχείου] Φυσ. Half Section [Ημιτομή] Μηχ. Όρος που αφορά κυρίως Χημ. Ορίζεται η διαφορά δυναμικού που αναπτύσσεται τις τομές ορισμένων μηχανικών σχεδίων, όπου όταν μεταξύ του μετάλλου και του ηλεκτρολύτη, σε ένα η- υπάρχει συμμετρία ως κάποιον άξονα, είναι δυνατόν λεκτρόδιο. να σχεδιασθεί η μισή τομή και με το κατάλληλο σύμHalf Column [Ημιεντοιχισμένο υποστύλωμα] Αρχ. βολο να εννοείται ότι ισχύει το ανάλογο και πέρα από Πρόκειται για ένα κατακόρυφο στοιχείο του φέροντος τον άξονα συμμετρίας. οργανισμού μίας κατασκευής του οποίου η περίμετρος Half Space [Πλατύσκαλο] Αμχ. —» Half Landing. της μισής εγκάρσιας διατομής είναι περιτοιχισμένη α- Half Tide [Μέση παλίρροια] Ωκεαν. Η φάση κατά την πό κάποιο τοίχο. οποία το ύψος των υδάτων βρίσκεται στη μέση στάθμη Half Cycle [Ημικύκλιο] Μηχ. Είναι όρος που χαρακτη- μεταξύ της στάθμης κατά τη πλήμμη και της στάθμης ρίζει το μισό ενός οποιουδήποτε αντικειμένου το οποίο της επόμενης ή της προηγούμενης ρηχίας. ορίζεται ως πλήρης κύκλος ή του χρόνου επαναφοράς Half Timbered [Ημιξύλινη διατομή] Οικοδ. Είναι όρος ενός περιοδικού κυκλικού φαινομένου. που αναφέρεται σε σύμμεικτα πλαίσια όπου η εγκάρHalf Cycle Transmission [Μετάδοση μισού κύκλου] σια διατομή τους αποτελείται από ξύλο μαζί με διάφοΕπικοιν. Μετάδοση σε μισό χρόνο ενός ζεύγους Mark ρα υλικά όπως πέτρα, οπτύπλινθο και άλλα. And Space. Half Time [Ημιπερίοδος] Φυσ. Χημ. 1. Ονομάζεται και Half-Duplex Transmission [Μισή αμφίδρομη μετάδο- χρόνος υποδιπλασιασμού. Ορίζει το χρόνο που χρειάση] Επικοιν. Είδος επικοινωνίας που χρησιμοποιείται ζεται για να ελαττωθεί η συγκέντρωση ενός συστατιπολύ συχνά όπου η (ενσύρματη συνήθως) επικοινωνία κού μιας αντίδρασης, στο ήμισυ. 2. Η ημιπερίοδος ζωγίνεται και προς τις 2 κατευθύνσεις αλλά ποτέ ταυτό- ής ενός ραδιοϊσοτόπου αποτελεί φυσική σταθερά του χρονα κάθε ισοτόπου και ορίζεται ως ο απαιτούμενος χρόνος Half H a r d [Ημίσκληρο] Μεταλλ. Κάθε μεταλλικό υλι- για να παραμείνει στο περιβάλλον το μισό από το ρακό του οποίου ο αριθμός σκληρότητας εμπίπτει στις διενεργό υλικό που έχει παραχθεί από πυρηνική διάσπαση. περί το μέσο θέσεις της σκλ.ηρομετρικής κλίμακας.. Half Landing [Πλατύσκαλο] Αρχ. Επιφάνεια που δη- Half Value Layer [Στρώμα υποδιπλασιασμού] Φυσ. —» μιουργείται σε μια κλίμακα στη μέση της απόστασης Half Value Thickness. μεταξύ δύο ορόφων για να σπάει το ύψος και να ανα- Half Value Thickness [Πάχος υποδιπλασιασμού] Φυσ. κουφίζονται τα άτομα που τη χρησιμοποιούν. Επιβάλ- To πάχος ενός απορροφητικού ομογενούς υλικού το λεται από τους κανονισμούς για σκάλες μεγάλου ύ- οποίο, κατά τη πρόσπτωση επί αυτού δέσμης σωματιψους. > δίων, προκαλεί μείωση της έντασης της στο μισό. Half Life [Χρόνος ημιζωής] Πυρην. Φυσ. Ο χρόνος Half Wave [Ημικύμα] Ηλεκ. Το κύμα με μήκος ίσο με υποδιπλασιασμού μιας ραδιενεργούς ουσίας δηλ. ο το μισό του μήκους ενός κύκλου περιοδικής τάλάντω-

-669σης. Half Wave Aerial [Κεραία ημικύματος] Ηλεκτρομαγν. Κεραία που έχει φυσικό μήκος ίσο με το μισό του μήκους κύματος του σήματος. Half Wave Plate [Πλακίδιο λ/2] Οπτικ. ΔιπλοδιαΟλαστικό πλακίδιο καθυστέρησης φάσης με πάχος τέτοιο ώστε να δημιουργεί, κατά τη κάθετη πρόσπτωση ακτίνας γραμμικά πολωμένου φωτός, διαφορά φάσης 180° μεταξύ των οπτικών δρόμων τακτικής και έκτακτης. Half Wave Rectifier [Ημιανορθωτής] Ηλεκ. Ανορθωτική διάταξη της οποίας η τάση εξόδου παίρνει θετικές τιμές μόνο κατά τη μία ημιπερίοδο του εναλλασσόμενου ρεύματος στην είσοδο ενώ κατά την άλλη ημιπερίοδο είναι μηδενική. Half Wave Transmission Line [Γραμμή μεταφοράς ημικύματος] Ηλεκτρομαγν. Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικών σημάτων με ηλεκτρικό μήκος ίσο με το μισό του μήκους κύματος του μεταδιδόμενου σήματος. Half W o r d [Ημιλέξη] Μαθημ. Το τμήμα της μνήμης ενός υπολογιστή, το οποίο αποτελείται από δυαδικά ψηφία των οποίων το μήκος αντιστοιχεί στο μισό μιας λέξης του υπολογιστή. Half Wavelength [Μήκος ημικύματος] Ηλεκ. Το μήκος κύματος του ημικύματος. Halide [Αλογονίδιο] Χημ. Κάθε δυαδική ένωση αλογόνου με άλλο στοιχείο. Ανάλογα με την ηλεκτραρνητικότητα των στοιχείων, τα αλογονίδια μπορεί να είναι ομοιοπολικές ή ετεροπολικές ενώσεις. Halite [Αλίτης] Χημ. Το πιο κοινό υδατοδιαλυτό ορυκτό, γνωστό και ως ορυκτό αλάτι. Πρόκειται για NaCl, κρυσταλλωμένο σε κυβικό σύστημα, άχρωμο ή άσπρο ή γκρι, μαλακό και με αλμυρή γεύση. Βρίσκεται σε μορφή κλινών που σχηματίζονται με εξάτμιση ουσιών περιεχόμενων σε θαλασσινό νερό, καθώς και σε ηφαιστειακές περιοχές. Hall [Διάδρομος] Οικοδ. Σε ένα κτίριο ο χώρος που χρησιμεύει για την κυκλοφορία ανάμεσα στα δωμάτια ενός ορόφου. Hall Angle [Γωνία Χωλ] Ηλεκτρομαγν. Στα πλαίσια του φαινόμενου Χωλ σε μεταλλικό αγωγό ή ημιαγωγό και για σταθερή τάση εισόδου, η γωνία Χωλ ορίζεται ως ο λόγος της αναπτυσσόμενης τάσης Χωλ προς τη τάση του ηλεκτρικού πεδίου που παράγει το ρεύμα. Hall Coefficient [Συντελεστής Χωλ] Ηλεκτρομαγν. Συντελεστής που ορίζεται ως το πηλίκο της τάσης Χωλ προς το γινόμενο της πυκνότητας του ρεύματος επί τη πυκνότητα μαγνητικής ροής. Για τα μέταλλα ισούται με το αντίστροφο του γινομένου της πυκνότητας φορτίων και του φορτίου του ηλεκτρονίου. Σύμβολο: RH. Hall Effect [Φαινόμενο Χωλ] Ηλεκτρομαγν. Το φαινόμενο της εμφάνισης εγκάρσιας διαφοράς δυναμικού σε μεταλλικό αγωγό ή ημιαγωγό διαρρεόμενο από ρεύμα κατά μήκος αυτού μέσα σε κάθετο προς τη διεύθυνση του αγωγού ισχυρού μαγνητικού πεδίου, λόγω της απόκλισης των κινούμενων φορτίων και συσσώρευσης τους προς τις πλευρές του αγωγού υπό την επίδραση των ασκούμενων επί αυτών δυνάμεων Laplace. Hall - Hiroult Cell [Κελί Hall-Hiroult] Χημ. Μηχ. To ηλεκτροχημικό κελί που χρησιμοποιείται στη μέθοδο Hall, για την παραγωγή αργιλίου. Είναι χαλύβδινο, σε σχήμα λουτήρα και η άνοδος αποτελείται από μίγμα χαμηλής περιεκτικότητας σε τέφρα, κωκ πετρελαίου και ασφάλτου ή λιθανθρακόπισσας, ψημένο στους

H a l o c a r b o n Resin

γεθος που εκφράζει την ευχέρεια κίνησης των φορέων φορτίου και ισούται με το γινόμενο του συντελεστή Χωλ και της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του μεταλλικού αγωγού ή του ημιαγα>γού. Hall Process [Μέθοδος Hall] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική μέθοδος παραγωγής αργιλίου, με ηλεκτρόλυση ατμίζοντος διαλύματος αργιλίας σε τηγμένο κρυόλιθο, σε θερμοκρασία 1000°C. Στη θερμοκρασία αυτή το αργίλιο τήκεται και λαμβάνεται ως ίζημα. Η διεργασία είναι γνωστή και ως Hall-Hiroult. Hall Voltage [Τάση Χωλ] Η/εκτρον. Η διαφορά δυναμικού που αναπτύσσεται σε μεταλλικό αγωγό ή ημιαγωγό λόγω του φαινομένου Χωλ εγκάρσια προς τη διεύθυνση του εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου και τη διεύθυνση του ρεύματος. Halley's Comet [Κομήτης του Χάλλεϋ] Αστρον. Ένας από τους γνωστότερους ιστορικά κομήτες με χρονολογία ανακάλυψης το 239 π.Χ. Είναι κομήτης βραχείας περιόδου με απόσταση περιηλίου 0,967 AU, με τροχιακή περίοδο περιφοράς, όπως υπολογίστηκε από το Χάλλεϋ το 1704, 76,03 έτη και με διαστάσεις του ελλειψοειδούς σχήματος πυρήνα του περίπου 1 6 x 8 x 8 χλμ. . Halloysite [Αλλοϋσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό αργίλιο, της ομάδας του καολινίτη-σερπεντίτη. Σχηματίζει υπόλευκους, διαφανείς έως αδιαφανείς και αλαμπείς κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2 έως 2,6. Hallwachs Effect [Φαινόμενο Χάλβαξ] Φυσ. Το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο της εκπομπής ηλεκτρονίων από μεταλλικό μονωμένο αγωγό υπό την επίδραση υπεριώδους ακτινοβολίας. Halmyrolysis [Αλμυρόλυση] Γεωχημ. Το σύνολο των χημικών διεργασιών που αναπτύσσονται κατά την αλληλεπίδραση του θαλάσσιου ύδατος και των ιζημάτων του θαλάσσιου πυθμένα με συνέπεια τη μετατροπή ή την αποσύνθεση τους. Halo 1 [Αλως] Μετεωρ. Το φαινόμενο της εαφάνισης, σε απόσταση 22 υ (αλλά και σπανιότερα 46 ή 90°) από κέντρο του Ήλιου ή της Σελήνης, φωτεινού κυκλικού δακτυλίου ή τόξων αυτού με το κεντρικό κύκλο λευκό και αλληλοδιαδεχόμενες ασθενέστερες ζώνες (ορατές κατά περίπτωση) φασματικών χρωμάτων από το ερυθρό προς το πράσινο εσωτερικά και κυανή εξωτερικά. Οφείλεται στη διάθλαση και την ανάκλαση των ακτίνων επί των παγοκρυστάλλων των ανώτερων νεφών, ιδιαίτερα των θυσανοστρωμάτα>ν. Halo 2 [Αλως] Τεχνολ. Halation. Halo- [Αλο-j Γεν. Πρώτο συνθετικό που υποδηλώνει σχέση με άλας ή θάλασσα. Haloalkanes [Αλογονοαλκάνια] Οργ. Χημ. Είναι γνωστά ως αλκυλαλογονίδια και έχουν γενικό τύπο RX. Αποτελούν παράγωγα των αλκανίων, που προέρχονται από την αντικατάσταση ενός ή περισσότερων ατόμων υδρογόνου από άτομα αλογόνου. Halocarbon [Αλογονάνθρακας] Οργ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, στις οποίες μερικά ή όλα τα άτομα υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από άτομα αλογόνων. Χρησιμοποιούνται ως ψυκτικά, ως προωθητικά αερολυμάτων και ως διαλύτες. Halocarbon Resin [Αλογονανθρακική Ρητίνη] Οργ. Χημ. Πολυμερές που προκύπτει από αλογονωμένους υδρογονάνθρακες. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα, η 1100 °c. Hall Mobility [Κινητικότητα Χωλ] Φυσ.Στερ. Κατ. Μέ- πολύ καλή χημική σταθερότητα.

ι

ι I

Halocline

-670-

Halocline [Αλοκλινές] Ωκεαν. Θαλάσσια ζώνη όπου παρατηρείται σταδιακή και σχετικά ταχεία μεταβολή (αύξηση ή μείωση) της αλμυρότητας των υδάτων π.χ. στις παράκτιες περιοχές κατά την εισροή όγκων γλυκού νερού. H a l o f o r m [Αλοφόρμιο] Οργ. Χημ. Χημική ένωση με γενικό τύπο CHX 3 , όπου Χ αλογόνο. Σχηματίζεται με επίδραση αλκαλικού διαλύματος αλογόνου σε καρβονυλικές ενώσεις ή αλκοόλες, που διαθέτουν ομάδα μεθυλίου σε α- θέση ως προς την χαρακτηριστική ομάδα. H a l o f o r m Reaction [Αλοφορμική Αντίδραση] Ομγ. Χημ. Χρησιμοποιείται στην ανίχνευση καρβονυλικών ενώσεων με ομάδα μεθυλίου σε α- θέση. Χαρακτηριστικό της είναι ο σχηματισμός αλοφορμίου. Το γενικό σχήμα είναι RCOCH 3 + 3Χ2 + 4NaOH RCOONa + CHX 3 + 3NaX + 3H 2 0 Halogcnated H y d r o c a r b o n [Αλογονωμένος Υδρογονάνθρακας] Ομγ. Χημ. Υδρογονάνθρακας, στο μόριο του οποίου έχει εισαχθεί άτομο αλογόνου, με αντικατάσταση ή υποκατάσταση. Halogenation [Αλογόνωση] Χημ. Χημική αντίδραση, κατά την οποία προστίθεται άτομο αλογόνου στο μόριο μιας ένωσης, με αντικατάσταση ή υποκατάσταση άλλου ατόμου. Halogens [Αλογόνα] Ανόμγ. Χημ. Ονομάζονται τα στοιχεία της VIIA ομάδας του περιοδικού πίνακα, που είναι το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο και το ιώδιο. Είναι ηλεκτραρνητικά στοιχεία, πολύ δραστικά. Σχηματίζουν διατομικά μόρια, χωρίς πολικότητα. Haloid Acids [Αλογονοξέα] Ανόμγ. Χημ. Αναφέρεται στα υδραλογόνα, που είναι το υδροφθόριο (HF), υδροχλώριο (HC1), υδροβρώμιο (HBr) και υδροϊώδιο (HI). Παρασκευάζονται με υδρόλυση των αντίστοιχων αλογονιδίων. Halotrichite [Αλοτριχίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό σίδηρο και αργίλιο. Σχηματίζει λευκούς, πράσινους ή κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,7 έως 1,9. Halt [Παύση] Πλημ. Είναι η επιθυμητή διακοπή της εκτέλεσης ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αφού δοθεί η σχετική εντολή. Halved Joint [Χωνευτός σύνδεσμος] Οικοδ. Στη σύνδεση δύο τεμαχίων από ξύλο, δημιουργία εγκοπής ώστε στο σημείο της σύνδεσης να δημιουργηθεί μια λεία επιφάνεια. Ham Radio [Ερασιτεχνικός πομπός] Επικοιν. Πρόκειται για όρο που χαρακτηρίζει τις μη επαγγελματικές και άρα σχετικά πρόχειρες μεταδόσεις εκπομπών και γενικά ραδιοφωνικών σημάτων συνήθως από μικρής εμβέλειας συσκευές. H a m a d a [Χαμάδα] Γεωλ. Βραχώδες επίπεδο ερημικό έδαφος αιολικής διαμόρφωσης αποτελούμενο από γυμνό, άγονο υπόστρωμα καλυμμένο με μικρού πάχους στρώση άμμου και άτακτα διασκορπισμένες βραχώδεις μάζες. Hamal [Χαμάλ] Αστμον. Η αραβικής προέλευσης ονομασία του αστέρα α του Κριού. Είναι χαμηλής θερμοκρασίας, πορτοκαλόχρωμος γίγαντας αστέρας διαμέτρου και μάζας περίπου 18πλάσιας και 4πλάσιας αντίστοιχα της ηλιακής, με φασματικό τύπο Κ2 και οπτικό μέγεθος 2,1. Hambergite [Χαμπεργκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό βορικό βηρύλλιο, της ομάδας του ρο-

δίτη. Σχηματίζει άχροους ή λευκωπούς, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, άλαμπείς ή με υαλώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού, κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. H a m e l Basis [Βάση HameY} Μαθημ. Το υποσύνολο Β ενός διανυσματικού χώρου, το οποίο είναι γραμμικά ανεξάρτητο και έχει την ιδιότητα κάθε διάνυσμα του χώρου Χ να μπορεί να εκφραστεί ως γραμμικός συνδυασμός πεπερασμένου πλήθους στοιχείων του υποσυνόλου Β. Αποδεικνύεται ότι κάθε διανυσματικός χώρος επιδέχεται τουλάχιστον μια βάση. Hamilton - Jacobi Equation [Εξίσωση HamiltonJacobi] Μαθημ. Η μερική διαφορική εξίσωση πρώτης τάξης της μορφής /

Η \

dr

dr

dq\

dqn

J

31

με n+1 ανεξάρτητες μεταβλητές:η q2, ι, όπου II είναι η Hamiltonian συνάρτηση, qi,..., q n κανονικές μεταβλητές, ι η μεταβλητή που συνήθως εκφράζει το χρόνο, F η γεννήτρια συνάρτηση και dF/ dq 2 , dF/dt οι μερικές παράγωγοι ως προς συνάρτηση F. Η παραπάνω εξίσωση είναι κατά κανόνα μη γραμμική. H a m i l t o n ' s Principle [Αρχή Hamilton] Μαθημ. Αναφέρει ότι η τροχιά που θα ακολουθήσει ένα δυναμικό σύστημα μεταξύ δυο σημείων του μορφικού χώρου, στα οποία βρίσκεται τις χρονικές στιγμές t|, t2 αντίστοιχα, είναι εκείνη για την οποία το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα: '2

I = / L(q j, q ι ,t)dt '1 όπoυq1:oι γενικευμένες συντεταγμένες του συστήματος, qi :οι γενικευμένες ταχύτητες, t: η μεταβλητή που εκφράζει το χρόνο και L: η συνάρτηση Lagrange, παίρνει στατική τιμή. Αποτελεί μια συμπαγή διατύπωση των νόμο)ν της δυναμικής, εισάγει την τεχνολογική θεώρηση των μηχανικών συστημάτων και μπορεί να εφαρμοστεί και σε μη μηχανικά συστήματα. Επίσης, ανήκει στην κατηγορία των αρχών ελοχίστου, γιατί το ολοκλήρωμα I στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται ελάχιστο, s Hamiltonian Cycle [Διαδρομή Hamilton] Μαθημ. II διαδρομή σε ένα γράφημα, η οποία έχοντας ως αρχή μία κορυφή του γραφήματος, επιστρέφει πάλι σε αυτή, αφού διέρχεται μια φορά ακριβώς από όλες τις κορυφές του γραφήματος. Η ύπαρξη μιας τέτοιας διαδρομής είναι δυνατή π.χ. σε ένα δωδεκάεδρο. Hamiltonian Dynamics [Χαμλτονιανή δυναμική] Μηχ. II εφαρμογή των Χαμιλτονιανών εξισώσεων με βάση τηη ορμή για τη παραγωγή των εξισώσεων κίνησης ενός δυναμικού συστήματος. Hamiltonian Function [Χαμιλτονιανή συνάρτηση] Μηχ. Η συνάρτηση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ενέργεια ενός δυναμικού συστήματος με βάση τις συντεταγμένες της θέσης και της ορμής του, θεωρούμενες ως ανεξάρτητες μεταβλητές. Σύμβολο: II. Hamiltonian G r a p h [Γράφημα Hamilton] Μαθημ. Το γράφημα, το οποίο περιέχει μια διαδρομή Hamilton. Hamiltonian O p e r a t o r [Χαμιλτονιανός τελεστής]

-671 -

Handshaking

Φυα. Ο μαθηματικός τελεστής [HI που προκύπτει από τα (αντία), με συνήθως οριζόντια εκτεινόμενο στημόνι, τους τελεστές της ορμής και της θέσης και παράγει τη επί τεσσάρων στηριγμάτων και πλήθος εξαρτημάτων Χαμιλτονιανή συνάρτηση για την ολική ενέργεια. Για (χτένι, σαΐτα κ.λ.π.) για την ύφανση υφασμάτα>ν και συνήθη συστήματα όπου η ολική ενέργεια υπολογίζε- χαλιών με βάση τη συνδυασμένη κίνηση χεριών και ται ως άθροισμα της κινητικής και της δυναμικής ενέρ- ποδιών. γειας είναι: [Η] =.-h/2m. ϋ2/ϋ2χ + U(x). Hand Rule [Κανόνας του χεριού] Ηλεκτρομαγν. ΠραHamiltonian Path [Μονοπάτι Hamilton] Μαθημ. Το κτικός κανόνας, με βάση τη χρήση του αριστερού ή μονοπάτι ενός γραφήματος, στο οποίο κάθε κορυφή του δεξιού χεριού και του κατάλληλου δακτύλου κατά διατρέχεται ακριβώς μια φορά. περίπτωση, για την εύρεση (κυρίως σε ηλεκτρομαγνηHammaritc [Χαμμαρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμε- τικά πεδία) της διεύθυνσης και της φοράς ενός φυσινο από θειοβισμουθιούχο μόλυβδο και χαλκό. Ιχημα- κού μεγέθους (της μαγνητικής επαγωγής, της δύναμης, τίζει ερυθρωπούς ή φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλι- του ρεύματος κ.λ.π.) σε σχέση με τη διεύθυνση και τη κή λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήμα- φορά άλλων φυσικών μεγεθών, τος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στη κλίμακα Μος και Hand Sprayer [Χειροκίνητος ψεκαστήρας] Οικοδ. ειδικό βάρος 6,7. Μηχάνημα ψεκασμού ασφαλτικού συγκο>λητικού για Hammer [Σφυρί] Μηχ. Είναι ένα κοινό εργαλείο, απο- την επιφάνεια μιας στρώσης οδοστρώματος μέσω του τελούμενο συνήθως από μία ξύλινη λαβή και ένα με- οποίου ο ψεκασμός γίνεται χειροκίνητα απύ έναν ερταλλικό κυρίως στέλεχος, περίπου τραπεζοειδούς γεω- γάτη. μετρικού σχήματος, με το οποίο μπορεί να ασκηθεί μία Hand Tool [Εργαλείο] Τεχνολ. Εργαλείο χειρός που κρουστική δύναμη σε επιθυμητό σημείο ή αντικείμενο. χρησιμοποιείται για την εκτέλεση διαφόρων εργασιών. Hammer Welding [Σφυρηλασία] Μεταλλ. II τεχνική ύπως κατσαβίδι, σφυρί, πριόνι κλπ. επεξεργασίας και διαμόρφωσης μεταλλικών αντικειμέ- Hand Truck [Χειράμαξα] Οικοδ. Μικρό χειροκίνητο νων εν θερμώ ή εν ψυχρώ με σφύρα κατάλληλου τύ- όχημα εργοταξίου για τη μεταφορά μικρών σχετικά που. φορτίων εντός του εργοταξίου σε μικρές αποστάσεις. Hamming Code [Κώδικας Hamming] Πληρ. Ο κώδι- Handholc [Χειροθυρίδα] Οικοδ. Οπή μικρών διαστάσεκας ανίχνευσης και διόρθωσης σφαλμάτων ενός δικτύ- ων που δημιουργείται σε έναν τοίχο ή ένα δάπεδο καου, ο οποίος εφαρμύζεται στο επίπεδο σύνδεσης των λυμμένη με ένα καπάκι μέσω της οποίας είναι δυνατή δεδομένων. Ικανοποιεί τη σχέση: (m+r+l)<2Y (1), ύπου η πρόσβαση σε κομβικά σημεία ενός δικτύου για τη m είναι ο αριθμός των bits δεδομένων και Γ Ο αριθμός διευκόλυνση της συντήρησης. των πλεοναζόντων bits ελέγχου μιας κωδικής λέξης Handle [Χειρολαβή] Μηχ. Το κατάλληλα διαμορφωμέτων n bit και άρα ισχύει: m+r=n. Η σχέση (1)για συ- νο άκρο του βραχίονα ενός αντικειμένου (π.χ. εργαλείγκεκριμένο m, δίνει ένα κάτω όριο στον αριθμό των ου χειρός) ώστε να είναι εύχρηστο από το χειριστή, bits ελεγχου για τη διόρθωση μονών σφαλμάτων. Ο Handling Time [Χρόνος μεταφοράς] Τεχνολ. Σε χώκώδικας μπορεί να διορθώνει μόνο μονά σφάλματα, ρους εργασίας και εργοτάξια ο χρόνος που απαιτείται αλλά με κατάλληλη εφαρμογή του μπορούν να διορθώ- για τη μεταφορά πρώτων υλών και υλικών από τα σηνονται και σφάλματα καταιγισμού. μεία αποθήκευσης προς τα σημεία επεξεργασίας. Hamming Distance [Απόσταση Hamming] Πληρ. Ο Handmade [Χειροποίητο] Μηχ. Είναι όρος που χαρααριθμός των bits, στα οποία διαφέρουν δύο κώδικες κτηρίζει οποιοδήποτε αγαθό ή προϊόν έχει κατασκευαλέξεις ίσου μήκους. Π.χ. οι κωδικές λέξεις; 010011 και σθεί με τα χέρια κάνοντας χρήση απλών εργαλείων ως 010101 έχουν απόσταση Hamming ίση με 2. Αν δυο μεμονωμένο αντικείμενο, δηλαδή χωρίς να εφαρμοκωδικές λέξεις έχουν απόσταση Hamming d, θα χρεία- σθούν τεχνικές αλυσίδων παραγωγής ή μηχανές, στούν d σφάλματα ενός bit για να μετατραπεί η μια Handpicking [Επιλογή δια χειρός] Βιομ.Μηχ. Πρόκειστην άλλη. Η απόσταση Hamming ενός κο')δικα είναι η ται για τη διαλογή συγκεκριμένων προϊόντων προς αελάχιστη απόσταση μεταξύ δυο νόμιμων κωδικών λέ- ντικατάσταση ή άλλη επεξεργασία, που γίνεται μέσα ξεών του. Οι ιδιότητες ανίχνευσης και διόρθα)σης από ένα σύνολο ομοίων, για παράδειγμα μίας αλυσίδας σφαλμάτων ενός κώδικα εξαρτώνται από την απόστα- παραγαιγής, η οποία γίνεται με τα χέρια από εργαζόμεση Hamming του, δηλαδή για την ανίχνευση d σφαλ- νους και όχι με μηχανές. μάτων απαιτείται μια απόσταση κώδικα d+Ι και για Handpull [Χωνευτή χειρολαβή] Οικοδ. Σε μια συρόμετην διόρθωση d σφαλμάτων απαιτείται μια απόσταση νη πόρτα ή ένα συρόμενο παράθυρο εξάρτημα που 2d+1. χρησιμεύει στην μετακίνηση του στοιχείου με το χέρι. Hancoekitc [Χανκοκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμε- Handrail [Χειρολαβή] Πολ. Μηχ. Μεταλλική ή ξύλινη νο από βασικό πυριτικό αργίλιο, τρισθενή σίδηρο, μό- ράβδος στηριγμένη σταθερά σε τοίχους ή ορθοστάτες λυβδο, ασβέστιο και στρόντιο, της ομάδας του επιδό- για να στηρίζονται τα άτομα. του. Σχηματίζει καφέ ή ερυθρύχρωμους, ημιδιάφανους, Handset [Ακουστικό τηλεφώνου] Επικ. Το τμήμα εκείαλαμπείς ή με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού νο μίας τηλεφωνικής συσκευής, το οποίο περιλαμβάνει κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει τον πομπό και το δέκτη, απαραίτητα στοιχεία για τη σκληρότητα 6,7 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4. λειτουργία της και του οποίου το ακουστικό ενεργοHand Distributor [Χειρονακτικός ψεκαστήρας] Οι- ποιεί τη συσκευή μόλις βρεθεί εκτός θέσης σε σχέση κοδ. —» Hand Sprayer. με την προκαθορισμένη. Hand Finisher [Εξοπλισμός φινιρίσματος] Οικοδ. Με- Handshake [Χειραψία] Πληρ. Οι μέθοδοι και τα πρωταλλική ή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται απύ τύκολλα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον συγχρονιτους μπετατζήδες για την λείανση και την τελική δια- σμό της μεταφοράς και την ανταλλαγή των δεδομένων μόρφωση της επιφάνειας του νωπού σκυροδέματος. μεταξύ των συσκευών ενός δικτύου υπολογιστών και Hand Loom [Αργαλειός χειρός] Μηχ. Οικιακό εργαλεί- εφαρμόζονται στο επίπεδο σύνδεσης των δεδομένων, ο από ξύλο αποτελούμενο από περιστρεφόμενα τμήμα- Handshaking [Χειραψία] Επικοιν. Πρώτη επαφή 2 υ-

Hangar 1

-672 -

πολογιστών μέσω των modem τους τα οποία συνηΟίζουν να ρωτούν πληροφορίες για την εγκατάσταση μιας (κατάλληλης) προσαρμογής στη σύνδεση. Hangar 1 [Υπόστεγο] Αερομηχ. Μόνιμο ή προσωρινό κτιριακό συγκρότημα, ορθογώνιου γενικά σχήματος και μεγάλου μήκους, εξοπλισμένο με εξέδρες, ανυψωτικά και μεταφορικά μέσα,, διάφορες παροχές (π.χ. πεπιεσμένου αέρα, οξυγόνου), τηλεπικοινωνιακά συστήματα κ.λ.π. που χρησιμοποιείται για τη στάθμευση, τεχνική εξυπηρέτηση και επισκευή των ιπτάμενων μηχανών. Hangar 2 [Υπόστεγο] Οικοδ. Κτίριο μεγάλων διαστάσεων που καλύπτει μια μεγάλη επιφάνεια δίχως ενδιάμεσα υποστυλώματα που χρησιμεύει κυρίως ως αποθήκη ή στα αεροδρόμια ως κτίριο συντήρησης αεροσκαφών. Hanger [Στήριγμα οροφής] Οικοδ. Μεταλλικό εξάρτημα πακτωμένο στην οροφή που χρησιμεύει για την ανάρτηση των σωλήνων των δικτύων σε ένα κτίριο. Hanging Scaffold [Αναρτημένη πλατφόρμα] Οικοδ. Επίπεδη μεταλλική επιφάνεια εργασίας που κινείται κατακόρυφα κατά μήκος των ορόφων ενός κτιρίου αναρτημένη με συρματόσχοινα μέσω ενός ή δύο βραχιόνων από ένα μηχανισμό μετακίνησής της που είναι τοποθετημένος στο δώμα. Hanging Steps [Σκαλοπάτια πρόβολοι] Οικοδ. Πρόκειται για έναν από τους τύπους των κλιμάκων όπου το ένα μόνον άκρο, το ίδιο βέβαια σε κάθε περίπτωση σκάλας, του κάθε σκαλοπατιού είναι ακλόνητα στερεωμένο στον παράπλευρο τοίχο. Hanging Valley [Επικρεμάμενη κοιλάδα] Γεωλ. Ορογενής κοιλάδα τμήμα μεγαλύτερης κύριας κοιλάδας που βρίσκεται σε χαμηλότερη βαθμίδα λόγω ταπείνωσης (κυρίως από παγετώδη διάβρωση) και με την οποία συνήθως συγκοινωνεί μέσω μιας απότομης επιφάνειας μετάπτωσης όπου συχνά δημιουργούνται καταρράκτες. Hangover [Κρέμασμα] Επικοιν. Συμβαίνει σε μία μετάδοση όταν η μια μεριά διακόπτει απροειδοποίητα τη μετάδοση συνήθως από βλάβη υλικού ή σφάλμα χειριστή. Hankel Functions [Συναρτήσεις Hankcl] Μαθημ. Οι συναρτήσεις Bessel (βλέπε Bessel Functions) τρίτου είδους: Hn(U)(z)= Jn (z) ± iYn (ζ), οι οποίες αποτελούν ένα θεμελιώδες σύνολο λύσεων της διαφορικής εξίσωσης: z'y"+zy'+(z2-n2)y=0 (1), για n=c, όπου Jn(z) και Υη(ζ) είναι οι συναρτήσεις Bessel πρώτου είδους και δευτέρου είδους(ή συναρτήσεις Neumann) αντίστοιχα. Hankcl Hermann (1839-1873) [Γερμανός μαθηματικός] Μαθημ. Ασχολήθηκε κυρίως με τη θεωρία συναρτήσεων και μελέτησε τις συναρτήσεις Hankel, γνωστές και ως συναρτήσεις Bessel τρίτου είδους. Hanksite [Χανκσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλώριο και ανθρακικό και πυριτικό κάλιο και νάτριο. Σχηματίζει άχροους, φαιούς ή κιτρινωπούς, διαφανείς και με υαλνώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5. Hannebachite [Χαννεμπαχίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους, διαφανείς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβκού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5. Hantzsch Synthesis [Σύνθεση Hantzsch] Οργ. Χημ. Ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος παρασκευής πυρι-

δινικών παραγώγων, η οποία συνίσταται στη συμπύκνωση β-κετονοςέων με αλδεΰδες και αμμωνία, Harbor Engineering [Λιμενική μηχανική] Πολ.Μηχ. Είναι κλάδος της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού που εξειδικεύεται στην μελέτη και τον σχεδιασμό τεχνητών λιμανιών καθώς και όλων των απαραίτητων εγκαταστάσεων τους για την αποτελεσματική διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων από αυτά. Harbor Line [Όριο λιμένος] Πολ.Μηχ. Είναι ένα ιδεατό σύνορο το οποίο ορίζει την περιοχή ενός λιμανιού, πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται να εκτείνονται οι εγκαταστάσεις του αλλά ούτε και οι αποβάθρες, Harbour [Λιμάνι] Πολ. Μηχ. Παραλιακή περιοχή που περιέχει ένα σύνολο κτιριακών εγκαταστάσεων, εξοπλισμένη με τα απαραίτητα μέσα για την ασφαλή προσάραξη πλοίων, και την εξυπηρέτηση των δραστηριοτήτων φορτοεκφόρτωσης σε αυτά ανθρώπων και εμπορευμάτων. Hard [Σκληρό] Υλικ. Όρος που χαρακτηρίζει τα υλικά τα οποία έχουν υψηλές αντοχές, μεγάλες αντιστάσεις σε φθορά και διείσδυση, όπως για παράδειγμα τα μέταλλα, λόγω της ιδιαίτερα πυκνής μοριακής τους δόμής. Hard Acids and Bases [Σκληρά Οξέα και Βάσεις] Χημ. Σύμφωνα με τον Pearson, σκληρά οξέα θεωρούνται τα μικρού μεγέθους άτομα των μετάλλων και σκληρές βάσεις οι μικρού μεγέθους υποκαταστάτες συμπλοκών. Τα σκληρά οξέα αντιδρούν με σκληρές βάσεις, ενώ και τα δύο έχουν μικρή ικανότητα πολώσεως. Hard Coal [Σκληρός άνθρακας] Ομυκτ. Ονομασία που αποδίδεται στον ανθρακίτη, που αποτελεί τη σκληρότερη και πλουσιότερη σε άνθρακα μορφή γαιάνθρακα χρησιμοποιούμενου ως καύσιμη ύλη. Hard Copy [Εκτύπωση] Πληρ. Η εκτυπωμένη μορφή των κειμένων που περιέχονται σε ένα αρχείο ενός Η/Υ. Hard Cosmic Ray [Σκληρή κοσμική ακτίνα] Πυρην Φυο. Σωματίδιο κοσμικής ακτινοβολίας που παρουσιάζει σχετικά υψηλή διεισδυτικότητα σε κάποιο υλικό σώμα. Hard Detergent [Σκληρό Απορρυπαντικό] Χημ. Αναφέρεται σε συνθετικά απορρυπαντικά, τα οποία δεν βιοαποικοδομούνται εύκολα. Hard Disk [Σκληρός δίσκος] Πλημ. Αποτελεί τον βασι- κό σταθερό αποθηκευτικό χώρο μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπου καταχωρούνται όλες οι πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Είναι στην ουσία ένας δίσκος από μαγνητικό υλικό και παρέχει την δυνατότητα της γρήγορης προσπέλοσης στα δεδομένα του. Hard Drive [Μηχανισμός ή συσκευή δίσκου] Πληρ. II συσκευή του υπολογιστή που περιλαμβάνει σε ειδικό προστατευμένο περιβάλλον τον σκληρό δίσκο, καθώς και τις κεφαλές ανάγνωσης/ εγγραφής, το βραχίονα κίνησης των κεφαλών, κλπ. Η ταχύτητα εγγραφής και ανάγνωσης, αλλά και της μεταφοράς δεδομένων είναι πολύ μεγαλύτερες από ότι στις συσκευές μαλακού δίσκου. Επίσης, οι σκληροί δίσκοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη πυκνότητα εγγραφής. Ο όρος σκληρός δίσκος (hard disk) και συσκευή/ μηχανισμός σκληρού δίσκου συνήθως ταυτίζονται. Hard Failure [Αστοχία υλικού] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής αυτός ο όρος χαρακτηρίζει τη βλόβη και άρα την ανικανότητα εξυπηρέτησης του σκοπού για τον οποίο κατασκευάστηκε κάποιο υλικό και όχι λογισμικό, τμήμα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.

-673 -

Hardware 1

Hard Hat [Κράνος] Οικοδ. Ειδικό προστατευτικό κά- Το σκληρό νερό παρεμποδίζει την απορρυπαντική λυμμα του κεφαλιού που υποχρεούται να φέρει το προ- δράση του σαπουνιού, ενώ κατά τη θέρμανσή του σχησωπικό που εργάζεται σε περιοχές που υπάρχει κίνδυ- ματίζει αδιάλυτες ενώσεις (CaCOj, Mg(OH)2) που δηνος πτώσης αντικειμένων. Είναι κατασκευασμένο, μιουργούν επικαθήσεις. σύμφωνα με προδιαγραφές, από μέταλλο ή σκληρό Hard Χ Rays [Σκληρές ακτίνες Χ] Πυρην. Φυα. Οι απλαστικό και αντέχει σε κρούσεις. κτίνες Χ μικρού μήκους κύματος και μεγάλης διεισδυHard Landscaping [Βατές επιφάνειες εξωτερικών χώ- τικής ικανότητας. ρων] Αρχ. Στη διαμόρφωση εξωτερικών χώρων, οι επι- Hardened Links [Σκληρυμένες συνδέσεις] Επικοιν. φάνειες που είναι καλυμμένες με πέτρες ή σκυρόδεμα Ειδικές συνδέσεις που οι άκρες τους έχουν υποστεί και δημιουργούν διαδρόμους κυκλοφορίας πεζών. θερμική κατεργασία για αύξηση αντοχής. Hard Lead [Σκληρός μόλυβδος] Μεταλλ. Χαρακτηρίζε- Hardener 1 [Σκληρυντικό] Υλικ. Κάθε ουσία που προται το κράμα μολύβδου με αντιμόνιο σε περιεκτικότη- στιθέμενη σ' ένα υλικό προκαλεί επιθυμητή σκληρότητα 4 έως 20 %, συχνά και με παρουσία άλλων στοιχεί- τα μεγαλύτερου βαθμού ύπως π.χ. οι ανυδρίτες οργανιων σε πολύ μικρή αναλογία (π.χ. κασσίτερο, χαλκό), κών οξέων ή οι πολυαμίνες στις εποξειδικές ρητίνες τις λόγω του υψηλού βαθμού σκληρότητας που παρουσιά- χρησιμοποιούμενες για την παρασκευή βερνικιών, βερζει. Χρησιμοποιείται ως κράμα εδράνων, τυπογραφι- νικοχρωμάτων, υλικών πλήρωσης προϊόντων κ.λ.π. κών στοιχείων κ.λ.π. Hardener 2 [Σκληρυντικό] Οικοδ. Υλικό χημικής σύHard Limit [Όριο υλικού] Πληρ. Πρόκειται για τους στασης το οποίο χρησιμοποιείται για την επάλειψη επεριορισμούς που θέτει το υλικό και όχι το λογισμικό πιφανειών σκυροδέματος για την προστασία της επιπρόγραμμα, στις δυνατότητες ενός ηλεκτρονικού υπο- φάνειας έναντι της αποσάθρωσης. λογιστή, όπως για παράδειγμα η ταχύτητα επεξεργασί- Hardening [Σκλήρυνση] Μεταλλ. Κάθε μεταλλοτεχνική ας των πληροφοριών ή ο όγκος των δεδομένων που κατεργασία, κυρίως θερμική (π.χ. βαφή) ή επιφανειακή μπορεί να αποθηκεύσει. (π.χ. εμποτισμός με αμέταλλα ή μέταλλα) που αποσκοHard Magnetic Material [Σκληρό μαγνητικό υλικό] πεί στην αύξηση της σκληρότητας και του ορίου θραύΗλεκτρομαγν. Κάθε υλικό, μέταλλο (π.χ. χάλυβας) ή σης του μετάλλου. κράμα (π.χ. το Alnico, αποτελούμενο από αλουμίνιο, Hardness [Σκληρότητα] Τεχνολ. Η ιδιότητα ενός υλινικέλιο και κοβάλτιο), με μεγάλο συνεκτικό πεδίο που κού που αφορά την αντοχή του σε επιφανειακές αλχρησιμοποιείται για τη κατασκευή μόνιμων μαγνητών. λοιώσεις από τριβή με άλλα υλικά καθώς και την αντοHard Radiation [Σκληρή ακτινοβολία] Πυρην. Φυα. χή του σε θραύση που προκαλείται από κρούσεις. Ιονίζουσα ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης υ- Hardness Number [Αριθμός σκληρότητας] Υλικ. Αψηλής ενέργειας και διεισδυτικής ικανότητας παραγό- ριθμός κάποιας σκληρό μετρικής κλίμακας, όπως της μενη από ακτίνες μικρού μήκους κύματος δηλ. σκλη- χρησιμοποιούμενης στην ορυκτολογία κλίμακας του ρές ακτίνες Χ ή ακτίνες γ. Μος ή στα μέταλλα κλίμακες Μπρινέλ, Βίκερς κ.λ.π., Hard Rock [Σκληρός βράχος] Εδαφ. Πέτρωμα που δεν που προσδιορίζει τη σχετική σκληρότητα ενός υλικού θρύβεται και δεν τεμαχίζεται εύκολα και έχει υψηλή με βάση κάποια υλικά πρότυπης σκληρότητας. αντοχή σε θραύση. Σε αυτή την κατηγορία κατατάσσο- Hardness Of Water [Σκληρότητα Νερού] Χημ. Η πανται τα εδάφη που κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης ροδική σκληρότητα οφείλεται στα διαλυτά άλατα Ca κατά την οποία τα δείγματα που λαμβάνονται αποτε- (HC03)2 και Mg(HC03)2, ενώ η μόνιμη στα διαλυτά λούνται από μεγάλα τεμάχια χλωριούχα και θειικά άλατα του ασβεστίου και του Hard Rubber [Σκληρό ελαστικό] Υλικ. Τύπος στερεού μαγνησίου. II περιεκτικότητα του νερού σε άλατα εκαι άκαμπτου ελαστικού που λαμβάνεται με ειδική ξαρτάται από τη διαδρομή του. διεργασία βουλκανισμού σχετικά μεγάλης διάρκεια, με Hardness Test [Δοκιμή σκληρότητας] Τεχνολ. μίγμα αυξημένης περιεκτικότητας σε θείο (μεταξύ 30 Εργαστηριακή δοκιμή μέσω της οποίας μετράται η και 50 %) και με μαγνησία ή άσβεστο ως υλικό παρα- σκληρότητα ενός υλικού. Υπάρχουν πολλοί τύποι γεμίσματος για τη βελτίωση των μηχανικών του ιδιο- δοκιμών που η κάθε μια χρησιμοποιείται για τήτων. συγκεκριμένα υλικά όπως τα διάφορα μέταλλα, τα Hard Sectored Disk [Δίσκος σταθερού τομέα] Πληρ. πετρώματα, τα αδρανή, κλπ. Η χρήση διαφόρων Ο μαγνητικός δίσκος, του οποίο κάθε αυλάκι είναι χω- μεθόδων για τον προσδιορισμό του αριθμού ρισμένο σε τομείς, δηλαδή σταθερού μήκους τόξα, και σκληρύτητας ενός υλικού, κυρίως με τη μέτρηση ο καθένας έχει τη δική του διεύθυνση. Η διαδικασία κάποιας παραμέτρου (π.χ. διαμέτρου, πλευράς) της της δημιουργίας τομέων σε έναν δίσκο πραγματοποιεί- παραμόρφωσης που προκαλεί επί αυτού ή έμπηξη ται στο δεύτερο στάδιο του φορμαρίσματος του δίσκου σκληρών πρότυπων αντικειμένων (π.χ. χαλύβδινης σφαίρας, αδαμάντινης πυραμίδας) ή δια της διαδοχικής από το ίδιο τον κατασκευαστή. Hard Sphere Model [Μοντέλο Σκληρών Σφαιρών] χάραξης αυτού με υλικά πρότυπης σκληρότητας Φυα. Χημ. Θεωρητικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο (αδάμας, κορούνδιο, τοπάζιο, χαλαζίας κ.λ.π.) τα μόρια αντιμετωπίζονται ως μικρές, συμπαγείς, Hardstand [Επιστρωμένη επιφάνεια] Οικοδ. Μεγάλη σκληρές σφαίρες, με συγκεκριμένη διάμετρο και μάζα επιφάνεια καλυμμένη με ασφαλτοτάπητα η σκυρόδεμα ίση με το μοριακό τους βάρος. Χρησιμοποιείται στη η οποία χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης οχημάμελέτη της κινητικής αντιδράσεων των αερίων. των ή για αποθήκευση εμπορευμάτων που δεν απαιHard Surface [Σταθεροποιημένη επιφάνεια] Οικοδ. τούν προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Ελεύθερη εκτεθειμένη επιφάνεια εδάφους που έχει Hardware 1 [Μεταλλικά εξαρτήματα] Τεχνολ. Μεταλλισταθεροποιηθεί με τεχνητά μέσα με στόχο να μην με- κά μικροαντικείμενα που χρησιμεύουν ως σύνδεσμοι τατρέπεται σε λάσπη σε περίπτωση βροχής. για τη συναρμολόγηση ενός βιομηχανικού προϊόντος, Hard Water [Σκληρό Νερό] Χημ. Χαρακτηρίζεται το για τη σύνδεση των διαφόρων τμημάτων ενός δικτύου, νερό που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλάτων (>0,05%). ή ως εργαλεία για την εκτέλεση μιας εργασίας.

Hardware 2

-674-

Hardware 2 [Υλικό υπολογιστή] Πλημ. Χαρακτηρίζει 2S02 + 2Η 2 0 +0 2 -> 2Na2S04 + 4HC1. το σύνολο των επιμέρους μικρών εξαρτημάτων που Ηarkins' Rule [Κανόνας του Χάρκινς] Χημ. Κανόνας συνιστούν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπως είναι σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μεγαλύτερη σχετική τα ηλεκτρικά κυκλώματα, το μαγνητικό υλικό και πολ- αφθονία για τα ισότοπα άρτιου μαζικού αριθμού συλά άλλα. Σαν όρος συχνά αναφέρεται σε αντιδιαστολή γκριτικά με τα ισότοπα περιττού μαζικού αριθμού. με το λογισμικό, που είναι κάθε πρόγραμμα που εκτε- Harmattan [Χαρμάτταν] Μετεωρ. Ο καλούμενος και λείται σε έναν υπολογιστή. γιατρός βορειοανατολικής ή ανατολικής προέλευσης Hardware Address [Διεύθυνση υλικού] Επικοιν. Συ- ξηρός και με σκόνη άνεμος από τις περιοχές υψηλών γκεκριμένη διεύθυνση ενός υπολογιστή σε δίκτυο (που ατμοσφαιρικών πιέσεων της Σαχάρας προς τις περιοχές αντιστοιχεί σε μια κάρτα δικτύου NIC) καθώς και σε χαμηλών πιέσεων στις δυτικές ακτές της Αφρικής, κυδιάφορα περιφερειακά κοινής χρήσης που λέγεται και ρίως από το Νοέμβριο μέχρι το Μάρτιο. MAC address. Harmonic [Αρμονικός] Ακουστ. 1. Κάθε ένας από τους Hardware Compatibility [Συμβατότητα υλικού] απλούς ήχους που προκύπτουν κατά την ανάλυση ενός Πλημ. Είναι ένα χαρακτηριστικό του υλικού των ηλε- σύνθετου ήχου και του οποίου η συχνότητα είναι ακέκτρονικών υπολογιστών που έχει τη δυνατότητα να ραιο πολλαπλάσιο της θεμελιώδους συχνότητας. 2. εκτελεσθεί σε έναν το λειτουργικό πρόγραμμα του άλ- Χαρακτηρίζεται το μουσικό διάστημα και κατ' επέκταση ο ήχος από την ταυτόχρονη ακρόαση ήχων διαφόλου και να δώσει ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα. Hardware Development [Ανάπτυξη υλικού] Πλημ. ρων συχνοτήτων που δημιουργούν το αίσθημα της αρΣτον όρο αυτό συνοψίζονται όλες οι δραστηριότητες μονίας. των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, όπως μελέτη, σχε- Harmonic Attenuation [Αρμονική εξασθένηση] Ηλεδιασμός, κατασκευή και βελτίωση του υλικού των ηλε- κτμον. Διάταξη για τη μείωση του πλάτους μιας ή πεκτρονικών υπολογιστών. ρισσότερων μη επιθυμητών αρμονικών ενός σύνθετου Hardware Diagnostic [Διαγνωστικό υλικού] Πλημ. σήματος χωρίς πρόκληση παραμόρφωσης. Αποτελεί λογισμικό πρόγραμμα ενός ηλεκτρονικού Harmonic Conjugates [Συζυγείς αρμονικές συναρτήυπολογιστή, το οποίο εκτελείται για να ελεγχθεί η ορ- σεις] Μαθημ. Οι πραγματικές συναρτήσεις f:A—>R και θή λειτουργία του υλικού του υπολογιστή και για να g: A—>R, όπου Α υποσύνολο του Rn, οι οποίες είναι προσδιοριστούν οι τεχνικές δυνατότητες του. αρμονικές στο υποσύνολο Ε του Α και ικανοποιούν τις Hardwood [Σκληρό ξύλο] Υλικ. Όρος που χρησιμο- συνθήκες Cauchy-Riemann σε κάθε εσωτερικό σημείο ποιείται για τη διάκριση της ξυλείας του εμπορίου (σε του Ε. αντιδιαστολή με τη μαλακή) της προερχόμενης από Harmonic Division [Αρμονική διαίρεση] Μαθημ. Έπλατύφυλλα δασικά είδη δέντρων όπως καρυδιά, βελα- στω τα συνευθειακά σημεία Α, Β, Μ|, Μ2, τα οποία νιδιά, οξυιά, μαόνι κ.λ.π. χωρίς να υποδηλνώνει πάντα είναι διαφορετικά μεταξύ τους και ισχύει: υψηλό βαθμό σκληρότητας. Hardy Cross Method [Μέθοδος Κρος] Πολ. Μηχ. ΜέAM j EM 2 _ _ j θοδος του στατικού υπολογισμού ενός πλαισίου που έχει την ιδιότητα ενός υπερστατικού φορέα, σύμφωνα ΒΜ ι ΒΜ 2 με την οποία τα εντατικά μεγέθη στους κόμβους του πλαισίου υπολογίζονται μέσω διαδοχικών προσεγγίσε- Τότε το ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ διαιρείται αρμονικά αων. πό τα σημεία Μι, Μ2 και τα σημεία Α, Β, Μ|, Μ2ιονοHardy - Schulze Rule [Κανόνας των Hardy-Schulze] μάζονται συζυγή αρμονικά. Ηπίσης, το μήκος του ευΦυσ. Χημ. Η κρίσιμη συγκέντρωση κροκίδωσης αδρανούς ηλεκτρολύτη εξαρτάται σημαντικά από το σθένος θύγραμμου τμήματος Α Β είναι ο αρμονικός μέσος των των ιόντων αντίθετου φορτίου, ως προς το φορτίο του μηκών των AMι και /ίΑ/2. μικυλίου, του ηλεκτρολύτη, αλλά είναι πρακτικά ανε- Harmonic Frequency [Αρμονική συχνότητα] Φυσ. ξάρτητη από το σθένος των ιόντων ομο')νυμου φορτίου. Κάθε συχνότητα που είναι ακέραιο πολλαπλάσιο μιας Είναι επίσης ανεξάρτητη από το είδος των ιόντων, τη θεμελιώδους συχνότητας. συγκέντρωση του κολλοειδούς και μετρίως εξαρτάται Harmonic Function [Αρμονική συνάρτηση] Μαθημ. Η συνεχής συνάρτηση n πραγματικών μεταβλητών Xj, από τη φύση του κολλοειδούς. Hardystonite [Χαρδυστονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτε- όπου i=l, 2,..., η„ ορισμένη σε χωρίο Α, η οποία έχει λούμενο από πυριτικό ψευδάργυρο και ασβέστιο, της συνεχή δεύτερη μερική παράγωγο δεύτερης τάξης ως ομάδας του μελιτίτη. Σχηματίζει λευκούς, φαιούς ή προς την μεταβλητή Χ;σε κάθε εσωτερικό σημείο χωρίροζ, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη ου Α και, συγχρόνως, ικανοποιείται η εξίσωση κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει Laplace: σκληρότητα 3 έως 4 στη κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Hare's Apparatus [Συσκευή Hare] Χημ. Εργαστηριακή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση της πυκνότητας δύο υγρών. Αποτελείται από ένα σωλήνα σχήματος U, ανεστραμμένο ώστε να έχει τα σκέλη του Harmonic Mean [Αρμονικός μέσος] Μαθημ. Ο αριθβυθισμένα σε κάθε υγρό. Με αναρρόφηση στην κορυ- μός n φή του σωλήνα, τα υγρά ανέρχονται στα δύο σκέλη, σε ύψος αντιστρόφως ανάλογο της πυκνότητάς τους. ί + ... + Hargreaves Process [Μέθοδος Hargreaves] Χημ. Μηχ. Χ 1 Χ n Βιομηχανική μέθοδος παραγωγής θειικού νατρίου, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η αντίδραση 4NaCI + όπου Χ| xnn θετικοί αριθμοί. Ο αρμονικός μέσος

-675 -

Hatchct

των η αυτών αριθμών είναι ο αντίστροφος του αριθμη- συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος τικού μέσου των αντιστροφών των αριθμών αυτών και και ειδικό βάρος 3,1. με τη βοήθεια μιας κατάλληλης συνάρτησης μπορεί Hartite [Χαρτίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από από τον αρμονικό μέσο να προκύψει ο αριθμητικός υδρογονάνθρακες. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ,ή κίμέσος. Επίσης, είναι μικρότερος ή ίσος του γεωμετρι- τρινους, διαφανείς και με κηρώδη λάμψη κρυστάλλους κού μέσου τους, του αριθμητικού μέσου τους και του του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 στη μέσου τετραγωνικού τους. κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1. Harmonic Motion [Αρμονική κίνηση] Μηχ. Κάθε πε- Hartley Formula [Τύπος Hartley] Επικοιν. Τύπος για ριοδική κίνηση που περιγράφεται με χρονική εξίσωση την ποσότητα εντροπίας- πληροφορίας l(N) = InN δηπου είναι αρμονική συνάρτηση του χρόνου. λαδή απλούστερος από τον αντίστοιχο του Shannon. 1 Harmonic Oscillator [Αρμονικός ταλαντωτής] Ηλε- Hartley Principle [Αρχή Hartley] Επικοιν. Για ένα σήκτρον. Κρυσταλλικός ταλαντωτής που λειτουργεί σε μα περιόδου Τ και εύρος ζώνης Α τότε ο αριθμός των συχνότητα μιας εκ των αρμονικών της θεμελιο')δους βαθμών ελευθερία του είναι το πολύ 2ΑΤ. συχνότητας του πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου. Hartley Unit [Μονάδα Hartley] Επικοιν. ΕπικοινωνιαHarmonic Oscillator [Αρμονικός ταλαντωτής] Μηχ. κή μονάδα πληροφορίας. Ποσότητα πληροφορίας που Κάθε μηχανική διάταξη (π.χ. εκκρεμές) ικανή να εκτε- περιέχεται στο μέγεθος Ι(Χ) = logaK, όπου Χ διακριτή τυχαία μεταβλητή, Κ οι δυνατές καταστάσεις της Χ και λεί αρμονική κίνηση. Harmonic Progression [Αρμονική Πρόοδος] Μαθημ. a η βάση του λογάριθμου. Η ακολουθία {χ„}με θετικούς όρους, όταν η ακολουθί- Hartmann Dispersion Formula [Τύπος διάχυσης του α {1/χη} είναι αριθμητική πρόοδος. Κάθε όρος της αρ- Χάρτμαν] Οπτικ. Τύπος που παρέχει, κατά προσέγγιμονικής προόδου, εκτός του πρώτου όρου, είναι ο αρ- ση, τη μεταβολή του δείκτη διάθλασης ενός μέσου σε μονικός μέσος του προηγούμενου και του επόμενου σχέση με το μήκος κύματος του φωτός σε συνάρτηση όρου. και με τρεις σταθερές. Harmonic Series [Αρμονική σειρά] Μαθημ. Η σειρά Hartree [Χάρτρι] Πυρην. Φυσ. Μονάδα ενέργειας χρη" Σ η = ι Χη > της οποίας οι όροι χΠ είναι όροι μιας αρμονι- σιμοποιούμενη στην ατομική φυσική ίση με 4,850. 10" Joules, που ορίζεται ως το πηλίκο του τετραγώνου κής ακολουθίας {χπ} ή αντίστοιχα οι αντίστροφοι των όρων xn είναι όροι μιας αριθμητικής προόδου {1/χΠ} · του φορτίου του ηλεκτρονίου e προς την ακτίνα της Συνήθως, όμως, ως αρμονική σειρά αναφέρεται μόνο η πρώτης τροχιάς Bohr ενός ατόμου. Σύμβολο: Eh. σειρά ~ Σ π = ι (1/η), η οποία αποκλίνει στο +«>. Hartree Method [Μέθοδος Χάρτρι] Φυσ. Η μέθοδος Harmonic Telephone Ringer [Αρμονική τηλεφωνική των αυτοσυνεπών πεδίων για τον υπολογισμό των ατοειδοποίηση] Επικοιν. Κουδούνι τηλεφώνου με ήχο αρ- μικών σταθμών με βάση την επίλυση αριθμού εξισώσεων Schrodinger, μία για κάθε ένα ηλεκτρόνιο του μονικό. Harmonic Wave [Αρμονικό κύμα] Φυα. Κάθε περιοδι- ατόμου, και σύγκριση των προκυπτουσών κυματοσυκό κύμα προερχόμενο από διατάραξη που έχει το χα- ναρτήσεων με τις εκτιμήσεις για τη δυναμική ενέργεια και τη πυκνότητα φορτίου για κάθε μία μονοηλεκτρική ρακτήρα αρμονικής ταλάντωσης. Harmony [Αρμονία] Ακουστ. Το αίσθημα του ευάρε- κατάσταση σε μια διαδικασία επαναληπτικών, λόγω στου κατά τη σύγχρονη ακρόαση ήχα)ν που οφείλεται των αποκλίσεων, σταδίων μέχρι να προσεγγισθεί συμστη σχέση των μουσικών διαστημάτων δύο ή περισσό- φωνία με τις καλούμενες αυτοσυνεπείς κυματοσυναρτερων φθόγγων κατά τρόπο ώστε να προκύπτει κλά- τήσεις. σμα μικρών ακέραιων αριθμών (π.χ. δύο προς ένα) και Harvest Moon [Σελήνη θερισμού] Αστρον. Κοινή ονονα υπάρχει σύμπτωση πολλών από τους ανώτερους μασία της φάσης της πανσέληνου της φθινοπωρινής αρμονοκούς τους. ισημερίας. Harmotome [Αρμοτόμος] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμε- Harvester [Θεριστική μηχανή] Μηχ. Γεωργικό μηχάνηνο από ένυδρα άργιλο πυριτικά άλατα του καλίου και μα συγκομιδής σιτηρών και χόρτων εξοπλισμένο με του βαρίου. Σχηματίζει λευκούς, φαιούς, κίτρινους ή όργανα κοπής (π.χ. πριονωτό έλασμα) και κινούμενο κόκκινους, υποδιάφανους έως ημιδιάφανους, με υαλώ- επί τροχών, που υπάρχει γενικά σε τρεις τύπους δηλ. δη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλ- απλή, αυτοδετική και η τελειότερη σύνθετη θεραλωνιλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στική που εκτελεί ταυτόχρονα τις εργασίες του θερισμού και του αλωνισμού. έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,4 έως 2,5. Haro Galaxy [Γαλαξίας του Χάρο] Αστρον. Κάθε γα- Hastite [Χαστίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από λαξίας κυανού ή ιώδους χρώματος του οποίου το φά- σεληνιούχο κοβάλτιο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, ασμα παρουσιάζει έντονες και απότομες γραμμές εκπο- διαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μπής. ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στη Harpoon [Καμάκι] Μηχ. Αλιευτικό εργαλείο χειρός ή κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,2. βαλλόμενο δια ειδικού πυροβόλου, που προορίζεται Hat |Καπέλο] Επικοιν. Τρόπος κρυπτογράφησης που για την αλιεία μεγαλόσωμων ιχθύων όπως φαλαινών κ. πήρε το όνομα του από το σχήμα ενός περίπου ημίψηλ.π. Έχει σχήμα ακοντίου με μακρύ κοντάρι, προσδε- λου καπέλου. δεμένο στο άκρο σχοινιού, το οποίο καταλήγει σε σι- Hatch [Καταπακτή, θυρίδα] Οικοδ. Ανοιγμα μικρών δερένια περόνη με πολλαπλές αιχμές, ποικίλων διαστά- διαστάσεων που δημιουργείται σε ένα τοίχο ή ένα δάσεων και σχημάτων ανάλογα με τη σκοπούμενη χρή- πεδο, καλυμμένο με πόρτα για πρόσβαση στον διπλανό ση. χώρο, στην περίπτωση της θυρίδας ή στον χώρο που Harstigite [Χαρστιγκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμε- βρίσκεται από κάτω στην περίπτωση της καταπακτής. νο από βασικό πυριτικό ασβέστιο, μαγγάνιο και βη- Hatchet [Πέλεκυς] Μηχ. Ελαφρύ εργαλείο αποτομής ρύλλιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, ημιδιάφανους αποτελούμενο από πλατειά μεταλλική αιχμηρή λεπίδα και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού προσαρμοσμένη στο άκρο μικρού ξύλινου βραχίονα.

Hatchite

-676-

Hatchite [Χατσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο μόλυβδο, Οάλλιο, αρσενικό και άργυρο. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τρίκλινους συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5.8. Hatted Code [Κώδικας καπέλου] Επικοιν. Διατεταγμένος κώδικας με διαφορετική από την αριθμητική ή αλφαριθμητική σειρά. Hauerite [Χαουερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο μαγγάνιο, της ομάδας του πυρίτη. Σχηματίζει φαιόχρωμους ή μελανόχρωμους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Haul Road [Εργοταξιακή οδός] Οικοδ. Στα εργοτάξια μεγάλων έργων, δρόμοι που χρησιμοποιούνται για μεταφορές εργοταξίου και στους οποίους απαγορεύεται η πρόσβαση του κοινού. Κατασκευάζονται και στις περιπτώσεις κυκλοφορίας βαρέων οχημάτων που λόγω του βάρους τους απαγορεύεται να κυκλοφορήσουν σε δρόμους του υφιστάμενου οδικού δικτύου. Hauler [Ανατρεπόμενο φορτηγό] Οικοδ. —» Dumper Truck. Hausdorff Maximality Principle [Αρχή του μεγίστου του Hausdorff] Μαθημ. Αναφέρει ότι κάθε μερικώς διατεταγμένο σύνολο < Χ , < > περλαμβάνει ένα μέγιστο γραμμικά διατεταγμένο υποσύνολο, δηλαδή ένα υποσύνολο AcX είναι γραμμικά διατεταγμένο ως προς την < , με την ιδιότητα ότι αν A c Β c Χ και το Β είναι υποσύνολο του Χ γραμμικά διατεταγμένο ως προς την <, τότε Α=Β. Είναι ισοδύναμη πρόταση με το αξίωμα της εκλογής, την πρόταση: "αν , ie I είναι μια οικογένεια μη κενών συνόλων, τότε το Π^ι Αι είναι μη κενό σύνολο", το λήμμα του Zorn, και την αρχή της καλής διάταξης. Hausdorff Measure [Μέτρο Hausdorff] Μαθημ. Έστω ένας μετρικός χώρος (Ε,ρ) με p(x,y) supX6Bp(x,A)} Hausdorff Space [Χώρος Hausdorff] Μαθημ. Έστω Χ ένας χώρος στον οποίο έχει οριστεί τοπολογία και δύο τυχαία στοιχεία του Χι και χ2 τέτοια ώστε χι'χ 2 . Ο χώρος Χ θα καλείται Hausdorff ή Τ2 αν τα xhx2 ανήκουν σε δύο ανοιχτά υποσύνολα G| και ΰ 2 του Χ, δηλαδή το χ ι ανήκει στο Gj και το χ2 στο G2, για τα οποία ισχύει G,nG 2 =0. Hausmannite [Χαουσμαννίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από τετροξείδιο του μαγγανίου, της ομάδας του σπινελλίου. Σχηματίζει φαιούς ή μελονόχρωμους, αδιαφανείς, με υπομεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 4,7 έως 4,8. Hauterivian [Ωτερίβιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Κατώτερης Κρητιδικής υποπεριόδου (πριν από περίπου 140 εκατομ. χρόνια) της Κρητιδικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Βαλανζίνιον και αρχαιότερη από το Βαρρέμιον της ίδιας υποπεριόδου. Hauy Law [Νόμος του Χόυ] Κμυσταλλ. Νόμος της εσωτερικής δομής της κρυσταλλικής ύλης σύμφωνα με τον οποίο ο κρύσταλλος συνίσταται από την επισώρευση απειράριθμων, αλληλοδιατεταγμένων κατά ομαλό

τρόπο στο χώρο, μικρών κρυσταλλομορίων της ίδιας συμμετρίας και όμοιου προσανατολισμού προς αυτόν. Hauyne [Χαουίνης] Ομυκτ. Αστριοειδές ορυκτό της ομάδας του σοδάλιθου. Σχηματίζει κυανούς, πράσινους, ερυθρούς ή φαιούς, ημιδιάφανους έως υποδιάφανους, με υαλώδη ή μεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Haven [Λιμάνι] Πλοηγ. Λιμάνι ή φυσικός όρμος προσόρμισης για την ασφαλή προστασία των πλοίων. Hawaiian Type Eruption [Εκρηξη τύπου Χαβάης] Γεωλ. Μία από τις τυπικές μορφές της ηφαιστειακής ενέργειας, κυρίως των ασπιδωτών ηφαιστείων, με επικρατέστερο χαρακτηριστικό την ανέκχυση λεπτόρρευστης βασαλτικής λόβας υπό μορφή ρεύματος, χωρίς βίαιες εκρήξεις και με περιορισμένη εκτίναξη στερεού διάπυρου υλικού. Hawking Radiation [Ακτινοβολία Χάουκιν] Αστμοφυσ. Η ακτινοβολία μιας μαύρης οπής, που έχει ως τελική συνέπεια την εξαφάνιση της, με την εκπομπή διαφόρων σωματιδίων που βρίσκουν δυνατότητα διέλευσης, κατά το φαινόμενο της σήραγγας, δια μέσου του περιβάλλοντος βαρυτικού φράγματος δυναμικού και μάλιστα κατά αυξανόμενο ρυθμό λόγω της αναλογικής σχέσης του πλάτους αυτού με το μέγεθος της οπής. Hazard [Κίνδυνος] Μηχ. Ορίζεται ως ένα φυσικό ή χημικό χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να προκαλεσει ζημιά στον άνθρωπο ή στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, τέτοιοι κίνδυνοι η τοξικότητα, η αναφλεξιμότητα, ο θόρυβος, κλπ. Hazard Study [Μελέτη επικινδυνότητας] Βιομ.Μηχ. Είναι η μελέτη που γίνεται για μία βιομηχανική μονάδα, με αντικείμενο την εκτίμηση των κινδύνων που υπάρχουν από την λειτουργία της καθώς και τις, σχετικές ενέργειες που απαιτούνται για την επίτευξη της μείωσης της πιθανότητας ενός ατυχήματος. Haze [Αχλύς] Μετεωμ. Το μετεωρικό φαινόμενο κατά το οποίο προκαλείται θόλωση της ατμόσφαιρας και μείωση της ορατότητας σε οριζόντια απόσταση μικρότερη των 2 χλμ. αλλά όχι μικρότερη το 1 χλμ.. Οφείλεται στην ύπαρξη πολλών μικρών, μη ορατών δια γυμνού οφθαλμού, αιωρούμενων υδροσταγονιδίων ή υγροσκοπικών σωματιδίων (υγρά αχλύς) ή σωματιδίων κονιορτού, καπνού και ξηρού χλωριούχου νατρίου (ξηρά αχλύς). Haze Droplet [Σταγονίδιο αχλύος] Μετεωμ. Το πολύ μικρού μεγέθους υδροσταγονίδιο που σχηματίζεται λόγω της συμπύκνωσης των υδρατμών αέριας μάζας επί πυρήνων συμπύκνωσης, υπό δεδομένες ατμοσφαιρικές συνθήκες, κατά το φαινόμενο της αχλύος.. Haze Factor [Συντελεστής αχλόος] Μετεωμ. Ο παράγοντας κατά τον οποίο προκαλείται, κατά περίπτωση, μείωση της φωτεινότητας ενός αντικειμένου ορώμενου δια μέσου μιας συγκεκριμένης κατάστασης αχλύος. Haze Layer [Στρώμα αχλόος] Μετεωμ. Το ατμοσφαιρικό στρώμα υπόφαιου χρώματος (υγρά αχλύς) ή και ποικλων αποχρώσεων (ξηρά αχλύς) περιοριζόμενο εντός ορισμένων ορίων κατ' έκταση και καθ' ύψος, σε μικρή γενικά απόσταση από του εδάφους και συχνότατα σε επαφή με αυτό. Haze Level [Επίπεδο αχλύος] Μετεωμ. Το άνω οριακό επίπεδο του στρώματος της αχλύος που αποτελεί τη διαχωριστική επιφάνεια αυτού από το ελεύθερο θόλωσης ατμοσφαιρικό περιβάλλον. Hazen - Williams Formula [Τύπος Hazen-Williams] Ρευστομηχ. Εμπειρικός τύπος που συσχετίζει τη ροή σε

-677-

Heat Balance

αγωγούς με την υδραυλική ακτίνα και την κλίση, με λάθους της δομής. χρήση ενός συντελεστή που αντιστοιχεί στην τραχύτη- Head To Tail Unit [Ομάδα Κεφαλής-Ουράς] Χημ. Ατα του αγωγού. ποτελεί την κανονική δομή μιας πολυμερικής αλυσίΗ Beam [Προφίλ Η] Πολ. Μηχ. Μεταλλίκι] δοκός με δας, όπου οι επαναλαμβανόμενες μονάδες έχουν συνπλατιά άνω και κάτω πέλματα. Σε αυτές τις δοκούς το δεθεί με τα αντίστοιχα άκρα τους προσανατολισμένα εύρος των πελμάτων ισούται πολλές φορές με το ύψος προς την ίδια κατεύθυνση. του κορμού της δοκού. Header [Δοκίδα] Πολ Μηχ. Σε μεταλλικές ή ξύλινες He [Σύμβολο ηλίου] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του κατασκευές, δευτερεύον δομικό στοιχείο το οποίο στηαδρανούς στοιχείου του ηλίου, του πρώτου από τα ευ- ρίζεται στις κύριες δοκούς και χρησιμεύει στην ενίσχυση της ακαμψίας του φορέα. γενή αέρια. 1 Head [Κεφαλή] Μαθημ. Έστω ένας γράφος G={V,E) Header 2 [Επικεφαλίδα] Επικοιν. 1. Το πρώτο στη σειρά και τυχαία ακμή του e,e{vn,vj}. Ορίζεται ως κεφαλή αποστολής κομμάτι ενός μηνύματος που περιέχει όλα της ακμής e ^ κορυφή ν·Χ όταν η θετική κατεύθυνση τα χρήσιμα στοιχεία που κωδικοποιούν τη διεύθυνση είναι από vn προς νΐενώ όταν η θετική κατεύθυνση του αποστολέα, τη διεύθυνση του παραλήπτη και άλλα είναι η αντίστροφη τότε κορυφή της ακμής t\ θα είναι στοιχεία ώρας κτλ τα οποία μπορεί να αφαιρεί ένα Firewall. 2. Ο χώρος για τη σηματοδοσία ενός πακέη Via. Head" [Κεφαλή] Πληρ. Το σύστημα των ηλεκτρομαγνη- του. 3. Πρώτες γραμμές προγραμμάτων γραφικών. τών, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανάγνωση/ εγ- Heading Joint [Κατά μήκος σύνδεσμος] Οικοδ. Ο σύνγραφή και διαγραφή στα μαγνητικά μέσα (μαγνητικοί δεσμος που δημιουργείται για να συνδεθούν μεταξύ δίσκοι, ταινίες, κλπ.) και η λειτουργία τους οφείλεται τους δύο τεμάχια ξυλείας όταν απαιτείται η δημιουργία στο φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Κι- ενός στοιχείου με μεγαλύτερο μήκος από αυτό του κάθε τεμαχίου. νούνται με τη βοήθεια ειδικών βραχιόνων. 3 Head [Μανομετρικό Ύψος] Ρενστομηχ. Η πίεση που Headphone [Ακουστικό] Ακονστ. Διάταξη μεγαφώνου ασκεί ένα υγρό όταν βρίσκεται σε κατακόρυφη στήλη, μικρών διαστάσεων και διαφόρων τύπων που εφαρμοσυγκεκριμένου ύψους. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά ζόμενη στο αυτί επιτρέπει την ατομική ακρόαση μέσω σε περιπτώσεις ροής ρευστών, για να εκφράσει διαφο- συστήματος αγωγών ήχου και ενός ή περισσότερων ηλεκτρομαγνητικών ή πιεζοηλεκτρικών μετατροπέων ρά πίεσης. 4 Head [Τεμάχιο κουφώματος] Οικοό. Το οριζόντιο για τη μετατροπή των ηλεκτρικών ταλαντώσεων σε στοιχείο που αποτελεί την άνω πλευρά του πλαισίου ηχητικά σήματα. μιας πόρτας ή ενός παραθύρου το οποίο συνδέει τα δύο Headroom [Καθαρό ύψος] Τεχνολ. Το λειτουργικό ύκατακόρυφα στοιχεία μεταξύ τους, δημιουργώντας το ψος ενός χώρου που μετράται από το δάπεδο μέχρι το πλαίσιο. κατώτατο σημείο του ορόφου. Head Gap [Κενό κεφαλής] Πληρ. Η απόσταση, η οποία Headset [Ακουστικό ενδοσυνεννόησης] Ακονστ. Ηλεπαρεμβάλλεται μεταξύ της κεφαλής ανάγνωσης/ εγ- κτροακουστική διάταξη διαφόρων τύπων, αποτελούμεγραφής και της επιφάνειας του μαγνητικού μέσου. νη γενικά από δύο ακουστικά και μικρόφωνο (κατά Head Gate [Θύρα ελέγχου] Πολ. Μηχ. 1. Θύρα που το- κανόνα μικρής ευαισθησίας σε εξωτερικούς θορύβους) ποθετείται στο ανάντη ενός αγωγού για τον έλεγχο της προσαρμοζόμενη με κατάλληλο σύριγμα προ του στόροής. 2. Σε ένα αγωγό ανοιχτής διατομής, η θύρα που ματος, και στηριζόμενη στο κεφάλι επιτρέπει την επικοινωνία με δυνατότητα ελεύθερης κίνησης των χεβρίσκεται στο σημείο εισροής του νερού στον αγωγό. Head Jamb [Πανωκάσι] Οικοδ. Είναι το άνω οριζόντιο ριών ή σε συνθήκες μεγάλου θορύβου. τμήμα του πλαισίου μίας πόρτας, το οποίο συνδέει τα Headsiil [Σενάζ] Οικοδ. Οριζόντιο στοιχείο στην άνω δύο κατακόρυφα και ορίζει το ελεύθερο ύψος της από πλευρά ενός κουφώματος από ελαφρά οπλισμένο σκυτο δάπεδο. ρόδεμα ορθογώνιας διατομής ή από μεταλλικό προφίλ Head Loss [Απώλεια Μανομετρικού Ύψους] Ρενστο- κάνω στο οποίο στηρίζεται η κάσα. μηχ. Κατά τη ροή ενός ρευστού σε αγωγό, ορίζεται η Headstream [Κύριο ρεύμα] Υδρολ. Το βασικό πρωτεύμείωση της ολικής ενέργειας του ρευστού, λόγω δυνά- ον ρεύμα από το οποίο εκπορεύονται τα υπόλοιπα δευμεων τριβής. Η ολική ενέργεια είναι το άθροισμα του τερεύοντα ρεύματα ενός συστήματος ποταμών ή ρευμανομετρικού ύψους ταχύτητας, πίεσης και του στατι- μάτων. κού μανομετρικού ύψους. Hcadwall [Πτερυγότοιχος] Πολ. Μηχ. Στα τεχνικά έργα Head On Collision [Μετωπική κρούση] Μηχ. Η κε- που κατασκευάζονται για την απορροή των ομβρίων ντρική κρούση δύο σωμάτων κατά την οποία αυτά κι- υδάτων κατά μήκος μιας οδού, είναι οι τοίχοι αντιστήνούνται με ταχύτητες αντίθετης φοράς και διεύθυνσης ριξης μεταβλητού ύψους που χρησιμεύουν για τη συγκράτηση των πρανών του επιχώματος. κείμενης επί της ευθείας που ενώνει τα κέντρα τους. Head Section [Κορυφαίο τμήμα] Επικοιν. 1. Σημείο Hearth [Εστία τζακιού] Οικοδ. Είναι η ελαφρώς υπερυπου τοποθετούνται σύνδεσμοι με ψηλότερα μηχανήμα- ψωμένη επίπεδη επιφάνεια, που αποτελεί την καρδιά τα. 2. Πρώτο τμήμα στην κατασκευή μίας ιστοσελίδας. ενός τζακιού και πάνω στην οποία ανάβεται η φωτιά. Head Tank [Υδατόπυργος] Πολ Μηχ. Δεξαμενή νερού Αποτελείται από πυρίμαχα υλικά όπως πέτρα ή ειδικά στην αρχή ενός δικτύου ύδρευσης τοποθετημένη σε τούβλα. ένα υψηλό σημείο ώστε να εξασφαλίζεται σε όλα τα Heat [Θερμότητα] Φνσ. Μία από τις πολλές μορφές εσημεία των αγωγών του δικτύου η απαραίτητη λει- νέργειας, η οποία μπορεί να μεταδοθεί από ένα σώμα τουργική πίεση. στο άλλο με την ακτινοβολία ή με την επαφή. Η θερHead To Head Unit [Ομάδα Κεφαλής-Κεφαλής] Χημ. μότητα είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος και σχετίζεται άΣτη δομή μιας πολυμερικής αλυσίδας, είναι το ζεύγος μεσα με την κινητική κατάσταση των μορίων της ύλης επαναλαμβανόμενων μονάδων, οι οποίες είναι συνδε- του σώματος. δεμένες στα όμοια άκρα τους. Θεωρείται ως ένα είδος Heat Balance [Ισοζύγιο Θερμότητας] Φνα. Χημ. Για

Heat Capacity

-678 -

ένα σύστημα, είναι η σχέση που εξισώνει το αλγεβρικό ταφορά θερμότητας μεταξύ δύο ρευστών, χωρίς να έράθροισμα όλων των τύπων εισροής και εκροής θερμό- χονται σε άμεση επαφή. Αποτελείται από μια σειρά τητας, την παραγωγή ή την κατανάλωσή της, με το παράλληλων σωλήνων, μέσα από τους οποίους περνά το ένα ρευστό και ένα κέλυφος που περιβάλλει τους ρυθμό συσσώρευσής της σε αυτό. Heat Capacity [Θερμοχωρητικότητα] Φυσ. Χημ. Το σωλήνες, στο οποίο ρέει το άλλο ρευστό. ποσό της θερμότητας που απαιτείται για την αύξηση Heat Flow [Θερμική ροή] Φυσ. Χαρακτηρίζεται ως η της θερμοκρασίας ενός συστήματος ή μιας ουσίας, κα- μετάδοση ενέργειας, υπό μορφή θερμότητας, από ένα τά ένα βαθμό. Συνήθως εκφράζεται σε μονάδες Joule/ σώμα σε ένα άλλο λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας τους. °C ή calJ°C. Heat Conduction [Αγωγή Θερμότητας] Ρευστομηχ. Heat Flux [Ροή Θερμότητας] Ρευστομηχ. Σε ένα σύστηΟρίζεται και ως μοριακή μεταφορά θερμότητας. Είναι μα εναλλαγής θερμότητας, ορίζεται ως το ποσό θερμόη περίπτωση ροής θερμότητας, όπου η διαφορά θερμο- τητας που μεταφέρεται ανά μονάδα χρόνου και επιφάκρασίας αποτελεί την ωθούσα δύναμη. νειας εναλλαγής. Heat Content [Θερμικό Περιεχόμενο] Φνσ. Χημ. Ονο- Heat Insulator [Θερμομονωτικό υλικό] Οικοδ. Δομικό μάζεται και ενθαλπία. Είναι θερμοδυναμική ποσότητα υλικό που έχει χαμηλό συντελεστή μεταβίβασης των ίση με το άθροισμα της εσωτερικής ενέργειας ενός συ- θερμοκρασιακών μεταβολών μεταξύ των δύο επιφαστήματος και του έργου που επιτελείται σε αυτό. Απο- νειών του. τελεί μέτρο της θερμότητας που ανταλλάσσει το σύ- Heat Loss1 [Απώλειες θερμότητας] Τεχνολ. Heating στημα με το περιβάλλον, υπό σταθερή πίεση. Loss. 2 Heat Convection [Μεταβίβαση Θερμότητας] Ρευστο- Heat Loss [Θερμική απώλεια] Φυσ. Πρόκειται για την μηχ. Περίπτωση ροής θερμότητας μέσω συστήματος, ποσότητα ενέργειας η οποία σε μορφή θερμότητας εκπου συσχετίζεται με ενιαία μεταφορά ρευστού. Είναι πέμπεται αναπόφευκτα από ένα σώμα, ένα μηχανικό σύστημα ή συνέπεια μίας χημικής αντίδρασης. γνωστή και ως φυσική συναγωγή. Heat Death [Θερμικός θάνατος] Φυσ. Η κατάσταση Heat Of Activation [Θερμότητα Ενεργοποίησης] Φυσ. θερμοδυναμικής ισορροπίας ενός αποκλεισμένου συ- Χημ. Κατά τη διεξαγωγή μιας χημικής αντίδρασης, ορίστήματος (π.χ. κλειστού σύμπαντος) κατά την οποία η ζεται η διαφορά ενθαλπίας μεταξύ του ενεργοποιημέεντροπία, αυξανόμενη κατά τις αυτόματες μη αντι- νου συ μπλόκου και των αντιδρώντων. στρεπτές μεταβολες, έχει λόβει τη μέγιστη δυνατή τιμή Heat Of Adsorption [Θερμότητα Προσρόφησης] Φυσ. και η θερμοκρασία των συστατικών τμημάτων της ύ- Χημ. Η μεταβολή της ενθαλπίας που συμβαίνει κατά λης του έχει εξισωθεί με συνέπεια τη μη ικανότητα του την προσρόφηση ενός ρευστού σε μια στερεή επιφάσυστήματος για παραγωγή ωφέλιμου έργου. νεια. Η προσρόφηση είναι εξώθερμη διεργασία, δηλαHeat Detector [Αισθητήρας θερμότητας] Οικοδ. Εξάρ- δή η μεταβολή της ενθαλπίας είναι αρνητική. τημα του συστήματος πυρασφάλειας ενός κτιρίου που Heat Of Aggregation [Θερμότητα Συσσωμάτωσης] τοποθετείται στην οροφή του κάθε δωματίου και ενερ- Φυσ. Χημ. Το ποσό θερμότητας που εκλόεται ή αποργοποιείται όταν αυξηθεί η θερμοκρασία του χώρου πά- ροφάται, όταν λαμβάνει χώρα συσσωμάτωση στερεών νω από ένα όριο, στέλνοντας ένα σήμα στον πίνακα σωματιδίων. ελέγχου. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργοποιεί Heat Of Association [Θερμότητα Σύνδεσης] Φυσ. αυτόματα και ένα σύστημα συναγερμού, με ταυτόχρο- Χημ. Η μεταβολή της ενθαλπίας που συνοδεύει τη σύννη ρίψη νερού. δεση ατόμων ή μορίων, κατά το σχηματισμό μιας χημιHeat Engine [Θερμική Μηχανή] Φυσ. Χημ. Συσκευή ή κής ένωσης, σε συνθήκες σταθερής πίεσης. μηχανή, η οποία παράγει έργο από θερμότητα, εργαζό- Heat Of Atomization [Θερμότητα Ατομοποίησης] μενη κυκλικά. Όλες οι θερμικές μηχανές εργάζονται με Φυσ. Χημ. Η ενέργεια που απαιτείται για τη διάσπαση κύκλους απορρόφησης θερμότητας σε υψηλή θερμο- ενός γραμμομορίου μιας ένοισης σε άτομα. κρασία, απόρριψη μέρους της θερμότητας σε χαμηλή Heat Of Combination [Θερμότητα Σύνδεσης] Φυσ. θερμοκρασία και παραγωγή έργου. Χημ. Heat Of Formation Heat Equation [Εξίσωση Θερμότητας] Ρευστομηχ. Heat Of Combustion [Θερμότητα Καύσης] Φυσ. Χημ. Πρόκειται για το ισοζύγιο θερμότητας σε ένα σύστημα Η ενέργεια που εκλύεται κατά την πλήρη οξείδωση ρευστού. Στη γενική μορφή της είναι μερική διαφορική ενός γραμμομορίου μιας ουσίας, υπό σταθερή πίεση. εξίσωση δεύτερης τάξης. Εκφράζει την κατανομή της Heat Of Compression [Θερμότητα Συμπίεσης] Φυσ. θερμοκρασίας ως συνάρτηση του χρόνου και των συ- Χημ. Η μεταβολή της ενθαλ,πίας ενός αερίου, όταν δεντεταγμένων, με παραμέτρους την πυκνότητα του ρευ- δομένος όγκος του συμπιέζεται κατά συγκεκριμένο στού, τη θερμοχωρητικότητά του και το ρυθμό παρα- ποσοστό. γωγής θερμότητας. Heat Of Condensation [Θερμότητα Συμπύκνωσης] Heat Equator [Θερμικός ισημερινός] Μετεωμ. Η γραμ- Φυσ. Χημ. Η μεταβολή της θερμότητας μιας ουσίας, μή (και κατ' επέκταση η ευρύτερη περιοχή) που προ- κατά τη μετάβασή της από την αέρια στην υγρή φάση, κύπτει από τη σύνδεση όλων των σημείων της Γης με υπό σταθερή πίεση και θερμοκρασία. την υψηλότερη μέση ετήσια θερμοκρασία, κείμενη κα- Heat Of Crystallization [Θερμότητα Κρυστάλλωσης] τά προσέγγιση σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 10 μοι- Φυσ. Χημ. Το ποσό θερμότητας που εκλύεται, όταν ένα ρών και υποκείμενη σε εποχιακές μετατοπίσεις. γραμμομόριο μιας ουσίας κρυσταλλώνεται από κορεHeat Exchange [Εναλλαγή Θερμότητας] Χημ. Μηχ. σμένο διάλυμά της. Διεργασία κατά την οποία λαμβάνει χώρα μεταφορά Heat Of Decomposition [Θερμότητα Διάσπασης] θερμότητας μεταξύ δύο ρευστών, τα οποία βρίσκονται Φυσ. Χημ. Η μεταβολή της ενθαλπίας που συνοδεύει τη διάσπαση ενός γραμμομορίου μιας ουσίας σε ασε διαφορετικές αρχικές θερμοκρασίες. Heat Exchanger [Εναλλάκτης Θερμότητας] Χημ. Μηχ. πλούστερα μόρια, υπό σταθερή πίεση. Βιομηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη με- Heat Of Dilution [Θερμότητα Αραίωσης] Φυσ. Χημ. Η

-679-

θερμότητα που εκλύεται ή απορροφάται, κατά την αραίωση διαλύματος συγκεκριμένης συγκέντρωσης, με προσθήκη δεδομένης ποσότητας καθαρού διαλύτη. Heat Of Dissociation [Θερμότητα Διάστασης] Φνσ. Χημ. Το ποσό της θερμότητας που εκλύεται ή απορροφάται όταν ένα μόριο διίσταται, υπό σταθερή πίεση και θερμοκρασία. Ileat Of Formation [Θερμότητα Σχηματισμού] Φυσ. Χημ. Η μεταβολή της ενθαλπίας, που συμβαίνει όταν ένα γραμμομόριο μιας ένωσης σχηματίζεται από τα συστατικά της στοιχεία, υπό σταθερή πίεση και θερμοκρασία. Heat Of Fusion [Θερμότητα Τήξης] Φυσ. Χημ. II μεταβολή της ενθαλπίας μιας ουσίας, κατά τη μετατροπή της από τη στερεά στην υγρή φάση, σε συνθήκες σταθερής πίεσης και θερμοκρασίας. Heat Of Mixing [Θερμότητα Ανάμιξης] Φυσ. Χημ. Το ποσό θερμότητας που απορροφάται ή εκλύεται, όταν δύο ή περισσότερες καθαρές ουσίες αναμιγνύονται, σχηματίζοντας αέριο ή υγρό διάλυμα. Heat Of Neutralization [Θερμότητα εξουδετέρωσης] Χημ. Η θερμότητα αντίδρασης των θερμοχημικών αντιδράσεων εξουδετέρωσης που εκφράζει τη μεταβολή της ενθαλπίας μεταξύ των προϊόντων και των αντιδρώντων Heat Of Polymerization [Θερμότητα Πολυμερισμού] Φοσ. Χημ. Το ποσό θερμότητας που εκλύεται κατά τον πολυμερισμύ μιας ένωσης, σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Heat Of Reaction [Θερμότητα Αντίδρασης] Φυσ. Χημ. Η ενέργεια που εκλύεται ή απορροφάται, όταν στοιχειομετρικές ποσότητες μορίων αντιδρούν πλήρως, σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Heat Of Solution [Θερμότητα Διάλυσης] Φυσ. Χημ. Η μεταβολή της ενθαλπίας, η οποία συνοδεύει τη διάλυση ενός γραμμομορίου ουσίας, σε ορισμένη ποσότητα διαλυτικού μέσου, υπό σταθερή πίεση και θερμοκρασία. Heat Of Sublimation [Θερμότητα Εξάχνωσης] Φνσ. Χημ. Η μεταβολή ενθαλπίας που συμβαίνει κατά την απ' ευθείας μετατροπή μιας ουσίας από τη στερεά στην αέρια φάση, υπό σταθερή πίεση και θερμοκρασία. Heat Of Transition [Θερμότητα Μετασχηματισμού] Φνσ. Χημ. Η μεταβολή της θερμότητας κατά τη μετάβαση μιας ουσίας από μια φάση σε άλλη, σε συγκεκριμένες τιμές θερμοκρασίας και πίεσης. Heat Of Vaporization [Θερμότητα Εξάτμισης] Φνσ. Χημ. Η μεταβολή της ενθαλπίας, κατά τη μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή στην αέρια φάση, σε συγκεκριμένες τιμές πίεσης και θερμοκρασίας. Heat Pump [Αντλία Θερμότητας] Φνσ. Χημ. Πρόκειται για αντίστροφη θερμική μηχανή, η οποία χρησιμοποιείται για τη θέρμανση ή την ψύξη χώρων, με κατανάλωση έργου. Για τη θέρμανση ενός χώρου, αντλεί θερμότητα από το περιβάλλον και την αποβάλλει στο χώρο, ενώ για την ψύξη, απάγει θερμότητα από αυτόν και τη μεταφέρει στο περιβάλλον. Heat Reservoir [Δεξαμενή Θερμότητας] Φυσ. Χημ. Σώμα το οποίο είναι ικανό να απορροφήσει ή να προσδώσει θερμότητα, χωρίς να μεταβληθεί η θερμοκρασία του. Δεξαμενές θερμότητας είναι τα δύο επίπεδα θερμοκρασίας μέσα στα οποία εργάζεται μια μηχανή, κατά τη θεωρητική μελέτη των θερμικών μηχανών. Heat Shield [Αντιθερμική θωράκιση] Αεμομηχ. Προστατευτική θωράκιση διαστημόπλοιου από πλαστικό

Hcating Surface

υλικό ειδικών ιδιοτήτων, κυρίως υψηλής ανακλαστικότητας και απορροφητικότητας, για τη προφύλαξη της εξωτερικής επιφάνειας του σκάφους, επί του παρόντος μέσω της φθοράς του υλικού θωράκισης, από τις αναπτυσσόμενες πολύ υψηλές θερμοκρασίες του κύματος κρούσης κατά την επανείσοδο του στην ατμόσφαιρα. Heat Source [Πηγή θερμότητας] Τεχνολ. Στοιχείο που με τη λειτουργία του εκπέμπει θερμότητα προκαλώντας την αύξηση της θερμοκρασίας στον περιβάλλοντα χώρο του. Heat Transfer [Μεταφορά Θερμότητας] Ρενστομηχ. Η μεταφορά ενέργειας από ένα σύστημα ή ένα σώμα σε άλλο, ως αποτέλεσμα της διαφοράς θερμοκρασίας. Η θερμότητα μπορεί να μεταφερθεί με αγωγή, με μεταβίβαση ή με ακτινοβολία. Heat Transfer Coefficient [Συντελεστής Μεταφοράς Θερμότητας] Ρενστομηχ. Ορίζεται ως ο ρυθμός μεταφοράς θερμότητας (q) ανά μονάδα επιφάνειας (Α) και ανά βαθμό θερμοκρασίας, σύμφωνα με την εξίσωση q = h*A*AT. Συμβολίζεται με h και εκφράζεται σε μονάδες J / (m2*sxΚ). Heat Treatment [Θερμική κατεργασία] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ενέργεια που γίνεται στις βιομηχανίες επεξεργασίας μετάλλων, με συγκεκριμένο εργαστηριακό πρόγραμμα και με τη χρήση ειδικών κλιβάνων, που πετυχαίνουν την ανάπτυξη υψηλότατων θερμοκρασιών, για τροποποίηση και βελτίωση των ιδιοτήτων των μετάλλων και την κατασκευή κραμάτων τους. Heater [Θερμαντήρας] Μηχ. Εργαστηριακή ή βιομηχανική συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για θέρμανση υλικών ή συστημάτων. Heating And Ventilation Engineer [Μελετητής κλιματισμού] Τεχνολ. Μηχανολόγος μηχανικός ειδικευμένος στη μελέτη, εγκατάσταση και συντήρηση κεντρικών συστημάτων κλιματισμού στα κτίρια. Heating Chamber [Θάλαμος θέρμανσης] Μηχ. Ο κλειστός χώρος σε μία μηχανή που προορίζεται για τη θέρμανση των χρησιμοποιούμενων υλικών πριν τη περαιτέρω επεξεργασία τους. Heating Element [Θερμαντικό στοιχείο] Φνσ. Η σπειροειδώς περιελιγμένη ισχυρή αντίσταση (π.χ. από χρωμονικέλιο) μέσω της οποίας διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή, κατά το νόμο του Joule, θερμότητας σε κατάλληλα συνδεδεμένη επιφάνεια σε μία θερμαντική συσκευή. Heating Load [Φορτίο θέρμανσης] Τεχνολ. Η συνολική ποσότητα θερμότητας που απαιτείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα για την διατήρηση της εσωτερικής θερμοκρασίας σε ένα κτίριο, στο απαιτούμενο όριο. Heating Loss [Απώλειες θερμότητας] Τεχνολ. Σε ένα κτίριο με κεντρικό κλιματισμό, οι απώλειες σε ποσότητα θερμότητας που προκαλούνται από τα στοιχεία του κτιρίου που βρίσκονται σε επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον όπως οι τοίχοι, τα κουφώματα και το δώμα. Οι ανάγκες του κτιρίου σε ενέργεια για θέρμανση υπολογίζονται βάση των συνολικών απωλειών. Heating Plant [Δίκτυο θέρμανσης] Οικοδ. Σε ένα κτίριο το σύνολο του εξοπλισμού μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η θέρμανση των κλειστών χώρων. Heating Surface [Θερμαντική επιφάνεια] Φνσ. Η επιφάνεια μέσω της οποίας μεταδίδεται θερμότητα από ένα σύστημα ή μέσο σε κάποιο άλλο όπως π.χ. οι μεταλλικοί ανταυγαστήρες σε ηλεκτρικές θερμαντικές συσκευές.

Heating

-680-

Heating System [Δίκτυο θέρμανσης] Οικοδ. -> πυρήνα τους. Heavy Liquid [Βαρύ Υγρό] Χημ. Αναφέρεται σε υγρά Heating Plant. Heating, Ventilation And Air Conditioning με σχετική πυκνότητα από 1,0 έως 4,1. Πρόκειται για [Θέρμανση Κλιματισμός] Οικοδ. Ιδιαίτερο αντικείμενο οργανικές ενώσεις ή διαλύματα βαρέων αλάτων, που του κλάδου μηχανολογίας που ασχολείται με τα θέμα- χρησιμοποιούνται στο διαχωρισμό ορυκτών υλικών με τα δημιουργίας τεχνητών κλιματολογικών συνθηκών βάση την ειδική πυκνότητα. Παραδείγματα τέτοιων υγρών είναι ο τετραχλωράνθρακας και το τριβρωμομεσε κλειστούς χώρους. Heatwave [Καύσωνας] Μετεωρ. Η μετεωρολογική κα- θάνιο. τάσταση σχετικά εκτεταμένης περιοχής όταν επικρα- Heavy Liquid Bubble Chamber [Θάλαμος φυσαλλίτούν ατμοσφαιρικές συνθήκες ασυνήθιστα πολύ υψη- δων βαρέος υγρού] Πυμην. Φυσ. Τύπος θαλάμου φυλών θερμοκρασιών για παρατεταμένη περίοδο, μερι- σαλλίδων που λειτουργεί με κάποιο υγροποιημένο βαρύ υγρό όπως προπάνιο, δευτέριο, βουτάνιο, φρέον κ. κών ημερών ή και εβδομάδων. Heavier Than Air [Βαρύτερο του αέρα] Φυσ. Χημ. λ.π. διατηρούμενο ελαφρά πάνω από το σημείο βραΧαρακτηρίζεται κάθε αέριο που έχει μεγαλύτερη πυ- σμού του υπό υψηλή πίεση και σε συνήθη θερμοκρασία. Η ανίχνευση και η καταγραφή της ιονίζουσας ακνότητα από τον αέρα. Heavier Than Air Craft [Βαρύτερο του αέρα σκάφος] κτινοβολίας γίνεται μέσω της δημιουργίας μικρών φυΑεροναυτ. Ιπτάμενη συσκευή κάθε τύπου όπως αερο- σαλλίδων εντός της μάζας του υγρού κατά μήκος των πλάνο κΧπ. που στηρίζεται για την ανύψωση και τη τροχιών των εισερχόμενων σωματιδίων υπό εκτόνωση πτήση της, μέσω συστήματος κινητήρων και γενικά της πίεσης. σταθερών πτερύγων, στις αεροδυναμικές παραμέτρους. Heavy Mineral [Βαρύ ορυκτό] Ορυκτ. Ορυκτό με ειδιHcaviside - Lorentz System [Σύστημα Χεβισάιντ- κό βάρος μεγαλύτερο από 2,9. Λόρεντς] Η/χκτρομαγν. Μικτό σύστημα ηλεκτροστατι- Heavy Oxygen [Βαρύ οξυγόνο] Ανοργ. Χημ. Το φυσικό κών μονάδων για ηλεκτρικά μεγέθη και ηλεκτρομα- σταθερό ισότοπο του οξυγόνου με το μεγαλύτερο μαζιγνητικών μονάδων για μαγνητικά μεγέθη που θεωρεί- κό αριθμό (18) και σχετική αφθονία στη φύση 0,204. ται ως το ορθολογισμένο σύστημα Gauss, ταυτόσημο Heavy Protection [Στρώση προστασίας] Οικοδ. Σε ένα με αυτό, με τη μόνη διαφορά ότι οι σταθερές αναλογί- σύστημα μόνωσης δώματος, η τελική στρώση που αας στις σχέσεις σύνδεσης λαμβάνονται ίσες με τη μο- ποτελείται από τσιμεντόπλακες ή χονδρά αδρανή για νάδα. την προστασία των μονωτικών στρώσεων. Heaviside Unit Function [Συνάρτηση Hcaviside ή συ- Heavy Sea [Ταραχώδης θάλασσα] Ωκεαν. Γενικός χανάρτηση μοναδιαίου βήματος] Μαθημ. Η συνάρτηση, ρακτηρισμός που αναφέρεται σε κατάσταση θάλασσας η οποία δίνεται από τη σχέση: Η(χ)=[0, αν χ<0 και 1, όταν επικρατεί σχετικά ισχυρή κύμανση, ανώτερη των αν χ30). Πρόκειται για την πιο απλή και πιο σημαντική μέσων επιπέδων μιας κλίμακας διαβαθμισμένων καταασυνεχή συνάρτηση. Η παράγωγος της είναι η συνάρ- στάσεων. τηση Dirac (ή δέλτα συνάρτηση), ενώ και οι δυο υπάρ- Heavy Water [ΒαρύΎδωρ] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για χουν στο μετασχηματισμό Fourier. το οξείδιο του δευτερίου, D 2 0, που έχει μοριακό βάρος Heavy Chemicals [Βαριά Χημικά] Χημ. Αναφέρεται 20,03, σημείο ζέσεως 101,4 °C, σημείο τήξεως 3,8 °C στα βασικά χημικά προϊόντα, που παράγονται βιομη- και ειδικό βάρος στους 20 °C ίσο με 1,106. Υπάρχει χανικά σε μεγάλες ποσότητες. Παραδείγματα τέτοιων στο φυσικό ύδωρ, σε αναλογία D2O/H2O 1:6000, από χημικών είναι το καυστικό νάτριο, το θειικό οξύ, το όπου και λομβάνεται με εξαντλητική ηλεκτρόλυση. Χρησιμοποιείται στους πυρηνικούς αντιδραστήρες για χλχόριο, κλπ. Heavy Concrete [Σκυρόδεμα υψηλού ειδικού βάρους] επιβράδυνση νετρονίων. Τεχνολ. Σκυρόδεμα ειδικών προδιαγραφών για ειδικές Heavy Water Reactor [Αντιδραστήρας βαρέος ύδαχρήσεις στη σύνθεση του οποίου συμπεριλαμβάνονται τος] Πυμην. Φυσ. Τύπος πυρηνικού αντιδραστήρα που αδρανή μεταλλικής προέλευσης, αυξάνοντας έτσι το χρησιμοποιεί βαρύ ύδωρ δηλ. οξείδιο του δευτερίου ειδικό του βάρος. για την επιβράδυνση των παραγόμενων κατά τη σχάση Heavy Duty [Βαρέως τύπου] Τεχνολ. Βιομηχανικά πολύ ενεργητικών νετρονίων, ώστε με τη προσέγγιση προϊόντα που προορίζονται για εντατική χρήση και ως κατάλληλων χαμηλότερων επίπεδων θερμικής ενέρπρος το χρόνο και ως προς την καταπόνηση που θα γειας να αυξηθεί η ενεργός διατομή σύλληψης τους. υποστούν. Heazlewoodite [Χιζλγουντίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτεHeavy Fraction [Βαρύ Κλάσμα] Χημ. Μηχ. Δηλώνει λούμενο από θειούχο νικέλιο. Σχηματίζει κιτρινωπούς, τα βαρύτερα προϊόντα της απόσταξης του αργού πε- αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τρελαίου, που είναι το βαρύ αεριέλαιο και το υπόλειμ- τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμα κενού. μακα Μος και ειδικό βάρος 5,8. Heavy Hydrogen [Βαρύ Υδρογόνο] Ανόμγ. Χημ. Φυσι- Hectare [Εκτάριο] Μαθημ. Μονάδα επιφάνειας του μεκό ισότοπο του υδρογόνου, με ένα επιπλέον νετρόνιο τρικού συστήματος ίση με 100 αρ δηλ. με 10.000 τεστον πυρήνα από το κοινό υδρογόνο. Ονομάζεται και τραγωνικά μέτρα. Σύμβολο: ha. δευτέριο, συμβολίζεται ως Η2 ή D και έχει σημείο ζέ- Hecto- [Εκτο-] Μαθημ. Πρώτο συνθετικό των μονάσεως 23,5 Κ και σημείο τήξεως 18,65 Κ. Οι ενώσεις δων του μετρικού συστήματος που υποδηλ*ώνει το 100. του είναι λίγο πιο αδρανείς από του υδρογόνου και Σύβολο: h. χρησιμοποιούνται στη διευκρίνιση του μηχανισμού Hectogram(me) [Εκτογραμμάριο] Φυσ. Μονάδα του διαφόρων αντιδράσεων και ως διαλύτες στη φασματο- μετρικού συστήματος ίση με 100 γραμμάρια. Σύμβοσκοπία πυρηνικού συντονισμού (NMR). λο: hg. Heavy Isotope [Βαρύ ισότοπο] Χημ. Τα ισότοπα ενός Hectolitre [Εκτόλιτρο] Φυσ. Μονάδα χωρητικότητας στοιχείου με το μεγαλύτερο συγκριτικά μαζικό αριθμό του μετρικού συστήματος ίση με 100 λίτρα. Σύμβολο: λόγω του πλέον αυξημένου αριθμού νετρονίων στο hi.

-681 -

Hectometer [Εκτόμετρο] Φυσ. Μονάδα μήκους του μετρικού συστήματος ίση με 100 μέτρα. Σύμβολο: hm. Hedenbergite [Εδενβεργίτης] Ορυκτ. Κάθε ορυκτό της υποομάδας των μονοκλινών πυροξένων με ασβέστιο και σίδηρο. Σχηματίζει φαιούς ή πρασινόχρωμους, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη και ποικίλης διαφάνειας κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,5. Hedleyite [Χεδλεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από τελουριούχο βισμούθιο, της ομάδας του τετραδυμίτη. Σχηματίζει μελανούς η λευκούς, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 8,9. Hedyphane [Εδυφάνης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από αρσενικικό και χλωριούχο μόλυβδο και ασβέστιο. Σχηματίζει κυανούς ή κιτρινόλευκους, με αδαμάντινη ή ρητινώδη λάμψη και με την ιδιότητα του ασθενή φθορισμού κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,8. Heel Plate [Πλάκα στήριξης] Πολ. Μηχ. Μεταλλική πλάκα που τοποθετείται στα δύο άκρα ενός δικτυώματος στο κάτω πέλμα για τη σύνδεση του δικτυώματος με τη στήριξη. Heel Post [Κούφωμα, κάσα πόρτας] Οικοδ. Μεταλλικός ορθοστάτης πάνω στον οποίο πακτώνονται οι μεντεσέδες μιας πόρτας. Hefner Candle [Κηρίο Χέφνερ] 07ττικ. Παλαιότερη φωτομετρική μονάδα έντασης φωτεινής πηγής που ορίζεται ως η ένταση του φωτός του λύχνου Χέφνερ και είναι ίση με το 0,89 του δεκαδικού κηρίου. Σύμβολο: ΗΚ.

Hefner Lamp [Λύχνος Χέφνερ] Φυσ. Πρότυπη λυχνία ειδικής κατασκευής που παράγει φως μήκους φλόγας 22 χιλιοστών με την καύση οξικού αμυλίου και χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα ως φωτομετρική μονάδα. Height1 [Υψος] Γεν. 1. Ανύψωση πάνω από ορισμένο επίπεδο, ιδιαίτερα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας ή την επιφάνεια του εδάφους. 2. Η κατακόρυφη απόσταση ενός αντικειμένου από τη βάση μέχρι την κορυφή του. Height2 [Υψος] Μαθημ. Η κάθετη απόσταση από τη γραμμή βάσης ενός σχήματος έως το σημείο της κορυφής ή τη γραμμή της άλλης βάσης αυτού. Height Equivalent Of Theoretical Plate [Ισοδύναμο ύψος με μία θεωρητική πλάκα] Χημ. Μηχ. Συμβολίζεται ως ΗΕΤΡ και αποτελεί τρόπο έκφρασης της αποδοτικότητας μιας στήλης απορρόφησης ή απόσταξης. Ισούται με το ύψος μιας στήλης με πληρωτικό υλικό, η οποία είναι ισοδύναμη με μία θεωρητική βαθμίδα. Height Of Instrument [Υψος οργάνου] Τεχνολ. Η κατακόρυφη απόσταση από την επιφάνεια του εδάφους μέχρι το επίπεδο του στόχαστρου ενός τοπογραφικού οργάνου που είναι τοποθετημένο σε μια από τις κορυφές ενός πολυγωνομετρικού δικτύου. Height Of Tide [Υψος της παλίρροιας] Ωκεαν. Το ύψος της στάθμης των υδάτων πάνω από το ύψος της στάθμης αναφοράς, τοπικά μεταβαλλόμενη και κατά προσέγγιση στο ύψος της κατώτατης αστρονομικής παλίρροιας. Height Of Transfer Unit [Υψος Μονάδας Μεταφοράς] Χημ. Μηχ. Σε μια στήλη απορρύφησης, όπου περιλαμβάνονται δύο φάσεις, εκφράζει το ύψος της συ-

Helical Stair

σκευής που απαιτείται για να πραγματοποιηθεί ένας διαχωρισμός συγκεκριμένης δυσκολίας. Ισούται με το πηλίκο του κάθε συντελεστή μεταφοράς μάζας προς το ρυθμό ροής της φάσης στην οποία εφαρμόζεται, έχει μονάδες μήκους και συμβολίζεται ως HTU. Heine - Borel Property [Ιδιότητα Heine-Borel] Μαθημ. Η ιδιότητα ενός τοπολογικού χώρου ώστε κάθε φραγμένο και κλειστό υποσύνολο του να είναι συμπαγές, δηλαδή σε κάθε ανοικτό κάλυμμα ενός υποσυνόλου του υπάρχει ένα πεπερασμένο υποκάλυμμα. Heine - Borel Theorem [Θεώρημα Heine-Borel] Μαθημ. Αναφέρει ότι σε κάθε ανοικτό κάλυμμα ενός υποσυνόλου Α τοπολογικού χώρου Χ υπάρχει ένα πεπερασμένο υποκάλυμμα, δηλαδή το υποσύνολο Α είναι ένα συμπαγές σύνολο, αν το Α είναι φραγμένο και κλειστό σύνολο. Heinrichite [Χαϊνριχίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικικό και ουρανικό ασβέστιο, της ομάδας του ωτουνίτη. Σχηματίζει κίτρινους ή πράσινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,6. Heisenberg Uncertainty Principle [Αρχή Αβεβαιότητας του Heisenberg] Χημ. Σύμφωνα με την αρχή αβεβαιότητας, είναι αδύνατο να υπολογισθεί ταυτόχρονα η ταχύτητα και η θέση ενός ηλεκτρονίου. Hektor [Εκτωρ] Αστρον. Ο αστεροειδής 624 με χρονολογία ανακάλυψης το 1907, που είναι ο μεγαλύτερος της κατηγορίας των Τρωικών αστεροειδών. Έχει επιμήκες σχήμα με λόγο των αξόνων του περίπου 2 προς 1 και θεωρείται πιθανότατο ότι αποτελεί συνένωση δύο ξεχωριστών συστατικών σωμάτων. Helene [Ελένη] Αστρον. Ο συμβολιζόμένος Saturn XII ή 1980 SG δορυφόρος του Κρόνου. Έχει διαστάσεις 36 χ 32 χ 30 χλμ σε διάμετρο, οπτικό μέγεθος 18,5 και περιστρέφεται σε 2,736 γήινες μέρες γύρω από το πλανήτη σε μέση απόσταση 377.400 χλμ. Helianthine [Ηλιανθίνη] Χημ. Πρόκειται για το 4διμεθυλαμινο-αζωβενζενο-4-σουλφονικό οξύ, που έχει χημικό τύπο (CftkN-QH^N-CeHiSOjH. Το άλας του με νάτριο αποτελεί το πορτοκαλλόχρουν του μεθυλίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως δείκτης. Helical Conformation [Ελικοειδής Διαμόρφωση] Χημ. Απεικόνιση ενός μακρομορίου, στο οποίο υπάρχει περιοδικά κανονική τοποθέτηση των τμημάτων του, σε σχήμα σπείρας. Helical Hinge [Ελικοειδής μεντεσές] Οικοδ. Είναι ένας τύπος μεταλλικού συνδέσμου που κρατάει μία πόρτα κρεμασμένη από το κούφωμά της, τέτοιος ώστε να επιτρέπει στην πόρτα να ανοίγει και προς τις δύο πλευρές της, την εσωτερική και την εξωτερική. Helical Reinforcement [Σπειροειδείς οπλισμός] Πολ. Μηχ. Σε υποστυλώματα κυκλικής διατομής, συνδετήρες που συγκρατούν τον κύριο οπλισμό και έχουν ελικοειδή μορφή. Helical Scanning [Ελικοειδής σάρωση] Επικοιν. Σάρωση μίας περιοχής με κίνηση που αντιστοιχεί σε σύστημα πολικών συντεταγμένων. Helical Spring [Ελικοειδές ελατήριο] Μηχ. Ελατήριο, αποτελούμενο από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα ή σύρματα περιελιγμένα ελικοειδώς, το οποίο εκτεινόμενο υπό την επενέργεια δύναμης κατ' έκταση τείνει να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση. Helical Stair [Κυκλική κλίμακα] Οικοδ. Σκάλα που σε

Helicopter

-682 -

κάτοψη έχει κυκλική μορφή. Helicopter [Ελικόπτερο] Αερομηχ. Πτητική συσκευή της οποία το ανυψωτικό σύστημα αποτελείται από μηχανικά περιστρεφόμενο κάθετο άξονα με πτερύγια στη κορυφή και με μηχανισμό αλλαγής κλίσης που της παρέχει τη δυνατότητα σχεδόν κατακόρυφης ανύψωσης και προσγείωσης. Heliocentric [Ηλιοκεντρικός] Αστρον. Ο αναφερόμενος στον Ήλιο ή στον Ήλιο ως κέντρο Heliocentric Latitude [Ηλιοκεντρικό πλάτος] Αστρον. Η γωνία, υπολογιζόμενη βόρεια ή νότια της εκλειπτικής (βόρειο θεωρούμενο το ημισφαίριο του περιλαμβάνει και το βόρειο πόλο της Γης) από 0 έως 90 μοίρες, που σχηματίζεται ανάμεσα στην ευθεία που συνδέει το κέντρο του σώματος και το κέντρο του Ήλιου και την εκλειπτική. Heliocentric Orbit [Ηλιοκεντρική τροχιά] Αστρον. Η τροχιά ενός ουράνιου σώματος του ενός κέντρου της θεωρούμενου του κέντρο του Ήλιου. Heliocentric Parallax [Ηλιοκεντρική παράλλαξη] Αστρον. Η παράλλαξη ενός ουράνιου σώματος που προκαλείται από την κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο, που ορίζεται ως η γωνία υπό την οποία θα έβλεπε ένας παρατηρητής επί του ουρανίου σώματος την ακτίνα της γήινης τροχιάς, με την υπόθεση ότι η τροχιά της είναι κάθετη προς την οπτική του ακτίνα. Heliocentric Theory [Ηλιοκεντρική θεωρία] Αστρον. Η θεωρία, σε αντίθεση με τη γεωκεντρική, ότι ο 'Ηλιος αποτελεί το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος γύρω από το οποίο περιστρέφεται η Γη και οι άλλοι πλανήτες, εισηγητής της οποίας υπήρξε ο Αρίσταρχος ο Σάμιος και ένθερμος υποστηριχτής αργότερα ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος κ.λ,π., αν και δεν ήταν ξένη και στην αρχαιότερη ελληνική σκέψη (Αναξίμανδρος, Πυθαγόρειοι κ.λ.π.) Heliocentrtic Coordinate System [Σύστημα ηλιοκεντρικών συντεταγμένων] Αστρον. Σύστημα συντεταγμένων (ηλιοκεντρικών μήκους και πλάτους) για το καθορισμό της θέσης ενός ουράνιου σώματος που έχει ως βάση την εκλειπτική και ως πρώτο κάθετο επί αυτής κύκλο το μέγιστο κύκλο της ουράνιας σφαίρας το διερχόμενο από το κέντρο του Ήλιου και το εαρινό ισημερινό σημείο. Heliocentrtic Longitude [Ηλιοκεντρικό μήκος] Αστρον. Η γωνία, υπολογιζόμενη από δυσμάς προς ανατολάς και από 0 έως 360 μοίρες, που σχηματίζεται μεταξύ του επιπέδου του κύκλου του διερχόμενου από ένα ουράνιο σώμα και το κέντρο του Ήλιου και του επιπέδου του πρώτου επί της εκλειπτικής κάθετου κύκλου των ηλιογραφικών συντεταγμένων. Hcliodor [Ελιοντόρ] Ορυκτ. Πολύτιμος λίθος της ομάδας των βηρύλλων με μικρή περιεκτικότητα σε ουράνιο. Έχει κιτρινοπράσινο χρωματισμό και παρουσιάζει κυανό φωσφορισμό υπό την επίδραση καθοδικής ακτινοβολίας. Heliograph1 [Ηλιογράφος] Επικοιν. Διάταξη οπτικού τηλεγράφου με σύστημα ενός ή δύο κατόπτρων διαφόρων τύπων (π.χ. σταθερό, ρυθμιζόμενο) για την αποστολή σημάτων και μηνυμάτων, στο κώδικα Μορς, σε μεγάλες αποστάσεις μέσω των ανακλώμενων επί του ηλιακού κατόπτρου (με κατεύθυνση προς τον Ήλιο) ηλιακών ακτίνων. Heliograph 2 [Ηλιογράφος] Μετεωρ. Καταγραφικό όργανο της ηλιοφάνειας, τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και ως προς το ποσοτικό της προσδιορισμό, μέσω της

επενέργειας των ηλιακών ακτίνων επί ειδικού χάρτου. Heliographic Coordinate System [Ηλιογραφικό σύστημα συντεταγμένων] Αστρον. Σύστημα συντεταγμένων (του ηλιογραφικού μήκους και πλάτους), με βάση τον ισημερινό του Ήλιου και ενός αυθαίρετα καθορισμένου πρώτου ηλιακού μεσημβρινού, για το προσδιορισμό της θέσης ενός σημείου της ηλιακής επιφάνειας. Heliographic Latitude [Ηλιογραφικο πλάτος] Αστρον. Η απόσταση, διακρινόμενη σε βόρεια και νότια, ενός σημείου της ηλιακής επιφάνειας από τον ισημερινό του Ήλιου. Heliographic Longitude [Ηλιογραφικό μήκος] Αστρον. Η απόσταση, μετρούμενη εκ δυσμών προς ανατολάς επί τόξου του ισημερινού του ήλιου, ενός σημείου της ηλιακής επιφάνειας από συγκεκριμένο σημείο του ηλιακού ισημερινού που έχει προσδιοριστεί ως αρχή των μετρήσεων. Heliometer [Ηλιόμετρο] Οπτικ. Τηλεσκόπιο μεσημβρινό εξοπλισμένο με αντικειμενικό φακό χωρισμένο σε δύο ίσα τμήματα, εκ των οποίων το ένα έχει δυνατότητα κίνησης κατά τη διεύθυνση της διαχωριστικής γραμμής, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών γωνιακών αποστάσεων μεταξύ ουράνιων σωμάτων και εξ αυτών των αποστάσεων τους. Heliopause [Ηλιοπαυση] Αστρον. Η εξωτερική επιφάνεια της ηλιόσφαιρας στα όρια αυτής και του μεσοαστρικού χώρου, πολύ πέρα από την εμβέλεια του πλανητικού συστήματος, της οποίας η απόσταση από τον Ήλιο (μεγαλύτερη πάντως των 100 AU) και το σχήμα δεν είναι επακριβώς καθορισμένα ενώ φαίνεται πως υπόκεινται και σε μεταβολές κατά τη διάρκεια του ηλιακού κύκλου. Heliophyllite [Ηλιοφυλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο και αρσενικικό μόλυβδο. Σχηματίζει κίτρινους ή κιτρινοπράσινους, ημιδιάφανους και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,8. Helioscope [Ηλιοσκόπιο] Αστρον. Κάθε τηλεσκοπική διάταξη για τη σκόπευση του Ήλιου που πρέπει να είναι κατάλληλου σχεδιασμού και να φέρει ειδικό μέσο (π.χ. γυάλινη πλάκα στο προσοφθάλμιο) για το μετριασμό της λαμπρότητάς του λόγω του κινδύνου τύφλωσης κατά την άμεση παρατήρηση. Helioseismology [Ηλιοσεισμολογία] Αστρον. Ο κλάδος της ηλιακής φυσικής που έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση του εσωτερικού του Ήλιου, κυρίως ως προς τη περιστροφική κίνηση, τη σύσταση, τη θερμοκρασία και τη πυκνότητα, μέσω της μελέτης των ιδιοτήτων των ηχητικών κυμάτων που παράγονται από τις μεταβολές πίεσης στο εσωτερικό του και των ποικίλων επιφανειακών δονήσεων που αυτά προκαλούν παγιδευόμενα σε κινήσεις προς τα εσωτερικά ή εξωτερικά τμήματα της ηλιακής μάζας. Heliosphere [Ηλιόσφαιρα] Αστρον. Η μη συμμετρική περιοχή η περιβάλλουσα τον Ήλιο που δημιουργείται από την υπερηχητική ροή του ηλιακού ανέμου προς κάθε κατεύθυνση μέχρι τα όρια της ηλιόπαυσης (πολύ πέρα από τα όρια του πλανητικού μας συστήματος) και αποτελείται κυρίως από σωματίδια, ιονισμένα άτομα και πεδία (ιδιαίτερα μαγνητικά) εκπηγάζοντα από τον Ήλιο. Heliostat [Ηλοστάτης] Αστρον. Όργανο με χρονική ρύθμιση το οποίο, ως εξάρτημα τηλεσκοπίου σκοπεύοντος τον Ήλιο, παρέχει σε αυτό ομαλή κίνηση από α-

-683 νατολάς προς δυσμάς ώστε να είναι δυνατή, κατά τη φαινόμενη ημερήσια περιστροφή της ουράνιας σφαίρας, η συνεχής παραμονή του ειδώλου του εντός του οπτικού πεδίου της διόπτρας. Heliotropic Wind [Ηλιοτροπικός άνεμος] Μετεωρ. Ασθενής άνεμος (π.χ. αύρες) που παράγεται από την ημερήσια πορεία της επιφανειακής θέρμανσης και ψύξης λόγω της κίνησης του Ήλιου. Helipad [Ελικοδρόμιο] Οικοδ. Επίπεδη διαμορφωμένη επιφάνεια με την απαραίτητη οριζόντια σήμανση κατάλληλη για προσγειώσεις και απογειώσεις ελικοπτέρων. Heliport [Ελικοδρόμιο] Οικοδ. Χώρος διαμορφωμένος και εξοπλισμένος με τα απαιτούμενα όργανα για να λειτουργήσει ως κομβικό σημείο κυκλοφορίας ελικοπτέρων. Helium [Ηλιο] Ανόργ. Χημ. Ανήκει στα ευγενή αέρια και συμβολίζεται ως He. Είναι το ελαφρύτερο αέριο μετά το υδρογόνο, με ατομικό αριθμό 2, ατομικό βάρος 4, σημείο ζέσεως -269,7 °C και σημείο τήξεως 268,9 UC. Αποτελεί προϊόν διάσπασης του ραδίου, ενώ βρίσκεται και ως συστατικό ορισμένων φυσικών αερίων, από τα οποία λαμβάνεται με κλασματική υγροποίηση. Χρησιμοποιείται για το γέμισμα αερόστατων, σε μίγμα με οξυγόνο για την αναπνοή δυτών, στα εργαστήρια για τη δημιουργία αδρανούς ατμόσφαιρας και για την επίτευξη πολύ χαμηλών θερμοκρασιών. Helium I [Ηλιο I] Ανοργ. Χημ. Η μορφή του υγροποιημένου ηλίου 4 σε θερμοκρασία κάτω από 4,22 Κ (το σημείο βρασμού του υπό ατμοσφαιρική πίεση) μέχρι τους 2,18 Κ και γενικά του ηλίου 3, που παρουσιάζει τις ιδιότητες ενός συνήθους υγρού. Helium II [Ηλιο II] Ανοργ. Χημ. Η μορφή του υγροποιημένου ηλίου 4 σε θερμοκρασία κάτω από 2,18 Κ υπό ατμοσφαιρική πίεση, που παρουσιάζει ασυνήθιστες ιδιότητες υπερρευστότητας με εξαιρετικά χαμηλό ιξώδες καθώς και πολύ υψηλή θερμική αγωγιμότητα. Helium - Cadmium Laser [Λέιζερ ηλίου-καδμίου] Οπτικ. Ιοντικό λέιζερ αερίου που χρησιμοποιεί ατμούς παραγόμενους από εξαεριστήρα γύρω από την άνοδο και ήλιο για την αραίωση τους. Παρουσιάζει υψηλού βαθμού μονοχρωματικότητα και λειτουργεί σε συνθήκες συνεχούς λειτουργίας στα 0,3250 μτη και στα 0,4416 μπι στην υπεριώδη και την μπλε περιοχή του φάσματος αντίστοιχα, με ισχύ εξόδου της τάξης των μερικών χιλιοστών και των μερικών δεκάτων του Walt επίσης αντίστοιχα. Βρίσκει εφαρμογή στις οπτικές έρευνες, στη φωτοχημεία, στην ωκεανογραφία κ.λ.π. Helium Flash [Εκλαμψη ηλίου] Αστροφυσ. Κατά την αστρική εξέλιξη, η έναρξη σ' ένα αστέρα που έχει μετατραπεί σε ερυθρό γίγαντα, λόγω της εξάντλησης των πυρηνικών καυσίμων του υδρογόνου του, της φάσης της πυρηνικής σύντηξης του ηλίου προς άνθρακα, όταν ο πυρήνας ηλίου συστελλόμένος φτάσει στη κατάλληλη πολύ υψηλή θερμοκρασία. Η φάση αυτή προκαλεί, λόγω της απότομης έκλυσης τεράστιων ποσών ενέργειας, βίαιες αλλαγές στη δομή του άστρου και δραματική αύξηση των διαστάσεων του. Helium Isotope [Ισότοπο ηλίου] Ανοργ. Χημ. Τα δύο φυσικά σταθερά ισότοπα του ήλιου, το κοινό ήλιο 4 με μαζικό αριθμό 4 και σχετική αφθονία στη φύση 99,99986 και το ήλιο 3 με μαζικό αριθμό 3 και σχετική αφθονία στη φύση 0,00014. Επίσης, τα εργαστηριακά παρασκευαζόμενα ραδιενεργά ισότοπα με μαζικούς αριθμούς 5,6,7, 8, 9 και 10.

Helmholtz Coils

Helium Liquifier [Υγροποιητής ηλίου] Φυσ. Κρυοσκοπική διάταξη για την παρασκευή υγρού ηλίου που στηρίζεται επί της αρχής της ψύξης συμπιεσμένου αερίου κατά την χωρίς παραγωγή έργου εκτόνωση του. Αποτελείται από ένα ή περισσότερους συμπιεστές όπου διοχετεύεται αέριο ήλιο υπό συνήθη θερμοκρασία, σύστημα ψυκτήρων για τη ψύξη του και στροβίλων για την απαγωγή των παραγόμενων ατμών, μία ή περισσότερες βαλβίδες Joule-Thomson για την αδιαβατική εκτόνωση, συνδέσεις αντιρρεύματος για την επιστροφή του ρευστού στο συμπιεστή και κρυοστάτη (π.χ. δοχείο Dewar), συνδεδεμένο με παροχή εξόδου, για τη διατήρηση του συλλεγόμενου υγρού. Helium - Neon Laser [Λέιζερ ηλίου-νέου] Οπτικ. Το πρώτο σε κατασκευή και ευρείας εφαρμογής αεριολέιζερ με δυνατότητα λειτουργίας σε 30 μήκη κύματος στην περιοχή του ορατού φωτός και της υπέρυθρης ακτινοβολίας (π.χ. στα 0,6328 μηι στο κόκκινο), με ισχύ εξόδου συνεχούς λειτουργίας μερικά δέκατα ή εκατοστά του Walt και συντελεστή απόδοσης μικρότερο από 1 %. Αποτελείται από γυάλινο περίβλημα με σωληνίσκο εκκενώσεων (από χαλαζία, κορούνδιο κ.λ. π.), δύο κάτοπτρα, πηγή διέγερσης και χρησιμοποιεί ως υλικό ουδέτερα άτομα νέου και άτομα ηλίου (σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα) για τη συντονιστική μετάδοση της διέγερσης. Helium Star [Αστέρας ηλίου] Αστρον. Κάθε αστέρας του φασματικού τύπου Β (π.χ. ο Αλγόλ, ο Βασιλίσκος) στο φάσμα του οποίου επικρατούν οι σκοτεινές ραβδώσεις του στοιχείου ηλίου υπό μορφή ουδέτερων ατόμων, εξασθενούμενες κατά την εξέλιξη των υποτύπων προς ενίσχυση των ραβδώσεων του υδρογόνου. Είναι αστέρες λευκοί ή κυανόλευκοι, υπεργίγαντες ή γίγαντες με επιφανειακή θερμοκρασία κυμαινόμενη μεταξύ 15 και 20 χιλιάδων βαθμών Κελσίου και με απόλυτο μέγεθος γενικά από -4 έως 0. Helix1 [Ελικας] Αρχ. Το σπειροειδώς (κατά κανόνα σε τρεις σπείρες) αναπτυσσόμενα άκρα των κιονόκρανων του Ιωνικού και του Κορινθιακού ρυθμού. Helix2 [Ελικας] Μαθημ. Η τρισδιάστατη καμπύλη που αναπτύσσεται επί της κυρτής πλευρικής επιφάνειας ενός κυλίνδρου ή κώνου (για κυλινδρική ή κωνική έλικα αντίστοιχα) και τέμνει τα κύρια στοιχεία του στερεού σχήματος υπό σταθερή γωνία. Hell - Volhard - Zelinsky Reaction [Αντίδραση HellVolhard-Zelinsky] Οργ. Χημ. Μέθοδος παρασκευής αχλωρο- ή α-βρωμο- μονοκαρβονικών οξέων, με αλογόνωση των οξέων παρουσία φωσφόρου. Hellandite [Ελλανδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικά βοροπυρντικά άλατα του ασβεστίου, υττρίου, αργιλίου και τρισθενούς σιδήρου. Σχηματίζει μελανόχρωμους ή πρασινόχρωμους, ημιδιάφανους έως υποδιάφανους, με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,7. Helmet1 [Κράνος] Μηχ. Προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής, το οποίο αποτελείται συνήθως από σύνθετο υλικό, σχετικά μεγάλης αντοχής και μικρού βάρους, το οποίο είναι ένα απαραίτητο μέτρο ασφάλειας για τους εργαζόμενους στα εργοτάξια. Helmet [Κράνος] Οικοδ. —» Hard Hat. Helmholtz Coils [Πηνία Χέλμχολτς] Ηλεκτρομαγν. Σύστημα δύο όμοιων κυλινδρικών πηνίων σε απόσταση μεταξύ τους ίση με την ακτίνα τους και διαρρεόμενων από ίδιο ρεύμα και κατά την αυτή διεύθυνση, για τη

Helmholtz Double Layer

-684-

παραγωγή στο μεταξύ τους χώρο ομοιόμορφου μαγνητικού πεδίου γνωστής έντασης. Helmholtz Double Layer [Διπλοστοιβάδα Helmholtzl Φυσ. Χημ. Ονομάζεται και ηλεκτρική διπλοστοιβάδα. Είναι το μονομοριακό στρώμα ιόντων που υπάρχει στην πλευρά του ηλεκτρολύτη και στη διαχωριστική επιφάνεια των δύο φάσεων, σε ένα ημιστοιχείο. Το φορτίο είναι αντίθετο εκείνου που υπάρχει στο μέταλλο, άρα το σύνολο της διφασικής περιοχής εμφανίζεται ηλεκτρικά ουδέτερο. Helmholtz Free Energy [Ελεύθερη Ενέργεια Helmholtz] Φυσ. Χημ. Θερμοδυναμική συνάρτηση της θερμοκρασίας, που δίνεται ως Α = U-T><S, όπου U η εσωτερική ενέργεια και S η εντροπία. Η ελάττωση της ελεύθερης ενέργειας Helmholtz ενός συστήματος μετρά το παρεχόμενο, σε μια αντιστρεπτή μεταβολή, έργο από ένα σύστημα, υπό σταθερή θερμοκρασία. Helmholtz - Kelvin Contraction [Συστολή Χέλμχολτς-Κέλβιν] Αστμοφνσ. Η συστολή ενός αστέρα (ιδιαίτερα πρωταστέρα κατά τη θεωρία της αστρικής εξέλιξης) υπό την επίδραση των δυνάμεων της βαρύτητας και την απελευθέρωση της παραγόμενης κατά τη βαρυτική συμπίεση ενέργειας υπό μορφή φωτεινής και θερμικής ακτινοβολίας προς τον αστρικό χώρο. Helmholtz Resonator [Αντηχείο συντονισμού του Χέλμχολτς] Ακουστ. Αντηχείο σε σχήμα κλειστής σφαιρικής ή κυλινδρικής κοιλότητας με ένα μόνο πολύ μικρό κεντρικό άνοιγμα που παρουσιάζει μία μόνο συγκεκριμένη συχνότητα δόνησης. Σχεδιάστηκε από τον Χέλμχολτς για τη σπουδή της ανάλυσης των σύνθετων ήχων στους αρμονικούς και τους θεμελιώδεις. Help [Βοήθεια] Πλημ. Τα περισσότερα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών παρέχουν πλέον την δυνατότητα παροχής επιπλέον πληροφοριών για την αντιμετώπιση προβλημάτων κατά την εκτέλεσή τους, εφόσον αυτές ζητηθούν από το χρήστη με τη σχετική εντολή που χαρακτηρίζει αυτός ο όρος. Helper [Ανειδίκευτος εργάτης] Οικοδ. Οικοδόμος δίχως ειδίκευση που χρησιμοποιείται ως βοηθητικό προσωπικό στα εργοτάξια για την εκτέλεση εργασιών που δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις ή ως βοηθός ενός τεχνίτη. Helve [Χειρολαβή] Μηχ. Είναι το κατάλληλα διαμορφωμένο σημείο ενός εργαλείου από όπου μπορεί να το κρατήσει κάποιος στα χέρια του και να το χρησιμοποιήσει. Helvitte [Ελβίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο και πυριτικό δισθενές μαγγάνιο και βηρύλλιο. Σχηματίζει φαιούς, κιτρινόχρωμους ή πρασινωπούς, με υαλώδη ή ρητινώδη λάμψη, ημιδιάφανους έως αδιαφανείς κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1 έως 3,3. Hematin [Αιμάτινη] Ομγ. Χημ. Ένωση του τύπου C34H32N4O4 FeOH, το υδροξείδιο της αίμης. Είναι κυανού έως μελανού χρώματος σκόνη, διαλυτή στη θερμή αλκοόλη. Hematolite [Αιματολίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από αρσενικικό μαγγάνιο, μαγνήσιο και αργίλιο, της ομάδας του ψευδό μαλαχίτη. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, διαφανείς έως σχεδόν αδιαφανείς, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Hematophanite [Αιματοφανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό απο-

τελούμενο από οξυχλωριούχο μόλυβδο και τρισθενή σίδηρο. Σχηματίζει καστανέρυθρους, αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,7. Hematoporphyrine [Αιματοπορφυρίνη] Βιοχημ. Χρω-

στική πορφυρού χρώματος με τύπο C34H38O6N4 που απαντά σε πολύ μικρές ποσότητες στον οργανισμό των σπονδυλοζώων ως ουροπορφυρίνη και κοπροπορφυρίνη. Σχηματίζεται από την αιμίνη, την αιματίνη και την αιμοσφαιρίνη με επίδραση ισχυρού οξέος στο αίμα και παρουσιάζει αυξημένη έκκριση σε ορισμένες περιπτώσεις (ηπατικές ασθένειες, δηλητηριάσεις κ.λ.π.). Heme [Αίμη] Βιοχημ. Σύμπλοκη ένωση πρωτοπορφυρίνης με δισθενή σίδηρο του τύπου C34H32FN4O4 παρασκευαζόμενη και συνθετικά, που απαντά στον οργανισμό των σπονδυλοζώων και αποτελεί τη προσθετική ομάδα που ενώνεται με τη πρωτεϊνική γλοβίνη (σφαιρίνη) προς σχηματισμό της αιμοσφαιρίνης και άλλων λευκωμάτων αιμοπρωτεϊδών (μυοσφαιρίνη κ.λ. π.). Ελεύθερη οξειδώνεται προς ένωση του τρισθενούς σιδήρου, την αιματίνη. Hemi- [Ημι-] Χημ. ΓΙρώτο συνθετικό που δηλώνει το ήμισυ. Hemiacetal [Ημιακετάλη] Ομγ. Χημ. Το προϊόν αντίδρασης καρβονυλικής ομάδας με ένα μόριο αλκοόλης. Ο γενικός τύπος είναι RCH2C(OH)(OR). Κατεργασία της ημιακετάλης με περίσσεια αλκοόλης, υπό συνθήκες απόσπασης νερού, δίνει ως τελικό προϊόν ακετάλη. Hemicellulose [Ημικυτταρίνη ή ημικελλουλόζη] Βιοχημ. Κατηγορία σακχαροειδών πολυσακχαριτών μεγάλου μοριακού βάρους του τύπου C^HioOj, της ομάδας της κυτταρίνης, που απαντούν στη φύση κυρίως ως δομικά συστατικά σπερμάτων και κελυφών καρπών και παρουσιάζουν την ιδιότητα να υδρολύονται από θερμά αραιά οξέα. Περιλαμβάνει τις αξαζόνες, πενταζόνες κ.λ.π. Hemihedral [Ημιεδρικός] Κμυσταλλ. Η μία από τι ς κατηγορίες διάκρισης των τάξεων των κρυσταλλικών συστημάτων (και κατ' επέκταση οι αντίστοιχοι κρύσταλλοι) στην οποία ανήκουν οι τάξεις που περιλαμβάνουν κρυσταλλικά σχήματα με αριθμό εδρών το μισό του αριθμού των εδρών του σχήματος με τους αντίστοιχους δείκτες στην ολοεδρία. Hemihydrate [Ημι-υδρίτης] Χημ. Ένυδρη κρυσταλλική ουσία, που περιέχει δύο μόρια της ένωσης ανά μόριο νερού. Hemimellitic Acid [Ημιμελλιτικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι το 1,2,3-βενζενο-τρικαρβοξυλικό οξύ, που έχει χημικό τύπο CeH3(COOH)3 και μοριακό βάρος 210,14. Πρόκειται για άχρωμη ουσία, διαλυτή στο νερό, με σημείο τήξεως 197 °C. Hemimorphic [Ημιμορφικός] Κμυσταλλ.. Η μία από τις κατηγορίες διάκρισης των τάξεων των κρυσταλλικών συστημάτων (και κατ' επέκταση οι αντίστοιχοι κρύσταλλοι) στην οποία ανήκουν οι τάξεις που περιλαμβάνουν κρυσταλλικά σχήματα με ένα μόνο πολικό άξονα δηλ. άξονα συμμετρίας καταλήγοντας σε δύο διάφορα ή ομοειδή αλλά ανισότιμα περατωτικά στοιχεία. Hemimorphite [Ημιμορφίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό πυριτικό ψευδάργυρο. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή φαιοπράσινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος

- 685 -

3,4 έως 3,5. Hemin [Αιμίνη] Βιοχημ. Ένωση του τύπου C34H32O4N4FCCI, το χλωρίδιο της αίμης ή χλωραιμίνη. Είναι κρυσταλλική ουσία καστανού κυανίζοντος χρώματος και χρησιμοποιείται στην ιατροδικαστική ανίχνευση του αίματος. Hcmipclagic Sediment [Ημιπελαγικό ίζημα] Ωκεαν. Ιζηματογενής απόθεση των βαθιών θαλασσών αποτελούμενη από λείψανα πελαγικών οργανισμών και υλικά χερσαίας προέλευσης μεταφερόμενα κατά διάφορους τρόπους όπως με την αιολική ενέργεια, κατά την εισροή υδάτων ή παγετώνων, ως ηφαιστειακή σποδός κ.λ.π. Hemiprism [Ημιπρίσμα] Κρνστα)1. Κρυσταλλικό γεωμετρικό σχήμα πρίσματος που περιορίζεται σε δύο μόνο παράλληλες έδρες. Hemisphere [Ημισφαίριο] Μαθημ. Πρόκειται για ένα από τα δύο ίσα τμήματα, στα οποία διχοτομείται μια σφαίρα από το μέγιστο κύκλο της, δηλαδή τον κύκλο τομής που διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας. Hemusite [Χεμουσίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από μολυβδαινιούχο και θειούχο κασσίτερο και χαλκό, της ομάδας του σταννίτη. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,4. Henderson - Hasselbalch Equation [Εξίσωση Henderson-Hasselbalch] Αναλ. Χημ. Εξίσωση που υπολογίζει το ρΗ ρυθμιστικού διαλύματος, όταν είναι γνωστές οι αρχικές συγκεντρώσεις του άλατος, του οξέος και η τιμή του pKu του ασθενούς οξέος. Ο τύπος της είναι ρΗ = ρΚα - logCCo^/CaXatcJ. Heneicosane [Εικοσιενάνιο] Opy. Χημ. Κορεσμένος αλειφατικός υδρογονάνθρακας που περιέχει 21 άτομα άνθρακα. Έχει χημικό τυπο CH3(CH2)i9CH3, μοριακό βάρος 296,58, σημείο ζέσεως 356,5 °C και σημείο τήξεως 40,5 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε πετρελαϊκό αιθέρα. Henry [Χένρι] Ηλεκτρομαγν. Η μονάδα του συντελεστή αυτεπαγωγής και του συντελεστή αμοιβαίας επαγωγής στο Διεθνές Σύστημα SI, που ορίζεται ως ο συντελεστής αυτεπαγωγής αγωγού στον οποίο παράγεται ΗΕΔ ίση με 1 V κατά τη μεταβολή του ρεύματος με σταθερό ρυθμό 1 Α ανά δευτερόλεπτο. Henry Draper Catalogue [Κατάλογος Χένρυ Ντράπερ] Αστρον. Ο τίτλος υπό τον οποίο δημοσιεύτηκε, μεταξύ των ετών 1918 και 1924 σε 9 τόμους των Χρονικών του Αστεροσκοπείου του Χάρβαρντ, ταξινόμηση περίπου 225.300 αστέρων μέχρι του 12ου μεγέθους κατατασσόμενων σε 10 κύριους φασματικούς τύπους. Henry Draper System [Σύστημα Χένρυ Ντράπερ] Αστρον. Το σύστημα ταξινόμησης των αστέρων, κατά βάση σε ισχύ και σήμερα, που εισήχθη με το Κατάλογο του Ντράπερ. Περιλαμβάνει 10 κύριους φασματικούς τύπους, επτά (Ο, Β, A, F, G, Κ, Μ) σε κύρια εξελικτική σειρά και τρεις (R, Ν, S) α>ς διακλαδώσεις των τύπων Κ και Μ, καθώς και εσωτερική διάκριση της διαδοχής των φασμάτων του κάθε τύπου σε υποκλάσεις, συμβολιζόμενες με αριθμητικούς δείκτες από το 0 έως το 9 ή με μικρά γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Henryite [Χενρυίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από τελλουριούχο άργυρο και χαλκό. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη

Hcptanoic Acid

κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,8. Henry's Law [Νόμος του Henry] Φυσ. Χημ. Διέπει τη διάλυση αερίων σε υγρά και εκφράζεται ως ΚΗ = Χ/Ρ. Δηλαδή, η διαλυτότητα (χ) ενός αερίου σε υγρό, για ορισμένη θερμοκρασία, είναι ανάλογη της πίεσης (Ρ) του αερίου, όταν βρίσκεται σε ισορροπία με το υγρό. Η σταθερά αναλογίας, Κ», ονομάζεται σταθερά του Henry. Hentriacontane [Τριανταενάνιο] Ομγ. Χημ. Κορεσμένος αλειφατικός υδρογονάνθρακας που περιέχει 31 άτομα άνθρακα. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2)29CH3, μοριακό βάρος 436,85, σημείο ζέσεως 458 °C και σημείο τήξεως 67,9 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε πετρελαϊκό αιθέρα. Υπάρχει στο κερί των μελισσών. Heptacosane [Εικοσιεπτάνιο] Ομγ. Χημ. Κανονικό αλκάνιο, με 27 άτομα άνθρακα. Ο χημικός τύπος είναι CH3(CH2)25CH3, μοριακό βάρος 380,74, σημείο ζέσεως 442 "C και σημείο τήξεως 59,5 °C. Heptadecane [Δεκαεπτάνιο] Ομγ. Χημ. Ανήκει στα αλκάνια και έχει χημικό τύπο CH3(CH2)i5CH3, μοριακό βάρος 240,47, σημείο ζέσεως 301,8°C και σημείο τήξεως 22 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε διαιθυλαιθέρα. Heptadecanoic Acid [Δεκαεπτανοϊκό Οξύ] Ομγ. Χημ. Κανονικό μονοκαρβονικό οξύ, με χημικό τύπο CH3 (CH2)i5CH3, μοριακό βάρος 270,46, σημείο ζέσεως 227 °C και σημείο τήξεως 62-63 °C. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθέρα, ακετόνη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Heptadecanol-1 [Δεκαεπτανόλη-1] Οργ. Χημ. Αλκοόλη με ευθεία ανθρακική αλυσίδα, που έχει χημικό τύπο CH3(CH2)i5CH2OH, μοριακό βάρος 256,47, σημείο ζέσεως 308 °C και σημείο τήξεως 54 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθέρα και αιθανόλη, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση καλλυντικών και αρωμάτων. Heptadeidecagon [Δεκαεπτάγωνο] Μαθημ. Το πολύγωνο, το οποίο αποτελείται από δεκαεπτά πλευρές και κατά συνέπεια δεκαεπτά γωνίες. Heptagon [Επτάγωνο] Μαθημ. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που σχηματίζουν ένα επίπεδο πολύγωνο με επτά πλευρές, άρα και επτά γωνίες. Στην περίπτωση που όλες οι πλευρές είναι ίσες μεταξύ τους τότε το σχήμα καλείται κανονικό πολύγωνο, Heptahydrate [Επτα-υδρίτης] Χημ. Χημική ένωση, κρυσταλλωμένη με επτά μόρια νερού. Heptaldehyde [Επταλδεΰδη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και επτανάλη. Ο χημικός τύπος είναι CH3(CH2)5CHO και έχει μοριακό βάρος 114,19, σημείο ζέσεως 152,8 °C και σημείο πήξεως -43,3 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη σύνθεση καλλυντικών και φαρμακευτικών προϊόντων. n-Heptane [κ-Επτάνιο] Ομγ. Χημ. Κανονικό αλκάνιο, με χημικό τύπο ΟΗ3(ΟΗ2)5ΟΗ3, μοριακό βάρος 100,20, σημείο ζέσεως 98,4 °C και σημείο πήξεως 90,6 °C. Είναι υγρή ένωση, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Το κανονικό επτάνιο αντιστοιχεί στο μηδέν της κλίμακας οκτανίου, για τα καύσιμα. Heptanoic Acid [Επτανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Κορεσμένο, μονοκαρβοξυλικό οξύ, με χημικό τύπο CH3(CH2) 5COOH, μοριακό βάρος 130,19, σημείο ζέσεως 223 °C και σημείο πήξεως -7,5 °C. Πρόκειται για υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και ρευ-

Heptanol-l

-686-

στων φρένων. Heptanol-l [Επτανόλη-1] Ομγ. Χημ. Κορεσμένη αλκοόλη με ευθεία ανθρακική αλυσίδα, που έχει χημικό τύπο CH3(CH2)5CH2OH και μοριακό βάρος 116,20. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με σημείο ζέσεως 176°C και σημείο πήξεως -34,1 °C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως χημικό αντιδραστήριο. !Ieptanol-3 [Επτανόλη-3] Ομγ. Χημ. Κορεσμένη αλκοόλη, με τύπο C5HyCH(OH)CH2CH3, μοριακό βάρος 116,20, σημείο ζέσεως 157 °C και σημείο πήξεως -70 °C. Είναι υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Heptanone-4 [Επτανόνη-4] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται σε διπροπυλο-κετόνη. Ο χημικός τύπος είναι C 3 H 7 C O C 3 H 7 , με μοριακό βάρος 114,19, σημείο ζέσεως 144 °C και σημείο πήξεως -33 °C. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη σύνθεση βερνικιών. Heptavalent [Επτασθενής] Χημ. Αναφέρεται σε χημικό είδος που έχει αριθμό οξείδωσης ή αριθμό συναρμογής ίσο με 7. Heptene-Ι [Επτένιο-1] Ομγ. Χημ. Κανονικό αλκένιο, με χημικό τύπο CH3(CH2)4CH=CH2, μοριακό βάρος 98,19, σημείο ζέσεως 93,6°C και σημείο πήξεως -119 °C. Είναι υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών προϊόντων. Heptene-2 [Επτένιο-2] Ομγ. Χημ. Κανονικό αλκένιο, με τύπο CH3(CH2)3CH=CHCH3 και μοριακό βάρος 98,19. To cis- ισομερές έχει σημείο ζέσεως 98,5 °C, ενώ το trans- έχει 98 °C. Είναι υγρό, διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες. Heptene-3 [Επτένιο-3] Ομγ. Χημ. Αλειφατικός υδρογονάνθρακας με ένα διπλό δεσμό. Έχει χημικό τύπο CH3 (CH2)2CH=CHCH2CH3 και μοριακό βάρος 98,19. Το cis- ισομερές έχει σημείο ζέσεως 95,8°C και το transέχε* 95,7 °C. Πρόκειται για υγρή ουσία, διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Heptoses [Επτόζες] Οργ. Χημ. Κατηγορία μονοσακχαριτών που περιέχουν επτά άτομα άνθρακα. Ο γενικός τύπος είναι HOCH2(CHOH)5CHO. Heptoxide [Επτοξείδιο] Χημ. Οξείδιο ενός στοιχείου, που περιέχει επτά άτομα οξυγόνου. Herbig - Haro Object [Αντικείμενο Χέρμπιγκ-Χάρο ή ΗΗ] Αστμον. Κάθε μικρής κλίμακας νεφελώδης περιοχή που σχετίζεται άμεσα με περιοχή σχηματισμού αστέρων και δημιουργείται από την εκτίναξη υλικών από αυτούς στον ενδοαστρικό χώρο. Είναι, γενικά, περιοχές χαρακτηριστικού φάσματος και μεγάλης ταχύτητας, σε αποστάσεις κυρίως μεταξύ 125 και 4.000 pc. Hercules [Ηρακλής] Αστμον. Αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου μεταξύ της Λύρας, του Βόρειου Στεφάνου, του Ορφέα και του Δράκοντα, σε ορθή αναφορά 17,33 ώρες και απόκλιση 29,9 μοίρες. Περιλαμβάνει 144 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό με λαμπρότερους τρεις του τρίτου μεέθους. Διεθνές σύμβολο: Her. Hercules Cluster [Συστροφή του Ηρακλή] Αστμον. Το αναφερόμενο ως NGC 6205 ή ΜΙ 3 γιγαντιαίο, λαμπρό σφαιρικό σμήνος, πλησίον του αστέρα η του Ηρακλή. Είναι το μεγαλύτερο του βορείου ημισφαιρίου σε απόσταση από τη Γη 35 χιλιάδες έτη φωτός και περιλαμβάνει πάνω από ΙΟΟχιλάδες αστέρες με πολύ μεγάλη πυκνότητα στο κέντρο που δεν αναλύεται ακόμα και με τα ισχυρότερα τηλεσκόπια. Hercules Χ-Ι [Ηρακλής Χ-Ι] Αστμον. Ο Ηρακλής Χ-1

είναι ένας αστέρας νετρονίων, ο οποίος εκπέμπει ακτίνες Χ. Οι παρατηρήσεις έδειξαν πως ο αστέρας αυτός ανήκει σε διπλό σύστημα αστέρων. Το δυαδικό αυτό σύστημα πάλσαρ εκπέμπει ακτίνες χ με τροχιακή περίοδο 1,7 ημερών. Αποτελείται από τον αστέρα Ηρακλή ΗΖ, μάζας ίσης με 1,3 έως 1,4 ηλιακές μάζες και έναν αστέρα νετρονίων μικρών διαστάσεων και πυκνότατης ύλης σε τροχιά γύρω απ' αυτόν με περίοδο σπιν 1,2 sec. Hercynite [Ερκυνίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας του σπινελλίου με δισθενή σίδηρο και αργίλιο. Σχηματίζει μελανούς, αδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στη κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 3,9. Herderite [Ερδερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φθοριούχο και φωσφορικό ασβέστιο και βηρύλλιο. Σχηματίζει λευκούς, κιτρινόχρωμους ή πρασινωπούς, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3. Hermes [Ερμία] Αστμον. Αστεροειδής με χρονολογία ανακάλυψης το 1937 όταν σημείωσε τη μοναδική ολιγοήμερη εμφάνιση του, με τη πλησιέστερη μέχρι τότε προσέγγιση αστεροειδούς προς τη Γη, σε απόσταση περίπου 748.000 χλμ.. Hermetic [Ερμητικό] Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει καθετί το οποίο είναι συσκευασμένο αεροστεγώς ή έχει τις ιδιότητες να είναι στεγανό και αδιαπέρατο από διάφορα υλικά. Hermite Charles (1822-1901)Γάλλος μαθηματικός, ο οποίος θεμελίωσε τους ερμιτιανούς μετασχηματισμούς και πίνακες. Το 1873 απέδειξε την υπερβατικότητα του e. Hermite Polynomials [Ερμιτιανά Πολυώνυμα] Μαθημ. Τα πολυώνυμα, που μελέτησε ο Hermite, είναι της μορφής ν-2

rV

Hv(x)=

(rl)

ne

2

Ji_

( e

2)

dvx όπου veN και ισχύουν γι αυτά οι αναγωγικοί τύποι: Hv-n=xHv(x)-vHn.|(x). Ho(x)=l και Hj(x)=x. Επίσης, η συνάρτηση y(x)=Hv(x) ικανοποιεί το πρόβλημα αρχικών τιμών: y"(x)-xy'(x)+vy(x)=0, με Ην(0)=((-1) ν/2 ·ν! / 2ν'2(ν/2)! , αν ν άρτιος και 0, αν ν περιττός} και Η'ν(0)=(0, αν ν άρτιος και (-l)(v",)/2-v! / 2ίν-'^·[(ν1)/2]! αν ν περιττός}. Hermitian Adjoint [Ερμιτιανός προσηρτημένος] Μαθημ. Έστω ένας διανυσματικός χώρος V πεπερασμένης διάστασης επί του σώματος των πραγματικών ή των φανταστικών αριθμών με ένα εσωτερικό γινόμενο <, > θετικά ορισμένο και f ένας ενδομορφισμός του. Εάν για κάθε y του V, υπάρχει ένα μόνο y' του V, τέτοιο ώστε: =<x, y'>, για κάθε x του V. Η συνάρτηση y-*y' είναι ενδομορφισμός του V, καλείται προσηρτημένος ενδομορφισμός στον f ω$ προς το εσωτερικό γιηόμενο <, > και συμβολίζεται f . Hermitian Form [Ερμιτιανός ενδομορφισμός ή μετασχηματισμός] Μαθημ Έστω ένας διανυσματικός χώρος V πεπερασμένης διάστασης επί του σώματος των πραγματικών ή των φανταστικών αριθμών με ένα εσωτερικό γινόμενο <, > θετικά ορισμένο. Ο ενδο^ορφισμός f του V λέγεται ερμιτιανός, εάν ισχύει: f=f , όπου f είναι ο προσηρτημένος ενδομορφισμός στον f ως

-687 -

προς το εσωτερικό γινόμενο <, >. Τότε κάθε χαρακτηριστική τιμή του f είναι πραγματικός αριθμός και ο πίνακας Μ του Γ ως προς μια ορθοκανονική βάση του V είναι ίσος με τον Μ , δηλαδή ο Μ είναι ερμιτιανός Hermitian Matrix [Ερμιτιανός Πίνακας] Μαθημ. Ο πραγματικός ή μιγαδικός πίνακας Μ, ο οποίος είναι ίσος με τον ανάστροφο συζυγή του, τον Μ , δηλαδή ισχύει: Μ=Μ*. Οι χαρακτηριστικές τιμές του είναι πραγματικοί αριθμοί και δύο χαρακτηριστικά του διανύσματα αντίστοιχα σε δυο διαφορετικές χαρακτηριστικές τιμές είναι ορθογώνια. Στην περίπτωση που ο πίνακας Μ είναι πραγματικός, ισούται με τον ανάστροφο του, δηλαδή ο Μ είναι συμμετρικός πίνακας. Hero's Principle [Αρχή του Ήρωνα] Οπτικ. Βασική αρχή της γεωμετρικής οπτικής σύμφωνα με την οποία κάθε φωτεινή ακτίνα κατά τη διάδοση της μέσα σε ομογενές και ισότροπο μέσο μεταξύ δύο σημείων, είτε ευθύγραμμα είτε με τη παρεμβολή ανακλαστικής επιφάνειας, ακολουθεί το βραχύτερο δυνατό δρόμο. Heron's Formula [Τύπος του Ήρωνα] Μαθημ. Ο τύπος: ^τ(τ-α)(τ-β)(τ-γ)

ο οποίος αποδίδει το εμβαδόν ενός τριγώνου με πλευρές α, β, γ, όπου τ είναι η ημιπερίμετρος του, δηλαδή ισχύει: τ =(α+β+γ)/2. Hertz [Χέρτς] Φνσ. Η μονάδα της συχνότητας στο Διεθνές Σύστημα SI, που ορίζεται ως η συχνότητα επανάληψης ενός περιοδικού φαινομένου με περίοδο 1 sec. Σύμβολο: Hz. Hertz Antenna [Κεραία Χέρτς] Ηλεκτρον. Κεραία μήκους ίσου με μισό μήκος κύματος δηλ. λ/2. Hertz Effect [Φαινόμενο Χερτς] Φυα. Το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο της επίδρασης της υπεριώδους ακτινοβολίας επί των ηλεκτρικών εκκενώσεων με τη διευκόλυνση της διέλευσης του ρεύματος μεταξύ των πόλων της διάταξης, που πρωτοπαρατηρήθηκε από τον Χερτς, χωρίς όμως τότε να ερμηνευτεί, στα πλαίσια του πειράματος του για την απόδειξη της ηλεκτρομαγνητικής κυματικής φύσης του φωτός. Hertz Oscillator [Ταλαντωτής του Χέρτς] Φυα. Διάταξη που χρησιμοποιήθηκε από τον Χερτς για την απόδειξη της θεωρίας του Μάξουελ περί της ηλεκτρομαγνητικής φύσης του φωτός. Αποτελείτο από ένα σπινθηριστή συνδεδεμένο με κύκλωμα υψηλής τάσης που κατέληγε σε στελέχη με δύο μικρές μεταλλικές σφαίρες στενά αλληλοκείμενες κατά τρόπο ώστε να σχηματίζεται ένα μικρό διάκενο μεταξύ τους, στο οποίο η εφαρμογή παλμών προκαλούσε σπινθήρα και δημιουργία ηλεκτρικής ταλάντωσης υψηλής συχνότητας που στη συνέχεια ήταν δυνατόν να ανιχνευτεί σε ικανή απόσταση. Hertzsprung Gap [Χάσμα Χέρτσπρουνγκ] Αστρον. Η περιοχή στο HR διάγραμμα πάνω από τη κύρια ακολουθία προς τη περιοχή των γιγάντων, περίπου μεταξύ των φασματικών τύπων Α0και Ρ5,όπου παρατηρείται μικρός πληθυσμός αστέρων (κυρίως μεταβλητών) λόγω του ότι οι αστέρες στη περιοχή αυτή, απομακρυνόμενοι από την κύρια ακολουθία, ακολουθούν σύντομα εξελικτικά στάδια. Hertzsprung - Russel Diagram [Διάγραμμα Χέρτσπρουνγκ-Ράσελ ή HR] Αστροφυσ. Κλασσικό αστρονομικό διάγραμμα ταξινόμησης των αστέρων σε ορισμένες περιοχές (κύρια ακολουθία, γίγαντες, λευκοί

Heterodvne

νάνοι κ.λ.π.), χαρακτηριστικές του εξελικτικού τους σταδίου, με βάση τη σχέση των δύο βασικών φυσικών τους μεγεθο')ν δηλ. της φωτεινότητας τους L (ή απόλυτου μεγέθους τους) σε σχέση με τη φωτεινότητα του Ήλιου, που παρίσταται στον άξονα των τεταγμένων και της θερμοκρασίας της επιφάνειας τους Τ (ή ισοδύναμα του φασματικού τους τύπου), που παρίσταται στον άξονα των τετμημένα)ν. Hesperus [Εσπερος ή Αποσπερίτης] Αστρον. Ονομασία που διατηρείται από την αρχαιότητα για το πλανήτη Αφροδίτη ως πρόδρομο της νύχτας λόγω της εσπερινής παρουσίας του στο δυτικό ορίζοντα. Δύει λίγο μετά τον Ήλιο και σε διάκριση με την ονομασία Εωσφόρος ή Αυγερινός κατά την πρωινή παρουσία του ίδιου πλανήτη στον ανατολικό ορίζοντα προ της ανατολής. Hess Diagram [Διάγραμμα Χες] Αστρον. Το διάγραμμα της κατανομής συχνότητας των αστέρων σε ένα διάγραμμα H-R, που αποκαλύπτει στοιχεία για το σχηματισμό και τη χημική τους σύσταση. Hessite [Χεσσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από τελλουριούχο άργυρο. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,2 έως 7,9. Hess's Law [Νόμος του Hess] Φυσ. Χημ. Η θερμότητα που εκλύεται ή απορροφάται σε μια χημική αντίδραση εξαρτάται μόνο από τα αρχικά αντιδραστήρια και τα τελικά προϊόντα και είναι ανεξάρτητη από τα διάφορα στάδια που ενδεχόμενα ακολουθήθηκαν. Πρόκειται για βασικό νόμο της Θερμοχημείας, ο οποίος αποτελεί συνέπεια του πρώτου θερμοδυναμικού αξιώματος. Hetaerolite [Ετερόλιθος] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του μαγγανίου και του ψευδαργύρου. Σχηματίζει μελανούς, υποδιάφανους έως αδιάφανους, με υπομεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,8. Hetero Atom [Ετεροάτομο] Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα άτομο στοιχείου, διαφορετικό από άνθρακα και υδρογόνο, το οποίο περιέχεται σε δακτύλιο οργανικής, ετερεοκυκλικής ένωσης. Συνήθως πρόκεται για οξυγόνο, άζωτο ή θείο. Heteroblastic [Ετεροβλαστικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει το κρυσταλλοβλαστικό ιστό των πετρωμάτων κατά την ανακρυστάλλωση λόγω μεταμόρφωσης, όταν αυτός συνίσταται από κύρια ορυκτά που παρουσιάζονται σε περισσότερες της μίας διάκριτες τάξεις μεγέθους. Hcterochain Polymer [Ετεροαλυσωτό Πολυμερές] Opy. Χημ. Κατηγορία πολυμερών ενώσεων, που περιέχουν στο μόριό τους επιπλέον στοιχεία, πέραν του άνθρακα. Συνήθως, πρόκειται για άτομα αζώτου ή οξυγόνου. Heterocyclic Compound [Ετεροκυκλική Ένωση] Opy. Χημ. Οργανική ένωση με κυκλική σύνταξη, η οποία περιέχει ως κρίκο του δακτυλίου ένα ή περισσότερα άτομα άλλων στοιχείων, εκτός από άνθρακα. Heterodesmic [Ετεροδεσμικός] Κρυσταλλ. Όρος που αναφέρεται σε κρύσταλλο του οποίου η δομή συγκροτείται με περισσότερους του ενός τύπους δεσμών. Heterodyne [Ετερόδυνο] Ηλεκτρον. Είναι μία κατηγορία δέκτη, όπως ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός ή ένας αναμεταδότης τηλεφωνίας, όπου το λαμβανόμενο ραδιοκύμα είναι φασματικά μετατοπισμένο γύρω από μία σταθερή συχνότητα.

Heterodyne Frequency

-688 -

Heterodyne Frequency [Ετεροειδής συχνότητα] Επικοιν. Συχνότητα που έχει παραχθεί από μια άλλη συχνότητα με χρήση κατάλληλων φίλτρων πχ από περιορισμό πλάτους. Heterodyne Whistle [Ετεροειδές σφύριγμα] Επικοιν. Συμβαίνει καθώς ο ακροατής συντονίζεται πάνω σε ένα σταθμό όπου την ίδια στιγμή που προσπαθεί να εκπέμψει εκεί και ένας δεύτερος σταθμός. Heterogeneity [Ετερογένεια] Γεν. Η κατάσταση ή η ιδιότητα της μη ομοιομορφίας ή της ύπαρξης στενής σχέσης μεταξύ των συστατικών τμημάτων ή ουσιών. Heterogeneous [Ετερογενής] Μαθημ. Χαρακτηρισμός που προκύπτει μετά από σύγκριση ομοειδών μαθηματικών αντικειμένων τα οποία όμως διαφέρουν ως προς ένα τουλάχιστον από τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Heterogeneous [Ετερογενής] Χημ. Αναφέρεται σε ένα σύστημα που περιέχει περισσότερες από μία φάσεις. Heterogeneous Catalysis [Ετερογενής Κατάλυση] Χημ. Περίπτωση καταλυτικής αντίδρασης, όπου τα αντιδρώντα και τα προϊόντα είναι υγρά ή αέρια, ενώ ο καταλύτης βρίσκεται σε μια χωριστή στερεά φάση και απλά βρίσκεται σε επαφή με αυτά. Η αντίδραση λαμβάνει χώρα στην επιφάνεια του καταλύτη. Heterogeneous Chemical Reaction [Ετερογενής Χημική Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση, στην οποία τα αντιδρώντα βρίσκονται σε διαφορετικές φάσεις. Heterogeneous Nucleation [Ετερογενής Πυρήνωση] Φυσ. Χημ. Διαδικασία συμπύκνωσης, όπου ενυπάρχοντα ξένα σωματίδια δρουν ως αρχικοί πυρήνες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν ξένα σωματίδια, τα τοιχώματα του δοχείου μπορούν επίσης να δράσουν ως πυρήνες συμπύκνωσης. Heterogeneous Polymerization [Ετερογενής Πολυμερισμός] Χημ. Διεργασία πολυμερισμού, όπου το μονομερές και ο καταλύτης βρίσκονται σε διαφορετικές φάσεις. Heterogenite [Ετερογενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό οξείδιο του κοβαλτίου. Σχηματίζει μελανούς ή φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλίκι] λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,3. Heterogenous Radiation [Ετερογενής ακτινοβολία] Φυσ. Ακτινοβολία που αποτελείται από ετερόκλητα σωματίδια ή έχει διαφορετικά μήκη κύματος. Heterogenous Reactor [Ετερογενής αντιδραστήρα] Πυμην. Φυσ. Τύπος πυρηνικού αντιδραστήρα στον οποίο οι καύσιμες ύλχς και ο επιβραδυντής είναι εξ ολοκλήρου διαχωρισμένα. Παρουσιάζει το μειονέκτημα της πολυπλοκότερης κατασκευής αλλά τα πλεονεκτήματα του ευχερέστερου καθαρισμού του καυσίμου και της μικρής απαιτούμενης ποσότητας του για την έναρξη της αλυσιδωτής αντίδρασης. Heterojunction [Ετεροεπαφή] Ηλεκτμον. Η επαφή μεταξύ δύο ημιαγωγών περιοχών που έχουν διαφορετικό τύπο αγωγιμότητας. Heteromorphism [Ετερομορφισμός] Γεωλ. Το φαινόμενο κατά το οποίο πετρώματα με κοινή χημική σύσταση παρουσιάζουν ορυκτολογικά διαφορετική σύνθεση λόγω διαφορετικών συνθηκών κατά τα στάδια κρυστάλλωσης. Heteromorphite [Ετερομορφίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αντιμόνιο και μόλυβδο. Σχηματίζει μελανούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει

σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,7. Heteropolar [Ετεροπολικός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα μόριο, στο οποίο υπάρχει μια άνιση κατανομή φορτίου, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη διπολικής ροπής. Heteropolar Liquids [Πολικά Υγρά] Χημ. Χημικές ενώσεις, των οποίων στα μόρια περιέχονται πολικές ομάδες. Παραδείγματα τέτοιων ενώσεων είναι οι αλκοόλες, οι αμίνες και τα καρβοξυλικά οξέα. Heteropolymer [Ετεροπολυμερές] Ομγ. Χημ. Πολυμερές του οποίου τα μακρομόρια αποτελούνται από περισσότερα του ενός είδους δομικών μονάδων. Heteropolysaccharide [Ετεροπολυσακχαρίτης] Ομγ. Χημ. Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις της κατηγορίας των πολυσακχαριτών που περλαμβάνει τους περιέχοντες στη σύσταση τους και άλλα συστατικά (π.χ. διάφορα οξέα) πλην τω μονοσακχαριτών όπως ή χιτίνη, ή ηπαρίνη κ.λ.π. Heterosite [Ετεροζίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φωσφορικό σίδηρο. Σχηματίζει καφέ, ιώδεις ή ροζ, υποδιάφανους έως αδιάφανους και με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους. Έχει σκληρότητα 4 έως 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Heterosphere [Ετερόσφαιρα] Μετεωμ. Η περιοχή της ατμόσφαιρας, υποδιαιρούμενη σε τέσσερις υποζώνες, υπεράνω του ύψους των 80 ή 100 χλμ. μέχρι την εξώσφαιρα, που παρουσιάζει ανομοιογένεια ως προς τις σχετικές αναλογίες των διαφόρων αερίων συστατικών της, σημαντικά μεταβαλλόμενων ανάλογα του ύψους. Heterostructure [Ετεροδομή] Ηλεκτμον. Δομή, κυρίως ημιαγωγών υλικών, που δημιουργείται με επιταξιακή ανάπτυξη σε στρώματα διαφορετικής σύστασης και ιδιοτήτων. Hetography [Υετογραφία] Μετεωμ. Η συλλογή στοιχείων και η εξαγωγή συμπερασμάτων για τη χρονική διακύμανση (συνήθως σε περίοδο ενός έτους) και τη χωρική κατανομή του υετού στην εμβέλεια μιας ευρείας περιοχής. Hetology [Υετολογία] Μετεωρ. Ο κλάδος της μετεωρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του υετού δηλ. κάθε μορφής ατμοσφαιρικής κατακρήμνισης υπό μορφή ορατού υγρού ή στερεού ύδατος όπως βροχής, χιονιού, χάλαζας, πάχνης, χιονοχάλαζας κ.λ.π. ΗΕΤΡ [Ισοδύναμο ύψος με μία θεωρητική πλάκα] Χημ. Μηχ. -» Height Equivalent Of Theoretical Plate Hettangian [Εττάγγιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Κατώτερης Ιουρασικής ή Αιάσσιου υποπεριόδου (πριν από 200 περίπου εκατομ. χρόνια) της Ιουρασικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, αρχαιότερη από το Σινεμούριον της ίδιας υποπεριόδου και νεότερη από το Ραίτιον της Ανώτερης Τριαδικής. Heulandite [Χοϋλανδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρα πυριτικά άλατα του ασβεστίου και του αργλιου, της ομάδας των ζεολίθων. Σχηματίζει άχροους, λευκωπούς ή καστανέρυθρους, διαφανείς έως υποδιαφανείς, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2. Heuristics [Ευρετική] Γεν. II επιστημονική ανάπτυξη και εφαρμογή μεθόδων και πρακτικών που στηρίζονται στην επαγωγική διαδικασία, με βάση την υπάρχουσα εμπειρία μέσω επαναληπτικών βημάτων δοκιμής και λάθους, για την επλυση προβλημάτων για τα οποία δεν είναι δυνατή η διατύπωση αλγόριθμου. Hewettite [Χεβεττίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο

-689από ένυδρο βαναδικό ασβέστιο. Σχηματίζει ερυθρούς και με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει ειδικό βάρος 2,5 έως 2,6. Hex [Δεκαεςαδική απεικόνιση] Πληρ. Hexadecimal Notation Hexachlorobenzene [Εξαχλωροβενζόλιο] Opy. Χημ. Αρωματική ένωση με χημικό τύπο C6C16, μοριακό βάρος 284,78, σημείο τήξεως 230 °C και σημείο ζέσεως 322 °C, όπου εξαχνώνεται. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται ως μυκητοκτόνο. Hexachlorocyclohexane [Εξαχλωροκυκλοεξάνιο] Ομγ. Χημ. Κυκλική, οργανική ένωση, με χημικό τύπο C6H6C16 και μοριακό βάρος 290,83. To cis- ισομερές έχει σημείο ζέσεως 60 °C και σημείο τήξεως 314-315 °C. To trans- έχει σημείο ζέσεως 288 °C και τήξεως 159-160°C. Πρόκειται για τοξική ουσία, που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Hexachloroethane [Εξαχλωροαιθάνιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και περιχλωροαιθάνιο. Έχει χημικό τύπο C2CI6, μοριακό βάρος 236,74, σημείο ζέσεως 186°C και σημείο τήξεως 186-187 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και στη σύνθεση εκρηκτικών υλών. Hexachlorophene [Εξαχλωροφαίνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και δι-(2-υδροξυ-3,5,6-τριχλωροφαινυλο)μεθάνιο. Ο χημικός τύπος είναι (2-OH-3,5,6-Cl3C6H) 2CH2 και το μοριακό βάρος 406,91. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 166-167 °C, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, εξαιρετικά τοξική όταν απορροφηθεί από το ανθρώπινο σώμα. Hexachloropropylene [Εξαχλωροπροπυλένιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και περιχλχυροπροπυλένιο. Ο χημικός τύπος είναι C(Cl3)-C(Cl)=CCl2, με μοριακό βάρος 248,75 και σημείο ζέσεως 209-210 °C. Πρόκειται για λευκή, υγρή ένωση, διαλυτή σε χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και σε υδραυλικά ρευστά. Hexacosane [Εικοσιεξάνιο] Ομγ. Χημ. Κορεσμένος αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με ευθεία ανθρακική αλυσίδα. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2)24CH3, μοριακό βάρος 366,71, σημείο ζέσεως 412,2"C και σημείο τήξεως 56,4 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Hexadecene-Ι [Δεκαεξένιο-1] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και κετένιο. Είναι κανονικό αλκένιο, με χημικό τύπο CH3(CH2)i3CH=CH2, μοριακό βάρος 224,43, σημείο ζέσεως 284,4 °C και σημείο πήξεως 4,1 °C. Πρόκειται για άχρωμη υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. n-Hexadecane [κ-Δεκαεξάνιο] Οργ. Χημ. Κανονικό αλκάνιο, με χημικό τύπο CH3(CH2)14CH3, μοριακύ βάρος 226,45, σημείο ζέσεως 287 °C και σημείο τήξεως 18,2 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε διαιθυλαιθέρα. Αποτελεί το εκατό της κλίμακας κητανίου, αφού παρουσιάζει την καλύτερη ανάφλεξη. Hexadecimal Notation [Δεκαεξαδική απεικόνιση] Πληρ. Η αναπαράσταση των αριθμών στο δεκαεξαδικό αριθμητικό σύστημα. Hexadecimal Number System [Δεκαεξαδικό αριθμητικό σύστημα] Μαθημ. Το αριθμητικό σύστημα, το οποίο έχει βάση το 16. Διαθέτει δεκαέξι ψηφία: 0, 1, ..., 9 και τους αλφαβητικούς χαρακτήρες: Α, Β, C, D, Ε, F που αντιστοιχούν στους αριθμούς 10, 11, 12, 13, 14,

n-Hexane

15. Π.χ. ο αριθμός FF|6αντιστοιχεί στον 225ι0. Πλεονεκτεί του οκταδικού συστήματος αρίθμησης και προτιμάται στον προγραμματισμό μικροεπεξεργαστών, γιατί οι αριθμοί του μετατρέπονται πιο εύκολα σε δυαδικούς αριθμούς, π.χ. ένας δυαδικός αριθμός των 8 bits αντιστοιχεί σε δύο ψηφία του δεακαεξαδικού συστήματος και σε τρία του οκταδικού. Hexadiene [Εξαδιένιο] Οργ. Χημ. Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με έξι άτομα άνθρακα και δύο διπλούς δεσμούς. Ο γενικός τύπος είναι C6H10, ενώ ανάλογα με τις σχετικές θέσεις των διπλών δεσμών, διακρίνονται έξι ισομερή. Hexagon [Εξάγωνο] Μαθημ. Το πολύγωνο, το οποίο αποτελείται από έξι πλευρές και κατά συνέπεια έξι γωνίες. Στην περίπτωση που όλες οι πλευρές και άρα και οι γωνίες του είναι μεταξύ τους ίσες καλείται κανονικό εξάγωνο. Hexagonal Close Packing [Εξαγωνική Πυκνή Σύνταξη] Κμυατα/Χ Ατομική συντακτική διευθέτηση, στην οποία 12 άτομα περιβάλλουν και εφάπτονται με ένα κεντρικά θεωρούμενο άτομο του ίδιου είδους. Το συντακτικό πολύεδρο που προκύπτει έχει συμμετρία εξαγωνικού πρίσματος. Hexagonal System [Εξαγωνικό Σύστημα] Κμυσταλλ. Κρυσταλλικό σύστημα, στο οποίο τρεις ίσοι, ομοεπίπεδοι άξονες τέμνονται κατά γωνία 60°, ενώ στο σημείο τομής καταλήγει και τέταρτος, κάθετος σε αυτούς αλλά με διαφορετικό μήκος. Hexahedrite [Εξαεδρίτης] Γεωλ. Ομάδα της κατηγορίας των σιδηρομετεωριτών με κυβική (εξαεδρική) δομή και σύσταση αποτελούμενη αποκλειστικά από κρυστάλλους καμασίτη δηλ. κράμα νικελίου-σιδήρου με περιεκτικότητα σε νικέλιο μικρότερη του 6 %. Σύμβολο: Η. Hexahedron [Εξάεδρο] Μαθημ. Το πολύεδρο, το οποίο αποτελείται από έξι έδρες. Δηλαδή πρόκειται για ένα σώμα, το οποίο έχει σύνορο έξι επίπεδα πολύγωνα. Hexahydrate [Εξα-υδρίτης] Χημ. Κρυσταλλική χημική ένωση, που περιέχει έξι μόρια νερού ανά μόριο της ένωσης. Hexahydrite [Εξαυδρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό μαγνήσιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, αδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,7. n-Hexaldehyde [κ-Εξαλδεΰδη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και εξανάλη. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2)4CHO, μοριακό βάρος 100,16, σημείο ζέσεως 128 °C και σημείο πήξεως -56 °C. Είναι άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση πολυμερών υλικών και εντομοκτόνων. Hexamethylenediamine [Εξαμεθυλενοδιαμίνη] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το 1,6-διαμινο-εξάνιο, με χημικό τύπο H2N(CH2)6NH2 και μοριακό βάρος 116,21. Είναι κρυσταλλική ουσία, σημείου ζέσεως 204-205 °C και σημείου τήξεως 41-42°C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή nylon. Hexamethy lenetetrami ne [Εξαμεθυλενοτετραμίνη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και εξαμίνη και αποτελεί προϊόν συμπύκνωσης μεθανάλης με αμμωνία. Έχει χημικό τύπο ΟΗ12Ν4, μοριακό βάρος 140,19 και σημείο εξάχνωσης 285-295 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εκρηκτικών υλών. n-Hexane [κ-Εξάνιο] Ομγ. Χημ. Κανονικό αλκάνιο, με

Hexanedioic Acid

-690-

χημικό τύπο C6Hi4, μοριακό βάρος 86,18, σημείο ζέσεως 69 °C και σημείο πήξεως -95 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο και αποτελεί συστατικό του πετρελαίου. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Hexanedioic Acid [Εξανοδιοϊκό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι HOOC(CH2)4COOH. Ονομάζεται και αδιπικό οξύ. Adipic Acid Hexanitrodi phenyl amine2,2',4,4*,6, f 6 [Εξανιτροδιφαινυλαμίνη-2,2',4,4',6,6'] Ομγ. Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο [2,4,6-(Ν02) 3QH2J2NH, μοριακό βάρος 439,22 και σημείο τήξεως 244 °C, όπου διασπάται. Είναι διαλυτή σε πυριμιδίνη και χρησιμοποιείται στη σύνθεση εκρηκτικών. Hexanoate [Εξανοϊκός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε παράγωγα του εξανοϊκού οξέος. Hexanoic Acid [Εξανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Κορεσμένο μονοκαρβοξυλικό οξύ, με χημικό τύπο CH3(CH2) 4COOH, μοριακό βάρος 116,16, σημείο ζέσεως 205 °C και σημείο πήξεως -2°C. Πρόκειται για υγρό, λιπαρό οξύ, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Τα γλυκερίδιά του υπάρχουν στο γάλα και σε μερικά φυτικά έλαια. Hexaphenylethane [Εξαφαινυλοαιθάνιο] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση, με χημικό τύπο ^Hs^C-QCeHs^, μοριακό βάρος 486,66 και σημείο τήξεως 145-147 °C, όπου διασπάται. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθέρα, ακετόνη, χλωροφόρμιο και μεθανόλη. Hexastyle [Εξάστυλο] Αμχ. Όρος που χαρακτηρίζει έξι τον αριθμό κίονες της στοάς μίας πολυτελούς οικίας που βρίσκονται μπροστά από αυτήν. Hexavalent [Εξασθενής] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα χημικό είδος με αριθμό οξείδωσης ή αριθμό συναρμογής ίσο με έξι. Hexoctahedron [Εξοκτάεδρο] Κμυσταλλ. Μία από τις 15 κλειστές μορφές του ισομετρικού κρυσταλλικού συστήματος αποτελούμενη συνολικά από 48 τριγωνικές, συνήθως καμπύλες έδρες με έξι έδρες αναπτυσσόμενες από κάθε έδρα του απλού οκτάεδρου. Hcxose [Εξόζη] Ομγ. Χημ. Μονοσακχαρίτης που περιέχει έξι άτομα άνθρακα. Ο γενικός τύπος είναι HOCH2 (CHOH)4CHO για αλδοεξόζη και HOCH2(CHOH) 3 C O C H 2 O H για κετοεξόζη. Hextetraedron [Εξατετράεδρο] Κρυσταλλ. Κλειστή, ισομετρική κρυσταλλογραφική μορφή, αρκετά σπάνια κι συνήθως όχι πλήρως αναπτυγμένη, που αποτελείται από 24 τριγωνικές έδρες προκύπτουσες από τη διαίρεση κάθε μίας από τις έδρες του απλού τετράεδρου σε έξι. n-Hexyl Acetate [κ-Εξυλο-οξικός Εστέρας] Οργ. Χημ. Εστέρας του οξικού οξέος, με χημικό τύπο CH3COOC6H13, μοριακό βάρος 144,21, σημείο ζέσεως 171,5°C και σημείο πήξεως -80,9 °C. Πρόκειται για άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Hexyl Alcohol [Εξυλική Αλκοόλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και εξανόλη. Είναι κορεσμένη, αλειφατική αλκοόλη, με χημικό τύπο CH3(CH2)4CH20H, με μοριακό βάρος 102,18, σημείο ζέσεως 158°C και σημείο πήξεως -46,7 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών. Hexyl Group [Εξυλική Ομάδα] Ομγ. Χημ. Αναφέρεται στο αλ.κύλιο που σχηματίζεται από το κανονικό εξάνιο, με απόσπαση ενός ατόμου υδρογόνου. Ο τύπος του είναι CH3(CH2)5-.

Hexylamine [Εξυλαμίνη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 1αμινο-εξάνιο. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2)4CH2NH2, μοριακό βάρος 101,19, σημείο ζέσεως 130°C και σημείο πήξεως -19 °C. Πρόκειται για υγρή ένωση, διαλοτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Hexylene Glycol [Εξυλενογλυκόλη] Ομγ. Χημ. Είναι η 2-μεθυλο-2,4-πεντανοδιόλη, με χημικό τύπο (CH3)2C (OH)-CH2CH(OH)-CH3, μοριακό βάρος 118,18 και σημείο ζέσεως 197°C, διοΛυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων, ως ρευστό υδραυλικών φρένων και ως ανασταλτικός παράγοντας του ιξώδους των πλοστικών από πολυβινυλοχλωρίδιο. Hexylresorcinol [Εξυλορεσορκινόλ,η] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C6H|3-C6H3(OH)2. Πρόκειται για κιτρινωπή κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 194,27, σημείο ζέσεως 333 °C και σημείο πήξεως 6869 °C. Είναι διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων. Hexyne-1 [Εξίνιο-1] Ομγ. Χημ. Αλ.κίνιο, γνωστό και ως κ-βουτυλο-ακετυλένιο. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2) 3C°CH, μοριακό βάρος 96,17, σημείο ζέσεως 92 °C και σημείο πήξεως -125 °C. Είναι εύφλεκτη, άχρωμη ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Heyrovskyite [Χεϋροβσκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο βισμούθιο, άργυρο και μόλυβδο. Σχηματίζει ασημόλ^ευκους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,1. Hf [Σύμβολο Hf] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του στοιχείου του άφνιου. Hg [Σύμβολο Hgj Ανόμγ. Χημ. Χημικό σύμβολο για τον υδράργυρο. Hiatus [Κενό] Γεωλ. Κενό στην ομαλή χρονοστρωματογραφική αλληλοδιαδοχή μιας ενότητας με την απουσία συγκεκριμένου στρώματος ή πετρώματος. Hibernation Inducing Trigger [Μηχανισμός πρόκλησης χειμερίας νάρκης] Βιοχημ. Βιολογικός μηχανισμός που απελευθερώνει κατάλληλη χημική ουσία στο αίμα ορισμένων θηλαστικών προκειμένου να υποπέσουν σε χειμερία νάρκη. Hidalgite [Ιδαλγίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό θειικό και αρσενικικό μόλοβδο και αργίλιο. Σχηματίζει φομόχρωμους ή λευκούς, ημιδιάφανους έως σχεδόν αδιάφανους και αλομπείς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,9. Hidden Files [Κρυμμένα αρχεία] Πλημ. Είναι ορισμένα αρχεία του λειτουργικού συστήματος και όχι μόνον ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία έχουν την ιδιότητα να μην είναι εμφανή στους καταλόγους των αρχείων που μπορούν να δουν οι χρήστες, ώστε να αποφεύγονται διαγραφές και άλλες ανεπιθύμητες τροποποιήσεις τους. Hierarchical Addressing [Ιεραρχική διευθυνσιοδότηση] Επικοιν. Τρόπος απόδοσης διευθύνσεων σε δίκτυο ώστε να απεικονίζεται ένα σχήμα ιεραρχίας ή γεωγραφικής υποδομής. Hierarchical Computer Network [Ιεραρχικό δίκτυο υπολογιστών] Πλημ. Το δίκτυο, στο οποίο η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιείται στα τερματικά του δικτύου και τον κεντρικό υπολογιστή (κατανεμημένη επεξεργασία) με ιεραρχικό τρόπο, με

-691 στόχο την απλοποίηση του σχεδιασμού και την εκτέλεση μιας λειτουργίας του δικτύου. Συγκεκριμένα, το δίκτυο οργανώνεται σε επίπεδa(levels) ή στρώματα (layers) που το καθένα από αυτά στηρίζει το επόμενο του, παρέχοντάς του κάποιες υπηρεσίες και απαλλάσσοντάς το από λεπτομέρειες υλοποίησης της συγκεκριμένης λειτουργίας. Η επικοινωνία μεταξύ των επιπέδων/ στρωμάτων βασίζεται σε κάποιο πρωτόκολλο. Hieratite [Ιερατίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο απύ φθοριοπυριτιούχο κάλιο. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή φαιούς, διάφανους και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Hi Fi [Υψηλή πιστότητα] Ακουστ. Συντομογραφία του High Fidelity. Higgs Boson [Μποζόνιο Χιγκς] Πυρην. Φυσ. Πιθανόλογούμενης ύπαρξης σωματίδιο, με μηδενικό σπιν και μη μηδενική μάζα, που ερμηνεύει κατά το μηχανισμό του Higgs τη ρήξη της ηλεκτρασθενούς συμμετρίας στα πλαίσια του καθιερωμένου μοντέλου. Higgs Mechanism [Μηχανισμός Χιγκς] Πυρην. Φυσ. Μηχανισμός αυθαίρετα ενσωματούμενος στη θεωρία του καθιερωμένου μοντέλου για την ερμηνεία της ρήξης της ηλεκτρασθενούς συμμετρίας με την εισαγωγή της έννοιας ενός θεωρητικού πεδίου Higgs που υπάρχει στη χαμηλότερη ενεργειακή κατάσταση του σύμπαντος ανεξάρτητα από την ύπαρξη σωματιδίων και του οποίου η ενεργειακή κατάσταση κενού είναι μη μηδενική με συνέπεια τα σωματίδια να αλληλεπιδρούν με αυτό κερδίζοντας μάζα. High [Υψηλό] Μετεωρ. Η ένδειξη στους χάρτες καιρού των ατμοσφαιρικών διαταράξεων που χαρακτηρίζονται από πεδίο υψηλών βαρομετρικών πιέσεων δηλ. των αντικυκλώνων. Σύμβολο: Η High Bond Bars Οπλισμός υψηλής πρόσφυσης] Οικοδ. Δομικός χάλυβας που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία με τη δημιουργία στην επιφάνεια του προεξοχών που αποκαλούνται νευρώσεις για την βελτίωση της πρόσφυσης του με το σκυρόδεμα. Αποκαλείται κοινώς και νευροχάλυβας. High Clouds [Ανώτερα νέφη] Μετωρ. Οικογένεια λευκών και διαφανών γενικά νεφών με θυσανώδη μορφή, αποτελούμενων από παγοκρυστάλλους, που παρατηρούνται κατά κανόνα σε μέσο κατώτερο ύψος 6.000 μέτρων από τη στάθμη της θάλασσας στο τόπο παρατήρησης. Περιλαμβάνουν τους θυσάνους, τα θύσανοστρώματα και τους θυσανοσωρείτες με διεθνή σύμβολα Ci, Cs και Cc αντίστοιχα. High Current Rectifier [Ανορθωτής υψηλού ρεύματος] Η/χκτρον. Ηλεκτρονικό κύκλωμα ή διάταξη με δυνατότητα για τη μεταλλαγή εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές υψηλής έντασης. High Definition Television [Τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας] Επικ. Πρόκειται για το νεότερο τύπο αναλογικής τηλεόρασης, όπου η υψηλή ευκρίνεια της μεταδιδόμενης εικόνας της οφείλεται σε πομπούς και δέκτες με διπλάσιο αριθμό γραμμών και στην αύξηση του λόγου επίδειξης του πλάτους προς το ύψος της εικόνας. High Density Polyethylene [Πολυαιθυλένιο Υψηλής Πυκνότητας] Οργ. Χημ. Είναι γνωστό και ως γραμμικό πολυαιθυλένιο, συμβολίζεται με HDPE και έχει πυκνότητα 0,941-,965. Αποτελείται από γραμμικά ή πολύ λίγο διακλαδωμένα μακρομόρια, με αποτέλεσμα να έχει υψηλή κρυσταλλικότητα, να είναι ανθεκτικό και σκληρό και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέχρι τους

High Level Data Link Control

100 "C. Παρασκευάζεται σε χαμηλή πίεση, παρουσία ειδικών καταλυτών Ziegler-Natta. High Energy Electron Diffraction [Περίθλαση ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας] Φυσ. Στερ. Κατ. Τεχνική της σκέδασης ηλεκτρονίων που χρησιμοποιεί ηλεκτρόνια υψηλής ενέργειας, από 30 KcV έως 70 KeV, ως μέθοδο για την έρευνα της ατομικής ή μοριακής δομής π.χ. των ρευστών, των επιταξιακών στρωμάτων κ.λ.π. High Energy Environment [Περιβάλλον υψηλής ενέργειας] Γεωλ. Υδάτινο περιβάλλον που παρουσιάζει από δυναμικής απόψεως έντονες κινήσεις (ρεύματα, κύματα κ.λ.π.) με συνέπεια να μην ευνοείται η δημιουργία ιζηματογενών αποθέσεων λεπτόκοκκων υλικών. High Energy Particle [Σωματίδιο υψηλής ενέργειας] Πυρην. Φυσ. Στοιχειώδες σωματίδιο με μάζα τάξης μεγαλύτερης των μερικών εκατοντάδων MeV. High Energy Physics [Φυσική υψηλών ενεργειών] Πυρην. Φυα. Ο κλάδος της Φυσικής με πεδίο μελέτης τις ακτινοβολίες και τα σωματίδια υψηλών ενεργειών. High Expansion Alloy [Κράμα υψηλής διαστολής] Μεταλλ.. Κάθε κράμα που χαρακτηρίζεται από υψηλό συντελεστή θερμικής διαστολής, High Fidelity [Υψηλή πιστότητα] Ακουστ. Έτσι χαρακτηρίζονται τα συστήματα καταγραφής, επεξεργασίας και αναπαραγωγής του ήχου, δηλαδή στην ουσία των ηχητικών κυμάτων, και κυρίως των μουσικών προγραμμάτων. High Frequency [Υψηλή συχνότητα] Επικοιν. Συχνότητα που εμπίπτει στη περιοχή του φάσματος των paδιοσυχνοτήτων μεταξύ 3 MHz και 30 MHz με αντίστοιχα μήκη κύματος μεταξύ 100 m και 10 m. Σύμβολο: HF. High Frequency Current [Ρεύμα υψηλής συχνότητας] Ηλεκ. Εναλλασσόμενο ρεύμα του οποίου η συχνότητα εμπίπτει στην περιοχή υψηλών συχνοτήτων, μεταξύ 3 MHz και 30 MHz, του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων, High Frequency Furnace [Κάμινος υψηλής συχνότητας] Ιίλεκ. Τύπος ηλεκτρικής καμίνου επαγωγής στην οποία η θέρμανση του προς τήξη μετάλλου μέσα στο χωνευτήριο γίνεται με τη διοχέτευση είτε άμεσα είτε έμμεσα προς αυτό επαγωγικού ρεύματος, που δημιουργείται από εξωτερική περιέλιξη διαρρεόμενη από ρεύμα υψηλής συχνότητας, εξαρτώμενης από την αντίσταση (είδος, ποσότητα κ.λ.π.) του φορτίου, High Frequency Propagation [Διάδοση υψηλών ενεργειών] Ηλεκτρομαγν. Η διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων χώρου με συχνότητες στην περιοχή των υψηλών συχνοτήτων μέσω της ανάκλασης τους στο αγώγιμο στρώμα της ιονόσφαιρας, High Frequency Resistance [Αντίσταση υψηλής συχνότητας] Ηλεκ. Η σύνθετη αντίσταση που παρουσιάζει ένας αγωγός κατά τη διέλευση εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας, High Frequency Voltmeter [Βολτόμετρο υψηλής συχνότητας] Ηλεκ. Όργανο βολτομέτρου για τη μέτρηση της τάσης εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλών συχνοτήτων. High Grade [Υψηλού βαθμού] Γεν. Όρος που υποδηλώνει ανώτατη ποιότητα, με βάση τη θέση στην ανώτερη περιοχή μιας διαβαθμισμένης κλίμακας (περιεκτικότητας σε συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, απόδοσης κ.λ.π.) High Level Data Link Control [Υψηλής στάθμης έλεγχος σύνδεσης δεδομένων] ΓΙ/jjp. Το πρωτόκολλο,

High Level Language

-692-

που όρισε ο διεθνής οργανισμός προτύπων ISO για τον Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε κάθε χημική διεργασία, η έλεγχο της επικοινωνίας των δεδομένων διαμέσου των οποία λαμβάνει χώρα σε υψηλές τιμές πίεσης, συνήθως δικτύων και προέκυψε ως τροποποίηση του SDLS μεγαλύτερες από 100 atm. (Synchronous Data Link Contml/σύγχρονος έλεγχος High Quartz [Υψιχαλαζίας] Ορυκτ. Ο β χαλαζίας, η σύνδεσης δεδομένων). Πρόκειται για πρωτόκολλο σταθερή μορφή του χαλαζία σε συνθήκες υψηλής θερπροσανατολισμένο στο ψηφίο, χρησιμοποιεί παρεμβο- μοκρασίας σε συνάρτηση και με την πίεση (π.χ. 573' C λή δυαδικών ψηφίων για διαφάνεια δεδομένων και συ- για πίεση 1 Kbar), που προκύπτει από το συνήθη α χαρόμενο παράθυρο για έλεγχο σφαλμάτων και έλεγχο λαζία μέσω σύντομης, αντιστρεπτής διεργασίας μετατροπής με μικρή απορρόφηση ενέργειας και από τον ροής. High Level Language [Γλώσσα υψηλου προγραμματι- οποίο παρουσιάζει μικρές διαφορές, κυρίως υψηλότεσμού") Πληρ. Είναι κάθε γλώσσα προγραμματισμού για ρη συμμετρία και χαμηλότερο ειδικό βάρος και πυκνόηλεκτρονικούς υπολογιστές όπου απαιτείται ένα άλλο τητα. μεταφραστικό πρόγραμμα, ώστε κάθε κώδικας γραμ- High Rank Coal [Ανθρακας υψηλής διαβάθμισης] Ομένος σε αυτήν να μεταφραστεί σε γλώσσα μηχανής, ρυκτ. Ορυκτός άνθρακας υψηλής θερμιδικής αξίας με δηλαδή γλώσσα κατανοητή από το υλικό του υπολογι- πολύ μεγάλη περιεκτικότητα σε άνθρακα και χαμηλή στή. Οι γλώσσες υψηλού επιπέδου είναι εύκολα κατα- περιεκτικότητα σε ανόργανα συστατικά τέφρας, σε υνοητές από τους ανθρώπους, οι οποίοι αντιθέτως είναι γρασία και σε θείο όπως π.χ. ο ανθρακίτης και οι κασχεδόν αδύνατο να μάθουν τη δυαδικής μορφής γλώσ- λής ποιότητας λιθάνθρακες. High Rank Metamorphism [Υψηλού βαθμού μετασα που απαιτεί η λειτουργία ενός υπολογιστή. High Loss Line [Γραμμή υψηλών απωλειών] Επικοιν. μόρφωση] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται η μεταμόρφωση των Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρομαγνητικών σημάτων με- ιζηματογενών και εκρηξιγενών πετρωμάτων που πραγταξύ σημείων τηλεπικοινωνιακού συστήματος που πα- ματοποιείται με φυσικοχημικές διεργασίες σε συνθήρουσιάζει υψηλή κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα κες υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων. High Rise Building [Πολυώροφο κτίριο] Αμχ. Κτίριο μήκους. High Occupancy Vehicle [Υψηλής πληρότητας όχη- συνολικού ύψους πάνω από 30 μέτρα από την επιφάμα] Αντοκιν. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε δημόσιο ή νεια του πεζοδρομίου και με περισσότερους από έξι και ιδιωτικό μεταφορικό μέσο, όπως για παράδειγμα ορόφους. το λεωφορείο, το οποίο εξυπηρετεί τις μετακινήσεις High Strength Bolts [Μπουλόνι υψηλής αντοχής] Τεσχετικά μεγάλου αριθμού ατόμων, καθότι αυτές συμπί- χνολ. High-Tensile Bolt. πτουν έστω εν μέρη σε μία αστική περιοχή. High Strength Concrete [Σκυρόδεμα υψηλής αντοHigh Pass Filter [Φίλτρο υψηλής διέλευσης] Επικοιν. χής] Οικοδ. Σκυρόδεμα που προέκυψε από μια μελέτη Φίλτρο που επιτρέπει τη διέλευση μόνο της πάνω ζώ- σύνθεσης που περιέχει αδρανή υψηλής σκληρότητας νης συχνοτήτων. Είναι μια διάταξη επαγωγικών και και χρησιμοποιείται για την κατασκευή στοιχείων προχωρητικών αντιστάσεων με κατάλληλη συνδεσμολογία εντεταμένου σκυροδέματος. ώστε ουσιαστικά να εμποδίζεται η διέλευση, λόγω ση- High Strength Friction Grip Bolts [Μπουλόνι τριβής μαντικής εξασθένησης του πλάτους τους, των συχνο- υψηλής αντοχής] Τεχνολ. —> High-Tensile Bolts. τήτων της τάσης εισόδου των μικρότερων από μια ο- High Strength Steel [Χάλυβας υψηλής αντοχής] 7cριακή συχνότητα. χνολ. —ϊ High-Tensile Steel. High Performance Liquid Chromatography [Υγρή High Tech [Υψηλή τεχνολογία] Τεχνολ ΣυντομογραφίΧρωματογραφία Υψηλής Πίεσης] Αναλ. Χημ. Χρωμα- α του όρου —» High Technology. τογραφική μέθοδος διαχωρισμού και ανάλυσης μιγμά- High Technology [Υψηλή τεχνολογία] Τεχνολ Ο τομέτων, κατά την οποία το δείγμα εισέρχεται στη χρωμα- ας της τεχνολογίας, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο τογραφική στήλη υπό πίεση. Χρησιμοποιείται ευρέως πεδίο των πρακτικών εφαρμογών, που περιλαμβάνει τα στο διαχωρισμό αμινοξέων και πρωτεϊνών. πλέον πρόσφατα και εξελιγμένα επιτεύγματα των επιHigh Polymer [Μεγάλο Πολυμερές] Ομγ. Χημ. Αναφέ- στημών. ρεται σε μια πολυμερική ένωση που έχει υψηλή τιμή High Temperature Gas Cooled Reactor μοριακού βάρους. Συνήθως, δηλώνει τις ενώσεις με [Αερόψυκτος αντιδραστήρας υψηλής θερμοκρασίας] μοριακό βάρος μεγαλύτερο από ΙΟ4. Πυμην Φυσ. Τύπος πυρηνικού αντιδραστήρα για μονάHigh Pressure Center [Κέντρο υψηλής πίεσης] Μετε- δες παραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ισχύος, ικαωμ. Το κέντρο των ισοβαρών καμπυλών μιας αντικυ- νού να λειτουργεί σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, που κλωνικής κατάστασης όπου επικρατούν και οι υψηλό- στηρίζεται στο κύκλο του ουρανίου και χρησιμοποιεί τερες πιέσεις. γραφίτη ως επιβραδυντή και ήλιο υπό πίεση περίπου High Pressure Mercury Vapour Lamp [Λυχνία α- 100 bars ως ψυκτικό μέσο. Σύμβολο: HTGR. τμών υδραργύρου υψηλής πίεσης] Ηλεκτμον. Φωτιστι- High Temperature Polymer [Πολυμερές Υψηλής κή λυχνία εκκένωσης τόξου που παράγει φως φαινομε- Θερμοκρασίας] Ομγ. Χημ. Δηλώνει ένα πολυμερές υλινικά λευκό με σημαντική, όμως, παραμόρφωση χρω- κό, το οποίο είναι αρκετά ανθεκτικό, ώστε να μπορεί μάτων. Αποτελείται από εντός γυάλινου περιβλήματος να χρησιμοποιηθεί σε υψηλές θερμοκρασίες, χωρίς να αερόκενο δοχείο από χαλαζία με σταγόνα υδραργύρου καταστρέφεται. και αργό με μικρή πίεση που φέρει στα άκρα του δύο High Temperature Reservoir [Δεξαμενή Υψηλής κύρια ηλεκτρόδια καθώς και βοηθητικό ηλεκτρόδιο, Θερμοκρασίας] Φυσ. Χημ. Κατά τη λειτουργία μιας πλησίον του ενός και συνδεδεμένο μέσω αντίστασης θερμικής μηχανής, το ανώτερο επίπεδο θερμοκρασίας, με το άλλο, για την έναρξη της εκκένωσης με μορφή από το οποίο αντλείται θερμότητα. εκκένωσης αίγλης, μέχρι τα κύρια ηλεκτρόδια να απο- High Temperature Superconductor [Υπεραγωγός κτήσουν την απαιτούμενη υψηλή θερμοκρασία. υψηλών θερμοκρασιών] Φυσ. Στεμ. Κατ. Νέα γενιά υHigh Pressure Process [Διεργασία Υψηλής Πίεσης] περαγωγών, τεράστιων δυνατοτήτων εφαρμογών, με

- 693 -

Hilbert David

βάση σύμπλοκα μεταλλικά οξείδια υπό μορφή κεραμι- λανθάνουσα θερμότητα υγροποίησης των υδρατμών, κών υλικών, που παρουσιάζουν υπεραγώγιμη συμπερι- που παράγονται κατά τις διεργασίες της καύσης από φορά σε κρίσιμες θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 77 την ένωση οξυγόνου και υδρογόνου. Κ, του σημείου βρασμού του υγρού αζώτου, όπως π.χ. Higher High Water [Ανώτερη πλήμμη] Ωκεαν. Η ένωση Οαλλίου, βαρίου, ασβεστίου, χαλκού και οξυγό- πλήμμη, από τις δύο φάσεις πλήμμης του ημερήσιου νου με κρίσιμη θερμοκρασία 125 Κ. παλιρροϊκού κύκλου, της οποίας η στάθμη σημειώνει High Tensile Bars [Χάλυβας υψηλής αντοχής] Οικοό. τη μεγαλύτερη κατά ύψος απόσταση από τη μέση ημεΕιδικός χάλυβας υψηλών προδιαγραφών που χρησιμο- ρήσια στάθμη. ποιείται ως τένοντας σε στοιχεία προεντεταμένου σκυ- Higher High Water Interval [Διάστημα ανώτερης ροδέματος. πλήμμης] Ωκεαν. Το χρονικό διάστημα το οποίο παHigh Tensile Bolt [Μπουλόνι τριβής υψηλής αντοχής] ρέρχεται από το χρόνο διάβασης της σελήνης από το Τεχνολ. Μπουλόνι κατασκευασμένο από χάλυβα υψη- μεσημβρινό του τόπου έως την ακριβή ώρα της επόμελής αντοχής που σφίγγεται με ειδικό γαλλικό κλειδί το νης ανώτερης πλήμμης. οποίο διαθέτει όργανο μέτρησης της τάσης που εφαρ- Higher Limb [Ανώτερο χείλος] Αστρον. Το τμήμα του μόζεται για το σφίξιμο. Με αυτού του τύπου τα μπου- χείλους του δίσκου ενός ουράνιου σώματος και ιδιαίλόνια ένα ποσοστό των τάσεων μεταβιβάζεται μέσω τερα του Ήλιου, της Σελήνης ή ενός από τους πλανήτης τριβής και όχι μόνο από την αντοχή σε διάτμηση τες που απέχει περισσότερο από το σημείο του τόπου παρατήρησης. της διατομής του μπουλονιού. High Tensile Steel [Χάλυβας υψηλής αντοχής] Τεχνολ. Higher Low Water [Ανώτερη ρηχία] Ωκεαν. Η ρηχία, Χάλυβας που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία με σκο- από τι ς δύο φάσεις ρηχίας του ημερήσιου παλιρροϊκού κύκλου, της οποίας η στάθμη σημειώνει τη μεγαλύτεπό την αύξηση της αντοχής του σε εφελκυσμό. High Tide [Πλήμμη] Ωκεαν. Η φάση του παλιρροϊκού ρη κατά ύψος απόσταση από τη μέση ημερήσια στάθκύκλου κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας βρί- μη. σκεται στο ανώτερο της σημείο πάνω από τη μέση Higher Low Water Interval [Διάστημα ανώτερης ρηστάθμη κατά την ολοκλήρωση της φάσης της πλημμυ- χίας] Ωκεαν. Το χρονικό διάστημα το οποίο παρέρχερίδας. ται από το χρόνο διάβασης της σελήνης από το μεσημHigh Vacuum [Υψηλό Κενό] Μηχ. Ορίζεται η περιοχή βρινό του τόπου έως την ακριβή ώρα της επόμενης ανώτερης ρηχίας. πιέσεων από ΙΟ*4 έως 10" kPa. High Velocity Cloud [Νέφος υψηλής ταχύτητας] Α- Higher Plane Curve [Ανώτερη επίπεδη καμπύλη] Μαστρον. Νέφος αερίου, κυρίως ατομικού υδρογόνου, μη θημ. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που σχηματίπλήρως εξακριβωμένης φύσης και προέλευσης, που ζουν μια επίπεδη3 καμπύλη με εξίσωση η οποία είναι κινείται στο γαλαξιακό χώρο με υψηλή ταχύτητα της βαθμού n όπου η 3. τάξης των εκατοντάδων χιλιομέτρων κατά δευτερόλε- Higher Transit [Ανω διάβαση ή μεσουράνηση] Απτο και θεωρείται πιθανό ότι σχετίζεται με περιοχή υ- στρον. Η μία από τις δύο, μέσα σ' ένα 24ωρο, χρονικές ψηλού ρυθμού σχηματισμού αστέρων. στιγμές της φαινόμενης διέλευσης ενός ουράνιου σώHigh Velocity Star [Αστέρας υψηλής ταχύτητας] Α- ματος από το μεσημβρινό του τόπου παρατήρησης, εστρον. Αστέρας που παρουσιάζει μεγάλη ταχύτητα σε κείνη κατά την οποία η θέση του βρίσκεται στο μεγασχέση με την ταχύτητα του ηλιακού συστήματος, κι- λύτερο από τον ορίζοντα ύψος. Αν συμβαίνει, σε σχένούμενος γενικά σε τροχιά κεκλιμένη ως προς το επί- ση με την κάτω διάβαση, υπέρ ή υπό ή εκατέρωθεν του ορίζοντα καθορίζει το αν το ουράνιο σώμα είναι αειπεδο του γαλακτικού δίσκου. High Voltage [Υψηλή τάση] Ιίλεκ. Υψηλή τιμή της φανές, αφανές ή ανατέλλον και δύον αντίστοιχα. διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός κυκλώ- Highland [Υψηλή χώρα ή υψίπεδο] Γεωλ. Χερσαία έματος είτε σε όρους ασφαλείας είτε σε σχέση με την κταση με επίπεδη και γενικά ομαλής ανάπτυξης επιφάαπαιτούμενη τάση κανονικής λειτουργίας μιας διάτα- νεια σε σχετικά μεγάλο ύψος πάνω από τη στάθμη της ξης· θάλασσας. High Water Inequality [Ανισότητα πλημμών] Ωκεαν. Highway [Αυτοκινητόδρομος] Γεν. Οδός ταχείας κυΗ κατά ύψος διαφορά των αποστάσεων της στάθμης κλοφορίας με δυνατότητα απορρόφησης υψηλών κυτων φάσεων των δύο πλημμών του ημερήσιου παλιρ- κλοφοριακών φόρτων που χρησιμεύει ως κύρια κυκλοροϊκού κύκλου από τη μέση ημερήσια στάθμη. φοριακή αρτηρία αστικών και υπεραστικών οδικών High Water Line [Γραμμή πλήμμης] Ωκεαν. Η γραμμή δικτύων. που προκύπτει από την τομή των επιπέδων της πλήμ- Highway Engineering [Οδοποιία] Πολ. Μηχ. Γνωστιμης και της χέρσου. κό αντικείμενο του κλάδου πολιτικού μηχανικού το High Water Lunitidal Interval [Σεληνοπαλιρροϊκό οποίο ασχολείται με την συλλογή, επεξεργασία και αδιάστημα πλήμμης] Ωκεαν. Το χρονικό διάστημα που ξιοποίηση των γνώσεων που σχετίζονται με τη μελέτη παρέρχεται από το χρόνο διάβασης της σελήνης από το και κατασκευή οδών ταχείας κυκλοφορίας. μεσημβρινό του τόπου έως την ακριβή ώρα της επόμε- Hilbert Cube [Κύβος του Hilbert] Μαθημ. Το συμπανης πλήμμης. γές σύνολο των στοιχείων του χώρου Hilbert της μορHigh Water Stand [Παλιρροιοστάσιο πλήμμης] Ωκε- φής χ=-Ση=ιαηεΠ, όπου <εΠ> ένα μετρητό ορθοκανονιαν. Το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της φάσης κό σύστημα στο χώρο Hilbert, On μια πραγματική ακοτης πλήμμης κατά το οποίο δεν παρατηρείται καμία λουθία τέτοια ώστε: 'Λαρ'Λ^ 1/n, για κάθε η=1,2,... μεταβολή της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων. Hilbert David (1862-1943) [Γερμανός μαθηματικός] Higher Heating Value [Ανώτερη θερμιδική αξία] Μαθημ. Ασχολήθηκε κυρίως με τις ολοκληρωτικές εξιΦυσ. Η τιμή της θερμιδικής αξίας ενός καυσίμου πε- σώσεις, τη γεωμετρία, κατασκεύασε την καμπύλη ριέχοντος υδρογόνο που υπολογίζεται με βάση την Hilbert και συνέβαλε στην θεωρία αριθμών και στην προϋπόθεση, ότι στη θερμότητα καύσης συνεισφέρει η μαθηματική λογική.

Hilbert Space

-694-

Hilbert Space [Χώρος Hilbert] Μαθημ. Ο χώρος Η με εσωτερικό γινόμενο, ο οποίος είναι πλήρης μετρικός χώρος ως προς την μετρική που ορίζει, η στάθμη (ηθΓΓη)-δηλαδή πρόκειται για ένα χώρο Banach. Επίσης, κάθε ακολουθία Cauchy στον μετρικό χώρο Η συγκλίνει ως προς την στάθμη που προέρχεται από το εσωτερικό γινόμενο. Hilda Group [Ομάδα Χίλντα] Αστρον. Ομάδα αστεροειδών των οποίων η τροχιά σε σχέση με την τροχιά του Δία παρουσιάζει σχέση, 3/2 δηλ. κάνουν τρεις περιφορές περί τον Ήλιο σε αντίστοιχες δύο του Δία. Hiidebrand Electrode [Ηλεκτρόδιο Hildebrand] Φυσ. Χημ. Είναι γνωστό ως ηλεκτρόδιο υδρογόνου. —> Hydrogen Electrode Hildebrand Function [Συνάρτηση Hildebrand] Φυα. Χημ. Ισχύει για μη πολικές οργανικές ενώσεις και υπολογίζει την παράμετρο διαλυτότητας (δ) ως συνάρτηση της θερμότητας εξάτμισης (ΔΗ), της θερμοκρασίας (Τ), του μοριακού βάρους (Μ) και της πυκνότητας (D), ως εξής: δ = [D(AH-RT)/M]l/*. Hilgardite [Χιλγκαρδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο χλωριούχο και βορικό ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους, αδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,6. Hillebrandite [Χιλλεμπρανδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκωπούς, διάφανους έως ημιδιάφανους και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Himalia [Ιμαλία] Αστρον. Ο αναφερόμενος ως Jupiter VI δορυφόρος του Δία, ο έκτος κατά σειρά ανακάλυψης (το 1904). Έχει ισημερινή διάμετρο 186 χλμ, οπτικό μέγεθος 14,84 και κινείται με τροχιακή περίοδο 250,56 γήινων ημερών γύρω από το πλανήτη σε μέση απ' αυτόν απόσταση 11.480 χιλ. χλμ. Hind's Nebula [Νεφέλωμα του Χιντ] Αστρον. Το μεταβλητό μικρό και αμυδρό νεφέλωμα NGC 1554 και 1555 της κατηγορίας των ανακλαστικών, που βρίσκεται στον αστερισμό του Ταύρου γύρω από το μεταβλητό αστέρα Τ, σε ορθή αναφορά 4 ώρες και απόκλιση 19,32 μοίρες. Hinge [Αρθρωση] Τεχνολ. Μεταλλικός σύνδεσμος που αποτελείται από δύο τεμάχια δίνοντας τη δυνατότητα κίνησης γύρω από έναν άξονα μεταξύ των δύο στοιχείων που συνδέει. Στην ομάδα αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι μεντεσέδες. Hinged Arch [Αρθρωτό τόξο] Πολ. Μηχ. Στατικός φορέας σε σχήμα αψίδας ο οποίος εδράζεται στις στηρίξεις με αρθρωτούς συνδέσμους ή αποτελείται από δύο τεμάχια που συνδέονται με άρθρωση στη στέψη. Hingganite [Χινγκανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό βηρύλλιο και ύττριο, της ομάδας του δατολίτη-γαδολινίτη. Σχηματίζει κιτρινόχρωμους ή κυανόχρωμους, διαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 έως 7 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,8. Hinsberg Test [Μέθοδος Hinsberg] Opy. Χημ. Πειραματική διαδικασία, με την οποία μπορεί να διαπιστωθεί αν μια αμίνη είναι πρωτοταγής, δευτεροταγής ή τριτοταγής. Η αμίνη αναμιγνύεται με C6H5S02C1, παρουσία υδατικού διαλύματος ΚΟΗ. Η πρωτοταγής σχηματίζει αποκατεστημένο σουλφοναμίδιο, διαλυτό

στο ΚΟΗ, η δευτεροταγής δίνει αδιάλυτο σουλφοναμίδιο, ενώ η τριτοταγής αμίνη δεν αντιδρά. Hip Joint [Κόμβος] Πολ. Μηχ. Σε ένα δικτύωμα ο κόμβος που δημιουργείται μεταξύ του άνω πέλματος του δικτυώματος και της διαγωνίου. Hip Rafter [Κεκλιμένη δοκός] Οικοδ. Δομικό στοιχείο του φορέα μιας κεκλιμένης στέγης που γεφυρώνει την απόσταση μεταξύ της κορυφής του τοίχου και τη στέψη της στέγης διαμορφώνοντας ένα κεκλιμένο επίπεδο. Hip Roof [Κεκλιμένη στέγη] Αρχ. Στέγη κτιρίου που αποτελείται από τέσσερα κεκλιμένα επίπεδα, δύο με μορφή τραπεζίου και τα άλλα δύο με μορφή τριγώνου. Hippuric Acid [Ιππουρικό Οξύ] Opy. Χημ. Είναι το Νβενίοϋλο-αμινο-οξικό οξύ, με χημικό τύπο C6H5CONHCH2COOH, μοριακό βάρος 179,18 και σημείο τήξεως 190-193 °C. Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, η οποία λαμβάνεται κυρίως από φυτοφάγα ζώα και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Hirayama Family [Οικογένεια Χιραγιάμα] Αστρον. Ομάδα αστεροειδών της ζώνης μεταξύ Αρης και Δία που συγκροτούνται από αστεροειδείς με σχετικά κοινά σημεία τροχιακής κίνησης, πιθανά υπολείμματα μεγαλύτερου αστρικού σώματος που υπέστη διάσπαση. Φέρουν το όνομα του σημαντικότερου μέλους τους και οι κυριότερες είναι της Θέμιδας, της Ηούς, της Χλωρίδας, της Ουγγαρίας κ.λ.π. Hiroult Process [Διεργασία Hiroult] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική μέθοδος παραγωγής αργιλίου. —» Hall Process Hisingerite [Χισινγκερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό πυριτικό τρισθενή σίδηρο. Σχηματίζει μελανόχρωμους, υποδιάφανους και με λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5 έως 3. Histamine [Ισταμίνη] Βιοχημ. Αλκαλοειδής ένωση του τύπου C5H9N3 που απαντά φυσιολογικά, σε μικρές ποσότητες, σε φυτικούς και ζωικούς ιστούς, σχηματιζόμενη από την ιστιδίνη ως προϊόν αποκαρβοξυλίωσης και παρασκευάζεται, επίσης, συνθετικά. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση διαλυτή στο ύδωρ και την αλκοόλη. Βιολογικά επενεργεί κυρίως επί των εκκρίσεων του στομάχου, των αγγείων και των λεπτών μυϊκών ινών. Histidine [Ιστιδίνη] Βιοχημ. Αμινοξύ του τύπου θ6Η9θ2Ν3.που αποτελεί ιμιδαζολικό παράγωγο και βρίσκεται στο ενεργό κέντρο πολλών ενζύμων. Είναι άχροη κρυσταλλική ένωση, οπτικά ενεργή και παρέχεται ως συμπλήρωμα διατροφής. Histochemistry [Ιστοχημεία] Βιοχημ. Ο κλάδος της βιοχημείας που μελετά τη φύση και τη κατανομή των χημικών ουσιών στα κύτταρα και τους ιστούς του οργανισμού. Histogram1 [Ιστόγραμμα] Μαθημ. Είναι ένας τρόπος γραφικής αναπαράστασης μίας διακριτής συνάρτησης με τη χρήση οριζοντίων ή κατακόρυφων ράβδων, οι οποίες έχουν μήκος ανάλογο προς την τιμή της συνάρτησης στο κάθε σημείο. Histogram 2 [Ιστόγραμμα] Στατ. Η γραφική παράσταση των συχνοτήτων των ομαδοποιημένων παρατηρήσεων ενός δείγματος ως εξής: στον οριζόντιο άξονα ενός συστήματος ορθογώνιων αξόνων, τοποθετούνται τα όρια των κλάσεων σε κατάλληλη κλίμακα, και στον κατακόρυφο άξονα οι αντίστοιχες συχνότητες των κλάσεων. Τα διαδοχικά ορθογώνια, οι ιστοί που σχηματίζο-

-695 -

Hoistman

νται έχουν βάση ίση με το πλάτος κάθε κλάσης και ύ- μους, με υαλώδη λάμψη, ποικίλη διαφάνεια και τέψος τέτοιο ώστε το εμβαδόν κάθε ορθογωνίου να είναι λειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 έως 5 στη κλίμακα Μος ίσο με τη συχνότητα της αντίστοιχης κλάσης. Histone [Ιστόνη] Βιοχημ. Κατηγορία απλών υδατοδια- και ειδικό βάρος 3,9. λυτών πρωτεϊνών που βρίσκονται κυρίως στους κυττα- Hofmann Degradation [Αποικοδόμηση κατά ρικούς πυρήνες τους σχετιζόμενους με τα νουκλεϊκά Hofmann] Ομγ. Χημ. Αντίδραση αποικοδόμησης αμιδίοξέα και απελευθερώνουν υδρολυόμενες πολλά βασι- ου, με επίδραση Κ Ο Β Γ και Κ Ο Η , προς σχηματισμό ακά αμινοξέα. μίνης με ένα λιγότερο άτομο άνθρακα. Το σχήμα της Historical Geology [Ιστορική γεωλογία] Γεωλ. Ο κλά- αντίδρασηc έχει ως εξής: RCONH2 + ΚΟΒΓ + 2ΚΟΗ RNH2 + K2C03 + KBr + Η 2 0 δος της γεωλογίας που μελετά το παρελθόν της Γης, μέσω της διερεύνησης της φυσικής διαδοχής όλων των Hofmann Exhaustive Methylation Reaction μεταβολών που έλαβαν χώρα και της αναπαράστασης [Αντίδραση Εξαντλητικής Μεθυλίωσης κατά των εξελικτικών μορφών του πλανήτη, του κλίματος, Hofmann | Ομγ. Χημ. Μέθοδος διάνοιξης ετεροκυκλατης κατανομής των έμβιων όντων κ.λ.π. Περιλαμβάνει κών δακτυλίων, με επίδραση σε αμίνη αρχικά CH3I και τη παλαιοκλιματολογία, τη παλαιογεωγραφία, τη πα- στη συνέχεια Ag20. Έτσι σχηματίζεται τεταρτοταγής λαιοντολογία κ.λ.π. αμμωνιοβάση, η οποία επιβάλλεται σε θερμική διάHittorf Cell [Κελί Hittorf] Φυσ. Χημ. Ηλεκτροχημικό σπαση. κελί που χρησιμοποιείται στη μέθοδο Hittorf. Μεταξύ Hofmann - Loffler Reaction [Αντίδραση Hofmannανόδου και καθόδου, περιέχει κεντρικό τμήμα, στο ο- Loffler] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία ποίο θεωρείται ότι η σύσταση του ηλεκτρολύτη δε με- Ν-ολογονωμένες αμίνες, που έχουν σε θέση 4 ή 5, αλταβάλλεται κατά τη δίοδο του ρεύματος. Επίσης, πε- κύλιο με ένα άτομο υδρογόνου, θερμαίνονται με θειικό ριέχει ενσωματωμένο κελί αγωγιμότητας, ώστε να μην οξύ και δίνουν πυρρολιδίνες ή πιπεριδίνες. είναι απαραίτητη η απομάκρυνση του διαλύματος για Hofmann - Martius Reaction [Αντίδραση Hofmannτην ανάλυσή του. Martius] Ομγ. Χημ. Όταν υδροχλωρικά άλατα αρυλοHittorf Method [Μέθοδος Hittorf] Φυσ. Χημ. Ηλε- αλκυλομινών θερμαίνονται στους 200-300 °C, παράγεκτροχημική μέθοδος για τον υπολογισμό των αριθμών ται π-αλκυλο-πρωτοταγής αμίνη. μεταφοράς ιόντων. Συνίσταται στη μέτρηση του ρεύ- Hofmann Reaction [Αντίδραση Hofmann] Ομγ. Χημ. ματος που περνά από το κελί και στον αναλυτικό υπο- —> Hofmann Degradation λογισμό της μεταβολής της σύστασης στα δύο ηλε- Hofmann Rearrangement [Μετάθεση Hofmann] Ομγ. κτρόδια. Χημ. Αντίδραση, βασισμένη στην αποικοδόμηση κατά Ηο [Σύμβολο Ηο] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του Hofmann, όπου α-φαινυλο-αμίδιο μετατρέπεται σε αφαινυλο-αμίνη, με απομάκρυνση ενός μορίου C0 2 . στοιχείου του ολμίου. Hoar Crystal [Κρύσταλλος πάχνης] Μετεωμ. Κάθε έ- Hogback [Απότομη ράχη] Γεωλ. Τύπος κρημνώδους νας από τους λεπτούς παγοκρυστάλλους επί διαφόρων ανύψωσης των ανθεκτικών ιζηματογενών εδαφών με σωμάτων που σχηματίζονται ως υδρομετέωρα κατά το απότομα, λόγω μεγάλης κλίσης των στρωμάτων, αμφίφαινόμενο της πάχνης λόγω άμεσης μετάβασης από πλευρα και σχετικά ομαλής ανάπτυξης πρανή συνενούτην αέρια στη στερεή κατάσταση, επί επιφανειών των μενα σε μία πολύ στενή και αιχμηρή επιμήκη κορυφή. οποίων η θερμοκρασία κατέρχεται, λόγω έντονης και Hogbomite [Χογκμπομίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούκυρίως νυχτερινής ακτινοβολίας, υπό το σημείο της μενο από οξείδιο του μαγνησίου, του αργλίου, του διδρόσου. σθενούς σιδήρου και του τιτανίου. Σχηματίζει μελαHob [Ράφι τζακιού] Οικοδ. Είναι μία οριζόντια επίπεδη νούς, υποδιάφανους έως αδιάφανους, με αδαμάντινη προεξοχή της εσωτερικής επιφάνειας ενός τζακιού ό- λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει που τοποθετούνται τα τρόφιμα που επιθυμεί να διατη- σκληρότητα 6.5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,8. ρήσει κανείς ζεστά. Hoba Meteorite [Μετεωρίτης Χόμπα] Αστμον. Ο μεγα- Hohmannite [Χομαννίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούλύτερος μετεωρίτης που έχει βρεθεί επί της Γης, στη μενο από ένυδρο βασικό θειικό τρισθενή σίδηρο. Σχηπεριοχή της Ναμίμπια, από σύγκρουση που έγινε πριν ματίζει καστανόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς 80.000 χρόνια και ηλικίας περίπου 200 έως 400 εκα- και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συτομ. χρόνων. Είναι ασυνήθιστου κυβοειδούς σχήματος, στήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και βάρους μεγαλύτερου από 60 τόνους, όγκου περίπου 9 ειδικό βάρος 2,2. κυβικών μέτρων και σύστασης αποτελούμενης κατά Hoist [Ανυψωτήρας] Οικοδ. 1. Ανελ^κυστήρας εξωτεριπροσέγγιση από 82 % σίδηρο, 16 % νικέλιο, 1% κο- κής χρήσης που χρησιμοποιείται στα εργοτάξια για μεβάλτιο και πλήθος ιχνοστοιχείων. ταφορά υλικών μεταξύ των ορόφων. 2. Χειροκίνητος Hockel Rule [Κανόνας Hockel] Ομγ. Χημ. Ο αρωματι- γερανός μικρής χωρητικότητας που λειτουργεί με ένα κός χαρακτήρας δεν προϋποθέτει την ύπαρξη εξαμε- σύστημα τροχαλιών και σχοινιών για κατακόρυφες μελούς δακτυλίου, αλλά μπορεί να εμφανισθεί και σε με- ταφορές μικρών φορτίων στο εργοτάξιο. γαλύτερους ή μικρότερους, αρκεί να περιέχουν (4η+2) Hoist Operator [Χειριστής ανυψωτήρα] Οικοδ. —» π ηλεκτρόνια, όπου n ακέραιος αριθμός. Hoistman. Hod [Πηλοφόρι] Πολ. Μηχ. Επίπεδο μεταλλικό ή ξύλι- Hoist Tower [Πύργος ανυψωτικού μηχανήματος] Οινο δοχείο κατάλληλο για μεταφορά κονιάματος που κοδ. Προσωρινή εγκατάσταση που φέρει το σύστημα φέρεται στον ώμο για τη μεταφορά του υλικού σε μι- λειτουργίας ενός εργοταξιακού ανελ.κυστήρα. κρές αποστάσεις εντός του εργοταξίου. Hoisting [Ανύψωση] Οικοδ. Διαδικασία κατακόρυφης Hodgkinsonite [Χοντγκισονίτητς] Ομυκτ. Ορυκτό απο- μεταφοράς υλικών μέσω χρήσης ανυψωτικών μηχανητελούμενο από βασικό πυριτικό μαγγάνιο και ψευδάρ- μάτων σε εργοτάξια, ορυχεία, κλ.π. γυρο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους ή πορτοκαλόχρω- Hoistman [Χειριστής ανυψωτήρα] Οικοδ. Ο εργάτης

Holdenite

-696-

που χειρίζεται ένα ανυψωτικό μηχάνημα, χειροκίνητο Hollow Clay Tile [Διάτρητο τούβλο] Οικοδ. Hollow Brick. ή μηχανοκίνητο, σε εργοτάξιο. Holdenite [Ολδενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο Hollow Core Construction [Κούφιο δομικό στοιχείο] από ένυδρο πυριτικό και αρσενικικό ψευδάργυρο, μα- Οικοδ. Δομικό στοιχείο το οποίο αποτελείται από ένα γνήσιο και μαγγάνιο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, με εσωτερικό πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η επένυαλώδη λάμψη, ημιδιάφανους κρυστάλλους του ορθο- δυση. Συνήθως ο όρος αναφέρεται σε στοιχεία από ξυρομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμα- λεία. κα Μος και ειδικό βάρος 4,1. Hollow Core Door [Κούφια πόρτα] Οικοδ. Πόρτα που Holder's Inequality [Ανισότητα Holder] Μαθημ. Έ- αποτελείται από ένα εσωτερικό πλχχίσιο πάνω στο οστω ρ, q πραγματικοί αριθμοί τέτοιοι ώστε: 1<ρ, q<+~ ποίο είναι τοποθετημένη η επένδυση. Ο όρος χρησιμοκαι 1/ρ + 1/q = 1 και f, g πραγματικές συναρτήσεις με f ποιείται σε αντιδιαστολή με την συμπαγή πόρτα. € Lp, ge Lq .Τότε: f.g e L1 και Hollow Gravity Dam [Κιβωτοειδές φράγμα βαρύτητας] Πολ. Μηχ. Φράγμα βαρύτητας που ο κορμός του δεν είναι συμπαγής αλλά περιέχει κενά αέρος. Οι δύο εξωτερικές παρειές συνδέονται μεταξύ τους με οριζόΠ α μ 1 1 / l l 9 H ντια στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος σε τακτές α0 ' ποστάσεις. Hollow Section [Κοίλη διατομή] Πολ. Μηχ. Μεταλλική Για p=q=2, προκύπτει η ανισότητα Cauchy-Schwarz. Holderbat [Στήριγμα σωλήνα] Οικοδ. Πρόκειται για ράβδος ορθογώνιας ή τετράγωνης διατομής που είναι μεταλλικό εξάρτημα με το οποίο στερεώνεται ένας σω- κενή στο κέντρο της και τα τοιχώματα της έχουν μικρό λήνας παράλληλα στην επιφάνεια του τοίχου. Έχει τη πάχος. Αυτού του τύπου οι ράβδοι χρησιμοποιούνται μορφή δακτυλίου, αποτελούμενο από δύο ημικύκλια για την κατασκευή δικτυωμάτων ή για κιγκλιδώματα. τα οποία συνδέονται μεταξύ τους στη μία άκρη και με Hollow Tile [Διάτρητος τσιμεντόλιθος] Οικοδ. Δομικό ένα επιπλέον βιδωτό στέλεχος στηρίζεται στον τοίχο. υλικό από σκυρόδεμα για την κατασκευή τοιχοποιίας Holding Time [Χρόνος καθυστέρησης] Υδρ. —» με κενά στον όγκο του. Detention Time. Hollow Tile Floor [Μυκητοειδείς πλάκα] Πολ. Μηχ. 1 Hole [Κενό] Αεροναυτ. Καθοδικο ρεύμα αέρα που προ- Πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα η οποία αποτελεί καλεί σε αεροσκάφη απότομη και ανώμαλη προσωρινή κάτοψη ενός δοκιδοτού πλαισίου και τοποθετείται μεταξύ των δοκίδων διάτρητων τούβλων. Χρησιμοποιείαπώλεια του υψόμετρου πτήσης. 2 Hole [Κενό] Φυα. Στερ. Κατ. Κάθε κενή, μη καταλαμ- ται για μείωση του ιδίου βάρους της πλάκας η οποία βανόμενη από ηλεκτρόνιο θέση στη θεωρούμενη πλή- έχει μικρότερο συνολικό βάρος από μια πλάκα με συρη ενεργειακή ζώνη ενός κρυσταλλικού στερεού που μπαγές σκυρόδεμα. δρα ως φορέας θετικού φορτίου, μεγέθους ίσου με ε- Hollow Wall [Κενός τοίχος] Οικοδ. Τοίχος ο οποίος κείνο το ηλεκτρονίου. αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές τούβλων σε Hole Conduction [Αγωγή οπών] Φυα. Στερ. Κατ. Η απόσταση μεταξύ τους δημιουργώντας κενό αέρος. αγωγιμότητα σ* ένα ημιαγωγό λόγω της μετακίνησης Holmberg Effect [Φαινόμενο Χόλμπεργκ] Αστροφυα. μέσα στη ζώνη σθένους (σύμφωνα με τη κατεύθυνση Τα φαινόμενο της ύπαρξης σχέσης των χρωματικών του πεδίου κατά την .εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου) δεικτών δυαδικών συστημάτων γαλαξιών όλων των των οπών, που δρουν ως φορείς θετικού φορτίου, κα- τύπων (ιδιαίτερα ίδιας μορφολογίας όπως σε ζεύγη SS θώς ηλεκτρόνια σθένους από γειτονικούς δεσμούς με- και EE), της χρωματικής διαφοράς ελαττούμενης με τη ταφέρονται και πληρούν τις υπάρχουσες οπές δημιουρ- μείωση της διαφοράς των ακτινικών ταχυτήτων. γώντας στις θέσεις απόσπασης καινούργιες. Holmberg Radius [Ακτίνα Χόλμπεργκ] Αστροφυα. ΑHollandite [Ολλανδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο κτίνα, φωτομετρικά υπολογιζόμενη, για το καθορισμό από οξείδιο του βαρίου και του μαγγανίου, της ομάδας των διαστάσεων ενός γαλαξία. Ορίζεται αυθαίρετα ως του, λαμπρότητας ίσης του κρυπτομελάνη. Σχηματίζει φαιούς ή μελανούς, α- η ακτίνα ισόφωτης επιφάνειάς 2 διαφανείς και αλαμπείς κρυστάλλους του μονοκλινούς με 26,5 mag.arcsec" και παρουσιάζει συστηματικό συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 6 στη κλίμακα σφάλμα (προκύπτει μικρότερη) για γαλαξίες χαμηλής επιφανειακής φωτεινότητας, όπως οι ακανόνιστοι και Μος και ειδικό βάρος 4,7 έως 5. Hollerith Code [Κώδικας Hollerith] Μαθημ. Ο κώδι- οι τελευταίου τύπου σπειροειδείς. Σύμβολο: R ΗΟ. κας, ο οποίος κατασκευάστηκε από τον Hollerith Holmium [Ολμιο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο που Herman, με σκοπό την απεικόνιση στοιχείων πάνω σε ανήκει στις λανθανίδες. Συμβολίζεται ως Ηο και έχει κάρτες με συνδυασμό διατρήσεων. Χρησιμοποιήθηκε ατομικό αριθμό 67, σημείο τήξεως 1474 °C και σημείο το 1890 για την επεξεργασία των στοιχείων της απο- ζέσεως 2695 °C. Υπάρχει ένα φυσικό ισότοπο, το γραφής των Η.Π.Α. Ηο και 18 τεχνητά. Hollerith Herman (1860-1929) [Μαθηματικός Αμερι- Holmquistite [Χολμκοϊστίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτεκανός] Μαθημ. Κατασκεύασε την μηχανή κατατάξεως λούμενο από βασικό πυριτικό αργίλιο, μαγνήσιο και με την βοήθεια της οποίας επεξεργάστηκαν τα στοιχεία λίθιο, της ομάδας των αμφιβόλων. Σχηματίζει κυανούς της απογραφής των Η.Π.Α το 1890. Το 1896, ίδρυσε ή ιώδεις, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμτην εταιρεία Tabulating Machine Company, που από ψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβιτο 1924 και μετά είναι γνωστή ως International κού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Business Machines (IBM). Μος και ειδικό βάρος 2,2. Hollow Block [Διάτρητος τσιμεντόλιθος] Οικοδ. —> Holocene [Ολόκαινο] Γεωλ. Η καλούμενη και ΑλλούHollow Tile. βιον ή Σύγχρονη νεότατη υποπερίοδος της ΤεταρτογεHollow Brick [Διάτρητο τούβλο] Οικοδ. Τούβλο που νούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, που άρχισε πριν από περίπου 10.000 χρόνια και διαρκεί μέχρι σήδεν είναι συμπαγές και περιέχει κενά στον όγκο του.

-697μερα. Περιλαμβάνει τη μεσολιθική και τη νεολιθική εποχή καθώς και την εποχή του σιδήρου και του ορείχαλκου. Holocrystalline [Ολοκρυσταλλικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται στον ιστό πλουτωνικών και φλεβικών πετρωμάτων των οποίων η κύρια μάζα παρουσιάζει σε όλη της τη συνέχεια καλή κρυστάλλωση. Holoenzyme [Ολοένζυμο] Βιοχημ. Το ένζυμο ως ολοκληρωμένο σύνολο αποτελούμενο από τα δύο συστατικά του τμήματα, το αποένζυμο και το συνένζυμο, που μόνο υπό αυτή τη μορφή είναι ικανό να επιτελέσει τη βιολογική καταλυτική του δράση. Hologram [Ολόγραμμα] Οπτικ. Τα τρισδιάστατο σχήμα του ειδώλου που σχηματίζεται, επί ενός φωτοευαίσθητου υλικού μέσου, κατά την έκθεση του σε φως, κυρίως λέιζερ, με τη τεχνική της ολογραφίας και που αναπαράγει την εικόνα του αντικειμένου μετά τη διεργασία της εμφάνισης, ιδιαίτερα παρατηρούμενο με σύμφωνο φως και με συγκεκριμένη διεύθυνση. Holographic Interferometry [Ολογραφική συμβολομετρία] Οπτικ. Τεχνική δημιουργίας συμβολής από φως προερχόμενο από ένα αντικείμενο και από το επανακτώμενο κύμα (δέσμη αναφοράς) ολογράμματος του αντικειμένου. Έχει εφαρμογή ως μέθοδος σύγκρισης της εσωτερικής κατάστασης υλικών για τη διαπίστωση τυχόν μεταβολών (μετατοπίσεων, διαστολών κ.λ.π.), αφού η ύπαρξη τους προκαλεί διαφορά φάσης και παραγωγή κροσσών συμβολής. Holography [Ολογραφία] Οπτικ. Τεχνική για την παραγωγή τρισδιάστατης εικόνας ενός αντικειμένου επί ενός φωτογραφικού φιλμ, ως εικόνας συμβολής παραγόμενη από τη σύνθεση δύο φωτεινών δεσμών με σταθερή διαφορά φάσης, κυρίως με χρήση πηγής λέιζερ. Holohedral [Ολοεδρικός] Κμυστα/λ. Η μία από τις κατηγορίες διάκρισης των τάξεων των κρυσταλλικών συστημάτων (και κατ' επέκταση οι αντίστοιχοι κρύσταλλοι) στην οποία ανήκουν οι τάξεις που περιλαμβάνουν απλά κρυσταλλικά σχήματα με τον ανώτερο αριθμό εδρών. Holomorphic [Ολόμορφη συνάρτηση] Μαθημ. Η συνάρτηση f:E-+ R ή C, όπου EQR ή C, καλείται αναλυτική σε σημείο Ζο του Ε, εάν υπάρχει περιοχή του Ζο, που ανήκει στο Ε, έτσι ώστε για κάθε ζ της περιοχής αυτής, η ίνα είναι παραγωγίσιμη. Μπορεί να παρασταθεί ως δυναμοσειρά. Πολύ συχνά, ταυτίζεται με τον όρο αναλυτική συνάρτηση. Η ολομορφία σε ένα σημείο σημαίνει παραγωγισιμότητα σε μια περιοχή του σημείου, ενώ η έννοια της παραγωγισιμότητας σε σημείο αφορά το σημείο αυτό μόνο. Επίσης, μπορεί μια συνάρτηση να είναι παραγωγίσιμη σε σημείο αλλά να μην είναι ολόμορφη σ'αυτό και το αντίστροφο. σελ98σπανδαγοσ Holophotal [Ολόφωτος] Οπτικ. Όρος που χαρακτηρίζει οπτική διάταξη (π.χ. κάτοπτρο, φακό) ικανή να αποδίδει τη διαθέσιμη φωτιστική ισχύ χωρίς σημαντικές απώλειες. Holophote [Ολόφωτο] Οπτικ Διάταξη αποτελούμενη από φακούς και κάτοπτρα, ιδιαίτερα χρησιμοποιούμενη ως οπτικό φάρων, που είναι σχεδιασμένη να συγκεντρώνει το διαθέσιμο φως από τη φωτιστική πηγή και να το κατευθύνει χωρίς σημαντικές απώλειες ισχύος προς ορισμένη κατεύθυνση. Holoyaline [Ολοϋαλικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται στον ιστό πυριγενών πετρωμάτων των οποίων η κύρια μάζα αποτελείται σε όλη της τη συνέχεια από υαλώδη

Homodyne Reception

μάζα. Home Computer [Προσωπικός υπολογιστής] Πλημ. Πρόκειται για έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή τον οποίο ο χρήστης χρησιμοποιεί για μη επαγγελματικούς σκοπούς. Homeo- [Όμοιο-] Γεν. Πρώτο συνθετικό που υποδηλώνει ομοιότητα ή στενή σχέση. Homeoblastic [Ομοβλαστικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει το κρύσταλλο βλαστικό ιστό των πετρωμάτων κατά την ανακρυστάλλωση λόγω μεταμόρφο>σης, όταν αυτός συνίσταται από κύρια ορυκτά που παρουσιάζονται σε μία μόνο τάξη μεγέθους. Homeomorph [Ομοιόμορφο] Κμυσταλλ.. Χαρακτηρίζεται η κρυσταλλική ουσία που έχει την ιδιότητα να παρουσιάζει την ίδια κρυσταλλική μορφή με άλλη ουσία διαφορετικής χημικής σύστασης. Homeomorphic [Ομοιομορφικός] Μαθημ. Έστω δύο τοπολογικοί χώροι Χ και Υ. Αν υπάρχει μια συνάρτηση f από το Χ στο Υ τέτοια ώστε να είναι ένα προς ένα, συνεχής και η αντιστροφή της Γ1 από το Υ στο Χ να είναι επίσης συνεχής τότε οι δύο χώροι θα καλούνται ομοιομορφικοί. Homeomorphic Graphs [Ομόμορφα γραφήματα] Μαθημ. Τα γραφήματα, τα οποία μπορούν να προκύψουν από το ίδιο γράφημα με υποδιαίρεση των ακμών του. Π.χ. δυο τυχαίοι κύκλοι είναι ομόμορφοι μεταξύ τους. Homeomorphism 1 [Ομοιομορφισμός] Κμυσταλλ. Το φαινόμενο κατά το οποίο ενώσεις με διαφορετική χημική σύσταση παρουσιάζουν την ίδια κρυσταλλική μορφή. Homeomorphism* [Ομοιομορφισμός ή τοπολογική απεικόνιση] Μαθημ. Μία συνεχής και αντιστρέψιμη απεικόνιση f από έναν τοπολογικό χώρο Χ σε έναν τοπολογικό χώρο Χ', έτσι ώστε και η απεικόνιση Γ1 από τον Χ' στον Χ να είναι συνεχής. Homepage [Αρχική σελίδα] Επικοιν. Η ιστοσελίδα με την οποία γίνεται εισαγωγή στον παγκόσμιο επικοινωνιακό ιστό. Homilite [Ομλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό ασβέστιο, βορόνιο, δισθενή σίδηρο και μαγγάνιο, της ομάδας του γαδολινίτη. Σχηματίζει μελανόχρωμους, ημιδιάφανους έως υποδιάφανους και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,3. Homocentric1 [Ομόκεντρος] Γεν. Χαρακτηρίζονται δύο ή περισσότερα σχήματα που έχουν κοινό κέντρο όπως ομόκεντροι κύκλοι, σφαίρες κλ.π. Homocentric2 [Ομόκεντρος] Οπτικ. Χαρακτηρίζονται φωτεινές ακτίνες που εκπηγάζουν ή συγκεντρώνονται στο ίδιο σημείο (στίγμα ή εστία της δέσμης) ή ακτίνες που είναι παράλληλες, του στίγματος της δέσμης θεωρούμενου σε άπειρη απόσταση. Homochain Polymer [Ομοαλυσσωτό Πολυμερές] Ομγ. Χημ. Κατηγορία πολυμερών ενώσεων, όπου η αλυσίδα σχηματίζεται από τη σύνδεση όμοιων ατόμων. Homocyclic Compound [Ομοκυκλική Ένωση] Ομγ. Χημ. Χημική ένωση, το μόριο της οποίας σχηματίζει δακτύλιο που αποτελείται μόνο από άτομα του ίδιου είδους. Homodesmic [Ομοδεσμκός] Κμυσταλλ. Όρος που αναφέρεται σε κρύσταλλο του οποίου η δομή συγκροτείται με έναν τύπο δεσμών. Homodyne Reception [Ομόδυνη λήψη] Ηλεκτμον. Τεχνική λήψης ραδιοσημάτων με χρήση μιας τοπικά πα-

Homogeneity

-698 -

ραγόμενης τάσης της ίδιας συχνότητας με τη συχνότητα του φέροντος κύματος. Homogeneity [Ομοιογένεια] Γεν. Η κατάσταση ή η ιδιότητα της ομοιομορφίας ή της ύπαρξης στενής σχέσης μεταξύ των συστατικών τμημάτων ή ουσιών. Homogeneous [Ομογενής] Χημ. Αναφέρεται σε ένα σύστημα που αποτελείται μόνο από μία φάση. Homogeneous Catalysis [Ομογενής Κατάλυση] Χημ. Μηχ. Χημική αντίδραση που λαμβάνει χώρα παρουσία καταλύτη, ο οποίος βρίσκεται στην ίδια φάση με τα αντιδρώντα. Homogeneous Differential Equation [Ομογενής διαφορική εξίσωση] Μαθημ. 1. Ομογενής βαθμού k διαφορική εξίσωση πρώτης τάξης: η εξίσωση A(x, y)+B (x, y). dy/dx=0, όπου οι συναρτήσεις Α(χ, y) και Β(χ, y) είναι ομογενείς βαθμού k ως προς τις μεταβλητές χ και y. 2. Ομογενής βαθμού k διαφορική εξίσωση ανώτερης τάξης: η εξίσωση F(x, y(x), y(lj (x), ..., y(n)(x)) =0, όπου η συνάρτηση F είναι ομογενής βαθμού k ως προς τις μεταβλητές y(x), y( 11 (x),..., y(RI(x). Homogeneous Network [Ομογενές δίκτυο] Πλημ. Το δίκτυο υπολογιστών, το οποίο αποτελείται από υπολογιστές ιδίου τύπου και ίδιας ή παρόμοιας δομής. Ηπίσης, ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε υπολογιστικά συστήματα με ίδια λειτουργικά συστήματα ή ίδια συστήματα διαχείρισης βάσεων δεδομένων. Homogeneous Nucleation [Ομογενής Πυρήνωση] Φυσ. Χημ. Διαδικασία συμπύκνωσης που οφείλεται στο σχηματισμό σταγονιδίων, τα οποία μπορούν να δράσουν ως πυρήνες έναρξης, αν έχουν την κατάλληλη ακτίνα. Τα σταγονίδια προκύπτουν από τοπικές διακυμάνσεις της πυκνότητας του συστήματος. Homogeneous Polymerization [Ομογενής Πολυμερισμός] Χημ. Αντίδραση πολυμερισμού, στην οποία τα μονομερή και ο καταλύτης βρίσκονται στην ίδια φάση. Homogeneous Reaction [Ομογενής Αντίδραση] Χημ. Κάθε χημική αντίδραση, κατά την οποία όλα τα συστατικά βρίσκονται στην ίδια φάση. Homogeneous System [Ομογενές σύστημα] Μαθημ. Το σύστημα της μορφής Α.Χ=0, όπου Α ο πίνακας mxn των συντελεστών των αγνώστων, Χ ο πίνακας στήλη των n αγνώστων και Ο ο μηδενικός πίνακας. Το σύνολο των λύσεων του είναι υποσύνολο του χώρου των πινάκων nxl και αποτελούν υπόχωρο αυτού. Έχει μία μη μηδενική λύση, εάν men. Homogenization1 [Ομογενοποίηση] Επιστ. Τεχνολ. Κάθε διεργασία που έχει σκοπό να προσδώσει σε ένα υλικό αποτελούμενο από επί μέρους συστατικά ομοιογένεια ιδιοτήτων, γενικά με τη μείωση των διαστάσεων των σωματιδίων του ενός και τη διασπορά τους κατά ισόρροπο τρόπο σε όλη την έκταση του άλλου. Homogenization2 [Ομογενοποίηση] Τεχνολ. Τμοφ. Η επεξεργασία του γάλακτος, με τη διοχέτευσή του με υψηλή πίεση και κατάλληλη θερμοκρασία δια μέσου μικρών ανοιγμάτων σε ειδικές μηχανές, που συνίσταται στη διάσπαση των μεμβρανών και τη σημαντική ελάττωση (δέκα και πλέον φορές) των διαστάσεων τα)ν λιποσφαιρίων, προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος να αποκορυφώνεται δηλ. να αποχωρίζονται τα με λεπτό διαμερισμό αιωρούμενα λιποσφαίρια, λόγω του μικρότερου ειδικού τους βάρους, ανερχόμενα προς την επιφάνεια. Homogenizer [Ομογενοποιητής] Τεχνολ. Τμοφ. Ειδική μηχανή υψηλής πίεσης διαφόρων τύπων (π.χ. έμβολοφόρος αντλία) για την ομογενοποίηση είτε στατικού

είτε κινούμενου ρευστού μίγματος, Homogenous [Ομογενής] Φνσ. Χαρακτηρίζεται κάθε σώμα που παρουσιάζει την ίδια μηχανική πυκνύτητα, χημική σύσταση και ιδιότητες σε όλη την έκταση της μάζας του. Homogenous Radiation [Ομογενής ακτινοβολία] Φυσ. Ακτινοβολία που αποτελείται από όμοια σωματίδια ή έχει ένα μήκος κύματος. Homogenous Reactor [Ομογενής αντιδραστήρας] Πυμην. Φυσ. Τύπος πυρηνικού αντιδραστήρα στον οποίο οι καύσιμες ύλες και ο επιβραδυντής είναι στενά αναμεμιγμένα. Παρουσιάζει το πλεονέκτημα της απλούστερης κατασκευής αλλά και τα μειονεκτήματα της δυσχέρειας καθαρισμού του καυσίμου και της αυξημένης απαιτούμενης ποσότητάς του για την έναρξη της αλυσιδωτής αντίδρασης. Homologous Series [Ομόλογη Σειρά] Χημ. Σειρά χημικών ενώσεων που έχουν τις ίδιες λειτουργικές ομάδες, αλλά διαφορετικό τύπο, λύγω συγκεκριμένης ομάδας ατόμων. Μια ομόλογη σειρά μπορεί να παρασταθεί από ένα γενικό τύπο, ενώ παρουσιάζει βαθμιαία, κανονική μεταβολή των ιδιοτήτων, καθώς αυξάνεται το μοριακό βάρος. Homologues [Ομόλογο] Χημ. Χαρακτηρίζει τα διαδοχικά μέλη μιας ομόλογης σειράς, Homolysis [Ομόλυση] Χημ. Ονομάζεται και ομολυτική διάσπαση χημικού δεσμού. Κατά την ομόλυση, ο δεσμός διασπάται και τα ηλεκτρόνια που ανήκουν σε αυτόν, μοιράζονται εξίσου στα δύο άτομα του δεσμού, Homomorphhic [Ομοιομορφικός] Γεν. Ορος που αναφέρεται σε ομοιότητα της εξο>τερικής μορφής ή του μεγέθους π.χ. ομοιομορφικά μόρια. Homomorphism [Ομομορφισμός ή μορφισμός] Μαθημ. Έστω (Α, +), (Β, *) δύο αλγεβρικές δομές με μια πράξη σύνθεσης αντίστοιχα. Η απεικόνιση f από το Α στο Β, καλείται ομομορφισμός ή μορφισμός του Λ στο Β, εάν ισχύει: f(x+y)=f(x)*f(y), για κάθε x, y του Α. Ο ορισμός ισχύει και για δύο πράξεις σύνθεσης σε κάθε σύνολο. Homopause [Ομοιόπαυση] Μετεωμ. Η άνω οριακή περιοχή της ομοιόσφαιρας κείμενη σε ύψος κατά προσέγγιση 80 έως 100 χλμ, που αποτελεί τη ζώνη μετάβασης προς τη ετερόσφαιρα. Homopolar [Ομοιοπολικός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα σύστημα ατόμων που έχουν ίση κατανομή φορτίου. Homopolar Bond [Ομοιοπολικός Δεσμός) Χημ. Ο δεσμός που δημιουργείται απύ την έλξη δύο πυρήνων ατόμων σε κοινό ηλεκτρονιακό νέφος. Η ύπαρξη κοινού ζεύγους ηλεκτρονίων αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ομοιοπολικού δεσμού, Homopolar Crystal [Ομοιοπολικός κρύσταλλος] Φυσ. Στερ. Κατ. Κρυσταλλικό στερεό (π.χ. ο αδάμας, το γερμάνιο) του οποίου η δομή οφείλεται στο σχηματισμό ομοιοπολικών δεσμών μεταξύ των ατόμων του. Ως γενικές ιδιότητες, παρουσιάζει μεγάλη ενέργεια συνοχής και κατά συνέπεια πολύ μεγάλη σκληρότητα υψηλό σημείο τήξης και καλή μονωτική συμπεριφορά, Homopolymer [Ομοπολυμερές] Opy. Χημ. Πολυμερής ένωση, τα μακρομόρια της οποίας αποτελούνται από ένα είδος δομικών μονάδων. Homopolysaccharide [Ομοπολυσακχαρίτης] Ομγ. Χημ. Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις της κατηγορίας των πολυσακχαριτών που περιλαμβάνει τους αποτελούμενους μόνο από μονοσακχαρίτες όπως π.χ. η κυτταρίνη, το γλυκογόνο κ.λ.π.

-699Homosphere [Ομοιόσφαιρα] Μετεωρ. Η περιοχή της γήινης ατμόσφαιρας, μεταξύ της μέσης στάθμης της θάλασσας και ύψους περίπου 80 έως 100 χλμ,. που παρουσιάζει γενικά ομοιογένεια ως προς τις σχετικές αναλογίες των διαφόρων αερίων συστατικών της δηλ. 78 % άζωτο, 21 % οξυγόνο, 0,9 5 αργό κ.λ.π. Hone [Μηχανή ακονισμού] Μηχ. Είναι μία συσκευή η οποία συνήθως έχει μία ακονόπετρα, δηλαδή μία πέτρα με πολύ σκληρή και τραχειά επιφάνεια, και χρησιμοποιείται για να κάνει πιο κοφτερή και άρα αποτελεσματική τη λεπίδα διαφόρων κοπτικών εργαλείων. Honessite [Ονεσσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο, βασικό πυριτικό τρισθενή σίδηρο και νικέλιο, της ομάδας του υδροταλκίτη. Σχηματίζει κιτρινόχρωμους ή πρασινόχρωμους και αλαμπείς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Honeycomb Structure [Κυψελώδης δομή] Γεωλ. Τύπος δομής πετρώματος (π.χ. ηφαιστειακού, ασβεστολιθικού) αποτελούμενο από πλέγμα κοιλοτήτων και κυψελίδων που οφείλει το σχηματισμό του σε διεργασίες χημικής και στη συνέχεια μηχανικής αποσάθρωσης επί της επιφάνειας του. Honeycomb Wall [Κυψελοειδής τοίχος] Οικοδ. Είναι ένα είδος διαχωριστικού στοιχείου πληρώσεως των οικοδομών που χαρακτηρίζεται από τα πανομοιότυπα κενά που περιοδικά επαναλαμβάνονται πάνω στην επιφάνειά του. Τα κενά αυτά είναι διαμπερή και δημιουργούνται για να εξασφαλίσουν την κυκλοφορία του αέρα. Honeycombing [Κυψέλες σε επιφάνεια σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Επιφανειακές ατέλειες στην επιφάνεια ενός στοιχείου οπλισμένου σκυροδέματος οι οποίες προκαλούνται από το διαχωρισμό των λεπτόκοκκων αδρανών και του τσιμέντου από τα χονδρόκοκκα αδρανή κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης Hook [Γάντζος] Τεχνολ. Μεταλλικό εξάρτημα γερανών σε κυκλική μορφή τοποθετημένο στην άκρη του συρματόσκοινου για τη συγκράτηση αντικειμένων κατά τη μεταφορά. Hook Curtailment [Αγκιστρο] Πολ. Μηχ. Η διαμόρφωση του άκρου μιας ράβδου οπλισμού σε μορφή γάντζου για τη βελτίωση της πρόσφυσης του οπλισμού με το σκυρόδεμα. Hook Height [Λειτουργικό ύψος] Οικοδ. Το μεγαλύτερο δυνατό ύψος λειτουργίας ενός γερανού. Hooke's Force [Δύναμη του Χουκ] Μηχ. Η δύναμη σ' ένα ιδανικό ελαστικό στερεό σώμα υφιστάμενο παραμόρφωση κατά το νόμο του Χουκ η οποία το επαναφέρει στην αρχική του μορφή μετά την άρση της εξωτερικής δύναμης που προκάλεσε τη παραμόρφωση. Hookean Deformation [Παραμόρφωση Χουκ] Μηχ. Κάθε ιδανική ελαστική παραμόρφωση στερεού σώματος που υπόκειται στο νόμο του Χουκ και είναι ευθέως ανάλογη με τη δύναμη ή τη ροπή που τη προκαλεί. Hookean Solid [Στερεό Χουκ] Μηχ. Κάθε στερεό σώμα το οποίο υπό την επίδραση δυνάμεων ή ροπών υφίσταται ιδανικές ελαστικές παραμορφώσεις ευθέως ανάλογες με το προκαλούν αυτές αίτιο κατά το νόμο του Χουκ. Hooker Diaphragm Cell [Κελί Διαφράγματος H o o k e r ] Χημ. Μηχ. Ηλεκτρολυτικό κελί με άνοδο από γραφίτη και κάθοδο από σίδηρο, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή χλωρίου και καυστικού νατρίου από άλμη. Τα δύο ηλεκτρόδια διαχωρίζονται με ένα διάφραγμα από αμίαντο. Το χλώριο σχηματίζεται στην

Horizon2

άνοδο, ενώ στην κάθοδο σχηματίζεται αέριο υδρογόνο και καυστικό νάτριο. Hooke's Law [Νόμος του Χουκ] Μηχ. Ο νόμος της μηχανικής που διατυπώθηκε από τον Χουκ σύμφωνα με τον οποίο υφίσταται μια αναλογική σχέση μεταξύ των τάσεων και των παραμορφώσεων εντός των ορίων της περιοχής ελαστικής παραμόρφωσης. Hoop [Συνδετήρες υποστυλώματος] Πολ. Μηχ. Ο οριζόντιος οπλισμός ενός υποστυλώματος που συγκρατεί τον κυρίως οπλισμό. Hoop Reinforcement [Εγκάρσιος οπλισμός] Πολ.Μηχ. Ονομάζονται και συνδετήρες, και είναι οι χαλύβδινες ράβδοι που τοποθετούνται σε επίπεδα κάθετα ως προς τον κύριο διαμήκη οπλισμό ενός στοιχείου οπλισμένου σκυροδέματος, όπως υποστύλωμα ή δοκός, του φέροντος οργανισμού μίας κατασκευής. Οι ράβδοι των συνδετήρων είναι μικρότερης διαμέτρου και αντοχής από τον κύριο οπλισμό, τον οποίο περισφύγκουν κυρίως για την παραλαβή των διατρητικών και στρεπτικών καταπονήσεων του στοιχείου. Hooped Column [Πλήρως οπλισμένο υποστύλωμα] Πολ. Μηχ. Υποστύλωμα από οπλισμένο σκυρόδεμα που ο οπλισμός του αποτελείται από κατακόρυφες ράβδους και συνδετήρες. Hoopes Process [Μέθοδος Hoopcs] Χημ. Μηχ. Είναι γνωστή και ως μέθοδος των τριών στοιβάδων. Πρόκειται για ηλεκτροχημική διεργασία παραγωγής αργιλίου υψηλής καθαρότητας. Ο ηλεκτρολύτης αποτελείται από μίγμα αλογονούχου αργιλίου, νατρίου και βαρίου και η άνοδος είναι κράμα αργιλίου με χαλκό. Στην κάθοδο βρίσκεται το καθαρό αργίλιο. Hop |Πέταγμα] Επικοιν. Ι.'Ετσι αναφέρεται η μετάδοση πάνω σε ασύρματη ζεύξη (πχ από και προς δορυφόρους). 2. Μονάδα επικοινωνίας. Hopeite [Χοπεϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό ψευδάργυρο. Σχηματίζει άχροους, φαιόλευκους ή κιτρινωπούς, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3. Hopkinson's Coefficient [Συντελεστής του Χόπκινσον] Ηλεκτμομαγν. Για επαγωγική σύζευξη πηνίων, ο λόγος της μέσης μαγνητικής ροής της διερχόμενης ανά σπείρα του ενός προς του άλλου. Ilopkinson's Formula [Τύπος του Χόπκινσον] Η/χκτρομαγν. Τύπος που εκφράζει τη μαγνητική ροή τη διερχόμενη από κλειστό μαγνητικό κύκλωμα ως πηλίκο της μαγνητεγερτική δύναμης προς τη μαγνητική αντίσταση. Horizon1 [Ορίζοντας] Αστμον. Η γραμμή τομής της ουράνιας σφαίρας και της επιφάνειας της Γης, που ειδικότερα διακρίνεται σε: 1. Φυσικό ή ορατό ορίζοντα, που είναι η φαινομενική κυκλοτερής γραμμή η οποία αποτελεί το όριο, για δεδομένο παρατηρητή, του ορατού μέρους της γήινης επιφάνειας, η γραμμή επαφής ουρανού και Γης. 2. Αισθητό ορίζοντα, που ορίζεται ως ο κύκλος της τομής της ουράνια σφαίρας από οριζόντιο επίπεδο εφαπτόμενο στην επιφάνεια της Γης στο σημείο του παρατηρητή. 3. Αστρονομικό ή μαθηματικό ορίζοντα, που ορίζεται για δεδομένο σημείο ως ο μέγιστος κύκλος κατά τον οποίο τέμνεται η ουράνια σφαίρα από οριζόντιο επίπεδο διερχόμενο από το κέντρο της Γης και κάθετο στην ευθεία τη συνδέουσα τα σημεία του ναδίρ και του ζενίθ. Horizon2 [Ορίζοντας] Γεωλ. Το επίπεδο μιας συγκεκρι-

Horizontal

-700-

μένης θέσης σε στρωματογραφική ακολουθία που συνδέει ένα στρώμα ή μια ζώνη στρωμάτων και τα εγκλειόμενα απολιθώματα με ένα καθορισμένο γεωλογικό χρονικό διάστημα. Horizontal [Οριζόντιος] Γεν. Ορος αναφερόμενος σε θέση επί του οριζοντίου επιπέδου ή επί επιπέδου παράλληλου προς αυτό. Horizontal Cabling [Οριζόντια καλωδίωση] Επικοιν. Καλωδίωση σε επίπεδο ορόφου που υποφέρει συχνά από παρεμβολές και μέγιστο μήκος 90 μέτρα χωρίς επαναλήπτη. Horizontal Coordinate System [Σύστημα οριζόντιων συντεταγμένων] Αστρον. Σύστημα συντεταγμένων (του αζιμούθιου και του ύψους) για το καθορισμό της θέσης ενός ουράνιου σώματος με βασικό κύκλο τον ορίζοντα και πρώτο κάθετο κύκλο τον κατακόρυφο του νότου. Horizontal Curve [Οριζόντια καμπύλη] Γεν. Η καμπύλη σε μια οδό που δημιουργείται κατά μήκος του άξονα στην οριζοντιογραφία. Horizontal Fault [Οριζόντιο ρήγμα] Γεωλ. Τύπος ρήγματος στο οποίο η σχετική μετακίνηση των πετρωμάτων παρουσιάζεται κατά την οριζόντια διεύθυνση. Horizontal Parallax [Οριζόντια παράλλαξη] Αστρον. Η σημειούμενη τιμή (μεταβαλλόμενη μετά του πλάτους και συνήθως λαμβανόμενη επί του ισημερινού) της ημερήσιας ή γεωκεντρικής παράλλαξης κατά τη θέση ενός ουράνιου σώματος στον ορίζοντα. Horizontal Plane [Οριζόντιο επίπεδο] Γεν. Κάθε επίπεδο που είναι κάθετο στην κατακόρυφη διεύθυνση. Horizontal Polarization [Οριζόντια πόλωση] Επικοιν. Πόλωση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ή μετάδοση ανάλογης ακτινοβολίας κατά τρόπο ώστε το επίπεδο ταλάντωσης των στοιχειωδών εγκάρσιων ηλεκτρικών κυμάτων να είναι οριζόντιο και επομένως των μαγνητικών κάθετο. Horizontal Projection [Οριζόντια προβολή] Τεχνολ. Γραφική παράσταση της κάτοψης ενός τεχνικού έργου. Hormone [Ορμόνη] Βιοχημ. 1. Ομάδα χημικών ουσιών οι οποίες, παραγόμενες υπό του οργανισμού εντός των ειδικών κυττάρων των ενδοκρινών αδένων, εκκρίνονται απ' ευθείας στο κυκλοφοριακό σύστημα και μεταφερύμενες σε άλλα κύτταρα έχουν ειδική βιοκαταλυτική δράση επί αυτών. 2. Κάθε συνθετική χημική ουσία που έχει επίδραση επί του οργανισμού ανάλογη με των φυσικών ορμονών. Horn 1 [Κέρας] Ακουστ. 1. Όργανο κωνικού σχήματος στενούμενο κατά το ένα άκρο και διευρυνόμενο κατά το άλλο, είτε ανεξάρτητο είτε ως εξάρτημα άλλων διατάξεων (π.χ. μεγαφώνων), για την ενίσχυση και την κατευθυντική εκπομπή ή λήψη ηχητικών κυμάτων, το ύψος των οποίων αποτελεί καθοριστική παράμετρο για τις διαστάσεις του (μήκος και εμβαδόν ανοίγματος). 2. Πνευστό μουσικό όργανο διαφόρων τύπων και ειδικών μορφών είτε από υλικό είτε σε σχήμα κέρατος. Horn [Κέρας] Γεωλ. Πυραμιδωτός σχηματισμός κορυφής με προεξέχουσες ράχες που οφείλεται σε διάβρωση και ιδιαίτερα παγετώδη διάβρωση. Horn 3 [Κέρας] Ηλεκτρομαγν. Κεραία σε κοίλο σχήμα χοάνης για την κατευθυντική μετάδοση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Hornblende [Κεροστίλβη] Ορυκτ. Κάθε ορυκτό της ομάδας των αμφιβόλων, της υποομάδας των μονοκλινών ασβεστονατριούχων αμφιβόλων. Σχηματίζει φαιούς, πράσινους ή μελανούς, ημιδιάφανους έως αδιάφανους και με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους

του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,4. Hornblendite [Κεροστιλβίτης] Γεωλ. Υπερβασικό πυριγενές πέτρωμα που αποτελείται αποκλειστικά ή κατά συντριπτική αναλογία από κεροστίλβη. Hornfels [Κερατίτης] Γεωλ. Τύπος σκληρού και συμπαγούς πετρώματος με λεπτομερή, ισοδιάστατα ορυκτολογικά συστατικά και διαβλαστικό ιστό που σχηματίζεται κατά τη μεταμόρφωση εξ επαφής, κυρίως αργιλικών πετρωμάτων. Διακρίνεται ανάλογα με την κατά περίπτωση ορυκτολογική του σύσταση σε γρανατικύ, αστριούχο, μαρμαρυγιακό, ολιβινικό κ.λ.π. Hornito [Χορνίτο] Γεωλ. Η ισπανική ονομασία, με τη σημασία "μικρός φούρνος", με την οποία είναι γνωστοί λόγω του σχήματος τους οι μικρού ή μεσαίου μεγέθους σχηματισμοί κώνων λάβας, ύψους μέχρι και αρκετών μέτρων, που δημιουργούνται σαν προεξοχές επί του επιφανειακού στερεοποιημένου φλοιού των ρευμάτων λάβας κατά τη διάρρηξη του από το υποκείμενο θερμό ρευστό μάγμα. Horologium [Ωρολόγιο] Αστρον. Μικρός αστερισμός (του καταλόγου του Λακάιγ) του νότιου ημισφαιρίου μεταξύ του Ηριδανού, της Δοράδος και του Γλυφείου, σε ορθή αναφορά 3,1125 ώρες και απόκλιση 52,8 μοίρες με λαμπρότερο τον αστέρα α τετάρτου μεγέθους. Διεθνές σύμβολο: Hor. Horology [Ωρολογοποιία] Γεν. Ο επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο την καταμέτρηση του χρόνου και την κατασκευή ειδικών οργάνων ή μηχανισμών (ρολόγια, χρονόμετρα κ.λ.π.) προς το σκοπό αυτό. Horsehead Nebula [Νεφέλωμα Αλογοκεφαλή] Αστρον. Το αναφερόμενο ως IC 434 ή Β33 σκοτεινό νεφέλωμα πλησίον της ζώνης του Ωρίωνα, σε απόσταση από τη Γη περίπου 1.600 έτη φωτός. Horsepower [Ιπποδύναμη] Μηχ. Μονάδα μέτρησης της ισχύος, ίση με 2544,4 Btu/h ή 0,746 kW. Συμβολίζεται με hp. Horseshoe Magnet [Πεταλοειδής μαγνήτης] Ηλεκτρομαγν. Μόνιμος μαγνήτης σε σχήμα πετάλου. Horst [Τεκτονικό κέρας] Γεωλ. Ζώνη ανύψωσης που σχηματίζεται κατά την ανοδική επεκτατική κίνηση ενός τμήματος του γήινου φλοιού μεταξύ κανονικών ρηγμάτων. Horton Spheres [Σφαίρες Horton] Χημ. Μηχ. Σφαιρικές ή σφαιροειδείς δεξαμενές, ειδικές για αποθήκευση πολύ πτητικών ελαίων ή υγροποιημένων αερίων, υπό πίεση. Χρησιμοποιούνται ευρέως στην πετροχημική βιομηχανία, για την αποθήκευση προπανίου και βουτανίου. Horvathite [Χορβαθίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φθοριούχο και ανθρακικό ύττριο και νάτριο. Σχηματίζει άχροους ή ελαφρά κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,5. Hose [Μάνικα] Οικοδ. Εύκαμπτη σωλήνα από συνθετικό υλικό που συνήθως χρησιμοποιείται ως αγωγός νερού για τις ανάγκες πυρόσβεσης. Hose Clamp [Κολάρο σύνδεσης] Τεχνολ. Μεταλλικό εξάρτημα τοποθετημένο στην άκρη μιας σωλήνας για να συνδεθεί στο σημείο τροφοδοσίας του νερού, στον πυροσβεστικό κρουνό. Hose Coupling [Κολάρο σύνδεσης] Τεχνολ. Μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει στην προσωρινή σύνδεση

-701 δύο τεμαχίων μιας μάνικας πυρόσβεσης.. Hose Reel [Κύλινδρος μάνικας] Οικοδ. Κύλινδρος πάνω στον οποίο είναι τυλιγμένη η μάνικα πυρόσβεσης. Host Computer 1 [Κεντρικός υπολογιστής] Πληρ. Το σύνολο των συσκευών σε ένα δίκτυο, τα οποία έχουν σκοπό να συμβάλλουν στην εφαρμογή και το "τρέξιμο" των προγραμμάτων του χρήστη. Οι κεντρικοί υπολογιστές σε ένα δίκτυο συνδέονται μεταξύ τους με το υποδίκτυο επικοινωνίας, διαμέσου των γραμμών του οποίου μεταδίδονται τα bits της πληροφορίας. Ο όρος χρησιμοποιείται στο δίκτυο APRANET και πολλές φορές, ταυτίζεται με τον όρο τερματικό σύστημα (end system). Host Computer 2 [Υπολογιστής διαχείρισης] Επικοιν. Ο υπολογιστής όπου εκτελούνται διάφορα scripts που καθορίζουν συμπεριφορά σε μια ομάδα υπολογιστών (κάτι σαν πρώτος μεταξύ ίσων). Host Processor [Κεντρικός επεξεργαστής] Πληρ. —• Host Computer. Host Rock [Ξενιστικό πέτρωμα] Γεωλ. Πέτρωμα το οποίο λειτουργεί ως πέτρωμα υποδοχής ή ως περιβάλλον σχηματισμού άλλων πετρωμάτων ή ορυκτών αποθέσεων. Hot1 [Θερμός] Μεταλλ. Όρος που αναφέρεται σε μέταλλο ή μεταλλουργική διεργασία όταν επικρατεί το κατάλληλο επίπεδο θερμοκρασίας ώστε να εκτελεσθεί κάποια εργασία διαμόρφωσης ή χύτευσης. Hot2 [Θερμός] Φυσ. 1. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε σώμα υψηλής συγκριτικά θερμοκρασίας που είτε διατηρεί είτε εκπέμπει θερμότητα προς το περιβάλλον. 2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε ραδιενεργό σώμα. Hot Air Furnace [Κλίβανος θερμού αέρα] Μηχ. Θερμαντήρας συστήματος αεροθέρμανσης θερμαινόμενος κατά διάφορες μεθόδους (ηλεκτρικά, με καύσιμο, ατμό κ.λ.π.) όπου εισερχόμενη μάζα αέρα αποκτά κατάλληλο επίπεδο θερμοκρασίας για να διοχετευθεί στη συνέχεια, μέσω διάταξης αεραγωγών, διαφραγμάτων και στομίων, στους προς θέρμανση χώρους. Είναι διαφόρων τύπων, κυρίως άμεσης ροής (λειτουργίας μόνο με εξωτερικό αέρα) ή ανακυκλοφορίας (που κάνουν χρήση του ίδιου αέρα μέσω στομίων αναρρόφησης και αγωγών επιστροφής) ή μικτής λειτουργίας (συνήθως με μηχανισμό ρύθμισης του λόγου του αέρα επανακυκλοφορίας προς τον εξωτερικό).. Hot Air Sterilization [Αποστείρωση θερμού αέρα] Τεχνολ. Μέθοδος τέλειας αποστείρωσης για υλικά ικανά να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες (π.χ. χειρουργικών εργαλείων) που διεξάγεται σε ξηρούς κλιβάνους με τη διοχέτευση ρεύαατος θερμού αέρα θερμοκρασίας υψηλότερης των 150 Ογια παρατεταμένο χρονικό διάστημα μερικών ωρών. Hot Asphalt [Ζεστή άσφαλ.τος] Πολ. Μηχ. Μίγμα ασφολτικού σκυροδέματος που βγαίνει από τη μονάδα παραγωγής σε υψηλή θερμοκρασία, κατάλληλο για την εργασία τοποθέτησης και συμπύκνωσής του για τη δημιουργία του ασφαλτοτάπητα. Hot Belt [Θερμή ζώνη] Μετεωρ. Η κλιματική ζώνη που περιορίζεται μεταξύ δύο μέσων ετήσιων ισόθερμων των 20° Κελσίου, εκτεινόμενη περισσότερο βόρεια συγκριτικά με νότια του ισημερινού και διευρυνόμενη προς τις ηπείρους συγκριτικά με τους ωκεανούς. Hot Big Bang [Θερμή Μεγάλη Έκρηξη] Αστροφυσ. Η θεωρία, στα πλοίσια του καθιερωμένου μοντέλου της Μεγάλης Έκρηξης κάποιου αρχέτυπου κοσμικού ατό-

Hoi Wire Principle

μου για τη γένεση του σύμπαντος, ότι στη διάρκεια της πρώτης μισής ώρας της δημιουργίας η επικρατούσα θερμοκρασία ήταν της τάξης των 10 Κ με αποτέλεσμα να εξελίσσονται αλυσιδωτές θερμοπυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης. Hot Cathode [Θερμή κάθοδος] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο για τη θερμική εκπομπή ηλεκτρονίων είτε άμεσης θέρμανσης από ηλεκτρική πηγή, αποτελούμενο από μεταλλικό (κυρίως από βολφράμιο) σύρμα είτε έμμεσης θέρμανσης, αποτελούμενο από μικρό σωλήνα νικελίου επιχρισμένου με στρώμα οξειδίου του βαρίου ή του στροντίου, που φέρει εσωτερικά ανεξάρτητο ηλεκτρικό νήμα θέρμανσης. Hot Line [Καυτή γραμμή] Επικοιν. 1. Ειδικές αφιερωμένες τηλεφωνικές γραμμές 2. Εμπορικές τηλεφωνικές γραμμές πχ τηλεφωνικού sex. Hot Spot [Θερμή Περιοχή] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζεται η περιοχή στην οποία η θερμοκρασία έχει πολό υψηλότερη τιμή από το μέσο όρο, σε ένα χημικό σύστημα. Hot Spring [Θερμοπηγή ή θέρμη] Γεωλ. Κάθε φυσική πηγή με συνεχή ροή της οποίας η θερμοκρασία των υδάτων είναι ανώτερη από τη μέση θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος. Ο σχηματισμός της οφείλεται σε τεκτονικής φύσης αίτια, ενώ η θερμοκρασία των υδάτων, προέλευσης είτε από ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα είτε από τη θάλοσσα, στη γηγενή θερμότητα και είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, κυρίως της γεωθερμικής βαθμίδας, της φύσης των πετρωμάτων και της ταχύτητας ανόδου προς την επιφάνεια. Hot Water System [Δίκτυο ζεστού νερού] Οικοδ. Το σύνολο των στοιχείων που είναι ενσωματωμένο σε ένα κτίριο το οποίο συμπερλαμβάνει τις σωληνώσεις, το λέβητα, την αντλία και το οποίο προορίζεται για την τροφοδοσία ζεστού νερού στα σημεία χρήσης. Hot Wire Ammeter [Αμπερόμετρο θερμοσύρματος] Η/εκ. Τύπος θερμοαμπερόμετρου, κατάλληλος και για συνεχές και για εναλλασσόμενο ρεύμα, στον οποίο το υπό μέτρηση ρεύμα διερχόμενο δια λεπτού σύρματος (π.χ. από κράμα αργύρου) προκαλεί τη θερμική διαστολή αυτού και την ανάλογη κίνηση, μέσω κατάλληλης σύνδεσης, του μηχανισμού της βελόνάς ένδειξης επί βαθμολογημένης κλίμακας των τιμών της έντασης. Hot Wire Anemometer [Ανεμόμετρο θερμοσύρματος] Μηχ. Τύπος θερμικού ανεμόμετρου που μετράει τη ταχύτητα του ανέμου με βάση το βαθμό ψύξης ενός ηλεκτρικά θερμαινόμενου μεταλλικού σύρματος τοποθετημένου στη διεύθυνση κίνησης του, εκφραζόμενου ποσοτικά ως μεταβολή της ηλεκτρικής του αντίστασης. Hot Wire Instrument [Όργανο θερμοσύρματος] Ηλεκ. Κάθε όργανο του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στην εξάρτηση του μηχανισμού ενδείξεων από τη θερμική παραμόρφωση μεταλλικού σύρματος.. Hot Wire Microphone [Μικρόφωνο θερμοσύρματος] Ακουστ. Τύπος μικροφώνου του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στην προκαλούμενη μεταβολή της έντασης ή της συχνότητας του ρεύματος του ηλεκτρικού κυκλώματος από τη μεταβολή της αντίστασης θερμαινόμενου συρμάτινου πλέγματος, λόγω ελόττωσης της θερμοκρασίας του, κατά τη πρόσπτωση επί αυτού των διαφόρου εντάσεως ηχητικών κυμάνσεων. Hot Wire Principle [Αρχή θερμοσύρματος] Φυσ. Η αρχή, επί της οποίας στηρίζεται η λειτουργία διαφόρων οργάνων, στην ανταπόκριση του ρεύματος του διαρρέοντος συρμάτινο μεταλλικό αγωγό, στις μεταβολές της

Hothouse

-702-

θερμοκρασιακής του κατάστασης λόγω των προκαλούμενων υπό αυτών ανάλογων μεταβολών της αντίστασης του. Hothouse [Θερμοκήπιο] Μηχ. Ένας κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος με ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, όπου μπορούν να καλλιεργηθούν διάφορα φυτά καθ' όλη την διάρκεια του έτους. Hotsonite [Χοτσονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό και θειϊκό αργίλιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2. Houben - Hoeseh Reaction [Αντίδραση HoubenHoesch] Opy. Χημ. Πρόκειται για αντίδραση ακυλίωσης, κατά Friedei-Crafls, με νιτρίλια, παρουσία υδροχλωρίου και χλωριούχου ψευδαργύρου. Το γενικό σχήμα είναι ArH + RCN -» ArCOR και χρησιμοποιείται σε φαινόλες, φαινολικούς αιθέρες και σε κάποιες δραστικές ετεροκυκλικές ενώσεις. Houndry Process [Διεργασία Houndry] Χημ. Μηχ. Μέθοδος καταλυτικής πυρόλυσης κλασμάτων πετρελαίου, που λαμβάνει χώρα σε αντιδραστήρα σταθερής κλίνης, παρουσία υδρογόνου. Οι αντιδράσεις που συμβαίνουν είναι αφυδρογόνωση, κυκλοποίηση και υδρογονοπυρόλυση. Hour [Ώρα] Αστρον. Το χρονικό διάστημα, υποδιαιρούμενο σε 60 πρώτα ή 3.600 δεύτερα λεπτά, που ισούται με το 1/24 της ημέρας, είτε μέσης ηλιακής είτε πραγματικής ηλιακής είτε αστρικής. Hour Angle [Ωριαία γωνία] Αστρον. Ωριαία γωνία σημείου της ουράνιας σφαίρας, μετρούμενη κατά την ανάδρομη φορά ως τόξο ισημερινού και εκφραζόμενη από 0 έως 24 ώρες, ονομάζεται η γωνία που σχηματίζεται υπό του ωριαίου κύκλου του διερχόμενου από το σημείο αυτό και του ουράνιου μεσημβρινού του παρατηρητή. Σύμβολο: ΗΑ. Hour Circle [Ωριαίος κύκλος] Αστρον. 1. Κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται απύ τους πόλους της. 2. Ο κύκλος του ισημερινού τηλεσκοπίου, ο παράλληλος προς τον ισημερινό επί του οποίου μετρούνται οι ωριαίες γωνίες των αστέρων. Hour Hand [Ωροδείκτης] Μηχ. Ο δείκτης ο κινούμενος επί της πλάκας του ρολογιού που δείχνει τις ώρες. House Breaking [Κατεδάφιση] Οικοδ. Η εργασία κατεδάφισης ενός κτιρίου. House Drain [Οικιακή σύνδεση]Οικοδ. Ο κεντρικός αγωγός που συνδέει το εσωτερικό δίκτυο αποχέτευσης ενός κτιρίου με το αστικό αποχετευτικό δίκτυο ακαθάρτων. House Sewer [Εσωτερικό δίκτυο αποχέτευσης] Οικοδ. Το σύνολο των εγκαταστάσεων που συνθέτουν το δίκτυο αποχέτευσης ενός κτιρίου. Housekeeping [Τακτοποίηση] Πληρ. Το σύνολο των προκαταρκτικών διαδικασιών με στόχο την προετοιμασία του υπολογιστή για την εκτέλεση ενός προγράμματος ή την επίλυση ενός προβλήματος, χωρίς να έχουν άμεση σχέση με αυτήν. Περιλαμβάνουν διάφορες ρουτίνες για την απόδοση π.χ. αρχικών τιμών σε μεταβλητές, άνοιγμα των απαραίτητων αρχείων, κλπ. Housing [Στέγαση] Οικοδ. Μικρός ή μεγάλος στεγασμένος χώρος όπου τοποθετείται εξοπλισμός που απαιτεί προστασία από τις κλιματολογικές μεταβολές. Hovercraft [Χόβερκραφτ ή αιωρούμενο (ιπτάμενο) σκάφος] Μηχ. Τύπος ειδικών μεταφορικών οχημάτων αεροστρώματος, αναφερόμενων ως ACV (από τα αρχι-

κά του air cushion vehicles), που έχουν τη δυνατότητα να κινούνται, αιωρούμενα σε μικρή απόσταση από υδάτινη ή εδαφική επιφάνεια, στηριζόμενα επί στρώματος αεροσυμπίεσης που δημιουργείται από σύστημα πτερύγων στη βάση τους. Howardite [Χαουβαρντίτης] Γεωλ. Πετρώδης μετεωρίτης της ομάδας των HED αχονδριτο')ν, προέλευσης πιθανότατα από αστεροειδή και σύστασης αποτελούμενης από μίγμα ευκρίτη και διογενίτη. Σύμβολο:ΗΟ\ν. Howe Truss [Δικτύωμα] Πολ. Μηχ. Στατικός φορέας σε μορφή δικτυώματος που αποτελείται από άνω και κάτω πέλμα, ορθοστάτες και διαγώνιους, κατάλληλος για ανοίγματα μέχρι 30 μέτρα περίπου. Howl [Αλαλάζω] Επικοιν. Αέξη 4 γραμμάτων που χρησιμοποιείται μαζί με άλλες πολλές σε λεξικά σπασίματος συνθηματικών. Howlite [Χαουλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό βορόνιο και ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διαφανείς και αλαμπείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5. Η Pile [Πάσσαλος διατομής Η] Πολ. Μηχ. Μεταλλικός πάσσαλος που η διατομή του αποτελείται από τον κορμό, στα δύο άκρα του οποίου συνδέονται δύο πέλματα διαμορφώνοντας ένα σχήμα που έχει τη μορφή του γράμματος Η. HPLC [Υγρή Χρωματογραφία Υψηλής Πίεσης] Αναλ. Χημ. Συντομογραφία του όρου High Performance Liquid Chromatography (Βλέπε λήμμα) H-R Diagram [Διάγραμμα IIR] Αστροφυσ.^> Hertzsprung Russel Diagram. Η I Region [Περιοχή Η 1] Αστρον. Περιοχή του μεσοαστρικού χώρου χαμηλής θερμοκρασίας με κυρίαρχο στοιχείο το ατομικό, μη ιονισμένο αέριο υδρογόνο, που αποτελεί τη συντριπτική αναλογία των περιοχών υδρογόνου. Η II Region [Περιοχή Η II] Αστρον. Περιοχή ιονισμένου αερίου υδρογόνου υψηλής επιφανειακής θερμοκρασίας γύρω από νεαρούς αστέρες (π.χ. στο νεφέλωμα του Ωρίωνα) που παρουσιάζει γενικά ερυθρό χρωματισμό λόγω της εκπομπής φωτονίων κατά την επανασύνδεση των ηλεκτρονίων με τα πρωτόνια του υδρογόνου. HTU [Υψος Μονάδας Μεταφοράς] Χημ. Μηχ. Συντομογραφία του όρου Height Of Transfer Unit (Βλέπε λήμυα). Hub [Κεντρικός πυρήνας] Οικοδ. Ο χώρος ενός κτιρίου που αποτελεί κυκλοφοριακό κόμβο, περιέχει τους ανελκυστήρες και τα κλιμακοστάσια και συνδέεται με του λειτουργικούς χώρους μέσω των διαδρόμων. Hub2 [Συγκεντρωτής] Επικοιν. Ειδικό μηχάνημα πολλαπλής σύνδεσης (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Concentrator) που συναντάμε συνήθως στην τοπολογία δικτύου αστέρα (Star Topology) όπου συνδέονται όλα τα μηχανήματα και ο server χωρίς να επηρεάζεται η λειτουργία του δικτύου. Hub 3 [Συγκεντρωτής] Πληρ. Η συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για τη σύνδεση των διαφόρων σταθμών ενός τοπικού δικτύου (LAN) έτσι ώστε να αποτελεί έναν κεντρικό κόμβο και κάθε σταθμός να συνδέεται άμεσα μόνο μ' αυτόν (τοπολογία αστέρα). Hub 4 [Υποδοχή περιστρεφόμενου άξονα] Πληρ. Η οπή, η οποία υπάρχει στο κέντρο μιας μαγνητικής ταινίας επιτρέποντας της να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα περιστροφής.

-703 Hubble Classification Of Galaxies [Ταξινόμηση των γαλαξιών κατά Χαμπλ] Αστρον. Η μορφολογική ταξινόμηση των γαλαξιών, που προτάθηκε από το Χαμπλ και παραμένει γενικά σε ισχύ, σε τρεις κύριες κατηγορίες: τους ελλειπτικούς (υποδιαιρούμενους σε Εο, Ε|,.„ Ε7), τους σπειροειδείς (διακρινόμενους στους κανόνικούς Sa.Sb.Sc τους ραβδωτούς Sba.SBB.Sbc) και τους ακανόνιστους ή ανώμαλους. Hubble Constant [Σταθερά Χαμπλ] Αστροφυσ. Κοσμολογική παράμετρος της ταχύτητας απομάκρυνσης των γαλαξιών σε συνάρτηση με την απόσταση, μετρούμενη σε χλμ. ανά δευτερόλεπτο και ανά μεγαπαρσέκ, που αποτελεί τον παράγοντα αναλογίας (όχι σταθερό) στο νόμο του Χαμπλ και της οποίας η τιμή αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης, κυμαινόμενη γενικά μεταξύ 50 και 100. Σύμβολο: Η. Hubble Diagram [Διάγραμμα του Χαμπλ] Αστμοφυσ. Η γραφική παράσταση της ταχύτητας απομάκρυνσης (της μετατόπισης προς το ερυθρό) των γαλαξιών σε συνάρτηση με την απόσταση τους. Hubble Flow [Ροή Χάμπλν] Αστμοφυσ. Η συνεχής διαστολή του σύμπαντος που προκαλεί, λόγω αύξησης του ενδογαλαξιακού τους χώρου, την απομάκρυνση των γαλοξιών με αποτέλεσμα η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία τους να παρουσιάζει μετατόπιση προς το ερυθρό. Hubble Time [Χρόνος Χαμπλ] Αστμοφυσ. Το αντίστροφο της σταθεράς Χαμπλ, που εκφράζει το χρόνο που απαιτήθηκε για τη διαστολή του σύμπαντος από την αρχική στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης μέχρι την παρούσα κατάσταση, με την υπόθεση ότι η σταθερά Χαμπλ παρέμεινε αμετάβλητη δηλ. η ηλικία του σύμπαντος. Οι υπολογισμοί παρέχουν αποτελέσματα με ευρεία απόκλιση, μεταξύ 10 και 20 δισεκατομμύρια, χρόνων, ανάλογα με το θεωρητικό μοντέλο και την υιοθετούμενη τιμή της σταθεράς Χαμπλ. Hubble's Law [Νόμος του Χαμπλ] Αστροφυσ. Θεμελιώδης νόμος της κοσμολογίας που διατυπώθηκε από τον Χαμπλ το 1929 σύμφωνα με τον οποίο η φαινομενική ταχύτητα απομάκρυνσης των γαλαξιών είναι ανάλογη με την απόσταση τους από τον παρατηρητή. Ο παράγοντας αναλογίας καλείται σταθερά (ή ακριβέστερα παράμετρος) Χαμπλ Η. Hubble's Variable Nebula [Μεταβλητό νεφέλωμα Χαμπλ] Αστμον. Το αναφερόμενο ως NGC 2261 νεφέλ*ωμα, σε απόσταση 2.500 ετών φωτός στον αστερισμό του Μονόκερου, που φωτίζεται στο κάτω άκρο του από τον αστέρα R του Μονόκερου (ηλικίας περίπου 300.000 ετών και μάζας 10 ηλιακών μαζών) και παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις της φωτεινότητας και του σχήματος του, λόγω πυκνών συμπυκνώσεων σκόνης και αερίων κοντά στον αστέρα που δημιουργούν σκιές κατά τη κίνηση τους. Hue [Χροιά] Οπτικ. Είναι μία από τις συνιστώσες της οπτικής αντίληψης των έγχρωμων εικόνων από το ανθρώπινο μάτι. Αντιστοιχεί στο διαφορετικό μήκος κύματος μίας μονοχρωματικής πηγής φωτός και αναφέρεται στο πόσο κόκκινο, πράσινο ή άλλο μπορεί να είναι ένα χρώμα. Huebnernite [Χουμπερνίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βολνψραμικό δισθενές μαγγάνιο, της ομάδας του βολχρραμίτη. Σχηματίζει τεφρόχρωμους, αδιαφανείς, με υπομεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,1

Humidification

έως 7,2. Huggins Equation [Εξίσωση Huggins] Φυσ. Χημ. Δίνει την εξάρτηση του ιξώδους από τη συγκέντρωση, σε αραιά διαλύματα, σύμφωνα με τη σχέση: n^/C = [n]* (l+kxC*[n]), όπου nsp το ειδικό ιξώδες, [η] το εσωτερικό ιξώδες και k η σταθερά Huggins. Hull [Σκελετός] Πλοηγ. 1. Το κύριο σώμα του πλοίου από τη πρώρα έως την πρύμνη που σχηματίζεται με κατάλληλη διάταξη, κατά το εγκάρσιο ή το διάμηκες σύστημα, των τεμαχίων των νομέων και των ζυγών στηριγμένων επί της τρόπιδας. 2. Κατά την ίδια έννοια, το κύριο σώμα ενός αερόπλοιου. Hulsite [Χουλσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βορικό σίδηρο, κασσίτερο και μαγνήσιο. Σχηματίζει μελανούς, αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,3. Human Resources Department [Τμήμα ανθρωπίνου δυναμικού] Βιομ.Μηχ. Είναι μία υπηρεσία που διαθέτουν πλέον όλες οι σύγχρονες μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, η οποία ασχολείται με όλα τα θέματα που αφορούν τους εργαζόμενους σε αυτές. Δηλαδή, είναι το τμήμα που ασχολείται με τις προσλήψεις και τον καθορισμύ αμοιβών προσωπικού, την επιμόρφωσή αυτών, με τα θέματα εργατικού δικαίου, τον προγραμματισμό των θέσεων εργασίας και άλλα. Humberstonite [Χαμπερστονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο νιτρικό και θειικό μαγνήσιο, νάτριο και κάλιο. Σχηματίζει άχροους, διαφανείς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2. Humectant [Υγροσκοπική ουσία] Χημ. Είναι κάθε χημική ουσία, η οποία προστίθεται σε προϊόντα, με σκοπό να διαητρηθεί η υγρασία σε αυτά. Παραδείγματα είναι το οξείδιο του χαλκού και οι πολυσθενείς αλκοόλες. Humic Acid [Χουμικό οξύ] Χημ. Γενικός όρος που αναφέρεται σε κάθε οργανικό οξύ (π.χ. η χουμίνη, το ουλ*μικό οξύ) που περιέχεται στο χούμο και σχηματίζεται κατά την αποσύνθεση νεκρής οργανικής ύλης. Είναι κολλοειδή με μεγάλη απορροφητική ικανότητα και σχηματίζουν μετά των αλκαλίων άλατα κατά κανόνα ευδιάλυτα στο νερό. Humic Coal [Χουμικός άνθρακας] Γεωλ. Ανθρακας με υψηλ^ή περιεκτικότητα σε χουμικές ενώσεις (χουμικά οξέα κ.λ.π.) που σχηματίζεται με τη διεργασία της χουμοποίησης από υλικά τύρφης. Humid Climate [Υγρό κλίμα] Μετεωμ. Γενικός όρος για τύπο κλάματος που παρουσιάζει υψηλή υγρασία λόγω συχνών και έντονων ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων και συνδέεται με την ανάπτυξη εκτεταμένης δασικής βλάστησης. Humid Heat [Υγρή Θερμότητα] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ως η ειδική θερμότητα μίγματος αέρα-υδρατμών, εκφρασμένη ανά kg ξηρού αέρα. Humid Volume [Υγρός Ογκος] Φυσ. Χημ. Για ένα μίγμα αέρα-υδρατμών, ορίζεται ο όγκος που καταλαμβάνει 1 kg ξηρού αέρα συν τον όγκο των περιεχόμενων υδρατμών στο μίγμα. Για κορεσμένο αέριο, ισούται με τον όγκο κορεσμού, ενώ για ξηρό, είναι ίσος με τον ειδικό όγκο του αερίου. Humidification [Διύγρανση] Φυσ. Χημ. Διεργασία κατά την οποία συμβαίνει μεταφορά μάζας από μια καθαρή υγρή φάση προς ένα αέριο, που βρίσκεται σε επαφή

Humidifier

-704-

με το υγρό αλλά είναι αδιάλυτο σε αυτό. Humidifier [Συσκευή Διύγρανσης] Χημ. Εργαστηριακή ή βιομηχανική συσκευή που χρησιμοποιείται για την αύξηση της υγρασίας στερεών ή αερίων ουσιών. Humidity [Υγρασία] Μετεωρ. Αποτελεί ένα μέτρο της περιεκτικότητας του ατμοσφαιρικού αέρα σε νερό υπό μορφή υδρατμών. Humidity Coefficient [Συντελεστής υγρασίας] Μετεωρ. Παράγοντας, βασιζόμενος στην εκθετική σχέση της μέσης θερμοκρασίας και των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων για την εκτίμηση του βαθμού θετικής συνεισφοράς της υγρασίας στην ανάπτυξη της βλάστησης μιας περιοχής. Humidity Element [Στοιχείο υγρασίας] Μετεωρ. Το ευαίσθητο μέρος του οργάνου του υγρομέτρου ή του υγρογράφου που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της υγρασίας όπως π.χ. η δέσμη τριχών στο υγρόμετρο τριχός, η υγροσκοπική ουσία στο χημικό υγρόμετρο κ. λ.π. Humidity Mixing Ratio [Αναλογία μίγματος υγρασίας] Μετεωρ. Όρος που χρησιμοποιείται για το προσδιορισμό της υγρομετρικής κατάστασης της ατμόσφαιρας. Ορίζεται ως η μάζα των υδρατμών ανά μονάδα βάρους του ξηρού αέρα και εκφράζεται σε γραμμάρια ανά χιλιόγραμμο ή γραμμάριο ξηρού αέρα. Humification [Χουμοποίηση] Γεωλ. II διεργασία αποσύνθεσης των οργανικών υπολειμμάτων φυτικής ή ζωικής προέλευσης των εδαφών με τη δράση πλήθους μικροοργανισμών (μυκήτων, βακτηρίων, σκωλήκων κ. λ.π.) που οδηγεί στο σχηματισμό του χούμου κατά την ανάμιξη των προϊόντων της αποσύνθεσης με τα ανόργανα συστατικά του εδάφους και την ενεργοποίηση πρόσθετων βιολογικών παραγόντων, όπως αμμωνιοποιητικών οργανισμών, νιτροβακτηρίων κ.λ.π. Humite [Χουμίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικά άλατα του μαγνησίου και του δισθενούς σιδήρου με ιόντα φθορίου και υδροξυλίου. Σχηματίζει λευκούς, καφέ, κίτρινους ή πορτοκαλί, διάφανους έως ημιδιάφανους και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1 έως 3,2. Humus [Χούμος] Γεωλ. Οργανική ουσία, παράγοντας γονιμότητας του εδάφους, ποικίλης και πολύπλοκης χημικής σύστασης με κύρια συστατικά κατά βάση άνθρακα, άζωτο, υδρογόνο, οξυγόνο και σε μικρότερη αναλογία φώσφορο, νάτριο, θείο, σίδηρο κ.λ.π. Παράγεται ως προϊόν βιολογικής αποσύνθεσης των νεκρών οργανικών υλών και είναι σκοτεινού χρώματος, μικρού βάρους, με υψηλή απορροφητική ικανότητα και μεγάλο ειδικό βάρος. Hund's Rule [Κανόνας του Hund] Χημ. Τα ηλεκτρόνια έχουν την τάση να καταλάβουν, όπου είναι επιτρεπτό, τροχιακά, στα οποία το spin των ηλεκτρονίων που τοποθετούνται να είναι παράλληλο, δηλαδή της αυτής φοράς. Hungaria Group [Ομάδα της Ουγγαρίας] Αστρον. Ομάδα αστεροειδών της εσωτερικής ζώνης με πάνω από 100 μέλη και τροχιακή περίοδο μικρότερη από το !Λ της αντίστοιχης του Δία. Hunsdiccker Reaction [Αντίδραση Hundsdieckcr] Ομγ. Χημ. Αντίδραση αποκαρβοξυλίωσης οργανικού οξέος, κατά την οποία άλας του οξέος με άργυρο θερμαίνεται παρουσία αλογόνου και τετραχλωράνθρακα, στους 80 °C. Το γενικό σχήμα είναι: RCOOAg + Χ·» RX + CO, + AgX

Hureaulite [Χαρολίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό μαγγάνιο. Σχηματίζει λευκούς, κιτρινόχρωμους ή κοκκινωπούς, διάφανους έως ημιδιάφανους και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1. Hurricane [Τυφώνας] Μετεωμ. Ακραίο καιρικό φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται από πάρα πολύ δυνατούς ανέμους και καταιγίδες, προξενώντας ανυπολόγιστες ζημιές στις ανθρώπινες κατασκευές στις περιοχές από όπου διέρχεται. Hurricane Force Wind [Ανεμος ισχύος τυφώνα] Μετεωμ. Εξαιρετικά ισχυρός και καταστροφικός άνεμος της τελευταίας (12*) βαθμίδας της ανεμομετρικής κλίμακας Μποφόρ, που πνέει με ταχύτητα πάνω από 32,7 μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Hutchinsonite [Χατσινσονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αρσενικό, μόλυβδο και τιτάνιο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους ή μελανούς, υποδιάφανους έως ημιδιάφανους και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,6. Huttonite [Χαττονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό θόριο. Σχηματίζει άχροους ή ανοιχτοκίτρινους, διαφανείς, με αδαμάντινη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,1. Huygenian Eyepiece [Προσοφθάλμιος του Χόυχενς] Οπτικ. Τύπος ευρύτατα χρησιμοποιούμενου (π.χ. στα μικροσκόπια) προσοφθαλμίου συστήματος, αποτελούμενος από ένα επιπεδόκυρτο φακό ως φακό πεδίου για την αύξηση του οπτικού πεδίου και από ένα δεύτερο, επίσης επιπεδόκυρτο, φακό ως φακό οφθαλμού για την αύξηση της μεγέθυνσης του ειδώλου, τοποθετημένους σε απόσταση μεταξύ τους (ανακούφιση) ίση με το μισό του αθροίσματος των εστιακών τους αποστάσεων για το περιορισμό των χρωματικών σφαλμάτων. Huygens' Principle [Αρχή του Χόυχενς] Οπτικ. Αρχή για τη διάδοση μιας κύμανσης εκπεμπόμενης από ένα σημείο σε ισότροπο μέσο και για το καθορισμό της θέσης της μετωπικής κυματικής επιφάνειας ανά πάσα χρονική στιγμή, σύμφωνα με την οποία κάθε σημείο μιας ισοφαικής κυματικής επιφάνειας, είτε σφαιρικής είτε επίπεδης, μπορεί να θεωρηθεί ως πηγή δευτερογενών κυμάτων διαδιδόμενων στο ίδιο κυματοπεδίο, το δε συνιστάμενο κύμα μπορεί να βρεθεί με τη συμβολή των επί μέρους στοιχειωδών κυμάτων. Huygens' Wavelet [Δευτερογενές κύμα του Χόυχενς] Οπτικ. Κατά τη διάδοση μιας κύμανσης εκπεμπόμενης από ένα σημείο σε ισότροπο μέσο, κάθε κύμα που παράγεται από κάθε σημείο της σε δεδομένη χρονική στιγμή μετωπικής κυματικής επιφάνειας θεωρούμενο ως νέο κέντρο κύμανσης και η συμβολή του οποίου με τα ανάλογα του καθορίζει την επόμενη ισοφαική επιφάνεια. HVAC [Σύστημα θέρμανσης κλιματισμού] Οικοδ. —» Heating, Ventilation And Air-Conditioning. Hyades [Υάδες] Αστμον. Ανοικτή συστροφή αστέρων στον αστερισμό του Ταύρου, σε απόσταση περίπου 130 έτη φωτός από τη Γη, που περιλαμβάνει κατά προσέγγιση 100 περίπου μετρίου μεγέθους αστέρες. Hyaline [Υαλίνη] Βιοχημ. Κατηγορία χημικών ενώσεων οι οποίες είναι αζωτούχοι κολλοειδείς υδατάνθρα-

InclusionCompounds-705 -

κες και αποτελούν συστατικό των υαλογόνων των κατώτερων ζωικών οργανισμών. Hyaline2 [Υαλώδης] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ιστό πετρωμάτων, κυρίως όξινων πυριγενών, στα οποία όλη η κύρια μάζα αποτελείται από υαλώδες υλικό χωρίς ουσιαστικά παρουσία κρυστάλλων. Hyalocrystalline [Υαλοκρυσταλλικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ιστό των υποκρυσταλλικών πυριγενών πετρωμάτων στα οποία οι αναλογίες των κρυστάλλων και της υαλώδους μάζας είναι περίπου ίσες ή η μία ελαφρά μεγαλύτερη της άλλης. Hyaloophitic [Υαλοοφιτικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ιστό των υποκρυσταλλικών πυριγενών πετρωμάτων στη κύρια μάζα των οποίων η ανα),ογία της υάλου είναι συντριπτικά μεγαλύτερη της αναλογίας των κρυστάλλων. Hyalophane [Υαλοφανής] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό αργίλιο και βάριο, που λέγεται και βαριούχος άστριος. Σχηματίζει άχροους, λευκούς, κίτρινους ή ερυθρούς, με υαλώδη λάμψη και διαφανείς έως ημιδιαφανείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8. Hyalopilitic [Υαλοπιπιτικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ιστό των υποκρυσταλλικών πυριγενών πετρωμάτων των οποίων η κύρια μάζα αποτελείται ουσιαστικά από ύαλο με πολύ περιορισμένη παρουσία κρυστάλλων, κυρίως μικρό κρυστάλλων. Hybrid Computer [Υβριδικός υπολογιστής] Πλ.ημ. Το μικτό υπολογιστικό σύστημα, το οποίο διαθέτει συσκευές που μπορούν να χρησιμοποιούν και να επεξεργάζονται και αναλογικά και ψηφιακά δεδομένα. Οι συσκευές αυτές μπορεί να διαθέτουν υβριδική διασύνδεση (βλέπε Hybrid Interface) ή το σύστημα μπορεί να αποτελείται από έναν κεντρικό ψηφιακό υπολογιστή που συνδέεται με περιφερειακές αναλογικές συσκευές. Hybrid Interface [Υβριδική διασύνδεση] Πλημ. Ο τρόπος λειτουργικής σύνδεσης μεταξύ μιας αναλογικής και μιας ψηφιακής συσκευής ενός υβριδικού υπολογιστή, με ταυτόχρονη μετατροπή των ψηφιακών δεδομένων σε αναλογικούς και αντίστροφα. Hybrid Network [Υβριδικό δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο που συνδυάζει αναλογικά και ψηφιακά μέρη καθώς και διάφορες τεχνολογίες. Έτσι είναι τα περισσότερα δίκτυα της ψηφιακής εποχής γι* αυτό και υπάρχουν τέτοια προβλήματα επικοινωνίας. Hybrid Orbital [Υβριδισμένο Τροχιακό] Χημ. Ονομάζεται και υβρίδιο. Αποτελεί είδος μοριακού τροχιακού που δημιουργείται από τη συγχώνευση ατομικών τροχιακών, των οποίων η διαφορά ενέργειας είναι πολύ μικρή. Κάθε υβριδισμένο τροχιακό μπορεί να συμπεριλάβει το πολό δύο ηλεκτρόνια. Η πυκνότητα του ηλεκτρονιακού νέφους είναι μεγαλύτερη στο χώρο μεταξύ των πυρήνων, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνονται ισχυρότεροι δεσμοί. Hybridization [Υβριδισμός] Χημ. Το φαινόμενο δημιουργίας υβριδισμένου τροχιακού, με συγχώνευση ατομικών τροχιακών. Hydatogenesis [Υδατογένεση] Γεωλ. Η διεργασία σχηματισμού πετρωμάτων (π.χ. ορυκτών αλάτων, ορυκτού γύψου) από την απόθεση, με κανονικές θερμοκρασίες και πίεση, των διαλυμένων ουσιών υδάτινης μάζας, κυρίως λόγω εξάτμισης. Hydnocarpic Acid [Υδνοκαρπικό οξύ] Οργ. Χημ. Ακόρέστο κυκλικό λιπαρό οξύ του τύπου C16H2802, που

Hvdraulic Classifier V

είναι λευκή κρυσταλλική ουσία και το κύριο δραστικό συστατικό του υδνοκαρπικού ελαίου, του παραγόμενου από τα σπέρματα του ασιατικού φυτού υδνόκαρπου, που χρησιμοποιήθηκε στη θεραπευτική αγωγή κατά της λέπρας. Hydra [Υδρα] Αστρον. Επιμήκης αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου μεταξύ πολλών αστερισμών, (Καρκίνου. Παρθένου, Πυξίδας, Κόρακα κ.λ.π.), σε ορθή αναφορά 10,12 ώρες και απόκλιση 19,36 μοίρες με λαμπρότερο του δευτέρου μεγέθους διπλό αστέρα α ή Αλφάρντ. Διεθνές σύμβολο: Hyd. Hydrant [Κρουνός] Οικοδ. Σημείο υδροληψίας από δίκτυο ύδρευσης συνήθως τοποθετημένο σε κοινόχρηστο χώρο με ειδικό στόμιο για τη σύνδεση ενός λαστιχένιου σωλήνα. Είναι μια μόνιμη εγκατάσταση σε δημόσιους και κοινόχρηστους χώρους από την οποία μπορεί να αντληθεί η απαραίτητη ποσότητα νερού για διάφορες χρήσεις όπως για την άρδευση ή για τις έκτακτες ανάγκες πυρόσβεσης, Hydrase [Υδράση] Βιοχημ. Ένζυμο που δρα καταλυτικά στη προσθήκη ή απομάκρυνση μορίων ύδατος από μία ένωση χωρίς να προκαλεί υδρόλυση, Hydrastine [Υδραστίνη] Opy. Χημ. Αλκαλοεδής ένωση του τύπου C 2 I H 2 I N 0 6 , που απαντά στις ρίζες του φυτού ύδραστις η καναδική. Είναι δηλητηριώδης, λευκή κρυσταλλική ουσία ευδιάλυτη στο χλωροφόρμιο και οπτικώς ενεργή. Χρησιμοποιείται στην ιατρική, Hydrastininc [Υδραστινίνη] Ομγ. Χημ. Αλκαλοειδής ένωση του τύπου C11H13O3N που απαντά στις ρίζες του φυτού ύδραστις ή καναδική αλλά λομβάνεται και από την υδραστίνη με οξείδωση. Είναι κρυσταλλική ουσία ευδιάλυτη στην αλκοόλη και το χλωροφόρμιο και χρησιμοποιείται στην ιατρική, Hydrate [Υδρίτης] Χημ. Κάθε ένωση που περιέχει στο μόριό της το νερό κρυστάλλωσης, Hydrated Electron [Ενυδρο Ηλεκτρόνιο] Χημ. Πολ.ύ δραστικό ελεύθερο ηλεκτρόνιο, το οποίο ελευθερώνεται σε υδατικά διαλύματα, με επίδραση ενέργειας ιονισμού. Hydrated Ion [Ενυδρο Ιόν] Χημ. Ιόν που συγκρατεί μόρια νερού που το περιβάλλουν, όταν βρίσκεται σε υδατικό διάλυμα, Hydration [Ενυδάτωση] Χημ. Η σύνδεση μορίων νερού στο μόριο μιας ένωσης. Hydraulic [Υδραυλικό] Τεχνολ. Μηχάνημα ή σύστημα του οποίου η παραγωγική λειτουργία εξασφαλίζεται μέσω της κίνησης ενός ρευστού Hydraulic Backhoe [Υδραυλικός εκσκαφέας] Οικοδ. Εργοταξιακό μηχάνημα εκτέλεσης χωματουργικών εργασιών, η παραγωγική λειτουργία του οποίου εξασφαλίζεται με υδραυλικό σύστημα, Hydraulic Breaker [Υδραυλική σφύρα] Οικοδ. Μηχάνημα εργοταξίου που χρησιμοποιείται στα χωματουργικά έργα στις περιπτώσεις εκσκαφών σε βράχο. Αποτελείται από μία σφύρα που δέχεται κρούσεις μέσω ενός υδραυλικού μηχανισμού και εισχωρεί στο βραχώδες έδαφος θρυμματίζοντας το. Hydraulic Cement [Υδραυλικό τσιμέντο] Τεχνολ Υλικό συγκόλλησης το οποίο ενεργοποιείται από τη χημική αντίδραση που προκαλείται όταν αναμιχθεί με νερό. Hydraulic Classification [Υδραυλική Ταξινόμηση] Μηχ. Διεργασία διαχωρισμού στερεών σωματιδίων, με βάση το μέγεθος τους, κατά την οποία χρησιμοποιείται η ροή υγρού, Hydraulic Classifier [Υδραυλικός Διαχωριστής] Μηχ.

Hydraulic Current

-706-

Συσκευή διαχωρισμού στερεών σωματιδίων, με βάση το μέγεθος τους, από υγρό αιώρημα. Η ροή του αιωρήματος μπορεί να είναι οριζόντια ή κατακόρυφη, ενώ από τον πυθμένα του δοχείου διοχετεύεται νερό προς τα πάνω, για αύξηση της απόδοσης. Τα βαρύτερα σωματίδια κατακάθονται, ενώ τα ελαφρύτερα παρασύρονται από το νερό. Hydraulic Current [Υδραυλικό ρεύμα] Ωκεαν. Τύπος υδάτινου ρεύματος που δημιουργείται σε σχηματισμούς καναλιών, στενών κ.λ.π. υπό την επίδραση της βαρύτητας λόγω της υψομετρικής διαφοράς της επιφανειακής στάθμης των υδάτινων όγκων στα άκρα του σε συνάρτηση με τα παλιρροϊκά φαινόμενα. Hydraulic Elevator [Υδραυλικός ανελκυστήρας] Τεχνολ. Ανελκυστήρας που η κατακόρυφη κίνηση εξασφαλίζεται από έναν υδραυλικό μηχανισμό. Hydraulic Engineering [Υδραυλική μηχανική] Πολ. Μηχ. Γνωστικό αντικείμενο του κλάδου πολιτικών μηχανικών που ασχολείται με τη μελέτη και κατασκευή τεχνικών έργων που απαιτούνται για τον έλεγχο και τη χρήση του νερού. Hydraulic Equipment [Εξοπλισμός υδραυλικής λειτουργίας] Οικοό. Ομάδα μηχανημάτων εργοταξίου που λειτουργούν μέσω ενός υδραυλικού συστήματος. Είναι πολύ ισχυρά μηχανήματα υψηλής παραγωγικότητας με εύκολο χειρισμό κατάλληλα για βαριές οικοδομικές εργασίες όπως τα χωματουργικά και οι φορτοεκφορτώσεις. Hydraulic Fill [Υδραυλικό επίχωμα] Οικοό. Επίχωμα που κατασκευάζεται σε παραλιακές περιοχές όπου το υλικό επιχωμάτωσης μεταφέρεται μέσω αναρρόφησης από τον πυθμένα της θάλασσας και απλώνεται κατευθείαν στην επιφάνεια του οικοπέδου μέσω ενός συστήματος αντλιών και σωλήνων. Hydraulic Friction [Υδραυλική τριβή] Υδρ. Στην περίπτωση της ροής ενός ρευστού μέσα σε έναν αγωγό, η τριβή που προκύπτει από την επαφή του ρευστού με τα τοιχώματα του αγωγού, η οποία προκαλεί απώλεια ενέργειας. Είναι ένα φαινόμενο μεγάλης σημασίας στη μελέτη αγωγών πίεσης. Hydraulic Grade Line [Υδραυλικό υψόμετρο] Πολ. Μηχ. 1. Σε ανοιχτούς αγωγούς, το υψόμετρο της ελεύθερης επιφάνειας του νερού. 2. Σε κλειστούς αγωγούς, το υψόμετρο που θα είχε το νερό κάτω από συνθήκες ατμοσφαιρικής πίεσης. Hydraulic Gradient [Υδραυλική κλίση] Ρενστομηχ. Το μέτρο του ρυθμού μεταβολής της μηχανικής ενέργειας κατά τη διεύθυνση ροής υποεπιφανειακού ύδατος σε ισότροπα υλικά, που μαθηματικά εκφράζεται ως το πηλίκο της διαφοράς των υδραυλικών μετώπων μεταξύ δύο σημείο)ν προς την απόσταση (οριζόντια ή κάθετη για οριζόντια ή κάθετη υδραυλική κλίση αντίστοιχα) μεταξύ δύο πιεζομετρικών σημείων. Hydraulic Jack [Υδραυλικός γρύλος] Τεχνολ. Ανυψωτικός μηχανισμός του οποίου η ανυψωτική ικανότητα επιτυγχάνεται μέσω αύξησης της υδραυλικής πίεσης. Είναι μία μηχανή που χρησιμοποιείται για την ανέλκυση σε μικρό ύψος οχημάτων ή άλλων βαριών αντικειμένων, η οποία αντλεί την απαιτούμενη δύναμη με τη βοήθεια της υδραυλικής πίεσης του νερού ή του λαδιού. Hydraulic Jetting [Υδραυλική ρίψη] Μηχ. Πρόκειται για την εκτόξευση ποσότητας νερού με πολύ μεγάλη ταχύτητα, για την ανάπτυξη της κατάλληλης πίεσης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους σκο-

πούς, όπως για παράδειγμα ο καθαρισμός επιφανειών. Hydraulic Jump [Υδραυλικό άλμα] Υδρ. Το φαινόμενο απότομης αύξησης της επιφάνειας της διατομής που οριοθετεί τον όγκο ενός ρευστού σε κίνηση, στην περίπτωση που σε ένα σημείο της διαδρομής η ταχύτητα κίνησης μειώνεται απότομα από ένα υψηλό μέγεθος που είχε μέχρι εκείνο το σημείο σε ένα σημαντικά μικρότερο μέγεθος, αυξάνοντας κατ' αυτό τον τρόπο σε μια μικρή απόσταση τον όγκο του νερού που περνά από τη διατομή στη μονάδα χρόνου λόγω της μείωσης της ταχύτητας. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον το εύρος της διατομής παραμένει σταθερό, αυξάνεται η δεύτερη διάσταση που είναι το ύψος. Hydraulic Lift [Υδραυλικός ανελκυστήρας] Τεχνολ. —> Hydraulic Elevator. Hydraulic Lime [Υδραυλική άσβεστος] Υλικ. Υδραυλική κονία διαφόρων τύπων που λαμβάνεται από ασβεστόλιθους με πύρωση και έχει την ιδιότητα, κατά την προσθήκη ύδατος, να μετατρέπεται σε πλαστική πηλώδη μάζα που όταν είναι πηγμένη αποκτά συνοχή και σκληρύνεται ακόμη και σε υγρή ατμόσφαιρα, λόγω της μετατροπής των άνυδρων ενώσεων του ασβεστίου στη σύσταση της σε ένυδρες, δυσδιάλυτες κρυσταλλικές ενώσεις. Hydraulic Loss [Υδραυλικές απώλειες] Υδρολ. Σε έναν αγωγό πίεσης, οι απώλειες ενέργειας που προκαλούνται λόγω της υδραυλικής τριβής. Hydraulic Mortar [Υδραυλική κονία] Οικοδ. Είναι ένα μίγμα που χρησιμοποιείται ως συνδετική ύλη στις τεχνικές κατασκευές και σκληραίνει όταν έρθει σε επαφή με το νερό. Hydraulic Motor [Υδραυλικός κινητήρας] Μηχ. Είναι μία μηχανή συνήθως με πολλούς κυλίνδρους η οποία λειτουργεί εκμεταλλευόμενη την υδραυλική πίεση ενός υγρού όπως το νερό ή το λάδι. Hydraulic Press [Υδραυλικό πιεστήριο] Μηχ. Πρόκειται για μηχανή η οποία έχει τη δυνατότητα της άσκησης μεγάλης πίεσης, κάνοντας χρήση εμβόλων που κινούνται με δυνάμεις οι οποίες μεταδίδονται και προσαυξάνονται με την βοήθεια υγρών ύπως το νερό ή το λάδι λόγω του ότι αυτά είναι πρακτικά ασυμπίεστα. Hydraulic Pressure [Υδραυλική Πίεση] Μηχ. Αναφέρεται στην πίεση που αναπτύσσεται κατά τη ροή ενός ρευστού σε αγωγό μικρής διατομής. Hydraulic Radius [Υδραυλική Ακτίνα] Μηχ. Χρησιμοποιείται για κυκλικούς αγωγούς οι οποίοι δεν είναι πλήρως γεμάτοι. Συμβολίζεται ως ΓΗ και ορίζεται ως το πηλίκο του εμβαδού διατομής της ροής (S) προς τη διαβρεχόμενη περίμετρο (L). Για κυκλικό, πλήρως γεμάτο αγωγό, είναι ίση με το 1/4 της διαμέτρου. Hydraulic Separation [Υδραυλικός Διαχωρισμός] Μηχ. —» Hydraulic Classification Hydraulic Separator [Υδραυλικός Διαχαιριστής] Μηχ. Hydraulic Classifier Hydraulic Telemetry [Υδραυλική τηλεμετρία] Επικ. Είναι η μετάδοση των καταγραφών κάποιων μηχανημάτων που αφορούν διάφορα μεγέθη, η οποία γίνεται με ηχητικά κύματα που διατρέχουν υγρά μέσα και κυρίως το νερό. Hydraulic Test" [Δοκιμή πίεσης] Τεχνολ. Σε δίκτυα υποδομής οι δοκιμές που εκτελούνται μετά την τοποθέτηση των σωλήνων για τον έλεγχο της στεγανότητάς τους. Hydraulics [Υδραυλική] Τεχνολ. Επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη, την έρευνα και τη

-707 διατύπωση των νόμων που διέπουν την κίνηση των ρευστών. Hydrazides [Υδραζίδια] Ομγ. Χημ. Παράγωγα της υδραζίνης, που σχηματίζονται με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου με αλκύλιο. Ο γενικός τύπος είναι h2n-nhr. Hydrazine [Υδραζίνη] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη υγρή ένωση» με Χημικό τ^710 Η2ΝΝΗ2, μοριακό βάρος 32,05, σημείο ζέσεως 113,5 °C και σημείο πήξεως 2°C. Είναι ασθενής βάση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Παρασκευάζεται με επίδραση διαλύματος αμμωνίας σε υποχλωριώδες νάτριο. Σε ατμόσφαιρα οξυγόνου αναφλέγεται, με έκλυση σημαντικής ποσότητας θερμίδων. Hydrazine Hydrate [Ενυδρη Υδραζίνη] Ανόργ. Χημ. Αχρωμο, ατμίζον υγρό, με χημικό τύπο Ν 2 Η 4 χ Η 2 0, μοριακό βάρος 50,06, σημείο ζέσεως 118,5°C και σημείο πήξεως -40 °C. Είναι διοξίνη βάση, με τοξικές ιδιότητες και προσβάλλει το γυαλί, το φελλό και το ελοστικό. Hydrazine Sulfate [Θειική Υδραζίνη] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο N2H4xH2S04, μοριακό βάρος 130,12 και σημείο τήξεως 254 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό. Με θέρμανση διασπάται. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Hydrazo Compounds [Υδραζω-ενώσεις] Οργ. Χημ. Παράγωγα της υδραζίνης, που λαμβάνονται με αναγωγή αζω-ενώσεων. Πρόκειται για άχρωμες, κρυσταλλικές ενώσεις, που έχουν ουδέτερη συμπεριφορά. Hydrazobenzene [Υδραζωβενζόλαο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 1,2-διφαινυλο-υδραζίνη. Ο χημικός τύπος είναι C 6 h 5 -nhnh-G,h5, το μοριακό βάρος 184,24 και το σημείο τήξεως 131 °C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στην αιθανόλη και χρησιμοποιείται στη σύνθεση βενζιδίνης. Hydrazoic Acid [Υδραζωτικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο υγρό, με χημικό τύπο ΗΝ*, μοριακό βάρος 43,03, σημείο ζέσεως 37 °C και σημείο πήξεως -80°C. Είναι τοξική, πολό εκρηκτική ουσία, συμπεριφέρεται ως ασθενές μονοβασικό οξύ, αλλά διαλόει πολλά μέταλλα με έκλυση αζώτου. Τα άλατά του με μόλυβδο, υδράργυρο και άργυρο χρησιμοποιούνται ως πυροκροτητές. Hydrazones [Υδραζόνες] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, με γενικό τύπο RCH2C=N-NHR, που παρασκευάζονται με επίδραση παραγώγων υδραζίνης σε καρβονυλική ένωση. Χρησιμοποιούνται για την απομόνωση, τον καθαρισμό και την ταυτοποίηση καρβονυλικών ενώσεων. Hydrides [Υδρίδια] Χημ. Ονομάζονται και υδρογονίδια. Είναι όλες οι δυαδικές ενώσεις του υδρογόνου, δηλαδή αυτές που αποτελούνται από υδρογόνο και ένα μόνο άλλο στοιχείο. Hydriodic Acid [Υδροϊωδικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Υδατικό διάλυμα του αερίου υδροϊωδίου, HI. Συμπεριφέρεται σαν ισχυρό οξύ. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Hydro- [Υδρο-] Χημ. Πρώτο συνθετικό που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία νερού ή υδρογόνου στο μόριο μιας ένωσης. Hydroboracite [Υδροβορακίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο οξείδιο του βορονίου, του μαγνησίου και του ασβεστίου. Σχηματίζει άχροους, τεφρούς ή κίτρινους, διάφανους και με υαλώδη ή μεταξώδη λόμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2.

Hydrocyanic Acid

Hydroboration [Υδροβορίωση] Ομγ. Χημ. Αντίδραση προσθήκης διβορανίου, Β2Η6, σε ακόρεστο δεσμό, προς σχηματισμό αλκυλοβορανίων. Hydroborons [Υδροβόρια] Ανόργ. Χημ. Δυαδικές ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, που ονομάζονται και υδρογονίδια του βορίου ή βοράνια. —> Borane Hydrobromic Acid [Υδροβρωμικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Υδατικό διάλυμα του αερίου υδροβρωμίου, HBr. Έχει ισχυρά όξινες ιδιότητες. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Hydrocarbons [Υδρογονάνθρακες] Χημ. Γενικός όρος για τις οργανικές ενώσεις, που περιέχουν μόνο άτομα, άνθρακα και υδρογόνου. Διακρίνονται σε κορεσμένους και ακόρεστους, καθώς και σε αλειφατικούς και αρωματικούς. Hydrocellulose [Υδροκυτταρίνη ή υδροκελλουλόζη] Υλικ. Μορφή ένυδρης κυτταρίνης που προκύπτει από την ελάττωση του μοριακού βάρους της κυτταρίνης κατά τη μερική υδρόλυση της με οξέα. Παρουσιάζει ποικλία ειδικών ιδιοτήτων ανάλογα με τις συνθήκες σχηματισμού της και γενικά μεγαλύτερη ευδιαλυτότητα σε υδατικά διαλύματα αλ.καλίων και μικρότερη ελαστικότητα και ιξώδες. Hydrocerussite [Υδροκερουσσίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό ανθρακικό μόλυβδο. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή φαιούς, διάφανους έως ημιδιάφανους, με αδαμάντινη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στη κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 6,8.

Hydrochloric Acid [Υδροχλωρικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Υδατικό διάλομα αερίου υδροχλωρίου, HC1. Είναι ισχυρό οξύ και διαλ.ύει πολλά μέταλλα. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανική παραγωγή πολλών χημικών προϊόντων. Hydrocolloid [Υδροκολλοειδές] Χημ. Κολλοειδές σύστημα, στο οποίο το μέσο διασποράς είναι νερό. Hydrocooling [Υδρόψυξη] Μηχ. Ένας από τους τρόπους διατήρησης σε χαμηλά επίπεδα της θερμοκρασίας ενός μεγάλου χώρου, όπως για παράδειγμα οι αποθήκες μονάδών παραγωγής ευπαθών τροφίμων, με τη βοήθεια υγρών μέσων όπως το νερό. Ο ίδιος όρος βέβαια χρησιμοποιείται και για το χαρακτηρισμό των ανάλογων συστημάτων ψύξης των μηχανών εσωτερικής καύσεως. Hydrocortisone [Υδροκορτιζόνη] Βιοχημ. Ορμόνη του φλοιού των επινεφριδίων του τύπου C21H30O5 της ομάδας των γλυκοκορτικοειδών. Είναι κρυσταλλική ουσία με ισχυρή αλοτοκορτικοειδή δράση και χρησιμοποιείται στην ιατρική. Hydrocracker [Μονάδα Υόρογονοπυρόλυσης] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική μονάδα, στην οποία λαμβάνει χώρα υδρογόνωση και πυρόλυση κλασμάτων πετρελαίου, παρουσία ειδικού καταλότη. Hydrocracking [Υδρογονοπυρόλοση] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική διεργασία που εφαρμόζεται σε κλάσματα πετρελοίου και αναφέρεται και ως υδρογονωτική διάσπαση. Πραγματοποιείται παρουσία υδρογόνου, σε καταλνυτικό μίγμα πυριτίου, αργλίου και λευκοχρύσου, σε πιέσεις 70-140 atm και θερμοκρασίες 400-500 °C. Το τελικό προϊόν αποτελείται από αλκάνια με μικρή ανθρακική αλυσίδα, κυκλοαλκάνια και αρωματικές ενώσεις. Hydrocyanic Acid [Υδροκυανικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Υδατικό διάλυμα αέριου υδροκυανίου, HCN. Είναι

Hydrocyclone

-708-

ισχυρό, μονοβασικό οξύ, πολύ δηλητηριώδες. Hydrocyclone [Υδροκυκλώνας] Μηχ. Συσκευή διαχωρισμού στερεών σωματιδίων από υγρό διάλυμα. Η λειτουργία του βασίζεται στη συνδυασμένη δράση του βάρους και της φυγόκεντρης δύναμης πάνω στα στερεά σωματίδια. Αποτελείται από ένα κυλινδρικό τμήμα, όπου εισάγεται εφαπτομενικά το αιώρημα και ένα κωνικό, όπου η κίνηση του μίγματος είναι σπειροειδής. Τα βαρύτερα σωματίδια εξέρχονται από τον πυθμένα και τα ελαφρύτερα από την κορυφή του κυκλώνα. Hydrodealkylation [Υδρο-απαλκυλίωση] Χημ. Μηχ. Διεργασία απομάκρυνσης διακλαδώσεων αλκυλίων από τις ενώσεις του πετρελαίου, με επίδραση υδρογόνου σε υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες. Hydrodcsuifurization [Υδρο-αποθείωση] Χημ. Μηχ. Διεργασία απομάκρυνσης θειούχων ενώσεων από κλάσματα πετρελαίου, παρουσία υδρογόνου και καταλύτη, σε σχετικά υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες. Hydrodynamics [Υδροδυναμική] Ρενστομηχ. Επιμέρους κλάδος της επιστήμης της υδραυλικής που μελετάει την κίνηση των υγρών και ιδιαίτερα του νερού. Hydroelectric [Υδροηλεκτρικός] Ηλεκ. Όρος που αναφέρεται στη παραγωγή και στις τεχνικές εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη μετατροπή της υδραυλικής ισχύος σε μηχανική. Hydroelectric Scheme [Υδροηλεκτρική μονάδα] Τεχνολ. Σύνθετο τεχνικό έργο που αποτελείται συνήθως από ένα φράγμα, σήραγγες ή κανάλια εκτροπής, υδροηλεκτρικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τεχνικά υδροληψίας, οδούς πρόσβασης και κτιριακό συγκρότημα για την στέγαση των υπηρεσιών λειτουργίας και συντήρησης της μονάδας. Hydroelectric!ty [Υδροηλεκτρισμύς] Ηλεκ. Ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται, με χρήση κατάλληλης διάταξης υδροστροβίλων και ηλεκτρογεννητριών, από τη μετατροπή της υδραυλικής ισχύος σε μηχανική. Hydroexplosion [Υδροέκρηξη] Γεωλ. Ηφαιστειακή έκρηξη που οφείλεται στη δημιουργία ατμών κατά την επαφή ροής ρευστής λάβας με μάζα ύδατος. Hydrofluoric Acid [Υδροφθορικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Υδατικό διάλυμα αερίου υδροφθορίου, HF. Είναι τοξικό και διαβρωτικό, προσβάλλει το γυαλί και διαλύει πολλά μέταλλα, με ταυτόχρονη έκλυση υδρογόνου. Hydrofoil [Υδροπτέρυγο] Μηχ. Κάθε ένα από τα τοποθετημένα υπό μικρή κλίση ως προς την οριζόντια διεύθυνση πτερύγια του συστήματος που χρησιμοποιείται στο κάτω μέρος ορισμένων σκαφών για την ανύψωση τους, λόγω της δημιουργούμενης διαφοράς πίεσης (περιοχή υψηλής και χαμηλής πίεσης κάτω και πάνω από το κάθε πτερύγιο αντίστοιχα) κατά τη κίνηση τους, υπεράνω της υδάτινης επιφάνειας (με την οποία ωστόσο παραμένουν σε επαφή μέσω στηριγμάτων) και την ανάπτυξη υψηλής ταχύτητας ως αποτέλεσμα της κατάργησης της αντίστασης της τριβής. Hydroforming [Υδρο-αναμόρφωση] Χημ. Μηχ. Διεργασία αναμόρφωσης κλασμάτων πετρελαίου, παρουσία υδρογόνου και καταλύτη. Η αντίδραση λαμβάνει χώρα σε υψηλές τιμές πίεσης και θερμοκρασίας, ενώ ο καταλύτης είναι συνήθως μίγμα οξειδίων αργιλίου και μολυβδαινίου. Hydroformylation [Υδροφορμυλίωση] Οργ. Χημ. Αναφέρεται ως οξο-μέθοδος και συνίσταται στην επίδραση μονοξειδίου του άνθρακα και υδρογόνου σε διπλό δεσμό, παρουσία καταλύτη κοβαλτιοκαρβονυλοϋδρογονιδίου (HCo(CO)4). Η αντίδραση πραγματο-

ποιείται σε θερμοκρασία 200 °C και πίεση 200 aim και σχηματίζει αλδευδη, η οποία μπορεί να αναχθεί σε αλκοόλη ή να οξειδωθεί σε μονοκαρβονικό οξύ. Hydrogel [Υδροπηκτή] Χημ. Ημιστερεό σύστημα, όπου το μέσο διασποράς είναι το νερό. Σχηματίζεται κατά τη συσσωμάτωση σωματιδίων και αποτελείται από μια συνεχή δικτυωτή δομή, στην οποία το μέσο διασποράς βρίσκεται ακινητοποιημένο. Hydrogen [Υδρογόνο] Χημ. Αχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο, με χημικό τύπο Η2, μοριακό βάρος 2,0158, ατομικό αριθμό 1, σημείο ζέσεως 20,4 Κ και σημείο πήξεως 13,95 Κ. Είναι το δεύτερο σε αφθονία στοιχείο στη φύση μετά το οξυγόνο και σχηματίζει το μεγαλύτερο αριθμό χημικών ενώσεων. Υπάρχει σε δύο ισότοπα, το δευτέριο και το τρίτιο. Βιομηχανικά παράγεται κατά την οξείδωση μεθανίου με υδρατμούς. 13ρίσκει πολλές εφαρμογές στη βιομηχανία, στη χημική σύνθεση και στη μεταλλουργία. Hydrogen Azid [Αζίδιο Υδρογόνου] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είνςχι ΗΝ3. Είναι γνωστό και ως υδραζωτικό οξύ. Hydrazoic Acid Hydrogen Bomb [Βόμβα υδρογόνου] ΙΙνρην. Φνσ. Πυρηνικό όπλο σχάσης-σύντηξης εξαιρετικής καταστρεπτικής ισχύος, πολύ μεγάλης ακτίνας δράσης και υψηλής περιεκτικότητας ραδιενεργών πυρήνων στο πυρηνικό νέφος της έκρηξης. Στηρίζεται στην έκλυση ενέργειας με το σχηματισμό πυρήνων ηλίου και νετρονίων κατά τη θερμοπυρηνική αντίδραση σύντηξης των ισοτόπων του υδρογόνου δευτερίου και τριτίου. Απαιτούνται συνθήκες πολύ υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων, για να πραγματοποιηθεί δε η έκρηξή της υπάρχει μια μικρή ατομική βόμβα στο εσωτερικό της που με τη σχάση ουρανίου-235 ή πλουτωνίου-239 σε αυτοσυντηρούμενους κύκλους ακτινοβολίας, επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Hydrogen Bond [Δεσμός Υδρογόνου] Χημ. Ονομάζεται και γέφυρα υδρογόνου. Είναι ηλεκτροστατικής φύσεως, έχει ορισμένη κατεύθυνση, ενέργεια της τάξεως των Van der Waals και μήκος μεγαλύτερο από του ομοιοπολικού. Δημιουργείται ύταν ένα άτομο υδρογόνου ενώνεται με άτομο πολύ ηλεκτραρνητικού στοιχείου, με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν μονήρη ζεύγη ηλεκτρονίων. Ενώσεις που περιέχουν δεσμούς υδρογόνου παρουσιάζουν υψηλά σημεία ζέσεως και τήξεως. Hydrogen Bromide [Υδροβρώμιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο HBr, μοριακό βάρος 80,91, σημείο ζέσεως -67 °C και σημείο πήξεως -88,5 °C. Είναι άχρωμο αέριο, διαλυτό σε αιθανόλη και νερό, με αναγωγικές ιδιότητες. Παρασκευάζεται κατά την υδρόλυση βρωμιούχου φωσφόρου ή με απ' ευθείας ένωση μοριακού υδρογόνου και βρωμίου, παρουσία καταλύτη. Hydrogen Burning [Καύση υδρογόνου] Αστροφνσ. Οι αυτοσυντηρούμενες αντιδράσεις πυρηνικής σύντηξης των ατόμων του υδρογόνου που καταλήγουν στη μεταστοιχείωση του σε ήλιο με την ταυτόχρονη έκλυση τεράστιας ενέργειας στο περιβάλλον υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων στο εσωτερικό των αστέρων της κύριας ακολουθίας. Είναι ο κύριος μηχανισμός παραγωγής ενέργειας και διατήρησης, λόγω της ενεργειακής κατάστασης ισορροπίας με την ακτινοβολούμενη από την επιφάνεια ενέργεια, σταθερής της φωτεινότητας του. Hydrogen Chloride [Υδροχλώριο] Ανόργ. Χημ. Αέριο με χαρακτηριστική οσμή, που έχει χημικό τύπο HC1, μοριακό βάρος 36,46, σημείο ζέσεως -84,9 °C και ση-

-709μείο πήξεως -114,8 °C. Είναι αναγωγικοί ουσία, διολυτή σε νερό και αιθανόλη. Λαμβάνεται με απ' ευθείας ένωση χλωρίου και υδρογόνου, με μηχανισμό ελευθέρων ριζών. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολλών βιομηχανικών προϊόντων. Hydrogen Cyanide [Υδροκυάνιο] Ανόργ. Χημ. Εξαιρετικά τοξικό, άχρωμο αέριο, με χαρακτηριστική οσμή πικραμυγδάλου. Ο χημικός τύπος είναι HCN και έχει μοριακό βάρος 27,03, σημείο ζέσεως 26°C και σημείο πήξεως -14 °C. Εκλύεται κατά την προσθήκη οξέων σε κυανιούχα άλατα, ενώ παράγεται βιομηχανικά με επίδραση αμμωνίας σε μεθάνιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή κυανιούχων αλάτων και nylon 66. Hydrogen Electrode [Ηλεκτρόδιο Υδρογόνου] Φυσ. Χημ. Αποτελείται από έλασμα λευκοχρύσου, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με αέριο υδρογόνο πίεσης 1 aim και είναι μερικώς βυθισμένο σε υδατικό διάλυμα ιόντων υδρογόνου, με συγκέντρωση 1 Μ. Συμβολίζεται ως Pt / Η2 (1 atm) / Η*. Η τιμή δυναμικού του έχει ορισθεί ως μηδέν, σε όλες τις θερμοκρασίες και χρησιμοποιείται σαν ηλεκτρόδιο αναφοράς. Ονομάζεται και πρότυπο ημιστοιχείο. Hydrogen Equivalent [Ισοδύναμο Υδρογόνου] Χημ. Για μια ουσία, ορίζεται ο αριθμός των αντικαταστάσιμων ατόμων υδρογόνου, σε ένα γραμμομόριο, ή ο αριθμός των ατόμων υδρογόνου με τα οποία ένα γραμμομόριο της ουσίας θα μπορούσε να αντιδράσει. Hydrogen Fluoride [Υδροφθόριο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο, ατμίζον υγρό, με χημικό τύπο HF, μοριακό βάρος 20,01, σημείο ζέσεως 19,54°C και σημείο πήξεως 83,1 °C. Στο μόριό του σχηαμτίζονται δεσμοί υδρογόνου και το σημείο ζέσεως αντιστοιχεί στον τύπο Η ^ . Είναι πολύ διαλυτό στο νερό και προσβάλλει εύκολα τις πυριτικές ενώσεις. Λαμβάνεται από το φθορίτη με επίδραση θειικού οξέος. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Hydrogen Half Cell [Ημιστοιχείο Υδρογόνου] Φυσ. Χημ. Είναι γνωστό ως ηλεκτρόδιο υδρογόνου ή πρότυπο ηλεκτρόδιο. -> Hydrogen Electrode Hydrogen Iodide [Υδροϊώδιο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο αέριο, με χημικό τύπο HI, μοριακό βάρος 127,91, σημείο ζέσεως -35,38 °C και σημείο πήξεως -50,8 °C. Είναι αναγωγική ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Παρασκευάζεται κατά την επίδραση υδροθείου σε ιώδιο ή την υδρόλυση ιωδιούχου φωσφόρου ή με απ' ευθείας αντίδραση ιωδίου και υδρογόνου. Hydrogen Ion [Ιόν Υδρογόνου] Ανόμγ. Χημ. Είναι το άτομο του υδρογόνου, που φέρει φορτίο +1, πρόκειται δηλαδή για ένα πρωτόνιο. Συμβολίζεται ως Η\ Hydrogen Line [Γραμμή υδρογόνου] Φυσ. Χημ. Η γραμμή στο φάσμα του ουδέτερου υδρογόνου με συχνότητα 1420,40575 MHz (ή σε μήκος κύματος 21 cm) που βρίσκεται στην περιοχή ελάχιστου θορύβου του φάσματος των συχνοτήτων, τη χαρακτηριζόμενη ως "πηγάδι του νερού" και θεωρείται η κοσμική συχνότητα ως προερχόμενη από το αφθονότερο στοιχείο του σύμπαντος, το υδρογόνο. Οφείλεται στη μετάπτωση του σπιν του ηλεκτρονίου από τη στάθμη υψηλότερης ενέργειας στη στάθμη χαμηλότερης ενέργειας που είναι διαχωρισμένη, λόγω υπέρλεπτης υφής, η θεμελιώδης στάθμη του ατόμου, κατά την οποία εκπέμπεται ακτινοβολία ενέργειας ίσης με τη διαφορά ενέργειας των δύο σταθμών (hv = 6. ΙΟ'6 eV). Hydrogen Peroxide [Υπεροξείδιο του Υδρογόνου] Ανόμγ. Χημ. Υγρό με μεγάλη πυκνότητα (1,47 g/ml), με

Hydrographic Map

ελοφρώς κυανούν χρώμα, χημικό τύπο Η202, μοριακό βάρος 34,01 σημείο ζέσεως 150,2°C και σημείο πήξεως -0,41 °C. Αποτελεί άριστο διαλυτικό για πολικές ενώσεις, αλλά είναι πολύ οξειδωτικό. Βιομηχανικά παράγεται κατά την ηλεκτρόλυση θειικού οξέος ή με αυτοοξείδωση 2-μεθυλο-ανθρακινύλης. Το υδατικό του διάλυμα με 3% κ.β. είναι το οξυζενέ. Hydrogen Scale [Κλίμακα Υδρογόνου] Φνσ. Χημ. Σύστημα σχετικών τιμών δυναμικών ηλεκτροδίων, όπου ως ηλεκτρόδιο αναφοράς θεωρείται το ηλεκτρόδιο υδρογόνου. Hydrogen Star [Αστέρας υδρογόνου] Αστμον. Κάθε αστέρας του φασματικού τύπου Α (π.χ. ο Βέγας, ο Σείριος) στο φάσμα του οποίου επικρατούν οι σκοτεινές ραβδώσεις του στοιχείου του υδρογόνου εξασθενούμενες κατά την εξέλιξη των υποτύπο)ν προς ενίσχυση των ραβδώσεων του ιονισμένου ασβεστίου. Είναι αστέρες λευκοί, γίγαντες ή υπογίγαντες, με επιφανειακή θερμοκρασία κυμαινόμενη μεταξύ 8,5 και 11 χιλιάδων βαθμο')ν Κελσίου και με απόλυτο μέγεθος από 0 έως +3.. Hydrogen Sulfide [Υδρόθειο] Ανόμγ. Χημ. Αέριο άχρωμο, με πολύ δυσάρεστη οσμή, η οποία είναι αυτή των χαλασμένων αυγών. Έχει χημικό τύπο H2S, μοριακό βάρος 34,08, σημείο ζέσεως -60,7 °C και σημείο πήξεως -85,5 °C. Πρόκειται για ισχυρό αναγωγικό μέσο, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και διθειάνθρακα. Παρασκευάζεται με επίδραση υδροχλωρικού οξέος σε θειούχο σίδηρο και χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία. Hydrogenation [Υδρογόνωση] Χημ. Χημική αντίδραση προσθήκης υδρογόνου, σε αέρια μορφή, σε μια ένωση, παρουσία καταλύτη. Σημαντικά παραδείγματα είναι η υδρογόνωση άνθρακα, καθώς και λιπών και ελwαίωv, ενώ συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος καταλύτης, το νικέλιο. Hydrogencarbonate [Όξινο Ανθρακικός] Ανόργ. Χημ Αλας που προέρχεται από το ανθρακικό οξύ και περιέχει το ιόν HC0 3 \ Hydrogenic Ion [Υδρογονικό ιόν] Φνσ. Χημ. Ιόν ατόμου που προκύπτει από την απομάκρυνση όλων, πλην ενός, των ηλεκτρονίων του. Hydrogenolysis [Υδρογενόλυση] Χημ. Ο μηχανισμός διάσπασης ενός χημικού δεσμού παρουσία υδρογόνου. Hydrogensulfate [Όξινο Θειικό] Ανόμγ. Χημ. Αλας που προέρχεται από το θειικό οξύ και περιέχει το ιόν HS0 4 \ Hydrogensulfite [Όξινο Θειώδες] Ανόμγ. Χημ. Αλας που προέρχεται από το θειώδες οξύ και περιέχει το ιόν HS0 3 \ Hydrogeochemistry [Υδρογεωχημεία] Υδμολ. Ο κλάδος της υδρογεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των χημικών ιδιοτήτων των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Hydrogeology [Υδρογεωλογία] Υδρο)L Ο επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του υπόγειου ύδατος, κυρίως ως προς την εμφάνιση και κίνηση του καθώς και τις αλληλεπιδράσεις του με τα πετρώματα. Hydrograph [Υδρογραφία] Υδρολ. Είναι η επιστήμη που μελετάει τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του νερού ως ποσότητα μέσα στο συνολικό γήινο περιβάλλον. Hydrographic Basin [Λεκάνη απορροής] Υδρ. —> Drainage Basin. Hydrographic Map [Υδρογραφικός χάρτης] Υδρολ.

Hydrographic Sonar

-710-

Επιστημονικός χάρτης, συντασσόμενος από την Υδρογραφική Υπηρεσία, που υποτυπώνει τη μορφολογία των θαλασσίων και των παράκτιων εκτάσεων και περιέχει, κατά πρακτικό τρόπο διατυπωμένες, επιπρόσθετες χρήσιμες πληροφορίες ως βοήθημα για τους ναυτιλλομένους σχετικά με την ύπαρξη ρευμάτων, το διάπλου διωρύγων, τον ελλιμενισμό κ.λ.π. Hydrographic Sonar [Υδρογραφικό σόναρ] Υδρολ. Συσκευή σόναρ που χρησιμοποιείται στις υδρογραφικές μελέτες για βυθομετρήσεις κ.λ.π., με βάση το χρόνο παρέλευσης μεταξύ του χρόνου εκπομπής και του χρόνου επιστροφής στο δέκτη υπερηχητικού κατά κανόνα σήματος και την ταχύτητα διάδοσης του ήχου στο θαλάσσιο ύδωρ της συγκεκριμένης μέσης πυκνότητας. Hydrographic Survey [Υδρογραφική έρευνα] Υδρολ. Η ειδική έρευνα που έχει ως αντικείμενο, στηριζόμενη επί πολλών συναφών επιστημών όπως της γεωδαισίας, της μετεωρολογίας, της γεωφυσικής, της αστρονομίας κ.λ.π., τη συλλογή στοιχείων για το προσδιορισμό της μορφολογίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των θαλασσών και των ακτών. Hydrographic Table [Υδρογραφικός πίνακας] Ωκεαν. Πίνακας που παρέχει τη διακύμανση των τιμών της πυκνότητας του θαλάσσιου ύδατος σε σχέση με τη θερμοκρασία, το βαθμό αλμυρότητας και την πίεση. Hydrography [Υδρογραφία] Υδρολ. Ο επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη κάθε μορφής υδάτων και παράλιων εκτάσεων κυρίως ως προς τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά και τα ιδιαίτερα στοιχεία τους που ενδιαφέρουν τη ναυσιπλοΐα, όπως παλίρροιες, ρεύματα, λιμένες, άνεμος κ.λ.π. Hydrohalite [Υδροαλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο χλωριούχο νάτριο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, ημιδιάφανους κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος και έχει ειδικό βάρος 1,6. Hydrohetaerolite [Υδροετερόλιθος] Ορυκτ. Ορυκτό • αποτελούμενο από ένυδρο οξείδιο του μαγγανίου και του ψευδαργύρου. Σχηματίζει τεφρούς, αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,6. Hydrolase [Υδρολάση] Βιοχημ. Κύρια τάξη ενζύμων που δρουν ως βιολογικοί καταλύτες σε αντιδράσεις υδρόλυσης, προκαλώντας την προσθήκη ή την αφαίρεση ενός μορίου ύδατος. Περιλαμβάνει τις υποτάξεις λίπανση, πρωτεάση και νουκλεάση που υδρολύουν τις εστερικές ομάδες των λιπιδίων, τους αμιδικούς δεσμούς των πρωτεϊνών και τις φωσφοεστερικές ομάδες των νουκλεϊκών οξέων αντίστοιχα. Hydrolith [Υδρόλιθος] Χημ. Ονομασία που αποδίδεται συχνά στο υδρίδιο του ασβεστίου CaH2. Hydrologic Budget [Υδρολογικό ισοζύγιο] Υδρολ. II υδρολογική κατάσταση ενός υδροφόρου σχηματισμού ως αποτέλεσμα της σχέσης του ρυθμού εισροής και του ρυθμού εκροής των υδάτων, που υπολογίζεται με βάση σύνολο παραγόντων όπως τη δυνατότητα κατακράτησης ύδατος των πετρωμάτων, το βαθμό εξάτμισης, τον όγκο και τη συχνότητα των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων, τη σύνδεση με άλλα υδροφόρα στρο')ματα κ.λ.π. Hydrologic Cycle [Υδρολογικός κύκλος] Υδρολ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ατέρμονα μετασχηματισμό του νερού μεταξύ των διαφόρων φυσικών καταστάσεών του και την κίνησή του μέσα στο χώρο του συνολικού γήινου περιβάλλοντος.

Hydrology [Υδρολογία] Υδρ. Επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη, την έρευνα και την διατύπωση των νόμων που διέπουν τα ύδατα όταν αυτά βρίσκονται στην φυσική τους κατάσταση μέσα στη φύση, επιφανειακά και υπόγεια, καθώς και την αλληλοεπιρροή τους με τα υπόλοιπα στοιχεία του περιβάλλοντος με τα οποία βρίσκονται σε επαφή. Hydrolysis [Υδρόλυση] Χημ. Χημική αντίδραση η οποία οδηγεί στη διάσπαση των μορίων του νερού σε θετικά και αρνητικά φορτισμένα ιόντα και έχει ως αποτέλεσμα τα διαλύματα πολλών ουδετέρων αλάτων να εμφανίζουν τελικά όξινη ή βασική αντίδραση. Hydrolytic Process [Υδρολυτική Διεργασία] AV· Χημική αντίδραση διάσπασης, η οποία επηρεάζεται από τη σύγχορονη διάσταση του νερού σε κατιόντα υδρογόνου και υδροξύλια. Hydrolyzatc [Υδρολυσικό] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε ιζηματογενή πετρώματα (π.χ. τα αργιλικά) που περιέχουν ενο')σεις εύκολα υδρολυόμενες. Ilydromagnesite [Υδρομαγνεσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό ανθρακικό μαγνήσιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διαφανείς, με μεταξώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 και ειδικό βάρος 2,1 έως 2,2. Hydromechanics [Υδρομηχανική] Ρευστομηχ. Είναι κλάδος της υδραυλικής ο οποίος μελετάει την ανάπτυξη και τη μεταφορά των τάσεων και των δυνάμεων διαμέσου των υγρών μέσων και κυρίως του νερού. Hydrometamorphism [Υδρομεταμόρφωση] Γεωλ. Ο μετασχηματισμός πετρωμάτων, σε περιβάλλον μη υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων, υπό την επενέργεια του υδατικού παράγοντα. Ilydrometeor [Υδρομετέωρο] Μετεωρ. Γενικός όρος που αναφέρεται σε όλα τα φαινόμενα που δημιουργούνται από τη συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας είτε προς στερεή είτε προς υγρή φάση όπως νέφη. βροχή, χιόνι, πάχνη, παγετός κ.λ.π. Hydrometer Test [Δοκιμή υδρομέτρου] Εδαψ. Εργαστηριακή δοκιμή εδαφολογικής έρευνας μέσω της οποίας καταγράφεται η σύνθεση λεπτόκοκκων στοιχείων που περιέχονται σε ένα εδαφικό υλικό. Η δοκιμή αυτή εφαρμόζεται στα λεπτόκοκκα που δεν συγκρατούνται από το κόσκινο no 200. Hydrophile [Υδρόφιλος] Χημ. Αναφέρεται σε μια ουσία, η οποία περιέχει πολική ομάδα στο μόριό της, γεγονός που την καθιστά διαλυτή στο νερό. Hydrophilic [Υδρόφιλο] Χημ. Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθετί το οποίο έχει μία ιδιαίτερα στενή σχέση αλληλεπίδρασης με το νερό. Hydrophilic Colloid [Υδρόφιλο Κολλοειδές] Χημ. Κολλοειδές σύστημα, που σχηματίζει πολύ εύκολα ομογενές διάλυμα με το νερό. Hydrophilite [Υδροφιλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο ασβέστιο. Σχηματίζει λευκούς, διάφανους έως ημιδιάφανους και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει ειδικό βάρος 2,2. Hydrophobe [Υδρόφοβος] Χημ. Μια ουσία, το μόριο της οποία περιέχει μη πολική ομάδα και έχει την τάση να απομακρύνεται από την υδατική φάση. Hydrophobic Colloid [Υδρόφοβο Κολλοειδές] Χημ. Κολλοειδής διασπορά, η οποία δεν αναμιγνύεται πλήρως με την υδατική φάση. Hydrophone [Υδρόφωνο] Μηχ. Είναι ένα είδος τηλε-

-711 -

Hydrostatic Weighing

φωνικής συσκευής, η οποία έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει και να καταγράφει κάθε ήχο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Χρησιμοποιείται ακόμη και για τον εντοπισμό των υποβρυχίων. Hydrophotometer [Υδροφωτόμετρο] Μηχ. Όργανο με διαβαθμισμένη κλίμακα, αποτελούμενο από σύστημα φωτοκυττάρου και σταθερής φωτεινής πηγής, για τον προσδιορισμό του βαθμού διαφάνειας μιας υδάτινης μάζας, μέσω της σημειούμενης τιμής της έντασης του ρεύματος κατά την πρόσπτωση επί του φωτοκυττάρου της φωτεινής ακτινοβολίας από την πηγή, τοποθετημένιι σε ορισμένη απ' αυτό απόσταση εντός του ύδατος. Hydroplane [Υδροπλάνο] Μηχ. Πρόκειται για ένα μικρό αεροσκάφος το οποίο διαθέτοντας πλωτήρες έχει την δυνατότητα να απογειώνεται και να προσγειώνεται επάνω στην επιφάνεια του νερού θαλασσών και λιμνών. Με τον ίδιο όρο μπορεί να χαρακτηρισθεί ένα μικρό σχετικά πλεούμενο κατάλληλα κατασκευασμένο ώστε να κινείται με μεγάλες ταχύτητες επάνω στην επιφάνεια του νερού. Hydroplasticity [Υδροπλαστικότητα] Χημ. Η ιδιότητα ενός υλικού να αποκτά πλαστικύτητα κατά την προσθήκη κατάλληλης ποσότητας ύδατος. Hydropneumatic [Υδροπνευματικύς] Μηχ. Όρος αναφερόμενος σε διεργασία ή διάταξη που απαιτεί τη συνέργεια ύδατος και ενός ή περισσότερων αερίων. Hydroquinone [Υδροκινόνη] Ομγ. Χημ. Είναι το 1,4διυδοξυ-βενζόλιο, με χημικό τύπο OH-CeH^-OH, μοριακό βάρος 110,11, σημείο ζέσεως 285 °C και σημείο τήξεως 173-174 "C. Πρόκειται για ισχυρά αναγωγική, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται ως φωτογραφικός εμφανιστής. Hydroquinone Dimethyl Ether [Διμεθυλαιθέρας Υδροκινόνης] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 1,4-διμεθοξυβενζόλιο. Έχει χημικό τύπο 1,4-(CH30)2C6H4, μοριακό βάρος 138,17, σημείο ζέσεως 212,6°C και σημείο τή-

γή των μετεωρολογικών μετρήσεων ότι η ατμόσφαιρα βρίσκεται σε κατάσταση υδροστατικής, ισορροπίας αγνοώντας π.χ. τη μεταβολή μετά του υψόμετρου της τιμής της επιτάχυνσης της βαρύτητας ή άλλους δυναμικούς παράγοντες. Τα λαμβανόμενα στοιχεία παρουσιάζουν, κατά περίπτωση, διάφορους βαθμούς προσεγγιστικής ακρίβειας και συχνά υπόκεινται σε συγκεκριμένες διορθώσεις για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Hydrostatic Equation [Υδροστατική εξίσωση] Ρένστυμηχ. Η εξίσωση που εκφράζει την ισορροπία των δυνάμεων στη κατάσταση της υδροστατικής ισορροπίας. Για ισορροπία παρουσία βαρυτικού πεδίου ισχύει: dp/dz = -pg όπου g η επιτάχυνση της βαρύτητας, z το ύψος, ρ η πίεση και ρ η πυκνότητα του αέρα. Hydrostatic Equilibrium 1 [Υδροστατική ισορροπία] Αστμον. Το είδος της ισορροπίας ενός αστέρα όταν κάθε στρώμα του ούτε διαστέλλεται ούτε συστέλλεται λόγω της εξισορρόπησης της δύναμης της βαρύιητας με τη δύναμη τη προερχόμενη από τη διαφορά πίεσης, την ασκούμενη από το θερμό αέριο του αστέρα. Συντελεί σε συνάρτηση με την ενεργειακή ισορροπία στη σταθερή φωτεινότητα των αστέρων της κύριας ακολουθίας. Hydrostatic Equilibrium 2 [Υδροστατική ισορροπία] Ρευστομηχ. Η κατάσταση ενός ρευστού όταν όλα τα συστατικά του τμήματα παραμένουν μακροσκοπικά σε ακινησία, σε σχέση με ένα εξωτερικά εφαρμοζόμενο σταθερό πεδίο δυνάμεων (π.χ. το γήινο βαρυτικό), που χαρακτηρίζεται από ισοτροπική υδροστατική πίεση δηλ. υδροστατική πίεση σε δεδομένο σημείο του ρευστού ανεξάρτητη της διεύθυνσης, Hydrostatic Pressure [Υδροστατική πίεση] Υδμολ. Σε ένα οποιοδήποτε σημείο εσωτερικά στον όγκο ενός ρευστού σε κατάσταση ηρεμίας, η πίεση που ασκείται σε αυτό το σημείο από την υπερκείμενη ποσότητα του ρευστού.

ξεως 58-60 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποείται στη σύνθεση χρωμάτων και καλλυντικών. Hydroquinone Monomethyl Ether [Μεθυλοιθέρας Υδροκινόνης] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι 4CHjO-QI^OH και το μοριακό βάρος 124,14. Ονομάζεται και 4-μεθοξυ-φαινόλη. Είναι κρυσταλλική ένωση, με σημείο ζέσεως 243 °C, σημείο τήξεως 57 °C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και βενζόλιο. Χρήσιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Hydroscope [Υδροσκόπιο] Ωκεαν. Όργανο που επιτρέπει την παρατήρηση αντικειμένων κάτω από την επιφάνεια του ύδατος. Hydrosol [Υδροαιώρημα] Χημ. Κολλοειδές σύστημα στο οποίο το διαμερισμένο σώμα (η φάση διασποράς) είναι σε στερεή κατάσταση ενώ το διαμερίζον μέσο (η συνεχής φάση) είναι το νερό. Hydrosolublc [Υδροδιαλυτός] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζεται κάθε ουσία που μπορεί να διαλυθεί εύκολο ή δύσκολα στο νερό. Hydrosphere [Υδρόσφαιρα] Υδμολ. Το τμήμα της γήινης σφαίρας που περλαμβάνει το σύνολο της υδάτινης μάζας μεταξύ του στερεού υποστρώματος της γεώσφαιρας και το αέριου περιβλήματος της ατμόσφαιρας. Hydrostat [Υδροστάτης] Μηχ. Διάταξη για τον έλεγχο της υδροστάθμης σε ένα δοχείο π.χ. σε ατμολέβητα. Hydrostatic Approximation [Υδροστατική προσέγγιση] Μετεωμ. Η υπόθεση που τίθεται κατά τη διεξάγω-

Hydrostatic Pressure Ratio [Συντελεστής υδροστατικής πίεσης] Πολ. Μηχ. Στους στατικούς υπολογισμούς ενός τοίχου αντιστήριξης, ο λόγος μεταξύ της ενεργητικής πίεσης των εδαφών και της υποθετικής πίεσης που θα ασκούσε στο ίδιο σημείο ένα ρευστό με ειδικό βάρος που ισούται με αυτό του εδάφους. Ονομάζεται και συντελεστής του Ράνκιν. Hydrostatic Strength [Υδροστατική αντοχή] Μηχ. Η αντοχή ενός στοιχείου ή ενός συστήματος σε υδροστατική πίεση. Hydrostatic Stress [Υδροστατική τάση] Μηχ. Η κατάστάση ενός στοιχείου που υποβάλλεται σε εφελ^κυσμό ή σε θλίψη, όπου σε κάθε διατομή του στοιχείου οι θλιπτικές ή εφελκυστικές τάσεις που αναπτύσσονται είναι ίσες και δεν αναπτύσσονται διατρητικές τάσεις, Hydrostatic Test [Υδροστατικός έλεγχος] Οικοδ. Είναι μία δοκιμή για την εξακρίβωση της ύπαρξης ή μη κάποιας διαρροής στο υδραυλικό δίκτυο μίας κατασκευής που γίνεται με την προσωρινή διακοπή του ενός άκρου του και τη διοχέτευση υγρού υπό πίεση από το άλλο άκρο του δικτύου, Hydrostatic Weighing [Υδροστατική ζύγιση] Φυσ. 1. Μέθοδος προσδιορισμού της πυκνότητας ενός σώματος, ως λόγου του απαιτούμενου βάρους για την ισορρόπησή του κατά την εξάρτησή του από υδροστατικό ζυγό και του πρόσθετου βάρους για την αποκατάσταση της άνωσης κατά την εμβάπτιση του σε ύδωρ.. 2. Μέθοδος προσδιορισμού της πυκνότητας ενός υγρού ως

Hydrostatics

-712-

λόγου των βαρών προς αντιστάθμιση της άνωσης που υφίσταται πλωτήρας εξαρτημένος από το δίσκο υδροστατικού ζυγού εντός του υπό εξέταση υγρού και εντός ύδατος. Hydrostatics [Υδροστατική] Υδρ. Γνωστικό αντικείμενο που ασχολείται με τη μελέτη την έρευνα και την ανάπτυξη των νόμων που διέπουν την κατάσταση των ρευστών όταν αυτά βρίσκονται σε ηρεμία και την αλληλοεπίδραση τους με τα στοιχεία που τα περιβάλλουν. Hydrotalcite [Υδροταλκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό ανθρακικό μαγνήσιο και αργίλιο.. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, αδιαφανείς και με μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. "Εχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2. Hydrothermal Alteration [Υδροθερμική εξαλλοίωση] Γεωλ. Ο μετασχηματισμός ορισμένων ορυκτών κατά την κύρια οδό κυκλοφορίας υπόγειου θερμού ύδατος, λόγω της προσβολής συστατικών τους από τις διαλυμένες σε αυτό μεταλλικές ενώσεις. Hydrothermal Deposit [Υδροθερμκή απόθεση] Γεωλ. Η κατακρήμνιση των διαλυμένων ουσιών του υπόγειας κυκλοφορίας θερμού ύδατος λόγω μεταβολής των συνθηκών πίεσης και θερμοκρασίας (π.χ. ελάττωση τους προκαλεί κορεσμό των διαλυμάτων) καθώς και λόγω διαφόρων χημικών αντιδράσεων κατά την ανάμιξη του με άλλα υδάτινα ρεύματα ή κατά τη διέλευση του από ορισμένα στερεά ή αέρια. Διακρίνονται στις αποθέσεις υποθερμικού, μεσοθερμικού και επιθερμικού τύπου. Hydrothermal Synthesis [Υδροθερμική σύνθεση] Γεωλ. Η γένεση ορυκτών από την απόθεση μεταλλικών ουσιών ή την πρόκληση χημικών αντιδράσεων κατά τη κυκλοφορία των γεωθερμικών υδάτων. Hydrothermal Water [Υδροθερμικό ύδωρ] Γεωλ. Θερμό ύδωρ, μαγματικής ή διάφορης προέλευσης, που κινείται σε ή από βαθιά στρώματα του εσωτερικού της Γης. Hydrothcrmic Solution [Υδροθερμικό διάλυμα] Γεωλ. Διάλυμα μαγματικής προέλευσης μεγάλης θερμοκρασίας και διαλυτικής ικανότητας με συνέπεια την υψηλή περιεκτικότητα του σε εν διαλύσει μεταλλικές ουσίες. Hydrotrope [Υδρότροπο] Οργ. Χημ. Κάθε χημική ένωση (π.χ. το ξυλενεθειϊκό νάτριο) που έχει την ιδιότητα να ενισχύει τη διαλυτότητα μη ευδιάλυτων οργανικών ενώσεων. Έχουν ευρύτατη χρήση στη βιομηχανία υγρών απορρυπαντικών, απολιπαντικών σαπώνων, δέρματος, χάρτου κ.λ.π. Hydrotungstite [Υδροβολφραμίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βολφραμικό οξύ. Σχηματίζει πράσινους, με υαλώδη λάμψη ή αλαμπείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,6. Hydrous Salt [Ενυδρο Αλας] Χημ. Χημική ένωση που περιέχει στο μόριό της ένα ή περισσότερα μόρια νερού. Hydroxamic Acid [Υδροξαμικό Οξύ] Οργ. Χημ. Οργανική χημική ένωση με γενικό τύπο RCONHOH. Σχηματίζεται κατά την αντίδραση υδροξυλαμίνης με ακυλαλογονίδια. Hydroxide Ion [Ιόν Υδροξειδίου] Χημ. Αναφέρεται στο υδροξύλιο, που είναι το ανιόν ΟΗ*. Hydroxides [Υδροξείδια] Χημ. Χημικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους το υδροξύλιο, -ΟΗ. Θεω-

ρούνται ως ενώσεις οξειδίων με νερό. Τα υδροξείδια των μετάλλων συμπεριφέρονται ως βάσεις. Hydroxonium [Υδροξώνιο] Χημ. Κατιόν υδρογόνου, που βρίσκεται σε υδατικό διάλυμα. Συμβολίζεται ως Η30 . Hydroxy- [Υδροξυ-] Χημ. Πρώτο συνθετικό που χρησιμοποιείται όταν στο μόριο μιας ένωσης περιέχεται υδροξύλιο. Hydroxy Acid [Υδροξυοξύ] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει δύο χαρακτηριστικές ομάδες, υδροξύλιο (-ΟΗ) και καρβοξύλιο (-COOH). Hydroxybenzoic Acid [Υδροξυ-βενζοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι OH-C6H4COOH και το μοριακό βάρος 138,12. Το ορθο- ισομερές είναι γνωστό και ως σαλικυλικό οξύ. Έχει σημείο ζέσεως 211 °C και σημείο τήξεως 158°C. Το μετα- ισομερές έχει σημείο τήξεως 202-203 °C και το παρα- έχει 214-215 °C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Hydroxycarbonyl Compound [Υδροξυκαρβονυλική Ένωση] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει δύο χαρακτηριστικές ομάδες, το υδροξύλιο (-ΟΗ) και καρβονύλιο (C=0)." Hydroxyl [Υδροξύλιο] Χημ. Μονοσθενής ρίζα, που αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα άτομο υδρογόνου. Συμβολίζεται ως -ΟΗ. Hydroxylamine [Υδροξυλαμίνη] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι ΝΗ2ΟΗ και έχει μοριακό βάρος 33,03, σημείο ζέσεως 56,5 °C και σημείο τήξεως 33,05 °C. Είναι λευκή, ασταθής, αναγωγική ουσία, διαλυτή σε νερό, οξέα, αιθανόλη και μεθανόλη. Παρασκευάζεται ηλεκτρολυτικά από νιτρικό οξύ. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία, για τη σύνθεση οξιμών. Hydroxylamine Hydrochloride [Υδροχλωρική Υδροξυλαμίνη] Χημ. Έχει χημικό τύπο NH2OH>ρες και απόκλιση 72,28 μοίρες. Διεθνές σύμβολο: Hyi Hyetal [Υέτιος] Μετεωρ. Ο αναφερόμενος σε υετό δηλ.

-713σε κάθε μορφή ατμοσφαιρικής κατακρήμνισης με υγρή ή στερεή μορφή όπως βροχή, χιόνι, χάλαζα, δρόσος κ. λ.π. Hyetograph [Υετογράφος] Μετεωρ. Αυτογραφικό όργανο για την καταγραφή του ύψους και της χρονικής διάρκειας κάθε μορφής υετού. Αποτελείται από συλλεκτήριο μεταλλικό δοχείο με πλωτή ρα συνδεδεμένο με γραφίδα η οποία κινείται, μετατοπιζόμενη περιστροφικά μέσω ωρολογιακού μηχανισμού, επί ταινίας με οριζόντιες και κάθετες γραμμές, για την καταγραφή των στοιχείων του ύψους και του χρόνο αντίστοιχα.. Hygeia [Υγεία] Αστρον. Ο αστεροειδής 10 με χρονολογία ανακάλυψης το 1849. Έχει ακτίνα 215 χλμ. και κινείται, με χρόνο περιστροφής 18 ώρες, σε μέση απόσταση από τον Ήλιο 3,1 AU. Hygrograph [Υγρογράφος] Μετεωρ. Όργανο αυτογραφικού υγρομέτρου τριχός για τη συνεχή καταγραφή των τιμών της σχετικής υγρασίας. Hygrology [Υγρολογία] Μετεωρ. Ο κλάδος της μετεωρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη με^τη της ατμοσφαιρικής υγρασίας. Hygrometer [Υγρόμετρο] Μετεωρ. Όργανο ποικίλων τύπων όπως το υγρόμετρο τριχός, το ψυχρόμετρο, το υγρόμετρο με κάποια υγροσκοπική ουσία κ.λ.π. για τον προσδιορισμό των διαφόρων μορφών ατμοσφαιρικής υγρασίας και ιδιαίτερα της σχετικής υγρασίας. Hygrometry [Υγρομετρία] Φυσ. Το σύνολο των μεθόδων με χρήση κατάλληλων οργάνων για τον προσδιορισμό γενικά κάθε μορφής υγρασίας δηλ περιεκτικότητας σε μέσο ή μηχανικής συγκράτησης από ουσία υδρατμών και ειδικότερα της ατμοσφαιρικής υγρασίας. Hygroscopic [Υγροσκοπικός] Χημ. Αναφέρεται σε μια ουσία που έχει την τάση να απορροφά υγρασία από το περιβάλλον. Hygroscopicity [Υγροσκοπικότητα] Χημ. Η ιδιότητα που έχει μια υγροσκοπική ουσία, δηλαδή η ικανότητα να απορροφά νερό. Hygrothermograph [Υγροθερμογράφος] Μετεωμ. Αυτογραφική συνθέτη διάταξη θερμομέτρου και υγρομέτρου τριχός για τη ταυτόχρονη συνεχή καταγραφή των τιμών της θερμοκρασίας και της σχετικής υγρασίας. Hylotropic [Υλοτροπικός] Φνσ. Χημ. Όρος που αναφέρεται σε ουσία με την ιδιότητα της υλοτροπίας. Hylotropy [Υλοτροπία] Φυσ. Χημ. Η ιδιότητα μιας ουσίας να μη παρουσιάζει μεταβολή στη σύσταση της κατά την αλλαγή φάσεων. Hymodyne [Όμόδυνο] Ηλεκτμον. Πρόκειται για τύπο ραδιοφωνικού, τηλεοπτικού ή άλλου δέκτη, όπου η συχνότητα λειτουργίας του συμπίπτει με τη συχνότητα του ραδιοκύματος που λαμβάνει. Hyoscyamine [Υοσκυαμίνη] Ομγ. Χημ. Αλκαλοειδής ένωση του τύπου Q7H23O3N, ισομερής προς την ατροπίνη, που συναντάται σε διάφορα στρυχνοειδή όπως στα σπέρματα του φυτού υοσκύαμος κ.λ,π. Είναι λευκή, ισχυρά τοξική, κρυσταλλική σκόνη διαλυτή στον αιθέρα, την αλκοόλη και το χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Hypabyssal Rock [Υποαβυσσικό πέτρωμα] Γεωλ. Κατηγορία διάκρισης των πυριγενών πετρωμάτων που περιλαμβάνει εκείνα (π.χ. ανδεσίτης) που προέρχονται από ψύξη και κρυστάλλωση του μαγματικού υλικού σε μέσα βάθη όπως σε βαθόλιθους κ.λ.π. Hypaethral [Υπαίθριο] Αμχ. Με τον όρο αυτό στα πλαίσια της επιστήμης της αρχιτεκτονικής χαρακτηρίζεται κάθε χώρος ενός κτιρίου ο οποίος δε στεγάζεται

Hyperbolic Paraboloid 1

από κάποια μόνιμη οροφή ή έχει γενικά άμεση επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον από την επάνω πλευρά του. Hypatia (-370-415) [Υπατία, η Αλεξανδρινή] Μαθημ. Μαθηματικός, αστρονόμος και νεοπλατωνική φιλόσοφος, κόρη του φιλοσόφου Θέωνος. Μελέτησε και σχολίασε τα "Στοιχεία" του Ευκλείδη, την "Αλμαγέστη" του Πτολεμαίου και τις "Κωνικές τομές" του Απολλώνιου. Δολοφονήθηκε από φανατικούς χριστιανούς στην Αλεξάνδρεια. Hyperacoustic Zone [Υπερακουστική ζώνη] Ακουστ. Η περιοχή της ατμόσφαιρας, κατά προσέγγιση μεταξύ των υψομέτρων των 100 χλμ. και 150 χλμ., στην οποία διευκολύνεται η μετάδοση των ηχητικών κυμάτων λόγω σύμπτωσης του μήκους κύματος τους με τη μέση απόσταση ανάμεσα στα σωματίδια. Hyperbola [Υπερβολή] Μαθημ. Η κωνική τομή, η οποία προκύπτει από την τομή ενός διπλού κώνου με ένα επίπεδο, έτσι ώστε να τέμνει και τα δυο τμήματα του. Συνεπώς, αποτελείται από δύο κλάδους. Ορίζεται ως ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του επιπέδου των οποίων η απόλυτη τιμή της διαφοράς των αποστάσεων από δυο σταθερά σημεία του Ε(γ,0) και Ε'(-γ, 0) είναι σταθερή και μικρότερη του (EE'). Τα σημεία Ε, Ε' καλούνται εστίες της υπερβολής. Η εξίσωσή της είναι: (χ 2 /α 2 )- (^/β") = 1, εάν Μ(χ, y): τυχαίο σημείο της υπερβολής, Ε(γ, 0), Ε'(-γ, 0): οι εστίες, 'Λ(ΜΕ')(ME)!/2=2q και β2=γ2-α2. Έχει άξονες συμμετρίες τους άξονες συντεταγμένων, κέντρο συμμετρίας την αρχή των αξόνων, ασύμπτωτες τις ευθείες: y = ± (b/a) x και η εκκεντρότητα της είναι μεγαλύτερη της μονάδας. Hyperbolic [Υπερβολικός] Μαθημ. Αυτός που σχετίζεται με την υπερβολή. Hyperbolic Amplitude [Υπερβολικό πλάτος] Επικοιν. Το πλάτος ενός σήματος που υπερβαίνει κάποια νόρμα και συνήθως αποκόπτεται. Hyperbolic Cosecant [Υπερβολικό αντίστροφο συνημίτονου] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται ως το αντίστροφο του υπερβολικού συνημίτονου: f(z)= 1/ coshz ή f(z)= 2/(cz - e'z), όπου z πραγματική ή μιγαδική μεταβλητή και συμβολίζεται cosh" z ή arcoshz. Hyperbolic Cosine [Υπερβολικό συνημίτονο] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται ως εξής: f(z)=(ez + e" Ζ )/2, όπου ζ πραγματική ή μιγαδική μεταβλητή και συμβολίζεται coshz. Η παράγωγος της δίνει το υπερβολικό ημίτονο sinhz. Αποτελεί το περιττό μέρος της σειράς Taylor της εκθετικής συνάρτησης e' = ~Σ ν =οΧ ν /ν! . Επίσης, βάση των τύπων του Euler ισχύει: coshiz=cosz και cosiz=coshz. Hyperbolic Cotangent [Υπερβολική συνεφαπτομένη] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται ως το πηλίκο του υπερβολικό ημίτονου προς το υπερβολικό συνημίτονο: f(z)=coshz/sinhz ή f(z)= (ez + e'2)/(e7 - e"7), όπου z πραγματική ή μιγαδική μεταβλητή και συμβολίζεται cothz. Hyperbolic Functions [Υπερβολικές συναρτήσεις] Μαθημ. Πρόκειται για τις συναρτήσεις: υπερβολικό ημίτονο, υπερβολικό συνημίτονο, υπερβολική εφαπτομένη, υπερβολική συνεφαπτομένη, υπερβολικό αντίστροφο ημίτονου, υπερβολικό αντίστροφο συνημίτονου. Οι τριγωνομετρικές σχέσεις που τις συνδέουν, προκύπτουν από την αντικατάσταση των sinhz και coshz με i sinhz και cosh z. Hyperbolic Paraboloid 1 [Υπερβολικό παραβολοειδές] Αμχ. Γεωμετρική μορφή μιας στέγης ή ενός δομικού

Hyperbolic Paraboloid 2

-714-

στοιχείου που συνήθως καλύπτει μια επιφάνεια, που αποτελείται από το συνδυασμό της μορφής μιας υπερβολής που μετακινείται κατά το μήκος μιας παραβολής. Στέγες τέτοιου τύπου επιλέγονται από τους αρχιτέκτονες λόγω της υψηλής αισθητικής τους αξίας σε περιπτώσεις απαιτήσεων κάλυψης μεγάλων επιφανειών. Hyperbolic Paraboloid 2 [Υπερβολικό παραβολοειδές] Μαθημ. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που ικανοποιούν την εξίσωση δευτέρου βαθμού με τρεις μεταβλητές χ, y, ζ: (χ2/α2)- (y2/b")-z=0. Είναι γνωστό και ως επιφάνεια σέλας. Hyperbolic Secant [Υπερβολικό αντίστροφο ημίτονου] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται ως το αντίστροφο του υπερβολικού ημίτονου: f(z)= 1/sinhz ή f (z)= 2/(e7' + e'z), όπου ζ πραγματική ή μιγαδική μεταβλητή και συμβολίζεται sinh" z ή arsinhz. Hyperbolic Sine [Υπερβολικό ημίτονο] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται ως εξής: f(z)= (cz - e"z)/2, όπου ζ πραγματική ή μιγαδική μεταβλητή και συμβολίζεται sinhz. Η παράγωγος της δίνει το υπερβολικό συνημίτονο coshz. Αποτελεί το άρτιο μέρος της σειράς Taylor της εκθετικής συνάρτησης c7 = "Σν*οΧν/ν!. Επίσης, βάση των τύπων του Euler ισχύει: sinh iz=i sin z και sin iz=i sinh ζ. Hyperbolic Tangent [Υπερβολική εφαπτομένη] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται ως το πηλίκο του υπερβολικό ημίτονου προς το υπερβολικό συνημίτονο: f(z)=sinhz/coshz ή f(z)= (e7 - e"2)/(ez + e'z), όπου z πραγματική ή μιγαδική μεταβλητή και συμβολίζεται tanhz. Hyperboloid [Υπερβολοειδές] Μαθημ. Το μονόχωνο υπερβολοειδές είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που ικανοποιούν την εξίσωση δευτέρου βαθμού με τρεις μεταβλητές x, y, z: (x2/a2)+(y2/b2)-(z2/c~)=l.To δίχωνο υπερβολοειδές είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που ικανοποιούν την εξίσωση δευτέρου βαθμού με τρεις μεταβλητές x, y, ζ: (x2/a')-(y2/b2)-(zVc2) =1.

Hyperboloid Of Revolution [Υπερβολοειδές εκ περιστροφής] Μαθημ. Για a2=b2 στην εξίσωση του μονόχωνου υπερβολοειδούς (βλέπε Hyperboloid) προκύπτει η εξίσωση του μονόχωνου υποερβολοειδούς εκ περιστροφής. Δημιουργείται από την περιστροφή της υπερβολής γύρω από τον ζ-άξονα. Για b2=c2 στην εξίσωση του δίχωνου υπερβολοειδούς (βλέπε Hyperboloid) προκύπτει η εξίσωση του δίχωνου υποερβολοειδούς εκ περιστροφής. Δημιουργείται από την περιστροφή της υπερβολής γύρω από τον οριζόντιο χάξονα. Hypercharge [Υπερφορτίο] Πυρην. Φυσ. Κβαντική ιδιότητα των βαρυονίων που διατηρείται κατά τις ισχυρές και τις ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις αλλά όχι κατά τις ασθενείς. Υπολογίζεται ως το άθροισμα της παραδοξότητας S, του βαρυονικού αριθμού Α, της χάρης C, της αλήθειας Τ και της ομορφιάς Β. Σύμβολο:

πάνω από το ευτηκτικό σημείο. Hyperfine Structure [Υπέρλεπτη υφή] Πυρην. Φυα. Το φαινόμενο του διαχωρισμού των φασματικών γραμμών που αντιστοιχούν σε στάθμες ενέργειας με δεδομένους κβαντικούς αριθμούς ολικής στροφορμής L, ολικού σπιν S και ολικής στροφορμής J σε περισσότερες, πολύ στενά αλληλοκείμενες, συνιστώσες γραμμές, λόγω του διαφορετικού τρόπου σύνθεσης της ολικής στροφορμής και του πυρηνικού σπιν. Hyperfrequcncy Wave [Κύμα υπερσυχνότητας] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με συχνότητες μεταξύ 0,3 GHz και 30 GHz ή αντίστοιχα με μήκη κύματος μεταξύ 1 m και 1 cm. Hypergeometric Distribution [Υπεργεωμετρική κατανομή] Μαθημ. Ο όρος περιγράςοει το εξής πρόβλημα: έστω μια κληρωτίδα που περιέχει m+n πανομοιότυπα σφαιρίδια, με m κόκκινα σφαιρίδια και n λευκά σφαιρίδια και ανασύρονται τυχαία r από αυτά τα σφαιρίδια, χωρίς επανατοποθέτηση. Εάν Χ είναι ο αριθμός των κόκκινων σφαιριδίαϊν μεταξύ των r σφαιριδίων, τότε η Χ είναι μια τυχαία υπεργεωμετρική μεταβλητή με τιμές 0,1,..., κ, όπου K = m i n ( m , r ) και η κατανομή της είναι η υπεργεωμετρική. Ο τύπος αυτής της κατανομή είναι ο εξής: / \ / \ /(*) =



0 1 1 )»»·

fc

m +n ν

Γ

/

όπου K = m i n ( m , r } . Hypergeometric Equation [Υπεργεωμετρική εξίσωση] Μαθημ. Η γραμμική συνήθης διαφορική εξίσωση δευτέρας τάξεως της μορφής:,

ώ?

αχ

όπου α, β, γ παράμετροι. Η εναλλαγή των παραμέτρων α και β αφήνει την εξίσωση αναλλοίωτη. Η εξίσωση έχει δύο κανονικά ανώμαλα σημεία τα: χ=0 και χ=1 και ένα τρίτο ανώμαλο σημείο στο άπειρο. Μελετάται με τη βοήθεια της υπεργεωμετρικής σειράς (βλέπε Hypergeometric Series). Hypergeometric Function [Υπεργεωμετρική συνάρτηση] Μαθημ. Η συνάρτηση, η οποία παριστάνεται στο διάστημα (-1,1) από την υπεργεωμετρική σειρά (βλέπε Hypergeometric Series) και ικανοποιεί την υπεργεωμετρική εξίσωση (βλέπε Hypergeometric Equation). Οφείλεται στον C.F. Gauss και γΓ αυτό είναι γνωστή και ως συνάρτηση Gauss. Hypergeometric Series [Υπεργεωμετρική σειρά] Μαθημ. Η δυναμοσειρά οο

Σ

Υ.

Hypercinnabar [Υπερκιννάβαρι] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο υδράργυρο. Σχηματίζει ερυθρούς και με αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του εξαγο)νικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,4. Hypereutectic Alloy [Υπερευτηκτικό κράμα] Υλικ. Κράμα στο οποίο η αναλογία των συστατικών του είναι τέτοια ώστε το σημείο τήξης του μίγματος να είναι

n r-x

m χ

a n

χ

"

n =1 με,

\ /

a

n

=

\

α + n - 1 β + n-1 Π η ν / γ +nν

1

-715 -

Hypocycloid

όπου α, β, γ καλούνται παράμετροι της υπεργεωμετρι- ήχου στον αέρα. κής σειράς με α, β, γ 1 0,-1-2,... Συγκλίνει για Vm.Vi<\ Hyperstatic Frame [Υπερστατικό πλαίσιο] Πολ. Μηχ. και για α=β=γ=1 προκύπτει η γεωμετρική σειρά. Στατικός φορέας σε μορφή πλαισίου όπου για τον υποHyperion [Υπερίων] Αστρον. Ο συμβολιζόμενος Saturn λογισμό των εντατικών μεγεθών που θα αναπτυχθούν VII ή S 7 δορυφόρος του Κρόνου, ο έβδομος κατά σει- σε κάθε ράβδο από την επίδραση εξωτερικών φορτίων ρά ανακάλυψης (το έτος 1848) που κινείται σε περίπου απαιτούνται τουλάχιστον δευτεροβάθμιες εξισώσεις. 21,2766 γήινες μέρες, χωρίς σταθερή περίοδο περι- Hypersthene [Υπερσθενής] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούστροφής, σε μέση απόσταση από το πλανήτη 1.481 μενο από πυριτικό μαγνήσιο και δισθενή σίδηρο, της χιλ. χλμ. Είναι ακανόνιστου σχήματος με σχετικά ο- ομάδας των πυροξένων. Σχηματίζει φαιόχρωμους ή μοιόμορφη επιφάνεια, μικρού μεγέθους με διαστάσεις λευκόχρωμους, διάφανους έως ημιδιάφανους και με περίπου 410 x 260 χ 220 χλμ. σε διάμετρο και οπτικού υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθομεγέθους 14,19. ρομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 στη Hyperlink [Σύνδεσμος] Πληρ. Στο χώρο της πληροφο- κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2 έως 5,9. ρικής και συγκεκριμένα του παγκόσμιου διαδικτύου, Hypertext [Υπερκείμενο] Επικοιν. Παλαιότερη μορφή ένας σύνδεσμος αποτελεί το σημείο και τον τρόπο με εγγράφων που ενσωματώνει πολυμέσα και κατασκευατον οποίο μπορεί ο χρήστης να μετακινηθεί από έναν ζόταν με την HTML παλαιότερα και την ΡΗΡ πια. Ο χώρο πληροφοριών σε κάποιον άλλον. όρος αποδίδεται και σαν Hypermedia. 1 Hypermedia [Υπερμέσα] Επικοιν. Έγγραφα Hypertext Markup Language [Γλώσσα υπερκειμέ(Documents) όπου ενοποιούνται διάφορες μορφές δε- νου με σημάδια] Επικοιν. Γλώσσα σχεδιασμού ιστοσεδομένων (πχ εικόνα, κείμενο, ήχος κτλ) καθώς και α- λίδων διαδικτύου που στηρίχτηκε εξαρχής στα πρότυναφορές σε άλλα έγγραφα. Κατασκευάζονται με διά- πα της μεταγλώσσας γραφικών SGML και βελτιώθηκε φορές γλώσσες προγραμματισμού (πχ ΡΗΡ) και χειρί- σταδιακά ως τον σχετικό παραγκωνισμό από πιο δυναζονται από διαμετακομιστές αρχείων και σελίδων. μικές γλώσσες. 2 Hypermedia [Υπερμέσα] Πλϊηρ. Στο χώρο της πληρο- Hypertext Transfer Protocol [Πρωτόκολλο μεταφοφορικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η δυνατότη- ράς υπερκειμένων] Επικοιν. Πρωτόκολλο που κυριαρτα των λογισμικών προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπο- χεί πλέον στο διαδίκτυο και κυκλοφορά και σε ειδική λογιστών να συνδυάζουν δεδομένα διαφορετικών μέ- ασφαλή έκδοση (HTTPS). σων, όπως κείμενα, εικόνες, ήχο και άλλα, στον ίδιο Hypertonic Solution [Υπερτονικό Διάλυμα] Φυσ. Χημ. χώρο επεξεργασίας ενός προγράμματος και να τα συν- Χαρακτηρίζεται ένα διάλυμα, το οποίο έχει μεγαλύτεδέουν απευθείας μεταξύ τους με συνδέσμους. ρη τιμή ωσμωτικής πίεσης, σε σχέση με κάποιο άλλο. Hyperon [Υπερόνιο] Πυμην. Φυσ. Τάξη των στοιχειω- Hypervelocity [Υπερταχύτητα] Μηχ. Κάθε ταχύτητα δών σωματιδίων της κατηγορίας των βαρυονίων με υπερπολλαπλάσια της ταχύτητας του ήχου. παραδοξότητα διάφορη του μηδενός. Hypidiomorphic [Υπιδιόμορφος] Γεωλ. Ιστός των πυn Hyperplanc [Υπερεπίπεδο] Μαθημ. Στο χώρο R , το ριγενών ή των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων που σύνολο των λύσεων της γραμμικής εξίσωσης: χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ορυκτών των οποίων Π Σι=ια;Χί=ο , όπου α, οι συντελεστές της γραμμικής εξί- άλλοι κρύσταλλοι παρουσιάζουν κανονική ανάπτυξη σωσης, c σταθερά και Xj πραγματικές ή μιγαδικές μετα- εδρών (ιδιόμορφοι) και άλλοι όχι (αλλοτριόμορφοι). βλητές, εάν όλοι οι συντελεστές δεν είναι μηδέν. ΓΙ.χ. Hypo [Υποσουλφίτ] Τεχνολ. Το, καλούμενο και υποστο χώρο R2 είναι μια ευθεία. θειώδες, θειοθειϊκό νάτριο με τύπο Na2S203.5H20 χρηHyperpycnal Inflow [Υπέρπυκνη ροή] Υδμολ. Η είσο- σιμοποιούμενο ως στερεωτικό άλας στη φωτογραφία δος όγκου ύδατος υψηλότερης πυκνότητας σε υδάτινη για τη διάλυση, μέσω του σχηματισμού σύμπλοκων έκταση ο οποίος ως βαρύτερος, ακολουθεί διαταρασ- αλάτων, του μη αλλοιωθέντος κατά την έκθεση και την σόμενη ροή και προκαλεί δημιουργία τουρβιδικών ιζη- εμφάνιση βρομιούχου (ή άλλου άλατος) αργύρου και μάτων. την ανακοπή της επίδρασης του φωτός επί του αρνητιHypersonic [Υπερηχητικό] Μηχ. Ορος που χαρακτηρί- κού. ζει καθετί το οποίο έχει αναπτύξει μία ταχύτητα μεγα- Hypochlorite [Υποχλωρίτης] Ανόμγ. Χημ. Δηλώνει τα λύτερη από την ταχύτητα του ήχου. παράγωγα του υποχλωριώδους οξέος. Hypersonic Flight [Υπερηχητική πτήση] Αεμοναυτ. Hypochlorous Acid [Υποχλωριώδες Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Πτήση αεροσκάφους με υπερηχητικές ταχύτητες. Ασθενές, μονοβασικό οξύ, με χημικό τύπο HC10. Δεν Hypersonic Flow [Υπερηχητική ροή] Ρευστομηχ. Η έχει απομονωθεί, αλλά είναι γνωστό μόνο σε διαλύμασυμπεριφορά ενός ρευστού μέσου κατά τη πτήση ε- τα. Αποτελεί άριστο οξειδωτικό μέσο. ντός αυτού ιπτάμενου σώματος κινούμενου με υπερη- Hypocrystalline [Υποκρυσταλλική] Γεωλ. Όρος που χητική ταχύτητα π.χ η επίδραση των ροών θερμότητας χαρακτηρίζει την υφή πυριγενούς πετρώματος που απρος την επιφάνεια του λόγω των υψηλών αναπτυσσό- ποτελείται από κρυστάλλους μέσα σε υαλώδη μάζα μένων θερμοκρασιών πίσω από το δημιουργούμενο σημαντικά μικρότερης αναλογίας, κύμα κρούσης. Hypocycloid [Υποκυκλοειδές] Μαθημ. Η κυκλοειδής 1 Hypersonics [Υπερηχητική] Ακουστ. Ο κλόδος της καμπύλη, η οποία προκύπτει από ένα σημείο κύκλου ακουστικής που έχει ως πεδίο μελέτης τους υπέρηχους που κυλίεται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε έναν άλλο δηλ. τα ηχητικά κύματα τα παραγόμενα σε ελαστικά σταθερό κύκλο, στο εσωτερικό του. Η παραμετρική μέσα, με συχνότητες μεγαλύτερες από 20.000, την α- του εξίσωση είναι: νώτερη αντιληπτή από το αυτί του ανθρώπου συχνότητα. Γ λ Α Hypersonics [Υπερηχητική] Ρευστομηχ. Ο κλάδος της φ ρευστομηχανικής με πεδίο μελέτης τις ταχύτητες τις {* = ( / ? - r) cos φ + r cos (R - r) — r μεγαλύτερες από το πενταπλάσιο της ταχύτητας του

-716-

Hypoeutectic Alloy

y = ( R - r) sin φ - r sin

(/? - r) — r

που r είναι η ακτίνα του κύκλου που ολισθαίνει, R η ακτίνα του σταθερού κύκλου με r
σης του μήκους κύματος για το μέγιστο της απορρόφησης προς μικρότερα μήκη κύματος. Hypsochrome [Υψόχρωμο] Φνσ. Χημ. Ατομο ή ομάδα ατόμων που προκαλεί υψοχρωματική μετατόπιση σε μία ένωση. Hypsographic Curve [Ισοϋψής καμπύλη] Γεωδ. Είναι οι γραμμές που περιγράφουν το ανάγλυφο μίας περιοχής επάνω σε έναν τοπογραφικό χάρτη, οι οποίες έχουν το χαρακτηριστικό ότι όλα τα σημεία της ίδιας καμπύλης έχουν το ίδιο υψόμετρο ως προς ένα ενιαίο οριζόντιο επίπεδο αναφοράς. Hypsographic Map [Υψομετρικός χάρτης] Γεωό. Είναι η γραφική απεικόνιση υπό συγκεκριμένη κλίμακα μίας ευρύτερης περιοχής, με καταγεγραμμένα τα υψόμετρά της, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της διαδικασίας υψομέτρησής της. Hypsographic Tint Scale [Υψογραφική χρωματική κλίμακα] Γεν. Κλίμακα αναγραφόμενη επί των χαρτών για να είναι δυνατή η αναγωγή των χρησιμοποιούμενων χρωμάτων και των διαβαθμίσεων αυτών στα κατά προσέγγιση φυσικά υψόμετρα. Hypsographic Tinting [Υψογραφικός χρωματισμός] Γεν. Η χρήση συγκεκριμένων χρωμάτων και διαβαθμίσεων αυτών, συνήθως με διεθνούς παραδοχής τρόπο, για την υποτύπωση επί των χαρτών των διαφόρων ανυψώσεων της επιφάνειας του εδάφους. Hypsography [Υψομέτρηση] Γεωδ. Hypsometry Hypsometer [Υψομετρητής] Γεωφνσ. Όργανο για τον καθορισμό, με τη βοήθεια και των κατάλληλων πινάκων, του υψόμετρου με βάση τη μέτρηση της θερμοκρασίας βρασμού κατάλληλου υγρού (π.χ. ύδατος), αφού αυτή είναι συνάρτηση της ατμοσφαιρικής πίεσης και κατά συνέπεια του ύψους υπεράνω της στάθμης της θάλασσας. Hypsometric Formula [Υψομετρικός τύπος] Γεωφνσ. Εξίσωση για τον υπολογισμό του γεωδυναμικού υψομέτρου ζ2 - ζι μεταξύ δύο σημείων με βάση την υπόθεση της συμπεριφοράς του αέρα ως ιδανικού αερίου και την αρχή της υδροστατικής ισορροπίας. Είναι η εξής: ζ 2 - ζι= - R.T/g. ln(P|/P2) όπου PI, Ρ2 οι πιέσεις στα υψόμετρα Ζ] και ζ2 αντίστοιχα, Τκαι g η μέση θερμοκρασία και η επιτάχυνση της βαρύτητας αντίστοιχα του ενδιάμεσου στρώματος και R η παγκόσμια σταθερά των αερίων. Hypsometry [Υψομέτρηση] Γεωδ. Πρόκειται για τις τεχνικές και την αντίστοιχη θεωρία στην οποία αυτές θεμελιώνονται, με τις οποίες χαρτογραφείται το ανάγλυφο μίας περιοχής και καταγράφονται και τα υψόμετρά της ως προς μία μηδενική στάθμη αναφοράς, που συνήθως είναι η επιφάνεια της θάλασσας. Hysteresis1 [Υστέρηση] Η/χκτμομαγν. Το φαινόμενο που παρουσιάζεται στα σιδηρομαγνητικά υλικά κατά το οποίο οι μεταβολές της μαγνήτισης και κατ' ακολουθία της έντασης του μαγνητικού πεδίου δεν συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες μεταβολές του διεγείροντας αυτές πεδίου αλλά καθυστερούν χρονικά. Hysteresis2 [Υστέρηση] Ηλεκτμον. Η ηλεκτρονική λειτουργία κατά την οποία η τάση εξόδου ενός διεγέρτη δεν είναι μονότιμη αλλά δίτιμη συνάρτηση της τάσης εισόδου. Hysteresis3 [Υστέρηση] Φνσ. Το φαινόμενο κατά το οποίο δύο φυσικά μεγέθη ενός διαστήματος δεν συνδέονται με μονότιμη συνάρτηση κατά τον προσδοκώμενο τρόπο αλλά κατά τρόπο εξαρτώμενο από την προηγούμενη κατάσταση του συστήματος, με συνέπεια το

-717-

Hyttsjoitc

ένα να παρουσιάζει χρονική καθυστέρηση σε σχέση με γνήτισης κατά την ελάττωση, μέχρι μηδενισμού του το άλλο. εφαρμοζόμενου πεδίου και των τιμών του συνεκτικού Hysteresis Damping [Απόσβεση υστέρησης] Μηχ. Η πεδίου, δηλ. της αντίθετης φοράς και ορισμένης τιμής απόσβεση ενός ταλαντούμενου συστήματος που δεν μαγνητικής διέγερσης για το μηδενισμό της μαγνήτιυπόκειται σε νέες διεγέρσεις με την παρατηρούμενη σης. συνεχή μείωση του πλάτους των ταλαντώσεων, λόγω Hysteresis Loss [Απώλειες υστέρησης] Ηλεκτρομαγν. της σταδιακής μετατροπής της ενέργειας του σε θερμό- Το ποσό της ενέργειας που μετατρέπεται σε θερμότητα τητα, υπό την επενέργεια εσωτερικών δυνάμεων αντι- κατά τη συμπλήρωση ενός βρόχου υστέρησης. Είναι τιθέμενων στην κίνηση, όπως τριβών κ.λ.π. ανάλογο προς το εμβαδόν του βρόχου και κατά συνέHysteresis Loop [Βρόχος υστέρησης] Ηλεκτρομαγν. Η πεια μεγαλύτερο για ισχυρό εφαρμοζόμενο πεδίο. κλειστή καμπύλη διαγράμματος που προκύπτει, λόγω Hyttsjoite [Χαϊτζοϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο του φαινόμενου της μαγνητικής υστέρησης, από τη συ- από ένυδρο πυριτικό σίδηρο, μαγγάνιο, ασβέστιο, βάνάρτηση των τιμών της μαγνήτισης ή της έντασης του ριο και μόλυβδο. Σχηματίζει άχροους, διαφανείς και με μαγνητικού πεδίου και της μαγνητικής διέγερσης, πε- αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συριοριζόμενη μεταξύ των τιμών της παραμένουσας μα- στήματος και έχει ειδικό βάρος 5.

I I [Σύμβολο της αδράνειας I] Πολ.Μηχ. Moment Of Inertia. i [Σύμβολο της έντασης i] Φυσ. Σύμβολο της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος διαρρέοντος αγωγό ή κύκλωμα. I [Σύμβολο του ιώδιου I] Χημ. Σύμβολο του στοιχείου ιώδιο. Iapetus [ϊαπετός] Αστρον. Δορυφόρος του Κρόνου που ανακαλύφθηκε από τον cassini το 1671, διαμέτρου 1460 kms και μάζας ΙΟ'6 αυτής του Κρόνου, για τον οποίο πιστεύεται πως η σκοτεινή πλευρά καλύπτεται από πυκνή κόνι ή υδρογονάνθρακες. I Beam1 [Δείκτης I Beam] Πληρ. Ειδική μορφή δείκτη οθόνης σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές με διασύνδεση ποντικιού η οποία επιτρέπει κοπή, απαλοιφή και συγκόλληση κειμενικών δεδομένων σε προγράμματα επεξεργασίας κειμένου. I Beam2 [Δοκός διατομής σχήματος I] Π ολ. Μηχ. Πρόκειται για μία σειρά από τυποποιημένες μεταλλικές δοκούς με εγκάρσια διατομή η οποία έχει το γεωμετρικό σχήμα του κεφαλαίου γράμματος 1. Χρησιμοποιούνται κυρίως ως οριζόντια στοιχεία του φέροντος οργανισμού μίας κατασκευής, ενώ οι διαστάσεις της διατομής τους και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δίδονται από σχετικούς πίνακες. ΙΒΜ Token Ring [Δακτύλιος με token της IBM] Επικοιν. Τοπικό δίκτυο της εταιρίας IBM με τοπολογία δακτυλίου (802.5) που γνώρισε μεγάλη διάδοση για μια εποχή αλλά έχει και μειονεκτήματα όπως την έλλειψή επαρκούς αντιμετώπισης βλαβών. Icarus [Ικαρος] Αστρον. Ένας από τους μικρότερους αστεροειδείς οι οποίοι συχνά πλησιάζουν πολύ κοντά στην γη (ίκαρος, έρως, τόρο, γεωγράφος και αλίνδα). Στις 14 Ιουνίου του 1968 πλησίασε την γη σε απόσταση 6 εκατομμυρίων kms. Είναι γνωστός σαν " αστεροειδής 1566". Ice [Πάγος] Υδρολ. Ο πάγος είναι η στερεά μορφή του νερού και δημιουργείται όταν η θερμοκρασία του κατέβει κάτω από τους μηδέν βαθμούς κελσίου. Έχει ειδικό βάρος μικρότερο από αυτό του νερού και έτσι επιπλέει σε αυτό, ενώ κατά τη δημιουργία του ο όγκος του νερού αυξάνεται, δηλαδή αυτό διαστέλλεται. Ice Age [Εποχή των πάγων] Γεωλ. Οποιαδήποτε χρονική περίοδος στην ιστορία της Γης, κατά την οποία μεγάλες εκτάσεις της επιφάνειάς της σκεπάζονται από πάγους. Η διάρκεια τους μπορεί να φθάσει σ'εκατομμύρια χρόνια και έχουν σοβαρότατες γεωλογικές συνέπειες. Η τελευταία καταγράφηκε στην Πλειστόκαινο Εποχή 1.600.000 έως 10.000 πριν.

Ice Avalanche [Χιονοστιβάδα] Υδρολ. Φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την απότομη πτώση μιας μεγάλης ποσότητας χιονιού ή και πάγου από τα ψηλότερα σημεία ενός χιονισμένου όρους, κατά μήκος των πλαγιών του, με κατάληξη τα χαμηλότερα σημεία, στους πρόποδές του. Ice Cake [Πλάκα πάγου] Υδρολ. Πρόκειται για μικρό τμήμα πάγου, μέγιστου μήκους λίγων μέτρων, το οποίο έχοντας αποκοπεί πιθανώς από κάποιο παγόβουνο ή άλλο χώρο, επιπλέει στην επιφάνεια του νερού ακολουθώντας τα ρεύματα. Ice Cave [Σπηλιά πάγου] Υδρολ. Πολλές φορές στις αρκτικές περιοχές, σχηματίζονται κοιλότητες μέσα σε τεράστιες μάζες πάγου, οι οποίες διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού το επιτρέπει η θερμοκρασία τους και χαρακτηρίζονται από αυτόν τον όρο. Ice Concentration [Συγκέντρωση πάγου] Ωκεαν. Είναι ένα μέτρο που εκφράζει την ποσότητα πάγου που υπάρχει σε μία ευρύτερη περιοχή προσδιορίζοντας τον λόγο των επιφανειών πάγου και νερού, Ice Dam [Φράγμα πάγου] Υδρολ. Σε ορισμένα ποτάμια με χαμηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος όπου παγώνουν τα νερά ενδέχεται να σχηματίζονται εμπόδια στη ροή του ποταμού ακριβώς από μεγάλα επιπλέοντα τμήματα πάγου τα οποία παίρνουν την ονομασία φράγματα πάγου. Ice Desert [Ερημος πάγου] Μετεωρ. Κάθε περιοχή της υδρογείου στην οποία επικρατούν τόσο χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του έτους ώστε να είναι συνεχώς καλυμμένη με πάγο. Σε τέτοιες περιοχές λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών δεν αναπτύσσεται κανένα είδος χλωρίδας. Ice Fog [Ομίχλη πάγου] Μετεωρ. Μορφή της ομίχλης που προκαλείται από συσσώρευση μικρών κρυστάλλων. Συναντάται σε συνθήκες πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, χαμηλότερων των -40° Κελσίου, και οι κρύσταλλοι πάγου έχουν μέγεθος 2 με 5 μικρόν. Η πυκνότητα της ομίχλης πάγου κυμαίνεται από αραιή μέχρι αρκετά πυκνή ώστε να εμποδίζεται αρκετά η ορατότητα. Ice Load [Φορτίο πάγου] Μηχ. Ορίζεται ως το μέγιστο πάχος πάγου που αναμένεται να σχηματισθεί γύρω από τα καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και πρέπει να ληφθεί υπόψη στους υπολ,ογισμούς κατά την μελέτη τους. Ice Pick [Σουβλί] Μηχ. Διπλή ή μονή μεταλλική "βελόνα" η οποία χρησιμοποιείται για να ανοίγονται πρόχειρα οπές σε μαλακό υλικό όπως ξύλ,ο, διευκολύνοντας έτσι την περαιτέρω εισαγωγή καρφιών ή βιδών.

-719Είναι απόγονος εργαλείου το οποίο τεμάχιζε πάγο πριν διαδοθούν ευρέως οι κοινοί ψύκτες. Ice Point [Σημείο Πάγου] Φυσ. Χημ. Η θερμοκρασία στην οποία βρίσκονται σε ισορροπία, καθαρός πάγος με καθαρό νερό, σε πρότυπη ατμοσφαιρική πίεση. Είναι δηλαδή, το σημείο τήξης του πάγου ή το σημείο πήξης του νερού. Η θερμοκρασία αυτή είναι σταθερή και ίση με 0 °C ή 32 °F ή 273 Κ. Ice Splinters [Ακίδες πάγου] Φυσ.Χημ. Μικροσκοπικά ηλεκτρικά φορτισμένα κομμάτια πάγου, που δημιουργούνται κατά την έκθεση παγοκρυστάλλων στην ατμόσφαιρα. Iceberg [Παγόβουνο] Ωκεαν. Όρος που αναφέρεται σε μία τεράστια ποσότητα πάγου, η οποία με το μεγαλύτερο μέρος της κάτω από την επιφάνεια του νερού, επιπλέει σαν μικρό βουνό στις παγοψένες περιοχές των θαλασσών των δύο πόλων της Γης. Iceberg Storage [Αποθήκευση παγόβουνου] Πληρ. Μέθοδος συμπίεσης δεδομένων, που επιτρέπει την αποθήκευση μεγάλης ποσότητας πληροφοριών, σε μαγνητικά μέσα μικρής χωρητικότητας. Icebreaker [Παγοθραυστικό] Ναυπηγ. Είναι ένα πλεούμενο το οποίο όντας καταλλήλως εξοπλισμένο μπορεί να διασχίσει τις παγο)μένες επιφάνειες του νερού θαλασσών και λιμνών, θραύοντας τον πάγο και ανοίγοντας θαλάσσιες διόδους και στα υπόλοιπα πλοία. I-Channel [Κανάλι 1] Η/χκτρον. Μέθοδος μετάδοσης κωδικοποιημένων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στη ζώνη των χρωμάτων γαλάζιου-πορτοκαλί. Χρησιμοποιείται κυρίως για την εκπομπή εγχρώμων προγραμμάτων στην Αμερική. Icing [Επίπαγος] Υδρολ. Ονομάζεται το επίστρωμα από πάγο που σχηματίζεται πάνω στην επιφάνεια των στερεών σωμάτων όταν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες, λόγω του μετασχηματισμού των διαδοχικών στρωμάτων νερού σε πάγο. Icon [Εικονίδιο] Πληρ. Είναι μία γραφική αναπαράσταση που προβάλλεται στην οθόνη και χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα από τα λογισμικά προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, με την οποία δίδεται στο χρήστη η δυνατότητα της άμεσης εκκίνησης ενός προγράμματος ή της μεταπήδησης σε μία άλλη εφαρμογή, με την απλή και μόνο επιλογή αυτού του εικονιδίου. Iconify [Διαχείριση εικονιδίων] Πληρ. Όρος που αναφέρεται στα περισσότερα πλέον λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου είναι δυνατή η κατάληψη επιθυμητής επιφάνειας κάθε φορά της οθόνης από τις διάφορες εφαρμογές που εκτελούνται με ταυτόχρονη διάσωση των τρεχουσών πληροφοριών. Iconometer [Εικονόμετρο] Οπτικ. Παλαιότερης τεχνολογίας οπτική διάταξη - συνήθως υποτμήμα εξαρτημάτων γεωδαισίας, η οποία επιτρέπει τον άμεσο υπολογισμό απόστασης φυσικού αντικειμένου. Σήμερα χρησιμοποιούνται κατ' αποκλειστικότητα τα οπτοηλεκτρονικά αποστασιόμέτρα τα οποία χρησιμοποιούν lasers και παρέχουν μεγάλη ακρίβεια. Iconoscope [Εικονοσκόπιο] Ηϊχκτρον. Σωλήνας braun, φωτοπολλαπλασιαστής ή άλλη ηλεκτρονική διάταξη που μετατρέπει οπτική εικόνα σε ηλεκτρονικό σήμα πάνω σε φθορίζον διάφραγμα είτε για λόγους απ' ευθείας παρατήρησης, όπως σε ανιχνευτές υπερερύθρου και κιάλια νυκτός ή για λόγους ζεύξης του δημιουργούμενου ηλεκτρονικού ειδώλου με άλλη ηλεκτρονική συσκευή. Icosahedron [Εικοσάεδρο] Μαθημ. Πρόκειται για γεω-

Ideal Network

μετρικό σχήμα στερεού σώματος το οποίο έχει είκοσι τον αριθμό έδρες, δηλαδή πλευρές. Ideal [Ιδεώδες] Μαθημ. Αν R είναι δακτύλιος, υποδακτύλιος I του R ο οποίος ικανοποιεί μία από τις δύο ακόλουθες ιδιότητες: i) (I αριστερό ιδεώδες) <=> [r e R και χ e [ = > r \ e I] ή ii) (I δεξιό ιδεώδες) « [ r e R και χ e I xr e I]. Στην περίπτωση που ισχύει και το i) και το ii) το I ονομάζεται απλά ιδεώδες. Ideal Aerodynamics [Εξιδανικευμένη αεροδυναμική] Μηχ. Ρευστ. Η μελέτη της κίνησης αερίων ρευστών καθώς και των συνεπειών που αυτά έχουν στην κίνηση στερεών σωμάτων μέσα τους, κάτω από ιδιαίτερα απλοποιημένες εξωτερικές και αρχικές συνθήκες, έτσι ώστε ν'απαλείφονται πολύπλοκοι παράμετροι, των οποίων η παρουσία θα καθιστούσε την μελέτη ιδιαίτερα δύσκολη έως ανέφικτη. Ideal Bunching [Ιδανική ομαδοποίηση] Πλεκτρον. Η εμφάνιση ισχυρών παλμών ρεύματος από την ομαδοποίηση ηλεκτρονίων ποικίλης ταχύτητας σε λυχνία διαμόρφωσης της ταχύτητας των φορέων. Ideal Dielectric [Ιδεώδες διηλεκτρικό] Ηλεκ. Διηλεκτρικό το οποίο έχει ηλεκτρική διαπερατότητα μηδέν. Ideal Flow [Ιδεατή ροή] Ρευστό μηχ. Είναι η κίνηση ενός ρευστού η οποία δεν μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα αλλά χρησιμοποιείται μόνον για τη μελέτη της θεωρίας των ρευστών και τους ανάλογους υπολογισμούς, καθώς γίνονται παραδοχές, όπως το γεγονός ότι η κίνηση αυτή είναι δυσδιάστατη, ασυμπίεστη κ.α.. Ideal Fluid [Ιδεατό ρευστό] Ρενστομηχ. Πρόκειται για ένα μη πραγματικό υγρό, το οποίο λαμβάνεται υπόψη στη θεωρία της ρευστό μηχανική ς και στους αντίστοιχους υπολογισμούς για τη μελέτη των υγρών και θεωρείται ασυμπίεστο με μηδενική εσωτερική τριβή. Ideal Gas [Ιδανικό Αέριο] Φυσ. Χημ. Υποθετικό αέριο, στο οποίο ο όγκος των μορίων είναι αμελητέος, συγκριτικά με τον όγκο που καταλαμβάνει το αέριο και μεταξύ των μορίων δεν ασκούνται δυνάμεις. Το ιδανικό αέριο υπακούει στην καταστατική εξίσωση P*V = n*R*T, και η εσωτερική του ενέργεια είναι συνάρτηση μόνο της θερμοκρασίας. Ideal Gas Law [Νόμος Ιδανικών Αερίων] Φυσ. Χημ. Είναι η καταστατική εξίσωση P*V = n*R*T, όπου Ρ η πίεση που ασκούν n γραμμομόρια αερίου όγκου V, σε θερμοκρασία Τ. To R είναι η παγκόσμια σταθερά των αερίων. Προκύπτει από τους νόμους Boyle, Gay Lussac και την υπόθεση Avogadro, εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τη φύση και τη μάζα του αερίου, ενώ αποτελεί προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα αέριο ιδανικό. Ideal Line [Ιδεώδης ευθεία] Μαθημ. Σε δεδομένη προβολική απεικόνιση ευκλείδειου επιπέδου, ευθεία η οποία ορίζεται από τουλάχιστον δύο ιδεώδη σημεία. Γνωστή και ως "ορίζων", (βλέπε Ideal Point). Ideal Mechanical Advantage [Ιδανικό μηχανικό πλεονέκτημα] Μηχ. Μηχ. Συμβολίζεται με ΙΜΑ. Αν μέσω μιας μηχανής (π.χ. μοχλός) μια δύναμη F| υπερνικά μια δύναμη F, χωρίς την παρουσία τριβών, τότε ο λόγος F / F| ονομάζεται ΙΜΑ της μηχανής. Στην πραγματικότητα, η παρουσία τριβών, απαιτεί μια δύναμη FA, μεγαλύτερη της Fj, προκειμένου να υπερνικηθεί η ίδια δύναμη F. Αρα, ο αντίστοιχος λόγος, που ονομάζεται πραγματικό μηχανικό πλεονέκτημα (Actual Mechanical Advantage, ΑΜΑ), και ορίζεται ως F / FA είναι πάντα μικρότερος του ΙΜΑ. Ideal Network [Ιδανικό δίκτυο] Πλεκτρον. Περίπτωση

-720-

Ideal Point

κατά την οποία σε δίκτυο ορισμένα χαρακτηριστικά

e [Ν}, συνήθως μέγιστης διάστασης n = 255, με αλ,φα-

του οποίου

ριαθμητικές

έχουν απλοποιηθεί

η παραβλεφθεί

για μία

συνιστώσες

τύπου

char, το οποίο

χρησι-

μοποιείται από μεταφραστές - compilers, assemblers απλούστερη ανάλυση. Ideal Point (Ιδεώδες σημείο] Μαθημ. 1. Σε δεδομένη και interpreters για να εξασφαλιστεί αντιστοιχία μεταπροβολική απεικόνιση ευκλείδειου επιπέδου, το σημεί- ξύ των ονομάτων τα οποία χειριστής ή προγραμματιο τομής δέσμης παραλλήλων ευθειών {ε» i e I) που στής προσδίδει σε δεδομένες μεταβλητές προγράμμακείνται πάνω στο επίπεδο. 2. Θεωρητικό σημείο τομής τος ή υποπρογράμματα και των αντιστοίχων μεταβληδέσμης παραλλήλων ευθειών i e I), στο άπειρο. 3. τών και υποπρογραμμάτων. [Σημείο στο άπειρο] Σε στερεογραφική προβολή μέσω Identifier Word [Λέξη αναγνώρισης] Πλημ. 1. Βλέπε της οποίας επιτυγχάνεται ένα-προς-ένα αντιστοιχία ό- Identifier. 2. Στα εσωτερικά ή εξωτερικά λεξικά που >αον των σημείων του μιγαδικού επιπέδου με την σφαί- δημιουργούνται κατά την μετάφραση προγράμματος ή ρα του riemann, θεωρητικό σημείο στο οποίο αντι- υποπρογράμματος από μεταφραστές - compilers, στοιχεί ο βόρειος πόλ,ος της εν λόγω σφαίρας, Ν. Το assemblers, interpreters και προγράμματα διασύνδεμιγαδικό επίπεδο μαζί με το σημείο αυτό ονομάζεται σης - linkers, μεταβλητή τύπου short ή long η οποία βρίσκεται σε αντιστοιχία με δεδομένη μεταβλητή, δι"εκτεταμένο μιγαδικό επίπεδο". Ideal Polarized Electrode [Ιδανικώς Πολώσιμο Ηλε- εύθυνση μεταβλητής ή όνομα υποπρογράμματος όπως κτρόδιο] Φυ<7. Χημ. Είδος ημιστοιχείου, στο οποίο ο- αυτά έχουν δηλωθεί από χειριστή ή προγραμματιστή. λόκληρη η μεταβολή της εξωτερικά εφαρμοζόμενης Identity [Ταυτότητα] Μαθημ. Χαρακτηριστική σχέση τάσης εμφανίζεται ως μεταβολή στη διαφορά δυναμι- η οποία ικανοποιείται πάντα οποιανδήποτε τιμή και αν πάρουν οι μεταβλητές της. Η σχέση αυτή ικανοποιείται κού του ημιστοιχείου. Ideal Rocket [Ιδανικός πύραυλος] Αστμον. Εξιδανικευ- από ανώτερα μαθηματικά αντικείμενα όπως είναι οι μένο θεωρητικό μοντέλο ενός πυραύλου, του οποίου η τελεστές ή οι απεικονίσεις χωρίς αναφορά στο χώρο μελέτη χρησιμοποιείται για την καλύτερη κατανόηση στο οποίο δρουν. Πχ. α) Εξίσωση f(xj, x2, ...xn) = 0 η της συμπεριφοράς των πραγματικών πυραύλων σε δε- οποία ικανοποιείται για οποιονδήποτε συνδυασμό επιδομένες συνθήκες. Σ'έναν ιδανικό πύραυλο θεωρούμε λογών {Xj, i g |Ν). β) Σχέση ισοδυναμίας λογικών συνότι η προωστική δύναμη των αερίων καύσης χρησιμο- θηκών. ποιείται αποκλειστικά στο να προσδώσει ταχύτητα Identity2 [Ουδέτερο στοιχείο] Μαθημ. Αν (G, ®) είναι στον πύραυλο, τα αέρια καύσης έχουν ιδανική συμπε- αλ,γεβρική δομή με πράξη στοιχείο e της G το οποίο ριφορά, δεν υπάρχουν τριβές, δεν υπάρχουν διαρροές ικανοποιεί μία από τις δύο ακόλουθες ιδιότητες: i) (e θερμότητας από τα τοιχώματα του πυραύλου, κλπ. αριστερό ουδέτερο στοιχείο) <=> [" x e G : e Θ χ = χ] ή Ideal Solution [Ιδανικό Διάλυμα] Φυσ. Χημ. Υγρή φά- ii) (e δεξιό ουδέτερο στοιχείο) <=> [" x e G : => x ® e = ση που υπακούει στο νόμο του Raouli, Pi = XjxPj0, ό- Χ]. Στην περίπτωση που ισχύει και το i) και το ii) το e που Ρ; η μερική τάση ατμών του υγρού πάνω από το ονομάζεται απλά ουδέτερο στοιχείο. Όταν η δομή (G, διάλυμα, \Χ το γραμμομοριακό κλάσμα του συστατικού ®) είναι πολλαπλασιαστική, το e συμβολίζεται ως 1G, i στο υγρό και Ρ,° η τάση ατμών του καθαρού υγρού ενώ όταν η δομή (G, Θ) είναι αθροιστική, το e συμβοστην ίδια θερμοκρασία. Στο ιδανικό διάλυμα, οι μετα- λίζεται ως 0 ή 0ο· ξύ των μορίων ασκούμενες δυνάμεις είναι όλες ίσες, Identity Element [Ουδέτερο στοιχείο] Μαθημ. βλέπε ανεξάρτητα από το είδος των μορίων. Identity. Ideal Theory [Θεωρία ιδεωδών] Μαθημ. Τομέας της Identity Function [Ταυτοτική συνάρτηση] Μαθημ. Η άλγεβρας ο οποίος εξετάζει τις ιδιότητες των ιδεωδών συνάρτηση πραγματικών αριθμών: f: |R |R οριζόμεδιαφόρων δακτυλίων, κατ' αντιστοιχία με την μελέτη νη ως: "x ε |R: f(x) = χ, ή κατάλληλες περιορισμός της των ιδιοτήτων κανονικών υποομάδων διαφόρων ομά- f, fjyv σε σύνολο A c jR. δων, συμπεριλαμβανομένων αντιστοίχων θεωρημάτων Identity Functor [Ταυτοτικός συναρτιστής] Μαθημ. ισομορφισμού και χαρακτηρισμού μεγίστων και πρώ- Αν 3 είναι δεδομένη κατηγορία, ο συναλλοίωτος ταυτων ιδεωδών. τοτικός συναρτιστής Ι3: 3 ->3, ο οποίος απεικονίζει το Ideal Transformer [Ιδανικός μετασχηματιστής] Η/εκ. αντικείμενο J e 3 στον εαυτόν του, ως: 13(J) = J και Θεωρητικό μοντέλο μετασχηματιστού με ιδανικά πρω- τον μορφισμό f: J —> J, στον εαυτόν του, ως: l3(f) = f. τεύοντα και δευτερεύοντα πηνία συζευγμένα κατάλλη- Identity Gate [Ταυτοτική θύρα] Πλημ. Δυαδική λογική λα έτσι ώστε να πληρούν τις αντίστοιχες εξισώσεις θύρα Ε(χ, y), οριζόμενη ως ακολούθως:" χ, y e {0,1), σχέσεων διαφοράς δυναμικού και έντασης ρεύματος, Ε(χ, y) = {1 iff χ = y, 0 iff χ 1 y). το οποίο δεν υφίσταται απώλειες από επαγωγικά ρεύ- Identity Map [Ταυτοτική απεικόνιση] Μαθημ. 1. Σε ματα eddy. Αν υπήρχε ιδανικό πηνίο, θα αποτελείτο δεδομένο σύνολο Α, η απεικόνιση: ΙΑ: Α Α οριζόμεαπό δύο τέτοια συζευγμένα κατάλληλα με συντελεστή νη ως: "χ e Α: ΙΑ(χ) = χ. 2. Βλέπε Identity Function. απόδοσης 1. (βλέπε Eddy Currents). Identity Matrix [Μοναδιαίος πίνακας) Μαθημ. ΟρίζεIdempotent [Αδύναμο στοιχείο] Μαθημ. Αν (G, ®) εί- ται ως ένα σύνολο από αριθμητικά στοιχεία τα οποία ναι αλγεβρική δομή με πράξη στοιχείο x € G με την οργανωμένα σε τετραγωνική μορφή, δηλαδή με τον ιδιότητα: χ ® χ = χ. Το ουδέτερο στοιχείο e, ομάδας, ίδιο αριθμό γραμμών και στηλνών, έχουν όλα τη μηδεείναι τέτοιο, καθώς e ® e = e, όπως επίσης και οποιο- νική τιμή εκτός από αυτά της κυρίας διαγωνίου τα οδήποτε σύνολο Α κάτω από τις πράξεις της ένωσης ή ποία είναι όλα ίσα με τη μονάδα. της τομής, καθώς A n A = A u A = A. Identity Unit [Ταυτοτική μονάδα] Πλημ. Ηλεκτρονική Identifiability [Αναγνωρισιμότητα] Στατ. Η κατάστα- μονάδα η οποία εκτελεί εφαρμογή λογικής θύρας Ε(χι, ση κατά την οποία δεν υπάρχουν δύο διαφορετικά Χ2, ...Χη) η οποία ορίζεται αναδρομικά με τη βοήθεια στοιχεία ενός στατιστικού μοντέλου που να έχουν την του δυαδικού ταυτοτικού τελεστή ισοδυναμίας: Ε(χ, y), ως ακολούθως: Ε(Χ|, χ2, ...χ„) = E(xh Ε(χ2, ...Ε(χη. ίδια κατανομή πιθανοτήτων. Identifier [Αναγνωριστικό] Πλημ. Διάνυσμα {id[n], n ι, Χη))), και" χ, y e {0,1), Ε(χ, y) = {1 iff χ = y, 0 iff χ

-721 -

Ignitor

νόλου εντολών ενώ η μη ικανοποίηση της αρχικής • y}. (βλέπε Identity Gate). Idle Time [Νεκρός χρόνος] Εργ. Στο σύνολο των εργά- συνθήκης έχει ως αποτέλεσμα την εκπλήρωση άλλων σιμων ωρών μιας ημέρας, ο συνολικός χρόνος κατά τη πράξεων ή ενός διαφορετικού συνόλου εντολών. διάρκεια του οποίου το προσωπικό ή ο εξοπλισμός δεν If Then Statement [Εντολή επαγωγής] Πληρ. Είναι η λειτουργεί παραγωγικά και βρίσκεται σε κατάσταση εντολή των γλωσσών προγραμματισμού για τους ηλεαναμονής. κτρονικούς υπολογιστές που αντιστοιχεί στη μαθημαIEEE Type 802 Protocols [Πρωτόκολλα της IEEE τική σχέση της επαγωγής —> Implication τύπου 802] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της Iff [Εάν και μόνο εάν] Μαθημ. Συντομογραφία και συμ1ΕΕΕ σχετικά με τη δικτυακή διασύνδεση πχ 802.2 βολισμός του "Εάν και μόνο εάν", (βλέπε If-And(LLC), 802.3 (Ethernet), 802.5 (Token Ring), 802.7 Only-If). (Broadband LANs), 802.8 (δίκτυα οπτικών ινών), Igneous Meteor [Πυριγενής μετεωρίτης] Γεωφυσ. Ο802.12 (Fast Ethernet) κτλ. ποιαδήποτε ορατή ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόIf-Added Method [Μέθοδος πρόσθεσης μέσω συνθή- σφαιρα, όπως π.χ. ένας κεραυνός. κης εάν] Π/jjp. Αλγόριθμος ο οποίος περιοδικά ελέγχει Igneous Rock [Εκρηξιγενές πέτρωμα] Γεωλ. Πρόκειται το προγραμματιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ε- για έναν τύπο πετρώματος το οποίο σχηματίστηκε από κτελείται για πιθανή πρόσθεση δεδομένων τα οποία γρήγορο ή αργό πήξιμο, στην επιφάνεια ή στο εσωτετροποποιούν τη λειτουργία δεδομένου προγράμματος ρικό της Γης, κάποιας ποσότητας υλικού που βρισκόκαι χρησιμοποιεί τα νέα δεδομένα που προκύπτουν σε ταν σε λιωμένη κατάσταση. μελλοντικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται από προ- Igniter [Αναφλεκτήρας] Μηχ. Είναι ένα απαραίτητο γράμματα προηγμένης τεχνολογίας και τεχνητής νοη- τμήμα μίας μηχανής εσωτερικής καύσεως γνωστό και μοσύνης όταν επιχειρείται "παθητική μάθηση" ή εκτε- με τον όρο μπουζί, καθώς με τη βοήθειά του γίνεται η λείται "αυτόματη επίβλεψη" ή άλλες διαδικασίες οι ο- καύση του μίγματος αέρα και καυσίμου εντός των κυποίες δεν έχουν χρονικούς περιορισμούς, (βλέπε If- λίνδρων. Needed Method, If-Removed Method). Ignition [Ανάφλεξη] Χημ. Θέρμανση αερίου μίγματος 1 If-And-Only-If [Εάν και μόνο εάν] Μαθημ. Συνθήκη σε τέτοια θερμοκρασία, ώστε να ξεκινά η διεργασία απόλυτης λογικής ή μαθηματικής ισοδυναμίας. Δηλώ- καύσης. Η ανάφλεξη προκαλείται από εξωτερική πηγή, νεται με τα σύμβολα: "<=>" και "iff'. Αν ρ και q είναι όπως είναι ο ηλεκτρικός σπινθήρας. λογικές συνθήκες οι οποίες ικανοποιούν την: ρ q, Ignition Coil [Πηνίο εκκίνησης] Η/χκρομαγν. τότε δηλοί τη λογική δυνατότητα νοήμονος φορέα να Μετασχηματιστής σχετικά μικρών διαστάσεων ο οποίσυνεπάγει την τιμή αληθείας της μίας συνθήκης με βά- ος παρέχει σχετικά υψηλή τάση στο δευτερεύον και ση αυτή της άλλης. Αν Τ(ρ) e {Τ, F), και αν ρ <=> q, χρησιμοποιείται όταν απαιτούνται τάσεις της τάξεως ισχύει πάντα: Τ(ρ) = T(q). των 10-35kV. Παραλλαγές του χρησιμοποιούνται στον 2 If-And-Oniy-If [Εάν και μόνο εάν] Πληρ. Συνθήκη ηλεκτρικό εξοπλισμό αυτοκινήτων για την παροχή υαπόλυτης λογικής ή μαθηματικής ισοδυναμίας προσ- ψηλής τάσης στα bougie των κυλίνδρων και σε ηλεδιορισμένη προγραμματιστικά. Π.χ. αν y είναι δεδομέ- κτρονικά κυκλώματα που απαιτούν σχετικά μεγάλες νη μεταβλητή, οι λογικές συνθήκες των ακόλουθων αιχμές τάσης όπως κυκλώματα εκκίνησης ή επανεκκίδύο εντολών σε c είναι ισοδύναμες: i) if (x >= a) νησης σωλήνων εκκένωσης. {block 1) ii) if (χ + y >= a + y) {block2). Αν οι εντολές Ignition Lag [Υστέρηση Ανάφλεξης] Χημ. Ορίζεται το i) και ii) βρίσκονται και οι δύο στον ίδιο σκοπό σε υ- χρονικό διάστημα μεταξύ του σημείου ανάφλεξης και ποπρόγραμμα, όταν εκτελεστεί το block 1 θα εκτελε- του σημείου μετακίνησης του εμβόλου στον κύλινδρο στεί και το block2 και αντίστροφα: όταν δεν εκτελε- μιας μηχανής εσωτερικής καύσης. στεί block 1 δεν θα εκτελεστεί το block2. Ignition Quality [Ποιότητα Ανάφλεξης] Χημ. ΑποτεIf-Needed Method [Μέθοδος υπολογισμού απαραίτη- λεί εκτίμηση της ενεργειακής απόδοσης των καυσίμων της συνθήκης εάν] Πληρ. Αλγόριθμος ο οποίος περιο- για τους κινητήρες ντίζελ. Πρόκειται για χαρακτηριδικά ελέγχει τιμές διαφόρων μεταβλητών στο προ- στική ιδιότητα του καυσίμου, η οποία εκφράζεται από γραμματιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτελείται τον αριθμό κητανίου. Τη βέλτιστη ποιότητα ανάφλεξης και χρησιμοποιεί τα νέα δεδομένα που προκύπτουν σε παρουσιάζει το κανονικό δεκαεξάνιο, που αντιστοιχεί μελλοντικές διαδικασίες, (βλέπε If-Added Method, στο 100 της κλίμακας κητανίου. If-Removed Method). Ignition System [Σύστημα εκκίνησης] Μηχ. Ο πλήρης If-Removed Method [Μέθοδος αφαίρεσης μέσω συν- ηλεκτρονικός εξοπλισμός υπεύθυνος για την εκκίνηση θήκης εάν] Πληρ. Αλγόριθμος ο οποίος περιοδικά ε- και την λειτουργία της ηλεκτρικής συνιστώσας σε μηλέγχει to προγραμματιστικό περιβάλλον μέσα στο ο- χανές εσωτερικής καύσης. Στα απλούστερα είδη, αποποίο εκτελείται για πιθανή αφαίρεση δεδομένων τα ο- τελείται από ηλεκτρικό κύκλωμα τροφοδοτούμενο κατ' ποία τροποποιούν την λειτουργία δεδομένου προγράμ- αρχήν από μία μπαταρία και κατάλληλο εξοπλισμό ο ματος και χρησιμοποιεί τα νέα δεδομένα που προκύ- οποίος είναι υπεύθυνος για παροχή ψηλής τάσης στα πτουν σε μελλοντικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται bougie των κυλίνδρων. Μετά την εκκίνηση της μηχααπό προγράμματα προηγμένης τεχνολογίας και τεχνη- νής η μπαταρία παύει να συμμετέχει και η απαραίτητη τής νοημοσύνης όταν επιχειρείται "παθητική μάθηση" τάση παρέχεται από κατάλληλη γεννήτρια (δυναμό). ή εκτελείται "αυτόματη επίβλεψη" ή άλλες διαδικασίες Ignition Temperature [Θερμοκρασία Ανάφλεξης] οι οποίες δεν έχουν χρονικούς περιορισμούς, (βλέπε Χημ. Η τιμή της θερμοκρασίας όπου πρέπει να θερμανIf-Needed Method, If-Added Method). θεί ένα αέριο μίγμα, ώστε να αρχίσει η διαδικασία της If Then Else [Σύνθετη εντολή επαγωγής] Πληρ. Εντολή καύσης. γλώσσας προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογι- Ignitor [Εκκινητής] Ηλεκτρον. 1. Αυτόνομο ηλεκτρονιστών, όπου η ικανοποίηση μίας αρχικής συνθήκης ο- κό κύκλωμα συνήθως αποτελούμενο από κατάλληλο δηγεί στην εκτέλεση μίας συγκεκριμένης πράξης ή συ- συνδυασμό πυκνωτών και thyristors το οποίο παρεμ-

Inclusion Compounds

-722 -

βάλλεται συνδεσμολογικά σε άλλο δεδομένο ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό κύκλωμα και έχει την δυνατότητα να παρέχει σε σχέση με την κύρια τάση τροφοδοσίας πολύ ψηλές αιχμές τάσης, οι οποίες εκκινούν ή υποβοηθούν άλλη ηλεκτρική συσκευή. Τα συνηθέστερα είδη χρησιμοποιούνται σαν εκκινητές λυχνιών εκκένωσης υψηλής πίεσης. Γνωστό και σαν starter. 2. Αυτόνομο ηλεκτρικό κύκλωμα το οποίο παρέχει βοηθητική λειτουργία σε άλλη μεγαλύτερη συσκευή, όπως βοηθητικό ηλεκτρόδιο σε σωλήνες εκκένωσης λ.υχνιών υδραργύρου υψηλής πίεσης. Ignitron [Αναφλεκτήρας] Η/χκτρον. Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανόρθωση εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Το εναλλασσόμενο ρεύμα προκαλεί την "ανάφλεξη", δηλαδή τη ροή συνεχούς ρεύματος ηλεκτρονίων από την κάθοδο, που είναι μία ποσότητα υδραργύρου, προς την άνοδο. Η ροή συνεχίζεται όσο η τιμή της έντασης του ρεύματος που προκαλεί την ανάφλεξη ξεπερνά μία συγκεκριμένη τιμή. Ignorable Coordinate [Αγνοήσιμη συντεταγμένη] Μηχ. Στη Λαγκρανζιανή μηχανική, αγνοήσιμη ή κυκλική ονομάζεται μία γενικευμένη συντεταγμένη όταν δεν εμφανίζεται στη Λαγκρανζιανή Συνάρτηση, που περιγράφει το σύστημα. Η αντίστοιχη συνιστώσα της γενικευμένης ορμής του συστήματος παραμένει σταθερή, αποτελεί δηλαδή ένα ολοκλήρωμα της κίνησης. Ignore Character [Αγνοούμενος χαρακτήρας] Πληρ. Χαρακτήρας ή κωδικός ascii χαρακτήρα ο οποίος σε σχέση με την συγκεκριμένη εφαρμογή η οποία διαχειρίζεται διάφορους χαρακτήρες, εισαγόμενος από το πληκτρολόγιο σαν δεδομένο, δεν προκαλεί ενέργεια η οποία να είναι ορατή από το χειριστή ή τον προγραμματιστή. Ανάλογα με την εφαρμογή, ακόμη και σημαντικοί χαρακτήρες, όπως ο ίδιος ο χαρακτήρας επαναφοράς, μπορούν να εκληφθούν σαν αγνοούμενοι χαρακτήρες. Ikeya-Seki [Κομήτης Ikcya-Seki] Αστρον. Κομήτης, ανακαλυφθείς από ιάπωνες παρατηρητές στις 18 Σεπτεμβρίου του 1965. Ο ikeya-seki και οι κομήτες ben net (1970) και halley (1986) απετέλεσαν τις τρεις φωτεινότερες παρουσίες κομητών τον περασμένο αιώνα. Ileu [Σύμβολο lieu] Opy. Χημ. Σύμβολο της ισολευκίνης. -> Isoleucine Ilkovic Equation [Εξίσωση Hkovic] Ανα/.. Χημ. Στην πολαρογραφική μέθοδο ανάλυσης, όταν η μεταφορά της ηλεκτρενεργής ουσίας γίνεται μόνο μέσω διάχυσης, τότε η ένταση του ρεύματος διαχύσεως στο σταγονικό ηλεκτρόδιο υδραργύρου, δίνεται από την εξίσωση: !<, = 607xn*D,/1xCxnr/3xt,/6. Στην εξίσωση Ilkovic, Id είναι η μέση τιμή της έντασης του ρεύματος διάχυσης σε μΑ, n ο αριθμός των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στην ηλεκτροδιακή αντίδραση, D ο συντελεστής διάχυσης της ουσίας σε cm'7s, C η συγκέντρωση της ουσίας σε mmol/1, m η ταχύτητα ροής υδραργύρου από το ηλεκτρόδιο σε mg/s και I ο χρόνος σχηματισμού μιας σταγόνας υδραργύρου σε s. Ill-Conditioncd Problem [Πρόβλημα κακών συνθηκών] Μαθημ. Χαρακτηρισμός προβλήματος στον τομέα της αριθμητικής ή προσεγγιστικής ανάλα>σης, για το οποίο ισχύει: Αν ε > 0 είναι σφάλμα σε αρχικό δεδομένο πριν την εκκίνηση δεδομένου αλγόριθμου επίλυσης του προβλήματος, και ί(ε) > 0 είναι αντίστοιχο σφάλμα σε τελικό δεδομένο μετά την περάτωση του ίδιου αλγόριθμου, τότε: ί ( ε ) » ε.

Illegal Character [Ακυρος χαρακτήρας] Πλημ. Με αυτόν τον όρο στην πληροφορική χαρακτηρίζεται κάθε εισαγόμενος σε συγκεκριμένη θέση χαρακτήρας που δεν μπορεί να αναγνωρισθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Illegal Operation [Ακυρη διεργασία] Πλημ. Όρος που στο χώρο της πληροφορικής χαρακτηρίζει κάθε διαδικασία που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να εκτελεσθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ill-Posed Problem [Κακώς τοποθετημένο πρόβλημα] Μαθημ. Χαρακτηρισμός μαθηματικού προβλήματος για το οποίο ισχύει: Αν {xj, i e Ι] είναι οι αρχικές συνθήκες του προβλήματος και {yj, j e J) είναι οι τελικές συνθήκες μετά την επίλυσή του, τότε: Αν οι αρχικές συνθήκες μεταβληθούν ως: {xj + Δχι, i e I), και προκύψουν νέες τελνΐκές συνθήκες {yj + Ayj, j e J), τότε Avk » Axm, για τουλάχιστον ένα ζεύνος τιμών (k, m) € I'J. Illuminance [Ενταση φωτισμού] Οπτικ. Είναι το μέγεθος που καθορίζει το φωτιστικό αποτέλεσμα επί της φωτιζόμενης επιφάνειας, και αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για τη σχεδίαση της εγκατάστασης φωτισμού ενός χώρου. Illumination1 [Φωτισμός] Οπτικ. Η χρησιμοποίηση κατάλληλων φωτεινών πηγών για να φωτιστεί περιοχή, όπως εσωτερικός χώρος οικίας, δρόμος, επιφάνεια ή αντικείμενο, όπως κτίσμα, για αρχιτεκτονικούς, διακοσμητικούς ή πρακτικούς λόγους. Illumination2 [Φωτισμός] Τεχνολ. Η χρησιμοποίηση κατάλληλης φωτεινής πηγής, όπως ειδικού σωλήνα αναλαμπής / flash για να φωτιστεί περιοχή, όπως εσωτερικός χώρος οικίας, επιφάνεια ή αντικείμενο για φωτογραφικούς λόγους. Illumination [Φωτισμός] Ηλεκτμομαγν. Η κατανομή κυρίως η γεωμετρική της ισχύος της ακτινοβολίας που λαμβάνει μια κεραία στα διάφορα μέλη της. Illumination Design [Μελέτη φωτισμού] Ηλεκτμ. Ο υπολογισμός των απαιτήσεων σε τεχνητό φωτισμό που έχουν κλειστοί χώροι ώστε να εξασφαλιστεί το απαραίτητο επίπεδο φωτισμού που απαιτείται για τη παραγωγική αξιοποίηση του χώρου ή στην περίπτωση εξωτερικών χώρων ο απαιτούμενος φωτισμός νυκτός για την διευκόλυνση κυκλοφορίας πεζών ή οχημάτων. Illumination Distribution [Φωτιστική κατανομή] Οπτικ. Η ένταση του προσπίπτοντος φωτός σε αντικείμενο σαν συνάρτηση συγκεκριμένης παραμέτρου, όπως της γωνίας πρόσπτωσης, της απόστασης του αντικειμένου από την φωτεινή πηγή ή του τύπου της φωτεινής πηγής. Illuniinometer [Φωτόμετρο φωτιστικής κατανομής] Οπτικ. Οπτοηλεκτρονική διάταξη η οποία παρέχει ενδείξεις σχετικές με τη φωτιστική κατανομή πάνω σε αντικείμενο ή επιφάνεια, (βλνέπε Illumination Distribution). Illustration Program [Λογισμικό σχεδίασης] Τεχνολ. —> Drawing program. Image1 [Εικόνα] Τεχνολ. Φωτογραφία ή άλλη εικονική αναπαράσταση πραγματικού αντικειμένου. Image2 [Εικόνα] Ηλεκτμομαγν. Οπτική αναπαράσταση αναμετάδοσης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας πάνω σε κατάλληλη φθορίζουσα επιφάνεια ή επιφάνεια κατάλληλου μετρητή ή δέκτη όπως συσκευής τηλεοπτικής λήψης, ραδιοανιχνευτή, ραδιοεντοπιστή ή δέκτη ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας συγκεκριμένης συχνότητας ή μήκους κύματος.

-723 Image3 [Εικόνα] Μαθημ. Αν f: A —> Β είναι δεδομένη απεικόνιση μεταξύ δεδομένων συνόλων Α και Β, το σύνολο: Imf = f(A) = {f(x): x e Α}. Γνωστό και σαν "εύρος" της απεικόνισης f. Αν συμβαίνει να ισχύει: Β c ίϊΑ), τότε ένα ακόμη χρήσιμο σύνολο είναι το: Im']f = Γ (Β) = {x € A: f(x) e Β), γνωστύ ως "αντίστροφη εικόνα" της απεικόνισης f. (βλέπε Inverse Image). Image4 [Εικόνα] Οπτικ. Οπτική αναπαράσταση ειδώλου αντικειμένου πάνω σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια, όπως ο αμφιβληστροειδής του οφθαλμού, φωτογραφικό φιλμ, φθορίζουσα επιφάνεια ή απλή επιφάνεια στο ίδιο επίπεδο με αυτό της εστίας του αντίστοιχου οπτικού οργάνου που δημιουργεί το είδωλο. Image5 [Εικόνα] Πληρ. 1. Συνήθως δισδιάσταση οπτική αναπαράσταση αντικειμένου πάνω σε φθορίζουσα επιφάνεια κατάλληλου σωλήνα braun, σωλήνα καθοδικών ακτίνων ή άλλου τύπου οθόνης υπολογιστή. Αν και οι προαναφερθείσες συσκευές απεικονίζουν συνήθως περιεχόμενα συγκεκριμένης περιοχής μνήμης όπως της μνήμης vram, απαραίτητη προϋπόθεση για να ορίζεται συλλογή δεδομένων σαν "εικόνα", είναι η ύπαρξη σχετικά απλής συνάρτησης απεικόνισης μεταξύ των δεδομένων και της αντίστοιχης πραγματικής εικόνας. Έτσι, ενώ η οπτική αναπαράσταση μίας ηλεκτρονικής φωτογραφίας στην οθόνη αποτελεί "εικόνα", τα αντίστοιχα περιεχόμενα της μνήμης που απεικονίζεται, δεν είναι, 2. Εκτύπωση αντικειμένου ηλεκτρονικής επεξεργασίας, όπως ηλεκτρονικής φωτογραφίας σε χαρτί. Image6 [Εικόνα] Φυα. Ηλεκτρομαγνητική αναπαράσταση αντικειμένου πάνω σε κατάλληλη ευαίσθητη στην αντίστοιχη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που χρησιμοποιείται επιφάνεια όπως φωτογραφικό φιλμ, φθορίζούσα επιφάνεια ή επιφάνεια κατάλληλου μετρητή στο ίδιο επίπεδο με αυτό της εστίας του αντίστοιχου οπτοηλεκτρονικού οργάνου που δημιουργεί την αναπαράσταση όπως ραδιοτηλεσκόπιο, ραδιοανιχνευτής, ραδιοεντοπιστής ή καταγραφέας υπερερύθρου. Image7 [Εικόνα] Επικοιν. Επικοινωνιακά είναι ένα από τα δεδομένα προς μετάδοση. Ωστόσο ξεχωρίζει για τον όγκο της και την ομοιομορφία της. Αυτό την κάνει εύκολα κωδικοποιήσιμη, συμπιέσιμη και μεταδόσιμη, Κάποιο πρόβλημα παρουσιάζεται στην ζωντανή μετάδοση που οφείλεται κυρίως στην αδύναμη υποδομή των υπαρχόντων δικτύων. Image Antenna [Είδωλο κεραίας] Ηλεκτρομαγν. Θεωρώντας ότι έχουμε κατάλληλο έδαφος π.χ. μεταλλικό, είναι μια φανταστική κεραία η οποία προκύπτει από την πραγματική παίρνοντας το είδωλο της ως προς το έδαφος. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει αύξηση του νοητού ύψους της και άρα αύξηση της εμβέλειας της. Η μελέτη της ανάγεται στη θεωρία των εικόνων στον ηλεκτρομαγνητισμό. Image Converter [Μετατροπέας εικόνας] Οπτικ. Οπτοηλεκτρονική διάταξη η τμήμα τέτοιας διάταξης υπεύθυνα για την καθ' εαυτό μετατροπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας διαφόρων μηκών κύματος σε οπτική εικόνα. Αν και ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται αποκλειστικά για διατάξεις που μετατρέπουν σε ορατό ηλεκτρονική ακτινοβολία, υπέρυθρη ακτινοβολία, υπεριώδη ακτινοβολία, ακτινοβολία Χ και ράδιοκύματα, ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος τύπος είναι οι συνήθεις τηλεοπτικοί δέκτες και οι οθόνες υπολογιστών. Image Dissection [Διάτμηση εικόνας] Πληρ. Διαδικασία, σε επεξεργασία οπτικής, ηλεκτρονικής ή ψηφία-

Iniage Processing

κής εικόνας, κατά την οποία επιχειρείται ανακατασκευή, επεξεργασία, φιλτράρισμα ή βελτιστοποίηση της ποιότητας της αρχικής αναπαράστασης μέσω των παραπάνω αντίστοιχων επιχειρημάτων σε κατάλληλα υποτμήματα του αρχικού προτύπου για λόγους ταχύτητας ή απόδοσης. Κοινή σε προγράμματα επεξεργασίας ψηφιακής εικόνας. Image Dissection Photography [Φωτογραφία με διάτμηση εικόνας] Ηλεκτρον. Διαδικασία, σε επεξεργασία οπτικής φωτογραφικής εικόνας, κατά την οποία επιχειρείται ανακατασκευή, επεξεργασία, φιλτράρισμα ή βελτιστοποίηση της ποιότητας του τελικού φωτογραφικού αποτελέσματος μέσω των παραπάνω αντίστοιχων επιχειρημάτων σε κατάλληλα υποτμήματα του αρχικού προτύπου για λόγους ταχύτητας ή απόδοσης, Image Effect [Φαινόμενο ειδώλου] Η/χκτρομαγν. Φαινόμενο το οποίο προκύπτει από τη θεωρία των εικόνων στον ηλεκτρομαγνητισμό, σύμφωνα με το οποίο στην εκπομπή συνεισφέρει και η κατοπτρική κεραία ως προς το έδαφος, εφόσον υπάρχει κατάλληλο έδαφος, ενώ στην πραγματικότητα η κατοπτρική κεραία προκύπτει από ανάκλαση της ακτινοβολίας στο έδαφος. Image Enhancement [Βελτιστοποίηση εικόνας] Πληρ. 1. Διαδικασία, σε επεξεργασία οπτικής, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής εικόνας, κατά την οποία επιχειρείται ανακατασκευή, περαιτέρω επεξεργασία και κατάλληλο φιλτράρισμα των δεδομένων με σκοπό τη βελτιστοποίηση της ποιότητας του αρχικού προτύπου. 2. Διαδικασία, σε επεξεργασία οπτικής, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής εικόνας, κατά την οποία επιχειρείται εφαρμογή συγκεκριμένου φίλτρου μετατροπής πάνω στο αρχικό πρότυπο, όπως αντιστροφή, εξίσωση, θόλωση, εντονοποίηση, μετατροπή φωτεινότητας / αντίθεσης, παραμόρφωση, κλπ. Συνήθης σε προγράμματα επεξεργασίας γραφικών ύπως το photoshop. (βλέπε Image Processing). Image Impedance [Ανοιγμένη αντίσταση] Ηλεκτρον. Οι τιμές της σύνθετης αντίστασης που σχετίζονται με την είσοδο ή την έξοδο σε κύκλωμα ηλεκτρονικού μετατροπέα όπου όταν η είσοδος τερματίζεται από την σύνθετη αντίστασης εισόδου, η σύνθετη αντίσταση που βλέπει η έξοδος ισούται με τη σύνθετη αντίσταση εξόδου και αντίστροφα. Image Load [Είδωλο φόρτου] Πλεκτρον. Στη περίπτωση παρεμβολής ενός ηλεκτρονικού μετατροπέα στο κύκλωμα είδωλο φόρτου είναι το φορτίο που βλέπει η πηγή. Image Plane [Επίπεδο εικόνας] Οπτικ. Εν γένει, οποιοδήποτε θεωρητικό επίπεδο είναι κάθετο στον οπτικό άξονα σύνθετης οπτοηλεκτρονικής διάταξης, αν και συνήθως εκλαμβάνεται αυτό το κάθετο επίπεδο το οποίο προσδιορίζεται επιπλέον και από την εστιακή απόσταση του οργάνου, καθώς σε αυτήν τη απόσταση συνήθως σχηματίζεται το είδωλο του αντικειμένου που απεικονίζεται, (βλέπε Image Space), Image Processing [Επεξεργασία εικόνας] Πληρ. Διαδικασία, με τη βοήθεια κατάλληλου προγράμματος επεξεργασίας οπτικής, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής εικόνας ή άλλης οπτοηλεκτρονικής τεχνικής, κατά την οποία επιχειρείται ανακατασκευή, περαιτέρω επεξεργασία και κατάλληλο φιλτράρισμα των δεδομένων, με σκοπό τη μετατροπή του αρχικού προτύπου για επιστημονικό ή καλλιτεχνικό λόγο. Ο συνηθέστερος τρόπος τέτοιας επεξεργασίας γίνεται με τη βοήθεια προγράμματος ε-

Image Restoration

-724-

πεξεργασίας όπως το photoshop. (βλέπε Image Enhancement). Image Restoration [Αποκατάσταση εικόνας] Πληρ. Διαδικασία, με τη βοήθεια κατάλληλου προγράμματος επεξεργασίας οπτικής, φωτογραφικής, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής εικόνας ή άλλης οπτοηλεκτρονικής τεχνικής, κατά την οποία επιχειρείται αποκατάσταση, περαιτέρω επεξεργασία και βελτίωση αρχικού προτύπου για επιστημονικό ή καλλιτεχνικό λόγο. Image Space [Χώρος εικόνας] Οπτικ. Συνήθως το οπτικό ή φυσικό επίπεδο πάνω στο οποίο δημιουργείται πραγματικό είδωλο σε οπτοηλεκτρονική διάταξη. Προκειμένου περί οπτοηλεκτρονικού οργάνου χωρίς προσοφθάλμια διάταξη, το οπτικό και προαιρετικά φυσικό επίπεδο της κύριας εστίας αν το είδωλο σχηματίζεται πάνω σε συγκεκριμένο αντικείμενο. Image Understanding [Κατανόηση εικόνας] Πληρ. Ο ιδανικός θεωρητικός "σκοπός" προηγμένου υποπρογράμματος τεχνητής νοημοσύνης, σύμφωνα με το οποίο επιχειρείται νοήμων ανάλυση συνήθως δυσδιάστατης οπτικής εικόνας, ανάλογη με αυτήν που πραγματοποιεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, με απώτερο επίτευγμα την δυνατότητα "κατανόησης" και ιδεατού διαχωρισμού των αντικειμένων που απαρτίζουν την εικόνα. Στα αρχικά στάδια επιχειρείται κατάλληλη "ψηφιοποίηση" της εικόνας και στα τελικά στάδια αποπειράται ανάλυση και κατανόηση των απεικονιζόμενων αντικειμένων μέσω κατάλληλης επεξεργασίας των ψηφιακών δεδομένων. Imaginary Axis [Φανταστικός άξονας] Μαθημ. Στο δυσδιάστατο μιγαδικό επίπεδο, ο άξονας τεταγμένων, ο οποίος και παρέχει την φανταστική συνιστώσα y μιγαδικού αριθμού c = x + yi e C. Imaginary Number [Φανταστικός αριθμός] Μαθημ. Προκύπτει από έναν μιγαδικό αριθμό όταν μηδενιστεί το πραγματικό του μέρος. Imaginary Part [Φανταστικό μέρος] Μαθημ. Αποτελεί το μη πραγματικό τμήμα ενός μιγαδικού αριθμού, στην ουσία δηλαδή τον πολλαπλασιαστή της φανταστικής μονάδας. Imbedding [Ένθεση] Μαθημ. Τύπος απεικόνισης μεταξύ αλγεβρικών συστημάτων, (βλέπε Embedding). Imidazole [Ιμιδαζόλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και 1,3διαζόλιο ή γλυοξαλίνη. Είναι κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο C3H4N2, μοριακό βάρος 68,08, σημείο ζέσεως 257 °C και σημείο τήξεως 90-91 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και χλωροφόρμιο. Παρασκευάζεται κατά την επίδραση αμμωνίας σε γλυοξάλη και χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων. Imidazoles [Ιμιδαζόλια] Οργ. Χημ. Ονομάζονται και γλυοξαλίνες. Πρόκειται για ετεροκυκλικές ενώσεις που σχηματίζονται με υποκατάσταση στο δακτύλιο του ιμιδαζολίου. Imidazolyl [Ιμιδαζολύλιο] Οργ. Χημ. Οργανική, ετεροκυκλική ρίζα, που σχηματίζεται κατά την απομάκρυνση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο του ιμιδαζολίου. Ο τύπος της είναι C3H3N2-. Imides [Ιμίδια] Οργ. Χημ. Οργανικές ενώσεις που περιέχουν τη χαρακτηριστική ομάδα -CONHCO-. Παράγονται από τους ανυδρίτες καρβοξυλικών οξέων. Imido Group [Ιμιδο-ομάδα] Οργ. Χημ. Η χαρακτηριστική ομάδα -CONHCO- που περιέχεται στο μόριο ενός ιμιδίου. Imines [Ιμίνες] Οργ. Χημ. Δευτεροταγείς αμίνες που

σχηματίζονται με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από αλκύλια, στο μόριο της αμμωνίας. Ο γενικός τύπος είναι RNHR. Imino Group [Ιμινο-ομάδα] Οργ. Χημ. Η χαρακτηριστική ομάδα =ΝΗ που περιέχεται στο μόριο μιας ιμίνης. Imitative Deception [Μιμητική παραπλάνηση] Η/χκτρον. Ηλεκτρονική μέθοδος αποστολής ηλεκτρομαγνητικών κυμάνσεων σε εχθρικούς ραδιοφωνικούς δέκτες, με σκοπό τη δημιουργία ψευδών δεδομένων. Immediate Access [Αμεση πρόσβαση] Πληρ. Χαρακτηρίζεται έτσι η δυνατότητα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή της γρήγορης ανάκτησης των πληροφοριών από το χώρο μνήμης του. Immediate Address [Αμεση διεύθυνση] Πληρ. Απόλυτη διεύθυνση μνήμης όταν αυτή χρησιμοποιείται σε εντολή γλώσσας μηχανής στην οποία ο τελεστής πηγής (source operand) είναι άμεσα δεδομένα, (βλέπε Immediate Instruction). Immediate Data [Αμεσα δεδομένα] Πληρ. Απόλυτο αριθμητικό δεδομένο όταν αυτό χρησιμοποιείται σε εντολή γλώσσας μηχανής στην οποία ο τελεστής πηγής (source operand) είναι άμεσα δεδομένα, (βλέπε Immediate Instruction). Immediate Instruction [Εντολή με άμεσα δεδομένα] Πληρ. Εντολή γλώσσας μηχανής στην οποία ο τελεστής πηγής (source operand) είναι απόλυτο αριθμητικό δεδομένο. Π.χ. σε μικροεπεξεργαστές mc680x0 η εντολές move.l #123456, al ή addi.w #1234, al. (βλέπε Immediate Address, Immediate Data, Immediate Operand). Immediate Operand [Αμεσος τελεστής] Πληρ. Ο τελεστής πηγής (source operand) όταν αυτός χρησιμοποιείται σε εντολή γλώσσας μηχανής και περιέχει άμεσα αριθμητικά δεδομένα. Σε μικροεπεξεργαστές mc680x0 δηλώνεται με το χαρακτήρα "#". Γνωστός και σαν τελεστής άμεσων δεδομένων, (βλέπε Immediate Instruction). Immersed Tube [Βυθισμένη σήραγγα] Πολ.Μηχ. Μέθοδος κατασκευής υποθαλάσσιας σήραγγας που συνίσταται στην προκατασκευή της διατομής σε τεμάχια εκτός του νερού και τοποθέτηση τους στον πυθμένα στη συνέχεια. Τα τεμάχια συνδέονται στον πυθμένα μεταξύ τους και στεγανοποιούνται οι αρμοί. Το νερό που έχει κατακλύσει τα τεμάχια απομακρύνεται με άντληση. Το σύστημα αγκυρώνεται στον πυθμένα ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα του σε σχέση με τις δυνάμεις άνωσης. Immersion 1 [Βύθιση] Αστρον. Αν ει είναι νοητή ευθεία που συνδέει το μάτι παρατηρητή με ουράνιο σώμα Α και ε2 είναι νοητή ευθεία που συνδέει το μάτι του παρατηρητή με ουράνιο σώμα Β σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν που βρίσκεται το Α και ειδικότερα όταν το Α είναι εκτεταμένης φαινόμενης διαμέτρου, είναι η ταύτιση των ευθειών ει και ε2. Κοινότερα, απόκρυψη του Β από το Α. Immersion [Εμφύτευση] Μαθημ. Εμφύτευση ονομάζεται οποιαδήποτε συνάρτηση η οποία είναι διαφορίσιμη απεικόνιση που στέλνει μια διαφορίσιμη πολλαπλότητα σε μία άλλη μεγαλύτερης ή ίσης διάστασης. Immersion Electron Microscope [Μικροσκόπιο ηλεκτρονίων] Ηλχκτρον. Μικροσκόπιο το οποίο χρησιμοποιεί ηλεκτρόνια μικρής ταχύτητας τα οποία εκπέμπονται από την παρατηρούμενη εικόνα με τεχνικές όπως ο φωτισμός, ο βομβαρδισμός με γρήγορα ηλεκτρόνια ή

-725 η θέρμανση και τα οποία στη συνέχεια επιταχύνονται και προσπίπτουν σε κατάλληλους φακούς. Immersion Heater [Θερμαντήρας βύθισης] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα με κατάλληλη αντίσταση η οποία βυθίζεται σε υγρό και αναπτύσσει κάπως μεγάλη θερμότητα προκαλώντας σχετικά γρήγορο βρασμό του υγρού σε στιγμιαίους βραστήρες. Immersion Liquid [Υγρό βύθισης] Οπτικ Ειδικό υγρό με κατάλληλο δείκτη διάθλασης, συνήθως n = 1.56, το οποίο χρησιμοποιείται για να αυξηθεί η ευκρίνεια και να ελαττωθεί η διάχυση του φωτός σε μικροσκόπια των οποίων τουλάχιστον ένας αντικειμενικός φακός είναι τύπου βύθισης. Συνήθως χρησιμοποιείται ειδικό καστορέλαιο. (βλέπε Immersion Objective). Immersion Objective [Αντικειμενικός βύθισης] Οπτικ. Αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου ο οποίος μπορεί να παρέχει σχετικά μεγάλη μεγέθυνση, με κατάλληλη εφαρμογή ειδικού υγρού βύθισης, κατάλληλου δείκτη διάθλασης μεταξύ του φακού και της αντικειμενικής πλάκας του δείγματος, (βλέπε Immersion Liquid). Immersion Refractometer [Διαθλασίμετρο βύθισης] Οπτικ Οπτικό όργανο με κατάλληλη οπτική διάταξη η οποία επιτρέπει τη μέτρηση του δείκτη διάθλασης υγρού, μέσω μερικής ή ολικής βύθισης κατάλληλου υάλινου πρίσματος υψηλού δείκτη διάθλασης μέσα στο μετρούμενο υγρό ή μέσω επαφής του πρίσματος με το υγρό, βάσει της οριακής γωνίας n = l/sinpo. Τα γνωστότερα είδη είναι το διαθλασίμετρο abbe και το διαθλασίμετρο pulfrich. Immersion Vibrator [Δονητής μάζας] Οικοδ. —> Internal vibrator. Immiscibility [Μη Αναμιξιμότητα] Φυσ. Χημ. Ιδιότητα δύο ή περισσότερων υγρών, που δεν σχηματίζουν ομοιογενές μίγμα, όταν έρχονται σε επαφή, με οποιαδήποτε αναλογία. Immiscible [Αδιάλυτο] Χημ. Όρος που χαρακτηρίζει την ιδιότητα ενός υγρού να μην μπορεί να διαλυθεί, δηλαδή να ανακατευτεί μέσα σε κάποιο άλλο. Immittance [Σύνθετη αντίσταση ή αγωγιμότητα] Ηλεκ. Φυσικός όρος χρησιμοποιούμενος στα δίκτυα τις γραμμές μετάδοσης και τα αντίστοιχα χρησιμοποιούμενα όργανα για την ταυτόχρονη περιγραφή της σύνθετης αντίστασης ή της σύνθετης αγωγιμότητας. Impact [Πρόσκρουση] Τεχνολ. Δυναμική ενέργεια ενός σώματος πάνω σε άλλο σώμα όταν έρχονται σε επαφή με ταχύτητα και δημιουργείται έτσι μια καταπόνηση μικρής διάρκειας και μεγάλης έντασης. Η πρόσκρουση είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό φαινόμενο που λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό στατικών φορέων, που προορίζονται να δεχτούν κινητά φορτία τα οποία δημιουργούν αυτό το φαινόμενο όπως η κίνηση των οχημάτων στις γέφυρες. Impact Area [Πληγείσα περιοχή] Μηχ. Ονομάζεται η ευρύτερη έκταση η οποία έχει σαφώς επηρεαστεί από ένα ισχυρό καταστροφικό γεγονός, όπως μπορεί να είναι ένας σεισμός ή ένα πυρηνικό ατύχημα. Impact Crater [Κρατήρας σύγκρουσης] Γεωλ. Καλείται το βαθούλωμα στην επιφάνεια της Γης, που διακρίνεται πολύ καλύτερα από αεροφωτογραφίες και έχει πολλές φορές τεράστιες διαστάσεις, έχοντας δημιουργηθεί από την πρόσκρουση μετεωριτών ή άλλων σωμάτων που προέρχονται από το σύμπαν. Impact Energy [Ενέργεια θραύσης] Μηχ. Μηχ. Η ελάχιστη ενέργεια που απαιτείται για τη θραύση ενός

Impact Stress

σκληρού σώματος (βλεπε και Impact Strength). Impact Excitation [Διέγερση σύγκρουσης] Ηλεκ. Χαρακτηρισμός διέγερσης υλικού όταν αυτό βομβαρδίζεται είτε από ηλεκτρόνια ή από ιόντα. Σύνηθης σε ηλεκτρικές εκκενώσεις, όπου ηλεκτρονικός και ιοντικός βομβαρδισμός συχνά είναι υπεύθυνοι για περαιτέρω θερμιονική ή άλλη εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Impact Factor [Συντελεστής πρόσκρουσης] Τεχνολ. Συντελεστής που καθορίζεται από τους κανονισμούς ο οποίος εισέρχεται στους υπολογισμούς ενός φορέα αυξάνοντας κατά ένα ποσοστό το μέγεθος των στατικών φορτίων, δημιουργώντας κατ' αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα αύξησης των διατομών και εξασφαλίζοντας την αντοχή του φορέα σε καταπονήσεις που προκαλούνται από πρόσκρουση. Impact Force [Δύναμη κρούσης] Μηχ. Στη περίπτωση κρούσης δυο σωμάτων ονομάζουμε δύναμη κρούσης το μέγεθος της δύναμης που ασκείται μεταξύ των σωμάτων. Σε τέτοιες κρούσεις η ορμή διατηρείται. Impact Ionization [Ιονισμός σύγκρουσης] Ηλεκτμον. Ιονισμός από προσπίπτοντα υψηλής ενέργειας ηλεκτρόνια σε ημιαγωγούς ο οποίος προκαλεί την αύξηση των ελεύθερων ηλεκτρονίων σ' αυτούς. Impact Law [Νόμος της επίδρασης] Φυσ. Έτσι είναι μερικές φορές γνωστή η σχέση που δίνει την οριακή ταχύτητα που αποκτά σώμα κατά την πτώση του μέσα σε ρευστό. Ας είναι d η πυκνότητα σφαιρικού σώματος ακτίνας r που πέφτει εντός ρευστού πυκνότητας df και συντελεστή ιξώδους η. Αν g η επιτάχυνση της βαρύτητας, αποδεικνύεται ότι η οριακή ταχύτητα VL που το σώμα αποκτά μέσα στο ρευστό δίνεται από το νόμο της επίδρασης: VL = 2(d - df) r2 g / 9η. Η σχέση αυτή χρησιμοποιείται για τον πειραματικό προσδιορισμό του η. Impact Load [Κρουστικό φορτίο] Μηχ. Σε ορισμένες κατασκευές ανάλογα και με τις λειτουργίες τους, πρέπει να υπολογίζεται κατά το σχεδιασμό τους και η επιβολή ενός φορτίου που γίνεται σε απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, πολύ ξαφνικά, δηλαδή κρουστικά και άρα έχει δυναμική συμπεριφορά. Impact Microphone [Κρουστικό μικρόφωνο] Ακουστ. Ιδιαίτερα ευαίσθητο μικρόφωνο που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της παρουσίας μικρών σωμάτων σε φαινομενικά κενό χώρο, όπως π.χ. στο διάστημα. Τα σώματα ανιχνεύονται από το μηχανικό κύμα που προκαλούν όταν προσπίπτουν στην επιφάνεια του μικροφώνου. Από την ένταση του κύματος προσδιορίζονται η μάζα και η ταχύτητα του προσπίπτοντος σώματος. Impact Parameter [Συντελεστής κρούσης] Μηχ. Κατά την κρούση δύο σωμάτων, η κάθετη απόσταση της προέκτασης της ασυμπτωτικής τροχιάς από το στόχο. Impact Predictor [Υπολογιστής σύγκρουσης] Αστμον. Ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο οποίος παρακολουθώντας την τροχιά ενός βλήματος, πυραύλου ή δορυφόρου, μπορεί να προσδιορίσει ανά πάσα χρονική στιγμή το σημείο πτώσης τους στην επιφάνεια της Γης, αν από τη δεδομένη στιγμή και μετά αρχίσουν να κινούνται υπό την επίδραση μόνο της βαρύτητας. Impact Strength [Αντοχή θραύσης] Μηχ. Μηχ. Η ελάχιστη πίεση που απαιτείται για τη θραύση ενός σκληρού σώματος (βλέπε και Impact Energy). Impact Stress [Κρουστική τάση] Μηχ. Καλείται κάθε τάση που αναπτύσσεται σε μία κατασκευή η οποία προέρχεται από την επιβολή σε αυτήν της εντατικής

Impact Theory

-726-

κατάστασης ενός κρουστικού φορτίου. Impact Theory [Θεωρία προσκρούσεων] Αστρον. Μοντέλο το οποίο επιχειρεί να εξηγήσει τη δημιουργία των σεληνιακών κρατήρων και κατ' επέπταση των κρατήρων σε άλλους πλανήτες, σύμφωνα με το οποίο διάφορα ουράνια σώματα πιθανόν να προσέκρουσαν στην ερευνόμενη επιφάνεια και να προκάλεσαν κρατήρα σύμφωνα με πολύπλοκο δυναμικό μοντέλο, παρόμοιο με αυτό που εξηγεί τον προσωρινό "κρατήρα" που δημιουργείται σε υγρό όταν πάνω του πέσει σταγόνα του ιδίου υγρού. Impact Typesetting [Εκδοση κειμένου με πρόσκρουση] Γραφιστ. Επιτραπέζια έκδοση κειμένου και προαιρετικά γραφικών με τη βοήθεια μεθόδου η οποία συνήθως δημιουργεί τους κειμενικούς γλύφους και τα γραφικά μέσω εναπόθεσης μελανιού ή άλλου loner με κτύπημα κατάλληλου εξαρτήματος. Οι κοινές γραφομηχανές και ορισμένοι παλαιότεροι εκτυπωτές είναι αυτού του είδους, αλλά οι μοντέρνοι εκτυπωτές laser δεν είναι, καθώς το toner εναποτίθεται ηλεκτρονικά. Impact Velocity [Ταχύτητα κρούσης] Μηχ. Ονομάζεται η ταχύτητα με την οποία κινείται ένα σώμα αμέσως μόλις αυτό προσκρούσει σε κάποιο άλλο. Impedance [Σύνθετη αντίσταση] Η/χκ. Η συνολική σύνθετη αντίσταση σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος με ωμικές, επαγωγικές και χωρητικές συνιστώσες σε σειρά ή παράλληλα, (βλέπε Effective Resistance). Impedance Coil [Πηνίο περιορισμού έντασης] Ηλεκ. Ηλεκτρικό πηνίο το οποίο συνδεδεμένο εν σειρά σε δεδομένο κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος παρέχει (θεωρητική) επαγωγική αντίσταση ίση με ZL = Leo, όπου L είναι ο συντελεστής αυτεπαγωγής του πηνίου και ω η κυκλική συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος. Τα συνηθέστερα είδη χρησιμοποιούνται σε λυχνίες εκκένωσης χαμηλής και υψηλής πίεσης όπως φθορισμού, υδραργύρου, νατρίου και αλογονιδίων. Γνωστό και σαν στραγγαλιστικύ ή αποπνικτικό πηνίο ή ballast. Impedance Drop [Πτώση τάσης σύνθετης αντίστασης] Ηλεκ. Πτώση τάσης σε καταναλωτή ισχύος ο οποίος περιέχει σύνθετη αντίσταση με ωμικές, επαγωγικές και χωρητικές συνιστώσες σε σειρά ή παράλληλα και τροφοδοτείται από εναλλασσόμενο ρεύμα. Impeller 1 [Πτερωτή] Μηχ. Αποτελεί το περιστρεφόμενο τμήμα μιας φυγοκεντρικής αντλίας, με τη βοήθεια του οποίου, το τροφοδοτούμενο υγρό αποκτά μανομετρικό ύψος πίεσης. Διακρίνεται σε ακτινικής, αξονικής ή μικτής ροής, καθώς και σε ανοικτού, κλειστού ή ημιανοικτού τύπου. Impeller2 [Προωθητήρας] Μηχ. Σε ένα δοχείο ανάμιξης, είναι το περιστρεφόμενο μέσο, με το οποίο επιτυγχάνεται η ανάδευση του υγρού. Διακρίνεται σε αξονικής ή ακτινικής ροής. Impeller Pump [Αντλία Πτερυγίων] Μηχ. Περιστροφική αντλία, που περιέχει πτερύγια μεταξύ του ρώτορα και του κελύφους. Χρησιμοποιείται για μικρές πιέσεις και παροχές, για υγρά με αέρια ή ατμούς και για αιωρήματα στερεών σε υγρά. Imperative Language [Προστακτική γλώσσα] Πληρ. Είναι κάθε γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπου ο αλγόριθμος επίλυσης ενός προβλήματος εκφράζεται ως ακολουθία βημάτων που έχουν τη μορφή σύνθετων, ως προς τη γλώσσα μηχανής, εντολών προς τον υπολογι-

στή. Imperial Measure [Βρετανικό Μέτρο] Μηχ. Μη μετρικό πρότυπο μέτρησης, που έχει καθορισθεί από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το 1963. Περιλαμβάνει το γαλόνι, τη λίβρα και τη γυάρδα. Impermeability Factor [Συντελεστής ροής] Υδρ. Σε μια επιφάνεια κατά τη διάρκεια μιας βροχόπτωσης, η ποσοστιαία σχέση μεταξύ της ποσότητας του νερού που απορροφάται από την επιφάνεια και της ποσότητας του νερού που ρέει εκτός της επιφάνειας. Ο συντελεστής αυτός είναι σημαντικός για τη διαστασιολόγηση των αγωγών ενός δικτύου αποστράγγισης ή ενός δικτύου απορροής ομβρίων. Impermeable [Αδιαπέρατο] Τεχνολ. Ιδιύτητα ενός στοιχείου ή ενός υλικού που δεν επιτρέπει την μετακίνηση ποσότητας ρευστού μέσα από τον όγκο του. Συγκεκριμένα χαρακτηρίζει ένα στερεό υλικό, μέσα από το οποίο δεν μπορεί να περάσει κάποιο υγρό ή αέριο. Impersonal Micrometer [Απρόσωπο μικρόμετρο] Αστρον. Ειδικό μικρόμετρο που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της τροχιάς ουράνιων σωμάτων όπως αυτή προβάλλεται στο φακό ενός τηλεσκοπίου, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των σφαλμάτων παρατήρησης (βλέπε και Micrometer). Impervious [Υδατοστεγανό] Οικοδ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε υλικό που χρησιμοποιείται στις κατασκευές για την προστασία έναντι του νερού, δηλαδή για την υγρομόνωση αυτών. Impingement [Πρόσκρουση] Μηχ. Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πρόσκρουση σώματος πάνω σε άλλο ακίνητο, ειδικά αν το πρώτο διεισδύει ή διαπερνά το δεύτερο. Implanted Atom [Εμφυτευμένο άτομο] Ηλεκτρον. Στη περίπτωση ημιαγωγού εμφυτευμένο άτομο είναι επιπρόσθετο άτομο διαφορετικού υλικού από αυτό του ημιαγωγού το οποίο έχει σκοπό την αλλαγή των ηλεκτρικών ιδιοτήτων του ημιαγωγού. Implanted Device [Συσκευή μέσω εμφύτευσης] Ηλεκτρον. Κατασκευασμένη πάνω σε στρώμα ημιαγωγού ηλεκτρονική συσκευή κατά την κατασκευή της οποίας έλαβε χώρα κατάλληλος βομβαρδισμός ταχέων ατόμων και συνεπώς εμφύτευση αυτών. Implementation [Εφαρμογή] Πληρ. Είναι η εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή για την επίλυση κάποιου προβλήματος για το οποίο το πρόγραμμα αυτό γράφτηκε. Implication [Επαγωγή] Μαθημ. Είναι η μαθηματική σχέση όπου η ικανοποίηση μίας συνθήκης συνεπάγεται, δηλαδή οδηγεί ουσιαστικά στην εκπλήρωση μίας άλλης συνθήκης, η οποία εξαρτάται από την αρχική. Implicit Function [Συνάρτηση σε πεπλεγμένη μορφή] Μαθημ. Συνάρτηση της οποίας ο ορισμός δεν επιτρέπει άμεσο προσδιορισμό του y, δεδομένης μίας τιμής του χ, σε αντίθεση με συνάρτηση σε αναλυτική μορφή στην οποία αυτό είναι δυνατό. Η συνάρτηση log(g(x)) = g(x)2 + sin(x) είναι ένα παράδειγμα, σε αντίθεση με την συνάρτηση f(x) που ορίζεται αναλυτικά ως εξής: f (x) = sin(x). Γνωστή και σαν πεπλεγμένη συνάρτηση, (βλέπε Explicit Function). Implicit Parameter [Υπονοούμενη παράμετρος] Πληρ. 1. Αν subl(&argl); είναι κάλεσμα του υποπρογράμματος subl από άλλο υποπρόγραμμα και η παράμετρος arg 1 παρέχεται με αναφορά όπως στο παράδειγμα, τότε το υποπρόγραμμα subl ουσιαστικά βλέπει τη διεύθυν-

-727ση της παραμέτρου argl από την οποία μπορεί να συνάγει και την "υπονοούμενη" παράμετρο argl, αν χρειαστεί, μέσω κατάλληλου dereferencing, (βλεπε Call By Reference). 2. Παράμετρος η οποία παρέχεται σε δεδομένο υποπρόγραμμα διαφανώς προς τον προγραμματιστή. Στο παράδειγμα του 1, μαζί με τη διεύθυνση της παραμέτρου argl παρέχεται για παράδειγμα και η υπονοούμενη διεύθυνση επιστροφής (return address) της εντολής subl(&argl); η οποία χρησιμοποιείται για να μπορεί να επιστρέψει το καλούμενο υποπρόγραμμα στο υποπρόγραμμα που καλεί. Τέτοιες διευθύνσεις συνήθως καταχωρούνται στη στοίβα (stack) μαζί με τις κανονικές παραμέτρους του υποπρογράμματος. Implosion [Ενδόρρηξη, Κατάρρευση] Φνσ. Η προς τα μέσα βίαιη παραμόρφωση ενός σώματος εξαιτίας εξωτερικών δυνάμεων. Αντίθετο της λέξης Explosion. Import [Εισαγωγή] Πλημ. Είναι μία εντολή ορισμένων λογισμικών προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, με την οποία σε ένα πρόγραμμα υπεισέρχεται ένα αρχείο ή γενικώς ένα σύνολο πληροφοριών και δεδομένων τα οποία έχουν παραχθεί από μία άλλη εκτέλεση του ίδιου ή άλλου συμβατού προγράμματος. Imposed Load [Εξωτερικό φορτίο] Πολ.Μηχ. Όρος που προσδιορίζει όλα τα φορτία που φέρει ένας στατικός φορέας εκτός από το ιδίο βάρος του. Δηλαδή εκτός από το ίδιο βάρους μίας κατασκευής, πρόκειται για όλα τα υπόλοιπα βάρη τα οποία έχει προβλεφθεί ότι θα αναλάβει με ασφάλεια ο φέρων οργανισμός της ίδιας της κατασκευής. Impossible Process [Αδύνατη Διεργασία] Φυσ. Χημ. Είναι κάθε θερμοδυναμική μεταβολή ενός σύστηματος, κατά την οποία δεν ισχύει η αρχή διατήρησης της ενέργειας ή η αυθόρμητη μεταφορά θερμότητας από υψηλιής σε χαμηλής θερμοκρασία περιοχή. Μία τέτοια μεταβολή δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Impost [Επίκρανο] Αμχ. Είναι το ανώτερο τμήμα της παραστάδος, δηλαδή το αντίστοιχο ενός κιονόκρανου, το οποίο είναι διακοσμημένο και από το ύψος του και επάνω αρχίζει η καμπύλη του τόξου. Impounding Reservoir [Συλλεκτήρια δεξαμενή] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για ελεγχόμενο χώρο συλλογής των υδάτων που προορίζονται για διάφορες χρήσεις, όπως μπορεί να είναι η άρδευση, η προμήθεια ύδατος για βιομηχανική χρήση ή ακόμη απλό και μόνον ο έλεγχος της ροής του νερού σε ένα τεχνητό δίκτυο. Impregnation [Εμποτισμός] Τεχνολ. Η διαδικασία επάλειψής της επιφάνειας ενός στοιχείου με ένα ρευστό προϊόν το οποίο απορροφάται εντός του όγκου, βελτιώνοντας ορισμένα χαρακτηριστικά του στοιχείου. Ο εμποτισμός έχει ευρεία εφαρμογή σε υλικά ξυλείας καθώς και στις στρώσεις βάσης και υπόβασης στην οδοποιία. Impression Cylinder [Κύλινδρος εκτύπωσης] Γμαφισ. Πρόκειται για το εξάρτημα μίας εκτυπωτικής μηχανής ή ενός απλού εκτυπωτή, το οποίο έχοντας γεωμετρικό σχήμα κυλίνδρου και περιστρεφόμενο περί τον άξονά του επιτρέπει στο χαρτί να βρίσκεται σε σωστή επαφή με την κεφαλή που τυπώνει επάνω σε αυτό. Improper Fraction [Ανάγωγο κλάσμα] Μαθημ. 1. Ρητός της μορφής m / n, m, n e |Z, για τον οποίο ισχύει: jm|3 |n|. 2. Ρητός της μορφής x / y, χ, y e |R, για τον οποίο ισχύει: |χ| 3 |y|. 3. Κλάσμα πολυωνύμων Ρ(χ) / Q (x), Ρ(Χ), Q(X) E Z[x], για το οποίο ισχύει: deg(P(x))3 deg(Q(x)). Improper Integral 1 [Γενικευμένο ολοκλήρωμα πρώ-

Impulse Voltage

του είδους] Μαθημ. Ολοκλήρωμα της μορφής: J A "f(x) dx. Improper Integral 2 [Γενικευμένο ολοκλήρωμα δεύτερου είδους] Μαθημ. Ολοκλήρωμα της μορφής: J A B f(x) dx, στο οποίο η ολοκληρωτέα συνάρτηση f(x) πληροί την: " Μ > 0: S x0 e [Α, Β]: |f(xo)| > Μ. Όταν η ολοκληρωτέα συνάρτηση πληροί την παραπάνω συνθήκη, το ολοκλήρωμα καλείται και "καταχρηστικό", Improper Integral 3 [Γενικευμένο ολοκλήρωμα τρίτου είδους] Μαθημ. Ολ.οκλήρωμα της μορφής: JA"f(x)dx, στο οποίο η ολοκληρώσιμη συνάρτηση f(x) πληροί και την:" Μ > 0: S Χο e [Α. Β]: |f(x0)| > Μ. Improper Integral 4 [Αποκλίνον ολοκλήρωμα] Μαθημ. Ολοκλήρωμα της μορφής 1, 2, 3 ορισαών το οποίο αποκλίνει. Βλεπε Improper Integral . Improper Integral* [Καταχρηστικό ολοκλήρωμα κατά lebesgue] Μαθημ. Ολοκλήρωμα φραγμένης συνάρτησης η οποία είναι ολοκληρώσιμη κατά lebesgue αλλά μη ολοκληρώσιμη κατά Riemann. Παράδειγμα τέτοιας συνάρτησης είναι η συνάρτηση του Dirchlet. Impulse Generator 1 [Γεννήτορας παλμού] Ηλεκ. Δίδουσα υψηλούς παλαιούς τάσης μικρής διάρκειας ηλεκτρονική συσκευή η οποία μπορεί να κατασκευαστεί π.χ. με τη χρήση κατάλληλων πηνίων και πυκνωτών, Οι πολμοί προέρχονται από απότομη αποφόρτιση των πυκνωτών. Impulse Generator 2 [Γεννήτρια αιχμής Ηλεκτμον. Ηλεκτρονική ή ηλεκτρική διάταξη με τη 3οήθεια της οποίας δημιουργούνται σε άλλες συσκευές αιχμές υψηλής τάσης για βοηθητικούς λόγους. Εκκινητής. (βλέπε Ignitor). Impulse Hits [Κρουστικά χτυπήματα] Επικοιν. Στιγμιαίοι θόρυβοι από παρεμβολές πχ παραδιαφωνίες. Impulse Noise [Θόρυβος (εντός) παλμού] Επικοιν. ΘόΡ^βος από παρεμβολές που συνήθως γίνεται αντιληπτός από τις εξάρσεις του (κρουστικός), Impulse Response [Ωστική απόκριση] Τεχνολ. Η μαθηματική συνάρτηση που περιγράφει την κυματομορφή εξόδου μίας συσκευής, όταν στην είσοδο της εφαρμόζεται κυματομορφή που περιγράφεται από τη συνάρτηση Δέλτα του Dirac. Ονομάζεται και συνάρτηση μεταφοράς (transfer function), Impulse Signaling [Σηματοδοσία (εντός) παλμού] Επικοιν. Σηματοδοσία από ένα σύστημα που λειτουργεί χωρίς φορέα και πετυχαίνει ταχύτητες τάξης Multi Megabit, Impulse Transmission [Μετάδοση δια παλμών] Επικοιν. Ειδική μετάδοση μέσα από ένα (λέγεται και Ultra Wideband - UMB) όπου αντί για φορέα το σήμα μεταδίδεται μέσα από απλ.ά κύματα (μονόκυκλοι). Η μετάδοση χαρακτηρίζεται πολύ ικανοποιητική και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μετάδοση σε νευρώνες. Impulse Type Telemeter [Τηλεμετρία με παλμούς] Επικοιν. Ειδική μέθοδος που αποδίδει κύρια σε ιατρικές εφαρμογές και χρησιμοποιεί μεθόδους παραγωγής μάζας (με την προϋπόθεση ότι χρόνος σε Picosecond είναι μετρήσιμος). Impulse Voltage [Τάση αιχμής] Ηλεκ. 1. Παλμός υψηλ.ής διαφοράς δυναμικού σε σχέση με την τάση τροφοδοσίας του κυκλώματος μέσα στο οποίο δημιουργείται, βραχείας διάρκειας, παραγόμενος από εκκινητές, ανάλογος με την εφαρμογή στην οποία χρησιμοποιείται ο αντίστοιχος εκκινητής. Τα συνηθέστερα είδη εκκινητών είναι της τάξης των 3-20kV. 2. Παράσιτος παλ.μός ψηλότερης διαφοράς δυναμικού σε σχέση με την τάση

Inclusion Compounds

-728 -

τροφοδοσίας του κυκλώματος μέσα στο οποίο δημιουργείται, βραχείας διάρκειας, παραγόμενος από αστάθμητους παράγοντες κατά τη δημιουργία, μεταφορά ή την διανομή ηλεκτρικού ρεύματος. Συνήθως οφείλεται σε υπερβολικό φορτίο, σε ακανόνιστες διακοπές του δικτύου λόγω υπερβολικού φορτίου, σε βραχυκυκλώματα υποσταθμών και δικτύου ή διαρροές λόγω κεραυνών. Γνωστός και σαν voltage surge ή απλά surge. Impurity [Πρόσμιξη] Επιστ. Τεχνολ. Προσδίδοντες φορείς φορτίου δηλ. οπές ή ηλεκτρόνια πρόσμιξης, άτομα των οποίων υπάρχουν μέσα σε ημιαγωγό. Στη περίπτωση που η πρόσμιξη προσφέρει οπές έχουμε πρόσμιξη τύπου ρ ενώ αντίστοιχα για ηλεκτρόνια έχουμε πρόσμιξη τύπου η. Impurity Band [Ζώνη προσμίξεων] Φυσ. Στερ. Κατ. Προερχόμενη από την παρουσία προσμίξεων ενεργειακή ζώνη σε στερεό η οποία δεν ανήκει στο κανονικό σχήμα ενεργειακών ζωνών. Impurity Level [Επίπεδο προσμίξεων] Φυσ. Στερ. Κατ. Προερχόμενο από την παρουσία προσμίξεων ενεργειακό επίπεδο σε στερεό το οποίο δεν ανήκει στο κανονικό σχήμα των ενεργειακών ζωνών. In Line Code [Κώδικας Inline] Πληρ. Κώδικας γλώσσας μηχανής τον οποίο ο compiler εισάγει στον γενικό κώδικα ο που παράγεται από μετάφραση. Αν για παράδειγμα το ακόλουθο πρόγραμμα είναι κανονικό πρόγραμμα σε γλώσσα C, το ακόλουθο κομμάτι δίνει εντολή στον compiler να εισάγει τέτοιον κώδικα στο πρόγραμμα: ... Handle Exceptions; OSErr err; asm { movem.l a0-a4/d0-d7, -(sp)) SetUpA4(); ... (βλέπε In-Line Procedure). In Line Coding [Προγραμματισμός με κώδικα Inline] Πληρ. Προγραμματισμός στον οποίο τουλάχιστον ένα τμήμα του κώδικα είναι κώδικας inline, (βλέπε InLine Code). In Line Procedure [Υποπρόγραμμα Inline] Πληρ. Κώδικας γλώσσας μηχανής τον οποίο ο compiler εισάγει στον γενικό κώδικα ο οποίος παράγεται από μετάφραση ακολουθώντας συγκεκριμένες συμβάσεις, συνήθως διαφορετικές από αυτές που διέπουν τον υπόλοιπο κώδικα. Στο παράδειγμα, procedure sub; inline SA9C0; ο compiler παρακρατεί το δεκαεξαδικό κώδικα μετάφρασης "A9C0" και τον εισάγει στο μεταφρασμένο κώδικα όπου δει περιπτώσεις καλέσματος της "sub". In Line Processing [Επεξεργασία Inline] Πληρ. 1. Επεξεργασία κώδικα In-Line (βλέπε In-Line Code). 2. Εν γένει, επεξεργασία προεπεξεργασμένου κώδικα ή δεδομένων. In Situ [Επιτόπου] Τεχνολ. Ορολογία που χρησιμοποιείται για την περίπτωση κατασκευής ή συναρμολόγησης ενός αντικειμένου στο χώρο χρήσης του. In Vacuo [Εν κενώ] Φυσ. Χαρακτηριστικό μίας φυσικής διεργασίας που πραγματοποιείται στο απόλυτο κενό. In [Σύμβολο In] Avopy. Χημ. Συμβολίζει το στοιχείο ίνδιο. Inactivation [Απενεργοποίηση] Χημ. Καταστροφή της ενεργότητας μιας χημικής ουσίας. Ο όρος αναφέρεται συνήθως σε καταλύτες. Inactive [Ανενεργό] Πληρ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάποια εντολή ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, η οποία υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν παρέχει την δυνατότητα εκτέλεσής της.

Inactive Front [Μη ενεργό μέτωπο] Μετεωρ. Ατμοσφαιρικά μέτωπα στα οποία η ανοδική κίνηση του αέρα είναι μειωμένη. Αυτή η κίνηση είναι που προκαλεί τη δημιουργία νεφών και στη συνέχεια ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων, στοιχεία τα οποία στα μη ενεργά μέτωπα δεν έχουν έντονη παρουσία. Inactive Leaf [Σταθερό φύλλο] Οικοό. Σε μια δίφυλλη πόρτα, το φύλλο που παραμένει κλειστό στην καθημερινή χρήση και ανοίγει μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. για μετακίνηση αντικειμένων μεγάλων διαστάσεων. Incadescence [Πυράκτωση] Φυσ. Πρόκειται για ορισμένο χρονικό στάδιο κατά τη θέρμανση υλικού, ειδικότερα όταν αυτό αρχίζει να φωτοβολεί. Είναι μια κατάσταση κατά την οποία ένα σώμα ακτινοβολεί σημαντικά ποσοστά υπέρυθρης και ορατής ακτινοβολίας, θερμαινόμενο σε υψηλή θερμοκρασία. Όρος σχετιζόμενος συνήθως με λυχνίες ή θερμαντήρες πυράκτωσης, (βλέπε Incadescent Lamp). Incadescent [Πυρακτωμένος] Φυσ. Χαρακτηρισμός σώματος όταν αυτό βρίσκεται σε διαδικασία πυράκτωσης. Incadescent Lamp [Αυχνία πυράκτωσης] Ηλεκ. Ο συνηθέστερος τύπος λυχνιών φωτισμού, στις οποίες αερόκενη υάλινη σφαίρα, αμπούλα ή σωλήνας από χαλαζία περικλείουν σπειροειδές νήμα από βολφράμιο, το οποίο πυρακτώνεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος σε κατάλληλη θερμοκρασία, εκπέμποντας μεγάλα ποσοστά υπέρυθρης και ορατής ακτινοβολίας. Η καμπύλη κατανομής της ακτινοβολίας ταυτίζεται αρκετά καλά με αυτήν ιδανικού μέλανος σώματος αντίστοιχης θερμοκρασίας. Incadescent Readout [Πίνακας με λυχνίες πυράκτωσης] Ηλεκ. Ενδεικτικός ψηφιακός πίνακας λειτουργίας ηλεκτρονικών συσκευών και υπολογιστών παρωχημένης τεχνολογίας, στον οποίον οι ψηφιακές ενδείξεις σχηματίζονται με τη βοήθεια μικρών λυχνιών πυράκτωσης, μία ανά ψηφίο, οι οποίες περιέχουν κατάλληλο συνδυασμό νημάτων στο εσωτερικό τους, τα οποία πυρακτώνονται και σχηματίζουν το περίγραμμα δεδομένου αριθμού. Αν και αρκετά σπάνιος, συχνά απαντάται σε ταξίμετρα παλαιότερης τεχνολογίας. Incentive Scheme [Πρόγραμμα κινήτρων] Τεχνολ. Στις επιχειρήσεις πρόγραμμα που προβλέπει πρόσθετες αμοιβές προς το προσωπικό σε περίπτωση αυξημένης παραγωγικότητας. Incidence Angle [Γωνία πρόσπτωσης] Αερομηχ. Ορίζεται ως η γωνία μεταξύ του διανύσματος της αεροδυναμικής ταχύτητας και της πτέρυγας ενός αεροσκάφους και αποτελεί πολύ σημαντική μεταβλητή κατά τη διάρκεια πτήσης καθώς μία υπερβολική αύξησή της μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια στήριξής του. Incidence Matrix [Πίνακας πρόσπτωσης γραφήματος] Μαθημ. Αν G είναι δεδομένο απλό ή κατευθυνόμενο γράφημα με κορυφές V = {vj, i e I) και πλευρές Ε = {ej, j e J), ειδικός πίνακας αναπαράστασης του G: Α = [aij] = {±1, αν η κορυφή ^ προσπίπτει στην πλευρά ej, (το πρόσημο δηλοί την κατεύθυνση της πλευράς e;), 0 αλλιώς}. Συνήθως χρησιμοποιείται ο πίνακας γειτνίασης γνωστός σαν adjacency matrix. Incident Field Intensity [Ένταση προσπίπτοντος πεδίου] Ηλεκτρομαγν. Μετρούμενη στη θέση της κεραίας ένταση πεδίου το οποίο χαρακτηρίζει το λαμβάνων σήμα. Incident Light [Προσπίπτων φως] Οπτικ. Προσπίπτων

-729σε επιφάνεια φως το οποίο μπορεί να έχει οποιαδήποτε συχνότητα και συνεπώς χρώμα. Incident Power [Προσπίπτουσα ισχύς] Η/χκ. Η ισχύς που εκπέμπεται από πομπό και προσπίπτει σε κεραία. Εκφράζεται ως το γινόμενο της τάσης και του ρεύματος του πομπού. Incident Wave [Προσπίπτον κύμα] Ηλεκτρον. Διαδιδόμενο σε κυματοδηγό ή κατάλληλο μέσο κύμα το οποίο τελικά προσπίπτει σε συγκεκριμένο στόχο ή ασυνέχεια. Incineration [Αποτέφρωση] Χημ. Διαδικασία καύσης, κατά την οποία το καύσιμο είναι στερεό υλικό. Incinerator [Κλίβανος] Μηχ. Συσκευή που μπορεί να λειτουργεί με τη βοήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, υγρών καυσίμων ή με άλλη παροχή ενέργειας και σκοπό έχει την καύση διαφόρων υλικών, συνήθως όμως των απορριμμάτων. Inclination1 [Κλίση ευθείας] Μαθημ. Αν ε είναι δεδομένη ευθεία στο καρτεσιανό επίπεδο, η γωνία η οποία ορίζεται από την ευθεία ε και τον άξονα των τετμη μένων, με διεύθυνση αντίστροφη αυτής των δεικτών του ρολογιού, του συγκεκριμένου συστήματος συντεταγμένων που χρησιμοποιείται στο επίπεδο. Συγκεκριμένα, αν η ευθεία ε ορίζεται στο καρτεσιανό επίπεδο ως: y = ax + b, τότε η κλίση της ε είναι: arctan(a). (Βλέπε inclination4) Inclination2 [Κλίση ευθείας προς επίπεδο] Μαθημ. Αν ε είναι δεδομένη ευθεία και Ρ δεδομένο επίπεδο στον χώρο, τότε: Αν ε n Ρ 1 0 και Γ = {γι = Ζ(ε, ζ), i e 1) είναι σύνολο γωνιών που ορίζονται από την ευθεία ε και αντίστοιχες ευθείες ζϊ e Ρ, οι οποίες διέρχονται από το σημείο τομής της ε με το Ρ, τότε η γωνία infT. Αν ε n Ρ = 0, τότε η γωνία 0. Εναλλακτικά, η γωνία η οποία ορίζεται από την ευθεία ε και την ορθογώνια προβολή της ευθείας ε στο επίπεδο Ρ. Inclination' [Κλίση μεταξύ επιπέδων] Μαθημ. Αν Ρ ι και Ρ2 είναι δεδομένα επίπεδα στον χώρο, τότε: Αν Ρ ι n Ρ 2 1 0, και Γ = {γ( = Ζ(ει, ζ*), i e I} είναι σύνολο γωνιών που ορίζονται από αντίστοιχες ευθείες ε*, ζϊ, με ε-, G Ρ[ και ζι £ Ρ2, όλες διερχόμενες από κοινό σημείο το οποίο βρίσκεται στην ευθεία της τομής των Ρ] και Ρ2, τότε η γωνία iniT. Αν Ρ! n Ρ2 = 0 . τότε η γωνία 0. Inclination4 [Κλίση] Μαθημ. 1. Η γωνία αναμεσα σε μία ευθεία και την οριζόντια διεύθυνση. Μετριέται αριστερόστροφα, ξεκινώντας από τη θετική κατεύθυνση του οριζόντιου άξονα, είτε σε μοίρες, είτε σε ποσοστό % με βάση το ημίτονο της γωνίας: αν η γωνία είναι Α, όπου ημΑ = α, τότε η κλίση είναι 100α %. 2. Η μικρότερη γωνία ανάμεσα σε δύο επίπεδα. (Βλέπε inclination ) Inclination'*' [Κλάση] Γεωλ. Η ανωφέρεια ή κατωφέρεια οποιασδήποτε επιφάνειας σε σχέση με τον ορίζοντα ή την κατακόρυφη διεύθυνση. Inclination6 [Κλίση] Γεωψυσ. Η γωνία που σχηματίζει η μαγνητική πυξίδα με το οριζόντιο επίπεδο σ'έναν τόπο. Ισούται με 0° στον μαγνητικό ισημερινό και με 90° στους μαγνητικούς πόλους. Inclination [Κλίση] Αστμον. Η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο περιστροφής ενός ουρανίου σώματος με την εκλειπτική, δηλαδή το επίπεδο περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο. Π.χ. η κλίση της Σελήνης είναι 5 9'. Inclination Of Axis [Κλίση άξονα περιστροφής] Αστμον. Προκειμένου για πλανήτη στρεφόμενο περί άξονα και βρισκόμενο σε τροχιά γύρω από άλλο ουρά-

Inclusion2

νιο σώμα, η γωνία την οποία σχηματίζει η νοητή ευθεία ε του άξονα περιστροφής ή μέγιστης ροπής αδρανείας του πλανήτη με την νοητή ευθεία ζ, η οποία είναι κάθετη στο νοητό επίπεδο, το οποίο ορίζεται από την τροχιά που διαγράφει το κέντρο μάζας του πλανήτη γύρω από το άλλο ουράνιο σώμα, Ζ(ε, ζ). Ερμής: 0°, Αφροδίτη: 177.3°, Γη: 23.45°, Αρης: 25.9°, Δίας: 3.12°, Κρόνος: 26.73°, ουρανός: 97.86°, Ποσειδώνας: 29.56°. Inclination Of Planetary Orbit [Κλίση πλανητικής τροχιάς] Αστμον. Προκειμένου για πλανήτη που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η γωνία την οποία σχηματίζει η νοητή ευθεία ε η οποία είναι κάθετη στο νοητό επίπεδο, το οποίο ορίζεται από την τροχιά που διαγράφει το κέντρο μάζας του πλανήτη γύρω από το άλλο ουράνιο σώμα, με την ευθεία ζ η οποία είναι κάθετη στο επίπεδο της εκλειπτικής, Ζ(ε, ζ). Ερμής: 7°00', Αφροδίτη: 3°23\ γη: 0°, Αρης: 1°51\ Δίας: 1°18\ Κρόνος: 2°29', ουρανός: 0°48', Ποσειδών: 1°46\ Inclined Cablewav [Κεκλιμένο τελεφερίκ] Μηχ. Μηχ. Ιμάντας με τέτοια κλίση ώστε ένα σώμα να μπορεί να τον κατεβεί με τη βοήθεια μόνο του βάρους του. Inclined Orbit [Κεκλιμένη τροχιά] Αστρον. Προκειμένου για φυσικό δορυφόρο που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, τροχιά στην οποία η γωνία την οποία σχηματίζει η νοητή ευθεία ε η οποία είναι κάθετη στο νοητό επίπεδο, το οποίο ορίζεται από την τροχιά που διαγράφει το κέντρο μάζας του δορυφόρου γύρω από το ουράνιο σώμα, με την ευθεία ζ η οποία είναι κάθετη στο επίπεδο της εκλειπτικής, Ζ(ε, ζ), είναι διάφορη των 0°. Inclined Plane [Κεκλιμένο επίπεδο] Μηχ. Είναι μία επιφάνεια η οποία έχει μία γωνία κλίσης ως προς το οριζόντιο επίπεδο. Αποτελεί στοιχειώδες ζήτημα της Μηχανικής για τη μελέτη της επιβολής δυνάμεων όπως το βάρος και η τριβή σε ένα σώμα που βρίσκεται πάνω σε αυτό, ενώ συγχρόνως σαν πρακτική εφαρμογή η αρχή αυτή έχει χρησιμοποιηθεί από τους αρχαιοτάτους χρόνους για την ευκολότερη ανύψωση μεγάλων βαρών. Inclinometer [Πυξίδα έγκλισης] Μηχ. Όργανο το οποίο υπολογίζει την γωνία η οποία ορίζεται μεταξύ του ανύσματος Η, της έντασης του μαγνητικού πεδίου της γης και της οριζόντιάς της συνιστώσας, γνωστής ως "γωνία έγκλισης" ή απλά "έγκλιση". Inclusion1 [Συμπερίληψη στοιχείου] Μαθημ. Η σχέση του "περιλαμβάνεσθαι" μεταξύ δεδομένου στοιχείου x και δεδομένου συνόλου Α. Συγκεκριμένα, αν το στοιχείο χ είναι μέλος του συνόλου Α, η σχέση της συμπερίληψης δηλώνεται ως: x e Α. Αν το στοιχείο δεν είναι μέλος του συνόλου Α, η άρνηση της συμπερίληψης δηλνώνεται ως: x g Α. Inclusion2 [Συμπερίληψη συνόλου] Μαθημ. Η σχέση του "περλαμβάνεσθαι" μεταξύ δεδομένων συνόλων Α και Β. Συγκεκριμένα, αν το σύνολο Α είναι υποσύνολο του συνόλου Β, η σχέση της συμπερληψης δηλώνεται ως: A c Β, όταν η συμπερληψη είναι σχετική, δηλαδή όταν υπάρχει η πιθανότης Α = Β και ως: A c Β, όταν η συμπερληψη είναι απόλυτη, δηλαδή όταν το σύνολο Α είναι σαφώς μικρότερο του Β. Αν το σύνολο Α δεν είναι υποσύνολο του συνόλου Β, η άρνηση της συμπερληψης δηλώνεται ως: Α <Ζ Β. Η σχετική συμπερληψη συνόλων, "c", είναι σχέση μερικής ταξινόμησης των υποσυνόλων του δυναμοσυνόλου ρ (Α) δεδομέ-

Inclusion Compounds

-730 -

νου συνόλου Α και σχέση συμπερίληψης, (βλέπε Inclusion Relation). Inclusion Compounds [Ενώσεις Εγκλείσεως] Χημ. Χημικές ενώσεις, όπου το κύριο στοιχείο σχηματίζει κρυσταλλικύ πλέγμα, που έχει κενά αρκετά μεγάλα, ώστε να μπορεί να εισέρχεται ένα ξένο άτομο. Inclusion Exclusion Principle [Αρχή συμπερίληψης αποκλεισμού] Μαθημ. Αρχή μέτρησης στοιχείων δεδομένου συνόλου Α, με |Α| = η, βάσει συγκεκριμένης ιδιότητας επιλογής η οποία εναλλακτικά συμπεριλαμβάνει και αποκλείει στοιχεία κατά τη μέτρηση: Αν {Pj (x)), i ε {l..m], x ε Α, είναι δεδομένες ιδιότητες, και Aj c Α, είναι τα αντίστοιχα υποσύνολα του Α οριζύμενα ως: Aj = {x € A: Pj(x)), τότε: Αν Ε είναι το υποσύνολο: Ε = {χ € Α: [Λ1£ {i..m|(~P,(x))]) = n i s {i..m|Ai, τότε: |Ε| = |Α - Zim|AJ + Σί^Αι n Aj| - Zi-j-klAj n Aj n Ak; +...+ (-l) m Aj n A2 n A3 n . . . n Am|. Inclusion Map [Απεικόνιση συμπερίληψης] Μαθημ. Αν Α και Β είναι δεδομένα σύνολα με Α £ Β, τότε η απεικόνιση: ΙΑ: Α ->Β, οριζόμενη ως εξής: " x ε Α, ΙΑ (χ) = χ. Όταν είναι Α = Β στην προηγούμενη περίπτωση, είναι προφανές ότι η απεικόνιση ΙΑ είναι ισοδύναμη με την ταυτοτική απεικόνιση, (βλέπε Identity Map). Inclusion Relation [Σχέση συμπερίληψης] Μαθημ. Διμελής σχέση R(x, y) στοιχείων δεδομένης άλγεβρας, η οποία πληροί τις ιδιότητες: Αυτοπαθητικότητα: (" x ε A) [R(x, χ)]. Αντισυμμετρικότητα: (" χ, y ε A) [[R(x, y) λ R(y, χ)] => (χ = y)]. Μεταβατικότητα: (" χ, y, z ε A) [R(x, y) Λ R(y, z) => R(x, ζ)]. Incoherence [Ασυμφωνία] Επιστ. Τεχνολ. Το είδος της μη συνεκτικής ή της μη δομημένης κατάστασης. Incoherence Scattering [Ασύμφωνη σκέδαση] Φυα. Στη περίπτωση φωτονίων, σωματιδίων κ.τ.λ. είδος σκέδασης κατά την οποία το σκεδασμένο μέρος δεν έχει συμφωνία φάσης και έτσι δεν έχει σταθερό πρότυπο συμβολής. Incoherent Light [Ασύμφωνο φως] Οπτικ. Φο)ςαποτελούμενο από ασύμφωνες ομάδες φωτεινών κυμάτων ή ομάδες κυμάτων που έχουν μεταξύ τους τυχαίες αρχικές φάσεις. Τέτοιο είναι συνήθως το φως που προέρχεται από τις περισσότερες φωτεινές πηγές, εκτός των φωτεινών πηγών τύπου laser 01 οποίες εκπέμπουν σύμφωνο φως. Incoherent Waves [Ασύμφωνα κύματα] Φυσ. Κύματα η διαφορά φάσης των οποίων δεν είναι σταθερή, μα μεταβάλλεται με τυχαίο τρόπο. Incohercnt Waves [Ασύμφωνα κύματα] Φυσ. Περίπτώση όπου η φάση κυμάτων δεν παρουσιάζει οποίανδήποτε συσχέτιση. Incombustible Building Material [Γΐυράντεχο δομικό υλικό] Οικοδ. Η ομάδα των δομικών υλικών που έχει αυξημένη αντοχή σε καύση. Incoming Call [Εισερχύμενη κλήση] Επικοιν. Σε ένα ψηφιακό επικοινωνιακό σύστημα ή σε ένα δίκτυο υπολογιστών, η εισερχόμενη κλήση είναι ένα μήνυμα για κάποιον παραλήπτη που δέχεται το σύστημα από έναν εσωτερικό ή εξωτερικό προς αυτόν αποστολέα. Incommensurable [Ασύμβατος] Μαθημ. Ο μη υφιστάμένος συγκεκριμένη σύγκριση. Incommensurable Collection [Ασύγκριτη συλλογή] Μαθημ. Συλλογή συνόλων {Aj, i ε I), η οποία ικανόποιεί την: (" i, j) [(Ai c Aj) => (i = j)]. Ineommensurable Numbers [Ασύγκριτοι αριθμοί] Μαθημ. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός αριθμών x, y

ε |R, για τους οποίους ισχύει: x / y ε |R - |Q. Incommensurable Segments [Ασύγκριτα ευθύγραμμα τμήματα] Μαθημ. Ευθύγραμμα τμήματα χ, y, για τα οποία ισχύει: |x| = a, |y| = b και: αν ένα από τα δύο θεωρηθεί κατασκευάσιμο με ευκλείδεια μέθοδο, το άλλο δεν είναι. Incommensurate Frequencies [Ασύγκριτες συχνότητες] Μηχ. Με άρρητο λόγο συχνότητες συστήματος. Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί π. χ. η τροχιά ενός μηχανικού συστήματος να είναι μη εκφυλισμένη ή μη περιοδική. Incomparable Elements [Ασύγκριτα στοιχεία] Μαθημ. Δεδομένου συνόλου Α, εφοδιασμένου με σχέση μερικής ταξινόμησης, "<", {Α, <}, δύο στοιχεία: χ, y ε Α, για τα οποία ισχύει: ~[(x < y) ν (y < χ)], Incompatibility [Ασυμβιβαστύτητα] Επιστ. Ένας γενικότερος όρος για την περιγραφή της κατάστασης εκείνης κατά την οποία δύο ή περισσότερα συστήματα ή μηχανήματα δεν μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες και γενικώς να λειτουργήσουν σε συνεργασία. Incompatible (Ασύμβατος] Μαθημ. Ο έχων την ιδιότητα να προκαλεί αντιφάσεις. Ο αντιφατικός. Incompatible Equations [Ασύμβατες εξισώσεις] Μαθημ. Σύνολο εξισώσεων: {cqu i ε I), για το οποίο ισχύει: Αν {soli, i ε 1) είναι τα αντίστοιχα σύνολα λύσεων, τότε n i 6 jsoli = 0. Incomplete Beta Function [Ελλειπής συνάρτηση βήτα] Μαθημ. Παραλλαγή συνάρτησης βήτα, οριζόμενη ως: p(m, n, χ) = i 0 x t ml (l - tf'dt, χ ε [0, 1]. Incomplete Combustion [Ατελής Καύση] Χημ. Αντίδράση μιας χημικής ουσίας με μικρή ποσύτητα οξυγόνου, ώστε να μην είναι πλήρης. Incomplete Gamma Function [Ελλειπής συνάρτηση γάμα] Μαθημ. Παραλλαγή συνάρτησης γάμα, οριζόμενη ως: γ(α, x) = Joxta le'ldt ή Γ(α, χ) = Jxeoia le~tdt, χ ε [0, +©°). Incomplete Reaction [Ατελής Αντίδραση] Χημ. Αμφίδρομη χημική αντίδραση, η οποία μπορεί να φθάσει σε ισορροπία, οπότε λαμβάνεται μίγμα αντιδρώντων και προϊόντων. Ο βαθμός μετατροπής σε μια ατελή αντίδράση είναι μικρότερος από 100%. Incompressibility [Ασυμπιεστότητα] Μηχ. Πρόκειται για μία ιδιότητα πρακτικά ανέφικτη, η οποία μόνο θεωρητικά, κατά προσέγγιση δηλαδή ορισμένων πραγματικών καταστάσεων, μπορεί να ληφθεί υπόψη και να χαρακτηρίσει αμετάβλητο τον όγκο ενός σώματος ανεξαρτήτως των εξωτερικών πιέσεων που αυτό δέχεται, Incompressibility Condition [Συνθήκη Ασυμπιεστότητας] Ρενστομηχ. Υπόθεση σύμφωνα με την οποία, η πυκνότητα ενός ρευστού θεωρείται ανεξάρτητη του χρόνου. Χρησιμοποιείται συχνά στη μελέτη φαινομένων μεταφοράς. Incompressible [Ασυμπίεστο] Μηχ. Ένα ιδανικό σώμα ή υλικό, μη υφιστάμενο στην πραγματικότητα, το οποίο διατηρεί σταθερό τον αρχικό του όγκο ανεξαρτήτως εξωτερικών συνθηκών. Incompressible Flow [Ασυμπίεστη ροή) Ρενστομηχ. Μία θεωρητική κίνηση ενύς υγρού, κατά τη διάρκεια της οποίας η πυκνότητά του παραμένει σταθερή. Incorporated Into The Works [Ενσωματωμένο υλικό] Οικοδ. Σε ένα οικοδομικό έργο, τα υλικά που έχουν τοποθετηθεί στη θέση για την οποία προορίζονται. Increment [Προσαύξηση] Μαθημ. Καλείται κάθε μικρή

-731 -

σχετικά μεταβολή με ανοδική τάση, της τιμής μίας μεταβλητής. Πέρα από τα μαθηματικά ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται σε πολλούς άλλους επιστημονικούς κλάδους για την περιγραφή ακριβώς της αύξησης της τιμής μίας ποσότητας. Incremental Compiler [Σταδιακός compiler] Πληρ. 1. Μεταφραστής compiler ή interpreter γλώσσας προγραμματισμού, ο οποίος παρουσιάζει πάντα ένα συντακτικό σφάλμα και μόνον, μετά την διόρθωση του οποίου παρουσιάζει το επόμενο, και ούτω καθεξής, όταν υπάρχουν σφάλματα σύνταξης στο κείμενο προγράμματος κατά τη διαδικασία της μετάφρασης. 2. Μεταφραστής compiler ή interpreter γλώσσας προγραμματισμού, ο οποίος περιέχει ειδικό κώδικα βελτιστοποίησης ο οποίος του επιτρέπει να επεξεργάζεται διαδοχικά όλο και μεγαλύτερα τμήματα του κειμένου δεδομένου προγράμματος κατά τη διαδικασία της μετάφρασης. Οι μεταφραστές turbo pascal της borland είναι τέτοιοι. Incremental Computer [Σταδιακός υπολογιστής] Πληρ. Υπολογιστής ο οποίος περιέχει κυρίως προγράμματα στα οποία η επεξεργασία των οποιωνδήποτε δεδομένων γίνεται με σταδιακό τρόπο, επιτρέποντας είτε διαμεσολάβηση του χειριστή ή προγραμματιστή ή παρέχοντας ενδιάμεση επεξεργασία η οποία ανανεώνει ή βελτιώνει τυχόν παρενέργειες από εσφαλμένα ή ελλιπή δεδομένα πριν προχωρήσει σε περαιτέρω επεξεργασίες των υπόλοιπων δεδομένων. Incremental Dump [Σταδιακή εξαγωγή δεδομένων] Πληρ. Διαδικασία εξαγωγής δεδομένων κατά την οποία διάνυσμα δεδομένων σχετικά μεγάλου μήκους: {δι, i e I), διασπάται σε σύνολο μικρότερων διανυσμάτων {pji,ji€ J,}, {pj2j2€ J 2 },..., {Pjn,jn€ J,,}, για λόγους ταχύτητας ή απόδοσης κατά την εξαγωγή σε συσκευή εξόδου δεδομένων σε κατάλληλους χρόνους U(Pk), k e Κ}, σχετιζόμενους με τις διασπασμένες συνιστώσες. Incremental Frequency Shift [Αυξητική μετατόπιση συχνότητας] Επικοιν. Μικρή μετατόπιση συχνότητας Incremental Launching [Μέθοδος προβόλου] Πολ. Μηχ. Τρόπος κατασκευής μιας γέφυρας που χρησιμοποιείται συνήθως για γέφυρες με υψηλά βάθρα (κοιλαδογέφυρες), που η κατασκευή του καταστρώματος γίνεται με προκατασκευασμένα τεμάχια που μετακινούνται μέσω ενός συστήματος τηλεσκοπικού προβόλου και συναρμολογούνται με το ήδη κατασκευασμένο τμήμα. Ο πρόβολος είναι μια μεταλλική κατασκευή με ένα σύστημα ανάρτησης και στηρίζεται πάνω στα βάθρα. Incremental Learning [Σταδιακή μάθηση] Πληρ. Χαρακτηρισμός συμπεριφοράς "νοήμονος" προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης στο οποίο η επεξεργασία των σχετικών με το πρόγραμμα δεδομένων γίνεται με σταδιακό τρόπο, επιτρέποντας είτε διαμεσολάβηση του χειριστή είτε παρέχοντας ενδιάμεση επεξεργασία η οποία ανανεώνει ή βελτιώνει τυχόν παρενέργειες από εσφαλμένα ή ελλιπή δεδομένα, πριν το πρόγραμμα προχωρήσει σε περαιτέρω επεξεργασίες των υπόλοιπων ή των νέων δεδομένων. Συνήθως τέτοια προγράμματα ενσωματώνουν περιοδικά νέα δεδομένα σε μεγάλες βάσεις δεδομένων, οι οποίες διατηρούνται σε εξωτερικές συσκευές αποθήκευσης, όπως ταινίες ή σκληρούς δίσκους, (βλέπε Incremental Computer, Incremental Processing, Incremental Program). Incremental Processing [Σταδιακή επεξεργασία] Πληρ. Διαδικασία επεξεργασίας δεδομένων κατά την

Independent Axiom

οποία διάνυσμα δεδομένων σχετικά μεγάλου μήκους: {δί, i e 1], διασπάται σε σύνολο μικρότερων διανυσμάτων {μμ, ji G J ι >, h), · · , {μ^, jn e J„}, για λόγους ταχύτητας ή απόδοσης κατά την επεξεργασία του από δεδομένο υποπρόγραμμα. Incremental Program [Σταδιακό πρόγραμμα] Πληρ. Υποπρόγραμμα στο οποίο η επεξεργασία των οποιωνδήποτε δεδομένων γίνεται με σταδιακό τρόπο, επιτρέποντας είτε διαμεσολάβηση του χειριστή είτε προγραμματιστή είτε παρέχοντας ενδιάμεση επεξεργασία η οποία ανανεώνει ή βελτιώνει τυχόν παρενέργειες από εσφαλμένα ή ελλιπή δεδομένα πριν το πρόγραμμα προχωρήσει σε περαιτέρω επεξεργασίες των υπόλοιπων δεδομένων. Τα "νοήμονα" προγράμματα προηγμένης τεχνολογίας ιατρικής βοήθειας αποτελούν παραδείγματα. (βλέπε Incremental Processing). Incremental Representation [Σταδιακή αναπαράσταση] Πληρ. 1. Αναπαράσταση διανύσματος δεδομένων σχετικά μεγάλου μήκους: i e 1}, στην οποία το αρχικό διάνυσμα διασπάται σε σύνολο μικρότερων διανυσμάτων {pj,Ji e J,}, { f e j z e J2}, Jn}> για λόγους ταχύτητας ή απόδοσης κατά την επεξεργασία του από δεδομένο υποπρόγραμμα. (βλέπε Incremental Processing). 2. Χρησιμοποίηση κατάλληλων δεικτών σε υποπρόγραμμα οι οποίοι προσομοιο')νουν συμπεριφορά παρόμοια με την ακολουθούμενη συμπεριφορά αλλαγών, όπως αυτή εκτελείται από ανθρώπους πάνω σε ήδη δημιουργημένα πρότυπα δεδομένων, με σκοπό την πιο αποδοτική αναπαράσταση των δεδομένων μετά από διάφορες αλλαγές. Indan [Ινδάνη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και 2,3-διυδροινδένιο ή υδρινδένιο. Έχει χημικό τύπο C 9 HI 0 , μοριακό βάρος 118,18, σημείο ζέσεως 178 °C και σημείο πήξης -51,4°C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Indanthrene [Ινδανθρένιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και ινδανθρόνη ή διυδρο-ανθρακινοναζίνη. Ο χημικός τύπος είναι C28H14N2O4 και έχει μοριακό βάρος 442,43 και σημείο τήξης 470-500 °C, όπου διασπάται. Είναι μπλε κρυσταλλική, στερεή ουσία, αδιάλυτη σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Αποτελεί χρώμα αναγωγής, παράγωγο της ανθρακινόνης. Indanthronc [Ινδανθρόνη] Ομγ. Χημ. Είναι γνο)στή ως ινδανθρένιο. Indanthrene Indecomposable [Μη αποσυντιθέμενος] Μαθημ. 1. Ομάδα (G, ®) η οποία ικανοποιεί την ιδιότητα: (G 1 <e>) Λ ((G = Η ' Κ) => ((Η = ) ν (Μ = <e»). Τέτοιες ομάδες είναι οι: |Ζ, |Ζρη (ρ πρώτος) και S„, n 3 2. 2. Εν γένει, μαθηματικό αντικείμενο το οποίο δεν αποσυντίθεται σε καρτεσιανό ή απλό γινόμενο ή άθροισμα. Indefinite Integral [Αόριστο ολοκλήρωμα] Μαθημ. Αν f(x) είναι συνάρτηση, συνάρτηση g(x) η οποία ικανοποιεί την: dg(x)/dx = f(x). Το αόριστο ολοκλήρωμα δεδομένης f(x), συμβολίζεται ως: Jf(x)dx. Indene [ϊνδένιο] Ομγ. Χημ. Συμπυκνοψένος αρωματικός υδρογονάνθρακας, που αποτελείται από βενζολικό και κυκλοπενταδιενικό δακτύλιο. Ονομάζεται και ινδοναφθένιο. Έχει χημικό τύπο 0)Hg, μοριακό βάρος 116,16, σημείο ζέσεως 182,6°C και σημείο πήξης -1,8 °C. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, διαλοτό σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Independent Axiom [Ανεξάρτητο αξίωμα] Μαθημ. Αν {α;, i g 1} είναι συλλογή αξκομάτων, οποιοδήποτε αϊ από την συλλογή πληροί την: ("k e I)(Avkc k»i ak '>

\ j

<

Independent Contractor

-732-

ται διαφορετική πληροφορία. Independent Contractor [Ανεξάρτητος εργολάβος] Independent Variable [Ανεξάρτητη μεταβλητή] Εργ. Τύπος εργολαβικού συμβολαίου οι όροι του οποί- Μαθημ. 1. Μία από τις δυνατές παραμέτρους {xi, i = 1.. ου δεν επιβάλλουν στον ανάδοχο περιορισμούς στις n), συνάρτησης n μεταβλητών σε αναλυτική μορφή: f μεθόδους κατασκευής που δύναται να χρησιμοποιήσει (Χι, χ2, ...xn). 2. Ανεξάρτητη τυχαία μεταβλητή, (βλέπε Independent Random Variable). για την εκτέλεση του έργου. Independent Equations [Ανεξάρτητες εξισώσεις] Μα- Indeterminate Equations [Αόριστες εξισώσεις] Μαθημ. Ένα σύνολο αλγεβρικών εξισώσεων καλείται ανε- θημ. Είναι ένα πλήθος από εξισώσεις με κοινές άγνωξάρτητο όταν καμία από τις εξισώσεις αυτές μεμονω- στες μεταβλητές, το οποίο έχει άπειρο τον αριθμό σύμένα δεν μπορεί να προκύψει ως γραμμικός συνδυα- νολα λύσεων. σμός κάποιων από τις υπόλοιπες. Indeterminate Form [Απροσδιόριστη μορφή] Μαθημ. Independent Events [Ανεξάρτητα γεγονότα] Στατ. Ως Μαθηματική έκφραση ή οποία για κάποιο λόνο μετα°ο/©ο, 0(', 1~, 0~, τέτοια χαρακτηρίζονται δύο ή περισσότερα τυχαία γε- πίπτει σε μία από τις μορφές: 0/0, γονότα όπου η πραγματοποίηση του ενός δεν επηρεά- ©ο" ή ο® -οο. Αρκετές τέτοιες μορφές μπορούν να προσζει καθόλου την πιθανότητα εμφάνισης των υπολοί- διοριστούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σαν όρια με τη βοήθεια του κανόνα του 1'hospital. πων. Independent Float [Εκτός κρίσιμης διαδρομής] Τε- Indeterminate Truss [Υπερστατικό δικτύωμα] Πολ. χνολ. Σε ένα πρόγραμμα εργασιών δικτυωτής ανάλυ- Μηχ. Στατικός φορέας σε μορφή δικτυώματος που συσης, οι δραστηριότητες που δεν είναι υποχρεωτικό να μπεριλαμβάνει περισσότερες ράβδους από αυτές που ξεκινήσουν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η έναρ- απαιτούνται για τη στατική του επάρκεια. Οι επιπλέον ξη αυτών των δραστηριοτήτων είναι δυνατόν να μετα- ράβδοι προστίθενται στο φορέα για την αύξηση της κινηθεί χρονικά δίχως αυτό να επηρεάσει την τελική ακαμψίας του. προθεσμία συμπλήρωσης του έργου. Index1 [Δείκτης] Μαθημ. 1. Μαθηματικό σύμβολο τιθέIndependent Footing [Μεμονωμένο πέδιλο] Πολ,Μηχ. μενο κάτω και δεξιά από άλλο σύμβολο με σκοπό να Τύπος θεμέλιου το οποίο δέχεται και μεταβιβάζει τα υποδηλώσει σχετική ή απόλυτη εξάρτηση της μεταβλητής με συγκεκριμένο υποσύνολο καταγραφής ή δειφορτία στο έδαφος από ένα μόνο υποστύλωμα. Independent Functions [Ανεξάρτητες συναρτήσεις] κτών. Σύνηθες στην μαθηματική ορολογία ακολουΜαθημ. Σύνολο k συναρτήσεων σε n μεταβλητές: F = θιών, όπου δηλώνει την εξάρτηση των όρων της ακο{fk(xj, Χ2, ·· ·Χη)> k, n e |N),k < n, το οποίο πληροί την: λουθίας με τους φυσικούς αριθμούς, π.χ. ως: "an" ή σαν |J|1 0, όπου J =ftif/llxj]είναι η ιακωβιανή του συνόλου πεπερασμένος ή άπειρος δείκτης καταμέτρησης, όταν υπονοείται πεπερασμένη ή άπειρη καταμέτρηση στοιF. Independent Migration Law [Νόμος της Ανεξάρτη- χείων σε αντιστοιχία με σύνολο καταμέτρησης. Ο ετης Όδευσης Ιόντων] Φυα. Χημ. Σε διάλυμα ηλεκτρο- κτενής συμβολισμός "i e Ι" ή "i G {I...n}", όπως χρηλύτη, κάθε τύπος ιόντος συνεισφέρει κατά συγκεκριμέ- σιμοποιείται στο παρόν Λεξικό, δηλοί υπονοούμενη νο, χαρακτηριστικό ποσοστό στην ολική αγωγιμότητα. καταμέτρηση στοιχείων σύμφωνα με δείκτη "i", ο οIndependent Points [Ανεξάρτητα σημεία] Μαθημ. Σύ- ποίος παίρνει τιμές από συγκεκριμένο σύνολο καταμένολο m + 1 σημείων {so, Si, S2, ...sm}, στον χώρο |R", n τρησης, "Γ, "{l...n|", κλπ. Όταν δεν υπάρχει κίνδυνος 3 m, το οποίο πληροί την: G |R, i = l..m: Ii=i..mc,(Si - σύγχυσης, μπορεί να δηλωθεί και σαν απλή εξάρτηση, ως: a(n). 2. Αν G είναι δεδομένη ομάδα και Η είναι υsq) = 0 => "i e {l..m|: Ci = 0. Independent Random Variables [Ανεξάρτητες τυ- ποομάδα της G, τότε ο δείκτης της υποομάδας Η μέσα χαίες μεταβλητές] Μαθημ. Σύνολο τυχαίων μεταβλη- στην G, συμβολιζόμενος ως: [G: Η], ορίζεται ως: |9\| ή τών: {Xj, i G I), σε χώρο πιθανοτήτων (Ω, F, Ρ), οι ο- |3|, όπου ft = {Ha: a G G) και Ha = {ha: h e Η)' και 3 ποίες ικανοποιούν την: Για κάθε γεγονός Aj στον χώρο = {aH: a G G) και aH = {ah: h e Η], είναι τα σύνολα των διακεκριμένων αριστερών και δεξιών cosets της τιμών της Χ,: P(Au ,(Χ; G Ai)) = Π1€ ,P(Xi G Ai). Independent Replications [Ανεξάρτητες επαναλή- ομάδας Η μέσα στην G αντίστοιχα. Ισχύει πάντα: |9ΐ| = ψεις] Φυα. Είναι μία τεχνική προσομοίωσης για την |3|. 3. Στην πολλαπλασιαστική ομάδα |Zm, εκθέτης ί, μελέτη κάποιου φαινομένου, όπου το πείραμα επανα- για τον οποίο ισχύει: Αν a e |Zm με (a,1 m) = 1, και ξ λαμβάνεται πολλές φορές χρησιμοποιώντας κάθε φορά είναιμία γεννήτρια ρίζα της |Zm, τότε: ξ ° a(mod m). διαφορετικές ακολουθίες τυχαίων αριθμών. Index' [Δείκτης] Πλημ. Στον προγραμματισμό ο δείκτης Independent Set [Ανεξάρτητο σύνολο] Μαθημ. Αν G είναι μία ακέραια μεταβλητή που ανάλογα με τις τιμές είναι δεδομένο απλό ή κατευθυνόμενο γράφημα G(V, που παίρνει κάθε φορά δηλώνει και τη θέση ενός στοιΕ), με κορυφές V = {VJ, i e I) και πλευρές Ε = {e., j G χείου σε έναν χώρο μνήμης οργανωμένο ως μητρωϊκό J), τότε υποσύνολο κορυφών V' = {vk, k G K| ς V, σύνολο. για τις οποίες ισχύει: " m, n G Κ, amn = 0 στον πίνακα Index3 [Δείκτης] Πλημ. 1. Διάνυσμα (k|, k2,...,kn), n G γειτνίασης [ay] του γραφήματος G. Εναλλακτικά, το |N, το οποίο προσδιορίζει την ακριβή τιμή συνιστώσας υποσύνολο των κορυφών του G οι οποίες δεν γειτνιά- n-διάστατης μεταβλητής v[ni|, m2, ...,mn]. Αν n = 1, η ζουν άμεσα. μεταβλητή ν είναι ένα απλό array. Αν n = 2, η μετα5 Independent Set Of Vectors [Ανεξάρτητο σύνολο βλητή είναι πίνακας. Αν n 3 τότε η μεταβλητή είναι διανυσμάτων] Μαθημ. Σύνολο διανυσμάτων V = {ν;, i πολυδιάστατος πίνακας. 2. Καταχωρητής σε εντολές G I), για τα οποία ισχύει: "CJ G |R, i G I: Σ·* ICM = 0 => γλώσσας συγκεκριμένων επεξεργαστών του οποίου η "i G I: CJ = 0. Γνωστότερα ως γραμμικώς ανεξάρτητα περιεχόμενη τιμή, σε συνδυασμό με τιμές οι οποίες περιέχονται σε άλλους καταχωρητές επιτρέπει κατάλληδιανύσματα. Independent Sideband Modulation [Ανεξάρτητη λο υπολογισμό τιμής ή θέσης μνήμης σε υπολογιστή, πλευροζωνική διαμόρφωση] Επικοιν. Διαμόρφωση δι- (βλέπε Index Register). 3. Μεταβλητή τοπικού σκοπλοπλευρικής ζώνης όπου στις 2 πλευρικές μεταφέρε- πού, τύπου short ή int, χρησιμοποιούμενη σαν τοπικός Oi).

-733 -

δείκτης καταγραφής, καταμέτρησης ή επαναληπτικής ακολουθίας εντολών, (βλέπε Indexed Variable2). 4. Η οπτική αναπαράσταση ποντικιού υπολογιστή στην οθόνη, ειδικότερα όταν αυτή έχει την μορφή δείκτη χείρας. Index Catalog [Αστρονομικός κατάλογος IC] Αστρον. Ένας εκ των δύο νεότερων καταλόγων καταγραφής ουρανίων αντικειμένων, πιο εκτεταμένων από τους καταλόγους του messier και του herschel, εκδομένος από τον j. I.e. dreyer μετά το 1888 σαν συμπλήρωμα του αστρονομικού καταλόγου ngc, εκδομένου από τον ίδιο το 1888. Index Ellipsoid [Ελλειψοειδές δείκτη] Οπτικ. Στην περίπτωση ανισότροπων μέσων, το ελλειψοειδές που καθορίζει τις οπτικές τους ιδιότητες. Index Of Cooperation [Δείκτης συνεργασίας] Επικοιν. Γινόμενο μήκους γραμμών και γραμμές ανά διάστημα σάρωσης. Index Of Liquidity [Δείκτης υδαρότητας] Εδαφ. Ο λόγος μεταξύ της υγρασίας ενός εδαφικού υλικού στη φυσική κατάσταση μείον το όριο πλαστικότητας διαιρεμένο με το δείκτη πλαστικότητας. Είναι μια ένδειξη του εδάφους στη φυσική του κατάσταση. Index Of Plasticity [Δείκτης πλαστικότητας] Εδαφ. Η διαφορά μεταξύ των ορίων υδαρότητας και πλαστικότητας ενός αργιλικού εδάφους. Είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατάταξη των εδαφών και από την τιμή αυτού του δείκτη καθορίζεται η δυνατότητα χρήσης ενός εδάφους για κατασκευές. Υλικά με υψηλό δείκτη πλαστικότητας απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν σε επιχώματα και ως αδρανή σε συνθέσεις σκυροδεμάτων. Index Of Precision [Δείκτης ακριβείας] Στατ. Ας είναι σ η τυπική απόκλιση (standard deviation) μίας κατανομής n μετρήσεων. Το πηλίκο σ ιη = σ / \'η ονομάζεται τυπικό σφάλμα στο μέσο όρο, ενώ το αντίστροφο του o m ονομάζεται δείκτης ακριβείας των μετρήσεων. Οσο μεγαλύτερος είναι, τόσο τα υπολογιστικά και πειραματικά λάθη των μετρήσεων είναι λιγότερα. Είναι γνωστός και ως modulus of precision. Index Of Refraction [Δείκτης διάθλασης] Φησ. Προκειμένου περί μονοχρωματικού φωτός δεδομένου μήκους κύματος λ, διερχόμενου διαμέσου δύο διαφανών υλικών Μ, Κ, με διαφορετική σύσταση, το πηλίκο n>. = (cM/cK)>. των αντίστοιχων ταχυτήτων του φωτός μέσα στα δύο μέσα. Όταν το υλικό Μ είναι διάφορο του κενού, ο δείκτης διάθλασης όπως ορίστηκε άνω καλείται "σχετικός", ενώ όταν το υλικό Μ = κενό, ο δείκτης ινκ καλείται "απόλυτος" δείκτης διάθλασης του υλικού Ν. Index Properties [Ιδιότητες δεικτών] Εδαφ. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία που καθορίζονται από εργαστηριακές δοκιμές και τα οποία με τη σειρά τους καθορίζουν την ποιότητα των εδαφών και χρησιμεύουν για την κατάταξη τους σε μια συγκεκριμένη ομάδα, με συγκεκριμένες ιδιότητες φέρουσας ικανότητας. Index Register [Καταχωρητής δείκτης] Πληρ. Καταχωρητής του οποίου τα περιεχόμενα χρησιμοποιούνται σαν βοηθητική τιμή απόκλισης, βάσει της οποίας υπολογίζεται διεύθυνση πηγής ή προορισμού στην μνήμη υπολογιστή σε συνδυασμό με άλλους καταχωρητές, σε εντολές γλώσσας μηχανής συγκεκριμένων επεξεργαστών. Π.χ. στην εντολή του μικροεπεξεργαστή mc680x0: move.b $20(al, dl.l), d2, ο καταχωρητής dl χρησιμοποιείται ως "δείκτης" βάσει του οποίου υπολογίζεται η διεύθυνση από την οποία θα μετα-

Indexed M a r k

φερθούν περιεχόμενα στον καταχωρητή d2 (βλεπε Index). Index Set [Σύνολο δεικτών] Μαθημ. Πεπερασμένο ή άπειρο σύνολο I, από το οποίο δείκτης καταμέτρησης λαμβάνει τιμές. Στον εκτενή συμβολισμό "i e Ι" ή "i € {l...n}", ο οποίος χρησιμοποιείται στο παρόν Αεξικό, δηλώνεται υπονοούμενη καταμέτρηση στοιχείων σύμφωνα με δείκτη "i" ο οποίος παίρνει τιμές από συγκεκριμένο σύνολο δεικτών, 'Τ', "{Ι.,.η}", κλπ. Συνήθως το I είναι κάποιο κατάλληλο πεπερασμένο υποσύνολο του συνόλου των φυσικών αριθμών |Ν, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο, καθώς μπορεί να είναι απειροσύνολο, αλλά πάντα μετρήσιμο, δηλαδή πρέπει να ισχύει: |Ι| < c = 2Χ·>,για να έχει νόημα η καταμέτρηση. Γνωστό απλά και σαν σύνολο καταμέτρησης, (βλέπε Index). Indexed Access [Πρόσβαση με δείκτες] Πλημ. Πρόσβαση δεδομένων στην μνήμη υπολογιστή με τη βοήθεια δεικτών, ανάλογων με αυτούς που χρησιμοποιούνται σε πολυδιάστατο πίνακα. Σημειωτέον ότι η πρόσβαση με δείκτες επιτρέπει μη ακολουθιακή πρόσβαση και επεξεργασία σε δεδομένα σε αντίθεση με την ακολουθιακή πρόσβαση (sequential access), στην οποία η πρόσβαση περιορίζεται σε γραμμική πρόσβαση ή επεξεργασία ή σε πρόσβαση της οποίας ο εσωτερικός μηχανισμός στηρίζεται σε γραμμική πρόσβαση ή επεξεργασία. (βλνέπε Indexed Array). Indexed Address [Διεύθυνση με μετατροπή δείκτη] Πλημ. Διεύθυνση πηγής ή προορισμού στην μνήμη υπολογιστή, σε εντολές γλώσσας μηχανής συγκεκριμένων επεξεργαστών, όπως αυτή υπολογίζεται με τη βοήθεια συγκεκριμένου καταχωρητή (index register), ο οποίος παρέχει τιμή απόκλασης η οποία βοηθά στον υπολογισμό της σε συνδυασμό με άλλους καταχωρητές. (βλεπε Index, Index Register). Indexed A r r a y [Πίνακας με δείκτες] Πλημ. Ν-διάστατη μεταβλητή ν[ηη, m2, ...,m n ]. Αν n = 1, η μεταβλητή ν είναι ένα απλό array. Αν n = 2, η μεταβλητή είναι πίνακας. Αν n 3 3 τότε η μεταβλητή είναι πολυδιάστατος πίνακας. Οι τιμές της μεταβλητής προσδιορίζονται με τη βοήθεια διανύσματος δεικτών (kj, k 2 ,...,k n ), n e |N, το οποίο τιθέμενο στην μεταβλητή παρέχει στον προγραμματιστή πρόσβαση στις επιμέρους συνιστώσες της μεταβλητής ν. (βλέπε Index 1 , Indexed Data, Indexed Variable). Indexed Data [Δεδομένα με πρόσβαση δεικτών] Πλημ. Δεδομένα στην μνήμη υπολογιστή, στα οποία προγραμματιστής ή χειριστής μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση με τη βοήθεια κατάλληλων δεικτών, ανάλογων με αυτούς που χρησιμοποιούνται σε πολοδιάστατο πίνακα. Οι τιμές πολυδιάστατου πίνακα ν[ηη, m2, ..., m j , αποτελούν τέτοια δεδομένα, αλλά και οποιοδήποτε δεδομένο σε γενικότερη βάση δεδομένων στην οποία προγραμματιστής ή χειριστής χρησιμοποιεί δείκτες για να το επεξεργαστεί, (βλεπε Indexed Access). Indexed Hole [Οπή αναφοράς] Πλημ. Φυσικό ή οπτομαγνητικό διάκενο το οποίο σηματοδοτεί την απόλυτη λογική αρχή του οπτομαγνητικού φορέα δεδομένων εξωτερικής συσκευής αποθήκευσης, όπως εύκαμπτου δίσκου, το οποίο χρησιμοποιείται για να τοποθετηθεί σωστά και να προετοιμαστεί για ανάγνωση ή εγγραφή η κεφαλή ανάγνωσης της συσκευής, (βλεπε Indexed Mark). Indexed M a r k [Σύμβολο αναφοράς] Πλημ. Αογικό ή εικονικό σύμβολο το οποίο σηματοδοτεί την απόλυτη λογική αρχή του οπτομαγνητικού φορέα δεδομένων

< . ί

ι

Ι

Indexed Point

-734-

εξωτερικής συσκευής αποθήκευσης, όπως εύκαμπτου δίσκου, το οποίο χρησιμοποιείται για να τοποθετηθεί σωστά και να προετοιμαστεί για ανάγνωση ή εγγραφή η κεφαλή ανάγνωσης της συσκευής. Αν δεν είναι κάποιο φυσικό διάκενο (βλέπε Indexed Hole), τότε μπορεί να περιέχει κάποια παρακρατημένη τιμή όπως SFF ή $00. Indexed Point [Σημείο αναφοράς] Πληρ. Αογικό σημείο σχετιζόμενο με άλλο σημείο αναφοράς το οποίο σηματοδοτεί τη λογική ή απόλυτη αρχή του οπτομαγνητικού φορέα δεδομένων εξωτερικής συσκευής αποθήκευσης, όπως σκληρού δίσκου, το οποίο χρησιμοποιείται σαν οδηγός βάσει του οποίου υπολογίζονται η γωνιακή ταχύτητα περιστροφής, η απόκλιση της κεφαλής και άλλες παράμετροι, αναγκαίες για την σωστή λειτουργία της συσκευής κατά την ανάγνωση και εγγραφή δεδομένων από και προς το φορέα. Indexed Sequential Access [Πρόσβαση ακολουθιακών δεδομένων με δείκτες] Πληρ. Παραλλαγή της απλής γραμμικής πρόσβασης, με επιπρόσθετους μηχανισμούς υπολογισμού απόλυτης ή σχετικής θέσης δεδομένων σε βάση δεδομένων, στην οποία χρησιμοποιείται κατάλληλος συνδυασμός δεικτο')ν, η χρησιμοποίηση των οποίων ουσιαστικά αναιρεί την ακολουθιακή πρόσβαση και την μετατρέπει σε τυχαία. Η εντολή seek(146) για παράδειγμα, σε αρχείο με ακολουθιακά δεδομένα, ετοιμάζει τη δομή αριθμού 147 για επεξεργασία, αν και όλες οι δομές στο αρχείο μπορούν να επεξεργαστούν μόνο ακολουθιακά. Ο δείκτης, σε αυτήν την περίπτα>ση, είναι ο ακέραιος 146. Indexed Sequential Data [Ακολουθιακά δεδομένα με πρόσβαση δεικτών] Πληρ. Δεδομένα, για την επεξεργασία και χειρισμό των οποίων χρησιμοποιείται παραλλαγή της γραμμικής πρόσβασης, με επιπρόσθετους μηχανισμούς υπολογισμού της απόλυτης ή σχετικής θέσης τους σε βάση δεδομένων, στην οποία χρησιμοποιείται κατάλληλος συνδυασμός δεικτών, η χρησιμοποίηση των οποίων ουσιαστικά αναιρεί την ακολουθιακή πρόσβαση και την μετατρέπει σε τυχαία. Η δομή της θέσης 147 στον παραπάνω ορισμό, αποτελεί παράδειγμα. (βλέπε Indexed Sequential Access). Indexed Variable 1 [Μεταβλητή ανακύκλωσης] Πληρ. Μεταβλητή τοπικού σκοπού (local scope variable) η οποία δηλώνεται συνήθως μέσα σε υποπρογράμματα τα οποία εκτελούν κύκλο εντολών που εξαρτάται από την διαδοχική ένθεση όλων των τιμών συγκεκριμένου εύρους στην μεταβλητή αυτή. Π.χ. sialic void subl( ) { short i; for (i = 1; i <= j; i++ ) {...;}...}. Γνωστή απλά και σαν "δείκτης". Indexed Variable* [Μεταβλητή με δείκτες] Πληρ. Οποιαδήποτε μεταβλητή σε πρόγραμμα απαιτεί έναν ή περισσότερους δείκτες για να προσδιοριστούν επακριβώς τα περιεχόμενά της στην μνήμη. Ένας πολυδιάστατος πίνακας είναι τέτοια μεταβλητή, (βλέπε Indexed Data, Indexed Array). Indican [Ινδικάνη] Opy. Χημ. Είναι ο γλυκοζίτης της ινδοξύλης με D-γλυκόζη. Έχει χημικό τύπο ΟμΗρΝΟβ και σημείο τήξης 178-180 °C, όπου διασπάται. Η ένυδρη ένωση έχει σημείο τήξης 57-58 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Indicating G a u g e [Μετρητικό όργανο]. -» Indicating Instrument Indicating I n s t r u m e n t [Μετρητικό όργανο] Μηχ. Είναι μία συσκευή, η οποία διαμέσου ενός δείκτη και μί-

ας διαβαθμισμένης κλίμακας όταν είναι σε λειτουργία δηλώνει την τιμή ενός μεγέθους για το οποίο είναι κατασκευασμένη να μετράει. Indicator 1 [Γραφική ένδειξη] Πλημ. Συγκεκριμένη γραφική αναπαράσταση σε οθόνη υπολογιστή η οποία παρέχει ένδειξη μεγέθους σχετιζόμενου με μεταβλητή ποσότητα η οποία παρακολουθείται ή πρόκειται να εφαρμοστεί σε έγγραφο. Αν και μπορεί να πάρει πολλές μορφές, τα συνηθέστερα είδη είναι οι ράβδοι και τα βέλη ολίσθησης, τα οποία επιτρέπουν ολίσθηση δεδομένου εγγράφου κατά συγκεκριμένο αριθμό γραμμών ή γραφικών και τα κουμπιά επιλογής "ράδιο", τα οποία ελέγχουν τον συντονισμό επιλογών σε διάφορα προγράμματα λειτουργικών συστημάτων windows και macos. Indicator2 [Ηλεκτρονική ένδειξη] Ηλεκτρον. Εξειδικευμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα, το οποίο συνήθα)ς παρέχει οπτική ένδειξη της λειτουργίας άλλου κυκλώματος. Η οπτική ένδειξη παλαιότερα παρεχόταν μέσω κατάλληλης λυχνίας αίγλης νέου, πολύ μικρής κατανάλωσης, αλλά σε μοντέρνα συστήματα παρέχεται σχεδόν αποκλειστικά από διόδους εκπομπής φωτός, leds (light-emilling-diodes) ή οθόνες υγρών κρυστάλλων, leds. (liquid-crystal-displays). (βλέπε Indicator Lamp). Indicator 3 [Συσκευή ένδειξης / Ενδεικτική συσκευή] Ηλεκτρον. Εν γένει, οπτοηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει μη οπτικά δεδομένα σε οπτικά, όπως σωλήνας braun συσκευών ραδιοεντοπιστή, ραδιοανιχνευτή ή άλλης διάταξης η οποία επεξεργάζεται ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σε μήκη κύματος διάφορα του ορατού. Indicator 4 [Δείκτης] Α να?.. Χημ. Οργανική ουσία που έχει την ιδιότητα να αλλάζει χρώμα, όταν η συγκέντρωση των ιόντων υδρογόνου μεταβάλλεται σε μια ορισμένη, στενή περιοχή τιμών ρΗ. Συνήθως είναι ασθενή οργανικά οξέα ή ασθενείς οργανικές βάσεις, που τα αδιάστατα μόριά τους έχουν διαφορετικό χρώμα από τα ιόντα τους. Indicator [Ενδειξη] Τεχνολ. Φωτεινή ένδειξη σε ένα πίνακα ελέγχου μέσω του οποίου ο παρατηρητής ενημερώνεται για την κατάσταση που επικρατεί σε διάφορα σημεία ενός δικτύου ή ενός παραγωγικού συγκροτήματος. Indicator Element [Ενδεικτικό στοιχείο] Ηλεκτμον. Η κύρια συνιστούσα ενδεικτικής συσκευής, (βλέπε Indicator). Indicator Function [Ενδεικτική συνάρτηση] Μαθημ. Εναλλακτική ονομασία της χαρακτηριστικής συνάρτησης συνόλου, (βλέπε Characteristic Function). Indicator L a m p [Ενδεικτική λυχνία] Ηλεκ. Μικρή λυχνία, συνήθως πολύ χαμηλής κατανάλωσης, μικρότερης των 0.3 - 0.5 wall, η οποία παρέχει ένδειξη λειτουργίας άλλου, συνήθως πολυπλοκώτερου κυκλώματος, μέσω της απλής αντιστοιχίας: λυχνία αναμμένη: on, λυχνία σβηστή: off. Χρησιμοποιούνται μικρές λυχνίες αίγλης νέου με ενσωματωμένη αντίσταση 1020kohms ή μικρές λυχνίες πυράκτωσης, παράλληλα με το κύκλωμα τροφοδοσίας όταν η ένδειξη αφορά ηλεκτρικές συσκευές, όπα)ς θερμοσίφωνες ή πίνακες τροφοδοσίας και δίοδοι εκπομπής φωτός (leds) όταν η ένδειξη σχετίζεται με ηλεκτρονικές συσκευές, όπως υπολογιστές σκληρούς δίσκους, κλπ. (βλέπε Indicator). Indicator Light [Λαμπάκι ένδειξης] Τεχνολ. Μικρός λαμπτήρας συνδεδεμένος με έναν αισθητήρα τοποθε-

-735 -

τημένο σε ένα συγκεκριμένο σημείο ενός δικτύου ο οποίος ενεργοποιείται από τα σήματα που λαμβάνει από τον αισθητήρα και ενημερώνει έναν παρατηρητή για την υφιστάμενη κατάσταση. Indicator Panel [Πίνακας ενδείξεων] Τεχνολ. Επίπεδο στοιχείο ξύλινο, μεταλλικό ή από πλαστικό πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένη μια ομάδα ενδείξεων με οργανωμένο τρόπο. Indicator Range [Περιοχή Δείκτη] Αναλ. Χημ. Ορίζεται η περιοχή των τιμών ρΗ μέσα στην οποία ένας δείκτης αλλάζει χρώμα. Indicator T u b e [Αυχνία συντονισμού] Ηλεκτρον. Ειδική λυχνία στην οποία η τάση που εφαρμόζεται στα ηλεκτρόδια είναι ανάλογη της φωτεινότητας του σήματος στη φθορίζουσα οθόνη της. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στους ραδιοφωνικούς δέκτες ως ένδειξη της ποιότητας συντονισμού προς δεδομένο ραδιοφωνικό σήμα. Indicator Unit [Ενδεικτική μονάδα] Ηλεκ. Μηχ. Γενικός χαρακτηρισμός του συνόλου των συνιστωσών ή ενδεικτικών στοιχείων που απαρτίζουν μία ενδεικτική ηλεκτρονική ή ηλεκτρική συσκευή, τα οποία σε συνδυασμό μεταξύ τους παρέχουν απόλυτες ή σχετικές ενδείξεις ηλεκτρικού μεγέθους, όπως μετρητών ηλεκτρικής έντασης, διαφοράς δυναμικού ή λειτουργίας. Indicial Notation [Συμβολισμός δείκτη] Μηχ. Χρήση συμβόλων με δείκτες για την αναπαράσταση διανυσμάτων ή τανυστών μέσω των συνιστωσών τους οι οποίες δηλώνονται από τους δείκτες τους. Π. χ. Ay, r, κ.τ.λ. Indigo [Ινδικό] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και ινδικοτίνη ή λουλάκι. Αποτελεί σπουδαίο χρώμα αναγωγής, που παρασκευάζεται βιομηχανικά κατά την επίδραση χλωρο-οξικού οξέος σε ανλίνη. Έχει χημικό τύπο C I 6 H 1 ( I N 2 0 2 , μοριακό βάρος 2 6 2 , 2 7 και σημείο τήξεως 3 9 0 - 3 9 2 ° C , όπου διασπάται. Είναι αδιάλυτο στο νερό, αλλά ανάγεται με υδροθειώδες άλας προς ινδικόλευκο, το οποίο είναι υδατοδιαλυτό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χρώμα. Indigoid Dyes [Ινδικοειδή Χρώματα] Ομγ. Χημ. Οργανικές ενώσεις, παράγωγα του ινδικού, που χρησιμοποιούνται ως χρώματα αναγωγής, κυρίως για τη βαφή βαμβακερών και μεταξωτών υφασμάτων. Indirect - Band - G a p - Semiconductor [Ημιαγωγός εμμέσου χάσματος ενεργειακών ζωνών] Φυσ. Στεμ. Κατ. Περίπτωση όπου το μέγιστο και το ελάχιστο στον αντίστροφο χώρο της ζώνης σθένους και της ζώνης αγωγιμότητας ημιαγωγού αντίστοιχα, εμφανίζεται σε διαφορετική θέση και η διαφορά τους δίνει την τιμή του χάσματος των δύο ενεργειακών ζωνών. Indirect Control [Εμμεσος έλεγχος] Πλημ. 1. Χαρακτηρισμός τρόπου λειτουργίας εξωτερικής ή εσωτερικής ηλεκτρονικής συσκευής ή προγράμματος, όταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εκκίνηση της λειτουργίας της εν λόγω συσκευής απαιτείται διαμεσολάβηση τουλάχιστον μίας άλλης παρόμοιας συσκευής, προγράμματος ή προγραμματιστή / χειριστή. 2. Έλεγχος εξωτερικής ή εσωτερικής ηλεκτρονικής μονάδας σε υπολογιστές, ο οποίος πραγματοποιείται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, κατά την διάρκεια των οποίων ο μικροεπεξεργαστής αδρανεί, όπως έλεγχος που επιτελούν οδηγοί (drivers) περιφερειακών συσκευών μέσω κώδικα εσωτερικής ή εξωτερικής διακοπής, internal ή external interrupt code, (βλέπε Interrupt). Indirect Cycle [Εμμεσος κύκλος] Πυμην. Φυσ. Το στάδιο εκείνο λειτουργίας σε ορισμένους πυρηνικούς αντι-

Individual Line

δραστήρες όπου θερμότητα από το πρωτεύον ψυκτικό υγρό, καθώς αυτύ ψύχει τον πυρήνα του αντιδραστήρα, ρέει προς δευτερεύον ψυκτικό υγρό, όπου και μετασχηματίζεται σε άλλη χρήσιμη μορφή ενέργειας, π.χ. κινητική ή ηλεκτρική. Indirect Heating [Εμμεση Θέρμανση] Ρευστομηχ. Τρόπος θέρμανσης ενός σώματος, που βασίζεται στη μεταβίβαση της κύριας μάζας ρευστού, το οποίο έχει υποστεί την επίδραση εξωτερικής πηγής θερμότητας. Indirect Lighting [Εμμεσος φωτισμός] Οικοδ. Μέθοδος φωτισμού που επιτυγχάνεται από φωτιστικά σώματα που διαχέουν τον φωτισμό στο χώρο δίχως να είναι ορατά στους χρήστες. Indirect M a t e r i a l [Βοηθητικό Υλικό] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει οποιοδήποτε υλικό χρησιμοποιείται μαζί με τις πρώτες ύλες σε μια παραγωγική διαδικασία, χωρίς να λαμβάνει μέρος στην αντίδραση. Το νερό ψύξης, ο ατμός, τα καύσιμα είναι βοηθητικές ύλες. Indirect Proof [Έμμεση απόδειξη] Μαθημ. Παραλλαγή λογικής μεθόδου απόδειξης, σύμφωνα με την οποία: Εάν Ρ είναι η ζητούμενη συνθήκη, η συνηθέστερη μορφή τέτοιων αποδείξεων υποθέτει ~Ρ και συνήθως συμπεραίνει κάποια αντίφαση, πράγμα το οποίο συνηγορεί υπέρ του γεγονότος ότι πρέπει να ισχύει η Ρ. Γνωστή και σαν Απαγωγή Σε Ατοπο ή Εις Ατοπον Απαγωγή. Indirect W a v e [Εμμεσο κύμα] Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία πρώτα διαθλάται ανακλείται ή περιθλόται και μετά φτάνει στο προορισμό του θεωρούμενο κύμα. Indium [Ινδιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο με το σύμβολ.ο In στον περιοδικό πίνακα. Πρόκειται για μαλνακό, αργυρόλευκου χρώματος, σχετικά σπάνιο μέταλλο, το οποίο βρίσκεται σε διάφορες ενώσεις ορυκτών του ψευδαργύρου και γράφει συρόμενο σε χαρτί όπως ο μόλυβδος. Indium Antimonide [ΑντιμονιούχοΊνδιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι InSb, με μοριακό βάρος 236,57 και σημείο τήξεως 535 °C. Είναι τοξική, κρυσταλλική, στερεή ένωση και χρησιμοποιείται σε ημιαγωγούς και ηλεκτρονικές εφαρμογές. Indium Arsenide [Αρσενικούχο Ινδιο] Ανόμγ. Χημ. Μεταλλική, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο InAs, μοριακό βάρος 189,74 και σημείο τήξης 943 °C. Είναι τοξική ουσία, αδιάλυτη σε οξέα. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατασκευή ημιαγωγών. Indium Chloride [Χλωριούχο Ίνδιο] Α νόμγ. Χημ. Λευκή, κρυσταλλική ένωση, που έχει χημικό τύπο InCl3, μοριακό βάρος 211,18, σημείο τήξεως 586°C, σημείο εξάχνωσης 300 °C, ενώ εξαερώνεται στους 600 °C. Είναι τοξική ουσία, πολ.ύ διαλυτή στο νερό. Indium Phosphide [Φωσφορούχο Ίνδιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι InP και το μοριακό βάρος 145,79. Είναι τοξική, μεταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 1070°C, διαλυτή σε ανόργανα οξέα. I n d i u m Sulfate [θειικό Ίνδιο] Ανόμγ. Χημ. Λευκή ή γκρι στερεή ένωση, με χημικό τύπο In 2 (S0 4 )3 και μοριακό βάρος 517,81. Είναι διαλ.υτή στο νερό, διασπάσιμη με θέρμανση και έχει τοξικές ιδιότητες. Indium Telluride [ΤελλουριούχοΊνδιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι In2Te3, όϊ μοριακό βάρος 612,44 και το σημείο τήξεως 667 °C. Είναι κρυσταλλική στερεή ουσία, με μπλε χρώμα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ημιαγωγών. Individual Line [Ατομική γραμμήΐ Επικοιν. Το είδος γραμμής που εξυπηρετεί ένα χρήστη αντίθετα σε μια

Indole

-736-

κοινή γραμμή (Common Line). Indole [Ινδόλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και βενζοφ] πυρρόλιο. Είναι προϊόν συμ7τυκνώσεως βενζολικού και πυρρολικού δακτυλίου και απαντά στη λιθανθρακόπισσα και στα άνθη γιασεμιού και πορτοκαλιάς. Ο χημικός τύπος είναι C*H7N, το μοριακό βάρος 117,15, το σημείο ζέσεως 254 °C και το σημείο τήξεως 52,5 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, άχρωμη, διαλυτή σε αιθανόλη, βενζόλιο και αιθέρα. Indoor Pool [Κλειστή πισίνα] Οικοδ. Στεγασμένη πισίνα κολύμβησης για προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Indoxyl [Ινδοξύλη] Οργ. Χημ. Είναι το 3-ινδοξυινδόλιο, που απαντά στη φύση είτε ως ινδικάνη είτε ως ινδικάνη των ούρων. Προέρχεται από τη θρυπτοφάνη και βρίσκεται πάντα σε ισορροπία με την κετο-μορφή της. Είναι κίτρινη, κρυσταλλική ουσία, με μοριακό βάρος 133,15, σημείο τήξεως 85 "C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Induced [Συνεπαγόμενος] Μαθημ. Ο παραγόμενος σαν αποτέλεσμα μαθηματικής συνεπαγωγής ή αληθούς μαθηματικού συλλογισμού. Induced C u r r e n t [Επαγόμενο ρεύμα] Ηλεκτρομαγν. Ροή ηλεκτρονίων σαν άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Induced Dipole M o m e n t [Επαγόμενη διπολική ροπή] Ηλεκ. Για διηλεκτρικό μέσο σε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, η διπολική ροπή που επάγεται στα άτομα ή τα μόρια του εξαιτίας του πεδίου. Induced Electromotive Force [Επαγόμενη ηλεκτρεγερτική δύναμη] Ηλεκτρομαγν. Η παραγόμενη στις περιπτώσεις της αλλαγής της μαγνητικής ροής που περνάει μέσα από αγωγό με κυκλικό σχήμα ή της κίνησης του αγωγού μέσα σε μαγνητικό πεδίο ηλεκτρεγερτική δύναμη. Induced E p i m o r p h i s m [Υπονοούμενος επιμορφισμός] Μαθημ. Αν G είναι δεδομένη ομάδα και Ν <| G είναι κανονική υποομάδα της G, τότε η επιμορφική απεικόνιση π: G -> G/N, οριζόμενη α>ς: π(&) = aN, με kercr = Ν, γνωστή και ως "προβολή". Induced Fission [Επαγόμενη σχάση] Πυρην. Φυσ. Η εμφανιζόμενη κατά την πρόσπτωση νετρονίων ή ακτίνων γάμα σε πυρήνα στόχο σχάση. Induced Functions [Υπονοούμενες συναρτήσεις] Μαθημ. Αν f: Α —> Β είναι δεδομένη απεικόνιση μεταξύ δεδομένων συνόλων Α και Β και Α ι c A c Α2, οι συναρτήσεις: g: Α2 —> Β 2 , η οποία ικανοποιεί την: g|A 0 f και η συνάρτηση h: Ai B h η οποία ικανοποιεί την: 0 f| A . h. Induced H o m o m o r p h i s m [Υπονοούμενος ομομορφισμός] Μαθημ. Αν f: G —» Η είναι ομομορφική απεικόνιση μεταξύ των ομάδων G και Η και Ν <| G είναι κανονική υποομάδα της G με Ν ς; kerf, τότε η μοναδική ομομορφική απεικόνιση f*: G/N -> Η, είναι τέτοια ώστε: " a e G: f*(aN) = f(a), imf = imf* και kerf* = kerf/ Ν. Η f* είναι ισομορφική απεικόνιση εάν και μόνον εάν ισχύει: Η f είναι επιμορφική απεικόνιση και Ν = kerf. Induced Isomorphism [Υπονοούμενος ισομορφισμός] Μαθημ. Αν f: G -> Η είναι ομομορφική απεικόνιση μεταξύ των ομάδων G και II, τότε η μοναδική ισομορφική απεικόνιση: G/kerf = imf. Γνωστός και ως Πρώτο Θεώρημα Ισομορφισμού. Induced Radioactivity [Επαγόμενη ραδιενέργεια] Πυρην. Φυα. Ειδική μορφή ραδιενέργειας που εμφανίζε-

ται όταν ευσταθείς πυρήνες απορροφήσουν ικανή ακτινοβολία ιονισμού, ώστε να διεγερθούν. Induced Seismicity [Επαγωγική σεισμικότητα] Γεωφυσ. Είναι η σεισμικότητα η οποία οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες όπως είναι η πλήρωση των τεχνητών λιμνών, η εισπίεση υγρών, η εκμετάλλευση γεωθερμικών πηγών, των πετρελαιοπηγών, των μεταλλείων και άλλα. Induced Voltage [Επαγόμενο δυναμικό] Ηλεκτρομαγν. Διαφορά δυναμικού σαν άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Inductance [Επαγωγικότητα] Ηλεκτρομαγν. Ιδιότητα του ηλεκτρομαγνητισμού, σύμφωνα με την οποία: είτε μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο παράγει ηλεκτρικά ρεύματα μέσα σε αγώγιμο υλικό, όταν το δεύτερο βρίσκονται μέσα στο μεταβαλλόμενο πεδίο ή η κίνηση αγώγιμου υλικού μέσα σε μαγνητικό πεδίο παράγει ομοίως ηλεκτρικά ρεύματα στο αγώγιμο υλικό σύμφωνα με τον νόμο: Εεχ = - dO/dt, όπου d είναι η στοιχειώδης μεταβολή της έντασης του μαγνητικού πεδίου και dt η στοιχειώδης μεταβολή του χρόνου. Inductance 2 [Αυτεπαγωγή] Ηλεκτρομαγν. Η ηλεκτρεγερτική δύναμη η οποία αναπτύσσεται μέσα σε αγωγύ εξ επαγωγής όταν αυτός διαρρέετε από ρεύμα μεταβαλλόμενης έντασης. Inductance 5 [Συντελεστής αυτεπαγωγής] Ηλεκτρομαγν. Ο συντελεστής αναλογίας L, στον τύπο της ηλεκτρεγερτικής δύναμης αυτεπαγωγής: Εαυτ = - L ΔΙ/Δΐ. Χρησιμοποιείται η μονάδα 1 henry η οποία είναι ο συντελεστής αυτεπαγωγής αγωγού, στον οποίο αναπτύσσεται ηλεκτρεγερτική δύναμη αυτεπαγωγής ίση με 1 V όταν η ταχύτητα μεταβολής της έντασης του ρεύματος είναι 1 A/sec. Ο συντελεστής Lo, πηνίου χωρίς πυρήνα, μήκους 1 και αποτελούμενου από Ν σπείρες κάθε μία εκ των οποίων έχει εμβαδόν S, είναι: Lo = μο N2S/1, όπου μο είναι η μαγνητική διαπερατότητα του κενού. Αν το πηνίο περιέχει πυρήνα μαγνητικής διαπερατότητας μ, τότε είναι LM = μ Lo. Inductance Bridge [Επαγωγική γέφυρα] Ηλεκτρομαγν. Παραλλαγή της γέφυρας wheatstone, στην οποία χρησιμοποιούνται τρία πηνία γνωστών συντελεστών αυτεπαγωγής: L h L^, L3 και ένα αγνώστου L.j, σε τετράγα)νο σχήμα. Συνδέοντας την γέφυρα με κατάλληλη πηγή ηλεκτρικού ρεύματος και μεταβάλλοντας τον συντελεστή αυτεπαγωγής του αγνώστου πηνίου μέσω του συντελεστή μ, η γέφυρα δύναται να περιπέσει σε κατάσταση ισορροπίας, στην οποία ισχύει: Lj/L 2 = l3/l4. Induction' [Επαγωγή] Μαθημ. Η διαδικασία εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων οδηγούμενοι από τα επί μέρους στοιχεία σ'έναν γενικό κανόνα, από το ατομικό στο καθολικό. Τα όποια συμπεράσματα πάντως δεν έχουν την αναγκαστική ισχύ των αντίστοιχων που προκύπτουν από τη διαδικασία της συνεπαγωγής (deduction). Θεμελιωτής του επαγωγικού τρόπου σκέψης είναι ο Francis Bacon. Induction 2 [Επαγωγή] Φυσ. Η πρόκληση ηλεκτρεγερτικής δύναμης σ'ένα ηλεκτρικό κύκλωμα εξαιτίας της μεταβολής της μαγνητικής ροής που διέρχεται από αυτό. Το φαινόμενο πρωτοπαρατηρήθηκε και μελετήθηκε από τον Michael Faraday. Induction 3 [Επαγωγή] Χημ. II πόλωση ενός μορίου που οφείλεται στη μετατόπιση του ηλεκτρονιακού νέφους μέσα από τους σ δεσμούς της αλυσίδας του, όταν σε αυτή προστεθεί υποκαταστάτης που μπορεί να δράσει ως δέκτης ή δότης ηλεκτρονίων.

-737 -

Induction Accelerator [Επαγωγικός επιταχυντής] Πυμην. Φυσ. Ευρεία κατηγορία επιταχυντών, με κλασσικότερο αντιπρόσωπο το βήτατρο, όπου τα στοιχειώδη φορτισμένα σωμάτια επιταχύνονται σε μεγάλες ταχύτητες με την εφαρμογή ενός ταχέως εναλλασσόμενου ηλεκτρικού πεδίου, παρουσία μαγνητικού πεδίου. Induction C h a r g i n g [Επαγωγική φόρτιση] Ηλεκ. Φόρτιση κυκλώματος με τη βοήθεια του φαινομένου της επαγωγής, της αμοιβαίας επαγωγής ή της αυτεπαγωγής. Induction Coil 1 [Επαγωγικό πηνίο] Η/εκμομαγν. Καταχρηστικός και γενικός χαρακτηρισμός διαφόρων μικρών ή μεγάλων ηλεκτρομαγνητικών διατάξεων, αποτελούμενων συνήθως από μαλακό σιδηρούν πυρήνα γύρω από τον οποίο περιελίσσονται πολλαπλές σπείρες. Το "θεωρητικό" πηνίο δεν περιλαμβάνει πυρήνα, ο οποίος προστίθεται στις πρακτικές εφαρμογές για να αυξήσει το συντελεστή αυτεπαγωγής. Τα μικρότερα είδη χρησιμοποιούνται σαν φίλτρα συχνοτήτων στην ηλεκτρονική ενώ τα μεγαλύτερα σαν στραγγαλιστικά στην ηλεκτρολογία περιορίζοντας την ένταση του ρεύματος. Τα συνηθέστερα είδη έχουν σταθερό συντελεστή αυτεπαγωγής ενώ υπάρχουν και είδη με μεταβλητό συντελεστή, καλούμενα variacs. (Βλέπε Inductance). Induction Coil2 [Επαγωγικό πηνίο ruhmkorfl] Η/εκρομογν. Ηλεκτρομαγνητική διάταξη εφαρμογής του φαινομένου της επαγωγής, χρησιμοποιούμενη για την παραγωγή υψηλών τάσεων. Αποτελείται από πρωτεύον πηνίο με μικρό αριθμό σπειρών και από δευτερεύον με μεγάλο αριθμό σπειρών από λεπτό σύρμα. Το πρωτεύον πηνίο τροφοδοτείται με ρεύμα το οποίο διακόπτεται και αποκαθίσταται περιοδικά μέσω κατάλληλης ηλεκτρομαγνητικής διάταξης, προκαλούνται περιοδική μεταβολή της έντασης σε αυτό, προκαλούμενης έτσι εξ' επαγωγής ηλεκτρεγερτικής δύναμης στο δευτερεύον, η οποία είναι ανάλογη με τον αριθμό των σπειρών σε αυτό. Παραλλαγή της διάταξης αποτελεί το κύκλωμα ανάφλεξης των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Induction Disk Relay [Επαγωγικός συγχρονιστής δίσκος] Ηλεκμομαγν. Συνιστώσα ηλεκτρομαγνητικών διατάξεων μέτρησης ηλεκτρικής ενέργειας της οποίας η αρχή βασίζεται στην ανάπτυξη περιστροφικής ροπής σε δίσκο, κατάλληλα τοποθετημένο μεταξύ μαγνητικών πεδίων. Induction Field [Πεδίο επαγωγής] Ηλεκτμομαγν. Ηλεκτρομαγνητικό πεδίο το οποίο εμφανίζεται περιοδικά σε κύκλωμα λόγο ηλεκτρομαγνητικής ζεύξης με άλλο κύκλωμα. Τα δύο κυκλώματα παρουσιάζουν περιοδικά ανταλλαγή ενέργειας χωρίς απώλειες. Induction Force [Επαγωγική Δύναμη] Χημ. Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ ατόμων, λόγω μεταβολής της ηλεκτρονιακής διαμόρφωσης, που συμβαίνει όταν μια πολική ομάδα εισαχθεί στο μόριο μιας ένωσης. Induction Heater [Επαγωγικός κλίβανος] Ηλεκμομα^/ν. Ειδικός κλίβανος χρησιμοποιούμενος για την τήξη μετάλλων με τη βοήθεια ισχυρών επαγωγικών ρευμάτων, Αποτελείται συνήθως από μεγάλο μετασχηματιστή, του οποίου το πρωτεύον τροφοδοτείται κανονικά, ενώ στο δευτερεύον έχει εξαρτηθεί ειδικό δοχείο από πυρίμαχο υλικό, μέσα στο οποίο τοποθετείται το προς τήξη υλικό. Τα ισχυρά επαγωγικά ρεύματα τα οποία αναπτύσσονται στο δευτερεύον, παρέχουν αρκετή θερμότητα ικανή να προκαλέσει την τήξη ακόμη και δύστηκτων υλικών, (βλέπε Eddy-Currents).

Inductive Divider 1

Induction Heating [Επαγωγική θέρμανση] Ηλεκμομαγν. Θέρμανση υλικού προς τήξη με τη βοήθεια ισχυρών επαγωγικών ρευμάτων, συνήθως μέσω τοποθέτησης του υλικού κοντά στο δευτερεύον μεγάλου μετασχη ματ ιστού επαγωγικού κλιβάνου, (βλέπε Induction Heater). Induction Inclinometer [Επαγωγική πυξίδα]. ->Earth Inductor. Induction Period [Χρόνος Επωάσεως] Χημ. Ορίζεται το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έναρξη της χημικής αντίδρασης μέχρι να γίνει φανερό το αποτέλεσμά της. Induction Problem 1 [Πρόβλημα επαγωγικής ζεύξης] Ηλεκμομαγν. Ανεπιθύμητη ζεύξη μεταξύ ανεξάρτητων αγωγών, όπως αυτή προκαλείται εξ' επαγωγής ή εξ' αμοιβαίας επαγωγής, προκαλώντας έτσι ανεπιθύμητα παράσιτα σε αντίστοιχες συσκευές λήψης οι οποίες δεν έχουν σχέση με τα αρχικά επαγωγικά ρεύματα, Induction Problem" [Πρόβλημα μαθηματικής επαγωγής] Μαθημ. Μαθηματικό πρόβλημα στο οποίο είτε η επίλυση καθίσταται δυνατή μέσω μαθηματικής επαγωγής ή η επίλυση καθίσταται συντομότερη ή ομορφότερη λογικά μέσω μαθηματικής επαγωγής, Induction Rule Shell [Κέλυφος με επαγωγικούς κανόνες] Πλημ. Υποπρόγραμμα "νοήμονος" συστήματος, το οποίο επιχειρεί να συγκρίνει κατάσταση με προηγούμενες ήδη γνωστές καταστάσεις σε βάση δεδομένων και να εξάγει συμπεράσματα μέσω λογικών συνεπαγωγικών κανόνων, τα οποία μπορεί να είναι χρήσιμα σε ειδικό του ερευνόμενου τομέα, ο οποίος είτε αναζητεί δεύτερη "γνώμη" ή δεν έχει τον απαραίτητο χρόνο να αναλύσει την τρέχουσα κατάσταση λεπτομερώς. Τα συνηθέστερα τέτοια προγράμματα χρησιμοποιούνται στην ιατρική, παρέχοντας ιατρικές συμβουλές βάσει δεδομένης βάσης συμπτωμάτων διαφόρων παθήσεων, Induction Variable [Επαγωγική μεταβλητή] Πλημ. Εναλλακτική ονομασία διακριτής μεταβλητής υποπρογράμματος, όπως char, int/short ή long, όταν αυτή χρησιμοποιείται σαν μεταβλητή ελεγχου σε επαναλομβανόμενη εκτέλεση συγκεκριμένου block εντολών κώδικα σε διάφορες γλώσσες προγραμματισμού. Συνήθως εκκινεί μέσω μίας αρχικής τιμής η0 και κατόπιν αυξάνεται κατά dn έως ότου αποκτήσει μία τελική τιμή nk. (βλεπε Indexed Variable). Induction Welding [Επαγωγική συγκόλληση] Μεταλλ Συγκόλληση υλικών με τη βοήθεια ισχυρών επαγωγικών ρευμάτων, συνήθως μέσω τοποθέτησης των υλικών κοντά στο δευτερεύον μεγάλου μετασχηματιστού επαγωγικού κλιβάνου, (βλεπε Induction Heater). Inductive Charge [Επαγόμενο φορτίο] Ηλεκ. Ανάπτυξη ή μετακίνηση ηλεκτροστατικών φορτίων επάνω σε αγώγιμο υλικό σαν αποτέλεσμα της θέσης του υλικού πλησίον σε άλλο αγώγιμο υλακό. Inductive Circuit [Επαγωγικό κύκλωμα] Ηλεκ. Κύκλωμα το οποίο περιέχει σε σειρά ή παράλληλο τουλάχιστο μία επαγωγική συνιστώσα, όπως επαγωγικό πηνίο, στραγγαλιστικό, επαγωγικό φλτρο, κλπ. Τα περισσότερα επαγωγικά κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος στα οποία η ένταση του ρεύματος περιορίζεται κατά κάποιον τρόπο, περιέχουν συνήθως κάποια μορφή επαγωγικής αντίστασης, Inductive Divider [Επαγωγικός διαιρέτης] Ηλεκμομαγν. Κατάλληλο πηνίο το οποίο επιτρέπει παρεμβολή σε κύκλωμα επαγωγικής συνιστώσας με μεταβλητή επαγωγικότητα ή μεταβλητό συντελεστή αυτεπαγωγής. Τα

Inductive Divider 2

-738 -

συνηθέστερα είδη είναι είτε επαγωγικά πηνία με πολλαπλές αλλά διακριτές επαφές εξόδου ή επαγωγικά πηνία μεταβλητού συντελεστή αυτεπαγωγής, όπως variacs. (βλέπε Induction Coil). Inductive Divider 2 [Μεταβλητός μετασχηματιστής] Ηλεκρομαγν. Κατάλληλος μετασχηματιστής με πολλαπλά δευτερεύοντα, ο οποίος μπορεί να παρέχει συγκεκριμένο φάσμα τάσεων και εντάσεων σε κύκλωμα, ανάλογα με το ποιο δευτερεύον χρησιμοποιείται. Συνήθως και αυτές οι διατάξεις καλούνται variacs. Inductive Interference [Επαγωγική παρεμβολή] Επικοιν. Αυτή είναι η κύριος μηχανισμός παρεμβολής για συνήθης δυναμικές γραμμές που προκαλείται από τις διάφορες ηλεκτρικές πηγές του χώρου. Inductive Reactance [Επαγωγική αντίσταση] Ηλεκ. Σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος κυκλικής συχνότητας ω, περιέχοντος επαγωγική συνιστώσα, όπως πηνίο, ο λόγος ZL = (πλάτος της τάσης) / (πλάτος της έντασης) = Ucv / iev. Ιδανική επαγωγική συνιστώσα, όπως ιδανικό πηνίο, σε παρόμοιο κύκλωμα, παρέχει επαγωγική'] αντίσταση ίση με: Z L = coL, όπου L είναι ο συντελεστής αυτεπαγωγής του πηνίου. Επειδή τα πραγματικά πηνία πάντα περιέχουν και μία (συχνά μικρή) ωμική συνιστώσα R, η πραγματική τους αντίσταση είναι άντ' αυτού η "σύνθετη" αντίσταση: Ζ = v'[R2 + (a)L):] (βλέπε Inductance, Effective Resistance). Inductive Relay [Επαγωγικός διακόπτης] Ηλεκρομαγν. Χαρακτηρισμός κυκλώματος ή διακόπτη του οποίου η ανοικτή / κλειστή κατάσταση καθορίζεται μέσω κάποιας κατάλληλης παραλλαγής του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Inductive Surge [Επαγωγική αιχμή] Ηλεκρομαγν. Αιχμή τάσης η οποία προκαλείται εξ' επαγωγής σε κύκλωμα το οποίο περιέχει επαγωγική συνιστώσα, σαν αποτέλεσμα απότομης μεταβολής της έντασης του ρεύματος ή της μαγνητικής ροής η οποία διαρρέει την επαγωγική συνιστώσα. Κυκλώματα τα οποία παράγουν αιχμές τάσης μέσω κάποιας παραλλαγής του φαινομένου αυτού, χρησιμοποιούνται συχνά στην ηλεκτρολογία σαν εκκινητές λειτουργίας διαφόρων συσκευ(υν, όπως λυχνιών φθορισμού, λυχνιών υδραργύρου υψηλής πίεσης κλπ. Inductometer [Βαριόμετρο] Ηλεκρομαγν. Πηνίο ή επαγωγική διάταξη μεταβλητού συντελεστή αυτεπαγωγής, όπως variac, το οποίο χρησιμοποιείται για να μετρηθούν άγνωστες επαγωγικές συνιστώσες με επαγωγικές γέφυρες ή με άλλη μέθοδο βασισμένη σε συντονισμό κυκλώματος εναλλασσόμενου ρεύματος όταν το τελευταίο περιέχει τουλάχιστον μία επαγωγική συνιστώσα, (βλέπε Inductance Bridge). I n d u c t o r [Επαγωγέας] Ηλεκρομαγν. Ηλεκτρομηχανική διάταξη, καλούμενη συνήθως πηνίο, η οποία παρέχει επαγωγική συνιστώσα σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος. Το "θεωρητικό" πηνίο αποτελείται απλά από μία σπείρα σύρματος. Τα πραγματικά πηνία αποτελούνται από εκατοντάδες έως χιλιάδες σπείρες, ανάλογα με την απαιτούμενη εφαρμογή και οι σπείρες περιελίσσονται γύρω από διαμαγνητικό υλικό, όπως σιδηρούν πυρήνα, είτε συμπαγή είτε από μεταλλικές λαμίνες, έτσι ώστε να αυξάνεται ο συντελεστής αυτεπαγωγής και να μειώνονται οι απώλειες από τα ρεύματα eddy. Συνήθως χρησιμοποιούνται σαν στραγγαλιστικά για τον περιορισμό ανεπιθύμητων ρευμάτων και συχνοτήτων. Industial Security [Βιομηχανική προστασία] Τεχνολ. Το σύνολο των μέτρων προστασίας που εφαρμόζονται

σε μια βιομηχανική μονάδα για την ασφάλεια των εργαζομένων και του εξοπλισμού. Industrial Alcohol [Βιομηχανική Αλκοόλη] Χημ. Χρησιμοποιείται σε πολλές εφαρμογές ως διαλύτης και αποτελείται από αιθανόλη, σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80%, με διάφορα πρόσθετα, κυρίως αλκοόλες ή ακετόνη. Industrial Building [Βιομηχανικό κτίριο] Οικοό. Κτίριο που προορίζεται για τη στέγαση μιας βιομηχανικής δραστηριότητας και δημιουργεί ένα περιβάλλον κατάλληλο για μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία. Industrial Cost Control [Ελεγχος κόστους] Τεχνολ. Μέθοδος καταγραφής των δαπανών που γίνονται για την παραγωγή ενός προϊόντος. Industrial Engineering [Βιομηχανική τεχνική] Τεχνολ. Επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και υλοποίηση ολοκληρωμένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων με σκοπό την βέλτιστη λειτουργία μιας παραγωγικής διαδικασίας. Industrial Frequencies Band |Ζώνη βιομηχανικών συχνοτήτων] Επικοιν. Ζώνη για επικοινωνία σε βιομηχανικούς τομείς. Industrial Revolution [Βιομηχανική επανάσταση] Τεχνολ. Σημαντική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής των προϊύντων που παρατηρήθηκε τον 19° αιώνα με την εισαγωγή του ατμού στην κίνηση τα)ν μέχρι τότε χειροκίνητων μέσων παραγωγής. Industrial Robot [Βιομηχανικό ρομπότ] Τεχνολ. Απλοποιημένη μορφή ρομπότ, με ευρεία χρήση στις βιομηχανίες, που είναι προγραμματισμένα κατάλληλα για την εκτέλεση συγκεκριμένων λειτουργιών, με σχετικά περιορισμένη ελευθερία κινήσεων ανάλογη π.χ. αυτής του ανθρώπινου χεριού, ώμου, κλπ. Industrial Substation [Βιομηχανικός υποσταθμός] Βιομ.Μηχ. Είναι ο χώρος με τον κατάλληλο εξοπλισμό όπου μετατρέπεται η ηλεκτρική ενέργεια ενός συστήματος μεταφοράς ή διανομής σε μορφή κατάλληλη απύ άποψη τάσης και συχνότητας, ώστε να χρησιμοποιηθεί απευθείας από τον η)α;κτρικό εξοπλισμό του χρήστη. Industrial Waste [Βιομηχανικά απόβλητα] Τεχνολ. Τα υλικά, στερεά υγρά και αέρια που απομένουν μετά από την επεξεργασία των πρώτων υλών και την παραγωγή του προϊόντος σε μια βιομηχανική μονάδα. Industrialized Building Methods [Βιομηχανική προκατασκευή] Τεχνολ. Μέθοδοι κατασκευής κτιρίων με τη συναρμολόγηση στοιχείων που κατασκευάζονται σε βιομηχανική μονάδα και μεταφέρονται στο χώρο της ανέγερσης για συναρμολόγηση μόνο. Είναι μια οικονομική μέθοδος κατασκευής διότι επιτρέπει την τυποποίηση των τεμαχίων που παράγονται μαζικά σε αλυσίδα παραγωγής με ενσωματωμένα όλα τα απαραίτητα δίκτυα, μεκόνοντας έτσι το χρόνο κατασκευής καθώς και την εργασία στο εργοτάξιο. Ineffective Time [Μη αποδοτικός χρόνος] Πληρ. Ο χρόνος λειτουργίας υπολογιστή κατά τον οποίο η κεντρική μονάδα επεξεργασίας δεν είναι παραγωγική. Είναι συνάρτηση των απαιτήσεων του χειριστή και των δεδομένων εισαγωγής, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ο χαρακτηρισμός αφορά το χρόνο κατά τον οποίο η κεντρική μονάδα επεξεργασίας δεν παράγει αποτελέσματα σχετικά με δεδομένο πρόβλημα λόγω κάποιου εγγενούς κωλύματος, (βλέπε Effective Time). Inelastic [Ανελαστικό] Μηχ. Η ιδιότητα ενός υλικού να μην επιδέχεται ελαστικές μεταβολές στη μορφή του

-739 όταν υποστεί καταπονήσεις και με την αύξηση της καταπόνησης να φθάνει σε παραμένουσα παραμόρφωση ή σε θραύση. Inelastic Buckling [Ανελαστικός λυγισμός] Μηχ. Η ιδιότητα ενός σώματος που υπόκειται σε θλίψη να παραμορφώνεται με μόνιμο λυγισμό δίχως να περνά από τη φάση του ελαστικού λυγισμού. Inelastic Collision [Ανελαστική σύγκρουση] Μηχ. Για δύο κινούμενα συστήματα με κινητικές ενέργειες Ε] και Ε2, σύγκρουση, μετά το πέρας της οποίας ισχύει: Ε ι + Ε2 1 Ej' + Ε 2 \ όπου E t ' και Ε 2 ' είναι οι κινητικές ενέργειες των δύο συστημάτων μετά την σύγκρουση. Εν γένει, για n συγκρουόμενα συστήματα, σύγκρουση μετά το πέρας της οποίας ισχύει: ΣΕ η 1 Σ Ε η \ Η παραπάνω ανισότητες οφείλονται συνήθως στο γεγονός ότι μέρος της κινητικής ενέργειας μετατρέπεται σε θερμότητα ή σε ενέργεια παραμόρφωσης, (βλέπε Elastic Collision). Inelastic Cross-section [Ανελαστική διατομή] Φυσ. Στο χώρο εκείνο εντός του οποίου όταν πραγματοποιηθεί σύγκρουση μεταξύ δύο συγκεκριμένων στοιχειωδών σωματιδίων, έχουμε αναλαστική διατομή. Inelastic Scattering [Μη ελαστική σκέδαση] Φνσ. Περίπτωση κατά την οποία εμφανίζεται απορρόφηση ενέργειας σε σκέδαση με αποτέλεσμα τη μη διατήρηση της κινητικής ενέργειας. Inelastic Stress [Ανελαστική πίεση] Μηχ. Η ελάχιστη εκείνη πίεση που απαιτείται ώστε ένα ελαστικό σώμα ν'αρχίσει να παρουσιάζει ανελαστική συμπεριφορά. Inelasticity [Ανελαστικότητα] Φυσ. Η ιδιότητα σώματος να μην επανέρχεται στο αρχικό του σχήμα μετά από σύντομη ή παρατεταμένη χρονικά παραμόρφωση που οφείλεται σε εφαρμογή εξωτερικής δύναμης, όταν δεν υπερβαίνει το όριο ελαστικότητάς του. Η ανελαστικότητα συνήθως υπονοεί μερική πλαστικότητα, (βλέπε Elasticity). Inequality [Ανισότητα] Μαθημ. 1. Αν E(x, y) είναι η συνθήκη ισότητας μεταξύ δύο αντικειμένων χ και y: Ε (χ, y) = {Τ, αν χ = y, F αν χ 1 y), τότε η συνθήκη: ~Ε (χ, y), η οποία ισοδυναμεί με την: U(x, y) = {Τ, αν χ 1 y, F αν χ = y). 2. Μερική ή ολική σχέση ταξινόμησης: "<" ή "<", στοιχείων x, y, συνόλου Α, εκφραζόμενης συνήθως ως: "χ < ν" ή ως: "χ < y". Όταν το σύνολο Α είναι εφοδιασμένο με σχέση ολικής ταξινόμησης "<", τότε για δύο τυχόντα στοιχεία του συνόλου x και y, ισχύει: U(x, y) => (x < y) ν (y < χ) [*], ενώ όταν το σύνολο Α είναι εφοδιασμένο με σχέση μερικής ταξινόμησης "<", η συνθήκη [*] δεν ισχύει εν γένει, καθώς τα στοιχεία x και y μπορεί να είναι ασύγκριτα μεταξύ τους (βλέπε Incomparable Elements). 3. Μαθηματική έκφραση η οποία δημιουργείται με εφαρμογή του ορισμού 2 σε συγκεκριμένα λογικά και αλγεβρικά συστήματα που επιδέχονται μερική ή ολική ταξινόμηση, όπως στο σύνολο των πραγματικών αριθμών και διάφορα πεπερασμένα ή άπειρα υποσύνολά του, εφοδιασμένα με την σύνηθη σχέση ολικής ταξινόμησης: (|R, <), (|Ν, <), (|Ζ, <), σε σύνολα συναρτήσεων, σε σύνολα πληθαρίθμων, σε σύνολα ordinals ή σε σύνολα αλυσίδων όπως το δυναμοσύνολο συνόλου Α, εφοδιασμένο με την σύνηθη σχέση συμπερίληψης: (#?(Α), c). Inert [Αδρανής] Χημ. Αναφέρεται σε ουσία που δεν αντιδρά εύκολα με άλλες χημικές ενώσεις ή στοιχεία. Inert Atmosphere [Αδρανής Ατμόσφαιρα] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στην περίπτωση όπου, ένα αδρανές αέριο χρησιμοποιείται για την πλήρωση ενός χώρου που έρ-

Inferencc

χεται σε επαφή με δραστικές χημικές ουσίες ή για τον καθαρισμό σωληνώσεων και δοχείων. Συνήθως, ως αδρανές αέριο χρησιμοποιείται το άζωτο, το ήλιο, το αργό ή το διοξείδιο του άνθρακα. Inertia [Αδράνεια] Μηχ. Μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κίνηση που έχει λόγω του όγκου και της μάζας του. Inertia Ellipsoid [Ελλειψοειδές αδρανείας] Μηχ. Αν σε κάθε άξονα που περνάει από σημείο Ο στερεού σώματος πάρουμε ένα σημείο που να απέχει από το Ο απόσταση ίση προς 1 / VJ, όπου J η ροπή αδρανείας του σώματος ως προς τον αντίστοιχο άξονα, το σύνολο αυτών των σημείων ορίζουν ένα ελλειψοειδές με κέντρο το σημείο Ο, που ονομάζεται ελλειψοειδές αδρανείας. Τα μήκη των κυρίων ημιαξόνων του ελλειψοειδούς είναι α ι ,2,3 = 1 / ^Ji.2,3 όπου Ji>2.3 οι κύριες ροπές αδρανείας του σώματος. Inertia M a t r i x [Πίνακας αδράνειας] Μηχ. Στη περίπτωση n γενικευμένων συντεταγμένων πίνακας αδράνειας είναι ένας n'n πίνακας I που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή της κινητικής ενέργειας ενός στερεού από τον τύπο Τ=ω χ Ι*ω/2, όπου ω το διάνυσμα της γενικευμένης ταχύτητας. Inertia Of Energy [Αδράνεια ενέργειας] Φυσ. Θεωρία σύμφωνα με την οποία η ενέργεια παρουσιάζει αδράνεια εξαιτίας της ισοδυναμίας της με τη μάζα βάση του τύπου E=mc~, όπου Ε η ενέργεια, m η μάζα και c η ταχύτητα του φωτός. Inertia Tensor [Τανυστής αδράνειας] Μηχ. Για στερεό σώμα τανυστής που σχετίζεται με το σώμα και το γινόμενο του οποίου με τη γωνιακή ταχύτητα του σώματος δίνει τη στροφορμή του. Inertial Flow [Ροή Αδράνειας] Ρευστομηχ. Τύπος ροής ρευστού, η οποία δεν προκαλείται από κάποια εξωτερική επίδραση. Inertial F r a m e Of Reference [Αδρανειακό σύστημα αναφοράς] Φυσ. Θεωρητικό μοντέλο περιβάλλοντος, στο οποίο όταν μέσα του βρίσκεται παρατηρητής, μπορεί να εξάγει σωστά συμπεράσματα σχετικά με τους νόμους που διέπουν οποιοδήποτε εξωτερικό σύστημα. Για να είναι δυνατό αυτό θεωρητικά, θα πρέπει το περιβάλλον να κινείται με σταθερή ταχύτητα ν 3 0, σε σχέση με απόλυτο σύστημα αναφοράς. Καθ' ότι δεν υπάρχει "απόλυτο" σύστημα αναφοράς, ο ορισμός είναι κυρίως θεωρητικού ενδιαφέροντος, αν και συχνά σε πρακτικές εφαρμογές, ως αδρανειακό σύστημα εκλαμβάνεται σύστημα το οποίο ορίζεται έτσι βάσει κάποιου "κατά προσέγγιση απόλυτου" συστήματος αναφοράς, όπως ο ήλιος ή άλλο μακρινό ουράνιο σώμα. (βλέπε Einstein's Equivalence Principle, Einstein's Principle Of Relativity). Inexact Reasoning [Κατά προσέγγιση λογισμός] Πλημ. Λειτουργία υποπρογράμματος "νοήμονος" συστήματος, το οποίο επιχειρεί να συγκρίνει κατάσταση με προηγούμενες, παραπλήσιες, αλλά ήδη γνωστές καταστάσεις σε βάση δεδομένων και να εξάγει συμπεράσματα μέσω λογικών συνεπαγωγικών κανόναϊν, οι οποίοι επιχειρούν να καλύψουν τυχόν λογικά κενά που μπορεί να προκύψουν σε περίπτωση έλλειψης αρκετών δεδομένων. Τα συνηθέστερα τέτοια προγράμματα χρησιμοποιούνται στην ιατρική, παρέχοντας ιατρικές συμβουλές βάσει δεδομένης βάσης συμπτωμάτων διαφόρων παθήσεων. Inference [Συνεπαγωγή] Μαθημ. Το βασικό λογιστικό βήμα το οποίο επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων

Inference Engine

-740-

στη μαθηματική λογική, στα μαθηματικά και κατά συνέπεια σε όλες τις άλλες επιστήμες. Δεδομένων λογικών συνθηκών {Pi, i G 1), των οποίων οι τιμές αλήθειας ή ψεύδους είναι γνωστές, λογική διαδικασία η οποία επιτρέπει τον προσδιορισμό της τιμής αλήθειας ή ψεύδους λογικής συνθήκης Q, σχετικής με τις συνθήκες Pi. Συνήθως δηλώνεται με το σύμβολο: "=>", όταν η συνεπαγωγή ισχύει προς την δεξιά κατεύθυνση και με το σύμβολο: "<=*", όταν η συνεπαγωγή ισχύει και προς τις δύο κατευθύνσεις, όπως: λϊ e ι v j e jPij => Q ή Ρ <=> Q. Inference Engine [Συμπερασματική μηχανή] Πtyp. To κύριο τμήμα υποπρογράμματος "νοήμονος" συστήματος, το οποίο επιχειρεί να συγκρίνει συνθήκη με προηγούμενες ήδη γνωστές συνθήκες ή καταστάσεις σε βάση δεδομένων και να εξάγει συμπεράσματα μέσω λογικών συνεπαγωγικών κανόνων. Αν και όλες οι δομές δεδομένων στους υπολογιστές βασίζονται στα δυαδικά ψηφία {0, 1), τα οποία επιτρέπουν άμεση αντιστοιχία μεταξύ των λογικών τιμών αλήθειας και ψεύδους μέσω της απεικόνισης 0 <-> F (ψευδές), 1 <-» Τ (αληθές), οι εφαρμογές οι οποίες προσομοιώνουν εξαγωγή καθαρών λογικών συμπερασμάτων με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του ανθρώπινου νου, είναι σχετικά περιορισμένες. Οι πρώτες προγραμματιστικές εφαρμογές οι οποίες επέτρεψαν σχετικά καλές προσεγγίσεις, βασίστηκαν στις γλώσσες lisp και snobol. (βλέπε Induction Rule Shell). Inference P r o g r a m [Συμπερασματικό πρόγραμμα] Πληρ. "Νοήμον" πρόγραμμα, το οποίο επιχειρεί να συγκρίνει συνθήκη με προηγούμενες ήδη γνωστές συνθήκες ή καταστάσεις σε βάση δεδομένων και να εξάγει συμπεράσματα μέσω λογικών συνεπαγωγικών κανόνων. Τα πρώτα προγράμματα τα οποία επιχείρησαν να προσομοιώσουν τις ανθρώπινες αναλυτικές ικανότητες, βασίστηκαν στις γλώσσες lisp και snobol. (βλέπε Inference Engine). Inference Rule 1 [Συμπερασματικός κανόνας] Μαθημ. Δεδομένων λογικών συνθηκών {Pj, i e I}, των οποίων οι τιμές αλήθειας ή ψεύδους είναι γνωστές, λογικός κανόνας ο οποίος επιτρέπει τον προσδιορισμό της τιμής αλήθειας ή ψεύδους λογικής συνθήκης Q, σχετικής με τις συνθήκες Ρ;. Συνήθως δηλώνεται με το σύμβολο: "=>", όταν η συνεπαγωγή ισχύει προς την δεξιά κατεύθυνση και με το σύμβολο: όταν η συνεπαγωγή ισχύει και προς τις δύο κατευθύνσεις, όπως: Aj e ιvj e jPy => Q ή Ρ <=> Q. Inference Rule" [Συμπερασματικός κανόνας] Πληρ. Δεδομένων λογικών συνθηκών {Pj, i e I), για τις οποίες είναι γνωστά τα: {T(Pj), i e I}, ως: Τ(Ρ;) e {0, 1}, λογικός κανόνας ο οποίος επιτρέπει τον προσδιορισμό τιμών της μορφής: T(/\j € |Vj€ jPy). Στους υπολογιστές παρόμοιοι κανόνες επιτρέπουν περιορισμένη "νοήμονα" προσομοίωση των αναλυτικών διαδικασιών του ανθρώπινου νου, όταν δεδομένο πρόγραμμα αντλεί δεδομένες συνθήκες Pi, από προϋπάρχουσα βάση δεδομένων. (βλέπε Inference Program). Inferior M i r a g e [Κατώτερος αντικατοπτρισμός] Οπτικ. Φαινόμενο κατά το οποίο λόγω μεταβολής του δείκτη διάθλασης του μέσου μέσα στο οποίο διαδίδονται οι ακτίνες φωτός που εκκινούν από αντικείμενο, η θέση του ειδώλου μετατοπίζεται συνήθως προς την διεύθυνση στην οποία ο δείκτης διάθλασης είναι μεγαλύτερος. Inferior Planet [Εσωτερικός πλανήτης] Αστρον. Οι

πλανήτες του ηλιακού συστήματος των οποίων οι τροχιές έχουν μέσες ακτίνες μικρότερες αυτής του πλανήτη πάνω στον οποίο βρίσκεται δεδομένος παρατηρητής. Προκειμένου περί παρατηρητή βρισκόμενου πάνω στην Γη, είναι οι πλανήτες Ερμής και Αφροδίτη. Προκειμένου περί παρατηρητή στο Δια, είναι οι πλανήτες Ερμής, Αφροδίτη, Γη και Αρης. Infill Concrete [Μπετόν καθαρισμού] Πολ.Μηχ. Επίπεδο από άοπλο σκυρόδεμα που τοποθετείται στην επιφάνεια του φυσικού εδάφους πάνω στο οποίο θα εδραστούν τα θεμέλια. Σε ορισμένες περιπτώσεις χαλαρών εδαφών, το πάχος αυτής της στρώσης είναι αυξημένο ώστε να βελτιωθεί η φέρουσα ικανότητα του εδάφους. Infilling [Υλικό πλήρωσης] Οικοδ. Δομικά υλικά που τοποθετούνται ενδιάμεσα σε τοίχους, τοιχία ή πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος ως μονωτικά ή για λόγους πυρασφάλειας. Infiltration 1 [Διαρροή] Πολ,Μηχ. Σε ένα κτίριο η εισροή του αέρα από το εξωτερικό περιβάλλον στο εσωτερικό μέσω ρηγμάτων ή κενών στα κουφώματα λόγω κακοτεχνιών στην κατασκευή. Infiltration 2 [Διείσδυση] Υδρολ. Η κίνηση του νερού από την επιφάνεια του εδάφους προς τα κατώτερα στρώματα του υπεδάφους. I n f i m u m [Μέγιστο κάτω φράγμα] Μαθημ. Αν S ς L είναι υποσύνολο δεδομένου συνόλου L, το οποίο είναι εφοδιασμένο με σχέση μερικής ταξινόμησης "<", τότε στοιχείο υ e L για το οποίο ισχύουν: 1) ("s e S) [υ < s] και 2) ($u* E L) [(u* 1 u) A (1)] => [u' < υ]. Αν επιπρόσθετα ισχύει και η: 3) u e S, τότε το u καλείται "ελάχιστο" στοιχείο του S. Συμβολίζεται ως: inf(S) ή ως: glb(S). Η 3) δεν είναι απαραίτητο να ισχύει. Π.χ., αν S = (0, 11, τότε: inf(S) = 0, αλλά 0 e S. Infinite [Απειρος] Μαθημ. Αν Ρ(χ) είναι η ιδιότητα: χ πεπερασμένος, χαρακτηρισμός του έχοντος την ιδιότητα: - Ρ . Infinite Edge Sequence [Απειρη ακολουθία πλευρών] Μαθημ. Αν G(V, Ε) είναι δεδομένο γράφημα με κορυφές V = {vj, i e I) και πλευρές Ε = {ej, j e J), μη πεπερασμένη ακολουθία πλευρών του G: Ε' = {ek = vkvk+,, k e Κ), με αρχική κορυφή ν0 και αρχική πλευρά Co = vovj. Μία τέτοιου είδους ακολουθία καλείται "μονή" άπειρη ακολουθία πλευρών, ενώ δύο τέτοιες άπειρες ακολουθίες πλευρών με κοινή κορυφή το ν0, καλούνται "διπλή" άπειρη ακολουθία πλευρών, (βλέπε Infinite Graph). Infinite G r a p h [Απειρο γράφημα] Μαθημ. Γράφημα G (V, Ε) με κορυφές V = {Vj, i e I) και πλευρές Ε = {ej, j e J), για το οποίο ισχύει: $ Ε' c Ε: Ε' = {ek = vkvk+i, k G Κ), με αρχική κορυφή VQ, αρχική πλευρά eo = VQVJ και |Ε'| 3 Χ0. Infinite Integral [Γενικευμένο ή άπειρο ολοκλήρωμα] Μαθημ. 1. Το γενικευμένο ή καταχρηστικό ολοκλήρωμα Α' είδους, όπου τουλάχιστον το ένα από τα δύο όρια ολοκλήρωσης είναι το ή το -<*>. (βλέπε 1 Improper Integral ). 2. Περίπτωση κατά την οποία η περιοχή ολοκλήρωσης κατά τον υπολογισμό τόσο μονοδιάστατων όσο και πολυδιάστατων ολοκληρωμάτων δεν είναι φραγμένη. Infinite Loop [Ατέρμων βρόγχος] Πληρ. Πρόκειται για ένα σύνολο από εντολές του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή που για κάποιο λόγο θα επαναλαμβάνεται για άπειρο το πλήθος φορές, εκτός και εάν διακοπεί η εκτέλεση του προγράμματος με εξωτερική παρέμβαση του χρήστη.

-741 -

Infinite P r o d u c t [Απειρογινόμενο] Μαθημ. Απειρο γινόμενο της μορφής: aj a2 ... afl ..., συμβολιζόμενο ως: I~Ii=rai και οριζόμενο ως: linv-^n^i"^. Εναλλακτικά οριζόμενο ως όριο ακολουθίας: Αν {an, n e |Ν) είναι δεδομένη ακολουθία με μερικά γινόμενα οριζόμενα αναδρομικά ως: ρ ι = a ι και ρΠ = pn.i an, τότε το όριο: liiiV^p n. (βλέπε Infinite Series). Infinite Sequence [Απειρη ακολουθία] Μαθημ. Συνάρτηση a: |Ν S, με πεδίο ορισμού το σύνολο των φυσικών αριθμών |Ν και πεδίο τιμών συγκεκριμένο σύνολο S , όπως το σύνολο των ρητών: |Q, των πραγματικών: |R ή των μιγαδικών: |C, συμβολιζόμενη ως: {an, n € |Ν}. Η συνηθέστερη τέτοια ακολουθία είναι η ακολουθία a: |Ν |Ν, οριζόμενη ως: an = n. Τότε: {an} = {1, 2, 3 , . . . } =[Ν. Infinite Series [Απειροσειρά] Μαθημ. Απειρο άθροισμα της μορφής: aj + a2 + ...+ an + ..., συμβολιζόμενο ως: Z^Ta, και οριζόμενο ως: limn_^£i=inaj. Εναλλακτικά οριζόμενο ως όριο ακολουθίας: Αν {an, n e |Ν) είναι δεδομένη ακολουθία με μερικά αθροίσματα οριζόμενα αναδρομικά ως: s, = aj και sn = sn.i + an, τότε το όριο: linv^s,,. (βλέπε Infinite Product). Infinite Set [Απειροσύνολο] Μαθημ. Σύνολο Α, για το οποίο ισχύει: |Α| 3 Ν0· Infinitely Large [Απείρως μεγάλο] Μαθημ. Χαρακτηρισμός στοιχείου b, συνόλου (S, <) εφοδιασμένου με κατάλληλη σχέση ταξινόμησης "<", το οποίο ικανοποιεί την: ($a e S)("n e |N): [na < b]. (βλέπε Infinitely Small). Infinitely Small [Απείρως μικρό] Μαθημ. Χαρακτηρισμός στοιχείου a, συνόλου (S, <) εφοδιασμένου με κατάλληλη σχέση ταξινόμησης "<", το οποίο ικανοποιεί την: ($b e S)("n e |N): [na < b]. (βλέπε Infinitely Large). Infinity 1 [Απειρο] Μαθημ. 1. Μαθηματικό αντικείμενο, συμβολιζόμενο ως: «>, το οποίο ικανοποιεί την: ("x e |R)[x < οο]. 2. Ο πληθάριθμος του συνόλου των φυσικών αριθμών ||Ν| = |{1, 2, 3, συμβολιζόμενος ως: Χο· 3. Ο πληθάριθμος του συνόλου των πραγματικών αριθμών ||R|, συμβολιζόμενος ως: c. 4. Εν γένει μη πεπερασμένος πληθάριθμος συνόλου, όπως Χ ο» Νι> Κ2, ... κλπ. 5. Θεωρητικό σημείο το οποίο επεκτείνει το μιγαδικό επίπεδο σε "εκτεταμένο" μιγαδικό επίπεδο, (βλέπε Ideal Point). 6. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός πραγματικής μεταβλητής χ, όταν αυτή αυξάνεται χωρίς άνω φράγμα. Στην εκτεταμένη ορολογία ορίων, π.χ. τύπου: "linv^JXx)", υπονοείται αύξηση της μεταβλητής χ χωρίς άνω φράγμα. 7. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός μιγαδικής μεταβλητής ζ, όταν to μέτρο της μεταβλητής: |ζ|, αυξάνεται χωρίς άνω φράγμα. Infinity 2 [Απειρο] Πλημ. Παρακρατημένη σταθερά ή μεταβλητή σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές η οποία χρησιμοποιείται για να αναγνωρίζει ο μικροεπεξεργαστής κατάσταση υπερχελισης (overflow) αν τέτοια προκύψει από συγκεκριμένη μαθηματική πράξη. Αν και ο εσωτερικός συμβολισμός διαφέρει από υπολογιστή σε υπολογιστή, συνήθως ως "άπειρο" χρησιμοποιείται κάποια οριακή τιμή, όπως η τιμή του ν = (-1)* ^ ό τ ( χ ν Q ε κ θ έ τ η ς e τ ε θ ε ί ί σ ο ς ^ 3 2767, σε 2(e-16383) δυαδική αναπαράσταση δεκαδικού ως: |s|e|i|f]. Infinity 3 [Απειρο] Οπτικ. Θεωρητικό σημείο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζονται και κατασκευάζονται οπτικές διατάξεις. Πολλά χαρακτηριστικά οπτικά μεγέθη, όπως εστιακή απόσταση και σταθερές λειτουργίας οπτικών αντικειμένων όπως φακών, συστημάτων φα-

I n f o r m a t i o n Feedback System

κών, κιαλιών, τηλεσκοπίων, φασματοσκοπίων κ.α., κατασκευάζονται έτσι ώστε τα διάφορα όργανα να έχουν συγκεκριμένη απόκριση όταν το αντικείμενο προς παρατήρηση βρίσκεται στο "άπειρο" ή σε απόσταση τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε πρακτικά να εκληφθεί σαν άπειρο. Ως εστιακή απόσταση φακού, ορίζεται αυτή την οποία έχει φακός ο οποίος απεικονίζει είδωλο αντικειμένου βρισκόμενου στο άπειρο. Infinity 4 [Απειρο] Ηϊχκτμον. Θεωρητικό σημείο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζονται και κατασκευάζονται ραδιοηλεκτρονικές διατάξεις. Πολλά χαρακτηριστικά ραδιοηλεκτρονικά μεγέθη, όπως εστιακή απόσταση και σταθερές λειτουργίας ραδιοηλεκτρονικών αντικειμένων και ηλεκτρονικών οργάνων, όπως ραδιοτηλεσκόπιων, ραδιοεντοπιστών και ραδιοανιχνευτών, κατασκευάζονται έτσι ώστε τα διάφορα όργανα να έχουν συγκεκριμένη απόκριση όταν το αντικείμενο προς ανίχνευση βρίσκεται στο "άπειρο" ή σε απόσταση τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε πρακτικά να εκληφθεί σαν άπειρο. Ως εστιακή απόσταση κεραίας ραδιοτηλεσκοπίου ή ραδιοανιχνευτή, ορίζεται αντίστοιχα αυτή την οποία έχει κεραία η οποία απεικονίζει είδωλο αντικειμένου βρισκόμενου στο άπειρο, κατ' αντιστοιχία με την εστιακή απόσταση οπτικής συνιστώσας, (βλέπε Infinity 3 ). Infinity Method [Μέθοδος απείρου] Οπτικ. Παραλλαγή μεθόδου εύρεσης της εστιακής απόστασης ή ευθυγράμμισης οπτοηλεκτρονικής διάταξης αποτελούμενης από τουλόχιστον δύο συνιστώσες, κατά την οποία το αντικείμενο που πρόκειται να απεικονιστεί βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση σε σχέση με τη διάταξη. Αν η διάταξη ευθυγραμμιστεί σωστά και εστιάσει κατάλ.ληλα για παρατηρητή με όραση 20/20, τότε οι ακτίνες φωτός οι οποίες εστιάζονται στο μάτι του παρατηρητή και διέρχονται από τις δύο συνιστώσες της διάταξης είναι πρακτικά παράλληλες, (βλέπε Infinity ). Inflected Arch [Ανεστραμένο τόξο] Οικοδ. —> Inverted Arch. Influence Line [Γραμμή επιρροής] Μηχ. Η γραφική παράσταση της μεταβολής των εντατικών μεγεθών μιας δοκού λόγω των μεταβλητών φορτίων. Information 1 (Πληροφορία] Επικοιν. Φυσικό μέγεθος που ορίζεται σαν το διαθέσιμο πλήθος καταστάσεων για την εντροπία του συστήματος (ή την αταξία του ή την αβεβαιότητα του). Information 2 [Πληροφορία] Γεν. Γενικότερη έννοια που απαντάται σε όλους σχεδόν τους επιστημονικούς κλάδους, περιγράφοντας κάθε επιστημονική γνώση η οποία έχει επεξεργασθεί και κατανοηθεί πλήρως και άρα μπορεί να αναμεταδοθεί με διάφορους τρόπους. I n f o r m a t i o n Bit [Δυαδικό ψηφίο πληροφορίας] Επικοιν. Ποσότητα πληροφορίας μίας δυαδικής κατάστασης που συνοψίζεται σε 0 ή 1. Information Center (Κέντρο πληροφοριών] Επικοιν. Χώρος συλλογής, επεξεργασίας και διακίνησης πληροφοριών που μπορεί να συμπτυχθεί και σε ένα Η/Υ. Information Channel [Κανάλι πληροφορίας] Επικοιν. Κανάλι διακίνησης πληροφορίας και της σχετικής σηματοδοσίας. I n f o r m a t i o n Content [Περιεχόμενο πληροφορίας] Επικοιν. Το ουσιώδες περιεχόμενο της πληροφορίας (σε bits) μπορεί να θεωρηθεί σαν την καθαρή πληροφορία που περιέχεται σε ένα σύνολο από bits όπου συνήθως περιέχεται μια μεγάλη ποσότητα από bits ελέγχου. I n f o r m a t i o n Feedback System [Αναδραστικό σύστη-

Information Flow

-742-

μα πληροφοριών] Επικοιν. Σύστημα πληροφοριών όπου οι συλλεγόμενες πληροφορίες επαναποστέλλονται στην πηγή εκπομπής τους προς διακρίβωση της εγκυρότητάς τους. Information Flow [Ροή πληροφορίας] Πληρ. Μετακίνηση δεδομένων τα οποία είναι αναγνωρίσιμα από ανθρώπινο συντελεστή. Συνήθως τελείται διαφοροποίηση μεταξύ της μετακίνησης απλών δεδομένων, όπως δεδομένων τα οποία είναι απαραίτητα για την εσωτερική λειτουργία υπολογιστή και δεδομένων τα οποία είναι αναγνώσιμα από χειριστή ή προγραμματιστή και δεν είναι απαραιτήτως απαραίτητα για την λειτουργία του υπολογιστικού συστήματος μέσα στο οποίο διακινούνται. Η πληροφορίες τις οποίες παρέχει για παράδειγμα κάτοχος τραπεζικής κάρτας atm (automatic teller machine) στο σύστημα ανάληψης χρημάτων είναι τέτοια ροή, ενώ τα πραγματικά ενδιάμεσα δεδομένα τα οποία μπορεί να διαμεσολαβηθούν μεταξύ του προγράμματος ανάληψης και της μηχανής εξαγωγής χρημάτων δεν είναι. I n f o r m a t i o n Hiding [Απόκρυψη πληροφορίας] Πληρ. Μερική ή ολική απόκρυψη δεδομένων σε μονάδες εισαγωγής ή εξαγωγής υπολογιστικού συστήματος για λόγους ασφάλειας, απόδοσης ή ταχύτητας. Αν, π.χ. δεδομένο πρόγραμμα χειρίζεται τη δομή: eRcc = record first, last: Str255; age, id: Integer: salary: Real: end; και δεδομένος χειριστής βάσης δεδομένων η οποία παρέχει πληροφορίες για τους υπαλλήλους της εταιρείας έχει πρόσβαση στα δεδομένα υπαλλήλου, το πρόγραμμα επιλεκτικά μπορεί να αποκρύψει πεδία της δομής τα οποία μπορεί να είναι προσωπικά, όπως το πεδίο salary. Εναλλακτικά, πεδία τέτοιων δομών τα οποία για λόγους ταχύτητας πρόσβασης μπορεί να μετατραπούν σε άλλους στοιχειώδεις τύπους δεδομένων, όπως real σε computational, κλπ. Information I n t e r c h a n g e [Ανταλλαγή πληροφοριών] Επικοιν. I I ροή πληροφοριών ή δεδομένων από μια πηγή σ'ένα δέκτη και αντίστροφα. I n f o r m a t i o n M a n a g e m e n t [Διαχείριση πληροφοριών] Επικοιν. Το σύνολο των διαδικασιών που αφορούν στην εκπομπή, συλλογή και στο χειρισμό πληροφοριών σύμφωνα με σαφώς καθορισμένα πρότυπα, κανόνες και τεχνικές. I n f o r m a t i o n Network [Δίκτυο πληροφοριών] Πληρ. Εξοπλισμός, συνήθως αποτελούμενος από εκατοντάδες επιμέρους ή τοπικές ανεξάρτητες υπομονάδες εισαγωγής και εξαγωγής δεδομένων, ο οποίος επιτρέπει γρήγορη διακίνηση και ροή πληροφορίας. Το διεθνές δίκτυο internet είναι τέτοιο καθώς και πολλές επιμέρους υπηρεσίες οι οποίες αποτελούν εξειδικευμένους • υποτομείς του internet, ύπως επιμέρους παροχής υπηρεσιών, servers ιστοσελίδων, το δίκτυο uscnct, κλπ. I n f o r m a t i o n Processing [Επεξεργασία πληροφοριών] Πληρ. Οποιαδήποτε επεξεργασία χρησιμοποιεί σαν βάση δεδομένα τα οποία είναι εν γένει αναγνωρίσιμα από ανθρώπινη συνιστώσα ή δεδομένα τα οποία μετατρέπονται σε αναγνωρίσμα δεδομένα, όπως δεδομένα γέννησης, ταυτότητας, προσωπικών πληροφοριών, όπως μισθολογικών καταστάσεων, φορολογικής ενημερότητας, τραπεζικών συναλλαγών, κλπ. I n f o r m a t i o n Rate [Ταχύτητα μετάδοση πληροφορίας] Πληρ. Ο αριθμός των bits ανά μονάδα χρόνου ο οποίος διέρχεται από κανάλι μετάδοσης πληροφορίας. Είναι μεγάλης σημασίας σε διαδικτυακά συστήματα επικοινωνίας καθώς βάσει αυτού του αριθμού καθορίζονται

οι κυριότερες συνιστώσες ταχύτητας και απόδοσης δεδομένου δικτύου, (βλέπε Information Flow). I n f o r m a t i o n Rate [Ρυθμός πληροφορίας] Επικοιν. Info Transfer Rate. I n f o r m a t i o n Requirements [Απαιτήσεις πληροφορίας] Πληρ. Συγκεκριμένες παράμετροι οι οποίες περιέχουν ή μετατρέπονται σε δεδομένα τα οποία αποτελούν την κύρια πληροφορία που άμεσα ή έμμεσα αποστέλλεται για περαιτέρω επεξεργασία σε δεδομένο υπολογιστικό σύστημα, ύπως προσωπικές πληροφορίες, στατιστικές πληροφορίες ή εν γένει δεδομένα τα οποία είναι απαραίτητα για να πραγματοποιηθεί ανάλυσή τους από υπολογιστή, (βλέπε Information Processing). Information Retrieval 1 [Ανάκτηση πληροφορίας] Πληρ. 1. Διαδικασία κατά την οποία ενδιαφερόμενος μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε συγκεκριμένη βάση δεδομένων εταιρίας ή οργανισμού για λόγους ενημέρωσης, πληροφόρησης ή ανάλυσης. Συνήθως το ποσό της διαθέσιμης πληροφορίας είναι ευθέως ανάλογο του υπαλληλικού βαθμού του ενδιαφερύμενού αν και συχνά υπάρχουν εξαιρέσεις. Η πρόσβαση στα δεδομένα γίνεται με κατάλληλη διαμεσολάβηση του τμήματος διαχείρισης πόρων, (βλέπε Information-Resource Management). 2. Εξαγωγή πληροφορίας όπως αυτή περιέχεται σε συγκεκριμένη δομή δεδομένων ή βάση δομών δεδομένων. Αν για παράδειγμα ενδιαφερόμενος συλλέγει στατιστικά στοιχεία βάσης δεδομένων η οποία αποτελείται από την δομή: eRec = record first, last: Str255; age, id: Integer; salary: Real; end; είναι πιθανό να χρειάζεται μόνο ορισμένα πεδία της παραπάνω δομής μόνον, όπως τα πεδία last των records. Information Retrieval 1 [Απόκτηση πληροφορίας] Πληρ. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός διαδικασίας συλλογής πληροφοριών από δεδομένο τοπικό ή διεθνές δίκτυο με τη βοήθεια κατάλληλου προγράμματος. Πρόγραμμα το οποίο παρέχει πρόσβαση στις διάφορες υπηρεσίες του διεθνούς δικτύου internet μπορεί να είναι τέτοιο, όπως πρόγραμμα web-crawller το οποίο συλλέγει πληροφορίες ακολουθώντας τα διάφορα links σε ιστοσελίδες. Information-Resources M a n a g e m e n t [Διαχείριση πόρων πληροφορίας] Πληρ. Διαδικασία η οποία τελείται από συγκεκριμένο ανθρώπινο δυναμικό σε συνεργασία με υπολογιστικό εξοπλισμό, το οποίο παρέχει πρόσβαση σε ενδιαφερόμενους στα δεδομένα συγκεκριμένης βάσης δεδομένων όπως αυτά έχουν καταχωρηθεί διαχρονικά από το προσωπικό συγκεκριμένης εταιρίας ή οργανισμού. Το τμήμα διαχείρισης τέτοιων πόρων είναι συνήθως ανεξάρτητο και αυτόνομο. Information S e p a r a t o r [Διαχωριστής πληροφοριών] Πληρ. 1. Διαμαγνητικό φυσικό ή λογικό διάκενο μεταξύ διαφορετικών πεδίων σε συγκεκριμένη δομή δεδομένων. Στην δομή: eRec = record first, last: Str255; dummy: Integer; age, id: Integer; salary: Real; end; το πεδίο dummy αποτελεί τέτοιον διαχωριστή, ο οποίος μπορεί να βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο για διάφορους λόγους, όπως ταχύτητα επεξεργασίας, ευκολία στην παρουσίαση των σχετικών δεδομένων σε ενδιαφερόμενο ή για κάποιον άλλο λόγο. Προκειμένου περί μαγνητικών ταινιών ή δίσκων αποθήκευσης υπάρχει περίπτωση τέτοιοι διαχωριστές να είναι Kat φυσικά μαγνητικά διάκενα τα οποία διευκολύνουν την πρόσβαση ανάγνωσης, (βλέπε End-Ol-Record Gap). 2. Σειρά ειδικών χαρακτήρων η οποία αποτελεί διαχωρι-

-743 στικό σηματοδότη μεταξύ όμοιων πεδίων κατά την παρουσίαση ή καταγραφή όμοιων πεδίων σε βάσεις δεδομένων και διευκολύνει τον αναγνώστη στην ταξινόμηση της παρεχόμενης πληροφορίας. I n f o r m a t i o n Source [Πηγή πληροφορίας] Επικοιν. Ο πομπός ή και το πραιτογενές υλικό (Resource) της πληροφορίας. Information System 1 [Πληροφοριακό σύστημα] Επικοιν. Σύστημα λήψης, αξιολόγησης και επεξεργασίας, αποθήκευσης και παρουσίασης της πληροφορίας (παρουσιάζεται και σαν MIS. I n f o r m a t i o n System 2 [Σύστημα πληροφοριών] Πληρ. Εξειδικευμένο συνήθως πρόγραμμα το οποίο επιτρέπει κατάλληλη πρόσβαση χειριστών σε μεγάλες ή μικρές βάσεις δεδομένων. Τέτοια προγράμματα είναι τα oracle, sybase, fox-base pro, διάφορα case tools, κλπ. I n f o r m a t i o n System Architecture [Αρχιτεκτονική συστήματος πληροφοριών] Πληρ. Ο πλήρης εξοπλισμός συνήθως εξαιρούμενου του ανθρώπινου δυναμικού που τον χειρίζεται, ο οποίος εκτελεί τα κύρια χρέη διαχείρισης πόρων πληροφορίας σε εταιρεία ή οργανισμό. Μπορεί να περιλαμβάνει τοπικά ή διεθνή διαδίκτυα, επιμέρους υπολογιστικό εξοπλισμό και τα κατάλληλα προγράμματα τα οποία διαχειρίζονται τις αντίστοιχες σχετικές βάσεις δεδομένων, (βλέπε Information System). I n f o r m a t i o n Technology [Τεχνολογία πληροφοριών ή πληροφορικής] Πληρ. Εξειδικευμένος τομέας της πληροφορικής, αρχικά διδασκόμενος σε πανεπιστήμια, κολέγια και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και αργότερα εφαρμοζόμενος σε εταιρείες, στον οποίο συνδυάζεται η πληροφορική με την επεξεργασία διάφορων ειδών πληροφορίας, όπως εξειδικευμένων γραφικών παρουσίασης, πολυμέσων (multimedia), ηχητικών ψηφιακών ηχομορφών, τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σημάτων, δορυφορικών σημάτων κλπ. Συνήθως δηλώνεται ως IT. Στο εξωτερικό, τα περισσότερα πανεπιστήμια προσφέρουν διπλώματα σε τέτοιες εξειδικευμένες σπουδές. I n f o r m a t i o n Theory [Θεωρία Πληροφοριών] Επικοιν. Μαθηματική θεωρία με εμπνευστή τον Claude Shannon, που προσπαθεί με φορμαλιστικό τρόπο να περιγράψει και μελετήσει τις διαδικασίες μετάδοσης πληροφοριών καθώς και την αλλοίωση που αυτές υφίστανται με κάθε μορφή επικοινωνίας. Δομικό στοιχείο της θεωρίας η απόδειξη ότι για κάθε είδος πληροφορίας υπάρχει ένας βέλτιστος κώδικας μετάδοσής της, χωρίς ωστόσο να καθορίζεται επακριβώς ποιος είναι ο κώδικας αυτός. Ο όρος "πληροφορία" στη θεωρία ταυτίζεται με το βαθμό ελευθερίας που έχουμε να επιλέξουμε ένα "μήνυμα" από ένα σύνολο "μηνυμάτων". Π. χ. το στρίψιμο ενός νομίσματος είναι πληροφορία βαθμού 2. Εντυπωσιακή είναι η αναλογία της θεωρίας με τους νόμους της Θερμοδυναμικής (κυρίως τον 2°) που αφορούν το μέγεθος της εντροπίας.

Infrared Cirrus

πληροφορίας βάσης δεδομένων σε ενδιαφερόμενους. Οι ηλεκτρονικοί πίνακες παρουσίασης τιμών συναλλάγματος ή οι μεγάλοι πίνακες παρουσίασης των τρεχόντων τιμών των μετοχών είναι αυτής της κατηγορίας. Informed [Πληροφορημένο πρόγραμμα] Πληρ. Υποπρόγραμμα "νοήμονος" προγράμματος το οποίο χρησιμοποιεί στοιχεία τεχνητής νοημοσύνης και το οποίο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατέχει αρκετές πληροφορίες έτσι ώστε να μπορεί να εξάγει κάποιο σχετικά ακριβές λογικό συμπέρασμα. Info T r a n s f e r Rate [Ρυθμός μεταφοράς πληροφορίας] Επικοιν. Ρυθμός μετάδοσης (σε bps) της ίδιας της πληροφορίας (δεδομένα) και όχι των δεδομένων δομής ή ελεγχου. Infralow Frequency [Υπερχαμηλή συχνότητα] Επικοιν. Οι (ακουστικές) συχνότητες από 300 Hz ως 3 kHz που χρησιμοποιούνται κυρίως στην τηλεφωνία. I n f r a r e d [Υπερέρυθρο] Η/χκτρομαγν. Η περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος η οποία εκκινεί από τα 800 nm και κείται πέραν του ερυθρού συνήθως έως την ακτινοβολία με μήκος κύματος ένα χιλιοστό. I n f r a r e d Absorption [Υπέρυθρη απορρόφηση] Ηλεκτμομαγν. Η από το μέσο διάδοσης απορρόφηση ακτινοβολίας στο υπέρυθρο. Η απορρόφηση προκαλεί ηλεκτρονικές μεταβάσεις ή ταλοντώσεις των ατόμων στα μόρια του διαδότη. I n f r a r e d Astronomy [Υπερέρυθρη αστρονομία] Αστμον. Τομέας της αστρονομίας ο οποίος ερευνά χαρακτηριστικές υπερέρυθρες ακτινοβολίες ουρανίων σωμάτων, όπως πλονητών, του ήλιου, αστέρων και διαφόρων νεφελωμάτων. Επειδή πολλά μόρια εκπέμπουν φασματικές ταινίες σε αυτήν την περιοχή, ο τομέας αυτός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για την αναγνώριση ύπαρξης οργανικών ενώσεων σε διάφορα ουράνια σώματα. I n f r a r e d B a c k g r o u n d Radiation [Υπερέρυθρη ακτινοβολία θορύβου] Αστμον. Διάχυτη υπερέρυθρη ακτινοβολία η οποία δεν προέρχεται από συγκεκριμένο σώμα, αλλά κυρίως από διαστρική σκόνη η οποία βρίσκεται κοντά σε αστέρες και ακτινοβολεί εμμέσως μέσω της θέρμανσής της από του αστέρες αυτούς. I n f r a r e d Binoculars [Υπερέρυθρες διόπτρες] Οπτικ. Τύπος οπτοηλεκτρονικής διάταξης η οποία αποτελείται από συνδυασμό οπτικής διόπτρας και ηλεκτρονικού μετατροπέα, που περλαμβάνει κατάλληλο φωτοπολλοπλοσιαστή, ο οποίος μετατρέπει υπερέρυθρη ακτινοβολία σε ορατή πράσινη ακτινοβολία κατάλληλη προς παρατήρηση. Γνωστή και σαν κιάλια υπερερύθρου, κιάλια νυκτός ή κιάλια νυκτερινής παρατήρησης αν και τα ονόματα "κιάλια νυκτός" και "νυκτερινής παρατήρησης" είναι συνήθως παρακρατημένα για αντίστοιχες οπτικές διόπτρες με αντικειμενικούς φακούς σχετικά μεγάλου διαμετρήματος. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα για στρατιωτικούς λόγους σαν απλές διόπτρες παInformation Unit [Μονάδα πληροφορίας] Επικοιν. Η ρατήρησης κατά τη νύκτα ή σαν σκοπευτικές διόπτρες μονάδα που χρησιμοποιείται για να μετρήσει το βαθμό όπλων. μίας πληροφορίας (βλεπε Information Theory). Συνή- I n f r a r e d C a t a s t r o p h e [Καταστροφή υπέρυθρου] Φνσ. θως είναι το bit, που ισοδυναμεί με τη δυνατότητα επι- Περίπτωση κατά την οποία η ακτινοβολάα που εκπέλογής ανάμεσα σε δύο ισοπιθανά ενδεχόμενα. Αν τα μπει κινούμενο φορτίο γίνεται άπειρο σε χαμηλνές συενδεχόμενα είναι π.χ. 16, η αντίστοιχη πληροφορία εί- χνότητες όπως προβλέπεται από την κβαντική ηλεναι βαθμού log216 = 4 bits. κτροδυναμική. Το αποτέλεσμα διορθώνεται στην κβαI n f o r m a t i o n Utility [Εργαλείο πλ.ηροφορίας] Πληρ. ντική θεωρία πεδίου. Εξειδικευμένο πρόγραμμα υπολογιστικού εξοπλισμού I n f r a r e d C i r r u s [Υπέρυθρη θύσανος] Αστμον. Περιοτο οποίο μπορεί να παράσχει έναν συγκεκριμένο τύπο χές συσσωρευμένης αστρικής σκόνης στο διάστημα,

I n f r a r e d Emission

-744-

ορατής μόνο στην περιοχή του υπερύθρου από ειδικά τηλεσκόπια. Ονομάζονται έτσι λόγω της ομοιότητάς τους με τα θυσανωτά σύννεφα της ατμόσφαιρας. Η επικρατούσα θερμοκρασία στην περιοχή τους είναι της τάξης των -240 ' C, και οφείλεται στην περιορισμένη θέρμανση των μορίων της σκόνης από το αστρικό φως. I n f r a r e d Emission [Υπερέρυθρη εκπομπή] Φνσ. Εκπομπή ακτινοβολίας από σώμα όταν η εκπεμπόμενη ακτινοβολία εκπέμπει αποκλειστικά στον υπερέρυθρο τομέα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος ή όταν η εκπεμπόμενη ακτινοβολία περιέχει μία σχετικά μεγάλη συνιστώσα υπερέρυθρης ακτινοβολίας. Η κοινή λυχνία με νήμα βολφραμίου χαρακτηρίζεται από τέτοια εκπομπή καθώς η εκπομπή ορατού φωτός είναι πολύ μικρή σχετικά με την εκπεμπόμενη υπερέρυθρη ακτινοβολία. I n f r a r e d Emitting Diode [Δίοδος εκπομπής υπερέρυθρης ακτινοβολίας] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική δίοδος, παρόμοια κατασκευαστικά με δίοδο εκπομπής φωτός (led) με μόνη διαφορά ότι η εκπεμπόμενη ακτινοβολία είναι υπερέρυθρη. Οι δίοδοι στο μπροστινό μέρος των κοινών τηλεκοντρόλ είναι τέτοιες. Συνομογραφία: ied. I n f r a r e d Excess [Πλεόνασμα υπερέρυθρης ακτινοβολίας] Αστρον. 1. Αν Ει είναι η υπερέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπει ουράνιο σώμα και Ε2 είναι η αντίστοιχη υπερέρυθρη ακτινοβολία που θα εξέπεμπε το ίδιο ουράνιο σώμα αν ήταν ιδανικό μέλαν σώμα, τότε κατάσταση στην οποία ισχύει: Ε ι > Ε2. 2. Αν Ε ι είναι η υπερέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπει ουράνιο σώμα και Ε2 είναι η αντίστοιχη υπερέρυθρη ακτινοβολία που θα εξέπεμπε το ίδιο ουράνιο σώμα σαν ετερόφωτο αντικείμενο, τότε κατάσταση στην οποία ισχύει: Ε ι > Ε2. Ο πλανήτης Δίας παράγει πλεύνασμα υπερέρυθρης ακτινοβολίας καθώς εκπέμπει περισσότερη υπερέρυθρη ακτινοβολία από όση δέχεται από τον ήλιο. I n f r a r e d Filter [Φίλτρο υπερέρυθρης ακτινοβολίας] Οπτικ. Ειδικό φίλτρο σκοτεινού ερυθρού χρώματος ή και σχεδόν αδιαφανές στο ορατό φως, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο υπερέρυθρης ακτινοβολίας συγκεκριμένου μήκους κύματος χρησιμοποιούμενο σε εφαρμογές υπερέρυθρης φωτογράφησης ή αεροφωτογράφησης, οπτοηλεκτρονικών εφαρμογών με laser ή σε ειδικούς θερμαντικούς λαμπτήρες. I n f r a r e d Galaxy [Γαλαξίας υπερέρυθρης ακτινοβολίας] Αστρον. Γαλαξίας ο οποίος εκπέμπει ισχυρή υπερέρυθρη ακτινοβολία, είτε λόγω ύπαρξης μέσα του πυκνής γαλαξιακής σκόνης ή λόγω ύπαρξης μέσα του πολλών αστέρων οι οποίοι βρίσκονται σε σχετικά πρώιμα χρονικά στάδια ανάπτυξης. I n f r a r e d Heating [Θέρμανση με υπερέρυθρη ακτινοβολία] Μηχ. Χρησιμοποίηση υπερέρυθρης ακτινοβολίας συγκεκριμένου μήκους κύματος, ανάλογα με την εφαρμογή, για να θερμανθεί αντικείμενο ή για να διατηρηθεί ζεστό ή για να "ψηθούν" ειδικά ελαιοχρώματα, όπως αυτοκινήτων, κλπ. Χρησιμοποιούνται συνήθως ειδικές λυχνίες με νήμα βολφραμίου οι οποίες κυμαίνονται σε ισχύ από 300 έως και 20,000 watt. I n f r a r e d Homing [Ανίχνευση στόχου με υπερέρυθρη ακτινοβολία] Μηχ. Χρησιμοποίηση υπερέρυθρης ακτινοβολίας για τον εντοπισμό σώματος, όταν αυτό εκπέμπει τέτοια ακτινοβολία. Παραλλαγές της τεχνικής αυτής χρησιμοποιούνται στον στρατιωτικό τομέα, με τη βοήθεια υπερέρυθρων διόπτρων, ανιχνευτών, κλπ, αλλά και από ορισμένα ζώα, όπως όφεις, κώνωπες, κ.ά. I n f r a r e d Image C o n v e r t e r [Μετατροπέας εικόνας υπερέρυθρης] Ηλεκρον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία

συνήθως περιέχει ειδική φωτοευαίσθητη οθόνη που λειτουργεί βάσει του φωτοηλεκτρικού φαινομένου. Είναι ευαίσθητη σε υπερέρυθρη ακτινοβολία η οποία βομβαρδιζόμενη με φωτόνια τέτοιας ακτινοβολίας εκπέμπει ηλεκτρόνια, τα οποία διέρχονται από κατάλληλο φωτοπολλαπλασιαστή και προσπίπτουν πάνω σε φθορίζουσα οθόνη, που δημιουργεί οπτική αναπαράσταση του αλλιώς σκοτεινού οπτικού πεδίου, συνήθως χρώματος πράσινου. Οι υπερέρυθρες διόπτρες περιέχουν τέτοια συνιστώσα. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε στρατιωτικές εφαρμογές, (βλέπε Infrared Binoculars). I n f r a r e d L a m p [Λυχνία υπερερύθρου] Ηλεκ. Αυχνία πυράκτωσης με νήμα από βολφράμιο, στην οποία το εκπεμπόμενο φως διέρχεται μέσω κατάλληλου φίλτρου το οποίο επιτρέπει την διέλευση υπερέρυθρης ακτινοβολίας και λίγης ορατής ακτινοβολίας. Στην κυριολεξία όλες οι ακτινοβολίες απορροφούμενες από σώμα προκαλούν θέρμανση και όλες οι λυχνίες πυράκτωσης με νήμα βολφραμίου είναι λυχνίες υπερερύθρου, αλλά συχνά το φίλτρο εξειδικεύεται έτσι ώστε να επιτρέπει την διέλευση υπερέρυθρης ακτινοβολίας συγκεκριμένου εύρους μηκών κύματος, ανάλογα με την εφαρμογή. (θέρμανση επιφανείας έναντι θέρμανσης εσωτερικού, κλπ.) I n f r a r e d Laser [Laser υπερερύθρου] Φυσ. Laser το οποίο εκπέμπει ακτινοβολία στην οποία η πλειονότης των γραμμών συντονισμού βρίσκονται στο υπερέρυθρο. Τέτοια laser μπορεί να εκπέμπουν και μικρή ορατή ακτινοβολία ή καθόλου ορατή ακτινοβολία. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα διότι αν προσπέσουν στον οφθαλμό, λόγω του ότι τέτοια ακτινοβολία δεν είναι ορατή, μπορεί να τον προσβάλουν και να προκαλέσουν ζημιά χωρίς αυτή να γίνει αντιληπτή. I n f r a r e d Maser [Μέιζερ υπέρυθρου] Φυσ. Συσκευή η οποία εκπέμπει στο υπέρυθρο λόγω εξαναγκασμένης εκπομπής ακτινοβολίας και συνεπώς αποτελεί ένα μέιζερ. I n f r a r e d Microscope [Μικροσκόπιο υπέρυθρου] Φυσ. Είδος συσκευής η οποία λειτουργεί με ακτινοβολία υπερύθρου δρα ως μικροσκόπιο και ανιχνεύει λεπτομέρειες οι οποίες είναι θολές στην ορατή ακτινοβολίας λόγω του μήκους κύματος της. I n f r a r e d Nuclear Magnetic Resonance [Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός υπέρυθρου] Φυσ. Το φαινόμενο του συντονισμού της μαγνητικής ροπής του πυρήνα και της απορρόφησης ενέργειας από ηλεκτρομαγνητικό πεδίο υπέρυθρου σε εξωτερικό μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται στη φασματοσκοπία για τη μελέτη τόσο των πυρήνων όσο και χημικών αντιδράσεων. I n f r a r e d Optical Material [Υλικό υπερερύθρου] Ηλεκτρομαγν. Διαφανές ή αδιαφανές υλικό το οποίο δεν απορροφά καθόλου ή πολύ λίγο την υπερέρυθρη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Προκειμένου περί διαφανών υλικών, τέτοια συνήθως χρησιμοποιούνται στην φασματογράφηση υπερερύθρου, όπως ο κρύσταλλος irgn6, ο οποίος είναι σχεδόν απόλυτα διαφανής στο υπερέρυθρο. Infrared Radiation [Υπερέρυθρη ακτινοβολία] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ενέργειας: 1 . 5 5 - 2 . 5 10'3 eV. Infrared Searchlight [Προβολέας υπερερύθρου] Οπτικ. Προβολέας αποτελούμενος από λυχνία πυράκτωσης με νήμα από βολφράμιο ή λυχνία εκκένωσης ξένου, με ειδικό σκούρο ερυθρύ φίλτρο το οποίο επιτρέπει να διέλθουν μόνο οι υπερέρυθρες ακτίνες, οι

-745 οποίες προσβάλουν σκοτεινό στόχο και στην συνέχεια, ανακλώμενες επιστρέφουν και ανιχνεύονται γινόμενες αντιληπτές από οπτοηλεκτρονική μονάδα ανίχνευσης υπερερύθρου. Έτσι, χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με διόπτρες ή ανιχνευτές υπερερύθρου σε στρατιωτικές εφαρμογές, (βλέπε Infrared Binoculars, Infrared Image Converter). I n f r a r e d Spectrometer [Φασματογράφος υπερερύθρου] Φυσ. Φασματογράφος του οποίου οι οπτικές συνιστώσες αποτελούνται από ειδικό υλικό το οποίο είναι διαφανές στην υπερέρυθρη ακτινοβολία, όπως πρίσματα από κρύσταλλο irgn6 ή κατάλληλο κρυσταλλικό άλας. I n f r a r e d Spectrophotometry [Φασματοφωτομετρία υπερερύθρου] Φυσ. Φωτομετρία γραμμών ή/και ταινιών απορρόφησης μορίων στην υπερέρυθρη περιοχή του φάσματος, συνήθως χρησιμοποιώντας φασματογράφους ή φασματοσκόπια υπερερύθρου. (βλεπε Infrared Spectrometer). I n f r a r e d Spectroscopy [Φασματοσκοπία υπερερύθρου] Φνσ. Φασματοσκοπία της υπερέρυθρης περιοχής του φάσματος στοιχείων ή μορίων, συνήθως χρησιμοποιώντας φασματογράφους ή φασματοσκόπια υπερερύθρου. (βλέπε Infrared Spectrometer). I n f r a r e d S p e c t r u m [Υπερέρυθρο φάσμα] Φνσ. Το τμήμα του φάσματος το οποίο παράγεται από υπερέρυθρη ακτινοβολία και συνήθως εξερευνάται με τη βοήθεια φασματοσκοπίων ή φασματογράφων υπερερύθρου. (βλεπε Infrared Radiation). Infrared Star [Υπερέρυθρος αστέρας] Αστρον. Αστέρας, ο οποίος για κάποιον λόγο εκπέμπει μεγάλα ποσά υπερέρυθρης ακτινοβολίας. Τέτοιοι "αστέρες" είναι συνήθως είτε πρωτογενείς μάζες διαστρικής κόνης οι οποίες είναι αστέρες σε εμβρυακή κατάσταση ή αστέρες των οποίων το άμεσο περιβάλλον αποτελείται από πυκνή διαστρική κόνη. Παράδειγμα τέτοιων αστέρων είναι τα υπερέρυθρα αντικείμενα: "αστέρας Cohen - Schwartz" (Τ - Tauri) και το αντικείμενο "Becklin - Neugebauer object" στο κέντρο του νεφελώματος του ωρίωνα, Μ42. I n f r a r e d Telescope [Υπερέρυθρο τηλεσκόπιο] Αστρον. Τύπος τηλεσκοπικής οπτοηλεκτρονικής διάταξης που αποτελείται από συνδυασμό τηλεσκοπίου και ηλεκτρονικού μετατροπέα, ο οποίος περιλαμβάνει κατάλληλο φωτοπολλαπλασιαστή που μετατρέπει υπερέρυθρη ακτινοβολία σε ορατή ακτινοβολία, κατάλληλη προς παρατήρηση. Παραλλαγή της διάταξης χρησιμοποιείται σε έρευνες υπερέρυθρης αστρονομίας ή σε τεχνητούς δορυφόρους σαν κατασκοπικός ή αναγνωριστικός καταγραφέας γεωγραφικών περιοχών με μεγάλη ανάλυση. (βλέπε Infrared Astronomy). Infrasonic [Υποηχητικός] Ακουστ. Όποιος έχει συχνότητα μικρότερη του κατώτερου ορίου ακουστότητας του ανθρώπινου αυτιού. I n f r a s o u n d [Υπόηχος] Ακουστ. Ήχος έχων συχνότητα μικρότερη του κατώτερου ορίου ακουστότητα του ανθρώπινου ωτός. I n f r a s t r u c t u r e [Υποδομή] Πολ.Μηχ. Το σύνολο των δικτύων που είναι εγκατεστημένα σε μια αστική ή υπεραστική περιοχή ώστε να εξασφαλίζεται προς τον πληθυσμό της περιοχής άνετη δυνατότητα κυκλοφορίας, απαραίτητη ποσότητα ενέργειας και νερού καθώς και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. I n f r a s t r u c t u r e [Υποδομή] Πολ..Μηχ. Το σύνολο των βασικών εγκαταστάσεων μίας περιοχής, όπως αρδευτι-

Inhibition

κό και αποχετευτικό δίκτυο, δρόμοι, κλπ. Infusion [Εκχυση] Χημ. Διαδικασία όμοια της υγρής εκχύλισης, με τη διαφορά ότι, η διαλυμένη ουσία εξάγεται από στερεό υλικό και όχι από υγρό διάλυμα. Ingot [Πλίνθωμα] Μεταλλ. Είναι ένα μεγάλο σώμα μετάλλου, το οποίο προκύπτει από τη μέταλλου ργ ι κή παραγωγή τήγματος, σε σχήμα που του προσδίδεται από τα εκάστοτε καλούπια και προορίζεται για περαιτέρω κατεργασία με πλοστική διαμόρφωση όπως σφυρηλασία, έλαση ή διέλαση. Ingress [Στιγμή εισόδου] Αστμον. Η χρονική στιγμή της φαινόμενης εισόδου ενός μικρότερου ουράνιου σώματος στον οπτικό δίσκο ενός μεγαλύτερου, με το μικρότερο να είναι ανάμεσα στον παρατηρητή και το μεγαλύτερο, όπως π.χ. η στιγμή εισόδου της Σελήνης στη σκιά της Γης, σε μία Σεληνιακή έκλειψη. Inherent Safety [Εγγενής ασφάλεια] Βιομ.Μηχ. Καλείται η πρόσδοση εκείνων των χαρακτηριστικών της σταθερής και ασφαλούς λειτουργίας μίας εγκατάστασης που προκύπτουν ως αποτέλεσμα ενός προσεγμένου και κατάλληλου σχεδιασμού. Inherent Storage [Ενδογενές αποθηκευτικό μέσο] Πλ,ημ. Καταχρηστικός χαρακτηρισμός αποθηκευτικού μέσου το οποίο συνήθως παρέχεται μαζί με την συσκευή, της οποίας τα δεδομένα αποθηκεύει και βρίσκεται στο εσωτερικό της συσκευής χωρίς ο χειριστής της να έχει εύκολη πρόσβαση σε αυτό. Εσωτερικοί σκληροί και εύκαμπτοι δίσκοι είναι τέτοια, σε αντίθεση με εξωτερικούς δίσκους οι οποίοι είναι αγορασμένοι και συνδεδεμένοι σε κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγ-

μη. Inherent Viscosity [Εγγενές Ιξώδες] Ρευστομηχ. Χρησιμοποιείται για αραιά διαλύματα πολυμερών και ορίζεται από την εξίσωση ninh = ln(n/n0)/c2, όπου n το ιξώδες του διαλύματος, η0 το ιξώδες του καθαρού διαλύτη και c2 η συγκέντρωση του πολομερούς. Inherited Attribute [Κληρονομημένη ιδιότητα] Πλημ. Ιδιότητα δομής δεδομένων η οποία επάγεται ή συνάγεται ως αποτέλεσμα επεξεργασίας άλλης παρόμοιας δομής δεδομένων. Η διαδικασία αυτή είναι συχνή σε γλώσσες προγραμματισμού στις οποίες η ιεραρχία των δομών δεδομένων συνεπάγεται και αντίστοιχες ιεραρχίες ιδιοτήτων, όπως η γλώσσα C++, η objective c και η objective pascal.

Inherited E r r o r [Κληρονομημένο σφάλμα] Πλημ. Σφάλμα σε κώδικα προγραμματισμού, το οποίο συνήθως έχει δημιουργηθεί σε σημείο διάφορο του σημείου εκδήλχοσής του και μεταφέρεται ή αγνοείται σε ακόλουθο κώδικα, έως ότου η συνθήκη σφάλματος η οποία προκαλείται γίνει τόσο σοβαρή που να χρειάζεται άμεση μεσολάβηση ή που να προκαλεί τερματισμό του προγράμματος. Inhibit Gate [Πύλη αναστολής] Ηλεκτρον. Συσκευή που παράγει σήμα εξόδου μόνο όταν από το σήμα εισόδου είναι απούσες συγκεκριμένες κυματομορφές. Inhibiting I n p u t [Δεδομένα εισαγωγής καταπίεσης] Πληρ. Δεδομένα εισαγωγής τα οποία δρουν ως σηματοδότης τερματισμού σε άλλα δεδομένα, λειτουργίες ή προγράμματα. Inhibiting Signal [Σήμα καταπίεσης] Πληρ. Δεδομένο εισαγωγής το οποίο δρα ως σηματοδότης τερματισμού σε άλλα δεδομένα, λειτουργίες ή προγράμματα. Inhibition [Παρεμπόδιση] Χημ. Περιγράφει τη μείωση του ρυθμού μιας χημικής αντίδρασης, η οποία επιτυγχάνεται όταν προστίθεται παρεμποδιστής στο αντιδρόν

Inhibitor

- 746 -

σύστημα. Inhibitor [Αναστολέας] Χημ. Χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως πρόσθετο, με σκοπό να παρεμποδίσει ή να αναστείλει μια συγκεκριμένη, ανεπιθύμητη δράση. Ονομάζεται και παρεμποδιστής. Χρησιμοποιείται συνήθως ως αντιδιαβρωτικό ή αντιψυκτικό μέσο. Inhibitor Sweetening [Γλύκανση με Παρεμποδιστές] Χημ. Μηχ. Διαδικασία γλύκανσης ολεφινικής βενζίνης, με χρήση αντιοξειδωτικών ουσίων, οι οποίες περιέχουν φαινυλο-διαμινο-ομάδα. Προϋπόθεση αποτελεί η χαμηλή περιεκτικότητα της βενζίνης σε μερκαπτάνες και η παρουσία μικρής ποσότητας οξυγόνου. Διεξάγεται συνήθως στις δεξαμενές αποθήκευσης, με αργό ρυθμό. Inhoniogeneous [Ανομοιογενής] Φυα. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα σύστημα στο οποίο δεν υπάρχει ομοιογένεια ως προς τις ιδιότητες του. Inhomogeneous Line - Broadening [Μη ομογενής διαπλάτυνση γραμμής] Οπτικ. Προκαλούμενη είτε από ατέλειες στη συσκευή είτε λόγω της μη ομογένειας στη συχνότητα συντονισμού των ατόμα>ν ή μορίων του μέσου διάδοσης, διεύρυνση του εύρους της φασματικής γραμμής του Αέιζερ. Inhour [Ινάουρ] Πυρην. Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ποσότητας ραδιενέργειας που εκπέμπει ένας πυρηνικός αντιδραστήρας σε μία ώρα. Initial Condition [Αρχικές συνθήκες] Μηχ. Ορος που χαρακτηρίζει το σύνολο των τιμών των φυσικών μεγεθών ενός συστήματος προτού αρχίσει ένα πείραμα ή μία διαδικασία όπου αυτές ενδέχεται να μεταβληθούν. Initial G r o u n d Level [Υψόμετρο φυσικού εδάφους] Γεωδ. Τα υψόμετρα του εδάφους σε μια περιοχή όπου θα κατασκευαστεί ένα τεχνικό έργο όπως υφίστανται πριν την έναρξη οποιασδήποτε εργασίας, κυρίως των χωματουργικών εργασιών. Initial M a s s [Αρχική μάζα] Αστρον. Η μάζα ενός πυραύλου ή ενός βλήματος κατά τη στιγμή της εκτόξευσής του. Initial M a s s Function [Συνάρτηση αρχικής μάζας] Αστροψυσ. Η συνάρτηση που δίνει την κατανομή της μάζας στο χώρο ενός γαλαξία ή ενός αστρικού σμήνους τη στιγμή της δημιουργίας τους από τη συμπύκνωση αερίων αστρικών νεφελωμάτων. Initial Nuclear Radiation [Αρχική πυρηνική ακτινοβολία] Πυρην. Φυσ. Η ποσότητα ακτινοβολίας που εκπέμπεται μέχρι και ένα λεπτό μετά από μία πυρηνική έκρηξη. Initial P r o g r a m Load [Αρχικός φορτωτής προγραμμάτων] Πληρ. Χαρακτηρισμός σχετικά μικρού σε μήκος κώδικα γλώσσας μηχανής (assembly language) ο οποίος εκτελούμενος εκκινεί την εκτέλεση του λειτουργικού συστήματος ή άλλου προγράμματος σε υπολογιστή. Συνήθως ο κώδικας αυτός βρίσκεται στον sector 1 του σκληρού δίσκου υπολογιστή και παρέχει κατάλληλη πρόσβαση στο κεντρικό αρχείο του λειτουργικού συστήματος μέσω κατάλληλης εντολής branch. Ο κώδικας αυτός ονομάζεται και bootstrap code εξ' ου και η ονομασία του αντίστοιχου sector ως bootstrap sector. Αν ο κώδικας αυτός ή ο αντίστοιχος sector του δίσκου στον οποίο βρίσκεται υποφέρουν από κάποια βλάβη, ο υπολογιστής δεν μπορεί να εκκινήσει. Initial Segment [Αρχικό τμήμα] Μαθημ. Αν (Α, <) είναι δεδομένο σύνολο εφοδιασμένο με σχέση μερικής ταξινόμησης "<" και a είναι δεδομένο στοιχείο το οποί-

ο ανήκει στο Α, τότε τα σύνολα: Is(a) = {x e Α: χ < a), και l w (a) = {χ g Α: χ < a), τα οποία παρέχουν τα υποσύνολα όλων των στοιχείων του Α μικρότερων και μικρότερων ή ίσων, αντίστοιχα από το a. Initial Set [Αρχική πήξη] Οικοδ. Η αρχική κατάσταση του μίγματος του σκυροδέματος λίγη ώρα μετά την ανάμιξη του μίγματος με νερό. Στη φάση της αρχικής πήξης το σκυρόδεμα διατηρεί πλήρως την εργασιμότητα του. Initial Setting Time [Χρόνος αρχικής πήξης] Οικοδ. Ο χρονική διάρκεια που απαιτείται για ένα σκυρόδεμα από τη στιγμή της εξόδου από το συγκρότημα παραγωγής σκυροδέματος, όπου έχει αναμιχθεί πλήρως με την προσθήκη νερού και είναι έτοιμο προς τοποθέτηση έως τη χρονική στιγμή που θα αρχίσει να σκληρύνει σε βαθμό που να χάσει τη ρευστότητα του και να επιδέχεται μόνο επιφανειακή επεξεργασία λείανσης της επιφάνειας του. Σε αυτή τη φάση, ένα ελαφρό αντικείμενο δεν βυθίζεται στον όγκο του σκυροδέματος και είναι βατό δίχως να δημιουργούνται στην επιφάνεια του ίχνη του ποδιού. Δεν έχει όμως αποκτήσει ακόμη την πλήρη αντοχή του. Initial Value Problem [Πρόβλημα Αρχικών Τιμών] Φυσ. Χημ. Περιγραφή της κατάστασης ενός συστήματος, με τη βοήθεια διαφορικής εξίσωσης ως προς το χρόνο, η οποία περιλαμβάνει φυσικά μεγέθη. Η λύση της διαφορικής εξίσωσης προκύπτει με χρήση συγκεκριμένων, γνωστών τιμών, οι οποίες ισχύουν κατά τη χρονική στιγμή μηδέν. Τέτοιου είδους προβλήματα εμφανίζονται συνήθως στη ρευστομηχανική. Initial Value Theorem [Θεώρημα αρχικής τιμής] Μαθημ. Θεώρημα το οποίο επιτρέπει επίλυση προβλημάτων αρχικής τιμής διαφορικών εξισώσεων με τη βοήθεια του μετασχηματισμού laplace: L[l , ό π ο υ U f ( 0 l = J
-747πραγματοποιείται υπό ειδικές συνθήκες, όπως συμβαίνει λόγω παρουσίας καταλύτη. Initiator 1 [Εγκαινιαστής] Πληρ. Χαρακτηρισμός προγράμματος όταν επιτελεί χρέη εγκαινίασης ή άλλης διαδικασίας απαραίτητης για την λειτουργία άλλου προγράμματος ή υποπρογράμματος. Συνήθως τα προγράμματα εγκαινίασης σκληρών δίσκων είναι τέτοια, (βλέπε Initialization). Initiator 2 [Ουσία Έναρξης] Χημ. Χημική ουσία με τη βοήθεια της οποίας λαμβάνει χώρα το στάδιο της έναρξης μιας αλυσωτής αντίδρασης. Συνήθως, περιέχει ελεύθερο ηλεκτρόνιο. Injection [Εγχυση] Μηχ. Η εισαγωγή ενός ρευστού μέσα σε σύστημα, με τη βοήθεια ακροφυσίου, από όπου η ταχύτητα εξόδου και η πίεση του ρευστού είναι αυξημένη. Οταν πρόκειται για υγρό, αυτό εγχύεται υπό μορφή πολύ μικρών σταγονιδίων. Injection Moulding [Χύτευση με Έγχυση] Χημ. Μηχ. Μέθοδος παραγωγής θερμοπλαστικών υλικών, κατά την οποία το πολυμερές από την ελαστοϊξώδη κατάσταση τήκεται, συμπιέζεται και εγχύεται σε ειδική ψυχόμενη μήτρα. Injection P u m p [Αντλία Εγχύσεως] Μηχ. Ειδικού τύπου αντλία, με τη βοήθεια της οποίας τροφοδοτείται σταθερή ποσότητα καυσίμου στον κύλινδρο μιας ντηζελομηχανής. Injective Module [Ενέσιμο module] Μαθημ. module J πάνω σε δακτύλιο R, για το οποίο ισχύει: Για οποιοδήποτε διάγραμμα ομομορφισμών R-module, g: A -» Β, f: A -> J: 0 A Β, και A J, με την g μονομορφισμό, υπάρχει ένας R-module ομομορφισμός h: Β -» J τέτοιος ώστε το διάγραμμα: 0 Α Β J, A—> J, Β -> J να είναι μεταθετικό. (δηλαδή hg = f)· Injector [Εγχυτήρας] Μηχ. Συσκευή μέσα της οποίας ένα ρεύμα ρευστού εγχύεται σε μια διεργασία. Ink Bleed [Διαρροή μελανιού] Πλημ. Οποιαδήποτε διαρροή, μετατόπιση ή πασάλειμμα μελανιού όταν συμβαίνει κατά την εκτύπωση και κυρίως σε εκτυπώσεις που χρησιμοποιούν εκτυπωτές laser, συνήθως προκαλεί δυσανάγνωστους γλύφους στην εκτυπωμένη σελίδα. Ink J e t P r i n t e r [Εκτυπωτής ψεκασμού μελάνης] Πληρ. Συσκευή μόνιμης αποτύπωσης σε χαρτί των πληροφοριών που εμφανίζονται στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή, η οποία στηρίζεται στην αρχή ψεκασμού της μελάνης προς το χαρτί από μικρές τρυπίτσες στην επιφάνεια της κεφαλής της. Ink J e t Printing [Εκτύπωση με αεριωθούμενο μελάνι] Γραφιστ. Διαδικασία εκτύπωσης χρησιμοποιούμενη ευρέως τελευταία από ink-jet printers, στην οποία μικρές δέσμες μελανιού ωθούνται και οδηγούνται με τη βοήθεια κατάλληλου κωδικού και πέφτουν πάνω στο μέσο εκτύπωσης σχηματίζοντας γλύφους χαρακτήρων ή γραφικά. Inlay [Χωνευτό] Οικοδ. Τοποθέτηση διακοσμητικού στοιχείου σε μια επιφάνεια δημιουργώντας εσοχή μικρού βάθους ώστε το διακοσμητικό στοιχείο να είναι σε περασιά με την υπόλοιπη επιφάνεια. Inlet [Στόμιο εισροής] Τεχνολ. Σε ένα δίκτυο ή ένα μηχάνημα στόμιο που τοποθετείται σε ένα σημείο και που χρησιμεύει στην τροφοδοσία του δικτύου ή του μηχανήματος με μια ποσότητα ρευστού. Inlet Valve [Βάνα Εισόδου] Μηχ. Βάνα που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία της αναρρόφησης μηχανήματος συμπίεσης ρευστών.

Inorganic Chemistry

Inner Automorphism [Εσωτερικός αυτομορφισμός] Μαθημ. Αν (G, ®) είναι δεδομένη ομάδα με πράξη ® και g είναι δεδομένο στοιχείο g e G, τότε η απεικόνιση Γ: G —> G, επαγόμενη από το g, οριζόμενη ως: f(x) = g Θ χ Θ g*1. I n n e r Core [Εσώτερος πυρήνας] Γεωλ. Η εσώτερη περιοχή του πυρήνα της Γης, ορισμένη ως μία σφαίρα με κέντρο το κέντρο της Γης και ακτίνα 1260 χιλιόμετρα. Αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από πετρώματα σιδήρου και νικελίου με πολύ μεγάλη πυκνότητα 11 gr / cm3 (μέση πυκνότητα εδάφους στη γήινη επιφάνεια 2,8 gr / cm3). Inner Loop [Εσωτερικός βρόγχος] Πλημ. Καλείται το σύνολο των εντολών του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο εκτελείται κάθε φορά για μία διαφορετική τιμή της μεταβλητής που το καθορίζει και το σύνολο αυτό βρίσκεται μέσα σε ένα άλλο αντίστοιχο που και αυτό είναι και ονομάζεται βρόγχος. Inner Planet [Εσωτερικός πλανήτης] Αστμον. Ένας από τους πλανήτες: Ερμής, Αφροδίτη, Γη και Αρης. I n n e r P r o d u c t [Εσωτερικό γινόμενο] Μαθημ. Αν V είναι διανυσματικός χώρος σε πεδίο F, τότε απεικόνιση f: V ' V Ρ με τις ακόλουθες ιδιότητες: 1) f(v, ν ) 3 0. 2) f(au + bv, w) = af(u, w) + bf(v, w). 3) f(u, v) = [f(v, u)]*. Συνήθως χρησιμοποιείται ο συμβολισμός: f(u, ν) ° ή f(u, ν) ° (u, ν). Inner P r o d u c t [Εσωτερικό γινόμενο] Μαθημ. Το εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων τα οποία πρέπει να έχουν απαραιτήτως την ίδια διάσταση, ορίζεται ως ο αριθμός που ισούται με το άθροισμα των γινομένων των αντίστοιχων στοιχείων των διανυσμάτων. Inner P r o d u c t Of Functions [Εσωτερικό γινόμενο συναρτήσεων] Μαθημ. Οριζόμενο με κατάλληλο ολοκλήρωμα είδος εσωτερικού γινομένου συναρτήσεων πραγματικής ή μιγαδικής τιμής. Ορίζεται ως εξής: = ί ί(x) [g(x)]*dx, με το σύμβολο [ ]* να υποδηλώνει το συζυγή μιγαδικό του [ ]. I n n e r P r o d u c t Of Tensors [Εσωτερικό γινόμενο τανυστών] Μαθημ. Το αποτέλεσμα συστολής μικτού τανυστή εξωτερικού γινομένου δύο τανυστών Α και Α*. Συμβολίζεται ως Α Α*. I n n e r P r o d u c t Of Vectors [Εσωτερικό γινόμενο διανυσμάτων] Μαθημ. Αν u = (a,, a2, ...a n ) και ν = (bj, b2, ...b n ) είναι δεδομένα διανύσματα e |Rn, τότε το άθροισμα: Zi»ina}bj. I n n e r P r o d u c t Space [Χώρος με εσωτερικό γινόμενο] Μαθημ. Διανυσματικός χώρος στον οποίο έχει οριστεί τουλάχιστον μία απεικόνιση f, όπως αυτή του εσωτερικού γινομένου, (βλέπε Inner Product). I n n e r Q u a n t u m N u m b e r [Εσωτερικός κβαντικός αριθμός] Ατομ. Φυσ. Επινοήθηκε από τον Sommerfeld και είναι ο κβαντικός εκείνος αριθμός που αφορά την ολική γωνιακή ορμή του ατόμου, χωρίς να συνυπολογίζεται το spin του πυρήνα του. Συμβολίζεται με J. Inorganic Acid [Ανόργανο Οξύ] Χημ. Οξύ που σχηματίζεται από στοιχεία άλλα, εκτός του άνθρακα. Τα οργανικά οξέα αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία. Ανόργανα οξέα είναι το θειικό οξύ, το υδροχλώριο, το υδροβρώμιο, κ.ά. Inorganic Chemistry [Ανόργανη Χημεία] Χημ. Κλάδος της χημείας που ασχολείται με ενώσεις στοιχείων διαφορετικών από τον άνθρακα. Από τις ενώσεις του άνθρακα όμως, περιλαμβάνει το μονοξείδιο (CO), το διοξείδιο (C0 2 ), το διθειάνθρακα (CS2), τα ανθρακικά

Inorganic Liquid Laser

-748-

άλατα ( C 0 3 2 ) και τα κυανίδια (CN*). Inorganic Liquid Laser [Ανόργανου υγρού Laser] Οπτικ. Είδος laser στο οποίο το ενεργό μέσο είναι κάποιο ανόργανο υγρό. Inorganic Peroxide [Ανόργανο Υπεροξείδιο] Χημ. Υπεροξείδιο που σχηματίζεται από στοιχεία, εκτός του άνθρακα. Inorganic Pigment [Ανόργανη Χρωστική] Χημ. Χημική ένωση που ανήκει στην ανόργανη χημεία και δρα ως χρωστική ουσία. Inorganic Polymer [Ανόργανο Πολυμερές] Χημ. Πολυμερής ένωση, που οι αλυσίδες της αποτελούνται από άτομα διαοφρετικά από τον άνθρακα. Συνήθως, περιέχουν δεσμούς πυριτίου-οξυγόνου ή φωσφόρου-αζώτου ή βορίου-οξυγόνου. In-phase [Συμφωνοφασικότητα] Φυσ. Η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερες περιοδικές ποσότητες της ίδιας συχνότητας έχουν και την ίδια φάση, έχουν "ξεκινήσει" δηλαδή τη δόνηση τους ταυτόχρονα. Οι ποσότητες στην περίπτωση αυτή ονομάζονται σύγχρονες, ενώ προφανώς είναι και σύμφωνες. Inphase C a r r i e r [Φορέας εισόδου] Επικοιν. Τμήμα φορέα διαμόρφωσης του NSTC τηλεοπτικού σήματος στις 0°. I n p u t [Εισαγωγή] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής αυτός είναι ένας όρος που δηλώνει την ενέργεια εκείνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την οποία διαβάζονται δεδομένα και πληροφορίες που είναι αποθηκευμένα σε χώρους μνήμης, για την εκκίνηση κάποιου λογισμικού προγράμματος ή άλλης εφαρμογής. I n p u t Area [Περιοχή input] Πληρ. Παρακρατημένη μαγνητική μνήμη σε υπολογιστή ή ηλεκτρονική μνήμη σε πρόγραμμα στις οποίες ανατίθενται διάφορες τιμές που προσδιορίζονται σε συγκεκριμένη στιγμή εισαγωγής . δεδομένων. Input Block [Input μπλοκ] Πληρ. 1. Το φυσικό μέσο παρακρατημένης μαγνητικής μνήμης σε υπολογιστή ή ηλεκτρονικής μνήμης σε πρόγραμμα στο οποίο ανατίθενται διάφορες τιμές οι οποίες προσδιορίζονται σε συγκεκριμένη στιγμή εισαγωγής δεδομένων. 2. Συνήθως "τεμάχιο" μνήμης ή ειδικός χώρος buffer στον οποίο αποθηκεύονται δεδομένα κατά την εισαγωγή. 3. Συλλογή από συγκεκριμένες δομές δεδομένων, όπως records οι οποίες είναι προγραμματισμένες να δεχτούν δεδομένα εισαγωγής. Input B u f f e r [Input buffer] Πληρ. Παρακρατημένη περιοχή στην μνήμη ram ή rom υπολογιστικού συστήματος της οποίας ο κύριος σκοπός είναι η μερική συσσώρευση δεδομένων ανάγνωσης ή επεξεργασίας. Καθώς διάφορες λειτουργίες, όπως ανάγνωση από εξωτερικές συσκευές, εγγραφή σε εξωτερικές συσκευές, επεξεργασία ή εκτύπωση επιταχύνονται σφόδρα όταν τα δεδομένα είναι συσσωρευμένα, τέτοιες περιοχές ενεργοποιούνται από το λειτουργικό σύστημα και δρουν σαν προσωρινοί χώροι αποθήκευσης δεδομένων, οι οποίοι χρησιμοποιούνται από το λειτουργικό σύστημα για να επιταχύνει τις διαδικασίες αυτές. Input Data [Εισαγωγή δεδομένων]. Input Input Device [Συσκευή input] Πληρ. Συσκευή η οποία με κατάλληλη χρήση μπορεί να εισάγει δεδομένα σε υπολογιστικό σύστημα, όπως πληκτρολόγιο, εξειδικευμένο σκληρό δίσκο ή cd-rom, συσκευή ανάγνωσης διάτρητων καρτών σε παρωχημένα υπολογιστικά συστήματα, σαρωτής εικόνων γραφικών, αναγνώστης bar-codes, κλπ.

I n p u t Limited [Περιορισμένος (-η, -ο) από input] Πληρ. Συσκευή ή πρόγραμμα του οποίου η ταχύτητα επεξεργασίας είναι συνάρτηση της ταχύτητας της μονάδας εισαγωγής δεδομένων ή της ποσότητας των δεδομένων εισαγωγής. Συνήθως ο χαρακτηρισμός εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες η ταχύτητα επεξεργασίας είναι σχετικά αργή και ανάλογη με την ταχύτητα εισαγωγής δεδομένων. I n p u t / O u t p u t [Είσοδος/έξοδος] Πληρ. Η διαδικασία μεταφοράς δεδομένων από και προς περιφερειακές συσκευές ή μονάδες εισαγωγής δεδομένων. Σαν συσκευή input/outpt πρέπει να εκληφθεί οποιαδήποτε μονάδα μπορεί να αποστείλει εξειδικευμένα δεδομένα στον υπολογιστή, όπως πληκτρολόγιο, μονάδα ανάγνωσης διάτρητων καρτών, σαρωτή, αναγνοοστη bar-codes, ενώ σαν μονάδα εξόδου πρέπει να εκληφθεί οποιαδήποτε μονάδα διαμεσολαβεί έτσι ώστε να μετατρέψει εσωτερικά δεδομένα υπολογιστή σε αναγνώσιμα δεδομένα. Σύντμηση: I/O. Input / O u t p u t Buffer [Είσοδος/έξοδος Buffer) Γ1/.ηρ. Παρακρατημένη μνήμη διαμεσολάβησης, στην οποία εγγράφονται δεδομένα εισαγωγής/εξαγωγής πριν την επεξεργασία κατά την είσοδο και μετά την επεξεργασία πριν την έξοδο. Συνήθως τελεί χρέη μνήμης διαμεσολάβησης έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί το ποσό της μνήμης που χρησιμοποιείται κατά την επεξεργασία, είτε κατά την εισαγωγή είτε κατά την εξαγωγή δεδομένων. Το μέγεθος του buffer είναι συνήθως σταθερό και ρυθμίζεται από το λειτουργικό σύστημα, αλλά συχνά μπορεί να ρυθμιστεί και από προγραμματιστή. Input / O u t p u t Control System [Σύστημα ελέγχου input/output] Πληρ. Το σύνολο υποπρογραμμάτων και εξοπλισμού που απαιτείται για να έχει δεδομένος υπολογιστής αποδοτική ικανότητα εισαγωγής και εξαγωγής δεδομένων. Συνήθως αποτελείται από τις αντίστοιχες υπομονάδες input/output, όπως πληκτρολόγια, σκληρούς και εύκαμπτους δίσκους, σαρωτές, cd-rom, αναγνώστες bar-codes, τους αντίστοιχους drivers αυτών των υπομονάδων και ένα σύνολο υποπρογραμμάτων με τα οποία δεδομένος χειριστής ή προγραμματιστής μπορεί να ελέγξει τις περισσότερες διαδικασίες input/output, (βλέπε Input/Output Controller). I n p u t / O u t p u t Control Unit [Μονάδα ελέγχου input/ output] Πληρ. Μία από τις συνιστώσες που απαρτίζουν ένα σύστημα ελέγχου input/output. Συνήθως αποτελείται από δεδομένη εξειδικευμένη μονάδα πρόσβασης σε εσωτερική ή περιφερειακή συσκευή και ενός αντίστοιχου οδηγού (driver). Βλέπε Input/Output Control System). I n p u t / O u t p u t Controller [Ελεγκτής input/output] Πληρ. Ηλεκτρονική υπομονάδα επεξεργασίας, λογισμικός οδηγός (driver) ή συνδυασμός και των δύο, τα οποία εκτελούν διαδικασίες οι οποίες σχετίζονται με την μονάδα εισαγωγής/ εξαγωγής δεδομένων, συνήθως ανεξάρτητα από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή με ελαττωμένη ή πολύ μικρή παρέμβαση της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, απαλλάσσοντας την έτσι από τέτοιες χρονοβόρες διαδικασίες, επιταχύνοντας έτσι τις διαδικασίες input/output εν γένει στους υπολογιστές. Συνήθως τέτοιοι οδηγοί παρέχουν απόλυτη υποστήριξη για πολλών ειδών μονάδες input/output όπως σκληρούς δίσκους διαφόρων μεγεθών και δυνατοτήτων, κλπ. Input / O u t p u t Device [Συσκευή input/output] Πληρ. Εσωτερική ή περιφερειακή συσκευή, όπως πληκτρολό-

-749γιο, σκληρός ή εύκαμπτος δίσκος, modem, σαρωτής, cd-rom, αναγνώστης bar-codes, εκτυπωτής, κλπ, η οποία έχει εν γένει την δυνατότητα να επικοινωνήσει με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας και να αποστείλει ή να λάβει επεξεργασμένα ή μη δεδομένα. Συνήθως τέτοιες μονάδες απαιτούν τη χρήση ειδικού διαμεσολαβητή οδηγού (driver) ο οποίος είναι είτε μέρος του λειτουργικού συστήματος είτε παρέχεται μαζί με τη συσκευή κατά την στιγμή της αγοράς. Η συσκευή και ο αντίστοιχος ελεγκτής της απαρτίζουν το ένα μέρος "μονάδας" input/output. Για το άλλο μέρος είναι υπεύθυνη η κεντρική μονάδα επεξεργασίας, (βλέπε Input/ Output Control Unit, Input/Output Controller). Input / O u t p u t H a n d l e r [Χειριστής input/output] Πληρ. Υποπρόγραμμα το οποίο είναι υπεύθυνο για τη σωστή λειτουργία μονάδων input/output. Μπορεί να είναι μέρος του ελεγκτή εξωτερικής περιφερειακής συσκευής, όπως ο εγγενής κώδικας μηχανής ενός driver ή εξωτερικό πρόγραμμα το οποίο απλά παρακολουθεί τις συνθήκες σφάλματος και τους αντίστοιχους, κωδικούς, όπως επιστρέφονται από δεδομένων driver σε περιβάλλον πρόγραμμα ή λειτουργικό σύστημα. Η σύνηθης εντολή IORcsult παρέχει πρόσβαση στους κωδικούς σφάλματος του χειριστή input/output. Input / O u t p u t Instruction [Εντολή input/output] Πλ.ηρ. Συγκεκριμένες εντολές οι οποίες προκαλούν μετακίνηση δεδομένων από ή προς μονάδα input/output. Συνήθως οι εντολές αυτές ανήκουν σε μία εκ των τεσσάρων κατηγοριών: read, write, control και status. Η πρώτη δίνει εντολή στην μονάδα να μετακινήσει δεδομένα προς την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, η δεύτερη να μετακινήσει δεδομένα προς την μονάδα input/ output, η τρίτη αλλάζει χαρακτηριστικά λειτουργίας της μονάδας και η τελευταία ελέγχει την κατάσταση λειτουργίας της. Οι συνηθέστερες είναι οι εντολές read και write. I n p u t / O u t p u t I n t e r r u p t [Κώδικας διακοπής input/ output] Πλ.ηρ. Συγκεκριμένος κώδικας διακοπής ο οποίος σχετίζεται με την λειτουργία μονάδων input/ output. Συνήθως επιτελεί διαδικασίες σχετιζόμενες με ενέργειες read, write, control ή status κατά τη διάρκεια που η κεντρική μονάδα επεξεργασίας δε λειτουργεί. Ο κώδικας διακοπής ενός cd-rom driver για παράδειγμα, επιτρέπει στον υπολογιστή να συνεχίζει να παίζει μουσική από ένα cd ακόμη και αν η λειτουργία της κεντρικής μονάδας διακοπεί εντελώς, όπως από έναν debugger. Input / Output Interrupt Indentification [Αναγνώριση κώδικα διακοπής input/output] Πληρ. Η αναγνώριση της μονάδας input/output από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας με τη βοήθεια σήματος ή ειδικού κωδικού που αποστέλλεται από τον αντίστοιχο driver της συσκευής και την ειδοποιεί ότι επίκειται εκτέλεση κώδικα διακοπής από τον driver αυτόν. Συνήθως η κεντρική μονάδα επεξεργασίας προγραμματίζει και παρακρατεί χρόνο για την εκτέλεση κώδικα διακοπής όλων των μονάδων input/oulput που σχετίζονται με το υπολογιστικό σύστημα, (βλέπε Input/Output Interrupt). Input / O u t p u t L i b r a r y [Βιβλιοθήκη input/output] Πληρ. Σύνολο υποπρογραμμάτων τα οποία επιτρέπουν σχετικά εύκολη πρόσβαση στις εντολές read, write, control και status ελεγκτή μονάδας input/oulput. Τα συνηθέστερα παραδείγματα είναι οι εντολές pascal: read, rcadln, write, writeln και οι εντολές: scanf και

I n p u t / O u t p u t Time

printf της c. I n p u t / O u t p u t Limited [Περιορισμένος από input/ oulpul] Πληρ. Χαρακτηρισμός υποπρογράμματος, του οποίου ενώ ο χρόνος εκτέλεσής του είναι ~0(f(n)), όταν αυτό δεν καλεί υποπρογράμματα βιβλιοθήκης input/output για δεδομένο μέγεθος δεδομένων η, ο χρόνος εκτέλεσής του γίνεται ~0(g(x)) όταν καλεί τέτοια υποπρογράμματα, με g(n) δεδομένη συνάρτηση του η, τέτοια ώστε: 0(g(n)) » 0(f(n)). Εναλλακτικά, υποπρόγραμμα το οποίο περιορίζεται σε τέτοιο βαθμό από την χρονική καθυστέρηση κατά την εισαγωγή δεδομένων έτσι, ώστε η συνολική χρονική του απόδοση σαν συνάρτηση και της συνάρτησης χρόνου εισαγωγής/ εξαγωγής δεδομένων ~0(f(n)/g(n)) να πλησιάζει στο μηδέν, (βλέπε Input Limited, Input/ Output Library, Input/Output Time). Input / O u t p u t Record [Δομή καταλόγου input/ output] Πλ.ηρ. Προκειμένου περί υποπρογράμματος ή βάσης δεδομένων τα οποία χειρίζονται συγκεκριμένες δομές δεδομένων, παρακρατημένο τμήμα μνήμης το οποίο βρίσκεται σε ένα προς ένα αντιστοιχία με αντίστοιχη δομή και: 1. Είτε πληρώνεται από χειριστή ή προγραμματιστή με κατάλληλες τιμές οι οποίες αντιστοιχούν στα πεδία της δομής καταλόγου (record input) ή: 2. Είτε εξάγει τις ήδη υπάρχουσες τιμές οι οποίες αντιστοιχούν στα πεδία αυτά (record output). I n p u t / O u t p u t Referencing [Αναφορά input/output] Πληρ. Συμβολική αναφορά δομής δεδομένων η οποία αναπαριστά φυσικό αντικείμενο, όπως δίσκο, αρχείο ή άλλο αντικείμενο μονάδας input/output. Η σύνηθης αναφορά σε αρχείο στην εντολή read(f, data); σε pascal, μέσω της μεταβλητής "Γ1 για παράδειγμα ή η αναφορά στην εντολή write(6,*) data σε fortran, μέσω της μονάδας εκτυπωτή "6", αποτελούν παραδείγματα. I n p u t / O u t p u t Register [Καταχωρητής input/output] Πληρ. Παρακρατημένος καταχωρητής ο οποίος επιλεκτικά μπορεί να περιέχει δεδομένα ή διεύθυνση δεδομένων τα οποία πρόκειται να εγγραφούν σε μονάδα ή να αναγνωστούν από μονάδα input/output. Input / O u t p u t Switching [Εναλλαγή input/output] Πληρ. 1. Η ανάθεση πολλαπλών συμβολικών μεταβλητών από υποπρόγραμμα διαφορετικών μονάδων input/ output με σκοπό την ταυτόχρονη αποστολή ή λήψη δεδομένων από αυτές τις μονάδες. Ένα πρόγραμμα fortran το οποίο χρησιμοποιεί τις εντολές read(9,*), write(7,1001) και write(6,1002), ουσιαστικά έχει αναθέσει τουλάχιστον τρεις μεταβλητές, μέσω των οποίων μπορεί να αποστείλει ή να λάβει δεδομένα: Την 9 για το πληκτρολόγιο, την 7 για συγκεκριμένο αρχείο και την 6 για τον εκτυπωτή. 2. Η ανάθεση πολλαπλών συμβολικών μεταβλητών από υποπρόγραμμα της ίδιας μονάδας input/output με σκοπό την ταυτόχρονη αποστολή ή λήψη δεδομένων από ή σε αυτήν την μονάδα. Η περίπτωση αυτή είναι σχετικά σπάνια σε μοναδιαία υπολογιστικά συστήματα, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλαπλά υπολογιστικά συστήματα τα οποία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, ειδικά όταν πολλοί χρήστες ή προγραμματιστές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν το ίδιο αρχείο σε δεδομένη μονάδα input/ output. Τέτοιο παράδειγμα θα ήταν, π.χ. η ανάθεση της μεταβλητής 6 για τον εκτυπωτή σε δύο διαφορετικούς υπολογιστές. Input / O u t p u t Time [Χρόνος input/output] Πλ,ηρ. Για δεδομένα εισαγωγής / εξαγωγής μεγέθους η, η τάξη της συνάρτησης χρόνου εισαγωγής / εξαγωγής δεδομένων,

Input / O u t p u t T r a f f i c Control

-750-

συνήθως δηλούμενης ως -~0(g(n)). Η συνάρτηση g(n) είναι συνήθως συνάρτηση της οποίας η τάξη εξαρτάται από την ταχύτητα του κώδικα των συγκεκριμένων υποπρογραμμάτων τα οποία καλούνται από τις βιβλιοθήκες εισαγωγής / εξαγωγής δεδομένων για να πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη εισαγωγή ή εξαγωγή. Σε ένα πρόγραμμα pascal για παράδειγμα, η g(x) είναι συνάρτηση της ταχύτητας των υποπρογραμμάτων write, writeln, read και readln ενώ σε ένα πρόγραμμα γλώσσας c είναι συνάρτηση των υποπρογραμμάτων printf και scanf (βλέπε Input/Output Library, Input/ Output Limited). Input / O u t p u t T r a f f i c Control [Συγκοινωνιακός έλεγχος input/output] Πληρ. Προκειμένου περί υπολογιστικών συστημάτων συνδεδεμένων σε τοπικά ή μεγαλύτερα δίκτυα, η κατάλληλη διάθεση πόρων μνήμης και χρόνου από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή από κατάλληλο πρόγραμμα σε όλα τα συμμετέχοντα υποσυστήματα του δικτύου, έτσι ώστε αυτά να μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε εισαγωγή ή εξαγωγή δεδομένων μέσα σε σχετικά ικανοποιητικό χρόνο. Τέτοιος έλεγχος είναι απαραίτητος όταν, για παράδειγμα, n υπολογιστές μοιράζονται έναν και μόνο εκτυπωτή ή n τερματικά πρέπει να στείλουν δεδομένα εισαγωγής σε μία και μόνον κεντρική μονάδα επεξεργασίας. Input P r o g r a m [Λογισμικό εισαγωγής στοιχείων] Πληρ. —» Data entry program. Input Register [Καταχωρητής input] Πληρ. Προκειμένου περί δεδομένων τα οποία μεταδίδονται μέσω δικτύου, παρακρατημένος καταχωρητής, του οποίου η κύρια λειτουργία είναι η συσσώρευση των τμηματικών δεδομένων καθώς αυτά μεταδίδονται μέσω κατάλληλου δικτυακού δίαυλου. Συνήθως ο καταχωρητής αυτός μπορεί να εκτελεί και χρέη ταξινομητή όταν τα δεδομένα είναι πολλά, αναπληρώνοντας τις κατάλληλες περιοχές της μνήμης οι οποίες είναι προγραμματισμένες να συσσωρεύουν μερικά τμήματα των λαμβανόμενων δεδομένων όπως στα input buffers, (βλέπε Input Buffer). Input Routine [Ρουτίνα εισαγωγής] Πληρ. Τμήμα του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, του οποίου η λειτουργία είναι η ανάγνωση των αρχικών δεδομένων για την εκτέλεση της εφαρμογής. I n p u t Station [Σταθμός input] Πληρ. Είναι το τμήμα υπολογιστικού εξοπλισμού αφιερωμένο στην εισαγωγή δεδομένων. Προκειμένου περί μικρών ή προσωπικών υπολογιστικών συστημάτων, ο σταθμός εισαγωγής δεδομένων είναι ενσωματωμένος με τον προσωπικό υπολογιστή και συνήθως αποτελείται από κατάλληλο πληκτρολόγιο και τον αντίστοιχο υπολογιστή με τον οποίο το πληκτρολόγιο είναι συνδεδεμένο. Προκειμένου περί σύνθετων ή εκτεταμένων υπολογιστικών συστημάτων, όπως minicomputers ή mainframes, αποτελείται συνήθως από αφιερωμένο κτιριακό χώρο ο οποίος περιέχει ανεξάρτητα πληκτρολόγια συνδεδεμένα με τα· αντίστοιχα τερματικά. Inquiry [Επερώτηση] Πληρ. Συγκεκριμένη εντολή, χρησιμοποιούμενη από χειριστή υπολογιστικού συστήματος, σκοπός της οποίας είναι η σχετικά γρήγορη αναζήτηση απλής ή πολύπλοκης δομής δεδομένων σε βάση δεδομένων. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε διάφορα προγράμματα βάσεων δεδομένων όπως βάσεις δεδομένων βιβλιοθηκών, εταιριών, πανεπιστημιακών ορ-

γανισμών, κλπ. Inquiry And Communications System [Σύστημα επερωτήσεων και επικοινωνίας] Πληρ. Εκτεταμένο σύστημα επερωτήσεων και εύρεσης δεδομένων σε τοπικά ή διεθνή διαδίκτυα, βασισμένο σε προγράμματα τα οποία είναι εγκατεστημένα σε τοπικούς διανομείς, αλλά λειτουργούν αλληλένδετα και μπορούν να επικοινωνήσουν με μακρινούς χειριστές σε ή όχι real-time, όπως στο δίκτυο internet. 'Γα συνηθέστερα παραδείγματα αποτελούν οι βάσεις δεδομένο)ν βιβλιοθηκών πανεπιστημίων, στις οποίες ο χειριστής μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση μέσω telnet, (βλέπε Inquiry). Inquiry And Subscriber Display [Τερματικό επερωτήσεων και συνδρομών] Πληρ. Εκτεταμένο σύστημα συλλογής και ανάγνωσης δεδομένων σε τοπικά ή διεθνή διαδίκτυα, βασισμένο σε προγράμματα τα οποία είναι εγκατεστημένα σε τοπικούς φορείς ή οργανισμούς. Αποτελεί απλούστερη παραλλαγή του συστήματος του ορισμού του Inquiry And Communications System, με μόνη διαφορά ότι η διαδρομή των δεδομένων είναι πάντα μονοσήμαντη, δηλαδή ο χειριστής δεν μπορεί να μεταβάλει τα μεταδιδόμενα δεδομένα, εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις. Τα συνηθέστερα παραδείγματα αποτελούν οι βάσεις δεδομένων διαφόρων χρηματιστηρίων ή η παρακολούθηση άλλων δεδομένων όπως οι τιμές συναλλάγματος και ομολόγων διαφόρων τραπεζών, παρακολούθηση αποτελεσμάτων αγώνων, ιπποδρομιών, κλπ. (βλέπε Inquiry And Subscriber Display). Inquiry Display Terminal [Τερματικό εμφάνισης επερωτήσεων] Πληρ. Ουδέτερο τερματικό (dumb terminal) το οποίο συνήθως παρέχει κάποια ένδειξη σε χειριστή συστήματος επερωτήσεων και επικοινωνίας ή συνδρομών, για το αν η εντολή επερώτησης η οποία απεστάλη στην βάση δεδομένων με την οποία ο χειριστής επικοινωνεί, καταχώρησε την επερώτηση και για το αν υπήρξε κάποια απάντηση, (βλέπε Inquiry). Inquiry Station [Σταθμός επερωτήσεων] Πληρ. Το τμήμα υπολογιστικού εξοπλισμού αφιερωμένο σε επερωτήσεις οι οποίες αφορούν σε βάσεις δεδομένων. Προκειμένου περί μικρών ή προσωπικών υπολογιστικών συστημάτων, ο σταθμός επερωτήσεων είναι ενσωματωμένος με τον προσωπικό υπολογιστή και συνήθως αποτελείται από κατάλληλο πληκτρολόγιο και τον αντίστοιχο υπολογιστή με τον οποίο το πληκτρολόγιο είναι συνδεδεμένο. Προκειμένου περί σύνθετων ή εκτεταμένων υπολογιστικών συστημάτων η διεθνής βάση δεδομένων, αποτελείται συνήθως από αφιερωμένο κτιριακό χώρο ο οποίος περιέχει ανεξάρτητα πληκτρολόγια συνδεδεμένα με τα αντίστοιχα τερματικά εμφάνισης επερωτήσεων, (βλέπε Inquiry Display Terminal). Inscribed [Εγγεγραμμένο] Μαθημ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει ένα πολύγωνο όταν όλες οι κορυφές του βρίσκονται επάνω σε ένα καμπύλο γεωμετρικό σχήμα, χωρίς να έχει άλλα κοινά σημεία με αυτό. Ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή ένα καμπύλο σχήμα να είναι εγγεγραμμένο σε ένα πολύγωνο, όταν δεν έχουν άλλα κοινά σημεία παρά μόνον αυτά που εφάπτονται εσωτερικά των πλευρών του πολυγώνου. Insect Screen [Σήτα] Οικοό. Πυκνό μεταλλικό πλέγμα από λεπτό σύρμα που τοποθετείται στα κουφώματα για προστασία του εσωτερικού χώρου από τα έντομα. Insecticide [Εντομοκτόνο] Υλικ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε χημική ουσία, παρασκευασμένη από τον άνθρωπο, η οποία χρησιμοποιείται για την εξόντωση των

-751 -

διαφόρων ειδών εντόμων. Insert [Ενσωματωμένο στοιχείο] Οικοδ. Δομικό υλικό που τοποθετείται εντός της μάζας του σκυροδέματος με σκοπό να συνδέσει μεταξύ τους δύο τμήματα που τοποθετήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους η να στεγανοποιήσει έναν αρμό. Insertion Point [Σημείο εισαγωγής] Πληρ. Το σημείο όπου θα δεχθεί μία πληροφορία ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, και συνήθως ο όρος αναφέρεται σε επεξεργαστές κειμένων και στην εισαγωγή ενός χαρακτήρα. Insertion Sort [Ταξινόμηση με εισαγωγή] Πληρ. Αλγόριθμος ταξινόμησης στην επιστήμη των υπολογιστών, βασισμένος στην επαγωγική ιδέα ταξινόμησης διανύσματος array[l..n], αποτελούμενου από ένα ήδη ταξινομημένο υποτμήμα του διανύσματος: array! 1 ..k] και ένα αταξινόμητο: array[k+l..n] από το οποίο λαμβάνονται νέα στοιχεία τα οποία διαδοχικά εισάγονται στο πρώτο υποτμήμα στην σωστή θέση, αυξάνοντας το μέγεθος του σε k+Ι. Αν τα δεδομένα που πρόκειται να ταξινομηθούν είναι μεγέθους η, είναι αλγόριθμος χείριστης και μέσης τάξης ~0(η 2 ), αλλά είναι ιδιαίτερα αποδοτικός σε διανύσματα τα οποία είναι ήδη μερικώς ταξινομημένα. Inside Diameter [Εσωτερική διάμετρος] Τεχνολ. Αναφορικά με σωλήνες, η διάσταση της σωλήνας που διασχίζει το κέντρο της διατομής η οποία δεν συμπεριλαμβάνει το πάχος των τοιχωμάτων των δύο πλευρών. In-Situ Concrete Piles [Εγχυτοι πάσσαλοι] Πολ.Μηχ. Μέθοδος κατασκευής πασσάλου από οπλισμένο σκυρόδεμα όπου ανοίγεται η οπή στο έδαφος με διάτρηση και επένδυση της οπής με μεταλλικούς σωλήνες εντός των οποίων τοποθετείται ο οπλισμός και στη συνέχεια το σκυρόδεμα. In-Situ Soil Tests [Δοκιμή υπαίθρου] Εδαφ. Δοκιμές εδάφους που εκτελούνται κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης στο βάθος της οπής επί αδιατάρακτου εδάφους ή στον πυθμένα ή στις παρειές φρεατίων που έχουν δημιουργηθεί γι' αυτό το σκοπό ή σε ερευνητικές σήραγγες. Από τις δοκιμές αυτές προκύπτουν σημαντικά στοιχεία της φυσικής κατάστασης των εδαφών και πολύ διαφωτιστικά συμπεράσματα όσον αφορά την σταθερότητα ή την φέρουσα ικανότητα τους. Insolation [Ηλιακή έκθεση] Μετεωρ. Ο ρυθμός πτώσης της Ηλιακής ακτινοβολίας σ'έναν τόπο ανά μονάδα οριζόντιας επιφάνειας. Insoluble [Αδιάλυτος] Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση που δεν μπορεί να διαλυθεί σε διαλύτη. Στην πραγματικότητα, μπορεί να εμφανίζει μια πολύ μικρή τιμή διαλυτότητας. Inspect [Ελέγχω] Τεχνολ. Η διαδικασία εξέτασης ενός προϊόντος από εκπαιδευμένα άτομα για να διαπιστωθεί η συμβατότητα του με τις προδιαγραφές ή με τους κανονισμούς τυποποίησης. Inspection [Ελεγχος] Τεχνολ. II εξέταση ενός προϊόντος για των εντοπισμό ελαττωμάτων η κακοτεχνιών που πιθανόν να υπάρχουν και να το κάνουν ακατάλληλο για χρήση. Inspection Certificate [Πιστοποιητικό ελέγχου] Τεχνολ. Έγγραφο ή έντυπο που συντάσσει ο ελεγκτής ενός προϊόντος όπου περιγράφονται αναλυτικά ο τόπος και ο χρόνος του ελέγχου, η μέθοδος του ελέγχου, τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα. Inspection C h a m b e r [Φρεάτιο ελέγχου] Οικοδ. Φρεάτιο επίσκεψης που κατασκευάζεται σε κομβικά σημεία

Instantaneous Description

ενός υπόγειου τεχνικού ή ενός δικτύου με σκοπό την πρόσβαση στο δίκτυο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας για τον έλεγχο των εγκαταστάσεων. Inspection Door [Θύρα ελεγχου] Οικοδ. Μεταλλικό ή ξύλινο κάλυμμα μιας θυρίδας που έχει δημιουργηθεί κατά την κατασκευή σε ορισμένα σημεία ενός τοίχου μιας οροφής ή ενός δαπέδου όπου είναι εγκιβωτισμένα δίκτυα με σκοπό την πρόσβαση στο δίκτυο για περιοδικούς ελέγχους της κατάστασης του και για λόγους συντήρησης. Inspector [Επιβλέπον] Εργ. Σε μια ομάδα επίβλεψης στην κατασκευή ενός οικοδομικού έργου, τα μέλη της ομάδας που ασχολούνται με τον έλεγχο των λεπτομερειών σε κάθε φάση της κατασκευής και παρακολουθούν συνεχώς τις εργασίες των διαφόρων συνεργείων. Instability [Αστάθεια] Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται εκείνο το σύστημα ή σώμα όπου η παραμικρή μεταβολή της τιμής μίας παραμέτρου του, οδηγεί σε πλήρη αλλαγή της όλης κατάστασης ισορροπίας του. Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τα σταθερά συστήματα, όπου μία ανάλογη μικρή σχετικά διατάραξη, επιφέρει μία παλινδρόμηση με τελικό προορισμό πάλι την αρχική κατάσταση ισορροπίας. Instability Strip [Ζώνη αστάθειας] Αστροφυσ. Συγκεκριμένη περιοχή στο διάγραμμα Hertzsprung-Russell των αστέρων (άξονας χ: θερμοκρασία, άξονας ψ: λαμπρότητα) στην οποία ανήκουν σχεδόν όλοι οι παλλόμενοι μεταβλητοί αστέρες με κυριότερο αντιπρόσωπο τους Κηφείδες. Στο διάγραμμα βρίσκονται ψηλά προς τα δεξιά. Installation [Εγκατάσταση] Τεχνολ. Η διαδικασία κατασκευής ή συναρμολόγησης ενός προϊόντος στη θέση που θα λειτουργήσει και θα εκτελwέσει τη λειτουργία για την οποία προορίζεται. Instant Replay [Επανάληψη στιγμής] Επικοιν. Το είδος επανάληψης που συνηθίζεται στην τηλεόραση και απαιτεί άμεση επανάληψη προηγούμενης σκηνής συνήθως από μία ή περισσότερες βιντεοκασέτα με αργή κίνηση. Instantaneous Acceleration [Στιγμιαία επιτάχυνση] Μηχ. Η σε ένα συγκεκριμένο σημείο της τροχιάς του ή σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή κινηματική επιτάχυνση σώματος αντιπαραβαλλόμενη με τη μέση επιτάχυνση ως προς το χρόνο από ένα σημείο σε ένα άλλο. Instantaneous Axis Of Rotation [Στιγμιαίος άξονας περιστροφής] Μηχ. Θεωρούμενος σε τρεις διαστάσεις κινηματικός όρος ο οποίος δηλώνει σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή τον άξονα περιστροφής στερεού σώματος. Instantaneous Center [Στιγμιαίο κέντρο] Μηχ. Θεωρούμενος σε επίπεδο κινηματικός όρος ο οποίος δηλώνει σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ένα ακίνητο σημείο ενός σώματος. Π. χ. το σημείο επαφής ενός κυλιόμενου τροχού. Instantaneous C h a n g e [Στιγμιαία αλλαγή] Επικοιν. Φαινόμενο που συνοδεύει αυτοματοποιημένες εγκαταστάσεις συστημάτων και τροποποίηση μηχανισμών ασφαλείας ή διευθύνσεων "σε μια νύχτα". Instantaneous Condition [Στιγμιαία συνθήκη] Φυσ. Η κάποια χρονική στιγμή καταστατική δυναμική συνθήκη για ένα φυσικό σύστημα. Instantaneous Description [Στιγμιαία περιγραφή] Πληρ. Θεωρητική μαθηματική ή φυσική περιγραφή ή μοντελοποίηση υπολογιστικού συστήματος σε δεδομένο χρόνο dt, θεωρώντας πολλές από τις εσωτερικές με-

t

Instantaneous Effects

-752-

ταβλητές και συνιστώσες σαν "στιγμιαία αμετάβλητα μεγέθη" και θεωρώντας την κεντρική μονάδα επεξεργασίας στάσιμη. Ορισμένοι προσομοιωτές σφαλμάτων, όπως debuggers χαμηλού επιπέδου, μπορούν να θέσουν την κεντρική μονάδα σε κατάλληλη στάση, έτσι ώστε δεδομένος χειριστής να μπορέσει να θεωρήσει ή και να εκτυπώσει μία τέτοια περιγραφή κατά προσέγγιση, καθώς πάντα κάποιες ποσότητες θα είναι μεταβλητές και αποκλείεται να παραμείνουν απόλυτα "στάσιμες". Instantaneous Effects [Στιγμιαία φαινόμενα] Επικοιν. Προβλήματα των τηλεφωνικών γραμμών που αναφέρονται σαν στιγμιαία κρουστικά φαινόμενα (Hits). Instantaneous Frequencies [Στιγμιαίες συχνότητες] Επικοιν. 1. Στιγμιαίες μεταβολές φάσης του ρολογιού χρονισμού. 2. Ανεπαίσθητες μεταβολές στη ζώνη συχνοτήτων 2 "απόλυτα" ίδιων πακέτων που κινούνται παράλληλα σαν συνέπεια στιγμιαίων αλλαγών χρονισμού ή στιγμών δειγματοληψίας και Routing. Instantaneous Increasing D e m a n d [Στιγμιαία αυξανόμενη ζήτηση] Επικοιν. Συμβαίνει πολλοί χρήστες να συνδέονται ταυτόχρονα σα συνέπεια διαφόρων συνθηκών οπότε το δίκτυο πρέπει να μπορεί να καλύψει τέτοιες απότομες εξάρσεις. Instantaneous Power O u t p u t [Στιγμιαία ισχύς εξόδου] Ηλεκ. Για κάθε χρονική στιγμή η ισχύς ή αλλιώς ο στιγμιαίος ρυθμός με τον οποίο παράγεται έργο πάνω σε κάποιο σύστημα. Instantaneous Recovery [Ακαριαία αποκατάσταση] Μηχ. Η άμεση εξαφάνιση της ελαστικής παραμόρφωσης που υφίσταται ένα ελαστικό σώμα, μόλις η δύναμη που επιφέρει την παραμόρφωση καταργηθεί. Instantaneous Sample [Στιγμιαίο δείγμα] Επικοιν. Αήψεις δείγματος συνήθως περιοδικά. Αν αποφεύγεται εξασφαλίζεται καλή παρακολούθηση (Routing). Instantaneous Strain [Αμεση παραμόρφωση] Μηχ. Η παραμόρφωση της αρχικής μορφής ενός στοιχείου που προκύπτει άμεσα με την εφαρμογή μιας φόρτισης. Instantaneous Value [Στιγμιαία τιμή] Φυσ. Χρονικά στιγμιαία τιμή ποσότητας η οποία εξαρτάται από το χρόνο όπως η επιτάχυνση, η θέση κ.τ.λ. Instantaneous Velocity [Στιγμιαία ταχύτητα] Μηχ. Η σε ένα συγκεκριμένο σημείο της τροχιάς του ή συγκεκριμένη χρονική στιγμή κινηματική ταχύτητα σώματος αντιπαραβαλλόμενη με τη μέση ταχύτητα ως προς το χρόνο από ένα σημείο σ' άλλο. Instantaneous Velocity Of Reaction [Στιγμιαία Ταχύτητα Αντίδρασης] Χημ. Ορίζεται ο ρυθμός μιας αντίδρασης, που μετράται από τη μεταβολή της συγκέντρωσης κάποιου αντιδρώντος A, rA = dCA/dt. Instantiation [Συγκεκριμενοποίηση / αντικειμενοποίηση] Πληρ. Ανάθεση συγκεκριμένης τιμής σε στοιχειώδη μεταβλητή, σε πιο πολύπλοκη μεταβλητή δομής δεδομένων, σε κατάλληλο τμήμα μνήμης, δημιουργία δομής στη μνήμη ή κλήση συγκεκριμένου υποπρογράμματος το οποίο σχετίζεται με δεδομένη δομή δεδομένων. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε όλες τις γλώσσες προγραμματισμού και κυρίως σε αντικειμενοστραφείς γλώσσες. Instanton [Ινσταντόν] Πυρην. Φυσ. Προβλεπόμενο από την κβαντική χρωμοδυναμική είδος ψευδοσωματίου το οποίο περιγράφει την επίδραση των διακυμάνσεων του κενού στα γκλουόνια. Institute For Electrical And Electronic Engineers [Ινστιτούτο ηλεκτρολόγων και ηλεκτρονικών μηχανικών] Επικοιν. Διάσημο ινστιτούτο για τις προτυπο-

ποιήσεις του και τα πρωτόκολλα του. Instruction Address [Διεύθυνση εντολής] Πληρ. Διεύθυνση στην κύρια μνήμη υπολογιστή, συνήθως σε προστατευμένο χώρο (read only) η οποία περιέχει συγκεκριμένη εντολή γλώσσας μηχανής. Το μέγεθος της μνήμης η οποία καταλαμβάνεται από μία τέτοια εντολή είναι μεταβλητό αλλά συνήθως στους προσωπικούς υπολογιστές καταλαμβάνει από 2 έως και 8 bytes, ανάλογα με το πόσες "λέξεις επέκτασης" (instruction extension words) απαιτεί η συγκεκριμένη εντολή, (βλέπε Instruction Address Register, Instruction Length). Instruction Address Register [Καταχωρητής διεύθυνσης εντολών] Πληρ. Εναλλακτική ονομασία του καταχωρητή προγράμματος, pc. (program counter). Αν χειριστής υπολογιστή παύσει τη λειτουργία τρέχοντος προγράμματος τη χρονική στιγμή t με τη βοήθεια κατάλληλου προσομοιωτή σφαλμάτων ή debugger, ο καταχωρητής προγράμματος pc, πάντοτε θα περιέχει την διεύθυνση της επόμενης εντολής, δηλαδή της εντολής που θα εκτελεστεί από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας αν το πρόγραμμα συνέχιζε κανονικά την εκτέλεση του. Instruction Area [Περιοχή εντολών] Πληρ. Τμήμα της κύριας μνήμης υπολογιστή μέσα στο οποίο φορτώνεται ο δυαδικός κώδικας γλώσσας μηχανής συγκεκριμένου προγράμματος. Σε προηγμένα λειτουργικά συστήματα, όπως το unix, η περιοχή αυτή είναι πάντα προστατευμένη και read-only. Το λειτουργικό σύστημα για να εκτελέσει δεδομένο πρόγραμμα, συνήθως καταχωρεί μία διεύθυνση επιστροφής στην στοίβα για να μπορεί να μπορεί το πρόγραμμα να επιστρέψει στο περιβάλλον του λειτουργικού. Όταν παύσει η λειτουργία του, αναθέτει τη διεύθυνση εισόδου (entry point) στον καταχωρητή προγράμματος και εκκινεί την εκτέλεσή του προγράμματος η οποία αρχίζει με την πρώτη εντολή η οποία βρίσκεται στον καταχωρητή pc. Instruction Cache [Κας εντολών] Πληρ. Εξειδικευμένο τμήμα μνήμης το οποίο προσφέρει υπηρεσίες κας αλλά αντί να αποθηκεύει μόνο δεδομένα, αποθηκεύει και/ή εκτελέσιμες εντολές. Έτσι, όταν η κεντρική μονάδα επεξεργασίας απαιτήσει την επανεκτέλεση εντολής η οποία έχει ήδη εκτελεστεί στο παρελθόν, μπορεί να την αναγνώσει από το κας εντολών, (βλέπε Cache). Instruction Code [Κώδικας εντολών] Πληρ. Το σύνολο του δυαδικού κώδικα γλώσσας μηχανής το οποίο και εκτελείται όταν το πρόγραμμα λειτουργεί. Ο κώδικας αυτός περιέχεται μέσα στο αρχείο το οποίο αντιπροσωπεύει το πρόγραμμα το οποίο πρόκειται να εκτελεστεί μέσα στο περιβάλλον δεδομένου λειτουργικού συστήματος, μαζί πιθανόν και με άλλα βοηθητικά δεδομένα, όπως φόρμες (templates) δομών δεδομένων, τις οποίες το πρόγραμμα μπορεί να χρησιμοποιεί για να κατασκευάζει βοηθητικά στοιχεία, όπως παράθυρα, διάλογους, κλπ. Instruction Constant [Ουδέτερη / αδρανής εντολή] Πληρ. Εντολή σε δυαδικό κώδικα μηχανής προγράμματος η οποία κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της αδρανοποιεί την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. Στα περισσότερα υπολογιστικά συστήματα η εντολή αυτή δηλώνεται με τον μνημονικό όρο nop. (no operation). Επειδή δεν απαιτεί μεταβλητές παραμέτρους, αποτελείται πάντα από μία σταθερή ακολουθία δυαδικών ψηφίων. Σε γλώσσα μηχανής 680x0 για παράδειγμα, είναι η σταθερά: S4E75.

-753 -

Instruction Control Unit [Μονάδα ελέγχου εκτέλεσης εντολών] Πληρ. Τμήμα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας ή γενικότερα της μητρικής πλακέτας του οποίου η κύρια λειτουργία είναι ο έλεγχος της ροής εκτελέσιμου κώδικα. Αν και περιέχεται συνήθως στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας, συχνά εξωτερικές ή περιφερειακές συσκευές ή μονάδες περιέχουν άλλες τέτοιες μονάδες ελέγχου οι οποίες ελέγχουν την ροή εντολών ή δεδομένων τα οποία απαιτούν ανεξάρτητη ή ξεχωριστή επεξεργασία, όπως τα μουσικά ηχητικά δεδομένα τα οποία παράγονται από ένα cd-rom κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μουσικής. Instruction C o u n t e r [Μετρητής εντολών] Πληρ. Εναλλακτική αλλά σπάνια ονομασία του καταχωρητή προγράμματος, pc (program counler). (βλέπε Instruction Address Register). Instruction Cycle [Κύκλος εντολής] Πληρ. Αν δεδομένη διεύθυνση μνήμης Sxxxxxxxx περιέχει συγκεκριμένη εντολή: Syyyy [yyyyyyyy], αν t| είναι ο χρόνος πρόσβασης που απαιτείται για την ανάγνωση συγκεκριμένης εντολής από την τοποθεσία Sxxxxxxxx, t2 ο χρόνος που απαιτείται για την "αναγνώριση" της εντολής από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας και αν t3 είναι ο χρόνος εκτέλεσης όλων των συναφών λειτουργιών που εξαρτώνται ή σχετίζονται με τη λειτουργία της παραπάνω εντολής, τότε ο χρόνος t,ot = tj + t2 + t3. Σημειωτέον ότι ο θεωρητικός ορισμός αφορά μόνον περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει επέλθει κάποια βελτιστοποίηση στην πρόσβαση κάποιου από τα σχετιζόμενα μεγέθη, λόγω βοηθητικών παραγόντων, όπως μνήμη κας, κας εντολών, κλπ. (βλέπε Instruction Time). Instruction Extension W o r d [Αέξη επέκτασης εντολής] Πληρ. Αν δεδομένη διεύθυνση μνήμης Sxxxxxxxx περιέχει συγκεκριμένη εντολή: Sxxxx[yyyy[zzzz]], η οποία χρησιμοποιεί προαιρετικά τις λέξεις επέκτασης (instruction words) [yyyyfzzzz]], τότε έχουμε τις προαιρετικές λέξεις [yyyy[wwww]]. Τέτοιες λέξεις χρησιμοποιούνται συνήθως όταν η εντολή έχει πρόσβαση σε άμεσα δεδομένα, (βλέπε Instruction Opcode). Instruction F o r m a t [Μορφή εντολής] Πληρ. Η συγκεκριμένη μορφή την οποία έχει δεδομένη εντολή δυαδικού κώδικα στη γλώσσα μηχανής συγκεκριμένου μικροεπεξεργαστή. Διαφέρει από μικροεπεξεργαστή σε μικροεπεξεργαστή, αλλά στα εγχειρίδια χρήσης συνήθως υποδηλώνεται για παράδειγμα ως: BiV|[B 2 V 2 ... BnVk], όπου τα τμήματα {Bly i 6 Ι] δηλνώνουν σταθερές ακολουθίες δυαδικών ψηφίων και τα τμήματα j e J] δηλώνουν μεταβλητές ακολουθίες δυαδικών ψηφίων, οι οποίες ορίζονται μονοσήματα, ανάλογα με τις ανάγκες της εντολής και την κατάσταση των καταχωρητών του μικροεπεξεργαστή την στιγμή της εκτέλεσης της εντολής, (βλέπε Instruction Length). Instruction Length [Μήκος εντολής] Πληρ. Το μέγεθος της μνήμης η οποία καταλαμβάνεται από δεδομένη εντολή ακολουθίας δυαδικών ψηφίων σε γλώσσα μηχανής. Το μέγεθος αυτό είναι μεταβλ*ητό από υπολογιστή σε υπολογιστή, αλλά συνήθως στους προσωπικούς υπολογιστές καταλαμβάνει από 2 έως και 8 bytes, ανάλογα με το πόσες "λέξεις επέκτασης" (instruction extension words) απαιτεί η συγκεκριμένη εντολή, (βλέπε Instruction Address). Instruction Modification [Τροποποίηση εντολής] Πληρ. Αν δεδομένη διεύθυνση μνήμης Sxxxxxxxx περιέχει συγκεκριμένη εντολή: Syyyy [yyyyyyyy], τροποποίηση των δεδομένων από Syyyy [yyyyyyyy] σε Szzzz

Instructions To T e n d e r e r s

[zzzzzzzz]. Στα περισσότερα προηγμένα λειτουργικά συστήματα τέτοιες τροποποιήσεις απαγορεύονται από το ίδιο το λειτουργικό, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις διάφορα προγράμματα, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου λειτουργικού μπορούν να τροποποιήσουν τα περιεχόμενα τέτοιας μνήμης. Συνήθως προγράμματα τα οποία τροποποιούν τις ίδιες τους τις εντολές (selfmodifiable code) ανήκουν στην κατηγορία των ιών, κατά συνέπεια τα περισσότερα λειτουργικά συστήματα είτε διαμαρτύρονται κατά την εκτέλεσή τους ή τα παύουν αμέσως, μόλις κάτι τέτοιο ανιχνευτεί. Instruction Opcode [Τελεστής εντολής] Πληρ. Αν δεδομένη διεύθυνση μνήμης Sxxxxxxxx περιέχει συγκεκριμένη εντολνή: Sxxxx[yyyy[zzzz]], η οποία χρησιμοποιεί προαιρετικά τις λέξεις επέκτασης (instruction words) [yyyy[zzzz]], τότε η λέξη Sxxxx. Ονομάζεται συνήθως και instruction word, (βλέπε Instruction Format, Instruction Length). Instruction Pointer [Δείκτης εντολής] Πληρ. Σπανιότερη μορφή δείκτη σε γλώσσα μηχανής ή σε ανώτερη γλώσσα προγραμματισμού η οποία περιέχει τη διεύθυνση συγκεκριμένης εντολής. Κατασκευάζονται με έμμεση αναφορά, με τη βοήθεια του καταχωρητή προγράμματος pc, όπως π.χ. στην εντολή lea SlO(pc), aO, η οποία φορτώνει τα περιεχόμενα της περιοχής μνήμης με διεύθυνση pc + 16 στον καταχωρητή aO. (βλέπε Instruction Address Register). Instruction Register [Καταχωρητής εντολής] Πληρ. Καταχωρητής κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, σκοπός του οποίου είναι η καταχώρηση του δυαδικού διανύσματος της αναπαράστασης της επόμενης εντολής που πρόκειται να εκτελεστεί αμέσως μόλις παύσει η εκτέλεση της εντολής που εκτελείται. Instruction Set [Σύνολο εντολών] Πληρ. Για δεδομένο μικροεπεξεργαστή, όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί δυαδικών αναπαραστάσεων τις οποίες αναγνωρίζει ο επεξεργαστής ως νόμιμες και εκτελέσιμες εντολές. Αν και οι περισσότεροι μικροεπεξεργαστές είναι προγραμματισμένοι να "γνωρίζουν" μόνο τις εγγενείς εντολές οι οποίες σχετίζονται με τον ίδιο τον μικροεπεξεργαστή, πολλοί μικροεπεξεργαστές "αναγνωρίζουν" και μη εγγενείς εντολές άλλων μικροεπεξεργαστών, με τη βοήθεια της τεχνικής της προσομοίωσης. Instruction Time [Χρόνος εντολής] Πληρ. Αν δεδομένη διεύθυνση μνήμης Sxxxxxxxx περιέχει συγκεκριμένη εντολή: Syyyy [yyyyyyyy], αν t| είναι ο χρόνος πρόσβασης που απαιτείται για την ανάγνωση συγκεκριμένης εντολής από την τοποθεσία Sxxxxxxxx και t2 ο χρόνος που απαιτείται για την "αναγνώριση" της εντολής από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, τότε ο χρόνος tin = tj + t2. Σημειωτέον ότι ο θεωρητικός ορισμός αφορά μόνον περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει επέλθει κάποια βελτιστοποίηση στην πρόσβαση κάποιου από τα σχετιζόμενα μεγέθη λάγω βοηθητικών παραγόντων, όπως μνήμη κας, κας εντολών, κλπ. (βλέπε Instruction Cycle). Instruction W o r d [Λέξη εντολής] Πληρ. Εναλλακτική ονομασία της λέξης εντολής, (βλέπε Instruction Opcode). Instructions To T e n d e r e r s [Οδηγίες προς τους διαγωνιζομένους] Εργ. Τμήμα των τευχών δημοπράτησης όπου δίδονται οδηγίες προς τους διαγωνιζομένους για τα σημεία που πρέπει να προσέξουν στη σύνταξη της προσφοράς και στον υπολογισμό των τιμών μονάδος των δραστηριοτήτων που θα εκτελέσουν.

Instrument

- 754 -

Instrument [Οργανο] Τεχνολ. Εξάρτημα μέτρησης με- γού. Ο περιορισμός της ροής του ρεύματος στην ζηγεθών που χρησιμοποιείται για τις ανάγκες ελέγχου τούμενη διεύθυνση πραγματοποιείται συνήθως με καομαλής λειτουργίας εξοπλισμού ή για μετρήσεις μεγε- τάλληλη επικάλυψη του αγωγού με μη αγώγιμο υλικό. θών που θα χρησιμοποιηθούν για την σύνταξη κάποιου Το κοινό μονωμένο σύρμα είναι τέτοιο. Insulated-Return Power System [Σύστημα διανομής τεχνικού κειμένου. μονωμένης επιστροφής] Η/εκ. Κατάλληλος διανομέας I n s t r u m e n t C o r r e c t i o n [Διόρθοϊση ο ρ γ ά ν ο υ ] Τεχνολ. Μ α θ η μ α τ ι κ ή διαδικασία δ ι ό ρ θ ω σ η ς των ε γ ν ω σ μ έ ν ω ν ηλεκτρικού ρεύματος, ο οποίος συνήθως αποτελείται λαθών που πραγματοποιεί ένα όργανο μέτρησης. από έναν κύριο αγωγό φάσης, στον οποίο έχουν πρόI n s t r u m e n t Housing [Χώρος στέγασης οργάνων] Τε- σβαση ανεξάρτητες τροφοδοτούμενες συσκευές, και η χνολ. Ερμάριο ή προστατευμένος χώρος που χρησιμεύ- φάση είναι μονωμένη σε σχέση με αγωγούς οι οποίοι ει για την προστασία κάποιων οργάνων. έχουν δυναμικό μηδέν. Οι εναέριοι τρολλέδες των ηλεI n s t r u m e n t Multiplier [Πολλαπλασιαστική συνιστώ- κτρικών τροχιοδρόμων όπως και η ηλεκτρική σιδηροσα ένδειξης] Ηλεκ. Ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συνιστώ- τροχιά των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων είναι τέτοιοι σα, όπως επαγωγική, ωμική ή χωρητική συνιστώσα ή διανομείς. κατάλληλος συνδυασμός τους, η οποία εκτελεί υπηρε- Insulating Board [Μονωτική πλάκα] Οικοδ. Επίπεδα σίες διεύρυνσης του δυνατού φασματικού εύρους, α- δομικό στοιχεία πάχους 2 - 5 εκ. κατασκευασμένα από ντίστοιχου ηλεκτρικού ή οπτοηλεκτρονικού οργάνου. συνθετικό υλικό που τοποθετούνται σε εξωτερικούς Τα συνηθέστερα είδη είναι κατάλληλες αντιστάσεις ή τοίχους και στο δώμα ενός κτιρίου για να εξασφαλίπυκνωτές αντιστάθμισης, τα οποία επεκτείνουν ή διευ- σουν τη θερμομόνωση. ρύνουν τις ικανότητες μέτρησης ηλεκτρικών μεγεθών Insulating C o m p o u n d [Μονωτικό υλικό] Οικοδ. Πασε βολτόμετρα, αμπερόμετρα, πολύμετρα, κλπ. χύρρευστο υλικό ασφαλτικού τύπου κατάλληλο για I n s t r u m e n t Panel [Πίνακας ελέγχου] Τεχνολ. Επίπεδη υδρομόνωση που χρησιμοποιείται στην επίστρωση οεπιφάνεια πάνω στην οποία είναι τοποθετημένα με ορ- ριζόντιων επιφανειών, κυρίως δωμάτων για την επίτευγανωμένο και λειτουργικό τρόπο όργανα και δείκτες ξη της στεγανότητας του χώρου. μετρήσεων καθώς και διακόπτες χειρισμού. Insulating Concrete [Σκυρόδεμα χαμηλής διαπερατόI n s t r u m e n t Panel [Πίνακας ένδειξης / οργάνων] Τε- τητας] Οικοδ. Μίγμα σκυροδέματος τα χαρακτηριστιχνολ. Σύνολο ενδεικτικών ηλεκτρικών οργάνων, κα- κά διαπερατότητας του οποίου βελτιώνονται με την τάλληλα συζευγμένων με τα αντίστοιχα όργανα για τα προσθήκη χημικών και χρησιμοποιείται συνήθως για οποία παρέχουν ενδείξεις και κατάλληλα τοποθετημέ- την κατασκευή δεξαμενών ή τοιχίων σε υπόγεια, σε νων σε κατά το δυνατόν συμμετρικό πίνακα στήριξης, περιπτο')σεις που η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα με σκοπό την εύκολη, γρήγορη και ακριβή παροχή είναι πάνω από την κατώτερη στάθμη του υπογείου. πληροφορίας σε χειριστή αντίστοιχου οχήματος ή μη- Insulating Material [Μονωτικό υλικό] Οικοδ. χανήματος. Insulation. I n s t r u m e n t Reading Time [Χρόνος ανάγνωσης οργά- Insulation [Μόνωση] Οικοδ. Δομικά υλικά που διατίνου] Τεχνολ. Ο χρόνος που απαιτείται μέχρι όπου ένα θενται στο εμπόριο σε διάφορες μορφές για να ενσωόργανο μέτρησης να σταθεροποιηθεί σε μία τελική τι- ματωθούν σε δομικά στοιχεία που συνθέτουν τεχνικά μή μέτρησης, όταν η τιμή του μετρούμενου μεγέθους έργα με στόχο τη δημιουργία προστατευτικών παραπεαλλάξει. τασμάτων σε τοίχους ή δάπεδα κατά της υγρασίας, του I n s t r u m e n t Resistor [Πολλαπλασιαστική αντίσταση νερού, των θερμοκρασιακών μεταβολών ή του θόρυένδειξης] Ηλεκ. Ηλεκτρική αντίσταση, ως κατάλληλη βου. πολλαπλασιαστική συνιστώσα ένδειξης σε αντίστοιχο Insulation Arc-Over [Εκκένωση διαρροής μονωτή] ηλεκτρικό ή οπτοηλεκτρονικό όργανο ένδειξης. Ηλεκ. Ξέσπασμα ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο I n s t r u m e n t a l Analysis [Ανάλυση οργάνου] Τεχνολ. ανεξάρτητων αγώγιμων υλικών τα οποία είναι μονωΔιαδικασία κατά την οποία ένα όργανο παρακολουθεί μένα μεταξύ τους, όταν η εφαρμοζόμενη διαφορά δυκαι καταγράφει τη λειτουργία μιας συσκευής για να ναμικού μεταξύ των αγώγιμων τμημάτων υπερβεί την διαπιστωθεί αν ολοκλήρωσε τον κύκλο λειτουργίας πρακτική τιμή αντίστασης του τμήματος του μονωτή της ή αν κατά τη διάρκεια του κύκλου άλλαξαν κά- το οποίο είναι υπεύθυνο για τη μόνωση του συγκεκριμένου σημείου που καταπονείται. Η ηλεκτρική εκκέποιες από τις ιδιότητες του συστήματος. Instrumentation [Εξοπλισμός συστήματος αυτοματι- νωση συνήθως καταστρέφει τον μονωτή τελειωτικά σμού] Τεχνολ. Σε ολοκληρωμένα συστήματα παραγω- στο σημείο αυτό. γής ή λειτουργίας δικτύων, το σύνολο των οργάνων Insulation Coordination [Ρύθμιση μόνωσης] Ηλεκ. που είναι τοποθετημένα σε διάφορα σημεία για τον έ- Τομέας μελέτης του ηλεκτρισμού ο οποίος παρέχει θελεγχο της ομαλής λειτουργίας του συνόλου ή για την ωρητικές και πρακτικές λύσεις σε προβλήματα μόνωμεταβίβαση εντολών από το κέντρο ελέγχου σε διάφο- σης σαν συνάρτηση με τις απαιτούμενες ή εφαρμοζόρα σημεία του συνόλου για την αυτόματη εκτέλεση μενες τάσεις σε συγκεκριμένες ηλεκτρικές εφαρμογές. κάποιων ενεργειών δίχως να υπάρχει ανάγκη χειρονα- Insulation Resistance [Αντίσταση μόνωσης] Ηλεκ. Η κτικής εργασίας. θεωρητική τιμή της συνολικής αντίστασης τμήματος Insulate [Μονώνω] Μηχ. Είναι η διαδικασία προστασί- μονωτή, όταν εφαρμοστεί πάνω στο τμήμα αυτό διαας ενός συστήματος, με κάλυψή του με ειδικό υλικό, φορά δυναμικού. Αν και πρακτικά δεν υπάρχει απόλυτο οποίο δεν επιτρέπει ή καθυστερεί τη μεταφορά θερ- τος μονωτής ο οποίος εξ' ορισμού θα είχε άπειρη αντίμότητας ή ρεύματος ή του ήχου. σταση, ως αντίσταση παχιού τμήματος μονωτή όταν Insulated C o n d u c t o r [Μονωμένος αγωγός] Ηλεκ. εφαρμόζονται μικρές τάσεις πάνω του, συνήθως λαμΗλεκτρικά αγώγιμο υλικό το οποίο περιορίζει τη ροή βάνεται το άπειρο. του ηλεκτρικού ρεύματος προς μία η περισσότερες δι- Insulator [Μονωτικό] Υλικ. Όρος που αναφέρεται γενιευθύνσεις σε σχέση με την κύρια διεύθυνση του αγω- κά σε υλικά τα οποία έχουν την ιδιότητα να απομονώ-

-755 νουν έναν χώρο ή ένα άλλο υλικό από μία εξωτερική επίδραση. Μπορεί να είναι υλικά οικοδομής που προστατεύουν από τον ήχο ή συμβάλλουν στη θερμομόνωσή της, είτε υλικά τα οποία είναι κακοί αγωγοί του ηλεκτρισμού και μονώνουν έναντι αυτού. I n s u r a n c e [Ασφαλιστικό συμβόλαιο] Εργ. Συμβόλαιο με το οποίο το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη αποδέχεται την καταβολή χρηματικού ποσού στο δεύτερο ως αποζημίωση στην περίπτωση που θα συμβεί κάποιο απρόβλεπτο γεγονός. Intact Clay [Συμπαγής άργιλος] Εδαφ. Αργιλικό έδαφος που δεν παρουσιάζει στην επιφάνεια του ορατές ρωγμές. Intake [Στόμιο] Τεχ\>ολ. Το άκρο ενός δικτύου διαμορφωμένο κατάλληλα με ειδικό εξοπλισμό για την αναρρόφηση αέρα, νερού ή άλλου ρευστού στοιχείου το οποίο απαιτείται για τη λειτουργία του εν λόγω δικτύου. I n t a k e C h a m b e r [Φρεάτιο αναρρόφησης] Πολ.Μηχ. Χώρος με ειδική μεταβλητή διατομή που κατασκευάζεται στο στόμιο μιας σήραγγας που προορίζεται για τη μεταφορά νερού με στόχο τη ρύθμιση της ομαλής ροής. I n t a k e G a t e [Θύρα αναρρόφησης] Πολ.Μηχ. Εξοπλισμός που τοποθετείται σε ένα στόμιο αναρρόφησης που ανοίγει ή κλείνει το στόμιο ανάλογα με τις απαιτήσεις λειτουργίας του συστήματος. Integer 1 [Ακέραιος] Μαθημ. Μέλος του συνόλου των ακεραίων αριθμών: |Ζ. (βλέπε Integers). Integer 2 [Ακέραιος] Πλ>\ρ. Στοιχειώδης δομή δεδομένων σε ανώτερες γλώσσες προγραμματισμού, η οποία έχει συνήθως εύρος 16 bits και μπορεί να λάβει τιμές στα ακόλουθα εύρη: [-32768..32767] ή [0..65535], ανάλογα με το αν το πρώτο δυαδικό στοιχείο της δομής δεσμεύεται για το πρόσημο ή όχι. Δηλώνεται ως: integer στην γλώσσα pascal και ως: int ή short στην γλώσσα c. Integer Declaration [Δήλωση ακεραίου] Πληρ. Κειμενική έκφραση στο συντακτικό ανώτερης γλώσσας προγραμματισμού, η οποία υποχρεώνει συγκεκριμένο μεταφραστή (compiler) της αντίστοιχης γλώσσας να εκκινήσει όλες τις εσωτερικές διαδικασίες οι οποίες σχετίζονται με την καταχώρηση μεταβλητής τύπου στοιχειώδους δομής integer. Η δήλωση: ...n: integer; ...σε γλώσσα pascal ή η δήλωση ...short n; ...σε γλώσσα c, είναι παραδείγματα τέτοιων δηλώσεων, (βλέπε Integer). Integer Spin [Ακέραιο σπιν] Φυσ. Χαρακτηριστικός των μποζόνιων κβαντικός αριθμός του σπιν ο οποίος παίρνει ακέραιες τιμές. Integer Variable [Ακέραια μεταβλητή] Πληρ. Μεταβλητή υποπρογράμματος στο συντακτικό συγκεκριμένης γλώσσας προγραμματισμού, της οποίας ο τύπος είναι η στοιχειοοδης δομή integer, (βλέπε Integer, Integer Declaration). Integers [Ακέραιοι] Μαθημ. Μαθηματικό σύνολο, το οποίο ορίζεται ως η ένωση τριών συνόλων: Του συνόλου των φυσικών αριθμών: |Ν = {1, 2, 3, ...}, του συνόλου που απαρτίζεται μόνον από το μηδενικό στοιχείο: {0}, και του συνόλου των αρνητικών αριθμών: S = {-n: η e |Ν] = {-1, -2, -3, ...}. Συμβολίζεται ως: |Ζ, και ισχύει: |Ζ = |Ν υ {0} u S. Integrable [Ολοκληρώσιμος] Μαθημ. 1. Προκειμένου περί ολοκλήρωσης riemann-stiljes συνάρτηση f(x) για την οποία ισχύει: Αν |f(x)| < Μ, με x e [a, b], Ρ είναι

Integral O p e r a t o r

μία κατάλληλη διαμέριση του [a, b| και sup(L(f, Ρ ) : Ρ δεδομένη διαμέριση του [a, b]) = inf(U(f, Ρ): Ρ δεδομένη διαμέριση του [a, b]}, με L(f, Ρ) και U(f, Ρ) τα κάτω και άνω αθροίσματα της f στο διαμερισμένο (μέσω της διαμέρισης Ρ) διάστημα [a, b]. 2. Προκειμένου περί άλλων ολοκληρώσεων, μετρήσιμη συνάρτηση f(x) G jR, ορισμένη σε μετρήσιμο σύνολο Ε, για την οποία ισχύει: το μέγεθος: ΙεΓύμ = ί ε ί ^ μ - Ι^Γϋμ υπάρχει και είναι πεπερασμένο. Σε αυτήν την περίπτωση η f καλείται ολοκληρώσιμη σε σχέση με το μέτρο μ ή μολοκληρώσιμη. Εν γένει, μία συνάρτηση είναι ολοκληρώσιμη αν είναι συνεχής και αν το σύνολο του αριθμού των ασυνεχειών της έχει μέτρο 0. Integral 1 [Ολοκλήρωμα] Μαθημ. 1. Αν Ε είναι ο χώρος συναρτήσεων F = {f: Χ —» Χ) δεδομένου χώρου Χ, και S c Χ, γραμμικός τελεστής 1: F ' Χ -> Χ, ο οποίος απεικονίζει δεδομένη συνάρτηση f e F και υποσύνολο S του χώρου Χ στον χώρο Χ ή γραμμικός τελεστής I: F —> L, ο οποίος απεικονίζει δεδομένη συνάρτηση f e F στον χώρο των γραμμικών τελεστών L του Χ. Συνήθως συμβολιζόμενος ως: J s f. 2. Ο κοινός αριθμός inf (U(f, P)j στον ορισμό integrable 1, ο οποίος καλείται ολοκλήρωμα της f στο [a, b] και συμβολίζεται ως: Jabf. 2. 3. Το μέγεθος JEfdμ στον ορισμό integrable 2. Integral 2 [Ολοκληρωτέο στοιχείο] Μαθημ. Αν S είναι δακτύλιος επέκτασης δακτυλίου R, στοιχείο s Ε S, για το οποίο ισχύει: S μονικό πολυώνυμο f(x) e R[x], τέτοιο ώστε: f(s) = 0. Integral Calculus [Ολοκληρωτικός λογισμός] Μαθημ. Τομέας του διαφορικού λογισμού ο οποίος ασχολείται με τη θεωρητική και πρακτική μελέτη των ολοκληρωμάτων, κυρίως με τη θεωρητική τεχνική της ολοκλήρωσης και με πρακτικές εφαρμογές της σε τομείς μαθηματικών, φυσικής, μηχανικής και άλλων θετικών επιστημών. Integral Closure [Ολοκληρωτέο συμπλήρωμα] Μαθημ. Αν S είναι δακτύλιος επέκτασης δακτυλίου R, το σύνολο: IC = {s e S: s ολοκληρωτέο στοιχείο στον R). (βλέπε Integral 2 ). Integral Domain [Ακεραία περιοχή] Μαθημ. Μεταθετικός δακτύλιος R για τον οποίο ισχύει: i) $ 1 κ ' 0 και ii) -[($ a,b Ε R): [(a 1 0) Λ (b 1 0) Λ (ab - 0)11. Integral Equation [Εξίσωση ολοκληρωμάτων] Μαθημ. Εξίσωση της μορφής: F(xj, Χ2,...Χ„) = 0, με τουλάχιστο ένα Xj της μορφής if, όπου F και f είναι δεδομένες συναρτήσεις. Integral Extension [Ολοκληρωτέα επέκταση] Μαθημ. Δακτύλιος επέκτασης S δακτυλίου R, για τον οποίο ισχύει: " s e S: $ μονικό πολυώνυμο f(x) e R[x], τέτοιο ώστε: f(s) = 0. (βλέπε Integral"). Integral Function 1 [Ακέραια συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση f για την οποία ισχύει: Im(f) £ |Ζ. Integral Function 2 [Ολομορφική συνάρτηση] Μαθημ. Μιγαδική συνάρτηση f η οποία είναι αναλυτική σε όλα τα σημεία του μιγαδικού επιπέδου. Χρησιμοποιείται συνήθως ο χαρακτηρισμός "entire". Integral H o l o g r a m [Πλήρες ολόγραμμα] Οπτικ. Ολόγραμμα που προκύπτει από τη σύνθεση μεγάλου πλήθους φωτογραφιών του ίδιου αντικειμένου υπό ελαφρά διαφορετική γωνία λήψης κάθε φορά. Integral M o d e m [Ενσωματωμένο modem] Επικοιν. Ένα στοιχείο από το πρότυπο του υπολογιστή πολυμέσων με τη διαφορά ότι ενσωματώνεται στον Η/Υ. Integral O p e r a t o r [Τελεστής ολοκλήρωσης] Μαθημ. Ο γραμμικός τελεστής If του ορισμού Integral 1.

Integral Test

-756-

Integral Test [Κριτήριο σύγκλισης του ολοκληρώματος] Μαθημ. Το κριτήριο σύγκλισης απειροσεφών: Αν μία συνάρτηση f είναι θετική, συνεχής και μονότονα φθίνουσα για χ3 Ν, και είναι τέτοια (όστε f(n) = un, n = Ν, Ν+1, Ν+2,..., τότε η σειρά Xun συγκλίνει εάν και μόνον εάν το ολοκλήρωμα Jf(x)dx = limM-^JNMf(x)dx συγκλίνει. Στην πράξη είναι συνήθως: Ν = 1, χωρίς αυτό να είναι όμως απαραίτητο. Integral T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός ολοκλήρωσης] Μαθημ. Αν f(x) και k(x,y) είναι δεδομένες συναρτήσεις, μετασχηματισμός με τη βοήθεια του τελεστή ολοκλήρωσης, οριζόμενος ως συνάρτηση g(y), η οποία ορίζεται ως εξής: g(y) = Jk(x,y)f(x)dx. Συχνά χρησιμοποιείται και ο χαρακτηρισμός "convolution" και η συνάρτηση k συνήθως ονομάζεται "πυρήνας" του μετασχηματισμού, (βλέπε Integral Operator). Integral W a t e r p r o o f i n g [Στεγανοποίηση όγκου] Οικοδ. Η διαδικασία στεγανοποίησης του σκυροδέματος με προσθήκη στο μίγμα ειδικών πρόσθετων στεγανοποίησης, βελτιώνοντας έτσι την διαπερατότητα του σκυροδέματος. Integrand [Ολοκληρωτέος] Μαθημ. Το αντικείμενο F πάνω στο οποίο δρα τελεστής ολοκλήρωσης. Π.χ.: Στην έκφραση: JF, το F. Integrated C o m m u n i c a t i o n System [Ολοκληρωμένο επικοινωνιακό σύστημα] Επικοιν. Σύστημα λήψης, αποθήκευσης, διανομής και πιθανά επεξεργασίας. Integrated Console [Ολοκληρωμένη κονσόλα] Επικοιν. Κονσόλα που συνδέεται σε Η/Υ και συνήθως έχει modem, τηλέφωνο και άλλο κατάλληλο επικοινωνιακό εξοπλισμό. Integrated Data Processing [Ολοκληρωμένη επεξεργασία δεδομένων] Πληρ. Επεξεργασία δεδομένων η οποία αφορά σε συγγενικούς τομείς οι οποίοι απαρτίζουν σύνολο το οποίο δίνει συγκεκριμένες λύσεις σε προβλήματα πληροφορικής. Για παράδειγμα, δεδομένη εταιρεία είναι απόλυτα φυσικό να χρειάζεται να επεξεργαστεί δεδομένα τα οποία σχετίζονται με συγκεκριμένο αντικείμενο του πελατολογίου, αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά ανά πελάτη, όπως προσωπικά δεδομένα πολλών πελατών, αντίστοιχα δεδομένα πελάτη όπως αυτά σχετίζονται με άλλους πελάτες, με σχετικές στατιστικές άλλων πελατολογίων ή εταιρειών, με περαιτέρω τεχνικές διαφήμισης που αφορούν το πελατολόγιο, κλπ. Integrated Design [Ολοκληρωμένη μελέτη] Οικοδ. Η τεχνική μελέτη ενός έργου που συμπεριλαμβάνει ενσωματωμένα σε ένα αρμονικό σύνολο όλα τα στοιχεία των επιμέρους μελετών που αφορούν διάφορες ειδικότητες επιστημονικών κλάδων. Integrated Electronics [Ολοκληρωμένα ηλεκτρονικά] Ηλεκτμον. Ο κλάδος της ηλεκτρονικής επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη και το σχεδιασμό των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Integrated I n f o r m a t i o n System [Ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα] Επικοιν. Ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης (MIS) που συνδυάζεται με βάσεις δεδομένων (DBMS) και επικοινωνιακές δυνατότητες. Integrated M a g n i t u d e [Ολοκληρωμένο φαινόμενο μέγεθος] Αστμον. Προκειμένου περί ουράνιων αντικειμένων των οποίων η φαινόμενη διάμετρος είναι πεπερασμένη, (οι αστέρες έχουν σχεδόν μηδενική φαινόμενη διάμετρο), θεωρητικό μέγεθος το οποίο αφορά σε οπτικούς υπολογισμούς, κατά το οποίο υπολογίζεται το φαινόμενο μέγεθος του αντικειμένου, θεωρούμενου

ως έχοντος φαινόμενη διάμετρο μηδέν. Integrated Optics' [Ολοκληρωμένη οπτική διάταξη] Οπτικ. 1. Γενικός χαρακτηρισμός ο οποίος συνήθως αφορά σε οπτοηλεκτρονικές συσκευές οι οποίες πραγματοποιούν σχετικά πολύπλοκες λειτουργίες με τη βοήθεια οπτικών συνιστωσών και συχνά ηλεκτρονικών υποδιατάξεων. Τέτοιες διατάξεις είναι προηγμένοι οπτικοί αισθητήρες ανελκυστήρων, οπτοηλεκτρονικοί διακόπτες, διόπτρες νυκτός, φασματοφωτόμετρα και διάφορες διατάξεις οι οποίες συνήθως απεικονίζουν σε υπολογιστή ή άλλο έντυπο μέσο σχετικά οπτικά χαρακτηριστικά συγκεκριμένου (συνήθως) οπτικού φαινομένου. 2. Γενικός όρος ο οποίος αφορά σε οπτική διάταξη ακριβείας, όπως κυάλια, τηλεσκόπια, τηλεφακούς, φακούς τηλεοπτικών μηχανών λήψης και άλλων οπτικών συσκευών ακριβείας. Οι οπτικές διατάξεις αυτές συνήθως ευθυγραμμίζονται με laser. Integrated Radiation [Συνολική ακτινοβολία] Οπτικ. Το συνολικό ποσό φωτεινής ροής ΣΔΦ όπως αυτό λαμβάνεται πάνω σε κατάλληλη φωτοευαίσθητη επιφάνεια, όπως φωτοσένσορα, φωτοκύτταρο, φωτοευαίσθητη δίοδο, φ λ μ ή άλλη επιφάνεια καταγραφής. Στα φωτογραφικά φ λ μ η συνολική ακτινοβολία είναι συσσωρευτική και κατά συνέπεια ευθέως ανάλογη του μεγέθους του ίχνους του ειδώλου πάνω σε αυτά. Integrated Services Digital Network [Ψηφιακό δίκτυο ολοκληρωμένων υπηρεσιών] Επικοιν. Το καλύτερο ως αυτή τη στιγμή ψηφιακό επικοινωνιακό σύστημα που διαθέτει η ITU που ενοποιεί όλες τις υπάρχοντες υποδομές (πχ Χ.25, Hellaspac, κτλ,), ενσωματώνει κάθε νέα τεχνολογία για να επεξεργαστεί κάθε γνωστό τύπο δεδομένων (πολυμέσα αλλά και φωνή). Integrated S o f t w a r e [Ολοκληρωμένο λογισμικό] Πλημ. Σύνολο προγραμμάτων λογισμικού, τα οποία είτε επιτελούν συναφείς λειτουργίες ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν συνιστώσες επίλυσης συνόλου συναφών προβλημάτων ή αναγκών σε εταιρεία, επιστημονικό ίδρυμα ή άλλον ερευνητικό οργανισμό. Η σουίτα "Office" της Microsoft αποτελεί τυπικό παράδειγμα, αλλά συχνά πακέτα ολοκληρωμένου λογισμικού μπορεί να περλαμβάνουν δεκάδες υποπρογράμματα, όπως αρκετά βοηθητικά προγράμματα σε ένα λειτουργικό σύστημα unix. Integrating F a c t o r [Παράγοντας ολοκλήρωσης] Μαθημ. Αν f είναι δεδομένη συνάρτηση και F είναι η παράγουσά της, τότε ο παράγων c, στην σχέση: Jf = F + c. [1]. Δεδομένου ότι ο παράγων αυτός μηδενίζεται κατά την εφαρμογή του διαφορικού τελεστή στην [1], είναι πάντα έκφραση ανεξάρτητη της μεταβλητής σε σχέση με την οποία τελείται ολοκλήρωση ή διαφοροποίηση. Προκειμένου περί μίας μεταβλητής, x ο παράγων είναι αυθαίρετη σταθερά. Προκειμένου περί συναρτήσεων πολλχον μεταβλητών, είναι εν γένει συνάρτηση όλων των μεταβλητών εκτός αυτής σε σχέση με την οποία γίνεται η ολοκλήρωση. Integrating Sphere Photometer [Ολοκληρωτικό φωτόμετρο] Οπτικ. Μεγάλη σύνθετη σφαιρική κατασκευή, αποτελούμενη από δύο διαχωριζόμένους ημισφαιρικούς λοβούς με εσωτερική επικάλυψη που αντανακλά το φως σχεδόν ολοκληρωτικά, χρησιμοποιούμενη από κατασκευάστριες εταιρίες λυχνιών ή διαφόρων άλλων φωτεινών πηγών για τη μέτρηση της συνολοκής φωτεινής ροής συγκεκριμένης φωτεινής πηγής. Καλείται και φωτόμετρο ολοκλήρωσης. Integration 1 [Ολοκλήρωση] Μαθημ. Δεδομένης συνάρ-

-757 -

Intensive Property

τησης f, η διαδικασία της απόπειρας του υπολογισμού είτε με συγκεκριμένες εντολές οι οποίες καθοδηγούν του αόριστου Jf(x)dx ολοκληρώματος της f σε το μαθητευόμενο συνήθως να λάβει σωστές αποφά"κλειστή" μορφή, όταν αυτό είναι δυνατό. Ο τομέας σεις, σε σχέση με διάκριτη ακολουθιακή λύση δεδομέτων μαθηματικών ο οποίος ασχολείται με τεχνικές ο- νου προβλήματος. Τα πρώτα είδη τέτοιου λογισμικού λοκλήρωσης ονομάζεται Ολοκληρωτικός Λογισμός, ήταν απλοί αριθμητικοί υπολογιστές, (βλέπε Integral Calculus). Καταχρηστικά Kat αριθμη- Intelligent Machine ["Νοήμων" μηχανή] Πληρ. Γενιτικοί υπολογισμοί που αφορούν το αντίστοιχο ορισμέκός χαρακτηρισμός λογισμικού επεξεργασίας ή ολοb νο ολοκλήρωμα της f: Ja f(x)dx. κληρωμένου υπολογιστικού εξοπλισμού, τα οποία με 2 Integration [Συναρμολόγηση] Τεχνολ.. Η διαδικασία κατάλληλη επεξεργασία ανταποκρίνονται σε συγκεκρισύνδεσης διαφόρων τεμαχίων τα οποία προορίζονται μένες υπολογιστικές ανάγκες, συνήθως μέσω προηγμένα δημιουργήσουν ένα σύστημα το οποίο λειτουργώ- νων λογικών αλγορίθμων και "απόκρισης" σε σχετικά ντας ως σύνολο θα εκτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο. περιορισμένο πεδίο προβλημάτων, (βλέπε Intelligent). Integration By P a r t s [Ολοκλήρωση κατά μέρη] Intelligent T e r m i n a l ["Νοήμον" τερματικό] Πληρ. Μαθημ. Σχέση αναγωγής στον υπολογισμό αορίστων Χαρακτηρισμός σταθμού επεξεργασίας με οθόνη υποκαι ορισμένων ολοκληρωμάτων, σύμφωνα με την ο- λογιστή, μέσω της οποίας μπορεί να γίνει στοιχειώδης ποία για δεδομένες συναρτήσεις u και ν ισχύει: Judv = ανταλλαγή ή επεξεργασία δεδομένων σε συνήθως σχεuv - jvdu. τικά μικρή απόσταση από το τερματικό. Ο χαρακτηριIntegration Test [Ελεγχος ολοκλήρωσης] Πλημ. Έλεγ- σμός αντιπαρατίθεται με αυτόν του "χαζού" τερματιχος ποιότητας λογισμικού ο οποίος πραγματοποιείται κού, το οποίο συνήθως απλό ηχεί ή αναπαράγει μακριμετά τις φάσεις βήτα και άλφα και αφορά στη βιωσιμό- νά δεδομένα χωρίς να επιτρέπει στο χειριστή κάποια τητα του λογισμικού σε σχέση με διαφορετικές εκδόδιαμεσολάβηση. σεις λειτουργικών συστημάτων, την λειτουργία του σε συνεργασία με περιφερειακά, την λειτουργία του σε συνεργασία με άλλα προγράμματα τα οποία σχετίζονται με αυτό και με την εύρεση εντελώς εξειδικευμένων σφαλμάτων. Συνήθως αυτή η φάση ελέγχου είναι και η τελευταία και πραγματοποιείται λίγο πριν την εμπορική έξοδο του προγράμματος. Integrity [Συνέπεια δεδομένων] Πλημ. Προκειμένου περί δεδομένων τα οποία αποστέλλονται, λαμβάνονται, επεξεργάζονται ή διαχειρίζονται από συγκεκριμένο πρόγραμμα ή ανθρώπινο δυναμικό, είναι η πεποίθηση τού επεξεργάζοντος ανθρώπινου παράγοντα όσον αφορά την ορθότητα των δεδομένων σε σχέση με αρχικά δεδομένα πριν την επεξεργασία, αποστολή ή λήψη. Παρουσία διαφόρων σφαλμάτων κατά την επεξεργασία, αποστολή ή λήψη δηλώνει κατά συνέπεια, μησυνεπή δεδομένα και αντίστροφα. Integrodifferential Equation [Εξίσωση ολοκληρωμάτων και παραγώγων] Μαθημ. Εξίσωση της μορφής: F (χι, x 2 ,...x n ) = 0, με τουλάχιστο ένα χ, της μορφής Jf και ένα xj της μορφής df/dx όπου F και f είναι δεδομένες συναρτήσεις. Intelligence [Ευφυία] Επικοιν. Χαρακτηριστικό της νέας γενιάς επικοινωνιακών μηχανημάτων είναι να χρησιμοποιούν ευρετικές μεθόδους. Intelligent ["Νοήμων"] Πλημ. Εξειδικευμένο λογισμικό, το οποίο έχει προγραμματιστεί να επιτελεί κατά κανόνα προηγμένες διαδικασίες και να λαμβάνει αποφάσεις βάσει σχετικά προηγμένων λογικών αλγορίθμων. Παραδείγματα τέτοιου λογισμικού είναι προγράμματα ιατρικών συμβουλών και επεξαργασίας ιατρικών συμπτωμάτων, προγράμματα "αναγνώρισης" στοιχείων στην αστροφυσική φασματοσκοπία, "εμπειρικοί" σκακιστές όπως ο deep-blue της ibm κλπ. Τα προγράμματα αυτά είναι συνήθως πολύ ακριβά. Intelligent Building [Τεχνολογικά εξελιγμένο κτίριο] Οικοδ. Σύγχρονο κτίριο εξοπλισμένο με ηλεκτρονικά συστήματα λειτουργίας και ελέγχου των εγκαταστάσεων οι οποίες έχουν υψηλό βαθμό αυτοματοποίησης στη λειτουργία τους. Intelligent Computer-Assisted Instruction ["Νοήμων" διδασκαλεία με την βοήθεια υπολογιστή] Πληρ. Δίδασκαλία με τη βοήθεια εξειδικευμένου λογισμικού το οποίο διαμεσολαβεί είτε με την βοήθεια ερωταπαντήσεων

Intelligibility [Ικανότητα (τεχνητής) ευφυίας] Επικοιν. Επικοινωνία με χρήση τεχνητής νοημοσύνης που έχει δηλαδή προγραμματιστεί να μαθαίνει έστω και στατιστικά. INTELSAT [Ιντελσάτ] Επικοιν. Διεθνής ονομασία του Παγκόσμιου Οργανισμού Δορυφορικών Επικοινωνιών από τα αρχικά των λέξεων International Telecommunications Satellite Organization. Ιδρύθηκε το 1964 από 18 κράτη μέλη, ενώ σήμερα αριθμεί περί τα 140 μέλη. Ευθύνεται για τη λειτουργία και το συντονισμό του δικτύου που συνθέτουν σχεδόν το σύνολο των τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων, χωρίς ωστόσο κάθε κράτος - μέλος να χάνει τα κυριαρχικά δικαιώματα των δορυφόρων που του ανήκουν. Intension [Εννοια] Μαθημ. Όρος της μαθηματικής λογικής που περιγράφει τις γενικές ιδιότητες ενός αντικειμένου, χωρίς όμως να το συγκεκριμενοποιεί, όπως κάνει η επέκταση (Extension). Π.χ. η έννοια του όρου "πλοίο" είναι "φορέας μεταφοράς πάνω στο νερό", ενώ η έκταση του είναι "φορτηγό πλοίο, επιβαταγωγό, πολεμικό, κλπ.". Intensity Level {Επίπεδο έντασης] Φυσ. Το ποσό της ενέργειας που ρέει στη μονάδα του χρόνου από μία μοναδιαία επιφάνεια τοποθετημένη κάθετα στη διεύθυνση διάδοσης ενός ηχητικού κύματος. Αντίθετα με την ακουστότητα ενός ήχου που είναι υποκειμενική, το επίπεδο έντασης ενός ήχου είναι αντικειμενικό μέγεθος, Αν τώρα Ιι και Ι2 τα επίπεδα έντασης δύο ήχων, η παράσταση b = 10 log (Ιι /Ι 2 ) εκφράζει το σχετικό επίπεδο έντασης του ενός ως προς τον άλλο, και μετριέται σε decibel. Συνήθως ως επίπεδο έντασης αναφοράς λαμβάνεται η ποσότητα ΙΟ'16 Watt / cm2, οπότε αν π.χ. το επίπεδο έντασης ενός ήχου είναι ΙΟ"10Watt / cm , αυτή ισοδυναμεί με 60 dB. Intensity Of Rainfall [Ενταση βροχόπτωσης] Υδρ. Τα χαρακτηριστικά μιας βροχής που αποτιμούνται από τη συνολική διάρκεια και την ποσότητα νερού που πέφτει σε μια μονάδα επιφάνειας κατά τη διάρκεια μιας μονάδας χρόνου. Intensity Of Stress [Τάση] Τεχνολ. Ορος που χρήσιμοποιείται στις ΗΠΑ για τον προσδιορισμό της τάσης, Intensive Property [Εντατική Ιδιότητα] Φυσ. Χημ. Iδιότητες ενός φυσικοχημικού συστήματος, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη μάζα που περιέχεται σε αυτό.

Interactive

-758 -

Ιίαραδείγματα εντατικών ιδιοτήτων είναι η πίεση, η θερμοκρασία και το χημικό δυναμικό. Interactive [Διαλογικό] Πληρ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε λογισμικό πρόγραμμα ή σύστημα υψηλής τεχνολογίας, το οποίο λειτουργεί με μία μορφή συνεχούς αλληλοεπίδρασης με το χρήστη, δεχόμενο δεδομένα και ανταπαντώντας δίδοντας αποτελέσματα σε πραγματικό χρόνο. Interactive G a m e s [Σχεσιακά παιγνίδια] Πληρ. Γενικός χαρακτηρισμός οπτικοακουστικών συστημάτων, συνήθως αποτελούμενα από εξειδικευμένο υπολογιστή και κατάλληλη οθόνη, που επιτρέπει ενεργό διαμεσολάβηση του χειριστή με τρόπο ώστε να μπορεί να αλλάξει την ροή του οπτικοακουστικού ερεθίσματος. Τα συνηθέστερα είδη είναι τα επαγγελματικά παιγνίδια υπολογιστών τα οποία λειτουργούν με νομίσματα. Interactive L a n g u a g e [Διαλογική γλώσσα προγραμματισμού] Πληρ. Ονομάζεται κάθε μία γλώσσα προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών η οποία εκτελεί μία - μία τις εντολές που της δίδει ο χρήστης διατηρώντας με αυτόν μία σχέση αλληλεπίδρασης σε πραγματικό χρόνο. Interactive L e a r n i n g [Σχεσιακή δίπλευρη μάθηση] Πληρ. Χαρακτηρισμός μάθησης όταν τελείται υπό την αιγίδα σχετικά προηγμένου και εξειδικευμένου λογισμικού ή με τη βοήθεια εξειδικευμένου εξοπλισμού. Τέτοιος εξοπλισμός συνήθως επιτρέπει στον μαθητευόμενο διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας. Interactive Services [Διαδραστικές υπηρεσίες] Επικοιν. Το σύνολο εκείνο των διαδικασιών που επιτρέπουν στη συσκευή λήψης ενός σήματος (τηλέφωνο, τηλεόραση, υπολογιστής) να επικοινωνεί αμφίδρομα με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της συσκευής εκπομπής του σήματος, επιτρέποντας τη διαχείριση των εκπεμπόμενων δεδομένων, κατά τρόπο προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του χρήστη. To teletext ήταν η πρώτη μορφή διαδραστικής υπηρεσίας. Interactive T e r m i n a l [Σχεσιακό τερματικό] Πληρ. Χαρακτηρισμός τερματικού στο οποίο η απόκριση είναι σχετικά ταχεία, προσεγγίζοντας απόκριση σε realtime, όπως στους προσωπικούς υπολογιστές. Ένα τερματικό το οποίο απλά επιδεικνύει χρηματιστηριακά δεδομένα, δεν είναι σχεσιακό, (βλέπε Intelligent Terminal). Interactive Video [Σχεσιακό video] Πληρ. Γενικός χαρακτηρισμός οπτικοακουστικού συστήματος, συνήθως με vcr ή υπολογιστή και κατάλληλη οθόνη, το οποίο επιτρέπει ενεργό διαμεσολάβηση του χειριστή με τρόπο ώστε αυτός να μπορεί να αλλάξει τη ροή του οπτικοακουστικού ερεθίσματος. Τα συνηθέστερα παραδείγματα τέτοιων συστημάτων είναι ταινίεςπρογράμματα σε cd-roms οι οποίες εκτελούμενες επιτρέπουν στο χειριστή να εξερευνήσει διάφορες πτυχές της ταινίας σε μουσεία, gallerys κλπ. I n t e r a m n i a [Ιντεράμνια] Αστρον. Το όνομα του αστεροειδή 704, που ανακαλύφθηκε το 1910. Έχει ακτίνα 170 χιλιόμετρα και ανήκει στην ομάδα F. Interatomic [Διατομικός] Χημ. Αναφέρεται σε φαινόμενο ή μέγεθος που σχετίζεται με την αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων σε ένα μόριο. Interatomic Forces [Διατομικές Δυνάμεις] Χημ. Δυνάμεις που αναπτύσσονται λόγω των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ατόμων ενός μορίου. Στις δυνάμεις αυτές οφείλεται ο σχηματισμός των διαφόρων ειδών χημικών δεσμών.

Interatomic Potential Energy C u r v e [Καμπύλη Δυναμικής Ενέργειας μεταξύ Ατόμων] Χημ. Διάγραμμα που παριστά τη σχέση μεταξύ δυναμικής ενέργειας και απόστασης ατόμων, κατά το σχηματισμό χημικών δεσμών. Στο διάγραμμα διακρίνεται η κρίσιμη τιμή απόστασης, πέρα από την οποία οι ασκούμενες δυνάμεις γίνονται απωστικές. Interblock G a p [Διάκενο μεταξύ διαδοχικών blocks] Πληρ. Φυσικό μαγνητικό, μαγνητοοπτικό ή οπτικό διάκενο στην επιφάνεια του μέσου συσκευών αποθήκευσης μεταξύ δύο διαδοχικών read/write - blocks, το οποίο όταν ανιχνευθεί από την κεφαλή ανάγνωσης της αντίστοιχης συσκευής υποχρεώνει την κεφαλή να προχωρήσει κατά μία θέση προς τα εμπρός. Intercalation 1 [Εμβολή] Αστρον. Η εισαγωγή πρόσθετων ημερών σ'ένα ημερολόγιο (π.χ. 29 Φεβρουαρίου στο Γρηγοριανό ημερολόγιο, σ'όλες τις χρονιές που διαιρούνται με το 4, εκτός από τις χρονολογίες αιώνων που δεν διαιρούνται με το 400), προκειμένου να έρθει σε συμφωνία το πολιτικό έτος με το τροπικό, που καθορίζεται από τη περιστροφή του Ήλιου στο επίπεδο της εκλειπτικής. Intercalation 2 [Ενστρωση] Γεωλ. Η παρουσία βράχου ή άλλου σώματος στο εσωτερικό ενός άλλου, διαφορετικής σύστασης. Intercept [Εύρος ανάγνωσης] Τεχνολ. Όταν από ένα τοπογραφικό όργανο στοχεύετε μια σταδία, το εύρος του τμήματος της σταδίας που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των δύο γραμμών που εμφανίζονται μέσα στο στόχαστρο. Intercept Service [Υπηρεσία διαμεσολάβησης] Επικοιν. Υπηρεσία που μεσολαβεί σαν τρίτος φορέας και ορίζεται σαν κάτι μεταξύ αυτόματου τηλεφωνητή και συστήματος αναμονής ή ανακατεύθυνσης κλήσης. Intercept T r u n k [Γραμμή διαμεσολάβησης] Επικοιν. Γραμμή που παραπέμπει σε ένα ηχογραφημένο μήνυμα ακύρωσης λόγω αδυναμίας εύρεσης συνδρομητή ή στον αντίστοιχο αριθμό του συνδρομητή όπως αυτός προκύπτει από τις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων των τηλεφωνικών οργανισμών. Intercepting [Διαμεσολάβηση] Επικοιν. 1. Φωνητική κλήση (σαν καλούμενος) από λάθος στη σύνδεση 2. Χρήση υπηρεσιών από αμέλεια άλλου συνδρομητή. 3. Διαμεσολάβηση στην κλήση άλλου συνδρομητή. Intercepting Channel [Συλλεκτήριος αγωγός] Υδρ. Αγωγός ανοιχτής διατομής στον οποίον καταλήγουν οι αγωγοί του δευτερεύοντος δικτύου και ο οποίος οδηγεί το νερό προς ένα αποδέκτη. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για αγιογούς δικτύου αποχέτευσης ομβρίων. Intercepting Sewer [Συλλεκτήριος αγωγός ακαθάρτων] Υδρ. Κεντρικός αγωγός ενός δικτύου αποχέτευσης στον οποίο καταλήγουν οι αγωγοί του δευτερεύοντος δικτύου και ο οποίας μεταφέρει τα λύματα στη μονάδα βιολογικού καθαρισμού. Intercepting T r a p [Πετρελαιοπαγίδα] Οικοδ. Σε χώρους που υπάρχει πιθανότητα ανάμιξης πετρελαιοειδών με το νερό που καταλήγει στο αποχετευτικό δίκτυο, μικρό φρεάτιο που τοποθετείται στο στόμια της εισροής των ακαθάρτων το οποίο αποθηκεύει τα πετρελαιοειδή απόβλητα ώστε να μην ξεφύγουν προς το δίκτυο και δημιουργήσουν προβλήματα μόλυνσης η προβλήματα στη λειτουργία της μονάδας βιολογικού καθαρισμού. Interceptor [Συλλεκτήριος αγωγός] Υδρολ —> Intercepting sewer.

- 759 -

Interchangable Lens [Ανταλλακτικός φακός] Οπτικ. Σύμπλεγμα φακών ή πολύπλοκη οπτική διάταξη η οποία μπορεί να επεκταθεί με τη βοήθεια άλλης οπτικής μονάδας, να αφαιρεθεί εντελώς και να αντικατασταθεί από άλλη αντίστοιχη μονάδα ή να προσαρτιστεί με τη βοήθεια κατάλληλου προσαρμογέα σε άλλες οπτικές συσκευές. Παραδείγματα αποτελούν οι κοινοί φακοί και τηλεφακοί των συνηθισμένων φωτογραφικών μηχανών. Interchange [Ανισόπεδος Κόμβος] Οδοπ. Σε μια διασταύρωση δύο αρτηριών η διάταξη της ροής της κυκλοφορίας των οχημάτων σε πολλά επίπεδα κυκλοφορίας ώστε να επιτυγχάνεται η συνεχής ροή δίχως να διακόπτεται η κυκλοφορία σε καμία περίπτωση. Σε ένα ανισόπεδο κόμβο δεν υπάρχουν ισόπεδες διασταυρώσεις των οχημάτων. Interchanncl Crosstalk [Διακαναλική παραδιαφωνία] Επικοιν. Μίξη σημάτων μεταξύ γειτονικών γραμμών. Intercolumniation [Μεσοστύλιο] Αμχ. Σε μία σειρά από διαδοχικούς κίονες, έτσι ονομάζεται η καθαρή οριζόντια απόσταση μεταξύ αναλόγων σημείων που βρίσκονται επάνω στις περιμέτρους δύο γειτονικών κιόνων. Intercom [Ενδοσυνεννόηση] Επικοιν. Οποιοδήποτε σύστημα εσωτερικής επικοινωνίας, περιορισμένης σε συγκεκριμένο κλειστό χώρο, π.χ. εντός ενός κτιρίου, αεροπλάνου κλπ. Η επικοινωνία είναι τις περισσότερες μορφές ενσύρματη, μεταξύ ενός μικροφώνου και ενός ηχείου. Interconversion [Μετατροπή] Επικοιν. Μετατροπή κωδικοποίησης πχ από ASCII σε Unicode (το ανάποδο δεν εξασφαλίζεται πάντα). Interdentil [Βήμα οδοντο')σεως] Μηχ. Όρος που αφορά στοιχεία μηχανών, όπως οι οδοντωτοί τροχοί, όπου ορίζει την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών οδόντων. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και στην αρχιτεκτονική για να υποδηλώσει την ανάλογη απόσταση μεταξύ γειτονικών προεξοχών μίας κατασκευής που μοιάζουν με σειρά οδόντων. Interdiffusion [Αντιδιάχυση] Φυσ. Χημ. Διεργασία κατά την οποία δύο ρευστά αναμιγνύονται μεταξύ τους, καθώς διαχέεται το ένα μέσα στη μάζα του άλλου, από τη στιγμή που έρχονται σε επαφή. Interface 1 [Διασύνδεση] Μηχ. Γενικός χαρακτηρισμός του "μέσου" το οποίο επιτρέπει σχετικά άμεση επικοινωνία μεταξύ δύο ανεξάρτητων μηχανικών μονάδων. Συνήθως η μία "μονάδα" είναι ο χειριστής μηχανικού εξοπλισμού και η άλλη είναι συγκεκριμένη συνιστώσα του εξοπλισμού αυτού, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο. Μπορεί να είναι κατάλληλος μοχλός, διακόπτης, πεντάλ, κλπ. Interface 2 [Διασύνδεση] Πλημ. 1. Γενικός χαρακτηρισμός του "μέσου" το οποίο επιτρέπει σχετικά άμεση επικοινωνία μεταξύ δύο ανεξάρτητων "λογικών" μονάδων. Συνήθως η μία "μονάδα" είναι ο χειριστής υπολογιστικού εξοπλισμού και η άλλη είναι συγκεκριμένη συνιστούσα του εξοπλισμού αυτού, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο. Έτσι προκειμένου περί προσωπικού υπολογιστή, τα "μέσα" διασύνδεσης μεταξύ χειριστή και υπολογιστή είναι η οθόνη και το πληκτρολόγιο. 2. Σχετικά μικρή βάση δεδομένων επικοινωνίας, η οποία δημιουργείται, ανατίθεται και χρησιμοποιείται από λειτουργικό σύστημα ή λογισμικό και επιτρέπει ανταλλαγή κατάλληλαον δεδομένων μεταξύ δύο διαφορετικών στοιχειωδών ή πιο πολύπλοκων δομών δεδομένων. Το

Interfacial Tension

γνωστό "slack-frame" το οποίο ενεργοποιείται κατά την επικοινωνία διαφορετικών υποπρογραμμάτων σε επίπεδο γλώσσας μηχανής, αποτελεί τυπικό παράδειγμα. 3. Καλωδιακή ζεύξη η οποία επιτρέπει ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ δύο διαφορετικο>ν λογικών ή ανεξάρτητων υπολογιστικών μονάδων. Υποδοχείς και καλώδια θυρών usb, εκτυπωτών, εξωτερικών συσκευών αποθήκευσης, cd-roms, σαρρωτών, modems κλπ, αποτελούν τυπικά παραδείγματα. 4. Λογισμική ζεύξη η οποία σε συνδυασμό με κατάλληλη καλο)διακή σύζευξη επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ διαφορετικών λογικών ή ανεξάρτητων υπολογιστικών μονάδων. Τα τυπικότερα παραδείγματα είναι οι οδηγοί λογισμικού (drivers) περιφερειακών συσκευών, οι οποίοι σε συνδυασμό με καλ,ωδιακή ζεύξη επιτρέπουν στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας να μετακινήσει και να επεξεργαστεί δεδομένα τα οποία ανταλλάσσονται μεταξύ της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και της αντίστοιχης περιφερειακής συσκευής. Interface 3 [Διασύνδεση] Γεν. Είναι ένας όρος με ανάλογα παραπλήσια ερμηνεία σε πολλούς επιστημονικούς κλόδους που υποδηλνώνει όμως σε κάθε περίπτωση τον τρόπο επικοινωνίας, αλληλεξάρτησης ή γενικότερα το σύνορο με όλα τα χαρακτηριστικά του, μεταξύ δύο γειτονικών και σαφώς διαχωρισμένων χώρων, συστημάτων ή υποσυνόλων. Interface C a r d [Κάρτα διασύνδεσης/επέκτασης] Πληρ. Εξωτερική ή εσωτερική μονάδα αποτελούμενη συνήθως από κατάλληλες ηλεκτρονικές συνιστώσες και ολοκληρωμένα κυκλώματα, η οποία όταν προσαρτιστεί σε κατάλληλο υποδοχέα συνήθως στην οπίσθια πλευρά της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, επεκτείνει κατά κάποιο συγκεκριμένο τρόπο τις δυνατότητες του αντίστοιχου υπολογιστή. Interface Mixing [Δεπιφανειακή Ανάμιξη] Φυσ. Χημ. Περιγράφει το φαινόμενο όπου δύο μη αναμίξιμα ρευστά που έρχονται σε επαφή, αναμιγνύονται μερικώς, στην περιοχή της σχηματιζόμενης διεπιφάνειας. Interface Resistance [Διεπιφανειακή αντίσταση] Φνσ. Η εμπέδηση που προκαλείται στη ροή θερμότητας από ένα σώμα σ'ένα άλλο λόγω μη καλής επαφής των σωμάτων. Προφανώς είναι ανάλογη της διαφοράς θερμοκρασίας ανάμεσα στα δύο σώματα. Interfacial [Διεπιφανειακός] Φνσ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα φαινόμενο ή μέγεθος που εμφανίζεται στην περιοχή της διεπιφάνειας δύο φάσεων. Interfacial Free Energy [Ελεύθερη Ενέργεια Διεπιφάνειας] Φνσ. Χημ. Ελεύθερη ενέργεια που αναπτύσσεται στην επιφάνεια επαφής δύο φάσεων. Η τιμή της είναι συνάρτηση του εμβαδού της επιφάνειας, καθώς και της επιφανειακής τάσης των δύο ρευστών. Interfacial Polymerization [Διεπιφανειακός Πολυμερισμός] Χημ. Χαρακτηρίζει την αντίδραση πολυμερισμού, η οποία λαμβάνει χώρα στην επιφάνεια επαφής των μονομερών, όταν αυτά βρίσκονται υπό μορφή μη αναμίξιμων διαλομάτων. Interfacial Pressure [Επιφανειακή Πίεση] Φυσ. Χημ. Όταν τασιενεργές ουσίες περιέχονται σε διάλυμα, τείνουν να διευθετηθούν στην επιφάνειά του. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζεται τάση διαστολής της επιφάνειας, που εκφράζεται ως επιφανειακή πίεση. Interfacial Tension [Επιφανειακή Τάση] Φνσ. Χημ. Για ένα σύστημα που διαθέτει διεπιφάνεια, ορίζεται ως η πρόσθετη ελεύθερη ενθαλ.πία λόγω παρουσίας της διεπιφάνειας ανά μονάδα επιφάνειας, υπό σταθερή

Interference 1

-760-

θερμοκρασία και πίεση. Συμβολίζεται συνήθως με γ και έχει μονάδες πίεσης. Interference 1 [Παρεμβολή] Επικοιν. Γενικότερος όρος που αφορά την εισαγωγή ενός διαφορετικού σήματος ώστε τα σήματα αποδίδονται μαζί. Interference 2 [Συμβολή] Φυσ. Η επαλληλία δύο ή περισσότερων ταλαντώσεων ή κυμάτων της ίδιας συχνότητας ή με ελάχιστα διαφορετικές συχνότητες και με σταθερή διαφορά φάσης. Στην περίπτωση ίδιων συχνοτήτων, η συμβολή δύο ταλαντώσεων με εξισώσεις: ψ ι = aj ημ(ωΐ +
λων. Interference Spectrum [Φάσμα συμβολής] Οπτικ. Αν σε κατάλληλη συσκευή η οποία δημιουργεί φαινόμενα συμβολής φωτός χρησιμοποιηθεί μη μονοχρωματική ακτινοβολία, κάθε κροσσός συμβολής εμπεριέχει το πλήρες φάσμα του χρησιμοποιούμενου φωτός. Τα ισχυρότατα φασματοσκόπια τύπου fabry-perot εκμεταλλεύονται αυτό το φαινόμενο για να παράγουν φάσματα με πολύ μεγάλη διαχωριστική ικανότητα. Interference Wave [Κύμα παρεμβολής] Επικοιν. Αν 2 κύματα συναντηθούν σε ένα σημείο αλληλοπαρεμβάλουν κατά το πλάτος της διαφοράς μονοπατιού, κάτι που συναντάμε και σαν πρόσθεση ή υπέρθεση κυμάτων. I n t e r f e r o m e t e r [Συμβολόμετρο] Οπτικ. Σχετικά πολύπλοκη οπτική διάταξη η οποία χρησιμοποιεί το φαινόμενο της συμβολής με κατάλληλο τρόπο ώστε να παράσχει στον παρατηρητή φάσματα συμβολής με σχετικά υψηλή ανάλυση ή άλλες πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται με το μήκος κύματος της χρησιμοποιούμενης ακτινοβολίας. Τα γνωστότερα είδη είναι τα συμβολόμετρα michelson και fabry-perot. I n t e r f e r o m e t r y [Συμβολομετρία] Οπτικ. Τομέας της φυσικής ή ηλεκτρονικής οπτικής ο οποίος ασχολείται με το φαινόμενο της συμβολής και τυχόν εφαρμογές του στη φασματοσκοπία, αστρονομία, φυσιολογική οπτική και ραδιοαστρονομία. I n t e r f r a m e Compression [Συμπίεση μεταξύ πλαισίων] Επικοιν. Ένας απύ τους 2 τύπους συμπίεσης βίντεο όπου η συμπίεση γίνεται μεταξύ των πλαισίων (πχ συγκρίνοντας διαφορές). Intergalactic [Διαγαλαξιακός] Αστρον. Από το "inter" το οποίο δηλεί "έσω", αλλά σε αυτήν την περίπτωση"μεταξύ" ή "δια-" και το "γαλαξιακύς". Καταχρηστικά χρησιμοποιούμενο σαν τοπικός προσδιορισμός θέσης ουρανίων σωμάτων σε σχέση με δεδομένους γαλαξίες. Το αντίθετο του "intragalactic". Intergalactic M e d i u m [Διαγαλαξιακό υλικό] Αστρον. Ιονισμένο αέριο, συνήθως υδρογόνο χαμηλής πυκνότητας και διαγαλαξιακή σκόνη, η οποία αποτελεί το υπόλοιπο μέρος ενός συνόλου Γαλαξιών, εξαιρουμένων των σωμάτων των Γαλαξιών αυτών καθαυτών. Καθώς τα όρια των Γαλαξιών δεν είναι απόλυτα και η σύστασή της δεν είναι ακριβώς γνωστή. I n t e r g r a n u l a r Corrosion [Διάβρωση μεταξύ κόκκων] Φι>σ. Χημ. Οταν ένα μέταλλο αποτελείται από κρυστάλλους, ορίζεται το φαινόμενο της διάβρωσης που λαμβάνει χώρα επιλεκτικά στην επιφάνεια επαφής των κόκκων του υλικού. I n t e r g r a n u l a r F r a c t u r e [Θραύσμα μεταξύ κόκκων] Φυσ. Χημ. Θραύσμα ενός υλικού, το οποίο έχει προέλθει από ρωγμή στην επιφάνεια επαφής των κόκκων που το αποτελούν. Interhalogen C o m p o u n d s [Διαλογονούχες Ενώσεις] Avopy. Χημ. Χημικές ενώσεις που αποτελούνται από δύο αλογόνα. Ο αριθμός των ατόμων του δεύτερου αλογόνου είναι περιττός, γι' αυτό είναι διαμαγνητικές ενώσεις. Παραδείγματα είναι το φθοριούχο βρώμιο (BrF), το τριχλωριούχο ιώδιο (IClj), το πενταφθοριούχο ιώδιο (IF5) και το επταφθοριούχο ιώδιο ( I F 7 ) . Interim Certificate [Ενδιάμεση πιστοποίηση] Εργ. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός έργου οι πιστοποιήσεις του αναδόχου για τις εργασίες που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια μιας ενδιάμεσης χρονικής περιόδου. Οι ενδιάμεσες πιστοποιήσεις γίνονται για λόγους

-761 χρηματοδότησης του αναδόχου και δεν σημαίνουν την παραλαβή των εργασιών που έχει εκτελέσει. Interim P a y m e n t [Ενδιάμεση πληρωμή] Εργ. Η πληρωμή του ποσού που διεκδικεί ο ανάδοχος από τον πελάτη μέσω μιας ενδιάμεσης πιστοποίησης. Interionic Attraction [Έλξη Ιόντων] Χημ. Αναφέρεται στην ηλεκτροστατική έλξη μεταξύ ιόντων αντίθετου φορτίου, που συνυπάρχουν σε ένα διάλυμα. Interior [Εσωτερικό] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ και χ ένα στοιχείο του συνόλου. Αν για το x υπάρχει ακτίνα ε>() τέτοια ώστε Β(χ,ε)^Χ τότε το χ θα καλείται εσωτερικό σημείο του Χ. Το σύνολο των εσωτερικών σημείων του τυχαίου συνόλου Χ ονομάζεται εσωτερικό σύνολο και συμβολίζεται με Χ°. Interior Angle [Εσωτερική γωνία] Μαθημ. 1. Για τυχόν πολύγωνο, οποιαδήποτε από τις γωνίες που σχήματίζονται μεταξύ των πλευρών και βρίσκεται μέσα στο πολύγωνο. 2. Σε παράλληλες ευθείες οι οποίες τέμνονται από τυχούσα ευθεία, διάφορη των δύο παραλλήλων ευθειών, οποιαδήποτε από τις γωνίες που ορίζονται από την τέμνουσα και μία από τις παράλληλες, στον χώρο μεταξύ των παράλληλων ευθειών. Interior Design [Μελέτη εσωτερικής διακόσμησης] Αμχ. Αρχιτεκτονική μελέτη που περλαμβάνει την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων ενός κτιρίου, τους τύπους και τη διάταξη της επίπλωσης, τα φωτιστικά σώματα που έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα καθώς και όλα τα μικροαντικείμενα που δημιουργούν ένα καλαίσθητο και ευχάριστο περιβάλλον. Interior Point [Εσωτερικό σημείο] Μαθημ. Για δεδομένο σύνολο Α, σημείο x το οποίο πληροί την: (S U c Α): {U ανοικτό και x e U}. Intcrleave [Παρεμβάλω] Πλημ. Γενικό ρήμα που χαρακτηρίζει ακολουθιακές διαδικασίες οι οποίες είναι κατάλληλα πεπλεγμένες σε σχέση με τους πόρους του υπολογιστικού εξοπλισμού έτσι, ώστε να παρέχονται αυξημένες δυνατότητες επεργασίας και ταχύτητας ή οικονομία πόρων κατά την επεξεργασία δεδομένων από συγκεκριμένα προγράμματα. Interleaving [Παρεμβολή] Πλημ. Η ηθελημένη ή αθέλητη διαμεσολάβηση πόρου, προγράμματος ή δεδομένων διαφορετικών από αυτά που χρησιμοποιούνται σε δεδομένη χρονική στιγμή, με σκοπό την παροχή αυξημένων δυνατοτήτων επεξεργασίας, ταχύτητας ή οικονομίας πόρων κατά την επεξεργασία δεδομένων από συγκεκριμένα προγράμματα. Interlock [Συρταρωτή σύνδεση] Τεχνολ. Μόνιμη σύνδεση δύο τεμαχίων ενός συστήματος που επιτυγχάνεται με την κατάλληλη διαμόρφωση των άκρων δίχως την ανάγκη χρήσης πρόσθετου εξαρτήματος. Interlocking Piles [Συρταρωτοί πάσσαλοι] Οικοδ. Πάσσαλοι για την κατασκευή μιας πασαλοστοιχίας οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με μια συρταρωτή σύνδεση αυξάνοντας έτσι την ακαμψία του συστήματος και δημιουργώντας ένα ισχυρό και σε πολλές περιπτώσεις στεγανό παραπέτασμα. Οι πάσσαλοι μπορεί να είναι ξύλινοι, μεταλλικοί ή από οπλισμένο σκυρόδεμα και θηλυκώνουν μεταξύ τους στο ειδικό διαμορφωμένο άκρο τους. Interlocking Tiles [Κυβόλιθοι] Οικοδ. Προκατασκευασμένα μπλοκ από σκυρόδεμα με τα οποία επενδύονται εξωτερικές επιφάνειες και είναι ανθεκτικά σε φορτία ώστε να επιτρέπεται η κυκλοφορία οχημάτων. Χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς λόγους. Interlude [Ιντερλούδιο] Πληρ. Υποπρόγραμμα το οποίο

Intermediate M e m o r y

εκτελείται μία μόνο φορά και σκοπός του οποίου είναι η εγκαινίαση δεδομένων κατά συγκεκριμένο τρόπο, ανάλογα με την εφαρμογή ή η εγκαινίαση πόρων οι οποίοι πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μετέπειτα από τις κεντρικές μονάδες του κυρίως προγράμματος. Τέτοια υποπρογράμματα καλούνται και initializations, (Καταχρηστικός και εσφαλμένος όρος αντί του σωστότερου "prelude" (πρελούδιο)). Intermediate [Ενδιάμεσο] Χημ. Χημική ένωση ή μίγμα ενώσεων, που παράγεται σε κάποιο στάδιο μιας χημικής αντίδρασης, αλλά καταναλώνεται για το σχη ματ ισμό του τελικού προϊόντος. Intermediate Code [Ενδιάμεσος κώδικας] Πλημ. Συμπαγής κώδικας εκτέλεσης υποπρογραμμάτων ο οποίος δεν είναι εγγενής ως προς την γλνώσσα μηχανής του τοπικού επεξεργαστή και εκτελείται με τη βοήθεια άλλ.ου υποπρογράμματος, το οποίο τον μεταφράζει κατάλληλα κατά την εκτέλεση. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες παρουσιάζεται ανάγκη μεταφοράς ή διαθεσιμότητας εκτελέσιμου κώδικα σε διαφορετικά συστήματα τα οποία έχουν διαφορετικές εγγενείς εντολες γλώσσας μηχανής. Τα γνωστότερα είδη ήταν ο κώδικας ρ, (p-code) παλαιότερων γλωσσών pascal και σήμερα ο κώδικας java ο οποίος μεταφράζεται από το υποπρόγραμμα java-byte-machine σε διαφορετικούς υπολογιστές. Intermediate Control [Ενδιάμεσος έλεγχος] Πλημ. Υποπρόγραμμα το οποίο ελέγχει την συνέπεια δεδομένων κατά την διάρκεια εκτέλεσης άλλου υποπρογράμματος και πριν την κύρια επεξεργασία τους. Συνήθως ελέγχεται το αν τα δεδομένα βρίσκονται μέσα στο αποδεκτό εύρος τιμών της εφαρμογής η οποία τα χρησιμοποιεί, Intermediate Control Change [Αλλαγή ενδιάμεσου ελέγχου] Πλημ. Θελημένη ή αθέλητη αλλαγή στην κανονική ροή προγράμματος ή υποπρογράμματος από υποπρόγραμμα το οποίο ελέγχει τη συνέπεια δεδομένων κατά τη διάρκεια εκτέλεσης άλλου υποπρογράμματος και πριν την κύρια επεξεργασία τους και βρίσκει δεδομένα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εφαρμογής, (βλέπε Intermediate Control), Intermediate Control Data [Δεδομένα ενδιάμεσου ελεγχου] Πλημ. 1. Δεδομένα δευτερεύουσας σημασίας τα οποία ελέγχονται από υποπρόγραμμα το οποίο ελ,έγχει την συνέπειά τους κατά τη διάρκεια εκτέλεσης υποπρογράμματος και πριν την κύρια επεξεργασία τους. 2. Μεταβλητή η οποία εν γένει δεν χρησιμοποιείται απ' ευθείας κατά την επεξεργασία δεδομένων, αλλά δρα σαν προσωρινός χώρος υπολογιστικών αποτελεσμάτων και σαν δικλείδα ροής ασφαλείας κατά την εκτέλεση δεδομένου προγράμματος. Τα συνηθέστερα είδη είναι μεταβλητές τύπου integer ή short στους γνωστούς ελέγχους ioresult. Intermediate I n f r a r e d Radiation [Ενδιάμεση υπέρυΟρη ακτινοβολία] Ηλεκτμομαγν. Ακτινοβολία με μήκος κύματος ανάμεσα στα 2.5 και 50 μικρόμετρα. Σ'αυτήν την περιοχή συχνοτήτων έχουμε τις μοριακές δονήσεις. Intermediate L a n d i n g [Πλατύσκαλο] Οικοδ. -> Half landing, I n t e r m e d i a t e Language [Ενδιάμεση γλώσσα]. Intermediate Code Intermediate Memory [Ενδιάμεσος χώρος μνήμης] Πληρ. Παρακρατημένη μνήμη τα περιεχόμενα της οποίας χρησιμοποιούνται για να αποθηκεύσουν ενδιά-

Intermediate Neutron

-762 -

μεσα αποτελέσματα, (βλέπε Intermediate Result). Intermediate Neutron [Ενδιάμεσο νετρόνιο] Πυρην. Φυσ. Νετρόνιο του οποίου η ενέργεια κυμαίνεται από 100 μέχρι 105 eV. Intermediate Reactor [Ενδιάμεσος αντιδραστήρας] Πυρην. Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας στον οποίο οι πυρηνικές σχάσεις γίνονται με τη χρήση ενδιάμεσων νετρονίων. Intermediate Result [Ενδιάμεσο αποτέλεσμα] Πληρ. Τιμή μεταβλητής η οποία εν γένει δε χρησιμοποιείται απ' ευθείας κατά την επεξεργασία δεδομένα)ν, αλλά δρα σαν δικλείδα ροής ασφαλείας σε περίπτωση σφαλμάτων σε δεδομένο υποπρόγραμμα. (βλέπε Intermediate Control Data, Intermediate Variable). Intermediate State [Ενδιάμεση κατάσταση] Φυσ. Στην περίπτωση μετάβασης μεταξύ μίας αρχικής και μίας τελικής κατάστασης μπορεί να υπάρξει μια ενδιάμεση προσωρινή κατάσταση η οποία ονομάζεται ενδιάμεση κατάσταση. I n t e r m e d i a t e Storage [Ενδιάμεσος χώρος αποθήκευσης] Πληρ. Ηλεκτρονική ή μαγνητική μνήμη τα περιεχόμενα της οποίας χρησιμοποιούνται για να αποθηκεύσουν ενδιάμεσα αποτελέσματα. Μπορεί να είναι μνήμη ram, εξωτερική μονάδα αποθήκευσης, μνήμη μέσα σε εκτυπωτή ή σε διάφορες άλλες περιφερειακές μονάδες, (βλέπε Intermediate Memory). Intermediate Value T h e o r e m [Θεώρημα ενδιάμεσης τιμής] Μαθημ. Το θεώρημα: Αν δεδομένη πραγματική συνάρτηση f είναι συνεχής σε δεδομένο διάστημα [a, b] και ισχύει: f(a) < ξ < f(b), τότε (S xe [a, b]): (f(x) = ξ}. Intermediate Variable [Ενδιάμεση μεταβλητή] Πληρ. Συνήθως μεταβλητή τύπου char, short ή long στην οποία αποθηκεύονται τιμές ελέγχου ροής σε περίπτωση σφαλμάτων, τιμές ελέγχου διαδοχικών εντολών, τιμές σφάλματος από κακή ανάγνωση ή εγγραφή σε περιφερειακές συσκευές ή άλλες τιμές οι οποίες χρήσιμοποιούνται από ενδιάμεσα αποτελέσματα σε δεδομένο υποπρόγραμμα. (βλέπε Intermediate Result). Intermcdiate Vector Boson [Ενδιάμεσο μποζόνιο] Πυρην. Φυα. Γενική ονομασία που περιλαμβάνει τα στοιχειώδη σωμάτια W \ W" και Ζ°, που είναι οι φορείς της ασθενούς αλληλεπίδρασης. Ονομάζονται αλλιώς weakons και επινοήθηκαν απύ τους Weinberg και Salam το 1960. Έχουν πολύ μεγάλη μάζα και κατά συνέπεια πολύ μικρή εμβέλεια δράσης. Intermetallic C o m p o u n d s [Διαμεταλλικές Ενώσεις] Χημ. Χαρακτηρίζει τα κράματα μετάλλων, όπου τα συστατικά εμφανίζονται με συγκεκριμένες αναλογίες. Οι ενώσεις αυτές δεν υπακούουν αυστηρά στους στοιχείομετρικούς νόμους της χημείας. Intermittency [Διαλλειπτικότητα] Φυα. Μορφή χαοτικής συμπεριφοράς που εμφανίζεται όταν μία γραμμική ταλάντωση μετεξελίσσεται σε μη γραμμική σε μικρά χρονικά διαστήματα ανάμεσα σε διαδοχικές περιόδους της αρχικής ταλάντωσης. Intermittent Fault [Τυχαίο σφάλμα] Πληρ. Σφάλμα εξοπλισμού το οποίο συμβαίνει από παράλειψη και συνήθως δεν επαναλαμβάνεται. Intermittent Operation [Διακεκομμένη λειτουργία] Τεχνολ. Η κατάσταση κατά την οποία η λειτουργία μίας συσκευής διακόπτεται σε τακτά ή και άτακτα χρονικά διαστήματα. Intermodulation Distortion [Παραμόρφωση ενδοδιαμόρφα)σης] Ηλεκτρον. Είναι ένα είδος παραμόρφωσης

του σήματος εξόδου ενός ενισχυτή κάποιου ηχητικού συστήματος, η οποία οφείλεται στην εμφάνιση ενισχυμένων συχνοτήτων οι οποίες είναι αθροίσματα ή διαφορές των αρμονικών συχνοτήτων εισόδου. Intermodulation Interference [Παρεμβολή ενδοδιαμόρφωσης] Η)χκτρον. Είναι ένας τύπος παρεμβολής του τηλεπικοινωνιακού σήματος που οφείλεται στη μη γραμμική ενίσχυση πολλαπλών σημάτων. I n t e r m o d u l a r [Διαμοριακός] Χημ. Αναφέρεται σε φαινόμενο ή μέγεθος που σχετίζεται με την αλληλεπίδράση μορίων μεταξύ τους. Intermolecular Distance [Διαμοριακή Απόσταση] Χημ. Π απόσταση μεταξύ των πυρήνων δύο μορίων, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Intermolecular Forces [Διαμοριακές Δυνάμεις] Χημ. Ασθενείς δυνάμεις που αναπτύσσονται κατά την αλληλεπίδραση δύο μορίων. Είναι ηλεκτρονικής φύσης και πρόκειται για δυνάμεις Van dcr Waals ή δεσμούς υδρογόνου. Internal Arithmetic [Εσωτερική αριθμητική] Πληρ. Ο κώδικας και οι αριθμητικές πράξεις όπως αυτά επιτελούνται από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας σε επίπεδο γλώσσας μηχανής. Συνήθως όλες αυτές οι πράξεις εκτελούνται είτε από την αντίστοιχη υπομονάδα μαθηματικής επεξεργασίας (MMU) σε δυαδικό επίπεδο είτε αποστέλλονται σε αντίστοιχη μονάδα λογισμικού όταν δεν υπάρχει τέτοια υπομονάδα. Internal Buffer [Εσωτερικό buffer] Πληρ. Προσωρινή ή ενδιάμεση μνήμη, αποτελούμενη συνήθως από διανυσματική συνιστώσα τύπου array of char, array of shon, array of long ή array of record, η οποία χρήσιμοποιείται για ενδιάμεσους υπολογισμούς και αποτελέσματα. (βλέπε Intermediate Memory), Internal Clock [Εσωτερικό ρολόι] Πληρ. 1. Ηλεκτρονική συνιστώσα στη μητρική κάρτα υπολογιστικού συστήματος η οποία αποτελείται από εξειδικευμένο ταλαντωτή και συγχρονίζει τις λειτουργίες της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας. 2. Αογισμικό συστήματος το οποίο βασίζεται στον ηλεκτρονικό ταλαντωτή της μητρικής κάρτας (βλέπε 1), και υπολογίζει την ημερομηνία σε δεδομένο υπολογιστικό σύστημα. Όταν ο υπολογιστής είναι σβηστός τροφοδοτείται από εσωτερική μπαταρία. Internal Combustion Engine [Μηχανή εσωτερικής καύσεως] Μηχ. Πρόκειται για ένα σχετικά πολύπλοκο σύστημα μετατροπής της ενέργειας των υγρών καυσίμων σε εκμεταλλεύσιμη μηχανική ενέργεια, με χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η καύση τους γίνεται εντός κυλίνδρων. Internal Conversion [Εσωτερικός μετασχηματισμός] Πυρην. Φυα. Φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο ο πυρήνας ατόμου ο οποίος παρουσιάζει υψηλή ενέργεια δίνει ενέργεια σε ηλεκτρόνιο του ατόμου και το ηλεκτρόνιο το εγκαταλείπει. Internal Diameter [Εσωτερική διάμετρος] Τεχνολ. —> Inside diameter. Internal Diffusion [Εσωτερική Διάχυση] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στην περίπτωση της διάχυσης ρευστών μέσα σε πορώδη στερεά υλικά. Αποτελεί σημαντικό στάδιο στη μελέτη των καταλυτικών αντιδράσεοον. Internal Door [Εσωτερική πόρτα] Οικοδ. Πόρτες που απομονώνουν μεταξύ τους εσωτερικούς χώρους ενός διαμερίσματος. Internal Energy [Εσωτερική Ενέργεια] Φυσ. Χημ. Ορίζεται το ενεργειακό περιεχόμενο ενός θερμοδυναμικού

-763 συστήματος, το οποίο μεταβάλλεται κατά την ανταλλαγή μηχανικού έργου και θερμότητας μεταξύ συστήματος και περιβάλλοντος. Μόνο διαφορές της εσωτερικής ενέργειας και όχι απόλυτες τιμές της έχουν φυσική σημασία. Internal Force [Εσωτερική δύναμη] Μηχ. Σ'ένα σύστημα υλικών σημείων ή σωμάτων κάθε δύναμη που ασκείται σε μέλος του συστήματος και της οποίας πηγή είναι ένα άλλο μέλος του ίδιου συστήματος. Σύστημα στα μέλη του οποίου η συνισταμένη των εξωτερικών δυνάμεων είναι μηδέν, δηλ. ασκούνται μόνο εσωτερικές δυνάμεις, ονομάζεται κλειστό, και η συνιστάμένη των ορμών των μελών του διατηρείται σταθερή. "Κλείνοντας" τα σύνορα ενός κλειστού συστήματος αυτό μπορεί να καταστεί ανοικτό, ενώ "ανοίγοντας" τα σύνορα ενός ανοικτού συστήματος, ώστε να περιλάβουμε σ'αυτό όλες τις πηγές των τυχόν εξωτερικών δυνάμεων, αυτό καθίσταται κλειστό. Internal Friction [Εσωτερική Τριβή] Ρευστομηχ. Εμφανίζεται στα υγρά και εκφράζεται με το διατμητικύ ιξώδες. Εξαιτίας της εσωτερικής τριβής, μέρος της κινητικής ενέργειας κατά τη ροή του υγρού μετατρέπεται σε θερμική ενέργεια. Internal Indicator [Εσωτερικός Δείκτης] Αναλ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ο δείκτης που προστίθεται σε ένα διάλυμα, το οποίο πρόκειται να τιτλοδοτηθεί. Κατά την τιτλοδότηση, παρατηρείται η αλλαγή του χρώματος του διαλύματος. Internal I n t e r r u p t [Εσωτερική διακοπή] Πλημ. Προσωρινή διακοπή λειτουργίας της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και εκτέλεση διανυσματικής συνιστώσας (interrupt vector) σε κώδικα μηχανής η οποία ενεργόποιείται όταν ο μικροεπεξεργαστής εκτελέσει εντολή μηχανής η οποία παράγει σοβαρό αριθμητικό σφάλμα όπως διαίρεση με 0. Σφάλματα προγραμματισμού συνήθως παράγουν εσωτερικές διακοπές σε αντίθεση με περιφερειακές συσκευές οι οποίες παράγουν εξωτερικές διακοπές, (βλέπε Exception Vector). . Internal Label [Εσωτερικός σηματοδότης] Πληρ. Ειδικός σηματοδότης ο οποίος όταν ανιχνευτεί από λειτουργία read υποχρεώνει τον αντίστοιχο οδηγό περιφερειακής συσκευής να επιτελέσει συγκεκριμένη λειτουργία, όπως το να μετακινήσει την κεφαλή ανάγνώσης κατά n records εμπρός ή πίσω. Intcrnal Photoelectric Effect [Εσωτερικό φωτοηλεκτρικό φαινόμενο] Φυσ. Στεμ. Κατ. Περίπτωση κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο ημιαγωγού διεγείρεται από την ενεργειακή ζώνη σθένους σ' αυτή της αγωγιμότητας λόγω της απορρόφησης ενός φωτονίου από η μιαγωγό το οποίο και προκαλεί τη διέγερση Internal Pipework [Εσωτερικές σωληνώσεις] Οικοδ. Οι σωληνο')σεις των εσωτερικών δικτύων ενός κτιρίου όπως τα δίκτυα ζεστού και κρύου νερού, της αποχέτευσης κλ.π. Internal Resistance [Εσωτερική αντίσταση] Ηλχκ. Η αντίσταση στο εσωτερικό μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η οποία αντιστοιχεί στην μονάδα αυτή, θεωρούμενης ως καταναλωτή. Επειδή οι συσκευές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι ποτέ ιδανικές, στο εσωτερικό τους πάντα καταναλώνεται ισχύς η οποία ισοδυναμεί με τη συσκευή θεωρούμενη ως καταναλ.ωτής. Internal Schema [Εσωτερικό σχήμα] Πλημ. Μορφή δομής δεδομένων ηλεκτρονικής ή μαγνητικής μνήμης, όπως αυτή προκύπτει από εξειδικευμένη διαχείριση

International Angstrom

δεδομένων σε βάσεις δεδομένων που επιτρέπουν τη ρύθμιση του μεγέθους των δεδομένων τα οποία διακινεί συγκεκριμένος χειριστής τους. Internal Sorting [Εσωτερική ταξινόμηση] Πληρ. Ταξινόμηση δομών δεδομένων σε βάση δεδομένων. της οποίας ο αλγόριθμος ταξινόμησης χρησιμοποιεί αποκλειστικά μνήμη ram για να την επιτελέσει. Συνήθως τέτοιες ταξινομήσεις είναι εξαιρετικά μνημονοβόρες και χρονοβόρες, καθώς η βάση δεδομένων μπορεί να περιέχει χιλιάδες records σε μεγάλες εταιρίες ή εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Internal Storage [Εσωτερικός αποθηκευτικός χώρος] Πληρ. Χαρακτηρισμός της μνήμης η οποία είναι ευθέως διαθέσιμη στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας. Συνήθως οι μνήμες ram και rom, αλλά και συναφείς μνήμες, όπως μνήμη κας, μνήμες ελέγχου περιφερειακών οι οποίες είναι ενσωματωμένες στην μητρική πλακέτα κλπ. Εναλλακτικά, "εσωτερική μνήμη". Internal Storage Capacity [Χωρητικότητα εσωτερικού αποθηκευτικού χώρου] Πλημ. Η χωρητικότητα της εσωτερικής μνήμης ram υπολογιστικής μονάδας. Σε παρωχημένα υπολογιστικά συστήματα μετρούμενη σε KB (kilobytes), στα προηγμένα υπολογιστικά συστήματα μετρούμενη σε MB (megabytes) και GB (gigabytes). Κοινώς, το ποσό μνήμης ram. Internal Table [Εσωτερικός πίνακας] Πλημ. Οποιαδήποτε πολυδιάστατη διανυσματική συνιστώσα (αλλά συνήθως μονοδιάστατη, όπως array [l..n] of record) βρίσκεται σε δεδομένη χρονική στιγμή αποθηκευμένη στην μνήμη ram υπολογιστικού συστήματος, Internal Timer [Χρονοδιακόπτης] Μηχ. Είναι μία ηλεκτρική συσκευή με ικανότητα μέτρησης του χρόνου, η οποία έχει τη δυνατότητα να θέτει σε λειτουργία ή αντίθετα να διακόπτει, σε προκαθορισμένα από το χρήστη χρονικά διαστήματα, οποιαδήποτε άλλη συσκευή ή μηχανή στην οποία έχει ενσωματωθεί ή συνδεθεί, Internal V i b r a t o r [Δονητής μάζας] Οικοδ. Εξοπλισμός εργοταξίου που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση του νωπού σκυροδέματος στον ξυλότυπο το οποίο βυθίζεται στο σκυρόδεμα και με δονήσεις εξασφαλίζει την αποτελεσματική συμπύκνωση του και πλήρωση των κενο')ν πριν το τελικό πήξιμο. Internal W o r k [ΕσωτερικόΈργο] Φυσ. Χημ. Ορίζεται το έργο που επιτελείται, σε ένα ρευστό, λόγω εσωτερικής εκτόνωσης της μάζας του. Internaly Stored P r o g r a m [Εσωτερικά αποθηκευμένο πρόγραμμα] Πλημ. Χαρακτηρισμός εκτελεσιμου κώδικα ή υποπρογράμματος όταν αυτά είναι διαθέσιμα μόνο μέσω ειδικής βιβλαοθήκης ή όταν εν γένει όεδομένος χειριστής δεν είναι σε θέση να εξετάσει τα περιεχόμενά τους απ' ευθείας. Ο κώδικας πολλών υποπρογραμμάτων τα οποία είναι αποθηκευμένα στην μνήμη rom του υπολογιστή (όπως κώδικες interrupt (η)) είναι τέτοιος. International Ampere [Διεθνές Ampere] ΙΙλεκ. Μονάδα έντασης ηλεκτρικού ρεύματος, όπως αυτή καθορίσθηκε από το 11° Διεθνές Συνέδριο Μέτρων και Σταθμών το 1960. Ισούται με το 0.9998935 της "κλασσικής" μονάδας Ampere που ορίσθηκε το 1948' ως η ένταση εκείνου του συνεχούς ρεύματος που όταν διαρρέει δύο απείρου μήκους παράλληλους αγωγούς σε απόσταση 1 m μεταξύ τους στο κενό, τότε εμφάνιζε ται ανάμεσα τους δύναμη 2-ΙΟ"7 Newton ανά μέτρο μήκους. International Angstrom [Διεθνές Angstrom] Φυσ.

International Astronomical Union

-764-

Μονάδα μήκους που ισούται με ΙΟ*10 m, και που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του ιδρυτή της φασματοσκοπίας Σουηδού φυσικού Angstrom. Η "ιδέα" που κρύβεται πίσω από τον ορισμό αυτής της μονάδας, είναι ότι αυτή εκφράζει την τυπική διάμετρο ενός ατόμου. Η μονάδα χρησιμοποιείται κυρίως στις μετρήσεις μηκών κύματος ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. International Astronomical Union [Διεθνής αστρονομική ένωση] Αστρον. Διεθνής ένωση που ιδρύθηκε το 1919, μέλη της οποίας μπορούν να γίνουν επαγγελματίες αστρονόμοι, με σκοπό την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας σε θέματα έρευνας και ευρύτερης προώθησης της Αστρονομίας. Σήμερα αριθμεί 8300 μέλη από 66 χώρες. International Broadcasting [Διεθνής εκπομπή] Επικοιν. Συχνότητες για παγκόσμια χρήση (6 MHz ως 21,75 MHz). International Call Sign [Σήμα διεθνούς κλήσης] Επικοιν. Υπεραστικό συνήθως τηλεφώνημα που εκτελείται με τη βοήθεια ειδικού προθέματος (πχ 00) για διεθνείς συνδιαλέξεις. International Candle [Διεθνές κερί] Οπτικ. Παλιά μονάδα έντασης φωτεινότητας, ορισμένης ως το 1 / 60 της έντασης της ακτινοβολίας μέλανος σώματος στη θερμοκρασία των 1773° C. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από την διεθνή μονάδα candela. που ορίζεται ως η φωτεινή ένταση μονοχρωματικής πηγής συχνότηταί 540 10f2 Hz μετρημένης πάνω στη διεύθυνση εκείνη όπου η ένταση της ακτινοβολίας είναι 1 / 683 Watt / sterad. International Civil Aeronautical Organization [Διεθνής οργανισμός πολιτικής αεροπορίας] Αεροναυτ. Λόγω της ραγδαίας αύξησης των αεροπορικών μεταφορών, δημιουργήθηκε ο ανωτέρω οργανισμός με σκοπό τη ρύθμιση όλων των θεμάτων που αφορούν στις αερομεταφορές, τις σχετικές επικοινωνίες, τις ανάλογες συσκευές που χρησιμοποιούνται στο έδαφος και στα αεροσκάφη, τους κανόνες ασφαλείας, τους κανόνες πλοήγησης, το σχεδιασμό και τη λειτουργία των αεροδρομίων και άλλα. International Color System [Διεθνές χρωματικό σύστημα] Αστρον. Ανενεργό πια σύστημα κατάταξης των αστέρων με βάση το φασματικό τους τύπο, που σήμερα έχει αντικατασταθεί από το UBV σύστημα. International Control Frequency Bands [Ζώνες διεθνικών συχνοτήτων] Επικοιν. Ζώνη συχνοτήτων που χρησιμοποιείται και για κατασκοπεία. International Control Station [Σταθμός διεθνούς ελέγχου] Επικοιν. 1. Με την ευρεία έννοια κάθε παράρτημα μιας διεθνούς οργάνωσης. 2. Σταθμός διεθνούς τηλεπικοινωνιακού ελέγχου ή κατασκοπείας. International Ellipsoid Of Reference [Διεθνές ελλειψοειδές αναφοράς] Γεωδ. Ελλειψοειδές με μήκος μεγάλου ημιάξονα 6.387.388 m, μικρού ημιάξονα 6.356.911,9 m και εκκεντρότητας 1 / 297. International Geophysical Year [Διεθνέςγεωφυσικό έτος] Γεωφ. Χρονικό διάστημα-ορόσημο στην επιστήμη της γεωφυσικής, από τον Ιούλιο του 1957 έως το Δεκέμβριο του 1958, περίοδο μέγιστης Ηλιακής δραστηριότητας, όπου επιστήμονες από 63 χώρες μετείχαν σε συστηματική προσπάθεια μελέτης της Γης και του πλανητικού συστήματος σε 11 συγκεκριμένους τομείς της Γεωφυσικής. Οι ανακαλύψεις που έγιναν θεωρούνται από τις σημαντικότερες στη Γεωφυσική. International H e n r y [Διεθνές Henry] Ηλεκτρομαγν.

Διεθνής μονάδα μέτρησης του συντελεστή αυτεπαγωγής και του συντελεστή αμοιβαίας επαγωγής ηλεκτρομαγνητικών στοιχείων, ίσης με 1,00049 Henry, όπου Henry η αντίστοιχη "κλασσική" μονάδα, ίση με την αυτεπαγωγή πηνίου στο οποίο μεταβολή της έντασης του διερχόμενου ρεύματος με ρυθμό 1 Α / sec, επάγει τάση 1 Volt. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Αμερικανού φυσικού Henry που ανακάλυψε το φαινόμενο της αυτεπαγωγής. International O h m [Διεθνές Ohm] Ηλεκ. Διεθνής μονάδα μέτρησης της ωμικής αντίστασης ηλεκτρικών στοιχείων, ίσης με 1,00049 Ohm, όπου Ohm η αντίστοιχη "κλασσική" μονάδα, ίση με την ωμική αντίσταση στοιχείου στο οποίο όταν εφαρμοσθεί τάση 1 Volt, διαρρέεται από ρεύμα έντασης 1 Α. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Γερμανού φυσικού Georg Ohm. Συμβολίζεται διεθνώς με Ω. International Practical Temperature Scale [Διεθνής Πρακτική Κλίμακα Θερμοκρασίας] Χημ. Θερμοκρασιακή κλίμακα που ορίζεται από ένα σύστημα εξισώσεων παρεμβολής, μεταξύ των ακόλουθων τιμών αναφοράς: (1) -182,97 °C, σημείο ισορροπίας υγρού-αερίου οξυγόνου, (2) ΟΰΟ, ισορροπία υγρού-στερεού νερού, (3) 0,01 °C, ισορροπία στερεού-υγρού-αερίου νερού, (4) 100,0°C, ισορροπία υγρού-αερίου νερού, (5) 419,505 "C, σημείο ισορροπίας στερεού-υγρού ψευδαργύρου, (6) 444,6 °C, ισορροπία υγρού-αερίου θείου, (7) 960,8 °C, ισορροπία στερεού-υγρού αργύρου και (8) 1063,0 °C, σημείο ισορροπίας στερεού-υγρού χρυσού. International Signal Code [Κώδικας διεθνούς σήματος] Επικοιν. Κώδικες όπως ο Unicode που συμπεριλαμβάνει στοιχεία από το παγκόσμιο επικοινωνιακό σύστημα γλωσσών. International S t a n d a r d s [Διεθνείς κανονισμοί] Τεχνολ. Fidic Conditions Of Contract. International S t a n d a r d s Organization [Διεθνής οργανισμός προτυποποίησης] Επικοιν. Οργανισμός που παράγει διεθνή πρότυπα όπως το OSI για τοπικά δίκτυα (που θεωρείται ανταγωνιστικό του αμερικάνικου TCP / IP). International System Of Units [Διεθνές σύστημα μονάδων] Μηχ. Συμβολίζεται με S1. Το ισχύον σήμερα διεθνές σύστημα μονάδων, που το 1960 αντικατέστησε το παλιότερο μετρικό σύστημα. Στηρίζεται σε 7 θεμελιώδεις μονάδες: meter, kilogram, second, ampere, candela, mole, Kelvin. Συναρτήσει αυτών ορίζονται όλες οι υπόλοιπες. International Telecommunications Union [Διεθνής τηλεπικοινωνιακή ένωση] Επικοιν. Παγκόσμιος οργανισμός που έχει παράγει αρκετά πρότυπα τηλεπικοινωνιακής διασύνδεσης πχ για γραμμές κτλ. International Union Of Pure And Applied Chemistry [Διεθνής Ένωση Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Χημείας] Χημ. Είναι γνωστή με τα αρχικά IUPAC. Πρόκειται για ειδική επιτροπή, η οποία εργάζεται υπό την αιγίδα της UNESCO και είναι επιφορτισμένη να δίνει ονομασίες και να θεσπίζει κανόνες ονοματολογίας χημικών ενώσεων. Οι κανόνες αυτοί έχουν παγκόσμια ισχύ. International Unit [Διεθνής Μονάδα] Μηχ. Μονάδα μέτρησης φυσικών μεγεθών, που βασίζεται στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. International Volt [Διεθνές Volt] Ηλεκ. Μονάδα τάσης πού όταν εφαρμοσθεί σε ωμική αντίσταση ίση με 1 Διεθνές Ohm προκαλεί ροή ρεύματος έντασης 1 Διε-

- 765 Ονούς Ampere. Ισούται με 1,00034 Volts. Internet 2 [Internet] Πληρ. 1. Διεθνές διαδίκτυο το οποίο παρέχει τρεις βασικές υπηρεσίες: Ανάγνωση διεθνών ιστοσελίδων (world-wide-web), ανάγνωση και εγγραφή διεθνών νέων σε διακομιστές νέων (usenet) και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail). Εκκίνησε σαν πειραματικό πανεπιστημιακό και στρατιωτικό δίκτυο στις Η.Π.Α με σκοπό κυρίως τη γρήγορη επικοινωνία καθηγητών μεταξύ πανεπιστημίων και αργότερα εξελίχθηκε σε διεθνές επίπεδο, καθώς εδραίωσε την κυριαρχία της ταχύτητας στην μεταφορά και διακίνηση δεδομένων μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αποτελείται απύ εκατοντάδες τοπικούς διακομιστές και servers οι οποίοι επικοινωνούν συνεχώς μεταξύ τους ανταλλάσσοντας δεδομένα, συνήθως μέσω δορυφόρου. Το διαδίκτυο μπορεί να προσφέρει και πιο προηγμένες υπηρεσίες, ανάλογα με το κόστος και την ταχύτητα σύνδεσης, όπως παρακολούθηση χρηματιστηρίου, ομιλία μεταξύ χρηστών online σε χρόνο realtime και διαχείριση υπολογιστικών συστημάτων από απόσταση (telnet). Ο απαραίτητος εξοπλισμός για τη χρήση του διαδικτύου απαιτεί: 1) Ένα πλήρως εξοπλισμένο σύγχρονο υπολογιστικό σύστημα με modem και το κατάλληλο λογισμικό (outlook express και internet explorer ή netscape comminucator), 2) Τηλεφωνική γραμμή (απλή ή ISDN όταν απαιτούνται γρήγορες ταχύτητες επικοινωνίας) και 3) Εγγραφή μέλους σε εταιρεία διακομιστή η οποία παρέχει την κατάλληλη πρόσβαση μέσω ειδικών servers. Πρόσφατα πρόσβαση στο internet μπορούν να έχουν και οι χρήστες κινητών τηλεφώνων, αν και τα τελευταία είναι σχετικά δύσχρηστα για τις περισσότερες υπηρεσίες εκτός αυτής του email. 2. Γενικός χαρακτηρισμός τοπικού ή ευρύτερου δικτύου, όταν αυτό προσφέρει στοιχειώδεις υπηρεσίες επικοινωνίας, όπως τουλάχιστον e-mail, και άλλες υπηρεσίες οι οποίες μπορεί να είναι αρκετά εξειδικευμένες σε σχέση με τον οργανισμό που χρησιμοποιεί το δίκτυο. Internet 2 [Διαδίκτυο] Επικοιν. Η κοινή διασύνδεση όλων των υπολογιστών και δικτύων παγκοσμίως σε ένα κοινό δίκτυο όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος έχει μια μοναδική διεύθυνση. Η λογική βασίζεται σε ένα πρότυπο που ανέπτυξε το ινστιτούτο CERN. Internet Assigned N u m b e r Authority ΙΑρχή παροχής διευθύνσεων διαδικτύου] Επικοιν. Οργανισμός υπεύθυνος για οργάνωση και παροχή διαδικτυακών διευθύνσεων παγκοσμίως από τα επιτρεπόμενα νούμερα. Internet Database Connector [Συνδέτης βάσης δεδομένων στο διαδίκτυο] Επικοιν. Γλώσσα ειδική της Microsoft για τη διευκόλυνση σύνδεσης αρχείων βάσεων δεδομένων στο διαδίκτυο. Internet E x p l o r e r [Εξερευνητής του διαδικτύου] Επικοιν. Ξεκίνησε σαν διαμετακομιστής ιστοσελίδων διαδικτύου της εταιρίας Microsoft αλλά η λειτουργία του σταδιακά αγκάλιασε όλα τα χαμηλού προφίλ λειτουργικά συστήματα της εταιρείας αυτής και έγινε το κύριο περιβάλλον για την εκτέλεση εφαρμογών. Internet I n f o r m a t i o n Server [Εξυπηρετητής πληροφορίας διαδικτύου] Επικοιν. Το αντίστοιχο στον Internet Explorer εργαλείο της εταιρείας Microsoft για τα Windows NT με αρκετές δυνατότητες υποστήριξης. Internet Reference Model [Μοντέλο αναφοράς διαδικτύου] Επικοιν. Μοντέλο που στηρίζεται η ακριβέστερα επεκτείνει το πρότυπο TCP/ IP και συγκεκριμένα στην απόδοση της IP διεύθυνσης χρησιμοποιείται το

I n t e r p l a n e t a r y Space

πρωτόκολλο IPv4. Internet Server Applications P r o g r a m m i n g Interface [Προγραμματιστική διασύνδεση εφαρμογών διανομέων διαδικτύου] Επικοιν. Ένα πρότυπο για την προσπέλαση των διανομέων ιστοσελίδων από τις εφαρμογές των χρηστών. Internet Service Provider [Παροχέας εξυπηρέτησης διαδικτύου] Επικοιν. Οργανισμός που έχει επικοινωνία με άλλους αντίστοιχους μεγαλύτερους παροχείς και παρέχει βασικά δικτυακή φιλοξενία στους διανομείς του και στους χρήστες των υπηρεσιών του. Internetting [Δικτύωση] Πλ.ηρ. Όρος που περιγράφει οποιαδήποτε διαδικασία σχετίζεται με διασύνδεση ενός ή περισσότερων υπολογιστικών συστημάτων, είτε αυτά συνδέονται τοπικά μέσω intranets ή διεθνώς μέσω κατάλληλης ενδιάμεσης πρόσβασης σε διεθνή φορέα. Interoffice T r u n k [Σύνδεση 2 γραφείων] Επικοιν. Γραμμή πόλης κοινή ή νοικιασμένη μεταξύ 2 επιχειρησιακών γραφείων. I n t e r p h o n e [Εσωτερικό τηλέφωνο] Επικοιν. Ειδικό τηλέφωνο κλειστού κυκλώματος για ενδοεπιχειρησιακά περιβάλλοντα. Interplanetary [Διαπλανητικός] Αστρον. Επιθετικός προσδιορισμός αντικειμένου, χώρου ή ύλης τα οποία βρίσκονται μέσα στο ηλιακό σύστημα, αλλά όχι "επί" κανενός πλανήτη. Την στιγμή που αντικείμενο, όπως διαστημικό όχημα αποκτά ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα διαφυγής του πλανήτη από τον οποίο εκτοξεύεται, μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαπλανητικό, αν και ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται για οχήματα τα οποία ταξιδεύουν από ένα πλανήτη σε άλλον. Interplanetary Dust [Διαπλανητική σκόνη] Αστρον. Διαστρική ύλη μέσα στο ηλιακύ σύστημα, συνήθως αποτελούμενη από λεπτή κόνι η οποία έχει προέλθει από προσκρούσεις μετεωριτών με συμπαγείς πλανήτες ή δορυφόρους ή από παλαιότερα πλανητικά θραύσματα. Interplanetary Magnetic Field [Διαπλανητικό μαγνητικό πεδίο] Αστρον. Το μαγνητικό πεδίο του ηλίου (κυρίως) σε συνδυασμό με τα τοπικά μαγνητικά πεδία των επί μέρους πλανητών, όταν οι αποστάσεις μεταξύ παρατηρητή και πλανητών μειωθούν. I n t e r p l a n e t a r y M e d i u m [Διαπλανητική ύλη] Αστρον. Διαπλανητική σκόνη σε συνδυασμό με αραιά ιονισμένα αέρια λόγω υπεριώδους ακτινοβολίας από τον ήλιο, η οποία πληροί το χώρο του ηλιακού συστήματος, (βλέπε Interplanetary Dust). I n t e r p l a n e t a r y P r o b e [Μη επανδρωμένο διαπλανητικό όχημα] Αστρον. Διαστημικό όχημα, που χρησιμοποιείται σε μη επανδρωμένες αποστολές, για τη μελέτη των συνθηκών που επικρατούν στην επιφάνεια και την ατμόσφαιρα των πλανητών και των δορυφόρων τους. Interplanetary Scintillation [Διαπλανητικός σπινθηρισμός] Αστρον. Το τρεμόπαιγμα στη φωτεινότητα των αστέρων καθώς το φως τους διέρχεται από περιοχές του διαπλανητικού χώρου με μεταβλητή πυκνότητα ύλης, πράγμα που προκαλεί ελαφρές μεταβολές στο δείκτη, άρα και στη γωνία, διάθλασης. Interplanetary Space [Διαπλανητικός χώρος] Αστρον. Νοητή σφαίρα στο σύμπαν με κέντρο τον ήλιο και ελάχιστη ακτίνα την μέγιστη απόσταση μεταξύ των περισσοτέρων γναίστών σαιμάτων τα οποία βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο, όπως κομήτες. Συνήθως λαμβάνεται ως ακτίνα μήκος 50 - 70 αστρονομικών

I

Interplanetary' T r a n s f e r O r b i t

- 766 -

μονάδων. I n t e r p l a n e t a r y T r a n s f e r O r b i t [Διαπλανητική τροχιά μεταφοράς] Αστρον. Ονομάζεται αλλιώς και τροχιά Hohmann. Είναι η συμφερότερη από ενεργειακής σκοπιάς τροχιά που πρέπει ν'άκολουθήσει ένας δορυφόρος για να μεταβεί από την τροχιά ενός πλανήτη σ'αυτήν κάποιου άλλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κι η χρονικά συντομότερη. Η αντίστοιχη τροχιά απλής μετάβασης στον Άρη διαρκεί 260 μέρες, ενώ για ένα ταξίδι στον Αρη με επιστροφή, η τροχιά Hohmann απαιτεί 2 χρόνια και 8 μήνες, αφού πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι 455 μέρες αναγκαστικής παραμονής στον Αρη, μέχρι Γη και Αρης ευθυγραμμιστούν κατάλληλα για το ταξίδι της επιστροφής. Για την Αφροδίτη τα αντίστοιχα νούμερα είναι 146 μέρες και 2 χρόνια και 1 μήνας. Interpolation [Μαθηματική παρεμβολή] Μαθημ. Αποτελεί μία κατηγορία προσεγγιστικών μεθόδων για τον υπολογισμό της τιμής μίας συνάρτησης σε κάποιο σημείο, όταν σαν δεδομένες υπάρχουν οι τιμές σε γειτονικά σημεία. Το γενικό πρόβλημα: Δεδομένου συνόλου σημείων Α = {yTi, i e ί) του n-διάστατου χώρου |Rn, η εύρεση καμπύλης f(x) η οποία να ικανοποιεί την: (S Β = {Xi, i e 1} c |Rn): [("i e I): [f(Xi) = To "καμπύλης" δέον όπως εκληφθεί υπό την ευρεία έννοια, καθώς μπορεί να επιζητείται εν γένει "επιφάνεια". Interposition T r u n k [Σύνδεση 2 θέσεων] Επικοιν. Ειδικές γραμμές κλειστού κυκλώματος για εξωτερικές συνδέσεις (μη παλμικές ή ψηφιακές) αλλά ανοιχτής επικοινωνίας. I n t e r p r e t [Μεταφράζω τμηματικά] Πλημ. Επιτελώ διαδικασίες οι οποίες συνήθως λαμβάνουν ως δεδομένα κείμενο γλώσσας προγραμματισμού όπως basic, lisp, pascal ή java και τα μετατρέπουν σε διανυσματική συνιστώσα, περιέχουσα συγκεκριμένο ενδιάμεσο κώδικα, όπως p-code, java-byte-code ή άλλον ενδιάμεσο κώδικα ο οποίος αργότερα μπορεί να εκτελεστεί σχεδόν εγγενώς με τη βοήθεια ανεξάρτητης λογισμικής μονάδας, (βλέπε Intermediate Code, Interpreter). Interpreted Code [Κώδικας (τμηματικής) μετάφρασης] Πληρ. Κείμενο γλώσσας προγραμματισμού όπως basic, lisp, pascal ή java το οποίο μεταφράζεται από τμηματικό μεταφραστή και μετατρέπεται σε διανυσματική συνιστώσα, αποτελούμενη συνήθοκ από ακολουθία bytes ενδιάμεσου κώδικα, όπως java-bytes ή ενδιάμεσο κώδικα άλλης γλώσσας, (βλέπε Interpret). I n t e r p r e t e r [Τμηματικός Μεταφραστής] Πληρ. 1. Λογισμικό το οποίο δέχεται ως input κείμενο συντεταγμένο σωστά σύμφωνα με το συντακτικό της γλώσσας που χρησιμοποιείται και το μεταφράζει σε διανυσματική συνιστώσα, αποτελούμενη συνήθως από ακολουθία bytes ενδιάμεσου κώδικα, όπως java-bytes ή p-code. Για λόγους ταχύτητας οι τμηματικοί μεταφραστές δεν χρησιμοποιούνται συχνά και σήμερα ο μόνος τέτοιος ο οποίος έχει επιβια')σει είναι αυτός της lisp. Χρησιμοποιείται τελευταία ένας νέος τμηματικός μεταφραστής, αυτός της γλώσσας java η οποία είναι αρκετά διαδεδομένη. (βλέπε Interpret). 2. Είναι ένα πρόγραμμα που μεταφράζει άλλα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών από γλώσσες υψηλού επιπέδου σε γλώσσα μηχανής με μία διαδικασία βήμα προς βήμα, δηλαδή η μετάφραση γίνεται για κάθε εντολή παράλληλα με την εκτέλεση του προγράμματος και όχι εξ' αρχής για ολόκληρο το πρόγραμμα.

Interpretive Language [Γλώσσα μεταφραζόμενη τμηματικά] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού η οποία μπορεί να μεταφραστεί σε διανυσματική συνιστώσα, αποτελούμενη συνήθως από ακολουθία bytes ενδιάμεσου κώδικα, ο οποίος αργότερα μπορεί να εκτελεστεί σχεδόν εγγενούς από κατάλληλο λογισμικό τμηματικού εκτελεστή. Παλαιότερα αρκετές γλώσσες ήταν τμηματικά μεταφραζόμενες, όπως η γλώσσα pascal, η γλώσσα basic και η γλώσσα lisp, αλλά σήμερα η μόνη τέτοια γλο')σσα η οποία έχει επιβκόσει είναι η lisp. Η μόνη σύγχρονη γλώσσα τμηματικής μετάφρασης είναι η java. (βλέπε Interpreted Code). Interpretive P r o g r a m m i n g [Προγραμματισμός με τμηματική μετάφραση] Πληρ. Προγραμματισμός με τη βοήθεια λογισμικού γλχόσσας προγραμματισμού το οποίο επιτρέπει μόνο τμηματική μετάφραση του κειμένου του προγράμματος και δεν παράγει ευθέως εκτελέσιμο κώδικα μηχανής. Το γνωστότερο σύγχρονο είδος είναι προγραμματισμός σε γλώσσα java. (βλεπε Interpretive Language). Interrogation [Ανάκριση] Επικοιν. Ουσιαστικό σήμα που καθορίζει αντίστοιχες επικοινωνίες που γίνονται μόνο μετά από απάντηση του καλούμενου πχ τηλεφωνικέζ. I n t e r r u p t [Διακοπή] Πληρ. Συνθήκη η οποία υποχρεώνει την προσωρινή διακοπή της κανονικής ροής του κύκλου επεξεργασίας του τοπικού μικροεπεξεργαστή για διάφορους λόγους, όπως ανίχνευση συνθήκης προγραμματιστικού σφάλματος, ανίχνευση συνθήκης σφάλματος από περιφερειακή συσκευή ή συσκευή αποθήκευσης ή για διάφορους άλλους λόγους (βλέπε Interrupt Vector). Τέτοιες διακοπές συνήθως ειδοποιούν τον μικροεπεξεργαστή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας να εκτελέσει επιλεκτικά ειδικό κώδικα (interrupt vector) ο οποίος και διαχειρίζεται το σφάλμα κατάλληλα, (βλεπε Interrupt Handler). I n t e r r u p t Dispatch Table [Πίνακας παραπομπών κώδικα κατάστασης διακοπής] Πληρ. Παρακρατημένη περιοχή της μνήμης rom ή ram υπολογιστή η οποία χρησιμοποιείται για να αποθηκευτούν όλα τα διανύσματα κο')δικα καταστάσεων διακοπής μαζί με τους αντίστοιχους δείκτες τους, τα οποία χρησιμοποιούνται από δεδομένο λειτουργικό σύστημα. Ολόκληρος ο πίνακας εγκαθίσταται στη μνήμη rom ή ram του υπολογιστή κατά τη διάρκεια της εκκίνησης του λειτουργικού συστήματος, (βλέπε Interrupt, Interrupt Vector). I n t e r r u p t Driven [Οδηγούμενος (-η, -ο) από κώδικα καταστάσεων διακοπής] Πληρ. Χαρακτηρισμός λειτουργικού συστήματος, λογισμικού, υποπρογράμματος, υπολογιστικού συστήματος, περιφερειακής συσκευής, εξοπλισμού ή δικτυακής σύνδεσης, όταν ένας σημαντικός αριθμός λειτουργιών των προηγουμένων εξαρτώνται από διαχείριση κώδικα καταστάσεων διακοπής. Τα λειτουργικά συστήματα windows και macos είναι τέτοια, (βλέπε Interrupt). I n t e r r u p t Flag [Ψηφίο κατάστασης διακοπής] Πληρ. Δυαδικό ψηφίο στον καταχωρητή καταστάσεων (status register) το οποίο τίθεται ίσο με 1 αν η κεντρική μονάδα επεξεργασίας ανιχνεύσει συνθήκη διακοπής και ίσο με 0, όταν δεν έχει ανιχνευτεί τέτοια συνθήκη, (βλεπε Interrupt, Interrupt Mask). I n t e r r u p t H a n d l e r [Χειριστής κώδικα καταστάσεων διακοπής] Πληρ. Εσωτερικό υποπρόγραμμα στην μνήμη rom ή ram υπολογιστή, το οποίο διαχειρίζεται διά-

-767 -

Interstellar Communication

φορές σοβαρές συνθήκες σφάλματος κατά την επεξερ- κή ή εσωτερική μονάδα επεξεργασίας στην κεντρική γασία ή εκτέλεση δεδομένων ή εξειδικευμένες συνθήμονάδα επεξεργασίας και σηματοδοτεί την έναρξη κακές εκτέλεσης και παραπέμπει τον μικροεπεξεργαστή τάστασης διακοπής. Συνήθως μόλις η κεντρική μονάδα να εκτελέσει το αντίστοιχο υποπρόγραμμα κατάστα- επεξεργασίας ανιχνεύσει τέτοιο σήμα, θέτει την αντίσης διακοπής ανάλογα με τις ακριβείς συνθήκες οι ο- στοιχη τιμή του ψηφίου κατάστασης διακοπής σε 1 και ποίες απαίτησαν την εν λόγω διακοπή, επιλέγοντάς το προετοιμάζει τις διαδικασίες εκτέλεσης του κώδικα της από τον πίνακα παραπομπών κώδικα καταστάσεων αντίστοιχης κατάστασης διακοπής, (βλέπε Interrupt διακοπής, (βλέπε Interrupt Dispatch Table, Interrupt Flag, Interrupt Vector). 2. Πρόκειται για την ανακοVector). πή της κανονικής εκτέλεσης ενός λογισμικού προγράμI n t e r r u p t Index [Δείκτης κατάστασης διακοπής] Πληρ. ματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με την ανάλογη προΦυσικός αριθμός ο οποίος επιτρέπει λογισμική αντι- ειδοποίηση, όταν δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες στοίχιση μεταξύ συγκεκριμένου κώδικα κατάστασης που να την επιβάλλουν, όπα)ς για παράδειγμα ο εντοπιδιακοπής και εξωτερικής συνθήκης αναγνώρισης της σμός κάποιας επικίνδυνης κατάστασης ή βλάβης, κατάστασης αυτής. Χρησιμοποιείται από το χειριστή I n t e r r u p t System [Σύστημα με καταστάσεις διακοπής] κώδικα καταστάσεων διακοπής για να παραπεμφθεί ο Πληρ. Λογισμικό, υποπρόγραμμα ή λειτουργικό σύμικροεπεξεργαστής στο σωστό υποπρόγραμμα διάκοστημα το οποίο προσφέρει αυτόματη και ολοκληρωμέM πής. Σε μία κλήση της μορφής "int(13) είναι ο αριθ- νη επεξεργασία καταστάσεων και συνθηκοόν διακοπής, μός "13". (βλέπε Interrupt Dispatch Table). Σε τέτοια συστήματα η εκτέλεση του κώδικα διακοπής I n t e r r u p t M a s k [Μάσκα κατάστασης διακοπής] Πληρ. για την αντίστοιχη κατάσταση είναι διαφανής ως προς 1. Εξειδικευμένος καταχωρητής της κεντρικής μονά- το χειριστή του αντίστοιχου συστήματος ή προγράμδας επεξεργασίας ή παρακρατημένη τιμή τέτοιου καταματος. (βλέπε Interrupt). χωρητή ο οποίος χρησιμοποιείται στο να ελέγχεται η ροή εκτέλεσης κώδικα κατάστασης διακοπής. Προγραμματιστής μπορεί, θέτοντας κατάλληλη τιμή στην μάσκα κατάστασης διακοπής είτε να "προκαλέσει" κατάσταση διακοπής του μικροεπεξεργαστή είτε να "ακυρώσει" ήδη υπάρχουσα τέτοια κατάσταση, (βλέπε Interrupt). 2. Παρακρατημένη τιμή δομής ακεραίου, συνήθως τύπου long, της οποίας η λογική σύζευξη (μέσω "and") με την τιμή του καταχωρητή κατάστασης (status register) παρέχει την τιμή του ψηφίου κατάστασης διακοπής, (βλέπε Interrupt, Interrupt Flag). I n t e r r u p t M o d e [Κατάσταση διακοπής] Π/jjp. Η κατάστάση στην οποία περιπέφτει η κεντρική μονάδα επεξεργασίας όταν είναι υποχρεωμένη να αναλάβει την εκτέλεση αντίστοιχου κώδικα διακοπής μετά από την παρουσία συνθήκης η οποία σηματοδότησε μία τέτοια κατάσταση. Η κατάσταση αυτή μπορεί να "ακυρωθεί" από προγραμματιστή "χειροκίνητα" προτού ο μικροεπεξεργαστής προλάβει να εκτελέσει το αντίστοιχο υποπρόγραμμα κατάστασης διακοπής, θέτοντας κατάλληλες τιμές στην μάσκα διακοπής. (Interrupt, Interrupt Mask). I n t e r r u p t Processing [Επεξεργασία κατάστασης διακοπής] Πληρ. Εκτέλεση απύ το μικροεπεξεργαστή ή το λειτουργικό σύστημα ή υποπρύγραμμα του υποπρογράμματος, το οποίο αντιστοιχεί στη συνθήκη η οποία προκάλεσε την κατάσταση διακοπής. Μετά την διαδικασία αυτή, η συνθήκη διακοπής, "ακυρώνεται" κατάλληλα από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. (βλέπε Interrupt, Interrupt Routine). I n t e r r u p t Routine [Υποπρόγραμμα κατάστασης διακοπής] Πληρ. Εσωτερικό υποπρόγραμμα στην μνήμη rom ή ram υπολογιστή, το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη βοηθητική λειτουργία, απαραίτητη στο τοπικό λειτουργικό σύστημα. Υπάρχουν πολλά τέτοια υποπρογράμματα και ο προγραμματιστής μπορεί να ενεργόποιήσει ένα συγκεκριμένο ανάλογα με τις ανάγκες του, χρησιμοποιώντας κατάλληλο δείκτη (interrupt index) σαν παράμετρο όταν καλεί το υποπρόγραμμα κατάστασης διακοπής, όπως π.χ. int(13), int(28), κλπ. Επίσης και iterrupt service routine, (βλέπε Interrupt Handler, Interrupt Index). I n t e r r u p t Signal [Σήμα κατάστασης διακοπής] Πληρ. I. Ψηφιακό σήμα το οποίο αποστέλλεται από εξωτερι-

I n t e r r u p t Vector [Διάνυσμα κώδικα κατάστασης διακοπής] Πληρ. Συνήθως δισδιάστατη διανυσματική συνιστώσα της οποίας η μία συντεταγμένη είναι ο όείκτης κατάστασης διακοπής (interrupt index) και η δεύτερη συνιστώσα είναι η πραγματική διεύθυνση στην μνήμη rom ή ram του υπολογιστή, στην οποία βρίσκεται ο αντίστοιχος κώδικας κατάστασης διακοπής ο οποίος διαχειρίζεται τη ζητούμενη κατάσταση, (βλέπε I n t e r r u p t H a n d l e r , I n t e r r u p t Index, I n t e r r u p t Routine). I n t e r r u p t e d Continuous Wave [Διακεκομμένο συνεχές σήμα] Επικοιν. Μετάδοση συνεχούς κύματος κατά τρόπο που μπορεί να περιγραφεί μαθηματικά. Συναντιέται στην ραδιοτηλεγραφία και χαρακτηρίζεται και από την σχετική αντοχή στις δύσκολες μεταδόσεις, Intersection [Διασταύρωση] Οδοπ. Σημείο όπου τέμνονται οι άξονες δύο δρόμων που έχουν διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας. Intersection Angle [Γωνία εφαπτόμενων] Οδοπ. Στην περίπτο)ση μιας οριζόντιας καμπύλης του άξονα μιας οδού, η γωνία μεταξύ τα)ν δύο εφαπτομένων που φέρονται απύ τα δύο άκρα της καμπύλης στο σημείο που τέμνονται, Intersection Point [Σημείο τομής των εφαπτομένων] Οδοπ. Στην περίπτωση μιας οριζόντιας καμπύλης στον άξονα μιας οδού, το σημείο που τέμνονται οι δύο εφαπτόμενες που θα επεκταθούν από τα δύο άκρα της καμπύλης. Interstellar [Διαστρικός] Αστρον. Επιθετικός προσδιορισμός αντικειμένου, χώρου ή ύλης τα οποία βρίσκονται μέσα στο σύμπαν, αλλά όχι "επί" κανενός πλανήτη ή αστέρος. Την στιγμή που αντικείμενο, όπως διαστημικό όχημα κατορθώνει να διαφύγει μακρυά από τον αστέρα του συστήματος από το οποίο εκκινεί, μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαστρικό, αν και ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται για οχήματα τα οποία στο μέλλον θα ταξιδεύουν από ένα αστρικό σύστημα σε άλλο. Interstellar Communication [Διαστρική επικοινωνία] Αστρον. Επικοινωνία μεταξύ σωμάτων ή πλανητών όταν η απόσταση μεταξύ τους είναι της τάξεα>ς της απόστάσης μεταξύ ηλίου και κοντινότερων αστέρων. Εξ' ορισμού, τέτοια επικοινωνία είναι πολύ δύσκολη, καθώς η ανταλλαγή δεδομένου μηνύματος μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη απαιτεί χρόνο 2 * d, όπου το d

Interstellar Extinction

-768 -

είναι ίσο με την απόσταση μεταξύ των συστημάτων σε έτη φωτός. Interstellar Extinction [Διαστρική απόσβεση] Αστμον. Μείωση της φαινόμενης λαμπρότητας ουρανίου σώματος εκτός ηλιακού συστήματος, όταν στον νοητό οπτικό άξονα που συνδέει το σώμα και τον παρατηρητή μεσολαβήσει διαστρική σκόνη, πυκνά διαστρικά αέρια ή σκοτεινά νεφελώματα, τα οποία απορροφούν διάφορες ακτινοβολίες. Το γνωστότερο παράδειγμα συμβαίνει κοντά στο νεφέλωμα "σάκος ανθράκων", (βλέπε Interstellar Gas). Interstellar Gas [Διαστρικό αέριο] Αστμον. Αραιή διαστρική ύλη, είτε συσσωρευμένη υπό την μορφή νεφελωμάτων είτε ασυσσώρευτη, συνήθως αποτελούμενη από ιονισμένα ή ουδέτερα αέρια όπως υδρογόνο, η οποία έχει προέλθει είτε από "αστρικούς ανέμους", αντίστοιχους του ηλαακού ανέμου ή από εκρήξεις καινόφαινών (nova) και υπερκαινοφαινών (supernova). Interstellar Lines [Διαστρικές γραμμές] Αστμον. Γραμμές απορρόφησης στα φάσματα αυτόφωτων ουρανίων σωμάτων, οι οποίες προκαλούνται όταν στον νοητό οπτικό άξονα που συνδέει το σώμα και τον παρατηρητή μεσολαβήσει διαστρική σκόνη, πυκνά διαστρικά αέρια ή σκοτεινά νεφελώματα, τα οποία απορροφούν διάφορες (συνήθως διάκριτες) ακτινοβολίες, (βλέπε Interstellar Extinction). Interstellar M e d i u m [Διαστρική ύλη] Αστμον. Διαστρική σκόνη σε συνδυασμό με αραιά ιονισμένα αέρια λόγω υπεριώδους ακτινοβολίας από διάφορους κοντινούς αστέρες, η οποία πληροί το διαστρικό χώρο, αλλά και εν γένει χαμηλότερης θερμοκρασίας μοριακό υδρογόνο σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις από αστέρες, (βλέπε Interstellar Gas). Interstellar M e d i u m [Διαστρικό μέσο] Αστμον. Ύλη η πυκνότητα της οποίας ποικίλει και η οποία υπάρχει μεταξύ των άστρων και των γαλαξιών. Αποτελείται από υδρογόνο, σκόνη και μόρια. Interstellar Polarization [Διαστρική πόλωση] Αστμοφ. Φαινόμενο που παρουσιάζεται όταν κόκκοι αστρικής σκόνης που εμφανίζουν παραμαγνητισμό, ευθυγραμμίζονται υπό την επίδραση του γαλαξιακού μαγνητικού πεδίου. Όταν το φως από κάποιο άστρο περάσει από την περιοχή της σκόνης, σε συγκεκριμένες διευθύνσεις, πολώνεται. Μάλιστα με βάση την καταγραφή των συγκεκριμένων αυτών διευθύνσεων γίνεται και η "χαρτογράφηση" του γαλαξιακού μαγνητικού πεδίου. Interstellar Scintillation [Διαστρικός σπινθηρισμός] Αστμοφ. Φαινόμενο ανάλογο του διαπλανητικού σπινθηρισμού, μόνο που είναι πιο ασθενές, με το τρεμόπαιγμα στη φωτεινότητα των αστέρων να οφείλεται στη δίοδο του φωτός από περιοχές του διαστρικού χώρου με μεταβλητή πυκνότητα ύλης, πολύ μικρότερης διακύμανσης όμως σε σχέση με την αντίστοιχη που παρατηρείται στον διαπλανητικό χώρο. Interstellar Space [Διαστρικός χώρος] Αστμον. 1. Χαρακτηρισμός χώρου στο σύμπαν στον οποίο ουράνιο σώμα βρίσκεται μεταξύ τουλάχιστον δύο αυτόφωτων ουρανίων σωμάτων. Αν και θεωρητικά μη διαστρικός χώρος πρέπει να υφίσταται θεωρηθεί, παραδείγματα δεν έχουν ανιχνευθεί. 2. Νοητή σφαίρα η οποία έχει κέντρο το κέντρο του Γαλαξία και ακτίνα 3-4 φορές αυτήν του Γαλαξία, έτσι ώστε να συμπεριλαμ-

Interstitial C o m p o u n d [Ενωση Παρεμβολής] Χημ. Μη στοιχειομετρικές χημικές ενώσεις που σχηματίζονται καθώς ιόντα ή άτομα αμετάλλου στοιχείου εισέρχονται στο κρυσταλλικό πλέγμα μετάλλου και καταλαμβάνουν ορισμένες κενές θέσεις. Το μέταλλο είναι συνήθως μεταβατικό στοιχείο. Τα καρβίδια και τα βορίδια αποτελούν παραδείγματα τέτοιων ενώσεων, Interstitial Solid Solution [Στερεό Διάλυμα Παρεμβολής] Χημ. Τύπος στερεού διαλύματος που σχηματίζεται όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά στα ατομικά μεγέθη, οπότε τα διαλυμένα άτομα καταλαμβάνουν θέσεις του κρυσταλλικού πλέγματος του διαλύτη, Intersymbol Interference [Διασυμβολική παρεμβολή] Επικοιν. 1. Είναι η παρεμβολή που παρατηρείται σε ένα ψηφιακό σύστημα επικοινωνιών, η οποία οφείλε ται στη χρονική διαπλάτυνση κάποιου ψηφίου με αποτέλεσμα αυτύ να επιδρά στα γειτονικά του. 2. Το είδος της παρεμβολής που προσδιορίζεται για παράδειγμα στην περίπτο>ση διασκορπισμού παλμών από θόρυβο που εισάγεται στο δίκτυο λόγω ηλεκτρομαγνητικής παρεμβολής πχ από απόσταση, Intersystem Communications [Επικοινωνίες ανάμεσα σε συστήματα] Πλημ. Παθητική ή ενεργητική επικοινωνία μεταξύ υπολογιστικών συστημάτων μέσω εξειδικευμένης καλωδίωσης και δικτύωσης, ειδικότερα όταν μία τέτοια επικοινωνία συνεπάγεται το μοίρασμα τουλάχιστον ενός κοινού πόρου στο σύστημα. Τοπικό δίκτυο υπολογιστών, όπως intranet στο οποίο όλοι οι υπολογιστές μοιράζονται έναν κοινό εκτυπωτή ή άλλο κατάλληλο περιφερειακό, είναι τέτοιο παράδειγμα, Interval 1 [Διάστημα] Μαθημ. Στην τοπολογία και πραγματική ανάλυση, υποσύνολα σημείων της ευθείας των πραγματικών αριθμών |R, δηλούμενα ως: (a, b), (a, b], [a, b) ή [a, b], τα οποία ικανοποιούν τις: (a, b) = {x: a < x < b}, (a, b] = {χ: a < χ < b}, [a, b) = {χ: a < χ < b), [a, b] = {χ: a < χ < b). To [a, b] καλείται "κλειστό" διάστημα και το (a, b) καλείται "ανοικτό". Τα (a, b] και [a, b) καλούνται "ημιανοικτά". Interval 2 [Διάστημα] Φυσ. Η χρονική απόσταση ανάμεσα σε δύο γεγονότα ή καταστάσεις, ή η απόσταση στο χώρο ανάμεσα σε δύο σημεία Interval Arithmetic 1 [Αριθμητική διαστημάτων] Μαθημ. Αλγεβρικές διαδικασίες οι οποίες επιτρέπουν το χειρισμό ανισώσεων της μορφής: a < f(x) < b για διάφορες τιμές των a και b. Interval Arithmetic 2 [Αριθμητική διαστημάτων] Πλημ. Η δυαδική αριθμητική την οποία χρησιμοποιεί η μαθηματική υπομονάδα επεξεργασίας σε δεδομένο υπολογιστικό σύστημα. Καθ' ότι μόνο ένα πεπερασμένο υποσύνολο των πραγματικών αριθμών αναπαρίσταται σωστά σε έναν υπολογιστή, η μονάδα αυτή λαμβάνει ειδικές προφυλάξεις έτσι ώστε να διατηρείται η ζητούμενη ακρίβεια δεκαδικών ψηφίων, σε περιπτώσεις όπου κάποια ενδιάμεση αριθμητική πράξη υποχρεώνει τη μονάδα να χάσει ακρίβεια. Intimacy [Οικειότητα] Ακουστ. Μέγεθος που εκφράζει τον ελάχιστο χρόνο που χρειάζεται σε μία ζωντανή πάράσταση ο ήχος να φθάσει από τον εκτελεστή στο ακροατήριο. Η οικειότητα θεωρείται επαρκής αν όλοι οι ήχοι, συμπεριλαμβανομένων και των ανακλ.ωμένων, φθάνουν σε ολόκληρο το ακροατήριο σε λιγότερο από 20 msec.

βάνονται μέσα της όλα τα αστρικά σμήνη ή οι μικρότε- Into [Εις] Μαθημ. Χαρακτηρισμός απεικόνισης Γ :Α -> ροι Γαλαξίες τα οποία είναι δορυφόροι του δικού μας Β, η οποία πληροί την: im(f) c Β. Γαλαξία. Intrados [Εσωτερική παριά] Οικοδ. Σε ένα δομικό

-769στοιχείο που έχει μορφή αψίδας, η παρειά της εσωτερικής πλευράς της αψίδας. I n t r a f r a m e Compression [Συμπίεση μέσω πλαισίων] Επικοιν. Ο ένας από τους 2 τρόπους συμπίεσης βίντεο όπου η κωδικοποίηση γίνεται πρώτα μέσα στην ίδια την εικόνα (Frame). Intramolecular [Ενδομοριακός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα φαινόμενο που συμβαίνει λόγω των αλληλεπιδράσεων των διαφόρων ατόμων μέσα σε ένα μόριο. Intramoiecular Forces [Ενδομοριακές Δυνάμεις] Χημ. Σχετικά ασθενείς δυνάμεις που οφείλονται σε αλληλεπιδράσεις μεταξύ απλών μορίων. Είναι σημαντικές στις πολυμερικές ενώσεις, διότι καθορίζουν την ευκαμψία της αλυσίδας και επομένως, πολλές ιδιότητες του υλικού. I n t r a n e t [Εσωτερικό διαδίκτυο] Επικοιν. Ένα δίκτυο φτιαγμένο στα πρότυπα του Internet (δηλαδή του προτύπου TCP/ IP) όπως επικράτησε στα πλαίσια μεγαλύτερων δικτύων στο χώρο μιας επιχείρησης τουλάχιστον όπου διασυνδέονται ανομοιογενή δίκτυα (αλλά και ομοιογενή). Intrinsic Brightness [Ενδογενής φωτεινότης] Αστρον. Θεωρητικύ μέγεθος αυτόφωτου ουράνιου σώματος το οποίο υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψιν το πλήρες ηλεκτρομαγνητικό φάσμα του σώματος και όχι μόνο το ορατό φάσμα. Intrinsic Conductivity [Εσωτερική αγωγιμότητα] Φυσ. Στερ. Κατ. Η αγωγιμότητα εκείνη των ημιαγωγών που οφείλεται στα θερμικώς παραγόμενα ηλεκτρόνια στα υλικά αυτά, και όχι στην παρουσία συγκεκριμένων προσμείξεων, που είναι υπεύθυνες για την απελευθέρωση ενός μεγάλου αριθμού επιπλέον ηλεκτρονίων. Intrinsic E q u a t i o n s Of A Curve [Εσωτερικές εξισώσεις καμπύλης] Μαθημ. Έτσι ονομάζονται οι εξισώσεις k = f(s) και τ = g(s) που δίνουν αντίστοιχα την καμπυλότητα και τη στρέψη μίας τρισδιάστατης καμπύλης συναρτήσει του μήκους τόξου αυτής. Αν η καμπύλη είναι επίπεδη, τότε εξ ορισμού τ = 0. Πλεονέκτημα των εξισώσεων αυτών είναι η ανεξαρτησία τους από συστήματα συντεταγμένων. Intrinsic Function [Ενδογενές υποπρόγραμμα] Πληρ. Χαρακτηρισμός υποπρογράμματος, συνήθως μαθηματικής συνάρτησης πακέτου βιβλιοθήκης, για το οποίο ο μεταφραστής (compiler) δε δημιουργεί καθαυτό "παραπομπή" σε βιβλιοθήκη, αλλά το κωδικοποιεί άμεσα σαν ενδιάμεσο εκτελέσιμο κώδικα. Τέτοιο παράδείγμα αποτελεί η συνάρτηση "abs" η οποία είναι αρκετά απλή, ώστε ο compiler να την κωδικοποιήσει άμεσα εφαρμόζοντας τον τελεστή "ncg" σε κατάλληλο καταχωρητή. Intrinsic Induction [Εσωτερική επαγωγή] Ηλεκτρομαγν. Η διανυσματική διαφορά μεταξύ της πυκνότητας της μαγνητικής ροής σ'ένα σημείο του χώρου και της πυκνότητας της μαγνητικής ροής στο ίδιο σημείο του χώρου απουσία ύλης. Intrinsic Mobility [Εσωτερική κινητικότητα] Φυα. Στερ. Κατ. Στην περίπτωση ημιαγωγού χωρίς προσμίξεις η κινητικότητα η οποία αναφέρεται στα ηλεκτρόνια του ημιαγωγού. Intrinsic Parity [Εσωτερική ομοτιμία] Πυρην. Φυσ. Στη περίπτωση σωματιδίου κβαντικού συστήματος η ομοτιμία εκφράζει την εσωτερική συμμετρία του σω-

Invalid 1

μότητα] Φυσ. Στερ. Κατ. Το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η πρόσπτωση ακτινοβολίας προκαλεί την αύξησης της ηλεκτρικής αγωγιμότητας υλικού λόγω των εσωτερικών του ιδιοτήτων. Συνήθως αναφέρεται σε αμέταλλα. Intrinsic Properties Of A S u r f a c e [Εσωτερικές ιδιότητες επιφάνειας] Μαθημ. Οι μη εξαρτώμενες από το χώρο στον οποίο είναι εμβαπτισμένη μαθηματικές ιδιότητες επιφάνειας. Η περιγραφή των ιδιοτήτων αυτών αποτελεί την εσωτερική της γεωμετρία. Intrinsic Semiconductor [Αληθινός ημιαγωγός] Φυα. Στερ. Κατ. Ο χωρίς προσμίξεις, οι οποίες θα ενίσχυαν την ηλεκτρική του αγωγιμότητα ημιαγωγός. Intrinsic T r a c e r [Εσωτερικός ανιχνευτής] Πυρην. Φυα. Γνωστό και ως isotopic tracer, πρόκειται για ισότοπο μίας ουσίας που τοποθετείται σ'αυτήν, έχει παρόμοια συμπεριφορά, αλλά και κάποια ιδιότητα που να την κάνει να ξεχωρίζει. Χρησιμοποιείται στη μελέτη της συμπεριφοράς της ουσίας σε συγκεκριμένα φυσικά ή χημικά φαινόμενα, κυρίως ως "χαρακτηριστική ταμπέλα" της ουσίας. Intrinsic Variable Star [Ενδογενώς μεταβλητός αστέρας] Αστρον. Αστέρας στον οποίο διάφορες πυρηνικές αντιδράσεις ή άλλοι ενδογενείς μηχανισμοί είναι υπεύΟυνοι για σημαντική αύξηση ή μείωση της απόλυτης (και κατά συνέπεια φαινόμενης) λαμπρότητάς του μέσα σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα. Οι πρότυποι αστέρες "κειφήδες" είναι τέτοιοι, όπως επίσης και ο αστέρας "ομικρον - κήτους". Intrinsic Viscosity [Εσωτερικό Ιξώδες] Ρευστομηχ. Ονομάζεται και οριακός αριθμός ιξώδους. Χρησιμοποιείται ευρέως στον υπολογισμύ του μοριακού βάρους ενός πολυμερούς με ιξωδομετρία. Ορίζεται ως [η] = lim(n/n 0 -l)/c, όταν c->0, όπου n το ιξώδες του διαλύματος, η0 το ιξώδες του καθαρού διαλύτη και c η συγκέντρωση του πολυμερούς. Intrusion Grouting [Ανάμιξη κατά τη διείσδυση] Οικοδ. Μέθοδος πλήρωσης κενών με σκυρόδεμα όπου η ανάμιξη των αδρανών με το τσιμεντοκονίαμα γίνεται στην επιφάνεια που έχει τα κενά προς πλήρωση, ακριβώς πριν τη διείσδυση του μίγματος Intrusive Rock [Πλουτώνιο πέτρωμα] Γεωλ. Πρόκειται για εκρηξιγενές τύπο πετρώματος, το οποίο σχηματίζεται από τη στερεοποίηση, δηλαδή την πήξη, του μάγματος μέσα στον στερεό φλοιό της Γης. Intuitionism [Διαισθησιαρχία] Μαθημ. Μαθηματική σχολή σκέψης, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε μαθηματική οντότητα έχει νόημα μόνον όταν μπορεί να παραχθεί με πεπερασμένο αριθμό καλώς ορισμένων πράξεων από κάποια αρχικά σύνολα στοιχείων, διαισθητικά ορισμένα. Ιδρύθηκε από τον Ολλανδό μαθηματικό Brouwer και έρχεται σε αντίθεση με τις άλλες δύο σχολές των μαθηματικών, δηλαδή τον φορμαλισμό (Hilbert, τα βασικά αντικείμενα των μαθηματικών είναι τα σύμβολα και οι πράξεις ανεξάρτητα από το φυσικύ νύημα που τους αποδίδεται) και τον λογικισμό (Russell, όλα τα μαθηματικά και οι οντότητές τους έχουν νόημα μόνο ως προϊόντα της ανθρώπινης λογικής). Inundation [Πλημμύρισμα] Υδρ. Η διαδικασία κάλυψης μιας επιφάνειας που στη φυσική κατάσταση είναι στεγνή από νερό.

ματιδίου κάτω από αντιστροφή στο χώρο και παίρνει Invalid [Εσφαλμένος] Μαθημ. 1. Προϊόν εσφαλμένου τις τιμές+1 κ α ι - 1 . συλλογισμού. 2. Ψευδής λογική συνθήκη, όπα>ς π.χ. η Intrinsic Photoconductivity [Εσωτερική φωτοαγωγι- εξίσωση 1 = 2 . 3 . Αποτέλχσμα το οποίο δεν ισχύει. 4.

Invalid2

-770-

Inverse B r e m s s t r a h l u n g [Αντίστροφο μπρεστράΑντιφατικός, παράλογος. 2 Invalid [Εσφαλμένος] Πληρ. 1. Δεδομένο, το οποίο λουνγκ] Ατομ. Φυα. Το φυσικό φαινόμενο της σε ισχυεισαγόμενο ή επεξεργαζόμενο από υπολογιστικό σύ- ρό ηλεκτρικό πεδίο απορρόφησης φωτονίου από ηλεστημα, παράγει εσφαλμένα αποτελέσματα. 2. Τα ε- κτρόνιο παρουσία πυρήνα. σφαλμένα αποτελέσματα στον ορισμό 1. 3. Inverse Compton Effect [Αντίστροφο φαινόμενο ΚόΑποτέλεσμα επεξεργασίας δεδομένων, όταν αυτό απο- μπτον] Φυσ. Το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο αυκλίνει σημαντικά από αναμενόμενο ή θεωρητικό απο- ξάνεται η συχνότητα ακτινοβολίας λόγω της σκέδασης τέλεσμα. 4. Αποτέλεσμα ενέργειας χειριστή όταν αυτή των φωτονίων της με υψηλής ενέργειας σωμάτια κατά είναι αντιφατική ως προς την λειτουργία του αντίστοι- την οποία μεταφέρεται ενέργεια στα φωτόνια. χου υπολογιστικού συστήματος. Inverse C u r r e n t [Αντίστροφο ρεύμα] Η/εκτμον. Το Invar [Ινβαρ] Τεχνολ. Νικελιούχο κράμα (64% σίδη- φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο αντιστροφή τάσης ρος, 36% νικέλιο) με πολύ χαμηλό συντελεστή θερμι- προκαλεί αντίστροφο ρεύμα σε κύκλωμα. κής διαστολής. Παλιά το χρησιμοποιούσαν για την κα- Inverse Curve 1 [Αντίστροφη καμπύλη] Μαθημ. Αν s τασκευή των πρότυπων μέτρων και σταθμών, ενώ σή- είναι δεδομένη καμπύλη στο μιγαδικό επίπεδο, καμπύμερα για τη κατασκευή θερμικά ευαίσθητων συσκευών λη s' η οποία αποτελεί την απεικόνιση της s μέσω του (π.χ. ρολογιών).Ονομάστηκε έτσι για να εκφράσει την μετασχηματισμού l/(z - a), για δεδομένο a e |C. αμεταβλητότητα (invariability) των διαστάσεών του. Inverse Curve 2 [Καμπύλη της αντιστρόφου] Μαθημ. 1. Invariable Line [Αμετάβλητη ευθεία] Μηχ. Η διεύθυν- Αν s είναι το γράφημα δεδομένης αντιστρέψιμης συση της γωνιακής ορμής ενός στερεού σώματος, όταν νάρτησης f(x) στο πραγματικό επίπεδο, τότε το γράφημα s' αντιστοιχεί στην συνάρτηση Γ1. 2. Εν γένει, για πάνω του δεν ασκούνται εξωτερικές ροπές. Invariable Plane [Αμετάβλητο επίπεδο] Μηχ. Το στα- γράφημα s στο πραγματικό επίπεδο το οποίο δεν αντιθερό εκείνο επίπεδο, το κάθετο στο σταθερό διάνυσμα στοιχεί απαραίτητα σε αντιστρέψιμη συνάρτηση ή καν της στροφορμής ενός σώματος, απουσία εξωτερικών σε συνάρτηση, έχουμε καταχρηστικό χαρακτηρισμό ροπών, που απέχει σταθερή απόσταση από το κέντρο γραφήματος s' το οποίο είναι συμμετρικό του s ως Ο του ελλειψοειδούς αδρανείας του σώματος, και είναι προς ην ευθεία y = x. ανεξάρτητο της στιγμιαίας γωνιακής του ταχύτητας. Inverse Electrode C u r r e n t [Αντίστροφο ρεύμα ηλεInvariance [Αμεταβλητότης] Μαθημ. Ιδιότητα μαθημα- κτροδίου] Ηλεκτμον. Φαινόμενο κατά το οποίο το ρεύτικού αντικειμένου, όταν η συμπεριφορά του δεν επη- μα σε ηλεκτρόδιο έχει φορά αντίθετη της κανονικής ρεάζεται από τυχόν εφαρμοζόμενους τελεστές ή μετα- και συνεπώς τα ηλεκτρόνια κινούνται σε αντίθετη κασχηματισμούς. Χρησιμοποιείται συχνά στη θεωρία τα- τεύθυνση από τη σχεδιασμένη. νυστών. Inverse Function [Αντίστροφη συνάρτηση] Μαθημ. 1 Υ πληροί τις ιδιότηInvariant [Αμετάβλητος] Μαθημ. 1. Σύνολο I £ S για Αν δεδομένη συνάρτηση f: Χ το οποίο ισχύει: Αν F = {ξ, i e I] είναι ομάδα απεικο- τες: dom(f) = A c Χ, im(f) = Β c Υ και: f(x) = f(y) => x = y, αν είναι δηλαδή ένα-προς-ένα από το πεδίο ορινίσεων η οποία δρα πάνω στο S, τότε: ("i e l)("x e I)[f (χ) = χ], 2. Αν Τ: S S είναι κατάλληλος (πιθανώς σμού της στο πεδίο τιμών της, τότε μπορεί να οριστεί γραμμικός) μετασχηματισμός, συνάρτηση f: S —> S για θεωρητικά συνάρτηση g η οποία πληροί τα παρακάτω: dom(g) = Β c Υ, im(g) = Α ς; Χ και g ο f = f ο g = I. II την οποία ισχύει: ("x e S) [f(Tx) = f(x)]. 1 Invariant" [Αμετάβλητος] Φνσ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα g συνήθακ: συμβολίζεται ως: f και ισχύουν οι: ("x e σύστημα, το οποίο είναι πλήρως προσδιορισμένο και A) [f*(f(xj) = χ] και ("y € Β) [f(f'(y)) = y]. Σημειωτέον ότι η ύπαρξη της Γ' δεν συνεπάγεται απαραίτητα δεν έχει κανένα βαθμό ελευθερίας. Invariant Plane [Αμετάβλητο επίπεδο] Μαθημ. Νοητό και την ύπαρξη αναλυτικής έκφρασης μέσω της οποίας επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο του ήλιου να ορίζεται αυτή. (βλέπε Inverse Function Theorem). και είναι κάθετο στο διάνυσμα της συνολικής στρο- Inverse Function Theorem [Θεώρημα αντίστροφης συνάρτησης] Μαθημ. Αν f: Χ —» Υ είναι δεδομένη συφορμής του ηλιακού συστήματος. Invariant Under P e r m u t a t i o n [Αμετάβλητο κάτω νάρτηση με f(x) = y, θεώρημα το οποίο διέπει τις συναπό μετάθεση] Μαθημ. Σύνολο I c S για το οποίο ι- θήκες ύπαρξης αναλυτικής έκφρασης της αντιστρόφου σχύει: Αν σ είναι μία μετάθεση η οποία ανήκει στο σύ- συνάρτησης Γ . (βλέπε Inverse Function). νολο μεταθέσεων S n , τότε: ("x e Ι)[(σ(χ) 6 I) Λ (σ' ι (χ) Inverse Image [Αντίστροφη εικόνα συνάρτησης] el)]. Μαθημ. Αν f: Χ Υ είναι δεδομένη συνάρτηση και Β Inverse [Αντίστροφο] Μαθημ. Αν (G, ®) είναι αλγεβρι- c im(X) c Υ, το σύνολο: Γ'(Β) = {χ e Χ: f(x) ε Β), 3 κή δομή με πράξη ®, e είναι το ουδέτερο στοιχείο της (βλέπε Image ). G και a δεδομένο στοιχείο της G, στοιχείο b το οποίο Inverse M a t r i x [Αντίστροφος πίνακας] Μαθημ. Αν Α ικανοποιεί μία από τις δύο ακόλουθες ιδιότητες: i) (b = [ay], i, j e (l,..n) είναι τετράγωνος πίνακας διάστααριστερό αντίστροφο στοιχείο) «=> [b ® a = e] ή ii) (b σης n χ n, πίνακας Β = [by], i, j e {l,..n) ο οποίος ικαδεξιό αντίστροφο στοιχείο) <=> [a ® b = c]. Στην περί- νοποιεί τις σχέσεις: ΑΒ = ΒΑ = I, όπου I είναι ο μοναπτωση που ισχύει και το i) και το ii) το b ονομάζεται διαίος πίνακας διάστασης n x n: I = [cy], i, j e {1,..η}: απλά αντίστροφο στοιχείο. Όταν η δομή (G, ®) είναι [ c j = {1, αν i = j; 0, αν i 1 j}. Ο πίνακας Β συμβολίζεπολλαπλασιαστική, το b συμβολίζεται ως a"1, ενο> όταν ται ως: Α'1 και υπάρχει εάν και μόνο εάν ισχύει: (Α|1 0. η δομή (G, θ ) είναι αθροιστική, το b συμβολίζεται (βλέπε Inverse). ως -a. (βλέπε Identity). Inverse Of A Number 1 [Αθροιστικό αντίστροφο αριθInverse Beta Decay [Αντίστροφη διάσπαση βήτα] Πυ- μού] Μαθημ. Αν a e |R είναι δεδομένος πραγματικός ρην. Φυσ. Το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο παρά- αριθμός, αριθμός b e |R ο οποίος ικανοποιεί τις σχέγεται ένα πρωτόνιο λόγω της κρούσης νετρίνου με νε- σεις: a + b = b + a = 0. Ο αριθμός b συμβολίζεται ως: 1 τρόνιο. Το φαινόμενο αποτελεί απόδειξη της ύπαρξης a" , (βλέπε Inverse). του νετρίνου. Inverse Of A N u m b e r 2 [Πολλαπλασιαστικό αντίστρο-

-771 φο αριθμού] Μαθημ. Αν a e |R είναι δεδομένος πραγματικός αριθμός, αριθμός b e |R ο οποίος ικανοποιεί τις σχέσεις: ab = ba = 1 . 0 αριθμός b συμβολίζεται ως: a* και υπάρχει εάν και μόνο εάν ισχύει: a 1 0. (βλέπε Inverse). Inverse O p e r a t o r [Αντίστροφος τελεστής] Μαθημ. Αν δεδομένος τελεστής Τ: Χ Υ πληροί τις ιδιότητες: dom(T) = A c Χ, im(T) = Β ς Υ και: T(x) = T(y) =» χ = y, αν είναι δηλαδή ένα-προς-ένα από το πεδίο ορισμού του στο πεδίο τιμών του, τότε μπορεί να οριστεί θεωρητικά τελεστής U ο οποίος πληροί τα παρακάτω: dom(U) = Β c Υ, im(U) = A c Χ και TU = UT = χ. Ο U συνήθως συμβολίζεται ως: Τ"1 και ισχύουν οι: ("x e Α) [Τ'Τχ = χ] και ί"y € Β) [TT'y = y]. Σημειωτέον οτι η ύπαρξη του Τ 1 δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την ύπαρξη αναλυτικής έκφρασης μέσω της οποίας να ορίζεται αυτός, (βλέπε Inverse, Inverse Function Theorem). Inverse Points [Αντίστροφα σημεία] Μαθημ. Αν C(0, R) είναι δεδομένος κύκλος κέντρου Ο και ακτίνας R και ε είναι ευθεία η οποία διέρχεται από το κέντρο του κύ κλου Ο, σημεία Si και s 2 επί της ευθείας τα οποία ικανοποιούν την: d(s4, Ο) * d(s 2 , Ο) = R2. Inverse P r o p o r t i o n [Αντίστροφη αναλογία] Μαθημ. Αναλογία μεταξύ μεγεθών a και b η οποία διέπεται από την σχέση: ab = c, όπου c είναι δεδομένη σταθερά. Inverse Scattering Theory [Θεωρία αντίστροφης σκέδασης] Φυα. Η εξαγωγή πληροφοριών από την κατανομή των σκεδασμένων αντικειμένων στόχου. Inverse-Square L a w [Νόμος Αντίστροφων Τετραγώνων] Φυα. Νόμος κατά τον οποίο, η ένταση του μεγέθους σε κάποιο σημείο ενός πεδίου είναι αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης του σημείου αυτού από την πηγή. Ο νόμος αυτός βρίσκει εςοαρμογή σε βαρυτικό και ηλεκτρικό πεδίο. Inverse S t a r k Effect [Αντίστροφο φαινόμενο Siark] Φυσ. Το φαινόμενο του διαχωρισμού των φασματικών γραμμών απορρόφησης σε ηλεκτρικό πεδίο. Συνήθως εμφανίζεται διαχωρισμός των φασματικών γραμμών εκπομπής. Είναι ένα φαινόμενο ανάλογο του αντίστροφου φαινομένου zeeman και του αντίστροφου φαινομένου της λεπτής/υπέρλεπτης υφής αλλά παρατηρούμενο σε φάσματα απορρόφησης και όχι σε φάσματα εκπομπής στο οποίο οι παρατηρούμενες γραμμές απορρόφησης διασπώνται όταν το υλικό απορρόφησης βρίσκεται μέσα σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο, (βλέπε Inverse Zeeman Effect). Inverse Zeeman Effect [Αντίστροφο φαινόμενο Zeeman] Φυα. To φαινόμενο του διαχωρισμού των φασματικών γραμμών απορρόφησης σε μαγνητικό πεδίο. Συνήθως εμφανίζεται διαχωρισμός των φασματικών γραμμών εκπομπής. Φαινόμενο στο οποίο παρουσία ισχυρού μαγνητικού πεδίου γύρω από το υλικό το οποίο απορροφά γραμμικό φάσμα, τροποποιεί τις στάθμες ενέργειας των ατόμων του απορροφώντος υλικού, υποχρεώνοντας τα άτομά του να απορροφήσουν πολυπλοκότερο φάσμα, στο οποίο οι αρχικές γραμμές απορρόφησης διασπώνται σε περισσότερες από αυτές οι οποίες θα παρουσιάζονταν αν δεν υπήρχε μαγνητικό πεδίο. Inversion 1 [Αντιστροφή] Μαθημ. 1. Για δεδομένο μη μηδενικό σημείο του μιγαδικού επιπέδου z e |C, ζ 1 0, η εφαρμογή του μετασχηματισμού mobius: f(z) = 1/ζ, πάνω στο εν λύγω σημείο. 2. Για δεδομένο σημείο x £ |Rn στον n-διάστατο χώρο, το αποτέλεσμα εφαρμογής

Invert Level

του αντίστροφου αθροιστικού τελεστή πάνω στο x = (χ ι, χ 2 ,..., χΠ): -χ = (-Χι, -χ 2 ) ..., -χ η ) το οποίο παράγεται αν ο αντίστροφος αθροιστικός τελεστής (-) εφαρμοστεί σε κάθε μία απύ τις n συνιστώσες του διανύσματος. 3. Αποτέλεσμα εφαρμογής είτε του πολλαπλασιαστικού ή του αθροιστικού τελεστή πάνω σε πραγματικό σημείο a e |R, (a 1 0, αν πρόκειται για εφαρμογή του πολλαπλασιαστικού τελεστή)): a"1 ή -a. Στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα καλείται "αντίστροφος" ενώ στην δεύτερη "αντίθετος", (βλέπε Inverse Of A Number). 4. Αν C(0, R) είναι δεδομένος κύκλος κέντρου Ο και ακτίνας R, ε είναι ευθεία η οποία διέρχεται από το κέντρο του κύκλου Ο και Sj είναι σημείο επί της ευθείας ε, σημείο s2 το οποίο ικανοποιεί την: d(s b Ο) * d(s2, Ο) = R \ (βλέπε Invserse Points). 5. Δεδομένης συνάρτησης f: Χ Υ, διαδικασία μέσω της οποίας επιχειρείται η εύρεση της αντίστροφης συνάρτησης Γ1 σε αναλυτική ή "κλειστή" μορφή όταν αυτό είναι δυνατό. 6. Εν γένει, η διαδικασία εύρεσης ή το αποτέλεσμα εφαρμογής "αντίστροφου" τελεστή πάνω σε μαθηματικό αντικείμενο, όπως αντίστροφου τελεστή laplace, αντίστροφου γραμμικού τελεστή, αντίστροφου τελεστή γραμμικού μετασχηματισμού, τελεστή διαφοροποίησης, ολοκλήρωσης, πίνακα κλπ. (βλέπε Inverse Operator, Inverse Matrix). Inversion 2 [Αναστροφή] Χημ. Αναφέρεται στην ιμβερτοποίηση, κατά την οποία δισακχαρίτες υδρολύονται προς μονοσακχαρίτες, παρουσία οξέων ή ενζύμων, με σύγχρονη μεταβολή της διεύθυνσης στροφής του πολωμένου φωτός. Για παράδειγμα, η υδρόλυση της σακχαρόζης, που είναι δεξιόστροφη, δίνει ισομοριακό μίγμα 0-γλυκόζης(+) και Ο-φρουκτόζης(-), το οποίο είναι αριστερόστροφο. Inversion 3 [Αναστροφή] Χημ. Ποσοτική μετατροπή μιας οπτικά ενεργής ένωσης στον αντίποδά της, που συμβαίνει κατά την αντίδραση υποκατάστασης σε ασύμμετρο άτομο άνθρακα. Παράδειγμα τέτοιας αναστροφής είναι η αναστροφή κατά Waldcn. Inversion 4 [Αντιστροφή] Οπτικ. Παραγωγή πραγματικού ή φανταστικού ειδώλου μέσω κατάλληλης οπτικής διάταξης, το οποίο έχει φορά αντίθετη ως προς τουλάχιστον μία διεύθυνση από την αντίστοιχη διεύθυνση είτε του πραγματικού αντικειμένου το οποίο απεικονίζεται ή άλλου πραγματικού ή φανταστικού ειδώλου το οποίο δημιουργείται σε προγενέστερη φάση από την ίδια διάταξη. Inversion 5 [Αντιστροφή] Επικοιν. Συνηθίζεται στις ψηφιακές κωδικοποιήσεις όπως NRZI ή AMI να καλείται έτσι η αλλαγή τάσης από 0 σε 1 ή και άλλες αντίστοιχες αλλαγές σε μισά κτλ Inversion Ratio [Αντίστροφος λόγος] Φυα. Ο σε ισορροπία μαθηματικός λόγος των πληθυσμών δύο μη εκφυλισμένων καταστάσεων όπου εμφανίζεται το φαινόμενο της αντιστροφής πληθυσμού. Δηλαδή η ψηλότερη σε ενέργεια κατάσταση παρουσιάζει μεγαλύτερο πληθυσμό από τη χαμηλότερη. Inversion Symmetry [Συμμετρία αντιστροφής] Φυα. Η διατήρηση των φυσικών νόμων κάτω από το μετασχηματισμό αντιστροφής. Invert [Πυθμένας αγωγού] Υδρ. Σε έναν αγωγό υδραυλικού δικτύου βαρύτητας, το χαμηλότερο σημείο της διατομής του αγωγού. Invert Level [Υψύμετρο πυθμένα] Υδρ. Σε έναν αγωγό υδραυλικού δικτύου βαρύτητας, το υψόμετρο του πυθμένα του αγωγού.

Inverted Arch

-772 -

Inverted Arch [Ανεστραμμένο τόξο] Οικοδ. Στατικός φορέας σε μορφή τόξου του οποίου η στέψη είναι σε χαμηλότερο υψόμετρο από τα άκρα που στηρίζεται. Inverted File [Αντίστροφο αρχείο] Πληρ. Για δεδομένο αρχείο με περιεχόμενα Π = {bj, i e 1), με bj συγκεκριμένη δομή δεδομένων, άλλο αρχείο του ιδίου ακριβώς μεγέθους και με τα ίδια ακριβώς περιεχόμενα, αλλά ταξινομημένο κατά διαφορετικό τρόπο ως: {bj, j e J), με διαφορετικά σύνολα καταγραφής ή ταξινόμησης: I 1 J. Inverted Image [Αντεστραμμένη εικόνα] Οπτικ. Πραγματικό ή φανταστικό είδωλο, το οποίο έχει φορά αντίθετη ως προς τουλάχιστον μία διεύθυνση από την αντίστοιχη διεύθυνση είτε του πραγματικού αντικειμένου το οποίο απεικονίζεται ή άλλ.ου πραγματικού ή φανταστικού ειδώλου το οποίο δημιουργείται σε προγενέστερη φάση από συγκεκριμένη οπτική διάταξη, (βλέπε Inversion 2 ). Inverted Microscope [Αντίστροφο μικροσκόπιο] Οπτικ. Μικροσκόπιο στο οποίο η θέση και η διεύθυνση των οπτικών συνιστωσών, δηλαδή των φακών και προσοφθαμίων είναι αντεστραμμένη σε σχέση με κοινό μικροσκόπιο ως προς την θέση του αντικειμένου το οποίο παρατηρείται. Inverted Roof [Ανεστραμμένη μόνωση] Οικοδ. Μονωτικό σύστημα δώματος όπου η διάταξη των διαφόρων μονωτικών στρώσεων είναι ανεστραμμένη σε σχέση με την παραδοσιακή μέθοδο. Σ'αυτό το σύστημα η υδρομόνωση αποτελεί την κατώτερη στρώση και πάνω σ'αυτή τοποθετούνται οι πλάκες της θερμομόνωσης. Η εξέλιξη αυτού του συστήματος συνδυάζεται με την εμφάνιση στο εμπόριο των συνθετικών μονωτικών υλικών. Inverted Siphon [Ανεστραμμένο σιφόνι] Υδρ. Αγωγός πίεσης που το κέντρο του ως προς τη μηκοτομή του αγωγού είναι σε κατώτερο υψόμετρο από τα δύο του άκρα. Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ένας αγωγός βαρύτητας πρέπει να διασχίσει μια κοιλάδα ή ένα δρόμο. Inverter [Αναστροφέας] Ηϊχκτμον. Είναι μία συσκευή η οποία τροφοδοτεί κάποιους τύπους κινητήρων με ηλεκτρική ισχύ. Συγκεκριμένα μετατρέπει τη συνεχή τάση σε εναλλασσόμενη της επιθυμητής συχνότητας. Invertible [Αντιστρέψιμος] Μαθημ. Ο δυνάμενος να αντιστραφεί κατά συγκεκριμένο τρόπο η μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, (βλέπε Inversion 1 ). Invertible Function [Αντιστρέψιμη συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση f: Χ Υ, για την οποία υπάρχει κατάλληλη αντίστροφη συνάρτηση Γ1, τέτοια ώστε με κατάλληλους περιορισμούς στα πεδία ορισμού και τιμών των αντίστοιχων συναρτήσεων να ισχύει: f ο Γ1 = f 1 ο f = I. Για να συμβαίνει αυτό θα πρέπει η f να είναι ένα-προς-ένα από το πεδίο ορισμού της στο πεδίο τιμών της. (βλέπε Inverse Function). Invertible M a t r i x [Αντιστρέψιμος πίνακας] Μαθημ. Τετράγωνος πίνακας Α, διάστασης n x n , για τον οποίο υπάρχει κατάλληλος αντίστροφος πίνακας Α'1 τέτοιος ώστε: ΑΑ"1 = Α Α = I. Αυτό συμβαίνει, εάν και μόνον εάν |Α| 1 0. (βλέπε Inverse Matrix). Invertible N u m b e r [Αντιστρέψιμος αριθμός] Μαθημ. Πραγματικός ή μιγαδικός αριθμός c, στον οποίο μπορεί να εφαρμοστεί ο τελεστής του πολλαπλασιαστικού ή αθροιστικού αντιστρόφου. Προκειμένου περί εφαρμογής του πολλαπλασιαστικού αντιστρόφου, θα πρέπει c 1 0. (βλέπε Inversion 1 ).

Inverting Telescope [Τηλεσκόπιο αντιστροφής] Μαθημ. Χαρακτηρισμός διαφόρων τηλεσκοπικών ή οπτοηλεκτρονικών διατάξεων οι οποίες παράγουν πρωτίστως αντεστραμμένες εικόνες. Οποιαδήποτε τέτοια διάταξη μπορεί εναλλακτικά να παράγει όρθιες εικόνες και είδωλα, αν στην όλη διάταξη προστεθεί κατάλληλη οπτική υποδιάταξη πριν τον προσοφθάλμιο φακό, όπως πρίσμα ανόρθωσης ή αντιστροφής, κλ.π. (βλέπε Inverted Image, Erecting Prism). Inviscid Fluid [Μη Ιξώδες Ρευστό] Ρευστομηχ. Θεωρητική περίπτωση ρευστού, το οποίο δεν εμφανίζει ιξώδες. Ονομάζεται και ιδανικό ρευστό, αφού κατά τη ροή του δεν παρουσιάζεται μετατροπή κινητικής ενέργειας σε θερμότητα. Invisible Hinge [Κρυφός μεντεσές] Οικοδ. Σε μια πόρτα το εξάρτημα ανάρτησης της που δεν είναι ορατό όταν η πόρτα είναι κλειστή. Invited Bidder [Προεπιλεγμένος διαγωνιζόμενος] Εργ. Οι εταιρίες που καλούνται με πρόσκληση να λάβουν μέρος στη διακήρυξη για την ανάθεση μιας εργολαβίας. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που ο πελάτης επιθυμεί τη συμμετοχή στο διαγωνισμό εταιριών που έχουν την απαραίτητη εμπειρία για την ποιοτική αρτιότητα του έργου ταυτόχρονα με την ταχύτητα της εκτέλεσης. Involute [Ενειλαγμένη] Μαθημ. Έστω καμπύλη (c). Η καμπύλη εκείνη (C|), σε κάθε σημείο της οποίας η αντίστοιχη εφαπτόμενη είναι κάθετη στην καμπύλη (c) - ή μ'άλλα λόγια ο γεωμετρικός τόπος των κέντρων καμπυλότητας της (c) - ονομάζεται εξελιγμένη καμπύλη της (c), ενώ η (c) είναι μία από τις ενειλιγμένες καμπύλες της (C|). Δηλαδή, ενελειγμένη μίας καμπύλης είναι η καμπύλη που έχει ως εξελιγμένη την αρχική. Αποδεικνύεται ότι μία καμπύλη έχει άπειρες ενε)ειγμένες. Ιο [ϊώ] Αστρον. Ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους δορυφύρους του Δία ανακαλυφθείς από τον Γαλιλεο με τη βοήθεια του πρώτου επισήμως τηλεσκοπίου, διαμέτρου 3630km και μάζας 4.70 10-5 αυτής του Δία, με συνεχώς μεταβαλλόμενη δυναμικά επιφάνεια λόγω πολλών ενεργών ηφαιστείων. I/O [Συντομογραφία I/O] Πληρ. Συντομογραφία του input/output ή διαδικασιών οι οποίες σχετίζονται με αυτά για κάποιο λόγο σε συγκεκριμένο υπολογιστικό σύστημα. Iodate [Ιωδικό] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα άλας του ιωδικού οξέος. Iodazide [Ιωδαζίδιο] Χημ. Αζίδιο του ιωδίου, με χημικό τύπο Ν3Ι eae μοριακό βάρος 168,92. Είναι κίτρινη ουσία, εκρηκτική, διαλυτή σε ψυχρό νερό. Iodic V Acid [Ιωδικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Λευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο ΗΙΟ3, μοριακό βάρος 175,91 και σημείο τήξεως 110°C, όπου διασπάται. Παρασκευάζεται κατά την οξείδωση ιωδίου από ατμίζον νιτρικό οξύ. Σε διαλύματα δρα ως ισχυρότατο οξύ και ισχυρό οξειδωτικό μέσο. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία και στην ιατρική. Iodic VII Acid [Υπεριωδικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Είναι γνωστό και ως παραϋπεριωδικό οξύ. Έχει χημικό τύπο Π 5 Ι0 6 , μοριακό βάρος 227,94 και σημείο ζέσεως 140 °C, όπου διασπάται, λαμβάνεται από υπεριωδικό βάριο με επίδραση θειικού οξέος και θεωρείται σαν εφυδατωμένο μεταϋπεριωδικό οξύ, Η Ι 0 4 χ 2 Η 2 0 . Iodic Acid Anhydride [Ανυδρίτης Ιωδικού Οξέος] Ανόμγ. Χημ. Iodine V Oxide Iodide Ion [Ιόν Ιωδίου] Χημ. Το άτομο του ιωδίου, ό-

- 773 ταν έχει λάβει ένα ηλεκτρόνιο, επομένως φέρει φορτίο -1. Συμβολίζεται ως Γ. Iodides [Ιωδίδια] Χημ. Δυαδικές ενώσεις του ιωδίου με άλλα στοιχεία, συνήθως μέταλλα. Θεωρούνται ως άλατα του υδροϊωδικού οξέος. Iodination [Ιωδίωση] Χημ. Χημική αντίδραση προσθήκης ατόμων ιωδίου στο μόριο οργανικής ένωσης. Iodine V Oxide [Οξείδιο Πεντασθενούς Ιωδίου] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το πεντοξείδιο του ιωδίου, με χημικό τύπο Ι2Ο5, μοριακό βάρος 333,81 και σημείο τήξεως 300-350 °C, όπου διασπάται. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, ισχυρά οξειδωτική και αφυδατική ουσία, που λαμβάνεται με θέρμανση ιωδικού οξέος. Είναι διαλυτή σε νερό, απόλυτη αιθανόλη, χλωροφόρμιο και διθειάνθρακα. Iodine [Ιώδιο] Χημ. Πρόκειται για αμέταλλο χημικό στοιχείο, ένα από τα αλογόνα, με σύμβολο I. Βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες ελεύθερο στην φύση, ενώ σχηματίζει συνήθως ενώσεις από τις οποίες και παράγεται και χρησιμοποιείται στην ιατρική. Iodine-131 [Ιώδιο-131] Πυρην. Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του ιωδίου, με χρόνο ημίσειας ζωής 8,04 ημερών, που χρησιμοποιείται κυρίως ως εσωτερικός ανιχνευτής (βλέπε Intrinsic Tracer) του ιωδίου στην ιατρική και στη βιολογία. Iodine M o n o b r o m i d e [Βρομιούχο Ιώδιο] Ανόργ. Χημ. Διαλογονονούχα ένωση, με χημικό τύπο LBr, μοριακό βάρος 206,81, σημείο εξάχνωσης 50 °C και σημείο ζέσεως 116°C, όπου διασπάται. Είναι γκρι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, χλωροφόρμιο και διθειάνθρακα, έχει τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις αλογόνωσης ακόρεστων οργανικών ενώσεων. Iodine Monochloride [Χλωριούχο Ιώδιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι IC1 και το μοριακό βάρος 162,36. Είναι καστανέρυθρη κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 13,92 °C, σημείο ζέσεως 97,4°C, ενώ διασπάται στους 100 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη, υδροχλωρικό οξύ και νερό όπου διίσταται. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Iodine N u m b e r [Αριθμός Ιωδίου] Χημ. Αριθμός που δηλώνει το ποσοστό % του ιωδίου που απορροφάται από μια ουσία. Εκφράζεται σε γραμμάρια ιωδίου ανά 100 γραμμάρια της ουσίας και αποτελεί μέτρο της αναλογίας ακόρεστων δεσμών που υπάρχουν στην εξεταζόμενη ένωση. Χρησιμοποιείται στην ανάλυση λιπών και ελαίων. Iodine P e n t a f l u o r i d e [Πενταφθοριούχο Ιώδιο] Ανόργ. Χημ. Αχρωμη, υγρή ένωση, με χημικό τύπο IFj, μοριακό βάρος 221,90, σημείο πήξεως 9,6 °C και σημείο ζέσεως 98 °C. Διασπάται σε νερό, καθώς και διαλύματα οξέων και βάσεων. Iodine Pentoxide [Πεντοξείδιο του Ιωδίου] Ανόργ. Χημ. Είναι το οξείδιο του πεντασθενούς ιωδίου, που έχει χημικό τύπο Ι2Ο5. -» Iodine (V) Oxide Iodine Trichloride [Τριχλωριούχο Ιώδιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο ICI3, μοριακό βάρος 233,26, σημείο τήξεως 101 °C σε πίεση 16 atm και σημείο ζέσεως 77 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, με καφε-κίτρινο χρώμα, διασπάσιμη στο νερό και διαλυτή σε αιθανόλη και τετραχλωράνθρακα. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην οργανική σύνθεση. Iodine Value [Αριθμός Ια>δίου] Χημ. Iodine Number Iodo C o m p o u n d s [Ιωδο-ενώσεις] Χημ. Χημικές ενώ-

Ion Atmosphere

σεις που περιέχουν στο μόριό τους τη ρίζα του ιωδίου, -Ι. Iodoacetic Acid [Ιωδο-οξικό Οξύ] Οργ. Χημ. Αλογονωμένο παράγωγο του οξικού οξέος, με χημικό τύπο ICH 2 COOH, μοριακό βάρος 185,95 και σημείο τήξεως 83 "C. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, διασπάσιμη με θέρμανση και διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Iodoethane [Ιωδο-αιθάνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και αιθυλο-ιωδίδιο. Έχει χημικό τύπο CH3CH2I. —»Ethyl Iodide I o d o f o r m [Ιωδοφόρμιο] Οργ. Χημ. Είναι το τρι-ιωδομεθάνιο, με χημικό τύπο CHI3, μοριακό βάρος 393,73, σημείο ζέσεως 218 °C και σημείο τήξεως 123 °C. Είναι κίτρινη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθέρα, ακετόνη, χλωροφόρμιο και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως τοπικό αντισηπτικό. Iodomethane [Ιωδο-μεθάνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και μεθυλο-ιωδίδιο. Έχει χημικό τύπο CH-J, μοριακό βάρος 141,94, σημείο ζέσεως 42,4 °C και σημείο πήξεως -66,4 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα, ακετόνη και βενζόλιο. Iodometry [Ιωδιομετρία] Αναλ. Χημ. Μέθοδος προσδιορισμού του μοριακού ιωδίου που υπάρχει σε ένα δείγμα. Περιλαμβάνει ογκομέτρηση του δείγματος με γνωστά διάλυμα θειοθειικού νατρίου, με χρήση αμύλου ως δείκτη. Το πέρας της αντίδρασης διαπιστώνεται από την εξαφάνιση του κυανού χρώματος που έχει το διάλυμα του ιωδίου παρουσία αμύλου. Iodoso Compound [Ιωδοζο-ένωση] Χημ. Χημική ένωση που περιέχει στο μόριό της τη ρίζα -ΙΟ. Iodosylbenzene [Ιωδοζυλοβενζόλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και ιωδοζοβενζόλιο. Έχει χημικό τύπο CaHsIO, μοριακό βάρος 220,01 και σημείο τήξεως 210 °C, όπου εκρήγνυται. Είναι κίτρινη σκόνη, διαλυτή σε αιθανόλη και νερό, που δρα ως οξειδωτικό μέσο. lodoxy Compound [Ιωδοξυ-ένωση] Χημ. Χημική ένωση που περιέχει τη ρίζα -Ι0 2 στο μόριό της. Iodoxybenzene [Ιωδοξυβενζόλιο] Οργ. Χημ. Αρωματική ένωση, με χημικό τύπο C6H 5 I0 2 , μοριακό βάρος 236,01 και σημείο τήξεως 236-237 °C, όπου εκρήγνυται. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Iodyl Ion [Ιόν Ιωδυλίου] Χημ. Ο τύπος του είναι (10)', όπου το ιώδιο έχει σθένος +3. Σχηματίζει άλατα, τα οποία υδρολύονται προς μοριακό ιώδιο, ιωδικό οξύ και το οξύ που αντιστοιχεί στο ανιόν του άλατος. Ion [Ιόν] Χημ. Ατομο ή ομάδα ατόμων που δεν είναι ηλεκτρικά ουδέτερο, αλλά φέρει θετικό ή αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο. Τα θετικά ιόντα σχηματίζονται όταν ουδέτερα άτομα χάνουν ηλεκτρόνια σθένους, ενώ τα αρνητικά όταν λαμβάνουν επιπλέον ηλεκτρόνια. Ion Accelerator [Επιταχυντής ιόντων] Πυρην. Φυα. Συσκευή η οποία χρησιμοποιεί εξωτερικούς ενισχυτές ή ταλαντωτές για την παραγωγή ηλεκτρικού πεδίου το οποίο επιταχύνει ηλεκτρόνια σε ευθεία ώστε αυτά να σχηματίζουν δέσμες ηλεκτρονίων. Ion Atmosphere [Ιοντική Ατμόσφαιρα] Φυα. Χημ. Στα ηλεκτροστατικά φαινόμενα μεταξύ ιόντων, ορίζεται μια σφαιρικώς συμμετρική περιοχή φορτίων που περιβάλλουν ένα κεντρικά θεωρούμενο ιόν αντίθετου φορτίου. Η ατμόσφαιρα αυτή στατικώς δεν υφίσταται, απλά παριστά τη μέση χρονική κατανομή των ιόντων πέριξ του κεντρικού ιόντος.

Ion Concentration

-774-

Ion Concentration [Συγκέντρωση Ιόντων] Φνσ. Χημ. Ο αριθμός των ιόντων που περιέχονται στη μονάδα του όγκου, για αέριο ή υγρό διάλυμα. Ονομάζεται και πυκνότητα ιόντων. Ion C u r r e n t [Ρεύμα ιόντων] Φυσ. Προκαλούμενο από θετικά ιόντα που ρέουν σε υλικό ή ελεύθερο χώρο ρεύμα. Ion Density [Πυκνότητα Ιόντων] Φυσ. Χημ. —» Ion Concentration Ion Detector [Ανιχνευτής Ιόντων] Φυσ. Χημ. Εργαστηριακό όργανο, που περιλαμβάνεται σε πολλές πειραματικές διατάξεις και χρησιμοποιείται στον έλεγχο της παρουσίας ιόντων σε ένα σύστημα. Ion Emission [Εκπομπή ιόντων] Φνσ. Φαινόμενο στο οποίο παρατηρείται απόσπαση ατόμων στοιχείου, λόγω ενδογενούς ή εξωγενούς αιτίου όπως ισχυρού ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, από τα οποία λείπει τουλάχιστον ένα ηλεκτρόνιο. Ιόντα εκπέμπονται πάντοτε από τα θετικά ηλεκτρόδια διαφόρων σωλήνων εκκενώσεων υπό χαμηλή ή ψηλή πίεση. Ion Engine [Μηχανή ιόντων] Αστμον. Προωθητική μηχανή πυραύλου, στην οποία συνεχείς ηλεκτρικές εκκενώσεις παράγουν πλάσμα (αέριο μίγμα θετικά φορτισμένων ατόμων και ηλεκτρονίων) που αποβάλλεται από τον πύραυλο μέσω ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου. 11 προσφερόμενη μ'αυτό ν τον τρόπο ο')θηση είναι μεν μικρή, αλλά μπορεί να είναι συνεχής για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προσδίδοντας έτσι στον πύραυλο πολύ μεγάλες ταχύτητες. Αυτές τις μηχανές χρησιμοποιούν οι πύραυλοι που πραγματοποιούν μακρινά ταξίδια σε άλλους πλανήτες, όπως ο Deep Space 1. Ion Exchange [Ιοντοεναλλαγή] Χημ. Φυσικοχημική διεργασία κατά την οποία επιτυγχάνεται μεταφορά ιόντων του ίδιου φορτίου, από μια υγρή φάση σε ένα αδιάλυτο στερεό υλικό, ή αντίστροφα. Βρίσκει πολλές εφαρμογές, όπως είναι η αποσκλήρυνση και ο απιονισμός του νερού, η ανάκτηση μετάλλων από απόβλητα επιμετάλλωσης και η ανάκτηση νικοτίνης από απόβλητα ξηραντηρίου καπνού. Ion Exchange C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία Ιοντοεναλλαγής] Φυσ. Χημ. Μέθοδος της χρωματογραφίας προσροφήσεως, που εφαρμόζεται κυρίως σε ιονισμένα σωματίδια με παρόμοια χημική συμπεριφορά. Ο προσροφητής είναι ειδική ρητίνη, μέσω της οποίας γίνεται ιοντοεναλλαγή. Κυριότερα χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό μετάλλων των σπανίων γαιών και αμινοξέων. Ion Exchange Column [Ιοντοεναλλακτική Στήλη] Χημ. Ειδικά κατασκευασμένος κύλινδρος, που περιέχει ιοντοεναλλακτική ρητίνη ως πληρωτικό υλικό. Χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό ιονισμένων σωματιδίων, με τη μέθοδο της ιοντοεναλλαγής. Ion Exchange Resins [Ρητίνες Ιοντοεναλλαγής] Χημ. Πολ.υμερικές ενώσεις που έχουν την ικανότητα να εναλλάσσουν ιόντα με ένα υγρό διάλυμα με το οποίο έρχεται σε επαφή. Είναι τρισδιάστατες, πολυμερείς αλυσίδες, διασταυρούμενες με μικρές αλυσίδες που περιέχουν φορτισμένες δραστικές ομάδες. Οι περισσότερες κατασκευάζονται με συμπολυμερισμό στυρενίουδιβινυλνΟβενζολίου και έχουν τη μορφή σφαιρικών κόκκων. Ion Exclusion C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία Αποκλεισμού Ιόντων] Χημ. Τεχνική χρωματογραφίας, κατά την οποία χρησιμοποιείται στήλη ιοντοεναλλακτικής ρητίνης, που απορροφά μη ηλεκτρολύτες και

αποκλείει τη δίοδο των ηλεκτρολυτών. Χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό ισχυρών οξέων από ασθενή. Ion Exchanger [Ιοντοεναλλάκτης] Φιχτ. Χημ. Το υλικό που χρησιμοποιείται σε διεργασίες ιοντοενολλαγής, το οποίο ανταλλάσσει ιόντα ίδιου φορτίου με μια υγρή φάση. Συνήθως, είναι πορώδες στερεό μέσο, φυσικό ή συνθετικό. Ion Exclusion [Αποκλεισμός Ιόντων] Χημ. Διαδικασία διαχωρισμού ιοντικών και μη ιοντικών συστατικών, με χρήση κατάλληλων ιοντοεναλλακτικών ρητινών, που βασίζεται στο φαινόμενο Donnan. Ion Fractionation [Κλασμάτωση Ιόντων] Χημ. Διεργασία διαχωρισμού ιόντων από ένα διάλυμα, με χρήση κατάλληλης μεμβράνης ή στήλης. Ion Kinetic Energy Spectrometry [Φασματομετρία κινητικής ενέργειας ιόντων] Φνσ. Μέθοδος φασματομετρίας που συνίσταται στην ανάλυση της κινητικής ενέργειας των ιόντων που παράγονται, όταν ακτινοβολία υψηλής ενέργειας διέλθει από θάλαμο απουσία εξωτερικών πεδίων. Ion Laser [Laser ιόντων] Οπτικ. Δέσμη ακτινοβολίας που παράγεται από τις ενεργειακές μεταπτώσεις ιονισμένων ατόμων ευγενών αερίων. Ion Migration [Όδευση Ιόντων] Φυσ. Χημ. -> Ionic Migration Ion P a i r [Ζεύγος Ιόντων] Χημ. Είναι ένα ζεύγος αντίθετα φορτισμένων ιόντων, τα οποία σχηματίζονται κατά τον ιονισμό ενός μορίου. Ion Potential [Ιοντικό Δυναμικό] Φυσ. Χημ. -> Ionization Energy Ion Propulsion [Ιοντική προώθηση] Αστμον. Η προώθηση που δίνεται σε πυραύλους μέσω των μηχανών ιόντων (βλέπε Ion Engine). Ion - Solid Interaction [Αλληλεπίδραση ιόντος - στερεού] Φυσ. Στεμ. Κατ. Το φαινόμενο της σκέδασης ελαστικής ή μη ελαστικής ιόντος από την επιφάνεια στερεού το οποίο μπορεί να ιονίσει άτομα του στερεού, να προκαλεσει την εκπομπή ακτινοβολίας ή και να εμφυτευτεί το ίδιο στο στερεό. Ion Source [Πηγή ιόντων] Ηλεκτρον. Συσκευή που ιονίζει μόρια αερίων και στη συνέχεια αφού τα εστιάσει και τα επιταχύνει, τα εκπέμπει υπό μορφή δέσμης ακτινοβολίας. Ionic Bond [Ιοντικός Δεσμός] Χημ. Ο χημικός δεσμός μεταξύ δύο ατόμων, που έχουν μεγάλη διαφορά ηλεκτραρνητικότητας. Στην ένωση που σχηματίζεται, θεωρείται ότι ολόκληρο το ηλεκτρονιακό νέφος μετατοπίζεται προς το ένα από τα δύο άτομα, τα οποία συγκρατούνται μαζί με ηλεκτροστατικές έλξεις. Είναι γνωστός και ως ετεροπολικός δεσμός. Ionic Charge [Ιοντικό Φορτίο] Χημ. Είναι το συνολικό φορτίο ενός ιόντος, το οποίο καθορίζεται από τον αριθμό των ηλεκτρονίων που έχει λάβει ή έχει χάσει το ουδέτερο άτομο. Ionic Concentration [Ιοντική Συγκέντρωση] Χημ. Ion Concentration Ionic Conductance [Ιοντική Αγωγιμότητα] Χημ. Ionic Conductivity Ionic Conduction [Αγωγή Ιόντων] Φυσ. Χημ. II μετακίνηση ιόντων στη μάζα ενός αερίου ή ηλεκτρολυτικού διαλύματος. Στην περίπτωση των στερεών, η μετακίνηση λαμβάνει χώρα υπό την επίδραση εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Ionic Conductivity [Ιοντική Αγωγιμότητα] Χημ. Ορίζεται ως η αγωγιμότητα ενός ιόντος, σε διάλυμα ηλε-

- 775 κτρολύτη, στην περίπτωση άπειρης αραίωσης, όπου δεν υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιόντων. Ionic C o n d u c t o r [Ιοντικός Αγωγός] Φυα. Χημ. Αγώγιμο μέσο, του οποίου η λειτουργία βασίζεται στη μεταφορά ιόντων. Ionic Crystal [Ιοντικός Κρύσταλλος] Χημ. Κρυσταλλικό πλέγμα, το οποίο απαρτίζεται από ιόντα και συγκρατείται λόγω των ηλεκτροστατικών δυνάμεων που αναπτύσσονται ανάμεσά τους. Ο πιο κοινός ιοντικός κρύσταλλος είναι το πλέγμα του χλωριούχου νατρίου. Ionic Equilibrium [Ιοντική Ισορροπία] Χημ. Κατά την αμφίδρομη αντίδραση διάστασης ενός μορίου σε ιόντα, ορίζεται η κατάσταση στην οποία ο ρυθμός διάστασης του μορίου είναι ίσος με το ρυθμό σχηματισμού του από τα ιόντα. Ionic Equivalent C o n d u c t a n c e [Ισοδύναμη Αγωγιμότητα Ιόντος] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ως η ισοδύναμη αγωγιμότητα ενός ιόντος, σε διάλυμα ηλεκτρολύτη, στην περίπτωση άπειρης αραίωσης, όπου δεν υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιόντων. Ionic Materials [Ιοντικά Υλικά] Χημ. Στερεά υλικά, των οποίων η δομή αποτελείται μερικώς ή ολικώς από ιόντα, θετικά ή αρνητικά. Απλά άλατα και κρυσταλλικά κεραμικά υλικά περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή. Ionic Migration [Όδευση Ιόντων] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στο φαινόμενο της μετακίνησης ιόντων προς ένα αντίθετα φορτισμένο ηλεκτρόδιο, όταν εφαρμόζεται διαφορά δυναμικού σε ηλεκτρολυτικύ κελί. Ionic Mobility [Ευκινησία Ιόντος] Φυσ. Χημ. Συμβολίζεται με μ και ορίζει την ταχύτητα που αποκτά ένα ιόν, όταν βρίσκεται σε ηλεκτρικό πεδίο έντασης 1 Voli/m. Η ευκινησία εκφράζεται σε μονάδες m V ' V . Ionic Polymerization [Ιοντικός Πολυμερισμός] Ομγ. Χημ. Κατηγορία αντιδράσεων πολυμερισμού, οι οποίες διεξάγονται με αλυσωτό μηχανισμό, όπου οι φορείς δραστικότητας είναι ιόντα. Ανάλογα με το είδος των ιόντων, διακρίνεται σε ανιοντικό και κατιοντικό πολυμερισμό. Ionic Radius [Ιοντική Ακτίνα] Χημ. Σε ένα κρυσταλλικό στερεό, είναι η ακτίνα ενός ιόντος, όταν αυτό θεωρείται σφαιρικού σχήματος με συγκεκριμένο μέγεθος. Ionic Semiconductor [Ημιαγωγός ιόντων] Φυσ. Στεμ. Κατ. Περίπτωση κατά την οποία κατά κύριο λόγω οι φορείς ημιαγωγού είναι ιόντα και όχι ηλεκτρόνια ή οπές. Ionic Strength [Ιονική Ισχύς] Φυα. Χημ. Για ένα διάλυμα, αποτελεί παράμετρο που προτάθηκε από τον Lewis και συνδυάζει τη συγκέντρωση όλων των διαλυμένων ουσιών και τα φορτία τους. Είναι ίση με το ημιάθροισμα των γινομένων των συγκεντρώσεων όλων των ιόντων του διαλύματος επί το τετράγωνο του φορτίου τους, δηλαδή I = 0.5χΣο,χζΛ Ionic Theory [Ιοντική Θεωρία] Φυα. Χημ. Τα υδατικά διαλύματα οξέων, βάσεων και αλάτων είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, γεγονός που οφείλεται στα ιόντα που προκύπτουν κατά τη διάλυση αυτών σε νερό. Ionium [Ιόντιο ή ιόνιο] Πυμην. Φυα. Το ισότοπο Θόριο-230, ονομάστηκε έτσι από το ραδιοχημικό Boltwood, που ανακαλύπτοντάς το, νόμισε ότι είναι καινούργιο στοιχείο. Έχει χρόνο ημίσειας ζωής 80000 χρόνια, και καθώς είναι αδιάλυτο στο νερό, χρήσιμοποιείται για την ακριβή χρονολόγηση θαλασσίων ιζημάτων ηλικίας μέχρι 400000 χρόνια.

Ionized Atom

Ionization [Ιοντισμός] Χημ. Καλείται ο διαχωρισμός μίας χημικής ένωσης σε ιόντα, σε θετικά και αρνητικά φορτισμένα, με την αφαίρεση ή την προσθήκη ενός ηλεκτρονίου από ένα άτομο ή ένα μόριό της. Ionization Arc-Over [Εκκένωση ιονισμού] Ηλεκ. Ξέσπασμα ηλεκτρικής εκκένωσης λόγω συσσώρευσης αρκετών ιόντων μεταξύ δύο μονωμένων ή όχι αγωγών η οποία διευκολύνει την διαβίβαση του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο κεραυνός αποτελεί το συνηθέστερο παράδείγμα καθώς πριν και μετά την ξέσπασμα του, η περιοχή γύρω από την φλέβα του κεραυνού είναι ισχυρά ιονισμένη. Ionization C h a m b e r [Θάλαμος ιονισμού] Πυμην. Φυα. Συσκευή για την ανίχνευση και μέτρηση της έντασης ραδιενεργών ακτινοβολιών. Αποτελείται από κυλινδρικό σωλήνα γεμάτο με αέριο, μέσα στον οποίο υπάρχουν δύο ηλεκτρόδια υπό εξωτερική τάση. Όταν ένα φωτόνιο ή φορτισμένο σωμάτιο εισέρχεται στο θάλαμο, προκαλεί ιονισμό μερικών μορίων του αερίου, που με τη σειρά τους μεταβαίνουν στα αντίστοιχα ηλεκτρόδια, προκαλώντας ελαφρά μεταβολή της μεταξύ τους τάσης. Ο βαθμός της μεταβολής είναι ανάλογος της έντασης της προσπίπτουσας ακτινοβολίας, Ionization Constant [Σταθερά Ιονισμού] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η σταθερά ισορροπίας για την αντίδραση διάστάσης ηλεκτρολύτη σε νερό. Είναι ίση με το λόγο του γινομένου των ενεργοτήτων των σχηματιζόμενων ιόντων προς τη συγκέντρωση των μη διιστάμενων μορίων. Χρησιμοποιείται ως μέτρο της δραστικύτητας οξέος ή βάσεως, Ionization Cross Section [Ενεργός διατομή ιονισμού] Φυσ. Στην περίπτωση πρόσπτωσης φωτονίου ή σκέδασης ατόμου η ενεργός διατομή ιονισμού είναι επιφάνεια η οποία εκφράζει τη πιθανότητα που έχει να ιονιστεί ένα άτομο ή ιόν στόχος. Ionization Degree [Βαθμός Ιονισμού] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ο βαθμός μετατροπής για την αντίδραση διάστασης ηλεκτρολύτη σε νερό και ισούται με το λόγο των γραμμομορίων που έχουν διασταθεί προς τον αρχικό αριθμό γραμμομορίων, Ionization Density [Συγκέντρωση Ιονισμού] Χημ. Είναι γνωστή ως συγκέντρωση ή πυκνότητα ιόντων. -> Ion Concentration Ionization Energy [Ενέργεια Ιονισμού] Φυα. Χημ. Ονομάζεται και δυναμικό ιονισμού. Ορίζεται ως η ελάχιστη απαιτούμενη ενέργεια για την απομάκρυνση ενός ηλεκτρονίου από ένα ελεύθερο, ουδέτερο άτομο, που βρίσκεται στη αέρια φάση. Η τιμή της επηρεάζεται από την τιμή του δρώντος φορτίου, Ionization F r o n t [Στρώμα ιονισμού] Φυα. Σε δεδομένη μάζα διαστρικών αερίων όπως νεφελωμάτων, το εξώτερο στρώμα της μάζας το οποίο υφίσταται ιονισμό λόγω της παρουσίας υπεριώδους ή άλλης ιονίζουσας ακτινοβολίας η οποία προέρχεται από θερμούς αστέρες οι οποίοι βρίσκονται σχετικά πλησίον της διαστρικής μάζας. Ionization Potential [Δυναμικά Ιονισμού] Φυα. Χημ. —>Ionization Energy Ionization Time [Χρόνος ιονισμού] Ηλεκτμον. Ο χρόνος που απαιτείται για τον πλήρη ιονισμό μίας αέριας ουσίας. Ionized Atom [Ιονισμένο Ατομο] Χημ. Είναι ένα ιόν, δηλαδή ένα άτομο που φέρει φορτίο, το οποίο έχει προέλθει από περίσσεια ή απώλεια ηλεκτρονίων της εξωτερικής στοιβάδας.

Ionized Gas

-776-

Ionized Gas [Ιονισμένο αέριο] Φυσ. Αέριο, ένα τμήμα των μορίων του οποίου ή και όλα, είναι ιονισμένα, δηλαδή θετικά ή αρνητικά φορτισμένα. Ionizing Event [Γεγονός ιονισμού] Φιχτ. Οποιαδήποτε αιτία που έχει ως αποτέλεσμα τον ιονισμό ενός αερίου, συνήθως μέσω της εκπομπής φωτονίων ή φορτισμένων σωματιδίων. Ionizing Radiation [Ιονίζουσα ακτινοβολία] Πυμην. Φυσ. Ακτίνες Χ, ακτίνες γάμα σωμάτια άλφα και γενικότερα οποιοδήποτε είδος ακτινοβολίας ή σωματιδίου μεγάλης ενέργειας το οποίο μπορεί να αφαιρέσει ένα ηλεκτρόνιο από άτομο ή ιόν. Ionone [Ιονόνη] Ομγ. Χημ. Καρβονυλική ένωση, με χημικό τύπο C13H20O και μοριακό βάρος 192,30. Η ονομασία της είναι 4-(6,6-διμεθυλο-2-μεθυλο-1κυκλοεξενυλο)-3-βουτεν-2-όνη. Έχει σημείο ζέσεως 140°C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Πρόκειται για την ουσία που είναι υπεύθυνη για το άρωμα της βιολέτας. Ionosphere [Ιονόσφαιρα] Γεωφυσ. Το ανώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας της Γης το οποίο περιέχει σημαντική ποσότητα ιόντων και ελεύθερων ηλεκτρονίων. Εκεί η ατμόσφαιρα είναι ιονισμένη λόγω της ηλιακής δραστηριότητας, πράγμα που μπορεί να επηρεάσει και τις ραδιοτηλεπικοινωνίες στα βραχέα και μεσαία κύματα, ανάλογα και με τις ημερήσιες και εποχιακές διακυμάνσεις, του φαινομένου του ιονισμού. Ionospheric E r r o r [Ιονοσφαιρικό λάθος] Επικοιν. Αάθος που συμβαίνει στην ιονοσφαιρική μετάδοση λόγω εποχικών φαινομένων της εκεί περιοχής ή κακό συντονισμό δορυφόρων κτλ. Ionospheric P r o p a g a t i o n [Ιονοσφαιρική μετάδοση] Επικοιν. Μετάδοση σήματος σε ειδικές συχνότητες 5 20 MHz μέσα από ιονοσφαιρικά στρώματα μέσω αντανάκλασης ριπών (πχ 60 sec) σε μετέωρα, με συντονισμό αστρικής ώρας. Ionospheric Scatter [Ιονοσφαιρική διάχυση] Επικοιν. Διάχυση κυμάτων κατά τη μετάδοση τους στην ιονόσφαιρα που επηρεάζεται αρκετά από τα φαινόμενα πλάσματος της γήινης μαγνητόσφαιρας. Ionospheric S t o r m [Ιονοσφαιρική καταιγίδα] Γεωφυσ. Μορφή μαγνητικής καταιγίδας στα στρώματα της ιονόσφαιρας, που προκαλείται από ηλιακές εκλάμψεις και έχει ως κύρια αποτελέσματα τη μεταβολή στις ανακλαστικές ιδιότητες της ιονόσφαιρας και την πρόκληση προβλημάτων στις επικοινωνίες μικρού μήκους κύματος. Ion-Scattering Spectroscopy [Φασματοσκοπία Σκέδασης Ιόντων] Χημ. Τεχνική φασματοσκοπίας, κατά την οποία η επιφάνεια του δείγματος βομβαρδίζεται με ιόντα. Τα ιόντα στη συνέχεια σκεδάζονται και μετρώνται οι κινητικές τους ενέργειες, που εξαρτώνται από την ενέργεια του προσπίπτωντος ιόντος και τη μάζα του ατόμου από το οποίο έχει σκεδαστεί. Iridescence [Ιριδισμός] Οπτικ. Όταν φυσικό φως, που αποτελείται από ακτινοβολίες με διάφορα μήκη κύματος, προσπίπτει πάνω σε επιφάνειες των οποίων η δομή είναι τέτοια ώστε να έχουμε ταυτόχρονα πολλές γωνίες πρόσπτωσης και διαφορετικούς δείκτες διάθλασης, οι ανακλώμενες ακτίνες συμβάλλουν για να εμφανίσουν μία μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, σαν αυτή του ουράνιου τόξου ή ακόμα μεγαλύτερη. Το φαινόμενο ονομάζεται ιριδισμός και χαρακτηρίζει κυρίως τις επιφάνειες πολύτιμων λίθων όπως του οπαλίου. Σε μικρότερο βαθμό, αλλά πολύ συχνά, το συναντάμε στις σα-

πουνύφουσκες. Iridescent [Ιριδίζων] Οπτικ. Το σώμα στην επιφάνεια του οποίου παρατηρείται το φαινόμενο του ιριδισμού. Iridescent Cloud [Ιριδίζον νέφος] Μετεωμ. Σύννεφα σε μεγάλο ύψος, που αποτελούνται από μεγάλο αριθμό μικροσκοπικών παγοκρυστάλλων, και εμφανίζουν μεγάλη χρωματική ποικιλία, κυρίως σε αποχρώσεις κόκκινου και πράσινου, εξαιτίας του φαινομένου του ιριδισμού. Iridic Chloride [Χλωριούχο Ιρίδιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι IrCL*. Πρόκειται για άμορφη, υγροσκοπική ουσία, με σκούρο καφέ χρώμα, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, διασπάσιμη με θέρμανση. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο στην αναλυτική χημεία. Iridium [Ιρίδιο] Χημ. Στοιχείο του περιοδικού πίνακα με χημικό σύμβολο Ir. Είναι λευκό μέταλλο, πολύ βαρύ και λαμπερό, ενώ συγχρόνως είναι σκληρό και έχει υψηλό βαθμό τήξεως. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή ειδικών κραμάτων, συσκευών που αντέχουν στις υψηλές θερμοκρασίες και άλλες τεχνικές εφαρμογές. Iridium Tetrachloride [Τετραχλωριούχο Ιρίδιο] Ανόμγ. Χημ. Iridic Chloride Iris [Ιριδα] Οπτικ. Κυκλικό οπτικό διάφραγμα αποτελούμενο από μεταλλικά ελάσματα κατάλληλα τοποθετημένα έτσι ώστε με κατάλληλη κίνηση να ρυθμίζεται η διάμετρος της οπής του διαφράγματος. Χρησιμοποιείται σε φωτογραφικές μηχανές, συσκευές τηλεοπτικής λήψης και σε άλλες οπτοηλεκτρονικές διατάξεις σαν ρυθμιστής περιορισμού του φωτός το οποίο εισέρχεται στην κύρια οπτική διάταξη. Irish Bridge [Ισόπεδη διάβαση ρέματος] Πολ.Μηχ. Σε αγροτικές περιοχές διαμόρφωση της κοίτης ενός ρέματος με λιθοριπή ή σκυρόδεμα για την εξασφάλιση της εύκολης διάβασης του ρέματος από οχήματα σε περίπτωση ξηρασίας ή ακόμη και στην περίπτωση ρηχού νερού. Irish Crossing [Ισόπεδη διάβαση ρέματος] Πολ.Μηχ. —> Irish bridge. Iron [Σίδηρος] Χημ. Ο καθαρός σίδηρος είναι ένα στοιχείο του περιοδικού πίνακα με χημικό σύμβολο Fe. Απαντάται στη φύση σε προσμίξεις με άλλα στοιχεία και χρησιμοποιείται ευρύτατα είτε μόνος του είτε σε κράματα με άλλα μέταλλα για πληθώρα τεχνικών εφαρμογών. Είναι ελατός, όλκιμος και ανθεκτικός ενώ με σφυρηλάτηση μπορεί να πάρει οποιοδήποτε σχήμα. Σε ηλεκτρικά πεδία μαγνητίζεται ενώ σε επαφή με την υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα προσβάλλεται από τη σκουριά οξιδώνεται. Iron Alloy [Κράμα Σιδήρου] Χημ. Αναφέρεται στα κράματα που σχηματίζονται από σίδηρο, μαζί με άλλα στοιχεία. Κυριότερο κράμα του σιδήρου είναι ο χάλυβας. Iron III Arsenate [Αρσενικικός Σίδηρος III] Ανόμγ. Χημ. Χημική ένωση με τύπο FeAs0 4 —> Ferric Arsenate I r o n Black (Μαύρο του Σιδήρου] Ανόμγ. Χημ. Χρωστική, που αποτελείται από σωματίδια Fe 3 0 4 . I r o n Blue [Μπλε του Σιδήρου] Ανόμγ. Χημ. Χρωστική που αποτελείται από τρισθενή σιδηροκυανιούχο σίδηρο Fe4[Fe(CN)6]3. Iron III Bromide [Βρωμιούχος Σίδηρος III] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο FeBr 3 —> Ferric Bromide Iron III Chloride [Χλωριούχος Σίδηρος III] Ανόμγ.

-Ill Χημ. Ο χημικός τύπος είναι FeCl 3 -» Ferric Chloride Iron-Dust C o r e [Πυρήνας ρινισμάτων σιδήρου] Ηλεκτρομαγν. Χαρακτηρισμός σώματος σε μορφή ράβδου κατάλληλα διαμορφωμένης έτσι ώστε να μπορεί να αυξήσει τον δείκτη αυτεπαγωγής πηνίου εισαγόμενη στον πυρήνα του, αποτελούμενη από συμπιεσμένα ρινίσματα σιδήρου. Τέτοια σώματα συνήθως χρησιμοποιούνται και σαν πυρήνες μετασχηματιστών υψηλής ισχύος για να μειώνονται οι απώλειες από ρεύματα eddy, (βλέπε Eddy-Currents). Iron E n n e a c a r b o n y l [Σιδηρο-εννεακαρβονύλιο] Ανόργ. Χημ. Χρυσοκίτρινο στερεό, με χημικό τύπο Fe2 (CO)9, μοριακό βάρος 363,79 και σημείο τήξεως 80 °C, όπου διασπάται. Είναι αδιάλυτο στο νερό και διασπάσιμο από νιτρικό οξύ. Σχηματίζεται από το σιδηροπεντακαρβονύλιο, κατά την επίδραση υπεριώδους ακτινοβολίας.

-

I r r e g u l a r Variable S t a r

βάρος 167,89. Πρόκειται στερεή ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, πυκνό νιτρικό οξύ και θερμό θειικό οξύ. Έχει σκουροπράσινο χρώμα και σημείο τήξεως 140-150 °C, όπου διασπάται. Iron Trichloride [Τριχλωριούχος Σίδηρος] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι FeCl3. —» Ferric Chloride Iron Vitriol [Θειικός Σίδηρος II] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και πράσινο του βιτριολίου. —» Ferrous Sulfate Irone-β [Ιρόνη-β] Οργ. Χημ. Ονομάζεται η ένωση 4(2,5,6,6-τετραμεθυλο-1-κυκλοεξενυλο)-3-βουτεν-2όνη, που έχει χημικό τύπο C| 4 H 2 2 0 και μοριακό βάρος 206,33. Ανήκει στην ίδια ομόλογη σειρά με την ιονόνη, έχει σημείο ζέσεως 85-90 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. I r o n m o n g e r y [Είδη κιγκαλερίας] Οικοδ. Το σύνολο των μεταλλικών εξαρτημάτων που είναι απαραίτητο να τοποθετηθούν στα ξύλινα ή αλουμινένια κουφώματα, Iron Ferrocyanide [Σιδηροκυανιούχος Σίδηρος III] ώστε να εξασφαλιστεί η ανάρτηση και η λειτουργία Ανόργ. Χημ. ϊ χημικός τύπος είναι Fe 4 [Fe(CN) 6 ] 3 —» τους. Χερούλια, πόμολα, κλειδαριές είναι μερικά από αυτά. Ferric Ferrocyanide Iron III Fluoride [Φθοριούχος Σίδηρος III] Ανόργ. Irrational Equation [Αρρητη εξίσωση] Μαθημ. Χημ. Αλογονίδιο του τρισθενούς σιδήρου, με τύπο Εξίσωση της μορφής F(yi, y2, ... yn) = 0 στην οποία FeF3 —> Ferric Fluoride τουλάχιστον ένα yt είναι της μορφής xr με r e |Q - |Ζ. Iron M e t a v a n a d a t e [Βαναδικός Σίδηρος III] Ανόργ. Irrational N u m b e r [Αρρητος αριθμός] Μαθημ. 1. Πρόκειται για κάθε πραγματικό αριθμό για τον οποίο Χημ. Έχει χημικό τύπο Fe(VC>3)3 -> Ferric Vanadate Iron Meteorite [Μετεωρίτης σιδήρου] Αστρον. Μία δεν υπάρχουν δύο ακέραιοι όπου ο λόγος τους να ισούαπό τις τρεις ομάδες μετεωριτών, αποτελούνται από ται με τον αριθμό αυτό. 2. Αριθμός της μορφής χ. σίδηρο και μικρό ποσοστό νικελίου. Αν και συνιστούν aia 2 a 3 ...a n ..., στην δεκαδική ανάπτυξη του οποίου περίπου το 5% των μετεωριτών που πέφτουν στη Γη, (a 1 a 2 a 3 ...a n ...) δεν υπάρχει καμία προβλεπόμενη ή υείναι περισσότερο ανθεκτικοί από όλους, με αποτέλε- πολογιζόμενη επανάληψη. Τέτοιος αριθμός δεν μπορεί σμα να απαντώνται πολύ συχνότερα. Διαιρούνται να εκφραστεί σαν ρητός της μορφής a ^ με a, b e \Ζ. στους εξαεδρίτες, οκταεδρίτες και αταξίτες, που είναι Οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν (και είχαν αποδείξει) την αρρητότητα αρκετών αριθμών, όπως του V2. σπανιότατοι και έχουν μεγάλα ποσοστά νικελίου. Iron Monoxide [Μονοξείδιο του Σιδήρου] Ανόργ. Χημ. Irreducible Element [Ανάγωγο στοιχείο] Μαθημ. Σε προσεταιριστικό δακτύλιο, στοιχείο c το οποίο ικανοΈχει χημικό τύπο FeO Ferrous Oxide 1 Iron III Nitrate [Νιτρικός Σίδηρος III] Ανόργ. Χημ. I ποιεί τις: 1) a 0 R , 2) a ' 1R, 3) (c = ab) => [(a = 1 R ) ν (b = 1R)]. Τα "πρώτα" στοιχεία δακτυλίου είναι ανάγωχημικός τύπος είναι Fe(N0 3 ) 3 —> Ferric Nitrate Iron Nonacarbonyl [Σιδηρο-εννεακαρβονύλιο] Ανόργ. γα άλλα το αντίστροφο ισχύει μονον αν ο δακτύλιος επιδέχεται μοναδική παραγοντοποίηση. Χημ. —» Iron Enneacarbonyl Iron II Oxide [Οξείδιο του Σιδήρου II] Avopy. Χημ. Ο Irreducible Equation [Ανάγωγη εξίσωση] Μαθημ. Εξίσωση της μορφής Ρ(χ) = 0, με το Ρ(χ) ανάγωγο ποχημικός τύπος είναι FeO Ferrous Oxide Iron III Oxide [Οξείδιο του Σιδήρου III] Ανόργ. Χημ. λυώνυμο. (βλέπε Irreducible Polynomial). Στερεό υλικό, με χημικό τύπο Fe 2 03, Ferric Oxide Irreducible Polynomial [Ανάγωγο πολυώνυμο] I r o n Pentacarbonyl [Σιδηρο-πεντακαρβονύλιο] Α- Μαθημ. Πολυώνυμο Ρ(χ) με συντελεστές σε δακτύλιο νόργ. Χημ. Κίτρινο, ιξώδες υγρό, με χημικό τύπο Fe R για το οποίο ισχύει: 1) deg(P(x)) > 0 και 2) [Ρ(χ) = (CO)5, μοριακό βάρος 195,90, σημείο ζέσεως 102,8 °C Q(x)S(x)] [[deg(Q(x))] = 0) ν [deg(S(x)) = 0]]. και σημείο πήξεως -21 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη,"^ Ανάγωγα πολυώνυμα με συντελεστές στο δακτύλιο βενζόλιο και πυκνό θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται κυρί- των πραγματικών αριθμών, |R, δεν έχουν πραγματικές ως στη χημική σύνθεση ως καταλύτης. ρίζες, εφ' όσον αν είχαν θα μπορούσαν να παραγοντοIron III P h o s p h a t e [Φωσφορικός Σίδηρος III] Ανόργ. ποιηθούν ως: Q(x)(x - ρ), όπου ρ είναι μία εν λόγω ρίζα, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε την συνθήκη 2). Χημ. ϊ χημικός τύπος είναι FeP0 4 -> Ferric Phosphate Iron Red [Κόκκινο του Σιδήρου] Ανόργ. Χημ. Χρωστι- Irreducible Representation [Μη ανάγωγη αναπαράκή ουσία που αποτελείται από σφαιρικά σωματίδια ο- σταση] Μαθημ. Περίπτωση άλγεβρας, δακτυλίου ή οξειδίου του σιδήρου, Fe 2 0 3 . μάδας της οποίας ο διανυσματικός χώρος δεν έχει αIron II Sulfate [Θειικός Σίδηρος II] Ανόργ. Χημ. Γαλα- ναλλοίωτους υποχώρους κάτω από την αναπαράσταση. ζοπράσινη ουσία, με χημικό τύπο FeS0 4 Ferrous I r r e g u l a r Galaxy [Ακανόνιστος γαλαξίας] Αστρον. ΓαSulfate λαξίας ο οποίος συνήθως έχει σχήμα το οποίο δεν οIron III Sulfate [Θειικός Σίδηρος III] Ανόργ. Χημ. Κί- μοιάζει διόλου με κανένα από τα κύρια σχήματα των τρινο στερεό, με χημικό τύπο Fe 2 (S0 4 ) 3 , Ferric Γαλαξιών ή τις παραλλαγές τους στον πίνακα ταξινόμησης του hubble. Οι δύο συνοδοί γαλαξίες του δικού Sulfate Iron II Sulfide [Θειούχος Σίδηρος II] Ανόργ. Χημ. Κα- μας Γαλαξία, γνωστοί ως "Νέφη του Μαγγελλάνου" στανόμαυρο κρυσταλλικό στερεό, με χημικό τύπο FeS είναι τυπικά παραδείγματα. Χρησιμοποιείται και ο προσδιορισμός "ανώμαλος" Γαλαξίας. Ferrous Sulfide Iron T e t r a c a r b o n y l [Σιδηρο-τετρακαρβονύλιο] Ανόργ. I r r e g u l a r Variable S t a r [Ακανόνιστος μεταβλητός Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Fe(CO) 4 και το μοριακό αστέρας] Αστρον. Μεταβλητός αστέρας του οποίου η

Irreversibility

-778 -

φαινόμενη ή απόλυτη φωτεινότητα παρουσιάζει μεταβολές οι οποίες δεν έχουν κάποια υπολογίσιμη ή προσδιορίσιμη περίοδο ή απλά δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί η υποκείμενη περίοδος τους με βάση τις τωρινές μεθόδους παρατήρησης ή τα σύγχρονα χρονικά περιθώρια παρατήρησης. Irreversibility [Μη Αντιστρεπτύτητα] Φυσ. Χημ. Ιδιότητα ενός φυσικού συστήματος, που έχει την τάση να μετατρέπεται από μια κατάσταση σε άλλη, χωρίς να μπορεί να ακολουθήσει αντίστροφη πορεία. Irreversible Cycle [Μη Αντιστρεπτός Κύκλος] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε θερμοδυναμικό κύκλο μεταβολών, που περιλαμβάνει μεταφορά θερμότητας και έργου μεταξύ συστήματος και περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επαναφορά στην αρχική κατάσταση με αντίστροφη πορεία του κύκλου. Irreversible Process [Μη Αντιστρεπτή Διεργασία] Φιχ7. Χημ. Χαρακτηρίζει μια θερμοδυναμική μεταβολή ενός συστήματος, η οποία δεν μπορεί να ακολουθήσει αντίστροφη πορεία και να επαναφέρει το σύστημα στην αρχική του κατάσταση. Ποσοτικό μέτρο της αντιστρεπτότητας μιας διεργασίας, παρέχει η μεταβολή της εντροπίας. Μη αντιστρεπτές είναι όλες οι αυθόρμητες μεταβολές. Irreversible Reaction [Μη Αντιστρεπτή Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση που λαμβάνει χώρα μόνο προς μία κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να μπορεί να φθάσει σε βαθμό μετατροπής ίσο με τη μονάδα. Irrigation [Αρδευση] Υδμ. Τεχνικό έργο που κατασκευάζεται με σκοπό τη μεταφορά νερού από τα σημεία υδροληψίας προς μια περιοχή αγροτικών καλλιεργειών για να καλυφθούν με τεχνητό τρόπο οι απαιτήσεις σε νερό της αγροτικής παραγωγής. Αποτελείται συνήθως από έναν ταμιευτήρα η ένα σημείο υδροληψίας, αρδευτικά κανάλια που αποτελούν το πρωτεύον δίκτυο και το δευτερεύον δίκτυο διανομής του νερού στα αγροτεμάχια. Irrigation Canal [Αρδευτικό κανάλι] Υδμ. Αγωγός ανοιχτής διατομής που αποτελεί στοιχείο ενός αρδευτικού δικτύου και μεταφέρει ποσότητες νερού με ελεύθερη ροή από έναν ταμιευτήρα προς το δευτερεύον δίκτυο. Irrigation Pipe [Αγωγός άρδευσης] Υδμ. Αγωγός κλειστής διατομής που αποτελεί τμήμα ενός αρδευτικού δικτύου και κατασκευάζεται στα σημεία που δεν είναι δυνατή η κατασκευή αρδευτικού καναλιού. Συνήθως οι αγωγοί κλειστής διατομής στα αρδευτικά δίκτυα είναι αγωγοί πίεσης. Irrigation Requirement [Απαίτηση άρδευσης] Υδμ. Η ποσότητα του νερού που απαιτείται για την άρδευση μιας αγροτικής περιοχής με καλλιέργειες. Οι απαιτήσεις σε ποσότητα νερού υπολογίζονται από τον τύπο των καλλιεργειών και την συνολική επιφάνεια της περιοχής. Irrotational Flow [Αστρόβιλη Ροή] Ρευστομηχ. Τύπος ροής ρευστού, που χαρακτηρίζεται και ως φυλλώδης, στην οποία η μάζα του ρευστού δεν σχηματίζει στροβίλους ή καμπύλες, σε κανένα σημείο του πεδίου ροής. Irrotational Vector Field [Αστρόβιλο διανυσματικό πεδίο] Μαθημ. Έτσι ονομάζεται ένα διανυσματικό πεδίο F του οποίου η στροφή είναι εκ ταυτότητας μηδέν: curl F= V'F= 0. Ειδικά μάλιστα αν το F αποτελεί την κλίση μίας συνάρτησης Φ, F = grad Φ = ΥΦ, τότε αποδεικνύεται ότι πάντα curl grad Φ = 0. Isallobar [Τσαλλοβαρής] Μετεωμ. Ευθεία στους μετεω-

ρολογικούς χάρτες που συνδέει σημεία στα οποία παρατηρήθηκε η ίδια μεταβολή ατμοσφαιρικής πίεσης σ'ένα δεδομένο χρονικό διάστημα. Isallotherm [Ισαλλοθερμική] Μετεωμ. Ευθεία στους μετεωρολογικούς χάρτες που συνδέει σημεία στα οποία παρατηρήθηκε η ίδια μεταβολή θερμοκρασίας σ'ένα δεδομένο χρονικό διάστημα. I s a n a b a t [Ισοαναβατική] Μετωμ. Ευθεία στους μετεωρολογικούς χάρτες που συνδέει σημεία στα οποία η κατακόρυφη συνιστώσα της ταχύτητας του ανέμου έχει την ίδια τιμή. I s a n a k a t a b a r [Ισοανακαταβαρής] Μετεωμ. Ευθεία στους μετεωρολογικούς χάρτες που συνδέει σημεία στα οποία η διακύμανση της ατμοσφαιρικής πίεσης σ'ένα δεδομένο χρονικό διάστημα έχει τιμές του ίδιου προκαθορισμένου εύρους. Isanomal [Ισοανωμαλιακή] Μετεωμ. Ευθεία στους μετεωρολογικούς χάρτες που συνδέει σημεία που έχουν την ίδια ανωμαλία ενός συγκεκριμένου μετεωρολογικού μεγέθους. Isatin [Ισατίνη] Ομγ. Χημ. Ινδολικό παράγωγο, που λαμβάνεται κατά την οξείδωση του ινδικού. Ο χημικός τύπος είναι C8H5NO2, το μοριακό βάρος 147,13 και το σημείο τήξεως 203-205 "C. Είναι κιτρινωπή ή κόκκινη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Isenthalpic [Ισενθαλπικός] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια διεργασία, κατά τη διάρκεια της οποίας η ενθαλπία παραμένει σταθερή. Isentropic [Ισεντροπικός] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια διεργασία που διεξάγεται υπό σταθερή τιμή εντροπίας. Isentropic Flow [Ισεντροπική Ροή] Φυσ. Χημ. Τύπος ροής ενός ρευστού, που χαρακτηρίζεται από σταθερή τιμή της εντροπίας, σε σχέση με το χρόνο και τη θέση. Isentropic Process [Ισεντροπική Διεργασία] Φυσ. Χημ. Φυσικοχημική διεργασία που πραγματοποιείται χωρίς μεταβολές στην εντροπία. Ising Coupling [Σύζευξη Αιζινγκ] Φυσ. Στεμ. Κατ. Μοντέλο αλληλεπίδρασης στερεών στο οποίο τα δυο είδη ατόμων τα οποία θεωρούνται ως συστατικά του στερεού είναι κανονικά διατεταγμένα και η ενέργεια αλληλεπίδρασης των γειτονικών ιόντων είναι ανάλογη του εσωτερικού γινομένου των σπιν τους τα οποία θεωρούνται κατά μήκος άξονα και μπορούν να πάρουν τις τιμές +1 ή -1. Iso- [Ισο-] Χημ. 1. Πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία διακλαδισμένης ανθρακικής αλυσίδας στο μόριο μιας οργανικής ένωσης. 2. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ονομασία ισομερών τύπων μιας χημικής ένωσης. 3. Πρόθεμα που έχει την έννοια του "ίσος". Iso Spin [Ισοσπίν] Πυμην. Φυσ. Διατηρούμενο σε όλες τις πυρηνικές αντιδράσεις φανταστικό διάνυσμα σπιν οι ιδιοτιμές του οποίου είναι κβαντικοί αριθμοί και το οποίο θεωρεί το πρωτόνιο και το νετρόνιο σαν δύο καταστάσεις ενός σωματιδίου χωρίς ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις. Iso Spin Multiple! [Πλειάδα ισοσπίν] Πυμην. Φυσ. Με κοινούς όλους του κβαντικούς αριθμούς της εκτός από αυτό του ηλεκτρικού φορτίου ομάδα στοιχειωδών σωματιδίων. Επίσης έχουν σχεδόν την ίδια μάζα. I S O Xxx Type Protocols [Πρωτόκολλα της ISO αριθμός χχχ] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της ISO σχετικά με κώδικες, περιγραφή διαφόρων συνδετών (Connectors), πλαισίων (Frames), μοντέλ,ων (Models) κτλ.

-779Isoalkane [Ισοαλκάνιο] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση που ανήκει στα αλκάνια και περιέχει ως υποκαταστάτη μεθύλιο, στο δεύτερο άτομο άνθρακα της κύριας αλυσίδας. Isoamyl Acetate [Οξικός Ισοαμυλεστέρα] Opy. Χημ. Ονομάζεται και οξικός ισοπεντυλεστέρας. Ο χημικός τύπος είναι C H ^ C O O C H . C ^ C H t C H ^ , το μοριακό βάρος 130,19, το σημείο ζέσεως 142 °C και το σημείο πήξεως-78.5 "C. Είναι διαλυτός σε αιθανόλη. ακετόνη και αιθέρα. Isoamyl Alcohol [Ισοαμυλική Αλκοόλη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τη 3-μεθυλο-1-βουτανόλη, που έχει χημικό τύπο (CH 3 )2CH(CH 2 ) 2 CH 2 OH, μοριακό βάρος 88,15, σημείο ζέσεως 128,5 °C και σημείο πήξεως 117,2 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα και χρησιμοποιείται ως χημικό αντιδραστήριο. Isoamyl B r o m i d e [Ισοαμυλοβρα)μίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το 1-βρωμο-3-μεθυλο-βουτάνιο. Ο χημικός τύπος είναι B r C H 2 C H 2 C H ( C H 3 ) 2 , το μοριακό βάρος 151,05, το σημείο ζέσεως 120,4 °C και το σημείο πήξεως -112 "C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Isoamyl B u t y r a t e [Βουτυρικός Ισοαμυλεστέρας] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και οξικός ισοπεντυλεστέρας ή 3μεθυλο-βουτυρικός βουτυρεστέρας. Ο χημικός τύπος είναι C3H7COOCH2CH2CH(CH3)2, το μοριακό βάρος 158,24 και το σημείο ζέσεως 178,5°C. Είναι άχρωμη υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Isoamyl C h l o r i d e [Ισοαμυλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο (CH 3 ) 2 CHCH 2 CH 2 C1 και μοριακό βάρος 106,60. Ονομάζεται και Ι-χλωρο-3-μεθυλο-βουτάνιο. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο και έχει σημείο ζέσεως 98,5 °C και σημείο πήξεως 104,4°C. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. I s o b a r 1 [Ισοβαρής] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στην καμπύλη διαγράμματος πίεσης-θερμοκρασίας, κατά μήκος της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται στην ίδια πίεση. I s o b a r 2 [Ισοβαρής] Χημ. Χαρακτηρίζονται τα στοιχεία που έχουν την ίδια ατομική μάζα, αλλά διαφορετικούς ατομικούς αριθμούς. Αυτό σημαίνει ότι στους πυρήνες υπάρχει ο ίδιος αριθμός νουκλεονίων, με διαφορετικό όμως τον αριθμό των πρωτονίων. Isobaric Process [Ισοβαρής Διεργασία] Φνσ. Χημ. Οποιαδήποτε διεργασία, η οποία περιλαμβάνει φυσικές μεταβολές ενός συστήματος και λαμβάνει χώρα υπό σταθερή πίεση. Isobaric Spin [Ισοβαρές σπιν] Πυρην. Φυσ. Διατηρούμενο σε όλες τις πυρηνικές αντιδράσεις φανταστικό διάνυσμα σπιν οι ιδιοτιμές του οποίου είναι κβαντικοί αριθμοί και το οποίο θεωρεί το πρωτόνιο και το νετρόνιο σαν δύο καταστάσεις ενός σωματιδίου χωρίς ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις. I s o b u t a n e [Ισοβουτάνιο] Οργ. Χημ. Αλκάνιο με τριτοταγές άτομο άνθρακα, με χημικό τύπο CH3CH(CH3)2 και μοριακό βάρος 58,12, γνωστό και ως 2-μεθυλοπροπάνιο. Έχει σημείο ζέσεως -11,63°C και σημείο πήξεως -159,4 U C και είναι διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Βρίσκεται στο φυσικό αέριο, ενώ παράγεται κατά την πυρόλυση πετρελαίου και χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσο. Isobutene [Ισοβουτένιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και ίσο βουτυλένιο ή 2-μεθυλο-προπένιο. Έχει χημικό τύπο (CH 3 ) 2 C=CH 2 , μοριακό βάρος 56,11, σημείο ζέσεως 6,9 °C και σημείο πήξεως -140,3 °C. Είναι άχρωμο αέριο, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο.

Isochrone

Isobutyl [Ισοβουτύλιο] Οργ. Χημ. Η αλκυλική ρίζα που σχηματίζεται με απομάκρυνση ενός ατόμου υδρογόνου από το ισοβουτάνιο. Ο χημικός τύπος είναι (CH 3 ) 2CHCH2-.

Isobutyl Acetate [Οξικός Ισοβουτυλεστέρας] Οργ. Χημ. Εστέρας του οξικού οξέος, με χημικό τύπο CH3COOCH2CH(CH3)2, μοριακό βάρος ν 116,16 και σημείο ζέσεως 112 °C. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη και χρησιμοποιείται στη σύνθεση αραιματικών και γευστικών ουσιών. Isobutyl Alcohol [Ισοβουτυλική Αλκοόλη] Οργ. Χημ. Είναι η 2-μεθυλο-προπανόλη-1, με χημικό τύπο (CH 3 ) 2 CHCH 2 OH, μοριακό βάρος 74,12, σημείο ζέσεως 108 °C και σημείο πήξεως -108 °C. Πρόκειται για υγρή ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και χημικών ενώσεων. Isobutyl I s o b u t y r a t e [Ισοβουτυρικός Ισοβουτυλεστέρας] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι (CH.0 και έχει μοριακό βάρος 2 CHCOOCH 2 CH(CH 3 ) 2 144,21 και σημείο ζέσεως 126,7 "C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Isobutylene [Ισοβουτυλένιο] Οργ. Χημ. - » Isobutene Isobutyric Acid [Ισοβουτυρικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το 2-μεθυλο-προπιονικό οξύ. Έχει χημικό τύπο (CH 3 ) 2 CHCOOH, μοριακό βάρος 88,11, σημείο ζέσεως 153,2°C και σημείο πήξεως -46,1 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση απολυμαντικών ουσιών, διαλυτών, αρωμάτων και γευστικών υλών. Isobutyryl [Ισοβουτυρυλο-] Οργ. Χημ. Ρίζα που σχηματίζεται από το ισοβουτυρικό οξύ, με απομάκρυνση του υδροξυλίου από το καρβοξύλιο. Ο χημικός τύπος είναι (CH 3 ) 2 CHCO-. Isochore [Ισόχωρος] Φνσ. Χημ. Καμπύλη διαγράμματος, που συσχετίζει ποσότητες οι οποίες είναι μετρημένες υπό συνθήκες σταθερού όγκου. Isochoric Process [Ισόχωρη Διεργασία] Φυα. Χημ. Θερμοδυναμική διεργασία που διεξάγεται υπό σταθερό όγκο. Isochromatic Fringe P a t t e r n [Σχήμα ισοχροματικών κροσσών συμβολής] Οπτικ. Σχήμα με συνήθως πολλαπλούς έγχρωμους κροσσούς, υπό μορφή γραμμών, ομόκεντρων κύκλων ή άλλων σχημάτων, το οποίο παρατηρείται όταν εμφανίζονται φαινόμενα συμβολής φωτεινών κυμάτων και η χρησιμοποιούμενη φωτεινή πηγή είναι μη μονοχρωματική. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ανάλυση συμπεριφοράς και αντοχής διαφανών πλαστικών και άλλων διαφανών υλικών, καθώς το χρώμα των εν λόγω κροσσών σε δεδομένο σημείο δείγματος είναι συνήθως συνάρτηση της δυνάμεως ή πίεσης που δέχεται το δείγμα σε αυτο το σημείο, (βλέπε Interference Pattern). Isochrone [Ισόχρονο] Φυσ. 1. Ιδιότητα στην μηχανική, στην οποία αν σε δύο σφήνες ίδιου ύψους h αλλά διαφορετικής κλίσης τοποθετηθούν δύο σωματίδια στις κορυφές και αφεθούν να ολισθήσουν υπό τη επήρεια της βαρύτητας στις πλαγιές των σφηνών, φτάνουν σε δεδομένο κατώτατο ύψος στον ίδιο χρόνο. 2. Ιδιότητα κυρτής επιφάνειας, κατασκευασμένης βάσει συγκεκριμένης συνάρτησης μέσα στην οποία αν τοποθετηθούν σωματίδια Sj και s 2 σε διαφορετικά ύψη και αφεθούν να ολισθήσουν υπό τη επήρεια της βαρύτητας, θα φτάσουν σε δεδομένο κατώτατο σημείο στον ίδιο χρόνο.

Isochronic

-780-

Isochronic [Ισοχρονικός] Φυσ. 1. Ο έχων την ιδιότητα της ταυτοχρονίας ή του συγχρονισμού. 2. Γεγονότα που επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή/και έχουν την ίδια χρονική διάρκεια. Isochronism [Ισοχρονισμός] Φνσ. Κατάσταση στην οποία τουλάχιστον δύο γεγονότα είναι ισοχρονικά. Συγχρονισμός υπό την αμβλεία έννοια, (βλέπε Isochronic). Isochronous [Ισόχρονος] Φυσ. Ο έχων την ιδιότητα να προκαλεί γεγονότα ισοχρονισμού. (βλέπε Isochronism). Isochronous Communications [Ισοχρονισμένες επικοινωνίες] Επικοιν. Επικοινωνίες που στηρίζονται σε συγχρονισμό από χρονοθυρίδες (Time Slots) ίσου μήκους που καθορίζονται κάθε φορά από το αντίστοιχο πρωτόκολλο. Isoclinic Line [ϊσοκλινής γραμμή] Πολ.Μηχ. Αφορά τον τομέα της οδοποιίας για την προκαταρκτική χάραξη των οδών όπου ορίζεται ως η τεθλασμένη γραμμή, της οποίας οι κορυφές βρίσκονται επάνω στις ισοϋψείς του τοπογραφικού χάρτη ενώ οι πλευρές της έχουν σταθερή κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο και βρίσκονται επάνω στο έδαφος. Isocyanates [Ισοκυανικά] Χημ. Χημικές ενώσεις που περιέχουν την ισοκυανική ομάδα (-N=C=0). Πρόκειται για ιδιαίτερα δραστικές ενώσεις, που χρησιμοποιούνται στη σύνθεση αμινών και ουρίας. Isocyanic Acid [Ισοκυανικό Οξύ] Χημ. Έχει χημικό τύπο HN=C=0, μοριακό βάρος 43,03 και είναι διαλυτό σε βενζόλιο, τολουόλιο, αιθέρα και νερό, όπου και διασπάται. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση ουρεθανών. Isocyanide Test [Ελεγχος Ισοκυανιδίου] Ομγ. Χημ. Πείραμα ανίχνευσης πρωτοταγών αμινών, που βασίζεται στην αντίδραση RNH 2 + 3ΚΟΗ + CHC13 R-N°C + 3KC1 + 3Η 2 0. ΤΟ σχηματιζόμενο ισοκυανίδιο αναγνωρίζεται από τη δυσάρεστη οσμή. Isocyanides [Ισοκυανίδια] Χημ. Ο γενικός τύπος είναι R-N°C και είναι γνωστά ως ισονιτρίλια ή καρβυλαμίνες. Είναι άχρωμες υγρές ενώσεις, λίγο διαλυτές σε νερό, έχουν δυσάρεστη οσμή και δεν αντιδρούν με βάσεις. Λαμβάνονται με επίδραση τριχλωρομεθανίου σε πρωτοταγείς αμίνες, παρουσία αλκοολικού διαλύματος καυστικού καλίου. Isocyclic C o m p o u n d s [Ισοκυκλικές Ενώσεις] Ομγ. Χημ. Οργανικές κυκλικές ενώσεις, όπου ο δακτύλιος αποτελείται αποκλειστικά από άτομα άνθρακα. Isodiametric [Ισοδιαμετρικά] Μαθημ. Γεωμετρικά σχήματα με ίσες διαμέτρους ή μήκη (ημι)αξόνων. Isodiapheres [Ισοδιαφερή] Πυμην. Φυσ. Ομάδα νουκλεϊδίων στα οποία ο λόγος του αριθμού των νετρονίων προς τον αριθμό των πρωτονίων του πυρήνα τους έχει την ίδια τιμή: (Α-Ζ)/Ζ = σταθ. Isodomon [Ισόδομο] Αμχ. Πρόκειται για οικοδομικό σύστημα, γνωστό στην Ελλάδα αλλά και στην αρχιτεκτονική των Ανατολικών λαών από τους αρχαιοτάτους χρόνους, όπου οι λίθοι της τοιχοποιίας έχουν ίσα μεγέθη, ορθογώνιο γεωμετρικό σχήμα και οι στρώσεις τους έχουν το ίδιο ύψος. Isodynamic [Ισοδυναμικά] Μηχ. Σημεία στο χώρο ενός πεδίου δυνάμεων με το ίδιο δυναμικό. Isodynamic Line [Ισοδυναμική καμπύλη] Γεωφυσ. Όλα τα σημεία επί χάρτου μίας ευρύτερης περιοχής στα οποία η ένταση του μαγνητικού πεδίου της Γης είναι ίδια, ενώνονται από μία γραμμή που χαρακτηρίζεται από αυτόν τον όρο.

Isoelectric 1 [Ισοηλεκτρικός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα χημικό σύστημα, που περιέχει ίσο αριθμό θετικών και αρνητικών φορτίων. Δηλώνει ένα σύστημα που έχει την ίδια τιμή ηλεκτρικού δυναμικού με ένα άλλο. Isoelectric Point [Ισοηλεκτρικό Σημείο] Ομγ. Χημ. Για διάλυμα συγκεκριμένου αμινοξέος, είναι μια ορισμένη τιμή του ρΗ, στην οποία όλα σχεδόν τα μόρια του αμινοξέος βρίσκονται με τη διπολική τους μορφή. Συμβολίζεται ως ρΐ. Isoelectronic [Ισοηλεκτρονιακύς] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ένωση που έχει τον ίδιο αριθμό ηλεκτρονίων σθένους, συγκρινόμενη με άλλη. Isoeugcnol [Ισοευγενόλη] Ομγ. Χημ. Είναι η 2-μεθοξυ4-προπενυλο-φαινόλη, με χημικό τύπο 2-CH 3 0-4(CH 2 CH=CH)-C 6 H 3 OH και μοριακό βάρος 164,20. Η cis- μορφή έχει σημείο ζέσεως 134-135 "C, ενώ η trans- έχει σημείο ζέσεως 141-142 °C και σημείο τήξεως 33-34 °C. Isoforming [Ισο-αναμόρφωση] Χημ. Μηχ. Διεργασία ισομερείωσης μίγματος βενζολίου και ξυλολίων, που χρησιμοποιείται για την ανάκτηση ορθο- και παρα- ξυλολίων. Isogal [Ισοβαρυτική] Γεωφ. Γραμμή που συνδέει σημεία όπου η ένταση του βαρυτικού πεδίου της Γης έχει την ίδια τιμή. Isohel [Ισοηλιακή] Μετεωμ. Ευθεία στους μετεωρολογικούς χάρτες που συνδέει σημεία που σε ίσα χρονικά διαστήματα έχουν τον ίδιο βαθμό ηλιοφάνειας. Isohexane [Ισοεξάνιο] Ομγ. Χημ. Ισοαλκάνιο με έξι άτομα άνθρακα, ονομάζεται και 2-μεθυλο-πεντάνιο. Έχει χημικό τύπο CH3(CH2)2CH(CH3)2> μοριακό βάρος 86,18, σημείο ζέσεως 60,3 και σημείο πήξεως -153,7. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα, ακετόνη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Isokinetic [Ισοκινητική] Μηχ. Μηχανική συσκευή η οποία με κατάλληλη ανάπτυξη μεταβλητών αντιστάσεων εξουδετερώνει τις όποιες δυνάμεις ασκούνται πάνω σε κινητό, εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερή ταχύτητά του. Isolable [Απομονώσιμος] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ένωση, η οποία μπορεί να διαχωρισθεί από μίγματα στα οποία βρίσκεται και να ληφθεί σε καθαρή μορφή. Isolate [Απομονώνω] Χημ. Διαχωρίζω μια ουσία από ένα μίγμα, εφαρμόζοντας μια φυσική διεργασία. Isolated Footing [Μεμονωμένο πέδιλο] Πολ.Μηχ. Δομικό στοιχείο στατικού φορέα που εδράζεται στο φυσικό έδαφος και μεταφέρει τα φορτία ενός υποστυλώματος στο έδαφος. Isolated Location [Απομονωμένη περιοχή] Πλημ. Παρακρατημένη περιοχή της μνήμης σε υπολογιστικό σύστημα, την οποία είτε το λειτουργικό σύστημα ή ο προγραμματιστής μπορούν να μετατρέψουν σε readonly (ανάγνωσης μονον), για να αποτραπούν τυχόν παρενέργειες από αθέλητη ή θελημένη μετατροπή των περιεχομένων της, όταν η εγκυρότητα αυτών των περιεχομένων είναι ζωτικής σημασίας για την σωστή λειτουργία του συστήματος. Τέτοιες περιοχές είναι συνήθως οι τοποθεσίες μνήμης μέσα στις οποίες φορτώνεται εκτελέσιμος κώδικας και η μνήμη rom.. Γνωστή και σαν "προστατευμένη μνήμη", (βλέπε Isolation). Isolated Point [Απομονωμένο σημείο] Μαθημ. Σημείο s τοπολογικού χώρου Τ, για το οποίο ισχύει: ($ Ο c Τ): [(Ο ανοικτό) λ (s € Ο) λ [(q e Ο) =φ (q = s)]]. Isolated Set [Σύνολο απομονωμένων σημείων] Μαθημ. Υποσύνολο τοπολογικού χώρου Τ: S £ Τ, με την ιδιό-

-781 τητα: (s e S) (s απομονωμένο σημείο του χώρου Τ), (βλέπε Isolated Point). Isolated Singularity [Απομονωμένη απροσδιοριστία] Μαθημ. Χαρακτηρισμός σημείου a του μιγαδικού επιπέδου σε σχέση με μιγαδική συνάρτηση f(z), όταν ισχύει: (S r > 0): [η f(z) είναι αναλυτική στο εσωτερικό του "τρυπημένου" δίσκου: {ζ: 0 < |ζ - a) < Γ}]. Isolated System [Απομονωμένο Σύστημα] Φυα. Χημ. Θεωρείται ένα σύστημα, όταν δεν υπάρχει μεταφορά θερμότητας, μάζας ή έργου, ανάμεσα σε αυτό και το περιβάλλον του. Isolated Vertex [Απομονωμένη κορυφή] Μαθημ. Κορυφή γραφήματος από την οποία δεν εκκινεί καμία πλευρά. Isolation 1 [Απομόνωση] Χημ. Ο όρος αυτός εκφράζει την διαδικασία απελευθέρωσης μίας καθαρής χημικής ουσίας από μία σύνθετη ένωση στην οποία αυτή βρίσκεται. Isolation 2 [Απομόνωση] Πληρ. Προγραμματιστική ή εξοπλιστική διαδικασία στην οποία δεδομένα ζωτικής σημασίας για την σωστή λειτουργία υπολογιστικού συστήματος τοποθετούνται εκτός πρόσβασης για δεδομένο υποσύνολο του συνόλου των χειριστών του υπολογιστικού συστήματος, για να αποτραπούν τυχόν παρενέργειες από αθέλητη ή θελημένη μετατροπή των δεδομένων αυτών. Στα περισσότερα σύγχρονα υπολογιστικά συστήματα, είτε αυτά είναι βοηθητικά είτε όχι, πάντα υπάρχουν δεδομένα στα οποία πρόσβαση έχουν μόνο συγκεκριμένα άτομα με προνομιακές ιδιότητες, όπως network administrators, system managers, system programmers, κλπ. (βλέπε Isolated Location). Isolation 3 [Απομόνωση, ηχομόνωση] Ακονστ. Στον χώρο της ακουστικής ο όρος έχει την έννοια της ηχομόνωσης, δηλαδή της προστασίας ενός χώρου από την ανεπιθύμητη ένταση ορισμένων ηχητικών κυμάτων. Isoleucine [Ισολευκίνη] Οργ. Χημ. Απαραίτητο αμινοξύ, με χημικό τύπο CH3CH2CH(CH3)CH(NH2)COOH, μοριακό βάρος 131,17 και ισοηλεκτρικό σημείο ph=6,0. Συμβολίζεται ως lieu, είναι διαλυτό στο νερό και υπάρχει σε δύο ισομερείς μορφές, την D- που έχει σημείο τήξεως 283-284 °C και την L- με σημείο τήξεως 285-286 °C. Isolux [Ισοφωτεινή] Οπτικ. Καμπύλη ή επιφάνεια, σε όλα τα σημεία της οποίας η ένταση φωτεινής ακτινοβολίας έχει την ίδια τιμή. Isomagnetic [Ισομαγνητική] Γεωφ. Καμπύλη σε όλα τα σημεία της οποίας η ένταση ενός μαγνητικού πεδίου έχει την ίδια τιμή. Isomagnetic Line [Ισομαγνητική καμπύλη] Γεωφυσ. Πρόκειται για μία γραμμή η οποία σε έναν ανάλογο χάρτη διέρχεται από όλα εκείνα τα σημεία που έχουν μεταξύ τους την ίδια τιμή κάποιας μαγνητικής μεταβλητής. Isomeric [Ισομερικός] Χημ. Αναφέρεται σε ιδιότητα ή κατάσταση που σχετίζεται με ισομερή ένωση. Isomeric Transition [Ισομερής μετάβαση] Πυρην. Φυσ. Μεταβάσεις μετασταθών καταστάσεων ισομερών πυρήνων που μεταπίπτουν σε χαμηλότερες καταστάσεις, εκπέμποντας ακτίνες γάμα ή προκαλώντας την εκπομπή των ηλεκτρονίων που κινούνται γύρω τους. Isomerism [Ισομέρεια] Χημ. Ορίζεται το φαινόμενο κατά το οποίο, δύο ή περισσότερες ενώσεις με την ίδια ποιοτική και ποσοτική σύσταση, και φυσικά με το ίδιο μοριακό βάρος, έχουν διαφορετικές χημικές και φυσικές ιδιότητες. Οι διάφορες ισομέρειες διακρίνονται σε

Isopentanoic Acid

συντακτικές και στερεοχημικές, Isomerization [Ισομερείωση] Οργ. Χημ. Χημική διεργασία μετατροπής μιας ένωσης σε ισομερή της μορφή, συνήθως παρουσία κατάλληλου καταλύτη. Παράδειγμα εφαρμογής της είναι η μετατροπή κανονικών αλκανίων σε διακλαδισμένα, στην πετροχημική βιομηχανία, με σκοπό την αύξηση του αριθμού οκτανίου των καυσίμων. Isometry [Ισομετρία] Μαθημ. Απεικόνιση f :Χ Υ μεταξύ δύο μετρικών χώρων εφοδιασμένων με μέτρο μ: (Χ, μ) και (Υ, μ), η οποία ικανοποιεί την σχέση: ("χ, y e Χ): [μ(χ, y) = μ(ί(χ), f(y))]. Αν οι δύο μετρικοί χώροι είναι εφοδιασμένοι με διαφορετικά μέτρα: μ και λ, τότε η f πρέπει να ικανοποιεί την: ("x, y e Χ): [μ(χ, y) = λ(ί"(χ), f(y))]. Η ισομετρία είναι πάντα ομοιομορφισμός, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει εν γένει, Isomorph [Ισόμορφος] Χημ. Αναφέρεται σε μια χημική ένωση, που έχει τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος με άλλη ένωση, διαφορετικής χημικής σύστασης, Κλασικό παράδειγμα ισόμορφων ουσιών είναι οι διάφορές στυπτηρίες, με γενικό τύπο M 2 S0 4 *M2(S0 4 ) 3 *24Η 2 0, όπου Μ μέταλλο. Isomorphism 1 [Ισομορφισμός] Μαθημ. 1. Απεικόνιση f :G -> Η μεταξύ δύο ομάδων G και Η, η οποία ικανοποιεί τις: α) η f είναι ομομορφισμός: ("a, b e G): [f(a ® b) = f(a) Θ f(b)], β) η F είναι ένα-προς-ένα: ("a, b G G): [[f(a) = f(b)] => (a = b)], γ) η f είναι επί: ("b e Η) (Sa e G): [f(a) = b|. 2. Απεικόνιση f :R S μεταξύ δύο δακτυλίων R και S, η οποία ικανοποιεί τις: β) και γ) του ορισμού 1 και επιπρόσθετα είναι ομομορφισμός μεταξύ των πολλαπλασιαστικών και αθροιστικών ομάδων των δύο δακτυλίων κάτω από τις αντίστοιχες πράξεις: ("a, b e G): [f(a ® b) = f(a) ® f(b)] και ("a, b e G): [f(a ® b) = f(a) Θ f(b)]. Συνήθως όταν δύο αλγεβρικές δομές G και Η είναι ισομορφικές, χρησιμοποιείται ο συμβολισμός: G 0 Η ή G = Η. Isomorphism 2 [Ισομορφισμός] Χημ. Φαινόμενο κατά το οποίο, δύο ουσίες διαφέρουν ως προς τη χημική σύστάση, αλλά έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Είναι αντίθετο του πολυμορφισμού, Isonitriles [Ισονιτρίλια] Χημ. Είναι χημικές ενώσεις, γνωστές ως ισοκυανίδια. Isocyanides Isooctane [Ισοοκτάνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και 2μεθυλο-επτάνιο. Είναι ισοαλκάνιο, με χημικό τύπο CH3(CH2)4CH(CH3)2, μοριακό βάρος 114,23, σημείο ζέσεως 117,6°C και σημείο πήξεως -109 °C. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Αποτελεί το 100 της κλίμακας οκτανίου και χρησιμοποιείται ως πρότυπο για το χαρακτηρισμό των καυσίμων κινητήρων. Isooctyl Alcohol [Ισοοκτυλική Αλκοόλη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και οκτανόλη-2. Εχει χημικό τύπο CH^ (CH 2 ) 5 CH(OH)CH 3 , μοριακό βάρος 130,23 και υπάρχει σε 3 ισομερείς μορφές με σημεία ζέσεως από 86 °C έως 180°C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση ως διαλύτης. Isopentane [Ισοπεντάνιο] Οργ. Χημ. Είναι το 2-μεθυλοβουτάνιο, με χημικό τύπο CH3CH2CH(CH3)2, μοριακό βάρος 72,15, σημείο ζέσεως 27,8 °C και σημείο πήξεως -159,9 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση, κυρίως ως διαλύτης. Isopentanoic Acid [Ισοπεντανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το 2-μεθυλο-βουτυρικό οξύ, με χημικό

Isoperimetric Figures

-782-

τύπο CH 3 CH 2 CH(CH 3 )COOH και μοριακό βάρος Isopropyl Ether [Ισοπροπυλαιθέρας] Ομγ. Χημ. Είναι 102,13. Απαντά σε 3 οπτικά ισομερείς μορφές, με ση- γνωστός και ως διισοπροπυλαιθέρας, έχει χημικό τύπο μεία ζέσεως 176-177°C. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, ( C H 3 ) 2 C H - 0 - C H ( C H 3 ) 2 , μοριακό βάρος 102,18, σημείδιαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. ο ζέσεως 68 °C και σημείο πήξεως -85,9 °C. Είναι άIsoperimetric Figures [Ισοπεριμετρικά σχήματα] χρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και Μαθημ. Χαρακτηρισμός δύο κλειστών γεωμετρικών ακετόνη. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλυτικό μέσο. σχημάτων Ρ και Q με αντίστοιχα μήκη περιφερειών L Isopropyl G r o u p [Ισοπροπυλική Ομάδα] Ομγ. Χημ. II (Ρ) και L(Q), τα οποία ικανοποιούν την σχέση: L(P) = μονοσθενής ρίζα με χημικό τύπο ( C H 3 ) 2 C H - . Isopropylamine [Ισοπροπυλαμίνη] Ομγ. Χημ. ΟνομάUQ). Isoperimetric Inequality [Ισοπεριμετρική ανισότητα] ζεται και 2-αμινο-προπάνιο. Έχει χημικό τύπο (CH3) Μαθημ. Για δεδομένο υποσύνολο του ευκλείδειου επι- 2CHNH2, μοριακό βάρος 59,11, σημείο ζέσεως 32,4 °C πέδου το οποίο ορίζεται από δεδομένη κλειστή καμπύ- και σημείο πήξεως -95,2 °C. Είναι άχρωμο, πτητικό λη S, μήκους s, η ανισότητα: R < 52/(4π), η οποία συ- υγρό, διαλυτό σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Χρησχετίζει το εμβαδόν του εσωτερικού R και το μήκος s σιμοποιείται ως αντιδραστήριο στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. της περιμετρικής καμπύλης του σχήματος. Isoperimetric P r o b l e m [Ισοπεριμετρικό πρόβλημα] Isoptic [Ισοπτικό] Μαθημ. 1. Αν Α, Β είναι δεδομένα Μαθημ. Αν S είναι δεδομένη κλειστή καμπύλη μήκους ευθύγραμμα τμήματα στο επίπεδο σχηματίζοντα τυχαίs στο επίπεδο, η εύρεση παραμετρικής συνάρτησης η α γωνία θ μεταξύ τους, ο γεωμετρικός τόπος των σηοποία να περιγράφει καμπύλη μήκους s και μεγιστο- μείων του επιπέδου από τα οποία τα δύο ευθύγραμμα ποιεί το περιεχόμενο εμβαδόν του σχήματος που ορίζε- τμήματα "φαίνονται" ή προβάλλονται υπό ίσες γωνίες. ται από την συνάρτηση αυτή, λέγεται ισομετρικό πρό- 2. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων τομής των εφαπτόμενων ευθειών σε μία καμπύλη C, που τέμνονται βλημα. Isophorone [Ισοφορόνη] Ομγ. Χημ. Κυκλική οργανική σχηματίζοντας μεταξύ τους σταθερή γωνία α. ένωση, που ονομάζεται και 3,5,5-τριμεθυλο-2- Isopulse System [Σύστημα ίσων παλμών] Επικοιν. Σύκυκλοεξεν-1-όνη, έχει μοριακό βάρος 138,21, σημείο στημα παλμοκωδικής διαμόρφωσης που συντονίζεται ζέσεως 214 °C και είναι διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη από ακολουθίες παλμών ίσου μήκους (ουσιαστικά ίκαι αιθέρα. Σχηματίζεται κατά τη συμπύκνωση ακετό- σου πλάτους).. νης, σε συνθήκες υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Isoquinoline [Ισοκινολίνη] Ομγ. Χημ. Αποτελεί προϊόν Χρησιμοποιείται ως διαλύτης στη βιομηχανία βερνι- συμπύκνωσης αρωματικής αλδεύδης ή κετόνης με αμικιών, ρητινών και τυπογραφικών μελανών. νο-ακετάλη. Ονομάζεται και βενζο[ο]πυριδίνη, έχει Isophthalic Acid [Ισοφθαλικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Πρόκει- χημικό τύπο CQH 7 N, μοριακό βάρος129,16, σημείο ζέται για το 1,3-βενζενο-δικαρβοξυλικό οξύ, με χημικό σεως 242,2 °C και σημείο πήξεως 26,5 °C. Είναι υγροτύπο l,3-C6H4(COOH)2, μοριακό βάρος 166,13 και σκοπικό στερεό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα, ακετόσημείο τήξεως 348 UC. Είναι άχρωμη ουσία, διαλυτή νη και βενζόλιο. Απαντά στη λιθανθρακόπισσα. σε αιθανόλη και οξικό οξύ, που χρησιμοποιείται στη Isosceles [Ισοσκελές] Μαθημ. Ορος που υποδηλώνει ότι σύνθεση διαφόρων πολυμερών υλικών. ένα γεωμετρικό σχήμα έχει δύο πλευρές του ίδιου μήIsopiestic [Ισοπιεστικές] Φυσ. Διαδικασίες που εξελίσ- κους. σονται κάτω από την ίδια πίεση. Isoseismal [Ισόσειστη καμπύλη] Γεωψυσ. Είναι μία Isoprene [Ισοπρένιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι γραμμή όπου στους ανάλογους γεωφυσικούς χάρτες CH 2 =C(CH 3 )-CH=CH 2 και το μοριακό βάρος 68,12. ορίζει τις περιοχές στις οποίες στατιστικά παρατηρούΟνομάζεται και 2-μεθυλο-1,3-βουταδιένιο, έχει σημείο νται σεισμικές δονήσεις ίσης έντασης. ζέσεως 34 °C και σημείο πήξεως -146 °C. Είναι άχρω- Isostasy [Ισοστασία] Γεωφυσ. Είναι η θεωρία κατά την μο, πτητικό υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, ακετόνη και οποία οι ήπειροι και τα βουνά έχουν κατά κάποιο τρόβενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση πολυμερών πο "ρίζες", δηλαδή όγκους πετρωμάτων μεγαλύτερου ενώσεων. βάθους από ότι το ύψος αυτών και μικρότερης πυκνόIsopropanol [Ισοπροπανόλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται τητας ώστε να επιπλέουν στο υποκείμενο μάγμα. Με και προπανόλη-2 ή ισοπροπυλική αλκοόλη. Ο χημικός τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και ο μηχανισμός με τον τύπος είναι (CH 3 ) 2 CHOH, το μοριακό βάρος 60,10, το οποίο τμήματα του φλοιού της Γης αναδύονται ή κατασημείο ζέσεως 82,4 °C και το σημείο πήξεως -89,5 °C. δύονται σύμφωνα με τον νόμο της ανώσεως. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα Isostatic S u r f a c e [Ισοστατική επιφάνεια] Μηχ. Η νοηκαι ακετόνη. τή εκείνη επιφάνεια σ'ένα ελαστικό σώμα που είναι Isopropenyl Acetate [Οξικός Ισοπροπενυλεστέρας] παντού κάθετη σε μία από τις κύριες διευθύνσεις της Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 COOC(CH 3 ) παραμορφούσας τάσης. =CH 2 , το μοριακό βάρος 100,12, το σημείο ζέσεως 92- Isosteric Enthalpy Of Adsorption [Ισοστερική Εν94 °C και το σημείο πήξεως -92,9 °C. Είναι άχρωμη, θαλπία Ρόφησης] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ως η διαφορική υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη. μοριακή ενθαλπία ρόφησης που αντιστοιχεί στην προΧρησιμοποιείται κυρίως ως διαλυτικό μέσο. σθήκη διαφορικής ποσότητας του ροφούμενου συσταIsopropyl Acetate [Οξικός Ισοπροπυλεστέρας] Ομγ. τικού, υπό σταθερή πίεση. Υπολογίζεται από τις ισόΧημ. Έχει χημικό τύπο CH 3 COOCH(CH 3 ) 2 , μοριακό θερμες ρόφησης σε διαφορετικές θερμοκρασίες, σύμβάρος 102,13, σημείο ζέσεως 90 "C και σημείο πήξε- φωνα με τη σχέση qst = -R*[dlnP/d(l/T)] x . ως -73,4 °C. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, Isotactic Polymer [Ισοτακτικό Πολυμερές] Ομγ. Χημ. διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα, ακετόνη και βενζόλιο. Χαρακτηρίζεται ένα γραμμικό πολυμερές που φέρει Χρησιμοποιείται ως διαλύτης. υποκαταστάτες στην ανθρακική αλυσίδα, όταν τα άτοIsopropyl Alcohol [Ισοπροπυλική Αλκοόλη] Ομγ. Χημ. μα που φέρουν τον υποκαταστάτη έχουν όλα την ίδια Isopropanol διευθέτηση στο χώρο. Έτσι, οι όμοιοι υποκαταστάτες

-783 -

βρίσκονται στην ίδια πλευρά της αλυσίδας. Isotherm 1 [Ισόθερμη] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η καμπύλη διαγράμματος, που συνδέει σημεία με ίδια τιμή θερμόκρασίας. Isotherm 2 [Ισοθερμική καμπύλη] Μετεωρ. Στους μετεωρολογικούς χάρτες με αυτόν τον όρο ονομάζονται οι γραμμές των οποίων όλα τα σημεία έχουν την ίδια θερμοκρασία. Isothermal [Ισοθερμικός] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα σύστημα όταν έχει ίδια θερμοκρασία με ένα άλλο. Isothermal C u r v e [Ισοθερμική καμπύλη] Φυσ. Για ένα αέριο του οποίου η θερμοκρασία διατηρείται σταθερή, η ισοθερμική καμπύλη είναι το διάγραμμα που εκφράζει σε δύο κάθετους άξονες την σχέση μεταξύ της πίεσης και του όγκου του. Isothermal E q u i l i b r i u m [Ισοθερμική ισορροπία] Φνσ. Καλείται η μη μεταβίβαση ενέργειας υπό μορφή θερμότητας, μεταξύ δύο σωμάτων τα οποία βρίσκονται σε επαφή. Isothermal Flow [Ισοθερμική ροή] Φυσ. Χαρακτήριζεται έτσι κάθε κίνηση ενός υγρού όπου δεν παρατηρείται αλλαγή στην θερμοκρασία του. Isothermal Process [Ισοθερμική διαδικασία] Φνσ. Καλείται κάθε δραστηριότητα ενός συστήματος η οποία δεν συνοδεύεται από κανενός βαθμού μεταβολή της θερμοκρασίας του. Isothermal Theory [Θεωρία ισοθερμικών διακυμάνσεων] Αστροφυσ. Μοντέλο της αστροφυσικής το οποίο επιχειρεί να εξηγήσει την πιθανή συσσώρευση μάζας γύρω από "προνομιακές" ισοθερμικές περιοχές διακύμανσης της πυκνότητας στο νεαρό σύμπαν. Isothiocyanate [Ισοθειοκυανικός] Οργ. Χημ. Δηλώνει την παρουσία της ομάδας -N=C=S στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Isotimic Line [Ισοτιμική γραμμή] Μετεωρ. Η γραμμή εκείνη σε όλα τα σημεία της οποίας ένα μέγεθος έχει την ίδια τιμή. Isotimic S u r f a c e [Ισοτιμική επιφάνεια] Μετεωρ. Η επιφάνεια εκείνη σε όλα τα σημεία της οποίας ένα μέγεθος έχει την ίδια τιμή. Isotone [Ισότονο] Πυρην. Φυσ. Με τον ίδιο αριθμό νετρονίων και σταθερό Α-Ζ νουκλείδιο, όπου Ζ είναι ο ατομικός αριθμός και Α ο μαζικός. Isotonic 1 [Ισότονες] Μηχ. Σύστημα δυνάμεων που όλες διατηρούνται σταθερές. Isotonic 2 [Ισοτονικός] Χημ. Ονομάζεται ένα διάλυμα που έχει την ίδια τιμή ωσμωτικής πίεσης με ένα άλλο. Isotope [Ισότοπο] Χημ. Το ένα από τα άτομα ίδιου στοιχείου, που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων στον πυρήνα τους, αλλά διαφορετικό αριθμό νετρονίων. Τα περισσότερα στοιχεία στη φύση βρίσκονται ως μίγμα ισοτόπων. Isotope Dilution [Αραίωση ισοτόπου] Πυρην. Φυσ. Ραδιοχημική μέθοδος προσδιορισμού της ποσύτητας ενός στοιχείου μέσα σε μία ουσία. Συνίσταται στην πρόσθεση στην ουσία γνωστής ποσότητας ραδιοϊσοτόπου του προς ανίχνευση στοιχείου. Αν κατόπιν σε δείγμα του μίγματος μετρηθεί ο λόγος της ποσότητας του ραδιοϊσοτόπου προς την ποσότητα του ευσταθούς ισοτόπου του στοιχείου, μπορεί να προσδιορισθεί η μάζα του στοιχείου στην αρχική ουσία. Isotope Effect [Ισοτοπικό Φαινόμενο] Χημ. Ορίζεται ο λόγος των σταθερών των ταχυτήτων kn/kD, όπου η kH αντιστοιχεί στη διάσπαση του δεσμού άνθρακα-

Isotropy

δευτερίου (C-D). Isotope Exchange Reaction [Αντίδραση Εναλλαγής Ισοτόπων] Χημ. Χημική αντίδραση μεταξύ ενώσεων, κατά την οποία γίνεται μεταφορά ισότοπων ατόμων. Τέτοιου είδους συστήματα χρησιμοποιούνται για τη μελέτη του μηχανισμού αντιδράσεων, Isotope Separation [Διαχωρισμός Ισοτόπων] Χημ. Ο διαχωρισμός των ισοτόπων ενός στοιχείου βασίζεται στις μικρές διαφορές που εμφανίζουν οι φυσικές τους ιδιότητες. Σε εργαστηριακή κλίμακα χρησιμοποιείται η φασματοσκοπία μάζας, ενώ σε μεγαλύτερη η θερμική διάχυση, η ηλεκτρόλυση, η απόσταξη ή ακτίνες Χ. Isotope Shift [Μετατόπιση ισοτόπου] Φυσ. Υποδηλούσα την ύπαρξη ισοτόπων στοιχείου μετατόπιση ή διαχωρισμός των φασματικών γραμμών Isotopic Element [Ισοτοπικό Στοιχείο] Χημ. Χημικό στοιχείο που απαντά στη φύση με περισσότερα από ένα ισότοπα. Isotopic E n r i c h m e n t [Ισοτοπικός εμπλουτισμός] Πυρην. Φυσ. Οποιαδήποτε διαδικασία αποτέλεσμα της οποίας είναι η ενίσχυση της παρουσίας ενός ισοτόπου ενός στοιχείου σε μία ουσία, σε βάρος της παρουσίας κάποιου άλλου ισοτόπου του ίδιου στοιχείου, Isotopic Molecule [Ισοτοπικό μόριο] Πυρην. Φυσ. Με ένα ισοτοπικό πυρήνα ιδιαίτερης σημασίας μόριο, Isotopic Parity [Ισοτοπική ομοτιμία] Πυρην. Φυσ. Ομοτιμία η οποία αναφέρεται στον ισοτοπικού αριθμού, Isotopic Spin [Ισοτοπικό σπιν] Πυρην. Φυσ. Διατηρούμενο σε όλες τις πυρηνικές αντιδράσεις φανταστικό διάνυσμα σπιν οι ιδιοτιμές του οποίου είναι κβαντικοί αριθμοί και το οποίο θεωρεί το πρωτόνιο και το νετρόνιο σαν δύο καταστάσεις ενός σωματιδίου χωρίς ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις, Isotopic T r a c e r [Ισοτοπικός Ιχνηθέτης] Χημ. Δηλώνει ένα ισότοπο που εισάγεται σε χημικό σύστημα, μέσα στο οποίο αντιδρά και καθιστά δυνατή την παρατήρηση του μηχανισμού που ακολουθείται. Συνήθως, χρησιμοποιούνται ραδιενεργά σημασμένα ισότοπα, Isotropic [Ισότροπο] Επιστ. Τεχνυλ. Με ανεξάρτητες της διεύθυνσης προσανατολισμού φυσικές ιδιότητες σύστημα. Όρος που χαρακτηρίζει συνήθως τα υλικά, υποδηλώνοντας ότι οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους είναι ανεξάρτητα ως προς τις διευθύνσεις υπό τις οποίες κανείς τα μελετά, δηλαδή δεν μεταβάλλονται στις διάφορες κατευθύνσεις. Isotropic Flux [Ισότροπη ροή] Φυσ. Με ένταση ανεξάρτητη της διεύθυνσης ροή. Isotropic Noise [Ισοτροπικός θόρυβος] Ηλεκτρομαγν. "Αευκός" θόρυβος σχετικά σταθερής έντασης, ειδικά όταν λαμβάνεται από οποιαδήποτε διεύθυνση και αν στραφεί ο δέκτης της αντίστοιχης ακτινοβολίας η οποία χρησιμοποιείται. Isotropic Universe [Ισοτροπικά σύμπαν] Αστροφυσ. Αστροφυσικό μοντέλο του σύμπαντος, σύμφωνα με το οποίο επιβεβαιώνεται το γεγονός της ισότροπης ή ομοιογενούς συμπεριφοράς και σύστασης, είτε θεωρητικά είτε εμπειρικά μέσω κατάλληλης παρατήρησης με σύγχρονα μέσα. Είναι μοντέλο με ιδιότητες ανεξάρτητες της διεύθυνσης του σύμπαντος. Στην εποχή μας επικρατεί η άποψη ότι το σύμπαν είναι ισότροπο και ομοιογενές όσον αφορά μια ευρεία κλίμακα. Isotropism [Ισοτροπισμός] Επιστ. Εναλλακτική ονομασία της ισοτροπίας στον ορισμό του λήμματος Isotropy.

υδρογόνου (C-H) και η ko στο δεσμό άνθρακα- Isotropy [Ισοτροπία] Επιστ. Κατάσταση στην οποία

Isotropy G r o u p

-784-

δύο ή περισσότερα αντικείμενα συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο. Isotropy G r o u p [Ισοτροπική ομάδα] Μαθημ. Αν είναι G μία ομάδα που δρα μέσω μίας πράξης ® πάνω στα στοιχεία ενός συνόλου Α. Το υποσύνολο εκείνων των στοιχείων g της G, για τα οποία ισχύει: g0a = a, "ae A, ονομάζεται ισοτροπική (υπο)ομάδα του a. Isovaleric Acid [Ισοβαλεριανικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 3-μεθυλο-βουτυρικό οξύ. Έχει χημικό τύπο (CH 3 ) 2 CHCH 2 COOH, μοριακό βάρος 102,13, σημείο ζέσεως 176,7 °C και σημείο πήξεως -29,3 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Itaconic Acid [Ιτακονικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι το μεΟυλο-σουκκινικό οξύ, με χημικό τύπο CH 2 =C(COOH) CH 2 COOH, μοριακό βάρος 130,10 και σημείο τήξεως 175 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και χλωροφόρμιο. Italic [Πλάγια γράμματα] Πλημ. Είναι ένας τύπος γραμματοσειράς που υποστηρίζουν αρκετά πλέον λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου τα γράμματα είναι ελαφρώς κεκλιμένα προς τα δεξιά ως προς την κατακόρυφη διεύθυνση. Iterated Integral [Πολλαπλό ολοκλήρωμα] Μαθημ. Δεδομένης συνάρτησης f: |Rn |R, σύνθετο ολοκλήn ρωμα: jJ..J R fda> στον χώρο |R , το οποίο μπορεί να υπολογιστεί βάσει διαδοχικού υπολογισμού των αντίστοιχων επιμέρους ολοκληρωμάτων σε κάθε διάσταση, ως: Ti..J R fdco = Jcf[icd...[Ja f d x ] . . . d z ] d w . Γνωστό και σαν "σύνθετο" ολοκλήρωμα. Όταν n = 2, ονομάζεται "διπλό" ολοκλήρωμα, όταν n = 3 "τριπλό", κοκ. Iteration 1 [Επανάληψη] Μαθημ. Γενικός χαρακτηρισμός μαθηματικού αλγορίθμου, στον οποίο τουλάχιστον ένα τμήμα εφαρμόζεται ή επαναλαμβάνεται συνεχώς. Αν και χρησιμοποιείτο παλαιότερα κυρίως ως μέθοδος εύρεσης ριζών πολυωνύμων, τελευταία εφαρμόζεται ευρύτατα στη μαθηματική θεωρία του χάους και των fractals, (βλέπε Iterative Algorithm) Iteration 2 [Επανάληψη] Πλημ. Καλείται μία συγκεκριμένη επαναλαμβανόμενη ακολουθία πράξεων, που εκτελείται από ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, των ανάλογων υπολογισμών κατά την επίλυση ενός προβλήματος με μία επαναληπτική διαδικασία. Iterative Algorithm [Επανάληπτικός αλγόριθμος] Πλημ. Γενικός χαρακτηρισμός προγραμματιστικού αλγορίθμου, στον οποίο τουλάχιστον ένα τμήμα εφαρμόζεται ή επαναλαμβάνεται συνεχώς. Οι περισσότεροι υπολογιστικοί αλγόριθμοι παραγωγής εικόνων fractals σε διάσημα προγράμματα χάους, όπως προγράμματα παραγωγής του συνόλου mandelbrot, συνόλων julia, κλπ., χρησιμοποιούν κάποιον επαναληπτικό αλγόριθμο. Iterative M e t h o d [Επανάληπτική μέθοδος] Μαθημ.

Γενικός χαρακτηρισμός μαθηματικού αλγορίθμου, στον οποίο τουλάχιστον ένα τμήμα εφαρμόζεται ή επαναλαμβάνεται συνεχώς, με σκοπό τη συνεχή ελάττωση του υπολογιστικού σφάλματος. Τέτοιοι αλγόριθμοι είναι ο αλγόριθμος του newton ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογίζονται προσεγγίσεις ριζών πολυωνύμων, ο αλγόριθμος εύρεσης τετραγωνικής ρίζας, κλ^π. Τέτοιοι αλγόριθμοι συνήθως τερματίζουν όταν το υπολογιζόμενο σφάλμα γίνει μικρότερο από κάποια δεδομένη αρχική τιμή έψιλον. (βλέπε Iteration). Iterative Process [Επαναληπτική διαδικασία] Πλημ. Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο υπολογισμού, στην εφαρμογή ενός προγράμματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει έπειτα από διαδοχικές προσεγγίσεις. Iterative Routine [Επαναληπτική ρουτίνα] Πλημ. Αποτελεί ένα μικρό τμήμα του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο χρησιμοποιείται επανειλημμένως κατά την εκτέλεση των ανάλογων υπολογισμών της όλης διαδικασίας επίλυσης μίας επαναληπτικής μεθόδου με τον υπολογιστή. Το τμήμα επαναλαμβάνεται υπό μορφή βρόγχου do, repeat, white, κλπ. (Βλέπε iterative, algorithm). I T U - T T y p e Β Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου Β] Επικοιν. Συλλογή τηλεπικοινωνιακών ορισμών και αρκτικόλεξων της ένωσης ITU-T. ITU-T Type F Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου F] Επικοιν. Συστάσεις της ένωσης ITU-T σχετικές με κινητές υπηρεσίες, υπηρεσίες καταλόγου κτλ. ITU-T Type G Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου G] Επικοιν. Συστάσεις της ένωσης ITU-T σχετικές με ψηφιακά δίκτυα (πχ η G.703 ορίζει χαρακτηριστικά μεταδόσεων ως 140 Mbps). ITU-T Type I Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου I] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της ένωσης ITU-T σχετικά με το ISDN. I T U - T Type Μ Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου Μ] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της ένωσης ITU-T σχετικά με τη διαχείριση δικτύων. I T U - T Type Q" Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου Q] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της ένωσης ITU-T σχετικά με τα συστήματα σηματοδότησης στην τηλεφωνία. I T U - T T y p e V Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου V] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της ένωσης 1TU-T σχετικά με αναλογικές μεταδόσεις. I T U - T T y p e Χ Protocols [Πρωτόκολλα της ITU-T τύπου Χ] Επικοιν. Συστάσεις και πρωτόκολλα της ένωσης ITU-T σχετικά με επικοινωνίες δεδομένων και δίκτυα. Ivory [Ελεφαντοστό] Υλικ. Το υλικό από το οποίο αποτελούνται οι χαυλιόδοντες τεράστιων θηλαστικών, όπως ο ελέφαντας, και χρησιμοποιείται για διακοσμητική χρήση ή κατασκευή πολυτελών αντικειμένων.

-785 -

I n d a n

I n d o l e

Trl

Indigo

Η



Isophorone

0

H l C w C H - C : "

J Antenna [Κεραία J ] Ηλεκτρομαγν. Η τροφοδοτούμενη από το ένα άκρο της κεραία λ/2. Η τροφοδότηση γίνεται με ένα καλώδιο κύματος λ/4 παράλληλο σ' αυτή με σχήμα που μοιάζει με ένα το γράμμα J. J a c k [Γρύλος] Μηχ. Χρησιμοποιείται για την ανύψωση μεγάλων βαρών, όπως για παράδειγμα ενός αυτοκινήτου, για μικρό διάστημα ύψους. Η λειτουργία αυτής της συσκευής μπορεί να στηρίζεται στην εκμετάλλευση της μηχανικής, της υδραυλικής ή άλλης μορφής ενέργειας. J a c k Arch [Επίπεδο τόξο] Αρχ. Ένα τόξο που έχει το σχήμα του γράμματος Π, καθώς το εσωρράχιο και το εξωρράχιό του σχηματίζουν οριζόντιο επίπεδο πάνω από το άνοιγμα της αψίδας. Οι σφηνόλιθοι που σχηματίζουν το περίγραμμά του είναι προσανατολισμένοι με τη μεγάλη όψη προς τα κάτω. J a c k R a f t e r [Αμείβων] Πολ.Μηχ. 1. Ένα από τα κεκλιμένα ξύλα μιας δικλινούς στέγης πάνω στα οποία στρώνονται τα κεραμίδια. Το μήκος του είναι μικρότερο από το μήκος της κλίσης της στέγης, καθώς αυτό συμπληρώνεται από το πάχος των δύο οριζόντιων δοκών πάνω στις οποίες πατάει το ξύλο, του ντερέ στη βάση της στέγης, και της ράχης στην κορυφή της. 2. Ένα από τα δύο πλάγια δοκάρια που σχηματίζουν ένα ζευκτό, με κλίση 30° - 60°. 3. Κάθε ξύλινο υποστήριγμα-αντηρίδα τοίχου, ή κάποιου άλλου δομικού στοιχείου. J a c k Shore [Αντηρίδα] Πολ.Μηχ. Ξύλινο στοιχείο που τοποθετείται υπό κλίση για να υποβοηθήσει τη στήριξη τοίχου ή κάποιου άλλου κατασκευαστικού στοιχείου, ή και ενός δέντρου J a c k T r u s s [Δικτύωμα αετώματος στέγης] Αρχ. Σε τετράκλινη στέγη, το ζευκτό που έχει μειωμένες διαστάσεις έτσι ώστε να προσαρμόζεται στο χαμηλότερο κομμάτι της στέγης. Jacket [Μανδύας] Μηχ. Εξωτερικό κάλυμμα αγωγού ή δοχείου, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως για διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας. Στο χώρο μεταξύ δοχείου και μανδύα, υπάρχει ρευστό μέσο ή στερεό μονωτικό υλικό. J a c k e t L a d d e r [Εξστερική σκάλα κτιρίου] Αρχ. Σιδερένια σκάλα στο εξωτερικό κέλυφος του κτιρίου στην οποία οδηγεί η έξοδος κινδύνου. Είναι σταθερή σκάλα με κλίση ανάβασης 45-55° και μέγιστο ύψος 5μ. J a c k h a m m e r [Κομπρεσέρ] Μηχ. Η συσκευή που χρησιμοποιείται για την διάσπαση σκλ^ηρών υλικών, όπως το σκυρόδεμα, η άσφαλτος, ο βράχος και άλλα, της οποίας η λειτουργία στηρίζεται στη χρήση συμπιεσμένου αέρα.

Jackscrew [Βιδωτός γρύλος] Μηχ. Είναι ένας τύπος γρύλου, δηλαδή μίας μηχανικής διάταξης για την ανύψωση μεγάλ,ων και βαριο')ν αντικειμένων, που χρησιμοποιεί ένα βιδωτό μηχανισμό. Jacobi [Μαθηματικός Jacobi] Μαθημ. Γεννήθηκε το 1804 στη Γερμανία και πέθανε το 1851. Ασχολήθηκε με πολλά θέματα της επιστήμης των μαθηματικών και δίδαξε για αρκετά χρόνια στο πανεπιστήμιο του Konigsberg. Η συνεισφορά του εντοπίζεται κυρίως στις ελλειπτικές και αλνγεβρικές εξισώσεις. Jacobi Identity [Ταυτότητα Jacobi] Μαθημ. Σε ένα σύνολο G ισχύει η σχέση [x,[y,z]]+[y,[z,x]]+[z,[x,y]]=0 για κάθε τριάδα στοιχείων x,y,z του G. Οι αγκύλες [*, *] συμβολίζουν το διμελή μετασχηματισμό Lie από το σύνολο GxG στο G. Jacobi Polynomials [Πολυώνυμα Jacobi] Μαθημ. Τα πολυώνυμα Jacobi

a

b

ii=u.„c )c )

( , - R M ·

όπου a,b >-1, είναι ορθογώνια στο διάστημα [-1,1] ως προς τη συνάρτηση βάρους \ν(χ):=<1-χ)α(1+χ)β. Κάθε τέτοιο πολυώνυμο είναι

2 Με κατάλληλες συνθήκες για τα a και b από τα πολυώνυμα Jacobi λαμβάνονται τα πολυώνυμα Gegenbauer, Legendre και Chebyshev πρώτου είδους Τ η και δευτέρου είδους Un. J a c o b i a n Elliptic Function [Ελλειπτική συνάρτηση Jacobi] Μαθημ. Οι τρεις κυριότερες ελλειπτικές συναρτήσεις Jacobi είναι snz=sin(am z), cnz= (l-sin 2 z) 1,2 και dnz=(l-k 2 sn 2 z) 1/2 οπού z=sin(p. Είναι διπλοπεριοδικές συναρτήσεις, με έναν πόλο και συνδέονται μεταξύ τους με τη σχέση: sn 2 z+cn 2 z=k 2 sn 2 z+dn 2 z=l όπου k είναι μέτρο του ελλειπτικού ολοκληρώματος από την αντιστροφή του οποίου εξαρτώνται οι Jacobi συναρτήσεις. Jacobian M a t r i x [Ιακωβιανός πίνακας] Μαθημ. Έστω ένας C1 μετασχηματισμός Τ με πεδίο ορισμού ένα υποσύνολο του 9Γ και πεδίο τιμών το 9Γ, ο οποίος ορίζεται μέσω n συναρτήσεων n μεταβλητών. Ο Ιακωβιανός nxn πίνακας σχηματίζεται από τις μερικές παραγώγους κάθε συνάρτησης ως προς κάθε μεταβλητή. Έτσι κάθε στοιχείο (i, j) του πίνακα είναι η μερική παράγωγος της i συνάρτησης ως προς τη j μεταβλητή 1< i, j< n.

-787 Jacobson Radical [Ριζικό Jacobson] Μαθημ. Σε ένα δακτύλιο R ορίζονται όλα τα μέγιστα ιδεώδη τα οποία δεν περιέχονται σε κάποιο γνήσιο ιδεώδες του R και είναι διαφορετικά του δακτυλίου. Η τομή όλων αυτών είναι ιδεώδες του R και ονομάζεται ριζικό Jacobson. Jadeite [Ιαδεΐτης] Ορυκτ. Ανήκει στα πυρογενή υλικά και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Αποτελεί σπάνια μορφή του νεφρίτη. Πρόκειται για πυριτικό νατριο-αργίλιο, NaAISi2C>6, με το πράσινο χρώμα του σμαραγδιού και έχει ειδικό βάρος 3,34 και σκληρότητα 6,5-7 Mohs. J a e g e r Method [Μέθοδος Jaeger] Μηχ. Ρευστ. Περίπτωση φυσικού συστήματος το οποίο χρησιμοποιεί έναν τριχοειδή σωλήνα για τη μέτρηση της επιφανειακής τάσης υγρού. Πιο συγκεκριμένα μετράται το μέγεθος της πίεσης που χρειάζεται για την εισαγωγή αέρα στο σωλήνα. J a g Bolt [Οδοντωτό μάνταλο] Μηχ. Συνηθισμένο στήριγμα άγκυρας σε ένα οδοντωτό μάνταλο σχεδιασμένο να αντέχει τις συσπάσεις και τις καταπονήσεις γενικά. Jahn-Teller Effect [Φαινόμενο Jahn-Teller] Φυα. Χημ. Θεώρημα σύμφωνα με το οποίο, κάθε μη γραμμικό μόριο ή ιόν είναι σταθερό μόνο όταν βρίσκεται σε όσο το δυνατόν διαφοροποιημένη ηλεκτρονική κατάσταση. Για το λόγο αυτό, τα κανονικά στερεοχημικά σχήματα των μορίων παραμορφώνονται για να αρθεί ο εκφυλισμός και να επιτευχθεί η σταθεροποίηση. Jalousie [Φύλλο με περσίδες] Αμχ. 1. Ημιδιαφανή διαχωριστικά τοιχία με περσίδες, που περικλείουν έναν ημιυπαίθριο χώρο όπως μια βεράντα, και επιτρέπουν το φυσικό φωτισμό και αερισμό του χώρου, αλλά τον προστατεύουν από τα νερά της βροχής και το χιόνι. 2. Παντζούρι-εξώφυλλο παραθύρου σχηματισμένο από ένα πλαίσιο με ξύλινες περσίδες στο εσωτερικό, ελαφρά κεκλιμένες ώστε να αποτρέπουν την είσοδο των νερών της βροχής. 3. Παραθυρόφυλλο που αποτελείται από γυάλινες περσίδες που περιστρέφονται από μία λαβή στο πλάι του παραθύρου ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερος φωτισμός και αερισμός. Το παράθυρο αυτό χρησιμοποιείται κυρίως σε μπάνια και δεν έχει εξώφυλλο. J a m [Εμπλοκή] Μηχ. Πρόκειται για κάθε διακοπή της λειτουργίας ενός μηχανήματος, συνήθως δε ηλεκτρονικών συσκευών όπως εκτυπωτές και άλλες, λόγω κάποιας εσωτερικής δυσλειτουργίας και αστοχίας κάποιας διαδικασίας, όπως για παράδειγμα της κίνησης του χαρτιού για τους εκτυπωτές. J a m b [Παραστάδα] ΠολΜηχ. 1. Η μία από τις δύο κατακόρυφες πλαϊνές λωρίδες του ανοίγματος της πόρτας ή του παραθύρου. Περιλαμβάνει το μπόι της κάσας με την παρειά της πόρτας ή του παραθύρου. 2. Η μία από τις δύο κατακόρυφες πλευρές ενός τζακιού. Συνήθως είναι πέτρινες και αποτελούν μέρος του περιγράμματος του ανοίγματος της εστίας. J a m b F o r m [Πλαίσιο ανοίγματος τοίχου] Πολ.Μηχ. 1. Ένα πλαίσιο με τρία μέρη που τοποθετείται σε έναν τοίχο για να σχηματίσει το άνοιγμα πόρτας ή παραθύρου. Τοποθετείται κατά την κατασκευή του τοίχου και στο άνοιγμα αυτό προσαρμόζεται μόνιμα η κάσα του κουφώματος. 2. Η ίδια η κάσα της πόρτας ή του παραθύρου. Ξύλινο πλαίσιο με όλες τις πτυχώσεις και τις λεπτομέρειες των μελών του, που τοποθετείται μόνιμα στο άνοιγμα τοίχου. Είναι απαραίτητο στις ενώσεις της κάσας με τον τοίχο να εισάγονται ελαστικά παρεμβύσματα όπως στόκοι, για να αποφεύγονται μεταβολές

J a v a Language

στην προσαρμογή της κάσας λόγω παραμορφώσεων του κουφοόματος. J a m b Liner [Προσθετική λωρίδα παραστάδας] Πολ. Μηχ. Ξύλινη λωρίδα που προσαρμόζεται στην παραστάδα κάσα παραθύρου ή πόρτας για να αυξήσει το πάχος της, ώστε αυτή να καλύπτει όλο το πλάτος της παραστάδας του τοίχου. Πιο συχνή χρήση της έχουμε σε παράθυρα. J a m b Lining [Μπόι κάσας] Πολ.Μηχ. Η ξύλινη σανίδα που τοποθετείται κατακόρυφα στο άνοιγμα πόρτας ή παραθύρου και αποτελεί την επίστρωση της παραστάδας του τοίχου. Jamesonite [Ιαμεσονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και έχει συνήθως μαύρο χρώμα. Ο χημικός του τύπος είναι 2PbS*Sb 2 S 2 . J a m i n Effect [Φαινόμενο Jamin] Μηχ. Ρευστ. Φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο από την ύπαρξη φυσαλίδων εμποδίζεται η ροή σε τριχοειδή σωλήνα. J a m i n Refractometer [Διαθλασίμετρο Jamin] Οπτικ. Συσκευή με την οποία, παρατηρώντας τη μετατόπιση των κρουσσών δυο συμβαλλόμενων ακτινών φωτός, μπορούμε να μετρήσουμε το δείκτη διάθλασης αερίου. J a m m e r [Συσκευή ηλεκτρονικής παρεμβολής] Πλεκτμ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία διάταξη με την οποία είναι εφικτή η παρενόχληση του σήματος κάποιου τηλεοπτικού, ραδιοφωνικού πομπού ή ενός ραντάρ. ^ J a m m e r Finder [Ραντάρ Jammer] Ηλεκτμον. Περίπτωση κατά την οποία εστιάζοντας τη κωνική δέσμη ενέργειας του, ραντάρ βρίσκει το βεληνεκές ενός στόχου. J a m m i n g [Παρενόχληση (σε ραδιοκύματα)] Ηλεκτμον. Η μέσω του κορεσμού του δέκτη με ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, σκόπιμη αποδιοργάνωση της λειτουργίας ενός σταθμού ραντάρ ή ραδιοφωνικού σταθμού. J a n e c k e Diagram [Διάγραμμα Janecke] Χημ. Μηχ. Χρησιμοποιείται στο σχεδιασμό διεργασιών εκχύλισης. Ο κατακόρυφος άξονας παριστά τη μάζα του διαλύτη ανά μονάδα μάζας του εκχυλιζόμενού μίγματος, ενώ ο οριζόντιος τη συγκέντρωση του εκυλιζόμενου υλικού, επί ξηρής βάσης. J a n s k y [Μονάδα Jansky] Αστμοφυσ. Χρησιμοποιούμενη στη ραδιοαστρονομία μονάδα πυκνότητας ροής. Είναι ΙΟ'26 W/mHz. J a n u s [Ιανός] Αστμον. Δορυφόρος του Κρόνου. Ο δέκατος σε σειρά αποστάσεως. Πήρε το όνομα του από το διπρόσωπο Ρωμαϊκό θεό Ιανό. J a r [Πλατύστομο Δοχείο] Χημ. Γυάλινο κυλινδρικό δοχείο, με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για τα χημικά αντιδραστήρια. J a s m o n e [Ιασμόνη] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για την 3μεθυλο-2-(2-πεντενυλο)-2-κυκλοπεντεν-1-όνη, με τύπο CuHfiO και μοριακό βάρος 164,25. Είναι κίτρινη υγρή ουσία, που βρίσκεται στα άνθη του ιάσμου. Έχει σημείο ζέσεως 134-135 °C (σε 12 torr), είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων. J a v a Database Connectivity [Συνδεσιμότητα βάσεων δεδομένων σε Java] Επικοιν. Πρότυπο διασύνδεσης αρχείων βάσεων δεδομένων από διάφορες πηγές (πχ DBF, XLS, κτλ) που επέκτεινε το ODBC. J a v a Development Kit [Πακέτο ανάπτυξης με Java] Επικοιν. Πακέτο βιβλιοθηκών και προγραμματιστικών διασυνδέσεων της γλώσσας Java. J a v a Language [Γλώσσα Java] Επικοιν. Αντικείμενο-

« ,

)

J a v a Server Pages

-788-

στραφής γλώσσα της εταιρίας Sun που είχε σαν βασικό σκοπό να εξυπηρετήσει τηλεπικοινωνιακή υποδομή μέσω του διαδικτύου αλλά σύντομα επεκτάθηκε σε γλώσσα γενικού σκοπού με πολλές βιβλιοθήκες και διασυνδέσεις. J a v a Server Pages [Σελίδες εξυπηρετητή Java] Επικοιν. Μεθοδολογία προγραμματισμού που αποτελεί ουσιαστικά μίξη Java και HTML για την ανάπτυξη εφαρμογών στους servers. J a v a Telephony Applications P r o g r a m m i n g Interface [Προγραμματιστική διασύνδεση τηλεφωνικών εφαρμογών με Java] Επικοιν. Μεθοδολογία ανάπτυξης σχετικών με τηλεφωνία εφαρμογών της εταιρίας Sun. J a v a b e a n Component [Συστατικό Javabean] Επικοιν. Δομικό στοιχείο της επικοινωνίας διαφόρων εφαρμογών μέσω της Java. J a v a S c r i p t L a n g u a g e [Γλώσσα JavaScript] Επικοιν. Γλώσσα scripting που παρήγαγε η εταιρία Netscape για να ενσωματώσει στο δικό της διαμετακομιστή σελίδων και ενσωματώνει στοιχεία HTML και Java. J a w C r u s h e r [Σιαγονοφόρος θραυστήρας] Μηχ. Πρόκείται για έναν από τους τύπους των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αδρανών υλικών για τα έργα οδοποιίας ή την κατασκευή οπλισμένου σκυροδέματος. Τα αδρανή παράγονται από τα πετρώματα με τη βοήθεια του θραυστήρα σε επιθυμητές περιοχές διαστάσεων και έπειτα διαβαθμίζονται με τη χρήση των κόσκινων. J C a r r i e r System [Σύστημα J φορέα] Επικοιν. Παραλλαγή του φορέα Τ που συναντιέται και στις γραμμές ΤΙ. J Display [Απεικόνιση J] Ηλεκτρον. Τρόπος απεικόνισης αντικειμένων στην οθόνη ενός ραντάρ. Ο χρόνος απεικονίζεται ως κύκλος, τα σήματα του στόχου εμφανίζονται γύρω στην περιφέρεια της οθόνης και οι αποστάσεις μετρούνται περιφερειακά μεταξύ των στόχων. J e a n s Length [Μήκος Jeans] Αστροφυα. Στη περίπτωση ομογενούς μέσου το κρίσιμο μέγεθος πέρα από το οποίο η βαρύτητα δεν μπορεί να αποτρέψει την απόσπαση υλικού λόγω μίας διαταραχής. J e a n s Viscosity Equation [Εξίσωση ιξώδους Jeans] Φυα. Σχέση η οποία δίνει το ιξώδες αερίου συναρτήσει της θερμοκρασίας του. Το ιξώδες είναι ανάλογο δύναμης της απόλυτης θερμοκρασίας όπου ο εκθέτης είναι χαρακτηριστικό του υλικού. Jeep [Είδος οχήματος] Μηχ. Αρχικά κατασκευάστηκε για στρατιωτική χρήση, αργότερα κυκλοφόρησε και σαν κοινό πολιτικό όχημα, έχει την δυνατότητα κίνησης και στους τέσσερις τροχούς για μετακίνηση εκτός του οδικού δικτύου σε σχετικά ανώμαλους χωμάτινους δρόμους. J e n s e n ' s Inequality [Ανισότητα Jensen] Μαθημ. Έστω μια σειρά θετικών αριθμών ρ 1ν ..,ρ Π τέτοια ώστε Σ^ι πρί=1και f μια συνάρτηση η οποία ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της κυρτότητας. Τότε αποδεικνύεται ότι ισχύει ί(Σ, - ι Πρ.χ< Σι - ι npi f(xi))· J e r k i n h e a d [Μικρό αέτωμα τετρακλινούς στέγης] Αρχ. Σε μια τετρακλινή στέγη ένα μικρών διαστάσεων αέτωμα που σχηματίζεται από το μέσο περίπου του ύψους της κλίσης μέχρι και την κορυφή της στέγης και από τη μικρή της μόνο πλευρά. Σχηματίζεται έτσι δευτερεύουσα κλίση σε ένα μέτωπο μόνο. Jet [Πίδακας] Ρευστομηχ. Καλείται μία πηγή από την οποία εκτινάσσεται με δύναμη νερό ή άλλο υγρό. Μπορεί να είναι φυσική ή τεχνητή, όπως το σιντριβάνι

για διακοσμητικούς λόγους. Στους φυσικούς πίδακες νερού η πίεσή του οφείλεται στην υψομετρική διαφορά μεταξύ αυτών και του υπόγειου χώρου από όπου το νερό κατέρχεται, κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, J e t Aircraft [Αεριωθούμενο] Μηχ. Συνηθισμένο πλέον είδος αεροπλάνου, πολιτικής αλλά και στρατιωτικής χρήσης, το οποίο έχει κινητήρες οι οποίοι εκτοξεύουν αέρια με πολύ μεγάλη πίεση ώστε να εξασφαλίσουν στο αεροσκάφος την απαιτούμενη ώθηση. J e t Bundle [Δέσμη jet] Μαθημ. Περίπτα)ση διαφορικής πολλαπλότητας στην οποία ορίζεται μια δέσμη νημάτων. Τα νήματα σχηματίζονται πάνω σε όλα τα σημεία της πολλαπλότητας θεωρώντας συναρτήσεις που έχουν τις ίδιες τιμές για όλες τις μερικές παραγώγους τους έως τάξη n στο σημείο βάσης. J e t Compressor [Συμπιεστής Ακροφυσίου] Μηχ. Ειδικής κατασκευής μηχάνημα συμπίεσης αερίων, που χρησιμοποιεί ως βοηθητικό ρευστό αέρα ή υδρατμούς υψηλής πίεσης, το οποίο διοχετεύεται μέσα στο ακροφύσιο. Στην έξοδο του ακροφυσίου συμβαίνει η αναρρόφηση, ενώ ο σωλήνας κατάθλιψης έχει αποκλίνον σχήμα, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας σε ενέργεια πίεσης. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη μεταφορά διαβρωτικών αερίων και ατμών, Jet Condenser [Συμπυκνωτής Ακροφυσίου] Μηχ. Ειδικού τύπου συμπυκνωτής, όπου η συμπύκνωση των ατμών επιτυγχάνεται με τη βοήθεια σταγονιδίων ψυκτικού νερού, που εισάγονται υπό πίεση, μέσω ακροφυσίου, στο χώρο των ατμών, Jet Engine [Στροβιλοαντιδραστήρας] Μηχ. Είναι ένα προωθητικό σύστημα, δηλαδή ένας τύπος κινητήρα, όπου η αναπτυσσόμενη δρώσα δύναμη προκύπτει ως αντίδραση από την εκτόξευση προς την αντίθετη κατεύθυνση μάζας αερίων με πολύ μεγάλη ταχύτητα, Jet Fuel [Καύσιμο αεριωθούμενου] Υλικ. Το συνηθέστερο είναι η κηροζίνη, αλλά γενικότερα ο όρος περιγράφει κάθε υλικό που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη από τους κινητήρες των αεριωθούμενων αεροσκαφών. Jet Mill [Συσκευή Αλεσης τύπου Ακροφυσίου] Μηχ. Συσκευή άλεσης στερεών σωματιδίων, η λειτουργία του οποίου βασίζεται στις μεταξύ τους συγκρούσεις, καθώς αυτά παρασύρονται από ρεύμα αερίου υψηλής ταχύτητας. Jet Mixer [Συσκευή Ανάμιξης τύπου Ακροφυσίου] Μηχ. Συσκευή στην οποία αναμιγνύονται δύο υγρά, καθώς το ένα εισάγεται σε κατάσταση λεπτής διασποράς, με τη βοήθεια ακροφυσίου, μέσα στο ρεύμα του δεύτερου. Jet P u m p [Αντλία Ακροφυσίου] Μηχ. Συσκευή συμπίεσης και μεταφοράς υγρών, η λειτουργία της οποίας προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση ενός βοηθητικού υγρού. Η αναρρόφηση λαμβάνει χώρα στην έξοδο του ακροφυσίου, ενώ στην έξοδο υπάρχει ο διαχυτήρας, με βαθμιαία αυξανόμενη διατομή, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας σε ενέργεια πίεσης. J e t s a m [Ερμα] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλα τα άχρηστα υλικά, κοινώς η σαβούρα, που είτε τοποθετούνται μέσα σε ένα πλοίο για να επιτευχθεί μεγαλύτερη ευστάθεια είτε αντιθέτως οτιδήποτε εγκαταλείπεται από αυτό σε περίπτωση κινδύνου, Jetting O u t [Προεξοχή] Αρχ. Σε ένα κτίριο καλείται οποιοδήποτε τμήμα του ή διακοσμητικό στοιχείο που προβάλει εκτός της κατακόρυφης επιφάνειας των εξωτερικών τοίχων. Ο οικοδομικός κανονισμός καθορίζει

-789επακριβώς τις διαστάσεις των προεξοχών που δικαιούται να έχει κάθε κτίριο ανάλογα με την περίπτωση. Jetty [Προκυμαία] Υδραυλ. Μία κατασκευή από πέτρα και σκυρόδεμα, τοποθετημένη κατά μήκος ενός λιμανιού για την εξυπηρέτηση των αναγκών των πλοίων και τη δημιουργία μίας ομαλής επιφάνειας για τη λειτουργία του. J i b Door [Πόρτα ομοεπίπεδη με τον τοίχο] Αρχ. Μια πόρτα η οποία δεν έχει κάσα και τα μέλη της, θυρόφύλλο, λεπτομέρειες κ.λ.π. είναι ομοεπίπεδα με τον τοίχο έτσι ώστε να μην διακρίνεται εύκολα. Επιπλέον συχνά βάφεται στο ίδιο χρώμα με τον τοίχο ή επενδύεται με ταπετσαρία ώστε να μη διακόπτει τη συνέχεια του τοίχου. J i b Window [Παράθυρο ομοεπίπεδο με τον τοίχο] Αρχ. Παράθυρο αντίστοιχο της ομοεπίπεδης πόρτας που δεν διακρίνεται, δεν προεξέχει ούτε σχηματίζει εσοχή με τον τοίχο. Μπορεί να αποτελεί και στοιχείο καθαρά διακοσμητικό, οπότε βάφεται και δε χρησιμεύει στο φωτισμό και τον αερισμό του κτιρίου. Jig [Καλύπτρα] Μηχ. Ειδική συσκευή μίας αλυσίδας παραγωγής πολύπλοκων μηχανών, η οποία κρατάει σταθερό κάποιο εξάρτημα και το οδηγεί στο κατάλληλο σημείο για να συναρμολογηθεί. Jini Architecture [Αρχιτεκτονική Jini] Επικοιν. Αρχιτεκτονική της εταιρίας Sun για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων εφαρμογών κυρίως πάνω στο δικό της δικτυακό μοντέλο. Jitney [Μικρό λεωφορείο] Μηχ. Είναι ένα μεταφορικό όχημα, μικρής σχετικά χωρητικότητας ατόμων, που εξυπηρετεί τις υπεραστικές ανάγκες για μετακινήσεις και ακολουθεί συγκεκριμένες διαδρομές, παρεκκλίνοντας όμως από αυτές κατόπιν ζήτησης από τους επιβάτες. Jitter [Τρεμούλιασμα] Επικοιν. Παρατηρείται από εσωτερική παραφωνία, επηρεάζει τη φάση και μετριέται σε μοίρες. j- j Coupling [Σύζευξη j - j] Ατομ. Φυσ. Είδος σύζευξης των γωνιακών στροφορμών και των σπιν πολυ ηλεκτρονικών ατόμων. Πρώτα κάνουμε σύζευξη των σπιν με τα σπιν και των γωνιακών στροφορμών με τις γωνιακές στροφορμές και μετά κάνουμε σύζευξη των διανυσμάτων που προκύπτουν. Τελικά με αυτό τον τρόπο μπορούμε να προσδιορίσουμε την ολική κυματοσυνάρτηση του ατόμου. J Κ Flip- Flop [Κύκλωμα J - Κ φλιπ - φλοπ] Ηλεκτμον. Περίπτωση όπου οι τιμές των παραμέτρων εισόδου J και Κ σε διβάθμιο ηλεκτρονικό κύκλωμα καθορίζουν την κατάσταση του. J o b [Εργασία] Βιομ.Μηχ. Καλείται το σύνολο των ανθρωπίνων ενεργειών που έχουν σκοπό την παραγωγή υλικών αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ βάσει αυτής ο κάθε εργαζόμενος αμείβεται και προς βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του. Καθότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι οργανωμένη και η εργασία είναι προγραμματισμένη και συστηματική και διέπεται από κανόνες, ενώ μπορεί να είναι ατομική ή ομαδική. J o b Class [Τάξη εργασίας] Πλημ. Η κλάση, η οποία καθορίζεται κυρίως από το περιεχόμενο της, δηλαδή το σύνολο των εργασιών που περιλαμβάνει, καθώς και των κανόνων και των περιορισμών που προκύπτουν από τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της κάθε εργασίας από το υπολογιστικό σύστημα για λογισμικό και υλικό. J o b Control Statement [Συνθήκη ελέγχου εργασίας] Πλημ. Η συνθήκη, η οποία ρυθμίζει και καθορίζει την

Joint 1

εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας λαμβάνοντας υπόψη και τις αντίστοιχες απαιτήσεις της κάθε εργασίας για χρήση λογισμικού και υλικού από το υπολογιστικό σύστημα. J o b Schedule [Πρόγραμμα εργασιών] Πληρ. Το ειδικό πρόγραμμα, το οποίο συντονίζει και ρυθμίζει τη σειρά εκτέλεσης των διαφόρων εργασιών του υπολογιστικού συστήματος, J o b Site [Τοποθεσία εργοταξίου] Αρχ. Το οικόπεδο στο οποίο πραγματοποιούνται εργασίες ανέγερσης οικοδομής. J o b Specification [Προδιαγραφές εργασιών] Αρχ. Οι αναλυτικές λεπτομέρειες της κατασκευής του έργου, Μπορεί να αναφέρονται στα υλικά, το σχεδιασμό, κ.λ. π. Είναι απαραίτητες για να εκδοθεί η άδεια της οικοδομής. J o b Step [Βήμα εργασίας] Πληρ. Η καθεμία από τις επιμέρους εργασίες που καθορίζονται από τη συνθήκη ελέγχου μιας συγκεκριμένης εργασίας και πραγματοποιούνται με τη μορφή βημάτων με στόχο την εκτέλεση της εργασίας αυτής από το υπολογιστικό σύστημα, J o b Stream [Ρεύμα ή ακολουθία εργασιών] Πληρ. Το σύνολο των στοιχειωδών εργασιών που εκτελούνται η μια μετά την άλλη, με τη μορφή βημάτων, από το σύστημα επεξεργασίας δεδομένων του λειτουργικού συστήματος του υπολογιστή, με στόχο την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας. J o b b e r [Ημιειδικευμένος εργάτης] Αρχ. Εργάτης με εμπειρία σε όλων των ειδών τις δουλειές σε μια οικοδομή, χωρίς να είναι ειδικευμένος σε μια συγκεκριμένη τέχνη. Jocobian [Ιακωβιανή] Μαθημ. Έστω ένας μετασχηματισμός Τ για τον οποίο ορίζεται ο πίνακας παραγώγων DT του Τ. Η ορίζουσα του πίνακα αυτού ονομάζεται Ιακωβιανή και λειτουργεί ως μέτρο της μεταβολής που προκαλείται από τον Τ στο πεδίο ορισμού του. Joggle Piece [Σύνθετο στήριγμα] Αμχ. Joggle Post Joggle Post [Σύνθετο στήριγμα] Αμχ. 1. Σε ένα ζευκτό, το κατακόρυφο ξύλινο μέλος-ορθοστάτης, που φέρει κάποιες εξοχές-ώμους, ώστε να στηρίζει τα κεκλιμένα στοιχεία-αμείβοντες. 2. Ένα στήριγμα που σχηματίζεται από τη σύνδεση πολλών ξύλινων τμημάτων μεταξύ τους. Johnson And L a r k - Horowitz F o r m u l a [Τύπος Johnson και Lark - Horowitz] Φυσ. Στεμ. Κατ. Τύπος ο οποίος συσχετίζει την ειδική αντίσταση μετάλλου ή εκφυλισμένου ημιαγωγού και την πυκνότητα των ατόμων πρόσμιξης. Johnson - Rahbeck Effect [Φαινόμενο Johnson Rahbeck] Φυσ. Φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο λόγω της εφαρμογής δυναμικού μεταξύ δύο ηλεκτροδίων τα οποία είναι σε επαφή με ημιαγωγό παρατηρείται αύξηση της δύναμης τριβής μεταξύ τους λόγω στατικού ηλεκτρισμού. J o i n e r [Ξυλουργός] Οικοδ. Είναι ο τεχνίτης που με τα κατάλληλα εργαλεία και τις απαραίτητες γνώσεις, ολοκληρώνει τις ξυλουργικές εργασίες σε μία οικοδομή. Joinery Fittings [Μόνιμη επίπλωση] Αμχ. Όλα τα ξύλινα στοιχεία που αποτελούν τη μόνιμη επίπλωση ενός κτιρίου, π.χ. ντουλάπες. Κατασκευάζονται σε εργοστάσιο με διαστάσεις που έχουν μετρηθεί πρώτα στο χώρο κατασκευής του κτιρίου και εφαρμόζονται στην κατασκευή έτοιμα, πριν την ολοκλήρωσή της. Joint 1 [Ενωση] Αμχ. 1. Η σύνδεση δύο στοιχείων ή επιφανειών σε μια κατασκευή. 2. Σε λιθοδομή αποτελεί

Joint 2

-790-

το κονίαμα που εισάγεται στους αρμούς των δομικών πλίνθων και αποτελεί την ένωση μεταξύ τους. 3. Διαφόρων μορφών και μεγεθών συνδετικά στοιχεία, ξύλινα ή μεταλλικά, που χρησιμεύουν σε ενώσεις σε κατασκευές, όπως στην επίστρωση των στεγών. Joint 2 [Κόμβος] Μηχ. Το ιδεατό εκείνο σημείο μίας κατασκευής, που βέβαια ανάλογα με τον τύπο της κατασκευής έχει και μία διαφορετική υλική υπόσταση, στο οποίο ενώνονται δύο ή περισσότερα μέλη του φέροντος οργανισμού της. Joint Backing [Λωρίδα σύνδεσης τοίχου] Αρχ. Backup Strip Joint Bolt [Συνδετικό μεταλλικό καρφί] Αρχ. Μεταλλικό στοιχείο μορφής βίδας ή καρφιού που χρησιμεύει στη σύνδεση επιφανειών. Χρησιμοποιείται συνήθως σε θύρες, ξυλώματα, ή θυροκιγκλιδώματα. Joint Cement [Τσιμέντο αρμολόγησης] Αρχ. Αμάλγαμα τσιμέντου που χρησιμοποιείται για να γεμίζει αρμούς και ενώσεις στοιχείων, αλλά και στο τελείωμα ενώσεων σε επιφάνειες επιστρωμένες με γυψοσανίδες. Joint Filler [Στόκος αρμολόγησης] Αρχ. Συνθετικό υλικό που χρησιμοποιείται στο γέμισμα αρμών ανάμεσα σε κατασκευαστικά στοιχεία για την αποφυγή μετακινήσεων από πιθανές διαστολές των στοιχείων. Joint Mould [Τμήμα ανάγλυφης μόρφωσης] Αρχ. Ένα τμήμα ανάγλυφης μόρφωσης που πλαισιώνει έναν τοίχο ή ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο κατά το ασβέστωμα. Joint Probability [Κοινή πιθανότητα] Στατ. Ορίζεται ως η πιθανότητα να συμβούν ταυτόχρονα ή κατά διαδοχική χρονική σειρά, δύο ή περισσότερα συσχετισμένα γεγονότα. Joint Probability Distribution [Κοινή κατανομή πιθανότητας] Στατ. Είναι η μαθηματική συνάρτηση δύο ή περισσοτέρων τυχαίων μεταβλητών που ορίζει με την βοήθεια της ολΌκλήρωσής της, την πιθανότητα πραγματοποίησης του συνδυασμού κάποιων γεγονύτων. Joint Reinforcement [Ενισχυτικό αρμών] Αρχ. Είδος ασβεστοκονιάματος ενισχυμένο με τσιμέντο ή και με σίδερα, που χρησιμοποιείται στις ενώσεις-αρμούς τοιχοποιίας για να επιτύχει μεγαλύτερη αντοχή. Joint T a p e [Συνδετική ταινία] Αρχ. Υφασμάτινη ταινία που επικολλάται στα κενά ανάμεσα σε γύψινες πλάκες τοίχου, ώστε να τις συνδέει αλλά και να καλύπτει τις ενώσεις τους. Χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο και για να ενώσει ρολά χαλιού ή μοκέτας. Joint Venture [Συνεταιρισμός] Αρχ. Συνεργασία μικρών εταιρειών που γίνεται με σκοπό την ανάληψη ενός κατασκευαστικού έργου, ώστε να μπορούν να καλυφθούν με μεγαλύτερη ευκολία οι οικονομικές αλλά και οι κατασκευαστικές ανάγκες του έργου. Jointer Saw [Λιθοπρίονο] Αρχ. Ένα είδος πριονιού με μεγάλες ατσάλινες εγκοπές, κατάλληλο για το πριόνισμα μεγάλων λίθινων στοιχείων. Jointing C o m p o u n d [Τσιμέντο αρμολόγησης] Αρχ. —> Joint Cement Jointing M o r t a r [Κονίαμα αρμολόγησης] Αρχ. Σκεύασμα που χρησιμοποιείται στο γέμισμα των αρμώνενώσεων κατασκευαστικών στοιχείων και περιέχει ασβεστοκονία. Jointing Plane [Εργαλείο ευθυγράμμισης ξύλου] Αρχ. Ένα εργαλείο που αποτελείται από μία επιμήκη επιφάνεια που χρησιμεύει στη λείανση ξύλινων επιφανειών, ώστε να επικάθονται καλύτερα πάνω τους συνδετικά υλικά όπως κολλώδεις ουσίες.

Jointing Rule [Κανόνας οικοδόμου] Αρχ. Ένα είδος κανόνα-χάρακα, μεταλλικό ή ξύλινο, που χρησιμοποιείται από τους οικοδόμους για τον έλεγχο τυχόν παρεκκλίσεων των δομικών στοιχείων - πλίνθων, λίθων κατά τη διάρκεια της κατασκευής ενός τοίχου. Jointing Strip [Λωρίδα κονιάματος αρμολόγησης] Αρχ. Κονίαμα αρμολόγησης συμπιεσμένο σε μια λωρίδα που τοποθετείται σε ενώσεις κατασκευαστικών στοιχείων. Jointing T a p e [Ταινία αρμολόγησης] Αρχ. Ταινία από συνθετικά υλικά που επενδύεται πάνω από ενώσεις ή αρμούς και σε συνδυασμό με ασβεστοκονίαμα τους καλύπτει ώστε να αποφεύγονται αποκολλήσεις ή παραμορφώσεις. Jointless Flooring [Ολόσωμο δάπεδο] Αρχ. Είδος δαπέδου που έχει συνέχεια, είναι ενιαίο, όπως πλάκα από μπετόν. Απλώνεται πάνα) σε ξυλότυπο, με αρμούς ανά 2-2,5μ. και αφού στεγνώσει και αποκτήσει πλήρη αντοχή, βάφεται. Joist [Πάτερο] Οικοδ. Είναι ένα οριζόντιο φέρων στοιχείο μίας οικοδομής, το οποίο στηρίζει ένα πάτωμα ή μία στέγη. Το υλικό κατασκευής του δοκαριού αυτού μπορεί να είναι το ξύλο, ένα μέταλλο ή και το οπλισμένο σκυρόδεμα. Joist Anchor [Αγκύρωση δοκαριών] Αρχ. Μεταλλικό άγκιστρο που βιδώνεται στην επιφάνεια του άκρου του δοκαριού πατώματος ή οροφής, και ενσωματώνεται από την άλλη πλευρά στον τοίχο στον οποίο στηρίζεται το δοκάρι, συνδέοντας τα δύο στοιχεία και ενισχύοντάς την κατασκευή απέναντι σε πλευρικές τάσεις και σεισμικές δονήσεις. Joist H a n g e r s [Μεταλλικός αναρτήρας δοκαριού] Αρχ. Είδος μεταλλικής προσαρμογής μέσα στην οποία ενσωματώνεται η άκρη δοκαριού πάνω στην οποία βιδώνεται η προσαρμογή, ώστε να μην έρχεται αυτό σε άμεση επαφή με τον τοίχο. Αποφεύγεται έτσι η γρήγορη φθορά του από τυχόν υγρασία, κ.λ.π. αλλά και καθιστάται ισχυρότερη η σύνδεση των δύο αυτών κατασκευαστικών στοιχείων. Joist T r i m m e r [Μπρατσόλι δοκού] Αρχ. Είδος μεταλλικής προσαρμογής που ενσωματώνεται στο τέλος ακραίου δοκαριού οροφής, ή σε δοκό που σχηματίζει το πλαίσιο ανοίγματος, για την ενίσχυση της σύνδεσής της με άλλη δοκό υπό γωνία, ή άλλο στοιχείο, J o r d a n Algebra [Αλγεβρα Jordan] Μαθημ. Μια άλγεβρα από έναν διανυσματικό χώρο V σε ένα σώμα F ονομάζεται άλγεβρα Jordan όταν η προσεταιριστική ιδιότητα ισχύει στην μορφή (ab)a 2 =a(ba 2 ) για κάθε a,b στο χώρο V. J o r d a n Block [Μπλοκ Jordan] Μαθημ. Τετραγωνικοί πίνακες οι οποίοι αποτελούν τα στοιχεία της κύριας διαγωνίου της κανονικής μορφής ενός πίνακα Α. Κάθε μπλοκ Jordan είναι κάτω τριγωνικός πίνακας. Στην κύρια διαγώνιο εμφανίζεται μια μοναδική ιδιοτιμή που προκύπτει από τους στοιχειώδης διαιρέτες του Α, ενώ πάνω από την κύρια διαγώνιο εμφανίζονται μονάδες. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι μηδέν, J o r d a n Canonical F o r m [Κανονική μορφή Jordan] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Α που ανήκει στο Ρ^'το οποίο είναι αλγεβρικά κλειστό σώμα. Ο Α είναι όμοιος προς έναν τριγωνικό πίνακα Α'. Τα στοιχεία της κήριας διαγωνίου του Α είναι τα μπλοκ Jordan, που προκύπτουν από τους στοιχειο')δεις διαιρέτες του Α. J o r d a n C u r v e [Καμπύλη Jordan] Μαθημ. Μια απεικόνιση σ με συνεχή πρώτη παράγωγο από ένα διάστημα

-791 [a.b] στον χώρο των πραγματικών ή μιγαδικών αριθμών. Για τη σ ισχύει: αν σ(χ!)=σ(χ2) —> χι= Χ2.για κάθε χι t χ 2 που ανήκουν στο [a,b]. Αν ικανοποιείται η συνθήκη o(a)=o(b) τότε η καμπύλη Jordan ονομάζεται απλή κλειστή καμπύλη και έχει δύο δυνατούς προσανατολισμούς. J o r d a n C u r v e T h e o r e m [Θεώρημα καμπύλης Jordan] Μαθημ. Αποδεικνύεται ότι κάθε απλή κλειστή καμπύλη ορισμένη σε ένα επίπεδο Ρ το χωρίζει σε δύο σύνολα έτσι ώστε κάθε σημείο του M(x,y) να ανήκει είτε στο ένα σύνολο είτε στο άλλο. J o r d a n - Holder T h e o r e m [Θεώρημα Jordan Holder] Μαθημ. Έστω μια ομάδα G και {Η,}, {Kj} δύο τυχαίες συνθετικές σειρές της G. Αποδεικνύεται ότι οι {Hj} και {Kj} ισόμορφες σειρές. J o r d a n M e a s u r a b l e [Μετρήσιμος Jordan] Μαθημ. Έστω ένα υποσύνολο Α του το οποίο είναι φραγμένο στο χώρο 9Γ. Για να είναι στο σύνολο A Jordan μετρήσιμο θα πρέπει το σύνορο του να έχει ένα κάλυμμα από διαστήματα, το μέγεθος των οποίων καθορίζεται ανάλογα με το Α και το πλήθος του είναι πεπερασμένο ή άπειρο αριθμήσιμο. Joule [Τζάουλ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης ενέργειας ή έργου, στο MKS σύστημα. Ορίζεται ως το έργο που εκτελείται, όταν η σημειακή μάζα στην οποία εφαρμόζεται δύναμη 1 Newton, μετατοπίζεται σε απόσταση ενός μέτρου, κατά τη διεύθυνση της δύναμης. Συμβολίζεται με J και ισχύει: 1 J = 0,24 cal = 9,5x1ο*4 Btu. Joule - Clausius Velocity [Ταχύτητα Joule - Clausius] Φυσ. Χρησιμοποιούμενη στη κινητική θεωρία των αερίων φυσική ποσότητα ίση με την τετραγωνική ρίζα του λόγου της πίεσης και του ενός τρίτου της πυκνότητάς,. Joule Effect [Φαινόμενο Joule] Φνσ. Φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σιδηρομαγνητικό υλικό επιμηκύνεται στη διεύθυνση εφαρμογής εξωτερικού μαγνητικού πεδίου. Joule Equivalent [Ισοδύναμο Joule] Φυσ. Η ισοδυναμία μεταξύ της μηχανικής και της θερμικής ενέργειας εκφρασμένη σαν την ποσότητα θερμότητας που χρειάζεται για την αύξηση της θερμοκρασίας ενός γραμμαρίου νερού από 14.5 °C στους 15.5 °C και η οποία ισούται με 4.1855 ± 0.0005 J. Joule Heat [Θερμότητα κατά Joule] Φυσ. Ονομάζουμε θερμότητα Joule τη θερμότητα που ελευθερώνεται σε υλικό με ηλεκτρική αντίσταση κατά τη ροή ρεύματος σ* αυτό. Αυτή προέρχεται από την κρούση των φορέων του ρεύματος δηλ. των ηλεκτρονίων με τα άτομα του μέσου ροής. Joule Heating [Θέρμανση κατά Joule] Φυσ. Η λόγω ροής ρεύματος θέρμανση υλικού. Η παραγόμενη θερμότητα εκφράζεται ως RI2, όπου R είναι η αντίσταση και I η ένταση του ρεύματος Joule-Kelvin Effect [Φαινόμενο Joule-Kelvin] Φυσ. Χημ. —> Joule-Thomson Effect J o u l e - T h o m s o n Coefficient [Συντελεστής JouleThomson] Φυσ. Χημ. Συμβολίζεται με μττ και δίνεται από τη σχέση μ π · = (1ΓΓ/^|Ρ)Η, όπου Τ η θερμοκρασία, Ρ η πίεση και Η η ενθαλπία. Περιγράφει ποσοτικά το

Julia Sets

κνύεται ότι η ενθαλπία παραμένει σταθερή. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί τρόπο μέτρησης της απόκλισης των αερίων από την ιδανική συμπεριφορά, Joule-Thomson Expansion [Εκτόνωση JouleThomson] Φυσ. Χημ. Η διαδικασία μείωσης της πίεσης ενός αερίου, καθώς περνά από το πορώδες διάφραγμα, στο πείραμα Joule-Thomson. Joule-Thomson Experiment [Πείραμα JoulcThomson] Φυσ. Χημ. Σε δοχείο με αδιαβατικά τοιχώματα, ένα αέριο υψηλής πίεσης αφήνεται να περάσει, μέσω από πορώδους διαφράγματος, σε χώρο χαμηλότερης πίεσης. Με χρήση μηχανικής αντλίας, το αέριο μπορεί να επιστρέφει στο χώρο υψηλής πίεσης και έτσι, το φαινόμενο να είναι συνεχές. Κατά τη δίοδο μέσα από τον πορώδη δίσκο, παρατηρείται μεταβολή της θερμοκρασίας του αερίου, αποδεικνύεται όμως ότι το φαινόμενο λαμβάνει χώρα υπό σταθερή ενθαλπία, J o u l e ' s Law 1 [Νόμος του Joule] Ηλεκ. Φυσική σχέση η οποία δίνει τη θερμότητα που ελευθερώνεται σε κύκλωμα με σταθερή αντίσταση το οποίο διαρρέετε από ρεύμα. Αν η αντίσταση είναι R και το ρεύμα 1 αυτή εκφράζεται ως RI2. J o u l e ' s Law 2 [Νόμος του Joule] Φυσ. Φυσικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο η εσωτερική ενέργεια ιδανικού αερίου εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία και όχι από την πίεση ή τον όγκο του. J o u r n a l [Περιοχή στήριξης] Μηχ. Καλείται η ζώνη ενός άξονα, δηλαδή το μήκος του εκείνο, κατά το οποίο στηρίζεται επάνω σε κάποιο άλλο εξάρτημα της μηχανής όπου ανήκει, μεταφέροντας τις τάσεις που του ασκούνται. J o u r n e y [Διαδρομή] Μηχ. Για τις κυκλοφοριακές μελετες ή τα χρονοδιαγράμματα των τεχνικών έργων, ο όρος αυτός προσδιορίζει τη μετακίνηση, με συγκεκριμένη αρχή και τέλος, που πραγματοποιεί ένα άτομο ή ένα όχημα αντίστοιχα, για ένα συγκεκριμένο σκοπό, J o u r n e y m a n [Ειδικευμένος εργάτης] Αμχ. 1. Εργάτης που έχει ολοκληρο')σει τη μαθητεία του και έχει ειδικευτεί σε συγκεκριμένη κατασκευαστική εργασία, Δουλεύει υπό την καθοδήγηση μηχανικού. 2. Εμπορικός αντιπρόσωπος που περιοδεύει για να πουλήσει ή να προωθήσει το εμπόρευμά του. J o y Stick [Χειριστήριο] Πλημ. Πρόκειται για μία ηλεκτρονική συσκευή με την οποία μεταδίδονται εύκολα, γρήγορα και άμεσα, κυρίως οι πληροφορίες κίνησης από έναν χρήστη προς κάποιο λογισμικό πρόγραμμα, που συνήθως είναι ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι ενός υπολογιστή. Με τον ίδιο όρο, εκλαϊκευμένα, περιγράφεται και το πηδάλιο ενός αεροπλάνου. J Particle [Σωμάτιο J] Πυμην Φυσ. Έχων μάζα τρεις φορές αυτή του πρωτονίου στοιχειώδες σωμάτιο το οποίο αποτελείται από δύο κουώρκ. Ένα κουοορκ τσαρμ και ένα αντί - τσαρμ. J u d a s [Ματάκι πόρτας] Αμχ. Μικρό κυκλικό άνοιγμα στην πόρτα εισόδου κατοικίας που επιτρέπει τον έλεγχο του εξωτερικού χώρου. Ο όρος χρησιμοποιείται και για το άνοιγμα στις πόρτες των κελιών των φυλακών, από το οποίο οι δεσμοφύλακες επικοινωνούν με τους κρατούμενους.

φαινόμενο Joule-Thomson. J u d g m e n t Sampling [Δειγματοληψία μέσω απόφασης] J o u l e - T h o m s o n Effect [Φαινόμενο Joule-Thomson] Στατ. Η μέσω απόφασης για το αν ένα στοιχείο θα πεΦυσ. Χημ. Όταν ένα αέριο, υψηλής πίεσης, αφήνεται ριληφθεί στο δείγμα μη τυχαία δειγματοληψία, να περάσει μέσα από πορώδες διάφραγμα και να κατα- Julia Sets [Σύνολα Julia] Φυσ. Περίπτωση σχημάτων λήξει σε χώρο χαμηλότερης πίεσης, με τρόπο ώστε η τα οποία αποτέλεσαν τα πρώτα μοντέλα φράκταλ και διαδικασία να είναι συνεχής και αδιαβατική, αποδειτα οποία γεννούνται από απεικονίσεις της μορφής

Julian Calendar

-792-

z n+ i=az n (l-z n ) όπου ζ είναι μιγαδικός αριθμός. Οι μιγαδικοί αριθμοί στη συνέχεια απεικονίζονται στο μιγαδικό επίπεδο χρωματίζοντας κατάλληλα τις διάφορες ακολουθίες. Julian C a l e n d a r [Ιουλιανό ημερολόγιο] Αστρον. Σύστημα μέτρησης του χρόνου που εισήχθη το 46 π.Χ. επί Ιούλιου Καίσαρα και άρχισε να αντικαθίσταται από το Γρηγοριανό το 1582 μ.Χ. Η μέση διάρκεια του Ιουλιανού έτους είναι 365,25 ημερονύκτια και το σφάλμα του είναι τρία ημερονύκτια ανά τέσσερις αιώνες. J u m b o Brick [Μεγάλο δομικό τούβλο] Αρχ. Δομική πλίνθος μεγαλύτερων διαστάσεων από τις κανονικές, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή τοιχοποιίας για την ενίσχυση ειδικών σημείων όπως οι γωνίες. J u m p (JMP) [Άλμα] Πληρ. Σε ένα πρόγραμμα, η παράκαμψη εντολών που πρόκειται να εκτελεστούν, βάση συνθηκών που μπορεί να αληθεύουν ή όχι, και η μεταφορά του ελέγχου σε άλλο σημείο του προγράμματος. Πραγματοποιείται με τη χρήση εντολών άλματος. Γνωστό και ως διακλάδωση (branch). J u m p Discontinuity [Σημείο ασυνέχειας] Μαθημ. Καλείται το σημείο εκείνο του πεδίου ορισμού μίας συνάρτησης όπου δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη τιμή της συνάρτησης αλλά δύο διαφορετικά όρια, από δεξιά και αριστερά, καθώς τείνουν εκεί οι τιμές του πεδίου ορισμού. Αυτό στην γραφική παράσταση της συνάρτησης απεικονίζεται ως ένα άλμα, δηλαδή μία ασυνέχεια και διακοπή του διαγράμματος. J u m p F o r m [Κατασκευαστικό καλούπι] Αρχ. Είδος κατασκευαστικής φόρμας σε μορφή πλαισίου, που αποτελείται από πολλά μικρότερα πλαίσια, συνδεδεμένα το ένα με το άλλο και τα οποία αναπροσαρμόζονται και μετακινούνται προς την κορυφή της φόρμας, ώστε αυτή να αναπτύσσεται καθ'ύψος. J u m p e r [Δρομική πλίνθος] Αρχ. Διαμήκης δομική πλίνθος που χρησιμοποιείται σε σημεία όπου δεν αρκεί το μήκος των κανονικών πλίνθων. J u m p i n g J a c k [Κόπανος, έμβολο] Αρχ. Είδος εργαλείου μεγάλου βάρους και ισχύος, με το οποίο ο εργάτης συμπιέζει ένα ισχυρό υλικό, όπως η πέτρα, μέσα σε ένα άλλο. Junction [Διασταύρωση] Μηχ. Καλείται το σημείο συνάντησης δύο δρόμων ενός οδικού δικτύου. Με τον ίδιο όρο μπορεί να περιγραφεί και η ένωση δύο ή περισσοτέρων σωλήνων ενός δικτύου ύδρευσης ή άλλου. Junction Detector [Ανιχνευτής μέσω διόδου] Πυρην Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία η ακτινοβολία ιονισμού η οποία εναποτίθεται σε δίοδο σε θάλαμο ιονισμού είναι γραμμικά ανάλογη με ηλεκτρικό παλμό που γεννά ο ημιαγωγός της διόδου. Junction Field - Effect T r a n s i s t o r [Τρανζίστορ φαινομένου πεδίου διόδου] Ηλεκτρον. Περίπτωση κατά την οποία μια ανάστροφα πολωμένη δίοδος Ρ-Ν γεννά το πεδίο ελέγχου σε ένα τρανζίστορ φαινομένου πεδίου. Junction Laser [Αέιζερ επαφής] Οπτικ. Με τη δέσμη φωτός προερχόμενη από την επαφή συσκευής ημιαγωγού, είδος λέιζερ. Junction Loss [Απώλεια συνδέσμου] Επικοιν. Απώλεια σε σύνδεσμο που συναντάμε κυρίως στις οπτικές ίνες.

Junction Potential [Δυναμικό Επαφής] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η τιμή του δυναμικού που εμφανίζεται στην περιοχή όπου δύο ηλεκτρολυτικά διαλύματα έρχονται σε επαφή, μέσα σε ηλεκτρολυτικό κελί. Κατά κανόνα, το δυναμικό επαφής έχει μικρή τιμή. Junction Rectifier [Ανορθωτής επαφής] Ηλεκτρον. Είδος ανορθωτή ο οποίος παράγει συνεχές ρεύμα με τη χρήση μίας επαφής αποτελούμενη από δύο υλικά αντίθετων ηλεκτρικών ιδιοτήτων. Λειτουργεί σε υψηλότερες θερμοκρασίες και γρηγορότερα από μια κοινή δίοδο. Junction Transistor [Τρανζίστορ επαφής] Ηλεκτρον. Περίπτωση στην οποία ο εκπομπός και ο δέκτης στο τρανζίστορ επαφής δρουν σαν φράγμα μεταξύ περιοχών αντίθετων ηλεκτρικών ιδιοτήτων. J u n e Solstice [Ηλιοστάσιο Ιουνίου] Αστρον. Η 21η ή 22η του Ιουνίου κατά την οποία το κέντρο του Ήλιου λαμβάνει θέση που παρουσιάζει απόκλιση 23 μοίρες και 27 λεπτά. Για το αστρονομικό θέρος το ηλιοστάσιο του Ιουνίου αποτελεί την αρχή του ενώ παράλληλα αυτή την ημερομηνία παρατηρείται η ημέρα που έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια σε ολόκληρο το έτος. Jungle [Ζούγκλα] Οικολ. Ονομάζεται κάθε τεράστια έκταση που καλύπτεται από άγρια και πυκνή βλάστηση, όπου κατοικούν διαφόρων ειδών ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Είναι απρόσιτη στον άνθρωπο, σχεδόν ακατοίκητη, αλλά πολύ σημαντική για τη διατήρηση της παγκόσμιας οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη. J u p i t e r [Δίας] Αστρον. Ένας από τους μεγαλύτερους πλανήτες- γίγαντες του ηλιακού συστήματος, ο πέμπτος σε απόσταση από τον Ήλιο. Έχει διάμετρο ισημερινού 142600 χλμ. και χρειάζεται 11,860 έτη για να πραγματοποιήσει μια πλήρη περιστροφή γύρο από τον Ήλιο. Ο Δίας είναι μεγαλύτερος από τη Γη 1315 φορές ως προς τον όγκο και 318 φορές ως προς την μάζα. J u p i t e r ' s Comet Family [Οικογένεια κομητών του Δία] Α στον. Μεγάλη ομάδα κομητών με αφήλιο στην ευρύτερη περιοχή της τροχιάς του πλανήτη Δία. Η οικογένεια αυτών των κομητών αριθμεί γύρω στα εβδομήντα σώματα και αλληλοεπηρεάζονται με τον Δία σε σημαντικό βαθμό. Justify [Αμφίπλευρη στοίχιση] Πληρ. Ο όρος αυτός περιγράφει έναν τρόπο γραφής στα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, κυρίως στους κειμενογράφους, όπου η πρώτη και η τελευταία λέξη όλων των γραμμών βρίσκονται στο ίδιο όριο αντίστοιχα του κειμένου. Αυτό επιτυγχάνεται αυτόματα από το πρόγραμμα με τη χρήση σε κάθε γραμμή διαφορετικού κενού μεταξύ των λέξεων. Justifying Space [Κενό στοίχισης] Πληρ. Η απόσταση μεταξύ των λέξεων ενός κειμένου για την στοίχισή του Justify Just-in-time [Ακριβώς στην ώρα] Χημ. Μηχ. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς με την αγγλική ονομασία. Πρόκειται για μέθοδο σχεδιασμού της παραγωγής, κατά την οποία χρησιμοποιείται άμεσα ό,τι παράγεται. Στόχος είναι η ελαχιστοποίηση των απαιτήσεων σε αποθηκευτικούς χώρους και του χρόνου παράδοσης του προϊόντος.

k [Σύμβολο k] Φυσ. Χημ. Χρησιμοποιείται για να συμβολίσει το συντελεστή μεταφοράς μάζας ή τη σταθερά χημικής αντίδρασης. Κ [Κίλομπιτ] Πλημ. Μονάδα πληροφορίας ίση με 1024 μπιτ. Κ [Σύμβολο Κ] Φνσ. Χημ. Συμβολίζει τη σταθερά χημικής ισορροπίας, τη σταθερά Boltzmann, τις μονάδες θερμοκρασίας Kelvin ή τη θερμική αγωγιμότητα. Κ [Σύμβολο καλίου] Χημ. Το χημικό σύμβολο στον περιοδικό πίνακα του στοιχείου του καλίου. Kainite [Καινίτης] Ομυκτ. Μονοκλινές ορυκτό, με χημικό τύπο KMg(S0 4 )Cl-3H20. Είναι άχρωμο, διαφανές, με αλμυρή και πικρή γεύση. Βρίσκεται μόνο σε κοιτάσματα καλίου ωκεανικής προέλευσης. Kaleidoscope [Καλειδοσκόπιο] Οτττικ. Πρόκειται για μία οπτική διάταξη η οποία αποτελείται από ένα σωλήνα, που είναι τοποθετημένος ανάμεσα σε δύο γυάλινους δίσκους και μέσα σε αυτόν υπάρχουν έγχρωμα σφαιρίδια. Ανάλογα με την κίνηση του όλου συστήματος και τη γωνία που ανακλάται το φως σχηματίζονται συμμετρικά σχήματα στην μία άκρη του σωλήνα. Kaliborite [Καλ^ιβορίτης] Ομυκτ. Μονοκλινές ορυκτό, που αποτελείται από μικρούς κρυστάλλους ή κόκκους, άχρωμους ή λευκούς και διαφανείς. Η χημική του σύνθεση παριστάνεται ως KMg2B 11 09-9H 2 0. Kalicinite [Καλισινίτης] Ομυκτ. Αποτελείται από όξινο ανθρακικό κάλιο, KHC0 3 . Πρόκειται για μονοκλινές ορυκτό, που περιέχει συσσωματώματα λεπτών κρυστάλλων, είναι άχρωμο ή υποκίτρινο, διαφανές και μαλακό υλικό. Kalinite [Καλινίτης] Ομυκτ. Η χημική του σύνθεση θεωρείται ως KA1(S0 4 )2-11Π 2 0, χωρίς να είναι πλήρως διαπιστωμένη. Κρυσταλλώνεται πιθανώς στο μονοκλινές σύστημα και αποτελείται από ινώδεις κρυστάλ.λους. Kaliophilite [Καλιοφιλίτης] Ομυκτ. Ένας από τους τρεις τύπους του πυριτικού καλιο-αργιλίου, KAlSiO.,. Είναι σπάνιο ορυκτό, απαντά σε ηφαιστειακά πετρώματα, έχει ειδικό βάρος 2,61 και σκληρότητα 6 Mohs. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Kalium [Κάλιο] Χημ. Πρόκειται για χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Κ. Είναι ένα μαλακό μέταλλο, με αργυρόλευκο χρώμα και ανήκει στην ομάδα των αλκαλίων. Το κάλιο σε μορφή διαφόρων αλάτων του και άλλων χημικών ενώσεων βρίσκει πολλές εφαρμογές στη βιομηχανία, στη φαρμακευτική, στη σαπουνοποιία και άλλου. Kalsilite [Καλοιλίτης] Ομυκτ. Σπάνιο ορυκτό που απαντά σε ηφαιστειακά πετρώματα. Αποτελεί μια μορφή

του KAlSi0 4 , κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα και έχει ειδικό βάρος 2,59. Kaluza Theory [Θεωρία Καλούζα] Φυσ. Θεωρία για το σύμπαν σύμφωνα με την οποία το σχετικιστικό τετραδιάστατο σύμπαν που γνωρίζουμε προκύπτει από ένα πενταδιάστατο το οποίο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό. Kampyle Of Eudoxus [Καμπύλη του Ευδόξου] Μαθημ. Εξίσωση η οποία χρησιμοποιείται για το διπλασιασμό κύβου πλευράς α και έχει τη μορφή 4y2=a2(x2+y2). Επινοήθηκε από τον Εύδοξο από την Κνίδο ως η απλούστερη λύση του Δήλιου προβλήματος και αποτελεί τη βάση πολλών μελετών μεγάλης σημασίας. Kaolin [Καολίνης] Ομυκτ. Πέτρωμα που αποτελείται από το ορυκτό καολινίτη. Kaolinite [Καολινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό, με χημική σύσταση Al4(OH)8(Si40io). Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα, αποτελείται από πολύ λεπτά πλακίδια ή συμπαγή συσσωματώματα, είναι λευκό ή υποκίτρινο, με λιπαρή αφή. Έχει σκληρότητα 2-2,5 Mohs και ειδικό βάρος 2,6. Αποτελεί το κύριο συστατικό του καολίνη και της αργίλου και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πορσελάνης, κεραμικών, δύστηκτων υλικών, χαρτιού, χρωμάτων, κλπ. Kaonic Atom [Ατομο Κ μεσονίου] Ατομ. Φυσ. Το έχων σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα του ένα αρνητικό Κ μεσόνιο εξωτικό άτομο. Kappa Curve [Καμπύλη κάππα] Μαθημ. Καμπύλη που ορίζεται στο επίπεδο και κάθε σημείο της M(x,y) ικανοποιεί την εξίσωση όπως αυτή δίνεται στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων x4=y2(a2-x2), όπου α είναι σταθερός πραγματικός αριθμός. K a r a t [Καράτιο] Μεταλ).. Πρόκειται για μία μονάδα που δηλώνει την αναλογία του πόσο χρυσός υπάρχει μέσα σε ένα κράμα μετάλλων, με μέγιστη την τιμή 24 για την περίπτωση του καθαρού χρυσού. K a r l Fischer Method [Μέθοδος Karl Fischer] Αναλ. Χημ. Χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του περιεχόμενου νερού σε οργανικά και ανόργανα υλικά. Περιλαμβάνει ογκομέτρηση του δείγματος με το αντιδραστήριο Karl Fischer. Karl Fischer Reagent [Αντιδραστήριο Karl Fischer] Αναλ. Χημ. Αντιδραστήριο που αποτελεί μίγμα ιωδίου, διοξειδίου του θείου, πυριδίνης και μεθανόλης, σε αναλογία 1:1:3:1 αντίστοιχα. Χρησιμοποιείται στη μέθοδο Karl Fischer υπολογισμού ιχνοποσοτήτων νερού σε χημικές ουσίες. K a r m a n N u m b e r [Αριθμός Karman] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στον υπολογι-

K a r p Circuit

-794-

σμό της τριβής ενός ρευστού που ρέει σε αγωγό. Δίνεται ως Ν κ = p d3-(-dP/dL)/p2, όπου ρ, μ η πυκνότητα και το ιξώδες του ρευστού, d η διάμετρος του αγωγού και dP/dL η κλίση της πίεσης κατά μήκος του αγωγού. K a r p Circuit [Κύκλωμα Καρπ] Ηλεκτρον. Χρησιμοποιούμενη σε ταλαντώσεις ανάστροφου κύματος συσκευή στην οποία μικροκύματα κινούνται με ταχύτητα μικρότερη αυτής του φωτός. Κ Band [Ζώνη Κ] Επικοιν. Ζώνη της μικροκυματικής περιοχής που καλύπτει από τα 10,9 ως τα 36 GHz που περιλαμβάνει πολλές υποδιαιρέσεις με ονόματα Ku, Ka κτλ και εύρος περίπου 1,35 ως 2 GHz. K-bracing [Γόνατο σκελετού] ΠολΜηχ. —> Knee Brace Κ C a r r i e r System [Σύστημα φορέα Κ] Επικοιν. Παράλληλα στο σύστημα του J φορέα αναπτύχθηκε και το σύστημα Κ πολυπλεγμένο στα 12 κανάλια (1950). Kedge [Τύπος άγκυρας] Πλοηγ. Είναι ένας ειδικός τύπος άγκυρας πλοίων, η οποία αφού ριφθεί εντός του νερού και αγκιστρωθεί στον πυθμένα, μπορεί το πλοίο να τραβηχθεί από αυτήν. Keel [Καρίνα] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο του σκελετού ενός πλοίου που εκτείνεται στο κατώτερο μέρος αυτού από την πλώρη έως την πρύμνη, δίδοντάς του την απαιτούμενη ευστάθεια εντός του νερού. Keel Molding [Οξεία μόρφωση] Αρχ. Είδος ανάγλυφης μόρφωσης που καταλήγει σε οξεία κορυφή στο μέσο. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να σχηματίζει μια μικρή καμπύλη. Keeper [Βάση κλειδαριάς] Αρχ. 1. Σε μια πόρτα η πλάκα που βιδώνεται ή καρφώνεται στο σκελετό-πυρήνα του φύλλου και πάνω στην οποία τοποθετείται η κλειδαριά. 2. Σε παλιότερες πόρτες ή σε πύλες, η πλάκα που τοποθετείται στην παραστάδα της κάσας και η οποία αποτελεί τη θήκη χειροκίνητου τύπου ασφάλισης της πόρτας όπως π.χ. το μάνταλο. Keesom Theory [Θεωρία του Keesom] Φυσ. Χημ. Θεωρία που ερμηνεύει την ύπαρξη διαμοριακών δυνάμεων, βασιζόμενη στην αλληλεπίδραση μεταξύ μόνιμων διπόλων. 11 ελκτική μεταξύ τους ενέργεια προσδιορίζεται από τις δύο διπολικές ροπές, την απόσταση μεταξύ των κέντρων των μορίων και τη θερμοκρασία. Kekule S t r u c t u r e [Δομές Kekule] Οργ. Χημ. Στο μόριο του βενζολίου, τα έξι άτομα άνθρακα ενώνονται μεταξύ τους με ένα σ δεσμό υβριδισμού sp~ , σχηματίζοντας γωνίες 120° και βρίσκονται όλα στο ίδιο επίπεδο. Τα υπολειπόμενα έξι ρ ατομικά τροχιακά αλληλεπιδρούν, σχηματίζοντας 3 π δεσμούς, οι οποίοι δεν είναι εντοπισμένοι μόνο μεταξύ δύο γειτονικών ατόμων άνθρακα, αλλά κατανέμονται συμμετρικά σε όλα τα άτομα. Ο αρωματικός χαρακτήρας του βενζολίου εξηγείται, αν θεωρηθεί ότι ο συντακτικός του τύπος είναι μεσομερής μορφή των δομών Kekuli. Kekule Von Stradonitz [Γερμανός χημικός Kekule Von Stradonitz (Friedrich) August] Χημ. Θεμελιωτής της μοριακής συντάξεως, κυρίως για τις ενώσεις του άνθρακα. Γεννήθηκε το 1829 και απεβίωσε το 1896. Κατά τα έτη 1861-1869, έγραψε ένα τετράτομο σύγγραμμα, με τίτλο 'Εγχειρίδιο Οργανικής Χημείας", όπου, για πρώτη φορά αναφέρεται η οργανική χημεία ως χημεία των ενώσεων του άνθρακα και όχι ενώσεων που βρίσκονται στην έμβια ύλη αποκλειστικά. Keldysh Theory [Θεωρία Κέλντις] Ατομ. Φυα. Αναφερόμενη στο πολυφωτονικό ιονισμό ατόμων σε ισχυρά

πεδία λέιζερ θεωρία στην οποία θεωρούμε ότι στο αρχικό ηλεκτρόνιο δρα μόνο το δυναμικό του πυρήνα και στο τελικό μόνο το πεδίο λέιζερ. Για την εξαγωγή της ενεργούς διατομής ιονισμού παίρνουμε κατάλληλα στοιχεία πίνακα μεταξύ της αρχικής και τελικής κατάστασης. Κ Electron [Ηλεκτρόνιο Κ] Ατομ. Φυσ. Στη περίπτωση ατόμου ηλεκτρόνιο το οποίο ανήκει σ' αυτό και το οποίο βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα του σε τροχιακό με κύριο κβαντικό αριθμό 1. Kelvin [Κέλβιν] Θερμοδ. Θερμοδυναμική μονάδα θερμοκρασίας, που ορίζεται ως το κλάσμα 1/273,16 της θερμοκρασίας του τριπλού σημείου του νερού. Το σύμβολο Κ χρησιμοποιείται για να εκφράσει διαφορά θερμοκρασίας. Kelvin Absolute T e m p e r a t u r e Scale [Απόλυτη Κλίμακα Θερμοκρασίας Κέλβιν] Θερμοδ. Σε αυτή την κλίμακα, η διαφορά μεταξύ δύο θερμοκρασιών Τ1 και Τ2 είναι ανάλογη της θερμότητας που μετατρέπεται σε μηχανικό έργο, από μια μηχανή Carnot που λειτουργεί στην Οερμοκρασική περιοχή Τ1-Τ2. Ένας βαθμός Kelvin ισούται με ένα βαθμό Κελσίου. Kelvin Balance [Αμπερόμετρου ισορροπίας Κέλβιν] Ηλεκτρομαγν. Είδος συσκευής η οποία χρησιμοποιεί ένα ζυγό και δύο πηνία σε σειρά τα οποία έλκουν το ένα το άλλο η δύναμη έλξης των οποίων μετριέται με βάρη που τοποθετούνται στο άλλο μέρος του ζυγού. Το ύλο σύστημα δρα σαν αμπερόμετρο καθώς μπορούμε να υπολογίσουμε το ρεύμα το οποίο διαρρέει τα πηνία. Kelvin Equation [Εξ'ισωση Κέλβιν] Φυα. Χημ. Δηλώνει ότι, η τάση ατμών ενός υγρού υπό μορφή σταγόνων είναι πάντα μεγαλύτερη από την κανονική τάση ατμών του υγρού, στην ίδια θερμοκρασία. Εκφράζεται απύ τη σχέση In (Ρ/Ρο) = 2γΜ/(τρΚΤ), όπου Ρ η τάση ατμών, Ρο η κανονική τάση ατμών του υγρού, γ η επιφανειακή τάση, Μ το μοριακό βάρος, ρ η πυκνότητα του υγρού και r η ακτίνα σφαιρικής σταγόνας του υγρού, το οποίο βρίσκεται σε ισορροπία με άπειρη ποσότητα του ατμού του, σε χαμηλές πιέσεις. Kelvin Scale [Κλίμακα Κέλβιν] Φυα. Χρησιμοποιούμενη για τη μέτρηση της θερμοκρασίας διεθνής κλίμακα η οποία έχει προταθεί από το λόρδο Κέλβιν. Έχει την ίδια μονάδα με την κλίμακα Κελσίου αλλά διαφορετικό σημείο αρχής. Kelvin T e m p e r a t u r e Scale [Κλίμακα θερμοκρασίας Κέλβιν] Φυα. Χρησιμοποιούμενη για τη μέτρηση της θερμοκρασίας διεθνής κλίμακα η οποία έχει προταθεί από το λόρδο Κέλβιν. Έχει την ίδια μονάδα με την κλίμακα Κελσίου αλλά διαφορετικό σημείο αρχής. Kelvin T h e r m o d y n a m i c Scale Of T e m p e r a t u r e [Θερμοδυναμική Κλίμακα Θερμοκρασίας Κέλβιν] Θερμοδ. Πρόκειται για την απόλυτη κλίμακα θερμοκρασιών. Kelvin Absolute Temperature Scale Kempe Chain [Αλυσίδα KempeJ Μαθημ. Έστω ένας γράφος G για το χρωματισμό του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί ν χρώματα έτσι ώστε κάθε κορυφή να έχει διαφορετικό χρώμα από τις γειτονικές της. Η αλυσίδα Kcmpe ορίζεται να είναι κάθε υπογράφος του G ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις κορυφές που έχουν χρωματιστεί με κ<ν χρώματα καθώς και όλες τις ακμές που τις συνδέουν. Kendall Effect [Φαινόμενο Kendall] Επικοιν. Συχνά όταν η πλευρική συχνότητα υπερβαίνει τη (μισή) συχνότητα του φορέα του φαξ παρατηρείται παραμόρφω-

-795 ση που λέγεται έτσι. Kennard Packet [Κυματοπακέτο Κέναρντ] Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία ελαχιστοποιείται για συγκεκριμένο κβαντομηχανικό κυματοπακέτο η σχέση αβεβαιότητας μεταξύ της θέσης και της ορμής. Kentledge [Ερμα] Μηχ. Είναι το άχρηστο υλικό που χρησιμοποιείται ως αντίβαρο στους γερανούς ή στα πλοία Jetsam Kepler Jonannes [Κέπλερ Τσόνανς] Φυσ. Κατασκευαστής φακών τηλεσκοπίων κορυφαίος Γερμανός αστρονόμος (1571 - 1630) ο οποίος διατύπωσε τους νόμους κίνησης των πλανητών στο ηλιακό σύστημα γνωστούς ως νομούς του Κέπλερ. Kepler's Equation [Εξίσωση Κέπλερ] Αστρον. Διατυπωμένη από τον κέπλερ εξίσωση για πλανητικές τροχιές η οποία συσχετίζει την εκκεντρική ανωμαλία με τη μέση ανωμαλία. Kepler's Laws [Νόμοι του Kepler] Αστρον. Τρεις νόμοι που αφορούν στην κίνηση των πλανητών και διατυπώθηκαν από τον Kepler τον 17° αιώνα. 1. Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο η κίνηση που εκτελεί ένα ουράνιο σώμα είναι καμπύλη δευτέρου βαθμού, δηλαδή περιφέρεια κύκλου, υπερβολή, παραβολή ή έλλειψη. 2. Σύμφωνα με τον δεύτερο νόμο το κινούμενο διάνυσμα που ενώνει κάθε ουράνιο σώμα με τον Ήλιο καλύπτει σε ισόχρονα διαστήματα ίσα εμβαδά. 3. Ο τρίτος νόμος ο οποίος διατυπώθηκε 10 χρόνια αργότερα για δύο ουράνια σώματα, έχει την απλοποιημένη έκφραση: οι κύβοι των μεγάλων ημιαξόνων των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα σώματα, έχουν το ίδιο λόγο με τον λwόγο των τετραγώνων των περιόδων τους για την εκτέλεση μιας περιστροφής γύρω από τον Ήλιο. Keplerian Motion [Κίνηση Κέπλερ] Αστρον. Η σχετιζόμενη με τους νόμους του Κέπλερ κίνηση σωμάτων τα οποία ακολουθούν τις λεγόμενες τροχιές Κέπλερ. Keplerian Orbit [Τροχιά Κέπλερ] Αστρον. Στη περίπτωση δύο σφαιρικών σωμάτων τροχιά Κέπλερ είναι η τροχιά που ακολουθούν αυτά καθώς αλληλεπιδρούν μέσω βαρυτικού πεδίου. Kerb [Κράσπεδο πεζοδρομίου] Αρχ. Ένα χαμηλό όριο συνήθως από μπετόν το οποίο διαχωρίζει το δρόμο από το χώρο κίνησης των πεζών, λειτουργεί σαν όριο ασφαλείας και η χρήση του συχνά συνδυάζεται με την κατασκευή ρείθρου απορροής υδάτων κατά μήκος του δρόμου. Kerberos [Κέρβερος] Επικοιν. Μεθοδολογία προστασίας δικτυακών συστημάτων. Kerfed Beam [Πριονισμένη δοκός] Πολ.Μηχ. Ένα δοκάρι το οποίο έχει πριονιστεί μέχρι ένα σημείο της διατομής του, ώστε να είναι πιο εύκολος ο λυγισμός του, χωρίς όμως να κοπεί σε δύο μικρότερες δοκούς. Kerfing [Πριόνισμα δοκού] Πολ.Μηχ. Η διαδικασία πριονίσματος μιας δοκού έτσι ώστε να μπορεί να λυγιστεί, χωρίς να κοπεί σε μικρότερα τμήματα. Kernel Of Homomorphism [Πυρήνας ομομορφισμού] Μαθημ. Έστω μια απεικόνιση φ από μια ομάδα G σε μια ομάδα G', έτσι ώστε να είναι ομομορφισμός, δηλαδή να ισχύει (a)
Ketone

f από τον V στον W. Ο πυρήνας του μετασχηματισμού f, συμβολίζεται kerf, αποτελείται από τα στοιχεία ν του V για τα οποία ισχύει f(v)=0 όπου 0 το μηδενικό στοιχείο του χώρου W. Kerosene [Κηροζίνη] Υλικ. Αποτελεί την υγρή καύσιμη ύλη που χρησιμοποιείται από τους κινητήρες των αεριωθούμενων αεροσκαφών. Παράγεται από το πετρέλαιο με τη διαδικασία της κλασματικής απόσταξης. Kerr Constant [Σταθερά του Kerr] Οπτικ. Ο συντελεστής αναλογίας μεταξύ της διπλής διάθλασης όπως επάγεται από πεδίο, και του τετραγώνου του πεδίου. Το φαινόμενο είναι γνωστό ως φαινόμενο Kerr. Kerr Electro-Optic Effect [Ηλεκτρο-οπτικό φαινόμενο Kerr] Οπτικ. Περίπτωση κατά την οποία εάν διαφανές υλακό τεθεί σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο εμφανίζεται το φυσικό φαινόμενο της διπλής διάθλασης αυτού. Είναι γνωστό ως φαινόμενο Kerr. Η διπλή διάθλαση είναι ανάλογη του τετραγώνου του εφαρμοζόμενου πεδίου και ο συντελεστής αναλογίας εξαρτάται από το υλικό. Ket Vector [Διάνύσμα Κετ] Φνσ. Το σε χώρο Hilbert καταστατικό διάνυσμα όπως ορίστηκε από τον Dirac για μια κβαντική κατάσταση. Απεικονίζεται από ένα μπρα διάνυσμα στο σώμα των μιγαδικών αριθμών. Ketch [Γολέττα] Ναυπηγ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ένας τύπος πλοίου, συγκεκριμένα ένα ιστιοφόρο με δύο ιστούς, το δικάταρτο ιστιοφόρο. Ketene 1 [Κετένη] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, με γενικό τύπο R2C=C=0. Πρόκειται για ασταθείς ουσίες, που πολ*υ μερίζονται και αυτοοξειδώνονται εύκολα, ενώ αντιδρούν με άλλες ακόρεστες ενώσεις σχηματίζοντας τετραμελείς δακτυλίους. Ketene 2 [Κετένη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται η οργανική ένωση CH 2 =C=0, που λαμβάνεται από ατμούς προπανόνης σε υψηλή θερμοκρασία. Είναι άχρωμο, τοξικό αέριο, με μοριακό βάρος 42,04 και σημείο ζέσεως -56 "C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση άλλων οργανικών ενώσεων. Kctimide [Κετιμίδιο] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, με γενικό τύπο R 2 C=C=NX. Ketimine [Κετιμίνη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση, στο μόριο της οποίας περιέχεται η ομάδα -C=NH. Keto Acid [Κετο-οξύ] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε οποιαδήποτε χημική ένωση που περιέχει μια κετο- ομάδα (C=0) και μια καρβοξυλική ομάδα (COOH) στο μύριό της. Keto - Enolic Tautomerism [Κετο-ενολική Ταυτομέρεια] Ομγ. Χημ. Ειδική περίπτωση ισομέρειας λειτουργικής ομάδας, κατά την οποία τα δύο ισομερή βρίσκονται σε κατάσταση αμφίδρομης ισορροπίας και διαφέρουν ως προς τη θέση ενός ατόμου υδρογόνου. Το ένα ισομερές περιέχει κετονική ομάδα (R3-CO-CH2R) ενώ το άλλο είναι ενόλη (R3-C(OH)=CHR). Keto Form [Μορφή Κετο-] Οργ. Χημ. Αναφέρεται στον τύπο μιας ένωσης, η οποία εμφανίζει κετο-ενολική ταυτομέρεια, όταν αυτός έχει ιδιότητες κετόνης. Keto Hexose [Κετοεξόζη] Ομγ. Χημ. Μονοσακχαρίτης που περιέχει έξι άτομα άνθρακα και κετονική ομάδα. Μία κετοεξόζη έχει τρία ασύμμετρα άτομα άνθρακα, με αποτέλεσμα να απαντάται σε 8 στερεοϊσομερή. Ketone [Κετόνη] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικο')ν ενώσεων, με γενικό τύπο RiC(=0)R 2 . Είναι ουσίες ευρέως διαδεδομένες στο φυτικό και ζωικό βασίλειο, που θεωρούνται υπεύθυνες για τη γεύση και το άρωμα πολλών φυσικών προϊόντων. Στο εργαστήριο παρασκευάζονται

Ketose

-796-

από οργανομαγνησιακές ενώσεις ή από δευτεροταγείς αλκοόλες ή με οζονόλυση αλκενίων. Ketose [Κετόζη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για μονοσακχαρίτη, που είναι κετόνη με ευθεία ανθρακική αλυσίδα, στην οποία όλα ή σχεδόν όλα τα άτομα άνθρακα φέρουν υδροξυλική ομάδα (-ΟΗ). Παράδειγμα κετόζης είναι η φρουκτόζη, που έχει έξι άτομα άνθρακα. Ketoxinie [Κετοξίμη] Οργ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, που περιέχουν την ομάδα =ΝΟΗ στο μόριό τους. Σχηματίζονται κατά την αντίδραση κετόνης με υδροξυλαμίνη. Kettle [Βραστήρας] ΠολΜηχ. Ένα ειδικό μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων, μέσα στο οποίο λιώνουμε τα υλικά για την παρασκευή επιχρισμάτων και κατασκευαστικών μιγμάτων, όπως η άσφαλτος. Kettle Reboiler [Αναβραστήρας τύπου λέβητα] Χημ. Μηχ. Εναλλάκτης θερμότητας που αποτελείται από σειρά σωλήνων τύπου U, οι οποίοι περιέχονται σε μεγάλου όγκου κέλυφος. Χρησιμοποιείται για διαχωρισμό ατμού από υγρό, συνήθως σε αποστακτικές στήλες. Kettleman [Χειριστής βραστήρα] Πολ.Μηχ. Ένας ειδικευμένος εργάτης που ασχολχίται με την παρασκευή του μίγματος της λιωμένης ασφάλτου, ώστε να μπορεί αυτή να επιστρωθεί πάνω σε επιφάνειες ή στο δρόμο. Key 1 [Διακόπτης] Ηλεκτρον. Χρησιμοποιούμενος στη περίπτωση διαμόρφωσης κυκλώματος για τη μετάδοση σημάτων διακόπτη. Key" [Πληκτρολόγηση] Πληρ. Η μέσω το πληκτρολόγιου εισαγωγή δεδομένων. Γίνεται π. χ. σε όλα τα λογιστικά πακέτα όπως είναι το Office της Microsoft. Key [Κλειδί] Επικοιν. Ο κώδικας που δίνει την κωδικοποίηση. Key [Κλειδί] Πολ.Μηχ. I. Είδος κονιάματος που εισάγεται στους αρμούς-ενώσεις των ξύλινων στοιχείων ενός τοίχου με το χαμηλότερο στρώμα ασβεστοκονιάματος, ώστε να τα διατηρεί στη θέση τους. 2. Υπόστρωμα που επενδύει μια επιφάνεια, το οποίο έχει τραχιά μορφή γιατί έχει αποβάλλει την υγρασία του πριν απλωθεί στον τοίχο. Διαστρώνεται με το μυστρί πεταχτά ώστε η επιφάνεια που αφήνει να είναι ιδιαίτερα τραχιά και να καθιστά ευκολότερη την πρόσφυση της επόμενης στρώσης. 3. Ένα τοιχίο υποστήριξης θριγκού. 4. Μεταλλικό στοιχείο το οποίο εισάγεται μέσα σε μηχανισμό κλειδαριάς και στρίβοντας το μάνταλό του μπορεί να τον ασφαλίσει ή να τον απασφαλίσει αντίστοιχα. 5. Όργανο που χρησιμοποιούμε για να κουρδίζουμε ένα ρόλοι σφίγγοντας το ελατήριο των δεικτών. Key Access [Προσπέλαση με κλειδί] Πληρ. Η διαδικασία προσπέλασης στο περιεχόμενο ενός αρχείου ή μιας μνήμης με τη χρήση ενός ή περισσοτέρων κατάλληλων κλειδιών. Key Changes [Διαφοροποιήσεις κλειδιών] Πολ.Μηχ. Διαφορές ανάμεσα σε κλειδιά, μεγέθη-νούμερα, ή διαφορές στη χρήση τους. Key Click [Κλικ πληκτρολογίου] Επικοιν. Τόνος που παράγεται από τα διάφορα πλήκτρα. Key Compression [Συμπίεση κλειδιού] Πληρ. Η διαδικασία μείωσης του χώρου που καταλαμβάνουν τα δυαδικά ψηφία ενός κλειδιού. Key Drop [Καπάκι κλειδαριάς] ΠολΜηχ. Ένα σιδερένιο κυκλικού σχήματος καπάκι το οποίο είναι αρθρωτό στο πάνω μέρος μις κλειδαρότρυπας και περιστρέφεται ώστε να επιτρέπει την εισαγωγή του κλειδιού όταν το μετακινήσουμε.

Key Event [Σημείο κλειδί] Αρχ. Το στάδιο κατά την κατασκευή ενός έργου που σηματοδοτεί το κλείσιμο μιας δουλειάς και το ξεκίνημα μιας άλλης. Το σημείο αυτό έχει προβλεφθεί στον προγραμματισμό των εργασιών, πριν το ξεκίνημα της κατασκευής. Key Field [Πεδίο κλειδιού] Πληρ. Το πεδίο μιας εγγραφής, το οποίο περιέχει την τιμή ενός κλειδιού που αφορά στη συγκεκριμένη αυτή εγγραφή και συμβάλλει στον εύκολο εντοπισμό της. Key Interval [Κενό κλειδιού] Επικοιν. Κενά μεταξύ των στοιχείων του κλειδιού καθορίζουν πιθανόν και ένα νέο κώδικα. Key Plan [Τοπογραφικό σχέδιο] Αρχ. Το πρώτο σχέδιο που απαιτείται για τον προσδιορισμό της κατασκευής. Περιλαμβάνει λεπτομέρειες σχετικά με τη θέση του οικοπέδου, τις διαστάσεις του, τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους σε σχέση με το δρόμο αλλά και σημείωση του υπάρχοντος συστήματος ύδρευσης και αποχέτευσης. Key Plate [Μπετούγια] Πολ.Μηχ. Το σιδερένιο στοιχείο με μορφή χειρολαβής που βοηθάει στο άνοιγμα και το κλείσιμο της πόρτας. Τοποθετείται πάνω από την κλειδαριά και λειτουργεί σε συνδυασμό με το μηχανισμό της. Key Stone [Λίθος κλειδί τόξου] Αρχ. Η κεντρική σφηνοειδής λίθος που τοποθετείται τελευταία στην κορωνίδα ενός τόξου έτσι ώστε να ασφαλίσει τις υπόλοιπες σφηνόλιθους στη θέση τους. Έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από τις υπόλοιπες και μπορεί να είναι σκαλιστή για διακοσμητικούς λόγους. Key Telephone System [Τηλεφωνικό σύστημα με πλήκτρα] Επικοιν. Τηλεφωνικό σύστημα με ειδικά πλήκτρα (όχι επιλογής) σε ειδικές αφιερωμένες γραμμές πρώτης ανάγκης (πυροσβεστική, οδική βοήθεια κτλ) ή εσωτερικές γραμμές (Interphone). Key Telephone Unit [Μονάδα τηλεφώνου με πλήκτρα] Επικοιν. Ειδικό τηλέφωνο που ο δίσκος επιλογής συνήθως έχει αντικατασταθεί από πλήκτρα που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες κλήσεις που μπορεί να αλλάζουν και κατά βούληση σε ένα ψηφιακό τηλέφωνο. Key Word [Λέξη κλειδί] Πληρ. Είναι οι χαρακτηριστικές λέξεις ενός κειμένου οι οποίες δίνουν γρήγορα και συνοπτικά μία εικόνα για το αντικείμενο που διαπραγματεύεται το κείμενο. Με τις λέξεις αυτές γίνεται συχνά η αναζήτηση άρθρων, κειμένων, εκθέσεων κ.α. με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών από μία ευρύτερη ψηφιακή βάση δεδομένων. Keyboard [Πληκτρολόγιο] Πληρ. Πρόκειται για μία συσκευή αποτελούμενη από πλήκτρα η οποία είναι συνδεδεμένη με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή άλλη ηλεκτρονική συσκευή ειδικότερης χρήσης, με σκοπό την εισαγωγή δεδομένων από το χρήστη προς τον υπολογιστή. Keyboard Entry [Εισαγωγή με πληκτρολόγιο] Πληρ. Η διαδικασία εισαγωγής δεδομένων στο υπολογιστικό σύστημα χειροκίνητα, διαμέσου του πληκτρολογίου. Keyboarding [Πληκτολογίου χειρισμός] Πληρ. Η χρήση του πληκτρολογίου ενός υπολογιστικού συστήματος για μεταφορά και επεξεργασία δεδομένων κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας. Keyed [Ασφαλιστό] ΙΊολΜηχ. Οποιαδήποτε κατασκευή ή στοιχείο μπορεί να ασφαλιστεί να σταθεροποιηθεί ή να λειτουργήσει με τη χρήση κλειδιού, ή με μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν της κλειδαριάς. Keyed beam [Σύνθετη δοκός] Πολ.Μηχ. Ένα δοκάρι

-797 που σχηματίζεται από πολλά ξύλινα στοιχεία, το ένα συνδεδεμένο με το άλλο και το οποίο έχει εγκοπές μέσα στις οποίες εισάγονται μεταλλικές προσαρμογές για την ενίσχυση της αντοχής του δοκαριού. Keyes Process [Διεργασία Keyes] Χημ. Μέθοδος παρασκευής απόλυτης αιθανόλης, κατά την οποία αποστάζεται αζεοτροπικό μίγμα αιθανόλης, νερού και βενζολίου. Keyhole [Κλειδαρότρυπα] Μηχ. Αποτελεί μέρος του όλου συστήματος της κλειδαριάς και συγκεκριμένα η υποδοχή όπου εισέρχεται το κλειδί. Keying In [Δέσιμο τοιχοποιίας] Αμχ. Το πλέξιμο των δομικών πλίνθων μιας τοιχοποιίας με αυτούς μιας άλλης, υπό γωνία συνήθως ορθή, με την οποία έρχεται σε επαφή, ώστε να είναι ισχυρότερη η κατασκευή, από ότι αν μεσολαβούσε συνδετικό στοιχείο. Keying Interval [ Διάστημα πληκτρολόγησης] Επικοιν. Διάστημα που διαρκεί ένα χτύπημα πληκτρολογίου. Keying Pulse [Παλμός πληκτρολογίου] Επικοιν. Μετάδοση τηλεφωνικών σημάτων με πληκτρολόγιο (πχ DTMF) Keyless Ringing [Κουδούνισμα χωρίς πλήκτρα] Επικοιν. Κουδούνισμα που δεν απαιτεί τη χρήση πλήκτρων αλλά παράγεται αυτόματα πχ με χρήση του ASCII χαρακτήρα #7 "κατά βούληση". Keyshelf [Βάση πληκτρολογίου] Επικοιν. Ειδική βάση στήριξης συνήθως για μηχανήματα με ασύρματη επικοινωνία. Keystone Station [Σταθμός κλειδί] Επικοιν. Σταθμός ενός δικτύου (ή ολόκληρο δίκτυο) απ' όπου μπορεί κανείς να προσεγγίσει όλους τους σταθμούς ενός δικτύου ή να πάρει πληροφορίες δρομολόγησης. Keyword Search [Αναζήτηση βάσει λεξεων κλειδιά] Πλημ. Δυνατότητα που παρέχεται πλ*έον με τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας —» Key Word Κ Factor [Παράγοντας Κ] Πυμην. Φυσ. Η όσον αφορά το επίπεδο της ενέργειας ακτινών γάμμα οι οποίες εκπέμπονται από συγκεκριμένου είδους πυρήνα, φυσική μονάδα μέτρησης. Μετράται σε roentgens ανά ώρα για ρυθμό διάσπασης ένα μίλικιουρι σε απόσταση ένα εκατοστό από τη πηγή. Kick [Αλλαγή κλίσης στέγης] Αμχ. Σε μια στέγη η απότομη αλλαγή στην κλίση που προκαλείται είτε από την ίδια τη μορφή της κατασκευής είτε από ένα στοιχείο που εισάγεται ή προεξέχει από αυτήν. Kickplate [Προστατευτική πλάκα κάτω τραβέρσας πόρτας] Πολ.Μηχ. Μία σιδερένια πλάκα που καλύπτει την κάτω τραβέρσα ενός θυρόφυλλου σε όλο της το μήκος, ώστε να προστατεύει το υλικό της πόρτας από τυχόν κτυπήματα, ή κλωτσιές. Μπορεί να χρησιμοποιείται και στο κάτω μέρος σκάλας για να αποτελεί τη συνδετική βάση των κεκλιμένων στοιχείων της. Kiliani-Fischer Synthesis [Σύνθεση κατά KilianiFischer] Ομγ. Χημ. Σειρά χημικών αντιδράσεων που οδηγούν στο σχηματισμό μίγματος διαστερεομερών αλδοεξοζών, από μια αλδοπεντόζη. Περλαμβάνουν επίδραση υδροκυανίου, όξινη υδρόλνυση των σχηματιζόμενων κυανυδρινών, αφυδάτωση του προϊόντος και επίδραση Na(Hg). Killing Tensor [Τανυστής Κλινγκ] Μαθημ. Σταθερού πάνω στις γεωδαισιακές του είδος συμμετρικού τανυστικού πεδίου σε μια πολλαπλότητα Τ. Killing Vector [Διάνυσμα Κίλινγκ] Μαθημ. Πρώτης τάξεως συναλλοίωτος τανυστής πάνω σε πολλαπλότη-

Kilowatt-hour

τα Τ ο οποίος είναι απειροστός γεννήτορας μιας ισομετρίας στο Τ. Kiln [Ξηραντήριο] Μηχ. Είναι μία διάταξη, παρόμοια προς έναν ειδικό φούρνο, όπου αναπτύσσονται τεράστιες θερμοκρασίες και χρησιμοποιείται για την ξήρανση ή καύση συγκεκριμένων υλικών όπως μέταλλα, πηλός, κεραμίδια ή τσιμέντο. Kilo- [Χιλιο-] Φυσ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται σε βασική μονάδα και σημαίνει πολλαπλασιασμό της επί 1000. Συμβολίζεται με k. Kilobit [Χλιοδυαδικό ψηωίο] Πλημ. Ο χώρος στη μνήμη που καταλαμβάνουν 2 °=1024 δυαδικά ψηφία. Kilocycles Per Second [Χλιόκυκλοι ανά Δευτερόλεπτο] Φυσ. -» Kilohertz Kiloelectron Volt [Κιλό - ηλεκτρονιοβόλτ] Φυσ. Ίση με χίλια ηλεκτρονιοβόλτ φυσική μονάδα για την ενέργεια. Kilogram [Χλιόγραμμο] Μηχ. Αποτελεί διεθνή μονάδα μάζας, υποδιαιρούμενη σε χίλια γραμμάρια. Είναι γνωστή και ως κλό και αντιστοιχεί σε ένα λίτρο νερού υπό συγκεκριμένη όμως θερμοκρασία. Kilogram-Equivalent Weight [Χλιογραμμοϊσοδύναμο Βάρος] Χημ. Μονάδα μέτρησης μάζας, που χρησιμοποιείται στη μελέτη χημικών αντιδράσεων και ισούται με 1000 γραμμοϊσοδύναμα βάρη. Συμβολάζεται με kgr. eq. Kilogram - Force Or Kilogram Force [Δύναμη χιλιόγραμμου] Φυσ. Η στάνταρτ δύναμη βαρύτητας που ασκείται σε μάζα ενός χλιόγραμμου. Kilohertz [Κιλό -Χερτς] Φυσ. Ίση με χίλια Χερτς φυσική μονάδα συχνότητας. Εκφράζεται επίσης ως 1000 κύκλους ανά δευτερόλεπτο. Kilojoule [Χλιο-τζάουλ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ενέργειας, που είναι ίση με 1000 τζάουλ ή 239 θερμίδες. Συμβολάζεται ως kJ. Kiloliter [Χιλιόλιτρο] Φυσ. Μονάδα μέτρησης του όγκου, ίση με 1000 λίτρα. Συμβολάζεται ως kli ή kl. Kilomega- [Κλό - μέγα] Φυσ. Πρόθεμα σε φυσικές μονάδες για την τιμή 109. Είναι ισοδύναμο με το πρόθεμα Giga. Π. χ. 1 ΚΜΗζ ή 1 GHz ισούται με ΙΟ9 Hz. Kiloniegacycle [Κιλομεγάκυκλοιΐ Φυσ. Φυσική μονάδα συχνότητας που ισούται με 10' κύκλους. Kilomegahertz [Κλομέγαχερτςί Φυσ. Φυσική μονάδα συχνότητας που ισούται με 10 Χερτς. Συμβολάζεται ως 1 ΚΜΗζ ή ως 1GHz. Kilometer [Χιλιόμετρο] Φυσ. Ίση με 1000 μέτρα φυσική μονάδα μήκους. Συμβολίζεται ως 1 Km. Είναι ισοδύναμη με 0.62 μλια. Kilometric Wave [Χλιομετρικά κύματα] Επικοιν. Κύματα με μήκος τουλάχιστον χιλιομέτρου (30 ως 300 kHz). Kiloparsec [Κλοπαρσέκ] Αστμον. Αστρονομική σταθερά η οποία χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης αποστάσεων στο διάστημα. Ένα κλοπαρσέκ είναι ίσο με 3.09Ί0 2 1 cm. Kilovolt [Χλιο-βολτ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της τάσης ηλεκτρικού ρεύματος, που εκφράζει 1000 Volt. Συμβολάζεται ως kV ή kVolt. Kilovolt-ampere [Χιλιοβολ.τ-αμπερ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ισχύος ηλεκτρικού ρεύματος, που συμβολίζεται ως kVA. Kilowatt [Χλιοβάτ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης ισχύος, που είναι ίση με 1000 Watt ή 3 1 , 1 2 Btu/h ή 1,34 hp. Το σύμβολο της είναι kW. Kilowatt-hour [Χιλιοβατ-ώρα] Φυσ. Μονάδα μέτρη-

-

t

Kinematic

-798 -

σης ηλεκτρικής ενέργειας, ίση με 1000 βατώρες ή 3,6 MJ. Συμβολίζεται με kWh. Kinematic [Κινηματικός] Μηχ. Οτιδήποτε περιγράφει και σχετίζεται με την πορεία της κίνησης και την κινηματική γενικότερα. Kinematic Boundary Condition [Συνθήκη Κινητού Οριακού Επιπέδου] Ρενστομηχ. Στην περίπτωση ροής ρευστού κοντά σε στερεή επιφάνεια, όταν το ρευστό προσεγγίζει την ακμή της επιφάνειας, το περίγραμμα της ταχύτητας γίνεται επίπεδο. Όταν το ρευστό περάσει σε όλο το μήκος της επιφάνειας, η επίδραση του ιξώδους μεταξύ των μορίων σε ακινησία στην επιφάνεια και των μορίων στη μάζα του ρευστού, οδηγεί σε μείωση της ταχύτητας στο όριο μεταξύ ρευστού και στερεού. Kinematic Fluidity [Κινηματική ρευστότητα] Μηχ. Ρενστ. Στη περίπτωση της μηχανικής των ρευστών κινηματική ρευστότητα είναι το αντίστροφο του κίνηματικού ιξώδους. Kinematic Similarity [Κινηματική ομοιότητα] Μηχ. Ρευστ. Περίπτωση κατά την οποία δύο ρευστά, έχουν ανάλογα πεδία ταχυτήτων και αποκλίσεις αυτών σε αντίστοιχες θέσεις. Πρόκειται για ένα είδος ομοιότητας στη κινηματική των ρευστών. Kinematic Viscosity [Κινηματικό Ιξώδες] Ρενστομηχ. Ορίζεται το πηλίκο του μοριακού ιξώδους προς την πυκνότητα του ρευστού. Συνήθως συμβολίζεται με ν, ενώ είναι γνωστό και ως διαχυτότητα ορμής. Οι μονάδες του κινηματικού ιξώδους είναι m2/s. Kinematical Diffraction [Κινηματική περίθλαση] Κρυσταλλ. Περίπτωση όπου η ακτίνα περίθλασης σε κρύσταλλο δεν επηρεάζεται από τον κρύσταλλο πέρα της απλής περίθλασης. Συνήθως υποθέτουμε αυτού του είδους την περίθλαση για τον προσδιορισμό της δομής κρυστάλλων με ακτίνες Χ. Kinematics [Κινηματική] Μηχ. Με χωρίς αναφορά στις δυνάμεις που προκαλούν την κίνηση σχετικιστική ή κλασική, αλλά για τη μελέτη μόνο της γεωμετρία της τομέας της μηχανικής. Kinetic [Κινητικός] Μηχ. Οτιδήποτε περιγράφει προκαλεί και σχετίζεται με την κίνηση και το αποτέλεσμα της είτε αυτή είναι σχετικιστική είτε κλασσική. Kinetic Chain Length [Κινηματικό Μήκος Αλυσίδας] Οργ. Χημ. Ορίζεται το μέσο μέγεθος της αλυσίδας μακρομορίων και ισούται με το πηλίκο του ρυθμού με τον οποίο αντιδρούν τα μονομερή προς το ρυθμό σχηματισμού των τελικών αλυσίδων. Χρησιμοποιείται μόνο ως θεωρητική έννοια. Kinetic Energy [Κινητική ενέργεια] Μηχ. Είναι μία μορφή ενέργειας, την οποία διαθέτει ένα σώμα λόγω της ταχύτητάς του και στην κλασική μηχανική είναι ανάλογη του τετραγώνου της. Μαζί με τη δυναμική ενέργεια, που οφείλεται στη θέση του σώματος, η κινητική συμπληρώνει τη συνολική μηχανική ενέργεια του σώματος. Kinctic Friction [Κινητική τριβή] Μηχ. Αναπτυσσόμενη σε επιφάνειες σε επαφή λόγω αμοιβαίας κίνησης δύναμη τριβής. Kinetic Momentum [Κινητική ορμή] Μηχ. Η χωρίς συνεισφορά από ηλεκτρομαγνητικό πεδίο ορμή ενός σώματος σχετικιστική ή κλασική. Kinetic Pressure 1 [Κινητική πίεση] Μηχ. Ρευστ. Στη περίπτωση ρευστού η εκφραζόμενη από τον τύπο l/2rv", όπου r η πυκνότητα του ρευστού και ν η ταχύτητα του, κινητική ενέργεια ανά μονάδα όγκου.

Kinetic Pressure 2 [Πίεση λόγω κίνησης] Μηχ. Μπορεί να ονομασθεί και μανομετρικό ύψος ταχύτητας. Για μοναδιαία μάζα υγρού που ρέει σε αγωγό, με μέση ταχύτητα u, δίνεται ως u2/2ga, όπου α ένας συντελεστής που εξαρτάται από το πρότυπο ροής. Kinetic Reaction [Κινητική αντίδραση] Μηχ. Η προβλεπόμενη από τον τρίτο νόμο του Νεύτωνα δύναμη αντίδρασης του επιταχυνόμενου σώματος στη δύναμη του σώματος που προκαλεί την κίνηση, Kinetic Stress [Κινητική πίεση] Φυσ. Η λόγω της κατανομής των ταχυτήτων των μορίων πίεση συστήματος ρευστού. Kinetic Theory [Κινητική θεωρία] Φνσ. Περίπτωση στην οποία χρησιμοποιούνται οι συνδυασμένες δράσεις των μορίων του συστήματος για την εξηγήσει της φυσικής συμπεριφορά του. Kinetic Theory Of Gases (Κινητική Θεωρία των Αερίων] Φυσ. Χημ. Θεωρία που αναλύει και συσχετίζει τις εμπειρικές ιδιότητες των αερίων. Τα αέρια θεωρείται ότι αποτελούνται από πολύ μικρά, τέλεια ελαστικά σωματίδια, τα οποία κινούνται συνεχώς με υψηλές ταχύτητες και συγκρούονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τα τοιχώματα του δοχείου που τα περιέχει. Η πίεση που ασκείται από ένα αέριο οφείλεται στο σύνολο των συγκρούσεων των σωματιδίων με τα τοιχώματα, ενώ το μέγεθος της εξαρτάται από την κινητική ενέργεια των μορίων και από τον αριθμό τους. Kinetics [Κινητική] Μηχ. Ο κλάδος της κλασσικής ή σχετικιστικής μηχανικής, που συσχετίζει την κίνηση, τη μάζα και τη δύναμη. King Post Truss [Ζευκτό με αμείβοντες και κεντρικό ορθοστάτη] ΠολΜηχ. Ένα ζευκτό οροφής που αποτελείται από δύο αμείβοντες κεκλιμένους κατά 30'-60°, μία οριζόντια συνδετική δοκό στα κάτω άκρα των αμειβόντων και έναν κεντρικό ορθοστάτη που ενώνει την κορυφή του ζευκτού με το μέσο της συνδετικής δοκού. Η ενδιάμεση οριζόντια δοκός είναι απαραίτητη για να εξασφαλίζεται η ακαμψία-αρχή του άκαμπτου τριγώνου. Τέτοιου είδους στηρίξεις είναι κατάλληλες για ανοίγματα μέχρι 1 1 - 1 2 μ. King's Piece [Ορθοστάτης ζευκτού] Πολ,Μηχ. -> Kingpost Kingbolt [Ορθοστάτης ζευκτού] Κτιρ.-> Kingpost Kingpiece [Ορθοστάτης ζευκτού] Πολ.Μηχ. -> Kingpost Kingpost [Ορθοστάτης ζευκτού] Πολ.Μηχ. Το κεντρικό κατακόρυφο μέλος σε ένα ζευκτό με αμείβοντες, που συνδέει την κορυφή του ζευκτού με το μέσο της συνδετικής δοκού, στη βάση του ζευκτού. Τα ζευκτά με ορθοστάτη είναι πιο ακριβά από τα απλά με αμείβοντες και γι'αυτό χρησιμοποιούνται πιο σπάνια, Kirchhoff's Equation [Εξίσωση Kirchhoff] Φυσ. Χημ. Εξίσωση που χρησιμοποιείται στον υπολογισμύ της ενθαλπίας μιας αντίδρασης σε ορισμένη θερμοκρασία, αν είναι γνωστή η τιμή της σε άλλη θερμοκρασία. Δίνεται ως εξής: 0ΔΗ/γΓ)Ρ = ΔΟρ, όπου ΔΟΡ είναι η διαφορά θερμοχωρητικότητας υπό σταθερή πίεση μεταξύ προϊόντων και αντιδρώντων. Kirchhoff's Law [Νόμος του Kirchhoff] Φυσ. Σε συγκεκριμένη θερμοκρασία, ο λόγος του συντελεστή εκπομπής προς το συντελεστή απορρόφησης, για ορισμένο μήκος κύματος, είναι ο ίδιος για όλα τα σώματα και ισούται με το συντελεστή εκπομπής ιδανικού μαύρου σώματος, στις ίδιες συνθήκες. Kirchhoff's Laws [Νόμοι του Kirchhoff] Φυσ. Σε ένα

- 799-

Knocked On Atom

ηλεκτρικό κύκλωμα, το αλγεβρικό άθροισμα των ρευ- το ισοδύναμο μήκος κύματος Compton. μάτων που συναντώνται σε ένα σημείο είναι μηδέν. Kleinite [Κλεϊνίτης] Ομυκτ. Πρόκειται για χλωροθειικό Επίσης, σε κλειστό κύκλωμα, το αλγεβρικό άθροισμα άλας δισθενούς υδραργύρου και αμμωνίας, ο χημικός των γινομένων ρεύματος και αντίστασης σε κάθε αγω- του τύπος όμως δεν είναι πλήρως διευκρινισμένος. Είγό, ισούται με την ηλεκτρεγερτική δύναμη του κυκλώ- ναι κίτρινο ορυκτό, κρυσταλλωμένο στο εξαγωνικό σύστημα, εύθραυστο και διαφανές. ματος. Kiss Mark [Σημάδι τούβλου] Πολ.Μηχ. Ένα σημάδι K7L Ratio [Αόγος Κ προς L] Πυμην. Φυσ. Στην περίπάνω σε ένα τούβλο, το οποίο έχει γίνει από προσωρι- πτωση αντίστροφης βήτα διάσπασης ο λόγος του αριθνή συγκόλλησή του με άλλο τούβλο μέσα στην κάμινο μού των ηλεκτρονίων που συλλαμβάνονται από τον ατομικό φλοιό με κύριο κβαντικό αριθμό 1 με τον αόπου ψήνονται οι πλίνθοι. Kistiakowsky Equation [Εξίσωση Kistiakowsky] ριθμό των ηλεκτρονίων που συλλαμβάνονται από τον Φυσ. Χημ. Εξίσωση που υπολογίζει τη μοριακή θερμό- ατομικό φλοιό με κύριο κβαντικό αριθμό 2. τητα εξάτμισης, για μη πολικό υγρό, ως εξής: ΔΗνι/Π> Klystron [Κλνύστρον] Ηλεκ. Είδος λυχνίας η οποία χρη= 8,75 + 4,5171ogT b , όπου Τι,το κανονικό σημείο βρα- σιμοποιεί εκτοξευτεί ηλεκτρονίων, κοιλότητες και συσμού (Κ) ενώ η μοριακή θερμότητα εξάτμισης εκφρά- σκευή για την διαμόρφωση της δέσμης ηλεκτρονίων. ζεται σε cal/mole. Χρησιμοποιείται για εφαρμογές υψηλών συχνοτήτων Kit Joinery [Προκατασκευασμένη επίπλωση] Αμχ. Ολα όπως είναι η ενίσχυση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίτα ξύλινα ή μεταλλικά στοιχεία που αποτελούν τη μό- ας. νιμη επίπλωση του κτιρίου αλλά και τα κουφώματα Klystron Generator [Γεννήτρια κλύστρον] Ηλεκ. Προκατασκευάζονται και μεταφέρονται στο οικόπεδο Χρησιμοποιούμενη σαν γεννήτρια λυχνία κλόστρον η μαζί με όλες τις συνδέσεις τους, μεταλλικές προσαρμο- δεύτερη κοιλότητα της οποίας έχει σκοπό την τροφογές κ.λ.π., και συναρμολογούνται επί τόπου. δοσία κυματοδηγού. Kitewinder [Κεντρικό σκαλί στροφής κλίμακας] Πολ. Κ Meson [Κ μεσόνιο] Πυμην. Φυσ. Με μάζα 494 Mev s Μηχ. Σε στροφή κλίμακας, το κεντρικό από τα τρία και χρόνο ζωής 1.24 10 sec είδος μεσονίου. Έχει σπιν σκαλιά που σχηματίζουν τη στροφή όταν δεν υπάρχει μηδέν όπως και κβαντικό αριθμό strangeness. Είναι το πλατύσκαλο. Στο σχεδιασμό το σχήμα του βρίσκεται ελαφρότερο αδρόνιο με ένα κουάρκ τύπου strange. από την ένωση του σημείου του κεντρικού άξονα της Knee Brace [Γόνατο σκελετού] Πολ.Μηχ. Ένα μικρό σκάλας με τα δύο ίχνη του στην εσωτερική περιφέρεια μεταλλικό στοιχείο σε μορφή ράβδου ή και γωνίας που της σκάλος. Το εσωτερικό πλάτος της βαθμίδας είναι ενώνει δύο στοιχεία ή δοκάρια που σχηματίζουν γωνία 8-10 εκ. και το εξωτερικό βρίσκεται από την προέκτα- μεταξύ τους. Το στοιχείο αυτό τοποθετείται έτσι ώστε ση των ιχνών στο εξωτερικό περίγραμμα της σκάλος. το μήκος του να ενώνει τις δύο πλευρές της γωνίας και Kithome [Προκατασκευασμένο σπίτι] Αρχ. Ένα σπίτι τα δύο άκρα του να ακουμπάνε αντίστοιχα στα δύο που αποτελείται από διάφορα προκατασκευασμένα συνδεόμενα στοιχεία, σχηματίζοντας ένα τρίγωνο που τμήματα τα οποία συναρμολογούνται επί τόπου στο ενισχύει την ακαμψία του σκελετού. οικόπεδο. Μπορεί να είναι προκατασκευασμένο και Knee Rafter [Δοκάρι αντιστήριξης] Πολ.Μηχ. Ένα δοολόκληρο το σπίτι οπότε και μεταφέρεται και τοποθε- κάρι που τοποθετείται διαγώνια για να ενώσει ένα βατείται στο οικόπεδο, πάνω σε έτοιμη θεμελίωση, ή σε σικό δοκάρι με μια συνδετική δοκό, τα οποία συνδέοπλάκα τσιμέντου. νται ήδη μεταξύ τους υπό γωνία. Χρησιμοποιείται για Kjeldahl Flask [Δοχείο Kjeldahl] Ανα/L. Χημ. Γυάλινο να ενισχύσει την αντοχή του σκελετού σε καμπτικές δοχείο με μακρύ, πλατύ λοιμό και σφαιρικό πυθμένα, δυνάμεις. που χρησιμοποιείται στον ποσοτικό προσδιορισμό του Knee Timber [Γόνατο σκελετού] Πολ.Μηχ.-*Knee περιεχόμενου αζώτου σε οργανικές ενώσεις, σύμφωνα Brace με τη μέθοδο Kjeldahl. Knee Wall [Τοίχος αντιστήριξης] Πολ.Μηχ. Μικρός σε Kjeldahl's Method [Μέθοδος Kjeldahl] ΑναλL Χημ. μέγεθος τοίχος που στηρίζει ένα δοκάρι ή ένα ζευκτό Εργαστηριακή μέθοδος προσδιορισμού του αζώτου σε κάποιο σημείο του μήκους του, κυρίως όταν αυτύ που περιέχεται σε μια οργανική ένωση, που περλαμ- στηρίζει κεκλιμένη οροφή. βάνει αντίδραση με θερμό θειικό οξύ και σχηματισμό Knob Set [Κλειδαριά με πόμολα] Πολ.Μηχ. Είδος κλειαμμωνίας. δαριάς που αποτελείται από δύο πόμολα για το άνοιγKlein Four Group [Ομάδα τέταρτη Klein] Μαθημ. Η μα της πόρτας και από τις δύο πλευρές. Πιο συχνή χρήομάδα με τέσσερα στοιχεία {c,a,b,c} όπου e το ταυτο- ση της σε εσωτερικές πόρτες. τικό στοιχείο της ομάδας και a,b,c ακέραιοι. Προκύ- Knock [Κτύπημα] Μηχ. Αναφέρεται στον χαρακτηριπτει θεωρώντας τη διαίρεση ενός ακεραίου με το 4 η στικό ήχο που δημιουργείται από την επίδραση του οποία έχει ως ακέραια υπόλοιπα τα {e,a,b,c}. κρουστικού κύματος στα τοιχώματα του κυλίνδρου, σε Klein - Nishina Formula [Τύπος Klein - Nishina] έναν κινητήρα. Το κρουστικό κύμα είναι μέτωπο κρουΦυσ. Στην περίπτωση της σχετικιστικής σκέδασης στικής καύσεως που προκαλείται από αυτανάφλεξη Complon η σχέση που δίνει την ποσότητα της ενέργεια κακής ποιότητας καυσίμου. Μέτρο της τάσης ενός που σκεδάζετε ανά ηλεκτρόνιο και μονάδα χρόνου ό- καυσίμου να εμφανίζει "κτύπημα" αποτελεί ο αριθμός οκτανίου. πως αυτή υπολογίζεται στη κβαντική θεωρία πεδίου. Klein Paradox [Παράδοξο Klein] Φνσ. Παράδοξο ε- Knock Intensity [Ενταση κτυπήματος] Μηχ. Το αποντοπισμένο από τον Klein σύμφωνα με το οποίο ένα τέλεσμα των μετρήσεων που γίνονται με σκοπό τον ηλεκτρόνιο μπορεί να περάσει με το φαινόμενο σήραγ- έλεγχο της τάσης ενός καυσίμου να εμφανίζει γας δυναμικό ενέργειας μεγαλύτερη από δύο φορές αυ- "κτύπημα" σε πρότυπο κινητήρα. τής της ισοδύναμης μάζας. Αυτύ βασίζεται στη θεωρία Knocked On Atom [Ατομο ανάκρουσης] Φυσ. Στεμ. του Dirac για το ηλεκτρόνιο. Το φαινόμενο εμφανίζει Κατ. Η κατά την πρόσπτωση ταχέως σωματιδίου ανάμεγάλες τιμές για φράγματα όχι πολύ μεγαλότερα από κρουση ατόμου σε στερεό το οποίο μετατοπίζεται από

Knocked Down

-800-

τη κρυσταλλική θέση του. Knocked Down [Υλικά κατεδαφίσεως] Πολ.Μηχ. Υλικά που έχουν προκύψει από κατεδαφίσεις κτιρίων και μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν αφού ξεκαθαριστούν σε κάποιο βαθμό. Knockmeter [Όργανο Μέτρησης Κτυπήματος] Μηχ. Εργαστηριακό όργανο που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό της ποιότητας ενός καυσίμου, όταν καίγεται σε πρότυπο κινητήρα. Knoevcnagcl Reaction [Αντίδραση Knocvenagel] Opy. Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία οι αλδευδες, παρουσία οργανικών βάσεων, συμπυκνώνονται με ενώσεις που περιέχουν ενεργό μεθυλενική ομάδα, οπότε προκύπτουν α,β- ακόρεστα παράγωγα, κυρίως εστέρες και οξέα. Knorr Synthesis [Σύνθεση Knorr] Opy. Χημ. Μέθοδος παρασκευής πυρρολικών παραγώγων, που περιλαμβάνει συμπύκνωση α-αμινο-κετονών με καρβονυλικές ενώσεις που φέρουν ενεργό μεθυλενική ομάδα, παρουσία οξικού οξέος. Knuckle Pin [Πίρος άρθρωσης] Μηχ. Είναι η μικρή μεταλλική ή ξύλινη ράβδος, ανάλογα με τη κατασκευή, που συμβάλλει στην υλοποίηση της σύνδεσης δύο στοιχείων της στο σημείο που αυτά ενώνονται αρθρωτά. Knudsen Flow [Ροή Knudsen] Ρενστομηχ. Αναφέρεται στην περίπτωση ροής ενός ρευστού μέσα σε αγωγό, όπου η μέση ελεύθερη διαδρομή των μορίων είναι συγκρίσιμη ή μεγαλύτερη από τη διάμετρο του αγωγού. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι επικρατούν οι ελαστικές συγκρούσεις μεταξύ μορίων και τοιχωμάτων, οπότε ο ρυθμός ροής είναι ανεξάρτητος της πίεσης, είναι όμως ανάλογος της θερμοκρασίας. Knudsen Number [Αριθμός Knudsen] Ρενστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που συμβολίζεται ως Νκη και χρησιμοποιείται στη μελέτη της ροής αερίων μέσα σε αγωγούς ή στερεά πορώδη υλικά. Ισούται με το πηλίκο της μέσης ελεύθερης διαδρομής των μορίων του αερίου προς τη διάμετρο του σωλήνα ή του πόρου. Knudsen's Equation [Εξίσωση Knudsen] Ρενστομηχ. Εξίσωση που περιγράφει τη ροή Knudsen ενός ρευστού και δίνεται ως: WA = (d76)-^M A /RT) 05 -(-AP A / L), ύπου WA είναι ο ρυθμός ροής μάζας (kg/s), d η διάμετρος του σωλήνα, ΜΑ το μοριακό βάρος του συστατικού Α και ΔΡΑ η διαφορά μερικής πίεσης του Α στο μήκος L του σωλήνα. Kohlrausch Law [Νόμος του Kohlrausch] Φνσ. Χημ. Γνωστός και ως νόμος ανεξάρτητης όδευσης ιόντων, σύμφωνα με τον οποίο, η τιμή της ισοδύναμης αγωγιμότητας, σε άπειρη αραίωση, ισούται με το άθροισμα των ισοδύναμων αγωγιμοτήτων των ιόντων που αποτελούν τη διαλυμένη ουσία του ηλεκτρολυτικού διαλύματος. Kohlrausch Method [Μέθοδος Kohlrausch] Φνσ. Χημ. Αποτελεί τρόπο μέτρησης της αντίστασης ενός διαλύματος ηλεκτρολύτη, σε πειράματα προσδιορισμού της αγωγιμότητας. Χρησιμοποιείται η γέφυρα Kohlrausch, με την οποία αποφεύγονται φαινόμενα πολώσεως που οφείλονται στη διαβίβαση συνεχούς ρεύματος μέσα από τον ηλεκτρολύτη. Kolbe Adolf VVilhelm Hermann [Κόλμπε Χέρμανν Αντολφ Βίλχελμ] Χημ. Γερμανός χημικός, που έζησε την εποχή 1818-1884. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της οργανικής χημείας, επειδή αυτός πρώτος συνέθεσε οργανική ουσία από καθαρά ανόργανες ύλες.

Σημαντικά ήταν, το 1849 η σύνθεση υδρογονανθράκων με ηλεκτρόλυση αλάτων λιπαρών οξέων και το 1859 η ποσοτική σύνθεση σαλικυλικού οξέος. Kolb£ Hydrocarbon Synthesis [Σύνθεση Υδρογονανθράκων κατά Kolbe] Οργ. Χημ. Μέθοδος παρασκευής αλκανίων, που περιλαμβάνει ηλεκτρόλυση διαλυμάτων αλάτων λιπαρών οξέων με αλκάλια. Στην άνοδο του κελιού σχηματίζεται το αλκάνιο, ενώ στην κάθοδο παράγεται υδρογόνο και υδροξείδιο του αλκαλίου. Kolbe-Schmidt Synthesis [Σύνθεση κατά KolbiSchmidt] Opy. Χημ. Αντίδραση σύνθεσης σαλικυλικού οξέος, με επίδραση διοξειδίου του άνθρακα σε φαινοξείδιο του νατρίου, υπό συνθήκες αυξημένης πίεσης. Kolmogorov - Arnold - Moser Theorem [Θεώρημα Κολμογκόροβ - Αρνολντ - Μόζερ] Φνσ. Στην περίπτωση προσθήκης μικρών διαταραχών σε σύστημα, φυσικό θεώρημα πάνω στη διατήρηση της δομής του φασικού χώρου και πιο συγκεκριμένα των ταλαντώσεων σ 1 αυτόν. Konigsberg Bridge Problem [Πρόβλημα γεφυρών του Konigsberg] Μαθημ. Το πρόβλημα εύρεσης ενός κύκλου του Euler στον γράφο που προκύπτει για τις γέφυρες που βρίσκονται στη γερμανική πόλη Konigsberg. Αναζητείται ένα μονοπάτι το οποίο θα διασχίζει την κάθε γέφυρα ακριβώς μια φορά. Konovalov's Law [Νόμος Konovalov] Φνσ. Χημ. Σε ένα μίγμα, ο ατμός είναι σχετικά πιο πλούσιος στην ουσία εκείνη, της οποίας η προσθήκη στο μίγμα αυξάνει τη συνολική τάση ατμών ή, σε δεδομένη πίεση, μειώνει το σημείο ζέσεως. Kopp's Rule [Κανόνας Kopp's] Φνσ. Χημ. Σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, η θερμοχωρητικότητα μιας στερεής ένωσης ισούται με το άθροισμα των θερμοχωρητικοτήτων των ξεχα)ριστών στοιχείων που την αποτελούν. Χρησιμοποιείται μόνο για προσεγγιστικές εκτιμήσεις, όταν δεν είναι διαθέσιμα πειραματικά δεδομένα. Kossel Albrecht [Κόσελ Αλμπρεχτ] Χημ. Γερμανός βιοχημικός, που έζησε κατά την περίοδο 1853-1927. Του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Φυσιολογίας κα Ιατρικής, το 1910, σε ένδειξη αναγνώρισης της συμβολής του στην κατανόηση της χημείας των πρωτεϊνών, του κυττάρου και του κυτταρικού πυρήνα. Kossel Walther [Κόσελ Γουώλτερ] Χημ. Γερμανός χημικός, γιος του Αλμπρεχτ, που γεννήθηκε το 1888 και απεβίωσε το 1956. Υπήρξε ιδρυτής της ηλεκτρονικής θεωρίας του σθένους. Kovat's Retention Index [Δείκτης Συγκράτησης κατά Kovai's] Χημ. Συμβολίζεται ως RI και χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό ενός κανονικού αλκανίου, με χρωματογραφία. Υπολογίζεται από διάγραμμα του λογαρίθμου του χρόνου συγκράτησης ως προς τον αριθμό των ατόμων άνθρακα του αλκανίου. Kozeny - Carman Equation [Εξίσωση KozenyCarman] Ρενστομηχ. Εξίσωση που υπολογίζει την πτώση πίεσης, κατά τη διάρκεια ροής αερίου μέσα απύ κλίνη στερεών σωματιδίων. Ααμβάνονται υπόψη το ιξώδες του αερίου, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των σωματιδίων και το πορώδες της κλίνης. Kph [Μονάδα μέτρησης ταχύτητας] Μηχ. Πρόκειται για την συντομογραφία στα αγγλικά του χιλιομέτρου ανά ώρα, με το οποίο μετριέται η ταχύτητα ενός σώματος. K r [Σύμβολο κρυπτού] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του στοιχείου του κρυπτού στον περιοδικό πίνακα. Kraemer Equation [Εξίσωση Kracmcr] Opy. Χημ. Εξί-

-801 -

σωση υπολογισμού του εσωτερικού ιξώδους μιας πολυμερικής ένωσης, με βάση το μοριακό της βάρος. Kramer's Theorem [Θεώρημα Κράμερ] Φνσ. Στερ. Κατ. Για τις καταστάσεις περιττού αριθμού ηλεκτρονίων φυσικό θεώρημα σύμφωνα με το οποίο τέτοιες καταστάσεις είναι τουλάχιστον διπλά εκφυλισμένες κατά την περίπτωση παρουσίας ηλεκτρικού πεδίου. Krein Millman Theorem [Krein Millman θεώρημα] Μαθημ. Έστω Χ ένας τοπικά κυρτός τοπολογικός γραμμικός χώρος με την ιδιότητα Hausdorff και Κ ένα τυχαίο συμπαγές και κυρτό υποσύνολο του, διαφορετικό του κενού. Ισχύει για κάθε τέτοιο Κ: K=conv(ex (Κ)), δηλαδή το Κ είναι ίσο με την κλειστή κυρτή θέση του συνόλου ex(K) που είναι τα ακραία σημεία του Κ. Kreinser Formula [Τύπος Kremser] Χημ. Μηχ. Εξίσωση που χρησιμοποιείται στο σχεδιασμό στήλης απορρόφησης με δίσκους, για αραιά μίγματα. Είναι γνωστή και ως μέθοδος Kremser-Brown. Εφαρμόζεται κυρίως για τους προκαταρκτικούς υπολογισμούς των ροών ή του αριθμού των βαθμίδων, ειδικά όταν απαιτείται μεγάλος αριθμός δίσκων. Kronecker Product [Γινόμενο Kronecker] Μαθημ. Έστω δύο πίνακες Α διάστασης kxl και Β διάστασης rnxn. Το γινόμενο Kronecker είναι ένας πίνακας C = A ® B διάστασης kmxln, του οποίου τα στοιχεία είναι μπλοκ που προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό κάθε στοιχείου α^ του Α επί του πίνακα Β και τοποθετούνται στην αντίστοιχη ij θέση. Krull Intersection Theorem [Θεώρημα τομής Krull] Μαθημ. Έστω ένας αντιμεταθετικός δακτύλιος R με μοναδιαίο στοιχείο και I ένα ιδεώδες του R. Αποδεικνύεται ότι για δυο αριστερά module Μ ι και Μ2 ισχύει Ι·Μ2=Μ| όταν το Μ2 είναι ίσο με την άπειρη τομή των ΓΑ, όπου n ανήκει στο σύνολο των φυσικών αριθμών.

Κ Truss

Krypton [Κρυπτόν] Χημ. Πρόκειται για ένα χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με συμβολισμό ΚΓ. Είναι ένα από τα αδρανή αέρια, είναι άοσμο και άχρωμο. Χρησιμοποιείται για την πλήρωση των ηλεκτρικών σωλήνων των διαφημιστικών πινακίδων και το όνομά του το οφείλει στο γεγονός ότι υπάρχει σε απειροελάχιστες ποσότητες στην γήινη ατμόσφαιρα. Kuratowski's Theorem [Θεώρημα Kuratowski] Μαθημ. Έστω ένας γράφος G με V σύνολο κορυφών και Ε σύνολο ακμών. Για το γράφο οι ακόλουθες προτάσεις είναι ισοδύναμες:i ) ο G είναι επίπεδος, i i ) ο G δεν περιέχει τον Κ 5 ή τον Κ3,3 ως υπογράφους και iii) ο G δεν περιέχει τον Κ$ ή τον Κ.3,3 ως τοπολογικά μικρότερους. Kuric Plot [Γραφική παράσταση Κιουρί] Πυμην. Φυσ. Η χρησιμοποιούμενη για την ανάλυση της βήτα διάσπασης γραμμική γραφική παράσταση η οποία απεικονίζει την τετραγωνική ρίζα της έντασης σωματιδίων βήτα συναρτήσει της ενέργειας τους. Είναι ευθεία γραμμή. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του πάνω ορίου ενέργειας της βήτα διάσπασης με προέκταση της ευθείας. Kronecker Delta [Δέλτα του Kronecker] Μαθημ. Η συνάρτηση δέλτα, συμβολικά 6·^ με πεδίο ορισμού Χ και πεδίο τιμών το δισύνολο {0,1). Η συνάρτηση δ(] παίρνει την τιμή 0 όταν i· j ενώ παίρνει την τιμή 1 όταν i=j. Κ Shell [Φλοιός Κ] Ατομ. Φυσ. Ατομικό τροχιακό ηλεκτρονίων με κύριο κβαντικό αριθμό 1. Είναι το πλησιέστερο στο πυρήνα και έχει τη μικρότερη ενέργεια. Κ Truss [Ζευκτό σχήματος κ] Πολ.Μηχ. Ένα ζευκτό στήριξης οροφών αλλά πιο συχνά γεφυρών, το οποίο σχηματίζει το γράμμα κ λόγω της ιδιαίτερης θέσης του ορθοστάτη και των δύο αμειβόντων.

L Acid [Οξύ L] Opy. Χημ. Πρόκειται για το (5υδροξυ)-α-ναφθαλενο-σουλφονικό οξύ, που έχει χημικό τύπο 5-HO-a-Ci0H6SO3H και μοριακό βάρος 224,23. Είναι λευκή στερεά ουσία, που τήκεται στους 120 ΰΟ, διαλύεται σε νερό και οξικό οξύ και χρησιμοποιείται στη σύνθεση αζωχρωμάτων. La [Σύμβολο λανθανίου] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός του στοιχείου του λανθανίου. Labdanuni Oil [Αάβδανο λαδιού] Υλικ. Πρόκειται για ένα λάδι κιτρινωπού χρώματος το οποίο λαμβάνεται από τα φύλλα του κίστου του λαδανοφόρου, και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική αλλά κυρίως στην κατασκευή αρωματικών ουσιών και σαπουνιών. Label 1 [Ετικέτα] Πληρ. Πρόκειται για μία χαρακτηριστική ονομασία που δίδεται σε κάποιο λογισμικό πρόγραμμα, σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή ακόμη και σε ένα φορητό σκληρό δίσκο αποθήκευσης δεδομένα^ν, για να είναι πιο εύκολη η αναγνώριση του και η αναφορά σε αυτό. Label 2 [Στέγασμα ανοίγματος] Αρχ. Ένα είδος στέγασμα ανοίγματος που εκτείνεται οριζόντια πάνω από την κορυφή του ανοίγματος, αλλά προεκτείνεται λίγο και προς τα κάτω παράλληλα με τις παραστάδες του ανοίγματος. Μπορεί να είναι σκαλιστό για διακοσμητικούς λόγους. Label Data Type [Τύπος δεδομένων ετικέτας] Υπολ. Το σύνολο των δεδομένων, τα οποία λειτουργούν ως ετικέτα σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα. Label Record [Εγγραφή ετικέτας] Υπολ. Οποιαδήποτε εγγραφή σε ένα μαγνητικό μέσο, η οποία χρησιμοποιείται ώστε να ενημερώνει το χρήστη σχετικά με το περιεχόμενο ενός αρχείου, π.χ. ως προς το μέγεθος του. Labeled Graph [Ταυτοποιημένος γράφος] Μαθημ. Έστω ένας γράφος G=(V,E) πεπερασμένο πλήθος κορυφών. Ο γράφος G ονομάζεται ταυτοποιημένος αν οριστεί μια ένα προς ένα συνάρτηση f από το σύνολο V των κορυφών του σε Κ υποσύνολο των φυσικών αριθμών ίσο με τον πληθάριθμο του V έτσι ώστε f(v)=k όπου ν e V και k e Κ=( l,2,...,n). Labelled Atom [Ιχνηθετημένο άτομο] Χημ. Το άτομο σε μία χημική ένωση που έχει αντικατασταθεί με το ραδιοϊσότοπο του (ιχνηθέτης) ώστε να είναι δυνατή η ανίχνευση της διαδρομής του μέσω της παρακολούθησης της συνοδεύουσας αυτό ραδιενέργειας κατά διάφορες βιολογικές, χημικές ή μηχανικές εφαρμογές της ιχνηθεσίας. Labelled Compound [Ιχνηθετημένη ένωση] Χημ. Ένωση που δρα ως φορέας ιχνηθετημένων ατόμων π.χ.

οργανική ένωση στο μόριο της οποίας ένα άτομο σταθερού άνθρακα έχει αντικατασταθεί από άτομο ραδιενεργού άνθρακα. Labile [Ασταθής ή μετασταθής] Χημ. Χαρακτηρίζεται χημική ένωση ή κατάσταση χημικής ένωσης που δεν παρουσιάζει σταθερότητα αλλά υπόκειται ανά πάσα στιγμή σε μοριακή αναδιάρθρωση και μεταβολή υπό την επενέργεια κάποιας επίδρασης όπως θερμότητας, οξείδωσης κ.λ.π. Laboratory [Εργαστήριο] Επιστ. Είναι ο κατάλληλος χώρος με όλα τα απαραίτητα μηχανήματα, τα εργαλεία και τα υλικά για τη διεξαγωγή διαφόρων ειδικών πειραμάτων και παρατηρήσεων. Labour Constant [Προϋπολογισμός εργασιών] Αρχ. Κατάρτιση προϋπολογισμού του κόστους κάθε εργασίας που είναι προγραμματισμένη για την κατασκευή του έργου. Χρησιμοποιείται σαν βάση για την προμέτρηση του έργου. Labour Specialisation [Εξειδίκευση έργου] Βιομ. Μέθοδος για τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ενός σύνθετου έργου που συνίσταται στον επιμερισμό των συστατικών του διεργασιών που εκτελούνται ως ανεξάρτητα έργα. Labourer [Εργάτης] Πολ. Μηχ. Εργάτης που ασκεί βαριά σωματική εργασία υπό τις οδηγίες ενός τεχνίτη, μόνος του ή σαν μέλος μιας ομάδας εργατών. Δεν αποκλείεται να έχει κάποια ειδίκευση ή προηγούμενη μαθητεία. Labours [Κύστος εργασίας] Πολ. Μηχ. Το ποσύ που πληρώνεται μια συγκεκριμένη και συνήθως εξειδικευμένη εργασία, όπως μια λεπτομέρεια της κατασκευής, και το οποίο προστίθεται στο κόστος των υλικών της λεπτομέρειας για να περιγραφεί στις προμετρήσεις του έργου. Labrador Current [Ρεύμα του Ααμπραντόρ ] Ωκεαν. Μεγάλο και πολύ ψυχρό ωκεάνιο ρεύμα επιφανειακής ταχύτητας 0,15 m/s και αρκετά ιδιότυπης ροής το οποίο, προερχόμενο από τον Αρκτικό ωκεανό, κινείται με νότια κατεύθυνση μέσα από τον κόλπο του Μπαφίν και κατά μήκος των ακτών της χερσονήσου του Ααμπραντόρ και της Νέας Γης, στα νότια της οποίας υφίσταται απότομη καμπή της ροής του προς τα ανατολικά, συναντάται με το αντίθετο κινούμενο θερμό ρεύμα του Γκολφ Στρημ, δημιουργώντας και φαινόμενα ιδιάζουσας ομίχλης και τελικά διαλύεται νότια της Βαλτιμόρης." Labradoritc [Ααβραδορίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας των πλαγιοκλάστων με αναλογίες ανορθίτη και αλβίτη 50-70 % και 50-30 % αντίστοιχα, συστατικό

- 803 των πυριγενών πετρωμάτων. Σχηματίζει κρυστάλλους στο τρικλινές σύστημα που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη, συχνά, έντονων χρωματισμών καθώς και από το φαινόμενο της μεταλλαγής των χρωμάτων. Έχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,6. Lac [Λάκη ή λάκκειον κόμι] Υλικ. Κολλώδες ρητινώδες έκκριμα που παράγεται από τα θηλυκά έντομα της λάκκης, της τάξης των ημιπτέρων, επί ορισμένων δέντρων της Ασίας και ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία (ξήρανση, άλεση, έκπλυση, ραφινάρισμα, λεύκανση κ.λ.π.) φέρεται υπό διάφορες μορφές ως γομαλάκα προς εμπορική χρήση. Lacaille's Constellations [Αστερισμοί του Λακάϊγ] Αστρον. Κατάλογος 14 αστερισμών του νοτίου ημισφαιρίου με πρωτότυπες επιστημονικές ονομασίες που δημοσιεύτηκε το 1756 από τον Λακάϊγ και υιοθετήθηκε από τον επιστημονικό κόσμο. Είναι οι εξής: η Τράπεζα, ο Γνώμων, το Μικροσκόπιο, το Τηλεσκόπιο, η Οκτάς, ο Σταυρός, ο Διαβήτης, ο Ζωγράφος, το Δίκτυο, το Γλυφείο, το Ωρολόγιο, η Αντλία, η Κάμινος και ο Γλύπτης. Lacalized Vector [Τοπικό διάνυσμα] Μηχ. Περίπτωση κατά την οποία αναφερόμαστε σε συγκεκριμένο είδος διανύσματος το οποίο έχει συγκεκριμένο σημείο επαφής ή \ και διεύθυνση. Laccolith [Λακκόλιθος] Γεωλ. Σχηματισμός που προέρχεται από σύμφωνη διείσδυση μαγματικού υλικού, συχνά μεγάλης έκτασης, σε ιζηματογενή πετρώματα της λιθόσφαιρας, με επίπεδο υπόβαθρο και σχετικά μανιταροειδές ή κωνικό σχήμα με αποτέλεσμα τα υπερκείμενα στρώματα να παρουσιάζουν χαρακτηριστική ανυψωτική καμπύλχοση. Laced Valley [Ντερές τετρακλινούς στέγης] Πολ. Μηχ. Η μεγάλη πλευρά μιας τετρακλινούς στέγης η οποία είναι επιστρωμένη με κεραμίδια. Ο όρος περλαμβάνει και την επίστρωση, ενώ δεν περιλαμβάνει λεπτομέρειες όπως λούκι υδρορροής, κ.λ.π. Lacerta [Σαύρα] Αστρον. Πολό μικρός αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου, αποτελούμενος από αστέρες μικρότερου του τετάρτου μεγέθους, μεταξύ του Κύκνου και της Ανδρομέδας, σε ορθή αναφορά 22 ώρες και απόκλιση 45' βόρεια. Διεθνές σύμβολο: Lac. Lack Of Cover [Ακάλυπτη σιδηροκατασκευή] Πολ. Μηχ. Σκελετός από σιδερένια στοιχεία-δοκάρια που δεν έχει επικαλυφθεί με τσιμέντο ή με άλλη επίστρωση για την προστασία του από την υγρασία και τη φθορά. Lacquer [Βερνίκι] Υλικ. Πρόκειται για μία λιπαρή και στλπνή ουσία με την οποία μπορούν να επιστρωθούν διάφορα υλικά όπως το ξύλο, μέταλλα ακόμη και το δέρμα παπουτσιών για την προστασία τους από την υγρασία, την θερμότητα και γενικότερα την οξείδωση (στα μέταλλα) Lacroixite [Λακροϊξίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό αργίλιο και νάτριο. Συναντάται σε κίτρινους κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος και έχει σκληρότητα 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. Lactalbumin [Λακτολβουμίνη] Βιοχημ. Η αλβουμίνη που περιέχεται στο γάλο. Είναι απλή πρωτεΐνη διαλυτή σε υδατικά και αιθανολικά διαλύματα και πήζει με θέρμανση. Lactam [Λακτάμη] Βιοχημ. Κατηγορία άχροων, στερεών κυκλικών αμιδίων που περιέχουν την ομάδα CONH- και σχηματίζονται, κυρίως, με ενδομοριακή

Lacustrine Soil

απόσπαση ύδατος μεταξύ της καρβοξυλικής και της αμινικής ομάδας κατά τη θέρμανση των γ- και δ- αμινοξέων. Lactase [Λακτάση] Βιοχημ. Ένζυμο που δρα καταλυτικά για τη μετατροπή του γαλακτοσάκχαρου σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Lactate [Γαλακτικό άλας] Βιοχημ. Κάθε άλας (π.χ. γαλακτικό αντιμόνιο, άργυρος, μαγνήσιο) ή εστέρας (π.χ. γαλακτικός αιθυλεστέρας, βουτυλεστέρας) του γαλακτικού οξέος. Έχουν ευρύτατες εφαρμογές στη βιομηχανία πλαστικών, βαφών, στην ιατρική κλ.π. Lactic Acid [Γαλακτικό οξύ] Βιοχημ. Το υδροξυπροπανοϊκό οξύ με τύπο C 3 H 6 03, πολό διαδεδομένο στη φύση, που υπάρχει σε τρεις μορφές, τη d-, τη 1- και τη ρακεμική. Είναι άχροο ιξώδες υγρό που παρασκευάζεται βιομηχανικά με κατάλληλη βακτηριακή ζύμωση και έχει πλήθος εφαρμογών στη βιομηχανία τροφίμων, πλαστικών, στη βαφική, στη βυρσοδεψία κ.λ.π. Lactic Fermentation [Γαλακτική ζύμωση] Βιοχημ. Η ζύμωση κατά την οποία ορισμένα βακτήρια (γαλακτοβάκιλοι) διασπούν, υπό κατάλληλες συνθήκες, διάφορα σάκχαρα (π.χ. γαλακτοσάκχαρο) προς γαλακτικό οξύ. Lactide [Αακτίδιο] Ομγαν. Χημ. Κατηγορία εσωτερικών κυκλικών διεστέρων που σχηματίζονται με απόσπαση μορίων ύδατος διαμοριακά κατά τη θέρμανση των αυδροξυοξέων. Lactometer [Γαλακτόμετρο] Τεχν. Τμοφ. Είδος πυκνόμετρου, διαφόρων τύπων, για τον προσδιορισμό του ειδικού βάρους (κυμαινόμενο μεταξύ 1,028 και 1,034 σε θερμοκρασία 13,5) δειγμάτων γάλακτος είτε ορισμένης θερμοκρασίας είτε με την προσάρτηση θερμομέτρου οποιασδήποτε θερμοκρασίας και αναγωγή των ενδείξεων στις επιθυμητές θερμοκρασίες. Lactone [Λακτόνη] Ομγ. Χημ. Κατηγορία κυκλικών εστέρων που σχηματίζονται ως εσωτερικοί ανυδρίτες από τα γ- και δ- υδροξυοξέα κατά την απώλεια μορίου ύδατος μεταξύ της υδροξυλικής και καρβοξυλακής ομάδας. Lactonitrilc [Λακτονιτρίλιο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH3CH(OH)CN και το μοριακό βάρος 71,08. Είναι κίτρινο, τοξικό υγρό, με σημείο ζέσεως 182-184°C, σημείο πήξεως -40°C και είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Lactose [Λακτόζη ή γαλακτοσάκχαρο] Βιοχημ. Δισακχαρίτης που ανήκει στα ανάγοντα σάκχαρα με τύπο C12H22Oπ αποτελούμενος το μόριό του από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο γαλακτόζης και απαντά στο γάλα υπό μορφή διαλύματος. Είναι οπτικώς ενεργή (δεξιόστροφη), λευκή κρυσταλλική ουσία με ελαφρά γλυκιά γεύση, ευδιάλυτη στο νερό και ζυμώνεται σε γαλακτικό οξύ, αιθανόλη κ.λ.π. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και στην ιατρική. Lacuna [Κοίλϊωμα] Γεν. Κενός χώρος σε διάταξη (π.χ. στρωματογραφική) ή σχηματισμό (π.χ. κέλυφος) ή κατασκευή (π.χ. οροφή) που δημιουργείται από την απουσία συστατικού υλικού. Lacustrine [Λιμναίος] Υδρολ. Όρος που υποδηλώνει προέλευση ή σχέση με λιμναίο περιβάλλον, όπως λιμναίο δέλτα, ίζημα, πεδιάδα κ.λ.π. Lacustrine Soil [Λιμναίο έδαφος] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται τύπος λεπτομερούς εδάφους που προέρχεται από την απόθεση οργανικών ή ανόργανων ιζημάτων, κατά γενικά ομαλούς σχηματισμούς, σε πυθμένα λίμνης

Ladar

-804-

που, στη συνέχεια, υπέστη αποξήρανση. Ladar [Λαντάρ] Οπτικ. Ακρωνύμιο του Laser Detection and Ranging δηλ. Ανίχνευση και Επόπτευση με Λέιζερ. Πρόκειται για τύπο ραντάρ που χρησιμοποιεί σύστημα εκπομπής και λήψης δέσμης λέιζερ για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό των παραμέτρων του στόχου (απόσταση, ταχύτητα κ.λ.π.). Ladder [Σκάλα] Μηχ. Απαραίτητο εργαλείο για τη μετάβαση από ένα επίπεδο σε ένα άλλο υψηλότερο ή χαμηλότερο. Αποτελείται από δύο παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα και μία σειρά από κάθετα προς αυτά σκαλοπάτια σε τακτά διαστήματα. Υπάρχουν σκάλες διαφόρων ειδών και μεγεθών, μεταλλικές ή ξύλινες. Ladder Polymer [Πολυμερές μορφής "ανεμόσκαλας"] Opy. Χημ. Πολυμερής ένωση που έχει δομή διπλής αλυσίδας με κανονικούς σταυροδεσμούς μεταξύ των αλυσίδων. Συνέπεια της δομής αυτής είναι η πολύ καλή θερμική σταθερότητα. Παράδειγμα τέτοιου πολυμερούς αποτελούν οι πολυβενζιμιδαζοπυρρολόνες και οι πολυκινοξαλίνες. Ladinian [Λαδίνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της μέσης υποπεριόδου της Τριαδικής περιόδου (πριν 225 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Ανίσιον της ίδιας υποπεριόδου και αρχαιότερη από το Κάρνιον της Κεϋπέριου. Ladle [Κάδ^ς] Μηχ. Κυπελλοειδές ανοιχτό δοχείο με μακριά λαβή και επένδυση από πυρίμαχο υλικό για τη μεταφορά υγρών, κυρίως τηγμένων μετάλλων σε κλιβάνους. Laevoration [Στροφή προς τα αριστερά] Οπτικ. II κατ' αντίθεση με τη φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού περιστροφή του επιπέδου πολωμένου φωτός. Laevoratory [Αριστερόστροφο] Χημ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε υλικό ή ένωση που έχει την ιδιότητα να στρέφει το επίπεδο της πόλωσης του φωτός προς τα αριστερά, αντίθετα με τη φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού. Laevoratory Form [Αριστερόστροφη μορφή] Χημ. Για κάθε οργανική ή ανόργαση ένωση με την ιδιότητα της οπτικής ενεργότητας, η μορφή που στρέφει το επίπεδο του ευθύγραμμα πολωμένου φωτός προς τα αριστερά (αντίθετα της φοράς κίνησης των δεικτών ρολογιού) κατά ορισμένη γωνία εξαρτώμενη από αριθμό παραγόντων (συγκέντρωση, θερμοκρασία, μήκος κύματος κ.λ. π.). Laevoratory Isomer [Αριστερόστροφο ισομερές] Χημ. Το ισομερές, από δύο οπτικά ισομερείς ενώσεις, που στρέφει το επίπεδο του πολα>μένου φωτός προς τα αριστερά και παρουσιάζει στερεοχημικά σχέση ειδώλου προς αντικείμενο με το άλλο (το δεξιόστροφο) μη ταυτιζόμενο με αλληλεπίθεση με αυτό (κατοπτρική συμμετρία). Laevoratory Optical Activity [Αριστερόστροφη οπτική ενεργότητα] Φυσ. Χημ. Η ιδιότητα που χαρακτηρίζει ορισμένα υλικά και οργανικές ή ανόργανες χημικές ενώσεις να στρέφουν το επίπεδο πόλωσης του φωτός προς τα αριστερά, αντίθετα με τη φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού. Lag [Χρονική καθυστέρηση] Μηχ. Ορος που χαρακτηρίζει τη διακοπή μίας διαδικασίας για κάποιο μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, όπως για παράδειγμα η καθυστέρηση της ανταλλαγής δεδομένων σε ένα δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών, που μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα αιτιών. Lag Angle [Γωνία υστέρησης] Φυσ. Η διαφορά φάσης

που παρουσιάζει ένα αρμονικά μεταβαλλόμενο κύμα σε σχέση με άλλο αρμονικό κύμα της ίδιας συχνότητας που προηγείται, εκφρασμένη σε μοίρες. Lag Gravel [Ξεπλυμένα χαλίκια Γεωλ. Αδρομερές κλαστικό υλικό το οποίο παραμένει σε συσσωρεύσεις, διαχωριζόμενο από τα λεπτομερέστερα συστατικά υλικού αποσάθρωσης μετά την απομάκρυνση αυτών υπό την επενέργεια της δράσης του υδάτινου ή του αιολικού παράγοντα. Lag Time [Χρονική καθυστέρηση] -> Lag Lagging Coil [Πηνίο υστέρησης] Ηλεκ. Μικρού μεγέθους πηνίο για εξουδετέρωση του ρεύματος υστέρησης. Lagging Current [Ρεύμα υστέρησης] Ηλεκ. Εναλλασσόμενο ρεύμα σ' ένα κύκλωμα του οποίου η ένταση παρουσιάζει φασική υστέρηση σε σχέση με την ΗΕΔ που το παράγει, με αποτέλεσμα να λαμβάνει την τιμή την αντίστοιχη προς συγκεκριμένη τιμή της τάσης μετά τη παρέλευση ορισμένου χρύνου, του χρόνου υστέρησης. Laggng Load [Φορτίο υστέρησης] Ηλεκ. Σύνθετη εμπέδηση σε ηλεκτρική συνδεσμολογία στην οποία η επαγωγική αντίσταση είναι μεγαλύτερη από τη χωρητική με αποτέλεσμα το ρεύμα να εμφανίζει υστέρηση υπολειπόμενο της τάσης στα άκρα της κατά αρνητική φασική διαφορά. Lagoon Nebula [Νεφέλωμα λιμνοθάλασσα] Αστρον. Το διάχυτο φωτεινό νεφέλωμα, γνωστό και ως Μ8 με στοιχεία NGC 6523, στον αστερισμό του Τοξότη σε απόσταση από τη Γη περίπου 4500 έως 5000 έτη φωτός, που αποτελείται από μάζα αερίου και ιονισμένου υδρογόνου, αζώτου και οξυγόνου γύρω από τεράστιους αστέρες στους οποίους οφείλεται η λαμπρότητά του. Lagrange Bracket [Αγκύλες Lagrange] Μηχ. Lagrange αγκύλες ενός μηχανικού συστήματος είναι το άθροισμα των Jacobian των γενικευμένων θέσεων και των συζυγών ορμών τους για όλες τις γενικευμένες συντεταγμένες. Αλλο παράδειγμα αγκυλών είναι π.χ. οι αγκύλες Poisson. Lagrange Equations [Εξισώσεις Lagrange] Μηχ. Περιγράφων τη δυναμική συντηρητικού συστήματος σύστημα διαφορικών εξισώσεων ως προς τις n γενικευμένες θέσεις. Αυτές οι εξισώσεις είναι από τις πιο βασικές της κλασσικής μηχανικής. Lagrange - Hamilton Theory [Θεωρία Lagrange Hamilton] Μηχ. Η χρήση σε συνεχή συστήματα της δυναμικής Lagrange. Η Lagrangian δίνεται με ολοκλήρωμα της πυκνότητας Lagrange πάνω στον όγκο. Lagrange Polynomials [Lagrange πολυώνυμα] Μαθημ. Έστω {x 0 ,.. .,Χπ} πραγματικοί αριθμοί ανά δύο. Πολυώνυμα Lagrange ονομάζονται τα πολυώνυμα που παράγονται από τη σχέση Lj(x) =aj Π(χ-χ;) για j=0,..., n, ]Φ\ και ax πραγματικό αριθμό. Lagrange's Theorem [Θεώρημα Lagrange] Μαθημ. Έστω μια ομάδα G με πεπερασμένο πλήθος στοιχείων και Η μια υποομάδα της G. Αποδεικνύεται ότι το πλήθος των στοιχείων της Η, συμβολικά |Η|, διαιρεί ακριβώς το πλήθος των στοιχείων της ομάδας G. Lagrangian [Συνάρτηση Lagrangian] Μηχ. Συνάρτηση των γενικευμένων συντεταγμένων, των γενικευμένων ταχυτήτων και του χρόνου ίση με τη κινητική μείων τη δυναμική ενέργεια. Χρησιμοποιείται για διακριτά συστήματα. Ολοκλήρωμα της πυκνότητας Lagrange πάνω στον όγκο του συστήματος. Χρησιμοποιείται σε

- 805 συνεχή συστήματα. Lagrangian Density [Πυκνότητα Lagrange] Μηχ. Η διαφορική έκφραση για τη διαφορά της κινητικής και της δυναμικής ενέργειας ανά μονάδα όγκου. Χρησιμοποιείται σε συνεχή συστήματα και το ολοκλήρωμα όγκου της ποσότητας αυτής ισούται με τη Lagrangian η οποία εμφανίζεται στη θεωρία Hamilton - Jacobi. Lagrangian Function 1 [Συνάρτηση Lagrange] Μηχ. 1. Συνάρτηση των γενικευμένων συντεταγμένων, των γενικευμένων ταχυτήτων και του χρόνου ίση με τη κινητική μείων τη δυναμική ενέργεια. Χρησιμοποιείται για διακριτά συστήματα. 2. Ολοκλήρωμα της πυκνότητας Lagrange πάνω στον όγκο του συστήματος. Χρησιμοποιείται σε συνεχή συστήματα. Lagrangian Multiplier [Πολλαπλασιαστής Lagrange] Μαθ. Μαθηματική ποσότητα που χρησιμοποιείται για την επίλυση συστημάτων με n υλικά και περιορισμούς. Ο λ πολλαπλασιαστής Lagrange εμφανίζεται στη συνάρτηση L=C(Qi,...,Qn) +λ[φ (Qi,...,Qn)-d] όπου Q, είναι οι ποσότητες παραγγελίας, φ (Qi,...,Qn) συνάρτηση περιορισμού, d μέγεθος που αναφέρεται στον περιορισμό και C(Q,,...,Qn) το κόστος διαχείρισης των παραγγελιών. Lagrangian Points [Σημεία του Λαγκράνζ] Αστρον. Τα πέντε συγκεκριμένα σημεία επί του τροχιακού επιπέδου συστήματος δύο σωμάτων σε κυκλική κίνηση γύρω από το κοινό κέντρο της μάζας τους στα οποία ένα τρίτο σώμα, συγκριτικά αμελητέας μάζας, μπορεί να διατηρηθεί σε σχετική ισορροπία ευσταθή (στα δύο απ' αυτά, τα εκτός της ευθείας που συνδέει τα κέντρα τους) ή ασταθή ( στα υπόλοιπα τρία, τα επί της ευθείας). Laguerre's Differential Equation [Διαφορική εξίσωση Laguerre] Μαθημ. Διαφορική εξίσωση της οποίας η επίλυση πραγματοποιείται με τη χρήση δυναμοσειρών. Η εξίσωση Laguerre έχει, για α σταθερό αριθμό, τη μορφή xy"+(l-x)y'+ay=0 με ασθενώς ανώμαλο σημείο το 0. Lahar [Λαχάρ] Γεωλ. Συμπαγής ιζηματογενής απόθεση ηφαιστειακού λατυποπαγούς στη βάση ηφαιστείου που σχηματίζεται από τη συγκόλληση πυροκλαστικών υλικών, που μεταφέρονται κατά την καθοδική ροή ρεύματος ηφαιστειακής ιλύος και αναβλημάτων. Lake [Λίμνη] Υδμολ. Ο χώρος όπου συσσωρεύεται φυσικά ή τεχνητά πολύ μεγάλη ποσότητα νερού, συνήθως γλυκού, αποτελώντας σταθμό του όλου υδρολογικού κύκλου. Lake Breeze [Λιμναία αύρα] Μετεωμ. Παραλίμνιος ελαφρός άνεμος ποικίλης έντασης που οφείλεται στη μετακίνηση ψυχρότερων και βαρύτερων αερίων μαζών υπερκειμένων της επιφάνειας λίμνης προς την ξηρά, με διεύθυνση κάθετη προς τη διεύθυνση της ακτής, λόγω της ανοδικής κίνησης θερμότερων και ελαφρότερων αερίων μαζών υπεράνω της χέρσου. Lake Plain [Πεδιάδα λίμνης] Γεωλ. Σχετικά επίπεδη χερσαία επιφάνεια που αποτελούσε σε παλαιότερα χρόνια, πυθμένα λίμνης και φέρει αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά λιμναίου περιβάλλοντος. Lalande Cell [Στοιχείο Λαλάντ] Ηλεκ. Ηλεκτρικό στοιχείο κατασκευασμένο με ηλεκτρόδια από ψευδάργυρο (άνοδος), οξείδιο του χαλκού ως αντιπολωτικό και ως ηλεκτρολύτης υδατικό διάλυμα υδροξειδίου του νατρίου. Lamb Shift [Μετατόπιση του Λαμπ] Πυμην. Φυσ. Για το φάσμα του υδρογόνου, η μικρή ασυμφωνία στις τι-

Lamella Roof

μές ενεργειακών επιπέδων που έπρεπε να ταυτίζονται επακριβώς κατά τις προβλέψεις της σχετικιστικής κβαντικής θεωρίας του ηλεκτρονίου. Ερμηνεύτηκε από τον Λαμπ στα πλαίσια της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής με βάση την αλληλεπίδραση του ηλεκτρονίου και της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Lamb Wave [Κύμα Lamp] Ηλεκτμομαγν. Με μήκος κύματος συγκρινόμενο με το πάχος της επιφάνειας του στερεού στην οποία διαδίδεται ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Lambda Calculus [Λογισμός Λάμδα] Μαθημ. Σύστημα το οποίο χρησιμοποιείται κατά την επίλυση προβλημάτων που έχουν περιορισμούς σχετικούς με τις μεταβλητές τους. Ο λογισμός Λάμδα δημιουργεί έναν τύπο μέσω του οποίου διευκολύνεται η αλλαγή τιμών των μεταβλητών. Lambda Expression [Εκφραση Λάμδα] Μαθημ. Κάθε έκφραση που αποτελεί τμήμα του λογισμού Λάμδα. Lambda Particle [Σωματίδιο λάμδα] Πυμην. Φυσ. Σωματίδιο (αδρόνιο) που ανήκει στην κατηγορία των βαρυονίων με φορτίο 0, σπιν 1/2, μάζα ηρεμίας 115,6 MeV / c" και χρόνο ζωής 2,6 ΙΟ"10 sec. Αποτελείται από τρία κουάρκ (πάνω, κάτω και παράδοξο) και έχει σύμβολο Λ. Lambda Point [Σημείο λάμδα] Φυσ. Για το υγρό ήλιο I η τιμή της θερμοκρασίας των 2,18° Κ, που είναι το κρίσιμο σημείο, υπό συνήθη πίεση, της μετάβασης του σε διαφορετική φάση (καλούμενη υγρό ήλιο II), τη φάση της υπερρευστότητας με μηδενικό ιξώδες και ιδιάζουσες φυσικές ιδιότητες. Lambert [Λάμπερ] Οπτικ. Μονάδα λαμπρότητας μιας φωτεινής πηγής με σύμβολο L και ίση με 1/π καντέλες ανά τετραγωνικό εκατοστό. Lambert - Beer Law [Νόμος των Λάμπερ-Μπερ] Φυσ. Χημ. Νόμος που χρησιμοποιείται στην ποσοτική φασματοσκοπική ανάλυση σύμφωνα με τον οποίο η οπτική πυκνότητα διαλύματος ισούται με το γινόμενο της συγκέντρωσης επί το πάχος του απορροφώντος στρώματος επί το συντελεστή απόσβεσης Bunsen. Lambert Surface [Επιφάνεια Λαμπέρ] Φυσ. II θεωρητική επιφάνεια που έχει την ιδιότητα να διαχέει το φως κατ' ομοιόμορφο τρόπο προς όλες τις διευθύνσεις. Lambert's Law [Νόμος του Λάμπερ] Οπτικ. 1. Η ένταση (ή φωτοβολία) μιας φωτεινής πηγής κατά ορισμένη διεύθυνση ισούται με το γινόμενο του εμβαδού της επιφάνειας που ορίζει η προβολή της εκπέμπουσας επιφάνειας επί επιπέδου καθέτου προς τη διεύθυνση παρατήρησης επί τη λαμπρότητα (σταθερή, συνάρτηση των ιδιοτήτων της εκπέμπουσας επιφάνειας). 2. Ο φωτισμός επιφάνειας σε σταθερή απόσταση από φωτεινή πηγή, υπό κάθετη πρόσπτωση των φωτεινών ακτίνων, είναι ανάλογος με την ένταση της φωτεινής πηγής ενώ για ακτίνες φωτεινής πηγής σταθερής έντασης προσπίπτουσας υπό κλίση είναι ανάλογος του συνημίτονου της γωνίας πρόσπτωσης. Lame Constants [Σταθερές Lame] Μηχ. Είναι οι δύο ανεξάρτητες φυσικές σταθερές, που συνήθως συμβολίζονται με τα ελληνικά γράμματα λ και μ, οι οποίες υπεισέρχονται στις εξισώσεις που σχετίζουν τις τάσεις με τις παραμορφώσεις στα ισότροπα υλικά. Lamella Roof [Βαρελοειδής θόλος με κατασκευή ρομβοειδούς προτύπου] Πολ. Μηχ. Μία επιμήκης στέγη μορφής βαρελοειδούς θόλου, ο οποίος παίρνει τη μορφή του από λεπτά ελάσματα που σχηματίζουν πολλά τόξα τα οποία διασταυρώνονται χιαστί και τα άκρα

Lamina

-806-

τους ενώνονται πάνω στις μεγάλες πλευρές της στέγης. Η μορφή αυτή ενδείκνυται για μεγάλα ανοίγματα. Lamina [Ελασμα] Γεωλ. Το κάθε ιδιαίτερο λεπτό (πάχους της τάξης του εκατοστού ή χιλιοστού) στρώμα πετρώματος, σε στρωματογραφική διάταξη με σχιστότητα στρώσης (π.χ. των σχιστόλιθων), που παρουσιάζει εμφανή διαχωρισμό από τα αμφίπλευρα κείμενα επίπεδα στρώσης. Laminar Boundary Layer [Στρωτό οριακό στρώμα] Ρενστομηχ. Το στρώμα (πάχους ελαττούμενου με την αύξηση της ταχύτητας του πεδίου ροής) γύρω από την επιφάνεια σώματος εντός στρωτής ροής, στο οποίο παρουσιάζεται βαθμίδα ταχύτητας με αποτέλεσμα η ταχύτητα του ρευστού από μηδενική επί της επιφάνειας επαφής να λαμβάνει, γρήγορα αυξανόμενη με την απόστάση, την τιμή της στρωτής ροής στα εκτός του οριακού στρώματος σημεία. Laminar Flow [Στρωτή ροή] Ρενστομηχ. Είδος ομαλής ροής ρευστού με εσωτερική τριβή, όταν ο αριθμός του Reynolds παραμένει μικρότερος του κρίσιμου αριθμού του Reynolds, κατά την οποία τα τμήματα του ρευστού κινούνται σε τακτικά διατεταγμένες, ευθείες και παράλληλες μεταξύ τους ρευματικές γραμμές με ταχύτητα σε κάθε σημείο χρονικά σταθερή. Laminar Sublayer [Φυλλώδες Υπόστρωμα] Ρευστόμηχ. Αναφέρεται στο οριακό επίπεδο που σχήματίζεται κατά τη ροή ρευστού κοντά σε στερεή επιφάνεια. Το φυλλώδες υπόστρωμα αναπτύσσεται κοντά στην αρχική ακμή της επιφάνειας, ενώ μετατρέπεται σε στροβιλώδες, καθώς η ροή εξελίσσεται κατά μήκος της επιφάνειας. Laminated [Ελασματοποιημένος] Μηχ. Πρόκειται για οποιαδήποτε κατασκευή ή μεμονωμένο στοιχείο αυτής, που αποτελείται από μία σειρά διαδοχικών φύλλων τοποθετημένων παράλληλα και συγκολλημένων το ένα επάνω στο άλλο, όπως για παράδειγμα το ξύλο κοντραπλακέ. Laminatcd Core [Ελασμάτινος πυρήνας] Ηλεκτρομα'/ν. Πυρήνας του μαγνητικού κυκλώματος ηλεκτρικών διατάξεων (π.χ. σε ηλεκτρικές μηχανές, μετασχηματιστές), κατασκευασμένος από σειρά εφαπτόμενων και μονωμένων μεταξύ τους λεπτών φύλλων του σιδηρομαγνητικού υλικού, για το περιορισμό της ανάπτυξης στο εσωτερικό των ισχυρών ρευμάτων Foucauli και τη μείωση των απωλειών. Laminated-Fibre Wallboard [Πλάκες από χάρντμπορντ] Πολ. Μηχ. Πλάκες επένδυσης τοίχου που αποτελούνται από συγκολλημένες ινοσανίδες. Οι ινοσανίδες αυτές παρασκευάζονται από ίνες ξύλου που ανακατεύονται με κόλλα και έπειτα ψήνονται και η συνηθισμένη ονομασία τους είναι χάρντμπορντ. Τέτοιου είδους πλάκες χρησιμοποιούνται κυρίως στο πλαισίωμα τοίχων ή και οροφών. Laminated Plasterboard [Πλάκες από γυψοσανίδες] Πολ. Μηχ. Επενδυτικές πλάκες συνήθως για εσωτερικά διαχωριστικών τοίχων όπου αντικαθιστούν το σοβά. Αποτελούνται από σανίδες γύψου και χαρτιού ή και χάρντμπορντ. Laminated Veneered Board [Σανίδα από συμπιεστό ξύλο και ελάσματα] Πολ. Μηχ. Κατασκευαστική σανίδα μεγάλης αντοχής, από πολλά κομμάτια ξύλου συμπιεσμένα και έπειτα κολλημένα μαζί, έτσι ώστε η φορά των ινών να είναι ίδια και πάνω στην οποία προστίθενται πλαστικά ελάσματα που αυξάνουν την αντοχή της.

Laminated Wood [Πολυστρωματικό ξύλινο στοιχείο] Υλικ. Πρόκειται για ένα στοιχείο των κατασκευάιν που αποτελείται από πολλές στρώσεις ξύλου, συγκολλημένες μεταξύ τους η μία παράλληλα και επάνω στην άλλη. Laminating [Μόρφωση σύνθετου γυαλιού] Υλικ. Laying Up Lamination [Ελασματοποίηση] Μηχ. Είναι η διαδικασία που οδηγεί στη δημιουργία στοιχείων απύ πολλές στρώσεις υλικών Laminated Laminboard [Σανίδα από αντικολλητό ξύλο] Πολ. Μηχ. Κατασκευαστική σανίδα από κομμάτια αντικολλητού ξύλου συμπιεσμένα όλα μαζί και έπειτα κολλημένα. Μπορεί ενδιάμεσα να έχει και επιπρόσθετα τεμάχια ξύλου. Lamp [Λαμπτήρας] Μηχ. Μία πολύ απλή και κοινή πλέον διάταξη, η οποία με την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος φωτίζει τον γύρω από αυτήν χώρο. Lampblack [Φούμο] Υλικ. Είναι το προϊόν της καύσης ουσιών πλούσιων σε άνθρακα. Είναι μαύρου χρώματος και χρησιμοποιείται σε διάφορα υλικά όπως το μελάνι, τις μαύρες μπογιές ή άλλες εφαρμογές, Lamprophyllite [Λαμπροφυλλίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό νάτριο, τιτάνιο, στρόντιο και βάριο. Σχηματίζει καστανούς ή κίτρινους, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη, ημιδιαφανείς πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Lamprophyre [Λαμπροφύρης] Γεωλ. Κατηγορία εύκολα αποσαθρωμένων πυριγενών φλεβικών πετρωμάτων, κυρίως αλκαλικής σύστασης, που χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία φεμικών ορυκτών σε πορφυριτικό ή κοκκώδη ιστό. Περιλαμβάνουν τις σειρές των μινεττών, κερσανιτών, βογεσιτών, σπεσσαρτιτών, καμπτονιτών κ.λ,π. Lamy's Theorem [Θεώρημα του Λάμι] Μηχ. Για σωματίδιο σε ισορροπία υπό την επίδραση τριών δυνάμεων ισχύει ότι οι λόγοι κάθε μίας εξ αυτών προς το ημίτονο της μεταξύ των δύο άλλων γωνίας είναι ίσοι μεταξύ τους. Lanarkite [Λαναρκίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικά μόλυβδο. Σχηματίζει φαιούς ή πρασινωπούς ή κιτρινωπούς, με αδαμάντινη ή ρητινώδη λάμψη, δαφανείς ως υποδιάφανους πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,9. Lancet Arch [Λογχοειδές τόξο] Αρχ. Το χαρακτηριστικό ψηλό και στενό τόξο της γοτθικής αρχιτεκτονικής που δεν παρουσιάζει ημικυκλικό σχήμα αλλά τεθλασμένο με οξύληκτη αιχμή. Είναι, δηλάδη, ένα τόξο που σχηματίζει οξεία κορυφή. Μπορεί να είναι ισόπλευρο, να έχει δηλαδή δύο κέντρα και η ακτίνα του να είναι ίση με το άνοιγμα της αψίδας. Lancet Window [Λογχοειδές παράθυρο] Αρχ. Στενό παράθυρο με οξύκορφη αιχμή και επιμηκέστερες τις κάθετες πλευρές σε σχέση με την οριζόντια, χαρακτηριστικό της γοτθικής αρχιτεκτονικής. Το περίγραμμά του καταλήγει σε οξεία κορυφή, όπως αυτή του αντίστοίχου ισόπλευρου τόξου, ή και ακόμα πιο οξεία. Το παράθυρο αυτό είναι χαρακτηριστικό της γοτθικής περιόδου, όπου το περίγραμμά του ήταν και σκαλιστό για διακοσμητικούς λόγους. Land Accretion [Επαύξηση γης] Πολ. Μηχ. Η κατά

-807 φυσικό τρόπο λόγω της δράσης φυσικών παραγόντων (π.χ· υποχώρηση υδάτων από υδρολογικό όριο) ή κατά τεχνητό τρόπο με εκτέλεση υδραυλικών εγγειοβελτιωτικών έργων (αποστράγγιση, επιχωμάτωση κ.λ.π.) απόδοση γης προς χρήση. Land And Sea Breeze [Απόγεια και αποθαλάσσια αύρα] Μετεωρ. Ανεμοι μικρής και ποικίλης έντασης που εμφανίζονται στις παράκτιες περιοχές λόγω της ανοδικης και καθοδικής κίνησης των αέριων μαζών υπεράνω της επιφάνειας της θάλασσας και του εδάφους προκαλούμενης από τη διαφορά των θερμοκρασιών τους, ημερήσια επαναλαμβανόμενης και κατ' αντίστροφη τάξη στη διάρκεια της ημέρας (αποθαλάσσια αύρα) και της νύχτα (απόγεια αύρα). Land Breeze [Απόγεια αύρα] Μετεωρ. Παράκτιος αισθητός άνεμος μικρής έντασης, που εμφανίζεται κυρίως κατά τη νύχτα, λόγω της εντονότερης απαγωγής της προσληφθείσης κατά την ημέρα θερμότητας από το έδαφος συγκριτικά με την υδάτινη έκταση. Οφείλεται στη μετακίνηση ψυχρότερων και βαρύτερων αέριων μαζών υπερκείμενων της χέρσου προς τη θάλασσα προς αντιστάθμιση της ανοδικής κίνησης των εκεί θερμότερων και ελαφρότερων αέριων μαζών. Land Drainage [Αποστράγγιση γαιός] Πολ. Μηχ. Υδραυλικό τεχνικό έργο αποξήρανσης ελωδών εκτάσεων ή λιμνών, με τη διάνοιξη αποχετευτικών διωρύγων, τάφρων, υπόγειων αγωγών για την απομάκρυνση των υδάτων ή και την κατασκευή αναχωμάτων, φραγμάτων για την ανάσχεση και συγκέντρωσή τους στη λεκάνη απορροής. Land Hemisphere [Βόρειο ημισφαίριο] Γεωλ. Είναι το ήμισυ ης υδρογείου σφαίρας το οποίο βρίσκεται βορείως του ισημερινού. Land Mobile Service [Επίγεια κινητή υπηρεσία] Επικοιν. Τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία που παρέχεται από κινητό σημείο. Land Mobile Station [Επίγειος κινητός σταθμός] Επικοιν. Κινούμενος σταθμός (συνήθως σε αυτοκίνητο) με τηλεπικοινωνιακή υποδομή. Land Reclamation [Εγγειοβελτίωση] Πολν. Μηχ. Η διεργασία εφαρμογής αγροτεχνικών έργων (π.χ. αντιδαβρωτικά, σταθεροποίηση ασταθών εδαφών, αρδευτικά κλ.π.) και επιστημονικών μεθόδων (π.χ. αντίδιαβρωτικά, αγροβιολογικές) για τη μετατροπή ή αποκατάσταση εδάφους προς καλλιεργητική χρήση και αξιοποίησή του. Land Surveyor [Τοπογράφος] Πολ,Μηχ. Είναι ο μηχανικός εκείνος που με τις απαραίτητες γνώσεις και τα κατάλληλα εργαλεία, αποτυπώνει εδαφικές εκτάσεις, φτιάχνοντας τους τοπογραφικούς χάρτες και τα διαγράμματα για λόγους χάραξης των συνόρων των ιδιοκτησιών, αγοραπωλησίες και άλλα. Land Transportation Frequency Bands [Ζώνη συχνοτήτων χερσαίων μεταφορών] Επικοιν. Ειδικές συχνότητες για φορτηγά μεταφορών. Landau Symbol [Σύμβολο Landau] Μαθημ. Το σύμβολο Ο ονομάζεται σύμβολο Landau και χρησιμοποιείται σε μεθόδους ολοκλήρωσης, έστω με βήμα h πάνω στο διάστημα [α,β]. Τότε η ψ συνάρτηση είναι τάξης h2n καθώς το h τείνει στο μηδέν ή με τη χρήση του συμβόλου: \|/(h)=0(h2m) « S C e R και για κάθε h με 0<1ι<βα: |ij/(h)|
Landing G e a r

σωμάτια με ταχύτητα ίση με τη φασική ταχύτητα του κύματος. Landau Fluctuations [Διακυμάνσεις Landau] Πυρην. Φυσ. Προκαλούμενες από το διαφορετικό αριθμό σκεδάσεων και την διαφορετική απώλεια ενέργειας ανά σκέδαση διακυμάνσεις στην απώλεια ενέργειας σωματιδίων. Landau Levels [Επίπεδα Landau] Φυσ. Στερ. Κατ. Αναφέρονται σε φορτισμένο σωμάτιο μέσα σε μαγνητικό πεδίο και αποτελούν τα διάφορα κβαντισμένα επιπεδα ενέργειας του φορτισμένου σωματίου λόγω της αλληλεπίδρασης του με το πεδίο, Lande g Factor [Παράγοντας g του Λαντέ] Πυρην. Φυσ. Για περιστρεφόμενο φορτίο, ο αδιάστατος αριθμός που πρέπει να πολλαπλασιαστεί ο γυρομαγνητικός λόγος για να υπολογισθεί ο λόγος της ολικής μαγνητικής ροπής εκ περιστροφής (ροπής του σπιν) προς την ολική στροφορμή εκ περιστροφής (στροφορμής του σπιν). Για το ηλεκτρόνιο ο παράγων Lande' είναι, κατά μεγάλη προσέγγιση, g = 2. Landenian [Λανδένιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της ΓΙαλαιοκαίνου υποπεριόδου (πριν 65 εκατομ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Μόντιον της ίδιας υποπεριόδου και αρχαιότερη από το Υπρέσιον της Ηωκαίνου. Landcsite [Λανδεσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό σίδηρο, μαγγάνιο και μαγνήσιο. Σχηματίζει καστανούς οκταεδρικούς κρυστάλλους του ορθρορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3. Landing 1 [Πλατύσκαλο] Πολ. Μηχ. Πλάτωμα στη βάση, στη κορυφή ή σε ενδιάμεσα σημεία ενός συνόλου σκαλιών. Landing 2 [Προσεδάφιση] Πλοηγ. Η διαδικασία και ο χώρος για την προσέγγιση σκάφους επί του εδάφους μετά από θαλάσσια ή εναέρια δρομολόγια. Landing Area [Χώρος προσγείωσης] Αεροναυτ. Κάθε χώρος επί εδάφους, πλοίου, εξέδρας κ.λ.π. διαμορφωμένος κατάλληλα για να παρέχει σε αεροσκάφος τη δυνατότητα προσγείωσης και απογείωσης, Landing Beam [Δέσμη προσγείωσης] Αεροναυτ. Ραδιοδέσμη που εκπέμπεται από το σύστημα πλοήγησης αεροδρομίου για τη καθοδήγηση αεροσκάφους κατά την προσγείωση με χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος. Landing Button [Κουμπί ανελ^κυστήρα] Πολ. Μηχ. Ένα κουμπί για το κάλεσμα του ανελκυστήρα, που βρίσκεται στον τοίχο δίπλα στην είσοδο του ανελκυστήρα σε μια ατσάλινη βάση που μπορεί να έχει και σηματοδότη για το που βρίσκεται κάθε φορά ο θάλαμος. Σε μεγάλα κτίρια -γραφεία, ξενοδοχεία- οι ανελκυστήρες έχουν διαφορετικό κουμπί για την άνοδο και την κάθοδο. Landing Craft [Αποβατικό σκάφος] Ναυπηγ. Μικρό μηχανοκίνητο πολεμικό σκάφος διαφόρων τύπων (αποβατικό πεζικού, αρμάτων, αποβατική σχεδία κ.λ. π.) για τη μεταφορά στρατευμάτων και οπλισμού από πλοίο επί της ακτής. Έχει επίπεδο πυθμένα για να είναι δυνατή η προσάραξη σε αιγιαλό και πλώρη διαμορφωμένη να ανοίγει για να επιτρέπει τη σύνδεση με τη ξηρά. Landing Gear [Σύστημα προσγείωσης] Αεμομηχ. Το βασικό τμήμα του αεροπλάνου, αποτελούμενο από τροχούς, ολισθητήρες, πλωτήρες, ερπύστριες κλ.π., σταθερό ή αναδιπλούμενο κατά την πτήση, που προο-

Landing Light

-808 -

ρίζεται για τη στήριξη του βάρους του και την απορρόφηση των κραδασμών κατά την προσγείωση και την απογείωση και κατά τη μετακίνηση του επί κάποιας επιφάνειας. Landing Light [Φως προσγείωσης] Αεροναυτ. Ισχυρό φως στο πρόσθιο άκρο της κάθε πτέρυγας αεροσκάφους για τη διευκόλυνση της προσγείωσης σε συνθήκες μειωμένης ορατότητας. Landscape Architecture [Αρχιτεκτονική τοπίου] Αρχ. Όρος που αναφέρεται στη μελέτη και το σχεδιασμό της διαμόρφωσης των κοινοχρήστων χώρων των κατοικιών, των κήπων ή άλλων δημοσίων εκτάσεων που προορίζονται για πάρκα ή παρόμοια χρήση. Είναι ο σχεδιασμός του φυσικού τοπίου, είτε αυτό είναι εκτός του αστικού ιστού, είτε είναι ο εξωτερικός χώρος ενός κτιρίου. Περιλαμβάνει το σχηματισμό υψομετρικών διαφορών αλλά και το σχεδιασμό της βλάστησης από τον αρχιτέκτονα. Landscaped Office [Πολυδύναμο Γραφείο] Αρχ. Διαμόρφωση χώρου γραφείων έτσι ώστε να υπάρχει ένας μεγάλος χώρος με πολλές υποδιαιρέσεις με διαχωριστικά τα οποία είναι κινητά και επιτρέπουν την αναπροσαρμογή του χώρου στις τρέχουσες ανάγκες. Landscaping [Αρχιτεκτονική τοπίου] Αρχ. Landscape Architecture Landslide [Κατολίσθηση] Γεωλ. Είναι η απότομη και σχετικά γρήγορη κίνηση προς τα κάτω, λόγω βαρύτητας, μίας μεγάλης εδαφικής ή βραχώδους μάζας. Landslide Classification [Ταξινόμηση κατολισθήσεων] Γεωλ. Διάφορα συστήματα ταξινόμησης των κατολισθήσεων που διακρίνονται με βάση το τύπο του φαινομένου και το είδος της κίνησης (κατολίσθηση με ολίσθηση, με κατακρήμνιση, με ροή, με κατάρρευση, επίπεδη υποθαλάσσια, περιστροφική υποθαλάσσια κ.λ. π.), την ταχύτητα εξέλιξης του φαινομένου (ερπυσμός, ταχεία, πολύ ταχεία κ.λ.π.) ή άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα. Landslide Factors [Παράγοντες κατολίσθησης] Γεωλ. Το σύνολο των γεωμορφολογικών, γεωλογικών και μηχανικών παραγόντων που συντελούν στην εκδήλωση του φαινομένου και καθορίζουν τον τύπο και το είδος της κίνησης της κατολίσθησης, όπως η κλίση του πρανούς, η χημική σύσταση των πετρωμάτων, ο βαθμός συνοχής των υλικών, η χημική διάβρωση κ.λ.π. Landslide Rupture Part [Τμήμα διάρρηξης κατολίσθησης] Γεωλ. Το ανώτερο τμήμα της επιφάνειας ολίσθησης, εντός των ορίων του κυρίου μετώπου, κατά το οποίο γίνεται η απόσπαση των υλικών που κατολισθαίνουν από το αδιατάρακτο εδαφικό υπόβαθρο, διαχωριζόμενο απ' αυτό με διατομή καλούμενη πόδι κατολίσθησης. Landslide Scar [Ουλή κατολίσθησης] Γεωλ. Η μορφολογική ανωμαλία (π.χ. κοίλωμα) του εδάφους στο αρχικό σημείο εκδήλωσης μιας κατολίσθησης. Landslide Track [Πορεία κατολίσθησης] Γεωλ. Η ακριβής διαδρομή μιας κατολίσθησης, που καταγράφεται ως αναγνωρίσιμα ίχνη επί των επιφανειών που έρχεται σε επαφή κατά την κίνησής της. Lane [Αγροτικός δρόμος] ΠολΜηχ. Πρόκειται για ένα στενό δρόμο που διασχίζει περιφραγμένες ιδιοκτησίες, Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και μία στενή λωρίδα ενός αυτοκινητόδρομου ή μία λωρίδα κυκλοφορίας που έχει δοθεί αποκλειστικά στα λεωφορεία σε μία κεντρική αστική οδική αρτηρία. Langbenite [Λανγκμπενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτε-

λούμενο από θειικό κάλιο και μαγνήσιο, χρησιμοποιούμενο στη βιομηχανία λιπασμάτων. Σχηματίζει ποικίλων χρωμάτων, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8. Langevin Function [Συνάρτηση Langevin] Ηλεκτρομαγν. Εμφανιζόμενη στην κλασσική έκφραση της παραμαγνητικής επιδεκτικότητας μαγνητικών δίπολων συνάρτηση. Δίνεται ως L (x)=cothx-l/x. Langevin Ion - Mobility Theories [Θεωρίες Langevin για την ευκινησία ιόντων] Ηλεκτρον. Αποτελούνται από δυο είδη θεωριών για την αλληλεπίδραση ιόντων σε αέρια οι οποίες είναι οι εξής: α) Στη πρώτη θεωρία η αλληλεπίδραση μεταξύ των ιόντων προέρχεται αφενός από την επαφή και αφετέρου από την πόλωση των ατόμων στο ηλεκτρικό πεδίο των ιόντων, β) Στη δεύτερη θεωρία η αλληλεπίδραση προέρχεται από τη σκέδαση σκληρών σφαιρών που αναπαριστούν τα άτομα. Langevin Theory Of Diamagnetism [Θεωρία Langevin για το διαμαγνητισμό] Ηλεκτρομαγν. Σύμφωνα με τη θεωρία Langevin για το διαμαγνητισμό αυτός προέρχεται από ρεύματα που προκύπτουν κατά τη μετάπτωση Larmor των ηλεκτρονίων στα άτομα. Langevin Theory Of Paramagnetism [Θεωρία Langevin για το παραμαγνητισμό] Ηλεκτρομαγν. Θεωρεί υλικά που αποτελούνται από μόνιμα μαγνητικά δίπολα και των οποίων ο προσανατολισμός τους ικανοποιεί μια κατανομή Boltzmann σε εξωτερικό μαγνητικό πεδίο. Από αυτό τον προσανατολισμό προκύπτει ο παραμαγνητισμός τους. Langian [Αάγγιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Μεσοκαίνου υποπεριόδου ( πριν 23 εκατ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Βουρδιγάλιον και αρχαιότερη από το Σερραβάλλιον της ίδιας υποπεριόδου, Langite [Λανγκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, αρκετά σπάνιο, αποτελούμενο από ένυδρο βασικό θειικό χαλκό. Σχηματίζει κυανοπράσινους ή κυανούς, με υαλώδη λάμψη, υποδιάφανους δίδυμους κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,5. Langley [Αάνγκλεϋ] Φυα. Μονάδα φωτισμού ίση με 1 gram-cal ανά cm2 της ακτινοβολούμενης επιφάνειας που χρησιμοποιείται κυρίως για τον προσδιορισμό της θερμοκρασίας του ακτινοβολούντος σώματος (π.χ. της επιφάνειας ενός αστέρα). Langmuir Adsorption Isotherm [Ισόθερμη Ρόφησης Langmuir] Φυα. Χημ. Σε περιπτώσεις προσρόφησης αερίου σε στερεό, υποθέτει την ύπαρξη ορισμένου αριθμού κέντρων προσρόφησης στη στερεή επιφάνεια, καθένα από τα οποία μπορεί να συγκρατήσει ένα μόριο και ότι δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ προσροφημένων μορίων. Το κλάσμα των κατειλημμένων κέντρων δίνεται από την εξίσωση Θ = Β*Ρ/(1+Β*Ρ), όπου Β μια σταθερά ανάλογη της θερμοκρασίας και Ρ η πίεση, Langmuir-Blodgett Film [Υμένιο Langmuir-Blodgctt] Φυα. Χημ. Μονομοριακές στοιβάδες, που έχουν σχηματισθεί από διάφορες αμφιφιλικές ουσίες στην επιφάνεια καθαρού νερού και έχουν μεταφερθεί σε κατάλληλα επίπεδα υποστρώματα, Langmuir Effect [Φαινόμενο Langmuir] Φυα. Στερ. Κατ. Περίπτωση κατά την οποία όταν άτομα έρχονται σε επαφή με θερμό μέταλλο ηλεκτρόνια με μικρή ενέργεια ιονισμού τα εγκαταλείπουν.

-809-

Langmuir Plasma Frequency [Συχνότητα πλάσματος Langmuir] Φυσ. Στη περίπτωση ηλεκτρόνιων σε πλάσμα, συχνότητα Langmuir είναι η φυσική συχνότητα ταλάντωση τους. Langmuir Probe [Ερευνητής Langmuir] Φυσ. Περίπτώση κατά την οποία η θερμοκρασία και η πυκνότητα ηλεκτρονίων σε πλάσμα μετράται από είδος οργάνου το οποίο οφείλεται στο Langmuir. Langmuir Wave [Κύμα Langmuir] Φυσ. Διαδιδόμενο μέσω των διακυμάνσεων της πυκνότητας των ήλεκτρονίων, διαμήκης κύμα πλάσματος. Language [Γλώσσα] Πλημ. Στο χώρο της πληροφορικής ο όρος αυτός χαρακτηρίζει ένα σύνολο από εντολές οι οποίες βάσει συγκεκριμένων κανόνων συντάσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίσουν έναν κώδικα που να αντιλαμβάνεται ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και η εκτέλεσή του να επιλύσει τα προβλήματα για τα οποία έχει γραφεί. Language Subset [Υποσύνολο γλώσσας] Υπολ. Το σύνολο, το οποίο αποτελείται από ανεξάρτητα στοιχεία μιας γλώσσας προγραμματισμού. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα αυτόνομο υποσύνολο της γλώσσας, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικροϋπολογιστές. Language Theory [Θεωρία γλωσσών] Μαθημ. Τμήμα των μαθηματικών που ασχολείται με τη δημιουργία κάποιας φόρμας πάνω στην οποία στηρίζεται η γραμματική τόσο μιας φυσικής όσο και μιας τεχνητής γλώσσας. Ειδικότερα η θεωρία γλωσσών χρήσιμοποιείται για την εύρεση μιας γλώσσας λογισμικού υψηλού επιπέδου που θα εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανά-

γκες.

Language Translator [Μεταφραστής γλωσσών] Πλημ. Πρόκειται για ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο δέχεται έναν κώδικα σε μία γλώσσα προγραμματισμού και τον μετατρέπει σε μία άλλη. Lanolin [Λανολίνη] Υλικ. Λιπαρή ουσία, κιτρινωπού χρώματος, η οποία παράγεται από το μαλλί των προβάτων. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή καλλυντικών, αλοιφών, σαπουνιών κ.α.. Lanosterol [Λανοστερόλη] Βιοχημ. Στερόλη του τύπου C^HsoO, που απαντά στο λίπος του μαλλιού και σχηματίζεται ως ενδιάμεσο προϊόν κατά τη συμπύκνωση πυροφωσφορικής γερανιόλης προς σχηματισμό χοληστερόλ.ης. Lansfordite [Λανσφορδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο ανθρακικό μαγνήσιο, ασταθές κατά την έκθεση στον ατμοσφαιρικό αέρα. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, με υαλώδη λάμψη, διαφανείς έως αδιαφανείς πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,7. Lantern 1 [Φανός] Μηχ. Είναι μία φορητή λάμπα η οποία για να φωτίζει χρησιμοποιεί την ηλεκτρική ενέργεια συσσωρευτών ή καύσιμης ύλης όπως το φωτιστικό πετρέλαιο. Lantern 2 [Φανός] Αμχ. Με τον όρο αυτό στην αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται ο μικρός πύργος ή ο θόλος μίας κατασκευής όπως για παράδειγμα ο πυργίσκος με τα πολλά παράθυρα μίας εκκλησίας. Lanthanide Contraction [Συστολή λανθανιδών] Πυμην. Φυσ. Η σταδιακή μείωση, με την αύξηση του ατομικού αριθμού, σε τιμή μικρότερη από την αναμενόμενη της ατομικής ακτίνας των στοιχείων των λονθανιδών, λόγω αύξησης της έλξης του πυρηνικού φορτίου

Lapis Lazuli

στα ηλεκτρόνια, που είναι κατανεμημένα σε μία κοινή δομή σθένους 6s2 και με προοδευτική κατάληψη από τα πρόσθετα ηλεκτρόνια της υποστιβάδας 4f και περιστασιακά της 5d. Lanthanide Series [Σειρά λανθανίδων] Χημ. Είναι γνωστή και ως σειρά "σπανίων γαιών", ανήκει στον περιοδικό πίνακα και περιλαμβάνει δεκαπέντε στοιχεία με συνεχόμενο αυξανόμενο ατομικό αριθμό, από το λανθάνιο έως και το λουτήτιο. Για τεχνικούς λόγους δεν μπορούν να τοποθετηθούν στην ίδια ομάδα - στήλη του πίνακα, καθώς όλα έχουν παραπλήσιες ιδιότητες με το λανθάνιο, είναι δηλαδή γυαλιστερά μέταλλα που διαβρώνονται από τα οξέα και καίγονται με το οξυγόνο. Lanthanite [Λανθανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο ανθρακικό λανθάνιο και νεοδύμιο. Σχηματίζει ροζ, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη, διαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8. Lanthanum [Λανθάνιο] Χημ. Χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα, έχει το σύμβολ.ο La. Είναι εύθραστο μέταλλο, λευκού χρώματος, ανήκει στις σπάνιες γαίες και οξειδώνεται σε επαφή με τον αέρα υπό συνήθεις θερμοκρασίες. Lanthanum Chloride [Χλωριούχο λανθάνιο] Ανομγ. Χημ. Σύνολο τριών λευκών κρυσταλλικών και υγροσκοπικών ενώσεων του τρισθενούς λανθάνιου με το χλώριο με τύπους LaCl3, LaCl3. 3Η 2 0 και LaCl 3 .7Η 2 0. Lanthanum Oxide [Οξείδιο του λανθανίου] Ανομγ. Χημ. Ισχυρό, βασικό και διαμαγνητικό οξείδιο του τύπου La 2 0 3 . Είναι λευκή στερεή σκόνη διαλυτή σε οξέα και υψηλής απορροφητικότητας της υγρασίας και του διοξειδίου του άνθρακα. Χρησιμοποιείται στη κατασκευή οπτικών υάλ,ων, στη κεραμευτική κ.λ.π. Lanvirnian [Λανβίρνιον] Γεωλ. ΓεωλνΟγική βαθμίδα της Ορθοβίσιας υποπεριόδου της Σιλούριας περιόδου (πριν περίπου 500 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Σκιδδάβιον και αρχαιότερη από την Λανδείλη βαθμίδα. Lap Dissolve [Ρευστοποίηση] Τεχνολ. Εναλλακτική χρήση ενός καναλιού με 2 ηχητικά ή τηλεοπτικά σήματα. Όσο το ένα αδειάζει το άλλο γεμίζει το κανάλι, Lap Joint [Σύνδεση με επίθεση] Μηχ. Τρόπος σύνδεσης τμημάτων κατά την οποία δύο άκρες τους τοποθετούνται επικαλυπτόμενες και στη συνέχεια στερεο')νονται με συγκόλληση, ήλωση κ.λ.π. Lap Siding [Λοξότμητο επιθέμενο ξύλο] Πολ. Μηχ. Σανίδες επικάλυψης με ιδιαίτερα μεγάλο μήκος ώστε να μπορούν να καλόψουν ολόκληρες πλευρές κατασκευαστικών τμημάτων και να τα προστατέψουν για παράδειγμα από την υγρασία και τα νερά της βροχής. Lapilli [Λάπιλλοι ή ηφαίστεια λιθάρια] Γεωλ. Είδος στερεών ηφαιστειακών αναβλημάτων μεγέθους καρυδιού, μικρότερα των ηφαιστειακών βομβών και μεγαλύτεροι της ηφαιστειακής άμμου, που αποτελούν μικρά θραύσματα, γενικά αποστρογγυλεμένου σχήματος και πορώδους υφής, στερεοποιημένης λάβας, Lapilli 'Puff [Τόφφος λαπίλλων] Γεωλ. Τύπος ηφαιστείου τόφφου που σχηματίζεται από τη σκληρυνση και τη συσσωμάτωση προς συμπαγές πέτρωμα αποθέσεων ικανού πάχους λεπτομερούς και λεπτοκοκκώδους πυροκλαστικού υλικού, που συμπεριέχει σε σημαντική αναλογία ηφαίστεια λιθάρια, Lapis Lazuli [Λαζούριος λίθος] Γεωλ. Τύπος κρυσταλν-

Laplace Operator

-810-

λικού πετρώματος, αποτελούμενο από μίγμα λαζονρίτη με μικρότερα ποσά ασβεστίτη και πρόσθετες μικρές προσμίξεις ορυκτών πυριτίου (πυρίτη, πυρόζενους κ.λ. π.), το οποίο λόγω του βαθιού κυανού με κιτρινόχρυσα στίγματα χρώματος του, χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα (ο σάπφειρος των αρχαίων), αν και σε σπανιότητα σήμερα, ως ημιπολύτιμος λίθος Laplace Operator [Laplace τελεστής] Μαθημ. Για μια συνάρτηση f(x,y) που ικανοποιεί την εξίσωση Laplace ορίζεται ο τελεστής A=d2/dx2+d2/dy2. Ο τελεστής Laplace έχει μεγάλη σημασία για την επίλυση των σχετικών εφαρμογών. Laplace Transform [Μετασχηματισμός Laplace] Μαθ. Ο μετασχηματισμός Laplace είναι μια απεικόνιση Χ που αντιστοιχίζει μια f από κατάλληλο σύνολο συναρτήσεων στην F. Οι συναρτήσεις f ορίζονται στο διάστημα [Ο,+co) και η F(s) δίνεται από την ολοκλήρωση της (e"Mf(t)) από το 0 ως το +οο. Laplace's Equation [Εξίσωση του Λαπλάς] Ακουστ. Εξίσωση για την ταχύτητα διάδοσης του ήχου στα αέρια που προκύπτει θεωρώντας αδιαβατικές τις μεταβολές της κατάστασης του αερίου κατά τη διάδοση των διαμήκων ηχητικών κυμάτων. Ισούται με υ =VyP/p όπου γ ο λόγος των ειδικών θερμοτήτων υπό σταθερή πίεση και υπό σταθερό όγκο του αερίου και Ρ και ρ η πίεση και η πυκνότητα του αντίστοιχα. Lapport Selection Rule [Κανόνας επιλογής του Lapport] Ατομ. Φυσ. Διατυπωμένος από το Lapport Κανόνας επιλογής καταστάσεων μεταξύ των οποίων μπορούν να συμβούν μεταπτώσεις. Σύμφωνα με αυτόν μόνο μεταξύ καταστάσεων αντίθετης ομοτιμίας μπορούν να συμβούν ηλεκτρικές διπολικές μεταβάσεις. Lapse Line [Γραμμή πτώσης] Μετεωρ. Το γράφημα επί βαθμολογημένου διαγράμματος του ρυθμού πτώσης μιας μετεωρολογικής παραμέτρου (ιδιαίτερα της θερμοκρασίας) σε σχέση με την αύξηση της υψομετρικής απόστασης. Lapse Rate [Ρυθμός πτώσης] Μετεωρ. Ο ρυθμός μείωσης μιας μετεωρολογικής παραμέτρου με την αύξηση του υψόμετρου και ειδικότερα της θερμοκρασίας για την οποία αντιστοιχεί μέσος ρυθμός πτώσης 0,6 ανά 100 μέτρα ύψους. Laptop Computer [Φορητός υπολογιστής] Πλ,ηρ. Είναι ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, κατάλληλα κατασκευασμένος για μεταφορά και εργασία οπουδήποτε. Είναι σχετικά ελαφρύς και έχει μπαταρία για αυτονομία ηλεκτρικής ενέργειας. Laramide Orogeny [Ααραμική ορογένεση] Γεωλ. Μεγάλη ορογενετική φάση του Αλπικού Ορογενετικού Κύκλου που εξελίχθηκε κατά το Σενώνιο της Ανώτερης Κρητιδικής περιόδου έως και το Παλαιόκαινο των αρχών της Τριτογενούς περιόδου και κατά την οποία δημιουργήθηκαν οι πτυχώσεις των Βραχωδών Ορέων της Αμερικανικής Ηπείρου. Larderellite [Λαρδερελλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βορικό αμμώνιο. Σχηματίζει λευκούς ή κίτρινους πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,9. Large Magellanic Cloud [Μεγάλο νέφος του Μαγγελάνου] Αστρον. Μικρός ακανόνιστου σχήματος εξωγαλαξιακός νεφελοειδής σχηματισμός, μέλος της Τοπικής Ομάδας Γαλαξιών, που βρίσκεται σε δορυφορική κίνηση γύρω από το Γαλακτικό Γαλαξία, σε απόσταση 150 χιλ. έτη φωτός. Έχει διάμετρο 30.000 έτη φωτός περί-

που κι αποτελείται απο γηραιούς και ψυχρονς αστερες στο κεντρικό και δεξιό τμήμα του καθώς και από νέους και θερμούς στο αριστερό και προς τα άνω τμήμα του. Διεθνές σύμβολο: LMC. Large Number Hypothesis [Υπόθεση του μεγάλου αριθμού] Φυσ. Περίπτωση ισοδυναμίας σύμφωνα με την οποία η ισότητα του λόγου της ηλικίας του σύμπαντος προς το χρόνο που απαιτείται να διασχίσει το φως τη διάμετρο ενός στοιχειώδους σωματίου και του λόγου της ηλεκτροστατικής δύναμης προς της βαρύτητας έχει φυσική βάση και δεν είναι τυχαία. Large-Panel System [Κατασκευή με πανέλα από τσιμέντο] Πολ Μηχ. Κατασκευή κάλυψης μεγάλων ανοιγμάτων, ανάμεσα σε κολώνες ή σε ανοίγματα, όπου χρησιμοποιούνται ενιαίες πρόχυτες πλάκες, που τοποθετούνται επί τόπου στο κτίριο. Large Polaron [Μεγάλο πολαρόνιο] Φυσ. Στερ. Κατ. Κβαντωμένη κατάσταση σε κρυσταλλικό μονωτή, που δημιουργείται από την αλληλεπίδραση ενός ηλεκτρονίου και ενός ιόντος και κινείται ως ξεχωριστή οντότητα κάτω από εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο. Large Scale Map [Χάρτης μεγάλης κλίμακας] Γεωδ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε χάρτης που αναπαριστά μεγάλες γεωγραφικές περιοχές πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, καθώς το επιτρέπει η μεγάλη κλίμακα που έχουν. Larissa [Αάρισα] Αστρον. Μικρός εσωτερικός φυσικός δορυφόρος του Ποσειδώνα σε μέση απόσταση από το πλανήτη 73,5 χιλ. χλμ. Έχει διάμετρο περίπου 190 χλμ., χρόνο περιφοράς κατά τη φορά του πλανήτη 0,55 μέρες και αστρικό μέγεθος 22. Larmor Frequency [Συχνότητα Αάρμορ] Ηλεκτρομαγν. Η συχνότητα (L>l της μετάπτωσης Αάρμορ για την τροχιακή κίνηση του ηλεκτρονίου ενός ατόμου που δίνεται από το τύπο u)L= eB / 2m, όπου e και m είναι το φορτίο και η μάζα του ηλεκτρονίου αντίστοιχα και Β η μαγνητική επαγωγή του εξωτερικού ομογενούς μαγνητικού πεδίου. Larmor Orbit [Τροχιά Αάρμορ] Ηλεκτρομαγν. Η κυκλική ή ελλειπτική τροχιά σε μεταπτωτική κίνηση γύρω από τη διεύθυνση του πεδίου που διαγράφει το ηλεκτρόνιο ενός ατόμου υπό την επίδραση εξωτερικού ομογενούς μαγνητικού πεδίου. Larmor Precession [Μετάπτωση Αάρμορ] Ηλεκτρομαγν. Για τα ηλεκτρόνια ενός ατόμου υπό την επίδραση εξωτερικού ομογενούς μαγνητικού πεδίου, η μεταπτωτική κίνηση των τροχιών τους γύρω από τη διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου, λόγω της μετάπτωσης του διανύσματος της τροχιακής μαγνητικής τους ροπής υπό την επίδραση της ροπής δύναμης του εφαρμοζόμενου πεδίου. Larmor Radius [Ακτίνα Αάρμορ] Ηλεκτρομαγν. Η ακτίνα της τροχιάς Αάρμορ που διαγράφει το ηλεκτρόνιο ενός ατόμου κατά τη μετάπτωση Αάρμορ. Larmor's Formula [Τύπος του Αάρμορ] Ηλεκτρομαγν. Τύπος υπολογισμού της ισχύος Ρ που ακτινοβολείται από φορτισμένο σωματίδιο, φορτίου e, επιταχυνόμενο με επιτάχυνση α. Είναι: Ρ = 2/3 q2 α2 c2, όπου c η ταχύτητα του φωτός. Larmor's Theorem [Θεώρημα Αάρμορ] Ηλεκτρομαγν. Για κάθε φορτισμένο σωματίδιο με το ίδιο λόγο φορτίου προς μάζα υποκείμενο στο ηλεκτρικό και μαγνητικό πεδίο. Larrying [Τεχνική κατασκευής οπτοπλινθοδομής] Πολ. Μηχ. Μια μέθοδος κατασκευής οπτοπλινθοδομής κατά

-811 την οποία πρώτα στρώνονται τα ειδικά τούβλα με εγκοπές, μέσα στις οποίες μετά χύνεται το κονίαμα. Larsenite [Λαρσενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό μόλυβδο και ψευδάργυρο. Σχηματίζει λευκούς, με αδαμάντινη λάμψη, διαφανείς κρυστάλλους του ορΟορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,9. Laser [Λέιζερ] Φυσ. Πρόκειται για ηλεκτρονική διάταξη η οποία παράγει μία έντονη φωτεινή μονοχρωματική ακτινοβολία. Είναι ένας νέος τύπος φωτεινής πηγής που έχει βρει ευρύτατη εφαρμογή στη βιομηχανία, στην ιατρική, στις τηλεπικοινωνίες και γενικότερα στην επιστημονική έρευνα. Και αυτό διότι οι ακτίνες που παράγει μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις χωρίς διασπορά, να συγκεντρωθούν σε πολό μικρό σημείο και να έχουν πολύ μεγάλη ένταση. Laser Altimeter [Υψόμετρο ή αλτίμετρο με λέιζερ] Αεροναυτ. Όργανο των ιπτάμενων συσκευών για τον προσδιορισμό του ακριβούς πραγματικού ύψους πτήσης με βάση τη μέτρηση του χρόνου μετάβασης και επιστροφής, κατά την ανάκλαση επί του εδάφους δέσμης λέιζερ από σύστημα εκπομπής και λήψης επί του σκάφους. Laser Beam [Δέσμη λέιζερ] Οπτικ. Η παλμική ή η συνεχής δέσμη σύμφωνης φωτεινής ακτινοβολίας υψηλής μονοχρωματικότητας, μεγάλης έντασης, πολύ μικρής απόκλισης (μετρούμενη σε mrad ) και ποικίλης ισχύος εξόδου ( της τάξης από mWatt έως MWatt) που παράγεται από τους διάφορους τύπους συσκευών λέιζερ σε ευρεία φασματική περιοχή, από το υπεριώδες έως και το υπέρυθρο Laser Camera [Φωτομηχανή λέιζερ] Οπτικ. Οπτικοηλεκτρονικό όργανο που χρησιμοποιεί γεννήτρια οπτικών κβάντων ως όργανο ψηλάφησης και προορίζεται για την από αέρος λήψη αποτυπώσεων του εδάφους κατά την αεροφωτογράφηση υπό συνθήκες περιορισμένης ορατότητας. Laser Ceilometer [Υψομετρητής νεφών με λέιζερ] Μετεωρ. Φωτοηλεκτρικό όργανο για τον προσδιορισμό του ύψους της βάσης των νεφικών σχηματισμών του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στο μετρούμενο συνολικά χρόνο μετάβασης και επιστροφής στο δέκτη κατά την ανάκλαση επί του νέφους εκπεμπόμενης δέσμης λέιζερ από επίγειο σταθμό. Laser Cooling [Ψύξη λέιζερ] Ατομ. Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία παρατηρείται μείωση της ταχύτητας και συνεπώς της κινητικής θερμοκρασίας ατόμων σύμφωνα με μέθοδο κατά την οποία αυτά παγιδεύονται σε χώρο τον οποίο διασχίζουν ακτίνες λέιζερ. Laser Disk [Δίσκος λέιζερ] Τεχνολ. Δίσκος αποθήκευσης με καταγεγραμμένες οπτικές ή ηχητικές πληροφορίες που αναπαράγονται με μεγάλη πιστότητα από ειδικού σχεδιασμού διατάξεις μέσω δέσμης λειζερ υψηλής εστίασης, της οποίας η κυμαινόμενη ανάκλαση από τις διακυμάνσεις ύψους (κολώματα και αυλακώσεις) στην επιφάνειά του μετατρέπεται σε ηλεκτρονικούς παλμούς. Laser Doppler Velocimeter [Ταχόμετρο Ντόπλερ με λέιζερ] Οπτικ. Κάθε διάταξη (π.χ. ραντάρ, ανεμόμετρο) για τον προσδιορισμό της ταχύτητας και της κατεύθυνσης κινούμενου σώματος (π.χ. στόχου, ρευστού) που χρησιμοποιεί σύστημα εκπομπής λέιζερ και βασίζεται στη μέτρηση της παρατηρούμενης ολίσθησης συχνότητας ανάμεσα στην εκπεμπόμενη και στην ανακλώμενη επί του κινούμενου σώματος δέσμη κατά το φαινόμενο

Laser Spectroscopy

Doppler. Laser Fusion [Σύντηξη με λέιζερ] Πυρην. Φυσ. Τεχνική αδρανειακού περιορισμού του πλάσματος και επαγωγής αντιδράσεων πυρηνικής σύντηξης κατά την οποία καύσιμα σφαιρίδια δευτερίου-τριτίου, βαλλόμενα από πολλαπλές συγχρονισμένες παλμικές δέσμες λέιζερ, εξαιρετικά υψηλής έντασης και εστίασης, φτάνει συστελλόμενο στην κρίσιμη θερμοκρασία ανάφλεξης και υφίσταται θερμοπυρηνική σύντηξη, Laser Gyro [Γύρο - λέιζερ] Τεχνολ. Συσκευή η οποία χρησιμοποιεί μια μονοδιάστατη κυκλική κοιλότητα αποτελούμενη από τρεις ή περισσότερους καθρέπτες και δύο αντίθετα κινούμενες ακτίνες λέιζερ σ' αυτή για τη μέτρηση περιστροφής. Laser Heterodyne Spectroscopy [Ετερόδυνη φασματοσκοπία λέιζερ] Φυσ. Μέθοδος υψηλής ανάλυσης σε αστρονομικές και ατμοσφαιρικές παρατηρήσεις η οποία χρησιμοποιεί τη μίξη του σήματος με ακτίνα λέιζερ και τη μετέπειτα μελέτη του προκύπτων σήματος το οποίο βρίσκεται στη περιοχή των μικροκυμάτων, Laser Induced Nuclear Polarization [Πυρηνική πόλωση επαγόμενη από λέιζερ] Πυρην. Φυσ. Μέθοδος η οποία για το προσανατολισμό των σπιν πυρήνων σε συγκεκριμένη κατεύθυνση χρησιμοποιεί πολωμένη ακτίνα λέιζερ. Laser Interferometer [Συμβολόμετρο με λειζερ] Οπτικ. Ανιχνευτική διάταξη ακτινοβολίας μεγάλης ευαισθησίας που στηρίζεται στην ίδια αρχή λειτουργίας με το κοινό συμβολόμετρο αλλά χρησιμοποιεί λέιζερ ως πηγή για την εκπομπή φωτεινής δέσμης. Λόγω της μονοχρωματικότητας και της υψηλής κατευθυντικότητας της δέσμης λέιζερ, τα σκέλη του μπορούν να έχουν μεγάλο μήκος (ακόμα και μερικών χιλιομέτρων) και να είναι σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Laser Machining [Μηχανική κατεργασία με λέιζερ] Μηχ. Τεχνική κοπής ακριβείας και διαμόρφωσης του σχήματος μετάλλων και άλλων υλικών που στηρίζεται στην υψηλή κατευθυντικότητα και την ισχυρή ένταση δέσμης λέιζερ. Laser Printer [Εκτυπωτής λέιζερ] Ηλεκτρ. Πρόκειται για ηλεκτρονική συσκευή που αποτυπώνει σε χαρτί επιθυμητά κείμενα, εικόνες και άλλα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, με την καλνύτερη δυνατή απόδοση και πιστότητα. Λειτουργεί με τη βοήθεια ακτίνας λέιζερ που σαρώνει ένα κατάλληλο τύμπανο σε επιλεγμένα σημεία στα οποία έπειτα προσκολλάται ο ηλεκτρικά φορτισμένος γραφίτης. Laser Radiation Detector [Ανιχνευτής ακτινοβολίας λέιζερ] Ηλεκτμον. Περίπτωση κατά την οποία μπορεί να ανιχνευτεί με τη χρήση ακτίνας λέιζερ και κατάλληλης συσκευής σύμφωνη ακτινοβολία, Laser Rangefinder [Μετρητής απόστασης με λειζερ] Οπτικ. Σύστημα παλμικού λέιζερ μεγάλης ισχύος που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση αποστάσεων μεγάλης κλίμακας (π.χ. σημείων στην επιφάνεια της Σελήνης, μη προσβάσιμων σημείων της Γης) εντός των ορίων της εμβέλειάς του με βάση το μετρούμενο συνολικά χρόνο μετάβασης εκπεμπόμενου παλμού και επιστροφής του ανακλώμενου και την ταχύτητα του φωτός. Laser - Solid Interaction [Αλληλεπίδραση λέιζερ στερεού] Φυσ. Στεμ. Κατ. Περίπτωση κατά την οποία αλληλεπιδρούν στερεό και σύμφωνη ακτίνα φωτός κυρίως για τη μελετη θερμικών φαινομένων, Laser Spectroscopy [Φασματοσκοπία λειζερ] Φυσ.

Laser Spectrum

-812-

Συνήθως σε φασματοσκοπία Raman, χρήση μονοχρωματικής ακτινοβολίας λέιζερ. Laser Spectrum [Φάσμα λέιζερ] Φυσ. Η φασματική περιοχή που καλύπτεται από τα μήκη κύματος της λειτουργίας των διαφόρων τύπων λέιζερ σε συνθήκες συνεχούς και παλμικής λειτουργίας, που εκτείνεται από τα όρια της υπεριώδους έως και της απώτερης υπερύθρου. Laser Threshold [Κατώφλι λέιζερ] Οπτικ. Η ελάχιστη ισχύς άντλησης ανά μονάδα όγκου που πρέπει να παρέχεται από την ενεργειακή πηγή στο ενεργό υλικό ενός λέιζερ ώστε να διατηρηθεί η κρίσιμη πυκνότητα αναστροφής πληθυσμών και να είναι δυνατή η παραγωγή φωτεινής δέσμης. Είναι εξαιρετικά μικρότερη στα λέιζερ τεσσάρων σταθμών από τα λέιζερ τριών σταθμών. Laser Tracking [Ιχνηλασία με λέιζερ] Οπτικ. Η παρακολούθηση ενός στόχου μέσω του προσδιορισμού της απόστασης και της διεύθυνσης κίνησης με χρήση εκπεμπόμενης δέσμης λέιζερ που ανακλώμενη επί του στόχου επιστρέφει στο δέκτη επιτρέποντας από το χρόνο εκπομπής και λήψης τον υπολογισμό των δεδομένων. Laser Welding [Συγκόλληση με λέιζερ] Μεταλλ. Μέθοδος ηλεκτρικής συγκόλλησης κατά την οποία η θερμότητα, η απαιτούμενη για τη συνένωση των μεταλλικών αντικειμένων, παράγεται από δέσμη λέιζερ. Lasing [Λέιζιν] Οπτικ. Η παραγωγή δέσμης λέιζερ από σύστημα λέιζερ, η επιλογή του οποίου καθορίζει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και τις τιμές των μεταβλητών (ισχύς εξόδου, μήκος κύματος, απόκλιση κ. λ.π.) ανάλογα με τη σκοπούμενη εφαρμογή. Lassaigne's Test [Μέθοδος Λασέινι] Οργαν. Χημ. Μέθοδος της ποιοτικής οργανικής ανάλυσης για την ανίχνευση του αζώτου, των αλογόνων και του θείου. Συνίσταται στη σύντηξη της υπό έρευνα ουσίας με μεταλλικό κάλιο ή νάτριο, στην παραλαβή δια ύδατος και διηθήση του διαλύματος, στο χωρισμό του διηθήματος σε τρία μέρη απ' όπου, με κατάλληλες προσθήκες, λαμβάνονται ιζήματα χαρακτηριστικού χρώματος δηλωτικά της παρουσίας των ανιχνευομένων στοιχείων π. χ. το κυανούν του Βερολίνου για το άζωτο ή ο μελανός θειούχος μόλυβδος για το θείο. Last Quarter Phase [Φάση του Τελευταίου Τετάρτου] Αστρον. Η τελευταία κύρια φάση του πλήρους κύκλου των σεληνιακών φάσεων ενός συνοδικού μήνα, κατά την οποία η Σελήνη μετακινείται από τη θέση του τετραγωνισμού στη θέση της συνόδου σε διάστημα 7 ημερών και 9 ωρών, με το φωτιζόμενο μέρος του δίσκου της να παρουσιάζεται σταδιακά ελαττούμενο από ημισέληνο σε δρεπανοειδή μηνίσκο συνεχώς μικρότερου εύρους. Latch [Σύρτης] Μηχ. Ένα πολύ απλό μηχανικό σύστημα με το οποίο ασφαλίζει μία πόρτα, αποτελούμενο από ένα ακλόνητο μεταλλικό στοιχείο επί του κουφώματος και ένα συρόμενο που κινείται μέσα σε αυτό. Late Type Star [Αστέρας μεταγενέστερου φασματικού τύπου] Αστρον. Κάθε μικρής φωτεινότητας και χαμηλής θερμοκρασίας αστέρας που στο διάγραμμα κατά Hertzsprung-Russell περιλαμβάνεται στο κάτω δεξί άκρο της κύριας ακολουθίας δηλ. αντιστοιχεί στους φασματικούς τύπου Κ και Μ. Latency [Αανθάνων χρόνος] Τεχνολ. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην απόκριση μιας τεχνολογικής διάταξης και το χρόνο εντολής ή σήματος προς αυτή π.χ. ο χρόνος αναμονής για την έναρξη

μεταφοράς δεδομένων από τη μνήμη του υπολογιστή. Latent [Λανθάνων] Επιστ. Χαρακτηρίζει μία κατάσταση, μία ιδιότητα ή μία διαδικασία που ναι μεν είναι υπαρκτή αλλά συγχρόνως δεν είναι ενεργή, ορατή ή ακμάζουσα, δηλαδή απλά είναι άδηλη και υποβόσκει. Latent Heat 1 [Λανθάνον μάγμα] Γεωλ. Διάπυρο παχύρρευστο υλικό, σε σημαντικού πάχους ζώνη κάτω απύ τη στερεή λιθόσφαιρα της Γης, που βρίσκεται σε εν δυνάμει κατάσταση ώθησης προς τα άνω, μέσα από διαρρήξεις και πτυχώσεις των στερεών υπερκείμενων στρωμάτων, υπό κατάλληλες συνθήκες πίεσης, ώστε να προκληθεί ηφαίστεια έκρηξη. Latent Heat 2 [Λανθάνουσα θερμότητα] Φυσ. II ποσότητα θερμότητας που, κατά τις μεταβολές φάσης ενός υλικού υπό ειδικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, απορροφάται ή εκλύεται ανά μονάδα μάζας του. Σύμβολο: L Latent Heat Of Fusion [Λανθάνουσα θερμότητα τήξης] Φυσ. Η ποσότητα θερμότητας, υπό δεδομένη πίεση και θερμοκρασία, που απαιτείται ανά μονάδα μάζας ενός στερεού υλικού (π.χ. για τον πάγο 79,8 cal /gr) για τη μετάβαση του από τη στερεή φάση στην υγρή. Είναι ίση με τη λανθάνουσα θερμότητα πήξης που αποδίδεται από το υλικό κατά την αντίστροφη διεργασία. Latent Heat Of Sublimation [Λανθάνουσα θερμότητα εξάχνωσης] Φυσ. Η ποσότητα θερμότητας, υπό δεδομένη πίεση και θερμοκρασία, που απαιτείται ανά μονάδα μάζας ενός στερεού υλικού για τη μετάβαση του από τη στερεή φάση απ' ευθείας στην αέρια. Είναι ίση με τη λανθάνουσα θερμότητα που αποδίδεται κατά την αντίστροφη διεργασία. Latent Heat Of Vaporization [Λανθάνουσα θερμότητα εξαέρωσης] Φυσ. Η ποσότητα θερμότητας, υπό δεδομένη πίεση και θερμοκρασία, που απαιτείται ανά μονάδα μάζας ενός υγρού υλικού (π.χ. για το νερό 539 cal / gr) για τη μετάβαση του από την υγρή φάση στην αέρια. Είναι ίση με τη λανθάνουσα θερμότητα υγροποίησης που αποδίδεται από το υλικό κατά την αντίστροφη διεργασία. Latent Image [Λανθάνουσα εικόνα] Τεχνολ. Η μη εμφανής εικόνα του αντικειμένου η οποία, κατά τη φωτογραφική έκθεση, σχηματίζεται επί της φωτοευαίσθητης πλάκας και καθίσταται εμφανής ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία εμφάνισης. Lateral [Πλευρικός ή εγκάρσιος] Γεν. Χαρακτηρίζει διεύθυνση προς, σχέση με ή θέση επί ή κοντά σε μία ή περισσότερες πλευρές σώματος ή χώρου. Lateral Area [Παράπλευρη επιφάνεια] Μαθημ. Όρος που αφορά την γεωμετρία των στερεών σωμάτων και χαρακτηρίζει την επιφάνεια των πλευρών τους που δεν αποτελούν τη βάση τους. Lateral Face [Παράπλευρη επιφάνεια] Lateral Area Lateral Inversion [Πλευρική αντιστροφή ] Οπτικ. Χαρακτηριστική αντιστροφή που παρουσιάζουν τα είδωλα των επιπέδων κατόπτρων κατά την οποία το δεξιό και το αριστερό μέρος του αντικειμένου παρίστανται ως αριστερό και δεξιό μέρος του ειδώλου αντίστοιχα. Lateral Magnification [Εγκάρσια μεγέθυνση] Οπτικ. Ονομάζεται ο λόγος μιας γραμμικής διάστασης του ειδώλου κατόπτρου ή φακού, κάθετης προς τον οπτικό άξονα, προς την αντίστοιχη διάσταση του αντικειμένου. Lateral Moraine [Πλευρικοί σωροί λιθώνων] Γεωλ. Υλικά διάβρωσης, αποτελούμενα από σκληρά και συ-

-813νήΟως γωνιώδη θραύσματα πετρωμάτων διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, που μεταφερόμενα με τη ροή του παγετώνα αποτίθενται σχετικά παράλληλα στα περιθώρια του σε επικλινείς σχηματισμούς. Lateral Quadrupole [Εγκάρσιο τετράπολο] Ηλεκτρομαγν. Περίπτωση τετραπόλου μαγνητικού ή ηλεκτρικού το οποίο αποτελείται από δύο ίσα και αντίθετα δίπολα τα οποία χωρίζονται κάθετα στη διεύθυνση των δίπολων από μικρή απόσταση. Lateral Shear Interferometer [Εγκάρσιας διάτμησης συμβολόμετρο] Οπτικ. Περίπτωση κατά την οποία μέρος κύματος σε συμβ.ολόμετρο διαχωρίζεται από το κύριο και αφού μετατοπιστεί εγκάρσια συμβάλει με το πρώτο. Lateral Support [Πλευρική στήριξη] Πολ.Μηχ. Κάθε δοκός, ράβδος ή άλλο στοιχείο, συνήθως τοποθετημένο οριζόντια, το οποίο παρεμποδίζει τη μετακίνηση μίας κατασκευής ή τμήματος της, σε διεύθυνση οριζόντια ή γενικώς πλευρική ως προς αυτήν, χαρακτήριζεται με αυτόν τον όρο. Laterisation [Λατερίωση] Γεωλ. Τύπος ειδικής χημικής αποσάθρωσης πετρωμάτων που περιέχουν αστρίους, υπό κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες σε τροπικές περιοχές, που οδηγεί στη διάλυση και καταστροφή τους και στο σχηματισμό, με την καθίζηση των υλικών, λατεριτικού πετρώματος. Laterite [Λατερίτης] Γεωλ. Πρόκειται για έναν τύπο εδάφους, κοκκινωπού χρώματος, που προέρχεται από την αποσάθρωση των αντίστοιχων πετρωμάτων, τα οποία περιέχουν σιδηρούχα μάζα αργίλου. Latest Date [Προθεσμία εργασίας] Πολ. Μηχ. Μια προκαθορισμένη ημερομηνία η οποία καθορίζει την πορεία των εργασιών και το κατά πόσο αυτές ακολουθούν τον αρχικό προγραμματισμό. Latex [Λατικό ή λάτεξ] Υλικ. 1. Ο γαλακτώδης παχύρρευστός οπός που συλλέγεται με κατάλληλη χάραξη από διάφορα φυτά και δένδρα των τροπικών χωρών (είδη εβέας, καστιλλοϊας, κλιτάνδρας κ.λ.π.), περιεκτικότητας 30 έως 40% σε καουτσούκ υπό μορφή μικρότατων σφαιρικών αιωρημάτων, από τον οποίο παρασκευάζεται με κατάλληλη χημική και μηχανική επεξεργασία το ελαστικό κόμμι του εμπορίου. 2. Γαλακτώδες υγρό συνθετικής παρασκευής, αποτελούμενο από μικρότατης διαμέτρου σφαιρικά αιωρήματα πλαστικού ή ελαστικού υλικού σε νερό, που χρησιμοποιείται σε βαφές, ως υλικό μόνωσης, στην κατασκευή ελαστικών ειδών, χάρτου κλ.π. Latex Paint [Βερνικόχρωμα με λάτεξ] Υλικ. Τύπος βερνικοχρώματος στο οποίο, σε συνδυασμό με κατάλληλο διαλύτη και το κυρίως χρώμα, ως φορέας για το σχηματισμό του υμενίου χρησιμοποιείται λάτεξ. Lath [Πηχάκι] Οικοδ. Είναι μία λεπτή σανίδα, συνήθως ξύλινη, που αποτελεί είτε τις περσίδες των παντζουριών ή κάποιο στοιχείο μίας ελαφράς διακοσμητικής κατασκευής, όπως για παράδειγμα του δικτυωτού αναρρίχησης των φυτών. Lath And Plaster [Τελείωμα με γυψοκονίαμα] Πολ. Μηχ. Τελείωμα τοίχου ή επικάλυψη λεπτομέρειάς του, με γυψοκονία, η οποία στερεώνεται στη θέση της με ξύλινους πήχεις που στρώνονται από κάτω της και σχηματίζουν σκελετό μέσα στα κενά του οποίου συμπιέζεται το κονίαμα. Lath Plaster And Set [Διπλά τελείωμα με γυψοκονία] Πολ. Μηχ. Τελείωμα τοίχου με γυψοκονία που συμπιέζεται στα κενά πλέγματος από ξύλινους ή μεταλλικούς

Lattice Defect

πήχεις και αφού στεγνώσει και γίνει τραχύ, επικαλύπτεται από δεύτερη στρώση κονιάματος, Lathe [Τόρνος] Μηχ. Είναι μία μηχανή η οποία χρησιμοποιείται για την κατεργασία διαφόρων ξύλινων, μεταλλικών ή πλαστικών στερεών αντικειμένων. Με την αφαίρεση υλικού από την επιφάνεια αυτών των αντικειμένων, ο τόρνος επιτυγχάνει τη δημιουργία κυλινδρικών, σφαιρικών, κωνικών κανονικών σχημάτων ή την εγχάραξη επάνω στην επιφάνειά τους. Lathing [Σκελετός από πήχεις] Πολ. Μηχ. 1. Σκελετός από ξύλινους ή μεταλλικούς πήχεις που χρησιμοποιείται σαν βάση για γύψινα τελειώματα. Στα κενά του πλέγματος πιέζεται και στερεώνεται το κονίαμα. 2. Πλέγμα από ξύλινους πήχεις που στερεώνονται στις άκρες στέγης για να συγκρατούν τα κεραμίδια, Lathing Plaster [Συνδετικό γυψοκονίαμα] Πολ. Μηχ. Μίγμα γυψοκονιάματος πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι πήχεις και στερεώνονται για να σχηματίσουν με άλλα στοιχεία δομικά πλέγματα, Latin Rectangle [Λατινικό ορθογώνιο] Μαθημ. Μια ειδική κατηγορία των Λατινικών τετραγώνων είναι τα ορθογώνια, έστω κ'ν, τα οποία προκύπτουν από τις κ πρώτες σειρές του ανάλογου τετραγώνου, τάξης ν. Ο αριθμός των κ'ν ορθογωνίων που προκύπτουν από Λατινικό τετράγωνο τάξης ν τείνει στο (v!)Kxexp[-K(K1)/2] για κ<ν α . Latitude [Γεωγραφικό πλάτος] Πλοηγ. Απαραίτητο μέγεθος των γεωγραφικών συντεταγμένων για τη ναυσιπλοΐα. Ορίζεται ως το τόξο του μεσημβρινού ενός τόπου, μετρούμενο από μηδέν έως ενενήντα μοίρες, αρχίζοντας από τον ισημερινό, Latitude Effect [Φαινόμενο γεωγραφικού πλάτους] Γεωφυσ. Η εξάρτηση της μεταβολής ενός μεγέθους από τη μεταβολή του γεωγραφικού πλάτους. Ειδικότερα, η αύξηση της έντασης της κοσμικής ακτινοβολίας με την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους που οφείλεται στην καμπύλωση που προκαλεί επί των τροχιών τους το μαγνητικό πεδίο της Γης. Latitude Factor [Συντελεστής γεωγραφικού πλάτους] Αστμον. Ο τρόπος μεταβολής των γεωγραφικών πλατών για συγκεκριμένη βαθμίδα μεταβολής (συνήθως 1 πρώτο λεπτό) του γεωγραφικού μήκους, Latitude Variation [Διακύμανση γεωγραφικοί πλατών] Γεωφυσ. Π μεταβολή των γεωγραφικών πλατών των διαφόρων τύπων της Γης λόγω της διπλής περιοδικής μετατόπισης (του ευλήριου κύκλου περιόδου 430 ημερών και της ετήσιας περιόδου 365 ημερών) των γήινων πόλων στην επιφάνεια της, του βόρειου πόλ.ου μετατιθεμένου κατά τη διεύθυνση της Ευρώπης, Lattice [Πλέγμα] Πολ.Μηχ. Είναι μία απλή μεταλλική κατασκευή, αποτελούμενη από λεπτές χολύβδινες ράβδους, συγκολλημένες μεταξύ τους σε κανονικές αποστάσεις και παράλληλα, ώστε να σχηματίζουν έναν κάναβο. Χρησιμοποιείται ως δομικό στοιχείο των κατασκευών αφού τοποθετείται ως οπλισμός μέσα στο σκυρόδεμα. Lattice Constant [Σταθερά πλέγματος] Κμυσταλλ.. Κάθε ένα από τα χαρακτηριστικά μεγέθη ενός κρυσταλλικού πλέγματος με βάση τα οποία γίνεται και η ταξινόμηση των κρυστάλλων στα διάφορα κρυσταλλικά συστήματα. Είναι τα μήκη των τριών ακμών της στοιχειώδους κυψελίδας και οι γωνίες μεταξύ των κρυσταλλογραφικών αξόνων. Lattice Defect [Σφάλμα πλέγματος] Κρυσταλλ.. Σημεία της διάταξης του πλέγματος που αποκλίνουν της κανο-

Lattice Dynamics

-814-

νικότητας της κρυσταλλικής δομής όπως κενές θέσεις, ολισθήσεις, μεσοπλεγματικά άτομα κ.λ.π. και συχνά ασκούν καθοριστική επίδραση στις φυσικές ή ηλεκτρικές ιδιότητες του συγκεκριμένου υλικού. Lattice Dynamics [Δυναμική πλεγμάτων] Φυσ. Στερ. Κατ. II μελέτη των πλεγματικών ταλαντώσεων των δομικών λίθων και της σχέσης τους με τη θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα του υλικού. Lattice Energy [Ενέργεια πλέγματος] Φυσ. Στερ. Κατ. Η ενέργεια συνοχής του κρυσταλλικού πλέγματος που εκφράζει την απαιτούμενη ενέργεια για τον αποχωρισμό των συστατικών δομικών του λίθων έτσι ώστε να μην υφίσταται κανενός είδους αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Lattice Filter [Δικτυωτό φίλτρο] Ηλεκτρον. Φίλτρο ειδικής μορφής αποτελούμενο από τέσσερις εμπεδήσεις σε συνδεσμολογία γέφυρας, με την είσοδο και την έξοδο συνδεδεμένες στα δύο ζεύγη των αντιδιαμετρικών κορυφών. Lattice Girder [Δικτυωτή δοκύς στήριξης] ΠολΜηχ. Πρόκειται για ένα οριζόντιο μέλος του φέροντα οργανισμού συνήθως μίας μεταλλικής κατασκευής, το οποίο δεν είναι συμπαγές αλλά έχει τη γεωμετρία και τη δομή ενός δικτυώματος. Lattice Network [Δικτυωτό δικτύωμα] Ηλεκ. Κάθε δικτύωμα (π.χ. το δικτύωμα γέφυρας) στο οποίο οι εμπεδήσεις παρουσιάζουν ομοιόμορφη διάταξη ανάμεσα στις συνδέσεις εισόδου και εξόδου. Lattice Plane [Δικτυωτό επίπεδο] Κρυσταλλ. Κάθε ένα από ένα σύνολο επιπέδων που περιέχει δομικούς λίθους, παράλληλο ή μη παράλληλο προς τους κρυσταλλογραφικούς άξονες, ο προσανατολισμός του προς τους οποίους καθορίζεται από τρεις αριθμούς, τους καλούμενους δείκτες. Lattice Polarization [Πόλωση πλέγματος] Φυσ. Στερ. Κατ. Η ηλεκτρική πόλωση που παρουσιάζει ένα ιοντικό κρυσταλλικό πλέγμα λόγω της μετατόπισης των ιόντων από την πλεγματική θέση ισορροπίας τους. Lattice Reactor [Αντιδραστήρας πλέγματος] Πυρην. Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία το υλικό αντίδρασης και το υλικό επιβράδυνσης των νετρονίων σε πυρηνικό αντιδραστήρα είναι τοποθετημένα σε μορφή ράβδων και σχηματίζουν ένα πλέγμα. Lattice Scattering [Σκέδαση πλέγματος] Φυσ. Στερ. Κατ. Η λόγω των ταλαντώσεων του πλϊγματος κρυσταλλικού υλικού, σκέδαση των ηλεκτρονίων του με το πλέγμα. Τη σκέδαση παρουσιάζουν τα κύματα των ηλεκτρονίων διαδιδόμενα εντός της κρυσταλλικής ύλης, από τα κέντρα σκέδασης λόγω της απόκλισης από την κανονικότητα του ιδανικού πλέγματος δηλ. από τις τυχαίες θερμικές μετατοπίσεις των ιόντων από τα πλεγματικά σημεία, τις προσμίζεις και τις δομικές ατέλειες. Έχει ως συνέπεια τη μείωση της τιμής της μέσης ελεύθερης διαδρομής των ηλεκτρονίων και την αυξημένη ηλεκτρική αντίσταση του υλικού. Lattice Structure [Δομή πλέγματος] Κρυσταλλ. Η ιδιαίτερη δομή κάθε κρυσταλλικού πλέγματος ανάλογα με το είδος των στοιχειωδών δομικών λίθων που το αποτελούν και το είδος των δυνάμεων που τους συγκρατούν στις μέσες θέσεις ισορροπίας τους. Είναι το ιοντικό, το ομοιοπολικό, το μοριακό, το μεταλλικό και το πλέγμα κατά στρώματα. Lattice Vibration [Δόνηση πλέγματος] Φυσ. Στερ. Κατ. Η περιοδική ταλάντωση κάθε δομικού λίθου ενός κρυσταλλικού πλέγματος γύρω από τη μέση πλεγματι-

κή θέση ισορροπίας του με πλάτος που εξαρτάται από τη θερμική ενέργεια του σώματος αυξανόμενο μαζί της. Latus Rectum [Ορθό πλάτος] Μαθημ. Το ορθό πλάτος είναι χαρακτηριστικό των κωνικών τομών και είναι η απόσταση μιας εκ των εστιών της τομής από τον άξονα συμμετρίας που ορίζεται ανάλογα με το σχήμα. Laubmannite [Αωμπμαννίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό φωσφορικό δισθενή και τρισθενή σίδηρο. Συναντάται σε φαιούς ή πρασινόχρωμους, με υαλώδη ή μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,3. Laudanine [Λαυδανίνη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση της τάξης των αλκαλοειδών με τύπο C20H25O4N, που συναντάται στο όπιο απ' όπου λαμβάνεται με εκχύλιση. Είναι λευκή, ισχυρά τοξική, κρυταλλική, στερεή ουσία διαλυτή στην αλκοόλη και το χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Laudanosine [Λαυδανοσίνη] Οργ. Χημ. Αλκαλοειδής ένωση με τύπο C21H27O4N, ο μεθυλαιθέρας της λαυδανίνης, που συναντάται σε περιορισμένες ποσότητες στο όπιο. Είναι λευκή, τοξική κρυσταλλική ουσία διαλυτή στην αλκοόλη και τον αιθέρα. Laue Camera [Φωτογραφική διάταξη του Λάου] Κρυσταλλ. Η διάταξη που φέρει τη φωτογραφική πλάκα επί της οποίας καταγράφονται σειρές συμμετρικά διατεταγμένων κηλίδων από τη συμβολή των σκεδαζομένων ακτίνων κατά τη μέθοδο του Λάου για το προσδιορισμό της κρυσταλλικής υφής. Laue Condition [Συνθήκη του Λάου] Κρυσταλλ. Η ικανοποίηση ενός συνόλου τριών εξισώσεων (μία για κάθε διάσταση) για την ενίσχυση κατά τη συμβολή των σκεδαζομένων δεσμών ακτίνων επί κάθε δικτυωτού επιπέδου, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει η διαφορά δρόμου να είναι ακέραιο πολλαπλάσιο των μηκών κύματος της ακτινοβολίας. Laue Method [Μέθοδος του Λάου] Κρυσταλλ.. Μέθοδος για τον προσδιορισμό της μορφής και των διαστάσεων της στοιχειώδους κυψελίδας των κρυστάλλων, βασίζεται στην καταγραφή επί φωτογραφικής πλάκας των σκεδαζομένων ακτίνων από την πρόσπτωση δέσμης ακτίνων Χ με ένα εύρος μηκών κύματος επί ακίνητου κρυστάλλου, που λειτουργεί ως οπτικό φράγμα προκαλώντας, κατά το φαινόμενο της περίθλασης, δευτερογενή ακτινοβολία. Laughing Gas [Ιλαρυντικό αέριο] Ανοργ. Χημ. Ονομασία που αποδόθηκε από τον Αγγλο χημικό Νταίηβυ στο υποξείδιο του αζώτου Ν 2 0, λόγω της ιδιότητας του να προκαλεί, λαμβανόμενο σε μικρές δόσεις, διέγερση συνοδευόμενη από σπασμωδικές κινήσεις και νευρικό γέλιο. Χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα σε μίγμα με οξυγόνο και αιθέρα ως αναισθητικό στην ιατρική. Laumontite [Λωμοντίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό αργίλιο και ασβέστιο, της ομάδας των ζεολίθων. Σχηματίζει λευκούς, κίτρινους ή φαιούς, με υαλώδη λάμψη πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2 έως 2,4. Launch [Εκτόξευση] Τεχνολ. Η διαδικασία πρόσδοσης προωστικής κίνησης σε κάποιο σώμα (πύραυλο, βλήμα κ.λ.π.) με βάση την αρχή της αντίδρασης. Launch Site [Πεδίο εκτύξευσης] Τεχνολ. Ο χώρος με τις κατάλληλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό για εκτόξευση πυραύλων.

-815Launch Vehicle [Οχημα εκτόξευσης] Τεχνολ. Πύραυλος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ωφέλιμου φορτίου (π.χ. δορυφόρου, διαστημόπλοιου, πυρηνικής κεφαλής) συναρμολογημένου στο πρόσθιο τμήμα του, σε κάποιο σημείο του διαστήματος ή της γήινης ατμόσφαιρας. Λειτουργεί με βάση την αρχή της αντίδρασης και με την απόρριψη ή με τη διαδοχική απόρριψη (στην περίπτωση των πολυώροφων πυραύλων απαραίτητων για την πρόωση στις διαστημικές πτήσεις) της μάζας του προκειμένου να βελτιωθεί ο λόγος των μαζών και αντίστοιχα η απόδοσή του. Launch Window [Παράθυρο εκτόξευσης] Τεχνολ. Το χρονικό διάστημα, προσδιοριζόμενο από την ευνοϊκή σύγκλιση διαφόρων μεταβλητών παραμέτρων εντός του οποίου πρέπει να γίνει η εκτόξευση του οχήματος ώστε το ωφέλιμο φορτίο να μεταφερθεί με ακρίβεια στο επιθυμητό σημείο. Launcher [Εκτοξευτήρας] Τεχνολ. Διάταξη για την αρχική πυροδότηση του πυραύλου επί της εξέδρας ώστε δια της διαφυγής των αερίων να τεθεί σε κίνηση. Launching [Καθολική ή καθέλκυση] Ναυπηγ. Η διαδικασία της μεταφοράς πλοίου, νεότευκτου ή μετά από επισκευή, από την ξηρά στη θάλασσα μέσω ολίσθησης επί κεκλιμένης ξύλινης κοιτίδας. Launching Angle [Γωνία εκτόξευσης] Τεχνολ. Κατά την εκτόξευση πυραύλου, η οξεία γωνία που σχηματίζει ο διαμήκης άξονας του με το οριζόντιο επίπεδο. Launching Cradle [Κλίνη καθέλκυσης] Ναυπηγ. Η κεκλιμένη ξύλινη κοιτίδα επί της οποίας ολισθαίνει το πλοίο με τη πρύμνη προς τη θάλασσα κατά την καθέλκυσή του. Launching Pad [Εξέδρα εκτόξευσης] Τεχνολ. Η πλατφόρμα ή η βάση επί της οποία τοποθετείται ο πύραυλος προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκτόξευσή του. Launching Ways [Σύστημα καθέλκυσης] Πολ.Μηχ. Είναι οι σιδηροδοκοί μαζί με ολόκληρο το απαραίτητο σύστημα, επάνω στο οποίο κατασκευάζεται ένα πλοίο και στη συνέχεια γίνεται η καθέλκυσή του στη θάλασσα. Laundry [Πλυντήριο, πλυσταριό] Αρχ. 1. Χώρος κτιρίου με ειδικές υδραυλικές και μονωμένες εγκαταστάσεις για το πλύσιμο υφασμάτων και μεγάλων μονάδων χαλιών κ.λ.π. Μπορεί όμως να είναι και ένα μικρών διαστάσεων δωμάτιο σε ένα σπίτι για το πλύσιμο και το σιδέρωμα των ρούχων. 2. Μηχανή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων. Laundry Tray [Νιπτήρας] Πολ. Μηχ. Υδραυλικό εξάρτημα σε σχήμα λεκάνης, συνήθως από μάρμαρο, που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών. Laurasia [Λωρασία] Γεωλ. Αρχαία υπερήπειρος που πιθανολογείται ότι, κατά τη διαίρεση της μοναδικής αρχέγονης υπερηπείρου, αποτέλεσε την ενιαία χερσαία μάζα του βορείου ημισφαιρίου περιλαμβάνοντας τις σημερινές Βορ. Αμερική, Ευρώπη, Γροιλανδία και Ασία (με την εξαίρεση της Ινδικής υποηπείρου), διαχωριζόμενη με τη σειρά της, κατά τη διάρκεια του Μεσοζωικού αιώνα, στη Βορ. Αμερική και την Ευρασία. Laurel Oil [Δαφνέλαιο] Υλικ. Έλαιο διαφόρων τύπων που λαμβάνεται από τους καρπούς της δάφνης με έκθλιψη ή εκχύλιση. Είναι κιτρινωπό ή πρασινωπό, με ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση, παχύρρευστο υγρό με κύριο συστατικό το λαυρικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, την παρασκευή εντομοκτόνων, στη φαρμακευτική κ.λ.π.

Lava Dome

Laurie Acid [Λαυρικό οξύ] Οργ. Χημ. Λιπαρό οξύ του τύπου C12H24O2 που συναντάται υπό μορφή γλοκεριδίων στο φοινικέλαιο, στο δαφνέλαιο κ.λ.π. απ' όπου και λαμβάνεται. Είναι λευκή, κρυσταλλική στερεή ουσία διαλυτή στον αιθέρα και στην αλ.κοόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών, καλλυντικών, εντομοκτόνων κ.λ.π. Laurite [Λωρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο ρουθήνιο, της ομάδας του πυρίτη. Σχηματίζει μελανούς, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς και με τέλειο σχισμό κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,9. Lauritsen Electroscope [Ηλεκτροσκόπιο Λόριτσεν] Ηλεκ. Ηλεκτροστατικό όργανο για την ανίχνευση και την εύρεση της πολικότητας ηλεκτρικού φορτίου, του οποίου η λειτουργία στηρίζεται σε μεμονωμένο ηλεκτρόδιο στο εσωτερικό του, αποτελούμενο από μεταλλικό στέλεχος και επιμεταλλωμένο νήμα χαλαζία. Lauryl Alcohol [Λαυρλική αλκοόλη] Ομγ. Χημ. Ένωση του τύπου C12H25OH. Είναι λευκή, με ευχάριστη οσμή κρυσταλλική στερεά ουσία διαλυτή στην αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή απορρυπαντικών, στη φαρμακευτική κ.λ.π. Lauryl Aldehyde [Λαουρική Αλάεΰδη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και δωδεκανάλη. έχει χημικό τύπο CH3 ( C H 2 ) I O C H O , μοριακό βάρος 1 8 4 , 3 2 , σημείο ζέσεως 1 8 5 ° C και σημείο τήξεως 4 4 , 5 ° C . Πρόκειται για άχρωμη ουσία, διαλυτή σε αιθέρα και αιθανόλη, που χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε αρώματα και γευστικές ύλες. Lauryl Mercaptan [Λαουρική Μερκαπτάνη] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C H 3 ( C H 2 ) N S H και το μοριακό βάρος 2 0 2 , 4 0 . Είναι υγρή ουσία, με λευκοκίτρινο χρώμα, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα και με σημείο ζέσεως 1 4 2 - 1 4 5 ° C . Χρησιμοποιείται στην παραγωγή εντομοκτόνων και πολυμερών ουσιών. Lautarite [Λωταρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό, αρκετά σπάνιο, αποτελούμενο από ιωδικό ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους ή κιτρινωπούς, με υαλαόδη λάμψη, διάφανους πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,5. Lava [Λάβα] Γεωλ. Πρόκειται για το μάγμα, δηλαδή τη διάπυρη παχύρρευστη μάζα με σύνθετη χημική σύσταση, που από το εσωτερικό της Γης εκτινάσσεται από τους κρατήρες των ηφαιστείων επάνω στην επιφάνειά της. Lava Column [Στήλη λάβας] Γεωλ. Στήλη από ημίρρευστη ή στερεοποιημένη λ,άβα στο στόμιο του ηφαιστειακού πόρου που σχηματίζεται οικοδομούμενη σταδιακά από τη συσσώρευση πυκνόρρευστου όξινου μάγματος (δηλ. με υψηλη περιεκτικότητα σε διοξείδιο του πυριτίου). Lava Cone [Κώνος λάβας] Γεωλ. Ηφαιστειακός κώνος, συνήθως ευρείας βάσης και μικρής κλίσης, που σχηματίζεται από τις αποθέσεις γύρω απύ το στύμιο εκχυνόμενων υλικών λάβας που ανέρχονται από το πόρο κατά τις εκρήξεις. Lava Dome [Δόμος λάβας] Γεωλ. Ηφαιστειακός θόλος από ημίρρευστη ή στερεοποιημένη λάβα πάνω και γύρω από το στόμιο του πόρου που σχηματίζεται αναθολούμενη σταδιακά από τη συσσώρευση όξινου μάγματος μεγάλου ιξώδους π.χ. ο οβελίσκος του ηφαιστείου

Lava Field

-816-

Πελέ. Lava Field [Πεδίο ή κάλυμμα λάβας] Γεωλ. Κάλυψη του εδάφους, σχετικά μικρού πάχους αλλά μεγάλης επιφανειακής έκτασης, από έκχυση λεπτόρρευστης, κυρίως, λάβας κατά την κίνηση της προς διάφορες κατευθύνσεις. Lava Flow [Ρεύμα λάβας] Γεωλ. Ανάπτυξη με μορφή ποταμού λεπτόρρευστης διάπυρης λάβας (μέσης θερμοκρασίας πάνω από 1100° C) από βασικό μάγμα βασαλτικής σύστασης δηλ. με χαμηλή περιεκτικότητα σε διοξείδιο του πυριτίου (κάτω από 45%) και σε αέρια, που κινείται σε μεγάλες αποστάσεις (ακόμα και δεκάδων χλμ.) με ταχύτητες που ποικίλλουν (έως και 8 μέτρα κατά δευτερόλεπτο) ανάλογα με το ιξώδες της, τη κλίση του εδάφους και τις τοπογραφικές ανωμαλίες που συναντά κατά τη ροή της. Lava Fountain [Πίδακας λάβας] Γεωλ. Η βίαιη εκτίναξη διάπυρης λάβας και στερεών υλικών σε μεγάλα ύψη είτε από το κεντρικό κρατήρα είτε από πλευρική ρωγμή του ηφαιστείου π.χ. κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις του τύπου Πελέ και του τύπου Στρόμπολι. Lava Lake [Αίμνη λάβας] Γεωλ. Αίμνη από ρευστή ή ημίρρευστη λάβα που σχηματίζεται βαθμιαία όταν το στόμιο της εκροής βρίσκεται σε κοιλότητα του εδάφους. Κατά της στερεοποίηση της μετατρέπεται σε πεδιάδα λάβας. Lava Plateau [Οροπέδιο λάβας] Γεωλ. Υψίπεδο πολύ μεγάλης επιφανειακής έκτασης που σχηματίστηκε κατά τη στερεοποίηση μεγάλου πάχους βασαλτικών αποθέσεων από αλλεπάλληλες εκχύσεις λάβας. Lavatory [Αποχωρητήριο] Αρχ. 1. Ένα δωμάτιο μικρών διαστάσεων σε ένα σπίτι με νιπτήρα και λεκάνη και ίσως και άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις. Σε εστιατόρια και μεγάλα γενικά κτίρια εννοείται ο χώρος που έχει νιπτήρες για το πλύσιμο των χεριών. 2. Υδραυλικός νιπτήρας για το πλύσιμο των χεριών. 3. Κινητή λεκάνη η οποία ήταν γεμάτη με νερό, την τοποθετούσαν σε υπνοδωμάτιο και χρησίμευε σαν νιπτήρας στο παρελθόν. Lavendulan [Ααβενδούλαν] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικικό χαλκό, ασβέστιο και νάτριο. Σχηματίζει κυανούς, με υαλώδη ή κηρώδη λάμψη, ημιδιάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,5. Lavenite [Λαβενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πολυπυριτικά άλατα. Σχηματίζει άχροους ή καστανοκίτρινους, με υαλώδη λάμψη, υποδιάφανους πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος, Έχει σκληρότητα 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,5. Lavoisier - Laplace Law [Νόμος των Ααβουαζιέ Ααπλάς] Χημ. Νόμος της θερμοχημείας σύμφωνα με τον οποίο η θερμότητα που απαιτείται για την αποσύνθεση μιας χημικής ένωσης είναι ίση με τη θερμότητα που απελευθερώνεται κατά το σχηματισμό της. Lavoisier's Law [Νόμος του Ααβουαζιέ] Χημ. Ο νόμος της αφθαρσίας της ύλης σύμφωνα με τον οποίο κατά τις διάφορες χημικές αντιδράσεις η μάζα των αντιδρώντων είναι ίση με τη μάζα των προϊόντων. Law [Νόμος] Επιστ. Πρόκειται για φυσικούς, χημικούς και άλλους νόμους, οι οποίοι έχουν διατυπωθεί με ακρίβεια και σαφήνεια για την περιγραφή διαφόρων, αναλόγων προς την κάθε επιστήμη, φαινομένων που έχουν διαπιστωθεί και αποδειχθεί ότι ισχύουν υπό συ-

γκεκριμένες συνθήκες. Law Of Chemical Equilibrium [Νόμος της χημικής ισορροπία] Χημ. Σε κάθε χημική ισορροπία και σε σταθερή θερμοκρασία, το πηλίκο του γινομένου των συγκεντρώσεων των προϊόντων προς το γινόμενο των συγκεντρώσεων των αντιδρώντων είναι σταθερό, η καλούμενη σταθερά χημικής ισορροπίας εξαρτώμενη μόνο από τη θερμοκρασία και τη φύση των χημικών ουσιών. Law Of Conservation Of Energy [Νόμος διατήρησης της ενέργειας] Φυα. Γενική αξιωματική αρχή της Φυσικής σύμφωνα με την οποία η ολική ενέργειας ως άθροισμα των επί μέρους μορφών ενέργειας ενός απομονωμένου ενεργειακά από το περιβάλλον συστήματος διατηρείται σταθερή. Law Of Constant Angles [Νόμος των σταθερών γωνιών] Κρυσταλλ. Βασικός νόμος της κρυσταλλογραφίας σύμφωνα με τον οποίο η δίεδρη γωνία που σχηματίζουν δύο κρυσταλλικές έδρες μεταξύ τους είναι σταθερή για τις ίδιες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, Law Of Constant Heat Summation [Νόμος Σταθερής Συνολικής Θερμότητας] Φυσ. Χημ. Νόμος της Θερμοχημείας, γνωστός και ως νόμος του Hess. Hess's Law Law Of Constant Proportions [Νόμο των σταθερών λόγων] Χημ. Νόμος της χημείας σύμφωνα με τον οποίο όταν δύο στοιχεία ενώνονται για το σχηματισμό μιας ένωσης, τότε ο λόγος των βαρών τους είναι σταθερός, Law Of Corresponding State [Νόμος των Αντιστοίχων Καταστάσεων] Φυσ. Χημ. Όταν δύο αέρια έχουν την ίδια τιμή ανοιγμένης πίεσης, θερμοκρασίας και όγκου, τότε βρίσκονται σε αντίστοιχες καταστάσεις. Law Of Cosines [Νόμος των συνημίτονων] Μαθημ. Σε κάθε τρίγωνο, ο κανόνας αυτός συνδέει με μία μαθηματική σχέση τις πλευρές του με το συνημίτονο μίας γωνίας του και εμπεριέχει το πυθαγόρειο θεώρημα για την περίπτωση που το τρίγωνο είναι ορθογώνιο, Law Of Dulong And Petit [Νόμος του Ντυλόνγκ και Πετί] Φυσ. Χημ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο η ατομική θερμότητα, είτε υπό σταθερή πίεση είτε υπό σταθερό όγκο, όλων των στερεών στοιχείων έχει κατά προσέγγιση την ίδια τιμή για τις συνήθεις και τις υψηλές θερμοκρασίες. Law Of Dulong and Petit [Νόμος των Dulong και Petit] Φυσ. Χημ. -> Dulong-Petit Law Law Of Electric Charges [Νόμος των ηλεκτρικών φορτίων] Ηλεκ. Βασικός πειραματικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο μεταξύ των ομώνυμων ηλεκτρικών φορτίων αναπτύσσονται απωστικές δυνάμεις και μεταξύ των ετερώνυμων ελκτικές δυνάμεις. Law Of Electrostatic Attraction [Νόμος ηλεκτροστατικής έλξης] Φυσ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο τα ομώνυμα φορτία απωθούνται και τα ετερώνυμα έλκονται με δύναμη ανάλογη των φορτίων τους και αντιστρόφως ανάλογη της αποστάσεως τους. Η δύναμη είναι πάνω στην ευθεία που ενώνει τα δύο φορτία, Law Of Equivalent Proportions [Νόμος των ισοδύναμων βαρών] Χημ. Νόμος της χημείας σύμφωνα με τον οποίο τα βάρη με τα οποία ενώνονται δύο στοιχεία για το σχηματισμό μιας ή περισσότερων χημικών ενώσεων, είναι ίσα ή ακέραια πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια προς τα βάρη με τα οποία το καθένα ενώνεται με το ίδιο βάρος κάποιου τρίτου στοιχείου, Law Of Flotation [Νόμος της επίπλωσης] Ρενστομηχ.

-817-

Lay Over

Νόμος σύμφωνα με τον οποίο στερεό σώμα ισορροπεί (ευσταθώς ή ασταθώς) εν μέρει βυθισμένο στην επιφάνεια υγρού στη θέση εκείνη που το βάρος του εξισορροπείται από την άνωση. Law Of Gravitation Or Gravity [Νόμος της βαρύτητας] Φυσ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο υλικά σημεία έλκονται με δύναμη ανάλογη των μαζών τους και αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης τους. Η δύναμη είναι πάνω στην ευθεία που ενώνει τις δύο μάζες. Law Of Large Numbers [Νόμος των μεγάλων αριθμών] Στατ. Οιανδήποτε από ομάδα θεωρημάτων των μαθηματικών που εξετάζουν τη σύγκλιση πληθυσμού ως προς το μέσο σε μία μέση τιμή. Π. χ. το θεώρημα του Bernoulli. Law Of Magnetism [Νόμος του μαγνητισμού] Ηλεκτμομαγν. Βασικός πειραματικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο μεταξύ των όμοιων μαγνητικών πόλων αναπτύσσονται απωστικές δυνάμεις και μεταξύ των ανόμοιων ελκτικές δυνάμεις. Law Of Mass Action [Νόμος της δράσης των μαζών] Χημ. Νόμος της χημικής ισορροπίας σύμφωνα με τον οποίο η ταχύτητα αντίδρασης είναι ανάλογη προς τις συγκεντρώσεις των αντιδρώντων. Law Of Multiple Proportions [Νόμος των απλών πολλαπλασίων] Χημ. Νόμος της χημείας σύμφωνα με τον οποίο όταν δύο στοιχεία ενώνονται για το σχηματισμό περισσότερων από μία χημικών ενώσεων, τότε τα βάρη του ενός στοιχείου που ενώνονται με το ίδιο βάρος του άλλου στοιχείου είναι μεταξύ τους ακέραια πολλαπλάσια. Law Of Original Horizontality [Νόμος της αρχικής οριζοντιότητας] Γεωλ. Νόμος της γεωχρονολογίας σύμφωνα με τον οποίο κάθε ιζηματογενές στρώμα μιας επάλληλης ακολουθίας στρωμάτων, ανεξάρτητα από τή σημερινή του εμφάνιση, σχετική θέση ή κλίση, είχε αρχικά αποτεθεί κατά οριζόντια διεύθυνση. Law Of Signs [Νόμος των προσήμων] Μαθημ. Κατά τον πολλαπλασιασμό δύο αριθμών, διαφορετικών από το μηδέν, το γινόμενο που προκύπτει έχει πρόσημο + αν οι αριθμοί είναι ομόσημοι ενώ έχει πρόσημο - αν οι

διαφανείς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος, Έχει ειδικό βάρος 3,1. Lawrencium [Λορένσιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Lr. Πρόκειται για ένα από τα τελευταία στοιχεία του πίνακα, είναι ασταθές και ραδιενεργό και προκύπτει από το βομβαρδισμό άλλων στοιχείων με ιόντα. Laws Of Reflection [Νόμοι της ανάκλασης] Οπτικ. Σύνολο δύο νόμων για την κανονική ανάκλαση του φωτός σύμφωνα με τους οποίους: 1. Η γωνία ανάκλασης είναι πάντοτε ίση με τη γωνία πρόσπτωσης. 2. Η ανακλώμενη ακτίνα κείται στο επίπεδο πρόσπτωσης, το οποίο είναι κάθετο στην ανακλαστική επιφάνεια, Laws Of Refraction [Νόμοι της διάθλασης του φωτός] Οπτικ. Σύνολο δύο νόμων για τη διάθλαση του φωτός σύμφωνα με τους οποίους: 1. Ο λόγος των ημίτονων των γωνιών πρόσπτωσης και διάθλασης είναι σταθερός και ίσος με το σχετικό δείκτη διάθλασης του οπτικού μέσου της διαθλώμενης ως προς το οπτικό μέσο της προσπίπτουσας. 2. Η διαθλώμενη ακτίνα κείται στο επίπεδο πρόσπτωσης, το οποίο είναι κάθετο στην διαθλαστική επιφάνεια. Laws Of Thermodynamics [Νόμοι της θερμοδυναμικής] Φυσ. Σύνολο τριών γενικών αξιωματικοί αρχών εμπειρικής επαλήθευσης για κάθε μετατροπή θερμότητας σε άλλη μορφή ενέργειας ή το αντίστροφο, που καθορίζουν την αρχή της διατήρησης της ενέργειας (ο 1ος), τη δυνατότητα ανάπτυξης θερμικού φαινομένου χωρίς εξωτερική επίδραση ή πρόκληση μεταβολής στο περιβάλλον (ο 2ος) και τη συμπεριφορά στην περιοχή του απόλυτου μηδενός (ο 3ος). Lawson Criterion [Κριτήριο Αόσον] Πυμην. Φυα. Ένα από τα βασικά κριτήρια για την καθαρή απόδοση ενέργειας ενός θερμοπυρηνικού αντιδραστήρα που εκφράζεται υπό δεδομένες συνθήκες ως μία ελάχιστη απαιτούμενη τιμή του γινομένου ητ, όπου η είναι η πυκνότητα ιόντων του πλάσματος σε ιόντα / cm3 και τ ο χρόνος περιορισμού σε sec π.χ. για την αντίδραση D-T και D-D στην κρίσιμη θερμοκρασία ανάφλεξης προκύπτει τιμή μεγαλύτερη ή ίση του ΙΟ14 s/cm3 και ΙΟ16 s/ cm3 αντίστοιχα.

αριθμοί είναι ετερόσημοι. Law Of Sines [Νόμος των ημίτονων] Μαθημ. Για κάθε τρίγωνο ισχύει ο κανόνας αυτός, ο οποίος συσχετίζει σε μία μαθηματική εξίσωση όλες τις πλευρές του και όλα τα ημίτονα των γωνιών του. Law Of Superposition [Νόμος της υπέρθεσης] Γεωλ. Νόμος της γεωχρονολογίας σύμφωνα με τον οποίο κάθε ιζηματογενές στρώμα μιας επάλληλης ακολουθίας στρωμάτων που δεν έχει υποστεί αναστροφή, είναι πάντα μικρότερης σχετικής ηλικίας του υποκειμένου στρώματος και μεγαλύτερης του υπερκειμένου. Law Of Tangents [Νόμος των εφαπτομένων] Μαθημ. Για κάθε τυχαίο τρίγωνο ΑΒΓ ισχύει (ΒΓ-ΑΓ) (ΒΓ+ΑΓ)=ΐαη[(Α-Β)/2] /tan[(A+B)/2]=tan[(A-B)/2]/ cot(r/2) όπου Α,Β,Γ οι γωνίες του τριγώνου που έχουν τις ομώνυμες κορυφές. Lawn Mower [Μηχανή κουρέματος γκαζόν] Μηχ. Πρόκειται για μία απλή ηλεκτρική ή βενζινοκίνητη μηχανή, την οποία χειρίζεται ένα άτομο, για την κοπή του γκαζόν των κήπων, δημοσίων πάρκων και άλλων. Lawrencite [Λορενσίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο δισθενή σίδηρο και νικέλιο, που συναντάται στους σιδηρονικελιούχους μετεωρίτες. Σχηματίζει λευκούς ή φαιοπράσινους με τέλειο σχισμό,

Lawsonite [Λαουζονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό πυριτικό αργίλιο και ασβέστιο, Συναντάται σε άχροους ή ποικιλόχρωμους, με υαλ,ώδη ή λιπαρή λάμψη, διαφανείς έως υποδιαφανείς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 7,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1. Lay Bar [Τμήμα πλαισίου υαλοπίνακα παραθύρου] Πολ. Μηχ. Μια σανίδα, τμήμα ξύλινου πλαισίου στην πατούρα του οποίου τοποθετείται και σφηνώνεται με ελάσματα το τζαμλίκι του παραθύρου. Το πλαίσιο αυτό ενώνεται με την τραβέρσα του παραθυρόφυλλου με επικολλητικές ουσίες. Lay Light [Οριζόντιος φεγγίτης] Αμχ. 1. Είδος παραθύρου που αποτελείται μόνο από ένα σταθερό υαλοπίνακα και την κάσα, και τοποθετείται οριζόντια συνήθως σε φωταγωγό ή σε άλλη δίοδο φυσικού φωτισμού. 2. Φεγγίτης στο κατάστρωμα πλοίου, Lay Off [Τύπος σχεδίασης] Μηχ. Ορος που αναφέρεται στον τρόπο σχεδίασης των κατασκευαστικών σχεδίων που αφορούν την παραγωγή πλοίων και αεροσκαφών, όπου η κλίμακά τους είναι ένα προς ένα, δηλαδή η σχεδίαση γίνεται ουσιαστικά σε πραγματικές διαστάσεις, Lay Over [Ενδιάμεση στάση] Μηχ. Ονομάζεται ο χρό-

Layer 1

-818-

νος που μεσολαβεί για το πλήρωμα αεροσκαφών της πολιτικής αεροπορίας μεταξύ δύο διαδοχικών προγραμματισμένων πτήσεων. Layer [Στρώμα] Γεωλ. Στη γεα)λογία ως στρώμα χαρακτηρίζεται κάθε εδαφική, βραχώδης ή άλλου τύπου μάζα με ενιαία χαρακτηριστικά, η οποία έχει σαφή όρια και εκτείνεται σε συγκεκριμένη επιφάνεια. Layer 2 [Στρώμα] Πληρ. Είναι κάθε μεμονωμένη ομάδα δεδομένων η οποία αποτελεί ένα υποσύνολο ενός αρχείου και έχει μία οργανωμένη αλληλοσυσχέτιση. Layer 3 [Στοιβάδα] Γεωφυσ. Κάθε ένα από τα στρώματα (συχνά διαχωριζόμενα από επιφάνειες απότομης συνέχειας) που υποδιαιρούνται οι κύριες γεώσφαιρες της στερεής μάζας της Γης, ανάλογα με την εκτιμώμενη πυκνότητα και τη φυσική κατάσταση της ύλης, κυρίως με βάση τις σεισμολογικές έρευνες. Layer 4 [Στρώμα] Γεωφυσ. Κάθε μία από τις ευμετάβλητων ορίων ζώνες ιονισμού (με κυριότερες τα στρώματα D, Ε, Fj, F 2 ) που χωρίζεται η περιοχή της ιονόσφαιρας ανάλογα με τη μέση πυκνότητα ιονισμού και τα μέγιστα που παρατηρούνται, υποκείμενες σε μεταβολές ανάλογα με το τόπο, την ώρα, την εποχικότητα και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες. Στις ανακλαστικές ή απορροφητικές τους ιδιότητες οφείλεται η διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων χώρου. Layer Architecture [Αρχιτεκτονική στρωμάτωσης] Πληρ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει μία επιστημονική πρακτική για το σχεδιασμό υλικού και λογισμικού των ηλεκτρονικών υπολογιστών όπου τα επιμέρους αυτόνομα τμήματα τοποθετούνται σε διαφορετικές στρώσεις έτσι ώστε να μην επηρεάζουν το ένα το άλλο σε περιπτώσεις αλλαγών ή αναβαθμίσεων. Layer Board [Σανίδα υποδοχής υδρορροής] Πολ. Μηχ. Μια σανίδα κατά μήκος της μεγάλης πλευράς κεκλιμένης στέγης, η οποία χρησιμοποιείται σαν βάση του ντερέ και σ'αυτήν επιχώνεται η ανασηκωμένη πλευρά της μεταλλικής υδρορροής. Layer Boarding [Σανίδα υποδοχής υδρορροής] Αρχ.^> Layer Board Layer Of No Motion [Στρώμα ακινησίας ή αναφοράς] Ωκεαν. Το ψυχρό στρώμα της βαθυπελαγικής Ωκεανίας θαλάσσιας μάζας που εκτείνεται από το επίπεδο του πυθμένα ως περίπου βάρος 1000 μ. και χαρακτηρίζεται από παθητικές κινήσεις εξαιρετικά μικρές και βραδείες, θεωρούμενο δυναμικά ως αδρανές. Layer Structure [Δομή κατά στρώματα] Κρυσταλλ.. Δομή κρυσταλλικού πλέγματος ανισότροπων κρυστάλλων (π.χ. του μαρμαρυγία) που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ισχυρότερων δυνάμεων μεταξύ ομοεπιπέδων δομικών λίθων διατεταγμένων κατά παράλληλα δικτυωτά επίπεδα και πολύ ασθενών δυνάμεων κατά τις διευθύνσεις τις κάθετες προς αυτά. Layering Model [Μοντέλο στρωμάτων] Επικοιν. Ένα γενικότερο πλαίσιο εργασίας για την κατασκευή πρωτοκόλλων που έδωσε την λογική του και σε συστήματα ασφαλείας (Onion Model) ή στην επεξεργασία φωτογραφιών. Laying Trowel [Μυστρί] Πολ. Μηχ. Εργαλείο οικοδόμου που αποτελείται από επίπεδη μεταλλική επιφάνεια και μια χειρολαβή στο πάνω μέρος της, με το οποίο στρώνεται το κονίαμα πάνω στο οποίο τοποθετούνται τα τούβλα. Laying Up [Μόρφωση σύνθετου γυαλιού] Πολ. Μηχ. Η διαδικασία κατά την οποία ίνες γυαλιού ανακατωμένες με κομμάτια πλαστικού θερμαίνονται και μετά συμπυ-

κνώνονται για τη δημιουργία ενός ενισχυμένου υλικού, Layout [Κατασκευαστικό σχέδιο] Αρχ. Αναλυτικό σχέδιο κτιρίου που περιλαμβάνει πληροφορίες για τη θέση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο αλλά και για το φέροντα οργανισμό του κτιρίου, σκελετό και επιχρίσματα, Είναι η γραφική απεικόνιση της τοποθέτησης και κατανομής διαφόρων αντικειμένων μέσα σε κάποιον χώρο. Αποτελεί το τελικό προϊόν μίας μελέτης και του σχεδιασμού της ταξινόμησης και οργάνωσης μίας κατοικίας ή ενός χώρου εργασίας. Lazaret [Αποθήκη πλοίου] Ναυπηγ. Μικρός χώρος σε πλοίο που χρησιμοποιείται είτε για αποθηκευτικές χρήσεις είτε για την προσωρινή στέγαση ανθρώπων ή ζώων που βρίσκονται σε καραντίνα, Lazulite [Λαζουλίτης] Ορυκτ. Ορυκτύ, σχετικά σπάνιο, αποτελούμενο από βασικό φωσφορικό αργίλιο και μαγνήσιο. Συναντάται σε κυανούς, με υαλώδη λάμψη, υποδιάφανους έως αδιαφανείς πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε μεταμορφωμένα πετρώματα. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,1. Lazurite [Ααζουρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, σχετικά σπάνιο, αποτελούμενο από πυριτικό νάτριο, αργίλιο και ασβέστιο. Συναντάται σε κυανούς ή κυανοϊώδεις, με υαλώδη λάμψη, ημιδιάφανους κρυστάλλους του κυβικού συστήματος σε μεταμορφωμένα πετρώματα επαφής. Έχει σκληρότητα 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3 έως 2,4. L Band [Ζώνη L ] Επικοιν. Περιοχή ραδιοσυχνοτήτων εντός των ορίων των 390 και 1550 MHz L C Ratio [Λόγος LC] Ηλεκτρ. Το πηλίκο της επαγωγικότητας προς τη χωρητικότητα σ' ένα κύκλωμα με επαγωγική, χωρητική ή και ωμική αντίσταση, η τιμή του οποίου καθορίζει το εύρος της καμπύλης συντονισμού. L-D Converter [Μετατροπέας L-D] Μεταλλ.. Διάταξη για την παραγωγή χάλυβα κατά τη μέθοδο LinnzDnnewitz με την εμφύσηση, μέσω υδρόψυκτου σωλήνα, οξυγόνου υπό πίεση επί χυτοσιδήρου σε τετηγμένη κατάσταση ώστε να υποστεί καύση μέρος του άνθρακα. Le Chatelier's Principle [Αρχή του Λε Σατελιέ] Φυα. Χημ. Αρχή της χημικής ισορροπίας σύμφωνα με την οποία, εάν σε μία χημική αντίδραση που είναι σε ισορροπία προκληθεί κάποια μεταβολή (π.χ. στη συγκέντρωση προϊόντος ή αντιδρώντος, στη θερμοκρασία, στην πίεση), θα υπάρξει αντισταθμιστική μεταβολή στη θέση της ισορροπίας της προς τη κατεύθυνση που τείνει να εξουδετερώσει την αρχική μεταβολή, Leach [Εκπλυση, έκπλυμα, υγρό έκπλυσης] Χημ. Μηχ. Μέθοδος, ευρύτατα χρησιμοποιούμενη στη βιομηχανία, στη μεταλλουργία και στη χημική ανάλυση, για το καθαρισμό μιας ουσίας από προσμίξεις. Συνίσταται στην επίδραση με κατάλληλο διαλυτικό μέσο (υγρό έκπλυσης) στο οποίο μόνο οι προσμίξεις να παρουσιάζουν ευδιαλυτότητα έτσι ώστε διαχωριζόμενες να απομακρύνονται μετ' αυτού (έκπλυμα). Για τα αέρια η έκπλύση γίνεται σε ειδικές συσκευές όπως πλυντήρια αερίων (σκρούμπερ), αποκονιωτές υψηλής ταχύτητας ή αφρού, υγρούς κυκλώνες κ.λ.π. Leaching [Εκπλυση] Γεωχημ. Η χημική διάβρωση κατά την οποία, υπό την επίδραση της διαλυτικής δράσης του ύδατος, διαχωρίζονται και απομακρύνονται τα ευδιάλυτα συστατικά από ένα στρο')μα εδάφους, Lead 1 [Ηλεκτρικός αγωγός] Ηλεκ. Σύρμα ή καλώδιο,

-819συνήθως εύκαμπτο, για την εξωτερική ηλεκτρική σύνδεση των εξαρτημάτων μιας διάταξης. Lead* [Μόλυβδος] Μετολλ. Μέταλλο που λαμβάνεται κυρίως, από το ορυκτό γαληνίτη (θειούχος μόλυβδος) με διεργασία φρύξης και αναγωγής. Έχει κυανόλευκο χρώμα με στιλπνή μεταλλική λάμψη κατά την εξαγωγή αλλά γρήγορα αμαυρώνεται λόγω οξείδωσης κατά την παραμονή του στον αέρα. Είναι μαλακός, ιδιαίτερα ευήλατος, όλκιμος και ισχυρά τοξικός, κυρίως υπό μορφή εισπνεόμενης σκόνης ή ατμών. Χρησιμοποιείται ευρύτατα σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, στην κατασκευή κραμάτων, συσσωρευτών, βλημάτων, θωράκων στην ατομική ακτινοβολία κ.λ.π. Lead 3 [Μόλυβδος] Χημ. Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb, ατομικό αριθμό 82, σθένη 2 και 4, ατομικό βάρος 209,99, ειδικό βάρος 11,34, σημείο τήξης 327,5 C και σημείο βρασμού 1744 0 C. Στη φύση απαντά, κυρίως, υπό τη μορφή του θειούχου μολύβδου στον ορυκτό γαληνίτη. Lead 4 [Προπορεία] Φυσ. Η φυσική διαφορά, εκφρασμένη σε μοίρες, που παρουσιάζει ένα αρμονικά μεταβαλλόμενο κύμα σε σχέση με άλλο αρμονικό κύμα της ίδιας συχνότητας από το οποίο προηγείται. Lead Acetate [Οξικός μόλυβδος] Opy. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου αποκαλούμενη και μολυβδοσάκχαρο, του τύπου Pb(C2H;i02). 3Η 2 0. Είναι λευκού χρώματος, με έντονη γλυκιά γεύση και δηλητηριώδη δράση, υδατοδιαλυτή κρυσταλλική ουσία. Χρησιμοποιείται στη βαφική, την κατασκευή μεταλλικών χρωμάτων, στην ιατρική κ.λ.π. Lead - Acid Battery [Συσσωρευτής μολύβδου-οξέος] Ηλεκ. Αποθηκευτικός συσσωρευτής μικρής εσωτερικής αντίστασης και με ΗΕΔ 2,4V ανά στοιχείο. Είναι κατασκευασμένος με ηλεκτρόδια από μόλυβδο (συχνά κράμα μολύβδου με αντιμόνιο και μικρή ποσότητα κασσίτερου) επενδυμένα με οξείδια του μολύβδου και πορώδη μόλυβδο και με ηλεκτρολύτη αραιό θειικό οξύ. Lead Antimonate [Αντιμονιακός μόλυβδος] Avopy. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο Pt>3 (Sb04)2. Είναι τοξική και αδιάλυτη στο νερό σκόνη που χρησιμοποιείται ως κίτρινο μεταλλικό χρώμα. Lead Arsenate [Αρσενικικός μόλυβδος] Avopy. Χημ. Ένωση του τετρασθενούς μολύβδου με τύπο Pbj (As0 4 ) 2 . Είναι ισχυρά δηλητηριώδης, λευκού χρώματος κρυσταλλική ουσία που παρασκευάζεται με αντίδραση διαλυμάτων άλατος μολύβδου και αρσενικικού νατρίου. Χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Lead Azide [Αζίδιο του μολύβδου] Avopy. Χημ. Ένωση του τετραθενούς μολύβδου με τύπο PbN6. Είναι άχροη κρυσταλλική ουσία που παρασκευάζεται με αντίδραση διαλυμάτων άλατος μολύβδου και αζιδίου του νατρίου και χρησιμοποιείται ως εκρηκτικύ. Lead Borate [Βορικός μόλυβδος] Avopy. Χημ. Ένωση του τετρασθενούς μολύβδου με τύπο Pb(B0 2 ) 2 . Είναι λευκή, δηλητηριώδης κρυσταλλική ουσία που παρασκευάζεται με αντίδραση οξειδίου του μολύβδου και διαλύματος βορικού οξέος και χρησιμοποιείται στη κατασκευή ειδικών υάλων, στη βαφική ως ξηραντικό κ.λ.π. Lead Carbonate [Ανθρακικός μόλυβδος] Avopy. Χημ. Ένωση του δισθενή μολύβδου με τύπο PbC03 που απαντά και ως φυσικό ορυκτό. Είναι λευκή, δηλητηριώδης κρυσταλλική ουσία διαλυτή στα οξέα και χρησιμοποιείται στην ελαιοβαφική.

Lead Glass

Lead Chamber Process [Μέθοδος των μολύβδινων θαλάμων] Χημ. Μηχ. Μέθοδος που βασίζεται σε ομογενή καταλυτικό κύκλο οξείδωσης διοξειδίου του θείου, με χρήση οξειδίων του αζώτου ως ενδιάμεσο οξειδωτικό παράγοντα, μέσα σε εγκατάσταση συστήματος θαλάμων από μόλυβδο για την βιομηχανική παρασκευή θειικού οξέος, που λαμβάνεται ως αραιό θειικό οξύ περιεκτικότητας έως 78% σε οξύ και στη συνέχεια υποβάλλεται σε διεργασίες καθαρισμού και συμπύκνωσηςLead Chloride [Χλωριούχος μόλυβδος] Avopy. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο PbCl2. Είναι λευκή, δηλητηριώδης κρυσταλλική ουσία που λαμβάνεται με κατακρήμνιση με υδροχλωρικό οξύ απύ διαλύματα αλάτων μολύβδου και χρησιμοποιείται στη κατασκευή μεταλλικών χρωμάτων. Lead Chromate [Χρωμικός μόλυβδος] Avopy. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο PbCr0 4 , γνωστή και ως κίτρινο χρωμίου. Είναι τοξική, λαμπερού αλλά εύκολα αμαυρούμενου κίτρινου χρώματος, κρυσταλλι κή ουσία διαλυτή σε οξέα που λαμβάνεται με κατακρήμνιση με χρωμικά αλκάλια απύ διαλύματα αλάτων του μολύβδου. Χρησιμοποιείται στη ζωγραφική, στην παρασκευή μεταλλικών χρωμάτων κ.λ.π. Lead Cyanide [Κυανιούχος Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Δηλητηριώδης, λευκοκίτρινη στερεά ουσία, με χημικό τύπο Pb(CN)2 και μοριακό βάρος 259,24. Είναι διαλυτή σε θερμό νερό και κυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία κυρίως. Lead Dioxide [Διοξείδιο του μολύβδου] Ανοργ. Χημ. Ένωση του τετρασθενούς μολύβδου με τύπο Pb0 2 . Είναι καστανόχρωμη, δηλητηριώδης κρυσταλλακή ουσία με οξειδωτική δράση σε διάφορες αντιδράσεις. Χρησιμοποιείται στους συσσωρευτές μολύβδου, στη χημεία των χρωμάτων κ.λ.π. Lead Equivalent [Ισοδύναμο μολύβδου] Φυσ. Μέτρο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ικανότητας ενός υλικού να απορροφά ατομική ακτινοβολία και εκφράζεται ως το απαιτούμενο σε χιλιοστόμετρα πάχος μολύβδου για αντίστοιχη με του υπό μελέτη υλικού μείωση της ακτινοβολίας. Lead Flat [Επικάλυψη στέγης με φύλλα μολύβδου] Πολ. Μηχ. Επίστρωση μιας στέγης, μη κεκλιμένης λόγω του βάρους του υλικού αλλά ούτε και βατής, με φύλλα μολύβδου. Τα φύλλα στρώνονται πάνω σε στεγάνωση κάτω από την οποία μπορεί να επιστρωθεί ξύλινη επικάλυψη. Lead Fluoride [Φθοριούχος Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι PbF2 και το μοριακό βάρος 245,20. Είναι άχρωμη, τοξική ουσία, με σημείο τήξεως 855°C και σημείο ζέσεως 1290°C, διαλυτή στο νιτρικό οξύ. Lead Fluorosilicate [Φθοροπυριτικός Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, που απαντάται ως PbSiF 6 x2H 2 0. Είναι άχρωμη, τοξική ουσία, διαλυτή στο νερό και διασπάται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μεταλλουργία. Lead Formate [Φορμικός Μόλυβδος] Οργ. Χημ. Uχει χημικό τύπο Pb(CH02)2 και μοριακό βάρος 297,24. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό και διασπάται με θέρμανση στους 190°C. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο στη χημική ανάλυση. Lead Glass [Μολυβδύαλος] Υλικ. Τύπος μαλακής και εύτηκτης υάλου που περιέχει οξείδιο του μολύβδου

Lead Hydroxide

- 820-

υπό διάφορες αναλογίες και παρουσιάζει υψηλή διάθλαση και χαμηλή διάχυση. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή υάλου οπτικών οργάνων κ.λ.π. Lead Hydroxide [Υδροξείδιο του μολύβδου] Avopy. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο Pb(OH) 2 που υπάρχει σε διάφορες ένυδρες μορφές. Είναι λευκή άμορφη σκόνη διαλυτή στο νιτρικό οξύ. Lead - I - Lead Junction [Επαφή μολύβδου - μονωτή - μολύβδου] Φνσ. Στεμ. Κατ. Η αποτελούμενη από δυο μέρη μολύβδου και οξείδιο μολύβδου μεταξύ τους επαφή Josephson. Lead Iodide [Ιωδιούχος Μόλυβδος] Ανόμγ. Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική, τοξική ουσία, με χημικό τύπο Pbl2, μοριακό βάρος 461,01, θερμοκρασία τήξεως 402 °C και θερμοκρασία ζέσεως 954 °C. Είναι δυσδιάλυτη στο νερό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκτυπώσεις και φωτογραφίες. Lead Isotopes [Ισότοπα μολύβδου] Φυσ. Χημ. Αριθμός σταθερών και ασταθών ισοτόπων του μολύβδου που ορισμένα σχηματίζονται ως σταθερά τελικά προϊόντα κατά τις διασπάσεις των ραδιενεργών σειρών του ουρανίου (μόλυβδος 206), του θορίου (μόλυβδος 208) και του ακτινίου (μόλυβδος 207) και των οποίων μίγμα μαζί με μικρή αναλογία μολύβδου 204 αποτελεί ο κοινός μόλυβδος της φύσης. Lead Molybdate [Μολυβδαινικός Μόλυβδος] Ανόμγ. Χημ. Εχρωμη ή κιτρινωπή κρυσταλλική, τοξική ένωση, με χημικό τύπο PbMo0 4 , μοριακό βάρος 367,14 και σημείο τήξεως 1060-1070°C. Διαλύεται σε οξέα και καυστικό κάλιο, ενώ διασπάται σε πυκνό θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο στη χημική ανάλυση. Lead Monoxide [Μονοξείδιο του μολύβδου] Ανομγ. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο PbO που υπάρχει, ανάλογα με τις συνθήκες, σε δύο διαφορετικές μορφές ως λιθάργυρος και ως μασσικότ χρώματος ερυθρωπού και κίτρινου αντίστοιχα. Είναι ζωηρής λάμψης κρυσταλλική ουσία μεγάλου ειδικού βάρους, διαλυτή στα οξέα και σε ισχυρά διαλύματα καυστικών αλκαλίων. Lead Nitrate [Νιτρικός μόλυβδος] Ανομγ. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο Pb(N03)2. Είναι έντονης λάμψης, λευκή, δηλητηριώδης κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό και την αλκοόλη και με ισχυρή οξειδωτική δράση. Ααμβάνεται κατά την αντίδραση θερμού αραιού νιτρικού οξέος και του οξειδίου του μολύβδου και χρησιμοποιείται στη βαφική, στη φωτογραφική, στην κατασκευή χρωστικών, μιγμάτων ανάφλεξης κ.λ.π. Lead Oleate [Ελαϊκός Μόλυβδος] Ομγ. Χημ. Τοξική ένωση, με χημικό τύπο Pb(C|8H3202)2 και μοριακό βάρος 770,12. Είναι διαλυτή σε αιθέρες και χρησιμοποιείται στην παρασκευή βερνικιών, στεγνωτικών και λιπαντικών. Lead Phosphate [Φωσφορικός Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με τοξικές ιδιότητες και λευκό χρώμα, που έχει χημικό τύπο Pb3(P04)2, μοριακό βάρος 811,54 και θερμοκρασία τήξεως 1014 °C. Διαλύεται σε νιτρικό οξύ και αλκαλικές ουσίες. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή πλαστικών υλών ως πρόσθετο. Lead Pigment [Μολυβδούχο μεταλλικό χρώμα] Ανομγ. Χημ. Σειρά έγχρωμων και αδιάλυτων στο νερό και στα έλαια ενώσεων του δισθενούς ή τετρασθενούς μολύβδου που χρησιμοποιούνται υπό μορφή λεπτής σκόνης

ως μεταλλικά χρώματα στις βαφές επικάλυψης όπως λευκό (ο βασικός ανθρακικός μόλυβδος), κίτρινο (ο χρωμικός μόλυβδος), ερυθρό (το μίνιο, ο βασικός χρωμικός μόλυβδος) κ.λ.π. Lead Roof [Οροφή από μόλυβδο] Πολ. Μηχ. Μία οροφή ή ένα οριζόντιο επίπεδο που είναι επιστρωμένο με μόλυβδο. Lead Sheath [Περίβλημα μολύβδου] Πολ. Μηχ. Μια τεχνική εγκλεισμού ατσάλινων μελών ή σιδηροκατασκευών μέσα σε περίβλημα μολύβδου, που τα καθιστά ισχυρότερα αλλά και μεγαλώνει τη διάρκεια ζωής τους. Lead Silicate [Πυριτικός Μόλυβδος] Α νόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι PbSi0 3 , το μοριακό βάρος 283,28 και το σημείο τήξεως 766°C. Είναι άχρωμη ή λευκή κρυσταλλική ένωση, έχει τοξικές ιδιότητες και διασπάται παρουσία οξέων. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή κεραμικών. Lead Stearate [Στεατικός Μόλυβδος] Ομγ. Χημ. Ολας λιπαρού οξέος, με χημικό τύπο Pb(C 18^02)2, μοριακό βάρος 774,15 και θερμοκρασία τήξεως 115,7 °C. Είναι λευκή σκόνη, δυσδιάλυτη στο νερό, με τοξικές ιδιότητες, και χρησιμοποιείται σε στεγνωτικά και λιπαντικά. Lead Sulfate [Θειικός μόλυβδος] Ανοργ. Χημ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο PbS0 4 που απαντά και στη φύση ως ορυκτό. Είναι λευκή, τοξική κρυσταλλική σκόνη που λαμβάνεται με κατακρήμνιση με αραιό θεϊκό οξύ από διαλύματα αλάτων ή οξείδιο του δισθενούς μολύβδου. Χρησιμοποιείται στους συσσωρευτές και ως χρωστική. Lead Sulfide [Θειούχος μόλυβδος] Ανομγ. Λτ/μ. Ένωση του δισθενούς μολύβδου με τύπο PbS που απαντά και στη φύση ως ορυκτό (γαληνίτης). Είναι καστανόμαυρη, δηλητηριώδης, κρυσταλλική ουσία με μεγάλη πτητικότητα και στο σχηματισμό της οφείλεται η αμαύρωση των βαφών και των χρωμάτων του μολύβδου. Χρησιμοποιείται στην ηλεκτρονική, στη κεραμική κ.λ.π. Lead Susceptibility [Επιδεκτικότητα Μολύβδου] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται στην αύξηση του αριθμού οκτανίου, που επιτυγχάνεται με προσθήκη στη βενζίνη ενώσεων που περιέχουν μόλυβδο. Η πιο κοινή ουσία που χρησιμοποιείται ως αντικτυπητικό είναι ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος, Pb(C2H5)4. Lead Telluride [Τελλουριούχος Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Τοξική, λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο PbTe, μοριακό βάρος 334,80 και θερμοκρασία τήξεως 917°C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή θερμοστοιχείων. Lead Tetraacetate [Τετραοξικός Μόλυβδος] Ομγ. Χημ. ϋχει χημικό τύπο Pb(C 2 H 3 0 2 ) 4 , μοριακό βάρος 443,38 και σημείο τήξεως 175°C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε χλωροφόρμιο και θερμό οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση ως οξειδωτικό μέσο. Lead Tetroxide [Τετροξείδιο του μολύβδου ή μίνιο] Ανοργ. Χημ. Το μολυβδικό άλας του ορθομολυβδικού οξέος με τύπο Pb 3 0 4 . Είναι ζωηρού ερυθρού χρώματος τοξική σκόνη που λαμβάνεται με θέρμανση από οξείδια του μολύβδου ή βασικό ανθρακικό μόλυβδο. Χρησιμοποιείται ως προστατευτική του σιδήρου ελαιοβαφή, στην υαλουργία, κεραμική κ.λ.π. Lead Thiocyanate [Θειοκυανιούχος Μόλυβδος] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Pb(SCN)2 και έχει μοριακό βάρος 323,36 και σημείο τήξεως 190

-821 -

°C, όπου διασπάται. Είναι τοξική, λευκή κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νιτρικό οξύ και Οειοκυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή σπίρτων και χρωμάτων. Lead Time [Χρόνος υλοποίησης] Βιομ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση, από την στιγμή της έναρξης ενός προγράμματος ή σχεδίου που έχει τεθεί σε εφαρμογή. Lead Tungstate [Βολφραμικός Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι PbW04 και το μοριακό βάρος 455,05. Είναι τοξική, άχρωμη κρυσταλλική ουσία, που διασπάται σε διαλύματα οξέων. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωστικών υλών. Lead Vanadate [Βαναδικός Μόλυβδος] Ανόργ. Χημ. Κίτρινη, τοξική σκόνη, με χημικό τύπο Pb(VOa)2 και μοριακό βάρος 405,08. Διασπάται σε υδροχλωρικό οξύ και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωστικών και χημικών ουσιών. Leaded Light [Παράθυρο με κηλιδωτό τζάμι] Πολ. Μηχ. Είδος παραθύρου στο οποίο το τζαμιλίκι είναι χωρισμένο σε τμήματα από πήχεις ξύλινους ή μεταλλικούς, και σχηματίζονται έτσι διαφορετικών σχεδίων υποανοίγματα, τα οποία καλύπτονται από ζωγραφιστό τζάμι. Leaded Petrol [Βενζίνη με μόλυβδο] Υλικ. Τύπος καυσίμου για την κίνηση των μηχανών εσωτερικής καύσης στο μίγμα του οποίου έχει προστεθεί τετρααιθύλιο του μολύβδου, που είναι άχροο και τοξικό λιπαρό υγρό με τύπο (C2H5)4Pb, για τη βελτίωση της αντιεκρηκτικής του ικανότητας με την αύξηση του αριθμού οκτανίου. Leader [Κάθοδος υδρορροής] Πολ. Μηχ. Λούκι που τοποθετείται κατακύρυφα στον εξωτερικό τοίχο και συνδέεται με την υδρορροή της στέγης, ώστε να κατεβάζει τα νερά που μαζεύει στο έδαφος, έτσι ώστε να ελέγχεται η απορροή τους. Leadhillite [Λιντχιλλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό ανθρακικό και θειικό μόλυβδο. Συναντάται σε φαιοπράσινους ή φαιούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,5. Leading Coefficient [Συντελεστής του μεγιστοβάθμιου όρου πολυωνύμου] Μαθημ. Έστω ένα πολυώνυμο P(x)=anxn+a n.iXn"'+...+aiX+ao. Ο συντελεστής του μεγιστοβάθμιου όρου είναι ο an και γενικά είναι ο συντελεστής της μεταβλητής x του πολυωνύμου που βρίσκεται στη μεγαλύτερη δύναμη. Leading Current [Ρεύμα προπορείας] Ηλεκτ. Εναλλασσόμενο ρεύμα σ' ένα κύκλωμα του οποίου η ένταση παρουσιάζει φασική προπορεία σε σχέση με την ΗΕΔ που το παράγει με αποτέλεσμα να λαμβάνει την τιμή την αντίστοιχη προς συγκεκριμένη τιμή της τάση νωρίτερα κατά ορισμένο χρόνο, το χρόνο προπορείας. Leading Hand [Βασικός εργάτης] Πολ. Μηχ. Ένας ανειδίκευτος εργάτης που είναι επικεφαλής ομάδας εργατών που κάνουν βαριά ανειδίκευτη εργασία. Leading Load [Φορτίο προπορείας] Πλεκ. Σύνθετη επμέδηση σε ηλεκτρική συνδεσμολογία στην οποία η χωρητική αντίσταση των πυκνωτών είναι μεγαλύτερη της επαγωγικής των πηνίων με αποτέλεσμα το ρεύμα να εμφανίζει προπορεία προηγούμενο της τάσης στα άκρα της κατά θετική φασική διαφορά. Leading Zeros [Πρωτεύοντα μηδενικά] Μαθημ. Για κάθε δεκαδικό πραγματικό αριθμό ορίζονται ως πρωτεύοντα μηδενικά όσα βρίσκονται ακριβώς δεξιά της

Leakage Halo

υποδιαστολής μέχρι το πρώτο δεκαδικό στοιχείο διαφορετικό από το μηδέν. Leaf [Φύλλο] Οικοδ. Είναι το φύλλο μίας πόρτας ή ενός παραθύρου, δηλαδή το τμήμα εκείνο του κουφώματος που ανοίγει και κλείνει όντας στηριγμένο με τους μεντεσέδες πάνω στην κάσα του ανοίγματος. Leaf Frame [Σκελετός φύλλου κουφώματος] Πολ. Μηχ. Ο σκελετός του φύλλου μιας πύρτας ή ενός παραθύρου. Περιλαμβάνει την πάνω, την κάτω και τη μεσαία τραβέρσα, για την πόρτα και το μπόι, τις τραβέρσες και το πλαίσιο του τζαμιλικιού για το παράθυρο. Leaf Spring [Ελατήριο] Μηχ. Σύνθετο ελατήριο αποτελούμενο από πολλαπλά στρώματα εύκαμπτων μεταλλικών λεπτών φύλλων ενωμένων κατά τρόπο ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Leafing [Στρώμα μπογιάς με φλούδες χρώματος] Πολ. Μηχ. Επίστρωση με μπογιά που εμπεριέχει λεπτές φλούδες από χρώμα, δεν είναι σε υγρή μορφή, και η οποία χρησιμοποιείται σαν πρώτο στρώμα επένδυσης επιφάνειας, αφού είναι αρκετά τραχύ για να γίνει καλή προσαρμογή των επόμενων στρο')σεων. League [Λεύγα] Μετρ. Είναι μία μονάδα μέτρησης του μήκους που εχρησιμοποιόταν παλαιότερα και θεωρητικά ισοδυναμούσε με το ένα εικοστό πέμπτο του μήκους μίας μοίρας του μεσημβρινού της Γης, ενώ πρακτικά διαφοροποιόταν λίγο από χώρα σε χώρα. Leak [Διαρροή] Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει τη μικρή, ανεπιθύμητη αλλά σταθερή απώλεια ενός υγρού ή άλλου σώματος από κάποιο σημείο ενός δικτύου, όπως για παράδειγμα του νερού από το δίκτυο ύδρευσης. Leak Detector [Ανιχνευτής διαρροής] Μηχ. Όργανο ελέγχου για τον εντοπισμό μη εμφανο')ν διαρροών στα τοιχώματα μιας μηχανικής διάταξης περιορισμού υλικού λόγω τυχαίων ελαττωματικών σημείων. Leakage [Διαρροή] Πυρην. Φυα. Το ποσοστό των νετρονίων των παραγόμενων κατά τις σχάσεις που διαφεύγουν από την καρδιά του αντιδραστήρα χωρίς να προκαλέσουν νέα συμβάντα σχάσης. Εξαρτάται απύ το μέγεθος του αντιδραστήρα και ειδικότερα από το πηλίκο του εμβαδού της επιφάνειας προς τον όγκο. Leakage Coefficient [Συντελεστής διαρροής] Ηλεκτρομαγν. Σ' ένα μαγνητικό κύκλωμα με πρωτεύον και δευτερεύον (π.χ. μετασχηματιστή), ο λόγος της ολικής μαγνητικής ροής προς την ωφέλιμη μαγνητική ροή. Leakage Current [Ρεύμα διαρροής] Η?χκ. Μικρής έντασης ρεύμα που αναπτύσσεται, εκτρεπόμενο της κανονικής του διαδρομής, κατά μη επιθυμητό τρόπο, σε κάποιο σημείο ενός κυκλώματος ή μιας διάταξης όπως σε ελαττωματικό μονωτικό υλικό ενός εξαρτήματος, στο διηλεκτρικό πυκνωτή κ.λ.π. Leakage Factor [Συντελεστής διαρροής]-» Leakage Coefficient. Leakage Flux 1 [Ροή διασποράς ή σκέδασης] Ηλεκτρομαγν. Σ' ένα μαγνητικό κύκλωμα (π.χ. μετασχηματιστή), η απώλεια ωφέλιμης μαγνητικής ροής λόγω του ότι ένας αριθμός δυναμικών γραμμών (ως ποσοστό της ολικής μαγνητικής ροής) διαφεύγουν της επιθυμητής διαδρομής. Leakage Flux 2 [Ροή διασποράς] Πυρην.Φυσ. Ο ανά μονάδα χρόνου αριθμός των νετρονίων διαρροής από τη ψυχή του αντιδραστήρα κατά μονάδα επιφάνειάς του. Leakage Halo [Αλως διασποράς] Γεωχημ. Παρουσία των συστατικο')ν χημικών στοιχείων στο άμεσο περιβάλλον μιας περιοχής ορυκτολογικού σχηματισμού,

Leakage Indicator

-822 -

που υποδηλώνει τη διαφυγή τους, λόγω τυχαίας απομάκρυνσης, από τις διεργασίες της ορυκτολογικής γένεσης. Leakage Indicator [Δείκτης διαρροής] Ηλεκ. Όργανο για τον έλεγχο της ανάπτυξης και τον προσδιορισμό της τιμής της έντασης ρεύματος διαρροής. Leakage Inductance [Επαγωγικότητα διαρροής] Ηλεκτρομαγν. Στο μαγνητικό κύκλωμα μετασχη ματιστή, αναπτυσσόμενη αυτεπαγωγή στο πρωτεύον που οφείλεται στην ύπαρξη ροής διασποράς κατά τη μαγνητική σκέδαση αριθμού δυναμικών γραμμών που ελαττώνουν την ολική μαγνητική ροή. Leakage Radiation [Ακτινοβολία διαρροής] Ηλεκτρομαγν. Κάθε ακτινοβολία που αναπτύσσεται κατά μη επιθυμητό τρόπο σ' ένα σύστημα π.χ. που διαφεύγει από τυχαίο άνοιγμα σε μία διάταξη. Leakage Rate [Ρυθμός διαρροής] Μηχ. Η ροή ανά μονάδα χρόνου από μοναδιαίου εμβαδού επιφάνεια σε κάποιο σημείο μιας μηχανικής διάταξης περιορισμού. Leakage Reactance [Αντίδραση διαρροής] Ηλεκτρομαγν. Στο μαγνητικό κύκλωμα μετασχηματιστή, η επαγωγική αντίδραση που προκαλείται λόγω της επαγωγικότητας διαρροής στο πρωτεύον, θεωρούμενη σε σειρά με τις ωμικές αντιστάσεις των περιελίξεων. Leakage Resistance [Αντίσταση διαρροής] Ηλεκ. II ωμική αντίσταση του αγωγού ή του τμήματος του κυκλώματος κατά τη διέλευση ρεύματος διαρροής. Lcakance [Αγωγή διαρροής] Ηλεκ. Σε ηλεκτρικό κύκλωμα, μέγεθος που εκφράζει το μέτρο της ευκολίας ανάπτυξης ρεύματος διαρροής στη μόνωση του κυκλώματος και είναι ίσο προς το αντίστροφο της αντίστασής της. Leaky [Διαρρέων] Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει διάταξη ή εξάρτημα που παρουσιάζει, από ελάττωμα ή με πρόθεση, υψηλότερη διαρροή (ρεύματα, ακτινοβολίας, σήματος κ.λ.π.) απ' αυτή που αντιστοιχεί στα φυσιολογικά ή στα ανεκτά κατά περίπτωση όρια. Lean [Ισχνός] Υλικ. Όρος που χαρακτηρίζει καύσιμη ύλη, μετάλλευμα ή άλλο υλικό, που θεωρείται ως χαμηλής ποιότητας λόγω της υστέρησης που παρουσιάζει στην επιθυμητή περιεκτικότητα κάποιου συστατικού ή μιας ορισμένης ιδιότητας. Lean Concrete [Ισχνό σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Μίγμα κονιάματος που περιέχει τσιμέντο αλλά όχι σε μεγάλη ποσότητα οπότε και είναι αδύναμο, ισχνό. Lean Fuel Mixture [Καύσιμο Μίγμα] Μηχ. Μίγμα καυσίμου και αέρα που χρησιμοποιείται σε μηχανές εσωτερικής καύσεως, το οποίο περιέχει μεγαλύτερο ποσοστό αέρα, σε σχέση με το απαιτούμενο για αποδοτική λειτουργία. Lean Mix [Ισχνό κονίαμα] Πολ. Μηχ. Μίγμα κονιάματος που περιέχει μικρή ποσότητα συνδετικού υλικού και είναι αδύναμο, οπότε και κατάλληλο σαν πρώτη στρώση σε επένδυση, αφού είναι αρκετά τραχύ. Lean Mortar [Ισχνή ασβεστοκονία] Πολ. Μηχ. Μίγμα κονιάματος που έχει μικρή περιεκτικότητα σε ασβέστη και δεν είναι πολύ ισχυρό. Lean Production [Αιτή παραγωγή] Βιομ.Μηχ. Είναι μία πολιτική που ακολουθείται στην βιομηχανία σύμφωνα με την οποία η προσπάθεια επικεντρώνεται στην αύξηση της παραγωγής στα σημεία εκείνα στα οποία η επιχείρηση έχει την πρωτοπορία, ενώ συγχρόνως κάθε άλλη δευτερεύουσα δραστηριότητα ανατίθεται στους υποπρομηθευτές. Lean Το [Μονοκλινής στέγη] Αμχ. 1. Στέγη που έχει

μία μόνο κλίση και η κορυφή της ακουμπάει σε υψηλότερο στοιχείο ή τοίχο, έτσι ώστε φαίνεται σαν να στηρίζεται σε αυτόν. 2. Καταφύγιο μικρών διαστάσεων με μονοκλινή στέγη που στηρίζεται σε κατασκευή με πασσάλους. Lean-to Roof [Μονοκλινής στέγη] Αμχ. Lean Το Leap Second [Εμβόλιμο δευτερόλεπτο] Αστμον. Χρόνος ενός δευτερολέπτου που είτε εισάγεται είτε αφαιρείται περιοδικά κατά το καθορισμό του μέσου ηλιακού χρύνου με βάση το αστεροσκοπείο του Γκρήνουιτς ώστε να υπάρχει ταύτιση με τη διεθνή κλάμακα του Ατομικού Χρόνου. Leap Year [Δίσεκτο έτος] Αστμον. Κάθε έτος 366 ημερών πολιτικού ημερολογίου, στο οποίο προσμετράται μία εμβόλιμη μέρα κάθε 4 έτη για να αναιρεθούν, κατά μεγάλη προσέγγιση, οι προκύπτουσες διαφορές σε σχέση με το τροπικό έτος (διάρκειας 365,242217 ημερών). Στο εν ισχύ Γρηγοριανό ημερολόγιο δίσεκτα, με εμβόλιμη την 29 Φεβρουαρίου, θεωρούνται τα έτη των οποίων ο αριθμός είναι επακριβώς διαιρετός δια του 4 πλην των επαιωνίων που είναι μόνο εφ' όσον είναι διαιρετά δια του 400, περιοριζόμενης έτσι της απόκλισης από το τροπικό έτος σε 26,5 δευτερόλεπτα κατ' έτος. Lear Board [Σανίδα υποδοχής υδρορροής] Αμχ. -> Layer Board Learning Machine [Μηχανή με ικανότητα μάθησης] Υπολ. Πρόκειται για έναν υπολογιστή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται και να αναλύει λογικές προτάσεις, να απορροφά "καινούριες" έννοιες και κατ' επέκταση να βελτιώνει τις επιδόσεις του. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ευρύτατα στους υπολογιστές πέμπτης γενιάς. Leased Facility [Μισθωμένη υπηρεσία] Επικοιν. 1. Ειδικές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που παρέχονται με το λεπτό όπως τηλεδιασκέψεις ή η πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων μέσω του Hellaspak. 2. Εκμίσθωση ή υπενοικίαση αφιερωμένων τηλεφωνικών γραμμών ή ολόκληρων κυκλωμάτων όπως μέσω του δικτύου Χ.25. Leased Lines [Μισθωμένες γραμμές] Επικοιν. Ειδικές τηλεφωνικές γραμμές που παραχωρούνται για την επικοινωνία μεταξύ 2 σημείων που απλά ανήκουν στο (δημόσιο) κοινό τηλεφωνικό δίκτυο. Τέτοιες γραμμές συνήθως χορηγούνται σε επιχειρήσεις για εξυπηρέτηση συνδρομητών στις υπηρεσίες Χ.25, HellasTel, HellasPak κτλ. Least Common Denominator [Ελάχιστος κοινός παρανομαστής] Μαθημ. Το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο των παρανομαστών πεπερασμένου πλήθους ρητών αριθμών. Least Common Multiple [Ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο X={xi,...,x n } ακεραίων αριθμών. Το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο είναι ο πρώτος ακέραιος αριθμός που είναι κοινός στις λίστες των πολλαπλασίων των αριθμών του συνόλου. Στην περίπτωση που οι ακέραιοι του συνόλου Χ είναι πρώτοι μεταξύ τους τότε το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο είναι το γινόμενο όλων. Least Constraint Principle [Αρχή του ελάχιστου περιορισμού] Μηχ. Αρχή του Gauss για την κίνηση συστήματος συνδεδεμένων μεταξύ τους σωματιδίων υπό την επίδραση δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία η κίνηση του είναι κατά τρόπο ώστε να πετυχαίνεται ·ο ελάχιστος δυνατός περιορισμός στο σύστημα.

-823 Least Distance Of Dinstic Vision [Ελάχιστη απόσταση ευκρινούς όρασης] Οπτικ. Η πλησιέστερη προς το φυσιολογικό οφθαλμό απόσταση στην οποία εάν τοποθετηθεί αντικείμενο, οράται με ευκρίνεια υπό μέγιστη προσαρμογή του οφθαλμού. Είναι συνάρτηση (μη γραμμική) της ηλικίας αυξανόμενη μετ' αυτής ενώ, θεωρητικά και κατά γενίκευση, ως ελάχιστη απόσταση άνετης όρασης λαμβάνεται η τιμή των 25 εκατοστών. Least Energy Principle [Αρχή της ελάχιστης ενέργειας] Μηχ. Αρχή σύμφωνα με την οποία, για ένα σύστημα με δυναμική ενέργεια, η κατάσταση σταθερής ισορροπίας είναι η θέση ή η κατάσταση του σώματος στην οποία η συνολική δυναμική του ενέργεια είναι η μικρότερη δυνατή. Least Frequently Used [Αιγότερα συχνά χρησιμοποιούμενος] Υπολ. Χαρακτηρισμός της διαδικασίας που χρησιμοποιεί ένας αλγόριθμος έτσι ώστε κάθε φορά που απαιτούνται δεδομένα από την κύρια μνήμη, τα νέα αυτά δεδομένα να αποθηκεύονται στη θέση των δεδομένων που χρησιμοποιούνται το λιγότερο συχνά. Least Recently Used [Ελάχιστα πρόσφατα χρησιμοποιούμενος] Υπολ. Χαρακτηρισμός της διαδικασίας που χρησιμοποιεί ένας αλγόριθμος έτσι ώστε κάθε φορά που απαιτούνται δεδομένα από την κύρια μνήμη, τα νέα αυτά δεδομένα να αποθηκεύονται στη θέση των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν πιο πρόσφατα. Least Significant [Λιγότερο σημαντικό] Υπολ. Χαρακτηρισμός ενός \jn]q>iou(least significant digit-LSD), ενός δυαδικού ψηφίου (least significant bit-LSB) ή χαρακτήρα (least significant character-LSC), το οποίο καταλαμβάνει την δεξιότερη θέση μιας ακολουθίας ψηφίων, δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων αντίστοιχα και κατά συνέπεια αντιστοιχεί στη θέση με τη μικρότερη αξία ή σημασία. Least Square Method [Μέθοδος των ελάχιστων τετραγώνων] Στατ. Μέθοδος για το καθορισμό της γραμμής ή της επιφάνειας που, κατά βέλτιστο τρόπο, αντιστοιχεί σ' ένα σύνολο πειραματικών δεδομένων με βάση το κριτήριο το άθροισμα των τετραγώνων των αποκλίσεων τους από τη γραμμή ή την επιφάνεια να είναι το ελάχιστο. Least Upper Bound [Ελάχιστο άνω φράγμα] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ μη κενό, υποσύνολο των πραγματικών, που είναι άνω φραγμένο. Το ελάχιστο άνω φράγμα Μ του Χ στο R είναι ο αριθμός για τον οποίο ισχύει: χ<Μ για κάθε χ e X και Μ<Μ' για κάθε Μ' άνω φράγμα του Χ. Leather [Δέρμα] Υλικ. Από τα αρχαία χρόνια, λαμβάνεται από διάφορα ζώα και με τις απαραίτητες κατεργασίες χρησιμοποιείται για την κατασκευή ρούχων, παπουτσιών και άλλων χρήσιμων αντικειμένων. Lebesgue Integral [Ολοκλήρωμα Lebesgue] Μαθημ. Έστω φ μια μετρήσιμη συνάρτηση επάνω σε ένα μετρήσιμο σύνολο Ε. Αν η f είναι ολοκληρώσιμη ορίζεται το ολοκλήρωμα Lebesgue να είναι: ΓΕ ί=1ε ι - 1Ε f όπου f(x)=max(f(x),0) και f(x)=max(-f(x),0}. Lebesgue Measure [Μέτρο Lebesgue] Μαθημ. Έστω m μια σ-άλγεβρα συνόλων και Ε ένα στοιχείο της m. Ονομάζεται μέτρο Lebesgue η συνάρτηση m από το m στο εκτεταμένο σύστημα των πραγματικών αριθμών με τύπο mE=m*E όπου m*E το εξωτερικό μέτρο του Ε. Lecithin 1 [Λεκιθίνη] Βιοχημ. Κατηγορία φωσφολιπιδίων, που είναι φωσφορικοί διεστέρες με την αμιναλκοόλη χολίνη και αποτελούν συστατικό των κυτταρικών

Leeward

μεμβρανών, της λεκίθου των αυγών κ.λ.π. Είναι κηρώδης, υδρόφιλη, οπτικώς ενεργή (δεξιόστροςοη) ουσία διαλυτή στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Lecithin [Λεκιθίνη] Χημ. Η λεκιθίνη του εμπορίου που αποτελεί μίγμα φωσφατιδίων και γλυκεριδίων και παρασκευάζεται από φυτικές ή ζωικές πρώτες ύλες (π.χ. σόγια, κρόκους αυγών). Είναι λευκοκίτρινη κηρώδης ουσία διαλυτή στην αλκοόλη, στον αιθέρα και στα λιπαρά οξέα ενώ, με το νερό σχηματίζει κολλοειδές διάλυμα. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων, πλαστικών, λιπαντικών, στη φαρμακευτική κλ.π. Leclanche Cell [Στοιχείο Λεκλανσέ] Ηλεκ. Πρότυπο ηλεκτρικό στοιχείο με ΗΕΔ 1,4 V, ελαφρά παραλλαγή του οποίου αποτελεί το ξηρό στοιχείο. Έχει ως άνοδο ράβδο απύ άνθρακα περιβαλλόμενη από μίγμα κόκκων γραφίτη και πυρολουσίτη, μέσα σε πορώδες δοχείο για την αίρεση της πόλωσης και ως κάθοδο ράβδο από εφυδραργυρωμένο ψευδάργυρο εμβαπτισμένο σε ηλεκτρολυτικό διάλυμα χλωριούχου αμμωνίου. Lecontite [Λεκοντίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό νάτριο, κάλιο και αμμώνιο. Σχηματίζει άχροους, με υαλώδη λάμψη, διαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,7. Leda [Λήδα] Αστρον. Ο μικρότερος φυσικός δορυφόρος του, Δία ανακαλύφθηκε το 1974. Είναι ο 13ος κατά σειρά ανακάλυψης (διεθνές σύμβολο XIII), σε μέση απόσταση από τον πλανήτη 11,09 χιλ.χλμ. Έχει διάμετρο περίπου 8 χλμ., χρόνο περιφοράς 238,72 ημέρες και αστρικό μέγεθος 20. Ledge 1 [Εμφάνιση ορυκτού] Μεταλλ.. Μηχ. Το τμήμα ορυκτολογικά εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος που προβάλλεται στην επιφάνεια της Γης. Ledge 2 [Ξέρα, ύφαλος] Ωκεαν. Π στενή ράχη βραχώδους έξαρσης του θαλάσσιου βυθού, κυρίως κοντά σε ακτή ή σε σύνδεση με την ακτή. Ledge 3 [Συνδετική σανίδα] Αρχ. 1. Οριζόντια σανίδα στην πλάτη φύλλου πόρτας που είναι κατασκευασμένο από σανίδες ραμποτέ και η οποία τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει όλο το πλάτος της πόρτας και να κρατάει το σανίδωμα στη θέση του. 2. Σανίδα που τοποθετείται οριζόντια σε σκαλωσιά ώστε να συνδέει στοιχεία του σκελετού της και να ενισχύει την αντοχή της. 3. Σανίδα που τοποθετείται στο κατωκάσι παραθύρου και σχηματίζει το κατώφλι του. 4. Στενή ξύλινη προεξοχή σε τοίχο που συνδέεται με αυτόν με καρφιά ή βίδες, και λειτουργεί σαν ράφι. Ledge 4 [Χείλος, κράσπεδο] Γεωλ. Προεξοχή ή εγκοπή που σχηματίζει μια στενή, σχετικά οριζόντια προβαλλόμενη επιφάνεια εν είδη περβαζιού στη πλευρά ενός βράχου ή όρους. Ledged And Braced Door [Πτυσσόμενη θύρα] Αρχ.-> Batten Door Ledger [Ξυλεία στήριξης σκαλωσιάς] Μηχ. Πρόκειται για το υλικό το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή και στερέωση των ικριωμάτων που απαιτούνται για την ανέγερση μίας οικοδομής. Lee [Υπήνεμη πλευρά πλοίου] Πλοηγ. Ανάλογα με την πορεία ενός πλοίου σε σχέση με την κατεύθυνση που φυσάει ο άνεμος, υπήνεμη είναι η αντίθετη προς αυτόν πλευρά του πλοίου. Leeward [Υπήνεμος] Γεν. Υποδηλώνει θέση μακριά ή προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη από την οποία πνέει ο άνεμος όπως υπήνεμος ακτή, πλευρά πλοίου, όρους κ.λ.π.

Leeward Tidal Current

-824-

Leeward Tidal Current [Υπήνεμο παλιρροϊκό ρεύμα] Ωκεαν. Θαλάσσιο ρεύμα που αναπτύσσεται λόγω παλίρροιας με φορά κίνησης σύμφωνη προς τη φορά του πνέοντος ανέμου. Leeway [Παρέκκλιση πορείας] Πλοηγ. Ονομάζεται η μικρή διαφοροποίηση από την προκαθορισμένη και προγραμματισμένη πορεία ενός πλοίου ή αεροσκάφους, που για διάφορους λόγους είναι αποδεκτό και επιτρεπτό να συμβεί. Left Continuous Function [Αριστερά συνεχής συνάρτηση] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη σε σύνολο D(f) και σημείο Χο του πεδίου ορισμού της. Η f λέγεται αριστερά συνεχής όταν και μόνο όταν για κάθε ακολουθία (xn) που ανήκει στο D(f) τέτοια ώστε χ,^χο η f(xn) έχει όριο το f(xo). Left Hand Derivative [Αριστερή παράγωγος] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη σε σύνολο D(f) και σημείο Χο του πεδίου ορισμού της. Η συνάρτηση f λέγεται αριστερά παραγωγίσιμη στο σημείο χ0 όταν, για τον περιορισμό της f στο (χο-Η,Χο], υπάρχει το όριο lim [f(x)-f(x0)/ x-xo] καθώς το χ τείνει στο Χο. Left Hand Polarization [Αριστερόστροφη πόλ^ωση] Η/εκτμομαγνητ. Στροφή προς τα αριστερά κατά τη διεύθυνση διάδοσης του διανύσματος του ηλεκτρικού πεδίου σε ηλεκτρομαγνητικό κύμα ελλειπτικής ή κυκλικής πόλωσης. Left Hand Rule [Κανόνας του αριστερού χεριού] Ηλεκτμομαγν. Πρακτικός τρόπος με βάση το αριστερό χέρι για την εύρεση της φοράς 1. Της δύναμης επί ρευματοφόρου αγωγού μέσα σε μαγνητικό πεδίο, που ταυτίζεται με την ένδειξη του αντίχειρα, όταν ο δείκτης και ο παράμεσος τοποθετούνται κατά τη διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου και του ρεύματος αντίστοιχα, ενώ και τα τρία δάκτυλα σχηματίζουν ορθές γωνίες μεταξύ τους 2. Του μαγνητικού πεδίου του παραγόμενου υπό ρευματοφόρου αγωγού, που ταυτίζεται με την ένδειξη των υπολοίπων δακτύλων τοποθετημένων γύρω από τον αγωγό όταν ο αντίχειρας δείχνει κατά τη φορά του ρεύματος. Left Handed Coordinate System [Σύστημα συντεταγμένων αριστερού χεριού] Μαθημ. Το σύστημα συντεταγμένων που προκύπτει από την αντιστοιχία των αξόνων x,y και z με τον αντίχειρα, τον μέσο και τον δείκτη αντίστοιχα του αριστερού χεριού όταν αυτά είναι προτεταμένα και κατά τέτοια θέση ώστε να σχηματίζουν ανά δύο ορθές γωνίες. Left Justify [Αριστερή στοίχιση] Πλημ. Όρος που περιγράφει τον τρόπο γραφής κάποιου κειμένου σε ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή και κυρίως στους κειμενογράφους, όπου όλες οι πρώτες μόνον λέξεις κάθε γραμμής βρίσκονται η μία ακριβώς κάτω από την άλλη, στην ίδια απόσταση από την άκρη του χαρτιού όπου θα τυπωθεί το κείμενο. Left Lateral Fault [Αριστερόστροφο ρήγμα] Γεωλ. Πρόκειται για ένα οριζόντιο ρήγμα, δηλαδή τη διακοπή της συνέχειας της εδαφικής μάζας κάποιου τμήματος στο εσωτερικό της Γης, όπου η σχετική κίνησή του είναι προς τα αριστερά σε σχέση με την αδιατάρακτη κατάσταση. Leg [Σκέλος] Μηχ. Χαρακτηρίζει οποιοδήποτε τμήμα ενός εργαλείου, μηχανής ή μίας κατασκευής που μπορεί να παρομοιασθεί με ένα ανθρώπινο πόδι, όταν τα σκέλη ενός απλού διαβήτη, έως τα υποστηρίγματα μίας πολύπλοκης κατασκευής κ.α.. Legendre Equation [Εξίσωση Legcndre] Μαθημ. Μια

από τις σημαντικότερες διαφορικές εξισώσεις που επιλύονται με τη χρήση δυναμοσειρών είναι η εξίσωση Legendre και έχει τη μορφή, για α σταθερό πραγματικό αριθμό, (1 -x 2 )y"-2xy'+a(a+1 )y=0. Legendre Function [Συνάρτηση Legendre] Μαθημ. Η λύση της διαφορικής εξίσωσης Legendre ονομάζεται συνάρτηση Legendre. Κάθε τέτοια συνάρτηση f μπορεί να γραφτεί με τη μορφή δυναμοσειράς: ί(χ)=Σ<Χν χν η οποία συγκλίνει τουλάχιστον στο διάστημα (-1,1). Legendre Polynomials [Πολυώνυμα Legendre] Μαθημ. Για κάθε διαφορική εξίσωση Legendre μπορεί να οριστεί η λύση της ως πολυώνυμο Pn(x). Κάθε τέτοιο πολυώνυμο έχει τη μορφή Pn(x) =Sk=o [ΤΛ\ [(-l)k(2n2k)!/2nk!(n-k)!(n-2k)!]*x και ονομάζεται πολυώνυμο Legendre βαθμού η. Legendre Transformation [Μετασχηματισμός Legendre] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f η οποία ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της κυρτότητας. Για τον τυχαίο πραγματικό αριθμό r ορίζεται η συνάρτηση Legendre να είναι g(r)=F(r,x(r)) όπου F συνάρτηση με τύπο F(r,x)=rx-f(x) η οποία εμφανίζει τοπικό μέγιστο στο σημείο x(r). Legislation [Νομοθεσία] Αμχ. Οι νόμοι που ορίζουν τον Γ.Ο.Κ. σύμφωνα με τον οποίο κρίνεται αν θα εκδοθεί η άδεια ανέγερσης οικοδομής από την αρμόδια υπηρεσία. Legrandite [Λεγκρανδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό αρσενικικό ψευδάργυρο. Σχηματίζει κιτρινωπούς ή πορτοκαλοκίτρινους, με υαλώδη λάμψη, υποδιάφανους πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος σε ασβεστολιθικά πετρώματα. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4. Leibnitz Scries [Σειρά Leibnitz] Μαθημ. Η σειρά που ορίζεται για κ από 0 στο +οο και δίνεται από τον τύπο Σ(-1) κ /(2κ+1). Το άθροισμα της σειράς Leibnitz είναι ίσο με π/4. Leibnitz Test [Κριτήριο Leibnitz] Μαθ. Έστω η σειρά Σνι,...«(- 1)νΜΟν. Αν η ακολουθία Ον είναι μη αρνητική, φθίνουσα και limav=0 τότε η σειρά συγκλίνει. Leibnitz's Formula [Τύπος Leibnitz] Μαθημ. Έστω δύο συναρτήσεις f,g και σημείο χ0 του πεδίου ορισμού τους, στο οποίο οι f και g είναι ν φορές παραγωγίσιμη. Για κάθε τέτοιο ζεύγος συναρτήσεων ισχύει Dv(fg)(xo) =Σκ-ο v(icV)D,cf(xo)Dv g(xo). Leidenfrost Effect [Φαινόμενο Leidenfrost] Φυσ. Χημ. Γ_'ταν μια πολύ λεπτή σταγόνα υγρού προσπίπτει σε λεία στερεή επιφάνεια, τότε μεταξύ σταγόνας και επιφάνειας παρεμβάλλεται ένας υμένας ατμού και χρειάζεται ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μέχρι η σταγόνα να εξατμιστεί. Leifite [Λεϊφίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φθοριούχο και πυριτικό νάτριο, αργλιο και βηρύλιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, με υαλ,ώδη λάμψη, διαφανείς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5. L Electron [Ηλεκτρόνιο L] Πυμην. Φυσ. Κατά το συμβολισμό της ηλεκτρονικής δομής ενός ατόμου, κάθε ηλεκτρόνιο της δεύτερης από το εσωτερικό στιβάδας (φλοιού) που βρίσκεται στο επίπεδο ενέργειας που αντιστοιχεί στην τιμή 2 του κύριου κβαντικού αριθμού. Lemaitre Universe [Το σύμπαν του Λεμαίτρ] Αστμοφυσ. Μοντέλο που βασίζεται στις εξισώσεις της θεωρίας της σχετικότητας για την ερμηνεία της εξέλιξης του Σύμπαντος από το προαστρικό του στάδιο του αρχικού

-825 πυρήνα της Μεγάλης Έκρηξης έως το αστρικό του στάδιο. Υποστηρίζει την ύπαρξη μιας αρχικής διασταλτικής φάσης με την ταχύτητα της διαστολής προοδευτικά ελαττούμενη, λόγω της δημιουργηθείσας τεράστιας μέσης πυκνότητας της ύλης, η οποία φθάνοντας την κριτική τιμή ισορροπίας οδηγεί σε μία κατάσταση ισορροπίας κατά το Σύμπαν του Αϊνστάιν. Lemniscate Of Bernoulli [Αημνίσκος του Bernoulli] Μαθημ. Λημνίσκος του Bernoulli ονομάζεται η καμπύλη που δίνεται από την εξίσωση r=a(cos29)I/ όπου π/4< 0 <π/4 και 3π/4<θ<5π/4. Σε καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων η εξίσωση γίνεται (x2+y2)2=a2(x2-y2), α>0 και η μετατροπή σε πολικές συντεταγμένες γίνεται με την αντικατάσταση x=r*cos0 και y=r*sinO. Lemon Grass Oil [Κυμβοπωγωνέλαιο] Υλικ. Αρωματικό αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από είδη του φυτού κυμβοπώγωνα με συστατικό την κιτράλη, τη γερανιόλη κ.λ.π. Είναι σκοτεινού χρώματος, με έντονη οσμή που προσομοιάζει του λεμονιού και χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών, αρωματικών κ.λ.π. Lemon Oil [Αεμονέλαιο] Υλικ. Αιθέριο έλαιο, ανοικτού έως σκοτεινού κίτρινου χρώματος, που λαμβάνεται με τη μέθοδο της έκθλιψης ή της απόσταξης από το φλοιό των λεμονιών με συστατικά το λεμονένιο, την κιτράλη, τη λιναλοόλη, διαφόρους εστέρες κ.λ.π. Είναι ευδιάλυτο στο διθειάνθρακα και στο κρυσταλλικό οξικό οξύ και χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών, αρωματικών κ.λ.π. Lengenbachite [Αενγενμπαχίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο μόλυβδο, αρσενικό, άργυρο και χαλκό. Σχηματίζει φαιούς, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τρίκλινους συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,8. Length [Μήκος] Γεν. Είναι ένα βασικό μετρήσιμο μέγεθος, το οποίο για ένα αντικείμενο ορίζεται ως η ευθεία γραμμή από το ένα άκρο του στο άλλο και μετριέται με τις ανάλογες μονάδες κάθε συστήματος. Length Of A Curve [Μήκος καμπύλης] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f η οποία είναι παραγωγίσιμη τουλάχιστον για ένα διάστημα [α,β]. Το μήκος της καμπύλης που αποτελεί τμήμα του γραφήματος της f υπολογίζεται με τη χρήση του ολοκληρο') ματος από το α ως το β της ποσότητας [ 1 +(f'(x)) 2 ] Lennard - Jones Potential [Δυναμικό ΑένναρντΤζόουνς] Φυα. Χημ. Η δυναμική ενέργεια συστήματος δύο μορίων, λόγω της ανάπτυξης των ασθενών ελκτικών δυνάμεων van der Waals κατά τις διαμοριακές επιδράσεις. Είναι αντίστροφα ανάλογη με την διαμοριακή απόσταση r μειούμενη περίπου κατά τον παράγοντα 1 / r7. Lens 1 [Φακός] Ηλεκτρον. Περίπτωση οργάνου το οποίο χρησιμοποιεί τη περίθλαση ή τη διάθλαση για την εστίαση φωτός. Lens 2 [Φακός] Ηλεκτρομαγν. Περίπτωση κατά την οποία όργανο το οποίο έχει αξονική συμμετρία χρησιμοποιεί μαγνητικό πεδίο για τη σύγκλιση φορτισμένων σωματιδίων. Lens 3 [Φακός] Οπτικ. Διαφανές, ομογενές και ισότροπο υλικό (π.χ. γυαλί, πλαστικό), κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να περατούται σε δύο σφαιρικές επιφάνειες ή σε μία σφαιρική και μία επίπεδη επιφάνεια, που χρησιμοποιείται ως διαθλαστικό μέσο για τη σύγκλιση ή την απόκλιση των ακτίνων και το σχηματισμό ειδώλου.

Leonids

Χαρακτηριστικό του μέγεθος είναι η ισχύς. Διακρίνονται σε συγκλίνοντες ή αποκλίνοντες και σε λεπτούς ή παχείς. Lens Element [Στοιχείο φακού] Οπτικ. Ο κάθε οπτικός φακός που αποτελεί συστατικό τμήμα ενός σύνθετου συστήματος φακών και πρισμάτων. Lens Formula [Τύπος των φακών] Οπτικ. Για λεπτό φακό, η σχέση 1/α + 1/β = Ι/f που συνδέει τις αποστάσεις α του αντικειμένου και β του ειδώλου (λαμβανόμενες θετικές ή αρνητικές για πραγματικά ή φανταστικά αντικείμενα και είδωλα αντίστοιχα) από το οπτικό κέντρο με την εστιακή απόσταση του φακού f (θετική ή αρνητική για κυρτό ή κοίλο φακό αντίστοιχα). Lens Shim [Το μέρος της εστίασης σε φακό] Οπτικ. Στη περίπτωση φακού το υλικό το κεντρικό μέρους του οποίου προκαλεί την εστίαση. Lenticle [Φακός] Γεωλ. Τύπος στρώματος ιζηματογενούς πετρώματος, με μικρή έκταση συγκριτικά με το πάχος του μειούμενου κατά τα άκρα, που περατούται σε μία τουλάχιστον κυρτή επιφάνεια στρώσης ώστε να προσομοιάζει το σχήμα ενός συγκλίνοντος φακού. Lenticular [Φακοειδής] Οπτικ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει ένα σώμα το οποίο έχει το γεωμετρικό σχήμα ενός κυρτού φακού. Lenticular Galaxy [Φακοειδής γαλαξίας] Αστρον. Ο γαλαξίας του τύπου SO, κατά τη μορφολογική ταξινόμηση των γαλαξιών κατά Χαμπλ, ενδιάμεσος μεταξύ της κατηγορία των ελλειπτικών και των σπειροειδών. Έχει δισκοειδές σχήμα αμφίκυρτου φακού με εκτεταμένο πυρήνα στερούμενου τελείως σπειρών. Περιέχει μικρή σχετικά ποσότητα μεσαστρικού υλικού και κατά συνέπεια, περιλαμβάνει κατά πολύ μέγιστη αναλογία παλαιούς αστέρες. Lenticularis [Φακοειδές νέφος] Μετεωρ. Χαρακτηριστικός τύπος νεφών, φακοειδούς σχήματος με γενικά ομαλή εμφάνιση και σαφή όρια, είτε ανεξάρτητων συνήθως υπεράνω ορεινών όγκων είτε σχετιζομένων με άλλου είδους νεφικούς σχηματισμούς, κυρίως με σωρείτες ή σωρειτομελανίτες. Lenz's Law [Νόμος ή κανόνας του Λεντς] Φυσ. Νόμος του ηλεκτρομαγνητισμού, απόρροια του αξιώματος διατήρησης της ενέργειας, σύμφωνα με τον οποίο τα εξ επαγωγής αναπτυσσόμενα ρεύματα και δυνάμεις σ' ένα κλειστό κύκλωμα, λόγω της μεταβολής της μαγνητικής ροής έχουν τέτοια φορά ώστε να τείνουν να αναιρέσουν το αίτιο που προκαλεί την επαγωγή. Leo [Λέων] Αστρον. Αστερισμός της ζωδιακής ζώνης, μεταξύ του Καρκίνου και της Παρθένου, σε ορθή αναφορά 11 ώρες και απόκλιση 15° βόρεια, που περιλαμβάνει συνολικά 81 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό, μεγέθους από πρώτου μέχρι έκτου, με λαμπρότερο τον αστέρα α ή Βασιλίσκο. Διεθνές σύμβολο: Leo Leo Minor [Λέων μικρός] Αστρον. Μικρός αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου μεταξύ του Λέοντος, της Μεγάλης Αρκτου και του Λυγκός, σε ορθή αναφορά 10 ώρες και απόκλιση 35 υ βόρεια, που περιλαμβάνει συνολικά 22 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό, μεγέθους από τετάρτου έως έκτου. Διεθνές σύμβολο: L. Mi. Leonids [Λεωνίδες ή Λεοντίδες] Αστρον. Κύριο ετήσιο σμήνος διαττόντων αστέρων, που έχει σχέση με τον κομήτη του Τέμπελ, με ακτινοβόλο σημείο στον αστερισμό του Λέοντος μεταξύ των αστέρων 3 και 6. Εμφανίζει την κύρια δραστηριότητα του μεταξύ 15 και 18

ι ·

Leonite

- 826-

Νοεμβρίου με ρυθμό πτώσης μέχρι και 19 μετεωριτών ανά ώρα και περιοδικά (κάθε 33 χρόνια) δεκάδων χιλιάδων αστέρων ανά ώρα. Leonite [Λεονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό κάλιο και μαγνήσιο. Σχηματίζει άχροους ή κιτρινωπούς, με υαλώδη ή κηρώδη λάμψη, διαφανείς πρισματικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 και ειδικό βάρος 2,2. Lepidine [Λεπιδίνη] Οργαν. Χημ. Αλκαλοειδής ένωση, η γ- μεθυλοκινολίνη, με τύπο Q0H9N, που λαμβάνεται από την κιγχονίνη με απόσταξη. Είναι άχροη (κατά την έκθεση στο φως, όμως, γίνεται καστανόχρωμη), με ιδιάζουσα οσμή, ελαιώδης ουσία ευδιάλυτη σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Lepidolite [Λεπιδολίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό κάλιο, λίθιο και αργίλιο, της ομάδας των μαρμαρυγιών. Σχηματίζει ποικιλόχρωμους, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη, διαφανείς και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8 έως 2,9. Lepidomelane [Λεπιδομέλας] Ομυκτ. Παραλλαγή βιοτίτη μελανού χρώματος και με υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο που συναντάται σε πυριγενή πετρώματα. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8 έως 3,4. Lepton [Αεπτόνιο] Πυμην. Φυσ. Κάθε σωματίδιο της μία από τις δύο μεγάλες κατηγορίες των στοιχειωδών σωματιδίων, που αλληλεπιδρούν μόνο μέσω της ηλεκτρομαγνητικής και της ασθενούς δύναμης και περιλαμβάνει 6 σωματίδια (για κάθε ένα υπάρχει και το αντίστοιχο αντισωματ ίδιο) δηλ. το ηλεκτρόνιο e\ το μιόνιο μ*, το ταυ τ" και τρία αντίστοιχα προς αυτά νετρίνα το vc, νμ, και το v t . Είναι σωματίδια χωρίς δομή με σπιν ιΛ. Lepton Conservation [Νόμος διατήρησης λεπτονίων] Πυμην. Φυσ. Σύνολο τριών ξεχωριστών νόμων διατήρησης του λεπτονικού αριθμού, ένας για κάθε ομάδα λεπτονίων δηλ. του ηλεκτρονίου, του μιονίου και του τ, σύμφωνα με τους οποίους το άθροισμα των λεπτονικών αριθμών της κάθε ομάδας λεπτονίων πριν από μία αντίδραση ή διάσπαση πρέπει να είναι ίσο με το άθροισμα των λεπτονικών αριθμών της ίδιας ομάδας μετά απ' αυτή. Lepton Decay [Αεπτονική διάσπαση] Πυμην. Φυσ. Διάσπαση στοιχειώδους υλικά σωματιδίου κατά την οποία παράγονται ως προϊόντα λεπτόνια π.χ. του πιονιού π" σε αντιμόνιο μ+ και νετρίνο (μ) νμ. Lepton E r a [Εποχή των λεπτονίων] Αστροφυσ. Κατά τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης για τη γένεση του Σύμπαντος η φάση, χρονικής διάρκειας από κλάσμα του πρώτου δευτερολέπτου μέχρι λίγα δευτερόλεπτα μετά το αρχικό γεγονός, κατά την οποία υπήρχαν κυρίως λεπτόνια και φωτόνια που αλληλεπιδρούσαν ενώ το σύμπαν διαστελλόμενο ταχύτατα ψυχόταν. Leptonic Number [Αεπτονικός αριθμός] Πυμην. Φυσ. Κάθε ένας από τρεις κβαντικούς λεπτονικούς αριθμούς του ηλεκτρονίου, του μιονίου και του τ που έχουν μη μηδενική τιμή μόνο για τα σωματίδια της αντίστοιχης ομάδας των λεπτονίων (και την αντίθετη για τα αντίστοιχα αντισωματίδια) δηλ. ο Le είναι +1 μόνο για το ηλεκτρόνιο και το νετρίνο (e), ο είναι +1 μόνο για το μιόνιο και το νετρίνο (μ) και ο C είναι +1 μόνο για το τ και το νετρίνο (τ). Leptoquark [Λεπτοκουάρκ] Πυρην. Φυσ. Στοιχειώδες

σωματίδιο, πιθανολογούμενης ύπαρξης με βάση κάποιες πειραματικές ενδείξεις, που θεωρείται ότι συνενώνει τις δύο κατηγορίες σωματιδίων των λεπτονίων (μέσω των ποζιτρονίων) και των κουάρκ και κατ' επέκταση την ηλεκτρασθενή και ισχυρή αλληλεπίδραση. Leptoquark Boson [Μποζόνιο είδους Leptoquark] Πυρην. Φυσ. Μάζας ίσης με 1015 Gev, διανυσματικό μποζόνιο με φορτίο. Προκαλεί τη διάσπαση του πρωτονίου κατά την οποία μετασχηματίζει ένα κουόρκ σε λεπτόνιο. Προέκυψε αρχικά από θεωρίες στοιχειωδών σωματιδίων. Lepus [Λαγωός] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, μεταξύ του Ωρίωνα, του Ηριδανού και του Μικρού Κυνός, σε ορθή αναφορά 6 ώρες και απόκλιση 20° νότια. Περιλαμβάνει συνολικά 42 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό από τρίτου έως έκτου μεγέθους. Διεθνές σύμβολο: Lep. Lesser Ebb [Μικρή άμπωτις] Ωκεαν. Η μία απύ τις δύο φάσεις της αμπώτιδας του παλιρροϊκού κύκλου μιας σεληνιακής μέρας κατά την οποία σημειώνεται, συγκριτικά με την άλλη, μικρότερου ύψους από τη μέση ημερήσια στάθμη ρηχία. Lesser Flood [Μικρή πλημμυρίδα] Ωκεαν. Η μία από τις δύο φάσεις της πλημμυρίδας του παλιρροϊκού κύκλου μιας σεληνιακής μέρας κατά την οποία σημειώνεται, συγκριτικά με την άλλη, μικρότερου ύψους από τη μέση ημερήσια στάθμη πλήμμη. Letdown Procedure [Προετοιμασία προσγείωσης] Αεροναυτ. Όλα) η απαραίτητη διαδικασία που γίνεται κατά την πτήση ενός αεροσκάφους λίγο πριν την προσγείωσή του και κυρίως όσα αφορούν τη μείωση του ύψους που πετάει. Lctovicite [Λετοβισίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από όξινο θειικό αμμώνιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, με υαλώδη λάμψη, διαφανείς ψευδοεξαγωνικούς κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,8. Letter Plate [Υποδοχή γραμμάτων] Αρχ. 1. Πλάκα που ενσωματώνεται στον εξοπλασμό πόρτας και αποτελείται από μία εγκοπή στον ταμπλά από όπου εισέρχονται τα γράμματα, και από ένα δίσκο υποδοχής τους. 2. Πλάκα αναγραφής τίτλ.ων και επαγγελμάτων στην είσοδο κατοικίας ή πολυκατοικίας. Letter Quality [Ποιότητα γραφομηχανής] Υπολ. Ποιότητα εκτύπωσης αντίστοιχης της γραφομηχανής. Letter Quality Printer [Εκτυπωτής με ποιότητα γραφομηχανής] Υπολ.. Ο εκτυπωτής, του οποίου η ποιότητα εκτύπωσης είναι αντίστοιχη της γραφομηχανής. Letters Shift [Μετατόπιση γραμμάτων] Επικοιν. Μετατόπιση, μη εμφάνιση ή διπλασιασμός γραμμάτων μετά το πάτημα των πλήκτρων που συμβαίνει στην υπηρεσία Telnet μέσω του μηχανισμού της ηχούς επί της οθόνης. Leucine [Λευκίνη] Βιοχημ. Ουδέτερο φυσικό αμινοξύ, μεγάλης βιολογικής σημασίας και ιδιαίτερα διαδεδομένο, με τύπο CsHoC^N, το α- αμινοισοβουτυλοξικό οξύ, που λαμβάνεται ως προϊόν οδρόλυσης πρωτεϊνών (π.χ. ιαξεϊνης, οξυαιμοσφαιρίνης). Είναι άχροη, οπτικώς ενεργή, με πικρή γεύση κρυσταλλική ένωση διαλυτή στο νερό και ελάχιστα διαλοτή στους οργανικούς διαλύτες. Leucite 2 [Λευκίτης] Ομυκτ. Πρόκειται για λευκό ή ανοιχτόχρωμου γκρι χρώματος ορυκτό, που περιέχει πυριτικό άλας του καλίου και του αργλίου και ανήκει στην ομάδα των αστριοειδών.

- 827 Lcuco Compound [Λευκοένωση] Opyav. Χημ. Η άχροη, υδατοδιαλυτή οργανική ένωση στην οποία μετατρέπεται με αναγωγή (π.χ. με αλκαλικό διάλυμα υδροθειώδους νατρίου) μη υδατοδιαλυτή έγχρωμη ένωση, της ομάδας των χρωμάτων αναγωγής π.χ. το ινδικό, προσκειμένου να επιτευχθεί ο διαποτισμός βαφόμενου υλικού και από την οποία επανακτόνται τα αρχικά χρώματα με οξείδωση (με έκθεση στον ατμοσφαιρικό αέρα ή με διαλύματα οξειδωτικών αλάτων). Leucocratic [Λευκοκρατικός] Γεωλ. Όρος που αποδίδεται σε πυριγενή πετρώματα με ανοιχτό χρωματισμό λόγω της επικράτησης των ανοιχτόχρωμων ορυκτών σε βάρος των σκοτεινόχρωμων που περιορίζονται σε αναλογίες μικρότερες του ενός τρίτου του συνόλου. Leucophanite [Λευκοφανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φθόριο και πυριτικό βηρύλλιο, νάτριο και ασβέστιο. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9. Leucophosphite [Λευκοφωσφίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό σίδηρο και κάλιο. Σχηματίζει λευκούς ή φαιούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3. Leucoxene [Λευκόξενος] Ορυκτ. Ορυκτό των πυριγενών πετρωμάτων με λεπτοκοκκώδη υφή, είδος τιτανίτη που προέρχεται από την αλλοίωση του ιλμενίτη. Leuneburgite [Λενμπεργίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό μαγνήσιο και βορόνιο. Σχηματίζει ψευδοεξαγωνικούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2. Levander Oil [Ελαιο λεβάντας] Υλικ. Αιθέριο έλαιο, με κύρια συστατικά οξικό λιναλύλιο, εστέρες της λιναλόλης, γερανιόλη κ.λ.π. που λαμβάνεται από τις ανθοφόρες κορυφές κυρίως της λαβαντίδας της φαρμακευτικής με απόσταξη. Χρησιμοποιείται, στην αρα>ματοποιία, στη σαπωνοποιία κ.λ.π. Levante [Λεβάντες] Μετεωρ. Όρος με τον οποίο ονομάζεται ένας άνεμος που φυσάει από τα ανατολικά ή τα βορειοανατολικά. Levee [Πρόσχωση] Υδρολ. Ονομάζεται η συσσώρευση και απόθεση άμμου και κροκαλοπαγών εδαφικών υλικών από τα νερά ενός ποταμού, όπου τελικά σχηματί-

Lever Boards

κόρυφη θέση νήματος εκκρεμούς (νήμα στάθμης), Level 6 [Στάθμη] Πυρην. Φυσ. Κάθε μία από ένα σύνολο επιτρεπτών διάκριτων ενεργειακών καταστάσεων για σωματίδιο (θεωρούμενου ως κβαντικού ταλαντωτή) του ατόμου. Level 7 [Χωροβάτης / Χωροβατική μέτρηση] Γνωδ. 1. Τοπογραφικό όργανο, του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στη συνδυασμένη χρήση αεροστάθμης, τηλεσκοπίου και ράβδου φέρουσας διαβαθμίσεις, για τον ακριβή υπολογισμό υψομετρικών διαφορών. 2. Ο υπολογισμός της υψομετρικής διαφοράς δύο σημείων με χρήση χωροβάτη. Level [Επίπεδο] Πληρ. Στην οργάνωση ενός κώδικα λογισμικού προγράμματος ή άλλου ψηφιακού συστήματος, είναι κάθε σύνολο το οποίο σχηματικά βρίσκεται επάνω ή κάτω από κάποιο άλλο, ώστε να δηλωθεί μία δομημένη εικόνα της όλης διαδικασίας, Level Compensator [Αντισταθμιστής στάθμης] ϊϊλεκτρον. Διάταξη αυτόματης ρύθμισης της τιμής του εισερχόμενού σήματος με την εξουδετέρωση των ανεπιθύμητων μεταβολών του πλάτους του. Level Width [Εύρος στάθμης] Φυσ. Το εύρος μιας ασταθούς καταστάσεως ως προς την ενέργεια εξαιτίας του πεπερασμένου χρόνου ζωής της. Leveling Rod [Υψομετρική ράβδος τοπογράφου] Μηχ. Γνωστή και ως σταδία, είναι μία βαθμονομημένη ράβδος, ξύλινη ή μεταλλική και συνήθως πτυσσόμενη, η οποία είναι απαραίτητη για τις τοπογραφικές μετρήσεις, καθώς στερεώνεται κατακόρυφα σε κάποιο σημείο και μέσα από το γεωδαιτικό όργανο λαμβάνεται μία τιμή επάνω στην κλίμακά της. Levelled Finish [Λείανση επιφάνειας] Πολ. Μηχ. Σε μια διακοσμητική επιφάνεια η τελική λείανσή της έτσι ώστε όλες οι μικροατέλειες να ισοπεδωθούν και το άποτέλεσμα να είναι ένα ενιαίο επίπεδο, Leveller [Ισοπεδωτήρας] Μηχ. Κάθε μηχάνημα (π.χ. σκαπτικό) που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και την επίπεδη διαμόρφακιη γήινης έκτασης, Levelling Instrument [Όργανο ισοστάθμισης] Μηχ. Κάθε όργανο τύπου αεροστάθμης φυσαλίδας ή νήματος στάθμης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της οριζόντιας θέσης. Levelling Screw [Κοχλίας ισοστάθμισης] Μηχ. Ρυθμιστικός κοχλίας για την σταθεροποίηση εξαρτήματος στην οριζόντια θέση.

ζεται ένα είδος φυσικού φράγματος με την ανύψωση Levenstein Process [Διεργασία Levenstein] Χημ. της στάθμης του πυθμένα του. Μηχ. Μέθοδος παραγωγής αερίου μουστάρδας, 1 Level [Επίπεδο έντασης] Ακουστ. Στη περίπτωση του που χρησιμοποιήθηκε ως τοξικό χημικό αέριο καήχου δηλώνει τη σχετική ένταση του. τά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασίζεται 2 Level [Επίπεδο] Γεν. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει και στην αντίδραση CH2=CH2 + S 2 C1 2 (C1C2H4)2S + την στάθμη του μεγέθους που μετράει ένα όργανο με S. κάποιες μονάδες βάσει μίας βαθμιδοπής κλίμακας. Lever [Μοχλός] Μηχ. Μία από τις απλούστερες μηχανι3 Level [Επίπεδο] Επικοιν. Συνηθισμένος όρος στην ηλε- κές διατάξεις, γνωστή ήδη από την αρχαιότητα, η οποίκτρονική που συνήθως δηλώνει μια τιμή ενός μετρήσι- α αποτελείται από μία άκαμπτη ράβδο, που ανάλογα με μου μεγέθους. το σημείο στήριξης της και την απόσταση του σημείου 4 Level [Στάθμη] Η/εκτρον. Η τιμή χαρακτηριστικού με- εφαρμογής της δύναμης σε κάποιο αντικείμενο, μπορεί γέθους ενός σήματος, κυρίως ως το εύρος της διαφο- να το ανυψώσει ή να το μετακινήσει, εκμεταλλευόμενη ράς του από το αντίστοιχο μέγεθος σήματος αναφοράς, την αναπτυσσόμενη ισορροπία των ροπών. 5 Level [Στάθμη] Μηχ. Όργανο διαφόρων τύπων για τον Lever Boards [Περσίδες] Πολ. Μηχ. Μία από τις σειέλεγχο της οριζοντίωσης μιας επίπεδης επιφάνειας ή ρές ελασμάτων-περσίδων που είναι συνδεδεμένες μεευθείας γραμμής με βάση είτε τη θέση ισορροπίας φυ- ταξύ τους για να αναπροσαρμόζονται όλες μαζί από σαλίδας μέσα σε κλειστό επιμήκες ή κυλινδρικό γυάλι- ένα χειροκίνητο μηχανισμό. Σχηματίζουν ένα είδος νο δοχείο πλήρες ευκίνητου υγρού (κυρίως μίγματος προστασίας του παραθύρου από τη βροχή και το χιόνι, οινοπνεύματος και υγρού), τοποθετημένου σε επίπεδη ενώ συγχρόνως ελέγχουν το φωτισμό και τον αερισμό, βάση μεγάλης ακρίβειας (αεροστάθμη) είτε την κατα- Μπορεί να βρίσκονται στο εσωτερικό ή το εξωτερικό

Lever Handle

-828 -

του ανοίγματος. Lever Handle [Χειρολαβή πόρτας] Πολ. Μηχ. Μία οριζόντια χειρολαβή πόρτας που στρέφει το μάνταλο της κλειδαριάς. Συνήθως συνοδεύεται και από αντίστοιχη χειρολαβή στο πίσω μέρος του φύλλου, εκτός αν πρόκειται για εξωτερική πόρτα, οπότε από την έξω πλευρά έχει πόμολο. Leverage [Ενέργεια μοχλού] Μηχ. Η απόδοση ή η μηχανική ωφέλεια ενός μοχλού που συνίσταται στον πολλαπλασιασμό της ασκούμενης δύναμης στο σημείο ενέργειας της αντίστασης, κατά αριθμό ίσο με το πηλίκο το μοχλοβραχίονα της δύναμης προς τον μοχλοβραχίονα της αντίστασης. Levi - Civita Connection [Συνεκτικότητα Levi Civita] Μαθημ. Η μοναδική συμμετρική συνεκτικότητα πάνω σε μία (ψεύδο-) Riemannian πολλαπλότητα η οποία είναι συμβατή με το μετρικό τανυστή. Δηλ. η συναλλοίωτη παράγωγος του μετρικού τανυστή είναι μηδέν. Οι συντελεστές της συνεκτικότητας είναι τα δεύτερου είδους σύμβολα Christoffel. Levi - Civita Symbol [Σύμβολ.ο Levi - Civita] Μαθημ. Όσον αφορά το σύμβολο μετάθεσης, ειδικός όρος που αναφέρεται σ' αυτό. Levigation [Λειοτρίβηση] Χημ. Η μηχανική διεργασία της μετατροπής στερεού υλικού σε πολύ λεπτή σκόνη, σε ειδικούς θραυστήρες που, σε κάθε στάδιο, συνοδεύονται από διαχωρισμό των κονιοποιημένων υλικών κατάλληλης λεπτότητας με τη βοήθεια ρεύματος ύδατος στους διαχωριστές. Levitation [Αιώρηση] Φυσ. Πρόκειται για τη φαινομενική ακινητοποίηση ενός αντικειμένου στον αέρα, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, που οφείλεται όμως στις δυνάμεις που αναπτύσσονται από την επίδραση των ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων σε αυτύ. Levynite [Αεβινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας των ζεολίθων αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό αργίλαο, ασβέστιο, νάτριο και κάλνίο. Σχηματίζει λευκούς, κίτρινους ή ερυθρωπούς, διαφανείς έως ημιδιαφανείς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1. Lewis [Είδος λοστού] Μηχ. Είναι μία ανθεκτική χαλύβδινη ράβδος, με την κατάλληλη προσαρμογή στην άκρη της, ώστε να θηλυκώνει και να ανυψώνει μεγάλους λίθινους ογκόλιθους. Lewis Acid [Οξύ κατά Λιούις] Χημ. Θεωρείται κάθε ένωση που έχει τη δυνατότητα να δεχτεί ένα ηλεκτρονικό ζεύγος από δότη προς σχηματισμό δεσμού (π.χ. ενώσεις που ένα στοιχείο τους παρουσιάζει χάσμα ηλεκτρονικής οκτάδας). Στην ευρύτερη ταξινόμηση των χημικών αντιδραστηρίων σε ηλεκτρονιόφλα και πυρηνόφλα, όλο τα οξέα κατά Lewis είναι ηλεκτρονιόφλα. Lewis Base [Βάση του Αιούις] Χημ. Θεωρείται κάθε ένωση που έχει τη δυνατότητα να διαθέσει ένα ηλεκτρονικό ζεύγος σε δέκτη προς σχηματισμό δεσμού (π. χ. ενώσεις με ζεύγος αδεσμικών ηλεκτρονίων). Στην ευρύτερη ταξινόμηση των χημικών αντιδραστηρίων σε ηλεκτρονιόφλα και πυρηνόφιλα, όλες οι βάσεις κατά Lewis είναι πυρηνόφλα. Lewis Number [Αριθμός Lewis] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη φαινομένων μεταφοράς θερμότητας και μάζας. Συμβολίζεται με Ν^ και ορίζεται ως ο λόγος θερμικής διαχυτότητας προς διαχυτότητα μάζας. Ισούται επίσης με το πηλίκο των αδιάστατων αριθμών Schmidt και Prandtl.

Lewis Theory [Θεωρία του Αιούις] Χημ. Θεωρία, ως επέκταση της διάκρισης των Bronstcd και Lowry, για την ταξινόμηση των χημικών αντιδραστηρίων κατά τον όξινο ή βασικό χαρακτήρα τους με βάση την ικανότητα τους πρόσληψης (οξέα) ή διάθεσης (βάσεις) ενός ζεύγους ηλεκτρονίων προς σχηματισμό δεσμού. Λόγω των αδυναμιών της στην περίπτωση οξειδοαναγωγικών συστημάτων μεταφοράς ενός ηλεκτρονίου και στις ταχύτητες ορισμένων αντιδράσεων, γενικεύτηκε με τη θεωρία των ηλεκτρονιύφλων και πυρηνόφιλων. Lewisite [Λεβισίτης] Χημ. Πολεμικό αέριο της κατηγορίας των αρσινών, που είναι αρσινοχλωρίδιο με τύπο C2H2ASCI3 και φέρει το όνομα του εφευρέτη του Lewis. Παρασκευάζεται με επίδραση ακετυλενίου επί χλωριούχου αρσενικού και είναι ισχυρά τοξικό υγρό με ερεθιστική και καυστική δράση. Ως αντίδοτο του λειτουργεί ο BAL (βρετανικός αντιλεβισίτης). Lexell's Comet [Κομήτης του Λέξελ] Αστμον. Κομήτης με χρονολογία ανακάλυψης το 1770 που σημείωσε τη μεγαλύτερη προσέγγιση προς τη Γη αλλά σύντομα έγινε μη ορατός λόγω των παρέλξεων της τροχιάς του από τη βαρυτική επίδραση του Δία. Lexicographic Order [Λεξικογραφική διάταξη] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Λ={λ| ,...,λ|} υποσύνολο των πραγματικών αριθμών στο οποίο έχει οριστεί διάταξη λ>μ. Η διάταξη αυτή ονομάζεται λεξικογραφική όταν ισχύουν οι προϋποθέσεις: λ=Σξλ και μ=Σηλ με ξι,η, πραγματικούς και υπάρχει ένας δείκτης s τέτοιος ώστε ξί=η, για κάθε i <s-1 και ξ5>ηΧ. Leyden J a r [Δοχείο Λέϋντεν] Ηλεκ. Η αρχαιότερη απλή μορφή πυκνωτή που φέρει ως οπλισμούς λεπτά μεταλλικά ελάσματα (π.χ. από κασσίτερο) επικολλημένα στην εσωτερική και την εξωτερική επιφάνεια γυάλινου δοχείου (ως διηλεκτρικό), που έχει ευρύ στόμιο με μονωτικό δακτύλιο μέσα από το οποίο διέρχεται αγώγιμη ράβδος συνδεδεμένη με την εσωτερική επίστρωση για την ηλεκτρική του φόρτιση. Lherzolite [Λερζόλαθος] Γεωλ. Υπερβασικό πυριγενές πέτρωμα, είδος περιδοτίτη, αποτελούμενο κυρίως από χρυσόλιθο με πυρόξενο και πικοτίτη (ποικλία σπινελλίου με χρώμιο). L'Hospital's Rule [Κανόνας του L'Hospital] Μαθημ. Έστω f και g παραγωγίσιμες συναρτήσεις ορισμένες σε σύνολο 1 και χ0 στοιχείο του I. Αν limf(x)=limg(x)=0 καθώς το x τείνει στο Χο, για κάθε χ στο Ι\(χο} ισχύει g'(xo)fO και υπάρχει το όριο lim[f (x)/g'(x)]=k καθώς το χ τείνει στο Χο τότε lim[f(x)/g(x)]=lim[f'(x)/g'(x)]=k όταν χ—>χ0. Ο κανόνας του L'Hospital χρησιμοποιείται για την άρση της απροσδιοριστίας 0/0. Li [Σύμβολο λιθίου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του λιθίου. Liability [Νομική ευθύνη] Αμχ. Η ευθύνη που αναλαμβάνει απέναντι στο νόμο ο αρχιτέκτονας, ο κατασκευαστής αλλά και η τοπική αρχή για την κατασκευή ενός έργου. Ανάλογα με την ισχύουσα νομοθεσία σε περίπτωση παρέκκλισης από τον νόμο, καταστροφής ή ατυχήματος καλείται ο έχων την ευθύνη να απολογηθεί ενώπιον του νόμου και αναλαμβάνει τις αποζημιώσεις. Libby Effect [Φαινόμενο Λίμπυ] Γεωχημ. Η απόκλιση από τη τιμή του 1,3. ΙΟ"12 της σχετικά σταθερής αναλογίας του ραδιενεργού, δημιουργούμενου από την κοσμική ακτινοβολία, άνθρακα -14 προς τον άνθρακα 12 στο μόριο του διοξειδίου του άνθρακα στην ανώτερη ατμόσφαιρα (και κατ' επέκταση και στους ζωντα-

- 829 -LiquidInMetalThermometer νούς οργανισμούς), λόγω της ανύψωσης και διασποράς ραδιενεργών καταλοίπων κατά τις πυρηνικές εκρήξεις. Libethenite [Λιμπεθενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό φωσφορικό χαλκό. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, με υαλώδη λάμψη, ημιδιάφανους έως υποδιάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,6 έως 4. Libra [Ζυγός] Αστρον. Αστερισμός της ζωδιακής ζώνης μεταξύ της Παρθένου και του Σκορπιού, σε ορθή αναφορά 15 ωρών και απόκλισης 15° νότια. Περιλαμβάνει συνολικά 52 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό μεγέθους από τρίτου έως έκτου. Διεθνές σύμβολο: Lib. Librarian [Επιμελητής βιβλιοθήκης] Υπολ. 1. Ένα ή περισσότερα προγράμματα των οποίων η χρήση αποσκοπεί στη διαφύλαξη και την οργάνωση των βιβλίοθηκών προγραμμάτων του λειτουργικού συστήματος του υπολογιστή. 2. Το άτομο, το οποίο είναι αρμόδιο για την οργάνωση, συντήρηση και έλεγχο της πρόσβασης στη βιβλιοθήκη όπου βρίσκονται αποθηκευμένα αρχεία και προγράμματα. Library [Βιβλιοθήκη] Πλημ. Στον χώρο της πληροφορικής, με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο περιέχει μία ευρεία συλλογή από έτοιμα παραδείγματα εφαρμογής του προγράμματος. Libration [Λίκνιση] Αστμον. Το φαινόμενο των πραγματικών ή φαινομενικών, πολύ μικρών περιστροφικών παλινδρομικών κινήσεων ενός δορυφορικού ουράνιου, σώματος όπως φαίνεται από το κεντρικό ουράνιο σώμα γύρω από το οποίο περιφέρεται. Libration In Latitude [Λίκνιση ως προς το γεωγραφικό πλάτος] Αστμον. Το είδος της σεληνιακής λίκνισης που οφείλεται στο ότι ο άξονας περιστροφής της δεν είναι ακριβώς κάθετος επί του επιπέδου της τροχιάς της (σχηματίζει γωνία 83 μοιρών, 20 πρώτων και 49 δεύτερων λεπτών) με αποτέλεσμα να είναι παρατηρήσιμες από τη Γη, κατ' εναλλαγή, μεγαλύτερες εκτάσεις των σεληνιακών πόλων. Libration In Longitude [Λίκνιση ως προς το γεωγραφικό μήκος] Αστμον. Το είδος της σεληνιακής λίκνισης που οφείλεται στη μη διατήρηση σταθερής τροχιακής ταχύτητας κατά την κίνησή της, λόγω του ελλειψοει-

κνότητα στρωμάτων, ρεύματα κ.λ.π.) καθώς και για τον έλεγχο της πτήσης αερολογικών μετεωρολογικών οργάνων, Lidocaine [Λιδοκαΐνη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και λιγνοκαινη ή ξυλοκαΐνη. Αποτελεί παράγωγο του ακετανιλιδίου, με χημικό τύπο 2,6-CHrC6Hr NHCOCH2N(C2H5)2, σημείο τήξεως 68-69 °C και σημείο ζέσεως 180-182 °C. Είναι λευκή κρυσταλλική σκόνη, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα, Χρησιμοποιείται α)ς τοπικό αναισθητικό, Lie Algebra [Lie άλγεβρα] Μαθημ. Ένα σύνολο G καλείται άλγεβρα Lie πάνω σε έναν αντιμεταθετικό δακτύλιο Κ με μονάδα όταν πληρούνται προϋποθέσεις άμεσα εξαρτώμενες από τις αγκύλες Lie. Όταν ο δακτύλιος Κ είναι το σύνολο των μιγαδικών τότε το G καλείται μιγαδική άλγεβρα Lie. Lie Bracket [Αγκύλη Lie 1 Μαθ. Μετασχηματισμύς ο οποίος ορίζεται από το G'G στο G σύνολο πάνω σε μοναδιαίο δακτύλιο Κ και αντιστοιχίζει κάθε ζεύγος (Χ,Υ)-»[Χ,Υ] έτσι ώστε [ZajXj,Zbjyj]e Zajbj[Xi,Yj] και [Χ,Χ]=0 για κάθε a^bj στο Κ και X,Xj,Yj στο G. Κάθε αγκύλη Lie ικανοποιεί την ιδιότητα: [Χ,[Υ,Ζ]]+[Υ,[Ζ, Χ]]+[Ζ,[Χ,Υ]]=0. Lie Derivative [Παράγωγος Lie] Μαθ. Γραμμικός διαφορικός τελεστής ο οποίος συμβολίζεται L v w και προκύπτει μέσω της χρήσης των αγκυλών Lie [v,w] για δυο στοιχεία ν και w διανυσματικού χώρου, Liebigite [Λιεμπιγκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο ανθρακικό ασβέστιο και ουράνιο. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη, διάφανους έως ημιδιάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,4. Lienard - Wiechert Potentials [Δυναμικά Lienard Wiechert] Πλεκτμομαγν. Στην περίπτωση ενός σημειακού φορτίου σε κίνηση τα Lienard - Wiechert δυναμικά αποτελούνται από το προχωρημένο και καθυστερημενο βαθμωτό και διανυσματικό δυναμικό, συναρτήσει της προχωρημένης και της καθυστερημένης θέσης και ταχύτητας αντίστοιχα, Life Raft [Ναυαγοσωστική σχεδία] Ναυπηγ. Χρησιμοποιείται για την εγκατάλειψη του πλοίου εν πλω. —» Lifeboat

δούς με τρεις άνισους άξονες σχήματος αυτής, με αποτέλεσμα να είναι παρατηρήσιμες από τη Γη, κατ' εναλίαγή, μεγαλύτερες εκτάσεις ανατολικά και δυτικά του ακριβούς ημισφαιρίου. Lichtenberg Figure [Σχήμα Λίχτενμπεργκ] Η)χκ. Συμμετρικό σύνθετο σχήμα επί της επιφάνειας στερεού μονωτικού υλικού υπό την επίδραση υψηλών τάσεων λόγω φαινομένων ιονισμού, είτε άμεσα παρατηρήσιμο με τη βοήθεια επικάλυψης σκόνης είτε έμμεσα με την εμφάνιση της λανθάνουσας εικόνας του επί φωτογραφικής πλάκας. Lid [Κάλυμμα] Αμχ. 1. Σε φρεάτιο ανελκυστήρα η πλάκα που τοποθετείται στην κορυφή για να προστατεύει το φρεάτιο αλλά και τον θάλαμο από την υγρασία και τη φθορά, αλλά και για να αποφευχθούν ατυχήματα από πτώση. 2. Θυρόφυλλο πόρτας 3. Καπάκι, κάθε στοιχείο που λειτουργεί ως κάλυμμα μιας κατασκευής. Lidar [Λιντάρ] Οπτικ. Ακρωνύμιο του Light Detection and Ranging (φωτοανίχνευση και επόπτευση). Είναι διάταξη εκπομπής και λήψης δέσμης ακτίνων λέιζερ στην υπέρυθρη περιοχή του φάσματος για την ανίχνευση των ατμοσφαιρικών φαινομένων (νεφοκάλυψη, πυ-

Life Test [Δοκιμή διάρκειας ζωής] Μηχ. Είναι κάθε πείραμα που αποσκοπεί στην προσομοίωση σε σύντομο χρονικά διάστημα, όλων των συνθηκών στις οποίες υποβάλλεται ένα τεχνικό προϊόν, όπως για παράδειγμα μία μηχανή, για να εκτιμηθεί στατιστικά η χρονική διάρκεια που αυτό θα είναι λειτουργήσιμο. Life Time [Χρόνος ζωής] Φυσ. Χημ. Ο συνολικός χρόνος που ένα φαινόμενο, σώμα ή διάταξη ή χαρακτηριστική ιδιότητα είναι σε λειτουργία ή σε ύπαρξη, Life Zone [Βιογεωγραφική ζώνη] Οικολ. Όρος που στην οικολογία χαρακτηρίζει μία ευρεία περιοχή της Γης όπου όλα τα επιμέρους τμήματά της εμφανίζουν παρόμοιες κλιματολογικές συνθήκες και παραπλήσια χλωρίδα και πανίδα. Lifeboat [Σωσίβια λέμβος] Ναυπηγ. Η απαραίτητη βάρκα που πρέπει να έχει κάθε πλοίο και σε αριθμό ανάλογα με τη χωρητικότητά του σε άτομα, ώστε να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που αυτό βουλιάξει. Η σωσίβια λέμβος συνοδεύεται από την απαραίτητη διάταξη για τη γρήγορη καθέλκυσή της στο νερό και από όλα τα εφόδια πρώτης ανάγκης. Lift 1 [Αεροδυναμική άντωση] Αεμοναυτ. 1. Η συνιστώ-

- 830 -LiquidInMetalThermometer σα της ολικής αεροδυναμικής δύναμης επί της φέρουσας επιφάνειας αεροσκάφους ως προς άξονα κάθετο προς τη διεύθυνση ίου σχετικού ανέμου και αντίθετη προς τη δύναμη της βαρύτητας. Χαρακτηρίζεται από το αεροδυναμικό συντελεστή άντωσης. 2. Η ανωστική δύναμη, αντίθετη προς τη δύναμη της βαρύτητας, που ασκείται στα αεροπλοϊκά σκάφη βάρους μικρότερου του βάρους του εκτοπιζόμενου αέρα. Lift" [Ανελκυστήρας] Μηχ. Είναι μία ηλεκτρική συσκευή, η οποία με την όλη εγκατάστασή της, επιτρέπει την εύκολη και άνετη κατακόρυφη ανύψωση ανθρώπων και αντικειμένων μέσα σε κτίρια κατοικιών, γραφείων, αποθηκών, χώρων στάθμευσης, δημόσια κτίρια και άλλα. Lift Bridge [Ανυψωτική γέφυρα] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για έναν τύπο γέφυρας που είτε μετακινείται ολόκληρη προς τα κάτω ώστε βυθιζόμενη να επιτρέπει την διέλευση των πλοίων, είτε ανοίγει σε δύο κομμάτια, τα οποία κινούνται αρθρωτά ως προς τα άκρα τους, για τον ίδιο σκοπό. Lift Car [Θάλαμος ανελκυστήρα] Πολ. Μηχ. Ο θάλαμος συνήθως σχετικά μικρών διαστάσεων, εκτός αν εξυπηρετεί μεγάλο κτίριο, που μετακινείται πάνωκάτω μέσα σε ένα κατακόρυφο φρεάτιο και μεταφέρει ανθρώπους και αντικείμενα στους διάφορους ορόφους του κτιρίου. Είναι αναρτημένος με συρματόσχοινα και η μετακίνησή του γίνεται με μηχανισμό τροχαλίας. Lift Coefficient [Συντελεστής άντωσης] Αστμοναυτ. Ο αδιάστατος αεροδυναμικός συντελεστής στον τύπο προσδιορισμού της αεροδυναμικής άντωσης, που είναι L = CL ρ V-S / 2 όπου ρ η πυκνότητα του ήρεμου μέσου, V η ταχύτητα κίνησης ως προς το μέσο και S το χαρακτηριστικό εμβαδόν της επιφάνειας του σώματος. Εξαρτάται από το σχήμα, τη γωνία προσβολής και τους αριθμούς των κριτηρίων ομοιότητας (π.χ. αριθμός του Μαχ, του Ρέϋνολντς, του Πραντλ κ.λ.π.) και συνήθως καθορίζεται πειραματικά με βάση μετρήσεις επί μοντέλων σε αεροδυναμικές σήραγγες και εργαστήρια. Lift - Drag Ratio [Αόγος αεροδυναμικής άντωσηςαντίστασης] Αεροναυτ. Το πηλίκο της αεροδυναμικής άντωσης προς την αεροδυναμική αντίσταση ή των αντίστοιχων αδιάστατων αεροδυναμικών συντελεστών. Είναι απαραίτητη παράμετρος για τον αεροδυναμικό υπολογισμό των αεροσκαφών και ιδιαίτερα της ταχύτητας για δεδομένα χαρακτηριστικά έλξης των κινητήρων. Lift Pump [Ανυψωτική αντλία] Μηχ. Τύπος απλής αντλίας για την ανύψωση υγρού σε υψηλότερο επίπεδο που αποτελείται από κυλινδρικό σώμα στη βάση του οποίου είναι προσαρμοσμένη βαλβίδα για τη σύνδεση με το προς άντληση υγρό και στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει, καλά εφαπτόμενο επ' αυτού, έμβολο με βαλβίδα παλινδρομικής κίνησης. Lifting Beam [Δοκός γερανού] Πολ. Μηχ. Μια ατσάλινη δοκός φτιαγμένη από ιδιαίτερα ανθεκτικά υλικά, που είναι συνδεδεμένη με τροχαλία για να ανασηκώνει φορτία που δε μπορούν να μεταφερθούν αλλιώς σε ανώτερους ορόφους της οικοδομής. Lifting Block [Ανυψωτικό σύστημα] Μηχ. Είναι ένας συνδυασμός τροχαλιών και σχοινιών με τον οποίο μπορεί να ανυψωθεί κάποιο αντικείμενο χρησιμοποιώντας αναλογικά πολνύ μικρότερη δύναμη από το βάρος του. Lifting Frame [Σκελετός γερανού] Πολ. Μηχ. Ο σκελετός μιας κατασκευής που περιλαμβάνει δοκούς σιδε-

ρένιες συνδεδεμένες με συρματόσχοινα και τροχαλίες και η οποία χρησιμοποιείται για την ανέγερση και τη μετακίνηση ιδιαίτερα μεγάλων φορτίων κατά την ανέγερση οικοδομής. Ligand [Περιφερειακός Υποκαταστάτης] Χημ. Σε ένα σύμπλοκο μόριο, ορίζονται τα ιόντα, άτομα, ομάδες ατόμων ή μόρια, που είναι ενωμένα με το κεντρικό άτομο. Διεθνώς χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος. Light 1 [Φως] Αμχ. I. Ένα παράθυρο-άνοιγμα σε ένα κτίριο που επιτρέπει την είσοδο του φωτός. 2. Το παραθυρόφυλλο που αποτελείται από μεγάλο τζαμλίκι και το οποίο μπορεί να χωρίζεται από καϊτια σε πιο μικρά ανοίγματα διαφόρων σχεδίων. 3. Ένα εξάρτημα που προκαλεί τον τεχνητό φωτισμό ενός χο>ρου, κυρίως με τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. 4. Ηλεκτρομαγνητική ενέργεια. Light 2 [Φως] Φυσ. 1. Κατ' ακριβολογία, ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με μήκος κύματος από 380 nm έως 780 nm, στην ορατή περιοχή του φάσματος που μπορεί να γίνει αντληπτή από το φυσιολογικό ανθρώπινο οφθαλμό χωρίς τη βοήθεια οργάνων. 2. Γενικότερα, και κάθε ηλεκτρομαγνητική μη ορατή ακτινοβολία με μήκος κύματος εκτός του εύρους των τιμών του ορατού φωτύς όπως η υπεριώδης, η υπέρυθρος, οι ακτίνες χ και τα ραδιοκύματα. Light Absorption [Απορρόφηση του φωτός] Οπτικ. 1. Το φαινόμενο κατά το οποίο φωτεινή ακτινοβολία κατά τη δίοδο της δια υλικού μέσου, υφίσταται ελάττωση της αρχικής της έντασης (εξαρτώμενη από την ενέργεια του φωτονίου και τις ιδιότητες του υλικού) λόγω της συγκράτησης αριθμού φωτονίων της από τα άτομα των υλικών σωματιδίων, της ενέργειας τους μετατρεπόμενης σε έργο ιονισμού αυτών κατά το φωτοηλεκτρικύ φαινόμενο. 2. Η ποσότητα που αφορά την χωρίς επανεκπομπή, ανάκλαση ή μετάδοση ικανότητα ενός σώματος να απορροφά φως. Light Air [Υποπνέων άνεμος] Μετεωμ. Ιδιαίτερα ασθενής (μη αισθητός από ανεμοδείκτη) άνεμος, της πρώτης βαθμίδας της ανεμομετρικής κλίμακας Μποφόρ, που πνέει με μέση ταχύτητα από 2 έως 6 χλμ. την ώρα. Light Amplifier [Ενισχυτής φωτός] Η/εκτρον. Είδος συσκευής η οποία δημιουργεί πανομοιότυπη φωτεινή εικόνα η οποία είναι λαμπρότερη του προτύπου. Light Breeze [Ασθενής άνεμος] Μετεωρ. ΓΙολό ελαφρός άνεμος (αισθητός από ανεμοδείκτη), της δεύτερης βαθμίδας της ανεμομετρικής κλίμακας Μποφόρ, που πνέει με μέση ταχύτητα από 7 έως και 12 χλμ. την ώρα. Light Crude [Ελαφρύ Αργό] Χημ. Μηχ. Τύπος αργού πετρελαίου, που αποτελείται κυρίως από μικρού μοριακού βάρους υδρογονάνθρακες και έχει σχετικά χαμηλή πυκνότητα. Χαρακτηρίζεται από τη μικρή τιμή ιξώδους και από το ανοικτό χρώμα του. Light Curve [Καμπύλη του φωτός] Αστμον. Η γραφική παράταση, σε δυσδιάστατο καρτεσιανό επίπεδο, της φωτεινής διακύμανσης ενύς μεταβλητού αστέρα ή άλλου ουράνιου σώματος, που προκύπτει λαμβάνοντας τις τιμές των μεγεθών της λαμπρότητας και του αντίστοιχου χρόνου στον άξονα των τεταγμένων και των τετμημένων αντίστοιχα. Light Emitting Diode [Δίοδος φωτοεκπομπής ή LED] Ηλεκτμον. Ημιαγίόγιμη διάταξη επαφής ρ-η, που υπό την επίδραση μιας ισχυρής ορθής πόλ.ωσης, εκπέμπει

-831 αυθόρμητα φωτεινή ακτινοβολία (της ορατής προς τα μεγαλύτερα μήκη κύματος ή της εγγύς υπερύθρου περιοχής του φάσματος), λόγω της εκπομπής φωτονίων ενέργειας ίσης με το ενεργειακό χάσμα κατά την επανασύνδεση ηλεκτρονίων με οπές στο οριακό στρώμα, Χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την παραγωγή φωτεινών ενδείξεων στις οθόνες ηλεκτρονικών οργάνων. Light Ends [Ελαφρές "Ουρές"] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζονται τα προϊόντα μιας απόσταξης που έχουν χαμηλότερο σημείο ζέσεως και είναι πιο πτητικά. Light Hydrogen [Ελαφρύ Υδρογόνο] Χημ. Αναφέρεται στο άτομο του υδρογόνου, που περιέχει ένα πρωτόνιο και ένα ηλεκτρόνιο. Ο όρος χρήσιμοποιείται για να γίνει διάκριση με το βαρύ ισότοπο του υδρογόνου. Light Masonry Unit [Δομικό στοιχείο από ελαφρό σκυρόδεμα] Αρχ. Lightweight Concrete Block Light Meter [Μετρητής φωτός] Οπτικ. Κάθε όργανο ή διάταξη (π.χ. φωτοκύτταρο, φωτογραφική πλάκα, φωτοευαίσθητος αντιστάτης κ.λ.π.) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της έντασης της προσπίπτουσας φωτεινής ακτινοβολίας και κατ' επέκταση του φωτισμού της επιφάνειας του. Light Microsecond [Μικροσέκοντ φωτός] Ηλεκτρομαγν. Το σε ελεύθερο χώρο μήκος που διανύει το φως σε ΙΟ"6 δευτερόλεπτα. Light Negative [Φωτοαρνητικό] Ηλεκτρον. Χαρακτηρίζει φωτοευαίσθητο υλικό που έχει την ιδιότητα να παρουσιάζει ελάττωση της αγωγιμότητας του, λόγω αύξησης της ηλεκτρικής του αντίστασης κατά την έκθεσή του σε φως. Light Oil [Ελαφρό έλαιο] Υλικ. Το πρώτο κλάσμα, που λαμβάνεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 170° C, κατά τη κλασματική απόσταξη της λιθανθρακόπισσας με σύσταση αποτελούμενη κυρίως από βενζόλιο, ξυλόλιο, τολουόλιο κ.λ.π. Σε δεύτερο στάδιο υφίσταται φυσικοχημική κατεργασία για το διαχωρισμό των όξινων, βασικών και ουδέτερων συστατικών του. Light Pen [Φωτογραφίδα] Υπολ. ΓΙ συσκευή υψηλής ευαισθησίας και ανιχνευτικότητας, η οποία εξωτερικά μοιάζει με στυλό που στην μια του άκρη φέρει έναν ειδικό φωτοανιχνευτή. Κάποιες από τις λειτουργίες της είναι η ανίχνευση σημείων σε οθόνη, η χρήση της σε οθόνες επαφής όπως το ποντίκι, κλπ. Η λειτουργία της στηρίζεται στη σάρωση της οθόνης από δέσμη ηλεκτρονίων. Light Pollution [Μόλυνση φωτός] Οπτικ. Το είδος της επέμβασης που προκαλείται στο φυσικό περιβάλλον από τη σκεδαζόμενη ακτινοβολία λόγω του έντονου τεχνητού φωτισμού και ειδικότερα σε σχέση με το νυχτερινό ουρανό των μεγάλων πόλεων, που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα κατά την αστρονομική ενασχόληση. Light Positive [Φωτοθετικό] Η/εκτρον. Χαρακτηρίζει φωτοευαίσθητο υλικό που έχει την ιδιότητα να παρουσιάζει αύξηση της αγωγιμότητας του, λόγω μείωσης της ηλεκτρικής του αντίστασης κατά την έκθεση του σεφως. Light Rail Transit [Ελαφρύς αστικός σιδηρόδρομος] Μηχ. Μεταφορικό μέσο των μεγάλων πόλεων, τον ΗΠΑ, κάτι ενδιάμεσο μεταξύ των κλασικών τροχιοδρόμων και του μητροπολιτικού σιδηρόδρομου, που λειτουργεί πλήρως αυτοματοποιημένα χωρίς απαραίτητα την ύπαρξη οδηγού.

Light Year

Light Ratio [Λόγος φωτός] Αστρον. Ο λόγος της λαμπρότητας ενός αστέρα προς τη λαμπρότητα αστέρα του ακριβώς προηγούμενου μεγέθους, που έχει σταθερή τιμή ίση με 2,512 αποτελώντας τη βάση της φωτομετρικής κλίμακας και εκφράζει ότι είναι κατά 2,512 φορές αμυδρότερος ή λαμπρότερος σε σύγκριση με αστέρα του προηγούμενου ή του επόμενου μεγέθους αντίστοιχα, Light Ray [Φωτεινή ακτίνα] Οπτικ. Η ευθύγραμμη μέσα σε ομοιογενές μέσο τροχιά κατά μήκος της οποίας, σύμφωνα με τη γεωμετρική οπτική, μεταβιβάζεται η ενέργεια της φωτεινής ακτινοβολίας κατά τη διάδοση της στο χώρο. Παρίστανεται με ευθύγραμμο τμήμα επί του οποίου σημειώνεται με βέλος η φορά διάδοσης, Light Scattering [Σκέδαση του φωτός] Οπτικ. Το φαινόμενο κατά το οποίο φωτεινή ακτινοβολία, κατά τη δίοδο της από υλικό μέσο, υφίσταται μη ομοιόμορφη διάχυση προς όλες τις διευθύνσεις, εκτρεπόμενη της αρχικής της διεύθυνσης και μειούμενη ως προς την ένταση της αρχικής της ακτινοβολίας. Η ένταση του σκεδαζόμενου φωτός είναι ανεξάρτηση ή συνάρτηση του μήκους κύματος ανάλογα με τις διαστάσεις των σωματιδίων του μέσου. Light Sensitive [Φωτοευαίσθητο] Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει σώμα (π.χ. βρομιούχος άργυρος) ή διάταξη (π.χ. διακόπτης) που αντιδρά κατά συγκεκριμένο τρόπο στην πρόπτωση φωτεινής ακτινοβολίας (συχνά έντασης εντός ορισμένων ορίων) μεταβάλλοντας τις ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά και το στάδιο λειτουργίας του. Light Source [Πηγή φωτός] Οπτικ. Είναι κάθε σώμα ικανό να εκπέμπει αυτοπαραγόμενη (αυτόφωτο) ή να αποδίδει προσπίπτουσα πάνω του από άλλη πηγή (ετερόφωτο) ορατή φωτεινή ακτινοβολία κατά φυσικό ή τεχνητό τρόπο. Οι αυτόφωτες πηγές διακρίνονται σε θερμές και ψυχρές και χαρακτηριστικό στοιχείο τους είναι η απόδοση. Light Switch [Διακόπτης φωτός] Πολ. Μηχ. Ένας χειροκίνητος διακόπτης που χρησιμεύει για να ανοίγουμε ή να κλείνουμε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, για το φωτισμό ενός χώρου. Σε κοινόχρηστους χώρους ενός κτιρίου συνήθως είναι συνδεδεμένος με χρονοδιακόπτη που ανοίγει το κύκλωμα μετά από λίγα λεπτά, Light Time [Χρόνος φωτός] Αστρον. Ο χρόνος που χρειάζεται το φως για να καλύψει την απόσταση μεταξύ δύο ουρανίων σωμάτα>ν. Light Transmission [Μετάδοση φωτός] Οπτικ. Το φαινόμενο της χωρίς ανάκλαση ή απορρόφηση διάσχισης φωτός από ένα υλικό. Light Velocity [Ταχύτητα του φωτός] Οπτικ. Η ταχύτητα διάδοσης του φωτός στο κενό που είναι c = 2,997925 10 m / sec για όλα τα μήκη κύματος και αποτελεί παγκόσμια φυσική σταθερά για κάθε αδρανειακό σύστημα και ανώτατη οριακή ταχύτητα για κάθε κινούμενο σώμα ή σύστημα. Στα οπτικά υλικά μέσα είναι μικρότερη της τιμής του κενού και εξαρτάται από το μήκος κύματος. Light Well [Φωταγωγός κτιρίου] Αρχ. Ένα είδος φρεατίου σε ένα κτίριο που είναι ακάλυπτο στην κορυφή και επιτρέπει την είσοδο του φωτός και του αέρα. Σε συνδυασμό με το άνοιγμα παραθύρων στα τοιχώματά του, που βλέπουν σε κοινόχρηστους χώρους όπως σκάλες, διάδρομοι, κ.λ.π., βοηθάει στο φυσικό φωτισμό και αερισμό του κτιρίου. Light Year [Έτος φωτός] Αστρον. Μονάδα μέτρησης

Lighted Buoy

-832 -

απόστασης στην αστρονομία, κυρίως για αποστάσεις μεταξύ αστέρων. Ορίζεται ως η απόσταση που διανύει το φως, στο ουσιαστικά κενό μεσοαστρικό χώρο, κινούμενο με ταχύτητα 300.000 χλμ. κατά δευτερόλεπτο, σε χρονικό διάστημα ενός έτους και ισούται κατά προσέγγιση με 10 ,6 m. Lighted Buoy [Φωτοβόλος σημαντήρας] Πλοηγ. Σημαντήρας εφοδιασμένος με αυτόματο φανό για την άμεση επισήμανση εναλίων κινδύνων (π.χ. υφάλων) ή συγκεκριμένων σημείων. Lighter [Φορτηγίδα ή μαούνα] Ναυπηγ. Μικρού βυθίσματος και υποτυπώδους εξοπλισμού, πλατύ βοηθητικό σκάφος, ρυμουλκούμενο ή με ίδια κίνηση, που χρησιμοποιείται για τις φορτοεκφορτώσεις μεταξύ πλοίων ή μεταξύ πλοίου και λιμένα. Lighter Than Air Craft [Ελαφρότερο του αέρα σκάφος] Αεροναυτ. II πτητική συσκευή κάθε τύπου (αερόστατο, αερόπλοιο κ.λ.π.) που χρησιμοποιείται στην αεροπλοΐα και βασίζεται για την ανύψωση και την εναέρια πλεύση της, κατά κύριο λόγο, στο μικρότερο του εκτοπιζόμενου αέρα βάρος της και τη δύναμη της άνωσης. Lighthouse [Φάρος] Πλχ)ηγ. Κάθε κτιριακή ή μηχανική κατασκευή (επιτηρούμενη ή ανεπιτήρητη) που φέρει στη κορυφή οπτικό σταθερό ή περιστροφικό μηχάνημα, που λειτουργεί κατά διάφορα συστήματα (με αεροταμιευτήρες, σύστημα Νταλλέν, ηλεκτρονικά κ.λ.π.) εκπέμποντας χαρακτηριστικό φως, με αμοιβαία διαδοχή φωτεινών φάσεων και εκλάμψεων για την επισήμανση σημείων της χέρσου και τον προσανατολισμό των ναυτιλλο μένων. Lighting [Φωτισμός] Πολ. Μηχ. Ο φωτισμός ενός χώρου κτιρίου, που επιτυγχάνεται είτε με την εκμετάλ^λευση του φυσικού φωτός και τη δημιουργία ανοιγμάτων διαφόρων σχεδίων και από διάφορα υλικά, ή με τη χρήση εξαρτημάτων όπως λάμπες, κ.λ.π. που προμηθεύουν με τεχνητό φωτισμό τον χώρο. Lighting Bollard [Προβολέας] ,4/y/. 1. Ένα φωτιστικό εξωτερικού χώρου που χρησιμοποιείται για να εστιάζει σε ένα σημείο που επιλέγουμε και είναι αναγκαίο να διακρίνεται καθαρά. 2. Στύλος με προβολέα στο κατάρτι πλοίου που χρησιμοποιείται σε κακοκαιρία αλλά και για να βοηθάει κατά την αγκυροβόληση σε λιμάνι. Lighting Column [Κολώνα φωτισμού δρόμου] Πολ. Μηχ. Μία ψηλή κολώνα με ισχυρό λαμπτήρα που τοποθετείται κατά μήκος δρόμων και εξυπηρετεί στο φωτισμό τους. Χρησιμοποιείται με διάφορες αλλαγές στην ισχύ του φωτός και σε μεγάλους χώρους όπως γήπεδα, κ.λ.π. Lightning [Αστραπή] Γεωφυσ. Φυσική φωτεινή ατμοσφαιρική ηλεκτρική εκκένωση μεγάλης κλίμακας υπό μορφή σπινθήρα που αναπτύσσεται λόγω υψηλής διαφοράς δυναμικού, είτε ανάμεσα σε υπερφορτισμένο νέφος και σημείο του εδάφους (κεραυνός) είτε ανάμεσα σε αντίθετα φορτισμένα νέφη ή τμήματα του ιδίου νέφους, ιδιαίτερα των σωρειτομελανιών (κυρίως αστραπή). Lightning Arrester [Κεραυνοσυλλέκτης] Ηλεκ. Το ενεργό τμήμα, υπό μορφή π.χ. μεταλλικών ακίδων στο άκρο ράβδου ή σε μεταλλικό πλέγμα, ενός αντικεραυνικού συστήματος, που τοποθετούμενο επί της οροφής του κτιρίου αναπτύσσει διπλή λειτουργία, αφ' ενός πρόληψης κατά το φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής και αφ' ετέρου εξουδετέρωσης σχηματιζόμενου κεραυνού με έλξη και απαγωγή του προς το έδα-

φος. Lightning Conductor [Αλεξικέραυνο ή απαγωγός κεραυνών] Ηλεκ. Σύστημα αντικεραυνικής προστασίας κτιρίων που αποτελείται από κατακόρυφα στερεωμένη στο ψηλότερο σημείο του κτιρίου μεταλλική ράβδο επαρκούς πάχους, με σχετικά αιχμηρό άκρο από ανθεκτικό και ευαγωγό μέταλλο (π.χ. επιχρυσωμένο χαλκό) και κατάλληλη αγώγιμη σύνδεσή της ή και άλλων εκτεθειμένων τμημάτων του κτιρίου με γείωση επί του εδάφους. Lightning Discharge [Εκκένωση αστραπής] Γεωψυσ. Ηλεκτρική αυτοτελής εκκένωση της μορφής σπινθήρα που δημιουργείται κατά την ανάπτυξη επαρκούς διαφοράς δυναμικού ανάμεσα σε ετερώνυμα φορτισμένες εστίες στα νέφη και στο έδαφος και παράγει κατά την εκφόρτιση ρεύμα πολό υψηλής έντασης. Lightning Flash [Λάμψη αστραπής] Γεωφυσ. Η βραχύβια και έντονα φωτεινή, άλλοτε διάχυτη και άλλοτε κυματοειδούς ή τεθλασμένης ανάπτυξης, λάμψη του σπινθήρα κατά την ηλεκτρική εκκένωση σε μία αστραπή. Lightning Generator [Γεννήτρια αστραπών] Ηλεκ. Διάταξη δημιουργίας τεχνητών αστραπών και κεραυνών για πειραματικό έλεγχο υλικών ή μελέτη των φαινομένων του ατμοσφαιρικού ηλεκτρισμού. Lightning Protection [Αντικεραυνική προστασία] Η)εκ. Κάθε σύστημα προστασίας κτιρίου ή εγκατάστασης από κεραυνό με ενέργεια αφ' ενός προληπτική κατά το φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής, μέσω της αποτροπής συσσώρευσης φορτίων που διοχετευόμενα στο γειτονικό περιβάλλον εξουδετερώνουν ταυτόχρονα και τα αντίθετα φορτία των νεφών και αφ' ετέρου εξουδετερωτική σε περίπτωση δημιουργίας κεραυνού, με την έλξη και απαγωγή του προς το έδαφος, λόγω συγκριτικά καλύτερης αγωγιμότητας. Lightweight Concrete Block [Δομικό στοιχείο από ελαφρό σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Δομική πλίνθος κατασκευασμένη από σκυρόδεμα που περιέχει προσθετικό μικρού βάρους και έτσι ζυγίζει πολύ λιγότερο από το κανονικό σκυρόδεμα. Lightweight Directory Access Protocol [Πρωτόκολλο εύκολης πρόσβασης καταλόγων] Επικοιν. Δικτυακό πρωτόκολλο τύπου Χ.500 για πρόσβαση απομακρυσμένων καταλόγων. Lightweight Plaster [Μείγμα από ελαφρύ γυψοκονίαμα] Πολ. Μηχ. Μείγμα φτιαγμένο από γυψοκονίαμα που περιέχει πρόσμειγμα μικρού βάρους και τσιμέντο σαν συνδετικό. Χρησιμοποιείται συνήθως για τελειώματα επενδύσεων λόγω του μικρού του βάρους. Lignin [Λιγνίνη] Βιοχημ. Φυσική μακρομοριακή ένωση, με κύριες συστατικές μονάδες φαινόλες και φαινυλαιθέρες (π.χ. κωνιφερόλη, σιναπυλική αλκοόλη) σε πολόπλοκη και μη καθορισμένης σύστασης δομή, που αποτελεί κύριο συστατικό (σε αναλογία περίπου του ένα τρίτου), μαζί με την κυτταρίνη και ημικυτταρίνες του ξύλου. Κατά την επεξεργασία του ξύλου στη χαρτοποιία απομακρύνεται (π.χ. με τη μέθοδο του θειούχου οξέος, του θειικού νατρίου κλ.π.) ως ανεπιθύμητη. Lignite [Λιγνίτης ή φαιάνθρακας] Γεωλ. Είδος ορυκτού άνθρακα, κυρίως τριτογενούς ηλικίας, μετρίου βαθμού απανθράκωσης (σε ξηρή κατάσταση περιεκτικότητας 55-75% σε άνθρακα) που διατηρεί ευδιάκριτο το φυτικό ιστό και έχει ποικίλη σύσταση σε ανθρακούχες και υδρογονανθρακούχες ενώσεις, ανάλογα με το βαθμό λιγνιτοποίησης. Είναι γενικά άμορφος, εύθρυπτος, μι-

- 833 κρής σκληρότητας, χρώματος φαιού ή μαύρου και διακρίνεται σε κυρίως λιγνίτη, ξυλίτη και πισσάνθρακα. Lignocaine [Λιγνοκαΐνη] Οργ. Χημ. -» Lidocaine Ligroin [Λιγροϊνη] Οργ. Χημ. Πτητικό και εύφλεκτο κλάσμα της πετρελαϊκής απόσταξης με σημείο βρασμού στη περιοχή των 70° έως 120 C. Διακρίνεται σε ελαφρά λιγροϊνη (περί τους 70° C), που χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλυτικό και σε βαριά λιγροϊνη (στους 100υ έως 120 C), που χρησιμοποιείται ως βενζίνη. Lillianite [Λιλλιανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αντιμόνιο, μόλυβδο και άργυρο. Σχηματίζει φαιόχρωμους, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,2. Limb 1 [Σκέλος] Γεωλ. Το κάθε ένα από τα δύο τμήματα μιας πτυχής που βρίσκονται αμφίπλευρα του αξονικού επιπέδου της. Limb 2 [Χείλος] Αστρον. Το περιμετρικό άκρο του φαινομενικού δίσκου ενός ουράνιου σώματος και ιδιαίτερα του Ήλιου, της Σελήνης ή ενός πλανήτη. Limb Brightening [Φωτεινότης του χείλους] Αστρον. Η αύξηση προς το χείλος του δίσκου ουράνιου σώματος της έντασης της ακτινοβολίας στις ακτίνες Χ, τις μακρές υπεριώδεις και τα ραδιοκύματα. Limb Darkening [Αμυδρότης του χείλους] Αστρον. Η σταδιακή, με επιταχυνόμενο ρυθμό ελάττωση της έντασης του φωτός (περιοριζόμενη περίπου τελικά στο ένα τρίτο) του φαινόμενου ηλιακού δίσκου από το κέντρο προς το περιφερειακό του χείλος κατά την οπτική παρατήρηση. Οφείλεται στην ευθύγραμμη και υπό αυξανόμενη κλίση προς το χείλος διείσδυση των οπτικών ακτίνων σε μεγαλύτερα (και μεγαλύτερης θερμοκρασίας) προς μικρότερα βάθη της αεριώδους μάζας. Limburgite [Αιμβουργίτης] Γεωλ. Ηφαιστειακό μελανοκρατικό πέτρωμα με περιορισμένη παρουσία αστρίων και βασαλτική υαλώδη μάζα στην οποία περικλείονται σε μεγάλη αναλογία φαινοκρύσταλλοι ολιβίνη, αυγίτη και νεφελίτη. Lime [Ασβέστης] Υλικ. Πρόκειται για το οξείδιο του ασβεστίου, το γνωστό λευκό υλικό που χρησιμοποιείται ευρύτατα στις οικοδομικές εργασίες, στη γεωργία και αλλού και παράγεται από τον ασβεστόλιθο. Lime Concrete [Ασβεστοτσιμεντοκονίαμα] Πολ. Μηχ. Κονίαμα φτιαγμένο από ασβέστη μέρος του οποίου αντικαθίσταται με τσιμέντο. Συνδυάζει τις ιδιότητες των ασβεστοκονιαμάτων με τη μεγαλύτερη αντοχή του τσιμέντου. Lime Kiln [Ασβεστοκάμινος] Μηχ.Χημ. Είναι μία μόνιμη εγκατάσταση που σε βιομηχανικό πλέον επίπεδο, χρησιμοποιείται για την παραγωγή ασβέστη με την πύρωση του ασβεστόλιθου. Lime Light [Φως ασβέστου ή Ντουμμόν] Φυσ. Χημ. Έντονα λευκό φως που παράγεται κατά την πύρωση ασβέστου (οξειδίου του ασβεστίου) στους 2000° C περίπου με οξυϋδρική φλόγα. Το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα ως φωτιστική πηγή. Lime Plaster [Ασβεστοκονίαμα] Πολ. Μηχ. Κονίαμα που εμπεριέχει μεγάλη ποσότητα ασβέστη. Μπορεί να αναμιχθεί σε αυτό και ποσότητα γύψου οπότε και το μείγμα γίνεται αρκετά λείο και χρησιμοποιείται για επένδυση οροφών. Lime Sand Mortar [Ασβεστοκονίαμα με άμμο] Πολ. Μηχ. Κονίαμα φτιαγμένο από ανακάτεμα ασβέστη με άμμο. Είναι αρκετά τραχύ και χρησιμοποιείται για χο-

Liquid In Metal Thermometer

ντρό επίχρισμα, ειδικά σε αρμούς οπτοπλινθοδομής και γενικά σε τοιχοποιίες. Limestone [Ασβεστόλιθος] Ορυκτ. Πρόκειται για ένα ιζηματογενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο. Limit [Όριο] Μαθημ. Είναι το σημείο εκείνο στο οποίο τείνει, χωρίς όμως ποτέ να ταυτιστεί απόλυτα με αυτό, μία σειρά ή οι τιμές μίας συνάρτησης όταν πλησιάζει όσο κοντά είναι επιθυμητό σε αυτό. Limit Inferior [Κατώτερο όριο] Μαθημ. Έστω μια ακολουθία (αν) και Ε το σύνολο των ορίων όλων των υπακολουθιών της (θν). Το κατώτερο όριο της (αν) είναι το ελάχιστο του συνόλου Ε και συμβολίζεται limav.To limav ανήκει στο σύνολο των πραγματικών αριθμών ή μπορεί να είναι +οο ή -οο. Limit Of A Function [Όριο συνάρτησης] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη σε ένα σύνολο Χ και Χο σημείο συσσώρευσης του Χ. Η συνάρτηση f έχει όριο τον αριθμό 1, που μπορεί να είναι πραγματικός, +οο ή οο, όταν και μόνο όταν για κάθε περιοχή U του I υπάρχει περιοχή π(χ0) του Χο έτσι ώστε f(x) να βρίσκεται στην U για κάθε χ που ανήκει στο ΙΙΠΧ\(χο}. Limit Of Works [Τελείωμα εργασίας] Πολ. Μηχ. Το στάδιο τελειώματος μιας συγκεκριμένης εργασίας κατά π] διάρκεια ανέγερσης οικοδομής, οπότε ξεκινάει το επόμενο στάδιο εργασιών που σχετίζονται με αυτήν. Limit Superior [Ανώτερο όριο] Μαθημ. Έστω μια ακολουθία (θν) και Ε το σύνολο των ορίων όλων των υπακολουθιών της (θν). Το ανώτερο όριο της (αν) είναι το μέγιστο του συνόλου Ε και ανήκει στο σύνολο των πραγματικών αριθμών ή μπορεί να είναι -οο ή 4 οο. Limited Slip Differential [Διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης] Μηχ. Είναι ένας τύπος διαφορικού οχημάτων, που επιτρέπει την κατανομή της ροπής στους κινητήριους τροχούς βάσει της πρόσφυσης που παρουσιάζει ο καθένας. Limiting Magnitude [Οριακό μέγεθος] Αστρον. Το ελάχιστο μέγεθος των αστέρων που μπορούν θεωρητικά να είναι ορατοί είτε δια γυμνού οφθαλμού (το έκτο μέγεθος) είτε με τηλεσκύπιο (του οριακού μεγέθους καθοριζομένου ανάλογα με τη διάμετρο του και με βάση το λύγο της φωτομετρικής κλίμακας π.χ. για διάμετρο 5 μ. αντιστοιχεί το 21ο μέγεθος) ή που περιλαμβάνονται κατά περίπτωση σε καταλόγους ή χάρτες του ουρανού. Limiting Viscosity Number [Οριακός Αριθμός Ιξώδους] Φυσ. Χημ. Είναι γνωστό ως εσωτερικό ιξώδες. —» Intrinsic Viscosity Limits Of Integration [Όρια ολοκλήρωσης] Μαθημ. Έστω συνάρτηση f η οποία είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [α,β] έτσι ώστε να ορίζεται το ολοκλήρωμα jf(x) dx από το α ως το β. Οι τιμές α και β ονομάζονται όρια ολοκλήρωσης. Limnology [Λιμνολογία] Υδρολ. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τους διάφορους τύπους γλυκών υδάτων (λίμνες, ποταμούς κ.λ.π.) από κάθε άποψη (βιολογική, χημική, μορφολογική, υδρολογική κ.λ.π.). Limonene [Λεμονένιο] Οργαν. Χημ. Μονοκυκλικό τερπένιο του τύπου C|oH]6 συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων (των φύλλων του πεύκου, του τερεβινθέλαιου, των εσπεριδοειδών κ.λ.π.). Είναι άχροο, με χαρακτηριστική οσμή λεμονιών, οπτικώς ενεργό υγρό και χρησιμοποιείται ως διαλυτικό, ως διαβρεκτικό και εξαπλωτικό σε ρητίνες, ελαιοχρώματα κ.λ.π. Limonite [Λειμωνίτης] Ορυκτ. Κατηγορία ευρέως δια-

Linalool

- 834-

δεδομένων ορυκτών αποτελούμενων από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, που αποτελούν κύρια μεταλλεύματα σιδήρου. Είναι καστανοκίτρινα έως σκοτεινού χρώματος, κρυσταλλούμενα στο ρομβικό σύστημα και υπάρχουν σε δύο κρυσταλλικές μορφές, του γκαιτίτη και του λεπιδοκροτίτη. Linalool [Λίναλοόλη] Ομγ. Χημ. Ακόρεστη άκυκλη μονοσθενής αλκοόλη του τύπου CioHisO που συναντάται σε πολλά αιθέρια έλαια (λεβάντας, περγαμόντου κ.λ. π.) Είναι άχροο, με ευχάριστη οσμή, οπτικώς ενεργό υγρό διαλυτό στο νερό και τον αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Lindblad Resonance [Συντονισμός Lindblad] Αστμοφνσ. Περίπτωση για άστρο το οποίο κινείται σε σπειροειδή γαλαξία κατά την οποία εμφανίζεται συντονισμός ο οποίος λαμβάνει χώρα όταν το άστρο συναντά σε ακέραιο πολλαπλάσιο της επικυκλικής του τροχιάς γύρο από το κέντρο του γαλαξία, ένα γαλακτικό σπειροειδές κύμα πυκνότητας. Lindc Machine [Μηχανή του Λίντε] Φυσ. Χημ. Μηχανή για την υγροποίηση του αέρα υπό ατμοσφαιρική πίεση και την παρασκευή υγρού οξυγόνου και αζώτου. Αποτελείται από σύστημα ξήρανσης και καθαρισμού του αέρα από το διοξείδιο του άνθρακα, είναι συμπιεστή με σύστημα ομόκεντρων σωλήνων. Η λειτουργία της στηρίζεται στην ελάττωση της θερμοκρασίας του . υπό συμπίεση αερίου κατά τη στραγγαλιστική του εκτόνωση. Lindelof Space [Χώρος Lindelof] Μαθημ. Έστω ένας τοπολογικός χώρος Χ και μια οικογένεια {Uj :i e I) ανοιχτών υποσυνόλων του Χ έτσι ώστε X = o { U j :i e I). Ο Χ ονομάζεται χώρος Lindelof όταν υπάρχει αριθμήσιμο υποσύνολο J={ J t , . . . , J k } του {Uj :i € I) τέτοιο ώστε το J να είναι υποκάλυμμα του Χ. Lindelof Theorem [Θεώρημα Lindelof] Μαθημ. Έστω Χ ένας τυπολογικός χώρος. Αποδεικνύεται ότι αν και μόνο αν ο Χ έχει μια αριθμήσιμη βάση για την τοπολογία του ή αλλιώς ικανοποιεί το δεύτερο αξίωμα αριθμησιμότητας τότε είναι χώρος Lindelof. Lindgrenite [Αιντγκρενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό μολυβδαινικό χαλκό. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, με λιπαρή λάμψη, διάφανους έως ημιδιάφανους κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,2. Lindi Process [Διαδικασία Lindi] Φυσ. Χημ. Αποτελεί το απλούστερο είδος υγροποιητικού συστήματος. Περιλαμβάνει συμπίεση και πρόψυξη του αερίου, πριν αυτό τροφοδοτηθεί σε στραγγαλιστική βαλβίδα και διοχετευθεί σε κατάλληλο δοχείο, όπου διαχωρίζεται η αέρια από την υγρή φάση. Line 1 [Γραμμή] Επικοιν. Ειδικοί τύποι συρμάτων (καλωδίου) για μετάδοση φωνής ή δεδομένων όπως τυποποιήθηκαν από την ITU-T. Line 2 [Γραμμή] Ηλεκτμον. 1. Κάθε διάταξη (π.χ. καλώδιο., κυματαγωγός) μεταφοράς ισχύος, σημάτων ή δεδομένων μεταξύ δύο σημείων. 2. Μία ανοιχτή, σε λειτουργία, επικοινωνιακή σύνδεση (π.χ. τηλεφωνική, τηλεοπτική). Line 3 [Γραμμή] Μαθημ. Μπορεί και αυτή να θεωρηθεί ένα γεωμετρικό σχήμα, καθώς η γραμμή προκύπτει από την κίνηση ενός σημείου. Έχει μόνον μία διάσταση, αφού θεωρητικά δεν έχει ούτε πάχος ούτε ύψος, ενώ μπορεί να είναι ευθεία, καμπύλη ή τεθλασμένη. Line And Trunk Group [Ομάδα γραμμής (συνδρομητή)

και γραμμής πόλης] Επικοιν. Αυτή η σύνδεση που καθορίζει τη σχέση του συνδρομητή με το κέντρο του. Line Characteristic Distortion [Χαρακτηριστική παραμόρφωση γραμμής] Επικοιν. Σταθερή παραμόρφωση που είναι μεγαλύτερη στις κοινές τηλεφωνικές γραμμές Μ. 1040. Line Conditioning [Κατάσταση γραμμής] Επικοιν. Καθορίζεται από διάφορες καταστάσεις και κύρια από τη διέλευση σήματος σε κάποιο σημείο μια στιγμή. Line Displacement [Μετατόπιση φασματικής γραμμής] Αστμοφυσ. Το φυσικό φαινόμενο, επονομαζόμενο και φαινόμενο Doppler, της αλλαγής του μήκους κύματος φασματικών γραμμών κατά την κίνηση των πηγών. Για προσεγγίζον πηγές η μετάπτωση είναι προς το μπλε, ενώ για απομακρυνόμενες προς το κόκκινο. Line Dot Matrix [Γραμμή εκτύπωσης με μήτρα κουκκίδων] Υπολ. Χαρακτηρισμός εκτυπωτή, ο οποίος εκτυπώνει ταυτόχρονα όλ*ους τους χαρακτήρες σε κάθε γραμμή, οι οποίοι δημιουργούνται με μήτρα κουκκίδων (βλέπε Dot Matrix). Line Driver [Οδηγός γραμμής] Υπολ. Η ειδική συσκευή, η οποία τοποθετείται στις γραμμές επικοινωνίας ενός δικτύου με στόχο την ενίσχυση των σημάτων που μεταδίδονται διαμέσου των γραμμών αυτών. Line Drop Signal [Σήμα ριξίματος γραμμής] Επικοιν. Σήμα (σηματοδοσίας) που εκπέμπεται από τους σταθμούς για να ελέγχει αν μια γραμμή μπορεί να φιλοξενήσει δεδομένα. Line Editor [Συντάκτης γραμμής] Υπολ. Το ειδικό πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου, στο οποίο το κείμενο που πρόκειται να επεξεργαστεί χωρίζεται σε γραμμές έτσι, ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση άμεσα σε μια συγκεκριμένη γραμμή όπου απαιτείται επεξεργασία, π. χ. διόρθωση. Σε κάθε γραμμή του κειμένου αποδίδεται και ένας αριθμός ώστε να είναι εύκολος ο εντοπισμός της. Line Element [Στοιχείο γραμμής] Μαθημ. Στοιχείο γραμμής σ' ένα σημείο χ μίας πολλαπλότητας Χ είναι οποιοσδήποτε μονοδιάστατος διανυσματικός υπόχωρος του εφαπτόμενου χώρου Τχ σ' αυτό το σημείο. Line Facility [Παροχή γραμμής] Επικοιν. Θεωρητικά έτσι αναφέρεται η δυνατότητα ενσύρματης σύνδεσης όπου οι αποστάσεις και η υποδομή το επιτρέπουν. Line Fill [Πλήρωση γραμμής] Επικοιν. Γέμισμα της γραμμής με ένα συνεχές ή σχεδόν συνεχές σήμα πχ με θόρυβο. Line Filter Balance [Φίλτρο ισορροπίας γραμμής] Επικοιν. Κύκλ*ωμα που προκαλεί πλασματική ισορροπία όταν στο ένα άκρο συνδεθεί ένα σύστημα φορέα. Line Finder [Αναζητητής γραμμής] Επικοιν. Λογισμικό που αναζητά ελεύθερη γραμμή κάτι που συμβαίνει πια μόνο σε κλειστά κυκλώματα ή σε περιπτώσεις υπερφόρτισης αφού οι χωρητικότητες αυξάνονται σταθερά. Line Finder Shelf [Πίνακας αναζήτησης γραμμής] Επικοιν. Παλαιότερος πίνακες με υποδοχές συνδέσεων όπου μια τηλεφωνήτρια βυσμάτωνε την κατάλληλη σύνδεση. Line Frequency [Συχνότητα γραμμής] Ηλεκτμον. 1. Η συχνότητα της γραμμής ισχύος που συνδέει έναν ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό με το δίκτυο κατανάλ.ωσης. 2. Η συχνότητα (δηλ. ο αριθμός των επαναλήψεων κατά δευτερόλεπτο) των τηλεοπτικών σαρώσεων κατά την οριζόντια κίνηση της ηλεκτρονοδέσμης. Line Integral [Ολοκλήρωμα κατά μήκος γραμμής] Μα-

- 835 θημ. Έστω μια συνάρτηση f στο R11 η οποία είναι συνεχής κατά μήκος καμπύλης σ που ορίζεται στο διάστημα [a,b]. Αν η καμπύλη σ έχει συνεχή πρώτη παράγωγο ορίζεται το ολοκλήρωμα ί σ fds= J ba f(o(t))||o'(t)|| dt όπου t η σύνθετη συνάρτηση t—>f(xi(t),..x n (0)· Line Level [Επίπεδο γραμμής] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται συνήθως το επίπεδο θορύβου. Line Link [Σύνδεση γραμμής] Επικοιν. Η περίπτωση που η γραμμή μας πρέπει να συνδεθεί σε μια άλλη σύνδεση. Υπάρχει η δυνατότητα να κάνουμε σύνδεση με κόλληση και το ενδεχόμενο εισαγωγής θορύβου ή να χρησιμοποιήσουμε διάφορα εργαλεία (διακόπτες, κλέφτες, διαιρέτες κτλ). Line Loop [Βρόγχος γραμμής] Επικοιν. Το κύκλωμα που δημιουργεί η γραμμή από το πλησιέστερο τηλεφωνικό κέντρο μαζί με τους μηχανισμούς των συνδρομήτών είτε είναι δίκτυο ζεύξεων είτε είναι το δημόσιο δίκτυο PSTN. Line Noise [Θόρυβος γραμμής] Επικοιν. Ο θόρυβος που εισάγεται σε μια γραμμή από επαγωγή ή άλλες εξωτερικές αιτίες και αποτελεί το υπόβαθρο όπου προστίθεται οποιοσδήποτε άλλος θόρυβος αν δεν υπάρξει καθαρισμός. Line Number [Αριθμός γραμμής] Υπολ. Αναφέρεται στον αριθμό, ο οποίος προσδιορίζει μια συγκεκριμένη γραμμή σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα ή σε ένα κείμενο. Line Of Apsides [Γραμμή των αψίδων] Αστρον. Ο μεγάλος ημιάξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός πλανήτη ή ενός δορυφόρου που συνδέει το πλησιέστερο και το πλέον απομακρυσμένο σημείο της τροχιάς του σε σχέση με το ουράνιο σώμα γύρω από το οποίο περιφέρεται π.χ. για ένα πλανήτη του ηλιακού συστήματος, η ευθεία που ενώνει το περιήλιο και το αφήλιο. Line Of Centres [Συγκεντρική ευθεία] Μηχ. Η ευθεία η οποία ενώνει τα κέντρα μάζας δύο σωμάτων και επί της οποίας βρίσκονται οι ταχύτητες κατά την περίπτωση της κεντρικής κρούσης. Line Of Code [Γραμμή ενός κώδικα] Υπολ. Η γραμμή ενός κωδικοποιημένου προγράμματος, η οποία αντιστοιχεί σε μια συνθήκη του προγράμματος αυτού. Line Of Flow [Ρευματική γραμμή] Ρενστομηχ. Η τροχιά την οποία διαγράφει κατά την κίνησή του ένα μύριο του ρευστού, σε κάθε σημείο της οποίας η διεύθυνση και η φορά της εφαπτόμενης συμπίπτει με τη διεύΟυνση και τη φορά της ταχύτητας του ρευστού στο σημείο αυτό. Line Of Force [Δυναμική γραμμή] Φνσ. Σ' ένα πεδίο δυνάμεων η ευθεία, από ένα σύνολο νοητών ευθειών, σε κάθε σημείο της οποίας η διεύθυνση και η φορά της εφαπτόμενης συμπίπτει με τη διεύθυνση και τη φορά της έντασης του πεδίου και για κάθετη επιφάνεια εμβαδού, ίσου με τη μονάδα σε οποιοδήποτε σημείο, ο αριθμός των διερχομένων δυναμικών γραμμών παρέχει την αριθμητική τιμή της έντασης του πεδίου στο σημείο αυτό. Line Of Nodes [Γραμμή των δεσμών] Αστρον. Η ευθεία κατά την οποία τέμνεται ένα επίπεδο αναφοράς (ειδικότερα της εκλειπτικής) από το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος και η οποία συνδέει τα σημεία τομής των δύο τροχιών δηλ. του ανιόντος και του κατιόντος δεσμού. Line Of Sight Velocity [Ακτινική ταχύτητα] Αστρον. Η ταχύτητα της ακτινικής κίνησης ενός ουράνιου σώματος δηλ. της συνιστώσας της απόλυτης κίνησής του

Liquid In Metal Thermometer

κατά τη διεύθυνση της οπτικής ακτίνας παρατήρησης, Υπολογίζεται κατά μέτρο και φορά (αρνητική και θετική υποδηλώνει πλησίασμα ή απομάκρυνση σε σχέση με το τόπο παρατήρησης αντίστοιχα) με βάση την αρχή Doppler-Fizeau από το φάσμα του σώματος και τον τύπο r = c ΔλΛ, όπου c η ταχύτητα του φωτός, λ το· αληθινό μήκος κύματος της ράβδωσης και Δλ η μετατόπιση της ράβδωσης προς το ιώδες (αρνητική) ή το ερυθρό (θετική). Line Printer [Εκτυπωτής γραμμής] Υπολ Ο εκτυπωτής, του οποίου η διαδικασία εκτύπωσης πραγματοποιείται με ταυτόχρονη εκτύπωση όλων των χαρακτήρων σε μια γραμμή. Line Reflection [Ανάκλαση γραμμής] Επικοιν. Επιστροφή σήματος προς την αντίστροφη κατεύθυνση από ειδικούς συνδετήρες που τερματίζουν το δίκτυο, Line Speed [Ταχύτητα γραμμής] Επικοιν. Η μέγιστη ταχύτητα μετάδοσης σήματος πάνω στις γραμμές. Σπανίως πετυχαίνεται αυτό το μέγιστο στις αναλογικές γραμμές ενώ στις ψηφιακές η πιθανότητα πολλαπλασιάζεται. Line Turnaround [Περιστροφή γραμμής] Επικοιν. Αλλαγή ροής στην Ημι- (Quasi) πλήρη αμφίδρομη (Full duplex) μετάδοση, Line Use Ratio [Ποσοστό χρήσης γραμμής] Επικοιν. Ακριβώς το ποσοστό που μια γραμμή (μεταξύ 2 σημαντικών σημείων πχ σημεία σύνδεσης σε δίκτυο κτλ) είναι κατειλημμένη προς το συνολικό χρόνο, Linear 1 [Γραμμικό] Ηλεκτρον. Χαρακτηρίζεται διάταξη όταν 1. τα κύρια τμήματα της είναι τοποθετημένα κατ' ευθύγραμμη διάταξη και 2. το σήμα της απόκρισης είναι ευθέως ανάλογο με το σήμα της εισόδου, Linear 2 [Γραμμικός] Γεν. Όρος που υποδηλώνει σχήμα γραμμής ή σχέση με ευθεία γραμμή ή μια διάσταση. Linear Absorption Coefficient [Γραμμικός συντελεστής απορρόφησης] Φυσ. Κατά τη διάδοση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σ' ένα απορροφητικό μέσο, ο συντελεστής α που εκφράζει το βαθμό μείωσης της έντασης της ακτινοβολίας ανά μονάδα μήκους του υλικού λόγω απορρόφησης ενέργειας από τα σωματίδια του υλικού μέσου. Αποτελεί αθροιστικό συντελεστή του γραμμικού συντελεστή εξασθένησης, εξαρτάται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας και τις ιδιότητες του υλικού μέσου και μετράται σε μονάδες αντίστροφές του μήκους. Linear Accelerator [Γραμμικός επιταχυντής] Πυρην. Φνσ. Είδος επιταχυντή φορτισμένων σωματιδίων ή ιόντων στον οποίο οι τροχιές των σωματιδίων της παραγόμενης δέσμης διατηρούνται ευθύγραμμες, καθώς επιταχύνονται δια συνεχών ωθήσεων π.χ. διερχόμενες από σειρά αυξανόμενου μήκους ομοαξονικών κυλίνδρων συνδεδεμένων εναλλάξ με τους πόλους πηγής εναλλασσύμενης τάσης κατάλληλης υψηλής συχνύτητας. Linear Accelerator Regenerator Reactor [Α\απαροτ/ωγικός αντιδραστήρας με γραμμικό επιταχυντή] Πυρην. <1>υσ. Αντιδραστήρας τεχνητής παρασκευής σχάσιμων υλικών που χρησιμοποιεί ενεργητικά νετρόνια, παραγόμενα από γραμμικό επιταχυντή για το βομβαρδισμό πυρήνων υλικών (π.χ. θορίου -232, ουρανίου -238) και τη μετατροπή τους σε ραδιενεργά και τελικά σε σχάσιμα υλικά. Linear Actuator [Γραμμικός ενεργοποιητής] Μηχ. ΚάΟε σύνθετη διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή κάποιου είδους ισχύος (π.χ. ηλεκτρική) σε μηχα-

Linear Algebra

- 836 -

νική παράγοντας γραμμική κίνηση. Linear Algebra [Γραμμική άλγεβρα] Μαθημ. Ο κλάδος των μαθηματικών, του οποίου αντικείμενο είναι η μελέτη των γραμμικών μαθηματικών μοντέλων. Αποτελεί τη βάση της σύγχρονης Ανάλυσης και της Αναλυτικής Γεωμετρίας. Κυρίαρχες έννοιες σ' αυτήν είναι οι διανυσματικοί χώροι, οι γραμμικοί μετασχηματισμοί, οι πίνακες, η διαγωνιοποίηση, κλπ. Linear Attenuation Coefficient [Γραμμικός συντελεστής εξασθένησης ή απόσβέσης] Φυσ. Κατά τη διείσδυση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σ' ένα υλικό μέσο, ο συντελεστής μ (σε μονάδες m" ) που εκφράζει το βαθμό μείωσης της έντασης της ακτινοβολίας ανά μονάδα μήκους του υλικού, /άγω αφ' ενός απορρόφησης ενέργειας από τα σωματίδια του υλικού μέσου (εκφραζόμενης από το γραμμικό συντελεστή απορρόφησης) και αφ' έτέρου της σκέδασης σωματιδίων της ακτινοβολίας (εκφραζόμενης από το γραμμικό συντελεστή σκέδασης). Linear Birefringence [Γραμμική διπλοδιάθλαση] Οπτικ. Ο σχισμός που παρουσιάζουν ορισμένα πετρώματα διαχωριζόμενα κατά δευτερογενείς, επιμήκεις και επίπεδες παράλληλες επιφάνειες. Linear Chain Polymer [Πολυμερές γραμμικής αλυσίδας] Χημ. Μακρομοριακή ένωση της οποίας το μόριο είναι αναπτυγμένο σε επιμήκη διάταξη υπό μορφή νήματος χωρίς να παρουσιάζει διακλαδώσεις. Linear Collision Cascade [Καταιγισμός γραμμικής σύγκρουσης] Φυσ. Στεμ. Κατ. Προκαλούμενη με βομβαρδισμό με βλήματα εκπομπή ατόμων από ένα στόχο. Η ενέργεια των εκπεμπόμενων ατόμων προέρχεται από τα βλήματα. Linear Combination [Γραμμικός συνδυασμός] Μαθημ. Κάθε άθροισμα διανυσμάτων πολλαπλασιασμένα με αριθμό ονομάζεται γραμμικός συνδυασμός και είναι ένα από τα βασικά εργαλεία της γραμμικής άλγεβρας. Η μαθηματική του έκφραση είναι: X|Vj+...+xkvk όπου Χι είναι οι πραγματικοί αριθμοί και ν-, διανύσματα του χώρου στον οποίο ορίζεται το άθροισμα. Linear Control [Γραμμικός έλεγχος] Επικοιν. Η περίπτωση που ο έλεγχος ενός συστήματος ασκείται γραμμικά εδώ προσφέρει ευκολότερη επίλυση προβλημάτων. Linear Differential Equation [Γραμμική διαφορική εξίσωση] Μαθημ. Η συνήθης διαφορική εξίσωση της

μορφήςτΜχ^ίχ^ιίχ)./1·1^...

+fi(x).y'(x)+fo

(x).y(x)=g(x), όπου fn(x), fn_,(x),...,f,(x), f0(x), g(x) συνεχείς συναρτήσεις σε ένα διάστημα Δ και y(n,(x) παράγωγος της y(x) τάξης η.Το σύνολο των λύσεών της αποτελεί διανυσματικό χώρο διάστασης η. Εάν g(x)=0 ονομάζεται ομογενής γραμμική διαφορική εξίσωση. Αντίστοιχα ορίζεται και η γραμμική μερική διαφορική εξίσωση. Linear Dune [Γραμμική θίνα] Γεωλ. Ο ένας από τους πέντε κύριους τύπους θινών σε σχήμα ευθείας ή ελαφρά ελικοειδούς αμμώδους ράχης μικρού πλάτους και μεγάλου μήκους (έως και μεγαλύτερο των 150 χλμ.) που αναπτύσσεται είτε μεμονωμένα είτε συνηθέστερα κατά ομάδες παραλλήλων σχηματισμών που σε μερικές περιπτώσεις συγκλίνουν δημιουργώντας σύνθετες θίνες. Linear Energy Transfer [Γραμμική μεταφορά ενέργειας] Πυμην. Φυσ. Κατά την κίνηση ενεργητικού σωματιδίου μέσα σ' ένα υλικό μέσο, η ενέργεια ανά μονάδα μήκους που λόγω απορρόφησης μεταφέρεται

(αντίστοιχα με ίσο ρυθμό απώλειας ενέργειας για το κινούμενο σωματίδιο) στα σωματίδια του μέσου. Είναι ανάλογη, κατά προσέγγιση, με την πυκνότητα του μέσου και προς το αντίστροφο της ενέργειας για μη ρελατιβιστικές ταχύτητες. Linear Expansion [Γραμμική διαστολή] Φυσ. Η μήκυνση ενός σώματος κατά μήκος της μιας διάστασης αυτού. Linear Expansivity [Συντελεστής γραμμικής θερμικής διαστολής] Φυσ. Για τη γραμμική διαστολή ενός στερεού σώματος, σταθερά εξαρτώμενη από το υλικό και τη θερμοκρασία (ελαττούμενη κατά την ελάττωση αυτής) που ισούται με τη μήκυνση (θετική ή αρνητική) του σώματος ανά μονάδα αύξησης της θερμοκρασίας για ορισμένη περιοχή θερμοκρασιών. Μπορεί να έχει τιμή θετική (π.χ. μέταλλα), αρνητική (π.χ. καουτσούκ) ή σχεδόν μηδενική (π.χ. χαλαζίας). Linear Functional [Γραμμικό συναρτησοειδές] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση F από τον χώρο L p στον χώρο των πραγματικών αριθμών. Αν για τα τυχαία στοιχεία του Lp f και g και για όλους τους πραγματικούς αριθμούς α,β ισχύει: F(af4^g)=aF(f)+|}F(g) τότε η F ονομάζεται γραμμικό συναρτησοειδές. Linear Hull [Γραμμικό κέλυφος] Μαθημ. Έστω ένας διανυσματικός χώρος V και {ν, νη} ένα σύνολο στοιχείων του V. Γραμμικό κέλυφος ονομάζεται η τομή V, n . . . n \\όπου V, ,...,V k όλοι οι διανυσματικοί υπόχωροι του V που περιέχουν το σύνολο {vj,..., νη}. Linear Interpolation [Γραμμική παρεμβολή] Μαθημ. Είναι μία μέθοδος για τον προσδιορισμό της τιμής μίας συνάρτησης σε κάποιο σημείο όταν είναι γνωστές οι τιμές της σε κάποια άλλα γειτονικά σημεία, θεωρώντας ότι όλες βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Linear Modulation [Γραμμική διαμόρφωση] Επικοιν. Ουσιαστικά είναι η διαμόρφωση AM όπου το πλ.άτος του φορέα μεταβάλλεται γραμμικά ως προς το κύριο σήμα (ενώ η διαμόρφωση φάσης είναι μη γραμμική). Linear Molecule [Γραμμικό μόριο] Χημ. Κάθε μόριο στο οποίο η γωνία των δεσμών είναι 180υ. Linear Motor [Γραμμικός κινητήρας] Μηχ. Τύπος ηλεκτρικού επαγωγικού κινητήρα στον οποίο τα κινητά και ακίνητα μέρη είναι γραμμικά και παράλληλα ώστε κατά, τη διοχέτευση εναλλασσόμενου ρεύματος στο στάτορα, να προκαλείται γραμμική και όχι περιστροφική κίνηση. Linear Network [Γραμμικό δικτύωμα] Ηλεκ. Δικτύωμα στο οποίο υπάρχει γραμμική σχέση ανάμεσα στις τάσεις και τα ρεύματα, ενώ το μέγεθος των εμπεδήσεων παραμένει ανεξάρτητο του ρεύματος. Linear Operator [Γραμμικός τελεστής] Μαθημ. Τελεστής Ο, ο οποίος δρα σε ένα διανυσματικό χώρο και έχει την ιδιότητα για όλα τα a, c του διανυσματικού χώρου και τον αριθμό r να ισχύει 0(a+c)=0a+0c και 0(ra)=r0a. Linear Order [Γραμμική διάταξη] Μαθημ. Η διμελής σχέση που ορίζεται σε σύνολο Χ έτσι ώστε για κάθε ζεύγος στοιχείων x,y του Χ να ισχύει είτε x
- 837 μηδενικής και μιας μέγιστης και της κορυφής του να διαγράφει ημιτονοειδή καμπύλη, της οποίας η προβολή επί επιπέδου καθέτου στη διεύθυνση διάδοσης του κύματος είναι ευθύγραμμο τμήμα. Linear Polymer [Γραμμικό πολυμερές] Χημ. Μακρομοριακή ένωση της οποίας το μόριο είναι γενικά γραμμικά ανεπτυγμένο με περιορισμένη παρουσία Linear Programming [Γραμμικός προγραμματισμός] Μαθημ. Τα μαθηματικά που ασχολούνται με προβλήματα μεγιστοποίησης και ελαχιστοποίησης. Όλες οι συναρτήσεις που συναντώνται στον γραμμικό προγραμματισμό είναι γραμμικές ως προς τις μεταβλητές τους και περιορίζονται ως προς τη λύση τους από άλλες συναρτήσεις. Η συνήθης μέθοδος επίλυσης προβλημάτων βελτιστοποίησης είναι η μέθοδος Simplex. Linear Rectifier [Γραμμικός ανορθωτής] Η/χκτρον. Περίπτωση κατά την οποία μετατρέπεται σε συνεχές, εναλλασσόμενο ρεύμα από συγκεκριμένο είδος συσκευής Linear Space [Γραμμικός χώρος] Μαθημ. Ο γραμμικός ή αλλιώς διανυσματικός χώρος είναι ένα σύνολο διανυσμάτων για το οποίο έχει οριστεί πρόσθεση μεταξύ των στοιχείων του και πολλαπλασιασμός των στοιχείων του με πραγματικούς αριθμούς. Linear Spectrum [Γραμμικό φάσμα] Φυα. Κάθε φάσμα εκπομπής (από διάκριτα άτομα αερίων και ατμών σε διέγερση) ή απορρόφησης (από διάκριτα άτομα αερίων και ατμών) που αποτελείται από μεμονωμένες, πολύ μικρού εύρους φασματικές γραμμές. Αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του αερίου ή του ατμού ή του είδους των ατόμων του και το κριτήριο για το μονοσήμαντο προσδιορισμό τους. Linear Stark Effect [Γραμμικό φαινόμενο Stark] Ατομ. Φνα. Περίπτωση κατά την οποία οι φασματικές γραμμές υδρογονοειδούς ατόμου εμφανίζουν το φυσικό φαινόμενο να χωρίζονται σε άλλες ισαπέχουσες όταν αυτό βρεθεί μέσα σε ηλεκτρικό πεδίο. Linear Strain [Γραμμική ένταση] Μηχ. Για σώμα που υφίσταται παραμόρφωση, το πηλίκο της μεταβολής του μήκους του προς το αρχικό, μη παραμορφωμένο μήκος. Linear System [Γραμμικό σύστημα] Μαθημ. Κάθε σύστημα που περιλαμβάνει ν γραμμικές εξισώσεις οι οποίες έχουν σχηματιστεί ως προς μ μεταβλητές. Ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να επιλυθεί με τη χρήση ορίζουσα) ν, πινάκων ή με πολυβηματική αντικατάσταση. Linear Transformation [Γραμμικός μετασχηματισμός] Μαθημ. Ένας μετασχηματισμός φ:Χ-*Υ ονομάζεται γραμμικός μετασχηματισμός όταν ικανοποιεί τις συνθήκες τις γραμμικότητας, δηλαδή ισχύει φ(χ+γ)=φ (x)+cp(y) και φ(λχ)=λφ(χ) για κάθε x,y που ανήκουν στο Χ και για κάθε λ πραγματικό αριθμό. Linearity 1 [Γραμμικότητα] Μαθημ. Μια συνάρτηση ή ευρύτερα ένας μετασχηματισμός f πληροί τις προϋποθέσεις της γραμμικότητας όταν ισχύουν δυο ιδιότητες: α) f(x+y)=f(x) + f(y) και β) ί(λχ)=λί(χ). Linearity 2 [Γραμμικότητα] Φυα. Η περίπτωση κατά την οποία δυο ποσότητες παραμένουν ανάλογες οποιαδήποτε αλλαγή και να συμβεί. Linearly Dependent [Γραμμικά εξαρτημένα] Μαθημ. Σε έναν διανυσματικό χώρο V τα πεπερασμένου πλήθους διακεκριμένα διανύσματα vi,...,v k ονομάζονται γραμμικά εξαρτημένα όταν ισχύει x,V|+...+xkvk=0 όπου τουλάχιστον ένας συντελεστής Xi είναι διαφορετικός από το μηδέν.

Liquid In Metal Thermometer

Linearly Independent [Γραμμικά ανεξάρτητα] Μαθημ. Σε έναν διανυσματικό χώρο V τα πεπερασμένου πλήθους διακεκριμένα διανύσματα v|,.,.,v k ονομάζονται γραμμικά ανεξάρτητα όταν ισχύει XiV|+...+xkvk=0 όπου κάθε συντελεστής \Χ είναι ίσος με το μηδέν. Linearly Ordered Set [Γραμμικά διατεταγμένο σύνολο] Μαθημ. Κάθε διατεταγμένο ζεύγος (Α,< ) όπου Α είναι ένα σύνολο και < σχέση διάταξης έτσι ώστε για κάθε ζεύγος (α,β) στοιχείων του Α να σχετίζεται είτε με τη μορφή α <β είτε β<α. Lineate [Γραμμωτός] Γεν. Όρος που χαρακτηρίζει διαγραμμισμένο σχήμα κατά ευθείες, παράλληλες γραμμές. Lineation [Γράμμωση] Γεν. Η κατά σχετικά παράλληλες γραμμές διάταξη τα)ν προσανατολισμένων συστατικών (π.χ. κρυστάλλων) ενός πετρώματος. Διακρίνεται σε πρωτογενή και δευτερογενή, που εμφανίζεται στην υφή ιζηματογενών ή μαγματικών και μεταμορφωμένων πετρωμάτων αντίστοιχα. Lineman [Επισκευαστής γραμμών] Μηχ. Είναι ο τεχνικός ο οποίος με τα κατάλληλα εργαλεία και τις απαραίτητες γνώσεις, είναι επιφορτισμένος με την επισκευή των γραμμών του τηλεφωνικού ή του ηλεκτρικού δικτύου μίας περιοχής. Liner 1 [Επένδυση] Μηχ. Περίβλημα που προσαρμόζεται επί της εσωτερικής επιφάνειας ενός εξαρτήματος ως προστατευτική κάλυψη π.χ. στους κυλίνδρους μηχανών για προφύλαξη του από φθορές κατά την κίνηση των εμβόλων. Liner 2 [Μεταφορικό μέσο τακτικής γραμμής] Γεν. Εμπορικό πλοίο ή αεροπλάνο που εκτελεί μεταφορές (κυρίως επιβατών) σε προκαθορισμένα τακτικά δρομολόγια. Lines Of Μ Type [Γραμμές τύπου Μ] Επικοιν. Έχουν προτυποποιηθεί 4 είδη τηλεφωνικών γραμμών που διαφέρουν στα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά, στο είδος καλωδίωσης που χρησιμοποιείται και σε θόρυβο και παραμόρφωση με νούμερα 1020, 1025, 1030, 1040. Οι πρώτες είναι οι πιο ανθεκτικές και οι τελευταίες οι πιο κοινές. Lining [Επένδυση] Μηχ. II διεργασία εφαρμογής στρώματος επικάλυψης επί εσωτερικής επιφάνειας καθώς και το ίδιο το υλικό της επικάλυψης. Lining Paper [Χαρτί ταπετσαρίας] Πολ. Μηχ. Χάρτινη επένδυση σε τοίχο με λωρίδες που επικολλούνται στην επιφάνεια της τοιχοποιίας. Μπορεί να είναι απλή ή διακοσμημένη και έγχρωμη. Lining Plate [Επίπεδο εξομάλυνσης στέγης] Πολ. Μηχ. Σε μια επένδυση στέγης, ένα επίπεδο που τοποθετείται κάτω από τη στεγάνωση για να εξομαλύνει την κλίση των επενδύσεων, ή και για να δημιουργήσει την κλίση απορροής υδάτων. Link [Σύνδεσμος] Επικοιν. Πρόκειται για έναν τηλεπικοινωνιακό τρόπο διασύνδεσης δύο απομακρυσμένων μεταξύ τους κόμβων. Link 2 [Σύνδεσμος] Πληρ. Είναι το τμήμα εκείνο ενός λογισμικού προγράμματος που σκοπό έχει τη διασύνδεση με απομακρυσμένους υπολογιστές και την μεταβίβαση της πληροφορίας σε κάποιο άλλο αντίστοιχο πρόγραμμα. Αποτελεί πλέον βασικό εργαλείο και ορολογία του διεθνούς διαδικτύου Internet. Link Circuit [Κύκλωμα ζεύξης] Ηλεκτρομαγν. Χρησιμοποιούμενο για τη ζεύξη δυο κυκλωμάτων που απέχουν μεταξύ τους κύκλωμα αποτελούμενο από ένα κλειστό βρόγχο με δυο πηνία.

Link Control Message

- 838 -

Link Control Message [Μήνυμα ελέγχου σύνδεσης] Επικοιν. Η λέξη Link σηματοδοτεί ότι έχουμε προχωρήσει από τη φυσική σύνδεση του Χ.21 ή άλλων πρωτοκόλλων και είμαστε στο δεύτερο επίπεδο πχ στο πρωτόκολλο Χ.25 όπου τα 2 μέρη ελέγχουν αυτόματα τη διαδικασία πχ με πλαίσια SABM και UA. Link Coupling [Σύζευξη μέσω κυκλώματος ζεύξης] Ηλεκτρομαγν. Η μέσω ενός κυκλώματος ζεύξης σύζευξη δύο κυκλωμάτων που απέχουν μεταξύ τους. Link Encryption [Κρυπτογράφηση σύνδεσης] Επικοιν. Η περίπτωση που η σύνδεση περνάει μέσα από κύκλωμα ή λογισμικό κρυπτογράφησης πριν την έκθεση στο δίκτυο. Link Group [Ομάδα συνδέσεων] Επικοιν. Ομάδα από συνδεδεμένα τερματικά που ανήκουν σε ένα κοινό εξυπηρετητή - διανομέα. Linneite [Λιννείτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο κοβάλτιο και νικέλιο, κύριο μετάλλευμα κοβαλτίου. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους κρυστάλλους του οκταεδρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 έως 5 στην κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 4,5 έως 5. Linoleic Acid [Αινολικό οξύ] Βιοχημ. Ακόρεστο μονοκαρβονικό οξύ του τύπου C18H32O2, με δύο διπλούς δεσμούς cis, που απαντά στη φύση ως συστατικό των γλυκεριδίων φυτικών ελαίων (π.χ. του λινελαίου, του βαμβακέλοιου). Είναι ελαφρά χρυσοκίτρινο υγρό, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες και αδιάλυτο στο νερό, που κατά την έκθεση του στον ατμοσφαιρικό αέρα εύκολο οξειδώνεται και ρητινοποιείται. Linoleum [Λινάτσα] Υλικ. Πρόκειται για ένα χοντρό ύφασμα, το οποίο παράγεται από το λίνο και χρησιμοποιείται για την κατασκευή σάκων, πρόχειρων καλυμμάτων για δάπεδα αποθηκών ή βιοτεχνιών ή στη συσκευασία εμπορευμάτων. Linotype [Λινοτυπική μηχανή] Τεχνολ. Ειδική μηχανή τυπογραφικής στοιχειοθεσίας που χρησιμοποιεί πληκτρολόγιο για την κατασκευή τυπογραφικών στίχων από κατάλληλες μήτρες. Linseed Oil [Λινέλαιο] Υλικ. Είναι η κιτρινωπού χρώματος ουσία που παράγεται από τους σπόρους του λίνου και χρησιμοποιείται ευρύτατα για την παραγωγή των ελοιοχρωμάτων και βερνικιών. Lintel [Ανώφλ.ι ανοίγματος] Αμχ. Οριζόντια επιμήκης ενισχυτική κατασκευή για την υποστήριξη της υπερκείμενης δομής του τοιχώματος, στο σημείο που περατούται ένα άνοιγμα πόρτας ή παράθυρου. Το οριζόντιο αυτό δοκάρι πάνω από την πόρτα ή το παράθυρο φέρει το βάρος του τοίχου. Μπορεί να είναι ξύλινο, σιδερένιο, ή και από πρόχυτο τσιμέντο. Αποτελεί το πρέκι του παραθύρου ή της πόρτας, και ορίζει το τελείωμα του ανοίγματος. Lintol [Ανώφλι ανοίγματος] Αμχ. -» Lintel Linux Operating System [Λειτουργικό σύστημα Linux] Επικοιν. Διάσημο λειτουργικό τύπου Unix που πρωτοκατασκεύασε με ανοιχτή αρχιτεκτονική ο Linus Torvalds και έκτοτε συμπληρα')νεται συνεχώς από τους φανατικούς θαυμαστές του με αρκετά καλά αποτελέσματα ενώ κυκλοφοράει σε αρκετές διανομές (συνήθως σχεδόν δωρεάν) για το ευρύ κοινό. Liouville Equation [Εξίσωση του Liouville] Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία η πυκνότητα D στο φασικό χώρο περιγράφεται από εξίσωση η οποία και διατυπώνεται ως dD/dt=0. Δηλαδή η πυκνότητα του φασικού χώρου παραμένει σταθερή συναρτήσει του χρόνου. Liouville Theorem [Θεώρημα Liouville] Μαθημ. Απο-

δεικνύεται ότι οι σταθερές συναρτήσεις είναι οι μόνες ακέραιες συναρτήσεις που είναι φραγμένες. Lip Sync [Συγχρονισμός των χελιών] Επικοιν. Συγχρονισμός της εικόνας της κίνησης των χελιών και των συλλαβών (και του τόνου) που δίνει το αναλογούν ηχητικό σήμα (στις μη ζωντανές μαγνητοσκοπήσεις συνήθως γίνονται περισσότερες από μια επαναλήψεις για την καλύτερη απόδοση). Lipase [Λίπαση] Βιοχημ. Ένζυμο της κατηγορίας των υδρολοσών του οποίου η χημική δράση προκαλεί την υδρόλυση των λιπών προς σχηματισμό γλνυκερόλης και λιπαρών οξέων. Lipid [Λιπίδιο] Βιοχημ. Κάθε φυσικό προϊόν από ένα σύνολνο ενώσεων της τάξης των λιποειδών που είναι εστέρες ορισμένων ολκοολών (π.χ. γλυκερόλης, αμιναλκοόλης) και λιπαρών οξέων. Διακρίνονται σε απλά (π.χ. γλ,υκερίδια) και σύνθετα (π.χ. φωσφατίδια) και είναι απαραίτητο δομικό συστατικό των ζωντανών οργανισμών. Lipid Metabolism [Μεταβολισμός των λιπιδίων] Βιοχημ. Η σύνθετη διεργασία της βιολογικής αποσύνθεσης των γλυκεριδίων, κατά τα στάδια της οποίας αποδίδεται ενέργεια προς διεξαγωγή διαφόρων ενδόθερμων αντιδράσεων, καθώς και της αντίστροφης διεργασίας της βιοσύνθεσης των τριγλυκεριδίων. Lipoid [Λιποειδές] Βιοχημ. Ετερογενής τάξη φυσικών ενώσεων (π.χ. λιπίδια, ισοπρενοειδείς ενώσεις, λιπαρά οξέα), που συμπερλαμβάνει και προϊόντα με καμία ή ελάχιστη συγγένεια με τη χημική σύσταση των λιπών (π.χ. καροτενοειδή, στερίνες), που έχουν την κοινή ιδιότητα να είναι διαλυτά σε λιπόφιλους οργανικούς διαλότες όπως το βενζόλιο, την ακετόνη, τον αιθέρα, το τετραχλωράνθρακα κ.λ.π. και αδιάλυτα στο νερό. Lipolysis [Λιπόλυση] Βιοχημ. Η εντός των οργανισμών, προκαλούμενη από τη καταλυτική δράση των λιπασών, υδρόλ*υση των λιπαρών ουσιών προς γλυκερόλη και λιπαρά οξέα. Lipoprotein [Λιποπρωτεϊνη] Βιοχημ. Κάθε σύνθετη πρωτεΐνη αποτελούμενη από απλή πρωτείνη συνενωμένη με λιπαρή προσθετική ομάδα. Liposoluble [Λιποδιαλοτύς] Χημ. Κάθε ένωση διαλυτή σε λιπαρή ουσία. Lipotropic [Λιποτροπικός] Βιοχημ. Χαρακτηρίζεται κάθε ουσία (π.χ. οι ιωδιούχες) που έχουν την ιδιότητα να επιδρούν επί των λιπαρών συστατικών του οργανισμού μεταβάλλοντας το ρυθμό του μεταβολισμού των λιπών. Lipping [Τελείωμα φύλλου κουφώματος] Πολ. Μηχ. Μια ξύλινη λεπτή σανίδα που καλόπτει κατακόρυφα το πλάι του φύλλου, για να προστατεύει το σκελετό του που είναι κλεισμένος εσωτερικά. Lippmann Effect [Φαινόμενο Lippmann] Φυσ. Φυσικό φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο όταν εφαρμόζεται ηλεκτρική τάση στην επιφάνεια συνεπαφής δυο μη αναμίξιμων υγρών, η επιφανειακή τάση αλλάζει. Lipschitz Continuous [Lipschitz συνεχής] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη σε έναν χώρο (Χ, ιΑ*ιΛ) όπου xA*Vi η νόρμα που έχει οριστεί για τον χώρο. Η συνάρτηση f είναι Lipschitz συνεχής ή αλλιώς ικανοποιεί τη συνθήκη Lipschitz όταν για κάθε x,y που ανήκουν στον Χ υπάρχει ένας πραγματικός αριθμός Μ>0 τέτοιος ώστε να ισχύει ,/2f(x)-f(y),/2<M'/2X-y,/2. Liquefaction [Ρευστοποίηση] Φυσ.Χημ. Είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κοκκώδες έδαφος κατά τη διάρκεια του σεισμού, οπότε συμπεριφέρεται σαν

- 839 ένα παχύ ρευστό. Αυτό οφείλεται στην αύξηση της πίεσης του νερού των πόρων του που οδηγεί σε μείωση της τριβής μεταξύ των κόκκων. Liquefied [Υγροποιημένος] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε μια ουσία, η οποία έχει μετατραπεί σε υγρή φάση. Liquefied Natural Gas [Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο] Χημ. Μηχ. Φυσικό αέριο που έχει υποστεί διεργασία υγροποίησης. Συνήθως, παράγεται με μηχανική ψύξη, όπου χρησιμοποιούνται τρία διαφορετικά ρεύματα υγρών ψυκτικών, προπανίου, αιθανίου και μεθανίου. Liquefied Petroleum Gas [Υγροποιημένο αέριο πετρελαίου] Πετρελαιομηχ. Υγροποιημένοι αέριοι υδρογονάνθρακες, που λαμβάνονται ως παραπροϊόντα του πετρελαίου κατά τη διεργασία διαχωρισμού (κυρίως το κλάσμα προπανίου, βουτανίου) και χρησιμοποιούνται είτε ως καύσιμο κινητήρων είτε ως βιομηχανικό αέριο. Liquid [Υγρό] Φυα. Μαζί με το στερεό και το αέριο, το υγρό συμπληρώνει τις τρεις βασικές μορφές της ύλης. Κύριες ιδιότητές του είναι το γεγονός ότι έχει την ικανότητα να λαμβάνει το γεωμετρικό σχήμα του χώρου όπου βρίσκεται καθότι τα μόριά του κινούνται, σε αντίθεση με αυτά των στερεών σωμάτων. Επίσης είναι πρακτικά ασυμπίεστο, ιδιότητα που πλησιάζει προς τα στερεά, γι' αυτό και θεωρείται μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ αυτών και των αερίων. Liquid Air [Υγρός αέρας] Χημ. Μηχ. Ατμοσφαιρικός αέρας σε υγρή φάση ως ελαφρά κυανίζον υγρό μη σταθερής σύστασης λόγω του διαφορετικού ρυθμού εξάτμισης των συστατικών του (εμπλουτίζεται σταδιακά σε οξυγόνο). Η υγροποίηση πετυχαίνεται με ψύξη στους -192° C υπό κανονικές συνθήκες πίεσης σε ειδικές μηχανές κατά διάφορες μεθόδους (π.χ. του Αίντε, του Κλωντ-Χέυλαντ). Αποθηκεύεται και μεταφέρεται σε δοχεία Dewar ή σε χαλύβδινες φιάλες υπό πίεση. Liquid Chromatography [Υγρή χρωματογραφία] Αναλ. Χημ. Φυσική μέθοδος διαχωρισμού των συστατικών ουσιο')ν μίγματος, κυρίως πολικών και μη πτητικών ενώσεων. Ο διαχωρισμός γίνεται σε ειδικές στήλες υπό πίεση ανάμεσα σε μία στατική φάση (υγρή ή στερεή) και σε μία υγρή κινούμενη φάση και με την ανίχνευση στην έξοδο μιας φυσικής σταθεράς η οποία, μέσω καταγραφέα, παρίσταται σε χρωματογράφημα. Liquid Column Manometer [Μανόμετρο υγρής στήλης] Φυα. Τύπος ανοιχτού μανύμέτρου με σωλήνα υοειδούς σχήματος ημιπλήρους υγρού (π.χ. υδράργυρου) για το προσδιορισμό της πίεσης ρευστού σε σύνδεση με το ένα σκέλος του, που μετράται ως το ύψος της υδραργυρικής στήλης στο άλλο σκέλος από τη στάθμη της ισορροπίας έως τη στάθμη ανύψωσης της κατά την εφαρμογή της πίεσης. Liquid Cooled [Υγρόψυκτο] Μηχ. Διάταξη ή μηχανική κατασκευή (π.χ. μηχανή εσωτερικής καύσης) που χρησιμοποιεί υγρό (νερό, γλυκόλη κ.λ.π.) ως ψυκτικό μέσο. Liquid Crystal [Υγρός κρύσταλλος] Κρυσταλλ.. Οργανικές ενώσεις που και σε υγρή κατάσταση διατηρούν κάποιες οπτικές ιδιότητες χαρακτηριστικές της κρυσταλλικής δομής (όπως π.χ. διπλοδιαθλαστικότητα), λόγω της σχετικής διάταξης των μορίων τους κατά ορισμένους τρόπους. Liquid Crystal Display [Οθόνη υγρών κρυστάλλων] Η/χκτρ. Είναι ένας τύπος οθόνης που χρησιμοποιείται κυρίως στους φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Liquid In Metal T h e r m o m e t e r

Δεν έχει καθοδικό σωλήνα και η επιφάνειά της απαρτίζεται από ένα σύνολο σημείων που το καθένα αποτελείται από υγρό κρύσταλλο. Η λειτουργία της στηρίζεται στην ιδιότητα αυτών των κρυστάλλων να στρέφουν το επίπεδο πόλωσης του φωτός ανάλογα με τη διαφορά δυναμικού που εφαρμόζεται στα άκρα τους. Liquid Compass [Ρευστή πυξίδα] Μηχ. Τύπος μαγνητικής πυξίδας της οποίας η θήκη είναι πλήρης υγρού (π.χ. υδατοδιαλυμένο λευκό οινόπνευμα). Παρουσιάζει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης σταθερότητας του ανεμολογίου κατά τους κλυδωνισμούς του σκάφους αλλά το μειονέκτημα της μικρότερης ευαισθησίας του. Liquid Drop Model [Μοντέλο υγρής σταγόνας] Πυρην. Φυσ. Πυρηνικό μοντέλο που πρότεινε ο Bohr για την ερμηνεία της πυρηνικής δομής, σύμφωνα με το οποίο μελετώνται οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των νουκλεονίων σαν αυτά να ήταν μόρια μιας σταγόνας νερού προκειμένου να καθορισθεί, με βάση τις θετικές και αρνητικές συνεισφορές ενέργειας τους, η ολική ενέργεια σύνδεσης του πυρήνα. Liquid Filter [Ηθμός υγρών] Χημ. Μηχ. Κάθε υλικό μέσο όπως πορώδης πορσελάνη, πορώδες γυαλί, διηθητικός χάρτης, αμίαντος, ύφασμα κ.λ.π. που χρησιμοποιείται για τη διήθηση δηλ. τη συγκράτηση και διαχωρισμό των εν αιωρήσει αδιάλυτων σωματιδίων (ακόμα και μεγέθους 1,5 μ. από τους πολύ σκληρούς ηθμούς) της στερεής φάσης από την υγρή φάση. Διακρίνονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη διάμετρο των μεγαλύτερων πόρων τους. Liquid Helium [Υγρό ήλιο] Φυσ. Ήλιο σε υγρή κατάσταση με θερμοκρασία -268,95UC υπό συνήθη πίεση, δυνάμενο να ψυχθεί με μεγαλύτερη πίεση σε θερμοκρασίες στο όριο του απόλυτου μηδενός. Κάτω από τη θερμοκρασία του σημείου λ παρουσιάζεται με διαφορετική μορφή (υγρό ήλιο II), λόγω της καλούμενης συμπύκνωσης Bose- Einstein αλλαγής φάσης, με χαρακτηριστική ιδιότητα το μηδενικό ιξώδες. Liquid Hydrocarbon [Υγρός υδρογονάνθρακας] Οργ. Χημ. Αέριος υδρογονάνθρακας σε υγροποιημένη μορφή που παράγεται ως κλάσμα (π.χ. προπανίου, βουτανίου) κατά τη διεργασία επεξεργασίας των αέριων παραπροϊόντων του πετρελαίου. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε χημικές βιομηχανίες, καύσιμο κ.λ.π. Liquid Hydrogen [Υγρό υδρογόνο] Φυσ. Υδρογόνο σε υγρή κατάσταση με θερμοκρασία -252,7 υ C υπό συνήθη πίεση. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Liquid Hydrogen Bubble Chamber [Θάλαμος φυσαλίδων υγρού υδρογόνου] Πυρην. Φυσ. Συσκευή μεγάλης ευαισθησίας για την ανίχνευση ακτινοβολίας. Ως ανιχνεύουν μέσο χρησιμοποιείται υγρό υδρογόνο διατηρούμενο κοντά στη θερμοκρασία βρασμού επί του οποίου τα ιόντα, τα παραγόμενα από τα ενεργητικά σωματίδια κατά μήκος της τροχιάς τους, αφήνουν ίχνη άμεσα ορατών φυσαλίδων που μπορούν να φωτογραφηθούν. Liquid In Glass Thermometer [Θερμόμετρο υγρού σε γυαλί] Φυσ. Τύπος θερμομέτρου που βασίζει τη λειτουργία του στη διαστολή κατάλληλων ιδιοτήτων υγρού εντός υάλινου σφαιρικού ή κυλινδρικού δοχείου απολήγοντος σε τριχοειδή διαβαθμισμένο σωλήνα. Περιλαμβάνει το υδραργυρικό (ικανότητας λειτουργίας από -38,9° C έως 550' C), το οινοπνευματικό (από 114° C έως 78° C) κ.λ,π. Liquid In Metal Thermometer [Θερμόμετρο υγρού σε μέταλλα] Φυσ. Τύπος θερμομέτρου που βασίζει τη

Liquid Junction

- 840-

λειτουργία του στη διαστολή κατάλληλων ιδιοτήτων υγρού εντός μεταλλικού δοχείου. Liquid Junction [Επιφάνεια Επαφής Υγρών] Φυσ. Χημ. Η περιοχή στην οποία δύο διαλύματα ηλεκτρολυτών βρίσκονται σε επαφή, μέσα σε ηλεκτρολυτικό κελί. Liquid Laser [Υγρό λέιζερ] Οπτικ. Τύπος λέιζερ, με δυνατότητα λειτουργίας σε μεγάλο εύρος συχνοτήτων, που χρησιμοποιεί ως ενεργό υλικό υγρό π.χ. ορισμένες οργανικές ενώσεις. Liquid - Liquid Chemmieal Reaction [Χημική αντίδραση υγρού-υγρού ] Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία τα αντιδρώντα σώματα είναι υγρά. Liquid Liquid Extraction [Εξαγωγή υγρού με υγρό] Χημ. Μηχ. Μέθοδος διαχωρισμού συστατικού υγρού μίγματος που συνίσταται στην επίδραση επί του μίγματος με μη αναμίξιμο υγρό στο οποίο το επιθυμητό χαρακτηριστικό να παρουσιάζει ευδιαλυτότητα. Liquid Meaure [Μέτρο υγρών] Φνσ. Κάθε μετρολογικό σύστημα στη βάση κάποιας μονάδας (π.χ. λίτρο) και των παραγώγων της που καθορίζεται επίσημα να χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της χωρητικότητας των υγρών. Liquid Metal Nitriding [Νιτριδίωση υγρού - μετάλλου] Μεταλ/.. Μηχ. Διεργασία για τον κορεσμό με άζωτο της επιφάνειας μεταλλικών αντικειμένων (π.χ. από χάλυβα, κράματα χάλυβα, τιτάνιο) με σκοπό την αύξηση της σκληρότητας, της ανθεκτικότητας στη διάβρωση και της αντοχής του ορίου κόπωσης. Liquid Methane [Υγρό μεθάνιο] Φυα. Μεθάνιο σε υγρή κατάσταση με θερμοκρασία -161,3° C υπό συνήθη πίεση. Χρησιμοποιείται ως πηγή ψύχους για τη συντήρηση χαμηλής θερμοκρασίας και ως καύσιμη ύλη για κινητήρες αεριοκίνητων οχημάτων. Liquid Nitrogen [Υγρό άζωτο] Φυα. Αζωτο σε υγρή κατάσταση με θερμοκρασία —195,8° C υπό συνήθη πίεση και ειδικού βάρους 808 Kgr / m3. Χρησιμοποιείται σε διάφορες ψυκτικές μηχανές και φυλάσσεται σε χαλύβδινες φιάλες τύπου Dewar. Liquid Oxygen [Υγρό οξυγόνο] Φυσ. Οξυγόνο σε υγρή κατάσταση με θερμοκρασία - 1 8 3 ° C υπό συνήθη πίεση. Παράγεται κατά την κλασματική απόσταξη υγρού αέρα και χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό. Liquid Penetrant [Διεισδυτικό υγρό] Μηχ. Το υγρό που χρησιμοποιείται για την αντίστοιχη δοκιμή —> Liquid Penetrant Test Liquid Penetrant Test [Δοκιμή διεισδυτικών υγρών] Μηχ. Είναι ένα πείραμα που γίνεται για την εξακρίβωση της ύπαρξης ή μη των ρωγμών σε κάποιο στοιχείο, με τη βοήθεια ορισμένων υγρών με έντονα έγχρωμα ή φθορίζονται χρώματα, τα οποία έχουν την ιδιότητα να υπεισέρχονται μέσα σε αυτές. Liquid-Phase Hydrogenation [Υδρογόνωση στην Υ γ ρ ή Φάση] Χημ. Μηχ. Μέθοδος εξευγενισμού προϊόντων πετρελαίου, κατά την οποία απομακρύνονται οξυγονούχες, θειούχες και αζωτούχες προσμίξεις, υδρογονώνονται ή διασπώνται αρωματικές ενώσεις. Το μίγμα σε υγρή φάση τροφοδοτείται σε καταλυτικό αντιδραστήρα, σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση και κορέννυται με υδρογόνο. Liquid Propellant [Υγρό προωθητικό καύσιμο] Αερυμηχ. Υγρό καύσιμο (π.χ. υγρό υδρογόνο, κηροζίνες) πολλαπλής υφής με μεταβλητή ωστική δύναμη στους πυραυλικούς κινητήρες. Σπουδαιότεροι δείκτες του είναι η πυκνότητα, η θερμογόνος δύναμη, η υψηλή

θερμική σταθερότητα και η χαμηλή αντιδιαβρωτική του βάση. Liquid Propellant Rocket Engine [Πυραυλικός κινητήρας υγρού προωθητικού καυσίμου] Αερομηχ. Πυραυλικός κινητήρας που χρησιμοποιεί χημικό καύσιμο υπό υγρή μορφή (π.χ. κηροζίνη, υγρό υδρογόνο, αιθυλική αλκοόλη). Liquid Sulfur Dioxide - Benzene Process [Διεργασία Υγρού Διοξειδίου του Θείου - Βενζολίου] Χημ. Μηχ. Μέθοδος εξευγενισμού και αποκήρωσης ελαίων, που βασίζεται στην εκχύλιση με μίγμα υγρού διοξειδίου του θείου και βενζολίου και στη συνέχεια ψύξη του εκχυλίσματος. Liquid - Vapour Chemical Reaction [Χημική αντίδραση υγρού-αερίου] Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία εκ των αντιδρώντων σωμάτων τουλάχιστον ένα είναι υγρό και ένα αέριο. Liquid - Vapour Equilibrium [Ισορροπία υγρούατμών] Φυα. Χημ. Η κατάσταση της μόνιμης συνύπαρξης της υγρής και της αέριας φάσης (κορεσμένοι ατμοί) μιας ουσίας υπό καθορισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας Liquidus Line [Καμπύλη Liquidus] Φυα. Χημ. Για μίγματα δύο συστατικών, που υφίστανται μεταβολή φάσης, ονομάζεται η καμπύλη θερμοκρασίαςσύστασης, για την υγρή φάση που βρίσκεται σε ισορροπία με τη στερεή. Liquifler [Υγροποιητής] Χημ. Μηχ. Ψυκτική μηχανή διαφόρων τύπων (π.χ. του Αιντε, των Κλώντ-Χέυλαντ) που λειτουργεί με βάση κάποια θερμοδυναμική αρχή (π.χ. το φαινόμενο Τζάουλ- Τόμσον) και χρησιμοποιείται για την υγροποίηση των αερίων. Liquitatcd Damages [Αποζημιώσεις] Πολ. Μηχ. Το χρηματικό ποσό που έχει προσυμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους στην κατασκευή ενός έργου, που δίνεται σε περίπτωση καθυστερήσεων, αποτυχιών των εργασιών και καθυστέρηση στην παράδοση του έργου. Liquor 1 [Υδατικό Διάλυμα] Χημ. Χαρακτηρίζει οποιοδήποτε διάλυμα μιας ουσίας, όπου ο διαλύτης είναι νερό. Liquor 2 [Οινοπνευματώδες Ποτό] Χημ. Αναφέρεται σε αλκοολούχο ποτό, που λαμβάνεται με απόσταξη αλκοολικού διαλύματος και παραπέρα κατεργασία του αποστάγματος. Liquorice [Αίκουορις] Υλικ. Οι ρίζες του φυτού γλυκύριζα ή λεία, με σύσταση αποτελούμενη από άμυλο, ρητίνες, γλυκοριζίνη, σακχαρόζη, κόμμι κ.λ.π., που χρησιμοποιούνται μετά από διεργασία αποξήρανσης και συμπίεσης υπό διάφορες μορφές (στερεών τεμαχίων, κόνεως, εκχυλίσματος κ.λ.π.) κυρίως για τις γλυκαντικές τους ιδιότητες στη βιομηχανία του καπνού, στην ποτοποιία, στη ζαχαροπλαστική, στη φαρμακευτική κ. λ.π. Liquuid - Solid Chemical Reaction [Χημική αντίδραση υγρού-στερεού] Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία εκ των αντιδρώντων σωμάτων τουλάχιστον ένα είναι στερεό και ένα υγρό. Liroconite [Λιροκονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό αρσενικικό αργίλιο και χαλκό. Σχηματίζει κυανούς ή κιτρινοπράσινους, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9 έως 3. Liskcardite [Λισκεαρδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό αρσενικικό αργίλιο και σίδη-

-841 po. Σχηματίζει κυανόλευκους ή πρασινόλευκους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3. Lissajous' Figures [Σχήματα του Λισαζού] Φυσ. Γραφικά επίπεδα σχήματα που προκύπτουν θεωρώντας τη συνιστάμενη κίνηση σημείου υπό την επίδραση δύο διαφορετικών αρμονικών κινήσεων σε διευθύνσεις κάθετες μεταξύ τους, ο λόγος συχνοτήτων και η φασική σχέση των οποίων καθορίζει και τη συγκεκριμένη μορφή τους. List [Λίστα] Πληρ. Στην πληροφορική η λίστα είναι στην ουσία ο κώδικας ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που περιέχει όλες τις εντολές σε σειρές, γραμμένες στην αντίστοιχη γλώσσα προγραμματισμού. Listing [Λίστα] Υπολ. 1. Η λίστα που περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα, το οποίο είναι εκτυπωμένο μαζί με άλλες πληροφορίες, κυρίως διαγνωστικές για πιθανά συντακτικά λάθη του προγράμματος. 2. Το πρόγραμμα ή το αρχείο, το οποίο είναι εκτυπωμένο. Liter - Atmosphere [Λίτρο - ατμόσφαιρα] Φυσ. Εκφραζόμενη ως το γινόμενο όγκου ενός λίτρου και πίεσης μίας ατμόσφαιρας, φυσική μονάδα ενέργειας. Literal Notation [Συμβολισμός δια γραμμάτων] Μαθημ. Σύστημα συμβολισμού κατά το οποίο γράμματα μπορούν να πάρουν τη θέση αριθμών ή άλλων μαθηματικών ποσοτήτων έτσι ώστε να είναι σύμβολα σταθερών ή μεταβλητών που παίρνουν τιμές από δεδομένα σύνολα. Litharenite [Λιθαρενίτης] Γεωλ. Τύπος αρενιτικού πετρώματος που περιέχει δετριτικά υλικά σε αναλογία περίπου του ενός τετάρτου της ολικής του σύστασης. Litharge [Λιθάργυρος] Ομγ. Χημ. Η μία από τις δύο μορφές (η άλλη είναι ο μασσικότ) του οξειδίου του δισθενούς μολύβδου PbO, που απαντά και στη φύση ως ορυκτό. Παρασκευάζεται με θέρμανση μεταλλικού μολύβδου και είναι κίτρινη κρυσταλλική σκόνη διαλυτή στα οξέα και στα διαλύματα καυστικών αλκαλίων. Χρησιμοποιείται στην κεραμευτική, στην υαλουργία, στην κατασκευή συσσωρευτών, στη βιομηχανία ελαστικού κ.λ.π. Lithic [Λιθικός] Γεν. 1. Γενικά, ο αναφερόμενος ή προερχόμενος από λίθο. Ειδικότερα, από πετρογραφικής απόψεως, όρος που χαρακτηρίζει κλαστικά ιζήματα με υψηλή αναλογία θραυσμάτων πετρωμάτων. 2. Υποδηλώνει σχέση ή ένωση του χημικού στοιχείου του λιθίου. Lithification [Λιθοποίηση] Γεωλ. Ο σχηματισμός σε κάποιο βαθμό συμπαγούς πετρώματος από τη συνένωση των χαλαρών ασύνδετων κόκκων ιζηματογενούς απόθεσης με τη βοήθεια κάποιου συνδετικού υλικού όπως ασβεστολιθικού, δολομιτικού, πυριτικού, αργιλικού κ.λ.π. Lithiophyllite [Λιθιοφυλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φωσφορικό λίθιο και μαγγάνιο. Σχηματίζει καστανούς ή ροζ κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,3,. Lithium [Λίθιο] Χημ. Στοιχείο του περιοδικού πίνακα με χημικό σύμβολο Li. Είναι το ελαφρότερο μέταλλο και ανήκει στην ομάδα των αλκαλίων. Έχει χρώμα αργυρόλευκο, είναι μαλακότερο ακόμη και από τον μόλυβδο, ενώ καίγεται μέσα σε οξυγόνο ή αέρα δίδοντας μία εκτυφλωτική λευκή φλόγα. Lithium Aluminum Hydride [Λιθιοαλουμινιο-

Lithium Hydride

υδρίδιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι LiAlH4 και το μοριακό βάρος 37,95. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, με θερμοκρασία τήξεως 125°C. Διασπάται με θέρμανση ή με ψυχρό νερό. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία ως αναγωγικό μέσο. Lithium Amide [Αμίδιο του Λιθίου] Ανόμγ. Χημ. •χει χημικό τύπο LiNH2, μοριακό βάρος 22,96, σημείο τήξεως 380-400°C και θερμοκρασία ζέσεως 750 °C, όπου διασπάται. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό, εύφλεκτη, με δυσάρεστη οσμή και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Lithium-Based Battery [Μπαταρία Λιθίου] Μηχ. Πρόκειται για δευτερογενές κελί, που μπορεί δηλαδή να επαναφορτισθεί. Η άνοδος περιέχει λίθιο και η κάθοδος διοξείδιο του μαγγανίου ή πεντοξείδιο του βαναδίου. Βασικά πλεονεκτήματα της είναι το υψηλό δυναμικό και η μεγάλη πυκνότητα ενέργειας, επειδή το λίθιο έχει υψηλή ηλεκτροθετικότητα και μικρό ισοδύναμο βάρος. Lithium Bromide [Βρωμιούχο Λίθιο] Ανόμγ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο LiBr, μοριακό βάρος 86,85, σημείο τήξεως 550°C και σημείο ζέσεως 1265°C. Είναι διαλυτή σε νερό, αλκοόλες και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση, καθώς και ως μέσο αφυδάτωσης. Lithium Carbonate [Ανθρακικό λίθιο] Ανομγ. Χημ. Αλας του λιθίου με τύπο Li 2 C0 3 , που λαμβάνεται με κατακρήμνιση εν θερμώ διαλύματος χλωριούχου λιθίου με ανθρακικό αμμώνιο. Είναι λευκή, δυσδιάλυτη κρυσταλλική σκόνη και χρησιμοποιείται στη κεραμευτική, στην υαλουργία, στη φαρμακευτική κ.λ,π. Lithium Chloride [Χλωριούχο λίθιο ή λιθιοχλωρίδιο] Ανομγ. Χημ. Ένωση του λιθίου με τύπο LiCl. Είναι λευκή, με γεύση που προσομοιάζει του μαγειρικού άλατος, υγροσκοπική κρυσταλλική στερεή ουσία, αδιάλυτη στο νερό και στην αλκοόλη. Χρησιμοποιείται στην ιατρική, στη φωτογραφική, στην πυροτεχνική κ. λ.π. Lithium Citrate [Κιτρικό Λίθιο] Οργ. Χημ. Κρυσταλνλικό άλας του κιτρικού οξέος, με χημικό τύπο Li3C6H507*4H20, μοριακό βάρος 281,99 και θερμοκρασία τήξεως 105 °C, όπου απομακρύνεται το νερό. Είναι διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται στην παραγωγή ποτών και φαρμάκων. Lithium Fluoride [Φθοριούχο λίθιο] Ανομγ. Χημ. Ένωση του τύπου LiF. Είναι λευκή, τοξική στερεή σκόνη μερικώς διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στην κεραμευτική, στην οπτική κ.λ.π. Lithium Fluoride Dosimetry [Δοσιμετρία με φθοριούχο λίθιο] Πυμην. Φυσ. Τεχνική προσδιορισμού της δόσης ακτινοβολίας σε κάποιο σημείο μέσω της έκθεσης σε αυτή φθοριούχου λιθίου και μέτρηση της εκπεμπόμενης απ' αυτό ορατής ακτινοβολίας, λόγω της ιδιότητας της φωταύγειας του φθοριούχου λιθίου κατά τη θέρμανση (θερμοφωταύγεια). Lithium Halide [Αλογονίδιο του λιθίου] Ανομγ. Χημ. Κάθε ένωση του λιθίου με στοιχείου της ομάδας των αλογόνων όπως το λευκό κρυσταλλικό βρομιούχο λίθιο LiBr, που χρησιμοποιείται στην ιατρική, το ιωδιούχο λίθιο Lil, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ιαματικών λουτρών κ.λ.π. Lithium Hydride [Υδρίδιο του λιθίου] Ανομγ. Χημ. Το υδρογονούχο λ.ίθιο με τύπο Li Η, που λ*αμβάνεται με

Lithium Hydroxide

-842 -

θέρμανση μεταλλικού λιθίου σε ατμόσφαιρα υδρογόνου. Είναι λευκή, εύφλεκτη κρυσταλλική ουσία και χρησιμοποιείται στην σύνθεση χημικών ενώσεων. Lithium Hydroxide [Υδροξείδιο του λιθίου] Ανοργ. Χημ. Ένωση του λιθίου με τύπο Li(OH). Είναι άχροη, υγροσκοπική κρυσταλλική στερεή ουσία με υδατικύ διάλυμα ισχυρά αλκαλικό και με ικανότητα απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα. Χρησιμοποιείται ως ηλεκτρολύτης αλκαλικών συσσωρευτών, στην σύνθεση αλάτων λιθίου, στα λιπαντικά κ.λ.π. Lithium Iodide [Ιωδιούχο Λίθιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Lil, το μοριακό βάρος 133,85, το σημείο τήξεως 449 °C και το σημείο ζέσεως 1180±10°C. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αλκοόλες και ακετόνη. Οταν κρυσταλλώνεται με 3 μόρια νερού, τήκεται στους 73 °C και εξατμίζεται στους 80 °C, χάνοντας σταδιακά δύο μόρια νερού. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση κυρίως. Lithium Molybdate [Μολυβδαινικό Λίθιο] Ανόργ. Χημ. Υγροσκοπική, λευκή, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Li 2 Mo0 4 , μοριακό βάρος 173,82 και σημείο τήξεως 705 °C. Είναι πολύ διαλυτή σε ψυχρό νερό και χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης σε διεργασίες πυρόλυσης πετρελαίου. Lithium Nitrate [Νιτρικό Λίθιο] Ανόργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο LiN0 3 , μοριακό βάρος 68,95, θερμοκρασία τήξεως 264°C και ζέσεως 600 °C, όπου διασπάται. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, διάλυμα αμμωνίας και πυριδίνη. Αποτελεί ισχυρό οξειδωτικό μέσο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων και κεραμικών. Lithium Oxide [Οξείδιο του λιθίου ή λίθια] Ανοργ. Χημ. Ένωση του λιθίου με τύπο Li 2 0, που λαμβάνεται με θέρμανση μεταλλικού λιθίου σε ατμόσφαιρα οξυγόνου ή ξηρού αέρα. Είναι λευκή, υδατοδιαλυτή σκόνη με ισχυρές αλκαλικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται στην κεραμευτική και στην υαλουργία. Lithium Perchlorate [Υπερχλωρικό Λίθιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι LiC10 4 , το μοριακό βάρος 106,39, το σημείο τήξεως 236°C και το σημείο ζέσεα>ς 430 °C, όπου διασπάται. Είναι λευκή ουσία, εύφλεκτη, διαλυτή σε νερό, αλκοόλες και ακετόνη. Lithium Star [Αστέρας λιθίου] Αστρον. Γίγαντας αστέρας (π.χ. ο S50 στο αστρικό σμήνος Be 21) του οποίου το φάσμα αποκαλύπτει ασυνήθιστη και συχνά έντονη παρουσία του στοιχείου λιθίου, μη προβλέψιμη από τις θεωρίες της αστρικής εξέλιξης λόγω του ότι καταστρέφεται σχετικά σύντομα μετά το σχηματισμό ενός αστέρα κατά το αρχικό εξελικτικό στάδιο της καύσης του υδρογόνου. Μία πιθανή ερμηνεία είναι ότι παράγεται από τη ραδιενεργή διάσπαση του βηρυλλίου-7. Lithium Stearate [Στεατικό Λίθιο] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο LiCi S H 3 50 2 και μοριακό βάρος 290,42. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε ακετόνη και χρησιμοποιείται στη σύνθεση καλλυντικών και λιπαντικών ουσιών. Lithium Sulfate [Θειικό Λίθιο] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο Li 2 S0 4 , μοριακό βάρος 109,94 και θερμοκρασία ζέσε(ος 845°C. Είναι διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται στην παραγωγή φαρμάκων και κεραμικών. Lithium Tetraborate [Τετραβορικό Λίθιο] Ανόργ.

Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο L12B4O7, μοριακό βάρος 169,12 και θερμοκρασία τήξεως 930 °C. Είναι διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται στην παραγωγή κεραμικών και στον καθαρισμό μετάλλων. Lithoclase [Λιθόκλαση] Γεωλ. Κάθε μεμονωμένο θραύσμα πετρώματος που προκύπτει με κάποιου είδους φυσική διεργασία. Lithofaeies 1 [Λιθοφάση] Γεωλ. Το σύνολο των λιθολογικών χαρακτηριστικών που καθορίζει το περιβάλλον απόθεσης ενός ιζηματογενούς πετρώματος και το διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες διακριτές μονάδες μιας λιθοστρωματογραφικής ενότητας. Lithofaeies 2 [Χάρτης λιθοφάσεων] Γεωλ. Χάρτης που παρουσιάζει τη λιθοστρωματογραφική διάταξη μιας περιοχής με βάση τις επί μέρους λιθοφάσεις που τη συνθέτουν. Lithogenesis [Λιθογένεση] Γεωλ. Η μελέτη των συνθηκών και των φυσικών διεργασιών σχηματισμού των πετρωμάτων και ειδικότερα των ιζηματογενών όπως π. χ. των ασβεστολιθικών και πυριτικών βιογενών ιζημάτων απύ τα σκελετικά μέρη ζωικών οργανισμών. Lithogeochemical Survey [Λιθογεωχημική έρευνα] Γεωχημ. Γεωχημική μέθοδος, στο πλαίσιο της έρευνας για τον εντοπισμό ορυκτολογικών κοιτασμάτων, που συνίσταται στη δειγματοληψία πετρωμάτων και στη χημική ανάλυση των δειγμάτων. Lithograph [Λιθογράφημα] Τεχνολ. Το σχέδιο που λαμβάνεται κατά την εκτύπωση από το αρχικό σχεδίασμα επί της λιθογραφικής πλάκας. Lithographic Limestone [Λιθογραφικός ασβεστόλιθος] Γεωλ. Ειδικού τύπου ασβεστόλιθος που χρησιμοποιείται, υπό μορφή λεπτών πλακών με επίπεδη και λεία επιφάνεια, για λιθογραφικές εργασίες. Είναι ομοιογενής, ελαφρά πορώδης, λεπτόκοκκη κρυσταλλική ποικιλία ασβεστολιθικού σχιστόλιθου σε διάφορους χρωματισμούς (κίτρινος, τεφρός ή κυανός) ανάλογα με την επιθυμητή σκληρότητα. Lithographic Plate [Λιθογραφική πλάκα] Τεχνολ. Λεπτή πλάκα από μέταλλο (π.χ. ψευδάργυρο ή αλουμίνιο) ή ασβεστολιθικό λίθο παλαιότερα, με εντελώς επίπεδη και στιλπνή επιφάνεια που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του σχεδίου και την εκτύπωση κατά τις λιθογραφικές εργασίες. Lithography [Λιθογραφία] Γραφισ. Είναι η τέχνη της εκτύπωσης, με τη βοήθεια πλακών λίθου ή ενός μετάλλου, όπως ο ψευδάργυρος ή το αλουμίνιο, πάνω σε ειδικό χαρτί, όλων όσων έχουν χαραχθεί επάνω στις εν λόγω πλάκες. Lithoid [Λιθοειδής] Γεν. Όρος που χαρακτηρίζει περιγραφικά ένα υλικό ή σχηματισμό του οποίου η εμφάνιση είναι παρόμοια με του λίθου. Lithologic Map [Λιθολογικός χάρτης] Γεωλ. Είναι μία ειδική γραφική αποτύπωση μίας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, όπου δίδονται παράλληλα και πληροφορίες σχετικές με τους τύπους των πετρωμάτων που βρίσκονται εκεί. Lithology [Λιθολογία] Γεωλ. Υπό γενική έννοια, η επιστημονική μελέτη, περιγραφή και ταξινόμηση των πετρωμάτων ως προς τη φύση και τη δομή τους καθώς και ως προς τις φυσικές και χημικές ιδιότητες που παρουσιάζουν. Υπό στενή έννοια, το σύνολο των φυσικών εμφανών χαρακτηριστικών ενός πετρώματος ή ενός πετρωματικού σχηματισμού, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ορυκτολογική σύσταση, το χρώμα, η

-843 λάμψη, η υφή κ.λ.π. Lithometeor [Λιθομετέωρο] Μετεωρ. Κάθε ατμοσφαιρικό αιώρημα υπό μορφή στερεών μικρών σωματιδίων όπως σκόνη, καπνός κ.λ.π. Lithophile Element [Λιθόφιλο στοιχείο] Γεωχημ. Κάθε χημικό στοιχείο που έχει την τάση να σχηματίζει ενώσεις σε πυριτικά υλικά και αποτελεί, κατά συνέπεια, το κύριο στοιχείο των πετρωμάτων του φλοιού της Γης και των πετρωδών μετεωριτών. Lithopone [Λιθοπόνιο] Υλικ. Λευκό, φωτοευαίσθητο μεταλλικό χρώμα αποτελούμενο από μίγμα θειικού ψευδαργύρου και θειικού βαρίου που λαμβάνεται με κατάλληλη επεξεργασία (ξήρανση, πύρωση, υγρή άλεση κ.λ.π.) του ιζήματος που κατακρημνίζεται από την ανάμιξη των αντίστοιχων διαλυμάτων. Χρησιμοποιείται σε ελαιοχρωματισμούς, στη χαρτοποιία κ.λ.π. Lithosphere [Λιθόσφαιρα] Γεωλ. Πρόκειται για το εξωτερικό άκαμπτο στρώμα της Γης, το οποίο βρίσκεται επάνω στην ασθενόσφαιρα και περιλαμβάνει και τον φλοιό της. Έχει ένα μεταβλητό πάχος από 70 χιλιόμετρα κάτω από τους ωκεανούς έως 100 με 150 κάτω από τις ηπείρους. Οι τεκτονικές πλάκες αποτελούν τμήματά της. Lithostatic Load [Λιθοστατικό φορτίο] Γεωλ. Ονομάζεται το κατακόρυφο φορτίο σε κάποιο σημείο του φλοιού της Γης, το οποίο είναι ίσο προς το φορτίο από το ίδιο βάρος του υπερκείμενου στρώματος. Lithostatic Pressure [Λιθοστατική πίεση] Γεωλ. Η τάση που αντιστοιχεί στο λιθοστατικό φορτίο -> Lithostatic Load Lithostratigraphy [Λιθοστρωματογραφία] Γεωλ. Κλάδος της στρωματογραφίας που βασίζεται, για την συστηματική ταξινόμηση των διαφόρων πετρωμάτων, στην έρευνα του φυσικού χαρακτήρα και των πετρογραφικών ιδιοτήτων τους. Litmus [Ηλιοτρόπιο] Υλικ. Φυσική χρωστική ύλη που λαμβάνεται με κατάλληλη επεξεργασία (κονιοποίηση, ζύμωση κ.λ.π.) από είδη των λειχηνών ροκέλλη και λεκάρια ως πολτώδη μάζα που στη συνέχεια αποξηραίνεται και παρασκευάζεται υπό μορφή σκόνης. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δεικτών της αναλυτικής χημείας. Litmus Paper [Χάρτης ηλιοτροπίου] Αναλ.. Χημ. Διηθητικός λευκός χάρτης διαποτισμένος με ηλιοτρόπιο που χρησιμοποιείται ως δείκτης για την ανίχνευση του όξινου ή αλκαλικού χαρακτήρα μιας αντίδρασης. Litmus Test [Ελεγχος ηλιοτροπίου] Αναλ. Χημ.. Έλεγχος της αναλυτικής χημείας, με χρήση κυρίως χάρτη ηλιοτροπίου, για τη διαπίστωση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας ενός διαλύματος λόγω της ιδιότητας του να χρωματίζεται ερυθρό ή κυανό στα οξέα ή στα αλκάλια αντίστοιχα. Litre [Λίτρο] Φυσ. Μονάδα όγκου αρχικά ορισθείσα ως ο όγκος που καταλαμβάνει 1 κιλό απεσταγμένου ύδατος σε θερμοκρασία 4υ C και υπό κανονική πίεση 760 mm Hg που, λόγω της κατά προσέγγισης ισοδυναμίας της με τη 1 κυβική παλάμη (1,000028 dm3), ορίζεται στο Διεθνές Σύστημα ως ειδική ονομασία για τη μία κυβική παλάμη. Σύμβολο: 1 ή L. Littoral [Παράκτιος] Οικολ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε τι το οποίο βρίσκεται ή είναι σχετικό με την ακτή της θάλασσας ή τις όχθες ενός ποταμού ή μίας λίμνης. Littoral Sediments [Παράκτιες αποθέσεις] Γεωλ. Ποσότητες διαφόρων υλικών διάβρωσης όπως χάλικες,

Lowcr Atmosphere

άμμος, οργανικά θραύσματα κ.λ.π. που, μεταφερόμενες από παράκτια θαλάσσια ρεύματα, αποτίθενται δημιουργώντας συσσωρεύσεις μεταξύ υψηλής και χαμηλής παλίρροιας. Littoral Transport [Παράλια μεταφορά] Γεωλ. Το φαινόμενο της μετακίνησης και απόθεσης μεταξύ υψηλής και χαμηλής παλίρροιας ποσοτήτων υλικού προερχόμενου από αποσάθρωση από παράλια θαλάσσια ρεύματα. Lituus [Σαλπιγική έλικα] Μαθημ. Καμπύλη η οποία σχηματίζεται στο επίπεδο κατά τρόπο τέτοιο ώστε να θυμίζει σάλπιγγα. Η εξίσωση της σαλπιγικής έλικας δίνεται από την εξίσωση Γ2θ=α όπου το α είναι σταθερός πραγματικός αριθμός και (Γ,θ) οι πολικές συντεταγμένες. Live Load [Κινητό φορτίο] Μηχ. Πρόκειται για όλα εκείνα τα φορτία τα οποία δεν ασκούνται μόνιμα σε μία κατασκευή αλλά οφείλονται σε καταπονήσεις που μεταβάλλονται, στατικά μεν, αλλά σε σχέση με το χρόνο. Live Steam [Ατμός υπό πίεση] Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ατμό στις διάφορες μηχανές που τον χρησιμοποιούν, καθώς βγαίνει από το λέβητα και έχει μία δεδομένη υψηλή πίεση. Live Transmission [Ζωντανή μετάδοση] Επικοιν. Μετάδοση σε πραγματικό χρόνο ενός γεγονότος που συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο διόρθωσης ατελειών κτλ. Liveware [Χρήστης ηλεκτρονικού υπολογιστή] Πληρ. Eivat ένας όρος που χρησιμοποιείται στην πληροφορική για να δηλώσει τον άνθρωπο που χειρίζεται τους υπολογιστές σε αντίθεση, λόγο των λέξεων από τις οποίες συντίθεται το λήμμα αυτό στην αγγλική, με τους όρους λογισμικό και υλικό, software και hardware αντίστοιχα. Livingstonite [Λιβινγκστονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο υδράργυρο και αντιμόνιο, σημαντικό κοίτασμα υδραργύρου. Σχηματίζει φαιούς, με υπομεταλλική λάμψη, αδιαφανείς έως υποδιάφανους και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,4. Lixiviation [Εκπλυση]-» Leach. Lixivium [Εκπλυμα ή ρύμμα] Χημ. Μηχ. Γενικά, κάθε διάλυμα που λαμβάνεται κατά τη χημική κάθαρση ουσιών με τη διεργασία της έκπλυσης και ειδικότερα το έκπλυμα αλκαλικής σύστασης από τέφρα. Llandeilian [Λανδέϊλιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ορδοβίσιου υποπεριόδου της Σιλούριου περιόδου (πριν 500 εκατομ. χρόνια) του Παλοιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Λανβίρνιον και παλαιότερη από το Καραδόκιον της ίδιας υποπεριόδου. Llandoverian [Λανδοβέριον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Γοτλανδίου υποπεριόδου της Σιλουρίου περιόδου (πριν 500 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, αρχαιότερη από το Βενλόκιον τη ίδιας υποπεριόδου και νεότερη από το Ασγίλλιον της Ορδοβισίου. Lloyd's Mirror Interference [Συμβολή με κάτοπτρο Λοϋντς] Οπτικ. Οπτικοί κροσσοί συμβολνής που παράγονται, κατά τη διέλευση μονοχρωματικού φωτός από σχισμή, από την επαλληλία των φωτεινών κυμάτων της άμεσα διαδιδόμενης από τη σχισμή δέσμης και της δέσμης της ανακλώμενης επί κατόπτρου παράλληλο τοποθετημένου προς τη σχισμή. Ln [Σύμβολο λανθανίδων] Χημ. Είναι ο χημικός συμβο-

Load 1

-844-

λισμός στον περιοδικό πίνακα της σειράς των λανθανίδων ή αλλιώς "σπανίων γαιών". Load 1 [Φορτίο] Ηλεκ. Κάθε διάταξη ή εξάρτημα που καταναλώνει ηλεκτρική ισχύ από κάποια πηγή. Load 2 [Φορτίο] Μηχ. Το φορτίο μίας κατασκευής για παράδειγμα, είναι το βάρος οποιουδήποτε αντικειμένου, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας, που επιβαρύνει την κατασκευή οδηγώντας στην ανάπτυξη παραμορφώσεων και άρα εντατικών καταστάσεων. Κατ' αναλογία, το φορτίο έχει έννοια και σε ένα δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών ή ένα ηλεκτρικό δίκτυο, χαρακτηρίζοντας οποιαδήποτε κατάσταση ή πράξη επιβαρύνει τη λειτουργία τους. Load 3 [Φόρτος] Πλεκ. Μηχ. Η ισχύς εξόδου που παρέχεται από ηλεκτρική πηγή σε άλλη διάταξη για τη λειτουργία της. Load 4 [Φορτώνω] Επικοιν. Ένταξη ενός τηλεπικοινωνιακού αντικειμένου σε μια κοινή ομάδα εργασίας. Η συνήθης πια αυτοματοποίηση οδηγεί σε απλή πιστοποίηση με απλή πλήρωση κάποιων πεδίων πρωτοκόλλων για την ανταλλαγή σημάτων. Load And Go [Φορτώνω και εκτελώ] Υπολ. Φορτώνω ένα πρόγραμμα στην κύρια μνήμη του υπολογιστή και κατόπιν ακολουθεί η διαδικασία εκτέλεσης του, χωρίς να παρεμβάλλεται κάποιο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ φόρτωσης και εκτέλεσης, παρά μόνο ίσως κάποκ> στάδιο μετάφρασης ή μεταγλώττισης. Load Cast [Αποτύπωμα φορτίου] Γεωλ. Μικροί, ακανόνιστου σχήματος κοιλωματικοί σχηματισμοί, πλήρεις με αδρομερέστερ υλικό, στο άνω οριακό στρώμα λεπτόκοκκης απόθεσης που οφείλονται στην εισχώρηση εν είδει προεξοχών αδρομερούς υλικού από υπερκείμενο στρώμα. Load Circuit [Κύκλωμα φορτίου] Ηλεκ. Το κύκλωμα εξόδου μιας ηλεκτρικής διάταξης που μεταφέρει ωφέλιμη ισχύ στο φορτίο. Load Circuit Efficiency [Απόδοση του φόρτου κυκλώματος] Ηλεκτρον. Παράγοντας που συσχετίζει τη συνολική ισχύ που μεταφέρεται σε ένα σύστημα με τη χρήσιμη. Load Curve [Καμπύλη φόρτου] Ηλεκ. Το διάγραμμα που παρέχει την ισχύ φόρτου στο κύκλωμα εξόδου ηλεκτρικής διάταξης σε συνάρτηση με το χρόνο. Load Factor [Συντελεστής φορτίου] Ηλεκ. Μηχ. Ο λόγος της μέσης ισχύος προς τη μέγιστη ισχύ σε φορτίο στο ίδιο χρονικό διάστημα. Load Metamorphism [Μεταμόρφωση φόρτωσης] Γεωλ. Τύπος στατικής μεταμόρφωσης στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι πιέσεις που ασκεί το βάρος των υπερκείμενων στρωμάτων παράλληλα με την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών. Load Time [Χρόνος φόρτωσης] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής, έτσι χαρακτηρίζεται η χρονική διάρκεια που απαιτείται για να φορτωθεί ένα λογισμικό πρόγραμμα στην τρέχουσα μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον μόνιμο χώρο αποθήκευσής του. Loam [Γόνιμο έδαφος] Γεωλ. Τύπος συνεκτικού διαπερατού και εύθρυπτου εδάφους, κατάλληλου για καλλιέργειες, με κύρια συστατικά κόκκους διαφόρων μεγεθών άμμου, αργίλου, ασβέστου και οργανικών υλών (χούμου) σε διάφορες αναλογίες που καθορίζουν και το τύπο του (αργιλικό, ασβεστούχου πηλού, αργιλοαμμώδες κ.λ.π.) ανάλογα με το επικρατούν συστατικό. Lobry De Bruyn - Ekenstein Transformation

[Μετασχηματισμός κατά Lobry de Bruyn-Ekenstein] Opy. Χημ. Επίδραση αλκαλικής ένωσης σε αλδόζη, οδηγεί στο σχηματισμό μίγματος επιμερούς ζεύγους και 2-κετο-εξόζης. Για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιηθεί D-γλυκόζη ή D-μαννόζη ή Dφρουκτόζη, λαμβάνεται μίγμα των τριών αυτών, διότι σχηματίζεται ενολική μορφή, παρουσία ιόντων υδροξυλίου. Local Area Network 1 [Δίκτυο τοπικής περιοχής] Επικοιν. Ορισμός ενός δικτύου υπολογιστών στα συνήθη όρια του κτηρίου μίας επιχείρησης δηλαδή σε μήκος καλωδιώσεων όχι πάνω απύ χιλιόμέτρο. Μπορεί να διασυνδέονται ετερογενή δίκτυα πχ Ethernet, Token Ring κτλ με διάφορες τοπολογίες και λειτουργικά συστήματα και πάνω σε πολλά μέσα. Local Area Network 2 [Τοπικό δίκτυο υπολογιστών] Πληρ. Πρόκειται για τη διασύνδεση κάποιου περιορισμένου αριθμού προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών οι οποίοι όμως γεωγραφικά δε βρίσκονται μακριά μεταξύ τους αλλά αντιθέτως στο ίδιο κτίριο ή κοντινή περιοχή. Local Buckling [Τοπικός λυγισμός] Μηχ. Είναι η αστοχία λόγω λυγισμού η οποία όμως είτε περιορίζεται σε ένα στοιχείο της κατασκευής είτε συμβαίνει σε ένα μόνον περιορισμένο τμήμα της εγκάρσιας διατομής μίας ράβδου. Local Cable [Τοπικό καλώδιο] Επικοιν. 1. Καλώδιο μεταξύ 2 τοπικών σταθμών σύμφωνα με τη λογική του κοντινότερου τηλεπικοινωνιακού μηχανήματος 2. Καλώδιο μεταξύ 2 μονάδων ενός μηχανήματος. Local Circuit [Τοπικό κύκλωμα] Επικοιν. Κύκλωμα όπου ανήκει ο σταθμός που επεξεργάζεται πληροφορία. Local Control [Τοπικός έλεγχος] Επικοιν. Έλεγχος μίας μετάδοσης από τηλεπικοινωνιακά αντικείμενα που συμμετέχουν άμεσα σ' αυτή. Local Extremuin [Τοπικό ακρότατο] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη στο D(f). Τα f(x0) για x0 e D(f) για τα οποία ισχύει f(x)
- 845 -LiquidInMetalThermometer θως ο τοπικός ορίζοντας βρίσκεται χαμηλότερα από τον πραγματικό ο οποίος καθορίζεται με γεωμετρικές μεθόδους. Local Hour Angle [Τοπική ωριαία γωνία] Αστρον. Η ωριαία γωνία σημείου της ουράνιας σφαίρας εκφραζόμενη σε ώρες, πρώτα και δεύτερα λεπτά κατά την ανάδρομη φορά, στο σύστημα των ωριαίων συντεταγμένων του τόπου (του μεσημβρινού του τόπου λαμβανομένου ως πρώτου κάθετου). Local Invariance [Τοπικά αναλλοίωτος] Φυσ. Περίπτώση κατά την οποία παραμένει αμετάβλητος νόμος κάτω από μια ομάδα τοπικών μετασχηματισμών συμμετρίας στο χώρο και το χρόνο ακόμα και αν οι μετασχηματισμοί εκλέγονται ανεξάρτητα σε κάθε συγκεκριμένο σημείο το οποίο θεωρείται στο χρόνο ή το χώρο. Local Line [Τοπική γραμμή] Επικοιν. Τηλεφωνική γραμμή μεταξύ 2 σημείων ενός δικτύου του ίδιου τοπολογικά χώρου. Local Loop [Τοπικός βρόγχος] Επικοιν. Βρόγχος που ανήκει στο ίδιο (τοπολογικά) κλειστό μέρος του δικτύου (πχ ένα πολύγωνο σταθμών που εξυπηρετείται από ένα μοναδικό Server). Local Magnetic Disturbance [Τοπική μαγνητική διαταραχή] Γεωψυσ. Σημαντική απόκλιση από τις θεωρητικά προβλεπόμενες τιμές των στοιχείων (έγκλιση και απόκλιση) του γεωμαγνητικού πεδίου σε μία περιοχή λόγω τοπικής φύσης αιτίων π.χ. ύπαρξη συγκεκριμένων ορυκτών κοιτασμάτων. Local Maximum [Τοπικό μέγιστο] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη σε ένα διάστημα I υποσύνολο των πραγματικών αριθμών, Χο ένα σημείο του I και π (Χο) μια περιοχή του x0. Η f εμφανίζει στο χ0 τοπικό ή αλλιώς σχετικό μέγιστο όταν ισχύει f(x)
LocallyV Connected

Local Sideral Time [Τοπικός αστρικός χρόνος] Αστρον. Η ωριαία γωνία, εκφραζόμενη σε (αστρικά) ώρες, πρώτα και δεύτερα λεπτά, κατά την ανάδρομη φορά, του εαρινού ισημερινού σημείου στο σύστημα των ωριαίων συντεταγμένων του τόπου (του μεσημβρινού του τόπου λαμβανομένου ως πρώτου κάθετου), Local Solution [Τοπική λύση] Μαθημ. Έστω ένα σύστημα εξισώσεων το οποίο έχει συναρτήσεις ως μεταβλητές. Η συνάρτηση που επιλύει το σύστημα για μια περιοχή ενός σταθερού σημείου Χο ονομάζεται τοπική λύση. Local Supercluster [Τοπική υπερσυστροφή] Αστμον. Πρωτογενές κοσμικό σύστημα μεγάλης κλίμακας αποτελούμενο από περίπου 50.000 γαλαξίες ανομοιόμορφης κατανομής εντός εκτεταμένης σκοτεινής ύλης, μεταξύ των οποίων τη Τοπική Ομάδα του Γαλακτικού Γαλαξία (στο ένα άκρο) και τη μεγάλη συστροφή της Παρθένου (περίπου στο κέντρο). Παρουσιάζει επίπεδη ελλειπτική δομή με διάμετρο, κατά το μεγάλο άξονα, της τάξης των μερικών δεκάδων me^aparsec και η μάζα του εκτιμάται σε τουλάχιστον ΙΟ1 ηλιακές μάζες, Local Time [Τοπικός χρόνος] Αστμον. Ο χρόνος όπως καθορίζεται από το μεσημβρινό που διέρχεται από ένα συγκεκριμένο τόπο με βάση τη μέτρηση της ωριαίας γωνίας του εαρινού ισημερινού σημείου, του φαινομένου ήλιου ή του μέσου ήλιου για αστρικό, ηλιακό ή μέσο ηλιακό χρόνο αντίστοιχα. Local Tranformation [Τοπικός μετασχηματισμός] Μαθημ. Έστω ένας μετασχηματισμός φ ορισμένος επάνω σε ένα διανυσματικό χώρο F. Ο μετασχηματισμός φ ονομάζεται τοπικός όταν η εικόνα μιας περιοχής V που ανήκει στον F βρίσκεται σε σταθερή περιοχή καμπύλης σ τέτοιας ώστε σ'(χ)=Ρ(σ(χ)). Local Trunk [Τοπική σύνδεση] Επικοιν. Σύνδεση (τοπικού) ΡΒΧ με το πλησιέστερο τοπικό κέντρο. Local Variable [Τοπική μεταβλητή] Υπολ. Χαρακτηρισμός μεταβλητής, η οποία χρησιμοποιείται μόνο από ένα προκαθορισμένο τμήμα του κυρίως προγράμματος. Local Wind [Τοπικός άνεμος] Μετεωμ. Ανεμος τοπικής φύσης που φέρει συνήθως ίδια ονομασία και έχει τη προέλευση του στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ανάγλοφου μιας περιορισμένης περιοχής, από τα οποία εξαρτάται τόσο η διεύθυνση όσο και η ένταση του. Locality Τοπικότητα] Φυσ. Η ιδιότητα του με τη χρήση συντεταγμένων προσδιορισμού ενός σημείου στο χώρο ή το χρόνο, Localized Settings [Τοπικές ρυθμίσεις] Επικοιν. Κάποια από τα χαρακτηριστικά της αντικειμενοστραφούς τεχνολογίας είναι η ρύθμιση των λειτουργικών συστημάτων και εφαρμογών τους περισσότερο ή λιγότερο σε τοπικά χαρακτηριστικά όπως γλώσσα, ώρα, μονάδες κτλ χωρίς να χάνεται η δυνατότητα επικοινωνίας με άλλα συστήματα. Localized State [Τοπική κατάσταση] Φυσ. Ιδιότητα κβαντικής κατάστασης π. χ. ηλεκτρονίου για την οποία το μέγεθος του υλικού στο οποίο βρίσκεται έχει μικρότερες διαστάσεις από την αβεβαιότητα της στο χώρο. Locally Compact [Τοπικά συμπαγές] Μαθημ. Έστω ένας χώρος Χ για τον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία Τ· Ο χώρος Χ ονομάζεται τοπικά συμπαγής αν για κάθε στοιχείο x του Χ υπάρχει περιοχή π(χ) τέτοια ώστε να είναι συμπαγής. Locally Connected [Τοπικά συνεκτικός] Μαθημ. Ε στω ένας χώρος Χ για τον οποίο έχει οριστεί μια τοπολογία Τ· Ο χώρος Χ ονομάζεται τοπικά συνεκτικός στο

; !

ι

Locally Convex

-846-

x στοιχείο του όταν η οικογένεια {π(χ)/π(χ) συνεκτική περιοχή του Χ} είναι μια βάση περιοχών του χ. Locally Convex [Τοπικά κυρτός] Μαθημ. Έστω ένας χώρος Χ για τον οποίο έχει μια τοπολογία J . Ο Χ ονομάζεται τοπικά κυρτός χώρος αν κάθε x στοιχείο του Χ έχει μια βάση περιοχών τέτοια ώστε αν π(χ) περιοχή του χ τότε: π(χ) είναι ανοιχτό σύνολο και για κάθε Χι, χ2 e π(χ) και 0<λ<1 ισχύει η σχέση λχι+(1-λ)χ 2 e π(χ). Locally One To One [Τοπικά ένα προς ένα] Μαθημ. Έστω ένας χώρος Χ στον οποίο έχει οριστεί μια συνάρτηση f και π(χ) η περιοχή τυχαίου σημείου του Χ. Αν ισχύει: Χι, χ2 e π(χ) τέτοια ώστε Χ!1 χ2 τύτε f(xi)'f (χ2) για κάθε ζεύγος xj, χ 2 που ανήκουν στην π(χ), η f ονομάζεται τοπικά ένα προς ένα συνάρτηση. Location [Θέση μνήμης] Υπολ. Ο χώρος σε οποιοδήποτε μονάδα ή μέσο, στον οποίο μπορούν να αποθηκεύονται τα δεδομένα. Στο χώρο αυτό αποδίδεται και μια διεύθυνση για τον εύκολο εντοπισμό του. Location Constant [Σταθερά θέσης] Υπολ. Πρόκειται για μια σταθερά (ένας αριθμός κυρίως), ο οποίος προσδιορίζει μια συγκεκριμένη γραμμή σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα. Location Counter [Απαριθμητής θέσης] Υπολ. Ο απαριθμητής, ο οποίος χρησιμοποιείται από την υπορρουτίνα του συμβολομεταφραστή (assembler) για τον καθορισμό της διεύθυνσης των δεδομένων ή εντολών κατά την διαδικασία της μετάφρασης του προγράμματος. Location Parameter [Παράμετρος θέσης] Στατ. Το αριθμητικό μέγεθος, το οποίο αποτελεί μια κεντρική τιμή γύρω από την οποία συγκεντρώνονται ένα σύνολο από παρατηρήσεις. Τα πιο διαδεδομένα μεγέθη είναι η μέση τιμή, η διάμεσος και η επικρατούσα τιμή (ή κορυφή). Lock [Δεξαμενή] Υδρολ. Εκτός από την ερμηνεία που . αφορά κάθε είδους κλείδωμα (βλέπε locking), ο όρος αυτός περιγράφει και τις δεξαμενές εκείνες που γεμίζοντας και αδειάζοντας με νερό, επιτυγχάνουν την άνοδο και την κάθοδο αντίστοιχα της στάθμης μίας πλωτής διώρυγας ή ενός ποταμού, επιτρέποντας τη διέλευση πλοίων από τα σημεία αυτά. Locking [Κλείδωμα] Επιστ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τη διαδικασία εκείνη η οποία επιτρέπει την ασφάλιση κάποιων αντικειμένων ή πληροφοριών, αν πρόκειται για μηχανικό ή ηλεκτρονικό κλείδωμα αντίστοιχα, τα οποία είναι πολύτιμα ή χαρακτηρίζονται απόρρητα, αφήνοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά μόνον των επιθυμητών ατόμων μετά από χρήση των κατάλληλων κωδικών, κλειδιών ή άλλων ασφαλιστικών δικλείδων. Lockout [Αποκλεισμός] Επικοιν. Ενέργεια κάποιου υπεύθυνου ελέγχου να αποκλείσει κάποιο χρήστη από την πρόσβαση στο δίκτυο ή σε κάποιες υπηρεσίες του. Locomotive [Κινητήριος μηχανή τραίνου] Μηχ. Πρόκειται για τη μηχανή που σέρνει το σιδηροδρομικό συρμό επάνω στις σιδηροτροχιές, αξιοποιώντας τη δύναμη του ατμού τον παλιότερο καιρό, είτε μεταγενέστερα την ηλεκτρική ενέργεια ή την καύση των γνωστών υγρών καυσίμων. Locomotive Boiler [Αέβητας ατμομηχανής] Μηχ. Όρος που περιγράφει το σταθερό, ογκώδες εκείνο εξάρτημα μίας μηχανής σιδηροδρομικού συρμού όπου παράγεται ο ατμός που αποτελεί την κινητήρια δύναμή της. Locus [Γεωμετρικός τόπος] Μαθημ. Το σύνολο των σημείων γραμμής ή επιφάνειας που πληρούν ένα ή περισ-

σότερους δεδομένους όρους. Lode [Φλέβα μεταλλεύματος] Γεωλ. Κάθε ορυκτό κοίτασμα, ιδιαίτερα μεταλλεύματος υπό τη μορφή συνόλου φλεβών, που περιέχεται στο εσωτερικό συμπαγούς και σκληρού πετρώματος. Lodestar [Αστέρας οδηγός] Αστμον. Κάθε θεμελιώδης αστέρας που χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για προσανατολισμό πορείας και ειδικότερα ο Πολικός (όχι αέναα ο ίδιος λόγω μετάπτωσης) που επισημαίνει τη θέση του βορείου ή του νοτίου πόλου. Στο βόρειο ημισφαίριο σήμερα είναι ο αστέρας α της Μικράς Αρκτου σε απόσταση μόλις μιας μοίρας και δέκα πρώτων από τον πόλο. Lodestone [Μαγνητίτης] Ομυκτ. Είναι ένα ορυκτό το οποίο έχει μαγνητικές ιδιότητες, περιέχεται στα ηφαιστιογενή πετρώματα και μέσα σε ορισμένες προσχώσεις. Περιέχει σίδηρο και οξυγόνο ενώ η δομή του αποτελείται από κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του καθαρού σιδήρου. Loellingite [Αελλινγκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από αρσενικούχο σίδηρο. Σχηματίζει ασημόλευκους ή γκρίζους, με μεταλλική λάμψη, αδιαφανείς πρισματικούς κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5, στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 7,4. Loess [Ασβεστούχος πηλός ή λες] Γεωλ. Τύπος πηλώδους πετρώματος αιολικής προέ^υσης της τάξης των θραυσματοπαγών κλαστικών ιζημάτων, χωρίς πλαστικές ιδιότητες, αποτελούμενος από άργιλο, πλούσια σε χαλαζιούχο λεπτομερή άμμο και λεπτούς κόκκους ασβεστίτη (σε περιεκτικότητα έως 30%). Είναι κιτρινόφαιου χρώματος, εύθρυπτο και πορώδες και σχηματίζει παχιά στρώματα με καλές φυσικές ιδιότητες ως γόνιμο έδαφος για ορισμένες καλλιέργειες. Loess Kindchen [Κούκλα ασβεστούχου πηλού ή λες] Γεωλ. Χαρακτηριστικοί σχηματισμοί γενικά κονδυλοειδούς σχήματος από την τοπική συγκέντρωση ασβεστούχου πηλού γύρω από ένα κεντρικό πυρήνα. Loeweite [Αεβεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό νάτριο και μαγνήσιο. Σχηματίζει άχροους ή κιτρινωπούς υδατοδιαλυτούς κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. Log [Καταγραφή] Επικοιν. Συνήθως ο διαχειριστής δικτύου καταγράφει κάθε ενέργεια που μπορεί να δώσει στοιχεία διαχείρισης του δικτύου σε αρχεία με χρονική αναφορά και είδος συμβάντος πχ πρόσβαση χρήστη με το κωδικό του login name. Log Book [Βιβλίο εγγραφών] Πλοηγ. Το επίσημο βιβλίο καταγραφής (π.χ. σκάφους) των στοιχείων και των συμβάντων ενός δρομολογίου. Logarithm [Αογάριθμος] Μαθημ. Ο λογάριθμος ενός πραγματικού αριθμού α ως προς κάποια βάση, η οποία είναι θετικός πραγματικός αριθμός διάφορος της μονάδας, ορίζεται ως ο αριθμός x στον οποίο εάν υψωθεί σε δύναμη η βάση θα ισούται με τον εν λόγω αριθμό α. Logarithmic [Λογαριθμικός] Μαθημ. Κάθε μαθηματική ποσότητα που συνδέεται άμεσα ως μορφή ή ως έννοια με κάποιον λογάριθμο. Logarithmic Coordinate Paper [Χαρτί λογαριθμικών συντεταγμένων] Μαθημ. Φύλλο σχεδίασης γραφημάτων ειδικά τυπωμένα σύμφωνα με το σύστημα λογαριθμικών συντεταγμένων. Το σύστημα αυτό αποτελείται από δυο άξονες που σχηματίζουν ορθή γωνία μετα-

-847 ξύ τους και τόσο η μονάδα του κάθε άξονα όσο και οι υπόλοιπες διαβαθμίσεις έχουν υπολογιστεί με βάση τη λογαριθμική συνάρτηση. Logarithmic Coordinates [Λογαριθμικές συντεταγμένες] Μαθημ. Ορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων που διευκολύνει ιδιαίτερα τη σχεδίαση ορισμένων συναρτήσεων. Στους άξονες των x και y έχουν αντιστοιχιστεί όλοι οι κοινοί λογάριθμοι των μεταβλητών u και ν ως προς τις οποίες λαμβάνονται οι συναρτήσεις. Logarithmic Curve [Λογαριθμική καμπύλη] Μαθημ. Καμπύλη η οποία σχηματίζεται στο πρώτο και τέταρτο τεταρτημόριο του καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων. Οι τιμές της λαμβάνονται από τη συνάρτηση f (x)=logax όπου a η σταθερή βάση του λογάριθμου. Η λογαριθμική καμπύλη είναι γνησίως αύξουσα, έχει ασύμπτωτη τον άξονα των y και σταθερό σημείο το (1,0) για κάθε βάση a. Logarithmic Decrement [Λογαριθμική μείωση] Φνσ. Για φθίνουσα περιοδική ταλάντωση με πλάτος ελαττούμενο εκθετικά με το χρόνο κατά το παράγοντα e"dt όπου d ο συντελεστής απόσβεσης, η σταθερά που εκφράζει το φυσικό λογάριθμο του πηλίκου δύο μέγιστων (ή ελάχιστων) τιμών του πλάτους αφισταμένων κατά μία περίοδο και ισούται με το γινόμενο του συντελεστή απόσβεσης επί την περίοδο. Logarithmic Differentiation [Λογαριθμική διαφόριση] Μαθημ. Μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται στον υπολογισμό ολοκληρωμάτων όταν για μια συνάρτηση f εμφανίζεται στο ολοκλήρωμα η ποσότητα A=f'(x)/f (Χ) διότι είναι γνωστό πως η ποσότητα Α είναι η παράγωγος της σύνθετης συνάρτησης ln(f(x)) όπου In είναι ο νεπέρειος λογάριθμος. Logarithmic Equation [Λογαριθμική εξίσωση] Μαθημ. Κάθε εξίσωση y=f(x) στην οποία η ανεξάρτητη μεταβλητή x τόσο ελεύθερη όσο και ως όρισμα λογάριθμου. Logarithmic Scale [Λογαριθμική κλίμακα] Μαθημ. Η αντιστοίχηση που γίνεται μεταξύ των σημείων μιας ευθείας και της λογαριθμικής συνάρτησης έτσι ώστε κάθε τιμή μιας μεταβλητής να έχει την εικόνα της πάνω στην ευθεία μέσω του λογαρίθμου της. Logarithmic Series [Λογαριθμική σειρά] Μαθημ. Για μια συνάρτηση f η λογαριθμική σειρά που προκύπτει χρησιμοποιώντας τον τύπο Mac_Laurin και το υπόλοιπο Lagrange είναι: ln(ax+b)=lnb + (x/l)-(a/b) - (x2/2)· (a/b)2 +...+ (-1 )v"'(x7v)-(a/b)y+Rv(x). Ειδικότερα για a=b=l προκύπτει 1η(1+χ)=Σ(-1) ν1 ·χ ν /ν. Logarithmically Convex Function [Λογαριθμικά κυρτή συνάρτηση] Μαθημ. Κάθε συνάρτηση f η οποία θεωρούμενη ως όρισμα λογαρίθμου έχει εικόνα μια νέα συνάρτηση η οποία ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι κυρτή. Η f οφείλει να ορίζεται στο σύνολο των πραγματικών και να έχει πεδίο τιμών το(0,+α>) λόγω των περιορισμών που επιβάλλονται για το πεδίο ορισμού του κάθε λογαρίθμου. Logging [Ενδοσκοπική καταγραφή] Γεωλ. Πρόκειται για διαφόρων ειδών μετρήσεις, όπως για παράδειγμα γεωφυσικές, οι οποίες γίνονται για να προσδιορισθούν τα χαρακτηριστικά των πετρωμάτων, και γΓ αυτό το σκοπό τα διαπερνούν κάποιες σχετικές γεωτρήσεις. Logic 1 [Λογική] Μαθημ. Η επιστήμη, η οποία ασχολείται με τη θεμελίωση των αρχών της λογικής σκέψης στηριζόμενη σε ορθή συμπερασματολογία και κανόνες συλλογισμού. Logic 2 [Λογική] Υπολ. Το σύνολο των βασικών αρχών

Lowcr Atmosphere

που συνδέουν τα ηλεκτρονικά κυκλώματα του υπολογιστή βάση του λογικού σχεδιασμού του, δηλαδή της λογικής επικοινωνίας των κυκλωμάτων αυτών και κατ' επέκταση της λογικής λειτουργίας του υπολογιστή. l o g i c Board [Μητρική κάρτα] Πλημ. Αποτελεί το κυριότερο στοιχείο του υλικού ενός προσωπικού ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθώς περιλαμβάνει τα βασικά κυκλώματα και πάνω εκεί συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως ο επεξεργαστής, πλακέτες και άλλα. Logic Diagram [Λογικό διάγραμμα] Υπολ. Κατά το σχεδιασμό ενός προγράμματος, η γραφική απεικόνιση των στοιχείων των δεδομένων και των σχέσεων που τα συνδέουν μεταξύ τους. Δηλαδή, το διάγραμμα αυτό αποδίδει γραφικά το λογικό σχεδιασμό του προγράμματος. Logic Element [Λογικό στοιχείο] Υπολ. 1. Οποιοδήποτε ηλεκτρονικό κύκλωμα, το οποίο εκτελεί στοιχειώδης λογικές πράξεις. 2. Το κύκλωμα, το οποίο αποτελεί μέρος του υλικού του υπολογιστή και απαρτίζεται από διάφορα ηλεκτρονικά στοιχεία, όπως πυκνωτές, αντιστάσεις, τρανζίστορ και διόδους. Το κύκλωμα αυτό παράγει λογικό 1 ή 0 σήμα εξόδου ανάλογα με το αν ικανοποιούνται ή όχι κάποιες προκαθορισμένες λογικές συνθήκες εισόδου βάση αντίστοιχων λογικών πράξεων. Γνωστό και ως λογική πύλη (logic gate). Logic Error [Λογικό σφάλμα] Υπολ. Το σφάλμα, το οποίο εμφανίζεται σε ένα υπoλwOγιστικό πρόγραμμα και προκύπτει από ασάφειες ή σφάλματα κατά το στάδιο του λογικού σχεδιασμού του προγράμματος. Όταν συμβεί, δεν διακόπτεται η εκτέλεση του προγράμματος, αλλά προκύπτουν λανθασμένα αποτελέσματα. Η ανίχνευση και ο εντοπισμός τους πραγματοποιείται μόνο με έλεγχο και ανάλυση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν κάθε φορά κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Logic Function [Λογική συνάρτηση] Μαθημ. —» Boolean Function Logic Operation [Λογική λειτουργία] Υπολ. Η λειτουργία που προκύπτει από κάποια λογική πράξη και καθορίζεται από κανόνες της Λογικής. Logic Operator [Λογικός τελεστής] Υπολ. Ο τελεστής, ο οποίος χρησιμοποιείται στη Λογική. Π.χ. στην άλγεβρα Boole, ο τελεστής + που υποδηλώνει την λογική πράξη Η'(OR). Logic Programming [Λογικός προγραμματισμός] Πλημ. Είναι μία μορφή προγραμματισμού όπου γίνεται προσπάθεια να προσεγγιστεί περισσότερο η λειτουργία της ανθρώπινης νόησης γι' αυτό και ανήκει στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η επίλυση του προβλήματος δεν περιγράφεται από τον προγραμματιστή, αλλά αντιθέτως ο κώδικας συμπεριλαμβάνει ένα σύνολο από γνωστά γεγονότα και κανόνες και μία πρόταση που η απόδειξή της αποτελεί τον κύριο σκοπό. Logic-Seeking Printer [Εκτυπωτής λογικής εκτύπωσης] Υπολ. Ο εκτυπωτής γραμμών, ο οποίος μπορεί να εκτυπώνει σε κάθε γραμμή με ευελιξία παραβλέποντας τα κενά διαστήματα που πιθανόν να υπάρχουν, με στόχο πάντοτε την αύξηση της ταχύτητας εκτύπωσης. Πρόκειται για εκτυπωτή διπλής κατεύθυνσης. Logic Symbol [Λογικό σύμβολο] Υπολ. —> Logical Symbol Logic Word [Λογική λέξη] Υπολ. Οποιαδήποτε ακολουθία δυαδικών ψηφίων που λομβάνουν λογικές τιμές ή τιμές της άλγεβρας Boole και το μήκος τους αντι-

j ; I «

<

Logical Addition

- 848 -

στοιχεί σε μια λέξη του υπολογιστή. Logical Addition [Αογική πρόσθεση] Μαθημ. Προτασιακός τύπος ο οποίος προκύπτει από τη σύζευξη δυο προτάσεων π και τ οι οποίες έχουν τιμές είτε Α (αληθής) είτε Ψ(ψευδής). Ο προτασιακός τύπος πΛτ (π και τ) έχει την τιμή αληθής αν και μόνο αν οι π και τα είναι και οι δύο αληθείς. Logical Comparison [Αογική σύγκριση] Υπολ. Η λογική πράξη, η οποία ελέγχει αν δυο στοιχειοσειρές δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων είναι ίσες ή όχι. Στην περίπτωση που είναι ίσες δίνει ως αποτέλεσμα 1 ή AΑΗΘΗΣ ή ΝΑΙ, αλλιώς 0 ή ΨΕΥΔΗΣ ή ΟΧΙ. Logical Connectives [Λογικοί σύνδεσμοι ] Μαθημ. Μαθηματικά σύμβολα τα οποία έχουν αυστηρά μονοσήμαντη έννοια. Οι λογικοί σύνδεσμοι χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση πράξεων ή άλλων διεργασιών μεταξύ μαθηματικών ποσοτήτων. Logical Data Type [Λογικός τύπος δεδομένων] Υπολ. Πρόκειται για τύπο δεδομένων, ο οποίος λαμβάνει δύο ακριβώς διαφορετικές τιμές, π.χ. 0 και 1, ΑΛΗΘΗΣ και ΨΕΥΔΗΣ, ΝΑΙ και ΟΧΙ, που αντιστοιχούν σε συνθήκες που μπορεί να αληθεύουν ή όχι. Logical Decision [Λογική απόφαση] Υπολ. Η απόφαση, η οποία λαμβάνεται μεταξύ δυο διαφορετικών εναλλακτικών επιλογών. Logical Expression [Λογική έκφραση] Υπολ. Οποιαδήποτε έκφραση, η οποία συνδέει λογικούς τελεστές και τελεστέους. Αποτελείται από λογικές μεταβλητές, • σταθερές, και σύμβολα που αντιπροσωπεύουν κάποιο λογικό τελεστή. Π.χ. η έκφραση: 1*(1+0). Logical File [Λογικό αρχείο] Υπολ. Το αρχείο, το οποίο αποτελείται από λογικές εγγραφές. Logical Instruction [Λογική εντολή] Υπολ. Η εντολή, η οποία χρησιμοποιείται για την εκτέλεση λογικών πράξεων από το υπολογιστικό σύστημα. Logical Link Control [Έλεγχος λογικής σύνδεσης] Επικοιν. Διαδικασίες ελέγχου σύνδεσης που χρήσιμοποιείται σε δίκτυα Ethernet και Token Ring και καλύπτεται από τη σύσταση 802.2. Περιλαμβάνει έλεγχο ακολουθίας (Frame Check Sequence) και έλεγχο ροής (Flow control) δηλαδή αποστολής και λήψης. Logical Multiplication [Λογικός πολλαπλασιασμός] Μαθημ. Ο πολλαπλασιασμός που εκτελείται μεταξύ προτάσεων π οι οποίες έχουν πεδίο ορισμού το δισύνολο {Α=αληθής, Ψ=ψευδής}. Logical Record [Λογική εγγραφή] Υπολ. Η αποθήκευση ενός συνόλου στοιχείων δεδομένων σε κάποιο μέσο αποθήκευσης βάση του περιεχομένου τους. Κάθε εγγραφή διαθέτει πληροφοριακή αυτοτέλεια. Logical Sum [Λογικό άθροισμα] Υπολ Το άθροισμα, το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα της λογικής πράξης Η' (OR) και είναι 1 (ή ΑΛΙΙΘΕΣ ή ΝΑΙ), εάν ένας τουλάχιστον από τους τελεστέους είναι 1 (ή ΑΛΗ-

Logical Value [Λογική τιμή] Υπολ. Μια από τις δύο δυνατές τιμές: 1 (ή ΑΛΗΘΗΣ ή ΝΑΙ) και 0 (ή ΨΕΥΔΗΣ ή ΟΧΙ) της άλγεβρας Boole που μπορεί να λάβει μια λογική μεταβλητή. Logistics [Εφοδιαστική] Βιομ.Μηχ. Ορίζεται ως η επιστήμη και αντίστοιχα το τμήμα μίας επιχείρησης, που ασχολούνται με το σύνολο των δραστηριοτήτων για την παραγωγή, την εξασφάλιση των προσώπων και των μέσων που αποτελούν προϋποθέσεις των διαδικασιών της επιχείρησης. Log-Mean Temperature Difference [Μέση Λογαριθμική Διαφορά Θερμοκρασίας] Μηχ. Μέγεθος που χρησιμοποιείται στο σχεδιασμό εναλλακτών θερμότητας, συμβολίζεται οος LMTD και ορίζεται από τη σχέση LMTD = (ΔΤ2-ΔΤ|)/1η(ΔΤ2/ΔΤι), όπου ΔΤ| = Thj - Tci, με Thi θερμοκρασία του θερμού ρεύματος στο σημείο i και Tcj θερμοκρασία ψυχρού ρεύματος στο ίδιο σημείο. L O G O [Γλώσσα προγραμματισμού LOGO] Υπολ. Πρόκείται για γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, η οποία σχεδιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 60 από ομάδα μαθηματικών και παιδαγωγών του Saymour Papert, με στόχο να μυήσει τα παιδιά στη χρήση υπολογιστών και στον προγραμματισμό. Η ονομασία της προέρχεται από την ελληνική λέξη ΛΟΓΟΣ. London Forces [Δυνάμεις Λόντον ή διασποράς] Φυα. Χημ. Ειδική περίπτωση των ασθενών ελκτικών δυνάμεων van der Waals κατά τις διαμοριακές επιδράσεις. Είναι το σύνολο των ελκτικών δυνάμεων που αναπτύσσονται σε άπολα μόρια από την επίδραση ενός στιγμιαίου διπόλου λόγω της, σε δεδομένη χρονική στιγμή, ασυμμετρίας του δεσμού και πόλωσης που προκαλείται από τις ταλαντώσεις των πυρήνων και των ηλεκτρονίων. Είναι αντίστροφα ανάλογες της απόστασης των πολικών κέντρων, ελαττούμενες κατά το παράγοντα 1/Γ7, έως τα όρια της ακτίνας van der Waals. London Superconductivity Theory [Θεωρία υπεραγωγιμότητας του London] Φυα. Στεμ. Κατ. Περίπτωση φυσικής εξήγησης και συνεπώς θεωρίας για την υπεραγωγιμότητα σύμφωνα με την οποία τα ηλεκτρόνια του υπεραγώγιμου υλικού χωρίζονται σε δυο είδη καταστάσεων. Μια υπέρευστη η οποία ευθύνεται για την υπεραγωγιμότητα και μια κανονική, London Superfluidity Theory [Θεωρία υπερευστότητας του London] Φυα. Αφορούσα την υπερευστότητα φυσική θεωρία του London σύμφωνα με την οποία το He-4 θεωρείται σαν ένα αέριο Bose - Einstein του οποίου ένα μέρος των σωματιδίων είναι στη βασική κατάσταση. Long Baseline System [Σύστημα μακριάς βασικής γραμμής] Επικοιν. Ειδικές μακριές γραμμές που καλύπτουν αρκετά χιλιόμετρα αλλά με τις ειδικές γραμμές βάσης.

ΘΗΣ ή ΝΑΙ), ενώ είναι 0 (ή ΨΕΥΔΕΣ ή ΟΧΙ),εάν εί- Long Distance Loop [Απομακρυσμένος βρόγχος] Επιναι και οι δυο τελεστές 0 (ή ΨΕΥΔΕΙΣ ή ΟΧΙ). κοιν. Βρόγχος που μερικές φορές χρησιμοποιείται εLogical Symbol [Λογικό σύμβολο] Υπολ. 1. Το ειδικό ναλλακτικά από το σύστημα Χ.25 και άλλα δίκτυα αν σύμβολο, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κριθεί ότι τα κοντινά δίκτυα παρουσιάζουν συμφόρηλογική πράξη, όπως το * ή Λ που δηλώνει τη λογική ση. πράξη της σύξευξης (ΚΑΙ), το + ή ν που δηλώνει τη Long Distance Xerography [Ξηρογραφία μεγάλης λογική πράξη της διάζευξης (Η'), το -> που δηλώνει τη απόστασης] Επικοιν. Πρόγονος του φαξ (1964) που λογική πράξη της άρνησης. 2. Η γραφική απόδοση ε- απαιτεί διαφορετικά μηχανήματα για σάρωση και άπονος λογικού στοιχείου. στολή και λήψη. Logical Unit [Λογική μονάδα] Υπολ. Αποτελεί τμήμα Long Haul Carrier System [Σύστημα φορέων μακριτης κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και σ' αυτήν ε- άς εμβέλειας] Επικοιν. Συλλογή καλωδίωσης και πρωκτελούνται οι λογικές πράξεις. τοκόλλων για μετάδοση σε μεγάλες αποστάσεις που

-849ενισχύθηκε σημαντικά από τη χρήση οπτικών ινών. Long Haul Radio [Ραδιοφωνία μεγάλων αποστάσεων] Επικοιν. Ραδιοφωνία ως τα 70 χιλιόμετρα που χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές εφαρμογές. Long Lines [Μακριές γραμμές] Επικοιν. Ένα ζήτημα που συνδυάζει φυσική τοπολογία και γνώση πρωτοκόλλων και ηλεκτρονικής είναι η καλύτερη θέση επαναληπτών για να πετύχουμε μακριές γραμμές (κάτι που λύνουν πιο εύκολα οι οπτικές ίνες με το σχετικά μεγάλο κόστος). Long Period Comet [Κομήτης μακράς περιόδου] Αστρον. Η μία από τις δύο μεγάλες κατηγορίες κομητών, οι κομήτες με τροχιακή περίοδο μεγαλύτερη των 200 ετών (ορισμένοι δεκάδων ή και εκατοντάδων εκατομ. ετών). Έχουν σχεδόν παραβολική ή ελλειπτική τροχιά που δε βρίσκεται στο επίπεδο της ελλειπτικής ή κοντά σ' αυτό. Long Period Variable Star [Μεταβλητός αστέρας μακράς περιόδου] Αστρο ν. Η μία από τις τρεις τάξεις της κατηγορίας των περιοδικών μεταβλητών, με αντιπρόσωπο τον Θαυμάσιο του Κήτους, που περιλαμβάνει αστέρες με περίοδο από 60 έως 800 ημερών (αλλά συνήθη μεταξύ 200 και 400 ημερών, ανάλογα και με το φασματικό του τύπο) και με εύρος της φωτεινής τους κύμανσης, συνήθως, από 4 έως 8 μεγέθη συναυξανόμενο μετά της περιόδου. Long - Range Order 1 [Τάξη μεγάλης κλίμακας] Κρυ· σταλΧ Στη περίπτωση ενός κρυσταλλικού πλέγματος το φαινόμενο της περιοδικότητας σε πολλές διαδοχικές κυψελίδες. Long - Range Order 2 [Τάξη μεγάλης κλίμακας] Φυσ. Στερ. Κατ. Στην περίπτωση ενός στερεού το φαινύμενο της κανονικής διάταξης ατόμων σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις. Long Span Steel Framing [Σκελετός κάλυψης μεγάλου ανοίγματος] Πολ. Μηχ. Σιδερένιος σκε?ετός που αποτελείται από δοκάρια, προβόλους, ζευκτά και πλαίσια μεγάλων αντοχών και διαστάσεων, ώστε να καλύπτουν μεγάλα ανοίγματα, έχοντας παράλληλα την ικανότητα να φέρουν και ανάλογα φορτία. Long Sweep Bend [Επιμήκης κάμψη] Πολ. Μηχ. Η κάμψη ενός δομικού στοιχείου σε όλο το μήκος του και σε μεγάλο άνοιγμα ώστε ο λυγισμός να γίνεται αργά. Long Ton [Μεγάλος τόνος] Φυσ. Μονάδα βάρους του Αγγλοσαξονικού συστήματος μονάδων ίση με 2.240 λίτρες ή 20 χάντρεντ- γουέιτ, που ισοδυναμεί με 1016,046909 χγμ. του δεκαδικού μετρικού συστήματος. Long Wave [Μακρό κύμα] Επικοιν. Ραδιοκύμα με μήκος κύματος μεγαλύτερο από 1 Km, που αντιστοιχεί στις περιοχές των χαμηλών έως εξαιρετικά χαμηλών συχνοτήτων (μικρότερες των 300 KHz) του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων. Long Wave Infrared Radiation [Μακρά υπέρυθρος] Ηλεκτρομαγν. Οι υπέρυθρες ακτινοβολίες με μήκη κύματος από 8 μπι έως 1 mm.. Longitude [Γεωγραφικό μήκος] Γεωφυσ. Η γωνιακή απόσταση ενός σημείου της επιφάνειας της Γης, εκφραζόμενη σε μοίρες ή ώρες, πρώτα λεπτά και δεύτερα ?επτά, ανατολικά ή δυτικά από τον πρώτο μεσημβρινό του Γκρήνουιτς. Longitude Of The Ascending Node [Μήκος του ανιόντος δεσμού] Αστμον. Η γωνιακή απόσταση του σημείου τομής της τροχιάς ενός σώματος κινούμενου βό-

Longstrip Rooting

ρεια και της ελλειπτικής, εκφραζόμενη σε μοίρες, ανατολικά κατά μήκος της ελλειπτικής από το σημείο της εαρινής ισημερίας. Longitudinal [Διαμήκης] Επιστ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία διεύθυνση, μία ιδιότητα ή περιγράφεται μια κατάσταση που είναι σχετική ή αναφέρεται στην κατά μήκος κατεύθυνση ενός στοιχείου κάποιας κατασκευής. Longitudinal Abberation [Διαμήκης εκτροπή] Οπτικ. Η γραμμική εκτροπή (μετρούμενη ως απόσταση μεταξύ δύο διαφορετικών σημείων εστίασης των ακτίνων) της παραμόρφωσης του ειδώλου κατά μήκος του κύριου οπτικού άξονα στη περίπτωση των σφαλμάτων της σφαιρικής και χρωματικής εκτροπής. · Longitudinal Acceleration [Διαμήκης επιτάχυνση] Μηχ. Η γραμμική επιτάχυνση της κίνησης ενός σώματος (π.χ. σκάφους) κατά μήκος του διαμήκη άξονα αυτού. Longitudinal Axis [Διαμήκης άξονας] Αεμομηχ. Ο κύριος άξονας ο διερχόμενος από το κέντρο βάρους ιπτάμενης συσκευής με διεύθυνση κατά μήκος του σώματος αυτού. Longitudinal Fault [Διαμηκές ρήγμα] Γεωλ. Διάρρηξη πετρωμάτων κατά τρόπο ώστε η διεύθυνση της επιφάνειας του ρήγματος να είναι παράλληλη προς τη διεύθυνση των διαρρηχθέντων τεμαχίων. Longitudinal Mass [Επιμήκης μάζα] Φυσ. Στην περίπτωση σχετικιστικών σωματιδίων, ο λόγος της δύναμης που προκαλεί την κίνηση στη διεύθυνση κίνησης του σωματιδίου προς την επιτάχυνση του. Longitudinal Parity [Ισοτιμία μήκους] Επικοιν. Ένας χαρακτήρας που παράγεται από τα bit ισοτιμίας ενός χαρακτήρα στην μεριά του αποστολέα. Longitudinal Quadrupole [Επιμήκης τετράπολο] Ηλεκτρομαγν. Περίπτωση κατά την οποία τετράπολο μαγνητικό ή ηλεκτρικό αποτελείται από δυο δίπολα σε μικρή απόσταση. Longitudinal Redudancy Check [Ελεγχος ισοτιμίας μήκους] Επικοιν. Ο χαρακτήρας ισοτιμίας μήκους του αποστολέα που συναντιέται και σαν Block Check Character και μεταδίδεται μαζί με τα αρχικά δεδομένα για να επανελεγχτεί στον παραλήπτη.. Longitudinal Vibration [Διαμήκης δόνηση] Μηχ. Περιοδική παλινδρομική μεταβολή της θέσης ή των διαστάσεων ενός σώματος με διεύθυνση παράλληλη προς τη διεύθυνση του μήκους του. Longitudinal Wave [Διαμηκές κύμα] Φυσ. Το κύμα στο οποίο η διεύθυνση της περιοδικής διαταραχής των σημείων του υλικού μέσου είναι παράλληλη με τη διεύθυνση διάδοσης του κύματος, δημιουργώντας διαδοχικά πυκνώματα και αραιώματα που μεταδίδονται από σημείο σε σημείο. Longshore Current [Επίμηκες παράκτιο ρεύμα] Ωκεαν. Θαλάσσιο ρεύμα που οδεύει σε μικρή απόσταση και σχετικά παράλληλα προς τη παράκτιο γραμμή με αποτέλεσμα τα κύματα να σπάνε υπό κλίση και η απόθεση του μεταφερόμενου υλικού στην ακτή να γίνεται κατά παρακολούθηση της κίνησής του. Longshore Drift [Επιμήκης παράκτια μετατόπιση] Ωκεαν. Η μεταφορά ποσοτήτων υλικών όπως άμμου, κροκαλών, οργανικών θραυσμάτων κ.λ.π. από επίμηκες παράκτιο ρεύμα με συνέπεια η απόθεση τους επί της ακτής να παρουσιάζει συνεχή μετατόπιση και ανάπτυξη κατά τη φορά της κίνησης του. Longstrip Roofing [Επένδυση στέγης με ενιαία φύλ-

; ; «

< ]

Long-Tube Vertical Evaporator

-850-

λα] Πολ. Μηχ. Μεταλλική επένδυση στέγης με ενιαία φύλλα που συνδέονται μόνο στα άκρα τους με αναδιπλιαστή σύνδεση. Αποφεύγεται έτσι η χρήση πολλών ενώσεων και το αποτέλεσμα είναι μια ενιαία επιφάνεια στέγης. Long-Tube Vertical Evaporator [Κατακόρυφος Εξατμιστήρας Μεγάλου Μήκους] Μηχ. Απλής κατασκευής, κατακόρυφος εναλλάκτης θερμότητας, τύπου σωλήνα-κελύφους, μιας διόδου, που χρησιμοποιείται για την εξάτμιση υγρών. Το θερμό ρευστό βρίσκεται στο κέλυφος και το ψυχρό ρέει μέσα στο σωλήνα. Longwall Mining [Μέθοδος επιμήκων μετώπων] Ορυκτ. Πρόκειται για μία μεθοδολογία εξόρυξης γαιανθράκων, όπου γίνεται σε ευθύγραμμα μέτωπα μήκους μέχρι και μερικών εκατοντάδων μέτρων, κατά μήκος των οποίων κινείται το εκσκαπτικό μηχάνημα, ενώ η αποκομιδή και μεταφορά του υλικού γίνεται με τη χρήση μεταφορικών ταινιών. Look Out [Στήριξη επένδυσης στέγης] Αρχ. 1. Σε μια στέγη επενδυμένη με κεραμίδια, ένα από τα μικρών διαστάσεων ξύλα που ενώνουν τα κεκλιμένα δοκάρια που φέρουν την στέγη, πάνω στα οποία στερεώνονται τα κεραμίδια. 2. Σε μια οικοδομή ένα δοκάρι μικρών σχετικά διαστάσεων που προεξέχει και δημιουργεί μικρό αέτωμα στη στέγη. Loop [Βρόγχος] Πληρ. Στον κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο βρόγχος είναι ένα σύνολο από εντολές οι οποίες επαναλαμβάνονται όσες φορές το επιβάλλει μία προκαθορισμένη συνθήκη. Loop Checking [Έλεγχος βρόγχου] Επικοιν. 1. Λειτουργία που ελέγχει την κατάσταση του συνδρομητικού βρόγχου (και από τα 2 μέρη του Χ.25). 2. Λειτουργία ελέγχου από τη σηματοδοσία του ISDN. Loop Circuit [Κύκλωμα βρόγχου] Επικοιν. Κύκλωμα της τηλεφωνικής συσκευής που ενεργοποιείται με απλό διακόπτη. Loop Dialing [Επιλογή βρόγχου] Επικοιν. -> Dialing. Loop Exit [Τερματισμός βρόγχου] Πληρ. Ονομάζεται η εντολή ή η πράξη που γίνεται από το χρήστη ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία διακόπτεται η επανάληψη της σειράς των εντολών ενός βρόγχου. Loop Pulsing [Βρόγχος παλμών] Επικοιν. Pulsing. Loop Transmission [Βρόγχος μετάδοσης] Επικοιν. Κλειστή σειριακή σύνδεση σταθμών όπου ο καθένας λειτουργεί σαν ενισχυτής. Loose Fit [Χαλαρή εφαρμογή] Τεχνολ. Τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων, χωρίς σφικτή προσαρμογή στις αρθρώσεις, που επιτρέπει κάποιο βαθμό προσχεδιασμένης ελευθερίας στην κίνηση τους κατά ορισμένες ή όλες τις διευθύνσεις. Loose Ground [Χαλαρό έδαφος] Μεταλλ. Μηχ. Τύπος εδάφους αποτελούμενου από χαλαρά συνδεδεμένα υλικά που χρήζει τεχνικής υποστήριξης κατά τις διεργασίες εξόρυξης μεταλλεύματος λόγω κινδύνου κατάρρευσης. Loose Material [Διάβρωση υλικού] Πολ. Μηχ. Σε ένα υλικό επένδυσης όπως μπογιά, διάφορα στοιχεία διάβρωσης του, όπως η σκουριά, τα οποία απομακρύνονται από αυτό πριν επιστρωθεί στην επιφάνεια με φιλτράρισμα, ή κατά τη διάρκεια της επίστρωσης με τη μέθοδο της εκτόξευσης του υλικού πάνω στον τοίχο ώστε να είναι λείος.

Loose Pulley [Ελεύθερη τροχαλά] Μηχ. Τύπος τροχαλίας ελεύθερα περιστρεφόμενης γύρω από άξονα που χρησιμοποιείται σε σύστημα με πάγια τροχαλία για τη μετάδοση κίνησης με τη βοήθεια ατέρμονου ιμάντα που την περιβάλλει περιφερειακά. Loosely Coupled [Σύστημα χαλαρής σύνδεσης] Πληρ. Αφορά δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών όπου πολλές κεντρικές μονάδες επεξεργασίας είναι συνδεδεμένες σε παράλληλη μορφή, αλλά κάθε μονάδα μνήμης είναι προσπελάσιμη από μία μόνον μονάδα επεξεργασίας. Loparite [Λαπαρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από τιτανιούχο νάτριο, ασβέστιο και δημήτριο της ομάδας του περοβσκίτη. Σχηματίζει μελανόχρωμους, με υπομεταλλική λάμψη, αδιαφανείς δίδυμους κρυστάλλους του ορθορομβικού ή του τετραγωνικού συστήματος (ανάλογα με το είδος). Έχει σκληρότητα 5,5, στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,7. Lopolith [Λοπόλιθος] Γεωλ. Πλουτωνίτης, συχνά μεγάλης έκτασης, καμένος κατά το μέσο της μάζας του σε σχήμα αβαθούς λεκανοειδούς, που προκύπτει από σύμφωνες διεισδύσεις μαγματικού υλικού προερχόμενου από επίπεδα μεγαλύτερου βάθους στα στρώματα της λιθόσφαιρας. Loran [Λοράν] Πλοηγ. Ηλεκτρονικό σύστημα, ακρωνύμιο του Long Range Navigation, για τον προσδιορισμό του στίγματος πλοίων ή αεροσκαφών. Βασίζει την λειτουργία του στην ηλεκτρονική μέτρηση της παρατηρούμενης χρονικής διαφοράς, κατά τη λήψη από συσκευή δέκτη επί του σκάφους, τακτικών παλμικών σημάτων που εκπέμπονται από δύο ή περισσότερα ζεύγη επίγειων σταθμών γνωστών γεωδαιτικών συντεταγμένων. Loran Chain [Αλυσίδα Λοράν] Πλοηγ. Η επίγεια εγκατάσταση του ηλεκτρονικού συστήματος Λοράν που αποτελείται από ένα κύριο σταθμό και ένα ή περισσότερα ζεύγη υποτεταγμένων σταθμών, εκατέρωθεν του κύριου τοποθετη μένων σε ικανές αποστάσεις, για την εκπομπή τακτικών παλμικών σημάτων σε καθορισμένη ζώνη συχνοτήτων. Loran Fix [Στίγμα Λοράν] Πλοηγ. Η συγκεκριμένη θέση στίξης επί του χάρτου Λοράν που προκύπτει κατά την τομή δύο ή περισσότερων γραμμών θέσης βάσει της οποίας είναι γνωστές οι ακριβείς συντεταγμένες της θέσης του σκάφους. Loran Line [Γραμμή Λοράν] Πλοηγ. Η γραμμή θέσης επί του χάρτου Λοράν που προκύπτει από την ηλεκτρονική μέτρηση της χρονικής διαφοράς κατά τη λήψη των παλμικών σημάτων από τον κύριο και έναν υποτεταγμένο σταθμό της επίγειας εγκατάστασης. Loran Map [Χάρτης Λοράν] Πλοηγ. Ο χάρτης του ηλεκτρονικού συστήματος Λοράν που εμπεριέχει το σύνολο των γραμμών θέσης της περιοχής υπό κάλυψη. Lorentz - Boltzmann Equation [Εξίσωση Lorentz Boltzmann] Φυα. Η εφαρμόσιμη στην περίπτωση καταστάσεων κοντά στην ισορροπία, εξίσωση Lorentz Boltzmann η οποία είναι μια προσέγγιση της εξίσωσης μεταφοράς του Boltzmann. Lorentz Electron [Ηλεκτρόνιο Lorentz] Ηλεκτρομαγν. Μοντέλο που με σκοπό να λάβει υπόψη του την εξάρτηση από τη συχνότητα του φανταστικού και πραγματικού μέρους του δείκτη διάθλασης θεωρεί το ηλεκτρόνιο σαν φθίνων αρμονικό ταλαντακή. Lorentz Equation [Εξίσωση Lorentz] Ηλεκτρομαγν. Διατυπωμένη από το Lorentz για τη κίνηση ενός φορ-

-851 -

Lowcr Atmosphere

τισμένου σωματιδίου εξίσωση. Σύμφωνα με αυτή το κό βάρος 5,5. σωμάτιο πρέπει να ικανοποιεί το νόμο του Νεύτωνα με Loschmidt Number [Αριθμός Λόσμιντ] Φυσ. Χημ. δύναμη αυτή του Lorentz. Σταθερά των ιδανικών αερίων που παρέχει, υπό κανοLorentz Force Density [Πυκνότητα δύναμης Lorentz] νικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, τον αριθμό Ηλεκτμομαγν. Η δύναμη ανά μονάδα όγκου η οποία των μορίων ενός ιδανικού αερίου ανά μονάδα όγκου, δρα σε ρεύμα ή σύστημα φορτισμένων σωματιδίων. Ισούται κατά προσέγγιση με 2,687. ΙΟ"5 m*3 και συμLorentz Frame [Σύστημα Lorentz] Φ DO. Αποτελούμεβολίζεται με η0. νο από τρεις χωρικές συνιστώσες και μία χρονική σχε- Loseyite [Λοζεϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από τικιστικό σύστημα αδράνειας. Όλα τα συστήματα βασικό ανθρακικό μαγγάνιο και ψευδάργυρο. ΣχηματίLorentz κινούνται ομοιόμορφα μεταξύ τους και ικανό- ζει φαιούς ή κυανόλευκους, με υαλώδη λάμψη, διάφαποιούν τους ίδιους φυσικούς νόμους. Χρησιμοποιείται νους έως ημιδιαφανούς κρυστάλλους του μονοκλινούς στη σχετικιστική περιγραφή των αντικειμένων. συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στη κλάμακα Μος και Lorentz Gauge [Βαθμίδα Lorentz] Ηλεκτμομαγν. Περί- ειδικό βάρος 3,2. πτώση κατά την οποία το βαθμωτό δυναμικό Φ και το Loss 1 [Απώλεια] Επικοιν. Κάποια bits που χάνονται σε διανυσματικό δυναμικό Α ικανοποιούν την εξίσωση μια μετάδοση. Αν αυτό συμβεί σε περιορισμένο αριθVxA+1/c όπου c είναι η ταχύτητα του φωτός, μό πακέτων το πιθανότερο είναι ότι το πρωτόκολλο θα Αυτή η συνθήκη ονομάζεται βαθμίδα Lorentz. αντιληφθεί το πρόβλημα. Αν όμως ο θόρυβος αλλάζει Lorentz Invariable [Σταθερά Λόρεντς] Φυσ. Παράμε- σταθερά κάποια bits σε κάθε πακέτο τότε ίσως υπάρχει τρος που παραμένει αμετάβλητη σε κάθε πλαίσιο ανα- πρόβλημα (πχ απώλειες διηλεκτρικού), φοράς μη υποκείμενη στους μετασχηματισμούς Λό- Loss' [Απώλεια] Ηλεκ. Η εξασθένηση της ισχύος σε ρεντς. γραμμή μεταφοράς, στοιχείο κυκλώματος ή διάταξη, Lorentz Line - Splitting Theory [Θεωρία Lorentz για που οφείλεται σε κατανάλωση ισχύος από αντιστάσεις, το χωρισμό των φασματικών γραμμών] Ατομ. Φυσ. Loss 3 [Απώλεια] Φυσ. Το τμήμα της ενέργειας που καΠερίπτωση κατά την οποία στο κανονικό φαινόμενο τανολώνεται παθητικά σε ένα σύστημα ή σε μία διάταZeeman κάθε φασματική γραμμή χωρίζεται σε τρεις, ξη (π.χ. λόγω τριβών, θερμικών απωλειών) χωρίς να από τις οποίες οι δυο είναι μετατοπισμένες πάνω και αποδίδεται ως ωφέλιμο έργο. κάτω από τη μεσαία κατά τη συχνότητα Lamor ενώ η Loss Angle [Γωνία απώλειας] Ηλεκτρομαγν. Για πυμεσαία είναι η ίδια με αυτή χωρίς μαγνητικό πεδίο. κνωτή στους οπλισμούς του οποίου εφαρμόζεται αρLorenz - Fitzerald Contraction [Συστολνή των Λό- μονικά μεταβαλλόμενη βάση, η γωνία η συμπληρωμαρεντζ - Φιτζέραλντ] Αστμοφυσ. Θεωρία που απετέλεσε τική της φασικής γωνίας του ρεύματος, βάση για την ειδική θεωρία της σχετικότητας, σύμφω- Loss Current [Ρεύμα απώλειας] Ηλεκτμομαγν. Κάθε να με την οποία ένα σώμα κινούμενο με ταχύτητα u ως ρεύμα σε επαγωγικό ή χωρητικό στοιχείο κυκλώματος προς ακίνητο παρατηρητή παρουσιάζει, κατά τη μέ- που προκαλεί απώλεια ισχύος, τρηση απ' αυτόν, συστολή του μήκους του κατά τη δι- Loss Evaluation [Υπολογισμός απωλειών] Ηλεκ. II εύθυνση της κίνησης του σε σχέση με το ιδιομήκος του μέτρηση της απώλειας ισχύος (εκφραζόμενη συνήθως ίτο μήκος ηρεμίας του) κατά το συντελεστή (l-u2/c2) σε ντεσιμπέλ) μεταξύ συγκεκριμένων σημείων της , όπου c η ταχύτητα του φωτός. γραμμής μεταφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί οικονοLorenz Force [Δύναμη Λόρεντζ] Ηλεκτμομαγν. Η δύ- μικά. ναμη F η οποία ασκείται επί σημειακού φορτίου q κι- Loss Factor [Συντελεστής απώλειας] Ηλεκ. 1. Για διηνούμενου με ταχύτητα υ μέσα σε μαγνητικό πεδίο μα- λεκτρικό υλικό, το γινόμενο του συντελεστή ισχύος γνητικής επαγωγής Β και ηλεκτρικό πεδίο έντασης Ε. επί τη σχετική του διηλεκτρικότητα. 2. Για γραμμή μείση με F= q (Βυ ημφ + Ε) όπου φ η γωνία μεταξύ των ταφοράς ή κύκλωμα, το πηλίκο της μέσης κατανάλωδιανυσμάτων της ταχύτητας και της μαγνητικής επα- σης ισχύος προς τη μέγιστη κατανάλωση ισχύος σε συγωγής. γκεκριμένο χρονικό διάστημα. Lorenz Number [Αριθμός Λόρεντζ] Φυσ. 1. Για ένα Loss Of Coolant Accident [Ατύχημα απώλειας ψυκτιρευστό, ο λόγος της ταχύτητας του προς την ταχύτητα κού] Πυμην. Φυσ. Η διακοπή ή η μείωση κάτω από τα c του φωτός. 2. Στα πλαίσια του νόμου των όρια ασφαλείας της ροής του ρευστού σ'ένα πυρηνικό Wiedemann- Franz για τη θερμική αγωγιμότητα των αντιδραστήρα που, σε απουσία εφεδρικού συστήματος μετάλλων το σταθερό πηλίκο YJ σΤ, όπου Κ, σ και Τ ο ψύξης ικανού να λειτουργήσει, έχει ως συνέπεια την συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας, η ηλεκτρική α- υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας, τη τήξη των γωγιμότητα και η απόλυτη θερμοκρασία του μετάλλου καυσίμων στοιχείων και του εδάφους, και την εκτίναξη αντίστοιχα. ραδιενεργού υλικού στη γύρω περιοχή μέσω της έκρηLorenz Transformation [Μετασχηματισμός Λόρεντζ] ξης υψηλης πίεσης ατμού. Φυσ. Σύνολο μαθηματικών εξισώσεων, που ισχύουν Loss Of Head [Απώλεια υδραυλικής πίεσης] Ρευστογια κάθε ταχύτητα, για τη μετάβαση από τις συντεταγ- μηχ. Η εξασθένηση της υδραυλικής ισχύος μεταξύ σημένες χ, ψ, z, t ενός αδρανειακού συστήματος σε συ- μείων της ροής του ρευστού λόγω κατανάλωσης ισχύντεταγμένες χ', ψ', ζ', t' άλλου αδρανειακού συστήμα- ος σε αντιστάσεις. τος που κινείται με ταχύτητα υ κατά μήκος του άξονα Lossless Material [Ιδανικό υλικό] Φυσ. Θεωρητικό χχ' σε σχέση με το πρώτο. Είναι οι εξής: χ'=γ(χ-υΟ, υλικό (π.χ. ιδανική γραμμή μεταφοράς) που δεν καταψ'=ψ, ζ'=ζ, t' = 7 ( t - υχ /c 2 ) όπου γ = 1 / \ 1-υ / c' και c ναλίσκει ισχύ και δεν προκαλεί καμία απώλεια ισχύος η ταχύτητα του φωτός. και εξασθένηση της κυματικής ακτινοβολίας που οδεύLorettoite [Λορεττοϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμε- ει μέσα απ' αυτό. Τα πραγματικά υλικά δεν είναι ποτέ νο από οξυχλωρίδιο του μολύβδου. Σχηματίζει ερυ- τε/είως ιδανικά. θρούς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος και Lossy Line [Γραμμή υψηλής απώλειας] Ηλεκ. Γραμμή έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδι- μεταφοράς ηλεκτρομαγνητικών σημάτων που παρου-

Lossy Material

- 852 -

σιάζει υψηλό βαθμό εξασθένησης των σημάτων. Lossy Material [Υλικό υψηλής απώλειας] Φνσ. Κάθε υλικό με μεγάλο συντελεστή απώλειας, που παρουσιάζει υψηλό βαθμό εξασθένησης της κυματικής ακτινοβολίας που οδεύει μέσα απ' αυτό. Lost YVork [Απολεσθέν έργο] Φυσ. Για έργο ικανό να παραχθεί για δεδομένη θερμότητα από θερμική μηχανή σε λειτουργία κατ' αντιστρεπτό τρόπο με μέγιστο θερμοδυναμικό συντελεστή απόδοσης, η ελάττωση της τιμής του (μέχρι και μηδενισμού του) κατά την αύξηση των μη αντιστρεπτών φαινομένων (π.χ. αύξηση τριβών, απωλειών θερμότητας κ.λ.π.) με συνέπεια και τη μείωση (έως και μηδενισμό) του θερμοδυναμικού συντελεστή απόδοσης. Lot [Οικόπεδο] Πολ. Μηχ. Ένα κομμάτι γης το οποίο έχει αποτυπωθεί και σχεδιαστεί ώστε να εντάσσεται στους χάρτες της περιοχής, και στο οποίο μπορεί να ανεγερθεί οικοδομή. Lotiine [Οριο οικοπέδου] Πολ. Μηχ. Η γραμμή που αποτελεί το ιδιοκτησιακό όριο του οικοπέδου, και το χωρίζει από το διπλανό οικόπεδο, το δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο. Loudness [Ακουστότητα] Ακονστ. Η ένταση του υποκειμενικού αισθήματος του ήχου που μπορεί να γίνει αντιληπτός, κυρίως από το ανθρώπινο αυτί. Εξαρτάται από σύνολο παραγόντων όπως από την ένταση του ήχου, τη συχνότητα, την παρουσία άλλων ήχων, τη χρονική διάρκεια του ερεθίσματος κλπ. Loudness Level [Στάθμη ακουστότητας] Ακονστ. Η ένταση ήχου των 10*lf?W/cm2 με αντίστοιχο πλάτος πίεσης 2,04.10"4 dyn/cm2 που χρησιμοποιείται ως βάση για" τη σύγκριση της έντασης ενός ήχου προκειμένου να εκφραστεί αυτή σε decibel,στην κλίμακα απόλυτης έντασης των ήχων. Loudness Unit [Μονάδα ακουστότητας] Ακονστ. Η μονάδα phon για τη μέτρηση των ακουστοτήτων των διαφόρων ήχων με βάση τη σύγκριση προς τους πρότυπους ήχους. Το 1 phon ορίζεται για την πρότυπη συχνότητα των 103 Hz ως η ακουστοτητα που παραγεται από ήχο έντασης 1,259 φορές μεγαλύτερης της έντασης του κατωφλίου ακουστότητας. Κυμαίνεται μεταξύ των τιμών 0 και 130 phon για το κατώφλι ακουστότητας και το όριο πόνου αντίστοιχα. Loudspeaker [Ηχείο] Μηχ. Είναι μία ηλεκτρική διάταξη που συνοδεύει απαραιτήτως τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις και άλλες συσκευές μετάδοσης του ήχου, με την οποία επιτυγχάνεται η μετατροπή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε ηχητικά. Loughlinite [Λαφλινίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό νάτριο και μαγνήσιο. Σχηματίζει λευκούς με μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1. Louminaire [Φωτιστικό σώμα] Ηλεκ. Πρόκειται για το πλήρες σύστημα που αποτελείται από τους λαμπτήρες, τα διακοσμητικά και τα προστατευτικά στοιχεία τους, τα απαραίτητα καλώδια για την τροφοδοσία τους, το οποίο τοποθετείται σε κάποιο σημείο μόνιμα ή υπάρχει δυνατότητα μετακίνησης, με σκοπό τη φωταγώγηση κάποιου επιθυμητού χώρου. Louminaire Efficiency [Βαθμός απόδοσης φωτιστικών σωμάτων] Ηλεκ. Είναι ένα τεχνικό χαρακτηριστικό των φωτιστικών σωμάτων το οποίο παρέχει τον λόγο της ωφέλιμης φωτεινής ροής που εξέρχεται από το φωτιστικό σώμα προς την συνολικά παραγόμενη ροή

από τους λαμπτήρες αυτούς. Louminance [Λαμπρότητα] Οπτικ. Είναι φωτοτεχνικό μέγεθος, το οποίο εκφράζει την πυκνότητα της εκπεμπόμενης φωτεινής ισχύος από τη μονάδα επιφάνειας της πηγής προς την κατεύθυνση του παρατηρητή. Lounge [Χώρος αναμονής-είσοδος] Αρχ. Χώρος μεγάλων διαστάσεων στην είσοδο κτιρίου, ή σε άμεση επαφή με αυτήν, που χρησιμοποιείται σαν χώρος υποδοχής και αναμονής πριν τη μετακίνηση σε πιο εσωτερικούς χώρους. Συνήθως αποτελείται από χώρο καθιστικού, ίσως και με την ύπαρξη μικρού κυλικείου σε κτίρια αεροδρομίων ή ξενοδοχείων, και μπορεί να έχει πρόσβαση σε αποχωρητήριο. Louver [Ανοιγμα με περσίδες] Αρχ. Ι.Ένα είδος ανοίγματος καλυμμένο με πλαίσιο με οριζόντια ελάσματαπερσίδες, ελαφρώς κεκλιμένες προς τα έξω και προς τα κάτω ώστε να αποκλείουν την είσοδο των νερών της βροχής αλλά να επιτρέπουν τον αερισμό και το φωτισμό. Μπορεί να είναι σταθερές ή να περιστρέφονται από χειροκίνητο μηχανισμό στο πλάι του ανοίγματος. 2. Αεραγωγός στην εσωτερική πλευρά του οποίου υπάρχει κάλυμμα με πλαίσιο με περσίδες για να εισέρχεται ο αέρας. 3. Σε μεσαιωνικά κτίρια ένας πυργίσκος στην κορυφή του κτιρίου που είχε ανοίγματα με περσίδες, χωρισμένα μεταξύ τους από κάθετα στοιχεία,. Χρησίμευε στον αερισμό του κτιρίου και στην απελευθέρωση του καπνού. Louvre [Ανοιγμα με περσίδες] Αρχ. -> Louver Low [Χαμηλό] Μετεωρ. Η ένδειξη στους χάρτες καιρού των ατμοσφαιρικών διαταράξεων που χαρακτηρίζονται από πεδίο χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων δηλ. των υφέσεων. Σύμβολο: L. Low Band [Χαμηλή ζώνη] Επικοιν. Κύματα μήκους από 1 ως 10 χιλιόμετρα. Low Bid [Χαμηλότερη προσφορά] Αρχ. Lowest Tender Low Definition Television [Τηλεόραση χαμηλής ευκρίνειας] Επικοιν. Τηλεόραση με σάρωση λιγότερων από 180 γραμμών το λεπτό. Low-Emissivity Coatings [Επιστρώσεις χαμηλής εκπομπής ακτινοβολίας] ΓΙολ. Μηχ. Επιστρώσεις από υλικά που έχουν μικρή ικανότητα εκπομπής ακτινοβολίας, οι οποίες χρησιμεύουν στη μείωση των απωλειών θερμότητας από έναν εσωτερικό χώρο και γι αυτό χρησιμοποιούνται κυρίως σε ανοίγματα από την εσωτερική τους πλευρά, ή σε διαφανείς ή ημιδιαφανείς εξωτερικούς τοίχους. Low Energy Electron Diffraction [Περίθλαση ηλεκτρονίων χαμηλής ενέργειας ή LEED] Φνσ. Στερ. Κατ. Το φαινόμενο της σκέδασης ηλεκτρονίων κοινής χαμηλής ενέργειας (έως 500 eV) κατά την κάθετη πρόσπτωση τους επί της επιφάνειας κρυστάλλου, που χρησιμοποιείται ως μέθοδος για την έρευνα της δομής του. Ισχύει για τη γωνία εκτροπής θ ο τύπος ημθ =η!ιο / d (2moc2K)1/2 όπου % Κ η μάζα ηρεμίας και η κινητική ενέργεια του ηλεκτρονίου αντίστοιχα, d η απόσταση των ατομικών επιπέδων, c η ταχύτητα του φωτός, h η σταθερά του Plank και η, η τάξη του μεγίστου. Low Energy Environment [Περιβάλλον χαμηλής ενέργειας] Γεωλ. Υδάτινο περιβάλλον που παρουσιάζει από δυναμικής απόψεως κινήσεις μικρές και βραδείες με συνέπεια να συνενούνται οι ιζηματογενείς αποθέσεις λεπτόκοκκων υλικών π.χ. των βαθυπελαγικών ιλύων των γλοβιγερινών, των διατομών, της ερυθράς αργίλου κ.λ.π.

-853 Low Expansion Alloy [Κράμα χαμηλής διαστολής] Μεταλλ. Κάθε κράμα που χαρακτηρίζεται από χαμηλό συντελεστή θερμικής διαστολής. Low Frequency [Χαμηλή συχνότητα] Επικυιν. Συχνότητα που εμπίπτει στη περιοχή του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων μεταξύ 30 KHz και 300 KHz αντίστοιχη με μήκη κύματος μεταξύ 10 Km και 1 Km. Σύμβολο: LF. Low Frequency Current [Ρεύμα χαμηλής συχνότητας] Ηλεκ. Εναλλασσόμενο ρεύμα του οποίου η συχνότητα εμπίπτει στην περιοχή χαμηλών συχνοτήτων (μεταξύ 30 KHz και 300 KHz ) του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων. Low Frequency Propagation [Διάδοση χαμηλών συχνοτήτων] Ηλεκτρομαγν. Διάδοση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητες στην περιοχή των χαμηλών συχνοτήτων από 30 KHz έως 300 KHz. Low Level Language [Χαμηλού επιπέδου γλώσσα] Πληρ. Πρόκειται για κάθε γλώσσα προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου οι εντολές σχετίζονται άμεσα με αυτές της γλώσσας μηχανής χωρίς να θυμίζουν σε τίποτα λέξεις ανθρωπίνων γλωσσών. Low Loss Line [Γραμμή χαμηλών απωλειών] Επικοιν. Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικομαγνητικών σημάτων μεταξύ σημείων τηλεπικοινωνιακού συστήματος που παρουσιάζει μικρή κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα μήκους. Low Noise Amplifier [Ενισχυτής χαμηλού θορύβου] Ηλεκτρ. Είναι ένα κύκλωμα το οποίο παρέχει την πρώτη ενίσχυση στο σήμα λήψης ενός δέκτη και λειτουργεί σε όλο το εύρος των συχνοτήτων του. Low Pass Filter 1 [Φίλτρο κατωδιαβατό] Επικοιν. Φίλτρο που επιτρέπει τη διέλευση μόνο της κάτω ζώνης συχνοτήτων. Low Pass Filter 2 [Φίλτρο χαμηλής διέλευσης] Ηλεκ. Διάταξη επαγωγικών και χωρητικών αντιστάσεων σε κατάλληλη συνδεσμολογία ώστε ουσιαστικά να εμποδίζεται η διέλευση, λόγω σημαντικής εξασθένησης του πλάτους τους, των συχνοτήτων της τάσης εισόδου των μεγαλύτερων από μία οριακή συχνότητα. Low Pressure Fluid Flow [Ροή χαμηλής πίεσης ρευστού] Ρενστομηχ. Χαρακτηρίζεται η κίνηση ενός υγρού ή ενός αερίου που γίνεται σε συνθήκες μικρής πίεσης, και σαν ανώτερο όριο για το χαρακτηρισμό αυτό τίθεται η τιμή της ατμοσφαιρικής πίεσης. Low Priority Work [Εργασία χαμηλής προτεραιότητας] Πληρ. Με τον όρο αυτό στην πληροφορική καλείται κάθε διεργασία που τοποθετείται προς το τέλος της ουράς για να εκτελεσθεί σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή σε άλλη συσκευή όπως έναν εκτυπωτή. Low Rank Metamorphism [Χαμηλού βαθμού μεταμόρφωση] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται η μεταμόρφωση των ιζηματογενών και εκρηξιγενών πετρωμάτων που πραγματοποιείται με φυσικοχημικές διεργασίες σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών και πιέσεων. Low-Rise Building [Χαμηλό κτίριο] Αρχ. Ένα κτίριο με 1-3 ορόφους, που συνήθως είναι κατοικία ίσως και μονοκατοικία και η μεταφορά από τον έναν όροφο στον άλλο γίνεται με εσωτερική σκάλα. Low-Temperature Carbonization [Εξανθράκωση σε Χαμηλή Θερμοκρασία] Χημ. Μηχ. Διεργασία καύσης στερεού άνθρακα, σε θερμοκρασίες μέχρι 760 °C, από την οποία παράγεται καύσιμο αέριο μίγμα, στερεό ημικώκ και οργανικές ενώσεις υψηλού μοριακού βάρους, σε υγρή φάση. Low-Temperature Creep [Ερπυσμός Χαμηλών

Lowcr Atmosphere

Θερμοκρασιών] Μηχ. Το φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται σταδιακή παραμόρφωση του πλέγματος ενός υλικού, όταν σε αυτό εφαρμόζεται κατάλληλη τάση, σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες. Low Temperature Physics [Φυσική χαμηλών θερμοκρασιών] Φυα. Ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη της συμπεριφοράς και των ιδιοτήτων της ύλης καθώς και τις τεχνικές μετάβασης σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Low Temperature Production [Παραγωγή χαμηλών θερμοκρασιών] Φυσ. Το σύνολο των διαφόρων επιστημονικών μεθόδων (π.χ. με απομαγνήτιση παραμαγνητικού άλατος που έχει ψυχθεί σε χαμηλή θερμοκρασία μέσα σε ισχυρό μαγνητικό πεδίο) για την επίτευξη πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, κάτω από του Low Temperature Reservoir [Ψυχρή δεξαμενή] Φυα. Η δεξαμενή θερμότητας μιας θερμικής μηχανής στην οποία, λόγω της χαμηλότερης θερμοκρασίας της σε σχέση με τη θερμή δεξαμενή, αποδίδεται πάντα μέρος της προσλαμβανομένης ποσότητας θερμότητας, ίσο με τη τιμή αυτής, μειωμένη κατά το πα ραγομενο εργο. Low-Temperature Separation Διαχωρισμός σε Χαμηλές Θερμοκρασίες] Χημ. 4η χ. Αναφέρεται σε οποιαδήποτε φυσικοχημική μέθοδο διαχωρισμού των συστατικών ενός μίγματος, όταν αυτή εφαρμόζεται σε χαμηλές θερμοκρασίες. Low Temperature Thermometry [Θέρμομετρία χαμηλών θερμοκρασιών] Φυα. Η μέτρηση των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών στη περιοχή του απόλυτου μηδενός, με ειδικής σχεδίασης θερμομετρικές διατάξεις όπως τα θερμόμετρα αντίστασης, τα μαγνητικά κ.λ.π. Low Tide [Ρηχία] Ωκεαν. Η φάση του παλιρροϊκού κύκλου κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας βρίσκεται στο κατώτερο της σημείο κάτω από τη μέση στάθμη κατά την ολοκλήρωση της φάσης της αμπώτιδας. Low Voltage [Χαμηλή τάση ] Ηλεκ. Μικρή τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός κυκλώματος είτε σε όρους ασφαλχίας για χρήση από καταναλωτή (250 V) είτε σε σχέση με την απαιτούμενη τάση κανονικής λειτουργίας μίας διάταξης, Low Water Inequality [Ανισότητα ρηχιών] Ωκεαν. Η κατά ύψος διαφορά των αποστάσεων της στάθμης των φάσεων των δύο ρηχιών του ημερήσιου παλιρροϊκού κύκλου από τη μέση ημερήσια στάθμη, Low Water Lunitidal Interval [Σεληνοπαλιρροϊκό διάστημα ρηχίας] Ωκεαν. Το χρονικό διάστημα που παρέρχεται από το χρόνο διάβασης της σελήνης από το μεσημβρινό του τόπου έως την ώρα της επόμενης ρηχίας. Low Water Stand [Παλιρροιοστάσιο ρηχίας] Ωκεαν. Το χρονικό διάστημα στη διάρκεια της φάσης της ρηχίας κατά το οποίο δεν παρατηρείται καμία μεταβολή της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων. Lower Atmosphere [Κατώτερη ατμόσφαιρα] Μετεωρ. Η έκταση της γήινης ατμόσφαιρας από την επιφάνεια του πλανήτη μέχρι ύψος περίπου 50 χλμ,. που υποδιαιρείται στην τροπόσφαιρα (μέχρι ύψους 11 περίπου χλμ.) και τη στρατόσφαιρα. Χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση ποσοστού άνω του 99% της συνολικής ατμοσφαιρικής μάζας, τη μείωση και στη συνέχεια τη σταθεροποίηση της θερμοκρασίας μετά του ύψους, την ύπαρξη θερμικών επιδράσεων της ηλιακής ακτινοβολίας χωρίς σημαντικής έκτασης φαινόμενα ιονισμού κ.λ. π.

Lower Bound

- 854 -

Lower Bound [Κατώτερο όριο] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ μη κενό, κάτω φραγμένο υποσύνολο ενός συνόλου Υ. Κάτω φράγμα του Χ στο Υ ονομάζεται κάθε αριθμός y που ανήκει στο Υ για τον οποίο ισχύει y<x για κάθε στοιχείο x του Χ. Lower Cambrian [Κατώτερη Κάμβριος] Γεωλ. Η αρχαιότερη υποπερίοδος, πριν περίπου 600 εκατομ. χρόνια και διάρκειας 30 εκατομ. χρόνων, της Κάμβριου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα. Lower Chord [Κάτω παρειά] Πολ.Μηχ. Χαρακτηρίζει τη χαμηλότερη υψομετρικά πλευρά μίας δοκού ή στην περίπτωση ενός δικτυώματος τις οριζόντιες ράβδους που απαρτίζουν την από κάτω πλευρά του. Lower Clouds [Κατώτερα νέφη] Μετεωμ. Οικογένεια νεφών, αποτελούμενων από υδροσταγόνες, που παρατηρούνται σε μέσο ύψος κυμαινόμενο μέχρι 2000 μ. από τη στάθμη της θάλασσας στον τόπο παρατήρησης. Περιλαμβάνουν τους στρωματοσωρείτες, τα στρώματα και τα μελανοστρώματα με διεθνή σύμβολα Sc, Si, Nb αντίστοιχα. Lower Cretaceous [Κατώτερο Κρητιδικό] Γεωλ. Το πρώτο στρώμα της Κρητιδικής περιόδου που εκτείνεται πριν από 141 έως 100 εκατομμύρια χρόνια περίπου. Στις αρχές του κάνουν την εμφάνισή τους φυτά με άνθη. Είναι η αρχαιότερη υποπερίοδος, διάρκειας 40 εκατομ. ετών του Μεσοζωικού αιώνα, καλούμενη και Παλαιοκρητιδική. Lower Devonian [Κατώτερη Δεβόνιος] Γεωλ. Η αρχαιότερη υποπερίοδος, πριν 395 εκατομ. χρόνια και διάρκειας 30 εκατομ. χρόνων, της Δεβονίου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα. Lower Heating Value [Χαμηλότερη θερμιδική αξία] Φυσ. Η τιμή της θερμιδικής αξίας ενός καυσίμου περιέχοντος υδρογόνο, που υπολογίζεται με βάση την προϋπόθεση ότι στη θερμότητα καύσης δεν συνεισφέρει, ως μη εκμεταλλεύσιμη λόγω των συνθηκών απαγωγής των αερίων, η λανθάνουσα θερμότητα υγροποίησης των υδρατμών που παράγονται, κατά τις διεργασίες της καύσης, από την ένωση οξυγόνου και υδρογόνου. Lower High Water [Κατώτερη πλήμμη] Ωκεαν. Η πλήμμη, από τις δύο φάσεις πλήμμης του ημερήσιου παλιρροϊκού κύκλου, της οποίας η στάθμη σημειώνει μικρότερη κατά ύψος απόσταση από τη μέση ημερήσια στάθμη. Lower Integral [Κατώτερο ολοκλήρωμα] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f ορισμένη στο υποσύνολο [a,b] του συνόλου των πραγματικών αριθμών. Αν η f είναι φραγμένη στο [a,b] τότε υπάρχει ο πραγματικός αριθμός o(f)=sups(f,P), όταν το Ρ ανήκει στο D[a,b] το οποίο είναι το σύνολο των διαμερίσεων του [a,b], ο οποίος ονομάζεται κατώτερο ολοκλήρωμα της f. Lower Jurassic [Κατώτερη Ιουρασική] Γεωλ. Γεωλογική υποπερίοδος, καλούμενη και Λιάσιος, της Ιουρασικής περιόδου (πριν περίπου 195 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από την Ανώτερη Τριαδική υποπερίοδο και αρχαιότερη από τη Μέση Ιουρασική ή Δογγέριο υποπερίοδο. Lower Limb [Κατώτερο χείλος] Αστμον. Το τμήμα του χείλους του δίσκου ουράνιου σώματος ιδιαίτερα του ήλιου, της σελήνης ή ενός πλανήτη που απέχει λιγότερο από το σημείο του τόπου παρατήρησης. Lower Low Water [Κατώτερη ρηχία] Ωκεαν. Η ρηχία, από τις δύο φάσεις ρηχίας του ημερήσιου παλιρροϊκού κύκλου, της οποίας η στάθμη σημειώνει μικρότερη κα-

τά ύψος απόσταση από τη μέση ημερήσια στάθμη. Lower Mississippian [Κατώτερο Μισισιπιανό] Γεωλ. Το πρώτο στρώμα της Μισσισσιππιανής περιόδου που ξεκινά περίπου πριν από 345 εκατομμύρια χρόνια και ακολουθεί αμέσως τη Δεβονειανή περίοδο. Lower Pennsylvanian [Κατώτερο Πενσυλβάνιο] Γεωλ. Το πρώτο στρώμα της Πενσυλβάνιας περιόδου που ξεκινά περίπου πριν από 310 εκατομμύρια χρόνια. Lower Permian [Κατώτερη Πέρμιος] Γεωλ. Η αρχαιότερη υποπερίοδος, πριν περίπου 280 εκατομ. χρόνια και διάρκειας 20 εκατομ. χρόνων, της Πέρμιου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα. Lower Semicontinuous Function [Κάτω ημισυνεχής συνάρτηση] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f με πεδίο ορισμού και πεδίο τιμών το σύνολο των πραγματικών αριθμών και ένας πραγματικός αριθμός α. Η f ονομάζεται κάτω ημισυνεχής αν και μόνο αν για κάθε χυ πραγματικό ισχύει Xo
- 855 -

Liquid In Metal Thermometer

κτηριστικό της είναι η διαδρομή που ακολουθεί τέμνο- Lubricity [Λιπαντική Ικανότητα] Μηχ. Ικανότητα ντας όλους τους μεσημβρινούς της επιφάνειας κατά μιας ουσίας να σχηματίζει παχιά λιπαντική μεμσταθερή γωνία Γ. Χρησιμοποιείται ευρέως στη ναυσι- βράνη, όταν τοποθετείται μεταξύ δύο μεταλλικών πλοΐα και την αεροπορία, σπανιότερα και στη γεωδαι- επιφανειών και να διατηρεί τη μεμβράνη αυτή, στις συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης που επισία. Ip Space [Χώρος Ιρ ] Μαθημ. Χώρος ακολουθιών ο ο- κρατούν στις επιφάνειες κατά την κίνησή τους. ποίος περιλαμβάνει ακολουθίες από το σύνολο των Luddite [Λουδίτης] Βιοχημ. Χαρακτηρισμός, ιστορικά φυσικών στο σύνολο των πραγματικών αριθμών τέ- προερχόμενος από τους υποκινητές βίαιης εξέγερσης τοιες ώστε για κάθε {χΠ} του 1Ρ : Σ i=i π |ΧΠΙρ<+0° όπου κατά της μηχανοποίησης των υφαντουργιών στην Βρεl
Luminol

- 856-

Οθόνη που έχει επιχρισθεί με φωτοφόρες ουσίες και υπό την επίδραση κατάλληλης ακτινοβολίας (π.χ. ακτίνες Χ, ακτίνες γ, υπεριώδεις) λάμπει έντονα. Χρησιμοποιούνται στους δέκτες τηλεοράσεων, ραντάρ κ.λ.π. για το σχηματισμό φωτεινής εικόνας, ως ανιχνευτές ύπαρξης ακτινοβολιών κ.λ.π. Luminol [Λουμινόλη] Opy. Χημ. Πρόκειται για το 3αμινο-φθαλυδραζίδιο, που είναι κίτρινη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο C8H7N3O2, μοριακό βάρος 177,16 και θερμοκρασία τήξεως 329-332 °C. Κατά την οξείδωση της με Η 2 θ2 σε αλκαλικό περιβάλλον, σχηματίζει υπεροξείδιο το οποίο διασπώμενο εκπέμπει κυανό φως. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία και ως μέσο χημειοφωταύγειας. Luminophor [Φωτοφόρο] Φυσ. Κάθε υλικό που παρουσιάζει την ιδιότητα της στιγμιαίας (φθορίζον) ή της διαρκούς (φωσφορίζον) φωτοφωταύγειας και υπό την επίδραση ηλεκτρομαγνητικής φύσης αόρατων ή ορατών ακτινοβολιών εκπέμπει νέα ορατή ακτινοβολία διαφορετικού (κατά κανόνα μεγαλύτερου) μήκους κύματος. Luminosity [Φωτεινότητα] Αστμον. Βασικό φυσικό μέγεθος ενός αστέρα που εκφράζει την ενέργεια που ακτινοβολείται από το σύνολο, της επιφάνειας του ανά μονάδα χρόνου. Σύμβολο: L Luminosity Class [Τάξεις φωτεινότητας] Αστμον. Σύνολο οκτώ κατηγοριών (συμβολιζομένων με λατινικούς χαρακτήρες) ταξινόμησης των αστέρων με βάση τη φωτεινότητα τους. Είναι κατά σειρά οι εξής: Φωτεινοί υπεργίγαντες Ia, υπεργίγαντες lb, φωτεινοί γίγαντες II, γίγαντες III, υπογίγαντες IV, νάνοι V, υπονάνοι VI και λευκοί νάνοι VII. Luminous [Φωτεινός] Οπτικ. Ι. Χαρακτηρίζεται σώμα ικανό να εκπέμπει φωτεινή ακτινοβολία και ειδικότερα αυτοπαραγόμενη φωτεινή ακτινοβολία. 2. Επιθετικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών της φωτομετρίας που εκτιμώνται με βάση μετρήσεις της ορατής φωτεινής ακτινοβολίας. Luminous Ceiling [Διαφανές ταβάνι] Πολ. Μηχ. Ένα ταβάνι που σχηματίζεται από πολλά πανέλα ημιδιαφανή ή και διαφανή, που αναρτώνται οριζόντια σε κάποια απόσταση από το κανονικό ταβάνι, το οποίο φέρει πολλά τεχνητά φωτιστικά. Έτσι το φως ανακλάται και ελέγχεται ο τεχνητός φωτισμός του χώρου από την οροφή. Luminous Efficiency [Βαθμός απόδοσης λαμπτήρων] Οπτικ. Είναι ένα μέτρο που εκφράζει την απόδοση των ηλεκτρικών λαμπτήρων, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, καθώς ορίζεται ως ο λόγος της παραγόμενης φωτεινής ροής προς την καταναλισκόμενη ηλεκτρική ισχύ. Luminous Energy [Φωτεινή ενέργεια] Οπτικ. Ενέργεια υπό τη μορφή ορατής φωτεινής ακτινοβολίας που εκφράζεται ως το γινόμενο της φωτεινής ροής επί τη χρονική διάρκεια και μετριέται σε lumen sec. Luminous Exitance [Φωτεινή αφετική ικανότητα] Οπτικ. Μέγεθος που εκφράζει την ικανότητα μιας επιφάνειας σώματος να εκπέμπει φωτεινή ακτινοβολία. Ισούται, για συγκεκριμένο σημείο της επιφάνειας, με τη φωτεινή ροή που εκπέμπεται ανά μονάδα εμβαδού και μετριέται σε lumen / m . Luminous Flux [Φωτεινή ροή] Οπτικ. Μετράει την φωτεινή ισχύ των λαμπτήρων εκφράζοντας το φυσικό αποτέλεσμα που προκαλείται στον ανθρώπινο οφθαλμό από το φυσικό αίτιο που είναι η ισχύς της παραγό-

μενης ακτινοβολίας. Luminous Intensity [Φωτεινή ένταση] Οπτικ. Είναι ένα διανυσματικό μέγεθος, που εκτός από το μέτρο του έχει διεύθυνση και φορά, και το οποίο προσδιορίζει την ποσότητα της εκπεμπόμενης φωτεινής ροής από τη φωτεινή πηγή προς διάφορες κατευθύνσεις. Luminous Mass [Φωτεινή μάζα] Αστμον. Το πηλίκο της μάζας ενός γαλαξία, νεφελώματος κ.λ,π. που παρουσιάζει φωτεινότητα προς τη συνολική μάζα του. Luminous Meteor [Φωτεινό μετέωρο] Αστμον. Όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των οπτικών φωτεινών φαινομένων (με την εξαίρεση της αστραπής) που παρατηρούνται κατά διαστήματα στην ατμόσφαιρα όπως το ηλιακό στέμμα, η παρασελήνη, το ουράνιο τόξο, το σέλας, η άλως κ.λ.π. Luminous Nebula [Φωτεινό νεφέλωμα] Αστμον. Νεφέλωμα, που παρουσιάζει ετερόφωτη φωτεινότητα λόγω της ακτινοβολίας από έναν ή περισσότερους αστέρες που είτε εμπεριέχονται είτε γειτνιάζουν προς αυτό. Luminous Paint [Φωτεινή βαφή ] Υλικ. Τύπος βαφής που, λόγω του ότι περιέχει ως συστατικό φθορίζουσα ή φωσφορίζουσα ουσία, λάμπει στο σκοτάδι είτε διαρκώς είτε για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την έκθεση στο φως. Luminous Quantities [Φωτεινά μεγέθη] Οπτικ. Σύνολο φωτομετρικών φυσικών μεγεθών (π.χ. φωτεινή ροή, φωτεινή ισχύς, φωτεινή αφετική ικανότητα κ.λ.π.) που εκτιμώνται με βάση την οπτική αίσθηση που προκαλούν σε παρατηρητή. Luminous Signal [Σήμα φωτεινότητας] Ηλεκτμον. Το σήμα του έγχρωμου τηλεοπτικού συστήματος που μεταφέρει στο δέκτη όλα τα δεδομένα για τη φωτεινότητα της εικόνας. Lummer - Brodhun Photometer [Φωτόμετρο Λούμερ- Μπρόντχουν] Οπτικ. Τύπος φωτόμετρου σύγκρισης που αποτελείται από λευκή κυκλική επιφάνεια, κάθετα τοποθετημένη επί της ευθείας της συνδέουσας την πρότυπη και την υπό μελέτη πηγή, και τέσσερα πρίσματα που κατευθύνουν τις φωτεινές ακτίνες από τις δύο όψεις της επιφάνειας προς τη διόπτρα του παρατηρητή, ο οποίος συγκρίνει δύο σχηματιζόμενες ελλείψεις. Lump-Sum Contract [Συμβόλαιο στρογγυλοποίησης ποσού πληρωμής] Πολ. Μηχ. Ένα συμβόλαιο που καθορίζει ένα στρογγυλοποιημένο ποσό πληρωμής για την ολοκλήρωση του έργου, και καθορίζει επίσης τις πιθανές διακυμάνσεις των πληρωμών των διάφορων εργασιών. Το συμβόλαιο αυτό γίνεται πριν την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης κτιρίου. Luna Programme [Πρόγραμμα Λούνα] Αστμον. Σοβιετικό πρόγραμμα εξερεύνησης της σελήνης με την εκτόξευση ειδικών διαστημικών οχημάτων, των Λούνικ και Λούνα, μεταξύ των ετών 1959 και 1976, με σημαντικότερες τις αποστολές του Λούνικ 1 ( η πρώτη τεχνητή διαπλανητική πτήση), του Λούνικ 2 (η πρώτη προσσελήνωση) και του Λούνικ 3 (η πρώτη φωτογράφηση του αθέατου ημισφαιρίου) και οι τρεις το 1959. Lunar Atmosphere [Σεληνιακή ατμόσφαιρα] Αστμον. Εξαιρετικά λεπτή, ουσιαστικά ασήμαντη ατμόσφαιρα γύρω από τη Σελήνη μάζας 25 10 Kgr με περίπου 2 10 5 σωματίδια ανά cm3 της επιφάνειας της αποτελούμενη από ποικιλία στοιχείων όπως ήλιο 4, νέο 20, υδρογόνο, αργό 40 κ.λ.π. Lunar Atmospheric Tide [Σεληνιακή ατμοσφαιρική παλίρροια] Αστμον. Το φαινόμενο της μεταβολής της

- 857 ατμοσφαιρικής πίεσης σε χαμηλά σχετικά υψόμετρα λόγω της σεληνιακής επίδρασης κατά ημερήσιους και μηνιαίους κύκλους ανάλογους με τις παλίρροιες των θαλασσών. Το εύρος της μεταβολής είναι ελάχιστο 0,06 millibar και 0,02 millibar στα μικρά και μέσα γεωγραφικά πλάτη αντίστοιχα και μη ανιχνεύσιμο για πλάτη μεγαλύτερα των 60°. L u n a r Caustic [Πέτρα της κόλασης] Ανοργ. Χημ. Κοινή ονομασία για το νιτρικό άργυρο σε μίγμα με μικρή ποσότητα νιτρικού κάλιου ή χλωριούχου αργύρου υπό μορφή χυτών ραβδόμορφων τεμαχίων που χρησιμοποιείται ως καυτήριο και αντισηπτικό στην ιατρική. L u n a r C r a t e r [Σεληνιακός κρατήρας ή Κίρκος] Αστρον. Πολυπληθείς σχηματισμοί, όχι ηφαιστειογενούς προέλευσης, επί του σεληνιακού εδάφους εν είδει σχετικά αβαθών λεκανοειδών κοιλωμάτων του εδάφους, κυμαινόμενων διαστάσεων από πολύ μικρούς έως τεράστιους (διαμέτρου μέχρι και 100.000 μέτρων). Η προέλευσή τους, μη πλήρως εξακριβωμένη, αποδίδεται σε σύνολο παραγόντων όπως στη, πτώση μετεωρικών λίθων, σε διεργασίες κατά το στάδιο εξαφάνισης παλαιότερης ατμόσφαιρας, στην ύπαρξη πιθανής εσωτερικής θερμότητας κ.λ.π. Φέρουν ονομασίες κυρίως σοφών και επιστημόνων όπως ο Κρατήρας του Αρχιμήδη, του Κέπλερ, του Θεόφιλου, του Τύχωνος κ.λ.π. L u n a r Crust [Σεληνιακός φλοιός] Αστρον. Ο φλοιός της σελήνης που καταλαμβάνει περίπου το 12 % του όγκου της αποτελούμενος από πλήθος στοιχείων (ουράνιο, ποτάσιο, θόριο, πυρίτιο κ.λ.π.) και παρουσιάζει ασύμμετρη κατανομή (παχύτερος προς τη σκοτεινή πλευρά) με βάθη που κυμαίνονται από 10 χλμ. κάτω από πολλά κοιλώματα μέχρι 100 χλμ. κάτω από μερικά υψίπεδα, με μέση τιμή περίπου 70 χλμ. Διακρίνεται σε τρία στρώματα, ένα εδαφικό κάλυμμα, μία ενδιάμεση περιοχή από ανορθοσίτη και μία υποκείμενη περισσότερο μαφικής βασαλτικής σύστασης. L u n a r Day [Σεληνιακή ημέρα] Αστρον. Η χρονική περίοδος κατά την οποία η σελήνη συμπληρώνει μία πλήρη περιστροφή περί τον άξονά της, ίσος με 27 ημέρες 7 ώρες 43 λεπτά και 11,5 δεύτερα, που συμβαίνει να είναι ίσος με το χρονικό διάστημα της περιφοράς της περί τη Γη με αποτέλεσμα να είναι ορατό πάντα το ίδιο ημισφαίριο της. L u n a r Density [Σεληνιακή πυκνότητα] Αστρον. Η μέση πυκνότητα της ύλης της σελήνης που υπολογίζεται, με βάση τη μάζα και τον όγκο της ίση με 3,34 Kgr/m και αντιστοιχεί περίπου στο 0,606 της γήινης πυκνότητας. L u n a r Eclipse f Εκλειψη της Σελήνης] Αστρον. Το φαινόμενο κατά το οποίο η σελήνη εισέρχεται είτε ολικά είτε μερικά στη σκιά ή την παρασκιά της Γης με αποτέλεσμα τη μερική ή ολική βαθμιαία απόσβεση της λαμπρότητας της. Συμβαίνει μόνο κατά τη φάση της πανσελήνου και όταν η σελήνη βρίσκεται επί των δεσμών ή σε πολύ μικρή απόσταση από τη γραμμή των δεσμών (ανάλογα με τις επί μέρους συνθήκες, μέχρι 32 πρώτα λεπτά και μέχρι 1 μοίρα και 3 πρώτα λεπτά είναι δυνατή ολική ή μερική έκλειψη αντίστοιχα) με ανώτατη δυνατή διάρκεια (για κεντρική ολική έκλειψη ) δύο ωρών περίπου. L u n a r Libration [Σεληνιακή λίκνηση] Αστρον. Το φαινόμενο των πραγματικών ή φαινομενικών, πολύ μικρών περιστροφικών παλινδρομικών κινήσεων της σελήνης όπως φαίνεται από τη Γη. Διακρίνεται σε φυσική λίκνιση, σε λίκνιση ως προς το γεωγραφικό πλά-

Liquid In Metal Thermometer

τος, σε λίκνιση ως προς το γεωγραφικό μήκος και σε ημερήσια λίκνιση και επιτρέπει να είναι συνολικά παρατηρήσιμο κατά διαστήματα το 59% της σεληνιακής επιφάνειας. L u n a r Magnetic Field [Σεληνιακό μαγνητικό πεδίο] Αστρον. Ασθενές, εκτεταμένο μαγνητικό πεδίο λόγω της παραμένουσας μαγνήτισης των πετρωμάτων στο ανώτερο στρώμα του σεληνιακού εδάφους που δημιουργεί μικρές μαγνητόσφαιρες παρά τη φαινομενική απουσία πλανητικού μαγνητικού πεδίου. Οφείλεται πιθανά σε κάποιο αρχαίο πεδίο είτε εξωτερικής προέλευσης (Γη, Ήλιος) είτε εσωτερικής που στη συνέχεια εξαφανίστηκε και έχει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά με σύγχρονη διεύθυνση ακτινική από ανατολικά προς δυτικά στις ισημερινές περιοχές. L u n a r M a r i a [Σεληνιακές θάλασσες] Αστρον. Εκτεταμένα, εν είδει πυθμένα αρχαίων θαλασσών (που ποτέ δεν υπήρξαν), βαθύπεδα (περίπου 15 στον αριθμό) επί του σεληνιακού εδάφους (κυρίως επί του ορατού ημισφαιρίου), περιβαλλόμενα κυκλοτερώς από σεληνιακές οροσειρές εντός των οποίων εισχωρούν δημιουργώντας σχηματισμούς που καλούνται κόλποι, λίμνες και έλη. Είναι ανεξακρίβωτης προέλευσης και φέρουν ονομασίες όπως η θάλασσα της Γαλήνης, των Κρίσεων, της Γονιμότητας, του Νέκταρος, ο Ωκεανός των Τρικυμιών κ.λ.π. L u n a r M a s s [Σεληνιακή μάζα] Αστρον. Η μάζα της σελήνης ίση με 7,35.1022 Kgr, που αναλογεί περίπου στο ένα ογδοηκοστό πρώτο της γήινης μάζας. Δεν παρουσιάζει ομοιόμορφη κατανομή με αποτέλεσμα τα κέντρα της γεωμετρικής συμμετρίας και βαρύτητας να απέχουν περίπου 2 χλμ. L u n a r Meteorite [Σεληνιακός μετεωρίτης] Αστρον. Μετεωρίτης πλούσιος σε ανορθίτη (π.χ. οι Yamata, ο Dar al Gani κ.λ.π.) που, προερχόμενος από το σεληνιακό έδαφος μετά από σύγκρουση του με αστεροειδή μετεα>ρίτη, πέφτει στη Γη είτε άμεσα αιχμαλωτιζόμενος από το γήινο μαγνητικό πεδίο είτε μετά από παρέλευση αρκετού χρόνου (ακόμα και εκατομμυρίων χρόνων) αφού πρώτα τεθεί σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο. Είναι σπανιότατοι (περίπου 22 ή 31 συνυπολογιζόμενα και τα ζεύγη) αποτελώντας το 0,1 % του συνόλου των μετεωριτών και με μεγαλύτερη συχνότητα στην Ανταρκτική, δύσκολα αναγνωρίσιμοι λόγω της συγγένειας τους προς τη γήινη σύσταση και ιδιαίτερα χρήσιμοι για τη μελέτη του σεληνιακού εδάφους. L u n a r M o n t h [Σεληνιακός ή συνοδικός μήνας] Αστρον. Το μέσο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών συνύδων ηλίου και σελήνης, ίσο με 29 ημέρες 12 ώρες 44 λεπτά και 2,9 δεύτερα. L u n a r M o u n t a i n [Σεληνιακό όρος] Αστρον. Μεγάλης έκτασης και ύψους, γενικά απόκρημνοι και χαραδρώδεις, ορεινοί σχηματισμοί επί του σεληνιακού εδάφους, που φέρουν ονομασίες όπως Αλπεις, Αλτάια, Απέννινα, Αργαίο κ.λ.π. κατ' αντιστοιχία προς τις γήινες οροσειρές ή επιστημόνων ύπως τα όρη του Λάϊμνιτζ, του Ρουκ κ.λ.π. L u n a r Nodes [Δεσμοί σεληνιακής τροχιάς] Αστρον. Τα σημεία τομής της σεληνιακής τροχιάς περί τη Γη με την εκλειπτική με την οποία σχηματίζει μικρή γωνία 5 μοιρών και 9 πρώτων λεπτών. L u n a r Parallax [Παράλλαξη σελήνης/ Αστρον. Ονομάζεται η γωνία υπό την οποία παρατηρητής επί της σελήνης θα έβλεπε την ακτίνα της γήινης τροχιάς στη διάρκεια ενός έτους θεωρώντας την γήινη τροχιά κάθε-

Lunar Radius

- 858 -

τη προς την οπτική του ακτίνα. Είναι ίοη με 3.422,5 δεύτερα τόξου. L u n a r Radius [Σεληνιακή ακτίνα] Αστρον. Η ακτίνα της, κατά προσέγγιση, σφαιρικής μάζας της σελήνης ίση με 1.737,4 χλμ. που αντιστοιχεί στο 0,2727 της μέσης γήινης διαμέτρου. L u n a r T e m p e r a t u r e [Σεληνιακή θερμοκρασία] Aστρον. Λόγω της απουσίας ατμόσφαιρας και την απουσία του υδάτινου παράγοντα υπάρχει υψηλή διακύμανση περίπου 280° C στη διάρκεια μιας σεληνιακής μέρας και νύχτας στο ορατό ημισφαίριο, μεταβαλλόμενη από τη τιμή περίπου των 184" C (όταν ο ήλιος είναι στο σεληνιακό ζενίθ) στους περίπου -100 0 C κατά τη νύχτα, με μέση τιμή μερί τους 7° C. L u n a r Tide [Σεληνιακή παλίρροια] Ωκεαν. Το παλιρροϊκό φαινόμενο κατά το οποίο λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δυνάμεις που επάγονται στη μάζα των ωκεανών από την άνιση βαρυτική έλξη της σελήνης λόγω της παλιρροϊκής ζεύξης Γης-Σελήνης. L u n a r Volume [Σεληνιακός όγκος] Αστρον. Ο όγκος της σελήνης ίσος με 21.933.ΙΟ 6 κυβικά χλιόμετρα, που αναλογεί στο 0,020254 του γήινου όγκου. L u n a r Year [Σεληνιακό έτος] Αστρον. Χρονική περίοδος ίση με 12 σεληνιακούς μήνες, κατά την οποία σημειώνονται 12 επαναλήψεις του πλήρους κύκλου των σεληνιακών φάσεων. Απετέλεσε βάση πολλών παλαιότερων ημερολογίων π.χ. του μουσουλμανικού. Lunation [Σεληνιακή περίοδος] Αστρον. Ο χρόνος που απαιτείται για τη συμπλήρωση ενός πλήρους κύκλου των φάσεων της σελήνης, ίσος με τη χρονική διάρκεια του σεληνιακού μήνα. Lune [Μηνίσκος] Μαθημ. Έστω μια σφαίρα και δύο κύκλοι της που περνούν από τους ίδιους πόλους. Οι

φορά στην αποστολή του Λούνα 17 το 1970) για να κινείται επί μακρόν πάνω στο σεληνιακό έδαφος με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών (χημική σύσταση του εδάφους, ακτινοβολίες, συνθήκες θερμοκρασίας κ.λ.π.) και τη μετάδοση εικόνων των σεληνιακών μορφολογικών στοιχείων. L u p u s [Λύκος] Αστρον. Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου, όχι ιδιαίτερα εμφανής, μεταξύ του Κενταύρου και του Σκορπιού, σε ορθή αναφορά 15 ώρες και απόκλιση 45° νότια, που περλαμβάνει συνολικά 50 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό μεγέθους από δευτέρου έως έκτου, πολλούς διπλούς αστέρες και τρεις μεταβλητούς β- κηφείδες. Διεθνές σύμβολο: Lup. Lusitanian [Λουζιτάνιον] Γεωλ. ΓεωλνΟγική βαθμίδα της Ανώτερης υποπεριόδου της Ιουρασικής περιόδου (πριν 180 εκατομ. χρόνια) του Μεσοζωικού αιώνα, νεύτερη από το Οξφόρδιον και αρχαιότερη από το Κιμμερίδιον της ίδιας υποπεριόδου, Lustre 1 [Λάμψη] Οπτικ. Η φυσική ιδιότητα μιας επιφάνειας που έχει σχέση με το συνολικό ποσό της φωτεινής ακτινοβολίας που ανακλά. Εξαρτάται από την απορροφητική της ικανότητα, το δείκτη διάθλασης καθώς και από το βαθμό ομαλότητας της. Lustre 2 [Λάμψη] Ορυκτ. Η φυσική ιδιότητα της λνάμψης ως χαρακτηριστικό των ορυκτών που διακρίνεται, επί τη βάση σύγκρισης με ορισμένες πρότυπες επιφάνειες, σε μεταλλική και ημιμεταλλική αδαμάντινη, στεατώδη, υαλώδη, μαργαριταρώδη, μεταξώδη κ.λ.π.. Lutetian [Λουτήσιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ηωκαίνου υποπεριόδου ( πριν 65 εκατ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Υπρέσιον και αρχαιότερη από το Μπαρτόνιον της ίδιας υποπεριόδου.

κύκλ,οι χωρίζουν το στερεό σε τέσσερα τμήματα κάθε ένα από τα οποία ονομάζεται μηνίσκος. Lunisolar Precession [Σεληνοηλιακή μετάπτωση] Αστμον. Σημαντική βραδεία περιοδική (περιόδου περίπου 260 αιώνων) κίνηση του άξονα της Γης που μετατοπίζεται διαρκώς γράφοντας κώνο γύρω από τον άξονα της ελλειπτικής με αποτέλεσμα, λόγω της μετάθεσης της γραμμής των δεσμών, τη μετατόπιση κατά έτος του εαρινού ισημερινού σημείου (τομής της εκλειπτικής και του ισημερινού) κατά 50 δεύτερα και 26 εκατοστά της μοίρας από ανατολάς προς δυσμάς. Οφελεται στην άνιση ελκτική επίδραση του Ηλίου και κυρίως της Σελήνης επί του ισημερινού εξογκώματος της Γης και ερμηνεύει φαινόμενα όπως τη μετάθεση των πόλεων και της ζώνης των αειφανών και αφανών αστέρων, το τροπικό έτος κλ.π. Lunisolar Tide [Σεληνοηλιακή παλίρροια] Ωκεαν. Παλίρροια για το καθορισμό των παραμέτρων της οποίας λαμβάνεται υπόψη η σεληνιακή και η ηλιακή έλξη καθώς και η σχετική θέση των τριών σωμάτων Γης, Σελήνης και Ήλιου που καθορίζει και την ένταση του

Lutetium [Λουτήτιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Lu. Γνωστό και με το όνομα κασσιόπειο, είναι μέταλλο το οποίο ανήκει στις σπάνιες γαίες και χρησιμοποιείται στην πυρηνική τεχνολογία. Lutite [Λουτίτης] Γεωλ. Τύπος πετρώματος προερχόμενου από κλαστική ιζηματογένεση του οποίου η κύρια μάζα συνίσταται από λεπτόκοκκα υλικά (κυρίως λιώδεις αργίλους) με μέγεθος κόκκων μικρότερο από 4 10" 6 m. Διακρίνεται, ανάλογα με την προέλευση και τον τρόπο δημιουργίας των κλασμάτων, σε διάφορα είδη όπως αργλολουτίτης, πυρολουτίτης, βιολουτίτης κ.λ.π. Lux [Μονάδα μέτρησης έντασης φωτισμού] Οπτικ. Ορίζεται ως η ένταση φωτισμού που αντιστοιχεί σε ένα πρότυπο κερί που φωτίζει επιφάνεια ενός τετραγωνικού μέτρου. Luxembourg Effect [Φαινόμενο Λούξεμπουργκ] Επικοιν. Φαινόμενο της ιονόσφαιρας όπου αποδίδονται και διάφορα πλ.ασματικά σήματα από υπερθέρμανση ηλεκτρονίων και διαφόρων ιόντων και σωματιδίων πλάσματος που ξεφεύγουν.

φαινομένου π.χ. μέγιστο της παλίρροιας κατά τη σύ- Lyapunov Function [Lyapunov συνάρτηση] Μαθημ. μπτωση πλήμμης ισημεριών και συζυγίας. Η συνάρτηση Ε(χ) λέγεται συνάρτηση Lyapunov όταν Lunilidal Interval [Σεληνοπαλαρροϊκό διάστημα] Ωκεορίζεται σε μια περιοχή π(χ 0 ) όπου Χο σημείο ευστάαν. Το σταθερό για ορισμένο τόπο χρονικό διάστημα θειας του συστήματος για το οποίο παράγεται η Ε(χ) (μέχρι και κάποιων ωρών) που παρέρχεται ανάμεσα και ισχύουν τρεις προϋποθέσεις:i) η Ε(χ) έχει μερικές στην ώρα διάβασης της σελήνης από το μεσημβρινό παραγώγους στην π(χ 0 ) οι οποίες είναι συνεχείς, ii) του τόπου και στην ώρα της επακόλουθης πλήμμης. Σ^ι n ^E(x)/T|x *f,(x) <0 για κάθε χ που ανήκει στην π Lunokhod [Λούνοχοντ] Αστμον. Το σεληνιακό τροχο- (χ 0 ) και iii) Ε(χ 0 ) =0 και Ε(χ)>0 για κάθε χ διαφορετιφόρο όχημα αυτόματης διεύθυνσης, εξοπλισμένο με κό του χ 0 . πλήθος επιστημονικών οργάνων, που χρησιμοποιήθη- Lyapunov Stable [Lyapunov ευσταθής] Μαθημ. Έστω κε στα πλαίσια του προγράμματος Λούνα (για πρώτη ένας μετασχηματισμός F και ΡΠη σύνθεση P P . . . ° F n

- 859 φορές. Ένα σημείο χ 0 του F ονομάζεται Lyapunov ευσταθές όταν για κάθε ε>ο υπάρχει δ>0 που εξαρτάται από το ε έτσι ώστε για κάθε x που ανήκει στην περιοχή (χο-δ,χο+δ) συνεπάγεται Fn(x) ανήκει στην περιοχή ( Ρ (χο)-ε, Ρίχοί+ε). Lycopcnc [Λυκοπένιο] Βιοχημ. Καροτενοειδές ερυθρού χρώματος, η φυσική χρωστική της τομάτας και άλλων φυτών, με τύπο C ^ H ^ , ισομερές με το καροτένιο. Lvdian Stone [Λυδία λίθος] Γεωλ. Πυριτικό πέτρωμα, ποικιλία ίασπι μελανού χρώματος και λεπτόκοκκης υφής, αποτελούμενο από κρυπτοκρυσταλλικό ιστό χαλαζία και χαλκηδονίου με παρουσία οπαλίου και ανθρακικών ορυκτών. Λόγω του δύστηκτου, της σκληρότητας και της μη προσβολής του από οξέα, λίθοι με ομαλή επιφάνεια χρησιμοποιούνται, από τους αρχαίους χρόνους, για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των χρυσών αντικειμένων. Lydian Stone Method [Μέθοδος της Λυδίας λίθου] Χημ. Μέθοδος για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό χρυσών αντικειμένων, που στηρίζεται στη χάραξη με το υπό έρευνα υλικό και με ορισμένα πρότυπα κράματα γνωστών καρατίων λεπτού τεμαχίου λυδίας λίθου και σύγκριση των χαραγών κατόπιν προσβολής τους με ασθενές βασιλικό ύδωρ. Lye [Αλκαλίρρυμα] Avopy. Χημ. Ισχυρό διάλυμα (υδατικό ή αλκοολούχο), κυρίως βιομηχανικής χρήσης, που περιέχει καυστικό αλκάλιο και κυρίως καυστικό νάτριο ή κάλιο. L y m a n Alpha Radiation [Ακτινοβολία α Λύμαν] Φυσ. Ρεύμα σωματιδίων άλφα εκπεμπομένων από το υδρογόνο σε μήκος κύματος 121,5 nm, σε φασματική γραμμή που εμπίπτει στη σειρά Lyman. Lyman Band [Ταινία Λύμαν] ΦΜΤ. ΤΟ εύρος του ταινιακού φάσματος εκπομπής του μοριακού υδρογόνου που εκτείνεται στο υπεριώδες μεταξύ μηκών κύματος 125 και 161 nm που μεταπίπτει, κατά τη διάσπαση των μορίων σε άτομα, στο γραμμικό της σειράς Lyman. L y m a n C o n t i n u u m [Συνέχεια της σειράς Λύμαν] Φυσ. Η περιοχή συχνοτήτων αμέσως μετά του ορίου της σειράς Lyman, όπου οι φασματικές γραμμές παρουσιάζουν συνέχεια αντιστοιχούσες σε μη κβαντωμένες τιμές ενέργειας του ηλεκτρονίου και σε μόνιμη απομάκρυνση αυτού από το άτομο δηλ. σε κατάσταση ιονισμού. L y m a n Limit [Όριο της σειράς Λύμαν] Φυσ. Το όριο προς την πλευρά των μεγαλύτερων συχνοτήτων (ή των μικρότερων μηκών κύματος) της σειράς Lyman, προς το οποίο οι φασματικές γραμμές σημειώνουν συσσώρευση βαθμιαία ελαττούμενης της μεταξύ τους απόστασης και πέραν του οποίου αποτελούν συνέχεια. Αντιστοιχεί στη διαφορά των ενεργειών μεταξύ των σταθμών για τιμές του κύριου κβαντικού αριθμού ένα και άπειρο και παρέχει το έργο ιονισμού. Lyman Series [Σειρά Λύμαν] Φνσ. Η μία από τις πέντε ομάδες των φασματικών γραμμών του φάσματος εκπομπής του υδρογόνου, που αντιστοιχούν στο υπεριώδες και οφείλονται σε ηλεκτρόνια διεγερμένων ατόμων καταλήγοντα από διάφορες τροχιές στη θεμελιώδη κατάσταση. Για τα μήκη κύματος λ της σειράς ισχύει η σχέση 1/λ = R(l- 1/η2) όπου ο κύριος κβαντικός αριθμός της αρχικής κβαντικής κατάστασης με η = 2, 3, 4... και R η σταθερά Rydbcrg. Lynx [Λύγξ] Αστμον. Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου μεταξύ της Μεγάλης Αρκτου, του Ηνιύχου και

Lysithea

του Μικρού Λέοντος, σε ορθή αναφορά 8 ώρες και απόκλιση 45° βόρεια, που περιλαμβάνει συνολικά 31 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό μεγέθους, με εξαίρεση δύο, μικρότερου του τετάρτου. Διεθνές σύμβολο: Lyn. Lyophobic [Λυόφοβο] Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα κολλοειδές όταν μία ουσία δύσκολα μεταπίπτει σε σταθερή κολλοειδή κατάσταση λόγω έλλειψης ισχυρής χημικής συγγένειας και επομένως μειωμένης ικανότητας προσκόλλησης ανάμεσα στη διαμερίζουσα και στη διαμερισμένη φάση όπως τα κολλοειδή μέταλλα, άλατα κ.λ.π. Lyophylic [Λυόφιλο] Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα κολλοειδές όταν μια ουσία εύκολα μεταπίπτει σε σταθερή κολλοειδή κατάσταση λόγω ισχυρής χημικής συγγένειας και επομένως ικανότητας προσκόλλησης ανάμεσα στη διαμερίζουσα και τη διαμερισμένη φάση όπως η ζελατίνη, η κόλλα κ.λ.π. Lyophylization [Λυοφιλίωση] Χημ. Μηχ. Ειδική τεχνική ξήρανσης που στηρίζεται στην σχεδόν ταυτόχρονη εφαρμογή ισχυρής ψύξης και κενού π.χ. ως στάδιο της διεργασίας απομόνωσης μιας πρωτεΐνης σε καθαρή κατάσταση από μίγμα πρωτεϊνών. Lyra [Λύρα] Αστμον. Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου μεταξύ του Δράκοντος, του Ηρακλέους, του 0 φιούχου και της Όρνιθας, σε ορθή αναφορά 19 ώρες και απόκλιση 40° βόρεια. Περιλαμβάνει τον αστέρα α ή Βέγα, μηδενικού μεγέθους, το μεταβλητό β ή Σελιάκ καθώς και το ομώνυμο δακτυλιοειδές νεφέλωμα. Διεθνές σύμβολο: Lyr. Lyrids [Λυρίδες] Αστμον. Κύριο ετήσιο σμήνος διαττόντων αστέρων με ακτινοβόλο σημείο στον αστερισμό της Λύρας προς την πλευρά του Ηρακλέους. Εμφανίζει την κύρια δραστηριότητα του μεταξύ 19 έως 25 Απριλίου με ρυθμό πτώσης 10 έως 15 μετεωριτών ανά ώρα. Lysergic Acid [Λυσεργικό οξύ] Ομγ. Χημ. Αλκαλοειδής ουσία με τύπο ^ 6 Η Ι 6 0 2 Ν 2 , που βρίσκεται υπό μορφή αμιδίων με D- και L- αμινοξέα στα ισχυρής τοξικότητας αλκαλοειδή του μύκητα Claviceps purpurea απ' όπου και λαμβάνεται με υδρόλυση. Είναι κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 240 J C και χρησιμοποιείται στην ιατρική έρευνα. Lysergic Acid Diethylamide [Διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος] Ομγ. Χημ. Το γνωστό για τις ισχυρές παραισθησιογόνες ιδιότητες του LSD με χημικό τύπο C20H25ON3' Είναι άχροη και άοσμη κρυσταλλική ένωση που παρασκευάζεται συνθετικά από το λυσεργικό οξύ και έχει επίδραση, κυρίως, επί των αισθητηρίων αντιλήψεων, δημιουργώντας οπτικές ακουστικές και σωματικές ψευδαισθησίες. Lysine [Λυσίνη] Βιοχημ. Βασικό φυσικό αμινοξύ, μεγάλης βιολογικής σημασίας, το α, ε διαμινο-καπρονικό οξύ με τύπο C 6 H| 4 0 2 N 2 , που λαμβάνεται ως προϊόν υδρύλυσης πρωτεϊνών αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά. Είναι άχροη, οπτικώς ενεργή, κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό και ελάχιστα διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες. Lysithea [Λυσιθέα] Αστμον. Μικρός φυσικός δορυφόρος του Δία, ο δέκατος κατά σειρά ανακάλυψης (διεθνές σύμβολο Χ), σε μέση απόσταση από τον πλανήτη 11,12 χιλ. χλμ. Έχει διάμετρο περίπου 36 χλμ., χρόνο περιφοράς 259,22 μέρες και αστρικό μέγεθος 18.

μ- [Συντομογραφία micro-] Φυσ. Σύντμηση για το πρόθεμα micro- (μικρό-), μ [Συμβολισμός χημικός μ] Χημ. Χρησιμοποιείται για το συμβολισμό ορισμένων μεγεθών, όπως είναι το χημικό δυναμικό, ο συντελεστής τριβής, το ιξώδες, η διπολική ροπή, η ευκινησία ή η διαπερατότητα, ill [Συμβολισμός μετρικός m] Φυσ. Χρησιμοποιείται για το συμβολισμό ορισμένων μεγεθών, όπως είναι το μέτρο, η μάζα, η ηλεκτρομαγνητική ροπή και η μοριακότητα κατά βάρος (molality), m- [Συντομογραφία προθέματος m-] Χημ. Σύντμηση για προθέματα, όπως είναι meta- (μετα-), mcso- (μεσο-), milli- (χιλιοστο-). Μ- [Συντομογραφία mega-] Φυσ. Σύντμηση για το πρόθεμα mega- (μεγα-). Μ [Συμβολισμός χημικός Μ] Χημ. Αποτελεί γενικό σύμβολο για τα μέταλλα ή τις ηλεκτροθετικές ρίζες. Αν ακολουθείται από λατινικό αριθμό σε παρένθεση, δηλώνει το μέταλλο στη συγκεκριμένη οξειδωτική βαθμίδα. Συμβολίζει ακόμη τη μοριακότητα (molarity). Μ 31 [Γαλαξίας Μ 31] Αστμον. Ο μεγαλύτερος Γαλαξίας της Τοπικής ομάδας γνωστός και σαν γαλαξίας της Ανδρομέδας. Η αρίθμηση είναι από τον κατάλογο του Messier.

στο διάστημα [1 <*>) συγκλίνουν η αποκλίνουν ταυτόχρονα. M a c L a u r i n Series [Σειρές Mac Laurin] Μαθημ. Οι δυναμοσειρές των αντίστοιχων αναπτυγμάτων που παίρνονται από τις αντίστοιχες σειρές Taylor. Είναι σημαντικό ότι οι τριγωνομετρικές συναρτήσεις μπορούν να οριστούν μέσω αυτών των δυναμοσειρών. Πολύ εξυπηρετική μορφή στην απόδειξη αναλυτικών σχέσεων κύρια στην εφαρμοσμένη ανάλυση. M a c L a u r i n Trisectrix [Τριχοειδής του Mac Laurinl Μαθημ. Καμπύλη της διαφορικής Γεωμετρίας που μελετήθηκε το 1742 από τον Mac Laurin. Χωρίζει το επίπεδο σε 3 μέρη, είναι συμμετρική, αντιστρέφεται Kat έχει πολική εξίσωση r = a' scc(0/3). M a c Nemar Test [Τεστ Mac Ncmar] Στατ. Τεστ δυαδικής απόκρισης για συγκρίσεις ζευγών που στηρίζεται στη χρήση ποσοστών (με την αναγωγή στις πιθανότητες επιτυχίας). Συναντιέται κύρια στον έλεγχο αποτελεσματικότητας δύο θεραπειών όπου υπάρχουν "πριν" και "μετά" καταστάσεις κτλ. Συνήθως η σωστή κατανομή είναι η διωνυμική με τη βοήθεια της διόρθωσης συνέχειας. M a c a d a m [Σκυρόστρωση] Οδοπ. Οδόστρωμα που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα μέχρι περίπου και την δεκαετία του 50 το οποίο κατασκευάζεται με την επίστρωση μιας στρώσης σκύρων πάχους περίπου 15-20 εκατοστών που συμπυκνώνεται με οδοστρωτήρα και στη συνέχεια εμποτίζεται με άσφαλτο. Είναι η πρώτη εφαρμογή της ασφάλτου στην κατασκευή οδοστρωμάτων. M a c Cullagh's F o r m u l a [Τύπος MacCullagh] Φιχτ. Μαθηματική σχέση που δίνει το δυναμικό σε σημείο Ρ ενός πεδίου που δημιουργεί μία κατανομή μάζας ή φορτίου. Συγκεκριμένα: Ας είναι Μ η συνολική μάζα της κατανομής, R η απόσταση του δεδομένου σημείου Ρ από το κέντρο μάζας Ο της κατανομής, G η σταθερά της παγκόσμιας έλξης, J a, J2, h 01 κύριες ροπές αδρανείας της κατανομής, J 0 p η ροπή αδρανείας της κατανομής ως προς τον άξονα Ο Ρ και f(l/R) πολυώνυμο με όρους R*3, R κλπ, που είναι αμελητέο αν το R είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τις διαστάσεις της κατανομής. Ο ιρλανδός μαθηματικός MacCullagh πρώτος απέδειξε ότι το δυναμικό στο Ρ δίνεται από τη σχέση:

Μ.1020 [Γραμμή Μ. 1020] Επικοιν. Η ITU-T για να τυποποιήσει τις γραμμές τηλεπικοινωνιακών οργανισμών για μετάδοση δεδομένων όρισε ποιότητες γραμμών. Η Μ. 1020 είναι για συνδέσεις modem χωρίς ισοσταθμιστές. Αντίστοιχα η Μ. 1040 καλύπτει συνδέσεις φωνής. M a c Donald Functions [Συναρτήσεις Mac Donald] Μαθημ. Συμμετρικές πολυωνυμικές συναρτήσεις της θεωρία αναπαράστασης που αναπτύσσουν αλγεβρικά συνδυαστικά πρότυπα στην κβαντομηχανική. M a c L a u r i n Expansion [Ανάπτυγμα Mac Laurin] Μαθημ. Όταν μια συνάρτηση είναι αναλυτική (δηλαδή έχει άπειρες παραγώγους) στο σημείο 0 ή (0,0) κοκ. τότε υπάρχει το ανάπτυγμα (πολυώνυμο) κατά Mac Laurin δηλαδή το άθροισμα των άπειρων όρων τύπου (l/k!)x k f k , (0) για ακέραιο k = 0, 1,... μαζί με κάποιο υπόλοιπο που συγκλίνει στο 0. Έχουμε αναπτύγματα για τριγωνομετρικές, εκθετικές, λογαριθμικές, αντίστροφες τριγωνομετρικές, υπερβολικές και στις ρητές συναρτήσεις άρα και στις παράγωγες από αυτές. M a c L a u r i n Integral Test [Ολοκληρωτικό τεστ Mac V = - (GM / R) - {G(J! + J 2 + J 3 - 3J 0 p) / 2R 1 } + f ( l / Laurin] Μαθημ To ολοκληρωτικό τεστ του Cauchy. R). Ανάλογος τύπος ισχύει για την κατανομή φορτίου. Έστω μια φθίνουσα σειρά απείρων θετικών όρων που Macedonite [Μακεδονίτης] Ομυκτ. Ορυκτύ κρυσταλλιείναι ακέραιες στιγμές μιας επίσης φθίνουσας συνάρκής τετραγωνικής δομής, αδιαφανές, μαύρου χρώματος τησης f που τείνει στο 0 καθώς το x απειρίζεται από με MB 303 και χημικό τύπο PbTiOj, Οι διαστάσεις θετικές τιμές, τότε η σειρά και το ολοκλήρωμα της f του τετραγωνικού κελιού είναι α=3.89 και c=4.21, ενώ

-861 ο λόγος των αξόνων είναι a:c=l:1.08. Συναντάται κυρίως στην Μακεδονία από όπου προέρχεται και η ονομασία του. Maceral [Οργανικό δομικό συστατικό] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα στοιχειώδη υλικά στοιχεία από τα οποία αποτελούνται οι ορυκτοί άνθρακες, στα οποία και οφείλουν τις φυσικές και τις τεχνολογικές ιδιότητές τους. Maceration [Εμποτισμός] Χημ.Μηχ. Παραδοσιακή τεχνική που χρησιμοποιείται και σήμερα από τις βιομηχανίες αρωμάτων και βασίζεται στην εκχύλιση των αρωματικών συστατικών των πετάλων των λουλουδιών, με τον εμποτισμό τους σε θερμό λίπος. Το λίπος αυτό απορροφά όλα τα αρωματικά συστατικά και στην συνέχεια χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη παραγωγής καλλυντικών. Macgovernite [Μακγκοβερνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής ρομβοεδρυαίς δομής, ημιδιάφανο, με MB 1288 και χημικό τύπο Mn9Mg4Zn2As2Si20|7(0H)i4. Το χρώμα του ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή και έχει λόγους αξόνων a:c=l:25, ενώ η ονομασία του προέρχεται από τον πρώτο ορυκτολόγο που το αναγνώρισε. M a c h Angle [Γωνία Mach] Μηχ. Ρευστ. Η γωνία του κύματος Mach με τη διεύθυνση της κίνησης του πομπού του κύματος μέσα στον αέρα. M a c h N u m b e r [Αριθμός Mach] Ρενστομηχ. Ορίζεται ως ο λόγος της ταχύτητας ροής ενός ρευστού (U), προς την ταχύτητα του ήχου (c). Συμβολίζεται ως ΝΜ3 = U/ c. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη μελέτη φαινομένων όπου οι ταχύτητες ξεπερνούν την ταχύτητα του ήχου. M a c h Principle [Αρχή Mach] Φυσ. Φιλοσοφική αρχή σύμφωνα με την οποία η αδρανειακή συμπεριφορά μίας μάζας, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της, αλλά συνέπεια της αλληλεπίδρασης της συγκεκριμένης μάζας με όλο το υπόλοιπο σύμπαν. Οι δυνάμεις αδρανείας παύουν να εκλαμβάνονται ως υποθετικές, αλλά θεωρούνται ανάλογες των βαρυτικών, με πολύ μεγαλύτερη όμως εμβέλεια, οπότε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους παίζει η ύλη όσο μακριά και.να βρίσκεται. Μηδενίζονται μόνο όταν το σώμα εκτελεί ευθύγραμμη ομαλή κίνηση σε σχέση με το κέντρο μάζας του σύμπαντος. Η αρχή διατυπώθηκε από τον Einstein, ως μία από τις εμπνεύσεις που τον οδήγησαν στη διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικύτητας, αν και αργότερα ο ίδιος την εγκατέλειψε. Mach W a v e [Κύμα Mach] Μηχ. Ρευστ. Κρουστικό κύμα που προκαλεί ένα αντικείμενο με ταχύτητα μεγαλύτερη από 1 Mach (λόγος της ταχύτητας αερίου προς την ταχύτητα του ήχου). Η εξίσωση (1 - M2)uxx + Uyy= 0 δίνει το δυναμικό u του πεδίου ταχυτήτων που δημιουργεί ένα επίπεδο εμπόδιο στην ομαλή ροή ενός αερίου που κινείται με σταθερή ταχύτητα. Machinability [Επεξεργασιμότητα] Μεταλλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η ιδιότητα την οποία έχουν ορισμένα μέταλλα να είναι σε θέση να μπορούν να κατεργαστούν σχετικά εύκολα από τη μηχανουργία. Machine [Μηχανή] Τεχνολ. Σύνθετο βιομηχανικό προϊόν που αποτελείται από πολλά τεμάχια συνδεδεμένα μεταξύ τους αρμονικά, το οποίο όταν λειτουργεί είναι πηγή παραγωγής κίνησης του συστήματος με το οποίο είναι συνδεδεμένο ή γενικότερα εκτελεί μια συγκεκριμένη εργασία. M a c h i n e Address [Διεύθυνση μηχανής] Πληρ. Η προκαθορισμένη διεύθυνση, η οποία προσδιορίζει τη φυ-

Machine Hour

σική θέση μνήμης όπου βρίσκεται αποθηκευμένο κάποιο δεδομένο και πρόκειται για έναν αριθμό ή γενικότερα για ένα σύνολο χαρακτήρων. Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να καθορίζει έναν καταχωρητή μηχανής ή μία συσκευή εισόδου/ εξόδου. Είναι γνωστή και ως πραγματική ή απόλυτη διεύθυνση (βλέπε Absolute address). Machine Available Time [Διαθέσιμος χρόνος υπολογιστή] Πληρ. Όρος που στο χώρο της πληροφορικής αναφέρεται στην χρονική διάρκεια κατά την οποία ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι σε λειτουργία, διαθέσιμος για κάθε επεξεργασία δεδομένων και προγραμμάτων χωρίς την ανάγκη εργασιών συντήρησης. Machine Check [Ελεγχος υλικού υπολογιστή] Πληρ. Είναι η διαδικασία και το αντίστοιχο λογισμικό που απαιτούνται για τη δοκιμή όλων των επιμέρους τμημάτων και υλικών ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ώστε να διαπιστωθεί η ορθή λειτουργία τους. Machine Check [Μηχανικός έλεγχος] Τεχνολ. Ο έλεγχος οφείλει να πιάνει κάθε κατάσταση λειτουργίας ασύμβατη με τις κατασκευαστικές προδιαγραφές, ανεξάρτητα αν οφείλεται σε σφάλμα του υλικού. Έτσι όταν το μηχάνημα που πιστοποιεί ότι ένα τεμάχιο από κάποιο προϊόν που μόλις κατασκευάστηκε (ή στα πλαίσια κάποιου δειγματοληπτικού ελέγχου) δεν πληροί τις οδηγίες που είχε θέσει ο κατασκευαστής ενεργοποιείται ένα σύστημα απόρριψης και υπάρχει ένδειξη σχετική ώστε να σημειωθεί η παρτίδα του ακατάλληλου εξαρτήματος. Machine Code [Κώδικας μηχανής] Πληρ. Λογισμικό που αποτελείται από εντολές σε γλώσσα που δεν απαιτεί μετάφραση από compiler. Συνήθως αυτή η μορφή αποτελείται από τη δυαδική αναπαράσταση κάποιων εντολών μηχανής. Machine Controlled Time [Χρόνος μηχανής] Τεχνολ. Στην παραγωγική διαδικασία ενός προϊόντος όπου η παραγωγή μιας μονάδας απαιτεί συνολικά ένα χρόνο τ, το τμήμα του χρόνου παραγωγής που εκτελείται αυτόματα από μια μηχανή. M a c h i n e Cycle [Κύκλος μηχανής] Πληρ. Είναι μία από τις χρονικές φάσεις για την ανάκληση και την εκτέλεση μίας εντολής της γλώσσας μηχανής ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κάθε διαφορετικό υπολογιστικό σύστημα έχει και τους δικούς του κύκλους μηχανής. M a c h i n e Dependent [Εξαρτημένο από τη μηχανή] Πληρ. Πολλές φορές η κατασκευή ενός κομματιού λογισμικού γίνεται για κάποιο μηχάνημα συγκεκριμένο και δεν υπάρχει η προοπτική μεταφοράς του κώδικα. Η εξάρτηση για λογισμικό που κατασκευάστηκε πάνω σε λειτουργικό σύστημα η μια γλώσσα προγραμματισμού με προδιαγραφές μιας συγκεκριμένης υπολογιστικής αρχιτεκτονικής θα γίνει φανερή στην αλλαγή πλατφόρμας κυρίως μεταξύ μηχανών που ανήκουν σε επώνυμους κατασκευαστές. Παράδειγμα ένα λειτουργικό σύστημα που είναι φτιαγμένο σε γλώσσα assembly για χ86 μηχανές ( Μ 5 ϋ 0 5 ) . M a c h i n e Drill [Μηχανικό τρυπάνι] Τεχνολ. Εργαλείο δημιουργίας οπών του οποίου η κίνηση προκύπτει από ηλεκτρικό μηχανισμό ή από μηχανές εσωτερικής καύσης. M a c h i n e E r r o r [Λάθος μηχανής] Πληρ. Λάθος που πρέπει να διαχωρίζεται από την ανθρώπινη παρέμβαση γιατί οφείλεται σε δυσλειτουργία η ατέλεια του υλικού. M a c h i n e H o u r [Ωρα μηχανής] Τεχνολ. Η παραγωγική δυνατότητα μιας μηχανής σε διάρκεια μιας ώρας. Είναι

Machine Identification

- 862 -

μια μονάδα που χρησιμοποιείται στις βιομηχανίες για τον υπολογισμό των αποσβέσεων. Machine Identification [Αναγνώριση Μηχανής] Πληρ. Η αναγνώριση γίνεται μέσω του μοναδικού κωδικού που έχει δοθεί στη μηχανή και που συνήθως ταυτόχρονα αναγνωρίζει και τον κωδικό (serial number) του κατασκευαστή. M a c h i n e Idle Time [Νεκρός χρόνος μηχανής] Τεχνολ. Σε ένα συνολικό χρόνο μιας σύνθετης παραγωγικής διαδικασίας, οι αναγκαστικοί χρόνοι αναμονής της μηχανής σε ενδιάμεσα διαστήματα που είναι αποτέλεσμα ενδιάμεσων χειρονακτικών εργασιών που απαιτείται να εκτελεστούν. M a c h i n e I n d e p e n d e n t [Ανεξάρτητο μηχανής] Πληρ. Έτσι λέμε ένα κομμάτι λογισμικού που έχει φτιαχτεί βάσει κάποιου προτύπου ώστε να εξασφαλίζεται η λειτουργία του σε κάθε μηχανή (portability). To ANSI είναι ινστιτούτο επιφορτισμένο με την τυποποίηση προϊόντων λογισμικού ώστε να αποφεύγονται τέτοιες εξαρτήσεις. Κλασσικό παράδειγμα ο πυρήνας της γλώσσας προγραμματισμού JAVA που αναπτύχθηκε για να προσαρμόζεται σε κάθε λειτουργικό σύστημα και κάθε δικτυακό πυρήνα. M a c h i n e Instruction [Εντολή λειτουργίας μηχανής] Πληρ. Οι εντολές αυτές είναι προκαθορισμένες σε μέγεθος ακολουθίες από 0 και 1 (δυαδικός συμβολισμός) μαζί με τα αναγκαία δεδομένα επίσης σε ανάλογη μορφή. Ο χρόνος που απαιτείται για την απλούστερη πράξη μηχανής μεταξύ 2 χτύπων του ρολογιού το οποίο ρυθμίζεται από το χρήστη και κανονικά ισοδυναμεί με 1/18 του δευτερολέπτου. Το σύνολο τους περιλαμβάνει οδηγίες χειρισμού καταχωρητών, χειρισμού διακοπών, είσοδο έξοδο, προσπέλαση μνήμης, δίσκου και χειρισμού μικροκώδικα. Machine I n t e r r u p t i o n [Διακοπή λειτουργίας υπολογιστή] Πληρ. Πρόκειται για το σταμάτημα της λειτουργίας ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ως συνέπεια κάποιας λανθασμένης διαδικασίας που συνέβη στο εσωτερικό λειτουργικό λογισμικό ή υλικό του υπολογιστή. Machine L a n g u a g e [Γλώσσα μηχανής] Πληρ. Είναι το σύνολο των εντολών τις οποίες είναι σε θέση να εκτελέσει ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, αλλά επειδή είναι σε μορφή δυαδικών αριθμών είναι πολύ δύσκολη η εκμάθησή της από τον άνθρωπο. Γι' αυτό τελικά αναπτύχθηκαν οι ανώτερες γλώσσες προγραμματισμού, των οποίων όμως οι κώδικες μεταφράζονται σε γλώσσα μηχανής για να εκτελεσθούν από τον υπολογιστή. Machine L a n g u a g e Code [Κώδικας γλώσσας μηχανής] Πληρ. Πρόκειται για μία συγκεκριμένη εφαρμογή της γλώσσας μηχανής —> Machine Language Machine L e a r n i n g [Μηχανική μάθηση] Πληρ. Ένας τομέας της τεχνητής νοημοσύνης ανοικτός σε έρευνα. Κύρια χρησιμοποιεί την αναγνο')ριση προτύπων και κατάλληλο λογισμικό. Η μηχανι'·) μαθαίνει εμπειρικά η και με ανθρώπινη παρέμβαση (διαλογικά). Η επιστήμη αυτή κανονικά ενσωματώνεται στη θεωρία ελεγχου δυναμικών συστημάτων και μπορεί να υλοποιηθεί με γλώσσες 5ης γενιάς, έξυπνα συστήματα, πολύτιμες λογικές κτλ. Machine Logic [Λογική της μηχανής] Πληρ. Για τον Η/Υ ισχύει το κλασσικό ρητό "σκουπίδια βάζεις, σκουπίδια βγάζεις". Μεταφορικά εννοούμε την λειτουργία της καλά (χωρίς κενά) προγραμματισμένης μηχανής ώστε να "αυτενεργεί" σωστά. II λογική αυτή δεν είναι πάντα διαφανής στο χρήστη αφού επηρεάζε-

ται από διάφορα πεδία, προβλήματα υλικού κτλ. Machine O p e r a t o r [Χρήστης η?εκτρονικού υπολογιστή] Πληρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που χειρίζεται έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, από την στιγμή της έναρξης έως τον τερματισμό της λειτουργίας του μηχανήματος, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις λειτουργίες εκτέλεσης ή προγραμματισμού διαφόρων λογισμικών προγραμμάτων. Machine Oriented O p e r a t i n g System [Λειτουργικό σύστημα προσανατολισμένο στη μηχανή] Πληρ. Αναφέρεται κύρια στην περίπτωση που οι εντολές χαμηλού επιπέδου (λειτουργικό σύστημα και γλώσσα προγραμματισμού) είναι εξαρτημένες από τη μηχανή. Στη νέα δικτυακή εποχή αυτή η τεχνική δεν ξεπερνιέται αλλά αναβαθμίζεται δημιουργώντας έτσι διάφορες μονοπωλιακές καταστάσεις. Machine Readable [Υπολογιστικά αντιληπτό] Πληρ. -» Machine Recognizable Machine Readable Data [Δεδομένα έτοιμα για διάβασμα από τη μηχανή] Πληρ. Ακολουθία δεδομένων (η εν ανάγκη σχετικό κείμενο) σε δυαδική μορφή ώστε η επεξεργασία να είναι ταχύτατη. Συνήθως έχουν παραχθεί χωρίς χρήση πληκτρολογίου αλλά με διάφορες συσκευές. Machine Recognizable [Υπολογιστικά αντληπτό] Πληρ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει οτιδήποτε το οποίο είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί, επεξεργασθεί και αποθηκευτεί από έναν ανάλογο και κατάλληλο γΓ αυτό, ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μπορεί να πρόκειται για ένα αρχείο δεδομένων, μία δισκέτα φορητής μνήμης, μία κάρτα ή κάτι άλλο το οποίο είναι συμβατό με ένα συγκεκριμένο μηχάνημα. Machine Ringing [Ηχητικός χτύπος μηχανής] Επικοί ν. Όταν η μηχανή δέχεται κλήση παράγει ένα ήχο δεδομένης συχνότητας (συχνά μεταβλητής) για ειδοποίηση. Machine Sensible [Υπολογιστικά αντληπτό] Πληρ. Machine Recognizable Machine Sensible I n f o r m a t i o n [Υπολογιστικά αντιληπτή πληροφορία] Πληρ. Είναι κάθε πληροφορία η οποία είναι σε μορφή κατάλληλη για να αναγνωρισθεί και επεξεργασθεί από έναν αντίστοιχο ηλεκτρονικό υπολογιστή. M a c h i n e Shop [Μηχανουργείο] Μηχ. Χαρακτηρίζεται ο χώρος όπου με τα απαραίτητα εργαλεία, κατασκευάζονται και επισκευάζονται διαφόρων ειδών μηχανές ή επεξεργάζονται μέταλλα και κόβονται στα ζητούμενα σχήματα και διαστάσεις. M a c h i n e Spoiled Time [Χαμένος χρόνος για τη μηχανή] Τεχνολ Συνήθως γίνεται σπατάλη λόγω λάθους που ανακαλύπτεται στη διάρκεια της εκτέλεσης του προγράμματος. Ενώ προγραμματιστικά, η διόρθωση στη διάρκεια της εκτέλεσης είναι κάτι σύνηθες, δεν συμβαίνει το ίδιο με σφάλματα κύρια σε περιβάλλοντα πραγματικού χρόνου, όπως ο θανάσιμος εναγκαλισμός σε βάσεις δεδομένων. Machine Tools [Μηχανικός εξοπλασμός] Τεχνολ. Σε μια αλυσίδα παραγωγής, η κατηγορία μηχανημάτων που εκτελεί συγκεκριμένες εργασίες, όπως επεξεργασίες σε μεταλλικά τεμάχια για να πάρουν την μορφή που απαιτείται δίχως να απαιτείται χειρωνακτική εργασία παρά μόνον για το χειρισμό του μηχανήματος. Machine Utilization [Χρήση μηχανής] Μηχ. Πρόκειται για έναν όρο που προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια κατά την οποία λειτουργεί μία μηχανή, συνδεμένη με ηλεκτρονικό υπολογιστή ή άλλη μηχανή βιομηχανικής

-863 μονάδας, οπότε χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό διαφόρων παραμέτρων, ύπως ικανότητα παραγωγής, ανάγκη ανταλλακτικών, υπολογισμό φθοράς, καθορισμό απόσβεσης και άλλα. M a c h i n e Vision [Μηχανική όραση] Πληρ. Κλάδος της ηλεκτρονικής που χρησιμοποιεί αλγόριθμους γεωμετρίας και τεχνητής νοημοσύνης για να βελτιώσει τη λήψη και επεξεργασία εικόνας από ψηφιακά (κυρίως) μέσα. Ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι να ενοποιήσει τα διάφορα κομμάτια εικόνας που έρχονται από πολλές πηγές. Machine W o r d [Λέξη μνήμης] Πληρ. Ποσότητα μνήμης που το μήκος της σχετίζεται από τον επεξεργαστή πχ παλαιότερα είχε μήκος 2 byte (η 16 bit), στους 32bit επεξεργαστές έχει 4 byte, κ.ο.κ. Machining Center [Κέντρο κατεργασιών] Μηχ. Πρόκειται για ένα αυτόματο σύστημα υψηλής τεχνολογίας, το οποίο είναι συνδεδεμένο απ' ευθείας με ειδικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, και ακολουθώντας τις εντολές τους, είναι σε θέση να εκτελεί κοπές μετάλλων, ψεκασμούς βαφών και πολλές άλλες εξειδικευμένες εργασίες ανάλογα με την βιομηχανική μονάδα στην οποία λειτουργεί, όπως για παράδειγμα στις αυτοκινητοβιομηχανίες. M a c h m e t e r [Μετρητής Mach] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης της ταχύτητας στα αεροπλάνα σε μονάδες Mach (1 Mach = 340 m/sec). Macintosh (Mac) [Μάρκα H/Y Macintosh.] Π/jjp. Διάσημη μάρκα προσωπικών υπολογιστών της εταιρίας Apple με επεξεργαστές της Motorola και δικά της περιφερειακά (Apple printers), δίκτυα (Apple Talk), και λογισμικό (Mac OS, Think C κτλ) και κύρια για τη χρήση σε περιβάλλοντα επεξεργασίας γραφικών. Η εταιρεία από καιρό συνεργάζεται με την IBM. Mackayite [Μακαιτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής τετραγωνικής δομής, διάφανο, με χρώμα στις αποχρώσεις του πράσινου, MB 408 και χημικό τύπο Fe3*Te205 (ΟΗ). Ο λύγος των αξόνων είναι a:c=l; 1.272, ενώ συναντάται κυρίως στην κεντρική Αμερική. Mackinawite [Μακιναβίτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής τετραγωνικής δομής, αδιαφανές μπρούτζινου χρώματος, με MB 765 και χημικό τύπο (Fe,Ni)9Sg. Ο λύγος των αξόνων είναι a:c=l: 1.37, και εμφανίζεται σε σωληνώσεις σιδήρου ως αποτέλεσμα της διάβρωσης τους. MacLeod Equation [Εξίσωση MacLeod] Φυσ. Χημ. Είναι γνωστή ως εξίσωση MacLeod-Sugden και αποτελεί μέθοδο υπολογισμού της επιφανειακής τάσης καθαρού υγρού. Ο τύπος είναι γ1/4 = [P] x (prp g ), όπου γ είναι η επιφανειακή τάση, pi, py οι πυκνότητες υγρού και αέριας φάσης αντίστοιχα και η παράμετρος [Ρ] είναι το παράχωρο. Macro- [Μακροεντολή] ΙΙληρ. 1. Σειρά λειτουργιών που καταγράφεται από κάποιο πρόγραμμα ελέγχου, όπως ένας επεξεργαστής και αποδίδεται (σαν λειτουργία ελέγχου) ως τιμή ενός συνδυασμού πλήκτρων για ά}.ιεση ανάκληση. 2. Σύνολο εντολών (επεκτάσιμο) απύ κάποια γλώσσα προγραμματισμού που σχηματίζει μια νέα εντολή. Δέχεται και παραμέτρους (Macroparamctcrs). Γράφεται κανονικά σε κειμενογράφο και μπορεί να αντικαθίσταται στη διάρκεια της μετάφρασης αν χρησιμοποιηθεί. Ιδιαίτερη χρησιμότητα αποκτούν όταν είναι προσαρτημένες στην αντίστοιχη γλώσσα προγραμματισμού κάποιου εμπορικού πακέτου.

Macromctcorology

M a c r o Flow C h a r t [Διάγραμμα μακροροής] Τεχνολ. Γραφικό με τα κύρια σημεία του λογικού διαγράμματος ροής ενός προγράμματος, ώστε αρκετά συνοπτικά να περιλαμβάνεται όλη η λογική του. Macroanalysis [Μακροανάλυση] Χημ. Όταν οι ποσότητες των διαφόρων χημικών ουσιών είναι της τάξης των γραμμαρίων, τότε η ανάλυσή τους, είτε ποσοτική είτε ποιοτική, χαρακτηρίζεται από αυτόν τον όρο. Macroanalytical Balance [Μακροαναλυτικός ζυγός] Τεχί'ολ. Ειδικός υπερευαίσθητος ζυγός ακριβείας που χρησιμοποιείται στις χημικές αναλύσεις για τη μέτρηση μαζών μέχρι 200 γραμμαρίων με ακρίβεια ΙΟ"4 gr. Macroassembler [Μακροσυμβολομεταφραστής] Πληρ. Assembler που εκτός από τις εντολές συμβολικής γλώσσας καταλαβαίνει macro εντολές. Η γλώσσα των μακροεντολών υλοποιείται σε ξεχωριστές εντολές που συνήθως είναι σε ειδικό τμήμα του κώδικα. Τα αντίστοιχα λογισμικά έχουν συνήθως έτοιμες αλλά και επεκτάσιμες βιβλιοθήκες μακρόεντολών (Macro!ibraries) που υλοποιούνται ξεχωριστά για κάθε διαφορετική σειρά επεξεργαστών, προστίθενται σταδιακά διάφορες επεκτάσεις κοκ. Macrocell [Μακροκελί] Επικοιν. Τα μακροκελιά είναι μεγαλύτερα από το συνηθισμένο κελιά (κυψέλες) χρησιμοποιούμενα στην κυψελωτή επικοινωνία (πχ κινητή τηλεφωνία) για ασφαλέστερη και οικονομικότερη αποθήκευση δεδομένων σε περιοχές με αραιή κάλυψη. Macroclimate [Κλίμα μεγάλης περιοχής] Μετεωρ. Το κλίμα μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής πχ μιας χώρας. M a c r o c o d e [Μακροκώδικας] Πληρ. Σύνολο μακροεντολών σε ένα πρύγραμμα. Λειτουργεί σαν υποδιαδικασία αλλά πολλές φορές επεξεργάζονται από προεπεξεργαστή. Στην περίπτωση που μιλάμε για μακροεντολή ελέγχου αποθηκεύεται σαν ξεχωριστό τμήμα (πιθανά και σαν μεταβλητή συστήματος). Maeroeyclc [Μακροκυκλική Ένωση] Opy. Χημ. Οργανική ένωση με μόρια που έχουν κυκλική δομή και περιέχουν περισσότερα από 10 άτομα άνθρακα. Macrodefinition [Ορισμός μακροεντολής] Πληρ. II ακολουθία εντολών που αποτελούν τον κορμό της μακροεντολής ελέγχου. Macroexpansion [Ανάπτυγμα μακροεντολής] Πληρ. Το σύνολο εντολών που αντικαθίσταται στη διάρκεια της μετάφρασης όλου του προγράμματος. Macroinstruction [Μακροεντολή] Πληρ. Πρόκειται στην ουσία για μία σύνθετη εντολή ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μπορεί να καθοριστεί από τον ίδιο τον χρήστη, και με την εντολή για την εκτέλεσή της να ακολουθήσει μία σειρά από προκαθορισμένες κινήσεις και εφαρμογές εντολών από πλευράς ηλεκτρονικού υπολογιστή. M a c r o l a n g u a g e [Γλ(όσσα μακροεντολών] Πληρ. Συνήθως όλες οι μοντέρνες εκδόσεις γλωσσών προγραμματισμού που είναι συναρτησιακές στη λογική προγραμματισμού τους, χειρίζονται μακροεντολές (macros) ιδίως αυτές που αποτελούν μέρος κάποιου πακέτου χειρισμού γραφικών και όχι μόνο. Είναι αρκετά εξυπηρετική λειτουργία που απαλλάσσει τον χρήστη από την ανάγκη επανάληψης ανιαρών εντολών ιδίως αν υποστηρίζονται και παράμετροι. Macromctcorology [Μακρομετεωρολογία] Μετεωρ. Κλάδος της μετεωρολογίας που εξετάζει φαινόμενα που επιδρούν σε μεγάλες περιοχές (ακόμα και παγκόσμια) και ενδεχόμενα μεγάλης διάρκειας πχ φαινόμενο

Macromolecular

-864-

θερμοκηπίου. M a c r o m o l e c u l a r [Μακρομοριακός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε χημική ένωση που αποτελείται από μακρομόρια. Macromolecule [Μακρομόριο] Ομγ. Χημ. Μόριο χημικής ένωσης, το οποίο αποτελείται από μεγάλο αριθμό ατόμων ή ομάδων ατόμων με κάποιο βαθμό επαναληψιμότητας. Τα πολυμερή απαρτίζονται από μακρομόρια και μπορεί να είναι οργανικές ενώσεις (π.χ, κυτταρίνη) ή ανόργανες (π.χ. πολυμερές θείο). M a c r o n u t r i e n t [Μακροθρεπτικά συστατικά] Βιοχημ. Όρος που χαρακτηρίζει συστατικά που απαιτούνται σε μεγάλες ποσότητες από τις φυτικές καλλιέργειες προκειμένου να έχουν ομαλή ανάπτυξη. Π ικανοποιητική τροφοδοσία των φυτών με συστατικά αυτής της κατηγορίας, όπως είναι το κάλιο και το άζωτο, εξασφαλίζεται με τη χρήση των κατάλληλων λιπασμάτων. M a c r o p h o t o g r a p h y [Μακροφωτογραφία] Τεχνολ. Φωτογραφία μεγάλης περιοχής (μακρογραφία) με χρήση ειδικών φακών και φίλτρων. M a c r o p o r c [Μακροπόρος] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ο πόρος σε στερεό υλικό, του οποίου η διάμετρος είναι μεγαλύτερη από 0,05 μηι. Macroprocessor [Μακροεπεξεργαστής] Πλημ. Κομμάτι λογισμικού υπεύθυνο για την ενσο>μάτωση μακροεντολών στον προς μεταγλώττιση κώδικα. Πολλές φορές περιλαμβάνει και έναν καταγραφέα μακροεντολών. Macroprogramming [Μακροπρογραμματισμός] Πληρ. Ένας σύνθετος όρος που χρησιμοποιείται, στην περίπτωση που δημιουργείται ένας κώδικας ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με την χρήση σχεδόν αποκλειστικά των μακροεντολών. M a c r o recorder [Καταγραφέας μακροεντολής] Πληρ. Αογισμικό που αφού ειδοποιηθεί, καταγράφει μια ακολουθία κινήσεων της δίνει ένα όνομα που ζητάει από το χρήστη, ένα συνδυασμό πλήκτρων για ανάκληση. Macroscopic [Μακροσκοπικό] Τεχνολ. Είναι ένας γενικότερος επιστημονικός όρος που χαρακτηρίζει κάθε αντικείμενο μελάτης το οποίο έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις ώστε να είναι δυνατή η εξέτασή του χωρίς ειδικά οπτικά εργαλεία, απλώς με γυμνό μάτι. Macroscopic P r o p e r t y [Μακροσκοπική ιδιότητα] Φυσ. Φυσική ιδιότητα που αφορά και χαρακτηρίζει το σύνολο ενός συστήματος υλικών σημείων, ιδωμένου ως μίας ενιαίας ολότητας και όχι με βάση τα δομικά του στοιχεία. Έτσι για παράδειγμα αν θεωρήσουμε ως σύστημα το σύνολο των μορίων ενός αερίου, ο όγκος του αερίου, η πίεση και η θερμοκρασία του αποτελούν μερικές από τις μακροσκοπικές ιδιότητες του συστήματος. Macroscopic State [Μακροσκοπική κατάσταση] Φυσ. Η κατάσταση ενός συστήματος υλικών σημείων όπως αυτή καθορίζεται ως συνάρτηση των μακροσκοπικών του ιδιοτήτων. Ονομάζεται και μακροκατάσταση. Macroscopic Theory [Μακροσκοπική θεωρία] Φυσ. Κάθε θεωρία που αφορά σώματα μακροσκοπικά αντιληπτά με γυμνό μάτι ή μικροσκόπιο, αγνοώντας την ατομική ή και μοριακή σύστασή τους. Macroscopy [Μακροπαρατήρηση] Τεχνολ. Παρατήρηση μακρινών (μεγάλων) αντικειμένων πχ με τηλεσκόπια. Macroseismic [Μακροσεισμική] Γεωλ. Καλείται το σύνολο των ερευνών και των παρατηρήσεων που γίνονται για την επίδραση που έχουν οι σεισμοί στην φύση και στις ανθρώπινες κατασκευές, ώστε να εξαχθούν

συμπεράσματα σεισμολογικού ενδιαφέροντος. Macroseismic Epicenter [Μακροσεισμικό επίκεντρο] Γεωλ. Με τον όρο αυτό, στην περίπτωση ενός σεισμού, ονομάζεται το κέντρο της γεωγραφικής περιοχής η οποία παρουσιάζει την μεγαλύτερη σεισμική ένταση. Macroseismic Hypocenter [Μακροσεισμικό υπόκεντρο] Γεωλ. Με την βοήθεια των κατάλληλων παρατηρήσεων προσδιορίζεται ως το σημείο εκείνο, το οποίο αποτελεί το κέντρο βάρους των σημείων από τα οποία εκτιμάται ότι έγινε η ακτινοβολία της σεισμικής ενέργειας. M a c r o v i r u s [Μακροϊός] Πληρ. Ιός σε γλώσσα που υποστηρίζει μακροεντολές (συχνά μία γλώσσα τύπου Basic) και συνήθως βαλμένος μέσα σε αρχείο κάποιας εφαρμογής. Το πρόγραμμα "ξενιστής" συμπεριφέρεται στη macro σαν να είναι κομμάτι του αρχείου όπου ανήκει και η λύση είναι καθολική απαγόρευση εκτέλεσης ξένων μακροεντολών. M a d e G r o u n d [Διαμορφωμένο επίπεδο] Οικοδ. Επίπεδο του εδάφους που διαμορφώθηκε μετά από την κατασκευή ενός επιχώματος. M a d e l u n g Constant [Σταθερά Madelung] Χημ. Στην εξίσωση υπολογισμού της ενέργειας ιοντικού κρυσταλλικού πλέγματος, είναι η σταθερά που παριστά το άθροισμα των ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ όλων των ιόντων. Για κάθε δομή, η σταθερά Madelung έχει χαρακτηριστική τιμή. M a d i a Oil [Μαντέλαιο] Τεχνολ. Έλαιο φυτικής προέλευσης που ανακτάται με επεξεργασία σπόρων του φυτού madia sativa γνωστού και ως melosa. Εμφανίζει χαρακτηριστική οσμή και κίτρινο χρώμα. Έχει ειδικό βάρος 0.92, σ.τ. -20°C, ενώ εμφανίζεται και ευαίσθητο στον αέρα καθώς ταγκίζει εύκολα. Η χώρα προέλευσης του είναι η Χιλή, ενώ συχνά χρησιμοποιείται αντί του ελαιολάδου καθώς εμφανίζει παρόμοια διατροφικά χαρακτηριστικά. Maestro [Μαΐστρος] Μετεωμ. Νοτιοδυτικός άνεμος που φυσά στο Ιόνιο πέλαγος. M a f f e i System [Σύστημα Maffei] Αστμον. Δύο ελλειπτικοί γαλαξίες του Γαλαξία Μ81 (Ursa Μεγ. Καμηλοπάρδαλης) που βρίσκονται σε απόσταση 2,5 Mpc από τα σύνορα της Τοπικής Ομάδας του δικού μας Γαλαξία. Ο ένας είναι Γαλαξίας γίγαντας. Αρχικά θεωρήθηκαν μέρος της Τοπικής Ομάδας αλλά η υπόθεση αυτή απορρίφθηκε αφού άλλαζε η δυναμική του συστήματος (πρόβλημα ελλείπουσας ύλης). M a f i c Mineral [Κατηγορία ορυκτών] Ομυκτ. Με αυτόν τον όρο ονομάζεται το σύνολο των ορυκτών, τα οποία στη σύστασή τους περιέχουν σίδηρο ή και μαγνήσιο, και υπάρχουν συνήθως μέσα στα πυριγενή πετρώματα. Magazine [Περιοδικό] Πληρ. Μεταφορικά και χώρος που προσυγκεντρώνονται μαγνητικές κάρτες πριν τη μαζική επεξεργασία. Magellanic Clouds [Νέφη του Μαγγελάνου] Αστρον. Δύο Γαλαξίες νάνοι κοντά στον δικό μας ορατοί μόνο από το νότιο ημισφαίριο. Ανακαλύφτηκαν από το Μαγγελάνο (1519) και απέχουν περίπου 130.000 200.000 έτη φωτός. Είναι εύκολα παρατηρήσιμοι από τη Γη και έχουν την ίδια λαμπρότητα με το γαλαξία μας. Τελευταίες παρατηρήσεις τους δείχνουν σαν σπειροειδείς ραβδωτούς με διαταραγμένη δομή. Περιέχονται 2 είδη σφαίρωτών σμηνών. Magellanic Nebula [Νεφέλωμα του Μαγγελάνου] Αστρον. Ένα υδρογονικό νέφος που βρίσκεται γύρω από τα νέφη του Μαγγελάνου. Κατ' εξοχήν τόπος σχετικά

- 865 αργής αλλά συνεχούς ανασύνθεσης νέων άστρων. Είναι αρκετά μεγαλύτερο από αυτό του Ωρίωνα και ο πυρήνας του είναι αρκετά συμπαγής. Magellanic System [Σύστημα του Μαγγελάνου] Αστρον. Τα νέφη του Μαγγελάνου. Συνδέονται μεταξύ τους καθώς και με το δικό μας Γαλαξία με γαλαξιακές γέφυρες ανταλλαγής ύλης (Maggelanic stream). Maggi-Righi-Leduc E f f e c t [Αποτέλεσμα MaggiRighi-Lcduc] Φυσ. Η μεταβολή που προκαλεί στη θερμική αγωγιμότητα ενός σώματος η παρουσία μαγνητικού πεδίου. M a g h e m i t e [Μαγκεμίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ισομετρικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, με MB 160 και χημικό τύπο 7 -Fe 2 0 3 . Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι ισχυρές μαγνητικές του ικανότητες, ενώ και εμπορικά αξιοποιείται αυτή η ιδιότητα του. Magic Acid [Μαγικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Χημική ουσία που δρα ως ισχυρό οξύ και αποτελείται από μίγμα FS0 3 H και SbF 5 . Magic G r a p h [Μαγικό γράφημα] Μαθημ. Γράφημα με ν κορυφές(πεντάγωνο, αστέρι, δέντρο κτλ) που αν το αριθμήσουμε με τους ακέραιους από 1 ως και ν, έχει το ίδιο το άθροισμα κατά μήκος κάθε ακμής του. Magic N u m b e r s [Μαγικοί αριθμοί] Πυρην. Φυσ. Οι αριθμοί 2, 8, 20, 28, 50, 82 και 126. Τα στοιχεία εκείνα που ο πυρήνας τους περιέχει αριθμό πρωτονίων ή νετρονίων ή και των δύο ίσο με έναν από τους μαγικούς αριθμούς, είναι ιδιαίτερα ευσταθή, με ενέργεια σύνδεσης υψηλότερη του μέσου όρου. Η ιδιότητα αυτή εξηγήθηκε από το μοντέλο "κελύφους", που είναι το επικρατέστερο για την εξήγηση της δομής των πυρήνων, σύμφωνα με το οποίο η ευστάθεια των παραπάνω πυρήνων οφείλεται στο σφαιρικό σχήμα τους. M a g i c S q u a r e [Μαγικό τετράγωνο] Μαθημ. Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα τετραγωνικό μητρώο ακεραίων αριθμών, δηλαδή ένα διατεταγμένο σύνολο, όπου το άθροισμα των περιεχομένων αριθμών της κάθε γραμμής και της κάθε στήλης του ξεχωριστά, και ενδεχομένως σε ορισμένες περιπτώσεις και των διαγωνίων του, είναι το ίδιο. M a g m a [Μάγμα] Γεωλ. Είναι η λιωμένη και διάπυρη μάζα, με σύνθετη χημική σύσταση, που βρίσκεται στα βάθη του φλοιού της Γης, και εξέρχεται από εκεί μέσω των ηφαιστείων. Από τη στερεοποίησή της παράγονται τα διάφορα ηφαιστειογενή πετρώματα, ενώ εάν το μάγμα παραμείνει και ψυχθεί στο εσωτερικό της Γης σχηματίζει τα πλουτώνια πετρώματα. M a g m a C h a m b e r [Θάλαμος μάγματος] Γεωλ. Χώρος συγκέντρωσης μάγματος κοντά στο φλοιό της Γης. Από τέτοιους θαλάμους ξεκινά η ανοδική κίνηση μάγματος προς τη Γήινη επιφάνεια στις ηφαιστειακές εκρήξεις. M a g m a t i c Rock [Μαγματικό πέτρωμα] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται από τη στερεοποίηση του μάγματος στο εσωτερικό ή στην επιφάνεια της Γης. M a g n e s i a [Μαγνησία] Χημ. Πρόκειται για οξείδιο του μαγνησίου το οποίο λαμβάνεται από την καύση του στοιχείου του μαγνησίου και κατά την πύρωση του υδροξειδίου ή του ανθρακικού μαγνησίου. Magnesia M i x t u r e [Μαγνησιακό Μίγμα] Χημ. Μίγμα που αποτελείται από χλωριούχο μαγνήσιο, χλωριούχο αμμώνιο και διάλυμα αμμωνίας. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία, για την ανίχνευση του φωσφόρου, με το οποίο δίνει χαρακτηριστική αντίδραση.

Magnesium Bromide

M a g n e s i o c h r o m i t e [Μαγνησιοχρωμίτης] Ανόμγ. Χημ. Ορυκτό υλικό, κρυσταλλικά ισόμορφο του χρωμίτη και του μαγνητίτη. Αποτελείται από οξείδιο του μαγνησίου (MgO) και του χρωμίου (Cr 2 0 3 ). Ανήκει στους σπινελλίους. Magnesiocopiapite [Μαγνήσιοκοπιαπίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τρίκλινης κρυσταλλικής δομής, διάφανο, με MB 1218 και χημικό τύπο M g F e ^ S O ^ O H h ^ O H A Συναντάται κυρίως στην ένυδρη του μορφή και ς ε κίτρινο χρώμα, ενώ έχει λόγο αξόνων α: b: c = 0.404:1:0.401, Magnesite [Μαγνησίτης] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και λευκόλιθος. Πρόκειται για ανθρακικό άλας του μαγνησίου, (MgC0 3 ), που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα σε σχήμα ρομβοέδρων, έχει ειδικό βάρος 3,0 και σκληρότητα 4,0 Mohs. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή μαγνησιακών πυριμάχων για τη χαλυβουργία, τη μεταλλουργία και την τσιμεντοβιομηχανία. M a g n e s i u m [Μαγνήσιο] Χημ. Πρόκειται για χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Mg. Είναι ένα μέταλλο, αργυρόλευκου χρώματος, πολύ ελαφρύ, το οποίο απαντάται στην φύση υπό την μορφή διαφόρων ορυκτών από όπου και εξάγεται. Χρησιμοποιείται στην μεταλλουργία, στην πυροτεχνουργία και άλλου. M a g n e s i u m Acetate [Οξικό Μαγνήσιο] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MgtCH^COO^ και το μοριακό βάρος 142,39. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, που διασπάται στους 323 °C και είναι διαλυτή σε νερό και μεθανόλη. Κρυσταλλωμένο με 4 μόρια νερού, Mg (CH 3 COO) 2 x4H20, είναι άχρωμο κρυσταλλικό υλικό, με σημείο τήξεως 80 °C, διαλυτό σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην ιατρική και σε χρώματα. M a g n e s i u m A r s e n a t e [Αρσενικικό Μαγνήσιο] Ανόμγ. Χημ. Βρίσκεται συνήθως κρυσταλλωμένο με 22 μόρια νερού, Mg 3 (As04)2 x 22H 2 0. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, έχει μοριακό βάρος 747,09, τήκεται στους 100 °C, όπου απομακρύνονται τα 17 μύρια νερού, ενώ στους 220 "C αποβάλλονται τα 21 μόρια. Είναι δηλητηριώδης ουσία, διαλυτή σε οξέα και χλωριούχο αμμώνιο και χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. M a g n e s i u m Benzoate [Βενζοϊκό Μαγνήσιο] Χημ. Το ενυδατωμένο μόριο, Mg(C 7 Hs02)2 x 3H 2 0, έχει μοριακό βάρος 320,58, σημείο τήξεως 110°C, όπου αποβάλλεται το νερό και σημείο ζέσεως 200 °C, όπου διασπάται. Είναι λευκή σκόνη, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στην ιατρική. M a g n e s i u m B o r a t e [Βορικό Μαγνήσιο] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Mg 3 (B0 3 ) 2 και μοριακό βάρος 190,53. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε ανόργανα οξέα. Χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό ή μυκητοκτόνο. M a g n e s i u m B r o m a t c [Βρωμικό Μαγνήσιο] Ανόμγ. Χημ. Ενυδατωμένο συνήθως με 6 μόρια νερού, Mg (ΒΓ0 3 ) 2 χ 6Η 2 0, έχει μοριακό βάρος 388,20, σημείο τήξεως 200 °C, όπου απομακρύνεται το νερό, ενώ με επιπλέον θέρμανση διασπάται. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό υλικό, διαλυτό στο νερό. Χρησιμοποιείται στη χημική ανάλυση. M a g n e s i u m Bromide [Βρωμιούχο Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο MgBr2, μοριακό βάρος 184,11, σημείο τήξεως 700 υΟ, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και μεθανόλη. Η ενυδατωμένη μορφή, MgBr 2 x6H 2 0, είναι άχρωμη, κρυσταλλική, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη και έχει σημείο τήξεως 200 °C, όπου αποβάλλεται το νερό.

Magnesium Carbonate

- 866 -

Χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη χημική σύνθεση. M a g n e s i u m C a r b o n a t e [Ανθρακικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Αποτελεί το φυσικό μαγνησίτη. Έχει χημικό τύπο MgC0 3 , μοριακό βάρος 84,31, σημείο τήξεως 350 "C και σημείο ζέσεως 90*0 °C, όπου αποβάλλει C0 2 . Είναι χημικά ανθεκτικό υλικό, διαλυτό σε οξέα. Magnesium Chlorate [Χλωρικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Λευκό στερεό υλικό, κρυσταλλωμένο συνήθως με 6 μόρια νερού, Mg(C103) 2 x 6H 2 0, έχει μοριακό βάρος 299,30, σημείο τήξεως 35 "C και σημείο ζέσεως 120 "C, όπου διασπάται. Είναι διαλυτό σε νερό και αιθανύλη. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ιατρική. Magnesium Chloride [Χλωριούχο Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο MgCl2, μοριακό βάρος 95,21, σημείο τήξεως 714°C και σημείο ζέσεως 1412°C. Κρυσταλλώνεται με 6 μόρια νερού, MgCl 2 x 6H 2 0, οπότε διασπάται σε θερμοκρασία 116-118 °C. Χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό μέσο, καθώς και στην παραγωγή κεραμικών και χαρτιού. Magnesium Fluoride [Φθοριούχο Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο MgF2, μοριακό βάρος 62,30, σημείο τήξεως 1261 °C και σημείο ζέσεως 2239 °C. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό υλικό, διαλυτό σε ψυχρό νερό και νιτρικό οξύ. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή κεραμικών και υάλου. M a g n e s i u m Fluosilicate [Φθοροπυριτικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MgSiF6. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση ή σκόνη, διαλυτή στο νερό, με μοριακό βάρος 166,38. II ενυδατωμένη μορφή, MgSiF 6 x6H 2 0, είναι λευκή κρυσταλλική ουσία και έχει σημείο τήξεως 120°C, όπου διασπάται. Χρήσιμοποιείται στη σύνθεση σκοροανθεκτικών και αδιάβροχων υλικών, κεραμικών και τσιμέντου. Magnesium F o r m a t e [Φορμικό Μαγνήσιο] Χημ. Ονομάζεται και μυρμηκικό μαγνήσιο. Βρίσκεται συνήθως κρυσταλλωμένο με δύο μόρια νερού, Mg(CH 2 0) χ 2 2 Η 2 0 . Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 100°C, όπου αποβάλλεται το νερό. Χρήσιμοποιείται στη χημική ανάλυση και στην ιατρική. Magnesium Halide [Αλογονούχο Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Αλας, το οποίο περιέχει στο μόριό του μαγνήσιο κοί ένα αλογόνο. Ο γενικός τύπος είναι MgX2. Magnesium H y d r i d e [Υδρίδιο του Μαγνησίου] Aνόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο MgH 2 και μοριακό βάρος 26,32. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, τήκεται στους 280 °C υπό κενό, όπου διασπάται. Επίσης, διασπάται βίαια διαλυόμενη σε ψυχρό νερό. M a g n e s i u m Hydroxide [Υδροξείδιο του Μαγνησίου] Ανόργ. Χημ. Αχρωμη, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Mg(OH) 2 , μοριακό βάρος 58,32 και σημείο τήξεως 350 °C, όπου αποβάλλεται ένα μόριο νερού. Είναι ελαφρώς διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και άλατα του αμμωνίου. Γνωστή και ως γάλα μαγνησίας, χρησιμοποιείται στην ιατρική, αλλά και στην παραγωγή της ζάχαρης. Magnesium Iodide [Ιωδιούχο Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Mgl 2 και το μοριακό βάρος 278,11. Είναι λν£υκή κρυσταλλική ένωση, που διασπάται σε θερμοκρασία μικρότερη απύ 637 °C και διαλύεται σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και αμμωνία. Κρυσταλ.λώνεται με 8 μόρια νερού, Mgl 2 x 8H 2 0, οπότε διασπά-

Στην ενυδατωμένη μορφή του, Mg(N03)2 x 6H 2 0, είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, με σημείο τήξεως 89 °C και σημείο ζέσεως 330 °C, όπου και διασπάται. Είναι διαλυτή σε νερό και οξέα. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων. Magnesium Olcatc [Ελαϊκό Μαγνήσιο] Χημ. Αευκή στερεή ένωση, με χημικό τύπο M g i C i s H ^ C ^ , μοριακό βάρος 587,22, διαλυτή σε αιθανόλη και ελαφρώς διαλυτή σε νερό και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθέση γαλακτωμάτων και διαλυμάτων για στεγνό καθάρισμα. M a g n e s i u m Orthosilieate [Ορθοπυριτικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Mg 2 Si0 4 , μοριακό βάρος 140,69 και σημείο τήξεως 1910°C. Είναι αδιάλυτη στο νερό, ενώ διασπάται σε θερμό υδροχλωρικό οξύ. M a g n e s i u m Oxide [Οξείδιο του Μαγνησίου] Ανόργ. Χημ. Αποτελεί τη μαγνησία και λαμβάνεται με πύρωση μαγνησίτη ή δολομίτη. Έχει χημικό τύπο MgO, μοριακό βάρος 40,30, σημείο τήξεως 2852 °C και σημείο ζέσεως 3600 °C. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό υλικό, διαλυτό σε οξέα και αμμωνιακά άλατα και ελαφρώς διαλυτό σε νερό... Magnesium P e r c h l o r a t e [Υπερχλωρικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Εύκολα υγροποιούμενη χημική ένωση, με τύπο Mg(C10 4 ) 2 , μοριακό βάρος 223,21 και σημείο τήξεως 251 °C, όπου διασπάται. Η ενυδατωμένη μορφή της, Mg(C10 4 ) 2 x 6H 2 0, έχει σημείο τήξεως 185-190 U C και είναι πολύ διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται συχνά για την απομάκρυνση υγρασίας από αέρια. Magnesium Peroxide [Υπεροξείδιο του Μαγνησίου] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και διοξείδιο του μαγνησίου, Έχει χημικό τύπο Mg0 2 και μοριακό βάρος 56,30. Είναι άγευστη και άοσμη λευκή σκόνη, αδιάλυτη σε νερό και διαλυτή σε οξέα. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση ως οξειδωτικό μέσο και στην ιατρική, Magnesium Phosphate [Φωσφορικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Ιριδίζουσα κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Mg3(P0 4 ) 2l μοριακό βάρος 262,86 και σημείο τήξεως 1184°C. Είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε αμμωνιακά άλατα. Μπορεί να κρυσταλλωθεί με 4 ή 8 ή 22 μόρια νερού. Χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική και στη φαρμακευτική. M a g n e s i u m Salicylate [Σαλικυλικύ Μαγνήσιο] Χημ. Στην ενυδατωμένη μορφή του, Mg(C7H 5 03) 2 x 4H 2 0, είναι άχρωμη ή κοκκινωπή κρυσταλλική σκόνη, με μοριακό βάρος 370,60, διαλυτή σε ψυχρό νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Magnesium Silicate [Πυριτικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο MgSiOj και μοριακό βάρος 100,39. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 1557 °C, όπου διασπάται. Είναι αδιάλυτη στο νερό και ελαφρώς διαλυτή σε υδροφθορικό οξύ. Magnesium Silicofluoride [Φθοροπυριτικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Χημική ένωση με τύπο MgSiF 6 . —> Magnesium Fluosilicate Magnesium S t e a r a t e [Στεατικό Μαγνήσιο] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Mg(C ι ^3502)2 και το μοριακό βάρος 591,25. Είναι λ^ευκή σκόνη, με σημείο τήξεως 8688 °C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση λιπαντικών, χρωμάτων και φαρμάκων.

ται καθώς τήκεται στους 41 °C. Χρησιμοποιείται κυρί- Magnesium Sulfate [Θειικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. ως στην ιατρική. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο MgS0 4 , Magnesium Nitrate [Νιτρικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. μοριακό βάρος 120,36, σημείο τήξεως H24°C, που

-867 είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, γλυκερίνη και αιθέρα. Αποτελεί τον ορυκτό εψωμίτη, MgS0 4 x7H 2 0, με σημείο τήξεως 150°C, όπου αποβάλλονται 6 μόρια νερού και σημείο ζέσεως 200 °C. Χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη σύνθεση λιπασμάτων. Magnesium Sulfite [Θειώδες Μαγνήσιο) Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλωμένο με 6 μόρια νερού, MgS03*6H 2 0, είναι άχρωμη ένωση, με μοριακό βάρος 212,45, σημείο τήξεως 200 °C, όπου αποβάλλεται το νερό, διασπάσιμη με θέρμανση. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στην ιατρική και στην παραγωγή χαρτοπολτού. M a g n e s i u m Thiosulfate [Θειοθεακό Μαγνήσιο] Ανόμγ. Χημ. Η ενυδατωμένη μορφή του, MgS 2 03 x 6H 2 0, είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, με μοριακό βάρος 244,51 και σημείο τήξεως 170 °C, όπου απομακρύνονται 3 μόρια νερού. Είναι διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στην αιθανόλη και διασπάσιμη με θέρμανση. Βρίσκει εφαρμογές κυρίως στην ιατρική. Magnesium T u n g s t a t e [Βολφραμικό Μαγνήσιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MgW0 4 και το μοριακό βάρος 272,15. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, μη υδατοδιαλυτή, διασπάσιμη σε οξέα. Χρησιμοποιείται σε εφαρμογές φθορισμού. M a g n e t [Μαγνήτης] Ηλεκτμομαγν. Καλείται κάθε σώμα το οποίο έχει την ιδιότητα να έλκει ορισμένα μέταλλα. Υπάρχουν φυσικοί και τεχνητοί μαγνήτες, ενώ ανάλογα με το αν διατηρούν την ιδιότητά τους αυτή, διακρίνονται και σε μόνιμους ή παροδικούς. Η μαγνητική τους ιδιότητα εκδηλώνεται σε κομμάτια σιδήρου, νικελίου, κοβαλτίου καθώς και σε ορισμένα κράματά τους. Magnetic [Μαγνητικό] Ηλεκτμομαγν. Αντικείμενο το οποίο διαθέτει τις ιδιότητες του μαγνήτη Magnet Magnetic Anisotropy [Μαγνητική ανισοτροπία] Ηλεκτμομαγν. Αφορά ορισμένα μαγνητικά υλικά, στα οποία η ιδιότητά τους αυτή του μαγνητισμού δεν είναι ομοιόμορφη αλλά εξαρτάται από την διεύθυνση στην οποία εξετάζονται κάθε φορά. Magnetic Annual C h a n g e [Ετήσια μαγνητική αλλαγή] Γεωλ. Ορολογία που αποδίδει το ποσό μεταβολής του Γήινου μαγνητικού πεδίου στη διάρκεια ενός έτους. Magnetic Axis [Μαγνητικός άξονας] Ηλεκτμομαγν. II ευθεία εκείνη, που περνά από το κέντρο ενός μαγνήτη, και ως προς την οποία η ροπή του μαγνητικού πεδίου του μαγνήτη είναι μηδέν. Magnetic Azimuth [Μαγνητικό αζιμούθιο] Πλοηγ. Η γωνία που σχηματίζει η διεύθυνση του Βόρειου μαγνητικού πόλου της Γης με την ακτίνα της Γης σε έναν τόπο, όταν διαγράφεται με τη φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού. Magnetic Balance [Μαγνητικός ζυγός] Τεχνολ. Μικρής μάζας ραβδόμορφος μαγνήτης κρεμασμένος από το κέντρο του με λεπτό νήμα. Όταν oe αυτόν πλησιάσει άλλος μαγνήτης, λόγω ροπής στρέψης ο αρχικός μαγνήτης στρέφεται και από τη γωνία στρέψης υπολογίζεται η μεταξύ των μαγνητών έλξη ή άπωση. Magnetic Bubble M e m o r y [Μνήμη μαγνητικής φυσαλίδας] Ηλεκτμον. Ένα είδος ολοκληρωμένου κυκλώματος μνήμης που χρησιμοποιεί την ικανότητα κάποιων υλικών να αποθηκεύουν (τοπικά) πληροφορία στο μαγνητικό τους πεδίο που εμφανίζεται σαν φυσαλίδα με διαφορετική φορά μαγνήτισης. Magnetic C a r d [Μαγνητική κάρτα] Πλ.ηρ. Ονομάζεται μία μικρή πλαστική κάρτα, η οποία επάνω της φέρει

Magnetic Deviation

μία μαγνητική ταινία, όπου μπορούν να αποθηκευτούν διάφορα δεδομένα. Οι μαγνητικές κάρτες έχουν βρει πλέον εφαρμογή σε πάρα πολλούς τομείς, όπως το τραπεζικό σύστημα, στις μεγάλες επιχειρήσεις για θέματα του προσωπικού και αλλού. Magnetic Cell [Μαγνητικό κελί] Ηλεκτρομαγν. Ο χώρος ενός μαγνητικού υλικού όπου ο κατασκευαστής αποθηκεύει πληροφορία το πολύ ίση με 1 bit (με τιμή 1 αν είναι γεμάτο και 0 αν είναι άδειο). Έτσι ρυθμίζεται η υπολογιστική ισχύς και σταδιακά βρισκόμαστε στο χώρο της νανοτεχνολογίας (ΙΟ 9 m) ή και στην πικοτεχνολογία (10"12 m). Magnetic C h a r a c t e r [Μαγνητικός χαρακτήρας] Τεχνολ. Πολλές ανάγκες της σύγχρονης ζωής υπαγορεύουν τη χρήση ειδικής μαγνητικής μελάνης για αποτύπωση χαρακτήρων, ώστε από τη μία να διακινείται η πληροφορία ασφαλώς και από την άλλη όσο το δυνατόν πιο αυτοματοποιημένα. Οι χαρακτήρες εκτυπώνονται από ειδικό λογισμικό και ειδικούς εκτυπωτές η απλά κατάλληλα στυλό με ειδικό μελάνι, μαγνητίζονται και αντίστοιχα αναγνωρίζονται από αντίστοιχες συσκευές αν και διαβάζονται και με γυμνό μάτι. Magnetic C o m p a s s [Μαγνητική πυξίδα] Πλοηγ. Η απλούστερη και αρχαιότερη μορφή πυξίδας (αρχαία Κίνα), που αποτελείται από μία μαγνητική βελόνα ελεύθερη να περιστρέφεται στο οριζόντιο επίπεδο ενός τόπου. Υπό τη δράση της οριζόντιας συνιστώσας του γήινου μαγνητικού πεδίου ευθυγραμμίζεται διαρκώς στη διεύθυνση Βορράς - Νότος. Magnetic Confinement (Μαγνητικός εγκλεισμός] Φυσ. Πλασμ. Ο περιορισμός των φορτισμέν(ον ατόμων και ηλεκτρονίων του πλάσματος σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (της τάξης των 75.000.000 °Κ), μέσα σε συγκεκριμένο χώρο με τη χρήση κατάλληλου μαγνητικού πεδίου, Η "εγκλεισμένη" με τον τρόπο αυτό ενέργεια χρησιμοποιείται για την πρόκληση πυρηνικών αντιδράσεων σχάσης. Magnetic Constant [Μαγνητική σταθερά] Ηλεκτρομαγν. Έτσι ονομάζεται η μαγνητική διαπερατότητα του κενού. Συμβολίζεται με μο και ισούται με μο = 4π Χ 10' 7 Ν/Α2. Σχετίζεται με τη διηλεκτρική σταθερά εο του κενού με τη διάσημη σχέση μοεο = 1 / c 2 , όπου c η ταχύτητα του φωτός. Magnetic Coupling [Μαγνητική σύζευξη] Ηλεκτρομαγν. Για ένα ζεύγος φορτισμένων σωμάτων, η επίδραση που ασκεί το μαγνητικό πεδίο του ενός στη μαγνητική ροπή και στη γωνιακή ορμή του άλλου. Magnetic Curie T e m p e r a t u r e [Μαγνητική θερμοκρασία Curie] Φυσ. Στεμ. Κατ. Η θερμοκρασία εκείνη, που ενώ κάτω από αυτή ένα υλικό είναι φερρομαγνητικό (μαγνητίζεται πολνύ εύκολα), μόλις τη ξεπεράσει γίνεται παραμαγνητικό (μαγνητίζεται πολό δύσκολα). Magnetic Dcflection [Μαγνητική εκτροπή] Ηλεκ. Π εκτροπή θέσης που υφίσταται ένα φορτισμένο σωματίδιο κατά τη δίοδό του από το χώρο ενός μαγνητικού πεδίου, δηλαδή η απόσταση του σημείου εξόδου του σωματιδίου από το χο')ρο του πεδίου, σε σχέση με το σημείο εξόδου του σωματιδίου από τον ίδιο χώρο αν δεν υπήρχε πεδίο. Magnetic Deviation [Μαγνητική απόκλιση] Πλοηγ. Ορίζεται ως η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της οριζόντιας συνιστώσας της εντάσεως του γήινου μαγνητικού πεδίου και του γεωγραφικού μαγνητισμού σε κάθε τόπο αντίστοιχα. Είναι απαραίτητη η γνώση της για την ορθή πλοήγηση καθίός καθορίζει την απόκλιση

Magnetic Diffusivity

-868 -

του γεωγραφικού από το μαγνητικό βορρά για κάθε γεωγραφικό τόπο. Magnetic Diffusivity [Μαγνητική διάχυση] Ηλεκτρομαγν. Μέγεθος που δηλώνει την τάση ενός μαγνητικού πεδίου να διαχέεται μέσα σε ακίνητο αγωγό. Magnetic Dip [Μαγνητική βύθιση] Γεωψυσ. -> Inclination 2 . Magnetic Dipole [Μαγνητικό δίπολο] Ηλεκτρομαγν. Οποιοσδήποτε μικροσκοπικός ή υποατομικός μαγνήτης που είναι ισοδύναμος με τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος σε κυκλικό αγωγό, δηλαδή δημιουργεί γύρω του μαγνητικό πεδίο σα να είχε δύο αντίθετους μαγνητικούς πόλους. Magnetic Dipole M o m e n t [Μαγνητική διπολική ροπή] Ηλεκτρομαγν. Διανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ισχύ ενός μαγνητικού δίπολου, δηλαδή την ικανότητά του να ευθυγραμμίζεται με εξωτερικά μαγνητικά πεδία. Το μέτρο της είναι ανάλογο της ροπής που ασκείται στο δίπολο όταν αυτό είναι κάθετο στις δυναμικές γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου. Magnetic Disk [Μαγνητικός δίσκος] Πληρ. Μέσο μόνιμης αποθήκευσης δεδομένων. Αποτελείται από έναν περιστρεφόμενο επίπεδο κυκλικό δίσκο από μαγνητικό υλικό ή μια συστοιχία τέτοιων δίσκων. Χρησιμοποιείται μετά από κατάλληλη διαμόρφωση για εγγραφή διαγραφή πληροφορίας. Magnetic Double Refraction [Διπλή μαγνητική διάθλαση] Οπτικ. Ο διαχωρισμός σε δύο συνιστώσες ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος, όταν αυτό διέρχεται από χώρο όπου υπάρχουν ελεύθερα ηλεκτρόνια. Οφείλεται στην αλληλεπίδραση του γήινου μαγνητικού πεδίου με το εναλλασσόμενο μαγνητικό πεδίο του κύματος. Magnetic Energy [Μαγνητική ενέργεια] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για τη συνολική ενέργεια που περικλείει ένα μαγνητικό πεδίο και απαιτείται για τη δημιουργία του. Magnetic Field [Μαγνητικό πεδίο] Ηλεκτρομαγν. Καλείται ο χώρος μέσα στον οποίο, σε κάθε σημείο του, ασκείται μία δύναμη επάνω σε μία μαγνητική ποσότητα όταν αυτή βρεθεί στο εν λόγω σημείο. Είναι ένα από τα βασικά πεδία της φύσης, και αναπτύσσεται γύρω από τα σώματα που διαθέτουν μαγνητικές ιδιότητες ή σε χώρους όπου υπάρχει ροή ηλεκτρονίων. Magnetic Field Strength [Ενταση μαγνητικού πεδίου] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για ένα διανυσματικό μέγεθος με το οποίο περιγράφεται το μαγνητικό πεδίο σε κάθε σημείο του και έχει μέτρο ίσο προς το πηλίκο της δύναμης που ασκείται σε εκείνο το σημείο απύ το πεδίο σε μία μαγνητική ποσότητα προς την ποσότητα αυτή. Magnetic Filter [Μαγνητικό Φίλτρο] Χημ. Μηχ. Είδος συσκευής διαχωρισμού στερεών, που βασίζεται στη μαγνητική επιδεκτικότητα του υλικού. Χρησιμοποιείται για την εκλεκτική απομάκρυνση σιδήρου ή άλλων μαγνητικών σωματιδίων από υγρά. Magnetic Flux [Μαγνητική ροή] Ηλεκτρομαγν. Είναι ένα μέγεθος το οποίο εκφράζει το πλήθος τα)ν δυναμικών γραμμών ενός μαγνητικού πεδίου που διέρχονται μέσα από μία δεδομένη επιφάνειά του. II μαγνητική ροή είναι ανάλογη της έντασης του μαγνητικού πεδίου και της επιφάνειας αυτής. Magnetic Force [Μαγνητική δύναμη] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για την επίδραση του μαγνητικού πεδίου σε μία μαγνητική ποσότητα που βρίσκεται μέσα σε αυτή -> Magnetic Field Strength Magnetic Force P a r a m e t e r [Παράμετρος μαγνητικής δύναμης] Φυσ.Πλασμ. Αδιάστατος αριθμός που χρησι-

μοποιείται στη δυναμική μαγνητικών ρευστών. Συμβολίζεται με Ν και ισούται με Ν = μ2 Β2 σ L ί d υ, όπου μ η μαγνητική διαπερατότητα του μέσου, Β η μαγνητική επαγωγή του πεδίου, σ η ηλεκτρική αγωγιμότητα του μέσου, L ένα χαρακτηριστικό μήκος αυτού, d η πυκνότητα του ρευστού και υ η ταχύτητά του. Magnetic Hysteresis [Μαγνητική υστέρηση] Ηλεκτρομαγν. Η χρονική καθυστέρηση της ανταπόκρισης ενός φερρομαγνητικού υλικού στις αλλαγές της έντασης του εξωτερικά εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου. Συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και συχνά έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη μαγνήτιση του υλικού. Magnetic Induction [Μαγνητική επαγωγή] Ηλεκτρομαγν. Διανυσματικό μέγεθος, που συμβολίζεται με Β, και εκφράζει τη μορφή του πεδίου ως προς τη διεύθυνση, τη φορά και το μέτρο, όχι όμως και ως προς το αίτιο που το δημιουργεί. Χαρακτηρίζει τη δύναμη που ασκεί το πεδίο πάνω σε κινούμενο ηλεκτρικό φορτίο q μέσω της διάσημης σχέσης:

F = qV Χ Β όπου u η ταχύτητα του φορτίου. Μετριέται σε Tesla και είναι μ φορές πολλαπλάσιο της έντασης Η του ίδιου μαγνητικού πεδίου, όπου μ η μαγνητική διαπερατότητα στο χώρο του πεδίου. Magnetic I n k [Μαγνητικό μελάνι] Τεχνολ. Ειδικός τύπος μελανιού που συναντιέται πολύ στη νέα τεχνολογία πχ σε διάφορα είδη γραμμωτών κωδίκων. Το μελάνι περιέχει μαγνητισμένα σωματίδια από ανάλογο υλικό και στη ρευστή αυτή μορφή γίνεται ένα αποτελεσματικό μέσο για την εγγραφή χαρακτήρων. Magnetic Ink C h a r a c t e r Recognition [Αναγνώριση χαρακτήρα μαγνητικού μελανιού] Τεχνολί. Ειδικά μηχανήματα (Magnetic Character Readers) που μπορεί να είναι από φορητές η ολόκληρες πλατφόρμες, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους αναγνώρισης προτύπων για να αναγνωρίσουν το σχήμα που απεικονίζουν οι χαρακτήρες μαγνητικού μελανιού, αφού τυπώνονται πάνω σε διάφορες επιφάνειες. Το ειδικά διαμορφωμένο λογισμικό περιλαμβάνει τεχνολογίες OCR, νευρωνικά δίκτυα, μεθόδους έξυπνων συστημάτων. Magnetic Intensity [Ενταση μαγνητικού πεδίου] Ηλεκτρομαγν. Magnetic Field Strength Magnetic Lens [Μαγνητικός φακός] Ηλεκτρομαγν. Συσκευή που "αναγκάζει" έναν ικανό αριθμό φορτίων μίας δέσμης σο)ματιδίων να διέλθουν από συγκεκριμένα σημεία μίας συγκεκριμένης διεύθυνσης σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Αναπτύσσει μαγνητικό πεδίο επαγωγής Β(διύνυσμα) στην επιθυμητή διεύθυνση, οπότε όσα φορτία q, μάζας m, εισέρχονται στο χώρο με ταχύτητες ^ « ^ μ α ) που σχηματίζουν μικρή γωνία θ με τη διεύθυνση αυτή, αποδεικνύεται ότι θα διέλθουν, εκτελώντας ελικοειδείς κινήσεις, από τα σημεία σε αποστάσεις πολλαπλάσιες της ποσότητας 2πιηυ/ςΒ από το σημείο εισόδου σε χρονικές στιγμές πολλαπλάσιες της ποσότητας 2πητ/ςΒ. Magnetic Levitation Vehicle [Όχημα μαγνητικής αιώρησης] Μηχ. Είναι εκείνη η κατηγορία των οχημάτων, τα οποία έχουν σχεδιασθεί και κατασκευασθεί κατάλληλα έτσι ώστε να κινούνται αιωρούμενα μέσα σε μαγνητικό πεδίο. Έχουν το πλεονέκτημα της ανάπτυξης μεγάλων ταχυτήτων, της ελαχιστοποίησης των τριβών και της καταναλούμενης ενέργειας και οι τρο-

-869χιές τους είναι σταθερές καθότι πρόκειται στην ουσία για μαγνητικά τρένα. Magnetic Line Of Flux [Μαγνητική δυναμική γραμμή] Ηλεκτρομαγν. Magnetic Line Of Force Magnetic Line Of Force [Μαγνητική δυναμική γραμμή] Ηλεκτμομαγν. Είναι η γραμμή η οποία έχει την ιδιότητα σε κάθε σημείο αυτής να εφάπτεται ο άξονας της μαγνητικής βελόνας. Με τη βοήθεια των μαγνητικών δυναμικών γραμμών αναπαρίσταται ένα μαγνητικό πεδίο, ενώ όσο πυκνότερες είναι τόσο μεγαλύτερη αναλογικά είναι η ένταση του πεδίου στην περιοχή εκείνη. Magnetic M a c h N u m b e r [Μαγνητικός αριθμός Mach] Φυσ.Πλασμ. Καθαρός αριθμός που ισούται με το λόγο της ταχύτητας ενός ρευστού πλάσματος, προς την ταχύτητα των κυμάτων Alfven μέσα στο ρευστό. Magnetic M e m o r y [Μαγνητική μνήμη] Πληρ. —> Magnetic Storage Magnetic Meridian [Μαγνητικός μεσημβρινός] Γεωφυσ. Είναι ο μέγιστος κύκλος της γήινης σφαίρας που διέρχεται από τους μαγνητικούς της πόλους και σε κάθε σημείο του εφάπτεται ο άξονας της μαγνητικής βελόνας. Magnetic M i r r o r [Μαγνητικός καθρέφτης] Φυσ. Πλασμ. Έτσι ονομάζεται το μαγνητικό πεδίο που χρησιμοποιείται για το μαγνητικό εγκλεισμό του πλάσματος. Βλέπε Magnetic Confinement. Magnetic Monopole [Μαγνητικό μονόπολο] Ηλεκτμομαγν. Υποθετικό σωμάτιο, ισοδύναμο ενός μόνο πόλου ενός μαγνήτη. Αν υπήρχε, η μάζα του θα ήταν πολύ μεγάλη. Για την ανακάλυψή του έχουν γίνει πολλά υπερσύγχρονα και δαπανηρά πειράματα, χωρίς όμως επιτυχία μέχρι σήμερα. Magnetic Needle [Μαγνητική βελόνα] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για μία μικρή μαγνητισμένη ράβδο, η οποία έχει την ιδιότητα να δείχνει την κατεύθυνση του μαγνητικού πεδίου. Αποτελεί το βασικό στοιχείο της μαγνητικής πυξίδας. Magnetic N u m b e r [Μαγνητικός αριθμός] Φυσ.Πλασμ. Η τετραγωνική ρίζα της παραμέτρου μαγνητικής δύναμης (βλέπε Magnetic Force P a r a m e t e r ) Magnetic Oseen N u m b e r [Μαγνητικός αριθμός Oseen] Φυσ.Πλασμ. Καθαρός αριθμός που συμβολίζεται με k, χαρακτηρίζει ένα ρευστό πλάσματος και ισούται με: k = (1 - NAL 2 ) RM / 2, όπου RM Ο μαγνητικός αριθμός του ρευστού (βλέπε Magnetic Number). Magnetic P e n d u l u m [Μαγνητικό εκκρεμές] Ηλεκτμομαγν. Εκκρεμές στο άκρο του οποίου υπάρχει μαγνήτης ελεύθερος να ταλαντώνεται στο οριζόντιο επίπεδο υπό την επίδραση της οριζόντιας συνιστώσας του γήινου μαγνητικού πεδίου. Magnetic Pole [Μαγνητικός πόλος] Ηλεκτμομαγν. Είναι μία από τις δύο άκρες του μαγνητικού πεδίου που σχηματίζεται γύρω από ένα μαγνήτη όπου ξεκινούν και καταλήγουν αντίστοιχα οι μαγνητικές δυναμικές γραμμές. Οσο αφορά το γήινο μαγνητικό πεδίο είναι το σημείο εκείνο όπου συναντιούνται οι μαγνητικοί μεσημβρινοί της Γης. Δεν ταυτίζεται με τον αντίστοιχο γεωγραφικό πόλο γι'αυτό και η μαγνητική βελόνα δε δείχνει τον πραγματικό βορρά. Magnetic P r e s s u r e [Μαγνητική πίεση] Φυσ.Πλασμ. II πίεση που ασκεί το μαγνητικό πεδίο στο υλικό του χώρου που καταλαμβάνει το πεδίο, ή αλλιώς η ενεργειακή πυκνότητα του πεδίου στο συγκεκριμένο χώρο. Αν Β το μέτρο της μαγνητικής επαγωγής, αποδεικνύεται

Magnetic Storm

ότι Ρ = Β2 / 8π. Magnetic Q u a n t u m N u m b e r [Μαγνητικός κβαντικός αριθμός] Ατομ.Φυσ. Ακέραιος αριθμός που χαρακτηρίζει την κβαντισμένη συνιστώσα της γωνιακής ορμής ενός ηλεκτρονίου στη διεύθυνση ενός εξωτερικά εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου. Το μέτρο της συνιστώσας ισούται με τον αριθμό πολλαπλασιασμένο επί τη σταθερά h = h / 2π, όπου h η σταθερά του Planck. Magnetic Relaxation [Μαγνητική χαλάρωση] Φυσ. Η προσέγγιση ενός μαγνητικού συστήματος στην κατάσταση ισορροπίας. Magnetic Resonance [Μαγνητικός συντονισμός] Φυσ. Φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ταυτόχρονη επίδραση ενός σταθερού μαγνητικού πεδίου και μίας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε ομάδα ατόμων, οπότε για συγκεκριμένους συνδυασμούς έντασης του μαγνητικού πεδίου και συχνότητας της ακτινοβολίας, έχουμε απορρόφηση της ακτινοβολίας από τα άτομα και διέγερση αυτών. Το φαινόμενο χρησιμοποιείται για την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ατομική σύσταση στοιχείων. Magnetic Reynolds N u m b e r [Μαγνητικός αριθμός Reynolds] Φυσ.Πλασμ. Καθαρός αριθμός ίσος με το γινόμενο της ταχύτητας ενός ρευστού πλάσματος επί το χαρακτηριστικό μήκος αυτού διαιρεμένο με τη μαγνητική διάχυσή του. Magnetic Saturation [Μαγνητικός κορεσμός] Ηλεκτμομαγν. Το φαινόμενο κατά το οποίο η μαγνήτιση ενός υλικού παύει να αυξάνεται, όσο και αν η ένταση του εξωτερικά εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου μεγαλώσει. Magnetic Scalar Potential [Μαγνητικό (βαθμωτό) δυναμικό] Ηλεκτρομαγν. Το πηλίκο του έργου που απαιτείται για τη μεταφορά ενός μαγνητικού φορτίου από το δεδομένο σημείο ενός μαγνητικού πεδίου στο άπειρο δια το μαγνητικό αυτύ φορτίο. Magnetic Scattering [Μαγνητική διασπορά] Φυσ. Η τεχνική διασποράς νετρονίων εντός ενός μέσου, χάρη στην αλληλεπίδραση της μαγνητικής ροπής των νετρονίων με τη μαγνητική ροπή των ατόμων του μέσου διασποράς. Magnetic S p a r k C h a m b e r [Μαγνητικός θάλαμος σπινθήρων] Πυμην. Φυσ. Συσκευή ανίχνευσης των τροχιών και υπολογισμού της ορμής ταχύτατα κινουμένων σωματιδίων, από τους σπινθήρες που δημιουργούνται όταν αυτά διέρχονται από θαλάμους που περιέχουν ευγενή αέρια υπό τη δράση ισχυρού μαγνητικού πεδίου. Magnetic Spectrometer [Μαγνητικό φασματόμετρο] Πυρην. Φυσ. Συσκευή υπολογισμού της ορμής φορτισμένων σωματιδίων, από την εκτροπή που αυτά υφίστανται κατά τη δίοδό τους από το χώρο ενός μαγνητικού πεδίου. Magnetic S t a r [Μαγνητικός αστέρας] Αστρον. Κάποιοι αστέρες έχουν μαγνητικό πεδίο που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πχ είναι μεταβλητό από 500 ως 35000 Gauss δηλαδή αρκετά δυνατό, με αναστροφή πολικότητας κτλ. Magnetic Storage [Μαγνητική αποθήκευση] Πλ.ηρ. Ορος που χαρακτηρίζει τον τρόπο αποθήκευσης των ψηφιακών δεδομένων και πληροφοριών των ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε μόνιμους χώρους φύλαξης όπως είναι οι μαγνητικοί δίσκοι, με την εκμετάλλευση των μαγνητικών ιδιοτήτων των υλικών αυτών. Magnetic S t o r m [Μαγνητική θύελλα] Γεωφυσ. Πρό-

Magnetic Stripe

-870-

κειται για μία ισχυρή και ακανόνιστη διακύμανση του γήινου μαγνητικού πεδίου με συνέπεια την απότομη μεταβολή των στοιχείων του γήινου μαγνητισμού, Διαρκεί λίγες ώρες, ενώ η επιστροφή στην ομαλότητα είναι αργή και μπορεί να διαρκέσει και αρκετές ημέρες. Magnetic Stripe [Μαγνητική λουρίδα] Ηλεκτρομαγν. Λεπτή ελασματοειδής ταινία φτιαγμένη από μαγνητικό υλικό, που συναντάμε συνήθως ενσωματωμένη πάνω σε μια κάρτα (που τότε λέ7εται μαγνητική) και περιέχει τα δεδομένα της. Η μαγνήτιση είναι συνήθως μιας κατεύθυνσης. Magnetic Susceptibility [Μαγνητική επιδεκτικότητα] Ηλεκτρομα^/ν. Ο λόγος της μαγνήτισης ενός υλικού σε ένα σημείο ενός μαγνητικού πεδίου προς την ένταση του μαγνητικού πεδίου στο δεδομένο σημείο. Magnetic T a p e [Μαγνητική ταινία] Ηλεκτρον. Πρόκειται για μία εύκαμπτη λεπτή λωρίδα από πλαστικό, χαρτί ή μέταλλο, η οποία μπορεί να μαγνητισθεί λόγω της επένδυσής της με μαγνητικό υλικό, με σκοπό την αποθήκευση πληροφοριών, όπως δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ήχου και άλλα. Magnetic T a p e L i b r a r i a n [Βιβλιοθηκάριος μαγνητικών ταινιών] Πληρ. 1. Ατομο που είναι υπεύθυνο για την ταξινόμηση και φύλαξη μεγάλων αρχείων μαγνητικών ταινιών όπως backup κτλ, 2. Κατ' επέκταση λογισμικό διαχείρισης μαγνητικοί ταινιών. Magnetic T a p e R e a d e r [Αναγνώστης μαγνητικής ταινίας] Πληρ. Ηλεκτρονικός μηχανισμός ανάγνωσης μαγνητικών ταινιών. Στην κλασσική μορφή του αποτελείται τουλάχιστον από μια μαγνητική κεφαλή μετατροπής σε ηλεκτρικό σήμα και κάποιο μηχανισμό ασφαλούς ροής και ξετυλίγματος της κασέτας. Magnetic T a p e Station [Μηχάνημα μαγνητικής ταινίας] Πληρ. Το κασετόφωνο ή για μεγαλύτερες ταινίες το μηχάνημα ελέγχου ροής που η εν γένει λειτουργία του είναι να προσπελαύνει τη μαγνητική ταινία και να εκτελεί τις προγραμματισμένες εργασίες. Πολλές φορές υπάρχει συνδεδεμένο ειδικό τερματικό (Magnetic Tape Terminal). Στην νέα μορφή της κασέτας που είναι τύπου zip περιλαμβάνει ένα μηχανισμό που πλησιάζει περισσότερο τα κλασσικά floppy drives. Magnetic T a p e Storage [Αποθήκευση σε μαγνητική ταινία] Πληρ. Η αποθήκευση σε μαγνητική ταινία είναι το παλαιό σύστημα αποθήκευσης και μεταφοράς μεγάλου όγκου δεδομένων κύρια για συστήματα backup που στήριζαν mini και maini'rames. Σταδιακά οι γιγάντιες αυτές μπομπίνες έγιναν κασέτες και στην εποχή μας τις αντικατέστησε πρώτα ο μηχανισμός του zip και μετά επαρκώς το επανεγγράψιμο cd και επανεγγράψιμο dvd. Magnetic T a p e Switching Unit [Μονάδα εναλλαγής μαγνητικών ταινιών] Πληρ. Μηχάνημα πολλαπλής διαχείρισης μαγνητικών ταινιών. Λειτουργικά μπορεί να συνδυαστεί και με ειδικό λογισμικό διαχείρισης. Magnetic Variables [Μαγνητικοί μεταβλητοί (αστέρες)] Αστρον. Μεταβλητοί αστέρες με μαγνητικά πεδία περιοδικά μεγάλης έντασης (βλ. Magnetic Star) και αντίστοιχης λαμπρότητας που ανιχνεύονται από το εφφέ του Zeeman με φασματικό τύπο Α. Έχουν εκπρόσωπο τον μεταβλητό α Cannum Venaticorum. Magnetic Variation [Μαγνητική μεταβολή] Γεωψυσ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε μικρές σχετικά μεταβολές του γήινου μαγνητικού πεδίου που συμβαίνουν σε διάφορα σημεία και σε διάφορες χρονικές στιγμές.

Magnetics [Μαγνητική] Φυσ. Ο κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη των μαγνητικών φαινομένων. Συμπεριλαμβάνει τη μαγνητοστατική και τον ηλεκτρομαγνητισμό. Magnetism [Μαγνητισμός] Φυσ. Ο κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη των μαγνητικών πεδίων και των πηγών τους. Έτσι ονομάζεται επίσης και η ικανότητα των μαγνητών να έλκουν ή να απωθούν άλλα σώματα. Magnetite [Μαγνητίτης] Ορυκτ. -> Lodestone Magnetization [Μαγνήτιση] Φυσ. Η διαδικασία που οδηγεί ένα σώμα στο να αποκτήσει μόνιμες ή προσωρινές μαγνητικές ιδιότητες. Έτσι επίσης ονομάζεται και το μέγεθος της ολικής μαγνητικής ροπής ενός σώματος ανά μονάδα όγκου. Magnetizing Force [Μαγνητική δύναμη] Ηλεκτρομαγν. Magnetic Force Magneto Switchboard Exchange [Ανταλλαγή (βάσει) μαγνητικού δίσκου] Ετηκοιν. Ειδική τηλεφωνία συνήθως κλειστή που συνδέει σημεία με μόνιμες συνήθως γραμμες και ειδικές μαγνητικές διατάξεις χωρίς δηλαδή δίσκο επιλογής. Magnetoacoustics [Μαγνητοακουστική] Φυσ. Ο κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη της αλληλεπίδρασης και αλληλομετατροπής μαγνητικών σε ακουστικά φαινόμενα και αντίστροφα, M a g n e t o a e r o d y n a m i c s [Μαγνητοαεροδυναμική] Φυα. Πλασμ. Η μελέτη της αλληλεπίδρασης αερίου πλάσματος και σωμάτων που κινούνται μέσα του. Magnetofluid [Μαγνητικό ρευστό] Φυσ.Χημ. Κατηγορία ρευστών που ενώ υπό συνήθεις συνθήκες εμφανίζουν χαρακτηριστικά νευτωνικού ρευστού, όταν βρεθούν υπό την επίδραση μαγνητικού πεδίου η συμπεριφορά τους γίνεται ιξωδοελαστική. Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτών των ρευστών είναι η μεγάλη ηλεκτρική τους αγωγιμότητα, ενώ συνήθως είναι υγρά μέταλλα, ιονισμένα αέρια κτλ. Magndohydrodviianiic Generator [Μαγνηιοϋδροδυν^ωα] γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρισμού] Ηλεκτρομαγν. Magneti>hydn>d>Tiamic Power System NlagnetohydrodvTianiic Power Svrstem [ΜοτΛΛ^'>5ροδυ\τί|.ακή παρα^ϊ/τ'ιηλεκτρισμού]/^/^· Πράκπταιγια νέα μέθοδο υψηλής τεχνολογίας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η αρχή της οποίας στηρίζεται στην κίνηση ενός αγώγιμου ρευστού μέσα από ένα μαγνητικό πεδίο. Η τεχνική αυτή απαιτεί την ανάπτυξη πολύ υψηλών θερμοκρασιών και των ανάλογων ανθεκτικοί υλών. Magnetohydrodynamics [Μαγνητοϋδροδυναμική] Φνσ. Πρόκειται για τον κλάδο εκείνο της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη της κίνησης ενός αγώγιμου αερίου ή υγρού μέσα από μαγνητικά πεδία. Magnetomechanicai Factor [Μαγνητομηχανικός Συντελεστής] Φυα. Ο λόγος της μαγνητικής διπολικής ροπής ενός σωματιδίου προς το γινόμενο της γωνιακής του ορμής επί την παράσταση e / 2mc, όπου e και m το φορτίο και η μάζα του ηλεκτρονίου αντίστοιχα, και c η ταχύτητα του φωτός. Magnetomcchanics [Μαγνητομηχανική] Φυσ. Η μελέτη της επίδρασης των μαγνητικών ιδιοτήτων ενός σώματος πάνω στις μηχανικές του ιδιότητες και αντίστροφα. Magneton [Μαγνητόνιο] Φυσ. Ονομάζεται και μαγνητόνιο Bohr. Ισούται με τη μαγνητική ροπή ενός ηλεκτρονίου στη πρώτη στοιβάδα (n = 1), στο κατά Bohr μοντέλο ενός ατόμου, δηλαδή με την ποσότητα μη = e

-871 h / 4 m c = 0.92 X 10'" erg / Gauss. Παριστάνει το ελάχιστο ποσό μαγνήτισης που μπορεί να προκαλέσει ένα ηλεκτρόνιο κατά την περιστροφή του γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου. Magnetooptic M a t e r i a l [Μαγνητοοπτικό υλικό] Ηλεκτρομαγν. Υλικά που εμφανίζουν μαγνητοοπτική συμπεριφορά όπως αυτά που χρησιμοποιούνται σε οπτικές ίνες. Το κόστος είναι σχετικά μεγάλο για τη μεταφορά πληροφορίας αλλά κερδίζουμε σε ταχύτητα και αξιοπιστία έναντι των κλασσικών μέσων (μέταλλα), Παραδείγματα υλικού: ίνες γυαλιού η ακόμα και πλαστικό ή συνδυασμός τους. Magnetooptical Disk [Μαγνητοοπτικός δίσκος] Τεχνολ. Δίσκος εγγραφής video που γράφεται από συσκευή laser μέσα σε μαγνητικό πεδίο, αξιοποιώντας την πόλωση της ακτίνας (εφφέ του Kerr). Ένα από τα κομβικά σημεία της τεχνολογίας αυτής ήταν η επαναχρησιμοποίηση του. Magnetooptical Effects [Μαγνητοοπτικές επιρροές] Μηχαν. Αποτελέσματα της επιρροής μαγνητικού πεδίου πάνω στην διέλευση του φωτός πχ οπτικές ίνες (εφφέ του Faraday, εφφέ του Kerr). Magnetooptical K e r r Effect [Μαγνητοοπτική επιρροή του Kerr] Μηχαν. Στροφή του επιπέδου πόλωσης μιας γραμμικά πολωμένης ακτίνας φωτός ανακλώμενης σε μαγνητική επιφάνεια. Magnetooptics [Μαγνητοοπτική] Οπτικ. Κλάδος που αναπτύσσεται συνεχώς σχετικός με τις επιδράσεις μαγνητικού πεδίου πάνω σε ακτίνες φωτός. Βρίσκεται πίσω από την χρήση οπτικών μέσων για τη αποθήκευση και τη μετάδοση πληροφορίας. M a g n e t o p h o n e [Μαγνητόφωνο] Ηλεκ. Είναι μία ηλεκτρική συσκευή, ικανή να καταγράφει τον ήχο επάνω σε μία μαγνητική ταινία ώστε να τον αναπαραγάγει κατά βούληση. Magnetoplumbite [Μαγνητομολυβδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, μαύρου χρώματος με MB 1471 και χημικό τύπο Pb(Fe, Mg)i 2 0i 9 . Ο λόγος των αξόνων του είναι α: b = 1:3.9. M a g n e t o s p h e r e [Μαγνητόσφαιρα] Αστμο.ν. Το πεδίο με μορφή φυσαλίδας που σχηματίζει γύρω από τη Γη ο Ηλιακός άνεμος εξαιτίας της επίδρασης του γήινου μαγνητικού πεδίου και της κίνησης της Γης. Γεμάτο με μεγάλες ποσότητες πλάσματος διαφόρων πυκνοτήτων όπου παρατηρούνται υπερηχητικές ροές. Magnification [Μεγέθυνση] Μαθημ. Ομάδα μετασχηματισμών των αρχικών συντεταγμένων για αλλαγή μεγέθους (κυριολεκτικά προς το μεγαλ.ύτερο) του αρχικού αντικειμένου. Ανάλογα με το είδος του μετασχηματισμού διακρίνεται σε γραμμική, γωνιακή και εκθετική. M a g n i t u d e [Μέγεθος] Γεωλ. Πρόκειται για ένα μέτρο με το οποίο προσδιορίζεται το πόσο ισχυρός είναι ένας σεισμός και έμμεσα πόση είναι η ενέργεια που εκλύεται κατά την διάρκειά του. M a g n i t u d e System [Σύστημα μέτρησης μεγέθους] Αστμον. Ένα σύστημα που λειτουργεί παράλληλα με τη φωτογράφηση ουράνιων αντικειμένων και μετρά ηλεκτρονικά τη σχετική λαμπρότητα στη διάρκεια. Η λεϊτουργία του βασίζεται στο νόμο μάζας φωτεινότητας δηλαδή τη σχέση της υλικής μάζας ενός αστέρα με την παραγόμενη ενέργεια στο εσωτερικό του αν και επήρεάζεται από την εσωτερική ομοιογένεια, ανταλλαγή ενέργειας με άλλα συστήματα, τη φάση ζωής του κτλ. Εκτελεί την αυτόματη διόρθωση φωτοηλεκτρικά παίρ-

Mail Server

νοντας τα δεδομένα του φωτοηλεκτρικού δέκτη ή εικονολήπτη ή βάση της καμπύλης αμαυρώσεως της φωτογραφικής πλάκας. Mahalanobi's Distance [Απόσταση Mahalanobi] Στατ. Στατιστικό που δίνει την απόσταση 2 πληθυσμών για κάποιο μέγεθος στην διακριτική (Discriminant) ανάλυση. Mail 1 [Ταχυδρομείο (ηλεκτρονικό)] Πληρ. Η ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω υπολογιστών και των δικτύων τους και φυσικά του διαδικτύου. Τα γνωστά πρωτόκολλα είναι SMTP (του unix), Χ.400, Microsoft Mail (MAPI) και Lotus cc: Mail. Mail 2 [Ταχυδρομείο] Επικοιν. Ανταλλαγή μηνυμάτων μέσα από ένα δίκτυο δημόσιο ή ιδιωτικό και με βάση διάφορα πρωτόκολλα πχ Χ.400, Χ.500 κτλ που συνήθως δουλεύουν στο επίπεδο εφαρμογής, Mail Attachment [Προσθήκη σε μήνυμα ταχυδρομείου] Πληρ. Προσθήκη εξωτερικού αρχείου στο μήνυμα που διαβάζεται από το αντίστοιχο πρόγραμμα του παραλήπτη. Απαραίτητη προϋπόθεση για απευθείας επεξεργασία είναι η υποστήριξη από το πρόγραμμα της βιβλιοθήκης των επεκτάσεων ΜΙΜΕ αλλά η αποστολή δεν έχει ανάγκη απ' αυτό. Mail Bomb [Ταχυδρομική βόμβα] Πληρ. Αποστολή πολύ περισσότερων μηνυμάτων από αυτά που μπορεί να δεχτεί το μηχάνημα που εξυπηρετεί το ταχυδρομείο κάποιου. Αποτέλεσμα είναι το μηχάνημα δέκτης να κρεμάσει και να βγει εκτός λειτουργίας, Mail Box [Ταχυδρομική θυρίδα] Πληρ. Στο χώρο της πληροφορικής ο όρος αυτός πλέον έχει αποκτήσει την έννοια του χώρου μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή αλλά και του αντίστοιχου λογισμικού όπου αποθηκεύονται και χειρίζονται αντίστοιχα τα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Mail Bridge [Ταχυδρομική γέφυρα] Πληρ. Μηχάνημα που εξυπηρετεί την ασφαλή δρομολόγηση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον σωστό προορισμό με τα δικά του ιεραρχικά πρωτόκολλα. Δημόσιοι τέτοιοι εξυπηρετητές έχουν δυνατότητα επιλογής συντομότερου δρόμου. Συναντάμε και τα ειδικότερα μηχανήματα: δρομολογητές ταχυδρομείου (mail routers), πύλες ταχυόρομείου (mail gateways) κτλ. Mail F o r w a r d i n g [Προώθηση ταχυδρομείου] Πληρ. Η/Υ που εκτελεί τη επαναδρομολόγηση ταχυδρομείου στον προορισμό του μέσω της κατάλληλης συνέχειας. Υπάρχουν ειδικά προϊόντα λογισμικού που επιτρέπουν σε κάποιον να χαρτογραφήσει την ακολουθία σταθμών τέτοιων διαδρομών για κάποιο ΙΙ/Υ. Εκεί αναφέρεται η IP διεύθυνση του κάθε forwarding server, ο χρόνος μεταγωγής κτλ. Mail P r o g r a m [Ταχυδρομικό πρόγραμμα] Πλημ. Το πρόγραμμα που ρυθμίζει τη λειτουργία ταχυδρομείου από τη μεριά του χρήστη (συναντάται και σαν mail client). Συνεργάζεται με το λειτουργικό σύστημα, ίσως εκτελεί και μετατροπές από άλλα προγράμματα ταχυδρομείου, εκτελεί τις βασικές λειτουργίες (ανάγνωση, γράψιμο, αποστολή). Mail Server [Εξυπηρετητής ταχυδρομείου] Πληρ. Υπολογιστής επιφορτισμένος με την διακίνηση του ταχυδρομείου. Ενδεχόμενα περλαμβάνει 2 Η/Υ (ως μεσάζοντες πάντα), ένα για αποστολή και ένα για λήψη ταχυδρομείου. Το αντίστοιχο λογισμικό περλαμβάνει αναγνώριση πρωτοκόλλου, κάποια πιθανά συστήματα ελεγχου και αναγνώρισης, πίνακα χρηστών με τις διευθύνσεις τους κτλ.

Mail System

-872-

Mail System (Σύστημα ταχυδρομείου] Πληρ. Ένα πλήρες σύστημα διαχείρισης μηνυμάτων έχει σαν βάση το μοντέλο χρήστη εξυπηρετητή ή ένα σύστημα κοινού ταχυδρομείου. Περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα διαχείρισης για το χρήστη και το πρόγραμμα του εξυπηρετητή (επώογή πρωτοκόλλου, δρομολόγηση) καθώς και τα μηχανήματα που τα φιλοξενούν. Mail M e r g e [Ταχυδρομική συγχώνευση] Πληρ. Μια διευκόλυνση των επεξεργαστών κειμένου. Παίρνει εγγραφές από μια βάση δεδομένων και τις κάνει ετικέτες για αποστολή ενός κειμένου σε όλους τους αποδέκτες πάνω σε ένα πρότυπο ετικέτας που ορίζει ο χρήστης. Mailbox [Ταχυδρομικό κουτί] Πληρ. Χώρος στο δίσκο και μάλιστα αναγνωρίσιμος σαν ειδικός κατάλογος με το ειδικό login αναγνωριστικό του χρήστη όπου αποθηκεύεται η προσωπική του αλληλογραφία. Συνήθως επικοινωνεί με τους εξυπηρετητές διακίνησης αλληλογραφίας και προστατεύεται και με μυστικό συνθηματικό. Mailerd [Πρόγραμμα ταχυδρομείου] Πληρ. Ρουτίνα εξυπηρέτησης (δαίμονας) των κύριων προγραμμάτων ταχυδρομείου του Unix. Mailing List [Ταχυδρομική λίστα] Πληρ. Βάση δεδομένων όπου οι εγγραφές έχουν πεδία με τα προσωπικά στοιχεία (όνομα, διεύθυνση) συνήθων αποδεκτών ομαδικής αποστολής γραμμάτων. ΓΙολύ χρήσιμη στη μαζική εκτύπωση ετικετών αλλά και τη μαζική αποστολή μηνύματος που ατυχώς εκμεταλλεύονται και οι κατασκευαστές ιών. Maillard Reaction [Αντίδραση Maillard] Βιοχημ. Ειδική κατηγορία οργανικών αντιδράσεων μεγάλης βιοχημικής σημασίας που πραγματοποιούνται μεταξύ υδατανθράκων και πρωτεϊνών παρουσία θερμότητας. Η αντίδραση αυτή είναι υπεύθυνη για την αλλοίωση των χαρακτηριστικών της οσμής, του χρώματος και της θρεπτικής αξίας των τροφίμων και γι'αυτό τον λόγο οι θερμικές κατεργασίες τους απαιτούν προσεκτικό χειρισμό. M a i n [Συλλεκτήρας] Υδρ. Αγωγός του πρωτεύοντος δικτύου στον οποίο καταλήγουν οι αγωγοί του δευτερεύοντος δικτύου σε ένα αποχετευτικό δίκτυο. M a i n B a r [Κύριος οπλισμός] Πολ. Μηχ. Σε μια δοκό ο οπλισμός που λειτουργεί σε εφελκυσμό και αντιμετωπίζει τις εφελκυστικές τάσεις ή σε ένα υποστύλωμα ο οπλισμός που τοποθετείται κατακόρυφα και μέρος των Ολιπτικών τάσεων. M a i n Beam 1 [Κύρια δοκός] Οικοδ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το οριζόντιο στοιχείο του φέροντος οργανισμού ενός μεταλλικού ή ξύλινου πατώματος, το οποίο μεταφέρει άμεσα τα υπερκείμενα φορτία στα υποστυλώματα. Οι κύριες δοκοί έχουν μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους σε σχέση με τις διαδοκίδες ή τις υπόλοιπες δευτερεύουσες δοκούς του σκελετού του πατώματος. Main Beam 2 [Κύρια δοκός] Πολ. Μηχ. Δοκός που μεταβιβάζει τα φορτία που δέχεται σε στηρίξεις που δεν έχουν περιθώρια υποχώρησης, ύπως είναι τα υποστυλίόματα σε ένα κτίριο ή τα βάθρα σε μια γέφυρα. Σε αντιδιαστολή με δοκούς που τη στήριξή τους αποτελούν οι κύριοι δοκοί. M a i n C o n t r a c t o r [Γενικός εργολάβος] Γεν. Σε ένα εργολαβικό συμβόλαιο ο ανάδοχος που έχει απέναντι στον πελάτη την πλήρη ευθύνη εκτέλεσης των εργασιών, ανεξάρτητα αν μέρος των εργασιών υπεργολαβείται σε τρίτους.

M a i n Distribution F r a m e [Κύριο πλαίσιο διανομής] Επικοιν. Ο πίνακας όπου καταλήγουν όλα τα καλώδια στα συστήματα δομημένης καλωδίωσης. Ένα αναγκαίο στοιχείο για τις ανάγκες δικτύωσης των κτιρίων της εποχής. Συνήθως θα συνδεθεί με τους κατανεμητές ορόφων μέσω της κεντρικής καλωδίωσης, με το εξωτερικό δίκτυο, με το κεντρικό ΡΒΧ και με τον κεντρικό Η/Υ υπεύθυνο για επικοινωνίες κτιρίου. Αποδίδει καλύτερα με τις ISDN συνδέσεις. M a i n Drain [Κεντρικός αποχετευτικός αγωγός] Οικοδ. Σε ένα κτίριο ο κεντρικός αγωγός στον οποίο καταλήγουν οι αποχετευτικοί σωλήνες του κάθε ορόφου και ο οποίος καταλήγει στο αποχετευτικό δίκτυο της αστικής περιοχής ή σε βόθρο. M a i n Effect [Κύρια επίδραση] Στατ. Στην ανάλυση διακύμανσης εννοούμε τον παράγοντα μιας θεραπείας με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ολική διακύμανση. Συνήθως στα τεστ σημαντικότητας θα είναι ο πρώτος παράγοντας που θα φαίνεται να ξεχωρίζει. M a i n F r a m e [Μεγάλος υπολογιστής] Πληρ, Είναι ειδικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές οι οποίοι εξυπηρετούν πολλούς χρήστες και επιλύουν προβλήματα γενικότερου χαρακτήρα. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και το τμήμα εκείνο του υπολογιστή που περιέχει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτελώντας την καρδιά του όλου συστήματος. M a i n Loop [Κύριος βρόγχος επανάληψης] Πληρ. Στα προγράμματα όπου υπάρχουν πολλαπλές επαναληπτικές δομές σαν κύριος βρόγχος αναφέρεται αυτός που πάνω του στηρίζεται όλο το πρόγραμμα (συνήθως ο εξωτερικός) ιδιαίτερα αν στηρίζεται σε μια συνθήκη που χρησιμοποιεί μια επαναχρησιμοποιούμενη μεταβλητή. Υπολογιστικά εννοούμε αυτόν το βρόγχο που συνεισφέρει περισσότερο στην υπολογιστική πολυπλοκότητα. M a i n M e m o r y [Κύρια μνήμη] 77'ληρ. Στην πληροφορική και συγκεκριμένα στην αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών, καλείται η μνήμη στην οποία αποθηκεύονται όλες οι πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των προγραμμάτων και τη σωστή διαχείριση ολόκληρου του υπολογιστικού συστήματος. Main ΡΒΧ [Κύριο ΡΒΧ] Επικοιν. Στα δίκτυα ISDN μια ευρύτερη περιοχή η ένα κτίριο μπορεί να εξυπηρετείται από ένα κεντρικό μηχάνημα που επικοινωνεί από τη μια με τα τμηματικά ΡΒΧ και άλλες συσκευές και από την άλλη με όλο το τηλεφωνικό δίκτυο. M a i n P r o g r a m [Κύριο πρόγραμμα] Πληρ. 1. Στη μεθοδολογία του δομημένου συναρτησιακού προγραμματισμού αναπτύσσεται ένα κύριο πρόγραμμα όπου απασχολούνται οι διάφορες συναρτήσεις που ενώνονται μαζί του στη διάρκεια της μετάφρασης. Εκεί βρίσκεται και η ακολουθία εντολών που ακολουθεί η κύρια ροή του προγράμματος. Στα μεγάλα προγράμματα η ροή αυτή αναφέρεται σαν κύριο μονοπάτι (main path). 2. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο βασικός κορμός του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, από όπου αρχίζει η εκτέλεσή του, καλούνται οι διάφορες υπορουτίνες, ανταλλάσσονται δεδομένα με αυτές, γίνεται η διαχείρισή τους και τελικά ορίζεται ο τερματισμός του προγράμματος. M a i n Routine [Κυρίως ρουτίνα] Πληρ. Main Program M a i n Sequence [Κύρια ακολουθία] Αστρον. Στο διάγραμμα Hertzsprung Russel έτσι αναφέρεται το τμήμα

- 873 όπου ανήκουν οι περισσότεροι νάνοι αστέρες (και ο Ήλιος) δηλαδή όχι οι λευκοί νάνοι, οι γίγαντες και οι υπεργίγαντες. Η είσοδος γίνεται με τη δημιουργία αστέρα από τα νεφελώματα, η απομάκρυνση του με την έναρξη κατάρρευσης του πυρήνα (καύση του υδρογόνου) και η θέση στο διάγραμμα εξαρτάται από τη μάζα (απόλυτο μέγεθος) και τη λαμπρότητα. Με τα όσα γνωρίζουμε η θέση στο διάγραμμα φαίνεται συνάρτηση και της ηλικίας ενός αστέρα. M a i n Station [Κύριος σταθμός] Επικοιν. Έτσι συναντάμε συνήθως ένα μηχάνημα Server που είναι υπεύθυνος ενός περιφερειακού δικτύου πχ σε ένα γραφείο μιας επιχείρησης με ένα τοπικό δίκτυο γύρω του. M a i n Storage Device [Μονάδα κύριας αποθήκευσης] Πληρ. Κεντρικοί χώροι αποθήκευσης πληροφοριών. Ο όρος έχει νόημα αν υπάρχουν πολλοί δίσκοι η συστοιχίες δίσκων αλλά μπορεί να εννοεί και το σκληρό δίσκο ενός Η/Υ απέναντι στη μονάδα δισκέτας του. M a i n S t r e a m [Συλλέκτηριος χείμαρρος] Υδρ. Σε μια λεκάνη απορροής, ο χείμαρρος στον οποίο καταλήγουν μικρότεροι εγκάρσιοι χείμαρροι. M a i n a r d i Codazzi E q u a t i o n s [Εξισώσεις Mainardi Codazzi] Μαθημ. Μία από τις μορφές που έχουν οι εξισώσεις συμβιβαστότητας της διαφορικής γεωμετρίας με τη 2η θεμελιώδη μορφή και τα σύμβολα του CristolTel 2ου είδους. Οδηγούν στο Θεμελιώδες θεώρημα (μονοσήμαντης ύπαρξης) επιφανειών. Maintenance 1 [Συντήρηση] Πληρ. Πακέτο υπηρεσιών που περιλαμβάνει τα δικαιώματα ανάπτυξης και χρήσης των μηχανισμοον συντήρησης ενός συστήματος Η/ Υ. Περιοδικά οι υπεύθυνοι δικτύου, δεδομένων, εξυπηρετητών κτλ τρέχουν ειδικά λογισμικά και επιτελούν ελέγχους υλικού για την πρόβλεψη προβλημάτων και τη γενικότερη αποσυμφόρηση. Μπορεί να περιλαμβάνει και ελέγχους ασφαλείας με πρόσθεση κατάλληλου λογισμικού. Maintenance 2 [Συντήρηση] Τεχνολ. Το σύνολο των διαδικασιών και εργασιών που απαιτείται να εκτελεστούν σε τακτά χρονικά διαστήματα για να διατηρηθεί ένα μηχάνημα ή ένα σύστημα σε αποτελεσματική και αποδοτική κατάσταση λειτουργίας. Maintenance Engineering [Μηχανική συντήρησης] Τεχνολ.. Ο κλάδος των τεχνικών επιστημών που ασχολείται με την ανάπτυξη μεθόδων συντήρησης καθώς και με τη μελέτη των οργανωτικών προβλημάτων αυτού του τομέα. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτός ο τομέας των τεχνικών έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία εξαιτίας της γήρανσης των συστημάτων και μηχανημάτων που είχαν κατασκευαστεί παλαιότερα, η αντικατάσταση των οποίων είναι μια δαπανηρή ενέργεια. M a i n t e n a n c e Kit [Εξοπλισμός συντήρησης] Τεχνολ. Το σύνολο των εργαλείων και μικροαντικειμένων που απαιτούνται για τη συντήρηση μιας μονάδας. Στην ομάδα αυτή συμπεριλαμβάνονται ανταλλακτικά τεμαχίων ταχείας φθοράς, εργαλεία που απαιτούνται για την αντικατάσταση φθαρμένων τεμαχίων καθώς και όργανα μετρήσεων και ελέγχου. Maintenance P r o g r a m s [Προγράμματα συντήρησης] Πλ.ηρ. Τα διάφορα προγράμματα που πρέπει να χρησιμοποιούνται σε λογικά διαστήματα για έλεγχο της επιφάνειας των σκληρών (και όχι μόνο) δίσκων για σφάλματα και επιδιόρθωση, αναδιοργάνωση του δίσκου, τόνωση του μαγνητικού πεδίου, έλεγχος για ιούς και καθαρισμός, καθαρισμός του registry κτλ. Σε ένα δίκτυο θα περιλαμβάνει έλεγχο σταθμών, καλωδίωσης,

Make

πέρασμα token κτλ. Όσον αφορά μηχανήματα τύπου mini που προορίζονται για εξυπηρετητές υπάρχουν ένα σωρό διαγνωστικά πακέτα, ανάκτησης κατεστραμμένων πληροφοριών κτλ πολλές φορές και μέσα σε μια ROM. Maintenance Time [Χρόνος συντήρησης] Πληρ. Ονομάζεται το χρονικό διάστημα που απαιτείται σε ένα υπολογιστικό σύστημα για την αποκατάσταση των δυσλειτουργιών που έχουν προκύψει καθώς και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων πρόληψης για την αντιμετώπιση τυχόν νέων προβλημάτων. Maintenance Vehicle [Όχημα συντήρησης] Τεχνολ. Μικρό όχημα εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα εργαλεία και ανταλλακτικά που χρησιμοποιείται από τα συνεργεία συντήρησης σε δίκτυα και εγκαταστάσεις που καλύπτουν μεγάλες επιφάνειες η επεκτείνονται γραμμικά σε μεγάλες αποστάσεις όπως τα οδικά δίκτυα. Maisonette [Μεζονέτα] Αρχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα διώροφο διαμέρισμα, το οποίο έχει εσωτερική σκάλα για τη μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο, ενώ μπορεί να αποτελεί τμήμα συγκροτήματος κατοικιών, να βρίσκεται σε πολυκατοικία ή να αποτελεί απομονωμένη ξεχωριστή κατοικία. M a j o r Arc [Μέγιστο τόξο] Μαθημ. Καλείται το μεγαλύτερο σε μήκος-εκ-των δύο τόξων που σχηματίζονται πάνω στην περίμετρο ενός κύκλου όταν αυτή κοπεί από μία τυχούσα ευθεία. M a j o r Axis [Μείζων άξονας] Μαθημ. Όρος που αναφέρεται στον μεγαλύτερο σε μήκος εκ των δύο αξόνων συμμετρίας μίας έλλειψης. M a j o r Defect [Σοβαρό ελάττωμα] Τεχνολ. Αστοχία σε κάποιο σημείο ενός προϊόντος που προκαλεί πρόβλημα στη λειτουργική ικανότητα του και το καθιστά άχρηστο ή απαιτεί μεγάλη δαπάνη η αποκατάστασή του. M a j o r Key [Κύριο κλειδί] Πλημ. Το πεδίο που ορίζει το πρώτο κλειδί ταξινόμησης (master index). M a j o r Planet [Μεγαλύτεροι πλανήτες] Αστμον. Το σύνολο των μεγαλύτερων από τη Γη πλανητών του ηλιακού μας συστήματος. M a j o r R e p a i r [Σοβαρή επιδιόρθωση] Τεχνολ. Εργασία αποκατάστασης μιας βλάβης σε ένα σύστημα ή σε ένα μηχάνημα η εκτέλεση της οποίας απαιτεί πολύ χρόνο και την πλήρη διακοπή της λειτουργίας της μονάδας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. M a j o r a n a Effect [Αποτέλεσμα Majorana] Οπτικ. Η μετατροπή σε οπτικά ανισότροπου ενός κολλοειδούς διαλύματος υπό την επίδραση μαγνητικού πεδίου. M a j o r a n a Force [Δύναμη Majorana] Πυρην. Φυσ. Η ελκτική δύναμη ανάμεσα στα πρωτόνια και στα νετρόνια ενός πυρήνα, με βάση την οποία εξηγείται η ευστάθεια των πυρήνων. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Ιταλού φυσικού Ettore Majorana, που την πρωτοεισηγήθηκε. M a j o r a n t [Κύρια ορίζουσα] Μαθημ. Όρος που χρησιμοποιείται στη θεωρία γραμμικών συστημάτων. M a j o r i t y G a t e [Πύλη πλειοψηφία] Ηλεκτμον. Όρος της λογικής (και της στατιστικής) που βρίσκει εφαρμογή στην υλοποίηση λογικών κυκλωμάτων. Πρεσβεύει ότι η από κοινού συνάρτηση κάποιου αριθμού προτασιακών τύπων αληθεύει αν τουλάχιστον μισές προτάσεις αληθεύουν. M a k e [Κατασκευάζω] Πληρ. 1. Ειδικό πρόγραμμα που σε περιβάλλον τύπου UNTX τρέχει ειδικά προγραμματάκια για την διαδικασία μετάφρασης και σύνδεσης

Make Good

-874-

ενός μεγάλου προγράμματος με πολλά υποπρογράμματα. 2. Λέξη μιας συμβολικής γλώσσας υλοποίησης η προσομοίωσης επικοινωνίας (πχ για το σήμα busy η εντολή Make Busy θα εκτελεί ένα σήμα απασχολημένης γραμμής σύνδεσης). M a k e Good [Αποκατάσταση] Τεχνολ. Μετά από μια εργασία, η αποκατάσταση του περιβάλλοντος χώρου στην αρχική του μορφή ή ο καλλωπισμός της νέας κατάστασης. Makeup [Φτιασίδωμα] Πληρ. Όρος της τεχνολογίας εκτυπώσεων που καθορίζει την κατανομή κειμένου γραφικών μιας σελίδας προς εκτύπωση. Στην εκτύπωση με τη βοήθεια πληροφορικής συνήθως υλοποιείται σε ένα βοηθητικό πρόγραμμα interactive κατασκευής. Makeup Air [Διορθωτική Ποσότητα Αέρα] Μηχ, Συγκεκριμένη ποσότητα καθαρού αέρα που προστίθεται σε μια κλειστή διεργασία, με σκοπό τη διατήρηση σταθερών συνθηκών πίεσης ή συγκέντρωσης. Είναι γνωστή ευρέως με την αγγλική ορολογία. M a k e u p W a t e r [Διορθωτική Ποσότητα Νερού] Μηχ. Συγκεκριμένη, ρυθμιζόμενη ποσότητα καθαρού νερού, που προστίθεται σε ένα κλειστό κύκλωμα, με σκοπό να διατηρείται σταθερή η ποσότητα ή η συγκέντρωση μέσα σε αυτό. Η αγγλική ορολογία χρησιμοποιείται ευρέως. Maksutov System [Σύστημα Maksutov] Οπτικ. Ανακλαστικό τηλεσκόπιο, του οποίου το πρωτεύον κάτοπτρο είναι σφαιρικό αντί παραβολοειδές. Χρησιμοποιείται για την παρατήρηση μεγάλων τμημάτων της ουράνιας σφαίρας. Malachite [Μαλαχίτης] Ορυκτ. Είναι ένα ορυκτό άλας του βασικού ανθρακικού χαλκού, με χρώμα σμαραγδοπράσινο. Χρησιμοποιείται, μετά από λείανση, ως ημιπολύτιμος λίθος. Malathion [Μαλαθείο] Χημ. Πρόκειται για οργανική ένωση με σύνθετη χημική σύσταση, που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση σε συνήθη θερμοκρασία, με κιτρινωπό χρώμα, η οποία χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Maldonite [Μαλδονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ισομετρικής κυβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, μαύρου, ερυθρού ή λευκού χρώματος, με MB 603 και χημικό τύπο AU2B1. Συναντάται κυρίως στην Αυστραλία. Maleate [Μηλεϊνικός] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε παράγα)γα του μηλεϊνικού οξέος, που μπορεί να είναι άλατα ή εστέρες. Maleic Acid [Μηλεϊνικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το cisισομερές του αιθυλενο-1,2-δικαρβονικού οξέος, που έχει χημικό τύπο HOOC-CH=CH-COOH, μοριακό βάρος 116,07 και σημείο τήξεως 139-140 °C. Δεν απαντά στη φύση, αλλά παρασκευάζεται κατά την αφυδάτωση του μηλικού οξέος σε υψηλές θερμοκρασίες και κατά την οξείδωση της π-βενζοκινόνης. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και οξικό οξύ. Maleic A n h y d r i d e [Μηλεϊνικός Ανυδρίτης] Οργ. Χημ. Ανυδρίτης του μηλεϊνικού οξέος, με χημικό τύπο C4H2O3, μοριακό βάρος 98,06, σημείο ζέσεως 197-199 °C και σημείο τήξεως 60 °C. Παρασκευάζεται με διοχέτευση αέρα και ατμών βενζολίου σε βαναδικό οξύ και είναι διαλυτός σε αιθέρα, ακετόνη και χλωροφόρμιο. Αποτελεί γνωστό διενόφιλο αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται σε διενικές συνθέσεις. Maleic Hydrazide [Υδραζίδιο Μηλεϊνικού Οξέος] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο C4H4N2O2 και μοριακό βάρος 112,09. Είναι κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 300, όπου διασπάται. Χρησιμοποιείται στη

σύνθεση ζιζανιοκτόνων. Malfunction [Κακή λειτουργία] Τεχνολ. Η κατάσταση ενός μηχανήματος όταν για διάφορους λόγους δεν εκτελεί με ικανοποιητικό τρόπο τη λειτουργία του. Malfunction Routine [Ρουτίνα δυσλειτουργίας] Πληρ. Έτσι χαρακτηρίζεται το υποπρόγραμμα που εκτελείται όταν παρουσιαστεί πρόβλημα στη διάρκεια εκτέλεσης από προγραμματιστική ή ακριβέστερα από αναλυτική αδιαφορία ή αβλεψία. Malic Acid [Μηλικύ Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το 2υδροξυ-βουτανοδιοϊκό οξύ, με χημικύ τύπο HOOCCH(OH)-CH 2 COOH. Πρόκειται για λευκή, κρυσταλλική, υγροσκοπική ουσία, με σημείο τήξεως 100°C. Είναι οπτικά ενεργή ένωση. Στη φύση ανευρίσκεται η Lμορφή, που αποτελεί συστατικό των άγουρων μήλων. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Malic Enzyme [Μαλικό ένζυμο] Βιοχημ. Οργανική ένωση της ομάδας των πρωτεϊνών με σημαντική ενζυμική δράση που καταλύει την οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση του μαλικού οξέος με χρήση και της ένωσης NADP. Το ένζυμο αυτό χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική, ως διαγνωστικό καρδιολογικών παθήσεων. Malladrite [Μαλλαδρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τριγωνικής κρυσταλλικής δομής, διάφανο, άχρουν ή λευκού χρώματος, με MB 188 και χημικό τύπο Na2SiF6. Ο λόγος των αξόνων του είναι α: c = 1: 0.57» ^ ώ εμφανίζεται κυρίως σε ηφαιστειογενείς περιοχές, όπως η περιοχή του Βεζουβίου στην Ιταλία. Mallardite [Μαλλαρδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς πρισματικής κρυσταλλικής δομής, διάφανο, άχρουν ή λευκού χρώματος, με MB 277 και χημικό τύπο MnS0 4 .7H 2 0. Εμφανίζεται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και με λόγο αξόνων α: b; c = 2.177: 1: 1.702. Malliavin Calculus [Λογισμός Malliavin] Μαθημ. Στοχαστικός λογισμός των μεταβολών από τον διάσημο Ρώσο Μαθηματικό. Mallow C p Statistic [Στατιστικό C p του Mallow] Στατ. Στην γραμμική παλινδρόμηση με ρ παράγοντες το στατιστικό αυτό ελέγχει την καταλληλότητα (σημαντικότητα) εισόδου στο πραγματικό μοντέλο q < ρ εξ αυτών των παραγόντων αν ελαχιστοποιείται η διακύμανση. Malonic Acid [Μηλονικύ Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και προπανοδιοϊκό οξύ, έχει χημικό τύπο HOOC-CH 2 COOH, μοριακό βάρος 104,06, σημείο τήξεως 135,6 υ Ο και σημείο ζέσεως 140 °C, όπου διασπάται. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και πυριδίνη. Σχηματίζεται κατά την οξείδωση του μηλικού οξέος και χρησιμοποιείται στην ιατρική. Malonyl [Μηλονυλο-] Οργ. Χημ. Ρίζα που σχηματίζεται κατά την απομάκρυνση των δύο ατόμων υδρογόνου από τα καρβοξύλια του μηλονικού οξέος. Έχει χημικό τύπο CH 2 (COO) 2 . Maltase [Μαλτάση] Βιοχημ. Οργανική ένωση της ομάδας των πρωτεϊνών που εμφανίζει καταλυτικές ιδιότητες οι οποίες αξιοποιούνται στην αντίδραση διάσπασης της μαλτόζης σε δύο μόρια γλυκόζης. Η ανάκτησή της συνήθαις γίνεται από ζύμες και ευρωτομύκητες με διεργασίες φυσικού διαχωρισμού όπως εκχύλιση ή φυγοκέντριση. Maltose [Μαλτόζη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για δισακχαρίτη που ονομάζεται και 4-Ο-α-Ό-γλυκοπυρανοζυλοD-γλυκόζη. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, δεξιόστροφη, υδατοδιαλυτή, με μοριακό βάρος 342,30 και

-875 σημείο τήξεως 160-165 °C. Ανευρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις σε σπόρους φυτών και στο κριθάρι που χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία. M a n Days [Ανθρωποη μέρες] Τεχνολ. Σύνθετος όρος που δηλώνει ημέρες μέσης εργασίας ενός μέσου ανθρώπου. Χρησιμοποιείται στο τεχνολογικό μάνατζμεντ (πχ ανάλυση κόστους ενός έργου) για να δηλώσει αυτό ακριβώς το μηχανικό επίπεδο εργασίας που τελικά δεν υπάρχει. Μπορεί να αντικατασταθεί από διάφορους άλλους όρους όπως ανθρωπομήνες, ανθρωποώρες κτλ. M a n Pages [Σελίδες βοήθειας] Πληρ. Έτσι αναφέρονται ot σελίδες του ηλεκτρονικού οδηγού βοήθειας χρήσης (manual) που συντροφεύει σαν αρχείο κάποιο εργαλείο λογισμικού. Προέρχεται από τη γνωστή εντολή man(ual) του λειτουργικού συστήματος Unix που φημίζεται για την ευρύτητα γνώσεων που παρέχει στο χρήστη. M a n Machine C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία ανθρώπου - μηχανής] Πληρ. Μέρος της επικοινωνίας που μελετά την επαφή ανθρώπου -μηχανών κύρια στην ψηφιακή τεχνολογία. Ειδικός κλάδος της κατασκευής λογισμικού (με κάποιες ψυχολογικές, εργονομικές, ή κοινωνιολογικές βάσεις) περιλαμβάνει την υλοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων διασύνδεσης (interfaces). Man Machine Communication Interfaces [Διασυνδέσεις επικοινωνίας ανφώπου - μηχανής] Πληρ. Υλοποίηση της επικοινωνίας ώστε, εκτός από λειτουργικότητα να προσφέρεται ευχρηστία και φιλικότητα και εν ανάγκη να υλοποιείται όσο το δυνατόν απλούστερα μια αμφίδρομη (interactive) και "έξυπνη" επικοινωνία με κέντρο το χρήστη. M a n a g e m e n t C o n t r a c t [Συμβόλαιο διαχείρισης] Γεν. Εργο?αιβικό συμβόλαιο σύμφωνα με τους όρους του οποίου ο ανάδοχος αναλαμβάνει μόνο τη διαχείριση ενός έργου και δεν έχει υποχρέωση εκτέλεσης κατασκευαστικής εργασίας. M a n a g e m e n t Control System [Διαδικασίες ελέγχου διαχείρισης] Τεχνολ. Το σύστημα που αναπτύσσεται από μια εταιρεία για να ελέγχει την αποτελεσματική λειτουργία όλων των τμημάτων παραγωγής που υπάρχουν στο οργανόγραμμα της και που έχουν σχέση με τον προγραμματισμό, τον έλεγχο του κόστους παραγωγής και την ποιότητα των τελικών προϊόντων. M a n a g e m e n t Engineering [Επιστήμες διαχείρισης και διοίκησης επιχειρήσεων] Τεχνολ. Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την έρευνα και την ανάπτυξη μεθόδων και διαδικασιών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων. M a n a g e m e n t I n f o r m a t i o n Base [Βάση διοικητικού ελέγχου] Πληρ. Αρχείο βάσης δεδομένων όπου συναντάμε απαραίτητα δεδομένα ελέγχου συστημικής λειτουργίας, ιδιαίτερα χρήσιμο σε πολυχρηστικό περιβάλλον. Συγκεντρώνει πληροφορίες για το μοντέλο πράκτορα - διευθυντή (agent manager) σύμφωνα με το πρότυπο ISO και αντίστοιχο του μοντέλου Client server. M a n a g e m e n t I n f o r m a t i o n System 1 [Σύστημα διεύθυνσης πληροφορίας] Επικοιν. Τέτοια επικοινωνιακά συστήματα έχουν αναπτυχθεί αρκετά αλλά λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους έχουν επικρατήσει με διάφορα ονόματα που προσιδιάζουν περισσότερο στα πρότυπα των τηλεπικοινωνιακών εταιριών που τα παράγουν. M a n a g e m e n t I n f o r m a t i o n System 2 [Σύστημα διοικητικής ενημέρωσης] Τεχνολ. Διαδικασίες που εφαρμό-

Manganese (II) Acetate

ζονται σε μια εταιρεία για την αποτελεσματική πληροφόρηση του ανώτερου διοικητικού προσωπικού για τα θέματα και προβλήματα που προκύπτουν στα επιμέρους τμήματα κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας με σκοπό την λήψη αποφάσεων για διορθωτικά μέτρα. M a n a n d o n i t e [Μαναντωνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, λευκού χρο')ματος, με MB 1490 και χημικό τύπο Li4AI|4B4Si6029(0H)24. Συναντάται κυρίως σε περιοχές της Ασίας. Manasseite [Μανασεΐτης] Ορυκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές, λευκού χρώματος με MB 602 και χημικό τύπο Mg 6 Al 2 (C0 3 )(0H) 16 .4H 2 0. Συναντάται συνήθως στην ενυδατωμένη του μορφή και έχει λόγο αξόνων α: c =1:2.5. Manchester Encoding [Κωδικοποίηση Manchester] Πληρ. Γραμμικός κώδικας που χρησιμοποιείται στα δίκτυα Ethernet πάνω στο πρότυπο IEEE 802.3. Στα δίκτυα Token Ring χρησιμοποιείται μια παραλλαγή του, η διαφορική κωδικοποίηση Manchester (IEEE 802.5). Χρησιμοποιεί τις 2 φάσεις του ρεύματος. M a n d e l b r o t Set [Σύνολο του Mandelbrot] Μαθημ. Το διασημότερο σύνολο της fractal ανάλυσης γνωστό και σαν ο "Ψωμάνθρωπος". Είναι το σύνολο των σημείων του μιγαδικού επιπέδου ώστε zn+i = zn2 + c, με κατάλληλες τιμές της μεταβλητής c ώστε να μην απειρίζεται για ζ = 0. Το σύνολο Julia που του αντιστοιχεί είναι συνεκτικό, μη υπολογίσιμο και το σύνορο του fractal με Hausdorff διάσταση 2. Mandelic Acid [Αμυγδαλικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το α-υδροξυ-φαινυλο-οξικό οξύ, που έχει χημικό τύπο C 6 H 5 CH(OH)COOH και μοριακό βάρος 152,15. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική, οπτικά ενεργή ένωση, που απαντά σε δύο αντίποδες και μία ρακεμική μορφή. Ααμβάνεται κατά την υδρόλυση της αμυγδαλίνης και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Mandelstam Plane [Επίπεδο Mandelstam] Πυρην.Φυσ. Μέθοδος καταγραφής της ενέργειας πριν και μετά μια σύγκρουση δύο στοιχειωδών σωματιδίων σαν συνάρτηση της γωνίας διασκεδασμού. Mandelstam Representation [Αναπαράσταση Mandelstam] Πυρην. Φυσ. Μαθηματική συνάρτηση που περιγράφει τη σύγκρουση δύο στοιχειωδών σωματιδίων με μεταβλητές την ενέργεια του κέντρου μάζας των σωματιδίων και τη γωνία διασκεδασμού. M a n g a n a t e (VI) [Μαγγανικός (VI)] Χημ. Αναφέρεται σε άλατα που περιέχουν στο μόριό τους το μαγγανικό ιόν, Μη042~, όπου το μαγγάνιο έχει αριθμό οξείδωσης +6. Έχουν βαθύ πράσινο χρώμα και είναι σταθερά μόνο σε ισχυρώς αλκαλικό περιβάλλον. M a n g a n a t e (VII) [Μαγγανικός (VII)] Χημ. Ονομάζεται και υπερμαγγανικός. Αναφέρεται σε άλατα που περιέχουν στο μόριό τους το ιόν Μ η 0 4 \ όπου το μαγγάνιο έχει αριθμό οξείδωσης +7. Έχουν σκούρο ιώδες χρώμα και είναι ισχυρά οξειδωτικά μέσα. M a n g a n e s e [Μαγγάνιο] Χημ. Είναι ένα χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα, με σύμβολο Μη. Πρόκειται για μέταλλο, αρκετά διαδεδομένο στην φύση, όπου βρίσκεται μέσα σε διάφορα ορυκτά από όπου και εξάγεται. Χρησιμοποιείται στην μεταλλουργική βιομηχανία για την κατασκευή κραμάτων, στην παρασκευή χρωμάτων, στην ιατρική, στα χημικά εργαστήρια και άλλου. Manganese (II) Acetate [Οξικό Μαγγάνιο (II)] Χημ.

Manganese Alloys

- 876 -

O χημικός τύπος είναι Mn(CH3COO)2 και το μοριακό βάρος 1173,03. Είναι καφέ κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Η ενυδατωμένη μορφή της, Mn(CH3C00) 2 x 4H 2 0, έχει απαλό κόκκινο χρώμα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και ως καταλύτης. Manganese Alloys [Κράματα Μαγγανίου] Χημ. Το μαγγάνιο δεν χρησιμοποιείται ως βάση κραμάτων, αλλά αποτελεί κοινό συστατικό στα κράματα άλλων μετάλλων, όπως είναι ο χάλυβας, ο χυτοσίδηρος, ο ορείχαλκος, κλπ. M a n g a n e s e (II) B r o m i d e [Βρομιούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόμγ. Χημ. Άλας με χημικό τύπο MnBr 2 . -» Manganous Bromide Manganese (II) C a r b o n a t e [Ανθρακικό Μαγγάνιο (Π)] Ανόμγ. Χημ. Υπάρχει στη φύση ως ροδοχρωίτης και έχει χημικό τύπο MnC03 και μοριακό βάρος 114,95. Είναι κοκκινωπό κρυσταλλικό υλικό, που διασπάται με θέρμανση και διαλύεται σε νερό και αραιά διαλύματα οξέων. Χρησιμοποιείται στην ιατρική, καθώς και στη σύνθεση χρωμάτων και λιπασμάτων. M a n g a n e s e (II) C i t r a t e [Κιτρικό Μαγγάνιο (II)] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Mn3(C6H507)2 και το μοριακό βάρος 543,02. Είναι λευκή ή κοκκινωπή σκόνη, διαλυτή σε διάλυμα κιτρικού νατρίου. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ιατρική. M a n g a n e s e Dioxide [Διοξείδιο του Μαγγανίου] Ανόργ. Χημ. Υπάρχει στη φύση ως πυρολουσίτης. Έχει χημικό τύπο Μη0 2 , μοριακό βάρος 86,94 και σημείο τήξεως 535 °C, όπου αποβάλλεται ένα άτομο οξυγόνου. Είναι μαύρο κρυσταλλικό υλικό, διαλυτό σε υδροχλωρικό οξύ, άριστο οξειδωτικό μέσο και χρησιμοποιείται στις βιομηχανίες σπίρτων, υάλου, χρωμάτων και σε ξηρά στοιχεία. M a n g a n e s e (II) Fluoride [Φθοριούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόργ. Χημ. Αλογονίδιο του δισθενούς μαγγανίου, με χημικό τύπο MnF 2 . -> Manganous Fluoride M a n g a n e s e Halide [Αλογονούχο Μαγγάνιο] Ανόργ. Χημ. Χημική ένωση που σχηματίζει το μαγγάνιο με κάποιο αλογόνο. Manganese Heptoxide [Επτοξείδιο του Μαγγανίου] Ανόργ. Χημ. Σκουροκόκκινο υγροσκοπικό υλικό, με χημικό τύπο Μη 2 0 7 , μοριακό βάρος 221,87, σημείο πήξεως 5,9 °C και σημείο ζέσεως 55 °C, όπου διασπάται. Είναι διαλυτό σε νερό και θειικό οξύ. Manganese (II) Hydroxide [Υδροξείδιο του Μαγγανίου (II)] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Μη(ΟΗ) 2 . -» Manganous Hydroxide M a n g a n e s e (III) Hydroxide [Υδροξείδιο του Μαγγανίου (111)] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Μη(ΟΗ) 3 . —> Manganic Hydroxide Manganese (II) Iodide [Ιωδιούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόργ. Χημ. Αλας του μαγγανίου με χημικό τύπο Mnl 2 . Manganous Iodide M a n g a n e s e Monoxide [Μονοξείδιο του Μαγγανίου] Ανόργ. Χημ. Υπάρχει στη φύση ως μαγγανοσίτης. Έχει χημικό τύπο ΜηΟ και μοριακό βάρος 70,94. Είναι πράσινη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε οξέα και χλωριούχο αμμώνιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και κεραμικών, καθώς και σε ξηρά στοιχεία. M a n g a n e s e (II) Oxalate [Οξαλικό Μαγγάνιο (II)] Χημ. Λευκή κρυσταλλική σκόνη, με χημικό τύπο MnC 2 0 4 , μοριακό βάρος 142,96 και σημείο τήξεως 150°C, όπου διασπάται. Κρυσταλλώνεται με 2 μόρια

νερού, MnC 2 0 4 *2H 2 0, οπότε τήκεται στους 100 °C, αποβάλλοντας το νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Manganese (II) Oxide [Οξείδιο του Μαγγανίου (II)] Α νόργ. Χημ. Είναι γνωστό ως μονοξείδιο του μαγγανίου, ΜηΟ. Manganese Monoxide Manganese (III) Oxide [Οξείδιο του Μαγγανίου (ΙΠ)] Ανόργ. Χημ. Οξείδιο του τρισθενούς μαγγανίου, με τύπο Μη 2 θ3· - » M a n g a n i c Oxide M a n g a n e s e (IV) Oxide [Οξείδιο του Μαγγανίου (IV)] Ανόργ. Χημ. Είναι γνωστό ως διοξείδιο του μαγγανίου, Μη0 2 . —> Manganese Dioxide Manganese (VII) Oxide [Οξείδιο του Μαγγανίου (VII)] Ανόργ. Χημ. Είναι γνωστό ως επτοξείδιο του μαγγανίου, Mn 2 0 7 . -» Manganese Heptoxide M a n g a n e s e Peroxide [Υπεροξείδιο του Μαγγανίου] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται και ως πυρολουσίτης και έχει χημικό τύπο Mn0 2 . -> Manganese Dioxide Manganese (Η) Silicate [Πυριτικό Μαγγάνιο (II)] Ανόργ. Χημ. Βρίσκεται στο ροδονίτη και έχει χημικό τύπο MnSi0 3 . Manganous Silicate Manganese (II) Sulfate [Θειικό Μαγγάνιο (II)] Ανόργ. Χημ. Αλας του θειικού οξέος, με τύπο MnS0 4 . Manganous Sulfate M a n g a n e s e (II) Sulfide [Θειούχο Μαγγάνιο (Π)] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MnS.-> Manganous Sulfide M a n g a n e s e Trifluoride [Τριφθοριούχο Μαγγάνιο] Ανόργ. Χημ. Αλογονούχα ένωση του μαγγανίου, με τύπο MnF3. - » M a n g a n i c Fluoride M a n g a n i c C o m p o u n d s [Ενώσεις του Μαγγανίου (III)] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στις χημικές ενώσεις, όπου το μαγγάνιο βρίσκεται στην οξειδωτική βαθμίδα +3. M a n g a n i c Fluoride [Φθοριούχο Μαγγάνιο (11I)J Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MnF 3 και το μοριακό βάρος 111,93. Είναι κόκκινη κρυσταλλική ένωση, που διασπάται με θέρμανση ή με επίδραση νερού και είναι διαλυτή στην αιθανόλη. M a n g a n i c Hydroxide [Υδροξείδιο του Μαγγανίου (III)] Ανόργ. Χημ. Υπάρχει στη φύση ως μαγγανίτης. Έχει χημικό τύπο Μη(ΟΗ)3 και μοριακό βάρος 87,94. Είναι καφέ ή μαύρο κρυσταλλικό υλικό, που διασπάται με θέρμανση και διαλύεται σε υδροχλωρικό και θερμό θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή κεραμικών. M a n g a n i c Oxide [Οξείδιο του Μαγγανίου (III)] Ανόργ. Χημ. Βρίσκεται στον βραουνίτη και έχει χημικό τύπο Μη 2 0 3 , μοριακό βάρος 157,87 και σημείο ζέσεως 1080°C. Είναι μαύρο κρυσταλλικό στερεό, διαλυτό σε οξέα αλλά αδιάλυτο στο νερό. Manganosite [Μαγγανοσίτης] Χημ. Αποτελείται από μονοξείδιο του μαγγανίου, ΜηΟ, που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, έχει πράσινο χρώμα, ειδικό βάρος 5,18 και σκληρότητα 5-6 Mohs. M a n g a n o u s Bromide [Βρωμιούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο ΜΠΒΓ 2 και μοριακό βάρος 214,75. Είναι κοκκινωπή κρυσταλλική ένωση, υδατοδιαλυτή και διασπάται κατά τη θέρμανση. Κρυσταλλωμένη με 4 μόρια νερού, MnBr 2 *4H 2 0, τήκεται στους 64,3 °C, όπου και διασπάται. M a n g a n o u s Chloride [Χλωριούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MnCl 2 και το μοριακό βάρος 125,84. Είναι κρυσταλλική ένωση, με απαλό κόκκινο χρώμα, σημείο τήξεως 650 °C και σημείο ζέσεως 1190°C. Κρυσταλλωμένη με 4 μόρια νερού,

-877 MnCI 2 *4H 2 0, έχει σημείο τήξεως 58 °C και σημείο ζέσεως 198 °C, όπου αποβάλλεται το νερό. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και στην ιατρική. M a n g a n o u s C o m p o u n d s [Ενώσεις του Μαγγανίου (ΙΓ)] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται στις χημικές ενώσεις, όπου το μαγγάνιο βρίσκεται στην οξειδωτική βαθμίδα +2. M a n g a n o u s Fluoride [Φθοριούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόμγ. Χημ. Κόκκινη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο MnF2, μοριακό βάρος 92,93 και σημείο τήξεως 856 °C. Είναι διαλυτή σε νερό και διαλύματα οξέων. M a n g a n o u s Hydroxide [Υδροξείδιο του Μαγγανίου (II)] Ανόργ. Χημ. Απαντά στη φύση ως πυροχρωίτης. Έχει χημικό τύπο Μη(ΟΗ) 2 και μοριακό βάρος 88,95. Είναι λευκή ή κοκκινωπή κρυσταλλική ουσία, που διασπάται κατά τη θέρμανση και διαλύεται σε οξέα και διαλύματα αμμωνιακών αλάτων. M a n g a n o u s Iodide [Ιωδιούχο Μαγγάνιο (II)] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με απαλό κόκκινο χρώμα, με χημικό τύπο Mnl 2 , μοριακό βάρος 308,75, σημείο τήξεως 638 °C υπό κενό και σημείο εξαχνώσεως 500 °C υπό κενό. Κρυσταλλώνεται με 4 μόρια νερού, MnT2x4H20, και διασπάται υπό θέρμανση. Είναι διαλυτή σε νερό και αμμωνία. M a n g a n o u s Oxide [Οξείδιο του Μαγγανίου (II)] Ανόργ. Χημ. Βρίσκεται στο μαγγανοσίτη και έχει χημικό τύπο MnO —> Manganese Monoxide M a n g a n o u s Silicate [Πυριτικό Μαγγάνιο (Π)] Ανόργ. Χημ. Υπάρχει στη φύση ως ροδονίτης. Έχει χημικό τύπο MnSiO}, μοριακό βάρος 131,02 και σημείο τήξεως 1323°C. Είναι κόκκινη κρυσταλλική ένωση, αδιάλυτη σε νερό και υδροχλωρικό οξύ. M a n g a n o u s Sulfate [Θειικό Μαγγάνιο (II)] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MnS0 4 και το μοριακό βάρος 151,00. Είναι κοκκινωπό στερεό με σημείο τήξεως 700 °C και σημείο ζέσεως 850"C, όπου διασπάται. Συνήθως, κρυσταλλώνεται με 4 μόρια νερού, MnS0 4 *4H 2 0, οπότε τήκεται στους 26-27 °C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων, χρωμάτων και κεραμικών. M a n g a n o u s Sulfide [Θειώδες Μαγγάνιο (II)] Ανόμγ. Χημ. Πράσινο κρυσταλλικό ή κοκκινωπό άμορφο στερεό, με χημικό τύπο MnS και μοριακό βάρος 87,00, που διασπάται με θέρμανση. Συνήθως, βρίσκεται στην κρυσταλλική μορφή 3MnSxH 2 0, που έχει γκρι ή απαλό κόκκινο χρώμα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και στην παραγωγή του χάλυβα. Mangoldt Function [Συνάρτηση Mangoldt] Μαθημ. Συνάρτηση της θεωρίας αριθμών σχετική και με τη Ζ συνάρτηση του Riemann. Για κάποιον ακέραιο ν είναι Α(ν) = lnp αν ν = ρ \ όπου ρ πρώτος αριθμός, αλλιώς Α (ν) =0. Σχετικές ακόμα είναι οι συναρτήσεις: η εκθετική exp(A(v)) και η αθροιστική συνάρτηση Mangoldt που αθροίζει τις τιμές Α(ν) για όλους τους φυσικούς ν < χ για κάποιο πραγματικό αριθμό χ. M a n h a t t a n P r o j e c t [Σχέδιο Manhattan] Τεχνολ. Η ανεπίσημη ονομασία του σχεδίου του Υπουργείου Αμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών για το σχεδιασμό και την κατασκευή των πρώτων ατομικών βομβών. Ξεκίνησε το 1942, με την προσπάθεια απομόνωσης των ισοτόπων ουράνιο-235 και πλουτώνιο-239, συνεχίστηκε με τη μελέτη της αλυσιδωτής αντίδρασης (Szilard Fermi) και κατέληξε το 1945, στο Los Alamos υπό την εποπτεία του Robert Oppenheimer, με την παραγωγή τριών πυρηνικών βομβών: Trinity (δοκιμαστική), Little

Mannitol

Boy (Hiroshima, 200000 συνολικά νεκροί) και Fat Man (Nagasaki, 70000). Ο συνολικός προϋπολογισμός του σχεδίου, με τρέχουσες τιμές, έφτασε τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Manhole 1 [Φρεάτιο] Τεχνολ. Θυρίδα δαπέδου για πρόσβαση σε χώρο όπου στεγάζεται ηλεκτρολογικός η μηχανολογικός εξοπλισμός που απαιτεί συντήρηση ή έλεγχο. Manhole [Φρεάτιο] Υδμολ. Κομβικό σημείο ενός δικτύου αποχέτευσης όπου καταλήγουν διάφοροι κλάδοι του δικτύου ή που τοποθετείται σε τακτά διαστήματα σε μια μεγάλη διαδρομή ενός αγωγού για λόγους συντήρησης. Manhole Cover [Κάλυμμα φρεατίου] Υδρ. Χυτοσίδηρο τεμάχιο που τοποθετείται στο στόμιο του φρεατίου για προστασία. M a n - h o u r [Ανθρωποώρα] Τεχνολ. Μονάδα χρόνου της εργασίας ενός ατόμου στην παραγωγή. Είναι η μονάδα που χρησιμοποιείται για την κοστολόγηση της παραγωγής ενός τεμαχίου ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Manifold [Πολλαπλότητα] Μαθημ. Μια τοπολογική πολλαπλότητα διάστασης n είναι ένας συνεκτικός Hausdorff τοπολογικός χώρος Χ ώστε για κάθε x e Χ, υπάρχει μια γειτονιά Β c Χ, ομοιομορφική σε ένα ευκλείδειο χώρο διάστασης η. Υπάρχουν πολλαπλότητες αλγεβρικές, διαφορικές κτλ. Βρίσκονται στα Οεμέλνία της μοντέρνας Γεωμετρίας και στηρίζουν γενικεύσεις (καθολικότητα) τοπικών ιδιοτήτων. Manipulability M e a s u r e [Μέτρο ικανότητας χειρισμού] Μηχαν. Μέτρο της δυνατότητας κάποιου να αντεπεξέλθει στις ανάγκες χειρισμού μηχανημάτων, κάτι ουσιώδες αν ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των σημερινών συσκευών. M a n n Whitney Test [Τεστ Mann Whitney] Στατ. Μη παραμετρικό τεστ ελέγχου των μέσων 2 ανεξάρτητων δειγμάτων όπου οι μετρήσεις είναι από κλίμακα μη σταθερών διαστημάτων πχ κατηγορικά δεδομένα άρα χρησιμοποιούμε τακτικές τιμές. Το τεστ γίνεται, που χρησιμοποιείται για να ελέγξουμε αν τα δείγματα ανήκουν στον ίδιο πληθυσμό. M a n n e d Orbiting L a b o r a t o r y [Επανδρωμένο τροχιακό εργαστήριο] Αεμομηχ. Καλείται κάθε διαστημικός σταθμός, που περιέχει τα κατάλληλα εξειδικευμένα μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας, μπορεί να φιλοξενεί ανθρώπους και βρίσκεται σε μόνιμη τροχιά γύρω από τη Γη, για την διεξαγωγή πειραμάτων και παρατηρήσεων σχετικών με το διάστημα, την Γη και την ατμόσφαιρά της. M a n n e d Spacecraft [Επανδρωμένο διαστημικό όχημα] Αεμομηχ. Οποιοδήποτε όχημα ικανό να μεταφέρει και να φλοξενήσει τουλάχιστον ένα άτομο, σε ύψη πέρα από τη γήινη ατμόσφαιρα. M a n n i n g Equation [Τύπος Μάννινγκ] Υδρ. Η εξίσωση που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό και τη διαστασιολόγηση των ανοιχτών αγωγών. Με αυτή την εξίσωση υπολογίζεται η ταχύτητα ροής και στη συνέχεια με άλλους τύπους προκύπτουν οι διαστάσεις του αγωγού. Mannitol [Μαννιτόλη] Οργ. Χημ. Υδατοδιαλυτό σάκχαρο που παράγεται από μαννόζη ή φρουκτόζη. Έχει χημικό τύπο CH 2 OH(CHOH) 4 CH 2 OH και μοριακό βάρος 182,17. Υπάρχει σε δύο οπτικά ισομερή και μία ρακεμική μορφή. Η D- έχει σημείο τήξεως 168°C, η Lέχει 163-164 °C και η DL- έχει 168,5 °C. Χρησιμοποιείται ως γλυκαντής σε ορισμένα είδη τροφίμων.

Mannose

- 878 -

M a n n o s e [Mαwόζη] Οργ. Χημ. Είναι μονοσακχαρίτης, στερεοϊσομερής μορφή της γλυκόζης. Πρόκειται για εξόζη με χημικό τύπο C 6 H| 2 06. M a n o m e t e r [Μανόμετρο] Μηχ. Ονομάζεται η συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την μέτρηση της πίεσης υγρών και αερίων, γνωστή και ως πιεσόμετρο. M a n s a r d Roof [Δίκλινης στέγη] Αρχ. Διάταξη της στέγης μιας κατοικίας που στη μία επιφάνεια ξεκινώντας από την κορυφή υπάρχει μια απότομη κλίση η οποία αλλάζει περίπου στο μέσο της απόστασης με ένα σπάσιμο και αποκτά μικρότερη κλίση. Mantissa [Δεκαδικό τμήμα] 1. Μαθημ. Στα μαθηματικά ορίζεται ως το δεκαδικό τμήμα ενός λογάριθμου που είναι πάντα θετικό, ενός λογαρίθμου. 2. Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής εννοείται το δεκαδικό τμήμα που αποτελείται από τα πρώτα σημαντικά ψηφία, το πλήθος των οποίων ορίζεται κάθε φορά, της τιμής μίας πραγματικής μεταβλητής. M a n t l e [Μανδύας] Γεωλ. Είναι το κύριο μέρος του πλανήτη Γη, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του φλοιού της και του πυρήνα, σε βάθος που κυμαίνεται περίπου από 30 με 70 χιλιόμετρα έως και 2900. Έχει υποδιαιρεθεί σε εξωτερικό και εσωτερικό μανδύα, και η σύστασή του αποτελείται από πυκνά πυριτικά πετρώματα. M a n u a l [Εγχειρίδιο] Μηχ. Πρόκειται για το γραπτό κείμενο που πρέπει να συνοδεύει πάντα ένα μηχάνημα, έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, ένα λογισμικό πρόγραμμα ή κάποιο άλλο τεχνικό προϊόν, περιέχοντας όλες τις απαραίτητες οδηγίες για την εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρησή του. M a n u a l Control Unit [Μηχανισμός χειροκίνητου ελέγχου] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονικός μηχανισμός χειρισμού ενός μηχανήματος (συνήθως ρομπότ) με καλωδίωση είτε απύ απόσταση. M a n u a l Exchange [Χειροκίνητη ανταλλαγή] Επικοιν. Ανταλλαγή πληροφορίας που γίνεται με ανθρώπινη μεσολάβηση (όχι αυτοματοποιημένα). M a n u a l O p e r a t i o n [Χειροκίνητη λειτουργία] Τεχνολ. Σε μια παραγωγική διαδικασία, η εργασία όπου απαιτείται χειρονακτική δουλειά για να συμπληρωθεί το σύνολο των ενεργειών. M a n u a l System [Χειροκίνητο σύστημα] Πληρ. Η περίπτωση όπου υπάρχει ανθρώπινη (μη ηλεκτρονική) παρέμβαση για την απόδοση προτεραιότητας η αλλαγή στη χρήση. Παράδειγμα σύστημα 2 υπολογιστών και ενός εκτυπωτή που συνδέεται σε ένα κοινό διακόπτη για δρομολόγηση μιας εκτύπωσης. Μπορεί να πάρει πολλές μορφές, όπως π.χ. γινόταν η εκτέλεση εργασιών πριν την εισαγωγή αυτοματοποίησης μέσω της πληροφορικής. M a n u f a c t u r e r ' s P a r t N u m b e r [Κωδικός ανταλλακτικού] Τεχνολ. Ειδικός αριθμός που δίδεται από τον κατασκευαστεί σε κάθε ξεχωριστό τεμάχιο ενός βιομηχανικού προϊόντος, ο οποίος χρησιμοποιείται από το χρήστη για την παραγγελία των ανταλλακτικών που απαιτούνται για τη συντήρησή του. M a n u r e [Λίπασμα] Υλικ. Χαρακτηρίζεται κάθε ουσία η οποία είναι χρήσιμη για τη διατροφή και ανάπτυξη των φυτών και γι' αυτό το λόγο προστίθεται στο έδαφος τους. Υπάρχουν φυσικά και τεχνητά λιπάσματα, ανάλογα με το αν λαμβάνονται από τα ζώα και τα φυτά ή αν κατασκευάζονται σε βιομηχανικές μονάδες από σύνθετες χημικές ουσίες. Many-Body Force [Δύναμη πολλών σωμάτων] Φυα. Η συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούν σε ένα σώμα

δύο ή περισσότερα άλλα σώματα. M a n y Body Problem [Πρόβλημα των πολλών σωμάτων] Μηχ. Ενδιαφερόμαστε για τις ακριβείς εξισώσεις κίνησης κάποιου μικρού αριθμού σωμάτων που η κίνηση τους επηρεάζεται βασικά από τους Νευτώνειους νόμους και άλλους κανόνες που συνεισφέρουν σε κάποιες από τις παραμέτρους του προβλήματος. Κάποια ποιοτική ανάλυση μπορούμε να έχουμε μόνο για 2 η 3 σώματα. Επιλύεται αρκετά ικανοποιητικά μόνο με αριθμητικές μεθόδους. Many-Body Theory [Θεωρία πολλών σωμάτων] Φυα. Μέθοδος υπολογισμού συγκεκριμένων μεγεθών που περιγράφουν ένα σύστημα πολλών υλικών σωμάτων, χωρίς να είναι γνωστές οι συμπεριφορές του καθενός ξεχωριστά. M a n y To M a n y Correspondence [Αντιστοιχία πολλά προς πολλά] Πληρ. Μαθηματικός όρος περιγραφής σχέσεων που βρίσκει εφαρμογή στην κατασκευή βάσεων δεδομένων (Μ στοιχεία του πεδίου Α μπορούν να αντιστοιχηθούν με Ν στοιχεία του Β) και στις επικοινωνίες. Μαθηματικά εξετάζεται από την πλειονότιμη συναρτησιακή ανάλυση και σχεσιακή άλγεβρα (όπως και το λήμμα Many To One Correspondence). Many To One Correspondence [Αντιστοιχία πολλά προς ένα] Πληρ. Μαθηματικός όρος περιγραφής σχέσεων που βρίσκει εφαρμογή στην κατασκευή κανονικών βάσεων δεδομένων (πχ) και στις επικοινωνίες (πολλοί υπολογιστές συνδέονται σε ένα συγκεντρωτή). Map 1 [Χάρτης] Γεν. Γραφική παράσταση σε χαρτί με τη χρήση συγκεκριμένων τρόπων, μεθόδων και συμβόλων της κατάστασης του φυσικού εδάφους με αποστάσεις και υψόμετρα. M a p [Απεικόνιση] Μαθημ. Απεικόνιση. M a p 3 [Απεικόνιση] Πληρ. Καθώς εκτελείται η διαδικασία συμβολομετάφρασης από έναν assembler ή από μια γλώσσα που συνεργάζεται καλά με γλώσσες χαμηλού επιπέδου παράγεται ένας χάρτης μνήμης (με σχετικές διευθύνσεις) που δείχνει πως θα υλοποιείται η εκτέλεση του προγράμματος. Η λειτουργία αυτή θα αξιοποιηθεί από ένα διορθωτή (debugger), ο οποίος ανεξάρτητα βέβαια θα την παράγει. Αυτό το αντικείμενο δεν είναι πάντα προσιτό στο χρήστη αλλά συνδέεται αυτόματα στη διαδικασία linking. M a p Plotting [Σχεδίαση χάρτη) Μετεωρ. Η διαδικασία απεικόνισης μετεωρολογικών δεδομένων πάνω σε τοπογραφικούς η γεωγραφικούς χάρτες. Πολλές φορές γίνεται αυτόματα από δορυφόρους που απλά τυπώνουν την εικόνα που θέλουν με τη βοήθεια κατάλληλων συστημάτων εντοπισμού που παρέχουν τα GPS (γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών). M a p Projection [Προβολικό σύστημα] Γεν. —> Projection. M a p Reading [Ανάγνωση χάρτη] Γεν. Η διαδικασία αναγνώρισης των διαφόρων σχεδίων και συμβόλων που συνθέτουν ένα χάρτη με σκοπό να γίνει κατανοητή η σχέση μεταξύ των στοιχείων που υφίστανται σε μια περιοχή και της εμφάνισης τους στη γραφική παράσταση. M a p Scale [Κλίμακα χάρτη] Γεν. Είναι η σταθερή σχέση που συνδέει την κάθε απόσταση επί του χάρτη με την αντίστοιχη της πραγματικότητας. Σε κάθε χάρτη ή κάθε τμήμα πρέπει οφείλεται να αναγράφεται η κλίμακά του για να είναι δυνατή η αντίληψη των πραγματικών διαστάσεων των αντικειμένων που αναπαριστούν. M a p Symbol [Χαρτογραφικό σύμβολο] Γεν. Σχήματα

-879που χρησιμοποιούνται στη σύνθεση ενός χάρτη μέσω των οποίων αναφέρεται η ύπαρξη στο φυσικό έδαφος ορισμένων αντικειμένων όπως γέφυρες, δρόμοι, και χαρακτηριστικά κτίσματα όπως εκκλησίες, αρχαιολογικοί χώροι κλπ. M a p p e d Network Drives [Απεικονισμένες μονάδες δικτύου] Επικοιν. Απεικόνιση δίσκων του υπολογιστή ή λογικών δίσκων του υπολογιστή εξυπηρετητή σε γράμματα ώστε να υλοποιείται ευκολότερα η διευθυνσιοδότηση του δικτύου και η αίσθηση της κοινής τοπικής παροχής πόρων. M a p p i n g [Απεικόνιση] Μαθημ. Απεικόνιση - συνάρτηση. M a p p i n g [Χαρτογράφηση] Γεν. Η διαδικασίες και οι εργασίες που εκτελούνται για να δημιουργηθεί ένας χάρτης. M a p p i n g Space [Χώρος απεικονίσεων] Μαθημ. Καταχρηστικά ο χώρος των συνεχών συναρτήσεων με την compact - open τοπολογία. M a r b l e [Μάρμαρο] Οικοδ. Δομικό υλικό πέτρινης σύστασης και βιομηχανικά επεξεργασμένο που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως επένδυση σε τοίχους ή δάπεδα. Η εξόρυξη του γίνεται σε λατομεία και η φυσική πέτρα κόβεται σε πλάκες μικρού πάχους και διαφόρων διαστάσεων, όπως απαιτείται από την αρχιτεκτονική μελέτη. M a r b l e Cladding [Ορθομαρμάρωση] Οικοδ. Η κάλυψη της όψης ενός κτιρίου με επένδυση που αποτελείται από πλάκες μαρμάρου. Είναι ακριβό τελείωμα και χρησιμοποιείται σε σημαντικά κτίρια υψηλών προδιαγραφών. Marcasite [Μαρκασίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, κίτρινου ή λευκού χρώματος, με MB 120 και χημικό τύπο FeS2- Αποτελεί ορυκτό που συναντάται σε αφθονία σε διάφορες περιοχές του κόσμου, ενώ η σκληρότητα του είναι 6-6.5 σύμφωνα με την κλίμακα του Mohs. M a r c o n i Antenna [Κεραία Marconi] Ηλεκτμον. Χαρακτηρισμός κεραίας με σταθερή γείωση. M a r e [Θάλασσα] Αστμον. Μεγάλες περιοχές της Σεληνιακής επιφάνειας που εμφανίζονται σκοτεινότερες και περισσότερο λείες σε σχέση με τις υπόλοιπες. Είναι βασαλτικής κατασκευής και πρωτοονομάστηκαν έτσι από το Γαλιλαίο, που νόμιζε ότι είναι σκεπασμένες από νερό. M a r g a r i c Acid [Μαργαρικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και δεκαεπτανοϊκό οξύ. Αποτελεί λιπαρό οξύ, παρόλο που περιέχει περιττό αριθμό ατόμων άνθρακα. —> Heptadecanoic Acid M a r g a r i n e [Μαργαρίνη] Τεχν.Τμοφ. Εδώδιμο μαγειρικό λίπος που παράγεται με την γαλακτοματοποίηση φυτικών ή/ και ζωικών λιπών σε νερό. Η τελική συνταγή της συνήθως ολοκληρώνεται με την προσθήκη διαφόρων επιπλέον συστατικών, όπως γαλακτοματοποιητές, αλάτι, βιταμίνη Α, που βελτιώνουν τόσο τα οργανοληπτικά της χαρακτηριστικά, όσο και την θρεπτική της αξία. M a r g i n [Περιθώριο] Τεχνολ. 1. Σε ένα τυπωμένο χαρτί, η απόσταση που δημιουργείται μεταξύ του γραπτού κειμένου και το εξωτερικό άκρο της σελίδας και στις τέσσερις πλευρές. 2. Σε κάθε τεχνικό ή οικονομικό μέγεθος, η διαφορά μεταξύ του απολύτως απαραίτητου και του μέγιστου δυνατού. M a r g i n Of Safety [Οριο ασφάλειας] Τεχνολ. Στους υπολογισμούς διαστασιολόγησης ενός στοιχείου ή ε-

Marine Terminal

νός τεμαχίου ποσοτική ή ποσοστιαία διαφορά μεταξύ της ελάχιστης απαραίτητης θεωρητικής διάστασης και της πραγματικής διάστασης, που αποφασίζεται από τον μελετητή για να καλυφθούν ot απρόβλεπτες καταπονήσεις, όταν το στοιχείο ή το τεμάχιο θα βρεθεί σε πραγματική κατάσταση λειτουργίας. Marginal Cost [Οριακό κόστος] Τεχνολ. Στην καταγραφή των πραγματικών δαπανών που γίνονται για την παραγωγή ενός προϊόντος, πρόσθετες μικροδαπάνες που προκύπτουν μεταξύ του προϋπολογισμένου κόστους και των διακυμάνσεων του πραγματικού κόστους. M a r g i n a l Density Function [Περιθωριακή συνάρτηση πυκνότητας] Στατ. Η περιθωριακή συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας της συνεχούς περίπτωσης που δίνεται από το πολλαπλό γενικευμένο ολοκλήρωμα πάνω στις υπόλοιπες μεταβλητές. M a r g i n a l Probability [Περιθωριακή πιθανότητα] Στατ. Αν διαμερίσουμε ένα σύνολο Ω σε ν ' κ ξένα μεταξύ τους σύνολα {Αι, Β} }, όπου 1< i < ν και 1< j < k και τότε περιθωριακή πιθανότητα του Bj λέμε την πιθανότητα P(Bj) = Σ (Αι n Bj), όπου αθροίζουμε πάνω σε όλα τα i. Marialite [Μαριαλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό τετραγωνικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές με MB 845 και χημικό τύπο ^ A ^ S i ^ - i C l . Συναντάται κυρίως στην Ιταλία, είναι ισόμορφο με το μερονίτη και εμφανίζεται σε διάφορα χρώματα. M a r i n e Climate [Θαλάσσιο κλίμα] Μετεωμ. Το κλίμα (συνήθως υγρό) μιας ευρύτερης περιοχής που επηρεάζεται από τη θάλασσα, τα θαλάσσια ρεύματα, τις θαλάσσιες αύρες και άλλα θαλάσσια φαινόμενα. Υπηρεσίες μελέτης θαλάσσιων καιρικών φαινομένων εκδίδουν τακτικά δελτία πρόβλεψης επικείμενων αλλαγών. M a r i n e Engineering [Ναυπηγική μηχανική] Μηχ. Είναι η επιστήμη εκείνη που ασχολείται με το σχεδιασμό, την κατασκευή, την επίβλεψη, τη συντήρηση και τη λειτουργία των πλοίων και όσων βοηθητικών κατασκευών είναι απαραίτητες για την ύπαρξη αυτών. M a r i n e Forecast [Πρόβλεψη παράκτιας ζώνης] Μετεωμ. Τοπική πρόβλεψη καιρού για τη θάλασσα όχι όμως και ωκεανού. Συνήθως αυτού του είδους τα φαινόμενα ισχύουν σε ευρύτερες περιοχές λόγω της θαλάσσιας κατανομής. Η παρακολούθηση τους είναι αναγκαία από τους ενδιαφερόμενους ιδίως αν ο καιρός προβλέπεται να γυρίσει απότομα. M a r i n e Meteorology [Μετεωρολογία θαλάσσιας ζώνης] Μετεωμ. Τοπική μελέτη μετεωρολογικών φαινομένων για μια θαλάσσια περιοχή. M a r i n e Mobile Service [Υπηρεσία παράκτιας συνεννόησης] Επικοιν. Το είδος της επικοινωνίας μεταξύ πλεούμενων και παράκτιων σταθμο')ν (πχ βάσεις του λιμενικού, ειδικά ραδιόφωνα κτλ). Παλιότερα ανήκε στις ασύρματες επικοινωνίες, τώρα με τις νέες δυνατότητες περιλαμβάνει και τη χρήση κινητών τηλεφώνων, κατάλληλων ενισχυτών, δορυφόρων κτλ. M a r i n e Riser [Αγωγός εξόρυξης] Πετμελαιομηχ. Πρόκειται για κοίλους χαλύβδινους σωλήνες, με κυκλική εγκάρσια διατομή, που βρίσκονται στις πλωτές εξέδρες εξόρυξης πετρελαίου. Χρησιμεύουν ως οδηγοί για τα γεωτρύπανα και για την απομάκρυνση του χώματος της εκσκαφής, καθώς συνδέουν την κορυφή του πηγαδιού στον πυθμένα της θάλασσας με την υπερκείμενη πλωτή κατασκευή. M a r i n e T e r m i n a l [Τερματικός λιμένας] Πολ.. Μηχ.

Marine Weather Observation

- 880-

Παραλιακή περιοχή κατάλληλη για την προσέλευση πλοίων εξοπλισμένη με τα απαραίτητα κτιριακά συγκροτήματα και το απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό για φορτοεκφόρτωση και αποθήκευση εμπορευμάτων. M a r i n e W e a t h e r Observation [Παρατήρηση θαλάσσιου καιρού] Μετεωρ. Τοπική παρατήρηση μετεωρολογικών φαινομένων για μια θαλάσσια περιοχή συνήθως από το επίπεδο της θάλασσας. Γίνεται και από περιπλέοντα σκάφη που έχουν όμως ανάγκη εξωτερικής υποστήριξης. M a r i t i m e Air [Θαλάσσιοι άνεμοι] Μετεωρ. Άνεμοι που πνέουν στα πελάγη και τους ωκεανούς από θαλασσινές αύρες ως ιδιαίτερα δυνατούς κυκλώνες. Διακρίνονται για την υγρασία τους. M a r i t i m e Frequency B a n d s [Ζώνες ναυτιλιακών συχνοτήτων] Επικοιν. Τα συγκεκριμένα εκείνα εύρη συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία ανάμεσα σε πλοία ή ανάμεσα σε πλοία και τις λιμενικές υπηρεσίες. M a r i t i m e Mobile Service [Θαλάσσια κινητή υπηρεσία] Επικοιν. Υπηρεσία που συνεργάζεται με το Λιμενικό σώμα και άλλες υπηρεσίες πχ τηλεπικοινωνιακά γραφεία για ανταλλαγή ραδιοεπικοινωνίας παράκτιων σταθμών με πλοία. M a r i t i m e P o l a r Air [Πολικοί θαλάσσιοι άνεμοι] Μετεωρ. Το χειμώνα αέριες μάζες που σχηματίζονται στην Ασία και τους πόλους κατεβαίνουν στον Ειρηνικό από τα Αλεούτια νησιά όπου ζεσταίνονται σταδιακά και υγραίνονται προκαλώντας κακοκαιρία. M a r i t i m e Tropical Air [Τροπικοί θαλάσσιοι άνεμοι] Μετεοφ. Το καλοκαίρι αέριες μάζες που σχηματίζονται κάτω στις τροπικές θάλασσες του Ειρηνικού ανεβαίνουν προς τις δυτικές ακτές της Αμερικανικής ηπείρου προκαλώντας απότομες αλλαγές καιρού. M a r k 1 [Ενδειξη] Επικοιν. Το ένα (λογικό 1) από τα 2 σήματα που χρησιμοποιεί η ασύγχρονη επικοινωνία τερματικών και δηλώνει την κατάσταση γραμμής (πχ αδράνεια ή αναμονή). M a r k 2 [Ενδειξη] Πληρ. Σημάδι που βάζουμε ηλεκτρονικά με το ποντίκι ή το πληκτρολόγιο σε ειδική θέση (boxes) μιας οθόνης εισαγωγής στοιχείων που δηλώνει προτίμηση ή επιλογή. M a r k Detection [Ανίχνευση ένδειξης] Επικοιν. 1. Ανίχνευση από τον διερμηνευτή του ειδικού σημαδιού αρχής (<) ή τέλους (/>) στα κείμενα που είναι γραμμένα σε γλώσσες τύπου markup όπως η HTML 2. Ανίχνευση ένδειξης σε αντίστοιχο κουτί επιλογής κατά την αποστολή της φράσης μέσω του διαδικτύου από το πρόγραμμα που χειρίζεται εισόδους από φόρμες αποστολής δεδομένων. 3. Ανίχνευση σημείου από τους ειδικούς ηλεκτρονικούς αναγνώστες με τεχνολογία οπτικής αναγνώρισης (OCR). M a r k Hold [Ενδειξη κράτησης] Επικοιν. Κατάσταση μη δυνατής επικοινωνίας. M a r k - H o u w i n k E q u a t i o n [Εξίσωση Mark-Houwink] Φυσ. Χημ. Είναι γνωστή και α>ς εξίσωση StaudingerMark-Houwink. Για ένα διάλυμα πολυμερούς, δίνει: [n] - k*M a , όπου [η] το εσωτερικό ιξώδες, ενώ k, a παράμετροι χαρακτηριστικές του συστήματος πολυμερούς-διαλύτη. Χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του μοριακού βάρους του πολυμερούς. M a r k Of Reference [Σημείο αναφοράς] Πληρ. Η χρήση ενός λεξικού ή ενός αρχείου λέξεων που ήδη έχουν παρουσιαστεί και οι αντίστοιχες αναφορές τους, συ-

χνότητες εμφανίσεων κτλ σαν οδηγός σε αρχεία βοήθειας ή βιβλία. Η λέξη έχει νόημα και χωρίς την πληροφορική τεχνολογία αλλά εκεί βρίσκει την μέγιστη χρήση της. M a r k Sense [Ενδειξη (ύπαρξης) σημείου] Πληρ. Η λειτουργία αναγνώρισης σήμανσης (του αναμενόμενου τύπου) που χρησιμοποιείται κύρια σε μηχανισμούς αναγνώρισης οπτικών χαρακτήρων (OCR) μετά από ψηφιοποίηση εγγράφων ή φωτογραφιών με χρήση μεθόδων αναγνώρισης προτύπων (pattern recognition). Χρησιμοποιείται και στα τυχερά παιχνίδια. M a r k Sense R e a d e r [Αναγνώστης σημειακών ενδείξεων] Πληρ. Μηχάνημα που ανιχνεύει ανωμαλίες επιφάνειας (διαβάζει) χαρτιών αλλά και άλλων υλικών όπου οι ενδείξεις σημειώνονται με κοινό η ειδικό αντικείμενο σε συγκεκριμένα σημεία. Η απόδοση εξαρτάται από το βαθμό "εξυπνάδας" που του έχει δώσει ο κατασκευαστής. M a r k To Space Transition [Μετάβαση από 0 σε 1] Επικοιν. Ο ακριβής τρόπος μετάβασης πχ στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος του bit καθώς και η ακριβής διάταξη αυτών των αλλαγών χαρακτηρίζει αρκετούς κώδικες ψηφιακής μετάδοσης που χρησιμοποιούνται κυρία*; με ψηφιακά δεδομένα. M a r k e r 1 [Δείκτης] Πληρ. Ο δείκτης ορίων αρχής και τέλους μιας δραστηριότητας (πχ κείμενο σε έντονο χρώμα) στις προγραμματιστικές γλώσσες χειρισμού γραφικών. Συνήθως τα σύμβολα αυτά είναι γνωστά στο πρόγραμμα αναγνώστη ή αντιπροσωπεύονται από κάποιο συνδυασμό πλήκτρων όταν πρόκειται για μακροεντολή. M a r k e r 2 [Δείκτης] Τεχνολ. Το όργανο (πχ εκτυπωτής μαγνητικών χαρακτήρων η ειδικό μολύβι) για σημείωση ενδείξεων που συνήθως ανιχνεύουν κάποια ειδικά χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου (πχ ένα γραμμωτό κώδικα ή για προστασία από τα πλαστά χαρτονομίσματα). M a r k e r 3 [Δονητής] Επικοιν. Κύκλωμα που παράγει Marks (λογικό 1) και συναντιέται σε διάφορες ψηφιακές κωδικοποιήσεις ώστε να εξυπηρετούνται ειδικά χαρακτηριστικά για να μην υπάρχει αλλαγή πολικότητας. M a r k e r Pulses [Παλμικές ενδείξεις] Επικοιν. Σήματα συγχρονισμού στην αρχή με καθυστέρηση της επικοινωνίας τηλεφωνικών κέντρων. Τα 2 άκρα πρέπει να είναι ενήμερα κατάστασης για να αποφευχθεί το φαινόμενο Glare σύνηθες κύρια στα αναλογικά τηλεφωνικά δίκτυα. M a r k e t Analysis [Ερευνα αγοράς] Τεχνολ. Διαδικασία συλλογής και αξιολόγησης στατιστικών στοιχείων με σκοπό τον καθορισμό των αγοραστικών διαθέσεων του κοινού. Οι έρευνες αγοράς γίνονται από τις επιχειρήσεις πριν αποφασίσουν τη μαζική παραγωγή ενός νέου προϊόντος, ώστε να προβλέψουν ως ένα βαθμό τις πιθανότητες της οικονομικής ανταποδοτικότητας μιας επένδυσης. M a r k i n g A n d Spacing Intervals [Διαστήματα ένδειξης (σήματος) και παύσης] Επικοιν. Στην ασύγχρονη επικοινωνία τερματικών πρέπει το κάθε άκρο να ξέρει πότε τελειώνει η αποστολή κάθε χαρακτήρα. Έτσι στέλνεται ένα σήμα διακοπής ακολουθίας (Break) για επιστροφή στη θέση Mark. M a r k i n g Distortion [Ενδείξεις παραμόρφωσης] Επικοιν. Οι παλμοί (των συστημάτων παλμόκωδικής διαμόρφωσης) καθώς ψηφιοποιούνται (κάτω από την χρή-

-881 -

Mascheronl -Euler Constant

ση πολύπλεξης), παρουσιάζουν στη διάρκεια του συγχρονισμού διάφορες παραμορφώσεις (πλάτους, στατιστικού λάθους, κτλ). Η ανίχνευση και αξιοποίηση αυτών των στατιστικών (άσχετα με το αν οφείλονται στις γραμμές ή στους αλγόριθμους μετατροπής) είναι εργαλείο της στατιστικής πολύπλεξης (STDM). M a r k o f f s F o r m u l a s [Τύποι Markoff] Μαθημ. Προκύπτουν από τη διαφόριση των τύπων εμπρός διαφοράς του New ion. M a r k o f f s Inequality [Ανισότητα Markoff] Μαθημ. Για κάθε πολυώνυμο Π βαθμού το πολύ ν ισχύει max |Π'(χ)| < ν2 max [Π(χ) όπου τα μέγιστα παίρνονται πάνω στο διάστημα [-1 1]. M a r k o f T s N u m b e r s [Αριθμοί Markoff] Μαθημ. Οι αριθμοί π^που ικανοποιούν τις σχέσεις (9 - L ^ m , 2 = 4 όπου L„ οι αριθμοί Lebesque. M a r k o f f s System [Σύστημα Markoff] Μαθημ. Έτσι λέγεται ένα διατεταγμένο σύστημα συνεχών συναρτήσεων τέτοιο ώστε κάθε πεπερασμένο υποσύνολο του να πληροί τη συνθήκη Haar. M a r k o v C h a i n [Αλυσίδα Markov] Μαθημ. Μια συλλογή τυχαίων μεταβλητών {Χη} όπου n e Ν με Χο =ρ0 και Xn = f n (p 0 , Χ„.|), όπου οι συναρτήσεις fj:R2—> R είναι Borel μετρήσιμες. Χρήση στη θεωρία ουρών, Θεωρία κλάδων, στοχαστική θεωρία γεννήσεων. ΕπεκτάΟηκε και στη συνεχή περίπτωση. M a r k o v Inequality [Ανισότητα Markov] Μαθημ. Ανισότητα που δίνει την ανισότητα Chebyshev αλλά έρχεται από τη θεωρία μέτρου. Αν φ(χ) 3 0 τότε (σχεδόν βεβαίως) ισχύει Ρ(φ(χ) 3 a) < (l/a)E(tp(x)), όπου Ε(φ (χ)) η μαθηματική ελπίδα της χ. M a r k o v M a t r i x [Πίνακας Markov] Στατ. Στοχαστικός

χριστοφίτης, με MB 153 και χημικό τύπο (Zn,Fe)S. Συναντάται κυρίως στην Ιταλία, M a r r i a g e Theorem [Θεώρημα του γάμου] Μαθημ. Από τη συνδυαστική (θεωρία γραφημάτων). Αν έχουμε ν αγόρια και κάθε αγόρι γνωρίζει ορισμένα κορίτσια τι περιορισμούς πρέπει να θέσουμε ώστε όλα τα αγόρια να παντρευτούν γνωστά τους κορίτσια. Γνωστό και σαν πρόβλημα του Hall. Έχει λυθεί ικανοποιητικά και έχει πολλές εφαρμογές στα Λατινικά τετράγο^να. M a r r i e d Couples Problem [Πρόβλημα παντρεμένων ζευγαριών] Μαθημ. Αυμένο πρόβλημα της συνδυαστικής. Με πόσους τρόπους κάθονται ν ζευγάρια γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι ώστε να υπάρχει πάντα άντρας μεταξύ 2 γυναικών και κανένας να μην κάθεται δίπλα στη γυναίκα του. Λύση οι αριθμοί Menage (0, 1, 2, 13, 80,...) επί τον όρο 2η!. M a r r i t e [Μαρρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές γκρίζου χρώματος, με MB 486 και χημικό τύπο PbAgAsS 3 . Συναντάται κυρίως στη Σουηδία. M a r s [Αρης] Αστμον. 4ος πλανήτης από τον ήλιο μας με 2 δορυφόρους. Ογκος 15% του γήινου, επιφανειακή βαρύτητα 38% της γήινης και ξερή ατμόσφαιρα με σκόνη και ελάχιστα ίχνη πάγου όπως διαπίστωσε μη επανδρωμένο εξερευνητικό όχημα το 1999. Marsh-Berzelius Test [Πείραμα Marsh-Berzelius] Ανα/.. Χημ. Μέθοδος ανίχνευσης μικρών ποσοτήτων αρσενικού και αντιμονίου, με επίδραση υδρογόνου "εν τω γεννάσθαΓ. Αν υπάρχει μόνο αρσενικό, μετατρέπεται σε AsH 3 , το οποίο με περιορισμένη καύση σε ανεστραμμένη κάψα, δίνει κάτοπτρο από μεταλλικό As, που διαλύεται σε διάλυμα NaClO. Αν υπάρχει αντιμό-

(τυχαίας μεταβλητής) πίνακας. M a r k o v Process [Διαδικασία Markov] Στατ. Μια τυχαία διαδικασία όπου η μελλοντική πιθανότητα καθορίζεται από τις προηγούμενες τιμές της, δηλαδή πάνω σε μια σ - άλγεβρα ισχύει P(Xt e A | XSI = XJ, XS2 = X2> ..., XSn = xn) = Ρ (Χ, G A |XSn = xn). M a r k o w n i k o f f s Rule (I) [Κανόνας Markownikoff (I)] Ομγ. Χημ. Η προσθήκη υδραλογόνου ^ΗΧ) και γενικότερα οξέος (ΗΑ) στο διπλό δεσμό αλκενίου (RCH=CH 2 ), γίνεται με προσθήκη του υδρογόνου στο άτομο άνθρακα που φέρει ήδη τα περισσότερα άτομα υδρογόνου. M a r k o w n i k o f f s Rule (II) [Κανόνας Markownikoff (II)] Ομγ. Χημ. Η προσθήκη υδραλογόνου (ΗΧ) στο διπλό δεσμό αλογονο-υποκατεστημένου αλκενίου (RCH=CHX), γίνεται με προσθήκη του αλογόνου στο άτομο άνθρακα που φέρει το αλογόνο. M a r k u p L a n g u a g e [Γλώσσα μαρκαρίσματος] Πλημ. 1. Αναφέρεται σε μια κατηγορία γλωσσών προγραμματισμού που υλοποιεί πρωτόκολλα (specifications) παρουσίασης κειμένων (και πολυμέσων) στο διαδίκτυο. Οι εντολές αρχίζουν και τελειώνουν με ενδείξεις και η διερμηνεία από τη μηχανή γίνεται σειριακά. Οι νέες υλοποιήσεις δίνουν και δυνατότητα με δεδομένη υποδομή από τη μεριά του χρήστη του συναρτησιακού προγραμματισμού. Κλασσικοί εκπρόσωποι (HTML, SGML, XML, MathML). 2. Γλώσσες χειρισμού κειμένων με πολλές μακροεντολές. Τα σχήματα (πχ εκθέτες, έντονη γραφή κτλ) περιγράφονται με εντολές προγραμματισμού και εμφανίζονται με μετάφραση. Παράδειγμα η γλώσσα Postscript. M a r m a t i t e [Μαρματίτης] Ομυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής δομής του σιδηρούχου σφαλερίτη, γνωστό και ως

νιο, το κάτοπτρο του SbH 3 είναι αδιάλυτο. M a r s t u r i t e [Μαρστουρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τρίκλινης κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, λευκού χρώματος, με MB 609 και χημικό τύπο NaCaMn 3 [Si 5 Oi 4 (OH)]. Ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = 0.64:1:0.56 και συναντάται κυρίως στις Η.Π.Α.. Martingale [Ακολουθία Martingale] Στατ. Εννοούμε μια ακολουθία τυχαίων μεταβλητών ώστε η δεσμευμένη πιθανότητα Ρ(Χ(>+11Χΐ5 Χ 2 ,..., Xn) = Ρ(Χη)· Εενικότερα μια στοχαστική διαδικασία {Xt} tex πάνω σε μια σ- Αλγεβρα F, ώστε η κάθε Χ( να είναι F- μετρήσιμη με E(|Xt|) < «> ώστε αν για κάθε s < ι να ισχύει E(Xt j Fs) = Xs (σχεδόν βεβαίως) τότε το (X„F,,teT) είναι Martingale (τυχερό παιχνίδι με την ιδιότητα της αμνησίας). M a r t i t e [Μαρτίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ρομβοεδρικής κρυσταλλικής δομής, γνωστό και ως αιματίτης, ημιδιαφανές ή αδιαφανές, σκούρου χρώματος, με MB 160 και χημικό τύπο Fe 2 03. Συναντάται κυρίως στις Η.Π.Α. και στη Βραζιλία. M a r x Effect [Φαινόμενο Marx] Φυσ. Στερ. Κατ. Η μείωση της ενέργειας των φωτονίων που λόγω του φωτοηλεκτρικού φαινομένου εκπέμπονται από μία επιφάνεια, στην περίπτωση που στην επιφάνεια προσπίπτει ταυτόχρονα και άλλη ακτινοβολία συχνότητας μικρότερης εκείνης που προκαλεί το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Mascheroni -Euler Constant [Σταθερά Mascheroni Euler] Μαθημ. Το θεώρημα Mac Laurin - Cauchy δίνει αναλυτικά τον τύπο μιας σταθεράς yf τύπου σταθεράς Euler για μια συνάρτηση f που τείνει από πάνω στο 0. Αν f (x) = 1/χ παίρνουμε τη σταθερά Mascheroni Euler με τελική τιμή γ = 0,57721...

Mascons

- 882 -

Mascons [Υλικό mascons] Αστμον. Έτσι αναφέρονται οι μεγάλες συγκεντρώσεις του ορυκτού υλικού που περιέχουν οι σκοτεινές "θάλασσες" της σελήνης. Λόγω έλλειψης ατμόσφαιρας βομβαρδίζεται από μετεωρίτες και σε αρκετούς κρατήρες έχει χυθεί λάβα κυρίως σίδερο και βασάλτης που δίνει την πυκνή αίσθηση της θάλασσας. M a s e r [Συσκευή Maser] Φυσ. Η ονομασία προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Microwave Amplification by Stimulated Emission of Radiation (Ενίσχυση Μικροκυμάτων μέσω Διεγερμένης Εκπομπής Ακτινοβολίας). Είναι συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή και ενίσχυση υψηλής συχνότητας ραδιοκυμάτων. Κατασκευάστηκε το 1954 και είναι ο πρόγονος του laser. Στηρίζεται στο φαινόμενο όπου όταν ένα ηλεκτρόνιο ενός διεγερμένου μορίου χτυπηθεί από φα)τόνιο κατάλληλης συχνότητας, μεταπίπτει σε χαμηλότερη ενεργειακή στάθμη εκπέμποντας ένα φωτόνιο της ίδιας συχνότητας με το προσπίπτον και στην ίδια κατεύθυνση που το τελευταίο ανακλάστηκε, δηλαδή συμφωνοφασικό. 'Οταν τα δύο πια φωτόνια χτυπήσουν άλλο ηλεκτρόνιο, παράγονται άλλα 2 κ.ο.κ. Έτσι τα παραγόμενα κύματα έχουν όλα αυστηρά την ίδια συχνότητα, κατεύθυνση και διαφορά φάσης. Σήμερα το maser χρησιμοποιείται στα ατομικά ρολόγια. Mask 1 [Μάσκα] Επικοιν. Ο τρόπος απόδοσης μιας ηλεκτρονικής διεύθυνσης που δηλώνει το ID του δικτύου, ID του εξυπηρετητή δικτύου, ID υποδικτύου κτλ με δυαδικό ή δεκαδικό (κυρίως) τρόπο. Mask 2 [Μάσκα] Πλημ. 1. Στα πεδία μιας φόρμας δεδομένων συναντάμε μερικές φορές ένα πρότυπο εισόδου δηλωτικό του είδους δεδομενου πχ ημερομηνία. 2. Η ίδια η φόρμα εισόδου δεδομένων. 3. Στα προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφίας υπάρχουν πολλά εργαλεία με προεμφάνιση (για σύγκριση) ενός αντιγράφου της αυθεντικής εικόνας ώστε η διαδικασία αντιστροφής να είναι εύκολη. Έτσι έχουμε μάσκες χρωμάτων, μεγέθους, στοίχισης, σχήματος κτλ. M a s k [Μάσκα] Τεχνολ. Πιάτο από γυαλί η άλλο υλικό όπου προεκτυπώνεται μια φωτογραφία πριν το τελικό στάδιο της εκτύπωσης. M a s k Addressing [Διευθυνσιοδότηση μέσω μάσκας] Επικοιν. Στην απόδοση μιας IP διεύθυνσης χρησιμοποιούνται τα υποδίκτυα ώστε μέσω μιας 2ης μάσκας του τύπου 255.255.255.xxx να επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος. To xxx σχετίζεται και τον αριθμό bit που προσδιορίζουν το υπόλοιπο δίκτυο (και έτσι η μάσκα έχει σταθερό μήκος ή μεταβλητό για όλα τα υποδίκτυα). M a s k Matching [Ταίριασμα μάσκας] Πλημ. Διαδικασία αντιπαραβολής μιας μάσκας (αντίγραφο) με ένα άλλο στάδιο η πρωτότυπο. Αυτό γίνεται σε επίπεδο χαρακτήρα, bit, pixel κτλ. M a s k P r o g r a m m i n g [Προγραμματισμός μάσκας] Ηλεκτμον. Κατά την κατασκευή μνημών μόνιμης μαγνήτισης (ROM) προγραμματίζουμε με βάση κάποια τεχνική (masking). Maskable I n t e r r u p t [Μάσκα διακοπής] Πλημ. Πολλές προγραμματιστικές διακοπές έχουν μια μάσκα από bit ώστε κάθε ένα απ' αυτά να εκφράζει την κατάσταση μιας λειτουργίας ελέγχου. Masking [Προστατευτική ταινία] Οικοδ. Σε μια επιφάνεια που προορίζεται για βαφή, αυτοκόλλητη ταινία που τοποθετείται περιμετρικά για να προστατεύσει το στοιχεία που περιβάλλουν αυτή την επιφάνεια ώστε να

δημιουργηθεί μια καθαρή γραμμή στην περίμετρο. · Masking F r a m e [Πλαίσιο μάσκας] Τεχνολ. Τα σημεία του επιπέδου όπου εφαρμόζονται οι τεχνολογίες γραφικών σε μια μάσκα (αντίγραφο) που πρέπει να βρίσκεται σε ειδικό πλαίσιο. Mason [Τοιχοποιός, σοβατζής] Οικοδ. Οικοδόμος ειδικευμένος στην ανέγερση τοίχων από τσιμεντόλιθούς ή τούβλα η στην εκτέλεση εργασιών σοβατίσματος. Masonry [Τοιχοποιία] Οικοδ. Γενικός όρος που καλύπτει την ομάδα οικοδομικών εργασιών που έχουν σχέση με την ανέγερση τοίχων από πέτρα, τσιμεντόλιθους ή τούβλα. Masonry Dam [Πέτρινο φράγμα] Πολ. Μηχ. Φράγμα του οποίου η διατομή αποτελείται από τη συσσώρευση εντός ενός συγκεκριμένου γεωμετρικού σχήματος, που συνήθως είναι ένα τραπέζιο, ογκόλιθων ή σε άλλες περιπτώσεις από μεγάλα προκατασκευασμένα στοιχεία σκυροδέματος. Οι ογκόλιθοι ή το προκατασκευασμένα στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους με ενισχυμένο κονίαμα τσιμέντου. Mason's Theorem [Θεώρημα Mason's] Μαθημ. Επιλύει την ρητή περίπτωση του τελευταίου θεωρήματος του Fermat. Έστω 3 πολυώνυμα Π(χ), Μ(χ), Ν(χ) χωρίς κοινούς διαιρέτες ώστε Μ(χ) + Ν(χ) = Π(χ), τότε ο αριθμός διαφορετικών ριζών τους είναι τουλάχιστον κατά 1 μεγαλύτερος από το μεγαλύτερο βαθμό των 3 πολυωνύμων. Mass [Μάζα] Μηχ. Είναι η ποσότητα της ύλης που υπάρχει σε ένα σώμα. Αποτελεί και ένα μέτρο της αδράνειάς του, δηλαδή της αντίστασης του σώματος σε κάθε μεταβολή της κινητικής του κατάστασης. M a s s Absorption Coefficient [Συντελεστής απορρόφησης μάζας] Φυα. Μέγεθος που δηλώνει το κλάσμα από μία ακτινοβολία, συγκεκριμένου μήκους κύματος, που απορροφά η μοναδιαία μάζα μίας ουσίας. Mass Absorption Law [Νόμος απορρόφησης μάζας] Πυμην. Φυσ. Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο βαθμός απορρόφησης των διερχόμενων από μία ουσία ηλεκτρονίων, όταν η ταχύτητά τους ξεπερνά το 1 / 5 της ταχύτητας του φωτός, εξαρτάται μόνο από τη μάζα της και όχι από τη χημική της σύσταση. Mass Action Law [Νόμος Δράσεως των Μαζών] Χημ. Guldberg-Waage Law Mass Communication 1 [Μαζική επικοινωνία] Επικοιν. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού και των τεχνικών μέσων που εξυπηρετούν τις ανάγκες επικοινωνίας ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού όπως είναι για παράδειγμα το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Mass Communication 2 [Μαζική επικοινωνία] Επικοιν. Οποιαδήποτε επικοινωνιακή μορφή απευθύνεται έξω από την κλειστή ομάδα των κατασκευαστών της πχ τηλεόραση, αφίσες, δημόσιες ομιλίες κτλ. Mass Concrete [Γκρομπετόν] Πολ. μηχ. Ένας όγκος ή μια πλάκα σκυροδέματος που δεν περιέχει οπλισμό. Mass Defect [Χαμένη μάζα] Πυρην. Φυσ. Η ποσότητα Am = Ρ mP + Ν m,, - ΜΝ, όπου Ρ ο αριθμός των πρωτονίων ενός πυρήνα, Ν ο αριθμός των νετρονίων, και Ms, mP, mn οι μάζες ηρεμίας του πυρήνα, ενός πρωτονίου και ενός νετρονίου αντίστοιχα. Αυτή η "χαμένη μάζα" έχει μετατραπεί στην ενέργεια σύνδεσης ΔΕ = (Am) c 2 του πυρήνα. Mass-Distance [Μάζα-απόσταση] Τεχνολ. Το γινόμενο της μάζας που ένα όχημα μεταφέρει επί την απόσταση που αυτό διανύει.

- 883 Mass-Energy Conservation [Διατήρηση της υλοενέργειας] Φυσ. Μία από της βασικότερες αρχές της Φυσικής, που απέδειξε πρώτος ο Einstein στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. Σύμφωνα με αυτήν, η μάζα ή η ολική ενέργεια ενός απομονωμένου συστήματος ενδέχεται να μην είναι σταθερές - όπως προβλέπουν οι αρχές διατήρησης μάζας και ενέργειας της κλασικής Φυσικής - το άθροισμά τους όμως είναι πάντα σταθερό, με βάση την περίφημη σχέση: Ε = m c2. Έτσι αν "χαθεί" μάζα m, αυτή μετατρέπεται στην αντίστοιχη ενέργεια Ε και αντίστροφα. Mass Energy Relation [Σχέση μάζας ενέργειας] Μηχ. Πέραν από την κλασική φυσική, αλλά στα πλαίσια της θεωρίας της σχετικότητας, έχει αποδειχθεί ότι η μάζα και η ενέργεια συνδέονται άμεσα, μετατρέπονται η μία στην άλλη και δεν μπορούν να υπάρξουν η μία χωρίς την άλλη. Μαθηματικά συνδέονται με το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός, ενώ οι αρχές διατήρησης της ενέργειας και της μάζας έχουν πλέον ενοποιηθεί σε μία ενιαία αρχή διατήρησης της υλοενέργειας. Mass Flow [Ροή Μάζας] Ρενστομηχ. Ονομάζεται και μαζική ροή και ορίζεται ως η μάζα ενός ρευστού ανά μονάδα χρόνου και επιφάνειας διατομής. Εκφράζεται σε μονάδες g/(cm 2 xs). M a s s Flowmeter [Ροόμετρο Μάζας] Ρενστομηχ. Εργαστηριακό όργανο προσδιορισμού της ροής ενός ρευστού, το οποίο βασίζεται στη μέτρηση της μάζας που περνά στη μονάδα του χρόνου. M a s s L a w Of Sound Insulation [Ηχομονωτική ικανότητα όγκου] Τεχνολ. Η χαρακτηριστική ιδιότητα ενός τοίχου που προσδιορίζει ότι η ηχομονωτική ικανότητα του αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση τους ειδικού βάρους του τοίχου. Οσο πιο συμπαγή είναι τα στοιχεία που τον συνθέτουν τόσο μεγαλύτερη είναι ηχομονωτική δυνατότητα του. M a s s -Luminosity Relation [Σχέση μάζας- φωτεινότητας] Αστρον. Αρχή σύμφωνα με την οποία αν δύο αστέρες έχουν την ίδια μάζα και την ίδια χημική σύσταση, τότε θα έχουν και την ίδια ακτίνα και την ίδια φωτεινότητα. Συνάγεται έτσι πως η φωτεινότητα ενός αστέρα είναι ανάλογη της μάζας του υψωμένης σε κάποια δύναμη, που για τους περισσότερους αστέρες είναι το 3.5 M a s s N u m b e r [Μαζικός αριθμός] Πνρην.Φνσ. Για κάθε χημικό στοιχείο, ο αριθμός αυτός ορίζεται ως το άθροισμα του πλήθους των πρωτονίων και των νετρονίων που υπάρχουν στον πυρήνα του ατόμου. Mass Spectrometer [Φασματόμετρο Μαζών] Αναλ. Χημ. Αναλυτικό όργανο στο οποίο λαμβάνει χώρα ιονισμός μορίων, καθώς αυτά βομβαρδίζονται με δέσμη ηλεκτρονίων μεγάλης ενέργειας. Τα σχηματιζόμενα ιόντα, αφού επιταχυνθούν πρώτα σε ηλεκτρικό πεδίο και στη συνέχεια περάσουν από μαγνητικό πεδίο, κάθετο στο ηλεκτρικό, διαχωρίζονται και καταγράφονται με βάση το λόγο μάζας προς φορτίο. Mass Spectrometry [Φασματομετρία Μαζών] Αναλ. Χημ. Μέθοδος διαχωρισμού και ταυτοποίησης οργανικών ενώσεων, που βασίζεται στο βομβαρδισμό της ουσίας με δέσμη ηλεκτρονίων μεγάλης ενέργειας. Τα μόρια έτσι θραυσματοποιούνται, οπότε λαμβάνεται πλήρες φάσμα, από το οποίο μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη χαρακτηριστικών ομάδων. M a s s Spectroscope [Φασματογράφος μάζας] Πυρην. Φνσ. Συσκευή που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ως διαχωριστής σωματιδίων και κατά δεύτερο λόγο ως

Master

επιταχυντής. Αρχικά, μια δέσμη σωματιδίων επιταχύνονται σε αρκετά μεγάλες ταχύτητες κατά τη δίοδο τους από σταθερό ηλεκτρικό πεδίο. Στη συνέχεια εισέρχονται στο χώρο ενός μαγνητικού πεδίου όπου διαγράφουν ημικυκλικές τροχιές, με ακτίνα που εξαρτάται από το ειδικό φορτίο (q / m) του καθενός, που είναι και το "δακτυλικό αποτύπωμα" ενός σωματιδίου. Έτσι διαφορετικά σωμάτια διαγράφουν διαφορετικές τροχιές, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η "απομόνωση" του επιθυμητού. M a s s Spectrum [Φάσμα μάζας] Πυρην. Φυσ. Έτσι ονομάζεται η δέσμη των σωματιδίων όπως αυτά εξέρχονται διαχωρισμένα από ένα φασματογράφο μάζας. M a s s Storage Device [Συσκευή μαζικής αποθήκευσης] Πληρ. Ανάλογα με το μέγεθος της υπολογιστικής ισχύος που διαθέτουμε μπορούμε να εφοδιάσουμε το μηχάνημα μας με τους κατάλληλους μηχανισμούς αποθήκευσης. Ο όρος χρησιμοποιείται κύρια για μεγάλα συστήματα (συστοιχίες Raid δίσκων με cluster τεχνολογία, συστήματα καθημερινού backup, κτλ). Mass-To-Charge Ratio [Λόγος Μάζας/Φορτίου] Αναλ. Χημ. Συμβολίζεται ως m/e και αποτελεί το κριτήριο με βάση το οποίο διαχωρίζονται και καταγράφονται τα ιόντα που σχηματίζονται κατά τη φασματομετρία μαζών. M a s s T r a n s f e r [Μεταφορά Μάζας] Ρενστομηχ. Αναφέρεται σε φαινόμενα μεταφοράς μορίων, που μπορεί να οφείλονται σε ροή μεταβίβασης ή μοριακή διάχυση. Στα φαινόμενα αυτά βασίζονται οι διεργασίες απόσταξης, εκχύλισης ή απορρόφησης. M a s s - T r a n s f e r Coefficient [Συντελεστής Μεταφοράς Μάζας] Ρενστομηχ. Ορίζεται η γραμμομοριακή ροή μάζας ενός συστατικού, ανά μοναδιαία διαφορά συγκέντρωσης του συστατικού. Συνήθως συμβολίζεται με k. M a s s - T r a n s f e r Rate [Ρυθμός Μεταφοράς Μάζας] Ρενστομηχ. Είναι η μάζα ενός συστατικού που κινείται ανά μονάδα χρόνου. Ο ρυθμός μεταφοράς μάζας εκφράζεται ως συνάρτηση του συντελεστή μεταφοράς και της αντίστοιχης ωθούσας δύναμης. Mass T r a n s p o r t [Μαζική μεταφορά] Πολ. Μηχ. Τα μεταφορικά οχήματα που έχουν τη δυνατότητα μεταφοράς μεγάλου αριθμού επιβατών. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως ως ορισμός των αστικών συγκοινωνιών. Mass Units [Μονάδες Μάζας] Μηχ. Περιλαμβάνει τις μονάδες που χρησιμοποιούνται στη μέτρηση της μάζας. Οι βασικές μονάδες είναι το γραμμάριο (g) και η λίβρα (lb) στο μετρικό και στο αγγλοσαξωνικό σύστημα αντίστοιχα. Massey F o r m u l a [Τύπος MasseyJ Ατομ. Φυσ. Σχέση που δίνει την πιθανότητα ένα διεγερμένο άτομο στην επιφάνεια ενός μετάλλου να αποδιεγερθεί εκπέμποντας περισσότερα του ενός ηλεκτρόνια. Massieu Function [Συνάρτηση Massieu] Φυσ. Ας είναι U η ενέργεια ενός θερμοδυναμικού συστήματος, Τ η απόλυτη θερμοκρασία του και S η εντροπία του. Η παράσταση Η = U - Τ S ονομάζεται ελεύθερη ενέργεια Helmholtz του συστήματος, ενώ το κλάσμα J = - Η / Τ = - (U / Τ) + S αποτελεί τη συνάρτηση Massieu. Mast [Ιστός] Πολ. Μηχ. Κατακόρυφο στοιχείο μικρής διατομής και μεγάλου μήκους, συνήθως σταθεροποιημένο στη θέση του με τένοντες από συρματόσχοινο ή αντηρίδες και που χρησιμεύει ως κεραία ή ως πυλώνας γεωτρύπανου. M a s t e r [Κύριο, κεντρικό] Τεχνολ. Σε ένα σύνολο, το

Master Antenna Television System

- 884-

στοιχείο μέσω του οποίου ελέγχεται η λειτουργία των υπολοίπων τεμαχίων του συνόλου. Master Antenna Television System (MAW) [Τηλεοπτικό σύστημα κύριας κεραίας] Ετηκοιν. Συναντάμε ένα τέτοιο σύστημα σε ένα οικιστικό σύστημα εξυπηρετείται από μια κεντρική κεραία (δορυφορική, αλλά και κοινή) και ένα σύστημα μετάδοσης κάνει τη διανομή. M a s t e r Boot Record [Πρώτη εγγραφή ανοίγματος] Πληρ. Κατά το άνοιγμα του υπολογιστή όταν γίνεται η ανίχνευση υλικού διαβάζεται αυτή η πληροφορία με τα στοιχεία διαμόρφωσης του μέσου (πχ σκληρός δίσκος). M a s t e r Browser [Κύριο ευρετήριο] Επικοιν. Συγκεντρωτική λίστα ενός δικτύου με τα διαθέσιμα υποδίκτυα, επικεφαλής εξυπηρετητές, τα λειτουργικά τους συστήματα, καταμερισμό εφαρμογών κτλ. M a s t e r Clock [Κύριο ρολόι] Επικοιν. Στην επικοινωνία πολλών διαφορετικών ρολογιών (επεξεργαστών) είναι το ρολόι που συγχρονίζει το σύστημα τους. M a s t e r Control [Γενικός έλεγχος] Επικοιν. Το ανώτατο ιεραρχικά επίπεδο ελέγχου. M a s t e r Data Base [Κύρια βάση δεδομένων) Πληρ. Συγκεντρωτική λίστα για μια ενοποιημένη (λειτουργικά) βάση δεδομένων με τα δομικά στοιχεία των αρχείων δεδομένων (πεδία κτλ) που την αποτελούν, τα ευρετήρια της, θέση, δικαιώματα πρόσβασης, διασύνδεση σε επίπεδο λειτουργικού συστήματος κτλ. M a s t e r File [Κύριο αρχείο] Πληρ. Όρος της θεωρίας βάσεων δεδομένων που εννοεί συνήθως ένα κεντρικό αρχείο που ενημερώνεται από τα αρχεία κίνησης. M a s t e r G r o u p [Κύρια ομάδα] Επικοιν. Οι χρήστες που έχουν την πρόσβαση στις περισσότερες υπηρεσίες ενός δικτύου και συνήθως βρίσκονται στην ίδια γεωγραφική περιοχή. M a s t e r Index [Κύριο ευρετήριο] Πληρ. Συνένωση λέξεων θεματικών ευρετηρίων με οδηγό το κύριο κλειδί. M a s t e r Key [Πασπαρτού] Οικοδ. Σε ένα κτίριο υψηλών προδιαγραφών, στο σύστημα κλειδαριών των χώρων το κεντρικό κλειδί που προμηθεύει ο κατασκευαστής του συστήματος, το οποίο ανοίγει όλες ανεξαιρέτως τις κλειδαριές του κτιρίου. M a s t e r Mode [Κύριος τρόπος] Επικοιν. Στην περίπτωση που έχουμε 2 σήματα υπερισχύει όποιο έχει ψηλότερη προτεραιότητα πχ εκτέλεσης. M a s t e r P r o g r a m File [Κύριο αρχείο προγράμματος] Πληρ. Το αρχείο που έχει τον πυρήνα της ροής του προγράμματος και απ' όπου καλούνται μενού, συναρτήσεις κτλ. M a s t e r P r o g r a m m e [Γενικό πρόγραμμα] Τεχνολ. Σε ένα έργο το πρόγραμμα εργασιών που συμπεριλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που απαιτούνται για τη συμπλήρωση του έργου. Το γενικό πρόγραμμα δεν εμφανίζει όλες τις λεπτομέρειες του προγραμματισμού και χρησιμοποιείται ως οδηγός για τον προγραμματισμό σε λεπτομέρεια της κάθε επιμέρους δραστηριότητας. M a s t e r Sample [Κύριο δείγμα] Στατ. Το πρώτο κύριο και μεγαλύτερο δείγμα μιας δειγματοληψίας σε πολλά στρώματα. M a s t e r Slave Connection [Σύνδεση master slave] Επικοιν. Ικανοποιείται σε κάθε μορφή επικοινωνίας όπου υπάρχει μια εξαρτημένη ροή. Μπορεί όμως να λάβει διάφορες μορφές πχ. ένα master modem όπου έρχονται σήματα από έναν αναλογικό διαιρέτη όπου συνδέονται τα slave modem κάποιων τερματικών.

M a s t e r Slave M o d e [Χειρισμός τύπου αφέντη σκλάβου] Πληρ. Μεθοδολογία σύμφωνα με την οποία η εξαρτημένη μηχανή (σκλάβος) δέχεται σήματα λειτουργίας από τη μηχανή αφέντη. Συναντιέται πολύ συχνά στα συστήματα εξαρτημένης απόκρισης (μηχανικοί βραχίονες κτλ) M a s t e r Synchronization Pulse [Κύριος παλμός συγχρονισμού] Επικοιν. Παλμός χρονισμού που ορίζει έναρξη επικοινωνίας σε ειδικές περιπτώσεις. M a s t e r Terminal [Κύριο τερματικό] Πληρ. Στην περίπτωση ενός δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών, έτσι χαρακτηρίζεται το βασικό εκείνο μηχάνημα από όπου ελέγχεται η ορθή λειτουργία όλου του δικτύου, ή εάν αφορά έναν μόνο μεγάλο υπολογιστή είναι πάλι το τερματικό από όπου παρακολουθείται το σύστημα. Mastic [Μαστίχη] Οικοδ. Εύπλαστο συνθετικό δομικό υλικό που χρησιμοποιείται για την πλήρωση κενών στις περιπτώσεις που απαιτείται ανοχή στη μεταβολή των διατάσεων του κενού για λόγους συστολών - διαστολών από θερμοκρασιακές μεταβολές. Χρησιμοποιείται συνήθως στο σφράγισμα των αρμών εξασφαλίζοντας την υδρομόνωση. Mastic Asphalt [Μαστίχη ασφαλτικής σύνθεσης] Οικοδ. Δομικό υλικό με ελαστικές ιδιότητας και αδιαπέρατο από το νερό που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη επιφανειών που απαιτείται υδρομόνωση. Η τοποθέτησή του απαιτεί την θέρμανση του υλικού που αποκτά την φυσική του σκληρότητα στην φυσική θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Mastication [Αλεση] Μηχ. Διεργασία που χρησιμοποιείται στην τεχνολογία των πολυμερών, με σκοπό τη μετατροπή του ελαστομερούς σε μαλακή και εύκολα επεξεργάσιμη μορφή. Συνήθως η άλεση γίνεται σε κυλινδρόμυλους. M a t [Βάση] Πολ. Μηχ. 1. Βάση μεταλλική ή από σκυρόδεμα που αποτελεί το στοιχείο θεμελίωσης ενός ιστού. 2. Το δομικό πλέγμα βιομηχανικής προέλευσης όταν χρησιμοποιείται ως οπλισμός μιας πλάκας οπλισμένου σκυροδέματος. 3. Πυκνό ισχυρό μεταλλικό πλέγμα που τοποθετείται στις κατακόρυφες όψεις ενός ορύγματος, το οποίο συγκρατεί τις πέτρες που αποκολλούνται κατά καιρούς από το έδαφος ώστε να μην πέσουν πάνω στο οδόστρωμα σε μια υπεραστική οδό. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και ως προστατευτικό παραπέτασμα σε εκσκαφές που εκτελούνται με χρήση εκρηκτικών. M a t Foundation [Κυτόστρωση] Πολ Μηχ. Συμπαγής πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος που τοποθετείται στον πυθμένα της εκσκαφής η οποία φέρει το σύνολο των υποστυλωμάτων που καταλήγουν στο επίπεδο θεμελίωσης ενός κτιρίου. Είναι το σύστημα θεμελίο)σης που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις εδαφών που παρουσιάζουν ανισορροπία μεταξύ διαφόρων σημείων της επιφάνειας θεμελίωσης, ώστε να αποτραπούν οι διαφορικές καθιζήσεις που προβλέπονται στην περίπτωση των μεμονωμένων πεδίλων ή όταν η φέρουσα ικανότητα του υπεδάφους είναι μικρή. M a t c h Line [Γραμμή σύνδεσης] Τεχνολ. Στα σχέδια μεγάλων έργων όταν η οριζοντιογραφία ή η κάτοψη επεκτείνεται σε περισσότερα από ένα σχέδια, η γραμμή διακοπής του τμήματος που συμπεριλαμβάνεται στο ένα σχέδιο που συνδέεται με τη συνέχεια του έργου σε ένα άλλο σχέδιο. Matched Asymptotic Expansion [Ταιριασμένες ασυμπτωτικές επεκτάσεις] Μαθημ. Ταυτίζοντας τους αντί-

-885 στοίχους όρους των αναπτυγμάτων Taylor για 2 συναρτήσεις βρίσκουμε συνθήκες (αριθμητικής) ισότητας 2 συναρτήσεων. Φανερά η ποιότητα αυτής της προσέγγισης (επίτευξη μιας ανάλογης ακρίβειας) εξαρτάται από την τάξη της προσέγγισης. Matched Filter [Προσαρμοσμένο φίλτρο] Πληρ. Είναι μία ειδική διάταξη, η οποία χρησιμοποιείται για την εξαγωγή της ψηφιακής πληροφορίας από το διαμορφωμένο ψηφιακό σήμα. Έχει την ιδιότητα να μεγιστοποιεί το λόγο της ισχύος του σήματος προς το θόρύβο την στιγμή της επιλογής του ψηφίου. M a t c h e d G r o u p s [Ταιριασμένες ομάδες] Στατ. Σύνολα δεδομένων (πχ δείγματα) των οποίων θέλουμε να ελέγξουμε κάποιο στατιστικό μέγεθος η ακόμα αν ανήκουν στον ίδιο πληθυσμό, μετράμε την διακύμανση της ομάδας (group variance). Το ταίριασμα γίνεται από ισοπληθείς δοκιμές 2 ή περισσότερων πειραμάτων ή εκτελέσεις πειράματος κάτω από τις ίδιες συνθήκες με χρονική υστέρηση. M a t c h e d Pairs [Ταιριασμένα ζεύγη] Στατ. Σύνολα δεδομένων πειραματικού σχεδιασμού οργανωμένα σε ζεύγη για σύγκριση. Έχουν παραχθεί αρκετά τεστ ειδικά για συγκρίσεις ζευγών (χωρίς διάταξη, μετά από προδιάταξη, έλεγχοι μέσων κτλ). Συνήθως ελέγχονται με t τεστ και μετά κάνουμε έλεγχο με δείκτη Pearson ή με το κριτήριο Friedman για τακτικές τιμές. Matching 1 [Ταίριασμα] Επικοιν. Έλεγχος του παραληφθέντος μηνύματος για τη σωστή σειρά. Στη διαδικασία μεταγωγής πακέτου όπου το κάθε κομμάτι μηνύματος κουβαλά μαζί και τη διεύθυνσή του, πιθανόν κάποιο από τα κομμάτια ακολουθώντας κακή (από συγκυρία) διαδρομή μπορεί να φτάσει αργότερα οπότε το μήνυμα πρέπει να ανασυντεθεί η και να ξαναγίνει η αποστολή αν αποτύχει το CRC check. Matching [Ταίριασμα] Στατ. Έλεγχος ταύτισης χαρακτηριστικών σε 2 ή περισσότερες ομάδες, γραφήματα συνήθως στη βάση κάποιου προτύπου πχ μάσκες. Matching Algorithm [Αλγόριθμος ταιριάσματος] Μαθημ. Συνδυαστικός αλγόριθμος που είναι ειδική περίπτωση ενός δικτυακού αλγόριθμου των Ford και Fulkerson. Matching Distribution [Κατανομή ταιριάσματος] Στατ. Η κατανομή ταυτίσεων στοιχείων που επιλέγονται k κάθε φορά από ένα σύνολο ν αριθμημένων επιλογών (k
Mathematical Control

τη χρήση ενός γεωμετρικού σημείου. Material Requirements Planning (MRP) [Προγραμματισμός κινητοποίησης παραγωγικών μέσων και πρώτων υλών] Τεχνολ Ο γενικός προγραμματισμός μιας επιχείρησης ή ενός έργου που συμπεριλαμβάνει τις απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, σε εξοπλισμό καθώς και τον προγραμματισμό της προμήθειας υλικών και πρώτων υλών που απαιτούνται για την ομαλή λειτουργία της παραγωγής ή την εκτέλεση ενός έργου. Materialization [Υλοποίηση] Φυσ. Η μετατροπή, σε συγκεκριμένα φαινόμενα, ενέργειας σε μάζα με βάση την αρχή διατήρησης της υλοενέργειας (βλέπε MassEnergy Conservation). Materials [Υλικά] Τεχνολ. Προϊόντα που αποτελούν τα πρωτογενή στοιχεία της σύνθεσης ενός τεχνικού έργου. Στον όρο συμπεριλαμβάνονται πρώτες ύλες όπως νερό, τσιμέντο, αδρανή καθώς και βιομηχανικά προϊόντα που απαιτείται η χρήση τους για να συμπληρωθεί το τεχνικό έργο. Materials Control [Έλεγχος αποθήκης] Τεχνολ. Διαδικασίες συνεχούς παρακολούθησης της διαθέσιμης ποσότητας των υλικών και των πρώτων υλών που απαιτούνται για την παραγωγή ενός προϊόντος, ώστε να μην προκύψουν ελλείψεις και σταματήσει η παραγωγική διαδικασία. Materials Handling [Μεταφορά υλικών] Τεχνολ. Η διαδικασία της μετακίνησης των υλικών ή των πρώτων υλών με ειδικό εξοπλισμό που εξασφαλίζει τον ελάχιστο χρόνο μετακινήσεων καθώς και τη λιγότερη δυνατή χειρωνακτική εργασία. Materials Science [Μελέτη υλικών] Τεχνολ. Το αντικείμενο του γνωστικού κλάδου που ασχολείται με την διερεύνηση των μηχανικών και χημικών ιδιοτήτων των πρώτων υλών και των υλικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντων ή στην κατασκευή τεχνικών έργων. M a t h Co-processor [Μαθηματικός συνεπεξεργαστής] Πληρ. Προσάρτημα του κύριου μοντέλου επεξεργαστών ως 80386 της εταιρίας Intel που μετά ενσωματώθηκε (μαζί με τις εντολές του στην κύρια μονάδα). Mathematical Analysis [Μαθηματική ανάλυση] Μαθημ.. Ο κλάδος της ανάλυσης που ασχολείται με τις θεμελιώδεις ιδιότητες της άλγεβρας και των πραγματικών αριθμών. Mathematical Astronomy [Μαθηματική αστρονομία] Μαθημ. Αν και από τη φύση της η Αστρονομία βρίσκεται πιο κοντά στη φυσική, η κατασκευή μοντέλων της μοντέρνας κοσμολογίας παίρνει όλα τα νέα γεωμετρικά μαθηματικά εργαλεία και τα ενσωματώνει στην κβαντομηχανική. M a t h e m a t i c a l Biology [Μαθηματική βιολογία] Μαθημ. Η χρήση μαθηματικών / στατιστικών μοντέλα^ν και θεωρίας καταστροφών για την εξήγηση της θεωρίας εξέλιξης. Χρησιμοποιεί τη Logistic, μοντέλα αναπαραγωγής, θύτη-θύματος, δυναμική γεννήσεων κτλ. Mathematical Chemistry [Μαθηματική χημεία] Χημ. Ο κλάδος αυτός έχει μια διαφοροποίηση. Συναντάται περισσότερο ενσωματωμένος στη Χημεία παρά στα Μαθηματικά. Χρησιμοποιεί κατά κόρον βαριά αλγεβρικά εργαλεία (θεωρία ομάδων κτλ), θεωρία δυναμικών συστημάτων και τελικά πολλές αριθμητικές μεθόδους, αφού τα χημικά συστήματα είναι τόσο πολύπλοκα που συνήθως οποιαδήποτε ποιοτική προσέγγιση είναι αδύνατη. M a t h e m a t i c a l Control [Μαθηματικός έλεγχος] Μα-

Mathematical Ecology

-886-

θημ. To κομμάτι της θεωρίας συστημάτων που ασχολείται με τη δυναμική των συστημάτων ελεγχου. Αξιοποιούνται αλγεβρικά εργαλεία και η θεωρία διαφορικών εξισώσεων και τα αποτελέσματα τροφοδοτούν κύρια τη θεωρία μοντέλων ή την πληροφορική. Mathematical Ecology [Μαθηματική οικολογία] Μαθημ. Λ^ιοποιείτε πλέον η γενικότερη θεωρία συστημάτων για την κατασκευή οικο - μοντέλων. Για παράδειγμα έχουμε μοντέλα όπου οι παράμετροι εκτιμώνται στατιστικά για ανάπτυξη δασών, μοντέλα διαχείρισης οικοσυστημάτων, υδροφόρων οριζόντο)ν κτλ. Mathematical Expectation [Μαθηματική ελπίδα] Στατ. Ο μέσος όρος μιας τυχαίας μεταβλητής (διακριτής ή συνεχούς). Mathematical Expression [Μαθηματική έκφραση] Πλημ. Έκφραση σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού που περιλαμβάνει κάποιες μαθηματικές ποσότητες με χρήση τελεστών, με ειδικούς προσδιοριστές στη γραμματική της γλώσσας και κυρίως μαθηματικές συναρτήσεις φτιαγμένες ώστε να καλύπτουν τις απαιτήσεις του χρήστη. Στα πακέτα συμβολικής άλγεβρας είναι δυνατόν να έχουμε στην έκφραση μια ακολουθία σύνθετων υπολογισμών με μαθηματικό συμβολισμό. M a t h e m a t i c a l G a m e s [Μαθηματικά παίγνια] Μαθημ. Εφαρμογή μαθηματικών κανόνων κυρίως θεωρίας πιθανοτήτων και συνδυαστικής, θεωρίας γραφημάτων και άλλων αναλυτικών μεθόδων στην εύρεση άριστων στρατηγικών επίλυσης καταστάσεων συγκρούσεων και άλλων τυχερών παιχνιδιών, αφού περιγραφούν σε μάθη ματική γλώσσα. M a t h e m a t i c a l G e o g r a p h y [Μαθηματική γεωγραφία] Μαθημ. Εδώ χρησιμοποιούμε γεωμετρικές, προβολικές μεθόδους για κίνηση, εντοπισμό σημείων κτλ πάνω σε χάρτες απλούς η ηλεκτρονικούς, δορυφορικούς, επιφανείας κτλ. M a t h e m a t i c a l Geology [Μαθηματική γεωλογία] Μαθημ. Αξιοποίηση αλγεβρικών μεθόδων για τον προσδιορισμό κίνησης στο υπέδαφος (πχ εφαρμογές στη σεισμολογία. M a t h e m a t i c a l Induction [Μαθηματική επαγωγή] Μαθημ. Αποδεικτική μέθοδος που παράγεται με τη χρήση της θεωρίας αριθμών. Αποδεικνύουμε ότι ένας προτασιακός τύπος ισχύει για μια πρώτη τιμή, δεχόμαστε την αλήθεια μιας πρότασης για μια γενική τιμή και αποδεικνύουμε την ισχύ για τον επόμενο ακέραιο. Υλοποιούνται και διάφορες παραλλαγές. Mathematical Logic [Μαθηματική λογική] Μαθημ. Η χρήση αλγεβρικών μεθόδων για κατασκευή λογικών (αποδεικτικών) μοντέλων. Συνήθως χρησιμοποιούνται συμβολισμοί και κατάλληλοι συνδυασμοί τους. Έτσι βρίσκονται και νέοι δρόμοι στην απόδειξη θεωρημάτων. M a t h e m a t i c a l Modelling [Μαθηματική μοντελοποίηση) Μαθημ. Η γενικότερη χρήση θεωρίας συστημάτων για τη συστηματική μελέτη διάφορων επιστημονικοί κλάδων. Mathematical Physics [Μαθηματική φυσική] Μαθημ. Η χρήση αναλυτικών και αλγεβρικών τεχνικών σαν το βασικό εργαλείο κατανόησης των φυσικών διεργασιών και επίλυσης των πολύπλοκων συστημάτων που προκύπτουν. Εδώ ανήκουν όλες οι μερικές διαφορικές εξισώσεις όπως, εξίσωση κύματος, εξίσωση διάδοσης θερμότητας, εξίσωση Helmholtz, εξίσωση Schrondinger, εξίσωση Schwinger Dyson κτλ. Mathematical Probability [Μαθηματική πιθανότητα]

Μαθημ. Η επιστήμη των πιθανοτήτων σε αντιπαράθεση με τον εμπειρικό ορισμό και τη χρήση της πιθανότητας. Mathematical P r o g r a m m i n g [Μαθηματικός προγραμματισμός] Μαθημ. Το βασικότερο εργαλείο της διοίκησης. Επίλυση (εύρεση ακρότατων) γραμμικών συστημάτων με πολλούς αγνώστους και λίγες εξισώσεις κάτω από περιορισμούς (βελτιστοποίηση).Ακόμα δυναμικός προγραμματισμός, κυρτός προγραμματισμός, στοχαστικός προγραμματισμός, ακέραιος προγραμματισμός και θεωρία παιγνίων. Mathematical Simulation [Μαθηματική προσομοίωση] Πληρ. Η χρήση της θεωρίας συστημάτων, της θεωρίας διαφορικών εξισώσεων και κυρίως αριθμητικών μεθόδων για αναπαραγωγή των συνθηκών διεξαγωγής πειραμάτων με αξιόπιστα αποτελέσματα. Υπάρχουν ειδικές γλώσσες προγραμματισμού (πχ Simlink, Modula) που καλύπτουν το θέμα και συνεργάζονται με τις γνωστές γλώσσες προγραμματισμού (πχ Fortran). Mathematical S o f t w a r e [Μαθηματικό λογισμικό] Πλημ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο γράφτηκε και εκτεώται με σκοπό την επίλυση των βασικών προβλημάτων των μαθηματικών. Όλες οι εφαρμοσμένες τεχνικές που έχουν ως βάση κλάδους των μαθηματικών, συνήθως αποβλέπουν στη δημιουργία του κατάλληλου λογισμικού για λύση προβλημάτων. Επιπλέον υπάρχει πολύ διαθέσιμο υλικό από άλλους κλάδους μαθηματικών εφαρμοσμένους αλλά και θεωρητικούς, όπως αφαιρετικές άλγεβρες, λογική κτλ. Mathematical Subroutine [Ρουτίνα μαθηματικού λογισμικού] Πλημ. Φτιαγμένη σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού, η σε κάποιο πακέτο ειδικά φτιαγμένο για επίλυση μιας κλάσης προβλημάτων, είτε από ειδικό τυποποιημένο μαθηματικό λογισμικό (γενικότερου σκοπού) αριθμητικής κατεύθυνσης η συμβολικής άλγεβρας. Mathematical Tables [Μαθηματικοί πίνακες] Μαθημ. Πίνακες που περιέχουν μαθηματικούς τύπους οργανωμένους θεματικά ή τιμές διάφορων συναρτήσεων. M a t h e m a t i c s [Μαθηματικά] Μαθημ. Αρχικά (ως τα μέσα του 19ου αιώνα) ήταν κατασκευαστικά. Σκοπός ήταν η (βιομηχανική) ικανοποίηση αναγκών και βελτίωση της ανθρώπινης ζωής. Τότε πήραν και μια θεωρητική στροφή που απογειώθηκε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται και τα εφαρμοσμένα μαθηματικά. Η ανάπτυξη των υπολογιστών και της ισχύος τους σε συνδυασμό με την προώθηση στον απλό καταναλωτή, αναμένεται να ανοίξουν νέους δρόμους στα μαθηματικά: εξειδίκευση ανά επιστημονικό πεδίο αλλά και κατανόηση άλυτων προβλημάτων και κυρίως προσαρμογή σε ένα πλήθος μοντέλων που έχουν κατασκευάσει οι θεωρητικοί μαθηματικοί. M a t h e m a t i c s Of Finance [Οικονομικά μαθηματικά] Μαθημ. Μαθηματικές μέθοδοι για την αποδοτικότερη εκμετάλλευση και πρόβλεψη στην ασφάλιση, στα τραπεζικά θέματα και στις επενδύσεις. Συναντιώνται και σαν Financial Mathematics (ή Mathematics of Investments κτλ). Mathieu E q u a t i o n [Εξίσωση Mathieu] Μαθημ. Μια διαφορική εξίσωση y" = -(ρ - 2q" cos(2x))y που επιλύεται στο πρότυπο της εξίσωσης Laplace. Υπάρχει και η τροποποιημένη (modified) εξίσωση Mathieu y" - (ρ 2q' cosh(2x))y που επιλύεται στο πρότυπο της εξίσωσης Helmholtz.

-887 Mathieu Functions [Συναρτήσεις Mathieu] Μαθημ. Λύσεις της διαφορικής εξίσωσης y" = -(ρ + 16q' cos (2z))y που επιλύεται στο πρότυπο της διαφορικής εξίσωσης Hill. Matildite [Ματιλδίτης] Ορνκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, μαύρου χρώματος, με MB 381 και χημικό τύπο AgBiS 2 . Συναντάται κυρίως σε περιοχές της Ν. Αμερικής. Matrix [Μαθηματικός πίνακας] Μαθημ. Είναι ένα διατεταγμένο σύνολο αριθμών, με γραμμές και στήλες, τετραγωνικής ή ορθογωνικής μορφής για τους δυσδιάστατους πίνακες, οι οποίοι όμως μπορούν να επεκταθούν θεωρητικά και σε άπειρες διαστάσεις. Βρίσκουν πρακτική εφαρμογή σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους όπως η μηχανική, η φυσική και αλλού. M a t r i x Addition [Πρόσθεση πινάκων] Μαθημ. Για 3 m ' n πίνακες, Α = (ay),Β = (ftj), Γ = (γ^) τότε Α+Β= Γ αν + pij = Yij για κάθε 1 < i < m και 1< j < n. M a t r i x Algebra [Αλγεβρα πινάκων] Μαθημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο κλάδος των μαθηματικών ο οποίος ασχολείται με τις παραστάσεις και τις πράξεις μεταξύ πινάκων. M a t r i x Calculus [Λογισμός πινάκων] Μαθημ. Ο λογισμός όπου οι πίνακες έχουν στοιχεία συναρτήσεις η αποτελούν μεταβλητές σε αλγεβρικές εκφράσεις. M a t r i x Decomposition [Αποσύνθεση πίνακα] Μαθημ. Για έναν τετραγωνικό πίνακα Α βρίσκουμε έναν πίνακα Π ώστε Α = Π* ι ϋΠ ή 2 πίνακες Μ,Ρ ώστε A=MDPT (η λεγόμενη SVD ανάλυση) όπου ο πίνακας D είναι διαγώνιος με στοιχεία τις ιδιοτιμές ενώ οι άλλοι πίνακες πληρούν κατά περίπτωση κάποιες προϋποθέσεις πχ ορθογωνιότητα κτλ. M a t r i x D e t e r m i n a n t [Ορίζουσα πίνακα] Μαθημ. Για ένα τετραγωνικό πίνακα Α τάξης ν, η ορίζουσα του |Α| είναι μια αριθμητική ποσότητα που ισούται με το γινόμενο των ιδιοτιμών του. Κατά κανόνα βρίσκεται δύσκολα αναλυτικά αν ν>3, ενώ με αριθμητικές μεθόδους η εύρεση είναι αρκετά εύκολη. Αν έχει τιμή μη μηδενική τότε ο πίνακας λέγεται ομαλός. Matrix Diagonalization [Αιαγωνιοποίηση πίνακα] Μαθημ. Η εύρεση πίνακα Π ώστε οι πίνακες A Kat D να είναι όμοιοι οπότε D = Π''ΑΠ. Βρίσκουμε τις ιδιοτιμές του Α μέσω της κλασσικής διαδικασίας και ανασυνθέτουμε τον πίνακα Π αν αυτό είναι εφικτό από τα ιδιοδιανύσματα. Αρκεί το ελάχιστο πολυώνυμο του Α να είναι γινόμενο πρωτοβάθμιων όρων. M a t r i x Effects [Παρεμποδίσεις Μήτρας] Αναλ. Χημ. Στη φλογοφασματοφωτομετρία, αναφέρονται οι περιπτώσεις αλλαγής των φυσικών ιδιοτήτων του μετρούμενου διαλύματος, λόγω της παρουσίας ενός ηλεκτρολύτη ή μιας οργανικής ουσίας. Οι παρεμποδίσεις μήτρας συνεπάγονται μεταβολές στην αποδοτικότητα ψεκασμού, εκνεφώσεως, ατομοποιήσεως, κλπ., κατά τη διάρκεια της ανάλυσης. M a t r i x Eigenvalue [Ιδιοτιμή πίνακα] Μαθημ. Χαρακτηριστικό μέγεθος του πίνακα Α. Η ιδιοτιμή είναι ένας αριθμός λ ώστε Αχ = λχ για κάθε κατάλληλο ιδιοδιάνυσμα χ. M a t r i x Eigenvector [Ιδιοδιάνυσμα πίνακα] Μαθημ. Χαρακτηριστικό μέγεθος του πίνακα Α. Κάθε ιδιοτιμή αντιστοιχεί σε έναν ιδιοχώρο (eigenspace). Είναι ένα διάνυσμα, που μπορεί να εκλεγεί και μοναδιαίο ώστε να παράγει αυτόν τον ιδιοχώρο. Ο χώρος αυτών των ιδιοδιανυσμάτων που αντιστοιχούν σε μια ιδιοτιμή αφήνεται αναλλοίωτος από το μετασχηματισμό που πα-

Matrix Theory

ριστάνει ο πίνακας. Matrix Element [Στοιχείο πίνακα] Μαθημ. Για κάποιον m ' n πίνακα Α = (ay) το τυχόν στοιχείο a i; βρίσκεται στη διασταύρωση της i- γραμμής και της j- στήλης. M a t r i x Equation [Εξίσωση πίνακα] Μαθημ. II διαφορική εξίσωση χ' =Αχ. Πρότυπο πρόβλημα που αν και θεωρητικά έχει μελετηθεί πολύ, υπολογιστικά απαιτεί ειδικές μεθόδους γι' αυτό και χαρακτηρίζεται σαν δύσκολα ολοκληρώσιμο (stiff). M a t r i x Inversion [Αντιστροφή πίνακα] Μαθημ. Η κατασκευή αντίστροφου ενός τετραγωνικού ομαλού πίνακα. Ένα δύσκολο γενικά πρόβλημα που αν ο πίνακας έχει διάσταση μεγαλύτερη από 3 επιλύεται αριθμητικά. M a t r i x Mechanics [Μηχανική πινάκων] Φνα. Θεωρία που μελετά τα κβαντο μηχανικά φαινόμενα αντιστοιχίζοντας κάθε τελεστή ή κατάσταση σε έναν πίνακα. Προτάθηκε από τον Heisenberg, και αργότερα αποδείχθηκε από το Schrocdingcr ότι είναι ισοδύναμη της κυματικής αναπαράστασης των ίδιων φαινομένων. M a t r i x Multiplication [Πολλαπλασιασμός πινάκο)ν] Μαθημ. Το εσαπερικό γινόμενο 2 πινάκων. Αν Α= (αϋ) πίνακας m ' n και Β= (py) πίνακας n ' k, τότε το γινόμενο C =ΑΒ είναι ένας m ' k πίνακας C = (yy) και κάθε στοιχείο του yy προκύπτει πολλαπλασιάζοντας εσωτερικά τα διανύσματα της i- γραμμής του Α και της j στήλης του Β. Matrix N o r m [Νόρμα πίνακα] Μαθημ. Για έναν πίνακα Α οι 3 αριθμητικές νόρμες του είναι ||Α||! (μεγαλύτερο άθροισμα στήλης του |Α|), ||Α||2 (τετραγωνική ρίζα του αθροίσματος τετραγώνων όλων των στοιχείων του Α) και ||Α||1 (μεγαλύτερο άθροισμα γραμμής του |Α|). Υπάρχουν και οι 3 αντίστοιχες διανυσματικές (φυσικές) νόρμες. Αλλάζει μόνο η 2η που γίνεται ||Α|| = sup ||Ax||, όπου ||χ|| = 1. Για ένα συμμετρικό πίνακα παίρνει σαν τιμή την απόλυτη τιμή της μεγαλύτερης ιδιοτιμής (φασματική ακτίνα). M a t r i x Of A Linear T r a n s f o r m a t i o n [Πίνακας ενός γραμμικού μετασχηματισμού] Μαθημ. Είναι γνωστό ότι κάθε μετασχηματισμός του επιπέδου ή του χώρου αναπαρίσταται με ένα πίνακα 2 ' 2 ή 3 ' 3 αντίστοιχα όπου περιγράφεται ο μετασχηματισμός (κατά μέτρο και στροφή). Matrix P r i n t e r [Εκτυπωτής μήτρας] Πλημ. Παλαιότερος τύπος εκτυπωτή σε επίπεδο χαρακτήρα. M a t r i x Sampling [Δειγματοληψία βάσει πίνακα] Στατ. Τρόπος δειγματοληψίας με βάσει κάποια πιθανοθεωρητικά πρότυπα ώστε τα δείγματα να κινούνται στα όρια ενός πίνακα. M a t r i x Storage [Αποθήκευση πινάκων] Πλημ. Υπολογιστικά η διαδικασία αποθήκευσης πίνακα και το συναφές πρόβλημα που είναι η επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο των πινάκων που έχουν συνήθως δισεκατομμύρια στοιχεία (πχ εύρεση καιρού) είναι ένα ανοιχτό ακόμα πρόβλημα που δέχεται ευρετικές (hieuristic) λύσεις. Βασικό προαπαιτούμενο ελάττωσης της πολυπλοκότητας είναι ο πίνακας να είναι αραιός (sparce). M a t r i x Switch [Πίνακας εναλλαγής] Πλημ. Ο πίνακας που ελέγχει την πρόσβαση σε δομημένο κατάλληλα πολυχρηστικό περιβάλλον με την υλοποίηση "πολλοί σε πολλά". M a t r i x Theory [Θεωρία πινάκων] Μαθημ Χρησιμοποιεί τα εργαλεία της γραμμικής άλγεβρας και της θεωρίας τελεστών (επειδή ο πίνακας είναι ένας τελεστής

Matrix Transpose

- 888 -

στην πεπερασμένη διάσταση) για να μελετά τους πίνακες. M a t r i x T r a n s p o s e [Αναστροφή πίνακα] Μαθημ. Για έναν πίνακα Α, ο ανάστροφος Α προκύπτει αν κάνουμε τις γραμμές του Α στήλες. M a t r i x Triangulation [Τριγωνοποίηση πίνακα] Μαθημ. Κατά τη διαδικασία της decomposition, αν ο πίνακας δε διαγωνιοποιείται τότε τριγωνοποιείται δηλαδή Τ = ΓΙ ΑΠ"1 και ο πίνακας Τ είναι κάτω τριγωνικός. M a t t e r [Ύλη] Φυσ. Οτιδήποτε έχει μάζα και καταλαμβάνει κάποιο, έστω και απειροελάχιστο, χώρο. M a t t r e s s [Στρώση καθαρισμού, στρώση προστασίας] Οικοδ. 1. Πλάκα σκυροδέματος τοποθετημένη πάνω στο έδαφος μέσω της οποίας διαμορφώνεται μια καθαρή επίπεδη επιφάνεια εργασίας για την ανέγερση ενός τεχνικού έργου. 2. Εύκαμπτο φύλλο από συνθετικό υλικό που καλύπτει μια επιφάνεια και συγκρατείται στη θέση του με λιθοριπή. M a u n d e r M i n i m u m [Ελάχιστο Maunder] Αστμον. Η περίοδος από το 1654 έως το 1714 όπου παλιά πίστευαν ότι στον Ήλιο δεν εμφανίστηκαν κηλίδες. Σήμερα γνωρίζουμε ότι απλά ο αριθμός τους ήταν σημαντικά μικρότερος αυτών που άρχισαν να καταγράφονται από το 1800 και μετά. M a u p e r t u i s ' Principle [Αρχή Maupertuis] Μηχ. Είναι αλλιώς γνωστή και ως αρχή της ελάχιστης δράσης και τη διατύπωσε ο Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος Pierre de Maupertuis το 1744 ως εξής: "Ανάμεσα από όλες τις δυνατές κινήσεις που ένα σύστημα μπορεί να ακολουθήσει από μία κατάσταση σε μία άλλη, η Φύση επιλέγει εκείνη για την οποία απαιτείται η ελάχιστη δυνατή δαπάνη δράσης". Ως στοιχειώδη δράση ο Maupertuis όρισε το γινόμενο m υ ds = 2 Τ dt, όπου Τ η κινητική ενέργεια του συστήματος. Αρα πρέπει το ολοκλήρωμα t l r 2 T d t να παίρνει ελάχιστη τιμή. Max Flow M i n C u t T h e o r e m [Θεώρημα μεγίστης ροής ελάχιστης τομής] Μαθημ. Θεώρημα της θεωρίας δικτυωμάτων. Θεωρούμε ένα δίκτυο και 2 κορυφές του χ και ψ. Τότε η ελάχιστη χωρητικότητα μιας τομής που χωρίζει τις 2 κορυφές του θα ισούται με τη μέγιστη ποσότητα ρεύματος μεταξύ των 2 κορυφών. Max M a t c h i n g [Μέγιστο ταίριασμα] Μαθημ. Ταίριασμα γραφήματος (συνήθως υπό μορφή συνόλου) ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη κάλυψη κορυφών πχ εγγράφοντας ένα αστέρι 5 κορυφών σε ένα κανονικό πεντάγωνο. Γνωστότερος αλγόριθμος των Ford Fulkerson. M a x i m a l Accretive O p e r a t o r [Μεγιστικός αυξητικός τελεστής] Μαθημ. Ο γραμμικός μη φραγμένος τελεστής Α πάνω σε ένα χώρο Hilbert Η, λέγεται μεγιστικός μονότονος αν είναι αυξητικά μονότονος δηλαδή (Au,u) 3 0 και για το σύνολο τιμών του τελεστή I + Α είναι 9ί(Ι + Α) = Η δηλαδή για κάθε φ του Η υπάρχει u στο σύνολο ορισμού του Α ώστε u +Au = φ. Λέγεται και Maximal Monotonic Operator. Maximal Element [Ψευδομέγιστο στοιχείο] Μαθημ. Για ένα σύνολο ένα στοιχείο είναι ψευδομέγιστο αν είναι μέγιστο στοιχείο αλλά όχι το μοναδικό. Λέγεται και Maximal Member. Maximal Ideal [Μεγιστικό ιδεώδες] Μαθημ. Για ένα δακτύλιο R, το μεγιστικό είναι ένα ιδεώδες του I 1 R, ώστε να μην υπάρχει άλλο ιδεώδες του Κ με I c K c R. Maximal P l a n a r G r a p h [Μεγιστικό επίπεδο γράφημα] Μαθημ. Επίπεδο γράφημα αριθμημένο από ένα μερικά διατεταγμένο σύνολο ώστε να είναι αδύνατη η

πρόσθεση νέων ακμών χωρίς τη διατάραξη της συνθήκης επιπέδου. M a x i m a x Criterion [Κριτήριο μέγιστου από τα μέγιστα] Στατ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη λήψη αποφάσεων της θεωρίας παιγνίων όταν μηδενίζουμε το κέρδος του αντιπάλου (συνήθως δεν υπολογίζουμε τον αντίπαλο) δηλαδή μεγιστοποιούμε το μέγιστο αναμενόμενο κέρδος μας. Maximax Hausdorff Distance [Η μέγιστη από τις μεγαλύτερες Hausdorff αποστάσεις] Μαθημ. Ειδικός τύπος απόστασης που ορίζει την απόσταση συνόλων. Για 2 σύνολα Α και Β όπου πάνω σε όλα τα a e Α και b e Β τότε η απόσταση d(A, Β) = max {d(a, Β), d(b, A)} = max {max d (a, b)J). Είναι από τα θεμέλια της μαθηματικής θεωρίας των fractals. Maximin Criterion [Κριτήριο μέγιστου ελαχίστου] Στατ. Βέλτιστη γνήσια στρατηγική (μεθοδολογία) που χρησιμοποιείται στη λήψη αποφάσεων της θεωρίας παιγνίων όταν μεγιστοποιούμε το ελάχιστο αναμενόμενο κέρδος μέσα σε μια συνδυασμένη κίνηση (μία από κάθε μέρος). Βλέπε και Minimax Criterion. Maximizing A Function [Βρίσκοντας το μέγιστο μιας συνάρτησης] Μαθημ. 1. Η χρήση θεωρητικών μεθόδων για την εύρεση μέγιστου περιλαμβάνει μηδενισμό της πρώτης παραγώγου και έλεγχο της 2ης παραγώγου (η της Ιακώβιανής ορίζουσας στις πολλές διαστάσεις). Ιδιαίτερη μνεία στις συνοριακές συνθήκες. Χρησιμοποιείται και η μέθοδος των πολλαπλασιαστών 2. Ίσως φαίνεται παράξενο αλλά στις αριθμητικές μεθόδους σπανίως περιλαμβάνονται προβλήματα μεγιστοποίησης που μετατρέπονται σε προβλήματα ελαχιστοποίησης της αντίθετης συνάρτησης. M a x i m u m [Ανώτατο όριο] Μαθημ. Για τις μαθηματικές συναρτήσεις είναι η μέγιστη τιμή κατά απόλυτη έννοια, τιμή που μπορεί να λάβει μια συνάρτηση. M a x i m u m Absolute Column Sum N o r m [Νόρμα μέγιστου απόλυτου αθροίσματος στήλης] Μαθημ. Είναι η νόρμα ||Α||ι που ισοδυναμεί με το μέγιστο άθροισμα στήλης του πίνακα |Α| δηλαδή του πίνακα με στοιχεία τις απόλυτες τιμές των στοιχείων του Α, όπως αναφέρεται στο λήμμα Matrix Norm. Ισοδυναμεί με την νόρμα τελεστών L| (και λέγεται norm -1) M a x i m u m Allowable W o r k i n g P r e s s u r e [Μέγιστη Επιτρεπόμενη Πίεση Λειτουργίας] Μηχ. Ορίζεται η μέγιστη πίεση στην οποία μπορεί να λειτουργήσει ένα σύστημα που περιέχει ρευστό, σε συγκεκριμένη τιμή θερμοκρασίας. Maximum-And-Minimum Thermometer [Θερμόμετρο μεγίστου - ελαχίστου] Τπχνολ. Θερμόμετρο που αυτόματα καταγράφει την ελάχιστη και τη μέγιστη θερμοκρασία που αποκτά ένα σύστημα στη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος. M a x i m u m Clique P r o b l e m [Πρόβλημα μεγίστης κλίκας] Μαθημ. Ανοιχτό πρόβλημα της συνδυαστικής. Για ένα απροσανατόλιστο γράφημα να βρεθεί ένα μέγιστο υποσύνολο κορυφών που μεταξύ τους οι κορυφές να συνδέονται ανά δύο. Αντί για άριστες λύσεις μπορούμε να έχουμε καλές ευρετικές λύσεις αν το μέγεθος του προβλήματος είναι μικρό. M a x i m u m Dry Density [Μέγιστο ξηρό φαινόμενο βάρος] Εδαφ. Σε ένα εδαφικό υλικό το φαινόμενο βάρος του υλικού που προκύπτει όταν ο όγκος του υλικού περιέχει το μικρότερο δυνατόν ποσοστό σε κενά. Αυτό το μέγεθος καθορίζεται μέσω εργαστηριακών δοκιμών συμπύκνωσης του εδάφους με συγκεκριμένο ποσοστό

-889 υγρασίας. M a x i m u m E n t r o p y Inequality [Ανισότητα μέγιστης εντροπίας] Στατ. Ανισότητα της θεωρίας πληροφορίας σχετική με τα φράγματα της εντροπίας, όταν οι μεταβλητές ελέγχου πληρούν κάποιες αρχικές συνθήκες και ακολουθούν κάποιες κατανομές. M a x i m u m E n t r o p y M e t h o d (MEM) [Μέθοδος μεγαλύτερης εντροπίας] Στατ. Στο μοντέλο (ελέγχου) της αυτοσυσχέτισης είναι ένας αλγόριθμος απόσυνέλιξης (deconvolution) που ελαχιστοποιεί μια συνάρτηση ομαλότητας (ή αυξάνει την εντροπία). M a x i m u m Flow [Μέγιστη ροή] Μαθημ. Σύμφωνα με τη συνδυαστική η μέγιστη ροή ενός δικτύου μεταφοράς ισούται με την ελάχιστη χωρητικότητα σ' όλες τις δυνατές τομές. Εδώ στηρίζεται ο αλγόριθμος των Ford Fu lkerson. M a x i m u m F- Ratio [Μεγαλύτερος λόγος F (2 διακυμάνσεων)] Στατ. Τεστ ομοιογένειας ενός συνόλου δειγματικών διακυμάνσεων με ίσους βαθμούς ελευθερίας (κατά τον Hartley) όπου το Frnilx δίνεται από το πηλίκο της μεγαλύτερης προς τη μικρότερη διακύμανση. Υπάρχουν ειδικοί πίνακες αλήθειας του τεστ. M a x i m u m Likelihood Function [Συνάρτηση μεγίστης πιθανοφάνειας] Στατ. Εύρεση της τιμής μιας παραμέτρου που μεγιστοποιεί την πιθανοφάνεια. Χρήσιμη στην αναγνώριση προτύπων, ταξονομία, γενικό γραμμικό μοντέλο, γενικευμένο γραμμικό μοντέλο. M a x i m u m Likelihood M e t h o d [Μέθοδος μεγίστης πιθανοφάνειας] Στατ. Για τη συνάρτηση μεγίστης πιθανοφάνειας L(xι, xj,..., Χη,θ) πρέπει για την κατάλληλη βέλτιστη τιμή της παραμέτρου θ έστω θ α να ισχύει U (θ0) = 0 και Loo(0o) < 0. M a x i m u m Norm [Μέγιστη νόρμα] Μαθημ. Γνωστή και σαν sup norm ή σαν άπειρη norm. Είναι η νόρμα του χώρου ακολουθιών L και γενικά για μια ακολουθία (xj) ορίζεται από ||Χ||| = max | χ ( | πάνω σε όλα τα στοιχεία της ακολουθίας πεπερασμένης ή όχι. M a x i m u m O p e r a t i n g Frequency [Μέγιστη συχνότητα λειτουργίας] Πληρ. Η μέγιστη συχνότητα (συνήθθ)ς από ένα προδιατεταγμένο σύνολό διακριτο')ν τιμών) που ένα μηχάνημα μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πρόβλήμα. M a x i m u m O r d i n a t e [Μέγιστη τεταγμένη] Μηχ. Το μέγιστο ύψος στο οποίο φθάνει ένα βλήμα, μετρημένο από το οριζόντιο επίπεδο που περνάει απύ το σημείο βολής. Είναι: h = υ 0 2 ημ 2 θ / 2g, όπου υ 0 η αρχική ταχύτητα, θ η γωνία βολής και g η επιτάχυνση της βαρύτητας. M a x i m u m Principle [Αρχή μεγίστου] Μαθημ. Πολύ σημαντικό θεώρημα της μιγαδικής ανάλυσης που συναντιέται και σαν Maximum Modulus Theorem. Αν η συνάρτηση f είναι αναλυτική και μη σταθερή στο εσωτερικό ενός συνεκτικού πεδίου D τότε η συνάρτηση |f| δεν έχει μέγιστη τιμή στο εσωτερικό του D. M a x i m u m Usable F r e q u e n c y [Μεγαλύτερη χρήσιμοποιήσιμη συχνότητα] Επικοιν. Η ανώτατη συχνότητα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ραδιοεπικοινωνία 2 σημείων σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην ιονόσφαιρα. Το πρόβλημα αυτό παρουσιάζεται στην εντονότερη μορφή του στις μαγνητικές καταιγίδες. M a x i m u m W i n d Level [Μέγιστη ταχύτητα του ανέμου] Μετεωρ. Όρος που δηλώνει την μέγιστη ταχύτητα του ανέμου με μέτρηση σε μια μποφόρ κλίμακα που στηρίζεται σε παρατήρηση και αποτελέσματα. Εδώ,

Maxwell's Electromagnetic Theory

βέβαια, οι προβλέψεις ή οι παρατηρήσεις είναι μετρήσεις και κατασκευάζεται και ένα τοπογραφικό διάγραμμα όπου σημειώνονται οι άνεμοι της εν λόγω περιοχής και οι τάσεις ανάπτυξής τους για μια περίοδο, Το επίπεδο που αναφερόμαστε επιτυγχάνεται στα μέγιστα (ύψη) του διαγράμματος αυτού. Maxwell-Boltzmann Density Function [Συνάρτηση Πυκνότητας Maxwell-Boltzmann] Φυσ. Χημ. -> Maxwell-Boltzmann Distribution Maxwell-Boltzmann Distribution [Κατανομή Maxwell-Boltzmann] Φυσ. Χημ. Νόμος που περιγράφει την κατανομή ταχυτήτων στα μόρια αερίου. Η εξίσωση δίνει την πυκνότητα της πιθανότητας, cp(c), ένα μόριο να έχει^ συγκεκριμένη ταχύτητα, ως q>(c) = 4πο2 (M^RT) 3 / 2 xexp(-Mc /2RT), όπου Μ το μοριακό βάρος του αερίου. Maxwell-Boltzmann Statistics [Στατιστική xMaxwellBoltzmann] Φυα. Στατιστική θεώρηση ενός μοναψένου συστήματος όμοιων σωμάτων ή υλικών σημείων εντός συγκεκριμένου χώρου, σύμφιονα με την οποία, αν δεν υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των σοομάτων, όλες οι δυνατές κατανομές των σωμάτων στα διάφορα τμήματα του χώρου είναι ισοπιθανές. Maxwell Distribution [Κατανομή Maxwell] Στατ. Συνεχής κατανομή που συναντιέται σε προβλήματα φυσικής με ταχύτητες μορίων κλπ. Maxwell Field Equations [Εξισώσεις πεδίου Maxwell] Ηλεκτρομαγν. Τέσσερις εξισώσεις που διατυπώθηκαν από τον Maxwell επιτρέποντας την πλήρη περιγραφή του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Οι εξισώσεις αυτές είναι: ο νόμος επαγωγής του Faraday, η σχέση του μαγνητικού πεδίου με το ρυθμό μεταβολής του ηλεκτρικού πεδίου, ο νόμος του Coulomb και η σχέση που εκφράζει ότι οι μόνες πηγές μαγνητικών πεδίων είναι τα ρεύματα. Αναλυτικότερα στους οι τέσσερις εκείνους νόμους - εξισώσεις που διατύπωσε το 1873 ο James Clerk Maxwell, στηρίζεται ολόκληρη η ηλεκτρομαγνητική θεωρία. Περιγράφουν μαθηματικά τα μεγέθη Ε και Β στο χώρο ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, όπου Ε η ηλεκτρική ένταση σε σημείο του χώρου και Β η μαγνητική επαγωγή στο ίδιο σημείο ως εξής: 1. div Ε = ρ / 8ο, όπου ρ η κατανομή φορτίου στο ΙΔΙΟ σημείο. και εο η ηλεκτρική διαπερατότητα του κενού, 2. div Β = 0, 3. curl Ε = Β / t, και 4. curl Β = μο (j + εο Τ Ε / t), όπου j η πυκνότητα του ηλεκτρικού ρεύματος και μ<, η μαγνητική διαπερατότητα του κενού. Οι νόμοι αυτοί παίζουν τον ίδιο ρόλο στον ηλεκτρομαγνητισμό, όπως τα αξιώματα του Νεύτωνα στη Μηχανική. 11 Οεωρητική τους σημασία, η αξιοσημείίοτη τεράστια έκταση εφαρμογών τους, ακόμα και η αισθητική τους ωραιότητα, οδήγησε τον Boltzmann να τις περιγράψει σαν "γραμμές που έγραψε ένας Θεός.. Maxwell Relations [Εξισώσεις Maxwell] Φνα. Χημ. Ομάδα 4 εξισώσεων, που συσχετίζουν την πίεση, τη θερμοκρασία, τον όγκο και την εντροπία, για ένα θερμοδυναμικό σύστημα σε κατάσταση ισορροπίας. Έχουν ως εξής: (1iV/fS)p=(T^^1JP)s, (1|TVfV)s=-(fP^|S)v, ( c P/fr) v =(TS/fV) T , (lS/fP)T=-(1iV/fr) P . Maxwell's Electromagnetic Theory [Ηλεκτρομαγνητική θεωρία Maxwell] ίί/εκτρομαγν. Η διάσημη θεωρία με την οποία ενοποιούνται οι έννοιες του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου, ως δύο διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου πεδίου: του ηλεκτρομαγνητικού. Έτσι, για παράδειγμα, αν για κάποιον παρατηρητή ένα φορτίο είναι ακίνητο, αυτό λειτουργεί α)ς πηγή ηλεκτρικού

Maxwell's Theory Of Light

-890-

πεδίου, ενώ αν για κάποιον άλλο το ίδιο φορτίο κινείται, το προηγούμενο πεδίο "μεταλλάσσεται" σ ε μαγνητικό. Ακρογωνιαίο λίθο της θεωρίας αποτελούν οι ομώνυμες εξισώσεις (βλεπε Maxwell Field Equations). Maxwell's Theory Of Light [Κατά Maxwell θεωρία του φωτός] Φυσ. Η προέκταση της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας στην περίπτωση της φύσης και διάδοσης του φωτός, όπου αυτό αντιμετωπίζεται ως ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Maxwellian E q u l i b r i u m [Ισορροπία Maxwell] Φνσ. Έστω σύστημα Α βρίσκεται σε θερμική ισορροπία με σύστημα Β, που βρίσκεται σε θερμοκρασία Τ. Αν η κατανομή των ταχυτήτων των μελών του Α είναι παρόμοια της κατά Maxwell κατανομής που αντιστοιχεί στη θερμοκρασία Τ, τότε η θερμική ισορροπία ονομάζεται και ισορροπία Maxwell. Maxwellian Gas [Αέριο Maxwell] Φυσ. Αέριο, οι ταχύτητες των μορίων του οποίου υπακούουν στην κατά Maxwell κατανομή. Maxwell's T h e o r e m [Θεώρημα του Μάξγουελ] Μηχ. Είναι ο νόμος της αντιστοιχίας μιας ελαστικής δομής όπου, όταν η επιβολή μιας καταπόνησης σε ένα σημείο Α της δομής προκαλεί μια μετακίνηση σε ένα σημείο Β της δομής, αντίστοιχα όταν η ίδια καταπόνηση επιβληθεί στο σημείο Β θα προκαλέσει μια παρόμοια μετακίνηση στο σημείο Α. Mayall - M o r g a n ' s Spectral Type [Φασματικός τύπος Mayall - Morgan] Αστρυν. Οι 2 επιστήμονες ταξινόμησαν φασματικά τους γαλαξίες σε 4 φασματικούς τύπους. McCabe-Thiele Diagram [Διάγραμμα McCabeThiele] Χημ. Μηχ. Γραφική μέθοδος υπολογισμού των θεωρητικών βαθμίδων μιας αποστακτικής στήλης, υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργεί με σταθερές γραμμομοριακές ροές. Βασίζεται στο σχεδιασμό της καμπύλης ισορροπίας και των γραμμών λειτουργίας σε διάγραμμα συγκέντρωσης ενός συστατικού στην υγρή φάση (Χ) ως προς τη συγκέντρωση στην αέρια (y). M d [Σύμβολο μεντελεγεβίου] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός στον περιοδικό πίνακα του στοιχείου του μεντελεγεβίου. M e a n [Μέσος] Μαθημ. Πρόκειται για έναν αριθμό ο οποίος αντιπροσωπεύει ένα σύνολο από τιμές, όπως για παράδειγμα ο μέσος όρος, εκφράζοντας έτσι την πιθανότερη τιμή, την πλέον αναμενόμενη δηλαδή μεταξύ του συνόλου των αριθμών ειδικότερα ορίζεται ως το άθροισμα όλων των όρων δια του πλήθους τους. M e a n Absolute E r r o r [Μέσο απόλυτο λάθος] Στατ. Για ένα στατιστικό δείγμα {χι}, i = 1..Ν ένα από τα μέτρα διασποράς αφού ξέρουμε το δειγματικό μέσο μ είναι ο μέσος όρος του αθροίσματος όλων των απόλυτων διαφορών |χι - μ| όπου i = 1..Ν. Δεν είναι πολύ αξιόπιστο μέτρο (η τετραγωνική σύγκλιση είναι ισχυρότερη). M e a n Anomaly [Μέση ανωμαλία] Αστρον. Έτσι λέγεται η γωνία του ανύσματος της ακτίνας και του ανύσματος της αψιδικής τροχιάς ενός μέσου πλανήτη (αποπλάνηση). Mean-Average Boiling Point [Μέσο Σημείο Βρασμού] Χημ. Μηχ. Μέγεθος που χρησιμοποιείται στο χαρακτηρισμό μιγμάτων υδρογονανθράκων και ειδικότερα, κλασμάτων πετρελαίου. Εκφράζει τη θερμοκρασία στην οποία αποστάζει το 50% κ.όγκον του δείγματος. Υπολογίζεται με μέθοδο απόσταξης ASTM. M e a n Calorie [Μέση θερμίδα] Φυσ. Το 1 / 1 0 0 του πο-

σού θερμότητας που απαιτείται προκειμένου να αυξηθεί η θερμοκρασία 1 gr νερού από 0° C σε 100° C, υπό σταθερή πίεση 1 aim. Είναι ελάχιστα διαφορετικό από το ποσό θερμότητας που απαιτείται προκειμένου να αυξηθεί η θερμοκρασία 1 gr νερού από 0° C σε 1° C, υπό σταθερή πίεση 1 aim, και που αποτελεί την κλασική θερμίδα (βλέπε Mechanical Equivalent of Heat). Mean Convergence [Σύγκλιση στο μέσο] Μαθημ. Σύγκλιση στην ολοκληρωτική νόρμα του χώρου Li(X) δηλαδή αν οι συναρτήσεις f,g ορίζονται στο χώρο Χ τότε f - > g αν-ν ||f - g||i-»0 ή το ολοκλήρωμα Lebesque πάνω στο Χ Jjf - g | dx 0. Κατ' επέκταση μπορεί μια ακολουθία συναρτήσεων {fn} να συγκλίνει έτσι σε μια συνάρτηση f ^ v το όριο του ολοκληρώματος Lebesque πάνω στο Χ J |f n - f | dx είναι 0. Mean C u r v a t u r e [Μέση καμπυλότητα] Μαθημ. Αν κ,, κ2 είναι οι δύο κύριες καμπυλότητες (ρίζες της εξίσωσης κύριας καμπυλότητας) τότε η μέση καμπυλότητα είναι ο μέσος όρος τους (το μισό του ημιαθροίσματός τους). M e a n Daily Motion [Μέση καθημερινή κίνηση] Αστρον. Λόγω της περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της η ουράνια σφαίρα και τα σώματά της φαίνονται να περιστρέφονται γύρω από τον άξονα του κόσμου από την ανατολή προς τη δύση. Αυτή η κίνηση ενός μέσου ουράνιου αντικειμένου λέγεται μέση καθημερινή κίνηση όταν μετριέται με βάση τις ισημερινές συντεταγμένες. M e a n Deviation [Μέση απόκλιση] Στατ. Μέτρο διασποράς που μετράει την απόκλιση ενός δείγματος (με ή χωρίς τη διόρθωση των βαθμών ελευθερίας) σαν ρίζα του της αντίστοιχης διακύμανσης. Συνηθίζεται μόνο σε αριθμητικούς υπολογισμούς. Mean Distribution [Κατανομή του μέσου] Στατ. Αν έχουμε δείγμα μεγέθους n από έναν κανονικό πληθυσμό (μ, σ 2 ) τότε η κατανομή του μέσου του δείγματος έχει μέση τιμή μ και διακύμανση σ2/η αν ο πληθυσμός είναι άπειρος ή σ 2 (Ν -n) / η(Ν - 1) αν ο πληθυσμός έχει μέγεθος Ν. Mean Free P a t h [Μέση Ελεύθερη Διαδρομή] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ως η μέση απόσταση που διανύει ένα μόριο αερίου πριν συγκρουσθεί με άλλο μόριο. Δίνεται από την εξίσωση λ = 1<Τ/(ν2χπσ2Ρ), όπου σ η διάμετρος των συγκρούσε(ον, Τ η θερμοκρασία, Ρ η πίεση και k η σταθερά Boltzmann. M e a n High W a t e r [Ψηλότερο ύψος νερού] Μετεωμ, Για έναν τόπο (που αυτό έχει νόημα) έτσι λέμε το ψηλότερο ύψος που έφτασε το ύψος του νερού για κάποιο χρονικό διάστημα συνήθως ετήσιο. Δεν ταυτίζεται με το ύψος βροχόπτωσης. M e a n Life [Χρόνος μέσης ζωής] Φυσ. Ο μέσος όρος του χρόνου παραμονής σε μία μετασταθή κατάσταση ενός μεγάλου αριθμού σωματιδίων. Ισούται με το 1,44 του χρόνου ημισείας ζωής και ισούται επίσης με το αντίστροφο της σταθεράς διάσπασης. M e a n Low W a t e r [Χαμηλότερο ύψος νερού] Μετεωρ, Για έναν τόπο έτσι λέμε το χαμηλότερο ύψος που έφτασε το ύψος του νερού για κάποιο χρονικό διάστημα συνήθως ετήσιο. M e a n Noon [Μέσο μεσημέρι] Αστμον. Η στιγμή που ο μέσος ήλιος περνά από τον κύριο μεσημβρινό. M e a n Normal Stress [Συνιστώσα τάση] Μηχ. Σε ένα στοιχείο που δέχεται φορτίσεις ταυτόχρονα σε πολλές επιφάνειές του, η συνιστώσα όλων των τάσεων διαφορετικών κατευθύνσεων που αναπτύσσονται σε τρισδιά-

-891 στατη διάταξη σε μια συγκεκριμένη διατομή. M e a n Opinion Score [Σύνολο μέσης απόκρισης) Επικοιν. Μέτρο ποιότητας τηλεφωνικής επικοινωνίας. Μετρά χαρακτηριστικά της φωνής όπως η καταληπτότητα από τον ακροατή και η αναγνώριση χροιάς του εκφωνητή. Mean Ρ Convergence [Μέση ρ σύγκλιση] Στατ. Σύγκλιση στην ολοκληρωτική νόρμα του χώρου Lp(X). Δηλαδή αν οι συναρτήσεις f,g ορίζονται στο χώρο Χ τότε f g κατά τάξη ρ αν και μόνο αν ||f - g||p-» 0 ή Ρ (J|f - g | dx) l/p —> 0, όπου το ολοκλήρωμα θεωρείται ολοκλήρωμα Lebesque πάνω στο Χ. M e a n Place [Μέση θέση] Αστρον. Το σημείο τομής της οπτικής ακτίνας του παρατηρητή και της ουράνιας σφαίρας δίνει τη φαινόμενη θέση του. Αυτή επηρεάζεται από την ατμοσφαιρική διάθλαση, την αποπλάνηση του φωτός, την παράλλαξη, την μετάπτωση και την κλόνιση του άξονα. Η διόρθωση αυτών των φαινομένων δίνει την πραγματική θέση του αστέρα στα διάφορα συστήματα. Mean Planet [Μέσος πλανήτης] Φανταστικό σα')μα που το περιήλιο του ταυτίζεται με το υπαρκτό περιήλιο του σώματος που αναφέρεται και περιστρέφεται με σταθερή γωνιακή ταχύτητα στη φανταστική τροχιά του. Χρησιμεύει κύρια στην απεικόνιση του για λόγους μοντελοποίησης κτλ. M c a n Profile [Μέσο προφίλ] Αστρον. Οι παλμίτες (pulsars) είναι αστέρες νετρονίων με πολύ δυνατό μαγνητικό πεδίο και ταχύτατη περιστροφή. Έτσι ανιχνεύονται από το σήμα τους που έρχεται κύρια από την ενέργεια περιστροφής ώστε σε κάθε περιστροφή να παράγεται ένας παλμός (οπτικά σχεδόν σταθερός με βαθμιαία αύξηση περιόδου). Mean Proportional [Μέσος ανάλογος] Μαθημ. Για 2 αριθμούς a και b είναι ένας αριθμός x ώστε να ισχύει χ" = ab. Ο αριθμός υπάρχει και κατασκευάζεται γεωμετρικά. Οι a, b λέγονται μέσοι όροι της αναλογίας (Mean Terms). M e a n Range [Μέσο εύρος] Τεχνολ. Η ημιδιαφορά των 2 ακραίων τιμών μιας ποσότητας. Στατιστικά ο όρος συναντιέται σαν Midrange. Mean R a n k [Μέση βαθμίδα] Στατ. Αν για 2 τουλάχιστον δείγματα χρησιμοποιούνται κλίμακες μέτρησης με άνισα διαστήματα τότε μετατρέπουμε τα δεδομένα μας σε τακτικές τιμές και μη παραμετρικά κριτήρια. Ίδιες τιμές λοιπόν αντικαθίστανται με το μέσο όρο των βαθμίδων τους. Mean Solar Day [Μέση ηλιακή μέρα] Αστρον. Χρονική περίοδος μεταξύ 2 στιγμών του μέσου ηλιακού μεσημεριού. Ισούται με 24 μέσες ηλιακές ώρες, και αυτές με τη σειρά τους σε μέσα ηλιακά λεπτά κοκ. M e a n Solar Sidereal Time [Μέσος αληθής ηλιακός χρόνος] Αστρον. Ουσιαστικά εννοούμε την ωριαία γωνια του ήλιου. Εξαιτίας όμως της κίνησης του ήλιου στη εκλειπτική η διάρκεια της αληθινής ηλιακής μέρας είναι 4' μεγαλύτερη της αστρικής μέρας. Η διαφορά αυτή επίσης διορθώνεται λόγω μεταβολών της ηλιακής ταχύτητας και άλλων προβλημάτων που επηρεάζουν πολύ η λίγο έτσι λαμβάνουμε ένα μέσο διορθίομένο χρόνο. Mcan Solar Time [Μέσος ηλιακός χρόνος] Αστρον. Σε ισημερινές συντεταγμένες (μεσημβρινός - ισημερινός) λέμε την ο)ριαία γωνία του μέσου ήλιου δηλαδή τη γωνια με τον κύριο μεσημβρινό (η και ωριαίο του νότου). Mean Specific H e a t [Μέση Ειδική Θερμότητα] Φυσ.

Mean Time To Repair

Χημ. Η Οερμοχωρητικότητα μιας ουσίας είναι συνάρτηση της θερμοκρασίας. Ως μέση ειδική θερμότητα ορίζεται ο μέσος όρος των τιμών θερμοχωρητικότητας, για μια συγκεκριμένη περιοχή θερμοκρασιών, M e a n S q u a r e Deviation [Μέση τετραγωνική απόκλιση] Στατ. Η ποσότητα Mean Square Error αλλά συνήΟως αναφέρεται έτσι χωρίς να ληφθεί υπόψη η διόρθο)ση εξαιτίας των βαθμών ελευθερίας. M e a n S q u a r e E r r o r [Μέσο τετραγωνικό λάθος] Στατ, Η ποσότητα που παράγεται από την εφαρμογή της μεθόδου ελαχίστων τετραγώνων σε ένα σύνολο δεδομένων στην κατασκευή του μοντέλου γραμμικής παλινδρόμησης. Ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των αποστάσεων από το προβλεπόμενο μοντέλο και ελαχιστοποιείται με τις γνωστές μεθόδους. Γνωστός όρος και σαν μέση τετραγωνική απόκλιση, Mean S q u a r e Limit [Όριο κατά μέσο τετράγωνο] Στατ. Σύγκλιση στην ολοκληρωτική νόρμα του χώρου L?(X) δηλαδή αν οι συναρτήσεις f,g ορίζονται στο^χώρο Χ τότε μιλάμε για το lim ||f - g||2 ή lim J |f - g Γ dx, όπου το ολοκλήρωμα θεωρείται ολοκλήρωμα Lebesque πάνω στο Χ. M e a n S q u a r e Velocity [Μέση Τετραγωνική Ταχύτητα] Φυσ. Για ένα σύστημα σωματιδίων, που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες, ορίζεται ο μέσος όρος του τετραγα')νου των ταχυτήτων τους. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μελέτη κινητικών φαινομένων των αερίων, M e a n Stress [Μέση τάση] Μηχ. Σε ένα φορέα που φορτίζεται με μεταβλητά φορτία κατακόρυφα στην επιφάνειά του, ο αλγεβρικός μέσος όρος μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τάσης που προκύπτουν στη διατομή του φορέα από το μέγιστο και ελάχιστο φορτίο. M e a n Sun [Μέσος ήλιος] Αστρον. Φανταστικός ήλιος που κινείται ανατολικά στον ουράνιο Ισημερινό με σταθερή ταχύτητα ίση με αυτή του κανονικού ήλιου στην ελλειπτική. M e a n T e m p e r a t u r e [Μέση θερμοκρασία] Μετεωμ. Από τις αλλεπάλληλες μετρήσεις της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας για κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, προκύπτει μία μέση τιμή της θερμοκρασίας για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όπως για παράδειγμα έναν ημερολογιακό μήνα, οπότε περιγράφεται με τον όρο αυτό. Mean T e m p e r a t u r e Difference [Μέση Θερμοκρασιακή Διαφορά] Ρευστομηχ. Αποτελεί την ωθούσα δύναμη για τη μεταφορά θερμότητας και ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της θερμοκρασίας του θερμού και της θερμοκρασίας του ψυχρού ρεύματος. Χρησιμοποιείται στη μελέτη της λειτουργίας εναλλακτών θερμότητας, Mean Time Between Failures [Μέσος χρόνος μεταξύ βλαβών] Πληρ. Μέτρο που αξιολογεί τη λειτουργία hardware. Συνήθως είναι ελεγμένο από εξαντλητικά τεστ του κατασκευαστή και μετριέται σε ώρες συνεχούς λειτουργίας. Mean Time To Failure [Μέσος χρόνος αστοχίας] Τεχνολ. Θεωρητικά υπολογιζόμενος χρόνος συνεχούς λειτουργίας ενός στοιχείου ή ενός τεχνικού έργου από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η λειτουργία του μέχρι τη στιγμή που θα απαιτηθεί η πρώτη διακοπή για συντήρηση. Είναι ένα σημαντικό ποιοτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποιότητα ενός προϊόντος, M e a n Time To Repair [Συχνότητα αστοχιών] Τεχνολ. Η θεωρητική πιθανή χρονική διάρκεια συνεχούς λειτουργίας ενός βιομηχανικού προϊόντος ή ενός τεχνικού

Mean Trajectory

-892 -

έργου μεταξύ δύο υποχρεωτικών διακοπών για συντήρηση. Mean T r a j e c t o r y [Μέση τροχιά] Μηχ. Η τροχιά που διαγράφει ένα βλήμα μέχρι το σημείο πρόσπτωσης στο στόχο του. M e a n Value Of A Function [Κύρια τιμή μιας συνάρτησης] Μαθημ. Αν η συνάρτηση f είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [a b] τότε η μέση τιμή της ορίζεται από το ορισμένο ολοκλήρωμα της φ στο διάστημα [a b] (δηλαδή τη νόρμα || f ||ι) αν διαιρεθεί με το μέτρο του [a b]. Στη θεωρία μέτρου μπορεί να βρει κανείς ότι η μέση τιμή συναντάται και σε κάθε χώρο Banach. M e a n Value T h e o r e m Of Differential Calculus [Θεώρημα μέσης τιμής του διαφορικού λογισμού] Μαθημ. Γνωστό και σαν Θεμελιώδες θεώρημα του διαφορικού λογισμού. Αν μια συνάρτηση f: R -» R είναι συνεχής στο διάστημα [a, b] και διαφορίσιμη στο (a, b) τότε υπάρχει σημείο ξ e (a, b) ώστε f(b) - f(a) = (b-a)' Γ(ξ). To θεώρημα ισχύει ανάλογα αν η f είναι μια συνάρτηση f: R" -> Rm. M e a n Value T h e o r e m Of Integration Calculus [Θεώρημα μέσης τιμής του ολοκληρωτικού λογισμού] Μαθημ. Αν μια συνάρτηση f: R -> R είναι ολοκληρώσιμη στο (a, b) τότε υπάρχει σημείο ξ e (a, b) ώστε η τιμή ί(ξ) να είναι η κύρια τιμή της f (Mean Value Of 0. M e a n Velocity [Μέση ταχύτητα] Φοσ. Στην φυσική, ορίζεται ως ο μέσος όρος όλων των ταχυτήτων ενός συνόλου απύ στοιχεία, όπως για παράδειγμα τα μόρια ενός αερίου. M e a s u r a b l e Function [Μετρήσιμη συνάρτηση] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f: Χ —> Υ,όπου Χ, Υ τοπολογικοί χώροι. Αυτή λέγεται μετρήσιμη αν για κάθε σύνολο A c Χ ώστε το σύνολο f(A) να είναι μετρήσιμο σύνολο του Υ τότε το σύνολο Α είναι μετρήσιμο στον Χ. M e a s u r a b l e Set [Μετρήσιμο σύνολο] Μαθημ. Έστω χώρος Χ και Φ μια σ- άλγεβρα στον Χ και σύνολο A c Χ. Το σύνολο Α είναι μετρήσιμο αν ανήκει στην Φ. Αν ο χώρος Χ είναι το σύνολο των πραγματικών τότε μετρήσιμα είναι τα διαστήματα. M e a s u r a b l e Space [Μετρήσιμος χώρος) Μαθημ Ένας τοπολογικός χώρος Χ όπου μπορούμε να ορίσουμε μια σ- άλγεβρα των υποσυνόλων του και πάνω σ' αυτή ένα μέτρο. Ο Χ λέγεται και χώρος μέτρου. Measure 1 [Μέτρηση] Τεχνολ. Η διαδικασία καθορισμού ενός χαρακτηριστικού μεγέθους ενός στοιχείου όπως οι διαστάσεις του, το βάρος του ή ο όγκος του. Ο όρος καλύπτει επίσης και τη διαδικασία καθορισμού των φυσικών χαρακτηριστικών στοιχείων όπως η θερμοκρασία ή ένα εντατικό μέγεθος. Measure 2 [Μέτρο] Μαθημ 1. Αν έχουμε ένα χώρο Χ, και Φ μια σ- άλγεβρα στον Χ. Έστω μ: Φ R+ μια μη αρνητική συνάρτηση, ώστε μ(0) =0, προσθετική για πεπερασμένο αριθμό υποσυνόλων της Φ και σ - προσθετική για άπειρο αριθμό ξένων ανά 2 μεταξύ τους υποσυνόλων της Φ. Τότε το μ είναι μέτρο. Η έννοια του μέτρου είναι αυτή που "επιτρέπει" τη μέτρηση. Ουσιαστικά πάνω της χτίστηκε όλη η μοντέρνα, συναρτησιακή ανάλυση. 2. Κατ' επέκταση ένα μέτρο μπορεί να λάβει και αρνητικές τιμές, να χαλαρώσουμε διάφορες ιδιότητες του ώστε να πετύχουμε την ύπαρξη του κτλ. M e a s u r e Algebra [Αλγεβρα μέτρων] Μαθημ. Μία Αλγεβρα (με 2η πράξη τη συνέλιξη πολλαπλασιασμό μέ-

τρων) στο χώρο Lι όλων των μέτρων πάνω σ1 ένα τοπολογικό χώρο Χ με την vague τοπολογία, ώστε να ορίζεται πάνω της ένα σύνολο μέτρων (δηλαδή ακολουθίες μέτρων, δίκτυα μέτρων, κτλ). Στο χώρο των πεπερασμένων Borel μέτρων υπάρχει σύγκλιση όπως στο αντίστοιχο χώρο των συναρτήσεων. Αυτή η έννοια συναντάται συχνά στους χώρους των πιθανοτήτων. M e a s u r e Of I n f o r m a t i o n [Μέτρο πληροφορίας] Στατ. Υπάρχει αυτό το μέτρο σύμφωνα με τη θεωρία Shannon που πληροί τα αξιώματα του μέτρου, και μετρά την αβεβαιότητα. Σε ένα χώρο πιθανότητας το μέτρο ορίζεται σαν ο ελάχιστος μέσος όρος των "ναι ή όχι" ερωτήσεων που απαιτούνται για να αποφασίσει κανείς το αποτέλεσμα ενός πειράματος. Measure Preserving Transformations [Μετασχηματισμοί που διατηρούν το μέτρο] ΜαΒί]μ Πάνω ένα χώρο εννοούμε γεωμετρικούς μετασχηματισμούς ώστε τα σύνολα που μετασχηματίζονται να διατηρούν αναλλοίωτο το μέτρο τους (επιφάνεια, όγκος κτλ). M e a s u r e Theory [Θεωρία μέτρου] Μαθημ Η θεωρία ανάπτυξης μέτρων σε μετρήσιμα σύνολα και διάφορους μετρήσιμους τοπολογικούς χώρους. Συνδυάζεται (επεκτείνεται) με τη θεωρία ολοκλήρωσης. M e a s u r e Zero [Μηδέν μέτρου] Μαθημ Πολύ ουσιαστικό σημείο της θεωρίας μέτρου. Αν μια ιδιότητα ισχύει παντού σε ένα σύνολο εκτός από ένα μετρήσιμο ρύνολο μηδενικού μέτρου τότε λέμε ότι ισχύει σχεδόν παντού (αντίθετα στα συνηθισμένα μαθηματικά συνήθως λέμε ότι δεν ισχύει) και συνήθως εννοούμε ένα διακριτό σύνολο πεπερασμένο ή αριθμήσιμο. M e a s u r e d Daywork [Καταμετρημένη ημερήσια εργασία] Τεχνολ. Σύστημα καθορισμού αμοιβής εργαζομένων σύμφωνα με το οποίο η ημερήσια αποζημίωση συνδέεται με προκαθορισμένη απόδοση του εργαζομένου και η αύξηση της παραγωγικότητας δε συνδέεται με κανένα κίνητρο. M e a s u r e d Drawing [Σχέδιο αποτύπωσης] Τεχνολ. Η σχεδίαση της αρχιτεκτονικής κάτοψης ενός υφιστάμενου κτιρίου μετά τη μέτρηση των διαστάσεων του κάθε χώρου. II μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά σε παλιά κτίρια των οποίων τα σχέδια έχουν καταστραφεί και υπάρχει ανάγκη καταγραφής της υπάρχουσας κατάστασης σε περιπτο')σεις αναπαλαίωσης. Measured Drilling Depth [Βάθος γεώτρησης] Τεχνολ. Το συνολικό βάθος μιας γεώτρησης μετρημένο από το επίπεδο του εδάφους έως την ακαθάριστη επιφάνεια του πυθμένα. M e a s u r e d Mile [Καταμετρημένη απόσταση σε μίλια] Γεν. Απόσταση ενός μιλίου που είναι περίπου 1.609 μέτρα μετρημένη με όργανο και σημαδεμένη με ανεξίτηλο τρόπο στην επιφάνεια του εδάφους. M e a s u r e d W o r k [Επιμέτρηση] Τεχνολ. Ποσότητα εκτελεσθείσας εργασίας η οποία επιμετρήθηκε με την απαιτούμενη ακρίβεια σύμφωνα με τη προδιαγεγραμμένη μονάδα. M e a s u r e m e n t [Μέτρηση] Τεχνυλ. Ο καθορισμός μιας συγκεκριμένης ποσότητας που επιτυγχάνεται με τη χρήση των απαραίτητων τεχνικών μέσων που καταγράφουν με ακρίβεια το σύνολο των μονάδων που αποτελούν το σύνολο. M e a s u r e s Of Dispersion [Μέτρα διασποράς] Στατ. Συνοπτικά στις ποσότητες αυτές για ένα δείγμα περιλαμβάνονται διακύμανση (διασπορά), εύρος, μέση (διορθωμένη) τετραγωνική απόκλιση, συντελεστής μεταβλητότητας και οι ροπές του δείγματος (κ-τάξης περί

- 893 το 0, κεντρική ροπή κ- τάξης, κανονικοποιημένη ροπή κ- τάξης και ιδιαίτερα οι ροπές της κύρτωσης και της λοξότητας). M e a s u r e s Of Location [Μέτρα θέσης] Στατ. Συνοπτικά στις ποσότητες αυτές για ένα δείγμα περιλαμβάνονται μέση τιμή, διάμεσος, κορυφή, μέσο εύρος, τεταρτημύρια, εκατοστημόρια, επικρατούσα τιμή. M e a s u r i n g Relay [Ηλεκτρονόμος μέτρησης] Ηλεκ. Πρόκειται για μία ηλεκτρική διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας της ηλεκτρικής ενέργειας που διέρχεται μέσα από αυτήν και ανάλογα ενεργοποιεί άλλες συσκευές. M e a s u r i n g T a n k [Μετρητική δεξαμενή] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας προσωρινός αποθηκευτικός χώρος για υγρά, συνήθως μεταλλικός, ο οποίος είναι κατάλληλα βαθμονομημένος, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μέτρηση της ποσότητας των υγρών που τοποθετούνται μέσα σε αυτόν. Mechanical [Μηχανολογικό] Τεχνολ. Ορισμός που περιγράφει ένα αντικείμενο ή μια υπηρεσία η οποία σχετίζεται με θέματα βιομηχανικών προϊόντων που εκτελούν εργασίες μέσω της κίνησης τους. Mechanical A d v a n t a g e [Μηχανικό πλεονέκτημα] Μηχ. Μηχ. Ο λόγος της αντίστασης ή του βάρους που μία απλή μηχανή μπορεί να υπερνικήσει προς τη δύναμη που εφαρμόζουμε σε αυτή. Mechanical Analog [Μηχανικό Ανάλογο] Φοσ. Χρησιμοποιείται στη μελέτη της συμπεριφοράς ενός ηλεκτρικού συστήματος. Πρόκειται για μηχανικό σύστημα που μπορεί να αναπαραστήσει το ηλεκτρικό, καθώς υπακούει σε αντίστοιχες εξισώσεις. Παράδειγμα αποτελεί η αντιστοιχία ηλεκτρικών κυκλωμάτων εναλλασσόμενου ρεύματος με μηχανικά συστήματα ταλαντα')σεων. Mechanical Analysis [Δοκιμή κοκκομετρικής σύνθεσης] Εδαφ. Δοκιμές εδάφους μέσω των οποίων καθορίζεται η σύνθεση του υλικού όσον αφορά την περιεκτικότητα του σε κόκκους διαφορετικών διατάσεων. Η καταγραφή αυτού του χαρακτηριστικού των εδαφών επιτυγχάνεται με τη χρήση κόσκινων. Mechanical Area [Μηχανοστάσιο] Οικοδ. Χώρος ενός κτιρίου όπου είναι εγκατεστημένα τα διάφορα μηχανήματα τα οποία τροφοδοτούν τα δίκτυα υποδομής του κτιρίου με την απαραίτητη ποσότητα των υγρών και αερίων που απαιτούνται για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του έργου. Σε ένα τέτοιο χώρο είναι εγκατεστημένες οι κλιματιστικές μονάδες, οι αντλίες νερού και πυρόσβεσης και ότι άλλο μηχάνημα είναι αναγκαίο για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων. Mechanical Classification [Μηχανική Ταξινόμηση] Μηχ. Διεργασία διαχωρισμού ενός μίγματος στερεών σωματιδίων σε κλάσματα, με βάση το μέγεθος ή την πυκνότητά τους. Συνήθως χρησιμοποιείται ρεύμα αέρα ή νερού ως φέρον μέσο. Mechanical Classifier [Μηχανικός Διαχωριστής] Μηχ. Συσκευή διαχωρισμού στερεών σωματιδίων με βάση το μέγεθος τους, στην οποία χρησιμοποιείται κάποιο ρευστό ως μέσο μεταφοράς. Mechanical C o m p u t e r [Μηχανικός υπολογιστής] Τεχνολ. Οι πρώτοι υπολογιστές που κατασκεύασε ο άνθρωπος για αυτόματη τέλεση αριθμητικών πράξεων: άβακας(20ϋϋ πΧ), Pascal (1642), Leibniz (1671), Thomas (1820), Babbagc (1825). Αυτός είναι και ο τελευταίος καθαρά μηχανικός υπολογιστής που έχει και τον επίσημο όρο και ανακατασκευάστηκε πλήρως

Mechanical Telemetry

ως μουσειακό είδος. Το επόμενο μοντέλο (Hollerith) ήταν ηλεκτρομηχανικός (1880). Mechanical-Draft Cooling T o w e r [Ψυκτικός Πύργος Εξαναγκασμένου Ελκυσμού] Χημ. Μηχ. Είδος ψυκτικού πύργου, όπου η παροχή του αέρα πραγματοποιείται με μηχανικά μέσα. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται ανεμιστήρες που τοποθετούνται είτε στον πυθμένα είτε στην κορυφή του πύργου. Mechanical Drawing [Μηχανολογικό σχέδιο] Τεχνολ. Σχέδιο συγκεκριμένων διαστάσεων που περιέχει γραφικές παραστάσεις των εξαρτημάτων και των τεμαχίων που όταν συναρμολογηθούν θα αποτελέσουν ένα βιομηχανικό προϊόν με μηχανολογικές ιδιότητες. Mechanical Engineering [Κλάδος μηχανολόγων μηχανικών] Τεχνολ. Τεχνικός κλάδος το γνωστικό αντικείμενο του οποίου αφορά την έρευνα και τη μελέτη της εφαρμογής των νόμων της μηχανικής, αναπτύσσοντας συστήματα και συγκροτήματα που μεταβιβάζουν κίνηση, θερμότητα και εκτελούν με αυτόματο τρόπο συγκεκριμένες εργασίες με τη αποτελεσματική χρήση αυτών των φυσικών φαινομένων. Mechanical Equivalent Of Heat [Μηχανικό ισοδύναμο της θερμότητας] Φυα. II μηχανική ενέργεια που προκύπτει από τη μετατροπή της θερμικής και ισοδυναμεί με την μονάδα αυτής. Η μετατροπή γίνεται βάσει ενός συντελεστή απόδοσης, ενώ όσο πιο κοντά στη μονάδα βρίσκεται ο συντελεστής αυτός τόσο πιο αποδοτική είναι η μετατροπή. Ο συντελεστής μετατροπής της μονάδας θερμότητας cal σε Joule συγκεκριμένα είναι: 1 cal = 4.1858 Joule. Συμβολίζεται με J και ονομάζεται και σταθερά Joule. Mechanical Hysteresis [Μηχανική υστέρηση] Μηχ. Το φαινόμενο όπου η παραμόρφωση που υφίσταται ένα σώμα από την εφαρμογή συγκεκριμένης τάσης παραμόρφωσης εξαρτάται και από τις παρελθούσες τιμές αντίστοιχων τάσεων που εφαρμόσθηκαν σε αυτό. Mechanical Press [Μηχανική Πρέσσα] Μηχ. Συσκευή πρέσσας, στην οποία η κίνηση του εμβόλου γίνεται με μηχανικά μέσα. Mechanical Property [Μηχανική ιδιότητα] Τεχνολ. Χαρακτηριστική κατάσταση βιομηχανικών προϊόντων ή φυσικών πρώτων υλών όσον αφορά την αντοχή τους σε καταπόνηση η οποία εκδηλώνεται με την ανάπτυξη στο σώμα του αντικείμενου εντατικών μεγεθών που προκύπτουν από ένα συγκεκριμένο τύπο καταπόνησης. Mechanical Protection [Μηχανική προστασία] Τεχνολ. II εξασφάλιση της διατήρησης του γεωμετρικού σχήματος ενός αντικειμένου στην περίπτωση που θα υποβληθεί σε καταπόνηση από εξωτερικούς παράγοντες, μέσω της επικάλυψής του με ένα μανδύα απύ ανθεκτικό υλικό, ο οποίος απορροφά εντός του όγκου του τα εντατικά μεγέθη που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη καταπόνηση. Mechanical P u m p [Μηχανική Αντλία] Μηχ. Συσκευή συμπίεσης και μεταφοράς ρευστών, που περιέχει ένα κινούμενο τμήμα, με τη βοήθεια του οποίου επιτυγχάνεται μεταβίβαση ενέργειας στο ρευστό. Mechanical Separation [Μηχανικός Διαχωρισμός] Μηχ. Αναφέρεται σε διεργασίες διαχωρισμού στερεών σωματιδίων ή υγρών από κάποιο ρευστό μέσο, που βασίζονται σε διαφορά βάρους, μεγέθους ή πυκνότητας. Περιλαμβάνει την κοσκίνιση ή εσχάρωση, τη διήθηση, την επίπλευση καθώς και βαρυτικό ή φυγοκεντρικό διαχωρισμό. Mechanical Telemetry [Μηχανική τηλεμετρία] Επι-

Mechanical Translation

-894-

κοιν. Τηλεμετρία με χρήση μηχανικών διατάξεων πχ δονήσεις, κυματισμοί κτλ. Mechanical Translation [Μηχανική μετάφραση] Πληρ. Η μετάφραση από ηλεκτρονικό υπολογιστή ενός κειμένου από μία γλώσσα σε μία άλλη. Mechanical Units [Μηχανικές μονάδες] Μηχ. Οι μονάδες μέτρο (m), χιλιόγραμμο (kg) και δευτερόλεπτο (s) καθώς και το σύνολο των παράγωγων από αυτές μονάδων, που απαρτίζουν το σύστημα MKS, υποσύστημα του διεθνούς συστήματος μονάδων SI (βλέπε International System of Units). Mechanics [Μηχανική] Φυσ. Κλάδος της φυσικής το γνωστικό αντικείμενο του οποίου ερευνά τα εντατικά μεγέθη που αναπτύσσονται εντός του όγκου των σωμάτων, όταν υπόκεινται σε καταπονήσεις από εξωτερικές δυνάμεις και την συμπεριφορά τους κάτω από αυτές τις συνθήκες. Mechanic's Rule [Μηχανικός κανόνας] Μαθημ. Τα μαθηματικά τουλάχιστον στα πρώιμα στάδιά τους προσφέρονται στο ανθρώπινο μυαλό για κατασκευή κανόνων εύκολης απομνημόνευσης. Ο καθένας μπορεί να κατασκευάζει τους δικούς του κανόνες. Ο όρος λέγεται ότι έρχεται από την κατασκευή του γνωστού αναδρομικού αλγόριθμου της αριθμητικής ανάλυσης για την εύρεση της τετραγωνικής ρίζας ενός αριθμού. Mechanism 1 [Μηχανισμός] Τεχνολ. 1. Το σύνολο των δραστηριοτήτο)ν οι οποίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μια αρμονική αλληλουχία ώστε, όταν συμπληρωθούν όλες να προκύψει ένα συγκεκριμένο γεγονός, 2. Σε ένα συνολικό σύστημα, μέρος ή εξάρτημα του συστήματος το οποίο αποτελείται από πολλά τεμάχια και συνδέει με τη λειτουργία του μεταξύ τους δύο βασικά τμήματα, μετατρέποντας μιας μορφής λειτουργίας σε μια άλλτι μορφή. Mechanism [Μηχανισμός] Χημ. Ιίεριγράφει την πορεία μιας χημικής αντίδρασης, δηλαδή όλα τα ενδιάμεσα στάδια από τα οποία "διέρχεται" η αντίδραση, πριν παραχθεί το τελικό προϊόν. Mechanophotochemistry [Μηχανοφωτοχημεία] Φνσ. Χημ. Ο κλάδος της Χημείας που μελετά τις μεταβολές που υφίστανται οι διαστάσεις συγκεκριμένων πολυμερών, όταν αυτά εκτεθούν στο φοις. Media 1 [Μέσα] Επικοιν. Όργανα μαζικής επικοιν(ονίας που προσεγγίζουν τον χρήστη (αναγνώστη, θεατή, ακροατή κτλ) μέσα από διάφορα κανάλια διανομής και συνήθως ελέγχονται από διάφορες αρχές για υπερβά-

Median 2 [Διάμεσος] Στατ. Για ένα δείγμα η διάμεσος είναι η μέση μέτρηση ενός διατεταγμένου δείγματος ή το ημιάθροισμα των 2 μεσαίων τιμών. Για ομαδοποιημένες παρατηρήσεις σε ομάδες με ίσα μήκη σαν διάμεσο παίρνουμε το σημείο Μ του άξονα χχ' ώστε αν φέρουμε την παράλληλη από το Μ στον άξονα yy' να χωρίζει το ιστόγραμμα σε 2 ίσα μέρη. M e d i a n Strip [Νησίδα] Οδοπ. Υπερυψωμένο τμήμα μιας οδού στον άξονα της που διαχωρίζει μεταξύ τους τα δύο τμήματά της με διαφορετική κατεύθυνση της κυκλοφορίας των οχημάτων. Median Test [Τεστ της διαμέσου] Στατ. Μη παραμετρικό τεστ διάταξης που απορρίπτει την υπόθεση ταύτισης 2 πληθυσμών af υπάρχουν πολύ λίγες παρατηρήσεις μόνο στο ένα δείγμα που βρίσκονται μακριά από τη διάμεσο. Στο τέλος γίνεται έλεγχος σημαντικότητας με F τεστ. Medians Triangle [Μεσοπλεύριο τρίγωνο] Μαθημ. Τρίγωνο με κορυφές τα μέσα πλευρών ενός άλλου τριγώνου. Οι πλευρές του είναι παράλληλες με αυτές του αρχικού και έχουν μήκος ίσο με το μισό τους. Λέγεται και Medial Triangle. Mediation [Διαιτησία] Γεν. Η διαδικασία που προβλέπεται σε συμβόλαια για την περίπτωση που θα δημιουργηθούν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του συμβολαίου, διαφωνίες μεταξύ των δύο συμβαλλομένων, σύμφωνα με την οποία θα ζητηθεί η γνώμη πραγματογνωμόνων οι οποίοι θα προτείνουν μια συμβιβαστική λύση ώστε να λυθεί το πρόβλημα. Medical Chemical Engineering [Ιατρική Χημική Μηχανική] Χημ. Μηχ Κλάδος της επιστήμης που περιλαμβάνει εφαρμογή των αρχών της χημικής μηχανικής στην ιατρική. Κυρίως βασίζεται στη μελέτη των φαινομένων μεταφοράς μάζας, όπως είναι η μοριακή διάχυση και n απορρόφηση, M e d i u m [Μέσο] Χημ. 1. Αναφέρεται στο φέρον υλικό, μέσα στο οποίο έρχονται σε επαφή τα αντιδρώντα, σε συνθήκες κατάλληλες ώστε να πραγματοποιηθεί η χημική αντίδραση και να ληφθεί το τελικό προϊόν. 2. Το στερεό πορώδες υλικό που χρησιμοποιείται σε διεργασίες διαχωρισμού και απομάκρυνσης διαφόρων ουσιών από ένα ρευστό. M e d i u m 2 [Μέσο] Επικοιν. Λέγεται και media, carrier, Εννοούμε τον ορισμό καλωδίωσης. Φυσική κατασκευή, χαρακτηριστικά, μετάδοση (πχ ομοαξονικό, ζεύγους, οπτική ίνα).

σεις δεοντολογίας. Media 2 [Μέσο] Πλημ. 1. Τα πολυμέσα (Multimedia). 2. Το υλικό όπου γίνεται αποθήκευση δεδομένων (δίσκοι κτλ). Mcdia Control Interface [Διασύνδεση ελέγχου πολυμέσων] Πληρ. Πρότυπο προγραμματιστικής διασύνδεσης πολυμέσων που συναντιέται σε όλα τα σχετικά πακέτα κατασκευής εφαρμογών. Media Converters [Μετατροπείς (σημάτων) μέσων] Επικοιν. Σημεία συνάντησης 2 διαφορετικών μέσων όπου λαμβάνει χώρα ανταλλαγή σημάτων πχ βύσματα καλωδίων, διάφοροι ολοκληρωτές κτλ. Εκεί γίνεται προσπάθεια να ελαχιστοποιηθεί η απώλεια πληροφορίας (πχ οπτικές ίνες). Median 1 [Διάμεσος] Μαθημ. Ορίζεται ως το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει την κορυφή ενός τριγώνου με το μέσον της απέναντι πλευράς του. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει γενικότερα οτιδήποτε βρίσκεται στην μέση δύο άλλων πραγμάτων.

Medium Access Control L a y e r [Στρώμα ελέγχου πρόσβασης μέσου] Επικοιν. Το ένα από τα 2 υποστρώματα του 2ου στρώματος του δικτυακού μοντέλου OSI. Καθορίζει την διασύνδεση του μέσου που καθορίζεται στο Ιο στρο')μα με το 2ο υπόστρωμα σύνδεσης δεδομένων (Data Link Layer), M e d i u m Curing Asphalt [Λσφαλτικό διάλυμα] Οδοπ. Σύνθετο μίγμα όπου η άσφαλτος είναι διαλυμένη μέσα σε ένα άλλο παράγωγο του πετρελαίου ώστε να αποκτήσει υψηλότερο βαθμό ρευστότητας και να μπορεί να απλωθεί σε μια επιφάνεια με εκτόξευση μέσω αντλίας. Το υλικό χρησιμοποιείται ως συγκολλητική στρώση μεταξύ δύο στρώσεων ασφαλτοτάπητα, Medium Frequency [Μεσαία συχνότητα] Ηλεκτμον. Ραδιοφωνικές συχνότητες από 300 kHz ως 3 MHz. M e d i u m Frequency Transmission [Μετάδοση μεσαίας συχνότητας] Επικοιν. Μετάδοση στις μέσες συχνότητες (MF) δηλ. 300 kHz ως 3 MHz. M e d i u m Range Forecast [Πρόβλεψη μέσου εύρους]

-895 Μετεωρ. Η πρόβλεψη των καιρικών συνθηκών που θα επικρατούν στο χρονικό διάστημα από 2 ημέρες έως μία εβδομάδα μετά την ημερομηνία πρόβλεψης. Medium Scale Integration [Ολοκλήρωση μεσαίας βαθμίδας] Ηλεκτρον. Κατασκευή ολοκληρωμένου κυκλώματος με χωρητικότητα 10 ως 100 πύλες ανά πλακίδιο ημιαγωγού. Meeting [Σύσκεψη] Γεν. Σε κατασκευαστικά έργα, οι τακτικές συναντήσεις στις οποίες συμμετέχουν εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι των δύο συμβαλλομένων για να συζητήσουν την πρόοδο του έργου και να λάβουν αποφάσεις για τα διάφορα προβλήματα που παρουσιάζονται στο εργοτάξιο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών. Mega- [Μεγα-] Μηχ. Πρόθεμα μονάδων μέτρησης, το οποίο δηλώνει μέγεθος μεγαλύτερο της συγκεκριμένης μονάδας, κατά 10 φορές. Συμβολίζεται με Μ. Megabit [Ενα εκατομμύριο bit (Mbit)] Επικοιν. Μονάδα πολλαπλάσιο του bit. Megabits Per Second [Ενα εκατομμύριο bit ανά δευτερόλεπτο (Mbps)] Επικοιν Μονάδα πολλαπλάσιο του bps που συνήθως χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στις χωρητικότητες των δικτύων υψηλών ταχυτήτων. Megabyte [Ενα εκατομμύριο bytes (Mb)] Πληρ. Η συνήθης μονάδα μέτρησης κύριας μνήμης ενός Η/Υ. Megaelectronvolt [Μεγαηλεκτρονιοβόλτ] Φνσ. Μονάδα ενέργειας, που συμβολίζεται με MeV, ισούται με ΙΟ6 cV, δηλαδή με την ενέργεια που αποκτά ένα ηλεκτρόνιο όταν επιταχυνθεί από διαφορά δυναμικού 10° V και χρησιμοποιείται κυρίως στην Ατομική και Πυρηνική Φυσική. Megaflops [Ενα εκατομμύριο flops (Mflops)] Πληρ. Η συνήθης μονάδα μέτρησης ταχύτητας κύριας μονάδας για minis τουλάχιστον. Megagauss [Μεγα Gauss] Ηλεκτρομαγν. Μονάδα μαγνητικής επαγωγής που ισούται με 10h Gauss ή 100 Tesla. Megagauss Physics [Φυσική Μεγα Gauss] Ηλεκτρομαγν. Κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με την ανάπτυξη, εφαρμογή και μελέτη μαγνητικών πεδίων επαγωγής της τάξης των ΙΟ6 Gauss. M e g a h e r t z [Ενα εκατομμύριο Hertz (MHz)] Πληρ. Η συνήθης μονάδα μέτρησης συχνοτήτων. Megaparsee [Μεγα Parsec] Αστρον. Μονάδα απόστασης που χρησιμοποιείται στην Αστρονομία και ισούται με 3.26 ΙΟ6 έτη φωτός. Megaton [Μεγατόνος] Φυσ. Η ποσότητα ενέργειας που ισοδυναμεί με αυτήν που απελευθερώνεται κατά την έκρηξη 1 εκατομμυρίου τόνων ΤΝΤ (τρινιτροτολουόλης). Είναι περίπου ίση με 4.18 101" Joules. Συμβολίζεται με ΜΤ. Megavolt [Μεγαβύλτ] Ηλεκ. Μονάδα ηλεκτρικής τάσης ίσης με ΙΟ6 Volts. Συμβολίζεται με MV. M e g a w a t t [Μεγαβάτ] Μηχ. Μονάδα μέτρησης της ισχύος, ίση με 106 Watt. Συμβολίζεται με MW. M e g a w a t t Year Of Electricity [Ηλεκτρικό έτος Megawatt] Ηλεκ. Μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας ίση με αυτή που συνολικά παράγει μία μηχανή ισχύος 10 W επί ένα χρόνο. M e g h o m m e t c r [Μεγκώμετρο] Ηλεκ. Συσκευή μέτρησης ηλεκτρικών αντιστάσεων μεγάλης τιμής, κυρίως των μονωτών. M e i j e r ' s T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός Meijer] Μαθημ. Μικρή παραλλαγή του Κ-μετασχηματισμού

M Electron

που χρησιμοποιεί τις τροποποιημένες συναρτήσεις Bessel. Meionite [Μειωνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τετραγωνικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές και με χημικό τύπο Ca4Al6SiG024(C03,S04). Συναντάται σε διάφορα χρώματα και κυρίως σε ηφαιστειογενείς περιοχές της Ιταλίας. Meizoseismal Region [Πλειόσειστη περιοχή] Γεωλ. Κατά την εκδήλωση μιας σεισμικής δόνησης, με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή στην οποία παρατηρείται η μεγαλύτερη ένταση του σεισμικού φαινομένου. Mel [Μελ] Ακονστ. Μονάδα ακουστικού τόνου. Εξ ορισμού, ήχος συχνότητας 1000 Hz και έντασης 40dB έχει τόνο 1000 Mel. Melamine [Μελαμίνη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και 2,4,6-τριαμινο-1,3,5-τριαζίνη. Είναι κυκλική ένωση με εξαμελή δακτύλιο, με χημικό τύπο C.^H^NA, μοριακό βάρος 126,12 και σημείο τήξεως 345 °C, όπου διασπάται. Βιομηχανικά παράγεται από την ουρία και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή συμπολυμερών με φορμαλδεΰδη. Melamine Resins [Ρητίνες Μελαμίνης] Οργ. Χημ. Συνθετικές ρητίνες που παράγονται με αντίδραση πολυμερισμού μελαμίνης με φορμαλδεΰδη ή παράγωγά της. Χρησιμοποιούνται σε υλικά επικαλύψεων. Melanin [Μελανίνη] Βιοχημ. Είναι χρωστική ουσία, μαύρου ή βαθέως καστανού χρώματος, η οποία παράγεται από την οξείδωση της τυροσίνης και απαντάται στους ζωντανούς οργανισμούς. Είναι υπεύθυνη για το χρώμα των μαλλιών, των ματιών, την απόχρωση του δέρματος και με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας αυξάνεται προκαλο^ντας μελαχρινότερο χρώμα δέρματος. Melanocerite [Μελανοσερίτης] Ορνκτ. Ορυκτό τριγωνικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές ή ημιδιαφανές, σκουρόχρωμο και με χημικό τύπο (Cc,Th,Ca)5(Si,B) 30| 2 (0H,F).nH 2 0. Συναντάται κυρίως στην ένυδρη του μορφή και εμφανίζει ραδιενεργό συμπεριφορά, ενώ ο λόγος των αξόνων του είναι α: c = 1:0.74. Melanophlogite [Μελανοφλογίτης] Ορνκτ. Ορυκτό κυβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές, με MB 60 και χημικό τύπο S1O2. Εμφανίζεται υπό διαφόρους χρωματισμούς, συχνά περιέχει προσμίξεις άνθρακα ή θείου, ενώ ο λύγος των αξόνων του είναι a:c = 1:0.5. Melanotckite [Μελανοτεκίτης] Ορνκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, μαύρου χρώματος, με MB 726 και χημικό τύπο Pb2Ee2Si20<). Συναντάται κυρίως σε περιοχές της Σουηδίας. Mclanovanadite [Μελανοβαναδίτης] Ορνκτ. Ορυκτό τρίκλινης κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, μαύρου χρώματος, με MB 494 και χημικό τύπο 4+ CaV 2 V 2 Οΐ0·5Η2Ο. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή. Meldc's Experiment [Πείραμα του Mclde] Μηχ. Πείραμα με το οποίο προσδιορίζεται η συχνότητα δόνησης ενός διαπασών. Το άκρο αυτού προσδένεται σε χορδή και το άλλο άκρο αυτής, μέσω τροχαλίας, προσδένεται σε μάζα. Για διάφορες τιμές της μάζας η χορδή συντονίζεται, δηλαδή πάλλεται με το μέγιστο πλάτος. Από τις τιμές των μαζών αυτών και τα αντίστοιχα μήκη κύματος, είναι δυνατός ο προσδιορισμός της συχνότητας του διαπασών. Μ Electron [Ηλεκτρόνιο Μ] Ατομ.Φνσ. Ονοματολογία

MengerSponge-896 που χαρακτηρίζει ένα ηλεκτρόνιο με κύριο κβαντικό αριθμό το 3. Mclilite [Μελιλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τετραγωνικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές, λευκού ή γκρίζου χρώματος, με MB 268 και χημικό τύπο (Ca,Na)2(Al,Mg, Fc)(Si,Ar) 2 0 7 . Συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας. Mcliphanite [Μελιφανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τετραγωνικής κρυσταλλικής δομής ανάλογης του μελιλίτη, διαφανές ή ημιδιαφανές, άχρουν, κόκκινου ή κίτρινου χρώματος, με MB 241 και χημικό τύπο (Ca,Na)2Be [(Si,Al) 2 0 6 (F,0H)]. Ο λόγος των αξόνων του είναι a:c = 1:0.94. Melissic Acid [Μελισσικό Οξύ] Opy. Χημ. Κορεσμένο λιπαρό οξύ, που περιέχει 30 άτομα άνθρακα, CH 3 (CH 2 ) 2 *C00H. Είναι κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 466,83, σημείο τήξεως 93 °C, διαλυτή σε βενζόλιο. Mcllin's T r a n s f o r m [Μετασχηματισμός Mellin] Μαθημ. Ολοκληρωτικός μετασχηματισμός με πυρήνα Κ(ζ, a) = ζΛ Mellitate [Μελλιτικός] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζει τα παράγωγα του μελλιτικού οξέος. Mellitic Acid [Μελλιτικό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το βενζενο-εξακαρβοξυλικό οξύ, C 6 (COOH) 6 . Είναι κρυσταλλική ένωση, με μοριακό βάρος 342,17 και σημείο τήξεως 286-288 "C, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Melonite [Μελωνίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ρομβοεδρικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές, λευκού ή κόκκινου χρώματος, με MB 314 και χημικό τύπο NiTc2. Συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές των Η.Π.Α. Melt [Τήξη] Χημ. Ονομάζεται η διαδικασία της αλλαγής της φυσικής κατάστασης ενός σώματος με την μετατροπή του από στερεό σε υγρό λόγω της επίδρασης της θερμοκρασίας. Meltdown [Τήξη πυρήνα] Πυμην.Φυσ. Οταν σε πυρηνικό αντιδραστήρα σχάσης, η ψύξη δεν είναι επαρκής ή οι σχάσεις εξελίσσονται με υπερβολικά ραγδαίο ρυθμό, αναπτύσσονται στον πυρήνα του αντιδραστήρα τόσο μεγάλες θερμοκρασίες που μπορεί να προκαλέσουν την τήξη του και συνακόλουθα σοβαρότατο πυρηνικό ατύχημα. Η υπερθέρμανση αυτή είναι αδύνατο να συμβεί σε αντιδραστήρες σύντηξης. Melting Point [Σημείο τήξης] Φυσ. Υπό την επίδραση της θερμότητας, ονομάζεται η στιγμή εκείνη όπου η θερμοκρασία ενός σώματος είναι τέτοια ώστε αυτό να περνάει από τη στερεά κατάσταση στην υγρή. Melt-through [Ενδότηξη πυρήνα] Πυμην. Φυσ. Όταν οι θερμοκρασίες που προκαλούν την τήξη του πυρήνα ενός αντιδραστήρα (βλέπε Meltdown) είναι τόσο μεγάλες, μπορεί να προκαλέσουν και την τήξη της βάσης του πυρηνικού αντιδραστήρα, με αποτέλεσμα πυρηνική ενέργεια να αρχίσει να διοχετεύεται και στο εσωτερικό της Γης, "διανύοντας" μεγάλες αποστάσεις. Το φαινόμενο είναι πιο γνωστό ως το σύνδρομο της Κίνας. Meltwater [Νερό] Υδμολ. Ο όρος αυτός αναφέρεται συγκεκριμένα στην ποσότητα του νερού που προέρχεται από το λκόσιμο των πάγων ή του χιονιού, αποτελώντας μία ξεχωριστή παράμετρο για τις μελέτες της υδρολογίας. M e m b e r 1 [Μέλος] Μαθημ. 1. Για ένα σύνολο μέλη είναι τα στοιχεία του 2. Για μια ισότητα μέλη είναι οι εκφράσεις ή ποσότητες εκατέρωθεν του σημείου ίσον.

Ο ρόλος του μεγιστοποιείται στις εξισο')σεις. M e m b e r [Μέλος] Πολ. Μηχ. Το καθένα από τα τεμάχια που συνθέτουν το πλαίσιο ή το σύστημα ενός στατικού φορέα. Σε ένα δικτύωμα τα μέλη είναι οι διαγώνιοι, οι ορθοστάτες και τα άνω και κάτω πέλματα. M e m b e r s h i p Function 1 [Συνάρτηση μέλους] Μαθημ. Πρόκειται για την χαρακτηριστική συνάρτηση απεικόνισης κάθε στοιχείου ενός ολικού συνόλου σε μία δεδομένη τιμή που κυμαίνεται από 0 ως 1. M e m b e r s h i p Function 2 [Συνάρτηση συμμετοχής] Στατ. Στην ασαφή ανάλυση θεωρούμε ως δομικό στοιχείο τη συνάρτηση πιθανότητας που δίνει το βαθμό αλήθειας ενός στοιχείου μέσα σε ένα ασαφές σύνολο. M e m b r a n e 1 [Μεμβράνη] Οικοδ. Το σύστημα επένδυσης της εξωτερικής παρειάς ενός φορέα που εξασφαλίζει την προστασία του από τους εξίοτερικούς προς το φορέα παράγοντες, όπως οι μεταβολές των κλιματολογικών συνθηκών ή σε υπόγειες κατασκευές της προστασία από τη διάβρο>ση και τα υπόγεια νερά. M e m b r a n e 2 [Μεμβράνη] Χημ. Μηχ. Στερεό υλικό, συνήθως πορώδες, με πολύ μικρό πάχος, μέσα από το οποίο περνά κάποιο ρευστό, σε διεργασίες διήθησης, διάχυσης, ώσμωσης, κλπ. M e m b r a n e C u r i n g [Συντήρηση (ορίμανσης] Οικοδ. —» Membrane Waterproofing. M e m b r a n e Separation [Διαχωρισμός με Μεμβράνη] Χημ. Μηχ. Διεργασία διαχωρισμού των συστατικών ενός ρευστού μίγματος, με χρήση κατάλληλων μεμβρανών, οι οποίες επιτρέπουν εκλεκτικά τη δίοδο κάποιων συστατικών, αν εφαρμοσθεί συγκεκριμένη διαφορά πίεσης ή συγκέντρωσης. M e m b r a n e W a t e r p r o o f i n g [Μεμβράνη στεγανοποίησης] Οικοδ. Τρόπος προστασίας του νωπού σκυροδέματος με την επάλειψη του με ένα υδαρές χημικό προϊόν που εφαρμόζεται με εκτόξευση με σκοπό την μείωση ττΊζ εξάτμισης του νερού που περιέχεται στην σύνθεση του και την αποτροπή της δημιουργίας ρωγμών λόγω συρρίκνωσης. Π μέθοδος εφαρμόζεται κυρίως σε κατακόρυφα στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος. M e m o r y [Μνήμη] Πληρ. Ηλεκτρονικό εξάρτημα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο λειτουργεί ως ο χώρος αποθήκευσης των αρχείων που δημιουργούνται από τα άλλα εξαρτήματα με οργανωμένο τρόπο ώστε να είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτηση τους και η παρουσίαση τους στην οθόνη. M e m o r y Address Register [Καταχωρητής διεύθυνσης μνήμης] Πληρ. Καταχωρητής στην κεντρική μονάδα που κρατάει διεύθυνση μνήμης όπου γίνεται προσπέλαση. Είναι ο απαραίτητος κρίκος για τη λειτουργία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος συνδέει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας του με την κύρια μνήμη του μεταφέροντας τις διευθύνσεις της τελευταίας. M e m o r y Allocation [Διάθεση μνήμης] Πληρ. II συνήθης διαδικασία που τηρείται για τη δημιουργία μιας δομής που θα καταλάβει κάποιο χώρο στη μνήμη είναι η προδιάθεση αυτού του χώρου, τουλάχιστον σε τόση ποσότητα όση η πληροφορία που ενδιαφερόμαστε να επεξεργαστούμε σε κάθε κίνηση. Η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνεται σιωπηρά αλλά η σπατάλη μνήμης με δομές του τύπου πινάκων (και όχι με δεικτών) σίγουρα μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. M e m o r y B o a r d [Πλακέτα μνήμης] Πληρ. Τυπωμένη κάρτα που περιέχει κυκλώματα υπολογιστικής μνήμης. Συνηθίζεται και σαν Memory Card. Η χωρητικότητα της ποικίλλει ανάλογα με την κατασκευή της. Απότομα

- 897 -

Menelaus Theorem

πάντως ακολουθώντας τη γενικότερη κίνηση της αγο- γώς αποθηκεύονται οι διεργασίες τους, χώρος της κάρράς και τις νεότερες τεχνολογίες έφτασε να έχει μεγά- τας οθόνης κτλ. λες χωρητικότητες (πχ δέκα φορές αύξηση χωρητικό- M e m o r y P o r t [Πόρτα μνήμης] Πληρ. Το γνωστό στο τητας μέσα σε κάθε πενταετία). σύστημα σημείο που γίνεται η πρόσβαση σε ένα αντιM e m o r y B u f f e r Register [Καταχωρητής buffer μνή- κείμενο μέσω της μνήμης. Από το σημείο αυτό γίνεται μης] Πληρ. Καταχωρητής στην κεντρική μονάδα που η ανταλλαγή πληροφορίας μέσω των αντίστοιχων δεσμευμένων buffers. κρατάει δεδομένα προσωρινής μνήμης buffer. M e m o r y Cell [Κελί μνήμης] Πληρ. Κομμάτι μνήμης M e m o r y Resident P r o g r a m [Μόνιμο πρόγραμμα (ημιαγωγού) που μπορεί να δεχτεί πληροφορία μεγέ- μνήμης] Πληρ. Πρόγραμμα που μένει φορτώνεται και θους 1 bit. Το πραγματικό μέγεθος μπορεί να ποικίλλει παραμένει μόνιμα στη μνήμη, εκτελώντας κάποια εργασία πχ παρακολούθηση μιας πόρτας της μνήμης. Τέανάλογα με το υλικό, την επεξεργασία κτλ. 1 M e m o r y Data Register [Καταχωρητής διεύθυνσης τοια είναι συνήθως τα προγράμματα του λειτουργικού μνήμης] Πληρ. Καταχωρητής στην κεντρική μονάδα συστήματος και πολλά προγράμματα καταπολέμησης που κρατάει δεδομένα από τη διεύθυνση μνήμης όπου των ιών. Επίσης παρουσιάζονται και προγράμματα φύγίνεται προσπέλαση. Ουσιαστικά συμπληρώνει τον λακες. MBR αν και υπάρχουν λειτουργίες όπου χρησιμο- M e m o r y Segment [Τμήμα μνήμης] Πληρ. Η υλοποίηποιούνται ταυτόχρονα. ση της μνήμης σε πίνακα τη χωρίζει σε γραμμές. Κάθε 2 M e m o r y Data Register [Καταχωρητής δεδομένων γραμμή ορίζει μια σελίδα μνήμης (Memory Page) με μνήμης] Πληρ. Στον κλάδο της αρχιτεκτονικής των η- μέγεθος 64Κ γνωστό και σαν τμήμα μνήμης. Το μέγεθος της σελίδας αυτής είναι συνάρτηση του μεγέθους λεκτρονικών υπολογιστών, καλείται ο σύνδεσμος ο οποίος μεταφέρει τα δεδομένα της μνήμης μεταξύ της μιας λέξης μνήμης και του λειτουργικού συστήματος. κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και της κύριας μνή- Η διαδικασία διευκολύνει τη δυναμική κατανομή μνήμης. μης· M e m o r y D u m p [Αποτύπωμα μνήμης] Πληρ. Η ενέργεια με την οποία παίρνουμε μια λεπτομερή καταγραφή των περιεχομένων της μνήμης (συνήθως η επεξεργασία γίνεται σε μια σελίδα της). Συνήθως χρησιμοποιείται σε προγράμματα αποσφαλμάτωσης (Debuggers). M e m o r y E d i t [Γράψιμο στη μνήμη] Πληρ. Ενέργεια με την οποία γράφουμε εμείς απευθείας με το δικό μας πρόγραμμα λογισμικού ή άλλο πρόγραμμα λογισμικού κάποιους χαρακτήρες στη μνήμη. Εισαγωγή πολλών όμοιων χαρακτήρων σε διαδοχικές θέσεις αναφέρεται σαν γέμισμα (Memory Fill). Συνήθως χρησιμοποιείται σε προγράμματα αποσφαλμάτωσης (Debuggers). M e m o r y Fetch Cycle [Κύκλος ανάγνωσης μνήμης] Πληρ. Καλείται η χρονική φάση της ανάκτησης μίας πληροφορίας από την κύρια μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή εκ μέρους της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του. M e m o r y H i e r a r c h y [Ιεραρχία μνήμης] Πληρ. Είναι η απαίτηση ενός κατασκευαστή λειτουργικών συστημάτων να μην μπορεί κάθε τυχαίο δεδομένο να προσπελάσει ένα χώρο μνήμης που δεν του ανήκει. Αυτό γίνεται κατά τη φόρτωση του λειτουργικού συστήματος (αλλά και οποιουδήποτε άλλου εκτελέσιμου προγράμματος) στη μνήμη. Έτσι τα πιο σημαντικά τμήματα φορτώνονται πρώτα ώστε να γίνεται και η προσπέλαση ευκολότερα. M e m o r y Location [Θέση μνήμης] Πληρ. Αν συμβολίσουμε την υπολογιστική μνήμη σαν έναν πίνακα με πλάτος τόσο όσο η λέξη μνήμης (Memory Word) τότε ο όρος εννοεί το σημείο (i, j) στη διασταύρωση της i γραμμής segment και j στήλης bit. M e m o r y M a n a g e r [Οργανωτής μνήμης] Πληρ. Ένα πρόγραμμα λογισμικού που καταλαβαίνει (ή ξέρει) την ιεραρχία της μνήμης και φροντίζει για την καλύτερη κατανομή της. Αποφυγή συγκρούσεων ή συντομότερη διευθέτηση τους, ανακατανομή και αποδέσμευση μνήμης κτλ. M e m o r y M a p [Χάρτης μνήμης] Πληρ. Ένας τρόπος να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή αν τηρείται η ιεραρχία μνήμης. Εκεί φαίνονται χώροι δεσμευμένοι από το σύστημα, χώροι για εκτέλεση προγραμμάτων, όπου συμπα-

M e m o r y S w a p p i n g [Ανταλλαγή θέσης μνήμης] Πληρ. Συνήθως στα πλαίσια μιας ταχύτερης πρόσβασης τα περιεχόμενα της μνήμης αναδιοργανώνονται τακτικά και την ευθύνη έχει το λειτουργικό σύστημα μέσω του μηχανισμού ανταλλαγής. Το ίδιο ισχύει και για το λεγόμενο swap file που αναπληρα')νει τυχόντα κενά μνήμης· M e m o r y W o r d [Αέξη μνήμης] Πληρ. Ποσότητα κελιά') ν μνήμης που είναι συνάρτηση του λειτουργικού συστήματος, συνήθως 16 (για συμβατότητα). Χρησιμοποιείται κύρια σαν μέτρο χωρητικότητας και διευθυνσιοδότησης με τρόπο που καθορίζει ακριβώς το λειτουργικό σύστημα. M e m o r y W r i t e Cycle [Κύκλος εγγραφής μνήμης] Πληρ. Στην αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι η φάση της καταγραφής μίας πληροφορίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας στην κύρια μνήμη του συστήματος. Mcmoryless Variable [Μεταβλητή με την ιδιότητα της αμνησίας] Μαθημ. Τυχαίες μεταβλητές έχουν την ιδιότητα αυτή όταν ισχύει για κάθε s στο πεδίο ορισμού τους είναι P(x > s + t | χ > t) = Ρ(χ >s). Τέτοιες μεταβλητές συνήθως ανήκουν στις κατανομές Poisson και στην εκθετική. M c n d c l e v i u m [Μεντελεγέβιο] Χημ. Χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Md. Πρόκειται για ραδιενεργό στοιχείο, το οποίο παράγεται συνθετικά, με τον βομβαρδισμό άλλων στοιχείων απύ ηλεκτρόνια. Mendeleyev's Law [Κανόνας του Mcndeleyev] Χημ. Είναι γνωστός ως νόμος της περιοδικότητας των στοιχείων, που αποτελεί και τη βάση του περιοδικού πίνακα. Σύμφωνα με αυτόν, οι ιδιότητες των στοιχείων είναι περιοδική συνάρτηση του ατομικού τους βάρους. Mendeleyev's T a b l e [Πίνακας του Mcndeleyev) Χημ. —> Periodic Table M e n d i u s Reaction [Αντίδραση Mendius] Οργ. Χημ. Αντίδραση κατά την οποία επιδρά υδρογόνο "εν τω γεννάσθαι" σε ένα οργανικό νιτρίλιο, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται πρωτοταγής αμίνη: RCN + 2Η 2 RCH 2 NH 2 M e n e l a u s T h e o r e m [Θεώρημα του Μενελάου] Μαθημ. Έστω τρίγωνο ΑΒΓ. Αν προεκτείνουμε μια πλευ-

Menger Sponge

-898 -

ρά του και από ένα σημείο της προέκτασης Δ φέρουμε ευθεία που τέμνει τις άλλες 2 πλευρές κατά σειρά στα σημεία Ε και Ζ, τότε ΑΔ BE ΓΖ = ΒΔ ΓΕ ΑΖ. Το θεώρημα είναι από τον αρχαίο Έλληνα μαθηματικό Μενέλαο και οδηγεί στις βάσεις της προβολικής γεωμετρίας. Ισχύει και για σφαιρικά τρίγωνα λίγο παραλλαγμένα. M e n g e r Sponge [Σφουγγάρι του Menger] Μαθημ. Γνωστό fractal που είναι το αντίστοιχο του τριγώνου Sierpinski στις 3 διαστάσεις. Ένας κύβος με πλευρά 3 απ' όπου σε κάθε βήμα αφαιρούμε τα μεσαία 7 κυβάκια. Meniscus 1 [Μηνίσκος] Μαθημ. Γεωμετρικός όρος που απεικονίζει το τμήμα μιας κυκλικής επιφανείας σε σχήμα φεγγαριού που σχηματίζεται όταν αποκόψουμε το υπόλοιπο με εφαρμογή ενός άλλου μεγαλύτερου τόξου κύκλου. Meniscus 2 [Μηνίσκος] Φυσ. Χημ. Δηλώνει την κοίλη ή κυρτή καμπύλη που σχηματίζει η ανώτερη επιφάνεια ενός υγρού, όταν αυτό βρίσκεται μέσα σε σωλήνα μικρής διαμέτρου, ως αποτέλεσμα της επιφανειακής τάσης. M e n s u r a t i o n [Μέτρηση] Τεχνολ. Η διαδικασία καταγραφής μεγεθών με τη χρήση τεχνικών μέσων και η επεξεργασία τους για να υπολογιστούν τα σύνολα των όμοιων ποσοτήτων. M e n t h a n e [Μενθάνιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 1ισοπροπυλο-4-μεθυλο-κυκλοεξάνιο. Έχει χημικό τύπο CIOH2O και μοριακό βάρος 140,27. Απαντά σε δύο ισομερείς μορφές, τη cis- με σημείο ζέσεως 170,9 °C και σημείο τήξεως 89,9 °C και την trans- με σημείο ζέσεως 170,6 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. M c n t h c n e [Μενθένιο] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το 1ισοπροπυλο-4-μεθυλο-κυκλοεξένιο-3, με χημικό τύπο CioH|« και μοριακό βάρος 138,25. Απαντά σε δύο οπτικά ισομερείς μορφές και μία ρακεμική, με σημεία ζέσεως 167-168 °C. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Menthol [Μενθόλη] Ομγ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με γεύση μέντας, που απαντά σε διάφορα αιθέρια έλαια. Ονομάζεται και 2-ισοπροπυλο-5-μεθυλοκυκλοεξανόλη, έχει χημικό τύπο CIOH2OO, μοριακό βάρος 156,27 και είναι διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. To d- ισομερές έχει σημείο ζέσεως 103-104 "C και σημείο τήξεως 42-43 °C, το 1- έχει 216,4°C και 44 "C αντίστοιχα, ενώ το dl- έχει σημείο ζέσεως 216"C και σημείο τήξεως 38 °C. Χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη σύνθεση αρωματικοί και γευστικοόν υλών. M e n t h o n e [Μενθόνη] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για την 2ισοπροπυλο-5-μεθυλο-κυκλοεξανόνη, με χημικό τύπο C|oH]$[0, μοριακό βάρος 134,25 και σημεία ζέσεως 204 °C για την d- μορφή, 210,5°C για την dl- και 209,6 °C για την 1- μορφή. Είναι άχρωμη, αρωματική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο και οξικό οξύ. Menthyl [Μενθύλιο] Ομγ. Χημ. Ονομασία του αλκυλίου που σχηματίζεται κατά στην απομάκρυνση του υδροξυλίου από το μόριο της μενθόλης. Ο χημικός τύπος είναι CioHjo. M e n u [Μενού] Πλημ. Πρόκειται στην ουσία για μία πολλαπλή διαδικασία επιλογής που παρέχει ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Ο χρήστης ανάλογα με την επιλογή του θα ενεργοποιήσει τις αντίστοιχες εντολές τις οποίες θα εκτελέσει ο υπολογιστής.

M e n u Driven Application [Εφαρμογή καθοδηγούμενη απύ μενού] Πλημ. Κλασσικός τρόπος χτισίματος μιας εφαρμογής που με τα την καθιέρωση του παραθυρικού τρόπου υλοποίησης εμφανίζεται σε κάθε σημείο της οθόνης. Κάποτε ήταν το ζητούμενο να είχαμε σε κάθε οθόνη το κατάλληλο μενού, ενώ τώρα συμπληρώθηκε από τη χρήση μικρών εικόνων (icons) και τη χρήση ενός μενού σε κάθε σημείο της οθόνης. Mercalli Scale [Κλίμακα MercalliJ Γεωλ. Κλίμακα μέτρησης σεισμών με 12 υποδιαιρέσεις που χρησιμοποιείται κύρια στην Αμερική. M e r c a p t a n [Μερκαπτάνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση, γνωστή και ως θειόλη. Ο γενικός τύπος είναι RSH και θεωρείται αλκυλοπαράγωγο του υδροθείου. Οι μερκαπτάνες είναι δύσοσμα σώματα, που παρασκευάζονται κατά την αλκυλίωση του όξινου θειούχου καλίου. Σχηματίζουν άλατα με αλκαλιμέταλλα, αδιάλυτα μεταλλικά παράγωγα με ιόντα μολύβδου, αργύρου ή υδραργύρου, ενώ οξειδώνονται προς δισουλφίδια (RSSR) ή αλκυλοσουλφονικά οξέα (RS0 3 H). M e r c a p t i d e [Μερκαπτίδιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται το άλας που σχηματίζεται κατά την επίδραση αλκαλιμετάλλου σε μερκαπτάνη. Για παράδειγμα, με νάτριο σχηματίζεται το RSNa. Είναι πολύ σταθερές ενώσεις και δεν διασπώνται από το νερό. M e r c a p t o - [Μερκαπτο-] Ομγ. Χημ. Πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία ομάδας -SH στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Mercaptobenzothiazole [Μερκαπτοβενζοθειαζόλιο] Ομγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο C7H5NS2 και μοριακό βάρος 167,24. Είναι υδατοδιαλυτή ένωση και έχει σημείο τήξεως 180-182 l)C. Αποτελεί σημαντικό επιταχυντή βουλκανισμού, παρουσία στεατικού οξέος. Mercaptoethanol [Μερκαπτο-αιθανόλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και μονοθειο-αιθυλενογλυκόλη. Έχει χημικό τύπο HS-Cn 2 CH 2 -OH, μοριακό βάρος 78,13 και σημείο ζέσεως 157-158 "C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. M e r c a t o r Projection [Προβολή στον ισημερινό] Γεωγμ. Σύστημα προβολής της γήινης σφαίρας όπου ο άξονας ΧΧ' είναι ο ισημερινός και άξονας yy' θα είναι στο γεωγραφικό μήκος λ και παράμετρος είναι το γεωγραφικό πλάτος φ. Ο μετασχηματισμός είναι αντιστρεπτός. Mercuric Acetate [Οξικός Υδράργυρος (II)] Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Hg(CH 3 COO) 2 και μοριακό βάρος 318,68. Διασπάται με θέρμανση, ενώ διαλύεται σε νιτρικό και θειικό οξύ. Πρόκειται για τοξική ουσία, που χρησιμοποιείται στην ιατρική, αλλά και στη χημική σύνθεση. M e r c u r i c Arsenate [Αρσενικικύς Υδράργυρος (11)] Ανόμγ. Χημ. Κίτρινη σκόνη, με χημικό τύπο Hg3(As0 4 ) 2 και μοριακό βάρος 879,61. Είναι διαλυτή σε υδροχλωρικό και νιτρικό οξύ, έχει τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη σύνθεση χρωμάτων για ειδικές εφαρμογές. M e r c u r i c Benzoate [Βενζοϊκός Υδράργυρος (II)] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Hg(C 7 H 5 0 2 )xH20 και το μοριακό βάρος 460,84. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 165°C, διαλυτή σε αιθανόλη, χλωριούχο αμμώνιο και βενζόλιο. Έχει τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται σε ιατρικές εφαρμογές. M e r c u r i c Bromide [Βρωμιούχος Υδράργυρος (II)] Α-

-899-

Mercury 1

νόργ Χημ. Αχρωμο, κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο M e r c u r i c Thiocyanate [Θειοκυανιούχος Υδράργυρος HgBr2, μοριακό βάρος 360,40, σημείο τήξεως 236 °C (II)] Ανόμγ Χημ Τοξική, λευκή σκόνη, με χημικό τύπο και σημείο ζέσεως 322 °C. Είναι δηλητηριώδης ουσία, Hg(SCN) 2 και μοριακό βάρος 316,75. Διασπάται με διαλυτή σε μεθανόλη και χρησιμοποιείται στην ιατρι- θέρμανση, ενώ διαλύεται σε νερό, υδροχλωρικό οξύ, αμμωνία και κυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται στην κή. M e r c u r i c Chloride [Χλωριούχος Υδράργυρος (II)] ιατρική και στη φωτογραφική. Ανόμγ Χημ. Ονομάζεται και διχλωριούχος υδράργυρος M e r c u r o u s Acetate [Οξικός Υδράργυρος (I)] Χημ. Τοή σουμπλιμέ. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό υλικό ή λε\)- ξική, κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Hg2 κή σκόνη και έχει χημικό τύπο HgCl2, μοριακό βάρος (CH 3 COO) 2 και μοριακό βάρος 519,27. Διασπάται με 271,50, σημείο τήξεως 276 °C και σημείο ζέσεως 302 θέρμανση και διαλύεται σε νιτρικό και θειικό οξύ. °C. Είναι τοξική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα, M e r c u r o u s B r o m i d e [Βρομιούχος Υδράργυρος (I)] οξικό οξύ και πυριδίνη. Χρησιμοποιείται σε πολύ α- Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Hg2Br2 και το μοραιά διαλύματα ως αντισηπτικό. ριακό βάρος 560,99. Είναι λευκοκίτρινη κρυσταλλική M e r c u r i c C o m p o u n d s [Ενώσεις του Υδραργύρου (II)] ένωση, με τοξικές ιδιότητες, που εξαχνώνεται στους Χημ. Περιλαμβάνονται όλες οι χημικές ενώσεις, στις 345 °C και διαλύεται σε οξέα. Βρίσκει εφαρμογές στην οποίες περιέχεται υδράργυρος, με βαθμό οξείδωσης ιατρική. +2. M e r c u r o u s Chlorate [Χλωρικός Υδράργυρος (I)] ΑM e r c u r i c C y a n a t e [Κυανιούχος Υδράργυρος (II)] Α- νόργ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο νόργ Χημ Ονομάζεται και κροτικός υδράργυρος και Hg2(C103)2, μοριακό βάρος 568,08 και σημείο τήξεοος έχει χημικό τύπο Hg(CNO) 2 . -> Mercury (II) 250 IJ C, όπου διασπάται. Είναι δηλητηριώδης ουσία, διαλυτή σε ψυχρό νερό, αιθανόλη και οξικό οξύ. Fulminate M e r c u r i c Fluoride [Φθοριούχος Υδράργυρος (Π)] Α- M e r c u r o u s Chloride [Χλωριούχος Υδράργυρος (I)] νόμγ Χημ Ο χημικός τύπος είναι HgF2 και το μοριακό Ανόμγ. Χημ. Είναι γνωστός ως χλωριούχος υφυδράργυβάρος 238,59. Είναι τοξική, άχρωμη κρυσταλλική ου- ρος ή καλομέλας. Έχει χημικό τύπο Hg2Cl2, μοριακό σία, έχει σημείο ζέσεως 650 °C και διασπάται με θέρ- βάρος 472,09 και θερμοκρασία εξαχνώσεως 400 °C. μανση ή με επίδραση ψυχρού νερού. Είναι διαλυτή σε Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ουσία, που δεν είναι υδροφθορικό και αραιό νιτρικό οξύ. Χρησιμοποιείται δηλητηριώδης, αλλά με επίδραση φωτός μετατρέπεται σε HgCl 2 , το οποίο είναι τοξικό. Χρησιμοποιείται ως στη σύνθεση χημικών ενώσεων. M e r c u r i c Iodide [Ιωδιούχος Υδράργυρος (II)] Ανόμγ αντιφλογιστικό και ως καθαρτικό φάρμακο. Χημ Έχει χημικό τύπο Hgl 2 και μοριακό βάρος 454,90. M e r c u r o u s C h r o m a t e [Χρωμικός Υδράργυρος (I)] Απαντά σε δύο κρυσταλλικές μορφές, την ερυθρή και Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, ερυθρού χρώματος, την κίτρινη. II ερυθρή, είναι διαλυτή σε χλωροφόρμιο με χημικό τύπο Hg 2 Cr0 4 και μοριακό βάρος 517,17. και διασπάται από υδροξείδιο του αμμωνίου, ενώ Είναι διασπάσιμη με θέρμανση και διαλυτή σε υδροστους 127°C μετατρέπεται ποσοτικά στην κίτρινη. Η κυάνιο και νιτρικό οξύ. κίτρινη μορφή έχει σημείο ζέσεως 354 °C και σημείο M e r c u r o u s C o m p o u n d s [Ενώσεις του Υδραργύρου τήξεως 259 °C και είναι διαλυτή σε αιθέρα και ιωδιού- (I)] Χημ. Περιλαμβάνονται όλες οι χημικές ενώσεις, χο κάλιο. Χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη χημι- στις οποίες περιέχεται υδράργυρος, με βαθμό οξείδωκή σύνθεση. σης+1. M e r c u r i c Nitrate [Νιτρικός Υδράργυρος (II)] Ανόμγ M e r c u r o u s Iodide [Ιωδιούχος Υδράργυρος (1)] Ανόργ. Χημ Λαμβάνεται κατά τη διάλυση υδραργύρου σε πυ- Χημ. Ονομάζεται και ιωδιούχος υφυδράργυρος. Είναι κνό, θερμό νιτρικό οξύ ή σε βασιλικό ύδωρ. Είναι ά- κρυσταλλική ένωση, με πρασινοκίτρινο χρώμα και τοχρωμη κρυσταλλική ουσία ή λευκή σκόνη, έχει χημικό ξικές ιδιότητες, έχει χημικό τύπο Hg 2 l 2 μοριακό βάρος τύπο Hg(N03) 2 x H20, μοριακό βάρος 342,62 και δια- 654,99, σημείο τήξεως 40°C και σημείο ζέσεως 100 λύεται σε ψυχρό νερό και νιτρικό οξύ. Χρησιμοποιεί- "C, όπου διασπάται. Είναι διαλυτή σε ιωδιούχο κάλιο και υδροξείδιο του αμμωνίου. Χρησιμοποιείται στην ται ως χημικό αντιδραστήριο. M e r c u r i c Oxide [Οξείδιο του Υδραργύρου (II)] Ανόμγ ιατρική. Χημ Έχει χημικό τύπο HgO και μοριακό βάρος 216,59. M e r c u r o u s Oxide [Οξείδιο του Υδραργύρου (I)] ΑΑπαντά σε δύο μορφές, μία κίτρινη άμορφη και μία νόμγ. Χημ. Είναι γνωστό και ως υποξείδιο του υδραρκόκκινη κρυσταλλική. Η κίτρινη παρασκευάζεται με γύρου. Πρόκειται για τοξική ουσία, με μαύρο ή σκούπροσθήκη αλκάλεος σε διάλυμα άλατος δισθενούς υ- ρο καφέ χρώμα, που έχει χημικό τύπο Hg 2 0, μοριακό δραργύρου, ενώ η κόκκινη με παρατεταμένη θέρμανση βάρος 417,18 και σημείο τήξεως 100 °C, όπου διασπάτου μεταλλικού υδραργύρου στον αέρα. Με ισχυρή ται. Είναι διαλυτή στο νιτρικό οξύ, ενώ παρουσία φωθέρμανση, διασπάται στα συστατικά του. τός διασπάται προς HgO και μεταλλικά Hg. M e r c u r i c Sulfate [Θειικός Υδράργυρος (II)] Ανόργ M e r c u r o u s Sulfate [Θειικός Υδράργυρος (I)] Ανόμγ. Χημ Αχρωμη κρυσταλλική ουσία ή λευκή σκόνη, με Χημ. Λευκή ή κιτρινωπή σκόνη, με χημικό τύπο χημικό τύπο HgS04 και μοριακό βάρος 296,65. Δια- Hg 2 S0 4 και μοριακό βάρος 497,24. Είναι δηλητηριώσπάται με θέρμανση ή παρουσία νερού και διαλύεται δης ουσία, που διασπάται θερμαινόμενη και διαλύεται σε οξέα. Είναι τοξική ουσία και χρησιμοποιείται στην σε νιτρικό και θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. ιατρική, καθώς και σε γαλβανικά στοιχεία. M e r c u r i c Sulfide [Θειούχος Υδράργυρος (II)] Ανόργ M e r c u r y [Ερμής] Αστρον. Ο πλησιέστερος στον ήλιο Χημ Ο χημικός τύπος είναι HgS και το μοριακό βάρος πλανήτης, που εξερευνήθηκε από το διαστημόπλοιο 232,65. Είναι τοξική, κρυσταλλική ουσία, με κόκκινο Mariner 10 το 1974. Είναι ο μικρότερος πλανήτης του ή μαύρο χρώμα. Η κόκκινη είναι γνωστή και ως κιννά- ηλιακού συστήματος εκτός του Πλούτωνα. Η επιφάβαρι. Διασπάται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στην νεια του καίγεται (και παγώνει) σχετικά γρήγορα λόγω της απόστασης από τον Ήλιο. Έχει μαγνητικό πεδίο ιατρική.

Mercury2

-900-

αλλά και αρκετά μαγνητικά φαινόμενα (λόγω μεγέθους αλλά και σύστασης αφού περιέχει πολύ σίδερο). Είναι ορατός από τη Γη στο λυκαυγές και στο λυκόφως. Mercury 2 [Υδράργυρος] Χημ. Πρόκειται για χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με τον συμβολισμό Hg. Είναι μέταλλο, με χρώμα αργυρόχρυσο, και σε συνήθη θερμοκρασία βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση. Εξάγεται από διάφορα ορυκτά και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια και τη βιομηχανία με διάφορους τρόπους. M e r c u r y (I) Acetate [Οξικός Υδράργυρος (ϊ)] Χημ. Τοξική ουσία, με χημικό τύπο Hg 2 (CH 3 C00)2 —> Mcrcurous Acetate M e r c u r y (II) Acetate [Οξικός Υδράργυρος (II)] Χημ. Χημική ένωση, με τύπο Hg(CH 3 COO) 2 . Mercuric Acetate M e r c u r y (II) Arsenate [Αρσενικικός Υδράργυρος (II)] Ανόργ. Χημ. Κίτρινη, τοξική ουσία, με τύπο Hg3 (As0 4 ) 2 . —> Mercuric Arsenate Mercury Barometer [Βαρόμετρο Υδραργύρου] Μηχ. Όργανο, με το οποίο προσδιορίζεται η ατμοσφαιρική πίεση, χρησιμοποιώντας το ύψος της στήλης υδραργύρου η οποία ασκεί ίση πίεση. Στην απλούστερη μορφή του, αποτελείται από κατακόρυφο γυάλινο σωλήνα μήκους 80 cm, κλειστό στην κορυφή και ανοικτό στο κάτω μέρος, το οποίο είναι βυθισμένο σε υδράργυρο. Ο σωλήνας δεν περιέχει αέρα. Mercury (II) Benzoate [Βενζοϊκός Υδράργυρος (II)] Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Hg(C7H 5 0 2 )xH 2 0. -> Mercuric Benzoate Mercury (I) Bromide [Βρωμιούχος Υδράργυρος (I)] Ανόργ. Χημ. Τοξική ένωση με χημικό τύπο^ 2 ΒΓ 2 . Mercurous Bromide Mercury (II) Bromide [Βρωμιούχος Υδράργυρος (Η)] Ανόμγ. Χημ. Δηλητηριώδες άλας, με χημικό τύπο HgBr2. -» Mercuric Bromide M e r c u r y (I) Chloride [Χλωριούχος Υδράργυρος (I)] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο IIg2Cl2. —> Mercurous Chloride Mercury (II) Chloride [Χλωριούχος Υδράργυρος (II)] Ανόμγ. Χημ. Τοξική ουσία, με χημικό τύπο HgCl2. Mercuric Chloride M e r c u r y (I) C h r o m a t e [Χρωμικός Υδράργυρος (Τ)] Ανόμγ. Χημ. Ανόργανο άλας, με χημικό τύπο Hg 2 Cr0 4 . Mercurous Chromate M e r c u r y (II) Fluoride [Φθοριούχος Υδράργυρος (II)] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι HgF2. —» Mercuric Fluoride M e r c u r y (II) Fulminate [Κροτικός Υδράργυρος (II)] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Hg(CNO)2 και μοριακό βάρος 284,62. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, που εκρήγνυται με θέρμανση και διαλύεται σε νερό, αιθανόλη και υδροξείδιο του αμμωνίου. Χρησιμοποιείται ως πυροκροτητής σε μίγμα με KC103 για άμεση ανάφλεξη εκρηκτικών υλών. M e r c u r y (I) Iodide [Ιωδιούχος Υδράργυρος (1)] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Hg2l2 και είναι τοξική ουσία. Mercurous Iodide Mercury (II) Iodide [Ιωδιούχος Υδράργυρος (II)] Ανόργ. Χημ. Δίμορφη ένωση με χημικό τύπο Hgl2. Mercuric Iodide Mercury-manganese S t a r [Υδραργυρομαγγανικός αστέρας] Αστμον. Αστέρας φασματικού τύπου Β8 ή Β9, που στη σύνθεσή του περιέχει ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες υδραργύρου, μαγγανίου, στροντίου, γαλλί-

ου και ύττριου. Mercury (II) Nitrate [Νιτρικός Υδράργυρος (II)] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Hg(N03) 2 x H 2 0. -> Mercuric Nitrate M e r c u r y (II) Oxide [Οξείδιο του Υδραργύρου (II)] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο HgO. Mercuric Oxide Mercury Pernitrate [Νιτρικός Υδράργυρος (II)] Ανόργ. Χημ. —» Mercuric Nitrate Mercury Persulfate [Θειικός Υδράργυρος (II)] Ανόργ. Χημ. -» Mercuric Sulfate Mercury (I) Sulfate [Θειικός Υδράργυρος (I)] Ανόργ. Χημ. Είναι δηλητηριώδης ουσία, με χημικό τύπο Hg 2 S0 4 . Mcrcurous Sulfate Mercury (II) Sulfate [Θειικός Υδράργυρος (11)] Ανόμγ. Χημ. Στερεό άλας, με χημικό τύπο HgS0 4 Mercuric Sulfate Mercury T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο Υδραργύρου] Φυσ. Όργανο μέτρησης θερμοκρασίας, που αποτελείται από βαθμονομημένο γυάλινο, τριχοειδή σωλήνα, ο οποίος περιέχει υγρό υδράργυρο Mercury (II) Thiocyanate [Θειοκυανιούχος Υδράργυρος (II)] Ανόμγ. Χημ. Τοξική σκόνη, με χημικό τύπο Hg(SCN)2 Mercuric Thiocyanate Merge [Συγχώνευση] Πληρ. Συνήθης πράξη σε διάφορα μενού εφαρμογών όπως κείμενα, βάσεις δεδομένων κτλ. Τα περιεχόμενα 2 ή περισσότερων αρχείων συνενώνονται στη σειρά. Επίσης ο όρος συναντιέται κατά την μετακίνηση κομματιών κειμένου κατάλληλα σε ένα στυλ "κόψε - ράψε". Εξαιτίας αυτού του σκεφτικού μπορεί να υλοποιηθεί σε διάφορους αλγόριθμους όπως ψαξίματος, ταξινόμησης κτλ. Merge Sort [Ταξινόμηση με συγχώνευση] Πληρ. Αλγόριθμος ταξινόμησης. Αν έχουμε έναν πίνακα ν στοιχείων τον χωρίζουμε σε [ν/2] κομμάτια που έχουν το πολύ 2 στοιχεία. Ταξινομούμε κατά τη σειρά που θέλουμε τα κομμάτια και τα συγχωνεύουμε ανά δύο σε [ν/4] στοιχεία που έχουν το πολύ 4 στοιχεία. Εξακολουθούμε τη διαδικασία μέχρι να έχουμε ένα ενιαίο κομμάτι ταξινομημένο. Meridian [Μεσημβρινός] Αστρον. Κύκλος που περνάει από τους δύο πόλους ενός πλανήτη. Συγκεκριμένα για ένα σημείο ο μεσημβρινός του ορίζεται σαν τον κύκλο που περνάει από το σημείο και τους πόλους. Meridian 2 [Μεσημβρινός] Μαθημ. Στη διαφορική γεωμετρία κατά την παράσταση μιας σφαίρας σε πολικές συντεταγμένες οι παραμετρικές καμπύλες της μιας μεταβλητής (φ) που συνδέουν τα σημεία της σφαίρας που τέμνουν τον κατακόρυφο άξονα λέγονται μεσημβρινοί, δηλαδή οι τομές της σφαίρας και των επιπέδων που περιέχουν τον άξονα των ζ. Meridian Altitude [Μεσημβρινό μήκος] Αστμον. Στις γήινες (γεωγραφικές) συντεταγμένες μετράμε το γεωγραφικό μήκος ως τη γωνία (Meridian Angle) που σχηματίζει ο μεσημβρινός του τόπου με τον πρώτο μεσημβρινό. Η γωνία είναι από 0 υ ως 180°, ανατολικά και δεξιά του μεσημβρινού του Greenwich. Meridian Instrument [Μεσημβρινόμετρο] Αστρον. 1. Φωτογραφικό φωτόμετρο προσανατολισμένο στο μεσημβρινό σαν σημείο αναφοράς της θέσης των σωμάτων που μετριούνται καθώς εκτελείται το μεσημβρινό πέρασμα. Συνήθως μετατρέπει απευθείας την οπτική καθαρότητα σε ένταση ενώ στη συνήθη υλοποίηση συνδέεται με Η/Υ. 2. Τηλεσκόπιο που συνδέεται στο επίπεδο του κύριου μεσημβρινού (Meridian Circle) για

-901 μέτρηση της ωρας. Meridian Of Greenwich [Μεσημβρινός του Greenwich) Αστρον, Το ημικύκλιο που περνάει από τους πόλους της γήινης σφαίρας και το αστεροσκοπείο του Γκρήνουιτς έξω από το Λονδίνο. Γνωστός και σαν ο πρώτος μεσημβρινός. Είναι και ο μεσημβρινός που θεωρείται παγκόσμιο σημείο αναφοράς για την ώρα. Πάντως το ακριβέστερο σημείο χρονομέτρησης δεν βρίσκεται στο Γκρήνουιτς. M e r i d i a n Passage [Μεσημβρινό πέρασμα] Αστρον. Στις μεσημβρινές συντεταγμένες έτσι αναφέρεται το πέρασμα ενός σώματος από τον μεσημβρινό του παρατηρητή. Meridian Plane [Μεσημβρινό επίπεδο] Αστρον. Στις ισημερινές συντεταγμένες ο άξονας του κόσμου (που περνάει από τους πόλους) και ο άξονας Ζενίθ - Ναδίρ ορίζουν το μεσημβρινό επίπεδο. Η τομή του επιπέδου αυτού με την ουράνια σφαίρα λέγεται μεσημβρινός του παρατηρητή. Η τομή μεσημβρινού και ορίζοντα ορίζει τη μεσημβρινή γραμμή δηλαδή τη διεύθυνση ΒορράΝότου. Η διεύθυνση του ορίζοντα που είναι κάθετη στη μεσημβρινή γραμμή και περνάει από το κέντρο ορίζει τον μεσημβρινό άξονα, δηλαδή τη διεύθυνση Ανατολής-Δύσης. Meridional [Μεσημβρινός] Γεωλ. Χαρακτηρισμός κινήσεων πάνω στην επιφάνεια της Γης, των οποίων το γεωγραφικό πλάτος υπολογίζεται από το μήκος των γήινων μεσημβρινών που διασχίζονται. Το γεωγραφικό πλάτος χαρακτηρίζεται ως βόρειο ή νότιο αν η κίνηση γίνεται βορειότερα ή νοτιότερα του ισημερινού, ο οποίος θεωρείται να είναι ο κύριος μεσημβρινός αναφοράς. Merit Pay Plan [Σχέδιο μεταβλητών αμοιβών] Τεχνολ. Σε ορισμένες επιχειρήσεις όπου υπάρχει αλυσίδα παραγωγής, πολιτική αμοιβών των εργαζομένων που προκύπτουν από την απόδοση του κάθε εργαζόμενου και σύμφωνα με την οποία εξασφαλίζεται για κάθε εργαζόμενο μια ελάχιστη αμοιβή ανεξάρτητα από την απόδοση. M e r o m o r p h i c Function [Μερόμορφη συνάρτηση] Μαθημ. Μια μιγαδική συνάρτηση άγεται έτσι αν είναι αναλυτική παντού στο πεδίο ορισμού της εκτός από ένα διακριτό σύνολο σημείων όπου απειρίζεται πολυωνυμικά, δηλαδή χωρίς ουσιώδεις ανωμαλίες. Πολύ χρήσιμες συναρτήσεις πχ στην fractal ανάλυση. Μπορεί να στηριχτεί κανείς πάνω στις εργασίες των Liouville, Weierstrass, και από τους σύγχρονους στη Nevallina. Merrillite [Μεριλλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τριγωνικής κρυσταλλικής δομής, με MB 2100 και χημικό τύπο Cai 8 Mg2(P0 4 )] 4 . Συναντάται κυρίως σε πετρώματα μετεωριτών, ενώ ο λόγος των αξόνων του είναι a:c = 1:3.58. M e r s e n n e N u m b e r [Αριθμός του Mersenne] Μαθημ. Οι αριθμοί τύπου Μη = Τ - 1, όπου n ακέραιος. Ο αριθμός έχει τόσα ψηφία όσο το ακέραιο μέρος του αριθμού log(2 n - 1)+1. M e r s e n n e P r i m e [Πρώτος του Mersenne] Μαθημ Ένας αριθμός τύπου Μη που είναι πρώτος. Πολύ σημαντικοί αριθμοί για τη θεωρία αριθμών γιατί σχετίζονται με τους τέλειους αριθμούς και για την κρυπτανάλυση αφού είναι γνωστοί μόνο οι πρώτοι 40. Το πλήθος ψηφίων είναι πολύ μεγάλο για ακριβή εκτίμηση (για τον τελευταίο με περίπου 518.000 ψηφία χρειάστηκαν 8 χρόνια ερευνών για τον ακριβή εντοπισμό).

Mesolite

Mesaconic Acid [Μεσακονικό Οξύ] Opy. Χημ. Ονομάζεται και μεθυλο-φουμαρικό οξύ. Είναι κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο HOOC-CH(CH 3 )=CHCOOH, μοριακό βάρος 130,10 και σημείο τήξεως 204-205 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και διαιθυλαιθέρα. Mesh [Ανοιγμα] Τεχνυλ. Σε ένα πλέγμα, το κενό που υπάρχει μεταξύ δύο ινών που συνθέτουν το πλέγμα. Η διάσταση του κενού καθορίζει και το μέγεθος ενός στερεού σωματιδίου που μπορεί να το διασχίσει. Mesh G r i d [Εσχάρα κάλυψης] Μαθημ. Για την αριθμητική λύση μιας διαφορικής εξίσωσης χωρίζουμε το χώρο ολοκλήρωσης σε υποπεριοχές βάσει κάποιου μοντέλου πχ ομοιόμορφα, σε καρτεσιανές η πολικές συντεταγμένες και ολοκληρώνουμε πάνω τους. Για μερικές διαφορικές εξισώσεις κυρίως έχει ενδιαφέρον και η αντίστροφη διαδικασία ανασύνθεσης. Mesh Network Topology [Διαμερισμένη τοπολογία δικτύου] Επικοιν. Τοπολογία διασύνδεσης δικτύων με χρήση routers ώστε η πληροφορία να μπορεί να διακινηθεί από αρκετούς εναλλακτικούς δρόμους. Το κόστος όμως αυξάνεται αρκετά γιατί ζητάμε έξυπνους κόμβους και με ενδεχόμενη αποθηκευτική ικανότητα. Λέγεται και τοπολογία βρόγχου. Mesh Size 1 [Διάσταση ανοίγματος] Τεχνολ. Η απόσταση μεταξύ δύο ινών ή δύο συρμάτων που συνθέτουν ένα πλέγμα. Σε βιομηχανικά πλέγματα οι βιομηχανίες που τα κατασκευάζουν, ανάλογα με αυτές τις διαστάσεις κωδικοποιούν το προϊόντα για να είναι εύκολη η επιλογή από το μελλοντικό χρήστη. Mesh Size 2 [Μέγεθος διαμέρισης] Μαθημ. Για τη μια διάσταση πρώτα: έστω διάστημα [α β] που διαχωρίζεται από μια αύξουσα ακολουθία σημείων {Χι, Χ2,.··> χ«Ιι}. Το μέγεθος αυτό ορίζεται από τις διαφορές Δχι = χι - χ j. ι για i = l..n. Βρίσκει τη μεγαλύτερη χρησιμότητα στην κατασκευή αριθμητικών μεθόδων ολοκλήρωσης αρκεί να βρεθούν τα κατάλληλα σημεία. II κατάσταση περιπλέκεται για 2 και 3 διαστάσεις. Mesic Atom [Μεσονικό άτομο] Πυρην.Φυσ. Μετασταθές, βραχύβιο άτομο, στο οποίο ένα ηλεκτρόνιο έχει αντικατασταθεί από ένα μιόνιο ή ένα μεσόνιο. Mesityl Oxide [Μεσιτυλοξείδιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τη 4-μεθυλο-3-πεντεν-2-όνη, που σχηματίζεται κατά τη συμπύκνωση τριών μορίων ακετόνης. Έχει χημικό τύπο CH 3 -C(CH 3 )CHCOCH 3 , μοριακό βάρος 98,14, σημείο ζέσεως 129,7°C και σημείο πήξεως 52,9 °C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή διαλυτών νιτροκυτταρίνης και βινυλορητινών. Mcsitylene [Μεσιτυλένιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το 1,3,5-τριμεθυλο-βενζόλιο, που έχει χημικό τύπο 1,3,5( C H ^ Q ^ h , μοριακό βάρος 120,19, σημείο ζέσεως 164,7°C και σημείο πήξεως -44,7 °C. Είναι άχρωμη, υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Meso- [Μεσο-] Χημ. 1. Πρόθεμα που δηλώνει την οπτικά ανενεργό μεσομορφή μιας χημικής ένωσης. Συμβολίζεται με m-. 2. Δηλώνει ετεροκυκλική οργανική ένωση, που περιέχει υποκαταστάτη σε άτομο άνθρακα, που βρίσκεται μεταξύ δύο ετεροατόμων. Συμβολίζεται με μ-. Mesoclimate [Μέσο κλίμα] Μετεωρ. Μελέτη κλιματικών συνθηκών για περιοχή μερικών στρεμμάτων έως αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων. Mesolite [Μεσολίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς

M e n g e r Sponge

-902

κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, λευκού ή γκρίζου χρώματος, με MB 1165 και χημικό τύπο Na2Ca2Al6Si903o.8H20. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή. M e s o m o r p h i s m [Μεσομορφισμός] Φυσ. Χημ. Φαινόμενο κατά το οποίο μια πολυμερής ένωση βρίσκεται σε μια φάση ενδιάμεση, μεταξύ της δομής πλήρους τάξεως (κρυσταλλική) και αυτής της πλήρους έλλειψης τάξεως (άμορφη). Η φάση αυτή ονομάζεται μεσοφάση και μπορεί να είναι υγρός κρύσταλλος ή πλαστικός κρύσταλλος ή κρύσταλλος διαταραγμένης τάξεως σχηματισμού. Meson [Μεσόνιο] Πορην.Φυσ. Οποιοδήποτε στοιχειώδες σωμάτιο αποτελείται από δύο quarks. Τέτοια είναι το καόνιο, το πιόνιο και το σωμάτιο Ψ. Η μάζα τους είναι μεταξύ της μάζας ενός πρωτονίου και αυτής ενός ηλεκτρονίου, και θεωρούνται οι φορείς της ισχυρής αλληλεπίδρασης. Έχουν σπιν 0, κινούνται με ταχύτητες της τάξης της ταχύτητας του φωτός, μπορεί να έχουν θετικό, αρνητικό ή μηδενικό φορτίο και είναι εξαιρετικά βραχύβια. Mesopause [Μεσόπαυση] Μετεωρ. Ατμοσφαιρική ζώνη γύρω από την υδρόγειο που βρίσκεται σε ύψος 80 χιλιομέτρων. Αποτελεί τη μεταβατική περιοχή μεταξύ της μεσόσφαιρας, όπου όσο αυξάνεται το ύψος μειώνεται η θερμοκρασία, και της θερμόσφαιρας, όπου όσο αυξάνεται το ύψος αυξάνεται και η θερμοκρασία. Mesopore [Μεσοπόρος] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ο πόρος σε στερεό υλικό, του οποίου η διάμετρος είναι από 0,2 έως 5,0 μιτι. Mesoscale Convective Complexes [Σύνθετα θερμοσο)ρευτικά μεσαίου μεγέθους] Μετεωμ. Φαινόμενο κάλυψης περιοχών ως 100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα από ενοποιημένο δίκτυο ηλεκτρικών εκκενοήσεων που οδηγούν σε δυνατούς κεραυνούς. Μελέτη και αεροφωτογράφηση γίνεται από μετεωρολογικούς δορυφόρους. Mesoscopic [Μεσοσκοπικός] Φυσ. Δηλώνει ένα σύστημα, του οποίου το μέγεθος μπορεί να περιγραφεί με κλίμακα ενδιάμεση, μεταξύ μικροσκοπικής και μακροσκοπικής. Mesosphere [Μεσόσφαιρα] Μετεωρ. Οριακή περιοχή της ομόσφαιρας (δηλαδή της περιοχής που ανήκει η ατμόσφαιρα) πάνω από τη στρατόσφαιρα ή 40-80 χλμ πάνω από τη γήινη επιφάνεια. Συνορεύει με την ιονόσφαιρα. Message [Μήνυμα] Επικοιν. Κομμάτι πληροφορίας που διακινείται μέσα στο σύστημα, στο δίκτυο και φυσικά στο διαδίκτυο. Συνήθως σημαίνει και ένα αυτοτελές μήνυμα ταχυδρομείου, αλλά μπορεί να εννοούμε και ένα σήμα μιας εσωτερικής λειτουργίας. Message Authentication [Πιστοποίηση μηνύματος] Επικοιν. Συνήθως κατά τη διαδικασία ανταλλαγής μηνυμάτων προηγείται μια διαδικασία πιστοποίησης δηλαδή ελέγχου αυθεντικότητας, υπηρεσίας προέλευσης ή διαμεταγωγής, χρήση κωδικών κρυπτογράφησης κτλ. Οι διαδικασίες ασφάλειας είναι τυποποιημένες αλλά ο καθένας μπορεί να επιβάλει τις δικές του. Ένας τρόπος ελέγχου είναι στις επικεφαλίδες των μηνυμάτων. Message Blocking [Ορισμός μπλοκ μηνυμάτων] Επικοιν. 1. Ομαδοποίηση μηνυμάτων για διακίνηση μέσω κοινού καναλιού. 2. Αν ο διανομέας μηνυμάτων κρίνει ότι το μήνυμα δεν πληροί κάποιες προδιαγραφές όπως ασφάλειας (συνήθως παραβιάζοντας το απόρρητο και διαβάζοντας το) είτε επειδή προέρχεται από κακοχαρακτηρισμένους δικτυακούς τόπους σταματά τη διακίνη-

ση του. Message Encrypting [Κρυπτογράφηση μηνύματος] Επικοιν. Κατά την αποστολή μηνυμάτων μέσω ανασφαλών συνδέσεων, ο κατασκευαστής ταχυδρομείου ενίοτε χρειάζεται να κρυπτογραφήσει κάποιες πληροφορίες με τα μέσα που παρέχει το πακέτο ταχυδρομείου και που συνήθως είναι έτοιμοι αλγόριθμοι. Υπάρχει και σχετικό πρωτόκολλο ασφάλειας μηνυμάτων. Ενδιαφέρον έχουν οι υλοποιήσεις του σε JAVA. Message Exchange Service [Υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων] Επικοιν. Η οργάνωση της ανταλλαγής μηνυμάτων μέσω ενός ειδικού εξυπηρετητή ή έστω κάποιου χώρου μνήμης αφοσιωμένο στη διακίνηση ταχυδρομείου. Message Handling Service [Σύστημα χειρισμού μηνυμάτων (MHS)] Επικοιν. Επικοινωνιακό μοντέλο που αποτελείται από το σύστημα μεταφοράς (MTS) και το σύνολο των οντοτήτων αντιπροσώπων χρηστών. Το υπόστρωμα των αντιπροσώπων χρηστών (UAL) εξασφαλίζει τις υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων. Παρουσιάζεται στα πρωτόκολλα Ρ1, Ρ2, Ρ3 που μπήκαν στο Χ.400 της CC1TT (πχ. Χ400, Χ401, Χ408, Χ409, Χ410, Χ411, Χ420, Χ430) και στο MOT1S του ISO. Message H e a d e r [Επικεφαλίδα του μηνύματος] Επικοιν. Οι πρώτες σειρές ενός μηνύματος περιέχουν συνήθως στοιχεία αποστολέα, του εξυπηρετητή ταχυδρομείου του, άλλους παραλήπτες, συνημμένα αρχεία και ίσως άλλους ενδιάμεσους εξυπηρετητές. Message Interpolation [Παρεμβολή μηνύματος] Επικοιν. Στην περίπτωση που μεταδίδονται φωνή και δεδομένα στο ίδιο κανάλι παρεμβάλλονται τα δεδομένα σε άλλες γειτονικές χρονοθυρίδες καθώς περνάνε μέσα στο δίκτυο (για μικρά μηνύματα πχ ως 128 bits). Message Switching [Μεταγωγή μηνύματος] Είναι ένας τρόπος για αποτελεσματικότερη αποστολή μηνυμάτων. Συνήθως υπάρχουν και ειδικοί εξυπηρετητές διακίνησης και προώθησης ταχυδρομείου. Υλοποιείται με αποθήκευση και επαναπροώθηση μηνύματος δηλαδή σπάσιμο του μηνύματος σε κομμάτια και προώθηση από τον ευκολότερο δρόμο. Κάθε μήνυμα ξέρει τον προορισμό και η ανασύνθεση γίνεται στο τέλος. Δύσκολη υλοποίηση για εφαρμογές πραγματικού χρόνου. Message Trailer [Κλείσιμο μηνύματος] Επικοιν. Επίλογος ενός μηνύματος που μπορεί να εισάγεται και αυτοματικά. Message T r a n s f e r P a r t [Τμήμα μετάδοσης μηνύματος] Επικοιν. Μέρος του πρωτοκόλλου επικοινωνίας SS7 για τη σήμανση του ISDN που μεριμνά για τη σύνδεση και το μέσο μεταφοράς. Message T r a n s f e r System [Σύστημα μεταφοράς μηνύματος (MTS)l Επικοιν. Λογισμικό επικοινωνιών που παραλαμβάνει και διακινεί μηνύματα από και προς άλλους εξυπηρετητές ταχυδρομείου, ξένα internet sites, ξένα ταχυδρομικά συστήματα. Αποτελείται από το σύνολο των αντιπρόσωπων (Message Transfer Agent Μ'ΓΑ), αποθηκευτές μηνυμάτων (MS). Messaging Application P r o g r a m m i n g Interface [Προγραμματιστική διασύνδεση εφαρμογο')ν μηνυμάτων (MAPI)] Προπόκολλο της Microsoft για την διασύνδεση εφαρμογών ταχυδρομείου στην πλατφόρμα των Windows. Messenger [Λογισμικό μηνυμάτων] Επικοιν. Ειδικό λογισμικό που χρησιμοποιείται για ανάγνωση και συγγραφή μηνυμάτων και αφετέρου συνεργάζεται με το λογισμικό διακίνησης και διεκπεραίωσης επικοινωνίας

-903 και με το λειτουργικό σύστημα.. Messier Catalog [Κατάλογος Messier] Αστρον. Παλιότερος κατάλογος από τον Γάλλο Messier (1784) όπου καταγράφονται γνωστοί γαλαξίες, αστρικά σμήνη και συμπλέγματα και διαστρικά ή γαλαξιακά νεφελώματα. Αυτή τη στιγμή έχει 103 αντικείμενα αν και κάποια απ' αυτά θεωρούνται ακόμα αμφισβητούμενα (λόγω της νεφελωματικής φύσης τους). Αναγναιρίζονται από το αρχικό γράμμα Μ (πχ Μ80 και Μ81 το διπλό σύστημα των Γαλαξιών Maffei). Μ - E s t i m a t o r [Μ-εκτιμητής] Στατ. Ευσταθές (robust) στατιστικό που στηρίζεται στην μέθοδο μεγίστης πιθανοφάνειας. Υπάρχουν και οι L εκτιμητές. Meta- [Μετα-] Χημ. 1. Πρόθεμα που δηλώνει μια ένωση που έχει σχηματισθεί κατά την επίδραση ενός μορίου νερού σε ανυδρίτη οξέος. 2. Εκφράζει την ισομερή μορφή ενός δισυποκατεστημένου βενζολικού δακτυλίου, ύταν οι δύο υποκαταστάτες βρίσκονται στις θέσεις 1,3. Metaanalysis [Μεταγενέστερη ανάλυση] Στατ. Αφού έχει ολοκληρωθεί η στατιστική ανάλυση και η διεξαγωγή του πειράματος ελέγχουμε τα πραγματικά αποτελέσματα για να δούμε σε πιο βαθμό επιβεβαιώνεται η στατιστική πρόβλεψη. Metaassemblcr [Μετασυμβολομεταφραστής] Πλημ. Συμβολομεταφραστής που παράγει άλλους assemblers. M e t a c h a r a c t e r [Μεταχαρακτήρας] Πληρ. Ειδικός χαρακτήρας (γνωστός από πριν στο σύστημα) που χρησιμοποιείται από ορισμένες γλώσσες προγραμματισμού η ορισμένα λειτουργικά συστήματα για ενεργοποίηση λειτουργιών (οθόνης) ή εκτέλεση άλλων ενεργειών μέσα σε συμβολοσειρές. Τέτοιοι χαρακτήρες είναι τα πλήκτρα 7" για τη γλώσσα C και το "ESC" για το MSDOS και το πακέτο Mathematica. Metacompiler [Μεταμεταφραστής] Πληρ. Μεταφραστής που χρησιμοποιείται για την κατασκευή άλλων μεταφραστών. Σύνηθες πρόγραμμα του λειτουργικού συστήματος UNIX. M e t a d a t a [Μεταδεδομένα] Πληρ. Δεδομένα που χρησιμοποιούνται για περιγραφή και ευκολότερη ανάκτηση άλλων δεδομένων. Σύνηθες εργαλείο των ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών. Βασικότερο πρόβλημα είναι η χρήση ονομάτων σε διαφορετική γλώσσα από αυτή των μεταδεδομένων. Χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους. Metafile [Μετααρχείο] Πληρ. Αρχείο που χρησιμοποιείται για να αποθηκεύσει πληροφορία σε γνωστή διαμόρφωση πχ αποθήκευση εικόνας. Γενικότερα τρόπος ανταλλαγής αρχείων ανεξάρτητα από τη μηχανή. M e t a h y d r a t e Sodium C a r b o n a t e [Μεταένυδρ Ανθρακικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Αχρωμη, κρυσταλλική, υγροσκοπική ουσία, με χημικό τύπο Na2C0 3 x H 2 0, μοριακύ βάρος 124,00 και σημείο τήξεως 100 °C, όπου αποβάλλεται το νερό. Είναι διαλυτή σε νερό και γλυκερίνη και χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων, για τη ρύθμιση της οξύτητας διαλυμάτων, καθώς και στην ιατρική. Metal [Μέταλλο] Υλικ. Έτσι χαρακτηρίζεται μία σειρά από χημικά στοιχεία του περιοδικού πίνακα, τα οποία παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες. Είναι καλοί αγωγοί της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, έχουν μία ιδιόμορφη λάμψη και είναι σχεδόν όλα στερεά. Τα περισσότερα καίγονται με το οξυγόνο παράγοντας οξείδια, ενώ σχηματίζουν μεταξύ τους και με άλλα αμέταλλα στοιχεία μία αναρίθμητη σειρά από κράματα. Η εφαρ-

Metallic Element

μογή τους στη βιομηχανία είναι θεμελιώδης και άκρως απαραίτητη για τη σύγχρονη τεχνολογία, ενώ η εξαγωγή τους γίνεται από την φύση όπου υπάρχουν σε ενώσεις με άλλα στοιχεία ή και ελεύθερα. Metal Alkyl [Μεταλλο-αλκύλιο] Οργ. Χημ. Κατηγορία χημικών ενώσεων, που περιέχουν αλκύλιο και άτομο μετάλλου. Metal Cluster C o m p o u n d [Μεταλλική Σύμπλοκη Ένωση] Ανόργ. Χημ. Πολυπυρηνική σύμπλοκη ένωση, στην οποία βρίσκονται ενωμένα απ' ευθείας δύο ή περισσότερα κεντρικά άτομα μετάλλων, ενώ υπάρχουν ως περιφερειακοί υποκαταστάτες διάφορα ιόντα ή άτομα ή ομάδες ατόμων. Metal Detector [Ανιχνευτής μετάλλων] Η/χκτρον. Είναι μία ηλεκτρονική συσκευή η οποία είναι σε θέση να εντοπίζει την ύπαρξη μεταλλικών αντικειμένων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους ή γενικά σε χώρους μη προσιτούς στο γυμνό μάτι. Παράγει ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο υψηλών συχνοτήτων και με τις μεταβολές που δημιουργούνται σε αυτό από τα μεταλλικά αντικείμενα τα εντοπίζει. Χρησιμοποιείται για την άρση των ναρκοπεδίων, για την τήρηση της ασφάλειας με την ανίχνευση των όπλων και αλλού. Metal Ion Indicator [Μεταλλοϊονικός Δείκτης] Χημ. Χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε αντιδραστήριο που μπορεί να σχηματίσει μια έγχρωμη ένωση με μεταλλικό ιόν. Χρησιμοποιούνται συχνά στις συμπλοκομετρικές ογκομετρήσεις. Metal L a t h [Κοτεστόσυρμα] Οικοδ. Μεταλλικό πλέγμα που τοποθετείται σε τοίχους πριν το σοβάτισμα με σκοπό να ενισχύσει τον σοβά όταν τοποθετηθεί ως επένδυση στον τοίχο. Metal Locator [Ανιχνευτής μετάλλων] Ηλεκτρον. —> Metal Detector Metal -Oxide Semiconductor [Ημιαγωγός απύ μεταλλικό οξείδιο του πυριτίου] Η/χκτρον. Ημιαγωγός FET διπλής κατεύθυνσης ροής από μεταλλικό οξείδιο του πυριτίου που είναι πια αρκετά φτηνό και διαδεδομένο υλικό για κατασκευή ολοκληρωμένων δικτικην. Metal Rich Stars [Μεταλλικά πλούσιοι αστέρες] Αστρον. Αστέρες στη σύσταση των οποίων ο λόγος μεταλλικών ουσιών προς υδρογόνο είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των Υάδων αστέρων. Metalanguage [Μεταγλώσσα] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού που χρησιμοποιείται για περιγραφή και κατασκευή άλλων γλωσσών (πχ σε γλώσσα βάσης δεδομένων). Metaldchyde [Μεταλδεΰδη] Οργ. Χημ. Κρυσταλλικό στερεό που σχηαμτίζεται κατά τον πολυμερισμό της ακεταλδευδης. Η δομή της δεν έχει διευκρινισθεί, αλλά ο μοριακός τύπος είναι (C2H.,0)4-6. Εξαχνώνεται στους 115°C και τήκεται στους 246,2 °C. Χρησιμοποιείται μερικές φορές ως καύσιμο. Metallic Bond [Μεταλλικός Δεσμός] Χημ. Είδος χημικού δεσμού, που εμφανίζεται σε ενώσεις των μετάλλων. Αποτελείται από τις ισχυρές, συνεκτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων των μετάλλων, οι οποίες οφείλονται στις ηλεκτροστατικές δράσεις μεταξύ των κατιότων του μετάλλου και του κοινού ηλεκτρονιακού νέφους στο πλέγμα. Metallic Element [Μεταλλικό Στοιχείο] Χημ. Ένα χημικό στοιχείο θεωρείται ως μέταλλο, όταν εμφανίζει ηλεκτροθετικότητα, υψηλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, ελατότητα, ολκιμότητα και χαρακτηριστική λάμψη.

Metallic Nuclear Fuel

-904-

Metallic Nuclear Fuel [Μεταλλικό πυρηνικό καύσιμο] Πυρην.Φυσ. Μεταλλικό κράμα ουρανίου-235 ή πλουτωνίου-239 με αλουμίνιο, ζιρκόνιο ή ατσάλι, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο στους πυρηνικούς αντιδραστήρες σχάσης. Metallic P a i n t [Μεταλλική βαφή] Τεχνολ. 1. Ομάδα χρωμάτων που συμπεριλαμβάνουν στην σύνθεση τους μεταλλικές προσμίξεις αυξάνοντας έτσι την ανθεκτικότητα τους. 2. Ομάδα βαφών που προορίζονται για την επάλειψη μεταλλικών αντικειμένων και προστατεύουν το μέταλλο από τη οξείδωση. Metallic Soap [Μεταλλικός Σάπωνας] Opy. Χημ. Δηλώνει μια χημική ένωση, που είναι εστέρας οργανικού, λιπαρού οξέος με βαρύ μέταλλο. Metallization [Επιμετάλλωση] Μηχ. Διεργασία εναπόθεσης λεπτού υμένα μετάλλου, στην επιφάνεια ενός υλικού. Metallocene [Μεταλλοκένιο] Χημ. Οργανομεταλλική ένωση του κυκλοπενταδιενίου (CjHe), με σίδηρο, τιτάνιο ή μαγνήσιο. Παρασκευάζεται με αντίδραση του C5H6 με ισχυρή βάση ή με απ' ευθείας επίδραση του μετάλλου στο CjH*. Τα μεταλλοκένια έχουν δομή τύπου σάντουιτς. Metalloid [Μεταλλοειδές] Ανόμγ. Χημ. Παλαιότερη ονομασία για τα χημικά στοιχεία, που εμφανίζουν ιδιότητες τέτοιες, ώστε να κατατάσσονται στο ενδιάμεσο μεταξύ μετάλλων και αμετάλλων. Το αντιμόνιο, το αρσενικό, το πυρίτιο και το βόριο αποτελούν παραδείγματα μεταλλοειδών. Metallo-organic C o m p o u n d s [Οργανομεταλλικές Ενώσεις] Χημ. Χημικές ενώσεις, στις οποίες υπάρχει δεσμός μεταξύ ατόμου άνθρακα και ενός μετάλλου. Παραδείγματα οργανομεταλλικών ενώσεων είναι τα μεταλλοκαρβονύλια, καθώς και τα σύμπλοκα αλκανίων ή αλκενίων ή αλκινίων. Metallurgy [Μεταλλουργία] Μεταλλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολ!ο των μεθόδων και των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή των μετάλλων από την φύση και για την επεξεργασία τους. ΤΪ μεταλλουργία είναι γνωστή στον άνθρωπο από τα αρχαιότατα χρόνια αποτελώντας ένα από τα βασικά βήματα για την ανάπτυξη του πολιτισμού του. Metalwork [Εργασίες μετάλλου] Οικοό. Σε μια οικοδομή η ομάδα εργασιών που συμπεριλαμβάνει την επεξεργασία και την τοποθέτηση μεταλλικών στοιχείων στην κατασκευή, όπως κιγκλιδώματα, κλπ. M e t a m a t h e m a t i c s [Μεταμαθηματικά] Μαθημ. Αποδεικτική διαδικασία που στηρίζεται στη χρήση λογικών συμβόλων και τους νόμους που τα διέπουν. Οι συνδυασμοί αυτοί συνήθως γίνονται από Η/Υ και έτσι μπορούν να προκύψουν πρωτόγνωροι τρόποι μαθηματικής σκέψης, που είναι αμφίβολο όμως αν είναι μαθηματικά. M e t a m o r p h i s m [Μεταμορφισμός] Γεωλ. Καλείται η αλλαγή της ορυκτολογικής σύστασης ενός πετρώματος, η οποία συντελείται στο εσωτερικό της Γης, ως συνέπεια της επίδρασης σε αυτό πολύ μεγάλων πιέσεων και της υψηλής θερμοκρασίας. Μ eta- Nitroaniline [Μετα-νιτροανιλίνη] Ομγ.Χημ. Μία από τις ισομερείς νιτροανιλίνες, με μία νιτροομάδα σε παραδιπλανή θέση στο βενζολικό δακτύλιο με τύπο O2NC6H4NH2. Κίτρινο κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξης 113°C. Χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο για τη σύνθεση χρωστικών ουσιών. Πολύ τοξική ουσία. Meta- Nitrotoluene [Μετα-νιτροτολουόλιο] Ομγ.Χημ.

Ένα από τα τρία ισομερή νιτροτολουόλια με τύπο CH 3 C 6 H 4 N02. Διαθέτει μία νιτροομάδα (-ΝΟ2) σε παραδιπλανή θέση από ένα -CH3 στον αρωματικό δακτύλιο. Κίτρινο στερεό με σημείο τήξης 15°C, πολύ τοξικό. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή της μτολουιδίνης στην οργανική σύνθεση. Metaphosphoric Acid [Μεταφωσφορικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Χημική ένωση, ΗΡ0 3 , που σχηματίζεται ως ιξώδης στερεά ουσία, όταν οξείδιο του πεντασθενούς φωσφόρου αφήνεται να εκτεθεί στον αέρα. Metascope [Μετασκόπιο] Φυσ. Συσκευή που μετατρέπει την υπέρυθρη ακτινοβολία σε αντίστοιχη μορφή ορατής ακτινοβολίας. Metasideronatrite [Μετασιδηρονατρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, κίτρινου χρώματος, με MB 329 και χημικό τύπο Na 2 Fc(S0 4 ) 2 0H. Η 2 0. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και κυρίως σε διάφορες περιοχές της Χιλής. Metastable Equilibrium [Μετασταθής Ισορροπία] Φυσ. Κατάσταση ενός συστήματος, η οποία μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ισορροπία, αν σε αυτό εφαρμοσθεί στοιχειώδης μεταβολή. Θεωρείται α>ς κατάσταση ψευδο-ισορροπίας. Metastable State [Μετασταθής Κατάσταση] Φυσ. Χημ. Συνθήκη στην οποία ένα σύστημα έχει μια σταθερότητα, που όμως μπορεί πολύ εύκολα να διαταραχθεί. Ο υπέρθερμος ατμός, το υπόψυκτο υγρό και το υπέρκορο διάλυμα αποτελούν συνήθεις μετασταθείς καταστάσεις. Metathesis [Μεταθετική Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση, κατά την οποία λαμβάνει χώρα απομάκρυνση ενός ή περισσότερων προϊόντων από το αντιδρόν σύστημα, λόγω σχηματισμού στερεού ιζήματος ή αέριας φάσης. Πρόκειται για αντίδραση αντικατάστασης, όπου δεν μεταβάλλεται ο αριθμός οξείδωσης. Metavariable [Μεταμεταβλητή] Μαθημ. Αντικείμενο της λογικής. Ανήκοντας σε μία τυπική γλώσσα (τυπικού συντακτικού), περιγράφει ένα λεκτικό σχήμα. Έτσι συναντιέται και σε περιγραφικές γλώσσες. Metavauxite [Μεταβωξίτης] Ομυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, λευκού χρώματος, με MB 478 και χημικό τύπο FeAK (Ρ0 4 )2(ΟΗ) 2 .8Η 2 0. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ν. Αμερικής. Meteor [Μετέωρο] Αστμον. Μετεωροειδές (Meleoroid) που μπαίνοντας στη γήινη ατμόσφαιρα καίγεται και ιονίζοντας φωτοβολεί. Διακρίνεται από το φωτεινό ίχνος που αφήνει. Ανάλογα με το μέγεθος τους και τη λαμπρότητα τους χωρίζονται σε βολίδες (πιο λαμπρά) και διάττοντες αστέρες. Εμφανίζονται σποραδικά και σαν βροχές μετεώρων. Φωτογραφίζονται από ειδικά όργανα και με ειδικές τεχνικές. Meteor Burst [Ξέσπασμα μετεώρων] Επικοιν. Η μορφή αυτής της επικοινωνίας μικρού όγκου δεδομένων στηρίζεται στην αντανάκλαση ραδιοκυμάτων στην ιονόσφαιρα και κύρια στην εμφάνιση μετεωριτών. Επηρεάζεται πολύ από τα αστρονομικά φαινόμενα της μαγνητόσφαιρας (μετεωρικός ιονισμός) και χρησιμοποιείται κύρια για σήματα συγχρονισμού, συλλογή δεδομένων από σταθμούς πάνω από τη γήινη επιφάνεια. M e t e o r Shower [Βροχές μετεώρων] Αστμον. Τύπος μετεώρων που λέγονται και βροχές διαττόντων όπου μετέωρα έρχονται από την ίδια διεύθυνση και πιθανόν την ίδια πηγή, συνήθως από την αποσύνθεση της ου-

-905 ράς ενός κομήτη που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και λέγεται μετεωρικό ρεύμα (Meteor Stream). Ονομάζονται από το ακτινοβόλο σημείο προέλευσης τους δηλαδή το σημείο του ουρανού όπου πρωτοεμφανίζονται, Meteoric Ionization [Μετεωρικός ιονισμός] Αστρον. Το φαινόμενο του ιονισμού από τις συγκρούσεις και τη διέλευση μετεώρων από τη γήινη ατμόσφαιρα και την αναμενόμενη διάλυση τους. Ενώ αξιοποιείται για να διευκολύνει τις επικοινωνίες ωστόσο μαγνητικές καταιγίδες και άλλα συναφή φαινόμενα της μαγνητόσφαιρας μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα. Οπωσδήποτε ο ιονισμός έδωσε ώθηση στην ανάπτύξη της επιστήμης της φωτοχημείας. Meteoric Scatter [Διάχυση μετεώρων] Επικοιν. Ειδικός τύπος επικοινωνίας που χρησιμοποιεί τα μετέωρα που εισέρχονται στα 3 στρώματα της ιονόσφαιρας (και που πληροφορείται από ειδικούς σταθμούς παρατήρησης) για να πραγματοποιήσει επικοινωνία κυρίως μέσω ανάκλασης ραδιοκυμάτων σ' αυτά και μετά συλλογής της διαχεόμενης πληροφορίας. Meteorite [Μετεωρίτης] Γεωλ. Πρόκειται για έναν όγκο από γεώδη ύλη, ο οποίος προέρχεται από το διάστημα και ελκόμενος από το βαρυτικό πεδίο της Γης, εισέρχεται στην ατμόσφαιρά της, καίγεται λόγω της τριβής με αυτήν με αποτέλεσμα τελικά να προσκρούσει στην επιφάνεια του εδάφους μόνον κάποιο υπόλειμμάτου. Meteorites [Μετεωρίτης] Αστρον. Μετεωροειδές που έπεσε τελικά στη Γη λόγω αδυναμίας αποσύνθεσής του. Χημικά οι μετεωρίτες αποτελούνται από πέτρες κυρίως (χονδρίτες) ή σίδερο αλλά και μικτοί. Από τα 100 εκατομμύρια μετεα)ριτών κάθε μεγέθους που μπαίνουν στην ατμόσφαιρα λίγοι προσγειώνονται (με μέγεθος άξιο αναφοράς) αφού εξαερώνονται αυτόματα ή διαλύονται σε σκόνη. Meteorites Catalog [Κατάλογος μετεωριτών] Αστρον. Υπάρχει κατάλογος μετεωριτών αν και παρατηρούνται εκατομμύρια (κύρια μικρομετεωρίτες) καθημερινά να πέφτουν. Οι μισοί από αυτούς καταγράφηκαν μετά την πτώση τους. Ονομαστός είναι ο κρατήρας από πτώση μετεωρίτη περίπου 58 χιλιάδων τόνων αυτός της Αριζόνα με βάθος 180 μέτρα και ηλικία 20.000 χρόνια αν και υπάρχουν μεγαλύτεροι κρατήρες με διάμετρο αρκετών χιλιομέτρων. Meteoroid [Μετεωροειδές] Αστρον. Ποσότητα στερεής ύλης του ηλιακού συστήματος που προέρχεται από αποσύνθεση κομητών, συγκρούσεις αστεροειδών μεταξύ τους ή από πτο')ση σε πλανήτες και δορυφόρους χωρίς ατμόσφαιρα, μεσοπλανητική σκόνη κτλ. Μπαίνοντας στη γήινη ατμόσφαιρα ή καίγεται αφήνοντας πίσω υπολείμματα καύσης, μόρια κτλ (μετέωρο) ή πέφτει λόγω του μικρού του μεγέθους στη Γη που το έλκει (μικρομετεωρίτης). Meteorological Balloon [Μετεωρολογικό μπαλόνι] Μετεωρ. Μπαλόνι από κάποιο ανθεκτικό υλικό (χαμηλής αγωγιμότητας) πού συνήθως χρησιμοποιείται για να μεταφέρει φωτογραφικές μηχανές ή άλλους αισθητήρες σε διάφορα ύψη πάνω από τη Γη. Η νέα γενιά τους τηλεχειρίζεται από τη Γη όπου επικοινωνεί συνεχώς στέλνοντας τις μετρήσεις τους που θεωρούνται οικονομικές και αξιόπιστες. Μια πιο εξελιγμένη μορφή περιλαμβάνει το αερόπλοιο (Zeppelin). Meteorological C h a r t [Μετεωρολογικός χάρτης] Μετεωρ. Για κάθε ευρύτερο τόπο υπάρχει ένας τοπογραφικός χάρτης που επάνω του σημειώνονται τα μετεω-

Meter 2

ρολογικά φαινόμενα που είναι σε εξέλιξη και νέες προβλέψεις. Υπονοείται ότι παρ' όλη τη χρήση Η/Υ λόγω της πολυπλοκότητας οι χάρτες απεικονίζουν τα φαινόμενα θεματικά (πχ χάρτες ατμοσφαιρικής πίεσης, υγρασίας, νέφωσης, ανέμων, βροχής κτλ). Meteorological Data [Μετεωρολογικά δεδομένα] Μετεωρ. Τα δεδομένα που συλλέγονται σε πραγματικό χρόνο ή αποθηκεύονται από παρατηρήσεις αιώνων και επεξεργάζονται στατιστικά. Δίνουν πάντως τη δυνατότητα προσδιορισμού πολλών παραμέτρων και κατασκευής ανάλογων προσομοιώσεων με όγκο διακίνησης πληροφορίας δισεκατομμυρίων bytes/sec. Meteorological E q u i p m e n t [Μετεωρολογικός εξοπλισμός] Μετεωρ. Είναι τα όργανα μέτρησης, τα εργαλεία και τα διάφορα μέσα συλλογής πληροφοριών που χρησιμοποιούν οι μετεωρολόγοι. Θερμόμετρα, βαρόμετρα, μανόμετρα, ανεμοδείκτες με μέτρηση ανέμου, μπαλόνια, φωτογραφικές μηχανές με ειδικές ρυθμίσεις, κιάλια, χάρτες, όργανα για υγρασία, αλλά και ειδικοί συλλέκτες κτλ. Meteorological Frequency Bands [Συχνότητες μετεορολογικής μετάδοσης] Μετεωρ. Ειδικές συχνότητες για χρήση από σταθμούς αποστολής και λήψης μετεωρολογικών δεδομένων πχ. σταθμούς παρακολούθησης μετεωρολογικών φαινομένων αλλά κύρια τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς κτλ. Meteorological Satellite [Μετεωρολογικός δορυφόρος] Μετεωρ. Αρκετοί δορυφόροι που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη Γη έχουν βασική αποστολή τη συλλογή μετεωρολογικών δεδομένων και συνεχή αποστολή στη Γη. Μπορούν να συνεργαστούν με μετεωρολογικά ραντάρ, επίγειους σταθμούς και με τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους και συνήθως κάνουν αεροφωτογραφήσεις. Meteorological Station [Μετεωρολογικός σταθμός] Μετεοιρ. Γραφείο παρατήρησης, μελέτης και πρόβλεψης μετεωρολογικών φαινομένων. Η περιοχή που καλύπτει ένας σταθμός εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους και τη συχνότητα εμφάνισης κάποιων φαινομένων. Μπορεί να συνεργάζεται με μετεωρολογικό radar. Εκδίδει δελτία τοπικής ενημέρωσης και ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλους σταθμούς, Meteorology [Μετεωρολογία] Μετεωρ. Καλείται η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της γήινης ατμόσφαίρας, των φαινομένων της και των νόμων που την διέπουν. Προβλέπει τον καιρό παρατηρώντας τη θερμοκρασία, την πίεση, την υγρασία της ατμόσφαιρας, μελετώντας τους ανέμους, τις βροχοπτώσεις, τις χιονοπτώσεις, την ηλιοφάνεια και άλλα φαινόμενα. Χρησιμοποιεί ειδικές συσκευές που είναι εγκατεστημένες σε μετεωρολογικούς σταθμούς, ενώ κάνει χρήση πλέον και των ανάλογων δορυφόρων. Τελικά οι κλιματικές αλλαγές φαίνονται να είναι σχετικά ραγδαίες αλλά έχουμε προχωρήσει αρκετά στην πρόβλεψη και στην κατασκευή μοντέλων που προσαρμόζονται περισσότερο στα οικολογικά μοντέλα όχι όμως και στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Meter 1 [Μέτρο] Μηχ. Η διεθνής μονάδα μέτρησης μήκους η οποία βασίζεται στο δεκαδικό σύστημα και είναι ακριβής υποδιαίρεση της περιφέρειας της Γης στον Ισημερινό. M e t e r [Μέτρο] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης αποστάσεων με βάση το δεκαδικό σύστημα το οποίο διατίθεται στο εμπόριο σε πολλές παραλλαγές και κατασκευάζεται από ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό.

Meter Ampere

-906-

M e t e r A m p e r e [Μέτρο Αμπέρ] Επικοιν. Μονάδα μέτρησης της έντασης ενός ραδιοπομπού. M e t e r A t m o s p h e r e [Μετροατμόσφαιρα] Φυσ. Το βάθος που θα είχε η γήινη ατμόσφαιρα, αν την αποτελούσε εξ ολοκλήρου ένα συγκεκριμένο αέριο, με θερμοκρασία παντού 0° C και πίεση 1 atm. Metering P u m p [Ρυθμιστική Αντλία] Μηχ. Είδος αντλίας που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση ή τη ρύθμιση της ροής ενός υγρού. Εφαρμόζεται για παροχές έως 11 m /h και πιέσεις έως 70 MPa. Metering T a n k [Μετρητική δεξαμενή] Μηχ. -> Measuring Tank Meter-Kilogram-Second-Ampere System [Σύστημα Μέτρο-Κιλό-Δευτερόλεπτο-Αμπέρ] Φυσ. Σύστημα μονάδων μέτρησης, που έχει ως θεμελκοδεις ποσότητες το μήκος, τη μάζα, το χρόνο και την ένταση ηλεκτρικού ρεύματος, σε μονάδες μέτρο (m), χιλιόγραμμο (kg), δευτερόλεπτο (s) και αμπέρ (Α) αντίστοιχα. Είναι γνωστό ως σύστημα MKSA. Meter-Kilogram-Second System [Σύστημα ΜέτροΚιλό-Δευτερόλεπτο] Φυσ. Σύστημα μονάδων μέτρησης, που έχει ως θεμελιώδεις ποσότητες το μήκος, τη μάζα και το χρόνο, σε μονάδες μέτρο (m), χιλιόγραμμο (kg) και δευτερόλεπτο (s) αντίστοιχα. Είναι γνωστό ως σύστημα MKS. Meter-ton-Second System [Σύστημα MTS] Φυσ. Παραλλαγή του μηχανικού συστήματος μονάδων MKS, όπου ως μονάδα μάζας χρησιμοποιείται ο τόνος (1000 Kg) αντί του χιλιόγραμμου. Methacrolein [Μεθακρολεΐνη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 2-μεθυλο-2-προπενάλη. Ο χημικός τύπος είναι CH2=C(CH 3 )CHO και το μοριακό βάρος 70,09. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, με σημείο ζέσεως 68,4 διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολυμερών ενώσεων και ρητινών. Methacrylate [Μεθακρυλικός] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ένωση που αποτελεί παράγωγο του μεθακρυλικού οξέος. M e t h a c r y l a t e Butadiene Styrene [Μεθακρυλικό Βουταδιένιο-Στυρένιο] Ομγ. Χημ. Πολυμερής ένωση, γνωστή και με τα αρχικά MBS, που παράγεται κατά το συμπολυμερισμό μεθακρυλικού βουταδιενίου και στυρενίου. Χαρακτηρίζεται για τις πολύ καλές μηχανικές ιδιότητες της. M e t h a c r y l a t e Ester [Μεθακρυλικός Εστέρας] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, που είναι εστέρες του μεθακρυλικού οξέος. Ο γενικός τύπος είναι CH 2 =C(CH 3 )COOR. Χρησιμοποιούνται για την παραγωγή θερμοπλαστικών πολυμερών ουσιών. Methacrylate Resins [Μεθακρυλικές Ρητίνες] Οργ. Χημ. Ρητίνες που παράγονται με πολυμερισμό μεθακρυλικού οξέος ή εστέρων του. Εμφανίζουν πολύ καλή ικανότητα χρωματισμού, διαφάνεια, ακαμψία και σταθερότητα διαστάσεων, αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 120UC. Βρίσκουν εφαρμογή στην παραγωγή υδατικών χρωμάτων επιφανειών. Methacrylic Acid [Μεθακρυλικό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το 2-μεθυλο-προπενοϊκό οξύ. Είναι άχρωμη, κρυσταλλική υγρή ένωση, με χημικό τύπο CH 2 =C (CH 3 )COOH, μοριακό βάρος 86,09, σημείο ζέσεως 162-163°C και σημείο στερεοποίησης 16"C. Διαλύεται σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και στην παραγωγή πολυμερών. Methacrylonitrile [Μεθακρυλονιτρίλιο] Ομγ. Χημ.

Παράγο>γο του μεθακρυλικού οξέος, με χημικό τύπο CH 2 =C(CH 3 )CN και μοριακό βάρος 67,09. Είναι άχρωμη υγρή ουσία, με σημείο πήξεως -35,8 °C και σημείο ζέσεως 90,31>C, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολυμερών. Methallyl Alcohol [Μεθαλλυλική Αλκοόλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 2-μεθυλο-2-προπεν-1-όλη και έχει χημικό τύπο CH 2 =C(CH 3 )CH 2 OH, μοριακό βάρος 72,11 και σημείο ζέσεως 114,5°C. Είναι άχρωμο υγρό, με τοξικές ιδιότητες και δυσάρεστη οσμή, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methanal [Μεθανάλη] Ομγ. Χημ. Είναι αέρια ένωση, με χημικό τύπο HCHO. Ονομάζεται και φορμαλδεΰδη. -> Formaldehyde M e t h a n a l T r i m e r [Τριμερές Μεθανάλης] Ομγ. Χημ. Κυκλική ένωση, που λαμβάνεται με απόσταξη όξινου διαλύματος μεθανάλης. Ο χημικός τύπος είναι C 3 H 6 0 3 και περιέχει εξαμελή δακτύλιο όπου εναλλάσσονται ομάδες -CH 2 - με άτομα -Ο-. Ονομάζεται και τριοξυμεθυλένιο. M e t h a n a m i d e [Μεθαναμίδιο] Ομγ. Χημ. Αμίδιο του μυρμηκικού οξέος, με χημικό τύπο HCONH 2 . Ονομάζεται και φορμαμίδιο. Formamide M e t h a n e [Μεθάνιο] Χημ. Πρόκειται για την απλούστερη οργανική χημική ένωση άνθρακα και υδρογόνου. Είναι ένα αέριο, άχρωμο, άοσμο και χωρίς γεύση, το οποίο βγαίνει από το έδαφος, συνήθως στα ανθρακωρυχεία αλλά παράγεται και τεχνητά. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε εργαστηριακές, βιομηχανικές και οικιακές εφαρμογές αλλά και ως πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων οργανικών συνθέσεων. Methanesulfonic Acid [Μεθυλο-σουλφονικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 S0 3 H και έχει μοριακό βάρος 96,10, σημείο ζέσεως 167°C και σημείο στερεοποίησης 20 °C. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε οργανικές αντιδράσεις και ως διαλύτης. M e t h a n o a t e [Μεθανοϊκός] Ομγ. Χημ. Δηλώνει παράγωγα του μεθανοϊκού οξέος, που ονομάζονται και φορμικά.-» Formate Methanogenesis [Μεθανογέννεση] Βιοχημ. Η βιοχημική διεργασία που οδηγεί στη παραγωγή μεθανίου με την αξιοποίηση των μεταβολικών μονοπατιών των βακτηρίων. Αποτελεί εναλλακτική και φιλική προς το περιβάλλον μέθοδο παραγωγής καυσίμου ύλης. Methanoic Acid [Μεθανοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι HCOOH. Ονομάζεται και φορμικό ή μυρμηκικό οξύ. Formic Acid Methanol [Μεθανόλη] Ομγ. Χημ. Αχρωμη υγρή αλκοόλη, με χημικό τύπο CH 3 OH, μοριακό βάρος 32,04, σημείο ζέσεως 65 °C και σημείο πήξεως -93,9 °C, διαλυτή σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Πρόκειται για τοξική ουσία, που προκαλεί τύφλωση όταν έλθει σε επαφή με τα μάτια. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή φορμαλδεΰδης, μεθυλεστέρων και ως διαλύτης. M e t h e n e [Μεθένιο] Οργ. Χημ. Methylene Methide [Μεθίδιο] Ομγ. Χημ. Χημική ένωση που περιέχει άτομο μετάλλου, συνδεδεμένο με ένα μεθύλιο. Ο γενικός τύπος είναι M-CH 3 . Methine [Μεθίνιο] Οργ. Χημ. II τρισθενής ρίζα CH°, που σχηματίζεται με αφαίρεση τριών ατόμων υδρογόνου από το μεθάνιο. Methionine [Μεθειονίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση της ομάδας των αμινοξέων, μεγάλης βιοχημικής σημασίας

-907 καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά αμινοξέα που είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού των θηλαστικών. To MB της είναι 149 και έχει εμπειρικό τύπο C5H11O2NS. Method 1 [Μέθοδος] Μαθημ. Το θεωρητικό υπόβαθρο επίλυσης ενός προβλήματος. Υπάρχουν μαθηματικές μέθοδοι για μαθηματικά (πχ αλγεβρικές, αναλυτικές, αριθμητικές κτλ) και φυσικά προβλήματα (πχ συναρτησιακές, κτλ). Αριθμητικές μέθοδοι καταλήγουν συνήθως σε μαθηματικό αλγόριθμο και από κει πάλι στην υλοποίηση σε μαθηματική ρουτίνα λογισμικού. Method [Μέθοδος] Πληρ. II συνάρτηση που επιτελεί μία η περισσότερες εργασίες στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό. Πάντα είναι ενσωματωμένη σε κάποιο αντικείμενο. Method Of Differences [Μέθοδος διαφορών] Στατ. Μέθοδος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ορθογώνιων πινάκων για BIB σχεδιασμούς (Bose, Bush 1952). Οι ορθογώνιοι αυτοί πίνακες είναι πλήρως επιλύσιμοι. Για ένα σύνολο n στοιχείων {0, 1,..., n-1} χρησιμοποιούνται οι διαφορές MM, MX, ΧΜ όπου πχ οι MM είναι τύπου j - k όπου j, k = 0, 1,..., n-1. Method Of Exclusion [Μέθοδος αποκλεισμού] Στατ. Στον έλεγχο συμμετοχής μιας μεταβλητής στο μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης, εξαιρούμε μια μεταβλητή και κατασκευάζουμε ένα νέο μοντέλο το οποίο ελέγχουμε σημαντικά. Method Of F r e d h o l m [Μέθοδος του Fredholm] Μαθημ. Ο Fredholm μελέτησε την ολοκληρωτική εξίσωση με τον πυρήνα Fredholm και έδωσε τη λύση μέσω της φασματικής ανάλυσης του πυρήνα. Γνωστή και ως Fredholm Alternative. M e t h o d Of Least S q u a r e s [Μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων] Μαθημ. Μέθοδος της θεωρίας προσέγγισης μιας συνάρτησης, ενός υπέρ ορισμένου συστήματος κτλ. Στηρίζεται στην ελαχιστοποίηση ενός αθροίσματος τετραγώνων. Method Of Lines [Μέθοδος των γραμμών] Μαθημ. Μια μέθοδος αριθμητικής επίλυσης μερικών διαφορικών εξισώσεων. Διακριτοποιούμε την εξίσωση ως προς μια μεταβλητή πάνω σε μια εσχάρα και με βάση τις συνοριακές συνθήκες λύνουμε ένα γραμμικό σύστημα κανονικών διαφορικών εξισώσεων. Method Of M o m e n t s 1 [Μέθοδος των στιγμών] Μαθημ. Μέθοδος ολοκλήρωσης που χρησιμοποιείται αρκετά αριθμητικά πχ μετασχηματισμός Fourier και γενικότερα στην αριθμητική επίλυση διαφορικών εξισώσεων πχ στη μέθοδο Galerkin. M e t h o d Of M o m e n t s 2 [Μέθοδος των στιγμών] Στατ. Με μαθηματική βάση (θεωρία παρεμβολής) χρησιμοποιείται η μέθοδος αυτή για ταίριασμα καμπύλης. Χρησιμοποιούμε τις γεννήτριες συναρτήσεις για να βρούμε τη συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας. M e t h o d Of M o v i n g Averages [Μέθοδος των κινητών μέσων] Στατ. Χρησιμοποιείται στην απάλειψη διαφόρων φαινομένων όπως η περιοδικότητα, η εποχικότητα, αυτοσυσχέτιση κτλ που συνοδεύουν δεδομένα χρονοσειρών. Method Of Multipliers [Μέθοδος των πολλαπλασιαστών] Μαθημ. Μέθοδος θεωρητικής εύρεσης ακρότατων που στηρίζεται στο δυναμικό προγραμματισμό. Μεταφέρεται σχετικά εύκολα και αριθμητικά. Method Of Repeated T r i a l s [Μέθοδος των επαναλαμβανόμενων δοκιμών] Στατ. Ένα πείραμα διεξάγεται σαν τυχαίος περίπατος και τα αποτελέσματα καταγρά-

Methods Of Numerical Integration

φονται για να εξεταστούν για μεροληψία κάποιου συστηματικού παράγοντα επιρροής. Method Of Residues [Μέθοδος των υπολοίπων] Στατ. Μέθοδοι επιλογής του κατάλληλου μοντέλου στην ανάλυση παλινδρόμησης που στηρίζονται στα υπόλοιπα που παράγει το μοντέλο από της παρατηρήσεις. Εξετάζονται η κατανομή των υπολοίπων, διάφορα διαγράμματα τους, οι συγκεντρώσεις τους κτλ. Η μέθοδος παράγεται από την προσέγγιση με τη μέθοδο ελαχίστων τετραγώνων. Method Of Seismic Reflection [Μέθοδος σεισμικής ανακλάσεως] Γεωλ. Είναι ένας τρόπος για να διερευνηθεί το υπέδαφος της Γης, με την εκμετάλλευση της ανάκλασης των σεισμικών κυμάτων από τα υπόγεια στρώματά της. M e t h o d Of Steepest Descent [Μέθοδος της απότομης καθόδου] Μαθημ. 1. Μέθοδος της μιγαδικής ανάλυσης για την ολοκλήρωση πάνω σε μια καμπύλη του μιγαδικού επιπέδου, όπου ακολουθούμε την κατεύθυνση της παραγώγου (πέταγμα της παραγα>γου). 2. Μέθοδος αριθμητικής ελαχιστοποίησης με αρκετές παραλλαγές που στηρίζεται στο θεωρητικό μοντέλο της μιγαδικής περίπτωσης. Εδώ φυσικά χειριζόμαστε κατά)λ.ηλα τη σειρά Taylor. Method Of Successive Approximations [Μέθοδος των διαδοχικών προσεγγίσεων] Μαθημ. Μια από της πρώτες μέθοδοι επίλυσης διαφορικών εξισώσεων πρώτης τάξης y'(x) = f(x, y(x)). Λέγεται και μέθοδος διαδοχικών ολοκληρώσεων του Picard. Παράγεται μια ακολουθία σημείων {y n (x)l, ώστε παίρνοντας σε κάθε βήμα το ολοκλήρωμα στο διάστημα^χ^ χ] να έχουμε την αναδρομική σχέση: yn(x) = y„ + Jf(s, yn-i(s)) ds. Θεωρητικό κύρια εργαλείο που πρόσφατα μεταφέρθηκε και αριθμητικά όχι πάντα με επιτυχία. Method Of Summation [Μέθοδος της άθροισης] Μαθημ. Μέθοδος που χρησιμοποιείται θεωρητικά στις απειροσειρές. Αθροίζουμε ένα πεπερασμένο αριθμό (πρώτων συνήθως) όρων της σειράς (άθροιση σταθερών) και εξετάζουμε εκ νέου τη σύγκλιση. M e t h o d Of Trial And E r r o r [Μέθοδος δοκιμής - λάθους] Στατ. Μέθοδος που ακολουθεί κάποιο στατιστικό μοντέλο ανεξάρτητο κατανομής (runs test) του οποίου η κατανομή έχει μελετηθεί (πχ διαδοχή ανδρώνγυναικών σε μια ουρά). Methods Design [Σχεδιασμός μεθοδολογίας] Τεχνολ. Η διερεύνηση και ανάπτυξη βελτιωμένων μεθόδων παραγωγικής διαδικασίας ενός προϊόντος με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικότητας. M e t h o d s Engineering [Οργάνωση παραγωγής] Τεχνολ. Γνωστικός κλάδος το αντικείμενο του οποίου είναι η μελέτη των διαδικασιών παραγωγής των προϊόντων και η διερεύνηση νέων μεθόδων και βελτίωσης των διαδικασιών με στόχο τη μείωση των χειρωνακτικών επεμβάσεων και ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής. M e t h o d s Of Numerical Differentation [Μέθοδοι αριθμητικής παραγώγισης] Μαθημ. Αν και η συμβολική παραγώγιση έχει σχεδόν τελειοποιηθεί, είναι αρκετά σπάνιοι οι καινούργιοι αποτελεσματικοί αριθμητικοί αλγόριθμοι παραγώγισης κύρια για πολλές διαστάσεις. Γνωστότερες μέθοδοι Simpson, Newton, κεντρικών διαφορών, αλγόριθμοι Argonne Laboratories κτλ. Methods Of Numerical Integration [Μέθοδος της σύγκρισης] Μαθημ. Αλγόριθμοι αριθμητικής ολοκλήρωσης έχουν μελετηθεί αρκετά αλλά ενδιαφέρον πα-

Methods Of Solving

-908-

ρουσιάζεται μόνο στην πολυδιάστατη περίπτωση καθώς και στα γενικευμένα ολοκληρώματα. Έχουν πολύ καλύτερη αριθμητική συμπεριφορά από τους αντίστοιχους αλγόριθμους παραγώγισης. Συνηθισμένοι αλγόριθμοι Simpson, Newton - Cotes, ολοκλήρωση πάνω σε τρίγωνα, παραλληλόγραμμα κτλ. Methods Of Solving Numerically Ordinary Differential Equations [Μέθοδος της σύγκρισης] Μαθημ. Ίσως ο κλάδος της αριθμητικής ανάλυσης που έχει φτάσει στο υπολογιστικό απόγειο του. Συνηθέστερες μέθοδοι οι μονοβηματικές Runge ΚιιΚα,πολυβηματικές, υβριδικές, εκθετικές κτλ. Εφαρμόστηκαν σε δύσκολα προβλήματα με σχετική επιτυχία, σε συμπλεκτικά προβλήματα, προσαρμόστηκαν σε προβλήματα με χρονική υστέρηση για αλγεβρικές διαφορικές κτλ. Methods Of Solving Numerically Partial Differential Equations [Μέθοδος της σύγκρισης] Μαθημ Ο κλάδος των υπολογιστικών μαθηματικών που τραβάει πλέον τους περισσότερους ερευνητές με δύσκολα προβλήματα αλλά και αρκετές επιτυχίες. Χρησιμοποιούνται εξειδικευμένες κατά πρόβλημα μέθοδοι πεπερασμένων στοιχείων (Finite Elements Methods), μέθοδοι πεπερασμένων διαφορών, μέθοδοι διακριτοποίησης (πχ μέθοδος γραμμών) κτλ. M e t h o d s S t u d y [Μελέτη μεθοδολογίας] Τεχνολ. II διαδικασία της ανάλυσης μιας υφιστάμενης παραγωγικής διαδικασίας και η σύνθεση των συμπερασμάτων σε ένα κείμενο παρουσίασης των αποτελεσμάτων και των προτάσεων βελτιωτικών επεμβάσεων που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα. Methoxide [Μεθοξείδιο] Ομγ. Χημ. Χημική ένωση που περιέχει άτομο μετάλλου, συνδεδεμένο με μεθοξυ- ομάδα (CH 3 0-). Ο γενικός τύπος είναι CH 3 OM, όπου Μ είναι συνήθως αλκαλιμέταλλο. Σχηματίζεται με αντίδράση αντικατάστασης του υδρογόνου που ανήκει στο υδροξύλιο της μεθανόλης, από άτομο μετάλλου. Methoxy G r o u p [Μεθοξυ-ομάδα] Ομγ. Χημ. Η μονοσθενής ρίζα CH 3 0- που σχηματίζεται με αφαίρεση του υδρογόνου από το υδροξύλιο της μεθανόλης. Methyl [Μεθύλιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται το αλκύλιο που σχηματίζεται με απομάκρυνση ενός ατόμου υδρογόνου από το μόριο του μεθανίου. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 -. Methyl Abietate [Αβιετικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Εστέρας του αβιετικού οξέος, με χημικό τύπο Ci9H2<)COOCH3 και μοριακό βάρος 316,48. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, με σημείο ζέσεως 225-226°C, διαλυτή στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή βερνικιών και χρωμάτων. Methyl Acetate [Οξικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 COOCH 3 και το μοριακό βάρος 74,08. Είναι άχρωμη, υγρή ουσία, με ευχάριστη οσμή, έχει σημείο ζέσεως 57 °C και σημείο τήξεως 98,1 °C και είναι διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Methyl Acetoacetate [Ακετοξικός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο CH 3 COCH 2 COOCH 3 , μοριακό βάρος 116,12, σημείο ζέσεως 171,7 °C και σημείο στερεοποίησης 27-28 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl Acetophenone [Μεθυλο-ακετοφαινόνη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και ακετυλο-τολουόλιο, έχει χημικό τύπο CHrCeHiCOCHi και μοριακό βάρος 134,18. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή στους οργανικούς

διαλύτες και χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων, Απαντά σε τρία ισομερή, το ορθο- με σημείο ζέσεως 214°C, το μετα- με 220°C και το παρα- με σημείο ζέσεως 226 °C και σημείο τήξεως 28 °C. Methyl Acrylate [Ακρυλικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Εστέρας του ακρυλικού οξέος, με χημικό τύπο CH2=CHCOOCH 3 , μοριακό βάρος 86,09, σημείο ζέσεως 80,5 °C και σημείο πήξεως χαμηλότερο από -75 °C. Είναι υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl Alcohol [Μεθυλική Αλκοόλη] Opy. Χημ. Γνωστή και ως μεθανόλη, CH 3 OH. -> Methanol Methyl Amyl Acetate [Οξικός Μεθυλο-αμυλεστέρας] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 COOCH(CH 3 ) CH2CH(CH 3 ) 2 , το μοριακό βάρος 144,21 και το σημείο ζέσεως 147-148 °C. Είναι εύφλεκτο άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα, Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης βερνικιών, Methyl Amyl Alcohol [Μεθυλο-αμυλική Αλκούλη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 4-μεθυλο-2-πεντανόλη. Έχει χημικό τύπο (CH3)2CHCH 2 CH(OH)CH 3 , μοριακό βάρος 102,18 και σημείο ζέσεως 133 "C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και ως διαλύτης, M e t h y l A n t h r a n i l a t e [Ανθρανιλικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Αχρωμη υγρή ένωση, με ευχάριστη οσμή, που έχει χημικό τύπο H 2 NC 6 H 4 COOCH 3 , μοριακό βάρος 151,16, σημείο ζέσεως 256 "C και σημείο τήξεως 24-25 °C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωματικών και γευστικών υλών, ως τεχνητό αιθέριο έλαιο πορτοκαλανθού. M e t h y l A r a c h i d a t e [Αραχιδικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) | 8 COOCH 3 , μοριακό βάρος 326,56, σημείο ζέσεως 215-216 °C και σημείο τήξεως 54,5 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο, Methyl Benzoate [Βενζοϊκός Μεθυλεστέρας) Ομγ. Χημ. Εστέρας του βενζοϊκού οξέος, με χημικό τύπο C6H 5 COOCH 3 , μοριακό βάρος 136,15, σημείο ζέσεως 199,6 και σημείο πήξεως -12,3. Είναι υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, μεθανόλη και αιθέρα, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl B r o m i d e [Μεθυλοβρομίδιο] Οργ. Χημ. Είναι το βρομομεθάνιο, με χημικό τύπο CH 3 Br. -4 Bromomethane Methyl Butene [Μεθυλο-βουτένιο] Οργ. Χημ. Το 2μεθυλο-βουτ-1-ένιο, CH 3 CH 2 C(CH 3 )=CH 2 , έχει σημείο ζέσεως 31,2 °C και σημείο πήξεως -137,5 °C και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και ως πρόσθετο καυσίμων για αύξηση του αριθμού οκτανίου, Το ισομερές 3-μεθυλο-βουτ-Ι-ένιο, (CH 3 ) 2 CHCH=CH 2 , έχει σημείο ζέσεως 20 °C και σημείο πήξεως -168,5°C και χρησιμοποιείται ως αναισθητικό, αλλά και για την αύξηση του αριθμού οκτανίου των καυσίμων. Methyl Butyl Ketone [Μεθυλο-βουτυλο-κετόνη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και εξανόνη-2. Έχει χημικό τύπο C H 3 C O C 4 H 9 , μοριακό βάρος 100,16, σημείο ζέσεως 128 "C και σημείο πήξεως -57 °C. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Methyl B u t y r a t e [Βουτυρικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Εστέρας του βουτυρικού οξέος, με χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 2 COOCH 3 , μοριακό βάρος 102,13, σημείο ζέσεως 102,3 "C και σημείο πήξεως -84,8 °C. Είναι ά-

-909χρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Methyl C a p r a t e [Καπρικός Μεθυλεστέρας] Opy. Χημ. Ονομάζεται και δεκανοϊκός μεθυλεστέρας. Έχει χημικό τύπο C9H19COOCH3, μοριακό βάρος 186,29, σημείο ζέσεως 224 °C και σημείο πήξεως -18 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή απορρυπαντικών, λιπαντικών και πλαστικών. Methyl C a p r o a t e [Καπροϊκός Μεθυλεστέρας] Opy. Χημ. Ονομάζεται και εξανοϊκός μεθυλεστέρας. Είναι υγρή ένωση, με χημικό τύπο C 5 H||COOCH 3 , μοριακό βάρος 130,19, σημείο ζέσεως 151 °C και σημείο πήξεως -71 °C. Διαλύεται σε αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl C a p r y l a t e [Καπρυλικός Μεθυλεστέρας] Opy. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C 7 H 1 5 C O O C H 3 , το μοριακό βάρος 158,24, το σημείο ζέσεως 192,9 °C και η θερμοκρασία πήξεως -40 °C. Είναι άχρωμη υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθέρα και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Methyl C a r b o n a t e [Καρβονικός Μεθυλεστέρας] Opy. Χημ. Είναι γνωστός και ως διμεθυλοκαρβονικός εστέρας. Έχει χημικό τύπο (CH 3 0) 2 C0, μοριακό βάρος 90,08, σημείο ζέσεως 90-91 °C και σημείο πήξεως 2-4 °C. Πρόκειται για μη υδατοδιαλυτό, άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl Chloride [Μεθυλοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο CH3C1 και είναι γνωστό ως χλωρομεθάνιο. —» Chloromethane Methyl Chloroacetate [Χλωρο-οξικός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Άχρωμη υγρή ένωση, με χημικό τύπο C1CH 2 C00CH 3 , μοριακό βάρος 108,52, σημείο ζέσεα>ς 129,8°C και σημείο πήξεως -32,1 °C. Είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, ενώ χρησιμοποιείται συχνά η ίδια ως διαλύτης. Methyl C h l o r o f o r m a t e [Χλωροφορμικός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Εστέρας του χλωροφορμικού οξέος, με χημικό τύπο CICOOCH 3 , μοριακό βάρος 94,50 και σημείο ζέσεως 70-71 °C. Είναι διαλυτός σε αιθανόλη, αιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται σε δακρυγόνα, δηλητηριώδη αέρια και στη σύνθεση εντομοκτόνων. Methyl Cyanoacetate [Κυανο-οξικός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο NC-CH 2 COOCH 3 , μοριακό βάρος 99,09, σημείο ζέσεως 200-201 °C και σημείο πήξεως -22,5 °C. Είναι άχρωμη υγρή ουσία, με τοξικές ιδιότητες, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και φαρμακευστικών προϊόντων. Methyl Cyclohexane [Μεθυλο-κυκλοεξάνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και εξαϋδρο-τολουόλιο. Έχει χημικό τύπο CH3C6H11, μοριακό βάρος 98,19, σημείο ζέσεως 100,9 °C και σημείο πήξεως -126,6 °C. Πρόκειται για άχρωμη ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl Cyclohexanol [Μεθυλο-κυκλοεξανόλη] Οργ. Χημ. Υπάρχει σε 4 ισομερείς μορφές, ανάλογα με τη σχετική θέση του μεθυλίου και του υδροξυλίου, στο δακτύλιο. Ο χημικός τύπος είναι CH3-C6H10OH, το μοριακό βάρος 114,09, ενώ η θερμοκρασία ζέσεως είναι από 155 °C έως 174°C. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης

Methyl Isobutyl Ketone

για λίπη, κηρούς, ρητίνες και βερνίκια. Methyl Cyclohexanonc [Μεθυλο-κυκλοεξανόνη] Οργ. Χημ. Υπάρχει σε 3 ισομερείς μορφές, ανάλογα με τη σχετική θέση μεθυλίου και καρβονυλίου. Έχει χημικό τύπο CHrCfiHgO, μοριακό βάρος 112,17 και θερμοκρασία ζέσεως 167-170 °C. Είναι κίτρινο υγρό, με τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Methyl Cyclopcntane [Μεθυλο-κυκλοπεντάνιο] Οργ. Χημ. Κυκλική οργανική ένωση, με χημικό τύπο CH 3 C 5 H 9 , μοριακό βάρος 84,16, σημείο ζέσεως 71,8 "C και σημείο στερεοποίησης -142,4 UC. Είναι άχρωμο υγρό, εύφλεκτο, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl Ester [Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε εστέρες καρβοξυλικών οξέων, οι οποίοι έχουν σχηματισθεί κατά την αντίδραση των οξέων με μεθανόλη. Ο γενικός τύπος είναι RCOOCH 3 . Methyl Ethyl Ketone [Μεθυλο-Αιθυλο-Κετόνη] Οργ. Χημ. Είναι βουτανόνη-2, με χημικό τύπο CH 3 COCH 2 CH 3 . -> Butanone Methyl F o r m a t e [Φορμικός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και μυρμηκικός μεθυλεστέρας. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Έχει χημικό τύπο HCOOCH 3 , μοριακό βάρος 60,05, σημείο ζέσεως 31,5 "C και σημείο πήξεως -99 °C. Χρησιμοποιείται σε τοξικά δακρυγόνα αέρια και στη σύνθεση εντομοκτόνων. 2-Methyl F u r a n [2-Μεθυλο-Φουράνιο] Οργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι 2-CH 3 (C 4 H30), το μοριακό βάρος 82,10 και σημείο ζέσεως 63 °C. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενα'>σεων. Methyl F u r o a t e [Φουροϊκός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο (C 4 H 3 0)C00CH 3 , μοριακό βάρος 126,11 και σημείο ζέσεως 181,3 °C. Πρόκειται για ά-' χρωμη υγρή ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, βενζόλιο και χλωροφόρμιο, που χρησιμοποιείται στη συνθετική χημεία. Methyl Heptane [Μεθυλο-Επτάνιο] Οργ. Χημ. Απαντά σε 3 ισομερείς τύπους, ανάλογα με τη θέση του μεθυλίου στην ανθρακική αλυσίδα. Ο γενικός τύπος είναι CsH|g και το μοριακό βάρος 114,23, ενώ έχουν θερμοκρασίες ζέσεως 115-118 °C. Είναι άχρωμη υγρή ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών ενώσεων. 2-MethyIhexane [2-Μεθυλο-Εξάνιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και ισοεπτάνιο. Είναι άχρωμη, υγρή ένωση, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και έχει χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 3 CH(CH 2 ) 2 , μοριακό βάρος 100,20, σημείο ζέσεως 90 °C και σημείο πήξεως -118,3°C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl Hexanoate [Εξανοϊκός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και καπροϊκός μεθυλεστέρας και έχει χημικό τύπο C 5 HnCOOCH 3 . Methyl Caproate Methyl Hexyl Ketone [Μεθυλο-Εξυλο-Κετόνη] Οργ. Χημ. Είναι γνωστή ως οκτανόνη-2. Έχει χημικό τύπο C 6 Hi 3 COCH 3 , μοριακό βάρος 128,21, σημείο ζέσεως 173 "C και σημείο πήξεα>ς -16 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων. Methyl Iodide [Μεθυλο-ιωδίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και ιωδομεθάνιο, που έχει χημικό τύπο CH3I. -> Iodomethane Methyl Isobutyl Ketone [Μεθυλο-Ισοβουτυλο-Κετόνη]

Methyl Isothiocyanate

-910-

Οργ. Χημ. Ονομάζεται και 4-μεθυλο-2-πεντανόνη. Έχει χημικό τύπο (CH 3 ) 2 CHCH 2 COCH 3 , μοριακό βάρος 100,16, σημείο ζέσεως 116,8°C και σημείο πήξεως 84,7 °C. Πρόκειται για εύφλεκτο, άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και ως διαλύτης. Methyl Isothiocyanate [Ισοθειοκυανο-μεθάνιο] Ομγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο CH 3 NCS, μοριακό βάρος 73,11, σημείο ζέσεως 119°C και σημείο τήξεως 36 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα και χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων, αλλά και στην ποιοτική χημική ανάλυση. Methyl La u r a t e [Ααουρικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Εστέρας του λαουρικού οξέος, με χημικό τύπο C11H23COOCH3, μοριακό βάρος 214,35, σημείο ζέσεως 262 °C και σημείο πήξεως 5,2 °C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών προϊόντων. Methyl M e r c a p t a n [Μεθυλο-μερκαπτάνη] Ομγ. Χημ. Είναι γνωστή και ως μεθανοθειόλη. Πρόκειται για άχρωμο, τοξικό αέριο, με δυσάρεστη οσμή, που είναι διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Έχει χημικό τύπο CH 3 SH, μοριακό βάρος 48,10, σημείο ζέσεως 6,2"C και σημείο πήξεως -123°C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Methyl M e t h a c r y l a t e [Μεθακρυλικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Εστέρας του μεθακρυλικού οξέος, που έχει χημικό τύπο CH2=C(CH3)COOCH3, μοριακό βάρος 100,12, σημείο ζέσεως 100-101 °C και σημείο πήξεως -48 °C. Πρόκειται για άχρωμη υγρή ουσία, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή μεθακρυλικών ρητινών. 2-Methyln A n t h r a q u i n o n e [2-Μέθυλοανθρακινόνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, γνωστή και ως τεκτοκινόνη, με MB 222, σ.τ. 1 7 6 ° C , και εμπειρικό τύπο C I 5 H I 0 O 2 . Εμφανίζεται διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτη σε νερό. Χρησιμοποιείται ως χρωστική και σε φυτοφάρμακα. Methyl N a p h t h a l e n e [Μεθυλο-ναφθαλίνιο] Ομγ. Χημ. Οργανική αρωματική ένωση, με χημικό τύπο CH3C10H7, μοριακό βάρος 142,20, σημείο ζέσεως 241 "C και σημείο τήξεως 34,6 °C. Είναι διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων και άλλων οργανικών ενώσεων. Methyl Nitrate [Νιτρικό Μεθύλιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και νίτρο μεθάνιο. Έχει χημικό τύπο CH 3 0N0 2 , μοριακό βάρος 77,04 και σημείο ζέσεως 64,6 °C, όπου εκρήγνυται. Χρησιμοποιείται ως προωθητικό αέριο πυραύλων. Methyl Oleate [Ελαϊκός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C 1 7 H 3 3 C O O C H 3 και έχει μοριακό βάρος 296,49, σημείο ζέσεως 218,5°C και σημείο πήξεως -19,9 °C. Είναι υγρή, λιπαρή ένωση, κίτρινου χρώματος και χρησιμοποιείται στη σύνθεση πλαστικοποιητών Kat μαλακτικών ουσιών. Methyl O r a n g e [Πορτοκαλλόχρουν του Μεθυλίου] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το διμεθυλαμινοαζωβενζενοθειικό νάτριο, με χημικό τύπο (CH3)2NC6H4N=NC6H4-S03Na. Χρησιμοποιείται ως δείκτης σε ογκομετρήσεις διαλυμάτων, για τιμές του ρΗ από 3,1 έως 4,4, όπου το χρα')μα του μεταβάλλεται από κόκκινο σε πορτοκαλλί. Methyl Pentose [Μεθυλο-Πεντόζη] Οργ. Χημ. Αναφέρεται σε παράγωγα της πεντόζης, που έχουν ως υποκαταστάτη ομάδα μεθυλίου.

Methyl Phenol [Μεθυλο-Φαινόλη] Οργ. Χημ. Αρωματική οργανική ένωση, με γενικό τύπο CfiHs-OH, γνωστή και ως κρεσόλη. Cresol Methyl Phenyl Acetate [Φαινυλο-οξικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι C 6 H 5 CH 2 COOCH 3 , το μοριακό βάρος 150,18 και το σημείο ζέσεως 218 °C. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην παραγαϊγή αρωματικών ουσιών. 2-Methyl Propenoic Acid [2-Μεθυλο-Προπενοϊκό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το μεθακρυλικό οξύ, με χημικό τύπο CH 2 =C(CH 3 )COOH. Methacrylic Acid Methyl Propionate [Προπιονικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Οργανικός εστέρας, με χημικό τύπο CH3CH2COOCH3, μοριακό βάρος 88,11, σημείο ζέσεως 79,9 °C και σημείο πήξεως -87,5 °C. Πρόκειται για άχρωμο, εύφλεκτο υγρό, που χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης. Methyl Red [Ερυθρό του Μεθυλίου] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το 4'-διμεθυλαμινο-αζωβενζενο-2καρβοξυλικό οξύ, που τήκεται στους 183°C και διαλύεται σε αιθανόλη, ακετόνη, βενζόλιο, χλωροφόρμιο και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως δείκτης σε ογκομετρήσεις διαλυμάτων, σε τιμές ρΗ από 4,2 έως 6,3, όπου το χρώμα του μεταβάλλεται από κόκκινο σε κίτρινο. Methyl Salicylate [Σαλικυλικός Μεθυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Οργανικός εστέρας, με χημικό τύπο 2HOC 6 H 4 COOCH 3 , μοριακό βάρος 152,15, σημείο ζέσεως 223,3 °C και σημείο πήξεως -8°C. Έχει χαρακτηριστική οσμή και είναι διαλυτός σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται σε αλ.οιφές και έλαια εντριβών για ρευματισμούς. 3-Methyl Salicylic Acid [3-Μεθυλο-Σαλικυλικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 2,3-κρεσοτικό οξύ. Έχει χημικό τύπο 3-CH 3 -2-HOC 6 H 3 COOH, μοριακό βάρος 152,15 και σημείο τήξεως 169-170 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλ.η, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωμάτων. Methyl S t e a r a t e [Στεατικός Μεθυλεστέρας] Οργ. Χημ. Εστέρας του στεατικού οξέος, με χημικό τύπο C| 7 H 35 COOCH 3 , μοριακό βάρος 298,51, θερμοκρασία ζέσεως 442-443 °C και θερμοκρασία τήξεως 39, P C . Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα, ακετόνη και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή οργανικών ενώσεων. α- Methyl Styrene [α-Μεθυλο-Στυρένιο] Οργ. Χημ. Οργανική αρωματική ένωση, με χημικό τύπο C 6 H 5 C (CH 3 )=CH 2 , μοριακό βάρος 118,18, σημείο ζέσεως 163-164 °C και σημείο τήξεως 24,3 °C. Είναι άχρωμο, τοξικό υγρό, διαλυτό σε αιθέρα, βενζόλιο και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη παραγωγή πολυστυρενικών ρητινών. Methyl Sulfide [Μεθυλο-σουλφίδιο] Οργ. Χημ. Είναι γνωστό και ως διμεθυλοσουλφίδιο. Έχει χημικό τύπο (CH3)2S, μοριακό βάρος 62,13, θερμοκρασία βρασμού 37,3 °C και θερμοκρασία πήξεως -98,3 °C. Πρόκειται για άχρωμη, υγρή ουσία, με δυσάρεστη οσμή, που χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Methylamine [Μεθυλαμίνη] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και αμινο-μεθάνιο. Είναι αέρια ένωση, με χημικά τύπο CH 3 NH 2 , μοριακό βάρος 31,06, σημείο ζέσεα>ς -6,3 °C, σημείο πήξεως -93,5 °C, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και στην παραγωγή χρωμάτων.

-911 N-Methylaniline [Ν-Μεθυλανιλίνη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και μεθυλο-φαινυλαμίνη, έχει χημικό τύπο C 6 H 5 NHCH 3 , μοριακό βάρος 107,16, σημείο ζέσεως 196,2 "C και σημείο πήξεως -57 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική χημική σύνθεση. Methylation [Μεθυλίωση] Ομγ. Χημ. Αντίδραση εισαγωγής μιας ομάδας μεθυλίου (-CH 3 ) στο μόριο χημικής ένωσης. Ως μεθυλιωτικό μέσο χρησιμοποιείται συνήθως το διαζωμεθάνιο. Methylbcnzene [Μεθυλοβενζένιο] Ομγ,Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, γνωστή και ως τολουένιο, με σ. τ. -95ϋΟ, σ.ζ. l l l t f C και εμπειρικό τύπο C 6 H 5 CH 3 . Προκύπτει από την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από ένα μεθυλικό μόριο στον βενζολικό δακτύλιο, μέσω αντίδρασης αλκυλιώσεως Fricdel-Crafts. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης σε χρώματα, στην παραγωγή φαρμάκων κτλ. Methylbutynol [Μεθυλοβουτινόλη] Οργ. Χημ. Είναι η 2-μεθυλο-βουτ-3-ιν-2-όλη, με χημικό τύπο (CH 3 ) 2 C (OH)C°CH, μοριακό βάρος 84,12, σημείο ζέσεως 104 °C και σημείο πήξεως 3 °C. Είναι άχρωμη υγρή ένωση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη, που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων και ως διαλύτης. 2-Methylbutyraldehyde [2-Μεθυλο-Βουτυραλδεΰδη] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 2-μεθυλο-βουτανάλη και έχει χημικό τύπο CH 3 CH 2 CH(CH 3 )CHO, μοριακό βάρος 86,14 και σημείο ζέσεως 92-93 °C. Είναι άχρωμο υγρό, διαλυτό σε αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Methylene [Μεθυλένιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται η ρίζα CHr. Methylene Blue [Μπλε του μεθυλίου] Ομγ. Χημ. Σκουροπράσινο κρυσταλλικό στερεό, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη και χλωροφόρμιο. Αποτελεί χρώμα θειαζίνης, που ονομάζεται και 3,9-δι-διμεθυλαμινοφαιναζωθειονιο-χλωρίδιο, το οποίο παρασκευάζεται με οξείδωση διμεθυλανιλίνης, παρουσία θειοθειικού νατρίου και χλωριούχου ψευδαργύρου. Χρησιμοποιείται στη βαφή βαμβακερών υφασμάτων. Methylene B r o m i d e [Μεθυλενοβρωμίδιο] Ομγ. Χημ. Είναι γνωστό ως διβρωμομεθάνιο,ΟΗ2Βτ2. -» Dibromomethane Methylene Chloride [Μεθυλενοχλωρίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και διχλωρομεθάνιο, CH2C12. —» Dichloromethane Methylene Iodide [Μεθυλενοΐωδίδιο] Ομγ. Χημ. Κίτρινη, υγρή ένωση, γνωστή και ως διιωδομεθάνιο. Έχει χημικό τύπο CH 2 I 2 , μοριακό βάρος 267,84, σημείο ζέσεως 182°C και σημείο πήξεως 6,1 "C. Είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό μεταλλευμάτων με τη μέθοδο της επίπλευσης.* Methylol G r o u p [Μεθυλολική Ομάδα] Ομγ. Χημ. Είναι η ομάδα -CH 2 OH, η οποία βρίσκεται σε μόριο πρωτοταγούς αλκοόλης και γλυκόλης. Methylol Urea [Μεθυλολουρία] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται και 1-υδροξυ-μεθυλο-ουρία. Έχει χημικό τύπο OHCH 2 -NHCONH 2 , μοριακό βάρος 90,08 και σημείο τήξεως 111 °C. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, οξικό οξύ και μεθανόλη. Χρησιμοποιείται στην κατεργασία ινών, ρητινών και ξύλου. Methylsulfonic Acid [Μεθυλο-σουλφονικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι CH 3 S0 3 H. -> Methanesulfonic Acid

Meyer Atomic Volume Curve

Methylsulfonyl [Μεθυλο-σουλφονύλιο] Ομγ. Χημ. Ονομάζεται η ομάδα CH 3 S02-, που προκύπτει από το μεθυλο-σουλφονικό οξύ, με αφαίρεση ενός υδροξυλίου. Metis [Δορυφόρος Μέτις] Αστμον. Ο κοντινότερος (στο Δία) δορυφόρος του πλανήτη Δία. M e t r e [Μέτρο] Μηχ. Θεμελιώδης μονάδα μήκους, στο σύστημα SI, που ορίζεται ως το μήκος της διαδρομής του φωτός σε κενό, για χρονικό διάστημα ίσο με 1/299792458 του δευτερολέπτου. Συμβολίζεται με m και ισούται με 3,2808 πόδια (ft) ή 39,37 ίντσες (in). Metric [Μετρική] Μαθημ. Μια πραγματική συνάρτηση πάνω σε ένα τοπολογικό χώρο, μη αρνητική που είναι συμμετρική και ικανοποιεί την τριγωνική ανισότητα πχ απόσταση 2 σημείων του επιπέδου. Metric C e n t n e r [Μετρικός στατήρας] Μηχ. Ποσότητα μάζας ίση με 100 Kg. Metric H o r s e p o w e r [Μετρική Ιπποδύναμη] Μηχ. Μονάδα μέτρησης ισχύος, ίση με: 0,745 kW ή 2545 Btu/h. Metric Line [Χιλιοστό] Μηχ. Millimeter Metric Space [Μετρικός χώρος] Μαθημ Ένας τοπολογικός χώρος πάνω στον οποίο έχουμε ορίσει μια μετρική (όπως το R με την απόλυτη τιμή του). Οι μετρικοί χώροι είναι σαφώς πιο εύκολα αξιοποιήσιμοι από τους γενικούς τοπολογικούς, αφού περνάμε ευκολότερα στην ποσοτικοποίηση των στοιχείων του. Metric System [Μετρικό σύστημα] Τεχνολ. Το διεθνές σύστημα μέτρησης ποσοτήτων και εκτέλεσης υπολογισμών που βασίζεται στη δεκαδική υποδιαίρεση της κάθε μονάδας μέτρησης και χρησιμοποιείται γενικά σε παγκόσμιο επίπεδο για τις ανάγκες του καθορισμού ποσοτήτων των διαφόρων μεγεθών. Metric T e n s o r [Μετρικός τανυστής] Μαθημ. Μετρική σε μορφή τανυστή. Σαν έννοια εισήχθη από τον Gauss που απέδειξε ότι η γνώση των γεωμετρικών ιδιοτήτων ενός χώρου ισοδυναμεί με τη γνώση του μετρικού τανυστή σε κάθε σημείο, ιδιότητα που εκμεταλλεύτηκε ο Minkowski στην ύπαρξη του τανυστή της θεωρίας της σχετικότητας. Metric Ton [Μετρικός τόνος] Τεχνολ. Μετρικήμονάδα βάρους που είναι ίση με 1000 Kgr. Metrizable Space [Μετρικοποιήσιμος χοίρος] Μαθημ. Ένας τοπολογικός χώρος πάνω στον οποίο αν μπορέσουμε να ορίσουμε μια μετρική αυτός γίνεται μετρικός. Φανερά η μελέτη του γίνεται μέσα από τις γενικότερες ιδιότητες του αφού οι κατάλληλες μετρικές δεν βρίσκονται πάντα εύκολα. Για τη διαδικασία μετρικόποίησης υπάρχει και το σχετικό θεώρημα του Urishon. Metrology [Μετρολογία] Φνσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και τον προσδιορισμό των μέτρων και των σταθμών για τα διάφορα φυσικά μεγέθη, με σκοπό τον καθορισμό των μετρικών συστημάτων. Metropolitan Area Networks [Δίκτυα μητροπολιτικής περιοχής] Επικοιν. Δίκτυα που συνδέουν πολλά τοπικά δίκτυα σε επίπεδο μεγάλων οργανισμών, πανεπιστημίων. Γενικά δημόσια δίκτυα υψηλής ταχύτητας για φωνή και δεδομένα πχ backbone διπλού δακτυλίου που υλοποιείται συνήθως σε οπτική ίνα. -metry [-μετρία] Χημ. Κατάληξη που δηλώνει πειραματική μέθοδο ανάλυσης ή μέτρησης. M e y e r Atomic Volume C u r v e [Καμπύλη ατομικών όγκων Meyer] Ατομ.Φυσ. Η γραφική παράσταση του ατομικού όγκου των στοιχείων συναρτήσει του ατομικού τους αριθμού. Μελετήθηκε πρώτα από το Γερμανό

Mezzanine

-912-

χημικό Julius Lothar Meyer το 1869, για 28 από τα τότε γνωστά στοιχεία, και τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι: Παρουσιάζει μέγιστα στα αλκαλικά στοιχεία Νάτριο, Κάλλιο και Ρουβίδιο. Σημεία καμπής στα αλογόνα Φθόριο, Χλώριο και Βρώμιο. Τα σημεία που αντιστοιχούν στα ευγενή αέρια είναι πολύ κοντά στα αντίστοιχα των αλκαλίων, με εξαίρεση το Ήλιο. Mezzanine [Ημιώροφος, πατάρι] Αρχ. Ο ενδιάμεσος όροφος μεταξύ του ισογείου και του πρώτου ορόφου σε ένα κτίριο ο οποίος δεν έχει το καθαρό ύψος ενός κανονικού ορόφου και δημιουργείται στα κτίρια των οποίων το ύψος ισογείου είναι αυξημένο για αισθητικούς λόγους. Έτσι ένα μέρος του διαθέσιμου όγκου στην περιοχή που το αισθητικό στοιχείο δεν έχει λειτουργική σημασία χρησιμοποιείται με ωφέλιμο τρόπο, συνήθως ως αποθηκευτικός χώρος και σε ορισμένες περιπτώσεις ως χώρος εργασίας. Η πρόσβαση από το ισόγειο προς τον ημιώροφο γίνεται μέσω εσωτερικής σκάλας και όχι από το κεντρικό κλιμακοστάσιο του κτιρίου. M g [Σύμβολο μαγνησίου] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του στοιχείου του μαγνησίου στον περιοδικό πίνακα. M g [Χιλιοστό γραμμαρίου] Τεχνολ. Συνήθης γραφή για τη μετρική μονάδα βάρους Milligram (βλέπε λήμμα) Micelle [Μικύλιο] Φυα. Χημ. Ορίζεται το οργανωμένο συσσωμάτωμα που σχηματίζουν τασιενεργά ιόντα, στο οποίο οι λιπόφιλες υδρογονανθρακικές αλυσίδες προσανατολίζονται προς το εσωτερικό του, αφήνοντας τις υδρόφιλες ομάδες σε επαφή με το υδατικό μέσο. Το αρχικό σχήμα ενός μικυλίου είναι σφαιρικό, ενώ περιέχει συνήθως 50-100 τασιενεργά μόρια. Michelson-Morley E x p e r i m e n t [Πείραμα MichclsonMorley] Φυσ. Πείραμα που επινόησαν οι Albert Michelson και Edward Morley το 1887, για να μετρήσουν την ταχύτητα της Γης σε σχέση με τον αιθέρα, το υποθετικό έως τότε μέσο διάδοσης του φωτός. Η παντελής αποτυχία του πειράματος απέκλεισε την πιθανότητα ύπαρξης του αιθέρα, και αποτέλεσε ένα από τα εναύσματα για να διατυπώσει ο Einstein την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. Micro- [Μικρό-] Μηχ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται σε μονάδες μέτρησης και δηλώνει το 10"* της μονάδας. Συμβολίζεται με μ. Micro Channel A r c h i t e c t u r e [Αρχιτεκτονική μικρού καναλιού] Πληρ. Παλαιότερο πρότυπο αρχιτεκτονικής υπολογιστών της IBM που δεν μονιμοποιήθηκε στα PCMicroanalysis [Μικροανάλυση] Χημ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η ποιοτική και ποσοτική ανάλυση των διαφόρων χημικών ουσιών, όταν οι ποσότητές τους είναι της τάξης μεγέθους των μικρογραμμαρίων, οπότε απαιτούνται και ειδικές συσκευές όπως είναι το μικροσκόπιο και άλλες. M i c r o a n g s t r o m [MiKpoAngstrom] Φυσ. Μονάδα μήκους, ίση με 10"* Angstrom δηλαδή με 10'16m. Microbalance [Μικροζυγός] Χημ. Αναλυτικός ζυγός που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση ποσοτήτων από 1 pg έως 1 mg. M i c r o b a r [Μικρομπάρ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της πίεσης, ίση με ΙΟ'6 bar ή 0,1 N/m2. Συμβολίζεται ως μbar. M i c r o b a r o g r a p h [Μικροβαρογράφος] Μετεωρ. Όργανο μέτρησης που χρησιμοποιείται για την καταγραφή μεταβολών της ατμοσφαιρικής πίεσης. Αποτε)είται

από ένα τμήμα με φυσητή ρα που επικοινωνεί με την ατμόσφαιρα και αντιλαμβάνεται και τις ελάχιστες μεταβολές πιέσεων και ένα τμήμα μοχλών και βελόνας που τις καταγράφει. Είναι μέχρι και τριάντα φορές περισσότερο ακριβής από έναν απλό βαρογράφο. M i c r o b u r s t [Μπόρα] Μετεωρ. Μικρής έκτασης αλλά καταιγίδα που αναπτύσσεται απότομα και σκεπάζει έναν τόπο αρκετά χαμηλά. Στη διάρκεια τους συμβαίνουν αρκετά δυστυχήματα κυρίως αεροπλάνων και όχι μόνο. Microcanonical Ensemble [Μικροκανονικό σύνολο] Στατ.Μηχ. Νοητό σύνολο θερμοδυναμικών συστημάτων των οποίων οι ενέργειες ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους. Microcapsule 1 [Μικροκάψουλα] Χημ. Κάψουλα, με μεμβρανοειδή επικάλυψη, που έχει μέγεθος της τάξης των 100 μηι. Microcapsule 2 [Μικροκάψουλα] Χημ.Μηχ. Τεχνική που χρησιμοποιείται σε φάρμακα, καλλυντικά, αλλά και σε χρωστικές ύλες και βασίζεται στην επικάλυψη μικροσκοπικής ποσότητας του ενεργού συστατικού με ένα επικαλυπτικό, συνήθως πλαστικής ή κηρώδους μορφής, που επιτρέπει την προστασία και την ελεγχόμενη αποδέσμευση του στο επιθυμητό περιβάλλον. Microcell [Μικροκυψέλη] Επικοιν. Είδος κελιού της κινητής τηλεφωνίας που έχει εμβέλεια κατά κανόνα ως 300m. Microchemistry [Μικροχημεία] Χημ. Κλάδος της επιστήμης της χημείας, στον οποίο μελετώνται οι χημικές αντιδράσεις μεταξύ ουσιών, σε πολύ μικρές ποσότητες, της τάξης των μικρογραμμαρίων. Microchip [Μικροολοκληρωμένο] Ηλεκτμον. VLSI ολοκληρωμένο. II τεχνολογία του έσπασε πια το φράγμα των 18μ (νανομετρία). Microcircuit [Μικροκύκλωμα] Ηλεκτμον. Μικρογραφία κυκλώματος σχεδιασμένο με τεχνολογία VLSI (ultra large scale). Microclimate [Μικροκλίμα] Μετεωμ. To κλίμα τοπικά σε μια μικρή τοπική περιοχή η και ενός συγκεκριμένου οικισμού (θερμοκρασία, πίεση, τοπικά φαινόμενα απομονωμένων οικιστικά περιοχών κτλ). Επιστημονικά είναι πολύ κοντά στην οικολογία. Microcline [Μικρόκλίνης] Ομυκτ. Ορυκτό τρίκλινης κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, πράσινου, γκρίζου ή κίτρινου χρώματος, με MB 278 και χημικό τύπο KAlSijOe. Microcode [Μικροκώδικας] Πλημ. Σύνολο μικροεντολών που κατά κανόνα έχει υλοποιηθεί σε μια εντολή συμβολικής γλώσσας. Microcom Networking Protocol [Πρωτόκολλο δικτύωσης της Microcom] Επικοιν. Το πρότυπο για ασύγχρονες μεταδόσεις δεδομένων με dial up modem. Προσφέρει ελαχιστοποίηση σφαλμάτων, έλεγχο ροής και συμπίεση δεδομένων και έχει 10 επίπεδα δράσης. M i c r o c o m p u t e r [Μικροϋπολογιστής] Πληρ. Ένας υπολογιστής (κεντρική μονάδα, τροφοδοτικό, μνήμη RAM, σκληρός δίσκος) και συνήθως συνδεδεμένος με μια οθόνη και CD-ROM. Σχετικά βέβαια με την εποχή του 1985 που άρχισε να μπαίνει στα σπίτια τα μεγέθη του 2000 παραπέμπουν σε mini της παλαιότερης εποχήςMicrocontroller [Μικροελεγκτής] Πληρ. Ελεγκτής μιας μικροσυσκευής (με μικροεπεξεργαστή) που συνήθως είναι ενσωματωμένος σ' αυτή. Microcoulomb [MucpoCoulomb] Ηλεκ. Μονάδα ηλε-

-913κτρικού φορτίου, ίση με ΙΟ"6 Cb. Συμβολίζεται με μΟ>. Microcrystalline [Μικροκρυσταλλικός] Φυσ. Χημ. Δηλώνει ένα υλικό, η μάζα του οποίου αποτελείται από κρυστάλλους μεγέθους μερικών μικρομέτρων. Οι κρύσταλλοι στο υλικό αυτό δεν διακρίνονται με γυμνό οφθαλμό. M i c r o e a r t h q u a k e s [Μικροσεισμοί] Γεωλ. Καλούνται όλες οι σεισμικές δονήσεις με μέγεθος μικρότερο του τρία στην κλίμακα Ρίχτερ. Από αυτές μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα, με την βοήθεια πάντα των κατάλληλων καταγραφικών οργάνων, για τη συμπεριφορά των ρηγμάτων, τη δραστηριότητα των ηφαιστείων, τη γεωθερμία και άλλα. Microelectrolysis [Μικροηλεκτρόλυση] Φνσ. Χημ. Εργαστηριακή διεργασία ηλεκτρόλυσης πολύ μικρών ποσοτήτων διαφόρων ουσιών. Microelectronics [Μικροηλεκτρονική] Ηλεκτρον. Κλάδος των ηλεκτρονικών για σχεδιασμό και ανάπτυξη μικροσυσκευών που χρησιμοποιεί πολύ τη φυσική στερεάς κατάστασης. Σήμερα όλο και πιο πολύ παρά ποτέ φτάνουμε πολύ βαθιά στην επεξεργασία με κλίμακα 1 δισεκατομμυριοστό του χιλιοστού όπου τα ολοκληρωμένα κυκλώματα έχουν μέγεθος χιλιοστού. Αυτή η μικροτεχνολογία είναι γνωστή και σαν νανοτεχνολχ>γία νανοηλεκτρονική. Microenviroment [Μικροπεριβάλλον] Οικολ. Το σύστημα ανάπτυξης του μικρόκοσμου. Ένας σχετικός όρος για τα μικρότερα από τον άνθρωπο οικοσυστήματα. M i c r o f a r a d [MiKpoFaradl Ηλεκ. Μονάδα ηλεκτρικής χωρητικότητας, ίση με 10 F. Συμβολίζεται με μΕ. Microfilm [Μικροφίλμ] Τεχνολ. Ταινία σε σμίκρυνση για εύκολη και συμπαγή αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων κειμένων και σχεδίων και άλλων ανάλογων δεδομένων. Συνήθως εγγράφεται και αναπαράγεται με ειδικά εργαλεία. Microfiltration [Μικροδιήθηση] Χημ. Μηχ. Εργαστηριακή διεργασία διαχωρισμού ρευστών ή αιωρημάτων, με τη βοήθεια στερεού υλικού που περιέχει μικρής διαμέτρου πόρους. M i c r o g r a m [Μικρογραμμάριο] Μηχ. Μονάδα μέτρησης μάζας, ίση με ΙΟ"6 γραμμάρια. Συμβολίζεται ως μg. Micrographics [Μικρογραφικά] Τεχνολ. Αποτέλεσμα ειδικών τεχνικών επεξεργασίας και εγγραφής σε microfilm. Η νέα τεχνολογία βοήθησε στην τελειότερη επεξεργασία τους Kat ουσιαστικά άλλαξε τη διαδικασία καταργώντας τις ουσιαστικές δυσκολίες λόγω μεγέθους. Microheterogeneity [Μικροετερογένεια] Φοσ. Χημ. Δηλώνει την, μικρής κλίμακας, ανομοιομορφία που εμφανίζεται στη σύσταση ενός υλικού, η οποία δεν επιφέρει ουσιώδη μεταβολή στις ιδιότητες του. M i c r o h m [MucpoOhm] Ηλεκ. Μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης, ίση με 10"6 Ω. Συμβολίζεται με μίλ Microinstruction [Μικροεντολή] Πληρ. Στοιχειώδεις εντολές ελέγχου και διαχείρισης (σε γλώσσα μηχανής) που δουλεύουν σε επίπεδο bit. Συναντιέται κυρίως με προγραμματισμό καταχωρητών από τους κατασκευαστές μικροεπεξεργαστών. Κατά κανόνα είναι ένα βήμα πριν τα μνημονικά μιας γλώσσας συμβολικής μετάφρασης. Microlocal Analysis [Μικροτοπική ανάλυση] Μαθημ. Νέος κλάδος της ανάλυσης με μεθόδους καθολικής (γεωμετρικής) ανάλυσης. Δηλαδή μελέτη συνεφαπτόμενου χώρου και πολλαπλότητες στο χώρο των γενι-

Microporosity

κευμένων κατανομών. Ουσιαστικό αντικείμενο η εύρεση της ακριβούς δομής μιας συνάρτησης της κβαντομηχανικής με χρήση μικροτοπικών συναρτήσεων (για την ανασύνθεση της). Απαραίτητο εργαλείο της επίλυσης μικροδιαφορικών εξισώσεων. M i c r o m a n o m e t e r [Μικρομανόμετρο] Μηχ. Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση διαφορών πίεσης, όταν οι τιμές είναι πολύ μικρές, έως 1 mbar. Micrometeorite [Μικρομετεωρίτης] Αστρον. Σωμάτιο μετεωρικής σκόνης, από τα χιλιάδες που πέφτουν καθημερινά στην επιφάνεια της Γης, με διάμετρο μικρότερη του ενός χιλιοστού. Micrometeorology [Μετεωρολογία μικρής κλίμακας] Μετεωρ. Κλάδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τα συμβαίνοντα στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας και τη γήινη επιφάνεια (πχ βουνά και θαλάσσιοι άνεμοι). Micrometer 1 [Μικρόμετρο] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης αποστάσεων υψηλής ακρίβειας που χρησιμοποιείται για τις μετρήσεις μικρών αποστάσεων και δίνει τη δυνατότητα καθορισμού ενός μήκους σε υποδιαίρεση του χιλιοστού, μέσω μηχανικού χειρισμού ενός δείκτη της υποδιαίρεσης σε δέκατα ή εκατοστά του χιλιοστού. M i c r o m e t e r [Μικρόμετρο] Μηχ. Όργανο υψηλής τεχνολογίας που δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να μετρά αποστάσεις, μη ορατές με γυμνό μάτι, μέσω ενός σκοπεύτρου και η λειτουργία του οποίου εξασφαλίζεται με ηλεκτρονικό τρόπο. M i c r o m e t e r [Μικρόμετρο] Αστρον. Το μικρόμετρο διπλού ειδώλου χρησιμοποιείται στις μετρήσεις διπλών αστέρων. Στην έξοδο έχουμε 2 ακτίνες (με 2 δείκτες διάθλασης που χωρίζονται με απόσταση ανάλογα με τη γωνία κλίσης). Μπορούμε να ευθυγραμμίσουμε τα είδωλα ώστε τότε να παίρνουμε και την απόσταση των αστέρων. Micron [Μικρόν] Μηχ. Μονάδα μήκους που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμυριοστό του μέτρου ή σε ένα χιλιοστό του χιλιοστού. M i c r o p h o n e [Μικρόφωνο] Μηχ. II ηλεκτρική διάταξη η οποία μετατρέπει τη μηχανική ενέργεια των ηχητικών διακυμάνσεων σε ηλεκτρική ενέργεια, διατηρώντας σταθερά τα χαρακτηριστικά των κυμάτων. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να μεταφερθεί ο ήχος σε μεγάλες αποστάσεις με ή χωρίς σύρμα και να εξυπηρετηθούν οι τηλεπικοινωνίες αλλά και πολλές άλλες τεχνολογικές εφαρμογές. M i c r o p h o t o g r a p h [Μικροφωτογραφία] Τεχνολ. Φωτογραφία με πολύ μικρό μέγεθος που συνήθως απεικονίζει κείμενα, σχέδια, γραφικά κτλ που μπορεί να ειδωθεί μόνο μέσα από ειδικές μηχανές προβολής που μεγεθύνουν την εικόνα στο επίπεδο του ματιού. Micropile [Μικροπάσσαλος] Πολ. Μηχ. Πάσσαλος μικρών διατάσεων σε διατομή και μήκος σε σχέση με τους κανονικούς πασσάλους που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της φέρουσας ικανότητας του εδάφους και αντικαθιστά τη μέθοδο βελτίωσης με τσιμεντενέσεις. Έχει διάμετρο μέχρι 30 εκατοστά και μήκος μέχρι 6 περίπου μέτρα, από άοπλο σκυρόδεμα και εφαρμόζεται ως μέθοδος βελτίωσης σε εδάφη που η επιφανειακή στρώση χαρακτηρίζεται από ανομοιόμορφη σύσταση στην πυκνότητα του εδαφικού υλικού. M i c r o p o r e [Μικροπόρος] Φυα. Χημ. Χαρακτηρίζεται ο πόρος σε στερεό υλικό, του οποίου η διάμετρος είναι μικρότερη από 0,2 μηι. MicrQporosity [Μικροπορώδες] Φι>σ. Χημ. Ιδιότητα

Microporous Barrier

-914-

στερεού υλικού, που διαθέτει πόρους με διάμετρο όχι μεγαλύτερη από 0,2 μιπ. M i c r o p o r o u s B a r r i e r [Μικροπορώδες Διάφραγμα] Φνσ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια μεμβράνη, κεραμική ή πολυμερική, στην οποία περιέχονται μικροπόροι. Χρησιμοποιείται συνήθως σε διεργασίες διαχωρισμού ρευστών, που βασίζονται σε φαινόμενα προσρόφησης. Microprocessing Unit [Μονάδα μικροεπεξεργαστή] Πλημ. Μονάδα με μικροεπεξεργαστή, κάρτα μνήμης (εκτός της buffer), συσκευές για έλεγχο εισόδου εξόδου, ρολόι, πιθανές επεκτάσεις για διαχείριση πολυμέσων, δικτύων, διαδικτύου κτλ. Microprocessor [Μικροεπεξεργαστής] Πληρ. Είναι το βασικό στοιχειώδες τμήμα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εντάσσεται στο ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης στο οποίο είναι φορτωμένες οι αριθμητικές και λογικές συναρτήσεις στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του υπολογιστή, αποτελώντας στην ουσία την καρδιά του όλου συστήματος. M i c r o p r o g r a m m i n g [Προγραμματισμός μικροεπεξεργαστών] Πληρ. Οργάνωση μικροεντολών για τη λειτουργία του μικροεπεξεργαστή. Σ' αυτό στηρίζονται οι συμβολικές γλώσσες. Microquakes [Μικροσεισμοί] Γεωλ. Microearthquakes Microrelief [Μικροπτυχή] Γεν. Σε μια εδαφική επιφάνεια υψομετρικές ανωμαλίες στο επίπεδο οι οποίες σε σχέση με έναν ορίζοντα δεν ξεπερνούν τα λίγα μέτρα. Microscope [Μικροσκόπιο] Οπτικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία οπτική διάταξη με την οποία είναι δυνατή η επίτευξη της μεγέθυνσης ενός αντικειμένου, ακόμη και αόρατου με το γυμνό μάτι, κατά πολλές εκατοντάδες φορές. Στα κλασικά μικροσκόπια η λειτουργία τους βασίζεται σε μία σειρά από κατάλληλους φακούς, ενώ υπάρχουν και τα ηλεκτρονικά όπου στηρίζονται σε δέσμες ηλεκτρονίων. Microscopic Reversibility [Μικροσκοπική αντιστρεψιμότητα] Στατ.Μηχ. Αρχή σύμφωνα με την οποία αν ο μηχανισμός μίας διαδικασίας σε ένα σύστημα μορίων είναι γνωστός, τότε μπορεί να γίνει γνωστός και ο μηχανισμός της αντίστοιχης αντίστροφης διαδικασίας. Microscopic State [Μικροσκοπική κατάσταση] Μηχ. Η κατάσταση εκείνη ενός συστήματος υλικών σημείων που προσδιορίζεται από τα κινητικά και ενεργειακά χαρακτηριστικά καθενός από τα μέλη του. Microscopic T h e o r y [Μικροσκοπική θεωρία] Φνσ. Η μελέτη της συμπεριφοράς συστηαάτων μέσα σε χώρο διαστάσεων μικρότερων από 10" m. Microscopy [Μικροσκοπία] Οπτικ. Η οπτική παρατήρηση σωμάτων-με τη χρήση μικροσκοπίου. Μπορούν να γίνουν διακριτά, σώματα των οποίων οι διαστάσεις είναι μέχοι 4 10"7m για τα οπτικά μικροσκόπια και μέχρι 5 10" °m για τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια. Microsecond [Μικροδευτερόλεπτο] Μηχ. Μονάδα μέτρησης του χρόνου, ίση με ΙΟ"6 δευτερόλεπτα. Συμβολίζεται με μsec. Microseism [Μικροδονήσεις] Γεωλ. -» Microtremors Microseismic [Μικροσεισμική] Γεωλ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τον κλάδο εκείνο της σεισμολογίας που ασχολείται με την ανάλυση και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των σεισμών όπως καταγράφονται από τους σεισμογράφους. Micro Silica [Μικροπυριτική σκόνη] Οικοδ. Πρόκειται για μία ουσία που συμπληρώνεται ως πρόσμικτο στο

σκυρόδεμα. Είναι ποζολάνη με μεγαλύτερη λεπτότητα κόκκων από αυτήν του τσιμέντου και αναμιγνύοντάς την με το σκυρόδεμα αυξάνει την αντοχή του και την ανθεκτικότητά του. Microsoft C o m p a n y [Εταιρία λογισμικού και επικοινωνιών Microsoft] Πλ.ηρ. Αμερικάνικη πολυεθνική η μεγαλύτερη στο χώρο της παραγωγής λογισμικού και υπεύθυνη για την εκλαΐκευση του αντικειμένου Η/Υ. Κατέχει τα μυστικά της κυριότερης πατέντας λογισμικού (Windows) για προσωπικούς Η/Υ και μικρά δίκτυα (Windows NT). Έχει εξαπλωθεί σε κάθε μορφή σχετικής δραστηριότητας. Δέχεται και πολλές σχετικές αντιμονοπωλιακές επικρίσεις. Microsoft Disk O p e r a t i n g System [Λειτουργικό σύστημα της Microsoft] Πληρ. Το λειτουργικό σύστημα των προσωπικών Η/Υ. Κατηγορήθηκε για δυσχρηστία αλλά βρίσκεται ακόμα στη βάση των συστημάτων της εταιρίας. Microsoft Office [Γραφείο Microsoft] Πληρ. Ένα πλήρες σύστημα διαχείρισης ηλεκτρονικού γραφείου (επεξεργαστές κειμένων, αρχεία δεδομένων, παρουσιάσεις, επεξεργασία φωτογραφίας, διαχείριση γραφικο')ν, πλήρης ενσωμάτωση αυτών των εφαρμογών σε ένα ενιαίο έγγραφο κτλ). Microsoft P r o d u c t s [Προϊόντα της Microsoft] Πλ.ηρ. Η εταιρία έχει πολλές πατέντες με το όνομα της σε λειτουργικά συστήματα (πχ MSDOS, Windows, κτλ), γλώσσες προγραμματισμού (C, Fortran, Jscript, Visual Basic κτλ) τεχνολογίες λογισμικού (MDAC, DCOM, MAPI, OLE κτλ) και τα προϊόντα της (πχ. Microsoft Exchange Server, Microsoft Foundation Classes, Microsoft Internet Explorer, Microsoft Outlook κτλ) θεωρούνται σημεία αναφοράς. Microsoft Windows [Παράθυρα της Microsoft] Πληρ. Το λειτουργικό σύστημα της Microsoft που στηρίζεται στην οπτική (visual) προσέγγιση και την ευκολία χρήσης της εικόνας με το ποντίκι. Φτιαγμένο με την αντικειμενοστραφή μεθοδολογία και τη χρήση τελευταίων τεχνολογιών. Microtrcnrors [Μικροδονήσεις] Μηχ. Καλούνται τα ασθενή, σχεδόν συνεχή σεισμικά κύματα της Γης, που οφείλονται στην εκτόνωση της ενέργειας των θαλασσίων κυμάτων στις ακτές, στην ενέργεια του ανέμου, σε ανθρώπινες δραστηριότητες και γενικότερα στις ταλαντώσεις του φλοιού της Γης χωρίς να οφείλονται σε συγκεκριμένο σεισμό. Έχουν αναπτυχθεί ειδικά όργανα και μεθοδολογίες για την μελέτη των μικροδονήσεων και τον εντοπισμό τους ώστε να μην αλλοιώνουν τις σεισμικές καταγραφές. M i c r o t r o n [Μικροτρόνιο] Πυρην.Φυσ. Τύπος επιταχυντή κατάλληλου για την επιτάχυνση ηλεκτρονίων σε πολύ μεγάλες ταχύτητες. Microvibrations [Μικροταλαντώσεις] Μηχ. Πρόκειται για τις συμφυείς, σχεδόν μόνιμες ταλαντώσεις, δηλαδή περιοδικές κινήσεις, των κατασκευών οι οποίες οφείλονται σε διάφορες αιτίες, όπως οι μικροδονήσεις του εδάφους η θεμελίωση, ο άνεμος, οι ανθρώπινες δραστηριότητες και άλλα. Microvolt [Μικροβόλτ] Ηλεκ. Μονάδα ηλεκτρικής τάσης, ίση με ΙΟ"6 V. Συμβολίζεται μιε μ ν . Microwatt [Μικροβάτ] Φυσ. Μονάδα ισχύος, ίση με ΙΟ"6 W. Συμβολίζεται με pW. Microwave [Μικροκύμα] Ηλεκτρομαγν. Το κομμάτι του φάσματος που αντιστοιχεί στην περιοχή συχνοτήτων 100 GHz ως 1 GHz δηλαδή μετά τα ραδιοκύματα

-915(ένα τμήμα των UHF, τα SHF, τα millimeter waves) και πριν την υπέρυθρη ακτινοβολία. II περιοχή του φάσματος που αξιοποιείται κατά κόρον στις ασύρματες επικοινωνίες και τις συναφείς συνδέσεις είναι σημαντικά μικρότερη και τα όρια καθορίζονται πιο πολύ από τη χρηστικότητα.. Microwave Antenna [Κεραία μικροκυμάτων] Ηλεκτμομαγν. Συνήθως παραβολικά κάτοπτρα για εκπομπή και λήψη μικροκυμάτων. Γίνεται εστίαση σε ένα σημείο όπου αν τοποθετήσουμε τον πομπό έχουμε μια μεγάλη σημειακή ισχύ. Όσο μεγαλύτερο το κάτοπτρο τόσο καλύτερη απόδοση έχει, αλλά τα μικροκυματικά συστήματα δεν απαιτούν ακριβές κεραίες. 2 τέτοιες κεραίες προσανατολισμένες η μία στην άλλη δημιουργούν αυτό που λέμε μικροκυματικό πεδίο (Microwavc Hop). Microwave B a c k g r o u n d Radiation [Μικροκυματική υποακτινοβολία] Αστμον. Κοσμική (εξωγαλαξιακή) ακτινοβολία, που αντιστοιχεί σε μέλαν σώμα με θερμοκρασία 3° Κ. Ανακαλύφτηκε το 1965 (στα 7 cm) και πιστεύεται ότι είναι απόηχος της συμπαντικής δημιουργίας από το Bing - Bang (το οποίο στηρίζει σαν απόδειξη). Microwave C o m m u n i c a t i o n [Μικροκυματική επικοίνωνία] Επικοιν. Η μετάδοση και λήψη σήματος μικρόκυματικής ακτινοβολίας. Συνήθως απασχολεί μόνο την περιοχή από 2 GHz ως 40 GHz. Απαιτείται πάντα οπτική επαφή πομπού και δέκτη. Παλαιότερα χρήσιμοποιούσαν φερέσυχνα, τώρα μόνο ψηφιακά συστήματα PCM. Μπορεί να περιλάβει αναμεταδότες, ενισχυτές σήματος κτλ. Κύρια χρήση μετάδοση τηλεοπτικού σήματος, ασύρματες ζεύξεις. Microwave Device [Συσκευή μικροκυμάτων] Ηλεκτμομαγν. Συσκευή που έχει προγραμματιστεί να παράγει, ανιχνεύει, μετρά, αξιοποιεί (μετατρέπει) τα μικροκύματα ή μικροκυματικές συχνότητες (Microwave Frequencies). Microwave Filter [Φίλτρο μικροκυμάτων] Ηλεκτμομαγν. Συσκευή διαπερατή μόνο από μικροκυματικές συχνότητες. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι βέλτιστα γιατί το σήμα έχει ανάγκη να είναι δυνατό, διότι εξασθενίζει εύκολα στην ατμόσφαιρα, πρώτα λόγω της υπερβολικής χρήσης σε κάποια σημεία του φάσματος και μετά από την υγρασία κτλ. Microwave Integrated Circuits [Ολοκληρωμένα κυκλώματα μικροκυμάτων] Η/χκτμομαγν. Κανονικά κυκλώματα (αντιστάσεις, επαφές, κλπ.) φτιαγμένα από Γάλλιο- Αρσενικό (Ga As). Χρησιμοποιούνται στους πομπούς μικροκυμάτων γιατί έχουν χαμηλή κατανάλωση και καλή απόδοση στις μικροκυματικές συχνότητες. Microwave Network [Μικροκυματικό δίκτυο] Ηλεκτμομαγν. Η ανταλλαγή μικροκυματικών δεσμών μεταξύ 2 σημείων που έχουν όμως οπτική επαφή. Μπορεί να είναι τα 2 σημεία ενός δρόμου η μια περιοχή αρκετών χιλιομέτρων που καλύπτεται από ενισχυτές και μικρό κυματικούς πύργους ανάκλασης. Microwave Optics [Μικροκυματική οπτική] Ηλεκτμον. Το κύριο αντικείμενο της χρήσης οπτικής τεχνολογίας στην ηλεκτρονική. Η μελέτη της συμπεριφοράς των μικροκυμάτων στο πρότυπο των κυμάτων φωτός (ευθύγραμμη διάδοση, ανάκλαση, πόλωση, διάθλαση). Microwave Oven [Φούρνος Μικροκυμάτων] Χημ. Ειδικής κατασκευής φούρνος, που χρησιμοποιείται κυρί-

Minkowski's Inequality

ως σε διεργασίες θέρμανσης τροφίμων. Τα μικροκύματα διαπερνούν το προϊόν ομοιόμορφα, χωρίς να προκαλούν την εμφάνιση στρωμάτων διαφορετικής θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα το προϊόν να θερμαίνεται ταχύτατα. Microwave Receiver [Λήπτης μικροκυμάτων] Ηλεκτμομαγν. Συσκευή που μετατρέπει το διαμορφωμένο κύμα που συλλαμβάνει η κεραία. Η διαμόρφωση είναι τύπου FM αλλά η λήψη επηρεάζεται από θόρυβο, κακοκαιρίακτλ. Microwave Repeater [Ενισχυτής μικροκυμάτων] Πλεκτμομαγν. Σύστημα λήψης - επανεκπομπής για το δυνάμωμα του μικροκυματικού σήματος. II αναλογική διαμόρφωση είναι ευαίσθητη στο θόρυβο κάτι που προσπαθεί να αποφύγει η ψηφιακή διαμόρφωση. Το ψηφιακό αυτό σήμα μπορεί να καθαριστεί σχετικά εύκολα πριν γίνει επανεκπομπή. Microw r ave Spectrometer [Φασματόμετρο μικροκυμάτων] Φυσ. Συσκευή που χρησιμοποιείται για την καταγραφή της μικροκυματικής συνιστώσας της ακτινοβολίας που εκπέμπεται κατά τις ενεργειακές μεταπτώσεις των ατόμων. Microwave Spectroscope [Φασματοσκόπιο μικροκυμάτων] Φυσ. Συσκευή μέτρησης της έντασης της μικροκυματικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται ή απορροφάται από διάφορα σώματα. Microwave S p e c t r u m [Φάσμα μικροκυμάτων] Φυσ. Το τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, που βρίσκεται ανάμεσα στην υπέρυθρη συνιστώσα και στα ραδιοκύματα, και αντιστοιχεί σε συχνότητες ανάμεσα στα 10' και στα 10" Hz. Microzonation [Μικροζωνική] Μηχ. Ονομάζεται εκείνη η επιστημονική μέθοδος με την οποία εξετάζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει μία γεωγραφική περιοχή από άποψη σεισμολογική, γεωλογική, εδαφομηχανική, υδρογεωλογική και τεκτονική ώστε να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της χρήσης της γης και κατά τον σχεδιασμό των κατασκευοόν, με σκοπό την μείωση των ανθρωπίνων απωλειών και των ζημιών από ενδεχόμενους σεισμούς, M i d Ocean Ridge [Μεσωκεάνειος ράχη] Γεωλ. Πρόκείται για έναν υπερυψωμένο επιμήκη σχηματισμό του πυθμένα ενός ωκεανού, με μήκος πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων. Mid Oceanic Ridge [Μεσωκεάνειος ράχη] Γεωλ. -> Mid Ocean Ridge Middle Oils [Ελαια Μέσης Απόσταξης] Χημ. Μηχ. Προϊόντα απόσταξης αργού πετρελαίου, που έχουν θερμοκρασίες ζέσεως από 180 έως 350 °C. Χρησιμοποιούνται ως καύσιμα αεροπλάνων, μηχανών ντήζελ και ως καύσιμα θέρμανσης. Middle Strip [Κεντρική λωρίδα] Πολ. Μηχ. Σε μια πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος η λωρίδα που αντιστοιχεί στο μέσο του ανοίγματος. Με τον όρο αυτό εννοείται η κεντρική περιοχή της πλάκας όπου αναπτύσσεται η μέγιστη θετική ροπή. Middle Tones [Μεσαίοι τόνοι] Τεχνολ. Η περιοχή του Γκρίζου μεταξύ Ασπρου και Μαύρου. Τα μεσαία 3/5 της χρωματικής αυτής κλίμακας μετά και τις τελευταίες επιτυχίες στην ανάλυση ψηφιακής φωτογραφίας, Middle Ultraviolet L a m p [Μεσοϋπεριώδης λαμπτήρας] Ηλεκ. Ααμπτήρας ατμών υδραργύρου, που εκπέμπει ακτινοβολία με μήκη κύματος μεταξύ των 0.28 και 0.32 μιη. Midi [Μεσαίο] Πλημ. Εννοούμε συντομογραφικά το

Midline

-916-

μεσαίο μέγεθος κουτιού Η/Υ (midi tower). Midline [Διάμεσος] Μαθημ. Συνώνυμο του λήμματος median, ορίζει επίσης και την γραμμή που συνδέει το μέσον των μη παραλλήλων πλευρών ενός τραπεζίου. Midnight Sun [Ηλιος του μεσονυκτίου] Αστμον. Η παρουσία ήλιου στον ορίζοντα τα μεσάνυχτα κάποιας μέρας στις πολικές ζώνες στη διάρκεια του καλοκαιριού. M i d p o i n t [Μεσαίο σημείο] Μαθημ. Καλείται το σημείο εκείνο ενός ευθύγραμμου τμήματος ή άλλης πεπερασμένης γραμμής, το οποίο διαχωρίζει ακριβώς στη μέση, δηλαδή σε δύο μέρη ίσου μήκους, το εν λόγω μονοδιάστατο σχήμα. M i d r a n g e [Δειγματικό εύρος] Στατ. Το ημιάθροισμα των 2 ακραίων τιμών ενός δείγματος. Συνήθως συγκρίνεται με τη διάμεσο και την επικρατούσα τιμή. M i d s p a n [Μέσο ανοίγματος] Πολ. Μηχ. Σε μία δοκό, το μέσο της απόστασης μεταξύ των δύο σημείων στήριξης που αντιστοιχεί στη διατομή που αναπτύσσεται η μέγιστη θετική ροπή του φορέα. Mie - Gruneisen E q u a t i o n [Εξίσωση Mie-Gruneisen] Στατ.Μηχ. Εξίσωση που περιγράφει την κατάσταση ενός θερμοδυναμικού συστήματος σε υψηλές πιέσεις: V (Ρ - Ρ0) = Κ ν (U - U 0 ), όπου V ο όγκος του συστήματος, Ρ η πίεσή του, Ρ 0 η θεωρητική του πίεση στους 0° Κ, Κ ν μία σταθερά που εξαρτάται αποκλειστικά από τον όγκο του συστήματος, U η εσωτερική του ενέργεια και Uo η εσωτερική του ενέργεια στους 0 Κ. Migration 1 [Μετανάστευση] Χημ. Δηλώνει τη μετακίνηση μιας ρίζας ή ενός ατόμου ή ενός ακόρεστου δεσμού, μέσα στο μόριο μιας ένωσης. Μπορεί να οφείλεται σε αλληλεπιδράσεις με άλλα μόρια ή ιόντα. Migration 2 [Μετανάστευση] Χημ. Διαδικασία μετακίνησης υλών από το εσωτερικό ενός πολυμερούς αντικειμένου προς την επιφάνειά του, με αποτέλεσμα τη μεταβολή των ιδιοτήτων της επιφάνειας ή τη μείωση της δραστικότητάς της. Πλαστικοποιητές, αντιοξειδωτικά, σταθεροποιητές, χρώματα, κλπ, είναι οι ουσίες που μπορούν να μετακινηθούν. Migration 3 [Μετανάστευση] Φνσ. Χημ. Αναφέρεται στην κατευθυνόμενη κίνηση των ιόντων ενός διαλύματος, υπό την επίδραση εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Migration 4 [Αλλαγή χρήσης] Επικοιν. 1. Όρος που παραπέμπει στην αλλαγή χρήσης μιας υπηρεσίας ή ενός μέσου στη διαδικασία του Mirroring λόγω της ανομοιογενούς κατασκευής πολλών συστημάτων αρχείων. 2. Η αλλαγή χρήσης ενός αρχείου με σκοπό την προσαρμογή σε μία προγραμματιστική διασύνδεση, για παράδειγμα αν μία από τις 2 μεριές απαιτεί ειδικό formatting εμφάνισης. Milankovitch T h e o r y [Θεωρία Milankovitch] Μετεωμ. Θεωρία κλιματικής αλλαγής (1930). Θεωρεί ότι 3 διαφορετικές κυκλικές κινήσεις προκαλούν διαφοροποίηση στην ποσότητα ηλιακής ενέργειας που πέφτει στη Γη. Milarite [Μηλαρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, άχρουν ή λευκό, με MB 1980 και χημικό τύπο K2Ca4Al2Be4 ( S i 0 6 o ) . H 2 0 . Εμφανίζεται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και ο λόγος των αξόνων του είναι a:c = 1:1.33. Συναντάται κυρίως σε περιοχές της Ελβετίας. Mild Steel [Μαλακός χάλυβας] Τεχνολ. Δομικός χάλυβας που χαρακτηρίζεται από χαμηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα και γι'αυτό το λόγο υπάρχει δυνατότητα επεξεργασίας του σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος δίχως να χάσει τις μηχανικές του ιδιότητες, λόγω των

αλλαγών στα γεωμετρικά του χαρακτηριστικά. Mile [Μίλι] Μηχ. Μονάδα μήκους του αγγλοσαξονικού μετρικού συστήματος που αντιστοιχεί σε περίπου 1.609 μέτρα του δεκαδικού συστήματος μέτρησης μήκους. Mileage C h a r t [Πίνακας αποστάσεων] Γεν. Πίνακας που περιλαμβάνεται σε ένα χάρτη στον οποίο παρουσιάζονται οι αποστάσεις μεταξύ διαφόρων σημείων όπως πόλεις και χο^ριά που περιέχονται στο χάρτη. Milepost [Ορόσημο] Οδοπ. Κολονάκι τοποθετημένο κατά μήκος ενός δρόμου πάνω στο οποίο είναι γραμμένη η απόσταση του συγκεκριμένου σημείου από την αφετηρία του δρόμου. Milestone [Ορόσημο] Τεχνολ. Σε ένα διάγραμμα χρονικού προγραμματισμού της εκτέλεσης ενός έργου, εντοπισμός ενός ενδιάμεσου χρονικού σημείου που επιβάλλεται να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη ενέργεια, όπως η υποβολή μιας έκθεσης ή η συμπλήρωση μιας καθορισμένης φάσης του έργου. Milestones [Ορόσημα] Τεχνολ. Κατά την υλοποίηση ενός έργου θέτουμε κάποιους σταθμούς που συνήθως συμπίπτουν με το (προβλεπόμενο) πέρας αντίστοιχων χρονικών ορίων εκτέλεσης εργασιών. Συναντάται στο διάστημα κρίσιμων γεγονότων αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα σημεία που εξαρτώνται από εξωγενείς παράγοντες. Military Network [Στρατιωτικό δίκτυο] Επικοιν. Το δίκτυο επικοινωνιών του αμερικάνικου στρατού από τα αρχαιότερα (εποχή του Arpanet). Υπάρχει και ειδική υπηρεσία που ασχολείται με τις τηλεπικοινωνιακές έρευνες (Darpa). Milky W a y [Γαλακτώδες ποτάμι] Αστμον. 1. Το χαϊδευτικό όνομα του Γαλαξία μας από την εικόνα που δίνει τη νύχτα σαν λεπτή λουρίδα φωτός που ξαφνικά διχαλώνει (Μεγάλο Ρήγμα). Το ηλιακό σύστημα βρίσκεται κοντά στο γαλαξιακό επίπεδο αλλά μακριά από το κέντρο του. 2. Ο σπειροειδής Γαλαξίας με 2 βραχίονες και κεντρικό εξόγκωμα. Αποτελείται από 200 σφαιρωτά σμήνη περιστρεφόμενα. Το σπειροειδές σχήμα δεν έχει εξηγηθεί αν οφείλεται σε πιθανά αυξημένα μαγνητικά πεδία ή σε συνδυασμό με βαρυτικές επιδράσεις. Mill Building [Εργοστάσιο] Οικοδ. Αίθουσα μεγάλων ανοιγμάτων δίχως υποστυλώματα στο κέντρο με περιμετρικούς τοίχους και στέγη που γεφυρώνεται με μεταλλικά δικτυώματα και χρησιμοποιείται για τη στέγαση μιας παραγωγικής διαδικασίας κάποιου προϊόντος. Miller's Cylindrical Projection [Κυλινδρική προβολή του Miller] Γεωγμ. Αντιστρεπτός μετασχηματισμός για γεωγραφικούς χάρτες. Miller's Effect [Εφφέ του Miller] Ηλεκτμον. Συνίσταται στο ότι αν υπάρχει μια χωρητικότητα μεταξύ εισόδου εξόδου είτε είναι ενδοχωρητικότητα είτε εξωτερική χωρητικότητα, έχει την τάση να αυξάνει τόσες φορές όση είναι η ενίσχυση του ενισχυτή. Είναι σημαντικό εμπόδιο στους ενισχυτές υψηλών συχνοτήτων, υπάρχει, λοιπόν, τάση ελαχιστοποίησης του φαινομένου υποβιβάζοντας την ενεργό χωρητικότητα της ανασύζευξης. Miller's J a c k n i f e Test [Τεστ διπλώματος του Miller] Στατ. Μη παραμετρικό τεστ που ελέγχει ασυμπτωτικά την ισότητα 2 μεταβλητών για δύο κατανομές. Miller's Primality Test [Τεστ Miller για πρώτους αριθμούς] Μαθημ. Τεστ που αν πετύχει τότε ο εξεταζόμενος αριθμός είναι δυνατός ψευτοπρώτος (strong

-917pseudoprime) δηλαδή είναι πολύ πιθανό να είναι πρώτος. Δέχεται την εκτεταμένη υπόθεση του Riemann και δουλεύει σε πολυωνυμικό χρόνο. Ενεργεί σε συνδυασμό με άλλα ανάλογα τεστ. Milliammeter [Μιλιαμπερόμέτρο] Ηλεκ. Συσκευή μέτρησης της έντασης ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμολογημένη σε mA. Milliampere [Μιλιαμπέρ] Ηλεκ. Υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης ροής ηλεκτρικού ρεύματος που ισοδυναμεί με το 1/1000 του Αμπέρ και συμβολίζεται με mA. Millibar [Μιλιμπάρ] Μηχ. Υποδιαίρεση του bar, μονάδας μέτρησης της πίεσης, ίση με 0,001 bar. Συμβόλιζεται με mbar και είναι γνωστή με τον αγγλικό όρο. Millicurie Destroyed [Κατεστραμμένο Millicurie] Πυρην.Φυσ. Ποσότητα δόσης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ίση με αυτή που εκπέμπει ένα ραδιενεργό δείγμα ώστε να μειωθεί η δραστηριότητά του κατά 1 millicurie. Συμβολίζεται με mcd. Millidarcy [Μονάδα millidarcy] Φυα. Η πιο συνηθισμένη μονάδα μέτρησης της διαπερατότητας. Ισούται με 10"3 darcy και συμβολίζεται με md. Milliequivalent [Χιλιοστοϊσοδύναμο] Χημ. Ποσότητα μιας ουσίας ίση με το ένα χιλιοστό του γραμμοϊσοδυνάμου, δηλαδή 1 meq = 0,001*(Ατομικό Βάρος)/ (Σθένος). Millifarad [Μονάδα millifarad] Ηλεκ. Υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης πυκνότητας ηλεκτρικού ρεύματος που ισοδυναμεί με το 1/1000 του Farad και συμβόλιζεται με mF. Milligal [Μονάδα milligal] Μηχ. Μονάδα επιτάχυνσης, ίση με 10"3 Gal, δηλαδή 10 m/s2. Συμβολίζεται με mGal και ισούται περίπου με το ένα εκατομμυριοστό της έντασης της βαρύτητας στην επιφάνεια της Γης. Milligauss [Μονάδα milligauss] Ηλεκτρομαγν. Μονάδα πυκνότητας μαγνητικής ροής, ίση με 10"3 G. Συμβολίζεται με mG. Milligram [Χιλιοστό του γραμμαρίου] Μηχ. Μονάδα βάρους που αντιστοιχεί στο ένα χιλιοστό ενός γραμμαρίου. Millihenry [Μονάδα millihenry] Ηλεκτρομαγν. Υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής που ισοδυναμεί με το 1/1000 του Ανρί και συμβολίζεται με mH. Miliihertz [Μονάδα millihertz] Φυα. Υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης συχνότητας που ισοδυναμεί με το 1/1000 του Χέρτζ και συμβολίζεται με mHz. Millikan M e t e r [Μέτρο Millikan] Ηλεκτρομαγν. Θάλαμος ιονισμού για την ανίχνευση και μέτρηση της έντασης κοσμικής ακτινοβολίας. Millikan Oil-drop E x p e r i m e n t [Πείραμα σταγόνας λαδιού του Millikan] Ατομ.Φυσ. Διάσημο πείραμα που επινοήθηκε και εκτελέσθηκε από τον Robert Millikan από το 1909 ως το 1913, και για το οποίο πήρε το Nobel Φυσικής το 1923. Με το πείραμα αυτό προσδιορίσθηκε το ηλεκτρικό φορτίο του ηλεκτρονίου le = 1.6 10'19Cb και αποδείχθηκε ότι κάθε ηλεκτρικό φορτίο είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του παραπάνω. Η αρχή του πειράματος στηρίζεται στην ισορροπία σταγόνων λαδιού μάσα σε χώρο όπου επικρατεί κατάλληλης έντασης Ε ηλεκτρικό πεδίο. Τότε, για μία σταγόνα μάζας m που φέρει φορτίο q και ισορροπεί ισχύει: q = mg / Ε, όπου g η επιτάχυνση της βαρύτητας. Για διάφορες τιμές της Ε προκύπτουν αντίστοιχα q και με στατιστική διαχείριση των τιμών τους προκύπτει το e.

Minkowski's Inequality

Milliliter [Χιλιοστό του λίτρου] Μηχ. Μονάδα όγκου που αντιστοιχεί στο ένα χιλιοστό του λίτρου ή στον όγκο ενός κύβου που η κάθε πλευρά του έχει μήκος ένα χιλιοστό. Millimeter [Χιλιοστό] Μιγχ. Μονάδα μήκους που αντιστοιχεί σε ένα δέκατο του εκατοστού ή στο ένα χιλιοστό του μέτρου. Millimeter Of M e r c u r y [Χιλιοστά Υδραργύρου] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της πίεσης, ίση με την πίεση που ασκεί κατακόρυφη στήλη υδραργύρου ύψους 1 χιλιοστού (mm), σε πρότυπες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Συμβολίζεται με mmHg και αντιστοιχεί σε 0,00132 aim ή 0,00133 bar. Millimeter Wave [Κύμα χιλιοστού] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομαγνητικό κύμα μήκους μεταξύ του 1mm και του 1cm και με συχνότητα ανάμεσα στα 30 και στα 300 GHz. Milling [Αλεση] Μηχ. Διεργασία την οποία υφίσταται στερεό υλικό, με σκοπό τη μείωση του μεγέθους των σωματιδίων του ή την αλλαγή του σχήματος τους. Milling Machine [Μηχανή Αλεσης] Μηχ. Μηχάνημα με το οποίο πραγματοποιείται η διεργασία της άλεσης ενός στερεού υλικού. Συνήθως χρησιμοποιούνται μύλοι, που περιέχουν δύο όμοια, εφαπτομενικά περιστρεφόμενα τμήματα, σφαιρικού ή κυλινδρικού σχήματος. Million [Εκατομμύριο] Μαθημ. Ο αριθμός που αντιστοιχεί σε ένα εκατομμύριο μονάδες ενός οποιουδήποτε μεγέθους. Million Instructions Per Second [Εκατομμύρια εντολές το δευτερόλεπτο] Πληρ. Μονάδα μέτρησης ταχύτητας επεξεργαστή, Millirad [Μονάδα Millirad] Πυρην.Φυα. Μονάδααπορρόφησης δόσης ακτινοβολίας ιονισμού, ίση με 10"3 rad. Συμβολίζεται με mrad. Milliroentgen [Μονάδα milliroentgen] Πυρην.Φυα. Μονάδα απορρόφησης δόσης ραδιενεργού ακτινοβολίας, ίση με 10"' roentgen. Συμβολίζεται με mr. Millisecond [Χιλιοστό του δευτερολέπτου] Μηχ. Μονάδα χρόνου που αντιστοιχεί σε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου. Η καταγραφή αυτής της μικρής χρονικής μονάδας είναι δυνατή μόνον με ειδικά ηλεκτρονικά όργανα και χρησιμοποιείται σε εργαστηριακές δοκιμές που απαιτούν υψηλό βαθμό ακρίβειας. (Ms, msec) Millivolt [Μονάδα millivolt] Ηλεκ. Μονάδα ηλεκτρικής τάσης, ίση με 10"3 Volts. Συμβολίζεται με mV. Millivoltmeter [Μιλλιβολτόμετρο] Ηλεκ. Συσκευή μέτρησης της διαφοράς δυναμικού, για μικρές τιμές, βαθμολογημένη σε mV. Milliwatt [Μονάδα milliwatt] Μηχ. Μονάδα μέτρησης της ισχύος, ίση με 0,001 Watt. Συμβολίζεται με mW. Millon's Reaction [Αντίδραση Millon] Οργ. Χημ. Εργαστηριακή μέθοδος ανίχνευσης πρωτεϊνών, που βασίζεται στο σχηματισμό ερυθρού ιζήματος, κατά τη θέρμανση του δείγματος με διάλυμα νιτρικού υδραργύρου και νιτρώδους οξέος. Το ίζημα αποτελείται από συσσωματώματα πρωτεϊνών. Millrace [Είδος καναλιού] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για τον ανοιχτό αγωγό, ο οποίος τροφοδοτεί με νερό, δηλαδή παρέχει την κινητήρια δύναμη, σε έναν νερόμυλο, Milne's Method [Μέθοδος Milne) Μαθημ. Μια κλασσική μέθοδος πρόβλεψης διόρθωσης για την επίλυση διαφορικών εξισώσεων. M i m a s [Μίμας] Αστρον. Ο δεύτερος πλησιέστερος στον Κρόνο δορυφόρος του. Ανακαλύφθηκε από τον Herschel το 1789 και έχει ακτίνα 250 Km. Εξαιτίας

Minaret

-918-

των ανωμαλιών στην κίνηση του, όπως και σε αυτές του Ιανού, προκαλείται ο διαχωρισμός των δακτυλίων γύρω από τον Κρόνο. M i n a r e t [Μιναρές] Αμχ. Πρόκειται για το λεπτό και ψηλό πύργο με τον εξώστη στην κορυφή του, ο οποίος πλαισιώνει έναν μουσουλμανικό ναό ως απαραίτητο και ενιαίο αρχιτεκτονικό στοιχείο του. Mine [Ορυχείο] Ομυκτ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο τόπος από τον οποίο εξορύσσονται με τον απαραίτητο εξοπλισμό οι χρήσιμες ορυκτές ύλες. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ορυχείων ανάλογα με το υλικό το οποίο λαμβάνεται από εκεί, όπως ανθρακωρυχεία, ή άλλα από όπου εξάγεται γύψος, αλάτι, μάρμαρα, άλλοι οικοδομικοί λίθοι ή διάφορα μεταλλεύματα. Mineral Acid [Ορυκτό Οξύ] Χημ. Αναφέρεται στα συνήθη ανόργανα οξέα, όπως είναι το υδροχλωρικό οξύ (HC1), το θειικό (H 2 S0 4 ) ή το νιτρικό οξύ (ΗΝ0 3 ). Mineral Deposit [Κοίτασμα] Γεωλ. Καλείται κάθε φυσική συσσώρευση χρήσιμων πετρωμάτων ή ορυκτών, η οποία αποτελείται από αρκετά ικανοποιητική ποσότητα, ώστε να είναι συμφέρουσα η εξόρυξη για την εκμετάλλευσή τους. Υπάρχουν κοιτάσματα μεταλλευμάτων, βιομηχανικών ορυκτών, ορυκτών καυσίμων, φυσικού αερίου, πετρελαίου και άλλα. Mineral Engineering [Μηχανική μεταλλείων] Μεταλλ. Πρόκειται για τον κλάδο αυτό της μηχανικής που ασχολείται με τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση των ορυχείων, καθώς και στην συνέχεια με τον καθαρισμό των εξαγόμενων από αυτά προϊόντων, όπως είναι τα διάφορα μεταλλεύματα. Μεταξύ αυτών είναι οι πολύτιμοι λίθοι χρυσός και διαμάντια αλλά και άλλα ορυκτά όπως ο άνθρακας, ανάλογα πάντα με τον τύπο του ορυχείου. Mineral F i b r e Tiles [Ηχοαπορροφητικές πλάκες] Οικοδ. Πλάκες πάχους δύο έως τριών εκατοστών ελαφρές που κατασκευάζονται από ίνες ορυκτών και έχουν υψηλή απορροφητική ικανότητα θορύβου. Αποτελούν τα τεμάχια που συνθέτουν μια ψευδοροφή αναρτημένη από τη δομική πλάκα και εξασφαλίζουν ένα ιδανικό περιβάλλον εργασίας σε αίθουσες μεγάλων διαστάσεων. Mineral Fuel [Ορυκτό Καύσιμο] Χημ. Μηχ. Οργανική ή ανόργανη καύσιμη ύλη, που λαμβάνεται από το έδαφος. Το πετρέλαιο και ο άνθρακας αποτελούν τα πιο κοινά παραδείγματα. Mineral Oil [Ορυκτέλαιο] Χημ. Μηχ. Δηλώνει τα έλαια που λαμβάνονται από το αργό πετρέλαιο και χρησιμοποιούνται συνήθως ως λιπαντικά. M i n e r a l Wool [Μονωτικός βάμβακας] Οικοδ. Δομικό υλικό από ορυκτές ίνες ή ίνες γυαλιού που διατίθεται στο εμπόριο σε εύκαμπτες ή άκαμπτες πλάκες και χρησιμοποιείται για τη δημιουργία θερμομονωτικών ή ηχομονωτικών παραπετασμάτων. Οι πλάκες αυτές διακρίνονται για την ανθεκτικότητά τους σε υψηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό είναι κατάλληλες και για τη δημιουργία παραπετασμάτων πυρασφάλειας. Mineralogy [Μεταλλειολογία] Χημ. Είναι ο κλάδος της ανόργανης χημείας που ασχολείται με τη δημιουργία των μεταλλευμάτων και των ορυκτών τους, την κατανομή τους εντός του εσωτερικού της Γης, τους τρόπους για την ανεύρεση και τις μεθόδους για την εκμετάλλευσή τους. Mini C o m p u t e r [Μίνι υπολογιστής] Πληρ. Αντίθετα απ' ότι λέει ο παλαιός όρος μιλάμε (κατ' αναλογία) για ένα υπολογιστικό σύστημα πάνω από το καλύτερο οι-

κιακό υπολογιστή. Είναι το είδος υπολογιστή που συναντάμε σαν εξυπηρετητή σε pta μικρομεσαία επιχείρηση. Mini Disk [Μικρός δίσκος] Πλημ. 1. Παλαιότερα εννοούσαμε τις δισκέτες των 3,5" με χωρητικότητα 720 Kb ή 1.44 Mb που ήταν σημαντικά μικρότερες από τις άλλες. Τώρα οι χωρητικότητες του μεγέθους αυτού έχουν φτάσει τα 100 Mb και ο όρος φαίνεται κάπως άτοπος. 2. Αντίθετα υπάρχει ένα μέγεθος cd με χωρητικότητα γύρω στα 300 Mb που χρησιμεύει για εγγραφή δεδομένων αλλά και ήχου (το αντίστοιχο φορητό μηχάνημα που χρησιμοποιεί κανείς για αναπαραγωγή ήχου λέγεται επίσης mini disk). Mini Tower [Μικρός πύργος] Πληρ. Το σύνηθες πρότυπο συσκευασίας ενός προσωπικού Η/Υ στο οικιακό του μέγεθος. M i n i a t u r e [Μικρογραφία] Πληρ. Σμίκρυνση αντικειμένου που έχει φτάσει ως την περίπτωση να είναι ορατό μόνο με μικροσκόπιο. Κάποτε μιλάγαμε μόνο για κομψοτεχνήματα, τώρα η υπολογιστική τεχνολογία το έχει κάνει κάτι σύνηθες για τη μικροηλεκτρονική. Minimal Cost Flows [Ροές ελαχίστου κόστους] Μαθημ. Γραφοθεωρητικό μοντέλο επιλογής κατάλληλου δρόμου ελαχιστοποιώντας μια συνάρτηση κόστους. Minimal Discrete System [Ελάχιστο διακριτό σύστημα] Τεχνολ. Ένα διακριτό γραμμικό σύστημα λέγεται ελάχιστο αν είναι ταυτόχρονα ελέγξιμο και παρατηρήσιμο. Minimal Element [Ψευδοελάχιστο στοιχείο] Μαθημ. Για ένα σύνολο έτσι αναφέρεται ένα ελάχιστο του που δεν είναι μοναδικό (δηλαδή υπάρχουν και άλλα στοιχεία του επίσης ελάχιστα αλλά διαφορετικά). Minimal S u r f a c e [Ελάχιστη επιφάνεια] Μαθημ. Επιφάνειες της διαφορικής γεωμετρίας με μηδενική κύρια καμπυλότητα. Τέτοια επιφάνεια είναι πχ το επίπεδο. Υπάρχει και σχεδόν γραμμική μερική διαφορική εξίσωση (1 + u x 2 )u xx - 2uxuyuxy + (1 + uy )u)7 = 0 γνωστή και σαν εξίσωση του Plateau. Minimax [Ελάχιστο μέγιστο] Μαθημ. Σαγματικό σημείο μαθηματικών σχέσεων το οποίο ορίζεται να είναι η ελαχιστοποιημένη τιμή των μεγίστων της σχέσης. Έχει ευρύ φάσμα εφαρμογών, ειδικότερα στη θεωρία παιγνίων. M i n i m a x Approximation [Προσέγγιση ελαχίστου μεγίστου] Μαθημ. Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε μια συνάρτηση φ από κάποιο γνωστό χώρο (πχ συνεχή) αυτό μπορεί να γίνει με ένα προσεγγιστικό πολυώνυμο που εδώ έχει την ελάχιστη από τις μέγιστες αποστάσεις από την φ (minimax πολυώνυμο). Ο αριθμός όρων του θα δώσει και την ακρίβεια της προσέγγισης. Πηγή της η προσέγγιση Chcbyshev. M i n i m a x Estimation [Εκτίμηση με τη μέθοδο ελαχίστου μεγίστου] Στατ. Εκτίμηση παραμέτρων ενός μοντέλου με την αρχή ελαχίστου -μεγίστου πάνω σε μια συνάρτηση ωφελιμότητας. Στηρίζεται και αυτό στο θεώρημα ελαχίστου -μεγίστου. Υπάρχουν και μέθοδοι εκτίμησης πάνω στο τεστ καλής προσαρμογής του Χ 2 που ασυμπτωτικά δίνει τους εκτιμητές της μεθόδου μεγίστης πιθανοφάνειας M i n i m a x Principle [Αρχή ελαχίστου μεγίστου] Στατ. Αρχή της θεωρίας αποφάσεων (Wald 1940) που λέει ότι η λήψη αποφάσεων γίνεται στη βάση της ελαχιστοποίησης του μεγίστου ρίσκου όταν οι επιλογές μας είναι κακές. Χρησιμοποιείται αρκετά στην τεχνητή νοημοσύνη.

-919-

Minkowski's Inequality

Minimax Strategy [Στρατηγική ελαχίστου -μεγίστου] μα ή μόρια του αερίου όταν συγκρουσθεί με αυτά. Για Στατ. Από τη θεωρία παιγνίων. Επιλογή μιας διαθέσι- τον αέρα και υπό κανονικές συνθήκες η ταχύτητα αυτή 5 μης στρατηγικής με τη μικρότερη από τις μέγιστες ζη- είναι περίπου ΙΟ m/s. μίες. Χρησιμοποιώντας αυτή τη γνήσια στρατηγική σε Minimum Polynomial [Ελάχιστο πολυα')νυμο] Μαθημ. παίγνιο δύο παικτών, μηδενικού αθροίσματος, ο 2ος Για έναν πίνακα Α το ελάχιστο πολυώνυμο του είναι ο παίκτης μπορεί να εμποδίσει τον 1 ο παίκτη να κερδίσει ελάχιστος διαιρέτης του χαρακτηριστικού πολυώνυπαραπάνω από min {max {ay όπου i = l..n }, όπου j = μου. Εξ' ορισμού έχει το συντελεστή μεγιστοβάθμιου l..n) και ο πίνακας {ay } τάξης n περιγράφει το παί- όρου ίσο με 1, και τον ελάχιστο βαθμό μεταξύ όλων γνιο. τα>ν πολυώνυμων με ρίζα τον Α. Επιπλέον κάθε ιδιοτι1 Minimax Theorem [Θεώρημα ελαχίστου μεγίστου] μή του Α μηδενίζει το ελάχιστο πολυώνυμο του. Μαθημ. Έστω Χ και Υ είναι μη κενά, κυρτά, και συ- Minimum Principle [Αρχή ελαχίστου] Μαθημ. Μιγαμπαγή υποσύνολα του Rd. Τότε το ελάχιστο (για όλα δική συνεχής, μη σταθερή και ολόμορφη συνάρτηση f τα xe Χ) των μέγιστων (για όλα τα ye Υ) του πίνακα που ορίζεται σε φραγμένο τόπο Ω και δε μηδενίζεται xTy ισούται με το μέγιστο (για όλα τα ye Υ) των ελάχι- σε κανένα σημείο του Ω τότε η |f| παίρνει την ελάχιστη στων (για όλα τα xe Χ) του πίνακα x y. Αυτό το θεώ- τιμή της σε ένα σημείο του συνόρου του τόπου Ω. ρημα που έρχεται από τη δυικότητα Fenchel, είναι η Minimum Reflux Ratio [Ελάχιστος Αόγος Επαναρροβάση της θεωρίας παιγνίων ής] Χημ. Μηχ. Σε μια αποστακτική στήλη με δίσκους, 2 Minimax Theorem [Θεώρημα ελαχίστου μεγίστου] εκφράζει τη συνθήκη κατά την οποία είναι αδύνατος ο Στατ. Θεμελιώδες θεώρημα της θεωρίας παιγνίο)ν περαιτέρω διαχωρισμός του μίγματος σε πεπερασμένο (game theory). Κάθε πεπερασμένο, μηδενικού αθροί- αριθμό επιπλέον δίσκων. Χρησιμοποιείται στο σχεδιασματος παιχνίδι 2 παικτών έχει βέλτιστες μικτές στρα- σμό μιας αποστακτικής στήλης, για τον υπολογισμό τηγικές επίλυσης. Αυτό είναι σε συνάρτηση με το θεώ- του λόγου επαναρροής, ο οποίος θεωρείται συνήθως ρημα: για κάθε παίγνιο που περιγράφεται από πίνακα 1,05 χ rniin Mineral Engineering συνάρτησης] Μαθημ. 1. Θεωρητικές μέθοδοι περιγρά- Minitel [Δίκτυο Μίνιτελ] Πληρ. Το αντίστοιχο στο φονται στο λήμμα για τη μεγιστοποίηση (πχ μέθοδος Hellastel δίκτυο πληροφοριών του γαλλικού ΟΤΕ. των πολλαπλασιαστών). 2. Αντίστοιχα υπάρχει πληθώ- Minium [Μίνιο] Ανόργ. Χημ. Είναι το επιτεταρτοξείδιο ρα αριθμητικών μεθόδων ελαχιστοποίησης που στηρί- του μολύβου, Pb304, ερυθρόχρωμη κρυσταλλική ένωζονται στην κυρτή ανάλυση: μέθοδος χρυσής τομής, ση, με σημείο τήξεως 500 UC, όπου διασπάται. Ονομάμέθοδος μεγίστης κλίσεως, μέθοδος συζυγών κλίσεων, ζεται και κόκκινο οξείδιο, διαλύεται σε υδροχλωρικό μέθοδος Armijo, μέθοδος Fletchcr Reeves, μέθοδος οξύ και ακετόνη και λαμβάνεται με θερμική οξείδωση Polak, μέθοδος Newton Raphson, μέθοδος των ποινών, του PbO. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή ελαιοχρωμέθοδος Frank Wolfe. Επίσης και οι μέθοδοι γραμμι- μάτων. κού προγραμματισμού πχ μέθοδος Simplex. Minkowski Lorentz Equation [Εξίσωση Minkowski Minimum [Ελάχιστο] Μαθημ. Η ελάχιστη τιμή που εί- Lorentz] Φυσ. Εξίσωση που συνδυάζει τις εξισώσεις ναι δυνατόν να προκύψει από ένα μαθηματικό τύπο η Lorentz και Minkowski για την κίνηση (με τετραδιάμεταβλητή του οποίου κινείται εντός πεπερασμένων στατη ταχύτητα) φορτισμένων σωματιδίων σε μια περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του Minkowski. ορίων. Minimum Configuration [Ελάχιστη σύνθεση] Πληρ. Minkowski's Diagram [Διάγραμμα Minkowski] Φυσ. Όρος του εμπορίου πληροφορικής για την απλούστερη Διάγραμμα με άξονες x (χώρος) και ct (σχετικός χρόσύνθεση ενός νέου υπολογιστή, όπως διαμορφώνεται νος) όπου τα γεγονότα δίνονται από σημεία που προσαπό τις εκάστοτε προσφορές της αγοράς. Συνήθως εί- διορίζονται κανονικά από παράλληλες στους άξονες και οι γεωδαισιακές σαν ευθείες. ναι προσαρμοσμένος στις ανάγκες των χρηστών.. Minimum Distance Code [Κώδικας ελάχιστης από- Minkowski's Electromagnetical Field [Ηλεκτρομαγνητικό στασης] Επικοιν. Στην τεχνική κωδικοποίησης Trellis πεδίο του Minkowski] Φιχτ. Το τανυστικό πεδίο τύπου όπου για κάποιες διαδρομές του γραφήματος του κο')δι- (1,1) του χωρόχρονου Minkowski με πεδιακές συνικα οδηγούμαστε στο να δεχτούμε αυτήν που έχει τη στώσες F^p που ενεργεί σε κάθε φορτισμένο σωματίδιο μικρότερη απόσταση (όταν τη μετράμε σε στατιστικά με δύναμη που δίνει η εξίσωση του Lorentz. βάρη) σαν περισσότερο πιθανή. Minkowski's Inequality [Ανισότητα Minkowski] ΜαMinimum Ionizing Speed [Ελάχιστη ταχύτητα ιονι- θημ. Μια από τις πιο χρήσιμες ανισότητες. Αν βρισκόσμού] Ατομ.Φνσ. Η ελάχιστη εκείνη ταχύτητα με την μαστε σε ένα χώρο Lp τότε ισχύει η τριγωνική ανισόοποία πρέπει να κινείται μέσα σε συγκεκριμένο αέριο τητα της νόρμας Lp. δηλαδή ||f+g||p < ||f1|p + ||g||p. Η ανιένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο προκειμένου να ιονίσει άτο- σότητα μπορεί να εκφραστεί και στους χώρους των

Minkowski's Metric

-920-

ακολουθιοον στην μορφή (Σ |θν + βν|ρ)ι/ρ= (Σ Μ ρ)"ρ + Mira Variables [Μεταβλητοί Mira] Αστμον. ΟιΜυριά(Σ | βν|ρ)1/ρ δες μεταβλητοί αστέρες, ένα σύνολο 1300 αστέρων με Minkowski's Metric [Μετρική Minkowski! Μαθημ. μεταβλητή φωτεινότητα ύπως του αστέρα Μύρα Στον χώρο των τεσσάρων διαστάσεων μπορούμε να (βλεπε Mira). ορίσουμε μια μετρική, δηλαδή σαν ένα πίνακα 4ης τά- Mirabilite [Μιραβιλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς ξης με στοιχεία 0 εκτός από αυτά της κύριας διαγωνίου κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, άχρουν που έχουν τιμή 1 και από το άνω αριστερά με τιμή -1. ή λευκού χρώματος, με MB 322 και χημικό τύπο Na2 Υπάρχει και η τανυστική μορφή της μετρικής. (S04).10H20. Εμφανίζεται συνήθως στην ένυδρη του Minkowski's Sausage [Λουκάνικο Minkowski] Μα- μορφή και ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c θημ. Διάσημο fractal με διάσταση 1,5 που μετατρέπει 1.24: 1: 1.11. ένα τετράγωνο σε μια τεθλασμένη γραμμή με 3 τμήμα- Mirage [Αντικατοπτρισμός] Οπτικ. Οπτικό φαινόμενο, τα. συχνά ορατό στους ωκεανούς και ακόμα συχνότερα Minkowski's Space [Χώρος Minkowski] Μηχ. Ο τε- στις έρημους. Οφείλεται στην ολική ανάκλαση που υτραδιάστατος χώρος της σχετικιστικής μηχανικής φίστανται ακτίνες του φωτός στη διαχωριστική επιφάEinstein με τη μετρική Minkowski. Το ότι έχουμε στα νεια δύο στρωμάτων αέρα με σημαντικά διαφορετικές χέρια μας τη μετρική και τις εξισώσεις δεν σημαίνει μεταξύ τους θερμοκρασίες. Το ανακλώμενο είδωλο ότι επιλύουμε αυτόματα το μοντέλο των εξισώσεων συχνά εμφανίζεται αντεστραμμένο, χωρίς καν το πραγEinstein, όπου ο μετρικός τανυστής νοείται σαν βαρυ- ματικό είδωλο να είναι ορατό. Όταν η επιφάνεια είναι τικό δυναμικό (ιδανικό για τέλεια σώματα) αλλά έχου- οριζόντια και κάτω από το επίπεδο του ματιού ο αντιμε κάποιες καλές προσεγγίσεις. κατοπτρισμός εμφανίζεται σαν μία λίμνη νερού πάνω Minkowski's Sum [Αθροισμα Minkowski] Σε διανυ- στην οποία ανακλώνται τα αντικείμενα. Όταν η επιφάσματικούς χώρους Α και Β τότε μπορούμε να ορίσου- νεια είναι πάνω από το επίπεδο του ματιού, ο με το άθροισμα τους ως εξής: Α + Β = { a + b: a e A, b "καθρέφτης" φαίνεται να βρίσκεται στον ουρανό, οπό6 Β} τε εμφανίζονται περίεργα φαινόμενα όπως η περίφημη Minor Arc [Μικρότερο τόξο] Μαθημ. Πρόκειται για το Fata Morgana (π.χ. σειρά βράχων που αντικατοπτρίζομικρότερο σε μήκος εκ των δύο τόξων που σχηματίζο- νται έτσι ώστε να μοιάζουν με αληθινά φρούρια ή νται πάνω σε μία περίμετρο κύκλου όταν μία τυχούσα πλοία που εμφανίζονται ανεστραμμένα και πολύ πληευθεία τη διαπεράσει. σιέστερα από την πραγματική τους θέση). Minor Axis [Ελάσσων άξονας] Μαθημ. Στο γεωμετρι- Mirage Effect [Εφφέ του αντικατοπτρισμού] Επικοιν. κό σχήμα της έλλειψης, από τους δύο άξονες συμμε- II αντανάκλαση του φωτός πάνω σε κύματα ζεστού τρίας είναι αυτός με το μικρότερο μήκος. αέρα από την ζέστη του εδάφους που ως γνωστόν συMinor Determinants (Minors) [Υποορίζουσα] Μα- νηθίζεται στην έρημο. Το εφφέ επηρεάζει και τις τηλεθημ. Οι ορίζουσες που προκύπτουν σε έναν πίνακα με πικοινωνίες. διαγραφή κατάλληλου αριθμού στηλών και γραμμών. Miranda [Δορυφόρος Μιράντα] Αστρον. Δορυφόρος Minor Key [Δευτερεύον κλειδί] Πληρ. Κατά τη διαδι- του πλανήτη Ουρανού, κασία κατασκευής ευρετηρίου συνήθως αν το μέγεθος Mirror [Κάτοπτρο] Οπτικ. Είναι μία λεία και γυαλιστετης βάσης δεδομένων το απαιτεί χρησιμοποιείται ένα ρή επιφάνεια, επάνω στην οποία ανακλώνται οι φωτειδεύτερο πεδίο σαν κλειδί. νές ακτίνες. Κατασκευάζεται από γυαλί που έχει επαρMinor Planets [Μικρότεροι πλανήτες] Αστρο ν. Οιπλα- γυρωθεί στην μία του πλευρά ή από μέταλλο. Υπάρνήτες του ηλιακού συστήματος μας που είναι μικρότε- χουν επίπεδα και καμπύλα κάτοπτρα, τα τελευταία δε ροι από τη Γη. διακρίνονται και σε σφαιρικά, παραβολικά, ελλειπτικά Minuend [Μειωτέος] Μαθημ. Ο πρώτος όρος μιας α- και άλλα. Ανάλογα με την μορφή τους αντανακλούν φαίρεσης. και με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά το είδωλο, ενώ οι Minus [Πλην] Μαθημ. Το σύμβολο της αφαίρεσης, πρακτικές χρήσεις τους είναι αναρίθμητες. Γνωστό σαν Minus Sign. Mirror Disk [Καθρεφτιζόμενος δίσκος] Πληρ. Σκληρός 1 Minute [Αεπτό] Μαθημ. Στο σύστημα πολικών συντε- δίσκος του οποίου τα περιεχόμενα φαίνονται σαν να ταγμένων, η μονάδα μέτρησης μιας γωνίας που αντι- ανήκουν σε έναν κοινό υπολογιστή όπου συνδέονται στοιχεί στο εν εξηκοστό μιας μοίρας. οι χρήστες με δικά τους τερματικά, ενώ ψευδαισθησιαMinute [Λεπτό] Μηχ Μονάδα μέτρησης χρόνου που κά φαίνεται (μετά την αρχικοποίηση λειτουργίας) ότι ο αντιστοιχεί σε ένα εξηκοστό (1/60) της ώρας. χρήστης δουλεύει σε δικό του ξεχωριστό υπολογιστή. Mir [Ειρήνη] Αστμον. Διάσημος σοβιετικός διαστημι- Mirror Image [Συμμετρικό είδω/U)] Μαθημ. Εικόνα κός σταθμός που εκτοξεύτηκε στα 1986 και κατέπεσε που προκύπτει από το γεωμετρική πράξη της ανάκλατο 2000. Φιλοξένησε ενδιάμεσα πολλούς αστροναύτες σης. και επιστήμονες. Αποτελεί ακόμα ένα πρότυπο για τις Mirror Nuclei [Κατοπτρικοί πυρήνες] Ζεύγος πυρήνων διαστημικές υπηρεσίες πολλών χωρών. με τον ίδιο μαζικό αριθμό, όπου ο ένας έχει τόσα πρωMira [Μύρα] Αστρον. Ερυθρός γίγαντας αστέρας στον τόνια όσα νετρόνια έχει ο άλλος και αντίστροφα, αστερισμό του Κήτους, ο πιο διάσημος εκπρόσωπος Mirror Site [Καθρεφτιζόμενος δικτυακός τόπος] Πληρ. της ομάδας των μεταβλητής λαμπρότητας αστέρων, Σκληρός δίσκος η συστοιχία δίσκων του οποίου τα πεπου γι'αυτό ονομάζονται και Μυριάδες. Ονομάστηκε ριεχόμενα φαίνονται σαν να ανήκουν σε έναν Kotvo Mira (=υπέροχο) από τον Fabricius, που τον παρατή- δικτυακό τόπο και κάθε αλλαγή εκεί αντανακλά απευρησε πρώτος το 1596. Οταν η λαμπρότητά του είναι θείας στα 2 ανακλώμενα σημεία. Λειτουργία που συμέγιστη, είναι ορατός με γυμνό μάτι, ενώ όταν είναι ναντιέται κυρίως σε δικτυακούς FIT τόπους αλλά είελάχιστη, δεν είναι ορατός με τα συνηθισμένα τηλε- ναι απλά μια επέκταση της προηγούμενης τοπολογίας, σκόπια. Βρίσκεται σε απόσταση 230 ετών φωτός και Mirroring [Αντανάκλαση] Επικοιν. Μεθοδολογία χειείναι διπλός αστέρας. ρισμού σκληρών δίσκων σε περιβάλλον δικτύου. Αντι-

-921 -

στοιχούμε κάθε δίσκο κοινής χρήσης του δικτύου σε ένα γράμμα (ένα δίσκο) μιας κοινής δομής - συστήματος αρχείων. MIS [Σύστημα διοικητικής ενημέρωσης] Τεχνολ. —> Management information system. Miscibility [Αναμιξιμότητα] Φυα. Χημ. Ιδιότητα σύμφωνα με την οποία, δύο ή περισσότερα ρευστά σχήματίζουν μια ομοιογενή φάση, όταν έρχονται σε επαφή, Συνήθως, επηρεάζεται από τη θερμοκρασία και τις συγκεντρώσεις των συστατικών. Miscibility Gap [Ασυνέχεια Αναμιξιμότητας] Φνα. Χημ. Ορίζεται η περιοχή τιμών συστάσεως και θερμόκρασίας, στην οποία δύο ρευστά, όταν έρχονται σε επαφή, δεν σχηματίζουν ομοιογενές μίγμα. Missing Mass Spectrometer [Φασματόμετρο απώλειας μάζας] Ατομ. Φυα. Συσκευή που καταγράφει την κατανομή μάζας ενός συστήματος στοιχειωδών σωματιδίων μετρώντας το ποσό οπισθοδρόμησης πρωτονίων που προσπίπτουν στο σύστημα. Mist1 [Ομίχλη] Μετεωρ. Πρόκειται για ένα σύνολο απύ μικρά σταγονίδια ύδατος, τα οποία αιωρούνται υπό την μορφή νέφους, σε μικρή απόσταση πάνω από την επιφάνεια του εδάφους ή της θάλασσας, μειώνοντας δραστικά την ορατότητα. Mist2 [Ομίχλη] Φυα. Χημ. Μικροετερογενές σύστημα διασποράς, όπου ένα υγρό βρίσκεται σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού σε αέρια φάση. Mistral [Ανεμος Μιστράλ] Μετεωρ. Ανεμος από τη Γαλλία παγωμένος και ξερός που αποδεσμεύεται στη Μεσόγειο. Mistuning [Παρασυντονισμός] Μηχ. Σε μία εξαναγκασμένη ταλάντωση χωρίς τριβές, η διαφορά των τετραγώνων της ιδιοσυχνότητας του ταλαντωτή και της συχνότητας του διεγέρτη. Mitred Joint [Φαλτσογωνιά] Οικοδ. Η διαμόρφωση του άκρου δύο στοιχείων που θα συνδεθούν μεταξύ τους σε ορθή γωνία για να κατασκευαστεί ένα πλαίσιο με γωνία 45°, ώστε να εφαρμόσουν μεταξύ τους κάθετα το ένα στο άλλο και η γραμμή του συνδέσμου να έχει την κατεύθυνση της διαγωνίου του πλαισίου. Mitscherlich's Law [Νόμος του Mitscherlich] Avopy. Χημ. Είναι γνωστός και ως νόμος ισομορφισμού, σύμφωνα με τον οποίο, άλατα που έχουν παρόμοια κρυσταλλικότητα, έχουν και παρόμοια χημική δομή. Χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του τύπου μιας άγνωστης χημικής ένωσης, αν αυτή είναι ισόμορφη με μία γνωστή ουσία. Mittag Leffler Theorem [Θεώρημα Mittag Lcfflcr] Μαθημ. Θεώρημα της μιγαδικής ανάλυσης που λέει ότι αν {θν} είναι μια ακολουθία διάφορων μεταξύ τους μιγαδικών με όριο το άπειρο και {Πν} ακολουθία πολυωνύμων χωρίς σταθερούς όρους, τότε υπάρχει μερομορφική συνάρτηση με πόλους τα σημεία {αλ,} και μερόμορφο μέρος liv(l/(z -θν)). Mix [Αναλογία] Οικοδ. Το ποσοστό σε βάρος του κάθε συστατικού που συμμετέχει στη σύνθεση ενός μίγματος σκυροδέματος ή ενός κονιάματος όπως η άμμος, το τσιμέντο ή τα αδρανή. Mix Design [Σχεδιασμός σύνθεσης] Πολ. Μηχ. Η μελέτη της σύνθεσης ενός σκυροδέματος που εκπονείται σε ένα εργαστήριο εξοπλισμένο με τα απαραίτητα μέσα, μέσω της οποίας καθορίζεται η ποσότητα του κάθε τύπου αδρανών, η ποσότητα του τσιμέντου και η ποσότιιτα του νερού που θα συμμετέχουν στη σύνθεση, ώστε η αντοχή σε θλίψη του σκυροδέματος που θα προ-

Mixed Strategy

κύψει ως αποτέλεσμα αυτής της άσκησης να είναι στο απαιτούμενο μέγεθος. Η μελέτη σύνθεσης ενός σκυροδέματος γίνεται σε περιπτώσεις τεχνικών έργων όπου απαιτείται από την στατική μελέτη το σκυρόδεμα να έχει υψηλή αντοχή σε θλίψη. Mixed Base Number [Αριθμός μικτής βάσης] Μαθημ. Αριθμός (πχ δεκαδικός) γραμμένος ταυτόχρονα σε 2 συστήματα αρίθμησης. Mixed Boundary Conditions [Μικτές συνοριακές συνθήκες] Μαθημ. Οι συνοριακές συνθήκες τύπου Dirichlet και Von Neumann όταν εφαρμόζονται μαζί σε κάποιο πρόβλημα λέγονται μικτές, Mixed Differences [Μικτές διαφορές] Στατ. Αν έχουμε ένα σύνολο Μ με μ στοιχεία και σε κάθε στοιχείο κ του Μ προσαρτούμε ν στοιχεία (κλάσεις). Έστω σύνολο Α με τόσα στοιχεία όσα το άθροισμα των κλάσεων Οι διαφορές μεταξύ των στοιχείων 2 διαφορετικών κλάσεων λέγονται μικτές ενώ μεταξύ στοιχείων της ίδιας κλάσεις λέγονται καθαρές. Από τη συμμετρική επανάληψη διαφορών παράγονται BIB σχεδιασμοί, Mixed-Flow Fun [Ανεμιστήρας Μικτής Ροής] Μηχ. Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά αερίου από ένα χώρο σε άλλο, της ίδιας περίπου πίεσης, και η ροή είναι ακτινική και αξονική συγχρόνως. Mixed-Flow Impeller [Πτερωτή Μικτής Ροής] Μηχ. Είδος πτερωτής που χρησιμοποιείται σε αντλίες, η οποία προκαλεί κίνηση του ρευστού τόσο ακτινικά όσο και αξονικά. Mixed Highs Code [Κώδικας "μικτά υψηλά"] Επικοιν. Μέθοδος συμπίεσης εικόνας (1950) που στηρίζεται στην μη ικανότητα του ματιού να διακρίνει μικρές χρωματικές αλλαγές. Mixed Indicator [Μικτός Δείκτης] Αναλ. Χημ. Χρησιμοποιείται σε ογκομετρήσεις όπου, για μικρή μεταβολή του ρΗ του διαλύματος, απαιτείται απότομη αλλαγή του χρώματος. Πρόκειται για μίγμα δύο δεικτών, των οποίων το χρώμα μεταβάλλεται σε ίδια περίπου τιμή ρΗ, ενώ τα υπερκείμενα μεταξύ τους χρώματα σε ενδιάμεσες τιμές ρΗ είναι συμπληρίοματικά. Mixed Model [Μικτό μοντέλο] Στατ. Στην ανάλυση διακύμανσης μικτό λέγεται το μοντέλο που υπόκειται σε σταθερές και τυχαίες επιδράσεις. Επιλύεται σχετικά δύσκολα. Αλλά μπορεί να απομονώσει κανείς αρκετούς παράγοντες και να χρησιμοποιήσει τα γνωστά τεστ ελέγχου περιοχής πχ Sheffe κτλ. Mixed Number [Μικτός αριθμός] Μαθημ. Ένας αριθμός σε μορφή που συναντιέται συνήθως σε πρακτικές εφαρμογές όπου το δεκαδικό μέρος εκφράζεται σε κλάσμα. Mixed Phase Flow [Πολυφασική Ροή] Φνσ. Χημ. Ονομάζεται και απλά, μικτή ροή. Είναι η ροή ρευστού, ύταν σε αυτό περιέχονται περισσότερες από μία, μη αναμίξιμες φάσεις. Mixed Potential [Μικτό Δυναμικό] Φησ. Χημ. Ορίζεται το δυναμικό ενός ημιστοιχείου, όταν βρίσκεται σε ηλεκτροχημικό κελί όπου λαμβάνουν χώρα περισσότερες από μία χημικές αντιδράσεις, Mixed Sampling [Μικτή δειγματοληψία] Στατ. Η περίπτώση που χρησιμοποιούνται παράλληλα η σε στρώματα, δύο ή περισσότερες μέθοδοι επιλογής στοιχείων, Mixed Strategy [Μικτή στρατηγική] Στατ. Για το πιθανοθεωρητικό παίξιμο (επίλυση) ενός παιχνιδιού στρατηγικής ορίζουμε τα δυνατά σύνολα κινήσεων για τους παίκτες καθώς και τα αντίστοιχα σύνολα βαρών (πιθανότητες επιτυχίας) για κάθε συνδυασμό.

Mixed Strategy G a m e s

- 922 -

Mixed Strategy Games [Παίγνια μικτής στρατηγικής] μικό συμβολισμό του στοιχείου του μολυβδαίνιου Στατ. Παίγνια στρατηγικής με 2 παίκτες και άθροισμα στον περιοδικό πίνακα. Mobile Computer [Κινητός Η/Υ] Πλημ. Υπολογιστικό κερδών μηδέν όπου δεν υπάρχει σημείο ισορροπίας Mixed Tensor [Μικτός τανυστής] Μαθημ. Ένας τανυ- σύστημα μινιατούρα. Οι υπολογιστικές δυνατότητές στής λέγεται μικτός η μικτός σχετικός αν έχει ανταλ- του πλησιάζουν αυτές του καλού οικιακού Η/Υ. Το λοίωτη τάξη r και συναλλοίωτη τάξη s και με βάρος Ν μέγεθος που βασικά εξαρτάται από την TFT οθόνη υαν οι nr+s συνιστώσες του ως προς κάποιο σύστημα συ- γρών κρυστάλλων (LCD) του και κυμαίνεται από 8,1" ντεταγμένων μετασχηματίζονται σύμφωνα με τον κα- ως 14,1" και κατά κανόνα συνοδεύεται και με ανάλονόνα μετασχηματισμού ενός τανυστή που εκφράζει τη γες δυνατότητες. Οι επικοινωνίες του είναι υπέρυθρες. Οι μπαταρίες του που του δίνουν σχετική αυτονομία σχέση 2 συστημάτων συντεταγμένων. 1 Mixing [Ανάμιξη] Τεχνολ. Η διαδικασία της δημιουρ- είναι ο παράγοντας στον οποίο έχει πέσει το μεγαλύτεγίας ενός σύνθετου προϊόντος που αποτελείται από ρο βάρος. πολλά συστατικά ώστε να επιτευχθεί μια ομοιόμορφη Mobile Concrete Pump [Αντλία σκυροδέματος] Οικατανομή των συστατικών εντός του όγκου και να κοδ. Εργοταξιακό όχημα που φέρει αντλία και σύστηπροκύψει ένα ομοιογενές σώμα. μα πτυσσόμενης μεταλλικής σωλήνας που χρησιμοMixing" [Ανάμιξη] Φνσ. Χημ. Διαδικασία παρασκευής ποιείται στην τοποθέτηση του νωπού σκυροδέματος ομοιογενούς μίγματος δύο ή περισσότερων υλικών, όπου απαιτείται για την ανέγερση ενός τεχνικού έργου. όταν αυτά έρχονται σε επαφή. Η ανάμιξη μπορεί να Το σύστημα των πτυσσόμενων σωλήνων επιτρέπει την γίνει σε στερεά, υγρή ή αέρια φάση, ενώ συχνά απαιτεί τοποθέτηση του νωπού σκυροδέματος σε επιφάνειες απλή ανάδευση. που έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από το επίπεδο Mixing Layer [Στρώμα μίξης] Μετεωμ. Όρος της οικο- λειτουργίας της αντλίας. λογίας που υποδηλώνει ένα στρώμα μολυσμένου αέρα Mobile Crane [Κινητός γερανός] Οικοδ. Τροχοφόρο που έχει παγιδευτεί χαμηλά στην ατμόσφαιρα και ανα- όχημα που φέρει τηλεσκοπικό βραχίονα μεταβλητού κατεύεται με άλλα καθαρότερα ρεύματα αέρα που επι- μήκους και σύστημα σταθεροποίησης του οχήματος χειρούν να εισβάλουν στην παγιδευμένη ζώνη. Αν η για να αποφεύγονται οι μικρομετακινήσεις κατά τη μορφολογία του χώρου είναι τέτοια που δεν επιτρέπει διάρκεια της λειτουργίας και χρησιμεύει στην ανύψωτην ελεύθερη διακίνηση αέριων μαζών, τότε είναι η ση φορτίων και μετακίνησης τους σε μικρές αποστάαργά μεταβαλλόμενη ατμοσφαιρική κατάσταση, συνη- σεις που αντιστοιχούν στην ακτίνα λειτουργίας του θισμένη σε όλες τις μεγάλες πόλεις. μήκους του βραχίονα. Προσφέρει ευελιξία στις μεταMixture [Μίγμα] Τεχνολ.. Το προϊόν που προκύπτει ως φορές υλικών στα μεγάλα εργοτάξια. αποτέλεσμα της ανάμιξης, στο τέλος της διαδικασίας. Mobile Data Terminal [Τερματικό δεδομένων για κιΜ Κ System [Σύστημα ΜΚ] Αστρον. Γνωστό και σαν νητό τηλέφωνο] Επικοιν. Πρόσθετο αφαιρούμενο εταξινόμηση του Yerkes. Μία ταξινόμηση δύο διαστά- ξάρτημα πληκτρολογίου σε μέγεθος palmtop για κινησεων που έχει για άξονες το φάσμα (με την διορθωμέ- τό που δίνει την ευκολία εισαγωγής στοιχείων σε ρυθνη ταξινόμηση του Harvard) και τη φωτεινότητα (7 μό γραφομηχανής. τάξεις με 3 υποδιαιρέσεις) Mobile Office [Κινητό γραφείο] Επικοιν. Όρος που έMKS System [Σύστημα MKS] Φνσ. -> Meter- χει γίνει της μόδας με τη χρήση κινητών τηλεφώνων και laptop υπολογιστών κάθε μεγέθους και των αξεKilogram-Second System MKS A System [Σύστημα MKSA] Φνσ. -» Meter- σουάρ τους (modem, εκτυπωτές, WAP τεχνολογίες κτλ). Ακόμα περισσότερο λογισμικό τη στιγμή που Kilogram-Seeond-Ampere System ml [Χιλιοστό του λίτρου] Μηχ. Συνήθης γραφή που εκ- αυτές οι συσκευές ενσωματώνονται σταδιακά σε μία συσκευή με μέγεθος παλάμης και με συνοδεία ενός αφράζει το Milliliter (βλέπε λήμμα). Mm Band [Περιοχή Mm] Επικοιν. Περιοχή του ηλε- πλού ηλεκτρονικού στυλό. κτρομαγνητικού φάσματος από 110 GHz ως 300 GHz Mobile Parts [Κινητά μέρη] ΤεχνολL Στη ρομποτική διακρίνουμε βασικά τα κινητά μέρη που απαιτούν ειδισύμφωνα με τον οργανισμό 1ΕΕΕ. mmHg [Χιλιοστά Υδραργύρου] Φνσ. Μονάδα μέτρη- κές διαδικασίες. Mobile Phase [Κινούμενη Φάση] Χημ. Στη χρωματοσης της πίεσης. Millimeter of Mercury MMSCFO [MMSCFD] Χημ. Μηχ. Συμβολίζει μονάδα γραφική μέθοδο ανάλυσης, είναι το ρευστό που διέρχεμέτρησης ροής ρευστού, που είναι ίση με ένα εκατομ- ται μέσα ή πάνω από την επιφάνεια της σταθερής φάμύριο πρότυπα κυβικά πόδια (ΙΟ6 std ft3) ανά ημέρα σης. Κατά την κίνησή του, προκαλεί τη μετατόπιση των συστατικών σε διαφορετικές θέσεις, με αποτέλε(d). MMSCFH [MMSCFH] Χημ. Μηχ. Συμβολίζει μονάδα σμα να διαχωρίζονται. μέτρησης ροής ρευστού, που είναι ίση με ένα εκατομ- Mobile Radio [Κινητό μηχάνημα ραδιοεπικοινωνίας] Επικοιν. Μηχάνημα ραδιοεπικοινωνίας που βρίσκεται μύριο πρότυπα κυβικά πόδια ( ΙΟ6 std ft3) ανά ώρα (h). MMSCFM [MMSCFM] Χημ. Μηχ. Συμβολίζει μονάδα μέσα σε κινητό μέσο πχ πλοίο. μέτρησης ροής ρευστού, που είναι ίση με ένα εκατομ- Mobile Relay Station [Σταθμός αλλαγής κινητού] Επιμύριο πρότυπα κυβικά πόδια (ΙΟ6 std ft3) ανά λεπτό κοιν. Τοπική βάση δηλαδή σταθμός αναμετάδοσης (min). (μεταγωγής) μηνυμάτων που αφορούν την κινητή τηMn [Σύμβολο μαγγανίου] Χημ. Πρόκειται για τον χημι- λεφωνία ή άλλα σχετικά είδη όπως ασύρματη τηλεφωκό συμβολισμό του στοιχείου του μαγγανίου, όπως νία. έχει ορισθεί στον περιοδικό πίνακα. Mobile Satellite Services [Δορυφορικές υπηρεσίες Mnemonic [Μνημονικό] Πλημ. Συντόμευση (συνήθως κινητού τηλεφώνου) Επικοιν. Πακέτο υπηρεσιών που αρκτικόλεξο) για την περιγραφή μιας ακολουθίας μι- παρέχονται σε χρήστες κινητών τηλεφώνων σχετικά με κροεντολών ή απλά προσδιοριστικά λέξεων. εντοπισμό διάφορων γεωγραφικών πληροφοριών και Μο [Σύμβολο μολυβδαίνιου] Χημ. Πρόκειται για το χη- αυτόματη ειδοποίηση του χρήστη. Επίσης παρέχεται η

- 923 -

Model Analysis

δυνατότητα αυτόματης κλήσης μέσα σε διάφορα κινη- νται είναι γινόμενα του αντίστοιχου ιδιοσχήματος επί τά μέσα, όπως αεροπλάνα ή πλοία που εκμεταλλεύο- την ίδια χρονική συνάρτηση. νται γενικότερα τέτοιες συνδέσεις χωρίς το πρόβλημα Modal Shape [Ιδιοσχήμα] Μηχ. Κατά την ελεύθερη από το φαινόμενο Doppler που κάποτε έριχνε αερο- ταλάντωση ενός συστήματος ή κατασκευής, ιδιοσχήμα πλάνα. ονομάζεται η μορφή που λαμβάνει η ελαστική γραμμή Mobile Services [Κινητές υπηρεσίες] Επικοιν. Υπηρε- του σε κάποια χρονική στιγμή, κατά την οποία οι θέσίες τηλεφωνικής υποστήριξης που παρέχονται στους σεις των σημείων της είναι συναρτήσεις της ίδιας χροχρήστες, όπα>ς κινητή τηλεφωνία, τηλεειδοποίηση κτλ. νικής μεταβλητής. Κάθε ιδιοσχήμα συνδέεται αριθμηMobile Station [Κινητός σταθμός] Επικοιν. Σταθμός τικά με το αντίστοιχο ιδιοδιάνυσμα. ραδιοεπικοινωνίας χωρίς σταθερή βάση. Ορίζει το κα- Modal Superposition Method [Μέθοδος επαλληλίας νάλι επικοινο>νίας του κινητού τηλεφώνου, χρησιμο- κανονικών μορφών] Μηχ. Είναι μία μέθοδος σύμφωνα ποιεί πολλά κανάλια με πολύπλεξη συχνότητας και πο- με την οποία η ελεύθερη ή η εξαναγκασμένη ταλάντωλύπλεξη χρόνου. Επιτρέπει στα κινητά να μην εκπέ- ση που κάνει ένα πολυβάθμιο σύστημα ή μία κατασκευή, συντίθεται από τις ιδιομορφές της. Περιορισμοί μπουν και λαμβάνουν ταυτόχρονα. Mobile Station Roaming Number [Αριθμός περια- στην εφαρμογή της μεθόδου αποτελούν η θεώρηση γωγής κινητού σταθμού] Επικοιν. Για την περίπτωση ελαστικής συμπεριφοράς του συστήματος και η απαιπου μία συσκευή μεταφέρεται εκτός βάσης υπάρχει τούμενη μικρή σχετικά απόσβεση. ένας αριθμός αναγνώρισης του κέντρου που ανήκει. Mode1 [Επικρατούσα τιμή] Στατ. Γνο)στό μέτρο θέσης Υπηρεσία που ξεκίνησε απύ την ασύρματη τηλεφωνία. που δηλο')νεΐ την τιμή με τη μεγαλύτερη συχνότητα σε Mobile Telephone [Κινητό τηλέφωνο] Επικοιν. Τηλέ- ένα σύνολο δεδομένων. φωνο μπαταρίας χωρίς σταθερή βάση όπου η επικοι- Mode2 [Κατάσταση] Πλημ. Συνήθως αναφερόμαστε σε νωνία γίνεται ασύρματα μέσω κάποιου ειδικού αριθ- καταστάσεις λειτουργίας ενός συστήματος, ενός προμού κλήσης, μιας κάρτας και μιας διαδικασίας αναγνώ- γράμματος (πχ insert mode) κτλ. Συναντιέται επίσης ρισης κλήσης. Στην Ευρώπη έχει επικρατήσει το σύ- Kat στις επικοινωνίες (πχ pass token mode). στημα μετάδοσης GSM διαφορετικό από το Αμερικά- Mode 3 [Κατάσταση] Επικοιν. 1. Η κατάσταση στην ονικο πρότυπο κινητής τηλεφωνίας DCS. Σταδιακά προ- ποία βρίσκεται η ίδια η επικοινωνία μεταξύ 2 σημείων. στίθενται πολλές υπηρεσίες. To GSM ψηφιοποιεί τη Είναι γνωστή και στα 2 μέρη και ανάλογα με το πρωφωνή με vocoder και εκπέμπει στα UCF (περίπου 900 τόκολλο και σε όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. MHz). Έχουν θεωρηθεί ύποπτα για ηλεκτρομαγνητικές Η κατάσταση που τίθεται ο σταθμός στη διάρκεια της επιδράσεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο. επικοινωνίας. 4 Mobile Telephone Switching Office [Κέντρο εναλ- Mode [Ρυθμός] Πλεκτρον. Είναι η κατάσταση στην ολαγής κινητών τηλεφώνων] Επικοιν. Κέντρο σύνδεσης ποία λειτουργεί κάποια δεδομένη στιγμή μία ηλεκτροτηλεφο^νικών σημάτων από κινητά που ωστόσο είναι νική συσκευή ή διάταξη, από μία τηλεόραση, ένα ρασυνδεδεμένος με σταθερή ζεύξη με τους σταθμούς βά- διόφωνο, έναν ασύρματο έως μία εξειδικευμένη τηλεσης. Συναντιέται και σαν Mobile Services Switching πικοινο)νιακή μηχανή. Ανάλογα με την περίπτωση ο χρήστης μπορεί να αλλάζει την κατάσταση λειτουργίας Center. Mobility [Ευκινησία] Φιχτ. Χημ. Ορίζεται για ένα ιόν, η και η επικοινωνία να γίνεται σε άλλο ρυθμό. ταχύτητα την οποία αποκτά όταν βρίσκεται σε ηλε- Model1 [Μοντέλο] Στατ. Μία ή περισσότερες εξισώσεις κτρικό πεδίο έντασης 1 V/m. Συμβολίζεται συνήθως με που δίνουν τη λειτουργία ενός συστήματος που παριυ και έχει μονάδες m /(s*V). στάνει μια ή περισσότερες εξαρτημένες μεταβλητές Mobius Band [Tatvia Mobius] Μαθημ. Διάσημη κλει- συναρτήσει κάποιων ανεξάρτητοι παραγόντων στή επιφάνεια της διαφορικής γεωμετρίας (ένα τέρας (μεταβλητών). Η κλασσική μορφή του είναι η γραμμιτου είδους της) αφού ολικά είναι επιφάνεια μιας όψης κή. Παραπέρα προχωράμε σε μη γραμμικές μορφές που βρίσκονται γραμμικά (γενικό γραμμικό μοντέλο) η αλλά τοπικά έχει 2 όψεις. Λέγεται και Mobius Strip. Mobius Function [Συνάρτηση Mobius] Μαθημ Πολ- τέλος το γενικευμένο γραμμικό μοντέλο. λαπλασιαστική συνάρτηση της θεωρίας αριθμών. Για Model2 [Προσομοίωμα] Τεχνολ. 1. Τρισδιάστατο αντιέναν ακέραιο n ορίζουμε μ(η) = (-1)* αν ο n αναλύεται κείμενο που κατασκευάζεται σε συγκεκριμένη κλίμακα σε γινόμενο κ απλών πρώτων αριθμών ή μ(η) = 1 αν για την παρουσίαση της τελικής μορφής ενός μελλοντιη=1 αλλιώς μ(η) = 0. Η αθροιστική συνάρτηση Mobius κού τεχνικού έργου. 2. Η αποτύπωση της φυσικής καλέγεται συνάρτηση Merten. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η τάστασης μιας περιοχής σε τρισδιάστατο αντικείμενο αντίστροφη συνάρτηση της μ. που δημιουργείται για τη μελέτη των επιπτώσεων που Mobius Transformation [Μετασχηματισμός Mobius] θα υπάρξουν στο φυσικό περιβάλλον όταν κατασκευαΜαθημ Ένας γραμμικός ρητός μετασχηματισμός του στεί ένα τεχνικό έργο. Αυτά τα μοντέλα χρησιμοποιούτύπου w(z) - (az + b) / (cz +d) όπου ad - be 1 0. Πολύ νται πολύ συχνά στα υδραυλικά εργαστήρια για τη μεχρήσιμοι μετασχηματισμοί που έχουν πάντα 1 η 2 στα- λέτη μεγάλων υδραυλικών έργων. 3. Μαθηματικό σύστημα που αναπτύσσεται μέσω μαθηματικών τύπων θερά σημεία (εκτός από τον f(z) = z). Modal Distortion [Κλαδική παραμόρφωση] Επικοιν. υψηλής πολυπλοκότητας και πολλών μεταβλητών τα Κατά τη μετάδοση πληροφορίας με τον multimode οποία αντιστοιχούν σε φυσικές καταστάσεις και μέσω τρόπο στις οπτικές ίνες ο κάθε δρόμος μετάδοσης έχει των οποίοίν καθορίζονται οι επιπτώσεις λόγω αλλαγής διαφορετικό μήκος με αποτέλεσμα η κάθε ακτίνα να των μεταβλητών. φτάνει σε διαφορετικές στιγμές στο λήπτη παραμορ- Model Analysis [Ερευνα προσομοίωσης] Τεχνολ. Η φώνοντας το σήμα. μελέτη που εκπονείται με τη βοήθεια μα'θηματικών ή Modal Oscillation [Κανονική ταλάντωση] Μηχ. Κα- τρισδιάστατων προσομοκόματων ο>στε να κατανοηθεί λείται η ελεύθερη ταλάντωση ενός συστήματος ή κα- καλύτερα από το μελετητή ή τον πελάτη η λειτουργική τασκευής, κατά την οποία τα πλάτη που αναπτύσσο- και αισθητική διάσταση ενύς έργου πριν την κατα-

Model Based Knowledge

-924-

σκευή του. Model Based Knowledge [Γνώση βάσει μοντέλου] Τεχνολ. Η παραγωγή γνώσης και ανατροφοδότηση ενός έξυπνου συστήματος βάσει ενός μοντέλου γνώσης. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να παρασταθεί από ένα σύνολο γραμμικών και δυναμικών ελέγχων. Model Reduction1 [Απλοποίηση μοντέλου] Στατ. Η κατασκευή μοντέλου βασισμένου σε λιγότερες ανεξάρτητες μεταβλητές. Αυτό γίνεται και σταδιακά με συνεχείς ελέγχους της διακύμανσης. Model Reduction2 [Απλοποίηση μοντέλου) Τεχνολ. II παραγωγή ενός μοντέλου ενεργού ελέγχου από ένα άλλο με κατάλληλη επιλογή κάποιων καταστάσεων για βελτίωση απόκρισης. Model Theory [Θεωρία μοντέλων] Τεχνολ. Η γενικότερη τάση διατύπωσης καταστάσεων και γενικευμένων ελέγχων για διάφορα συστήματα. Βασικά εργαλεία της η μαθηματική θεωρία μοντέλων δηλαδή δυναμικά συστήματα, θεωρία ελέγχου, στατιστική, αριθμητικές μέθοδοι και συνδυαστική. Από την άλλη πλήρης γνώση του χώρου που θέλουμε να παράγουμε ή να μελετήσουμε το μοντέλο. Model Validation [Επιβεβαίωση μοντέλου] Τεχνολ. II διαδικασία που ελέγχει αν η απόκριση της εξαρτημένης μεταβλητής μας προσαρμόζεται κατάλληλα στο κατασκευασμένο μοντέλο. Συνήθως χρησιμοποιούνται τα εργαλεία της πολύτιμης ανάλυσης (multivalued analysis). Στατιστικά ελέγχουμε τη διακύμανση απορρίπτοντας μεταβλητές. Modeling [Μοντελοποίηση] Μηχ. Για την επίλυση ενός προβλήματος της μηχανικής, συχνά απαιτείται η προσομοίωσή του με τη βοήθεια κάποιου κατάλληλου λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, θεωρώντας ορισμένες αρχές ως βάση για την επιτυχία της αναλογίας μεταξύ μοντέλου και πραγματικής κατάστασης. Modem [Συσκευή τηλεπικοινωνίας] Πληρ. Είναι ειδική ηλεκτρονική συσκευή για την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών συστημάτων, η οποία βασίζεται στο τηλεφωνικό δίκτυο. Δίνει τη δυνατότητα της μετατροπής των ψηφιακών δεδομένων σε τηλεφωνικά σήματα και το αντίστροφο, επιτρέποντας έτσι την εκμετάλλευση του τηλεφωνικού δικτύου για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ηλεκτρονικών υπολογιστών. Modem Eliminator [Μέθοδος απαλοιφής του Modem] Επικοιν. Συσκευή διασύνδεσης 2 DTE χωρίς Modem αλλά με RS 232S, τη σύσταση Χ.21 δηλ. χρονικά σήματα, σήματα επαφής (handshaking) κτλ. Προηγείται μια προσομοίωση, ώστε ο λήπτης να θεωρήσει τον αποστολέα σαν DCE και υλοποιείται τότε επικοινωνία σύγχροντΊ ή ασύγχρονη. Modern Algebra [Μοντέρνα άλγεβρα] Μαθημ. Ο θεωρητικός κλάδος περιλαμβάνει την καθολική άλγεβρα, θεωρία κατηγοριών, ομολογιακή άλγεβρα, και τη μελέτη αλγεβρών της κβαντομηχανικής. Πιο πέρα τώρα έχουμε την αξιοποίηση Η/Υ για παραγωγή νέων μεθόδων σκέψης (Μετ αμαθή ματικά). Modern Geometry [Μοντέρνα γεωμετρία] Μαθημ. Δίπλα στη μοντέρνα άλγεβρα αναπτύσσονται μετά την θεωρία των καταστροφών οι αντίστοιχες γεωμετρικές εφαρμογές (καθολική γεωμετρία, τριγωνισμοί, πολλαπλότητες κτλ). Ταυτόχρονα κινείται και η υπολογιστική γεωμετρία. Modification 1 [Αλλαγή] Μηχ. Σε μια μελέτη μετά τη συμπλήρωση της η διαδικασία τροποποίησης ορισμέ-

νων στοιχείων που συνθέτουν το σύνολο του αντικειμένου. Modification2 [Μεταβολή] Τεχνολ. Αλλαγή των συνθηκών που επικρατούν μια δεδομένη στιγμή σε μια κατάσταση ή σε ένα σύστημα απύ την επιρροή ορισμένων παραγόντων. Modified Bessel Functions [Τροποποιημένες συναρτήσεις Bessel] Μαθημ. Η διαφορική εξίσωση x2y" + xy' -(x2 + n2)y = 0 (τροποποιημένη εξίσωση Bessel) έχει σαν λύσεις διάφορες ομάδες συναρτήσεων. Το κύρια ζεύγη είναι οι τροποποιημένες συναρτήσεις Bessel 1ου και 2ου είδους και οι τροποποιημένες συναρτήσεις Hankel 1ου και 2ου είδους. Μπορούν να παραχθούν επαναληπτικά από τις αντίστοιχες συναρτήσεις Bessel και Hankel 1 ου και 2ου είδους. Modified Euler Method [Τροποποιημένη μέθοδος Euler] Μαθημ. Έμμεση παραλλαγή της πρώτης μεθόδου αριθμητικής επίλυσης διαφορικών εξισώσεων του Euler κατάλληλη για γραμμικά προβλήματα. Θεωρείται συνδετικός κρίκος (και πρόγονος) όλων των έμμεσων μεθόδων Runge Kutta και πολυβηματικών. Modified Mean [Διορθωμένος μέσος] Στατ. Στην περίπτωση που υπάρχουν κάποιες πολύ αποκλίνουσες τιμές μπορούμε να τις αποδώσουμε σε σφάλματα του πειράματος και να αποκόψουμε αυτές τις τιμές ή γενικότερα ένα ποσοστό ακραίων τιμών εκατέρωθεν που συνήθως είναι 5% αλλά και ως 25%. Ο νέος μέσος είναι ο διορθωμένος. Modified Midpoint Method [Τροποποιημένη μέθοδος μέσου] Μαθημ. Έμμεση παραλλαγή της μεθόδου του μέσου για την αριθμητική επίλυση προβλημάτων διαφορικών εξισώσεων τύπου Runge Kutta. Modifier 1 [Τροποποιητής] Μαθημ. Τελεστής μεταβολής μιας συνάρτησης μέλους της ασαφούς ανάλυσης. Modifier 2 [Τροποποιητής] Πλημ. Όρος της συντακτικής ανάλυσης που δηλώνει μεταβολή. Modify [Τροποποιώ] Πλημ. Μία από τις 4 βασικές ενέργειες χειρισμού μιας βάσης δεδομένων. Προϋποθέτει τη λειτουργία ανάκτησης μιας εγγραφής. Modula-2 [Γλώσσα προγραμματισμού Modula 2] Πλημ. Αντικειμενοστραφής γλώσσα προγραμματισμού με πυρήνα τη γλώσσα Fortran που σχεδιάστηκε αρχικά για προσομοιώσεις. Modular Arithmetic [Αριθμητική υπολοίπων] Πλημ. Ο λογισμός υπολοίπων αποτελεί κομμάτι της θεωρίας αριθμών. Σχετικές είναι οι εξισώσεις υπολοίπων και οι εξισώσεις με ακέραιες λύσεις. Modular Compilation [Τμηματική μετάφραση] Πλημ. Η διαδικασία σταδιακής οικοδόμησης ενός προγράμματος από επιμέρους ενότητες που έχουν φτιαχτεί με τους κανόνες του αρθρωτού προγραμματισμού. Τα modules μεταφράζονται με προοπτική να μπουν σε βιβλιοθήκη. Ένα πρόγραμμα Make μπορεί να μεριμνήσει να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή (μαζί με το linking) απρόσκοπτα και λαμβάνοντας υπόψη ιδιαιτερότητες του συστήματος. Modular Form [Μορφές κανονικής ομάδας] Μαθημ. Κάθε αυτομορφική μορφή μέσα στην modular ομάδα Γ. Modular Function [Συνάρτηση μετασχηματισμών Mobius] Μαθημ. Μια μερομορφική συνάρτηση φ στο άνω μισό ημιεπίπεδο που αναπτύσσεται σε σειρά Laurent και για κάθε A e Γ (αντίστοιχο γκρουπ) να είναι φ(Αζ) = φ(ζ). Με κάποιες παραλλαγές (πχ αναλυτικοτητα) παίρνουμε τις Modular Forms.

-925 -

Modular Group [Ομάδα μετασχηματισμών Mobius] Μαθημ Μιλάμε για την ομάδα Γ των πινάκων 2 ' 2 που παράγουν τους μετασχηματισμούς Mobius με ακέραιους συντελεστές και ορίζουσα ίση με 1. Modular Programming [Τμηματικός προγραμματισμός] Πλημ. Στον χώρο του προγραμματισμού καλείται ο τρόπος εκείνος της δόμησης ενός λογισμικού προγράμματος για την επίλυση σύνθετων προβλημάτων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπου το πρόγραμμα αποτελείται από τμήματα με καθορισμένο περιεχόμενο, συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ τους και πολλές φορές δυνατότητα ανεξάρτητης χρήσης του καθενός. Modular Structure [Προκατασκευή] Οικοδ. Σύστημα ανέγερσης κτιρίων που γίνεται με τη χρήση τυποποιημένων τεμαχίων από οπλισμένο σκυρόδεμα που κατασκευάζονται σε εργοστάσιο, μεταφέρονται στον χώρο της ανέγερσης και συναρμολΌγούνται με προγραμματισμένο τρόπο. Modular System [Κανονικό σύστημα] Μαθημ Το σύνολο Μ c Π5 όλων των πολυωνύμων με s μεταβλητές {xh x2, ..., χ*} ώστε αν τα πολυώνυμα Α= {π!, π2, ..., π>.} e Μ τότε το άθροισμα 2 από αυτά να ανήκει στο Μ και αν Ρ e ΠΝ το γινόμενο ΡΓΤ,να ανήκει στο Μ. Modulated Carrier [Φορέας διαμόρφωσης] Επικοιν. Τα μέσα που καθορίζουν τον τρόπο υλοποίησης της διαμόρφωσης (αναλογικό ή ψηφιακό). Συνήθως συναντάται σαν ένα ημιτονικό σήμα μεγαλύτερης συχνότητας για να καλύπτει αυτή του σήματος που διαμορφώνεται. πχ από αναλογικό σε ψηφιακό ή το αντίστροφο για χρήση από το (πχ για το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο). Modulated Continuous Wave [Διαμορφούμενο συνεχές κύμα] Επικοιν. Συνεχές κύμα που διαμορφώνεται με μια από τις συνηθισμένες μεθόδους. Modulating Signal [Σήμα διαμόρφωσης] Επικοιν. Για να περάσουμε ένα σήμα μέσα από ένα κανάλι μεταβάλλουμε κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του (πλάτος, συχνότητα, φάση) με διάφορους τρόπους (δυαδικά, διαφορικά, με συνέχεια, τετραγωνικά, με συνδυασμούς κτλ). Modulation [Διαμόρφωση] Επικοιν. Μετατροπή σήματος ώστε να καταστεί κατάλληλο για διέλευση από το διαθέσιμο κανάλι. Γίνεται χρήση του μετασχηματισμού Fourier. Ο φορέας F(t) μετά θα περιγράφεται από μια σχέση τύπου F(t) = A cos(cot + φ) όπου Α το πλάτος σήματος, ω η συχνότητα του και φ η φάση του. Υπάρχει διαμόρφωση πλάτους, φάσης, συχνότητας. Modulation Code [Κώδικας διαμόρφωσης] Επικοιν. Μάσκες κωδικοποίησης πολικότητας bit. Η απλή είναι η nrz (non return to zero level) με 1 στην ψηλή στάθμη και 0 στη χαμηλή στάθμη. Μετά έχουμε uprz (1: παλμός μισού bit στην αρχή του bit και 0: όχι παλμός), manchester (1: αλλαγή στάθμης από ψηλή σε χαμηλή στο μισό του bit και 0 το αντίστροφο), biphase mark, differential manchester (πάντα αλλαγή στο μέσο του bit, 1: όχι αλλαγή στην αρχή, 0: αλλαγή στην αρχή), delay modulation. Modulation Crest [Όριο διαμόρφωσης] Επικοιν. Το μέγιστο και το ελάχιστο του διαμορφωμένου κατά πλάτος κύματος. Modulation Envelope [Φάκελος διαμόρφωσης] Επικοιν. Δύο (νοητές) συνεχείς καμπύλες που ενώνουν τα μέγιστα και τα ελάχιστα της διαμορφούμενης κατά πλάτος κυματομορφής.

Modulus Of Distance

Modulation Factor [Συντελεστής διαμόρφωσης] Επικοιν. Στην διαμόρφωση AM, αν πούμε Ω το μεγαλύτερο πλάτος διαμορφωμένου κύματος Kat ω το μικρότερο πλάτος διαμορφωμένου κύματος τότε συντελεστή λέμε το λόγο (Ω - ω) / (Ω + ω) που δίνεται σε ποσοστό επί της εκατό. Modulation Index [Δείκτης διαμόρφωσης] Επικοιν. Στην διαμόρφωση FM, και ισούται με το πηλίκο της μέγιστης μεταβολής συχνότητας του φορέα προς τη μέγιστη συχνότητα του σήματος διαμόρφωσης. Modulation Methods [Μέθοδοι διαμόρφωσης] Επικοιν. Έχουμε διαμόρφωση κατά πλάτους (AM), συχνότητας (FM), φάσης (ΡΜ) για αναλογικές μετατροπές και διαμόρφωση παλμών πλάτους (ASK), συχνότητας (FSK), φάσης (PSK) για μετατροπή από ψηφιακό σε αναλογικό. Μεταξύ ψηφιακών καταστάσεων γίνεται κωδικοποίηση βάσει πολικότητας με αλλαγές στη διάρκεια. Modulation Rate [Ρυθμός διαμόρφωσης (σήματος)] Επικοιν. Όρος που χρησιμοποιείται κύρια στις μεταδόσεις μέσω Modem και περιγράφει τον αριθμό μεταβολών διαμόρφωσης στη μονάδα του χρόνου. Module [Τυποποιημένο τεμάχιο] Τεχνολ. Ένα στοιχείο ενός συνόλου που αποτελείται από πολλά όμοια σε διαστάσεις τεμάχια. Η τεχνική αυτή της τυποποίησης δημιουργίας ενός συνόλου με τη συναρμολόγηση τυποποιημένων τεμαχίων χρησιμοποιείται για τις κατασκευές και έχει εδραιωθεί ως μεθοδολογία, επειδή διευκολύνει και επιταχύνει σε μεγάλο βαθμό την κατασκευή τόσο κατά τη διάρκεια της εγκατάστασής της, όσο και κατά τη συντήρησή της. Modulo (Mod) [Υπόλοιπο] Μαθημ. Το σώμα ΖΠ των ακέραιων υπολοίπων από την εφαρμογή του Ευκλείδειου αλγόριθμου της ακέραιας διαίρεσης. Μια καλή χρήση τους βρίσκεται στο χώρο των κωδίκων και της κρυπτανάλυσης. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείται συνήθως το Ζ2. Modulus [Μέρος] Μαθημ. Μαθηματική δομή που συναντιέται και σαν Module και εννοεί μια προσθετική αβελιανή ομάδα πάνω σε ένα δακτύλιο. Γενικευμένα μπορεί να περιλαμβάνει άλλα μαθηματικά αντικείμενα τοποθετημένα σαν άθροισμα αφού πολλαπλασιαστούν μεταθετικά με άλλα (ομοειδή) αντικείμενα από δακτυλίους συνήθως αριθμούς. Μπορεί να συναντήσει κανείς σε πολύ εξειδικευμένα αντικείμενα όπως το modulus των ελλειπτικών ολοκληρωμάτων, το modulus των αλγεβρικών αναλλοίωτων κτλ. Modulus Of A Complex Number [Μέτρο ενός μιγαδικού αριθμού] Μαθημ. Η απόλυτη τιμή του μιγαδικού (τετραγωνική ρίζα του αθροίσματος τετραγώνων των 2 μερών του) ή σε πολικές συντεταγμένες |reMp| = |r|. Modulus Of Continuity [Τομέας (μέτρο) συνέχειας] Μαθημ. Στο κλασσικύ ε-δ ορισμό της συνέχειας το 6 από κατασκευής εξαρτάται από το ε και αποτελεί το "μέτρο" συνέχειας της φ. Για την ακρίβεια έτσι λέγεται η συνάρτηση ω(δ) = sup |φ(χ) - φ(ψ)| όπου το suprcmum παίρνεται στο εσωτερικό της μπάλας με ά(χ, ψ)<δ. Modulus Of Deformation [Μόδουλο Παραμόρφωσης] Μηχ. Έτσι ονομάζεται το γνωστό μόδουλο ελαστικότητας (σταθερά ελαστικότητας / φυσικό μήκος: Κ / Ιο) στην περίπτωση των σωμάτων εκείνων που δεν παρουσιάζουν ελαστική συμπεριφορά. Modulus Of Distance [Μέτρο της απόστασης] Αστμον. Ο κανόνας σχετικής m και απόλυτης Μ φωτεινότητας

Modulus Of Elasticity

- 926 -

όπου αν μετράμε την απόσταση d σε parsec τότε 5log (d) = m - Μ + 5. Modulus Of Elasticity [Μέτρο ελαστικότητας] Μηχ. Σε ένα υλικό ο συντελεστής που συνδέει τη μεταβολή της τάσης με τη μεταβολή της ποσοστιαίας παραμόρφωσης όταν η παραμόρφωση, παραμένει εντός των ορίων της ελαστικής περιοχής. Ονομάζεται και ο συντελεστής Γιαγκ από το όνομα του επιστήμονα που έκανε αυτή την ανακάλυψη. Modulus Of Elasticity In Shear [Μέτρο ελαστικότητας σε διάτμηση] Μηχ. Μονάδα καθορισμού της ακαμψίας ενός δομικού στοιχείου που σχετίζεται με τις διαστάσεις της διατομής του και είναι χαρακτηριστικό μέγεθος της αντοχής του στοιχείου σε διατμητικές τάσεις. Modulus Of Resilience [Μόδουλο ευκαμψίας] Μηχ. Η ενέργεια παραμόρφωσης που αποθηκεύεται σε ένα ελαστικό σώμα ανά μονάδα όγκου, όταν η παραμορφούσα δύναμη ισούται με το όριο ελαστικότητας του σώματος. Modulus Of Rupture [Όριο διάρρηξης] Μηχ. Η εφελκυστική ή θλιπτική τάση που προκαλεί τη διάρρηξη ενός στοιχείου από συγκεκριμένο υλικό. Modulus Of Rupture In Bending [Όριο διάρρηξης από κάμψη] Μηχ. Σε ένα υλικό με σχετική ευκαμψία, η τάση που προκαλεί τη διάρρηξη ενός στοιχείου όταν αυτό κάμπτεται παραμένοντας εντός της ελαστικής περιοχής. Modulus Of Rupture In Torsion [Αντοχή σε στρέψη] Μηχ. Η μέγιστη τιμή αντοχής ενός στοιχείου από συγκεκριμένο υλικό σε καταπόνηση που προκαλείται από δυνάμεις που δημιουργούν το φαινόμενο στρέψης εντός της διατομής του στοιχείου, η οποία χαρακτηρίζει τη διάρρηξη που εμφανίζεται σε μια διατομή με την αύξηση της καταπόνησης. Σε όλη τη διάρκεια αύξησης των στρεπτικών τάσεων το υλικό παραμένει εντός της ελαστικής περιοχής. Modulus Of Section [Συντελεστής ακαμψίας] Μηχ. Χαρακτηριστικό μέγεθος της διατομής ενός στοιχείου που είναι το πηλίκον που προκύπτει από τη διαίρεση της ροπής αδρανείας με την απόσταση μεταξύ του ουδέτερου άξονα και την εξωτερική παρειά της διατομής. Modulus Of Volume Elasticity [Μέτρο ελαστικότητας όγκου] Μηχ. —» Bulk Volume Of elasticity. Mocbius Process [Διεργασία Moebius] Χημ. Ηλεκτρολυτική μέθοδος διαχωρισμού χρυσού και αργύρου από ένα αντικείμενο. Το μίγμα αποτελεί την άνοδο και ο ηλεκτρολύτης είναι νιτρικός άργυρος. Ο άργυρος περνά μέσα από το διάλυμα και αποτίθεται στην κάθοδο, ενώ ο χρυσός παραμένει στην άνοδο. Mofette [Τύπος ρωγμής εδάφους] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται εκείνη η ρωγμή στην επιφάνεια του εδάφους, η οποία δηλώνει πρόσφατη ηφαιστειακή δραστηριότητα αφού σχηματίζεται από αυτήν, και από την οποία εξέρχονται διάφορα αέρια όπως διοξείδιο του άνθρακα, οξυγόνο και άλλα. Mohorovicic Discontinuity [Ασυνέχεια Mohorovicic] Γεωλ. Με τον όρο αυτύ ονομάζεται το όριο μεταξύ του φλοιού και του μανδύα της Γης, το οποίο χαρακτηρίζεται από μία απότομη αύξηση της ταχύτητας των σεισμικών κυμάτων. Mohr Titration [Ογκομέτρηση Mohr] Αναλ. Χημ. Πρόκειται για αργυρομετρική μέθοδο προσδιορισμού χλωριούχων ενώσεων σε διάλυμα. Βασίζεται στην κλασματική καθίζηση των χλωριούχων, με επίδραση

διαλύματος νιτρικού αργύρου, παρουσία χρωμικών ιόντων, τα οποία δρουν ως δείκτης. Στο ισοδύναμο σημείο λαμβάνεται καστανέρυθρο ίζημα Ag2Cr04. Mohr's Circle [Κύκλοι επιρροής του Mop] Μηχ. Γραφική μέθοδος καθορισμού της κατανομής των τάσεων εντός της διατομής ενός στοιχείου εφόσον είναι γνωστή η μέγιστη τάση και ο άξονας κατά μήκος του οποίου αναπτύσσεται. Mohr's Circle Of Stress [Κύκλοι επιρροής του Mop] Μηχ. —» Mohr's circle. Mohs Scale [Κλίμακα του Μος] Ορυκτ. Κλίμακα σκληρότητας ορυκτών που βασίζεται στην σύγκριση της σκληρότητας τους με τα 10 ορυκτά που έχουν επιλεγεί ως πρότυπα και έχουν καταταγεί σε σειρά σύμφωνα με την οποία κάθε ορυκτό χαράσσει όλα τα προηγούμενα και χαράσσεται από όλα τα επόμενα. Σε αυτή την κλίμακα το σκληρότερο (10) είναι το διαμάντι και το μαλακότερο (1) ο τάλκης. Moire [Διάγραμμα παρεμβολής εικόνας] Επικοιν. Τρέμουλο (ανεπαίσθητος κυματισμός) από ψηλές συχνότητες που δημιουργείται συνήθως σε συμπαγείς εικόνες κυρίως από επηρεασμό του φωσφόρου της οθόνης. Moist Air [Υγρός αέρας] Μετεωμ. Ατμοσφαιρικός αέρας με αυξημένα επίπεδα υγρασίας. Moist Room [Χώρος ελεγχόμενης υγρασίας] Τεχνολ. Στεγανός χώρος εντός του οποίου μέσω κατάλληλου εξοπλισμού δημιουργείται η δυνατότητα διατήρησης της υγρασίας του περιβάλλοντος σε συγκεκριμένα όρια. Οι χώροι αυτοί είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση δοκιμίων κατά τη διάρκεια της περιόδου (ορίμανσης. Moisture [Υγρασία] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζεται μια μικρή ποσότητα νερού, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση λεπτής διασποράς σε αέριο ή στερεό μέσο. Moisture Barrier [Μόνωση έναντι της υγρασίας] Οικοδ. Επένδυση τοίχων με μονωτικές μεμβράνες για την προστασία τους 'έναντι της υγρασίας του εξωτερικού περιβάλλοντος. Moisture Content [Ποσοστό υγρασίας] Εδαφ. Σε ένα εδαφικό υλικό στη φυσική κατάσταση, η ποσότητα του νερού που περιέχει ο όγκος η οποία εκφράζεται σε ποσοστό του συνολικού βάρους της μονάδας όγκου του υλικού. Molal Heat Capacity [Μοριακή Θερμοχωρητικότα] Φυσ. Χημ. -» Molar Heat Capacity Molal Volume [Μοριακός Όγκος] Φυσ. Χημ. —> Molar Volume Molality [Μοριακότητα Κατά Βάρος] Χημ. Μέγεθος που εκφράζει συγκέντρωση διαλύματος, γνωστό και (ος μοριακή συγκέντρωση κατά βάρος ή και με την αγγλική ορολογία. Συμβολίζεται με m και ισούται με τον αριθμό των γραμμομορίων της διαλυμένης ουσίας σε 1000 γραμμάρια διαλύτη. Molar [Μοριακός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα φυσικό μέγεθος που εκφράζεται ανά μόριο ή γραμμομόριο ουσίας. Molar Absorbance [Μοριακή Απορρόφηση] Χημ. Ορίζεται ως η απορρόφηση ενός διαλύματος που έχει συγκέντρωση 1 mo 1/c ην και μετρείται σε κελί πάχους 1 cm. Molar Conductivity [Μοριακός Συντελεστής Αγωγιμότητας] Φυσ. Χημ. Λόγος της αγωγιμότητας ενός ηλεκτρολύτη προς την αντίστοιχη μοριακή συγκέντρωση. Molar Heat Capacity [Μοριακή Θερμοχωρητικότητα] Φυσ. Χημ. II θερμότητα που απαιτείται για ανύψωση

-927-

της θερμοκρασίας ενός mole ουσίας κατά 1 Κ. Αν υπολογίζεται υπό σταθερό όγκο, συμβολίζεται με Cv, ενώ υπό σταθερή πίεση, CP. Molar Solution [Μοριακό Διάλυμα] Χημ. Διάλυμα που περιέχει 1 γραμμομόριο ουσίας σε 1 λίτρο. Molar Volume [Μοριακός Ογκος] Χημ. Ορίζεται ο όγκος που καταλαμβάνει 1 γραμμομόριο ουσίας, σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Molarity [Μοριακότητα] Χημ. Ονομάζεται και γραμμομοριακή συγκέντρωση ή μοριακή συγκέντρωση και συμβολίζεται με Μ. Ισούται με τον αριθμό των γραμμομορίων μιας ουσίας που βρίσκεται διαλυμένη σε 1 λίτρο διαλύματος. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης διαλυμάτων ουσιών, που δεν διίστανται. Mold [Καλούπι] Τεχνολ. Στοιχείο που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένη μορφή το οποίο θα αποτελέσει τον αποδέκτη ενός ρευστού ή ρευστοποιημένου υλικού το οποίο όταν στερεοποιηθεί θα αποκτήσει τη μορφή και το γεωμετρικό σχήμα του αποδέκτη. Mold Release [Αποκολλητικό] Τεχνολ. —> Release Agent. Molding [Κορνίζα] Αμχ. Αρχιτεκτονικό οριζόντιο στοιχείο τοποθετημένο κατά μήκος σε ένα συγκεκριμένο ύψος στην όψη ενός τοίχου που χρησιμεύει ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως στοιχείο ελέγχου του φυσικού φωτισμού. Mole1 [Γραμμομόριο] Χημ. Ορίζεται το βάρος του μορίου μιας ουσίας σε γραμμάρια, που προκύπτει απύ την άθροιση των ατομικών βαρών των στοιχείων που απαντούν στο μόριό της, σύμφωνα με το μοριακό τύπο. Ένα γραμμομόριο περιέχει 6,023*ΙΟ23 μόρια. Mole2 [Μόλος] Πολ. Μηχ. Τεχνικό έργο κατασκευασμένο κάθετα προς την ακτογραμμή και που εισχωρεί σε ένα συγκεκριμένο μήκος εντός της θάλασσας, με σκοπό την δημιουργία μιας θαλάσσιας επιφάνειας προστατευμένης από τα κύματα. Έχει τραπεζοειδή διατομή και οι δύο επιφάνειες του προστατεύονται από τα κύματα με λιθοριπή. Mole Drain [Στραγγιστήρι] Πολ. Μηχ. Οπή εντός του εδάφους με κλίση που καταλήγει σε ένα στόμιο στο κενό η οποία δημιουργείται συνήθως σε τοίχους αντιστήριξης για την αποστράγγιση των υδάτων που απορροφώνται στο έδαφος. Τα στραγγιστήρια είναι απαραίτητα στους τοίχους αντιστήριξης για να αποφεύγεται η αύξηση της πίεσης προς τον τοίχο με την άνοδο της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου των βροχών. Mole Fraction [Μοριακό Κλάσμα] Χημ. Συμβολίζεται με χ και ισούται με το λόγο της ποσότητας ενός συστατικού προς τη συνολική ποσότητα του μίγματος. Είναι αδιάστατο μέγεθος. Molecular Association [Μοριακή Σύνδεση] Χημ. Σχετικά ασθενής σύνδεση μεταξύ απλών μορίων, σε ομάδες ανά δύο ή περισσότερα, που μπορεί να συμβεί σε ρευστά μέσα. Molecular Attraction [Μοριακή Έλξη] Χημ. Αναφέρεται σε δυνάμεις που ασκούνται μεταξύ μορίων, οι οποίες τείνουν να τα κρατήσουν μαζί. Molecular Cloud [Μοριακό νέφος] Αστμον. Πυκνό μεγάλο νέφος παγωμένων αερίων και σκόνης στο διαγαλαξιακό χώρο όπου γεννιούνται νέα άστρα. Κύρια αποτελείται από υδρογόνο, μονοξείδιο του άνθρακα με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και αρκετά μεγάλη μάζα. Παράδειγμα το νέφος (νεφέλωμα του Ωρίωνα). Τα νέ-

Molecular Rotation

φη αυτά ζουν περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια. Molecular Diameter [Μοριακή Διάμετρος] Χημ. Ορίζεται η διάμετρος συγκρούσεων των μορίων. —> Collision Diameter Molecular Diffusion [Μοριακή Διάχυση] Φυσ. Χημ. Μεταφορά μάζας ενός συστατικού μέσα σε μία φάση, που οφείλεται σε διαφορά συγκέντρωσης του συστατικού αυτού μέσα στη φάση. Λαμβάνει χώρα λύγω της τυχαίας κίνησης των μορίων και μέχρι επιτεύξεως ομοιόμορφης κατανομής θερμοκρασίας. Molecular Dipole [Μοριακό Δίπολο] Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα μόριο, το οποίο εμφανίζει ηλεκτρική διπολική ροπή. Molecular Dynamics [Μοριακά δυναμικά συστήματα] Χημ. Ο κλάδος που ασχολείται με τις χημικές αντιδράσεις και εν γένει χημικές διαδικασίες από μαθηματικής πλευράς. Η ποσοτική φύση αυτών των πολύπλοκων συστημάτων επιλύεται μόνο με αριθμητικές μεθόδους (πχ Oregonator, Brusselator, κοκ). Molecular Elevation Of Boiling Point [Μοριακή Ανύψωση του Σημείου Ζέσεως] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η αύξηση του σημείου ζέσεως ενός υγρού, που προκαλείται κατά τη διάλυση 1 mol ουσίας σε 1 kg διαλύτη. Molecular Flow [Μοριακή Ροή] Φυσ. Χημ. Είναι γνωστή και ως ροή Knudsen. Χαρακτηρίζει την περίπτωση ροής αερίου σε αγωγό, όπου ο ρυθμός ροής καθορίζεται από τις συγκρούσεις των μορίων του αερίου με τα τοιχώματα του αγωγού και όχι από τις μεταξύ τους συγκρούσεις. Ισχύει σε χαμηλές πιέσεις, για σχετικά μεγάλες τιμές της μέσης ελεύθερης διαδρομής των μορίων. Molecular Formula [Μοριακός Τύπος] Χημ. Εκφράζει την ατομική σύσταση ενός μορίου, χωρίς να δηλώνεται όμως και η χημική δομή. Molecular Heat Capacity [Μοριακή Θερμοχωρητικότητα] Φυσ. Χημ. -» Molar Heat Capacity Molecular Heat Diffusion [Μοριακή Διάχυση Θερμότητας] Φυσ. Χημ. Περίπτωση μεταφοράς θερμότητας, που οφείλεται στην κίνηση μορίων μιας ουσίας. Molecular Mass Distribution [Κατανομή Μοριακής Μάζας] Χημ. —> Molecular-Weight Distribution Molecular Modeling [Μοριακό Πρότυπο] Χημ. Μηχ. Μέθοδος προσομοίωσης χημικών ουσιών και διεργασιών, με χρήση αναλυτικού προγραμματισμού. Molecular Optics [Μοριακή οπτική] Οπτικ. Η μελέτη συγκεκριμένων οπτικών φαινομένων, όπως π.χ. η περίθλαση, η διάθλαση ή η διασπορά του φωτός, όταν αυτά προκαλούνται από τα μόρια αερίων αλλά και στερεών ή υγρών, ιδωμένα σε μοριακό και όχι συνολικό επίπεδο. Molecular Orbital [Μοριακό Τροχιακό] Χημ. Ενεργειακή'] κατάσταση, με τιμή που αποτελεί παραδεκτή λύση της εξίσωσης Schrodinger, τροποποιημένης κατάλληλα για μόρια. Εκφράζει την πιθανότητα ένα ηλεκτρόνιο να βρεθεί σε ορισμένη θέση, σε σχέση με τους δύο πυρήνες. Molecular Physics [Μοριακή Φυσική] Φυσ. Ο κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη των φαινομένων σε μοριακό επίπεδο, καθώς και τη δομή των μορίων και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Molecular Rotation [Μοριακή περιστροφή] Οπτικ. Το γινόμενο της γωνίας στροφής που υφίσταται η διεύθυνση πόλωσης μίας πολωμένης ακτινοβολίας, όταν αυτή διέρχεται από μία οπτικά ενεργή ουσία, επί το μοριακό βάρος της ουσίας.

Molecular Sieve

-928 -

Molecular Sieve [Μοριακό Κόσκινο] Φυσ. Χημ. Πορώδης κρυσταλλική ουσία, που χρησιμοποιείται για διαχωρισμούς ρευστών, καθώς διαθέτει μεγάλη επιφάνεια, ικανή να προσροφήσει μικρά μόρια. Παράδειγμα μοριακού κόσκινου αποτελούν οι ζεόλιθοι. Molecular Stopping Power [Μοριακή αναδραστική ισχύς] Ατομ.Φυσ. Η απώλεια ενέργειας που υφίσταται ένα ιονισμένο σωματίδιο, κάθε φορά που συγκρούεται με ένα μόριο του μέσου εντός του οποίου διαδίδεται. Molecular Structure [Μοριακή Δομή] Χημ. Εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα συνδέονται προς σχηματισμό μορίων. Molecular Velocity [Μοριακή Ταχύτητα] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στην ταχύτητα που έχει ένα μόριο αερίου, σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Molecular Volume [Μοριακός Όγκος] Χημ. -> Molar Volume Molecular Weight [Μοριακό Βάρος] Χημ. Ορίζεται το άθροισμα των σχετικών ατομικών μαζών των συστατικών ατόμων ενός μορίου. Molecular-Weight Distribution [Κατανομή Μοριακών Βαρών] Χημ. Χρησιμοποιείται στο χαρακτηρισμό της δομής ενός πολυμερούς και στον προσδιορισμό των ιδιοτήτων του. Πρόκειται για διάγραμμα που παριστά τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται διαφορετικές τιμές μοριακού βάρους σε όλο το πολυμερές μέσο. Molecularity [Μοριακότητα] Χημ. Δηλώνει τον αριθμό των μορίων που συμμετέχουν στο σχηματισμό ενεργοποιημένου συμπλόκου, κατά τη διεξαγο^γή μιας χημικής αντίδρασης. Molecule [Μόριο] Χημ. Είναι το μικρότερο στοιχείο της ύλης το οποίο μπορεί να υπάρχει ελεύθερο, αυτόνομο και αυτοτελές στην φύση και να διατηρεί όλες τις χημικές ιδιότητες της υλικής ουσίας που αντιπροσωπεύει. Το μόριο αποτελείται από άτομα, τα οποία συγκρατούνται ενωμένα μεταξύ τους με την βοήθεια ισχυρών δυνάμεων. Mollier Diagram [Διάγραμμα Mollicr] Φυσ. Χημ. θερμοδυναμικό διάγραμμα ενθαλπίας - εντροπίας, όπου εμφανίζονται γραμμές σταθερής θερμοκρασίας και σταθερής υπερθέρμανσης. Δεν περιέχει δεδομένα όγκου. Χρησιμοποιείται στη μελέτη κύκλων ψύξης και θερμικών μηχανών. Molybdate [Μολυβδαινικός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα άλας, που είναι παράγωγο του μολυβδαινικού οξέος και περιέχει τη ρίζα Μο042". Molybdenite [Μολυβδαινίτης] Ανόμγ. Χημ. Αποτελεί το κυριότερο ορυκτό του μολυβδαίνιου. Περιέχει θειούχο μολυβδαίνιο, M0S2 και κρυσταλλώνεται σε μολυβδόχρωμα αποβάφοντα φυλλίδια. Molybdenum [Μολυβδαίνιο] Χημ. Καλείται το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Μο. Είναι ένα μέταλλο, γκριζοαργυρού χρώματος, που απαντάται στην φύση μέσα σε ορυκτά όπως ο μολυβδαινίτης. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή κραμάτων ειδικά για να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες. Molybdenum Dioxide [Διοξείδιο του Μολυβδαίνιου] Ανόργ. Χημ. Μολυβδόχρωμη, κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο Μο02 και μοριακό βάρος 127,94. Είναι αδιάλυτη στο νερό και ελαφρώς διαλυτή σε πυκνό θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωστικών ουσιών. Molybdenum Disilicide [Πυριτίδιο του Μολυβδαίνιου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι MoSi2 και το

μοριακό βάρος 152,11. Πρόκειται για κρυσταλλική ένωση, με γκρι χρώμα, διαλυτή σε υδροφθορικό και νιτρικό οξύ. Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικές αντιστάσεις και ως προστατευτικό υλικό για υψηλίς θερμοκρασίες. Molybdenum Disulfide [Διθειούχο Μολυβδαίνιο] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και θειούχο μολυβδαίνιο. Έχει χημικό τύπο MoS2, μοριακό βάρος 160,06, σημείσ τήξεως 1185°C και σημείο ζέσεως 450°C. Είναι μαύρη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νιτρικό και θειικό οξύ και σε βασιλικό ύδωρ. Χρησιμοποιείται ως ξηρό λιπαντικό μέσο. Molybdenum Pentachloride [Πενταχλωριούχο Μολυβδαίνιο] Ανόργ. Χημ. Υγροσκοπική, κρυσταλλική ουσία, μαύρου χρώματος, με χημικό τύπο MoCl.s, μοριακό βάρος 273,21, σημείο τήξεως 194 και σημείο ζέσεως 268. Είναι διαλυτή σε ανόργανα οξέα, υγρή αμμωνία, τετραχλωράνθρακα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή ανόργανων ενώσεων. Molybdenum Sulfide [Θειούχο Μολυβδαίνιο] Ανόμγ. Χημ. —> Molybdenum Disulfide Molybdenum Trioxide [Τριοξείδιο του Μολυβδαίνιου] Ανόμγ. Χημ. Είναι ο ανυδρίτης του μολυβδαινικού οξέος, που έχει χημικό τύπο Μ0Ο3, μοριακό βάρος 143,94, σημείο τήξεως 795 "C και σημείο ζέσεως 1155 °C. Πρόκειται για άχρωμη ή λευκοκίτρινη ουσία, διαλυτή σε νερό, οξέα και υδροξείδιο του αμμωνίου. Χρησιμοποιείται κυρίως ως παρεμποδιστής διάβρωσης και ως καταλύτης. Molybdic Acid [Μολυβδαινικύ Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Η2Μο04, μοριακό βάρος 161,95 και σημείο τήξεως 70 °C, όπου σχηματίζεται ο ανυδρίτης. Είναι λευκή ή κίτρινη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αλκάλια, θειικό οξύ και υδροξείδιο του αμμωνίου. Molysite [Μολυσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, κόκκινου ή κίτρινου χρώματος, με MB 162 και χημικό τύπο FeCl.v Ο λόγος των αξόνων του είναι α: c = 1: 2.916, ενώ συναντάται κυρίως σε ηφαιστειογενείς περιοχές και ειδικότερα στην περιοχή του Βεζουβίου στην Ιταλία. Moment 1 [Ροπή] Μηχ. Η δημιουργία εντός της διατομής μιας δοκού ενός ζεύγους δυνάμεων με μοχλοβραχίονα το ύψος της διατομής της δοκού που προκαλεί την ανάπτυξη εφελκυστικών και θλιπτικών τάσεων στα δύο άκρα της διατομής. Η εμφάνιση αυτής της κατάστασης προκαλείται από τα κατακόρυφα φορτία που δέχεται η δοκός. Moment2 [Στιγμή] Μαθημ. Όρος που συναντιέται σαν σημείο του πεδίου ορισμού μιας συνάρτησης ή σημείο ολοκλήρωσης μιας συνάρτησης. Γνωστή είναι και η μέθοδος των στιγμών. Moment' [Στιγμή] Στατ. Στηρίζονται πάνω στον ορισμό της μαθηματικής ελπίδας Ε(Χ) για μια διακριτή η συνεχή μεταβλητή Χ. Γνωστές και σαν ροπές n τάξης πχ μη = Ε(Χη) όπου μι = μ, μ2 = σ2 κτλ, ή σαν κεντρικές ροπές περί το α με τύπο mn = Ε(Χ - a)n. Moment Diagram [Διάγραμμα ροπής] Μηχ. Γραφική παράσταση της μεταβολής του μεγέθους της ροπής κατά μήκος μεταξύ των δύο στηρίξεων. Moment Distribution [Διάγραμμα ροπής] Μηχ. Σε ένα υπερστατικό φορέα ο υπολογισμός που γίνεται για την εξισορρόπηση των ροπών που αναπτύσσονται στους κόμβους του πλαισίου με τη μέθοδο των διαδοχικών προσεγγίσεων. Moment Generating Function [Γεννήτρια συνάρτη-

-929-

ση στιγμών] Στατ. Για κάθε τυχαία πραγματική μεταβλητή Χ ορίζονται οι ροπογεννήτριες (μέσω των αναπτυγμάτων Fourier) αν υπάρχει h > 0 ώστε M(t) = Ε (etz) για |t[ < h και M(nJ(i) = E(XneIX). Moment Of Inertia [Ροπή αδρανείας] Μηχ. Χαρακτηριστικό μέγεθος του γεωμετρικού σχίσματος μιας διατομής που είναι άθροισμα των γινομένων του τετραγώνου της απόστασης κάθε σημείου από τον ουδέτερο άξονα επί το πλάτος της διατομής στο συγκεκριμένο σημείο. Είναι ένα μέγεθος που χρησιμοποιείται στην διαστασιολόγηση των διατομών που θα υποστούν κάποιες καταπονήσεις. Momental Ellipsoid [Ελλειψοειδές ορμής] Μηχ. Inertial Ellipsoid. Momentum [Ορμή] Μηχ. Παλιά ήταν γνωστή και ως ποσότητα κίνησης. Στην κλασική Μηχανική, ως γραμμική ορμή ενός υλικού σημείου ορίζεται το διανυσματικό μέγεθος του γινομένου της μάζας του σημείου επί την ταχύτητά του: Ρ= m u. Ακόμα και στη ρελατιβιστική Μηχανική ισχύει ο ίδιος τύπος, μόνο που τώρα ως μάζα m, λαμβάνεται η ρελατιβιστική μάζα: m = mo / [1 - (υ/c)2]1'2, όπου mo η μάζα ηρεμίας. II γωνιακή του ορμή ως προς κάποιο άξονα είναι η ροπή της γραμμικής του ορμής ως προς τον άξονα αυτό. Ειδικότερα η γωνιακή ορμή ενός στερεού σώματος ως προς κάποιον άξονα ισούται με το γινόμενο της ροπής αδρανείας του σώματος ως προς τον άξονα αυτόν επί τη γωνιακή του ταχύτητα. Momentum Conservation [Διατήρηση της ορμής] Μηχ. Μία από τις βασικότερες αρχές διατήρησης της Φυσικής. Σύμφωνα με αυτήν, η ορμή ενός μονωμένου συστήματος (δηλ. το διανυσματικό άθροισμα των ορμών των μελών του) παραμένει ανά πάσα χρονική στιγμή σταθερό. Μία εναλλακτική διατύπωση είναι και η εξής: Το κέντρο μάζας ενός μονωμένου συστήματος διατηρεί σταθερή την κινητική του κατάσταση, δηλ. είτε ηρεμεί, είτε κινείται ευθύγραμμα και ομαλά. Η Α. Δ.Ο. αποδεικνύεται για τα φαινόμενα για τα οποία ισχύει η ομογένεια του χώρου, δηλαδή εκείνα των οποίων την εξέλιξη ΔΕΝ επηρεάζει ο χώρος εντός του οποίου πραγματοποιούνται. Momentum Density [Πυκνότητα Ορμής] Μηχ. Η ορμή ενός συστήματος υλικών σημείων ανά μονάδα όγκου. Monacid Base [Μονόξινη Βάση] Χημ. Χημική ένωση που περιέχει μια ομάδα υδροξυλίου (-ΟΗ), η οποία μπορεί να αντικατασταθεί από ρίζα οξέος και να σχηματίσει άλας. Monadic Operators [Μοναδιαίοι τελεστές] Πλημ.. Τελεστές που ορίζονται με έναν όρο. Η επινόηση τέτοιων τελεστών διευκολύνει τον προγραμματιστή πχ στη γλώσσα C ο τελεστής ++ αυξάνει μια μεταβλητή κατά 1 (οι εκφράσεις k++ και k = k+1 είναι ισοδύναμες). Monatomic Gas [Μονοατομικό Αέριο] Χημ. Αέριο στοιχείο, του οποίου τα μόρια αποτελούνται από ένα άτομο μόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν το ήλιο (He) και το αργό (Ar). Monazite [Μοναζίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές, διαφόρων χρωματισμών, με MB 240 και χημικό τύπο (Cc,La,Nd,Th)P04. Ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = 0.97: 1: 0.92. Αποτελεί μία από τις κύριες πηγές ανάκτησης του Θορίου το οποίο αξιοποιείται σε αντιδράσεις πυρηνικής χημείας. Mond Process [Διεργασία Mond] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική μέθοδος παραγωγής νικελίου, υψηλής καθαρότη-

Monobasic Acid

τας. II πρώτη ύλη θερμαίνεται, παρουσία μονοξείδιου του άνθρακα, οπότε λαμβάνεται νικελοτετρακαρβονύλιο (Ni(CO)4), το οποίο με θερμική διάσπαση στους 200 °C, δίνει νικέλιο 99,999%. Monge Ampere Partial Differential Equation [Μερική διαφορική εξίσωση Monge Ampere] Μαθημ. Μερική διαφορική που επιλύεται σε σύστημα συνήθων διαφορικών με τύπο Azxx + ΒζΧ). + CZyy + D(zxxzvy L%y ) + Ε = 0 όπου A, B,C, D, Ε συναρτήσεις των χ, y, Ζ , Ζ χ , Zy.

Monge's Form [Μορφή Monge] Μαθημ. II επιφάνεια ζ = f(x, y) όταν έχει τη μορφή f(u,v) - (u, ν, g(u, ν)). Monic Polynomial [Μοναδιακό πολυώνυμο] Μαθημ. Πολυώνυμο με συντελεστή του μέγιστοβάθμιου όρου ίσο με 1. Monitor 1 [Ελεγκτής] Επικοιν. 1. Ο διαχειριστής σταθμός ενός δικτύου δακτυλίου (token ring) για μια περίοδο 2. Στη δικτυακή επικοινωνία στέλνεται σε τακτικά διαστήματα από τον μηχανισμό διαχείρισης δικτύου ένα σήμα ελέγχου κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι σταθμοί οι οποίοι πρέπει να απαντήσουν με ένα κο> δικοποιημένο σήμα. Η αναφορά γίνεται μέσω του ειδικού bit monitor απάντησης από κάθε σταθμό. Monitor 2 [Οθόνη] Ηλεκτρον. Είναι η ηλεκτρονική συσκευή με την οποία προβάλλονται στην γυάλινη επιφάνειά της όλων των ειδών οι πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής με τον οποίο η οθόνη είναι συνδεδεμένη. Με τον όρο αυτό δεν συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται η οθόνη των συσκευο')ν τηλεοράσεως. Monitor 3 [Συσκευή ελέγχου] Μηχ. Καλείται κάθε όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ενός συγκεκριμένου μεγέθους ή μίας ποσότητας που πρέπει για διάφορους λόγους να διατηρούν απαραίτητα ορισμένα επίπεδα τιμών. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και ο έλεγχος της εκτέλεσης ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνήθως όμως δια μέσου μίας κατάλληλης ρουτίνας. Monitor Board [Πίνακας ελέγχου] Επικοιν. Πίνακας (οθόνη) ενός συστήματος τηλεπικοινωνιακού ελέγχου. Μπορεί να δει κανείς κυκλοφορία σε κάθε σημείο του δικτύου, κάθε χρήστη, στατιστικά, διαγράμματα κίνησης με χάρτες κτλ για ένα τηλεφωνικό ή τοπικό ή παγκόσμιο δίκτυο. Επίσης να διαχειριστή μεμονωμένες κλήσεις. Monitoring [Παρακολούθηση] Τεχνολ. Η διαδικασία της παρακολούθησης από ειδικευμένους τεχνικούς των ενδείξεων που εμφανίζονται σε ένα πίνακα οργάνων και οι οποίες επισημαίνουν την κατάσταση λειτουργίας ενός συστήματος ή ενός συγκροτήματος αυτόματης λειτουργίας. Monitoring Well [Φρέαρ ελέγχου] Υδρ. Φρέαρ που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της μεταβολής της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα και από το οποίο δεν γίνεται υδροληψία. Mono- [Μονο-] Χημ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας απλής ομάδας, στο μόριο χημικής ένωσης. Monoacetate [Μονοοξικός] Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση, που περιέχει μια ο£ική ομάδα (CH^COO-). Monoamine [Μονοαμίνη] Χημ. Αναφέρεται σε χημική ένωση, η οποία περιέχει μια αμινο-ομάδα (-ΝΗ2). Monobasic Acid [Μονοβασικό Οξύ] Χημ. Χημική ένωση που περιέχει ένα άτομο υδρογόνου (-Η), το οποί-

Monoceros

-930-

o μπορεί να αντικατασταθεί από ρίζα βάσης και να σχηματίσει άλας. Monoceros [Μονόκερως] Αστμον. Αστρικός σχηματισμός. Περιβάλλεται από νεφέλωμα πολύ παραγωγικό στο σχηματισμό νέων άστρων. Monochromatic [Μονοχρωματικός] Φιχτ. Δηλώνει κάθε μορφή ταλάντωσης ή ακτινοβολίας, η οποία χαρακτηρίζεται από μια μοναδική ή πολύ στενή ζώνη συχνότητας. Monochromatic Light [Μονοχρωματικό φως] Οπτικ. Ακτινοβολία της οποίας το μήκος κύματος είναι αυστηρά συγκεκριμένο ή έστω ανήκει σε ένα πολύ στενό εύρος τιμών. Monochromatic Neutron Beam [Μονοχρωματική ακτινοβολία νετρονίων] Πνρην.Φνσ. Δέσμη νετρονίων καθορισμένης ενέργειας. Monochromatic Radiation [Μονοχρωματική Ακτινοβολία] Φνσ. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που χαρακτηρίζεται από μία μόνο τιμή συχνότητας ή μήκους κύματος. Πλήρως μονοχρωματική ακτινοβολία δεν είναι δυνατό να παραχθεί. Monochromatic Temperature Scale [Μονοχρωματική κλίμακα θερμοκρασίας] Φυσ. Κλίμακα θερμοκρασίας που ορίζεται με βάση την ενέργεια που εκπέμπει ένα μελανό σώμα υπό μορφή ακτινοβολίας συγκεκριμένου μήκους κύματος. Monochromator [Μονοχρωμάτορας] Αναλ. Χημ. Όργανο, που χρησιμοποιείται σε συσκευές φασματοσκοπίας, για την επιλογή δέσμης μονοχρωματικής ακτινοβολίας από μια περιοχή μηκών κύματος. Με τη βοήθεια ενός διασπείροντος στοιχείου επιλέγεται το επιθυμητό μήκος κύματος από την πολυχρωματική ακτινοβολία, οπότε η στενής ταινίας μήκους κύματος δέσμη εξέρχεται αφού περάσει από συγκεντρωτικό φακό. Monochrome Display Adapter [Μονόχρωμη οθόνη] Πλημ. Είδος οθόνης που εμφανίζει πληροφορία σε μαύρο και άσπρο ή πράσινο ή κίτρινο. Σε κατάσταση γραφικών είχε συνήθως τη δυνατότητα να εμφανίσει ως 16η και 64 τόνους του γκρίζου. Μετά χάθηκε από το προσκήνιο με την καθιέρωση των πολυχρωματικών SVGA. Monodisperse Colloidal System [Μονοδιάσπαρτο Κολλοειδές Σύστημα] Χημ. Σύστημα διασποράς, κολλοειδών διαστάσεων, που αποτελείται από διεσπαρμένα σωματίδια τα οποία έχουν πολύ στενή κατανομή μεγεθών ή σχημάτων. Monodromy [Ιδιότητα μονόδρομου] Μαθημ. Στη θεωρία κατηγοριών η ιδιότητα του μονόδρομου συνδέεται με την καθολικοποίηση ιδιοτήτων μορφισμών. Monodromy Theorem [Θεώρημα μονόδρομου] Μαθημ. Πολύ χρήσιμο θεώρημα που έχει τη ρίζα του στη θεωρία κατηγοριών. Μια μιγαδική συνάρτηση αναλυτική σε ένα δίσκο που περιέχει ένα απλά συνεκτικό πεδίο και μπορεί να επεκταθεί αναλυτικά κατά μήκος κάθε πολυγωνικού τόξου στο πεδίο αυτό, τότε μπορεί να επεκταθεί αναλυτικά σε όλο το πεδίο. Monoester [Μονοεστέρας] Ομγ. Χημ. Χημική ένωση που περιέχει μία εστερική ομάδα (-COOR). Monogenic Function [Μονογενική συνάρτηση] Μαθημ. Μιγαδική συνάρτηση που έχει την ίδια παράγωγο προς κάθε διεύθυνση στο μιγαδικό επίπεδο. Το αντίθετο είναι πολυγενική. Monoglyceride1 [Μονογλυκερίδιο] Ομγ. Χημ. Παράγωγο της γλυκερόλης, όπου έχει εστεροποιηθεί το ένα μόνο υδροξύλιο. Τα μονογλυκερίδια απαντούν σε δύο

ισομερείς μορφές, την α- και τη β-, ανάλογα με το αν έχει εστεροποιηθεί το πρωτοταγές ή το δευτεροταγές υδροξύλιο αντίστοιχα. Monoglyceride2 [Μονογλυκερίδιο] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων που σχηματίζονται κατά την εστεροποίηση της γλυκερίνης με διάφορα κορεσμένα και ακόρεστα λιπαρά οξέα. Εμφανίζονται ως επιφανειακά ενεργές ενώσεις, έχοντας στη δομή τους ένα πολικό και ένα μη πολικό τμήμα. Αυτό τις καθιστά χρήσιμες στη βιομηχανία τροφίμων. Monohydrate [Μονο-ένυδρος] Χημ. Χαρακτηρίζει μια χημική ένωση, της οποίας 1 γραμμομόριο έχει κρυσταλλωθεί με 1 γραμμομόριο νερού. Monoid [Μονοειδές] Μαθημ. Μη κενή ημιομάδα μιε μονάδα όπου τα στοιχεία της δεν έχουν αντίστροφο. Monolayer [Μονοστοιβάδα] Φυσ. Χημ. -> Monomoleeular Layer Monolayer Capacity [Χωρητικότητα Μονοστοιβάδας] Φοσ. Χημ. Ορίζεται η ποσότητα μιας ουσίας, η οποία σχηματίζει πλήρη μονομοριακή στοιβάδα στην επιφάνεια ενός στερεού, προσροφητικού υλικού. Monolith [Συμπαγής όγκος σκυροδέματος] Τεχνολ. Ογκόλιθος από σκυρόδεμα ορθογώνιου γεωμετρικού σχήματος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός προστατευτικού παραπετάσματος κυρίως σε λιμενικά έργα. Monolithic [Μονολιθικό] Πολ. Μηχ. Συμπαγές στοιχείο που δεν περιέχει κενά ούτε αρμούς σύνδεσης στην επιφάνεια και στον όγκο του. Monolithic Filter [Μονολιθικό φίλτρο] Επικοιν. Φίλτρο (ολοκληρωμένο) Γαλλίου Αρσενίου (Ga- As) που συναντάμε σε αρκετές διατάξεις. Έχουν χαμηλή κατανάλωση και αρκετά καλή απόδοση. Monolithic Integrated Circuit [Μονολιθικό ολοκληρωμένο κύκλωμα] Επικοιν. Ολοκληρωμένο (ημιαγωγός) από Γάλλιο - Αρσενικό (Ga As) με μεγάλη επιτυχία στην αγορά, οικονομική κατανάλωση και προσιτή τιμή. Monolithic Screed [Μωσαϊκό δάπεδο] Οικοδ. Διαδικασία επένδυσης δαπέδου με ισχυρό κονίαμα που περιέχει στη σύνθεση του ποσότητα αδρανών ομοιόμορφης διάστασης όπου το κονίαμα τοποθετείται πάνω στην επιφάνεια του σκυροδέματος κατά τη διάρκεια της περιόδου ωρίμανσης εξασφαλίζοντας έτσι μια αυξημένη πρόσφυση μεταξύ των δύο υλικών. Monolithic Topping [Μωσαϊκό δάπεδο] Οικοδ. —> Monolithic Screed. Monomer [Μονομερές] Χημ. Μικρό μόριο χημικής ένωσης, το οποίο έχει υψηλή χημική ενεργότητα και μπορεί να ενωθεί με άλλα όμοια μύρια, σχηματίζοντας ολιγομερές ή πολυμερές, ανάλογα με το πλήθος των μορίων που συμμετέχουν. Monomial [Μονώνυμο] Μαθημ. Στην επιστήμη των μαθηματικών ονομάζεται ένα πολυώνυμο το οποίο είναι μοναδιαίου βαθμού, δηλαδή απαρτίζεται από έναν και μοναδικό όρο. Mononiode [Μονότροπα] Επικοιν. Στη μετάδοση δεδομένων με οπτικές ίνες υπάρχουν 2 βασικοί τρόποι χρήσης. Ο τρόπος Monomode (ή Single Mode) έχει λεπτότερο πυρήνα και η μετάδοση είναι ευθύγραμμη άρα πετυχαίνει καλύτερες ταχύτητες. Monomoleeular Layer [Μονομοριακή Στοιβάδα] Φυσ. Χημ. Ένας υμένας που σχηματίζει μια ουσία και το πάχος του είναι ίσο με τη διάμετρο ενός μορίου. Monomorphism [Μονομορφισμός] Μαθημ. Ένας μορ-

-931 -

φισμός φ: Χ Υ (της θεωρίας κατηγοριών) ώστε για τους επίσης μορφισμούς u, ν αν ισχύει φα = φν τότε ισχύει και ότι u = ν. Monopitch Roof [Μονοκλινής στέγη) Οικοδ. Κεκλιμένη στέγη με μονόπλευρη κλίση. Monoprotic Acid [Μονοπρωτικό Οξύ] Χημ. Monobasic Acid Monorail [Μονή σιδηροτροχιά] Πολ.Μηχ. Ο όρος αναφέρεται στο όλο σύστημα του σιδηρόδρομου και στην αντίστοιχη μοναδική σιδηροτροχιά, έναντι των δύο που διαθέτουν οι συνήθεις. Πρόκειται για αιωρούμενους συρμούς από αυτήν την μονή σιδηροτροχιά που είναι επιπλέον υπερυψωμένη. Monosaccharide [Μονοσακχαρίτης] Οργ. Χημ. Είναι γνωστός και ως απλό σάκχαρο. Ορίζεται ως υδατάνθρακας που δεν υδρολύεται σε απλούστερους υδατάνθρακες. Είναι ουσία άχρωμη, υδατοδιαλυτή, αναγωγική, γλυκιάς γεύσης και οπτικά ενεργή. Πρόκειται για αλδεΰδη ή κετόνη με ευθεία ανθρακική αλυσίδα, που φέρει υδροξυλικές ομάδες σε όλα ή σχεδόν σε όλα τα άλλα άτομα άνθρακα. Η γλυκόζη, η φρουκτόζη και η ριβόζη αποτελούν παραδείγματα κοινών μονοσακχαριτών. Monosubstituted Alkene [Μονοϋποκατεστημένο Αλκένιο) Οργ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα αλκένιο του τύπου RCH=CH2, όπου υπάρχει ένας υποκαταστάτης στο ένα μόνο άτομο άνθρακα του διπλού δεσμού. Monotone Class [Μονότονη κλάση] Μαθημ. Για ένα σύνολο κάθε ακολουθία υποσυνόλων του δυναμοσυνόλου του διατεταγμένη κατά μέγεθος, σύμφωνα με τη σχέση του υποσυνόλου λέγεται μονότονη. Από το αντίστοιχο θεώρημα ξέρουμε ότι η ακολουθία αυτή συγκλίνει σε μοναδικό όριο. Monotone Convergence Theorem [Θεώρημα μονότονης σύγκλισης] Μαθημ. Το όριο του ολοκληρώματος μιας αύξουσας θετικής ακολουθίας μετρήσιμων συναρτήσεων ισούται με το ολοκλήρωμα του ορίου της ακολουθίας. Το θεώρημα μεταφέρεται για τη γνωστή σύγκλιση φραγμένων ακολουθιών. Monotone Decreasing (Φθίνουσα (μονότονη)] Μαθημ. Μια συνάρτηση ή ακολουθία που οι τιμές της μειώνονται (η μένουν σταθερές) καθώς οι τιμές της ανεξάρτητης μεταβλητής αυξάνονται μέσα σε ένα διάστημα που μας ενδιαφέρει. Στο διάγραμμά της φαίνεται να πηγαίνει προς τα κάτω. Monotone Increasing [Αύξουσα (μονότονη)] Μαθημ. Μια συνάρτηση ή ακολουθία που ot τιμές της αυξάνονται (η μένουν σταθερές) καθώς οι τιμές της ανεξάρτητης μεταβλητής αυξάνονται σε ένα διάστημα που μας ενδιαφέρει. Στο διάγραμμά της φαίνεται να πηγαίνει προς τα πάνω. Monotonic Function [Μονότονη συνάρτηση] Μαθημ. Μια συνάρτηση της οποίας η παράγωγος έχει σταθερό πρόσημο στο διάστημα μονοτονίας (η σε όλο το πεδίο ορισμού της) και είναι μόνο αύξουσα (η και σταθερή) ή μόνο φθίνουσα (η και σταθερή). Η απάλειψη του όρου "ή σταθερή" κάνει την συνάρτηση γνήσια μονότονη. Monotropic [Μονοτροπικός] Φυα. Χημ. Δηλώνει μια χημική ουσία η οποία υπάρχει μόνο σε μία σταθερή κρυσταλλική μορφή, ενώ όλες οι άλλες μορφές της είναι ασταθείς σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Monovalent [Μονοσθενής] Χημ. Είναι ένα χημικό στοιχείο που έχει αριθμό οξείδωσης ίσο με +1 ή -1. Monoxide [Μονοξείδιο] Χημ. Ένωση που σχηματίζει

Monthly Certificate

ένα στοιχείο με ένα άτομο οξυγόνου. Παράδειγμα αποτελεί το μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) ή του άνθρακα (CO). Monsoon Climate [Κλίμα μουσώνων] Μετεωρ. Κλίμα σε περιοχές του πλανήτη όπου επικρατούν οι μουσώνες άνεμοι (π.χ. Ινδία, Ν.Α. Ασία, κλπ.). Χαρακτηρι- ' στικό του οι έντονες βροχοπτώσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα στο φθινόπωρο, που ξεκινά από τα μέσα Αυγούστου, μετά από ένα σύντομο καλοκαίρι. Οι εποχές του Χειμώνα και της Ανοιξης παρουσιάζουν σχετική ανομβρία. Monsoon Current [Ρεύμα μουσώνα] Ωκεαν. Θαλάσσιο ρεύμα στον Ινδικό ωκεανό, που ξεκινά από τις ακτές της Ινδίας και της Κεϋλάνης και κατευθύνεται ανατολικά - νοτιοανατολικά. Monsoon Fog [Ομίχλη μουσώνων] Μετεωρ. Ομίχλη που εμφανίζεται την περίοδο των βροχών σε χώρες όπου επικρατούν οι μουσώνες, εξαιτίας της ιδιαίτερα αυξημένης υγρασίας. Monster Group [Ομάδα τέρας] Φυα. Η σποραδική ομάδα με την ψηλότερη τάξη (196. 884), διαστάσεις που ανακαλύφτηκαν το 1982 από τον R. Gries. Ο όρος συναντιέται στην αστρονομία αλλά και στη γενικότερη περιοχή της φυσικής (φυσική σωματιδίων, μαθηματική βιολογία κλπ.). Montage [Μίξη εικόνων] Τεχνολ. II συνένωση εικόνων ώστε στη μετάδοση να φαίνεται ότι υπάρχει μια ενιαία ροή. Τεχνική που πήρε τις βάσεις της στον κινηματογράφο αλλά έδωσε πλέον άλλο πνεύμα στην τηλεοπτική λογική. Monte Carlo Integration [Ολοκλήρωση Monte Carlo] Μαθημ. Για να ολοκληρώσουμε πάνα) σε ένα απλό πεδίο Δ παίρνουμε σημεία {AJ από ένα σύνολο E D Δ (συνήθως από μια κατάλληλη εσχάρα κάλυψης). Εκτελούμε την ολοκλήρωση στα σημεία αυτά και εκτιμάμε την επιφάνεια του Δ από τον τύπο μ(Δ) = μ(Ε) ΣΡ(Αλ· € Δ | Ακ e Ε) όπου το άθροισμα παίρνεται πάνω σε όλα τα σημεία ολοκλήρωσης τα οποία εκλέγονται πάνω σε διάφορες κατανομές. Monte Carlo Method [Μέθοδος Monte Carlo] Στατ. Παράγουμε τυχαίους αριθμούς και παρατηρούμε κατά πόσο πληρούν μια συγκεκριμένη ιδιύτητα.. Χρησιμοποιείται κύρια σε αριθμητικές, μεθόδους και προσομοιώσεις. Monte Carlo Simulation [Προσομοίωση Monte Carlo] Στατ. Μέθοδος τυχαίας δειγματοληψίας για τη μαθηματική προσομοίωση φυσικών συστημάτων με ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είναι πολύ διαδεδομένη κύρια σε βιολογικές και βιοχημικές έρευνες. Month [Μήνας] Αστρον. Μονάδα μέτρησης του χρόνου. 1. Στο νέο Ιουλιανό ημερολόγιο έχουμε τους γνωστούς 12 συμβατικούς μήνες(με 30, 31,28 μέρες). 2. Ο συνοδικύς μήνας με βάση την κίνηση του φεγγαριού γύρω από τον ήλιο έχει 29,531 μέρες. 3. Ο τροπικός (αστρικός) μήνας ορίζεται σαν κύκλος 360° του φεγγαριού ή 27,322 μέρες 4. Ο ανωμαλιακός μήνας είναι ο μέσος χρόνος της κοντινότερης προσέγγισης Γης και Σελήνης (περίγειο) ή 27,555 μέρες 5. Συνδεσμικός μήνας είναι το πέρασμα της σελήνης από την ελλειπτική κάθε 27,212 μέρες. Monthly Certificate [Μηνιαία πιστοποίηση] Γεν. Σε εργολαβικά συμβόλαια η κατάσταση που υποβάλλεται από τον ανάδοχο στον πελάτη στην οποία εμφανίζονται οι ποσότητες εργασιών που εκτελέστηκαν και λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο για τις ενδιάμεσες πλη-

Monthly Instalment

-932-

ρωμές, όταν αυτή η πράξη προβλέπεται από το συμβό- Moore Code [Κώδικας Moore] Επικοιν. Πιο γνωστός και σαν Boycr Moore Code με χαρακτήρες 7 bits που λαιο να εκτελείται σε μηνιαία βάση Monthly Instalment [Μηνιαία πληρωμή] Γεν. Η πλη- επεκτείνει τον ΓΓΑ2 κώδικα. ρωμή που καταβάλλεται από τον πελάτη στον ανάδοχο Moore Penrose Generalised Matrix Inverse [Γενικευμένος σε μηνιαία βάση σύμφωνα με τη μηνιαία πιστοποίηση. αντίστροφος πίνακας κατά Moore PeniOse] Μαθημ Όταν Monthly Progress Report [Μηνιαίο δελτίο προόδου] μηδενίζεται η ορίζουσα του πίνακα Α δεν υπάρχει αΓεν. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης εργασιο')ν κατα- ντίστροφος αλλά μπορεί να υπάρξει ο γενικευμένος σκευής ενός τεχνικού έργου, τεύχος παρουσίασης της αντίστροφος ΒΤ κατά MooreΤ Penrose ώστε ΑΒΑ=Α, προόδου του έργου που υποβάλλεται από τον ανάδοχο ΒΑΒ=Β, (ΑΒ) = ΑΒ, (ΒΑ) = ΒΑ. Πίνακας ίσων διαστον πελάτη κάθε μήνα και περιγράφονται οι εργασίες στάσεων που έχει μία γραμμή ίση με το μηδενικό διάπου εκτελέστηκαν καθώς και όλχχ τα σημαντικά γεγο- νυσμα. Υπάρχουν διάφορες μεθοδολογίες κατασκευής. νότα που συνέβη καν κατά τη διάρκεια του μήνα της Moore Smith Convergence [Σύγκλιση κατά Moore αναφοράς. Smith] Μαθημ. Δικτυακή σύγκλιση (το δίκτυο είναι Monthly Report [Μηνιαίο δελτίο] Γεν. —> Monthly σαν την ακολουθία αλλά ο δείκτης μπορεί να παίρνει τιμές από κάθε διατεταγμένο σύνολο). Progress Report. Monthly Statement [Μηνιαία πιστοποίηση] Γεν. —»Moraesite [Μοραεσίτης] Ομυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές, λευκού χρώματος, Monthly Certificate. Montmorillonite [Μοντμοριλλονίτης] Ανόργ. Χημ. Ο- με MB 202 και χημικό τύπο Be2(P04)(0H).4H20. Συρυκτό της αργίλλου, του οποίου η σύσταση παρίσταται ναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και ο λόγος με το γενικό τύπο SisALjO^OH^xnEhO. Χρησιμο- των αξόνων του είναι α: b: c = 0.69: 1: 0.58. ποιείται στα τσιμέντα ως πρόσθετο, στις γεωτρήσεις Mordant [Πρόστυμμα] Χημ. Βοηθητική ύλη που χρησιως σταθεροποιητικό εδαφών, στα χυτήρια και ως μοποιείται στην εφαρμογή χρωμάτων ειδικής κατηγορίας. Συνήθως πρόκειται για άλατα βαρέων μετάλλων, προσροφητικό υλικό. Montreal Protocol [Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ] Με- όπως είναι το χρώμιο. τεωρ. Συμφωνία που υπογράφτηκε το 1987 στο Μό- Mordant Dye [Χρώμα Προστύψεως] Χημ. Ειδική καντρεαλ σε Παγκόσμια συνδιάσκεψη κλίματος για στα- τηγορία χρωμάτων, τα οποία βάφουν με τη χρήση προδιακό περιορισμό της εκπεμπόμενης ποσότητας υδρο- στυμμάτων. Παράδειγμα τέτοιων ουσιών αποτελούν τα σύ μπλόκα αζωχρωμάτων με χρώμιο ή κοβάλτιο, τα φθοροανθράκων (HFC). Monument [Μνημείο] Γεν. Σταθερό σημείο που χρησι- οποία παρέχουν αντοχή σε υγρασία, αλλά δεν είναι πομοποιείται ως αφετηρία ενός πολυγωνομετρικού δικτύ- λύ ανθεκτικά στο φως. ου μιας τοπογραφικής αποτύπωσης και αποτελείται Morera's Theorem [Θεώρημα Morera] Μαθημ. Αν από ένα στοιχείο από σκυρόδεμα με τετράγωνη διατο- μια συνάρτηση φ είναι συνεχής σε απλό συνεκτικό πεμή και ύψος μέχρι μισό μέτρο εγκιβωτισμένο στο έδα- δίο Δ και το ολοκλήρωμα της πάνω σε κάθε κλειστό φος. δρόμο γ του Δ είναι 0, τότε η φ είναι αναλυτική στο Δ. Moody Diagram [Διάγραμμα Moody] Ρευστομηχ. Morganite [Παραλλαγή βηρυλλίου] Ομυκτ. Πρόκειται Χρησιμοποιείται στη μελέτη φαινομένων ροής ρευ- για μία παραλλαγή του βηρυλλίου, με ροζ χρώμα, που στών σε αγωγούς. Πρόκειται για γραφική παράσταση χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος. του συντελεστή επιδερμικής τριβής ως συνάρτηση του Morinite [Μορινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς αριθμού Reynolds και της σχετικής τραχύτητας του κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές, άχρουν ή λευκού αγωγού. χρώματος, με MB 476 και χημικό τύπο NaCa2Al2(P04) Moody Friction Factor [Συντελεστής Τριβής Moody] 2(F,0H)5.2H20. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του Ρευστομηχ. Στη μελέτη ροής ρευστών σε αγωγούς, ορί- μορφή και ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = ζεται ο συντελεστής τριβής στον οποίο έχει ληφθεί υ- 0.88: 1:0.51. πόψη η σχετική τραχύτητα. Υπολογίζεται από το διά- Morning Star [Πρωινός αστέρας] Αστρον. Ουράνιο γραμμα Moody. σώμα που φαίνεται μόνο στο ξημέρωμα (Αφροδίτη). Moon [Σελήνη] Α στρον. Ο γήινος δορυφόρος που μπο- Morning Twilight [Λυκαυγές] Αστρον. Η χρονική περεί να θεωρηθεί ως ένα διπλό δυναμικό σύστημα με τη ρίοδος που μεσολαβεί από τη στιγμή που ο Ήλιος βρίΓη με βαρύκεντρο εντός της γήινης σφαίρας. Επηρεά- σκεται 6° (πολιτικό λυκαυγές) ή 12° (ναυτικό) ή 18° ζει τη Γη με παλιρροϊκές δυνάμεις και έτσι σταδιακά (αστρονομικό) κάτω από τον ορίζοντα μέχρι τη στιγμή επηρεάζει το σχετικό χρόνο, αυξάνει την ακτίνα περι- που ανατέλλει. στροφής της, αυξάνει το χρόνο περιφοράς και έχουμε Morphing [Μορφοποίηση] Πληρ. Διαδικασία σταδιαμετάπτωση του άξονα της Γης. Έγινε προσσελήνωση κής μεταμόρφωσης μιας εικόνας σε σημείο που το τεαπό τον άνθρωπο το 1969. Έχει μια πλευρά μόνιμα α- λικό αποτέλεσμα δεν έχει καμία σχέση με το πρωτότυθέατη από τη Γη (λόγω της σύγχρονης περιστροφής). πο. Χρησιμοποιούνται αλγόριθμοι εξομάλυνσης, υποΔεν έχει ατμόσφαιρα η νερό στην επιφάνεια αλλά πολ- λογιστικής γεωμετρίας, τεχνητής νοημοσύνης και ταιλούς κρατήρες μετεωριτών, σκόνη διαφόρο)ν πυκνοτή- ριάσματος προτύπων. των και βράχους. Morphism [Απεικόνιση] Μαθημ. 1. Στην άλγεβρα ο Moonbow [Ουράνιο τόξο του φεγγαριού] Οπτικ. Ουρά- όρος σημαίνει μια γραμμική απεικόνιση (έτσι αυτονιο τόξο που δημιουργείται από την ανάκλαση και διά- μορφισμός είναι συνάρτηση από ένα χώρο στον εαυτό θλαση του Σεληνιακού φωτός. του κτλ). 2. Στη θεωρία κατηγοριών αποκτά ένα ιδιαίMoonrise [Ανατολή της Σελήνης] Αστρον. Η στιγμή τερο νόημα αφού είναι το κύριο στοιχείο ορισμού μιας που το άνω χείλος της Σελήνης τέμνει τον ανατολικό κατηγορίας. ορίζοντα. Morphological Astronomy [Μορφολογική αστρονοMoonset [Δύση της Σελήνης] Αστρον. Η στιγμή που το μία] Αστμον. Ο κλάδος της Αστρονομίας που καταγράάνω χείλος της Σελήνης τέμνει το δυτικό ορίζοντα. φει κάθε είδος ουράνιου σώματος ή στοιχειοθετεί την

-933 -

Motorboat

πιθανή ύπαρξή του. στη μέτρηση της ποσότητας της ακτινοβολίας Morse Code [Κώδικας Μορς] Επικοιν. Πρόκειται για Mossbauer που απορροφούν οι πυρήνες του σιδήρου ένα αλφάβητο, αποτελούμενο από συνδυασμούς μα- στο κεραμικό σώμα. κρών και βραχέων σημάτων, το οποίο χρησιμοποιείται Most Significant Bit [Περισσότερο σημαντικό bit] για την επικοινωνία με τον ηλεκτρομαγνητικό τηλέ- Πληρ. Το πρώτο αριστερά δυαδικό ψηφίο μετά το πρόγραφο, που εφευρέθηκε από τον ομώνυμο φυσικό. Α- σημο. νακαλύφθηκε το 1845 και συνίσταται σε συνδυασμούς Most Significant Digit [Περισσότερο σημαντικό ψητο πολύ 6 δυαδικών ψηφίων (από παύλες και τελείες) φίο] Πληρ. Το πρώτο αριστερά δεκαδικό ψηφίο μετά για 26 Αγγλικά γράμματα, 10 νούμερα και κάποια το πρόσημο. σύμβολα στίξης. Χρησιμοποιεί κάποια στατιστική λο- Motherboard [Μητρική κάρτα] Πληρ. Καλείται η κεγική πχ συχνά χρησιμοποιούμενα γράμματα παριστά- ντρική και βασική πλακέτα των ολοκληρωμένων κυνονται πολύ απλούστερα. κλωμάτων ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ύπου υπάρMorse Equation [Εξίσωση Morsej Ανόμγ. Χημ. Εμπει- χει επάνω της ο επεξεργαστής και συνδέονται μαζί της ρική εξίσωση που δίνει τη δυναμική ενέργεια ενός μο- η μνήμη, η κεντρική μονάδα επεξεργασίας και όλα τα ρίου που αποτελείται από δύο άτομα. Εκφράζεται ως V περιφερειακά συστήματα όπως ο μαγνητικός δίσκος (Γ) = D* {l-cxp[-a*(r-re)]}2, όπου r η απόσταση μεταξύ αποθήκευσης δεδομένων, και πολλά άλλα. των δύο πυρήνων, D η ενέργεια διάσπασης του μορίου, Motion [Κίνηση] Μηχ. Η κατάσταση της διαρκούς αλα μια σταθερά και rc η απόσταση ισορροπίας. λαγής της θέσης ενός αντικειμένου μέσα στο χώρο μεMorse Theory [Θεωρία Morse] Μαθημ. Μη γραμμικός ταξύ διαφόρων χρονικών στιγμών. λογισμός των μεταβολών για συναρτήσεις απείρως συ- Motion JPEG [Κίνηση (εικόνων) με JPEG| Πληρ. Πανεχείς (smooth) σε τοπολογικούς χώρους, όπου υπάρ- ράλληλη τεχνολογία για συμπίεση βίντεο που επιτυγχει ήδη μια ομολογία (homology). Βασικά στοιχεία της χάνεται με χρήση του αλγόριθμου συμπίεσης εικόνων είναι η θεωρία των κρίσιμων σημείων καθώς και το JPEG σε κάθε καρέ (με τον αλγόριθμο μετασχηματισμού συνημίτονου). Μειώνεται ο αριθμός των πλαισίθεώρημα ορεινής διάβασης. Mortar [Κονίαμα] Οικοό. Μίγμα άμμου, τσιμέντου, ων Kat είναι εύκολο στη χρήση αλλά υστερεί από το ασβέστη και νερού που χρησιμοποιείται ως συγκολλη- MPEG. (M-JPEG) τική στρώση μεταξύ των τούβλων ή των τσιμεντόλι- Motion Pictures Experts Group [Ομάδα ειδικών κίθων στην τοιχοποιία ή ως επένδυση τοίχων για σοβατί- νησης εικόνων] Πληρ. Τεχνικές συμπίεσης που προτυσματα. ποποιήθηκαν για συμπίεση και διακίνηση δεδομένων, Mortar Cube Test [Δοκίμιο κονιάματος] Οικοδ. Δοκί- εικόνας, ήχου, βίντεο με τη χρήση πολλαπλού χαμηλού μια συγκεκριμένων διαστάσεων ενός μίγματος κονιά- πλάτους συχνοτήτων επίσης με τον αλγόριθμο μεταματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση εργα- σχηματισμού διακριτού συνημίτονου και ποιότητα καστηριακών δοκιμών μέσω των οποίων καταγράφεται η σέτας βίντεο VHS στο MPEG 1, για υψηλή ευκρίνεια στο MPEG 2 ενώ σταδιακά φτάσαμε ως το MP 4 για θλιπτική αντοχή του κονιάματος. Mosaic [Μωσαϊκό] Οικοδ. Η δομή μιας επιφάνειας που υπερυψηλή συμπίεση στα dvd. (MPEG) αποτελείται από ένα σύνολο μικρών τεμαχίων συνδε- Motion Study [Μελέτη μετακινήσεων] Τεχνολ. Σε μια δεμένων μεταξύ τους σε μια αρμονική διάταξη που δί- αλυσίδα παραγωγής ενός προϊόντος η διαδικασία της ανάλυσης των μετακινήσεων που γίνονται από τους νει στην επιφάνεια μια καλαίσθητη εμφάνιση. Mosandrite [Μοσσανδρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, γνωστό εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διακαι ως ρινκίτης ή ρινκολίτης, μονοκλινούς κρυσταλλι- δικασίας, με σκοπό την επεξεργασία προτάσεων αλλακής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, κίτρινου ή καφέ γής της διάταξης που ισχύει στην παραγωγική δραστηχρώματος και με χημικό τύπο Na(Na,Ca)2(Ca,Ce,Y)4 ριότητα, ώστε να μειωθούν οι νεκροί χρύνοι του εξο(Ti,Nb,Zr)(Si2,07>2(0,F)2F3. Ο λόγος των αξόνων του πλισμού και να αυξηθεί η παραγωγικότητα. είναι α: b: c = 3.26: 1: 1.32 και συναντάται κυρίως στη Motional Electromotive Force [Κινητική ηλεκτρεΝορβηγία. γερτική δύναμη] Η/£κτμομαγν. Οποιαδήποτε ΗΕΔ αMoseley *s Law [Νόμος του Moseley] Πυρην.Φυσ. Νό- ναπτύσσεται σε ένα κύκλωμα εξαιτίας της κίνησης του μος που συνδέει τη συχνότητα f ακτινοβολίας Χ που κυκλώματος εντός μαγνητικού πεδίου. εκπέμπει ένα στοιχείο με τον ατομικό του αριθμό Ζ: f Motor [Ηλεκτρικός κινητήρας] Μηχ. Πρόκειται για τη = a (Ζ -b) 2 , όπου a και b σταθερές. Αποδείχθηκε πει- μηχανή εκείνη η οποία χρησιμοποιείται για την κίνηση ραματικά από τον Αγγλο φυσικό Henry Moseley, το κάποιου οχήματος ή γενικότερα την παραγωγή έργου, 1913. Με βάση το νόμο αυτό αποδείχθηκε ότι οι κύ- καθώς έχει σχεδιασθεί και κατασκευασθεί έτσι ώστε ριες ιδιότητες ενός στοιχείου καθορίζονται από τον να μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια με την οποία ατομικό του αριθμό και όχι από το ατομικό του βάρος, τροφοδοτείται σε μηχανική ενέργεια. όπως πίστευε ο Mendeleev. Έτσι επανακατασκευάστη- Motor Vehicle [Όχημα] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακε ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων, με τον κτηρίζεται κάθε αυτοκινούμενο όχημα, το οποίο διαθέMoseley να προβλέπει την ύπαρξη αρκετών άγνωστων τει μηχανή εσωτερικής καύσης, έχει ελαστικούς τρομέχρι τότε στοιχείων. χούς και κινείται στους δρόμους προς διάφορες κατευMossbauer Effect [Φαινόμενο Mossbauer] Πυρην. θύνσεις ανάλογα με την βούληση του χειριστή του. Φυα. Η εκπομπή ακτινοβολίας-γ από ραδιενεργούς πυ- Κοινοος πρόκειται για τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά και ρήνες κρυσταλλικών στερεών και η εν συνεχεία απορ- άλλα ανάλογα με τις διάφορες χρήσεις οχήματα. ρόφησή τους από άλλους πυρήνες. Motorboat [Μηχανοκίνητη βάρκα] Ναυπηγ. Είναι ένα Mossbauer Spectroscopy [Φασματοσκοπία Mossbauer] είδος πλεούμενου, διαφόρων τύπων και μεγεθών, το Πυρην.Φυα. Τεχνική που χρησιμοποιείται στην ανάλυ- οποίο έχει το χαρακτηριστικό να αντλεί την κινητήρια ση της σύστασης κραμάτων και ιδιαίτερα στην ανί- δύναμή του από προπέλα που κινείται χάρη στην μηχαχνευση του σιδήρου σε κεραμικά σώματα. Συνίσταται νική ενέργεια μιας μηχανής εσωτερικής καύσης.

Motorcycle

-934-

Motorcycle [Μοτοσικλέτα] Μηχ. Είναι ένα αυτοκινούμενο όχημα, με δύο ή τρεις τροχούς, ικανό να μεταφέρει ένα ή δύο άτομα, το οποίο κινείται χάρη στον κινητήρα εσωτερικής καύσης που φέρει επάνω του. Motorola [Εταιρεία Motorola] Πλημ. Αμερικάνικη εταιρεία που δραστηριοποιείται στις επικοινωνίες (μετάδοση δεδομένων και φωνής, κινητή τηλεφωνία, δορυφορικές επικοινωνίες κτλ). Motorship [Μηχανοκίνητο πλοίο] Ναυπηγ. Πλεούμενο μεγάλων διαστάσεων που κινείται βασιζόμενο στις μηχανές εσωτερικής καύσης του —> Motorboat Motortruck [Αυτοκινούμενο φορτηγό] Μηχ. Είναι το όχημα το οποίο κινείται επί ελαστικών τροχών με τη βοήθεια κινητήρα εσοπερικής καύσης και είναι κατάλληλα σχεδιασμένο και διαμορφωμένο ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες διαφόρων υλικών. Motorway [Αυτοκινητόδρομος] Οδοπ. Κεντρική κυκλοφοριακή αρτηρία κατά το μήκος της οποίας επιβάλλεται τα οχήματα να κινούνται με ταχύτητα μεγαλύτερη από ένα κατώτατο επιτρεπτό όριο. Mould [Καλούπι] Τεχνολ. —» Mold. Moulded Insulation [Εφαρμοστή μόνωση] Τεχνολ. Μόνωση που εφάπτεται πλήρως στην εξωτερική επιφάνεια του αγωγού ή του αντικειμένου που μονώνει ακολουθώντας το σχήμα της εξωτερικής του μορφής. Mound [Αόφος] Γεωλ. Χαρακτηρίζει κάθε χαμηλού σχετικά ύψους, φυσικό εξόγκωμα εδάφους, το οποίο είναι απομονωμένο από άλλες εδαφικές εξάρσεις. Mount 1 [Βάση] Οικοδ. Επίπεδη επιφάνεια που μπορεί να είναι μια μεταλλική πλάκα ή η επιφάνεια ενός σκυροδέματος πάνω στην οποία πακτώνεται ένα αντικείμενο. Mount [Παροχή] Πλημ. Προετοιμασία (διαμόρφωση συνθηκών) για διαμόρφωση επιφάνειας ενός δίσκου. Mountain [Βουνό] Γεωγρ. Ύψωμα της γήινης επιφάνειας πάνω από το επίπεδο του εδάφους και που φτάνει σε ένα ορισμένο ύψος (δεν είναι λόφος). Το εσωτερικό τους το μελετά η γεωλογία και την ατμόσφαιρα τους η μετεωρολογία. Mountain Breeze [Βουνίσια αύρα] Μετεωμ. Παγωμένος αέρας που φυσάει από τις κορφές προς τους πρόποδες των βουνών. Η κίνηση αυτή του ψυχρού αέρα που είναι βαρύτερος και λιγότερο κινητικός σε σχέση με το θερμό αέρα, ακολουθεί την κατεύθυνση της πλαγιάς ενός βουνού. Mouse [Συσκευή εισόδου υπολογιστή] Πλημ. Κοινώς ονομάζεται και ποντίκι, και είναι η ενσύρματη ή ασύρματη συσκευή, την οποία κινώντας την επάνω σε μία επίπεδη επιφάνεια, πολύ εύκολα και άμεσα μπορεί ο χρήστης του ηλεκτρονικού υπολογιστή να δώσει διάφορες εντολές στα ανάλογα λογισμικά προγράμματα, οδηγώντας συνήθως ένα δείκτη σε γραφικό περιβάλλον. Mouse Pointer [Δείκτης ποντικιού] Πλημ. Σημάδι που δείχνει το σημείο της οθόνης (ενός πίνακα αναλόγων διαστάσεων) όπου βρίσκεται το ποντίκι. Τα Microsoft Windows έχουν πολλούς δείκτες, ένα για κάθε λειτουργία. Mousetrap [Ποντικοπαγίδα] Μαθημ. Διάσημο πρόβλημα συνδυαστικής του Α. Cay ley. Mouth [Στόμιο] Τεχνολ. Δακτύλιος που αποτελεί το άκρο μιας σωλήνας μέσω του οποίου εκτοξεύεται το περιεχόμενο της σωλήνας στον εξωτερικό χώρο ή απορροφάται ένα υδαρό αντικείμενο εντός της σωλήνας.

Movable Bridge [Κινητή γέφυρα] Πολ. Μηχ. Γέφυρα της οποίας το κατάστρωμα κινείται μέσω ενός μηχανισμού, όταν υπάρχει ανάγκη για να δημιουργηθεί ένα πέρασμα μεγαλυτέρων διατάσεων από το κανονικό για να περάσουν από κάτω μεγάλα μεταφορικά μέσα. Movement Joint [Αρμός διαστολής] Πολ. Μηχ. Σε φορείς οπλισμένου σκυροδέματος, κενό που δημιουργείται μεταξύ δύο τμημάτων του φορέα εξασφαλίζοντας ένα περιθώριο για μετακινήσεις που προκαλούνται απύ τη συστολή και διαστολή των μελών του λόγω των θερμοκρασιακών μεταβολών του εξωτερικού περιβάλλοντος. Moving Area [Κινούμενη περιοχή] Επικοιν. Τμήμα μιας εικόνας το οποίο μπορεί να μετακινηθεί, σύνηθες στην επεξεργασία γραφικών φτιαγμένων σε πολλά στρώματα (Layers). Moving Average [Κινητός μέσος] Στατ. Για την ακολουθία σημείων {aK}, κ = 1..Ν, ένας n - κινούμενος μέσος έχει τη μορφή μιας νέας ακολουθίας {bj}, όπου] = 1.. (N-n+l) και bj = (aj + a2 + ... / n. Χρήσιμο εργαλείο στις χρονολογικές σειρές για εξάλειψη της περιοδικότητας. Έχουν αναπτυχθεί πολλές μεθοδολογίες που υποστηρίζουν και προεκτείνουν τη χρήση κινητών μέσων. Moving Bed [Κινούμενη Κλίνη] Χημ. Μηχ. Κλίνη που αποτελείται από στερεά σωματίδια, μέσα από τη μάζα των οποίων περνούν τα αέρια ή υγρά αντιδρώντα, και η οποία δεν είναι στάσιμη, αλλά εξαναγκάζεται σε κίνηση. Χρησιμοποιείται σε καταλυτικές αντιδράσεις ή σε διεργασίες απορρόφησης. Moving-Bed Catalytic Cracking [Καταλυτική Πυρόλυση Κινούμενης Κλίνης] Χημ. Μηχ. Αποτελεί βασικό στάδιο σε διυλιστήρια πετρελαίου και περιλαμβάνει πυρόλυση κλασμάτων, σε υψηλή θερμοκρασία και πίεσης, παρουσία καταλυτικής κινούμενης κλίνης. Moving-Boundary Electrophoresis [Ηλεκτροφόρηση Κινούμενου Διαχωριστικού Στρώματος] Αναλ Χημ. Είναι γνωστή και ως μέθοδος Tiselius και χρησιμοποιείται για διαχωρισμό και ταυτοποίηση πρωτεϊνών. Το δείγμα, υπό μορφή κολλοειδούς διαλύματος, τοποθετείται εντός κινούμενων τμημάπον ενός υοειδούς κελιού, ενώ το υπόλοιπο κελί πληρούται με κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα. Κατά την ελεγχόμενη κίνηση των τμημάτων αυτών, λαμβάνονται σαφείς διαχωριστικές επιφάνειες. Moving Breathers [Κινούμενα breathers] Φυσ. Στις γενικότερες θεωρίες πεδίου κατά την επίλυση διαφόρων εξισώσεων (sine Gordon, Klein Gordon κτλ) έχει αποδειχτεί η ύπαρξη σολιτονίων που βρίσκονται σαν kinks και breathers. Μόνο τα πρώτα έχει αποδειχτεί ότι κινούνται, για τα δεύτερα έχουμε μόνο βάσιμες εικασίες σε μονοδιάστατους συνδέσμους. Moving Cluster [Κινούμενος σχηματισμός] Αστρον. Ομάδα άστρων που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Moving Form [Αναρριχόμενοι ξυλότυποι] Οικοδ. Ξυλότυποι τοιχίων που είναι συνδεδεμένοι με μηχανισμούς αναρρίχησης και μετακινούνται καθ'ύψος από όροφο σε όροφο. Αυξάνουν την ταχύτητα εκτέλεσης των εργασιών ανέγερσης πολυώροφων κτιρίων. Moving Heads Of A Hard Disk [Κινώντας τις κεφαλές ενός σκληρού δίσκου] Πληρ. Μια δυνατότητα απασφάλισης των κεφαλών ενός σκληρού δίσκου για αποφυγή ατυχημάτων επαφής σε ακατάλληλη στιγμή με ξύσιμο της επιφάνειας. Moving Load [Κινητό φορτίο] Μηχ. Τα φορτία που δέχεται ένας φορέας τα οποία δεν είναι μόνιμα αλλά

-935 -

μεταβάλλονται μεσα στο χρόνο όπως τα φορτία τα)ν οχημάτων που διασχίζουν μια γέφυρα. Moving Trihedral [Κινούμενο τρίεδρο] Μαθημ. Στη διαφορική γεωμετρία για μια κανονική καμπύλη f τα 3 μοναδιαία διανύσματα: το εφαπτόμενο διάνυσμα t(s), το πρώτο κάθετο διάνυσμα n(s), και το εξωτερικό γινόμενο τους b(s) ορίζουν μια δεξιόστροφη ορθοκανονική βάση που λέγεται κινούμενο τρίεδρο της f. Moving Weights [Κινητά βάρη] Στατ. Κατά την κατασκευή των κινητών μέσων για μια χρονοσειρά, κινητά θα εννοούμε τα βάρη όταν δεν είναι ανεξάρτητα χρόνου. MPR-II [Πρότυπο MPR II] Τεχνολ. Σουηδικό πρότυπο σχετικό με την εκπομπή ακτινοβολίας οθονών Η/Υ. MSCFD [Μονάδα MSCFD] Χημ. Μηχ. Συμβολίζει μονάδα μέτρησης ροής ρευστού, που είναι ίση με χίλια πρότυπα κυβικά πόδια (ΙΟ3 std ft'*) ανά ημέρα (d). MSCFH [Μονάδα MSCFH] Χημ. Μηχ. Συμβολίζει μονάδα μέτρησης ροής ρευστού, που είναι ίση με χίλια πρότυπα κυβικά πόδια (ΙΟ3 std ft3) ανά ώρα (h). MSCFM [Μονάδα MSCFM] Χημ. Μηχ. Συμβολίζει μονάδα μέτρησης ροής ρευστού, που είναι ίση με χίλια πρότυπα κυβικά πόδια (ΙΟ3 std ft3) ανά λεπτό (min). Μ Shell [Στοιβάδα Μ] Ατομ.Φυσ. Χαρακτηρισμός (ορολογία) της τρίτης σε σειρά στοιβάδας ηλεκτρονίων που περιβάλλει τον ατομικό πυρήνα. Μπορεί να δεχτεί έως και 18 ηλεκτρόνια, των οποίων ο κύριος κβαντικός αριθμός είναι το 3. Μ Test Of Weierstrass [Τεστ Μ του Weierstrass] Μαθημ. Τεστ ομοιόμορφης σύγκλισης συναρτήσεων. Μια σειρά συγκλίνει ομοιόμορφα (σε ένα διάστημα) αν μπορεί να βρεθεί συγκλίνουσα ακολουθία θετικών σταθερών που να φράζει κατά αντίστοιχο όρο τους όρους της σειράς για ύλες τις τιμές του διαστήματος. Μ Type Stars [Αστέρες τύπου Μ] Αστρον. Οι ψυχρότεροι αστέρες στην ταξινόμηση φασματικών τύπων του Harvard. Mucic Acid [Μουκικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι γνωστό ως γαλακταρικό οξύ ή 2,3,4,5-τετραϋδροξυ-εξανοδιοϊκό οξύ. Έχει χημικό τύπο HOOC(CHOH)4COOH, μοριακό βάρος 210,14 και σημείο τήξεως 255 °C. Πρόκειται για κρυσταλλική ουσία που παράγεται κατά την οξείδωση της γαλακτόζης. Muck [Προϊόν εκσκαφής] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στα έργα πολιτικού μηχανικού, η ποσότητα των χωματισμών που προκύπτει απύ τις απαραίτητες εκσκαφές στην επιφάνεια του εδάφους. Mud [Αάσπη] Γεωλ. II κατάσταση των αργίλων και των ιλύων που διαμορφώνεται όταν αναμιχθούν με νερό. Mudsill [Περβάζι δαπέδου] Οικοό. Προεξοχή από την κατακόρυφη παρειά του εξωτερικού τοίχου ή τοιχίου ενός κτιρίου που βρίσκεται στο επίπεδο του φυσικού εδάφους. Mudstone [Πλίνθος] Οικοδ. Είναι ένα οικοδομικό υλικό, με γεωμετρικό σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, το οποίο κατασκευάζεται με την τοποθέτηση σε καλούπι και το ψήσιμο της αργίλου σε καμίνι ή την αποξήρανση στον ήλιο του πηλού. Muller Method [Μέθοδος Mailer] Μαθημ. Μέθοδος αριθμητικής εύρεσης ριζών που επεκτείνει τη μέθοδο της τέμνουσας χρησιμοποιώντας 3 σημεία. Mullion [Ορθοστάτης κουφώματος] Οικοό. Τα κατακόρυφα στοιχεία που χωρίζουν άνοιγμα παραθύρου μεγάλου μήκους σε δύο τμήματα. Mullite [Μουλλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής

Multidimensional Hilbert Transform

κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, κίτρινου ή λευκού χρώματος, με MB 426 και χημικό τύπο Al6Si20i3- Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.99: 1:0.38. Multi Input Multi Output Systems [Συστήματα πολλαπλής εισόδου πολλαπλής εξόδου] Πληρ. Πολυμεταβλητά συστήματα με τουλάχιστον 2 σήματα εισόδου και τουλάχιστον 2 σήματα εξόδου. Multicast Address Resolution Server [Εξυπηρετητής συντονισμού πολυαποστολής] Επικοιν. Υπολογιστής υποστήριξης πολυαποστολής σε διευθύνσεις τύπου Internet (IP) για μια ομάδα κόμβων (clusters). Multicast Backbone [Φορέας υποστήριξης πολυαποστολής] Επικοιν. Η υλοποίηση γίνεται συνήθως σε διευθύνσεις IP που παρέχει ο διαχειριστής δικτύου (τυποποιημένες από συστάσεις του TCP/IP για εσωτερική κατανάλωση πχ 239.0.0.0 ως 239.255.255.255) δηλαδή ένα εσωτερικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας. (Mbone) Multicasting [Πολυαποστολή] Επικοιν. Τεχνική αποστολής ενός αντιγράφου δεδομένων σε πολλούς Η/Υ χωρίς σύνδεση (δηλαδή τύπου ραδιοφώνου). Multichannel [Πολυκανάλι] Επικοιν. Απόδοση πολλών καναλιών μέσα σε ένα συνήθως με πολύπλεξη ή άλλες μεθόδους. Multichannel Communication [Πολυκαναλική επικοινωνία] Επικοιν. II ύπαρξη αρκετών καναλιών σίγουρα λύνει τα χέρια του χρήστη ειδικά αν επαρκούν για αμφίδρομη full duplex δηλαδή να μπορούν ταυτόχρονα τα 2 άκρα να εκπέμπουν και να λαμβάνουν. Η έλλειψη πολλών διαθέσιμων καναλιών οδήγησε σε πολλές τεχνικές πολυπλεξίας. Multichannel Loading [Φόρτωση πολυκαναλιού] Επικοιν. Χρήση (ανάπτυξη) φωνητικών καναλιών για ένα κανάλι που μετριέται με ειδική χαρακτηριστική αντοχής ή μέσης δύναμης. Multichannel Telephone [Τηλέφωνο πολυκαναλικό] Επικοιν. Τηλεφωνική γραμμή που μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία του Multichannel. Multicollinearity [Πολυσυγραμμικότητα] Στατ. Στην παλινδρόμηση παρουσιάζεται πολυσυγραμμικότητα αν υπάρχει γραμμικότητα τουλάχιστον 2 ανεξάρτητων μεταβλητών (οπότε μπορούν να ενσωματο)θούν σε μία). Multicomponent Distillation [Απόσταξη Πολυσύνθετου Μίγματος] Χημ.Μηχ. Διεργασία απόσταξης, όπου η τροφοδοσία αποτελείται από περισσότερα από δύο συστατικά, τα οποία τελικά διαχωρίζονται σε δύο ρεύματα, το προϊόν κορυφής και το προϊόν πυθμένα. Multidentate Ligand [Πολυδραστικός Υποκαταστάτης] Χημ. Αναφέρεται στον περιφερειακό υποκαταστάτη που περιέχεται σε ένωση συναρμογής, όταν ένα μόριό του συναρμόζεται με πολλούς δότες. Παράδειγμα ένωσης που περιέχει πολυδραστικό υποκαταστάτη είναι το EDTA. Multidimensional Fourier Analysis [Πολυδιάστατη Fourier ανάλυση] Μαθημ. II ύπαρξη, κατασκευή και ιδιότητες των σειρών Fourier και των ολοκληρωτικών μετασχηματισμών Fourier για συναρτήσεις τουλάχιστον 2 μεταβλητών. Γενικά κινούμαστε πάνω στα πρότυπα της μονομεταβλητής ανάπτυξης αλλά υπάρχουν και αλλαγές πχ στην αντιμετώπιση της παραγώγου, στην χρήση του αντίστροφου μετασχηματισμού κτλ. Multidimensional Hilbert Transform [Πολυδιάστατος μετασχηματισμός Hilbert] Μαθημ. Η πολυδιάστατη περί-

Multidrop Line

- 936 -

πτώση του ολοκληρωτικού μετασχηματισμού Hilbert. Multidrop Line [Γραμμή πολλών χρηστών] Επικοιν. 1. Πολλά τερματικά συνδέονται πάνω σε μια τέτοια αφιερωμένη (Dedicated) γραμμή (σε σύνδεση Multipoint) με φανερό κέρδος στην πολυπλοκότητα του συστήματος. Multifactorial [Πολυπαραγοντικό] Μαθημ. Συνήθως ορίζουμε το διπλό παραγοντικό η!! = η(η - 2)(η - 4)... αλλά μπορεί να οριστεί και η!!! κτλ. Multifactorial Design [Πολυπαραγοντικός σχεδιασμός] Στατ. Ο σχεδιασμός ενός πειράματος με περισσότερους από 1 παράγοντες (MANOVA). Χρησιμοποιούνται πολλές μέθοδοι που έχουν βοήθεια από τη θεωρία γραφημάτων και τη συνδυαστική (Λατινικά τετράγωνα, Ελληνικά Λατινικά τετράγωνα, BIB, ΡΒΓΒ, μέθοδος διαφορών κτλ). Multifoil [Πολύπτυχο] Μαθημ. Η γεωμετρική αυτή έννοια ταυτίζεται ουσιαστικά με την έννοια της πολλαπλότητας που είναι περισσότερο αλγεβρικά τοπολογική και εξυπηρετεί περισσότερο φυσικούς. Γενικά σημαίνει μια επίπεδη (smooth) γεωμετρική επιφάνεια χωρίς αιχμές (ενώ σαν πολλαπλότητα εννοούμε τον ίδιο χώρο όπου αναπτύσσονται συναρτήσεις). Multifractal [Πολλών διαστάσεων φράκταλ] Μαθημ. Ένα fractal που αποτελείται από πολλά μικρότερα fractal (πιθανά συνδεδεμένο με ένα σύστημα πιθανοτήτων). Συνήθης χρήση του είναι στο χρωματισμό ενός fractal αλλά και στην απόδοση ιδιοτήτων πχ διάχυση μιγμάτων στην αστρονομία, βιολογία, ιατρική κτλ. Multifunction Card [Κάρτα πολ)^πλών λειτουργιών] Πλημ. Κάρτα όπου έχουν ενσωματωθεί επεξεργαστής, κάρτα ήχου, ολοκληρωμένο οθόνης κτλ. Multigrid Methods [Μέθοδοι πολλαπλής εσχάρας] Μαθημ. Μέθοδοι αριθμητικής επίλυσης μερικών διαφορικών εξισώσεων. Κομβικό σημείο είναι η δημιουργία μιας αποδοτικής και κατάλληλα σχεδιασμένης εσχάρας σημείων ολοκλήρωσης. Multilayer Graphic [Πολυστρωματικό γραφικό] Τεχνολ. Μεθοδολογία επεξεργασίας γραφικών κύρια φωτογραφίας, όπου η επεξεργασία (πχ πρόσθεση χρωμάτων) γίνεται σε στρώματα· Έτσι μπορεί κάποια στρώματα να μονιμοποιηθούν και άλλα να γίνουν μεταβλητά (συνήθης τεχνολογία του διαδικτύου). Multilevel Sequrity [Πολυεπίπεδη ασφάλεια] Τεχνολ. Η χρήση πολλών διαδοχικών και διαφορετικών μηχανισμών ασφαλείας, ώστε να αποθαρρύνεται η πρόσβαση σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Περιλαμβάνουν κλειδώματα, αναγνώριση χρηστών από προσωπικά χαρακτηριστικά, επαναληπτική εφαρμογή πολλών σχημάτων κτλ. Μοντέλο γνωστό και σαν "το κρεμμύδι". Multilevel Transmission [Πολυεπίπεδη μετάδοση] Επικοιν. Είδος μετάδοσης όπου κάθε παλμός έχει ν επίπεδα και μπορεί να γίνει σειριακά αλλά κυρίως παράλληλα εκμεταλλευόμενοι μια σειρά ιδιοτήτων όπως τα σολιτόνια (πχ η MLT-3 με στάθμες -1, 0, 1). Multiline Appearance [Εμφάνιση πολλών γραμμών] Επικοιν. Συνηθίζεται στα μηχανήματα με οθόνη περιορισμένου μεγέθους (πχ κινητά τηλέφωνα) να ορίζουμε το μήκος γραμμών της οθόνης. Multiline Point To Point Protocoll [Πολυγραμμικό πρωτόκολλο από σημείο σε σημείο] Επικοιν. Πρωτόκολλο επέκτασης του ΡΡΡ που πραγματεύεται την αντίστροφη πολυπλεξία. (ΜΡΡΡ) Multilinear Algebra [Πλειογραμμική άλγεβρα] Μαθημ. Η άλγεβρα με αντικείμενο τις γραμμικές συναρτή-

σεις με 2 μεταβλητές - διανύσματα (πχ πολυώνυμα 2 μεταβλητών). Multimedia [Πολυμέσα] Πληρ. Ο όρος αυτός στον χώρο της πληροφορικής χαρακτηρίζει τα υπολογιστικά συστήματα στα οποία η επικοινωνία χρήστη και υπολογιστή γίνεται με διάφορους τρόπους εκτός της κλασικής ανταλλαγής των πληροφοριών μέσω του κειμένου. Έτσι χρησιμοποιείται ο ήχος, η εικόνα, η φωτογραφία, οι κινούμενες εικόνες, το video, cd, dvd κ.α. Multimedia Applications [Εφαρμογές πολυμέσων] Πλημ. Ένα νέο πεδίο για προγραμματιστές, καλλιτέχνες, κτλ. Υπάρχουν πολλά πακέτα σχεδίου, επεξεργασίας εικόνας, επεξεργασίας ήχου, επαγγελματικών παρουσιάσεων, μίξης βίντεο, ενοποίησης πολυμέσων με κείμενα κτλ. Συνήθως φτιάχνονται εφαρμογές σε λειτουργικό σύστημα windows αλλά και unix, για cd ή για το διαδίκτυο. Επιπλέον τα προϊόντα μπορούν να καλύψουν πλήθος αναγκών της αγοράς πχ εκπαίδευση, ενημέρωση και κύρια ψυχαγωγία. Multimedia Extensions [Επεκτάσεις πολυμέσων] Πλημ. Κάτω από το λειτουργικό σύστημα windows Kat την υποστήριξη του παλαιού πια επεξεργαστή Pentium MM Ε που έχει ειδικές εντολές αξιοποίησης του υλικού πολυμέσων, έχουμε τα προγράμματα κατασκευής εφαρμογών πολυμέσων που υποστηρίζουν σχεδόν πάντα μια scripting γλώσσα προγραμματισμού (τύπου Basic), ενώ υπάρχουν και προγράμματα διασύνδεσης με άλλες εφαρμογές για ανταλλαγή δεδομένων με DDE, OLE 2, κτλ. (ΜΜΕ) Multimedia Personal Computer [Προσωπικός υπολογιστής πολυμέσων] Πληρ. Ένα δεδομένο της βιομηχανίας υπολογιστών της νέας χιλιετίας. Από τη στιγμή που οι εφαρμογές πολυμέσων υποστηρίζονται από τον επεξεργαστή, τα απαραίτητα αξεσουάρ είναι cd, dvd, έγχρωμες οθόνες (όσο το δυνατόν μεγαλύτερες), ηχεία (αν είναι αναγκαίο και ενισχυτής), κάρτες ήχου, κάρτες τηλεόρασης, επεξεργασίας βίντεο κτλ. (MPC) Multimode [Πολύτροπα] Επικοιν. Ένας από τους 2 τρόπους μετάδοσης δεδομένων με οπτικές ίνες. Από την πηγή εκπέμπονται πολλές δέσμες που, είτε μεταδίδονται με αντανάκλαση στα τοιχώματα είτε με ημιτονοειδείς μορφές, κροσσούς συμβολής κτλ. Multinomial [Πολυώνυμο] Μαθημ. Είναι ένα αλγεβρικό άθροισμα, τουλάχιστον δύο το πλήθος μονωνύμων, που καλούνται όροι του πολυωνύμου. Ανάλογα με το μεγαλύτερο εκθέτη καθορίζεται και ο βαθμός του πολυωνύμου ως προς την αντίστοιχη μεταβλητή, ενώ το πολυώνυμο συνήθως γράφεται διατεταγμένο, δηλαδή ακολουθώντας τη διάταξη των εκθετών μίας μεταβλητής είτε αυξάνοντας είτε ελαττώνοντας τους. Multinomial Coefficients [Πολυωνυμικοί συντελεστές] Μαθημ. Οι συντελεστές των όρων του πολυωνύμου n μεταβλητών που προκύπτει στο ανάπτυγμα της (χι + χ2 + ... + Xn)k που είναι τύπου κ! / (Χ|! χ2! ...x m 0· Multinomial Distribution [Πολυωνυμική κατανομή] Στατ. Η n -διάστατη κατανομή M(n, p h ρ2, ..., ρπ.,) που επεκτείνει τη διωνυμική κατανομή στο χώρο R'1 με τη βοήθεια των πολυωνυμικών συντελεστών. Οι περιθωριακές κατανομές κάθε μεταβλητής είναι διωνυμικές. Multipass [Πολλά περάσματα] Πληρ. Όρος που συναντιέται κύρια στην ταξινόμηση αφού οι συγκρίσεις των μεθόδων προσπαθούν να μειώσουν αυτό το μέγεθος σε συνάρτηση με τον αριθμό αλλαγών και το χρόνο. Multipath Cancellation [Ακύρωση πολυμονοπατιού]

-937 -

Αδυναμία προσαρμογής συστήματος (συνήθως χαμηλού προφίλ) σε σήμα που έχει περάσει από πολλά σημεία αλλάζοντας φάση και συμβαίνει συνήθως μετά από ανάκλαση. Multiphase Flow [Πολυφασική Ροή] Ρενστομηχ. Ροή μίγματος ρευστών, τα οποία δεν σχηματίζουν ομοιογενές μέσο, αλλά αποτελούν ξεχωριστές φάσεις. Multiphoton Absorption [Πολυφωτονική απορρόφηση] Ατομ.Φνσ. Η διαδικασία όπου ένα άτομο αυξάνει το ενεργειακό του περιεχόμενο, απορροφώντας δύο ή περισσότερα φωτόνια. Multiphoton Ionization [Πολυφωτονικός ιονισμός] Ατομ.Φνσ. Η διαδικασία όπου ένα άτομο ιονίζεται, απορροφώντας δύο ή περισσότερα φωτόνια. Multiple Access Computer [Υπολογιστής πολλαπλής πρόσβασης] Πληρ. Υπολογιστής που εκμεταλλεύονται πολλοί χρήστες, πιθανά ο καθένας με τη δική του διασύνδεση, το δικό του περιβάλλον κτλ. Multiple-Arch Dam [Φράγμα πολλαπλών τόξων] Πολ. Μηχ. Φράγμα που αποτελείται από μια συστοιχία τοξωτών φορέων από οπλισμένο σκυρόδεμα οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κατακόρυφες πλάκες επίσης από οπλισμένο σκυρόδεμα. Multiple Bond [Πολλαπλός Δεσμός] Χημ. Χημικός δεσμός μεταξύ δύο ατόμων, ο οποίος συνίσταται σε περισσότερα από ένα ζεύγη ηλεκτρονίων. Multiple Comparisons [Πολλαπλές συγκρίσεις] Στατ. Στην ανάλυση διακύμανσης αν έχουμε τουλάχιστον κ μέσους αντίστοιχων ομάδων ελέγχουμε την υπόθεση, ότι οι μέσοι έρχονται από τον ίδιο πληθυσμό ή ποιοι διαφέρουν σημαντικά (μόνο αφού απορριφθεί η Η0 της ανάλυσης διακύμανσης) σύμφωνα με κάποια γνωστά τεστ (Duncan's, Newman Kewl's, Takey's, Shcffe's) που κατά κανόνα εκτελούν συγκρίσεις δειγμάτων ανά 2 με αντίστοιχα F τεστ. Multiple Connected Set [Πολλαπλά συνεκτικό σύνολο] Μαθημ. Σύνολο συνεκτικό αλλά όχι απλά συνεκτικό. Multiple Correlation [Πολλαπλή συσχέτιση] Στατ. Στην πολυδιάστατη ανάλυση η συσχέτιση παίρνεται μεταξύ 2 μεταβλητών σε ένα πίνακα. Multiple-Expansion Engine [Μηχανή Πολλαπλής Εκτόνωσης] Μηχ. Μηχανή όπου συμβαίνει εκτόνωση ενός ρευστού, η οποία χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα στάδια που επιτελούνται σε διαδοχικούς κυλίνδρους. Multiple Instruction Multiple Data [Πολλαπλές εντολές, πολλαπλά δεδομένα] Πληρ. Συνδυασμός αρχιτεκτονικών υπολογιστικών συστημάτων (πχ τοπικά δίκτυα, κατανεμημένα συστήματα κτλ). (M1MD) Multiple Integral [Πολλαπλό ολοκλήρωμα] Μαθημ. Το αντικείμενο (/J... J cp(xi,x2,...xn) dxi dx2... dxn) της θεωρίας ολοκλήρωσης στις πολλές διαστάσεις. Σε γενικές γραμμές ισχύουν τα ίδια που ισχύουν στη μια διάσταση. Συνήθως η ολοκλήρωση μπορεί να γίνει ξεκινώντας από οποιαδήποτε μεταβλητή. Συνηθισμένες εδώ είναι οι αλλαγές σε άλλο σύστημα συντεταγμένων πχ πολικές, κυλινδρικές, σφαιρικές κοκ. Τα αντίστοιχα γενικευμένα ολοκληρώματα έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Multiple Modulation [Πολλαπλή διαμόρφωση] Επικοιν. Ένα σήμα διαμορφώνεται σε 2 συνεχόμενες διαμορφώσεις (πχ για διπλές AM- FM ή AM- ΡΜ κτλ). Multiple Partial Correlations [Πολλαπλές μερικές συσχετίσεις] Στατ. Κατά τη διαδικασία κατασκευής του μοντέλου πολλαπλής παλινδρόμησης έτσι αναφέρεται το ποσοστό συμμετοχής στο μοντέλο. Επικοιν.

Multiplication Sign

Multiple Point Connection [Σύνδεση σε πολλά σημεία] Επικοιν. Παράλληλη σύνδεση πολλών τερματικών σε ένα μηχάνημα hub. Multiple Range Test [Τεστ πολλαπλών περιοχών] Στατ. Ένα από τα τεστ πολλαπλών συγκρίσεων (Multiple Comparisons) της ANOVA. Βρίσκουμε διαφορές μέσων και συγκρίνουμε με το ελάχιστο δειγματικό εύρος (μέθοδος Duncan) που δίνεται από πίνακες. Αρκετά αποδοτική μέθοδος για ισοπληθή δείγματα Multiple Regression [Πολλαπλή παλινδρόμηση] Στατ. Παλινδρόμηση με χρήση πολλών μεταβλητών και πιθανότητες υπό συνθήκη. Αντικείμενο της πολυδιάστατης ανάλυσης. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι επιλογής του κατάλληλου μοντέ)α>υ. Συνήθως προσθέτουμε η αφαιρούμε σταδιακά μεταβλητές ανάλογα με τη σημαντικότητα τους. Η διαδικασία στηρίζεται μόνο υπολογιστικά. Multiple Sampling [Πολλαπλή δειγματοληψία] Στατ. Δειγματοληψία που γίνεται σε πολλά στάδια ή φάσεις επεξεργασίας. Στην πολυσταδιακή περίπτωση (multi stage sampling) γίνεται επιλογή από το δείγμα του προηγούμενου σταδίου. Εκεί χωράει και κάποια θεραπεία. Multiple Star [Πολλαπλός αστέρας] Αστρον. Σύστημα τουλάχιστον 3 άστρων που φαίνεται σαν ένας. Παράδειγμα ο αστερισμός του Κάστορα έχει 3 διπλούς δηλαδή 6 άστρα). Multiple Virtual Storage [Πολλαπλή ιδεατή αποθήκευση] Πληρ. Λειτουργικό σύστημα της IBM που στηρίχτηκε κύρια στους επεξεργαστές της και στις γλώσσες Fortran,PL1. Ονομάστηκε έτσι από τις τεχνικές κοινής χρήσης μνήμης που ενσωμάτωνε. (MVS) Multiplex1 [Πολύπλεξη] Επικοιν. Συλλογή σημάτων από πολλά τερματικά και εναλλακτική αποστολή μέσα από ένα κοινό φορέα με σκοπό την αντίστροφη διαδικασία στον προορισμό. Διακρίνουμε πολύπλεξη χρόνου, κώδικα, συχνότητας κτλ. Multiplex2 [Στερεοσκόπιο] Γεν. Ειδικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη στερεοσκοπική απόδοση των αεροφωτογραφιών μέσω του οποίου ο χειριστής έχει τη δυνατότητα να βλέπει το έδαφος ανάγλυφα και να κάνει την τοπογραφική αποτύπωση της περιοχής που καλύπτουν οι αεροφωτογραφίες. Multiplexer [Πολυπλέκτης] Επικοιν. Υπάρχουν 2 βασικές κατηγορίες μηχανημάτων υλοποίησης πολυπλεξίας. Οι TDM πολυπλέκτες με απλότητα κατασκευής και χαμηλή ικανότητα και δυνατότητα τηλεφωνικών ζεύξεων που κάνουν πολύπλεξη χρόνου (σε στιγμές) αλλά χωρίς έλεγχο σφαλμάτων. Η μετάδοση δεν έχει καθυστερήσεις. Οι στατιστικοί πολυπλέκτες (STDM) αξιοποιούν τα νεκρά διαστήματα κάθε χρήστη για κοινή εξυπηρέτηση με βάσει παλαιότερα στατιστικά του δικτύου και με στατιστικές μεθόδους για έλεγχο ροής και φόρτου. (MUX) Multiplexing [Πολυπλεξία] Επικοιν. Η μέθοδος να στείλουμε δεδομένα από πολλούς χρήστες μέσα από ένα κοινό κανάλι μετάδοσης. "Ετσι γίνεται εξοικονόμηση τηλεφωνικών ζεύξεων και Modems. Σε κάθε πλευρά βρίσκεται και ένας πολυπλέκτης (MUX) που κανονίζει και την ανταλλαγή. Multiplication [Πολλαπλασιασμός] Μαθ. Μαθηματική πράξη μεταξύ δύο αριθμών από την οποία προκύπτει η αύξηση της τιμής του ενός αριθμού τόσες φορές, όσες καθορίζονται από την τιμή του δεύτερου αριθμού. Multiplication Sign [Σήμα του πολλαπλασιασμού]

Multiplication Table

-938-

Μαθ. Σήμα που όταν εμφανίζεται μεταξύ δύο αριθμών εννοεί ότι εκτελείται η πράξη του πολλαπλασιασμού. Multiplication Table [Πίνακας προπαίδειας] Μαθημ. Πίνακας εκμάθησης πολλαπλασιασμού από παιδιά. Multiplicative Function [Πολλαπλασιαστική συνάρτηση] Μαθημ. Είδος συναρτήσεων που συναντιέται κύρια στη θεωρία αριθμών και τις συναρτησιακές εξισώσεις όπου ισχύει f(km) = f(k)· f(m) για κατάλληλους αριθμούς k, m. Multiplicative Identity [Ουδέτερο στοιχείο πολλαπλασιασμού] Μαθημ. Είναι το μοναδιαίο στοιχείο, το οποίο πολλαπλασιαζόμενο με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του μαθηματικού συνόλου όπου ανήκει, το αφήνει αναλλοίωτο, δηλαδή το στοιχείο ισούται με τον εαυτό του, ενώ ισχύει και η αντιμεταθετική ιδιότητα. Multiplicative Inverse 1 [Αντίστροφος πολλαπλασιασμού] Μαθημ. Σε ένα μαθηματικό σύνολο με ορισμένη πράξη πολλαπλασιασμού, κάθε στοιχείο του συνόλου έχει και έναν αντίστροφο, δηλαδή ένα άλλο στοιχείο όπου το γινόμενο των δύο δίδει ως αποτέλεσμα το ουδέτερο στοιχείο του πολλαπλασιασμού. Multiplicative Inverse 2 [Πολλαπλασιαστικός αντίστροφος] Μαθημ. Σε αρκετές δομές η μη ύπαρξη μεταθετικότητας ορίζει 2 πολλαπλασιαστικούς αντίστροφους δεξιό και αριστερό. Τέτοιος είναι ο πολλαπλασιασμός πινάκων. Multiplicity Of Eigenvalue [Πολλαπλότητα ιδιοτιμής] Μαθημ. Από τη θεωρία πινάκων πολλαπλότητα ιδιοτιμής είναι ο αριθμός εμφάνισης της (αλγεβρική πολλαπλότητα) ή η διάσταση του αντίστοιχου ιδιοχώρου (γεωμετρική πολλαπλότητα). Για έναν τελεστή Τ εννοούμε τη διάσταση του πυρήνα του Ker (Τ- λΐ). Multiplier [Πολλαπλασιαστής] Μαθημ. Σε μια πράξη πολλαπλασιασμού ο δεύτερος αριθμός που καθορίζει πόσες φορές θα αυξηθεί η τιμή του πρώτου αριθμού. Multipling [Πολλαπλαστικό] Επικοιν. Μπορεί να πολλαπλασιάσει κανείς συχνότητες χρησιμοποιώντας διάφορες παρεμβολικές τεχνικές (συνηθέστερος ο διπλασιασμός), Ακόμα πιο προχωρημένο είναι όταν γίνεται μέσα από νευρωνικά δίκτυα. Multipoint Connection [Πολυσημειακή σύνδεση] Επικοιν. Με τη χρήση αφιερωμένων τηλεφωνικών γραμμών συνδέουμε στη σειρά κάποιους υπολογιστές αποφεύγοντας έτσι ακριβές συνδέσεις. Γνωστή και σαν Multidrop Connection. Multipoint Line [Γραμμή πολλών σημείθ)ν] Επικοιν. Σύνδεση πολλών συσκευών ή ελεγκτών τους ή οδηγών τους σε μια κοινή γραμμή. Μuitiprecision Arithmetic [Αριθμητική πολλαπλής υποδιαστολής] Μαθημ. Η αξιοποίηση προγραμματιστικών τεχνικών για να πετύχουμε τετραπλή συγκεκριμένα ακρίβεια από αυτή που καταφέρνουμε με την αριθμητική διπλής υποδιαστολής. Χρήσιμο για υπολογισμούς που εξαντλούν τα όρια πχ για εφαρμογές θεωρίας αριθμών κτλ Multiprocessing [Πολυεπεξεργασία] Πλημ. Η δυνατότητα ενός λειτουργικού συστήματος για υποστήριξη περισσότερων από ένα επεξεργαστών στο ίδιο ή όχι μηχάνημα. Multiprocessor [Πολυεπεξεργαστής] Πλημ. Η τοποθέτηση πολλών επεξεργαστών στο ίδιο μηχάνημα (στην ίδια μητρική). Συνήθως προγραμματίζονται να δουλεύουν παράλληλα για να μην υποαπασχολείται ο ένας από τους δύο. Multiprocessor Computer [Υπολογιστής πολυεπε-

ξεργασίας] Πλημ. Πρόκειται για ένα υπολογιστικό σύστημα που διαθέτει πολλούς ανεξάρτητους και ισχυρούς επεξεργαστές, οι οποίοι επικοινωνούν όλοι με μία κοινή μνήμη. Χρησιμοποιείται συγχρόνως από πολλούς χρήστες οι οποίοι μπορούν να εκτελούν και λογισμικά προγράμματα ειδικά για παράλληλο περιβάλλον επεξεργασίας. Multiprogramming [Πολυπρογραμματισμός] Πλημ. Καλείται η δυνατότητα εκτέλεσης συγχρόνως πολλών ανεξάρτητων λογισμικών προγραμμάτων από ισχυρά υπολογιστικά συστήματα. Όλα τα προγράμματα είναι φορτωμένα στην κύρια μνήμη του υπολογιστή, αλλά η κεντρική του μονάδα εκτελεί το καθένα ξεχωριστά σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, με αποτέλεσμα την βέλτιστη απόδοση του όλου συστήματος Multipurpose Internet Mail Extensions [Πολυχρηστικές επεκτάσεις ταχυδρομείου του διαδικτύου] Επικοιν. Ένα πρότυπο του διαδικτύου για την κωδικοποίηση δυαδικών αρχείων και την αποστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Προϋπόθεση εφαρμογής η χρήση των αντίστοιχων προγραμμάτων από τη μεριά του λήπτη. Η γλώσσα ΡΗΡ έχει σαν αντικείμενο τον εύκολο χειρισμό των ΜΙΜΕ. Multiresolution Screen [Οθόνη πολλαπλής ανάλυσης] Πλημ. Όλες οι οθόνες της νέας εποχής υποστηρίζουν πολλές αναλύσεις που καλά είναι να υποστηρίζονται και από το λειτουργικό σύστημα. Χρήσιμο ιδιαίτερα για εφαρμογές με γραφικά. Multiresolution Wavelet Analysis [Κυματίδιο πολυδιακριτής ανάλυσης] Μαθημ. Η γνωστή τεχνική των κυματιδίων (wavelet) για την πολυδιάστατη ανάλυση που βρήκε εφαρμογή σε πολλά πεδία. Η κατασκευή των κυματιδιακών συντελεστών γίνεται αναδρομικά. Παραδείγματα η Haar πολυδιακριτή ανάλυση κτλ. Multistage [Πολλαπλών επιπέδων] Τεχνολ. Σύνολο λειτουργίας ή διαδικασίας η οποία για να συμπληρωθεί πλήρως επιβάλλεται να εκτελεστούν επιμέρους δραστηριότητες με συγκεκριμένη αλληλουχία μεταξύ τους. Multistage Compressor [Πολυβάθμιος Συμπιεστής] Μηχ. Μηχάνημα που χρησιμοποιείται για συμπίεση και μεταφορά αερίων, όπου η συνολική αύξηση της πίεσης γίνεται σε διαδοχικά στάδια. Βρίσκει εφαρμογή κυρίως όταν απαιτείται υψηλός λόγος συμπίεσης. Multistage Pump [Πολυβάθμια Αντλία] Μηχ. Μηχανή συμπίεσης και μεταφοράς ρευστών, όπου το ρευστό περνά από μια σειρά διαδοχικών πτερωτών, για να επιτευχθεί η τελική αύξηση της πίεσης. Multistation Access Unit [Μονάδα πρόσβασης πολλών σταθμών] Επικοιν. Η σύνδεση ενός σταθμού σε δίκτυο Token Ring γίνεται μέσω της MAU με εισαγωγή και εξαγωγή ενός συνδετήρα πχ RJ45. Την ευθύνη λειτουργίας και αποκατάστασης έχει το MAU. Multistep Methods [Πολυβηματικές μέθοδοι] Μαθημ. Μια από τις 2 μεγάλες κατηγορίες μεθόδων αριθμητικής επίλυσης προβλημάτων αρχικών τιμών συνήθων διαφορικών εξισώσεων της μορφής y'(x) = f(x, y(x)). Κατασκευάζουμε μια διαμέριση του διαστήματος ολοκλήρωσης. Έχοντας κ αρχικές τιμές της συνάρτησης y αξιοποιούμε m τιμές της παραγώγου και βρίσκουμε την επόμενη τιμή της y. Βασικό μειονέκτημα η πολυπλοκότητα υλοποίησης. Πλεονέκτημα η καλή συμπεριφορά στα δύσκολα (stiff) προβλήματα. Κύριοι τύποι μεθόδων: Adams Moulton, Adams Bashforth, Milne, BDF, κα. Multi-Storey Building [Πολυώροφο κτίριο] Οικοδ.

-939-

Music Synthesizer

Ονομασία που δίδεται στα κτίρια που αποτελούνται νυσμα των μέσων. Μια διανυσματική τυχαία μεταβληαπό πολλούς ορόφους, συνήθως πάνω από 10. τή Χ έχει την πολυδιάστατη κανονική κατανομή, αν Multisync Monitor [Οθόνη πολλών συχνοτήτων] κάθε γραμμικός συνδυασμός των συντεταγμένων του Πληρ. Οθόνη που μπορεί να δεχτεί περισσότερες από Χ έχει την κανονική κατανομή. μια συχνότητες εισόδου. Multivariate Poisson Distribution [Πολυμεταβλητή Multitasking [Πολυεπεξεργασία] Πληρ. Η εκτέλεση κατανομή Poisson] Στατ. II κατανομή που γενικεύει τουλάχιστον 2 προγραμμάτων διαδοχικά σαν να εκτε- την απλή κατανομή Poisson. λούνται παράλληλα. Η κατανομή μπορεί να προκύπτει Municipal Engineering [Πολεοδομία] Πολ.Μηχ. Είναι από το λειτουργικό σύστημα (preemptive) όπως συνή- η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την μελέτη και τον θως γίνεται πια ή από την εφαρμογή (cooperative). σχεδιασμό της δόμησης και της οργάνωσης μίας ολόMulti terminal System [Σύστημα πολλαπλών τερματι- κληρης πόλης. κών] Πληρ. Ονομάζεται κάθε ηλεκτρονικό υπολογιστι- Muon [Μυόνιο] Πυρην.Φνσ. Στοιχειώδες σωμάτιο της κό σύστημα το οποίο διαθέτει μία κεντρική μονάδα ομάδας των λεπτονίων. Έχει αρνητικό φορτίο, μάζα επεξεργασίας ικανή να ανταλλάσσει πληροφορίες με 209 φορές μεγαλύτερη αυτής του ηλεκτρονίου και χρόμεγάλο αριθμό τερματικών. νο ημίσειας ζωής 2.2 ΙΟ"6 sec. Διασπάται δίνοντας ένα Multithreading [Πολυμορφισμός] Πληρ. Ικανότητα ηλεκτρόνιο, ένα νετρίνο και ένα αντινετρίνο. γλωσσών προγραμματισμού φτιαγμένες με αντικειμε- Muon Lepton Number [Μυονικός λεπτονικός αριθνοστραφή λογική που δίνει τη δυνατότητα σε μια συ- μός] Πνρην.Φνα. Κβαντικός αριθμός που χρησιμονάρτηση να καλείται με διαφορετικές συνθέσεις και να ποιείται στην περιγραφή των φαινομένων που απορούν υλοποιείται διαφορετικά κάθε φορά χωρίς να παρου- στα μυόνια και στα λεπτόνια καθώς και στις μεταξύ σιάζεται πρόβλημα εκτέλεσης. Η λειτουργία σε μη α- τους αλληλεπιδράσεις. ντικειμενοστραφή περιβάλλοντα υλοποιείται σε μια Muonic Atom [Μυονικό άτομο] Ατομ.Φνσ. Ατομο, ένα δομή πολλαπλής επιλογής. ηλεκτρόνιο του οποίου έχει αντικατασταθεί από ένα Muitiaser System [Σύστημα πολλών χρηστών] Πληρ. μυόνιο. Ένα σύστημα που μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς Muonium [Μυόνιουμ] Ατομ.Φυσ. Εξωτικό άτομο, που χρήστες σειριακά η παράλληλα (με πολυεπεξεργασία), αποτελείται από ένα ηλεκτρόνιο και ένα θετικά φορτισυνήθης δικτυακή κατάσταση. Ο αριθμός τους εξαρτά- σμένο μυόνιο (βλέπε Muon). Η μάζα του είναι 0.11 ται από διάφορους παράγοντες. φορές αυτής του ατόμου του υδρογόνου και έχει χρόνο 6 Multivalued Function [Πολύτιμη συνάρτηση] Μαθημ. ημίσειας ζωής 2.2 ΙΟ" sec. Συναρτήσεις που σε κάποιο σημείο του συνόλου ορι- Murphree Efficiency [Απόδοση Murphree] Χημ. Μηχ. σμού παίρνει περισσότερες από μία τιμές (η και ολό- Ορίζεται για ένα δίσκο αποστακτικής στήλης, ως το κληρο διάστημα). Αυτή η (θεσμική) παράβαση δη- πηλίκο του πραγματικού διαχωρισμού που επιτυγχάνεμιουργεί ένα νέο κλάδο της ανάλυσης με άπειρες εφαρ- ται στο συγκεκριμένο δίσκο προς το διαχωρισμό μιας μογές. Βασική χρήση στην επίλυση διαφορικών εξισώ- θεωρητικής βαθμίδας. Συμβολίζεται ως ΕΜ και υπολοσεων. Προχωρούμε κάπως αργά και στην αριθμητική γίζεται πειραματικά με ανάλυση δείγματος υγρού και υλοποίηση. ατμού από κάθε δίσκο. Multivalued Logic [Πολύτιμη λογική] Μαθημ. Η λογι- Musca [Musca] Αστρον. Μικρός αστερισμός/ κοντά κή όταν πέραν των καταστάσεων αληθής και ψευδής στον αστερισμό του Χαμαιλέοντα. υπάρχουν και άλλες τιμές. Νέος κλάδος της λογικής Mushroom Construction 1 [Μυκητοειδής δομή] Οιπου στέκεται στα θεμέλια της αξιοποίησης μεθόδων κοδ. Πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα με επίπεδες και ασαφούς λογικής και κβαντομηχανικής στην πληροφο^ τις δύο επιφάνειές της. Το πάχος αυτών των πλακών ρική. είναι το ελάχιστο 25 εκατοστά και αποτελούνται από Multivariate Analysis [Πολυμεταβλητή ανάλυση] πλατιά δοκάρια μεταξύ των οποίων το κενό πληρώνεΣτατ. Κλάδος της στατιστικής που περιλαμβάνει το ται με τσιμεντόλιθους, οι οποίοι καλύπτονται στην άγραμμικό μοντέλο παλινδρόμησης με πολλές μεταβλη- νω πλευρά τους με μια λεπτή πλάκα πάχους περίπου 7 τές, Ανάλυση παραγόντων, θεωρία κύριων παραγό- εκατοστών από οπλισμένο σκυρόδεμα και δοκίδες μεντων, ανάλυση συσχέτισης, διακριτική (discriminant) ταξύ των τσιμεντόλιθων. ανάλυση και ταξονομία. Mushroom Construction 2 [Τύπος κατασκευής] Πολ. Multivariate Analysis Of Variance [Πολυμεταβλητή Μηχ. Πρόκειται για φέροντα οργανισμό κατασκευής ανάλυση της διακύμανσης] Στατ Εννοούμε την εύρεση από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο οποίος δεν έχει δοκάρια και αξιολόγηση των παραγόντων ενός πειράματος που αλλά οι πλάκες του στηρίζονται απευθείας επάνω στα επηρεάζουν σημαντικά το πείραμα (τη διακύμανση υποστυλώματα, τα οποία στην κορυφή τους είναι ενιτων δεδομένων μας). σχυμένα ώστε να μπορεί να αντιμετωπισθεί η αστοχία Multivariate Hypergeometric Distribution [Πολυμεταβλητή από τις διατρητικές τάσεις. Καθώς ο φέροντας οργανιΥπεργεωμετρική κατανομή] Στατ Η κατανομή Hg (Ν, n, plf σμός με τέτοιου είδους υποστυλώματα τοπικά θυμίζει το σχήμα ενός μανιταριού, από εκεί έχει πάρει και την p2,..., pk-i) που γενικεύει την απλή υπεργεωμετρική. Multivariate Linear Model [Πολυμεταβλητό γραμμι- ονομασία του στην αγγλική ορολογία. κό μοντέλο] Στατ. Το αποτέλεσμα της ανάλυσης πα- Mushroom Slab [Μυκητοειδής πλάκα] Οικοδ. —> λινδρόμησης με περισσότερες από μια εξαρτημένες Mushroom Construction. μεταβλητές. Music Synthesizer [Όργανο σύνθεσης μουσικής] ΤεMultivariate Normal Distribution [Πολυμεταβλητή χνολ. Ηλεκτρονικό όργανο είδος αρμονίου που μπορεί κανονική κατανομή] Στατ. Η κατανομή που γενικεύει να συνθέσει ήχους τους οποίους ο χρήστης ή ο κατατην απλή κανονική κατανομή σε χώρους κ 1 2 διαστά- σκευαστής έχει εισαγάγει από πριν. Μετά την κατασεων. Η διακύμανση δίνεται από έναν συμμετρικό θε- σκευή του προτύπου midi μπορεί κανείς να προσοτικά ορισμένο πίνακα τάξης κ και ο μέσος από το διά- μοιώσει οποιοδήποτε μουσικό όργανο, ή άλλο ήχο και

Musical Instrument...

-940-

να τα επεξεργαστεί μουσικά, να τα αποθηκεύσει, μιξάρει κτλ. Με επαγγελματικές πια δυνατότητες. Musical Instrument Digital Interface [Ψηφιακή διασύνδεση μουσικών οργάνων] Πληρ. Πρότυπο δημιουργίας και κυρίως αναπαραγωγής ήχων μουσικών οργάνων στον Η/Υ. Συνήθως είναι το πρότυπο που χρησιμοποιούν οι κάρτες ήχου και τα μουσικά συνθεσάιζερ. Το σήμα δεν είναι ακριβές αλλά παράγεται από προσεγγιστικούς αλγόριθμους υψηλής απόδοσης. Αποθηκεύονται σε αρχεία με κατάληξη midi. Mustard Gas [Αέριο Μουστάρδας] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το διχλχορο-διαιθυλο-σουλφίδιο, που έχει χημικό τύπο (C1CH2CH2)2S, μοριακό βάρος 122,18, σημείο ζέσεως 164-166°C και σημείο πήξεως -10 °C. Είναι δηλητηριώδες αέριο, διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς. Mutarotation [Πολυστροφισμός] Οργ. Χημ. Αλλοίωση της γωνίας στροφής του επιπέδου του πολωμένου φωτός, που παρατηρείται κατά την παραμονή διαλυμάτων σακχάρων που παρασκευάσθηκαν πρόσφατα, μέχρις ότου επιτευχθεί σταθερή τιμή ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα. Mutation [Αλλαγή] Μαθημ. Αν έχουμε ένα κόμβο (από τα γνωστά είδη) τότε μπορούμε να πάρουμε ένα νέο κόμβο με κόψιμο, δίπλωμα, περιστροφή, κόλλημα με 3 διαφορετικούς τρόπους. Mute [Σιωπηλός] Επικοιν. 1. Μη απόδοση ακουστικού σήματος 2. Ιδιότητα ενός συστήματος μετάδοσης που χαρακτηρίζεται σαν μη εκπομπή. Mutual Deadlock [Θανάσιμος εναγκαλισμός] Πληρ. 1. Κατάσταση που συναντιέται σε σύστημα πολλών χρηστών όταν 2 άτομα προσπαθούν να προσπελάσουν την ίδια εγγραφή μιας βάσης δεδομένων ενώ δεν έχει ληφθεί προστασία γι' αυτό. 2. Όταν δύο διαφορετικές διεργασίες θέλουν να προσπελάσουν την ίδια υπηρεσία ταυτόχρονα αλλά η κάθε μια περιμένει τον ξένο σηματοφόρο να ελευθερωθεί. Mutual Induction [Αμοιβαία επαγωγή] Ηλεκτρομαγν. Η ανάπτυξη ηλεκτρεγερτικής δύναμης σε ένα κύκλωμα εξαιτίας της μεταβολής της έντασης του ρεύματος που διαρρέει ένα γειτονικό κύκλωμα. Mutually Exclusive Events [Αμοιβαία αποκλειόμενα γεγονότα] Στατ Δύο γεγονότα από τον ίδιο δειγματικό χώρο που είναι ξένα μεταξύ τους. Η πιθανότητα της

ένωσης τους ισούται με το άθροισμα των πιθανοτήτων του καθενός. Mutually Orthogonal Latin Squares [Αμοιβαία ορθογώνια Αατινικά τετράγωνα] Στατ. Ένα σύνολο από Αατινικά τετράγωνα θα λέγονται αμοιβαία ορθογώνια αν κάθε ζευγάρι του συνόλου είναι ορθογώνιο (με υπέρθεση έχουν αντιστοιχία συμβόλων και γραμμάτων 1-1). Είναι γνα>στό και σαν Υπέρ Ελληνικό Λατινικό τετράγωνο (Hyper Graeco Latin square). MW [Μονάδα MW] Μηχ. -> Megawatt mW [Μονάδα mW] Μηχ. Milliwatt MYCIN [Εμπειρο σύστημα MYCIN] Πληρ. Έξυπνο πληροφοριακό σύστημα της δεκαετίας του 1970 που έκανε αυτόματη διάγνωση ασθενειών αίματος. Πρωτοπόρο στον τομέα του. Myelin [Μυελίνη] Βιοχημ. Πρόκειται για μία ουσία η οποία περικλείει τον άξονα ορισμένων νεύρων, είναι χρώματος λευκού και η σύστασή της μπορεί να χαρακτηρισθεί ως λιπολευ κωματώδης. Myosin [Μυοσίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση πρωτεϊνικής φύσης, μεγάλης βιολογικής σημασίας λόγω της ισχυρής ενζυματικής της δράσης και του ρόλου που παίζει σε συνδυασμό με την ακτίνη στη συστολή και διαστολή των μυών. β-Myrcene [β-Μυρσένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 136 και χημικό τύπο C10HI6. Απο, τελεί παράγωγο των τερπενικών ενώσεων και εμφανίζεται διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Η ευχάριστη του οσμή το καθιστά μία χρήσιμη πρώτη ύλη στην παραγωγή αρωμάτων. Myriametric Waves [Μυριαμετρικά κύματα] Φυα. Ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος ανάμεσα στα 10 και 105m. Myristic Acid [Μυριστικό Οξύ] Οργ. Χημ. Αλειφατικό οργανικό οξύ, με 14 άτομα άνθρακα, γνωστό και ως δεκατετρανοϊκό οξύ. Έχει χημικό τύπο C13H27COOH, μοριακό βάρος 228,38, σημείο ζέσεως 250,5 °C και σημείο τήξεως 58 °C. Είναι λιπαρή ουσία, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών και καλλυντικών. Myrrh [Σμύρνα] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η ρητινώδης ουσία η οποία παράγεται από το ομώνυμο φυτό και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, σε ορισμένα καλλυντικά και αλλού.

Newman -PenroseFormalism-941-

Maltose CH2OH

CH2OH

Ο

Ο OH

0

/ \

,ΟΗ

,ΟΗ

ΟΗ

ΟΗ

Melamine Η2Ν

Κϊ

Ν Η 2 "NT

JM NH2

MethyleneBlue

Cf

(CH3)2N N(CH3)2

Methyl Red COOH (CH3)2N

N:N

Ν ν [Σύμβολο νετρίνο] Φυσ. Γενικό σύμβολο των τριών ειδών νετρίνων τα οποία αντιστοιχούν στα τρία λεπτόνια. Δηλαδή τα νετρίνα που αντιστοιχούν στο ηλεκτρόνιο το μεσόνιο και το ταυ λεπτόνιο. Σύμφωνα με πειραματικά δεδομένα το κάθε ένα απ1 αυτά μπορεί να μεταβληθεί με συνάρτηση του χρόνου σε κάποιο από τα άλλα. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν αυτά έχουν μάζα. ν [Σύμβολο συντελεστή τριβής] Φυσ. Σύμβολο της κινηματικής τριβής. Π.χ. αυτής ενός ρευστού. Συνήθως η δύναμη της τριβής F είναι ανάλογη και αντίθετη του διανύσματος της ταχύτητας u. Δηλαδή ισχύει F=-vu. ν [Σύμβολο συχνότητας] Φνσ. Σύμβολο της συχνότητας, Π.χ. της συχνότητας ενός αρμονικού ταλαντωτή ή της συχνότητας μετάπτωσης ενός ατόμου ή μορίου με την εκπομπή ή απορρόφηση ενός φωτονίου. Η ενέργεια του φωτονίου Ε συνδέεται με τη συχνότητα ν μέσω του τύπου του Einstein E=hv όπου h είναι η σταθερά του Planck. Ν [Σύμβολο αζώτου] Φυσ.Χημ. Φυσικό στοιχείο με ατομικό αριθμό επτά. Εμφανίζει δυο σταθερά ισότοπα με μαζικούς αριθμούς 14 και 15. Στην φύση εμφανίζεται ελεύθερο σε αέρια μορφή. Έχει ηλεκτρονική δομή [He]2s22p2. Ν [Αριθμός του Avogadro] Φυσ. Εκφράζει τον αριθμό των μορίων που υπάρχουν σε ένα mole οποιασδήποτε χημικής ένωσης. Ισούται με (6.02217 ± 0.00004) ' 10 . Ν- [Νάνο-] Φυσ. Πρόθεμα σε φυσικές μονάδες νια την τιμή 10"9. Π. χ. το nm αντιστοιχεί στην τιμή 10 m, το nscc σε 10~ν see κ.τ.λ. Ν [Σύμβολο νετρονίου] Φυσ. Στοιχειώδες σωμάτιο συστατικό του πυρήνα των ατόμων. Έχει περίπου την ίδια μάζα με το πρωτόνιο αλλά φορτίο μηδέν. Σύμφωνα με θεωρίες στοιχειωδών σωματιδίων αποτελείται από ένα ηλεκτρόνιο και ένα πρωτόνιο. η- [Πρόθεμα η- ή κ-] Ομγ.Χημ. Πρόθεμα που μπαίνει μπροστά από την ονομασία μιας οργανικής ένωσης, θέλοντας να υποδηλώσει ευθεία ανθρακική αλυσίδα, την απουσία δηλαδή διακλάδωσης. Π.χ. n-βουτάνιο (CH3cccvvzfCH2CH2CH3). Σε άλλες περιπτώσεις υποδηλώνει ταυτόχρονα ότι και η χαρακτηριστική ομάδα ευρίσκεται στο ακραίο άτομο άνθρακα. Π.χ. nβουτανόλη ή 1-βουτανόλη (CH3CH2CH2CH2OH). Ν [Νιούτον] Μηχ. Μονάδα δύναμης οριζόμενη ως lKgr*m/sec2. Ανήκει στο διεθνές σύστημα μονάδων, Ισούται με ΙΟ5 δίνες. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μεγάλου φυσικού Isaac Newton (1642 - 1727). Ν α [Σύμβολο ΝΑ] Χημ. Ο αριθμός Avogadro. Ο σταθε-

ρός αριθμός ατόμων, μορίων ή ιόντων, που περιέχεται σε 1 mol ατόμων, μορίων ή ιόντων. Έχει τιμή ΝΛ=6,023.102\ Αναφέρεται και σαν σταθερά του Loschmidt. Na [Σύμβολο νατρίου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του νατρίου όπως είναι στον περιοδικό πίνακα. Nacelle [Θάλαμος αεροσκάφους] Αεμομηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται είτε το τμήμα εκείνο ενός αεροσκάφους το οποίο προστατεύει τον χώρο όπου βρίσκονται το πλήρωμα και τα όργανα πλοήγησης ή το κάλυμμα της μηχανής. Πρέπει να έχει αεροδυναμικό σχήμα και να πληροί όλες τις απαιτήσεις αντοχής. Nacrite [Νακρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής που ανήκει στην ομάδα του καολινίτη, έχει μονοκλινή κρυσταλλική δομή, είναι διάφανο με λευκό ή κίτρινο χρώμα, έχει MB 258 και χημικό τύπο Al2Si205(0H)4. Ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = 1.73: 1: 3.05. Nadir [Ναδίρ] Αστμον. Πρόκειται για το εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από το ζενίθ. Είναι δηλαδή η τομή της κατακόρυφου ενός τόπου, αν αυτή προεκταθεί στο άπείρο, με την ουράνια σφαίρα, αλλά κάτω από τη θέση του παρατηρητή, δηλαδή σχηματίζοντας γωνία 180 μοιρών από τη διεύθυνση του ζενίθ, Nadorite [Ναδωρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές, καφέ κίτρινου ή γκρίζου χρώματος, με MB 396 και χημικό τύπο PbSb02Cl. Ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c 1.03: 1: 2.2.5 και συναντάται κυρίως στην Αλγερία, Naiad [Ναϊάς] Αστρον. Με τα παρακάτω χαρακτηριστικά δορυφόρος του πλανήτη Ποσειδώνα: Περίοδο 7.1 ώρες, απόσταση από τον πλανήτη 48000 χιλιόμετρα και διάμετρο 54 χιλιόμετρα. Nail1 [Καρφί] Τεχνολ. Μακρόστενο λεπτό μεταλλικό εξάρτημα με τη μία άκρη μυτερή και την άλλη διαπλατυσμένη που χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος μεταξύ δύο ξύλινων τεμαχίων η για τη σταθερή τοποθέτηση ενός αντικειμένου σε μια επίπεδη επιφάνεια, Nail2 [Κάρφωμα] Τεχνολ. Η διαδικασία τοποθέτησης ενός καρφιού στο σημείο που απαιτείται με κρούσεις που εκτελούνται με ένα μηχανικό εργαλείο ή σφυρί, Nail Blunting [Αμβλυνση αιχμής] Τεχνολ. Τεχνική τοποθέτησης ενός καρφιού που συνίσταται στην τοποθέτηση πρώτα της κεφαλής επί του ξύλου και κατόπι με μια κρούση σφυριού να αμβλυνθεί η μύτη. Έτσι δημιουργείται πάνω στο ξύλο το αποτύπωμα της κεφαλής και στη συνέχεια γίνεται το κανονικό κάρφωμα. Nailhead [Κεφαλή καρφιού] Τεχνολ. Το διαπλατυσμένο

- 943 -

επίπεδο άκρο ενός καρφιού επί του οποίου εφαρμόζονται οι κρούσεις για να εξασφαλιστεί η τοποθέτησή του στο σημείο χρήσης. Nakayama's Lemma [Λήμμα του Nakayama] Μαθημ. Έστω Α ένας αντιμεταθετικός δακτύλιος. Οι κάτωθι προτάσεις είναι ισοδύναμες: α) I είναι ένα ιδεώδες που περιέχεται σε όλα τα maximal ιδεώδη του Α και Μ ένα πεπερασμένο modulo πάνω στο Α β) εάν ΙΜ=Μ, όπου ΙΜ είναι τα στοιχεία im με i να ανήκει στο I και m να ανήκει στο Μ, τότε Μ=0. Naked Singularity [Γυμνή ανωμαλία] Σχετ. Χωροχρονικό σημείο ανωμαλίας από το οποίο προέρχονται γεωδαισιακές καμπύλες που δεν έχουν ορίζοντα γεγονότων και παραβιάζουν την αιτιότητα. Nalidixic Acid [Ναλιδιξικό οξύ] Ομγ.Χημ. Στερεή οργανική ένωση υποκίτρινου χρώματος με σημείο τήξης 229-230°C. Ουσία διαλυτή σε χλωροφόρμιο και τα α}.καλικά διαλύματα, που χρησιμοποιείται στη Φαρμακευτική σαν αντιβακτηριωτικό σε ανθρώπους και ζώα. (Βλέπε σχήμα τέλος Ν). NAND [Σύμβολο Ν AND] Μαθημ. Η άρνηση της σύζευξης λογικών προτάσεων. Εάν τουλάχιστον μία πρόταση είναι ψευδής το αποτέλεσμα είναι αληθές, ενώ αν όλες οι προτάσεις είναι αληθείς το αποτέλεσμα είναι ψευδές. Το σύμβολο Ν AND προέρχεται από το συνδυασμό του συμβόλου άρνησης NOT και του συμβόλου σύζευξης AND. NAND Circuit [Κύκλωμα NAND] Ηλεκτρ. Πρόκειται για ηλεκτρονικό λογικό κύκλωμα που αντιστοιχεί στο μαθηματικό τελεστή NAND. Το αποτέλεσμα του είναι το λογικό 0 στην περίπτωση που όλες οι λογικές μονάδες που εισάγουμε είναι 1. Διαφορετικά το αποτέλεσμα θα είναι το λογικό 1. Nano- [Νανο-] Φυσ.Χημ. Σαν πρώτο συνθετικό μιας μονάδας μέτρησης υποδηλώνει το ένα δισεκατομμύριοστό της μονάδας που ακολουθεί. Π.χ. lnm=10 m. lnm=10" μπι. Nanogram (Ng) [Νανογραμμάριο] Μηχ. Αποτελεί μία υποδιαίρεση της μονάδας μάζας του γραμμαρίου και ισούται με το ένα δισεκατομμυριοστό αυτού. Nanometer [Νανόμέτρο] Μηχ. Είναι μία υποδιαίρεση της μονάδας μήκους του μέτρου και ισούται με το ένα δισεκατομμυριοστό αυτού. Nanon [Νανόμετρο] Μηχ. -» Nanometer Nanosecond [Νανοδευτερόλεπτο] Μηχ. Ισούται με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας χρόνου του ενός δευτερολεπτου. Nansen Bottle [Μπουκάλι Nansen] Ωκεαν. Συσκευή που χρησιμοποιείται από τους ωκεανολόγους για να παίρνουν δείγματα νερού από τα κάτω στρώματα του ωκεανού. Αποτελείται από ένα δοχείο στο σχήμα ενός μπουκαλιού του οποίου τα άκρα κλείνουν με ένα καπάκι όταν το μπουκάλι κατά την κατάβασή του στο βυθό, φτάσει στο βάθος απ' όπου θέλουμε να συλλέξουμε το δείγμα. Nansen Cast [Συλλογή Nansen] Ωκεαν. Αποτελεί μια σειρά συλλογής δειγμάτων νερού από διάφορα σημεία και βάθη των ωκεανών με το μπουκάλι του Nansen, καταγράφοντας ταυτόχρονα και τη θερμοκρασία της εκάστοτε περιοχής και βάθους απ' όπου έγινε η δειγματοληψία. Nap [Χνούδι] Οικοδ. Σε μοκέτα πυκνής υφής που οι ίνες δεν έχουν ελεύθερο άκρο στην επιφάνεια αλλά γυρίζουν, το σπάσιμο των ινών σε περιοχές λόγω φθοράς.

l-(l-naphthyl)-2-thiourea

Naperian Logarithm [Νεπέρειος λογάριΟμος] Μαθημ. Ορίζεται ως ο πραγματικός εκθέτης στον οποίο πρέπει να υψωθεί ο υπερβατικός αριθμός e, ώστε να προκύψει ο αρχικός αριθμός του οποίου αναζητείται ο νεπέρειος λογάριΟμος. Naphtha [Νάφθα] Υλικ. Πρόκειται για μία λεπτόρρευστη πτητική ουσία η οποία προκύπτει από το ακάθαρτο πετρέλαιο με τη διαδικασία της κλασματικής απόσταξης. Η νάφθα αποτελείται στην ουσία από ένα μείγμα διαφόρων υδρογονανθράκων και χρησιμοποιείται στην πετροχημεία και για την τροφοδότηση των καυστήρων των λεβήτων. Naphthalene Or Naphthalin [Ναφθαλίνη] Χημ. Πρόκείται για μία οργανική ένωση, αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, με χρώμα λευκό και χαρακτηριστική οσμή, που παράγεται από τη λιθανθρακόπισσα. Χρησιμοποιείται για την προστασία των ενδυμάτων, των δερμάτων και άλλων ρούχων από το σκώρο ως εντομοκτόνο αλλά και ως συστατικό των βερνικιών. 1-Naphthaleneacctacetic Acid (ΝΑΑ) [1-Ναφθαλενοοξικό οξύ ή 1-ναφθυλοξικό οξύ] Opy Χημ. Λευκή, κρυσταλλική ή άμορφη οργανική ένωση, παράγωγο του ναφθαλινίου με μοριακό τύπο C]2H10O2 και σημείο τήξης σε καθαρή κατάσταση 134-135°C. Ελάχιστα διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται σε διάφορα γεωργικά σκευάσματα (σε σκόνη ή σε υγρή μορφή), σαν ρυθμιστής της ανάπτυξης φυτών και καρπών, επιβραδύνοντας την ωρίμανση των καρπών. 1-Naphthaleneacetamide [1-Ναφθαλενακεταμίδιο] Opy. Χημ. Λευκό οργανικό στερεό με μοριακό τύπο Οι2ΗηΝΟ και σημείο τήξης 183° C. Η επίσημη ονομασία του (κατά IUPAC) είναι 2-(1-ναφθυλ-) ακεταμίδιο, είναι, όμως, γνωστό και με τα αρχικά "NAAm". Χρησιμοποιείται σαν ρυθμιστικός παράγοντας της αύξησης φυτο')ν και φρούτων, π.χ. των μήλων. 1-Naphthalenesulfoniric Acid [1-Ναφθαλεν^ουλχρονικό οξύ] Ομγ.Χημ. Παράγωγο του ναφθαλίνιου, που περιέχει μία ομάδα -SO3H στη θέση 1. Έχει τύπο C10H7SO3H παρουσιάζει σημείο τήξης 77-79°C. Το μετά νατρίου άλας της παρουσιάζεται πολύ υγροσκοπικό. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, 1,5-Naphthalenedisutfonkac Acid [Ι^Ναφθςλενοδν^υλφσνικό οξύ] ΟργΧημ Παράγωγο του ναφθαλινίου, που περιέχει δύο ομάδες -SOjH σε θέση 1 και 5. Έχει τύπο CIQH^ (S03H)2 και αποσυντίθενται με θέρμανση. Λευκό, στερεό, που με τη τετραένυδρη μορφή είναι γνωστή σαν οξύ του Armstrong. Φέρεται στο εμπόριο και με τη μορφή του δινάτριου άλατος. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωμάτων. Naphthene [Ναφθένιο] Οργ.Χημ. Σειρά κυκλικών υδρογονανθράκων (κυκλοαλκανίων), παραγώγων του κυκλοπεντανίου (C5H10) και του κυκλοεξανίου (C 6 HJ 2 ). Οι φυσικές ιδιότητες τους ποικίλλουν, από πτητικά υγρά, όπως η νάφθα, μέχρι πισσώδη υλικά, όπως τα ασφαλτένια, που είναι τα κύρια συστατικά της ασφάλτου. 2-Naphthoxyacetic Acid (ΒΝΟΑ) [2-ναφθοξυ-αιθανικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ουσία με μοριακό τύπο Ci2H|0O3 και συστηματική ονομασία (κατά IUPAC) 2ναφθολοξυ-αιθανικό οξύ, ενο) είναι επίσης γνωστή με το όνομα 0-(2-ναφθυλ) γλυκολικό οξύ. Χρησιμοποιείται σαν ρυθμιστής ανάπτυξης φυτών και λαχανικα')ν, όπως π.χ. της τομάτας. 1 -(1 -naphthyl)-2-thiourea [1-(1-Ναφθυλ)-2-θειουρία]

Naphthylamine

-944-

Οργ.Χημ. Ναφθαλενικό παράγωγο της θειουρίας με

τύπο με τύπο CioH7NHCSNH2. Αευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξης 198°C, διαλυτή σε νερό και σε ακετόνη. Ισχυρό δηλητήριο. Naphthylamine [Ναφθιλαμίνη] Χημ. Πρόκειται για λευκού χρώματος οργανική τοξική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται ως βαφική ύλη. 2-Naphthylmethyl ether [2-Ναφθυλ-μεθυλαιθέρας] Ομγ.Χημ. Μεθυλχχιθέρας, παράγωγο του ναφθαλενίου, που φέρει μία μεθυξυομάδα (-OCH3) σε θέση β. Είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες με σημείο τήξης 72°C και τύπο QH7OCH3. Χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιΐα. Napier's Analogies [Αναλογίες του Napier] Μαθημ. Αναλογίες σε σφαιρικό τρίγωνο που συσχετίζουν τις πλευρές του (που είναι τόξα μέγιστων κύκλων) με τις γωνίες του και συνεπώς μας επιτρέπουν να εξάγουμε σχέσεις μεταξύ αυτών. Napier's Rules [Κανόνες του Napier] Μαθημ. Έστω ορθή γωνία Γ σε σφαιρικό τρίγωνο ΑΒΓ. Αν τα υπόλοιπα στοιχεία του τριγώνου γραφούν στη σειρά α,β, Α, γ,Β και τοποθετηθούν σε κύκλο προτάσσοντας το συμπλήρωμα των γωνιών Α και Β και της υποτείνουσας γ και ονομάσουμε οποιονδήποτε τμήμα αυτού του κύκλου μεσαίο, τα δυο διπλανά γειτονικά και τα δυο υπόλοιπα τμήματα αντίθετα, οι κανόνες του Napier είναι οι εξής α) Το γινόμενο των συνημίτονων των αντίθετων τμημάτων ισούται με ημίτονο ενός μεσαίου τμήματος και β) το γινόμενο των εφαπτόμενων των γειτονικών τμημάτων ισούται με το ημίτονο ενός μεσαίου τμήματος. Napierian Logarithm [Νεπέρειος λογάριθμος] Μαθημ. Naperian Logarithm Naptha [Νάφθα] Ομγ.Χημ. Μίγμα πτητικών υγρών υδρογονανθράκων, που αποτελείται κυρίως από διαλύτες και χρησιμοποιείται σαν πρώτη ύλη για την παρασκευή βενζίνης. Συνοδεύεται συνήθως από χαρακτηριστικά, που έχουν σχέση με τον τρόπο παρασκευής της. Ειδικά η νάφθα πετρελαίου, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ για να χαρακτηρίσει το κλάσμα της απόσταξης του πετρελαίου που αποτελείται κυρίως από αλκάνια με σημεία ζέσης, υψηλότερα της βενζίνης και χαμηλότερα της κηροζίνης. Η συνηθισμένη περιοχή των σημείων ζέσης που αντιστοιχεί στη νάφθα είναι 120-180°C, μπορεί όμως να είναι και ευρύτερη στην περίπτωση που χρησιμοποιείται από τη χημική βιομηχανία. Napthacene [Ναφθακένιο] Ομγ.Χημ. Φέρεται και με τις ονομασίες τετρακένιο ή 2,3-βενζανθρακένιο. Αρωματικός υδρογονάνθρακας με μοριακό τύπο C|8Hhh Η|2, που 01812που περιέχει τέσσερις συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτύλιους σε ευθεία διάταξη. Παρουσιάζει σημείο τήξης μεγαλύτερο από 300°C και μπορεί να εκραγεί μετά από έντονη ανατάραξη. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. α-Napthol [α-Ναφθόλη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, υδροξυπαράγωγο του ναφθαλινίου. Υποκίτρινο στερεό με σημείο τήξης 96°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση διαφόρων ουσιών, π.χ. του εντομοκτόνου Sevin, διαφόρων αρωμάτων, χρωμάτων κλπ. Είναι τοξική ένωση. (Βλέπε σχήμα τέλος Ν). β-Napthol [β-Ναφθόλη] Ομγ.Χημ. Αευκή, κρυσταλλική οργανική ένωση με μοριακό τύπο CioHgO, ισομερές της α-ναφθόλης με σημείο τήξης 122°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση διαφόρων χρωστικών

ουσιών, π.χ. του orange Π, καθώς επίσης και αντιοξειδωτικών ουσιών. 1,2-Napthoquinone [1,2-Ναφθοκινόνη] Ομγ.Χημ. Κίτρινη, κρυσταλλική οργανική ένωση με μοριακό τύπο CjoHfiOi. Είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, όπως το βενζόλιο, ενώ με θέρμανση αποσυντίθεται στους 145-147°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, όπως π.χ. στην παρασκευή της ρεσορκινόνης. 1,4-Napthoquinone [1,4-Ναφθοκινόνη] ΟμγΧημ. Πρασινοκίτρινη, στερεή οργανική ένωση ισομερής της 1,2ναφθοκινόνης. Τήκεται στους 123-126°C. Ο σκελετός δομής της περιέχεται σε διάφορες φυσικές ενώσεις, π. χ. στη βιταμίνης Κ. Χρησιμοποιείται και στον πολυμερισμό του καουτσούκ. Napthoresorcinol [Ναφθορεσορκινόλη] Ομγ.Χημ. Οργανική, κρυσταλλική ένωση με μοριακό τύπο CIOH 8 0 2 και σημείο τήξης 123-125°C. Περιέχει δύο ομάδες ΟΗ και είναι διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και το νερό. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, για την ανίχνευση του γλυκουρονικού οξέος στα ούρα κλπ. Narceine [Ναρκεΐνη] Ομγ.Χημ. Οργανική χημική ένωση με μοριακό τύπο C23H2?08N.3H20. Αευκή, κρυσταλλική σκόνη, που χρησιμοποιείται στην Ιατρική. Narcissistic Reaction [Ναρκισσιστική Αντίδραση] Χημ. Είδος οργανικής αντίδρασης κατά την οποία μία ένωση μετατρέπεται στον οπτικό της αντίποδα. Naringin [Ναρινγίνη] Ομγ.Χημ. Οπτικά ενεργή κρυσταλλική οργανική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη. Βιοφλαβονοειδές, που χρησιμοποιείται στα τρόφιμα. Narrow Band [Στενή ζώνη] Επικοιν. Μια από τις 2 ζώνες που συναντάμε στο δίκτυο ISDN. Αυτή η μετάδοση προσφέρει εύρος 1.544 Mbps άρα περιορισμένο αριθμό υπηρεσιών κυρίως για οικιακή χρήση. Narrow Band Amplifier [Ενισχυτής στενής ζώνης] Ηλεκτμ. Στενής ζώνης συσκευή ενίσχυσης της οποίας πιο συγκεκριμένα η μέση συχνότητα της ζώνης συχνοτήτων οι οποίες εισάγονται ή προσπίπτουν σ' αυτήν είναι μεγάλου μεγέθους σε σχέση με το εύρος της ζώνης συχνοτήτων που ενισχύονται. Narrow Band Frequency Modulation [Διαμόρφωση συχνότητας στενής ζώνης] Επικοιν. Για μια διαμόρφωση συχνότητας (FM) όπου ο δείκτης διαμόρφωσης ισούται με την απόκλιση της φάσης κορυφής, τότε το φάσμα ορίζεται από τις πλευροζώνες με πλάτος το μισό του φορέα. Narrow Band Pass Filter [Φίλτρο στενής ζώνης διόδου] Ηλεκτμ. Είδος ηλεκτρονικού φίλτρου του οποίου η μέση συχνότητα της ζώνης συχνοτήτων οι οποίες προσπίπτουν ή εισάγονται σ' αυτό είναι μεγάλη σε σχέση με το εύρος της ζώνης συχνοτήτων οι οποίες διαδίδονται απ* αυτό. Narrow Band Path [Μονοπάτι στενής ζώνης] Επικοιν. Το αντίθετο μιας ευρείας ζώνης διακίνησης πληροφορίας όπως στο ISDN (με λιγότερες δυνατότητες, υπηρεσίες και πιο οικονομική). Narrow Beam [Δέσμη μικρού εύρους] Φνσ. Δέσμη ακτινοβολίας ιονισμού που χρησιμοποιείται σε μετρήσεις και της οποίας μόνο το μη σκεδασμένο μέρος φτάνει στον ανιχνευτή με αποτέλεσμα οι μετρήσεις να είναι υψηλής ακριβείας. Narrow Beam Antenna [Κεραία μικρού εύρους εκπομπής] Ηλεκτμομαγν. Υψηλά κατευθυνόμενη κεραία η στερεά γωνία εκπομπής της οποίας είναι σχετικά πολύ

- 945 μικρή.

Narrow Cut Filter [Φίλτρο αποκοπής μικρού εύρους] Οπτ. Είδος ηλεκτρονικού ή ηλεκτρομαγνητικού φίλτρου που μεταδίδει μέρος του φάσματος και πιο συγκεκριμένα παρουσιάζει απότομα πλήρη απορρόφηση σε ένα μικρό εύρος συχνοτήτων και υψηλή διαπερατότητα στις υπόλοιπες γειτονικές συχνότητες. Narrowband Modulation [Διαμόρφωση στενής ζώνης] Επικοιν. Διαμόρφωση στενής ζώνης μπορούμε να αποκτήσουμε με κάποιες προσεγγιστικές τεχνικές στη μορφή του σήματος όταν ο δείκτης διαμόρφωσης είναι πολύ μικρότερος από το 1. Ν- Ary Code [Κώδικας Ν στοιχείων] Επικοιν. Εδώ έχουμε Ν διακριτές καταστάσεις (ή και στάθμες) και κάθε αλλαγή στο ανάλογο σχήμα διαμόρφωσης (πχ Νary FSK) αναπαριστάται από μια από τις Ν τιμές (πολύ βολικά σε δυνάμεις του 2 πχ bit για 2 καταστάσεις, dibit για 4 καταστάσεις, tribit για 8 καταστάσεις). Ν- Ary Composition [Στοιχειοθεσία n μελής] Μαθημ. Για οποιοδήποτε σύνολο Α, καλείται η συνάρτηση απεικόνισης ενός τυχαίου στοιχείου του Α, σε κάθε ακολουθία n στοιχείων του Α. Ν- Ary Pulse Code Modulation [Ν- δική παλμοκωδική διαμόρφωση] Επικοιν. Αντίθετα στη διαμόρφωση της συνεχούς φάσης έχουμε την διαμύρφωση σε Ν θέσεις με συνηθέστερες τις: δυαδική (Binary), τετραπλή (Quad), οκταδική (8PSK). (Ν- Ary PSK) ' Ν- Ary Tree [Δένδρο n μελές] Μαθημ. Είδος δενδροδιαγράμματος με την ιδιότητα κάθε κορυφή να έχει το πολύ n διαδοχικές ακμές. Nasonite [Νασονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, λευκού χρώματος, με MB 1979 και χημικό τύπο Pb6Ca4Si602iCl2. Ο λόγος των αξόνων του είναι αχ = 1:1.32, ενώ κυρίως συναντάται στις Η.Π.Α. National Building Specification [Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός] Οικοδ. Η ονομασία των κανονισμών κατασκευής κτιρίων στη Μεγάλη Βρετανία. Αποτελείται από έξι τόμους Kat συμπεριλαμβάνει όλες τις διατάξεις και νομοθεσίες που αφορούν το θέμα. Native Asphalt [Φυσική άσφαλτος] Οδοπ. Natural Asphalt Native Coal [Γαιάνθρακας] Γεωλ. Είναι γνωστός και ως ορυκτός άνθρακας ή φυσικός άνθρακας και πρόκειται στην ουσία για κάρβουνο το οποίο δημιουργήθηκε με φυσικό τρόπο κάτω από την επιφάνεια της Γης από φυτικούς οργανισμούς και δέντρα, με την πάροδο χιλιάδων χρόνων και με την βοήθεια πολύ υψηλών πιέσεων και θερμοκρασιών που αναπτύχθηκαν εκεί. Σήμερα το κοιτάσματα των διαφόρων γαιανθράκο)ν χρησιμοποιούνται ως πηγές παραγα)γής καύσιμης ύλης, άρα και ενέργειας. Native Element [Φυσικό στοιχείο] Γεωλ. Στοιχείο προερχόμενο εκ μίας των ομάδων 1) μετάλλων, 2) ημιμετάλλων ή 3) αμέταλλων και το οποίο εμφανίζεται ελεύθερο ως προς τη χημική του σύσταση στην φύση, σε μη αέρια μορφή. Τέτοια στοιχεία είναι ο χρυσός, ο άργυρος κ.τ.λ. και ο αριθμός τους είναι συνολικά 20. Native Language [Μητρική γλώσσα] Πληρ. 1. Η γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου που σχεδιάστηκε με στόχο να εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός συγκεκριμένου υπολογιστικού συστήματος και διαμορφώνεται βάση των δομικών στοιχείων του και των τύπων δεδομένων που χρησιμοποιεί. 2. Η γλώσσα μηχανής, η οποία σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται από

Natural Arch

ένα συγκεκριμένο επεξεργαστή ή σύστημα επεξεργαστών. Native Metal [Ελεύθερο μέταλλο] Γεωχημ. Μέταλλο που, λόγω ασθενούς δραστικότητας απαντάται ελεύθερο στη φύση και όχι ενωμένο με άλλα στοιχεία. Π.χ. χρυσός, άργυρος, χαλκός, παλλάδιο, λευκόχρυσος, ιρίδιο κλπ. Native Mode [Εγγενής κατάσταση] Πληρ. Χαρακτηρισμός οποιασδήποτε λειτουργίας που εκτελείται αποκλειστικά από ένα συγκεκριμένο επεξεργαστή ή σύστημα επεξεργαστών, έτσι ώστε να προσαρμόζεται και να εκμεταλλεύεται όσο το δυνατό πιο αποδοτικά τις ιδιαιτερότητές του. Native Uranium [Φυσικό ουράνιο] Γεωχημ. Το ουράνιο, όπως απαντάται στη φύση. Αποτελείται από το ισότοπο U σε ποσοστό μεγαλύτερο από 99% και από το ισότοπο 235U σε ποσοστό 0,7%. Υπάρχουν επίσης ίχνη του ισοτόπου 234U. Όλα τα ισότοπα είναι ραδιενεργά, καθώς μπορούν να διασπαστούν παράγοντας ραδιενέργεια. To 235U είναι το πιο σημαντικό, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν καύσιμο σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, παράγοντας τεράστια ποσά θερμότητας και τελικά ηλεκτρική ενέργεια. ΝΑΤΜ [Αυστριακή μέθοδος κατασκευής σήραγγας] Πολ. Μηχ. Μέθοδος κατασκευής σήραγγας όπου αμέσως μόλις τελειώσει η εκσκαφή ενός τμήματος, η επιφάνεια της διατομής καλύπτεται με εκτοξευμένο σκυρόδεμα μικρού πάχους και στη συνέχεια τοποθετείται η κανονική επένδυση. Πήρε αυτή την ονομασία επειδή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Αυστρία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. (New Austrian Tunneling Method) Natrium [Νάτριο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Na. Πρόκειται για μέταλλο, με αργυρόλευκο χρώμα, είναι πιο ελαφρύ από το νερό και πολύ μαλακό. Ενώνεται εύκολα με αμέταλλα στοιχεία καθότι είναι πολύ δραστικό χημικά και αναγωγικό. Οξειδώνεται γρήγορα στον αέρα, ενώ όταν καίγεται παράγει μία χαρακτηριστική κίτρινη φλόγα. Υπάρχει άφθονο στην φύση, σε διάφορες ενώσεις αλλά όχι ελεύθερο. Έχει πολλές χρήσεις μεταξύ αυτών στην ηλεκτροχημεία, στην ηλεκτρομεταλλουργία, ως αναγωγική ουσία, ως καταλύτης, σε πρακτικές εφαρμογές όπως τα φωτόμετρα κ.α. Natrolite [Νατρολίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, λευκού χρώματος, με MB 380 και χημικό τύπο Na2 (Al2Si30io).2H20. Ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων, ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = 0.98: 1: 0.35 και συναντάται κυρίως στη Γερμανία. Natrotantite [Νατροταντίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, διαφανές, άχρουν, με MB 946 και χημικό τύπο Na2Ta40n. Ο λόγος των αξόνων του είναι α: c = 1:5.9 και συναντάται κυρίως στη Ρωσία. Natural Asphalt [Φυσική άσφαλτος] Γεωλ. Πρόκειται για ορυκτό που περιέχει κυρίως οργανικές ενώσεις καθώς περιλαμβάνει στην σύστασή του υδρογονάνθρακες, οξυγόνο, άζωτο και θείο. Έχει χρώμα μαύρο, είναι άμορφη μάζα, κολλώδης και παχύρρευστη με μικρή σκληρότητα. Μαζί με την άλλη άσφαλτο που παράγεται από την κλασματική απόσταξη του πετρελαίου, χρησιμοποιείται για τη διάστρωση των οδών, στην οικοδομική και στην παραγωγή βερνικιών. Natural Arch [Φυσική γέφυρα] Γεωλ. Τμήμα οροφής

Natural Bed

-946-

αλλοτινού σπηλαίου που ακόμη και σήμερα διαμορφώ- πριν εκτελεστεί οποιαδήποτε εργασία. Είναι η επιφάνει γέφυρα πάνω σε πεδιάδα εγκατακρήμνισης. νεια βάση της οποίας υπολογίζονται οι ποσότητες των Natural Bed [Επιφάνεια επαφής] Οικοδ. Σε μια εξο- χωματουργικών εργασιών. ρυγμένη πέτρα από λατομείο, η πιο επίπεδη από τις Natural Interference [Φυσική παρεμβολή] Επικοιν. επιφάνειές της. Σε μια λιθοδομή αυτή η επιφάνεια το- Το είδος του στατικού που οφείλεται σε φυσικό ηλεποθετείται στην επιφάνεια της προηγούμενης στρώσης. κτρισμό της ατμόσφαιρας, ακούγεται συνήθως στις Natural Boundary [Φυσικό σύνορο] Μαθημ. Περί- ραδιοφωνικές μεταδόσεις και επηρεάζει κυρίως ιονοπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να οριστεί η αναλυ- σφαιρικές μεταδόσεις. τική επέκταση μίας αναλυτικής συνάρτησης πέρα από Natural Language [Φυσική γλώσσα] Πληρ. Οποιαδήτο σύνολο των σημείων του συνόρου μιας περιοχής, το ποτε γλώσσα κατανοητή από τον άνθρωπο, η οποία χρησιμεύει στην ανθρώπινη επικοινωνία. Δεν είναι μια οποίο ονομάζεται και φυσικό σύνορο. Natural Cement [Φυσικό τσιμέντο] Τεχνολ. Συγκολ- στάσιμη γλώσσα, αλλά ανανεώνεται, εμπλουτίζεται με λητικό υλικό που διατίθεται σε μορφή σκόνης και ε- νέα στοιχεία και εξελίσσεται συνεχώς. νεργοποιείται ως συγκολλητική ουσία από την αντί- Natural Language Processing [Φυσική γλώσσα] δραση που προκαλείται όταν έρθει σε επαφή με το νε- Πλημ. Οποιαδήποτε διαδικασία ενός υπολογιστικού ρό. Στη σύστασή του συμπεριλαμβάνονται στοιχεία συστήματος που περιλαμβάνει την επεξεργασία ενός όπως ασβεστόλιθος, μαγνήσιο, σίδηρος κλπ. κειμένου σε φυσική γλώσσα και τη μετατροπή του σε οποιαδήποτε γλώσσα κατανοητή από το υπολογιστιNatural Coke [Γαιάνθρακας] Ορυκτ. Native Coal Natural Coordinates [Φυσικές συντεταγμένες] Μηχ. κού σύστημα, αλλά και την αντίστροφη διαδικασία. Ρευσ. Σύστημα καμπυλόγραμμων συντεταγμένων απο- Natural Levee [Φυσικό ανάχωμα] Γεωλ. Πρόκειται για τελούμενο από έναν άξονα εφαπτόμενο στη στιγμιαία ένα φυσικό φράγμα, ένα ανάχωμα που σχηματίζεται ταχύτητα, έναν άξονα κάθετο στην ταχύτητα στα αρι- συνήθως στις όχθες ενός ποταμού με την απόθεση λάστερά του οριζόντιου επιπέδου και έναν τρίτο κάθετο σπης κατά τη διάρκεια πλημμύρας. στους δύο προηγούμενους και προσανατολισμένο σύμ- Natural Light [Φυσικό φως] Οπτικ. Φως του οποίου η φωνα με το δεξιόστροφο κοχλία. Χρησιμοποιείται σε κατάσταση πολώσεως παραμένει σταθερή για ένα ποδυναμικά προβλήματα της κίνησης των ρευστά') ν στη λύ μικρό χρονικό διάστημα. Λαγκραντζιανή υδροδυναμική και ιδιαίτερα στην α- Natural Linewidth [Φυσικό εύρος γραμμής] Φυσ. Το τμοσφαιρική δυναμική. εύρος δύο ενεργειακών σταθμών μεταξύ των οποίων Natural Fiber [Φυσική ίνα] Υλικ. Είδος υφάνσιμης ί- πραγματοποιείται η μεταπήδηση των φωτονίων κατά νας που απαντάται στη φύση, όπως το μαλλί, η γούνα, την εκπομπή ή απορρόφηση ακτινοβολίας. το μετάξι, το βαμβάκι κλπ. Ταξινομείται ανάλογα με Natural Logarithm [Φυσικός λογάριθμος] Μαθημ. την προέλευσή της σε ζωική ίνα, φυτική ίνα και ορυ- Καλείται ο λογάριθμος ενός αριθμού με βάση τον υκτή ίνα. Όλες οι ζωικές ίνες είναι πρωτεΐνες (π.χ. το περβατικό αριθμό e. Naperian Logarithm μαΜά και η γούνα περιέχουν κεράτινη). Είναι ανθεκτι- Natural Magnet [Φυσικός μαγνήτης] Ορυκτ. -> κές στα περισσότερα οξέα (π.χ. στο θειικό οξύ), κατα- Lodestone στρέφονται όμως από βασικά διαλύματα, όπως το διά- Natural Noise [Φυσικός θόρυβος] Ηλεκτρ. Είναι μία λυμα υδροξειδίου του νατρίου. Μπορούν επίσης να κατηγορία ανεπιθύμητου σήματος που δυσχεραίνει την καταστραφούν από λευκαντικές ουσίες. Οι φυτικές ί- λειτουργία ενός ηλεκτρονικού συστήματος. Οφείλεται νες περιέχουν κυρίως κυτταρίνη και αντίθετα με τις στα διάφορα φυσικά φαινόμενα, όπως η ηλιακή δραζωικές ίνες ανθίστανται στα βασικά διαλύματα. Βασι- στηριότητα, η γαλαξιακή ακτινοβολία, η ατμόσφαιρα, κή ζωική ίνα είναι το βαμβάκι. Τέλος το γυαλί με κα- σε τυχαία κίνηση των ελεύθερων ηλεκτρονίων και πατάλληλη επεξεργασία σχηματίζει ίνα, που επίσης χρη- ρεμποδίζει κυρίως τις τηλεπικοινωνίες. σιμοποιείται σαν υφάνσιμη. Natural Number [Φυσικός αριθμός] Μαθημ. Με τον Natural Food [Φυσική τρόφιμο] Τεχν.Τροφ. Τροφή, όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ένας από τους ακέραιπου δεν έχει υποστεί παρά την ελάχιστη επεξεργασία ους αριθμούς. και δεν περιέχει συντηρητικά, ούτε χρωστικές ή άλλες Natural Period [Φυσική περίοδος] Φυσ. Καλείται και τεχνητές ύλες. ιδιοπερίοδος μιας κατασκευής ή ενός συστήματος και Natural Frequency [Φυσική συχνότητα] Φυσ. Ονομά- είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ώστε αυτό ζεται και ιδιοσυχνότητα μιας κατασκευής ή ενός πολυ- να λάβει δύο ίδιες ή ομοιόθετες θέσεις κατά την διάρβάθμιου συστήματος και ισούται με το αντίστροφο της κεια της ελεύθερης ταλάντωσης. Κάθε ιδιοπερίοδος συνδέεται αριθμητικά με τη αντίστοιχη ιδιοτιμή. ιδιοπεριόδου επί το διπλάσιο του γνωστού αριθμού π. Natural Function [Φυσική συνάρτηση] Μαθημ. Καλεί- Natural Radioactivity [Φυσική ραδιενέργεια] Πυμην. ται η συνάρτηση e\ που αποτελεί την αντίστροφη συ- Φιχ7. Η ραδιενέργεια που εκπέμπεται από τα ραδιενερνάρτηση του φυσικού λογαρίθμου lnx. γά στοιχεία χωρίς καμία εξωτερική επίδραση. Natural Gas [Φυσικό αέριο] Υλικ. Πρόκειται για ένα Natural Resonance [Φυσικός συντονισμός] Φυσ. Πεμίγμα καύσιμων αερίων που βρίσκονται μέσα στα κενά ρίπτωση κατά την οποία η συχνότητα της εξαναγκάτων πετρωμάτων κάτω από την επιφάνεια του εδά- ζουσας δύναμης ταλάντωσης ισούται με την ιδιοσυφους. Στη σύστασή του μπορεί να περιέχει μεθάνιο, χνότητα του ταλαντωμένου συστήματος. Στην περίαιθάνιο, προπάνιο ή άλλα και εκλύεται από τα ανοίγ- πτωση ταλάντωσης χωρίς τριβές, το πλάτος του ταλαματα του εδάφους. Χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη ντωμένου συστήματος αυξάνει συνέχεια θεωρητικά και μπορεί να μεταφερθεί με αγωγούς από τις πηγές καθώς η δύναμη ταλάντωσης προσφέρει συνέχεια ενέργεια. εξαξωγής του στους τόπους κατανάλωσης. Natural Ground Level [Υψόμετρο φυσικού εδάφους] Natural Resource [Φυσικός πόρος] Υλικ. Καλείται κάΟικοδ. Στην κατασκευή ενός τεχνικού έργου η επιφά- θε μεγάλο σχετικά σε ποσότητα αποθεματικό υλικού, νεια του εδάφους όπως είναι στη φυσική κατάσταση το οποίο διατίθεται από την φύση και ο άνθρωπος μπο-

-947-

Nonionic Detergent

ρεί να το εκμεταλλευθεί. Έτσι υπάρχουν φυσικοί πόροι χεόμενο φως, το οποίο φωτίζει έναν τόπο για αρκετό χρόνο πριν την ανατολή ή μετά τη δύση του ηλίου, αορυκτών, ύδατος, μεταλλευμάτων, ξυλείας και άλλοι. Natural Scale [Κλίμακα] Τεχνολ. Η ποσοστιαία σχέση ποτελεί το λυκαυγές και το λυκόφως αντιστοίχα>ς. Το μεταξύ του μεγέθους μιας διάστασης που εμφανίζεται ναυτικό λυκόφως τελειώνει, όταν ο ήλιος έχει ύψος 12 σε ένα γραφικό σχήμα σχεδιασμένο σε ένα χαρτί και μοίρες κάτω από τον ορίζοντα. του πραγματικού μεγέθους όπο)ς υφίσταται στη φυσική Naval Architecture [Ναυπηγική μηχανική] Νανπηγ. κατάσταση του αντικείμενου που απεικονίζει το σκί- Είναι ο κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με τη τσο. μελέτη και το σχεδιασμό όλων των τύπων πλεούμεNatural Slope [Φυσική κλίση] ΠολΜηχ. Με τον όρο νων, από μικρές μηχανοκίνητες βάρκες, ιστιοφόρα έως αυτό χαρακτηρίζεται η γωνία κλίσης που σχηματίζει και πλοία και υποβρύχια. Επίσης στον τομέα αυτό συσε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, ένα πρανές κάποιου γκαταλέγεται και η μελέτη της κατασκευής όλου του εδαφικού υλικού, το οποίο δεν υποστηρίζεται τεχνητά σχετικού μηχανικού εξοπλισμού και του σχεδιασμού της αρχιτεκτονικής διαρρύθμισής τους. αλλά έχει αφεθεί ελεύθερο να ισορροπήσει. Natural Stone [Φυσική πέτρα] Τεχνολ. Πέτρα που προ- Naval Meteorology [Ναυτική μετεωρολογία] Μετεωμ. Η μελέτη των μετεωρολογικών φαινομένων που εμφαέρχεται από την εξόρυξη σε λατομείο. Natural Transmission [Φυσική μετάδοση] Επικοιν. νίζονται κατά την κίνηση αέριων μαζών πάνω από μεΑπρόσκοπτη μετάδοση σήματος στη φύση (εξαρτάται γάλους υδάτινους όγκους όπως είναι οι ωκεανοί. Naval Ship [Πολεμικό πλοίο] Ναυπηγ. Με τον όρο αυαπό τη μορφολογία και το μήκος κύματος). Natural Tunnel [Φυσική σήραγγα] Γεωλ. Με τον όρο τό χαρακτηρίζεται κάθε πλεούμενο το οποίο σχεδιάζεαυτό χαρακτηρίζεται ένα φυσικό άνοιγμα στο εσωτερι- ται, κατασκευάζεται και εξοπλίζεται με σκοπό την άκό της Γης, σχεδόν οριζόντιο και με πρόσβαση από μεση ή έμμεση συμμετοχή του σε πολεμικές επιχειρήδύο εκ διαμέτρου αντίθετες πλευρές ως προς την κατά σεις. μήκος διεύθυνσή του. Navier - Stokes Equations [Εξισώσεις Navier - Stokesl Natural Uranium Reactor [Αντιδραστήρας φυσικού Μηχ. Ρευσ. Εάν ορίσουμε ως ρ το τανυστή της πίεσης ουρανίου] Πνρην.Φοσ. Είδος πυρηνικού αντιδραστήρα ενός ρευστού, υ το διανυσματικό πεδίο ταχυτήτων του, που παράγει πυρηνική ενέργεια με ελεγχόμενο τρόπο, F τη συνολική δύναμη ανά μονάδα μάζας, ρ την πυχρησιμοποιώντας σαν κύριο καύσιμο φυσικό μη ε- κνότητα του και ν την εσωτερική τριβή τότε οι εξισώμπλουτισμένο ουράνιο. Το φυσικό ουράνιο αποτελεί- σεις Navier 2 - Stokes διατυπώνονται ως ρ du/ ται κυρίως από το ισότοπο U-238 (99,28%) και το ισό- dt=Vp+pF+v pu+l/3pvVxu. Στην περίπτωση ασυμπιετοπο U-235 σε ελάχιστη αναλογία. Τα νετρόνια που στότητας οι εξισώσεις παίρνουν μορφή ανάλογη με προκύπτουν από τη διάσπαση του U-235 παράγουν αυτές της διάχυσης ή της διάδοσης της θερμότητας. ενεργά νετρόνια, που στη συνέχεια προκαλούν διάσπα- Navier's Equation [Εξίσωση του Navier] Μηχ. Είδος ση στο U-238 μετατρέποντάς το τελικά σε Pu-239. Το διαφορικής εξίσωσης η οποία περιγράφει το διάνυσμα τελευταίο διασπάται επίσης μέσω άλλης αλυσωτής α- μετατόπισης, λόγω ασκούμενης δύναμης, ελαστικού ντίδρασης παρέχοντας ενέργεια. στερεού σε ισορροπία. Natural Ventilation [Φυσικός αερισμός] Οικοό. Ο αε- Navier's Hypothesis [Απλοποίηση του Ναβιέ] Πολ. ρισμός ενός κτιρίου που εξασφαλίζεται μέσω των α- Μηχ. Μέθοδος απλοποίησης της κατανομής των τάσενοιγμάτων που υπάρχουν στις εξωτερικές όψεις δίχως ων σε μια διατομή κατά την οποία γίνεται η παραδοχή, ότι οι τάσεις αυξάνονται γραμμικά από τον ουδέτερο τη χρήση ανεμιστήρων. 1 Natural Wavelength [Φυσικό μήκος κύματος] Επι- άξονα προς τα άκρα, ενώ στην πραγματικότητα η αύκοιν. Το μήκος κύματος που έχει μια ραδιοακτινοβολία ξηση είναι εκθετική. Επειδή η διαφορά μεταξύ των δύο ενός φυσικού σώματος (χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση). κατανομών είναι μικρή, η παραδοχή αυτή απλοποιεί Natural Wavelength [Φυσικό μήκος κύματος] Ηλε- τους υπολογισμούς. 1 κτρομαγν. Για κεραίες ή κυκλώματα: Το μήκος κύμα- Navigation [Πλοήγηση] Μηχ. Αναφέρεται σε όλες ετος που αντιστοιχεί στη χαμηλότερη συχνότητα συντο- κείνες τις ενέργειες που κάνει το πλήρωμα ενός αεροσκάφους ή πλοίου για να το καθοδηγήσει από τον τόπο νισμού τους. Natural Width Of Energy Level [Φυσικό εύρος επι- αναχώρησης στον τόπο προορισμού, διαμέσου ενός πέδου ενέργειας] Φυα. Ιδιότητα του επιπέδου ενέργειας καθορισμένου δρομολογίου. κβαντισμένου συστήματος που χαρακτηρίζει το εύρος Navigation2 [Πλοήγηση] Πληρ. Με τον όρο αυτό στο της κατάστασής του εξαιτίας της αυθόρμητης μετάβα- χώρο της πληροφορικής περιγράφεται η διαδικασία της σης σε άλλες καταστάσεις. Το μέγεθος του υπολογίζε- αναζήτησης πληροφοριών και δεδομένων, σε ψηφιακή ται από την προσαρμογή της Λορεντζιανής κατανομής μορφή διαμέσου ενός δικτύου, τα οποία είναι αποθηστην ενεργό διατομή σκέδασης ή στην ένταση εκπο- κευμένα ακόμη και σε πολύ απομακρυσμένους μεταξύ μπής ή απορρόφησης από ορισμένη κατάσταση. τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Naturbetong [Τεχνική τοποθέτησης μπετόν] Πολ. Μηχ. Navigation Dam [Φράγμα πλεύσης] Πολ. Μηχ. ΤεχνιΤεχνική τοποθέτησης σκυροδέματος που συνίσταται κό έργο που κατασκευάζεται με σκοπό την αύξηση της στην τοποθέτηση των σκύρων στην επιφάνεια του ξυ- διατομής ενός ποταμού δημιουργώντας στον υδάτινο λότυπου και στη συνέχεια η πλήρωση των κενών με όγκο το απαραίτητο βάθος, ώστε να είναι κατάλληλος για ναυσιπλοΐα. τσιμεντοκονίαμα. Nautical Mile [Ναυτικό μίλι] Πλοηγ. Γενικά, πρόκειται Navigation Lights [Φώτα ναυσιπλοΐας] Π)χ>ηγ. Καλούγια μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται στην πλοή- νται τα φώτα ενός αεροσκάφους ή πλοίου τα οποία γηση και ισοδυναμεί με ένα λεπτό του τόξου ενός με- πρέπει να είναι αναμένα ακόμη και την ημέρα, σύμφωγάλου κύκλου σφαίρας. Ένα ναυτικό μίλι ισοδυναμεί να με τους διεθνής κανονισμούς πλοήγησης. σε 1852m. Nb [Σύμβολο Niobium] Χημ. Πρόκειται για το χημικό Nautical Twilight [Ναυτικό λυκόφως] Αστμον. Το δια- σύμβολο του στοιχείου του νιόβιου στον περιοδικό

! ι « ι \

Ν - Cell

-948-

πίνακα. (Βλέπε Niobium). Ν - Cell [Ν - κυψελίδα] Μαθημ. Μαθηματική κυψελίδα ή αλλιώς σύνολο σημείων που μπορούν να τεθούν σε ένα προς ένα και με απεικόνιση, είτε ανοικτή είτε κλειστή μοναδιαία σφαίρα, Ευκλείδειου χώρου οποιασδήποτε διάστασης που έχει ως κέντρο την αρχή των αξόνων. Ν - Component [Ν - συνιστώσα σωματιδίων] Πυμην. Φυσ. Είδος σωματιδίων τα οποία προέρχονται από την κοσμική ακτινοβολία όπως είναι π. χ. τα νουκλεόνιο, τα πιόνια ή και άλλα μεσόνια και βαρυόνια κ.α, τα οποία λαμβάνουν μέρος σε αντιδράσεις στοιχειωδών σωματιδίων. Ν - Connected Graph [Ν - συνεκτικό διάγραμμα] Μαθημ. Διάγραμμα η συνεκτικότητα του οποίου διατηρείται έως και την απομάκρυνση n σημείων από αυτό. Nd [Σύμβολο νεοδύμιου] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός του στοιχείου του νεοδύμιου στον περιοδικό πίνακα. (Βλέπε Ncodymium). Ν Dimensional Space [Ν- διάστατος χώρος] Μαθημ. Καλείται ο διανυσματικός χώρος για τον οποίο n γραμμικά ανεξάρτητα στοιχεία του, αποτελούν βάση αυτού. Ne [Σύμβολο νέον] Χημ. Είναι το σύμβολο στον περιοδικό πίνακα του χημικού στοιχείου του αερίου νέον. (Βλέπε Neon) Near End Crosstalk (NEXT) [Παραδιαφωνία NEXT] EmKoiv. Συμβαίνει στο αθωράκιστο ζεύγος καλωδίων (UTP) να υπάρχει μια επαγωγική αλληλεπίδραση μεταξύ των αγωγών που δεν εξουδετερώνεται πάντα λόγω της μη τελειότητας κατασκευής. Η τιμή NEXT είναι η διαφορά στάθμης των σημάτων στα 2 καλώδια. Near Infrared Radiation [Εγγύς υπέρυθρη ακτινοβολία] Ηλεκτμομαγν. Στη περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 750 και 2500 νανομέτρων, ακτινοβολία η οποία αντιστοιχεί στην ενέργεια φωτοαπόσπασης ηλεκτρονίων από μόρια ή ημιαγωγούς που βρίσκονται στη βασική τους κατάσταση.. Μπορεί να ανιχνευτεί κυρίως από φωτοηλεκτρικές κυψελίδες. Near Infrared Spectrophotometry [Εγγύς υπέρυθρη φασματοφωτομετρία] Αναλ Χημ. Επίκεντρο μένη στο εγγύς υπέρυθρο φασματοφωτομετρίας, η οποία γίνεται με ανιχνευτές φωτοηλεκτρικών κυψελίδων από σουλφίδιο του μολύβδου με πρίσματα χαλαζία κ.τ.λ. για την μελέτη αρμονικών φασματικών ζωνών απορρόφησης. Near Ring [Αριστερός δακτύλιος] Μαθημ. Καλείται η αλγεβρική δομή που είναι εφοδιασμένη με δύο εσωτερικούς νόμους την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό. Η δομή αποτελεί ομάδα ως προς την πρόσθεση, και η επιμεριστική ιδιότητα ως προς την πρόσθεση ισχύει από τα αριστερά.Δηλαδή α (β+γ) = αβ + αγ όπου α, β ελεύθερης επιλογής και γ ανήκει στο δακτύλιο. Nearshore [Παράκτιος] Ωκεαν. Περιοχή που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής και από την ακτή προς τη θάλασσα μέχρι τα όρια μιας ακαθόριστης ζώνης πέρα από το σημείο που σπάνε τα κύματα. Near Stars [Πλησιέστεροι αστέρες] Αστμον. Συνήθης ονομασία για μια ομάδα 22 αστέρων που απέχουν 13 έτη φωτός από τον ήλιο αλλά είναι πιθανό υπό την ίδια ονομασία να εννοούνται και αστέρες που ανήκουν στην ευρύτερη ουράνια γειτονιά του. Near Ultraviolet Radiation [Σχεδόν υπεριώδης ακτινοβολία] Ηλεκτμομαγν. Σχετικά μικρής συχνότητας και επομένως μεγάλου μήκους κύματος υπεριώδης ακτινοβολία. Περίπου στα 3000 με 4000 Angstrom. Nearest Neighbors [Πλησιέστεροι γείτονες] Κμυστ.

Κρυσταλλικά άτομα σε συγκεκριμένο είδος κρυσταλλικού πλέγματος με τη μικρότερη δυνατή απόσταση μεταξύ τους. Π. χ. στο απλά κυβικό πλέγμα τέτοια άτομα είναι αυτά που είναι στα άκρα μίας ακμής της κρυσταλλικής κυψελίδας. Nearly Free Electron Method [Μέθοδος του σχεδόν ελεύθερου ηλεκτρονίου] Φυσ. Στεμ. Κατ. Θεωρία των ενεργειακών ζωνών ηλεκτρονίων σε κρύσταλλο, όπου τα ιόντα και τα υπό^ιπα ηλεκτρόνια θεωρούνται απλώς σαν διαταραχές όπου επικρατούν είτε το κρυσταλλικό πλέγμα, είτε μαγνητικές αλληλεπιδράσεις, είτε άλλοι παράγοντες αναλόγως με το συγκεκριμένο σύστημα. Neat Cement Grout [Τσιμεντοκονίαμα] Τεχνολ. Κονίαμα που αποτελείται μόνον από τσιμέντο και νερό. Neat Line [Οριογραμμή] Οικοδ. Ευθεία ή τεθλασμένη γραμμή που καθορίζει το όριο ενός τεχνικού έργου ή το όριο μεταξύ δύο τμημάτων του. Neat Plaster [Κονίαμα] Οικοδ. Ο όρος προσδιορίζει τη διαδικασία ανάμιξης ενός κονιάματος στην περίπτωση που η ανάμιξη της άμμου με το τσιμέντο γίνεται στο σημείο που θα χρησιμοποιηθεί το κονίαμα. Nebula [Νεφέλωμα] Αστμον. Σύννεφο διαστρικών αερίων και σωματιδίων κονιορτού. Διακρίνονται στα φωτεινά νεφελώματα (νεφελώματα εκπομπής) και στα σκοτεινά νεφελώματα (νεφελώματα ανάκλασης). Nebular Hypothesis [Υπόθεση νεφελώματος] Αστμον. Υπόθεση σύμφωνα με την οποία το ηλιακό σύστημα δημιουργήθηκε από ένα νεφέλωμα που περιέβαλε τον αρχικό ήλιο. Καθώς αυτός ψυχόταν το νεφέλωμα περιστρεφόταν όλο και γρηγορότερα και συρρικνωνόταν. Έτσι δημιουργήθηκαν δακτύλιοι από ύλη στον ισημερινό του ήλιου από τη διάσπαση των οποίων δημιουργήθηκαν οι πλανήτες. Η υπόθεση αυτή διατυπώθηκε από το Laplace το 1796 και δεν είναι γενικά αποδεκτή σήμερα. Nebular Lines [Γραμμές νεφελώματος] Αστμον. Προερχόμενες από τις απαγορευμένες ατομικές μεταβάσεις, που παρόλα αυτά συμβαίνουν λόγω της μικρής πίεσης φασματικές γραμμές στα λαμπρά νεφελώματα. Nebular Redshift [Ερυθρή μετατόπιση νεφελώματος] Αστμον. Μετατόπιση στο ερυθρό του φάσματος των γαλαξιών καθώς αυτοί απομακρύνονται από την γη. Η μετατόπιση αυξάνεται με την απόσταση από τη γη. Αυτό το φαινόμενο είναι απόδειξη της θεωρίας διαστολής του σύμπαντος. Nebular Transitions [Μεταβάσεις νεφελώματος] Αστμον. Ατομικές μεταβάσεις από την εκπομπή ακτινοβολίας των οποίων προέρχονται οι φασματικές γραμμές των νεφελωμάτων αερίων. Συμβαίνουν κυρίως σε διπλά ιονισμένο αργό και χλώριο. Necessary Bandwidth [Απαραίτητο εύρος ζώνης] Επικοιν. Το αναγκαίο εύρος ζώνης για να ολοκληρωθεί ανεπηρέαστα μια μετάδοση δηλαδή χωρίς να χάνονται χρήσιμα δεδομένα από το σήμα εισόδου. Needle Beam [Δοκός σκαλωσιάς] Πολ Μηχ. Δοκός που τοποθετείται στο επάνω μέρος μιας σκαλωσιάς που προορίζεται να φέρει τον ξυλότυπο μιας πλάκας οπλισμένου σκυροδέματος. Needle Dam [Κινητό παραπέτασμα] Πολ Μηχ. Σε ένα φράγμα παραπέτασμα που αποτελείται από μια συστοιχία οριζόντιων σανίδων και μπορεί να μετακινηθεί σε περίπτωση ανάγκης για να ανακουφίσει το τεχνικό έργο από την αύξηση της πίεσης. Needle Weir [Σανιδότοιχος] Πολ. Μηχ. Ξύλινος τοίχος

-949-

αντιστήριξης που αποτελείται απύ ένα μεταλλικό πλαίσιο πάνω στα μέλη του οποίου στηρίζονται οι σανίδες. Needling [Υποστήριξη] Πολ Μηχ. Κατασκευή σκαλωσιάς που προορίζεται να φέρει τον ξυλότυπο ενός ορόφου κατά τη διάρκεια της ανέγερσης ενός κτιρίου. Neel Temperature [Θερμοκρασία Neel] Φνσ. Στερ. Κατ. Αναφερόμενο σε μέταλλα, κράματα και άλατα επίπεδο θερμοκρασίας κάτω από το οποίο αυτά τα υλικά συμπεριφέρονται ως αντισιδηρομαγνητικά, λόγω της αυθόρμητης μη παράλληλης μαγνητικής τάξης η οποία εμφανίζεται σ' αυτά. Πάνω από αυτό το επίπεδο συμπεριφέρονται ως παραμαγνητικά. Neel Wall [Φράγμα Neel] Φυα. Στερ. Κατ. Το μεταξύ μαγνητικών περιοχών φράγμα σε λεπτό στρώμα, όπου καθώς μεταβαίνουμε από την μία περιοχή του φράγματος στην άλλη, η μαγνήτιση παραμένει παράλληλη αυτού. Neel's Theory [Θεωρία κατά Neel] Φνα. Στερ. Κατ. Αναφερόμενη στην περίπτωση μαγνητικών κρυστάλλων τόσο φερομαγνητικών όσο και αντιφερομαγνητικών θεωρία, σύμφωνα με την οποία το κρυσταλλικό πλέγμα χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα υποπλέγματα, οι μαγνητικές ροπές των ατόμων τους καθώς αλληλεπιδρούν με αυτές των πλησιέστερων ατόμων των άλλων υποπλεγμάτων, προκαλούν το μαγνητικό προσανατολισμό των υποπλεγμάτων. Προσανατολισμός ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικός για κάθε υπόπλεγμα. Negation [Αρνηση] Μαθημ. Στα μαθηματικά η άρνηση μιας λογικής πρότασης έχει πάντα αντίθετη τιμή αληθείας από την αρχική πρόταση. Οπότε η άρνηση μιας πρότασης Π, η οποία συμβολίζεται ως -Π, είναι αληθής όταν η Π είναι ψευδής και το αντίθετο, δηλαδή είναι ψευδής αν η Π είναι αληθής. Negative [Αρνητικό] Ηλεκ. Σωμάτιο ή υλικό με αρνητικό φορτίο η στοιχειώδης μονάδα του οποίου είναι αυτή του ηλεκτρονίου και ισούται με 4.803 ΙΟ'10 esu ή 1.6022 ΙΟ'19 Cb. Ίσο αλλά αντίθετο φορτίο φερει το πρωτόνιο. Αυτή είναι η ελάχιστη γνωστή ποσότητα στοιχειώδους φορτίου που μπορεί να υπάρξει ελεύθερη. Κλάσματα αυτής της μονάδας φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negative Acceleration [Αρνητική επιτάχυνση] Μηχ. Πρόκειται στην ουσία για την επιβράδυνση, δηλαδή για μία επιτάχυνση ενός σώματος με αντίθετη φορά ως προς αυτήν του διανύσματος της ταχύτητάς του. Negative Angle [Αρνητική γωνία] Μαθημ. Θεωρώντας την δεξιόστροφη, δηλαδή την ωρολογιακή φορά ως θετική, μία αρνητική γωνία σχηματίζεται από την κίνηση μιας ακτίνας κατά την αντίθετη φορά. Negative Catalysis [Αρνητική κατάλυση] Χημ. Χημική αντίδραση στην οποία η παρουσία του καταλύτη μειώνει την ταχύτητα της. Συνήθως στο μηχανισμό μιας τέτοιας διαδικασίας χημικής αντίδρασης μεσολαβεί μια αργή διαδικασία. Negative Charge [Αρνητικό φορτίο] Ηλεκ. Το φορτίο των ηλεκτρονίων στο άτομο αντιπαραβαλλόμενο με το ίσο σε απόλυτη τιμή θετικό φορτίο του πυρήνα. Το μέγεθος του είναι 4.803 ΙΟ"10 esu ή 1.6022 ΙΟ·19 Cb. Ίσο αλλά αντίθετο φορτίο φέρει το πρωτόνιο. Αυτή είναι η ελάχιστη γνωστή ποσότητα στοιχειώδους φορτίου που μπορεί να υπάρξει ελεύθερη. Κλάσματα αυτού του φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negative Conductor [Αρνητικός αγωγός] Ηλεκ. Μέ-

Nonionic Detergent

ρος κυκλώματος συνήθως μεταλλικού αγωγού, ο οποίος σε πηγή ηλεκτρικού ρεύματος συνδέεται με τον αρνητικό πόλο. Negative Correlation [Αρνητική συσχέτιση] Στατ. Μαθηματική σχέση ποσοτήτων, οι οποίες συνήθως αναφέρονται σε μέσες τιμές στη στατιστική φυσική, όπου μειωμένης της μίας αυξάνεται η άλλη και αντιστρόφως. Negative Crystal [Αρνητικός κρύσταλλος] Οπτικ. Είδος κρυστάλλου επονομαζόμενος και μοναξονικός κρύσταλλος, όπου η τακτική ακτίνα ταξιδεύει αργότερα από την έκτακτη. Γενικά τακτική ονομάζουμε την ακτίνα το ηλεκτρικό πεδίο της οποίας είναι κάθετο στο κύριο επίπεδο. Αντιθέτως το ηλεκτρικό πεδίο της έκτακτης βρίσκεται στο κύριο επίπεδο. Επίσης η ταχύτητα της τακτικής ακτίνας είναι ανεξάρτητη της διεύθυνσης, ενώ της έκτακτης εξαρτάται από αυτή. Negative Easement [Ασφαλιστικά μέτρα] Πολ. Μηχ. Η διαδικασία λήψης περιοριστικών μέτρων έναντι της δυνατότητας ενός ιδιοκτήτη που έχει στην κατοχή του ένα ακίνητο να το χρησιμοποιήσει για σκοπούς που κανονικά επιτρέπονται από την νομοθεσία. Negative Electricity [Αρνητικός ηλεκτρισμός] Ηλεκ. Ηλεκτρισμός ο οποίος προέρχεται από το φορτίο του ηλεκτρονίου αντιπαραβαλλόμένος με το θετικό φορτίο του πυρήνα των ατόμων. Το μέγεθος του φορτίου του ηλεκτρονίου είναι 4.803 I0' lb esu ή 1.6022 ΙΟ*19 Cb. Αυτή είναι η ελάχιστη γνωστή ποσότητα στοιχειώδους φορτίου που μπορεί να υπάρξει ελεύθερη. Όλες οι άλλες ποσότητες είναι πολλαπλάσιες αυτής. Κλάσματα αυτού του φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negative Electrode [Αρνητικό ηλεκτρόδιο] Ηλεκ. Ηλεκτρόδιο με συγκεκριμένη δομή το οποίο βρίσκεται στον αρνητικό πόλο πηγής ηλεκτρικού ρεύματος. Π. χ. μπαταρίας. Negative Electron [Αρνητικό ηλεκτρόνιο] Φνσ. Ηλεκτρόνιο το φορτίο του οποίου ορίζεται ως αρνητικό αντιπαραβαλλόμενο με το θετικό φορτίο του πυρήνα των ατόμων, και με τιμή ίση με 4.8 10~ιυ esu ή 1.6 ΙΟ'19 Cb. Αυτή είναι η ελάχιστη γνωστή ποσότητα στοιχειώδους φορτίου που μπορεί να υπάρξει ελεύθερη. Όλες οι άλλες ποσότητες είναι πολλαπλάσιες αυτής. Κλάσματα αυτού του φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negative g [Αρνητικό g] Μηχ. Αρνητική σε σχέση με αυτή που ορίζεται ως θετική επιτάχυνση ενός σώματος. Τέτοια είναι η επιτάχυνση της βαρύτητας που εμφανίζεται κατά την απότομη κάθοδο αεροσκαφών. Negative Impedance [Αρνητική σύνθετη αντίσταση] Ηλεκ. Περίπτωση σύνθετης αντίστασης σε κύκλωμα στην οποία η τάση στα άκρα της αυξάνεται καθώς η ένταση του ρεύματος μειώνεται. Δηλαδή dU/dl <0. Συνήθως για να πετύχουμε αρνητική σύνθετη αντίσταση χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικές συσκευές. Negative Integer [Αρνητικός ακέραιος] Μαθημ. Πρόκειται για έναν ακέραιο με αρνητικό πρόσημο, δηλαδή μικρότερο σε τιμή από το μηδέν, όπου εάν προστεθεί με τον αντίστοιχο θετικό του, το άθροισμα αυτό θα ισούται ακριβώς με μηδέν. Negative Ion1 [Αρνητικό ιόν] Φνα. Στοιχειώδες σωμάτιο το οποίο φέρει αρνητικό φορτίο. Π.χ. το φορτίο του ηλεκτρονίου αντιπαραβαλλόμενο με το θετικό φορτίο του πυρήνα των ατόμων. Γενικά το φορτίο του θα είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του φορτίου του ηλεκτρονίου.

c

1 ! ι «

j

Negative Ion 2

-950-

Δηλαδή της ελάχιστης ποσότητας ελεύθερου φορτίου, Κλάσματα αυτού του φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negative Ion 2 [Αρνητικό ιόν] Χημ. Μόριο ή άτομο το οποίο φέρει αρνητικό φορτίο καθώς έχουν προσκολληθεί σ* αυτό επιπλέον ηλεκτρόνια από αυτά που χρειάζεται για να είναι ουδέτερο. Το φορτίο του συνεπώς θα είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του φορτίου του ήλεκτρονίου. Negative Ion Vacancy [Κενή θέση αρνητικού ιόντος] Κμυσταλλ. Στη περίπτωση ιοντικού κρυστάλλου είναι η θέση χωρίς κανένα ιόν, στο κρυσταλλικό πλέγμα. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να κβαντωθεί και στη συνέχεια να μελετήσουμε την κίνησή της στο κρυσταλλικό πλέγμα. Negative Lens [Αρνητικός φακός] Οπτικ. ΙΙρόκειται για το φακό ο οποίος έχει την ιδιότητα όταν μια παράλληλη δέσμη ακτίνων προσπέσει στο φακό να αποκλίνει μετά τη διάθλαση, γι' αυτό χαρακτηρίζεται και αποκλινών φακός. Η εστιακή του απόσταση είναι αρνητική, εξ' ου και το όνομα. Negative Logic [Αογική πράξη άρνησης] Ηλεκτμον. Ενέργεια λογικού κυκλώματος, με το υψηλό δυναμικό να παριστάνει το 0 και το χαμηλό το 1. Negative Moment [Αρνητική ροπή] Πολ. Μηχ. Σε μια δοκό οι ροπές που προκαλούν εφελκυσμό στην άνω παρειά της διατομής της δοκού. Τέτοιου τύπου ροπές αναπτύσσονται στην περιοχή των στηρίξεων σε συνεχείς δοκούς ή σε δοκούς με πάκτωση στις στηρίξεις. Negative Movements [Αρνητικές κινήσεις] Γεωλ. 1. Ταπεινώσεις της θάλασσας σε σχέση με την ξηρά. 2. Η δημιουργία βουνών και οροσειρών (ορογενετικές κινήσεις). Negative Part [Αρνητικό μέρος] Μαθημ. Συνάρτηση η οποία παίρνει τιμές στο σύνολο των πραγματικών αριθμών και ορίζεται ίση με την τιμή της δεδομένης πραγματικής συνάρτησης, αν αυτή είναι αρνητική ή μηδέν και ως μηδέν σε οποιανδήποτε άλλη περίπτωση. Negative Pedal [Αρνητικός οδηγός] Μαθημ. 1. Έστω καμπύλη C και Ο ένα σημείο που δεν ανήκει σε αυτήν. Ο αρνητικός οδηγός της C ως προς το Ο είναι η καμπύλη κάθε σημείο της οποίας είναι εφαπτόμενο στις καθέτους του ON για κάθε σημείο Ν της καμπύλης C. 2. Καλείται επίσης η καμπύλη που μπορεί να προέλθει κατ' αυτόν τον τρόπο με διαδοχικές επαναλήψεις πάνω σε δοσμένη καμπύλη. Negative Pion [Αρνητικό πιόνιο] Πυμην.Φυσ. Στοιχειώδες σωμάτιο που ανήκει στην κατηγορία των μεσονίων και φέρει αρνητικό φορτίο ίσο με αυτό του ηλεκτρονίου. Δηλαδή της ελάχιστης ποσότητας ελεύθερου φορτίου. Κλάσματα αυτού του φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negative Potential [Αρνητικό δυναμικό] Ηλεκ. Μικρότερο από μια τιμή που έχει αυθαίρετα οριστεί ως μηδενική ηλεκτροστατικό δυναμικό. Συνήθως ορίζεται ως τέτοια η τιμή του δυναμικού σε ένα αγωγό ή κάποιο σημείο στο χώρο ή στο έδάφος. Negative Pressure [Αρνητική πίεση] Φυσ. Πίεση που είναι μικρότερη από αυτή μιας συγκεκριμένης τιμής, Συνήθως της βασικής των 760 mmHg ή της ατμοσφαιρικής. Εναλλακτικά ή αρνητική πίεση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το κενό. Negative Resistance [Αρνητική αντίσταση] Ηλεκ. Περίπτωση όπου pta συγκεκριμένη αύξηση της τάσης

στα άκρα αντίστασης σε μια συγκεκριμένη περιοχή τάσεων συνεπάγεται μείωση του ρεύματος που τη διαρρέει. Δηλαδή dU/dl <0 σε μία περιοχή τάσεων. Συνήθως για να πετύχουμε αρνητική σύνθετη αντίσταση χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικές συσκευές, Negative Resistance Device [Συσκευή αρνητικής αντίστασης] Ηλεκ. Αρνητικής αντίστασης συσκευή στην οποία αύξηση της τάσης σε μια συγκεκριμένη περιοχή τάσεων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρεύματος σ' αυτή. Δηλαδή dU/dl <0. Συνήθως για να πετύχουμε αρνητική σύνθετη αντίσταση χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικές συσκευές. Negative Resistance Oscillator [Ταλαντωτής αρνητικής αντίστασης] Ηλεκ. Είδος ηλεκτρονικού χρησιμοποιούμενου για συνεχόμενες ταλαντώσεις ταλαντωτή ο οποίος αποτελείται από ένα παράλληλο συντονισμένο κύκλωμα με μια λυχνία κενού. Ο συνδυασμός αυτός εμφανίζει αρνητική αντίσταση και συνεπώς μια συγκεκριμένη αύξηση της τάσης στα άκρα της σε μια συγκεκριμένη περιοχή τάσεων συνεπάγεται μείωση του ρεύματος που τη διαρρέει. Αυτή η αρνητική αντίσταση είναι απαραίτητη για την παραγωγή ταλαντώσεων. Negative Series [Αρνητική σειρά] Μαθημ. Καλείται μία ακολουθία πραγματικών αριθμών, δηλχιδη μία σειρά αριθμών όπου όλοι είναι αρνητικοί, δηλαδή μικρότεροι σε τιμή από το μηδέν. Negative Skewness [Αρνητική ασυμμετρία κατανομής] Μαθημ. Όταν ο μέσος της τυχαίας μεταβλητής Χ είναι μικρότερος της κορυφής της κατανομής, τότε λέμε ότι έχουμε την αρνητική ασυμμετρία. Negative Skin Friction [Αρνητικές τριβές] Πολ. Μηχ. Σε έναν πάσσαλο οι πρόσθετες· φορτίσεις που δέχεται από την τριβή με το έδαφος στην εξωτερική του επιφάνεια, στις περιπτώσεις που το έδαφος είναι χαλαρό και λόγω του τεχνικού έργου προβλέπεται ότι θα υποστεί καθιζήσεις. Οι αρνητικές τριβές σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικές και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στους υπολογισμούς της διατομής των πασσάλων, Negative Temperature [Αρνητική θερμοκρασία] Φυσ. Θερμοκρασία που χαρακτηρίζει απομονωμένο θερμοδυναμικό σύστημα σε ισορροπία το οποίο έχει την ιδιότητα υψηλότερες ενέργειες να έχουν μεγαλύτερο ποσοστό κατάληψης. Negative Temperature Coefficient [Συντελεστής αρνητικής θερμοκρασίας] Φυσ. Θερμοδυναμικός συντελεστής ορισμένων χαρακτηριστικών ενός συστήματος όπως η αντίσταση ή το μήκος, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μείωση τους αυξανομένης της θερμοκρασίας. Negative Terminal [Αρνητικός ακροδέκτης] Ηλεκ. Σε ένα στοιχείο ηλεκτρικού κυκλώματος που διαρρέετε από ρεύμα θετικής φοράς, αρνητικός χαρακτηρίζεται ο ακροδέκτης του στοιχείου από τον οποίο εξέρχεται το ρεύμα. Negative With Respect To A Measure [Αρνητικός ως προς μέτρο] Μαθημ. θα λέμε ότι ένα σύνολο Χ είναι αρνητικό ως προς μέτρο m, δεδομένου ότι το μέτρο m είναι προσημασμένο, εάν για κάθε μετρήσιμο σύνολο Υ ισχύουν τα εξής: α) το σύνολο ΧΠΥ είναι επίσης μετρήσιμο και β) ισχύει η σχέση m( ΧΠΥ ) < 0. Negatron [Ηλεκτρόνιο] Φυσ. Στοιχειώδες σωμάτιο με αρνητικό φορτίο αντιπαραβαλλόμενο με το θετικό φορτίο του πυρήνα των ατόμων. Τιμή μάζας 9.1 10"2b gr και φορτίου 4.8 ΙΟ*10 esu. Αυτή είναι η ελάχιστη

-951 -

γνωστή ποσότητα στοιχειώδους φορτίου που μπορεί να υπάρξει ελεύθερη. Όλες οι άλλες ποσότητες είναι πολλαπλάσιες αυτής. Κλάσματα αυτού του φορτίου φέρουν τα κουάρκ, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Negotiated Contract [Συμβόλαιο διαπραγμάτευσης] Γεν. Τύπος συμβολαίου που το τελικό οικονομικό αντάλλαγμα προς τον εργολάβο για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας καθορίζεται με τη μέθοδο των διαπραγματεύσεων. Negotiation Stage [Φάση διαπραγμάτευσης] Γεν. Κατά τη διάρκεια της δημοπράτησης ενός συμβολαίου ή μιας εργολαβίας, η χρονική περίοδος που αφιερώνεται στις συζητήσεις μεταξύ του πελάτη και του μειοδότη για διευκρινήσεις στους όρους του υπό υπογραφή συμβολαίου και στη βελτίωση της προσφοράς. Neighborhood Of A Point [Γειτονιά ενός σημείου] Μαθημ. Έστω τοπολογικός χώρος Χ και x ένα σημείο του. Καλείται γειτονιά του σημείου χ κάθε υποσύνολο του Χ που περιέχει ένα ανοικτό σύνολο στο οποίο ανήκει το χ. Neil's Parabola [Παραβολή του Neil] Μαθημ. Η παραβολή που εμφανίζεται κάνοντας την γραφική παράσταση της εξίσωσης y = cx 3/2 l όπου c μια σταθερά. Ν Electron [Ν η^κτρόνιο] Ατομ.Φυσ. Ηλεκτρόνιο που ανήκει στην τέταρτη κατά σειρά κυκλική τροχιά γύρω από τον πυρήνα, με τιμή του κύριου κβαντικού αριθμού η=4, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Bohr. Με βάση τη θεωρία του Schrq>dinger βρίσκεται στο τέταρτο ενεργειακό επίπεδο και μπορεί να καταλάβει κάποιο τροχιακό των υποστιβάδων 4s, 4ρ, 4d και 4f. Nematic Phase [Νεματική φάση] Φυσικοχημ. Η νεματική φάση είναι συγκεκριμένη θερμοδυναμική φάση υγρού κρυστάλλου ο οποίος εμφανίζεται σε μεσομορφική κατάσταση. Σ' αυτή την κατάσταση ο κρύσταλλος ρέει εύκολα, είναι θολός, έχει μικρό ιξώδες, δεν εμφανίζει κροσσούς συμβολής, έχει ευκίνητες νηματικές δομές και εμφανίζεται με ένα μόνο οπτικό άξονα στην διεύθυνση του εξωτερικά εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου. Nematogenic Solid [Νεματογενές στερεό] Φυσικοχημ. Περίπτωση σχηματισμού νεματικού υγρού κρυστάλλου κατά τη θέρμανση στερεού, ο οποίος εμφανίζεται σε μεσομορφική κατάσταση με ένα μόνο οπτικό άξονα στη διεύθυνση εξωτερικά εφαρμοζόμενου μαγνητικού πεδίου. Nemesis [Νέμεσις] Αστρον. Πρόκειται για έναν συνοδεύοντα αστέρα του ηλίου της τάξεως των καφέ νάνων. Είναι μη ανιχνεύσιμος και μια φορά στα 2,8 ' ΙΟ7 έτη θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση ύλης από το Σύννεφο Oort προς την εσώτερη επιφάνεια του ηλιακού συστήματος λόγω της επιμηκυνόμενης τροχιάς του. Neo- [Νέο-] Οργ.Χημ. Συνθετικό στην ονομασία κυρίως υδρογονανθράκων, που φανερώνει ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με τέσσερα τουλάχιστον άτομα άνθρακα, από τα οποία το ένα μόνο μπορεί να είναι ενωμένο και με άλλα επιπλέον άτομα άνθρακα. Π.χ. το νεοπεντάνιο, το νεοεξάνιο κλπ. Neodymium [Νεοδύμιο] Χημ. Πρόκειται για το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Nd. Ανήκει στην ομάδα των σπανίων γαιών των λανθανίδων και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ορισμένων ειδικών φακών. Neodymiun Chloride (NdCl2) [Χλωριούχο νεοδύμιο]

Neon Tube

Avopy.Χημ. Πράσινο, στερεό, με σημείο τήξης 841°C,

ευαίσθητο στον αέρα, προσροφώντας τρία μόρια νερού (NdCl2.3H20). Χρησιμοποιείται για την παρασκευή μεταλλικού νεοδύμιου. Αναφέρεται και με τα ονόματα χλωριούχο νεοδύμιο (11), διχλωριούχο νεοδύμιο (II) και διχλωρίδιο του νεοδυμίου (11). Neodymiun Glass [Ύαλος Νεοδυμίου] Ύαλος ασθενούς κυανού χρώματος, που μετατρέπεται σε ροζ με την επίδραση του ηλιακού φωτός. Περιέχει τριοξείδιο του νεοδυμίου σε μικρή αναλογία. Χρησιμοποιείται σαν φίλτρο στην έγχρωμη τηλεόραση, καθώς είναι απόλυτα σχεδόν διαπερατό από την μπλε, την πράσινη και την κόκκινη ακτινοβολία, ενώ δεν επιτρέπει την διέλευση της κίτρινης ακτινοβολίας παρά μόνο σε μικρό ποσοστό. Ncodymiun-Iron-Boron Magnet [Μαγνήτης Νεοδυμίου-Σιδήρου-Βορίου] Μεταλλ. Τύπος μόνιμου μαγνήτη σπάνιων γαιών. Αποτελείται από μία διαμεταλλική φάση με τύπο Nd2Fei4B. Αναφέρεται και σαν μαγνήτης νεοδυμίου ή μαγνήτης NdFeB σε τετράγωνη κρυσταλλική δομή. Eivat εξαιρετικά ισχυρός και για το λόγο αυτό αναφέρεται και σαν υπερμαγνήτης. Έχουν εφαρμογές σε πολλούς τομείς, στην έρευνα, στη βιομηχανία και τη μαγεία. Μερικοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες, εξ' αιτίας του ισχυρού μαγνητικού πεδίου που παράγει, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Neodymiun Oxide (Nd203) [Οξείδιο του νεοδυμίου] Ανοργ Χημ.. Μπλε κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξης 2320°C και πυκνότητας 7240 kg m . Είναι υγροσκοπική ένωση, αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή, όμως, στα οξέα. Χρησιμοποιείται, κυρίως, για το χρωματισμό των υάλων. Αναφέρεται και σαν οξείδιο του Nd (111) και σαν τριοξείδιο του νεοδυμίου. Neohexane [Νεοεξάνιο] Οργ.Χημ. Πρόκειται για υγρό αλειφατικό υδρογονάνθρακα (αλκάνιο). Είναι άχρωμο, πτητικό και εύφλεκτο υγρό με σημείο βρασμού 50°C και σημείο πήξης -98°C. Χρησιμοποιείται για την αύξηση του αριθμό οκτανίου σε βενζίνες. (Βλέπε σχήμα τέλος Ν). Neon [Νέον] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Ne. Πρόκειται για αέριο της λεγόμενης ομάδας των ευγενών αερίων, είναι άοσμο και άχρωμο και χημικά αδρανές. Υπάρχει στην φύση σε πολύ μικρές σχετικά ποσότητες στον ατμοσφαιρικό αέρα, από όπου και παράγεται με τον αποχωρισμό του από αυτόν. Χρησιμοποιείται στις φωτεινές επιγραφές καθώς μπορεί να δώσει διάφορους χρωματισμούς στους αντίστοιχους ηλεκτρικούς σωλήνες των λαμπτήρων. Neon Glow Lamp [Πυρακπΰμένη λάμπα νέου] Ηλεκ. Κόκκινη λάμπα πυράκτωσης με αέριο νέου και ισχύ 0.04 έως 3.0 βατ. Χρησιμοποιείται ως ενδεικτικό μέρος ηλεκτρονικών κύκλω μάτων. Neon Helium Laser [Αέιζερ ηλίου νέου] Οτττ. Κόκκινης ακτίνας συσκευή λέιζερ παραγωγής συνεχούς κύματος το οποίο περιέχει συνδυασμό των αερίων Ηλίου και Νέου. Αυτό ήταν το πρώτο λέιζερ αερίου το οποίο κατασκευάσθηκε σε συνεχή λειτουργία. Γενικά ο κύριος τρόπος διέγερσης σε λέιζερ αερίων είναι η σύγκρουση με ηλεκτρόνια. Neon Tube [Σωλήνας νέον] Ηλεκ. Καλείται ο ηλεκτρικός σωλήνας μέσα στον οποίο υπάρχει το ευγενές αέριο νέον και με την διέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος, ιονίζεται με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός πορ-

Neopentane

-952-

τοκαλί χρώματος με ιδιαίτερη φωτεινότητα. Χρησιμοποιείται στους λαμπτήρες ορισμένων φωτεινών διαφημιστικών πινακίδων. Neopentane [Νεοπεντάνιο] Opy.Χημ. Πρόκειται για υγρό αλειφατικό υδρογονάνθρακα (αλκάνιο) με μοριακό τύπο C5H12. Είναι εύφλεκτο αέριο με σημείο βρασμού 9,5°C και σημείο πήξης -20UC. Απαντάται σε μικρή αναλογία στο πετρέλαιο και τη βενζίνη. (Βλέπε σχήμα τέλος Ν). Neoprene [Νεοπρένιο] Οργ.Χημ. Είδος τεχνητού καουτσούκ με εξαιρετικά μεγάλη αντοχή σε χημικά, π.χ. οξειδωτικά και στη φωτιά. Παρασκευάζεται με πολυμερισμό του 2-χλωρο-1,3-βουταδιένιου, παρουσία καταλυτών. Παρουσιάζει σημαντικές βιομηχανικές εφαρμογές, π.χ. σε κράνη, σόλες, κόλλες, χρώματα κλπ. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1931. Neosilicate [Νεοπυριτικό ή Ορθοπυριτικό] Ομυκτ. Η πιο απλή από όλες τις υποκατηγορίες πυριτικών, στην οποία τα τετράεδρα Περιλαμβάνει όλα τα πυριτικά στα οποία τα τετράεδρα Si0 4 δε συνδέονται με άλλα τετράεδρα παρά μόνο με ιοντικούς δεσμούς. Από την άποψη αυτή είναι παρόμοια με άλλα ορυκτά, όπως τα θειικά και τα φωσφορικά. Αναφέρεται και με το όνομα ορθοπυριτικά. Έχει δομή που παράγει ισχυρούς δεσμούς και μεγάλες πυκνότητας, λόγω των μικρών διακένων ανάμεσα στα ιόντα. Παραδείγματα ορθοπυριτικών είναι ο ανδαλουσίτης, ο βηρυλλίτης, ο γαδολινίτης κλπ. Neper [Νέπερ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης που είναι ο νεπέριος λογάριθμος του λόγου δύο ποσοτήτων ή ανάλογων μεγεθών. Π.χ. της τάσης, του ρεύματος ή της καθαρής απώλειας σε κυματοδηγό. Neovolcanic [Νεοηφαιστειακό] Γεωδ. Χαρακτηρίζει το ηφαιστειακό πέτρωμα τεταρτογενούς ή σημερινής ηλικίας. Nephanalysis [Ανάλυση νεφώσεων] Μετεωμ. Ο κλάδος της μετεωρολογίας που μελετά τους τύπους των νεφώσεων που εμφανίζονται στο μετεωρολογικό χάρτη μιας περιοχής. Το κύριο κριτήριο μελέτης είναι η σχέση των νεφών με τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις και τα ευρύτερα μετεωρολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Nepheline [Νεφελίνη] Ορυκτ. Πρόκειται για ορυκτό με χημική σύσταση πυριτικού άλατος του αργιλίου και του νατρίου. Nephelite [Νεφελίνη] Ορυκτ. -> Nepheline Nephology [Νεφολογία] Μετεωρ. Ο κλάδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των νεφώσεων. Στη μελέτη αυτή περιλαμβάνεται ο διαχωρισμός των τύπων των νεφώσεων, οι συνθήκες δημιουργίας τους και άλλα χαρακτηριστικά. Τελευταία προσανατολίζεται προς την εκμετάλλευση των νεφών για τη ρύθμιση της βροχής ανάλογα με τις ανάγκες διάφορων περιοχών. Nephometer [Νεφελόμετρο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε όργανο το οποίο χρησιμοποιεί η μετεωρολογική υπηρεσία για τη μέτρηση της πυκνότητας των νεφών. Nephoscope [Νεφοσκόπιο] Μηχ. Είναι μία διάταξη που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης κίνησης και της ταχύτητας των νεφών. Nephrite [Νεφρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, γνωστό και ως ακτινολίτης, μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, πράσινου χρώματος, με MB 875

και χημικό τύπο Ca2(Mg,Fe2+)5Si8022(OH)2. Ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων και αποτελεί ένα ευρέως εμφανιζόμενο ορυκτό, ενώ ο λόγος των αξόνων του είναι α: b:c=0.54: 1:0.29. Neptune [Ποσειδώνας] Αστρον. Ο προτελευταίος σε απόσταση από τον ήλιο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος. Έχει περίοδο περιστροφής 164.8 χρόνια και απέχει από τον ήλιο 30 αστρονομικές μονάδες. Είναι ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Neptune Decay Series [Σειρά του ποσειδωνίου] Χημ. Σειρά ραδιοϊσοτόπων που σχηματίζεται με τη διαδοχική διάσπαση τεχνητών ραδιοϊσοτόπων, ξεκινώντας από πλουτώνιο-241. Καταλήγει στο βισμούθιο-209, παράγοντας διαδοχικά ισότοπα με διαρκώς μειούμενο ατομικό αριθμό. Το πιο σταθερό ισότοπο της σειράς είναι το ποσειδώνιο-237 με χρόνο ημίσειας ζωής 2,2. ΙΟ6 χρόνια. Neptunite [Νεπτουνίτης] Ομυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές, κόκκινου ή μαύρου χρώματος, με MB 908 και χημικό τύπο KNa2Li(Fe2*, Mn)2Ti2Si8024· Ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = 1.32: 1: 0.80, ενώ συναντάται κυρίως στις Η.Π.Α., Ρωσία και Καναδά. Neptunium [Ποσειδώνιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο με σύμβολο Νρ στον περιοδικό πίνακα. Πρόκειται για στοιχείο που παρασκευάστηκε τεχνητά με ραδιενεργό τρόπο και ανήκει στην σειρά των ακτινίδων. Nereid [Νηρηίς] Αστμον. Δορυφόρος του πλανήτη Ποσειδώνα, ο πιο εξωτερικός, ο οποίος κινείται σε απόσταση από τον πλανήτη περίπου 5 εκατομμύρια χιλιόμετρα έχει διαμέτρου 340 χιλιομέτρων και περίοδο περιστροφής 360 μέρες και 3.1 ώρες. Neritic [Παράκτια θαλάσσια ζώνη] Ωκεαν. Περιοχή του πελάγους που εκτείνεται από τα κατώτερα θαλάσσια στρώματα μέχρι περίπου την άκρη ενός υφάλου. Nernst Equation [Εξίσωση Nernsi] Φυσ.Χημ. Εξίσωση της Φυσικοχημείας που διατυπώθηκε από τον Walthcr Nernst το 1889. Με αυτήν υπολογίζεται το δυναμικό ενός γαλβανικού στοιχείο (ή ημιστοιχείου), του οποίου τα συστατικά βρίσκονται σε συγκεντρώσεις διαφορετικές από τις πρότυπες, σαν συνάρτηση του κανονικού δυναμικού Ε0, της απόλυτης θερμοκρασίας Τ και του πηλίκου των ενεργοτήτων Q. Ε = Ε0-

2 303

—RT nr

log Q

Nernst Effect [Φαινόμενο Νερνστ] Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία το ανάδελτα της θερμοκρασίας σ1 ένα αγωγό αυξάνεται στη διεύθυνση του ρεύματος όταν αυτός είναι μέσα σε μαγνητικό πεδίο και το ρεύμα έχει διεύθυνση κάθετη στο πεδίο. Nernst - Simon Statement Of The Third Law Of Thermodynamics [Διατύπωση του τρίτου νόμου της θερμοδυναμικής Νερνστ - Σιμόν] Φυσ. Διατύπωση του τρίτου νόμου της θερμοδυναμικής σύμφωνα με την οποία καθώς η θερμοκρασία μίας ισόθερμης αντιστρεπτής διαδικασίας πλησιάζει το απόλυτο μηδέν η αλλαγή της εντροπίας πλησιάζει το μηδέν επίσης. Nernst - Thomson rule [Κανόνας Ncrnst-Thomson] Φυσ.Χημ. Σε κάθε διάλυμα, όταν το διαλυτικό μέσο έχει μικρή διηλεκτρική σταθερά η ηλεκτροστατική έλξη των αντίθετα φορτισμένων ιόντων είναι μεγάλη. Τέτοιοι διαλύτες έχουν μικρή επίδραση στην διάσταση

- 953 -

των ηλεκτρολυτών, ενώ αντίθετα μέσο με μεγάλη διηλεκτρική σταθερά ευνοεί τη διάσταση. Ο συσχετισμός αυτός ισχύει κατά προσέγγιση, ενώ η σύγχρονη θεωρεία των ηλεκτρολυτών μπορεί να δώσει πιο ακριβείς σχέσεις. Ncrnst Zero Of Potential [Πρότυπο ηλεκτρόδιο υδρογόνου] Φυσ.Χημ. Ηλεκτρόδιο αναφοράς, του οποίο το πρότυπο δυναμικό θεωρείται αυθαίρετα ίσο με μηδέν. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του πρότυπου δυναμικού ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου. Αποτελείται από μέλανα λευκόχρυσο (Pt), που βρίσκεται σε ατμόσφαιρα υδρογόνου (Η2) σε πίεση 1 aim. Nerol [Νερόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με μοριακό τύπο QoHjgO. Η συστηματική της ονομασία είναι 3,7διμεθυλο-2,6-οκταδιεν-1-όλη. Διαθέτει δύο διπλούς δεσμούς και ένα -ΟΗ σαν χαρακτηριστική ομάδα. Απαντάται με τη μορφή δύο γεωμετρικών ισομερών (cisκαι trans-). To trans- ισομερές χρησιμοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων. Nerolidol [Νερολιδόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με μοριακό τύπο Q5H26O. Η συστηματική της ονομασία είναι 3,7,11-τριμεθυλ-1,6,10-δωδεκατριεν-3-όλη. Διαθέτει τρεις διπλούς δεσμούς και ένα -ΟΗ σαν χαρακτηριστική ομάδα. Απαντάται με τη μορφή τεσσάρων στερεοϊσομερών. Είναι υγρό υψηλού σημείο ζέσης με ωραίο άρα>μα και εξάγεται από άνθη πορτοκαλιάς. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Nerve Gas [Αέριο Νεύρων] Υλικ. Χημική ουσία που χρησιμοποιείται, κυρίως, για πολεμικούς σκοπούς, με τη μορφή λεπτά διαμερισμένων σταγονιδίων υγρού. Με εισπνοή ή με επαφή μέσω του δέρματος προκαλούνται ευρείες διαταραχές, π.χ. στο νευρικό σύστημα, στο αναπνευστικό κλπ. Η πιο γνωστή ουσία που παρουσιάζει τέτοιες ιδιότητες είναι το DIPF (φωσφοφθορικός διισοπροπυλεστέρας), που παρεμποδίζει μη αντιστρεπτά τη δράση ενζύμων του οργανισμού. Nesistor [Νεζίστορ] Πλεκ. Ηλεκτρονική συσκευή η οποία κάνει χρήση ενός διπολικού τρανζίστορ σε κύκλωμα και η οποία συνήθως έχει αρνητική αντίσταση ως αποτέλεσμα της δομής και λειτουργίας του κυκλώματος. Nesquehonite [Νεσκοχωνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, διαφανές ή ημιδιαφανές, άχρουν ή λευκού χρώματος, με MB 138 και χημικό τύπο Mg(HC03)(0H).2H20. Εμφανίζεται κυρίως στην ένυδρη του μορφή, ενώ συναντάται σε μια περιοχή των Η.Π.Α. από όπου παίρνει και το όνομα του. Ncssler Tubes [Σωλήνας Nesslcr] Αναλ.Χημ. Γυάλινοι ή πλαστικοί σωλήνες ειδικών προδιαγραφών για χρωματικές συγκρίσεις έγχρωμων διαλυμάτων. Χρησιμοποιούνται στην χρωματομετρική ανάλυση. Nessler's Reagent [Αντιδραστήριο Nesslcr] Ava/..Χημ. Πρόκειται για αλκαλικό διάλυμα υδραργυροϊωδιούχου καλίου, K2[HgI4], που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση του κατιόντος ΝΗ/, παρέχοντας χαρακτηριστική κίτρινη ή καστανή χρώση. Η αντίδραση αυτή είναι πολύ ευαίσθητη και χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ιχνών αμμωνίας στο πόσιμο νερό. Nest [Ενσωματώνω] Πληρ. Τοποθετώ μια δομή μέσα σε μία άλλη παρόμοιου τύπου. Η δομή αυτή συνήθως είναι ένα σύνολο δεδομένων, μια ρουτίνα ή ένας βρόχος προγράμματος. Nested [Φωλιασμένος, σύνθετος] Γεωλ. 1. Σύνθετη καλδέρα σχηματισμένη από την ένωση δύο ή περισσό-

Net Loss

τερων καλδέρων, που η κάθε μία έχει σχηματισθεί σε διαφορετικό χρόνο. 2. Μεγάλος κρατήρας ή καλδέρα με έναν ή περισσότερους μικρούς κρατήρες ή κρατήρες με πολλαπλά στόμια (Bocca). 3. Ηφαίστειο με περίπλοκη μορφή και με έναν ή περισσότερους κεντρικούς κώνους. Nested Intervals [Ενθετα διαστήματα] Μαθημ. Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία ακολουθιών, τα στοιχεία των οποίων είναι διαστήματα, με την εξής ιδιότητα: καθένα από τα διαστήματα της εκάστοτε ακολουθίας, περιέχεται στο προηγούμενο διάστημα. Nested Sets [Ενθετα σύνολα] Μαθημ. Γνωστά και με την ονομασία μονοτονικό σύστημα συνόλων. Και με τις δύο ονομασίες εννοούμε μια οικογένεια συνόλων με την ακόλουθη ιδιότητα: για κάθε δύο σύνολα που ανήκουν στην οικογένεια, το ένα θα εμπεριέχεται στο άλλο. Nesting [Ενσωμάτωση] Πληρ. 1. Η διαδικασία της τοποθέτησης μιας δομής (σύνολο δεδομένων ή ρουτίνα) μέσα σε μια άλλη δομή παρόμοιου τύπου. 2. Στη γλώσσα προγραμματισμού FORTRAN, η διαδικασία της τοποθέτησης ενός βρόχου DO μέσα σε έναν άλλο βρόχο DO. Nestor [Νέστορας] Αστρον. Όνομα αστεροειδούς που ανακαλύφθηκε το 1908. Έχει διάμετρο 115 km και ανήκει στην ομάδα αστεροειδών τύπου C, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την περίοδο περιστροφής τα>ν που είναι περίπου 12 χρόνια, όση και του Δία. Net1 [Δίκτυο ] Επικοιν. Αλλη ονομασία για το Δίκτυο (Network). Net2 [Δίκτυο] Τεχνολ. 1. Σημεία στο έδαφος συνδεδεμένα μεταξύ τους με αποστάσεις και γωνίες που δημιουργούν στο σύνολο ένα υποθετικό πλέγμα πολυγώνίον το οποίο χρησιμοποιείται για την απόδοση σε σχέδιο της υφιστάμενης κατάστασης. 2. λεπτές ίνες από μέταλλο, πλαστικό ή φυτικής προέλευσης που συνδέονται μεταξύ τους σε τακτές αποστάσεις κάθετα η μία προς την άλλη και δημιουργούν ένα πλέγμα. Net Floor Area [Καθαρή επιφάνεια] Οικοό. Το σύνολο της καθαρής λειτουργικής επιφάνειας ενός κτιρίου που υπολογίζεται με την αφαίρεση από τη συνολική επιφάνεια των επιφανειών που καλύπτουν οι τοίχοι, οι διάδρομοι και όλοι οι βοηθητικοί χώροι. Net Ionic Equation [Καθαρή ιοντική εξίσωση] Χημ. Είδος χημικής εξίσωσης στην οποία εμφανίζονται μόνο τα ιόντα που λαμβάνουν πραγματικά μέρος στην αντίδραση. Στην εξίσωση αυτή τα ιόντα εμφανίζονται με το σύμβολο του στοιχείου και το φορτίο τους, ενώ οι πλήρεις τύποι γράφονται μόνο για τα αδιάλυτα σώματα (π.χ. το AgCI) ή τα αέρια (π.χ. το H>S). Net Load Capacity [Καθαρή φέρουσα ικανότητα] Μηχ. Καλείται το φορτίο το οποίο μπορεί να φέρει ή να χειριστεί μία μηχανική διάταξη με ασφάλεια χωρίς να υπάρξει περίπτωση αστοχίας, λαμβάνοντας υπόψη και το βάρος της συσκευασίας του φορτίου. Net Loading Intensity [Καθαρή τάση έδρασης] Πολ. Μηχ. Στον υπολογισμό των τάσεων που δέχεται ένα έδαφος από τη θεμελίωση ενός έργου. Είναι η τάση που προκύπτει από το σύνολο των φορτίσεων μειωμένη κατά το μέγεθος της τάσης των υπερκείμενων γαιών που δεχόταν η συγκεκριμένη επιφάνεια πριν την εκσκαφή. Net Loss [Απώλεια δικτύου] Επικοιν. 1. Στοιχείο μιας καλής μετάδοσης είναι οι μηδενικές απώλειες σε οποιοδήποτε σημείο του και για οποιοδήποτε λόγο π.χ.

, \ ι t

;

Newman-Penrose Formalism

-954 -

εισαγωγή θορύβου, παρεμβολές, κακές συνδέσεις, πολλή κίνηση κτλ. 2. Μετριέται είτε σε Νέπερ είτε σε Ντεσιμπέλ και ορίζεται ως ο λόγος της ισχύος εισόδου προς το λόγο της ισχύος εξόδου. Πιο συγκεκριμένα η μονάδα Νέπερ είναι το μισό του φυσικού λογαρίθμου του λόγου, ενώ η μονάδα Ντεσιμπέλ είναι δέκα φορές το δεκαδικό λογάριθμο του λόγου. Net Power Flow [Καθαρή ροή ισχύος] Ηλεκτμομαγν. Η διαφορά της ισχύος ως προς τις δυο κατευθύνσεις που μεταδίδεται από ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ένα κυματοδηγό διπλής κατεύθυνσης. Κατά κανόνα σ' αυτή την περίπτωση ο κυματοδηγός έχει ανοικτά και τα δύο άκρα του. Net Slip [Ολική ολίσθηση] Γεωλ. Η απόσταση μεταξύ δύο γειτονικών σημείων που απομακρύνθηκαν και βρίσκονταν στο ίδιο στρώμα, τα οποία είναι τοποθετημένα σε αντίθετα τοιχώματα ρήγματος και των οπίων η απόσταση μετριέται στο επίπεδο του ρήγματος. Net Ton [Τόνος ΗΠΑ] Τεχνολ. Η μονάδα βάρους που αντιστοιχεί σε 2.000 λίβρες και ζυγίζει κατά το δεκαδικό σύστημα 909 κιλά. Χρησιμοποιείται ως μονάδα βάρους στις ΗΠΑ. Network [Δίκτυο] Επικοιν. 1. Ψηφιακή ή αναλογική σύνδεση περισσότερων από 2 σημείων για επικοινωνία δηλαδή ανταλλαγή σημάτων φωνής όπως το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο (PSTN) ή και δεδομένων (πχ φαξ κτλ) 2. Σύνδεση υπολογιστών με ένα κοινό μέσο συνήθως καλώδιο. Network2 [Δίκτυο] Πολ. Μηχ. Το σύνολο των επιμέρους τεμαχίων που συνθέτουν ένα σύστημα το οποίο εκτελεί ως σύνολο μια λειτουργία όπως το δίκτυο αποχέτευσης, το δίκτυο ύδρευσης, το οδικό δίκτυο. Network Analysis1 [Δικτυακή ανάλυση] Επικοιν. 1. Πρόβλεψη για τις διακινούμενες υπηρεσίες στο δίκτυο, την χρήση κατάλληλων εξυπηρετητών φόρτου, διαθέσιμα μέσα αποθήκευσης κτλ. 2. Η ίδια εργασία όταν εκτελείται για τη συλλογή ζωντανών στοιχείων από τους αναλυτές (Network Analyzers). Network Analysis2 [Δικτυωτή ανάλυση] Τεχνολ. Μέθοδος προγραμματισμού της εκτέλεσης ενός έργου, όπου όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται συνδέονται μεταξύ τους σε ένα σύνολο και καθορίζεται η αλληλουχία μεταξύ τους. Κάθε δραστηριότητα αποτελεί τη συνέχεια μιας προηγούμενης και όταν συμπληρωθεί ακολουθεί η επόμενη. II γραφική παράσταση αυτής της μεθόδου εμφανίζεται ως ένα πλέγμα εξ ου και η ονομασία. Network Architecture [Αρχιτεκτονική δικτύου] Επικοιν. Ο όρος αφορά τη μελέτη και το σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου συστήματος επικοινωνίας ή δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστούν, συμπεριλαμβάνοντας και τις επιλογές υλικού και λογισμικού. Network Constant [Σταθερά δικτύου] Ηλεκ. Η τιμή των αντιστάσεων ενός ηλεκτρικού δικτύου ή κυκλώματος. Network Control Program [Πρόγραμμα ελέγχου δικτύου] Πληρ. Το πρόγραμμα, το οποίο οργανώνει και ρυθμίζει τη μεταφορά των δεδομένων διαμέσου των καναλκόν επικοινωνίας σ' ένα δίκτυο υπολογιστών. Network Data Structure [Δομή δεδομένων δικτύου] Πληρ. Η δομή δεδομένων, η οποία επιτρέπει την ομαδοποίηση δεδομένων έτσι ώστε κάθε τέτοια ομάδα να μπορεί να επικοινωνεί με μια άλλη, με στόχο την διευκόλυνση της μεταφοράς των δεδομένων διαμέσου των καναλιών επικοινωνίας σ' ένα δίκτυο υπολογιστών.

Network Filter [Φίλτρο δικτύου] Ηλεκ. Κατάλληλη διάταξη εναλλασσόμενου ηλεκτρικού κυκλώματος από πηνία και πυκνωτές, που συμπεριφέρεται σαν ένα φίλτρο διέλευσης οδευόντων κυμάτων των οποίων η συχνότητα είναι μεγαλύτερη από μια οριακή συχνότητα ω0 (συχνότητα αποκοπής χαμηλών συχνοτήτων), ενώ δεν επιτρέπει τη διέλευση ρευμάτων με συχνότητες μικρότερες από αυτήν. Network Flow [Ροή δικτύου] Ηλεκ. Αναφέρεται στη ροή ρεύματος σε ένα κύκλωμα. Network Impedance [Αντίσταση δικτυώματος] Επικοιν. Συνολική αντίσταση ενός ηλεκτρικού δικτύου. Network Layer [Στρώμα δικτύου] Επικοιν. Το 3ο στρώμα του προτύπου OSI που είναι υπεύθυνο για τη δρομολόγηση των δεδομένων που ανεβαίνουν από το δεύτερο επίπεδο. Εξ' αιτίας αυτών των ιδιοτήτων έχει τον κύριο ρόλο σε μηχανήματα διασύνδεσης δικτύων ύπως οι δρομολογητές (Routers) και οι πύλες (Gateways). Network Planning [Πρόγραμμα δικτυωτής ανάλυσης] Τεχνολ. —»Network Analysis. Network Synthesis1 [Σύνθεση δικτύου] Επικοιν. Σύνθεση ενός δικτύου από τα βασικά συστατικά του: 2 τουλάχιστον Η/Ύ, ένας διανομέας - εξυπηρετητής, κάρτες δικτύου, συνδετήρες και κατάλληλο καλώδιο σύνδεσης και πιθανά τηλέφωνο άρα και Modem και λογισμικό δικτύου κατάλληλα ρυθμισμένο. Network Synthesis2 [Σύνθεση δικτύου] Ηλεκ. Η σύνθεση και διάταξη των ηλεκτρικών στοιχείων του δικτύου ώστε να έχει συγκεκριμένη λειτουργία. Network System [Σύστημα δικτύου] Πληρ. Το σύνολο των αυτόνομων διασυνδεδεμένων υπολογιστών, το οποίο έχει την ικανότητα να ανταλλάσσει πληροφορίες. Δηλαδή, πρόκειται για ένα σύστημα διαχείρισης βάσεων δεδομένων, όπου οι πληροφορίες έχουν οργανωθεί κατάλληλα για να μπορούν να χρησιμοποιούνται και να επεξεργάζονται από TU διαφορετικά υπολογιστικά συστήματα που συνθέτουν το δίκτυο. Network Theory 1 [θεωρία δικτύου] Επικοιν. Θεωρία που αρχίζει με τη θεωρία πληροφορίας, τη θεωρία επικοινωνίας και παίρνει πολλά από την ηλεκτρονική και τη θεωρία δικτυωμάτων για να τα ενσωματώσει στην πληροφορική. Netwrork Theory 2 [Θεωρία δικτύου] Ηλεκ. Οι νόμοι, οι κανόνες και οι σχέσεις που αφορούν ηλεκτρικά ρεύματα, δυναμικά και ηλεκτρικά στοιχεία σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Networking [Δικτύωση] Πλ.ηρ. 1. Η σύνδεση με τη βοήθεια καναλιών επικοινωνίας διαφόρων τερματικών σταθμών εντός συγκεκριμένων ορίων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η μετάδοση των δεδομένων σ' ένα δίκτυο υπολογιστών. Πλεονεκτήματα της είναι ο διαμερισμός των πόρων του δικτύου (των δεδομένων, των προγραμμάτων, κλπ), η υψηλή αξιοπιστία και η οικονομία. 2. Το σύνολο των διαδικασιών που διεξάγονται με στόχο την οργάνωση, την συντήρηση και την υποστήριξη γενικότερα, ενός υπολογιστικού δικτύου. Neuberg Blue [Κυανού του Neuberg] Υλικ. Ουσία με ισχυρή ικανότητα χρώσης που προκύπτει με ανάμιξη δύο άλλων ισχυρών χρωστικών ουσιών, του κυανού του χαλκού και του κυανού του σιδήρου. Neumann Boundary Condition [Οριακή συνθήκη Neumann] Μαθημ. Πρόκειται για μια συνθήκη επιβολής ορίου στο λεγόμενο πρόβλημα Neumann, που διατυπώνεται στη θεωρία ενδεχομένων.

-955 -

Neumann Function [Συνάρτηση Νιούμαν] Μαθημ. 1. Συνάρτηση που ανήκει στη κλάση των συναρτήσεων που είναι λύσεις της διαφορικής εξίσωσης του Bessel. Αυτού του είδους οι συναρτήσεις είναι από της σημαντικότερες της μαθηματικής φυσικής και εμφανίζονται κυρίως στην περίπτωση κυλινδρικής συμμετρίας. 2. Συνάρτηση ονομαζόμενη και αρμονική λύση του προβλήματος Νιούμαν κατά το οποίο προσδιορίζονται οι κάθετες παράγωγοι της ζητούμενης συνάρτησης πάνω σε κλειστή επιφάνεια και ζητείται η αρμονική συνάρτηση μεσα ή έξω από την επιφάνεια. Neumann Line [Γραμμή Neumann] Μαθημ. Ο Neumann ερευνώντας τον κλάδο της συνεχούς γεωμετρίας, διατύπωσε μια γενίκευση της έννοιας της γραμμής που ονομάστηκε Γραμμή Neumann. Neumann Problem [Πρόβλημα Νιούμαν] Μαθημ. Πρόβλημα της αρμονικής ανάλυσης όπου ως δεδομένες προσδιορίζονται οι κάθετες παράγωγοι της ζητούμενης συνάρτησης πάνω σε κλειστή επιφάνεια και ζητείται η αρμονική συνάρτηση μέσα ή έξω από την επιφάνεια. Neumann's Formula [Τύπος Νιούμαν] Η/χκτρομαγν. Δεδομένων δύο κυκλωμάτων με το τύπο του Νιούμαν υπολογίζουμε την αμοιβαία αυτεπαγωγή τους και συνεπώς μπορούμε να προσδιορίσουμε πως οι ηλεκτρομαγνητικές ιδιότητες του ενός κυκλώματος επηρεάζουν το άλλο. Neumann's Principle [Αρχή του Neumann] Κρυσταλλ Αρχή της κρυσταλλογραφίας που διατυπώθηκε από τον Neumann το 19° αιώνα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή: "Τα στοιχεία συμμετρίας οποιασδήποτε φυσικής ιδιότητας του κρυστάλλου πρέπει να συμπεριλαμβάνουν όλα τα στοιχεία συμμετρίας της ομάδας σημείου του κρυστάλλου'. Neural Network [Νευρωνικό δίκτυο] Πληρ. Πρόκειται για τρόπο επίλυσης διαφόρων προβλημάτων με την χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και την εφαρμογή των γνώσεων από τη λειτουργία των εγκεφάλων των ζωντανών οργανισμοί. Γίνεται χρήση μεγάλου αριθμού παραδειγμάτων ενός προβλήματος για την εκπαίδευση ενός νευρωνικού δικτύου και η λύση μιας άλλης ανάλογης επιθυμητής εφαρμογής προκύπτει σχετικά γρήγορα με κάποια σχετική ακρίβεια βέβαια. Neurine [Νευρίνη] Βιοχημ. Ισχυρά τοξική ουσία παραγόμενη κατά την αποσύνθεση τα)ν πτωμάτων. Είναι παχύρρευστο υγρό με δυσάρεστη οσμή, διαλυτό στο νερό και στην αιθανόλη. Από χημική άποψη είναι τεταρτοταγές υδροξείδιο του αμμωνίου με τύπο: [(CH-0 t 3 NCH=CH2] OH" (τριμεθυλ-βινυλ-αμμο')νιο υδροξείδιο). Neurochemistry [Νευροχημεία] Βιοχημ. Κλάδος της Χημείας που διερευνά τη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Neutral 1 [Ουδέτερο] Ηλεκ. Με τον όρο αυτό στο χώρο του ηλεκτρισμού χαρακτηρίζεται η απόλυτη έλλειψη ηλεκτρικού φορτίου. Neutral 2 [Ουδέτερο] Χημ. Στην επιστήμη της χημείας ο όρος αυτός περιγράφει μία χημική ουσία η οποία δεν είναι ούτε όξινη ούτε βασική. Neutral Atom [Ουδέτερο άτομο] Πυρην.Φυσ. Πρόκειται για το γνωστό στοιχείο της ύλης, το οποίο είναι ουδέτερο ως προς το ηλεκτρικό φορτίο, αφού έχει τον ίδιο αριθμό ηλεκτρονίων, τα οποία είναι ηλεκτρικά αρνητικά φορτισμένα, με τον αριθμό πρωτονίων που είναι θετικά φορτισμένα.

Neutral Particle

Neutral Axis [Ουδέτερος άξονας] Τεχνολ. Στη διατομή μιας δοκού η οριζόντια γραμμή που συνδέει μεταξύ τους τα σημεία που υπάρχουν μηδενικές τάσεις όταν η δοκός είναι φορτισμένη με κατακόρυφα φορτία. Από τον ουδέτερο άξονα προς το άνω πέλμα αναπτύσσονται οι θλιπτικές τάσεις και προς το κάτω πέλμα οι εφελκυστικές τάσεις. Neutral Beam [Ουδέτερη ακτίνα] Φνσ. Ακτίνα, ροή, από ουδέτερα στοιχειώδη σωμάτια. Neutral Conductor [Ουδέτερη γραμμή] Η/εκ. Η μία από τις γραμμές του ζεύγους των αγωγών στην καλωδίωση μιας ηλεκτρικής εγκατάστασης, που συνδέεται με τη Γη σε διάφορα σημεία στο εξωτερικό δίκτυο διανομής. Neutral Current Interaction [Αλληλεπίδραση ασθενούς ρεύματος] Φυσ. Το φαινόμενο της αλληλεπίδρασης μεταξύ σωματιδίων μέσω των ασθενών δυνάμεων. Υπάρχουν τέσσερα είδη θεμελιωδών δυνάμεων στη φύση. Της βαρύτητας, οι ηλεκτρομαγνητικές, οι ισχυρές και οι ασθενείς. Κατά τις τελευταίες δηλαδή τις ασθενείς δεν μπορεί να μεταβληθεί το φορτίο των φερμιονίων που αλληλεπιδρούν. Neutral Density Filter [Φίλτρο ουδέτερης πυκνότητας] Οπτικ. Πρόκειται για ένα γκρίζο φίλτρο φοηογραφικής μηχανής που έχει μια ίση απορρόφηση για όλα τα χρώματα του φάσματος και έτσι δεν επηρεάζει τα χρώματα της τελικής εικόνας και χρησιμοποιείται για να μειώσει την ποσότητα του φωτός που μπαίνει στη φωτογραφική μηχανή, όταν οι ρυθμίσεις του διαφράγματος ή της ταχύτητας πρέπει να παραμείνουν σταθερές· Neutral Equilibrium [Ουδέτερη ισορροπία] Φυσ. Είδος ισορροπίας στη φυσική η οποία δεν είναι ούτε ευσταθής ούτε ασταθής κάτω από τα κριτήρια ισορροπίας που θεωρούμε. Συνεπώς μια διαταραχή κάτω από αυτό το είδος της ισορροπίας δε θα αυξηθεί ούτε θα μειωθεί. Neutral Estuary |Ουδέτερη (νεκρή) εκβολή] Γεωλ. Η εκβολή στην οποία δεν υφίσταται εισροή ρεύματος γλυκού νερού και επιπλέον δεν υφίσταται και εξάτμιση του υπάρχοντος. Neutral Fiber [Ουδέτερη ίνα] Μηχ. Στην εγκάρσια διατομή μιας καμπτόμενης δοκού, η ουδέτερη ίνα αποτελεί το σύνορο μεταξύ της εφελκυόμενης και της θλιβόμενης περιοχής, εφόσον στην ίδια οι τάσεις μηδενίζονται. Neutral Flame [Ουδέτερη φλόγα] Χημ. Είδος φλόγας, που παράγεται από μίγμα καυσίμου και οξειδωτικού, σε τέτοια αναλογία, ώστε να μην εμφανίζεται ούτε οξειδωτική, ούτε αναγωγική. Neutral Molecule [Ουδέτερο μόριο] Φνσ. Χημ. Η πιο, συνήθης περίπτωση μορίων των οποίων το καθαρό φορτίο είναι μηδέν, καθώς υπάρχει ίδιος αριθμός ηλεκτρονίων και πρωτονίων γύρω από τους πυρήνες τους. Παρόλα ταύτα η πόλωση τέτοιων μορίων μπορεί να είναι διάφορη του μηδενός. Neutral Operation [Ουδέτερη λειτουργία] Επικοιν. Ιδιαίτερη λειτουργία που συνήθως ελέγχει (με κάποιο σήμα) όλα τα στοιχεία του δικτύου. Neutral Particle [Ουδέτερο σωμάτιο] Φνσ. Οποιοδήποτε στοιχειώδες σωμάτιο με ηλεκτρικό φορτίο μηδέν. Στις περισσότερες περιπτώσεις το σωμάτιο έχει ίδια ποσότητα θετικού και αρνητικού φορτίου με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως ηλεκτρικά ουδέτερο. Π.χ. το νετρόνιο.

| J ι »

;

Neutral Red

-956-

Neutral Red [Οργανική ένωση Neutral Red] Opy Χημ. χειωδών σωματιδίων. Οργανικό υδροχλωρικό άλας του τύπου (CH3) Neutron Binding Energy [Ενέργεια δεσμευμένου νε2NC6H3N2C6H2CH3NH2.HCI που χρησιμοποιείται σαν τρονίου] Πυρην. Φυσ. Στην περίπτωση νετρονίου σε πρωτολυτικός δείκτης με περιοχή αλλαγής χρώματος πυρήνα, ενέργεια δέσμευσης είναι η ποσότητα ενέρκοντά στην ουδέτερη περιοχή (από ρΗ 6.8-8). Πράσι- γειας που χρειάζεται για την απόσπασή του από τον νη σκόνη διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη. Χρησι- πυρήνα. Συνεπώς στην περίπτωση απόσπασης λόγω μοποιείται και για τον έλεγχο της λειτουργίας του στο- της πρόσπτωσης φωτονίου, δεδομένης της διατήρησης μάχου. της ενέργειας, η ενέργεια αυτή ισούται με την ενέρNeutral Region [Ουδέτερη περιοχή] Αστμον. Κατά μή- γεια του προσπίπτοντος φωτονίου μείον την κινητική κος της επιφάνειας του ηλίου εντοπίζονται περιοχές με ενέργεια του αποσπώμενου νετρονίου. πολύ ασθενές μαγνητικό πεδίο. Μια τέτοια περιοχή Neutrino Bremsstrahlung [Μπρεστράλουνγκ νετρίονομάζεται ουδέτερη και βρίσκεται συνήθως μεταξύ νου] Πυρην. Φυσ. Εκπομπή ενός νετρίνου και ενός απεριοχών με αντίθετη πολικότητα. ντινετρίνου κατά τη σκέδαση ηλεκτρονίου από πυρήNeutral Shoreline [Ουδέτερη γραμμή ακτής] Γεωλ. Η να. ακτή η οποία δεν έχει επηρεαστεί από τις σχετικές ή τις Neutron Capture [Δέσμευση νετρονίου] Πυρην. Φυσ. απόλυτες μεταβολές της στάθμης της θάλασσας. Δέσμευση νετρονίου από πυρήνα η οποία συνοδεύεται Neutral Surface [Ουδέτερη επιφάνεια] Μηχ. Ορίζεται από εκπομπή ακτινών γάμα και μπορεί να οδηγήσει σε ως η κατά μήκος μιας παραμορφωμένης δοκού επιφά- πυρηνική αντίδραση ή διάσπαση βήτα. Αυτή η δέσμευνεια, όπου οι τάσεις είναι μηδενικές διότι αποτελεί το ση έχει συγκεκριμένη ενεργό διατομή, δηλαδή πιθανόσύνορο της εφελκυόμενης και της θλιβόμενης περιο- τητα σύλληψης η οποία εξαρτάται από τον πυρήνα. Neutron Capture Cross Section [Ενεργός διατομή χής· Neutral Transmission [Ουδέτερη μετάδοση] Επικοιν. δέσμευσης νετρονίου] Πυρην. Φυσ. Το μέτρο της πιθαΜετάδοση πάνω σε ένα γενικότερα αποδεκτό μέσο πχ νότητας ονομαζόμενο και ενεργός διατομή της δέσμευγια διαφημιστικό χτύπημα της αγοράς ή σαν ένα πρό- σης νετρονίου από πυρήνα, κατά το φαινόμενο της σκέδασης του νετρονίου από τον πυρήνα. Η δέσμευση τυπο πλατφόρμας για περαιτέρω ανάπτυξη. Neutral Wave [Ουδέτερο κύμα] Φυσ. Περίπτωση κατά συνοδεύεται από εκπομπή ακτινών γάμα και μπορεί να την οποία η μέση ενέργεια και συνεπώς το πλάτος ενός οδηγήσει σε πυρηνική αντίδραση ή διάσπαση βήτα. κύματος δε μεταβάλλεται. Αναφέρεται και ως σταθερό Neutron Counter [Απαριθμητής νετρονίων] Πυρην. κύμα ενώ ο όρος ουδέτερο κύμα χρησιμοποιείται κυρί- Φυσ. Οργανο με το οποίο είναι δυνατή η καταμέτρηση ως για να υποδηλώσει ότι το κύμα δεν ενισχύεται αλλά κινούμενων νετρονίων. Συνήθως η απαρίθμηση αρχίζει ούτε έχει απώλειες. από μια τιμή δυναμικού που αναφέρεται ως κατώφλι Neutralization [Εξουδετέρωση] Χημ. Αντίδραση μετα- του ανιχνευτή και στη συνέχεια παραμένει σε ορισμέξύ ενός οξέος και μίας βάσης, που έχει σαν αποτέλε- νη τιμή τάσεων. σμα την εξουδετέρωση των ιδιοτήτων και των δύο και Neutron Cross Section [Ενεργός διατομή νετρονίου] σχηματισμό νερού και άλατος διαλυμένου στο νερό. Πυρην. Φυσ. Ενεργός διατομή, δηλαδή μέτρο της πιθαΣυνοπτικά, η αντίδραση της εξουδετέρωσης μπορεί να νότητας, οποιασδήποτε αλληλεπίδρασης νετρονίου. Π. περιγραφεί από την εξίσωση Η30+ + ΟΙΓ 2 ΙΙ 2 0. χ. εκπομπή από πυρήνα, σκέδαση από πυρήνα ή σκέNeutralization Number [Αριθμός εξουδετέρωσης] δαση νετρονίου -νετρονίου. Πιο συγκεκριμένα η ενερΑναλ.Χημ. Ποσοτική δοκιμασία για το βαθμό οξύτητας γός διατομή είναι μια επιφάνεια σ η οποία ικανοποιεί του πετρελαίου. Εκφράζει την ποσότητα του υδροξει- τη σχέση dN/N=nodx όπου dN/N είναι το ποσοστό δίου του καλίου (ΚΟΗ) σε mg, που απαιτείται για την των νετρονίων τα οποία σκεδάζονται n είναι ο αριθμός των πυρήνων ανά μονάδα όγκου και dx είναι το μήκος εξουδετέρωση των οξέων σε 1 g πετρελαίου. Neutralize [Εξουδετερώνω] Χημ. Αντιδρώ πλήρως με της δέσμης που περιέχει dN νετρόνια σε διεύθυνση κάκατάλληλες ποσότητες ενός οξέος και μίας βάσης, ώ- θετη στην επιφάνεια. στε να επέλθει πλήρης εξουδετέρωση, οπότε το τελικό Neutron Cycle [Κύκλος νετρονίου] Πυρην. Φυσ. Η διάλυμα περιέχει διαλυμένο αποκλειστικά το άλας που διαδικασία που ακολουθείται από ένα νετρόνιο μέσα σχηματίστηκε. Όταν εξουδετερώσουμε ισχυρό οξύ με στον πυρηνικό αντιδραστήρα. ισχυρή βάση το ρΗ του διαλύματος θα είναι ίσο με 7. Neutron Detector [Ανιχνευτής νετρονίων] Πυρην. Neutrino [Νετρίνο] Φυσ. Στοιχειώδες σωμάτιο με σπιν Φυσ. Ο ανιχνευτής νετρονίων είναι συσκευή η οποία ι Λ9 και φορτίο μηδέν. Υπάρχουν τρία είδη νετρίνων ανιχνεύει τα νετρόνια μέσω των φαινομένων που προπου αντιστοιχούν στα τρία λεπτόνια. Δηλαδή τα νετρί- καλεί το πέρασμα τους. Π.χ. την εκπομπή ακτινών γάνα που αντιστοιχούν στο ηλεκτρόνιο το μεσύνιο και το μα ή στοιχειωδα')ν σωματιδίων κατά τις πυρηνικές αταυ λεπτόνιο. Σύμφωνα με πειραματικά δεδομένα το ντιδράσεις που προκαλούν, ή την ανάκρουση των σωκάθε ένα απ' αυτά μπορεί να μεταβληθεί με συνάρτη- ματιδίων που προκαλείται από τη σκέδαση με τα νεση του χρόνου σε κάποιο από τα άλλα. Αυτό μπορεί να τρόνια. συμβεί μόνο αν αυτά έχουν μάζα. Neutron Diffraction [Περίθλαση νετρονίων] Φυσ. Η Neutron [Νετρόνιο] Φυσ., Συστατικό του πυρήνα των περίπτωση της περίθλασης νετρονίων κατά την αλληατόμων ουδέτερο στοιχειώδες σωμάτιο. Έχει περίπου λεπίδραση τους με την ύλη εμφανίζεται κατά την πρότην ίδια μάζα με το πρωτόνιο και σπιν 1/2. Σύμφωνα σπτωση τους σε άτομα τόσο στερεών όσο υγρών και με θεωρίες στοιχειωδών σωματιδίων αποτελείται από αερίων. Το φαινόμενο της περίθλασης μπορεί να συμένα ηλεκτρόνιο και ένα πρωτόνιο. βεί γιατί σύμφωνα με το δυϊσμό της ύλης τα νετρόνια Neutron - Antineutron Oscillations [Ταλαντώσεις έχουν τόσο σωματιδιακές όσο και κυματικές ιδιότητες. νετρονίου - αντινετρονίου] Φυσ. Ταλάντωση μεταξύ Neutron Diffraction Analysis [Ανάλυση της περίθλατης κατάστασης ενός αντινετρόνιου και ενός νετρονίου σης νετρονίων] Φυσ. Γίνεται μέσω της σκέδασης θερη οποία προβλεπεται από ορισμένες θεωρίες των στοι- μικών νετρονίων από στερεά υγρά ή αέρια και η μετέ-

-957 -

Newland's L a w Of Octaves

πειτα εξέταση της γωνιακής τους κατανομής στο χώρο, πειραματική μελέτη της ατομικής δομής της ύλης. Neutron Diffractometer [Περιθλασόμετρο νετρονίων] Φυσ. Συσκευή που χρησιμοποιεί δέσμη νετρονίων σαν μέσο για την γωνιακή ανάλυση με περίθλαση. Η γωνιακή ανάλυση των εντάσεων των δεσμών από την περίθλαση γίνεται είτε με μετρητή ακτινοβολίας είτε με θάλαμο ιονισμού. Neutron Drip [Απόσταξη νετρονίου] Αστροψυσ. Η διαδικασία κατά την οποία παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση των ελεύθερων νετρονίων όταν η πυκνότητα της ύλης γίνεται τόσο μεγάλη, ώστε με τις ασκούμενες πιέσεις τα ηλεκτρόνια απορροφώνται στον πυρήνα και μετατρέπονται σε νετρόνια. Με τη διαδικασία αυτή σχηματίζονται οι αστέρες νετρονίου που ουσιαστικά αποτελούν τα τελευταία παράγωγα στη εξέλιξη των αστέρων με μάζα μεγαλύτερη της ηλιακής. Neutron Flux [Ροή νετρονίων] Πυρην. Φυσ. Είναι ο αριθμός των νετρονίων που περνάνε στη μονάδα του χρόνου κάθετα σε μοναδιαία επιφάνεια γνωστή και ως πυκνότητα ροής των νετρονίων. Neutron Flux Density [Πυκνότητα ροής νετρονίων] Πυρην. Φυσ. Ορίζεται ως ο αριθμός νετρονίων που περνάει στη μονάδα του χρόνου κάθετα μία μοναδιαία επιφάνεια. Είναι γνωστή και ως ένταση της ακτίνας νετρονίων. Neutron Inelastic Scattering Reactions [Αντιδράσεις ανελαστικής σκέδασης νετρονίων] Πυρην. Φυσ. Αντιδράσεις κατά τις οποίες βομβαρδισμός υλικών με γρήγορα νετρόνια προκαλεί την εκπομπή άλλων συνήθα>ς αργών. Είναι γνωστές και ως n-n' αντιδράσεις. Neutron Irradiation [Ακτινοβόληση με νετρόνια] Πυρην. Φυσ. Είναι η πτώση ακτίνων νετρονίων σε υλικά, Μπορούν να προκαλέσουν μεταβολή στη δομή των πυρήνων των υλικών, μέσω δέσμευσης τους ή σκέδασης τους και πρόκληση πυρηνικών αντιδράσεων. Neutron Magnetic Moment [Μαγνητική ροπή νετρονίου] Πυρην. Φυσ. Χαρακτηριστικό τρισδιάστατο διάνυσμα του νετρονίου το οποίο εκτελεί μετάπτωση γύρω από εφαρμοζόμενο μαγνητικό πεδίο, και το εσωτερικό γινόμενο του με το διάνυσμα του πεδίου δίνει την ενέργεια του νετρονίου στο πεδίο. Neutron Matter [Υλη νετρονίων] Αστροψυσ. Είδος συμπυκνωμένης, ύλης η οποία αποτελείται κυρίως από

ση έχει συγκεκριμένη ενεργό διατομή η οποία εξαρτάται από τα φυσικά χαρακτηριστικά της όπως π. χ. είναι οι ενέργειες του πρωτονίου και του νετρονίου. Neutron Rich Nucleus [Πυρήνας πλούσιος σε νετρόνια] Πυρην. Φυσ. Τεχνητός πυρήνας στοιχείου ο οποίος εμφανίζει αυξημένη περιεκτικότητα σε νετρόνια σε σχέση με αυτά που περιέχουν τα ισομερή του στοιχείου τα οποία υπάρχουν στη φύση. Τέτοια ισομερή πλούσια σε νετρόνια μπορούν να επηρεάσουν την ταχύτητα χημικών αντιδράσεων. Neutron Scattering [Σκέδαση νετρονίου] Πυρην. Φυσ. Αλληλεπίδραση κινούμενου νετρονίου μ' άλλο σωμάτιο ή πυρήνα κατά την οποία αλλάζει η διεύθυνση κίνησής του. Η σκέδαση έχει συγκεκριμένη ενεργό διατομή η οποία εξαρτάται από τα φυσικά χαρακτηριστικά της, όπως π. χ. είναι οι ενέργεια του νετρονίου, Neutron Shield [Ασπίδα νετρονίων] Τεχνολ. Ειδικό κάλυμμα που φοριέται για την προστασία του ανθρώπου από την ακτινοβολία νετρονίων, Neutron Spectrometry [Φασματομετρία νετρονίων] Πυρην. Φυσ. Όρος αναφερόμενος σε πειράματα στα οποία νετρόνια χρησιμοποιούνται ως μέσο παραγωγής ή παρατήρησης καταστάσεις διεγερμένοι πυρήνων, Neutron Star [Αστέρας νετρονίων] Αστρον. Αποτελούμένος από συμπυκνο)μένη ύλη αστέρας νετρονίων ο οποίος προκύπτει από την κατάρρευση άστρου στην τελευταία φάση της ζωής του. Στη σύνθεση του εμφανίζονται 8 με 12 φορές περισσότερα νετρόνια απ' ότι πρωτόνια. Έχει ισχυρό βαρυτικό πεδίο από το οποίο μόνο νετρίνα και φωτόνια μπορούν να ξεφύγουν, New Inflationary Cosmology [Νέα πληθωριστική κοσμολογία] Αστρον. Κοσμολογική υπόθεση βασισμένη στην αρχική Θεωρία του Πληθωριστικού Σύμπαντος, με τη διαφοροποίηση ότι το σπάσιμο της συμμετρίας μεταξύ των ισχυρών και ηλεκτρασθενών δυνάμεων, είναι μια διαδικασία αναλογική της διαδικασίας κύλισης μιας σφαίρας κατηφορικά με υπερβολικά επίπεδη κορυφή, New Moon [Νέα σελήνη] Αστρον. Καλείται μία από τις φάσεις της σελήνης, αυτή κατά την οποία η σελήνη βρίσκεται σε σύνοδο, δηλαδή ανάμεσα στον Ήλιο και στη Γη, οπότε έχει γυρισμένο προς τη Γη το σκοτεινό της ημισφαίριο με αποτέλεσμα ένας γήινος παρατηρητης να μην τη βλέπει καθόλου ή μόνον ένα πάρα πολύ μικρό της τμήμα.

νετρόνια και εμφανίζεται στους λεγόμενους αστέρες νετρονίων. Στη σύνθεση της εμφανίζονται 8 με 12 φορές περισσότερα νετρόνια απ* ότι πρωτόνια. Neutron Number [Αριθμός νετρονίων] Πυρην. Φυσ. Στη περίπτωση ατόμων, είναι το πλήθος των νετρονίων στον πυρήνα τους. Στους ελαφρούς πυρήνες κυριαρχούν τα πρωτόνια αλλά σε βαρύτερους το ποσοστό των νετρονίων αυξάνεται και για κάθε στοιχείο, αναλόγως το πλήθος των νετρονίων, έχουμε Kat τα αντίστοιχα ισομερή του κάθε στοιχείου. Neutron Optics [Οπτική νετρονίων] Φυσ. Μελέτη της αλληλεπίδρασης νετρονίων με υλικά, τα οποία εμφανίζουν κυματικά χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της αλληλεπίδρασης με φως και συνεπώς μπορούν πχ να εμφανίσουν φαινόμενα περίθλασης κατά την πρόσπτωση τους σε στερεά. Neutron - Proton Scattering [Σκέδαση νετρονίου πρωτονίου] Πυρην. Φυσ. II αλληλεπίδραση κινούμενου νετρονίου με πρωτόνιο. Εμφανίζεται συνήθως κατά το βομβαρδισμό υδρογόνου με νετρόνια. Η σκέδα-

New Style [Νέο μοντέλο] Αστρον. Το σύστημα μέτρησης χρονολογικών μονάδων σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο (νέο ημερολόγιο). Newberyite [Νεοβερυίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανές, άχρουν ή γκρίζου χρώματος, με MB 174 και χημικό τύπο Mg (Ρ030Η).3Η20. Εμφανίζεται συνήθως στην ένυδρη του μορφή, ο λόγος των αξόνων του είναι α: b: c = 0.96: 1: 0.94 και συναντάται συνήθως σε περιοχές της Αυστραλίας. Newel Post [Ορθοστάτης ενισχυμένης ακαμψίας] Πολ. Μηχ. 1. Αντηρίδα που ενισχύει την ακαμψία του εξωτερικού άκρου του πτερυγότοιχου μιας γέφυρας. 2. Κεντρικό ισχυρό υποστύλωμα πάνω στο οποίο στηρίζονται τα σκαλοπάτια μιας κυκλικής σκάλας. 3. Ενίσχυμένος ορθοστάτης στα δύο άκρα της κουπαστής μιας σκάλας, Newland's Law Of Octaves [Νόμος οκτάβων του Newlands] Χημ. Αρχικό σύστημα ταξινόμησης των στοιχείων, που προτάθηκε από το Βρετανό χημικό

Newman - Penrose Formalism

-958 -

Newlands το 1864. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, κα- όρος ας δηλώνει την μέση τιμή των όρων που απαρτίτατάσσοντας τα γνωστά τότε στοιχεία με αυξανόμενη ζουν την q τάξης στοιχειώδες συμμετρική συνάρτηση ατομική μάζα, το όγδοο στοιχείο δείχνει ομοιότητες με των εν λόγω αριθμών. το πρώτο, το δεύτερο με το ένατο κλπ. Ονομάστηκε Newton's Law Of Cooling [Νόμος του Newton για έτσι σε αντιστοιχία με τις οκτάβες στις μουσικές νότες. την ψύξη] Φυσ. Ο νόμος της θερμοδυναμικής σύμφωNewman - Penrose Formalism [Φορμαλισμός Νιού- να με τον οποίο σε σώματα ή αέρια που βρίσκονται σε μαν - Πενρόουζ] Σχετ. Βασιζόμενος στους σπίνορες θερμοδυναμική αλληλεπίδραση έχουμε ροή θερμότηφορμαλισμός ο οποίος χρησιμοποιείται σε διαταρακτι- τας από το σώμα ή αέριο με τη μεγαλύτερη θερμοκρασία προς αυτό με τη μικρότερη με αποτέλεσμα την ψύκές μελέτες στη γενική θεωρία της σχετικότητας. Newman Projection [Προβολή κατά Newman] Ομγ. ξη του πρώτου και την αποκατάσταση της θερμοδυναΧημ. Τρόπος απεικόνισης της διαμόρφωσης ενός οργα- μικής ισορροπίας. νικού μορίου, που περιγράφουν την περιστροφή των Newton's Law Of Gravitation [Νόμος της βαρύτητας ομάδων του μορίου γύρω από απλούς δεσμούς. Προτά- του Newton] Μηχ. Στη περίπτωση αλληλεπίδρασης θηκαν από τον αμερικανό M.S. Newman. Σύμφωνα με μαζών νόμος σύμφωνα με τον οποίο δυο οποιανδήποτε τον τρόπο αυτό, φανταζόμαστε ότι βλέπουμε το μόριο μάζες έλκονται με δύναμη που έχει τη διεύθυνση της από το ένα άκρο και κατά μήκος του άξονα του δε- πάνω στη γραμμή που τις ενώνει και μέτρο αντιστρόσμού C-C. φως ανάλογο του τετραγώνου της αποστάσεως τους Newton [Νιούτον] Μηχ. Στην περίπτωση του διεθνούς και ανάλογο των μαζών τους. συστήματος μονάδων, μονάδα δύναμης η οποία ορίζε- Newton's Laws Of Motion [Νόμοι της κίνησης του ται ως 1 Kgr*m/Sec2. Συμβολίζεται ως Ν Kat ισούται με Newton] Μηχ. Οι τρεις νόμοι γνωστοί και ως νόμοι ΙΟ5 δίνες. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του μεγάλου φυ- του Νεύτωνα στους οποίους βασίζεται η κλασσική μησικού Isaac Newton (1642 - 1727). χανική αντιπαραβαλλόμενη με τη σχετικιστική μηχανιNewton - Cotes Formulas [Τύποι Newton- Cotes] κή του Αϊνστάιν. Οι αρχές διατυπώνονται ως εξής 1) η Μαθημ. Τύποι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογι- κατάσταση της κίνησης ενός σώματος στο οποίο δεν σμό κατά προσέγγιση της τιμής του ολοκληρώματος επιδρούν δυνάμεις ή το άθροισμα των επιδρώντων είσυνάρτησης, με τη βοήθεια του πολυωνύμου παρεμβο- ναι μηδέν, δεν αλλάζει, 2) η επιτάχυνση είναι αντιλής της δοσμένης συνάρτησης, κατά μήκος μικρού δια- στρόφως ανάλογη της μάζας ενός σώματος και ανάλογη της δύναμης που ασκείται σ' αυτό, δηλ, γ=Ρ/ητ και στήματος ως προς τις τιμές και τις παραγώγους της. Newton - Meter Of Torque [Νιούτον-μέτρο] Μηχ. II 3) η δύναμη δράσης του ενός σώματος είναι ίση και μονάδα μέτρησης της ροπής στο σύστημα SI (N-m) και αντίθετη της αντίδρασης του άλλου σώματος. ορίζεται ως η ροπή που προκαλεί μια δύναμη 1Ν που Newton's Law Of Resistance [Νόμος της αντίστασης ασκείται σε ένα σημείο σε απόσταση 1 m από το σημεί- κατά Newton] Μηχ. Ρευστ. Ο νόμος για την αντίσταση ο αναφοράς του συστήματος. Η μονάδα lN-m αναφέ- που συναντούν σώματα οποιασδήποτε μορφής που ρεται και ως 1J (Joule) στην περίπτωση της ενέργειας, βρίσκονται μέσα στη ροή ρευστού, σύμφωνα με τον όμως εκφράζουν τελείως διαφορετικά πράγματα. οποίο είναι ανάλογη του τετραγώνου της σχετικής ταNewton - Raphson Formula [Μέθοδος Newton - χύτητας, ανάλογη του εμβαδού S[[CX της μεγίστης διατοRaphson] Μαθημ. Έστω xo μια αρχική προσέγγιση μής καθέτως προς το ρεύμα (μετωπική επιφάνεια) και μιας ρίζας της εξίσωσης f (x)=0. Χρησιμοποιώντας τον ανάλογη της πυκνότητας ρ του ρευστού, δηλαδή αλγόριθμο xn+l =[x n - Γ ( χπ )] / f 1 ( xn ), n = 0, 1, 2, ... καταλήγουμε σε μια ακολουθία τιμών που θα μας δώψ Ρ 2 cώ 1 c ~ avx " μετ σει τελικά την καλύτερη προσέγγιση της ρίζας χο. Newton's Equations Of Motion [Νευτώνειες εξισώο συντελεστής αντιστάσεως και u'm ο παράγοσεις της κίνησης] Μηχ. Οι μαθηματικές εξισώσεις που όπου περιγράφουν την κίνηση σωματίου όπως διατυπώνο- ντας που δείχνει ότι η αντίσταση μεγαλώνει με μεγάλο νται στη Νευτίόνεια μηχανική. Πιο συγκεκριμένα σύμ- ρυθμό στις μεγάλες ταχύτητες. φωνα με το θεμελιώδη νόμο της μηχανικής η επιτάχυν- Newton's Method [Μέθοδος του Newton] Μαθημ. Μέση γ είναι αντιστρόφως ανάλογη της μάζας m ενός σώ- θοδος της αριθμητικής ανάλυσης για την εύρεση των ματος και ανάλογη της δύναμης F που ασκείται σ' αυ- ριζών μιας πραγματικής συνάρτησης. Για να λειτουρτό. Δηλ, γ=Ρ/ηι. γήσει η μέθοδος πρέπει να ξέρουμε και την παράγωγο Newton's First Law [Πρώτος νόμος του Newton] της συνάρτησης. Μηχ. Σύμφωνα με τον προπο νόμο του Νεύτωνα γνω- Newton's Rings [Δακτύλιοι του Newton] Οπτικ. Οι στό και ως νόμο της αδράνειας η κατάσταση της κίνη- δακτύλιοι, εναλλάξ φωτεινοί και σκοτεινοί, που δησης ενός σώματος στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις ή μιουργούνται όταν πάνω σε επιπεδόκυρτο φακό μεγάτο άθροισμα των επιδρώντων είναι μηδέν και δεν αλ- λης καμπυλότητας που είναι τοποθετημένος σε γυάλιλάζει. νη πλάκα πέσει μονοχρωματική δέσμη παράλληλων Newton's Identities [Ταυτότητες Newton] Μαθημ. Θε- ακτίνων. Το φαινόμενο αυτό είναι αποτέλεσμα συμβοωρούμε ένα τυχαίο πολυώνυμο aoXn+ a^""1 +,..+ an=0. λής των ακτίνο)ν που ανακλώνται αφενός μεν στην Έστω pi,...,pn οι ρίζες του πολυώνυμου. Ορίζουμε τις κυρτή επιφάνεια του φακού, αφετέρου δε στη μπροστιποσότητες KJ= pij +p2J +... +pnJ. Οι ταυτότητες Newton νή επιφάνεια της πλάκας. για το δοσμένο πολυώνυμο είναι οι κάτωθι σχέσεις: Newton's Sccond Law [Δεύτερος νόμος του Newton] a1Kj.,+...+aj_|K,+ jaj =0γιαj n . επιτάχυνση ενός σώματος είναι αντιστρόφως ανάλογη Newton's Inequality [Ανισότητα Newton] Μαθημ. της μάζας του και ανάλογη της δύναμης που ασκείται Την ανισότητα Newton για τυχαίο σύνολο n φυσικών σ' αυτό. Δηλ, γ=Ρ/ιη. αριθμών, παριστάνει η σχέση: a ^ a ^ ^ c ^ 2 , l
Nickel

-959 -

Newton- Raphson για την εύρεση της τετραγωνικής ρίζας] Μαθημ. Στην περίπτωση που θέλουμε να βρούμε την τετραγωνική ρίζα ενός θετικού αριθμού α, είναι προτιμότερη αυτή η μέθοδος από την απλή μέθοδο Newton- Raphson. Καλούμε χ την τετραγωνική ρίζα του α και θεωρούμε την εξίσωση f (χ) = χ2- α = 0. II τελική μορφή του αλγόριθμου που θα χρησιμοποιήσουμε είναι Xn+^^Xn +a/xn), η= 0,1,2, ...όπου χο μια κατάλληλη αρχική προσέγγιση. Newton's Third Law [Τρίτος νόμος του Newton] Μηχ. Σύμφωνα με τον τρίτο νόμο του Νεύτωνα γνωστό και ως νόμο δράσης αντίδρασης, η δύναμη δράσης του ενός σώματος είναι ίση και αντίθετη της αντίδρασης του άλλου σώματος. Newtonian Attraction [Νευτώνεια έλξη] Μηχ. Έλξη σωματιδίων λόγο βαρύτητας, ο νόμος της οποίας διατυπώθηκε από το Νεύτωνα και ικανοποιεί τη σχέση του αντιστρόφου τετραγώνου για την τιμή της δύναμης, συναρτήσει της απόστασης των σωματιδίων. Επίσης είναι ανάλογη των μαζών των δύο σωματιδίων και ο φορέας των δυο δυνάμεων που ασκούνται στις δύο μάζες, βρίσκεται πάνω στη γραμμή που ενώνει τις μάζες. Newtonian Flow [Νευτωνική ροή] Μηχ.Ρευστ. Είδος συμπεριφοράς ροής που παρατηρείται στα νευτωνικά ρευστά. Γενικά η ροή των αερίων, των περισσοτέρων υγρών και των διαλυμάτο^ν ουσιών με μικρό μοριακό βάρος χαρακτηρίζονται από νευτωνική συμπεριφορά, υπακούουν στο νόμο ιξώδους του Νεύτωνα, σύμφωνα με τον οποίο το ιξώδες είναι ίσο με τον λόγο της ιξώδους διατμητικής τάσης προς το ρυθμό γωνιακής παραμόρφωσης. Newtonian Fluid [Νευτωνικό ρευστό] Μηχ.Ρευστ. Όρος που χαρακτηρίζει τα ρευστά στα οποία η ιξώδης τάση είναι γραμμική συνάρτηση του ρυθμού παραμόρφωσης τους. Το ιξώδες αυτών των ρευστών είναι μια ιδιότητα που εξαρτάται από την μοριακή φύση και τις συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας του ρευστού. Τα πιο γνωστά ρευστά αυτής της κατηγορίας είναι το νερό και ο αέρας. Newtonian Friction Law [Νόμος του Newton για το ιξώδες] Μηχ.Ρευστ. Ο νόμος που ακολουθούν τα περισσότερα ρευστά (Νευτώνεια ρευστά), σύμφωνα με τον οποίο η διατμητική τάση τα2Χ που ασκείται σε ένα σημείο του ρευστού κατά τη διεύθυνση Οχ σε μια επιφάνεια κάθετη στον Οζ, με xy η επιφάνεια των πλακών μεταξύ των οποίων θεωρούμε ότι ρέει το ρευστό, είναι zx

=

a u μ

όπου μ το ιξώδες και u η ταχύτητα του ρευστού η οποία δεν εξαρτάται μόνο από το ζ. Newtonian Mechanics [Νευτώνεια μηχανική] Μηχ. II κλασσική μηχανική όπως διατυπώθηκε από το Νεύτωνα, αντιπαραβαλλόμενη με τη σχετικιστική μηχανική του Αϊνστάιν. Η μάζα και η ενέργεια στη κλασσική μηχανική θεωρούνται ως δύο ανεξάρτητες οντότητες. Newtonian Potential [Νευτώνειο δυναμικό] Φυσ. Είναι όπως αυτά της βαρύτητας και της ηλεκτροστατικής είδη δυναμικού στα οποία οι δυνάμεις ικανοποιούν το νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου. Οι δυνάμεις επίσης είναι ανάλογες των μαζών ή των φορτίων των δύο σωματιδίων και ο φορέας των δυο δυνάμεων που α-

σκούνται στις δύο μάζες ή τα φορτία βρίσκονται πάνω στη γραμμή που ενώνει τις μάζες ή τα φορτία. Newtonian Speed Of Sound [Ταχύτητα του ήχου κατά Newton] Ακουστ. Η ταχύτητα του ήχου που διαδίδεται μέσα σε ένα τέλειο αέριο δίνεται από τη σχέση C

=

ν

ΥΡ

όπου γ σταθερά, Ρ η πίεση του αερίου και ρ η πυκνότητα του αερίου. Newtonian Viscosity [Νευτώνειο ιξώδες] Μηχ.Ρευστ. Το ιξώδες του Νευτώνειου ρευστού, το οποίο σύμφωνα με τον αντίστοιχο νόμο του Νιούτον, ορίζεται ως μ = x2s

Neyman - Pearson's Lemma [Λήμμα των NeymanPcarson] Στατ. Αναφέρει ότι εάν Χ_=(Χ,.Χ2,...,Χν)' τυχαίο διάνυσμα από την πυκνότητα πιθανότητας f(. ; θ,.), Θ-Ε Ω ={0o_0j_}, για τον έλεγχο μιας απλής υπόθεσης Η: θ_=0<>, έναντι της εναλλακτικής απλής υπόθεσης Α: θ^=θ]> ,σε επίπεδο σημαντικότητας α (0<α<1) και με βάση το χ_ (όπου οι τιμές των τυχαίων μεταβλητών Χ1ιΧ2,...,Χν), έστω η ελεγχοσυνάρτηση

> CL(X\6Q)

\,avUx\B\) φ: φ(χ,) =

Y,avL(x\0]) =
οπου

ν

1{χ\θ)=

~ '

Π/(*:β)

ί=1 -

γ (0<γ<1) και c>0 σταθερές που καθορίζονται απύ τη σχέση: Ε θο- φ(Χ..)=α όπου Ε θ<>_ φ(Χ.) η μαθηματική ελπίδα της φ(χ). Τότε η ελεγχοσυνάρτηση φ είναι ισχυρότατη ανάμεσα σ' όλες τις ελεγχοσυναρτήσεις, των οποίων το επίπεδο σημαντικότητας είναι <α. Το λήμμα αυτό συμβάλλει στην κατασκευή μιας ισχυρότατης ελεγχοσυνάρτησης, όταν οι δυο υποθέσεις Η και Α είναι απλές. ΝΊ [Σύμβολο νικελίου] Χημ. Πρόκειται για τον χημικό συμβολισμό του στοιχείου του νικελίου όπως έχει καθορισθεί στον περιοδικό πίνακα. (Συμβολισμός Nb) Nib [Αιχμή] Μηχ. Πρόκειται για μία μύτη, δηλαδή για ένα σημείο που προεξέχει από κάποιο αντικείμενο για διαφόρους λειτουργικούς λόγους. Nibble [Πμιψηφιολέξη] Πληρ. Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται στους υπολογιστές, για να δηλώσει χωρητικότητα. Είναι ομάδα τεσσάρων διαδοχικά δυαδικών ψηφίων ή αλλιώς μισή ψηφιολέξη (byte) που αποτελεί ανεξάρτητο τμήμα της μνήμης. (4 bits ή με 1/2 byte). Niecolite [Νικκολίτης] Ορυκτ. Ορυκτό εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, γκρίζου ή μαύρου χρώματος, με MB 134 και χημικό τύπο NiAs. Ανήκει στην ομάδα του Νικελίου και ο λόγος των αξόνων του είναι α: c = 1: 1.39. Nickel [Νικέλιο] Χημ. Πρόκειται για χημικό στοιχείο

Nickel- 63

-960-

του περιοδικού πίνακα όπου έχει το συμβολισμό Ni. Είναι μέταλλο, με χρώμα αργυρόλευκο, είναι σκληρό, ελατό και όλκιμο ενώ έχει μαγνητικές ιδιότητες. Δύσκολα σκουριάζει γι' αυτό και χρησιμοποιείται στην κατασκευή κραμάτων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αντοχής. Στην φύση υπάρχει μέσα σε ορυκτά από όπου και εξάγεται για τη χρήση του στις διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές. Nickel- 63 [Νικέλιο-63] Πυρην.Φυσ. Ραδιοϊσότοπο του νικελίου με χρόνο ημίσειας ζωής 100 περίπου χρόνια. Μετατρέπεται σε Cu-63 εκλύοντας, κυρίως, βακτινοβολία. Παράγεται με ακτινοβόληση του Ni και χρησιμοποιείται σε μελέτες. Nickel Acetate [Οξικό νικέλιο] Ομγ.Χημ. Οργανικό άλας του νικελίου, που φέρεται συνήθως με τη μορφή πράσινου, τετραένυδρου κρυσταλλικού σώματος του τύπου Ni(CH3CO0)2.4H20, διαλυτό στο νερό και την αιθανόλη. Τοξική ουσία, ύποπτη για καρκινογένεση. Χρησιμοποιείται στη βαφή υφάνσιμων υλών. Nickel - Aluminum Bronze [Μπρούντζος αλουμινίουνικελίου] Μεταλλ. Είδος κράματος αποτελούμενο από μπρούντζο αλουμινίου και νικέλιο. Με την προσθήκη νικελίου επιτυγχάνεται αύξηση της αντοχής του κράματος στη διάβρωση και τη θερμοκρασία, χωρίς να μειώνονται οι υπόλοιπες μηχανικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται σε εξαρτήματα μηχανολογικών κατασκευών, στην αεροναυπηγική κλπ. Nickel Ammonium Sulfate [Εναμμώνιο θειικό νικέλιο] Ανοργ.Χημ. Διπλό ένυδρο άλας του δισθενούς νικελίου με τύπο NiS04.(NH4)2S04.6H20. Πράσινο κρυσταλλικό στερεό διαλυτό στο νερό. Nickel Arsenate [Αρσενικικό νικέλιο] Ανομγ.Χημ. Αλας του νικελίου με τύπο Ni3(As04)2, που απαντάται κυρίως με την μονοένυδρη μορφή. Κιτρινοπράσινο δηλητηριώδες στερεό, αδιάλυτο στο νερό, αλλά διαλυτό σε οξέα. Χρησιμοποιείται σαν καταλύτης στη σαπωνοποιεία. Nickel Bronze [Μπρούτζος νικελίου] Μεταλλ. Είδος μπρούντζου που περιέχει νικέλιο, για τη βελτίωση των ιδιοτήτων του. Περιέχει, συνήθως, 88% χαλκό (Cu), 5% κασσίτερο (Sn) 5% νικέλιο (Ni) και 2% ψευδάργυρο (Ζη). Nickel - Cadmium Battery [Μπαταρίες νικελίουκαδμίου] Ηλεκτ. Ηλεκτρικά επαναφορτιζόμενα στοιχεία που χρησιμοποιούν μεταλλικό κάδμιο σαν άνοδο και διοξείδιο του νικελίου (Ni02) σαν κάθοδο σε αλκαλικό διάλυμα. Έχουν μία μεγάλη ποικιλία εφαρμογών. Είναι ο παλιότερος και φθηνότερος τύπος μπαταρίας που χρησιμοποιήθηκε σε φορητούς υπολογιστές, αλλά είναι πολύ τοξικός. Nickel Carbonate [Ανθρακικό νικέλιο] Ανοργ.Χημ. Αλας του δισθενούς νικελίου του τύπου NiC03. Ελαφρά πράσινο κρυσταλλικό στερεό, που αποσυντίθεται με θέρμανση, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό όμως σε οξέα. Χρησιμοποιείται στην ηλεκτροαπόθεση νικελίου. Nickel Carbonyl [Καρβονύλιο του νικελίου] Ανομγ. Χημ. Η περισσότερο τοξική ένωση του νικελίου. Αχρωμο, εύφλεκτο, πτητικό υγρό με τύπο Ni(CO)4 και σημείο βρασμού 43°C. Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό όμως στην αιθανόλη. Με θέρμανση παράγεται νικέλιο και εκλύεται μονοξείδιο του άνθρακα (διαδικασία κατά Mond). Σε μακρά έκθεση προκαλεί πονοκεφάλους, ιλίγγους, ναυτίες, πόνους στο στήθος, κυάνωση. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή μεταλλικού νικελίου. Nickel Cyanide [Κυανιούχο νικέλιο] Α νοργ.Χημ. Προ-

κύπτει σαν κυανοπράσινο ένυδρο άλας, Ni(CN)2.4H20 σαν προϊόν της αντίδρασης Ni με ανιόντα CN". Με θέρμανση στους 180-200°C αφυδατώνεται παράγοντας Ni(CN)2, ενώ σε υψηλότερες θερμοκρασίες διασπάται. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία. Αναφέρεται και σαν κυανίδιο του νικελίου. Nickel Formate [Μεθανικό νικέλιο] Οργ.Χημ. Οργανικό άλος του νικελίου, που φέρεται συνήθως με τη μορφή πράσινου, διένυδρου κρυσταλλικού σώματος του τύπου Ni(HC00)2.2H20, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται στις καταλυτικές υδρογονώσεις. Nickel Iodide [Ιωδιούχο νικέλιο] Ανοργ.Χημ. Μαύρο ή μπλε-πράσινο στερεό με τύπο Nil2 και σημείο τήξης 780°C. Είναι πολύ υγροσκοπική ουσία και σχηματίζει ένυδρο άλαχς του τύπου NiI2.6H20. Σχηματίζεται με την επίδραση ιωδιούχου νατρίου σε διχλωριούχο νικέλιο. Διαλυτό σε νερό και σε αιθανόλη. Εξαχνώνεται με θέρμανση. Αναφέρεται και σαν διιωδίδιο του νικελίου. Nickel Nitrate [Νιτρικό νικέλιο] Ανοργ.Χημ. Αλας του δισθενούς νικελίου με τύπο Νί(Ν03)2, που απαντάται, συνήθως με την ένυδρη μορφή, Ni(N03)2.6 Η20. Πράσινο, κρυσταλλικό στερεό, διαλυτό στο νερό και την αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στο χρωματισμό των κεραμικών, σε καταλότες που χρησιμοποιούν νικέλιο κλ*π. Nickel Phosphate [Φωσφορικό νικέλιο] Ανομγ.Χημ. Αλας του δισθενούς νικελίου, που απαντάται συνήθως με την επταένυδρη μορφή του τύπου Ni3(P04)2.7H20. Πράσινο στερεό διαλυτό σε οξέα και την αμμωνία, αδιάλυτο όμως στο νερό. Χρησιμοποιείται για την παραγο>γή νικελίου. Nickel Monoxide [Μονοξείδιο του νικελίου] Ανοργ. Χημ. Οξείδιο του νικελίου με τύπο NiO, στο οποίο το νικέλιο εμφανίζεται με αριθμό οξείδωσης <-2. Πράσινο στερεό, διαλυόμενο στα οξέα παρέχοντας άλοτα του δισθενούς νικελίου. Θεωρείται ανυδρίτης της βάσης Ni (ΟΗ)2. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή νικελίου και για την παρασκευή χρωμάτων για πορσελάνες. Nickelocene [Νικελοκένιο] Ομγ.Χημ. Οργανομεταλλική ένωση, με τύπο (C^H^Ni. Φέρεται και με την ονομασία δικυκλοπενταδιενυλονικέλιο. Ανήκει στη γενική κατηγορία των μεταλλοκενίων (ενώσεις Sandwich). Στερεό σκοτεινού πράσινου χρώματος με σημείο τήξης 171-173°C, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Τοξική ουσία, ύποπτη για καρκινογένεση. Χρησιμοποιείται σαν αντικροτική ουσία. Nicol Prism [Πρίσμα του Nicol] Οτττικ. Συσκευή, πρίσμα, για την παραγωγή επιπέδων πολωμένου φωτός. Nicotinamide [Νικοτιναμίδιο] Ομγ.Χημ. Κρυσταλλικό αμίδιο, παράγωγο του νικοτινικού οξέος με τύπο C5H4NCONH2. Έχει βασικές ιδιότητες. Αποτελεί τμήμα του συνέζυμου οξειδορεδουκτασών NAD (νικοτιναμιδο-αδενινοδινουκλεοτίδιο). Nicotine [Νικοτίνη] Χημ. Χημικά χαρακτηρίζεται ως αλκαλοειδής ουσία, είναι ένα ελαιώδες υγρό, άχρωμο, με χαρακτηριστική οσμή και γεύση καυστική. Διαλόεται στο νερό, ενώ αποτελεί ισχυρό δηλητήριο γι' αυτό και χρησιμοποιείται για την παρασκευή εντομοκτόνων. Στην φύση υπάρχει στα φύλλα του καπνού ενωμένη με άλλες ουσίες. Nicotinic Acid [Νικοτινικό οξύ] Ομγ.Χημ. Υδατοδιαλυτό λευκό οργανικό στερεό, παράγωγο της πυριδίνης με τύπο σταθερό στη θέρμανση, τα οξέα και τις βάσεις. Παράγεται με οξείδωση της νικοτίνης με πυκνό νιτρικό οξύ. Αποτελεί τμήμα των φλαβινοενζύμων NAD και FAD και είναι προϊόν μεταβολισμού του αμινοξέος

-961 -

τρυπτοφάνη. Αναφέρεται και σαν νιασίνη και συγκαταλέγεται στις βιταμίνες του συμπλέγματος Β. (Βλέπε σχήμα τέλος Ν) Night [Νύχτα] Αστρον. Καλείται η χρονική διάρκεια κατά την οποία σε έναν γεωγραφικό τόπο δεν φθάνουν οι ηλιακές ακτίνες απευθείας από τον ήλιο. Ορίζεται χρονικά μεταξύ του ηλιοβασιλέματος και της ανατολής του ηλίου. Nikischov Effect [Φαινόμενο του Νικίσοβ] Φυσ. Η δίδυμη γένεση ηλεκτρονίου ποζιτρονίου κατά την αλληλεπίδραση μαλακών φωτονίων με ακτίνες γάμα. Τέτοια φαινόμενα μελετώνται από την κβαντική θεωρία πεδίου και την κβαντική ηλεκτροδυναμική, χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως είναι τα διαγράμματα του Fey n man. Nilpotent [Μηδενικό στοιχείο] Μαθημ. Σε κάποιες αλγεβρικές δομές όπως είναι οι δακτύλιοι ή οι ομάδες, μηδενικό στοιχείο ονομάζεται το στοιχείο x για το οποίο ισχύει χ11 = 0, όπου n κατάλληλος θετικός ακέραιος. Nine - J Symbol [Σύμβολα εννέα J] Κβαντ. Μηχ. Στην περίπτωση αλλαγής σύζευξης τεσσάρων στροφορμών π. χ. αυτών δύο ηλεκτρονίων τα 9j σύμβολα είναι οι συντελεστές αναλογίας. Π.χ. από την L-S σύζευξη στη j-j σύζευξη. Εκτός από τα σύμβολα 9j υπάρχουν τόσο κατώτερης τάξης αντίστοιχα σύμβολα όπως τα 3j και τα 6j αλλά και ανώτερης όπως τα 12j, τα 15j κ.τ.λ. Nine Point Circle [Κύκλος εννέα σημείων] Μαθημ. Ο κύκλος που περνάει από τα εξής εννέα σημεία: τα μέσα των πλευρών ενός τριγώνου, τα σημεία τομής κάθε πλευράς του τριγώνου με τις αντίστοιχες καθέτους ως προς αυτές και τέλος τα σημεία που βρίσκονται στο μέσο των ευθυγράμμων τμημάτων που ορίζονται από τις κορυφές και το σημείο τομής των καθέτων των πλευρών. Nine's Complement [Συμπλήρωμα ως προς εννέα] Πλημ. Πρόκειται για το συμπλήρωμα ενός αριθμού που είναι γραμμένος στο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα και προκύπτει από την αφαίρεση κάθε ψηφίου του αριθμού αυτού από το εννέα. Π.χ. το συμπλήρωμα ως προς εννέα του αριθμού 3157 είναι το 6842. Ninhydrin [Νινυδρίνη] Ομγ.Χημ. Κυκλική οργανική ένωση, που αντιδρά με (όλα) τα αμινοξέα (εκτός της προλίνης και υδριξυπρολίνης), παράγοντας ένα έντονο ιώδες χρώμα. Η αντίδραση αυτή χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των αμινοξέων. Έχει μοριακό τύπο C9H4O3 και παρουσιάζει σημείο τήξης 240-245°C. Niningerite [Νινιγκερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό κυβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανές, γκρίζου χρώματος, μεταλλικής υφής, με MB 69 και χημικό τύπο (Mg,Fe2+, Mn)S. Niobic Acid [Νιοβικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Λευκό κρυσταλλικό σώμα του τύπου Nb205.xH20, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό, όμως, σε οξέα και βάσεις. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία για τον προσδιορισμό του νιοβίου (b). Niobium [Νιόβιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο με σύμβολο Nb στον περιοδικό πίνακα. Πρόκειται για μέταλλο, με γαλάζια απόχρωση το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή ειδικών κραμάτων. Niobium Carbide [Καρβίδιο του Νιοβίου] Ανοργ,Χημ. Γκρι σκόνη, πολύ υψηλού σημείου τήξης (3500°C) με τύπο NbC. Χρησιμοποιείται σε ειδικά εργαλεία. Nip [Γκρεμός] Γεωλ. Απότομος, αιχμηρός, μικρός γκρεμός ή ρήγμα σε πλαγιά σχηματισμένη από φυσικά αί-

Nitrile

τια. Nit [Μονάδα nit] Οπτικ. Μονάδα μέτρησης λαμπρότητας που ισοδυναμεί με τη λαμπρότητα 1 καντέλα ανά τετραγωνικό μέτρο. Nitrate [Νιτρικό] Ανοργ.Χημ. Είδος άλατος ενός μετάλλου, που περιέχει το ιόν Ν03~, π.χ. νιτρικό κάλιο (ΚΝ03). Μπορεί επίσης να είναι ανόργανος εστέρας μιας αλκοόλης, που περιέχει την ομάδα -0Ν0 2 , π.χ. ο τρινιτρικός εστέρας της γλυκερίνης (νιτρογλυκερίνη). Nitrate Mineral [Νιτρικό ορυκτό] Ορυκτ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάποιο από τα ορυκτά που περιέχουν το νιτρικό ανιόν Ν03~. Είναι γενικά σπάνια ορυκτά. Από τα πιο γνωστά νιτρικά ορυκτά είναι το νίτρο της Χιλής. Nitrating Acid [Οξύ νίτρωσης] Ανοργ.Χημ. Μίγμα νιτρικού (ΗΝ03) και θειικού οξέος (H2S04), που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή της νιτροομάδας σε διάφορες οργανικές ενώσεις, π.χ. στη νίτρωση του βενζολίου. Χρησιμοποιείται επίσης και στη νίτρωση της κυτταρίνης, στην παρασκευή της νιτρογλυκερίνης κλπ. Nitration [Νίτρωση] Οργ.Χημ. Χημική διεργασία με την οποία επιτυγχάνεται η εισαγωγή νιτροομάδας (Ν02) σε μία οργανική ένωση. Παραδείγματα: νίτρωση βενζολίου προς σχηματισμό νίτρο βενζολίου, νίτρωση αλκανίων προς σχηματισμό νιτροπαραφινών κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις για τη νίτρωση χρησιμοποιείται οξύ νίτρωσης, μίγμα δηλαδή νιτρικού (ΗΝ03) και θειικού οξέος (H2S04). Nitrene [Νιτρένιο] Οργ.Χημ. Οργανικό ασταθές παράγωγο του μονοσθενούς αζώτου με τύπο RN (R: ρίζα αλκύλιο). Παράγεται με διάσπαση των αζιδίων με τη βοήθεια θέρμανσης ή φωτόλυσης. Διμερίζονται προς αζωενώσεις. Nitric Acid [Νιτρικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Από τα κυριότερα βιομηχανικά οξέα με τύπο ΗΝ03. Αχρωμο ή υποκίτρινο υγρό, διαλυτό στο νερό με σημείο βρασμού 86°C. Ισχυρό οξειδωτικό, ικανό να οξειδώσει όλα σχεδόν τα μέταλλα και τα αμέταλλα στοιχεία, αλλά και πολλές ενώσεις. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση, στα εκρηκτικά (παρασκευή νιτρογλυκερίνης, ΤΝΤ κλπ), στην παρασκευή λιπασμάτων, καθώς επίσης και στη μεταλλουργία. Στο εμπόριο είναι γνωστό και με το όνομα άκουα φόρτε ('ισχυρό νερό'). Nitric Oxide [Μονοξείδιο του αζώτου] Ανοργ.Χημ. Ένα από τα οξείδια του αζώτου με τύπο ΝΟ. Παρουσιάζει σημείο βρασμού -152°C και σημείο πήξης -164°C. Αχρωμο πολύ τοξικό μη εύφλεκτο αέριο, συστατικό μαζί με το διοξείδιο του αζώτου του φωτοχημικού νέφους των μεγαλουπόλεων. Αντιδρά με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας παράγοντας διοξείδιο του αζώτου (Ν02). Nitride [Αζωτούχο] Ανοργ.Χημ. Ένωση του αζώτου με ένα περισσότερο ηλεκτροθετικό στοιχείο (π.χ. μέταλλο). Γενικά, παρασκευάζεται με διοχέτευση αμμωνίας (ΝΗ3) ή αζώτου πάνω από θερμαινόμενο μέταλλο. Με μέταλλα, όπως το λίθιο ή το ασβέστιο το άζωτο αντιδρά άμεσα παράγοντας ιοντικές ενώσεις, π.χ. Mg3N2. Σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. με το βόριο, σχηματίζονται ομοιοπολικές ενώσεις. Nitrile [Νιτρίλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με γενικό τύπο RCN (R: ρίζα αλκύλιο). Προκύπτουν με αλκυλίωση των κυανιούχων αλάτων και υδρολύονται, σε όξινο ή βασικό περιβάλλον, αρχικά σε αμίδια και τελικά σε αμμωνιακά άλατα οξέων. Σαν πρώτο μέλος της σειράς των νιτριλίων θεωρείται το υδροκυάνιο (HCN), ενώ το δεύτερο μέλος, το CH3CN (ακετονιτρίλιο), εί-

Newman - Penrose Formalism

-962 -

ναι γνωστός διπολικός απρωτικός διαλύτης. Nitrile Rubber [Καουτσούκ νιτριλίου] Υλικ. Πολυμερές υλικό που παράγεται κατά τον συμπολυμερισμό του 1,3-βουταδιενίου με το ακρυλονιτρίλιο. Αποτελεί είδος τεχνητού καουτσούκ (BuNa-N). Σημαντικό εμπορικό προϊόν εξ' αιτίας της αντοχής του σε διαλυτικά μέσα. Nitrilotriacetic Acid [Νιτριλοτριοξικό οξύ] Ομγ.Χημ. Τοξική οργανική ένωση με τύπο N(CH2C00H)3. Αευκό στερεό διαλυτό στο νερό, που χρησιμοποιείται σαν χημικός υποκαταστάτης (ανάλογο του EDTA). Πιθανό καρκινογόνο και τερατογύνο. Nitrite [Νιτρώδες] Ανοργ.Χημ. Ανόργανα άλατα που περιέχουν το ανιόν Ν0 2 \ Τα νιτρώδη άλατα (π.χ. το νιτρώδες νάτριο) χρησιμοποιείται σαν συντηρητικό τροφίμων, αλλά είναι ύποπτο για καρκινογένεση. Nitro- [Νίτρο-] Χημ. Συνθετικό της ονομασίας μίας ένωσης που δείχνει την παρουσία της ομάδας -Ν0 2 . Π. χ. νιτρομεθάνιο, νιτροβενζόλιο κλπ. Nitro Dye [Αζώχρωμα] Ομγ.Χημ. Χρωστική ουσία που φέρει την νιτροομάδα (-Ν02) σαν χρωμοφόρο. Nitro Explosive [Νιτροεκρηκτικό] Οργ.Χημ. Μέλος της κατηγορίας εκρηκτικών ενώσεων, που φέρουν ομάδες -Ν0 2 . Παραδείγματα νιτρογλυκερίνη, τρινιτροτολουόλιο (ΤΝΤ), νίτρο κυτταρίνη κλπ. Nitroaromatic [Νιτροαρωματικός] Ομγ.Χημ. Αρωματικός δακτύλιος (π.χ. βενζολικός) στον οποίο έχει εισαχθεί νιτροομάδα (-Ν02). Τέτοια ένωση είναι π.χ. το νιτροβενζόλιο (Ο^ΝΟο). Nitrobenzene [Νιτροβενζόλιο] Ομγ.Χημ. Παράγωγο του βενζολίου με μία νιτροομάδα (-Ν02) στον αρωματικό δακτύλιο. Είναι κιτρινωπό, τοξικό υγρό με τύπο 0,Π 5 Ν0 2 και σημείο τήξης 6°C. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή της ανιλίνης (CeHsNH:)» στα εκρηκτικά κλπ. Nitroethane [Νιτροαιθάνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, δεύτερο μέλος της ομόλογης σειράς των νιτροαλκανίων (νιτροπαραφινο')ν) με τύπο CH3CH2N02. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο βρασμού 114°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και στη βιομηχανία σαν διαλύτης μιας μεγάλης ποικιλίας ενώσεων. Nitrogen [Αζωτο] Χημ. Χημικό στοιχείο της 15,)ς (VA) ομάδας και της δεύτερης περιόδου του περιοδικού πίνακα. Συμβολίζεται με το Ν, έχει ατομικό αριθμό 7 και σχετική ατομική μάζα 14, 0067. Είναι διατομικό στοιχείο και στο μόριό του (Ν2) τα δύο άτομα αζώτου συνδέονται με τριπλό δεσμό. Βασικό συστατικό του αέρα (78% ν/ν) μαζί με το οξυγόνο. Έχει σημείο βρασμού 196°C. Nitrogen Dioxide [Διοξείδιο του αζώτου] Ανοργ.Χημ. Ένα απύ τα οξείδια του αζώτου με μοριακό τύπο Ν0 2 . Καστανοκκόκινο μη εύφλεκτο αέριο, πολύ τοξικό, συστατικό του φωτοχημικού νέφους της ατμόσφαιρας των μεγαλουπόλεων. Βρίσκεται σε ισορροπία με άλλα οξείδια του αζώτου, κυρίως με το τετροξείδιο του αζώτου (Ν204). Χρησιμοποιείται για την παρασκευή του νιτρικού οξέος. Έχει σημείο βρασμού 21°C και σημείο πήξης -11°C. Αναφέρεται και σαν υπεροξείδιο του αζώτου. Nitrogen Fixation [Δέσμευση Αζώτου] Χημ.Μηχ. Οι διεργασίες που οδηγούν στην μετατροπή του ατμοσφαιρικού αζώτου σε πιο χρήσιμα αζωτούχα παράγωγα όπως είναι η αμμωνία, τα κυανικά άλατα κτλ. Η μετατροπή αυτή στη φύση γίνεται μέσω των μεταβολικών μονοπατιών ορισμένων βακτηρίων, ενώ βιομηχα-

νικά με αντιδράσεις σύνθεσης. Nitrogen Mustard [Αζωτούχο παράγωγο του αέριου της μουστάρδας] Οργ.Χημ. Συνθετικό παράγωγο του αέριου της μουστάρδας (θειούχα ένωση που χρησιμοποιήθηκε στον Α' παγκόσμιο πόλεμο). Στο παράγωγο αυτό το άτομο θείου έχει υποκατασταθεί από άτομο αζώτου αμινομάδας. Π.χ. το (ClCH2CH2)2NCH.i (μεθυλο-δις(2-χλωροαιθυλ-) αμίνη, που χρησιμοποιείται στην έρευνα για την καταπολέμηση του καρκίνου. Nitrogen Pentoxide [Πεντοξείδιο του αζώτου] Ανομγ. Χημ. Όξινο οξείδιο, ανυδρίτης του νιτρικού οξέος (ΗΝ03) με τύπο N20s. Κρυσταλλικό στερεό που διαλύεται στο νερό σχηματίζοντας νιτρικό οξύ. Αποσυντίθεται με θέρμανση στους 46°C. Γνωστό και σαν πεντοξείδιο του διαζώτου. Nitrogen Sequence [Ακολουθία αζώτου] Αστρον. Πρόκειται για μια ακολουθία αστέρων της κατηγορίας Wolf- Rayet, στο φάσμα των οποίων παρατηρούνται κατά το μέγιστο δέσμες εκπομπής αζώτου. Nitrogen Trifluoridc [Τριφθοριούχο άζωτο] Ανοργ. Χημ. Αχρωμο αέριο του τύπου NF3 που χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό σε καύσιμα υψηλές ενέργειας. Έχει σημείο βρασμού -129°C. Nitrogen Trioxide [Τριοξείδιο του αζώτου ή διαζωτο τριοξείδιο] Ανοργ.Χημ. Οξείδιο του αζώτου στο οποίο το άζωτο εμφανίζεται με αριθμό οξείδωσης +3 του τύπου Ν203. Είναι πράσινο υγρό διαλυτό σε νερό, αδιάλυτο στο νερό με σημείο βρασμού 3,5°C. Nitrogenous Fertilizer [Αζωτούχο λίπασμα] Τεχνολ. Ενώσεις που περιέχουν άζωτο, εύκολα αποικοδομήσιμο από τα φυτά. II εφαρμογή τους στο χώμα επιτρέπει την άμεση απορρόφηση τους από τα φυτά. Το νιτρικό κάλιο και αμμώνιο αλλά και η ουρία είναι οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες ενώσεις αυτής της κατηγορίας. Nitroglycerin [Νιτρογλυκερίνη] Οργ.Χημ. Από τα πιο κοινά εκρηκτικά, τριεστέρας της γλυκερίνης με νιτρικό οξύ. Είναι υγρό με απαλό κίτρινο χρώμα και η απλή ανατάραξή του μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτική διάσπαση. Η διάσπαση συνοδεύεται από μεγάλη έκλυση ενέργειας και Από χημική άποψη η έκρηξη προκαλείται τεράστιο όγκο αερίων. Καθώς είναι τόσο ασταθής, ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί μέχρις ότου ο Σουηδός εφευρέτης Alfred Nobel ανακάλυψε ότι η ανάμιξή της με αδρανές υλικό, π.χ. γη διατύμων, δίνει εκρηκτικό υλικό πολύ πιο ασφαλές από ότι η νιτρογλυκερίνη. Nitroguanidine [Νιτρογουανιδίνη] Οργ.Χημ. Παράγωγο της γουανιδίνης, μιας πολύ ισχυρής οργανικής βάσης στην οποία ένα άτομο Η της ομάδας -ΝΗ 2 έχει αντικατασταθεί με τη νιτροομάδα (-Ν02). Κίτρινο εύφλεκτο στερεό με σημείο τήξης 246°C, που χρησιμοποιείται στα εκρηκτικά. Nitrometer [Αζωτόμετρο] Ανσλ,Χημ. Βαθμολογημένη γυάλινη συσκευή για τη συλλογή και τη μέτρηση του όγκου του αέριου αζώτου (ή και άλλου αερίου), που παράγεται σε μία χημική αντίδραση. Nitromethane [Νιτρομεθάνιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, πρώτο μέλος της ομόλογης σειράς των νιτροαλκανίων (νιτροπαραφινών) με τύπο 0Η 3 Ν0 2 . Είναι άχρωμο, εύφλεκτο, ελαιώδες υγρό με σημείο βρασμού 10TC. Διαθέτει υψηλό αριθμό οκτανίων και χρησιμοποιείται σαν προωθητικό πυραύλων, στην οργανική σύνθεση και στη βιομηχανία σαν διαλύτης μιας μεγάλης ποικιλίας ενώσεων. Nitron [Νιτρύν] Ομγ.Χημ. Αντιδραστήριο της αναλυτικής χημείας, όπου χρησιμοποιείται για την ανίχνευση

- 963 -

των νιτρικών ιόντων, παρέχοντας λευκό ίζημα. Κίτρινο στερεό με μοριακό τύπο C20Hi6N4> που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 189°C. Nitronium [Νιτρονιόν] Χημ. Θετικά φορτισμένο ιόν με τύπο Ν02+. Απαντάται σε μίγματα νιτρικού και θειικού οξέος, καθώς και σε διαλύματα οξειδίων του αζώτου σε νιτρικό οξύ. Αποτελεί τη δραστική ομάδα στη νίτρωση αρωματικών ενώσεων με το μηχανισμό της ηλεκτρονιόφιλης υποκατάστασης παραγόμενο in situ. Αλατα του ιόντος αυτού είναι εξαιρετικά δραστικά , π. χ. το N02C104. Nitroparaffin [Νιτροπαραφίνη] OpyΧημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, παραγώγων των αλκανίων, απύ τα οποία προκύπτουν θεωρητικά με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από την νιτροομάδα (-Ν02). Ο γενικός τους τύπος είναι RN02. Παραδείγματα αποτελούν το νιτρομεθάνιο (CH3N02) και το νιτροαιθάνιο (CH3CH2N02). Αναφέρονται και σαν νιτροαλκάνια Ι-Nitropropane [1-Νιτροπροπάνιο] Οργ.Χημ. Μέλος της ομόλογης σειράς των νιτροαλκανίων (νιτροπαραφινών) με τύπο CH3CH2CH2N02. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο, τοξικό υγρό με σημείο βρασμού 132°C. Χρησιμοποιείται σαν προωθητικό πυραύλων και σαν πρόσθετο στις βενζίνες για την αύξηση του αριθμού οκτανίων. 2-Nitropropane [2-Νιτροπροπάνιο] Οργ.Χημ. . Μέλος της ομόλογης σειράς των νιτροαλκανίων (νιτροπαραφινών) με τύπο CH3CH(N02)CH3. Είναι άχρωμο, εύφλεκτο, υγρό με σημείο βρασμού 120°C. Είναι ύποπτο για καρκινογένεση και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, καθώς επίσης σαν προωθητικό πυραύλων και σαν πρόσθετο στις βενζίνες για την αύξηση του αριθμού οκτανίων. Nitroso [Νιτρωδο-ομάδα] Οργ.Χημ. Πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία της ομάδας -Ν=0 σε μία οργανική ένωση. Π.χ οι Ν-νιτρωδαμίνες, ισχυρά καρκινογύνες ουσίες, που πιθανόν να σχηματίζονται σε τρόφιμα που περιέχουν νιτρώδη άλατα σαν συντηρητικά. Αποτελούν το αρχικό προϊόν αναγωγής των νιτροενώσεων. Οι ενώσεις που περιέχουν την ομάδα αυτή συνήθως είναι έγχρωμες. Nitrourea [Νιτροουρία] Οργ.Χημ. Νιτροπαράγωγο της ουρίας με τύπο 02NNHC0NH2, στο οποίο ένα άτομο Η μίας -ΝΗ 2 έχει αντικατασταθεί από μία νιτροομάδα (-Ν02). Λευκό κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξης 159°C, διαλυτό στην αιθανόλη και τον αιθέρα. Ισχυρό εκρηκτική ουσία. Χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο σε συνθέσεις. Nitrous Acid [Νιτρώδες οξύ] Ανοργ.Χημ. Ασθενές οξύ με τύπο ΙΙΝ02, σταθερό μόνο στα διαλύματά του και στην αέρια φάση. Προκύπτει από την επίδραση οξέων σε νιτρώδη άλατα, π.χ. με την επίδραση θειικού οξέος σε νιτρώδες βάριο. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή των διαζωνιακών αλάτων στην Οργανική Χημεία. Nitrous Oxide [Υποξείδιο ή πρωτοξείδιο του αζώτου] Ανοργ.Χημ. Οξείδιο του αζώτου του τύπου Ν 2 0 στο οποίο το άζωτο εμφανίζεται με αριθμό οξείδωσης +1. Είναι άχρωμο αέριο διαλυτό σε αιθανόλη, αδιάλυτο στο νερό με σημείο βρασμού -90°C. Χρησιμοποιείται στη χειρουργική σαν αναισθητικύ αέριο μικρής διάρκειας και εισπνεόμενο προκαλεί ευθυμία. Χρησιμοποιείται επίσης στα αεροζόλ και στους αφρούς σαν προωθητικό αέριο. Στο εργαστήριο παρασκευάζεται με θέρμανση νιτρικού αμμωνίου.

NO OP

Nitroxylcne [Νιτροξυλόλιο] Οργ.Χημ. Ένα από τα πολλά ισομερή παράγωγα των ξυλολίων με τύπο C6H3 (CH3)2N02, που περιέχουν, εκτός από τα δύο -CH 3 του ξυλολίου και μία νιτροομάδα (-Ν02). Είναι όλα ισχυρές τοξικές ενώσεις, διαλυτές σε οργανικούς διαλύτες. Μερικά απύ τα ισομερή αυτά χρησιμοποιούνται σαν επιταχυντές ζελατινοποίησης. Nivenite [Νιβενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό στερεής κρυσταλ-. λικής δομής, μαύρου χρώματος με MB 270 και χημικό τύπο U02. Ανακαλύφθηκε απύ τον Σκοτσέζο ορυκτολόγο Νίβεν στην Αμερική, όπου και κυρίως συναντάται. Αποτελεί μια σημαντική πηγή ανάκτησης ουρανίου. Ν- Net [Ν πλέγμα] Μαθημ. Όρος χρησιμοποιούμενος για να δηλώσει ένα πλέγμα πεπερασμένης διάστασης το οποίο παρουσιάζει επιπλέον και την ιδιότητα, από κάθε σημείο του να διέρχονται n γραμμές. NMOS [NMOS τρανζίστορ] Ηλεκ. Τρανζίστορ μονοφυούς αγωγής μετάλλου ημιαγωγού διαύλου η. Οι φορείς του ρεύματος σ' αυτόν τον τύπο τρανζίστορ είναι ηλεκτρόνια. Σημειώνουμε ότι είναι ευκολότερη η κατασκευή τρανζίστορ μονοφυούς αγωγής μετάλλου ημιαγοχ/ού διαύλου ρ. NMR [Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός] Φυα. Το φαινόμενο του συντονισμού της μαγνητικής ροπής του πυρήνα και της απορρόφησης ενέργειας από ηλεκτρομαγνητικό πεδίο σε εξωτερικό μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται στη φασματοσκοπία. N-l-Naphthylphthalamic Acid [N-1-ναφθυλφθαλαμικό οξύ] Ομγ.Χημ. Φέρεται και με τις ονομασίες naphthalan! (εμπορική ονομασία) και ΝΡΑ. Είναι κρυσταλλικό στερεό με μοριακό τύπο Ci#Hi3N03Kai σημείο τήξης 185°C. Χρησιμοποιείται στη γεωργία σαν ζιζανιοκτόνο. n-Nonyl Acetate [Αιθανικός n-εννενυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Οργανικός εστέρας, προϊόν εστεροποίησης του αιθανικού οξέος και της 1-εννεανόλης. Έχει συντακτικό τύπο CH3COOn-G)Hi9, σημείο βρασμού 208-212°C και ευχάριστη οσμή. Ένωση αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή όμως σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και σαν πρόσθετο γεύσης σε τρόφιμα. n-Nonyl Alcohol [1-εννεανόλη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, μεσαίο μέλος της ομόλογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών με τύπο: CH3(CH2) sOH. Αχρωμο υγρό, με σημείο βρασμού 215°C, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτή σε αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και σαν πρόσθετο γεύσης σε τρόφιμα. Νο [Σύμβολο νομπέλιου] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός όπως έχει ορισθεί στον περιοδικό πίνακα του στοιχείου του νομπέλιου. (Βλέπε Nickel) No Address Instruction [Εντολή χωρίς διεύθυνση] Πλημ. Η εντολή, η οποία δεν περιέχει πεδίο διεύθυνσης και κατ' επέκταση τη διεύθυνση του τελεστέου πάνω στον οποίο θα ενεργήσει γιατί δεν είναι αναγκαία ή γιατί είναι ήδη γνωστή από προηγούμενη επεξεργασία. No Fines Concrete [Σκυρόδεμα δίχως άμμο] Οικοδ. Σκυρόδεμα που δεν περιλαμβάνει στη σύνθεση του αδρανή με μέγεθος κόκκου μικρότερο από 10 χιλιοστά. Χρησιμοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία για την κατασκευή μη φέροντων τοιχίων. Το ελαφρό μπετόν είναι μια άλλη εφαρμογή αυτού του τύπου σκυροδέματος. NO ΟΡ [Καμία λειτουργία] Πλημ. Πρόκειται για μια

No Operation Instruction

-964-

εντολή σύμφωνα με την οποία ο υπολογιστής είτε ανα- είναι το σημείο στο οποίο φαίνεται να συγκεντρώνομένει την επόμενη εντολή από μας χωρίς να κάνει τίπο- νται οι φωτεινές ακτίνες που εισέρχονται στο φακό και τα, είτε προχωράει στην αμέσως επόμενη εντολή αν το πίσω, είναι το σημείο απ' όπου φαίνεται να προέρχονται οι ακτίνες αφού περάσουν από το φακό. υπάρχει. No Operation Instruction [Εντολή καμίας λειτουργί- Nodal Surface [Κομβική επιφάνεια] Χημ. Όρος της ας) Πληρ. NO Ο Ρ κβαντικής χημείας που υποδηλώνει σε ένα τροχιακό σε No Slump Concrete [Σκυρόδεμα μικρής καθίζησης] την απουσία πιθανότητας εύρεσης του ηλεκτρονίου 2 Οικοδ. Νωπό σκυρόδεμα με χαμηλή περιεκτικότητα σε περιοχή του χώρου γύρω από τον πυρήνα (ψ =0). Ο νερό ώστε στη δοκιμή καθίζησης του νωπού σκυροδέ- αριθμός των κομβικών επιφανειών αυξάνει με την αύματος η υποχώρηση της άνω επιφάνειας του δείγματος ξηση της τιμής του κύριου κβαντικού αριθμού η. Π.χ. να είναι πολύ μικρή ή και μηδενική. Τα σκυροδέματα το τροχιακό 3s διαθέτει δύο κομβικές επιφάνειεςβ αυτής της σύνθεσης έχουν υψηλή αντοχή αλλά κακή Node1 [Κόμβος] Επικοιν. Ένας υπολογιστής που συνδέεργασιμότητα και χρησιμοποιούνται πρόσθετα χημικά εται σε ένα δίκτυο. Απαιτούνται οπωσδήποτε κάρτα για βελτίωση της εργασιμότητας όταν απαιτείται η δικτύου και Connector και λογισμικό χρήστη (Client) χρήση τους. ή και διανομέα (Server) ανάλογα με τη χρήση που του Nobelium [Νομπέλιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο επιτράπηκε από το σχεδιασμό.. του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Νο. Ανήκει Node" [Κόμβος] Πολ. Μηχ. Σε ένα δικτύωμα, το σημείο στην σειρά των ακτινίδων και μπορεί να παραχθεί τε- που συναντώνται ένα πέλμα ένα ορθοστάτης και μια ή χνητά στο εργαστήριο. δύο διαγώνιοι όπου και συνδέονται μεταξύ τους. Noble Gas [Ευγενές αέριο] Χημ. Με τον όρο αυτό χα- Node3 [Κόμβος] Τεχνολ. Σε μια γραφική παράσταση το ρακτηρίζεται κάθε χημικό στοιχείο που ανήκει στη λε- σημείο τομής δύο ή περισσοτέρων ευθειών, η σημείο γόμενη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. Πρό- που τονίζεται με ένα σύμβολο, κομβικό σημείο. κειται για στοιχεία μονοατομικά και χημικώς αδρανή, Node Cycle [Κύκλος των σεληνιακών συνδέσμων] Αδηλαδή δεν παρουσιάζουν εύκολα την τάση να σχημα- στρον. Η περίοδος των 18,6 ετών που κάνουν οι σελητίζουν χημικές ενώσεις. Υπάρχουν στον ατμοσφαιρικό νιακοί σύνδεσμοι για να διαγράψουν την εκλειπτική αέρα από όπου και παράγονται, για να χρησιμοποιη- από ανατολή προς δύση κατά το φαινόμενο μεταβολής θούν σε διάφορες πρακτικές εφαρμογές της βιομηχανί- της διεύθυνσης της γραμμής των συνδέσμων, στο επίας, της ιατρικής κ.λπ. πεδο της εκλειπτικής, εξ' αιτίας των βαρυτικών επιNoble Gas Electron Configuration [Ηλεκτρονιακή δράσεων της Γης και του Ηλίου στη Σελήνη. δομή ευγενούς αερίου] Χημ. Σταθερή ηλεκτρονιακή Node Voltage [Ίαση κόμβου] Ηλεκ. Η τάση ενός δεδοδομή ενός ατόμου, που αντιστοιχεί σε δύο ηλεκτρόνια, μένου κόμβου σε σχέση μ' ένα συγκεκριμένο κόμβο αν η εξωτερική στιβάδα είναι η Κ (προκειμένου για το (κόμβος αναφοράς). 2He) ή σε οκτώ ηλεκτρόνια στην εξωτερική στιβάδα Nodical Month [Αστρικός μήνας] Αστρον. II πραγματι(προκειμένου για όλα τα υπόλοιπα ευγενή αέρια). κή περίοδος της σεληνιακής περιφοράς, είναι το μεταNoble Gases [Ευγενή αέρια] Φυσ. Ομάδα αδρανών αε- ξύ δύο διαδοχικών συνόδων του κέντρου της Σελήνης το κέντρο της ρίων. Είναι κατά αύξοντα ατομικό αριθμό τα εξής: Ή- με τον ίδιο αστέρα όπως φαίνεται από d h m s λιο, Νέο, Αργό, Κρυπτό, Ξένο και Ραδόνιο. Είναι μο- Γης και έχει διάρκεια 27,3 ημέρες (27 7 43 11,5 ). νατομικά και η χημική τους αδράνεια οφείλεται στις Noise1 [Θόρυβος] Επικοιν. Είσοδος ανεπιθύμητου κύπλήρης εξωτερικές ηλεκτρονικές τους στοιβάδες. ματος δηλαδή αλλαγή κάποιων bits σε κάποια σημεία Noble Metal [Ευγενές μέταλλο] Μεταλλ. Με τον όρο ενός δικτύου κάτι που εξαρτάται από τη σύνδεση, το αυτό χαρακτηρίζονται μέταλλα όπως ο χρυσός, ο λευ- φόρτο κυκλοφορίας και τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά κόχρυσος, το ασήμι, τα οποία δεν αντιδρούν στο οξυ- των χρησιμοποιούμενων μέσων μετάδοσης. γόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, δηλαδή δεν οξειδο>νο- Noise [Θόρυβος] Ηλεκ. Επιπλέον μη επιθυμητό είδος νται καθώς βρίσκονται στο τέλος της σειράς της χημι- σήματος πέρα του κανονικού το οποίο είναι μη περιοκής δραστικότητας. Είναι πολύτιμα μέταλλα και χρησι- δικό, δεν έχει καμία κανονικότητα και μπορεί να είναι μοποιούνται σε ανάλογες πρακτικές εφαρμογές, όπως τόσο η τάση όσο και το ρεύμα. Πρέπει να αποκόβεται στα κοσμήματα και αλλού. πριν από πιθανή ενίσχυση του σήματος. Nodal Analysis [Ανάλυση κόμβων] Ηλεκ. Μέθοδος για Noise3 [Θόρυβος] Φνσ. Χαοτικό σήμα το οποίο είναι μη την επίλυση ενός κυκλώματος με ρεύματα βρόχων που περιοδικό, δεν έχει καμία κανονικότητα και προκύπτει χρησιμοποιεί τις πτώσεις τάσης για να προσδιορίσει τα από εξωτερικές τυχαίες παρεμβολές και δυνάμεις στο ρεύματα σ' έναν κόμβο. Επίσης, χρησιμοποιεί την ι- σύστημα όπως είναι η θερμική ανάδευση. διότητα ότι σε κάθε κόμβο το 'άθροισμα των ρευμά- Noise Absorption [Ηχοαπορρόφηση] Οικοδ. Σε ένα των που πλησιάσουν ισούται με το άθροισμα των ρευ- χώρο η βελτίωση της μεταβίβασης θορύβων που επιμάτων που απομακρύνονται. τυγχάνεται με την επένδυση των επιφανειών με υλικά Nodal Line [Κομβική γραμμή] Αστμον. Ο όρος αναφέ- που έχουν καλά χαρακτηριστική ηχομόνωσης. ρεται στη γραμμή που συνδέει τους κόμβους τροχιάς Noise Factor [Συντελεστής θορύβου] Ηλεκτρ. Noise ουράνιου σώματος, δηλαδή τα δύο διαμετρικά σημεία Figure της ουράνιας σφαίρας, στα οποία το επίπεδο της τρο- Noise Figure [Συντελεστής θορύβου] Ηλεκτρ. Είναι ένα χιάς του σώματος τέμνει το βασικό επίπεδο συντεταγ- μέτρο της στάθμης του θορύβου σε ένα ηλεκτρονικό μένων (το επίπεδο της εκλειπτικής ή του Ισημερινού). σύστημα. Ορίζεται ως ο λόγος του σηματοθορύβου Nodal Plane [Ουδέτερο επίπεδο] Οπτικ. Η φανταστική στην είσοδο προς αυτόν της εξόδου του συστήματος. γραμμή που περνά από το ουδέτερο σημείο κάθετη Noise Generator [Γεννήτρια θορύβου] Ηλεκτρον. στον οπτικό άξονα. Noise Source Nodal Point [Ουδέτερο σημείο] Οπτικ. Σε ένα σύστημα Noise Level [Ενταση θορύβου] Φυσ. Το μέγεθος σε φακού υπάρχουν δύο ουδέτερα σημεία: Το μπροστά, ντεσιμπέλ ανεπιθύμητου θορύβου ο οποίος έχει συγκε-

-965 -

κριμένη συχνότητα που εκτείνεται σε κάποιο χρονικό διάστημα. Το είδος αυτού εξαρτάται από το σύστημα και μπορεί να είναι ήχος, τάση, ένταση κ.τ.λ.. Noise Rating [Επίπεδο θορύβου] Τεχνολ. Καμπύλες που χρησιμοποιούνται για την κατάταξη των επιπέδων του θορύβου σε εσωτερικούς χώρους. Συνήθως σε κτίρια που βρίσκονται κοντά σε πηγές θορύβου γίνονται μετρήσεις και εφόσον ο θόρυβος ξεπερνά ορισμένα όρια οι κανονισμοί επιβάλλουν να ληφθούν μέτρα ηχομόνωσης. Noise Source [Πηγή θορύβου] Ηλεκτρον. Καλείται η ηλεκτρονική διάταξη η οποία παράγει με τυχαίο τρόπο σήματα θορύβου και χρησιμοποιείται σε διάφορα πειράματα με ηλεκτρονικά σήματα ή σε μετρήσεις πυκνότητας θορύβου. Noise Suppression [Καταστολή θορύβου] Ηλεκτρον. Ονομάζεται κάθε ηλεκτρονική τεχνική η οποία εφαρμόζεται στις τηλεπικοινωνίες για την εξάλειψη ή τη δραματική μείωση του ανεπιθύμητου θορύβου που αναπτύσσεται για διάφορους λόγους στα σήματα. Noiseless Channel [Κανάλι χωρίς θόρυβο] Επικοιν. Κανάλι χωρίς θόρυβο ή με μηδενικό θόρυβο όπως είναι οι οπτικές ίνες (όταν μεταδίδονται ψηφιακά δεδομένα. Noisy Channel [Θορυβώδες κανάλι] Επικοιν. Κανάλι με σχετικά μεγάλο τον λόγο σήματος θορύβου. Συναντιέται σε παλιές διατάξεις και σε αναλογικές συσκευές και δεδομένα. Nomenclature [Ονοματολογία] Τεχνολ. Σύνολο κανόνων για τη συστηματική διευθέτηση των ονομάτων που χρησιμοποιούνται σε μια επιστήμη. Π.χ. η κατά IUPAC ονοματολογία των οργανικών ενώσεων. Nominal Band [Ονομαστική ζώνη] Επικοιν. Ζώνη συχνοτήτων που έχει βρεθεί ότι μπορεί να εκπεμφθεί ένας τύπος σήματος. Nominal Bandwidth [Εύρος ονομαστικής ζώνης] Επικοιν. Το πλάτος εξαρτάται από τον τύπο σήματος αν και συνήθως διάφορες τεχνικές αλλάζουν πολύ ή λίγο τέτοιες ζώνες. Nominal Linewidth [Σύνηθες πλάτος γραμμής] Επικοιν. Το ύψος μιας εκτυπώσιμης γραμμής ή μεσαίο διάστημα που συναντιέται στην τεχνολογία εκτυπώσεων (πχ γλώσσα Postscript). Nominal Size [Ονομαστική διάσταση] Τεχνολ. Το θεωρητικό μήκος μιας απόστασης είναι δυνατό να διαφέρει ελαφρά από το πραγματικό μήκος. Στους υπολογισμούς τεχνικών έργων το θεωρητικό μήκος είναι αυτό βάση του οποίου υπολογίζονται τα εντατικά μεγέθη και γίνονται οι έλεγχοι μιας διατομής. Nominal Stress [Ονομαστική τάση] Τεχνολ. Είναι η απλή θλιπτική ή εφελκυστική τάση που αναπτύσσεται σε μια διατομή στην ελαστική περιοχή, δίχως να ληφθούν υπόψη παράμετροι δευτερευουσών επιδράσεων όπως η κόπωση. Αυτή η τάση αντιστοιχεί στο γινόμενο της διαίρεσης του φορτίου δια της επιφάνειας της διατομής. Nominated Subcontractor [Διορισμένος υπεργολάβος] Γεν. Σε εργολαβικά συμβόλαια η πρόβλεψη της υποχρεωτικής χρησιμοποίησης από τον ανάδοχο ενός συγκεκριμένου υπεργολάβου. Παρόμοιες διατάξεις προβλέπονται σε έργα που συμπεριλαμβάνουν πολύ εξειδικευμένες δραστηριότητες για τις οποίες ο πελάτης έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις ποιότητας. Nominated Supplier [Διορισμένος προμηθευτής] Γεν. Σε εργολαβικά συμβόλαια πρόβλεψη προμήθειας ορι-

Non Newtonian Fluid

σμένων υλικών που θα ενσωματωθούν στο έργο από συγκεκριμένο κατασκευαστή. Αυτού του τύπου οι όροι χρησιμοποιούνται από τους πελάτες σε περιπτώσεις υλικών υψηλής τεχνολογίας. Nomograph Or Nomogram [Νομογράφημα] Μαθημ. Είναι ένα διάγραμμα το οποίο γραφικά αναπαριστά την συσχέτιση τριών μεταβλητών μιας συγκεκριμένης μαθηματικής εξίσωσης. Οταν είναι γνωστές οι τιμές των δύο εκ των τριών μεταβλητών, με τη βοήθεια του νομογραφήματος εύκολα και άμεσα προκύπτει γραφικά, βέβαια, όχι με αναλυτική ακρίβεια, και η τιμή της τρίτης. Non Bearing Wall [Διαχωριστικός τοίχος] Οικοδ. Σε ένα κτίριο εσωτερικός τοίχος ο οποίος χρησιμεύει μόνον ως διαχωριστικός και δεν έχει καμιά φέρουσα ικανότητα, δεν αντέχει σε φορτία. Non Blocking Access [Ασταμάτητη πρόσβαση] Επικοιν. Εγκαθίσταται πρόσβαση και δεν ολοκληρώνεται. Non Cohesive Soil [Μη συνεκτικό έδαφος] Γεωδ. Κοκκα')δες εδαφικό υλικό στο οποίο οι κόκκοι δεν συγκρατούνται μεταξύ τους διότι δεν περιέχει στην σύνθεση του λεπτόκοκκα. Σ'αυτή την κατηγορία των εδαφών κατατάσσονται τα αμμώδη και τα χαλικώδη εδάφη. Non Competitive Inhibition [Μη ανταγωνιστική παρεμπόδιση] Βιοχημ. Η παρεμπόδιση που προκαλείται σε μια ενζυμική δράση από ουσίες οι οποίες μπορούν να προσκολληθούν είτε στο ελεύθερο ένζυμο, είτε στο σύμπλοκο ένζυμο-υπόστρωμα. Κατ'αυτό ν τον τρόπο ο παρεμποδιστής λειτουργεί μη ανταγωνιστικά σε σχέση με το υπόστρωμα. Με το μηχανισμό αυτό το κύτταρο ελέγχει το επίπεδο συγκέντρο>σης των ενδιαμέσων προϊόντων του μεταβολισμού του. Non Composite Color Picture Signal [Μη σύνθετο έγχρωμο σήμα εικόνας] Επικοιν. Σήμα εικόνας που δε χρησιμοποιεί τα κενά στο ασπρόμαυρο σήμα για να στείλει ριπές χρώματος. Non Equilibrium Statistical Mechanics [Στατιστική μηχανική κατάσταση μη ισορροπίας] Φνα. Περιοχή της στατιστικής μηχανικής που εξετάζει μη αντιστρεπτά και μη γραμμικά φυσικά συστήματα που δεν είναι σε ισορροπία. Π. χ. εξετάζει χαρακτηριστικά όπως είναι το ιξώδες, η αγωγιμότητα κ.τ.λ. Non Functional Requirements [Μη λειτουργικές απαιτήσεις] Πλημ. Ορίζεται ως το σύνολο των απαιτήσεων που πρέπει να ικανοποιεί ένα πληροφοριακό σύστημα ως προς την φιλικότητα ως προς το χρήστη, το φόρτο εργασίας, την ταχύτητα απόκρισης, την ασφάλεια των δεδομένων, την ανοχή σε βλάβες, τη διαθεσιμότητα του χρόνου και άλλα. Non Newtonian Flow [Μη Νευτωνική ροή] Μηχ. Ρευστ. Συμπεριφορά ροής που παρατηρείται στα μη νευτωνικά ρευστά, όπου η ροή πραγματοποιείται σε συνθήκες ασύμφωνες με το νόμο ιξώδους του Νεύτωνα. Σε τέτοια ροή ο ρυθμός διάτμησης του ρευστού σε ορισμένο σημείο του χώρου εξαρτάται μόνο από τη διατμητική τάση που ασκείται στο σημείο αυτό (ανεξάρτητη χρόνου ροή), ή και από τη χρονική διάρκεια της διάτμησης (εξαρτώμενη χρόνου ροή). Non Newtonian Fluid [Μη Νευτωνικό ρευστό] Μηχ. Ρευστ. Όρος που χαρακτηρίζει τα ρευστά όπου η ιξώδης τάση δεν είναι γραμμική συνάρτηση του ρυθμού παραμόρφωσής τους. Τα ρευστά αυτά μπορούν να είναι ανεξάρτητα ή εξαρτημένα από το χρόνο. Παράδειγμα των πρώτων αποτελούν τα πλαστικά, τα ψευδοπλα-

Newman-PenroseFormalism

-966 -

στικά, τα διασταλτικά ρευστά, ενώ των δευτέρων τα θιξοτροπικά και τα ρεοπηκτικά ρευστά. Non Return To Zero [Χωρίς επιστροφή στο μηδέν] Επικοιν. Απλούστερη είναι η L που ορίζει απλά αλλαγή από 0 σε 1, και οι διαφορικές Μ (με αλλαγή 1 στην αρχή του bit) και η S (με αλλαγή 0 στην αρχή του bit). Nonacosane [Εικοσιεννεάνιο] Οργ.Χημ. Αλκάνιο με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και 29 άτομα άνθρακα και τύπο CH3CH2)27CH3. Αχρωμο στερεό, αδιάλυτο στο νερό, με σημείο τήξης 63°C. Απαντάται στο κερί των μελισσών, καθώς επίσης και σε λαχανικά. Nonactine [Νονακτίνη] Οργ.Χημ. Κυκλικός πολυαιθέρας που λειτουργεί σαν αντιβιοτικό, μεταφέροντας ιόντα καλίου διαμέσου της κυτταρικής μεμβράνης. Περιέχει τέσσερις πενταμελείς αιθερικούς δακτυλίους συνδεμένους με εστερικές ομάδες και συνδέει το κατιόν καλίου δέκα φορές ισχυρότερα από ότι συνδέει το κατιόν νατρίου. Καθόσον τα κύτταρα πρέπει να έχουν υψηλότερη συγκέντρωση σε ιόντα καλίου, απ' ότι σε ιόντα νατρίου η εκλεκτική αυτή απομάκρυνση σκοτώνει τα βακτήρια. Nonadecane [Δεκαεννεάνιο] Οργ.Χημ. Αλκάνιο με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και 19 άτομα άνθρακα και τύπο CH3CH2)i7CH3. Αχρωμο, εύφλεκτο στερεό με σημείο τήξης 32°C, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό, όμως σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση σαν ενδιάμεσο. Nonagon [Εννιάγωνο] Μαθημ. Ορίζεται ως ένα επίπεδο γεωμετρικό σχήμα το οποίο έχει εννέα τον αριθμό γωνίες και ισάριθμες πλευρές. Ι-Nonanal [1-Εννεανάλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση της ομόλογης σειράς των αλδεϋδών με τύπο CH3CH2) 7CH=0. Αναφέρεται και σαν πελαργόναλδεΰδη. Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και σαν πρόσθετο γεύσης στα τρόφιμα. Nonane [Εννεάνιο] Οργ.Χημ. Αλκάνιο με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και 9 άτομα άνθρακα και τύπο CH3CH2) TCH3. Αχρωμο, εύφλεκτο υγρό με σημείο τήξης - 5 3 ° C και σημείο βρασμού 151°C. Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό, όμως σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση σαν ενδιάμεσο. Nonaoic Acid [Εννεανικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανικό οξύ της ομόλογης σειράς των κορεσμένων καρβοξυλικών οξέων με 9 άτομα άνθρακα σε ευθεία διάταξη και τύπο CH3(CH2)7COOH. Υγρό με σημείο πήξης 12,5°C. Αναφέρεται και σαν πελαργονικό οξύ και χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις. Nonaqueous [Μη υδατικό] Χημ. Χαρακτηριστικό διαλύματος ή υγρού, που δηλώνει την απουσία νερού. Σε περίπτωση διαλύτη δείχνει ότι είναι άλλος διαλύτης εκτός του νερού (π.χ. αιθανόλη ή βενζόλιο). Nonbearing Wall [Μη φέρων τοίχος] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για έναν τοίχο μιας κατασκευής ο οποίος δεν έχει κατασκευασθεί έτσι, ώστε να μπορεί να αντέξει την επίδραση της φόρτισης άλλων εξωτερικών φορτίων, παρά μόνον του ίδιου του βάρους του. Nonbenzenoid Aromatic Compound [Αρωματική ένωση χωρίς βενζολικό δεκτύλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία των αρωματικών ενώσεων, χωρίς όμως να διαθέτει βενζολικό δακτύλιο. Μπορεί να είναι ισοκυκλικές (π.χ. το αζουλένιο) ή ετεροκυκλικές (π.χ. το φουράνιο). Μπορούν επίσης να είναι ανιόντα ή κατιόντα, π.χ. το κυκλοπενταδιενυλοανιόν ή το κυκλοεπτατριενυλο- κατιόν. Nonbonding Electron Pair [Μη δεσμικό ζεύγος ηλε-

κτρονίων] Χημ. Είδος ζεύγους ηλεκτρονίων σύμφωνα με τη θεωρία των ηλεκτρονιακών τύπων κατά Lewis, που δεν συμμετέχουν στο σχηματισμό δεσμού και τα οποία βοηθούν στην πρόβλεψη της γεωμετρίας του μορίου (θεωρία VSEPR). Π.χ. στο μόριο της αμμωνίας (ΝΗ3) εμφανίζεται στο άτομο του αζώτου ένα μη δεσμικό ζεύγος ηλεκτρονίων. Noncentral Force [Μη κεντρική δύναμη] Φυσ. Περίπτωση αλληλεπίδρασης με δύναμη η διεύθυνση της οποίας δεν είναι πάνω στον άξονα που ενώνει τα δύο αλληλεπιδρώντα σώματα. Π.χ. η τανυστική δύναμη μεταξύ δυο νουκλεονίων αντιπαραβαλλόμενη με την βαρυτική ή την ηλεκτροστατική έλξη. Noncentral Quadric [Άκεντρο τετράγωνο] Μαθημ. Καλείται οποιαδήποτε τετραγωνική επιφάνεια που δεν παρουσιάζει κέντρο συμμετρίας. Για παράδειγμα το υπερβολικό παραβολοειδές, το οποίο είναι συμμετρικό ως προς τα επίπεδα συντεταγμένων Oxz και Oyz και επομένως και ως προς τον άξονα Οζ, αλλά δεν είναι συμμετρικό ως προς σημείο. Noncoherent Scattering [Μη σύμφωνη σκέδαση] Ατομ. Φυα. Σκέδαση του φωτός από άτομα κατά την οποία η συχνότητα του απορροφημένου και στην συνέχεια εκπεμπόμενου φωτός δεν παραμένει ίδια. Nonconformity [Ανομοιομορφία] Γεωλ. Ένας τύπος ανομοιομορφίας στον οποίο τα στρωμένα ιζηματογενή πετρώματα κάθονται ανώμαλα πάνω σε εκρηξιγενή ή σε μεταμορφικά πετρώματα. Noncritical Region [Μη κρίσιμη περιοχή] Στατ. Κάθε διάστημα της μορφής (-«>,C), (C,+°o) ή (Cj,C2) όπου C, C h C 2 κρίσιμες τιμές, στο οποίο η μηδενική υπόθεση μιας μεταβλητής Χ μετά από στατιστικό έλεγχο γίνεται αποδεκτή. Noncyclic Terrace [Μη κυκλική αναβαθμίδα] Γεωλ. Τοπική αναβαθμίδα η οποία δε συνδέεται με κάποιο γεωμορφικό κύκλο της περιοχής. Nonimpact Printer [Εκτυπωτής χωρίς πρόσκρουση] Τεχνολ. Κατηγορία εκτυπωτών, στην ο οποία ο χαρακτήρας παράγεται χωρίς επαφή της εκτυπωτικής κεφαλής με το χαρτί. Nondegenerate Plane [Μη εκφυλλιζόμενο επίπεδο] Μαθημ. Προβολικό επίπεδο με την εξής ιδιότητα: για κάθε γραμμή λ του επιπέδου υπάρχουν τουλάχιστον δύο σημεία που δεν κείτονται επί της λ, και για κάθε σημείο Ο του επιπέδου υπάρχουν τουλάχιστον δύο γραμμές που δεν διέρχονται από το Ο. Nondenumerable Set [Μη μετρήσιμο σύνολο] Μαθημ. Καλείται κάθε μαθηματικό σύνολο στοιχείων, του οποίου δεν μπορούν να αριθμηθούν τα στοιχεία του, δηλαδή δεν μπορούν να μετρηθούν. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν όλα τα στοιχεία του συνόλου να αντιστοιχηθούν ένα προς ένα με το σύνολο ή κάποιο υποσύνολο των θετικών ακεραίων αριθμών. Nondestructive Read [Μη καταστροφική ανάγνωση] Πληρ. Η διαδικασία ανάγνωσης μιας περιοχής της μνήμης που πραγματοποιείται χωρίς να διαγράφεται το περιεχόμενο της. Τέτοιου είδους ανάγνωση παρέχουν π.χ. οι μνήμες ημιαγωγών. Nondestructive Testing [Δοκιμές υπερήχων, ακτινογράφηση] Τεχνολ. Δοκιμές που εκτελούνται επιτόπου σε ένα στοιχείο για να εξακριβωθεί η αντοχή του ή οι ατέλειες κατασκευής κατά τη διάρκεια των οποίων το δείγμα ή το στοιχείο δεν καταστρέφεται. Οι δοκιμές αυτές εκτελούνται με ειδικά όργανα που παράγουν υπερήχους ή ακτίνες.

-967-

Nondeterministic [Μη αιτιοκρατικό] Επιστ. Γνωστός ο όρος αυτός και ως μη ντετερμινιστικός, περιγράφει κάθε φαινόμενο, πείραμα ή παρατήρηση τα οποία δεν είναι προβλέψιμα με τους γνωστούς νόμους, είναι δηλαδή τυχαία, αφού κάθε φορά που επαναλαμβάνονται υπό τις ίδιες ακριβώς αρχικές συνθήκες δίδουν ή καταλήγουν και σε διαφορετικά αποτελέσματα. Nondeviated Absorption [Απορρόφηση χωρίς απόκλίση] Φυσ. Φυσική διεργασία κατά την οποία έχουμε απορρόφηση κύματος φωτός χωρίς απόκλιση του κύματος από τα στάνταρτ χαρακτηριστικά του όπως είναι η μέση ενέργεια, η ομαδική και η φασική ταχύτητα. Nondifferentiable Programming [Μη διαφορίσιμος προγραμματισμός] Μαθημ. Καλείται ο μη γραμμικός προγραμματισμός με την επιπρόσθετη ιδιότητα τουλάχιστον μία εκ των αντικειμενικών και υπό περιορισμό συναρτήσεων, να είναι μη διαφορίσιμη. Nondimentional Parameter [Συντελεστής] Τεχνολ. —> Dimcnsionless number. N'ondurable Goods [Αναλώσιμα] Τεχνολ.. Προϊόντα που καταναλώνονται ή που καταστρέφονται με μια χρήση και απαιτείται η συνεχής ανανέωση τους. Nonerasable Storage [Μη διαγράψιμη μνήμη] Πληρ. Η μνήμη, της οποίας το περιεχόμενο δε μεταβάλλεται και κατ' επέκταση δεν μπορεί η μνήμη να διαγραφεί και να ξαναχρησιμοποιηθεί, όπως π.χ. οι μνήμες μόνο για ανάγνωση(ΚΟΜ). Δηλαδή είναι μη καταστροφικής ανάγνωσης μνήμη (βλέπε Nondestructive Read). Nonessential Amino Acid [Μη απαραίτητα αμινοξέα] Βιοχημ. Τα περισσότερα αμινοξέα, όπως η γλυκίνη και η αλανίνη μπορούν να συντεθούν από τον οργανισμό και για το λόγο αυτό δεν είναι απαραίτητο να ληφθούν με τη τροφή. Τα αμινοξέα αυτά χαρακτηρίζονται σαν μη απαραίτητα, σε αντιδιαστολή με τα απαραίτητα αμινοξέα π.χ. βαλίνη, λευκίνη κλπ., που ο οργανισμός δεν μπορεί να τα συνθέσει και πρέπει να τα προσλάβει μέσω της τροφής. Noneuclidean Geometry [Μη ευκλείδεια γεωμετρία] Μαθημ. Οιοδήποτε είδος γεωμετρίας που δεν υιοθετεί και συνεπώς δεν ικανοποιεί κάποιο από τα αξιώματα του Ευκλείδη. Τέτοιες είναι π. χ. η γεωμετρία α) Lobatchevsky σύμφωνα με την οποία από ένα σημείο εκτός ευθείας διέρχονται δύο παράλληλες και β) Riemann σύμφωνα με την οποία από σημείο εκτός ευθείας δεν διέρχεται καμία παράλληλη. Nonexecutable Statement Πρόταση μη εκτελέσιμη] Πλημ. Η πρόταση, η οποία τοποθετείται σε ένα πρόγραμμα γραμμένο σε γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου και δεν αντιστοιχεί σε κάποια εντολή της γλώσσας μηχανής, αλλά παρέχει χρήσιμα στοιχεία ενημερωτικού χαρακτήρα σχετικά με το πρόγραμμα. Nonexpendable [Μη αναλώσιμο] Μηχ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε κάθε αντικείμενο το οποίο ναι μεν φθείρεται με την χρήση του αλλά δεν καταναλώνεται, δηλαδή δεν εξαντλείται, όπως για παράδειγμα ένα εργαλείο, ένα μηχάνημα, ένα όχημα και άλλα. Nonfatal Error [Μη καταληκτικό σφάλμα] Πληρ. Είναι οποιοδήποτε λάθος μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, χωρίς όμως να οδηγήσει στη διακοπή της λειτουργίας του, αφού ο υπολογιστής απλά θα το παρακάμψει εμφανίζοντας κάποιο μήνυμα προειδοποίησης. Nonferrous Metal [Μη σιδηρούχο μέταλλο] Μεταλλ Καλείται κάθε κράμα μετάλλων το οποίο δεν περιέχει

Nonionic Detergent

το στοιχείο του σιδήρου, Nonferrous Metallurgy [Μη σιδηρούχος μεταλλουργία] Μεταλλ. Ονομάζεται το σύνολο των τεχνικό')ν, των μεθοδολογιών, των εργαλείων αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολούνται με την κατεργασία μετάλλων διαφορετικών του σιδήρου και κραμάτων αυτ(όν που δεν περιέχουν καθόλου το στοιχείο του σιδήρου. Nonflowing Well [Φρέαρ άντλησης] Υδρολ. Φρέαρ εντός του οποίου το νερό βρίσκεται σε χαμηλή στάθμη και απαιτείται άντληση για να έρθει στην επιφάνεια, Nonfreezing Explosive [Εκρηκτικό με χαμηλό σημείο πήξης] Υλικ. Μέλος κατηγορίας εκρηκτικών υλών που περιέχουν 15-20% νιτρο-αιθυλενογλυκόλη με σκοπό την ταπείνωση του σημείου πήξης, Nongraphic Character [Μη εκτυπώσιμος χαρακτήρας] Πλημ. Είναι κάθε χαρακτήρας ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που όταν σταλεί στον εκτυπωτή δεν απεικονίζεται με κάποιο αντίστοιχο τυπωμένο χαρακτήρα, αλλά αντίθετα οδηγεί στην εκτέλεση εκ μέρους του εκτυπωτή μιας ενέργειας, όπως μπορεί να είναι η μεταπήδηση μιας γραμμής, η εκτύπωση σε απόσταση κάποιων στηλών ή κάτι άλλο. Nonholonomic Constraint [Μη ολόνομος περιορισμός] Μαθημ. Μια εξίσωση η οποία περιγράφει περιορισμούς για τη δυναμική ενός συστήματος και συνεπώς δε μπορεί να περιγραφεί από ανεξάρτητες γενικευμένες συντεταγμένες. Nonholonomic System [Μη ολόνομο σύστημα] Μηχ. Μη περιγραφόμενο από ανεξάρτητες γενικευμένες συντεταγμένες εξαιτίας της μηχανικής δομής του και τους περιορισμούς που συνεπάγεται αυτή μηχανικό σύστημα. Π. χ. ενός στεφανιού το οποίο κυλάει δείχνοντας σε μια ορισμένη διεύθυνση. Nonideal Gas [Μη ιδανικό αέριο] Φυσ. Περίπτωση μη εξιδανικευμένου είδους αερίου με ισχυρή αλληλεπίδράση μεταξύ των μορίων του που έχει σαν αποτέλεσμα να μην ικανοποιεί τους νόμους και την καταστατική εξίσωση των κλασσικο>ν αερίων, σύμφωνα με την οποία PV=NkT οπού Ρ η πίεση, V ο όγκος, 'Γ η θερμοκρασία, Ν ο αριθμός των μορίων και k η σταθερά του Bollzmann. Π. χ. εναλλακτικά μπορεί να ικανοποιείται η εξίσωση (V-b)(P+a/V2)=RT όπου a, b σταθερές και R η σταθερά του αερίου. Nonideal Solution [Μη ιδανικά διαλύματα] Φυσ.Χημ. Περίπτωση διαλύματος κατά την οποία οι ελκτικές δυνάμεις μεταξύ ανόμοιων μορίων (μορίων διαλύτη και μορίων διαλυμένης ουσίας) είναι σημαντικά μεγαλύτερες ή μικρότερες από τις δυνάμεις μεταξύ όμοιων μορίων (μορίων διαλύτη μεταξύ τους ή μορίων ϋιαλυμένης ουσίας μεταξύ τους). Στα μη ιδανικά διαλύματα δεν ισχύουν με ακρίβεια οι νόμοι που διέπουν τα διαλύματα γενικά, π.χ. ο νόμος του Raoult. Non-inertial System [Μη αδρανειακό σύστημα] Φυσ. Ένα σύστημα αναφοράς που κινείται ως προς ένα άλλο σύστημα με μεταβαλλόμενη ταχύτητα, με αποτέλεσμα να αναιρείται η ισχύς της αρχής της αδράνειας ως προς αυτό. Nonionic Detergent [Μη ιοντικό απορρυπαντικό] Χημ. Μέλος κατηγορίας απορρυπαντικών, των οποίων τα μόρια δεν ιοντίζονται σε υδατικά διαλύματα, σε αντίθέση με απορρυπαντικά παράγωγα των αλκυλοσουλφονικών οξέων. Τυπικός εκπρόσωπος μη ιοντικών απορρυπαντικών είναι αυτό που προκύπτει σαν προϊόν συμπύκνωσης γλυκολ*ών με μακριά ανθρακική αλυσί-

Newman-PenroseFormalism

-968 -

δα και αλκυλο-υδροξυβενζολίων. Nonlinear [Μη γραμμικό] Μηχ. Ένας γενικότερος όρος ο οποίος στη μηχανική, στη φυσική, στα μαθηματικά και στις άλλες επιστήμες χαρακτηρίζει μία σχέση μεταξύ δύο μεγεθών που δε είναι αναλογική, δηλαδή η μία ποσότητα δεν μεταβάλλεται γραμμικά σε σχέση με την άλλη. Nonlinear Equation [Μη γραμμική εξίσωση] Μαθημ. Ονομάζεται η εξίσωση η οποία δεν μπορεί να γραφεί ως άθροισμα γινομένων μεταξύ των συντελεστών και των μεταβλητών όπου όλες οι μεταβλητές να έχουν μοναδιαίο εκθέτη. Nonlinear Material [Μη γραμμικό υλικό] Φνα. Χαρακτηρίζεται ως το υλικό όπου η σχέση του αποτελέσματος μιας επίδρασης επάνω στο υλικό με την αιτία της ίδιας της επίδρασης δεν είναι γραμμική, δηλαδή δεν είναι αναλογική. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η Μη γραμμική σχέση τάσεων και παραμορφώσεων ενός υλικού που είναι αντικείμενο μελέτης της μηχανικής. Nonlinear Molecule [Μη γραμμικό μόριο] Οργ. Χημ. Είδος μορίου του οποίου τα άτομα σχηματίζουν διακλαδώσεις και συνεπώς δε μπορούν να βρεθούν όλα ταυτόχρονα πάνω σε μια ευθεία. Τέτοια μόρια είναι πολύ πιθανόν να έχουν ισομερή κάτι το οποίο εξαρτάται και από το είδος των δεσμών μεταξύ των ατόμων. Nonlinear Programming [Μη γραμμικός προγραμματισμός] Μαθημ. Πρόβλημα μαθηματικού προγραμματισμού, όπου μία τουλάχιστον από τις διανυσματικές συναρτήσεις που αποτελούν τους περιορισμούς του προβλήματος ή η αντικειμενική συνάρτηση είναι μη γραμμική. Nonlinear System [Μη γραμμικά σύστημα] Μαθημ. Καλείται κάθε σύστημα εξισώσεων το οποίο περιέχει τουλάχιστον μία ή και περισσότερες Μη γραμμικές εξισώσεις —> Nonlinear Equation Nonlinear Vibration [Μη γραμμική ταλάντωση] Μηχ. Είδος κίνησης η οποία δεν είναι αρμονική επειδή παρουσιάζει μεγάλη απομάκρυνση και η δύναμη επαναφοράς δεν είναι ανάλογη της απομάκρυνσης από το σημείο ισορροπίας. Nonlocalized Electron [Μη τοπικό ηλεκτρόνιο] Φυσ. Μορίου ή κρυστάλλου ηλεκτρόνιο του οποίου η κυματοσυνάρτηση δεν είναι τοπική και συνεπώς έχει μη μηδενική πιθανότητα να βρεθεί σε μακρινές αποστάσεις σε κρύσταλλο ή να ανήκει ταυτόχρονα σε πολλά άτομα σε μόριο. Nonmagnetic Steel [Μη μαγνητιζόμενος χάλυβας] Μεταλλ. Πρόκειται για κράμα σιδήρου, άνθρακα και σχετικά σημαντικής ποσότητας μαγγανίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να μαγνητισθεί στις συνήθεις θερμοκρασίες και άρα δεν του ασκούνται μαγνητικές δυνάμεις εάν εισέλθει μέσα σε μαγνητικό πεδίο. Nonmetal [Μη μεταλλικά στοιχεία] Φυα. Φυσικά στοιχεία που δεν παρουσιάζουν μεταλλικές ιδιότητες. Π.χ. δεν έχουν την χαρακτηριστική μεταλλική λάμψη και είναι κακοί αγωγοί της θερμότητας και του ηλεκτρισμού. Μπορούν να είναι είτε μονωτές είτε ημιαγωγοί. Nonnitroglycerin Explosive [Εκρηκτικά χωρίς νιτρογλυκερίνη] Υλικ. Εκρηκτικό υλικό, που αντί για νιτρογλυκερίνη περιέχει τρινιτροτολουόλιο (ΤΝΤ). Περιέχει επίσης νιτρικό αμμώνιο (ΝΗ4Ν03), σκόνη αλουμινίου για την αύξηση της εκρηκτικής ισχύος. Nonnumeric Character [Μη αριθμητικός χαρακτήρας] n?Jjp. Καλείται κάθε χαρακτήρας, δηλαδή η τιμή μιας στοιχειώδους θέσης μνήμης, ενός λογισμικού

προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή που δεν είναι αριθμός. Nonnumeric Programming [Μη αριθμητικός προγραμματισμός] Πληρ. Είδος προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών όπου στις ακολουθίες αλγορίθμων περιλαμβάνονται και αντικείμενα εκτός από αριθμούς. Non-ohmic [Μη ωμικός] Ηλεκ. Χαρακτηρίζει το στοιχείο και περαιτέρω το κύκλωμα, για το οποίο η σχέση μεταξύ τάσεως στους ακροδέκτες του και του ρεύματος σ' αυτό δεν υπακούουν στον νόμο του Ohm, δηλαδή δεν είναι ανάλογα. Nonparametric Statistics [Μη παραμετρική στατιστική] Στατ. Στατιστική συμπερασματολογία όπου η συναρτησιακή μορφή του πιθανοθεωρητικού μοντέλου (πυκνότητας) f (x; θ) δεν είναι δεδομένη ή δεν μπορεί να υποτεθεί γνωστή. Nonpolar [Μη πολικός] Χημ. Προσδιορισμός ενός μορίου στοιχείου ή χημικής ένωσης που δεν εμφανίζει μόνιμη διπολική ροπή μ. Μη πολικά μόρια είναι π.χ. τα μόρια των στοιχείων στα οποία δεν εμφανίζονται κέντρα θετικού ή αρνητικού φορτίου, λόγω συμμετρικής κατανομής του ηλεκτρονιακού νέφους του δεσμού. Nonpolar Bond [Μη πολικός δεσμός] Φυσ. Χημ. Είδος χημικού δεσμού στον οποίο τα ηλεκτρόνια κατανέμονται ισοδύναμα σε όλα τα άτομα που τον σχηματίζουν καθώς έλκονται ισοδύναμα ή σχεδόν ισοδύναμα. Συγκεκριμένα είναι ένας ομοιοπολικός δεσμός στον οποίο το ηλεκτρονιακό νέφος του δεσμού κατανέμεται εξ' ίσου ανάμεσα στα άτομα που συνδέονται, λόγω μη διαφοράς στην ηλεκτραρνητικότητα. Τέτοιο είδος ομοιοπολικού δεσμού εμφανίζεται στα μόρια των στοιχείων, π.χ. στο Π2, στο Cl2 κλπ. Nonpolar Covalcnt Bond [Μη πολικός ομοιοπολικός δεσμός] Φυσ.Χημ. Τύπος ομοιοπολικού δεσμού μεταξύ ατόμων της ίδιας ηλεκτραρνητικότητας, με συμμετρική, επομένως, κατανομή του ηλεκτρονιακού νέφους και μη εμφάνιση κλασμάτων φορτίων. Π.χ. ο δεσμός C1-C1 είναι μη πολικός ομοιοπολικός δεσμός. Nonpolar Molecule [Μη πολικό μόριο] Φυσ.Χημ. Μόριο που δεν εμφανίζει μόνιμη διπολική ροπή, είτε λόγω συμμετρικής κατανομής ηλεκτρονίων, είτε λόγω αλληλοαναίρεσης των διπολικών ροπών των δεσμών, που σχηματίζει το μόριο. Nonpolar Solvent [Μη πολικός διαλύτης] Χημ. Κατηγορία διαλυτών που δεν εμφανίζουν μόνιμη διπολική ροπή και, επομένως, δεν έχουν την τάση να συνδέονται διαμοριακά με πολικά μόρια. Τυπικά παραδείγματα το βενζόλιο (C6H6), Ο τετραχλωράνθρακας (CCU) κλπ. Nonprobabilistic Sample [Μη πιθανοκρατικό δείγμα] Στατ. Δείγμα όπου τα στοιχεία του πληθυσμού επιλέγονται με κριτήρια διαφορετικά από αυτά των πιθανοτήτων. Nonprotic Solvent [Μη πρωτικός διαλύτης] Χημ. Πολικοί διαλύτες που δε διαθέτουν υδρογονοκατιόντα (Η*) διαθέσιμα για δεσμό υδρογόνου με πυρηνόφιλα αντιδραστήρια. Καθώς δε διαθέτουν ικανότητα επιδιαλύτωσης, επιταχύνουν την πραγματοποίηση μερικών αντιδράσεων και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται συχνά σε αντιδράσεις. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν το διμεθυλοφορμαμίδιο (DMF), το διμεθυλοσουλφοξείδιο (DMSO) και το ακετονιτρίλιο. Nonrecoverable Error [Μη ανακτήσιμο σφάλμα] Πληρ. Χαρακτηρίζεται το λάθος που μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ενός λογισμικού

-969-

προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και ο ίδιος ο υπολογιστής δεν μπορεί να κάνει καμία ενέργεια για να αποφύγει τη διακοπή της λειτουργίας του. Nonreducing Sugar [Μη ανάγον σάκχαρο] Οργ.Χημ. Είδος σακχάρου που δε διατηρεί ημιακεταλικό υδροξύλιο και διαθέτει αναγωγικές ιδιότητες, π.χ. η σακχαρόζη. Το είδος αυτό του σακχάρου δε δίνουν θετικά τεστ με τα αντιδραστήρια Tollens και Benedict. Το αντίθετο του ανάγοντος σακχάρου. Nonrelativistic Approximation [Μη σχετικιστική προσέγγιση] Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία ισχύουν οι κλασικές Νευτώνειες εξισώσεις της φυσικής αντιπαραβαλλόμενες με τις εξισώσεις του Einstein καθώς οι ταχύτητες είναι μικρές σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός. Nonrelativistic Kinematics [Μη σχετικιστική κινηματική] Μηχ. Η κινηματική στην οποία οι θεωρούμενες ταχύτητες είναι αρκετά μικρές, ώστε να ισχύουν οι μη σχετικιστικές κινηματικές εξισώσεις χωρίς αναφορά στη δυναμική του συστήματος. Nonrelativistic Mechanics [Μη σχετικιστική μηχανική] Μηχ. Η κλασσική μηχανική που ισχύει για μικρές ταχύτητες σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός. Αυτή αντιπαραβάλλεται με τη σχετικιστική μηχανική του Einstein για μεγάλες ταχύτητες. Nonrelativistic Particle [Μη σχετικιστικό σωμάτιο] Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία σωμάτιο ικανοποιεί τις μη σχετικιστικές εξισώσεις καθώς η ταχύτητα του είναι μικρή σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με σχετικιστικό σωμάτιο που ικανοποιεί τις εξισώσεις του Einstein για μεγάλες ταχύτητες. Nonrelativistic Quantum Mechanics [Μη σχετικιστική κβαντική μηχανική] Κβαντ. Μηχ. Η κβαντομηχανική θεωρία σύμφωνα με την οποία η δυναμική των σωμάτων και της αλληλεπίδρασης τους με ακτινοβολία περιγράφεται από την εξίσωση του Schrodinger. Αυτή ισχύει για μικρές ταχύτητες σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός και δεν προβλέπει εσωτερική δομή σωματιδίων ούτε καταστροφή ή γένεση αυτών. Nonremovable Discontinuity [Αμετάθετη ασυνέχεια] Μαθημ. Καλείται το σημείο εκείνο μιας συνάρτησης όπου δεν ορίζεται ή δεν είναι συνεχής και επιπλέον δεν μπορεί να της δοθεί μία νέα τιμή στο σημείο αυτό, ώστε να αρθεί η διακοπή της αυτή. Nonresident Routine [Περιστασιακή ρουτίνα] Πληρ. Οποιαδήποτε ρουτίνα του υπολογιστικού συστήματος, η οποία δεν είναι μόνιμα τοποθετημένη σε κάποια μνήμη του υπολογιστή, αλλά καλείται από μια περιφερειακή μονάδα κάθε φορά που απαιτείται. Nonsingular Matrix [Αντιστρέψιμο μητρώο] Μαθημ. Πρόκειται για ένα μαθηματικό πίνακα, του οποίου η ορίζουσα δεν είναι μηδενική, δηλαδή είναι υπαρκτός ο αντίστροφος πίνακάς του, αυτός με τον οποίο εάν πολλαπλασιαστεί θα προκύψει ο μοναδιαίος πίνακας. Nonsingular Transformation [Αντιστρέψιμος μετασχηματισμός] Μαθημ. Έστω f: V-»E γραμμικός μετασχηματισμός των διανυσματικών χώρων V και Ε επί του ίδιου σώματος Κ. Ισχύει δηλαδή για κάθε x,y που ανήκουν στο V και λ ανήκει στο Κ, f(x+y) -f (x) + f (y) καθώς και f (λ χ)=λί (χ).Εάν επιπλέον η f αντιστρέφεται τύτε έχουμε τον αντιστρέψιμο μετασχηματισμό. Nonskid [Αντιολισθηρότητα] Πολ. Μηχ. Επιφάνεια που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία για να αποκτήσει μια δομή που αποκλείει την ολισθηρότητα. Παρόμοιες επε-

NonionicDetergent

ξεργασίες επιβάλλονται στο κατάστρωμα μιας οδού για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια της κυκλοφορίας των οχημάτων ή σε βατά δάπεδα για την αποφυγή πτώσεων. Nonslip Concrete [Αντιολισθηρή επιφάνεια σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Επιφάνεια δαπέδου από σκυρόδεμα που έχει υποστεί επεξεργασία και έχει αποκτήσει μια άγρια δομή με στόχο την αποφυγή ατυχημάτων λόγω ολίσθησης. Nonslip Floor [Αντιολισθηρό δάπεδο] Τεχνολ. Δάπεδα που έχουν υποστεί επεξεργασία ή κάποιου τύπου επένδυση για να χάσουν τη λείανση τους και να αποκτήσουν μια επιφάνεια άγριας υφής. Τέτοιου τύπου επεμβάσεις γίνονται στα σκαλοπάτια των κλιμάκων ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος των ατυχημάτων λόγω πτώσης των χρηστών. Nonspherical Nucleus [Μη σφαιρικός πυρήνας] Πυρην. Φυσ. Με μεγάλη τετραπολική ροπή και ελλειψοειδές σχήμα στη βασική του κατάσταση πυρήνας. Η μεγάλη τετραπολική ροπή παίζει σημαντικό ρόλο στη δυναμική του πυρήνα στο άτομο του. Nonstop Computer [Υπολογιστής μη διακοπτόμενης λειτουργίας] Πληρ. Ο υπολογιστής, ο οποίος εξασφαλίζει την αδιάκοπη λειτουργία του, σε περίπτωση δυσλειτουργίας ή βλάβης λόγω σφάλματος του λογισμικού ή του υλικού, με το να διαθέτει βοηθητικές μνήμες και να αποθηκεύει τα δεδομένα και τα προγράμματα που χρησιμοποιεί πολλές φορές σε διαφορετικές μονάδες. Nonsinusoidal Waveform [Μη ημιτονοειδής κυματομορφή] Ηλεκ. Κάθε κυματομορφή η οποία δεν είναι ημιτονοειδής. Συνηθισμένες τέτοιες κυματομορφές είναι η ορθογωνική και η πριονωτή. Nonterminal Vertex [Μη τερματική κορυφή] Μαθημ. Σε ένα δένδρο, η κορυφή την οποίαν θα διαδεχθεί τουλάχιστον μια ακμή ονομάζεται Μη τερματική. Nonterminating Continued Fraction [Μη τερματιζόμενο συνεχές κλάσμα] Μαθημ. Καλείται το κλάσμα του οποίου ο αριθμητής και ο παρονομαστής αποτελούνται από συνεχείς συναρτήσεις, απείρων όρων. Nonterminating Decimal [Μη τερματιζόμένος δεκαδικός] Μαθημ. Καλείται οποιοσδήποτε δεκαδικός αριθμός στον οποίο οι όροι που ακολουθούν την υποδιαστολή είναι άπειροι. Nonthermal Radiation [Μη θερμική ακτινοβολία] Φυσ. Η μη προερχόμενη από μέλον σώμα και χωρίς χαοτική συμπεριφορά ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η οποία εκπέμπεται συνήθως από επιταχυνόμενα σώματα τα οποία δεν είναι σε θερμική ισορροπία. Π. χ. ο φθορισμός των σωμάτων και το ουράνιο σέλας. Nontrivial Solution [Μη μηδενική λύση] Μαθημ. Αφορά ένα ομογενές σύστημα εξισώσεων και χαρακτηρίζει το σύνολο των τιμών των μεταβλητών που αποτελεί μία λύση εφόσον όμως περ'ιέχει μία τουλάχιστον τιμή μεταβλητής διαφορετική του μηδενός, διότι η μηδενική λύση είναι σίγουρα υπαρκτή αφού το σύστημα είναι ομογενές. Nonuniform Flow [Ανομοιόμορφη ροή] Ρευστομηχ. Η κίνηση ενός ρευστού χαρακτηρίζεται με αυτόν τον όρο, εάν σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή έστω και ένα από τα διανύσματα της ταχύτητας από όλα τα σημεία του πεδίου ροής δεν είναι παράλληλο με τα υπόλοιπα ή όταν υπάρχει μεταβολή του μέτρου της ταχύτητας σε κάποιο σημείο κατά μήκος της κατεύθυνσης της ροής. Nonvolatile Memory [Μνήμη μη ασταθής] Πλημ. Η

Nonvolatile Storage

-970-

μνήμη όπου τα αποθηκευμένα σ' αυτήν στοιχεία δεδομένων δε χάνονται σε περίπτωση διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, αφού εξακολουθεί να διατηρεί τις ηλεκτρομαγνητικές διεγέρσεις των κυκλωμάτων της. Π.χ. στις περισσότερες μαγνητικές μνήμες, όπως στις μαγνητικές ταινίες ή στις μνήμες μαγνητικών δακτυλίων. Nonvolatile Storage [Μη ασταθής μνήμη] Πληρ. —•Nonvolatile Memory. Nonwork Unit [Μονάδα αργίας] Τεχνολ. Σε ένα πρόγραμμα εργασιών οι ημέρες ή ώρες της ημέρας κατά τη διάρκεια των οποίων δεν εκτελείται εργασία από το προσωπικό. Nonyl Acetate [Αιθανικός εννενυλεστέρας ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, που ανήκει στην κατηγορία των εστέρων. Παράγωγο του αιθανικού οξέος με τύπο CH3COOG>H 19, τύπος που αντιστοιχεί σε αρκετα συντακτικά ισομερή, που παράγονται κατά τη διαδικασία Fischer-Tropsch.. Π.χ. (με ευθεία διάταξη των 9 ατόμων άνθρακα). Nonyl Benzene [Εννενυλοενζόλιο] Ομγ.Χημ. Αλκυλοπαράγωγο του βενζολίου με τύπο QjHj-n-C^H^. Υγρό σώμα υψηλής σημείου βρασμού με ευχάριστο άρωμα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση άλλων ουσιών. Nonyl Phenol [Εννεανυλοφαινόλη] Οργ.Χημ. Ένα από τα τρία ισομερή παράγωγα της αλκυλιωμένης φαινόλης με εννεανύλιο (n-C^H^-) σε ορθο-, παρα- ή μεταθέση. Ανοιχτό κίτρινο υγρό διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτο στο νερό. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή άλλων υλών, όπως ρητινών, πλαστικοποιητών κλπ. Ι-Nonylene [1-εννεανένιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με 1 διπλό δεσμό στην άκρη ευθείας ανθρακικής αλυσίδας. Ανήκει στην ομόλογη σειρά των αλκενίων και είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 150°C. Διαλυτό στην αιθανόλη, αδιάλυτο στο νερό. 1-Nonyne [ 1-εννεανίνιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με 1 τριπλό δεσμό στην άκρη ευθείας ανθρακικής αλυσίδας. Ανήκει στην ομόλογη σειρά των αλκινίων και είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 160°C, αδιάλυτο στο νερό. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Nonylphenoxyacetic Acid [Εννεανυλο-φαινοξυαιθανικό οξύ] ΟργΧημ. Ένα από τα τρία ισομερή αλκυλιοίμένα παράγωγα του φαινοξυαιθανικού οξέος με εννεανύλιο (n-CgH^-). Παχύρρευστο, κιτρινωπό υγρό, που χρησιμοποιείται σαν λιπαντική ουσία και σαν παρεμποδιστής διάβρωσης. Noon [Μεσημβρία] Αστμον. Η ψηλότερη μεσουράνηση του ηλίου κατά τινα χρονική στιγμή σε ορισμένο τόπο της Γης. Noon Interval [Διάστημα μεσημβρίας] Αστμον. Ο χρόνος που μεσολαβεί από μια παρατηρειθείσα χρονική στιγμή και την εκάστοτε τοπική μεσημβρία. NOR [Λογικές προτάσεις NOR] Μαθημ. Η άρνηση της διάζευξης λογικών προτάσεων. Εάν τουλάχιστον μια πρόταση είναι αληθής το αποτέλεσμα είναι ψευδές, ενώ εάν όλες οι προτάσεις είναι ψευδείς το αποτέλεσμα είναι αληθές. Τέτοιου είδους λογικές προτάσεις μπορούν να παραχθούν από λογικά κυκλώματα της ηλεκτρονικής. NOR Circuit [Κύκλωμα NOR] Ηλεκτρον. Λογικό κύκλωμα πραγματοποιείται με συνδυασμό των πυλών AND και NOT, στο οποίο το αποτέλεσμα της εξόδου είναι αληθές (1) μόνο όταν όλοι οι είσοδοι της πρώτης

πύλης AND είναι αληθής (έχουν τιμή 0). Nordihydroguaiarctic Acid [Νορδιυδρογουεαρετικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με μοριακό τύπο C,8H2204. Κρυσταλλική ένωση με σημείο τήξης 185°C, διαλυτή σε πολλούς κοινούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται σαν αντιοξειδωτικό λιπών και ελαίων. Norm [Στάθμη] Μαθημ. Αναφερόμενοι σε στάθμη ενός πίνακα An'η με μιγαδικά γενικά στοιχεία aij, i, j =1,.. η εννοούμε τον μη αρνητικό αριθμό || Α|| με τις παρακάτω τέσσερις ιδιότητες: 1) ||A|j >0 εκτός αν Α=0, οπότε ||0||=0,2) ||CA||=|C| || Α||, όπου C σταθερά , 3) || Α+ΒΙΙ <|| Α||+||Β||, 4)|| ΑΒ|| <||Α|| ||Β||. Norm [Στάθμη] Μαθημ. Σε έναν διανυσματικό χώρο Χ καλείται στάθμη η μη αρνητική πραγματική συνάρτηση ||·||, με τις παρακάτω ιδιότητες: a) ||χ|| <0 "χ e Χ και ||χ||=0 <=> χ=0 β) ||ax|| = |a| ||χ|| "χ eX, "a e R γ) ||x + y|| < ||x|| +||y|| " x , y e X Norma [Γνώμων] Αστρον. Ένας αστερισμός που εντοπίζεται στα νότια του αστερισμού του Σκορπιού. Normal boiling point [Κανονικό σημείο βρασμού] Φυσ.Χημ. Η σταθερή θερμοκρασία ενός υγρού στην οποία η τάση ατμών ενός υγρού ισούται με 1 atm. Π.χ. το κανονικό σημείο βρασμού της αιθανόλης είναι 78,5°C. Normal Bundle [Κανονική δέσμη] Μαθημ. Κανονική δέσμη πολλαπλού τοπολογικού υποχώρου Υ στον πολλαπλό τοπολογικό χώρο Χ, καλείται το σύνολο όλων των ζευγών (α, β) όπου α e Υ και β είναι ένα εφαπτόμενο διάνυσμα στον Χ και ορθογώνιο στον Υ. Normal Curvature [Ομαλή καμπύλωση] Μαθημ. Έστω επιφάνεια Ε και Ο ένα σημείο αυτής. Καλείται ομαλή καμπύλωση του Ο ως προς την Ε, η καμπύλωση του ομαλού τμήματος της επιφάνειας στην περιοχή του Ο. Normal Density Function [Πυκνότητα Κανονικής συνάρτησης] Στατ. Συνάρτηση πυκνότητας που εκφράζεται από την κανονική συνάρτηση του Gauss και έχει σαν παραμέτρους μόνο τη μέση τιμή της και τη διακύμανση της. Σύμφωνα με το μεγάλο οριακό θεώρημα όλες οι κατανομές τείνουν στο όριο μεγάλων αριθμών στην κανονική κατανομή. Normal Derivative [Κάθετη παράγωγος) Μαθημ. Παράγωγος συνάρτησης ορισμένης στο χώρο (ή σε ένα επίπεδο) κατά τη διεύθυνση της καθέτου μιας δεδομένης επιφάνειας (ή της καθέτου μιας δεδομένης καμπύλης που κείτεται στο ίδιο επίπεδο). Normal Distribution [Κανονική κατανομή] Στατ. Κατανομή πιθανότητας η οποία έχει Gaussian μορφή και έχει σαν παραμέτρους μόνο τη μέση τιμή της και τη διακύμανση της. Σύμφωνα με το μεγάλο οριακό θεώρημα όλες οι στατιστικές συναρτήσεις έχουν σαν όριο μεγάλων αριθμών την κανονική κατανομή. Normal Earthquake [Κανονικός σεισμός] Γεωλ.. Πρόκειται για την πλειοψηφία των σεισμικών δονήσεων, όπου η εστία τους βρίσκεται εντός του γήινου φλοιού, δηλαδή σε βάθος έως 70 χιλιομέτρων και πάντως μικρότερο του βάθους της ασυνέχειας Mohorovicic. Normal Extension [Ομαλή επέκταση] Μαθημ. Μια αλγεβρική επέκταση Ν ενός σώματος Κ καλείται ομαλή εάν η Ν περιέχεται στην κλειστή θήκη του Κ, με αποτέλεσμα κάθε Κ-ομομορφισμός από το Ν στην κλειστή θήκη του Κ να είναι ένας αυτομορφισμός του Ν. Normal Fault [Κανονικό ρήγμα] Γεωλ. Πρόκειται για ένα ρήγμα βαρύτητας, στο οποίο το τμήμα που βρίσκε-

-971 -

ται πάνω στο γειτονικό του, κινείται προς τα κάτω ως προς αυτό. Είναι αποτέλεσμα στην ουσία της δράσης των δυνάμεων εφελκυσμού και με αυτόν τον τρόπο οι παλαιότεροι σχηματισμοί πετρωμάτων μπορούν να βρεθούν κάτω από τους νεώτερους. Normal Form [Κανονικός τύπος-μορφή] Πλημ. Σε παραστάσεις κινητής υποδιαστολής, οποιοσδήποτε αριθμός του οποίου το τμήμα σταθερής υποδιαστολής (ή μέγεθος) βρίσκεται στην κλίμακα από 0,1 έως 1,0. Normal Freezing point [Κανονικό σημείο πήξης] Φυσ.Χημ. Η σταθερή θερμοκρασία ενός υγρού στην οποία υγρή και στερεή φάση βρίσκονται σε ισορροπία, υπό πίεση 1 aim. Π.χ. το κανονικό σημείο πήξης του νερού είναι 0°C. Normal Frequencies [Κανονικές συχνότητες] Μηχ. Οι συχνότητες με τις οποίες ταλαντώνονται όλα τα κινητά μέρη ενός συστήματος σε κάθε κανονικό τρόπο ταλάντωσης, χαρακτηριστικές αυτού του συγκεκριμένου τρόπου. Normal Hall Effect [Κανονικό φαινόμενο Hall] Ηλεκτμομαγν. Το φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση μιας διαφοράς δυναμικού κάθετα στην κατεύθυνση του ρεύματος σε έναν αγωγό, όταν αυτός βρίσκεται μέσα σε μαγνητικό πεδίο. Η διαφορά δυναμικού Hall προσδιορίζεται από την ανάγκη εξισορρόπησης της μαγνητικής δύναμης πάνω στο κινούμενο φορτίο, από το ηλεκτρικό πεδίο που δημιουργείται. Normal Hydrostatic Pressure [-Κανονική υδροστατική πίεση] Υδμολ. Πρόκειται για την πίεση που ασκεί ένα υγρό λόγω του βάρους του και σε ένα σημείο είναι ανάλογη με την απόσταση του σημείου από την επιφάνεια του υγρού και ανάλογη με την πυκνότητα του υγρού. Normal Incidence Pyrheliometer [Πυρηλιόμετρο] Τεχνολ. Όργανο για τη μέτρηση της άμεσης ηλιακής ακτινοβολίας, το οποίο αποτελείται από σωλήνα με μαύρο πυθμένα όπου μπορεί να φτάνει μόνο η ακτινοβολία από τον ηλιακό δίσκο και από μικρή μόνο περιοχή γύρω από αυτόν. Η αύξηση της θερμοκρασίας της μαύρης επιφάνειας είναι ανάλογη προς την ένταση της ακτινοβολίας και μετράται με θερμοζεύγη που τη μετατρέπουν σε ηλεκτρικό σήμα. Normal Inspection [Τακτικός έλεγχος] Τεχνολ. Έλεγχος που γίνεται σε προκαθορισμένο αριθμό δειγμάτων για την εξασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων στις περιπτώσεις που οι αστοχίες που εντοπίζονται είναι μέσα στο πλαίσιο των ανεκτών ορίων που καθορίζουν οι προδιαγραφές ποιοτικού ελέγχου. Normal Lens [Νορμάλ φακός) Οπτικ. Φακός με εστιακή απόσταση περίπου ίση με τη διαγώνιο του φορμά του φιλμ που χρησιμοποιείται και κάνει την εικόνα να παρουσιάζεται στη φωτογραφία με μια προοπτική όμοια με εκείνη της πραγματικής σκηνής. Normal Magnetization Curve [Καμπύλη μαγνήτισης] Ηλεκτμομαγν. Γράφημα που παριστάνει τη μαγνήτιση ενός υλικού σαν συνάρτηση του εξωτερικού μαγνητικού πεδίου, σύμφωνα με την αρχική μεγάλη κλίση της καμπύλης καθώς το μαγνητικό πεδίο αυξάνει, η μαγνήτιση αρχίζει να προσεγγίζει μια μέγιστη οριακή τιμή, την τιμή κόρου. Normal Map [Κανονικός χάρτης] Μαθημ. Καλείται ένας επίπεδος χάρτης με τις ιδιότητες: α) Σε οποιοδήποτε σημείο του δεν συναντώνται περισσότερες από τρεις περιοχές και β) καμία περιοχή δεν περιέχεται εξολοκλήρου σε άλλη περιοχή.

Normal Section

Normal Matrix [Κανονικός πίνακας] Μαθημ. Καλείται ο τετραγωνικός πίνακας μιγαδικών στοιχείων με την εξής ιδιότητα: πολλαπλασιαζόμενος είτε από δεξιά είτε από αριστερά με τον προσαρτημένο πίνακά του, ο προκύπτων πίνακας είναι ο ίδιος και στις δύο περιπτώσεις. Normal Mode Of Vibration [Κανονική μορφή ταλάντωσης] Φυσ. Για ένα ταλαντούμενο πολυβάθμιο σύστημα ή μία κατασκευή, η κανονική μορφή ορίζεται από ένα ιδιοσχήμα και μία ιδιοπερίοδο ή μία ιδιοσυχνότητα, καθώς μεταβάλλεται η τιμή ενός βαθμού ελευθερίας, ενώ οι υπόλοιπες παραμένουν σταθερές. Ο αριθμός των κανονικών μορφών ισούται με τον αριθμό των βαθμών ελευθερίας που υποτίθεται ότι έχει ένα σύστημα. Normal Number [Κανονικός αριθμός] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται στον αριθμό με την ιδιότητα, η επέκτασή του ως προς οποιαδήποτε βάση, να έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση όλων των ψηφίων με την ίδια συχνότητα. Normal Operator [Κανονικός τελεστής] Μαθημ. Ονομάζεται επίσης και κανονικός μετασχηματισμός, δηλώνοντας τον τελεστή που σε σύνθεση οποιασδήποτε διάταξης με τον προσαρτημένο του τελεστή (συνήθως ερμητιανό), δίνει το ίδιο αποτέλεσμα. Normal Oscillation [Κανονική ταλάντωση] Μηχ. Καλείται η ελεύθερη ταλάντωση ενός συστήματος ή μιας κατασκευής, κατά την οποία τα πλάτη που αναπτύσσονται είναι γινόμενα των αντίστοιχων πλατών ενός ιδιοσχήματος επί την ίδια χρονική συνάρτηση. Normal Pace [Κανονικός ρυθμός] Τεχνολ. Ο ομαλός ρυθμός εκτέλεσης μιας δραστηριότητας που εξασφαλίζει την προγραμματισμένη απόδοση ανά μονάδα χρόνου δίχως αυξημένη προσπάθεια. Normal Pedal Curve [Κανονικός οδηγός καμπύλης] Μαθημ. Έστω καμπύλη C και Ο ένα σημείο εκτός αυτής. Ο κανονικός οδηγός της καμπύλης ως προς το Ο είναι ο τόπος του άκρου της καθέτου προς τις εφαπτομένες σε κάθε σημείο της καμπύλης. Normal Plane [Κάθετο επίπεδο] Μαθημ. Έστω C καμπύλη του χώρου και Ο ένα σημείο που ανήκει σε αυτήν. Κάθετο επίπεδο καλείται το επίπεδο που διέρχεται από το Ο και είναι κάθετο στην εφαπτομένη της C στο σημείο Ο. Normal Polarity [Κανονική πολικότητα] Γεωψυσ. Ο προσανατολισμός ενός μαγνητικού πεδίου όμοιος με τον προσανατολισμό του μαγνητικού πεδίου της γης. Normal Ray [Κάθετη ακτίνα] Οπτικ. Η οπτική ακτίνα που προσπίπτει κάθετα στην επιφάνεια και δεν μεταβάλλεται η πορεία της είτε λόγω ανάκλασης, είτε λόγω διάθλασης. Normal Reaction [Κάθετη αντίδραση] Μηχ. Στις στηρίξεις ενός φορέα, οι αντιδράσεις που είναι κάθετες προς το επίπεδο του φορέα. Είναι η κατάσταση που αναπτύσσεται σε μια άρθρωση με δυνατότητας οριζόντιας μετακίνησης της στήριξης. Normal Salt [Ουδέτερο άλας] Χημ. Αλας που προκύπτει με την αντικατάσταση όλων των όξινων ατόμων Η ενός οξέος ή όλων των ιόντων υδροξυλίου μίας βάσης. Π.χ. ανθρακικό νάτριο (Na2C03). Σε αντιδιαστολή, όξινα άλατα π.χ. ανθρακικό νάτριο (NaHC03) και βασικά άλατα, π.χ. βασικό χλωριούχο μαγνήσιο (Mg (OH)Cl). Normal Section [Κάθετο τμήμα] Μαθημ. Για μια επιφάνεια Ε και Ο τυχαίο σημείο της, κάθετο τμήμα καλείται η διατομή της Ε με ένα επίπεδο που τέμνει την Ε

N e w m a n-P e n r o s eF o r m a l i s m

-972 -

και περιέχει την κάθετο ως προς την Ε στο τυχαίο Ο. Normal Series [Κανονική σειρά] Μαθημ. Καλείται η σειρά G=G 0 >Gi>.,.>G n όπου G είναι μια ομάδα και Gj κανονικές υποομάδες της G για κάθε i=l,...,n, με Gn την τετριμμένη υποομάδα που περιέχει μόνο το ουδέτερο στοιχείο. Normal Solution [Κανονικό διάλυμα] Χημ. Υδατικό, κυρίως, διάλυμα που περιέχει 1 γραμμοϊσοδύναμο της διαλυμένης ουσίας σε κάθε λίτρο διαλύματος. Normal Space [Φυσικός χώρος] Μαθημ. Ένας τοπολογικός χώρος καλείται φυσικός ή Τ4- χώρος όταν είναι Τι και όταν δοθέντων δύο διαζευγμένο) ν κλειστών συνόλων Α ι και Α2 υπάρχουν διαζευγμένα ανοικτά σύνολα Β ι και Β2 έτσι ώστε AjCBj και A2CB2. Normal Spiral Galaxy [Κανονικός σπειροειδής Γαλαξίας] Αστμον. Πλατιές δισκοειδείς συλλογές αστέρων, αερίων και κονιορτού, με προεξέχουσες ελικοειδείς βραχίονες. Normal Stress [Κάθετη τάση] Μηχ. Στη διατομή ενός στοιχείου οι τάσεις που αναπτύσσονται κάθετα προς την επιφάνεια της διατομής. Normal Subgroup [Κανονική υποομάδα] Μαθημ. Έστω G μια πεπερασμένη ομάδα και Η μια υποομάδα της. Η Η θα είναι κανονική υποομάδα της G και συμβολίζεται με He G, αν για κάθε xe G η αριστερή κλάση χΗ ισούται με τη δεξιά κλάση Ηχ. Normal Time [Κανονικός χρόνος] Τεχνολ. 1. Ο χρόνος που απαιτείται από έναν εργαζόμενο να εκτελέσει μια μονάδα εργασίας που εκτελείται με κανονικούς ρυθμούς. 2. Ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος για την παραγωγή του οποίου απαιτούνται πολλαπλές ενέργειες. Normal To A Curve [Κάθετος ως προς καμπύλη] Μαθημ. Έστω τυχαία καμπύλη Γ και Ο ένα τυχαίο σημείο αυτής. Κάθετος της καμπύλης Γ στο σημείο Ο, ονομάζεται η κάθετος ως προς την εφαπτομένη του σημείου Ο. Normal To A Surface [Κάθετος ως προς επιφάνεια] Μαθημ. Έστω τυχαία επιφάνεια Ε και Ο ένα σημείο αυτής. Κάθετος της επιφάνειας Ε στο Ο, ονομάζεται η κάθετος ως προς το εφαπτόμενο επίπεδο του σημείου Ο. Normal Transformation [Κανονικός μετασχηματισμός] Στατ. 1. Για τυχαία μεταβλητή Χ, καλείται ο μετασχηματισμός που θα τη μετατρέψει σε μεταβλητή κανονικής κατανομής. 2. Μαθημ. -» Normal Operator. Normality (Ν) [Κανονικότητα] Χημ. Τρόπος έκφρασης της περιεκτικότητας ενός υδατικού διαλύματος, που αντιστοιχεί στον αριθμό των γραμμοϊσοδυνάμων (gcq) ανά λίτρο διαλύματος και χρησιμοποιείται κυρίως στην αναλυτική χημεία. Π.χ. ένα διάλυμα H2S04 2 Μ έχει κανονικότητα 4 Ν. Αν και απλουστεύει τους υπολογισμούς στις αντιδράσεις, έχει εγκαταλειφθεί σαν όρος από την παγκόσμια βιβλιογραφία. Normalization [Κανονικοποίηση] Πλημ. Η διαδικασία της κανονικοποίησης (βλέπε Normalize). Normalize1 [Κανονικοποιώ] Πλημ. \. Σε παραστάσεις κινητής υποδιαστολής, μετατρέπω έναν αριθμό κατάλληλα έτσι ώστε το μέρος σταθερής υποδιαστολής του να κυμαίνεται εντός συγκεκριμένων και προκαθορισμένων ορίων. Όλοι οι αριθμοί κανονικοπο ιούνται, εκτός του μηδενός. 2. Ρυθμίζω, μετατρέπω ένα σύνολο από τιμές (συνήθως πολλαπλασιάζοντας ή διαιρώντας με έναν σταθερό αριθμό) ώστε να ενταχθούν σε

μια συγκεκριμένη περιοχή (κλίμακα). 3. Μετατρέπω τα δεδομένα σε μορφή κατάλληλη για εισαγωγή και επεξεργασία από ένα συγκεκριμένο υπολογιστικό σύστημα. Normalize [Κανονικοποιώ] Στατ. Εστω Χ μια τυχαία μεταβλητή και Ε(Χ)=μ η μέση τιμή ή μαθηματική ελπίδα της σε ν επαναλήψεις ενός πειράματος τύχης, σ2 (Χ)=σ2 η διασπορά της και σ(Χ)=σ η τυπική απόκλιση της. Τότε εάν η μεταβλητή Χ ακολουθεί την κανονική κατανομή Ν(μ, σ2), η τυχαία μεταβλητή: (Χ-μ)/σ θα ακολουθεί την κανονική κατανομή: Ν(0,1). Η μεταβλητή (Χ-μ)/σ ονομάζεται κανονικοποιημένη μεταβλητή. 3 Normalize [Κανονικοποιώ] Μαθημ. Μετατρέπω ένα διάνυσμα σε διάνυσμα στάθμης μήκους 1, πολλαπλασιάζοντας το δοσμένο διάνυσμα με κατάλληλο βαθμωτό μέγεθος. Normalized Current [Νορμαλισμένο ρεύμα] Ηλεκτρομαγν. Η τιμή του ρεύματος που παίρνουμε από τη μέτρηση ενός αμπερομέτρου σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, διαιρεμένη με σταθερή τιμή αναφοράς ρεύματος. Normalized Function [ Κανονικοπο ιη μένη συνάρτηση] Μαθημ. Σε έναν Lp χώρο, κανονικοποιημένη συνάρτηση καλείται η συνάρτηση με στάθμη | | f ( x ) | | = (J|f (χ)| ρ όμ) 1/ρ =1,όπου 1 < ρ < ° ο . Normalized Impedance [Νορμαλισμένη σύνθετη αντίσταση] Ηλεκτμομαγν. Η τιμή της σύνθετης αντίστασης που μπορεί να αποτελείται από ωμική, επαγωγική και χωρητική αντίσταση σε ένα εναλλασσόμενο ηλεκτρικό κύκλωμα, διαιρεμένη με σταθερή τιμή αναφοράς αντίστασης. Normalized Support Function [Κανονικοποιημένη συνάρτηση βοήθειας] Μαθημ. Περιορίζοντας το πεδίο ορισμού των ανεξάρτητων μεταβλητών της συνάρτησης βοηθείας στη μοναδιαία σφαίρα, προκύπτει η εν λόγω συνάρτηση. Normalized Variate [Κανονικοποιημένη μεταβλητή] Στατ. Η μεταβλητή, η οποία έχει μέση τιμή 0 και τυπική απόκλιση 1 και ακολουθεί την κανονική κατανομή Ν(0,1). Normalized Voltage [Νορμαλισμένη τάση] Ηλεκτμομαγν. Η τιμή της τάσης που παίρνουμε από τη μέτρηση ενός βολτομέτρου σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, διαιρεμένη με σταθερή τιμή αναφοράς τάσης. Normalizer [Κανονικοποιούσα] Μαθημ. Έστω S ένα μη κενό υποσύνολο μιας ομάδας G. Καλείται κανονικοποιούσα ή κανονικοποιούν σύνολο του S εντός του G και συμβολίζεται N(S), το σύνολο N(S)={xeG: xSx"1=S), και αποτελεί υποομάδα του G. Normally Dispersive Waves [Κανονικά σφαιρικά κύματα] Φυσ. Κύματα που παράγονται από μια πηγή και διαδίδονται ομοιόμορφα προς όλες τις κατευθύνσεις με μορφή συγκεντρωτικών σφαιρών και με συγκεκριμένο τρόπο. Normed Linear Space [Σταθμητός γραμμικός χώρος] Μαθημ. Συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος σταθμητός διανυσματικός χώρος και δηλώνει έναν διανυσματικό χώρο Χ, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με μια μη αρνητική πραγματυα| συνάρτηση ||.||, η οποία καλείται στάθμη (norm) στον Χ (χ-> ||χ||). Normed Vector Space [Σταθμητός διανυσματικός χώρος] Μαθημ. -» Normed linear space. North Point [Βόρειο σημείο] Αστμον. Κάτω από το βόρειο πόλο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται το σημείο τομής του ουράνιου μεσημβρινού με τον ουράνιο ορί-

-973 -

ζοντα και αποτελεί το εν λόγω σημείο. North Polar Distance [Βόρεια πολική απόσταση] Αστρον. Αρχαϊκός όρος που αναφέρεται στη γωνιακή απόσταση αντικειμένου και βόρειου πόλου στην ουράνια σφαίρα. North Polar Sequence [Βόρεια πολική ακολουθία] Αστρον. Περίπου δύο μοίρες από τον βόρειο πόλο της ουράνιας σφαίρας, κείτεται μια ακολουθία αστεριών τα μεγέθη των οποίων, μετά από ακριβείς μετρήσεις, χρησιμοποιούνται ως φωτομετρικά πρότυπα για την εύρεση των μεγεθών άλλων αστέρων. North Pole1 [Βόρειος πόλος] Ηλεκτρομαγν. Ο θετικός πόλος ενός μαγνήτη από τον οποίο ξεκινούν οι δυναμικές γραμμές ενός μαγνητικού δίπολου για να καταλήξουν στον νότιο ή αρνητικό πόλο. North Pole2 [Βόρειος πόλος] Αστμον. Το σημείο τομής του άξονα του κόσμου με την ουράνια σφαίρα και βρίσκεται πλησίον των αστερισμών των Αρκτων (ονομάζεται και αρκτικός πόλος). Norton's Theorem [Θεώρημα Norton] Ηλεκ. Θεώρημα που αφορά ηλεκτρικά κυκλώματα, σύμφωνα με το οποίο οποιοδήποτε γραμμικό διπολικό δίκτυο που αποτελείται από πραγματικές πηγές και αντιστάσεις δύναται να αντικατασταθεί από ιδανική πηγή ρεύματος παράλληλα προς αντίσταση R και το ρεύμα της ιδανικής πηγής ρεύματος ισούται προς το ρεύμα βραχυκυκλώσεως των ακροδεκτο')ν του δίπολου, ενώ η αντίσταση R είναι η αντίσταση μεταξύ των ακροδεκτών, όταν οι ανεξάρτητες πηγές του δικτύου αντικατασταθούν από τις εσωτερικές τους αντιστάσεις. Noscapine [Νοσκαπίνη] Οργ,Χημ. Αλκαλοειδές παράγωγο του οπίου με μοριακό τύπο C22H23NO7. Αευκή κρυσταλλική οπτικά ενεργή ουσία, που χρησιμοποιείται στη Φαρμακευτική. Δεν εμφανίζει εθιστικές ιδιότητες. Φέρεται και με τη μορφή του ένυδρου υδροχλωρικού της άλατος. Παλιότερη ονομασία ναρκωτίνη. Nosing [Προεξοχή] Οικοδ. Σε μια σκάλα η προεξοχή που δημιουργείται σε ένα σκαλοπάτι από την ακμή της τομής μεταξύ της οριζόντιας και της κατακόρυφης επιφάνειάς του. NOT - AND [Προτάσεις Not - And] Μαθημ. Η άρνηση της σύζευξης λογικών προτάσεων. Εάν τουλάχιστον μία πρόταση είναι ψευδής το αποτέλεσμα είναι αληθές, ενώ αν όλες οι προτάσεις είναι αληθείς το αποτέλεσμα είναι ψευδές. Συμβολίζεται και ως NAND. Notation [Σημειογραφία] Μαθημ. Οποιοδήποτε σύστημα χαρακτήρων και συμβόλων που χρησιμοποιείται στη σήμανση ποσοτήτων ή πράξεων. Notch [Φάλτσο] Τεχνολ. Στη διαμόρφωση μιας γωνίας, το γεωμετρικό σχήμα που διαμορφώνεται από το κόψιμο ενός τριγώνου σε γωνία 45° από την ακμή των 90°. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και για τη δημιουργία μιας εγκοπής σε σχήμα V σε μια επίπεδη επιφάνεια. Notch Toughness [Δυσθραυστότητα κατ' εγκοπή] Μηχ. Πρόκειται για ένα μέτρο της ικανότητας ενός υλικού καθώς παραμορφώνεται πλαστικά, να απορροφά ενέργεια πριν από τη θραύση του. Notching [Χαράκωμα, φαλτσάρισμα] Τεχνολ. 1. Η διαδικασία της διαμόρφωσης μιας έντονης ακμής που διαμορφώνεται στο σημείο τομής δύο επιπέδων με διαφορετικές κατευθύνσεις σε ένα αντικείμενο σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα κυκλικά ή με τεθλασμένες ώστε να εξομαλυνθεί η μετάβαση από τη μια στην άλλη επιφάνεια.. 2. Η διαδικασία της δημιουργίας μιας εγκοπής σε μια επίπεδη επιφάνεια.

Nowhere Dense Set

NOT Circuit 1 [Κύκλωμα Not] Ηλεκτμον. Αογικό κύκλωμα στο οποίο το αποτέλεσμα της εξύδου είναι το αντίστροφο του αποτελέσματος της εισόδου, δηλαδή έξοδος αληθής όταν είσοδος ψευδής και αντίστροφα. NOT Circuit [Κύκλωμα άρνησης] Ηλεκ. Ηλεκτρονικό, συνήθως κατασκευασμένο από τρανζίστορ κύκλωμα το οποίο παράγει τη λογική άρνηση της εισόδου του. Δηλαδή το λογικό 1 γίνεται 0 και το 0 γίνεται 1. Συνεπώς αντιστοιχεί στην λογική συνάρτηση NOT. Note [Νότα] Ακονστ. Κάθε σύνθετος ήχος που παρουσιάζει μια περιοδικότητα με τον χρόνο. Note Book Size Computer [Φορητός υπολογιστής] Πλημ. Είναι ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, με οθόνη υγρών κρυστάλλων, με συνολικό μέγεθος αρκετά μικρό και ελαφρύς, έτσι ώστε να είναι άνετη και εύκολη η μεταφορά του σε οποιοδήποτε τόπο. Μπορεί να πραγματοποιήσει όλες ακριβώς τις λειτουργίες ενός αντίστοιχου κανονικού υπολογιστή και τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα από επαναφορτιζόμενο συσσωρευτή που φέρει επάνω του. NOT Function [Συνάρτηση άρνησης] Μαθημ. Η άρνηση μιας λογικής πρότασης. Εάν η πρόταση είναι ψευδής το αποτέλεσμα είναι αληθές ενώ εάν είναι αληθής το αποτέλεσμα είναι ψευδές. Όλες οι λογικές προτάσεις μπορούν να παραχθούν από κατάλληλα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Notice To Airmen (NOTAM) [Προειδοποίηση για αεροπόρους] Επικοιν. Ειδικές πληροφορίες για άτομα που πετούν και ειδικά για πιλότους πχ μετεωρολογικές αστάθειες, άνεμοι κτλ. Notice To Bidders [Οδηγίες προς τους διαγωνιζομένους] Γεν. Σε μια διακήρυξη το κεφάλαιο όπου αναφέρονται τα σημαντικά σημεία που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι διαγωνιζόμενοι στον υπολογισμό του κόστους που θα διαμορφώσει την οικονομική προσφορά. Notice To Proceed [Εντολή έναρξης] Γεν. Όρος ενός εργολαβικού συμβολαίου που προβ)^πει ότι η έναρξη των εργασιών θα ξεκινήσει από την ημερομηνία που ο πελάτης θα απευθύνει προς τον ανάδοχο έγγραφη εντολή γι'αυτό το σκοπό. Nova [Καινοφανής αστέρας] Αστμον. Θεαματικός εκρηκτικός μεταβλητός αστέρας, που παρουσιάζει τέτοια ξαφνική αύξηση της λαμπρότητάς του, ώστε να γίνεται ορατός στην ουράνια σφαίρα σε σημείο που δεν φαινόταν προηγουμένως άλλος αστέρας. Ουσιαστικά είναι ένας παλιός αστέρας, ο οποίος πριν εκραγεί ανήκε στην κατηγορία των 'νάνων* αστέρων. Novalike Symbiotic [Συμβιώνων αστέρας που μοιάζει με καινοφανή] Αστμον. Ένα σύστημα αστέρων που αποτελείται από έναν ερυθρό γίγαντα και έναν λευκό νάνο. Στο σύστημα δημιουργούνται τέτοιες θερμοπυρηνικές αντιδράσεις υδρογόνου και ηλίου ώστε να παρουσιάζονται εκρήξεις λαμπρότητας της τάξεως τα>ν καινοφανών αστέρων. Novocaine [Νοβοκαινη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που ανήκει στην τάξη των αλκαλοειδών, υδροχλωρικό ' άλας του -π-αμινοβενζοϊκού διαιθυλαμινοαιθυλεστέρα (ανάλογο της κοκαΐνης). Αχρωμο στερεό με σημείο τήξης 156oC. Χρησιμοποιείται σαν τοπικό αναισθητικό. Γνωστή και με το όνομα προκαΤνη. Nowhere Dense Set [Πουθενά πυκνό σύνολο] Μαθημ. Για κάθε ανοικτό διάστημα 1 υπάρχει ένα ανοικτό υποδιάστημα Jc I τέτοιο ώστε JnF=0 (F το σύνολο του Cantor).Σύvoλα που έχουν την ιδιότητα αυτή καλούνται πουθενά πυκνά.

Nox

-974-

Nox [Μονάδα Nox] Οτπικ. Μονάδα μέτρησης φωτεινότητας που ισοδυναμεί με 10*3lux. Noy [Μονάδα Noy] Ακουστ. Μονάδα ενόχλησης (θορυβότητα) που ορίζεται ως εξής: Ένας ήχος με συχνότητα 1000Hz και στάθμη πίεσης Lp 40dB προκαλεί ενόχληση 1 Noy. lNoy=40PndB. Nozzle [Ακροφύσιο] Τεχνολ. Σωλήνα μικρού σχετικά μήκους και μεταβλητής διατομής που τοποθετείται στην έξοδο μιας εύκαμπτης σωλήνας και εξασφαλίζει την αύξηση της πίεσης του ρευστού που εκτοξεύεται. Nozzle Throat [Λαιμός] Τεχνολ. Σε ένα ακροφύσιο η διατομή με τη μικρότερη διάμετρο. Νρ [Σύμβολο ποσειδωνίου] Χημ. Έτσι συμβολίζεται στον περιοδικό πίνακα το χημικό στοιχείο του ποσειδωνίου. N-Plus-One Address Instruction [Ν συν μιας διεύθυνσης εντολή] Πλημ. Η εντολή που αποτελείται από ν+1 πεδίο διεύθυνσης, από ν πεδία διεύθυνσης και ένα ακόμη πεδίο διεύθυνσης, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση της επόμενης προς εκτέλεση εντολής. Npn Semiconductor [Ημιαγωγός Νρη] Ηλεκτμον. Ο ημιαγωγός που προκύπτει από τη στενή χημική επαφή τριών εξωγενών ημιαγωγών, δύο τύπου-n, μεταξύ των οποίων υπάρχει ο τρίτος τύπου-ρ ημιαγωγός. Npn Transistor [Τρανζίστορ Νρη] Ηλεκτμον. Το τρανζίστορ διφυούς αγωγής που αποτελείται από δύο διόδους επαφών με κοινή περιοχή τύπου-ρ. Νρ Semiconductor [Ημιαγωγός Νρ] Ηλεκτμον. Ο ημιαγωγός που προκύπτει από τη στενή χημική επαφή δύο εξωγενών ημιαγωγών ενός τύπου-n και ενός τύπου-ρ. Ν Shell [Στιβάδα ή φλοιός Ν] Ατομ.Φυσ. Η τέταρτη κατά σειρά κυκλική τροχιά ενός ηλεκτρονίου γύρω από τον πυρήνα, με τιμή του κύριου κβαντικού αριθμού η=4, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Niels Bohr (1913). Περιλαμβάνει το πολύ 32 ηλεκτρόνια. Με βά-

ατόμου. Nuclear Angular Momentum [Πυρηνική στροφορμή] Πυρην, Φυσ. Η στροφορμή ενός πυρήνα που προέρχεται από την σύζευξη των ολικών στροφορμών των συστατικών του. Συμβολίζεται ως 1. Αυτή η στροφορμή και η αντίστοιχη μαγνητική της ροπή έχει σαν αποτέλεσμα το πυρηνικό φαινόμενο Zeeman. Nuclear Battery [Πυρηνική μπαταρία] Πυρην. Φυσ. Μπαταρία η οποία μετατρέπει την ενέργεια των στοιχειωδών σωματιδίων που προέρχονται από τον πυρήνα ενός ατόμου σε ηλεκτρική ενέργεια. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες αυτού του τύπου μπαταρίας: υψηλού δυναμικού, δίνοντας δυναμικά χιλιάδων Volts με ρεύμα να μετράται σε μμα και χαμηλού δυναμικού, δίνοντας 1 Volt περίπου με ρεύμα σε μα. Nuclear Binding Energy [Πυρηνική ενέργεια σύζευξης] Πυρην. Φυσ. Η απαιτούμενη ποσότητα της ενέργειας που χρειάζεται για να διασπάσουμε ένα πυρήνα στα συστατικά του, δηλαδή τα πρωτόνια και τα νετρόνια που τον αποτελούν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε επιταχυντές υψηλών ενεργειών, Nuclear Capture [Πυρηνική σύλληψη] Πυμην. Φυσ. Η δέσμευση ενός στοιχειώδους σωματίου από ένα πυρήνα. Π.χ. πρωτονίου, νετρονίου, σωματιδίου άλφα κ.τ.λ. Η δέσμευση μπορεί να συνοδεύεται από εκπομπή άλλων σωματιδίων ή ακτινοβολίας ή πυρηνικές αντιδράσεις. Nuclear Chain Reaction [Πυρηνική αλυσωτή αντίδράση] Πυμην.Φυσ. Όρος γνωστός και ως πυρηνική σχάση, που χαρακτηρίζει τις πυρηνικές δράσεις που προκύπτουν με το βομβαρδισμό των βαρέων πυρήνων, που ήδη παρουσιάζουν μια τάση αργής σχάσης, με νετρόνια. Οι δράσεις αυτές δημιουργούν άτομα με μικρότερους πυρήνες, και απελευθερο>νουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας και νετρόνια, που με την σειρά τους προκαλούν νέες σχάσεις.

ση τη θεωρία του Schrodinger αποτελεί το 4° ενεργείακό επίπεδο ενός ηλεκτρονίου και αναλύεται στις υποστιβάδες 4s, 4ρ, 4d και 4f, που με τη σειρά τους διαθέτουν, αντίστοιχα, 1, 3, 5 και 7 τροχιακά. Ν Space [Χώρος Ν] Μαθημ. Είναι ο χώρος διάστασης n αναφερόμενοι στο σύνολο των πραγματικών αριθμών. Ν Sphere [Σφαίρα -Ν] Μαθημ. Καλείται ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν από την αρχή των συντεταγμένων μοναδιαία απόσταση στον ευκλείδειο χώρο διάστασης (η+1), η θετικός ακέραιος. Ν Star [Αστέρας τύπου Ν] Αστρον. Ένας ψυχρός ερυθρός αστέρας, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αστέρα τύπου Μ εκτός από τις δέσμες απορρόφησης. N-type Conduction [Αγωγιμότητα τύπου-n] Ηλεκτρον. Η αγωγιμότητα που εμφανίζει ένας ημιαγωγός που οφείλεται σε περίσσια ηλεκτρονίων συγκριτικά με την συγκέντρωση των οπών. N-type Germanium [Γερμάνιο τύπου-n] Ηλεκτρον. Ένας ημιαγωγός Γερμανίου στον οποίο έχουν προσφερθεί από ένα δότη ηλεκτρόνια αγωγιμότητας και έτσι η συγκέντρωση ηλεκτρονίων αγωγιμότητας εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση προς τις οπές. N-type Semiconductor [Ημιαγωγός τύπου-n] Ηλεκτρον. Ο εξωγενής ημιαγωγός στον οποίο η ύπαρξη φορέων αγωγιμότητας οφείλεται στην περίσσεια ηλεκτρονίων σε σύγκριση με τη συγκέντρωση οπών στον ημιαγωγό. Nuclear Absorption [Πυρηνική απορρόφηση] Πυρην. Φυσ. Η απορρόφηση ενέργειας από τον πυρήνα ενός

Nuclear Chemistry [Πυρηνική Χημεία] Ατομ.Φυσ. Επίστημονικός κλάδος που μελετά τις πυρηνικές χημικές δράσεις που προκύπτουν υπύ μορφή μονίμων αλλοιώσεων των ατομικών πυρήνων, όπως οι πυρηνικές αντιδράσεις, οι διασπάσεις ατόμων κτλ. Η πυρηνική χημεία επίσης ασχολείται με τη χημεία των ραδιενεργών στοιχείων και με την ανάπτυξη μεθόδων ανάλυσης που αξιοποιούν φαινόμενα πυρηνικής χημείας, Nuclear Cloud [Πυρηνικό σύννεφο] Πυρην. Φυσ. Το σύννεφο καπνού και σκόνης που ακολουθεί μια πυρηνική έκρηξη, το οποίο έχει σχήμα μανιταριού. Nuclear Collision [Πυρηνική σύγκρουση] Πυρην. Φ\ΧΤ. Η σύγκρουση μεταξύ πυρήνων ατόμων και άλλων στοιχειωδών σωματιδίων. Nuclear Energy [Πυρηνική ενέργεια] Πυρην.Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η ενέργεια η οποία συγκρατεί συνδεδεμένα μεταξύ τους τα συστατικά σωματίδια του πυρήνα του ατόμου. Απελευθερώνεται με τη σχάση ή τη σύντηξη των ατόμων και είναι γνωστή και ως ατομική ενέργεια. Nuclear Engineering [Πυρηνική μηχανική] Πυρην. Φυσ. Ονομάζεται ο εξειδικευμένος κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη των πυρηνικών αντιδράσεων και το σχεδιασμό των πυρηνικών αντιδραστήρων καθώς και όλου του εξοπλισμού που σχετίζονται με αυτούς. Nuclear Force [Πυρηνική δύναμη] Πυρην.Φυσ. Είναιη δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα στοιχειώδη σωματίδια του πυρήνα ενός ατόμου. Πρόκειται για μία από τις

-975 -

τέσσερις βασικές γνωστές δυνάμεις της (ρύσης. Είναι πολύ ισχυρότερη από την ηλεκτρομαγνητική δύναμη αλλά έχει ουσιαστική δράση μόνον σε πάρα πολύ μικρές αποστάσεις, της τάξης του μεγέθους του ατομικού πυρήνα. Nuclear Fuel [Πυρηνικό καύσιμο] Πυρην. Φνσ. Κάθε στοιχείο ή ισότοπο που μπορεί να υποστεί σχάση και χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας για έναν πυρηνικό αντιδραστήρα. Nuclear Fuels Reprocessing [Επαναεπεξεργασία πυρηνικών καυσαερίων] Πυρην. Φυσ. Η περιοδική φυσική, χημική και μεταλλουργική επεξεργασία των στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα σε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα. Nuclear Fusion [Πυρηνική σύντηξη) Πυρην. Φυσ. Η ελεγχόμενη τεχνητή διάσπαση βαριών πυρήνων σε ελαφρότερους ή η σύζευξη ελαφρών σε βαρύτερους με την ταυτόχρονη εκπομπή μεγάλων ποσών ενέργειας. Αυτό μπορεί να συμβεί σε πυρηνικούς αντιδραστήρες ή σε μικρότερη κλίμακα σε επιταχυντές. Nuclear Magnetic Resonance [Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός] Φυσ. Η περίπτωση του φυσικού φαινομένου του συντονισμού της μαγνητικής ροπής του πυρήνα και της απορρόφησης ενέργειας από συλλογή πυρήνων σε ηλεκτρομαγνητικό και εξωτερικό μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται στη φασματοσκοπία. Nuclear Moments [Ολοκληρώματα πυρήνων] Πυρην. Φυσ. Τα ηλεκτρικά και μαγνητικά ολοκληρώματα ενός πυρηνικού ατόμου. Σημαντικά ολοκληρώματα αποτελούν το μαγνητικό διπολικό μ, το ηλεκτρικό τετραπολικό Q, καθώς και το μαγνητικό οκταπολικό Μ8 που ορίζονται αντίστοιχα: μ = f Μ ζάτ 2 q = —\{ 3cos θ - \ )r2pdT * ν ) 3 Μ = . 5 cos ο - 3 cos θ „3 ilVUi 8 2 r ιν τ όπου r είναι η ακτίνα από το κέντρο του πυρήνα, ρ η πυκνότητα του πυρήνα, Μ η μαγνήτιση του πυρήνα, 0 η γωνία ακτίνας και του z άξονα και τέλος e το φορτίο του ηλεκτρονίου. Nuclear Number [Μαζικός αριθμός] Πυρην. Φυσ. -> Mass Number Nuclear Physics [Πυρηνική φυσική] Φυσ. Ο κλάδος της φυσικής που μελετάει χαρακτηριστικά του πυρήνα των ατόμων, όπως είναι η δομή η σύσταση κ.τ.λ. Η μελέτη αυτή μπορεί να γίνει τόσο θεωρητικά όσο και πειραματικά σε πυρηνικούς αντιδραστήρες ή επιταχυντές σωματιδίων. Nuclear Power [Πυρηνική ισχύς] Πυρην. Φυσ. Η ισχύς (ή ενέργεια) που προέρχεται από πυρηνική σχάση βαρέων στοιχείων, όπως είναι το ουράνιο ή από πυρηνική σύντηξη ελαφρών στοιχείων, όπως το δευτέριο το τρίτιο. Η ποσότητα της ενέργειας που εκλύεται ανά άτομο κατά τη σύντηξη ή σχάση ξεπερνά κατά αρκετά εκατομμύρια την ενέργεια που εκλύεται από μια καύση. Nuclear Quadrupole Resonance [Πυρηνικός τετραπολικός συντονισμός] Φυσ. Η περίπτωση του φυσικού φαινομένου του συντονισμού της τετραπολικής ροπής του πυρήνα με ακτινοβολία σε εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο και της απορρόφησης ενέργειας από την ακτινοβολία. Το φαινόμενο χρησιμοποιείται στη μελέτη των ατόμων και ειδικότερα των πυρήνων τους.

Nucleic Acid

Nuclear Reaction [Πυρηνική αντίδραση! Πυρην.Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η αντίδραση μεταξύ ποσοτήτων της ύλης όπου επέρχεται αλλαγή στην δομή των στοιχειωδών σωματιδίων των ατόμων αυτής, Έτσι υπάρχει διαφορά με τις χημικές αντιδράσεις, όπου οι αλλαγές της δομής της ύλης περιορίζονται μόνον στον αριθμό και στη θέση των ηλεκτρονίων που περιστρέφονται γύρω από τους πυρήνες των ατόμων, Nuclear Reactor Or Nuclear Pile [Πυρηνικός αντιδραστήρας] Πυρην.Φυσ. Είναι η περίπλοκη τεχνολογική εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται η ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών με τα νετρόνια με σκοπό τελικά την εκμετάλλευση των τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας που παράγονται. Τα βασικά τμήματα του πυρηνικού αντιδραστήρα είναι το κύριο μέρος του, ο ανακλαστήρας, ο θώρακας και η διάταξη ψύξης του. Nuclear Spectrum [Πυρηνικό φάσμα] Πυρην. Φυσ. 1. Το σύνολο των μηκών κύματος που εμφανίζουν τα στοιχειώδη σωμάτια 2. Το γράφημα των παράλληλων φωτεινών και σκοτεινών γραμμών που αντιστοιχούν στα μήκη κύματος των στοιχειωδών σωματιδίων, Nuclear Ship [Πυρηνοκίνητο πλοίο] Ναυπηγ. Είναι το πλοίο το οποίο τροφοδοτείται με πυρηνική ενέργεια για τις ανάγκες κίνησής του από έναν ανάλογο αντιδραστήρα που έχει επάνα) του. Nuclear Spin [Πυρηνικό σπιν] Πυρην. Φυα. Η στροφορμή ενός πυρήνα που προέρχεται από τη σύζευξη των ολικών στροφορμών των συστατικών του. Συμβολίζεται ως 1. Αυτή η στροφορμή και η αντίστοιχη μαγνητική της ροπή έχει σαν αποτέλεσμα το πυρηνικό φαινόμενο Zeeman. Nuclear Submarine [Πυρηνοκίνητο υποβρύχιο] ΝαυΧΗΓ Πρόκειται για υποβρύχιο τελευταίας τεχνολογίας, το οποίο κινείται χάρη στην ενέργεια που παράγει πυρηνικός αντιδραστήρας που υπάρχει μέσα στο ίδιο το σκάφος. Nuclear Time Scale [Πυρηνικό χρονοδιάγραμμα] Αστρον. Ο απαιτούμενος χρόνος εξάντλησης του υδρογόνου στον πυρήνα του αστέρα, λόγω των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων μετατροπής του υδρογόνου σε ήλιον. Τότε θα συμβεί και η απομάκρυνση του αστέρα από την κύρια ακολουθία. Nuclear Zeeman Effect [Πυρηνικό φαινόμενο Zeeman] Φυα. Κατά την αλληλεπίδραση εξωτερικού μαγνητικού πεδίου με την πυρηνική μαγνητική ροπή, πυρηνικό φαινόμενο Zeeman είναι αυτό του διαχωρισμού των ατομικών φασματικών γραμμών σε επιμέρους γραμμές. Έχει αποτέλεσμα την αλλαγή των φασματικών ιδιοτήτων των ατόμων, Nucleation [Πυρήνωση] Χημ. Φάση της διαδικασίας σχηματισμού ιζήματος κατά την οποία σχηματίζονται συσσωματώματα που αποτελούνται από μικρό σχετικά αριθμό σωματιδίων. Η πυρήνωση υποβοηθείται με την προσθήκη στο διάλυμα κρυστάλλων της ουσίας προς καθίζηση, με την ανάδευση και από την παρουσία προσμίξεων. Η ταχύτητα της πυρήνωσης αυξάνεται με την αύξηση του βαθμού υπερκορεσμού του διαλύματος. Nucleic Acid [Νουκλεϊνικό οξύ] Βιοχημ. Το νουκλεϊνικό οξύ είναι ένα πολυνουκλεοτίδιο (βιοπολυμερές), με πολύ μεγάλο μοριακό βάρος (σχετική μοριακή μάζα), Δομικοί λίθοι στο μόριο αυτό είναι τα μονονουκλεοτίδια, που αποτελούνται από ένα σάκχαρο και κάποια από τις οργανικές βάσεις, την αδενίνη ή Α, την κυτοσίνη ή C, την ουρακίλη ή U, τη γουανίνη ή G και την θυ-

Nucieogenesis

-976-

μίνη ή Τ . 'Οταν το σάκχαρο είναι η β-Ό-ριβόζη προκύπτουν τα ριβονουκλεϊνικά οξέα (RNA), ενο') όταν το σάκχαρο είναι η p-D-2-δεοξυριβόζη προκύπτουν τα δεοξυριβονουκλεϊνικά οξέα (DNA).Ta μονονουκλεοτίδια είναι ενωμένα μεταξύ τους με φωσφοδιεστερικούς δεσμούς, σχηματίζοντας ένα μόρφωμα, με ραχοκοκαλιά, μία αλληλουχία από φωσφορικά και σάκχαρα, που επάνω τους είναι συνδεμένες οι τέσσερις "βάσεις της ζωής", η αδενίνη, η θυμίνη, οι ουρακίλη και η κυτοσίνη. Η αλληλουχία των νουκλεοτίδιων στο DNA δεν είναι τυχαία, αλλά σαφώς καθορισμένη και αποτελεί την πρωτοταγή δομή του. Τα νουκλεονικά οξέα συμμετέχουν στους μηχανισμούς αποθήκευσης, αντιγραφής και μεταγραφής γενετικών πληροφοριών, με βάση τις οποίες γίνεται η βιοσύνθεση των πρωτεϊνών. Παίζουν βασικό ρόλο για την εκδήλωση του φαινομένου της ζωής. Ανακαλύφθηκαν το 1869 από τον Miescher. Το 1953 σε ένα δραματικό αγώνα δρόμου ο Αμερικανός Βιοχημικός James Watson και ο Βρετανός γενετικός επιστήμονας Francis Crick, δημιουργούν το μοντέλο του σπειροειδούς δομής διπλού έλικα του DNA, για το οποίο βραβεύτηκαν με το Νόμπελ Ιατρικής το 1962. Nucieogenesis [Νουκλεογένεση] Αστροφυσ. Nucleosynthesis. Nucleon [Νουκλεόνιο] Φυσ. Κοινό όνομα των δύο συστατικών του πυρήνα τα οποία έχουν σπιν ιΛ και σχεδόν ίση μάζα. Δηλαδή του πρωτονίου και του νετρονίου. Το πρωτόνιο έχει θετικό φορτίο ίσο με 4.803 10"10 esu ενώ το νετρόνιο μηδέν. Επίσης το νετρόνιο έχει ως συστατικά ένα πρωτόνιο και ένα ηλεκτρόνιο. Στο πυρήνα μπορεί να γίνει μετατροπή το ενός είδους νουκλεονίου στο άλλο μέσω της διάσπασης βήτα. Nucleon Number [Μαζικός αριθμός] Πυρην. Φυσ. -> Mass Number Nucleophile [Πυρηνόφιλο] Οργ.Χημ. Μόριο ή ιόν, που διαθέτει περιοχές αυξημένου αρνητικού φορτίου (όπως μη δεσμικό ζεύγος ηλεκτρονίων, κάποιο πολικό δεσμό ή κάποιο π-δεσμό. Αναφέρεται και σαν δότης ηλεκτρονίων. Nucleophilic Addition [Πυρηνόφιλη προσθήκη] Οργ. Χημ. II πιο σημαντική κατηγορία αντιδράσεων που δίνουν οι καρβονυλικές ενώσεις στην οποία το θετικά φορτισμένο άτομο άνθρακα του καρβονυλίου προσβάλλεται από πυρηνόφιλο αντιδραστήριο και σχηματίζει δεσμό με αυτό. Σημαντικά τέτοια αντιδραστήρια στην περίπτωση αυτή είναι τα ιόντα υδριδίου (Η') και τα καρβανιόντα (R'). Απαντάται και σε άλλες περιπτώσεις προσθήκης. Nucleophilic Reagent [Πυρηνόφιλο αντιδραστήριο] Οργ.Χημ. Ο Ingold πρώτος ταξινόμησε τα (οργανικά, κυρίως) αντιδραστήρια σε πυρηνόφιλα και ηλεκτρονιόφιλα. Τα πυρηνόφιλα αντιδραστήρια είναι αυτά που δίνουν ένα ή δύο ηλεκτρόνια κατά τη διεξαγωγή μίας αντίδρασης. Ο πυρηνόφιλος χαρακτήρας ενός αντιδραστηρίου σε ένα σύστημα μετριέται με την ταχύτητα της αντίδρασης. Τυπικά πυρηνόφιλα αντιδραστήρια είναι τα ανιόντα R", RO" και RCOO", οι αμίνες (RNH2) κλπ. Nucleophilic Substitution [Πυρηνόφιλη υποκατάσταση] Οργ.Χημ. Πρόκειται για αντιδράσεις μεταξύ ενός πυρηνόφιλου αντιδραστηρίου και ενός υποστρώματος. Το υπόστρωμα είναι συνήθως αλκυλαλογονίδιο, εστέρας, ενώ το πυρηνόφιλο αντιδραστήριο μπορεί να είναι οργανικό ή ανόργανο με τη μορφή μορίου ή και ανιόντος. Συμβολίζεται με SN και περιγράφονται από το γενικό σχήμα (όπου Ν το πυρηνόφιλο αντιδραστήριο

και Χ ο δέκτης ηλεκτρονίων ή αποχωρούσα ομάδα)

Ν + R-X

— ^ N-R +Χ

Nucleoprotein [Νουκλεοπρωτεΐνη] Βιοχημ. Είδος συμπλόκου μεταξύ ενός νουκλεϊνικού οξέος (DNA ή RNA) και μίας πρωτεΐνης. Το σύμπλοκο DNAπρωτεΐνης ονομάζεται δεοξυριβονουκλεοπρωτεΐνη, ενώ το σύμπλοκο RNA-πρωτεΐνης ονομάζεται ριβονουκλεοπρωτεΐνη. Τα σημαντικότερα ριβονουκλεοπρωτεονικά σύμπλοκα είναι τα ριβοσωμάτια. Στις νουκλεοπρωτεΐνες μπορούμε να κατατάξουμε και τους ιούς. Nucleoside [Νουκλεοζίτης] Βιοχημ. Ο νουκλεοζίτης αποτελεί το προϊόν της ένωσης δύο συστατικών: μίας πεντόζης (σάκχαρο) που μπορεί να είναι η p-D-ριβόζη ή η β-Ο-2-δεοξυριβόζη και μίας ετεροκυκλικής βάσης, που μπορεί να είναι η αδενίνη ή Α, η κυτοσίνη ή C, η ουρακίλη ή U, η γουανίνη ή G και η θυμίνη ή Τ . Η σύνδεση των ετεροκυκλικών βάσεων με την πεντόζη γίνεται γίνεται μέσω ατόμου Ν της βάσης (Νγλυκοζίτες). Εστεροπόιηση του -ΟΗ του C-3 ή C-5 της πεντόζης οδηγεί στο σχηματισμό του αντίστοιχου νουκλεοτίδιου, δομικού λίθου των νουκλεϊνικών οξέων. Nucleosynthesis [Νουκλεοσύνθεση] Αστροφυσ. Καλείται ο σχηματισμός των ατόμων των στοιχείων μέσω πυρηνικών αντιδράσεων όπως η σύντηξη των ελαφρότερων στοιχείων σε βαρύτερα. Π.χ. του υδρογόνου σε ήλιο, του ηλίου σε άνθρακα κ.λ.π. Nucleotide [Νουκλεοτίδιο] Βιοχημ. Το νουκλεοτίδιο είναι η δομική μονάδα των νουκλεϊνικών οξέων (RNA και DNA) και ταυτόχρονα προϊόν υδρόλυσής τους. Αποτελούνται από τρία συστατικά ενωμένα μεταξύ τους: φωσφορικό οξύ, μία πεντόζη (σάκχαρο) που μπορεί να είναι η β-ϋ-ριβόζη ή η β-Ο-2-δεοξυριβόζη και μία ετεροκυκλική βάση, που μπορεί να είναι η αδενίνη ή Α, η κυτοσίνη ή C, η ουρακίλη ή U, η γουανίνη ή G και η θυμίνη ή Τ . Η σύνδεση των ετεροκυκλικών βάσεων με την πεντόζη γίνεται γίνεται μέσω ατόμου Ν της βάσης. Το φωσφορικό οξύ των νουκλεοτίδιων μπορεί να είναι εστεροποιημένο με το -ΟΗ του C-3 ή C-5 της πεντόζης. Με ενζυματική υδρόλυση των νουκλεοτίδιων σχηματίζεται νουκλεοζίτης και φωσφορικό οξύ. Διάφορα νουκλεοτίδια συμμετέχουν σαν συνένζυμα σε πολλές βιοχημικές αντιδράσεις. Nucleus1 [Πυρήνας] Επιστ. Τεχνολ. Το τμήμα του λειτουργικού συστήματος που πρέπει να βρίσκεται πάντα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Nucleus [Πυρήνας] Αστρον. Πρόκειται για το μικρό και σταθερό κεντρικό τμήμα των κομητών το οποίο δεν έχει μέγεθος διαμέτρου μεγαλύτερης από λίγες δεκάδες χιλιομέτρων. Nucleus [Πυρήνας] Πληρ. Στα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικοί υπολογιστών είναι το τμήμα εκείνο του κώδικα το οποίο πρέπει να είναι πάντα φορτωμένο στην τρέχουσα μνήμη του υπολογιστή για να μπορεί να εκτελεστεί σωστά το πρόγραμμα. Nucleus4 [Πυρήνας] Πυρην. Φυσ. Είναι το εσωτερικό κεντρικό τμήμα του ατόμου το>ν μορίων της ύλης γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα ηλεκτρόνια. Ο πυρήνας αποτελείται από τα πρωτόνια και τα νετρόνια. Nuee Ardcnte [Φλεγόμενο υλικό ηφαιστείου] Γεωλ. Ένα γρήγορο ρευστό, και συνήθως κόκκινο καυτό

-977 -

σύννεφο αερίων, ηφαιστειακής σκόνης και άλλων ηφαιστειογενών υλικών, που δημιουργήθηκαν από μια ηφαιστειακή έκρηξη. Nujol [Νουγιόλ ή παραφινέλαιο] Χημ. Καθαρό παραφινέλαιο απαλλαγμένο από ακόρεστες ενώσεις, που χρησιμοποιείται σαν μία τεχνική λήψης φασμάτων στη φασματοσκοπία IR (υπέρυθρη) για την παρασκευή αλοιφών. Απορροφά στα 2920, 2860, 1460, 1380 και 720 cm*1. Null [Κενό] Μαθημ. Στα μαθηματικά ο όρος αυτός αποκτά την έννοια του μηδενικού στοιχείου είτε πρόκειται για αριθμούς, για μητρώα, διανυσματικούς χώρους, σύνολα, είτε για συναρτήσεις. Δηλαδή ταυτίζεται με την έννοια του μηδενός και της Μη ύπαρξης μιας ποσότητας. Null Character [Ουδέτερος χαρακτήρας] Πληρ. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα ελέγχου, ο οποίος χρησιμοποιείται από το σύστημα επεξεργασίας δεδομένων του υπολογιστή και τοποθετείται σε ένα σύνολο χαρακτήρων χωρίς να προκαλεί όμως καμία αλλοίωση στη σημασία τους, αλλά κυρίως ρυθμίζει και ελέγχει μια λειτουργία του υπολογιστή ή μιας περιφερειακής μονάδας. Null Hypothesis [Μηδενική υπόθεση] Στατ. Έστω μια τυχαία μεταβλητή Χ, θ μια παράμετρος από την οποία εξαρτάται η Χ και ω ένα υποσύνολο του δειγματοχώρου. Μηδενική υπόθεση ορίζεται να είναι η υπόθεση στην οποία η πραγματική, αληθινή, τιμή της παραμέτρου θ βρίσκεται μέσα στο σύνολο ω. Null Matrix [Μηδενικός πίνακας) Μαθημ. Πρόκειται για το διατεταγμένο εκείνο σύνολο στοιχείων, το οποίο καλείται και μητρώο, του οποίου όλες οι τιμές των στοιχείων που το απαρτίζουν ισούνται με το μηδέν. Null Sequence [Μηδενική ακολουθία] Μαθημ. Καλείται οποιαδήποτε ακολουθία που συγκλίνει στο μηδέν, είτε πρόκειται για ακολουθία αριθμών είτε πρόκειται για ακολουθία συναρτήσεων, οπότε συγκλίνει στην μηδενική συνάρτηση. Null Set [Κενό σύνολο] Μαθημ. Με τον όρο αυτό στα μαθηματικά χαρακτηρίζεται ένα σύνολο το οποίο όμως δεν περιέχει κανένα στοιχείο. Αντιστοιχεί ουσιαστικά στο μηδέν των κοινών αριθμών. Null Space [Μηδενικός χώρος] Μαθημ. 1. Καλείται ο διανυσματικός χώρος που αποτελείται μόνο από το μηδενικό διάνυσμα. 2. Για τυχαίο χώρο Χ, ο μηδενικός χώρος ενός τελεστή Τ του Χ καλείται το σύνολο όλων των στοιχείων xe Χ για τα οποία Τχ =0. Στην περίπτωση που ο Χ και ο Τ είναι γραμμικοί τότε ο μηδενικός χώρος του Τ είναι υπόχωρος του Χ και καλείται πυρήνας του Τ. Null Vector [Μηδενικό διάνυσμα] Μαθημ, 1. Καλείται το ευθύγραμμο τμήμα μηδενικού μήκους αλλά χωρίς φορά. 2. Ένα μη μηδενικό διάνυσμα που πολλαπλασιαζόμενο εσωτερικά με τον εαυτό του δίνει το μηδέν. 3. Σε έναν διανυσματικό χώρο καλείται το μηδενικό στοιχείο μιας προσθετικής ομάδας. Nullary Composition [Μηδενιστική σύνθεση] Μαθημ. Αναφερόμενοι στον όρο εννοούμε την συγκεκριμένη επιλογή στοιχείου ενός συνόλου, όπως για παράδειγμα όταν, κατασκευάζουμε μια συνάρτηση επιλογής. Nullity [Μηδενικότητα] Μαθημ. Αναφερόμενοι σε πεπερασμένο γραμμικό χώρο Χ, με τον όρο εννοούμε την διάσταση του μηδενικού χώρου ή του πυρήνα ενός γραμμικού τελεστή Τ του χώρου. Number [Αριθμός] Μαθημ. Πρόκειται για τη βασική

Numeric Coding

έννοια των μαθηματικών που γεννήθηκε από τα αρχαία χρόνια λόγω της ανάγκης του ανθρώπου να απαριθμεί τα διάφορα αντικείμενα. Στα σύγχρονα μαθηματικά υπάρχουν διάφορα σύνολα αριθμών, όπως οι φυσικοί, οι ακέραιοι, οι πραγματικοί, οι μιγαδικοί, οι άρρητοι αριθμοί. Number Class Modulo Ν [Κλάση ακεραίου modulo Ν] Μαθημ. Είναι το σύνολο των ακεραίων που διαιρούμενοι με το Ν (Ν φυσικός), δίνουν το ίδιο υπόλοιπο. Number Cruncher [Τραγανιστής αριθμών] Πλημ. Ο επεξεργαστής, ο οποίος έχει τη ικανότητα για διεξαγωγή περίπλοκων αριθμητικών υπολογισμών με μεγάλη ταχύτητα. Number Scale [Αριθμητική κλίμακα] Μαθημ. Κλίμακα που χρησιμοποιεί διατεταγμένους αριθμούς για την απεικόνιση σημείων γραμμής. Number Theory [Θεωρία των αριθμών] Μαθημ. Η επιστήμη των ακέραιων αριθμών. Μελετά τις σχέσεις μεταξύ των ακέραιων αριθμών αλλά και τις γενικεύσεις τους. Υπάρχουν διάφορες υποκατηγορίες της, όπως η στοιχειώδες θεωρία των αριθμών, η αλγεβρική θεωρία των αριθμών κ.ά. Numeral [Αριθμός] Μαθημ. Η γραπτή έκφραση που παριστάνει το σύνολο των μονάδων π.χ. 0,1,2,.,.,9. Numeral System [Αριθμητικό σύστημα] Μαθημ. Numeration System. Numeration [Αρίθμηση] Μαθημ. Πρόκειται για την αντιστοίχηση ένα προς ένα των στοιχείων ενός συνόλου με τους θετικούς ακέραιους αριθμούς, τοποθετώντας τα έτσι, ώστε να είναι σε μία σειρά κατ' αναλογία της φυσικής σειράς των αριθμών. Numeration System [Σύστημα αρίθμησης] Μαθημ. Πρύκειται για την μεθοδική αναπαράσταση αριθμητικών ποσοτήτων από αριθμούς, δεδομένου ότι σε κάθε ποσότητα αντιστοιχεί ένας μοναδικός αριθμός. Numerator [Αριθμητής κλάσματος] Μαθημ. Σε ένα λόγο δύο αριθμών, δηλαδή ένα κλάσμα, ο αριθμητής είναι αυτός που αναγράφεται πάντα από την επάνο) πλευρά, αφού είναι ο αριθμός ο οποίος διαιρείται. Numeric [Αριθμητικός] Πλημ. Χαρακτηρισμός των δεδομένων, τα οποία αποτελούνται αποκλειστικά και μόνο από αριθμητικούς χαρακτήρες, δηλαδή από ψηφία, π.χ. τα: 0, 1,2, 3,4, κλπ. Επίσης, ο όρος μπορεί να χαρακτηρίζει διαδικασίες, λειτουργίες, ή λειτουργικές μονάδες που χρησιμοποιούν τέτοια δεδομένα. Numeric Analysis [Αριθμητική ανάλυση] Μαθημ. Είναι ένας τομέας της επιστήμης των μαθηματικών που μελετάει μεθόδους για την επίλυση των διαφόρων μαθηματικών προβλημάτων με επαναληπτικές προσεγγιστικές τεχνικές. Numeric Character [Αριθμητικός χαρακτήρας] Πληρ. Οποιοσδήποτε χαρακτήρας, ο οποίος αντιστοιχεί σε έναν φυσικό αριθμό, π.χ. 0,1,2, κλπ. Γνωστός και ως \^
Newman - Penrose Formalism

-978 -

ρες από το σύνολο των αριθμητικών χαρακτήρων (βλέπε Numeric Character Set). Numeric Control [Αριθμητικός έλεγχος] Πληρ. Η μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται από μηχανές που πραγματοποιούν έλεγχο της λειτουργίας τους με τη βοήθεια υπολογιστή και συγκεκριμένα με τη βοήθεια ειδικών μονάδων που χρησιμοποιούν αριθμητικά δεδομένα, τα οποία μετατρέπονται σε κατάλληλα σήματα. Numeric Data [Αριθμητικά δεδομένα] Πληρ. Πρόκειται για πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή οι οποίες αποτελούνται αποκλειστικά και μόνον από αριθμούς και δεν περιλαμβάνουν γράμματα ή άλλους ειδικούς χαρακτήρες. Numeric Keypad Or Numeric Pad [Αριθμητικό πληκτρολόγιο] Πληρ. Καλείται το τμήμα εκείνο του πληκτρολογίου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπου υπάρχουν σε πυκνή διάταξη, δηλαδή συσσωρευμένα, τα πλήκτρα των αριθμών και των βασικών μαθηματικών συμβόλων για την πιο γρήγορη και εύχρηστη εισαγωγή των αριθμητικών δεδομένων. Βρίσκεται ενσωματωμένο στο δεξιό τμήμα του πληκτρολογίου ενώ για τους φορητούς υπολογιστές δίδεται η δυνατότητα της εξωτερικής σύνδεσης με αυτό. Numeric Variable [Αριθμητική μεταβλητή] Πληρ. Χαρακτηρίζεται η ονομασία που έχει μία θέση μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός λογισμικού προγράμματος, της οποίας βέβαια η τιμή μπορεί να αλλάζει. Numerical [Αριθμητικός] Μαθημ. Προσδιοριστικός όρος που δηλώνει την αναφορά σε αριθμούς ή την έκφραση με τη χρήση αριθμών. Numerical Equation [Αριθμητική εξίσωση] Μαθημ. Πρόκειται για μία ισότητα η οποία συμβολίζεται με το γνωστό σύμβολο του ίσον (=) μεταξύ δύο μαθηματικών εκφράσεων, όπου οι συντελεστές και οι σταθερές τους είναι αριθμοί. Numerical Field [Αριθμητικό πεδίο] Μαθημ. Πρόκειται για εκείνο το σύνολο των πραγματικών ή μιγαδικών αριθμών που εκτός από τα ίδια τα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνει και όλα τα αθροίσματα και τα γινόμενα οποιουδήποτε ζεύγους αριθμών του ίδιου του συνόλου. Numerical Integration [Αριθμητική ολοκλήρωση] Μαθημ. Καλείται ο υπολογισμός του ολοκληρώματος

μιας συνάρτησης, με προσεγγιστικό τρόπο, δηλαδή με μία ανοχή σφάλματος, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες τιμές της συνάρτησης σε προκαθορισμένα σημεία του πεδίου ορισμού της. Numerical Range [Αριθμητική διακύμανση] Μαθημ. Πρόκειται για το σύνολο των αποτελεσμάτων του εσωτερικού γινομένου , όπου Τ είναι ένας γραμμικός τελεστής σε έναν χώρο Hilbert και h εκτείνεται στο σύνολο των διανυσμάτων με στάθμη (norm) 1. Numerical Value [Αριθμητική τιμή] Μαθημ. Ορίζεται ως η απόλυτη τιμή ενός αριθμού, δηλαδή η τιμή του χωρίς να ληφθεί υπόψη το πρόσημο του, ανεξάρτητα αν είναι το συν ή το πλην. Nutation [Κλόνηση] Αστμον. Το φαινόμενο της περιοδικής αυξομείωσης της αποστάσεως του άξονα της εκλειπτικής αποτελεί το φαινόμενο της ηλιακής κλ,όνησης του άξονα της Γης. Nybble [Ημιψηφιολέξη] Πλημ. Οποιαδήποτε ομάδα διαδοχικών δυαδικών ψηφίων που είναι μικρότερη μιας ψηφιολέξης (byte) και αποτελεί ανεξάρτητο τμήμα της μνήμης. Συνήθως, ο όρος ταυτίζεται με το nibble (βλέπε Nibble). Nylander Reagent [Αντιδραστήριο Nylander] Χημ. Αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό σακχάρου στο αίμα δίνοντας μαύρο χρωματισμό μετά από βρασμό. Αποτελείται από τρυγικό καλιονάτριο, υδροξείδιο του νατρίου ή του καλίου και υπονιτρικό βισμούθιο διαλυμένα στο νερό. Nylon [Νάυλον] Υλικ. Πρόκειται για μία συνθετική ύλη η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο. Είναι ανθεκτική, ελαστική και αρκετά δυνατή, αποκτά ένα σταθερό γεωμετρικό σχήμα με τη θερμότητα ενώ παρουσιάζει μικρή απορρόφηση υγρασίας. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην παρασκευή πλαστικών αντικειμένων, στην υφαντουργία και γενικότερα στη βιομηχανία με αναρίθμητες πλέον πρακτικές εφαρμογές. Nyquist Interval [Διάστημα Nyquist] Επικοιν. Ισούται με το αντίστροφο του διπλάσιου της μεγαλύτερης συχνότητας δειγματοληψίας (ώστε το σήμα να περιγράφεται επαρκώς). Nyquist Rate [Ρυθμός Nyquist) Επικοιν. Ορίζεται σαν τον αντίστροφο του Διαστήματος Nyquist ή τον ελάχιστο ρυθμό επαρκούς δειγματοληψίας.

-979-

Nalidixic Acid C O O H

H . C

CH

Neohexane H3C

C

CH2CH3

CH,

Neopentane

CH 3 I H,C — C —CH I CH 3

COOH

Nicotinic Acid

Ν

ο Ο [Σύμβολο οξυγόνου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του οξυγόνου όπως έχει ορισθεί στον περιοδικό πίνακα. OB Association [Σχέση ΟΒ] Αστρον. Φασματικός τύπος αστέρων που δηλώνει ένα συνδυασμό ιδιοτήτων του τύπου Ο και του τύπου Β από τη φασματική ακολουθία. Αστέρες αυτού του τύπου είναι πάρα πολύ θερμοί. Obelisk [Οβελίσκος] Αρχ. Τετράπλευρη υψίκορμη κατασκευή με σχετικά μικρή διατομή μεταβλητής επιφάνειας από τη βάση προς την κορυφή. Χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως μνημείο. Obermayer's Reagent [Αντιδραστήριο Obermayer] Χημ. Αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ινδοξυλίου στα ούρα, παράγοντας χαρακτηριστική χρώση. Αποτελείται από διάλυμα τριχλωριούχου σιδήρου (FeCl.O σε πυκνό υδροχλωρικό οξύ. Oberon [Ομπερόν] Αστρον. Δορυφόρος του πλανήτη Ουρανού, με διάμετρο 1460km.Ανακαλύφθηκε το 1787. Object [Αντικείμενο] Οπτικ. Ονομασία που αναφέρεται σε συγκεκριμένο τμήμα μίας οπτικής διάταξης, το οποίο μπορεί να είναι ένα εκτεταμένο σώμα ή ένα μεμονωμένο σημείο, από το οποίο εκπηγάζουν αποκλίνουσες φωτεινές ακτίνες μέρος των οποίων στη συνέχεια προσπίπτει σε κάτοπτρο ή φακό και σχηματίζουν το είδωλο του αντικειμένου. Object Code [Καταληκτικός κώδικας] Πληρ. Είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη μετάφραση του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή προκειμένου να παραχθεί το τελικό εκτελέσιμο αρχείο. Object Computer [Αντικειμενικός ή καταληκτικός υπολογιστής] Πληρ. Ο υπολογιστής, στον οποίο εκτελούνται αποκλειστικά και μόνο προγράμματα γραμμένα σε αντικειμενικό κώδικα, αφού έχει προηγηθεί η διαδικασία της μεταγλώττισης ή σύμβολο μετάφρασης σε άλλου τύπου υπολογιστή. Object Deck [Αντικειμενική ή καταληκτική δέσμη] Πληρ. Πρόκειται για μια ομάδα εντολών, οι οποίες έχουν περάσει το στάδιο της μεταγλώττισης και συνθέτουν ένα αντικειμενικό ή καταληκτικό πρόγραμμα. Object Module [Αντικειμενική ή καταληκτική ενότητα] Πληρ. Οποιοδήποτε ολοκληρωμένο τμήμα προγράμματος, το οποίο αφού έχει περάσει το στάδιο της συμβολομετάφρασης ή μεταγλώττισης, συνδέεται κατάλληλα με άλλα τμήματα έτσι ώστε να προκύψει ένα νέο άμεσα εκτελέσιμο (αντικειμενικό) πρόγραμμα. Object Oriented Language [Αντικειμενοστραφής

γλώσσα προγραμματισμού] Πληρ. Οποιαδήποτε γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, της οποίας η σχεδίαση στηρίζεται στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό. Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκουν η SMALLTALK και η C++. Γνωστή και ως γλώσσα προγραμματισμού προσανατολισμένη στο αντικείμενο. Object Oriented Programming [Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός] Πληρ. Είναι μία μεθοδολογία προγραμματισμού για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπου κάθε λογισμικό πρόγραμμα που την ακολουθεί αποτελείται από αυτόνομα τμήματα, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους, έχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να λειτουργήσουν και γενικότερα δίδεται έμφαση στα δεδομένα και όχι στις διαδικασίες. Object Program Or Object Routine [Τελικό πρόγραμμα] Πληρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο κώδικας τον οποίο παράγει ένας μεταφραστής, από ένα πρόγραμμα που έχει γραφεί σε μία γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου. Αυτό γίνεται ώστε να είναι σε θέση ο ηλεκτρονικός υπολογιστής να αντιληφθεί το λογισμικό πρόγραμμα που γράφτηκε και να το εκτελέσει. Object Tape [Αντικειμενική ταινία] Πληρ. Οποιοδήποτε είδους ταινίας στην οποία μπορούν να αποθηκεύονται εντολές που είναι γραμμένες σε αντικειμενικό ή καταληκτικό κώδικα. Objective [Αντικειμενικός] Οπτικ. Ονομασία που αναφέρεται σε συγκλίνοντα φακό ο οποίος ανήκει σε κάποιο οπτικό όργανο, συνήθως μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο. Ο φακός αυτός έχει την ιδιότητα να βρίσκεται κοντύτερα από οποιοδήποτε άλλο φακό του συστήματος στο αντικείμενο που θέλουμε να παρατηρήσουμε. Objective Function [Αντικειμενική συνάρτηση] Μαθημ. Η προς ελαχιστοποίηση συνάρτηση ενός προβλήματος βελτιστοποίησης στο μη γραμμικό προγραμματισμό, καλείται αντικειμενική συνάρτηση και αποτελεί ένα μέτρο απόδοσης του υπό βελτιστοποίηση συστήματος. Οι μεταβλητές της αντικειμενικής συνάρτησης απαιτείται να ικανοποιούν ένα σύστημα ανισοεξισοόσεων που αποτελούν τους περιορισμούς του συστήματος. Objective Prism [Αντικειμενικό πρίσμα] Οπτικ. Είδος πρίσματος που χρησιμοποιείται στην αστρονομία με το οποίο μπορούμε να παρατηρούμε το φάσμα διαφόρων αστέρων. Το πρίσμα αυτό τοποθετείται μπροστά από τον αντικειμενικό φακό του τηλεσκόπιου, με αποτέλεσμα το φως που προέρχεται από κάποιο αστέρα, διερχόμενο μέσω του πρίσματος, να αναλύεται στα διάφορα χρώματα που το αποτελούν. Με τον τρόπο αυτόν αποτυπώνεται στη φωτογραφική πλάκα του τηλεσκο-

-981 πίου ένα μικρό φάσμα που αντιστοιχεί στην εικόνα του αστέρα που παρατηρούμε. Oblate Spheroid Or Oblate Ellipsoid [Ελλειψοειδές] Μαθημ. Ορίζεται ως η επιφάνεια στο χώρο η οποία σχηματίζεται από την περιστροφή του γεωμετρικού σχήματος της έλλειψης γύρω από έναν από τους άξονές της. Obligation [Υποχρέωση] Γεν. Στα συμβατικά κείμενα ο όρος αναφέρεται στις ευθύνες του καθενός από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη να εκτελέσει ορισμένα καθήκοντα που είναι απαραίτητα για να αλληλοσυμπληρώνουν τους όρους του συμβολαίου. Οι υποχρεώσεις του κάθε συμβαλλόμενου είναι σημαντικές από νομική άποψη κυρίως για την τήρηση των προθεσμιών εκτέλεσης του συμβατικού αντικειμένου. Oblique Angle [Αξονες οξείας γωνίας] Μαθημ. Ως οξεία γωνία στην γεωμετρία ορίζεται αυτή που είναι μικρότερη σε άνοιγμα από μία ορθή γωνία, δηλαδή από 90 μοίρες. Oblique Axes [Οξειγώνιο σύστημα συντεταγμένων] Μαθημ. Πρόκειται για εκείνους τους άξονες αναφοράς οι οποίοι δεν είναι κάθετοι μεταξύ τους διότι η γωνία που σχηματίζουν είναι οξεία. Oblique C i r c u l a r Cone [Λοξός κώνος] Μαθημ. Πρόκειται για το στερεό γεωμετρικό σχήμα κώνου με βάση κυκλική και άξονα ο οποίος δεν είναι κάθετος ως προς αυτήν. Oblique Coordinates [Λοξές συντεταγμένες] Μαθημ. Αφορούν τον τρόπο προσδιορισμού της θέσης ενός σημείου ως προς άξονες οι οποίοι δεν είναι κάθετοι μεταξύ τους. Οι λοξές συντεταγμένες ενός σημείου, οι οποίες αποτελούν μορφή καρτεσιανών, προκύπτουν από τις αποστάσεις του εν λόγω σημείου από τους άξονες επί παραλλήλων ως προς αυτούς ευθειών που διέρχονται από το σημείο. Oblique Incidence Transmission [Μετάδοση πλάγιας πρόσπτωσης] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται μετάδοση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία όπου χρησιμοποιείται τεχνική πλάγιας πρόσκρουσης (πχ φωτοδίοδοι ή σε ιονοσφαιρικές ανακλάσεις κτλ). Oblique Lines [Κεκλιμένες ευθείες] Μαθημ. Εντός ενός επιπέδου οι ευθείες που η κατεύθυνση τους δημιουργεί μια γωνία με τον οριζόντιο άξονα και δεν είναι κάθετες προς αυτόν. Oblique Parallelepiped [Λοξό παραλληλεπίπεδο] Μαθημ. Ορίζεται ως ένα στερεό σώμα με τις παράπλευρες επιφάνειές του να είναι παράλληλες μεταξύ τους αλλά όχι και κάθετες ως προς τις βάσεις του. Oblique Slip F a u l t [Ρήγμα λοξής ολίσθησης] Γεωλ. Πρόκειται για ένα ρήγμα το οποίο συνδυάζει ορισμένα χαρακτηριστικά του οριζόντιου τύπου ρήγματος και μερικά χαρακτηριστικά από το ρήγμα βαρύτητας. Oblique Sphere [Πλάγια σφαίρα] Αστμον. Η όψη της ουράνιας σφαίρας για έναν παρατηρητή που βρίσκεται μεταξύ πόλου και ισημερινού. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν αστέρες που βρίσκονται συνεχώς πάνω από τον ορίζοντα και ονομάζονται αειφανείς. Αλλοι αστέρες που οι τροχιές τους τέμνουν τον ορίζοντα και ονομάζονται αμφιφανείς και τέλος αστέρες που βρίσκονται συνεχώς κάτω από τον ορίζοντα και ονομάζονται αφανείς. Oblique Spherical Triangle [Οξυγώνιο σφαιρικό τρίγωνο] Μαθημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα γεωμετρικό σχήμα τριγώνου χωρίς να έχει ορθή γωνία, αφού είναι όλες οξείες, και το οποίο βρίσκεται επάνω

Occupation

στην επιφανεια μίας σφαίρας. Oblique Triangle [Σκαληνό τρίγωνο] Μαθημ. Τρίγωνο που καμιά από τις τρεις γωνίες του δεν είναι ορθή. Obliquity Of The Ecliptic [Λόξωση της εκλειπτικής] Αστμον. Η εκλειπτική (ο κύκλος που αποτελεί την τροχιά της φαινομένης ετήσιας κίνησης του ηλίου), τέμνει τον ισημερινό υπό γωνία ε=23 υ 27' περίπου. Τη γωνία αυτή ονομάζουμε λόξωση της εκλειπτικής, Oboe [Ομποε] Πλοηγ. Σύστημα πλοήγησης με ραντάρ το οποίο περιλαμβάνει σταθερούς στο έδαφος σταθμούς, δύο ή περισσοτέρους, οι οποίοι εκπέμπουν συγχρονισμένους ραδιοπαλμούς. Η θέση ενός αεροσκάφους στον χώρο μπορεί να υπολογιστεί από τη διαφορά στον χρόνο άφιξης και φάσης που παρουσιάζουν οι ραδιοπαλμοί αυτοί όταν λαμβάνονται από τους δέκτες του αεροσκάφους, Observable Q u a n t i t y [Παρατηρήσιμη ποσότητα] Φνσ. Έκφραση η οποία προσδιορίζει κάθε φυσική ποσότητα για την οποία έχουμε μία ακριβή και ολοκληρωμένη εικόνα. Η ακριβής εικόνα επιτυγχάνεται μέσω της μέτρησης, η οποία είναι μία βασική διαδικασία των φυσικών επιστημών και η οποία μας επιτρέπει να αποδίδούμε σε κάθε φυσική ποσότητα έναν αριθμό συγκρίνοντάς την με μία εκ των προτέρων καθορισμένη μονάδα. Observatory [Αστεροσκοπείο] Αστμον. Είναι το παρατηρητήριο, συμπεριλαμβάνοντας στον όρο και το κτίριο αλλά και όλα τα απαραίτητα όργανα, από όπου γίνονται οι διάφορες αστρονομικές και φυσικές παρατηρήσεις. Obsolescence [Αχρηστία] Τεχνολ. Η κατάσταση ενός στοιχείου που αποτελεί μέρος ενός συστήματος όταν παύει να είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του συστήματος επειδή είναι ξεπερασμένης τεχνολογίας που καταλήγει να μην έχει καμιά αξία για το χρήστη.. Obsolete [Ξεπερασμένο] Τεχνολ. Ένα στοιχείο που έχει αχρηστευθεί λόγω της εμφάνισης νέων τεχνολογικά πιο σύγχρονων στοιχείων που εκτελούν την ίδια εργασία με πιο αποτελεσματικό τρόπο, Obtuse Angle [Αμβλεία γωνία] Μαθημ. Στη γεωμετρία ονομάζονται έτσι οι γωνίες που το μέγεθος τους καλύπτει το φάσμα μεταξύ 90° και 180°. Obtuse Triangle [Αμβλυγώνιο τρίγωνο] Μαθημ. Καλείται το τρίγωνο που έχει μια γωνία μεγαλύτερη των 90°(αμβλεία γωνία). Occlusion 1 [Εγκλωβισμός] Μετεωμ. Φαινόμενο το οποίο παρατηρείται στην διάρκεια βαρομετρικού χαμηλού κατά το οποίο έχουμε άνοδο του θερμού αέρα, ο οποίος παύει να έχει επαφή με το έδαφος. Πιστεύεται ότι το φαινόμενο δημιουργείται όταν το ψυχρό μέτωπο του βαρομετρικού χαμηλού, το οποίο κινείται ταχύτατα, καταλαμβάνει τον χώρο του θερμού μετώπου, υποχρεώνοντάς το να ανέλθει σε ψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Occlusion [Εγκλωβισμός] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο άτομα ή μόρια στοιχείων ή χημικών ενώσεων διεισδύουν στο πλέγμα κάποιου στερεού συνήθως μεταλλικού. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως κατά τη στερεοποίηση μετάλλων παρουσία αερίου ή πτητικού υγρού. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να έχουμε την παγίδευση ενός αριθμού μορίων από το αέριο ή το υγρό μέσα στο κρυσταλλικό πλέγμα του μετάλλου. Occupation [Εκλειψη ουράνιου σώματος] Αστμον. Αστρονομικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται

Newman - Penrose Formalism

-982 -

ολική ή μερική απόκρυψη για έναν γήινο παρατηρητή, του ηλίου, της σελήνης, ενός πλανήτη, ενός δορυφόρου πλανήτη ή ενός αστέρα. Το φαινόμενο συμβαίνει είτε γιατί ένα ουράνιο σώμα καλύπτει ένα άλλο είτε γιατί η σκιά ενός μη αυτόφωτου σώματος επισκιάζει ένα άλλο παρόμοιο σώμα. Occulting B a r [Ράβδος απόκρυψης] Αστμον. Με τον όρο εννοούμε ένα εμπόδιο που τοποθετείται στο εστίακό επίπεδο τηλεσκοπίου στον προσοφθάλμιο φακό, έτσι ώστε να παρατηρούνται αμυδροί αστέρες, όταν σε κοντινή απόσταση από αυτούς βρίσκονται αστέρες μεγαλύτερης λαμπρότητας. Occulting Disk [Δισκέτα απόκρυψης] Αστμον. Πρόκειται για ένα είδος μικρής δισκέτας που τοποθετείται στον προσοφθάλμιο φακό του εστιακού επιπέδου τηλεσκοπίου. Σκοπός είναι η κάλυψη μέρους του πεδίου οράσεως έτσι ώστε ο παρατηρητής να μπορεί να διακρίνει αμυδρά σώματα αποκρύπτοντας τα λαμπρότερα. Occupancy [Πληρότητα] Οικοό. 1. Το πλήθος των ατόμων που κατοικούν ή εργάζονται μέσα σε ένα κτίριο μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. 2. Το πλήθος των ατόμων για το οποία έχει σχεδιαστεί ένα κτίριο γραφείων ή κατοικιών. Occupied Bandwidth [Κατειλημμένο εύρος ζώνης] Επικοιν. Έκφραση η οποία αναφέρεται σε συγκεκριμένο εύρος συχνοτήτων το οποίο έχει εκχωρηθεί σε έναν ή περισσότερους σταθμούς, πιθανώς από μία ανώτερη διοικητική αρχή, μέσα στα όρια του οποίου δικαιούνται οι παραπάνω σταθμοί να εκπέμπουν το σήμα τους. Occupy [Εγκατάσταση] Τεχνολ. Η τοποθέτηση ενός οργάνου τοπογραφικών μετρήσεων στη θέση από την οποία θα ληφθούν αναγνώσεις αποστάσεων και γωνιών με σκόπευση προς ορισμένα σημεία ενός πολυγωνομετρικού δικτύου. Ocean C u r r e n t [Ρεύμα ωκεανού] Ωκεαν. Πρόκειται για την κίνηση μεγάλων υδάτινων μαζών των ωκεανών, κατά μήκος συγκεκριμένων δρομολογίων, που υποκινούνται από διάφορους φυσικούς παράγοντες, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο θαλάσσια ρεύματα πολύ μεγάλης κλίμακας. Ocean Engineering [Ωκεάνια μηχανική] Μηχ. Είναι κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη των φυσικών πόρων που προσφέρουν οι ωκεανοί και την ανάπτυξη των μεθοδολογιών και των τεχνικών μέσων για την εκμετάλλευσή τους. Ocean F e r r y [Υπερωκεάνιο] Ναυπηγ. Είναι ένα πλοίο, αρκετά μεγάλο και κατάλληλα εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να μεταφέρει σημαντικές ποσότητες εμπορευμάτων διαμέσου των ωκεανών, πραγματοποιώντας πολυήμερα ταξίδια μακριά από τις ακτές και τα λιμάνια. Ocean T h e r m a l Energy Conversion [Μετατροπή ωκεάνιας θερμικής ενέργειας] Μηχ.Μηχ. Ονομασία ενεργειακών συστημάτων τα οποία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν θερμικά φαινόμενα των ωκεανών, τα οποία βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό στάδιο. Οι ωκεανοί καλύπτοντας το 70% της επιφανείας της Γης αποτελούν τον μεγαλύτερο συλλέκτη ηλιακής ακτινοβολίας και αυτό τους καθιστά μία πολύ ελκυστική και ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Με τα συστήματα OTEC γίνεται μία προσπάθεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της θερμικής ενέργειας των ωκεανών και πιστεύεται ότι στο μέλλον θα αποτελέσουν μία λύση στα ενεργειακά προβλήματα των τροπικών νησιών του πλανήτη μας.

Oceanic Zone [Ωκεανία ζώνη] Ωκεαν. Καλείται η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή ενός ωκεανού, μακριά από τις ακτές, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον και από βιολογική άποψη ως προς τον τρόπο που επηρεάζει γενικότερα τον πλανήτη. Oceanographic Dredge [Ωκεανογραφικός βυθοκόρος] Μηχ. Πρόκειται για ειδικό μηχάνημα-σκάφος με το οποίο δίδεται η δυνατότητα της λήψης δειγμάτων υλικού από τους πυθμένες των ωκεανών, Oceanographic Platform [Ωκεανογραφική πλατφόρμα] Τεχνολ. Δόμηση εντός της θάλασσας μιας επιφάνειας σταθερής και υπερυψωμένης σε σχέση με την επιφάνεια του νερού που χρησιμεύει στην εκτέλεση εργασιών μακριά από την ακτή. Oceanographic Ship [Ωκεανογραφικό πλοίο] Ωκεαν. -»Research Ship. Oceanographic Station [Ωκεανογραφικός σταθμός] Ωκεαν. Θέση όπου τοποθετείται ένα ερευνητικό πλωτό μέσο εξοπλισμένο με καταγραφικά όργανα για τη λήψη ωκεανογραφικών στοιχείων, Oceanographic Survey [Ωκεανογραφική έρευνα] Ωκεαν. Έρευνα που γίνεται για να καταγραφούν οι αλλαγές μέσα στο χρόνο των χαρακτηριστικών της επιφάνειας του νερού που μεταβάλλονται από τα καιρικά φαινόμενα όπως τα κύματα, η παλίρροια, τα θαλάσσια ρεύματα κλπ. Oceanographic Vessel [Σκάφος ωκεανογραφικής έρευνας] Αεροναυτ. Πλωτό μέσο εξοπλισμένο με τα απαραίτητα όργανα και μέσα που μετακινείται στην επιφάνεια ή υποβρυχίως για την εκτέλεση ωκεανογραφικών ερευνών και παρατηρήσεων, Oceanography Or Oceanology [Ωκεανογραφία] Γεωφυσ. Γνωστικός κλάδος το αντικείμενο του οποίο είναι η έρευνα και επιστημονική αξιολόγηση των φυσικών δεδομένων και κανόνων που επικρατούν στις θάλασσες και τους ωκεανούς, Ochratoxin Α [Ωχρατοξίνη Α] Βιοχημ. Τοξικός μεταβολίτης που παράγεται από διάφορους μικροοργανισμούς. Εκπέμπει πράσινο φθορίζον χρώμα σε όξινα διαλύματα και μπλε σε βασικά διαλύματα με έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία. Στερεή κρυσταλλική ουσία με μοριακό τύπο C2oHI8C1N06, ασταθής στο φως και τον αέρα με σημείο τήξης 169°C, διαλυτή σε πολικούς οργανικούς διαλύτες, ενώ το μετά νατρίου άλας της είναι διαλυτό στο νερό. Χρησιμοποιείται σε μελέτες καρκινογενέσεων και τερατογενέσεων. Παρεμποδιστής δράσης του ενζύμου φωσφορυλάση. Ι-Octadecene [1-Δεκαοκτένιο] Οργ.Χημ. Ανοπερο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκενίων με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα και ένα διπλό δεσμό στην άκρη της αλυσίδας. Έχει τύπο CH3(CH2)i5CH=CH2. Άχρωμο υγρό με σημείο τήξης 17°C και σημείο βρασμού 179°C (15mmHg). Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. n-Octadecane [Δεκαοκτάνιο] Οργ.Χημ. Ανώτερο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκανίων με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα και δεκαοκτώ άτομα άνθρακα, και τύπο 0Η 3 (0Η 2 )ΐ60Η3. Αχρωμο στερεό με σημείο τήξης 30°C και σημείο βρασμού 318°C. Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, Octadecenyl Aldehyde [Δεκαοκτανάλη] Οργ.Χημ. Ανώτερο μέλος της ομόλογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλδεϋδών με ευθύγραμμη ανθρακική αλυ-

- 983 -

σίδα. Έχει τύπο CH3(CH 2 ) )6 CH=0. Εύφλεκτο υγρό με σημείο βρασμού 167°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, καθώς και στη βιομηχανία ελαστικών. Octafluorocyclobutane [Οκταφθοροκυκλοβουτάνιο] Οργ.Χημ. Πλήρως φθοριωμένο παράγωγο του κυκλοβουτανίου με τύπο C4F8. Αχρωμο αέριο με σημείο βρασμού -4°C και σημείο τήξης -41°C, διαλυτό στον αιθέρα. Χρησιμοποιείται σαν ψυκτικό μέσο και σαν προωθητικό αέριο σε σπρέι. O c t a f l u o r o p r o p a n e [Οκταφθοροπροπάνιο] Οργ.Χημ. Πλήρως φθοριωμένο παράγωγο του προπανίου με τύπο C3F8. Αχρωμο αέριο με σημείο βρασμού -37°C και σημείο τήξης -160°C, διαλυτό στον αιθέρα. Χρησιμοποιείται σαν ψυκτικό μέσο. Octagon [Οκτάγωνο] Μαθημ. Πολύπλευρο γεωμετρικό σχήμα εντός ενός επιπέδου το οποίο αποτελείται από οκτώ πλευρές και έχει οκτώ γωνίες. Octahedral I r o n O r e [Μαγνητίτης] Ομυκτ. Magnetite Octahedral Molecule [Οκταεδρικό μόριο] Χημ. Μόριο συνήθως του τύπου ΑΒ 6 που σχηματίζει οκτάεδρο το κέντρο του οποίου καταλαμβάνει το Α και τις έξι κορυφές τα έξι άτομα Β. Οι γωνίες των δεσμών είναι 90°. Παράδειγμα εξαφθοριούχο θείο (SF6). Σύμφωνα με τη θεωρία VSEPR τέτοιο σχήμα παίρνουν μόρια του τύπου ΑΒ6 με έξι δεσμικά ζεύγη ηλεκτρονίων γύρω από το κεντρικό άτομο. Octahedron [Οκτάεδρο] Μαθημ. Ονομάζεται το γεωμετρικό στερεό το οποίο αποτελείται από οκτώ τον αριθμό πλευρές, ή αλλιώς έδρες όπως χαρακτηρίζονται, οι οποίες έχουν η κάθε μία τους σχήμα τριγωνικό. Octal [Οκταδικός] Μαθημ. Αναφερόμενος ή χαρακτηριζόμενος από το οκταδικό αριθμητικό σύστημα. Octal digit [Οκταδικό ψηφίο] Μαθημ. Οποιοδήποτε από τα ψηφία 0,1,2,...,7 που διαθέτει το οκαταδικό σύστημα. Octal N u m b e r System [Οκταδικό αριθμητικό σύστημα] Μαθημ. Το οκταδικό σύστημα διαθέτει τα ψηφία 0,1,2,...,7 και έχει βάση το 8. Οποιοσδήποτε αριθμός γράφεται ως εξής: (drv.,...d,d0d.i...dm)8=dn-i8n*1+... +d 2 8 2 +di8 1 +d 0 8 0 +d.,8' I +...+d m 8* m όπου d M είναι το ψηφίο στην i-θέση αριστερά της υποδιαστολής, n είναι το πλήθος των ψηφίων του αριθμού που βρίσκονται αριστερά από την υποδιαστολή και m είναι το πλήθος των ψηφίων του αριθμού που βρίσκονται δεξιά από την υποδιαστολή. n-Octane [Οκτάνιο] Οργ.Χημ. Μέσο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκανίων με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα οκτώ ατόμων άνθρακα, και τύπο CH3(CH2) Αχρο)μο υγρό με σημείο βρασμού 126°C. Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και σαν διαλύτης. Octane N u m b e r [Αριθμός οκτανίου] Τεχνολ. Αριθμός που δείχνει την ποιότητα ενός καυσίμου (κυρίως της βενζίνης) να αντιστέκεται στα κτυπήματα όταν αναφλέγεται σε μηχανή εσωτερικής καύσης με τη βοήθεια του αέρα. Προσδιορίζεται από την ένταση κτυπημάτων, κάτο) από καθορισμένες συνθήκες, που δίνει το καύσιμο σε σχέση με δύο άλλα καύσιμα που χρησιμοποιούνται σαν αναφορά, το ισοοκτάνιο (2,2,4τριμεθυλο-οκτάνιο) και το n-επτάνιο, στα οποία αυθαίρετα δίνεται αριθμός οκτανίου ίσος με 100 και 0, αντίστοιχα. Έτσι, σαν αριθμός οκτανίου είναι το ποσοστό ισοοκτανίου σε ένα μίγμα ισοοκτανίου/η-επτανίου,

Octyl

που δίνει την ίδια ένταση κτυπημάτων σε ένα πρότυπο κινητήρα εσωτερικής καύσης με το υπό εξέταση καύσιμο. Octans [Οκτάντας] Αστρον. Πρόκειται για έναν αστερισμό του νοτίου ημισφαιρίου. O c t a n t [Ογδοο] Μαθημ. 1. Καλείται το όγδοο του τρισδιάστατου χώρου όπως αυτός χωρίζεται από τα καρτεσιανά επίπεδα συτενταγμένων. 2. Θέση σώματος σε γωνία π/8 ακτίνια (45°). Octastyle [Οκτάστυλο] Αμχ. Καλείται το σύστημα των οκτώ σε αριθμό υποστυλωμάτων, τα οποία έχει στην πρόσοψή του ένα κτίριο, είτε αυτό είναι σύγχρονο είτε παλαιότερης κατασκευής. Octave [Οκτάβα] Ακουστ. Τρόπος κατάταξης των μουσικών φθόγγων σε οκτάδες με βάση τη θεμελιώδη συχνότητά τους. Οι φθόγγοι τοποθετούνται κατά σειρά αύξουσας συχνότητας, σε προκαθορισμένα διαστήματα και με τέτοιο τρόπο ώστε η συχνότητα του τελευταίου φθόγγου της οκτάδας να έχει τη διπλάσια τιμή από τη συχνότητα του πρώτου φθόγγου της σειράς. Octet [Οκτάδα] Χημ. Σταθερή ηλεκτρονιακή δομή κατά την οποία ένα άτομο ή ιόν διαθέτει οκτώ ηλεκτρόνια στην εξωτερική στιβάδα. Τη δομή αυτή διαθέτουν τα ευγενή αέρια εκτός από το ήλιο. Τα άτομα των στοιχείων προσπαθούν να αποκτήσουν οκτάδα ηλεκτρονίων με αποβολή, πρόσληψη ή αμοιβαία συνεισφορά ηλεκτρονίων, σύμφωνα με τη θεωρία Lewis. Octet Rule [Κανόνας οκτάδας] Χημ. Κανόνας για την εξήγηση των χημικών δεσμών, σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα των στοιχείων έχουν την τάση να αποκτούν οκτώ ηλεκτρόνια στη στιβάδα σθένους (δομή ευγενούς αερίου, εκτός του ηλίου). Η δομή αυτή αποκτάται με αποβολή, πρόσληψη ή αμοιβαία συνεισφορά ηλεκτρονίων (σχηματισμός ιοντικού ή ομοιοπολικού δεσμού). Ι-Octene [1-Οκτένιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με 1 διπλό δεσμό στην άκρη ευθείας ανθρακικής αλυσίδας με οκτώ άτομα άνθρακα. Ανήκει στην ομόλογη σειρά των αλκενίων και είναι άχρωμο εύφλεκτο υγρό με σημείο ζέσης 122-123°C, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και σαν πλαστικοποιητής. 2-Octene [2-Οκτένιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με ευθεία ανθρακική αλυσίδα οκτώ ατόμων άνθρακα και ένα διπλό δεσμό μεταξύ των C-2 και C-3. Ανήκει στην ομόλογη σειρά των αλκενίων και είναι άχρωμο εύφλεκτο υγρό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Απαντάται με τη μορφή δύο γεωμετρικών ισομερών. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και στη βιομηχανία λιπαντικών. Octillion [Οκτίλιον] Μαθημ. Ο αριθμός δέκα υψωμένος εις τη δύναμη 48. Octonary Signaling [Οκταπλή σηματοδοσία] Επικοιν. Αυτό που καθορίζει τη μετάδοση φωνής με την τεχνική PCM (Pulse Code Modulation) είναι οι οκτάδες δηλαδή είναι η δειγματοληψία πακέτων 8 bits και μάλιστα με ρυθμό 8 kHz. Octopamine [Οκτοπαμίνη] Οργ.Χημ. Κρυσταλλική οργανική ένωση με τύπο HOC 6 h4ch(CH 2 NH 2 )OH και επίσημη ονομασία α-(αμινομεθυλο)-4-υδροξυλβενζυλική αλκοόλη. Λόγω της αμινομάδας διαθέτει βασικές ιδιότητες και σχηματίζει το αντίστοιχο υδροχλωρικό άλας. Εμφανίζει φαρμακευτικές ιδιότητες. Octyl· [Οκτύλιο] Ομγ.Χημ. Είδος οργανικής ρίζας (αλκύλιο) με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα οκτώ ατόμων άνθρακα και ένα ακραίο άτομο άνθρακα που

n-Octyl Acetate

-984-

διαθέτει επτά ηλεκτρόνια στην εξωτερική στιβάδα αντί για οκτώ. Σε αυτήν αποδίδεται ο τύπος CH 3 (CH 2 ) 6 CH 2 -. Σαν πρόθεμα στην ονομασία μιας οργανικής ένωσης δείχνει την παρουσία του τμήματος αυτού. n-Octyl Acetate [Αιθανικός οκτυλεστέρας] Οργ.Χημ. Εστέρας-παράγωγο του αιθανικού οξέος με την 1οκτανόλη με τύπο CH3COOCH2(CH2)6CH3. Αχρωμο υγρό, ευχάριστης οσμής με σημείο βρασμού 199°C, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποΐα και σαν πρόσθετο γεύσης. Octyl Aldehyde [Οκτανάλη ή οκτυλική αλδεΰδη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση που ανήκει στην ομόλογη σειρά των κορεσμένων μονοσθενών αλδεϋδών με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα οκτώ ατόμων άνθρακα και τύπο CH3(CH 2 )gCH=0. Υγρό ευχάριστης οσμής που απαντάται σε διάφορα δέντρα και χρησιμοποιείται στην αρωματοποΐα. Octyl F o r m a t e [Μεθανικός οκτυλεστέρας] Οργ.Χημ. Εστέρας-παράγωγο του μεθανικού οξέος με την 1οκτανόλη με τύπο HCOOCH 2 (CH 2 ) 6 CHv Αχρωμο υγρό, ευχάριστης οσμής, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες, που χρησιμοποιείται σαν πρόσθετο γεύσης. n-Octyl M e r c a p t a n [n-Οκτυλο-μερκαπτάνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ουσία που ανήκει στην κατηγορία των μερκαπτανών. Αχρωμο υγρό με τύπο CH3(CH2)7SH. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και σε πολυμερισμούς. n-Octyl n-Decyl A d i p a t e [Αδιπικός η-οκτυλ-ηδεκυλεστέρας] Ομγ.Χημ. Διεστέρας του αδιπικού οξέος με τύπο n-C 8 H I7 OOC(CH 2 )4COOn-C l0 H 2 ,. Υγρό με σημείο βρασμού περίπου 250°C, που χρησιμοποιείται σαν πλαστικοποιητής. n-Octyl n-Decyl P h t h a l a t e [Φθαλικός η-οκτυλ-ηδεκυλεστέρας] Οργ.Χημ. Διεστέρας του φθαλικού οξέος με τύπο n-CsHnOOCCe^COOn-CioH^. Αχρωμο υγρό που χρησιμοποιείται σαν πλαστικοποιητής. p-n-Octyl Phenol [π-η-Οκτυλο-φαινόλη] Οργ.Χημ. Ένα από τα τρία ισομερή αλκυλιωμένα παράγωγα της φαινόλης με ένα -n-C&Hi7 σε π-θέση σε σχέση με το ΟΗ. Στερεές νιφάδες με σημείο τήξης περίπου 82°C. Χρησιμοποιείται στη παρασκευή ρητινών καθώς επίσης και στην παρασκευή εντομοκτόνων, απορρυπαντικών, συνθετικών ελαστικο')ν κλπ. Ι - O c t y n e [Οκτίνιο] Ομγ Χημ. Αλκίνιο με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα οκτώ ατόμων άνθρακα και ένα τριπλό δεσμό στην άκρη της. Έχει τύπο CH3(CH2)5C°CH και είναι άχρωμο υγρό με σημείο βρασμού 125°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Odd Even Check [Ελεγχος περιττής ή άρτιας ισοτιμίας] Πληρ. Οποιαδήποτε διαδικασία ελέγχου και εντοπισμού σφαλμάτων σε μια ακολουθία δυαδικών ψηφίων, στην οποία αναμένεται ο αριθμός των ψηφίων που αντιστοιχούν στην τιμή 1 ή 0 να είναι ή περιττός (βλέπε Odd parity Check) ή άρτιος. Πραγματοποιείται με τη χρήση ενός δυαδικού ψηφίου ελέγχου που τοποθετείται σε μια ακολουθία δυαδικών ψηφίων. Odd Function [Περιττή συνάρτηση] Μαθημ. Μία συνάρτηση καλείται περιττή όταν για όλα τα σημεία του πεδίου ορισμού της η τιμή της συνάρτησης στην αρνητική θέση ενός σημείου ισούται με την αντίθετη τιμή στην ίδια θέση. O d d N u m b e r [Μονός αριθμός] Μαθημ. Οι αριθμοί η οποίοι όταν διαιρούνται με τον αριθμό δύο το πηλίκων

δεν είναι ακέραιος αριθμός. O d d P a r i t y 1 [Περιττή ομοτιμία] Πλημ. Όρος της πληροφορικής με τον οποίον υποδηλώνεται ότι ο αριθμός των 0 ή 1 σε κάποιο διατεταγμένο σύνολο ψηφιακών χαρακτήρων, με το οποίο ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής επεξεργάζεται κάποια πληροφορία, είναι περιττός. O d d P a r i t y [Περιττή ομοτιμία] Φυσ. Έκφραση με την οποία προσδιορίζεται ότι μία συνάρτηση της μορφής ψ (x,y,z) κατά την αναστροφή του συστήματος αναφοράς, δηλαδή κατά την αντικατάσταση των x, y, z με τα - χ , -y, -ζ, παρουσιάζει περιττή ομοτιμία και αλλάζει σημείο. Ειδικά για την κβαντομηχανική η ομοτιμία μίας κυματοσυνάρτησης υπολογίζεται με την εφαρμογή κατάλληλου τελεστή, συμβολίζεται με Ρ, ο οποίος στην περίπτωση περιττής ομοτιμίας αντιστοιχεί σε ιδιοτιμή που ισούται με - 1 . Ισχύει δηλαδή: Ρψ(χ,γ,ζ) = Ψί-χ,-yrz) = -ψ(χ,γ,ζ). O d d P a r i t y Check [Έλεγχος περιττής ισοτιμίας] Πλημ. Η διαδικασία ελέγχου και εντοπισμού πιθανών σφαλμάτων σε μια ακολουθία δυαδικών ψηφίων, στην οποία αναμένεται ο αριθμός των ψηφίων που αντιστοιχούν στην τιμή 1 ή 0 να είναι περιττός. Πραγματοποιείται με τη χρήση ενός δυαδικού ψηφίου ελέγχου που τοποθετείται σε μια ακολουθία δυαδικών ψηφίων και αν ο αριθμός των ψηφίων που αντιστοιχούν στην τιμή 1 ή 0 είναι περιττός, το ψηφίο ελέγχου λαμβάνει την τιμή 1, αλλιώς 0. O d d P e r m u t a t i o n [Περιττή μετάθεση] Μαθημ. Κάθε μετάθεση αναλύεται σε γινόμενο αντιμεταθέσεων. Εάν το πλήθος των αντιμεταθέσεων που εμφανίζονται σε κάθε δυνατή γραφή είναι σταθερά περιττός αριθμός, τότε η μετάθεση ονομάζεται περιττή. O d d s Ratio [Λόγος ποσοστού πιθανότητας] Στατ. Ονομάζεται ο λόγος της πιθανότητας πραγματοποίησης ενός ενδεχομένου προς την πιθανότητα μη πραγματοποίησης του ενδεχομένου. O d o g r a p h [Οδογράφος] Τεχνολ. Αυτόματο όργανο συνδεδεμένο με το μηχανισμό κίνησης ενός οχήματος μέσω του οποίου καταγράφονται σε ένα χάρτη η διαδρομή και οι αποστάσεις που διανύει το όχημα. O d o m e t e r [Οδόμετρο] Πολ.Μηχ. 1. Οργανο που καταγράφει με αυτόματο τρόπο την απόσταση που διανύει ένα όχημα. 2. Μικρό χειροκίνητο όργανο μέτρησης που αποτελείται από μια χειρολαβή και έναν τροχό κατάλληλο για τη μέτρηση μικρών αποστάσεων, που ο χειριστής καλύπτει πεζός σπρώχνοντας το όργανο επί του εδάφους. Η καταγραφή του μήκους γίνεται με μηχανικό τρόπο και στο τέλος της απόστασης γίνεται η ανάγνωση του δείκτη. Odorize [Προσθέτω οσμή] Χημ. Προσθέτω μικρή ποσότητα χημικής ουσίας με δυσάρεστη οσμή σε κάποια άλλη άοσμη επικίνδυνη (π.χ. εύφλεκτη) χημική ουσία, ώστε να είναι εύκολα αντιληπτή τυχόν διαρροή της. Για παράδειγμα προσθήκη θειούχων ενώσεων σε αέρια καύσιμα. Ο Electron [Ο ηλεκτρόνιο] Ομγ.Χημ. Ηλεκτρόνιο που ανήκει στην πέμπτη κατά σειρά κυκλική τροχιά γύρω από τον πυρήνα, με τιμή του κύριου κβαντικού αριθμού η=5, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Bohr. Με βάση τη θεωρία του Schrodinger βρίσκεται στο πέμπτο ενεργειακό επίπεδο και μπορεί να καταλάβει κάποιο τροχιακό των υποστιβάδων 5s (ένα τροχιακό), 5ρ (τρία τροχιακά), 5d (πέντε τροχιακά), 5f (επτά τροχιακά) και 5g (εννέα τροχιακά).

- 985 Oersted [Ερστεντ] Ηλεκτρομαγν. Φυσική μονάδα μέτρησης προς τιμήν του Δανού φυσικού Hans Christian Oersted, συμβολίζεται με Oe, η οποία ανήκει στο σύστημα CGS και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της έντασης του μαγνητικού πεδίου. Ένα Oe αντιστοιχεί σε 103/4π Am* . Oersted Experiment [Πείραμα του Oersted] Ηλεκτρομαγν. Ένα ιστορικό πείραμα της φυσικής, που αποδίδεται στον Δανό φυσικό Hans Christian Oersted (1777 1851), με το οποίο παρατηρήθηκε για πρώτη φορά η σύνδεση μεταξύ ηλεκτρικού ρεύματος και μαγνητικών φαινομένων. Το πείραμα περιλαμβάνει ένα σύρμα και έναν αριθμό από μαγνητικές βελόνες οι οποίες περιβάλλουν το σύρμα. Εάν από το σύρμα περάσει σταθερό ηλεκτρικό ρεύμα τότε στον γύρω χώρο εγκαθίσταται μαγνητικό πεδίο το οποίο υποχρεώνει τις μαγνητικές βελόνες να κινηθούν και τελικά να διαταχθούν σε κλειστές γραμμές γύρω από το σύρμα. Off [Εκτός] Τεχνολ. Η κατάσταση ενός στοιχείου ή ενός τμήματος μιας μηχανής όταν τίθεται εκτός λειτουργίας μέσω του χειρισμού ενός διακόπτη η ενός συστήματος αποσύνδεσης. Off Highway T r u c k [Βαρύ εργοταξιακό όχημα] Πολ. Μηχ. OlT-highway vchicle. Off Highway Vehicle [Βαρύ εργοταξιακό όχημα] Πολ Μηχ. Βαριά οχήματα εκτέλεσης έργων τα οποία απαγορεύεται να κυκλοφορούν στο δημόσιο οδικό δίκτυο λόγο του βάρους των αξόνων τους ο οποίος υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια των δημοσίων δρόμα>ν και κυρίως των γεφυρών. Off Hook [Πάνο) άγκιστρο] Επικοιν. Η περίπτο)ση που το ακουστικό του τηλεφώνου είναι σηκωμένο και στις νεότερες συσκευές το άνοιγμα του αντίστοιχου διακόπτη που δηλώνει ότι το δίκτυο μπορεί να μεταδώσει από και προς την πλευρά του συνδρομητή εκτός και αν έχει διακοπεί το κύκλωμα σε ψηλότερο βαθμό πχ λόγω παρατεταμένης απουσίας. . Off Hook Service [Υπηρεσία με σηκωμένο άγκιστρο] Επικοιν. Κάποιες από τις υπηρεσίες παρέχονται μόνο αν ο συνδρομητής έχει το άγκιστρο σηκωμένο. Αν πχ επικοινωνεί μπορεί να δεχθεί παρεμβολή επισήμανσης και 2ης κλήσης ενώ αν απλά έχει ξεχάσει το ακουστικό να διακοπεί προσωρινά η σύνδεση του για αποφυγή ανωμαλιών. Off Line 1 [Εκτός γραμμής] Πλ.ηρ. Έκφραση με την οποία προσδιορίζεται ότι μία περιφερειακή συσκευή ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή βρίσκεται εκτός ελέγχου ή δεν επικοινωνεί με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU). Off Line 2 [Εκτός λειτουργίας] Τεχνολ. Σε ένα σύστημα αλυσιδωτής λειτουργίας διαφόρων στοιχείων, η κατάστάση που βρίσκονται ορισμένα στοιχεία του συστήματος, όταν δεν συμμετέχουν στη λειτουργία του. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για λόγους συντήρησης των συγκεκριμένων στοιχείων ή επειδή δεν είναι απαραίτητο να λειτουργήσουν σε μια συγκεκριμένη φάση ενός κύκλου. Off Line 3 [Απόκλιση] Πολ.Μηχ. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μιας γεώτρησης η περίπτωση που η κατεύθυνση της οπής ξεφεύγει από την πορεία που έχει προγραμματιστεί. Off Line C i p h e r [Κρυπτογράφηση εκτός γραμμής] Επικοιν. Ο χρήστης κρυπτογραφεί τα δεδομένα χωρίς να υπάρχει σύνδεση (και ανάγκη σύνδεσης) κάτι που φανερά πρόσθετη ασφάλεια και ελαχιστοποίηση λ..αθών.

Offer

Off Line E q u i p m e n t [Εκτός σύνδεσης ή αυτόνομος εξοπλισμός] Πληρ. Περιλαμβάνει οποιαδήποτε περιφερειακή μονάδα, η οποία μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από τον υπολογιστή και δεν βρίσκεται άμεσα υπό τον έλεγχο της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας. Επίσης, η λειτουργία του υπολογιστή δεν εξαρτάται άμεσα από αυτήν. Ο ί ϊ Line Mode [Εκτός σύνδεσης ή αυτόνομη κατάσταση] Πλημ. Η κατάσταση, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζει οποιαδήποτε λειτουργία του υπολογιστή που δεν εξαρτάται άμεσα από αυτόν και δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του. Off Line Operation [Εκτός σύνδεσης ή αυτόνομη λειτουργία] Πλ.ηρ. Λειτουργία του υπολογιστή, η οποία δεν βρίσκεται άμεσα υπό τον έλεγχο της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του και δεν επηρεάζει οποιαδήποτε άλλη λειτουργία της, αλλά πραγματοποιείται με ανεξάρτητο τρόπο σε κάποια περιφερειακή μονάδα του υπολογιστή, Off Line Processing [Εκτός σύνδεσης ή αυτόνομη επεξεργασία] Πλ,ημ. Οποιαδήποτε επεξεργασία του υπολογιστή, η οποία δεν εξαρτάται άμεσα από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας του και δεν επηρεάζει οποιαδήποτε άλλη λειτουργία της. Επίσης, πραγματοποιείται ανεξάρτητα σε κάποια περιφερειακή μονάδα του υπολογιστή. Off Line Storage [Εκτός σύνδεσης ή αυτόνομη μνήμη] Πληρ. Η μνήμη, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας του υπολογιστή, Off Line Unit [Εκτός σύνδεσης ή αυτόνομη μονάδα] Πληρ. Η μονάδα, στην οποία μπορεί να πραγματοποιείται οποιαδήποτε λειτουργία με ανεξάρτητο τρόπο χωρίς να συνδέεται άμεσα με το υπόλοιπο υπολογιστικό σύστημα. Off Peak [Απόκλιση από το μέγιστο] Τεχνολ. Η κατάστάση που περιγράφει οποιαδήποτε θέση εκτός της μέγιστης. Off Road Vchicle [Οχημα παντός εδάφους] Πολ.Μηχ. Οχήματα σχεδιασμένα από τους κατασκευαστές τους να κυκλοφορούν σε ανώμαλα εδάφη, Off The Road E q u i p m e n t [Εργοταξιακό όχημα] Τεχνολ. —> Off-Highway Vchicle. Off The Road Hauling [Μεταφορές εργοταξίου] Τεχνολ. Μεταφορά υλικών με βαριά οχήματα τα οποία απαγορεύεται να κυκλοφορήσουν σε δημύσιους δρόμους λόγω του μεγάλου βάρους των αξόνων τους. Σε μεγάλα εργοτάξια κατασκευάζεται ειδικό δίκτυο για την κυκλοφορία αυτών των οχημάτων, Off White [Κρεμ] Οικοδ. Το λευκό χρώμα που έχει μια κιτρινωπή απόχρωση, O f f c u t [Υπόλειμμα, απομεινάρι] Οικοδ. Μικρό κομμάτι ξύλου που περισσεύει από το κόψιμο μιας σανίδας ή ενός μαδεριού στις διαστάσεις που απαιτούνται για τη χρήση που προορίζονται. O f f e r [Προσφορά] Γεν. Σε μειοδοτικούς διαγωνισμούς για την ανάθεση ενός έργου ή μιας προμήθειας, η μελέτη-προσφορά ενός διαγωνιζομένου που υποβάλλεται στον πελάτη στο οποίο παρουσιάζεται το οικονομικό αντάλλαγμα που απαιτεί ο διαγωνιζόμενος για να εκτελεσει το συμβατικό αντικείμενο. Η τεχνική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο διαγωνιζόμενος προγραμματίζει να εκτελέσει τις συμβατικές υποχρεώσεις καθώς και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που απαιτούνται από την διακήρυξη, συμπεριλαμβάνονται λεπτομερώς σ' αυτή την προσφορά..

Office Automation

-986-

Office Automation [Αυτοματισμοί γραφείου] Τεχνολ. Ο τεχνικός εξοπλισμός ενός γραφείου που συμπεριλαμβάνει όλα τα μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας που εξασφαλίζουν την αυτοματοποίηση της εκτέλεσης πολλών δραστηριοτήτων, μειώνοντας έτσι τις απαιτήσεις σε προσωπικό. Στην ομάδα αυτή συμπεριλαμβάνονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εκτυπωτικά μηχανήματα, εξελιγμένο σύστημα τηλεπικοινωνιών κλπ. Office I n f o r m a t i o n Systems (Πληροφοριακά συστήματα γραφείου] Πληρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα σύνολο πληροφοριακών συστημάτων το οποίο παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ορθή λειτουργία των διαφόρων τμημάτων μίας εταιρείας. Official M a s t e r D r a w i n g [Επικυρωμένα σχέδια μελέτης] Τεχνολ. Οι διαφάνειες των επίσημων τελικών σχεδίων μιας μελέτης τα οποία έχουν εγκριθεί από τον πελάτη και από τα οποία εκτυπώνονται οι φωτοτυπίες που μοιράζονται στα συνεργεία, τα οποία θα υλοποιήσουν το αντικείμενο που περιέχεται στα σχέδια. Offload [Διοχέτευση δεδομένων] Πληρ. Διοχετεύω δεδομένα, τα οποία πρόκειται να επεξεργαστούν σε ένα μικρύτερο υπολογιστή από αυτόν που βρισκόταν στην προηγούμενη επεξεργασία. Offset [Εσοχή] Οικοδ. Σε ένα δομικό στοιχείο η μεταβολή της διατομής του στοιχείου σε κατακόρυφη προβολή που προκαλεί την απόκλιση ενός τμήματος της επιφάνειας από την ευθυγράμμιση. Offset Line [Παράλληλη απόκλιση] Τεχνολ. Δευτερεύουσα ευθεία παράλληλη με την κύρια κατεύθυνση και σε συγκεκριμένη απόσταση από αυτήν. O f f s h o r e [Παράκτιος] Γεωλ. Η θαλάσσια επιφάνεια που καλύπτει μια ζώνη από την ακτή μέχρι το σημείο που ο πυθμένας αλλάζει κλίση. Η ζώνη χαρακτηρίζεται από σχετικά μικρό βάθος νερού. O f f s h o r e Drilling [Θαλάσσιες γεωτρήσεις] Πολ.Μηχ. Οι γεωτρήσεις που γίνονται εντός της θάλασσας για τη έρευνα του υπεδάφους στον πυθμένα της θάλασσας, σε παράκτια περιοχή. Ogive [Οξύ διαγώνιο τόξο] Αρχ. Πρόκειται για αρχιτεκτονικό στοιχείο, όπως παράθυρο ή θύρα, που συναντάται σε ναούς γοτθικού ρυθμού. Έχει το γεωμετρικό σχήμα τόξου αλλά όχι ακριβώς καμπύλο αφού σχηματίζει μία μύτη σαν οξεία γωνία. O h m [Μονάδα ηλεκτρικής αντίστασης] Ηλεκ. Πρόκειται για τη μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής αντίστασης στο διεθνές σύστημα μονάδων, η οποία συμβολίζεται με το κεφαλαίο γράμμα Ω. Ισούται με την αντίσταση που δημιουργεί μία διαφορά δυναμικού ενός, βολτ όταν τη διαπεράσει ρεύμα έντασης ενός αμπέρ. O h m ' s L a w [Νόμος του Ωμ] Ηλεκ. Φυσικός νόμος που ισχύει για μεταλλικούς αγωγούς οι οποίοι βρίσκονται σε σταθερή θερμοκρασία και εκτός οποιουδήποτε μαγνητικού πεδίου. Σύμφωνα με αυτό το νόμο η αντίσταση ενός αγωγού που διαρρέεται απύ ηλεκτρικό ρεύμα είναι ανεξάρτητη από τη διαφορά δυναμικού που εξασκείται στα άκρα του, με αποτέλεσμα η γραφική παράσταση της έντασης ρεύματος ως προς την διαφορά δυναμικού να είναι πάντοτε ευθεία. Ο νόμος ανακαλύφθηκε το 1827 από τον Γερμανό φυσικό Georg Simon Ohm (1787 - 1854) και δεν ισχύει για τα περισσότερα υλικά. Υλικά που υπακούουν σε αυτόν το νόμο ονομάζονται ωμικά. O h m ' s L a w Of H e a r i n g [Νόμος του Ωμ για την ακοή] Ακονστ. Νόμος της ψυχοακουστικής σύμφωνα με τον οποίο το ανθρώπινο αυτί αντιλαμβάνεται ένα απλό ήχο

σαν μία απλή ταλάντωση συγκεκριμένης συχνότητας και ένα σύνθετο ήχο σαν ένα άθροισμα απλών ταλαντώσεων των οποίων οι συχνότητες είναι ακέραια πολλαπλάσια μίας θεμελιώδους συχνότητας. O h m i c Contact [Ωμική επαφή] Ηλεκ. Έκφραση η οποία χαρακτηρίζει την επαφή δύο αγωγών στην οποία το ηλεκτρικό ρεύμα μπορεί να κινηθεί με την ίδια ευκολία και στις δύο κατευθύνσεις και για την οποία ισχύει ο νόμος του Ohm (βλέπε Ohm's law). Ohmic Loss [Ωμική απώλεια] Ηλεκ. Έκφραση η οποία αναφέρεται σε μη αντιστρεπτό φαινόμενο το οποίο παρατηρείται κατά την θέρμανση κυκλώματος που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα. Κατά το φαινόμενο αυτό η ηλεκτρική ενέργεια που παρέχεται στο κύκλωμα καταναλώνεται πάνω στις ηλεκτρικές αντιστάσεις και μετατρεπόμενη σε θερμότητα διαχέεται προς το περιβάλλον. O h m m e t e r [Ωμόμετρο] Τεχνολ. Ηλεκτρική διάταξη η οποία συνήθως περιλαμβάνει ένα ξηρό στοιχείο, ένα γαλβανόμετρο και έναν αντιστάτη, με την οποία μπορούμε να μετρήσουμε απευθείας και σε Ohm την αντίσταση ενός αντιστάτη που συνδέεται με τους ακροδέκτες της. -Oic [Κατάληξη -ικός] Οργ.Χημ. Κατάληξη στην ονομασία μιας οργανικής ένωσης που δείχνει την παρουσία καρβοξυλομάδας (-COOH) και χαρακτηρίζει τα καρβοξυλικό οξέα. Π.χ. μεθανικό οξύ, αιθανικό οξύ, γαλακτικό οξύ κλπ. 0111 [Ελαια] Υλικ. Πέραν του πετρελαίου, με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζονται και μία κατηγορία από οργανικές ενώσεις που διαχωρίζονται σε ζωικά και φυτικά έλαια. Σε συνήθη θερμοκρασία βρίσκονται σε υγρή κατάσταση ενώ άλλα χρησιμοποιούνται για τροφή και άλλα σε πρακτικές εφαρμογές όπως για παράδειγμα η λίπανση των μηχανών. Τα γνωστότερα είναι το ελαιόλαδο, το μουρουνέλαιο, το λινέλαιο, το ηλιανθέλαιο κ.α. 0112 [Πετρέλαιο] Γεωλ. Πρόκειται για ένα ορυκτό καύσιμο ελαιώδες υγρύ, με χρώμα καστανόμαυρο ή καστανοκίτρινο, με χαρακτηριστική οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό, αλλά διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους μέσα σε υπόγειες κοιλότητες, όπου δημιουργήθηκε από φυτικές και ζωικές οργανικές ύλες υπό την επίδραση πολύ υψηλών θερμοκρασιών. Το πετρέλαιο και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας ευρύτατα στην βιομηχανία αλλά και σε πολλές άλλες πρακτικές τεχνολογικές εφαρμογές, αποτελώντας την ενεργειακή βάση του σύγχρονου πολιτισμού και έναν σημαντικότατο παράγοντα της διεθνούς πολιτικής. Oil Accumulation [Κοίτασμα πετρελαίου] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία υπόγεια φυσική δεξαμενή ακάθαρτου πετρελαίου, όπου το υγρό καύσιμο ορυκτό είναι συγκεντρωμένο καθώς εγκλωβίζεται από γειτονικά αδιαπέραστα πετρώματα. Ο χώρος αυτός συγκέντρωσης του πετρελαίου μπορεί να εντοπιστεί με διάφορες τεχνικές. Μεταξύ αυτών είναι η ανάλυση των ηχητικών ή σεισμικών κυμάτων που διέρχονται από αυτόν, ενώ πολλές φορές υπάρχουν και διάφορες ενδείξεις στην επιφάνεια του εδάφους από μία σειρά φυσικών φαινομένων, όπως η ύπαρξη αρμυρών ή θειούχων θερμών νερών και αερίων που αναδύονται από το έδαφος, ανάβλυση πίσσας και άλλα. Oil B u r n e r [Μηχανή πετρελαίου] Μηχ. Πρόκειται για μηχανική διάταξη η οποία καταναλώνει ως καύσιμη

-987 ύλη το πετρέλαιο για την παραγωγή κινητικής, θερμικής ή άλλης μορφής ενέργειας. Oil Field [Πετρελαιοφόρος περιοχή] Πετμελαιομηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή από όπου εξάγεται το πετρέλαιο. Oil Filter [Φίλτρο λαδιού] Μηχ. Είναι το εξάρτημα μίας μηχανής εσωτερικής καύσεως του οποίου η γόμωση αποτελείται από πορώδες διηθητικό χαρτί ή τσόχα και σκοπό έχει να συγκρατεί όλες τις ακαθαρσίες καθώς και τα ρινίσματα μετάλλου τα οποία περιέχει το λάδι της μηχανής αλλά αποκτά και κατά τη διάρκεια της κυκλοφορίας του εντός αυτής. Oil Of O r a n g e Blossoms [Ελαιο ανθών πορτοκαλιάς] Υλικ. Έλαιο παραγόμενο από τα άνθη πορτοκαλιάς ειδικού τύπου που φύεται στη Μεσόγειο. Από τα πολύ παλιά χρόνια χρησιμοποιήθηκε σαν κοσμητική και θεραπευτική ουσία εναντίον της επιληψίας, νευρικών διαταραχών και σαν αγχολυτικό. Χημικά αποτελείται από τερπένια και κυρίως το λεμονένιο, που διαθέτει ισχυρές αντικαρκινικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται σε πεπτικές διαταραχές και εναντίον της διάρροιας. Oil Painting [Ελαιογραφία] Γραφισ. Πρόκειται για μία τεχνική της ζωγραφικής που αναπτύχθηκε στην εποχή της Αναγέννησης και θεωρείται πολύ σημαντικός σταθμός στην ιστορία της τέχνης. Για την παρασκευή των ελαιοχρωμάτων γίνεται ανάμειξη χρωμάτων και λαδιών σε κατάσταση αποξήρανσης. Τα χρησιμοποιούμενα έλαια είναι κυρίως το καρυδέλαιο και το λινέλαιο. Oil Pool [Υπόγεια φυσική δεξαμενή πετρελαίου] Γεωλ. - » O i l Accumulation Oil Reservoir [Υπόγεια φυσική δεξαμενή πετρελαίου] Γεωλ. Oil Accumulation Oil Slick [Πετρελαιοκηλίδα] Οικολ. Ονομάζεται η ποσότητα πετρελαίου που έχει διαφύγει στην θάλασσα, συνήθως κατόπιν ατυχήματος, και κινείται παρασυρόμενη από τα ρεύματα καθότι είναι αδιάλυτη στο νερό. Ανάλογα με τις διαστάσεις της μία πετρελαιοκηλίδα μπορεί να επιφέρει τεράστιες οικολογικές καταστροφές στο τόπο που θα αναπτυχθεί και βρεθεί. Oil T a n k e r [Πετρελαιοφόρο] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων πλοίο, το οποίο είναι κατάλληλα κατασκευασμένο ώστε να μπορεί να μεταφέρει μέσα στις δεξαμενές του τεράστιες ποσότητες πετρελαίου ή άλλων παραπλήσιων προϊόντων, και να εκτελεί μακρινά και υπερπόντια ταξίδια. Oil Well [Φρέαρ πετρελαίου] Πετρελαιομηχ. Είναι ένα κατακόρυφο άνοιγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους έως μία υπόγεια φυσική δεξαμενή πετρελαίου, το οποίο χρησιμοποιείται για την άντλησή του. Olbers* P a r a d o x [Το παράδοξο του Olbersj Αστρον. Εάν λάβει κανείς υπόψη του το πλήθος των αστέρων, τότε η οπτική ακτίνα θα έπρεπε σε κάθε σημείο της ουράνιας σφαίρας να συναντά έναν αστέρα. Με αυτόν τον τρόπο η ουράνια σφαίρα θα έπρεπε να έχει τη λαμπρότητα του ηλίου. Ο ουρανός όμως είναι σκοτεινός τη νύχτα. Αυτή η αντίφαση αποτελεί το παράδοξο του Olbers και την διετύπωσε θεωρώντας ως δεδομένο ότι το σύμπαν είναι ομογενές, στατικό και άπειρο, δεδομένα που δεν είναι όλα αληθή. Old Inflationary Cosmology [Παλιά πληθωριστική κοσμολογία] Αστρον. Η αρχική θεωρία του πληθωριστικού σύμπαντος σύμφωνα με την οποία το σύμπαν ήταν πολύ μικρών διαστάσεων, ώστε όλα τα μέρη του

Olcyl Alcohol

επικοινωνούν, δεν υπάρχει το πρόβλημα του ορίζοντα. Σε συγκεκριμένες ενεργειακές συνθήκες δημιουργείται και επιταχύνεται η λεγόμενη διαστολή (πληθωρισμός) του σύμπαντος, που οδηγεί στο σπάσιμο της συμμετρίας μεταξύ των ισχυρών και ηλεκτρασθενών δυνάμεων. Old Style [Παλαιό μοντέλο] Αστρον. Το σύστημα μέτρησης που χρησιμοποιούσε το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολάγιο, το οποίο αντικαταστάθηκε με την υιοθέτηση του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου. Oleate [Εστέρας ή άλας του ελαϊκού οξέος] Οργ.Χημ. Προϊόν εστεροποίησης ή εξουδετέρωσης του ελαϊκού οξέος με αλκοόλη ή υδροξείδια μετάλλων. Π.χ. ελαϊκό νάτριο, ελαϊκό κάλιο (άλατα) ή ελαϊκός αιθυλεστέρας (εστέρας). Τα άλατα του ελαϊκού οξέος χρησιμοποιούνται στη σαπωνοποιεία και σε φαρμακευτικά σκευάσματα, καθώς επίσης και στη βιομηχανία χρωμάτων. Olefin [Ολεφίνη] Οργ.Χημ. Είδος υδρογονάνθρακα, που ανήκει στην ομόλογη σειρά των ολεφινών ή αλκενίων με γενικό μοριακό τύπο C v H 2v (ν>1). Διαθέτουν ένα διπλό δεσμό και είναι η απλούστερη σειρά των ακύρεστων υδρογονανθράκων. Τα πρώτα μέλη της σειράς είναι αέρια, τα μεσαία υγρά, ενώ τα ανώτερα μέλη στερεά. Παρασκευάζονται με διάφορες μεθόδους απόσπασης. Η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα ενός αλκενίου είναι η πολική προσθήκη διαφόρων ομάδων με ανόρθο)ση του διπλού δεσμού και σχηματισμό κορεσμένων παραγώγων. Αλλη σημαντική ιδιότητα είναι ο πολυμερισμός, που μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, ανάλογα με τους καταλύτες που χρησιμοποιούνται. Πρώτο μέλος της σειράς είναι το αιθένιο ή αιθυλένιο, αέριο που παρασκευάζεται βιομηχανικά με πυρόλυση του πετρελαίου. Τα αλκένια, γενικά, δεν είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση. Αρκετές φερομόνες εντόμων χαρακτηρίζονται σαν αλκένια. Oleic Acid [Ελαΐκό οξύ] Οργ.Χημ. Ακόρεστο μονοκαρβοξυλικό οξύ με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα 18 ατόμων άνθρακα και ένα διπλό δεσμό στον C-9 (9δεκαοκτενικό οξύ). Κιτρινωπό υγρό, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτο σχεδόν στο νερό και πολύ υψηλό σημείο βρασμού. Βασικό συστατικό του λαδιού της ελιάς. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία καλλυντικών και σαπουνιών. Olefin Copolymer [Συμπολυμερές ολεφίνης] Είδος πολυμερούς που προκύπτει με τον πολ.υμερισμό μίγματος δύο αλκενίων, π.χ. βουτενίου και προπενίου. Olefin Resin [Ρητίνη ολεφίνης] Ομγ.Χημ. Είδος πολυμερούς υλικού που παράγεται από τον πολυμερισμό ενός αλκενίου, π.χ. του αιθενίου προς παραγωγή πολυαιθυλενίου (ΡΕ) ή του προπενίου προς παραγωγή πολ^υπροπενίου (ΡΡ). Ανήκει στην κατηγορία των πολυμερών προσθήκης που δημιουργούνται μέσω σχηματισμού ριζών. Έχει πολλές βιομηχανικές και πρακτικές εφαρμογές. Olein [Ελαΐνη] Οργ.Χημ. Τριεστέρας της γλυκερίνης με το ελαϊκό οξύ, που ανήκει στην κατηγορία των ακόρεστων ελαίων. Έχει τύπο C3H5(OCOC17^33)3 και διαθέτει τρεις διπλούς δεσμούς. Κίτρινο υγρό με σημείο τήξης -5°C, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Απαντάται σε λίπη και έλαια. Κύριο συστατικού του λαδιού της ελιάς. Χρησιμοποιείται και σε λιπάνσεις. Oleyl Alcohol [Ελαϊκή αλκοόλη] Ομγ.Χημ. Ακόρεστη με ένα διπλά δεσμό λιπαρή πρωτοταγής αλκοόλη, προϊόν αναγωγής του ελαϊκού οξέος. Έχει τύπο C]7U^CH2OH και η επίσημη ονομασία της είναι 9δεκαοκτεν-1-όλη. Αχρωμο υγρό με υψηλό σημείο βρα-

Olig-

-988 -

σμού, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ρητινών και τασιενεργών ουσιών, καθώς και στην οργανική σύνθεση. Olig- Or Oligo- [Ολίγο-] Επιστ.Τεχν. Πρόθεμα σε έναν επιστημονικύ όρο, που δείχνει την έλλειψη, τη μείωση ή την ύπαρξη λίγων όρων ή τμημάτων. Π.χ. ολιγοπεπτίδιο ή ολίγομερές. Oligomer [Ολίγομερές] Οργ.Χημ. Είδος πολυμερούς που αποτελείται από μικρό αριθμό επαναλαμβανόμενων μονάδων (μονομερών), π.χ. δύο έως τέσσερις. Oligonucleotide [Ολιγονουκλεοτίδιο] Βιοχημ. Βιοπολυμερική αλυσίδα είκοσι ή και λιγότερων νουκλεοτιδίων ενωμένων μεταξύ τους με φωσφοδιεστερικούς δεσμούς. Oligopeptide [Ολογοπεπτίδιο] Ομγ.Χημ. Δέκα ή λιγότερα αμινοξέα ενωμένα μεταξύ τους με πεπτιδικό δεσμό, μέσω των καρβοξυλομάδων (-COOH) και των αμινομάδων (-ΝΙϊ 2 ) που περιέχουν. Παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του οργανισμού. Πολλές ορμόνες είναι ολιγοπεπτίδια (ορμόνες του υποθαλάμου του εγκεφάλου, ορμόνες του ενδιαμέσου λοβού της υπόφυσης κλπ). Oligosaccharide [Ολιγοσακχαρίτης] Βιοχημ. Ονομάζεται το ανυδριτικό παράγωγο των απλών σακχάρων, που προκύπτει από διαμοριακή αφυδάτωση 2-10 απλών σακχάρων (πεντοζών ή εξοζών). Η διαμοριακή αφυδάτωση δύο εξοζών μπορεί να γίνει από διάφορα ΟΗ. Συνήθως γίνεται μεταξύ του ημιακεταλικού - Ο Η και του - Ο Η του C-4 ή μεταξύ δύο ημιακεταλικών ΟΗ. Μπορεί να είναι ανάγων ή μη ανάγων ολιγοσακχαρίτης. Η πιο σημαντική κατηγορία ολιγοσακχαριτών είναι οι δισακχαρίτες. Τυπικά παραδείγματα δισακχαριτών είναι η μαλτύζη, η κελλοβιόζη, η τρελόζη, η σακχαρόζη (η κοινή ζάχαρη), η λακτόζη (ή γαλακτοσάκχαρο) κλπ. Olive Oil [Ελαιόλαδο] Υλικ. Είναι ίσως το σημαντικότερο φυτικό έλαιο. Παράγεται από τους καρπούς της ελιάς με την πολτοποίησή τους και τη μετέπειτα συμπίεσή τους σε ειδικά εργαστήρια (ελαιοτριβεία). Είναι υγρό, με χρώμα κιτρινοπράσινο, έχει ευχάριστη οσμή και γεύση, ενώ χρησιμοποιείται κυρίως στις τροφές και εκείνο χαμηλότερης ποιότητας χρησιμοποιείται ως λιπαντικό, στην σαπουνοποιία και αλλού. Omega [Ωμέγα] Πλοηγ. Σύστημα ραδιοπλοήγησης το οποίο σήμερα βρίσκεται εκτός λειτουργίας. Το σύστημα αυτό αναπτύχθηκε από τις ΗΠΑ σε συνεργασία με άλλες έξι χώρες και αποτέλεσε ένα παγκόσμιο σύστημα ραδιοπλήγησης καλύπτοντας όλη την Γη από οκτώ επίγειους σταθμούς. Το Ωμέγα έκανε χρήση χαμηλών ραδιοσυχνοτήτων και παρείχε ακρίβεια θέσης μεταξύ 2 και 4 ναυτικών μιλίων. Omega C c n t a u r i [Ωμέγα Κένταυροι] Αστμον. Πρόκειται για ένα λαμπρό σφαιρικό σμήνος αστέρων, αποτελούμενο από ένα πλήθος που ξεπερνά τους 100000 αστέρες και βρίσκεται στον αστερισμό του Κενταύρου. Omega M i n u s Particle [Ωμέγα μείον σωματίδιο] Πνμην.Φνσ. Ασταθές υπερόνιο μάζας 1672,5 Mev και μέσου χρόνου ζωής 0,8 '10' 10 sec.To σωματίδιο αυτό έχει σπιν 3/2, ηλεκτρικό φορτίο - 1 και αριθμό παραδοξότητας - 3 . Πιστεύεται ότι απαρτίζεται από τρία παράδοξα s κουάρκ. Σωματίδιο με ιστορική σημασία για τη φυσική υψηλών ενεργειών καθώς είχε προταθεί θεωρητικά το 1962 από τούς Murray Gell-Mann και Yuval Nc'eman στα πλαίσια μίας κατάταξης των αδρονίων σε ομάδες. Η ανακάλυψή του στα 1964 έδωσε μία σημα-

ντική ώθηση στη μελέτη των ισχυρών αλληλεπιδράσεων. Omega Nebula [Νεφέλωμα Ομέγα] Αστμον. Γνωστό επίσης και με την ονομασία Κύκνειο νεφέλωμα και πρόκειται για μια λαμπρή αέρια μάζα ιονισμένου υδρογόνου στον αστερισμό του Τοξότη. Omnidirectional Antenna [Πανδιευθυντική κεραία] Ηλεκτομαγν. Ονομασία που αναφέρεται σε είδος κεραίας η οποία μπορεί να εκπέμπει ή και να λαμβάνει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ισότροπα για συγκεκριμένη γωνία ανύψωσης. Omnidirectional M i c r o p h o n e [Πανδιευθυντικό μικρόφωνο] Ακονστ. Είδος μικροφώνου του οποίου η απόκριση είναι ανεξάρτητη από τη διεύθυνση ή τη γωνία λήψης των ηχητικών κυμάτων. O m n i g r a p h [Πολυδιάγραμμα] Επικοιν. Συσκευή εκμάθησης του κώδικα Morse. O n [Σε λειτουργία σε σύνδεση] Τεχνολ. Η κατάσταση ενός μηχανήματος η οποία χαρακτηρίζεται από τη σύνδεση του μηχανήματος με της πηγή ενέργειας ή με την σύνδεση του με ένα μηχανισμό που εξασφαλίζει την κίνηση του ώστε το μηχάνημα να λειτουργεί και να εκτελεί την εργασία για την οποία προορίζεται. O n Center [Κεντρικά] Οικοδ. Η απόσταση μεταξύ δύο στοιχείων που καθορίζεται από το κέντρο του ενός μέχρι το κέντρο του άλλου. Ο Network [Δικτύωμα Ο] Ιίλεκ. Ηλεκτρική διάταξη που έχει την μορφή τετραπόλου στην οποία περιλαμβάνονται τέσσερις εμπεδήσεις που διατάσσονται σε σειρά. Η διάταξη καταλήγει σε τέσσερις ακροδέκτες εκ των οποίων οι δύο πρώτοι παίζουν τον ρόλο της εισόδου και οι δύο τελευταίοι τον ρόλο της εξόδου. O n G r a d e [Στο επίπεδο] Οικοδ. 1. Αναφορά στο επίπεδο του εδάφους. 2. Αναφορά στο επίπεδο της θεμελίωσης και κάθε δομικού στοιχείου που εδράζεται σε ένα οποιοδήποτε επίπεδο του εδάφους. O n Hook [Κατεβασμένο άγκιστρο] Επικοιν. Το τηλέφωνο έχει το διακόπτη (συνδρομητικό κύκλωμα) ανοιχτό ή το άγκιστρο κατεβασμένο και η επικοινωνία είναι αδύνατη. On Line [Κατευθείαν σύνδεση] Πλημ. Αναφορά σε οποιοδήποτε βοηθητικό όργανο που είναι συνδεδεμένο άμεσα με έναν υπολογιστή, έναν εκτυπωτή ή ένα καταγραφικό μηχάνημα. O n Line Cipher [Κρυπτογράφηση πραγματικού χρόνου] Επικοιν. Το ρεύμα εισόδου στο κρυπτογραφικό σύστημα αποτελείται από δεδομένα που παράγονται σε πραγματικό χρόνο. Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε στρατιωτικές εφαρμογές αλλά κάποια καθυστέρηση συνήθως κρίνεται λογική. On Line C o m p u t e r System [Δίκτυο υπολογιστών] Πλημ. Αριθμός Η/Υ που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους μέσω ενός καλωδιακού δικτύου και μπορούν να λειτουργούν ανταλλάσσοντας στοιχεία ή αρχεία μεταξύ τους. O n Line C r y p t o g r a p h i c O p e r a t i o n [Ζωντανή κρυπτογραφική λειτουργία] Επικοιν. Το ζήτημα της κρυπτογράφησης σε πραγματικό χρόνο είναι σχετικά πολύπλοκο αλλά, μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετές περιπτώσεις που εξαρτώνται από τις ποσότητες των δεδομένων που κρυπτογραφούνται και τη ζητούμενη ταχύτητα άρα και το διαθέσιμο Hardware. O n Line Data Reduction [Σε σύνδεση συμπίεση δεδομένων] Πλημ. Η διαδικασία της επεξεργασίας και μετατροπής των στοιχείων δεδομένων σε μορφή πιο εύ-

-989 χρηστη και περιεκτική, σε μοναόα που είναι αμεσα συνδεδεμένη με την κεντρικής μονάδας επεξεργασίας του υπολογιστή. On Line Disk File [Σε σύνδεση αρχείο δίσκου] Πληρ. Πρόκειται για έναν μαγνητικό δίσκο, ο οποίος βρίσκεται σε άμεση επικοινωνία και σύνδεση με το υπολογιστικό σύστημα και συγκεκριμένα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας του με στόχο την αύξηση της χωρητικότητάς της. O n Line E q u i p m e n t [Κεντρικό δίκτυο] Πληρ. Δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών με κεντρική μονάδα επεξεργασίας μεγάλης ισχύος στην οποία είναι συνδεδεμένοι οι υπόλοιποι υπολογιστές καθώς και ο υπόλοιπος βοηθητικός εξοπλισμός. Η επικοινωνία των περιφερειακών μηχανημάτων με την κεντρική μονάδα είναι άμεσος δίχως χρόνο αναμονής. O n Line O p e r a t i o n [Λειτουργία πραγματικού χρόνου] Επικοιν. Επικοινωνιακή λειτουργία που συμπεριλαμβάνει και ενδεχόμενη επεξεργασία και χωρίς απα')λειες πληροφορίας ή και με την απαιτούμενη ασφάλεια. On Line Real Time System [Σύστημα πραγματικού χρόνου επί γραμμής] Πληρ. Ονομασία που αναφέρεται σε πληροφορικό σύστημα το οποίο βρίσκεται υπό τον έλεγχο κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU) και το οποίο λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο, με αποτέλεσμα η επεξεργασία των δεδομένων να γίνεται χωρίς χρονική καθυστέρηση. Η λειτουργία σε πραγματικό χρόνο είναι μία πολύ σημαντική λειτουργία γιατί επιτρέπει την παράλληλη μετάδοση δεδομένων και κατά συνέπεια διευκολύνει την αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ του χρήστη και του υπολογιστή. O n Line Secured System [Ασφαλές σύστημα πραγματικού χρόνου] Επικοιν. Τέτοια συστήματα συναντάμε στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου γενικά σε συστήματα ηλεκτρονικού εμπορίου που έχουν δώσει και ονόματα στα αντίστοιχα πρωτόκολλα. O n Line Storage [Σε σύνδεση μνήμη] Πληρ. Η περιφερειακή μνήμη, η οποία βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση και ελέγχεται από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας του υπολογιστή. O n Off Control [Ελεγχος σύνδεσης-αποσύνδεσης] Τεχνολ. Εξάρτημα ενός μηχανήματος μέσω του οποίου το μηχάνημα συνδέεται ή αποσυνδέεται με την πηγή τροφοδότησης ενέργειας και το οποίο λειτουργεί με απλούς χειρισμούς. O n Off Keying [Διακοπτόμενος σχηματισμός] Επικοιν. Έκφραση η οποία αναφέρεται στο σχηματισμό ηλεκτρομαγνητικών σημάτων τα οποία εκπέμπονται από πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας η οποία περνά κατά τακτά χρονικά διαστήματα από την κατάσταση λειτουργίας και εκπομπής (on) στην κατάσταση μη λειτουργίας και διακοπής (off). Ο S t a r [Αστέρας Ο] Αστρον. Ο Type Star On Site [Επί του έργου] Τεχνολ. Οτιδήποτε υφίσταται εντός των ορίων του οικοπέδου το οποίο αποτελεί ένα εργοτάξιο. O n The Fly P r i n t e r [Εκτυπωτής διαρκούς περιστροφής] Πλ.ηρ. Πρόκειται για έναν εκτυπο)τή γραμμών, στον οποίο η διαδικασία της εκτύπωσης γίνεται με υψηλή ταχύτητα με τη βοήθεια ενός τροχού που μπορεί να περιστρέφεται, ώστε να φαίνεται ως παράλληλη εκτύπωση όλων των χαρακτήρων μιας γραμμής. Ο Type S t a r [Αστέρας τύπου Ο] Αστρον. Σύμφωνα με τη φασματική ταξινόμηση του καταλόγου Draper, πρόκειται για κυανούν πολύ θερμό αστέρα (θερμοκρασία

One Plus O n e .

επιφάνειας τουλάχιστον 35000Κ) με φασματικές γραμμές που αποτελούνται από ιονισμένο ήλιον. -One [Κατάληξη -Ονη] Οργ.Χημ. Κατάληξη στην ονομασία μιας οργανικής ένωσης που δηλώνει την παρουσία κετονομάδας (C=0). Π.χ. προπανόνη. One Address Code [Κώδικας μιας διεύθυνσης] Πληρ. Ο κώδικας, ο οποίος αποτελείται από εντολές μιας διεύθυνσης. One Address Instruction [Εντολή μιας διεύθυνσης] Πληρ. Η εντολή, η οποία περιέχει μόνο ένα πεδίο διεύθυνσης. One Brick Wall [Δρομικός τοίχος] Οικοδ. Τοίχος από κεραμικά τούβλα το πάχος του οποίου έχει την μεσαία διάσταση από τις τρεις διαστάσεις ενός τεμαχίου. Αν ονομάσουμε τις τρεις διαστάσεις μήκος πλάτος ύψος, έχει το ίδιο πλάτος με το πλάτος του τούβλου. One Condition [Κατάσταση ένα] Πληρ. Η κατάσταση που βρίσκεται ένα δυαδικό ψηφίο, το οποίο αντιστοιχεί στην λογική τιμή 1. One Dimensional A r r a y [Μονοδιάστατος πίνακας] Πλ,ηρ. Καλείται μία ομάδα μεταβλητών οι οποίες έχουν το ίδιο όνομα με διαφορετικό όμως δείκτη, που καθορίζει και τη θέση της κάθε μίας από αυτές στο χώρο μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Eivat συσχετισμένες μεταξύ τους και ουσιαστικά αν αναπαρασταθούν γραφικά ορίζουν ένα μητρώο με μία μοναδική σειρά ή μία μόνον στήλη. One Dimensional Flow [Μονοδιάστατη ροή] Μηχ. Ρευστ. Η ροή ενός ρευστού που χαρακτηρίζεται από την κίνηση όλων των μορίων του προς μία σταθερή κατεύθυνση. Είναι η κίνηση του ρευστού εντός ενός ευθύγραμμου αγωγού. One Dimensional Strain [Μονοδιάστατος περιορισμός] Μαθημ. Πρόκειται για έναν μετασχηματισμό μιας διάταξης τμημάτων, ο οποίος επιτρέπει την επιμήκυνση ή σμίκρυνση αυτών προς δεδομένη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός ως προς τον x άξονα θα είναι: x'=cx, / = y και z'=z, όπου c μια σταθερά. One Level Address [Διεύθυνση ενός επιπέδου] Πληρ. Η διεύθυνση, η οποία δεν χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση, αφού αποδίδει άμεσα τη θέση μνήμης του τελεστέου στον οποίο αναφέρεται κάποια εντολή. Γνωστή και ως απόλυτη διεύθυνση. One Level Code [Κώδικας ενός επιπέδου] Πληρ. Πρόκειται για έναν δυαδικό κώδικα που προκύπτει από ένα αρχικό πρόγραμμα, το οποίο έχει περάσει. Το στάδιο της μεταγλώττισης ή της συμβολομετάφρασης, και κατά συνέπεια χρησιμοποιεί απόλυτες διευθύνσεις. Γνωστός και ως απόλυτος κώδικας. One Level Subroutine [Υπορουτίνα ενός επιπέδου] Πλ.ηρ. Είναι ένα σχετικά αυτόνομο τμήμα του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που δέχεται τιμές για τις μεταβλητές του, καλείται σε κάποιο σημείο του κυρίως κώδικα και εκτελεί μία συγκεκριμένη εργασία χωρίς να καλεί το ίδιο άλλες υπορουτίνες. One P a r t Code [Μονομερής κα')δικας] Επικοιν. Απλός κώδικας όπου η αντιστοίχηση γίνεται με ή χωρίς καθόλου αλλαγές. One P a r t P r o d u c t [Συνθετικό] Οικοδ. Το υλικό που χρησιμοποιείται ως συστατικό ενός άλλου υλικού το οποίο παρασκευάζεται στο εργοτάξιο με την ανάμιξη δύο ή τριών πρώτων υλά)ν. One Plus One Address Instruction [Εντολή μιας συν

O n e Sided Limit

-990-

μιας διεύθυνσης) Πληρ. Η εντολή, της οποίας η διεύθυνση αποτελείται από δυο τμήματα: το ένα τμήμα περιέχει τη διεύθυνση του καταχωρητή όπου αποθηκεύεται προσωρινά η ποσότητα στην οποία θα ενεργήσει η εντολή αυτή και το άλλο τμήμα περιέχει την διεύθυνση της επόμενης προς εκτέλεση εντολής. One Sided Limit [Μονόπλευρο όριο) Μαθημ. Αφορά ένα σύνολο, μία συνάρτηση ή οτιδήποτε έχει μεν δύο κατευθύνσεις αλλά από αυτές η μία είναι φραγμένη με ένα όριο. One Sided Test [Μονόπλευρο τεστ] Στατ. Ως μονόπλευρο τεστ μιας στατιστικής υπόθεσης Η ορίζεται να είναι ο έλεγχος του οποίου οι τιμές ανήκουν στο διάστημα απόρριψης της Η (-«,C) ή στο διάστημα αποδοχής (C,+«0 ή αντίστροφα, όπου C είναι η μόνη κρίσιμη τιμή. One Tailed Test [Τεστ μιας ουράς] Στατ. Κάθε στατιστικό τεστ που δημιουργείται για το έλεγχο μιας στατιστικής υπόθεσης από το οποίο προκύπτει μία μόνο κρίσιμη τιμή C. Συνεπώς το διάστημα απόρριψης είναι περιοχή του απείρου με άνω ή κάτω άκρο, ανάλογα με την περίπτωση, την κρίσιμη τιμή C και διάστημα αποδοχής θεωρείται ολόκληρη η υπόλοιπη ευθεία των πραγματικών αριθμών. One To M a n y Correspondence [Μια προς πολλές αντιστοιχία] ΙΙληρ. Σε μια βάση δεδομένων, ο κανόνας, ο οποίος επιτρέπει ένα μόνο στοιχείο έστίο τύπου Α να μπορεί να σχετίζεται και να επικοινωνεί με περισσότερα από ένα στοιχεία άλλου τύπου, έστω Β. Ισχύει και το αντίστροφο. One To One Assembler [Ενα προς ένα συμβολομεταφραστής] Πληρ. Ο συμβολομεταφραστής, ο οποίος αντιστοιχίζει κάθε εντολή του αρχικού προγράμματος που είναι γραμμένο σε συμβολική γλώσσα σε μια ακριβώς εντολή της γλώσσας μηχανής. One To One Correspondence [Αντιστοιχία ένα προς ένα) Μαθημ. Πρόκειται για τη συσχέτιση των στοιχείων δύο συνόλων έτσι, ώστε το κάθε ένα στοιχείο του ενός συνόλου να αντιστοιχεί αποκλειστικά σε ένα και μόνον ένα στοιχείο του άλλου συνόλου. One Way Communication [Επικοινωνία μονόδρομου] Επικοιν. Το είδος της επικοινωνίας όπου τα δεδομένα πηγαίνουν μόνο προς μια κατεύθυνση. One Way Repeater [Επαναλήπτης μονόδρομου] Επικοιν. Επαναλήπτης που λειτουργεί μόνο σαν κόμβος αναμετάδοσης σήματος. One Way Slab [Αμφιέριστη πλάκα] Πολ.Μηχ. Δομική πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα μεγάλου μήκους και μικρού πλάτους που λειτουργεί μόνο προς μία κατεύθυνση και μεταβιβάζει τα φορτία στις δοκούς στις οποίες στηρίζεται η μεγάλη πλευρά. One Way T r u n k [Μονή γραμμή πόλης] Επικοιν. Ειδικές γραμμές όπου η μετάδοση υλοποιείται μόνο προς μια κατεύθυνση κυρίως για προστασία απύ παρεμβολες. O n e ' s C o m p l e m e n t [Συμπλήρωμα του ένα] Πληρ. Γενικά το συμπλήρωμα ενός αριθμού είναι ένας αριθμός που συμπληρώνει τον πρώτο αριθμύ αναφορικά με κάποια βάση. Π.χ. αν στο δυαδικό αριθμό Χ αντιστρέψουμε όλα τα bits του, δηλαδή όπου 0 βάζουμε το 1 και αντίστροφα, θα έχουμε το συμπλήρωμα ως προς 1 του Χ. Onion Oil [Κρεμμυδέλαιο] Υλικ. Έλαιο εξαγόμενο από το κρεμμύδι Alliuum cepa. Περιέχει θειούχες πτητικές ενώσεις που του δίνουν δριμεία οσμή και γεύση. Δια-

λύεται σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Ένα από τα συστατικά του διαλύεται εύκολα στο νερό και παράγει θειικό οξύ (H2SO4) που πιθανόν προκαλεί δάκρυα, Χρησιμοποιείται σαν βελτιωτικό γεύσης, -Onium [Κατάληξη -ώνιο] Χημ. Β συνθετικό χημικής ονομασίας που φανερώνει την ύπαρξη συμπλόκου κατιόντος. Π.χ. ιόν νιτρωνίου (ΝΟ2*), ιόν οξωνίου (Η;*0+) κλπ. Onsager Equation [Εξίσωση Onesagcr) Φυσ.Χημ. Εξίσωση διατυπωμένη από τον Onsager που εξηγεί τις αποκλίσεις από το νόμο του Ohm στην περίπτωση διαλυμάτων ηλεκτρολυτών, θεωρώντας τις επιδράσεις του διαλύτη. Στην εξίσωση συσχετίζεται η μετρούμενη αγωγιμότητα του διαλύματος ενός ηλεκτρολύτη ορισμένης συγκέντρωσης με την αγωγιμότητα του καθαρού διαλύτη. O o r t D a r k M a t t e r [Σκοτεινή ύλη του Oort] Αστρον. Πρόκειται για μια υποθετική αγνώστης φύσεως ύλη, η ύπαρξη της οποίας στο γαλαξιακό δίσκο ερμηνεύει τις διαστημικές κατανομές καθώς επίσης και τις κατανομες ταχυτήτων των αστέρων, σε κατεύθυνση κάθετη προς το γαλαξιακό επίπεδο. O o r t ' s Cloud [Σύννεφο Oort] Αστρον. Ένα υποθετικό σχεδόν σφαιρικό σύννεφο κομητών, με μεγίστη απόστάση από τον ήλιο 30000 ως 100000 αστρονομικές μονάδες. Θεωρείται ότι είναι η πηγή των κομητών που διέρχονται από τον ήλιο σε κοντινές αποστάσεις, Opacity [Αδιαφάνεια] Οπτικ. Καθαρός αριθμός ο οποίος αποτελεί το μέτρο του κατά πόσο μία επιφάνεια ενός υλικού είναι αδιαφανής στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και ειδικά στο φως. Η αδιαφάνεια είναι αντίστροφη της διαπερατότητας και ισούται με τον λόγο της συνολικής ισχύος της ακτινοβολίας που προσπίπτει σε μία επιφάνεια προς την ισχύ ακτινοβολίας που διαδίδεται μέσα από αυτήν (βλέπε Opaque Material). Opal [Οπάλι] Ορυκτ. Είναι ορυκτό διοξείδιο του πυριτίου το οποίο περιέχει και νερό. Δεν έχει χρώμα ούτε κρυσταλλική δομή και προέρχεται από την αποξήρανση διαλυμάτων πυριτίου. Έχει την λάμψη του γυαλιού και μπορεί να αποκτήσει χρώμα με την πρόσμειξη άλλων ουσκόν, οπότε χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός λίθος. Opalescence [Ακτινοβολία οπαλίου] Οπτικ. 1. Οπτικό φαινόμενο το οποίο παρατηρείται κατά την πρόσπτωση του φωτός επάνω στον πολύτιμο λίθο οπάλιο, το οποίο στην περίπτωση αυτή αποκτά μία γαλακτερή και ιριδίζουσα εικόνα. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ανάκλαση και διάθλαση του φωτός από περιοχές του οπαλίου όπου έχουν παγιδευτεί μόρια νερού και οι οποίες έχουν διαστάσεις με τάξη μεγέθους η οποία είναι συγκρίσιμη με αυτήν του μήκους κύματος του φαπός. 2. Γενική έκφραση η οποία αναφέρεται σε κάθε υλικό, ορυκτό ή μίγμα το οποίο παρουσιάζει εικόνα παρόμοια με αυτήν της ακτινοβολίας οπαλίου, O p a q u e Material [Αδιαφανές υλικό] Οπτικ. Υλικό το οποίο θεωρείται αδιαφανές σε σχέση με κάποια περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και ειδικά με την περιοχή του οπτικού φάσματος. Σημειώνεται ότι η αδιαφάνεια ενός υλικού εξαρτάται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. Έτσι π.χ. το ξύλο είναι αδιαφανές ως προς το φως και συγχρόνως είναι τελείως διαφανές 0)ς προς τις ακτίνες Χ. Open Architecture [Ανοιχτή αρχιτεκτονική] Πληρ. Τεχνική με την οποία κατασκευάστηκε ο πρώτος προσωπικός υπολογιστής της IBM το 1981, με την οποία

-991 επιτρέπεται η προσθήκη οποιασδήποτε περιφερειακής μονάδας και η οποία έγινε γνωστή δημοσίως. Το γεγονός αυτό επέτρεψε τη χρήση της τεχνικής από κάθε κατασκευαστή χωρίς την πληρωμή δικαιωμάτων στην ΪΒΜ και με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι συμβατοί με IBM υπολογιστές (IBM compatibles). Open Ball [Διάστημα πέριξ σημείου] Μαθημ. Για ένα συγκεκριμένο αριθμό ενός μονοδιάστατου πεδίου και μία δεδομένη απόσταση, μπορεί να ορισθεί ένα σύνολο σημείων αυτού του πεδίου το οποίο να χαρακτηρίζεται με αυτόν τον όρο. Τα σημεία αυτά πρέπει να βρίσκονται δεξιά και αριστερά του εν /άγω αριθμού και σε απόσταση ίση ή μικρότερη από την δεδομένη απόσταση. Open Bidding [Ανοιχτός διαγωνισμός] Οικοδ. Διαδικασία διαγωνισμού ανάθεσης ενός έργου σύμφωνα με την οποία η διακήρυξη δημοσιεύεται στον τύπο και συμμετέχουν όσες εταιρείες το επιθυμούν και διαθέτουν τα τυπικά προσόντα. Open Caisson [Ανοιχτό κιβώτιο] Πολ.Μηχ. Κιβώτιο με ορθογώνια ή κυλινδρική διατομή με ανοιχτά τα δύο άκρα για την ευκολία της τοποθέτησης. Open Channel [Ανοιχτός αγωγός] Πολ. Μηχ. Τραπεζοειδής ή ορθογώνιος αγοίγός που η διατομή του δεν είναι κλειστή από τη μία πλευρά και εντός του οποίου το ρευστό στοιχείο ρέει με την επιφάνεια του εκτεθειμένη στην ατμόσφαιρα. Open Circuit [Ανοικτό κύκλωμα] Ηλεκ. Ονομάζεται ένα ηλεκτρικό κύκλωμα του οποίου έχει διακοπεί η συνέχεια με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αυτό. Open Circuit Impedance [Εμπέδηση ανοιχτού κυκλώματος] Ηλεκ. Όρος ο οποίος προσδιορίζει την εμπέδηση εισόδου ενός τετραπόλου ή μιας γραμμής μεταφοράς, όταν παράλληλα το άλλα άκρο της διάταξης είναι ελεύθερο και ανοιχτό, χωρίς γείωση ή φορτίο. Open Circuit Potential [Δυναμικό ανοικτού κυκλώματος] Φυσ.Χημ. Το δυναμικό ισορροπίας ενός ηλεκτροδίου, απουσία εξωτερικού ηλεκτρικού ρεύματος. Open Circuit Voltage [Τάση ανοικτού κυκλώματος] Ηλεκ. Έκφραση με τη οποία προσδιορίζεται η διαφορά δυναμικού που παρουσιάζεται στην έξοδο κάποιας ηλεκτρικής πηγής ενέργειας, όπως είναι μία γεννήτρια ή μία γραμμή μεταφοράς, όταν η έξοδος αυτή είναι ανοικτή, εκτός κυκλώματος και δεν καταναλώνει ηλεκτρική ενέργεια. Open Cluster [Ανοιχτό Σύμπλεγμα] Αστμον. Πρόκειται για ένα σύνολ.ο που περιέχει ομαδοποιημένους αστέρες της τάξεως μερικών εκατοντάδων έως μερικών χιλιάδων, το οποίο σύνολο κείτεται επί της κεντρικής περιοχής του γαλαξιακού επιπέδου. Οι συγκεκριμένοι αστέρες παρουσιάζουν μια μορφική ανωμαλία και ασθενείς δυνάμεις συγκρότησης. Παράδειγμα αποτελούν οι Πλειάδες. Open Coast [Εκτεθειμένη παραλία] Γεωλ. Ακτογραμμή που είναι ευθεία ή με μικρές καμπυλότητες και είναι εκτεθειμένη στους κυματισμούς της ανοιχτής θάλασσας. Open Covering [Ανοιχτό κάλυμμα] Μαθημ. Μια κλάση C ανοικτών συνόλων σε ένα μετρικό χώρο Χ καλείται ανοικτό κάλυμμα ενός υποσυνόλου S του Χ, όταν το S περιλαμβάνεται στη συνένωση των συνόλων της C. Open Cycle [Ανοικτός κύκλος] Φυσ. Ονομασία που προσδιορίζει την λειτουργία ενός συστήματος το οποίο

Open Plan

επιστρέφει κατά τακτά χρονικά διαστήματα στην αρχική του μακροκατάσταση και το οποίο στην διάρκεια της όλης διαδικασίας δεν παραμένει κλειστό αλλά εισάγει και εξάγει διάφορα ποσά ενέργειας και ύλης. Τυπικό παράδειγμα συστήματος που λειτουργεί σε ανοικτό κύκλο είναι ο αεροστρόβιλος, η λειτουργία του οποίου βασίζεται στην εισαγωγή, θέρμανση και εξαγωγή ατμοσφαιρικού αέρα. Open D r a i n e d J o i n t [Ανοιχτός αρμός] Οικοδ. Απλός αρμός που δημιουργείται μεταξύ δύο τεμαχίων που συνθέτουν την επιφάνεια της εξωτερικής όψης ενός κτιρίου, ο οποίος είναι εμφανής και δεν κρύβεται με την επικάλυψη του για να δημιουργηθεί η εμφάνιση μιας ομοιόμορφης επιφάνειας στην πρόσοψη ενός κτιρίου. Open Ended [Ανοικτού άκρου] Πλ.ηρ. Όρος ο οποίος αναφέρεται στην αρχιτεκτονική] με την οποία έχει κατασκευαστεί ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, η οποία επιτρέπει την επέκτασή του και την αναβάθμισή του με την προσθήκη διαφόρων τμημάτων ή βημάτων. Open File [Ανοικτό αρχείο] Πλιφ. Πρόκειται για κάθε σύνολο πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή, οι οποίες είναι άμεσα προσιτές είτε για ανάγνωση είτε για τροποποίηση, με τη βοήθεια του κατάλληλου λογισμικού προγράμματος, χωρίς να υπάρχουν κανενός είδους περιορισμοί σε αυτές. Open Floor [Ελεύθερη πλάκα] Οικοδ. Πλάκα δαπέδου της οποίας η κάτω επιφάνεια η οποία αποτελεί την οροφή του κάτω ορόφου δεν καλάπτεται και τα δοκάρια που τη στηρίζουν είναι ορατά. Open F r a m e G i r d e r [Υψίκορμη δοκός με φατνώματα] Πολ.Μηχ. Δοκός μεγάλου ύψους με ενδιάμεσους ορθοστάτες και δίχως διαγώνιους. O p e n H a r b o r [Εκτεθειμένος λιμένας] Γεωλ. Λιμάνι που είναι εκτεθειμένο στους κυματισμούς της ανοιχτής θάλασσας και δεν προστατεύεται μέσω τεχνικών έργων όπως οι κυματοθραύστες.. Open Hole [Ανοιχτή γεώτρηση] Πολ.Μηχ. Γεώτρηση της οποίας τα τοιχώματα είναι σταθερά και δεν χρησιμοποιείται επένδυση με σωλήνες για την σταθεροποίηση τους. Open Inequality [Ανοιχτή ανισότητα] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται σε οποιαδήποτε ανισότητα που ορίζει ανοιχτό σύνολα σημείων, για παράδειγμα a<xΥ, όπου Χ,Υ τοπολογικοί χώροι, καλείται ανοικτή όταν για κάθε ανοικτό σύνολο Α του Χ το f (Α) είναι ανοικτό σύνολο του Υ. Open Ν Cell [Ανοιχτό n κελί] Μαθημ. Με τον όρο εννοούμε ένα σύνολο που παρουσιάζει ομομορφισμύ με ένα άλλο σύνολο, τα στοιχεία του οποίου ανήκουν στον ευκλείδειο χώρο διάστασης n και απέχουν από την αρχή απόσταση μικρότερη της μονάδας. Open Plan [Ελεύθερη διάταξη] Αμχ. Σε γραφεία επιχειρήσεων διάταξη του χώρου εργασίας του προσωπικού που δε συμπεριλαμβάνει κανενός τύπου διαχωριστικό στοιχείο για την υποδιαίρεση των αιθουσών σε χώρους μικρότερης επιφάνειας.

O p e n Rise

- 992 -

Open Rise [Ελεύθερη κλίμακα] Οικοδ. Σκάλα που δεν έχει ρίχτι μεταξύ των σκαλοπατιών της τα οποία στηρίζονται στα δύο άκρα. Υπάρχει ορατότητα μεταξύ των σκαλοπατιών από την μια προς την άλλη πλευρά της σκάλας. Open Roof [Ανοιχτή στέγη] Οικοδ. Στέγη που αποτελείται από δικτυώματα τα οποία είναι ορατά διότι δεν καλύπτονται από μια ψευδοροφή. Open Routine [Ανοικτή ρουτίνα] Πληρ. 1. Η ανεξάρτητη ρουτίνα, η οποία έχει τη δυνατότητα να καλείται αυτόματα κάθε φορά που απαιτείται η εκτέλεσή της, με δυναμικό τρόπο κατά την στιγμή της εκτέλεσης του προγράμματος. Επίσης, μπορεί να ενσωματωθεί στο κυρίως πρόγραμμα και να αποτελεί τμήμα του. 2. Η ρουτίνα, η οποία μετατρέπει τα αρχεία σε ανοικτά ώστε να ακολουθήσει η διαδικασία της επεξεργασίας τους. Open Set [Ανοικτό σύνολο] Μαθημ. Ένα υποσύνολο Α τοπολογικού χώρου Χ καλείται ανοικτό εάν είναι κενό ή εάν για κάθε α που ανήκει στο Α, υπάρχει αριθμός r θετικός τέτοιος, ώστε η ανοικτή σφαίρα με κέντρο το α και ακτίνα το r να είναι υποσύνολο του Α. Open Shop [Ελεύθερης πρόσβασης σύστημα] Πληρ. Χαρακτηρισμός του συστήματος επεξεργασίας δεδομένων, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι οι χρήστες και όχι μόνο οι ειδικοί-επαγγελματίες προγραμματιστές. Open Simplex [Ανοιχτό simplex] Μαθημ. Σε μια χωρική διάταξη n διάστασης με βάση τα σημεία b 0 ,b],...,b n , ανοιχτό simplex καλείται η διάταξη που προκύπτει αν αφαιρεθούν τα σημεία a „ b 0 + . . . + a n b n όπου ένας ή και περισσότεροι από τους συντελεστές ^ είναι μηδέν. Open S u b r o u t i n e [Ανοικτή υπορουτίνα] Πληρ. Η υπορουτίνα ενός προγράμματος, η οποία καλείται με αυτόματο τρόπο από το κυρίως πρόγραμμα κάθε φορά που απαιτείται. Βρίσκεται αποθηκευμένη σε διαφορετική μονάδα από αυτή που βρίσκεται το κυρίως πρόγραμμα Open System [Ανοικτό σύστημα) Φυα. Ονομασία η οποία προσδιορίζει ένα θερμοδυναμικό σύστημα το οποίο δεν είναι απομονωμένο ή κλειστό αλλά αντιθέτως ανταλλάσσει ύλη και ενέργεια με το περιβάλλον του. Open System Architecture [Αρχιτεκτονική ανοικτού συστήματος] Πληρ. Η οργάνωση της σύνδεσης και της επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρονικών υπολογιστών, η οποία είναι πολύ χρήσιμη για τη λειτουργία των δικτύων και με την οποία ξεπερνιούνται οι διάφορες δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την επικοινωνία υπολογιστικών συστημάτων που προέρχονται από διαφορετικούς κατασκευαστές. Open Tendering [Ανοιχτός διαγωνισμός] ΠολΜηχ. —» Open Bidding. Open T r a v e r s e [Σφάλμα τερματισμού] Γεν. Στις τοπογραφικές μετρήσεις ενός κλειστού πολυγώνου, η κατάσταση που δημιουργείται στο τέλος της διαδρομής σύμφωνα με την οποία λόγω σφαλμάτων που γίνονται στις αναγνώσεις για διάφορους λόγους το πολύγωνο δεν κλείνει ακριβώς στο σημείο της αφετηρίας. Open Universe [Διαστελλόμενο σύμπαν] Αστρον. Είναι ένας όρος που αναφέρεται στην αντίστοιχη θεωρία περί της εξέλιξης του σύμπαντος, σύμφωνα με την οποία αυτό θα διαστέλλεται για πάντα, έχοντας έτσι άπειρο άγκο. Open Valley [Αυλάκι στέγης] Οικοδ. Σε κεκλιμένες στέγες, το αυλάκι που δημιουργείται στο χαμηλό σημείο της τομής δύο επιπέδων το οποίο συνήθως χρησι-

μοποιείται ως υδρορροή για των έλεγχο των νερών της βροχής. O p e n Well [Πηγάδι] Πολ.Μηχ. Οπή στο έδαφος απύ την οποία γίνεται υδροληψία και η διάμετρος της οποίας είναι μεγάλη, η δε υδροληψία εκτελείται μέσω ενός κάδου που αναρτάται από ένα σύστημα τροχαλιών. O p e n Wire C a r r i e r System [Σύστημα φερέσυχνων γυμνού σύρματος] Επικοιν. Μετάδοση τέτοιου τύπου δεν συναντιέται πολύ συχνά μια που αντικαθίσταται γενικά από πιο προηγμένες διατάξεις ακόμα και σε ειδικές εφαρμογές πχ τραίνα σε αγροτικές περιοχές κτλ. O p e n c u t [Ανοιχτό όρυγμα] Πολ.Μηχ. Τρόπος κατασκευής μιας σήραγγας σύμφωνα με τον οποίο η κατασκευή του τεχνικού γίνεται σε ανοιχτό όρυγμα και όχι με διάτρηση. Χρησιμοποιείται συνήθως στην κατασκευή των εισόδων και των εξόδων των σηράγγων, όπου το ύψος του υπερκείμενου εδάφους είναι σχετικά μικρό ή στις σήραγγες που κατασκευάζονται σε αστικές περιοχές. Opening [Ανοιγμα, τρύπα] Οικοδ. 1. Σε ένα φορέα, η οριζόντια απόσταση μεταξύ δύο στηρίξεων. 2. II δημιουργία μιας τρύπας στο σώμα ενός μέλους του φορέα που δημιουργείται στην περίπτωση που το μέλος αποτελεί ένα εμπόδιο στην διαδρομή μιας από τις σωλήνες των δικτύων της οικοδομής. O p e r a n d [Τελεστέος] Πληρ. Οποιαδήποτε από τις ποσότητες στις οποίες εφαρμόζεται ένας τελεστής κατά την εκτέλεση μιας λογικής ή αριθμητικής πράξης. Μπορεί να είναι μια σταθερά ή μια μεταβλητή. Π.χ. στην παράσταση 1 +0, οι τελεστέοι είναι το 1 και το 0, ενώ στην παράσταση Α*Β, οι τελεστέοι είναι το Α και το Β. O p e r a t e Time [Φάση λειτουργίας] Πληρ. Το χρονικό στάδιο εκτέλεσης μιας λειτουργίας του υπολογιστή. O p e r a t i n g Delay [Καθυστέρηση λειτουργίας] Πληρ. Η προσωρινή διακοπή και αναβολή στη διεξαγωγή οποιασδήποτε λειτουργίας του υπολογιστή, η οποία δεν οφείλεται σε κάποιο σφάλμα του λογισμικού ή του υλικού, αλλά αποκλειστικά και μόνο σε κάποιο σφάλμα χειρισμού από το χρήστη. O p e r a t i n g Position [Θέση λειτουργίας] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται το υποσύστημα επικοινωνιών από τη μεριά του χρήστη (εξοπλισμός, λογισμικό, χρήστης με κάποια εξειδίκευση). O p e r a t i n g P r e s s u r e [Πίεση λειτουργίας] Τεχνολ. Σε συστήματα ή δίκτυα που έχουν σχέση με τη μεταφορά ρευστών ή που η λειτουργία του συστήματος εξασφαλίζεται με υδραυλικούς μηχανισμούς, η πίεση που έχει το ρευστό στοιχείο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του συστήματος ή του μηχανισμού. O p e r a t i n g Ratio [Αόγος αποδοτικής λειτουργίας] Πληρ. Το ποσοστό, συνήθως εκφρασμένο επί τοις εκατό, το οποίο προκύπτει ως ο λόγος του συνολικού χρόνου σωστής και αποδοτικής λειτουργίας μιας συγκεκριμένης μονάδας του υπολογιστή προς τον ολικό χρόνο όπου η συσκευή είναι σε λειτουργία. Αποτελεί ένα μέτρο της απόδοσης μιας μονάδας του υπολογιστικού συστήματος. O p e r a t i n g Stress [Τάση λειτουργίας] Μηχ. Η τάση που αναπτύσσεται στα μέλη ενός φορέα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, όταν καταπονείται από το φορτία που δέχεται. O p e r a t i n g System [Λειτουργικό σύστημα] Πληρ. Πρόκειται για το σύστημα προγραμμάτων, το οποίο συνδέει το χρήστη με το υπολογιστικό σύστημα, δηλαδή ε-

-993λέγχει και συντονίζει τη χρήση του υλικού ανάμεσα στα διάφορα προγράμματα εφαρμογής του χρήστη. Κύριοι στόχοι του είναι η διευκόλυνση του χρήστη και η αποδοτική λειτουργία του υπολογιστικού συστήματος. ^ Operation [Δράση] Μαθημ. Έστω G μια ομάδα και S σύνολο. II G δρα επί του S αν έχει ορισθεί μια απεικόνιση G'S-»S δηλαδή κάθε ζεύγος (x,s) που ανήκει στο G S απεικονίζεται από το στοιχείο xs που ικανοποιεί τις εξής ιδιότητες: 1) (xy)s=x(ys), με x,y ανήκουν στην G και s ανήκει στο S. 2) ls=s. Operation 2 [Πράξη] Μαθημ. Βασική έννοια της άλγεβρας η οποία ορίζεται, σε σχέση με κάποιο μη κενό σύνολο Κ, ως μία απεικόνιση f του καρτεσιανού γινομένου Κ'Κ πάνω στο Κ. Συμβολίζεται f: Κ'Κ-» Κ. Σημειώνεται ότι ο παραπάνω ορισμός αφορά μία διμελή πράξη η οποία είναι επιπλέον και εσωτερική καθώς το σύνο?α Κ είναι κλειστό ως προς την πράξη αυτή. O p e r a t i o n 3 [Λειτουργία] Τεχνολ. Η κατάσταση που επικρατεί σε ένα σύστημα ή σε ένα μηχανισμό όταν εκτελεί της εργασίες ή τις διαδικασίες για τις οποίες κατασκευάστηκε. Operation 4 [Πράξη] Πλημ. Μία γενική έκφραση η οποία χαρακτηρίζει την οποιαδήποτε λειτουργία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η οποία έχει τη μορφή κάποιας επεξεργασίας δεδομένων και η οποία τελείται κάτω από την καθοδήγηση συγκεκριμένης εντολήςοδηγίας. Operation Analysis [Επιχειρησιακή ανάλυση] Τεχνολ. Ασκήσεις που κάνει κατά καιρούς η διοίκηση μιας επιχείρησης το αντικείμενο των οποίων είναι η ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης της παραγωγικής διαδικασίας και η αναζήτηση μεθόδων βελτίωσης της παραγωγικότητας. Operation Analysis C h a r t [Διάγραμμα επιχειρησιακής έρευνας] Τεχνολ. Γραφική παράσταση όλων των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για να συμπληρωθεί ένας κύκλος της παραγωγικής διαδικασίας ενός προϊόντος και η λειτουργική σύνδεση το)ν δραστηριοτήτων σε μια αρμονική αλληλουχία. Operation Basis E a r t h q u a k e [Σεισμός λειτουργίας] Πολ.Μηχ. Θεωρείται ότι είναι ο μέγιστος σεισμός, την ένταση του οποίου σχεδιάζεται να αντέξει μία κατασκευή και κατά την διάρκεια αλλά επίσης και μετά από αυτόν ώστε να βρίσκεται σε κανονική λειτουργία. Operation Code [Κώδικας λειτουργίας] Πλημ. Καλείται ο δυαδικός κώδικας μιας εντολής που έχει ως στόχο να υποδείξει ή να αναγνωρίσει την πράξη που πρόκειται να εκτελεστεί από τον υπολογιστή. Ονομάζεται επίσης και κώδικας εντολής. Operation Cycle [Κύκλος λειτουργίας] Πλημ. Αποτελείται από μια ακολουθία στοιχειωδών εργασιών που εκτελούνται σε μια μνήμη του υπολογιστή με τη μορφή βημάτων, με στόχο την εκτέλεση μιας εντολής ή λειτουργίας του υπολογιστή. O p e r a t i o n Decoder [Αποκωδικοποιητής λειτουργίας] Πλημ. Πρόκειται για ένα σύστημα της μονάδας ελέγχου του υπολογιστή, το οποίο ερμηνεύει τον κώδικα λειτουργίας μιας εντολής σε ένα πρόγραμμα και ενεργοποιεί το απαιτούμενο σχέδιο κυκλώματος προς ολοκλήρωση της λειτουργίας. Operation N u m b e r [Αριθμός λειτουργίας] Πλημ. Ο αριθμός, ο οποίος μπορεί να χαρακτηρίζει οποιαδήποτε γραμμή ενός υπολογιστικού προγράμματος και αντιστοιχεί σε κάποια εντολή ή λειτουργία του.

Operator Algebra

O p e r a t i o n Process C h a r t [Διάγραμμα λειτουργικών διαδικασιών] Τεχνολ. Γραφική παράσταση με αναλυτικό τρόπο της παραγωγικής διαδικασίας ενός προϊόντος στο οποίο παρουσιάζονται όλες οι παράμετροι που επηρεάζουν το σύνολο των τμημάτοον που συμμετέχουν σε αυτήν. Operation Time [Χρόνος λειτουργίας] Πλ.ημ. Καλείται ο απαιτούμενος χρόνος εκτέλεσης μιας λειτουργίας, αφού έχει προηγηθεί η ερμηνεία του κώδικα λειτουργίας της. Operation Waste [Απώλειες λειτουργίας] Πολ.Μηχ. Η απώλεια μιας ποσότητας νερού σε ένα αρδευτικό δίκτυο από εξάτμιση ή διάφορους άλλους λόγους, μεια')νοντας έτσι την ποσότητα νερού που απορροφάται από το έδαφος. Operational [Λειτουργικός] Τεχνολ. Η κατάσταση ενός συστήματος ή ενός μηχανισμού όταν έχει την πλήρη δυνατότητα να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να εκτελέσει την εργασία για την οποία κατασκευάστηκε. Operational Calculus [Λογισμός τελεστών] Μαθημ. Μέθοδος της μαθηματικής ανάλυσης με την οποία γίνεται απλούστερη η λύση πολύπλ.οκων μαθηματικών προβλημάτων. Συνήθως ο λογισμός των τελεστών περιλαμβάνει την αντικατάσταση των υπό μελέτη συναρτήσεων με μετασχηματισμούς που προκύπτουν από την αρχική συνάρτηση μέσω ενός μετασχηματισμού Laplacc. Κατά την αντικατάσταση ο διαφορικός τελεστής ερμηνεύεται ως αλγεβρική ποσότητα, με αποτέλεσμα η λύση μιας γραμμικής διαφορικής εξίσωσης να ανάγεται στη λύση μιας απλούστερης αλγεβρικής. Operational Maintenance [Λειτουργική συντήρηση] Τεχνολ.. Η συντήρηση ρουτίνας που γίνεται σε μηχανολογικούς εξοπλισμούς με προγραμματισμένο τρόπο και σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια των οποίων διακόπτεται για ένα μικρό σχετικά χρόνο η λειτουργία του μηχανήματος και έκτος από την λίπανση των κινητών εξαρτημάτων γίνεται και ένας γενικός έλεγχος της κατάστασης του μηχανήματος. Operations Research [Επιχειρησιακή έρευνα] Τεχνολ. Η ανάλυση όλων των εναλλακτικών λύσεων ενός προβλήματος με τη μέθοδο ανάπτυξης προσομοιωμάτων με μαθηματικούς τύπους, με στόχο την αναζήτηση της βέλτιστης λύσης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν το αποτέλεσμα και ανάλαγα με το ειδικό βάρος της κάθε παραμέτρου. O p e r a t o r 1 [Τελεστής] Μαθημ. Έκφραση με την οποία προσδιορίζεται κάθε μαθηματικό σύμβολα το οποίο χρησιμοποιείται για την διεξαγωγή μίας μαθηματικής πράξης (βλέπε Operation). Π.χ. το σύμβολο 11 + " συμβολίζει τον τελεστή της πράξης "πρόσθεση" μεταξύ δύο αριθμών ενώ με το σύμβολα d/dx συμβολίζεται ο τελεστής για την πράξη "παραγώγιση" η οποία τελείται πάνω σε μία συνάρτηση. O p e r a t o r [Χειριστής] Επικοιν. Ανθρωπος που πρέπει να κατέχει όσα απαιτεί η θέση εργασίας του. Σε υπηρεσίες επικοινωνίας πολύ εξειδικευμένοι χρήστες συνήθως έχουν και το ανάλογο επίπεδο μόρφωσης ακόμα και σε απλές εργασίες. O p e r a t o r 3 [Χειριστής] Τεχνολ. Ειδικευμένο προσωπικό που έχει την ευθύνη της λειτουργίας ενός μηχανήματος καθώς και την ευθύνη να το διατηρεί σε κατάσταση αποτελεσματικής λειτουργίας. O p e r a t o r Algebra [Αλγεβρα συναρτήσεων] Μαθημ. Πρόκειται για την άλγεβρα συναρτήσεων όπου η πράξη του πολλαπλασιασμού μεταξύ των ορίζεται από τη

Operator Hierarchy

-994-

σύνθεσή τους, δηλαδή fh(x)=f(h(x)). O p e r a t o r H i e r a r c h y [Ιεραρχία χειριστού] Πλημ. Η τοποθέτηση των τελεστούν σε μια κατάλληλη σειρά με τη μορφή βημάτων, η οποία καθορίζεται απύ την μορφή της λογικής ή αριθμητικής παράστασης στην οποία περιέχονται και πρόκειται να εκτελεστεί από το υπολογιστικό σύστημα. O p e r a t o r I n t e r r u p t [Διακοπή χειριστού] Πλημ. Η αναβολή στην εκτέλεση μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος, η οποία οφείλεται σε κάποιο σφάλμα του υλικού ή του λογισμικού και ο χρήστης ενημερώνεται για αυτό το σφάλμα με οπτικό μήνυμα που εμφανίζεται σε οθόνη. Για την συνέχιση της λειτουργίας, απαιτείται απάντηση από το χρήστη στο μήνυμα αυτό και επιλογή του καλύτερου δυνατού τρόπου ώστε να αντιμετωπιστεί το σφάλμα αυτό. O p e r a t o r Process C h a r t [Διάγραμμα χειρισμών] Τεχνολ. Γραφική παράσταση στην οποία παρουσιάζονται οι χειρισμοί που απαιτείται να κάνει ένας χειριστής και η χρονική σχέση τους. O p e r a t o r Productivity [Παραγωγικότητα χειριστή] Τεχνολ. Ο λόγος μεταξύ της πραγματικής διάρκειας εργασίας ενός χειριστή και του συνολικού χρόνου που θεωρητικά απαιτείται για την εκτέλεση της εργασίας. O p e r a t o r Theory [Θεωρία Τελεστών] Μαθημ. Ο κλάδος της συναρτησιακής ανάλυσης που μελετά τις ιδιότητες των τελεστών, όπως για παράδειγμα τις χαρακτηριστικές ρίζες, το πεδίο ορισμού και τιμών, τη συνέχεια των τελεστών, καθώς και την εφαρμογή τους στη λύση διαφόρων προβλημάτων. O p e r a t o r T r a i n i n g [Εκπαίδευση χειριστή] Τεχνολ. Η διαδικασία εξοικείωσης ενός μελλοντικού χειριστή ενύς μηχανήματος με τους χειρισμούς που απαιτείται να κάνει για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανήματος. O p e r a t o r Utilization (Αποδοτικότητα χειριστή] Τεχνολ. II σχέση μεταξύ των συνολικών ωρών εργασίας και της χρονικής διάρκειας εργασίας του χειριστή εντός αυτού του χρόνου. Ophelia [Οφηλία] Αστμον. Ένας από τους δορυφόρους στον εξώτερο δακτύλιο του Ουρανού με διάμετρο περίπου 32km. Περιστρέφεται με τροχιά μέσης απόστασης 53760km και έχει περίοδο περιστροφής εννέα ώρες και τρία λεπτά. O p h i u c h u s [Οφιούχος] Αστμον. Το όνομα ενός μεγάλου ισημερινού αστερισμού. Opiate [Οπιούχα] Οργ.Χημ. Ουσίες που εξάγονται από το αποξηραμένο γαλάκτωμα του φυτού papavcr somniferum (παπαρούνα του οπίου). Το γαλάκτωμα περιέχει κυρίως μορφίνη και κωδεΐνη, που χρησιμοποιούνται σαν αναλγητικά, αντιβηχικά και εναντίον της διάρροιας σε πολλά φαρμακευτικά σκευάσματα. Έχουν ναρκωτικές ιδιότητες και προκαλούν εθισμό. Έχουν ηρεμιστικές ιδιότητες και προκαλούν μείωση αντανακλαστικών, διαταραχές στην κίνηση και την ομιλία, πτώση θερμοκρασίας και πιθανόν εμετούς, που μειώνονται με τη συνεχή χρήση. Εκτός από τα φυσικά ή ημισυνθετικά οπιούχα (ηρωίνη) υπάρχουν και τα συνθετικά, ύπως η πεθιδίνη και η μεθαδόνη. Και οι δύο μαζί κατηγορίες ναρκωτικών ουσιών αναφέρονται σαν οπιοειδή. Opisonieter [Καμπύλομέτρο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία απλή ηλεκτρονική συσκευή χειρός, η οποία διαθέτει ένα μικρό τροχό και σαρώνοντάς την επάνω σε μία καμπύλη γραμμή ενός σχεδίου ή χάρτη.

δίδει με σχετική ακρίβεια το μήκος της. O p i u m [Όπιο] Ομγ.Χημ. Ναρκωτική ουσία που εξάγεται από την παπαρούνα του οποίου (Papaver somniferum) που φύεται στην Τουρκία, την Ινδία και αλλού. Στην εμπορική της μορφή είναι κολλοειδής, εύπλαστη μάζα που σκληραίνει με την πάροδο του χρόνου. Περιέχει τις ναρκωτικές ουσίες, μορφίνη (από την οποία με χημική κατεργασία παράγεται η ηρωίνη), μεπεριδίνη, κο)δεΐνη κ.α. Το όπιο έχει αναλγητικές ιδιότητες, παρόμοιες με εκείνες των ενδορφινών ή εγκεφαλινών που παράγει ο οργανισμός. Προκαλεί ευφορία, αλλά και εθισμό και για το λόγο αυτό η νόμιμη παραγωγή του κρατείται σε χαμηλά επίπεδα. Σοβαρά προβλήματα εθισμού είχαν αναφερθεί στην Κίνα ήδη από τον 18° αιώνα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή μορφίνης, αλλά και άλλων ουσιών για φαρμακευτική χρήση. O p p e n a u e r Oxidation [Οξείδωση Oppenaucr] Οργ. Χημ. Οξείδωση πρωτοταγών ή δευτεροταγών αλκοολών προς αλδεύδες ή κετόνες, αντίστοιχα, με την επίδραση περίσσειας κετονών (βενζοφαινόνης, ακετόνης κλπ). Διεξάγεται με θέρμανση βενζολικού διαλύματος των αντιδρώντων παρουσία αλκοξειδίων του αργιλίου σαν καταλυτών. Η αντίδραση γίνεται και αντίστροφα. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Oppenheimer - Phillips Process [Διαδικασία Oppenhcimer-Phillips] Πυρην.Φνσ. Πυρηνική αντίδραση κατά την οποία ένας πυρήνας βομβαρδίζεται από ένα δευτέριο το οποίο είναι ένα σύνθετο σωμάτιο αποτελούμενο από πρωτόνιο και νετρόνιο. Κατά την αντίδραση αυτή το δευτέριο απογυμνα')νεται απύ το νετρόνιο του, το οποίο συλλαμβάνεται απύ τον πυρήνα, χωρίς το ίδιο να εισέλθει στον πυρήνα. O p p e n h e i m e r - Volkoff Limit [Όριο OppcnhcimerVolkoff] Αστρον. Όταν η μάζα ενός αστέρα νετρονίων ξεπεράσει το εν λόγω όριο, το οποίο έγκειται περίπου στις 1,5 ως 2 ηλιακές μάζες, ο αστέρας εξαφανίζεται στο χώρο ως μελανή οπή. Opposite Side [Απέναντι πλευρά] Μαθημ. 1. Σε ένα πολύγωνο με περιττό αριθμό πλευρών, απέναντι πλευρά μιας κορυφής καλείται η πλευρά του πολυγώνου η οποία απέχει από την συγκεκριμένη κορυφή τον ίδιο αριθμό πλευρών, όποιο μονοπάτι κι αν ακολουθήσουμε από τα δύο. 2. Αντίστοιχα σε ένα πολύγωνο με ζυγό αριθμό πλευρών, απέναντι πλευρά ονομάζεται η μία εκ των δύο πλευρών που απέχουν η μία από την άλλη ίδιο αριθμό πλευρών όποιο μονοπάτι κι αν ακολουθήσουμε για να φτάσουμε από τη μία πλευρά στην άλλη. Opposite Vertices [Αντίθετες Κορυφές] Μαθημ. Σε ένα πολύγωνο με ζυγό αριθμό πλευρών αντίθετες κορυφές καλούνται οι κορυφές με την εξής ιδιότητα: όποιο μονοπάτι κι αν ακολουθήσουμε για να πάμε από την μία κορυφή στην άλλη, ο αριθμός των πλευρών που θα διανύσουμε θα είναι ο ίδιος. Opposition [Αντίθεση] Αστμον. Έκφραση με την οποία υποδηλώνεται ότι η θέση ενός πλανήτη ή της Σελήνης βρίσκεται πάνω στην ευθεία που ενώνει τον Ήλιο και τη Γη και σε σημείο διαμετρικά αντίθετο από τη θέση του Ηλίου. Τότε λέμε ότι ο πλανήτης ή η Σελήνη βρίσκεται σε αντίθεση ως προς τον Ήλιο καθώς μεταξύ των δύο παρεμβάλλεται η Γη. Opsin [Οψίνη] Βιοχημ. Πρωτεΐνη μοριακού βάρους 28000, συστατικό της ροδοψίνης. Συνδέεται με την 11cis-ρετινάλη, σχηματίζοντας βάση Schiff. Συμμετέχει στο μηχανισμό της όρασης.

-995 Optical A b e r r a t i o n [Οπτική εκτροπή] Οπτικ. Γενική έκφραση η οποία αναφέρεται στη δημιουργία εσφαλμένου ειδώλου κατά τη διέλευση των φωτεινών ακτίνων από έναν φακό ή κατά την ανάκ>.αση αυτών από κυρτό κάτοπτρο. Η χρωματική εκτροπή έχει να κάνει με το χρωματισμό των άκρων του ειδώλου που δημιουργείται από έναν φακό και οφείλεται στο φαινόμενο της διασποράς του φωτός από το υλικό του φακού. Η σφαιρική εκτροπή παρατηρείται κατά την ανάκλαση του φωτύς από κοίλο κάτοπτρο και οφείλεται στο μεγάλο άνοιγμα του κατόπτρου το οποίο παράγει μία συγκεχυμένη εικόνα του ειδώλου. Optical Activity 1 [Οπτική ενεργότητα] Οπτικ. Φαινόμενο το οποίο παρατηρείται κατά τη διάδοση γραμμικά πολωμένου φωτός μέσα από κάποια υλικά τα οποία ονομάζονται οπτικώς ενεργά υλικά. Τα υλικά αυτά έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πόλωσης του φωτός κατά μία γωνία 0 η οποία εξαρτάται από το πάχος του υλικού. Ανάλογα δε με τη φορά της στροφής του επιπέδου πόλωσης, κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού ή την αντίστροφη φορά, τα υλικά αυτά κατατάσσονται σε δεξιόστροφα και σε αριστερόστροφα. Optical Activity [Οπτική ενεργότητα] Ομγ.Χημ. Ιί ικανότητα μιας οργανικής κυρίως ουσίας να στρέφει το επίπεδο το πολωμένου φωτός δεξιά ή αριστερά (αντίστοιχα, δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη ουσία). Οφείλεται στην ασύμμετρη κατασκευή του μορίου της ένωσης. Μετράται με την ειδική γωνίας στροφής σε ειδικά όργανα, τα πολωσίμετρα. Optical Axis [Οπτικός άξονας] Οπτικ. 1. Ονομασία ενός εύχρηστου άξονα αναφοράς ο οποίος στην περίπτωση ενός φακού είναι ο άξονας που ενώνει τα δύο κέντρα καμπυλότητας και περνά από το οπτικό κέντρο του φακού, ενώ για την περίπτωση ενός σφαιρικού κατόπτρου είναι ο άξονας που ενώνει το κέντρο καμπυλότητας με την κορυφή του κατόπτρου. Ο άξονας αυτός είναι επίσης γνωστός και ως κύριος άξονας. 2. Χαρακτηριστική διεύθυνση διάδοσης του φωτός στους διπλοθλαστικούς κρυστάλλους κατά την οποία δεν παρατηρείται το φαινόμενο της διπλής διάθλασης. Φωτεινές ακτίνες οι οποίες διαδίδονται μέσα από διπλοθλαστικά υλικά παράλληλα με την αυτή διεύθυνση δεν παρουσιάζουν εκτροπή και εξέρχονται του υλικού χωρίς αλλαγές στην πόλωσή τους. Optical B a r Code Reader [Οπτικός αναγνώστης γραμμα>τού κώδικα] Πλημ. Η ειδική συσκευή οπτικής ανάγνωσης, η οποία φέρει ένα φωτοηλεκτρικό αισθητήρα που μπορεί να σαρώνει κατάλληλους συνδυασμούς λεπτών και πλατιών γραμμών σε διαφορετικού πλάτους κενά διαστήματα, αναγνωρίζοντας τα δεδομένα που έχουν κωδικοποιηθεί. Βασίζεται στη σάρωση στοιχείων διαφοροποιώντας τις σκοτεινές και τις φωτεινές περιοχές. Optical Center [Οπτικό κέντρο] Οπτικ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στο γεωμετρικό κέντρο ενός λεπτού φακού. Το σημείο αυτό βρίσκεται πάνω στον οπτικό άξονα (βλέπε Optical Axis) και κάθε φωτεινή ακτίνα που περνά από αυτό δεν εμφανίζει κάποια εκτροπή ή απόκλιση. Optical C h a r a c t e r Recognition [Οπτική αναγνώριση χαρακτήρων] Πλημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα ηλεκτρονικά μηχανήματα και το ανάλογο λογισμικό τα οποία είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να μετατρέψουν σε ψηφιακά επεξεργάσιμη μορφή κείμενα τυ-

Optical Galaxy

πωμένα σε χαρτί. Optical Communications [Οπτικές τηλεπικοινωνίες] Επικοιν. Κλάδος επικοινωνιών που στηρίζεται σε μετάδοση δεδομένων υπό μορφή κυμάτων φωτός καθώς και όλο το υλικό που μπορεί να σχετίζεται με τέτοιο θέμα. Optical Disc [Οπτικός δίσκος] Πλημ. Σύγχρονο μέσο ψηφιακής αποθήκευσης δεδομένων το οποίο έχει τη μορφή μικρού μεταλλικού δίσκου, μικρού πάχους και επικαλυμμένου από διαφανές πλαστικό. Τα δεδομένα καταγράφονται στην επιφάνεια του δίσκου από μία ισχυρή δέσμη λέιζερ, η οποία δημιουργεί μικρές κοιλάτητες και διαβάζονται από μία ασθενέστερη δέσμη λέιζερ που ανιχνεύει τις κοιλότητες καθώς ο δίσκος γυρίζει. Οι οπτικοί δίσκοι μας παρέχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουμε μεγάλες ποσότητες δεδομένων με τη μορφή κειμένου, μουσικής ή και κινούμενης εικόνας. Optical Double S t a r [Οπτικώς διπλοί αστέρες] Αστμον. Αστέρες που βρίσκονται σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς να επιδρούν ελκτικές δυνάμεις μεταξύ τους, αλλά φαίνονται ως διπλό σύστημα επειδή προβάλλονται πλησίον στην ουράνιο σφαίρα. Optical Electrons [Οπτικά ηλεκτρόνια] Ατομ.Φυσ. Ονομασία η οποία αναφέρεται στα εξώτατα ηλεκτρόνια ενός ατόμου τα οποία είναι υπεύθυνα για την εκπομπή και απορρόφηση της οπτικής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Κατά την αποδιέγερση τέτοιων ηλεκτρονίων εκπέμπονται φωτόνια των οποίων οι συχνότητες ανήκουν στο λεγόμενο γραμμικό φάσμα εκπομπής, το οποίο είναι ένα χαρακτηριστικό φάσμα οπτικών συχνοτήτων του ατόμου. Optical Fiber [Οπτική ίνα] Οπτικ. Είδος οπτικού κυματοδηγού που κατασκευάζεται από γυαλί ή χαλαζία ο οποίος έχει τη μορφή λεπτής ίνας με διάμετρο λίγων μικρών. Το φως εισερχόμενο από το ένα άκρο της οπτικής ίνας διαδίδεται κατά μήκος του άξονά της, παθαίνοντας διαδοχικές ανακλάσεις χωρίς απώλειες και τελικά εξέρχεται από το άλλο άκρο. Οι οπτικές ίνες χρησιμοποιούνται στις τηλεπικοινωνίες για τη μετάδοση πληροφορίας με τη μορφή οπτικών παλμών καθώς επίσης και στην ιατρική όπου με την βοήθεια τους μπορεί να παρατηρηθεί το εσωτερικό του ανθρωπίνου σώματος. Optical Flat [Οπτικό επίπεδο] Οπτικ. 1. Επίπεδος δίσκος από γυαλί με πολύ προσεκτικά γυαλισμένες επιφάνειες ο οποίος χρησιμοποιείται για την πιστοποίηση του κατά πόσο διάφορες επιφάνειες είναι επίπεδες. Η πιστοποίηση αυτή συντελείται μέσω της παρατήρησης των κροσσών συμβολής που εμφανίζονται κατά την επαφή του δίσκου με τις εξεταζόμενες επιφάνειες. 2. Γενική έκφραση η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε επίπεδη επιφάνεια της οποίας οι επιφανειακές ανωμαλίες δεν είναι μεγαλάτερες από το μήκος κύματος του φωτός. Optical Frequency [Οπτική συχνότητα] Οπτικ. Ονομασία η οποία αναφέρεται σε κάθε συχνότητα η οποία ανήκει στο οπτικό ή ορατό φάσμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Το φάσμα αυτό είναι μία στενή λωρίδα η οποία εκτείνεται περίπου από την συχνότητα 4 ΊΟ 14 Hz έως την συχνότητα 8 ΊΟ 14 Hz και περιλαμβάνει συχνότητες για τις οποίες είναι ευαίσθητος ο αμφιβληστροειδής χιτώνας του ανθρωπίνου ματιού. Optical Galaxy [Οπτικός γαλαξίας] Αστμον. Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν Γαλαξία συμπαγούς πυρήνα που μοιάζει πολά με αστέρα.

Optical Isomerism

-996-

Optical Isomerism [Οπτική ισομέρεια] Οργ.Χημ. Είδος στερεοϊσομέρειας κατά την οποία οι στερεοχημικοί τύποι των δύο ισομερών έχουν σχέση ειδώλου με αντικείμενο και δεν μπορούν να ταυτιστούν με αλληλεπίθεση. Λέγεται και οπτική ισομέρεια ή εναντιοϊσομέρεια ή χειρομορφία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη οπτικής ισομέρειας είναι το μόριο να είναι δισσυμετρικό, να στερείται δηλαδή κέντρου και επιπέδου συμμετρίας. Οφείλεται στην ύπαρξη ενός ασύμμετρου ατόμου άνθρακα, δηλαδή ενός ατόμου άνθρακα που συνδέεται με τέσσερις διαφορετικούς υποκαταστάτες. Η μοναδική διαφορά στις φυσικές ιδιότητες των δύο οπτικών ισομερών (οπτικών αντίποδων) είναι η αντίθετη ειδική στροφική ικανότητα που παρουσιάζουν. Optical M a r k Reading [Οπτική ανάγνωση συμβόλων] Πληρ. Οποιαδήποτε διαδικασία αναγνώρισης και αποκωδικοποίησης στοιχείων δεδομένων, που βρίσκονται σε κάποιο μέσο με τη μορφή συμβόλων, κατόπιν σάρωσής τους με τη βοήθεια ειδικών συσκευών που φέρουν φωτοηλεκτρικούς αισθητήρες. Optical Microscope [Οπτικό μικροσκόπιο] Οπτικ. Πρόκειται για μία οπτική συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η μεγέθυνση των επιθυμητών αντικειμένων που μελετώνται και που μπορεί να είναι ακόμη και αόρατα με το γυμνό μάτι. Περιλαμβάνει ένα σύστημα φακών, που ονομάζονται αντικειμενικοί και προσοφθάλμιοι, οι οποίοι δημιουργούν ένα είδωλο του υπό εξέταση αντικειμένου μέχρι και δυόμισι χιλιάδες φορές μεγαλύτερο. Optical M o d u l a t o r [Οπτικός διαμορφωτής] Επικοιν. Στηρίζεται σε ένα μετατροπέα ηλεκτρικών σημάτων σε φωτεινές δέσμες πχ φωτοδίοδος. Optical M o n o c h r o m a t o r [Οπτικός μονοχρο)μάτορας] Φυσ.Χημ. Σύστημα επιλογής δέσμης "μονοχρωματικής" ακτινοβολίας σε ευρεία περιοχή μηκών κύματος, που χρησιμοποιείται, κυρίως, στη φασματοφωτομετρία. Διακρίνονται σε μονοχρωμάτορες, πρίσματος, φράγματος κλπ. Ένας μονοχρωμάτορας φασματοφωτομετρίας αποτελείται από μία σχισμή εισόδου, έναν κατευθυντήρα (που κάνει τη δέσμη της ακτινοβολίας παράλληλη, ένα πρίσμα ή ένα φράγμα περίθλασης, ένα συγκεντρωτικό φακό και μία σχισμή εξόδου. Τα χαρακτηριστικά ποιότητας ενός μονοχρωμάτορα είναι η διαχωριστότητα (resolution), η διασπορά, η διαχωριστική ικανότητα, η γωνιακή διασπορά, το ενεργό εύρος ταινίας κλπ. Χρησιμοποιείται επίσης για τη μελέτη της έντασης της ακτινοβολίας σε συγκεκριμένα μήκη κύματος. Optical M o u s e [Οπτική συσκευή εισαγωγής δεδομένων] Πληρ. Πρόκειται για τη γνωστή και ως ποντίκι ηλεκτρονική συσκευή, για την εύκολη και άμεση εισαγωγή εντολών στα περισσότερα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, η οποία επιπλέον διαθέτει ένα σύστημα εκπομπής μίας φωτεινής ακτίνας από την αντανάκλαση της οποίας καθοδηγείται ο δείκτης στην οθόνη. Optical P a t h [Οπτικός δρόμος] Οπτικ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στο γινόμενο του δρόμου που διαγράφει μία φωτεινή ακτίνα μέσα σε ένα οπτικό μέσο επί το δείκτη διάθλασης του μέσου αυτού. Στην περίπτωση που η ακτίνα διαδίδεται διαμέσου πολλών και διαφορετικών οπτικών μέσων τότε ο συνολικός οπτικός δρόμος υπολογίζεται από το άθροισμα των επιμέρους οπτικών δρόμων των διαφόρων οπτικών μέσων. Θα ι-

σχύει δηλαδή: L = n|li + 112Ι2 + π313 + = α=1Σα=ι πα1α, όπου Πι, n2, nk 01 δείκτες διάθλασης των διαφόρων μέσων, lj, 12, h, lk 01 επιμέρους οπτικοί δρόμοι και L ο συνολικός οπτικός δρόμος. Optical Plastic [Οπτικό πλαστικό] Υλικ. Πλαστικό υλικό, διαφανές στο φως, που χρησιμοποιείται αντί για γυαλί σε οπτικές συσκευές για λόγους βελτίωσης ιδιοτήτων (αντοχή σε θραύση), οικονομίας, βάρους κλπ. Για παράδειγμα τα πλαστικά που χρησιμοποιούνται στα παρμπρίζ αυτοκινήτων. Optical Projection System [Οπτικό σύστημα προβολής] Οπτικ. Optical Projector Optical P r o j e c t o r [Οπτικός προβολέας] Οπτικ. Είναι μία συσκευή η οποία έχει την δυνατότητα φωτίζοντας κατάλληλα ένα σχετικά μικρό αντικείμενο να δημιουργεί, συνήθως σε πολλαπλάσιο μέγεθος, ένα είδωλο του, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση, να φωτογραφηθεί ή να παρατηρηθεί από ένα ακροατήριο. Χρησιμοποιείται για παράδειγμα σε διαλέξεις για την υποστήριξη του ομιλητή. Optical P u m p i n g [Οπτική άντληση] Οπτικ. Όρος ο οποίος αναφέρεται στις οπτικές μεθόδους με τις οποίες επιτυγχάνεται η αντιστροφή πληθυσμού σε ένα λέιζερ. Μία συνηθισμένη μέθοδος οπτικής άντλησης είναι και η χρήση λυχνίας εκλάμψεων η οποία παράγει ένα ισχυρό παλμό φωτός διάρκειας μερικών χιλιοστών του δευτερολέπτου και η οποία έχει και την κατάλληλη συχνότητα για να προκαλέσει τις κβαντικές ενεργειακές μεταβάσεις οι οποίες και δημιουργούν την αντιστροφή πληθυσμού. Optical P y r o m e t e r [Οπτικό πυρόμετρο] Τεχνολ. Είδος πυρομέτρου το οποίο χρησιμοποιεί ένα θερμαινόμενο νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα και που εκπέμπει συγκεκριμένο φάσμα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Το φάσμα αυτό στη συνέχεια συγκρίνεται με το αντίστοιχο φάσμα διάπυρης επιφάνειας και με τον τρόπο αυτό μπορεί να υπολογιστεί η θερμοκρασία αυτής της επιφανείας. Optical R e a d e r [Οπτικός αναγνώστης] Πληρ. Καλείται κάθε ηλεκτρονικό μηχάνημα το οποίο συνδεδεμένο με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, μπορεί να μετατρέψει σε ψηφιακή μορφή ώστε να αποθηκευτούν σε αυτόν, τα δεδομένα που σαρώνει και βρίσκονται σε κατάσταση τυπωμένων χαρακτήρων, κωδικών γραμμών, γραμμοσκιασμένων κουκίδων και άλλα. Optical Rotary Dispersion [Οπτικός στροφικός σκεδασμός ή οπτική στροφική διασπορά] Φυσ.Χημ. Το φαινόμενο της εμφάνισης μεγίστων ή ελαχίστων στις καμπύλες μεταβολής της ειδικής γωνίας στροφής μιας οπτικά ενεργής ουσίας, σαν συνάρτηση του μήκους κύματος του πολωμένου φωτός. Χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της απόλυτης στερεοχημικής δομής μιας δυσσυμετρικής ένωσης. Optical Rotation [Οπτική περιστροφή] Οπτικ. Οπτικό φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη διέλευση γραμμικά πολωμένου φωτός μέσα από οπτικώς ενεργά υλικά κατά το οποίο το επίπεδο πόλωσης του φωτός περιστρέφεται κατά μία γωνία θ (βλέπε Optical Activity). Optical Spectra [Οπτικό φάσμα] Φυσ. Είδος ηλεκτρομαγνητικού φάσματος στην περιοχή του ορατού, υπεριώδους ή υπέρυθρου που στηρίζεται στην απορρόφηση της ακτινοβολίας λόγω αλληλχπίδρασής της με ένα υλικό. Κατά τη δίοδο της ακτινοβολίας ορατού ή υπεριώδους επέρχεται εκλεκτική απορρόφηση των μηκών κύματος που αντιστοιχούν σε μεταπτώσεις των ηλε-

- 997 κτρονίων των εξωτερικών στιβάδων των ατόμων ή των μορίων. Αντίθετα, κατά τη δίοδο της ακτινοβολίας υπερύθρου επέρχεται εκλεκτική απορρόφηση των μηκών κύματος που αντιστοιχούν σε διεγέρσεις δόνησης, παραμόρφωσης ή περιστροφής των μορίων και χρησιμοποιούνται στον προσδιορισμό της δομής μιας ένωσης. Optical Spectroscope [Οπτικό φασματοσκόπιο] Οπτικ. Πειραματική διάταξη με τη βοήθεια της οποίας μπορούμε να μελετήσουμε διάφορα οπτικά φάσματα. Στην απλούστερη μορφή του ένα οπτικό φασματοσκόπιο αποτελείται από τον κατευθυντήρα, ο οποίος είναι μία συσκευή από τη οποία οι φωτεινές ακτίνες εξέρχονται παράλληλα, από τον αναλυτή, ο οποίος μπορεί να είναι πρίσμα ή διάφραγμα περίθλασης και από τη διόπτρα με την οποία παρατηρούμε τελικά το φάσμα και τις λεπτομέρειές του. Optical S u r f a c e [Οπτική επιφάνεια] Οπτικ. Ονομασία που αναφέρεται στη διαχωριστική επιφάνεια δύο οπτικών μέσων τα οποία χαρακτηρίζονται από διαφορετική τιμή του δείκτη διάθλασης. Κάθε φωτεινή ακτίνα που προσπίπτει σε μία τέτοια επιφάνεια διαχωρίζεται σε δύο δέσμες. Η μία δέσμη ανακλάται και συνεχίζει στο ίδιο μέσο ενώ η άλλη δέσμη διαθλάται και συνεχίζει στο καινούργιο οπτικό μέσο. Optical Switch [Οπτικός διακόπτης] Ηλεκτρον. Είδος διακόπτη ο οποίος ενεργοποιείται με την πρόσπτωση μιας δέσμης φωτός. Συνήθως είναι μία ημιαγώγιμη διάταξη, π.χ. μία φωτοδίοδος, η οποία μπορεί ανάλογα με την ευαισθησία της στο φως να διεγείρει διάφορα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Optical Transition [Οπτική μετάβαση] Ατομ.Φυσ.Έκφραση η οποία αναφέρεται σε ενεργειακή μετάβαση η οποία συντελείται σε ένα μόριο και η οποία οφείλεται στην εκπομπή ή στην απορρόφηση φα>τονίων ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Σημειώνεται ότι ένα μόριο έχει ένα σύνθετο ενεργειακό φάσμα, αποτελούμενο από ενεργειακές στάθμες περιστροφής, ταλάντωσης καθώς επίσης και από ηλεκτρονικές ενεργειακές στάθμες. Optical Type F o n t [Τύπος χαρακτήρων οπτικής ανάγνωσης] Πληρ. Η μορφή των χαρακτήρων που η αναγνώριση και ανάγνωσή τους γίνεται και από το χρήστη άμεσα και με τη βοήθεια συσκευών οπτικής ανάγνωσης. Optical Waveguide [Οπτικός κυματοδηγός] Οπτικ. Είδος κυματοδηγού με τη βοήθεια του οποίου μπορεί να μεταδοθεί μία φωτεινή ακτίνα σε μεγάλες αποστάσεις και ο οποίος παρουσιάζει ομοιότητες με τους μεταλλικούς κυματοδηγούς που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση των μικροκυμάτων. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο έχει να κάνει με τον τρόπο ανάκλασης της ηλεκτρομαγνητικής δέσμης. Στους μεταλλικούς κυματοδηγούς η ανάκλαση οφείλεται σε μεταλλικές επιφάνειες ενώ στους οπτικούς η ανάκλαση γίνεται από διαχο)ριστικές επιφάνειες μεταξύ διαφορετικών διηλεκτρικών μέσων. Οι οπτικές ίνες είναι ένα τυπικό παράδειγμα οπτικού κυματοδηγού (βλέπε Optical Fiber). Optical Window [Οπτικό παράθυρο] Οπτικ. Έκφραση η οποία αναφέρεται σε συγκεκριμένο κενό που παρουσιάζει η απορρόφηση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από την ατμόσφαιρα της Γης, το οποίο επιτρέπει την διέλευση συγκεκριμένου φάσματος συχνοτήτων που προέρχεται από το διάστημα. Το παράθυρο

Optimizer

αυτό περιλαμβάνει το σύνολο του οπτικού φάσματος (760 - 400 nm) και μέρος του υπεριώδους, έχοντας σαν κάτω όριο τα 320 nm. Optician [Οπτικός] Μηχ. Ονομάζεται ο έμπορος οπτικών ειδών ή ο τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή των φακών για τα διάφορα οπτικά εργαλεία. Optics [Οπτική] Φυσ. Κλάδος της φυσικής ο οποίος ασχολείται με την φύση του φωτός και γενικά με τα φωτεινά φαινόμενα τα οποία διεγείρουν το ανθρώπινο μάτι. Η οπτική μπορεί να χα>ριστεί σε δύο μεγάλες κατηγορίες, την κυματική οπτική η οποία εξετάζει το φως σαν ένα κύμα και την γεωμετρική οπτική η οποία εξετάζει το φως σαν ένα σύνολο από φωτεινές ακτίνες οι οποίες διαδίδονται ευθύγραμμα. Σημειώνεται ότι η γεωμετρική οπτική αποτελεί μέρος της κυματικής οπτικής και ισχύει κατά την περίπτωση που οι πλευρικές διαστάσεις των διαφόρων χρησιμοποιούμενων οργάνων έχουν διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από το μήκος κύματος του φωτός. O p t i m a l Policy [Βέλτιστη τακτική] Μαθημ. Πρόκειται για μια ακολουθία συναρτήσεων αποφάσεων που χρησιμοποιείται στα προβλήματα βελτιστοποίησης, για να επιφέρει αλλαγή στην κατάσταση του συστήματος ώστε να ελαχιστοποιηθεί ή να μεγιστοποιηθεί η δοσμένη αντικειμενική συνάρτηση. Optimal Strategy [Βέλτιστη στρατηγική] Μαθημ. Ο όρος βρίσκει εφαρμογή σε ένα παιχνίδι πινάκων με δύο παίχτες, και είναι η στρατηγική που θα ακολουθήσει καθένας από τους παίχτες με σκοπό την ελαχιστοποίηση της μέγιστης ήττας που μπορεί να επιφέρει ο αντίπαλος. Optimal System [Σύστημα βελτιστοποίησης] Μαθημ. Ο όρος απαντά σε ένα σύστημα με μεταβλητές που εκφράζουν τους φυσικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται το σύστημα και καθορίζονται κατάλληλα ώστε η αντικειμενική συνάρτηση να ελαχιστοποιείται, υποκείμενη σε αυτούς τους περιορισμούς. Optimization [Βελτιστοποίηση] Τεχνολ. Η προσπάθεια που γίνεται συνήθως από τα υψηλόβαθμα στελέχη μιας επιχείρησης με στόχο να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή αποδοτικότητα και παραγωγικότητα της οργάνωσης στο σύνολο της. Η προσπάθεια αυτή συμπεριλαμβάνει τη βέλτιστη χρήση του διαθέσιμου εξοπλισμού και των παραγωγικών μέσων που διαθέτει η επιχείρηση, ώστε να εξασφαλαστεί το χαμηλότερο δυνατόν κόστος παραγωγής. Optimization Theory [Θεωρία βελτιστοποίησης] Μαθημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η τεχνική που ακολουθείται για την επιλογή και την αποτελεσματικότερη εφαρμογή μιας διαδικασίας επίλυσης κάποιου προβλήματος, μεταξύ διαφόρων διαθέσιμων τρόπων επίλυσής του. Η θεωρία της βελτιστοποίησης της λύσης του προβλήματος ακολουθεί κάποια κριτήρια, την ικανοποίηση των οποίων επιδιώκει ώστε να επιτύχει το σκοπό της. Optimized Code [Βελτιστοποιημένος κώδικας] Πληρ. Πρόκειται για έναν καταληκτικό κώδικα, ο οποίος έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία έτσι ώστε να αποφευχθούν πιθανά σφάλματα κατά την εφαρμογή του, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητάς του, που σημαίνει αύξηση της ταχύτητας εκτέλεσής του και μείωσης του χώρου που καταλαμβάνει κατά την αποθήκευσή του. Optimizer [Βελτιστοποιητής] Πληρ. Το ειδικό πρόγραμμα, το οποίο στοχεύει στην βελτιστοποίηση ενός

O p t i m u m Code

-998 -

καταληκτικού κώδικα (βλέπε Optimized Code). O p t i m u m Code [Βέλτιστος κώδικας] Πληρ. Για την επίλυση του ίδιου προβλήματος με τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μπορούν να γραφούν πολύ περισσότεροι του ενός κώδικα λογισμικών προγραμμάτων. Όμως ένας κάθε φορά, θα χαρακτηρίζεται με τον όρο βέλτιστος κώδικας, ως προς κάποιο κριτήριο, όπως είναι η χρησιμοποιούμενη μνήμη, ο απαιτούμενος υπολογιστικός χρόνος και άλλα, εφόσον θα το ικανοποιεί καλύτερα από τους υπόλοιπους. O p t i m u m M o i s t u r e Content [Βέλτιστη υγρασία] Πολ.Μηχ. Σε ένα εδαφικό υλικό το ποσοστό περιεκτικότητας σε νερό που εξασφαλίζει το μέγιστο ξηρό φαινόμενο βάρος. O p t i m u m P r o g r a m m i n g [Βέλτιστος προγραμματισμός] Πληρ. Ο προγραμματισμός, ο οποίος στοχεύει να καταστεί βέλτιστος με την έννοια της εξυπηρέτησης των αναγκών και των απαιτήσεων των προγραμματιστών και της αποδοτικότητας του υπολογιστικού συστήματος, που σημαίνει αύξηση της ταχύτητας της εκτέλεσης των διαφόρων λειτουργιών και ελαχιστοποίηση του κόστους. Αυτό επιτυγχάνεται με τις διάφορες τεχνικές που διαθέτει η κάθε γλώσσα προγραμματισμού. O p t i m u m W o r k i n g F r e q u e n c y [Βέλτιστη συχνότητα λειτουργίας] Επικοιν. Έκφραση η οποία αναφέρεται σε συχνότητα των βραχέων κυμάτων που χρησιμοποιείται στις τηλεπικοινωνίες μεγάλων αποστάσεων και που είναι περίπου ίση με το 85 % της μέγιστης χρήσιμης συχνότητας (maximum usable frequency MUF). Η τιμή της βέλτιστης συχνότητας λειτουργίας μεταβάλλεται ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή του έτους καθώς εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν στην ιονόσφαιρα η οποία χαρακτηρίζεται από αστάθεια. Option Switch O r Option Toggle [Επιλογή αλλαγής] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η δυνατότητα της αλλαγής της τιμής μίας προκαθορισμένης παραμέτρου πριν ή κατά την εκτέλεση μίας εφαρμογής ενός λογισμικού προγράμματος σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Optional P r o d u c t [ΓΙροαιρετικό υλικό] Πληρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται όλο το υλικό που συνοδεύει την απόκτηση ενός εμπορικού λογισμικού προγράμματος για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπως είναι το εγχειρίδιο οδηγιών, διάφορες βοηθητικές πληροφορίες, ενδεχομένως και ο κώδικας τυπωμένος και άλλα. Optoelectronics [Οπτοηλεκτρονική] Ηλεκτρον. Ονομασία η οποία αναφέρεται σε εκείνο το μέρος της τεχνολογίας το οποίο συνδυάζει τα οπτικά με τα ηλεκτρονικά φαινόμενα και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις συσκευές που εξαρτώνται από τα φαινόμενα αυτά. Τυπικά παραδείγματα οπτοηλεκτρονικών διατάξεων αποτελούν τα λέιζερ, οι φωτοανιχνευτές και οι οπτικές ίνες. Η οπτοηλεκτρονική είναι ένας δυναμικός κλάδος της τεχνολογίας, ο οποίος συνεχώς αναπτύσσεται με σημαντικότατες εφαρμογές στη βιομηχανία, στις τηλεπικοινωνίες και στα υπολογιστικά συστήματα. O r 1 [Διάζευξη] Μαθημ. Εσωτερική πράξη της Λογικής των Προτάσεων με απόδοση 'ψευδής' αν όλες οι προτάσεις έχουν αληθοτιμή 'ψεύδους 1 και με απόδοση 'αληθής* αν έστω και μία πρόταση έχει αληθοτιμή 'αλήθεια'. O r 2 [Διάζευξη] ffljjp. Καλείται η εντολή που εκτελεί τη λογική πράξη της διάζευξης, σε αντίστοιχα bits των

δύο λέξεων. O r 3 [Διάζευξη] Πληρ. Λογικό κύκλωμα που ονομάζεται πύλη OR και είναι η πύλη, η έξοδος της οποίας βρίσκεται στην κατάσταση 1 όταν μία τουλάχιστον είσοδος της βρίσκεται στην κατάσταση 1. O r a n g e Book [Πορτοκαλί βιβλίο] Επικοιν. Δίτομη σειρά συστάσεων της Philips (που καθιερώθηκε σαν διεθνές πρότυπο) για απλούς και επανεγγράψιμους ψηφιακούς δίσκους (Cd). O r a n g e T o n e r [Πορτοκαλί τόνερ] Οργ.Χημ. Είδος χρώματος για εκτυπωτικά μελάνια που δημιουργείται με τη σύζευξη ενός αζωχρώματος με τον ανυδρίτη του διακετοοξικού οξέος. O r b i t 1 [Τροχιά] Μαθημ. Έστω G μια ομάδα, S ένα σύνολο και seS. Το υποσύνολο του S Gs=(xs, xeG} ονομάζεται τροχιά του στοιχείου se S ως προς τη δράση τηςΟ. Orbit" [Τροχιά] Φυα. Ορίζεται ως η διαδρομή, δηλαδή η πορεία που ακολουθεί ένα σο')μα που εκτελεί μία κίνηση υπό την επίδραση συγκεκριμένων δυνάμεων των αντίστοιχων πεδίων. Έτσι υπάρχει η τροχιά ενός σώματος που εκτελεί μία βολή, η τροχιά των ουρανίων σωμάτων υπό την επίδραση των βαρυτικών πεδίων, η τροχιά ενός ηλεκτρονίου γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου και πολλά άλλα παραδείγματα. O r b i t Space [Χώρος τροχιάς] Μαθημ. Με τον όρο αναφερόμαστε σε τοπολογικό χώρο ο οποίος αποτελείται από κλάσεις ισοδυναμίας των στοιχείων ενός χώρου Χ, όπου τα στοιχεία αυτά έχουν την ίδια τροχιά και η τοπολογία τους είναι η μέγιστη δυνατή, ώστε η συνάρτηση απεικόνισης των στοιχείων στην τροχιά τους να παραμένει συνεχής. O r b i t a l [Τροχιακό] Χημ. Κάθε μία από τις συναρτήσεις-λύσεις της εξίσωσης του Schrodinger αντιστοιχεί σε μία τριάδα κβαντικών αριθμών (η, ί, m f ), που με τη σειρά της αντιστοιχεί σε ένα τρισδιάστατο χώρο ορισμένου σχήματος και προσανατολισμού, στον οποίο μπορεί να βρεθεί το ηλεκτρόνιο. Κάθε ατομικό τροχιακό έχει χαρακτηριστική ενέργεια και χαρακτηριστικό σχήμα, που αντιστοιχεί στην πιθανότητα εύρεσης του ηλεκτρονίου σε κάθε σημείο του χώρου. Orbital Angular M o m e n t u m [Τροχιακή στροφορμή] Μηχ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στη στροφορμή που οφείλεται στην κίνηση σωματιδίου στον χώρο και στην τροχιά την οποία διαγράφει σε σχέση με κάποιο σταθερό σημείο το οποίο θεωρείται σαν η αρχή των αξόνων. Ειδικά για την κβαντομηχανική, η τροχιακή στροφορμή αποκτά μία ξεχωριστή σημασία γιατί αντιδιαστέλλεται με μία καθαρά κβαντική έννοια, όπως είναι το σπιν ή εσωτερική στροφορμή (intrinsic angular momentum). Έτσι κάθε στοιχειώδες σωματίδιο, όπως το ηλεκτρόνιο στο άτομο του υδρογόνου, διαθέτει μία τροχιακή στροφορμή λόγω περιστροφής γύρω από κάποιο σημείο και μία εσωτερική στροφορμή-σπιν, η οποία είναι μία εσωτερική ιδιότητα του σωματιδίου. O r b i t a l Electron [Τροχιακό ηλεκτρόνιο] Χημ. Το ηλεκτρόνιο γύρω απύ τον πυρήνα ενός ατόμου. Σύμφωνα με τη θεωρία του Bohr καλείται πλανητικό ηλεκτρόνιο και μπορεί να διαγράψει κυκλικές τροχιές χαρακτηριστικής ενέργειας και ακτίνας. Σύμφωνα με τη νεότερη κβαντομηχανική θεωρία του Schrodinger το ηλεκτρόνιο αυτό καταλαμβάνει ορισμένα μόνο τροχιακά που διαθέτουν συγκεκριμένη ενέργεια και αντιστοιχούν σε ορισμένη πιθανότητα κατάληψης στοιχειώδους τμήμα-

- 999 -

τος του χώρου από το ηλεκτρόνιο αυτό. Orbital Node [Κόμβος τροχιάς] Αστμον. Το ένα από τα δύο διαμετρικά αντίθετα σημεία της ουράνιας σφαίρας, στα οποία το επίπεδο της τροχιάς οποιουδήποτε ουράνιου σώματος τέμνει το επίπεδο της εκλειπτικής ή του ισημερινού. Orbital O v e r l a p [Επικάλυψη τροχιακού] Χημ. Η αλληλεπικάλυψη των ηλεκτρονιακών νεφών δύο ατομικών τροχιακών που οδηγεί σε κοινό ηλεκτρονιακό νέφος μεταξύ δύο ατόμων και εξηγεί το σχηματισμό δεσμού. Όταν η επικάλυψη γίνεται κατά μήκος του άξονα του δεσμού η επικάλυψη οδηγεί στο σχηματισμό σδεσμού, ενώ όταν γίνεται κάθετα με τον άξονα του δεσμού η επικάλυψη οδηγεί στο σχηματισμό ασθενέστερου π-δεσμού. O r b i t a l Period [Περίοδος περιφοράς] Αστρον. Καλείται το χρονικό διάστημα στο οποίο ένα ουράνιο σώμα συμπληρώνει μια πλήρη περιφορά πάνω στην τροχιά του. Orbital Q u a n t u m N u m b e r [Τροχιακός κβαντικός αριθμός] Ατομ.Φυο. Ένας από τους τέσσερις κβαντικούς αριθμούς (n, I, η^, ms) οι οποίοι καθορίζουν την ενεργειακή κατάσταση ενός ατομικού ηλεκτρονίου. Ο αριθμύς αυτός συμβολίζεται με 1 και οι τιμές τις οποίες παίρνει βρίσκονται στο σύνολο των ακεραίων 0, 1, 2, , η-1, όπου η είναι ο κύριος κβαντικός αριθμός. Ο τροχιακός κβαντικός αριθμός είναι ένας αριθμός ο οποίος καθορίζει το σχήμα και τη μορφή του ατομικού τροχιακού και είναι επίσης γνωστός ως δευτερεύων κβαντικός ή αζιμουθιακός. Orbital Symmetry [Συμμετρία τροχιακών] Χημ. II ιδιότητα ορισμένων μοριακών τροχιακών να ταυτίζονται με τον εαυτό τους ή με τα αρνητικά τους με εφαρμογή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων, όπως περιστροφή κατά 180° γύρω από άξονα του επιπέδου του μορίου, ανάκλαση κλπ. Orbital Velocity [Τροχιακή ταχύτητα] Αστρον. Ονομάζεται η ταχύτητα που πρέπει να διατηρήσει ένα οποιοδήποτε ουράνιο σώμα ώστε να παραμείνει στην τροχιά του. Στην περίπτωση που το σώμα περιστρέφεται σε κυκλική τροχιά η εν λόγω ταχύτητα παραμένει σταθερή ενώ μεταβάλλεται εάν η τροχιά του σώματος είναι ελλειπτική, παραβολική ή υπερβολική. O r d e r 1 [Τάξη] Μαθημ.. 1. Ονομάζεται τάξη μιας διαφορικής εξίσωσης η μεγαλύτερη τάξη των παραγώγων που παρουσιάζονται στην εξίσωση. 2. Τάξη (rank) ή βαθμός ενός πίνακα Λ λέγεται η κοινή διάσταση του χώρου που παράγεται από τις γραμμές του Α και του χώρου που παράγεται από τις στήλες του Α. 3. Αν Ρ είναι ένα μη μηδενικό πολυώνυμο και υπάρχει συντελεστής αΠ '0 τέτοιος ώστε a k =0 γιαίοπ, τότε ο φυσικός αριθμός n λέγεται βαθμός ή τάξη του πολυωνύμου. 4. Τάξη μιας ομάδας G καλείται ο πλ.ηθικός αριθμός του συνόλου G. O r d e r 2 [Τάξη] Χημ. Όρος της χημικής κινητικής που φανερώνει τον αριθμό των μορίων που συμμετέχουν σε μία αντίδραση. Προκύπτει από το άθροισμα των εκθετών των συγκεντρώσεων στο νόμο ταχύτητας μιας αντίδρασης. Π.χ. η υδρόλυση της ζάχαρης (C12H22O11) σε γλυκόζη και φρουκτόζη είναι αντίδραση πρώτης τάξης γιατί ο νόμος ταχύτητας αποδίδεται από την εξίσωση: u=k.[C, 2 H 22 0 ll ]. O r d e r - Disorder Transition [Μετάβαση τάξηςαταξίας] Φυσ.Στεμ.Κατ. Έκφραση η οποία αναφέρεται σε μία αλλαγή φάσης η οποία παρατηρείται σε ένα σύ-

O r d e r Relation

στημα διμεταλλικού κράματος. Η μετάβαση αυτή παρατηρείται κατά την ελάττωση της θερμοκρασίας του συστήματος και ειδικά όταν αυτή γίνεται μικρότερη από μία κρίσιμη τιμή η οποία ονομάζεται κρίσιμη θερμοκρασία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το σύστημα περνά από μία κατάσταση "αταξίας" όπου τα άτομα των δύο μεταλλικών στοιχείων είναι τοποθετημένα τυχαία στο πλέγμα, σε μία κατάσταση "τάξης" όπου τα άτομα τοποθετούνται στο πλέγμα με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. O r d e r Of A G r a p h [Τάξη γραφήματος] Μαθημ. Ονομάζεται το πλήθος των κορυφών που περιέχονται στο γράφημα. O r d e r Of A Pole [Τάξη πόλου] Μαθημ. Έστω ί' μια συνάρτηση και ζ φ Ο ένα μεμονωμένο ανώμαλο σημείο της. Το ανάπτυγμα Laurent της f περί το σημείο z 0 είναι το εξής: f(z)= ~Σ~αη (ζ-ζο) Π , για 00 αρνητικών δυνάμεων, τότε το ζο είναι ένας πόλος τάξεως k της f. O r d e r Of An Element [Τάξη στοιχείου] Μαθημ. Έστω χ ένα στοιχείο της ομάδας G.0 ελάχιστος φυσικός n (εάν υπάρχει), δια τον οποίον ισχύει χΠ=0 καλείται τάξη του στοιχείου χ. O r d e r Of An Elliptic Function [Τάξη ελλειπτικής συναρτήσεως] Μαθημ. Πρόκειται για τον αριθμό των πόλων που εμφανίζει μια ελλειπτική συνάρτηση σε ένα περιοδικό παραλληλόγραμμο. O r d e r Of Phase Transition [Τάξη της μετάβασης φάσης] Φυσ. Ο χαρακτηρισμός και η κατάταξη μίας συγκεκριμένης αλλαγής φάσης ενός φυσικού συστήματος. Μία αλλαγή φάσης ονομάζεται πρώτης τάξης όταν η πρώτη παράγωγος της συνάρτησης του χημικού δυναμικού του συστήματος παρουσιάζει πεπερασμένη ασυνέχεια πάνω στην κρίσιμη θερμοκρασία και επίσης παρατηρείται λανθάνουσα θερμότητα. Αλλαγές φάσεων ανωτέρων τάξεων δεν σχετίζονται [ΐε την ύπαρξη λανθάνουσας θερμότητας και συνδέονται με ανωμαλίες στις ανώτερες παραγώγους του χημικού δυναμικού. O r d e r P a r a m e t e r [Παράμετρος τάξης] Φυσ. Μία φυσική ποσότητα η οποία σχετίζεται με τις αλλαγές φάσης που παρουσιάζει ένα σύστημα και η οποία είναι μη μηδενική όταν το σύστημα μεταβαίνει σε μία φάσης "τάξης". Τυπικύ παράδειγμα παραμέτρου τάξης είναι η μαγνήτιση ενός σιδηρομαγνητικού υλικού η οποία κάτω από την κρίσιμη θερμοκρασία είναι μη μηδενική. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι στο σύστημα δημιουργούνται "νησίδες τάξης" εντός των οποίων τα σπιν των ατόμων διατάσσονται παράλληλα και όχι με τυχαίο τρόπο. O r d e r Point [Χρονική στιγμή παραγγελίας] Τεχνολ. Σε μια οργανωμένη αποθήκη μιας επιχείρησης η χρονική στιγμή που απαιτείται να εκτελεστεί η παραγγελία αγοράς ενός υλικού που απαιτείται για την παραγωγή. Αυτή η χρονική στιγμή συνδέεται με τη διαθέσιμη ποσότητα του συγκεκριμένου υλικού, λαμβάνοντας υπόψη την προθεσμία παράδοσης από τον προμηθευτή της απαιτούμενης ποσότητας. O r d e r Quantity [Ποσότητα παραγγελίας] Τεχνολ. II ποσότητα της παραγγελίας ενός υλικού που σχετίζεται με τη διαθέσιμη ποσότητα στην αποθήκη και την ταχύτητα απορρύφησης της από την παραγωγική διαδικασία. O r d e r Relation [Σχέση διάταξης] Μαθημ. Πρόκειται για τις ανισότητες μεγαλύτερο ή ίσο και μικρότερο ή

Ordered Array

- 1000 -

ίσο, οι οποίες συμβολίζονται 3 και < αντίστοιχα, και καθορίζουν την σειρά των στοιχείων ενός συνόλου. O r d e r e d A r r a y [Διατεταγμένος πίνακας] Πληρ. Ονομάζεται ένα σύνολο ψηφιακών πληροφοριών, οι οποίες έχουν αποθηκευτεί στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή υπό την εικονική μορφή γραμμών και στηλών, οπότε είναι εύκολη και άμεση με τη χρήση των ανάλογων δεικτών, η πρόσβαση σε αυτές. O r d e r e d P a i r [Διατεταγμένο ζεύγος] Μαθημ. Ορίζεται ως ένα ζευγάρι αριθμών με καθορισμένη σειρά, δηλαδή ως πρώτος θεωρείται πάντα ο αναγραφόμενος στα αριστερά και ως δεύτερος ο αναγραφόμενος στα δεξιά, καθώς και οι δύο συμπεριλαμβάνονται στην ίδια παρένθεση και διαχωρίζονται με ένα κόμμα. O r d e r e d Rings [Διατεταγμένοι δακτύλιοι] Μαθημ. Ένας δακτύλιος στον οποίον έχει οριστεί μια διάταξη στο βασικό σύνολο στοιχείων του, όμοια με τη συνήθη διάταξη των πραγματικών αριθμών ως προς την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό, καλείται διατεταγμένος δακτύλιος. O r d e r i n g [Σχέση διάταξης] Μαθημ. O r d e r Relation O r d e r l y Shutdown [Κανονική παύση λειτουργίας] Πληρ. Περιλαμβάνει όλες τις εργασίες που αποσκοπούν στην ομαλή διακοπή της λειτουργίας του υπολογιστή έτσι ώστε να μη χαθούν πληροφορίες. Απαιτεί τον ομαλό τερματισμό όλων το)ν διαδικασιών που ελάμβαναν χώρα πριν τη διακοπή. Ordinal N u m b e r [Αύξοντας αριθμός] Μαθημ. Πρόκειται για τον αριθμό που καθορίζει την θέση κάθε στοιχείου σε ένα διατεταγμένο σύνολο προσδιορίζοντας έτσι στο τέλος και το πλήθος τους. O r d i n a r y Differential Equation [Συνήθης διαφορική εξίσωση] Μαθημ. Είναι μία μαθηματική σχέση ισότητας η οποία επιλύεται ως προς μία μεταβλητή της οποίας η τιμή είναι άγνωστη. Περιλαμβάνει όμως εκτός από τις συναρτήσεις της μεταβλητής αυτής και τις παραγώγους της. O r d i n a r y Point [Κανονικό σημείο] Μαθημ. 1. Κανονικό σημείο καμπύλης είναι το σημείο που δεν αποτελεί κόμβο ούτε και οξύ άκρο, οπότε έχουμε ομαλή διέλευση της εφαπτομένης. O r d i n a r y P o r t l a n d Cement [Τσιμέντο Πόρτλαντ] Τεχνολ. Η τεχνική ονομασία του κοινού τσιμέντου που δεν έχει ειδικά χαρακτηριστικά. O r d i n a r y Ray [Τακτική ακτίνα] Οπτικ. Ονομασία φωτεινής ακτίνας που παρατηρείται κατά το φαινόμενο της διπλής διάθλασης, όταν μία προσπίπτουσα δέσμη διαδίδεται μέσω ενός διπλοθλαστικού κρυστάλλου. Η ακτίνα αυτή ονομάζεται τακτική γιατί υπακούει στον νόμο του Snell, όπως ακριβώς συμβαίνει και με μία ακτίνα που διέρχεται από έναν ισότροπο κρύσταλλο. Η δεύτερη ακτίνα η οποία εξέρχεται από τον διπλοθλαστικό κρύσταλλο ονομάζεται έκτακτη και δεν υπακούει στον νόμο του Snell. O r d i n a r y Singular Point [Κανονικό διακεκριμένο σημείο] Μαθημ. Πρόκειται για το σημείο σε όλους τους κλάδους του οποίου, οι εφαπτόμενες είναι διακεκριμένες. O r d i n a t e [Τεταγμένη] Μαθημ. Σε ένα σύστημα δύο ορθογωνικών αξόνων, η τεταγμένη ενός σημείου ορίζεται ως η κάθετη απόσταση από αυτό έως τον οριζόντιο άξονα. O r e [Ορυκτό] Γεωλ. Πρόκειται για κάθε υλικό με καθορισμένη χημική σύσταση, ομογενές, το οποίο βρίσκεται εντός του φλοιού της Γης και δεν είναι ουσία προ-

ερχόμενη από αποσύνθεση ζωντανών οργανισμών. Τα ορυκτά χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή των μετάλλων, όταν οι συνθήκες της ποσότητας και της θέσης τους το επιτρέπουν, αλλά και άλλων πρώτων υλών που είναι χρήσιμα για τη βιομηχανία. O r g a n i c [Οργανικό] Χημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των χημικών ενώσεων του άνθρακα με άλλα χημικά στοιχεία μεταξύ των οποίων τα κυριότερα είναι το οξυγόνο, το υδρογόνο και το άζωτο. Οι ουσίες αυτές απαντώνται κυρίως στους ζωντανούς οργανισμούς και η μελέτη τους αποτελεί ολόκληρο κλάδο της επιστήμης της χημείας που ονομάζεται οργανική χημεία. O r g a n i c Acid [Οργανικό οξύ] Οργ.Χημ. Μέλος κατηγορίας οργανικών ενώσεων που μπορούν να αποβάλουν πρωτόνιο Συνήθως είναι ασθενές και διαθέτει ένα ή περισσότερα καρβοξύλια (-COOH) σαν χαρακτηριστική ομάδα, όπως για παράδειγμα το οξικό οξύ (CH^COOH). Μπορεί να είναι και ακόρεστο, όπως το ακρυλικό οξύ (CH 2 =CH-COOH). Μπορεί επίσης να μην διαθέτει καρβοξύλιο, όπως π.χ. η φαινόλη (ΟΛ,ΟΗ). O r g a n i c Chemistry [Οργανική χημεία] Χημ. Κλάδος της Χημείας με σημαντικές εφαρμογές στη Βιομηχανία. Εξετάζει όλες τις ενώσεις του άνθρακα, εκτός από μερικές εξαιρέσεις (μονοξείδιο το άνθρακα, διοξείδιο του άνθρακα, ανθρακικό οξύ και ανθρακικά άλατα, που κατά παράδοση εξετάζει η Ανόργανη Χημεία). Ο όρος οργανική έχει μείνει από ένα παλιότερο διαχωρισμό των χημικών ενώσεων, τις ανόργανες που προέρχονται από τα ορυκτά και τις οργανικές από προέρχονται από τους ζωντανούς οργανισμούς. Η θεωρία της Οργανικής Χημείας αποτελεί τη βάση άλλων επιστημών, όπως η Χημεία τροφίμων, φαρμάκων, πλαστικών, υφάνσιμων ινών κλπ. Περιλαμβάνει πάνω από 12 εκατομμύρια ενο')σεις. Organic Coating [Οργανική επίστρωση] Υλικ. Προστατευτική επικάλυψη με οργανικά υλικά, όπως διάφορα πλαστικά, ελαστομερή, χρώματα latex, ασφαλτικά υλικά κ.α. με στόχο την πρόληψη χημικής ή ατμοσφαιρικής προσβολής. Χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές, όπως η τεχνική sol-gel. Βρίσκει μεγάλη ποικιλία εφαρμογών, όπως στη μεταλλουργία, τη μικροηλεκτρονική, τη διαστημική, την οπτική κλπ. Organic Geochemistry [Οργανική γεωχημεία] Γεωχημ. Κλάδος της Γεωχημείας που ασχολείται με τη δημιουργία, το μετασχηματισμό και την αποικοδόμηση της οργανικής ύλης σε διάφορα θαλάσσια και χερσαία συστήματα στη γη. Εξετάζει επίσης το ρόλο της οργανικής ύλης σε βιογεωχημικούς κύκλους των πιο σημαντικών στοιχείων (άνθρακα, αζώτου, οξυγόνου), το ρόλο της οργανικής ύλης στη μεταφορά ρυπαντών σε διάφορα συστήματα, παλαιοωκεανογραφικές και παλαιοκλιματικές εφαρμογές κλπ. Organic Glass [Οργανική Ύαλος] Υλικ. Αμορφο στερεό υλικό από διαφανές υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορες εφαρμογές αντί της υάλου, π.χ. στα παρμπρίζ αυτοκινήτων. Organic Pigment [Οργανική χρωστική ουσία] Οργ. Χημ. Μέλος κατηγορίας οργανικών ουσκόν με έντονο χρωματισμό, που χρησιμοποιούνται για τη χρώση διαφόρων υλικών. Οι οργανικές χρωστικές είναι αδιάλυτες στο νερό και εφαρμόζονται σε λεπτό διαμερισμό σε διάφορα υγρά. Χρησιμοποιούνται σε χρώματα με βάση το λάδι ή το νερό, σε μελάνες σε λάκες και σε πλαστι-

- 1001 -

OR Gate

κά. Μπορεί να είναι φυσικές ή συνθετικές (κυρίως πα- ένωση, παράγωγο του υδριδίου του βορίου και στο ορασκευάζονται κυρίως από πετροχημικά προϊόντα). ποίο ένα άτομο Η έχει αντικατασταθεί από κάποια ορOrganic Quantitative Analysis [Οργανική ποσοτική γανική αλυσίδα. Ειδικά τα αλκυλοβοράνια παρασκευάανάλυση] ΛνολΧημ. Στάδιο της ανάλυσης μιας οργανι- ζονται με προσθήκη διβορανίου (Β 2 Η 6 ) σε αλκένια κής ένωσης που ακολουθεί τον καθαρισμό και την ξή- (υδροβορίωση) σε διαλύτη THF ή αιθέρα. Γενικά, πρόρανση. Έχει σαν σκοπό αρχικά τον προσδιορισμό της κειται για εύφλεκτες ενώσεις και πρέπει να χρησιμομάζας των στοιχείων που αποτελούν δεδομένη μάζα ποιούνται με προσοχή. Χρησιμοποιούνται στην οργατης ένωσης και εκφράζεται συνήθως στα εκατό (%). νική σύνθεση για την παρασκευή αλκοολών, αλκανίων Στη σημερινή πρακτική γίνεται απευθείας ποσοτική κλπ. ανάλυση των στοιχείων C, Η και Ν σε ειδικές μικροα- Organometallic C o m p o u n d [Οργανομεταλλική ένωναλυτικές συσκευές με ποσότητα δείγματος της τάξης ση] Οργ Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει δεσμό μετου 1 mg. Η οργανική ουσία καίγεται και στα προϊόντα τάλλου - άνθρακα. Επειδή τέτοιες ενώσεις σχηματίτης καύσης προσδιορίζονται C0 2 , Η 2 0 και Ν 2 , συνή- ζουν όλα τα μέταλλα έχει αναπτυχθεί ειδικός κλάδος θως με αέρια χρωματογραφία. Τα αποτελέσματα της της οργανικής χημείας, η οργανομεταλλική χημεία που ανάλυσης δίνονται με ακρίβεια ±0,3%. Μερικές φορές τις μελετά. Παραδείγματα οργανομεταλλικών ενώσεων με τον όρο αυτό εννοούμε και το προσδιορισμό διαφό- αποτελούν οι οργανομαγνησιακές ενώσεις (ή αντιδραρων δραστικών ομάδων που τυχόν υπάρχουν σε ένα στήρια Grignard, που παίζουν σημαντικό ρόλΌ σε συνοργανικό μόριο. θέσεις), οι οργανοϋδραργυρικές, οι οργανοπυριτικές O r g a n i c Rection M e c h a n i s m [Μηχανισμός οργανι- κλπ. κής αντίδρασης] Οργ.Χημ. Το σύνολο των ενδιαμέσων O r g a n o p h o s p h a t e [Οργανοφωσφορικό] Ομγ.Χημ. Ορσταδίων μιας οργανικής αντίδρασης μέσα από τα οποί- γανοφωσφορικός εστέρας στον οποίο η φωσφορική α οι αρχικές οργανικές ουσίες αντιδρούν, σε μία πορεί- ομάδα είναι συνδεδεμένη εστερικά με ένα οργανικό α σχηματισμού των τελικών οργανικών προϊόντων. Ο μόριο, π.χ. ένα σάκχαρο. Χρησιμοποιούνται σαν φωμηχανισμός αυτός δεν είναι εύκολο να αποκαλυφθεί σε σφορούχα λιπάσματα. όλες τις περιπτώσεις, λόγω της απεριόριστης ποικιλίας Organophosphorous Compound [Οργανοφωσφορούχα των οργανικών αντιδράσεων. Υπάρχουν πολλές γενι- ένωση] ΟμγΧημ. Οργανική ένωση που περιέχει φωσφόκευμένες θεωρίες που εξηγούν τον τρόπο που γίνεται ρο. Πολλές τέτοιες ενώσεις έχουν δηλητηριώδεις ιδιόμία οργανική αντίδραση, όπως η θεώρία των κρούσε- τητες και χρησιμοποιούνται σαν εντομοκτόνα (π.χ. παων και η θεωρία του ενεργοποιημένου συμπλόκου (ή ραθείο, μαλαθείο κλπ). θεωρία της απόλυτης ταχύτητας). Έχουν αναφερθεί Organoselenium C o m p o u n d [Οργανοσεληνιούχα έπολλοί μηχανισμοί εξήγησης διαφόρων οργανικών α- νωση] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει και σεντιδράσεων, π.χ. πυρηνόφιλος, ηλεκτρονιόφιλος κλπ. λήνιο. Μπορεί να ανήκει σε πολλές κατηγορίες οι πεO r g a n i c Salt [Οργανικό άλας] Οργ,Χημ. Το προϊόν της ρισσότερες από τις οποίες είναι ανάλογες με τις οργαεξουδετέρωσης ενός οργανικού οξέος ή βάσης από μία νοθειούχες ενώσεις (π.χ. δισεληνίδια, RSeSeR). Οργαβάση ή ένα οξύ. Για παράδειγμα το αιθανικό νάτριο νοσεληνιούχες ενώσεις χρησιμοποιούνται σαν υποκα( C ^ C O O N a ) που προκύπτει με την εξουδετέρωση ταστάτες σε σύμπλοκα, σαν καταλύτες σε διάφορες CH 3 COOH με NaOIT ή η υδροχλωρική μεθυλαμίνη οργανικές συνθέσεις, σε ένζυμα κλπ. Βρίσκουν εφαρ(CH3NH3CI) που προκύπτει με την εξουδετέρωση της μογές στη Βιοχημεία, την Ιατρική (σαν αντικαρκινικές ΟΗ 3 ΝΗ 2 με HC1. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμο- ουσίες) κλπ. Προκύπτουν με την επίδραση οργανικών ποιούνται όταν τα αντίστοιχα οργανικά οξέα ή βάσεις ενώσεων στο υδρίδιο του σεληνίου (H 2 Se). Πολλά φυτά έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν το ανόργανο είναι ασταθή ή πτητικά. O r g a n i c Semiconductor [Οργανικός ημιαγωγός] Υλικ. σελήνιο σε οργανοσεληνιακές ενώσεις. Οργανική ένωση που εμφανίζει ιδιότητες ημιαγωγού. Organosilicon C o m p o u n d [Οργανοπυριτική ένωση] Παραδείγματα οργανικών ημιαγωγών αποτελούν διά- Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει και πυρίτιο φορα πολυακετυλενικά, πολυανιλινικά και πολυθειο- (Si). Αν και το πυρίτιο δεν είναι μέταλλο χαρακτηρίζεφαινικά παράγωγα, διάφορα πολυαρωματικά συστήμα- ται σαν οργανομεταλλική ένωση. Μπορεί να σχηματίτα, όπως το περιλένιο ή το ανθρακένιο κλπ. Πολλοί ζονται και μακριές αλυσίδες ατόμων πυριτίου ή και οργανικοί ημιαγωγοί είναι φυσικά προϊόντα, όπως η απλοί δεσμοί με άλλα στοιχεία. Από τεχνολογικής άμελανίνη. Οι οργανικοί ημιαγωγοί παρουσιάζουν ση- ποψης σπουδαιότερη τάξη οργανοπυριτικών ενώσεων μαντικές εφαρμογές σε πεδία όπως η κβαντική φυσική είναι οι σιλικόνες, μη πτητικά πολυμερή που βρίσκουν και η ιατρική (κώφωση, ασθένεια Parkinson). εφαρμογές σαν ελαστομερή, μονωτικά κλπ. O r g a n i c Silt [Οργανική ιλύς] Πολ.Μηχ. Λεπτόκοκκο O r g a n o s u l f u r C o m p o u n d [Οργανοθειούχα ένωση] εδαφικό υλικό που περιέχει στον όγκο του οργανικά Οργ.Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει και θείο (S). Μπορεί να είναι ένωση του δισθενούς θείου (ανάλογη στοιχεία. Organic Solvent [Οργανικός διαλύτης] Χημ. Ονομάζε- με την αντίστοιχη οργανική ένωση με οξυγόνο) ή του ται μία οργανική χημική ουσία η οποία χρησιμοποιεί- πολυσθενούς θείου. Τυπικές κατηγορίες που μπορεί να ται για να διαλύει μέσα της μία άλλη στερεά, υγρή ή ανήκει μία οργανοθειούχα ένωση αποτελούν οι μερκααέρια ουσία. Τέτοιες είναι το βενζόλιο, ο αιθέρας, το πτάνες ή θειόλες (RSH), τα δισουλφίδια (RSSR), τα αλκυλοσουλφονικά οξέα (RS03H), οι θειαιθέρες νέφη και άλλες. Organization C h a r t [Οργανόγραμμα] Τεχνολ. Γραφι- (RSR), τα σουλφοξείδια (R2SO) και πολλά άλλες. Τα κή παράσταση του οργανωτικού σχήματος μιας εται- αμινοξέα κυστεΐνη και μεθειονίνη περιέχουν θείο, όρείας στην οποία παρουσιάζονται τα διάφορα παραγω- πως επίσης και στο συνένζυμο Α. Διάφορες θειούχες γικά τμήματα, οι διοικητικές υπηρεσίες και οι γραμμές ενώσεις περιέχονται στα κρεμμύδια και στα σκόρδα. επικοινωνίας μεταξύ των τμημάτων και της διοίκησης. O R G a t e [Πύλη OR] Πλημ. Ένα απλό κύκλωμα το οO r g a n o b o r a n e [Οργανοβοράνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ποίο μπορεί να έχει πολλές εισόδους, συνήθως από δύο

Partition Coefficient

- 1002 -

έως οκτώ, αλλά μόνο μία έξοδο και το οποίο επιτελεί την βασική λογική πράξη OR. Αυτό σημαίνει ότι η έξοδος παρουσιάζει την τιμή 1 οποιοσδήποτε και αν είναι ο συνδυασμός των τιμών των εισόδων, εκτός από την περίπτωση που όλες οι είσοδοι είναι 0 οπότε και η έξοδος σε αυτή την περίπτωση 0α γίνεται 0. Orient [Προσανατολίζω, κατευθύνω] Τεχνολ. Η διαδικασία τοποθέτησης ενός σχήματος ή ενός συμβόλου σε ένα χάρτη με τρόπο ώστε το σχήμα να ανταποκρίνεται στον γεωγραφικό προσανατολισμό που έχει στο έδαφος ή το σύμβολο να βρίσκεται σε σωστή κατεύθυνση ως προς την ανάγνωσή του από το μελλοντικό χρήστη. Orientable S u r f a c e [Προσανατολιζόμενη επιφάνεια] Μαθημ. Καλείται η επιφάνεια επί της οποίας οι περιοχές, που περιορίζονται από απλές κλειστές καμπύλες έχουν τον ίδιο προσανατολισμό. Orientation 1 [Προσανατολισμός] Αμχ. Στην φάση της ανάπτυξης της μελέτης ενός κτιρίου, ο καθορισμός τις κατεύθυνσης που θα έχουν οι διάφορες προσόψεις του κτιρίου σε συνδυασμό με τις διαστάσεις του οικοπέδου. Orientation 2 [Προσανατολισμός] Μαθημ. Γενίκευση της έννοιας της κατεύθυνσης. 1. Κάθε κλειστή καμπύλη προσανατολίζεται αντίθετα ή κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. 2. Ο προσανατολισμός επιπέδου δίνεται με την επιλογή συστήματος Καρτεσιανοί συντεταγμένων και το πρόσημο της Ιακωβιανής ορίζουσας, αλλά και από τον προσανατολισμό της καμπύλης που περιορίζει το επίπεδο. 3. Ο προσανατολισμός του χώρου γίνεται με κατάλληλη επιλογή δεξιόστροφων ή αριστερόστροφων συστημάτων συντεταγμένων. Orientation Force [Δύναμη προσανατολισμού] Φυσ. Χημ. Τύπος διαμοριακών αλληλεπιδράσεων van der Waals ηλεκτροστατικής φύσεως που οφείλονται στα διπολικές ροπές δύο πολικών μορίων. Πιο γνωστές σαν δυνάμεις διπόλου-διπόλου. Π.χ. μεταξύ των μορίων υδροχλωρίου (HC1). Oriented G r a p h [Προσανατολισμένο γράφημα] Μαθημ. Ειδική κατηγορία κατευθυνόμενων γραφημάτων όπου κάθε τόξο που ενώνει δύο σημεία είναι προσανατολισμένο και δεν επιστρέφει στα ίδια σημεία με την αντίθετη φορά. Oriented Strategic Research [Στρατηγικός προσανατολισμός] Τεχνολ. Πριν από την έναρξη μιας ερευνητικής προσπάθειας, ο καθορισμός του αντικειμένου που θα πρέπει να ερευνηθεί και του τύπου των αποτελεσμάτων που θα πρέπει να καταλήξει η έρευνα για να θεωρηθεί ότι θα είναι αποτελεσματική. O r i g a n u m Oil [Οριγανέλαιο] Υλικ. Έλαιο παραγόμενο από τη ρίγανη, που φύεται στη Μεσόγειο και κυρίως στην Ελλάδα. Έχει αντιμικροβιακές, αντιπαρασιτιτικές και αντιοοξειδωτικές ιδιότητες. Διαθέτει επίσης θεραπευτικές ιδιότητες σε αλλεργίες, άσθμα, βρογχίτιδα και χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Περιέχει ισομερείς φαινόλες (κυρίως καρβακρόλη και θυμόλη), κουμένιο κλπ. Origin [Αφετηρία] Τεχνολ. Το σημείο τομής των δύο αξόνων σε ένα διάγραμμα που αποτελεί την αφετηρία μέτρησης των μονάδων του κάθε άξονα. Original Duration [Αρχική διάρκεια] Τεχνολ. Ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας πο.υ απαιτείται για να εκτελεστεί μια εργασία, ο οποίος προκύπτει από την επιχειρησιακή ανάλυση πριν την έναρξη της. Original G r o u n d Level [Υψόμετρο φυσικού εδάφους]

Οικοδ. Η κατάσταση που υφίσταται το φυσικό έδαφος με όλες του τις υψομετρικές παραμέτρους πριν την έναρξη των χωματουργικών εργασιών για την εκτέλεση ενός τεχνικού έργου. Orion [Ορίων] Αστμον. Το όνομα ενός μεγάλου λαμπρού αστερισμού κοντά στον ουράνιο ισημερινό, καλύτερα ορατός από το βόρειο ημισφαίριο. Κείτεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Μέγα Κύωνα και του Ταύρου. Orion A r m [Βραχίονας του Ορίωνα] Αστμον. Με τον όρο εννοούμε τον σπειροειδή βραχίονα του Γαλαξία, στην εσώτερη προεξοχή του οποίου έγκειται ο ήλιος. Orion Nebula [Νεφέλωμα του Ορίων] Αστμον. Πρόκειται για ένα φωτεινό νεφέλωμα στο ξίφος του Ορίθ)ν, αμυδρά ορατό και σε γυμνό οφθαλμό. Απέχει 1500 έτη φωτός από τη Γη. Orionids [Οριωνίδες] Αστμον. Ονομασία βροχής μετεωριτών η ακτινοβολία των οποίων προέρχεται από τον αστερισμό του Ορίωνα. Είναι ορατή από το βόρειο ημισφαίριο τον Οκτώβριο καθώς τότε πέφτουν 20 περίπου μετεωρίτες την ώρα. O r i o n [Ορλόν] Ομγ.Χημ. Πολυμερές υλικό που παράγεται με πολυμερισμό του ακρυλονιτρίλιου (CH 2 =CHCN), παρουσία FeS0 4 και Π 2 0 2 . Σχηματίζει ίνες και χρησιμοποιείται στην παραγωγή συνθετικών χαλιών και ρούχων. Αναφέρεται και σαν πολυακρυλονιτρίλιο. Ornithine [Ορνιθίνη] Βιοχημ. Μη φυσικό αμινοξύ που απαντάται στα ούρα μερικών πουλιών (από όπου πήρε και το όνομά της). Σχηματίζεται στο συκώτι σαν προϊόν καταβολισμού της αργινίνης με τη βοήθεια του ενζύμου αργινάση συμμετέχοντας στον κύκλο της ουρίας. Έχει τύπο C5Hi 2 0 2 N 2 . Εμπορικά απαντάται με τη μορφή του υδροχλωρικού της άλατος. O r n i t h i n e Cycle [Κύκλος ορνιθίνης] Βιοχημ. Γνωστός βιοχημικός κύκλος που συντελείται στον οργανισμό των χερσαίων σπονδυλωτών και που έχει σαν καθαρό αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός μορίου ουρίας από δύο αμινομάδες (-ΝΗ 2 ) και ένα μόριο C0 2 . Συντελεί στην αποβολή της αμμωνίας με τη μορφή της ουρίας που είναι λιγότερο τοξική. Ornstein - Uhlenbeck Process [Διαδικασία OrnstcinUhlenbeckl Στατ. Ο όρος αναφέρεται σε μια στοχαστική διαδικασία της στατιστικής μηχανικής που χρησιμοποιείται ως μοντέλο στη θεωρία της κίνησης Brown. Orogenic Belt O r Orogene [Ορογενετική ζώνη] Γεωλ. Ονομάζεται στην ουσία μία λουρίδα, τις περισσότερες φορές πρόκειται για ένα πρώην γεωσύγκλινο, η οποία έχει πτυχωθεί και παραμορφωθεί κατά τη διάρκεια της ορογένεσης. Orogeny O r Orogenesis O r Orogen [Ορογένεση] Γεωλ. Καλείται η τεκτονική διαδικασία κατά την οποία δημιουργούνται επιμήκεις και συνήθως στενές οροσειρές λόγω ισχυρών πτυχώσεων και ρηγματώσεων. Συχνά είναι αποτέλεσμα της δράσεως των οριζόντιων Ολιπτικών δυνάμεων. Πολλές φορές τα πετρώματα που συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες μεταμορφίόνονται ενώ ο κύκλος τους ολοκληρώνεται με την ανύψωση και την δημιουργία των βουνών. O r o g r a p h i c [Ορεογραφικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε φαινόμενο και θεωρία που σχετίζονται με τη δημιουργία, τη θέση και την εξέλιξη των βουνών. Orotic Acid [Οροτικό οξύ] Βιοχημ. Κρυσταλλικό στερεό με μοριακό τύπο C 4 H 4 0 4 N 2 και πολύ υψηλό σημείο τήξης (επίσημη ονομασία 2,6-διοξο-1,2,3,6-

- 1003 τετραϋδρο-4-πυριμιδινο-καρβοξυλικό οξύ). Σημαντικό βιολογικό ενδιάμεσο στη βιοσύνθεση των πυριμιδινονουκλετιδίων. Παράγεται με την επίδραση του συνενζύμου NAD στο L-διυδροοροτικό οξύ. Χρησιμοποιείται σαν πρόδρομος στη σύνθεση παραγώγων της πυριμιδίνης και σαν παράγοντας ανάπτυξης ορισμένων βακτηριδίων. O r r e r y [Μοντέλο πλανητών] Αστρον. Πρόκειται για μηχανικό προσομοίωμα με γρανάζια, του ηλιακού συστήματος, το οποίο αναπαριστά όλες τις κινήσεις των πλανητών γύρω από τον ήλιο. O r t h o Acid [Ορθο- οξύ] Οργ.Χημ. Ανόργανα ή και οργανικά οξέα στην πιο υδατωμένη τους μορφή. Π.χ. ορθοφωσφορικό οξύ, Η 3 Ρ0 4 (σε αντιδιαστολή με το μεταφωσφορικό οξύ, Η Ρ 0 3 και το πυροφωσφορικό οξύ, Η4Ρ2Ο7) το ορθοπυριτικό οξύ, H4S1O4 κλπ. Ο ίδιος όρος περιγράφει αρωματικό (οργανικό) οξύ που περιέχει καρβοξύλιο (-COOH) σε ορθο- (1,2-) θέση στο βενζολικό δακτύλιο. O r t h o - Nitroaniline [Ορθο-νιτροανιλίνη] Οργ.Χημ. Μία από τις ισομερείς νιτροανιλίνες, με μία νιτροομάδα (-Ν0 2 ) σε διπλανή θέση στο βενζολικό δακτύλιο με τύπο O2NC6H4NH2. Πορτοκαλοκίτρινο κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξης 70°C. Χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία χρωμάτων. Πολύ τοξική ουσία. Ortho- Nitrobiphenyl (ΟΒΝ) [ο-Νιτρο-διφαινύλιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση παράγωγο του διφαινύλιου με μία ομάδα - Ν 0 2 σε ο-θέση και μοριακό τύπο C12H9NO2. Κρυσταλλική ένωση με σημείο τήξης 37°C. Χρησιμοποιείται από τις βιομηχανίες πλαστικών και υφασμάτων. O r t h o - Nitro phenol [Ορθο-νιτροφαινόλη] Ομγ.Χημ. Νιτροπαράγωγο της φαινόλης (QH5OH), που φέρει ένα - Ν 0 2 σε διπλανή θέση από το - Ο Η στο βενζολικό δακτύλιο. Κίτρινο κρυσταλλικό σώμα με χαμηλό σημείο τήξης (44-45°C), διαλυτό σε αρκετούς οργανικούς διαλύτες και βασικά διαλύματα. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανική οργανική σύνθεση άλλων ουσιών. Ortho- Nitrotoluene [Ορθο-νιτροτολουόλιο] ΟμγΧημ. Ένα από τα τρία ισομερή νιτροτολουόλια με τύπο CH3C6H4N02. Διαθέτει μία νιτροομάδα (-Ν0 2 ) σε διπλανή θέση από ένα - C H 3 στον αρωματικό δακτύλιο. Κίτρινο στερεό με σημείο τήξης -3/-4°C, πολύ τοξικό. Προκύπτει σαν προϊόν της νίτρωσης του τολουολίου με οξύ νίτρωσης. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή της ο-τολουιδίνης και γενικά στην οργανική σύνθεση. O r t h o c e n t e r [Ορθόκεντρο] Μαθημ. Ορίζεται ως το σημείο εκείνο του γεωμετρικού σχήματος του τριγώνου από όπου διέρχονται και οι τρεις ευθείες των υψών του. Orthogonal [Ορθογωνικό] Μαθημ. Η κατάσταση που προκύπτει από την κάθετη σχέση μεταξύ δύο στοιχείων ή δύο επιφανειών. O r t h o g o n a l Basis [Ορθογωνική βάση] Μαθημ. Είναι μία βάση ενός διανυσματικού χώρου η οποία αποτελείται από ορθογωνικά μεταξύ τους διανύσματα. Orthogonal C o m p l e m e n t [Ορθογώνιο συμπλήρωμα] Μαθημ. Έστω Χ ένας χώρος με εσωτερικό γινόμενο και Μ ένα υποσύνολο του. Ορθογώνιο συμπλήρωμα του Μ και συμβολίζεται με Μ-1·, ορίζεται το σύνολο όλων των στοιχείων του Χ τα οποία είναι κάθετα στο Μ. Εάν Μ είναι υπόχωρος του Χ τότε και το σύνολο Μ-1- αποτελεί υπόχωρο του Χ. O r t h o g o n a l Functions [Ορθογωνικές συναρτήσεις] Μαθημ. Δύο πραγματικές συναρτήσεις καλούνται ορ-

Orthogonal Transformation

θογωνικές εάν το εσωτερικό τους γινόμενο είναι ίσο με το μηδέν. Orthogonal G r o u p [Ομάδα περιστροφών] Μαθημ. Ένας ορθογώνιος μετασχηματισμός ως προς μια ορθοκανονική βάση αντιστοιχεί σε έναν ορθογώνιο πίνακα. Οι ορθογώνιοι μετασχηματισμοί αποτώούν ομάδα, την ομάδα περιστροφών του Ευκλείδειου χώρου γύρω από την αρχή του, λόγω του ότι στον τρισδιάστατο χώρο ένας ορθογώνιος μετασχηματισμός ανάγεται σε περιστροφή. O r t h o g o n a l Lines [Κάθετες ευθείες] Μαθημ. II σχετική κατάσταση μεταξύ δύο ευθειών που σημαίνει ότι τέμνονται μεταξύ τους κάθετα η μία προς την άλλη. O r t h o g o n a l M a t r i x [Ορθογώνιο μητρώο] Μαθημ. Καλείται ο μαθηματικός πίνακας διατεταγμένων στοιχείων για τον οποίο ισχύει η ιδιότητα κατά την οποία ταυτίζονται ο αντίστροφος του με τον ανάστροφο του. Orthogonal Polynomial [Ορθογώνια πολυώνυμα] Μαθημ. Ένα σύνολο ορθογωνίων πολυωνύμων είναι το σύστημα πολυωνύμων που είναι ορθογώνια ως προς κάποια συνάρτηση βάρους, επί ενός κλειστού διαστήματος. Orthogonal Projection [Ορθή προβολή] Μαθημ. 1. Παράλληλη προβολή στην οποία ο άξονας ή το επίπεδο της προβολής, είναι κάθετο προς την κατεύθυνση της προβολής. 2. Έστω Η χώρος Hilbert και Μ κλειστός υπόχωρος του Η. Ορθή προβολή για κάθε xe Η ορίζεται η μονοσήμαντη απεικόνιση x=y+z όπου ye Μ και ΖΕ M-k Orthogonal Series [Ορθογώνια σειρά] Μαθημ. Ονομάζεται η σειρά απείρων όρων, κάθε όρος της οποίας προέρχεται πολλαπλασιάζοντας ορθογώνιες συναρτήσεις με κατάλληλους συντελεστές, ώστε η σειρά να συγκλίνει στην επιθυμητή συνάρτηση. Orthogonal Spaces [Ορθογώνιοι χώροι] Μαθημ. Ορθογώνιοι χώροι ονομάζονται οι υπόχωροι V και V' ενός διανυσματικού χώρου Α, όταν το εσωτερικό γινόμενο μεταξύ δύο οποιωνδήποτε στοιχείων των V και V' ισούται με μηδέν. O r t h o g o n a l Sum [Ορθογώνιο άθροισμα] Μαθημ. 1. Ένας διανυσματικός χώρος V εσωτερικού γινομένου καλείται το ορθογώνιο άθροισμα των υποχώρων του Κ και Κ', εάν οι Κ και Κ' αποτελούν ορθογώνιους χώρους και ο V είναι το ευθύ άθροισμα αυτών. 2. Έστω διανυσματικός χώρος V εφοδιασμένος με την πράξη του εσωτερικού γινομένου f. Το εσωτερικό γινόμενο f θα είναι το ορθογώνιο άθροισμα των εσωτερικών γινομένων k και k' των υπόχωρων Κ και Κ' του V, όταν f (x+x', y+y , )=k(x,y)+k'(x , y) και επιπλέον ο V αποτελεί το ορθογώνιο άθροισμα των Κ και Κ'. Orthogonal System [Ορθογώνιο σύστημα] Μαθημ. 1. Καλείται μια κλάση διανυσμάτων {xj} ie Κ, όταν για κάθε δύο στοιχεία του Κ i και j, ισχύει xjlxj. 2. Ορθογώνιο σύστημα συναρτήσεων καλείται το απειροαριθμήσιμο σύνολο συναρτήσεων/^x), / 2 (χ),...για τις οποίες ισχύει b Ifi(x)fj(x)dx =0 a Λ

όταν ή ισούται με Ni όταν i=j. Orthogonal T r a j e c t o r y [Ορθογώνια τροχιά] Μαθημ. Πρόκειται για την τροχιά μιας καμπύλης η οποία τέμνει κάθετα όλες τις καμπύλες δοσμένης οικογένειας. O r t h o g o n a l T r a n s f o r m a t i o n [Ορθογώνιος μετασχη-

Orthogonal Vectors

- 1004-

ματισμός] Μαθημ. Καλείται ο γραμμικός μετασχηματισμός Ευκλείδειου διανυσματικού χώρου που διατηρεί τα μήκη ή τα εσωτερικά γινόμενα διανυσμάτων. Orthogonal Vectors [Ορθογώνια διανύσματα] Μαθημ. Δύο διανύσματα ονομάζονται ορθογώνια όταν το εσωτερικό τους γινόμενο ισούται με το μηδέν. Orthogonality [Ορθογωνικότητα] Μαθημ. Χαρακτηρίζει δύο γεωμετρικά σχήματα, όπως ευθείες, επίπεδα ή κάποια άλλα, για τα οποία ισχύει το ένα να είναι κάθετο ως προς το άλλο, δηλαδή σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία 90 μοιρών. Orthogonalization [Ορθογωνοποίηση] Μαθημ. Πρόκειται για μία μεθοδολογία μετασχηματισμού ενός συνόλου από γραμμικώς ανεξάρτητα διανύσματα σε ορθογωνικά μεταξύ τους, έτσι ώστε να ορίζουν τον ίδιο διανυσματικό χώρο. Orthohelium [Ορθο-ήλιο] Ατομ.Φυσ. Κατάσταση ατόμων ηλίου στα οποία τα spin των δύο ηλεκτρονίων του είναι παράλληλα. Orthohydrogen [Ορθο-υδρογόνο] Χημ. Μία από τις δύο ισομερείς μορφές του υδρογόνου κατά την οποία οι πυρήνες των δύο ατόμων που συναποτελούν το μόριο διατάσσονται με τα σπιν τους παράλληλα. Αντιθέτως όταν τα σπιν είναι αντιπαράλληλα το μόριο ονομάζεται παρα-υδρογόνο. O r t h o n o r m a l Coordinates [Ορθοκανονικές συντεταγμένες] Μαθημ. Ονομάζονται οι συντεταγμένες ενός διανύσματος οι οποίες το ορίζουν ως προς μία ορθοκανονική βάση. O r t h o n o r m a l Functions [Ορθοκανονικές συναρτήσεις] Μαθημ. Οι ορθογώνιες συναρτήσεις fj(x)/Nj που έχουν norms ίσες με τη μονάδα αποτελούν ένα ορθοκανονικό σύνολο συναρτήσεων. O r t h o n o r m a l Vectors [Ορθοκανονικά διανύσματα] Μαθημ. Είναι διανύσματα με μοναδιαίο μήκος για τα οποία μεταξύ τους ισχύει και η σχέση της ορθογωνικότητας. Orthophosphate [Ορθοφωσφορικά] Ανοργ.Χημ. Μέλος της κατηγορίας των φωσφορικών αλάτων, με γενικό τύπο Μ 3 ( Ρ 0 4 ) Χ , όπου Μ ένα μέταλλο και x ο αριθμός του οξείδωσης, π.χ. το φωσφορικό ασβέστιο, Ca-i (Ρ04)2. Orthophoto [Ορθοφωτογραφία] Γεωδ. Φωτογραφία που έχει ληφθεί από αεροσκάφος με ειδικές μηχανές και με συγκεκριμένο ποσοστό επικάλυψης της επιφάνειας που εμφανίζεται με την προηγούμενη φωτογραφία ώστε, όταν τοποθετηθούν οι δύο μαζί στο στερεοσκόπιο να εμφανίζεται το ανάγλυφο του φυσικού εδάφους. Orthotropic [Ορθότροπος] Μηχ. Ορισμός που χαρακτηρίζει την ιδιότητα ενός υλικού όταν έχει διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες σε δύο κατευθύνσεις της διατομής του που είναι κάθετες μεταξύ τους. Orthotropic Deck [Ορθότροπο κατάστρωμα] Πολ. Μηχ. Σε μια πλάκα που αποτελεί το κατάστρωμα μιας γέφυρας όταν ο μηχανισμός μεταβίβασης των φορτίων στις στηρίξεις είναι διαφορετικός ως προς τις δύο κατευθύνσεις της πλάκας που είναι κατακόρυφες μεταξύ τους εντός του επιπέδου. Os [Σύμβολο οσμίου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό όπως είναι στον περιοδικό πίνακα του στοιχείου του οσμίου. Osazone [Οζαζόνη] Οργ.Χημ. Είδος οργανικής ένωσης που προκύπτει με την επίδραση φαινυλυδραζίνης (QHsNHNHi) σε μονοσακχαρίτες και τελικό αποτέλε-

σμα την εισαγα>γή δύο φαινυλυδραζονικών ομάδων (C 6 H 5 NHN=) στους άνθρακες C-1 και C-2. Παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά από τον Emil Fischer και είναι κίτρινες κρυσταλλικές ουσίες. Χρησιμεύουν για την ταυτοποίηση των σακχάρων. Oscillating Magnetic Field [Ταλαντούμενο μαγνητικό πεδίο] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για ένα μαγνητικό πεδίο του οποίου τα χαρακτηριστικά μεταβάλλονται σε συνάρτηση με το χρόνο. Oscillating Series [Αποκλίνουσα σειρά] Μαθημ. Όταν το όριο του μερικού αθροίσματος της σειράς δεν υπάρχει τότε η σειρά αποκλίνει. Oscillating Universe [Παλλόμενο σύμπαν] Αστρον. Κοσμολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το παλλόμενο σύμπαν είναι κλειστό και χαρακτηρίζεται από διαδοχικές διαστολές και συστολές χωρίς τέλος. Στο μοντέλο που περιγράφει η συγκεκριμένη θεωρία δεν υπάρχει singularity καθώς και αρχή. Oscillation [Ταλάντωση] Μηχ. Πρόκειται για το είδος της κίνησης ενός σώματος κατά την οποία αυτό διέρχεται από τις ίδιες θέσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η κίνηση ενός εκκρεμούς. Γενικότερα όμως με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε έννοια, συνάρτηση, ενέργεια ή φυσικό φαινόμενο που επαναλαμβάνεται με μία περιοδικότητα στα πλαίσια ορισμένων τιμών. Oscillator [Ταλαντωτής] Ηλεκ. Ένα ηλεκτρικό σύστημα με το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε αμείωτες ηλεκτρικές ταλαντώσεις συγκεκριμένης συχνότητας. Ένας ταλχχντωτής αποτελείται συνήθως από μία διάταξη με την οποία μπορεί να καθοριστεί η συχνότητα ταλάντωσης, όπως είναι ένα κύκλωμα ταλαντώσεων ή ένας πιεζοηλεκτρικός κρύσταλλος, και από μία πηγή ενέργειας, συνήθως συνεχούς ρεύματος, με την οποία αναπληρώνεται κάθε απώλεια ενέργειας που συμβαίνει κατά την διάρκεια της ταλάντωσης. Oscillatory Circuit [Κύκλωμα ταλαντώσεων] Ηλεκ. Σύστημα που αποτελείται από πηνίο και πυκνωτή το οποίο μπορεί να ταλαντώνεται με συγκεκριμένη συχνότητα η οποία εξαρτάται από την χωρητικότητα του πυκνωτή και από τον συντελεστή αυτεπαγωγής του πηνίου. Ένα τέτοιο κύκλωμα παρουσιάζει απώλειες ενέργειας λόγω παρουσίας αντιστάσεων και χρειάζεται κάποια σταθερή πηγή ενέργειας έτσι ώστε οι ταλαντώσεις να παραμείνουν αμείωτες (βλέπε Oscillator). Oscillatory Crystal [Κρύσταλλος ταλαντώσεων] Ηλεκτρον. Πιεζοηλεκτρικός κρύσταλλος ο οποίος χρησιμοποιείται σε διατάξεις ταλαντωτών για τον καθορισμό και έλεγχο της συχνότητας ταλάντωσης (βλέπε Oscillator). Oscillatory Reaction [Περιοδική αντίδραση] Χημ. Είδος χημικής αντίδρασης που παρουσιάζει περιοδικές αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Παράδειγμα τέτοιας αντίδρασης αποτελεί η αντίδραση BeiousovZhabotinsky, που διεξάγεται όταν ένας κατάλληλος καταλύτης (φερροΐνη), ένα οργανικό υπόστρωμα που βρομιώνεται και οξειδώνεται εύκολα και ένα βρομικό ιόν διαλυθούν σε θειικό ή νιτρικό οξύ. Κατά τη διάρκεια της αντίδρασης εμφανίζεται περιοδικά στο διάλυμα το μπλε χρώμα της οξειδωμένης μορφής της φερροΐνης και το κόκκινο χρώμα της ανηγμένης μορφής. Oscillogram [Καταγραφή παλμογράφου] Μηχ. Πρόκειται για το γραπτό αποτέλεσμα που προκύπτει από την εφαρμογή ενός παλμογράφου. —» Oscillograph Oscillograph [Παλμογράφος] Μηχ. Είναι μία ηλεκτρι-

- 1005 κή διάταξη η οποία καταγράφει, ως συνάρτηση του χρόνου και υπό τη μορφή κυμάτων, τη μεταβολή μίας ποσότητας. Χρησιμοποιείται μεταξύ πολλών άλλων πρακτικών εφαρμογών και για την καταγραφή των μεταβολών του εναλλασσόμενου ρεύματος. Oscillographic P o l a r o g r a p h y [Παλμική πολαρογραφία] Αναλ.Χημ. Παραλλαγή της πολαρογραφίας που είναι είδος ηλεκτροχημικής ανάλυσης στην αναλυτική χημεία. Στην παλμική πολαρογραφία αντί της εφαρμογής συνεχώς μεταβαλλόμενης τάσης στο σταγονικό ηλεκτρόδιο υδραργύρου, εφαρμόζεται σταθερή τάση και επιπλέον σε κάθε σταγόνα εφαρμόζεται ένας παλμός τάσης μικρού πλάτους και μικρής διάρκειας στο τελευταίο τέταρτο της ζωής κάθε σταγόνας. Osculating Circle [Εγγύτατος κύκλος] Μαθημ. Θεωρούμε μια ομαλή καμπύλη C και το αντίστοιχο συνοδεύον τρίεδρο του Frenet στο τυχαίο σημείο της Ρ. Εγγύτατος κύκλος της καμπύλης στο σημείο Ρ ή κύκλος καμπυλότητας της καμπύλης στο Ρ, καλείται ο κύκλος του εγγύτατου επιπέδου με κέντρο το κέντρο καμπυλότητας της C στο σημείο Ρ και ακτίνα την ακτίνα καμπυλότητας της C. Osculating O r b i t [Εγγύτατη τροχιά] Αστμον. Καλείται η τροχιά που θα είχε ένα ουράνιο σώμα αν για κάποια χρονική στιγμή το σώμα ελευθερωνόταν από όλες τις παρελκτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να κινείται μόνο υπό την επίδραση της βαρυτικής δύναμης του ηλίου. Osculating Plane [Εγγύτατο επίπεδο] Μαθημ. Εγγύτατο επίπεδο καμπύλης C στο τυχαίο σημείο της Ρ ονομάζεται το επίπεδο που ορίζουν η εφαπτόμενη και η πρώτη κάθετη. Osculating S p h e r e [Εγγύτατη σφαίρα] Μαθημ. Εγγύτατη σφαίρα μιας καμπύλης C σε ένα σημείο Ρ ονομάζεται η σφαίρα που διέρχεται από το σημείο Ρ, έχει κέντρο το σημείο Κ της πολικής ευθείας με διάνυσμα θέσης RK =ro+pno"h:p'bo και ακτίνα που ισούται με [ρ2+τ2 (Ρ') 2 ]' > όπου ρ είναι η ακτίνα καμπυλότητας της καμπύλης, no αποτελεί το διάνυσμα της πρώτης καθέτου, bo το διάνυσμα της δεύτερης καθέτου της καμπύλης, τ καλείται η ακτίνα στρέψης της καμπύλης στο σημείο Ρ και Γο αποτελεί το διάνυσμα θέσης του Ρ. Osmic Acid A n h y d r i d e [Ανυδρίτης του οσμικού οξέος] Ανομγ.Χημ. Στερεό κρυσταλλικό υποκίτρινο οξείδιο του οσμίου με τύπο 0 s 0 4 στο οποίο το όσμιο εμφανίζεται με αριθμό οξείδωσης +8. Πλήρως διαλυτό στο νερό, με σημείο τήξης 41°C και σημείο βρασμού 131°C. Πολύ τοξική ουσία, μπορεί να φέρει το θάνατο με κατάποση ή εισπνοή. Προκαλεί επίσης κάψιμο στο στόμα, ερεθισμό στα μάτια, το δέρμα και στην αναπνευστική οδό. Αναφέρεται και σαν οσμικό οξύ ή τετροξείδιο του οσμίου. Χρησιμοποιείται σαν καταλύτης στην υδροξυλίωση των αλκενίων, στη φωτογραφία κλπ. Osmium 1 [Όσμιο] Ανομγ.Χημ. Γκρι-μπλε πολύ σκληρό μεταλλικό στοιχείο της 81* (VIIIB) ομάδας του περιοδικού πίνακα με ηλεκτρονιακή δομή [Xe] 4f 14 5d 6 6s2. Ανακαλύφθηκε το 1803, Έχει ατομικό αριθμό 76, σχετική ατομική μάζα 190,23, σημείο τήξης 3327 ΰΚ και σημείο βρασμού 5300 °Κ. Απαντάται σε διάφορα ορυκτά του λευκοχρύσου και του νικελίου από τα οποία και παραλαμβάνεται. Παρουσιάζει πολλούς αριθμούς οξείδωσης (από 0 μέχρι +8) Kat παρουσιάζει την μεγαλύτερη πυκνότητα από όλα τα στοιχεία. Με θέρμανση σε αέρα οξειδώνεται σχηματίζοντας το τετροξείδιό του, 0 s 0 4 , που παρουσιάζεται πολύ τοξικό. Δεν αντι-

Ostwald Process

δρά με τα κοινά οξέα, εκτός από το θερμό νιτρικό οξύ, το θερμό θειικό οξύ και το βασιλικό νερό. Χρησιμοποιείται με τη μορφή κραμάτων του για πρότυπα βάρη και μετρήσεις, καθώς επίσης και για την κατασκευή ακίδων. O s m i u m 2 [Οσμιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το συμβολισμό Os. Πρόκειται για μέταλλο, με χρώμα λευκό και χαρακτηριστική λάμψη, είναι ένα από τα βαρύτερα στοιχεία και δεν προσβάλλεται από τα οξέα. Είναι σχετικά σπάνιο στη φύση και χρησιμοποιείται για την κατασκευή σκληρών κραμάτων, ως καταλύτης, και για την παραγωγή αμμωνίας. Osmolality [Διάλυμα Osmolality] Χημ. Η συγκέντρωση ενός διαλύματος στο φαινόμενο της α')σμωσης εκφρασμένη σε osm (osmol) διαλυμένης ουσίας στα 1000 g διαλύτη. Osmolarity [Διάλυμα Osmolarity] Χημ. Η συγκέντρωση ενός διαλύματος στο φαινόμενο της ώσμωσης εκφρασμένη σε osm (osmol) διαλυμένης ουσίας στα 1000 mL διαλύτη. Osmole [Όσμολε] Χημ. Αντιστοιχεί σε ποσότητα ουσίας που όταν διαλύεται σε κάποιο διαλύτη σχηματίζει διάλυμα που περιέχει 1 mol ωσμωτικά ενεργών σωματιδίων. Π.χ. 1 mol μορίων γλυκόζης (σχηματίζει μοριακά υδατικά διαλύματα) σχηματίζει διάλυμα 1 osmol, ενώ διάλ.υμα που περιέχει 1 mol NaCl σχηματίζει διάλυμα 2 osmol, καθότι διίστανται πλήρως παράγοντας 1 mol ιόντων Na' και 1 mol ιόντων C1". Συντομογραφικά osm. Osmometer [Οσμόμετρο] Χημ. Όργανο μέτρησης της οσμωτικής πίεσης. Χρησιμοποιούνται συχνά για τον προσδιορισμό της σχετικής μοριακής μάζας της διαλυμένης ουσίας με βάση το φαινόμενο της ώσμωσης των μορίων διαλύτη διαμέσου ημιπερατής μεμβράνης. Χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό βιομηχανικών εφαρμογα')ν για τη μέτρηση της συγκέντρωσης της διαλυμένης ουσίας. Osmosis [Όσμωση] Φυσ.Χημ. Ονομάζεται το φαινόμενο της διαπίδυσης, διαμέσου μίας ημιπερατής μεμβράνης, των μορίων ενός διαλύτη από το αραιότερο διάλυμα προς το πυκνότερο, με αποτέλεσμα τελικά την εξίσωση των συγκεντρώσεων των δύο διαλυμάτων. Osmotic Pressure O r Osmotic Gradient [Οσμωτική πίεση] Φυσ.Χημ. Σε ένα διάλυμα το οποίο διαχωρίζεται με μία ημιπερατή μεμβράνη από τον καθαρό διαλύτη του, πρέπει να ασκηθεί μία εξωτερική πίεση, η οποία καλείται ωσμωτική, ώστε να παρεμποδιστεί το φαινόμενο της ώσμωσης. Ostwald Dilution L a w [Νόμος αραίωσης του Ostwald] Φυσ.Χημ. Νόμος που σχετίζει τη σταθερά ιοντισμού Ka ή K b ενός ασθενούς ηλεκτρολύτη (οξέος ή βάσης) με το βαθμό ιοντισμού του α και τη συγκέντρωσή του C σε αραιά υδατικά διαλύματα. Διατυπώθηκε από τον Γερμανό χημικό Wilhelm Ostwald ως εξής: "Ο βαθμός ιοντισμού ενός ασθενούς μονοπρωτικού οξέος ή μιας ασθενούς μονοπρωτικής βάσης στα υδατικά τους διαλύματα αυξάνεται με την αραίωση". Η μαθηματική του έκφραση είναι: K a = α C/(l-a) Ostwald Process [Διαδικασία Ostwald] Χημ. Μία διαδικασία βιομηχανικής παρασκευής νιτρικού οξέος και διοξειδίου του αζώτου με οξείδωση αμμωνίας (ΝΗ 3 ) από το οξυγόνο (0 2 ) του αέρα, που εφευρέθηκε από το Γερμανό χημικό Wilhelm Ostwald. Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η αμμωνία αναμιγνύεται με αέρα και

Ostwald Ripening

- 1006-

θερμαίνεται πάνω από καταλύτη λευκόχρυσο, οπότε παράγεται διοξείδιο του αζώτου (Ν0 2 ). Το ΝΌ 2 στη συνέχεια αντιδρά με νερό σχηματίζοντας νιτρικό οξύ. Ostwald Ripening [Χώνευση κατά Ostwald] Χημ. Διαδικασία κατά το σχηματισμό ενός ιζήματος κατά την οποία το ίζημα αφήνεται για αρκετό χρονικό διάστημα σε επαφή με το μητρικό υγρό, ώστε οι μικροί κρύσταλλοι να επαναδιαλυθούν, το διάλυμα να καταστεί υπέρκορο ως προς τους μεγάλους κρυστάλλους και τελικά να επέλθει επανακαταβύθιση του ιζήματος σε σταθερότερη και περισσότερο δυσδιάλυτη μορφή. Otto Cycle [Κύκλος του Όττο] Φνα. Όρος ο οποίος αναφέρεται σε ένα σύνολο από τέσσερις θερμοδυναμικές διαδικασίες, δύο εκ των οποίων είναι αδιαβατικές και οι υπόλοιπες δύο είναι ισόχωρες. Ο κύκλος του Οιιο, οφείλεται στον Nikolaus Otto (1832 - 1891), είναι ένας σημαντικός θερμοδυναμικός κύκλος γιατί αποτελεί τη βάση για την περιγραφή του τετράχρονου βενζινοκινητήρα ο οποίος είναι μία μηχανή εσωτερικής καύσης που λειτουργεί σε τέσσερις χρόνους. O u n c e [Ουγγιά] Μηχ. Πρόκειται για μονάδα μέτρησης της μάζας η οποία ισούται περίπου με τριάντα γραμμάρια. O u t F o r T e n d e r [Δημοσιευμένη διακήρυξη] Πολ,Μηχ. Η περίοδος ι&ταζύ της ημερομηνίας δημοσίευσης της διακήρυξης ενός έργου και της ημερομηνίας υποβολής των προσφορών των υποψηφίων αναδόχων, κατά τη διάρκεια της οποίας οι υποψήφιοι ανάδοχοι συντάσσουν την προσφορά τους. O u t Of Line Coding [Ξεχωριστή κωδικοποίηση] Πληρ. Το σύνολο των εντολών ενός υπολογιστικού προγράμματος, οι οποίες δεν τοποθετούνται στην ίδια μνήμη με το κυρίως πρόγραμμα. Out Of The G r o u n d [Κλείσιμο υπογείου] Οικοδ. Στη διαδικασία κατασκευής ενός τεχνικού έργου, το τέλος της φάσης των εργασιών μέχρι το επίπεδο του φυσικού εδάφους. O u t b o a r d Engine [Εξωλέμβια μηχανή] Ναυπηγ. Outboard Motor O u t b o a r d M o t o r [Εξωλέμβια μηχανή] Ναυπηγ. Είναι η μηχανή εσωτερικής καύσεως, η οποία τοποθετείται επάνω στα μικρά σχετικά σε μήκος πλεούμενα, (υπάρχει και η δυνατότητα να αφαιρεθεί) και δίνει την κίνηση στην προπέλα που με τη σειρά της ωθεί τη βάρκα. O u t c r o p [Εμφάνιση πετρώματος] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο του μητρικού πετρώματος ή των υποκειμένων αυτού στρωμάτων που αποκαλύπτεται επάνω στην επιφάνεια της Γης. O u t d o o r [Υπαίθριος] Μηχ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει γενικότερα κάποιον εξοπλισμό ο οποίος για διάφορους λόγους δεν είναι στεγασμένος αλλά εκτίθεται στις καιρικές συνθήκες. O u t e r Atmosphere [Εξωτερική ατμόσφαιρα] Μετεωρ. Όρος ο οποίος αναφέρεται στη στρωματοποίηση της ατμόσφαιρας της Γης. Η εξωτερική ατμόσφαιρα περιλαμβάνει το ανώτερο μέρος της θερμόσφαιρας και την εξώσφαιρα χωρίς όμως να καθορίζονται ειδικότερα οι διαστάσεις της. O u t e r A u t o m o r p h i s m [Εξωτερικός αυτομορφισμός] Μαθημ. Έστω A(G) το σύνολο των αυτομορφισμών μιας ομάδας και 1(G) το σύνολο των εσωτερικών αυτομορφισμών της G. Εξωτερικός αυτομορφισμός καλείται το τυχαίο στοιχείο που ανήκει στην ομάδα πηλίκο A(G) / 1(G).

O u t e r M e a s u r e [Εξωτερικό μέτρο] Μαθημ. Έστω (Ω, Σ) μετρήσιμος χώρος. Μια συνάρτηση μ:Σ->[0,«>] καλείται εξωτερικό μέτρο επί της σ-άλγεβρας Σ εάν πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις: α) μ(0)=Ο, β) μ(Α)<μ (Β) όταν Α υποσύνολο του Β και γ) μ{υΑ ν }<Χ μ(Α ν ) για κάθε ακολουθία Αν που ανήκει στη σ-άλγεβρα Σ και ν=1,...,οο. O u t e r Planets [Εξωτερικοί πλανήτες] Αστρυν. Με τον όρο εννοούμε τους πλανήτες του ηλιακού συστήματος που κινούνται με τροχιές μεγαλύτερες από την τροχιά του Αρη. Είναι οι εξής: Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδοόνας και Πλούτωνας, O u t e r P r o d u c t [Εξωτερικό γινόμενο] Μαθημ. Το εξωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων ως προς τρισορθογώνιο και δεξιόστροφο σύστημα αξόνων ορίζεται το διάνυσμα uxv=(u 2 v 3 -u 3 v 2 , u 3 v r U|V 3 , u,v r u 2 v!) με μέτρο ViuVS'/av'/Ssin^v), κάθετο στο επίπεδο των u και ν. O u t e r Space [Μεσοαστρικό διάστημα] Αστρον. Ονομάζεται ο χώρος του διαστήματος, δηλαδή ολόκληρη η περιοχή μεταξύ των αστέρων του σύμπαντος και έξω πάντως από την ατμόσφαιρα της Γης και τις αντίστοιχες ατμόσφαιρες των άλλων πλανητών, Outfall 1 [Εκβολή] Πολ.Μηχ. Το σημείο που ένας αγωγός καταλήγει στον αποδέκτη. Οηίίίΐ11 2 (Εκβολή] Υδρολ. Σε ένα χείμαρρο η ένα ρέμα, η διατομή μέσω της οποίας το στοιχείο συνδέεται με ένα μεγαλύτερο, στο οποίο καταλήγει το νερό που ρέει εντός της διατομής του. Outgassing [Απομάκρυνση αερίων] Αστρον. Καλείται το φαινόμενο της απότομης έκλυσης αερίων από έναν πλανήτη, γεγονός που συντελεί στον σχηματισμό της ατμόσωαιράς του. O u t p u t [Εξοδος] Ηλεκ. Γενική έκφραση η οποία αναφέρεται στην έξοδο ενός κυκλώματος ή μίας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής συσκευής, όπως είναι μία γεννήτρια ή ένας ενισχυτής και στο χαρακτηριστικό φυσικό μέγεθος το οποίο παρουσιάζει η έξοδος αυτή, συνήθως τάση ή ένταση ρεύματος. O u t p u t [Τελικό προϊόν] Πληρ. 1. Το αντικείμενο που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επεξεργασίας στοιχείων σε έναν υπολογιστή μέσω της χρήσης ενός λογισμικού. 2. Ένα εκτυπωμένο τεύχος το οποίο περιέχει σε γραπτή μορφή τα περιεχόμενα ενός αρχείου του υπολογιστή ή τα αποτελέσματα της επεξεργασίας στοιχείων. O u t p u t Area [Περιοχή εξόδου] Πληρ. Η περιοχή της κεντρικής μνήμης, στην οποία τοποθετούνται προσωρινά τα δεδομένα, που προκύπτουν από μια επεξεργασία προτού εξαχθούν σε μια περιφερειακή μονάδα. Η περιοχή αυτή, συνήθως, καθορίζεται από τον προγραμματιστή και δεν είναι σταθερή περιοχή της κεντρικής μνήμης. O u t p u t Block [Μπλοκ εξόδου] Πληρ. -> Output Area O u t p u t Device [Συσκευή εξόδου] Πληρ. Ονομάζεται το τμήμα εκείνο του υλικού ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο έχει ως σκοπό λειτουργίας του τη μεταφορά των πληροφοριών και των δεδομένων από τη μνήμη του υπολογιστή σε κάποια εξωτερική από αυτόν μονάδα. O u t p u t E q u i p m e n t [Εξοπλισμός εξόδου] Πληρ. Το σύνολο των περιφερειακών μονάδων ενός υπολογιστικού συστήματος, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή των δεδομένων από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, σε κατάλληλη μορφή ώστε να αναγνωρίζονται από το χρήστη. Π.χ. η οθόνη και ο εκτυπωτής.

- 1007 O u t p u t Link [Εξωτερική σύνδεση] Επικοιν. Επικοινωνιακή σύνδεση ενός χώρου αναφοράς με άλλα συστήματα και συνήθως αναφέρεται σε τηλεφωνική σύνδεση. O u t p u t Record [Εξωτερική εγγραφή] Πληρ. Στο χώρο της πληροφορικής με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η αποθήκευση ορισμένων δεδομένων και πληροφοριών τα οποία είναι σε ψηφιακή μορφή, σε χώρο μνήμης εκτός του ηλεκτρονικού υπολογιστή. O u t p u t Routine O r Output Program [Ρουτίνα εξαγωγής δεδομένων] Πληρ. Ονομάζεται το τμήμα εκείνο ενός λογισμικού προγράμματος το οποίο περιέχει όλες τις εντολές που σχετίζονται με τη μεταφορά των πληροφοριών από τη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή είτε σε έναν εκτυπωτή για να τυπωθούν, είτε σε έναν εξωτερικό χώρο μνήμης όπως μία δισκέτα για να αποθηκευτούν. O u t p u t Unit [Συσκευή εξόδου] Πληρ. -> Output Device Outreach A r m [Πρόβολος] Αεροναυτ. Σε έναν ιστό οδικού φωτισμού το οριζόντιο μέλος που είναι τοποθετημένο στην κορυφή του ιστού και φέρει στο ελεύθερο άκρο του το φωτιστικό σα')μα. Outrigger [Αντηρίδα] Τεχνολ. Σε έναν υψίκορμο γερανό, τα κεκλιμένα στοιχεία που συνδέονται με τον κορμό στο επίπεδο της βάσης και επεκτείνονται σε ένα περιορισμένο ύψος, με σκοπό να ενισχυθεί η ακαμψία του κορμού στην περιοχή της πάκτωσής του στη βάση. Outside Diameter [Εξωτερική διάμετρος] Τεχνολ. Αναφορικά με τις διαστάσεις της διατομής ενός σωλήνα η συνολική διάμετρος που συμπεριλαμβάνει και το πάχος των τοιχωμάτων. Outside Extension [Εξωτερική προέκταση] Επικοιν. Το τμήμα που συνδέει την γραμμή (δικτύου πόλης) ενός κέντρου καθώς διέρχεται από ένα άλλο κέντρο (συνήθως μικρότερης εμβέλειας) όπου και ανήκει. Outside Glazing [Τοποθέτηση υαλοπινάκων] Οικοδ. Η εργασία τοποθέτησης υαλοπινάκων στα κουφώματα, όταν η εργασία αυτή εκτελείται από την εξωτερική πλευρά του κτιρίου. Outstanding W o r k s [Υπολοιπόμενες εργασίες] Οικοδ. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής ενός τεχνικού έργου, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το σύνολο των εργασιών που απομένουν να εκτελεστούν για να συμπληρωθεί το έργο και να είναι έτοιμο για λειτουργία. Oval [Ωοειδής] Μαθημ. Είναι η καμπύλη που έχει ένα γεωμετρικό σχήμα παραπλήσιο της τομής ενός αυγού, είναι γνωστή και ως οβάλ καμπύλη. Oval Of Cassini [Το ωοειδές του Cassini] Μαθημ. Πρόκειται για καμπύλες που ορίζονται από τη σχέση [(x+b)2+y2][(x-b)2+y2]=k4, όπου b και k είναι σταθερές. Κάθε καμπύλη αποτελείται από δύο ωοειδή, το καθένα περικλείει το κάθε σημείο αναφοράς, ή από ένα ωοειδές που περικλείει και τα δύο σημεία, αναφοράς, ανάλογα με τη σχέση του k και την απόσταση των δύο σημείων αναφοράς. Εάν το k ισούται με αυτήν την απόσταση τότε έχουμε την επιφάνεια σχήματος 8 του Bernoulli. Oven [Κλίβανος] Μηχ. Πρόκειται για μία διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη πολύ μεγάλων θερμοκρασιών κάνοντας χρήση διαφόρων ειδών καύσιμης ύλης για παροχή ενέργειας. Είναι γνωστή κοινώς και ως φούρνος και υπάρχουν διάφοροι τύποι, από αυτούς για την παραγωγή άρτου έως αυτούς που χρησιμοποιούνται στη βαριά βιομηχανία.

Overflow 2

Over Consolidated Clay [Υπερσυμπιεσμένη άργιλος] Πολ.Μηχ. Στρώση του υπεδάφους αργιλικής σύνθεσης η οποία έχει συμπιεστεί από τα υπερκείμενα εδάφη υπερβολικά και έχει την τάση να αυξηθεί σε όγκο στην περίπτωση που αφαιρεθεί μια ποσότητα του υπεδάφους και απορροφήσει νερό εντός του όγκου της. Overall Stability Constant [Ολική σταθερά σχηματισμού] ΑναλΧημ. Σταθερά χημικής ισορροπίας που αναφέρεται στο σχηματισμό διαλυτών συμπλοκών ενός μεταλλοϊόντος και ενός ή περισσοτέρων υποκαταστατών (MLn+x). Συσχετίζει τις συγκεντρώσεις του μη συμπλοκοποιημένου μεταλλοϊόντος, του ελεύθερου υποκαταστάτη και του τελικού συμπλόκου. Ισούται με το γινόμενο των διαδοχικών σταθερών σχηματισμού των συμπλοκών του μεταλλοϊόντος με τον υποκαταστάτη και αποτελεί μέτρο της σταθερότητας του τελικού συμπλόκου ιόντος. Χρησιμοποιείται για υπολογισμούς στην Αναλυτική χημεία που περιλαμβάνουν σχηματισμούς διαδοχικών συμπλοκών ιόντων σε υδατικά διαλύματα. O v e r b r e a k [Πλεονάζουσα εκσκαφή] Πολ.Μηχ. Στις εργασίες διάτρησης μιας σήραγγας ή της εκσκαφής ενός ορύγματος, η ποσότητα της εκσκαφής πέρα των ορίων που απαιτούνται για τη διαμόρφωση της διατομής που επιβάλλεται από τα σχέδια της μελετης. O v e r b u r d e n [Υπερκείμενα φορτία] Πολ.Μηχ. Σε ένα έδαφος, τα φορτία που δέχεται ένα επίπεδο που βρίσκεται σε κάποιο βάθος από την επιφάνεια, από τα εδάφη που το καλύπτουν σε όλο το ύψος μέχρι την επιφάνεια. O v e r b u r d e n Stress [Τάση από υπερκείμενα φορτία] Πολ.Μηχ. Σε ένα επίπεδο του εδάφους η ομοιόμορφη τάση που αναπτύσσεται σε αυτό το επίπεδο από τα φορτία των υπερκείμενων εδαφών. Overcladding [Εξωτερική μόνωση] Πολ,Μηχ. Η επένδυση των τοίχων που αποτελούν την πρόσοψη ενός κτιρίου με μονωτικό υλικό στην εξωτερική επιφάνειά τους. Overcoating [Επιπλέον στρώση] Οικοδ. Η εφαρμογή μιας επιπλέον στρώσης βαφής σε μια ήδη υπάρχουσα στρώση. O v e r c u r r e n t [Επίρευμα] Ηλεκ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η τιμή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος ενός κυκλώματος ή κάποιας άλλης ηλεκτρικής διάταξης έχει υπερβεί την κανονική ή αναμενόμενη τιμή. O v e r d a m p i n g [Ισχυρή απόσβεση] Φυσ. Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για την περιγραφή μίας φθίνουσας αρμονικής ταλάντωσης κατά την οποία η απόσβεση είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν παρατηρείται ταλάντωση αλλά η ταλειντευόμενη ποσότητα επιστρέφει απλώς στην θέση ισορροπίας. Overflow 1 [Υπερχείλιση] Πλημ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στο αποτέλεσμα μίας αριθμητικής πράξης που τελείται σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή το οποίο υπερβαίνει σε πλήθος ψηφίων την χωρητικότητα της θέσης αποθήκευσης. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται από τον υπολογιστή με τη χρήση προσωρινής μνήμης μικρού μεγέθους. Overflow 2 [Υπερχείλιστης] Πολ.Μηχ. Σε ένα ταμιευτήρα, σε ένα τμήμα της στέψης η δημιουργία ενός χαμηλού σημείου για την εξασφάλιση της απορροής του νερού όταν φθάσει στο συγκεκριμένο επίπεδο. Δημιουργείται για την ασφάλεια του τεχνικού έναντι στην πιθανότητα ανόδου της στάθμης σε επίπεδο μεγαλύτε-

Overflow C h a n n e l

- 1008-

po από αυτό για το οποίο είχε υπολογιστεί η διατομή, ώστε να μην προκύψουν αυξημένες δυνάμεις που θα δημιουργήσουν πρόβλημα ανατροπής του τεχνικού. Overflow C h a n n e l [Αγωγός υπερχείλισης] ΠολΜηχ. Αγωγός που κατευθύνει την ποσότητα νερού που προέρχεται από μια υπερχείλιση σε ένα φυσικό αποδέκτη. Overflow D a m [Φράγμα υπερχείλισης] ΠολΜηχ. Φράγμα η στέψη του οποίου έχει διαμορφωθεί ως υπερχειλιστής και αποθηκεύει μέχρι ορισμένη ποσότητα νερού. Overflow Indicator [Δείκτης υπερχείλισης] Πληρ. Το λογικό κύκλωμα, το οποίο σε περίπτωση υπερχείλισης βρίσκεται σε κατάσταση ένα, ώστε να δηλώσει την υπερχείλιση αυτή. Overflow Storage [Υπερχείλιση αποθήκευσης] Επικοιν. Περίπτωση που τα προς αποθήκευση δεδομένα ξεπερνούν τη διαθέσιμη χωρητικότητα της μνήμης. Συνήθως διοχετεύονται στον πλησιέστερο σταθμό ή ξαναγυρνούν στο δίκτυο ή και στον παραλήπτη αλλιώς είτε καταστρέφονται είτε το σύστημα που τα φιλοξενεί καταρρέει. O v e r h a n d W o r k [Κατασκευή τοίχου εκ των έσω] Οικοδ. Η εργασία κατασκευής τοιχοποιίας εξωτερικών τοίχων, όταν η εργασία εκτελείται από την εσωτερική πλευρά του κτιρίου και δεν απαιτείται εξωτερική σκαλωσιά. O v e r h a n g [Μαρκίζα] Οικοδ. Το τμήμα της στέγης που προεξέχει από το κατακόρυφο επίπεδο του εξωτερικού τοίχου. Overhaul [Γενική συντήρηση] Τεχνολ. Διαδικασία συντήρησης ενός μηχανήματος που συμπεριλαμβάνει πλήρη έλεγχο όλων των εξαρτημάτων που το αποτελούν, αντικατάσταση των φθαρμένων τεμαχίων και πλήρη αποκατάσταση της λειτουργικότητας που είχε ως καινούργιο. O v e r h a u s e r Effect [Φαινόμενο Overhauser] Ατομ. Φοσ. Η αύξηση της έντασης I του σήματος μαγνητικού συντονισμού, που παρατηρείται μεταξύ δύο γειτονικών πυρήνων με αλληλεπίδραση διπόλου-διπόλου, όταν ένας από τους πυρήνες διεγερθεί με έντονη εξωτερική ραδιοσυχνότητα RF, ώστε να βρεθεί σε κατάσταση κορεσμού. Το φαινόμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα φάσματα πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (π.χ. στα φάσματα 1 C-NMR) και εμφανίζεται γενικά όταν το σύστημα περιλαμβάνει διαδοχικά στάδια διέγερσης των πυρήνων. Overhead O r Overhead Cost O r Overheads [Πάγιες δαπάνες] Τεχνολ. —»Fixed Cost. Overhead Shovel [Ανατρεπόμενος εκσκαφέας] Τεχνολ. Σκαπτικό μηχάνημα χωματουργικών που αποθέτει τα προϊόντα εκσκαφής στην αντίστροφη πλευρά με ανατροπή του κάδου μέσω ενός υδραυλικού μηχανισμού. Overhead Traveling C r a n e [Γερανογέφυρα] Τεχνολ. Ανυψωτικό μηχάνημα που αποτελείται από ένα μεταλλικό πλαίσιο που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές και φέρει στο οριζόντιο σκέλος του μηχανισμό ανύψωσης και μεταφοράς φορτίων μέσω συστήματος τροχαλιών και συρματόσχοινων. Χρησιμοποιείται σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και στα λιμάνια και έχει δυνατότητες μεταφοράς μεγάλων φορτίων σε σχετικά μικρές αποστάσεις που περιορίζονται από το μήκος της σιδηροτροχιάς. Overheating Effect [Φαινόμενο υπερθέρμανσης] Φικι. Στερ.Κατ. Το φαινόμενο κατά το οποίο ένας υπεραγωγός μπορεί να θερμανθεί πάνω από την κρίσιμή του

θερμοκρασία (Tc), χωρίς να χάσει τις υπεραγώγιμες ιδιότητες του. Overlap [Επικαλύπτω χρονικά] Πληρ. Η παράλληλη διεξαγωγή λειτουργιών, δηλαδή η εκτέλεσή τους στο ίδιο χρονικό διάστημα χωρίς απαραίτητα να ταυτίζεται η έναρξη και η λήξη όλων των αυτών των λειτουργιών. Δηλαδή, μπορεί ένα τμήμα της μιας λειτουργίας να διεξάγεται ταυτόχρονα με ένα τμήμα μιας άλλης λειτουργίας. Overlapping Orbitals [Αλληλοεπικάλυψη τροχιακών] Χημ. Η αλληλοεπικάλυψη του ηλεκτρονιακού νέφους δύο ατομικών τροχιακών που οδηγεί σε αυξανόμενη ηλεκτρονιακή πυκνότητα μεταξύ των δύο ατόμων και σχηματισμό ομοιοπολικού δεσμού. Ο βαθμός αλληλοεπικάλυψης εξαρτάται από το είδος των τροχιακών και σχετίζεται με την ισχύ του ομοιοπολικού δεσμού. Overlay 1 [Επίστρωση ασφαλτοτάπητα] Οδοπ. Η κάλυψη ενός οδοστρώματος με μια νέα στρώση ασφάλτου για την αποκατάσταση της φθοράς που είχε υποστεί η επιφάνειά του. Overlay 2 [Επίστρωση] Τεχνολ. II επικάλυψη της επιφάνειας ενός προϊόντος με ειδικό υλικό για να αποκτήσει την απαιτούμενη δομή και εμφάνιση. Σε πολλές περιπτώσεις η επικάλυψη γίνεται για διακοσμητικούς λόγους και σε άλλες περιπτώσεις για λόγους ενίσχυσης της αντοχής σε φθορές. Overlay 3 [Επικάλυψη] Πληρ. 1. Η τεχνική, η οποία επιτρέπει την εκτέλεση μεγάλου μήκους προγραμμάτων σε μνήμη μικρής χωρητικότητας. Βασίζεται στη διάσπαση του αρχικού προγράμματος σε επιμέρους τμήματα, φόρτωση στην κύρια μνήμη μόνο των απαιτούμενων τμημάτων, εναλλαγή των διαφόρων τμημάτων κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του προγράμματος και κάλυψη των παλαιοτέρων που πλέον δε χρειάζονται. Ο συνδυασμός των τμημάτων αυτών και η τελική εκτέλεση του προγράμματος πραγματοποιείται σε μια κοινή περιοχή της κύριας μνήμης. 2. [Επικαλύπτω] Πληρ. Φορτώνω στη μνήμη τμήματα επικάλυψης. Overload 1 [Υπερφόρτωση] Ηλεκ. Κατάσταση η οποία παρατηρείται κατά την ανεπιθύμητη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ισχύος ή φόρτου μίας ηλεκτρικής συσκευής ή διάταξης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστα φαινόμενα όπως είναι η υπερθέρμανση και η βλάβη Overload [Υπερφόρτωση] ΠολΜηχ. Η κατάσταση που προκύπτει σε ένα φορέα' όταν υποστεί καταπονήσεις από φορτία μεγαλύτερα από αυτά που είχαν ληφθεί υπόψη στη μελέτη για τον υπολογισμό και την διαστασιολόγησή του. Overload Protection Systems [Συστήματα προστασίας από υπερφόρτωση] Ηλεκ.Μηχ. Ονομασία συστημάτων με τα οποία προστατεύονται οι διάφορες ηλεκτρικές διατάξεις και συσκευές από τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της υπερφόρτωσης και τα οποία κάνουν χρήση συγκεκριμένων ηλεκτρομηχανικών διατάξεων που ονομάζονται ηλεκτρονόμοι υπερφόρτωσης. Overload Relay [ΙΙλεκτρονόμος υπερφόρτωσης] Ηλεκ. Ηλεκτρομηχανική διάταξη η οποία ενεργοποιείται όταν το ρεύμα του ηλεκτρικού ή ηλεκτρονικού συστήματος που προστατεύει υπερβαίνει μία προκαθορισμένη τιμή. Overpass [Ανω διάβαση] Πολ.Μηχ. Ανισόπεδη διασταύρωση δύο δρόμων σε διάταξη σύμφωνα με την οποία το υψόμετρο της ερυθράς της κυρίας οδού είναι ψηλότερα από το υψόμετρο της ερυθράς της δευτερεύ-

- 1009 ούσας οδού. Overpoint [Σημείο αρχικού βρασμού] Χημ. Η θερμοκρασία στην οποία πέφτει η πρώτη σταγόνα στη φιάλη συμπύκνωσης στη διαδικασία μιας απόσταξης. Αντιστοιχεί στο αρχικό σημείο βρασμού της ουσίας που αποστάζει. O v e r r u n [Έκταση ασφαλείας] ΠολΜηχ. Σε ένα διάδρομο προσγείωσης απογείωσης, ελεύθερη έκταση που δημιουργείται στο τέλος του διαδρόμου η οποία δεν περιέχει κανένα υψομετρικό εμπόδιο. Oversail [Προβολή] Οικοδ. Σε μια οικοδομή τα στοιχεία που προεκτείνονται πέρα από την κατακόρυφη επιφάνεια το εξωτερικού τοίχου και σε κάτοψη δημιουργούν ένα πρόβολο. Oversite Concrete [Γκρομπετόν] Οικοδ. Στρώση αόπλου σκυροδέματος που τοποθετείται για τη διαμόρφωση μιας επίπεδης επιφάνειας πάνω στην οποία θα τοποθετηθεί μια πλάκα δαπέδου. Oversize [Υπερδιαστασιολόγηση] Τεχνολ. Η κατάσταση που χαρακτηρίζει το μέγεθος των διαστάσεων της διατομής ενός τεχνικού έργου ή ενός μέλους ενός φορέα όταν οι διαστάσεις αυτές είναι μεγαλύτερες από αυτές που απαιτούν οι υπολογισμοί. Overstressing [Υπερκαταπόνηση] Μηχ. Ονομάζεται η άσκηση σε ένα υλικό επαναλαμβανόμενης δύναμης και μεγαλύτερης από αυτήν που εφαρμόζεται σε μία δοκιμή κόπωσης. Overtime [Υπερωρία] Τεχνολ. Οι ώρες εργασίας του προσωπικού μιας επιχείρησης που υπερβαίνουν την κανονική διάρκεια της ημερήσιας εργασίας. Overtopping [Υπερχείλιση] ΠολΜηχ. Σε ένα φράγμα ή σε ένα αντιπλημμυρικό ανάχωμα η κατάσταση που προκύπτει από την άνοδο της στάθμης του νερού πάνω από το υψόμετρο της στέψης του τεχνικού η οποία προκαλεί την ροή του νερού πάνω από αυτό το υψόμετρο προς την ευρύτερη περιοχή. O v e r t u r n e d Fold [Κεκλιμένη πτυχή] Γεωλ. Καλείται η πτυχή των στρωμάτων του εδάφους, της οποίας το αξονικό επίπεδο είναι κεκλιμένο, και της οποίας και οι δύο παρειές κλίνουν προς την ίδια πλευρά με διαφορετική όμως τις περισσότερες φορές βύθιση. O v e r t u r n i n g [Ανατροπή] Πολ,Μηχ. Η αστοχία ενός τοίχου αντιστήριξης λόγω των αυξημένων πιέσεων που δέχεται ο τοίχος και προκαλούν τη περιστροφή του. Σε μια τέτοια περίπτωση ο τοίχος αντιστήριξης παύει να έχει τη δυνατύτητα να συγκρατήσει το έδαφος. O v e r t u r n i n g M o m e n t [Ροπή ανατροπής] Πολ.Μηχ. Είναι η συνολική ροπή που αναπτύσσεται σε μία κατασκευή περί έναν οριζόντιο άξονά της, θεο)ρώντας την κατασκευή ως άκαμπτο σώμα, και η οποία τείνει να ανατρέψει την κατασκευή. Overvoltage [Υπέρταση] Ηλεκ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η τιμή της τάσης σε ένα κύκλωμα ή σε μία άλλη ηλεκτρική διάταξη υπερβαίνει την κανονική τιμή με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος για ολική καταστροφή του συστήματος. Overvoltage Protective Device [Διάταξη προστασίας από υπέρταση] Ηλεκ.Μηχ. Ονομασία διάταξης με την οποία προστατεύεται κάθε κύκλωμα ή συσκευή από βλάβη η οποία οφείλεται στην αύξηση της τάσης υπεράνω της κανονικής. Overwrite [Επανεγγραφή] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής ονομάζεται η αποθήκευση κάποιων δεδομένων με το ίδιο όνομα αρχείου με ορισμένα ήδη υπάρ-

Oxamyl

χοντα δεδομένα στο μαγνητικό χώρο αποθήκευσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με αποτέλεσμα τη διαγραφή των τελευταίων. Ovex [Οβέξ] ΟργΧημ. Ακαρεοκτόνο της κατηγορίας των διφαινυλοπαραγώγων με τύπο CnHgC^OiS. Λευκή, κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 86°C, διαλυτή σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Αναφέρεται και με τα εμπορικά ονόματα χλωρφενιζόν και οβατρύν. Owen Bridge [Γέφυρα Owen] Η)εκ. Μία ηλεκτρική διάταξη εναλλασσόμενου ρεύματος με την οποία μπορούμε να μετρήσουμε τον συντελεστή αυτεπαγωγής ενός πηνίου. Η διάταξη αυτή έχει την μορφή της γέφυρας και περιλαμβάνει πυκνωτές, αντιστάσεις και μετρητή της έντασης ρεύματος. O w n e r [Πελάτης] Γεν. Σε ένα συμβόλαιο εκτέλεσης μιας εργασίας ή μιας προμήθειας, το συμβαλλόμενο μέρος που καταβάλλει το οικονομικό αντάλλαγμα στο δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος. Είναι ο αγοραστής ο οποίος αγοράζει το προϊόν που προβλέπεται από την σύμβαση. Oxadiazon [Οξαδιαζόνη] Οργ.Χημ. Οργανική ουσία με μοριακό τύπο Ci5H1803N2Cl2 και επίσημη ονομασία 5τριτ-βουτυλ-3-(2,4-διχλωρο-5-ισοπροπυλοξυ-φαινυλ1,3,4-οξαδιαζολίνη-2-κετόνη. Λευκό κρυσταλλικό στερεό μη υγροσκοπικό, ελάχιστα διαλυτό στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν ζιζανιοκτόνο σε διάφορες καλλιέργειες. Oxalate [Οξαλικό] Οργ.Χημ. Αλας ή εστέρας του οξαλικού οξέος. Μπορεί να είναι όξινο ή ουδέτερο άλας ή εστέρας. Π.χ. οξαλικό νάτριο, (COONa) 2 , οξαλικός διαιθυλεστέρας (COOCH 2 CH 3 ) 2 . Oxalic Acid [Οξαλικό οξύ] Οργ.Χημ. Το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ με τύπο (COOH) 2 . Διαθέτει ιδιότητες ασθενούς διπρωτικού οξέος. Λευκό κρυσταλλικό οργανικό στερεό, με σημείο τήξης 187°C, διαλυτό σε νερό και αιθανόλη. Έχει τοξικές ιδιότητες. Απαντάται κυρίως με τη διένυδρη κρυσταλλική του μορφή, (C00H) 2 .2H 2 0. Φυσικό προϊόν, γνωστό από το 17° αιώνα, παρασκευάστηκε συνθετικά το 1776. Παρασκευάζεται με θέρμανση μυρμηκικού νατρίου (HCOONa), παρουσία καταλυτών, με οξείδωση σακχάρων με νιτρικό οξύ ή με ειδική ζύμωση της ζάχαρης. Χρησιμοποιείται σαν οξύ έκπλυσης για την απομάκρυνση της σκουριάς, στα λευκαντικά, στην οργανική σύνθεση και στην Αναλυτική Χημεία. Αναφέρεται και σαν αιθανοδιικό οξύ. Oxalyl Chloride [Οξαλοχλωρίδιο] Οργ.Χημ. Διακυλοχλωρίδιο του οξαλικού οξέος με τύπο (COCl) 2 . Αχρωμο ή υποκίτρινο υγρό με αποπνικτική οσμή και σημείο βρασμού 63°C, διαλυτό σε διάφορους οργανικούς διαλύτες. Ισχυρό δηλητήριο, προξενεί θάνατο με κατάποση ή εισπνοή. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο στην οργανική σύνθεση, σε στρατιωτικούς σκοπούς κλπ. Επίσημη ονομασία αιθανοδιοϋλοχλωρίδιο. Oxamide [Διαμίδιο του οξαλικού οξέος] Οργ.Χημ. Διαμίδιο, παράγωγο του οξαλικού οξέος με τύπο (CONH 2 ) 2 . Λευκό στερεό υψηλού σημείο τήξης, που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και σαν σταθεροποιητής προϊόντων της νιτροκυτταρίνης. Oxamyl [Οξαμίλ] ΟργΧημ. Λευκή κρυσταλλική οργανική ένωση με μοριακό τύπο C7H13N3O3S και σημείο τήξης 100-102°C. Χρησιμοποιείται σαν ακαρεοκτόνο και σαν εντομοκτόνο σε καλλιέργειες. Η κατά 1UPAC ονομασία του είναι Ν,Ν-διμεθυλ-2-μεθυλκαρβαμοϋλοξυ-ιμινο-2-(μεθυλ-θειο) ακεταμίδιο.

Oxazole

-1010-

Oxazole [Οξαζόλιο] Οργ.Χημ. Επίπεδη κυκλική αρωμα- κλήρου στα πιο ηλεκτραρνητικά στοιχεία. Στις ιοντιτική ένωση με τύπο C 3 H 3 ON που αποτελείται από πε- κές ενώσεις είναι το φορτίο του ιόντος. Για τον υπολ.ονταμελή δακτύλιο και δύο ετεροάτομα, ένα άτομο Ν γισμό της οξειδωτικής κατάστασης ενός στοιχείου σε και ένα Ο (σε θέσεις 1 και 3, αντίστοιχα). Άχρωμο υ- μία ένωσή του χρησιμοποιούμε ένα σύνολο κανόνων. γρό με σημείο βρασμού 70°C, διαλυτό στο νερό και σε Ένα στοιχείο μπορεί να βρίσκεται σε πολλές οξειδωτιοργανικούς διαλύτες. Έχει ασθενείς βασικές ιδιότητες κές καταστάσεις στις ενώσεις του, ενώ όταν είναι σε και δίνει αντιδράσεις αρωματικής ηλεκτρονιόφιλης υ- στοιχειακή κατάσταση θεωρείται ότι έχει οξειδωτική ποκατάστασης στη θέση 5. Χρησιμοποιείται στην ορ- κατάσταση 0. Αναφέρεται συχνότερα σαν αριθμός ογανική σύνθεση. Υπο κατέστη μένα οξαζόλια παρα- ξείδωσης. σκευάζονται με επίδραση α-αλογονωμένο)ν καρβονυ- Oxidative Phosphorylation [Οξειδωτική φωσφορυλίλικών ενώσεων σε αμίδια. ωση] Βιοχημ. Μηχανισμός της Βιοχημείας κατά τον Oxidase [Οξειδάση] Οργ.Χημ. Είδος ενζύμου της κατη- οποίο μέρος της ενέργειας της οξείδωσης τα)ν υπογορίας των οξειδορεδουκτασών που καταλύει οξείδω- στρωμάτων μετατρέπεται σε χημική με τη σύνθεση μοση του υποστρώματος και στο οποίο ο αποδέκτης είναι ρίων ΑΤΡ (αδενοσινοτριφωσφορικό οξύ). Η σύζευξη μοριακό οξυγόνο. Παράδειγμα οξειδάσης είναι η οξει- της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης με την αναπνευστική δάση των L-αμινοξέων, που καταλύει την οξείδωση αλυσίδα έχει σαν αποτέλεσμα το 40% περίπου της ετων L-αμινοξέων με ταυτόχρονη απαμίνωσή τους. νέργειας που εκλύεται με την αναγωγή του οξυγόνου Oxidation [Οξείδωση] Χημ. Με τον όρο αυτό χαρακτη- να αποθηκεύεται με τη μορφή μορίων ΑΤΡ. ρίζεται η χημική αντίδραση μίας ουσίας στο στοιχείο Oxide [Οξείδιο] Χημ. Είδος δυαδικής ένωσης μεταξύ του οξυγόνου. Επίσης με τον ίδιο όρο ονομάζεται και ενός στοιχείου και του οξυγόνου στο οποίο το οξυγόνο η απώλεια ηλεκτρονίων και άρα η αύξηση του θετικού έχει αριθμό οξείδωσης -2. Διακρίνεται σε όξινο, βασισθένους των ατόμων μίας χημικής ουσίας. κό ή επαμφοτερίζον, ανάλογα με το αν αντιδρά με βάOxidation N u m b e r [Αριθμός οξείδωσης] Χημ. Βλ. σεις, οξέα ή και τα δύο. Χαρακτηρίζεται επίσης σαν ανυδρίτης οξέων ή βάσεων, ανάλογα με τον αν προέρOxidation State Oxidation Potential [Δυναμικό οξείδωσης] Φυσ.Χημ. χεται από οξύ ή βάση, αντίστοιχα, με αφαίρεση νερού. Το δυναμικό που αντιστοιχεί σε ημιαντίδραση οξείδω- Ειδική κατηγορία οξειδίων αποτελούν και τα υπεροξείσης κατά την οποία ένα άτομο, συνήθως, χάνει ένα ή δια, όπως το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) στα περισσότερα ηλεκτρόνια, οπότε αυξάνεται ο αριθμός οποία το Ο έχει αριθμό οξείδωσης -1. του οξείδωσης. Στην περίπτωση που μετράται κάτω Oxide M i n e r a l [Ορυκτό οξείδιο] Ομυκτ. Ορυκτό με τη από καθορισμένες συνθήκες ονομάζεται κανονικό δυ- μορφή οξειδίου, όπως ο μαγνητίτης (Fe 3 0 4 ), η άσβεναμικό οξείδωσης και συμπίπτει κατ' απόλυτη τιμή με στος (CaO) ή η αλουμίνα (Α1203). το αντίστοιχο κανονικά δυναμικά αναγωγής, αλλά έχει Oxidizing Atmosphere [Οξειδωτική ατμόσφαιρα] αντίθετο πρόσημο. Χρησιμεύει στην πρόβλεψη της φο- Χημ. Αέριο περιβάλλον που ευνοεί αντιδράσεις οξείράς μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης. δωσης, π.χ. των μετάλλων. Oxidation Reduction Indicator [Οξειδοαναγωγικός Oxidizing Flame [Οξειδωτική φλόγα] Χημ. Είδος φλόδείκτης] ΑναλΧημ. Οργανική ουσία, ευδιάλυτη στο γας ή τμήμα φλόγας που περιέχει περίσσεια οξειδωτινερό, που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κού. Ρυθμίζεται με την αναλογία καυσίμουτελικού σημείου σε μία οξειδοαναγωγική ογκομέτρη- οξειδωτικού. Παίζει σημαντικό ρόλο στη φλογοφωτοση. Απαντάται σε δύο μορφές, μία οξειδωμένη και μία μετρία και στη φασματοφωτομετρία ατομικής απορρόανηγμένη, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον διαθέτει φησης. πολύ έντονο χρώμα. Π.χ. η φερροΐνη στο προσδιορι- Oxidoreductase [Οξειδορεδουκτάση] Βιοχημ. Είδος σμό του δισθενούς σιδήρου με διχρωμικό κάλιο. ενζύμου που καταλύει την οξείδωση ή την αναγωγή Oxidation Reduction Reaction [Οξειδοαναγωγική του υποστρώματος. Μπορεί να ανήκει σε πολλές υποαντίδραση] Χημ. Ονομάζεται η χημική αντίδραση η κατηγορίες, π.χ. δεϋδρογονάση (καταλύει τη μεταφορά οποία συνοδεύεται από ανταλλαγή ηλεκτρονίων μετα- υδρογόνων), οξειδάση (στην περίπτωση που ο αποδέξύ των σωμάτων που συμμετέχουν σε αυτήν με αποτέ- κτης είναι μοριακό οξυγόνο), υπεροξειδάση (που χρηλεσμα την αύξηση του θετικού σθένους ορισμένων σιμοποιεί το υπεροξείδιο του υδρογόνου σαν οξειδωτιστοιχείων και την αντίστοιχη μείωση κάποιων άλλων. κό παράγοντα) κλπ. Oxidation Redution Reaction [Οξειδοαναγωγική αντίδραση] Χημ. Είδος αντίδρασης η οποία μπορεί να Oxime [Οξίμη] Ομγ.Χημ. Είδος οργανικής ένωσης, που θεωρηθεί το άθροισμα δύο αλληλένδετων ημιαντιδρά- περιέχει την ομάδα >C=NOH. Θεωρείται αζωτούχο σεων, μιας αντίδρασης οξείδωσης κατά την οποία λαμ- παράγωγο των καρβονυλικών ενώσεων και σχηματίζεβάνει χώρα αποβολή ηλεκτρονίων και μιας αναγωγής ται με την επίδραση υδροξυλαμίνης (Ν Η 2 ΟΗ) σε αυκατά την οποία συμβαίνει πρόσληψη ηλεκτρονίων. Σε τές παρουσία οξέων ή βάσεων. Αναφέρονται σαν αλμία τέτοια αντίδραση σ' ένα συνήθως στοιχείο αυξάνε- δοξίμες ή κετοξίμες, ανάλιογα αν προέρχονται από αλ' ται ο αριθμός του οξείδωσης (οξειδώνεται), ενώ σ' ένα δευδες ή κετόνες. Έχουν επαμφοτερίζουσες ιδιότητες, άλλο μειώνεται (ανάγεται), λόγω αυτής της μεταφοράς οπότε παρουσία βάσεων συμπεριφέρονται σαν ασθενή ηλεκτρονίων οι οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις μπο- οξέα και παρουσία οξέων σαν ασθενείς βάσεις, ενώ ρούν να χρησιμοποιηθούν σαν πηγές ηλεκτρικής ενέρ- κατά τη θέρμανση με αραιά οξέα διασπώνται προς τις αντίστοιχες καρβονυλικές ενώσεις. γειας. Oxine [Οξίνη] Ομγ Χημ. Υδροξύλια) μένο παράγωγο της Oxidation State [Οξειδωτική κατάσταση] Χημ. Είναι ο κινολίνης με μοριακό τύπο C^H7ON που φέρει μία οαριθμός των στοιχειωδών φορτίων που διαθέτει ή φαί- μάδα - O i l στη θέση 8. Λευκή στερεή φωτοευαίσθητη νεται να διαθέτει το άτομο ενός στοιχείου σε μία ένω- ουσία, διαλυτή σε πολλούς οργανικούς» διαλύτες, ελάσή του με την παραδοχή ότι τα τυχόν κοινά ζεύγη ηλε- χιστα διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν μυκητοκτρονίων των ομοιοπολικών δεσμών ανήκουν εξ' ολο- κτόνο και σαν συμπλοκοποιητής διαφόρων μετάλλων

- 1011-

Oxyhydrogen Flame

(π.χ. του δισθενούς χαλκού). Η επίσημη ονομασία της από τον ατμοσφαιρικό αέρα, χρησιμοποιείται στην είναι 8-υδροξυ-κινολίνη, αλλά αναφέρεται και σαν 8- βιομηχανία για συγκολλήσεις μετάλλων και στην ιατρική, ενώ η ύπαρξή του και μόνον είναι καθοριστική κινολινόλη. Οχο- [Οξο-] Οργ.Χημ. Συνθετικό στην ονομασία μιας για την ύπαρξη της ζωής στον πλανήτη. οργανικής ένωσης που δείχνει την παρουσία κετονο- Oxygen-18 [Οξυγόνο-18] Πυρην.Φυα. Ένα απύ τα τρία ισότοπα με τα οποία το οξυγόνο απαντάται στη φύση. μάδας (>C=0). Π.χ. 3-οξο-βουτανικό οξύ. Oxoacid [Οξοοξύ] Χημ. Ανόργανο οξύ στο οποίο το Το ποσοστό του στο φυσικό οξυγόνο είναι 0.205%, άτομο υδρογύνου που ιοντίζεται συνδέεται με το κε- ενώ το πυρηνικό του spin και η μαγνητική του ροπή ντρικό άτομο μέσω ενός ατόμου οξυγόνου, δηλαδή εί- μηδέν. Χρησιμοποιείται σε ισοτοπικές επισημάνσεις. ναι της μορφής Ε-Ο-Η. Το οξύ μπορεί να διαθέτει και Γνωστό και σαν βαρύ οξυγόνο, λόγω της μεγαλύτερης περισσότερες από μία ομάδες -Ο-Η συνδεδεμένες με ατομικής μάζας του σε σχέση με τα άλλα ισότοπα του το κεντρικό στοιχείο ή και πιο σπάνια άτομα Η ενωμέ- Ο. να με το κεντρικό στοιχείο. Π.χ. νιτρικό οξύ (Η- Oxygen Absorbent [Απορροφητικό οξυγόνου] Χημ. Οποιοδήποτε σώμα έχει την ικανότητα να απορροφά ΟΝΟ 2 ). P a r a - Oxon [Παρα-οξόν] Οργ.Χημ. Οργανοφωσφορική (να διαλύει) το οξυγόνο, χωρίς να αντιδρά με αυτό. ένωση με τύπο ^ H s O ^ P O Q ^ N C h . Η επίσημη ονο- Oxygen Corrosion [Διάβρωση οξυγόνου] ΜεταλΛ. μασία της είναι διαιθυλ-π-νιτροφαινυλεστέρας του φω- Πρόκειται για τη χημική αντίδραση ενός μετάλλου με σφορικού οξέος. Κοκκινωπό υγρό με σημείο βρασμού το οξυγόνο, που συντελείται στην επιφάνειά του προς 148-151°C, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. σχηματισμό του αντίστοιχου οξειδίου του μετάλλου, Ισχυρά τοξική ένωση που χρησιμοποιείται σαν εντομο- κοινώς της σκουριάς. κτόνο. Oxygen Cutting [Οξυγονοκοπή] Μηχ. Με τον όρο αυOxonium Ion [Ιόν οξωνίου] Χημ. Κατιόν στο οποίο τό χαρακτηρίζεται κάθε διαδικασία επεξεργασίας, αλένα θετικά φορτισμένο άτομο οξυγόνου σχηματίζει λά κυρίως της κοπής των μετάλλων, όπου υπό την επίτρεις ομοιοπολικούς δεσμούς με τρία άτομα Η ή άλλες δραση πολύ υψηλών θερμοκρασιών, γίνεται χρήση του ομάδες ή άλλα άτομα. Το πιο δημοφιλές ιόν οξωνίου αερίου του οξυγόνου. είναι το ΗβΟ* που καθορίζει την οξύτητα ενός υδατι- Oxygen Flask Method [Μέθοδος φιάλης οξυγόνου] κού διαλύματος. Οργανικό ιόν οξωνίου μπορεί να σχη- Αναλ.Χημ. Ασφαλής και επαναλήψιμη αναλυτική μέθοματιστεί σαν ενδιάμεσο σε οργανικές αντιδράσεις. Α- δος για την καύση δειγμάτων που χρησιμοποιείται σε παντάται και με τη μορφή των αλάτων του. διάφορες διαδικασίες προσδιορισμού διαφόρων στοιOxy C o m p o u n d [Οξυένωση] Χημ. Ένωση που περιέχει χείων (π.χ. στη μέθοδο Schoniger). Το δείγμα καίγεται δύο ή περισσότερα άτομα οξυγόνου, που ενώνονται με με τη βοήθεια οξυγόνου σε κλειστή φιάλη και τα προϊόντα της καύσης απορροφώνται από αλκαλικό διάλυμα άλλα στοιχεία, χα>ρίς να είναι ενωμένα μεταξύ τους. Oxyacanthine [Οξυακανθιόνη] Οργ.Χημ. Αευκή οργα- και στην συνέχεια αναλύονται με διάφορες τεχνικές (π. νική στερεή ουσία με μοριακό τύπο C37H40N2O6, που χ. με χρωματογραφία, με ογκομέτρηση κλπ). κατατάσσεται στα αλκαλοειδή. Ουσία διαλυτή στο νε- Oxygen M a s k [Μάσκα οξυγόνου] Τεχνολ. Μάσκα που ρό και σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμο- τοποθετείται στη μύτη και στο στόμα και είναι συνδεποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Απαντάται μα- δεμένη με φιάλη που περιέχει οξυγόνο. Χρησιμοποιείζί με πολλές άλλες οργανικές ενώσεις στις ρίζες του ται από εργαζόμενους για εργασίες που εκτελούνται σε φυτού Berberis vulgaris, που φύεται στην Ευρώπη και περιβάλλον που η ατμόσφαιρα δεν περιέχει την απαιχρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό και σαν φαρμακευ- τούμενη ποσότητα οξυγόνου. τικό φυτό. Oxygen Point [Σημείο οξυγόνου] Φνα. Έκφραση η οOxy anion [οξυανιόν] Χημ. Πολυατομικό ανιόν που πε- ποία αναφέρεται στο σημείο βρασμού του στοιχείου ριέχει ένα ή περισσότερα άτομα οξυγόνου. Π.χ. νιτρικό οξυγόνου υπό σταθερή πίεση μίας ατμόσφαιρας. Σημειώνεται ότι το σημείο αυτό αντιστοιχεί σε θερμοιόν Ν0 3 "), θειικό ιόν (S0 4 2 ") κλπ. Oxybenzone [Οξυβενζόνη] Οργ.Χημ. Αρωματική ουσί- κρασία 90,188 °Κ. α, παράγωγο της βενζοφαινόνης, με μοριακό τύπο Oxygenase [Οξυγονάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που C14H12O3 και επίσημη ονομασία 2-υδροξυ-4- ανήκει στην κατηγορία των οξειδορεδουκτασών. Πρόμεθοξυβενζοφαινόνη. Υποκίτρινο κρυσταλλικό στερεό κειται για ένζυμο που ενσωματώνει ολόκληρο μόριο με σημείο τήξης 66°C, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς οξυγόνου σε διπλούς δεσμούς των υποστρωμάτων. διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην προστασία από τις η- Oxygenate [Οξυγονώνω] Χημ. Κατεργάζομαι, ενώνο) λιακές ακτίνες. με το οξυγόνο, προσθέτω οξυγόνο. Στην περίπτωση Oxycarboxin [Οξυκαρβοξίνη] ΟργΧημ. Λευκή στερεή βενζίνης προσθέτω οξυγονούχες οργανικές ενώσεις, π. οργανοθειούχα ένωση με μοριακό τύπο C^H^NC^S, χ. αλκοόλες ή αιθέρες για την αύξηση του αριθμού οπου χρησιμοποιείται σε σκευάσματα εναντίον ασθε- κτανίων. νειών διαφόρων φυτών. Oxyhemoglobin [Οξυαιμοσφαιρίνη] Βιοχημ. ΟξυγονωOxygen [Οξυγόνο] Χημ. Στοιχείο του περιοδικού πίνα- μένη μορφή της αιμοσφαιρίνης που είναι συνδεδεμένη κα με χημικό συμβολισμό το Ο. Είναι ευρύτατα διαδε- χαλαρά με 0 2 μέσω δισθενούς σιδήρου (Fc2*) που δεν δομένο στη φύση καθώς βρίσκεται ελεύθερο στον α- οξειδώνεται σε τρισθενή. Σχηματίζεται στους πνεύμοτμοσφαιρικό αέρα σε πολύ μεγάλες ποσότητες. Ενωμέ- νες και είναι η μορφή που μεταφέρει το οξυγόνο στους νο με το υδρογόνο αποτελεί το νερό και επίσης βρί- ιστούς. Συμβολίζεται σαν OxyHb ή Hb0 2 . σκεται σε πολλές άλλες ενώσεις και ζωντανούς οργανι- Oxyhydrogen Flame [Οξυύδρογονωτική φλόγα] Χημ. σμούς. Πρόκειται για αέριο άχρωμο, άοσμο, άγευστο Είδος φλόγας που παράγεται με την ανάφλεξη μίγματος και βαρύτερο από τον αέρα, ενώ διαλύεται στο νερό. υδρογόνου και οξυγόνου και χρησιμοποιείται για την Ενώνεται εύκολα με άλλα στοιχεία καθώς συντελεί επίτευξη υψηλών θερμοκρασιών. Χρησιμοποιείται στη στην καύση τους ενώ το ίδιο δεν καίγεται. Παράγεται μεταλλουργία για την κοπή των μετάλλων, όπως το

Oxyreductase

-1012-

ατσάλι, αλλά και σε άλλες διαδικασίες π.χ. στη μέθοδο Verneuil (για την παρασκευή πολύτιμων λίθων συνθετικά). Oxyreductase [Οξυρεδουκτάση] Βιοχημ. Μέλος ειδικής κατηγορίας ενζύμων που καταλύουν αντιδράσεις μεταφοράς ηλεκτρονίων. ΟΖ [Σύμβολο ουγγιάς] Μηχ. Είναι η συντομογραφία της ουγγιάς - » O u n c e Ozocerite [Οζοκηρίτης] Γεωλ. Ορυκτός κηρός, χρώματος ανοιχτού κίτρινου έως σκοτεινού καστανού, που αποτελείται κυρίως από στερεά αλκάνια (παραφίνες). Απαντάται σε σχισμές βράχων στις ΗΠΑ, στη Γαλίθια της Ισπανίας, στη Ρουμανία κλπ. Ο ορυκτός οζοκηρίτης καθαρίζεται με βραστό νερό και θειικό οξύ, ενώ αποχρωματίζεται με ζωικό άνθρακα. Έχει περιοχή σημείου τήξης 58°-100° C. Η εξόρυξη του έχει μειωθεί σημαντικά από το 1940 και μετά λόγω του ανταγωνισμού από την παραφίνη που προκύπτει με απόσταξη του αργού πετρελαίου. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία δερμάτων, κεριών, στα κοσμητικά κλπ. Ozone [Οζον] Χημ. Πρόκειται για το τριατομικό οξυγόνο. Είναι αέριο με δυσάρεστη οσμή, έχει μπλε χρώμα και πυκνή μάζα. Παρουσιάζει μεγάλες οξειδωτικές τάσεις και γενικά έχει τις ιδιότητες του οξυγόνου σε εντονότερο βαθμό. Βρίσκεται ελεύθερο στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας προστατεύοντάς την από τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου, ενώ μπορεί να παραχθεί και τεχνητά. Χρησιμοποιείται στην ιατρική και στην υφαντουργία. Ozone Cloud [Νέφος όζοντος] Μετεωμ. Καλείται μία περιοχή της οζονόσφαιρας με ιδιαίτερα αυξημένη συγκέντρωση και παρουσία του αερίου του όζοντος. Ozone G e n e r a t o r O r Ozonizer [Γεννήτρια όζοντος] Μηχ. Πρόκειται για την διάταξη με την οποία παράγε-

ται το αέριο όζον από το οξυγόνο, με την βοήθεια των ηλεκτρικών εκκενώσεων. Ozone Layer [Οζονόσφαιρα] Μετεωμ. —> Ozonosphere Ozonide [Οζονίδιο] Ομγ.Χημ. Ασταθές ενδιάμεσα προϊόν που σχηματίζεται κατά την οζονόλυση των αλκενίων, την επίδραση δηλαδή όζοντος (0 3 ) που οδηγεί σε διάσπαση του διπλού δεσμού. Διαθέτουν ενσωματωμένα τα τρία άτομα Ο του 0 3 και έχουν εκρηκτικές ιδιότητες. Δεν μπορούν να απομονωθούν, αλλά με υδρόλυση παρουσία ψευδαργύρου (Ζη) παράγουν καρβονυλικές ενώσεις. Ozonizer [Οζονιστής] Μηχαν. Ειδική συσκευή που μετατρέπει με τη βοήθεια ηλεκτρικής εκκένωσης το οξυγόνο (0 2 ) σε όζον (0 3 ). Ozonolysis [Οζονόλυση] Ομγ.Χημ. Είναι η διάσπαση του διπλού δεσμού μιας οργανικής ένωσης με την επενέργεια όζοντος (0 3 ), που γίνεται γρήγορα σε χαμηλές θερμοκρασίες. Η παραγωγή του 0 3 γίνεται στον οζονιστήρα, που σχηματίζει 0 3 από 0 2 με ηλεκτρικό τόξο. Η αντίδραση γίνεται αρχικά ως 1,3-διπολική κυκλοπροσθήκη με σχηματισμό ασταθούς ενδιαμέσου προϊόντος, που μεταπίπτει τελικά σε οζονίδιο. Υδρόλυση του οζονίδιου οδηγεί τελικά σε καρβονυλικές ενώσεις (μηχανισμός κατά Griegee). Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν παλιότερα για τη διευκρίνιση της δομής των αλκενίων. Η οζονόλυση εφαρμόζεται και σε αλκίνια και οδηγεί επίσης σε διάσπαση του τριπλού δεσμού παράγοντας τελικά καρβοξυλικά οξέα. Ozonosphere [Οζονόσφαιρα] Μετεωμ. Είναι ένα στρώμα της ατμόσφαιρας της Γης, όπου η παρουσία του αερίου όζον είναι πολύ μεγάλη και η ύπαρξή του πάρα πολύ σημαντική για την απορρόφηση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας.

Ρ Ρ [Σύμβολο φωσφόρου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του φωσφόρου όπως αυτό έχει καθορισθεί να είναι στον περιοδικό πίνακα. 32 Ρ [Σύμβολο ηΡ] Πυμ.Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του φωσφόρου με μαζικό αριθμό 32, που διασπάται παράγοντας ακτινοβολία β. Χρησιμοποιείται στη μοριακή βιολογία, π.χ. στον προσδιορισμό των νουκλεϊνικών οξέων. Ρ430 [Πρωτεΐνη P430J Βιοχημ. Πρωτεΐνη που περιέχει σίδηρο και θείο και παίζει σημαντικό ρόλο στη φωτοσύνθεση. Ρ450 [Πρωτεΐνη Ρ450] Βιοχημ. Είδος κυτοχρώματος, δηλαδή πρωτεΐνης που περιέχει την αίμη σαν προσθετική ομάδα και που ο ρόλος τους είναι η μεταφορά ηλεκτρονίων. Παίζει σημαντικό ρόλο σε διάφορες βιολογικές οξειδώσεις, π.χ. στη δράση των οξειδώσεων μικτής λειτουργίας. Ονομάζεται έτσι γιατί σχηματίζει σύμπλοκο με το μονοξείδιο του άνθρακα, που απορροφά ισχυρά στα 450 nm. Ρ680 [Χλωροφύλλη Ρ680] Βιοχημ. Είδος χλωροφύλλης, που έχει μέγιστο απορρόφησης στο φάσμα ορατού στα 680 nm. Σύμπλοκο της με ειδικές πρωτεΐνες αποτελεί το φωτοσύστημα II, που διεγείρεται από το φως μέχρι τα 700 nm περίπου και σε συνδυασμό με το φωτοσύστημα I παίζει σημαντικό ρόλο στις φωτεινές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη φωτοσύνθεση. Ρ700 [Χλωροφύλλη Ρ700] Βιοχημ. Είδος χλωροφύλλης, που έχει μέγιστο απορρόφησης στο φάσμα ορατού στα 700 nm. Σύμπλοκο της με ειδικές πρωτεΐνες αποτελεί το φωτοσύστημα I, που διεγείρεται από το φως μέχρι τα 700 nm περίπου και σε συνδυασμό με το φωτοσύστημα II παίζει σημαντικό ρόλο στις φωτεινές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη φωτοσύνθεση. Ρ And V [Συμβολισμός ρ and ν] Πλημ. Πρόκειται για διαδικασία που χρησιμοποιείται στους σηματοφόρους, σημαίνει περίμενε και δώσε σήμα και προέρχεται από την αντίστοιχη φράση στα δανέζικα. Pa [Σύμβολο πρωτακτινίου] Χημ. Είναι ο συμβολισμός του χημικού στοιχείου του πρωτακτινίου στον περιοδικό πίνακα. Paakkonerite [Παακονερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αρσενικό και αντιμόνιο. Σχηματίζει τεφρούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,2. Paal - K n o r r Synthesis [Σύνθεση Paal-Knorr] Ομγ. Χημ. Μέθοδος της συνθετικής οργανικής χημείας, γενική μέθοδος παρασκευής πυρρολίου και παραγώγων του με την επίδραση αμμωνίας (ΝΗ3) ή πρωτοταγών

αμινών (RNH 2 ) σε 1,4-δικαρβονυλικές ενώσεις με ταυτόχρονη απόσπαση δύο μορίων νερού. Paalovite [Πααλοβίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από κασσιτερούχο παλλάδιο. Σχηματίζει λευκούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 11,3. P a a r Turbitometer [Θο?ερόμετρο Paar] ΑνολΧημ. Οργανο για τη μέτρηση της θολερότητας ενός αιωρήματος σε διάλυμα. Βασίζεται στη ρύθμιση του μήκους στήλης που περιέχει το διάλυμα, ώστε να μην παρατηρείται το φως που τη διαπερνά. Paasche Index [Δείκτης Paasche] Στατ. Δείκτης τιμών (καταναλωτή) που στηρίζεται στα βάρη που παράγονται από την εξεταζόμενη περίοδο αντίθετα με άλλους δείκτες που θεωρούν μια δεδομένη περίοδο βάσης. Ο δείκτης μπορεί να επεκταθεί και μακρύτερα από την οικονομική περίπτωση. Ρ ΑΒΑ [Πάμπα] Βιοχημ. Συντομογραφική ονομασία για το π-αμινο-βενζοϊκό οξύ με τύπο ^ N - C ^ - C O O H . Στερεή ουσία με σημείο τήξης 188-189°C. Απαιτείται από πολλούς οργανισμούς για τη σύνθεση του φολικού οξέος που είναι βιταμίνη του συμπλέγματος Β. Απορροφά την υπεριώδη ακτινοβολία και για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται για προστασία από τις ηλιακές ακτίνες. Pachnolite [Παχνολίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο φθοριούχο νάτριο, ασβέστιο και αργίλιο. Σχηματίζει λευκούς ή άχροους, διαφανείς και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9. Pachymeter [Παχύμετρο] Τεχνολ. Όργανο υψηλής ακριβείας που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του πάχους λεπτών στοιχείων που δίνει τη δυνατότητα ανάγνωσης πολύ μικρών μεγεθών της τάξης των εκατοστών του χιλιοστού. p-acid [π-οξύ] Ομγ.Χημ. Συνήθως μέλος της κατηγορίας τα)ν παρα-υποκατεστημένων βενζοϊκών οξέων, που διαθέτουν έναν υποκαταστάτη σε π-θέση σε σχέση με το -COOH στο βενζολικό δακτύλιο. Π.χ. το π-αμινοβενζοϊκό οξύ. Pacific High [Υψηλά Ειρηνικού] Μετεωμ. Σύστημα πίεσης που βρίσκεται στον Ειρηνικό και στη διάρκεια ης χρονιάς δεν μεταβάλλεται (Semipermanent High) με τη βοήθεια των κυκλώνων που δημιουργεί. Pacific North Equatorial C u r r e n t [To ισημερινό ρεύμα του Βορείου Ειρηνικού] Ωκεαν. Ρεύμα του βορείου ημισφαιρίου στην περιοχή του Ειρηνικού ωκεα-

Pacific South E q u a t o r i a l C u r r e n t

- 1014-

νού που κινείται προς τα δυτικά, μεταξύ 10°Ν και 20° Ν ανατολικά των Φιλιππίνων όπου και χωρίζεται. Pacific South E q u a t o r i a l C u r r e n t [To ισημερινό ρεύμα του Νοτίου Ειρηνικού] Ωκεαν. Ρεύμα του νοτίου ημισφαιρίου στην περιοχή του Ειρηνικού ωκεανού που κινείται προς τα δυτικά, μεταξύ 3°Ν και 10°S. Μέρος του επιστρέφει προς το Βορρά δημιουργώντας μεγάλη δίνη, ενώ το υπόλοιπο συνεχίζει και χωρίζεται καθώς προσεγγίζει την Αυστραλία. Pack 1 [Συμπτύσσω] Πληρ. Κωδικοποιώ δεδομένα με τρόπο ώστε ο χώρος που απαιτείται για την αποθήκευση τους να είναι μειωμένος. Pack 2 [Συσκευασία] Τεχνολ. Η διαδικασία της τοποθέτησης ενός προϊόντος ή μιας ομάδας προϊόντων σε κιβώτια ειδικών προδιαγραφών ώστε να είναι προστατευμένα με ικανοποιητικό τρόπο ώστε να μην υποστούν φθορές κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους από το εργοστάσιο παραγο>γής στο χώρο χρήσης ή κατανάλωσης τους. P a c k Assembly [Συσκευασία] Τεχνολ. -> Pack 2 . P a c k Ice [Συμπαγής πάγος] Ωκεαν. Γενικός όρος που χαρακτηρίζει τα επιπλέοντα και διαχωριζόμενα από κανάλια μεγάλα τεμάχια θαλάσσιου πάγου που έχουν διαμορφωθεί σε συμπαγή μάζα μήκους αρκετών δεκάδων ή εκατοντάδων μέτρων από τη συσσώρευση και συνένωση μικρότερων σχηματισμών πάγου. Package [Πακέτο προγραμμάτων] Πληρ. 1. Ένα πρόγραμμα ή σύνολο προγραμμάτων κατάλληλο για διάφορές εφαρμογές και χρήσεις, που δεν έχει αναπτυχθεί κατά παραγγελία, (πχ επεξεργασία κειμένου, λογιστική διαχείριση). 2. Ένα ή περισσότερα υποπρογράμματα ή τμήματα κώδικα που στα πλαίσια ενός μεγάλου πληροφοριακού συστήματος είτε χρησιμοποιούνται πολλές φορές είτε υλοποιούν ειδικές και κρίσιμες διαδικασίες αυτού. Τα υποπρογράμματα αυτά αναπτύσσονται και αποθηκεύονται ως διαφορετικές οντότητες και καλούνται από διάφορα σημεία του συστήματος. Package Deal [Μελετοκατασκευή] Γεν. —» DesignAnd-Built Contract. Packed Decimal [Συνεπτυγμένα δεκαδικά ψηφία] Πληρ. Τρόπος παράστασης δεδομένων, σύμφωνα με τον οποίο δύο δεκαδικά ψηφία συμπτύσσονται σε ένα byte. P a c k e r Test [Δοκιμή πίεσης] Γεν. Δοκιμή που εκτελείται κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης και χρησιμεύει για τον καθορισμό της υδατοπερατότητας μιας στρώσης του υπεδάφους. Packet 1 [Πακέτο (μετάδοσης)] Πληρ. Η ελάχιστη ποσότητα δεδομένων που μεταδίδεται από υπολογιστή σε υπολογιστή σε δίκτυο μετάδοσης δεδομένων με μεταγωγή. Στο πακέτο αυτό, εκτός από το μήνυμα υπάρχουν και δεδομένα ελέγχου. Packet 2 [Πακέτο] Επικοιν. Τα σύγχρονα επικοινωνιακά πρωτόκολλα έχουν πάντα κατάτμηση ενός μηνύματος σε μικρότερα τμήματα που στο καθένα προσκολλάται οπωσδήποτε η διεύθυνση προορισμού με τέτοια ακρίβεια όπως απαιτείται από το πρωτόκολλο, στοιχεία ελέγχου μετάδοσης και άλλα στοιχεία σε (σταθερό συνήθως) μέγεθος που ορίζει το πρωτόκολλο. Packet Network [Δίκτυο πακέτων] Επικοιν. Κατηγορία δικτύων που χρησιμοποιεί πακέτα δεδομένων. Το μήνυμα χωρίζεται σε πακέτα που δρομολογούνται στον προορισμό με μεταγαιγή πακέτων. Εδώ ανήκει και το Packet Radio, διάφορα δημόσια δίκτυα τύπου Χ.25.

Packet Radio [Ραδιοφωνία πακέτα>ν] Επικοιν. Ειδικό είδος ραδιοφωνίας που εκπέμπεται σε ραδιοκύματα αλλά ψηφιακά πια. Είναι πολύ διαδεδομένο στην Αμερική και μάλιστα υπάρχουν αρκετές συστάσεις για την μετάδοση (Packet Transmission), Packet Sniffer [Ελεγκτής πακέτων] Επικοιν. Λογισμικό που μπορεί να ελέγξει μια ακολουθία πακέτων για μια ομάδα χαρακτήρων. Τέτοιοι είναι οι μηχανισμοί διάφορων (υπέρ)- λογισμικών διόρθωσης προβλημάτων δικτύων, κατασκοπευτικών δικτύων τύπου Echelon κτλ. Packet Switching 1 [Μεταγωγή πακέτων] Επικοιν. Μια από τις 3 κλασσικές μορφές μεταγωγής (οι άλλες 2 είναι κυκλώματος και μηνύματος) που χρησιμοποιεί τεμαχισμό του μηνύματος σε πακέτα και μετάδοση πακέτων. Packet Switching 2 [Μεταγωγή πακέτων] Πληρ. Η διαδικασία με την οποία, σε δίκτυο υπολογιστών, ανταλλάσσονται πληροφορίες από υπολογιστή σε υπολογιστή με τη μορφή πακέτων, τα οποία κατά τη μεταγωγή τους από τη μια γραμμή επικοινωνίας στην επόμενη υπόκεινται σε επεξεργασίες και ελέγχους, Packet Transmission [Μετάδοση πακέτων] Επικοιν. Τα πακέτα μεταδίδονται με τεχνική Store And Forward (αποθήκευση και προώθηση) μέσω των κόμβων του δικτύου. Η διαδρομή καθορίζεται συνήθως με τον ευκολότερο τρόπο, Packing Density [Πυκνότητα αποθήκευσης] Πληρ. Η ποσότητα δεδομένων που αποθηκεύονται στη μονάδα χώρου ενός μέσου αποθήκευσης (πχ το πλήθος των bit που μπορούν να αποθηκευτούν σε μία ίντσα μαγνητικής ταινίας). Packing Routine [Πρόγραμμα σύμπτυξης] Πληρ. Το πρόγραμμα που συμπτύσσει τα δεδομένα ώστε να μειώνει το χώρο αποθήκευσης τους. Packstone [Πακστόουν] Γεωλ. Είδος ιζηματογενούς ασβεστολιθικού πετρώματος με κόκκους αλλοχημικών συστατικών διατεταγμένους κατά στενή επαφή μεταξύ τους. P a d [Υπόβαθρο] Τεχνολ. 1. Επιφάνεια επενδυμένη με μια στρώση από υλικό που έχει ελαστικότητα και αποτελεί ένα αποτελεσματικό υπόβαθρο απορρόφησης επαναλαμβανόμενων φορτίσεων που προκαλούν δονήσεις. 2. Στα αεροδρόμια οι επιφάνειες που δέχονται δονήσεις στις περιοχές που γίνεται η προθέρμανση των κινητήρων των αεροσκαφών ή στους διαδρόμους προσγείωσης η περιοχή που οι ρόδες των αεροσκαφών έρχονται σε επαφή με το δάπεδο του διαδρόμου όταν προσγειώνονται. P a d Footing [Μεμονωμένο πέδιλο] Πολ Μηχ. —» Pad Foundation. P a d F o u n d a t i o n [Μεμονωμένο πέδιλο] Πολ. Μηχ. Θεμέλιο που φέρει μόνο ένα υποστύλωμα. Ο τρόπος θεμελίωσης με ένα σύστημα μεμονωμένων πεδίλων επιλέγεται για τη θεμελίωση ενός τεχνικού σε εδάφη με υψηλή φέρουσα ικανότητα. P a d a u k [Παντόκ] Υλικ. Ερυθρόχρωμη με διάστικτη υφή σκληρή ξυλεία ποιότητας που λαμβάνεται από τα τροπικά δέντρα κυρίως της Ασίας του είδους Πτερόκαρπός (π.χ. του Ινδικού, του σανταλίσκου) και χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς σκοπούς, P a d d e r [Μεταβλητός πυκνωτής] Ηλεκτρον. Πυκνωτής μικρής χωρητικότητας, μεταβλητός, συνδεδεμένος σε σειρά με κάποιο συντονιζόμενο κύκλωμα. Ο πυκνωτής κινείται ταυτόχρονα με εκείνον του τοπικού ταλαντω-

- 1015τή προκειμένου να ελέγχεται ο συντονισμός στο εύρος των χαμηλών συχνοτήτων. P a d d i n g [Παραγέμισμα] Πληρ. Ο όρος δηλώνει την προσθήκη άχρηστων στοιχείων σε χώρο αποθήκευσης δεδομένων συγκεκριμένου μεγέθους, ώστε να συμπληρωθεί. Paddle [Κουπί] Ναυπηγ. Πρόκειται για το απαραίτητο εργαλείο μιας μικρής βάρκας για να μπορεί ο χειριστής της να μετακινηθεί με αυτήν μέσα στο νερό. Συνήθως το κουπί είναι ξύλινο, έχει μία διαπλατυσμένη επιφάνεια στην μία του άκρη η οποία βυθίζεται στο νερό και είναι μακρύ όσο απαιτείται για την κάθε περίπτωση του πλεούμενου όπου θα χρησιμοποιηθεί. P a d e A p p r o x i m a n t [Προσέγγιση Pade] Μαθημ. Προσέγγιση μίας συνάρτησης από δυναμοσειρά με ρητούς πολυωνυμικούς όρους που μπορούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα των πόλων ορισμένων συναρτήσεων αλλά παράγονται με βάση τις σειρές Taylor σε διάφορες τάξεις που σχετίζονται με τις τάξις των πολυωνύμων της προσέγγισης. Pade Table [Πίνακας Pade] Μαθημ. Για κάποια συνάρτηση στα κελιά του πίνακα καταγράφεται σε κάθε θέση η αντίστοιχη ρητή προσέγγιση (Approxirnanl) Pade έτσι ώστε οι βαθμοί των πολυωνύμων της προσέγγισης να δίνουν τους δείκτες της θέσης. P a d e r a i t e [Παδεραΐτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο βισμούθιο, χαλκό, μόλυβδο και άργυρο. Σχηματίζει μελανούς ή χαλυβδόφαιους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,9. P-Adic Algebra [Π- αδική άλγεβρα] Μαθημ. Κλάδος της άλγεβρας που ασχολείται με την π-ιαδική ανάπτυξη ενός αριθμού (δες Ρ- adic Number) και με χρήση της ανάλογης π-αδικής μετρικής (ως προς ρ) και χρησιμοποιούνται ευρέως στην επίλυση διοφαντικών εξισώσεων. P-Adic N u m b e r [Π- αδικός αριθμός] Μαθημ. Μορφή ενός ρητού χ ώστε να μπορεί να οργανωθεί σε Modules ως προς κάποιον πρώτο ρ ώστε x = Kpb /μ όπου οι ακέραιοι κ, μ δεν διαιρούνται από τον ρ. Padlock [Λουκέτο] Τεχνολ. Μηχανισμός κλειδο')ματος που δεν συνδέεται σταθερά με το κινητό στοιχείο που κλειδώνει αλλά σταθεροποιεί το στοιχείο μέσω της σύνδεσης των δύο τεμαχίων από δύο οπές στα δύο φύλλα από τις οποίες περνά ταυτόχρονα ένας πύρος που αποτελεί εξάρτημα της κλειδαριάς. Page [Σελίδα] Πλημ. Τμήμα της μνήμης που για κάθε υπολογιστικό σύστημα έχει σταθερό μέγεθος. Οταν ο υπολογιστής έχει εικονική μνήμη τότε η σελίδα είναι η μικρότερη μονάδα ανταλλαγής δεδομένων ανάμεσα στην κύρια και στην δευτερεύουσα μνήμη. Page B o u n d a r y [Όριο σελίδας] Πληρ. Η διεύθυνση της πρώτης λέξης μιας σελίδας στην κύρια μνήμη του υπολογιστή. Έτσι οριοθετούμε τη σελίδα που επιθυμούμε να κάνουμε χρήση. Page Data Set [Δεδομένα σελίδας] Πληρ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη, είναι ο χώρος στη δευτερεύουσα μνήμη στον οποίο αποθηκεύονται προσωρινά οι σελίδες της εικονικής μνήμης για να μπορούν αργότερα, εάν και όταν χρειαστεί, να ανασυρθούν Kat πάλι στη μνήμη για να υποστούν κάποια επεξεργασία. Page Description L a n g u a g e [Γλώσσα περιγραφής σελίδας] Πληρ. Συνήθης διαδικασία για την κατασκευή σελίδας. Έτσι σε γλώσσα υψηλού επιπέδου στην οποία

Paging Rate

μπορεί να οριστεί η μορφή μιας σελίδας εκτυπωτή. Οι εκτυπωτές που υποστηρίζουν αυτή τη γλώσσα, την μεταφράζουν σε δικές τους εντολές. Έτσι έχουμε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Page F a u l t [Ελλειψη σελίδας] Πληρ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη, όταν το πρόγραμμα που εκτελείται ζητήσει μια σελίδα που εκείνη τη στιγμή δε βρίσκεται στην κύρια μνήμη, τότε γίνεται μια διακοπή και μεταφέρεται η συγκεκριμένη σελίδα από τη δευτερεύουσα στην κύρια μνήμη. Page In [Είσοδος σελίδων] Πληρ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη, είναι η μεταφορά σελίδων από τη δευτερεύουσα στην κύρια μνήμη. Page O u t [Εξοδος σελίδων] Πληρ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη, είναι η μεταφορά σελίδων από την κύρια στη δευτερεύουσα μνήμη. Page P r i n t e r [Εκτυπωτής σελίδας] Πληρ. 1. Εκτυπωτής που μπορεί να συνθέτει και στη συνέχεια να τυπώνει ολόκληρη σελίδα, π.χ. ο εκτυπωτής λέιζερ. 2. Κατηγορία εκτυπωτών όπου ανήκουν σχεδόν όλοι οι μοντέρνοι εκτυπωτές που εκτυπώνουν σελίδες (αντί χαρακτήρες) και καλά γραφικά. Page R e a d e r [Αναγνώστης σελίδας] Πληρ. Κατά την οπτική αναγνώριση χαρακτήρων από προηγμένο Η/Υ είναι η συσκευή αυτή έχει τη δυνατότητα, με τη βοήθεια προγραμμάτων, να επεξεργάζεται προτυπωμένα έγγραφα. Page Skip [Αλλαγή σελίδας] Πλημ. Χαρακτήρας ελεγχου που όταν τον δεχτεί ο εκτυπωτής, αφήνει την τρέχουσα σελίδα και τοποθετεί την κεφαλή στην αρχή της επόμενης σελίδας, χωρίς επέμβαση του χειριστή αυτόματα. Page Table [Πίνακας σελίδων] Πλημ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη είναι ο πίνακας που τηρείται στην κύρια μνήμη και στον οποίο καταγράφονται οι θέσεις (διευθύνσεις) των σελίδων της κύριας μνήμης. Page T u r n i n g [Περιστροφή σελίδων] Πλημ. Η εκ περιτροπής μεταφορά σελίδων από την κύρια στη δευτερεύουσα μνήμη για να ελευθερωθεί χώρος στην κύρια μνήμη. Το περιεχόμενο των σελίδων αυτών είναι δεδομένα αλλά και προγράμματα, τα οποία επεξεργάζεται ο Η/Υ. Pageable M e m o r y [Σελιδοποιήσιμη μνήμη] Πληρ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη, είναι το μέρος της κύριας μνήμης που ο υπολογιστής το διαχειρίζεται σε σελίδες. Pagemaking P r o g r a m [Πρόγραμμα σελιδοποίησης] Πληρ. Είναι κάθε λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο χρησιμοποιείται για την τελική διαμόρφωση των σελίδων ενός κειμένου πριν αυτές τυπωθούν για μία επαγγελματική παρουσίαση. Pager [Σελιδοποιητής ή τηλεειδοποιητής] Επικοιν. Ειδικό μηχάνημα για ειδοποίηση του συνδρομητή μακριά από τη συσκευή του. Καλύπτεται από ειδικές συστάσεις και μεταδίδει μόνο τόνο ή και μια σελίδα κειμένου με το μήνυμα από ένα τερματικό ή ηχητικό μήνυμα με συνοδεία γραφικών κτλ αλλά η υπηρεσία ατύχησε από την ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας. Paging [Διαχείριση σελίδων] Πλημ. Σε υπολογιστές με εικονική μνήμη είναι οι διαδικασίες που ακολουθούνται για να μπορεί ο υπολογιστής να ονομάζει, να εντοπίζει, να μεταφέρει στη δευτερεύουσα μνήμη ή από τη δευτερεύουσα μνήμη τις σελίδες της μνήμης του και να κρατά ίχνη όλων αυτών των ενεργειών. Paging Rate [Ρυθμός σελιδοποίησης] Πλημ. Το πλήθος

Paging System

- 1016 -

των σελίδων που μπορούν να μεταφερθούν ανάμεσα στην κυρία και τη δευτερεύουσα μνήμη στη μονάδα του χρόνου. Paging System [Σύστημα τηλεειδοποίησης] Επικοιν. Η υπηρεσία που ασχολείται με τη μετάδοση μηνυμάτων μεσα από τα αντίστοιχα μηχανήματα (Pagers). Η επικοινωνία γίνεται σε ραδιοκύματα. Pagoda [Παγόδα] Αρχ. Είναι χαρακτηριστικό οικοδόμημα λατρευτικού ναού των χωρών της Απω Ανατολής. Έχει κάτοψη ορθογωνίου ή πολυγωνικού γεωμετρικού σχήματος με στέγη ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής πυραμιδοειδής μορφής. Περιλαμβάνει επίσης στοές, προθαλάμους και χώρους κατοικίας των ιερωμένων. Pahoechoe [Σχοινώδης λάβα] Γεωλ. Ρέουσα βασαλτική λάβα που υποεπιφανειακά διατηρείται σε ρευστή κατάσταση ενώ στην επιφάνειά της σχηματίζει ρυτιδόμορφη κρούστα από σκωρίες λόγω της τάσης προς στερεοποίηση των υλικών της κατά την επαφή τους με τον ατμοσφαιρικό αέρα. Pail [Κάδος] Μηχ. Καλείται ένα πολύ απλό εργαλείο για τη μεταφορά των υγρών, το οποίο έχει γεωμετρικό σχήμα κυλίνδρου, φέρει λαβή για να μπορεί κανείς να το κρατήσει σταθερά και άνετα, ενώ το υλικό κατασκευής του συνήθως είναι το πλαστικό ή κάποιο μέταλλο. Painleve P r o p e r t y [Ιδιότητα Painleve] Μαθημ. Ιδιότητα που χρησιμοποιήθηκε και για κατηγοριοποίηση κανονικών διαφορικών εξισώσεων 21* τάξης από τον Painleve με βάση την ύπαρξη απλών πόλων τους. Μέχρι σήμερα ο κατάλογος περιλαμβάνει περίπου 50 περιπτώσεις. Paint [Βαφή] Τεχνολ. Ρευστό διάλυμα χρωματισμού και προστασίας των επιφανειών που τοποθετείται στην επιφάνεια με χειροκίνητα ή μηχανικά μέσα και στερεοποιείται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την επάλειψή του και εξασφαλίζει την προστασία της επιφάνειας ή αποτελεί τη διακοσμητική της επένδυση. Paint Removal [Ξύσιμο βαφής] Οικοδ. Η διαδικασία την αφαίρεσης της βαφής από μια επιφάνειά όταν απαιτείται η αντικατάσταση της προστατευτικής ή της διακοσμητικής στρώσης λόγω φθοράς. Paint Remover [Διαλυτικό βαφής] Τεχνολ. Υγρό που διαλύει τη στερεοποιημένη βαφή όταν απλωθεί στην επιφάνεια της. Paint Stripping [Ξύσιμο βαφής] Οικοδ. Paint Removal. P a i n t b r u s h [Βούρτσα ελαιοχρωματιστή] Μηχ. Είναι το απλό αλλά απαραίτητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την βαφή των διαφόρων επιφανειών των τοίχων ή άλλων αντικειμένων. Με τον ίδιο όρο, στα λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή τα οποία δίδουν τη δυνατότητα ζωγραφικής, χαρακτηρίζεται η εντολή με την οποία τοποθετείται χρώμα σε μία προεπιλεγμένη επιφάνεια ενός σχεδίου του αρχείου που επεξεργάζεται εκείνη την στιγμή ο χρήστης του υπολογιστής Painting [Βαψίματα] Οικοδ. Σε ένα οικοδομικό έργο η ομάδα εργασιών που συμπεριλαμβάνει τις δραστηριότητες κάλυψης των επιφανειών με βαφές διαφόρων τύπων για την προστασία ή τη διακόσμηση των επιφανειών των τοίχων, της οροφής και των κουφωμάτων. Painting 2 [Ζωγραφική] Πληρ. Κατά τη διάρκεια χρήσης ενός λογισμικού προγράμματος ζα>γραφικής στον ηλεκτρονικό υπολογιστή με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η πλήρωση με χρώμα μιας συγκεκριμένης περιοχής

ενός σχήματος το οποίο εμφανίζεται στην οθόνη. Pair [Ζεύγος] Τεχνολ. Ομάδα δύο στοιχείων ή δύο μεγεθών όπως δύο δυνάμεις τα οποία είναι λειτουργικά συνδεδεμένα μεταξύ τους και από τη συνδυασμένη λειτουργία τους προκύπτει ένα έργο ή ένα γεγονός. Paired Cable [Ζεύγος καλωδίων] Επικοιν. Ανεξάρτητα από τα φυσικά χαρακτηριστικά διακρίνουμε θωρακισμένα και αθωράκιστα ζεύγη και συνεστραμμένα και μη συνεστραμμένα. Τα συνεστραμμένα ζεύγη προσφέρουν καλύτερη μετάδοση και κυρίως τα θωρακισμένα (Shielded Twisted Pair). Paired Comparisons [Συγκρίσεις ζευγών] Στατ. Συνηθίζεται (δες Kat Paired Data) η δημιουργία ζευγών σε ένα πληθυσμό κύρια για την εξέταση ποιοτικών χαρακτηριστικών (η κατηγορικών μεταβλητών) συνήθως με μεθόδους ταξινόμησης που οδηγούν σε απαραμετρικά τεστ. Paired Data [Ζευγαρωμένα δεδομένα] Επικοιν. Χρησιμοποιούμε πολλές φορές ζεύγη (συγκρίσεων) απύ 2 (ισοπληθή) δείγματα για να ελέγξουμε αν ανήκουν (στατιστικά) στον ίδιο πληθυσμό. Επίσης μπορούμε να χωρίσουμε το δείγμα μας σε 2 ισοπληθή υποδείγματα για να ελέγξουμε την ομοιογένεια της διακύμανσης και άλλες ιδιότητες. Paired Τ Test [Τεστ Τ για ζεύγη] Στατ. Στατιστικό τεστ για τη μέτρηση διακύμανσης 2 ζευγαρωμένων ισοπληθών δειγμάτων μεγέθους Ν με το στατιστικό t (της Student κατανομής) και με Ν-1 βαθμούς ελευθερίPairing [Ζευγάρωμα γραμμών] Ηλεκτρον. Η απόκλιση του συνδυασμού θέσης των οριζόντιων γραμμών μιας αναπαραχθείσας εικόνας ως προς την ακριβή θέση αναπαραγωγής. Η απόκλιση εντοπίζεται στην εμφάνιση των γραμμών ομαδοποιημένων σε ζευγάρια και έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της σαφήνειας της εικόνας στην κατακόρυφη διεύθυνση. Pairing Element [Ζεύγος στοιχείων] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα ζευγάρι εξαρτημάτων μιας μηχανής το οποία απαραιτήτως βρίσκονται πάντα συνδεδεμένα μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Pairing Energy [Ενέργεια ζεύγους] Πορ.Φυα. Η ενέργεια που απαιτείται για να ταιριάξουμε δύο ηλεκτρόνια στην ίδια τροχιά. Pairwise Independence (ανεξαρτησία κατά ζεύγη) Στατ. Δύο ενδεχόμενα Α, Β είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους αν η πιθανότητα ταυτόχρονης πραγματοποίησης τους ισούται με το γινόμενο πραγματοποίησης και των δύο τους (Π(ΑΒ) = Π(Α) Π(Β) αλλά αυτό δεν συνεπάγεται και ολική ανεξαρτησία για περισσότερα από 2 ενδεχόμενα. Palaegeomorphology [Παλαιογεωμορφολογία] Γεωλ. Ο κλάδος της Παλαιολογίας που ερευνά την όψη του γήινου ανάγλυφου κατά τις διάφορες περιόδους ή εποχές του γεωλογικού χρόνου. Palaeocene [Παλαιόκαινος] Γεωλ. II χρονικά πρώτη γεωλογική εποχή (πριν περίπου 65 εκατομ. χρόνια) της Παλαιογενούς υποπεριόδου της Τριτογενούς περιύδου του Καινοζωικού αιώνα, αρχαιότερη της Ηωκαίνου της ίδιας υποπεριόδου (με την οποία συχνά θεωρείται ενοποιημένη σε μία, την Παλαιοηώκαινο) και νεότερη της Ανώτερης Κρητιδικής υποπεριόδου. Palaeoclimate [Παλαιοκλίμα] Γεωλ. Οι κλιματικές συνθήκες που συνάγεται, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένο της Παλαιοκλιματολογίας, ότι επικρατούσαν

-1017στη Γη συνολικά ή στα επί μέρους τμήματα αυτής κατά τις διάφορες υποδιαιρέσεις (περιόδους, υποπεριόδους, βαθμίδες κ.λ.π.) του γεωλογικού χρόνου. Palaeoequator [Παλαιοϊσημερινός] Γεωλ. Ο ισημερινός της Γης σε δεδομένο χρόνο του γεωλογικού παρελθόντος. Palaeogene [Παλαιογενές ή Νουμμωλιτική] Γεωλ. Γεωλογική υποπερίοδος (πριν από περίπου 65 εκατ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, αρχαιότερη από το Νεογενές της ίδιας περιόδου και νεότερη από την Ανώτερη Κρητιδική υποπερίοδο. Υποδιακρίνεται στις εποχές του Παλαιόκαινου, του Ηώκαινου (ή ενιαία του Παλόιοηώκαινου) και του Ολιγόκαινου. Palaeologic M a p [Παλαιογεωλογικός χάρτης] Γεωλ. Χάρτης στον οποίο απεικονίζονται η μορφολογία και τα γεωλογικά χαρακτηριστικά μιας ορισμένης περιοχής στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου ή εποχής του γεωλογικού χρόνου. Palaeomagnetic Stratigraphy [Παλαιό μαγνητική στρωματογραφία] Γνωφυσ. Στρωματογραφικός τομέας έρευνας που στηρίζεται στη μελέτη και τη μέτρηση της παραμένουσας μαγνήτισης των πετριομάτων. Palaeomagnetism [Παλαιομαγνητισμός] Γεωφνσ. Η μελέτη του προσανατολισμού της παραμένουσας μαγνήτισης των μαγνητικών ορυκτών σε παλαιά πετρώματα προκειμένου να προσδιοριστεί το μαγνητικό πεδίο και η θέση των μαγνητικών πόλων της Γης στις διάφορες εξελικτικές περιόδους του γεωλογικού χρόνου. Palaeopole [Παλαιοπόλος] Γεωλ. Ο πόλος του γήινου μαγνητικού πεδίου σε δεδομένο χρόνο του γεωλογικού παρελθόντος. Palaeostructure [Παλαιοδομή] Γεωλ. Η διάρθρωση των πετρωμάτων μιας δεδομένης περιοχής όπως εμφανίζεται κατά μια συγκεκριμένη υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου. P a l a e o t e m p e r a t u r e [Παλαιοθερμοκρασία] Γεωλ. Το επίπεδο των θερμοκρασιακών συνθηκών τα οποία, κατά τα δεδομένα της παλαιοκλιματολογικής έρευνας, επικρατούσαν σε δεδομένη ευρεία περιοχή κατά τη διάρκεια κάποιας υποδιαίρεσης του γεωλογικού χρόνου. Palaeovolcanology [Παλαιοηφαιστειολογία] Γν.ωλ. Η έρευνα των διαφόρων εκδηλώσεων της ηφαιστειακής ενέργειας κατά τη διάρκεια του γεωλογικού παρελθόντος. Palaeozoic [Παλαιοζωϊκός ή Πρωτογενής] Γεωλ. Ο γεωλογικός αιώνας ο νεότερος του Προκάμβριου και αρχαιότερος του Μεσοζωικού, πριν από περίπου 600 εκατομ. χρόνια και διάρκειας περίπου 370 εκατομ. χρόνων που υποδιαιρείται σε έξι περιόδους: την Κάμβριο, την Ορδοβίσιο, τη Σιλούριο, τη Δεβόνιο, τη Λιθανθρακοφόρο και την Πέρμιο. Χαρακτηρίζεται από γενικά ήπιο και υγρό κλίμα (με εξαίρεση το ψυχρό κλίμα της Πέρμιου με την εξάπλωση των παγετώνων), έντονα τεκτονικά γεγονότα με την εξέλιξη δύο μεγάλων ορογενετικών κύκλων (Καληδονίου και Ερκυνίου), την εκτεταμένη ανάπτυξη της χλωρίδας των κρυπτόγαμων φυτών καθώς και την εμφάνιση και τη σταθερή εξέλιξη των πρωτόγονων σπονδυλωτών δηλ. των ιχθύων, των αμφιβίων και τέλος των ερπετών. Palagonite [Παλαγονίτης] Γ?.ωλ. Τύπος ηφαιστειακού πετρώματος με υαλώδη σύσταση και υποκίτρινο χρωματισμό που σχηματίζεται, παρουσία μεγάλης ποσότη-

Palimpsest

τας υδρατμών, ως προϊόν εξαλλοίωσης βασαλτικής υάλου υπό ειδικές συνθήκες θερμοκρασιακών μεταβολών και πίεσης. Palagonitic Tuff [Παλαγονιτικός τόφφος] Γεωλ. Ηφαιστειακό πέτρωμα που έχει ως κύριο συστατικό συμπαγή θραύσματα παλαγονίτη. Palais Smale Theory [Θεωρία Palais Smale] Μαθημ. Θεωρία που εξετάζει ολοκληρωτικούς πυρήνες διαφορικών εξισώσεων για προβλήματα συνοριακών τιμών και ελέγχει την ύπαρξη λύσεων κτλ, μαζί με το θεώρημα ορεινής διάβασης. Paleo- [Παλεο-] Επιστ.Τεχν. Α' συνθετικό στους επιστημονικούς όρους (βιολογικούς, γεωλογικούς κλπ.) που δείχνει το παλαιό ή το αρχαίο. Π.χ. Paleoecology, Paleogeology κ.α. Palcoclimatology [Παλαιοκλιματολογία] Γεωλ. Καλείται η επιστημονική μελέτη των κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούσαν επάνω στην Γη κατά τη διάρκεια των διαφόρων γεωλογικών εποχών, δηλαδή πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Paleoecology [Παλαιοοικολογία] Οικολ. Κλάδος της οικολογίας που ασχολείται με την οικολογία του παρελθόντος, τη μελέτη των οργανισμών της δεδομένης περιόδου, τη μεταξύ τους σχέση και τη σχέση τους με το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν. Paleogeography [Παλαιογεωγραφία] Γεωλ. Ονομάζεται η μελέτη της γεωγραφικής κατάστασης που επικρατούσε επάνω στον πλανήτη Γη κατά τη διάρκεια των διαφόρων γεωλογικών εποχών. Paleogeology [Παλαιογεωλογία] Γεωλ. Κλάδος της γεωλογίας που εξετάζει τα γεωλογικά φαινόμενα, τα χαρακτηριστικά και τις συνθήκες σε παλαιότερες γεωλογικούς περιόδους. Paleothermometry [Παλαιοθερμομετρία] Γτωλ. Η εκτίμηση της θερμοκρασίας κατά το μακρινό παρελθόν μιας περιοχής βασιζόμενη σε άλλες κλιματικές παραμέτρους. Paleotopography [Παλαιοτοπογραφία] Γεωλ. Η μελέτη της τοπογραφίας μιας περιοχής κατά τους αρχαίους χρόνους. Paleotropical [Παλαιοτροπικός] Οικολ. Ο αναφερόμενος στην περιοχή που εκτίνετε μεταξύ Αφρικής και Ασίας. Paleotropical Region [Παλαιοτροπική περιοχή] Οικολ. Η περιοχή όπου βρίσκεται ο ζωολογικός κήπος της Αιθιοπίας. Paleovolcanology [Παλαιοηφαιστιολογία] Γεωλ. Κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τα ηφαίστεια και την δραστηριότητά τους στην αρχαία εποχή. Palette [Παλέτα] Πλημ. Σε προγράμματα ζωγραφικής, είναι το σύνολο των διαθέσιμων για χρήση χρωμάτων και αποχρώσεων, σε δεδομένο πρόγραμμα γραφίστικης του Η/Υ. Paley's Theorem [Θεώρημα Paley] Μαθημ. Αν n ένας θετικός ακέραιος, k θετικός ακέραιος ώστε k=0mod4 και ρ ένας περιττός προ')τος υπάρχει ένας πίνακας Hadamard τάξης m= 2 k (p n + 1). Η κατασκευή τους γίνεται με την κατασκευή Paley και έχουν κατασκευαστεί για τιμές περίπου ως το 430 με χρήση της θεωρίας Galois. Palimpsest [Παλίμψηστο] Γεωλ. Όρος, προερχόμενος από την ονομασία το)ν χειρογράφων που έχουν υποβληθεί σε αντικατάσταση γραφής, για να χαρακτηρισθεί η δομή μεταμορφωμένων πετρωμάτων τα οποία, ωστόσο, διατηρούν υπολείμματα της προϋπάρχουσας

Palingenesis

- 1018 -

δομής. Palingenesis [Παλιγγένεση] Γεωλ. Τύπος μεταμόρφωσης πετρώματος που συνίσταται στη διεργασία ολικής ή μερικής τήξης του και τη δημιουργία νέου μαγματικού υλικού, το οποίο στη συνέχεια συμπεριφερόμενο ως πρωτογενές μάγμα δημιουργεί νέα πετρώματα. Palisades [Απόκρημνες ακτές] Γεωλ. Απότομα, σχεδόν κατακόρυφα βράχια στις όχθες ποταμών ή λιμνών, αποτελούμενα απύ βασάλτη, στον οποίο οφείλεται και η τραχιά επιφάνειά τους. Palisades [Απόκρημνες ακτές] Γεωλ. Καλούνται οι βραχώδης ακτές μιας λίμνης, ενός ποταμού ή ακόμη και μιας θαλάσσιας περιοχής, οι οποίες υψώνονται απότομα από την επιφάνεια του νερού. Palladium [ΙΙαλλάδιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο με συμβολισμό Pd του περιοδικού πίνακα. Πρόκειται για μέταλλο με χρώμα αργυρόλευκο, έχει την ιδιότητα να απορροφά μεγάλες ποσότητες υδρογόνου ενώ χρησιμοποιείται ως καταλύτης, ως ημιπολύτιμος λίθος και αλλού. Pallas [Παλλάδα] Αστρον. Δεύτερος σε μέγεθος αστεροειδής. Pallasite [Παλλασίτης] Γεωλ. Σπάνιος τύπος μετεωριτών (περίπου το 2,72 % του συνόλου) της κατηγορίας των πετρωδών - σιδηρούχων που αποτελείται από σιδηρονικελιούχα κύρια μάζα εμπεριέχουσα μεγάλους, κονδυλώδεις κρυστάλλους ολιβίνης ποικίλου (από βαθύ κεχριμπαρένιο έως ανοιχτό πράσινο), χρωματισμού. Pallet [Μοχλός, παλέτα] Τεχνολ. 1. Μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τον έλεγχο της λειτουργίας ενός οδοντωτού τροχού. 2. Επίπεδο στοιχείο από τεμάχια ξύλου με κενό μεταξύ της άνα> και κάτω επιφάνειας του πάνω στο οποίο τοποθετούνται φορτία τα οποία πρέπει να ανυψωθούν με τη χρήση ανυψωτήρα με οριζόντιες λάμες οι οποίες εισχωρούν στα κενά και συγκρατούν με αυτό τον τρόπο το φορτίο που είναι τοποθετημένο πάνω σ' αυτή την κατασκευή και το ανυψώνουν. Pallet 2 [Τάκος] Οικοδ. Τεμάχιο ξύλου που εγκιβωτίζεται σε ένα τοίχο και το οποίο χρησιμοποιείται ως βάση για τη στήριξη μιας ξύλινης επένδυσης. Palm Butter [Φοινικύλιπος] Υλικ. Στερεή κιτρινωπή καύσιμη λιπαρή ουσία, που εξάγεται από τη φοινικιά και που χρησιμοποιείται σε σαπούνια, καλλυντικά, φαρμακευτικά σκευάσματα, στα ελαστικά κλπ. Palm Nut Oil [Φοινικέλαιο] Υλικ. Κιτρινόρευστη και παχύρρευστη ελαιώδης ουσία με κύρια συστατικά παλμιτικύ οξύ, στεατικό οξύ και τριγλυκερίόια οξέων (π.χ. ελαϊκού, παλμιτικού), που εξάγεται με έκθλιψη ή εκχύλιση από τους καρπούς του ελαιοφοίνικα. Χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιεία, την κηροποιεία, ως λιπαντικό κ.λ,π. Palinierite [Παλμιερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειικό μόλυβδο, κάλιο και νάτριο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, διαφανείς και με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,3. Palmitate [Ιίαλμιτικό] Χημ. Εστέρας ή άλας του παλμιτικού οξέος. Π.χ. παλμιτικό νάτριο (n-ci5h 3 |COONa), παλμιτικός μεθυλεστέρας (n-C^HnCOOCHj) κλπ. Palmitic Acid [Παλμιτικό οξύ] Χημ. Είναι μία λευκή, άοσμη, κηρώδης ουσία, αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή στο οινόπνευμα, η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωμάτων, σαπουνιών, καλλυντικών και

άλλων. Η ίδια απαντάται στα φυτικά και ζωικά λίπη ως ένα από τα κυριότερα συστατικά τους. Palmitin [Παλμιτίνη] Οργ.Χημ. Είδος γλυκεριδίου, (τρι) εστέρας της γλυκερίνης με παλμιτικό οξύ (ηC15H31COOH). Λευκό στερεό λίπος που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία. Palmitoleic Acid [Παλμιτοελαϊκό οξύ] Οργ.Χημ. Φυσικό ακόρεστο λιπαρό οξύ με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα 16 ατόμων άνθρακα και τύπο CH^CII?) 5 CH=CH(CH 2 )7cooh. Αχρωμο υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες με σημείο τήξης 1°C και σημείο βρασμού 215°C (15 rnmHg). Palm-kernel Oil [Φοινικοπυρηνέλαιο] Υλικ. Λευκόχρωμη και σκληρή ελαιώδης ουσία, με κύρια συστατικά τριγλυκερίδια διαφόρων οξέων (καπρονικού, δαφνικού, στεατικού παλμιτικού κ.λ.π.) και τριολεϊνη, που εξάγεται με έκθλιψη ή εκχύλιση από τους πυρήνες των καρπών του ελαιοφοίνικα. Χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, στη φαρμακευτική, στην κηροποιεία κ.λ.π. Palouser [Παλούζερ] Μετωρ. Πρόκειται για έναν πάρα πολύ δυνατό, σχεδόν επικίνδυνο άνεμο ο οποίος είναι καθοδικός και έχει διεύθυνση από τα βουνά στα βόρεια του Idaho και ανατολικά της περιοχής της Washington προς την κοιλάδα του ποταμού Palouse από όπου πήρε και το όνομά του. Επίσης, ένα δεύτερο όνομα που έχει είναι Cow-killer (φονέας αγελάδων). Palstage [ΓΙαλαιογεωγραφικό στάδιο] Γεωλ. Η περίοδος ή άλλη υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου κατά τη διάρκεια της οποίας διατηρούνται σχετικά σταθερές παλαιογεωγραφικές συνθήκες και σχέσεις (π.χ. ως προς την κατανομή χερσαίων και θαλάσσιων εκτάσεων) ώστε να είναι δυνατή η κατά γενικό τρόπο απεικόνιση της μορφής της Γης. Palygorskite [Παλυγορσκίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό πυριτικό μαγνήσιο και αργίλιο. Σχηματίζει λευκούς ή φαιούς, ημιδιάφανούς ή αλαμπείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1 έως 2,2. Palytoxin [Παλιτοξίνη] Βιοχημ. Είδος τοξίνης που απαντάται σε διάφορα είδη (π.χ. σε είδη Palythoa και σε δηλητηριώδη είδη καβουριών στις Φιλιππίνες), από τις πιο θανατηφόρες ουσίες που έχουν αναφερθεί. Έχει μεγάλο μοριακό μέγεθος και μοριακό τύπο C,29H223N3054. P a m p e r o [Παμπέρο] Μετεωρ. Από τους πιο γνωστούς ανέμους της Νοτίου Αμερικής. Συγκεκριμένα, πνέει πάνω από τα Pampas νότια της Αργεντινής και της Ουρουγουάης. Δημιουργείται όταν συναντώνται ένα κρύο με ένα θερμύ μέτωπο και έχουν σαν αποτέλεσμα δυνατές βροχοπτώσεις, καταιγίδες και απότομη πτώση θερμοκρασίας. Pan 1 [Δίσκος] Μηχ. 1. Κάθε κυκλοτερές, αβαθές και ευρύ ανοιχτό μεταλλικό σκεύος που χρησιμοποιείται σε διάφορες εφαρμογές. 2. Ο δίσκος της κάθε πλάστιγγας του απλού ζυγού. Pan" [Λεκάνη] Μεταλλ.. Μηχ. Αβαθής λεκάνη που χρησιμοποιείται για τη λήψη ορισμένων μετάλλων (π.χ. κόκκων χρυσού) από τα κονιοποιημένα μεταλλεύματά τους, με τη μέθοδο της έκπλυσης με χρήση ύδατος, κατά την οποία τα μικρότερου ειδικού βάρους ανεπιθύμητα υλικά διαχωρίζονται παρασυρόμενα από το ύδα>ρ και αφήνουν ως υπόλειμμα γαιώδη μάζα εμπεριέχουσα τους κόκκους του μετάλλου που εξάγονται στη συνέχεια με τη μέθοδο της επιλογής και της αμαλγάμωσης.

- 1019P a n 3 [Τηγανοειδές βύθισμα] Γεωλ. 1. Αβαθές και σχετικά επίπεδο κοίλωμα με υδατοστεγή πυθμένα που συγκρατεί στάσιμο ύδωρ ή λασπώδη ύλη. 2. Συμπαγές στρώμα χαμηλής απορροής (π.χ. αργίλου) κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. 3. Επίπεδη, χαμηλού βάθους έκταση κοντά στη θάλασσα που πληρούμενη με θαλάσσιο νερό χρησιμεύει για την εξαγωγή μαγειρικού άλατος. Panadol [Παναντόλ] Γεν. Εμπορική ονομασία παυσίπονου που περιέχει παρακεταμόλη, μία αναλγητική αντιπυρετική ουσία, που δεν προξενεί βλάβες στο στομάχι. Panallotriomorphic [Παναλλοτριόμορφος] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται ο ιστός των πυριγενών πετρωμάτων των οποίων οι κρύσταλλοι των κύριων ορυκτολογικών τους συστατικών είναι κατά κανόνα αλλοτριόμορφοι δηλ. παρουσιάζουν καμία ή όχι καλή κρυσταλλική ανάπτυξη. P a n - A m a l g a m a t i o n Process [Μέθοδος έκπλυσηςαμαλγάμωσης] Μεταλλ. Η μέθοδος εξαγωγής χρυσού που ήταν ευρύτατης χρήσης πριν την εφαρμογή της μεθόδου των κυανιδίων. Συνίσταται στην κατ' αρχήν έκπλυση των χρυσοφόρων κονιοποιημένων μεταλλευμάτων και τη κατεργασία στη συνέχεια του ψηγματοφόρου υπολείμματος με υδράργυρο, ώστε να ληφθεί αμάλγαλμα χρυσού και υδραργύρου από το οποίο αποχωρίζεται με περαιτέρω κατεργασίες ο χρυσός. P a n a s O e t a r a [Πάνας οετάρα] Μετεωρ. Βόρειος, δυνατός και ξηρός άνεμος. Δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή της Ινδονησίας κυρίως τον Φεβρουάριο. Pancake Ice 1 [Πάγος τηγανίτα] Γεωλ. Μορφή θαλάσσιου νεοσχηματισμένου πάγου, ποικίλων διαστάσεων (από 30 cm έως 3 m σε διάμετρο και πάχους έως 1 m) και στρογγυλού σχήματος με ανασηκωμένες άκρες, λόγω συνεχών συγκρούσεων, που σχηματίζεται κατά ομάδες επί υδάτινου στρώματος σε κατάσταση υπέρψυξης από τη συσσώρευση στην επιφάνεια του των εντός αυτού αιωρούμενων παγοκρυστάλλων. Pancake Ice 2 ' [Πάγος] Μετεωρ. Κομμάτια πάγου που παράγονται από σύγκρουση παγόβουνων ή απλά από τα κύματα καθώς χτυπούν κομμάτια πάγου αλλά μερικές φορές συναντιέται σε διάφορα βάθη εξαιτίας διαφοράς θερμοκρασιών. P a n c a k e L a n d i n g [Προσγείωση με κοιλιά] Αερομηχ. Συνήθως πρόκειται για αναγκαστική προσγείωση που πραγματοποιεί ένα αεροσκάφος όταν υπάρχει κάποιο μηχανικό πρόβλημα με τους τροχούς του, οι οποίοι και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, γι' αυτό το κάτω μέρος του σκελετού του σκάφους ακουμπάει απευθείας στο έδαφος. Pancake T h e o r e m [Θεώρημα ολικού κέικ] Μαθημ. Δύο διδιάστατες επιφάνειες μπορούν πάντα να διαχωριστούν από ένα μονοδιάστατο υπερεπίπεδο. Αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου θεωρήματος για περισσότερες διαστάσεις. Panchromatic 1 [Ολοχρωμαπκός] Ετπκοιν. Ότι μπορεί να δώσει χρώμα σε όλο το φάσμα. Panchromatic 2 [Πανχρωματικός] Τεχνολ. Φωτογραφικό γαλάκτωμα ευαίσθητο σε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος και σε ένα μικρό ποσό του υπεριώδους. Pancrcatin [Πανγκρεατίνη] Βιοχημ. Μίγμα ενζύμων που λαμβάνεται από το παγκρεατικό υγρό διαφόρων ζώων και χορηγείται σε περιπτώσεις ανεπάρκειας του παγκρέατος για το μεταβολισμό σακχάρων, λιπών και πρωτεϊνών. P a n d e m o n i u m Model [Μοντέλο πανδαιμόνιου] Τε-

Paneling

χνολ. Μοντέλο που συναντάται στην τεχνητή νοημοσύνη για τη διάδοση πληροφορίας μέσω γειτονικών συνάψεων από ένα αρχικό σημείο. Pane 1 [Υαλοπίνακας] Οικοδ. Τεμάχιο από γυαλί που αποτελεί τη διαφανή επιφάνεια ενός κουφώματος. Pane 2 [Πλευρά] Τεχνολ. Όρος που περιγράφει την επιφάνεια ενός παξιμαδιού ή την επίπεδη επιφάνεια της κεφαλής μιας βίδας. Panel 1 [Πίνακας ελέγχου] Πλημ. Το πρόσθιο μέρος της κονσόλας, στο οποίο καταγράφεται η τρέχουσα κατάσταση του υπολογιστή και των περιφερειακών του μονάδων. Ο χειριστής με τη χρήση του πίνακα ελέγχου αφενός ελέγχει τη λειτουργία του υπολογιστικού συστήματος και ταυτόχρονα μπορεί να επεμβαίνει και να διορθώνει πιθανά σφάλματα στη λειτουργία του. Panel 2 [Πίνακας ελ*έγχου] Τεχνολ. Μεταλλική, ξύλινη ή πλαστική επιφάνεια πάνω στην οποία είναι τοποθετημένα όργανα και διακόπτες που χρησιμεύουν για τον έλεγχο της λειτουργίας ενός συστήματος ή ενός συγκροτήματος μηχανημάτων. Panel 3 [Φάτνωμα, φύλλο] Πολ. Μηχ. 1. Σε μια δικτυωτή δοκό, η ελεύθερη επιφάνεια που οριοθετείται από τα μέλη που την περιβάλλουν. 2. Επίπεδο στοιχείο που περιβάλλεται στην περίμετρο του από ένα πλαίσιο. 3. Ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την επένδυση μιας επιφάνειας. Panel Board 1 [Σχεδιαστήριο] Τεχνολ. Ειδικό σχεδιαστήριο που φέρει στην περιφέρειά του μηχανισμό έντασης του χαρτιού για τη διευκόλυνση της σχεδίασης. Panel Board 2 [Φύλλο πεπιεσμένου χαρτιού] Τεχνολ. Φύλλα από πεπιεσμένο χαρτί με μεγάλη ακαμψία που χρησιμοποιούνται για επενδύσεις τοίχων στις οικοδομές. Panel Cooling [Ψύξη δαπέδου] Οικοδ. Τρόπος ψύξης σύμφωνα με τον οποίο η ψύξη του χώρου επιτυγχάνεται με σώματα που είναι τοποθετημένα εντός των περιμετρικών τοίχων του χώρου, στο δάπεδο και την οροφή. Panel Heating [Τύπος θέρμανσης] Οικοδ. Τρόπος θέρμανσης σύμφωνα με τον οποίο τα θερμαντικά σώματα είναι ενσωματωμένα στους τοίχους, στο δάπεδο και την οροφή του χώρου που θερμαίνεται. Panel Length [Μήκος φατνώματος] Οικοδ. Σε ένα δικτύωμα η οριζόντια απόσταση μεταξύ δύο κόμβοον στο άνω η στο κάτω πέλμα. Panel Point [Κόμβος] Πολ. Μηχ. Σε ένα δικτύωμα το σημείο που τέμνονται τρία ή τέσσερα μέλη του, όπως δύο μέλη του άνω ή κάτω πέλματος, ορθοστάτης και διαγώνιος. Panel System [Φατνωματικός τοίχος] Οικοδ. Τοίχος που δημιουργείται από τη συναρμολόγηση επίπεδων τεμαχίων τυποποιημένων διαστάσεων. Panel T r u c k [Τύπος μικρού φορτηγού] Μηχ. Πρόκειται για ένα μικρό σχετικά μεταφορικό όχημα του οποίου οι πλευρές του χώρου όπου τοποθετούνται τα φορτία αποτελούνται από επιφάνειες σκληρού υφάσματος. Panel Wall [Διαχωριστικός τοίχος] Οικοδ. Τοίχος που δεν έχει καμιά φέρουσα ικανότητα και λειτουργικά χρησιμεύει μόνον ως διαχωριστικό στοιχείο το οποίο οριοθετεί έναν εσωτερικά χώρο. Paneling [Επένδυση με προκατασκευασμένα τεμάχια] Οικοδ. Η τελική επένδυση μιας επιφάνειας με ένα υλικό που αποτελείται από τεμάχια συγκεκριμένων διαστάσεων τα οποία συναρμολογούνται μεταξύ τους διαμορφώνοντας την τελική εμφάνιση της επιφάνειας.

Panelled Door

- 1020 -

Panelled Door [Πόρτα με φατνώματα] Οικοδ. Τύπος ξύλινης πόρτας που αποτελείται από ένα πλαισιωτό σύστημα που δημιουργεί φατνώματα στην επιφάνεια το οποία συμπληρώνονται με φύλλα από ξύλο που έχουν μικρότερο πάχος από τα ξύλο που διαμορφώνουν το πλαίσιο. Pangea O r Pangaea [Πανγαία] Γεωλ. Καλείται η πρώτη μεγάλη ήπειρος που υπήρχε στην Γη πριν από πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, από την οποία, σύμφωνα με τις διάφορες θεωρίες, σχηματίστηκαν όλες οι υπόλοιπες ήπειροι όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό έγινε χάρη στο μηχανισμό της διεύρυνσης του πυθμένα των ωκεανών και της σχετικής κίνησης των λιθοσφαιρικών πλακών. Panic Bolt [Χερούλι εξόδου κινδύνου] Οικοδ. Εξάρτημα μιας πόρτας που οδηγεί σε έξοδο κινδύνου μέσο) του οποίου εξασφαλίζεται το άνοιγμα της πόρτας όταν πιεστεί. Είναι τοποθετημένο οριζόντια και καλύπτει όλο το πλάτος της πόρτας ώστε να είναι δυνατόν να πιεστεί από όλα το σημεία. Έχει σχεδιαστεί με τρόπο που το άνοιγμα της πόρτας να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση και ειδικά σε καταστάσεις πανικού του πλήθους. Panic Exit Device [Χερούλι εξόδου κινδύνου] Οικοδ. - » P a n i c Bolt. Panic H a r d w a r e [Χερούλι εξόδου κινδύνου] Οικοδ. Panic Bolt. P a n i d i o m m o r p h i c [Πανιδιόμορφος] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται ο ιστός των πυριγενών πετρωμάτων των οποίων οι κρύσταλλοι των κύριων ορυκτολογικών τους συστατικών είναι κατά κανόνα ιδιόμορφοι δηλ. παρουσιάζουν καλή ανάπτυξη των κρυσταλλικών τους εδρών. P a n i e r [Καλάθι] Πολ. Μηχ. Μεταλλικό αντικείμενο που κατασκευάζεται από ένα πυκνό πλέγμα σε μορφή κύβου το οποίο γεμίζεται με λίθους το οποία χρησιμοποιείται ως σαραζανέτι. P a n o r a m i c C a m e r a [Πανοραμική κάμερα] Οπτικ. Κάμερα βαλμένη σε κατάλληλο σημείο (πχ σε γωνία ή κέντρο οροφής), εφοδιασμένη με κατάλληλο σύστημα φακών ώστε να δίνει καθολική εικόνα ενός (κλειστού) χώρου στο χειριστή. P a n o r a m i c Display [Πανοραμική παρουσίαση] Οπτικ. Panoramic View. P a n o r a m i c Distortion [Πανοραμική παραμόρφωση] Οπτικ. Εικόνες τραβηγμένες με πανοραμικό τρόπο παρουσιάζουν πάντα ένα πρόβλημα στις πλευρές ώστε η φωτογραφία να παρουσιάζεται σε κυλινδρικό πλαίσιο. P a n o r a m i c R a d a r [Πανοραμικό ραντάρ] Οπτικ. Ραντάρ (συνήθως με περιστρεφόμενη βάση) που έχει τοποθετηθεί σε κατάλληλο σημείο (με πανοραμική θέα) ώστε η ακτίνα σάρωσης να δίνει το μεγαλύτερο δυνατόν οπτικό πεδίο στο χειριστή. P a n o r a m i c Receiver [Πανοραμικός δέκτης] Επικοιν. Δέκτης που καλύπτει αποτελεσματικά όλη τη ζώνη του έχοντας προεπιλέξει τις θέσεις καλύτερης λήψης και συνήθως συνοδεύεται από κατάλληλη κεραία ώστε να επιτυγχάνεται λήψη από κάθε σημείο (εδώ τα παραβολικά κάτοπτρα πρέπει να περιστρέφονται ευέλικτα και κατάλληλα). P a n o r a m i c View [Πανοραμική άποψη] Οπτικ. Σε ανοιχτές περιοχές όπου το οπτικό πεδίο μας έχει πολύ πλατιά γωνία τουλάχιστον 180° και βάθος (μακρινός ορίζοντας). Ο όρος μεταφέρεται (με ομοιότητα) σε όλα τα μεγέθη αλλά αυτούσια παραμένει στη φωτογράφηση.

P a n - p a n - p a n [Μήνυμα Pan-pan-pan] Πλοηγ. Πολύ επείγον μήνυμα που αφορά την ασφάλεια ενός σκάφους ή ενός επιβάτη ο οποίος χρειάζεται βοήθεια αλλά η ζωή του δεν απειλείται. Προέρχεται από την λέξη Panmedico. Panteilerite [Παντελλερίτης] Γεωλ. Σκουρόχρωμο πυριγενές ηφαιστειακό πέτρωμα, είδος ρυόλιθου, με κύρια συστατικά αλκαλικούς αστρίους, χαλαζία, αιγιρίνη και νατριούχο αμφίβολο. Σχηματίζεται από υψηλής ρευστότητας και περιεκτικότητας σε ύαλο λάβα ή από πυροκλαστικά υλικά. Panthalassa [Πανθάλασσα] Γεωλ. Πρόκειται για τον πρώτο μεγάλο ωκεανό που σύμφωνα με ορισμένες θεωρίες κάλυπτε επιφάνεια της τάξης τα>ν δύο τρίτων εκείνης της Γης και περιέβαλε την πανγαία Pangea P a n t o g r a p h [Παντογράφος] Τεχνολ. Σχεδιαστικό όργανο μέσω του οποίου γίνεται η αντιγραφή ενός σχεδίου σε διαφορετική κλίμακα που καθορίζεται με ακρίβεια μέσω του μηχανισμού του και ο σχεδιαστής σχεδιάζει το αντίγραφο μετακινώντας μια αιχμηρή βελόνα πάνω στις γραμμές του πρωτότυπου σχήματος. P a n t o t h e n a t e [Παντοθενικό] Βιοχημ. Αλας ή εστέρας του παντοθενικού οξέος, υδατοδιαλυτή ς βιταμίνης μέλος του συμπλέγματος βιταμινών Β. Pantothenic Acid [Παντοθενικό οξύ] Βιοχημ. που Βιταμίνη του συμπλέγματος των υδατοδιαλυτών βιταμινών Β. Είναι παντοϋλ-β-αλανίνη (μοριακός τύπος C9H17NO5) και αποτελεί μέρος του συνενζύμου Α. Συμμετέχει στη βιοσύνθεση του συνενζύμου A (CoA), μετατρεπόμενο σε 4 , -φωσφοπαντοθενικό οξύ με τη βοήθεια ενός μορίου αδενοσινοτριφωσφορικού οξέος (ΑΤΡ). Η ημερήσια απαίτηση στον άνθρωπο είναι 3-5 mg. P a p a g a y o [Ανεμος Papagayo] Μετεωμ. Δυνατός, σφοδρός βορειοανατολικός άνεμος που εμφανίζεται κατά τους ψυχρούς μήνες στον κόλπο του Papagayo στη βορειοανατολική ακτή της Κόστα Ρίκα. Πνέει επίσης κατά μήκος των ακτών της Γουατεμάλας και της Νικαράγουας. Η ψύξη των αέριων μαζών που βρίσκονται πάνω από τα όρη της Κεντρικής Αμερικής έχει σαν αποτέλεσμα τη κάθοδο τους προς τις θερμότερες πεδιάδες μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο καλοκαιρία. Papain [Παπαΐνη] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ανήκει στην κατηγορία των πεπτιδασών και πιο συγκεκριμένα των ενδοπεπτιδασών, που υδρολύουν πεπτιδικούς δεσμούς πρωτεϊνών. Η παπαΐνη υδρολύει ύλους σχεδόν του πεπτιδικούς δεσμούς και αποφεύγει μόνο εκείνους που γειτονεύουν με όξινα αμινοξέα. Papaverine [Παπαβερίνη] Ομγ.Χημ. Αλκαλοειδές του οπίου που διαθέτει 1-βενζυλο-ισοκινολικό σκελετό. Λευκή κρυσταλλική ουσία αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε χλωροφόρμιο, με σημείο τήξης 1471>C. Μαζί με τη ναρκωτίνη είναι τα δύο κυριότερα αλκαλοειδή της ομάδας της παπαβερίνης, μία απύ τις τρεις ομάδες αλκαλοειδών του οπίου. Χρησιμοποιείται σαν μυοχαλαρωτική ουσία και για τη θεωρία της υπέρτασης. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). P a p e r [Χαρτί] Τεχνολ. Βιομηχανικό προϊόν που κατασκευάζεται στα εργοστάσια χαρτοποιίας του οποίου η σύνθεση περιλαμβάνει ίνες κυτταρίνης, είναι εύκαμπτο και με λεπτό πάχος το οποίο χρησιμοποιείται για γραφή στην επιφάνειά του ή για συσκευασίες άλλων προϊόντων. P a p e r C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία επί χάρτου] Α ναλ.Χημ. Είδος χρωματογραφίας κατά την οποία

- 1021 τα διαλυμένα συστατικά ενός μίγματος κατανέμονται μεταξύ δύο υγρών που δεν αναμιγνύονται, ένα στατικό που είναι καθηλωμένο στο χαρτί (στατική φάση) και ένα κινητό που αποτελείται από μίγμα οργανικού διαλύτη και νερού που κινείται πάνω στο χαρτί. Η χρωματογραφία επί χάρτου βασίζεται στη διαφορετική κατανομή των συστατικών ενός μίγματος, μπορεί όμως σε μικρή κλίμακα να λάβει χώρα και προσρόφηση των συστατικών ή και ιονανταλλαγή. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές χρωματογραφίας επί χάρτου, όπως η ανιούσα, η κατιούσα, η οριζόντια, η δυσδιάστατη κλπ. Χρησιμοποιείται ευρέως στην Αναλυτική Χημεία, καθόσον είναι πολύ απλή και απαιτεί πολύ μικρό ποσό δείγματος. P a p e r Cutter [Κοπίδι χαρτιού] Τεχνολ. Σχεδιαστικό εργαλείο που αποτελείται από μια χειρολαβή και μια αιχμηρή ακμή που χρησιμοποιείται για να κόβεται το χαρτί ή το χαρτόνι. Paper Electnichromatography [Ηλεκιροχρωματογραφία επί χάρτου] ΛνσλΧηρ Είδος ηλεκτροφόρησης επί (πορώδους) χάρτου εμποτισμένου με ηλεκτρολύτη κατά την οποία το δείγμα διαχωρίζεται στα συστατικά του με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος που διοχετεύεται κατά πλάτος της λωρίδας του χάρτου. P a p e r Electrophoresis [Ηλεκτροφόρηση επί χάρτου] Αναλ.Χημ. Είδος τεχνικής διαχωρισμού μίγματος στα συστατικά του κατά την οποία το δείγμα τοποθετείται σε λωρίδα χάρτου εμποτισμένη με κατάλληλο ηλεκτρολύτη. Ταυτόχρονα ενώ κατά μήκος της λωρίδας και κατά τη διεύθυνση της μετακίνησης του δείγματος διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα. P a p e r M a c h i n e [Μηχάνημα παραγωγής χαρτιού] Τεχνολ. Εξοπλισμός της βιομηχανικής μονάδας παραγωγής χαρτιού από τη λειτουργία του οποίου η πρώτη ύλη που βρίσκεται σε μορφή πολτού μετατρέπεται σε φύλλα χαρτιού. P a p e r Mill [Χαρτοβιομηχανία] Βιομ. Βιομηχανικό συγκρότημα εντός του οποίου εκτελείται το σύνολο των εργασιών που απαιτούνται για την παραγωγή του χαρτιού. P a p e r T a p e [Χαρτοταινία] Πλημ. Χάρτινη ταινία στην οποία αποθηκεύονται δεδομένα με τη μορφή οπών που η διάτρηση γίνεται σε κατάλληλους συνδυασμούς. P a p e r T a p e Code [Κώδικας χαρτοταινίας] Πλημ. Ο κώδικας, δηλαδή ο συνδυασμός οπών, που χρησιμοποιείται για την παράσταση των δεδομένων σε χαρτοταινία. P a p e r Tape P u n c h [Διατρητική μηχανή χαρτοταινίας] Πλημ. Η μηχανή που κάνει οπές σε χαρτοταινίες, σύμφωνα με συγκεκριμένο κώδικα. Η μηχανή αυτή δέχεται ως είσοδο δεδομένα σε δυαδική μορφή και αποθηκεύει αυτά τα δεδομένα στην χαρτοταινία. P a p e r T a p e R e a d e r [Αναγνώστης χαρτοταινίας] Πλημ. Η μηχανή που διαβάζει δεδομένα από χαρτοταινίες, σύμφωνα με συγκεκριμένο κώδικα. Η μηχανή αυτί] δέχεται ως είσοδο δεδομένα από την χαρτοταινία και τα εμφανίζει στη έξοδο της σε δυαδική μορφή. P a p e r T a p e T u r i n g M a c h i n e [Μηχανή Turing με χαρτοταινία] Πλημ. Αλλη έκδοση της μηχανής Turing κατά την οποία τα κενά τετράγωνα μπορούν να φέρουν κάποιον χαρακτήρα, αλλά ο χαρακτήρας αυτός δεν μπορεί να μεταβληθεί. P a p e r T a p e Unit [Μονάδα χαρτοταινίας] Πλημ. Ηλεκτρονική συσκευή που χειρίζεται χαρτοταινίες και για το σκοπό αυτό έχει τα απαραίτητα μέρη, όπως είναι ο αισθητήρας οπών, ο μηχανισμός κίνησης της ταινίας

Parasitic Resistance

κλπ. P a p e r T h r o w [Ρίψη χαρτιού] Πληρ. Η γρήγορη και συνεχής ροή του χαρτιού από τον εκτυπωτή που έχει σαν αποτέλεσμα το χαρτί να διατρέξει μερικές γραμμές όχι για εκτύπωση αλλά για μεταφορά σε άλλο σημείο ή στην επύμενη σελίδα. P a p e r b a c k [Χαρτόδετο βιβλίο] Γί?ν. Πρόκειται για μία εμπορικά φθηνή έκδοση ενός βιβλίου, με εξώφυλλο από χαρτόνι, όπως για παράδειγμα ένα επιστημονικό βιβλίο που προορίζεται να δοθεί ως εκπαιδευτικό βοήθημα στους φοιτητές. P a p e r b o a r d [Χαρτόνι] Τεχνολ. Υλικό στη σύνθεση του χαρτιού με μεγαλύτερο πάχος, του οποίου το μέγεθος καθορίζει και την ευκαμψία του. Έχει πολλές χρήσεις ανάλογα με την ποιότητα και τα μηχανικά χαρακτηριστικά του κάθε τύπου που διατίθεται στο εμπόριο. Papier Mach£ [Πεπιεσμένο χαρτί] Τεχνολ. Βιομηχανικό προϊόν που αποτελείται από χαρτί και συγκολλητική ουσία. Τα συστατικά συνδέονται μεταξύ τους σε ειδικά μηχανήματα κάτω από υψηλές πιέσεις και προκύπτει ένα υλικό που χρησιμοποιείται ως επένδυση. P a p p u s ' T h e o r e m [Θεώρημα Πάππου] Μαθημ. 1. Διάσημο εξαγωνική (Hexagon) θεώρημα της παραστατικής γεωμετρίας. Αν έχουμε 2 ευθείες και πάνω τους από 3 συγγραμμικά σημεία τότε οι ανά δύο τομές ομόλογων (κατά διάταξη) σημείων είναι επίσης συνευθειακές. 2. Για μια επιφάνεια revolution η επιφάνεια δίνεται από S = Πδ όπου δ η απόσταση της κεντροειδούς και Π η περίμετρος της. P a p y r u s [Πάπυρος] Τεχνολ. Αεπτό φύλλο που προέρχεται από το φυτό με την ίδια ονομασία, το οποίο μετά από επεξεργασία χρησιμοποιόταν στην αρχαιότητα για γραφή επί της επιφάνειας του. P a r a - [Παρα-] Ομγ. Χημ. Πρόθεμα της ονομασίας των διπαραγώγων του βενζολίου, που προκύπτουν με αντικατάσταση δύο πυρηνικών ατόμων υδρογόνου από άτομα άλλων στοιχείων ή ριζών κατά τρόπο, ώστε οι υποκατάστατες να χαρίζονται από δύο άτομα άνθρακα του βενζολικού πυρήνα. P a r a - Nitroaniline [Παρα-νιτροανιλίνη] Ομγ.Χημ. Μία από τις ισομερείς νιτροανιλίνες, με μία νιτροομάδα σε απέναντι θέση στο βενζολικό δακτύλιο με τύπο 0 2 NC 6 H4NH 2 . Κίτρινο κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξης 148°C. Χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο για τη σύνθεση χρωστικών ουσιών. Πολύ τοξική ουσία. Para- Nitrophcnylhydrazine [Παρα-νιτροφαινυλυδραζίνη] Οργ.Χημ. Νιτροπαράγωγο της φαινυλυδραζίνης ( C ^ N H N I l ? ) , που φέρει ένα - Ν 0 2 σε απέναντι θέση από την ομάδα -ΝΗΝΗ 2 στο βενζολικό δακτύλιο. Πορτοκαλόχρωμο κρυσταλλικό σώμα, διαλυτό σε θερμό βενζόλιο. Με επίδραση της ένωσης αυτής σε αλδεΰδες ή κετύνες προκύπτουν οργανικές ενώσεις με τη γενική ονομασία βάσεις Schiff. P a r a - Nitrotoluene [Παρα-νιτροτολουόλιο] Ομγ.Χημ. Ένα από τα τρία ισομερή νιτροτολουόλια με τύπο CH3C6H4NO2. Διαθέτει μία νιτροομάδα (-Ν0 2 ) σε απέναντι θέση από ένα -CH3 στον αρα)ματικό δακτύλιο. Κίτρινο στερεύ με σημείο τήξης 52UC, πολύ τοξικό. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή της π-τολουιδίνης και γενικά στην οργανική σύνθεση. P a r a Red [Παρα-ερυθρύ] Ομγ.Χημ. Είδος κόκκινου πιγμέντου (χρωστικής) αζωπαράγωγο της β-ναφθόλης με τύπο CioH 6 (OH)NNC 6 H4N0 2 και επίσημη ονομασία 1-(4-νιτροφαινυλαζω)-2-ναφθόλη. Σημείο πήξης 248-252°C και μέγιστο απορρόφησης στα 488 nm. Α-

P a r a b a n i c Acid

- 1022 -

ναφέρεται και σαν ερυθρό της παρανιτροανιλίνης. P a r a b a n i c Acid [Παραμπανικό οξύ] Ομγ.Χημ. Αζα)τούχα κρυσταλλική κυκλικό οργανικό οξύ με τύπο C3H2N2O3 που παρασκευάζεται με οξείδωση του ουρικού οξέος. Αναφέρεται και σαν οξαλιλουρία. P a r a b o l a [Παραβολή] Μαθημ. 1. Ως κωνική τομή παριστάνει το σύνολο των σημείων του επιπέδου που ισαπέχουν από δεδομένο σημείο (εστία της παραβολής) και δεδομένη ευθεία (διευθύνουσα της παραβολής). 2. Γενικότερα το γράφημα (καμπύλη) που δίνεται από Ax2 + Bxy + Cy2 + 2Dx + 2Ey + F =0 όπου Β2 - AC = 0 και οι συντελεστές Α, Β, C δεν είναι ταυτόχρονα μηδενικοί. Διάφοροι συνδυασμοί δίνουν τους γνωστούς τύπους. 3. Καμπύλη που καθορίζεται από μια δευτεροβάθμια μαθηματική εξίσωση και που έχει ένα κέντρο γύρω από το οποίο διαγράφει μια τροχιά ενώ το δεύτερο κέντρο βρίσκεται στο άπειρο. Parabolic [Παραβολικό] Μαθημ. Ότι έχει σχήμα παραβολής ή προέρχεται από παραβολή. Parabolic A n t e n n a [Παραβολική κεραία] Επικοιν. Κεραία που το κάτοπτρο της έχει σχήμα παραβολής σε διάφορα μεγέθη. Το σήμα χτυπά τον ανακλαστήρα και συγκεντρώνεται σε μια παράλληλη δέσμη προς το κέντρο. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται σε μακρινές (πχ δορυφορικές) μεταδόσεις λόγω της καλής της απόδοσης στη λήψη μικροκυμάτων. Parabolic Coordinates [Παραβολικές συντεταγμένες] Μαθημ. Σύστημα καμπυλόγραμμων συντεταγμένων όπου οι δυναμικές γραμμές είναι παραβολές από τον αντιστρεπτό μετασχηματισμό x = uvcos0, y = uvsin0, z = (u2 - ν2)/2 όπου u, ν είναι μη αρνητικά και το θ στο διάστημα [0, 2π). Parabolic Cylindrical Coordinates [Παραβολικές κυλινδρικές συντεταγμένες] Μαθημ. Σύστημα επίπεδων καμπυλόγραμμων συντεταγμένων όπου οι δυναμικές γραμμές είναι παραβολές από τον αντιστρεπτό μετασχηματισμό x = uv, y = (u~ - ν2)/2, ζ = ζ όπου τα μεγέθη u, ν είναι μη αρνητικά. Parabolic Differential E q u a t i o n [Παραβολική διαφορική εξίσωση] Επικοιν. Μερική διαφορική εξίσωση δεύτερης τάξης που δίνεται από τη γενικότερη μορφή Az w +2ΒΖχν + Czyy + Dzx + Ezy + F =0 όταν AC - Β ' Ο με κλασσικότερο παράδειγμα την εξίσαχτη διάδοσης θερμότητας. Parabolic Dune [Παραβολική θίνα] Γεωλ. Ο ένας από τους πέντε κύριους τύπους θινών, κυρίως παράκτιων ερήμα>ν, σε σχήμα υοειδές με κυρτά πέρατα, προεκτεινόμενους βραχίονες (μήκους μέχρι και 12 χλμ.) και ράχη που δείχνει προς τη διεύθυνση του ανέμου. Parabolic Flight [Παραβολική τροχιά] Αερομηχ. Ονομάζεται η διαδρομή που ακολουθεί ένα σώμα που έχει εκτοξευθεί από την Γη, όπως για παράδειγμα ένας δορυφόρος, προκειμένου να διαφύγει από το βαρυτικό πεδίο ενός πλανήτη, και η οποία τροχιά έχει το γεωμετρικό σχήμα μιας παραβολής. Parabolic M i c r o p h o n e [Παραβολικό μικρόφωνο] Ακουστ. Υψηλής ευαισθησίας κατευθυντική μικροφωνική διάταξη που χρησιμοποιεί μια παραβολική κοίλη ανακλαστική επιφάνεια για την εστίαση των ηχητικών κυμάτων επί του στοιχείου του μετατροπέα, για τη μετατροπή τους σε ηλεκτρικά σήματα. Parabolic O r b i t [Παραβολική τροχιά] Αστρον. Το είδος της τροχιάς που συναντάμε όταν αποδεσμεύεται ένα σώμα (πχ δορυφόρος) από το γήινο μαγνητικό πεδίο με την επίτευξη της (παραβολικής) ταχύτητας δια-

φυγής (Escape Velocity). Parabolic Point [Παραβολικό σημείο] Μαθημ. Σημείο μιας επιφάνειας όπου μηδενίζεται μόνο μια από τις κύριες καμπυλότητες καθώς και η καμπυλότητα του Gauss. Parabolic Point Of A S u r f a c e [Παραβολικό σημείο μίας επιφάνειας] Μαθημ. Ένα σημείο μίας επιφάνειας λέγεται παραβολικό αν τα δεύτερα θεμελιώδη μεγέθη L, Μ, Ν δεν είναι ταυτόχρονα όλα μηδενικά αλλά LN Μ 2 = 0. Parabolic Reflector [Παραβολικός ανακλαστήρας] Ηλεκτμον. Η σωστή λέξη είναι παραβολοειδής (Paraboloidal) δηλαδή ανακλαστήρας που έχει μορφή παραβολοειδούς (τρισδιάστατου) πιάτου, Parabolic Rotation [Παραβολική στροφή] Μαθημ. Μετασχηματισμός του επιπέδου ( x ' = x + 1, y' - 2χ + y +1) που αφήνει αναλλοίωτη μια παραβολή. Parabolic Spiral [Παραβολική σπείρα] Μαθημ. Αρχιμήδεια σπείρα με εξίσωση r = aO12 γνωστή και σαν σπείρα του Fermat. Parabolic Umbilic C a t a s t r o p h e [Παραβολική ομφαλική καταστροφή] Μαθημ. Επιφάνεια καταστροφής που στηρίζεται σε 6 παράγοντες με 2 άξονες σύμφα>να με την ταξινόμηση των Woodcock Davis, αλλά αυτό είναι πολύ γενικό γιατί παράγονται αρκετές επιφάνειες με βάση τα σημεία ιδιομορφιών. Parabolic Umbilic Point [Παραβολικό ομφαλικό σημείο] Μαθημ. Σημείο μίας επιφάνειας όπου η κάθετη καμπυλότητα έχει μηδενική τιμή (το σημείο λέγεται "επίπεδο σημείο"). Parabolic Velocity [Παραβολική ταχύτητα] Αστμον. Ταχύτητα διαφυγής ενός σώματος που περιστρέφεται κυκλικά γύρω από έναν πλανήτη από το πλανητικό μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται συχνά στον υπολογισμών τροχιών τεχνητών δορυφόρων, Paraboloid [Παραβολοειδές] Μαθημ. 1. Στερεό στοιχείο τριών διαστάσεων το οποίο προκύπτει από την κίνηση ενός παραβολικού επιπέδου κατά το μήκος μιας καμπύλης άλλης μορφής. 2. Γεωμετρική επιφάνεια που παράγεται από περιστροφή παραβολής όπου διακρίνουμε επίσης ελλειπτικά και υπερβολικά. Paraboloidal Reflector [Παραβολοειδής ανακλαστήρας] Ηλεκτμον. Ανακλαστήρας με μορφή παραβολοειδούς πιάτου που έχει γίνει πολύ δημοφιλής στις ραδιοκυματικές αναμεταδόσεις και ειδικά τις μικροκυματικές πχ δορυφορικές για την καλή του απόδοση.. Parachronology [Παραχρονολόγηση] Γεωλ. Ο προσδιορισμός της χρονικής ακολουθίας των στρωματογραφικών ενοτήτων ή συμβάντος στη γεωλογική κλίμακα με βάση δεδομένα διαφορετικά από τα τυπικά χρησιμοποιούμενα (π.χ. κύρια απολιθώματα), P a r a c h u t e [Αλεξίπτωτο] Αερομηχ. Πρόκειται για μία σχετικά απλή διάταξη, αποτελούμενη βασικά από μία μεγάλη επιφάνεια υφάσματος, από σχοινιά και άλλα μικρότερα εξαρτήματα, η οποία επιτρέπει την πτώση από ένα αεροσκάφος και την προσγείωση στο έδαφος με ασφάλεια, ανθρώπων και αντικειμένων, εκμεταλλευόμενη την άνωση του ατμοσφαιρικού αέρα. Paracompact [Παρασυμπαγής] Μαθημ. Χώρος Hausdorff ώστε κάθε ανοιχτό κάλυμμα του έχει μια τοπικά πεπερασμένη ανοιχτή βελτίωση (Refinement). P a r a c o n f o r m i t y [Παρασυμφωνία] Γεωλ. Τύπος ασυμφωνίας κατά την οποία διαδοχικά στρώματα παρουσιάζουν παράλληλη διάταξη με στρωματογραφικό κενό μεταξύ τους κατά την επιφάνεια ασυμφωνίας.

- 1023 -

Parallactic Motion

P a r a c o n g l o m e r a t e [Παρακροκαλοπαγές] Γεωλ. Τύπος μεταμόρφωση ιζηματογενών πετρωμάτων (αργίλων, συμπαγών κλαστικών ιζηματογενών πετρωμάτων με ψαμμιτών, αρκόζη κ.λ.π.). Περιέχουν ορυκτά όπως ανπεριορισμένη παρουσία κροκαλών σε σχέση με το τυ- δαλουσίτη, καρδιερίτη κ.λ.π. και υποδιακρίνονται σε πικό κροκαλοπαγές. βιοτιτικούς, κεροστιλβικούς μοσχοβιτικούς κ.λ.π. P a r a c o q u i m b i t e [Παρακοκιμβίτης] Ορυκτ. Ορυκτό α- P a r a g r a p h [Παράγραφος] Πληρ. Στην γλώσσα πρόκειποτελούμενο από ένυδρο θειικό τρισθενή σίδηρο. Σχη- ται για COBOL, ένα σύνολο εντολών που αποτελούν ματίζει ελαφρά ιώδεις, διαφανείς και με υαλώδη λάμ- λογική ενότητα και φέρουν ένα όνομα, το όνομα της ψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει παραγράφου, ο')στε να διευκολύνεται ο χρήστης κατά σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος την εκτέλεση ενός προγράμματος. 2,1. P a r a h o p e i t e [Παραχοπεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτεParacrystallinity [Παρακρυσταλλικότητα] Κμυσταλλ. λούμενο από ένυδρο φωσφορικό ψευδάργυρο. ΣχημαΑπόκλιση από την κρυσταλλική δομή που έχει σαν α- τίζει άχροους, διαφανείς και με υαλώδη ή μαργαρώδη ποτέλεσμα τη διαπλάτυνση των κορυφών στα διαγράμ- λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος ματα διάθλασης των ακτίνων Χ. P a r a d i g m [Παράδειγμα] Τεχνολ. Κάτι που χρησιμο- 5,3. ποιείται σαν πρότυπο εφαρμογής μίας θεωρίας. Συνα- P a r a h y d r o g e n [Παραϋδρογόνο] Ατομ.Φυσ. Κατάσταντάται συχνότερα στη λέξη Example και παίζει κομβι- ση των μορίων υδρογόνου (ΙΙ 2 ) στην οποία οι πυρήνες κό ρόλο στη θεωρία μάθησης (όπως διαδόθηκε με τις αυτοπεριστρέφονται σε αντιπαράλληλες κατευθύνσεις. νέες τεχνολογίες). Paraldehyde [Παραλδεΰδη] Ομγ.Χημ. Προϊόν τριμεριP a r a d o x [Αντίφαση] Τεχνολ. Υπόθεση που αποτελείται σμού της ακεταλδεΰδης παρουσία οξέων. Διαθέτει κυαπό διάφορες παραμέτρους και από τη μεταβολή των κλική δομή, ανάλογη με αυτή του τριοξάνιου και τύπο οποίων προκύπτουν αντιφατικά αποτελέσματα ή συ- (CH^CHO)}. Αχρωμο υγρό διαλυτό σε νερό και σε οργανικούς διαλύτες με σημείο βρασμού 124°C και σημπεράσματα. P a r a f f i n [Παραφίνη] Χημ. Πρόκειται για ένα μίγμα στε- μείο πήξης 13°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης, στην ρεών υδρογονανθράκων της σειράς του μεθανίου, το κατασκευή ελαστικών κλπ. οποίο βρίσκεται στα υπολείμματα της απόσταξης του Paraldol [Παραλδόλη] Οργ.Χημ. Αευκή κρυσταλλική πετρελαίου. Έχει χρώμα λευκό και χρησιμοποιείται για οργανική ένωση του τύπου [CH3CH(OH)CH2CHO]2 την παρασκευή κεριών, ορισμένων αλοιφών, λιπαντι- διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 90-100oC. κών, καλλυντικών και άλλα. Χρησιμοποιείται σε παρασκευές ρητινών, σε εναποθέP a r a f f i n Oil [Παραφινέλαιο] Υλικ. Το φωτιστικό πε- σεις καδμίου και σε οργανικές συνθέσεις. τρέλαιο ή κεροζίνη που λαμβάνεται ως κλάσμα μεταξύ Paralic [Παράλιος] Γεωλ. Ό ρ ο ς αναφερόμενος σε από150 και 300 βαθμών Κελσίου κατά την κλασματική θεση ιζημάτων κάθε προέλευσης σε παραλιακό περιαπόσταξη του πετρελαίου και περιέχει υδρογονάνθρα- βάλλον. κες με 9 έως 16 άτομα άνθρακα. Χρησιμοποιείται ως Parallactic Angle [Γωνία παράλλαξης] Αστμον. Γωνία καύσιμο για λάμπες φωτισμού και σε ορισμένες μηχα- κατά την οποία δείχνει να μετατοπίζεται ένα άστρο νές, ως διαλυτικό μέσο κ.λ.π. σύμφωνα με το φαινόμενο παράλλαξης σε ένα συγκεP a r a f f i n W a x [ΓΙαραφινικός κηρός] Υλικ. Ανώτερο μέ- κριμένο διάστημα μέτρησης πχ 6 μήνες και χρησιμολος της σειράς των παραφινών (αλκανίων) σε στερεή ποιείται για τον προσδιορισμό της απόστασης του KUμορφή. Αχρωμο, άοσμο, καύσιμο υλικό, που λαμβάνε- θώς και τον ορισμό της μονάδας Parsec. ται σαν παραπροϊόν της κλασματικής απόσταξης πε- Parallactic Correction [Διόρθωση παράλλαξης] Ατρελαίου. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή κεριών, στμον. Η διόρθωση δίνει φυσικά τη σωστή θέση ενός λιπαντικών, γυαλιστικών κλπ. αντικειμένου αλλά για καλύτερα αποτελέσματα πρέπει Paraffinicity [Παραφινικότητα] Ομγ.Χημ. Η παραφινι- να παίρνεται όχι απλά στατιστικά αλλά μετά από διακή φύση (μεγάλη περιεκτικότητα σε κορεσμένες ενώ- δοχικές παρατηρήσεις του ίδιου αντικειμένου με κάποια χρονική απόσταση. σεις) του πετρελαίου ή των παραγώγων του. Paraformaldehyde [Παραφορμαλδεΰδη] Ομγ.Χημ. Parallactic Displacement [Μετατόπιση παράλλαξης] Λευκό στερεό γραμμικό πολυμερές με τύπο H O C H 2 - Αστμον. Η μετατόπιση που αντιστοιχεί σε μια παραλ[ O C H 2 ] V - O H (ν=5-100), που τήκεται στην περιοχή λακτική γωνία. 1 2 0 - 1 7 0 ° C . Καύσιμο υλικό, αδιάλυτο σε οινόπνευμα. Parallactic Ellipse [Παραλλακτική έλλειψη] Αστμον. Σχηματίζεται κατά την εξάτμιση υδατικο')ν διαλυμάτων Π έλλειψη που δείχνει να κινείται ένας αστέρας σύμφορμαλδεΰδης ( H C H = 0 ) . Χρησιμοποιείται σαν απο- φωνα με το φαινόμενο της παράλλαξης που μπορεί να λυμαντικό, συστατικό κολλητικών ουσιών κλπ. εκφυλιστεί σε κύκλο ή ευθύγραμμο τμήμα στους πόParagcncsis [Παραγένεση] Ομυκτ. Το σύνολο των υπο- λους και τις ισημερίες της εκλειπτικής. λοίπων ορυκτών που συνοδεύουν το κύριο ορυκτό ε- Parallactic E q u a t i o n [Παραλλακτική εξίσωση] Ανός μεταλλεύματος ή πετρώματος συνδεόμενα, κατά στμον. Για την γωνία παράλλαξης φ και την απόσταση χαρακτηριστικό τρόπο, γενετικά μεταξύ τους. ρ ενός σώματος από την γη ισχύει ρ φ = γ όπου r η αParagenetic Sequence [Παραγενετική διαδοχή/ Ο- πόσταση ήλιου - γης σε κάθε σημείο της τροχιάς της. μυκτ. Η χαρακτηριστική χρονική σειρά σχηματισμού Parallactic Inequality [Παραλλακτική ανισότητα] Ατων ορυκτών σε ένα μετάλλευμα ή πέτρωμα. στμον. Μεταβολή στην ταχύτητα ή την έκταση της παParageosyncline [Παραγεωσύγκλινο] Γεωλ. Γεωσύ- λίρροιας σύμφωνα με την απομάκρυνση του φεγγαριού γκλινο περιορισμένης έκτασης που βρίσκεται μεταξύ από τα ακρότατα σημεία της τροχιάς του (ανωμαλιακός μήνας). κρατονικών περιοχών. Paragnciss [Παραγνεύσιος] Γεωλ. Η μία από τις δύο Parallactic Motion [Παραλλακτική κίνηση] Αστμον. κατηγορίες διάκρισης των πετρωμάτων των γνευσίων Παράλλαξη που προκαλείται από την κίνηση ενός παόπως οι προερχόμενοι από υψηλού βαθμού καθολική ρατηρητή που συνήθως είναι επί της γης και στη διάρ-

Parallax

- 1024 -

κεια ενός χρόνου εκτελεί συγκεκριμένη κίνηση. Parallax [Παράλλαξη] Αστρον. Φαινόμενο που παρουσιάζεται κατά την παρατήρηση ουράνιων σωμάτων ώστε να φαίνεται ότι διαγράφουν μια ελλειψοειδή κίνηση (γύρω από την πραγματική τους θέση) στην ουράνια σφαίρα που οφείλεται στην αντίστοιχη περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο. Parallax E r r o r [Λάθος παράλλαξης] Αστμον. 1. Λάθη που προκαλούνται από το φαινόμενο της παράλλαξης και συνήθως διορθώνονται με συστηματική παρακολούθηση. 2. Λάθη κατά τη χρήση παραλλακτικών μεθόδων, που οφείλονται συνήθως στην χρήση λανθασμένων τεχνικών μέτρησης ή άλλων συσχετισμένων εκτιμήσεων. Parallax In Altitude [Παράλλαξη κατ' ύψος] Αστρον. Προσδιορισμός της γεωκεντρικής παράλλαξης σε κάθε ύψος (αντί για κάποιο συγκεκριμένο) για αντικείμενα του ηλιακού συστήματος που εξαρτώνται από τη θέση τηςγης και την απόσταση από αυτή. Parallax Inequality [Ανισότητα παράλλαξης] Ωκεαν. Οι παρατηρούμενες μεταβολές του ύψους της παλίρροιας σε συνάρτηση με την απόσταση της Σελήνης από τη Γη κατά τρόπο, ώστε αυτή να είναι κατά κανόνα ισχυρότερη κατά το περίγειο, το εγγύτατο σημείο της σεληνιακής τροχιάς και ασθενέστερη κατά το απόγειο, το απώτερο σημείο της σεληνιακής τροχιάς. Parallax Reduction [Ελάτποση παράλλαξης] Μετεωρ. Προσδιορισμός διάφορων αποστάσεων κύρια του περιγείου και του απογείου σύμφωνα με το ύψος νερού ν τ α ακραία σημεία του). Parallax Second (Parsec) [Δευτερόλεπτο παράλλαξης] Αστρον. Σύμφωνα με τη βασική παραλλακτική εξίσωση απόσταση 1 parscc αντιστοιχεί σε παραλλακτική γ ω ν ί α ΐ " (1 δευτερόλεπτο). Parallel 1 [Παράλληλος] Αστρον. Οι νοητές περιφέρειες κύκλου επί της γήινης επιφάνειας ή της ουράνιας σφαίρας με επίπεδα κάθετα στον άξονα της Γης και παράλληλες προς το γήινο ή ουράνιο ισημερινό, που συνδέουν τα σημεία κοινού γεωγραφικού πλάτους ή κοινής απόκλισης αντίστοιχα, Parallel 2 [Παράλληλος] Επικοιν. Όρος αναφερόμενος σε ταυτόχρονη δράση δεδομένων, προγραμμάτων ή διαδικασιών. Parallel 3 [Παράλληλος] Ηλεκ. Όρος αναφερόμενος σε δύο ή περισσύτερα κυκλώματα ή στοιχεία κυκλώματος που είναι συνδεδεμένα κατά τρόπο ώστε να έχουν κοινά άκρα. Parallel 4 [Παράλληλος] Μαθημ. 1. Η κατάσταση μεταξύ δύο ευθειών με την ίδια κατεύθυνση εντός ενός επιπέδου όταν το σημείο τομής των δύο ευθειών βρίσκεται στο άπειρο. 2. Η κατάσταση δύο επιπέδων μέσα στό χώρο όταν τα δύο επίπεδα τέμνονται μεταξύ τους στο άπειρο. 3. Κύκλοι εντός ενός επιπέδου με ίδιο κέντρο και διαφορετικό μήκος ακτίνας. Parallel Access (Παράλληλη προσπέλαση] Πλημ. Προσπέλαση πληροφορίας σε ένα μέσο αποθήκευσης κατά την οποία όλα τα ψηφία της πληροφορίας προσπελαύνονται ταυτόχρονα. Λέγεται και ταυτόχρονη προσπέλαση. Parallel Addition [Παράλληλη πρόσθεση] Πληρ. Τρόπος (αλγόριθμος) πρόσθεσης αριθμών, κατά τον οποίο η πρόσθεση όλων των αντίστοιχοι ψηφίων γίνεται ταυτόχρονα, ενώ η διαχείριση του κρατούμενου και η μετάδοσή του από το λιγότερο σημαντικό προς το περισσότερο σημαντικό ψηφίο γίνεται σε επόμενο βήμα.

Parallel Algorithm [Παράλληλος αλγόριθμος] Πληρ. Ο αλγόριθμος κατά τον οποίο λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα περισσότεροι του ενός υπολογισμοί, Parallel Axiom [Αξίωμα παραλληλίας] Μαθημ. Αξίωμα (Postulate) της ευκλείδειας γεωμετρίας που ορίζει ότι από σημείο εκτός δεδομένης ευθείας άγεται μοναδική ευθεία παράλληλη προς αυτή. Ωστόσο αυτό αίρεται στις μη ευκλείδειες (παραβολικές) γεωμετρίες (πχ γεωμετρία Lobatchevsky) όπου άγονται δύο ή καμιά παράλληλες. Parallel Axis T h e o r e m [Θεώρημα παράλληλων αξόνων] Μαθημ. Η Moment Of Inertia κάθε αντικειμένου μάζας Μ έχει ελάχιστη τιμή στον κάθετο άξονα στο κέντρο μάζας του ενώ για κάθε άλλο άξονα παράλληλο σε απόσταση d πρέπει να προστεθεί η ποσότητα Md*. Parallel Buffer [Παράλληλα buffer] Πληρ. Κυκλώματα μνήμης που χρησιμοποιούνται σαν χώροι προσωρινής αποθήκευσης δεδομένων και συναντιέται αποκλειστικά σε πολυεπεξεργαστικά περιβάλλοντα αφού αλλιώς η χρήση των buffer γίνεται μόνο σειριακά. Parallel By C h a r a c t e r [Παράλληλη επεξεργασία ανά χαρακτήρα] Πληρ. Η ταυτόχρονη διαχείριση με διαφορετικές γραμμές, κανάλια ή κυκλώματα όλων των χαρακτήρων μιας λέξης του υπολογιστή κατά την επεξεργασία της. Parallel Circuit [Παράλληλο κύκλωμα] Ηλεκ. 1. Είναι ένας γενικότερος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένα ηλεκτρικύ κύκλωμα όπου τα διάφορα στοιχεία του, όπως πυκνωτές, αντιστάσεις και άλλα, δε συνδέονται μεταξύ τους σε σειρά αλλά παράλληλα, δηλαδή το ηλεκτρικό ρεύμα μέσα απύ τις διακλαδώσεις διαπερνάει συγχρόνως δύο ή περισσότερα στοιχεία και όχι πρώτα το ένα και έπειτα το επόμενο του. 2. Ηλεκτρικό κύκλωμα με παράλληλη συνδεσμολογία των στοιχείων του ώστε να έχουν όλα το ίδιο δυναμικό. Για συνδεσμολογία n αντιστάσεων R παράλληλα, η ισοδύναμη αντίσταση R.= 1 /Rι + I/R2 +...+ 1/Rn , n=l,2,...,n. Για συνδεσμολογία n πυκνωτών χωρητικότητας C παράλληλα, ο ισοδύναμος πυκνωτής CoX είναι Co)l = Cj + C2 +...+ C n , n=l .2,.. .,n. Για συνδεσμολογία n επαγωγικών αντιστάσεων L παράλληλα, η ισοδύναμη αντίσταση Ι^χ είναι l/Lo>.= + I/l2 +...+ 1/ L,,, n=l,2,...,n. Parallel Communications [Παράλληλες επικοινωνίες] Επικοιν. Το είδος επικοινωνίας που χρησιμοποιείται για ταυτόχρονη μετάδοση δεδομένων με χρήση ενός ή περισσότερων καναλιών. Στην πρώτη περίπτωση συνήθως έχουμε πολύπλεξη ενώ στη δεύτερη μπορεί να έχουμε αμφίδρομη επικοινωνία κτλ. Parallel C o m p u t a t i o n [Παράλληλος υπολογισμός] Πλημ. Ο ταυτόχρονος υπολογισμός διαφορετικών μερών του ίδιου προβλήματος. Αυτό απαιτεί και κατάλληλη κατάστραιση του προβλήματος αλλά και κατάλληλη γλώσσα για τη διατύπωση του τρόπου επίλυσης. Parallel C o m p u t e r [Παράλληλος υπολογιστής] Πληρ. Ο υπολογιστής που μπορεί την ίδια στιγμή και κάθε στιγμή να εκτελεί περισσότερες από μία διαφορετικές εντολές. Αυτό επιτυγχάνεται με την ύπαρξη περισσότερων του ενός επεξεργαστών ή άλλων μονάδων που λειτουργούν ταυτόχρονα, Parallel Conversion [Παράλληλη μετατροπή] Πληρ. Η μεταφορά λειτουργιών από ένα παλιό σε ένα νέο υπολογιστικό σύστημα στη διάρκεια της οποίας και τα δύο συστήματα, εκτελούν ταυτόχρονα τις ίδιες λειτουργίες για να μειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης σφαλμάτων

- 1025 στο νέο σύστημα. Parallel Curves [Παράλληλες καμπύλες] Μαθημ. 1. Ομόκεντροι κύκλοι (τύπου στόχου) ή κλιμακωμένες ευθείες που χρησιμοποιούνται στα ραντάρ για ευκολότερο εντοπισμό, γνωστές και σαν Parallel Indexing. 2. Καμπύλες που παράγονται από παράλληλη μετατόπιση και δεδομένο μετασχηματισμό. Parallel Digital C o m p u t e r [Παράλληλος ψηφιακός υπολογιστής] Πλημ. -> Parallel Computer. Parallel Distributed Processing [Παράλληλα κατανεμημένη επεξεργασία] Πλημ. Παράλληλη επεξεργασία δεδομένων με χρήση της τεχνολογίας κατανεμημένων επεξεργαστών. Parallel Element Processing Ensemble [Παράλληλο σύστημα επεξεργασίας στοιχείων] Πλημ. Ειδικό υπολογιστικό σύστημα του Αμερικάνικου Στρατού που χρησιμοποιήθηκε σε ερευνητικό πρόγραμμα για τους βαλλιστικούς πυραύλους με σκοπό να προσομοιώνει την παρακολούθηση και αναγνώριση των πυραύλων. Γνωστό και με τη συντομογραφία του ως ΡΕΡΕ. Parallel Extinction [Παράλληλη απορρόφηση] Οπτικ. Το φαινόμενο της απορρόφησης της παράλληλης προς το επίπεδο που ορίζουν τα γραμμομόρια ενός κρυστάλλου συνιστώσας του φωτός. Parallel Feed [Παράλληλη τροφοδοσία] Ηλεκτμον. Η ανάπτυξη συνεχούς τάσης σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος, προκειμένου να οδηγήσει το ρεύμα σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Είναι η διαδικασία την οποία εφαρμόζουμε στα άκρα μιας συσκευής παράλληλα με το συνεχές κύκλωμα. Parallel Flow [Παράλληλη ροή] Ηλεκ. Καλείται η διέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα παράλληλο κύκλωμα Parallel Circuit Parallel I m p e d a n c e [Παράλληλη αντίσταση] Ηλεκτρ. Η αντίσταση ενός παράλληλου κυκλώματος αντιστάσεων βρίσκεται μέσα από τον γνωστό νόμο του Ohm όταν εφαρμόζεται η ίδια τάση σε κάθε κλάδο. Parallel I n p u t / O u t p u t [Παράλληλη λειτουργία εισόδου/εξόδου] Πληρ. Ταυτόχρονη μεταφορά δεδομένο) ν από και προς τον υπολογιστή μέσο) διαφορετικών καναλιών. Parallel Motion P r o t r a c t o r [Παράλληλος] Τεχνολ. Σχεδιαστικό όργανο τοποθετημένο σταθερά σε ένα σχεδιαστήριο το οποίο έχει τη δυνατότητα να μετακινείται πάνω στο επίπεδο του σχεδιαστηρίου δίχως να μεταβάλλεται η αρχική του κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση ευθειών που είναι παράλληλες μεταξύ τους. Parallel Of Altitude [Παράλληλος καθ' ύψος] Μετεωμ. Κύκλος ισοϋψών σημείων, παράλληλος στον ορίζοντα. Parallel Of Declination [Παράλληλος της απόκλισης] Αστμον. Στο ουρανογραφικό σύστημα συντεταγμένων, παράλληλος κύκλος στον ουράνιο ισημερινό. Parallel Of L a t i t u d e [Παράλληλος του πλάτους] Αστρον. Σύμφωνα με το σύστημα γεωγραφικών (πλανητογραφικών) συντεταγμένων έτσι ορίζουμε κάποια γραμμή παράλληλη στην γραμμή του ισημερινού με κατεύθυνση προς τους πόλους. Parallel O p e r a t i o n [Παράλληλη διεργασία] Πληρ. Πρόκειται για μία υπολογιστική διαδικασία ενός λογισμικού προγράμματος που διαιρείται σε επιμέρους παρόμοια τμήματα τα οποία εκτελούνται ταυτόχρονα από ανάλογο αριθμό επεξεργαστών ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει τις προϋποθέσεις να πράξει κάτι τέτοιο.

Parallel Running

Parallel Plate Laser [λέιζερ παραλλήλων κατόπτρων] Οπτικ. Είδος λέιζερ στο οποίο το φως που εκπέμπεται όταν ηλεκτρόνια επιστρέφουν στις καταστάσεις χαμηλ>ότερης ενέργειας, ανακλάται ανάμεσα σε δύο παράλληλα κάτοπτρα, έτσι ώστε να συνεχίσει να προκαλεί εξαναγκασμένη εκπομπή περισσότερου φωτός, ενώ ένα απ' τα κάτοπτρα είναι διαπερατό σε κάποιο βαθμό επιτρέποντας την έξοδο της έντονης δέσμης φωτός από την κοιλότητα του λέιζερ. Parallel Processing [Παράλληλη επεξεργασία] ΤΙληρ. —» Parallel Programming Parallel Processor [Παράλληλος επεξεργατής] Πληρ. Parallel Computer Parallel P r o g r a m m i n g [Παράλληλος προγραμματισμός] Πληρ. 2. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η γενικότερη μεθοδολογία της δόμησης του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος κατά τέτοιο τρόπο, α')στε να είναι δυνατή η εκτέλεσή του σε υπερυπολογιστές με πολλούς επεξεργαστές, όπου μία συγκεκριμένη διεργασία μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερες της μιας και επομένως να εκτελεσθεί συγχρόνως από τον αντίστοιχο αριθμό επεξεργαστών. Ισχύει και το αντίστροφο, όπου δηλαδή κάθε επεξεργαστής αυτών των υπερυπολογιστών με την ειδική αρχιτεκτονική και το περιβάλλον παράλληλης επεξεργασίας, να εκτελεί περισσότερα του ενός λογισμικά προγράμματα. Η όλη διαδικασία απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα όπως η επικοινωνία των επεξεργαστών και η ορθή διαχείριση της κοινής μνήμης. 2. Ο προγραμματισμός υπολογιστή που έχει περισσότερους από έναν επεξεργαστές ή άλλες μονάδες επεξεργασίας ώστε να εκτελεί ταυτόχρονα επεξεργασίες και υπολογισμούς που διαφορετικά θα εκτελούνταν σειριακά. Αέγεται και παράλληλη επεξεργασία. Parallel Radio T a p [Παράλληλη ραδιοφωνική σύνδεση] Ηλεκτρον. Παράλληλη σύνδεση ραδιοφωνικών κυκλωμάτων. Parallel Reliability [Παράλληλη εφεδρεία] Τεχνολ. Σε ένα σύστημα παραγωγής, σε ορισμένα καίρια σημεία του συστήματος, η δημιουργία ενός δεύτερου παρόμοιου στοιχείου και η σύνδεση του με το σύστημα, με τρόπο ώστε να υπάρχει η δυνατότητα γα συνδέονται και τα δύο στοιχεία με το σύστημα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται σε μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα σε σημεία που προκύπτουν συχνές φθορές και επιβάλλεται συχνή συντήρηση του συγκεκριμένου τμήματος, ώστε κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης να μη διακόπτεται η λειτουργία του συνολικού συγκροτήματος. Parallel Representation [Παράλληλη παράσταση] Πληρ. Με τον όρο αυτό δηλώνεται η παράσταση μιας ψηφιακής μεταβλητής με τέτοιο τρόπο ώστε όλα της τα ψηφία να μπορούν να εμφανίζονται ταυτόχρονα στις γραμμές του διαδρόμου δεδομένων. Parallel Rulers [Παράλληλες κλίμακες] Τεχνολ. Σχεδιαστικό όργανο που αποτελείται από δύο κλίμακες συνδεδεμένες μεταξύ τους με τρόπο ώστε, όταν η μία από τις κλίμακες είναι σταθερά, η άλλη να έχει τη δυνατότητα μετακίνησης παραμένοντας όμως πάντα παράλληλη στην πρώτη. Parallel Running [Παράλληλη εκτέλεση ή παράλληλη λειτουργία] Πλημ. Η λειτουργίά ενός νέου μηχανογραφικού συστήματος (ή εφαρμογής) ταυτόχρονα με τη λειτουργία του υπάρχοντος συστήματος. Συνήθως αυτό γίνεται για να ελεγχθεί αν το νέο σύστημα λειτουρ-

Parallel Search Storage

- 1026-

γεί σωστά και αποτελεί τον τελευταίο έλεγχο πριν την υιοθέτηση του νέου συστήματος ως του επισήμου (Βλέπε Parallel Conversion). Parallel Search Storage [Αποθήκευση με παράλληλη αναζήτηση] Πληρ. Μέσο αποθήκευσης που παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης αναζήτησης σε πολλά του τμήματα. Με τον τρόπο αυτό η αναζήτηση ενός στοιχείου στο μέσο αποθήκευσης γίνεται πολύ πιο γρήγορα. Parallel Series [Παράλληλες σειρές] Τεχνολ. Σειριακή σύνδεση παράλληλων συνδέσεων. Parallel Storage [Παράλληλη αποθήκευση] Πληρ. Μέσο αποθήκευσης στο οποίο μπορούν να αποθηκευτούν ή να προσπελαθούν περισσότερες από μια λέξεις ταυτόχρονα. Parallel Τ Network [Παράλληλο Τ δίκτυο] Ηλεκτρ. Δύο (2) δίκτυα τύπου Τ συνδεδεμένα παράλληλα. Parallel T e x t u r e [Παράλληλη Υφή] Γεωλ. Τύπος υφής πετρωμάτων, ιδιαίτερα πλουτωνίων, κατά την οποία η διάταξη των κρυστάλλων των ορυκτολογικών τους συστατικών αναπτύσσεται, υπό την επίδραση κυρίως τεκτονικής φύσης αιτίων, παράλληλα προς κάποιο επίπεδο. Parallel T r a n s f e r [Παράλληλη μεταφορά] Πληρ. Ταυτόχρονη μεταφορά όλχον των bit μιας λέξης ή ενός byte. ' Parallel Transmission [Παράλληλη μετάδοση] Πληρ. Σε αντίθεση με την σειριακή είναι η ταυτόχρονη μετάδοση των bit μιας λέξης μέσα από διαφορετικές γραμμές ή κανάλια. Parallelepiped [Παραλληλεπίπεδο] Μαθημ. Καλείται το στερεό γεωμετρικό σώμα του οποίου όλες οι έδρες έχουν το σχήμα παραλληλόγραμμου. Parallelogram [Παραλληλόγραμμο] Μαθημ. Όρος που αφορά επίπεδο σχήμα της γεωμετρίας, αποτελούμενο από τέσσερις πλευρές και για το οποίο ισχύει ότι οι απέναντι πλευρές είναι παράλληλες και ίσες. Parallelogram Identity [Ταυτότητα παραλληλογράμμου] Μαθημ. Ιδιότητα που χαρακτηρίζει χώρους εσωτερικού γινομένου όπου για κάποια νρρμα (ιδίως την παραγόμενη από το γινόμενο) ισχύει ||x + y|f + ||χ - y |2 = 2||χ ||2 + 2||y||2. Parallelotope [Παραλληλότοπος] Μαθημ. Μαθηματικό σχήμα που γενικεύει τις ιδιότητες ενός παραλληλεπιπέδου στις ν διαστάσεις, με 2 ν κορυφές. Parallel-plate C a p a c i t o r [Παράλληλος πυκνωτής] Ηλεκ. Πυκνωτής που αποτελείται από δύο παράλληλες αγώγιμες πλάκες, η μια απέναντι της άλλης και σε μικρή απόσταση σε σχέση με τις διαστάσεις των πλακών, μεταξύ των οποίων υπάρχει διηλεκτρικό. Το πεδίο μεταξύ των πλακών είναι ομογενές και τα φορτία στις πλάκες είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα. Parallel-plate Waveguide [Επίπεδος κυματοδηγύς] Ηλεκτρομαγν. Διάταξη που αποτελείται από δύο παράλληλες αγώγιμες πλάκες, η μια απέναντι της άλλης και σε μικρή απόσταση σε σχέση με τις διαστάσεις των πλακών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή επίπεδων κυκλικών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με τον άξονά τους παράλληλο στις πλάκες. P a r a m a g n e t [Παραμαγνήτης] Ηλεκτομαγν. Στοιχείο από παραμαγνητικό υλικό. P a r a m a g n c t i c [Παραμαγνητικό υλικό] Φυα. Υλικά που εμφανίζουν το φαινόμενο του παραμαγνητισμού. Έχουν θετική αλλά μικρή επιδεκτικότητα. P a r a m a g n e t i c Analytical Method [Παραμαγνητική

αναλυτική μέθοδος] Αναλ.Χημ. Αναλυτική τεχνική μίγματος ουσιών που στηρίζεται στην αλληλεπίδράση των συστατικών του με μαγνητικό πεδίο. P a r a m a g n e t i c Crystal [Παραμαγνητικός κρύσταλλος] Ηλεκτρομαγν. Κρύσταλλος με την μαγνητική ροπή των ιόντων του σε πλήρη προσανατολισμό και με μαγνητική διαπερατότητα λίγο μεγαλύτερη της μονάδας, P a r a m a g n e t i c F a r a d a y Effect [Φαινόμενο Faraday στα παραμαγνητικά] Οπτικ. Ο διάσπαση των χαμηλών ενεργειακών σταθμών ενός παραμαγνητικού άλατος στις χαμηλές συχνότητες λόγω του φαινομένου Faraday σχετικά με την επίδραση τόυ μαγνητικού πεδίου στο επίπεδο ταλάντωσης του φωτός, P a r a m a g n e t i c Iron [Παραμαγνητικός σίδηρος] Μεταλλ. Σίδηρος που έχει καταστεί παραμαγνητικός με την εφαρμογή υψηλής πίεσης. P a r a m a g n e t i c Relaxation [Παραμαγνητική ύφεση] Ηλεκτρομαγν. II ιδιότητα των παραμαγνητικών υλικών να τείνουν σε μια μέγιστη τιμή μαγνήτισης που αναστοιχεί στην πλήρη ευθυγράμμιση των δίπολων ανεξάρτητα από την περαιτέρω αύξηση του μαγνητικού πεδίου. P a r a m a g n e t i c Salt [Παραμαγνητικό άλας] Ηλεκτρομαγν. Αλας με παραμαγνητικές ιδιότητες, όπως το θειικό κάλιο-χρώμιο. P a r a m a g n e t i c S p e c t r u m [Φάσμα παραμαγνητικού] Ηλεκτρομαγν. Το φάσμα που δίνει ένα παραμαγνητικό υλικό, συνήθως στην περιοχή των μικροκυμάτων, P a r a m a g n e t i c Susceptibility [Μαγνητική επιδεκτικότητα παραμαγνητικού] Ηλεκτρομαγν. Η μαγνητική επιδεκτικότητα για τα παραμαγνητικά υλικά, παίρνει θετικές τιμές, συνήθως της τάξεως του ΙΟ*3 και εξαρτάται από τις ιδιότητες των ατόμων ή των μορίων του μέσου και κυρίθ)ς από την επίδραση του εξωτερικού μαγνητικού πεδίου στο άτομο. P a r a m a g n e t i s m [Παραμαγνητισμός] Φυα. Εμφανίζεται στα υλικά των οποίων τα άτομα ιόντα ή μόρια έχουν μόνιμη διπολική ροπή. Οφείλεται στην ευθυγράμμιση των μαγνητικών διπόλων παρουσία εξωτερικού μαγνητικού πεδίου. Η μαγνήτιση έχει διεύθυνση παράλληλη του πεδίου που εφαρμόζεται. Paramelaconite [Παραμελακονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο απύ οξείδιο του δισθενούς και του μονοσθενούς χαλκού, της ομάδας του περίκλαστου. Σχηματίζει μελανούς, αδιαφανείς και με αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,1. P a r a m e t e r [Παράμετρος] Πληρ. Μεταβλητή προγράμματος η οποία μπορεί να παίρνει διαφορετικές τιμές σε κάθε εκτέλεση του προγράμματος και επηρεάζει την ακολουθία των εντολών πού εκτελούνται και κατ' επέκταση τη συμπεριφορά του προγράμματος. P a r a m e t e r C a r d [Παραμετρική κάρτα] Πληρ. Η διάτρητη κάρτα η οποία περιέχει τιμές για τις παραμέτρους ενός προγράμματος. Λέγεται και κάρτα εισόδου ή κάρτα δεδομένων εισόδου. P a r a m e t e r Driven System [Σύστημα που οδηγείται παραμετρικά] Πληρ. Ένα πρόγραμμα Η/Υ ή ένα σύνολο προγραμμάτων που κατά την εκτέλεση τους, η συμπεριφορά τους επηρεάζεται από τις τιμές των παραμέτρων. P a r a m e t e r Of A Distribution [Παράμετρος μίας κατανομής] Στατ. Μέγεθος μίας συνάρτησης πυκνότητας μίας κατανομής που προσδιορίζεται με στατιστικές ε-

- 1027 κτιμητικές μεθόδους όπως η μέθοδος μεγίστης πιθανοφάνειας κτλ αφού βεβαιωθούμε ότι τα δεδομένα μας ακολουθούν συγκεκριμένη κατανομή ή οικογένεια κατανομών. P a r a m e t e r T a g [Τιμή παραμέτρου] Πληρ. Σταθερά που χρησιμοποιείται από πολλά και συνήθως διαφορετικού σκοπού προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. P a r a m e t e r W o r d [Λέξη παραμέτρων] Πληρ. Λέξη υπολογιστή, στην οποία αποθηκεύονται οι τιμές παραμέτρων ή οι διευθύνσεις τους. Οι παράμετροι αυτές είτε επηρεάζουν την ροή της εκτέλεσης ενός προγράμματος είτε χρησιμοποιούνται για πέρασμα τιμών σε μεταβλητές υποπρογραμμάτων. P a r a m e t e r s ' Space [Χο')ρος των παραμέτρων] Στατ. Για τις παράμετρες που ορίζουν μια κατανομή εξετάζεται ιδιαίτερα ο(μαθηματικός χώρος που αυτές ανήκουν). Αυτύ έχει ευρύτερη εφαρμογή σε πολλές μαθηματικές διεργασίες πχ στοχαστικές διαφορικές εξισώσεις. P a r a m e t r i c [Παραμετρικό] Μαθημ. Αυτό που χρησιμοποιεί παραμέτρους για την απόδοση ή την χρήση του. Σύνηθες για φυσικό μέγεθος, μαθηματικό αντικείμενο ή προγραμματιστική διαδικασία. P a r a m e t r i c Amplifier [Παραμετρικός ενισχυτής] Ηλεκτρον. Μικροκυματικός ενισχυτής που μεταβάλλει την ενέργεια του με βάση κάποιο προκαθορισμένο τρόπο. P a r a m e t r i c E q u a t i o n [Παραμετρική εξίσωση] Μαθημ. Είναι μία μαθηματική εξίσωση που περλαμβάνει μία τουλάχιστον μεταβλητή, η οποία θεωρείται σταθερή και όχι άγνωστη ποσότητα, με αποτέλεσμα η λύση της εξίσωσης να την περιέχει και έτσι για κάθε διαφορετική τιμή αυτής της μεταβλητής να προκύπτει και μία διαφορετική εξίσωση με την ανάλογη λύση της. P a r a m e t r i c Hydrology [Παραμετρική υδρολογία] Υδρολ. Η υδρολογική έρευνα και μελέτη των φυσικών παραμέτρων που σχετίζονται με κάθε υδρολογικό φαινόμενο. P a r a m e t r i c Hypothesis [Παραμετρική υπόθεση] Στατ. Στατιστική υπόθεση που χρησιμοποιεί παραμέτρους για την αξιολόγηση της. y 1 P a r a m e t r i c P r o g r a m m i n g [Παραμετρικός προγραμματισμός] Μαθημ. Μια κλάση μεθόδων γραμμικού προγραμματισμού όπου οι παράμετροι (Constraints) ακολουθούν κάποια συνάρτηση. P a r a m e t r i c P r o g r a m m i n g [Παραμετρικός προγραμματισμός] Πληρ. Τρόπος γραφής προγραμμάτων, σύμφωνα με τον οποίο οι τιμές των παραμέτρων τους αποθηκεύονται εκτός αυτών, σε αρχεία, ώστε η αλλαγή των τιμών τους να μη συνεπάγεται και αλλαγή των προγραμμάτων. Parametrize [Παραμετροποιώ] Μαθημ. Χρησιμοποιώ παραμέτρους για να περιγράψω διάφορα μεγέθη που ορίζουν συνήθως ένα άλλο μέγεθος. Σαν παραμέτρους ορίζω μεγέθη που εξαρτώνται κατά περίπτωση και προσδιορίζονται από μετρήσεις πχ στατιστικά ή και τις ίδιες τις μεταβλητές μέσα σε υπολογιστικές διαδικασίες. Parametrized Curves [Παραμετρικές καμπύλες] Μαθημ. Καμπύλες που ορίζονται (συνήθως σε καρτεσιανές συντεταγμένες) με χρήση ενός ή περισσότερων μεταβλητών μεγεθών (πχ χρόνος κτλ) για την κίνηση σε κάθε άξονα P a r a m o r p h [Παράμορφος] Ομυκτ. Το ψευδόμορφο ορυκτό που σχηματίζεται με αντικατάσταση άλλου ορυκτού κατά τη διεργασία του παραμορφισμού, παρου-

Parasitic Resistance

σιάζοντας την ίδια χημική σύσταση αλλά διαφορετικού συστήματος κρυσταλλική δομή, π.χ. το ρουτίλιο τετραγωνικής συμμετρίας είναι παράμορφο του βρουτίτη ρομβικής συμμετρίας με κοινή χημική σύσταση Ti0 2 . P a r a m o r p h i s m [Παραμορφισμός] Ορυκτ. Η διεργασία ψευδομόρφωσης κατά την οποία ένα ορυκτό, υποκείμενο σε μεταβολή της εσωτερικής μοριακής του δομής χωρίς μεταβολή της χημικής του σύστασης, μετατρέπεται σε νέο ορυκτό διατηρώντας το εξωτερικό κρυσταλλικό σχήμα του αρχικού ορυκτού. Paranthelion [Παρανθήλιο] Αστμον. Ένα φαινόμενο διάθλασης που συμβαίνει συχνά μεταξύ 90° και 140° πάνω στον κύκλο του παρήλιου. P a r a p e t [Στηθαίο] Οικοδ. Τοίχος μικρού ύψους από τσιμεντόλιθους, τούβλα ή οπλισμένο σκυρόδεμα τοποθετημένος κατά το μήκος του ορίου ενός δώματος ή του ορίου του καταστρώματος μιας γέφυρας που λειτουργεί ως προστατευτικό παραπέτασμα. P a r a p e t G u t t e r [Υδρορροή στηθαίου] Οικοδ. Αυλ.άκι που τρέχει επί του δώματος κατά μήκος του στηθαίου και χρησιμεύει για τη συλλογή των ομβρίων του δώματος. P a r a q u a t [Παρακουάτ] Οργ.Χημ. Κίτρινη στερεή πολύ τοξική οργανική ουσία με τύπο [CH3(C5H4N) 2 CH3].2CH3S0 4 , διαλυτή σε νερό. Χρησιμοποιείται σαν ζιζανιοκτόνο. Pararosaniline [Παραροζανιλίνη] Οργ.Χημ. Στερεή χρωστική οργανική ουσία με τύπο HOC(C 6 H 4 NH 2 ) 3 και σημείο τήξης 205°C (αποσύνθεση). Εμφανίζει μέγιστο απορρόφησης στα 544 nm. Ελάχιστα διαλυτή σε νερό, διαλυτή σε οινόπνευμα. Paraselene [Παρασελήνη] Αστμον. Φαινόμενο μέγεθος που λεγεται και Mock Moon και μεγαλώνει την επιφάνεια της'σελήνης ίδιου τύπου με το ηλιακό παρήλιο. Paraselenic Circle 1 [Παρασεληνιακός κύκλος] Αστμον. Φαινόμενο "στεφάνης" (Halo) από αντανάκλαση του ηλιακού φωτός πάνω σε σεληνιακούς κρυστάλλους που φαίνεται σαν κύκλος από φως γύρω από τη σελήνη με ασθενή φωτισμό. Paraselenic Circle 2 [Παρασεληνιακός κύκλος] Γεωλ. Οι φωτεινοί δακτύλιοι γύρω από τη-σελήνη. Parasitic Capacitance [Παρασιτική χωρητικότητα] Ηλεκ. Η ανεπιθύμητη πρόσθετη χωρητικότητα ενός στοιχείου ηλεκτρικού κυκλώματος που μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες ενέργειας. Parasitic C a p t u r e [Παρασιτική σύλληψη] Πυρην. Φυσ. Η σύλληψη (απορρόφηση) νετρονίων που δεν οδηγεί σε πυρηνική σχάση ή σε εκπομπή ακτινοβολίας. Parasitic C u r r e n t [Παρασιτικό ρεύμα] Ηλεκ. Το ανεπιθύμητο ρεύμα που προκαλείται από parasitic στοιχεία του ηλεκτρικού κυκλώματος οδηγώντας σε απώλειες ηλεκτρικής ενέργειας. Parasitic Inductance [Παρασιτική επαγωγική αντίσταση] Ηλεκ. Η ανεπιθύμητη πρόσθετη επαγωγική αντίσταση ενός στοιχείου ηλεκτρικού κυκλώματος που μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες ενέργειας. Parasitic Oscillation [Παρασιτική ταλάντωση] Ηλεκτρον. Ανεπιθύμητη και ενεργοβύρα ταλόντωση ενός ενισχυτή ή ταλάντωση ενός απλού ταλαντωτή που πραγματοποιείται σε συχνότητα διαφορετική από την κύρια συχνότητα λειτουργίας. Parasitic Resistance [Παρασιτικός αντιστάτης] Ηλεκ. Η ανεπιθύμητη πρόσθετη αντίσταση ενός στοιχείου ηλεκτρικού κυκλώματος που μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες ενέργειας.

Parasitic Suppressor

- 1028 -

Parasitic S u p p r e s s o r [Καταστολέας παρασιτικών ταλαντώσεων] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονικά στοιχεία που υπεισέρχονται στο κύκλωμα προκειμένου να εξασθενήσουν τα αίτια δημιουργίας ανεπιθύμητων ταλαντώσεων υψηλής συχνότητας. Συνήθως είναι μια απλή παράλληλη συνδεσμολογία ενός πηνίου και ενός αντιστάτη. Parasoleig [Παρασολέιγ] Οπτικ. Αδιαφανής μεταλλικός ή ελαστικός κύλινδρος που προσαρμόζεται στον φωτογραφικό φακό και προστατεύει την επιφάνεια του φακού από ανεπιθύμητο φως. P a r a s t r a t o t y p e [Παραστρωματόπυπος] Γεωλ. Τομή σε μία στρωματογραφική ενότητα παραπλήσια προς την τομή του τυπικού στρωματότυπου. P a r a t a c a m i t e [Παρατακαμίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό χλωριούχο χαλκό και ψευδάργυρο. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, ημιδιαφανούς έως υποδιάφανους και με υαλώδη λάμψη ή αλαμπείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,7. P a r a u t o c h h o n o u s [Παραυτόχθονος] Γεωλ. Χαρακτηρισμός ιζημάτων που έχουν υποστεί, κατά διάφορους τρόπους, μεταφορά αλλά σε πολύ μικρή απόσταση από το τόπο προέλευσης τους. P a r a v a u x i t e [Παραβωξίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό φωσφορικό αργίλιο και δισθενή σίδηρο. Σχηματίζει άχροους ή λευκοπράσινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. Paraxial [Παραξονικό] Τεχνολ. Σημείο εντός του επιπέδου που βρίσκεται πλησίον ενός άξονα. Paraxial Rays [Παραξόνιες ακτίνες] Οπτικ. Οι φωτεινές ακτίνες που ξεκινούν από το αντικείμενο και σχηματίζουν μόνο μια μικρή γωνία με τον άξονα του κατόπτρου. P a r c h m e n t [Περγαμηνή] Υλικ. Καλείται το κατεργασμένο δέρμα σε μορφή φύλλου που χρησιμοποιόταν στην αρχαιότητα για την γραφή σαν το σημερινό χαρτί. Πήρε το όνομά της από την πόλη της Περγάμου όπου και τελειοποιήθηκε η επεξεργασία της και αναπτύχθηκε το εμπόριο της. P a r e n t [Γονέας] Πληρ. Στις δομές δεδομένων, που είναι καταχωρημένα σε πρόγραμμα Η/Υ είναι το στοιχείο που προηγείται δεδομένου στοιχείου, πχ σε ένα δέντρο ο κόμβος που έχει έναν άλλον κόμβο ως υποδέντρο. P a r e n t C o m p o u n d [Μητρική ένωση] Χημ. Χημική ένωση που είναι η βάση για πολλά συνήθως παράγωγά της. Π.χ. το βενζόλιο είναι η μητρική ένωση για τη φαινόλη και το τολουόλιο. P a r e n t M a g m a [Μητρικό μάγμα] Γεωλ. Το αρχικό μάγμα από το οποίο προέρχεται κάποιο δευτερεύον μάγμα ή ένα συγκεκριμένο πυριγενές πέτρωμα. P a r e n t Material [Μητρικό υλικό] Γεωλ. Το σύνολο των υλικών που προέρχονται από την αποσάθρωση του μητρικού πετρώματος και αποτελούν τα συστατικά σχηματισμού υπερκείμενου στρώματος εδάφους. P a r e n t N a m e [Μητρική ονομασία] Χημ. Μέρος της χημικής ονομασίας ενός παραγώγου που δείχνει την προέλευσή της. Π.χ. το βενζόλιο είναι η μητρική ονομασία για το χλωροβενζόλιο. P a r e n t Rock [Μητρικό πέτρωμα] Γεωλ. Το υποκείμενο ενός εδαφικού στρώματος πέτρωμα από το οποίο προήλθαν τα συστατικά σχηματισμού του εδάφους λόγω

της χημικής και μηχανικής του αποσάθρωσης και αλλοίωσης υπό την επενέργεια των κλιματικών συνθηκών, του ύδατος, του ανέμου, του ατμοσφαιρικού αέρα και του οργανικού κόσμου. P a r e t o Distribution [Κατανομή Παρέτο] Στατ. Κατανομή που αποτελεί (από το 1897) την εμπροσθοφυλακή των μαθηματικών υποδειγμάτων των οικονομικών επιστημών και αγκαλιάζει μια ευρύτερη οικογένεια (συναφών) κατανομών. Παριστάνεται από y = Κχ^ 1 , όπου το x είναι μη αρνητικό. Parfocal Eyepieces [Προσοφθάλμια παρεστιακά συστήματα] Οπτικ. Προσοφθάλμια συστήματα με το ίδιο εστιακό επίπεδο, έχοντας το πλεονέκτημα ότι εστιάζοντας ένα αντικείμενο με το ένα σύστημα, μπορούμε να αλλάζουμε σύστημα χωρίς να απαιτείται διόρθωση της εστίασης για το ίδιο αντικείμενο. Pargasite [Παργασίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της ομάδας των αμφιβόλων. Σχηματίζει φαιόχρωμους, καστανούς ή πρασινόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,1. Parget [Σοβάτισμα] Οικοδ. Ονομάζεται η διαδικασία της προσθήκης κονίας στην επιφάνεια των τοίχων των οικοδομών για να αποκτήσουν λεία επιφάνεια, να στερεοποιηθούν καλύτερα οι διάφορες σωληνώσεις και τα τούβλα και για να είναι δυνατή έπειτα η βαφή του τοίχου. Parging [Επάλειψη] Οικοδ. Λεπτή στρώση κονιάματος που καλύπτει την επιφάνεια ενός τοίχου. Parhelic Circle [Κύκλος του παρήλιου] Αστρον. Στέμμα από ασθενές άσπρο φως γύρω από τον ήλιο που οφείλεται σε ανάκλαση φωτός από παγοκρυστάλλους. Parhelion [Παρήλιο] Αστρον. Σημάδι που εμφανίζεται σε 2 έντονα φωτισμένα σημεία του ηλιακού δίσκου (Mock Sun).

P a r h e l i u m [Παρήλιο] Ατομ.Φυσ. Η κατάσταση του Ηλίου στην οποία τα σπιν των δύο ηλεκτρονίων του είναι αντίθετα. Parity [Ισοτιμία] Πληρ. Στα προγράμματα Η/Υ είναι η συνάρτηση που για κάθε δυαδικό αριθμό δηλώνει αν το πλήθος των άσσων είναι άρτιο ή περιττό. Χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό λαθών κατά την ανταλλαγή δεδομένων. Parity Bit [Ψηφίο ισοτιμίας] Πληρ. Το πρόσθετο δυαδικό ψηφίο που προστίθεται σε ένα σύνολο δεδομένων για να διατηρηθεί η ισοτιμία, δηλαδή το σύνολο των άσσων να είναι άρτιο ή περιττό, όπως έχει προδιαγραφεί. Parity Check [Ελεγχος ισοτιμίας] Πληρ. Ο έλεγχος που γίνεται στο σημείο λήψης των δεδομένων για να διαπιστωθεί αν το πλήθος των άσσων είναι άρτιο ή περιττό. Parity E r r o r [Σφάλμα ισοτιμίας] Πληρ. Το σφάλμα που γίνεται κατά τη μεταφορά των δεδομένων και έχει σαν αποτέλεσμα το πλήθος των άσσων να είναι άρτιο ενώ αναμένονταν περιττό ή αντίστροφα. Parity Selection [Επιλογή ισοτιμίας] Πληρ. Η επιλογή του αν θα χρησιμοποιηθεί άρτια ή περιττή ισοτιμία. Parity Selection Rules [Κανόνες επιλογής ισοτιμίας] Ατομ. Φυσ. Οι κανόνες επιλογής της ισοτιμίας ή αρτιότητας (parity) των σωματιδίων ώστε να έχουμε διατήρηση της αρτιότητας ή ισοτιμίας (parity) που ισοδυναμεί με συμμετρία αντιστροφής του χώρου. P a r k e r i t e [Παρκερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο

- 1029 από θειούχο νικέλιο, βισμούθιο και μόλυβδο. Σχηματίζει χάλκινου χρώματος, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 8,4. P a r k e s M e t h o d [Μέθοδος Παρκς] Μεταλλ. Μέθοδος για την ανάκτηση του εμπεριεχόμενου αργύρου στα μεταλλεύματα μολύβδου που συνίσταται στον κατ' αρχή εμπλουτισμό του μεταλλεύματος σε άργυρο με τη προσθήκη εντός αυτού ποσότητας ψευδάργυρου, σε τετηγμένη κατάσταση, το σχηματισμό κράματος αργύρου και στη συνέχεια δια ψύξης στερεοποιημένου αφρού ο οποίος, υποβαλλόμενος σε απόσταξη για την απομάκρυνση του καθαρού ψευδαργύρου, αφήνει ως υπόλειμμα κράμα μολύβδου υψηλής περιεκτικότητας σε άργυρο. P a r k i n g Accumulation [Συσσώρευση στάθμευσης] Πολ.Μηχ. Στον κλάδο των συγκοινωνιολόγων μηχανικών με τον όρο αυτό ορίζεται ο συνολικός αριθμός των οχημάτων, τα οποία για μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή σταθμεύουν σε μία περιοχή. P a r k i n g A p r o n [Χώρος στάθμευσης] Πολ. Μηχ. Στα αεροδρόμια η επιφάνεια που προορίζεται για τη στάθμευση των αεροσκαφών. P a r k i n g Lot [Υπαίθριο πάρκιγκ] Οδοπ. Υπαίθριος χώρος μεγάλης επιφάνειας που χρησιμεύει ως περιοχή στάθμευσης αυτοκινήτων. P a r k i n g Occupancy [Κατάληψη θέσης στάθμευσης] Πολ.Μηχ. Ορίζεται ως το χρονικό διάστημα μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, κατά το οποίο μία συγκεκριμένη θέση στάθμευσης χρησιμοποιείται. P a r k i n g T u r n o v e r [Δείκτης στάθμευσης] Πολ Μηχ. Για τους συγκοινωνιολόγους μηχανικούς ορίζεται ως ο αριθμός των διαφορετικών οχημάτων τα οποία σταθμεύουν ανά θέση μέσα στο χρονικό διάστημα συνήθως μιας περιόδου εικοσιτεσσάρων ωρών. P a r k w a y [Οδός ταχείας κυκλοφορίας] Πολ. Μηχ. Αρτηρία κυκλοφορίας οχημάτων με καλλωπισμένο περιβάλλοντα χώρο στην οποία απαγορεύεται η κυκλοφορία βαρέων οχημάτων. * P a r l i a m e n t Hinge [Μηχανισμός ανάρτησης πόρτας] Οικοδ. Εξάρτημα ανάρτησης μιας πόρτας που αποτελείται από ένα μηχανισμό ο οποίος εξασφαλίζει το πλήρες άνοιγμα της πόρτας μετακινώντας μέσω του ειδικού μηχανισμού το φύλλο με τρόπο ώστε να ακουμπήσει στον παρακείμενο τοίχο εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την πλήρη χρήση του ανοίγματος της κάσας. Paroxypropione [Παροξυπροπιόνη] Οργ.Χημ. Στερεή οργανική ένωση με τύπο HOC6H4COC2Hs με σημείο τήξης 148°C. Αναφέρεται και σαν πυδροξυπροπιοφαινόνη και διαθέτει φαρμακευτικές ιδιότητες παρεμποδίζοντας την έκλυση ορισμένου τύπου ορμονών. P a r q u e t Floor [Ξύλινο δάπεδο] Οικοδ. Δάπεδο επενδυμένο τεμάχια ξύλου το οποία έχουν εγκοπές και θηλυκώνουν μεταξύ τους διαμορφώνοντας μια καλαίσθητη επιφάνεια. Parrticle Size [Διάμετρος σωματιδίου] Γεωλ. Η διάμετρος των τεμαχιδίων των κλωστικών ιζημάτων, καθ' υπόθεση θεωρούμενων ως σφαιρικού σχήματος, που αποτελεί τη βασική παράμετρο αναφοράς για το μέγεθος τους. Parse T r e e [Δένδρο συντακτικής ανάλυσης] Πληρ. Το δέντρο που δημιουργεί ο συντακτικός αναλυτής και

Parson's Steam Turbine

περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μια συγκεκριμένη πρόταση της γλώσσας έχει παραχθεί από τους συντακτικούς κανόνες και τις λέξεις της. Parsec [Παρσέκ] Αστρον. Μονάδα μέτρησης αστρονομικών αποστάσεων ίση με την απόσταση ενός αστρικού αντικειμένου με γωνία παράλλαξης (Parallax Angle) ίση με ένα δευτερόλεπτο ή ισοδύναμα 3,259 έτη φωτός. P a r s e r [Συντακτικός αναλυτής] Πληρ. Το πρόγραμμα του υπολογιστή που κάνει συντακτική ανάλυση στις εντολές ενός προγράμματος, για να διαπιστώσει αν αυτές είναι σύμφωνες με το συντακτικό της γλώσσας προγραμματισμού. P a r s e r G e n e r a t o r [Δημιουργός συντακτικών αναλυτών] Πληρ. Πρόγραμμα που δέχεται ως είσοδο ένα συντακτικό γλώσσας προγραμματισμού και δίνει στην έξοδο του ένα πρόγραμμα που είναι συντακτικός αναλυτής αυτής της ίδιας γλώσσας. Parseval's Equation [Εξίσωση Parseval] Μαθημ. 1. Μια προέκταση της ανισότητας Bessel. Σε ένα χώρο Hilbert όπου το {χα}α<·Α είναι ορθο κανονικό σύνολο και XG Α τότε το ||Χ|| ισούται με το άθροισμα των εσωτερικών γινομένων |<χ, χα>| πάνω σε όλα τα στοιχεία του συνόλου Α. 2. Για 2 στοιχεία αντίστοιχα το εσωτερικό γινόμενο <x, y> ισούται με το άθροισμα των εσωτερικών γινομένων |<χ, χα>| επί το συζυγές του || πάνω σε όλα τα στοιχεία του συνόλου Α. P a r s e v a l ' s Identity [Ταυτότητα Parseval] Μαθημ. Η εξίσωση Parseval όταν μεταφερθεί στο χώρο στο τριγωνομετρικό σύστημα για το μετασχηματισμό Fourier και τη σειρά Fourier. Parseval's Relation [Σχέση Parseval] Μαθημ. Έστω 2 συναρτήσεις u, ν με μετασχηματισμούς Fourier U, V. Τότε το γενικευμένο ολοκλήρωμα της συνέλιξης uv* ισούται με το γενικευμένο ολοκλήρωμα του γινομένου UV\ P a r s e v a l ' s Theorem 1 [Θεώρημα Parseval] Μαθημ. 1. Για μια συνάρτηση φ με μετασχηματισμό Fourier Φ τότε για το γενικευμένο ολοκλήρωμα της |φ|2 ισούται με το γενικευμένο ολοκλήρωμα της |Φ|2. 2. Αν η συνάρτηση φ έχει σειρά Fourier την {Φν} τότε ||φ||2 =

ΣΦν2.

Parseval's Theorem 2 [Θεώρημα Parseval] Τεχνολ. Μέση ισχύς ενός περιοδικού σήματος που καταναλώνεται σε μια ωμική αντίσταση ισούται με το άθροισμα της τιμής του συνεχούς συν τις τιμές των αρμονικών rms. Parseval's F o r m u l a [Φόρμουλα Parseval] Μαθημ. Συλλογή από φόρμουλες που σχετίζονται όλες με την εξίσωση Parseval και τη σχέση Bessel Parseval. Parsing [Συντακτική ανάλυση] Πλημ. Η ανάλυση ή η επεξεργασία μιας ακολουθίας χαρακτήρων για να ελεγχθεί αν είναι σύμφωνη με δεδομένους κανόνες σύνταξης. Τέτοια επεξεργασία γίνεται, για παράδειγμα, κατά τη μεταγλώττιση ενός προγράμματος για να διαπιστωθεί αν ακολουθεί τους συντακτικούς κανόνες της γλώσσας που έχει χρησιμοποιηθεί. P a r s o n ' s Steam T u r b i n e [Ατμοστρόβιλος Πάρσον] Μηχ. Ο πρωτοποριακός τύπος ακτινικού πολυβάθμιου ατμοστροβίλου αντίδρασης με τμήματα υψηλής, μέσης και χαμηλής πίεσης που απετέλεσε, με την επιτυχή δοκιμαστική εφαρμογή του το 1894 στο πλοίο 'Τουρμπίνια", τη αρχή του εκτοπισμού των εμβολοφόρων ατμομηχανών τόσο από τα πλοία όσο και από τις μονάδες μεγάλης ισχύος.

Parsonsite

- 1030 -

Parsonsite [Παρσονσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό οξείδιο του ουρανίου και μόλυβδο. Σχηματίζει καστανόχρωμους ή ελαφρά κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υποαδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,7 έως 6,2. P a r t [Εξάρτημα] Μηχ. Καλείται κάθε κομμάτι μιας μηχανής το οποίο είναι απαραίτητο για την λειτουργία της, μπορεί να αφαιρεθεί από αυτήν και να αντικατασταθεί εάν φθαρεί, ενώ από "μόνο του δεν έχει καμία πρακτική αξία. P a r t O p e r a t i o n [Μέρος που αναφέρεται στην πράξη] Πληρ. Το μέρος της εντολής που καθορίζει την προς εκτέλεση πράξη. Partial Association [Μερική συνάφεια] Στατ. Χρησιμοποιείται για συσχέτιση ποιοτικών μεταβλητών (αντίστοιχα με τη συσχέτιση μεταξύ ποσοτικών μεταβλητών). Partial C a r r y [Μερικό κρατούμενο] Πληρ. II θέση μνήμης στην οποία αποθηκεύονται προσωρινά τα κρατούμενα που προκύπτουν, κατά την παράλληλη πρόσθεση, από την ταυτόχρονη πρόσθεση των ψηφίων των αριθμών. Partial Correctness [Μερική ορθότητα] Π)^ρ. Η συνθήκη που πρέπει να ικανοποιούν τα προγράμματα, δηλαδή να δίνουν σωστό αποτέλεσμα, εάν ολοκληρώνονται κανονικά. Partial Correlation [Μερική συσχέτιση] Στατ. Συσχέτιση μεταξύ τουλάχιστον 2 μεταβλητών που εμφανίζονται να συμμετέχουν στο ίδιο μοντέλο παλινδρόμησης , κ α ι συναντιέται και με τον όρο πολλαπλή (Multiple Partial Correlation). Partial Correlation Coefficient [Συντελεστής μερικής συσχέτισης] Στατ. Οι συντελεστές της μερικής συσχέτισης που υπακούουν στους ίδιους σταθερούς κανόνες απλά παράγονται για μια μεταβλητή σχετικά προς μια υποομάδα αντί το σύνολο των υπόλοιπων μεταβλητών Partial Derivative [Μερική παράγωγος] Μαθημ. Όρος που αφορά την παραγώγιση μιας μαθηματικής συνάρτησης δύο ή περισσοτέρων μεταβλητών, οπότε προκύπτει μία άλλη συνάρτηση παραγωγίζοντας κάθε φορά ως προς μία μεταβλητή και θεωρώντας τις υπόλοιπες ως σταθερές. Partial Differential E q u a t i o n [Εξίσωση μερικών παραγώγων] Μαθημ. Ονομάζεται μία μαθηματική εξίσωση η οποία περιλαμβάνει μερικές παραγώγους συναρτήσεων πολλών μεταβλητών και η άγνωστη ποσότητα είναι επίσης συνάρτηση πολλα)ν ανεξάρτητων μεταβλητών. Partial Eclipse [Μερική έκλειψη] Αστμον. Έκλειψη ηλίου σε έναν τόπο που δεν είναι ολική (δεν καλύπτεται επαρκώς η επιφάνεια του τόπου). Partial Evaluation [Μερική Αξιολόγηση] Πλημ. Τεχνική βελτίωσης της απόδοσης προγραμμάτων, σύμφωνα με την οποία οι βρόγχοι του προγράμματος ξεδιπλώνονται και αναλύονται και στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια εντοπισμού όμοιων ή σταθερών ή ανεξάρτητων τμημάτων του προγράμματος με σκοπό την κατάλληλη αξιοποίηση τους. Partial Fractions Decomposition [Ανάλυση σε μερικά κλάσματα] Μαθημ. Για μη ρητή συνάρτηση Α/ Β εννοούμε μια ανάλυση σε ένα άθροισμα παραγόντων όπου ο παρονομαστής είναι αυστηρά δύναμη ενός

προποβάθμιου ή δευτεροβάθμιου ανάγωγου πολυωνύμου και ο αριθμητής πολυώνυμο το πολύ πρώτου βαθμού αλλά μικρότερο από αυτό του παρονομαστή και πάντα σε πρώτη δύναμη. Partial M o l a r Volume [Μερικός μοριακός όγκος] Φυσ.Χημ. Το μέρος του όγκου σε ένα διάλυμα ή μίγμα που αντιστοιχεί σε ένα μόνο από τα συστατικά του μίγματος ή του διαλύματος. Partial O r d e r [Μερική διάταξη] Μαθημ. Σχέση πάνω σε ένα σύνολο που είναι ανακλαστική, αντισυμμετρική και μεταβατική, όπως η γνωστή σχέση του μικρότερου. Partial Plane [Μερικό επίπεδο] Μαθημ. Επίπεδο της προβολικής γεωμετρίας που (σύμφωνα με τους κανόνες ορισμού της προβολικής σύγκλισης) για κάθε 2 σημεία του περιέχει μια τουλάχιστον ευθεία που περνά από αυτά. Partial Potential T e m p e r a t u r e [Δυναμική θερμοκρασία] Μετεωρ. Η θερμοκρασία μιας αέριας μάζας, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις στο επίπεδο πίεσης των lOOOmb. Partial Pressure [Μερική Πίεση] Χημ. Η πίεση που αντιστοιχεί σε ένα συστατικό ενός αέριου μίγματος, που βρίσκεται σε δοχείο όγκου V και σε θερμοκρασία Τ στην περίπτωση που καταλάμβανε το όγκο του δοχείου μόνο του στην ίδια θερμοκρασία. Το άθροισμα των μερικών πιέσεων όλων των συστατικών του αέριου μίγματος ισούται με την ολική πίεση που ασκεί το μίγμα (νόμος των μερικοόν πιέσεων του Dalton). Partial Prcstressing [Μερική προένταση] Πολ. Μηχ. Η μέθοδος προέντασης σύμφωνα με την οποία στην κατάσταση λειτουργίας του φορέα αναπτύσσονται και εφελκυστικές τάσεις μέχρι ένα επιτρεπτό όριο στην περιοχή εφελκυσμού της διατομής. Partial P r o d u c t [Μερικό γινόμενο] Μαθημ. Γινόμενο ενός από τους όρους στη διάρκεια της εφαρμογής της επιμεριστικής ιδιότητας. Partial Racemization [Μερική ρακεμοποίηση] Ομγ. Χημ. Αντίδραση της Οργανικής Χημείας κατά την οποία ένας οπτικός αντίποδας μετατρέπεται μερικά στον οπτικό του αντίποδα σε μία πορεία προς το σχηματισμό του ρακεμικού μίγματος. Περιλαμβάνει το σχηματισμό συμμετρικού ενδιαμέσου που καταστρέφει το ασύμμετρο άτομο άνθρακα. Η μερική ρακεμοποίηση έχα σαν αποτέλεσμα την μείωση της οπτικής ενεργότητας της ουσίας. Partial Rank Correlation [Μερική συσχέτιση κατά τάξεις] Στατ. Μερική συσχέτιση μεταξύ μεταβλητών που έχουν υποστεί πρώτα μια διαδικασία ταξινόμησης (Ranking). Partial Regression [Μερική παλινδρόμηση] Στατ. Κατασκευή μοντέλου παλινδρόμησης που δεν χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες μεταβλητές αλλά μόνο ένα μέρος τους. Η διαδικασία συνήθως εκτελείται σταδιακά και ελέγχεται εύκολα μόνο από Η/Υ ιδίως αν το πλήθος είναι μεγάλο. Σε κάθε στάδια το μοντέλο ελέγχεται σημαντικά τόσο για τις μεταβλητές που μεταβάλλονται όσο και συνολικά. Partial Regression Coefficient [Συντελεστής μερικής παλινδρόμησης] Στατ. Συντελεστές της μερικής παλινδρόμησης. Παράγονται είτε με πρόσθεση μεταβλητών (κατά σειρά σημαντικότητας) είτε με αφαίρεση μεταβλητών από το ολικό μοντέλο (Full Model) και ελέγχονται σε κάθε βήμα για την στατιστική σημαντικότητα τους.

- 1031 Partial S u m [Μερικό άθροισμα] Μαθημ. Είναι το άθροισμα των πρώτων ν το πλήθος όρων μιας σειράς που έχει άπειρο πλήθος όρων. Partially Balanced Incomplete Block Design [Μερικά ισορροπημένος μη πλήρης παραγοντικός σχεδιασμός] Στατ. Πειραματικός σχεδιασμός συνήθως πολυπαραγοντικός που στηρίζεται σε πίνακες επιπέδων παραγόντων και συνήθως εκτελούνται σε επαναλήψεις. Partially O r d e r e d Set (Poset) [Μερικά διατεταγμένο σύνολο] Μαθημ. Σύνολο όπου υπάρχει κάποια σχέση μερικής διάταξης. Partially Populated Board [Μερικώς συμπληρωμένη κάρτα] Πλημ. Κάρτα τυπωμένου κυκλώματος στην οποία υπάρχουν ελεύθερες θέσεις, όπου μπορούν να προστεθούν κι άλλα στοιχεία. Partially S e p a r a t e System [Μερικώς παντορροηκό σύστημα] Οικοδ. Αποχετευτικό δίκτυο που στο σύνολο του είναι διαχωριστικό. Ένα μέρος όμως των ομβρίων υδάτων ρέει προς το δίκτυο ακαθάρτων. Σε τέτοια δίκτυα επιτρέπεται η σύνδεση των υδρορροο')ν των κτιρίων να αποχετεύεται στο δίκτυο ακαθάρτων το οποίο έχει διαστασιολογηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ποσότητες των ομβρίων που προέρχονται από τις στέγες των σπιτιών. Particle [Σωματίδιο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε στοιχείο ύλης, οσοδήποτε μικρό και αν είναι, αρκεί να έχει πεπερασμένη μάζα και μία προσδιορίσιμη θέση στον τρισδιάστατο χώρο. Particle Distribution Function [Συνάρτηση κατανομής στοιχειωδών σωματιδίων] Φυσ. Κάθε συνάρτηση κατανομής που αφορά ιδιότητες στοιχειωδών σωματιδίων. Particle Electrophoresis [Ηλεκτροφόρηση σωματιδίων] Φυσ. Χημ. Το φαινόμενο της όδευσης των φορτισμένων σωματιδίων των κολλοειδών διαλυμάτων εντός ηλεκτρικού πεδίου με ταχύτητα εξαρτοομενη από σύνολο παραγόντων (π.χ. ένταση του πεδίου, σχήμα, μέγεθος και φορτίο του σωματιδίου) που βρίσκει εφαρμογή ως μέθοδος για την ανάλυση και διαχωρισμό των κολλοειδών. * Particle Emission [Εκπομπή στοιχειωδών σωματιδίων] Πυμην. Φυσ. Η εκπομπή στοιχειωδών σωματιδίων από ραδιενεργό πυρήνα εκτός από σωμάτια β και ακτίνες γ (φωτόνια). Particle Energy [Ενέργεια στοιχειώδους σωματιδίου] Φυσ. Η ολική ενέργεια ενός στοιχειώδους σωματιδίου μάζας m, είναι το άθροισμα της κινητικής του ενέργειας Κ και της ενέργειας της μάζας ηρεμίας του και δίνεται απ' τη σχέση EU2=K + mc2. Particle lens [Φακός στοιχειωδών σωματιδίων] Φυσ. Οι φακοί που χρησιμοποιούνται για την σύγκλιση ή απόκλιση στοιχειωδών σο)ματιδίων με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρονται οι οπτικοί φακοί στις φωτεινές ακτίνες. Particle-Induced X-Ray Emission [Ανάλυση με ακτίνες Χ] Αναλ.Χημ. Μέθοδος ανάλυσης κατά την οποία το άγνωστο δείγμα χρησιμοποιείται σαν αντικάθοδος σωλήνα ακτίνων Χ και το ενεργειακό φάσμα της εκπεμπόμενης σύνθετης ακτινοβολίας Χ αναλύεται για την ανίχνευση των συστατικών του δείγματος. Βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου είναι η μικρή ποσότητα του δείγματος και η μη καταστροφή του. Particle Physics [Φυσική στοιχειωδών σωματιδίων] Φυσ. Ο κλάδος της επιστήμης της Φυσικής που μελετά τον κόσμο των πάρα πολύ μικρών διαστάσεων, τις ι-

Partition Chromatography

διότητες και την ταξινόμηση των στοιχειωδών σωματιδίων, καθώς και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις οι οποίες καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Η Φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων μας βοηθά στην κατανόηση του Σύμπαντος. Particle Size Analysis [Κοκκομετρική ανάλυση] Γεν. Διαδικασία καθορισμού του ποσοστού των κόκκων ενός μεγέθους που περιέχεται στη σύνθεση ενός εδαφικού υλικού μέσω της χρήσης κόσκινων. Particle Size Distribution [Κοκκομετρική διαβάθμιση] Γεν. Σε ένα εδαφικό υλικό που η σύνθεση του αποτελείται από κόκκους διαφορετικών μεγεθών, ο καθορισμός της αναλογίας σε βάρος των κόκκων ιδίου μεγέθους που συμπεριλαμβάνεται στη σύνθεση. P a r t i c u l a r Solution [Ειδική λύση] Μαθημ. Μία από τις περιπτώσεις ύπαρξης λύσης μίας μερικής διαφορικής εξίσωσης όπου υπάγονται συνήθως οι ιδιαίτερες λύσεις που δεν παράγονται (πάντα) αναλ.υτικά αλλά ικανοποιούν όμως τη δοσμένη εξίσωση και συνήθως βρίσκονται σε σημεία ιδιομορφιών που μηδενίζουν διάφορους όρους. Particle Velocity [Ταχύτητα των σωματιδίων] Ακουστ. Η ταχύτητα ταλάντωσης των σωματιδίων (μικρές ποσότητες του μέσου διάδοσης και όχι απαραίτητα μόρια) του συνεχούς μέσου διάδοσης ενός ηχητικού κύματος. Particulate M a t t e r [Επιμερισμένα υλικά] Φυσ. Υλικά τα οποία δομούνται από επιμέρους πανομοιότυπα συστατικά που δεν είναι όμως στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους ώστε, να θεωρούνται ενιαία σύνολο. Τέτοιες ουσίες είναι το χώμα και τα αερολύματα που είναι διασκορπισμένα στον μολυσμένο αέρα. Parting 1 [Διαχώρισμα] Γεωλ Ένστρωση, μικρού πάχους και μεγαλύτερης έκτασης, που διαχωρίζει τα μεγαλύτερου πάχους επίπεδα στρώσεως πετρώματος ή συμπλέγματος πετρωμάτων. Parting 2 [Διαχωρισμός] Ομυκτ. Μηχανική ιδιότητα (όχι ιδιαίτερα συνήθης), ανάλογη με το σχισμό και τη θραύση, που παρουσιάζουν ορισμένα ορυκτά υπό την επίδραση τάσεων. Συνίσταται στη διαίρεση τους, με το σχηματισμό ενός λείου και ομαλού επιπέδου καιά τη κρυσταλλογραφική διεύθυνση δομικής αστάθειας, είτε λόγω του μεταξύ τους διαχωρισμού διδύμων κρυστάλλων είτε λώγω της επενέργειας διαφορετικών πιέσεων στο εσωτερικό του κρυστάλλου. Partition 1 [Διαμέριση] Μαθημ. Αλγεβρικά αναφερόμαστε στο χωρισμό ενός αντικειμένου ( ενός αριθμού, ενός συνόλου κτλ) σε ξένα μέρη. Partition 2 [Διαμέριση] Πλημ. Μέρος ενός μέσου αποθήκευσης, συγκεκριμένου μεγέθους, που προορίζεται για ειδική χρήση. Για παράδειγμα, το μέρος της μνήμης που χρησιμοποιείται για το λειτουργικό σύστημα ή για προγράμματα χρηστά') ν ή ο χώρος που δεσμεύεται για συγκεκριμένο πρόγραμμα. Partition 3 [Διαχωριστικό] Οικοδ. Κινητά χωρίσματα συναρμολογούμενα που χρησιμοποιούνται συνήθως σε χώρους γραφείου για τη διαμερισματοποίηση μιας αίθουσας. Μπορεί να καλόπτούν όλο το ύψος του χοόρου από το δάπεδο μέχρι την οροφή ή να σταματούν σε ένα χαμηλότερο επίπεδο δημιουργώντας ένα περιβάλλον ευχάριστο για τους εργαζόμενους στο χώρο. Partition C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία κατανομής] Αναϊ^Χημ. Χρωματογραφική μέθοδος διαχωρισμού μίγματος στα συστατικά του που βασίζεται στη διαφορά διαλυτότητας. Η κινητή βάση είναι υγρή, ενώ

Partition Coefficient

- 1032 -

η στατική φάση υγρό σε στερεό φορέα. Αν η μορφή ας, λόγο) του χρόνου που απαιτείται για την προμήθεια της στατικής φάσης είναι στήλη η τεχνική χαρακτηρί- του ανταλλακτικού όταν παρουσιαστεί ανάγκη αντικαζεται σαν χρωματογραφία κατανομής επί στήλης, ενώ τάστασης του εξαρτήματος. αν είναι σε χαρτί χαρακτηρίζεται σαν χρωματογραφία P a r t s List [Κατάλογος ανταλλακτικοί] Τεχ\>υλ. Κατάκατανομής επί χάρτου. λογος που προμηθεύει το χρήστη ο κατασκευαστής Partition Coefficient [Συντελεστής κατανομής] Χημ. ενός μηχανήματος που περιέχει όλα τα εξαρτήματα τα Σταθερά που συμβολίζεται συνήθως με K D και χαρα- οποία συνθέτουν το μηχάνημα με τους κο)δικούς του κτηρίζει την κατανομή στερεής ή υγρής ουσίας μεταξύ καθενός από αυτά, για να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωδύο υγρών που δεν αναμιγνύονται σε ορισμένη αναλο- ση που θα απαιτηθεί η προμήθεια του ανταλλακτικού γία. Ισούται με το λόγο των συγκεντρώσεων της διαλυ- ενός εξαρτήματος που καταστράφηκε. μένης ουσίας στην επάνω υγρή φάση προς τη συγκέ- P a r t y Line 1 [Γραμμή πάρτι] Επικοιν. Ειδικές τηλεφωνιντρωσή της στην κάτω φάση. Βοηθά στον υπολογισμό κές γραμμές που οι κάτοχοι τους απολαμβάνουν τηλετων αριθμό των απαιτούμενων εκχυλίσεων για τη με- φωνικές υπηρεσίες με ψηλό πάντα κόστος και συνήταφορά μιας υγρής ουσίας από ένα υγρό σε άλλο. θως με χρήση πολλαπλής συνομιλίας και άλλων ανάPartition Function [Συνάρτηση επιμερισμού] Φυσ. Η λογο) ν δυνατοτήτων και το περιεχόμενο τους επί του συνάρτηση που ορίζεται ως το άθροισμα των παραγό- παρόντος έχει να κάνει μόνο με προσωπικές σχέσεις. ντων Boltzmann P a r t y Line [Συνεταιρική γραμμή] Πλημ. Δίκτυο στο οποίο συνδέονται πολλοί χρήστες. P a r t y Line Bus [Διάδρομος συνεταιρικής γραμμής] e - V r Μια γραμμή επικοινωνίας στην οποία συνδέονται πολόπου Er η ενέργεια που χαρακτηρίζει την r προσιτή κα λές συσκευές και εξυπηρετούνται με προτεραιότητα. τάσταση και β σταθερά ανεξάρτητη από τη συγκεκρι- Party Problem [Πρόβλημα του πάρτι] Μαθημ. Πρόμένη προσιτή κατάσταση, όλων των προσιτών κατα- βλημα της συνδυαστικής που ζητά τον μικρότερο αριθστάσεων ενός μακροσκοπικού συστήματος. μό καλεσμένων ο')στε το πολύ κ να γνωρίζονται μεταξύ Partition Generating Function [Γεννήτρια συνάρτη- τους ή να είναι ανά λ άγνωστοι, γνωστό και σαν πρόση διαμέρισης] Μαθημ. Γεννήτρια συνάρτηση για μια βλημα της μεγίστης κλίκας. διαμέριση που ασχολήθηκαν οι Euler, Mac Mahon, P a r t y Wall [Μεσοτοιχία] Οικοδ. Ο τοίχος που καταHardy, Ramanujian, Rademacher, Honsbcrger κτλ σκευάζεται στο όριο δύο οικοπέδων σε διάταξη ώστε η Partition Of A Positive Integer [Διαμέριση ενός ακέ- οριογραμμή μεταξύ των δύο οικοπέδων να βρίσκεται ραιου αριθμού] Μαθημ. Κάποιος (θετικός) ακέραιος στο μέσο του πλάτους του τοίχου. μπορεί να αναλυθεί σε άθροισμα άλλων μικρότερων Parylene [Παρυλένιο] Ομγ.Χημ. Όρος που αντιστοιχεί θετικών ακέραιων και ο αριθμός αυτών των διαμερίσε- σε θερμοπλαστικά πολυμερή, παράγωγα του πων βρίσκεται με βάση γεννήτριες συναρτήσεις και η ξυλολίου, του τύπου [ - C l ^ C ^ C f y - ] , , . Χρησιμοποιείίδια η διαμέριση παράγεται επαναληπτικά και μάλιστα ται σαν φιλμ χωρίς πόρους και σε διηλεκτρικά. μπορεί να αναπαρασταθεί κατάλληλα από τα δέντρα με PASA [Συντομογραφικός όρος PAS Α ή PAS] Οργ.Χημ. ρίζα. Συντομογραφικός όρος για το π-αμινο-σαλικυλικό οξύ Partition Of A Set [Διαμέριση ενός συνόλου] Μαθημ. που έχει τύπο H2NC6H3(OH)COOH. Στερεή λευκή ουΧωρισμός ενός συνόλου σε υποσύνολα μη κενά, εξα- σία που αποσυντίθεται με θέρμανση, διαλυτή σε όξινα ντλητικά (καλύπτουν το σύνολο) και ξένα μεταξύ τους και βασικά διαλύματα. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική ανά δύο. Το πρόβλημα βρίσκει πολλές εφαρμογές και και τη βιομηχανία. στη γεωμετρία πχ σύνθεση εικόνας κτλ. Pascal [Πασκάλ] Μηχ. Μονάδα μέτρησης πιέσεων το Partition Of Unity [Διαμέριση της μονάδας] Μαθημ. μέγεθος της οποίας καθορίζεται από την άσκηση ενός Για ένα (Hausdorff) χώρο Χ η διαμέριση αυτή αποτε- φορτίου ενός νιούτον κατανεμημένο ομοιόμορφα σε λείται ένα σύνολο συναρτήσεων (ί|<}^καπό το Χ στο μια επιφάνεια ενός τετραγωνικού μέτρου. [0 1 ] ώστε σε κάθε σημείο του Χ μόνο ένα πεπερασμέ- Pascal 2 [Πασκάλ] Πλημ. Γλώσσα προγραμματισμού νο σύνολο από αυτές να είναι μη μηδενικές αλλά το υψηλού επιπέδου με πολύ δομημένη μορφή. Το όνομα άθροισμα όλων να είναι 1. της οφείλεται στον Γάλλο μαθηματικό Blaise Pascal. Partitioned Data Set [Διαμερισμένο σύνολο δεδομέ- Pascal Blaise (1623-1662) [Γάλλος μαθηματικός, φυσινων] Πλημ. Στη μνήμη άμεσης προσπέλασης, είναι το κός και φιλόσοφος] Μαθημ. Είναι θεμελιωτής της υσύνολο δεδομένων που έχει χωριστεί σε τμήματα με δροστατικής, ενώ μαζί με τον Fermat έβαλαν τα θεμέσκοπό την καλύτερη διαχείριση τους, για παράδειγμα λια της θεωρίας των πιθανοτήτων. σε τμήματα προγραμμάτων και σε τμήματα δεδομέ- Pascal Distribution [Κατανομή Πασκάλ] Μαθημ. Δεύνων. τερη ονομασία για την αρνητική διωνυμική κατανομή. Partitioned Display [Διαμερισμένη οθόνη] Πληρ. Η Pascal's Law [Νόμος του Πασκάλ] Μηχ.Ρευστ. Υδροοθόνη που μπορεί να χωριστεί οπτικά σε περισσότερα στατική αρχή για την πίεση ενός ρευστού περιορισμέτου ενός μέρη υπό τον έλεγχο του προγράμματος. νου εντός δοχείου μεταδίδεται ομογενούς σε κάθε του Partitioned File [Διαμερισμένο αρχείο] Πλημ. Ένα αρ- καθώς και των τοιχωμάτων του δοχείου. χείο αποθηκευμένο σε δίσκο που ενώ λογικά είναι ε- Pascal's T h e o r e m [Θεα')ρημα Πασκάλ] Μαθημ. ανά 2 νιαίο, στην πραγματικότητα βρίσκεται σε διαφορετικά οι απέναντι γραμμές ενός εξαγώνου (μη κανονικού) σημεία του δίσκου. τέμνονται πάνο) στην γραμμή Pascal και μπορούν να P a r t s Kit [Σετ ανταλλακτικών] Τεχνυλ. Ομάδα ανταλ- ληφθούν 60 συνδυασμοί άρα και 60 ευθείες. λακτικών ενός μηχανήματος για τα εξαρτήματα που Pascal's Triangle [Τρίγο)νο Πασκάλ] Μαθημ. Τρίγωνο φθείρονται γρήγορα για να έχει ο χρήστης στη διάθεσή που ανακάλυψε ο μαθηματικός Pascal φτιαγμένο από του πάντοτε έναν αριθμό ανταλλακτικών, ώστε να μη αριθμούς ώστε σε κάθε γραμμή να περιέχονται οι αντίδημιουργείται πρόβλημα καθυστέρησης της λειτουργί- στοιχοι κατά τάξη διωνυμικοί συντελεστές ενο) οι δια-

- 1033 γώνιες του αθροίζουν στην ακολουθία Fibonacci. Paschen - Bach Effect [Φαινόμενο Πάσεν-Μπαχ] Φυσ. Η επίδραση ενός ισχυρού μαγνητικού πεδίου στις ενεργειακές καταστάσεις του ηλεκτρονίου. Σε ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο η ενέργεια της μαγνητικής αλληλεπιδράσεως είναι ικανή να σπάσει την σύζευξη σπιν-τροχιάς που κρατά τα L και S ενωμένα ώστε να σχηματίζουν μια ολική στροφορμή J. Πήρε το όνομά της από τους Γερμανούς φυσικούς που το μελέτησαν. Paschen Series [Σειρά Paschen] Γεν. Μεταπτώσεις ηλεκτρονίων στο άτομο του υδρογόνου από ανώτερες ενεργειακά στιβάδες στη στιβάδα Μ (η=3). Οι μεταπτώσεις αυτές ελευθερώνουν λιγότερη ενέργεια από τις μεταπτώσεις της σειράς Balmer και συνοδεύονται με εκπομπή ενός φωτονίου που αντιστοιχεί στην υπέρυθρη περιοχή της ακτινοβολίας. P a s c h ' s Axiom [Αξίωμα Pasch] Μαθημ. Για 3 μη συνευθειακά σημεία (πχ κορυφές τριγώνου), μια ευθεία που περνάει από τα 2 σημεία αφήνει το άλλο σε κάποιο ημιεπίπεδο. Pasch's T h e o r e m [θεώρημα Pasch] Μαθημ. Θεώρημα που εγγυάται ότι για 4 σημεία Α, Β, Γ, Δ πάνω σε μια ευθεία αν τα Α, Β, Γ είναι σε σειρά και όμοια τα Β, Γ, Δ τότε το ίδιο συμβαίνει και με τα Α, Β, Δ. Pascoite [Πασκοϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βαναδικό ασβέστιο. Σχηματίζει πορτοκαλόχρωμους ή καστανοκίτρινους, ημιδιαφανείς και με υαλώδη ή αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 1,8. Pasiphae [Πασιφάη] Αστρον. Δορυφόρος του Δία, μικρός σε μέγεθος και αρκετά μακρινός σε απόσταση. Pass 1 [Πέρασμα] Αστρον. Ολόκληρος κύκλος τεχνητού δορυφόρου γύρω από τη Γη. Pass 2 [Πέρασμα] Πληρ. 1. Η εκτέλεση βρόγχου μια φορά. 2. Μία από τις επεξεργασίες προγράμματος κατά την μεταγλώττισή του. Pass Band [Ζώνη περάσματος] Ηλεκτρον. Το εύρος συχνοτήτων (συνεχές) που ένα φίλτρο επιτρέπει τη διάβαση. * 1 Passage [Διαδρομή] Πλοηγ. Η πλεύση που ακολουθεί ένα σκάφος για να φτάσει στον προορισμό του.. Passage 2 [Πέρασμα] Αστρον. Στιγμή που σηματοδοτεί διάβαση ενός ουράνιου σώματος από κάποιο σημείο παρατήρησης (λέγεται και Pass) πχ Meridian Passage (πέρασμα μεσημβρινού). Passage Bed [Μεταβατικό στρώμα] Γεωλ. Στρώμα κείμενο ενδιάμεσα μεταξύ δύο διαφορετικών γεωλογικών στρωμάτων με χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεταβατικού εξελικτικού σταδίου από το υποκείμενο στο υπερκείμενο. Passenger Ship [Επιβατικό πλοίο] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε πλοίο το οποίο έχει σχέδιασθεί και κατασκευαστεί με σκοπό τη μεταφορά επιβατών και ανάλογα με το μέγεθος του και οχημάτων. Passive [Παθητικός] Τεχνολ. Ότι δεν αποδίδει κέρδος (Gain) αλλά χρησιμοποιείται πχ σαν κύκλωμα μεταφοράς (με το ανάλογο κόστος). Passive C o m m u n i c a t i o n Satellite [Παθητικός επικοίνωνιακός δορυφόρος] *Επικοιν. Επικοινωνιακός δορυφόρος που τη στιγμή αυτή δεν έχει ρόλο την επικοινωνία με κάποιο γήινο σταθμό άμεσα αλλά εξυπηρετεί επικοινωνία άλλων δορυφόρων πιθανά με ενδιάμεση αποθήκευση δεδομένων κτλ. Passive Device [Παθητική συσκευή] Πληρ. Συσκευή

Password

που δεν ξεκινά την επικοινωνία με άλλες συσκευές, αλλά απλώς αποκρίνεται σε προσκλήσεις για επικοινωνία με άλλες συσκευές. Passive E a r t h P r e s s u r e [Παθητικές ωθήσεις γαιών] Πολ. Μηχ. Οι ωθήσεις που το έδαφος ασκεί σε έναν τοίχο αντιστήριξης στη θεωρητική περίπτωση αστοχίας της διατμητικής αντοχής του εδάφους λόγω κατακόρυφων φορτίσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση επέρχεται θραύση του εδαφικού όγκου κατά το μήκος μιας κεκλιμένης επιφάνειας ως προς ένα οριζόντιο επίπεδο και ασκούνται πρόσθετες πιέσεις στον τοίχο αντιστήριξης. Passive Electronic C o u n t e r m e a s u r e s [Παθητικά ηλεκτρονικά αντίμετρα] Ηλεκτρον. Σύστημα προστασίας που ελέγχει μήπως και κάποιος παρείσακτος εισβάλλει στο χώρο ελέγχου πχ λογισμικό που στέκεται στη μνήμη ελέγχοντας τα σημεία εισόδου (οδηγούς δίσκων, πόρτες και μνήμη, κτλ) για ιούς και Trojan Horses. Passive Element [Παθητικό στοιχείο] Ηλεκ. Το στοιχείο ηλεκτρικού κυκλώματος που καταναλώνει ή απορροφά ισχύ όταν ηλεκτρικό ρεύμα εισέρχεται στο στοιχείο από το θετικό του ακροδέκτη και εξέρχεται από τον αρνητικό. Passive Filter [Παθητικό φίλτρο] Επικοιν. Φίλτρο από παθητικά στοιχεία πχ αντιστάσεις, Passive Fire Protection [Παθητική πυροπροστασία] Οικοδ. Μέτρα που λαμβάνονται σε μια οικοδομή κατά τη διάρκεια της ανέγερσης της μέσω μιας διαδικασίας επιλογής βραδύκαυστων υλικών ούτως ώστε σε περίπτώση εκδήλωσης μιας πυρκαγιάς να περιοριστεί η ταχύτητα εξάπλωσής της. Passive J a m m i n g [Παθητική ζεύξη] Επικοιν. Προστασία μετάδοσης του σήματος σε διάφορες περιπτώσεις που επιτυγχάνεται με διάφορα μέσα. Μπορεί να ξεκινήσει από θωράκιση για ηλεκτρονική αντιπαρεμβολή και εισαγωγή θορύβου και να φτάσει ειδικές τεχνικές για προστασία διαφόρων ειδών κυμάτων με πολλές εφαρμογές. Passive Network [Παθητικό δίκτυο] Ηλεκτρ. Δίκτυο που εξυπηρετεί (πιθανά προσωρινά) μεταφέροντας φορτίο. Passive R a d a r [Παθητικό ραντάρ] Επικοιν. Ραντάρ που απλά ελέγχει μια περιοχή αλλό δεν συνδέεται με σύστημα αναγνώρισης στόχων, Passive Resistance [Παθητική αντίσταση] Πολ. Μηχ. —» Passive Earth Pressure. Passive System [Παθητικό σύστημα] Ηλεκτρον. Είναι ένας γενικότερος όρος που χαρακτηρίζει κάθε ηλεκτρικό σύστημα που καταναλώνει ενέργεια για κάποια λειτουργία χωρίς όμως το ίδιο να παράγει καμιάς μορφής ενέργεια. Passive T r a n s d u c e r [Παθητική διάταξη μετατροπής] Ηλεκτρον. Ονομάζεται κάθε ηλεκτρική διάταξη χωρίς εσωτερική πηγή ενέργειας που μεταφέρει κάποια ποσότητα ενέργειας από ένα σύστημα σε ένα άλλο. P a s s t h r o u g h [Διάσχιση] Πλ,ηρ. Η διαδικασία που επιτρέπει σε ένα χρήστη να επικοινωνεί με ένα δεύτερο υπολογιστή μέσω του υπολογιστή με τον οποίο βρίσκεται ήδη συνδεδεμένος, Password [Κωδικός πρόσβασης] Πληρ. 1. Η δημιουργία ενός κωδικού με συγκεκριμένο αριθμό χαρακτήρων γνωστό μόνο από το χρήστη με σκοπό την προστασία ενός αρχείου. Σε μια τέτοια περίπτωση ενός κειμένου προστατευμένου με έναν κωδικό πρόσβασης, για να εμφανιστεί το αρχείο στην οθόνη επιβάλλεται η

- 1034 -PecticAcid πληκτρολόγηση του κωδικού. 2. Ακολουθία χαρακτήρων, γραμμάτων και αριθμών, μοναδική για κάθε νόμιμο χρήστη, η οποία τον νομιμοποιεί να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή ή μέρος του εξοπλισμού του. Past 1 [Παρελθόν] Γεν. Αναφέρεται στον παρελθόντα χρόνο. Past 2 [Παρελθόν] Φυσ. Σε ένα διάγραμμα Minkowski οποιαδήποτε κοσμική γραμμή με ταχύτητα μικρότερη από την ταχύτητα του φωτός. Paste [Κόλλα] Υλικ. Πρόκειται για ουσία, συνθετική ή απλώς μίγμα νερού και άλλου υλικού όπως για παράδειγμα το αλεύρι, η οποία χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση κομματιών χαρτιού, χαρτονιού, πλαστικών, μικρών ξύλων και γενικά σχετικώς ελαφρών αντικειμένων. Pasteur Louis (1822-1895) [ΠαστέρΛουδοβίκος]^//. Διάσημος Γάλλος χημικός και βιολόγος ιδρυτής της επιστήμης της μικροβιολογίας και εφευρέτης της τεχνικής της παστερίωσης και του εμβολιασμούς διαφόρων ασθενειών. Ασχολήθηκε επίσης με διάφορες ζυμώσεις, όπως την αλκοολική ζύμωση και τη γαλακτική ζύμωση. Ανακάλυψε επίσης την εναντιοϊσομέρεια στην Οργανική Χημεία. Pasteur Salt Solution [Διάλυμα άλατος Παστέρ] Αναλ. Χημ. Αντιδραστήριο της αναλυτικής χημείας που περιέχει φωσφορικό κάλιο, φωσφορικό ασβέστιο, θειικό μαγνήσιο και τρυγικό αμμώνιο σαν διαλυμένες ουσίες σε νερό. Pasteurisation [Παστερίωση] Τεχν.Τροφ. Θερμική κατεργασία ενός υγρού (π.χ. του γάλακτος) σε θερμοκρασία 55-70°C με σκοπό την καταστροφή των βακτηρίων, χωρίς όμως καταστροφή της σύστασης, της γεύσης ή της θρεπτικής αξίας του υγρού. Ονομάστηκε έτσι από το διάσημο χημικό και βιολόγο Louis Pasteur, που ανακάλυψε τη διαδικασία αυτή το 1865. Η παστερίωση του γάλακτος γίνεται σε θερμοκρασία 63°C για 30' ακολουθούμενη από ταχεία ψύξη και αποθήκευση σε θερμοκρασία μικρότερη από 10°C. Εφαρμόζεται επίσης σε αλκοολούχα ποτά, όπως το κρασί ή η μπύρα. Pasteurise [Παστεριώνω] Τεχν. Τμοφ. Εκτελώ τη διαδικασία της παστερίωσης, θερμικής κατεργασίας ενός υγρού (π.χ. του γάλακτος) σε θερμοκρασία 55-70°C με σκοπύ την καταστροφή των βακτηρίων, χωρίς όμως καταστροφή της σύστασης, της γεύσης ή της θρεπτικής αξίας του υγρού. Pasteuriser [Παστεριωτής] Τεχν. Τμοφ. Συσκευή παστερίωσης ενός υγρού (π.χ. του γάλακτος), θερμικής κατεργασίας με σκοπό την καταστροφή των βακτηρίων, χωρίς όμως καταστροφή της σύστασης, της γεύσης ή της θρεπτικής αξίας του υγρού. Pasteurizer [Αποστειρωτής] Μηχ. Ονομάζεται η διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για την αποστείρωση διαφόρων υγρών, δηλαδή την εξόντωση όλων των βλαβερών βακτηριδίων από αυτά, με την υποβολή τους σε υψηλές θερμοκρασίες για συγκεκριμένα, ανάλογα με την ουσία, χρονικά διαστήματα. Patch [Μπάλωμα, Διόρθωση] Πλημ. Αποσπασματικός κώδικας προγράμματος που διορθώνει, με γρήγορο τρόπο, ένα σφάλμα που διαπιστώθηκε σε άλλο πρόγραμμα. Patch Panel [Διόρθωση πίνακα] Πλημ. Panel Patching [Μερεμέτι] Οικοδ. Οι εργασίες κάλυψης των ατελειών που εμφανίζει η επιφάνεια ενός σκυροδέματος μετά την αφαίρεση του ξυλοτύπου με κονίαμα.

Patent [Πιστοποιητικό ευρεσιτεχνίας] Τεχνολ. Έγγραφο που εκδίδεται από θεσμοθετημένες οργανώσεις, μέσω του οποίου πιστοποιείται η πρωτοτυπία μιας ανακάλυψης και εξασφαλίζει με νομική κατοχύρωση τα δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης του νέου προϊόντος που μπορεί να είναι μια υλική η και πνευματική δημιουργία. Path 1 [Μονοπάτι] Μαθημ. Eta 2 σημεία α, β ένα μονοπάτι γ είναι μη συνεχής καμπύλη που τα συνδέει ώστε γ(α) να είναι το αρχικό και γ(β) το τελικό. Path 2 [Μονοπάτι] Πλημ. 1. Η λογική ακολουθία των εντολών που εκτελέστηκαν σε ένα πρόγραμμα με δεδομένες τιμές παραμέτρα)ν. 2. Η σειρά των εγγραφών και των μεταξύ αυτών λογικών συνδέσεων που προσπελάθηκαν σε ένα σύστημα βάσεων δεδομένων, για να εντοπιστεί η ζητούμενη πληροφορία κατά τη διάρκεια μιας επεξεργασίας. P a t h Analysis [Ανάλυση μονοπατιού] Στατ. Τεχνική εύρεσης του βέλτιστου δρόμου που συναντιέται στη στατιστική ανάλυση χρονοκαθυστερήσεων και κατασκευή μοντέλων δρομολόγησης αξιοποιώντας και μεθόδους της θεωρίας γραφημάτων (με βάρη). P a t h Attenuation [Εξασθένηση δρόμου] Επικοιν. Εξασθένηση κατά μήκος μίας γραμμής. P a t h Coefficients Method [Συντελεστής δρόμου] Στατ. Μέθοδος που βρίσκει την κατάλληλη μεταβλητή στην πολλαπλή μερική παλινδρόμηση ελέγχοντας τη στατιστικά η σημαντικότητα όλων των μεταβλητών που βρίσκονται εκτός μοντέλου σε μια δεδομένη στιγμή. P a t h Connected Space [Χώρος συνεκτικό κατά δρόμο] Μαθημ. Για κάποιον τοπολογικό χώρο αρκεί για κάθε 2 σημεία του α, β να υπάρχει μια συνεχής συνάρτηση φ από το [0, 1] στον Χ ώστε φ(0) = α και φ(1) = β. Ένας συνεκτικός χώρος είναι και συνεκτικός κατά δρόμο ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει. P a t h Difference 1 [Διαφορά δρόμου] Τεχνολ. Καθορισμός χρωματικής διαφοράς για εμφάνιση ενός σημείου μιας εικόνας ώστε να μην προκαλείται παρεμβολή. Path Difference 2 [Διαφορά οπτικών δρόμων] Κρυσταλλ Η διαφορά των δρόμων που ακολουθούν οι ακτίνες (έκτακτη και τακτική) όταν αυτές κινούνται μέσα στον κρύσταλλο και οφείλεται στην δομή του κρυστάλλου. Path Finder [Ερευνητής δρόμου] Τεχνολ. 1. Μηχάνημα που έχει σκοπό την εξερεύνηση ενός τόπου για μετέπειτα επιστημονική αξιοποίηση. 2. Λογισμικό που ελέγχει όλες τις πιθανές περιπτώσεις αν ο αριθμός τους είναι πεπερασμένος ή χρησιμοποιεί διάφορες ευρετικές "έξυπνες" λογικές για εύρεση κατάλληλου μονοπατιού (συνήθως έχει να κάνει με συνδυαστική και γραφήματα). P a t h Integral [Ολοκλήρωμα μονοπατιού] Μαθημ. Ολοκλήρωμα κατά μήκος ενός δρόμου (μονοπατιού) γνωστό και σαν ολοκλήρωμα γραμμής που συνήθως εκφέρεται και παραμετρικά. P a t h Length [Μήκος μονοπατιού] Μαθημ. Αριθμός κορυφών ενός μονοπατιού πάνω σε κάποιο γράφημα. Path Of Totality [Δρόμος ολικότητας] Αστρον. Διαχωριστική γραμμή που εισάγει στην περιοχή πλήρους έκλειψης (από αυτή της μερικής έκλειψης). P a t h wise Connected Set [Σύνολο συνεκτικό κατά δρόμο] Μαθημ. Δες Path Connected Space. Patientia [Πατιέντια] Αστρον. Διαφορετική ονομασία του αστεροειδούς 451. Είναι μεγέθους τύπου C, φαινό-

- 1035 μενού πλάτους 11,5 και με διάμετρο 281 Km. Patina [Όρφνωση] Μεταλλ. Γνωστή και με τον όρο πατίνα, ονομάζεται η διαδικασία επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με θερμοχημική επεξεργασία, για την παραγωγή ενός λεπτότατου στρο')ματος τεχνητής οξείδωσης, προκειμένου να την προστατεύσει από τη φυσική οξείδωση, δηλαδή τη σκουριά. Patio [Εσωτερική αυλή] Αμχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας πλακόστρωτος ανοικτός χώρος, ακριβώς δίπλα ή και ακόμη στο εσωτερικό ενός σπιτιού, ο οποίος χρησιμοποιείται ως αυλή. Patio Door [Συρόμενη πόρτα τζαμαρίας] Οικοδ. Σε μια τζαμαρία που οδηγεί σε βεράντα το τμήμα της τζαμαρίας που ανοίγει με ένα συρόμενο μηχανισμό. Patronite [Πατρονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο βανάδιο. Σχηματίζει μολυβδόφαιους ή μελανόχρωμους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8. P a t t e r n [Πρότυπο] Μαθημ. Μοντέλο αντικειμένου που ελέγχει ως προς την ομοιότητα η διαδικασία ταιριάσματος. Αυτή μπορεί να είναι στατιστική οπότε βασίζεται συνήθως σε υπολογιστές αλλά και αναλυτική οπότε η χρήση υπολογιστών απλά βοηθά. P a t t e r n Analysis [Ανάλυση μορφής] Πλημ. Φάση της διαδικασίας αναγνώρισης μορφής, κατά την οποία αξιοποιούνται οι γνωστές πληροφορίες, σχετικά με το υπό διερεύνηση ερώτημα, για να οδηγήσουν στη συγκέντρωση δεδομένων για τις μορφές ή τις κατηγορίες μορφών και στη συνέχεια εφαρμόζονται τεχνικές ανάλυσης δεδομένων με σκοπό να αποκαλυφθεί η μορφή που βρίσκεται μέσα στα δεδομένα. P a t t e r n F o r m a t i o n [Σχηματισμός προτύπου] Μαθημ. Τα πρότυπα συνήθως παράγονται από πολύ απλούστερες δομές αλγεβρικές ή γεωμετρικές ώστε να μπορεί εύκολα να εξεταστεί και η αναπαραγωγή. Πάντως υπάρχουν και πρότυπα που χαρακτηρίζονται μη υπολογίσιμα. P a t t e r n G e n e r a t o r [Γεννήτρια προτύπων] Μαθημ. Μηχανισμός ανάλυσης και σύνθεσης αντικειμένων μέσα από γεωμετρικές ή αλγεβρικές ιδιότητες τους με χρήση στατιστικών πολλές φορές μεθόδων. P a t t e r n M a t c h i n g [Ταίριασμα προτύπων] Μαθημ. Χρήση στατιστικών μεθόδων (Κ μέσοι, ασαφείς λογικές και τοπολογίες, ταξονομία κτλ) ή και ευρετικών αλγόριθμων για να αποδειχθεί ταύτιση με ένα πρότυπο. P a t t e r n Recognition 1 [Αναγνώριση μορφής] Πλημ. Η άμεση αναγνώριση σχημάτων, μορφών ή και σχηματισμών με χρήση υπολογιστή. P a t t e r n Recognition 2 [Αναγνώριση προτύπων] Στατ. Αναγνώριση ενός αντικειμένου με στατιστικές μεθόδους μέσα από μια βάση προτύπων. Θεωρείται περισσότερο υπολογιστική μέθοδος που στηρίζεται σε καλή χρήση των κ- στατιστικών και έχει ευρεία εφαρμογή σε μια σειρά μεθόδων. P a t t e r n 3 [Πρότυπο] Τεχνολ. Ένα σχήΡ α π ο υ αποτελεί το βασικό δείγμα για τη δημιουργία όμοιων αντιγράφων με τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις και ιδιότητες. P a t t e r n Sensitive F a u l t [Σφάλμα από μορφές] Σφάλμα που προκαλείται όταν στα δεδομένα εντοπιστούν συγκεκριμένες μορφές. Pauli Exclusion Principle [Απαγορευτική αρχή Pauli] Χημ. Αρχή που προτάθηκε το 1926 από τον Wolfgang Pauli για την εξήγηση περίπλοκων χαρακτηριστικών

Pectic Acid

των φασμάτων εκπομπής των ατόμων σε μαγνητικά πεδία. Σύμφωνα με την αρχή αυτή: "Δύο ηλεκτρόνια δεν μπορεί να έχουν και τους τέσσερις κβαντικούς αριθμούς ίδιους". Επειδή οι δυνατές τιμές του είναι μόνο δύο (1/2 και -1/2) η απαγορευτική αρχή του Pauli λαμβάνει και την εξής διατύπωση: "Μόνο δύο ηλεκτρόνια μπορούν να καταλάβουν το ίδιο τροχιακό και τα δύο αυτά ηλεκτρόνια θα πρέπει να έχουν αντίθετα spin". Λόγω αυτού του περιορισμού των δύο ηλεκτρονίων ανά τροχιακό, η χωρητικότητα κάποιας υποστιβάδας σε ηλεκτρόνια βρίσκεται απλά, αν πολλαπλασιάσουμε των αριθμό των τροχιακών της επί 2. Pauli g-Permanence Rule [Διατήρηση των g συντελεστών] Ατομ 4>υσ. Στην L-S σύζευξη τα αθροίσματα των g συντελεστών, είτε αναφερόμαστε σε ασθενές πεδίο είτε σε ισχυρό πεδίο, για συγκεκριμένα L, S και Mj πρέπει να είναι ίσα. Pauli Wolfgang (1900-1958) [Φυσικός Pauli Wolfgang] Φυσ. Ελβετός φυσικός γεννημένος στη Βιέννη, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ. Έγινε γνωστός για την απαγορευτική του αρχή στην κβαντομηχανική, που διατύπωσε το 1925 και σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να υπάρχει σε ένα άτομο ηλεκτρόνια με ίδιους τους τέσσερις κβαντικούς αριθμούς. Διατύπωσε επίσης την υπόθεση ύπαρξης του νετρίνου το 1930. Καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης από το 1928. Βραβέφτηκε με Νόμπελ το 1945 για την ομώνυμη απαγορευτική αρχή. Pauling Linus (1901-1994) [Χημικός και βιολόγος Pauling Linus] Χημ. Αμερικανός θεωρητικός χημικός και βιολόγος από τους σημαντικότερους του εικοστού αιώνα, ένας από τους λίγους που τιμήθηκε με δύο βραβεία Νόμπελ, το 1954 (Χημείας, για μελέτες που αφορούσαν τις δυνάμεις μεταξύ μορίων) και το 1962 (Ειρήνης, για την εναντίωσή του στις πυρηνικές δοκιμές). Η μεγαλύτερή του συνεισφορά στην επιστήμη ήταν στην κατανόηση του ομοιοπολικού δεσμού και της δομής των μορίων με βάση τις αρχές της κβαντομηχανικής. Θεμελίωσε επίσης την ηλεκτραρνητικότητα των ατόμων σε κλίμακα 0-4,0. Ασχολήθηκε επίσης με τη δομή των αμινοξέων και των πρωτεϊνών, καθώς επίσης και με την Ιατρική. Pause [Παύση] Ακουστ. Είναι μία εντολή που διαθέτουν ορισμένες ηλεκτρονικές συσκευές, όπως για παράδειγμα ένα μαγνητόφωνο, με την οποία διακόπτεται προσωρινά η λειτουργία εγγραφής ή αναπαραγωγής του ήχου ή της εικόνας από τις ανάλογες μαγνητοταινίες, που έχουν μέσα τους εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή που θα δοθεί η εν λόγω εντολή. Pavement 1 [Δάπεδο] Οικοδ. Σκληρή επιφάνεια που διαμορφώνεται από υλικά υψηλής αντοχής όπως σκυρόδεμα ή πλακάκια ή τσιμεντόπλακες και δημιουργούν συνθήκες κατάλληλες για την κυκλοφορία οχημάτων ή πεζών. Pavement 2 [Οδόστρωμα] Οδοπ. Οι στρώσεις που διαμορφώνουν την τελική επιφάνεια του καταστρώματος ενός δρόμου και εξασφαλίζουν συνθήκες κατάλληλες για την κυκλοφορία των οχημάτων. P a v e m e n t Light [Φεγγίτης υπογείου] Οικοδ. Σε ένα υπόγειο, κουφώματα τοποθετημένα στον περιμετρικό τοίχο ακριβώς κάτω από το επίπεδο της οροφής και εξασφαλίζουν το φυσικό φωτισμό του υπογείου. Από τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο αυτά τα κουφώματα βρίσκονται στο επίπεδο του πεζοδρομίου. P a v e r [Διαστρωτήρας] Οδοπ. Εξοπλισμός εργοταξίου

Pavilion

- 1036-

που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση υλικών πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια ως επένδυση. Pavilion [Κιόσκι] Αρχ. Πρόκειται για μία προσωρινή κατασκευή, συνήθως εντός εκθεσιακών χώρων, για διακοσμητικούς ή άλλους λόγους, η οποία αποτελείται από ελαφρά και απλά υλικά όπως είναι οι υφασμάτινες τέντες. Paving [Επίστρωση] Οικοδ. Η εργασία επένδυσης του καταστρώματος μιας οδού, ενός πεζοδρομίου ή ενός πεζόδρομου με τσιμεντόπλακες, κυβόλιθους, άσφαλτο ή πλάκες σκυροδέματος. P a r i n g Brick [Πλακίδια] Οικοδ. Πλάκες από κεραμικό που χαρακτηρίζονται από αυξημένη αντοχή και σκληρότητα οι οποίες χρησιμοποιούνται για την επένδυση ενός δαπέδου. Pavo [Ταώς] Αστρον. Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται βόρια του Οκτάντα και νότια του Τηλεσκοπίου. Πρωτοανακαλύφθηκε το 1603 μ.Χ. από τον Johann Bayer. Pavonite [Παβονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο βισμούθιο, μόλυβδο, άργυρο και χαλκό. Σχηματίζει μολυβδόφαιους ή λευκούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,5. Pay Television [Τηλεόραση συνδρομητική] Επικοιν. Τηλεόραση που παρέχει συνδρομητικές υπηρεσίες επ' αμοιβή όπως η καλωδιακή. Στη νέα μορφή On Demand (με ζήτηση), η χρέωση μπορεί να γίνει με το χρόνο χρήσης ή με διάφορες άλλες μορφές χρέωσης. Payload [Ωφέλιμο φορτίο] Μηχ. Ονομάζεται το τμήμα εκείνο του συνολικού επιτρεπόμενου βάρους ενός μεταφορικού οχήματος, το οποίο αντιστοιχεί στο βάρος των ανθρώπων ή των αντικειμένων που το όχημα μεταφέρει. Payoff M a t r i x [Πίνακας πληρωμών] Στατ. Πίνακας που συναντιέται στη θεωρία παιγνίων και περιγράφει την κατανομή χρημάτων μεταξύ των παικτών. P b [Σύμβολο μόλυβδου] Χημ. Αυτός έχει ορισθεί να είναι ο συμβολισμός του χημικού στοιχείου του μολύβδου στον περιοδικό πίνακα. Ρ Band [Ζώνη Ρ] Επικοιν. Τμήμα του φάσματος ραδιοσυχνοτήτων που εκτείνεται από τα 220 ως τις 390 MHz. p-Block Elements [Στοιχεία ρ-τομέα] Χημ. Περιλαμβάνει τα στοιχεία των ομάδων 13-18 (IIIA-VIIIA). Π. χ. τα στοιχεία ι^ΑΙ και jgAr, που και τα δύο ανήκουν στην 3η περίοδο του Π.Π. Κατά μήκος του τομέα ρ μιας συγκεκριμένης περιόδου του Π.Π. (π.χ της 3* περιόδου) συμπληρώνεται η υποστιβάδα ηρ, μέχρις ότου να φθάσουμε στη δομή ns2 np6, που αντιστοιχεί σε ευγενές αέριο. Οι διαμορφώσεις των υποστιβάδων, που αποτελούν τη λεγόαενη στιβάδα σθένους του τομέα ρ του Π.Π. είναι: ns npx (x=l-6). Οι ομάδες που περιλαμβάνει ο ρ-τομέας του Π.Π. είναι 6, αφού οι υποστιβάδες τύπου ρ χωράνε 6 συνολικά ηλεκτρόνια. P-Branch [Κλάδος Ρ] Φυσ. Σε ένα περίστροφοδονητικό φάσμα είναι ο κλάδος που ορίζεται για AJ=-1 και για AV=1, δηλαδή από μια περιστροφική κατάσταση J μιας δονητικής κατάστασης V μεταβαίνουμε στην αμέσως επόμενη δονητική (V+1) αλλά στην (J-1) περιστροφική της κατάσταση. ΡΒΧ Access Line [Γραμμή σύνδεσης ΡΒΧ] Επικοιν. Η γραμμή τύπου Ε&Μ που συνδέει το ΡΒΧ με τη συσκευή ή η γραμμή προς ένα άλλο ΡΒΧ.

ΡΒΧ Box [Κουτί ΡΒΧ] Επικοιν. Το σύνηθες (πια) είδος τηλεφωνικού κέντρου που βρίσκεται στη μεριά του χρήστη. Συναντιέται και σαν ΡΑΒΧ (Α για το αυτόματο -Automatic) και στην ISDN τεχνολογία μπορεί να συνδέει όλες τις ψηφιακές υπηρεσίες στο ίδιο κέντρο χωρίς επιπλέον κόστος. Ρ Cygni S t a r [Αστρο Ρ κύκνου] Αστρον. Κλάση μεταβλητού καινοφανούς αστέρα (Νόβα) που φαίνονται να κατέχουν ένα εσωτερικό κέλυφος ενώ την ίδια στιγμή το εξωτερικό τους περίβλημα διαστέλλεται επίσης. P d [Σύμβολο παλλάδιου] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός του στοιχείου του παλλάδιου όπως έχει ορισθεί από τον περιοδικό πίνακα. PDEs Of Elliptic Type [Μερικές διαφορικές εξισώσεις ελλειπτικού τύπου] Μαθημ. Για μια μερική διαφορική εξίσωση 2' κ τάξης αρκεί (δες Partial Differential Equation) να είναι AC - Β2 >0 και για περισσότερες διαστάσεις η αντίστοιχη τετραγωνική μορφή να είναι θετικά ορισμένη. Πολλή έρευνα γίνεται στην περιοχή των χώρων Sobolev της συναρτησιακής ανάλυσης και τη θεωρία κατανομών. PDEs Of Hyperbolic Type [Μερικές διαφορικές εξισώσεις υπερβολικού τύπου] Μαθημ. Για μια διαφορική εξίσωση 2^ τάξης αρκεί η χαρακτηριστική εξίσωση της αντίστοιχης εξίσωσης να έχει 2 διακριτές πραγματικές ρίζες. ΙΟ,ασσικά παραδείγματα (δονούμενη χορδή, δονούμενη μεμβράνη, μετάδοση ήχου κτλ). Peak [Κορυφή] Γεωλ. Πρόκειται για το υψηλότερο υψομετρικά σημείο, ως προς το ίδιο επίπεδο αναφοράς, ενός βουνού ή ενός λόφου. P e a k Amplitute [Μέγιστη τιμή] Φυσ. Πρόκειται για τη μέγιστη θετική τιμή που μπορεί να πάρει μια περιοδική ποσότητα σε χρόνο μιας περιόδου. P e a k Attenuation [Εξασθένηση κορφής] Επικοιν. Φαινόμενο όπου μπορεί ενώ ένα σήμα μπορεί να έχει μια συνεχή ροή αρκετά ψηλή δεν μπορεί να πετύχει μια (σταθερή) βέλτιστη τιμή. Peak C u r r e n t [Ύψος κύματος] ΑνσλΧημ. Όρος της βολταμετρίας που εμφανίζεται σε ένα διάγραμμα i-V και αντιστοιχεί στην οριακή τιμή του ρεύματος μετά από συνεχή αύξησή του, καθώς το δυναμικύ πηγαίνει σε πιο αρνητικές τιμές. Peak Distortion [Παραμόρφωση κορφής] Επικοιν. Παραμόρφωση σήματος εξαιτίας ακραίων τιμών πχ λόγω ψηλών αρμονικών. P e a k Load 1 [Μέγιστη απόδοση] Τεχνολ. Το μέγιστο φορτίο που είναι δυνατόν να μετακινήσει ένα μεταφορικό μέσο κατά τη διάρκεια της μονάδας χρόνου. Peak Load 2 [Μέγιστο φορτίο] Ηλεκ. Η μέγιστη τιμή φορτίου που περνά από τη διατομή του αγωγού ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. P e a k Power 1 [Μέγιστη ισχύς] Ηλεκ. Η μέγιστη ισχύς που παρέχεται στο φορτίο μιας πραγματικής πηγής τάσεως ή ρεύματος όταν η αντίστασή του ισούται με την εσωτερική αντίσταση της πηγής. Peak Power 2 [Μέγιστη ισχύς] Ηλεκτρον. Η μέγιστη ισχύς που μεταφέρεται από ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Peak Signal Level [Επίπεδο κορυφής σήματος] Επικοιν. II ψηλότερη τιμή (πλάτος) ενός σήματος. Peak To Peak [Από κορυφή σε κορυφή] Επικοιν. Ηλεκτρονικό χαρακτηριστικό για τις αποστάσεις μεταξύ κορυφών του σήματος. Peak To P e a k Amplitude [Πλάτος απύ κορυφή σε

- 1037 κορυφή] Φυσ. Η διαφορά μεταξύ μέγιστης και ελάχιστης τιμής μεγέθους ημιτονοειδούς μορφής, που αντιστοιχούν σε ακραίο μέγιστο και ακραίο ελάχιστο σημείο της καμπύλης του αντίστοιχα. Peak To Valley Ratio [Ποσοστό κορυφής κοιλάδας] Επικοιν. Λόγος των 2 ακραίων τιμών (που δεν απεικονίζει όμως το πλάτος του σήματος). Peak W i d t h [Εύρος κορυφής] Αναλ,Χημ. Βασικός χρωματογραφικός όρος που σχετίζεται με την απόσταση μεταξύ των σημείων τομής της γραμμής βάσης του χρωματογραφικού διαγράμματος και των εφαπτόμενων στα σημεία καμπής των πλευρών της κορυφής. Συμβολίζεται με το w. Peaked Roof [Μυτερή σκεπή] Αμχ. Σκεπή που διαμορφώνεται από κεκλιμένα επίπεδα τα οποία δημιουργούν στο ανώτερο σημείο μια αιχμή η μια οριζόντια ακμή. P e a n o Arithmetic [Αριθμητική Πεανό] Μαθημ. Η θεωρία αριθμών μέσα από τα αξιώματα Peano και την δίτιμη λογική. Peano C o n t i n u u m [Συνεχές Πεανό] Μαθημ. Μετρικός χώρος που είναι συμπαγής, τοπικά συνεκτικός και συνεκτικός. Σύμφωνα με κάποιο θεώρημα αν ο χώρος Χ είναι συνεχές Peano τότε το δυναμοσύνολο του είναι ο κύβος του Hilbert. Peano C u r v e [Καμπύλη Πεανό] Μαθημ. Φράκταλ καμπύλη του επιπέδου που μπορεί να καλύψει όλο το χώρο ή όλο το επίπεδο. Peano Space [Χώρος Πεανό] Μαθημ. Ένας χώρος Hausdorff λέγεται Peano αν και μόνο αν είναι συμπαγής, συνεκτικός, τοπικά συνεκτικός και μετρικοποιήσιμος. P e a n o ' s Postulates [Αξιώματα Πεανό] Μαθημ. 1. Το 0 είναι ακέραιος (φυσικός). 2. Για κάθε φυσικό ν εκτός από το 0, το ν - 1 είναι ακέραιος και μάλιστα μοναδικός. 3) Επαγωγή (αν σε ένα αριθμοσύνολο περιέχονται το 0 και για κάθε αριθμό ο προηγούμενος του τότε περιέχονται όλοι οι αριθμοί). Peano's T h e o r y [Θεωρία Πεανό] Μαθημ. Ο Πεανό έδειξε χρησιμοποιώντας τα θεωρήματα ισοσυνέχειας των Arzcla Ascoli και Weierstrass ότι μια-συνάρτηση f (x, y(x)) στο συμπαγές διάστημα D = [x,, - a, χ<, + a] ' [y0 - b, y0 + b] όπου a, b >0 ότι το πρόβλημα αρχικών τιμών γ = f(x, y(x)) έχει μοναδική λύση στο διάστημα [χ0 - ε, Χο + ε] όπου ε = min {a, b/ d } και d = sup |f(x, y(x))| στο D. P e a n u t Oil [Αραχιδέλαιο] Υλικ. Είναι το λάδι που εξάγεται από τον καρπό της φιστικιάς, έχει χρώμα από πράσινο έως κιτρινωπό και χρησιμοποιείται στην ιατρική και στη μαγειρική ως υποκατάστατο του ελαιόλαδου. Pearcite [Πεαρκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αρσενικό και άργυρο. Σχηματίζει μελανούς, αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,1.

P e a r l [Μαργαριτάρι] Υλικ. Είναι πολύτιμος λίθος, με χρώμα λευκό, ο οποίος σχηματίζεται με τη συγκέντρωση παράλληλων αποθέσεων μαργάρου γύρω από μικρό ξένο σώμα το οποίο έχει διεισδύσει μέσα σε ένα θαλάσσιο μαλάκιο. Η ποιότητα των μαργαριταριών προσδιορίζεται ανάλογα με τη λάμψη τους, το μέγεθος τους και τη διαύγειά τους. Έχουν μεγάλη εμπορική αξία και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων.

Pectic Acid

P e a r s o n ' s Chi S q u a r e d Test [Τεστ χ 2 του Pearson] Στατ. Το γνωστό τεστ του χ 2 που στηρίζεται στη διαφορά παρατηρούμενων και αναμενόμενων τιμών παρατηρήσεων. Pearson's Coefficient [Συντελεστής Pearson] Στατ. Ο γνωστός συντελεστής συσχέτισης, δες και Correlation coefficient. P e a r s o n ' s Type Distribution [Κατανομή τύπου Pearson] Στατ. Ο Pearson ανακάλυψε μια ομάδα κατανομών που παράγονται από την ίδια γενική διαφορική εξίσωση με τύπο y* = (x - k)f / (ax2 + bx +c). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι 3 κύριοι τύποι (Type I, Type II, Type III) και οι 9 παράγωγοι (Type IV ως Type ΧΠ). Peat [Τύρφη] Γεωλ. Είναι γνωστή και με τον όρο ποάνΟρακας, και αποτελεί ορυκτό, με χρώμα μαύρο ή σκούρο καστανό, το οποίο παράγεται από την αποσύνθεση και μερική απανθράκωση των φυτών μέσα σε αναερόβιο και υγρό περιβάλλον με τη βοήθεια μικροοργανισμών. Χρησιμοποιείται ως λίπασμα αλλά σε μερικές χώρες και ως καύσιμη ύλη. Peat Coal [Τυρφάνθρακας] Γεωλ. Τύπος ορυκτού άνθρακα που παρουσιάζει χαρακτηριστικά (π.χ. περιεκτικότητα σε κυτταρίνη, σε χου μικά οξέα, σε υγρασία) ενδιάμεσα μεταξύ τύρφης και φαιού άνθρακα. Peat Deosit [Τυρφώνας] Γεωλ. Απόθεση τύρφης, επιφανειακά ανοιχτού κίτρινου ή υπόφαιου χρώματος και πορώδους υφής και σε μεγαλύτερα βάθη μελανοκίτρινου χρώματος και συμπαγούς υφής, που σχηματίζεται με πολύ βραδεία συσσώρευση κατά τη διεργασία της τυρφογένεσης υπό ευνοϊκές κλιματικές (σε εύκρατεςυγρές ή σε ψυχρές περιοχές) και υδρολογικές συνθήκες. Peat Process [Τυρφογένεση] Γεωλ. Η διεργασία μετατροπής της φυτικής ύλης σε τύρφη υπό την επενέργεια φυσικών, χημικών και μικροβιακών παραγόντων, που εξελίσσεται κυρίως σε δύο στάδια δηλ. ένα πρώτο αερόβιο στάδιο με γρήγορες διεργασίες υπό συνθήκες οξείδωσης και ένα δεύτερο αναερόβιο με βραδείες διεργασίες υπό αναγωγικές συνθήκες. Pebble [Χαλίκι] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα πολύ μικρά κομμάτια βράχου, της τάξης μεγέθους των λίγων εκατοστών του μέτρου, τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τη διάβρωση, κυρίως εκ μέρους του νερού και έχουν σχήμα ελαφρώς στρογγυλευμένο. Pebble Conglomerate [Κροκαλοπαγές] Γεωλ. Συμπαγές κλαστικό ίζημα αποτελούμενο από κροκάλες του ιδίου ή διαφορετικών πετρωμάτο>ν (χαλαζιακών, ασβεστολιθικών, γνευσιακών κ.λ.π.) συγκολλημένες μεταξύ τους με κάποιο συνδετικό υλικό ασβεστολιθικής, πυριτικής κ.λ.π. φύσης. Peck [Πεκ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης όγκου ή χωρητικότητας στερεών ίση με 9,092 λίτρες στο Αγγλοσαξονικό Σύστημα μονάδων και με 7,571 λίτρες στο σύστημα των ΗΠΑ. Pecker [Αισθητήρας οπών] Πλημ. Το μέρος του αναγνώστη χαρτοταινίας που αντιλαμβάνεται τις τρύπες που υπάρχουν σε αυτήν και δίνουν τα στοιχεία που αντιπροσωπεύουν. Pecoraite [Πεκοράίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό νικέλιο, της ομάδας του σερπεντίτη. Σχηματίζει σκουροπράσινους, ημιδιαφανείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3 έως 3,8. Pectic Acid [Πεκτικό οξύ] Βιοχημ. Ουρονικό οξύ περί-

Pectin

- 1038 -

πλοκής δομή με τύπο C35H50O33 που περιέχει γαλακτόζη και αραβινόζη. Λαμβάνεται από την πεκτίνη των ώριμων φρούτων και χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Pectin [Πεκτίνη] Βιοχημ. Ομοπολυσακχαρίτης, πολυμερές μεθυλεστέρων του γλυκουρονικού οξέος, που απαντάται στο κυτταρικό τοίχωμα των φυτών μαζί με τις ημικυτταρίνες και τις κυτταρίνες. Σχηματίζει πηκτές (gel) με ζάχαρη σε κατάλληλα ρΗ. Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα και σε ορισμένα τρόφιμα, π.χ. μαρμελάδες. Pectinase [Πεκτινάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που καταλύει τη μετατροπή της πεκτίνης σε σάκχαρα και γαλακτουρονικό οξύ. Απαντάται στα περισσότερα φυτά. Χρησιμοποιείται σε ερευνητικές μελέτες και στη βιομηχανία τροφίμων. Peculiar Galaxy [Ιδιότροπος γαλαξίας] Αστμον. Γαλαξίας που χαρακτηρίζεται από το σχήμα του που δεν μπορεί να ταξινομηθεί και από τις εκπομπές του που χαρακτηρίζονται από διάφορα χαρακτηριστικά. Πολλοί καταγράφονται στην ειδική ομάδα Irregular 2 (Irr Π). ^ Peculiar Motion [Ιδιόμορφη κίνηση] Αστρον. Μη αναμενόμενη κίνηση ενός γαλαξιακού τμήματος εξαιτίας βαρυτικών επιδράσεων κατά το σχηματισμό γιγαντιαίων μοριακών νεφών. Peculiar S t a r [Ιδιόμορφος αστέρας] Αστρον. Κλάση αστέρων που δεν ανήκουν στις συνήθεις κατηγορίες πχ αντικείμενα Herbig Haro, Wolf Rayet και γενικότερα αντικείμενα που δεν έχουμε γνώσεις για την επιστημονική ταξινόμηση τους. Peculiar Variable S t a r [Ανώμαλος μεταβλητός αστέρας] Αστρον. Μεταβλητός αστέρας που χαρακτηρίζεται από την ανώμαλη περίοδο του δηλαδή ακανόνιστες μεταβολές και ατυχώς είναι και οι συνηθέστεροι. Peculiar Velocity [Ιδιόμορφη ταχύτητα] Αστρον. Ταχύτητα ενός γαλαξία εξαιτίας διαφόρων ελκτικών επιδράσεων. Μετριέται κύρια μέσω μεταβολής του σχετικού μεγέθους. Pedal [Πεντάλι] Μηχ. Ονομάζεται κάθε/ μοχλός μιας μηχανής, ο οποίος κινείται από το χειριστή με τη βοήθεια του ποδιού του, προκειμένου να ενεργοποιήσει κάποια λειτουργία της. Pedal Coordinates [Πεδιακές συντεταγμένες] Μαθημ. Συντεταγμένες ενός σημείου ως προς το σύστημα με κέντρο την εστία πέδησης. Pedal C u r v e [Καμπύλη πέδησης] Μαθημ. Για μια καμπύλη Γ και ένα σημείο Κ που συνήθως σχετίζεται μαζί της (όχι τυχαίο) είναι η καμπύλη που παράγεται από τα σημεία τομής των κάθετων από το Κ στις εφαπτόμενες της καμπύλης Γ. Pedal E q u a t i o n [Εξίσωση πέδησης] Μαθημ. Η εξίσωση της καμπύλης πέδησης η οποία έχει μελετηθεί επαρκώς τόσο στη γενική περίπτωση όσο και για τις περιπτώσεις καμπυλών σε διάφορες εστίες πχ για μια παραβολή με Κ την εστία της παίρνουμε γραμμή ενώ με Κ πάνω στην διευθύνουσας παίρνουμε στροφοειδή, με το συμμετρικό της εστίας ως προς την διευθύνουσα παίρνουμε την καμπύλη του Mac Laurin κτλ. Pedal Point [Σημείο πέδησης] Μαθημ. Το σημείο που στηρίζεται η διαδικασία της πέδησης. Pedal Triangle [Τρίγωνο πέδησης] Μαθημ. Τρίγωνο που σχηματίζεται από τα ίχνη των καθέτων από σημείο εντός τριγώνου προς τις πλευρές του. Pedersen Charles J (1904-1989) [Χημικός Pedersen

Charles J.] Χημ. Αμερικανός χημικός γεννημένος στην Κορέα από πατέρα Νορβηγό. Σπούδασε Χημικύς μηχανικός στην Αμερική και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην οργανική χημεία στο περίφημο ΜΙΤ. Εργάστηκε στη Du Pont. Αρχικά ασχολήθηκε με τη χημεία του πετρελαίου, και των πολυμερών. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη φωτοχημεία, τις ενώσεις συναρμογής και τους αιθέρες-στέμματα για τη σύνθεση των οποίων του συναπονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1987. Pedestal 1 [Βάθρο] Πολ. Μηχ. Μεταλλική πλάκα που αποτελεί την επιφάνεια πάνω στην οποία στηρίζεται μια δοκός και μέσω της οποίας τα φορτία μεταβιβάζονται στα υποστυλώματα. Αυτού του τύπου η σύνδεση μιας δοκού στο υποστύλωμα χρησιμοποιείται κυρίως στις γέφυρες. Pedestal 2 [Βάση] Τεχνολ. Το επίπεδο πάνω στο οποίο στηρίζεται ένα κατακόρυφο στοιχείο όπως ένας ιστός ή μια κεραία. Pedestal Flooring [Υπερυψωμένο δάπεδο] Οικοό. —» Raised Flooring. Pedestal Pile [Εγχυτοι πάσσαλοι] Πολ. Μηχ. Πάσσαλοι που κατασκευάζονται με τη διαδικασία την διάνοιξης της οπής στο έδαφος και την τοποθέτηση του σκυροδέματος εντός της οπής. Με αυτή τη μέθοδο το κάτω άκρο του πασσάλου διαμορφώνεται ως βολβός εξ ου και η ονομασία. Pediment [Αέτωμα] Αμχ. Η τριγωνική επιφάνεια που διαμορφώνεται στο άνω τμήμα ενός εξωτερικού τοίχου στην περίπτωση μιας δίκλινης στέγης. Pediplain [Πανπεδιάδα] Γεωλ. Πανεπίπεδο ερημικής περιοχής που δημιουργείται από τη συνένωση δύο ή και περισσοτέρων ανεξάρτητων μικρότερων ξηρών πεδιάδων που γειτνιάζουν. Pedogenics [Εδαφογενετική] Γεωλ. Αποτελεί κλάδο της γεωλογίας που ασχολείται με τις θεωρίες και την έρευνα σχετικά με τη δημιουργία, το σχηματισμό και την προέλευση των διαφόρων εδαφικών στρώσεων. P e d o g r a p h y [Πεδογραφία] Γεωλ. Ο τομέας της επιστήμης της πεδολογίας που έχει ως αντικείμενο τη συστηματική ταξινόμηση των διαφόρων επί μέρους εδαφών σε ομάδες και τύπους με βάση τη μορφολογική τους μελέτη ως προς τη γενική δομή και την κατανομή των συστατικών τους. Pedology [Πεδολογία] Γεωλ. Ο επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των διεργασιών σχηματισμού και τον τρόπο μεταβολής του εδαφικού στρα')ματος του φλοιού της Γης καθώς και τη συστηματική ταξινόμηση των επί μέρους εδαφών σε ομάδες και την υπόδειξη μεθόδων βελτίωσης των ιδιοτήτων τους για συγκεκριμένη πρακτική χρήση. Pedometer [Βηματόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για μία μηχανική διάταξη η οποία μετρώντας τον αριθμό των βημάτων που πραγματοποιεί ο χρήστης της, υπολογίζει και την απόσταση που αυτός διανύει. Pedosphere [Πεδόσφαιρα] Γεωλ. Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα του φλοιού της Γης εντός του οποίου αναπτύσσεται ο σχηματισμός των εδαφών επί μητρικών πετρωμάτων υφισταμένων διεργασίες χημικής και μηχανικής αποσάθρωσης. Peek [Κρυφοκοιτάζω] Πληρ. 1. Διερευνώ το περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης θέσης μνήμης. 2. Η εντολή που κάνει αυτή τη διερεύνηση. Peel-back [Αποκόλληση] Τεχνολ. Η διαδικασία της αφαίρεσης μιας εύκαμπτης επένδυσης από μια άκαμπτη

- 1039 επιφάνεια έλκοντας την εύκαμπτη επένδυση από τη μία πλευρά την επιφάνειας προς την άλλη. Peeling [Αποφλοίωση] Τεχνολ. Αφαίρεση της επένδυσης μιας επιφάνειας τεμαχίζοντας την σε πολλά κομμάτια. Peen [Τμήμα σφυριού] Μηχ. Ονομάζεται το ημισφαιρικό ή σφηνοειδές γεωμετρικού σχήματος πίσω τμήμα ενός σφυριού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον λυγισμό, την κοπή, τη μορφοποίηση και άλλες διεργασίες των διαφόρων αντικειμένων. Peephole M a s k s [Μάσκα παρατήρησης] Πληρ. Σε μονάδες αναγνώρισης χαρακτήρων, είναι ένα σύνολο σημείων που θεωρητικά αποδίδουν όλους τους χαρακτήρες εισόδου ως εάν να ήταν μοναδικοί, ανεξάρτητα από το είδος και τη μορφή τους. Peephole Optimization [Βελτιστοποίηση μετά από παρατήρηση] Πληρ. Η βελτιστοποίηση που μπορεί να γίνει στον κώδικα που έχει επιβάλει μεταφραστής, επιτυγχάνεται όταν με ένα απλό πέρασμα του κώδικα αποκαλύψει σημεία που χρήζουν βελτιώσεων. Peer [Ακρο] Επικοιν. Δικτυακός όρος για ένα τερματικό άκρο ενός (ισότιμου) δικτύου. Peer Review [Επίβλεψη] Οικοδ. Ορισμός που χρήσιμοποιείται στις ΗΠΑ για την εκτέλεση των υπηρεσιών επίβλεψης μιας οικοδομής όταν ο επιβλέπων μηχανικός δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος στο εργοτάξιο και επιβλέπει την εκτέλεση των εργασιών με επισκέψεις μικρής χρονικής διάρκειας στην οικοδομή. Peer To Peer Network [Δίκτυο από άκρη σ' άκρη] Επικοιν. Είδος δικτύου που προϋποθέτει ότι όλοι οι κόμβοι είναι ή μπορούν να συμμετάσχουν ισότιμα από τη στιγμή που έχουν το κατάλληλο λογισμικό και βρήκε την πλήρη αξιοποίηση του μέσα στα λειτουργικά συσχήματα της Microsoft. Peg [Ξύλινος πείρος] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα μικρό ξύλινο καρφί ή μία τάπα, τα οποία χρησιμοποιούνται για να συγκρατούν μαζί άλλα ξύλινα αντικείμενα μιας κατασκευής ή για να σκεπάζουν ένα άνοιγμά της, αντίστοιχα. Pegasus [Πήγασος] Αστρον. Αστερισμός με αρκετά μεγάλα άστρα, μεταβλητούς κτλ. Pegmatite [Πηγματίτης] Ορυκτ. Πρόκειται για ένα πυριτικό πέτρωμα, γνωστό και ως πηγή του αστρίου, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή της πορσελάνης. Pegmatitic Stage [Πηγματικτικό στάδιο] Γεωλ. Το στάδιο της προοδευτικής στερεοποίησης του μάγματος μετά το ορθομαγματικό, κατά το οποίο σχηματίζονται περιμαγματικά φλεβικά πετρώματα πηγματιτών με βραδεία κρυστάλλωση σε θερμοκρασίες 500 έως 600 βαθμών Κελσίου κατά τη στερεοποίηση μάγματος πλούσιου σε πτητικά συστατικά. , Pegmatitic Texture [Πηγματιτικός ιστός] Γεωλ. Ο ι στός ορισμένων μαγματικών πετρωμάτων αποτελουμένων από αδρομερείς κρυστάλλους με ακανόνιστη διάταξη συμφύσεων πολλών μικρότερων κρυστάλλων με κρυστάλλους άλλων ορυκτών λόγων συγκρυστάλλωσης ορισμένων ορυκτολογικών συστατικών (κυρίως χαλαζία και αλκαλικού αστρίου) υπό ευτηκτικές συνθήκες. Pegmatoid [Πηγματοειδές] Γεωλ. Αδρομερές φλεβικό μαγματικό πέτρωμα που προσομοιάζει πηγματίτη αλλά έχει διαφορετική σύσταση. Pelagic Limestone [Πελαγικός ασβεστόλιθος] Ωκεαν. Πελαγική ιζηματογενής απόθεση ασβεστολιθικής σύ-

P e c t i cA c i d

στάσης και λεπτόκοκκης υφής που σχηματίζεται από τη βραδεία συσσώρευση κυρίως ιλύος γλοβιγερινών ή πτερόποδων επί του υποστρώματος του πυθμένα, καλύπτουσα ποσοστό μεγαλύτερο του 33% της συνολικής του έκτασης. Pelagic Sediment [Πελαγικό ίζημα] Ωκεαν. Ιζηματογενής απόθεση ποικίλης σύστασης (ασβεστολιθικής, πυριτικής κ.λ.π.) και μεγάλης έκτασης που σχηματίζεται με βραδύτατο ρυθμό επί του υποστρώματος των πυθμένων των θαλασσών της πελαγικής ζώνης από τη συσσώρευση υπολειμμάτων θαλασσίων οργανισμών και άλλων υλικών ποικίλης προέλευσης (ηφαιστειακής, χερσαίας κ.λ.π.). Pelagic Zone [Πελαγική ζώνη] Ωκεαν. Η ωκεάνια ζώνη που περιλαμβάνει τη συντριπτική αναλογία των θαλάσσιων βυθών (πάνω από το 80 %),κείμενη μεταξύ της αβυσσικής και της παράκτιας κατά προσέγγιση μεταξύ των ισοβαθών των 2000 και 6200 μέτρων, Pelagosite [Πελαγοσίτης] Γεωλ. Ασβεστικής σύστασης πέτρωμα με μαργαρώδη λάμψη που σχηματίζεται εν είδη λεπτότατου επιφανειακού φλοιού στην παράκτια ζώνη μεταξύ της υψηλής και της χαμηλής παλίρροιας. Pelargonic Acid [Πελαργονικό οξύ] Χημ. Κορεσμένο λιπαρό οξύ που απαντάται στη φύση. Διαθέτει 9 άτομα άνθρακα σε ευθεία διάταξη και μοριακό τύπο C ^ g i X Υποκίτρινο υγρό, αδιάλυτο στο νερό διαλυτό σε οινόπνεύμα με σημείο βρασμού 256°C και σημείο τήξης 12-13°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή πλαστικών και φαρμακευτικών υλών, στην οργανική σύνθεση κλπ, καθώς επίσης και σαν πρόσθετο σε βενζίνες. Επίσημα αναφέρεται σαν εννεανικό οξύ. Pelean Type Eruption [Ηφαιστειακή έκρηξη πελείου τύπου] Γεωλ. Ένας από τους τύπους της ηφαιστειακής δραστηριότητας, με χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα της καταστροφικής έκρηξης το 1902 του ηφαιστείου Μον Πελέ, κατά την οποία παρατηρείται εκτόξευση φλογερών νεφελών αποτελούμενων από υπέρθερμα αέρια και ηφαίστεια υλικά κινουμένων με μεγάλη ταχύτητα καθ' ύψος και κατ ' έκταση. Ρ Electron [Ηλεκτρόνιο Ρ] Χημ. Ηλεκτρόνιο που ανήκει στην έκτη κατά σειρά κυκλική τροχιά γύρω από τον πυρήνα, με τιμή του κύριου κβαντικού αριθμού η=6, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Bohr. Με βάση τη θεωρία του Schrodinger βρίσκεται στο έκτο ενεργειακό επίπεδο και μπορεί να καταλάβει κάποιο τροχιακό των υποστιβάδων 6s (ένα τροχιακό), 6ρ (τρία τροχιακά), 6d (πέντε τροχιακά), 6f (επτά τροχιακά) κλπ. Pelite [Πηλίτης] Γεωλ. Πέτρωμα που περιέχει σε μεγάλη αναλογία κλαστικά αργιλικά ορυκτά, χαλαζία και μαρμαρυγία με κόκκους πολύ μικρής διαμέτρου, Pell Equation [Εξίσωση Pell] Μαθημ. Ειδική διοφαντική εξίσωση με τύπο x2 + 6y = a με a = 1 και d ένας ακέραιος ελ*εύθερος τετραγώνου που έχει επιλυθεί, Pell N u m b e r [Αριθμός Pelll Μαθημ. Αριθμοί που πρόκύπτουν από την αναδρομική σχέση a ^ = 2a n+l + an. Pell Polynomials [Πολυώνυμα Pell] Μαθημ. Πολυώνυμα που προκύπτουν από την αναδρομική σχέση Π ^ ί χ ) = 2χΠη+,(χ)+ Π η (χ). Pellet [Σφαιρίδιο] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει συνολικά τα μικρότατης διαμέτρου (μερικών εκατοστών έως μερικών δεκάτων του χιλιοστού) αποστρογγυλεμένα και χωρίς εμφανή εξωτερική δομή σωματίδια ασβεστίτη σφαιροειδούς ή ωοειδούς σχήματος και ποικίλης προέλευσης.

Pelletron

- 1040-

Pelletron [Πέλετρον] Πυμην. Φυσ. Επιταχυντής στοιχειωδών σωματιδίων στον οποίο χρησιμοποιείται μια φορτισμένη αλυσίδα για την παραγωγή υψηλού δυναμικού στο terminal του επιταχυντή. Η αλυσίδα αποτελείται από ατσάλινους κυλίνδρους (pellets) συνδεδεμένους με νάιλον και με αυτή τη διάταξη πετυχαίνονται ακριβή τέρμιναλ δυναμικά με πολύ μικρή αύξηση δυναμικού, πλεονέκτημα σε πολλές πυρηνικές μετρήσεις και άλλες εφαρμογές. Pellotine [Πελλοτίνη] Οργ.Χημ. Στερεή κρυσταλλική οργανική ουσία του τύπου Ci3H| y 0 3 N με σημείο τήξης 111-112°C. Ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή όμως σε αιθανόλη. Απαντάται σε είδος κάκτου και διαθέτει υπνωτικές ιδιότητες. Pellyite [Πελλυίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βάριο, ασβέστιο, δισθενή σίδηρο και μαγνήσιο. Σχηματίζει άχροους ή ελαφρά κίτρινους, ημιδιαφανούς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,5. Pelmet [Μετώπη κουρτίνας] Οικοδ. Οριζόντιο στοιχείο από ξύλο ή άλλο υλικό τοποθετημένο στον τοίχο πάνω από ένα παράθυρο το οποίο καλύπτει τον μηχανισμό λειτουργίας μιας κουρτίνας. Pelmicrite [Πελμικρίτης] Γεωλ. Πέτρωμα αποτελούμενο από κύρια μάζα λεπτόκοκκου μικρό κρυσταλλικού ασβεστίτη εντός της οποίας είναι εγκλεισμένα ως αλλοχημικά συστατικά σφαιροειδή κοκκία. Pelorus [Ναυτιλιακό όργανο] Ναυπηγ. Πρόκειται για ένα όργανο παραπλήσιο της πυξίδας, το οποίο διαθέτουν τα πλοία για να μετρούν την πορεία των διαφόρων άλλων σκαφών που είναι σε θέση να παρατηρήσουν. Pelteir Coefficient [Συντελεστής Peltier] Φυσ. Σταθερά αναλογίας ίση με το πηλίκο της θερμότητας Peltier που εκλύεται ή απορροφάται κατά το αντίστοιχο φαινόμενο, προς το ρεύμα που διαρρέει την ένωση των μετάλλων. Peltier Effect [Φαινόμενο Peltier] Φυσ. Το φαινόμενο αύξησης ή μείωσης της θερμοκρασίας κατά την ένωση δύο ανόμοιων μετάλλων που μεταφέρουν μικρό ηλεκτρικό ρεύμα, ανάλογα με τη φορά αυτού του ρεύματος. Peltier H e a t [Θερμότητα Peltier] Φυσ. Η θερμότητα που εκλύεται ή απορροφάται από την ένωση διαφορετικών μετάλλων σύμφωνα με το φαινόμενο Peltier. Peltier J e a n (1785-1845 ) [Φυσικός Peltier Jean] Φυσ. Γάλλος φυσικός γνωστός για την ανακάλυψη του ομωνύμου φαινομένου Peltier στον θερμοηλεκτρισμό. Pel ton Wheel [Υδροστρόβιλος Pelton] Μηχ. Μηχ. Υδροστρόβιλος που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της κινητικής ή της δυναμικής ενέργειας του νερού σε ωφέλιμο έργο, κυρίως εκεί που υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις στάθμες του νερού. Το νερό χτυπάει με μεγάλη ταχύτητα τα σκαφίδια που είναι στερεωμένα ^τον τροχό και μεταδίδει την κινητική του ενέργεια, θέτοντας τον υδροστρόβιλο σε περιστροφή. Pen [Πέννα ή καταφύγιο] Τεχνολ. 1. Αντικείμενο που χρησιμεύει για γραφή το οποίο αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που έχει στο εσωτερικό του μικρή δεξαμενή αποθήκευσης του υγρού που αποτυπώνεται στο χαρτί. 2. Μικρός στεγασμένος και προστατευμένος χώρος που χρησιμεύει ως κατάλυμα προστατευμένο ή ως μικρή αποθήκη. Penalty [Ποινικές ρήτρες] Γεν. Χρηματικό ποσόν που

προβλέπεται στις συμβάσεις να παρακρατηθεί από το οικονομικό αντάλλαγμα του εργολάβου στην περίπτωση που η διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών ξεπεράσει την προθεσμίας που προβλέπουν οι συμβατικοί όροι, εφόσον ο ανάδοχος είναι υπεύθυνος για τις καθυστερήσεις. Penalty Clause [Συμβατικός όρος για ποινικές ρήτρες] Γεν. Ο συμβατικός όρος που περιγράφει τον τρόπο υπολογισμού του μεγέθους της χρηματικής αποζημιώσεις του αναδόχου προς τον πελάτη σε περίπτωση καθυστερήσεων. Pencil [Μολύβι] Μαθημ. Γεωμετρικό αντικείμενο που περιγράφει μια (κατευθυνόμενη) δέσμη παράλληλων ευθεία') ν. Pencil [Μολύβι] Τεχνολ. Μικρή ράβδος από ξύλο το οποίο αποτελεί προστατευτικό περίβλημα ενός στερεού στοιχείου που αποτυπώνει στίγματα στο χαρτί. Το στερεό στοιχείο είναι συνήθως γραφίτης. Pencil Beam [Ακτίνα μολύβι] Ηλεκτμον. Σύμφωνα με τη γεωμετρική οπτική δέσμες φωτός τύπου μολυβιού (δηλαδή κατευθυνόμενες αντί τύπου εξάπλωσης) αποδίδουν καλά σε πολλές περιπτώσεις σάρωσης και υπάρχουν αρκετοί Pencil Beam αλγόριθμοι κατά περίπτωση (σωματίδια, φασματογράφοι, διαστημικές έρευνες κτλ). Pencil Beam Antenna [Κεραία ακτίνας μολύβι] Ηλεκτρον. Κεραία όπου η κεντρική δέσμη είναι κατευθυνόμενη. Pencil Follower [Παρακολουθητής μολυβιού] Πλημ. Ειδική συσκευή εισύδου υπολογιστή που καταγράφει τη θέση και την κίνηση που κάνει ηλεκτρονικό μολύβι πάνω σε ηλεκτρονικό επίπεδο και με τον τρόπο αυτό επιτρέπει τη μετατροπή γραφικών σε ψηφιακή μορφή. P e n d a n t Post [Προεξέχων υποστύλωμα] Οικοδ. Υποστύλωμα που προεξέχει από τον περιμετρικό τοίχο ενός κτιρίου και συνήθως στηρίζει μια πλάκα δώματος. Pendelum Day [Περιοδική μέρα] Φυσ. Ο χρόνος που απαιτείται για να κάνει ένα εκκρεμές του Faucoult μια πλήρη περιστροφή γύρω από την τοπική κατακόρυφο. Pendelum Sextant [Ναυτικός εξάντας] Πλοηγ. Ο εξάντας που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι ναυτικοί για να μπορούν να καθορίζουν την> γεωγραφική τους θέση. Στις μέρες μας έχει αντικατασταθεί από το GPS. Pendentive [Στήριγμα θόλου] Αμχ. Ονομάζεται η καμπύλη τριγωνική επιφάνεια η οποία σε μία κατασκευή στηρίζει ένα θόλο ή τρούλο. P e n d u l u m [Εκκρεμές] Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε σώμα το οποίο εκτελεί μία ελεύθερη κίνηση υπό την επίδραση της δύναμης του βάρους του. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί μία μικρή σφαίρα που αιωρείται από ένα νήμα και κινείται συνιστώντας ένα εκκρεμές. Pendulum Day [Περίοδος εκκρεμούς Foucault] Φυα. Η περίοδος ταλάντωσης του εκκρεμούς του Foucault, του οποίου ο σκοπός είναι η απόδειξη της περιστροφής της Γης. Αν τοποθετηθεί ένα τέτοιο εκκρεμές στο Βόρειο Πόλο, η περιστροφή της Γης κάτω από το εκκρεμές και για έναν παρατηρητή πάνω σ' αυτήν, θα φαινόταν ότι το επίπεδο κίνησης του εκκρεμούς περιστρέφεται κατά 360° κάθε μέρα. Peneplain [Πανεπίπεδο] Γεωλ. Χερσαία επιφάνεια γενικά επίπεδης ανάπτυξης με περιορισμένες δυσδιάκριτες ανομοιομορφίες, που σχηματίζεται ως αποτέλεσμα των διεργασιών ενός προχωρημένου σταδίου του κύκλου διάβρωσης.

- 1041 Penetrability [Διαπερατότητα] Φυσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η ιδιότητα που μπορεί να έχει ένα σώμα ώστε να διέρχονται μέσα από τη μάζα ή την επιφάνειά του οι φωτεινές ακτίνες, κάποιο υγρό ή άλλη ουσία. Penetrating Shower [Διατρητική καταιγίδα] Πυμ.Φυσ. Κοσμική καταιγίδα που αποτελείται κυρίως από μυόνια και έχουν έντονη διεισδυτικότητα αφού έχουν αρκετή ενέργεια για να διαπεράσουν ακόμη και πάχους 20 εκατοστών μολύβδου. Penetration [Διείσδυση] Πολ. Μηχ. Η είσοδος ποσότητας νερού στο εσωτερικό ενός κτιρίου λόγω κακής ποιότητας της υδρομόνωσης. Penetration M a c a d a m [Ασφαλτική σκυρόστρωση] Οδοπ. Μέθοδος κατασκευής οδοστρώματος από σκύρα τα οποία αφού διαστρωθούν στην επιφάνεια εμποτίζονται με πίσσα ή άσφαλτο. Penetration N u m b e r [Βαθμός διείσδυσης] Τεχνολ. Μονάδα που προσδιορίζει τη ρευστότητα των παραγώγων πετρελαίου όπως γράσα, λάδια, ή ασφαλτικά υλικά. Η μονάδα προσδιορίζει το μήκος διείσδυσης στο ρευστό υλικό μιας βελόνα συγκεκριμένων διαστάσεων και αποτελεί ένδειξη της ποιότητας του προϊόντος. Penetration R a t e [Βαθμός διάτρησης] Μηχ. μηχ. Το πραγματικό μήκος που ένα διατρητικό μηχάνημα έχει εισχωρήσει στον όγκο ενός αντικείμενο και έχει δημιουργήσει μια οπή. Penetration Speed [Ταχύτητα διάτρησης] Μηχ. μηχ. Η ταχύτητα με την οποία η ακίδα ενός διατρητικού μηχανήματος εισχωρεί στον όγκο του αντικειμένου για να δημιουργήσει μια οπή. Penetration Test [Δοκιμή διείσδυσης] Γεν. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης μιας γεώτρησης, δοκιμή που εκτελείται για να καθοριστεί ο βαθμός συμπύκνωσης μιας στρώσης του υπεδάφους, η οποία συνίσταται στη διείσδυση μιας σωλήνας εντός του εδαφικού υλικού με κρούσης που δέχεται η σωλήνα από ένα αντίβαρο συγκεκριμένων προδιαγραφών. Όλοι οι παράμετροι της δοκιμής έχουν τυποποιηθεί και το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι ένα από τα μεγέθη που καθορίζουν την κατάταξη των εδαφών. Penetrometer [Πενετρόμετρο] Τεχνολ. Τυποποιημένο όργανο που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση μιας δοκιμής διείσδυσης μέσω της οποίας καθορίζεται ο βαθμός διείσδυσης ενός ρευστού. Penfieldite [Πενφιλδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό χλωριούχο μόλυβδο. Σχηματίζει άχροους, λευκόχρωμους ή κυανίζοντες, διαφανείς και με αδαμάντινη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,8. Penicillamine [Πενυαλαμίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ουσία με μοριακό τύπο C5H11NO2S. Διαθέτει ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα και απαντάται με τη μορφή δύο οπτικών αντίποδων. Με θέρμανση διασπάται. Παράγεται με αποικοδόμηση της πενικιλίνης και χρησιμοποιείται σαν φάρμακο για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας κ.α. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Penicillin G [Πενικιλίνη G] Ομγ.Χημ. Ο πιο γνωστός τύπος πενικιλλίνης που παράγεται από τον μύκητα Penicillium ή παρασκευάζεται συνθετικά. Η φαρμακολογική της δράση παρατηρήθηκε αρχικά από τον Βρετανό Φλέμινγκ το 1928 και εστιάζεται στην εξόντωση των βακτηριδίων και την παρεμπόδιση της ανάπτυξής τους. Είναι αποτελεσματική σε ένα ευρύ φάσμα μικρο-

P e c t i cA c i d

οργανισμών, όπως πνευμονόκοκκος, σταφυλόκοκκος, το κλωστρίδιο του τετάνου κλπ. Αναφέρεται και σαν βενζυλοπενικιλλίνη. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Penicillin V [Πενικιλίνη V] Ομγ.Χημ. Ημισυνθετικό ανάλογο της πενικιλίνης, γνωστή και σαν φαινοξυμεθυλπενικιλίνη με λιγότερο ευρύ πεδίο δράσης από την πενικιλίνη G. Η χημική της δομή είναι ανάλογη με της πενικιλίνης G, μόνο που φέρει την ομάδα C6H5OCH2-, αντί της ομάδας C^H5CH2-. Penicillinase [Πενικιλινάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που υδρολύει ένα δεσμό στο μόριο της πενικιλίνης μετατρέποντάς την σε ανενεργή μορφή. Παράγεται από είδος βακτηρίων (π.χ. σταφυλόκοκκο) ανθεκτικών στη δράση του αντιβιοτικού. Pennantite [Πενναντίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό μαγγάνιο και αργίλιο, της ομάδας του χλωρίτη. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, ημιδιαφανούς, με μαργαρώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3. Penning Ionization [Ιονισμός Penning] Ατομ.Φυσ. Η διαδικασία παραγωγής ιόντων από άτομο με την αντίδρασή του με διεγερμένο άτομο σε μετασταθή κατάσταση. Penrose C o n j e c t u r e [Εικασία Penrose] Αστμον. Εικασία που είναι αναπόδεικτη και αναφέρεται oavCosmic Censorship Conjecture (Εικασία κοσμικής λογοκρισίας). Υποστηρίζει ότι κάθε περιοχή του χωρόχρονου μπορεί να ενσωματωθεί σε μια πολλαπλότητα με γνωστό σύνορο. Μια ασθενής μορφή της (υπερβολική διατύπωση) μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικότερα. Penrose D i a g r a m [Διάγραμμα Penrose] Αστμον. Διάγραμμα για την δομή ενός σημείου του χωρόχρονου συνήθως στην περιοχή μίας ιδιομορφίας πχ μίας μαύρης τρύπας κτλ. Σύμφωνα με δηλώσεις του αστροφυσικού S. Hawking αυτός που αξιοποίησε πλήρως τα διαγράμματα αυτά ήταν ο Carter. Penrose Fractal [Φράκταλ του Penrose] Μαθημ. Διάσημη κατηγορία φράκταλ που στηρίζεται στα πρότυπα (Tilling) του καθηγητή Penrose. Penrose H a w k i n g T h e o r e m s [Θεωρήματα Penrose Hawking] Αστμον. Ομάδα θεωρημάτων όλα με αντικείμενο σχετικιστική φυσική και σημαντικότερα τα θεωρήματα ιδιομορφιών σχετικά με τις συνθήκες ενέργειας που επικρατούν σ' αυτές, τις συνθήκες ολικής δομής τους, και το ότι η βαρύτητα είναι αρκετά δυνατή ώστε να παγιδεύσει μια περιοχή. Penrose Process [Διαδικασία Penrose] Αστμον. Διαδικασία κατά την οποία ένα σωμάτιο ανταλλάσσει ένα μέρος της θετικής ενέργειας του με μια μαύρη τρύπα που δίνει ύλη για αυτό το σκοπό. Penrose Stairway [Σκάλα Penrose] Μαθημ. Φανταστικό κατασκεύασμα όπου φαίνεται μια κλειστή πολυγωνική σκάλα που συνεχώς ανεβαίνει. Penrose Tillings [Πρότυπα Penrose] Μαθημ. Ειδικές συναρτήσεις με αιχμές του καθηγητή Penrose που χαρακτηρίζονται σαν μη περιοδικές (Non Periodic ή Aperiodic) και οι ειδικές γεωμετρικές κατασκευές τους χαρακτηρίζονται σαν μη υπολογίσιμες. Penroseite [Πενροζεϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από σεληνιούχο νικέλιο, κοβάλτιο και χαλκό, της ομάδας του πυρίτη. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστή-

Penstock

- 1042 -

ματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,5 έως 6,7. Penstock [Υδατοφράκτης] Μηχ. Πρόκειται για μία θυρίδα η οποία ανοίγοντας και δ ί ν ο ν τ α ς ρυθμίζει κατά βούληση την ποσότητα του νερού που ρέει προς μία δεξαμενή ή άλλο χώρο. Με τον ίδιο όρο όμως χαρακτηρίζεται Kat ο αγωγός που υπό πίεση μεταφέρει το νερό σε έναν υδρόμυλο ή άλλη μηχανική διάταξη. P e n t a b o r a n e [Πενταβοράνιο] Ανοργ.Χημ. Μία από τις δύο δυαδικές ενώσεις του βορίου με το υδρογόνο με μοριακό τύπο Β5Η9 ή Β$ΗΜ. Η πρώτη θεωρείται ότι προέρχεται από οκταεδρική δομή, ενώ η δεύτερη αποτελεί μέρος εικοσαεδρου. Pentachloride [Πενταχλωρίδιο] Ανοργ.Χημ. Ένωση στην οποία πέντε άτομα χλωρίου συνδυάζονται με ένα ή περισσότερα άτομα άλλων στοιχείων. Π.χ. PCI5 (πενταχλωρίδιο του φωσφόρου ή πενταχλωριούχος φωσφόρος). Pentachloroethane [Πενταχλωροαιθάνιο] Οργ.Χημ. Πολυχλωριωμένο αλκάνιο του τύπου CC13CHC12. Αχρωμο τοξικό υγρό με σημείο βρασμού 159°C και σημείο πήξης -22°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης. Pentachloronitrobenzene [Πενταχλωρονιτροβεζόλιο] Οργ.Χημ. Πλήρως χλωριωμένο παράγωγο του νιτροβενζολίου με τύπο C6CI5NO2. Αχρωμο τοξικό στερεό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε αιθανόλη με σημείο τήξης 142-145°C. Χρησιμοποιείται σαν ζιζανιοκτόνο και σαν μυκητοκτόνο. Pentachlorophenol [Πενταχλωροφαινόλη] Οργ.Χημ. Πλήρως χλωριωμένο παράγωγο της φαινόλης με τύπο C6CI5OH. Άχρωμο τοξικό στερεό, ελάχιστα διαλυτό στο νερό, διαλυτό σε αιθανόλη με σημείο τήξης 190°C. Διασπάται με περαιτέρω θέρμανση. Χρησιμοποιείται σαν ζιζανιοκτόνο, βακτηριοκτόνο και μυκητοκτόνο. Συντομογραφικά αναφέρεται σαν PCP. Pentacosane [Εικοσιπεντάνιο] Οργ.Χημ. Ανώτερο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκανίων με ευθεία ανθρακική αλυσίδα 25 ατόμων άνθρακα και τύπο CH 3 (CH 2 ) 2 3CH 3 . Στερεό με σημείο τήξης 54°C και σημείο βρασμού 170°C (0,05 mmHg), αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Παραπροϊόν της κλασματικής απόσταξης του πετρελαίου. Χρησιμοποιείται σαν κηρός και σε οργανικές συνθέσεις. a>-Pentadecalactone [ω-Δεκαπενταλακτόνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με τύπο C l 5 H 2 8 0 2 , που ανήκει στην κατηγορία των λακτονών (κυκλικοί εστέρες). Λευκό στερεό διαλυτό σε αιθανόλη με ευχάριστη οσμή και στ>'ΐείο τήξης 36°C, που απαντάται στο φυτό Angelica archangelica. Χρησιμοποιείται σαν συστατικό αρωμάτων. Pentadecane [Δεκαπεντάνιο] Οργ.Χημ. Μεσαίο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκανίων με ευθεία ανθρακική αλυσίδα 15 ατόμων άνθρακα και τύπο CH3(CH2) I 3 CH 3 . Αχρωμο υγρό με σημείο βρασμού 270°C και σημείο πήξης 10°C, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Pentaerythriol [Πενταερυθριόλη] Οργ.Χημ. Κορεσμένη τετρασθενής αλκοόλη του τύπου C(CH 2 OH) 4 . Λευκή κρυσταλλική σκόνη με σημείο τήξης 262°C, διαλυτή στο θερμό νερό και ελάχιστα διαλυτή σε αιθανόλη. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή του εκρηκτικού τετρανιτρική πενταερυθριόλη, σε βερνίκια και σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Pentaerythriol t e t r a n i t r a t e [Τετρανιτρική πενταερυ-

θριόλη] Οργ.Χημ. Τετραεστέρας της πενταερυθριόλη ς με νιτρικό οξύ με τύπο C(CH 2 0N0 2 )4· Λευκή κρυσταλλική σκόνη με σημείο τήξης 139°C, αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή σε ακετόνη. Με θέρμανση αρχικά διασπάται και στη συνέχεια σε ψηλότερη θερμοκρασία εκρήγνυται. Χρησιμοποιείται σαν εκρηκτική ουσία και σε φαρμακευτικά σκευάσματα. P e n t a f l u o r i d e [Πενταφθορίδιο] Ανορ.Χημ. Ένωση στην οποία πέντε άτομα φθορίου συνδυάζονται με ένα ή περισσότερα άτομα άλλων στοιχείων. Π.χ. PF$ (πενταφθορίδιο του φωσφόρου ή πενταφθοριούχος φωσφόρος). Pentagon [Πεντάγωνο] Μαθημ. Γεωμετρικό σχήμα εντός ενός επιπέδου που αποτελείται από πέντε ευθύγραμμες πλευρές και έχει πέντε γωνίες. Pentagonite [Πενταγονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό βανάδιο και ασβέστιο. Σχηματίζει κυανοπράσινους διαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. P e n t a n e C a n d l e [Κερί πεντανίου] Οτττικ. Μονάδα μέτρησης φωτοβολίας που αντιστοιχεί στη φωτοβολία ενός συνηθισμένου κεριού που ισοδυναμεί με 1 candela (cd), ή στο 1/10 της ακτινοβολίας ενός λαμπτήρα πεντανίου. 1,5-Pentanediol [1,5-Πεντανοδιόλη] Οργ.Χημ. Κορεσμένη διπρωτοταγής αλκοόλη του τύπου IiOCH 2 (CH 2 ) 3 CH 2 OH. Αχρωμο παχύρρευστο υγρό με σημείο βρασμού 242°Οκαι σημείο πήξης -16°C, διαλυτό στο νερό και την αιθανόλη. Πλήρης οξείδωσή της οδηγεί στο γλουταρικό οξύ. Χρησιμοποιείται σαν αντιψυκτικό και υδραυλικό υγρό, καθώς επίσης σε οργανικές συνθέσεις, π.χ. παρασκευές πολυεστέρων. Pentavalent [Πεντασθενές] Χημ. Στοιχείο που το άτομο του μπορεί να σχηματίσει σε ενώσεις του πέντε χημικούς δεσμούς. Π.χ. ο φωσφόρος στην ένωση PCI5. Penthouse [Ρετιρέ, κουβούκλιο] Αρχ. 1. Στο δώμα ενός κτιρίου μικρό δωμάτιο που κατασκευάζεται για να στεγαστεί ο εξοπλισμός του ανελκυστήρα και που καταλήγει η τελευταία στάθμη του κλιμακοστασίου. 2. Ο τελευταίος όροφος ενός κτιρίου με μικρότερες εξωτερικές διαστάσεις από αυτές ενός κανονικού ορόφου. Pentlandite [Πεντλανδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο νικέλιο και δισθενή σίδηρο. Σχηματίζει χάλκινους ή καφέ, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,6 έως 5. n-Pentane [Πεντάνιο] Οργ.Χημ. Κορεσμένος υδρογονάνθρακας της ομόλογης σειράς των αλκανίων με ευθύγραμμη ανθρακική αλυσίδα πέντε ατόμων άνθρακα και τύπο CH3(CH2)3CH3. Αχρωμο εύφλεκτο ευκίνητο υγρό με οσμή βενζίνης και σημείο βρασμού 36°C και σημείο πήξης -130°C. Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, στην κατασκευή πλαστικών και εντομοκτόνων, σαν διαλύτης και σαν αναισθητικό. 1-Pentanol [1-Πεντανόλη] ΟργΧημ. Μέλος της ομόλογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών με τύπο CH3(CH2)3CH20H. Αχρωμο τοξικό υγρό με σημείο βρασμού 138°C και σημείο πήξης -79°C. Εμφανίζει τις χημικές ιδιότητες των κορεσμένων πρωτοταγών αλκοοών. Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα, στην οργανική σύνθεση και σαν διαλύτης. Α-

- 1043 -

Pectic Acid

αντιβιοτικών. Στη φύση είναι επίσης διαδεδομένες η Lναφέρεται και σαν αμυλική ή πεντυλική αλκοόλη. αραβινόζη και η D-ξυλόζη. Διαιρούνται σε αλδοπεντό2 - P e n t a n o l [2-Πεντανόλη] Ομγ Χημ. Μέλος της ομόλοζες και σε κετοπεντόζες. Οι πεντόζες δεν είναι ζυμώσιγης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών με μα σάκχαρα. τύπο CH 3 (CH 2 ) 2 CH(OH)CH3. Αχρωμο εύφλεκτο υγρό με σημείο βρασμού 119-120°C, που εμφανίζεται με τη P e n t o s e P h o s p h a t e P a t h w a y [Οδός φιοσφορικών πεμορφή δύο οπτικών αντίποδων. Εμφανίζει τις χημικές ντοζών] Βιοχημ. Βιοχημική οδός μεταβολισμού της ιδιότητες των κορεσμένων δευτεροταγών αλκοολών. γλυκόλης γνωστή και σαν οδός του φωσφογλυκονικού, Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα, στην που λειτουργεί στα κύτταρα παράλληλα με τη γλυκόοργανική σύνθεση και σαν διαλύτης. Αναφέρεται και λυση. Περλαμβάνει αναγωγή του συνενζύμου N A D P σαν μεθυλ-προπυλ-καρβινόλη. αντί του N A D και αποτελεί την κύρια πηγή πεντοζών που χρειάζονται για τη σύνθεση των νουκλεϊνικών -ο3 - P e n t a n o i [3-Πεντανόλη] Οργ.Χημ. Μέλος της ομόλοξέων. γης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών με τύπο CH3CH 2 CH(OH)CH 2 CH3. Αχρωμο υγρό με ση- p - P e n t y l o x y p h e n o l [π-Πεντυλοξυ-φαινόλη] Οργ.Χημ. Παρα- αλκοξυπαράγωγο της φαινόλης με τύπο ημείο βρασμού 116°C και σημείο πήξης -751>C. ΕμφανίC5H11-C6H4-OH. Στερεή ουσία με σημείο τήξης 49ζει τις χημικές ιδιότητες των κορεσμένων δευτεροτα50"C που χρησιμοποιείται σαν βακτηριοκτόνο. γών αλκοολών. Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα, στην οργανική σύνθεση και σαν διαλύ- Ι - P e n t y n e [1-Πεντίνιο] Οργ.Χημ. Ακόρεστος υδρογοτης. Αναφέρεται και σαν διαιθυλ-καρβινόλη. νάνθρακας της ομόλογης σειράς των αλκινίων με τύπο CH 3 CH 2 CH 2 C > CH. Αχρωμο υγρό με σημείο βρασμού 3 - P e n t a n o n e [3-Πεντανόνη] Οργ.Χημ. Μέλος της ομό40"C και σημείο πήξης -90°C, διαλυτό σε διάφορους λογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών κετονών οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτο στο νερό. Χρησιμομε τύπο CH 3 CH 2 COCH 2 CH3. Αχρωμο εύφλεκτο υγρό ποιείται στην οργανική σύνθεση. Γνωστό και σαν ημε σημείο βρασμού 101°C και σημείο πήξης -42°C. προπυλακετυλένιο. Ελάχιστα διαλυτό στο νερό, διαλυτό σε διάφορους οργανικούς διαλύτες. Εμφανίζει τις χημικές ιδιότητες των 2 - P e n t y n e [2-Πεντίνιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστος υδρογοκετονών. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και νάνθρακας της ομόλογης σειράς των αλκινίων με τύπο στην οργανική σύνθεση. Αναφέρεται και σαν διαιθυλCH3CH2C°CCH3. Αχρωμο υγρό με σημείο βρασμού κετόνη. 56°C και σημείο πήξης -101 °C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Γνωστό και σαν αιθυλ2 - P e n t a n o n e [2-Πεντανόνη] Οργ.Χημ. Μέλος της ομόμεθυλακετυλένιο. λογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών κετονών με τύπο CH 3 CH 2 CH 2 COCH 3 . Αχρωμο εύφλεκτο υγρό P e n u m b r a [Παρασκιά] Αστμον. 1. Αμυδρά σκοτεινή με σημείο βρασμού 102°C και σημείο πήξης -78°C. περιοχή της φωτόσφαιρας που περιτριγυρίζει με ακτιΕλάχιστα διαλυτό στο νερό, διαλυτό σε διάφορους ορνικές προεξοχές τις εντελώς σκοτεινές σκιές των ηλιαγανικούς διαλύτες. Εμφανίζει τις χημικές ιδιότητες των κών κηλίδων. 2. Περιοχή που καλύπτεται από τις εφακετονών. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και πτόμενες ακτίνες τη στιγμή της έκλειψης όπου τα αποσαν διαλύτης. Αναφέρεται και σαν μεθυλ-προπυλτελέσματα είναι πιο ελαφριά. κετόνη. P e n u m b r a l Eclipse [Εκλειψη παρασκιάς] Αστμον. Έκλειψη σελήνης καθώς αυτή περνάει μόνο από την παΙ - P e n t e n e [1-Πεντένιο] Οργ.Χημ. Ακόρεστος υδρογορασκιά της γης. νάνθρακας της ομόλογης σειράς των αλκενίων με τύπο CH 3 CH 2 CH 2 CH=CH2. Εύφλεκτο άχρωμο υγρό με ση- P e n u m b r a l W a v e s [Κύματα παρασκιάς] Αστρον. Τέμείο βρασμού 30°C και σημείο πήξης —i65°C, διαλυτό τοια κύματα παρατηρήθηκαν στις περιοχές του υδροσε διάφορους οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτο στο νερό. γόνου και του νατρίου στις ηλιακές κηλίδες της χρωΧρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και τη βιομόσφαιρας. Κινούνται ακτινικά προς τα έξω και συναμηχανία. Απαντάται στο πετρέλαιο. ντιούνται και σαν κύματα Stein. 2 - P e n t e n e [2-Πεντένιο] ΟργΧημ. Ακόρεστος υδρογο- P e n z i a s A r n o [Φυσικός Penzias Arno] Φυσ. Γεννημένος το 1931, φυσικός βραβευμένος με Νόμπελ για την νάνθρακας της ομόλογης σειράς των αλκενίων με τύπο ανακάλυψη της ακτινοβολίας των 2,7Κ αγνώστου προCH 3 CH 2 CH=CHCH3. Εύφλεκτο άχρωμο υγρό που αέλευσης και ακαθορίστου κατευθύνσεως στην περιοχή παντάται με τη μορφή δύο γεωμετρικών ισομερών (cis των μικροκυμάτων και αποτελεί μια από τις πιο άμεκαι trans) με διαφορές στις φυσικές ιδιότητες (το cis σες πειραματικές επιβεβαιώσεις της Μεγάλης Έκρηξης έχει σημείο βρασμού 37°C και σημείο πήξης -180°C, U (Big Bang). ενώ το trans 36,4 C και -139"C, αντίστοιχα) και παρόμοιες χημικές. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθε- P e p p e r m i n t Oil [Ελαιο ηδύοσμου ή μινθέλαιο] Υλικ. ση και σε πολυμερισμούς. Απαντάται στο πετρέλαιο. Ανοιχτόχρωμο αιθέριο έλαιο με χαρακτηριστική οσμή που λαμβάνεται από το φυτό ηδύοσμος και χρησιμοPentobarbital [Πεντοβαρβιτάλη] Οργ.Χημ. Οργανική ποιείται για τον αρωματισμό σκευασμάτων (ποτών, ουσία με μοριακό τύπο C,|Hi 7 N203, που ανήκει στα σαπώνων, γλυκών κ.λ.π.) και για τη λήψη της ουσίας βαρβιτουρικά. Φαρμακευτική ουσία με ηρεμιστικές της μινθόλης. και υπνωτικές ιδιότητες μικρής έως μεσαίας ενέργειας. Χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις ζώων. Αναφέρε- Pepsin [Πεψίνη] Βιοχημ. Πρωτεολυτικό ένζυμο του γαται και σαν πεντοβαρβιτόνη. στρικού υγρού που δρα καταλυτικά στην υδρολυτική διάσπαση των πρωτεϊνών προς κολοπεπτίδια. P e n t o s a n [Πεντοζάνη] Βιοχημ. Μέλος ομάδας φυσικών πολυσακχαριτών που αποτελούνται από πεντόζες P e p t i d a s e [Πεπτιδάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ανή(φρουκτόζη, ξυλόζη, αραβινόζη κλπ.). Π.χ. ινουλίνη. κει στην κατηγορία των υδρολασών. Διασπούν υδρολυτικά πρωτεΐνες ή και μικρά πεπτίδια. Pentose [Πεντόζη] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας μονοσακχαριτών με πέντε άτομα άνθρακα στο μόριό τους. P e p t i d e [Πεπτίδιο] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας ενώσεων Η σπουδαιότερη πεντόζη είναι η D-ριβόζη, συστατικό που προκύπτουν με πεπτιδική συμπύκνωση ατων νουκλεϊνικών οξέων, διαφόρων συνενζύμων και αμινοξέων. Είναι συνήθως γραμμικά και κατά συνθή-

Peptide B o n d

-1044-

ένας θόρυβος έχει στάθμη αντιληπτού θορύβου τόσα κη περιλαμβάνουν μέχρι και 100 αμινοξέα και σχετική PndB όση η στάθμη ηχητικής πίεσης που έχει ένας τυμοριακή μάζα έως 10.000. Είναι υδατοδιαλυτά και υχαίος θόρυβος εύρους ζώνης μιας οκτάβας με κεντρική δρολύονται στα αμινοξέα από τα οποία προέρχονται. συχνότητα 1000Hz με μετωπική πρόσπτο>ση ώστε υΕκτός από τα διπεπτίδια δίνουν την αντίδραση της ποκειμενικά να κριθεί εξίσου θορυβώδης με τον εξεταδιουρίας. Η σειρά σύνδεσης των αμινοξέων στο πεπτίζόμενο ήχο. διο βρίσκεται με διάφορες τεχνικές. Peptide B o n d [Πεπτιδικός δεσμός] Βιοχημ. Δεσμός του Perceived Noise Level [Στάθμη αντιληπτού θορύβου] τύπου -CO-NH- που σχηματίζεται με την ένωση του - Ακουστ. Στάθμη που κατ' αρχάς χρησιμοποιήθηκε για COOH ενός αμινοξέος και της - Ν Η 2 ενός άλλου αμι- τον ποσοτικό προσδιορισμό της ενόχλησης από τα αεροσκάφη και σε PndB δίνεται απ' τη σχέση PndB =40 νοξέος, προς σχηματισμό πεπτιδίου. + (10/0,30103)logPN όπου ΡΝ είναι η αντιληπτή στάθPeptone [Πεπτόνη] Βιοχημ. Θρεπτικό υπόστρωμα για μη θορύβου σε Noy (lNoy=40PndB). την ανάπτυξη βακτηριδίων, που περιέχει πρωτεάσες και αμινοξέα. Λαμβάνεται από την αλβουμίνη, το κρέ- Percent [Εκατοστιαίο] Μαθημ. Είναι ένα μέρος ανά εας ή το γάλα. κατό μέρη τα οποία αναλογούν στο σύνολο. Το σύμβολο που συνοδεύει την αναγραφή του είναι το %. ΜαPeptonization [Πεπτονοποίηση] Βιοχημ. Διαδικασία θηματικός καθορισμός σε εκατοστιαία βάση του μεγέσχηματισμού πεπτόνης από κάποια πρωτεΐνη. θους των μονάδων από τις οποίες αποτελείται ένα σύPer- [Υπερ-] Χημ. Συνθετικό σε χημικό όρο ή ονομασία που δείχνει ανώτερη τιμή (π.χ. αριθμού οξείδωσης) ή νολο συγκριτικά με τις μονάδες ενός δεύτερου συνόσυμπλήρωση (π.χ. πλήρης αντικατάσταση των ατόμων λου που συνδέεται οργανικά με το πρώτο. Η ενός αλκανίου από άτομα αλογόνου). Σαν πρόθεμα Percent Compaction [Βαθμός συμπύκνωσης] Γεν. Η χαρακτηρίζει επίσης ειδικές ομάδες, π.χ. την υπεροξυσχέση του ξηρού φαινόμενου βάρους που επιτυγχάνε(-0-0-). ται από τη συμπύκνωσης ενός εδαφικού υλικού συPer C e n t u m [Εκατοστιαίο] Μαθημ. - » P e r c e n t γκριτικά με το μέγιστο φαινόμενο βάρος που είναι δυPer Mile [Στα χίλια] Τεχνολ. Ποσοστιαίος καθορισμός νατόν να αποκτήσει το ίδιο εδαφικό υλικό το οποίο καθορίζεται από τη συμπύκνωση του σε ελεγχόμενες της σχέσης μεταξύ δύο ποσοτήτων του ίδιου μεγέθους συνθήκες εργαστηρίου έχοντας ως αναφορά ένα σύνολχ) χιλίων τεμαχίων όσον αφορά την μεγαλύτερη ποσότητα. Percent Defective [Ποσοστό αστοχίας] Τεχνολ. Στη Peracetic A c i d [Υπεροξικό οξύ] Οργ.Χημ. Μέλος των διαδικασία ελεγχου ποιότητος η οποία εκτελείται σε υπεροξέων με τύπο CH 3 COOOH. Αχρωμο υγρό, διαορισμένο αριθμό δειγμάτων, η αναλογία μεταξύ του λυτό στο νερό και την αιθανόλη με σημείο πήξης - πλήθους των τεμαχίων που κρίθηκαν ακατάλληλα ως 30°C και σημείο βρασμού 105°C. Εκρήγνυται με θέρπρος την ποιότητα τους και του συνολικού πλήθους μανση στους 110°C. Χρησιμοποιείται σαν λευκαντικό, των τεμαχίων που αποτελούσαν το δείγμα. βακτηριοκτόνο, μυκητοκτόνο και στην οργανική σύν- Percent M o d u l a t i o n [Ποσοστιαία διαμόρφωση] Επιθεση. κοιν. Διαμόρφωση πλάτους όπου ο παράγοντας διαPeracid [Υπεροξύ] Ομγ.Χημ. Οργανικό οξύ που περιέμόρφωσης εκφράζεται σαν ποσοστό του σήματος. χει την υπεροξυ ομάδα ( - 0 - 0 - ) , π.χ. το υπεροξικό οξύ, Percentage [Ποσοστό] Μαθημ. Ποσοστιαία μονάδα CH 3 COOOH. Σε περίπτωση ανόργανων οξυγονούχων που σημαίνει την αναλόγια του μεγέθούς μιας ποσότηοξέων δείχνει ότι το κεντρικό στοιχείο βρίσκεται στην τας σε σχέση με το μέγεθος της ποσότητας ενός συνόψηλότερη βαθμίδα οξείδωσης, π.χ. το υπερχλωρικό λου. οξύ, HC10 4 . < Percentage Distortion [Ποσοστιαία παραμόρφωση] Peralcohol [Υπεραλκοόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση Επικοιν. Παραμόρφωση αν εκφραστεί σε ποσοστό επί που περιέχει την ομάδα -ΟΟΗ, αντί για το υδροξύλιο του αρχικού σήματος. (-ΟΗ) που εμφανίζεται στις αλκοόλες. Percentage Distribution [Κατανομή ποσόστωσης] Peralkaline [Υπεραλκαλικός] Γεωλ. Χαρακτηρισμός Στατ. Κατανομή συχνοτήτων με χρήση ποσοστών. Παπου αναφέρεται σε μαγματικό πέτρωμα με υπερεπάρραπέμπει σε διάφορες μεθόδους πχ test Mc Ncmar ειδικεια οξειδίων του καλίου και του νατρίου. κά για χρήση δεδομένων με πιθανότητες σε ποσοστά. P e r a l u m i n o u s [Υπεραργιλικό] Γεωλ. Χαρακτηρισμός Percentile [Εκατοστό] Στατ. Κάθε στατιστικό διάγραμπου αναφέρεται σε μαγματικό πέτρωμα με υπερεπάρμα μπορεί να χωριστεί σε 100 ποσοστιαία σημεία που κεια οξειδίου του αργιλίου. εξετάζονται μαζί με τα υπόλοιπα μέτρα θέσης ακριβώς Perazine [Περαζίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ουσία, παράόπως και τα τεταρτημόρια, η διάμεσος κτλ. γωγο της φαινοθειαζίνης, με μοριακό τύπο C20H25N3S. Perceptron [Μοντέλο δικτύου] Πληρ. Είναι το όνομα Στερεή κρυσταλλική ένωση με σημείο τήξης 51-53°C. του πρώτου μοντέλου ηλεκτρονικού δικτύου το οποίο Διαθέτει ηρεμιστικές ιδιότητες και έχει χρησιμοποιηθεί είχε τη δυνατότητα μάθησης και προτάθηκε ως ένας για τη θεραπεία της ψύχωσης. τρόπος για την προσομοίωση της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου με αποτέλεσμα την εκκίνηση της Perbenzoic Acid [Υπερβενζοϊκό οξύ] Ομγ,Χημ. Μέλος έρευνας προς την κατεύθυνση των νευρωνικών δικτύτων υπεροξέων με τύπο CeH^COOOH. Στερεό, αδιάων, όπως υπάρχουν και σήμερα. λυτο στο νερό διαλυτό στην αιθανόλη με σημείο τήξης 41-43°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, π. Perch [Μονάδα Perch] Γεν. Στα πλαίσια του Αγγλοσαχ. σε εποξειδώσεις αλκενίων. ξονικού συστήματος μονάδων μέτρησης, 1. μονάδα μήκους ίση με 5,5 γυάρδες ή 16,5 πόδια αντίστοιχη P e r b i t u m i n o u s Coil [Υπερβιτουμενιούχος άνθρακας] στο δεκαδικό μετρικό σύστημα με 5,0292 μέτρα 2. Το Γεωλ. Ορυκτός βιτουμενιούχος άνθρακας που περιέχει τετραγωνικό πέρτς, μονάδα επιφάνειας ίση με 30,25 υδρογόνο σε ποσοστό μεγαλύτερο από 5,8%. τετρ. γυάρδες αντίστοιχη στο δεκαδικό μετρικό σύστηPerceived Noise Decibel (PndB) [Αντιληπτού θορύμα με 25,293 μέτρα. βου Decibel στάθμης] Ακουατ. Η μονάδα μέτρησης της στάθμης αντιληπτού θορύβου που ορίζεται ως εξής: Perched Aquifer [Αιωρούμενος υδροφορέας] Υδρολ. Ο

- 1045ένα από τους τρεις τύπους υδροφορέων. Πρόκειται για κορεσμένη ζώνη επάνω από το κύριο υδροφόρο επίπεδο και μέσα στην ακόρεστη ζώνη (ζώνη αερισμού) που υπέρκειται ενός περιοριστικού στρώματος. Perched G r o u n d w a t e r [Αιωρούμενο υπόγειο ύδωρ] Υόρολ. Το υπόγειο ύδωρ που εμπεριέχεται μέσα σ' έναν αιωρούμενο υδροφορέα. Perchlorate [Υπερχλωρικό] Χημ. Πολυατομικό ανιόν του τύπου C104" ή άλας που περιέχει το ανιόν αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές το χλώριο εμφανίζεται με αριθμό οξείδωσης +7. Perchloric Acid [Υπερχλωρικό οξύ] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο οξυγονούχο οξύ με τύπο HCIO4 στο οποίο το χλώριο έχει αριθμό οξείδωσης +7. Αχρωμο, ατμίζον υγρό με σημείο βρασμού 19°C και σημείο πήξης 112°C. Πολύ τοξική ουσία με ισχυρές οξειδωτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία, π.χ. για την ογκομέτρηση ασθενών βάσεων σε μη υδατικούς διαλύτες. Εκρήγνυται με έντονη ανατάραξη ή θέρμανση. Perchloroethylene [Υπερχλωροαιθυλένιο] Ομγ.Χημ. Πλήρως χλωριωμένο αιθένιο με τύπο C12C=CC12. Αχρωμο υγρό αδιάλυτο στο νερό, διαλυτή σε αιθανόλη με σημείο βρασμού 121UC και σημείο πήξης -22°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης, στον καθαρισμό των μετάλλων και στη βιομηχανία φθοροανθράκων. Perchloromethyl M e r c a p t a n [Περχλωρομεθυλική μερκαπτάνη] Οργ.Χημ. Κίτρινο τοξικό ελαιώδες υγρό αποπνικτικής οσμής με τύπο C C I 3 S C I . Διασπάται με θέρμανση στους 148°C παράγοντας τοξικούς και διαβρωτικούς ατμούς. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και σε χημικό πόλεμο. Percolation 1 [Διήθηση] Φυσ. Χημ. Η διεργασία της διέλευσης ενός υγρού δια των κατάλληλου μεγέθους πόρων ενός στερεού σώματος προκειμένου να επιτευχθεί διαχωρισμός της υγρής φάσης από τη στερεή φάση δηλ. από τα εντός του υγρού διασκορπισμένα στερεά αδιάλυτα σώματα. Percolation 2 [Διύλιση] Πληρ. 1. Η μεταφορά δεδομένων από πιο αργές σε πιο γρήγορες συσκευές και ειδικότερα από τη δευτερεύουσα στην κύρια μνήμη. 2. Η μετάβαση, γενικότερα, σε ένα πιο αναλυτικό, πιο πλήρες επίπεδο επεξεργασίας. Percolation 3 [Εξαντλητική εκχύλιση] Μεταλλ. Υδρομεταλλουργική μέθοδος για την εξαγωγή μετάλλων από μεταλλεύματα τους που συνίσταται στην εκχύλιση τους με ειδικά υδατικά διαλύματα (π.χ. κυανιούχου νατρίου για το χρυσό και τον άργυρο, αραιού θειικού οξέος για το χαλκό) απ' όπου το μέταλλο διαλυόμενο ανακτάται με εφαρμογή περαιτέρω διεργασιών όπως κατακρήμνισης, ηλεκτρόλυσης κ.λ,π. Percolation 4 [Κατείσδυση] Υδρολ. Η εισχώρηση και η διακίνηση υπεδαφικά ύδατος μέσω των πόρων και των διακένων των πετρωμάτων. Percolation Test [Δοκιμή απορροφητικότητας] Γεν. Στη διαδικασία επιλογής της θέσης για την κατασκευή ενός απορροφητικού βόθρου, δοκιμή που εκτελείται σε μια σε ένα φρέαρ που διανοίχτηκε στο έδαφος γι' αυτό τον σκοπό το οποίο γεμίζεται με νερό μέχρι μια συγκεκριμένη στάθμη και παρακολουθείται η πτώση της στάθμης για τον καθορισμό του βαθμού απορροφητικότητας του υπεδάφους. Percolator [Διηθητήρας] Τεχν. Τροφ. Τύπος καφετιέρας στην οποία υπέρθερμο νερό μετά την άνοδο του δια κεντρικού σωλήνα φιλτράρεται διερχόμενο από

Perfect Plasticity

μικρό διάτρητο δοχείο που περιέχει αλεσμένους κόκκους καφέ. Percussion [Κρούση] Μηχ. Ονομάζεται η σύγκρουση με μεγάλη σχετικά δύναμη ενός αντικειμένου έναντι κάποιου άλλου. Ένα τουλάχιστον από τα δύο αντικείμενα πρέπει να κινείται και το άλλο να βρεθεί στην πορεία του, ή εάν κινούνται και τα δύο, οι τροχιές τους σε κάποιο σημείο να τέμνονται. Μετά την κρούση αλλάζουν ανάλογα πορεία ενώ υπάρχει και ανταλλαγή μηχανικής ενέργειας μεταξύ τους. Perennial Lake [Ολοετής λίμνη] Υδρολ. Ονομάζεται η λίμνη της οποίας η στάθμη του νερού δε μεταβάλλεται ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των εποχών ενύς ημερολογιακού έτους και ουσιαστικά η λεκάνη της είναι πάντα γεμάτη με νερό. Perfect Cosmological Principle [Τέλεια κοσμολογική αρχή] Αστρον. Η θεωρητική αρχή ότι το σύμπαν είναι ομογενές και ισότροπο που αξιοποίησε ο Αϊνστάιν στη θεωρία του για το κλειστό σφαιρικό σύμπαν. Ωστόσο από τότε έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες για λευκές τρύπες, ανωμαλίες βαρύτητας σε καμπυλχόματα του χωροχρονικού δικτυώματος κτλ. Perfect Crystal [Τέλειος κρύσταλλος] Κρυσταλλ. Ιδανική κατάσταση μονοκρυστάλλου στον οποίο η διευθέτησης των ατόμων στην κυψελίδα είναι ομοιόμορφη σε όλη του την έκταση. Στην πραγματικότητα όλα τα κρυσταλλικά συστήματα παρουσιάζουν ατέλειες και ελλείψεις. Perfect C u b e [Τέλειος κύβος] Μαθημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αριθμός ή αλγεβρική έκφραση που μπορεί να γραφεί ισοδύναμα ως γινόμενο τριών ίδιων αριθμών ή εκφράσεων ανάλογα. Perfect Field [Τέλεια άλγεβρα] Μαθημ. Μια άλγεβρα Φ λέγεται τέλεια αν έχει χαρακτηριστική 0 ή θετική ρ και κάθε στοιχείο του Κ έχει μια ρίζα τάξης ρ στο Φ. Perfect F r a m e [Απόλυτο πλαίσιο] Πολ. Μηχ. Στατικός φορέας που αποτελείται από ένα αριθμό μελών που είναι ακριβώς τα απαραίτητα για να είναι ο φορέας άκαμπτος. Η αφαίρεση ενός μέλους από τον φορέα τον καθιστά στατικά ασταθή. Perfect G r a p h [Τέλειο γράφημα] Μαθημ. Γράφημα όπου κάθε επαγόμενο υπογράφημα έχει τον ίδιο ελάχιστο αριθμό κλίκας ή τον ίδιο ελάχιστο χρωματικό αριθμό. Αν ένα γράφημα είναι τέλειο το ίδιο συμβαίνει και με το συμπλήρωμα του. Perfect G r o u p [Τέλεια ομάδα] Μαθημ. Μια ομάδα λέγεται τέλεια (στη θεωρία Galois) αν η ομάδα μεταθέτης της είναι η ίδια η ομάδα. Perfect Inelastic Collision [Τελείως μη ελαστική κρούση] Φυσ. Ή πλαστική κρούση. Η μη ελαστική κρούση μετά την οποία τα συγκρουόμενα σώματα κολλάνε το ένα με το άλλο και κινούνται με την ίδια ταχύτητα ως ένα σώμα. Perfect M a t c h i n g [Τέλειο ταίριασμα] Μαθημ. Για ένα συνδεδεμένο γράφημα αν υπάρχει άρτιος αριθμός κορυφών είναι ένα ταίριασμα (υποσύνολο ακμών χωρίς κοινές κορυφές) που χρησιμοποιεί όλες τις κορυφές μια φορά ενώ για περιττό αριθμό κορυφών μπορεί να αποκλείσουμε μια κορυφή. Perfect N u m b e r [Τέλειος αριθμός] Μαθημ. Ονομάζεται κάθε θετικός ακέραιος αριθμός ο οποίος ισούται με το άθροισμα των διαιρετών του εκτός βέβαια του ίδιου < του εαυτού του. Perfect Plasticity [Απόλυτη πλαστικότητα] Μηχ. Καλείται εκείνη η ιδεατή ιδιότητα, αλλά πρακτικά μη υ-

Perfect Prognostic

- 1046 -

παρκτή, ενός σώματος, όπου υπό την επίδραση μιας φόρτισης, αφού ξεπεράσει το όριο ελαστικότητας, μπορεί να συνεχίσει να παραμορφώνεται πλαστικά επ1 άπειρον χωρίς να σπάσει σε κάποιο όριο αντοχής. Perfect Prognostic [Ολοκληρωμένη πρόγνωση] Μετεωρ. Η πρόγνωση των μελλοντικών καιρικών συνθηκών σύμφωνα με τη μελέτη των πεδίων της πίεσης και του ανέμου όπως αυτά απεικονίζονται στο μετεωρολογικό χάρτη. Perfect Proportion [Τέλεια αναλογία] Μαθημ. Αν έχουμε 2 αριθμούς χ, ψ και Α, Η είναι αντίστοιχα ο αριθμητικός και ο αρμονικός μέσος τους τότε η τέλεια αναλογία παράγεται από χψ = AH. Perfect Set [Τέλειο σύνολο] Μαθημ. Ένα σύνολο καλείται τέλειο αν ισούται με το παράγωγο του (σύνολο με όλα τα οριακά σημεία του). Perfect Solution [Τέλεια λύση] Μαθημ. Αύση (συνήθως ευρετική) που προσεγγίζει τέλεια την πραγματική λύση. Perfect Square [Τέλειο τετράγωνο] Μαθημ. Στα μαθηματικά καλείται κάθε αριθμός ή αλγεβρική έκφραση που μπορεί να γραφεί ισοδύναμα ως γινόμενο δύο ίδιων αριθμών ή εκφράσεων αντίστοιχα. Perfectly Diffuse Radiator [Τέλεια ακτινοβολία φωτοβολίας] Οπτικ. Η επιφάνεια απ' την οποία ακτινοβολείται μέγιστη φωτοβολία η οποία σύμφωνα με το νόμο του Lambert I=A><Sxcosa, όπου Α η λαμπρότητα της πηγής, S η ακτινοβολούσα επιφάνεια της πηγής και α η γωνία που σχηματίζει η διεύθυνση της φωτοβολίας με την κάθετο στην επιφάνεια, συμβαίνει κατά την κάθετη σ' αυτήν διεύθυνση (α=0). Perfluoroalkane [Περφθοροαλκάνιο] Οργ.Χημ. Αλκάνιο στο οποίο όλα τα άτομα υδρογόνου έχουν αντίκατασταθεί με άτομα φθορίου, π.χ. CF4 (τετραφθορίδιο του άνθρακα ή τετραφθοράθρακας). Perforate [Διατρυπώ] Τεχνολ. Η δημιουργία μιας διαμπερής τρύπας σε ένα σώμα ή μιας ομάδας από τρύπες σε οργανωμένη Kat προκαθορισμένη διάταξη. Perforation [Διάτρηση] Τεχνολ. Η εργασία της δημιουργίας διαμπερής οπής σε ένα σώμα με τη χρήση κρουστικού μηχανήματος που δεν έχει περιστροφική κίνηση και δημιουργεί την οπή με την ενέργεια από την κρούση ενός αιχμηρού στελέχους στην επιφάνεια του σώματος με την απαραίτητη ένταση για να προκληθεί η διάτρηση. Perforation Rate [Ρυθμός διάτρησης] Πληρ. Το πλήθος των χαρακτήρων που χαράσσονται (διατρυπώνται) σέ μια χαρτοταινία στη μονάδα του χρόνου. Perforator [Διατρητής] Τεχνολ. Μηχάνημα που τρυπά χαρτιά και άλλα αντικείμενα. Perform [Εκτελώ] Πληρ. 1. Υλοποιώ εντολές του υπολογιστή. 2. Εντολή της γλώσσας προγραμματισμού COBOL που προκαλεί την εκτέλεση ενός τμήματος του προγράμματος πολλές φορές. Performance [Απόδοση] Γεν. Νομικός όρος που χρησιμοποιείται σε εργολαβικά συμβόλαια και υπονοεί την απόδοση του αναδόχου σε σχέση με την εκτέλεση των συμβατικών απαιτήσεων. Performance Bond [Εγγυητική επιστολή] Γεν. Έγγραφο που εκδίδεται από τράπεζες ή εξουσιοδοτημένους οργανισμούς μέσω του οποίου ο εκδότης του εγγράφου αποδέχεται την ευθύνη της καταβολής του χρήματικού ποσού που αναφέρεται στο έγγραφο στην περί-

λείες στον πελάτη ή εγκαταλειφθεί το έργο ημιτελές, Performance Characteristic [Χαρακτηριστικό απόδόσης] Τεχνυλ. Μια από τις τεχνικές ιδιότητες του εξαρτήματος μιας μηχανής η οποία προσδιορίζεται μέσω εργαστηριακών δοκιμών ή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της μηχανής. Performance Chart [Διάγραμμα απόδοσης] Τεχνολ. Γραφική παράσταση μέσω της οποίας παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ τους δύο χαρακτηριστικές παραμέτρους της λειτουργίας ενός οργάνου ή ενός μηχανήματος και τον τρόπο που επηρεάζεται η μία παράμετρος από τη μεταβολή του μεγέθους της δεύτερης, Performance Curve [Καμπύλη απόδοσης] Τεχνολ. Η παρουσίαση με γραφικό τρόπο των σχέσεων μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων παραμέτρων που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία ενός μηχανήματος και τον τρόπο που επηρεάζεται μία παράμετρος όταν μεταβάλλονται οι υπόλοιπες. Μέσω αυτών των διαγραμμάτων καθορίζονται οι βέλτιστες σχέσεις μεταξύ των παραμέτρων από τις οποίες προκύπτει η μέγιστη απόδοση του μηχανήματος. Performance Data [Στοιχεία απόδοσης] Τεχνολ. Στοιχεία που αποτελούν χαρακτηριστικά μεγέθη της συμπεριφοράς ενός εξαρτήματος που αποτελεί τμήμα ενός γενικότερου συνόλου τα οποία καταγράφονται σε συνθήκες λειτουργίας, ενός μηχανήματος και η συλλογή των οποίων οδηγεί σε βελτιώσεις της μορφής ή ορισμένων λεπτομερειών της σύστασης του, ώστε να βέλτιωθεί γενικά η απόδοση ή η διαδικασία συντήρησης του συγκροτήματος. Performance Evaluation [Αξιολόγηση απόδοσης] Τεχνολ Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μιας εργασίας, η αξιολόγηση των στοιχείων που συλλέγονται σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των δράσεων και των ενεργειών που καθορίστηκαν από τον αρχικό προγραμματισμό, με στόχο την λήψη αποφάσεων για βελτίωση των πραγματικών συνθηκών που προέκυψαν στην υλοποίηση του προγράμματος. Performance Index [Δείκτης απόδοσης] Τεχνολ. Ποσοστιαίο μέγεθος που προκύπτει από τη σχέση των πραγματικών ωρών εργασίας σε σχέση με τις προγραμματισμένες ώρες εργασίας που απαιτούνται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας, Performance Measurement Baseline [Κριτήριο οικονομικής αξιολόγησης] Τεχνολ. Ο χρονικός προγραμματισμός των δαπανών που απαιτούνται για την εκτέλεση ενός έργου όπου εμφανίζονται αναλυτικά οι δαπάνες τις κάθε εργασίας καθώς και τα πάγια έξοδα και χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου ως οδηγός για την αξιολόγηση της οικονομικής πορείας του έργου σε κάθε φάση της εκτέλεσης του. Performance Sampling [Δειγματοληψία απόδοσης] Τεχνολ. Διαδικασία καταγραφής στοιχείων απόδοσης ενός εργαζόμενου ή μιας ομάδας εργαζομένων σε διάφορές χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μιας δραστηριότητας τα οποία χρησιμοποιούνται με τη βοήθεια μιας συγκριτικής μεθοδολογίας για τον υπολογισμό της αποδοτικότητας του εργαζομένου ή της ομάδας. Perfory [Διάτρητο τμήμα] Πληρ. Οι διάτρητες λωρίδες που βρίσκονται αριστερά και δεξιά στο συνεχές χαρτί του εκτυπωτή και οι οποίες συνδέουν το χαρτί με το μηχανισμό κίνησης του.

πτώση που ο ανάδοχος της εκτέλεσης ενός έργου με P e r f u m e [Αρωμα] Υλικ. Είναι μία ουσία που χρήσιμοτην συμπεριφορά του δημιουργήσει οικονομικές απώποιείται για να εκπέμπει μία ευχάριστη μυρωδιά. Πα-

- 1047ράγεται από τα πέταλα των φυτών ή και συνθετικά, ενώ βρίσκεται συνήθως σε υγρή κατάσταση. Υπάρχουν πολλών ειδών αρώματα και χρησιμοποιούνται στα σαπούνια, στα καλλυντικά ή σε άλλα διακοσμητικά αντικείμενα. P e r f u m e Oil [Αρωματικό έλαιο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ουσία που προκύπτει από διάφορα φυτά όπως είναι το γεράνι, το γιασεμί, το τριαντάφυλλο, η βιολέτα αλλά και η πορτοκαλιά Kat η λεμονιά και άλλα, η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή καλλυντικών και ειδικότερα των αρωμάτων. Perfusion [Διάχυση] Φυσ. Καλείται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένα υγρό διαπερνάει διαμέσου της επιφάνειας ή της μάζας ενός πορώδους σώματος καταλαμβάνοντας συγχρόνως τον όγκο των πόρων του ή αναμειγνυόμενο με κάποιο άλλο υγρό. Pergelisol [Μόνιμο στρώμα πάγου] Γεωλ. Permafrost Perhumid Climate [Διάβροχο κλίμα] Μετεωρ. Πολύ υγρό κλίμα, με δείκτη υγρασίας 100 και άνω σύμφωνα με την κατάταξη τύπου κλίματος του Thornthwaite. Perhumid Climate [Υπέρυγρο κλίμα] Μετεωρ. Αυτή η μορφή του κλίματος χαρακτηρίζεται από τις εξαιρετικά υψηλές τιμές που λαμβάνει η υγρασία, κατ' ουσίαν πρόκειται για το πιο υγρό κλίμα που υπάρχει. Perhydro- [Υπερυδρο-] Οργ.Χημ. Συνθετικό στην ονομασία μίας οργανικής ένωσης που δηλώνει πλήρη υδρογόνωση. Periapsis [Περίαψη] Αστρον. Για μια ελλειπτική τροχιά γύρω από τη γη δίνει το περίγειο ή την μικρότερη ακτίνα μίας έλλειψης από ένα εσωτερικό σημείο της. Periastron [Περίαστρο] Αστρον. Το πιο κοντινό σημείο σε ένα συγκεκριμένο άστρο στην τροχιά ενός αντικειμένου που περιστρέφεται γύρω του πχ δορυφόρος, κομήτης κτλ. Pericenter [Περίκεντρο] Αστρον. Το εγγύτερο σημείο μίας ελλειπτικής τροχιάς από την εστία της, συνήθως πάνω σε έναν από τους 2 κύριους άξονες. Pericondensed Polycyclic [Περισυμπυκνωμένος πολυκυκλικός] Οργ.Χημ. Πολυπυρηνική αρωματική ένωση με τρεις ή περισσότερους συμπυκνωμένους αρωματικούς δακτύλιος, π.χ. φαινανθρένιο. Pericyclic Reaction [Περικυκλική αντίδραση] Οργ. Χημ. Είδος οργανικής αντίδρασης κατά την οποία δεν υπάρχει ενδιάμεσο σχηματισμός ενδιαμέσων καρβοκατιόντων, καρβανιόντων ή ελευθέρων ριζών, αλλά σε ένα μεταβατικό στάδιο γίνεται συγχρόνως η διάσπαση των παλαιών και η δημιουργία των νέων δεσμών. Χωρεί με διατήρηση της συμμετρίας τροχιακών και η ερμηνεία της δίνεται από τους κανόνες WoodwardHoffmann. Ονομάστηκε έτσι γιατί το ενδιάμεσο στάδιο είναι κυκλικό. Αναφέρεται και σαν σύγχρονη αντίδραση. Peridot [Περίδοτο ή χρυσόλιθος] Ορυκτ. Η καθαρή μορφή του ορυκτού ολιβίνη, διαφανής και ανοικτού λαδοπράσινου γυαλιστερού χρωματισμού, που χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος εξαγόμενος, κυρίως, στην Αίγυπτο και την Λυδία. Peridotite [Περιδοτίτης] Γεωλ. Κατηγορία πλουτωνίων πυριγενών πετρωμάτων ποικίλης ορυκτολογικής σύστασης, με κοκκώδη ιστό και γενικά πρασινωπού χρώματος, με κυριότερα συστατικά τον ολιβίνη με ή χωρίς πυρόξενο, το βιοτίτη, την κεροστίλβη, τα διαλλαγή και δευτερεύοντα συστατικά οξείδια του σιδήρου, σπινελλίους, χρωμίτη κ.λ.π. Διακρίνονται σε διάφορους τύ-

Period 2

πους όπως βερλίτης, χαρτσβουργίτης, κεροστίλβίτης, δουνίτης, μαργμαρυγιακός ή αμφιβολικός περιοδοτίτης κ.λ.π. Perigalacticon [Περιγαλαξιακό] Αστρον. Σημείο που ένα άστρο προσεγγίζει κοντύτερα το κέντρο του γαλαξία του. Perigean [Περιγήινο] Αστρον. Σχετικός με το περίγειο πχ ακτίνα (Range) κτλ. Perigean R a n g e [Περίγεια μέση τιμή] Ωκεαν. Η μέση τιμή των μηνιαίων πλημμυρίδων, χωρίς να μας ενδιαφέρει ο τύπος της, που λαμβάνουν χώρα σε μια περιοχή. Οι τιμές από τις οποίες προκύπτει αυτή η μέση τιμή πρέπει να υπολογίζονται όταν το φεγγάρι βρίσκεται στην μικρότερη απόσταση από τη Γη. Perigean Tides [Παλίρροιες του περιγείου] Αστρον. Παλίρροιες που συμβαίνουν κάθε μήνα ακολουθώντας το πρότυπο του σεληνιακού κύκλου, και κορυφώνονται τη στιγμή που η σελήνη βρίσκεται στο περίγειο της τροχιάς της. Perigee [Περίγειο] Αστρον. Καλείται το σημείο της τροχιάς της σελήνης ή ενός άλλου τεχνητού δορυφόρου που περιστρέφεται γύρω από τη Γη, στο οποίο σημείο ο δορυφόρος βρίσκεται πιο κοντά προς τη Γη. Periglaccial Climate [Αρκτικό κλίμα] Μετεωρ. Το κλίμα όπως αυτό διαμορφώνεται κοντά σε παγετώδη περιοχές. Pcriglacial [Περιπαγετώδης] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει περιοχή ή διεργασίες και φαινόμενα σε περιοχή κείμενη στο περιθώριο των παγετωδών ζωνών. Periglacial Climate [Κλίμα παγετώνων] Μετεωρ. Είναι η μορφή του κλίματος που επικρατεί σε περιοχές που περιβάλλονται από άλλες πιο μεγάλες περιοχές που καλύπτονται από στρώματα πάγου. Τέτοια μορφής κλίματα συναντώνται σε οροπέδια υψηλοί)ν οροσειρών στις κορυφές των οποίων διατηρούνται παγετώνες, επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες και πάρα πολύ ψυχροί άνεμοι. Perihelion [Περιήλιο] Αστρον. Εγγύτερο σημείο μια ς τροχιάς γύρω από τον ήλιο (αντίθετο το αφήλιο). Perilla Oil [Δυόσμου λάδι] Υλικ. Πρόκειται για το λάδι που παράγεται από το φυτό δυόσμος και χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων προϊόντων όπως για παράδειγμα το σαπούνι, η μαστίχα και άλλα. P e r i m a g m a t i c [Περιμαγματικός/ Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει κοίτασμα που σχηματίζεται στην περιμετρική ζώνη του μητρικού του μαγματικού πετρώματος. Perimeter [Περίμετρος] Μαθημ. Σε ένα κλειστό επίπεδο πολύγωνο το άθροισμα του μήκους όλων των πλευρών που το συνθέτουν. Perimeter B e a m [Περιμετρικό δοκάρι] Οικοδ. Δοκός που βρίσκεται στο επίπεδο του ορόφου ενός κτιρίου Kat τρέχει περιμετρικά στις εξωτερικές όψεις συνδέοντας μεταξύ τους τα υποστυλώματα. Perimeter Diffuser [Γραμμικό κλιματιστικό σώμα] Οικοδ. Κλιματιστικό σώμα τοποθετημένο στην οροφή του κλιματιζόμενου χώρου σε μικρή απόσταση από του τοίχους που περιβάλλουν τον χώρο σε όλο το μήκος των τοίχων περιμετρικά. Period 1 [Περίοδος] Αστμον. 1. Χρόνος περιστροφής ενός ουράνιου σώματος γύρω από ένα άλλο. 2. Χρόνος περιστροφής ενός σώματος γύρω από τον πολικό του άξονα 3. Χρόνος εκπομπής σήματος από μεταβλητό αστέρα που αποδίδεται και πάλι στην ιδιοπεριστροφή του. . Period 2 [Περίοδος] Μαθημ. Αριθμός που ορίζει το ρυθ-

Period 3

- 1048 -

μό επανάληψης των τιμών μίας συνάρτησης. Period 3 [Περίοδος] Φυσ. Σε ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο χαρακτηρίζεται από μια σταθερή επανάληψη ενός γεγονότος, η χρονική διάρκεια που απαιτείται για συμπληρωθεί ένας πλήρης κύκλος από τη στιγμή που προκύπτει μια συγκεκριμένη κατάσταση μέχρι τη στιγμή που περνώντας από διάφορα στάδια επανέλθει στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Period 4 [Περίοδος] Χημ. Οριζόντια σειρά στοιχείων του περιοδικού πίνακα των στοιχείων που κατατάσσονται κατ' αυξανόμενο ατομικό αριθμό. Ο περιοδικός πίνακας αποτελείται από επτά περιόδους. Η 1η περίοδος περιλαμβάνει 2 στοιχεία, η 2 η και η 3 η από 8 στοιχεία, η 4 η και η 5 η από 18 στοιχεία, η 6 η από 32 στοιχεία, ενώ η 7 η θεωρείται ασυμπλήρωτη, καθώς επεκτείνεται με την ανακάλυψη νέων τεχνητών στοιχείων. Η κάθε περίοδος αρχίζει με ένα αλκάλιο, που ανήκει στην πρώτη ομάδα και τελειώνει με ένα ευγενές αέριο, που ανήκει στη 18η ομάδα (ή VITIA με την παλιά αρίθμηση). Period Density Relation [Σχέση περιόδου πυκνότητας] Αστμον. Σχέση που ορίζει για ένα μεταβλητό αστέρα ότι η περίοδος του είναι αντιστρόφως ανάλογη στην τετραγωνική ρίζα της μέσης πυκνότητας του. Period D o u b l i n g [Διπλασιασμός περιόδου] Μαθημ. Θεωρητικό πείραμα ελέγχου κατά τη μεταβολή της συχνότητας. Period D o u b l i n g Cascade [Σειρά διπλασιασμών περιόδου] Μαθημ. Χρήση διαδοχικών δυνάμεων του 2 (θετικών και αρνητικών) επί της αρχικής περιόδου για τη μελέτη ενός φαινομένου. Χρήσιμη στην μελέτη διαταραχών (Bifurcations). Period Luminosity Relation [Σχέση περιόδου φωτεινότητας] Αστρον. Σχέση που διαπιστώνεται για πολλούς μεταβλητούς (έστω και με έμμεσο τρόπο). Period O f Vibration [Περίοδος δόνησης] Φιχτ. Ο χρόνος που απαιτείται για να συμπληρωθεί η κίνηση μετατόπισης ενός στοιχείου μεταξύ δύο ακραίων ορίων από τη στιγμή που το στοιχείο βρίσκεται στο ένα όριο μέχρι τη στιγμή που θα επανέλθει στο ίδιο όριο έχοντας διανύσει δύο φορές την απόσταση προς δύο αντίστροφες κατευθύνσεις. Period Parallelogram [Περιοδικό παραλληλόγραμμο] Μαθημ. Για μερομορφικές περιοδικές συναρτήσεις με περίοδο 1 και πόλους στους κανονικούς ακέραιους τότε το σύνολο όλων των περιοδικών μορφών ορίζει τον περιοδικό σύνδεσμο στο μιγαδικό επίπεδο και ένα σύνολο από συζυγή παραλληλόγραμμα (περιοδικό παραλληλόγραμμο). Period Spectral Relation [Σχέση φάσματος περιόδου] Αστρον. Σχέση που εμφανίζεται στους μεταβλητούς αστέρες και συνδέει την περίοδο του αστέρα με το φασματικό του τύπο. Periodic [Περιοδικό] Τεχνολ. Μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η χρονική διάρκεια της συμπλήρωσης ενός κύκλου παραμένει σταθερή μέσα στο χρόνο. Periodic Acid-Schiff Reaction [Αντίδραση με υπεριωδικό οξύ-αντίδραση Schiff] Βιοχημ. Σημαντικό εργαλείο της χημείας των σακχάρων για τη διαπίστωση της δομής τους. Συνίσταται στην οξειδωτική τους διάσπαση με τη βοήθεια υπεριωδικού οξέος (ΗΙ0 4 ) και οι αλδεΰδες που σχηματίζονται αντιδρούν με αντιδραστήριο Schiff προς σχηματισμό έγχρωμων παραγώγων. Periodic Antenna [Περιοδική κεραία] Ηλεκτρον. Κε-

ραία που περιστρέφεται με κάποιο σταθερό ρυθμό (συνήθως εκκρεμούς). Periodic C o m e t [Περιοδικός κομήτης] Αστρον. Χαρακτηρίζεται κάθε κομήτης ο οποίος επιστρέφει σε τακτό χρονικό διάστημα εντός του ηλιακού συστήματος. Periodic Current [Περιοδικό ρεύμα] Ωκεαν. Ρεύμα του οποίου οι μετατοπίσεις γίνονται με περιοδικό τρόπο, οφειλόμενες στην επίδραση φαινομένων που εμφανίζουν περιοδικότητα, όπως η κίνηση της Σελήνης. Periodic Function [Περιοδική συνάρτηση] Μαθημ. Ονομάζεται μία μαθηματική συνάρτηση για την οποία ισχύει ότι κάθε τιμή της σε ένα σημείο του πεδίου ορισμού της ισούται με την τιμή της σε ένα άλλο σημείο που απέχει σταθερή απόσταση Τ από το προηγούμενο. Αυτή η απόσταση Τ καλείται περίοδος της συνάρτησης και ουσιαστικά υπάρχει ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο σύνολο τιμών της συνάρτησης ανά Τ διαστήματα. Periodic L a w [Περιοδικός νόμος] Χημ. Το φαινόμενο της περιοδικής μεταβολής των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων των στοιχείων, αν αυτά καταταγούν κατά σειρά αυξανόμενης ατομικής μάζας (αρχικός περιοδικός νόμος των Mendeleev-Meyer). Με βάση τον περιοδικό νόμο που ισχύει σήμερα οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των στοιχείων είναι περιοδικές συναρτήσεις του ατομικού αριθμού Ζ (περιοδικός νόμος Moseley, 1913-4). Periodic M o t i o n [Περιοδική κίνηση] Μηχ. Κίνηση που επαναλαμβάνεται με σταθερό και όμοιο τρόπο μέσα στο χρόνο. Periodic Perturbation 1 [Περιοδική διατάραξη] Μαθημ. Συνάρτηση που εισάγει περιοδικά κάποια διαταραχή σε ένα σύστημα. Αυτό μπορεί να είναι μια λάθος που παρεμβαίνει σε μια αριθμητική επίλυση ή θόρυβος σε ένα μεταδιδόμενο σήμα από κάποια περιοδική πηϊή· . Periodic Perturbation [Περιοδική διαταραχή] Φυσ. Καλείται κάθε διαταραχή η οποία επαναλαμβάνεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα —> Perturbation Periodic Point [Περιοδικό σημείο] Μαθημ. Για μια συνάρτηση φ ένα σταθερό σημείο της λέγεται περιοδικό ανφ ο ν ω =φ(φ ον (χ)) = χ. Periodic Process [Περιοδική διαδικασία] Στατ. Στοχαστική διαδικασία που εκτελείται περιοδικά στο πεδίο ορισμού της πχ μια ακολουθία {α, β, α, β , . . . } . Periodic Quantity [Περιοδική ποσότητα] Φυσ. Η φυσική ποσότητα που επαναλαμβάνεται σε κανονικά χρονικά διαστήματα. Periodic Table [Περιοδικός πίνακας] Χημ. Πρόκειται για μία ταξινόμηση σε μορφή πίνακα, όλων των γνωστών χημικών στοιχείων κατ' αύξοντα ατομικό αριθμό. Λόγω της περιοδικότητας των φυσικοχημικών ιδιοτήτων των στοιχείων, η σύνταξη του περιοδικού πίνακα επέτρεψε την τοποθέτηση των στοιχείων σε γραμμές και στήλες κατά ομάδες με παρόμοιες ιδιότητες. Periodic T e r m s [Περιοδικοί όροι] Μαθημ. Σε μια έκφραση διαφορικού συστήματος μιλάμε για τους όρους που συνεισφέρουν στην περιοδική μεταβολή και συνήθως κάνουν το σύστημα πολύ ή λίγο άκαμπτο (Stiff). Periodic W a v e [Περιοδικό κύμα] Φυσ. Ονομάζεται κάθε κύμα με σταθερά επαναλαμβανόμενη μετατόπιση, το οποίο φαίνεται χαρακτηριστικά στο διάγραμμά του με ένα τμήμα του να επανεμφανίζεται το ίδιο ανά τακτά διαστήματα. Periodicity [Περιοδικότητα] Μαθημ. Ύπαρξη περιόδου

- 1049στον ορισμό μιας συνάρτησης ή ενός μοντέλου. Periodogram [ΓΙερωδόγραμμα] Στατ. Διάγραμμα της αρμονικής ανάλυσης που έχει να κάνει κύρια με ειδικές μορφές της σειράς Fourier πχ για ταλαντούμενες σειρές. Peripheral [Περιφερειακό] Μαθημ. Αυτό που ανήκει σε περιφέρεια. Peripheral B u f f e r [Περιφερειακή προσωρινή αποθήκευση] Πλημ. Το μέσο στο οποίο αποθηκεύονται προσωρινά δεδομένα που μεταφέρονται ανάμεσα σε δύο συσκευές που λειτουργούν σε διαφορετικές ταχύτητες. Peripheral Computer [Περιφερειακός υπολογιστής] Πλημ. Μικρότερος υπολογιστής που εκτελεί συγκεκριμένες επεξεργασίες (χειρισμός περιφερειακών συσκευών, προσωρινή αποθήκευση δεδομένων, κλπ) για λογαριασμό του κεντρικού υπολογιστή που κάνει τη συνολική διαχείριση. Peripheral Control Unit [Περιφερειακή μονάδα ελέγχου] Πλημ. Κάθε συσκευή που συνδέει την κεντρική μονάδα επεξεργασίας με μια περιφερειακή συσκευή και αποκαθιστά τον διάλογο μεταξύ τους. Peripheral Equipment [Περιφερειακός εξοπλισμός] Πλ.ηρ. Εξοπλισμός που λειτουργεί σε συνδυασμό και σε συνεργασία με τον υπολογιστή αλλά δεν είναι μέρος αυτού, για παράδειγμα ο εκτυπωτής, ο αναγνώστης χαρτοταινίας, κλπ Peripheral Interface Channel [Περιφερειακό κανάλι διασύνδεσης] Πληρ. Το κανάλι μέσω του οποίου κινείται η πληροφορία για την επικοινωνία μιας περιφερειακής συσκευής με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. Peripheral Limited [Περιορισμένη απόδοση που οφείλεται σε περιφερειακό εξοπλισμό] Πληρ. Υπολογιστικό σύστημα του οποίου η ταχύτητα προσδιορίζεται από την ταχύτητα το>ν περιφερειακών του και όχι από την ταχύτητα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας. Peripheral Operation [Περιφερειακή λειτουργία] Πληρ. Λειτουργία στην οποία συμμετέχει περιφερειακός εξοπλισμός και δεν ελέγχεται άμεσα από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. Peripheral Processing [Περιφερειακή f επεξεργασία] Πληρ. Επεξεργασία που εκτελείται από περιφερειακή μονάδα ή από άλλο βοηθητικό επεξεργαστή. Peripheral Processor [Περιφερειακός επεξεργαστής] Πληρ. Peripheral Computer. Peripheral Support Computer [Περιφερειακός υποστηρικτικός υπολογιστής] Πληρ. Peripheral Computer Peripheral Transfer [Περιφερειακή μεταφορά] Πληρ. Η μεταφορά δεδομένων μεταξύ δύο περιφερειακών συσκευών ή μεταξύ μιας περιφερειακής συσκευής και της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας. Periphery [Περιφέρεια] Μαθημ. Είναι η κλειστή κυκλική ή γενικότερα καμπύλη γραμμή που αποτελεί το εξωτερικό όριο ενός επίπεδου γεωμετρικού σχήματος όπως ο κύκλος, η έλλειψη ή και άλλα. Periscope [Περισκόπιο] Οπτικ. Είναι ένα όργανο με το οποίο μπορεί ο χειριστής του να βλέπει σε μεγάλη απόστάση και σε τεθλασμένη γραμμή παρακάμπτοντας τα εμπόδια που βρίσκονται στην ευθεία μεταξύ αυτού και του αντικειμένου που επιθυμεί να παρατηρήσει. Αποτελείται από σύστημα κατόπτρων ή πρισμάτων ενο') ένα κλασικό παράδειγμα πρακτικής εφαρμογής του είναι στα υποβρύχια. Periscopic [Περισκοπικός] Οπτικ. Όρος αναφερόμενος στις ιδιότητες του περισκοπίου ή τη χρήση του.

Permanent Echo

Peristyle [Περιστύλιο] Αρχ. Χώρος ο οποίος περιβάλλεται από μια συστοιχία υποστυλωμάτων τα οποία είναι τοποθετημένα σε μια αρμονική διάταξη και περιβάλλουν τον χώρο. Perk in Reaction [Αντίδραση Perkin] Οργ.Χημ. Αντίδράση της οργανικής χημείας που δίνουν μόνο οι αρωματικές αλδευδες και που έχει σαν αποτέλεσμα το σχηματισμό ακόρεστων οξέων μετά από θέρμανση με οξικό οξύ και οξικό ανυδρίτη. Ο μηχανισμός της αντίδρασης περιλαμβάνει σχηματισμό καρβανιόντος του οξικού ανυδρίτη, καθώς και ένα μικτό ανυδρίτη με την επίδραση της αρωματικής αλδεΰδης. Το τελικό προϊόν (ακόρεστο οξύ) λαμβάνεται μετά από αφυδάτωση και υδρόλυση του τελικού ενδιαμέσου, Perlite [Περλίτης] Γεωλ. Ανοιχτόχρο)μο υαλώδες ηφαιστειακό πέτρωμα όξινης σύστασης με σχετικά υψηλή υδροπεριεκτικοτητα και τη χαρακτηριστική περλιτική υφή. Χρησιμοποιείται υπό κατεργασμένη μορφή στην ακουστική και θερμική μόνωση, Perlitic [Περλιτικός] Γε(ολ. Όρος αναφερόμενος στη χαρακτηριστική υφή των ηφαιστειακών υάλων που παρουσιάζουν, λόγω της ταχύτητας της διεργασίας της ψύξης του μαγματικού υλικού, σχηματισμό ρωγμών και κατάτμηση σε σφαιροειδείς επιφάνειες, Perloffite [Περλοφφίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό φωσφορικό σίδηρο, μαγγάνιο και βάριο. Σχηματίζει καστανόχρωμους ή μελανόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη ή αδαμάντινη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,3. Perlucidus [Περλούσιδους] Μετεωρ. Ένα ενιαίο σύνολο από μεγάλα σύννεφα τα οποία καλύπτουν μια εκτεταμένη περιοχή του ουρανού. Υπάρχουν όμως χαρακτηριστικά κενά τμήματα από όπου είναι δυνατόν να διακρίνεται ο Ήλιος ή ο ουρανός ή ακόμη και ανώτερα σύννεφα. Permafrost [Μόνιμα παγωμένο έδαφος] Γεωλ. 1. Όρος της παγετολογίας για το χαρακτηρισμό του φαινομένου ψύξης των πετρωμάτων καθώς και της ίδιας της ζώνης των πετρωμάτων του ανώτερου τμήματος του γήινου φλοιού που παραμένουν παγωμένα χωρίς διακοπή για μακρό χρονικό διάστημα. 2. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται μία εδαφική στρώση, η οποία βρίσκεται σε περιοχές όπου η θερμοκρασία παραμένει χαμηλότερη των μηδέν βαθμών Κέλσιου για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Permanent [Κατάλληλο] Μαθημ. Ανάπτυγμα τύπου ορίζουσας όπου όλα τα γινόμενα υποοριζουσών ορίζονται με θετικό πρόσημο. Permanent Axis [Κύριος άξονας] Μηχ. Σε ένα άκαμπτο σώμα ο άξονας που προσδιορίζει τη μέγιστη ροπή αδρανείας του σώματος. Είναι ο μόνος άξονας γύρω από τον οποίο το συγκεκριμένο σώμα δύναται να αποκτήσει μια περιστροφική κίνηση από την οποία δεν προκύπτουν δυνάμεις μετατόπισης του σοοματος από τη θέση που βρίσκεται μέσα στο χώρο. Permanent Benchmark [Τοποσταθερό] Γεν. Σημείο που δημιουργείται επί του εδάφους μέσα) μιας μόνιμης βάσης το οποίο έχει καθορισμένες συντεταγμένες και υψόμετρο και χρησιμοποιείται ως αφετηρία για δευτερεύουσες τοπογραφικές εργασίες, Permanent Echo [Κατάλληλη ηχώ] Ηλεκτρον. Σήμα που δίνει τη μεταβαλλόμενη θέση ενός αντικειμένου σε ένα ραντάρ.

Permanent Error

- 1050 -

Permanent Error [Μόνιμο σφάλμα] Πληρ. Κάθε σφάλμα που προκαλείται κατά την εκτέλεση προγράμματος από κακή λειτουργία του υλικού και που δεν έχει διαγνωστεί ή διορθωθεί. Permanent Extinction [Μόνιμη εξάλειψη] Υδρολ. Ο όρος αυτός στην υδρολογία χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μία λίμνη η οποία δεν υφίσταται πλέον, δεν έχει δηλαδή καθόλου νερό λόγω καταστροφής της λεκάνης της. Permanent Fault [Μόνιμη ατέλεια] Πληρ. Δυσλειτουργία του υλικού που εμφανίζεται πάντα υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Permanent Form work [Μόνιμος ξυλότυπος] Οικοδ. Ο τύπος ξυλοτύπου ο οποίος μετά την τοποθέτηση του σκυροδέματος δεν αφαιρείται και αποτελεί μέρος του στοιχείου που κατασκευάστηκε. Permanent Gas [Μόνιμο αέριο] Χημ. Ονομάζεται κάθε αέριο του οποίου δεν μπορεί να αλλάξει η φυσική κατάσταση, δηλαδή να μετατραπεί σε υγρό, μόνον με την άσκηση οποιασδήποτε πίεσης σε αυτό. Permanent Hardness [Μόνιμη σκληρότητα] Χημ. Η σκληρότητα του νερού που οφείλεται σε χλωριούχα και θειικά άλατα και δεν εξαφανίζεται με απλό βρασμό σε αντίθεση με την παροδική σκληρότητα. Αποτελεί μέρος της ολικής σκληρότητας του νερού. Permanent Set [Μόνιμη παραμόρφωση] Μηχ. Η κατάσταση που διαμορφώνεται σε ένα μέλος ενός φορέα όταν το μέλος καταπονείται από φορτίσεις που επιβάλλουν στο υλικό του φορέα τα περάσει στην περιοχή της πλαστικής παραμόρφωσης, μετά την αφαίρεση της φόρτισης. Permanent Storage [Μόνιμη αποθήκευση] Πληρ. Μέσο αποθήκευσης δεδομένων στο οποίο δεν επιτρέπεται τροποποίηση τους. Permanent W a t e r [Μόνιμη πηγή] Υδρολ. Καλείται κάθε φυσική πηγή νερού η οποία διατηρεί περίπου σταθερή την παροχή της καθ'όλην τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους. Permanganic Acid [Υπερμαγγανικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο ασταθές οξύ με τύπο ΗΜΠ0 4 , γνωστό μόνο σε υδατικά διαλύματα και στο οποίο το μαγγάνιο εμφανίζει αριθμό οξείδωσης +7. Τα άλατά του είναι σταθερά και ειδικά το υπερμαγγανικό κάλιο είναι απύ τα πιο σπουδαία αντιδραστήρια της αναλυτικής χημείας. Permeability [Διαπερατότητα] Υδρολ. 1. Η ιδιότητα ενός υλικού να επιτρέπει ένα ρευστό να διαπερνά τον όγκο του. 2. Η ποσότητα του ρευστού που διαπερνά τον όγκο ενός υλικού σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες περιβάλλοντος και πιέσεων. Permeability Coefficient [Συντελεστής διαπερατότητας] Υδρολ. Η μονάδα που χαρακτηρίζει τη διαπερατότητα ενός υλικού και προσδιορίζεται από την ποσότητα νερού που διαπερνά από μια διατομή ενός τετραγωνικού μέτρου κάτω από μια ορισμένη πίεση κατά τη διάρκεια της μονάδας χρόνου. Permeable Bed [Διαπερατό στρώμα] Γεωλ. Στρώμα πετρώματος με υψηλό συντελεστή διαπερατότητας λόγω της ύπαρξης διακένων, πύρων ή ρωγμών που επιτρέπουν τη διέλευση και την κυκλοφορία ρευστού (ύδατος, πετρελαίου κ.λ.π.). Permeable M e m b r a n e [Ημιπερατή μεμβράνη] Χημ. Ζωική, φυτική ή και συνθετική μεμβράνη με μικροσκοπικούς πόρους οι οποίοι επιτρέπουν τη δίοδο μόνο μικρών μορίων. Παραδείγματα ημιπερατών μεμβρα-

νών φυσικής προέλευσης αποτελούν η περγαμηνή, η μεμβράνη του αυγού, τα κυτταρικά τοιχώματα κλπ. Συνθετική ημιπερατή μεμβράνη είναι π.χ. το σελοφάν. Χρησιμοποιείται στην ώσμωση και στην αντίστροφη ώσμωση, όπου επιτρέπει τη δίοδο των μικρών μορίων του διαλύτη, όχι όμως και των μεγαλυτέρων μορίων της διαλυμένης ουσίας. Pcrmendur [Ηερμεντέρ] Μεταλλ.. Μαλακό μαγνητικό κράμα αποτελούμενο από σίδηρο, κοβάλτιο και συχνά βανάδιο. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μετασχηματιστών, οργάνων, κινητήρων και διαφόρων μαγνητικών κυκλωμάτων. Permian [Πέρμιος] Γεωλ. Η νεότερη γεωλογική περίοδος, πριν από περίπου 280 εκατομ. χρόνια και διάρκειας 50 εκατομ. χρόνια, του Παλαιοζωικού αιώνα μετά τη Αιθανθρακοφόρο. Χαρακτηρίζεται από κλίμα γενικά ξηρό ή παγετώνες, έντονη ηφαιστειακή δράση, πτυχώσεις του γήινου φλοιού, ανυψώσεως των ηπείρων, εμφάνιση των βελονύφυλλων φυτών και των γνήσιων ερπετών καθώς και την εξαφάνιση χαρακτηριστικών ζωικών και φυτικών ειδών του Παλαιοζωικού αιώνα. Permissible Deviation [Ανοχή] Οικοδ. Η επιτρεπόμενη απόκλιση της διάστασης ενός στοιχείου απύ τη θεωρητική διάσταση που αναγράφεται στα σχέδια μελέτης. Permissible Stress [Επιτρεπόμενη Τάση] Μηχ. Η μέγιστη τάση που σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μελέτης ενός φορέα είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε μια διατομή δίχως να προκληθεί η αστοχία του υλικού. Permissible Velocity [Επιτρεπόμενη ταχύτητα] Υδρολ. Η μέγιστη ταχύτητα με την οποία ένα ρευστό μπορεί να μετακινηθεί μέσα σε έναν αγωγό δίχως να προκαλέσει αστοχίες ή φθορές στον αγωγό. Permit T o Work [Οικοδομική άδεια] Οικοδ. Εγγραφο που εκδίδεται από αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες το οποίο αποτελεί το στοιχείο μέσω του οποίου επιτρέπεται η εκτέλεση εργασιών για την ανέγερση μιας οικοδομής. P e r m o Carboniferous [Περμιολιθανθρακοφόρος] Γεωλ. Οι γεωλογικές περίοδοι του Λιθανθρακοφόρου και του Πέρμιου του Παλαιοζωικού αιώνα θεωρούμενες 0)ς ενιαία περίοδος καλύπτουσα το χρονικό διάστημα μεταξύ των 345 και των 230 εκατομ. χρόνων πριν. Permutation1 [Διάταξη] Μαθημ. Αναδιάταξη (συνδυαστικά) κ στοιχείων από ν που δίνεται από ν!/ (ν-κ)!. Permutation [Διάταξη] Τεχνολ. Οργανωμένα σε παράταξη ηλεκτρονικά κυκλώματα ή αντικείμενα ώστε να χρησιμοποιούνται διαδοχικά ή εναλλακτικά ή και με στατιστικά πρότυπα. Permutation G r o u p [Ομάδα διατάξεων] Μαθημ. Πεπερασμένη ομάδα αντικαταστάσεων για ένα σύνολο ν στοιχείων. Permutation Matrix [Αντιμεταθετικό μητρώο] Μαθημ. Ονομάζεται ο μαθηματικός πίνακας του οποίου όλα τα στοιχεία είναι μηδενικά εκτός από ένα στοιχείο σε κάθε γραμμή και στήλη του, το οποίο ισούται με τη μονάδα. Όταν το μητρώο αυτό πολλαπλασιαστεί με ένα διάνυσμα επιτρέπει την αλλαγή της θέσης των στοιχείων του διανύσματος χωρίς να αλλάξουν οι τιμές τους. Permutation Modulation [Διαμόρφωση διάταξης] Επικοιν. Διαμόρφωση τύπου Trellis που χρησιμοποιεί κώδικες βασισμένους σε διατάξεις.

- 1051 P e r m u t a t i o n S y m b o l [Σύμβολο διάταξης] Μαθημ. To σύμβολο Levi Civita ε^. Έχει τιμή 0 αν 2 από τους δείκτες είναι ίσοι, 1 αν έχουμε άρτια μετάθεση δεικτών κ α ι - 1 αν έχουμε περιττή μετάθεση. P e r m u t a t i o n T a b l e [Πίνακας διάταξης] Επικοιν. Συναντιέται σε περιπτώσεις αντιστοίχησης καναλιών (πχ σε πολυπλέκτες) σε κωδικοποίηση δεδομένων πχ αλγόριθμος DES κτλ. P e r m u t a t i o n T e n s o r [Τανυστής διάταξης] Μαθημ. Αντισυμμετρικός τανυστής που υλοποιεί γενίκευση του συμβόλου Levi Civita, με τη βοήθεια του μετρικού τανυστή. P e r m u t a t i o n T e s t [Τεστ διάταξης] Στατ. Διάφορες περιπτώσεις μη παραμετρικών συνήθως τεστ που στηρίζονται στο ισοδύναμο αποτέλεσμα όλων των περιπτώσεων διατάξεων. Perovskite [Περοβσκίτης] Κμυσταλλ. Ορυκτό σε αποχρώσεις του κόκκινου, κίτρινου, καστανού ή και περισσότερου σκούρου με τύπο CaTi0 3 . Η κρυσταλλική του δομή είναι κοινή με ένα μεγάλο αριθμό τριαδικών ενώσεων του τύπου ΑΒΓ 3 με ιδεώδη στοιχειώδη κυψελίδα κυβική. Στην πραγματικότητα η δομή του είναι μονοκλινική, αλλά οι παράμετροι ελάχιστα διαφέρουν από αυτές ενός κυβικού πλέγματος. Αλλα παραδείγματα περοβσκιτών: ΚΙ0 3 , KMgF 3 , A l B i 0 3 κλπ. P e r o x i d a s e [Υπεροξειδάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ανήκει στην κατηγορία των οξειδορεδουκτασών. Είναι αιμοπρωτεΐνες που χρησιμοποιούν το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) σαν οξειδωτικό παράγοντα. T e r o x i d e [Υπεροξείδιο] Ανοργ.Χημ. Ένωση που περιέχει την υπεροξυ-ομάδα - Ο - Ο - , π.χ. το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Π 2 0 2 ) ή το υπεροξείδιο του νατρίου (Na 2 0 2 ). Εμφανίζουν ισχυρές οξειδωτικές ιδιότητες Peroxide N u m b e r [Αριθμός υπεροξειδίων] Αναλ. Χημ. Είδος εξέτασης λιπαρών ουσιών για τη διαπίστωση του βαθμού αλλοίωσής τους (τάγγιση). Συνίσταται σε κατεργασία δείγματος της λιπαρής ύλης με ΚΙ σε κατάλληλες συνθήκες και το Ι2 που προκύπτει ογκομετρείται με διάλυμα Na 2 S20 3 . Εκφράζεται σε χιλιοστοϊσοδύναμα υπεροξειδίου ανά 1000 g λιπαρής ύλης. P e r p e n d i c u l a r [Κάθετο] Μαθημ. Η κατάσταση που προκύπτει από τη σχέση μεταξύ δύο ευθειών που βρίσκονται εντός ενός επιπέδου ή δύο επιπέδων όταν τέμνονται μεταξύ τους και το μέγεθος της γωνίας που δημιουργείται στο σημείο τομής των ευθειών ή μεταξύ τίον δύο επιπέδων είναι 90° ή 100 βαθμοί. P e r p e n d i c u l a r A x i s T h e o r e m [Θεώρημα κάθετου άξονα] Μαθημ. Για ένα επίπεδο αντικείμενο η (moment of inertia) για ένα κάθετο σ' αυτό άξονα είναι το άθροισμα των αντίστοιχων στιγμών 2 κάθετων αξόνων πάνω στο ίδιο επίπεδο όμως και στο σημείο τομής τους με τον τρίτο. P e r p e n d i c u l a r S l o p e [Κάθετη κλίση] Γεωλ. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει πρανή τα οποία έχουν πολύ μεγάλη γωνία κλίσης, η οποία πλησιάζει τις ενενήντα μοίρες, οπότε είναι σχεδόν κατακόρυφα, δηλαδή κάθετα στο οριζόντιο επίπεδο. Perpetual M o t i o n [Αέναη κίνηση] Φυσ. Αποτελεί πρόβλημα που μελετήθηκε από την αρχαιότητα και συνίσταται στην επίτευξη μιας συνεχούς μέχρι επ' άπειρον κίνησης ενός απομονωμένου ενεργειακά από το περιβάλλον μηχανισμού, δίδοντάς του μόνον μία αρχική ποσότητα ενέργειας. Αυτό πρακτικά είναι αδύνατον να γίνει καθώς οι απώλειες ενέργειας λόγω των διαφόρων μορφών τριβής και αντιστάσεων δεν μπορούν να εκμη-

Persistence F o r e c a s t

δενιστούν απόλυτα. Perpetual M o t i o n M a c h i n e Of T h e First Kind [Μηχανή συνεχούς κίνησης πρώτου είδους] Φυσ. Μηχανή που κινείται συνεχώς, δημιουργώντας από μόνη της την ενέργεια που απαιτείται για την κίνησή της, παραβιά^ντας έτσι τον 1° Νόμο της Θερμοδυναμικής. Perpetual M o t i o n M a c h i n e Of T h e T h i r d Kind [Μηχανή συνεχούς κίνησης τρίτου είδους] Φυσ. Συσκευή η οποία διαθέτει κάποια συνιστώσα που λειτουργεί χωρίς να απαιτεί πρόσληψη ενέργειας από εξωτερική πηγή. Perpetual M o t i o n M a c h i n e Of T h e S e c o n d Kind [Μηχανή συνεχούς κίνησης δεύτερου είδους] Φυσ. Μηχανή που κινείται συνεχώς μετατρέποντας πλήρως θερμότητα σε ωφέλαμο έργο, παραβιάζοντας έτσι τον Τ Νόμο της Θερμοδυναμικής. Perron F r o b e n i u s T h e o r e m [Θεώρημα Perron Frobenius] Μαθημ. 1. Θεώρημα της γραμμικής άλγεβρας που ορίζει την ύπαρξη θετικοόν ιδιοτιμών σε θετικούς πίνακες (η μεγαλ.ύτερη είναι και απλή) και είναι πρόδρομο του φασματικού θεωρήματος. 2. Για ένα συνεκτικό γράφημα η μεγαλύτερη ιδιοτιμή του λ] (και κατά μέτρο) είναι απλή ρίζα του αντίστοιχου χαρακτηριστικού πολυωνύμου και το αντίστοιχο ιδιοδιάνυσμα έχει θετικούς όρους ενώ αν αφαιρέσουμε κάποια πλευρά ελαττώνουμε την λ|. P e r r o n F r o b e n i u s T h e o r y [Θεωρία Perron Frobenius] Μαθημ. Θεωρία ιδιοτιμών για θετικούς και θετικά ορισμένους πίνακες που έχει εφαρμογή σε πολλά επιστημονικά πεδία όπου εφαρμόζεται (οικονομικά, λογισμός μεταβολνών κτλ). Perseids [Περσίδες] Αστρον. Βροχή μετεώρων (Meteor Shower) ορατό και με γυμνό μάτι στις 11 Αυγούστου που έρχεται από τη μεριά του αστερισμού του Περσέα. Perseus [ΓΙερσέας] Αστρον. Αστερισμός ορατός όλο το χρόνο που βρίσκεται και μέσα στον ομώνυμο βραχίονα με αρκετά άστρα όπως τον διάσημο διπλό (μεταβλητό) Algol δλλά και 2 ανοιχτά σμήνη. Perseus Α [Περσέας Α] Αστρον. Μεγαλύτερο άστρο του αστερισμού Περσέα γνωστό και σαν Mirfac. Perseus A r m [Βραχίονας Περσέα] Αστρον. Ένας από τους 3 βραχίονες του γαλναξία μας στον ομώνυμο αστερισμό και δίπλα σε αυτόν του δικού μας συστήματος. Perseus Β [Περσέας Β] Αστμον. Λεύτερο μεγαλύτερο, λαμπρότερο τριπλό και μεταβλητό άστρο του αστερισμού Περσέα γνωστό και σαν Algol που αποτελείται από ένα κόκκινο που έχει γεμίσει τον κλωβό Rochc και ένα μπλε άστρο που ανταλλάσσουν συνεχώς ύλη και ένα τρίτο σώμα σχετικά μακρύτερα. P e r s e u s Clusters [Σμήνη του Περσέα] Αστμον. Στον αστερισμό του Περσέα έχουν αναγνωριστεί 2 ανοιχτά σμήνη με κωδικούς h, χ. Perseus X I [Περσέα X I ] Αστρον. Μεγαλύτερο άστρο του ανοιχτού σμήνους Χ του Περσέα (υπάρχει και το h σμήνος) περίπου στα 2 kpc από τον ήλιο στην άκρη του γαλαξιακού βραχίονα με ηλικία περίπου 15 εκατομμύρια χρόνια. Persistence [Επιμονή] Μετεοιρ. Διατήρηση του υπάρχοντος καιρού ως έχει. Persistence 2 [Επιμονή] Ιί/εκτρον. Χρονικό διάστημα που ένα υλικό διατηρεί τη φόρτιση του όταν διακοπεί παροχή ρεύματος. Ιδιαίτερα αγαπητό χαρακτηριστικό στους χρήστες όταν τους προστατεύει από απότομες πτώσεις ρεύματος. Persistence Forecast [Πρόβλεψη επιμονής] Μετεωρ.

Persistent Current

- 1052 -

Πρόβλεψη καιρικών φαινομένων πάνω στην υπόθεση ότι ο μελλοντικός καιρός προσεγγίζει τον τωρινό συνήθωςγια μικρά χρονικά διαστήματα. » Persistent Current [Ρεύμα μεταισΟήματος] Φυσ. Μαγνητικά αναπτυσσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που διαρρέει κάποιο υπεραγώγιμο υλικό ή κύκλωμα και η έντασή του παραμένει αμείωτη, ακόμα και μετά την αφαίρεση της τάσης. Persistent Train [Επίμονο τρένο] Αστρον. Συνεχής ροή μετεώρων που κρατάει πάνω από 2 δευτερόλεπτα. Personal C o m m u n i c a t i o n s Network [Ιΐροσωπικό επικοινωνιακό δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο επικοινωνιών που εξυπηρετεί ένα μόνο άτομο πχ στους χώρους εργασίας ή δίκτυο ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών ελεγχόμενο από ένα μοναδικό σημείο. Personal C o m p u t e r [Προσωπικός Η/Υ] Πληρ. 1. Υπολογιστής για προσωπική χρήση ή υπολογιστής σπιτιού, 2. Μηχάνημα το οποίο μέσω της χρήσης λογισμικού εκτελεί με αυτόματο τρόπο διάφορες εντολές που δέχεται από το χρήστη. Ο αυτοματισμός του μηχανήματος προκύπτει από τη σχέση ασθενών ηλεκτρικοί και μαγνητικών πεδίων που δημιουργούνται από τα εξαρτήματα που περιέχει το μηχάνημα. Personal E q u a t i o n [Προσωπική εξίσωση] Τεχνολ. Αάθος παρατήρησης που οφείλεται αποκλειστικά στις δυνατότητες αντίληψης του παρατηρητή. Personal Identification Code 1 [Κωδικός πρόσβασης] Πληρ. Η αποτύπωση πάνω σε μια λωρίδα της επιφάνειας μιας πλαστικής κάρτας μιας ομάδας χαρακτήρων αριθμητικών ή γραμματικών που αναγνωρίζονται από ένα μηχάνημα εξασφαλίζοντας στον κάτοχο τους την πρόσβαση σε στοιχεία που είναι αποθηκευμένα στο μηχάνημα. Personal Identification Code 2 [Προσωπικός κωδικός αναγνώρισης] Πληρ. Μοναδικός κωδικός που αντιστοιχίζεται με κάθε χρήστη και του δίνει δικαίωμα πρόσβασης στο υπολογιστικό σύστημα ή σε μέρη αυτού. Personnel M o n i t o r i n g [Δοσιμετρία προσωπικού] Πυρην.Φνσ. Η παρακολούθηση, μέτρηση και καταγραφή της δόσης ακτινοβολίας που προσλαμβάνει ο οργανισμός ανθρώπων οι οποίοι εργάζονται σε χώρους όπου η επίδραση ιοντίζουσας ακτινοβολίας, είναι άμεση, Συνήθως εφαρμόζεται σε χώρους νοσοκομείων, στο προσωπικό που πραγματοποιεί εξετάσεις και διαδικασίες ακτινοδιάγνωσης και ακτινοθεραπείας. Perspective [Προοπτικό] Τεχνολ. Αποτύπωση ενός αντικειμένου τριών διαστάσεων σε ένα επίπεδο με σχεδιαστικές τεχνικές που αποδίδουν στο επίπεδο την μορφή που έχει το αντικείμενο στο χώρο όταν παρατηρείται από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Perspective Center [Οπτική γωνία] Τεχνολ. Στη διαδικασία της σχεδίασης του προοπτικού ενός αντικειμένου, το σημείο από το οποίο προβάλουν οι γραμμές που κατευθύνονται προς τις διάφορες όψεις και τα χαρακτηριστικά σημεία που καθορίζουν τη μορφή του αντικειμένου. , Perspective G e o m e t r y [Γεωμετρία της προοπτικής] Μαθημ. Γεωμετρία που στηρίζεται στο ότι παράλληλες ευθείες τέμνονται σε ένα κατ' εκδοχή σημείο (ορίζοντας) ενώ παράλληλες του επιπέδου όχι. Perspective Plane [Επίπεδο προβολής] Τεχνολ. Ένα από τα επίπεδα στο χώρο που διασχίζουν το σημείο της οπτικής γωνίας. Perspective Projection [Προοπτική προβολή] Τεχνολ.

Τεχνική της γραφικής αποτύπωσης ενός τρισδιάστατου αντικειμένου σε ένα επίπεδο με την προβολή από ένα σημείο στον τρισδιάστατο χώρο που βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη απόσταση από το αντικείμενο ευΟειών που συνδέουν το σημείο με καθένα από τα σημεία του τρισδιάστατου αντικείμενου και ο σημείο που η επέκταση της κάθε μιας από τις ευθείες τέμνει το επίπεδο προβολής. Perspectivity [Προοπτικότητα] Μαθημ. Συγγραμμικότητα από ή προς το ίδιο κέντρο P E R T [Κρίσιμη διαδρομή] Τεχνολ. Σε ένα πρόγραμμα δικτυωτής ανάλυσης των διαδικασιών εκτέλεσης ενός έργου, η τεθλασμένη που προκύπτει από το σύνολο των ευθειών ot οποίες αντιπροσωπεύουν τις δραστηριότητες εκείνες που οι χρονικές στιγμές έναρξης και συμπλήρωσης της δραστηριότητας είναι μια και μοναδική. Αυτό σημαίνει ότι κάθε απόκλιση από τις χρονικές στιγμές έναρξης ή τέλους σε οποιαδήποτε από αυτές τις δραστηριότητες θα προκαλέσει και απόκλιση από τη συνολική προγραμματισμένη προθεσμία εκτέλεσης του έργου. Perthite [Περθίτης] Γεωλ. Καλιονατριούχος άστριος αποτελούμενος από μικτούς ετερογενείς κρυστάλλους στους οποίους αυτοτελείς κρύσταλλοι αλβίτη εμπεριέχονται σε αυτοτελείς κρυστάλλους ορθοκλάστου, σχηματιζόμενος υπό ειδικές συνθήκες ψύξης από αντικατάσταση των ομοιογενών κρυστάλλων ισόμορφης παράμιξης του ορθόκλαστου. Perthosite [Περθοσίτης] Γεωλ. Πλουτώνιο πυριγενές πέτρωμα, ποικιλία συηνίτη, με σύσταση αποτελούμενη από αλκαλικούς αστρίους (κυρίως περθίτη) και πολύ περιορισμένη παρουσία μαφικών ορυκτών (π.χ. βιοτίτη, κερατόλιθου). Pertinency Factor [Συντελεστής συνάφειας] Πληρ. Στον τομέα της αναζήτησης και ανάκτησης πληροφοριών, έτσι ονομάζεται ο λόγος του πλήθους των σχετικών με το αναζητούμενο εγγράφων δια του πλήθους όλων των εγγράφων. Perturbation [Διαταραχή] Αστρον. Μεταβολή της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος εξαιτίας εξωτερικών αιτίων και παοεμβολών. Perturbation [Διαταραχή] Φυσ. Καλείται μία πολύ μικρή μεταβολή στις τιμές των παραμέτρων την οποία μπορεί να υποστεί ένα σύστημα λόγω μιας εξωτερικής παρεμβολής. Perturbation Equation [Εξίσωση διαταραχής] Φυσ. Ονομάζεται η μαθηματική έκφραση η οποία περιγράφει με αυστηρό επιστημονικό τρόπο την κατάσταση διατάραξης ενός συστήματος. Perturbation Theory [Θεωρία διαταραχών] Μαθημ. Θεωρία εξέλιξης διαφορικών εξισώσεων που έχει και αριθμητικές εφαρμογές και έχει κλάδους και στη θεωρία σήματος. Peru Balsam [Βάλσαμο του Περού] Υλικ. Σκούρο παχύρρευστο αρωματικό υγρό με δριμεία γεύση που λαμβάνεται από το δέντρο Myroxylon pereirae, που φύεται στην Κεντρική Αμερική. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, την Ιατρική και τη σοκαλατοποιία. Peru Current [Ρεύμα του Περού] Ωκεαν. Ψυχρό ωκεάνειο ρεύμα, σχετικά μικρού βάθους και μεγάλου εύρους με έντονο το φαινόμενο των κινήσεων ανοδικής ροής, που προέρχεται από την Ανταρκτική και πλέει κινούμενο βόρεια κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ν. Αμερικής Pervious [Πορώδης] Φυσ. Υλικό το οποίο έχει στην

- 1053 επιφάνειά του ανοιχτά κανάλια μικρής διαμέτρου πόρους- διαμέσου των οποίων μπορούν να διέρχονται μόρια νερού ή άλλου υγρού. Pesticide [Εντομοκτόνο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε είδους οργανικής ή ανόργανης ουσίας η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη γεωργία για την καταπολέμηση των καταστροφικών για τα προϊόντα της και βλαβερών εντόμων. Petalite [Πεταλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο απύ πυριτικό λίθιο και αργίλιο. Σχηματίζει άχροους, λευκούς, φαιούς ή κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. 'Εχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3 έως 2,4. Petersen G r a p h [Γράφημα Πέτερσεν] Μαθημ. Γράφημα με ένα πενταστέρι μέσα σε ένα πεντάγωνο. Petersen's T h e o r e m [Θεώρημα Πέτερσεν] Μαθημ. Αν τα τρίγωνα ΑΒΓ και ΔΕΖ είναι όμοια καθώς και τα ΑΔΚ, ΒΕΑ, ΓΖΜ τότε όμοια είναι και τα τρίγωνα ΑΒΓ και ΚΛΜ. Petri Dish [Τριβλεία Petri] Τεχνολ. Κυκλικά αβαθή δοχεία, γυάλινα ή πλαστικά με καπάκι από το ίδιο υλικό. Χρησιμοποιείται για καλλιέργειες μικροοργανισμών με τη χρήση θρεπτικών υποστρωμάτων. Petrifaction [Απολίθωση] Γεωλ. Πρόκειται για τη διαδικασία εκείνη που συντελείται με την πάροδο πολλών χιλιάδων ετών κατά την οποία ανόργανες ουσίες καταλαμβάνουν το χώρο των οργανικών ουσιών ενός ζωντανού οργανισμού που έχει εγκλωβιστεί μεταξύ διαφόρων πετρωμάτων αφήνοντας έτσι χαραγμένο επάνω τους το ίχνος του. Από τα απολιθώματα που παράγονται με αυτήν τη διαδικασία έχουν προκύψει πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή στον πλανήτη πριν από εκατοντάδες χιλιάδες έως και εκατομμύρια χρόνια. Petrification [Απολίθωση] Γεωλ. Petrifaction Petrochemical [Πετροχημικά] Οργ.Χημ. Μεγάλη κατηγορία οργανικές ενώσεων που λαμβάνονται άμεσα ή έμμεσα από το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο. Π.χ. πλαστικά, απορρυπαντικά, χρώματα κλπ. Petrochemistry [Πετροχημεία] Χημ. Καλείται ο κλάδος της χημείας που ασχολείται με τα υλικά που προέρχονται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και μελετάει τις χημικές τους αντιδράσεις. P e d o g e n e s i s [Πετρογένεση] Γεωλ. Το τμήμα της πετρογραφίας που έχει ως αντικείμενο την προέλευση και το τρόπο, γένεσης των πετρωμάτων και τη συστηματική κατάταξη τους, σύμφωνα με τους όρους σχηματισμού τους, σε μία από τις κύριες κατηγορίες των πυριγενών (ηφαιστειογενή ή πλουτώνια), των ιζηματογενών (χημικά ή μηχανικά) ή των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων. Petrographic Period [Πετρογραφική περίοδος] Γεωλ. Το γεωλογικό χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στο χρόνο γένεσης και σχηματισμού ενός συνόλου συγγενών πετρωμάτων. Petrographic Province [Πετρογραφική Επαρχία] Γεωλ. Περιοχή που περιλαμβάνει ένα σύνολο συγγενών πετρωμάτων ως προς τον τρόπο και το χρόνο γένεσης τους και ιδιαίτερα πυριγενών που παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τα μικροσκοπικά και μακροσκοπικά τους χαρακτηριστικά λόγω της κοινής τους προέλευσης από την ίδια περίοδο μαγματικής δραστηριότητας. Petrography [Πετρογραφία] Γεωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη της προέλευσης,

Petroleum Process

της χημικής και ορυκτολογικής σύστασης των πετρωμάτων καθώς και τον τρόπο σύνθεσης τους για τη συγκρότηση του στερεού φλοιού της Γης. Petrol [Βενζίνη] Υλικ. Αχροο, ευανάφλεκτο υγρό μίγμα διαφόρων ελαφρών υδρογονανθράκων (παραφινών, ολεφινών, ναφθενίων και βενζολικών παραγώγων) ποικίλης σύστασης (πετρελαϊκός αιθέρας, ελαφρά και βαριά βενζίνη, λιγροϊνη) που λαμβάνεται είτε ως κλάσμα μεταξύ 40 και 200 βαθμών Κελσίου κατά την απόσταξη των φυσικών πετρελαίων είτε με πυρόλυση των υψηλού σημείου ζέσεως κλασμάτων του πετρελαίου είτε συνθετικά από άνθρακα και υδρογόνο (κυρίως με τις μεθόδους Bergius και Fischer-Tropsch). Χρησιμοποιείται ως ενεργειακή καύσιμη ύλη (με τη προσθήκη αντιεκρηκτικών και αντιοξειδωτικών ουσιών) στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, ως διαλύτης λιπών, ελαίων κ.λ.π. Petrolatum [Βαζελίνη] Υλικ. Πρόκειται για μίγμα κεκορεσμένων υδρογονανθράκων που λαμβάνεται από τα υπολείμματα της απόσταξης του πετρελαίου. Είναι παχύρρευστο, έχει χρώμα κιτρινωπό ή λευκό και χρησιμοποιείται ως λιπαντικό, στην φαρμακευτική, στα καλλυντικά και αλλού. Petroleum [Πετρέλαιο] Γεωλ. Είναι ένα ορυκτύ καύσιμο υγρό του οποίου η σύσταση αποτελείται κυρίως απύ υδρογονάνθρακες, οξυγονούχες και θειούχες ενώσεις. Το ακάθαρτο πετρέλαιο έχει χαρακτηριστική οσμή και δε διαλύεται στο νερό. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη φύση και βρίσκεται μέσα σε υπόγειες κοιλότητες, όπου δημιουργήθηκε με την πάροδο εκατομμυρίων χρόνων από οργανικές ύλες υπό την επίδραση πολύ υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων. Σήμερα στη βιομηχανική εποχή αποτελεί τη βασικότερη πηγή ενέργειας για τις τεχνολογικές εφαρμογές του ανθρώπου. Petroleum Engineering [Πετρελαιομηχανική] Πετμελαιομηχ. Χαρακτηρίζεται ο κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη και την κατασκευή των απαραίτητων εγκαταστάσεων για την εξόρυξη, μεταφορά και αποθήκευση του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και άλλων παρομοίων φυσικών πόρων, καθα')ς βέβαια και με την ανίχνευσή τους. Petroleum Ether [Πετρελαϊκός αιθέρας] Ομγ.Χημ. Μίγμα υδρογονανθράκων, χαμηλού σημείου βρασμού που παράγεται κατά την κλασματική απόσταξη του πετρελαίου. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης. Petroleum Geology [Γεωλογία πετρελαίου] Γεωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τον εντοπισμό πετρελαιοφόρων κοιτασμάτων μέσω της εφαρμογής κυρίως γεωφυσικών μεθόδων πρόβλεψης (π.χ. μαγνητικών, σεισμικών, ραδιιομετρικών, ηλεκτρικών) για την έρευνα της φύσης και του σχηματισμού του υπεδάφους καθώς και με τη μελέτη της προέλευσης, τον τρόπο συσσο')ρευσης και των μετανευστικών κινήσεων των πετρελαίων. Petroleum Isomerization Process [Διεργασία ισομερίωσης πετρελαίου] Χημ. Μηχ. Διεργασία ισομερισμού που συνίσταται στη μετατροπή υδρογονανθράκων ευθείας αλυσίδας σε αντίστοιχους με πλευρικές αλυσίδες που γίνεται σε υψηλές θερμοκρασίες και παρουσία καταλυτών κατά την πυροδιάσπαση των πετρελαίων για τη λήψη αντιεκρηκτικό)ν υδρογονανθράκων με μεγάλο αριθμό οκτανίου. Petroleum Process [Επεξεργασία πετρελαίου] Χημ. Μηχ. Το σύνολο των διεργασιών στις οποίες υποβάλλεται το αργό (ακάθαρτο) πετρέλαιο μετά την εξαγωγή

Petroleum T r a p

- 1054-

του. Περιλαμβάνουν κατ' αρχήν το διαχωρισμό των αερίων προσμίξεων, του ύδατος και της άμμου και στη συνέχεια την κλασματική απόσταξη και τον καθαρισμό του καθαρού αργού πετρελαίου κατά τη διύλιση. Petroleum T r a p [Παγίδα πετρελαίου] Γεωλ. Γεωλογικός σχηματισμός πορώδους πετρώματος, σε διάφορα βάθη του φλοιού της Γης, περιβαλλόμενου από αδιαπέραστα πετρώματα που λειτουργεί ως φυσικός συλλέκτης κατά τις μεταναστευτικές, υπό την επίδραση δυναμικών ή στατικών πιέσεων, κινήσεις των πετρελαίων από τη θέση σχηματισμού τους Petroliferous [Πετρελαιοφόρος] Γ'εωλ. Χαρακτηρίζεται κοίτασμα (π.χ. σύνολο διαδοχικών στρωμάτων με κοινή γεωλογική δομή) ή γεωλογικός σχηματισμός (π.χ. ιζηματογενής λεκάνη) που περιέχει αποθέματα φυσικών πετρελαίων. Petrology [Πετρολογία] Γεωλ. Γνωστή και ως πετρογραφία, αποτελεί κλάδο της επιστήμης της γεωλογίας, που ασχολείται με την έρευνα της ορυκτολογικής και χημικής σύστασης των πετρωμάτων καθώς και με τη διάδοσή τους επάνω στη Γη. Petrovskite [Πέτροβσκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο και σεληνιούχο άργυρο και χρυσό της ομάδας του στανίτη. Σχηματίζει φαιούς ή μελανούς, αδιαφανείς και με μεταλλίκι'] λάμψη ή αλαμπείς κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 9,5. Petticoat Insulator [Ομπρελοειδής μονωτής] ΙΙλεκ. Μόνωση σε σχήμα ομπρέλας που χρησιμοποιείται προκειμένου να αυξήσει το μήκος της τροχιάς της διαρροής που δε θα επηρεαστεί κάτω από συνθήκες υψηλής υγρασίας και θα παραμείνει στεγνή. Pettit Truss [Σύνθετο δικτύωμα] Πολ. Μηχ. Μεταλλικό δικτύωμα στο οποί ένα φάτνωμα-διαιρείται σε μικρότερα με τη προθήκη ενός ορθοστάτη και μιας διαγωνίου που συνδέει το άνω ή κάτω πέλμα με το μέσο της κύριας διαγωνίου και δημιουργείται ένας ενδιάμεσος κόμβος. Petzval Condition [Συνθήκη του PetzvalJ Φυσ. Συνθήκη που ισχύει για συστήματα διαμόρφωσης εικόνας (οπτικούς ή ηλεκτρονικούς φακούς) και καθορίζει τον βαθμό πιστότητας και ακρίβειας αναπαραγωγής της εικόνας, καθορίζοντας τα φυσικά όρια απαλοιφής της εκτροπής της καμπυλότητας του οπτικού πεδίου. Petzval Curvature [Καμπυλότητα του Petzval] Φυσ. Η καμπυλότητα της οπτικής επιφάνειας ενός συστήματος φακών στην οποία έχει επιτευχθεί διόρθωση πιθανών προβλημάτων στη διαμορφωμένη εικόνα, όπως είναι η οπτική διάχυση ή ο αστιγματισμός. Petzval Lens [Φακοί Petzval] Φυσ. Διάταξη τεσσάρων φακών κατανεμημένων και τοποθετημένων σε δύο ζεύγη, το ένα απέναντι από το άλλο, για την οποία ισχύει η συνθήκη Petzval. Petzval S u r f a c e [Συνθήκη PetzvalJ Φυσ. Επιφάνεια όπου σχηματίζονται εικόνες στις οποίες έχει εξαλειφθεί το πρόβλημα του αστιγματισμού. P e w t e r [Κράμα κασσίτερου] ΜεταλΧ Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα διάφορα κράματα κασσίτερου κυρίως με μόλυβδο αλλά και άλλα μέταλλα, τα οποία παλαιότερα χρησιμοποιόντουσαν για την κατασκευή οικιακών σκευών, ενώ τώρα μόνον για διακοσμητικά αντικείμενα. P f a f f i a n Differential Equation [Διαφορική εξίσωση Pfaff| Μαθημ. Μερική διαφορική εξίσωση που έχει τη

γενική μορφή Adx + Bdy + Cdz = 0, όπου οι Α, Β, C είναι συναρτήσεις των x, y, z. Επιλύεται στη γενική μορφή της και ιδιαίτερα στη συμμετρική. P f u n d Series [Σειρά Pfund] Χημ. Μεταπτώσεις ηλεκτρονίων στο άτομο του υδρογόνου από ανώτερες ενεργειακά στιβάδες στη στιβάδα Ο (η=5). Οι μεταπτώσεις αυτές συνοδεύονται με εκπομπή ενός φωτονίου που αντιστοιχεί στην υπέρυθρη περιοχή της ακτινοβολίας. Ρ G r o u p [Ομάδα Π] Μαθημ. Για κάποιον πρώτο ρ έτσι λέγεται μια πεπερασμένη ομάδα τάξης ρ \ Ph [Σύμβολο Ph] Ομγ.Χημ. Σύμβολο για τη ρίζα φαινύλιο, που παράγεται από το βενζόλιο με απόσπαση ενός ατόμου Η. Έχει τύπο CeHs-. Συμβολίζεται επίσης και με το ελληνικό γράμμα Φ. Συμβολίζει επίσης τη φαινόλη με τύπο C 6 H 5 -OH. ρ Η [Σύμβολο πεχά] Χημ. Είναι το σύμβολο του συντελεστή που χαρακτηρίζει την οξύτητα ή την αλκαλικότητα ενός χημικού διαλύματος. Για ένα ουδέτερο διάλυμα η τιμή του πεχά είναι ίση \.ιε το επτά, ενώ εάν η τιμή του συντελεστή αυτού είναι μεγαλύτερη από το επτά τότε το διάλυμα χαρακτηρίζεται ως αλκαλικό και στην αντίθετη περίπτωση ως όξινο. ρΗ Electrode [Ηλεκτρόδιο ρΗ] Ανα/..Χημ. Ηλεκτρόδιο υάλου, που χρησιμοποιείται σαν ενδεικτικό ηλεκτρόδιο στη μέτρηση του ρΗ ενός διαλύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στην ανάπτυξη δυναμικού μεμβράνης, που οφείλεται σε φαινόμενα ιονανταλλαγής και διάχυσης. Αποτελείται από λεπτή μεμβράνη από ύαλο, που παρουσιάζει εκλεκτικότητα έναντι των ιόντων II' και εμφανίζει δυναμικό, η τιμή του οποίου εξαρτάται από τη διαφορά των συγκεντρώσεων των ιόντων Η+ στα δύο διαλύματα που βρίσκονται εκατέρωθεν της μεμβράνης. Χαρακτηρίζεται από χαμηλό όριο ανίχνευσης, μεγάλη αντίσταση και γρήγορη ανταπόκριση. ρ Η M e a s u r e m e n t [Μέτρηση ρΗ] Χημ. Μέτρηση που έχει σκοπό τον προσδιορισμό του ρΗ ενός διαλύματος. Γίνεται ηλεκτρομετρικά με τη βοήθεια ειδικού οργάνου του ρΗ μέτρου ως εξής: Στο διάλνυμα βυθίζονται δύο ηλεκτρόδια, ένα ηλεκτρόδιο υάλου για τη μέτρηση της ενεργότητας των ιόντων Η" και ένα ηλεκτρόδιο αναφοράς και μετρείται η διαφορά δυναμικού, που αντιστοιχεί στο ρΗ του διαλύματος. Προσεγγιστικός υπολογισμός του ρΗ ενός διαλύματος μπορεί να γίνει και χρωματομετρικά με τη βοήθεια πρωτολυτικών δεικτών, που υφίστανται χρωματικές αλλαγές σε καθορισμένα όρια ρΗ. ρΗ Meter [μέτρο ρΗ] Χημ. Όργανο με το οποίο υπολογίζεται με ακρίβεια το ρΗ ενός διαλύματος ηλεκτρομετρικά. Αποτελείται από δύο ηλεκτρόδια, ένα ηλεκτρόδιο, που το δυναμικό του είναι συνάρτηση της ενεργότητας των Η+ (συνήθως ηλεκτρόδιο υάλου) και ένα ηλεκτρόδιο αναφοράς (συνήθως ηλεκτρόδιο καλομέλανος). Μετρείται η διαφορά δυναμικού, ανάμεσα στα δύο ηλεκτρόδια που αντιστοιχεί στο ρΗ του διαλύματος. Η κλίμακα του οργάνου είναι βαθμονομημένη να δίνει απ' ευθείας τις τιμές του ρΗ. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ρΗμέτρων, ανάλογα με την επιθυμητή ακρίβεια. ρΗ Standard [Πρότυπο διάλυμα ρΗ] ΑναλΧημ. Πρότυπο διάλυμα γνωστού ρΗ που χρησιμοποιείται για τη βαθμονόμηση ενός πεχαμέτρου. Phacolith [Φακόλιθος] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα φακοειδούς σχήματος που σχηματίζεται κατά τη διείσδυση μαγματικού υλικού σε περιβάλλοντα πετρώματα που υπέστησαν διεργασίες πτύχωσης.

- 1055 Phaliotoxin [Φαλλοτοξίνη] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας φυσικών δηλητηριωδών ενώσεων, πολύπλοκης δομής, που απαντώνται σε ορισμένους μύκητες, όπως ο Amanita phallosides. Προκαλεί εξάντληση, εμετούς και μπορεί να είναι θανατηφόρα. Αιγότερο τοξική από τις αματοξίνες. Phanerite [Φανερίτης] Γεωλ. Γενικός χαρακτηρισμός για την κατηγορία των πυριγενών ή μεταμορφωμένων πετρωμάτων με φανεριτικύ ιστό. Phancritic [Φανεριτικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ιστό των μαγματικών ή μεταμορφωμένων πετρωμάτων με κρυσταλλική δομή αποτελούμενη από μακροσποπικά ορατούς κρυστάλλους των κυρίων ορυκτολογικών συστατικών τους. Phanerozoic [Φανεροζωικός] Γεωλ. Το γεωχρονολογικό διάστημα της ηλικίας της Γης, ο ένας από τους δύο μεγααιώνες (πριν από περίπου 600 εκατομ. χρόνια) για τον οποίο υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία (οργανικά λείψανα) για την ύπαρξη και τη μορφή της ζωής επί της Γης. Περιλαμβάνει τον Παλαιοζωικό, τον Μεσοζωικύ και τον Καινοζωικό αιώνα. P h a n t o m Circuit [Κύκλωμα φάντασμα] Ηλεκτρ. Μέθοδος λήψης τρίτου σήματος από 2 πηγές (πχ ζεύγη καλωδίων) με χρήση μετασχηματιστή και ένα κεντρικό σύνδεσμο με 2 εισόδους και 3 εξόδους. P h a n t o m Current [Φανταστικό ρεύμα] Επικοιν. Ένα ρεύμα που βοηθά ένα σταθμό να συνδεθεί σε κάποιο Token Ring δίκτυο και σε περίπτωση βλάβης να αποχωρήσει χωρίς να προκαλέσει γενική πτώση. P h a n t o m Echo [Φανταστική ηχώ] Επικοιν. Πλασματικό σήμα που οφείλεται σε ανάκλαση του σήματος πάνω σε διάφορα περαστικά ρεύματα (Phantom Target), ή παρασιτικά φαινόμενα, σε αποικίες μικροοργανισμών στο βυθό (Phantom Bottom) κτλ με αποτέλεσμα ο στόχος, ο ορίζοντας, ο βυθός να δείχνουν πλασματική ύπαρξη σε κάποια σημεία. P h a n t o m Material [Υλικό προσομοίωσης] Πυρην. Φυσ. Υλικό του οποίου η πυκνότητα και ο ατομικός αριθμός είναι κατά προσέγγιση αντίστοιχα με αυτά του ανθρώπινου ιστού, έτσι ώστε η απορρόφηση και η όκέδαση της ιοντίζουσας ακτινοβολίας από τέτοια υλικά να είναι ανάλογες με τις αντίστοιχες αλληλεπιδράσεις με τον ανθρώπινο ιστό. Έτσι, τα υλικά αυτά χρησιμοποιούνται για μελέτες δοσιμετρίας και γενικότερη μελέτη της αλληλεπίδρασης της ακτινοβολίας με τον ανθρώπινο οργανισμό. P h a n t o m Signals [Σήματα φαντάσματα] Ηλεκτρ. Σήμα που εμφανίζει την ύπαρξη ενός ανύπαρκτου αντικειμένου σε κάποιο σημείο σάρωσης και συνήθως οφείλεται σε ατμοσφαιρικά φαινόμενα. Pharmaceutical [Φαρμακευτικός] Επιστ.Τεχν. Σχετικός με κάποια φαρμακευτική ουσία ή σκεύασμα. Pharmaceutical Chemistry {Φαρμακευτική Χημεία] Χημ. Κλάδος της χημείας που ασχολείται με φαρμακευτικές ουσίες, φαρμακευτικά σκευάσματα ή άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Pharmacokinetics [Φαρμακοκινητική] Επιστ. Τεχν. Κλάδος της Φαρμακευτικής που ασχολείται με τον τρόπο με το οποίο απορροφώνται τα φάρμακα στον οργανισμό, τον τρόπο κατανομής στους ιστούς και το μεταβολισμό τους ανάλογα μ ε το χρόνο. P h a r m a c o l o g y [Φαρμακολογία] Επιστ.Τεχν. Κλάδος της επιστήμης που ασχολείται με τα φάρμακα, την ανακάλυψη, τη χρήση του, το μηχανισμό δράσης τους, τις παρενέργειες και τελικά το σχεδιασμό όλων και κα-

Phase Coherence

λύτερων φαρμάκων. Η μοντέρνα φαρμακολογία συνεργάζεται στενά με την κυτταρική'] βιολογία και κυτταρικές αντιδράσεις, την οργανική χημεία και σύνθεση κλπ. Pharmakosiderite [Φαρμακοσιδερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό αρσενικικό τρισθενή σίδηρο και κάλιο. Σχηματίζει πράσινους, κίτρινους ή καφέ, υποδιαφανείς και με αδαμάντινη ή ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2.8 έως 3. Phase 1 [Φάση] Αστρον. Έκταση φωτισμού ενός πλανήτη από τον ήλιο σε μια δεδομένη στιγμή (σε σχέση συνήθως με τη γη). Ειδικά για τη σελήνη αυτές οι φάσεις απαρτίζουν τον σεληνιακό μήνα. Phase 2 [Φάση] Μαθημ. Για τη συνάρτηση sin(o)t + φ) η φάση είναι η γωνία cot + φ. συναντάται σε κάθε συνάρτηση που έχει πολική μεταβολή (πχ τριγωνομετρικές, μιγαδικά ορίσματα κτλ). Phase 3 [Φάση] Πληρ. Στάδιο επεξεργασίας προγράμματος κατά τη μετάφραση του, όπως είναι η συντακτική ανάλυση, η παραγαϊγή εκτελέσιμου κώδικα, κλπ. Phase 4 [Φάση] Φυσ. 1. Στάδιο ύπαρξης ή μεταβολής μίας ποσότητας. 2. Γωνία που παρατηρείται σε ένα πείραμα κάποια χρονική στιγμή. Phase 5 [Φάση] Φυσ.Χημ. Η διακριτή κατάσταση μίας ουσίας σαν στερεό, υγρό ή αέριο, ανάλογα με τη θερμοκρασία και την πίεση. Π.χ. το νερό μπορεί να είναι πάγος, υγρό ή υδρατμοί. Επίσης περιγράφει ποσότητα ομογενούς ύλης σε όλη της τη μάζα, π.χ. υδατική φάση, ελαιώδης φάση. Phase Advancer [Προωθητής φάσης] Ηλεκτρ. Σύστημα που εισάγει volt στο σύστημα μεταβάλλοντας έτσι τη φάση του ρεύματος γνωστό και σαν Phase Modifier που μπορεί να είναι απλά και ένας πολλαπλασιαστής συνημίτονου. Phase Alternation Line System (PAL System) [Σύστημα γραμμής εναλλαγής φάσης] Ηλεκτρ. Ευρωπαϊκό (Αγγλικό) σύστημα εκπομπής έγχρωμου τηλεοπτικού σήματος που χρησιμοποιεί ίδια ρουτίνα σύνθεσης χρώματος με τα άλλα συστήματα και διαμόρφωση πλάτους υποωορέα (Subcarrier). Phase Angle [Γωνία φάσης] Αστρον. Γωνία που ο παρατηρητής από τον πλανήτη μετρά την απόσταση ήλιου - γης σε μοίρες (γωνιακή απόσταση). Phase Angle 2 [Γωνία φάσης] Ηλεκτμον. Γωνία 2 διανυσμάτων (ίδιων πχ συνημιτονοειδών) καμπυλών σήματος στην ίδια συχνότητα. Phase Angle 3 [Γωνία φάσης] Φυσ. Διαφορά φάσης 2 κατά τα άλλα όμοιων σημάτων ενός μεγέθους. Phase Boundary [Μεσεπιφάνεια φάσεων] Φυσ.Χημ. Η διαχωριστική επιφάνεια μεταξύ δυο φάσεων, π.χ. μεταξύ δύο υγρών που δεν αναμιγνύονται. Phase Change [Αλλαγή φάσεως] 1. Φυσ. Είναι ο μετασχηματισμύς ενός απλού ή σύνθετου στοιχείου ύλης από τη μία φυσική κατάσταση στην άλλη, δηλαδή από τη στερεά στην υγρή, από την υγρή στην αέρια ή το αντίστροφο. 2. Γεωλ. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και ο μετασχηματισμός ενός στερεού ορυκτού σε άλλη στερεά πάλι μορφή αλλά διαφορετικής δομής και πυκνότητας. Phase Coherence [Συνάφεια φάσης] Φυσ. Φαινόμενο που περισσότερο κατασκευάζεται παρά συμβαίνει, πχ σε ημιαγωγούς, ηλεκτρονικές κατασκευές, κβαντικά φαινόμενα, ροής ηλεκτρονίων κτλ.

Phase C o m p a r a t o r

- 1056-

Phase C o m p a r a t o r [Συγκριτής φάσης] Ηλεκτρον. Περισσότερο γνωστό σαν Phase Detector. Phase Comparison Relaying [Κύκλωμα σύγκρισης φάσης] Ηλεκτρ. Τελεστικός (ολοκληρωμένου κυκλώματος) ενισχυτής που συγκρίνει ένα σήμα εισόδου με κάποιο σήμα αναφοράς. Phase Conductor [Επαφή φάσης] Ηλεκτρ. Αντικείμενο (ακροδέκτης) που δέχεται ηλεκτρική ροή και τη διοχετεύει κατάλληλα ή τη μετατρέπει σε φως και ανάποδα κτλ. Phase Conjugate System [Συζυγές σύστημα φάσης] Ηλεκτρ. Σύστημα που χρησιμοποιείται για να μετατρέψει τη φάση ενός σήματος πχ σε σήμα αντίστροφου χρόνου και να το χρησιμοποιήσει παράλληλα με το αρχικό. Phase Conjugation [Συζυγία φάσης] Ηλεκτρ. Παραγωγή σήματος που είναι χρονικά αντιστραμμένο ως προς το πρωτότυπο. Χρησιμοποιείται στην ηλεκτρονική, οπτική, λέιζερ, κρυσταλλοδομές κτλ. Phase Constant [Σταθερά φάσης] Ηλεκτρ. Συντελεστής σχετικός με τη μέτρηση της απόδοσης μετάδοσης σήματος πάνω σε μια συγκεκριμένη γραμμή και ισούται με το πηλίκο εντάσεων 2 μετρήσεων. Phase Contrast M i c r o s c o p e [Μικροσκόπιο αντίθεσης φάσης] Ηλεκτρον. Μικροσκόπιο που στηρίζεται σε μεταβολή φάσης φωτός καθώς περιθλάται μέσα από κρυσταλλικές δομές που χρησιμοποιείται κυρίως σε βιολογικές έρευνες με αρκετή επιτυχία. Phase Control [Ελεγχος φάσης] Ηλεκτρον. Πολύ σημαντικός έλεγχος αφού πολλές διαμορφώσεις σχετίζονται με τη μεταβολή φάσης. Εξάλλου πολλές φορές παράγεται τεχνητή διαφορά φάσης για καλύτερο έλεγΧ°· Phase C o n v e r t e r [Μετατροπέας φάσης] Ηλεκτρον. Μετατροπέας φάσης σε προκαθορισμένη γωνία. Phase Correction [Διόρθωση φάσης] Επικοιν. Τροποποίηση φάσης σε προκαθορισμένη γωνία. Phase Corrector [Διορθωτής φάσης] Μηχ. Κύκλωμα διόρθωσης της φάσης κατά τη φάση της παραμόρφωσης του. , Phase Crossover [Ξεπέρασμα φάσης] Τεχνολ. Συναντιέται στο διάγραμμα Nyquist σαν τη συχνότητα που δίνει το μέγιστο περιθώριο κέρδους μέσα σε μια ταλάντωση 180 Phase Defect [Ελάττωμα φάσης] Αστρον. Σημείο επιπέδου ανάλυσης φωτός (πχ μιγαδικό επίπεδο) όπου οι συντεταγμένες τέμνονται με αποτέλεσμα η φάση να είναι ακαθόριστη και συναντιέται και στην κρυσταλλογραφία, ταξιδεύοντα κύματα κτλ. Phase Delay [Καθυστέρηση φάσης] Επικοιν. Δες Phase Jitter. Phase Detector [Ανιχνευτής φάσης] Ηλεκτρον. Κύκλωμα που ελέγχει την ύπαρξη συγκεκριμένης φάσης. Πολύ συχνά εκτελεί συγκρίσεις (Phase Comparator) χρησιμοποιώντας ένα βρόγχο κλειδώματος φάσης. Phase Deviation [ Α π ό τ ι σ η φάσης] Ηλεκτρον. Διαφορά φάσης (συνήθως από κάποια αναμενόμενη τιμή). Phase D i a g r a m [Διάγραμμα φάσεων] Φυσ.Χημ. Πρόκειται για διαγράμματα πιέσεως-θερμοκρασίας που περιγράφει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες η ουσία μπορεί να βρίσκεται σαν στερεό, υγρό ή αέριο, καθώς και τις συνθήκες ισορροπίας ανάμεσα σε δύο ή και τις τρεις καταστάσεις. Στο διάγραμμα φάσεων του νερού οι τρεις καμπύλες από τις οποίες αποτελείται (εξάτμισης, εξάχνωσης και τήξης) τέμνονται σε σημείο

στο οποίο συνυπάρχουν και οι τρεις φάσεις (πάγος, υγρό νερό, υδρατμοί). Το σημείο αυτό αποκαλείται τριπλό σημείο και αντιστοιχεί σε θερμοκρασία 0,01 °C. Phase Difference [Διαφορά φάσης] Ηλεκτμον. Γνωστή σαν γωνία φάσης. Θετική αν το δεύτερο σήμα προηγείται και αρνητικό αν έχει υστέρηση (Phase Lag). Phase Distortion [Παραμόρφωση φάσης] Ηλεκτρ. Εισαγωγή και μιας δεύτερης συχνότητας που παραμορφώνει τη φάση του αρχικού σήματος (μη γραμμική μεταβολή). Phase Encoding [Κωδικοποίηση φάσης] Μέθοδος καταγραφής δεδομένων σε μαγνητική ταινία, γνωστή και ως κωδικοποίηση Manchester. Phase Equalizer [Ισοσταθμιστής φάσης] Ηλεκτρον. Μία από τις τεχνικές συσκευές που χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της διαφοράς φάσης επιβάλλοντας κατάλληλες ρυθμίσεις. Στην τηλεφωνία συναντάται και σαν Group Delay. Phase Excursion [Παραδρομή φάσης] Επικοιν. Παράλειψη μίας ακολουθίας συνηθισμένων λέξεων στην κωδικοποίηση με διάφορους αλγόριθμους. Phase Frequency Distortion [Παραμόρφωση φάσης συχνότητας] Επικοιν. Παραμόρφωση συχνότητας από μη προβλεπόμενο θόρυβο που συνήθως μετριέται σαν καθυστέρηση. Phase Generator [Γεννήτρια φάσης] Ηλεκτρον. Κύκλωμα που παράγει σήμα (πχ τύπου LSI) περισσότερο για μετατόπιση φάσης πάνω στο φορέα. Phase Inequality [Ανισότητα φάσεων] Ωκεαν. Η μεταβολή (με την αύξηση ή μείωση του ύψους και του εύρους της παλίρροιας) των φάσεων του παλιρροϊκού φαινομένους σε συνάρτηση με τις σχετικές θέσεις της Σελήνης, του Ήλιου και της Γης. Γενικά, το μέγιστο της έντασης παρατηρείται, κατά κανόνα, κατά τις συζυγίες και κατά τη διάβαση της Γης δια του περιηλίου και το ελάχιστο κατά τους τετραγωνισμούς και κατά τη διάβαση της Γης δια του αφηλίου. Phase Inversion [Αντιστροφή φάσης] Επικοιν. Μεταβολή της φάσης κατά 180°. Phase Inverter [Αντιστροφέας φάσης] Ηλεκτρον. Κύκλωμα που δημιουργεί την αντιστροφή φάσης. Phase Jitter [Τρέμουλο φάσης] Επικοιν. Μη σταθερότητα φάσης που προκαλεί προβλήματα που πρέπει να υπακούει σε όρια που θεσπίζουν τηλεπικοινο)\ιακοί οργανισμοί στις τηλεφωνικές μεταδόσεις (maximum 10ι> για Peak To Peak από την ITU-T). Phase Lag [Γωνιακή μετατόπιση φάσης] Ηλεκτρον. Μέτρο (συχνά σε ποσοστό επί του ορθού ή του αναμενόμενου) διαφορετικότητας ή απόκλισης της φάσης ενός σήματος. Phase Lock [Κλείδωμα φάσης] Ηλεκτρον. Σταθεροποιητής φάσης σε μια συγκεκριμένη γωνία. Χρησιμοποιείται συχνά στην αποδιαμόρφωση σήματος FSK. Phase Locked C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία κλειδωμένης φάσης] Επικοιν. Κωδικοποίηση επικοινωνίας με χρήση μηχανισμού κλειδώματος φάσης (PLL) όπως με την κωδικοποίηση κατά Manchester του Ethernet. Phase Locked Loop (PLL) [Βρόγχος κλειδωμένης φάσης] Επικοιν. Κύκλωμα ανάδρασης που χρησιμοποιείται για συγχρονισμό που έχει ένα ανιχνευτή φάσης και ένα ταλαντωτή τάσης με ρολόι. Χρησιμοποιείται σε διάφορα ηλεκτρονικά κατασκευάσματα κυρίως επικοινωνιακά. Phase Locked System [Σύστημα κλειδωμένης φάσης] Επικοιν. Συσκευή που χρησιμοποιεί και κύκλωμα κλει-

- 1057 δώματος φάσης σε διάφορα στάδια ελέγχου ή σταθεροποίησης (φάσης και συχνότητας). Phase M a r g i n [Περιθώριο φάσης] Επικοιν. Ποσότητα αναγκαίας μεταβολής φάσης (Phase Lag) για να καταστεί ένα σύστημα (περιθωριακά) ευσταθές. Phase M a t c h i n g [Ταίριασμα φάσης] Οπτικ. Επίτευξη του να συγκατευθυνθούν 2 κύματα φωτός ή ακτινοβολίας με την ίδια φάση σε μια κοινή δέσμη ή άλλη διασύνδεση. Phase M e t e r [Μέτρο φάσης] Επικοιν. Εργαλείο (ή κύκλωμα) για μέτρηση φάσης. Phase M o d i f i e r [Τροποποιητής φάσης] Επικοιν. Συσκευή μετατροπής φάσης που συναντάμε συνήθως σε διάφορες μορφές πχ ενισχυτές, διαφοριστές κτλ. Phase M o d u l a t i o n [Διαμόρφωση φάσης] Επικοιν. 1. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στις τηλεπικοινωνιακές εφαρμογές η διαδικασία της μεταβολής, με γραμμικό τρόπο, της στιγμιαίας φάσης του φέροντος σήματος σε σχέση με το σήμα πληροφορίας. Αυτό γίνεται κυρίως για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως είναι οι παρεμβολές και ο θόρυβος, για να είναι εφικτή η μετάδοση πολλών σημάτων, για να διευκολυνθεί η εκπομπή και η λήψη με τη μετατόπιση των σημάτων και άλλα. 2. Μεταβολή της φάσης ενός ημιτονοειδούς σήματος σχετικά με το πλάτος. Phase M o d u l a t i o n Detector [Ανιχνευτής διαμόρφωσης φάσης] Επικοιν. Συσκευή που ανιχνεύει διαμόρφωση φάσης. Phase M o d u l a t o r [Διαμορφωτής φάσης] Ηλεκτρον. Επειδή ολοκληρώνοντας σήμα από διαμόρφωση συχνότητας παίρνουμε το αντίστοιχο σήμα από διαμόρφωση φάσης φανερά, οι 2 τρόποι συνδέονται με την απλή αυτή διαφορά διαφοριστή - ολοκληρωτή κατά περίπτωση. Phase Of A Compiler [Φάση μεταφραστή] Πληρ.Ένα από τα στάδια μετατροπής πρωτότυπου κώδικα της αντίστοιχης γλώσσας προγραμματισμού προς το αντίστοιχο συμβολικό κώδικα (obj) δηλαδή λεκτικής, συντακτικής, σημασιολογικής ανάλυσης κατασκευή πίνακα συμβόλων και αντιστοιχιών. , Phase Plane [Επίπεδο φάσεων] Μαθημ. Το επίπεδο που γίνεται η ανάλυση φάσης για ένα διαφορικό σύστημα πρώτης τάξης 2'2. Phase Plane Analysis [Ανάλυση επιπέδου φάσεων] Μαθημ. Ανάλυση ενός διαφορικού συστήματος πρώτης τάξης 2'2 ως προς τη συμπεριφορά του στα κρίσιμα σημεία και τις ιδιοτιμές του και συνήθως την ευστάθεια του. Phase Plate [Πιάτο φάσης] Οπτικ. Πιάτο που χρησιμοποιείται και στο μικροσκόπιο αντίθεσης φάσης σαν συλλέκτης των ακτίνων. Phase Portrait [Πορτραίτο φάσεων] Τεχνολ. Γράφημα του χώρου των φάσεων που περιλαμβάνει τις τροχιές των λύσεων συνήθως στα κρίσιμα σημεία που είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό σε παραμετρικές καταστάσεις. Phase Q u a d r a t u r e [Τετραγωνισμός φάσης] Ηλεκτρον. Μετατόπιση φάσης κατά 90°. Phase Response Curves [Καμπύλη απόκριση φάσης] Ηλεκτρον. Παραμετρικές καμπύλες που παράγονται από (σχετικά) πειράματα στατιστικού σχεδιασμού. Phase Reversal [Αντιστροφή φάσης] Ηλεκτρον. Δες και Phase Inversion. Phase Reversal M o d u l a t i o n [Διαμόρφωση αντίστροφης φάσης] Ηλεκτρον. Διαμόρφωση που στηρίζεται απλά στην αντιστροφή φάσης (Biphase Modulation).

Phase Equilibria

Phase Sequence [Ακολουθία φάσεων] Ηλεκτρον. Οι φάσεις διαδοχικίόν ηλεκτρικών σημάτων που συνήθως αναλύονται από ειδικούς αναλυτές (Phase Sequence Analyzers) που ελέγχουν για τη σωστή ακολουθία κτλ και ανακατευθύνονται από ηλεκτρονόμους (Phase Sequence Relay). Phase Shift [Ολίσθηση φάσης] Ηλεκτρ. Διαφορά φάσης των σημάτων εισόδου - εξόδου. Τέτοια κυκλώματα συνήθως χρησιμοποιούνται στη διαμόρφωση ψηφιακού σήματος με συγκεκριμένες τιμές μεταβολής. Phase Shift Discriminator [Διακριτής ολίσθησης φάσης] Ηλεκτρ. Κύκλωμα που μετατρέπει (transforms) διαμόρφωση FM σε διαμόρφωση AM γνωστό και σαν διακριτής Foster Sceley. Phase Shift Keying [Διαμόρφωση με εναλλαγή φάσης] Επικοιν. Πρόκειται για μία διαμόρφωση φάσης όπου χρησιμοποιείται ένα ημιτονικό υψίσυχνο σήμα γνωστής συχνότητας για την αναπαράσταση των ψηφίων ένα και μηδέν, με την ιδιαιτερότητα να αυξάνεται η φάση κατά 180° για τη μετάδοση του δυαδικού ψηφίου μηδέν. Phase Shift Oscillator [Ταλαντωτής ολίσθησης φάσης] Ηλεκτρον. Ταλαντωτής θετικής ανάδρασης που προσθέτει σήμα με αντίστροφη φάση για μια συχνότητα. Phase Shifter 1 [Ολισθητής φάσης] Ηλεκτρον. Η ακριβής κατασκευή περιλαμβάνει μια συσκευή που κατασκευάζει κλίμακα διαμόρφωσης, διαμορφωτές, μικτές (αθροιστές) και ζωνοδιαβατά φίλτρα ενώ η αντίστροφη διαδικασία περιλαμβάνει αποδιαμορφωτές και κατωδιαβατά φίλτρα. Phase Shifter 2 [Συσκευή μετατόπισης φάσης] Ηλεκ. Συσκευή ή ηλεκτρονικό κύκλωμα στο οποίο οι σχετικές φάσεις των συνιστωσών (ρεύμα και τάση) μιας κυματομορφής που απεικονίζει ηλεκτρικό σήμα, μπορούν να ρυθμίζονται συνεχώς έτσι ώστε να αποκτήσουν την επιθυμητή τιμή. Phase Shifting Transformer 1 [Μετασχηματιστής Μετατόπισης Φάσεων] Πλεκ. Μετασχηματιστής στον οποίο η τάση που αναπτύσσεται στο δευτερεύον πηνίο, έχει μια διαρκώς μεταβαλλόμενη φάση. Phase Shifting T r a n s f o r m e r 2 [Μετασχηματιστής ολίσθησης φάσης] Ηλεκτρον. Μετασχηματιστής που χρησιμοποιεί και κύκλωμα ολίσθησης. Phase Space [Χώρος των φάσεων] Μαθημ. Αν το αντικείμενο μας ή η συνάρτηση έχει ν βαθμούς ελευθερίας ο χώρος των φάσεων είναι ο ν- διάστατος χώρος που αυτό κινείται. Phase Splitter [Διαχωριστής φάσης] Ηλεκτρον. Κύκλωμα με μια είσοδο και 2 εξόδους συνήθως με γνωστή μεταβολή φάσης. Phase Titration [Ογκομέτρηση φάσης] ΑναλΧημ. Ανάλυση δυαδικού μίγματος αναμίξιμων υγρών με τιτλοδότηση με τρίτο υγρό που αναμιγνύεται με ένα μόνο από τα δύο συστατικά του μίγματος. Για τον προσδιορισμό του τελικού σημείο χρησιμοποιείται το διάγραμμα φάσεων. Phase T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός φάσης] Μαθημ. Μετασχηματισμός που μετατρέπει τη συνισταμένη φάσης ενός σήματος συνήθως στροφή. Phase Velocity [Ταχύτητα φάσης] Φνα. Η ταχύτητα διάδοσης σήματος σταθερής φάσης, σε ένα σταθερό συρμό ημιτονοειδών κυμάτων. Κατά συνέπεια, η ταχύτητα αυτή θα είναι και η ταχύτητα του κύματος. Phase Equilibria [Ισορροπία φάσεων] Φυσ.Χημ. Η δυ-

Phased Array

- 1058 -

ναμική ισορροπία μετατροπής μίας ουσίας από μία φάση σε άλλη, κάτω από δεδομένες συνθήκες. Π.χ. η ισορροπία ενός υγρού με τους ατμούς του, κατά την οποία η ταχύτητα εξάτμισης ισούται με την ταχύτητα υγροποίησης. Phased Array [Πίνακας φάσης] Ηλεκτρ. Πίνακας φάσεων που χρησιμοποιείται σαν επιλογέας Phaseolotoxin [Φασεολοτοξίνη] Βιοχημ. Δηλητηριώδης οργανική ουσία που παράγεται από το βακτήριο Pseudomonas syringae. Παρεμποδίζει τη δράση του ενζύμου ορνιθινο-καρβαμοϋλοτρανσφεράση που μετατρέπει στο μιτοχόνδριο την ορνιθίνη σε κιτρουλλίνη με τη συμμετοχή ενός μορίου φωσφορικού καρβαμίδιου (κύκλος ουρίας) Phaser Device [Συσκευή φάσης] ΙΗεκτρον. Συσκευή μετατροπής φάσης. Phases Of The M o o n [Φάση της σελήνης] Αστρον. Όπως και κάθε ουράνιο σώμα (του συστήματος μας) η σελήνη στρέφει προς τον ήλιο ένα τμήμα της από το οποίο και βλέπουμε (αφού δεν ακτινοβολεί) ένα τμήμα του που αναγνωρίζεται σαν ποσοστό εμβαδού του δίσκου της. Phase Solubility A n a l y s i s [Ανάλυση διαλυτότητας φάσης] Α ναλ.Χημ. Ανάλυση στερεάς ουσίας βασισμένη στη διαλυτότητα το)ν συστατικών σε ένα ή περισσότερους διαλύτες. Phase T r a n s f e r Catalysis [Κατάλυση μεταφοράς φάσης] Ομγ.Χημ. Είδος κατάλυσης σε αντιδράσεις που γίνονται σε δύο φάσεις, μία υδατική και μία οργανική (π.χ. χλωροφορμική) και στις οποίες η απόδοση είναι μικρή. Οι καταλύτες που χρησιμοποιούνται διεξάγουν την αντίδραση ουσιαστικά σε μία φάση, προκαλώντας την ταχύτατη μεταφορά ενός ιοντικού συστήματος από την υδατική φάση στην οργανική. Συχνά είναι αμμωνιακά άλατα του τύπου Ε^ΝΧΉοΦ C1". Phasing Line [Γραμμή φάσης] Ηλεκτμον. Γραμμή προσαρμογής της ακριβούς θέσης ενός σήματος εικόνας. Phasing Signal [Σήμα φάσης] Ηλεκτμον. Σήμα που συναντάμε στην παραγωγή εικόνας σε φαξ, τηλεόραση κτλ. , Phasitron V a c u u m T u b e [Λυχνία κενού Phasiiron] Ηλεκτμον. Συσκευή που λειτούργησε σαν πρώιμος πολλαπλασιαστής στη διαμόρφωση συχνότητας παράγοντας μεγάλες ποσότητες φάσης. Phasor D i a g r a m [Διάγραμμα φάσης] Ηλεκτρον. Διάγραμμα συσχέτισης (διαφορών πχ χρωματικών κτλ) σε διάφορες στάθμες. α-Phellandrene [α-Φελλανδρένιο] Οργ.Χημ. Υδρογονάνθρακας της κατηγορίας των τερπενίων με μοριακό τύπο C10H16, που απαντάται με τη μορφή δύο οπτικών αντίποδων. Υγρή ουσία αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε αιθέρα με σημείο βρασμού 174°C. Χρησιμοποιείται σε αρώματα και βελτιωτικά γεύσης. Phcnakite [Φαινακίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βηρύλλιο. Σχηματίζει άχροους, κιτρινόχρωμους ή ροδόχρωμους, διαφανείς έως υποδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 έως 8 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9 έως 3. P h e n a n t h r e n e [Φαινανθρένιο] Οργ.Χημ. Αρωματικός πολυπυρηνικός υδρογονάνθρακας, ισομερές του ανθρακένιου, με τρεις συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους εκ των οποίων ο τρίτος είναι γωνιακά συμπυκνωμένος. Αχρωμο, καρκινογόνο στερεό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε διάφορους οργανικούς διαλύτες

με σημείο τήξης 100°C και σημείο βρασμού 340"C. Είναι δραστικότερο από το ναφθαλίνιο σε αντιδράσεις αρωματικής υποκατάστασης, οπότε υποκαθίσταται, συνήθως, το Η του C-9. Οξειδώνεται εύκολα σε 9,10φαινανθροκινόνη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων, εκρηκτικών και φαρμάκων. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Phenanthridine [Φαινανθριδίνη] Ομγ.Χημ. Συμπυκνωμένο παράγωγο της πυριδίνης ισομερής με την παρακάτω ακριδίνη. Παρασκευάζεται από το 2φορμαμιδοδιφαινύλιο με την επίδραση POCI3 και SnCU. Αντιδρά με ηλεκτρονιόφιλα και με πυρηνόφιλα αντιδραστήρια. Παράγωγά της χρησιμοποιούνται σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Αναφέρεται και σαν 3,4βενζοκινολίνη. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). 1,10-Phenanthroline [Φαινανθρολίνη] Οργ.Χημ. Οργανική πολυπυρηνική ένωση με μοριακό τύπο C I2 H«N 2 , παράγωγο του φαινανθρένιου, στο οποίο δύο άτομα άνθρακα στις θέσεις 9,10 έχουν αντικατασταθεί με Ν. Υγροσκοπική ουσία με σημείο τήξης 114-117 L C, που χρησιμοποιείται σαν χηλικός συμπλοκοποιητής διαφόρων μετάλλων, καθώς επίσης και σαν δείκτης ογκομέτρησης των αντιδραστηρίων Grignard. Αντιδρά με το Fe (II) σχηματίζοντας πολύ σταθερό ερυθρό σύμπλοκο του τύπου [Fe(C|2HaN2)3]2+, που είναι γνωστό σαν φερροΐνη και χρησιμοποιείται στο φασματοφωτομετρικό προσδιορισμό του σιδήρου. Phenanthroline Indicator [Δείκτης φαινανθρολίνης] Αναλ.Χημ. Διάλυμα 1,10-φαινανθρολίνης που χρησιμοποιείται σαν δείκτης σε οξειδοαναγωγικές ογκομετρήσεις σχηματίζοντας ερυθρό σύμπλοκο της μορφής [Fe (C, 2 H 8 N 2 ) 3 ] 2+ με ιόντα δισθενούς σιδήρου. Phcnazine [Φαιναζίνη] Χημ. Παράγωγο της πυραζίνης δύο συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους. Κίτρινο στερεό σώμα, ελάχιστα διαλυτό στο νερό με σημείο τήξης 170°C. Παρασκευάζεται με συμπύκνωση φαινυλενοδιαμίνης και πυροκατεχόλης με σύγχρονη απόσπαση δύο μορίων νερού, ακολουθούμενη από οξείδωση του ενδιαμέσου προϊόντος. Χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις, στην παρασκευή χρωστικών κλπ. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Phenethyl Acetate [Οξικός 2-φαινυλαιΟυλεστέρας] Ομγ.Χημ. Εστέρας του οξικού (αιθανικού) οξέος με τύπο CH3COOCH2CH2C6H5· Αχρωμο υγρό διαλυτό σε οινόπνευμα με σημείο βρασμού 238-239°C. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο σε οργανικές συνθέσεις και στην αρωματοποιία. Phenethyl Alcohol [2-φαινυλ-αιθανόλη] Οργ.Χημ. Φαινυλικό παράγωγο της αιθανόλης με τύπο Q H s CH 2 CH 2 OH. Αχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε οινόπνευμα, με σημείο βρασμού 219°Οκαι σημείο πήξης -27°C. Χρησιμοποιείται στη σαπο)νοποιία, σε πρόσθετα γεύσης κλπ. Phenethyl Isobutyrate [Ισοβουτανικός 2φαινυλαιθυλεστέρας] Ομγ.Χημ. Εστέρας του ισοβουτανικού (ισο βουτυρικού) οξέος με τύπο (CH 3 ) 7CHCOOCH2CH2C6H5. Αχρωμο υγρό ευχάριστης οσμής διαλυτό σε οινόπνευμα και σε αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και σε πρόσθετα γεύσης. Phenetidine [Φαινετιδίνη] Ομγ.Χημ. Αμινοπαράγωγο της φαινετόλης, που απαντάται με τη μορφή τριών ισομερών, ο-, μ- και π-φαινετιδίνη, ανάλογα με τις σχετικές θέσεις των ομάδων -C 2 H 5 και -ΝΓΙ 2 στο βενζολικό δακτύλιο. Αχρωμα ελαιώδη υγρά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά σε διάφορους οργανικούς διαλύτες, ευαίσθητα

- 1059 στο φως, μ£ σημεία βρασμού 228-230°C, 248°C και 253-255°C, αντίστοιχα. Χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία χρωμάτων και φαρμάκων, καθώς και στην οργανική σύνθεση. Phenetole [Φαινετόλη ή φαινοτόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με τύπο C6H5OC2H5, που ανήκει στους φαινολαιθέρες. Άχρωμο υγρό αδιάλυτο στο νερό διαλυτό σε αιθανόλη με σημείο βρασμού 172"C και σημείο πήξης -33°C. Συνθετικό προϊόν που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Αναφέρεται και σαν αιθυλφαινυλαιθέρας και σαν αιθοξυβενζόλιο. Phenobarbital [Φαινοβαρβιτάλη ή φαινοβαρβιτόνη] Οργαν. Χημ. Οργανική ένωση του τύπου C12H12O3N2. Είναι λευκόχρωμη, στιλπνή κρυσταλλική σκόνη χρησιμοποιούμενη στην ιατρική για την καταπραϋντική και υπνωτική της δράση. Phenocoll H y d r o c h l o r i d e [Υδροχλωρική φαινοκόλλη] ΟργΧημ. Οργανικό υδροχλωρικό άλας με τύπο C,OHHN202.HC1 που χρησιμοποιείται σαν αντιπυρετικό και αναλγητικό. Phenocryst [Φαινοκρύσταλλος] Γεωλ. Σχετικά ευμεγέθης κρύσταλλος που εμπεριέχεται σε κύρια μάζα λεπτομερέστερου πυριγενούς πετρώματος αποτελούμενη από ύαλο, μικρόλιθους ή Κρυστάλλους μικρότερων διαστάσεων. Phenol [Φαινόλη] Χημ. Πρόκειται για τοξική οργανική χημική ουσία, λευκού χρώματος, διαλυτή στο νερό, η οποία χρησιμοποιείται στην βιομηχανία ως αντισηπτικό, ως διαλύτης και άλλα. Phenol Coefficient [Συντελεστής φαινόλης] Αναλ..Χημ. Αριθμός που δείχνει τη μεγαλύτερη αραίωση ενός απολυμαντικού υγρού που αποστειρώνει δεδομένη καλλιέργεια βακτηρίων κάτω από καθορισμένες συνθήκες, κατά τις οποίες η αποτελεσματικότητα της φαινόλης ορίζεται ίση με 1. Phenol - F o r m a l d e h y d e Resin [Ρητίνη φαινόληςφορμαλδευδης] Οργ.Χημ. Κατηγορία θερμοσκληρυνόμενου πλαστικού υλικού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καλουπιών, χρωμάτων, συγκολλητικών κλπ. Προκύπτει με πολυμερισμό μίγματος φαινόλης και φορμαλδεΰδης. Phenol Furfural Resin [Ρητίνη φαινόληςφουρφουράλης] Οργ.Χημ. Είδος φαινολικής ρητίνης με ικανότητα σκλήρυνσης στο επιθυμητό σχήμα μόνο υπό κατάλληλες συνθήκες. Phenolic R e s i n [Φαινολική ρητίνη] Υλικ. Γενικός όρος για την κατηγορία το)ν συνθετικών ρητινών (θερμοσταθερών πολυμερών) που παρασκευάζονται με διεργασία πολυσυμπύκνωσης φαινολών και αλδεϋδών, (π.χ. φαινόλης και φορμαλδεΰδης, κρεζόλης και φορμαλδεΰδης κ.λ.π.). Παρουσιάζουν θερμική και μηχανική αντοχή, καλές μονωτικές ιδιότητες και είναι απρόσβλητα στην επίδραση των διαλυτών και των χημικών αντιδραστηρίων. Phenolphtheiein [Φαινολοφθαλεΐνη] Οργ.Χημ. Υποκίτρινη στερεή οργανική ουσία που χρησιμοποιείται σαν πρωτολυτικός δείκτης σε ογκομετρήσεις εξουδετέρωσης. Είναι ασθενές οξύ ( ρ Κ Η Δ = 8 , 7 ) και έχει περιοχή αλλαγής χρώματος από ρΗ=8 (άχρωμο)-9,8 (κόκκινο). Αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε αιθανόλη. Χρησιμοποιείται και σαν καθαρτικό και σαν αντιδραστήριο. p - P h e n o l s u l f o n i c Acid [π-Φαινολοσουλφονικό οξύ] Οργ.Χημ. Κίτρινη υγρή οργανική ένωση με τύπο ΗΟCfitii-SOjH, διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωστικών και φαρ-

1-Phenyl-l-propanol

μακευτικών ουσιών και στην ανάλυση νερού. P h e n o l s u l f o n p h t h a l e i n [Φαινολοσουλφονοφθαλεΐνη] Οργ.Χημ. Κόκκινη στερεή κρυσταλλική οργανική ουσία που χρησιμοποιείται σαν πρωτολυτικός δείκτης σε ογκομετρήσεις εξουδετέρωσης. Είναι ασθενές οξύ (ρΚΗΛ=8,0) και έχει περιοχή αλλαγής χρώματος από ρΗ=6,8 (κίτρινο)-8,2 (κόκκινο). Ελαφρά διαλυτή σε νερό και σε αιθανόλη. Αναφέρεται και σαν ερυθρό της , φαινόλης. Phenothiazine [Φαινοθειαζίνη] Οργ.Χημ. Πράσινη στερεή οργανική ουσία με μοριακό τύπο C 12 H y NS. Ελάχιστα διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα με σημείο τήξης 185°C. Τοξική ουσία που χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνο και σε οργανικές συνθέσεις. 3-Phenoxy-l,2-propanediol [3-Φαινοξυ-1,2προπανοδιόλη] Οργ.Χημ. Αευκή στερεή οργανική ένωση με τύπο C 6 H 5 0CH2CH(0H)CH20H με σημείο τήξης 53°C και σημείο βρασμού 315°C. Χρησιμοποιείται σαν πλαστικοποιητής και σαν συστατικό σε ρητίνες και λάκκες. P h e n o x y Resin [Φαινοξύ ρητίνη] Οργ.Χημ. Θερμοπλαστική πολυαιθερική ρητίνη του τύπου [-OC 6 H 4 C(CH 3 ) 2 C6H 4 OCH 2 CH(OH)CH 2 -] n (n^lOO). Χρησιμοποιείται σε επικαλύψεις και σε κολλητικές ουσίες. P h e n o x y a c e t i c Acid [Φαινοξυοξικό οξύ] Οργ.Χημ. Στερεή οργανική ένωση με τύπο C 6 H 5 OCH2COOH διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα με σημείο πήξης 98°C. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην παρασκευή εντομοκτόνων, χρωμάτων κλπ. P h e n o x y b e n z a m i n e H y d r o c h l o r i d e [Υδροχλωρική φαινοξυβενζαμίνη] Ομγ.Χημ. Οργανικό υδροχλωρικό άλας με τύπο Ci 8 H 2 20NC1.HC1. Αευκή κρυσταλλική ένωση ελάχιστα διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 139°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική. 2 - P h e n o x y e t h a n o l [2-Φαινοξυαιθανόλη] Οργ.Χημ. Αχρωμη υγρή οργανική ένωση με τύπο C 0 H 5 OCH 2 CH2OH ελαφρά διαλυτή στο νερό με σημείο βρασμού 245°C και σημείο τήξης 14°C. Χρησιμοποιείται σαν εντομοαπωθητικό, στην αρωματοποιία σαν τοπικό αναισθητικό κλπ. Αναφέρεται και σαν μονοφαινυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης. Phentolamine H y d r o c h l o r i d e [Υδροχλωρική φεντολαμίνη] Οργ.Χημ. Αευκή κρυσταλλική οργανική ουσία με μοριακό τύπο Ci 7 H 19 ON 2 .HCl και σημείο τήξης 240°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική. Phenyl [Φαινύλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ρίζα, που παράγεται απύ το βενζόλιο με απόσπαση ενός ατόμου Η. Έχει τύπο CfiH 5 -. Συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα Φ ή με Ph. Phenyl Fluoride [Φθοριούχο φαινύλιο] Οργ.Χημ. Αχρωμο εύφλεκτο υγρό διαλυτό σε αιθανόλη, αδιάλυτο στο νερό με σημείο βρασμού 85°C και σημείο τήξης 40°C. Έχει τύπο CAHSF και χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο και στα εντομοκτόνα. Phenyl M u s t a r d Oil [Φαινυλιωμένο έλαιο της μουστάρδας] Οργ.Χημ. Τοξικό άχρωμο έως κίτρινο με πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στην αιθανόλη με σημείο βρασμού 221°C και σημείο πήξης -21°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Αναφέρεται επίσημα σαν ισοθειοκυνανικό φαινύλιο. l - P h e n y l - 1 - p r o p a n o l [1-Φαινυλ-1-προπανόλη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση με τύπο CH3CH 2 CH(OH)C 6 H5, αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο βρασμού 213-215°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική

1 -Phenyl-3-pyrazolidinone

- 1060-

και την αρωματοποιία. l-Phenyl-3-pyrazolidinone [ 1 - Φαινυλ^πυραζολιδινόνη] Οργ.Χημ. Κρυσταλλική οργανική ένωση με μοριακό τύπο C9H10N2O διαλυτή σε αραιά διαλύματα οξέων και βάσεων. Έχει σημείο τήξης 121°C και χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και σαν αντιδραστήριο. P h e n y l Salicylate [Σαλικυλικός φαινυλυστέρας] Opy. Χημ. Κρυσταλλικό στερεό, παράγωγο του σαλικυλικού οξέος με τύπο QH 4 (OH)COOC6H 5 . Χρησιμοποιείται σαν σταθεροποιητής σε πλαστικά και σε φαρμακευτικές ουσίες. o - P h e n y l Tolyl K e t o n e [ο-Φαινυλ-τολυλ-κετόνη] Opy. Χημ. Ελαιώδης υγρή οργανική ένωση με τύπο CH3C6H4COC6H5 διαλυτή σε αρκετούς οργανικούς διαλύτες. Έχει σημείο βρασμού 309-311°C και χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων. P h e n y l a c e t a l d e h y d e [Φαινυλακεταλδεΰδη] Οργ.Χημ. Αχρωμη στερεή οργανική ουσία με ευχάριστη οσμή και τύπο C6H5CH 2 CH=0. Ελαφρά διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 33-34°C και σημείο βρασμού 193•*194°C. Χρησιμοποιείται σε αρώματα και βελτιωτικά γεύσης. P h e n y l a c e t i c A c i d [Φαινυλοξικό οξύ] Οργ.Χημ. Λευκή στερεή κρυσταλλική ουσία με ευχάριστη οσμή και τύπο C6H5CH2COOH. Ελαφρά διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 76-78°C και σημείο βρασμού 265°C. Χρησιμοποιείται σε αρώματα σε βελτιωτικά γεύσης και σαν ενδιάμεσο σε συνθέσεις. P h e n y l a l a n i n e [Φαινυλαλανίνη] Βιοχημ. Ένα από τα είκοσι αμινοξέα που απαντο')νται στη φύση με τύπο C6H 5 CH 2 CH(NH2)COOH. Απορροφά στην υπεριώδη ακτινοβολία στα 260 nm, περίπου με πολύ, όμως χαμηλό συντελεστή μοριακής απόσβεσης και, επομένως, δε συμβάλλει συνήθως στο φάσμα απορρόφησης των πρωτεϊνών. Καταβολίζεται αρχικά σε τυροσίνη και τελικά σε φουμαρικό και ακετοξικό οξύ. P h e n y l a l a n i n e D e a m i n a s e T e s t [Δοκιμασία δεαμινάσης της φαινυλαλανίνης] Βιοχημ. Δοκιμασία για την εκτίμηση της ενζυματικής ικανότητας ενός μικροοργανισμού με μετατρέπει τη φαινυλαλανίνη σε φαινυλοπυροσταφυλικό οξύ. P h e n y l a l a n i n e H y d r o x y l a s e [Υδροξυλάση της φαινυλαλανίνης] Βιοχημ. Ένζυμο της κατηγορίας των υδροξυλασών που καταλύει τη μετατροπή της φαινυλαλανίνης σε τυροσίνη με την προσθήκη ενός -011. Η έλλειψη του ενζύμου αυτού προκαλεί φαινυκετοουρία. N - P h e n y l a n t h r a n i l i c Acid [Ν-Φαινυλανθρανιλικό οξύ) Ομγ.Χημ. Στερεή οργανική ένωση με τύπο 2(C 6 H 5 NH)C 6 H 4 COOH και σημείο τήξης 183-184°C. Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση βαναδίου στο ατσάλι. N - P h e n y l g l y c i n e [Ν-Φαινυλ-γλυκίνη] Ομγ Χημ. Παράγωγο της γλυκίνης με τύπο Q H 5 N H C H 2 C O O H . Στερεό διαλυτό στο νερό με σημείο τήξης 127-128°C. Χρησιμοποιείται για τη βιομηχανική παρασκευή χεωστικών ουσιών. P h e n y l b u t a z o n e [Φαινυλβουταζόνη] Ομγ.Χημ. Υποκίτρινη στερεή οργανική ένωση με επίσημη ονομασία 4βουτυλ-1,2-διφαινυλ-3,5-πυραζολιδινοδιόνη. Ουσία πολύ διαλυτή στον αιθέρα, αδιάλυτη σχεδόν στο νερό με σημείο τήξης 106-108°C. Χρησιμοποιείται σαν φάρμακο, τοξική ουσία, ύποπτη για καρκινογένεση. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). P h e n y l c y c l o h e x a n e [Φαινυλ-κυκλοεξάνιο] Οργ.Χημ.

Αλκυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου με τύπο C^H^ n - Q H n . Αχρωμο ελαιώδες υγρό αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε αιθέρα με σημείο βρασμού 238°C και σημείο πήξης 5°C. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο στην οργανική σύνθεση και σαν διαλύτης. P h e n y l d i c h l o r o a r s i n e [Φαινυλδιχλωροαρσίνη] Ομγ. Χημ. Οργανική αρσενικούχα ένωση του τύπου C 6 H 5 AsCl 2 . Δηλητηριώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό με σημείο βρασμού 255-257°C και σημείο πήξης -20°C. Έχει χρησιμοποιηθεί σαν δηλητήριο. P h e n y l e n e d i a m i n e [Φαινυλενοδιαμίνη] Ομγ.Χημ. Ένα από τα τρία διαμινοπαράγωγα του βενζολίου με τύπο H2NQH4NH2 που χρησιμοποιούνται σαν αντιδραστήρια στην οργανική σύνθεση. Η ο-φαινυλενοδιαμίνη είναι άχρωμη στερεή ουσία διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη με σημείο τήξης 102-104 U C. Η μφαινυλενοδιαμίνη είναι άχρωμη στερεή ουσία διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη με σημείο τήξης 65°C. Η πφαινυλενοδιαμίνη είναι άχρωμη στερεή ουσία διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο τήξης 1471>C. Χρησιμοποιείται στην εμφάνιση φωτογραφιών. P h e n y l h y d r a z i n e [Φαινυλυδραζίνη] Οργ.Χημ. Οργανικό παράγωγο της υδραζίνης με τύπο C 6 H5NHNH 2 . Τοξική υγρή ένωση διαλυτό σε οινόπνευμα με σημείο βρασμού 244°C και σημείο πήξης 19°C. Με καρβονυλικές ενώσεις σχηματίζει τις φαινυλυδραζόνες, κρυσταλλικές ουσίες, που χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση των καρβονυλικών ενώσεων. Χρησιμοποιείται επίσης στην αναλυτική χημεία. P h e n y l m e r c u r i c A c e t a t e [Οξικός φαινυλοϋδράργυρος] Ομγ.Χημ. Λευκή κρυσταλλική τοξική ουσία με τύπο CH3COOHgC6H5· Ένωση ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο τήξης 148150°C. Χρησιμοποιείται σαν μυκητοκτόνο, ζιζανιοκτόνο και σαν αντισηπτικό. Phenylmercuric Chloride [Φαινυλοϋδραργυροχλωρίδιο] Ομγ.Χημ. Λευκή κρυσταλλική τοξική ουσία με τύπο QHjHgCl. Ένωση αδιάλυτη στο νερό με σημείο τήξης 251°C. Χρησιμοποιείται σαν μυκητοκτόνο και σαν αντισηπτικό. P h e n y l m e r c u r i c H y d r o x i d e [Οξικός φαινυλοϋδράργυρος] Οργ.Χημ. Λευκή κρυσταλλική τοξική ουσία με τύπο CfiHsHgOH. Ένωση ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο τήξης 197-205°C. Χρησιμοποιείται σαν μυκητοκτόνο και στην σύνθεση οργανικών παραγώγων του υδραργύρου. P h e n y l m e r c u r i c Oleate [Ελαϊκός φαινυλοϋδράργυρος] Ομγ.Χημ. Λευκή κρυσταλλική τοξική ουσία με τύπο CH 3 (CH2)7CH=CH(CH 2 ) 7 COOHgC 6 H 5 . Ένωση αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες με σημείο τήξης 45°C. Χρησιμοποιείται σε χρώματα και σαν μυκητοκτόνο. P h e n y l m e r c u r i c P r o p i o n a t e [Προπανικός φαινυλοϋδράργυρος] Ομγ.Χημ. Λευκή κηρώδης τοξική ουσία με τύπο CH 3 CH 2 COOHgC 6 H5. Ένωση αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες με σημείο τήξης 65-70°C. Χρησιμοποιείται σε χρώματα, σαν μυκητοκτόνο και σαν βακτηριοκτόνο. N-Phenylmorpholine [Ν-φαινυλομορφολίνη] Ομγ. Χημ. Λευκό οργανικό στερεό με τύπο 0,οΗι 3 ΝΟ. Ένωση διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 57°C, που χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνο, στη φωτογραφία κλπ. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). P h e n y l p h e n o l [Φαινυλοφαινόλη] Ομγ.Χημ. Ένα από τα τρία ισομερή διφαινύλια που φέρουν ένα - Ο Η σε ένα

- 1061 -

βενζολικό δακτύλιο και τύπο C 6 H 5 C6H 4 OH. Και τα τρία ισομερή είναι λευκά στερεά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά σε αιθανόλη. Η 2-φαινυλοφαινόλη (ή οφαινυλοφαινόλη ή 2-υδροξυ-διφαινύλιο) έχει σημείο τήξης 56-58°C και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων, ελαστικών και γεωργικών φαρμάκων. Η 4φαινυλοφαινόλη (ή π-φαινυλοφαινόλη ή 4-υδροξυδιφαινύλιο) έχει σημείο τήξης 164-165°C και χρήσιμοποιείται επίσης στη βιομηχανία χρωμάτων, ελαστικών και γεωργικών φαρμάκων. N - P h e n y l p i p e r a z i n e [Ν-φαινυλ-πιπεραζίνη] Οργ.Χημ. Κίτρινο οργανικό υγρό με τύπο C10H14N2. Ουσία αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο βρασμού 287°C και σημείο τήξης 19°C. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική βιομηχανία και στη βιομηχανία συνθετικών ινών. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). P h e n y l p r o p y l A c e t a t e [Οξικός φαινυλπροπυλεστέρας] ΟργΧημ. Αευκή κρυσταλλική ένωση με τύπο CH3COOCH2CH2CH2QH5, διαλυτή στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, σε βελτιωτικά γεύσης και σαν αντιδραστήριο σε οργανικές συνθέσεις, P h e n y l p r o p y l A l c o h o l [Φαινυλοπροπυλική αλκοόλη] Οργ.Χημ. Αχρωμο οργανικό υγρό με ευχάριστη οσμή και τύπο C6H5CH 2 CH 2 CH 2 OH. Ουσία αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο βρασμού 235°C. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, σε βελτιωτικά γεύσης και σαν αντιδραστήριο σε οργανικές συνθέσεις. P h e n y l p r o p y l A l d e h y d e [Φαινυλοπροπυλική αλδεΰδη] Οργ.Χημ. Αχρωμο οργανικό υγρό με ευχάριστη οσμή και τύπο Ο , Η 5 ^ 2 0 Η 2 0 Η = Ο . Ουσία διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο βρασμού 202-205°C. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία,, σε βελτιωτικά γεύσης και σαν αντιδραστήριο σε οργανικές συνθέσεις. P h e n y l p r o p y l C h l o r i d e [Φαινυλοπροπυλοχλωρίδιο] Οργ.Χημ. Αχρωμο έως υποκίτρινο οργανικό υγρό με τύπο CfiH5CH2CH2CH2Cl. Ουσία διαλυτή στην αιθανόλη με σημείο βρασμού 219-220°C. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. P h e n y l p y r u v i c A c i d [Φαινυλ-πυροσταφυλικό οξύ] Βιοχημ. Μεταβολίτης του τύπου Q H 5 C H 2 C O C O O H , που παράγεται από την τρανσαμίνωση του αμινοξέος φαινυλαλανίνη. Απαντάται στα ούρα σε περίπτωση φαινυλκετοουρίας. P h e n y l t h i o u r e a [Φαινυλθειουρία] ΟργΧημ. Οργανική κρυσταλλική ουσία με τύπο C6H5NHCSNH2 και σημείο τήξης 148-150°C. Ανάλογα με την κληρονομικότητα γεύσης φαίνεται να διαθέτει δριμεία ή καθόλου γεύση. P h e r o m o n e [Φερομόνη] Οργ.Χημ. Μέλος κατηγορίας φυσικών οργανικών ενώσεων διαφορετικής δομής με έντονη οσμή που απελευθερώνεται από κάποιο οργανισμό (κυρίως έντομα) προκαλώντας συγκεκριμένο ερέθισμα σε άλλον οργανισμό του ίδιου είδους. Αποτελεί σημαντικό μέσο επικοινωνίας των εντόμων. Αναφέρονται φερομόνες φύλου (που απελευθερώνεται από θηλυκά έντομα για έλξη εντόμων του άλλου φύλου), φερομόνες κινδύνου κλπ. Οι φερομόνες χρησιμοποιούνται στην εντομολογία και στην ανάπτυξη μη χημικών μεθόδων αντιμετώπισης των εντόμων. Πολλές φερομόνες έχουν συντεθεί και εργαστηριακά. Phi C o e f f i c i e n t [Συντελεστής Φι] Στατ. Συντελεστής συνάφειας που συναντιέται αποκλειστικά σε πίνακες 2X2. Phi N u m b e r S y s t e m [Αριθμητικό σύστημα του Φι]

Phonemic System

Μαθημ. Αν φ είναι ο χρυσός λόγος τότε κάθε ακέραιος μπορεί να αναλυθεί σαν πεπερασμένο άθροισμα ακέραιων δυνάμεων του αριθμού φ. Phillipsite [Φιλλιπσίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αργιλοπυριτικό κάλιο, νάτριο και ασβέστιο της ομάδας των ζεολίθων. Σχηματίζει λευκούς, ροδόχρωμους ή κιτρινόχρωμους, ημιδιαφανείς έως αδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2. Phlebite [Φλεβίτης] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα που δημιουργείται από τη στερεοποίηση, σε μικρή απόσταση από την επιφάνεια, μαγματικού υλικού που εισχώρησε ως ασύμφωνη διείσδυση μεταξύ άλλων στρωμάτων, P h l e b o g r a m [Φλεβογράφημα] Φυα. Η ακτινογραφική απεικόνιση φλέβας ή συνόλου φλεβών, όπως προκύπτει από την κατανομή ενέσιμης δόσης ακτινοδιαγνωστικού ραδιενεργού στοιχείου. P h l e b o g r a p h y [Φλεβογραφία] Φυσ. Η ακτινολογική εξέταση της φλέβας που βασίζεται στην αντίθεση εικόνας που θα δημιουργήσει στοιχείο όταν διαχυθεί στην φλέβα. Phlorhizin [Φλωριζίνη] Οργ.Χημ. Ιίολυϋδροξυλκομένη οργανική ένωση με πέντε ασύμμετρα άτομα άνθρακα, δύο βενζολικούς δακτυλίους και μοριακό τύπο C 2 |H 2 40IO.2H 2 0. Αευκή ουσία με δριμεία γεύση ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή σε αιθανόλη με σημείο τήξης 110°C. Εξάγεται από τις ρίζες διαφόρων δένδρων. Phlorog^ucinol [Φλωρογλυκινόλη] Οργ.Χημ. Τριυδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου με τύπο: (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). P h o b o s [Φόβος] Αστρον. Δορυφόρος του Αρη. P h o e b e [Φοίβη] Αστρον. Σφαιρικός και πιο απομακρυσμένος δορυφόρος του Κρόνου με σκοτεινή επιφάνεια. P h o e n i x [Φοίνικας] Αστρον. Αστερισμός του χειμώνα δίπλα στον Ηριδανό. P h o n [Φων] Ακουστ. Μονάδα έντασης του ήχου ίση με τον αριθμό των ντεσιμπέλ καθοριζόμενο, με υποκειμενική σύγκριση της ακουστικοτητας, κατά τον οποίο αυτός υπερβαίνει την ένταση ενός τόνου αναφοράς συχνότητας 1.000 Hz και δεδομένης μέσης τιμής του τετραγώνου της ακουστικής πίεσης, P h o n a t i o n [Φωνητική] Πληρ. Σχηματισμός και προφορά φωνημάτων και φθόγγων από τον άνθρωπο ή από προσομοιώσεις του ανθρώπινου συστήματος ομιλίας, P h o n e Τηλέφωνο] Επικοιν. Συντομογραφία του τηλεφώνου (Telephone) και δεύτερο συνθετικό πολλών λέξεων. P h o n e P a t c h [Συμπλήρωμα τηλεφώνου] Ηλεκτρον. Εργαλείο τηλεφωνίας που χρησιμοποιείται συμπληρωματικά για έλεγχο ή σαν φορητό εξάρτημα, P h o n e P l u g [Εξάρτημα φωνής] Ηλεκτρον. Ειδικό εξάρτημα φορητής τηλεφωνικής συσκευής κύρια για έλεγχο μηχανημάτων από τηλεφωνικά κέντρα του δημόσιου δικτύου γνωστό και σαν Phono Plug, P h o n e m e [Φώνημα] Πληρ. Συνδεδεμένα γράμματα που αποτελούν ένα ενιαίο (ευδιάκριτο) ήχο γνωστό και ως φθόγγο. P h o n e m i c Synthesizer [Συνθέτης φωνημάτων] Πληρ. Εργαλείο ή λογισμικό αναπαραγωγής φωνημάτων που συνήθως αποδίδει τα σήματα που έρχονται μέσα από τη βάση του ή μπορεί και να προσαρμόζει ελαφρά το σήμα. P h o n e m i c S y s t e m [Φωνητικό σύστημα] Πληρ. Σύστη-

Phonetic

r

- 1062-

μα φωνημάτων που παρουσιάζονται σε μια γλώσσα που συνήθως βρίσκονται σε μια βάση δεδομένων του συστήματος προσομοίωσης του κατόχου, έτοιμα για ταίριασμα προτύπων (Pattern Matching). Phonetic [Φωνητικό] Πληρ. Σχετικό με παραγωγή φωνημάτων ή τη χρήση τους. Phonetic Alphabet [Φωνητικό αλφάβητο] Πληρ. Σύστημα φωνημάτων μίας γλώσσας διατεταγμένο κατά αύξουσα σειρά (πχ λεξικογραφική) που μπορεί να αποδώσει ακριβώς ένα φώνημα. Phonetic Search [Φωνητική αναζήτηση] Πληρ. Μέθοδος αναζήτησης και ανάκλησης πληροφοριών κατά την οποία εντοπίζονται συνδυασμοί χαρακτήρων που ηχούν με τρόπο ίδιο με δεδομένο συνδυασμό. Phonetics [Φωνητικά] Πληρ. Επιστήμη της φωνητικής συναφής με την υπολογιστική γλωσσολογία. Phonetics Spelling [Φωνητική άρθρωση] Πληρ. Διάσπαση μίας λέξης τουλάχιστον σε φωνήματα που συνηθίζεται σε συστήματα εκμάθησης ξένων γλωσσών αλλά και σαν πρώτο στάδιο της γλωσσικής ανάλυσης προς κατάτμηση. Phonic [Φωνητικός] Τεχνολ. Αποτελούμενο από φωνήματα (πχ λόγος). Phonic M o t o r [Φωνητική συσκευή] Τεχνολ. Αντικείμενο που προσομοιώνει φωνή με συλλαβές και χρήση φωνημάτων. Phonics [Φωνητικά] Τεχνολ. Χρήση τεχνολογίας για απόδοση φωνής. P h o n o - [Φωνο] Πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με τον ήχο ή τη φωνή. P h o n o g r a p h [Φωνογράφος] Ακουστ. Πρόκειται για μία ηλεκτρική συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αποτύπωση του ήχου σε δίσκους για την αναπαραγωγή του. P h o n o g r a p h Pickup [Βελόνα φωνογράφου] Ακουστ. Εξάρτημα του φωνογράφου που μοιάζει με βελόνα και κυλώντας στους δρόμους του δίσκου μετατρέπει τις πληροφορίες που διαβάζει σε ηχητικό σήμα μέσο του φωνογράφου. Phonograph Record [Δίσκος φωνογράφου] Ακουστ. Δίσκος καταγραφής ήχων κατασκευασμένος από συνθετική βινυλική ρητίνη (ή πλαστό κηρό παλαιότερα), με 100 ανά εκατοστό της επιφάνειας του μικροαύλακες πλάτους 70 μικρών (36 και 170 αντίστοιχα παλαιότερα), που στρεφόμενος με ταχύτητα 33 Υι στροφών (45 ή 78 παλαιότερα) ανά λεπτό στη φωνογραφική συσκευή επιτρέπει την αναπαραγωγή των επ' αυτού καταγεγραμμένων ήχων. Phonographic [Φωνογραφικός] Ακουστ. Ο αναφερόμενος στον φωνόγραφο ή στο ήχο που παράγει. Phonolith [Φωνόλιθος] Γεωλ. Ονομασία, οφειλόμενη στον ιδιότυπο ήχο που παράγεται κατά την κρούση ή θραύση του, πυριγενούς ηφαιστειακού πετρώματος ανοιχτού φαιού χρωματισμού και πορφυριτικού ιστού με σύσταση αποτελούμενη κυρίως από νεφελίνη και ορθόκλαστο. Phonon 1 [Φόνον] Φυσ. Ποσότητα θερμικής ενέργειας σε κρύσταλλο. Οφείλεται στις εσωτερικές δονήσεις των ατόμων του κρυσταλλικού πλέγματος και διαπιστώθηκε και μετρήθηκε πειραματικά. P h o n o n 2 [Φωνόνιο] Φυσ.Στερ.Κατ. Η ενέργεια ταλάντωσης (δόνησης) του κρυσταλλικού πλέγματος η οποία είναι κβαντισμένη, δηλαδή οι ταλαντώσεις του πλέγματος έχουν ενέργειες που είναι ακέραιες πολλα-

πλάσιες της ενέργειας αυτής. Η ονομασία βρίσκεται σε αναλογία του φωτονίου της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. P h o n o n Electron Interaction 1 [Αλληλεπίδραση ηλεκτρονίου με φόνον] Φυσ. Η αλληλεπίδραση ηλεκτρονίου με φόνον στο κρυσταλλικό πλέγμα, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα τόσο τη μεταβολή της ορμής του ηλεκτρονίου όσο και τη μεταβολή του διανύσματος της κατεύθυνσης του κύματος που αντιστοιχεί στην εσωτερική ταλάντωση του ατόμου του κρυστάλλου. Phonon Electron Interaction 2 [Αλληλεπίδραση φωνονίου-ηλεκτρονίου] Φυσ.Στερ.Κατ. Η αλληλεπίδραση φωνονίου και ηλεκτρονίου που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα κρύσταλλα). Η αλληλεπίδραση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα τη μεταβολή του κυματανύσματος του φωνονίου. P h o n o n Emission 1 [Εκπομπή φονονίων] Φυσ. Η εκπομπή φονονίων από τον κρύσταλλο η οποία πραγματοποιείται όταν πάνω στο κρυσταλλικό πλέγμα σκεδάζοvrat δέσμες ηλεκτρονίων ή άλλες ακτίνες υψηλής ενέργειας. Phonon Emission [Εκπομπή φονονίων] Φυσ.Στερ. Κατ. Η εκπομπή φωνονίων που συμβαίνει μέσα στο κρυσταλλικό πλέγμα λόγω της αλληλεπίδρασής τους με τα ηλεκτρόνια. P h o n o n W i n d [Ρεύμα φονονίων] Φυσ. Ρεύμα μη θερμικών φονονίων το οποίο, διαδιδόμενο στον κρύσταλλο, χρησιμοποιείται σαν μέσο μεταφοράς και προώθησης φορέων ηλεκτρικού φορτίου μέσα σ* αυτόν. Phorate [Εντομοκτόνο Phorate] Οργ.Χημ. Οργανοφωσφορικό εντομοκτόνο με μοριακό τύπο 07Η 1 7 0 2 Ρ5 3 , που χρησιμοποιείται σε μια μεγάλη ποικιλία καλλιεργειών (π.χ. σε πατάτες, καλαμπόκι, βαμβάκι). Τοξική υγρή ουσία με υψηλό σημείο βρασμού που μπορεί να προκαλέσει ναυτία, ζάλη και σε μεγάλη έκθεση αναπνευστική παράλυση και θάνατο. Επιφέρει σοβαρές βλάβες στα διάφορα οικοσυστήματα. Phosgenite [Φωσγενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο και ανθρακικό μόλυβδο. Σχηματίζει λευκούς, πρασινόλευκους ή καστανοκίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλάμακα Μος και ειδικό βάρος 6 έως 6,3. Phoshorogen [Φωσφορίζουσα ουσία] Φυσ. ουσία που είναι υπεύθυνη για το φαινόμενο του φωσφορισμού όταν αναμιχθεί με άλλη ουσία Phosph- [Φωσφ-] Χημ. Πρόθεμα στην ονομασία ή το χαρακτηρισμό μίας χημικής ένωσης που δείχνει την παρουσία φωσφόρου ή φωσφορικής ομάδας. Phosphatase [Φωσφατάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ανήκει στην κατηγορία των υδρολασών που διασπούν διάφορους δεσμούς υδρολυτικά. Οι φωσφατάσες διασπούν είτε φωσφομονο- είτε φωσφοδιεστερικούς δεσμούς. Διάφορες φωσφατάσες, εξειδικευμένες ή μη υδρολύουν τα μονονουκλεοτίδια σε νουκλεοζίτες και φωσφορικά. Π.χ. η αλκαλική φωσφατάση (φωσφοϋδρολάση ορθοφωσφορικών μονοεστέρων με κωδικό 3.1.3.1, η όξινη φωσφατάση, η φωσφατάση της 6-φωσφορΐκής γλυκόζης, η φωσφατάση της φωσφορυλάσης κλπ. Phosphate [Φωσφορικός] Χημ. Προσδιορισμός σε χημική ονομασία που δείχνει την παρουσία του φωσφορικού ιόντος (Ρ0 4 3 ), π.χ. φωσφορικό νάτριο Na 3 P0 4 . Με τον προσδιορισμό αυτό χαρακτηρίζονται και οι ε-

- 1063 στέρες που φωσφορικού οξέος. Phosphate A n i o n [Φωσφορικό ανιόν] Χημ. Πολυατομικό ανιόν με τύπο Ρ043", που απαντάται στα φα)σφορικά άλατα. Phosphate B u f f e r [Ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών] Αναλ.Χημ. Ρυθμιστικό διάλυμα που παρασκευάζεται εργαστηριακά με τη διάλυση καταλλήλων ποσοτήτων δισόξινων φωσφορικών αλάτων (π.χ. ΚΗ 2 Ρ0 4 ) και μονόξινων φωσφορικών αλάτα)ν (π.χ. Κ 2 ΗΡ0 4 ) σε νερό. Παρασκευάζεται επίσης με τη διάλυση καταλλήλων ποσοτήτων δισόξινου φωσφορικού άλατος και NaOH σε νερό. Κατάλληλο για τη ρύθμιση του ρΗ κοντά στην ουδέτερη περιοχή. Phosphate Desulfization [Φωσφορική αποθείωση] Χημ. Μηχ. Η διεργασία του καθαρισμού των φυσικών αερίων από το υδρόθειο με χρήση φωσφορικού καλίου ώστε η περιεκτικότητα του να μην υπερβαίνει τα 2 gr ανά 100 m 3 . Phosphate Rock [Φωσφορικό πέτρωμα] Γεωλ. Κατηγορία ιζηματογενών πετρωμάτων με σημαντική αναλογία φωσφορούχων ιζημάτων (απατίτη, φωσφορίτη, γκουανό κ.λ.π.) που χρησιμοποιούνται για τη λήψη φωσφορικών ενώσεων και την παρασκευή φωσφορούχων λιπασμάτων. P h o s p h a t i d e Acid [Φωσφατιδικό οξύ] Βιοχημ. Φωσφορική γλυκερίνη με εστεροποιημένα τα άλλα δύο υδροξύλια (-ΟΗ) με λιπαρά οξέα. Απαντάται σαν συστατικό των φωσφογλυκεριδίων. Phosphide [Φωσφίδιο] Ανοργ.Χημ. Χαρακτηρισμός για μία ανόργανη ουσία που αποτελείται από φώσφορο και ένα μόνο άλλο στοιχείο. Π.χ. Mg 3 Ρ 2 · Phosphine [Φωσφίνη] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο εύφλεκτο δηλητηριώδες αέριο με τύπο ΡΗ3. Ελάχιστα διαλυτό στο νερό, διαλυτό σε αιθανόλη με σημείο βρασμού 87"C και σημείο τήξης -133°C. Αναφλέγεται αυθόρμητα. Χρησιμοποιείται σε παρασκευές οργανοφωσφορικών ενώσεων και σαν καταλύτης. Phosphinic Acid [Φωσφινικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο οξύ με τύπο Η 2 Ρ0 3 και ένα όξινο άτομο Η. Αναφέρεται και με την παλαιότερη ονομασία του σαν υποφωσφορώδες οξύ. Με την γενική ονομασία φωσφινικά οξέα αναφέρονται επίσης και διάφορα οργανικά παράγωγα του φωσφινικού οξέος, π.χ. CH 3 HP0 2 (μεθυλοφωσφινικό οξύ). Phosphite [Φωσφορώδες] Ανοργ.Χημ. Προσδιορισμός σε χημική ονομασία που δείχνει την παρουσία του φωσφορώδους ιόντος (Ρ0 3 3 ), π.χ. φωσφορώδες νάτριο Na 3 P03. Χαρακτηρίζει επίσης και τους εστέρες του φωσφορώδους οξέος, δηλαδή ενώσεις του τύπου Ρ (OR) 3 . Phosphite Ester [Εστέρες του φωσφορώδους οξέος] Οργ.Χημ. Ενώσεις της μορφής P(OR) 3 , που προέρχονται από το φωσφορώδες οξύ (Η 3 Ρ0 3 ) με αντικατάσταση των τριών ατόμων Η με αλκύλια (-R). Phospho- [Φωσφο-] Χημ. Πρόθεμα στην ονομασία ή το χαρακτηρισμό μίας χημικής ένωσης που δείχνει την παρουσία φωσφόρου ή φωσφορικής ομάδας. Phosphocreatine [Φωσφοκρεατίνη] Βιοχημ. Φωσφορυλιωμένο παράγωγο της κρεατίνης, με νοριακό τύπο C 4 HioN 3 05P που χρησιμοποιείται για την άμεση αναγέννηση του ΑΤΡ κατά τη μυϊκή συστολή, μετατρεπόμενη σε κρεατίνη. Phosphodiester B o n d [Φωσφοδιεστερικός δεσμός] Βιοχημ. Ένας από τους δύο εστερικού τύπου δεσμούς που προκύπτει με εστεροποίηση δύο - Ο Η φωσφορι-

Phospholipide

κού οξέος. Απαντάται και σε πολλά βιολογικά συστήματα. Phosphodiesterase [Φωσφοδιεστεράση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ελέγχει τα επίπεδα του 3',5-κυκλικού αδενυλικού οξέος μέσα στα κύτταρα. Καταλύουν την εξώθερμη αντίδραση: 3',5'-κυκ.-ΑΜΡ + Η 2 0 5'-AMP Phosphocnolpyruvic Acid [Φωσφοενολπυροσταφυλικό οξύ] Βιοχημ. Ένωση με τύπο CH2=C(OP0 3 H 2 )COOH που συμμετέχει στη γλυκολυτική οδύ, όπου προκύπτει με αφυδάτωση του 2-φωσφογλυκερινικού οξέος με τη βοήθεια του ενζύμου ενολάση. Προκύπτει επίσης κατά τη διαδικασία της βιοσύνθεσης της γλυκόζης από το πυροσταφυλικό οξύ. Είναι ένωση υψηλής ενέργειας και μπορεί να μεταφέρει τη φωσφορική ομάδα στο ADP. Phosphoferrite [Φωσφοφερρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό δισθενές μαγγάνιο και δισθενή σίδηρο. Σχηματίζει άχροους, ελαφρά πράσινους ή καστανέρυθρους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη ή ρητ ινώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. Phosphoglucoisomerase [Φωσφογλυκοϊσομεράση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που καταλύει το 2° στάδιο της γλυκολυτικής οδού, την ισομερείωση δηλαδή της 6φωσφορικής γλυκόζης σε 6-φωσφορική φρουκτόζη. Αναφέρεται και σαν ισομεράση της φωσφοεξόζης. Phosphoglucomutase [Φωσφογλυκομουτάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που καταλύει την αλληλομετατροπή της 6-φωσφορικής γλυκόζης σε 1-φωσφορική γλυκόζη και αντίστροφα (1° στάδιο της γλυκολυτικής οδού). Αν και το όνομα του ενζύμου προδίδει μία ισομεράση στην πραγματικότητα πρόκειται για τρανσφεράση, καθώς διαπιστώθηκε ότι για τη δράση του ενζύμου απαιτούνται καταλυτικές ποσότητες 1,6-διφωσφογλυκόζης. Phosphoglyceride [Φωσφογλυκερίδιο] Βιοχημ. Είδος ένωσης του φωσφατιδικού οξέος (φωσφορική γλυκερίνη που έχει εστεροποιημένα τα δύο υδροξύλια με λιπαρά οξέα) με μία από τις αζωτούχες ενώσεις χολίνη, αιθανολαμίνη ή σερίνη. Π.χ φωσφατιδοχολίνη (λεκιθίνη), φωσφατιδοαιθανολαμίνη (κεφαλίνη) κλπ. Παίζουν σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική των διαφόρων βιολογικών μεμβρανών. P h o s p h o l a n [Φωσφολάν] Ομγ.Χημ. Εντομοκτόνο με μοριακό τύπο C 6 H| 4 0 3 PNS. Υποκίτρινη στερεή ουσία με χαμηλό σημείο τήξης, που χρησιμοποιείται στις βαμβακο καλλιέργειες. Phospholipase [Φωσφολιπάση] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας ενζύμων που καταλύουν την υδρόλυση των φωσφογλυκεριδίων. Οι φα>σφολιπάσες μπορεί να είναι Αι, Α 2 , C ή D. Η φωσφολιπάση Α ι υδρολύει το λιπαρό οξύ στη θέση α του φωσφογλυκερίδιου, ενώ η Α 2 στην θέση β. Η φωσφολιπάση C υδρολύει το δεσμό μεταξύ φωσφορικού οξέος και γλυκερίνης. Τέλος, η φωσφολιπάση D διασπά το δεσμό μεταξύ της πολικής ομάδας και του φωσφορικού οξέος. Phospholipide [Φωσφολιποειδές] Βιοχημ. Είδος λιποειδούς παράγωγο της φωσφορικής γλυκερίνης ή της φωσφορικής σφιγκοσίνης. Τα παράγωγα του φωσφατιδικού οξέος (φωσφογλυκερίδια) είναι ενώσεις του φωσφατιδικού οξέος με τη χολίνη, σερίνη ή αιθανολαμίνη και παίζουν σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική των βιολογικών μεμβρανών. Π.χ. λεκιθίνη, κεφαλίνη. Τα σφιγκολιποειδή μπορεί να είναι ενώσεις της σφιγκοσί-

Phosphomolybdic Acid

- 1064-

νης με λιπαρά οξέα (π.χ. σφιγκομυελίνη) ή παράγωγα της σφιγκοσίνης με έναν ή περισσότερους υδατάνθρακες (γλυκοσφιγκοειδή, π.χ. κερεβροζίτης). Αναφέρονται και σαν φωσφατίδια. P h o s p h o m o l y b d i c Acid [Φωσφομολυβδαινικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Κίτρινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο Η 3 ΡΜθ[2θ4ο·14Η2θ, διαλυτό στο νερό. Διαθέτει ισχυρές οξειδωτικές ιδιότητες αναγόμενο σε "κυανούν του μολυβδαίνιου". Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο για το μικροχημικό προσδιορισμό ιόντων αντιμονίου και κασσιτέρου. P h o s p h o n i c Acid [Φωσφονικό οξύ] Χημ. Οργανοφωσφορική ένωση της μορφής ΑΟΡ(ΟΗ) 2 , όπου Α το οργανικό τμήμα. Π.χ. 06Η 5 ΟΡ(ΟΗ)2 (φαινυλοφωσφονικό οξύ). Phosphophyllite [Φωσφοφυλλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό ψευδάργυρο, δισθενή σίδηρο και μαγγάνιο. Σχηματίζει άχροους ή πρασινόχρωμους, διαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,1. Phosphoprotein [Φωσφοπρωτεΐνη] Βιοχημ. Είδος πρωτεΐνης που διαθέτει και φωσφορικές ομάδες, π.χ. φωσφορική σερίνη ή φωσφορική θρεονίνη. Phosphor [Φώσφορος] Φνσ. Είναι εκείνο το υλικό το οποίο έχει την ικανότητα να απορροφά το φως που εκπέμπεται από μια φωτεινή πηγή και να το αντανακλά ακόμη και στο σκοτάδι. Phosphorescence [Φωσφορισμός] Φυσ.Χημ. Είδος φωταύγειας κατά την οποία ένα μόριο που έχει διεγερθεί (με απορρόφηση ενέργειας από ορατή, υπεριώδη ή υπέρυθρη ακτινοβολία, ακτίνες Χ ή καθοδικές κλπ) εκπέμπει δευτερογενή ακτινοβολία με καθυστέρηση 10"410 sec που συνεχίζεται για αρκετό χρονικό διάστημα. Phosphoric Acid [Φωσφορικό οξύ] Ανομγ,Χημ. Τριπρωτικό ασθενές οξύ του τύπου Η 3 Ρ0 4 . Αχρωμο υγρό ή κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξης 42°C πολύ διαλυτό στο νερό. Τοξικό, ερεθιστικό και διαβρωτικό υλικό. Με θέρμανση συμπυκνώνεται σχηματίζοντας πύρο φωσφορικό οξύ (Η 4 Ρ 2 0 7 ) ή μεταφωσφορικό οξύ ( Η Ρ Ο 3 ) . Χρησιμοποιείται στην παρασκευή λιπασμάτων, φαρμακευτικών ουσιών και απορρυπαντικών. Χρησιμοποιείται επίσης σε τρόφιμα καθώς και σε αεριούχα ποτά. Γνωστό επίσης και σαν ορθοφωσφορικό οξύ. Phosphoric A n h y d r i d e [Φωσφορικός ανυδρίτης] Ανομγ.Χημ. Οξείδιο του πεντασθενούς φωσφόρου με τύπο P4Ojo, ανυδρίτης του φωσφορικού οξέος (ΪΙ 3 Ρ0 4 ). Λευκή σκόνη με σημείο τήξης 580-585°C. Παρασκευάζεται με την επίδραση περίσσειας οξυγόνου σε φωσφόρο ή με οξείδωση οξειδίου του φωσφόρου (111). Πολύ υγροσκοπική ουσία, αντιδρά βίαια με το νερό παράγοντας θερμότητα. Phosphoric Diesterhydrolase [Φωσφορική διεστεροϋδρολάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που καταλύει την υδρόλυση διεστέρων του φωσφορικού οξέος. Phosphoric M o n o e s t e r Hydrolase [Φωσφορική μονοεστεροϋδρολάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που καταλύει την υδρόλυση μονοεστέρων του φωσφορικού οξέος. Phosphorimctry [Φωσφοριμετρία] Αναλ.Χημ. Αναλυτική τεχνική προσδιορισμού μιας ουσίας κατά την οποία ακτινοβολείται με ακτινοβολία κατάλληλου μήκους κύματος και αναλύεται η ακτινοβολία φωσφορι-

σμού που εκπέμπεται. Phosphorolysis [Φωσφορόλυση] Βιοχημ. Αντίδραση ενός μορίου με το φωσφορικό οξύ (Η 3 Ρ0 4 ), που έχει σαν αποτέλεσμα τη διάσπαση ενός δεσμού. Phosphorous Acid [Φωσφορώδες οξύ] Ανομγ.Χημ. Διπρωτικό ασθενές οξύ του τύπου Η 3 Ρ0 3 . Αχρωμο υλικό με σημείο τήξης 70°C διαλυτό σε αιθανόλη. Αποσυντίθεται με θέρμανση στους 200°C. Τοξικό, ερεθιστικό και διαβρωτικό υλικό. Με θέρμανση συμπυκνώνεται. Παράγεται με υδρόλυση του τριχλωριούχου φωσφόρου (PC13). Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση υδραργύρου και σαν αναγωγικό. Γνωστό επίσης και σαν ορθοφωσφορώδες οξύ. Phosphorous Oxide [Οξείδιο του φωσφόρου] Ανομγ. Χημ. Δυαδική ένωση του φωσφόρου με το οξυγόνου. Ρ 4 Ο ι 0 ήΡ 4 Ο 6 . P h o s p h o r o u s Oxychloride [Οξυχλωριούχος φωσφόρος] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο ατμίζον υγρό με τύπο POCl·,. Τοξικό και ερεθιστικό υγρό με σημείο βρασμού 106°C και σημείο πήξης 2°C. Διασπάται με τη βοήθεια νερού αιθανόλης ή οξέων. Χρησιμοποιείται σαν πρόσθετο σε βενζίνες, σαν καταλύτης και σαν μέσο χλωρίο>σης. P h o s p h o r o u s Pentabromide [Πενταβρωμίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Κίτρινο υγροσκοπικό στερεό με τύπο ΡΒΓ5 που διασπάται με νερό ή με θέρμανση στους 106"C. Χρησιμοποιείται σαν μέσο βρωμίωσης. P h o s p h o r o u s Pentachloride [Πενταχλωρίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Υποκίτρινο ατμίζον κρυσταλλικό στερεό με τύπο PCls που διασπάται με νερό ή οξέα. Εξαχνώνεται με εξάχνωση στους 162°C. Χρησιμοποιείται σαν μέσο αλογόνωσης και σαν καταλύτης. Phosphorous Pentasulfide [Πεντασουλφίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Τοξικό υποκίτρινο στερεό με τύπο P2S5. Εύφλεκτη ουσία αδιάλυτη στο κρύο νερό, με σημείο τήξης 286-290°C. Χρησιμοποιείται σε εντομοκτόνα, σπίρτα ασφαλείας κλπ. Phosphorous Sesquisulfide [Τρισουλφίδιο του τετραφωσφόρου] Α νομ.Χημ. Κίτρινη εύφλεκτη τοξική κρυσταλλική ουσία με τύπο P 4 S 3 . Ουσία αδιάλυτη στο νερό με σημείο τήξης 172°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή σπίρτων και στη σύνθεση. P h o s p h o r o u s Thiochloride [Θειοχλωρίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο ατμίζον υγρό του τύπου PSC13 με σημείο τήξης -35°C και σημείο βρασμού 125°C. Διασπάται με προσθήκη νερού. Χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνα και σαν πρόσθετο σε καύσιμα. P h o s p h o r o u s Tribromide [Τριβρωμίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο ατμίζον διαβρωτικό υγρό με διαπεραστική οσμή και τύπο ΡΒΓ3. Χρησιμοποιείται σαν αλογονωτικό μέσο και σαν καταλ,ύτης. P h o s p h o r o u s Trichloride [Τριχλωρίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο ατμίζον διαβρωτικό υγρό με τύπο PC13 διαλυτό στον αιθέρα. Διασπάται από το νερό και έχει σημείο βρασμού 76"C και σημείο πήξης 112°C. Χρησιμοποιείται σαν αλογονωτικό μέσο και σαν καταλύτης. Phosphorous Triiodide [Τριιωδίδιο του φωσφόρου] Ανομγ.Χημ. Κόκκινο εύφλεκτο κρυσταλλικό στερεό με τύπο ΡΙ 3 με σημείο τήξης 6l°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. P h o s p h o r o u s Trisulfide [Τρισουλψίδιο του φωσφόρου] Ανοργ.Χημ. Τοξικό γκρι-κίτρινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο P 4 S 6 , διαλυτό σε οινόπνευμα. Διασπάται από το νερό και έχει σημείο τήξης 290°C. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο στην οργανική σύνθεση.

- 1065 Phosphorus 1 [Φώσφορος] Αστρον. Προέρχεται από τα συνθετικά φως και φέρω, δηλαδή αυτός που φέρνει το φως και έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το άστρο που φαινόταν την αυγή, το οποίο σήμερα ονομάζουμε Αφροδίτη. Phosphorus 2 [Φώσφορος] Χημ. Πρόκειται για το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Ρ. Είναι αμέταλλο στοιχείο, το οποίο παρουσιάζεται σε τρεις διαφορετικές αλλοτροπικές μορφές, τον ερυθρό, το μαύρο και το λευκό φώσφορο. Στην φύση απαντάται ενωμένος με άλλα στοιχεία μέσα σε διάφορα ορυκτά, ενώ η ύπαρξη του για ορισμένους ζωντανούς οργανισμούς, μεταξύ των οποίων και ο άνθρωπος, είναι απαραίτητη. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία, στη φαρμακευτική, για την παρασκευή μυοκτόνων και άλλων βιομηχανικών προϊόντων. P h o s p h o r y l a s e [Φωσφορυλάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που καταλύει την αντίδρασης της φωσφορόλυσης. Phosphorylation [Φωσφορυλίωση] Βιοχημ. Βιοχημική διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται δημιουργία φωσφορικού δεσμού στο επίπεδο του υποστρώματος. Phosphoserine [Φωσφοσερίνη] Βιοχημ. Παράγωγο του αμινοξέος σερίνη που σχηματίζεται με τη φωσφορυλίωση του - Ο Η της σερίνης, που διεγείρεται από ορμονική δράση. Έχει τύπο (HO)2POCH 2 CH(NH2)COOH. Phosphosiderite [Φωσφοσιδερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό τρισθενή σίδηρο, της ομάδας του βαρισκίτη. Σχηματίζει άχροους ή ερυθρόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. Phosphotransacetylase [Φωσφοτρανσακετυλάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ανήκει στην κατηγορία των τρανφερασών και καταλύει την αντιστρεπτή μεταφορά ακετυλίου (CH^CO-) από το ακετυλοσυνένζυμο Α (CoA) σε φωσφορική ομάδα. Phosphotransferase [Φωσφοτρανσφεράση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που ανήκει στην κατηγορία των τρανφερασών και καταλύει τη μεταφορά φωσφορικής ομάδας από ένα δότη στον αποδέκτη. Phosphotungstic Acid [Φώσφοροβολφραμικό οξύ] ΑνοργΧημ. Κιτρινοπράσινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο H3PWUO40-XH2O. Ουσία διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα, ερεθιστική, που διασπάται με θέρμανση, Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο και σαν καταλύτης. Photo C a t h o d e [Κάθοδος φωτονίων] Ηλεκτρον. Στηρίζεται στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο και αποδίδει περιεχόμενο στον καθοδικό σωλήνα μίας οθόνης (με πυροβόλο). Photo Finishing [Εμφάνιση φωτογραφίας] Τεχνολ. Η διαδικασία επεξεργασίας της ταινίας πάνω στην οποία έχουν αποτυπωθεί εικόνες μέσω μιας φωτογραφικής μηχανής για να εμφανιστούν οι εικόνες πάνω σε ένα

P h o t o c h r o m i c Reaction

σύνθεση, Photocatalysis [Φωτοκατάλυση] Χημ. Αυθόρμητη, συνήθως, οργανική αντίδραση που επιταχύνεται από κάτάλληλη ακτινοβολία, π.χ. κυκλικές φωτοπροσθήκες. Photocatalyst [Φωτοκαταλύτης] Χημ. Ουσία που προάγει το ρόλο της ακτινοβολίας σε μία αντίδραση, όπως π.χ. κάνει η χλωροφύλλη στη φωτοσύνθεση. Photocell [Φωτοκύτταρο] Ηλεκ. Μηχ. Ηλεκτρονική συσκευή που ευαισθητοποιείται από τη μεταβολή της έντασης του φωτισμού του περιβάλλοντος ή από την κίνηση αντικειμένων που συμβαίνει μέχρι μια συγκεκριμένη απόσταση από το σημείο που βρίσκεται, Photochemical [Φωτοχημικός] Χημ. Αντίδραση, ένωση ή ιδιότητα που σχετίζεται με φωτοχημικές αντιδράσεις, που επηρεάζονται ή γίνονται με τη χρήση κατάλληλης ακτινοβολίας. Photochemical Oxidant [Φωτοχημικό οξειδωτικό] Χημ. Χημική ουσία που λειτουργεί οξειδωτικά με την απορρόφηση φωτός ή άλλης μορφής ακτινοβολίας, Photochemical Reaction [Φωτοχημική αντίδραση] Φυσ.Χημ. Αντίδραση της οργανικής χημείας (κυρίως) που επηρεάζεται ή γίνεται με τη χρήση κατάλληλης ακτινοβολίας και ιδιαίτερα της υπεριώδους ακτινοβολίας. Π.χ. φωτοχημική χλωρίωση αλκανίων, φωτοσύνθεση, φωτομετατροπή του νιτροπρωσσικού οξέος σε κυανό του Βερολίνου κλπ. Photochemical S m o g [Φωτοχημικός καπνός] Μετεωρ. Νέφος που σχηματίζεται από σωματίδια και βιομηχανική σκόνη που αιωρούνται στην βεβαρημένη ατμόσφαίρα μητροπόλεων και ιδιαίτερα στο χαμηλό επίπεδο της και αποτελεί ένα υπαρκτό πρόβλημα σύμφωνα με τις υπηρεσίες υγείας. Photochemistry [Φωτοχημεία] Φυσ.Χημ. Καλείται ο κλάδος της επιστήμης της χημείας που ασχολείται με τη μελέτη των αντιδράσεων που προκαλούνται από την επίδραση της ακτινοβολίας στις εμπλεκόμενες χημικές ουσίες. Παράδειγμα αποτελεί η φωτοσύνθεση των φυτών, η ένωση υδρογόνου και χλωρίου υπό την επίδραση του φωτός και άλλες, Photochromic [Φωτοχρωμική] Φυσ.Χημ. Προσδιορισμός σε οργανική ένωση (γενικά σε χημικό είδος) ή σε υλικό, που εμφανίζει το φαινόμενο του φωτοχρωμισμού, δηλαδή υφίσταται αντιστρεπτή χρωματική μεταβολή με την επενέργεια ακτινοβολίας κατάλληλου μήκους κύματος. Π.χ. φωτοχρωμική ένωση, φωτοχρωμική ύαλος, φωτοχρωμικό πλαστικό κλπ. Photochromic C o m p o u n d [Φωτοχρωμική ένωση] Φυσ.Χημ. Χημικό είδος (μόριο, ιόν ή ρίζα) που μπορεί να υποστεί αντιστρεπτή χρωματική μεταβολή με την επενέργεια ακτινοβολίας κατάλληλου μήκους κύματος, Π.χ. η ροδοψίνη, το ουρακονικό οξύ, διάφορες οαλκυλο-βενζοφαινόνες κλπ. Βρίσκουν εφαρμογές σε πολλούς τομείς, όπως σε ηλεκτρονικές διατάξεις, μικροφίλμ, φωτογραφία, προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία κλπ.

χαρτί. Photochromic Glass [Φωτοχρωμική ύαλος] Υλικ. ΧηPhoto- Or Phot- [Φωτο] Γεν. Πρώτο συνθετικό λέξεων μικά κατεργασμένη ύαλος, που αλλάζει χρώμα με την που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με έκθεση στο φως. Μπορεί να παρασκευαστεί και από το φως ή τη φωτογραφία. πλαστικά υλικά. Βρίσκουν εφαρμογές σε πολλούς τοPhotoaddition [Φωτοπροσθήκη] Χημ. Είδος προσθήμείς, όπως στην προστασία των ματιών από επικίνδυκης κατά την οποία από δύο μόρια παράγεται ένα με τη νες ή ισχυρές ακτινοβολίες, σε ηλεκτρονικές διατάξεις βοήθεια κατάλληλης ακτινοβολίας. Π.χ. οι κυκλικές σε παρμπρίζ αυτοκινήτων κλπ. ενόνες υφίστανται [2+2] προσθήκη με αλκένια, όταν Photochromic Reaction [Φωτοχρωμική αντίδραση] εκτεθούν σε υπεριώδη ακτινοβολία. Οι αντιδράσεις Φυσ.Χημ. Αντιστρεπτή χρωματική μεταβολή ενός χηφωτοπροσθήκης είναι πολύ σημαντικές στην οργανική μικού είδους μεταξύ δύο καταστάσεων της μορφής,

Photochromism

- 1066 -

του ακόλουθου σχήματος, που τουλάχιστον κατά τη ας. μία κατεύθυνση γίνεται με την επίδραση ακτινοβολίας Photodichroic Material [Φωτοδιχρωικό υλικό] Οπτικ. (Α και Β οι δύο καταστάσεις του χημικού είδους, λι Υλικό που εμφανίζει διχρωικές ιδιότητες όταν προσπέκαι λ 2 τα μέγιστα του μήκους κύματος των απορροφήσει πάνω του πολωμένο φως. σεων των Α και Β). Το απλό χημικό είδος Α μπορεί να Photodimerization [Φωτοδιμερισμός] Φυσ.Χημ. Χημιείναι ένα μόριο, ένα ιόν ή μία ρίζα. Το προϊόν Β μποκή αντίδραση που λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο ενεργορεί να είναι επίσης ένα απλό χημικό είδος ή μπορεί να ποιημένων ακόρεστων με διπλό δεσμό μορίων του ίαντιπροσωπεύει περισσότερα από ένα είδη αρκεί να διου χημικού είδους προς σχηματισμό ενός (κυκλικού, επανασυνδέονται και να δίνουν αντιστρεπτά το Α. συνήθως) προϊόντος διπλάσιας μοριακής μάζας με τη Μπορεί να είναι π.χ. η cis μορφή του trans Α η κετονιβοήθεια κατάλληλης ακτινοβολίας. Π.χ. ο φωτοδιμερική μορφή του ενολικού Α, ρίζες ή ιόντα που επασυνδέσμός του κιναμμωνικού οξέος (C6H 5 CH=CHCOOH) ονται κλπ. προς μίγμα τρουξινικού και τρουξιλικού με την επεhv ^ νέργεια ηλιακής ακτινοβολίας. 1 2 hv ή θ Photodiode [Φωτοδίοδος] Ηλεκτμον. Η δίοδος στην οποία γίνεται εκμετάλλευση το)ν μεταβολών που προP h o t o c h r o m i s m [Φωτοχρωμισμός] Φυσ.Χημ. Ειδικός καλούνται στην χαρακτηριστική I-V μιας επαφής ρη κλάδος της φωτοχημείας που μελετά αντιστρεπτές από την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολί(χρωματικές) μεταβολές ενός απλού χημικού είδους ας. Τα αποτελέσματα από την επίδραση της ακτινοβομεταξύ δύο καταστάσεων με σαφώς διαφορετικές ιδιόλίας στις φωτοδιόδους εξαρτώνται από την ένταση και τητες (π.χ. διαφορετικά φάσματα απορρόφησης) και τα το μήκος κύματος της ακτινοβολίας, τις γεωμετρικές οποία δημιουργούνται τουλάχιστον κατά τη μία κατεύδιαστάσεις της επαφής και τη διεύθυνση πρόσπτωσης θυνση, με την επίδραση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβοτης ακτινοβολίας. λίας. Η μεταβολή προς τη μία κατεύθυνση μπορεί να Photodisintegration [Φωτοδιάσπαση] Φυσ. Η εκπογίνει και θερμικά και συνήθως λαμβάνει χώρα ακαριαίμπή νετρονίου ή πρωτονίου από τον πυρήνα του ατόα. μου κατά την απορρόφηση ενός φωτονίου από το άτοPhotocomposition [Φωτοσύνθεση] Τεχνολ^ Η τυπομο αυτό. Η διαδικασία αυτή έχει σαν αποτέλεσμα την γραφική μέθοδος της προβολής της εικόνας των προς αποσύνθεση του πυρήνα. εκτύπωση στοιχείων επί φωτογραφικού φιλμ με τη Photodissociation [Φωτοδιάσπαση] Φυσ.Χημ. Είδος χρήση ηλεκτρονικών ή φωτομηχανικών μέσων. φωτοχημικής αντίδραση που συνεπάγεται τη διάσπαση Photocompositor [Φωτοσυνθετήρας] Τεχνολ. Ειδική μιας (οργανικής, συνήθως) ένωσης σε απλούστερες ηλεκτρονική μηχανή, εξοπλισμένη με μήτρες που φέενώσεις με την επενέργεια κατάλληλης ακτινοβολίας, ρουν την εικόνα των τυπογραφικών στοιχείων και φωΠ.χ. η φωτοδιάσπαση της ακετόνης σε αέρια φάση (με τογραφική μονάδα, για τη στοιχειοθέτηση και εκτύπωακτινοβολία 300 nm) σε αιθάνιο και μονοξείδιο του ση κειμένων. άνθρακα, η φωτοδιάσπαση της αιθανάλης σε αέρια φάP h o t o c o n d u c t i o n [Φωτοαγωγή] Φυσ.Στερ.Κατ. Η ιδιόση (με ακτινοβολία 310 nm) σε μεθάνιο και μονοξείδιο τητα που παρουσιάζουν ορισμένοι κρύσταλλοι να εμτου άνθρακα κλπ. φανίζουν μια αύξηση στην ηλεκτρική τους αγωγιμότη- Photodosimetry [Φωτοδοσιμετρία] Πυμην.Φυσ. Μέθοτα λόγω απορρόφησης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίδος δοσιμετρίας η οποία βασίζεται στη χρήση φωτοας. γραφικού φιλμ, προκειμένου να υπολογίσει τη δόση Photoconductivity [Φωτοαγωγιμότητα] Φυσ. Η μετατης ιοντίζουσας ακτινοβολίας που εναποτίθεται στο βολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας κάποιων υλικών υλικό με το οποίο αυτή αλληλεπιδρά, όταν δέχονται την επίδραση φωτεινής ακτινοβολίας. Photoelastic Effect [Φωτοελαστική ιδιότητα] Μηχ. Η Photoconductivity G a i n [Απόδοση φωτοαγωγιμότηιδιότητα της μεταβολής των χρωμάτων του φωτός όταν τας] Ηλεκτμον. Η απόδοση ενός φωτοαγώγιμου κυδιαπερνά τον όγκο ενός διαφανούς αντικειμένου στην κλώματος, που εκφράζεται με το λόγο του αριθμού περίπτωση που μεταβληθούν οι εσωτερικές τάσεις ετών ηλεκτρονίων που ρέουν στο κύκλωμα προς τον ντός του όγκου από την επιρροή εξωτερικών φορτίσεαριθμό των ηλεκτρονίων που προήλθαν από την φωων. τεινή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προσπίπτει Photoelasticity [Φωτοελαστικότητα] Μηχ. Ερευνητική σ' αυτό. μέθοδος μελέτης των σχέσεων τάσεωνPhotoconductor [Φωτοαγωγός] Φυσ.Στερ.Κατ. Ο αγωπαραμορφώσεων εντός του όγκου ενός σώματος με τη γός που όταν βρεθεί σε πεδίο ηλεκτρομαγνητικής ακτιχρήση της φωτοελαστικής ιδιότητας ορισμένων διαφανοβολίας εμφανίζει αύξηση στην ηλεκτρική του αγώγινών υλικών. μότητα. Photoelectric [Φωτοηλεκτρικός] Ηλεκτρ. Με τον όρο Photocopy [Φωτοαντίγραφο] Γραφισ. Γνωστή και ως αυτό χαρακτηρίζεται οτιδήποτε σχετίζεται με τα φαιφωτοτυπία, είναι το πιστό αντίγραφο ενός πρωτότυπου νόμενα φωτοηλεκτρισμού, δηλαδή με τις επιπτώσεις κειμένου τυπωμένο σε χαρτί, το οποίο παράγεται από της επίδρασης της φωτεινής ακτινοβολίας επί διαφόένα κατάλληλο ηλεκτρικό μηχάνημα. ρω ν σωμάτων. Photocopying Process [Διαδικασία φωτοαντιγραφής] Photoelectric Absorption [Φωτοηλεκτρική απόρριψη] Τεχνολ. Η διαδικασία της αναπαραγωγής μιας εικόνας Αστρον. Μια απόρριψη φωτονίων μπορεί να είναι μεριη οποία χρησιμοποιείται ως πρωτότυπο σε μια άλλη κή ή ολική και συμβαίνει στα περισσότερα φαινόμενα επιφάνεια με τη χρήση ακτινοβολίας με συγκεκριμένα αυτού του είδους που υπακούουν στη βασική εξίσωση χαρακτηριστικά. του Αϊνστάιν. Photodegradation [Φωτοδιάσπαση] Φυσ.Χημ. Καλεί- Photoelectric Cell [Φωτοηλεκτρικό κύτταρο] Ηλεκ. ται η διαδικασία της διάσπασης ή αποσύνθεσης μιας Μηχ. -> Photocell ουσίας λόγω της επίδρασης της φωτεινής ακτινοβολί- Photoelectric Constant [Φωτοηλεκτρική σταθερά]

- 1067 -

Ηλεκτρον. I I σταθερή τιμή του λόγου της σταθεράς του Planck προς τον αριθμό των ηλεκτρονίων που προήλθαν από φωτόνια με την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Photoelectric Control [Φωτοηλεκτρικός έλεγχος] Ηλεκτρ. Έλεγχος ροής ακτινοβολίας και της παραγόμενης ενέργειας. Photoelectric D e v i c e [Φωτοηλεκτρική συσκευή] Ηλεκτρον. Συσκευή παραγωγής και ελέγχου φωτοηλεκτρικών φαινομένων πχ φωτοκύτταρο, φωτοπολλαπλασιαστές κτλ με διάφορα είδη ακτινοβολίας και μέταλλα. Photoelectric D o o r O p e n e r [Φωτοηλεκτρική συσκευή] Οικοό. Συσκευή που αποτελείται από ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο το οποίο είναι συνδεδεμένο με κατάλληλο μηχανισμό και χρησιμοποιώντας της ιδιότητες ευαισθητοποίησης του φωτοκύτταρου ενεργοποιείται μηχανισμός που ανοίγει την πόρτα όταν πλησιάζει ένα άτομο. Photoelectric Effect [Φωτοηλεκτρικό φαινόμενο] Ηλεκτρ. Απόσπαση ηλεκτρονίων από κάθοδο λυχνίας κενού φτιαγμένη από άτομα διάφορων μετάλλων όταν πέσει πάνω τους ανάλογη (κατάλληλη) δέσμη ακτινοβολίας ηλεκτρομαγνητικής, υπεριώδους, Χ, γ κτλ. Η ακριβής ποσότητα παραγόμενης ενέργειας καθορίζονται για κάθε μέταλλο από το σχετικό νόμο. Photoelectric E q u a t i o n [Φωτοηλεκτρική εξίσωση] Ηλεκτρον. Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν όταν h η σταθερά του Planck και ν η συχνότητα ακτινοβολίας τότε η ενέργεια του ηλεκτρονίου δίνεται από Ε =hv και αν φ η συνάρτηση διέγερσης του υλικού (όταν απορρίπτει τα φωτόνια) τότε η μέγιστη κινητική ενέργεια Ε* των ηλεκτρονίων γίνεται Εκ = hv - φ . Photoelectric Imaging [Φωτοηλεκτρική απεικόνιση] Ηλεκτρ. Απεικόνιση που χρησιμοποιεί το φαινόμενο αυτό και χρησιμοποιείται για να προσεγγίσει διάφορα ουράνια σώματα. Photoelectric M a g n i t u d e [Φωτοηλεκτρικό μέγεθος] Ηλεκτρ. Φωτομετρία με χρήση εικονοληπτών προσαρμοσμένων σε τηλεσκόπια, που στηρίζονται στο φαινόμενο αυτό. Photoelectric P y r o m e t e r [Φωτοηλεκτρικό πυρόμετρο] Φυσ. Τύπος οπτικού πυρόμετρου με φωτοηλεκτρική διάταξη για τη μέτρηση υψηλών θερμοκρασιών με βάση τη μεταβολή της αντίστασης φωτοευπαθούς ημιαγωγού υπό την επίδραση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας της εκπεμπόμενης από το θερμό σώμα. Photoelectric R e a d e r [Φωτοηλεκτρικός αναγνώστης] Πληρ. Μονάδα ανάγνωσης οπών από χαρτοταινίες ή κάρτες με φωτοηλεκτρικό τρόπο. Photoelectric Relay [Φωτοηλεκτρική μεταγωγή] Ηλεκτρ. Μεταγωγή φωτορεύματος που παράγεται από φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Photoelectric S c a n n e r [Φωτοηλεκτρικός ανιχνευτής] Πληρ. Συσκευή ανίχνευσης οπών από κάρτες με φωτοηλεκτρικό τρόπο. Photoelectricity [Φωτοηλεκτρισμός] Ηλεκτρ. Εκμετάλλευση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου γίνεται σε πολλές εφαρμογές όπου τα φωτοκύτταρα ενεργοποιούνται ή και σε εφαρμογές φωτομετρίας κτλ. Photoelectrochemistry [Φωτοηλεκτροχημεία] Φυσ. Χημ. Κλάδος της ηλεκτροχημείας που ασχολείται με αντιδράσεις προαγόμενες ή επηρρεαζόμενες από ακτινοβολίες. Photoelectrolysis [Φωτοηλεκτρόλυση] Φυσ.Χημ. Ηλεκτρολυτική διαδικασία που χρησιμοποιεί κατάλληλες

Photogeologic M a p

ακτινοβολίες για την πραγματοποίηση χημικών αντιδράσεων σε ηλεκτρολυτικά διαλύματα. Photoelectromagnetic Effect [Φωτοηλεκτρομα/νητικύ φαινόμενο] Ηλεκτρον. Πρόκειται για μια μορφή του φωτοηλεκτρικού φαινομένου κατά την οποία η ενέργεια του φωτονίου που προσπίπτει στον ημιαγωγό προκαλεί τον ιονισμό ενός δότη αποδέκτη ή ατόμου του ημιαγωγού και από την αλληλεπίδραση προκύπτει αντίστοιχα ένα ηλεκτρόνιο αγωγιμότητας, μια οπή ή ένα ζεύγος ηλεκτρονίου οπής. Στην περίπτωση που ο ημιαγωγός είναι και ομοιογενής και εντός μαγνητικού πεδίου, κατά την ακτινοβόλησή του αναπτύσσονται διαφορές δυναμικού. Photoelectron [Φωτοηλεκτρόνιο] Ηλεκτρ. Κατά την πρόσκρουση του φωτός ή άλλης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας επί συγκεκριμένων χημικών στοιχείων όπως είναι το πυρίτιο, το καίσιο και το σελήνιο, προκαλείται η εκπομπή στοιχειωδών σωματιδίων, τα οποία στην ουσία είναι ηλεκτρόνια αλλά καλούνται φωτοηλεκτρόνια. Photoelectron Spectroscopy [Φωτοηλεκτρική φασματοσκοπία] Φυσ. Μέθοδος φασματοσκοπίας που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή πληροφοριών και συμπερασμάτων σε επιφάνειες και υλικά μεγάλου όγκου. Βασίζεται στην ανάλυση της ενέργειας των φωτοηλεκτρονίων που εκπέμπεται από ένα υλικό, όταν αυτό βομβαρδίζεται από ακτινοβολία υψηλής ενέργειας, όπως είναι για παράδειγμα οι ακτίνες-Χ. Photoemission [Φωτοεκπομπή] Ηλεκτρ. Χαρακτηρίζεται η ιδιότητα ενός στερεού υλικού, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται στην επίδραση της απαιτούμενης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, να εκπέμπει ηλεκτρόνια. Photoemissive Cell [Κύτταρο φωτοεκπομπής] Ηλεκτρον. Κύτταρο εκμετάλλευσης ενέργειας που παράγεται από ακτινοβολία. Photoemissivity [Ικανότητα φωτοεκπομπής] Ηλεκτρον. Μέγεθος που εξαρτάται από το μέταλλο της καθόδου και την ποσότητα και το είδος της ακτινοβολίας που πέφτει πάνω του. Photoemitter [Φωτοεκπέμπον υλικό] Φυσ. Υλικό από την επιφάνεια του οποίου εκπέμπονται ηλεκτρόνια κατά την πρόσπτωση δέσμης φωτεινής ακτινοβολίας πάνω σ' αυτή. Photofission [Φωτοσχάση] Φυσ. Η σχάση του πυρήνα του ατόμου, η οποία προκαλείται κατά την απορρόφηση ενέργειας ακτίνων-γ από αυτόν. Photoflash Unit [Φλας] Τεχνολ. Τεχνητή φωτεινή πηγή που δίνει σύντομο αλλά πολύ λαμπρό φωτισμό. Ο φωτισμός παράγεται από λυχνίες εκκένωσης. Υπάρχουν δύο τύποι: ηλεκτρονικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επαναληπτικά και μιας χρήσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια μόνο φορά. Photogalvanic Cell [Φωτογαλβανικό στοιχείο] Φυσ. Χημ. Είδος ηλεκτροχημικού στοιχείου στο οποίο παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα με τη βοήθεια κατάλληλης ακτινοβολίας. Photogeologic A n o m a l y [Φωτογεωλογική ανωμαλία] Γεωλ. Ανωμαλία σε κάποια γεωλογική παράμετρο, τεκμαιρόμενη κατά ορισμένο τρόπο σύμφωνα με τις επίγειες μεθόδους έρευνας, που διαπιστώνεται με βάση τις αεροφωτογραφικές ή φωτοηλεκτρονικές αποτυπώσεις. Photogeologic M a p [Φωτογεωλογικός χάρτης] Γεωλ. Χάρτης απεικόνισης του εδαφικού ανάγλυφου που συ-

Photogeology

- 1068 -

ντάσσεται με βάση τις αεροφωτογραφικές και τις φωτοηλεκτρονικές μεθόδους μελέτης της Γης. Photogeology [Φωτογεωλογία] Γεωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τη διεξαγωγή γεωλογικών παρατηρήσεων για το γήινο φλοιό και των φαινομένων του με βάση την τεχνική των αεροφωτογραφικών και των φωτοηλεκτρονικών αποτυπώσεων με ειδικές αυτόματες ηλεκτρονικές μηχανές τοποθετημένες σε αερροπλάνο, τεχνητό δορυφόρο ή άλλη ιπτάμενη συσκευή. P h o t o g r a m m e t r y [Φωτογραμμετρία] Γεωδ. Το αντικείμενο γνωστικού κλάδου της τοπογραφίας που ερευνά και αναπτύσσει τεχνικές αποτύπωσης του φυσικού εδάφους σε ένα χάρτη μέσω αεροφωτογραφιών που λαμβάνονται με συγκεκριμένη μέθοδο και χρησιμοποιώντας τεχνικές στερεοσκοπικής ανάλυσης των αεροφωτογραφιών. P h o t o g r a p h [Φωτογραφία] Τεχνολ. Η διαδικασία αποτύπωσης της εικόνας ενός αντικειμένου σε μια ταινία με τη χρήση ειδικών συσκευών. Photograph Coordinates [Φωτογραφικές συντεταγμένες] Τεχνολ. Θεωρούμε τη φωτογραφία σαν ένα επίπεδο με καρτεσιανές συντεταγμένες, κάτι σύνηθες σε προγράμματα ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνας. P h o t o g r a p h i c [Φωτογραφικός] Τεχνολ. Σχετικός με φωτογραφία. Photographic B a r o g r a p h [Φωτογραφικός βαρογράφος] Μετεωρ. Βαρόμετρο υδραργύρου που αποκτά φωτογραφικά μια αίσθηση μέτρου της πίεσης. Photographic Field [Φωτογραφικό πεδίο] Οπτικ. Ο χώρος που πιάνει ο φωτογραφικός φακός. Σε πολλά συστήματα φωτογράφησης το σύστημα αυτό περιορίζεται σε ένα μικρότερο τμήμα λόγω διάφορων ζητημάτων προοπτικής κάτω από διάφορα εξαρτήματα.. Photographic Film [Φωτογραφική ταινία] Τεχνολ. Πλαστική ταινία η επιφάνεια της οποίας καλύπτεται με ειδικές χημικές ουσίες που την ευαισθητοποιούν στο φως και λόγω αυτής της ιδιότητας αποτελεί ένα κατάλληλο μέσω για τη λήψη φωτογραφιών. Photographic M a g n i t u d e [Φωτογραφικό μέγεθος] Οπτικ. Το μέγεθος που δίνει την προσομοίωση του ανθρώπινου ματιού μέσα από φωτογραφία με χρησιμοποίηση κατάλληλου φίλτρου ώστε να πετυχαίνουμε ενεργό μήκος κύματος 5000 - 5600 Angstrom. Photographic M e t e o r N e t w o r k [Δίκτυο φωτογραφικού μετέωρου] Αστρον. Δίκτυο παρατηρήσεων και φωτογράφησης μετεώρων που αξιοποιείται για στατιστικούς σκοπούς αλλά κυρίως για χρήση στα φαινόμενα Meteor Burst, για αποστολή κυμάτων μέσω της ιονόσφαιρας. Photographic Negative [Φωτογραφικό αρνητικό] Τεχνολ. Φωτογραφία τυπωμένη με αντίστροφα χρώματα. Photographic P h o t o m e t r y [Φωτογραφική φωτομετρία] Τεχνολ. Φωτομετρία με χρήση φωτογραφικού υλικού πχ μικροφωτόμέτρο Kipp Zonnen. P h o t o g r a p h i c Plate [Φωτογραφική επιφάνεια] Τεχνολ. Επιφάνεια πάνω στην οποία απλώνοντας φωτοευαίσθητο γαλάκτωμα τυπώνονται κατ* ευθείαν πραγματικές φωτογραφίες. Photographic Positive [Φωτογραφικό θετικό] Τεχνολ. Το αληθινό αποτύπωμα μίας φωτογραφίας (έναντι αρνητικού). P h o t o g r a p h i c R e c o r d i n g [Φωτογραφική εγγραφή] Ηλεκτρον. Καταγραφή σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια κάποιου σταθερού σήματος για έλεγχο σήματος. Αυτό

βρίσκει εφαρμογή σε συστήματα επικοινωνίας, τηλεσκόπια και άλλα συστήματα που εφαρμόζουν την ίδια αρχή· Photographic Surveying [Φωτογραφική αναγνώριση] Τεχνολ. Κατά τη διάρκεια των εργασιών υπαίθρου μιας μελέτης, η λήψη φωτογραφιών που αποτυπώνουν τις διάφορες φάσεις των δραστηριοτήτων με σκοπό τη δημιουργία ενός αρχείου των οπτικών παραστάσεων των εργασιών. Photographic Zenith T u b e [Φωτογραφικό τηλεσκόπιο] Φυσ. Όργανο παρατηρήσεως των άστρων που είτε δε στρέφεται είτε η ικανότητα στρέψεως είναι περιορισμένη μεταξύ μικρών γωνιών. Επιπλέον, λειτουργεί ως χρονομετρικό όργανο για την εκτίμηση του χρόνου που απαιτείται ένα άστρο να διασχίσει το ζενίθ. Photography [Φωτογράφηση] Τεχνολ. Η διαδικασία αποτύπωσης της εικόνας ενός αντικειμένου ή ενός τοπίου σε χαρτί χρησιμοποιώντας την ιδιότητα ορισμένων χημικών που καλύπτουν μια επιφάνεια να είναι ευαίσθητα στις μεταβολές στη σύσταση των ακτίνων του φωτός. Photoheliograph [Φωτοηλιογράφος] Αστρον. Είναι μία διάταξη μορφής τηλεσκοπίου, η οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη φωτογράφηση του ηλιακού δίσκου. Photohomolysis [Φωτοομόλυση] Φυσ,Χημ. Είδος ομολυτικής αντίδρασης κατά την οποία κατάλληλη ακτινοβολία προκαλεί σχάση ενός ομοιοπολικού δεσμού μεταξύ δύο ατόμων, έτσι ώστε καθένα να διαθέτει τελικά ένα από τα δύο ηλεκτρόνια του δεσμού. Π.χ. η φωτοομόλυση του διφαινυλοδισουλφίδιου, η φωτοομόλυση νιτρωδοενώσεων κλπ.

Α—Β

Α· +

Β·

Photointerpretation [Φωτογραμμετρική απόδοση] Τεχνολ. Η διαδικασία επεξεργασίας φωτογραφιών μέσω στερεοσκοπικών οργάνων για την απόδοση σε επίπεδο των ανωμαλιών του εδάφους και της δημιουργίας τοπογραφικών υποβάθρων. Photoionization [Φωτοϊονισμός] Φυσ.Χημ. Η απομάκρυνση ενός ή περισσοτέρων ηλεκτρονίων από ένα άτομο ή μόριο με την επενέργεια ακτινοβολίας κατάλληλου μήκους κύματος (συνήθως ορατή ή υπεριώδης). Αναφέρεται και σαν ατομικό φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. P h o t o i s o m e r [Φωτοϊσομερές] Χημ. Ισομερές μίας ένωσης που παράγεται με την επενέργεια ακτινοβολίας κατάλληλου μήκους κύματος (φωτοϊσομερείωση). Π.χ. η ροδοψίνη ισομερειώνεται στο φωτοϊσομερές της προλουμιροδοψίνη κατά την πρωτογενή δράση στην επιλογή του φωτός από τη ρέτινα του ματιού. Photolithography [Φωτολιθογραφία] Γραφισ. Πρόκειται για μία φωτομηχανική μέθοδο όπου με τη βοήθεια του φωτός παράγεται μία εικόνα προς αναπαραγωγή επί μιας λιθογραφικής πλάκας. Photoluminescence [Φωταύγεια] Φυσ. Η δευτερογενής εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από ένα υλικό, όταν αυτό απορροφήσεις πρωτογενώς παραγόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία στο μήκος κύματος του ορατού φωτός, του υπεριώδους και του υπέρυθρου. Photolysis [Φωτόλυση] Φυσ.Χημ. Καλείται η διαδικασία διάσπασης μιας χημικής ουσίας σε απλούστερες ενώσεις ως συνέπεια της επίδρασης της φωτεινής ακτι-

- 1069νοβολίας. Photomagnetic Effect [Φωτομαγνητικό αποτέλεσμα] Φνσ. Φωτοδιάσπαση η οποία οφείλεται στη μαγνητική συνιστώσα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Photomagnetoelectric Effect [Φωτοηλεκτρομαγνητικό αποτέλεσμα] Ηλεκτρον. Φαινόμενο κατά το οποίο όταν ημιαγώγιμο υλικό τοποθετηθεί παράλληλα σε μαγνητικό πεδίο και απορροφήσει φωτεινή ακτινοβολία, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ηλεκτρικού ρεύματος. P h o t o m a p [Φωτομωσαϊκό] Γεν. —> Photomosaic. P h o t o m e c h a n o c h e m i s t r y [Φωτομηχανοχημεία] Χημ. Κλάδος της επιστήμης που ασχολείται με τη μετατροπή της χημικής ενέργειας σε μηχανική με την επενέργεια κατάλληλης ακτινοβολίας. Photometer [Φωτόμετρο] Τεχνολ. Όργανο ευαίσθητο στην ένταση του φωτισμού ενός χα')ρου που έχει μετρητή και καταγράφει αυτή την ένταση. Photometric [Φωτομετρικός] Οπτικ. Αντικείμενο ή μέθοδος σχετικό με φωτο μετρία. Τέτοιες μέθοδοι είναι πολύ ουσιαστικές στην αστρονομία και αποτελούν ένα μέτρο σύγκρισης για άλλες μεθόδους ιδιαίτερα με τη χρήση υπολογιστή. Photometric Parallax [Φωτομετρική παράλλαξη] Αστρο ν. Παράλλαξη που δεν μετρά απευθείας αποστάσεις από το νόμο της απόστασης αλλά από το νόμο θερμοκρασίας (ή φασματικού τύπου) και φωτεινότητας μόνο που πρέπει να απομονωθεί αντανάκλαση από μεσοαστρική ύλη. Photometric Titration [Φωτομετρική ογκομέτρηση] Αναλ.Χημ. Είδος ογκομέτρησης κατά την οποία το πρότυπο διάλυμα προκαλεί το σχηματισμό έγχρωμου προϊόντος (π.χ. μεταλλικού συ μπλόκου) με αποτέλεσμα τη σημαντική μεταβολή στην απορρόφηση του φωτός στο ογκομετρούμενο διάλυμα. Photometry 1 [Φωτομετρία] Αστμον. Εφαρμογή οπτικών κανόνων στη μέτρηση ποσοτήτων σχετικές με το φως αστρικών αντικειμένων. Κρίσιμο θέμα όσον αφορά την ποιότητα της ερευνητικής εργασίας του κλάδου αλλά και των σχετικών οργάνων. P h o t o m e t r y 2 [Φωτομετρία] Οπτικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο κλάδος εκείνος της οπτικής ο οποίος ασχολείται με τη μέτρηση της έντασης του φωτός και της ισχύος μιας φωτεινής πηγής. P h o t o m o s a i c [Φωτομωσαϊκό] Γεν. Έχοντας μια ομάδα αεροφωτογραφιών που αποτυπώνουν η κάθε μία τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής, η σύνθεση των φωτογραφιών σε ένα συνολικό που εμφανίζει την εικόνα όλης της περιοχής. Photomultiplier Cell [Φωτοπολλαπλασιαστικό κύτταρο] Ηλεκτρον. Φωτοκύτταρο το οποίο χρησιμοποιείται για την ενίσχυση του εκπεμπόμενου ρεύματος που δημιουργείται από τον πολλαπλασιασμό των ηλεκτρονίων. P h o t o n [Φωτόνιο] Πνρην.Φνσ. Το φωτόνιο είναι ένα στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενική μάζα ηρεμίας. Σε πολλά φυσικά φαινόμενα, όπου η κβαντική φύση του φωτός παίζει πρωτεύοντα ρόλο, εκεί το φως συμπεριφέρεται σαν να αποτελείται από σωματίδια, τα οποία καλούνται φωτόνια. Photon Coupling [Φωτονική σύζευξη] Ηλεκτρον. Σύζευξη δύο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων με τη χρήση φωτονίου, διερχόμενου μέσα από μονωμένη διαδρομή φωτός μικρού μήκους. Photon Emission S p e c t r u m [Φάσμα εκπομπής φωτονίων] Φυσ. Το φάσμα που προκύπτει από την εκπομπή

Photosynthetic

ακτινοβολίας σε εύρος συχνοτήτων ορατού φωτός, από υλικό το οποίο βομβαρδίζεται από ακτίνες -α,-β ή -γ. Εκφράζεται και υπολογίζεται από τον αριθμό των εκπεμπόμενων οπτικών φωτονίων ανά μονάδα μήκους κύματος. Photoneutron [Φωτονετρόνιο] Φνσ. Νετρόνιο που προέρχεται από την αλληλεπίδραση φωτονίου με τον πυρήνα του ατόμου. Photonuclear Reaction [Φωτοπυρηνική Αντίδραση] Πορην.Φνσ. Η αντίδραση που πραγματοποιείται όταν ένα φωτόνιο συγκρουστεί με τον πυρήνα του ατόμου. Το αποτέλεσμα της αντίδρασης είναι η διάσπαση του πυρήνα και η δευτερογενής παραγωγή ακτινοβολίας. Photooxidation [Φωτοοξείδωση] Χημ. Είδος αντίδρασης οξείδωσης που παράγεται από ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Αναφέρεται και σαν φωτοχημική οξείδωση, Photophophorylation [Φωτοφωσφορυλίωση] Βιοχημ. Περίπλοκος βιοχημικός μηχανισμός που συνεπάγεται τη σύνθεση ΑΤΡ από ADP και φωσφορικά και ο οποίος συνδέεται με το μηχανισμό της φωτοσύνθεσης. Πρόκειται για μηχανισμό παρόμοιο με αυτόν της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης. P h o t o p o l y m e r [Φωτοπολυμερή] Υλικ. Ονομάζονται όλα τα πολυμερή των οποίων οι φυσικές ιδιότητες επηρεάζονται άμεσα από την επίδραση επάνω τους της φωτεινής ακτινοβολίας. Photorealism [Φωτορεαλισμός] Πλημ. Κάθε τεχνική που έχει σαν αποτέλεσμα ένα γράφημα που έχει προκύψει από υπολογιστή να είναι συγκρίσιμο σε ποιότητα και ακρίβεια με πραγματικές φωτογραφίες της φύσης. Photoreduction [Φωτοαναγωγή] Χημ. Είδος αντίδρασης αναγωγής που παράγεται από ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Αναφέρεται και σαν φωτοχημική αναγωγή. Photosphere [Φωτόσφαιρα] Αστρον. Πρώτο στάδιο της ηλιακής ατμόσφαιρας όπου καταλήγουν ρεύματα από τις εσωτερικές ζώνες με κοκκοειδή μορφή όπου παρουσιάζονται ηλιακές κηλίδες και άλλα φαινόμενα. Photosynthesis [Φωτοσύνθεση] Βιοχημ. Σημαντικό βιολογικό φαινόμενο που έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την αναγωγή του διοξειδίου του άνθρακα (C0 2 ) σε υδατάνθρακα (γλυκόζη) παρουσία του ηλιακού φωτός με δότη ηλεκτρονίων το νερό και ταυτόχρονη αποβολή μοριακού οξυγόνου (0 2 ). Αρχικά έχει σαν αποτέλεσμα τη σύνθεση φωσφορικών τριοζών, που στη συνέχεια μετατρέπονται σε γλυκόζη με το μηχανισμό της γλυκονεογένεσης. Η αντίδραση είναι αποτέλεσμα πολλών αντιδράσεων, φωτεινών (η φωσφορυλίωση του ADP σε ΑΤΡ και η αναγωγή του NADP σε NADH 2 ) και σκοτεινών (που δεν απαιτούν ηλιακό φως). Ο μηχανισμός της φωτοσύνθεσης γίνεται στους χλωροπλάστες, ειδικά μεμβρανώδη σωμάτια των φυτικών κυττάρων. Η φωτοσύνθεση είναι ένας γενικότερος μηχανισμός αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας που καταναλώνεται από τα διάφορα βιολογικά συστήματα και μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλούς δότες και αποδέκτες ηλεκτρονίων. Η συνολική χημική εξίσωση της φωτοσύνθεσης είναι η εξής: 3

φως

6 C 0 2 + 6 Η 2 0 Λ-> C 6 H 1 2 0 6 + 6 0 2 Photosynthetic [Φωτοσυνθετικός] Βιοχημ. Μηχανισμοί, αντιδράσεις, μικροοργανισμοί, ενώσεις κλπ. που

Photosystem 1

- 1070 -

σχετίζονται με τη φωτοσύνθεση. Π.χ. φωτοσυνθετικά βακτήρια. Photosystem I [Φωτοσύστημα I] Βιοχημ. Φωτοσυνθετική μονάδα στα θυλακοειδή που συμμετέχει στη μετατροπή της φωτεινής ενέργειας σε χημική. Διάταξη μορίων μεταξύ των οποίων και χλωροφυλλών με δικό του κέντρο αντίδρασης, που αποτελείται από ένα μόριο χλωροφύλλης α, ένα δότη ηλεκτρονίων και ένα αποδέκτη ηλεκτρονίων. Περιέχει επίσης και χλωροφύλλη β, καθώς επίσης και χρωστικές, όπως π.χ. τα καροτινοειδή. Σε αντίθεση με το φωτοσύστημα 11 περιέχει μεγάλες ποσότητες χλωροφύλλης α-πρωτεϊνών που απορροφούν σε μεγάλχι μήκη κύματος. Διεγείρεται από φως με μήκη κύματος μέχρι 700 nm περίπου και για το λόγο αυτό καλείται Ρ700. P h o t o s y s t e m II [Φωτοσύστημα 11] Βιοχημ. Φωτοσυνθετική μονάδα στα θυλακοειδή που συμμετέχει στη μετατροπή της φωτεινής ενέργειας σε χημική. Διάταξη μορίων μεταξύ των οποίων και χλχοροφυλλών με δικό του κέντρο αντίδρασης, που αποτελείται από ένα μόριο χλωροφύλλης α, ένα δότη ηλεκτρονίων και ένα αποδέκτη ηλεκτρονίων. Περιέχει επίσης και χλωροφύλλη β, καθώς επίσης και χρα)στικές, όπως π.χ. τα καροτινοειδή. Σε αντίθεση με το φωτοσύστημα ί διεγείρεται από φως με μήκη κύματος μέχρι 680 nm περίπου και για το λόγο αυτό καλείται Ρ680. Phototransistor [Φωτοτρανσίστορ] Πλεκτρον. Πρόκειται για τρανζίστορ npn ή ρηρ στο οποίο η επαφή ρη (ή ηρ) βάσεως-συλλέκτη είναι μια φωτοδίοδος. Η λειτουργία του είναι όμοια με του κοινού τρανζίστορ αλλά το ρεύμα βάσης προέρχεται από την προσπίπτουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Η απόκρισή του δεν είναι η αυτή σ " όλα τα μήκη κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας και παρουσιάζει μέγιστη τιμή στα

8000Α. Phototriangulation [Αεροτριγωνισμός] Γεωδ. Η δημιουργία ενός τρισδιάστατου πολυγώνου τις κορυφές του οποίου αποτελούν μια ομάδα φωτοσταθερών το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συντεταγμένων και των υψομέτρων κάθε σημείο του εδάφους στη διαδικασία της φωτογραμμετρικής απόδοσης μιας περιοχής. Phototube [Φωτολυχνία] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη που ανταποκρίνεται στο φως και παράγει ηλεκτρικό ρεύμα, εκμεταλλευόμενη το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Αποτελείται από σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει μια μεταλλική επιφάνεια επικαλυμμένη με φωτοευαίσθητο υλικό, που εκπέμπει ηλεκτρόνια όταν εκτεθεί στο φως, τα οποία κινούνται προς ένα ηλεκτρόδιο που υπάρχει στο κέντρο του σωλήνα, παράγοντας κατά αυτό τον τρόπο ηλεκτρικό ρεύμα.

αναπτύσσονται διαφορές δυναμικού. Photube Cathode [Κάθοδος φωτολυχνίας] Ηλεκτρον. Η μεταλλική επιφάνεια της φωτολυχνίας που εκπέμπει ηλεκτρόνια όταν εκτεθεί στο φως, παίζοντας τον ρόλο της καθόδου στο ηλεκτρικό κύκλωμα που δημιουργείται. Phrcatic [Φρεατικός] Υδρολ Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οτιδήποτε σχετίζεται ή αφορά τα υπόγεια ύδατα. Phreatic Surface [Υδροφόρος ορίζοντας] Υδρολ. —> Water Level. Phthalate [Φθαλικός] Οργ.Χημ. Αλας (όξινο ή ουδέτερ ο ^ εστέρας (όξινος ή ουδέτερος) του φθαλικού οξέος. Π.χ. φθαλικό κάλιο [CfiEUiCOOK^] ή φθαλικός αΐθυλεστέρας [C 6 H 4 (COOC 2 H 5 ) 2 ]. Phthalate Buffer [Ρυθμιστικό διάλυμα φθαλικών] Αναλ.Χημ. Πρότυπο διάλυμα όξινου φθαλικού καλίου, KHC«H40 4 (πρωτογενής πρότυπη ουσία), που χρησιμοποιείται σαν διάλυμα αναφοράς για πεχάμετρα. Phthalate Ester [Φθαλικός εστέρας] Οργ.Χημ. Εστέρας-παράγωγο του φθαλικού οξέος, στα οποία τα δύο καρβοξύλια έχουν εστεροποιηθεί. Παρασκευάζεται με την με την επίδραση κατάλληλης αλκοόλης σε φθαλικό ανυδρίτη. Π.χ. φθαλικός αιθυλεστέρας [CfihLj (COOC 2 H 5 ) 2 ]. Phthalazine [Φθαλαζίνη] Οργ.Χημ. Ισομερής μορφή βενζοπυριδαζίνης με τύπο: (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ) Phthalein [Φθαλείνη] Χημ. Καλείται κάθε οργανική χημική ουσία της ομώνυμης ομάδας, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως συνθετικές βαφικές ύλεζ. Phthalic Acid [Φθαλικό οξύ] Οργ.Χημ. 1,2δικαρβοξυλικό παράγωγο του βενζολίου, το σπουδαιότερο από τα δικαρβοξυλικά οξέα. Παρασκευάζεται με οξείδωση του ναφθαλινίου. Συμπεριφέρεται σαν ασθενές διπρωτικό οξύ. Με θέρμανση αφυδατο')νεται σχηματίζοντας το φθαλικό ανυδρίτη. Με τη μορφή του όξινου φθαλικού καλίου χρησιμοποιείται σαν πρωτογενής πρότυπη ουσία στην αναλυτική χημεία. Phthalic Anhydride [Φθαλικός ανυδρίτης] Ομγ.Χημ. Οργανικό προϊόν ενδομοριακής αφυδάτωσης του φθαλικού οξέος. Χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό ρακεμικού μίγματος αλκοολών στους οπτικούς αντίποδες. Με την επίδραση αμμωνίας (ΝΗι) σχηματίζει το φθαλιμίδιο. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Phthalocyanine [Φθαλοκυανίνη] Οργ.Χημ. Πολύπλοκη οργανική δομή (συντομογραφικά PcH 2 ) ανάλογη με αυτή της πορφυρίνης. Αποτελείται από τέσσερις ισοϊνδολικούς δακτυλίους ενωμένους μεταξύ τους σε κυκλική διάταξη μέσω τεσσάρων ατόμων Ν. Σχηματίζει αξιοσημείωτα σταθερά σύ μπλόκα με διάφορα μέταλλα ή μεταλλοειδή του τύπου PcM (όπου Μ μέταλλο ή μεταλλοειδές) μέσω των τεσσάρων ατόμων αζώτου των ισοϊνδολικών δακτυλίων. Τα σύμπλοκα αυτά παρουσιάζουν αξιοσημείωτη θερμική και χημική σταθερότητα και έχουν εφαρμογές σε διάφορους τομείς της τεχνολογίας σαν χρωστικές.

Phototypesetting [Τύπωση σε φωτογραφία] Τεχνολ. Εκτύπωση γραμμάτων ή άλλων γραφικών πάνω σε φωτογραφία. Αυτό μπορεί να προϋποθέτει ενδιάμεση χρήση υπολογιστή που απλοποιεί τη διαδικασία. Photo visual M a g n i t u d e [Φωτοοπτικό μέγεθος] Α- Phthalocyanine Pigments [Πιγμέντα φθαλοκυανίνης] στρον. Ένα από τα μετρήσιμα μεγέθη σύμφωνα με το Οργ.Χημ. Ομάδα χρωστικών που περιέχουν τη δομή φωτόμετρο. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αντικατης φθαλοκυανίνης με 4 ισοϊνδολικούς δακτυλίους ετασταθεί από το φωτογραφικό μέγεθος. νωμένους μεταξύ τους σε κυκλική διάταξη μέσω τεσσάρων ατόμων Ν. Π.χ. κυανού της φθαλοκυανίνης Β Photovoltaic Effect [Φωτοβολταικό φαινόμενο] Ηλεαντέχει σε θερμοκρασίες μέχρι 180°C κτρον. Το αντίστοιχο φαινόμενο του φωτοηλεκτρομα- που (εκτυπωτικές μελάνες, ελαστικά, χρώματα κλπ.), πράγνητικού, το οποίο αναφέρεται σε ανομοιογενείς αγωσινο της φθαλοκυανίνης G που αντέχει σε θερμοκρασίγούς εκτός μαγνητικού πεδίου, όπου υπάρχουν εσωτεες μέχρι 180°C (εκτυπωτικές μελάνες, ελαστικά, χαρτίρικοί φραγμοί δυναμικού και με την ακτινοβόλησή του

-1071κά κλπ.). Phthalonitrile [Φθαλονιτρίλιο] Οργ.Χημ. Κίτρινο στερεό τοξικό νιτρίλιο με τύπο C6H 4 (CN) 2 , αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε ακετόνη και βενζόλιο. Έχει σημείο τήξης 138°C και χρησιμοποιείται σε εντομοκτόνα και σαν αντιδραστήριο σε οργανικές συνθέσεις. P h y c o c y a n i n [Φυκοκυανίνη] Βιοχημ. Χρωμοπρωτεϊδιο που είναι η φυσική ερυθρή χρωστική ουσία των ερυθροφυκών και συναντάται αναμεμιγμένη με άλλες χρωστικές (χλωροφύλη κ.λ.π.) στους χλωροκλάστες αυτών. Χρησιμοποιείται ως φυσική χρωστική στη βιομηχανία τροφίμων, καλλυντικών κ.λ.π. Phycoerytrin [Φυκοερυθρίνη] Βιοχημ. Χρωμοπρωτεϊδιο που είναι η φυσική κυανή χρωστική ουσία των κυανοφυκών, αναμεμιγμένη με άλλες χρωστικές (π.χ. χλωροφύλλη) στους χλωροκλάστες αυτών. Παρουσιάζει φθορισμό και υψηλή απορροφητικότητα στην ορατή ακτινοβολία. Phyllite [Φυλλίτης] Γεωλ. Κρυσταλλοσχιστώδες πέτρωμα ποικίλου χρωματισμού και αργιλικής σύστασης, αποτελούμενο κυρίως από μαρμαρυγία και χαλαζία, που σχηματίζεται με διεργασία χαμηλού βαθμού καθολικής μεταμόρφωσης. Υποδιακρίνεται, ανάλογα με την παρουσία πρόσθετων ορυκτολογικών συστατικών, σε διάφορα είδη όπως αστριομιγής, γρανατικός κ.λ.π. Phyllotungstite [Φυλλοβολφραμίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βολφραμικό τρισθενή σίδηρο, ασβέστιο και υδρογόνο. Σχηματίζει κίτρινους, ημιδιαφανείς, με μαργαρώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,2. Physical [Φυσικό] Τεχνολ. 1. Σχετικό με τη φυσική επιστήμη. 2. Απόδοση αντικειμένου σε πραγματικό τρόπο (ιδιότητες ή λειτουργίες κτλ). Physical C h a n g e [Αλλαγή φυσικής κατάστασης] Χημ. Ονομάζεται η μετατροπή μιας ουσίας από μία κατάσταση σε μία άλλη, δηλαδή από αέρια σε υγρή, από υγρή σε στερεά ή το αντίστροφο, χωρίς όμως η αλλαγή αυτή να συνοδεύεται από κάποια διαφοροποίηση των χημικών της ιδιοτήτων. Physical Chemistry [Φυσικοχημεία] Χημ. Κλάδος της Χημείας που ασχολείται με την εφαρμογή των αρχών της Φυσικής στη μελέτη διαφόρων χημικών φαινομένων και συστημάτων. Εμφανίστηκε το 1° αιώνα με την κινητική θεωρία των αερίων, τη χημική θερμοδυναμική, μελέτες σε διαλύματα κλπ. Μερικά από τα σύγχρονα πεδία της Φυσικοχημείας είναι οι χημικοί δεσμοί, η χημική κινητική, η χημική θερμοδυναμική, η ηλεκτροχημεία, τα διάφορα είδη φασματοσκοπίας, η θεωρητική χημεία κλπ. Ο κλάδος περιλαμβάνει και πολύπλοκες πειραματικές διατάξεις με τις οποίες γίνονται οι μελέτες διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων, αλλά και οι εφαρμογές της επιστήμης σε διάφορους τομείς, όπως η Οργανική Χημεία, η Βιολογία κλπ. Physical Climate [Φυσικό κλίμα] Μετεωμ. Το κλίμα ενός τόπου χωρίς καμία παρέμβαση από τεχνητό παράγοντα. Physical Climatology [Φυσική κλιματολογία] Μετεωμ. Κλάδος της κλιματολογίας που χρησιμοποιεί φυσική για να πάρει αποτελέσματα.. Physical Compatibility [Συμβατότητα] Τεχνολ. Η σχέση μεταξύ δύο πρώτων υλών όταν στην περίπτωση που οι δύο πρώτες ύλες θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή ενός σύνθετου αντικειμένου δε θα υπάρξουν παρενέργειες λόγω χημικών αντιδράσεων που θα

Physical M e a s u r e m e n t

προκληθούν από τα συστατικά της μιας ύλης στα συστατικά της δεύτερης ώστε καμιά από τις δύο να μην απολέσει τις ιδιότητες τις. Physical Constant [Φυσική σταθερά] Φυσ. 1. Σταθερά (που εμφανίζεται στον τύπο) ενός φυσικού μεγέθους που έχει καθολική ισχύ για συνθήκες που ισχύουν παντού ή σχεδόν παντού πχ αυτή του νόμου έλξης του Νεύτωνα. 2. Σταθερά που εμφανίζεται σε κάποιο φυσικό μέγεθος σε συνάρτηση με το υλικό που αυτό υλοποιείται πχ διηλεκτρική σταθερά (συνήθως σχετική με χημικές ή άλλες συναφείς ιδιότητες). Physical Data Independence [Ανεξαρτησία φυσικών δεδομένων] Πλημ. Χαρακτηριστικό της δομής αρχείου, είναι η δυνατότητα σύμφωνα με την οποία μπορεί να αλλάξει η φυσική δομή των δεδομένων του αρχείου χωρίς να αλλάξει η λογική δομή και η αλληλουχία τους. Physical Data Structure [Φυσική δομή δεδομένων] Πλημ. Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται πραγματικά τα δεδομένα σε ένα αποθηκευτικό μέσο, σε αντίθεση με τη λογική δομή. Physical Device Table [Πίνακας φυσικών μονάδων] Πλημ. Πίνακας που τηρείται από το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή και περιέχει πληροφορίες σχετικές με τις περιφερειακές μονάδες, όπως είναι ο τύπος κάθε μονάδας, η τρέχουσα κατάσταση της, ο τρόπος επικοινωνίας μαζί της, κλπ. Physical Double Galaxy [Φυσικά διπλός γαλαξίας] Αστμον. Σύστημα 2 γαλαξιών που συμβιώνουν μαζί και κάτω από επίδραση βαρυτικών δυνάμεων ανταλλάσσουν ύλη (με γέφυρες), συγκρούονται κτλ. Physical D o u b l e Star [Φυσικά διπλός αστέρας] Αστμον. Σύστημα 2 άστρων που συνδέονται μεταξύ τους με νόμους που υπακούουν σε φυσικά φαινόμενα πχ περιστρέφονται μαζί, ανταλλάσσουν ύλη κτλ. Το διπλός μπορεί να είναι και τριπλός κτλ. Physical Electronics [Φυσικά ηλεκτρονικά] Ηλεκτμον. Τομέας των ηλεκτρονικών που έχει να κάνει κυρίως με την κίνηση των ηλεκτρονίων και άλλες ιδιότητες και φαινόμενα της ύλης και λιγότερο με την εκμετάλλευση τους. Physical Exfoliation [Φυσική απολέπιση] Γεωλ.. II διεργασία της αποσάθρωσης των επιφανειών γυμνού πετρώματος υπό την επίδραση φυσικών παραγόντων όπως των αιολικών δυνάμεων, της υδάτινης ενέργειας κ.λ.π. Physical Geology [Φυσική γεωλογία] Γεωλ. Ο κλόδος της γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τα φυσικά γεωλογικά χαρακτηριστικά της γήινης σφαίρας. Physical L a w [Φυσικός νόμος] Φυσ. Κανόνας που διασυνδέει 2 τουλάχιστον φυσικά μεγέθη και ισχύει όσο το δυνατόν γενικότερα (έστω και μόνο στην κλασσική μηχανική). Physical Layer [Φυσικό επίπεδο] Επικοιν. Το πρώτο και βασικότερο επίπεδο επικοινωνίας διάφορων πρωτοκόλλων και προτύπων πχ το ISO του OSI, του TCP/ ΓΡ που σχετίζεται με το μέσο υλοποίησης της επικοινωνίας και τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά του καθώς και όσα σχετίζονται με τα αντίστοιχα μέρη στα 2 σημεία που επικοινωνούν. Physical M e a s u r e m e n t [Φυσική μέτρηση] Φυσ. Ποσοτική μέτρηση, άμεση ή έμμεση, μιας οποιασδήποτε φυσικής ποσότητας σε μία ορισμένη μονάδα της, π.χ. μήκους (σε m), ποσότητας ηλεκτρικού φορτίου (σε Cb) κλπ.

Physical Meteorology

- 1072 -

Physical Meteorology [Φυσική μετεωρολογία] Μετεωμ. Κλάδος της μετεωρολογίας που έχει να κάνει περισσότερο με τα φυσικά φαινόμενα και μεγέθη στην ατμόσφαιρα ως και την ιονόσφαιρα. Physical O c e a n o g r a p h y [Φυσική Ωκεανογραφία] Ωκεαν. Η επιστήμη που μελετά την μετάδοση του φωτός, του ήχου και της κινητικής ενέργειας μέσο των ωκεανών, την κατανομή των θερμοκρασιών και τις αλληλεπιδράσεις ανέμου-θάλασσας. Physical Optics [Κυματική θεωρία του φωτός] Φυα. Ο κλάδος της Φυσικής που προσεγγίζει και εξηγεί τα διάφορα οπτικά φαινόμενα λαμβάνοντας υπόψη το κυματικό χαρακτήρα του φωτός. Με την κυματική θεωρία εξηγήθηκαν φαινόμενα που δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις η γεωμετρική οπτική. Physical Path Length [Μήκος φυσικής διαδρομής] Πλημ. Η πραγματική απόσταση που πρέπει να διανύσει ένα ηλεκτρονικό σήμα ανάμεσα σε δύο σημεία. Γνωστό και ως μήκος διαδρομής. Physical P e n d u l u m [Φυσικό εκκρεμές] Μηχ. Σύστημα που αποτελείται από μια μπάλα που κρέμεται από σταθερό σημείο με μη ελαστικό μέσο, σαν αντικείμενο μελέτης της κίνησης του δυναμικού συστήματος. Physical Property [Φυσική ιδιότητα] Χημ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται κάθε ιδιότητα που χαρακτηρίζει μία ουσία ανεξαρτήτως της χημικής της σύστασης, όπως είναι για παράδειγμα η πυκνότητα, η σκληρότητα και άλλες. Physical Record [Φυσική εγγραφή] Πληρ. Ένα σύνολο δεδομένων συνεχώς τοποθετημένων σε κάποιο μέσο αποθήκευσης που διαχωρίζεται από τα άλλα δεδομένα με συγκεκριμένο και σαφώς αναγνωρίσιμο τρόπο. Physical Science [Φυσική επιστήμη] Τεχνολ. Επιστήμη σχετική με τα φυσικά φαινόμενα και τους νόμους τους. Physical S y m b o l S y s t e m Hypothesis [Υπόθεση συστήματος φυσικών συμβόλων] Πληρ. Υπόθεση ότι ένα σύστημα έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδώσει ικανοποιητικά το φυσικό κόσμο και να γίνει κατανοητό από ανθρώπους αλλά κυρίως μηχανές μια που χρησιμοποιείται κύρια στην τεχνητή νοημοσύνη. Physical T h e o r y [Φυσική θεωρία] Φυα. Η κάθε θεωρία που αναπτύσσεται για να εξηγήσει τα διάφορα φυσικά φαινόμενα βασιζόμενη στην παρατήρηση αλλά και σε πειραματικές μετρήσεις. Physical T i m e [Φυσικός χρόνος] Γεωλ. Η κλίμακα του γεωλογικού χρόνου που προσδιορίζεται με μεθόδους στηριζόμενες στην εξέλιξη μιας φυσικής διεργασίας όπως με την αρχαιομαγνητική που βασίζεται στη βραδεία μεταβολή της έντασης και της κατεύθυνσης του γήινου μαγνητικού πεδίου, τις ραδιομετρικές που βασίζονται στην αυθόρμητη διάσπαση των φυσικών ραδιενεργών στοιχείων των πετρωμάτων κ.λ.π. Physicist [Φυσικός]Φνσ. Είναι ο ειδικός επιστήμονας που ειδικεύεται στον τομέα των φυσικών επιστημών. Physics [Φυσική] Φυα. Είναι μία από τις θεμελιώδης επιστήμες, η οποία ασχολείται με τους νόμους που διέπουν το σύμπαν, περιγράφοντας τη σχέση ύλης και ενέργειας, μελετώντας την κίνηση των σωμάτων και τις δυνάμεις που ασκούνται σε αυτά. Physostigmine [Φυζοστιγμίνη] Οργ.Χημ. Τοξικό αλκαλοειδές που απαντάται στους σπόρους του φυτού Physostigma venecosum. Στερεή, άχρωμη σχεδόν ουσία ελάχιστα διαλυτή στο νερό διαλυτή σε οινόπνευμα με τύπο C15H21O2N3. Διαθέσιμη και με τη μορφή του σαλικυλικού της άλατος (C15H2i02N3.C7H603) ή του

θειικού της άλατος (C15H21O2N3. H 2 S0 4 ). Χρησιμοποιείται στην Ιατρική εναντίον του γλαυκώματος στο μάτι κλπ. Αναφέρεται και σαν εσερίνη. Phytase [Φυτάση] Βιοχημ. Ένζυμο σε φυτά που καταλύει την υδρόλυση του φυτικού οξέος σε ινοσιτόλη και φωσφορικό οξύ. Phytic Acid [Φυτικό οξύ] Ομγ.Χημ. Αχρωμο έως υποκίτρινο παχύρρευστο υγρό, με μοριακό τύπο 06Η 18 Ο 24 Ρ6που μπορεί να συμπλοκοποιηθεί με διάφορα μέταλλα σχηματίζοντας αδιάλυτες ενώσεις. Αποσυντίθεται με θέρμανση. Διαλύεται εύκολα στο νερό και σε οινόπνευμα 95%. Στη φύση απαντάται με τη μορφή της φυτίνης σε διάφορα δημητριακά. Χρησιμοποιείται από διάφορες βιομηχανίες σαν αντιοοξειδωτικό, σαν σταθεροποιητής, στην κατεργασία του νερού, σαν συμπλοκοποιητής μετάλλων κλπ. Phytin [Φυτίνη] Ομγ.Χημ. Η φυτίνη (γνωστή και ως φυτική λεκιθίνη) είναι οργανοφωσφορική ένωση που απαντάται κυρίως σε σπόρους διαφόρων φυτών, αλλά και σε ζωικούς ιστούς και όργανα. Είναι μίγμα αλάτων ασβεστίου και μαγνησίου με το φυτικό οξύ. Χρησιμοποιείται σαν διαιτητικό πρόσθετο, καθώς διαθέτει τονωτικές ιδιότητες και προάγει τη ρύθμιση του μεταβολισμού. Ενεργοποιεί επίσης την παραγωγή των ερυθροκυττάρων και αυξάνει την ικανότητα της αιμοσφαιρίνης για μεταφορά οξυγόνου. Διαθέτει αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Phytoalexin [Φυτοαλεξίνη] Βιοχημ. Κάθε φυτική ουσία που σχηματίζεται ως μηχανισμός άμυνας εντός των φυτών για την αντιμετώπιση διαφόρων εισερχομένων επιβλαβών παραγόντων όπως παθογόνων μικροοργανισμών, μολυσματικών παραγόντων κ.λ.π. P h y t o c h r o m e [Φυτόχρωμα] Ομγ.Χημ. Το φυτόχρωμα είναι μία πρωτεΐνη συνδεδεμένη με χρωστική. Λειτουργεί σαν φωτοϋποδοχέας και απαντάται σε δύο μορφές, την Pr που απορροφά στο ορατό με μέγιστο στα 666 nm και την Pfr με μέγιστο στα 730 nm. Η Pfr μορφή είναι η ενεργή βιολογικά μορφή και μετατρέπεται στην Pr μορφή με απορρόφηση κόκκινης ακτινοβολίας. Η δράση του στα φυτά σχετίζεται με την ανάπτυξη και τη ρύθμιση του κύκλου άνθισης. Phytoclimatology [Φυτοκλιματολογία] Μετεωμ. Ο κλάδος εκείνος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του κλίματος και τις επιδράσεις που προκαλεί σε μια ανοιχτή περιοχή, όπως τα δάση. Phytoglucogen [Φυτογλυκογόνο] Βιοχημ. Είδος πολυσακχαρίτη ανάλογος του γλυκογόνου που απαντάται σε ορισμένα άλγη. Phytol [Φυτόλη] Ομγ.Χημ. Υδρόφοβη αλκοόλη με 20 άτομα άνθρακα που απαντάται στην α- και βχλωροφύλλη εστεροποιημένη με έναν προπανικό υποκαταστάτη. Θεωρείται τερπένιο, καθώς αποτελείται από τέσσερις ισοπρενοειδείς μονάδες. Η επίσημη ονομασία της είναι 3,7,11,15-τετραμεθυλο-2-δεκαεξεν-1όλη. Phytonadione [Φυτοναδιόνη] Ομγ.Χημ. Είδος λιποδιαλυτής βιταμίνης, γνωστή και σαν βιταμίνη Κι. Έχει δράση παρόμοια με αυτή της φυσικής βιταμίνη Κ. Κίτρινο παχύρρευστη υγρή ουσία με μοριακό τύπο C31H46O2, διαλυτή σε βενζόλιο, χλωροφόρμιο και φυτικά έλαια. Phytotoxin [Φυτοτοξίνη] Βιοχημ. Είδος τοξίνης παραγόμενη από ορισμένα είδη φυτών. Pi [Σύμβολο π] Μαθημ. Βασικό μαθηματικό μέγεθος το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του γεωμετρι-

- 1073 κού σχήματος κύκλος και είναι σε κάθε περίπτωση ο λόγος μεταξύ της περιφέρειας και της διαμέτρου του κύκλου. Pi Attenuator [Εξασθενητής Πι) Ηλεκτμον. Κύκλωμα με 3 αντιστάσεις σε σχήμα π, 2 παράλληλες με γείοίση και μια τρίτη σειριακά. Pi B o n d [π-δεσμός] Φυσ.Χημ. Είδος ομοιοπολικού δεσμού που σχηματίζεται με παράλληλη επικάλυψη ρατομικών τροχιακών με αποτέλεσμα σχηματισμό μοριακού τροχιακού που αντιστοιχεί σε αυξημένη ηλεκτρονιακή πυκνότητα πάνω και κάτω από τον άξονα του δεσμού και μηδενική ηλεκτρονιακή πυκνότητα πάνω στον άξονα του δεσμού. Εμφανίζεται π.χ. στις περιπτώσεις διπλού δεσμού που αποτελείται από ένα σ- και ένα π-δεσμό. Pi Electron [Ηλεκτρόνιο ρ] Φυσ.Χημ. Ηλεκτρόνιο που λαμβάνει μέρος στο σχηματισμό ενός π-δεσμού. Έχει μεγαλύτερη πιθανότητα παρουσίας πάνω και κάτω από τον άξονα του δεσμού και μηδενική πιθανότητα παρουσίας πάνω στον άξονα του δεσμού. Pi P o i n t [Σημείο Πι] Ηλεκτμον. 1. Σαν Point Of Intersection δηλώνει ένα σημείο τομής 2 εφαπτόμενων (μπρος και πίσω) 2. Σαν Point Of Impact ένα σημείο όπου κατευθύνονται περισσότερες από μια δέσμες. Pi Section [Τομέας Πι] Ηλεκτρ. Σύνδεση δικτυώματος σε σχήμα Π. Pi Section Filter [Φίλτρο τομέα Πι] Ηλεκτρ. Φίλτρο σε σχήμα Π. Piaget Theory [Θεωρία Πιαζέ] Τεχνολ. Παιδαγωγική θεωρία για τη μάθηση που χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερα αποδοτικό και μεστό τρόπο που αποδίδει και περιγράφει το άλυτο ως τώρα φαινόμενο. Picard Lindelof Iteration [Επανάληψη Picard Lindelof] Μαθημ. Η επανάληψη της μεθόδου Picard που τελικά οδηγεί σε σύγκλιση με βάση το θεώρημα σταθερού σημείου. Picard M e t h o d [Μέθοδος Picard] Μαθημ. Γνωστή και σαν μέθοδος διαδοχικών προσεγγίσεων. Για ένα διαφορικό πρόβλημα y' = f(x, y(x)), y(x<>) =y 0 άταν ισχύουν οι προϋποθέσεις του θεωρήματος ύπαρξης (δηλαδή η f να είναι Lipschitz) τότε κατασκευάζεται ακολουθία συγκλίνουσα στη λύση. Η μέθοδος υπό προϋποθέσεις μεταφέρεται Kat αριθμητικά. Picard's B i g T h e o r e m [Μεγάλο θεώρημα Picardl Μαθημ. Αναλυτικές συναρτήσεις ορίζονται παντού στο φανταστικό επίπεδο εκτός από ένα σημείο που μπορεί να είναι ουσιωδώς ανώμαλο. Picard's Existence T h e o r e m [Θεώρημα ύπαρξης Picard] λϊαθημ. Για την διαφορική εξίσωση y' = f(x, y (Χ)) όπου y(xo) - x 0 όπου η συνάρτηση f είναι συνεχής και Lipschitz συνεχής στον τόπο Ω = {(x, y): |χ - χο| < a > lly ~ yoll < b }, τότε υπάρχει μοναδική λύση στο διάστημα |x - χο| < δ όπου δ =min (a, b/c) όπου c = sup||f (χ)|| στο Ω. Picard's Little T h e o r e m [Μικρό θεώρημα Picard] Μαθημ. Κάθε ακέραια αναλυτική συνάρτηση εκτός ίσως από 2 σημεία πρέπει να είναι σταθερή. Pick [Αξίνα] Μηχ. Είναι ένα απλό εργαλείο, αποτελούμενο από ένα μεταλλικό στέλεχος, το οποίο στην μία του άκρη είναι αιχμηρό, ενώ στην άλλη διαπλατυσμένο. Στο μέσον του φέρει ξύλινη ράβδο που αποτελεί τη λαβή του, ενώ χρησιμοποιείται κυρίως για σκάψιμο σε σκληρά εδάφη ή άλλες ανθεκτικές επιφάνειες. Pick H a m m e r [Σκαπάνη] Τεχνολ.. Σκαπτικό εργαλείο του οποίου το σκαπτικό στέλεχος έχει μυτερή τη μια

Picric Acid

πλευρά και πλατιά την άλλη. Χρησιμοποιείται από γεωλόγους και εδαφοτεχνικούς στις έρευνες υπαίθρου για τη συλλογή δειγμάτων βραχώδους υλικού. Picker Knives [Αιχμηρά μαχαίρια] Πληρ. Στον αναγνώστη καρτών είναι οι στενές ακμές ενός κινητού μηχανισμού οι οποίες επιλέγουν την τελευταία κάρτα της στοίβας και την μετακινούν στο σημείο ανάγνωσης, Pickering Series [Σειρές Πίκερινγκ] Φυσ. Φασματικές γραμμές που περιέχονται σε φάσματα αστέρων τύπου Ο, είναι γραμμές ιονισμένου ηλίου και προέρχονται από μεταβάσεις από την ενεργειακή κατάσταση η=4 προς υψηλότερες ενεργειακές καταστάσεις, Picking [Επιλογή] Πλημ. Η επιλογή ενός στοιχείου σε οθόνη με ποντίκι ή με φωτεινό μολύβι, Pico- [Πίκο-] Φυσ. Πρόκειται για πρόθεμα που χρησιμοποιείται μαζί με διάφορες μονάδες δηλώνοντας μία υποδιαίρεσή τους ίση προς το ένα εκατομμυριοστό του εκατομμυριοστού αυτών. Picoameter [Πικάμετρο] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης ρευμάτων της τάξεως των 10" 2 Α. Picoampere [Πικοαμπέρ] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης του ρεύματος που ισούται με 10"12 Ampere, Picocurie [Πικοκιουρί] Πυρην.Φυσ. Μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας που ισούται με 10'12 Curie Picofarad [Πικοφαραντ] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας ενός πυκνωτή, η οποία ισοδυναμεί με 10*12 Farad. Picohcnry [Πικοχένρι] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της επαγωγής ενός πηνίου, η οποία ισοδυναμεί με 10"" Henry. Picoline [Πικολίνη] Οργ.Χημ. Ένα από τα τρία ισομερή μεθυλοπαράγωγα της πυριδίνης: η 2-πικολίνη ή απικολίνη (σημείο βρασμού 129°C και σημείο πήξης 70°C), η 3- πικολίνη ή β-πικολίνη (σημείο βρασμού 143-144°C και σημείο πήξης -18°C), ή η 4-πικολίνη ή γ-πικολίνη (σημείο βρασμού 145°C και σημείο πήξης 4°C). Αχρωμα εύφλεκτα υγρά διαλυτά σε νερό και οινόπνευμα. Χρησιμοποιούνται σε οργανικές συνθέσεις, καθώς και στην παρασκευή ρητινών, φαρμάκων, εντομοκτόνων κλπ. Picolinic Acid [Πικολινικό οξύ] Οργ.Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική οργανική ένωση παράγωγο της πυριδίνης με μοριακό τύπο C 10 H K N 4 0 5 . Ουσία διαλυτή σε αλκοόλη με σημείο τήξης 136-137°C που χρησιμοποιείται σαν συνθέσεις καθώς και στον ποσοτικό προσδιορισμό του ασβεστίου. Αναφέρεται και σαν 2-πυριδινοκαρβοξυλικό οξύ. Picomole [Πικομόλ] Επιστ.Τεχν. Χημική μονάδα μέτρησης της ποσότητας μίας χημικής ουσίας. 1 pmol=10' 12 mol. Picosecond [Πικοδευτερόλεπτο] Μηχ. Μονάδα μέτρησης χρόνου που αντιστοιχεί στο ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Η μέτρηση αυτού του χρόνου είναι δυνατή μόνον με ηλεκτρονικά όργανα υψηλής ακρίβειας και μεγάλης ευαισθησίας και χρησιμοποιείται σε εργαστηριακές έρευνες. Picowatt (p\V) [Πικοβάτ] Ηλεκ. Υποδιαίρεση της μονάδας ηλεκτρικής ισχύος W (Watt) και αντιστοιχεί σε 10"I2W (lpW=10" 12 W). Picramic Acid [Πικραμικό οξύ] Ομγ.Χημ. Κόκκινη στερεή οργανική ουσία με μοριακό τύπο C5H5N3O5. Ουσία ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή σε οινόπνεύμα με σημείο τήξης 169-170°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωστικών ουσιών, Picric Acid [Πικρικό οξύ] Χημ. Είναι οργανική χημική

Picrite

- 1074-

ουσία, ένα οξύ, με κίτρινο χρώμα το οποίο διαλύεται στό νερό και ανήκει στα παράγωγα της φαινόλης. Χρησιμοποιείται ως εκρηκτική ύλη, ως χρωστική ουσία και για τη θεραπεία των εγκαυμάτων, ενώ είναι και δηλητηριώδες. Picrite [Πικρίτης] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα υψηλής περιεκτικότητας σε φεμικά συστατικά με σύσταση αποτελούμενη, κυρίως, από αλιβίνη και πυρόξενους (κατά κανόνα αυγίτη) και περιορισμένη παρουσία αστρίων. Picrotoxin [Πικροτοξίνη] Βιοχημ. Είδος γλυκοζίτη μα μοριακό τύπο C30H34O13 που απαντάται στο σπόρο του Amamirta cocculus. Στερεή, κρυσταλλική ουσία που χρησιμοποιείται σαν φαρμακευτική (διεγερτική) ουσία, Αναφέρεται και σαν κοκκουλίνη. Picture [Εικόνα] Τεχνολ. Γραφικό αντικείμενο, αναπαράσταση πραγματικού ή φανταστικού κόσμου. Με τους υπολογιστές πήρε άλλη διάσταση πέρα από τη ζωγραφική και τη φωτογραφία και ενοποιήθηκες με τον ήχο και το βίντεο στα πολυμέσα. Picture 2 [Πίνακας, Εικόνα] Πληρ. Σε προγράμματα COBOL είναι η περιγραφή της δομής των δεδομένων, δηλαδή αν αυτά είναι αριθμητικά ή αλφαριθμητικά, ποιο είναι το πλήθος των ψηφίων πριν και μετά από την υποδιαστολή, κλπ. Συμβολίζεται ως PIC. Picture Carrier [Φορέας εικόνας] Επικοιν. Κάθε σύστημα τηλεοπτικής μετάδοσης έχει τις δικές του συχνότητες και τη δική του διαμόρφωση. Picture C o m p r e s s i o n [Συμπίεση εικόνας] Πληρ. II ψηφιακή κωδικοποίηση εικόνας με τρόπο που μειώνει το χώρο που χρειάζεται για την αποθήκευση της. Οι σχετικοί αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται, για να επιτύχουν μεγαλύτερη συμπίεση, κωδικοποιούν τα συνήθη και επαναλαμβανόμενα μέρη ή χρώματα της εικόνας με μικρούς κωδικούς και τα πιο σπάνια με μεγάλους κωδικούς. Picture E l e m e n t [Στοιχείο εικόνας] Τεχνολ. Ελάχιστο τμήμα οθόνης που μπορεί να επεξεργαστεί, να ακτινοβοληθεί κτλ (συνήθως pixel). Picture Frequency [Συχνότητα εικόνας] Επικοιν. Συχνότητα μετάδοσης σήματος εικόνας. Picture G r a m m a r [Γραμματική εικόνας] Πληρ. Σύνολο τυπικών κανόνων οι οποίοι περιγράφουν τις εικόνες και τη δομή τους. Οι κανόνες αυτοί αναφέρονται σε τρόπους ψηφιακής παράστασης των εικόνων και κατά συνέπεια παρέχουν και δυνατότητες επεξεργασίας τους. Picture Segmentation [Διαμέριση εικόνας] Πληρ. Δυνατότητα προγράμματος Η/Υ να κάνει διαίρεση μιας πολύπλοκης εικόνας σε μέρη έτσι, ώστε η συνολική εικόνα να μπορεί να περιγραφεί και να υποστεί επεξεργασία ως συνάθροιση των μερών της. Picture Signal [Σήμα εικόνας] Επικοιν. Σήμα που κουβαλά δεδομένα εικόνας. Picture T r a n s m i s s i o n [Μετάδοση εικόνας] Επικοιν. Μετάδοση δεδομένων εικόνας συνήθως κωδικοποιημενου λόγω του τεράστιου όγκου του σχετικά με αυτό των απλών κειμένων. Picture T u b e [Χωνί εικόνας] Ηλεκτρον. Συναντιέται πιο συχνά σαν Image Tube. Picture T u b e Brightener [Ενισχυτής λαμπρότητας χωνιού εικόνας] Ηλεκτρον. Συσκευή ενίσχυσης της ποιότητας σήματος για την οθόνη γνωστά και σαν CRT ενισχυτές λαμπρότητας. Picture W i n d o w [Τζαμαρία] Οικοδ. Παράθυρο μεγά-

λων διαστάσεων που τοποθετείται στην όψη ενός κτιρίου που έχει θέα σε ένα όμορφο τοπίο, Pie Chart [Διάγραμμα αναλογιών] Τεχνολ, Γραφική παράσταση των αναλογίων του κάθε συστατικού που συμμετέχει στη σύνθεση ενός συνόλου με τη μορφή ενός κύκλου που τεμαχίζεται ακτινωτά σε τμήματα με τρόπο ώστε η επιφάνεια του κάθε τμήματος να αντιστοιχεί στην ποσοστιαία αναλογία του κάθε συστατικού σε σχέση με το σύνολο. Piece M a r k [Κωδικός τεμαχίου] Τεχνολ. Κωδικός που χαρακτηρίζει τον τύπο και τη μορφή ενός εξαρτήματος στα σχέδια τη μελέτης ενός σύνθετου προϊόντος. Piece Rate [Τιμή μονάδος] Βιομ. Για την πληρωμή της αξίας μιας εργασίας, το ποσόν που ορίζεται για την παραγωγή ενός τεμαχίου ή της μονάδας μιας ποσότητας που θα κατασκευαστεί, Piece W o r k [Αμοιβή με το κομμάτι] Τεχνολ. Εργασία που αμείβεται σύμφωνα με την ποσότητα τεμαχίων που έχουν κατασκευαστεί από την έναρξη μέχρι τη στιγμή μου εκτελείται η πληρωμή. Piecemal Stopping [Τμηματικό σταμάτημα] Γεωλ. Ο μηχανισμός ανόδου του γρανιτικού μάγματος με κατά διαστήματα διάρρηξη των υπερκείμενων τμημάτων του φλοιού και απόσπαση θραυσμάτων πετρωμάτων που μεταφέρονται και αντιδρούν με αυτό προκαλόντας γενικά ψύξη του υλικού, Piecewise Differentiable Function [Κατά τμήματα διαφορίσιμη συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση που είναι διαφορίσιμη κατά τμήματα και στα υπόλοιπα σημεία είναι μη ομαλή. Piecewise Function [Τμηματική συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση που αναπαριστάνεται από 2 τουλάχιστον διαφορετικές εκφράσεις στο πεδίο ορισμού της. Piecewise L i n e a r Function [Τμηματικά γραμμική συνάρτηση] Μαθημ. 1. Συνάρτηση που αλλάζει έκφραση στο πεδίο ορισμού της αλλά είναι παντού γραμμική (συνήθως έχει μη μηδενική τιμή μόνο σε ένα διάστημα που μας εξυπηρετεί). 2. Σπανιότερα είναι και συνάρτηση που είναι γραμμική μόνο κατά τμήματα. Piecewise L i n e a r Function Base S y s t e m [Κατά τμήματα γραμμικό σύστημα βάση συναρτήσεων] Μαθημ. Συναρτησιακή βάση που αποτελείται από γραμμικές συναρτήσεις που είναι κατά τμήματα γραμμικές και χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στην αριθμητική ανάλυση πχ συναρτήσεις στέγες (μια διάσταση) ή πυραμίδες (διγραμμικές δηλαδή στις 2 διαστάσεις) κτλ. Piecewise Linear O d e s [Μερικά γραμμικές συνήθεις διαφορικές εξισώσεις] Μαθημ. Διαφορικές εξισώσεις που χρησιμοποιούν το θεώρημα σταθερού σημείου Poincare Birkhoff. Piedmont [Πρόποδες] Γεωλ. Ονομάζεται η επίπεδη εδαφική έκταση που βρίσκεται ακριβώς σε γειτονική θέση ως προς την βάση ενός βουνού. Piedmont Angle [Υπωρειακή γωνία] Γεωλ. Η γωνία που σχηματίζεται στα υπώρεια όρους ανάμεσα στο μέτωπο του ορεινού όγκου και στο επίπεδο της οριζόντιας διεύθυνσης του εδάφους, Piemontite [ΙΙιεμοντίτης] Ορυκτ. Ορυκτό απότελούμενο από βασικό πυριτικό ασβέστιο, αργίλιο, μαγγάνιο και δισθενή σίδηρο, της ομάδας του επιδότου. Σχηματίζει κίτρινους ή ερυθρούς, ημιδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος, Έχει σκληρότητα 6 έως 7 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Pier [Βάθρο ή βάση] Πολ. Μηχ. 1. Βάση πάνα) στην ο-

- 1075 ποία στηρίζεται το δάπεδο του ορόφου ενός κτιρίου. 2. Κατακόρυφο φέρον στοιχείο ορθογώνιας ή κυκλικής διατομής στην επιφάνεια του οποίου στηρίζονται τα δοκάρια μιας γέφυρας. 3. Φορέας που κατασκευάζεται σε παραλία για την αγκυροβόληση των πλοίων. Pier C a p [Κεφαλή βάθρου] Πολ. Μηχ. Το άνω τμήμα ενός βάθρου που σε ορισμένες περιπτώσεις σε διατομή έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από το σώμα του βάθρου ώστε να δημιουργηθεί η απαιτούμενη επιφάνεια για τη στήριξη των δοκών ή της δομικής πλάκας. Pier F o u n d a t i o n [Θεμελίωση κιβωτίων] Πολ. Μηχ. —> Caisson Foundation. Piezoelectric [Πιεζοηλεκτρισμός] Φυσ. Ονομάζεται το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο ασκώντας μία πίεση σε ορισμένους ευπαθής κρυστάλλους παράγεται ηλεκτρική τάση και το αντίστροφο. Αυτό βρίσκει πολλές πρακτικές βιομηχανικές εφαρμογές όπως για παράδειγμα στη ραδιοφωνία, στην τηλεφωνία, στους υπέρηχους και άλλα. Piezoelectric Crystal [Πιεζοηλεκτρικός κρύσταλλος] Φυσ.Στερ.Κατ. Είναι εκείνος ο κρύσταλλος ο οποίος παρουσιάζει το πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο. Όλοι οι σιδηροηλεκτρικοί κρύσταλλοι είναι πιεζοηλεκτρικοί (όπως ο περοβσκίτης BaTi0 3 ) αλλά το αντίθετο δεν ισχύει. Τέτοιοι κρύσταλλοι είναι βασικής σημασίας στην ηλεκτρονική και λόγο) της ιδιότητάς τους να μετατρέπουν την ηλεκτρική ενέργεια σε ηχητικά κύματα και το αντίστροφο είναι περισσότερο γνο)στοί ως μικρόφωνα. Piezoelectric E f f e c t [Πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο] Φυσ. Στερ.Κατ. Το φαινόμενο που παρουσιάζουν ορισμένοι κρύσταλλοι που όταν είναι κομμένοι σε συγκεκριμένες κρυσταλλογραφικές διευθύνσεις και ύστερα από εφαρμογή κάποιας πίεσης στις επιφάνειές τους προκαλείται συσσώρευση ηλεκτρικών φορτίων πόλωσης σε αυτές. Piezoelectric S e m i c o n d u c t o r [Πιεζοηλεκτρικός ημιαγωγός] Φυσ.Στερ.Κατ. Εκείνος ο τύπος ημιαγωγού που είναι πιεζοηλεκτρικός. Ένας τέτοιος ημιαγωγός είναι ο χαλαζίας. Piezoelectricity [Πιεζοηλεκτρισμός] Φψτ.Στερ. Κατ. Το φαινόμενο της παραγωγής ηλεκτρικού πεδίου που παρουσιάζουν μερικοί κρύστάλλοι, οι πιεζοελεκτρικοί, όταν πιεστούν. Ο πιεζοηλεκτρισμός σε εκείνες τις κρυσταλλογραφικές διευθύνσεις όπου δεν έχουν κέντρο συμμετρίας. Piezomagnetism [Πιεζομαγνητικό φαινόμενο] Φυσ. Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν σε συγκεκριμένα υλικά εφαρμόζεται μηχανική τάση, έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή μαγνητικού πεδίου και αντίστροφα. Piezometer [Όργανο μέτρησης πίεσης] Μηχ. Είναι μία διάταξη με την οποία μπορεί να μετρηθεί η πίεση ενός υγρού ή αερίου. Piezopolymer [Πιεζοπολυμερές] Οργ.Χημ. Είδος πολυμερούς που μπορεί να παράγει ηλεκτρισμό με εφαρμογή θερμοκρασίας και πίεσης. Pigeonhole Principle [Αρχή περιστεροφωλιάς] Μαθημ. Γνωστή και σαν αρχή των κουτιών του Dirichlet. Α ν έχουμε μ μπαλάκια και ν κουτιά και μ > ν τότε υπάρχει κουτί που περιέχει 2 τουλάχιστον μπαλάκια. Pigment [Πιγμέντο] Χημ. Είδος χρωστικής ουσίας που χρησιμοποιείται σε αιώρημα για να προσδώσει χρώμα σε άλλο υλικό σαν χρώμα επιστρώσεως. Pigtail [Αιωρούμενο άκρο αγωγού] Ηλεκ. Τμήμα ευλύγιστου αγωγού μικρού μήκους, που συνδέει ένα ακίνητο άκρο μιας μηχανής με ένα άκρο της το οποίο έχει τη

Pile F o r m u l a

όυνατοτητα καποιας μικρής κίνησης. Pike [Μυτερή κορυφή] Γεωλ. Καλείται η κορυφή ενός βουνού ή λόφου όταν αυτή είναι ιδιαίτερα αιχμηρή με πολύ απότομες κλίσεις. Pilaster [Παραστάς] Αμχ. Πρόκειται για ένα υποστύλωμα με εγκάρσια διατομή γεωμετρικού σχήματος τετραγώνου, το οποίο είναι εν μέρη εντοιχισμένο και εν μέρη προεξέχει από την επιφάνεια ενός τοίχου. Ανάλογα με την όλη κατασκευή μπορεί να έχει και κιονόκρανο ή βάση. Pile [Πάσσαλος] Πολ. Μηχ. Το ένα τεμάχιο ενός συστήματος θεμελίωσης που χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις χαλαρών εδαφών το οποίο είναι ξύλινο, μεταλλικό ή από οπλισμένο σκυρόδεμα με μεγάλο μήκος και σχετικά μικρή διατομή και έχει μορφή ιστού το οποίο τοποθετείται εντός του εδάφους μέσω κρούσεων ή εντός μιας οπής που δημιουργείται μέσω διάτρησης. Pile Beacon [Φάρος] Πλοηγ. Μεγάλου ύψους, ακίνητη, μεταλλική ή τσιμεντένια κατασκευή που στο ανώτερο σημείο της βρίσκεται πηγή φωτός συνήθως περιστρεφόμενη και εκπέμπει συνεχώς ή κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα. Χρησιμοποιούνται από τους ναυτικούς για σωστή και ασφαλή πλοήγηση. Pile Bent [Κεκλιμένος πάσσαλος] Πολ. Μηχ. Σε ένα σύστημα πασσάλωσης η ομάδα των πασσάλων που είναι κεκλιμένοι σχετικά με την κατακόρυφο και συνεργάζονται με τους κατακόρυφους πασσάλους μέσω ενός ισχυρού κεφαλόδεσμου σχηματίζοντας ένα σύστημα θεμελίωσης υψηλής φέρουσας ικανότητας. Pile Cap [Κεφαλόδεσμος] Πολ. Μηχ. Σε μια συστοιχία πασσάλων εύρωστο στοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα που συνδέει μεταξύ τους του πασσάλους και αποτελεί το θεμέλιο της ανωδομής. Pile Core [Στέλεχος πυρήνα] Πολ. Μηχ. Μεταλλική ράβδος που τοποθετείται στο κέντρο ενός πασσάλου που τοποθετείται στο έδαφος με κρούσεις σε όλο το μήκος η οποία δέχεται το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας των κρούσεων εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την προστασία της διατομής του πασσάλου από υπερβολική φόρτιση. Η ράβδος μετά την τοποθέτηση αφαιρείται και η οπή πληρώνεται με ισχυρό κονίαμα. Pile Dike [Σανιδότοιχος] Πολ. Μηχ. Φράγμα που κατασκευάζεται για τη διαμόρφωση της κοίτης ενός ποταμού το οποίο αποτελείται από μια συστοιχία ξύλινων ή μεταλλικών πασσάλων συνδεδεμένων μεταξύ τους με ειδικούς συνδέσμους ή με τη διαμόρφωση των δύο άκρων κάθε στελέχους με κατάλληλο τρόπο ο')στε οι πάσσαλοι να θηλυκώνουν μεταξύ τους δημιουργώντας μια αδιαπέραστη επιφάνεια. Pile Driver [Πασσαλοπήχτης] Πολ. Μηχ. Μηχάνημα που αποτελείται από έναν κατακόρυφο ιστό μεγάλου μήκους ο οποίος μέσω ενός συστήματος τροχαλιών και συρματόσχοινων αναρτά τους πασσάλους και εκτελεί τη διαδικασία διείσδυσης τους εντός του εδάφους μέσω κρούσεων, ή δόνησης. Pile Extractor [Εξαγωγέας πασσάλων] Πολ. Μηχ. 1. Μηχάνημα το οποίο εφαρμόζοντας ανοδικές κρούσεις σε έναν πάσσαλο τον αποσύρει από το έδαφος που είναι τοποθετημένος. 2. Μηχάνημα με το οποίο εκτελείται η εργασία ανέλκυσης ενός πασσάλου μέσω δονήσεων. Pile F o r m u l a [Τύπος υπολογισμού πασσάλων] Πολ. Μηχ. Μαθηματική εξίσωση που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της φέρουσας ικανότητας ενός πασσάλου στην οποίο υπεισέρχονται με διάφορους συντελε-

Pile F o u n d a t i o n

- 1076-

στές το μήκος του πασσάλου, τα χαρακτηριστικά της διατομής του, τα χαρακτηριστικά των εδαφικών στρώσεων, και ως αποτέλεσμα προκύπτει το συνολικό φορτίο που δύναται να φέρει ένας πάσσαλος δίχως να αστοχήσει. Pile Foundation [Θεμελίωση με πασσάλους] Πολ. Μηχ. Τρόπος θεμελίωσης που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις χαλαρών επιφανειακών στρώσεων εδάφους με μικρή φέρουσα αντοχή σύμφωνα με τον οποίο τα φορτία του τεχνικού μεταβιβάζονται μέσω της τοποθέτησης εντός του εδάφους μιας συστοιχίας πασσάλων οι οποίοι εδράζονται σε κατώτερες στρώσεις του υπεδάφους οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή φέρουσα αντοχή. Pile H a m m e r [Κριός] Πολ. Μηχ. Αντίβαρο που αποτελεί το εξάρτημα ενός πασσαλοπήχτη μέσω του οποίου εφαρμόζονται κρούσεις στον πάσσαλο και εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο η διείσδυση του στο έδαφος. Pile H e a d [Κεφαλή πασσάλου] Πολ. Μηχ. Η περιοχή που αποτελεί το άνω άκρο του πασσάλου. Στην περίπτωση των πασσάλων που τοποθετούνται με κρούσεις, το τμήμα αυτό καλύπτεται με μια μεταλλική στεφάνη για προστασία από τις κρούσεις. Pile H e l m e t [Στεφάνη] Πολ. Μηχ. Μεταλλικό κυλινδρικό εξάρτημα που τοποθετείται στην κεφαλή του πασσάλου για να προστατευτεί το υλικό από τις φθορές που μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή των κρούσεων. Pile S h o e [Περίβλημα αιχμής] Πολ. Μηχ. Μεταλλικό στοιχείο κωνικού γεωμετρικού σχήματος που τοποθετείται σε διαμορφωμένο κάτω άκρο ενός πασσάλου από ξύλο ή από οπλισμένο σκυρόδεμα για να διευκολυνθεί η διείσδυση στην περίπτωση που εκτελείται μέσω κρούσεων. Pillar [Κολώνα, υποστύλωμα] Πολ. Μηχ. Τα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία ενός στατικού φορέα μέσω των οποίων τα φορτία μεταβιβάζονται στα θεμέλια. Pillar Buoy [Ψηλή σημαδούρα] Πλοηγ. Είδος σημαδούρας με μια μεταλλική κατασκευή μεγάλου ύψους στο κέντρο της που τις περισσότερες φορές στο τέλος της υπάρχει φως. Μπορεί να υποδεικνύει και υποβρύχια δραστηριότητα. Pillow Lava [Μαξιλαροειδής λάβα] Γεωλ. Λάβα προερχόμενη από υποθαλάσσια ηφαιστειακή έκρηξη η οποία, κατά τη στερεοποίησή της παρουσιάζει σχήμα μαξιλαριού με κυρτά τα άκρα της ανώτερης και κοίλα τα άκρα της κατώτερης επιφάνειάς της. Pilmer [Πίλμερ] Μετεωρ. Πολύ δυνατή, μεγάλης διάρκειας και βαριά βροχόπτωση που εκδηλώνεται στις περιοχές της Αγγλίας. Pilocarpine [Πιλοκαρπίνη] Οργ.Χημ. Αλκαλοειδές με μοριακό τύπο C n H ^ ^ C ^ , που απαντάται στα αποξηραμένα φύλλα του αμερικανικού δέντρου Pilocarpus pennatifolious. Αχρωμη στερεή ουσία, διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 34°C. Χρησιμοποιείται με τη μορφή διαλύματος του υδροχλωρικού της άλατος για τη θεραπεία οφθαλμολογικών παθήσεων (γλαύκωμα). Pilot 1 [Πιλοτικός] Πληρ. Ο σχετικός με νέο πειραματικό πρόγραμμα ή έργο ή συσκευή. Pilot [Πιλότος] Επικοιν. Σήμα που ορίζει έναρξη μιας διαδικασίας επικοινωνίας. Pilot Balloon Observation [Παρατήρηση πιλότου μπαλονιού] Μετεωρ. Μέθοδος παρατήρησης ανέμου μέσω κατευθυνόμενου μπαλονιού που μεταδίδει ταυτόχρονα στοιχεία αζιμουθιακού ύψους και διεύθυνσης.

Pilot Boat [Πλοηγίδα] Ναυπηγ. Είναι το μικρό και ευέλικτο πλοίο επί του οποίου επιβαίνει ο πλοηγός για να ολοκληρωθεί μία διαδικασία διαπόρθμευσης ενός πλοίου. Pilot Channel [Κανάλι διαρρύθμισης κοίτης] Πολ. Μηχ. Σε ένα χείμαρρο που η κοίτη του ακολουθεί ένα σχήμα μαιάνδρου, το ένα από μια ομάδα καναλιών που κατασκευάζονται με σκοπό την ευθυγράμμιση της κοίτης για τον έλεγχο της ροής του χειμάρρου. Pilot Hole [Καθοδηγητική οπή] Μηχ. Ονομάζεται η μικρή τρύπα που διανοίγεται κατά τη διάρκεια εκτέλεσης κάποιου τεχνικού έργου προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός για την οριστική διάνοιξη των κανονικών οπών που απαιτούνται. Pilot L a m p [Ενδεικτική λυχνία] Πλεκ. Μικρή λυχνία που δίνει οπτική επισήμανση ότι ένα ηλεκτρικό κύκλωμα κλείνει και επομένως ενεργοποιείται. Pilot Line Operation [Πιλοτική εφαρμογή] Τεχνολ. Στη διαδικασία ανάπτυξης της οργάνωσης της παραγωγής ενός νέου προϊόντος, η εκτέλεσης μιας δοκιμαστικής παραγωγικής διαδικασίας με σκοπό να ερευνηθούν σε πραγματικές συνθήκες παραγωγής οι λεπτομέρειες της παραγωγικής διαδικασίας, να εντοπιστούν οι πιθανές αδυναμίες του συστήματος και να βελτιωθούν οι ελλείψεις του προγραμματισμού. Pilot M o d e l [Πιλοτική εφαρμογή] Τεχνολ. Pilot Line Operation. Pilot Parachute [Καθοδηγητικό αλεξίπτωτο] Αερομηχ. Πρόκειται για μικρό αλεξίπτωτο, το οποίο είναι προσδεδεμένο στην κορυφή του βασικού αλεξίπτωτου, ανοίγει πρώτο και χρειάζεται για να βοηθήσει και να καθοδηγήσει στην ορθή διάνοιξη του κύριου αλεξίπτωτου. Pilot Rules [Κανόνες ναυσιπλοΐας] Ναυτιλ. Πρόκειται για το σύνολο των κανόνων και οδηγιών που πρέπει να τηρεί κάθε πλοίο όταν κινείται εντός των χωρικών υδάτων μιας χώρας. Pilot System [Πιλοτικό σύστημα] Πληρ. Το περιβάλλον που δημιουργείται από ικανό και αντιπροσωπευτικό δείγμα του πραγματικού περιβάλλοντος για την αξιολόγηση νέων διαδικασιών και τεχνικών. Pilot Test [Πιλοτικός έλεγχος] Πληρ. Ο έλεγχος σωστής λειτουργίας μιας διαδικασίας ή τεχνικής ή συσκευής που γίνεται σε συνθήκες ίδιες με αυτές που οδήγησαν στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη αυτής της διαδικασίας ή της τεχνικής ή της συσκευής αντίστοιχα. Pilot Tone [Πιλοτικός τόνος] Επικοιν. Πρώτο τόνος που ζητά έναρξη επικοινωνίας. Pilot Waters [Νερά πλοήγησης] Πλοηγ. Είναι οι περιοχές της θάλασσας όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο αυτόματος πιλότος του σκάφους και πρέπει να αναλάβει την πλοήγηση ο καπετάνιος. Τέτοιες μπορεί να είναι οι περιοχές στις εισόδους των λιμανιών. P I L O T [Γλώσσα PILOT] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού ειδική για εφαρμογές σχεδιασμού με τη βοήθεια υπολογιστή. Ακρωνύμιο του Programmed Inquiry Learning Or Teaching. Pilotage [Πιλοτάρισμα] Πλοηγ. Η αποτελεσματική, ασφαλής και μέσα στους κανόνες της ναυσιπλοίας πλοήγηση του σκάφους. Pilotaxic [Πιλοταξικός ιστός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει τον κρυσταλλικό ιστό των πυριγενών πετρωμάτων στα οποία οι κρύσταλλοι είναι λεπτοί, ιδιόμορφοι, επιμήκεις μικρόλιθοι. Pilsenite [Πιλσενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο

- 1077 από τελλουριούχο βισμούθιο, της ομάδας του τετραδυμίτη. Σχηματίζει λευκούς ή φαιούς, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 8,4. Pimaricin [Πιμαρικίνη] Οργ.Χημ. Στερεή οργανική ουσία με μοριακό τύπο C33H47NO13, διαλυτή σε νερό και σε οργανικούς διαλύτες. Διασπάται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική εναντίον του μύκητα Candida albicans. Pimelic Acid [Πιμελικό οξύ] Ομγ.Χημ. Είδος κορεσμένου δικαρβοξυλικού οξέος με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και τύπο HOOC(CH2)sCOOH. Στερεή ουσία διαλυτή σε οινόπνευμα με σημείο τήξης 105°C. Χρησιμοποιείται σε πολυμερή, σε πλαστικοποιητές, σε βιοχημικές έρευνες κλπ. Pin [Ακροδέκτης] Ηλχκτμον. Οδοντωτό εξάρτημα που συνδέεται στο αντίστοιχο του για να διευκολυνθεί η πρόσβαση του ρεύματος του καλωδίου στο μέσο χρήσης. Τα δοντάκια συνήθως καλύπτονται από διεθνείς ή και τοπικές συμβάσεις (για παλιότερα μηχανήματα) αλλά συνήθως περιλαμβάνουν σήματα συγχρονισμού, γειώσεις κτλ. Pin 2 [Καρφίτσα] Τεχνολ. Λεπτή μεταλλική ράβδος μικρού μήκους αιχμηρή στο ένα άκρο και με διαπλατυσμένη κεφαλή στο άλλο άκρο που χρησιμοποιείται για να συνδέει μεταξύ τους εύκαμπτα αντικείμενα όπως φύλλα χάρτου ή πλαστικά. Ρ-Ι-Ν Diode [Δίοδος p-i-n] Ηλεκτμον. Κύκλωμα (κρύσταλλος) με 3 ημιαγωγούς, έναν τύπου ρ και έναν τύπου n και έναν ενδιάμεσο εσωτερικό. Pin Feed Printer [Εκτυπωτής που χρησιμοποιεί ροδέλες για την κίνηση του χαρτιού] Πλημ. Ο εκτυπωτής που χρησιμοποιεί χαρτί με διάτρητες λωρίδες στις δύο του πλευρές και για να το κινεί. Φέρει δύο ροδέλες με δόντια που περνάνε μέσα στις οπές. Καθώς οι ροδέλες περιστρέφονται το χαρτί κινείται μπροστά από την κεφαλή. Pin Joint [Αρθρωση] Οικοδ. Η δημιουργία ενός συνδέσμου σε ένα φορέα στον οποίο δεν αναπτύσσονται ροπές. P-I-N Junction [Δίοδος p-i-n] Ηλεκτμον. Δίοδος με 2 αντίθετης πολικότητας ημιαγωγούς (ίδιου ή διαφορετικού υλικού) που στη μέση έχουν μια εσωτερική (Inlrisinc) αντίσταση. Pinboard [Πίνακας ακροδεκτών] Πλημ. Πίνακας ο οποίος φέρει μια σειρά από οπές μέσα στις οποίες μπορούν να συνδεθούν ακροδέκτες για να ελέγχουν τη λειτουργία συσκευών ή γενικότερα εξοπλισμού. Pincers [Τανάλια] Μηχ. Γνωστή και ως πένσα ή λαβίδα, πρόκειται για ένα απλό μεταλλικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο σιαγόνες και χειρολαβές που ενώνονται και περιστρέφονται γύρω από ένα κομβικό σημείο, το οποίο χρησιμοποιείται για να κρατά σταθερά ένα αντικείμενο ή να αποσπά καρφιά ή για άλλες βοηθητικές εργασίες. Pinch [Στένωση] Γεωλ. Σημαντική μείωση του εύρους που σημειώνεται τοπικά σε ένα ή περισσότερα σημεία μεταλλοφόρου φλέβας ής στρώματος πετρώματος. Pincushion Distortion [Παραμόρφωση τραπεζοειδούς σχήματος] Φυσ. Η παραμόρφωση μιας ηλεκτρονικής εικόνας, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα να εμφανίζεται η εικόνα με τα άκρα της να κλίνουν προς τα μέσα. Pinene [Πινένιο] Ομγ,Χημ. Ένα από τα δύο ισομερή παράγωγα του πινάνιου με ένα διπλό δεσμό. Αχρωμα δια-

Pipe Bracket

φανή υγρά της κατηγορίας των τερπενοειδών, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά σε οινόπνευμα, που αποτελούν τα κύρια συστατικά του τερεβινθελαίου (νέφτι), που προέρχεται από το ρετσίνι των πεύκων. Χρησιμοποιούνται σαν διαλύτες. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Pine Oil [Πευκέλαιο] Υλικ. Τοξικό στη συμπυκνωμένη μορφή του έλαιο που εξάγεται με απόσταξη από το ξύλο (βελόνες, ρίζες ή κλαδιά) ορισμένων ειδών πεύκων και χρησιμοποιείται υπό κατεργασμένη μορφή για τις απολυμαντικές τους ιδιότητες στη φαρμακευτική, σε αλοιφές, αποσμητικά χώρων κ.λ.π. Pinger P r o g r a m [Πρόγραμμα Pingcr] Επικοιν. Λογισμικό ελέγχου απόκρισης μιας IP διεύθυνσης. Pinic Acid [Πινικό οξύ] Οργ.Χημ. Λευκή στερεή δικαρβοξυλική οργανική ουσία με μοριακό τύπο C9H14O4, ελάχιστα διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 135-136°C και σημείο βρασμού 214-216°C (lOmmHg). Παράγεται από το α-πινένιο και χρησιμοποιείται με τη μορφή των διεστέρων του στην παρασκευή λιπαντικών και πλαστικοποιητών. Pinion [Μικρό γρανάζι] Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ο μικρότερος οδοντωτός τροχός μιας σειράς από γρανάζια που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση της κίνησης σε μία μηχανή. Pinnacle [Κορυφή] Αμχ. Το ψηλότερο σημείο μιας κεκλιμένης τετράπλευρης στέγης που διαμορφώνεται ως αιχμή. Pinnoite [Πιννοϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βορονικό μαγνήσιο. Σχηματίζει άχροους ή κίτρινους, ημιδιαφανείς και με υαλχόδη λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχε·, σκληρότητα 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2. Pint [Μονάδα όγκου] Φυσ. Πρόκειται για μονάδα όγκου που χρησιμοποιόταν στις αγγλοσαξονικές χώρες και ισούται, ανάλογα με τη χώρα όπου ίσχυε, περίπου με μισό λίτρο. P I O C S [Πρόγραμμα PIOCS] Πλημ. Σειρά προγραμμάτων που έχουν ως αντικείμενο να παρακολουθούν και να ελέγχουν τη λειτουργία των καναλιών εισόδου/ εξόδου. Ακρωνύμιο του Physical Input/Output Control System. Pioneer [Πρωτοπόρος] Αστμοναυτ. Αμερικανικό διαστημικό πρόγραμμα που εξελίχθηκε από τον Οκτώβριο του 1958 έως το Σεπτέμβριο του 1995 με αποστολές (όχι όλες επιτυχείς) προς τη Σελήνη (Pioneer 1, 2, 3 και 4, το 1958 και 1959) στην Αφροδίτη (Pioneer Venus 1 και 2, το 1978), στο Δία (Pioneer 10 και 11, το 1972 και 1973) και στον Κρόνο (Pioneer 11, το 1979) καθώς και διαστημοπλοίων σε ηλιακή τροχιά (Pionner 6, 7, 8 και 9, μεταξύ των ετών 1965 και 1968) για τη μελέτη του διαπλανητικού μαγνητικού πεδίου. Pipe 1 [Αγωγός] Πλημ. 1. Το κανάλι, ο αγωγός ή η τεχνική που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση δεδομένων από ένα πρόγραμμα ή από μια επεξεργασία σε μια άλλη, συνήθως κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης εκτέλεσής τους. 2. Το ίδιο το πρόγραμμα ή η επεξεργασία μιας τέτοιας αρχιτεκτονικής. Pipe [Σωλήνα] Τεχνολ. Αγουγός κλειστής διατομής η οποία έχει κυκλικό σχήμα κατασκευασμένος από μέταλλο, πλαστικό ή σκυρόδεμα ο οποίος χρησιμοποιείται για την κατασκευή δικτύων που προορίζονται για τη μεταφορά ρευστών προϊόντων. Pipe Bracket [Κολάρο] Οικοδ. Εξάρτημα το οποίο στηρίζεται σε τοίχο ή αναρτάται στη οροφή και αποτελεί σημείο στήριξης μιας σωλήνας.

Pipe C l a m p

- 1078 -

Pipe C l a m p [Κολάρο] Τεχνολ. -> Pipe Bracket. Pipe Culvert [Οχετός] Πολ. Μηχ. Τεχνικό που κατασκευάζεται κάθετα στην άξονα μιας οδού στις περιοχές των επιχωμάτων με τον εγκιβωτισμό σωλήνας στο επίχωμα στο υψόμετρο του φυσικού εδάφους για να εξασφαλιστεί η ροή των υδάτων μεταξύ των δύο πλευρών του επιχώματος. Pipe Cutter [Σωληνοκόφτης] Μηχ. Ονομάζεται το κατάλληλα κατασκευασμένο χειροκίνητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή των διαφόρων τύπων σωλήνων. Pipe Fitter [Εργάτης σωληνώσεων] Τεχνολ. Τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτέλεση των εργασιών που απαιτούνται για την εγκατάσταση σωλήνων όπως συναρμολόγηση σωλήνων, τοποθέτηση ειδικών τεμαχίων κλπ. Pipe Fitting [Ειδικά τεμάχια] Τεχνολ. Ειδικά εξαρτήματα όπως ρακόρ, γωνίες, ταυ, κλπ. τα οποία χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση σωλήνων μεταξύ τους ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο ή να κατασκευαστεί ένας αγωγός μεγάλου μήκους. Pipe Flow [Ροή εντός σωλήνας] Τεχνολ. Η διαδικασία της μεταφοράς ενός ρευστού μέσω της κίνησης του εντός ενός αγωγού κλειστής διατομής συνήθως κυκλικού γεωμετρικού σχήματος. Pipe L a y i n g [Τοποθέτηση σωλήνων] Τεχνολ. Οι διαδικασία τοποθέτησης των σωλήνων εντός του χαντακιού που έχει δημιουργηθεί γι'αυτό το σκοπό. Pipe Lining [Εσωτερική επένδυση σα)λήνας] Τεχνολ. Η κάλυψη της εσωτερικής επιφάνειας μιας σωλήνας με ένα υλικό με σκοπό την προστασία του υλικού από διάβρωση ή τη βελτίωση της ροής μειώνοντας με αυτό τον τρόπο τις απώλειες πίεσης που οφείλονται στις τριβές. Pipe Pile [Πασσαλοσωλήνας] Πολ. Μηχ. Σωλήνα που τοποθετείται εντός του εδάφους με κρούσεις ή με τη μέθοδο διάτρησης η οποία θα αποτελέσει το κέλυφος ενός πασσάλου. Pipe Sleeve [Αναμονή σωλήνωσης] Τεχνολ. Τεμάχιο σωλήνας που τοποθετείται στον ξυλότυπο ενός στοιχείου από οπλισμένο σκυρόδεμα πριν την τοποθέτηση του σκυροδέματος ώστε να δημιουργηθεί ένα άνοιγμα στο σώμα του στοιχείου στα σημεία που προβλέπεται από τη μελέτη ότι ένας αγα>γός θα διασχίσει το στοιχείο στο συγκεκριμένο στοιχείο. Pipe T e e [Σύνδεσμος ταυ] Τεχνολ. Εξάρτημα που δημιουργεί το σημείο σύνδεσης δύο σωλήνων οι οποίοι τέμνονται κάθετα μεταξύ του σε ένα σημείο του δικτύου. Pipe W r a p p i n g [Περιτύλιξη σωλήνας] Τεχνολ. 1. Η κάλυψη της εξωτερικής επιφάνειας μιας σωλήνας με μια μονωτική επένδυση για την προστασία του υλικού της σωλήνας από διάβρωση στην περίπτωση που είναι θαμμένη στο έδαφος. 2. Η κάλυψη της εξωτερικής επιφάνειας μιας σωλήνας με μια θερμομονωτική επένδυση στις περιπτώσεις που η σωλήνα θα χρησιμοποιηθεί για μεταφορά ζεστού νερού σε μεγάλη απόσταση. Pipeline [Σωληναγωγός] Μηχ. Ονομάζεται μία ενιαία γραμμή από αγωγούς, συνολικού μήκους πολλές φορές χιλιάδων χιλιομέτρων, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών όπως είναι το αργό πετρέλαιο ή για το φυσικό αέριο. Το όλο σύστημα περιλαμβάνει και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις ελέγχου του δικτύου, τις αντλίες και όλους τους λοιπούς βοηθητικούς σταθμούς. Pipelined Architecture [Αρχιτεκτονική διοχέτευσης

δεδομένων] Πληρ. Δομή υπολογιστή σύμφωνα με την οποία περισσότερες από μία επεξεργασίες είναι έτσι διευθετημένες ώστε να εκτελούνται παράλληλα και να μεταφέρουν δεδομένα και αποτελέσματα η μία προς την ά)λ.η. Pipelining [Τεχνική διοχέτευσης δεδομένων] Πληρ. II τεχνική κατά την οποία η εκτέλεση της επόμενης εντολής ξεκινά πριν την ολοκλήρωση της προηγούμενης, με έξυπνη διοχέτευση δεδομένων μεταξύ αυτών. Με την τεχνική αυτή η εκτέλεση του προγράμματος γίνεται πιο γρήγορα. Piperazine [Πιπεραζίνη] Οργ.Χημ. Ετεροκυκλική κορεσμένα] ένωση. Διαθέτει βασικές ιδιότητες που έχει την ιδιότητα να σχηματίζει ευδιάλυτο άλας με το ουρικό οξύ και για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται σαν αντιρρευματικό φάρμακο. Παρασκευάζεται από επίδραση αιθυλενοξείδιου σε αιθυλενοδιαμίνη, ακολουθούμενη από αφυδρογόνωση. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Piperazine Dihydrochloride [Διϋδροχλωρική πιπεραζίνη] ΟργΧημ. Υδροχλωρικό άλας της πιπεραζίνης με τύπο C4HION2-2HC1. λευκή στερεή ουσία διαλυτή στο νερό, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή εντομοκτόνων, ινών και φαρμακευτικών ουσιών. Piperazine H e x a h y d r a t e [Εξαένυδρη πιπεραζίνη] Οργ.Χημ. Ένυδρη κρυσταλλική μορφή της πιπεραζίνης με τύπο C4H10N2.6H2O. Λευκή στερεή ουσία διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα με σημείο τήξης 44°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή εντομοκτόνων, ινών και φαρμακευτικών ουσιών. Piperidine [Πιπεριδίνη] Οργ.Χημ. Κυκλική ετεροκυκλική αμίνη με τύπο C5H11N. Σχηματίζεται κατά την αναγωγή (υδρογόνωση) της πυριδίνης και κατά τη θέρμανση του υδροχλωρικού άλατος του 1,5διαμινοπεντάνιου. Είναι ασθενής βάση, ισχυρότερη πάντως από την αιθυλαμίνη, λόγω μικρότερης στερεοχημικής παρεμπόδισης. Με εξαντλητική μεθυλίωση κατά Hofmann σχηματίζεται το 1,3-πενταδιένιο. Ο πιπεριδινικός δακτύλιος περιέχεται σε διάφορα αλκαλοειδή. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Piperine [Πιπερίνη] Οργ.Χημ. Αχρωμη στερεή οργανική ουσία με μοριακό τύπο C17H19NO3, ελάχιστα διαλυτή σε νερό, διαλυτή σε οινόπνευμα με σημείο τήξης 135-136°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή λιπαντικών και πλαστικοποιητών. Piperocaine H y d r o c h l o r i d e [Υδροχλωρική πιπεροκαΐνη] Οργ.Χημ. Αευκή στερεή κρυσταλλική οργανική ένωση με τύπο C16H23NO2.HCI. Ουσία διαλυτή σε νερό και σε οινόπνευμα με σημείο τήξης 172-175°C. Χρησιμοποιείται σαν τοπικό αναισθητικό. Piperonal [Πιπερονάλη] Οργ.Χημ. Αευκή στερεή κρυσταλλική οργανική ένωση με τύπο CaH^O^. Ουσία λίγο διαλυτή σε νερό, διαλυτή σε οινόπνευμα με σημείο τήξης 36-37°C και σημείο βρασμού 263°C. Χρησιμοποιείται σε αρώματα, σε εντομοαπωθητικά κλπ. Piperylene [Πιπεριλένιο] Οργ.Χημ. Αχρωμη εύφλεκτη υγρή οργανική ένωση με τύπο CH2=CHCH=CHCH 3 , που ανήκει στην κατηγορία των αλκαδιενίων. Ουσία αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε οινόπνευμα που απαντάται με τη μορφή δύο γεωμετρικών ισομερών, cis και trans. To cis ισομερές έχει σημείο βρασμού 44°C και σημείο πήξης -141°C trans έχει σημείο βρασμού 42°C και σημείο πήξης -87°C. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή πολυμερών και σε οργανικές συνθέσεις. Αναφέρεται και σαν 1,3-πενταδιένιο. P i p e s t o n e [Είδος αργιλικού πετρώματος] Ορυκτ. Με

- 1079τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα είδος αργιλικού πετρώματος, με χρώμα ανοιχτό ερυθρό, το οποίο οφείλει το όνομα αυτό στο γεγονός ότι οι Ερυθρόδερμοι της Αμερικής το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή παραδοσιακών εργαλείων για το κάπνισμα. Pipette [Σταγονόμετρο] Χημ. Πρόκειται για ένα απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα μικρό στενό σωληνάκι, χρησιμοποιείται σε χημικά εργαστήρια, σε φαρμακεία ή άλλού, και με το οποίο ο χρήστης του μπορεί να ρίξει κάπου μικρές ποσότητες ενός υγρού που θα έχει ήδη τοποθετήσει στο σταγονόμετρο, σιγά σιγά και μετρώντας τις σταγόνες του. Pipework [Δίκτυο σωλήνων] Τεχνολ. —> Piping. Piping [Δίκτυο σωλήνων] Τεχνολ. Ομάδα σωλήνων συνδεδεμένων μεταξύ τους με τρόπο που να δημιουργείται ένα πλέγμα αγωγών κατάλληλο για τη ροή ρευστών το οποία μεταφέρονται από ένα σημείο εισροής προς το σύστημα σε διάφορα σημεία εξόδου. Piriform C u r v e [Καμπύλη piriform] Μαθημ. Επίπεδη καμπύλη με γενικές παραμετρικές εξισώσεις x(t) = a(l + sint), y(t) = bcosi(l + cost) για t από το σύνολο [-π/2, π/2]. Pirssonite [Πιρσονίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο ανθρακικό ασβέστιο και νάτριο. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή φαιούς, αδιαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,3. Pisces [Ιχθείς] Αστρον. Αστερισμός ορατός μόνο χειμώνα και φθινόπωρο χωρίς ιδιαίτερα ονομαστά άστρα. Piscis Austrinus [Νότιος Ιχθύς] Αστρον. Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου μεταξύ των αστερισμών του Μικροσκοπίου, του Γλύπτου, του Αιγόκερου και του Υδροχόου, σε ουρανογραφικές συντεταγμένες ορθής αναφοράς 22h και απόκλισης 30°, που περιλαμβάνει 25 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό με λαμπρότερο τον πρώτου μεγέθους αστέρα Φομαλχώ. Διεθνές σύμβολο: PsA. Pisolite [Πισολίτης] Γεωλ. Τύπος ιζηματογενούς πετρώματος, κυρίως ασβεστολιθικού και δολομιτικού, που αποτελείται από συγκρίματα σχετικά σφαιρικού σχήματος διαμέτρου γενικά μεγαλύτερης των δύο χιλιοστών. Pisolith [Πισόλιθος] Γεωλ. Το σύγκριμα σφαιροειδούς σχήματος διαμέτρου γενικά μεγαλύτερης των 2 χιλιοστών που συναντάται κατά μεγάλη αναλογία στα πισολιτικά πετρώματα. Pisolitic T u f f [Πισολιτικός τόφφος] Γεωλ. Τύπος ηφαιστειακού τόφφου με σύσταση αποτελούμενη κατά μεγάλο ποσοστό από συγκρίματα πισολίθων. Piston [Εμβολο] Μηχ. Αποτελεί βασικό εξάρτημα των μηχανών εσωτερικής καύσης ή των αντλιών, καθώς κινούμενο εμπρός και πίσω μέσα στον κύλινδρο όπου γίνεται η καύση μεταδίδει την κίνηση στον άξονα περιστροφής. Piston Attenuator [Πιστόνι εξασθένησης] Φυσ. Συσκευή που προκαλεί εξασθένηση στην ένταση του διατρέχοντος κύματος, όταν εισέλθει σε έναν κυματοδηγό. Piston Engine [Εμβολοφόρος μηχανή] Μηχ. Μηχανή διαφόρων τύπων (π.χ. εσωτερικής καύσης, αντλία, ατμομηχανή) της οποίας η λειτουργία στηρίζεται στη συνεχή παλινδρομική κίνηση, κατά στεγανό τρόπο, συμπαγούς ή κοίλου εμβόλου διαφόρων μορφών εντός κυλινδρικού περιβλήματος υπό την επίδραση πίεσης

Pitot T u b e

παρεχόμενης από αέρια, ατμό κ.λ.π. και άλλων κατάλληλων μηχανισμών. Piston Ring [Δακτύλιος εμβόλου] Μηχ. Απαραίτητο μεταλλικό εξάρτημα του εμβόλου, σε γεωμετρικό σχήμα δακτυλίου, το οποίο αποτρέπει διαρροές καλύπτοντας το κενό μεταξύ του ίδιου του εμβόλου και του σώματος του κυλίνδρου μέσα στο οποίο αυτό κινείται. Piston Road [Διωστήρ εμβόλου] Μηχ. Είναι μία μεταλλική ράβδος προσδεδεμένη στο έμβολο μιας μηχανής η οποία μεταδίδει την κίνηση του σώματος του εμβόλου στο μηχανισμό που βρίσκεται αμέσως έξω από τον κύλινδρο του εμβόλου. Pit [Σκάμμα, φρεάτιο] Πολ. Μηχ. 1. Περιοχή του εδάφους όπου δημιουργείται ένα σκάμμα με σκοπό τη λήψη μιας ποσότητας εδαφικού υλικού που θα χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση ενός τεχνικού έργου. 2. Ένα σκάμμα μικρών διαστάσεων που δημιουργείται στο έδαφος με σκοπό τη λήψη δειγμάτων για την εκτέλεση μιας εδαφολογικής μελέτης. Τέτοιου τύπου έρευνες συνηθίζονται για τον καθορισμύ των χαρακτηριστικών του εδάφους σε μικρό βάθος για τις απαιτήσεις της μελέτης ενός έργου οδοποιίας. Pit Saw [Είδος πριονιού] Μηχ. Πρόκειται για μεγάλο χειροκίνητο πριόνι με το οποίο κόβονται οι κορμοί των δέντρων, που το χειρίζονται δύο εργάτες καθώς έχει δύο λαβές, μία σε κάθε άκρη του, και το κινούν περιοδικά μια προς την πλευρά του ενός εργάτη και μια προς την πλευρά του δεύτερου, ενώ στη μέση στηρίζεται στον κορμό κόβοντάς τον. Pitch 1 [Κλίση στέγης] Αρχ. Η εφαπτομένη της γωνίας κλίσης της επιφάνειας μιας στέγης. Pitch 2 [Κλίση] Τεχνολ. Η γωνία που δημιουργεί η επιφάνεια ενός δομικού στοιχείου με το οριζόντιο επίπεδο ή η εφαπτομένη αυτής της γωνίας. Pitch 3 [Πίσσα] Υλικ. 1. Η παχύρρευστη, κολλώδης και σκοτεινού χρώματος ουσία που λαμβάνεται ως προϊόν κατά την ξηρή απόσταση ειδικότερα των λιθανθράκων και γενικότερα διαφόρων οργανικών σωμάτων όπως ξύλου, λιγνιτών κ.λ.π. και χρησιμοποιείται για επιστρώσεις οδοστρωμάτων, στεγανοποιήσεις κ.λ.π. 2. Κάθε ανάλογης υφής και χρήσης οργανική ουσία της ομάδας των φυσικών βιτουμενίων (π.χ. άσφαλτος, πισσάσφαλτος) που συναντάται είτε ως αυτοτελές κοίτασμα είτε ως υλικό πλήρωσης φλεβών είτε ως εμποτίζουσα ουσία εντός διαφόρων πορωδών πετρωμάτων (π.χ. ψαμμιτών, ασβεστόλιθων, σχιστόλιθων). Pitched Roof 1 [Κεκλιμένη στέγη] Οικοδ. Χαρακτηρίζεται κάθε στέγη κατασκευής με σημαντική κλίση, δηλαδή όχι παράλληλη προς το οριζόντιο επίπεδο αλλά υπό σημαντική γωνία. Pitched R o o f 2 [Κεκλιμένο δώμα] Οικοδ. Το γεωμετρικό σχήμα ενός δώματος όταν αποτελείται από ένα ή περισσότερα επίπεδα κεκλιμένα που συγκλίνουν σε μια ακμή στην περίπτωση που η κλίση είναι αρκετά έντονη. Pitchfork Bifurcation [Διακλάδωση αιχμής] Μαθημ. Διακλάδωση που προκύπτει με γενικό τύπο x' = kx χ3. Pitman [Μεταλλωρύχος] Εζομμ.Μηχ. Ονομάζεται ο εργαζόμενος σε χώρους ορυχείων ή μεταλλείων. Pilot T u b e [Σωλήνας pitot ή σωλήνας τουΡαοί] Τεχνολ. Όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση της ταχύτητας των αεροπλάνων εκμεταλλευόμενο τη διαφορά μεταξύ στατικής και δυναμικής πίεσης. Αποτελείται από κυλινδρικό αεροδυναμικό σώμα με δύο οπές, στο πάνω

Pitticite

- 1080 -

και στο πίσω τμήμα του αντίστοιχα, στις οποίες καταλήγουν τα άκρα ενός μανόμετρου. Pitticite [Πιττικίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό και αρσενικικό σίδηρο. Είναι άμορφο και εμφανίζεται κατά μάζες χρώματος φαιού, λευκού ή κίτρινου, διαφανείς έως υποδιαφανείς και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη. Έχει σκληρότητα 2 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5. Pivot [Αξονας περιστροφής] Μηχ. Πύρος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένα αντικείμενο, για παράδειγμα ένας τροχός, ή μετακινείται ένα εκκρεμές. Pivot Bridge [Περιστρεφόμενη γέφυρα] Πολ. Μηχ. Γέφυρα το κατάστρωμα της οποίας έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί με οριζόντια στροφή που εκτελείται γύρω από ένα κατακόρυφο άξονα. Pivot E l e m e n t [Στοιχείο οδηγός] Μαθημ. Στην αριθμητική ανάλυση και την επίλυση γραμμικών συστημάτων n χ n έτσι θα συναντήσουμε ένα στοιχείο για κάθε σειρά του πίνακα συντελεστών (συνήθως το μεγαλύτερο) που χρησιμοποιείται σαν βοηθός για τη δημιουργία τριγωνικού πίνακα, πχ στη μέθοδο Gauss. Pivoted W i n d o w [Περιστρεφόμενο παράθυρο] Οικοδ. Παράθυρο που ανοίγει περιστροφικά γύρο από ένα οριζόντιο άξονα τοποθετημένο στο μέσω του ύψους του. Pivoting [Οδήγηση] Μαθημ. Διαδικασία ελαχιστοποίησης απωλειών στη διαδικασία επίλυσης γραμμικών συστη μάτων αν ο πίνακας δεν είναι κακής κατάστασης. Pixel [Κουκίδα εικόνας] Πληρ. Το μικρότερο στοιχείο μιας ηλεκτρονικά κωδικοποιημένης εικόνας. Η λέξη δημιουργήθηκε από τα αρχικά γράμματα των λέξεων της φράσης Picture Element. p K [Αογάριθμος ρΚ] Χημ. Ο αρνητικός δεκαδικός λογάριθμος της σταθεράς χημικής ισορροπίας μιας αμφίδρομης αντίδρασης, pK=-logK. Αποτελεί μέτρο συμπλήρωσης της χημικής αντίδρασης. Χρησιμοποιείται κυρίως για την έκφραση της ισχύος ασθενών οξέων ή ασθενών βάσεων (pK a ή pKb). Όσο μικρότερο το ρΚ 3 ή το pKb, τόσο ισχυρότερο είναι το οξύ ή η βάση. P L /I [Πρόγραμμα προγραμματισμού, PL/1] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου που σχεδιάστηκε από την IBM με σκοπό να χρησιμοποιείται και σε εμπορικές και σε επιστημονικές εφαρμογές. Place [Θέση] Μαθημ. 1. Τα μαθηματικά είναι μια περίπου συμβολική γλώσσα και κατ' επέκταση η θέση των συμβόλων έχει ιδιαίτερη σημασία. 2. Ειδική μνεία θέσης έχει η υποδιαστολή για τους δεκαδικούς (τελεία στο αγγλικό σύστημα) ενώ πχ ένα πρότερο μηδενικό μπορεί να παραληφθεί σε πολλά υπολογιστικά συστήματα. Placeholder [Δεσμευμένος χώρος μνήμης] Πληρ. Τμήμα της μνήμης που δεσμεύεται για μεταγενέστερη χρήση. Placentian [Πλακέντιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Πλειόκαινου υποπεριόδου (πριν περίπου 11 εκατομ. χρόνια) της Νεογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Ζάγκλιο της ίδιας υποπεριόδου και αρχαιότερη από το Καλάβριο της Πλειστοκαίνου υποπεριόδου. Placer [Απόθεμα μετάλλου] Γεωλ. Είναι μία συγκέντρωση συνήθως πολύτιμου μετάλλου, όπως για παράδειγμα χρυσού, η οποία σχηματίστηκε από φυσικά μηχανικά αίτια. Placing B o o m [Σωλήνα αντλίας] Οικοδ. Σε μια αντλία τοποθέτησης νωπού σκυροδέματος, αρθρωτή σωλήνα

μέσω της οποίας το νωπό σκυρόδεμα μεταφέρεται από τον κάδο στο σημείο τοποθέτησης. Αποτελείται από πολλά τεμάχια μικρού μήκους το καθένα που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρωτούς συνδέσμους δίνοντας στο μηχάνημα μια ευελιξία και μια δυνατότητα πρόσβασης σε σημεία που βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το σημείο που τοποθετείται το όχημα. Plage [Πλαζ] Αστρον. Περιοχή της ηλιακής χρωμόσφαιρας που όπου διακρίνονται ελαφρές ανωμαλίες, Plagioclase [Πλαγιόκλαστο] Ορυκτ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία ομάδα πυριτικών ορυκτών της οικογένειας των αστρίων, Plagionite [Πλαγιονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αντιμόνιο και μόλυβδο. Σχηματίζει μελανόχρωμους, αδιαφανείς, με μεταλλική λάμψη και τέλείου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,4 έως 5,6. Plain [Πεδιάδα] Γεωλ. Ο όρος αυτός περιγράφει μία μεγάλη εδαφική περιοχή, η οποία είναι σχεδόν επίπεδη, χωρίς απότομες κλίσεις, χωρίς λόφους ή χαράδρες, σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο. Plain Concrete [Αοπλο σκυρόδεμα] Οικοδ. Πλάκα από σκυρόδεμα που δεν περιλαμβάνει στον όγκο της οπλισμό ή περιέχει μόνον ένα πλέγμα ελαφρύ οπλισμού για τον έλεγχο των ρηγρατώσεων. P l a i n O f Denudation [Πειδάδα απογύμνωσης] Γεωλ. Συνεχής εκτεταμένη επίπεδη επιφάνεια της οποίας η ανύψωση, λόγω της επενέργειας διαβρωτικών παραγόντων, περιορίζεται στο επίπεδο της στάθμης της θάλασσας. Plain Of M a r i n e Erosion [Πεδιάδα θαλάσσιας διάβρώσης] Γεωλ. Συνεχής επίπεδη επιφάνεια, μεγάλης έκτασης και γενικά χαμηλής ανύψωσης, που δημιουργείται υπό την επενέργεια μακροχρόνιων διεργασιών θαλάσσιας διάβρωσης και αποκαλύπτεται στη συνέχεια με την αποχώρηση της θάλασσας, Plain Text [Πρωτότυπο κείμενο] Επικοιν. Όρος για το κείμενο που υπόκειται σε κωδικοποίηση. P l a n [Σχέδιο, οριζοντιογραφία] Τεχνολ. 1. Η γραφική παρουσίαση σε ένα επίπεδο της κάτοψης ενός αντικειμένου ή της όψης του ή μιας τομής του. 2. Η κάτοψη της εμφάνισης της πορείας μιας οδού εντός του γενικότερου πλαισίου του περιβάλλοντος χώρου, P l a n a r [Επίπεδος] Μαθημ. Ο όρος αυτός σχετίζεται, και πέρα από τον χώρο των μαθηματικών, με οτιδήποτε έχει ή ανήκει σε ένα επίπεδο Plane Planar G r a p h [Δυσδιάστατο γράφημα] Μαθημ. Καλείται κάθε γραφική παράσταση, η οποία έχει δύο άξονες και μπορεί να σχεδιασθεί σε ένα επίπεδο. Plancherel's T h e o r e m [Θεώρημα Plancherel] Μαθημ. Θεώρημα που ορίζει ότι ο κλασσικός μετασχηματισμός Fourier σε τριγωνομετρική βάση και με τη νόρμα του χώρου L2( R) είναι γραμμικός, διατηρεί τις νόρμες (μέσα στον χώρο των τετραγωνικά ολοκληρώσιμων) και εύκολα αντιστρεπτός. Planck [Πλανκ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης η οποία που πήρε το όνομά της από τον φυσικό Max Planck και ορίζεται ως το γινόμενο ενός joule επί ενός δευτερολέπτου. Planck E r a [Χρόνος Planck] Αστρον. Από τους πρώτους γνωστούς χρόνους μετά τη μεγάλη έκρηξη που αντιστοιχεί στο ΙΟ"43 του δευτερολέπτου που αντιστοιχεί σε διαστάσεις πρωτονίου, Planck M a s s [Μάζα του Planck] Φυσ. Η μάζα που εί-

- 1081 -

ναι ίση με m=(hc/2nG) l / 2 = 2 1 . 7 T I V * gr με 1ι=σταθερά του Planck=6,6260755 ΊΟ*34 joule' sec και G= παγκόσμια βαρυτική σταθερά και c η ταχύτητα του φωτός. Planck M a x [Planck Max] Χημ. (1858-1947) Μεγάλος γερμανός φυσικός τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ φυσικής το 1918. Το 1900 διατύπωσε την κβαντική θεωρία του φωτός, το ότι δηλαδή η ακτινοβολία διαδίδεται σε μικρά 'πακέτα' ενέργειας, τα κβάντα με ενέργεια E=h.v, όπου h η σταθερά που φέρει το όνομά του και ν η συχνότητα της ακτινοβολίας. Η θεωρία του αποτέλεσε της βάση νέων πεδίων της φυσικής, όπως η κβαντομηχανική. Planck's Constant [Σταθερά του Planck) Χημ. Περίφημη σταθερά που εμφανίζεται σε πολλές σχέσεις της φυσικής, αλλά και άλλων επιστημών που σχετίζονται με τη φυσική. Συμβολίζεται με το h και η τιμή της είναι 6,626.1ο"34 J.s. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σχέση E=h.v, που δίνει την ενέργεια ενός φωτονίου. Πήρε το όνομά της από το διάσημο γερμανό φυσικό Max Planck, πατέρα της κβαντικής θεωρίας. Planck's Law [Νόμος του Planckj Φνσ. Βασικός αρχή της κβαντικής θεωρίας, που διατυπώθηκε από τον Γερμανό φυσικό Max Planck το 1900. Αναφέρει ότι η ακτινοβολία αποτελείται από σωματίδια (σωματιδιακή φύση του φωτός), που ονομάζονται κβάντα ή φωτόνια. Η ενέργεια κάθε φωτονίου είναι: E=hv, όπου h=6,626.10' 34 j.s η σταθερά του Planck και ν η συχνότητα της ακτινοβολίας. Planck's Radiation Formula [Φόρμουλα ακτινοβολίας του Planck] Φυσ. Ο νόμος που περιγράφει με ακρίβεια τα πειραματικά δεδομένα για ακτινοβολία μελανού σώματος σε όλα τα μήκη κύματος λ και σε απόλυτη θερμοκρασία Τα και δίνεται από τη σχέση Ι(λ,Τ) = 2 n h 1 ) όπου h=6,626xl0- 34 Jxs η σταθερά του Planck, c η ταχύτητα του φωτός και k η σταθερά του Boltzmann. Plane [Επίπεδο] Μαθημ. 1. Επιφάνεια 2 διαστάσεων που παράγεται από 2 ανεξάρτητα διανύσματα. 2. Με τον αυστηρό μαθηματικό του ορισμό το επίπεδο είναι ένα σύνολο σημείων, στην ουσία μία επιφάνεια, όπου κάθε ευθεία η οποία διέρχεται από δύο σημεία της εν λόγω επιφάνειας, θα ανήκει εξ* ολοκλήρου με όλα τα άλλα σημεία της στο επίπεδο αυτό. Plane Atmospheric W a v e [Επίπεδο ατμοσφαιρικό κύμα] Μηχ. Ατμοσφαιρικό κύμα που διαδίδεται επίπεδα. Plane Earth Factor [Παράγοντας θεωρητικά επίπεδης γης] Φνσ. Ορίζεται από τον λόγο της έντασης του ηλεκτρικού πεδίου ηλεκτρομαγνητικού κύματος που διαδίδεται σε ένα όχι πλήρως αγώγιμο επίπεδο, προς την αντίστοιχη ένταση του πεδίου κατά τη διάδοση του κύματος σε ένα απόλυτα αγώγιμο πεδίο. Plane Filling Curve [Καμπύλη γεμίσματος επιπέδου] Μαθημ. Τέτοιες καμπύλες είναι συνήθως φράκταλ και σε κάθε βήμα καλύπτουν όλο και περισσότερα σημεία ενός επιπέδου ή ενός κλειστού χώρου με διασημότερο εκπρόσωπο την καμπύλη Peano. Plane Frame [Επίπεδο πλαίσιο] Πολ. Μηχ. Ένα πλαίσιο που συνθέτει έναν στατικό φορέα και αποτελείται από πολλά μέλη οι άξονες των οποίων βρίσκονται εντός ενός επιπέδου. Plane Geometry [Επιπεδομετρία] Μαθημ. 1. Κλάδος της γεωμετρίας που ασχολείται με τις συναρτήσεις που αναπτύσσονται σε επίπεδο. 2. Απλούστερα ασχολείται με τα κλειστά σχήματα του επιπέδου (σύμφο)να με του 2 κανόνες της θεωρίας Galois.

Plane Stress

Plane Graph [Δυσδιάστατο γράφημα] Μαθημ. Planar Graph Plane Group [Επίπεδη ομάδα] Μαθημ. Ομάδα ομοεπίπεδων σημείων που η διάταξη τους υπακούει στους κανόνες της θεωρίας Galois. Plane Lamina [Επίπεδο έλασμα] Μηχ. Ονομάζεται κάθε σώμα του οποίου η διάσταση του πάχους είναι ουσιαστικά αμελητέα συγκρινόμενη με τις δύο άλλες διαστάσεις του, οπότε ολόκληρη η μάζα του μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι συγκεντρωμένη σε ένα επίπεδο. Plane Of M a x i m u m Shear Stress [Επίπεδο μέγιστης διάτμησης] Μηχ. Επίπεδο τομής του όγκου ενός φορέα εντός του οποίου αναπτύσσονται οι διατρητικές τάσεις το οποίο τέμνει με γωνία 45° το επίπεδο εντός του οποίου αναπτύσσονται οι εφελκυστικές ή θλιπτικές τάσεις. Plane Of Rupture [Επίπεδο θραύσης] Πολ. Μηχ. Στους στατικούς υπολογισμούς ενός τοίχου αντιστήριξης το επίπεδο καθορίζει την επιφάνεια κατά το μήκος της οποίας θεωρείται ότι θα προκληθεί η θραύση του εδάφους και ο όγκος του εδάφους που βρίσκεται πάνω από αυτό το επίπεδο θα καταπονήσει το τεχνικό έργο. Plane Of Saturation [Υδροφόρος ορίζοντας] Υδμολ. —»Water Level. Plane of Symmetry [Επίπεδο συμμετρίας] Μαθημ. Καλείται το επίπεδο εκείνο ως προς το οποίο δύο αντικείμενα που βρίσκονται εκατέρωθεν αυτού είναι συμμετρικά, δηλαδή για κάθε σημείο του ενός αντικειμένου υπάρχει ένα μοναδικό σημείο του άλλου αντικειμένου το οποίο ισαπέχει σε κάθετη απόσταση από το επίπεδο συμμετρίας. Plane Of Work [Επίπεδο εργασίας] Βιομ. Το δάπεδο επί του οποίου εκτελούνται οι περισσότερες εργασίες και μετακινήσεις που απαιτούνται για την παραγωγή ενός προϊόντος. Plane Partition [Επίπεδη διαμέριση] Μαθημ. Διαμέριση ενός επιπέδου σχήματος που υπακούει στις συνθήκες διαμέρισης ακεραίων και χρησιμοποιείται ευρεία στην επεξεργασία εικόνας κτλ. Plane Polarization [Επίπεδη πόλωση] Φυσ. Διαδικασία πόλωσης η οποία διευθετεί τα φορτισμένα σωμάτια έτσι ώστε το διάνυσμα του ηλεκτρικού πεδίου που προκύπτει, να ανήκει σε ένα προκαθορισμένο επίπεδο. Plane Polarized Wave [Κύμα Επίπεδης Πόλωσης] Φυσ. Ηλεκτρομαγνητικό κύμα του οποίου το διάνυσμα που αντιπροσωπεύει τη συνιστώσα του ηλεκτρικού πεδίου, ανήκει σε ένα προκαθορισμένο επίπεδο, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση του διανύσματος του μαγνητικού πεδίου. Το επίπεδο αυτό θα περιλαμβάνει εξ' ορισμού, την κατεύθυνση διάδοσης του κύματος μέσα σε ομογενές ισοτροπικό υλικό. Plane Section [Τομή επιπέδου] Μαθημ. Η επιφάνεια που προκύπτει όταν ένα επίπεδο τέμνει τον όγκο ενός αντικειμένου ή η ευθεία που προκύπτει όταν ένα επίπεδο τέμνει ένα άλλο επίπεδο. Plane Strain [Παραμόρφωση επιπέδου] Μηχ. Η παραμόρφωση που προκύπτει σε ένα σώμα όταν οι μετακινήσεις τα)ν σημείων εντός του όγκου ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση, είναι δηλαδή παράλληλες σε ένα επίπεδο. Plane Stress [Επίπεδες τάσεις] Μηχ. Η κατάσταση που προκύπτει εντός του όγκου ενός σώματος που φορτίζεται από εξωτερικά φορτία όταν λόγω των φορτίσεων αναπτύσσονται εσωτερικά στον όγκο του σώματος αποκλειστικά τάσεις μιας κατευθύνσεως. Η κατάσταση

Plane Table

- 1082 -

αυτή προκύπτει στην περίπτωση ομοιόμορφα κατανεμημένων φορτίων σε ένα από τα επίπεδα του σώματος κάθετα προς αυτό το επίπεδο. Plane Table [Φορητό σχεδιαστήριο] Γεν. Σχεδιαστήριο μικρής επιφάνειας που τοποθετείται σε ένα τρίποδο και χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια εκτέλεσης τοπογραφικών εργασιών υπαίθρου για το σχεδιασμό των κροκί. Plane Trigonometry [Τριγωνομετρία] Μαθημ. Το γνωστικό αντικείμενο τα) ν μαθηματικών που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των γωνιών και των πλευρών των τριγώνων μέσω των εξισώσεων που προκύπτουν σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο από τους λόγους μεταξύ των τριών πλευρών του. Plane W a v e [Επίπεδο κύμα] Μηχ. Κύμα που διαδίδεται σε ένα επίπεδο μόνο. Planet [Πλανήτης] Αστρον. Είναι το κάθε ουράνιο σώμα που περιστρέφεται σε τροχιά γύρο) από τον ήλιο, όπως άλλωστε είναι και η Γη. Με τον ίδιο όρο βέβαια χαρακτηρίζεται και κάθε άλλο σώμα στο σύμπαν, εκτός του ηλιακού συστήματος, το οποίο περιστρέφεται γύρω από άλλο άστρο. Planet Χ [Πλανήτης Χ] Αστρον. Αντικείμενο που θεωρητικά συνοδεύει διάφορα ανεξήγητα φαινόμενα του ηλιακού συστήματος. Νέες θεωρίες προσεγγίζουν την ύπαρξη του πριν τη ζώνη των αστεροειδών ενώ λέγεται ότι το παραδέχτηκε και η ΝΑΣΑ. Planetarium [Πλανητάριο] Αστρον. Ονομάζεται ο κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος με τον απαραίτητο μηχανικό εξοπλισμό όπου μπορεί να γίνει μία αναπαράσταση της ουράνιας σφαίρας με όλα τα άστρα, τους πλανήτες και τα υπόλοιπα ουράνια σώματα όπως αυτά φαίνονται σε ένα γήινο παρατηρητή. Planetary Alignment [Πλανητική στοίχιση] Αστρον. Παράταξη όλων ή μερικών πλανητών του συστήματος μας σε μια νοητή ευθεία. Planetary A t m o s p h e r e [Πλανητική ατμόσφαιρα] Αστρον. Ένας κλάδος της μετεωρολογίας, φυσικής της ατμόσφαιρας και φυσικά χημείας που μελετά καταστάσεις πολύ διαφορετικές από τη δικιά μας. Είναι άγνωστη η ατμόσφαιρα αρκετών πλανητών και δορυφόρων και στηριζόμαστε βασικά στα διαστημόπλοια μας και τις φωτογραφίες τους. Planetary Boundary Level (PBL) [Πλανητικό συνοριακό επίπεδο] Αστρον. Ένα από τα 2 στρα')ματα της τροπόσφαιρας που διαχωρίζει από το μεσοπλανητικό χώρο και επηρεάζεται από φαινόμενα της γήινης επιφάνειας (πχ εξάτμιση) που επηρεάζει με τη σειρά του (ηλιακή θέρμανση). Planetary Geology [Πλανητική γεωλογία] Γεωλ. Η χρήση των επιστημονικών θεωρητικών γνώσεων και μεθόδων της γεωλογίας για τη μελέτη των γεωλογικών δεδομένων και φαινομένων των υπόλοιπων πλανητών. Planetary Nebula [Πλανητικό νεφέλωμα] Αστρον. Ομάδα πλανητοειδών που παρατηρείται μετά από απόσπαση από έναν αστέρα μαζών συνήθως στα πρώτα στάδια της βαρυτικής κατάρρευσης. Planetary Orbit [Πλανητική τροχιά] Αστρον. Ονομάζεται η διαδρομή μέσα στο χώρο του σύμπαντος την οποία ακολουθεί κάθε πλανήτης περιστρεφόμενος γύρω από το άστρο του. Planetary Perturbation [Πλανητική διατάραξη] Αστρον. Διατάραξη στην παρατηρούμενη τροχιά ενός πλανήτη που συνήθως αποδίδεται σε βαρυτική επιρροή από άλλο πλανήτη. Planetary Physics [Πλανητική φυσική] Αστρον. Φυσι-

κή που στηρίζεται σε δεδομένα που υπάρχουν για φαινόμενα που συμβαίνουν σε επιφάνειες πλανητοον και την ατμόσφαιρα τους και εν γένει τη συμπεριφορά πλανητών σε σχέση με άλλα ουράνια σώματα. Planetary Precession [Πλανητική μετάπτωση] Αστρον. Μετάπτωση του γήινου τροχιακού επιπέδου που είναι αρκετά μικρότερη από την αντίστοιχη σελήνης. Planetary System [Πλανητικό σύστημα] Αστρον. Καλείται το σύνολο των σωμάτων που κινούνται γύρω από τον ήλιο, δηλαδή οι πλανήτες, οι δορυφόροι τους, αλλά και οι κομήτες, οι αστεροειδής ακόμη και η διάχυτη αστρική ύλη που βρίσκεται στον χώρο αυτόν. Planetary W a v e [Πλανητικό κύμα] Αστρον. Κύμα που φέρνει κύκλους γύρω από τον κόσμο και που εστιάζεται συνήθως στα μεσαία στρώματα της άνω ατμόσφαιρας. Είναι συνεχώς παρόντα και συμβάλλουν στο φαινόμενο του όζοντος με την υπερθέρμανση που μπορούν να προκαλέσουν. Planetary W i n d [Πλανητικός άνεμος] Αστρον. Ανεμος που φυσά στην επιφάνεια ενός πλανήτη και συνήθως επηρεάζεται από την επιφάνεια του πχ στον Αρη σηκώνει σκόνη κτλ. Planetesimal [Πλανητοειδές] Αστρον. Πρώιμο στάδιο σχηματισμού πλανητών από την απόσπαση μαζών από άστρα μετά το σχηματισμό τους ή μετά από βαρυτική κατάρρευση. Planetesimal Theory [Θεωρία πλανητοειδών] Αστρον. Θεωρία που εξηγεί την προέλευση του ηλιακού συστήματος από ένα άστρο που πέρασε κοντά στον ήλιο και προκάλεσε αποκοπή κομματιών αστρικής ύλης (πλανητοειδών) που μπήκε σε ανάλογη τροχιά. Αυτή και οι συναφείς θεωρίες ήθελαν να εξηγήσουν το πρόβλημα της γωνιακής απόκλισης αλλά μάλλον αποτυγχάνει. Planetographic Coordinates [Πλανητογραφικές συντεταγμένες] Αστρον. Γεωγραφικές συντεταγμένες (μήκος και πλάτος) για έναν πλανήτη. Planetography [Πλανητογραφία] Αστρον. Χαρτογράφηση ενός πλανήτη με βάση ένα πλανητογραφικό σύστημα συντεταγμένων. Planctology [Αστρονομία πλανητών] Αστρον. Πρόκειται για τον κλάδο εκείνο της επιστήμης της αστρονομίας που ασχολείται συγκεκριμένα με την έρευνα και τη μελέτη των πλανητών και των δορυφόρων τους, δηλαδή της προέλευσής τους, της χημικής τους σύστασης, της ατμύσφαιράς τους και άλλα. Planimeter [Πλανίμετρο] Τεχνολ. Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των επιφανειών μέσω μιας ακίδας η οποία όταν μετακινείται κατά το μήκος της περιμέτρου μιας επιφάνειας οποιασδήποτε μορφής, η επιφάνεια καταγράφεται σε μια μικρή οθόνη. Η μέτρηση του μεγέθους της επιφάνειας επιτυγχάνεται με μηχανικό τρόπο μέσω ενός ωρολογιακού μηχανισμού. Planishing [Σφυρηλάτηση] Μηχ. Καλείται η κατεργασία εν θερμώ ή εν ψυχρώ διαφόρων μεταλλικών τεμαχίων με ειδικά εργαλεία προκειμένου να τους δοθεί το επιθυμητό γεωμετρικό σχήμα. Planisphere [Προβολή ουράνιας σφαίρας] Αστρον. Πρόκειται για μία προβολή, κάνοντας χρήση των πολικών συντεταγμένων, της ουράνιας σφαίρας σε ένα επίπεδο, για τη δημιουργία των σχετικών αστρονομικών χαρτών. Planitia [Πλανητική] Αστρον. Αστρονομικός όρος που συνοδεύει διάφορα σχετικά αντικείμενα πχ Hellas Planitia (κρατήρας του Αρη), Utopia Planitia

- 1083 (δικτυακός τόπος σχετικός με αστρονομία) κτλ. Planking [Σανίδωμα] Οικοδ. Ονομάζεται η διαδικασία τοποθέτησης των ξύλινων σανίδων για την κατασκευή ενός ξύλινου πατώματος επάνω σε μία πλάκα μιας κατασκευής. Planner [Αρχιτέκτων πολεοδόμος] Αμχ. Γνωστικό αντικείμενο της αρχιτεκτονικής που ερευνά και αναπτύσσει τις μεθοδολογίες σχεδιασμού οικιστικών περιοχών λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους που επήρεάζουν την ποιότητα της ζωής των κατοίκων όπως το περιβάλλον, τα κυκλοφοριακά θέματα, την οικονομία, με τη χρήση στατιστικών μεθόδων. Planning [Σχεδιασμός] Βιομ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται γενικότερα όλη η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του απαραίτητου προσωπικού και των αναγκαίων μέσων, για την οργάνωση και τον προγραμματισμό μιας βιομηχανικής μονάδας, τη επίτευξη ενός οικονομικού στόχου ή γενικότερα τον συντονισμό όλων των μέσων παραγωγής. Planning and Scheduling [Διαδικασία προγραμματισμού] Τεχνολ. Η μέθοδος ανάπτυξης του προγράμματος εκτέλεσης των εργασιών ενός τεχνικού έργου με μια σταδιακή προσέγγιση αναπτύσσοντας αρχικά το πρόγραμμα εκτέλεσης κάθε επιμέρους δραστηριότητας με όλες τις παραμέτρους και στη συνέχεις συνδέοντας μεταξύ τους τις δραστηριότητας σε μια χρονική αλληλουχία. Planning By Abstraction [Επίλυση με αφαίρεση] Πλημ. Μεθοδολογία επίλυσης προβλημάτων κατά την οποία επιλύεται πρώτα μια πιο απλοποιημένη μορφή του αρχικού προβλήματος και στη συνέχεια η λύση αυτή αποτελεί οδηγό για τη λύση και του αρχικού προβλήματος. Planning Horizon [Χρονικός ορίζοντας] Τεχνολ. Στη διαδικασία ανάπτυξης του προγράμματος εκτέλεσης των εργασιών μιας παραγωγικής διαδικασίας, η συνολική χρονική διάρκεια που θα διαρκέσει το σύνολο των δραστηριοτήτων. Plant 1 [Εγκαταστάσεις] Βιομ. Το σύνολο των έγκαταστάσεων που συμπεριλαμβάνονται σε ένα οικόπεδο που χρησιμοποιείται για την παραγωγική διαδικασία ενός προϊόντος και συμπεριλαμβάνει τους στεγασμένους χώρους, τους ανοιχτούς χώρους και το σύνολο του εξοπλισμού που είναι εγκατεστημένος σε όλη την επιφάνεια. Plant 2 [Φυτό] Τεχνολ. Οργανωτική δομή (κυρίως εσωτερική) για μικρά επιχειρησιακά σχήματα. Plant 3 [Φύτρο] Πλημ. Το δεδομένο ή η εντολή που είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας ενός προγράμματος και το οποίο αποθηκεύεται σε μέσο αποθήκευσης για μεταγενέστερη χρήση. Plant Decomposition [Κατάτμηση δέντρου] Τεχνολ. Διαχωρισμός μοντέλου δέντρου βάσει οργανογράμματος ή άλλων μεθόδων (συνήθως αυτή η κατάτμηση δεν γίνεται με μαθηματικό λνογισμό). Plant H o r m o n e [Φυτοορμόνη] Βιοχημ. Μέλ^ος της κατηγορίας ορμονών, φυσικών προϊόντων που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη των φυτών. Γενικά αναφέρονται πέντε βασικά είδη ορμονών στα φυτά: οι αυξίνες (που δρουν στη σύνθεση RNA και πρωτεϊνών, π.χ. το ινδολοξικό οξύ), οι γιββερελλίνες (που προκαλνούν επιμήκυνση των κυττάρων, π.χ. το γιββερελλικό οξύ), οι κυτταροκινίνες (που συμβάλλουν στη διατήρηση υψηλών συγκεντρώσεων

Plaster Bat

αψισικό οξύ (που δρα, κυρίως, σαν παρεμποδιστής της σύνθεσης του DNA και των πρωτεϊνών) και το αιθυλένιο (που δρα στην ανάπτυξη των φυτών και είναι υπεύθυνο στην ωρίμανση των φρούτων), Plant Layout 1 [Σχέδιο γενικής διάταξης] Βιομ. Η κάτοψη όπου εμφανίζεται η διάταξη των κτιριακών εγκαταστάσεων καθώς και του τεχνολογικού εξοπλισμού ενός βιομηχανικού συγκροτήματος, Plant Layout 2 [Χωροταξία εργοστασίου] Βιομ.Μηχ. Έχει ως αντικείμενο το βέλτιστο σχεδιασμό των εργοστασιακών κτιρίων και της διακίνησης ανθρώπων και αγαθών μέσα σε αυτά, ώστε να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που σχετίζονται με τη διεξαγωγή των παραγωγικών διαδικασιών απρόσκοπτα και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Plant Protection [Ασφάλεια εργοστασίου] Βιομ. Τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται για την προστασία των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού ενός βιομηχανικού συγκροτήματος τα οποία συμπεριλαμβάνουν και την οργάνωση της υπηρεσίας ασφαλείας και το εγχειρίδιο λειτουργίας της. Planter [Ζαρντινιέρα] Οικοδ. Δοχείο διαφόρων διαστάσεων εντός του οποίου τοποθετούνται διακοσμητικά φυτά. Plasma [Πλάσμα] Φυσ. Θεωρείται από πολλούς ως η τέταρτη κατάσταση της ύλης μετά τη στερεά, την υγρή και την αέρια. Χαρακτηρίζουμε ως πλάσμα το αέριο που αποτελείται από ιονισμένα άτομα, ηλεκτρόνια αλλά και ουδέτερα στοιχεία, τα οποία αντιδρούν μεταξύ τους λόγω της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης, Φυσικύ πλάσμα υπάρχει στα αστέρια ενώ μπορούμε να παράγουμε πλάσμα με θέρμανση ενός αερίου ή με όιέλευση ηλεκτρικού ρεύματος δια μέσω αερίου. Plasma Accelerator [Επιταχυντής πλάσματος] Φυσ. Επιταχυντής ο οποίος με τη χρήση μαγνητικού πεδίου ή άλλου μέσου επιτάχυνσης, δημιουργεί ρεύμα ιονισμένου αέρα, ίδιου αριθμού θετικών και αρνητικιόν ιόντων, με υψηλές ταχύτητες. Plasma Cloud [Σύννεφο πλάσματος] Αστμον. Σύννεφο από πλάσμα που μπορεί να διαχωρίζει άλλες περιοχές πλάσματος διαφορετικής θερμοκρασίας στην ιονύσφαίρα. Plasma Display [Εμφάνιση πλάσματος] Ηλεκτμον. Πάρουσίαση εικόνας σε υγρούς κρυστάλλους που καταναλώνοντας λίγη ενέργεια, αντανακλούν είτε απλά διαδίδουν το φως που πέφτει πάνω τους καθώς τοποθετούνται μεταξύ 2 γυάλινων επιφανειών και μιας αγώγιμης επιφάνειας και χρησιμοποιούνται πια ευρεία, Plasma Heating [Θέρμανση πλάσματος] Πυμην.Φυσ. Θέρμανση ποσότητας ιονισμένου αέρα που περιέχει ίδιο αριθμό θετικών και αρνητικών ιόντων, η οποία πραγματοποιείται κυρίως με τη χρήση κύκλοτρου αλλά και με μαγνητικά πεδία, αντιστάτες ή εκπομπή ουδέτερων ατόμων με μεγάλη ταχύτητα, Plasma Physics [Φυσική του πλάσματος] Φυσ. Ο κλνάδος της φυσικής που μελχτά τη συμπεριφορά των αερίων που αποτελούνται από φορτισμένα σωματίδια, Plasmon [Πλασμόνιο] Φυσ.Στερ.Κατ. Ονομάζουμε την ποσότητα (κβάντουμ) ενέργειας ίι*ωρ/2π με ακέραια πολλαπλάσια της οποίας ταλαντώνεται το πλάσμα όπου ω ρ είναι η συχνότητα ταλάντωσης του πλάσματος, Plaster [Επίχρισμα] Οικοδ. Η επένδυση από κονίαμα που καλύπτει τους τοίχους και τις οροφές των χώρων μιας οικοδομής.

RNA στα φύλλα, π.χ. η Ν 2 -(Δ 2 -ισοπεντυλ)-αδενίνη), το Plaster Bat [Δάπεδο εργασίας] Τεχνολ. Σκληρή επιφά-

Plaster Coat

- 1084-

νεια που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κεραμικ ο ί σκευών πάνω στην οποία γίνεται η επεξεργασία του πηλού. Plaster Coat [Στρώση επιχρίσματος] Οικοό. Οι επενδύσεις τοίχων με κονίαμα αποτελούνται από πολλές στρώσεις για την καθεμία από τις οποίες χρησιμοποιείται διαφορετικού τύπου σύνθεση κονιάματος ανάλογα με τη δομή που επιθυμείται να έχει η επιφάνεια που καλύπτεται. Plaster G r o u n d [Οδηγός επιχρίσματος] Οικοδ. Ξύλινος πήχης που τοποθετείται πάνω στην επιφάνεια που προορίζεται για σοβάτισμα το πάχος του οποίου αντιστοιχεί στο πάχος που πρέπει να έχει η στρώση του σοβά. Plaster Of Paris [Γύψος του Παρισιού] Ανοργ.Χημ. Ένυδρο θειικό ασβέστιο, C a S 0 4 . l / 2 Η 2 0 που προκύπτει με θέρμανση του γύψου (CaSΟ*2 Η 2 0). Ασπρη σκόνη, ελάχιστα διαλυτή στο νερό. Με θέρμανση στους 163°C μεταπίπτει στην άνυδρη μορφή, ενώ όταν αναμιχθεί με νερό παράγει γύψο. Χρησιμοποιείται σαν οικοδομικό υλικό, τα χρώματα, τα χαρτικά και τη μεταλλουργία. Με τη μορφή πάστας χρησιμοποιείται και για την κατασκευή εκμαγείων, αντικειμένων τέχνης κλπ. Plasterer [Σοβατζής] Οικοδ. Ο τεχνίτης που είναι ειδικευμένος στις εργασίες σοβατίσματος. Plastering [Επιχρίσματα] Οικοδ. Σε μια οικοδομή η ομάδα των εργασιών που εκτελείται για να επενδυθούν τοίχοι και οροφές με σοβά. Plasterwork [Επιχρίσματα] Οικοδ. - » Plastering. Plastic 1 [Πλαστικό] Μηχ. Η κατάσταση που περιγράφει τα χαρακτηριστικά ενός υλικού που σχετίζονται με την πλαστικότητα ή την πλαστική ιδιότητα αυτού του υλικού. Plastic [Πλαστικό] Υλικ. Χημική ουσία μεγάλης μοριακής μάζας που μπορεί να μορφοποιηθεί κατάλληλα με θέρμανση και πίεση ώστε να αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα. Τα πλαστικά διαιρούνται σε θερμοπλαστικά και σε θερμοσκληρηνόμενα. Το θερμοπλαστικό είναι αυτό που μαλακώνει με την αύξηση της θερμοκρασίας. Το θερμοσκληρηνόμενο είναι αυτό που όταν σκληραίνεται με θέρμανση ή χημικά μέσα μεταβάλλεται σε προϊόν άτηκτο και μη εκτατό. Τα περισσότερα πλαστικά υλικά παράγονται συνθετικά από κάρβουνο, πετρέλαιο, βαμβάκι κλπ., όπως για παράδειγμα το πολυαιθένιο (ΡΕ), το nylon κλπ. Μερικά βρίσκονται αυτούσια στη φύση (π.χ. ήλεκτρο). Τα πλαστικά χρησιμοποιούνται σε όλα τα πεδία της βιομηχανικής τεχνολογίας (συσκευασίας, χρώματα, συγκολλητικών ουσιών, υφάσματα, παιγνίδια κλπ. Plastic Clay [Πηλός] Τεχνολ. Υλικό που αποτελείται από ένα σύνολο κόκκων πολύ μικρού μεγέθους και έχει την ιδιότητα να μετατρέπεται σε μια εύπλαστη μάζα όταν αναμιχθεί με νερό. Plastic Collision [Πλαστική σύγκρουση] Μηχ. Η κατάσταση που προκύπτει όταν σε περίπτωση που συγκρούονται δύο σώματα εμφανίζονται παραμένουσες παραμορφώσεις στο ένα ή και τα δύο από αυτά. Plastic Cracking [Τριχοειδής ρωγμές] Οικοδ. Η ρωγμές πολύ λεπτού πάχους που αναπτύσσονται στο σκυρόδεμα κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης λόγω ανεπαρκούς προστασίας. Plastic D e f o r m a t i o n [Πλαστική παραμόρφωση] Μηχ. Όταν σε ένα σώμα επιβάλλεται σε φορτίσεις, η κατάσταση που περιγράφει την αλλαγή μορφής του σώμα-

τος όταν λόγω της φόρτισης αναπτύσσονται εντός του όγκου του τάσεις που προκαλούν παραμορφώσεις στην περιοχή πλαστικότητας του διαγράμματος τάσεωνπαραμορφώσεων. Plastic Design [Μέθοδος συνολικής αντοχής] Μηχ. —> Ultimate-Load Design. Plastic Hinge [Πλαστική άρθρωση] Μηχ. Στους στατικούς υπολογισμούς που γίνονται με τη μέθοδο της συνολικής φόρτισης, η παραδοχή ότι σε ένα σημείο του φορέα η διατομή θα αστοχήσει ως προς την αντοχή της σε ροπή και αυτό το σημείο του φορέα θα λειτουργήσει ως άρθρωση. Plastic Limit [Όριο πλαστικότητας] Γcv. Σε αργιλικά εδάφη, το ποσοστό υγρασίας το οποίο αποτελεί το όριο μεταξύ της πλαστικής σύστασης του υλικού και της σύστασης που δεν επιδέχεται πλέον παραμόρφωση και θρύβεται όταν υποστεί καταπόνηση. Plasticity [Πλαστικότητα] Μηχ. Στην περίπτωση που ένα στοιχείο που αποτελείται από συγκεκριμένο υλικό φορτίζεται, η ιδιότητα του υλικού να παραμορφώνεται από την αύξηση των εσωτερικών τάσεων που προκύπτουν από τη φόρτιση σε βαθμό που μέρος της παραμόρφωσης που προκαλείται από τις αυξημένες τάσεις παραμένει αλλοιώνοντας την αρχική μορφή του στοιχείου όταν αφαιρεθεί το φορτίο. Plasticity Index [Δείκτης πλαστικότητας] Γεν. Στα αργιλικά εδάφη ποσοστιαίο μέγεθος που είναι η διαφορά μεταξύ των ποσοστών υγρασίας που έχει το εδαφικύ υλικό όταν βρίσκεται στο όριο υδαρότητας και το όριο πλαστικότητας. Plasticize [Πλαστικοποίηση] Τεχνολ. Η διαδικασία της μετατροπής της ακαμψίας ενός υλικού σε εύπλαστη μορφή χρησιμοποιώντας της κατάλληλες χημικές ουσίες ή θερμαίνοντας με σκοπό να αποκτήσει εργασιμότητα και με μια επεξεργασία να του δοθεί μια μορφή υπό την οποία θα χρησιμοποιηθεί. Plasticizer [Πλαστικοποιητικό] Οικοδ. Χημικές προσμίξεις του σκυροδέματος οι οποίες προκαλούν αύξηση της ρευστότητας του διευκολύνοντας την τοποθέτηση του στον ξυλύτυπο. Plastics [Πλαστικές ύλες] Υλικ. Πρόκειται για ολόκληρη κατηγορία οργανικών ουσιών, με μεγάλο μοριακό βάρος, αποτελούμενες κυρίως από σύνθετα πολυμερή. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την κατασκευή αναρίθμητων πλέον αντικειμένων, αντικαθιστώντας έτσι τα υλικά που χρησιμοποιόντουσαν παλαιότερα για αυτά, όπως το ξύλο, το γυαλί, το μέταλλο, ο πηλός και άλλα. Πολλές και μεγάλες βιομηχανίες ασχολούνται με την παραγωγή πλαστικών αντικειμένων, καθώς εύκολα το υλικό αυτό μπορεί να μορφοποιηθεί σε διάφορα επιθυμητά γεωμετρικά σχήματα. Platarsite [ΓΙλαταρσίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αρσενικό, λευκόχρυσο και ρουθήνιο, της ομάδας του κοβαλτίτη. Σχηματίζει φαιούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στην κλίμακα Μος ( και ειδικό βάρος 8. Plate [Πλάκα] Τεχνολ. Μεταλλικό τεμάχιο μικρού σχετικά πάχους το οποίο χρησιμοποιείται ως επιφάνεια πάνίο στην οποία στηρίζεται ένα αντικείμενο. Plate 2 [Τάκος, σενάζ] Οικοδ. 1. Ξύλινο ή μεταλλικό επίπεδο στοιχείο τοποθετημένο σε ένα δάπεδο πάνω στο οποίο στηρίζεται ένας ορθοστάτης. 2. Οριζόντιο στοιχείο που συνδέει μεταξύ του ορθοστάτες στο πάνω άκρο τους σχηματίζοντας έτσι το πλαίσιο μιας τοίχο-

- 1085 ποιίας. Plate Bearing Test [Δοκιμή φόρτισης] Γεν. Η διαδικασία εφαρμογής ενός φορτίου σε μια συγκεκριμένη επιφάνεια του εδάφους στο επίπεδο που θα εδραστεί η θεμελίωση ενός τεχνικού έργου με σκοπό να επιβεβαιωθεί η φέρουσα ικανότητα του η οποία είχε προκύψει από υπολογισμούς ως αποτέλεσμα της εδαφολογικής έρευνας. Plate Center [Κέντρο πιάτου] Αστρον. Κέντρο πιάτου αστρονομικού οπτικού οργάνου παρατήρησης όπου σχηματίζεται καθαρότερα το αντικείμενο. Plate Constants [Σταθερές πιάτου] Αστρον. Σταθερές απαραίτητες για τη διόρθωση μιας εικόνας τηλεσκοπίου (αστιγματισμός, απόκλιση, αποπλάνηση κτλ). Plate Cut [Εγκοπή στήριξης] Οικοδ. Η διαμόρφωση που γίνεται στο άκρο μιας ξύλινης δοκού για να εδραστεί αποτελεσματικά πάνω στον τάκο που αποτελεί τη στήριξη της. Plate Cylinder [Κύλινδρος επιφανείας] Τεχνολ. Μεταλλικός κύλινδρος με τον οποίο επιτυγχάνεται ομοιόμορφα η επίστρωση του φωτοευαίσθητου γαλακτώματος σε επιφάνεια κατά τη διαδικασία εκτύπωσης πραγματικών φωτογραφιών. Plate Girder [Υψίκορμος σύνθετη δοκός] Πολ. Μηχ. Μεταλλική δοκός μεγάλου η οποία αποτελείται από μία κατακόρυφη πλάκα λεπτού πάχους και μεγάλου ύψους στο πάνω και κάτω άκρο της οποίας είναι τοποθετημένα κατά μήκος δύο ζεύγη σιδηρογωνιών ot οποίες συνδέονται με την πλάκα με ήλους ώστε η σύνθετη διατομή να έχει το σχήμα διπλού ταυ. Plate Glass [Φύλλο κρυστάλλου] Υλικ. Είναι ένα επίπεδο κομμάτι γυαλιού, υψηλής ποιότητας, το οποίο έχει δεχθεί ειδική επεξεργασία για την εξάλειψη όλων των ατελειών και χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη μεγάλων ανοιγμάτων σε κατασκευές, όπως είναι οι βιτρίνες, για καθρέπτες και άλλα. Plate Scale [Κλίμακα πιάτου] Αστρον. Κλάμακα που προσδιορίζει θέση ενός σημείο στο πιάτο συνήθως σε πολικές συντεταγμένες. Plate Tectonics [Τεκτονική πλακών] Γεςολ Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται η θεωρία και οι έρευνες, οι οποίες σχετίζονται με την κίνηση και την αλληλεπίδραση των λιθοσφαιρικών πλακών, σύμφωνα και με τις οποίες έχει δοθεί ερμηνεία σε πολλά φαινόμενα όπως η γένεση των σεισμών, των ηφαιστείων, των ηπείρων και των ωκεανών. Plate Theory [Θεωρία των πλακών] Χημ. Θεωρία για την εξήγηση της αέριας χρωματογραφίας σύμφωνα με την οποία η κίνηση μίας ουσίας στην αεριοχρωματογραφική στήλη μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα σύνολο διαδοχικών κινήσεων διαμέσου θαλάμων εξισορρόπησης που συνδέονται σε σειρά. Κάθε θάλαμος θεωρούμε ότι αποτελεί μία θεωρητική πλάκα που είναι ο απαιτούμενος όγκος της στήλης ώστε να αποκατασταθεί ισορροπία κατανομής μιας ουσίας μεταξύ της στατικής και της κινητής φάσης. Plate Vibrator [Δονητής επιφάνειας] Πολ. Μηχ. Δονητής που αποτελείται από το μηχανισμό δόνησης ο οποίος δημιουργεί δονήσεις σε μια πλάκα. Η πλάκα τοποθετείται στην επιφάνεια που προορίζεται να συμπυκνωθεί και μέσω των δονήσεων εξασφαλίζεται κάποιος βαθμός συμπύκνωσης του υλικού. Plateau [Τράπεζα] Γεωλ. Έτσι χαρακτηρίζεται μία εκτεταμένη περιοχή η οποία βρίσκεται σε υψηλότερη στάθμη από τις γειτονικές της.

P l a t i n u m Dichloride

Plateau Basalt [Βασαλτικό υψίπεδο] Γεωλ. Υψίπεδο που σχηματίζεται από τη διάχυση σε μεγάλη έκταση και στερεοποίηση στη συνέχεια του υψηλής ρευστότητας βασαλτικού μάγματος του παραγόμενου κατά ηφαιστειακές εκρήξεις. Plateau P r o b l e m [Πρόβλημα Πλατώ] Μαθημ. Πρόβλημα εύρεσης της ελάχιστης επιφάνειας που περικλείεται από κάποια συνοριακή γραμμή και εξετάζει ο λογισμός των μεταβολών. Plated Circuit [Πιατοειδές κύκλωμα] Ηλεκτμον. Ο όρος εμφανίστηκε το 1950 από την εταιρία Motorola για κάποιο από τα κυκλώματα της, αλλά σήμερα εμφανίζεται στα τυπωμένα κυκλώματα σαν Gold Plated Circuit. Plated W i r e M e m o r y [Επιμεταλλωμένη συρμάτινη μνήμη] Πλημ. Παλαιότερη συσκευή μνήμης, σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα αποθηκεύονταν σε σύρματα επιστρωμένα με μαγνητικό φιλμ. Η τεχνολογία αυτή αντικαταστάθηκε από την τεχνολογία των ημιαγα>γών. P l a t f o r m [Πλατφόρμα] Πλημ. Το υλικό μαζί με τα προγράμματα συστήματος. Platform F r a m e [Πλαίσιο] Οικοδ. Μέθοδος ξύλινης κατασκευής σύμφωνα με την οποία οι ξύλινοι ορθοστάτες των τοίχων συνδέονται μεταξύ τους στην κορυφή με οριζόντια μέλη τα οποία αποτελούν τις στηρίξεις του δαπέδου του άνω ορόφου. P l a t f o r m Reef [Επίπεδος ύφαλος] Γεωλ. Ύφαλος με επίπεδη επιφάνεια η οποία έχει προκύψει από οριζόντια ιζηματογενή στρώματα, καλύπτοντας και έχοντας ως βάση παλαιότερα πετρώματα. Platicyanide [Λευκοχρυσοκυανιούχα] Χημ. Διπλό κυανιούχο άλας του λευκόχρυσου και ενός άλλου μετάλλου, π.χ. το BaPt(CN) 4 .4H 2 0, που χρησιμοποιείται στη φωτογραφία. Platinic [Λευκοχρυσικός] Χημ. Ουσία που περιέχει λευκόχρυσο (πλατίνα), κυρίθ)ς σε τετρασθενή μορφή, π.χ. PtCU: τετραχλωριούχος λευκόχρυσος (IV). Platinoid [Είδος κράματος μετάλλων] Μεταλλ. Είναι ένα κράμα τριών μετάλλων, χαλκού, νικελίου και τσίγκου, σε διαφορετικές αναλογίες, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή το)ν ηλεκτρικών αντιστάσεων. Platinum [Λευκόχρυσος] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο με συμβολισμό Pt στον περιοδικό πίνακα. Πρόκειται για πολύτιμο μέταλλο, με χρώμα λευκό, είναι μαλακό και επεξεργάζεται σχετικά εύκολα ενώ δύσκολα προσβάλλεται από σκουριά. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης και για την κατασκευή οργάνων για τα εργαστήρια ή πολύτιμων αντικειμένων. Platinum Black [Μέλας λευκόχρυσος] Ανομγ.Χημ. Μεταλλ. Μαύρη μεταλλική σκόνη λεπτά διαμερισμένη διαλυτή σε βασιλικό νερό. Χρησιμοποιείται σαν καταλύτης (π.χ. σε αντιδράσεις υδρογόνωσης), σαν απορροφητής αερίων ( 0 2 , Η 2 κλ.π), καθώς και σε αναφλέξεις αερίων. Αναφέρεται και σαν πλατίνα του Mohr. Platinum Chloride [Χλωριούχος λευκόχρυσος] Ανοργ. Χημ. Καστανέρυθρη ανόργανη ένωση του τετρασθενούς λευκόχρυσου, με τύπο PtCl4. Ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, ελάχιστα διαλυτή σε οινόπνευμα που διασπάται με θέρμανση στους 370°C. Χρησιμοποιείται στην ηλεκτροαπόθεση, τη μικροσκοπία και σαν αντιδραστήριο της αναλυτικής χημείας. Αναφέρεται και σαν τετραχλωριούχος λευκόχρυσος ή χλωριούχος λευκόχρυσος (IV). Platinum Dichloride [Διχλωρίδιο του λευκόχρυσου]

Platinum Electrode

- 1086-

Ανοργ.Χημ. Πράσινη κρυσταλλική ένωση του δισθενούς λευκόχρυσου, με τύπο PtCl2. Ουσία ελάχιστα διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη σε οινόπνευμα που διασπάται με θέρμανση στους 580°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλάτων λευκόχρυσου. Αναφέρεται και σαν χλωριούχος λευκόχρυσος (II). Platinum Electrode [Ηλεκτρόδιο λευκόχρυσου] Φυσ. Χημ. Ηλεκτρόδιο που χρησιμοποιείται σε ηλεκτροχημικές αναλύσεις. Αποτελείται από λείο γυαλισμένο σύρμα ή φύλλο λευκόχρυσου που ανταποκρίνεται στα περισσότερα οξειδοαναγωγικά ζεύγη. Platinum Iodide [Ιωδιούχος λευκόχρυσος] Ανοργ.Χημ. Μαύρη στερεή ένωση του δισθενούς λευκόχρυσου, με τύπο Ptl2. Ουσία αδιάλυτη στο νερό και τα οξέα που διασπάται με θέρμανση στους 360°C. Platinum Oxide [Οξείδιο του λευκόχρυσου] Ανοργ. Χημ. Δυαδική ένωση λευκόχρυσου και οξυγόνου, Π.χ. οξείδιο του λευκόχρυσου (II), PtO, ή οξείδιο του λευκόχρυσου (IV), Pt0 2 . Platinum Sulfate [Θειικός λευκόχρυσος] Ανοργ.Χημ. Κίτρινη τοξική κρυσταλλική υγροσκοπική ένωση του τετρασθενούς λευκόχρυσου, με τύπο Pt(S0 4 ) 2 .H 2 0. Ουσία διαλυτή σε νερό και οινόπνευμα. Αναφέρεται και σαν θειικός λευκόχρυσος (IV). Platonic Graph [Πλατωνικό γράφημα] Μαθημ. Γράφημα ενός από τα 5 πλατωνικά (κανονικά) στερεά. Platonic Solid [Πλατωνικό στερεό] Μαθΐ]μ. Στερεό που αποτελείται από ίσες πολυγωνικές έδρες. Υπάρχουν μόνο 5 τέτοια στερεά με 4, 6, 8, 12, 20 έδρες. Platonism [Πλατωνισμός] Τεχνολ. Υποστήριξη των ιδεών του Πλάτωνα. Αθηναίου αντιδημοκράτη φιλόσοφου της εποχής του 5ου π.Χ. αιώνα που αναζητούσε την τελειότητα στον κόσμο των ιδεών και διέδιδε ότι οι ιδέες μας περιμένουν (μέσα στη δημιουργία) αιώνια σαν κορφές ενώ όλα φθείρονται, ιδέα που πολέμησε και ο Αριστοτέλης. Plattenrite [Πλαττενρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του μολύβδου, της ομάδας του ρουτιλίου. Σχηματίζει μελανόχρωμους, υποδιάφανους έως αδιάφανους και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 8,5 έως 9,6. Platter [Δίσκος] Πληρ. Ένας από τους δίσκους σε ένα σύστημα δίσκων. Platycurtic Distribution [Πλατύκυρτη κατανομή] Στατ. Κατανομή που στο αντίστοιχο γράφημα κυρτότητας δείχνει πεπλατυσμένη δηλαδή συντελεστή κύρτο)σης αρνητικό. Platycurtosis [Πλατιά κύρτωση] Μαθημ. Κύρτωση που δίνει μεν καμπύλη κανονικής κατανομής αλλά πεπλατυσμένη (ανοιχτή) η/ και κοντή. Play [Χαλάρωση] Τεχνολ. Η κατάσταση που προκαλείται μεταξύ δύο τεμαχίων που θα πρέπει να είναι σταθερά συνδεδεμένα μεταξύ τους για να λειτουργούν συνδυασμένα όταν αδυνατίσει ο σύνδεσμος μεταξύ τους και διαφορικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια λειτουργίας του συστήματος. Play a [Πλάγια] Γεωλ. Ομαλή επίπεδη έκταση με αδιαπέραστο πυθμένα στο κέντρο μιας λεκάνης απορροής που εγκλείει αβαθή, εποχιακά εμφανιζόμενη λίμνη και έχει αργιλώδη σύσταση με σημαντική περιεκτικότητα σε αλατούχα συστατικά. Playa Lake [Λίμνη πλάγιας] Γεωλ. Αβαθής λίμνη, σποραδικής παρουσίας, στο εσωτερικό μιας πλάγιας που εμφανίζεται κατά τις περιόδους βροχοπτώσεων από τη

συγκέντρωση των υδάτων, αποξηραινόμενη στη συνέχεια λόγω εξάτμισης τους. Playback [Αναπαραγωγή ηχογραφημένου κομματιού] Ακουστ. Είναι η εκτέλεση ενός ηχητικού τμήματος τραγουδιού ή άλλου μουσικού είδους, το οποίο είχε ήδη ηχογραφηθεί σε μαγνητική ταινία ή δίσκο. Plaza [Πλατεία] Αρχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ανοικτός αστικός χώρος που χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους, όπως για λόγους αναψυχής, εμπορικούς ή άλλους. Με τον ίδιο όρο έχει επικρατήσει να αναφέρεται και το εμπορικό κέντρο. Pleiades [Πλειάδες] Αστρον. Σύμπλεγμα περίπου 250 άστρων με διάμετρο 5 παρσέκ αρκετά λαμπρών (τα 5 και με γυμνό μάτι) που σχηματίστηκαν από το ίδιο νέφος και απέχει περίπου 125 παρσέκ. Plenum 1 [Κενό Ψευδοροφής] Οικοδ. Ο ελεύθερος χώρος που δημιουργείται μεταξύ του επιπέδου μιας ψευδοροφής και της δομικής πλάκας στην οποία αναρτάται. Plenum 2 [Συμπίεση] Τεχνολ. Χώρος εντός του οποίου δημιουργείται τεχνικά αυξημένη πίεση του αέρα σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον. Plenum* [Χώρος Plenum] Αστρον. Χο')ρος του διαστήματος μη κενός αλλά όπου σχεδόν σίγουρα υπάρχει ύλη και αντιύλη, άγνωστο αν υπάρχει. P l e n u m C h a m b e r [Χώρος συμπίεσης] Τεχνολ. Χώρος που δημιουργείται στην εισαγωγή ενός δικτύου αεραγωγών εντός του οποίου αυξάνεται με τεχνητό τρόπο η πίεση του αέρα ώστε η διαφορά πίεσης να προκαλέσει την κυκλοφορία του αέρα εντός των αεραγωγών. Plenum System [Σύστημα συμπίεσης] Μηχ. Μηχ. Δίκτυο κεντρικού κλιματισμού στο οποίο οι αεραγωγοί είναι συνδεδεμένοι με ένα δωμάτιο συμπίεσης του θερμού ή ψυχρού αέρα που προορίζεται να κλιματίσει τους χώρους. Plesiochronous Digital Hierarchy (PDH) [ΙΙλησιόχρονη ψηφιακή ιεραρχία] Ετπκοιν. Ιεραρχικές δομές που στηρίζονται στα σήματα TDM πολύπλεξης Ει (για Ευρώπη) και Τι (για Αμερική) και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για κατασκευή πακέτων στα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων με διάφορους κώδικες κατά επίπεδο. Plessy's Green [Πράσινο του Plessy] Ανορ.Χημ. Πράσινη χρωστική ουσία (πιγμέντο) με τύπο CrP0 4 . Ουσία αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στα οξέα. Χρησιμοποιείται σε χρώματα και σαν καταλύτης. Plexiglass [Πλεξιγκλάς] Υλικ. Εμπορική ονομασία για είδος διαφανούς ελαφρού άθραυστου πλαστικού τζαμιού που προκύπτει με πολυμερισμό του μεθακρυλικού μεθυλεστέρα. Είναι ανθεκτικό στο χρόνο υλικό και παράγεται σε φύλλα και σε ράβδους και χρησιμοποιείται σε διάφορες κατασκευές και εφαρμογές (ακόμη και σε έργα τέχνης πλαστικής τεχνοτροπίας). Pliability [Προσαρμοστικότητα] Υλικ. Πρόκειται για ιδιότητα που χαρακτηρίζει ορισμένα μαλακότερα πλαστικά τα οποία έτσι έχουν την ικανότητα να αντέχουν περισσότερο στις επιβαλλόμενες παραμορφώσεις, να είναι εύκαμπτα, ελατά και γενικότερα να προσαρμόζονται σε διάφορα άλλα αντικείμενα. Pliensbachian [ΓΙλιενσβάχιο] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Λιασίου υποπεριόδου (πριν από περίπου 195 εκατ. χρόνια) της Ιουρασικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Σινεμούριο και αρχαιότερη από το Τοάρσιο της ίδιας υποπεριόδου. Pliers [Κόφτης] Μηχ. Είναι ένα απλό εργαλείο, παρόμοιο με μία πένσα, το οποίο όμως έχει μακρύτερα σα-

- 1087 γόνια και χρησιμοποιείται είτε για να λυγίζονται και να κόβονται σύρματα και καλώδια είτε για να συγκρατώνται μικρά αντικείμενα κατά την διάρκεια διαφόρων εργασιών. Plinian Eruption [Πλίνιος ηφαιστειακή έκρηξη] Γεωλ. Ένας από τους χαρακτηριστικούς τύπους ηφαιστειακής δραστηριότητας (π.χ. του ηφαιστείου Κρακατάου) κατά τον οποίο σημεκόνεται ισχυρή έκρηξη που καταλήγει σε ανατίναξη του κώνου και δημιουργία καλδέρας, (είδος ηφαιστειακού κρατήρα), συνοδευόμενη από ισχυρό κρότο και στήλη σποδού και υδρατμών ανυψούμενη σε μεγάλο ύψος εντός της ατμόσφαιρας, όπου τα σωματίδια παραμένουν εν αιωρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα διασκορπιζόμενοι σε ικανές αποστάσεις. Plinth [Βάθρο] Οικοδ. Εύρωστο άκαμπτο στοιχείο το οποίο αποτελεί τη βάση ενός υποστυλώματος. Οι διαστάσεις της διατομής ενός τέτοιου στοιχείου είναι μεγαλύτερες από τις διαστάσεις της διατομής του υποστυλώματος. Pliocene [Πλειόκαινος] Γεωλ. Η νεότερη υποπερίοδος (πριν από περίπου 6 εκατομ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη της Μειοκαίνου της ίδιας περιόδου και αρχαιότερη της Πλειστοκαίνου της Τεταρτογενούς περιόδου. Pliothermic [Πλειοθερμικός] Γεωλ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε χρονικό διάστημα της γεωλογικής ιστορίας κατά το οποίο το κλίμα ήταν θερμό με επικρατούσες θερμοκρασίες ανώτερες του επιπέδου των μέσων θερμοκρασκον. Plot [Οικόπεδο, σχεδίαση] Γεν. 1. Επιφάνεια εδάφους με συγκεκριμένα όρια και διαστάσεις, που αποτελ.εί την ιδιοκτησία ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. 2. Η διαδικασία της απόδοσης πάνω σε ένα σχέδιο των στοιχείων που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια μιας τοπογραφικής αποτύπωσης ώστε να αποδοθεί σχέδιαστικά το ανάγλυφο των εδαφικών ανωμαλιών της επιφάνειας. Plot File [Αρχείο σχεδίασης] Πληρ. Ονομάζεται κάθε αρχείο ψηφιακών δεδομένων και πληροφοριών ενός αντίστοιχου λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο είναι έτοιμο προς εκτύπωση σε χαρτί. Plotter [Εκτυπωτής] Τεχνολ. Μηχάνημα μέσω του οποίου οι γραφικές παραστάσεις που έχουν δημιουργηθεί ως αρχείο σε ένα Η/Υ αποτυπώνονται σε διαφανές χαρτί. Plotting B o a r d [Σχεδιαστήριο] Τεχνολ. Η επίπεδη ή κεκλιμένη επιφάνεια ενός εκτυπωτή πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο το χαρτί στο οποίο αποτυπώνεται το σχέδιο. Plotting T a b l e [Σχεδιαστήριο] Τεχνολ. —» Plotting Board. Plough [Εγκοπή] Τεχνολ. Η δημιουργία ενός αυλακιού πάνω σε μια ξύλινη επιφάνεια. Plowshare [Πλόουσερ] Πυμην. Φυσ. Πρόκειται για ένα ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκίνησε με πολλές φιλοδοξίες υπό την επίβλεψη' της Ατομικής Ενέργειας των II.Π.Α. και συσχετίζεται με τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας για τη χρήση της σε ειρηνικούς σκοπούς. Plug [Ρευματολήπτης] 1. ΙΙλεκ. Η απόληξη ηλεκτρικού καλ,ωδίου που μπαίνει στην πηγή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος (πρίζα) 2. Πυρην.Φυσ. Ένα κομμάτι απορρο-

Plunging Fold

πρέπει να σφραγιστούν ανοιχτά κανάλια, Plug Compatible H a r d w a r e [Εξοπλισμός που λειτουργεί με απλή σύνδεση] Πληρ. Συσκευή ή εξοπλιομός που μπορεί να λειτουργήσει και να συνεργαστεί σωστά με έναν υπολογιστή, απλώς και μόνο με πι σύνδεση του. Plug Fuse [Ασφάλεια ρευματολήπτη] Ηλεκ. Συσκευή για την προστασία του ρευματολήπτη από την επίδραση της πιθανής διέλευσης υψηλού ρεύματος από αυτόν. Πρακτικά, η λειτουργία της εντοπίζεται στη διακοπή του ηλεκτρικού κυκλώματος όταν ανιχνεύσει ένταση ρεύματος πολύ υψηλότερης τιμής από τις επιτρεπόμενες. Plug in Unit [Ενιαία μονάδα] Ηλεκ. Συνιστώσα συστήματος με απολήξεις ρευματοληπτών για να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα όλες οι ηλεκτρικές συνδέσεις όταν η μονάδα μπει στην πρίζα. Διευκολύνει και χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις εκείνες όπου απαιτούνται γρήγορες εναλλαγές λειτουργικών παραμέτρων του συστήματος, Plug To Plug Compatibility [Συμβατότητα με απλή σύνδεση] Πληρ. Η δυνατότητα περιφερειακής συσκευής να επικοινωνεί και να συλλειτουργεί με υπολογιστή, μετά από απλή σύνδεση της πρίζας της με αυτόν. Plugging Chart [Διάγραμμα πριζών] Πληρ. Διάγραμμα στο οποίο φαίνονται οι υποδοχές και οι διασυνδέσεις μεταξύ πριζών. P l u m b B o b [Βαρίδι] Οικοδ. Μεταλλικό τεμάχιο κωνικού σχήματος που αιωρείται κρεμασμένο από ένα νήμα και χρησιμοποιείται στον καθορισμό της κατακόρυφης κατεύθυνσης σε οικοδομικές εργασίες, P l u m b Line [Νήμα βαρυδιού] Οικοδ. Το νήμα στο οποίο είναι συνδεδεμένο ένα βαρίδι και αιωρείται, P l u m b e r [Υδραυλικός] Οικοδ. Τεχνίτης ειδικευμένος στην τοποθέτηση και συναρμολόγηση των εσωτερικών σωληνώσεο)ν των δικτύων νερού σε οικοδομές, P l u m b i n g [Υδραυλικές εγκαταστάσεις] Μηχ. μηχ. Το σύνολο των σωληνώσεων σε ένα κτίριο που εξασφαλίζουν την τροφοδότηση του νερού και την αποχέτευση του μετά τη χρήση. Plumboferritc [Πλ.αμποφερρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου, του μολύβδου, του δισθενούς μαγγανίου και του μαγνησίου. Σχηματίζει μαύρους, διαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του εξαγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6. P l u m b u m [Μόλυβδος] Χημ. Πρόκειται για το όνομα, που προέρχεται από τη λατινική γλώσσα, για το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Pb. Είναι ένα βαρύ σχετικά μέταλλο, μαλακό όμως και εύκολα επεξεργάσιμο, το οποίο έχει πολλές πρακτικές εφαρμογές στην βιομηχανία καθώς χρησιμοποιείται στους μολ,υβδοσωλήνες, στις προστατευτικές επιμολυβδώσεις, στους ηλεκτρικούς συσσωρευτές, για την παρασκευή διαφόρων κραμάτων και αλλού, Plunge [Καταβύθιση] Γεωλ. Η γωνία της κλίσης ενός καταβυθιζόμενου στρώματος που υπολογίζεται ως η κάθετη γωνία μεταξύ του οριζόντιου επιπέδου και του επιπέδου του αξονικού κεκλιμένου. Plunging Cliff [Καταβυθισμένος κρημνός] Γεωλ. Παράκτιος κρημνός που παρουσιάζει απότομη κλίση βυθιζόμενος σε βαθιά ύδατα.

φητικού υλικού που χρησιμοποιείται σε πυρηνικό αντι- Plunging Fold [Βυθιζόμενη πτυχή] Γεωλ. Ονομάζεται δραστήρα ή άλλη πηγή ιοντίζουσας ακτινοβολίας όταν μία πτυχή της οποίας ο άξονας δεν είναι οριζόντιος και

Plus

- 1088 -

συγχρόνως βυθίζεται σε σχέση πάντα με το οριζόντιο επίπεδο. Plus [Σύμβολο πρόσθεσης (+)] Μαθημ. Συμβατικό σύμβολο που χρησιμοποιείται στα μαθηματικά προσδιορίζοντας τη μαθηματική πράξη της πρόσθεσης δύο αριθμών από την οποία προκύπτει το άθροισμα. Plus-90 Orientation [Προσανατολισμός 90 μοιρών] Πλημ. Στην οπτική αναγνώριση χαρακτήρων που είναι καταχωρημένη στο πρόγραμμα υπολογιστή είναι, η συγκεκριμένη θέση που δείχνει ότι οι γραμμές ενός εντύπου είναι κάθετες στην κεφαλή του οπτικού αναγνώστη. Plus Sign [Σημείο πρόσθεσης] Μαθημ. Η συμβατική γραφική παρουσίαση στα γραπτά κείμενα της πρόσθεσης δύο αριθμών που συμβολίζεται με το σημείο + το οποίο τοποθετείται μεταξύ των δύο αριθμών που συμμετέχουν στην πράξη της πρόσθεσης. Plus Z o n e [Ζώνη θετικού πρόσημου] Πλημ. Σε κώδικα παράστασης δεδομένων, είναι η θέση ή οι θέσεις των δυαδικών ψηφίων που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν το θετικό πρόσημο. Pluto [Πλούτωνας] Αστμον. Πιο απομακρυσμένος και μικρότερος πλανήτης του ηλιακού συστήματος που προκαλεί ακόμα απορίες με την ύπαρξη και την κίνηση του. Pluton [Πλουτωνικό ορυκτό] Γεωλ. Καλείται κάθε πυριγενές πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται στο εσωτερικό του φλοιού της Γης από την στερεοποίηση του μάγματος. Plutonic [Πλουτωνικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε προέλευση ή σχέση με μαγματικό υλικό που βρίσκεται σε σημαντικά βάθη όπως π.χ. πλουτωνικό ύδωρ. Plutonic E a r t h q u a k e [Πλουτώνιος σεισμός] Γεωλ. Είναι μία κατηγορία σεισμών στην οποία ανήκουν οι σεισμοί μεγάλου βάθους και οι ενδιάμεσοι σεισμοί. Plutonic M e t a m o r p h i s m [Πλουτωνική μεταμόρφωση] Γεωλ. Διεργασία μεταμόρφωσης που εξελίσσεται σε υποεπιφανειακές συνθήκες σε μεγάλα βάθη. Plutonic R o c k [Πλχ>υτωνικό πέτρωμα] Γεωλ. Πυριγενές πέτρωμα με καλή κρυστάλλωση και χρνδρόκοκκοι υφή που σχηματίζεται με διεργασία βραδείας ψύξης και στερεοποίησης διάπυρου, τετηγμένου μάγματος σε θέσεις σημαντικού βάθους του στερεού φλοιού της Γης. Plutonism [Πλουτωνισμός] Γεωλ. I. Ονομασία που αποδόθηκε στη θεωρία του των αρχών του 19ου αιώνα για τη πυριγενή προέλευση των πετρωμάτων. 2. Οι διεργασίες σε υποεπιφανειακές συνθήκες που οδηγούν στο σχηματισμό των πλουτωνιτών. Plutonium [Πλουτώνιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Pu. Πρόκειται για ραδιενεργό στοιχείο το οποίο παρασκευάζεται από το ουράνιο με βομβαρδισμό του με νετρόνια. Αποτελεί το πλέον μακροβιότερο ακτιενεργό χημικό στοιχείο. P l u t o n i u m - 2 3 8 [Πλουτώνιο-238] Πυμην.Φυσ. Ένα από τα ισότοπα του πλουτωνίου που σχηματίζεται κατά τη διάσπαση του ποσειδωνίου (Νρ). Ραδιενεργό υλικό με χρόνο ημίσειας ζίοής 87,7 χρόνια. Χρησιμοποιείται σε ραδιοϊσοτοπικές θερμοηλεκτρικές γεννήτριες. Plutonium-239 [Πλουτώνιο-239] Πυμην.Φυσ. Ένα από τα ισότοπα του πλουτωνίου που σχηματίζεται με ακτινοβόληση U-238. Ραδιενεργό υλικό με χρόνο ημίσειας ζωής 24,1 χρόνια. Χρησιμοποιείται σαν πυρηνικό καύσιμο και σε πυρηνικά όπλα. Plutonium Oxide [Οξείδιο του πλουτωνίου] Ανόμ.Χημ.

Κιτρινοπράσινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο Pu0 2 , ελάχιστα διαλυτό στο νερό. Επικίνδυνη τοξική ραδιενεργή ουσία, που προξενεί καρκίνο. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή αλογονούχων ενο')σεο)ν του πλουτωνίου. Plutonium Reactor [Αντιδραστήρας πλουτωνίου] Πυμην.Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας που χρησιμοποιεί σαν καύσιμο υλικό πλουτώνιο. Pluvial L a k e [Υέτιος λίμνη] Υδρολ. Λίμνη που δημιουργείται από τη συγκέντρωση των υδάτων κατά περιόδους έντονων βροχοπτώσεων. Pluviofluvial [Ποταμοϋέτιος] Υδμολ. Όρος αναφερόμενος σε διεργασίες ή γεωλογικό σχηματισμό που σχετίζονται με τη συνδυασμένη δράση υδάτων βροχοπτώσεων και ποτάμιου συστήματος. Ply [Στρώμα] Υλικ. Όρος που αφορά συνήθως τα σύνθετα υλικά και χαρακτηρίζει ένα επίπεδο του υλικού, από τα πολλά τα οποία είναι συγκολλημένα παράλληλα ή συμπιεσμένα μαζί. Plywood [Κοντραπλακέ] Υλικ. Πρόκειται για μία σειρά από λεπτά φύλλα ξύλου συγκολλημένα μεταξύ τους σε παράλληλες στρώσεις με χρήση ειδικής κόλλας σε κατάλληλα πιεστήρια, ώστε τελικά να συγκροτούν ένα ενιαίο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στις οικοδομικές ξυλουργικές εργασίες. P m [Σύμβολο Pm] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του προμήθειου όπως είναι στον περιοδικό πίνακα. P M S Notation [Συμβολισμός PMS] Πλημ. Παράσταση με γραφικό και ακριβή τρόπο της φυσικής δομής ενός υπολογιστικού συστήματος. Αρχικά του Processor Memory Switch. P - N Junction 1 [Δίοδος pn] Ηλεκτμον. Δίοδος με 2 αντίθετης πολικότητας ημιαγ(ογούς ίδιου (Homojunction) ή διαφορετικού (Eterojunction) υλικού. P-n Junction 2 [Επαφή p-n] Ηλεκτμον. Κρύσταλλος γερμανίου ή πυριτίου με προσμίξεις τύπου ρ σε μια περιοχή και τύπου n σε άλλη που καταλήγουν σε κοινή οριακή ζώνη. pNa [Λογάριθμος pNa] Χημ. Ο αρνητικός δεκαδικός λογάριθμος της συγκέντρωσης ή καλύτερα της ενεργότητας των ιόντων νατρίου (NaT) σε ένα διάλυμα. Δηλαδή: ρΚ= -log[Na + ]. P n e u m a t i c [Λειτουργία πεπιεσμένου αέρα] Τεχνολ. Τρόπος εξασφάλισης της κίνησης των εξαρτημάτων ενός μηχανήματος ή ενός συστήματος μέσω της χρήσης πεπιεσμένου αέρα που προκαλείται από ένα συμπιεστή. Pneumatic Caisson [Κιβώτιο πεπιεσμένου αέρα] Πολ. Μηχ. Κιβώτιο κλειστής διατομής στους κενούς χώρους του οποίου αυξάνεται η πίεση του αέρα με μηχανικό τρόπο εξασφαλίζοντας έτσι την απομάκρυνση του νερού και δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ένα στεγνό δάπεδο εργασίας εντός του κιβωτίου όταν είναι ήδη τοποθετημένο μέσα στο νερό. Pneumatic H a m m e r [Σφύρα πεπιεσμένου αέρα] Μηχ. μηχ. Μηχάνημα που χρησιμοποιείται στις οικοδομικές εργασίες για εξορύξεις σε βραχώδες έδαφος εφαρμόζοντας κρούσεις σε μια σφύρα μέσω ενός μηχανισμού που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. Pneumatic Tired Roller [Ελαστικός οδοστρωτήρας] Μηχ. μηχ. Οδοστρωτήρας ο οποίος αντί για μεταλλικό κύλινδρο κινείται πάνω σε ελαστικούς τροχούς και χρησιμοποιείται για την τελική συμπύκνωση του ασφαλτοτάπητα εξασφαλίζοντας την ομαλότητα της επι-

- 1089φάνειας του καταστρώματος της οδού. P n e u m a t i c Tools [Εξοπλισμός πεπιεσμένου αέρα] Οικοδ. Η ομάδα των μηχανημάτων του εργοταξίου που λειτουργούν με πεπιεσμένο αέρα που παράγεται σε ένα συμπιεστή. Pneumatics [Τεχνική λειτουργίας με αέρα] Φυσ. Αρχή λειτουργίας κλειστών συστημάτων που βασίζεται στην πίεση του αέρα ή στην ορμή του πεπιεσμένου αέρα. P n e u m a t o g e n i c [Πνευματογενής] Γεωλ. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε πέτρωμα ή ορυκτό που έχει διαμορφωθεί με διεργασία πνευματόλυσης. Pneumatolysis [Πνευματόλυση] Γεωλ. Η διεργασία σχηματισμού ορυκτών ή αλλοίωσης ενός πετρώματος υπό την επίδραση των πτητικών αερίων και ατμών του μάγματος (π.χ. διάφορα οξείδια μετάλλων, φθόριο, χλώριο, αμμωνία, διοξείδιο του άνθρακα) των εκλυομένων προς τα περιβάλλοντα πετρίόματα ή ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης τους. Pneumatolytic [Πνευματολυτικός] Γεωλ. Όρος που αναφέρεται σε διεργασία καθώς και σε πέτρωμα ή ορυκτό σχηματιζόμενο με διεργασία πνευματόλυσης. Pneumatolytic M e t a m o r p h i s m [Πνευματολυτική μεταμόρφωση] Γεωλ. Τύπος μεταμόρφωσης επαφής κατά την οποία παρατηρείται αλλοίωση του πετρώματος στη ζώνη επαφής της θερμής μαγματικής διείσδυσης από την επίδραση των πτητικών συστατικο')ν του μάγματος. Pneumatolytic Stage [ΓΤνευματολυτικό στάδιο] Γεωλ. Το στάδιο της προοδευτικής διαφοροποίησης του μάγματος κατά το οποίο σχηματίζονται με διεργασίες πνευματόλυσης περιμαγματικά πετρώματα και ορυκτά όπως το τοπάζιο, ο χλωρίτης, ο αρσενοπυρίτης, ο τουρφαλίτης, το θείο κ.λ,π. Ρ-Ν-Ι-Ρ Transistor [Τρανζίστορ pnipj Ηλεκτρον. Τρανζίστορ όπου συνδέονται μια δίοδος ρη και ένα ρ με ενδιάμεσο ένα I (Intrisinc). Ρηρ Transistor [Κρυσταλοτρίοδος] Ηλεκτρον. Δύο συνεχόμενες επαφές ρ-η σε διάταξη ρ-η-ρ, η οποία με κατάλληλους συνδέσμους χρησιμεύει ως ενισχυτής τάσης, ρεύματος ή ισχύος. Ρ-Ν-Ρ-Ν Diode [Δίοδος pnpn] Η/εκτρο,ν. Συσκευή γνωστή και σαν θυρίστορ diac. Ρ-Ν-Ρ-Ν Transistor [Τρανζίστορ pnpn] Ηλεκτρον. Στοιχείο γνωστό και σαν θυρίστορ δηλαδή ένα στοιχείο τεσσάρων στρωμάτων με έλεγχο φόρτισης (ανοιχτό κλειστό) και ισοδυναμεί με 2 τρανζίστορ αντίθετης πολΐκότητας (ρηρ και ηρη) συνδεδεμένα παράλληλα με διπλό δεσμό. Ρο [Σύμβολο πολώνιου] Χημ. Πρόκειται για το συμβολισμό του χημικού στοιχείου του πολώνιου όπως έχει καθορισθεί στον περιοδικό πίνακα. Pockels Cell [Κύτταρο Pockels] Φυσ. Κρύσταλλος του οποίου οι ανακλαστικές ιδιότητες υφίστανται μεταβολές, όταν ο κρύσταλλος δεχθεί την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη διαμόρφωση της φωτεινής ακτινοβολίας με την εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου. Pockels Effect [Φαινόμενο Pockels] Φοσ. Το φαινόμενο της επίδρασης του ηλεκτρικού πεδίου στη φωτεινή ακτινοβολία σε ένα πιεζοηλεκτρικό υλικό. Pocket 1 [Θήκη] Πλημ, Θήκη στην οποία τοποθετούνται οι διάτρητες κάρτες από τον ταξινομητή καρτών. Pocket 2 [Φωλιά] Οικοδ. Εσοχή που δημιουργείται σε έναν τοίχο εντός της οποίας ενσωματώνονται οι δίπλες μιας κινητής πόρτας όταν είναι ανοιχτή. P o d i u m [Βάθρο] Αμχ. Πρόκειται για τη βάση επάνω

Poincare M a p

στην οποία εδράζεται μία κατασκευή. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και η προσωρινή εξέδρα που στήνεται για να φιλοξενήσει έναν ομιλητή. Podzol [Πόντζολ] Γεωλ. Ρωσικής προέλευσης ονομασία με τη σημασία του "τεφρόχροου εδάφους" για τύπο πτωχού σε χουμώδη συστατικά εδάφους με όξινο χαρακτήρα που σχηματίζεται, κυρίως υπό συνθήκες ψυχρού και υγρού κλίματος, από αμμώδες έδαφος με έκπλυση βασικών αλάτων. Pogson Ratio [Λόγος Pogson] Αστμον. Λόγος λαμπρότητας 2 άστρων που διαφέρουν κατά μια μονάδα μεγέθους. Pogson Scale [Κλίμακα Pogson] Αστρον. Στην φόρμουλα που δίνει τη σχέση μεγέθους Μ και λαμπρότητας Φ με τον τύπο Pogson: Μ - -2,5Φ + c σαν κλίμακα Pogson αναφέρεται το -2,5 που ο ίδιος ο Pogson υπολόγισε σαν -2,512. Poikilitic [Ποικιλιτικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος στον ιστό των μαγματικών πετρωμάτων στα οποία μικροί κρύσταλλοι ενός ή περισσοτέρων πρωτογενών ορυκτών με ποικίλο οπτικό προσανατολισμό εγκλείονται σε οπτικά συνεχείς μεγάλους κρυστάλλους άλλου ορυκτού. Poikiloblast [Ποικιλοβλάστης] Γεωλ. Ο χαρακτηριστικός του ποικιλοβλαστικού ιστού μεταμορφωμένων πετρωμάτων νέος κρύσταλλος που αναπτύσσεται κατά την ανακρυστάλλωση. Poikiloblastic [Ποικιλοβλαστικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος στον ιστό των μεταμορφωμένων πετρωμάτων στα οποία οι νέοι κρύσταλλοι οι αναπτυσσόμενοι κατά την ανακρυστάλλωση εγκλείουν μικρούς, πολυάριθμους κόκκους προμεταμορφωτικών συστατικών. Poikilophitic [Ποικιλοφιτικός] Γεωλ. Ό ρ ο ς αναφερόμενος στον ιστό ορισμένων μαγματικών πετρωμάτων στα οποία κρύσταλλοι πλαγιόκλαστου εμπεριέχονται εν μέρει ή ολοκληρωτικά σε κρυστάλλους πυρόξενου. Poikilotope [Ποικιλότοπο] Γεωλ. Ο χαρακτηριστικός του ποικιλοτοπικού ιστού των ιζηματογενών πετρωμάτων μεγάλος κρύσταλλος ορυκτού που περιβάλλει μικρούς κρυστάλλους διαφορετικού ορυκτού. Poikilotopic [Ποικιλοτοπικος] Γεωλ. Ό ρ ο ς αναφερόμενος στον ιστό των ιζηματογενών πετρωμάτων στα οποία μικροί, πολυάριθμοι κρύσταλλοι ενός ορυκτού εγκλείονται σε μεγαλύτερους κρυστάλλους άλλου ορυκτού. Poincare Bendingson T h e o r e m [Θεώρημα Poincare Bendingson] Μαθημ. Για το διδιάστατο διαφορικό σύστημα y,' = f|(yj, y 2 ), y2' = Hy\: yi) κάθε φραγμένη λύση είναι περιοδική ή τείνει σε ένα οριακό κύκλο ή στο άπειρο τείνει σε ένα κρίσιμο σημείο όπου fj = f 2 = 0. Poincare Birkhoff Fixed Point T h e o r e m [Θεώρημα σταθερού σημείου Poincare Birkhoff] Μαθημ. Θεώρημα σταθερού σημείου που χρησιμοποιείται στη λύση μερικά γραμμικών εξισώσεων, και δίνει (τουλάχιστον) 2 σταθερά σημεία για ομοιομορφισμούς που διατηρούν μέτρο επιφάνειας (Area preserving). Poincare Conjecture [Εικασία Poincare] Μαθημ. Ανοιχτό πρόβλημα: κάθε απλά συνεκτική πολλαπλότητας τάξης 3 είναι ομοιομορφική με την τρισδιάστατη σφαίρα. II εικασία υπάρχει και σε γενικευμένη έκδοση. Poincare M a p [Απεικόνιση Poincare] Μαθημ. Για σύστημα 2 διαστάσεων η τομή Poincarc προσδιορίζεται εύκολα από το θεώρημα Poincare Bendingson. Για παραπάνω διαστάσεις συναντά κανείς τη διακλάδωση Hopf. Συνήθως επιλέγω μια συνάρτηση μέσα στη μο-

Poincare Recurrence Theorem

- 1090 -

ναδιαία μπάλα και oFeigenbaum βρήκε ότι για όλες αυτές τις απεικονίσεις τα φαινόμενα είναι πάντα ίδια. P o i n c a r e R e c u r r e n c e T h e o r e m [Θεώρημα σύμπτωσης Poincare] Μαθημ. Ομοιομορφισμοί V που διατηρούν τον όγκο (μιας ροής) για κάποιο σύνολο αρχικών τιμών στον Rn 0α έχουν πάντα σημεία x όπου θα αντιστοιχούν (λόγω των ροών) άπειρα σημεία της μορφής V k (x). Poincare S e c t i o n [Τομή Poincare] Μαθημ. Μέθοδος τού Poincare για την εύρεση των οριακών κύκλων δηλαδή ευσταθών λύσεων όπου συγκλίνουν όλες οι λύσεις ενός δυναμικού συστήματος, που παράγεται κόβοντας με ένα υπερεπίπεδο Π τις λύσεις και για κάποια αρχική τιμή να μελετάμε τα σημεία τομής. P o i n c a r e S u r f a c e Of Section [Επιφάνεια τομής Poincare] Μαθημ. Δες Poincare Map. P o i n c a r e ' s T h e o r e m [Θεώρημα Poincare] Μαθημ. Κάθε ανοιχτό και απλά συνεκτικό σύνολο Ω του μιγαδικού επιπέδου με σύνορο f Ω ώστε το C να διαχωρίζεται σε 2 σύνολα υπάρχει μια σύμμορφη συνάρτηση φ: Ω

P o i n t I^oad [Μεμονωμένο φορτίο] Πολ. Μηχ. Φορτίο το οποίο εφαρμόζεται σε ένα σημείο του ανοίγματος μιας δοκού, Point M o d e Display [Εμφάνιση σημείο-προς-σημείο] Πλημ. Τρόπος παράστασης σημείων πάνω στην οθόνη με χρήση δύο παραμέτρων, εκ των οποίων η μία δηλώνει την κάθετη και η άλλη την οριζόντια θέση. Point Of A p p l i c a t i o n [Σημείο εφαρμογής] Μηχ. Πρόκείται για το ιδεατό σημείο επί ενός σώματος όπου θεωρείται ότι ασκείται μία δύναμη, Point Of Arrival [Σημείο άφιξης] Πλοηγ. Ο τύπος, το μέρος, το σημείο που έχουμε καθορίσει να φτάσουμε ύχι απαραίτητα και ο τελικός μας προορισμός όπως για παράδειγμα η ενδιάμεση στάση σε κάποιο λιμάνι. Point Of D e p a r t u r e [Σημείο εκκίνησης] Ναυπηγ. Καλείται ο χώρος από όπου αρχίζει την προγραμματισμένη του διαδρομή ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος, Point Of Destination [Σημείο προορισμού] Ναυπηγ. Ονομάζεται ο χώρος όπου έχει προγραμματισθεί να ολοκληρώσει την πορεία του ένα πλοίο ή ένα αερο-

Β ι,όπου Β ι το εσωτερικό της μοναδιαίας μπάλας του C, ώστε να υπάρχουν 2 σημεία Ζο£ Ω με φ(Ζο) = 0 και Ζ| e Ω, W] <Ε D ώστε φ(ζι) = Wi. P o i n c a r e ' s C o n j e c t u r e [Εικασία Poincarc] Μαθημ. Μια τρισδιάστατη πολλαπλότητα (χωρίς σύνορο), συμπαγής και απλά συνεκτική μπορεί να είναι ομοιομορφική με μια τρισδιάστατη σφαίρα; Poincare's Inequality [Ανισότητα Poincarc] Μαθημ. 1. Για κάθε φραγμένο πεδίο Ω κλάσης C1 υπάρχει μια σταθερά κ ώστε για κάθε στοιχείο ν του χώρου Η01'2 (Ω) να ισχύει: αί|ν| 2 < κ2 iJ|Vv|4 2. Για κάθε φραγμένο πεδίο Ω κλάσης C1 υπάρχει μια σταθερά c ώστε για κάθε στοιχείο ν του χώρου Η 1,2 (Ω) να ισχύει: J|v| 2 < c J|Vv| 2 +<^αί|ν|2. P o i n c a r e ' s L e m m a [Λήμμα PoincareJ Μαθημ. Για κάθε αστεροειδές του R" υπάρχει μια απεικόνιση από τον χώρο των κ μορφών στο χο')ρο των (κ-1) μορφών που αν συντεθεί με τον τελεστή παράγωγο να δίνει πάντα τον ταυτοτικό τελεστή. P o i n s o t ' s S p i r a l s [Σπείρες Poincare] Μμθημ. Επίπεδες καρδιοειδείς καμπύλες με εξισώσεις: psinh(K0) - α και pcsch(K0) = α. Point [Κουκίδα] Τεχνολ. Η μονάδα που καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας ενός εκτυπωτή ο οποίος εκτυπώνει τα περιεχόμενα του ηλεκτρονικού αρχείου ενός υπολογιστή με τη μέθοδο της δημιουργίας μιας γραμμής από ένα σύνολο κουκίδων ανά μονάδα μήκους της γραμμής. Point A t Infinity [Κατ1 εκδοχή σημείο] Μαθημ. Έννοια που γεωμετρικά δημιούργησε πολλά ανοιχτά προβλήματα και έδωσε ώθηση σε νέους γεωμετρικούς κλάδους, αλλά αναλυτικά ταυτίζεται απλά με το όριο της συνάρτησης υπερβολής φ(χ) =1/χ καθώς το χ πηγαίνει στο 0. Point Biserial C o r r e l a t i o n [Σημειακή σειριακή συσχέτιση] Στατ. Διαφοροποίηση της αντίστοιχης συσχέτισης που στηρίζεται σε μια ασυνεχή και δικατάληκτη μεταβλητή. Point C h a r g e [Σημειακό φορτίο] Πλεκτμ. Αδιάστατο ηλεκτρικό φορτίο που υποθέτουμε ότι υπάρχει σε ένα σημείο του χώρου. Point E s t i m a t e [Σημειακή εκτίμηση] Στατ. Στατιστική εκτίμηση μεγεθών πληθυσμού που στηρίζεται στην βέλτιστη εκτίμηση κατά σημείο αντί για τη χρήση διαστημάτων.

σκάφος, Point Of Division [Σημείο διαίρεσης] Μαθημ. Σε μια ευθεία συγκεκριμένου μήκους, σημείο που χωρίζει την ευθεία σε δύο τμήματα. Point Of Inflection [Σημείο καμπής] Μαθημ. Μία παραγωγίσιμη μαθηματική συνάρτηση παρουσιάζει σημείο καμπής σε κάποιο σημείο του πεδίου ορισμού της, όταν η πρώτη παράγωγος της στο εν λόγω σημείο παρουσιάζει τοπικό μέγιστο ή ελάχιστο. Στη γραφική της παράσταση αυτό θα φαίνεται ως ένα σημείο όπου η καμπύλη μετατρέπεται από κοίλη σε κυρτή, Point Of Intersection [Κορυφή καμπύλης] Οδοπ. Σε μια καμπύλη μιας οδού το σημείο τομής των δύο εφαπτόμένων που φέρονται από το σημείο έναρξης και το τέλος της καμπύλης, Point Of O r i g i n S y s t e m [Σύστημα άμεσης συλλογής δεδομένων] Πλημ. Το σύστημα στο οποίο τα δεδομένα συλλέγονται στο σημείο ακριβώς που παράγονται, όπως είναι τα συστήματα point-of-sales. Point Of Sale T e r m i n a l [Τερματικό σημείου πώλησης] Πλημ. Τερματικό που συλλέγει και καταγράφει δεδομένα πώλησης την στιγμή της πώλησης και στο σημείο που αυτή γίνεται. Δεδομένα πώλησης θεωρούνται και δεδομένα που προκύπτουν απύ πιστωτικές κάρτες, κάρτες μετρητών, ειδικές εκπτώσεις κ.ά. που χρησιμοποιούνται κατά την πώληση. Είναι γνωστά και ως POS. Point Of S w i t c h [Σημείο έναρξης λωρίδας επιβράδυνσης] Οδοπ. Στη διασταύρωση ενός αυτοκινητόδρομου με μια τοπική οδό, το σημείο από το οποίο ξεκινά η διαπλάτυνση του αυτοκινητόδρομου με σκοπό τη δημιουργία μιας πρόσθετης λωρίδας στην οποία θα εισέλθούν τα οχήματα που θέλουν να στρίψουν προς την τοπική οδό. P o i n t Of T a n g e n c y [Σημείο έναρξης ή σημείο τέλους καμπύλης] Οδοπ. Στην οριζοντιογραφία μιας οδού το σημείο που τελειώνει ένα ευθύγραμμο τμήμα και ξεκινά η καμπύλη ή αντίστροφα το σημείο που τελειώνει η καμπύλη και αρχίζει ένα ευθύγραμμο τμήμα, Point Particle [Σημειακό σα)ματίδιο] Μηχ. Στους διάφορους μηχανικούς ή φυσικούς υπολογισμούς, πολλές φορές για λόγους προσομοίωσης ενός προβλήματος και για χάρη απλούστευσης, απαιτείται η θεώρηση ενός μη υπαρκτού στην πραγματικότητα σώματος, με μηδενικό όγκο αλλά δεδομένη μάζα, ηλεκτρικό φορτίο

- 1091 ή άλλες ιδιότητες. Point Set T o p o l o g y [Τοπολογία σημειοσυνόλου] Μαθημ. Τοπολογία της κατά σημείο σύγκλισης που ταυτίζεται με την συνολοθεωρητική τοπολογία. Point Slope F o r m [Μορφή κλίσης σε σημείο] Μαθημ. Για μια ευθεία είναι η μορφή ( y - yQ) = λ(χ - χ 0 ) όπου λ ο συντελεστής κλίσης της και (χ 0 , y0) ένα σταθερό σημείο. Point Source 1 [Εκροή λυμάτων] Υδμολ. Σημείο εκροής βιομηχανικών αποβλήτων ή αστικών λυμάτων τα οποία οδηγούνται στο σημείο εκροής μέσω ενός θαμμένου αγωγού. Point Source 2 [Σημειακή πηγή] Φυσ. Η ιδανική πηγή ακτινοβολίας, η οποία έχεις σημειακές διαστάσεις. Το πρότυπο της ιδανικής πηγής μπορεί να προσεγγιστεί μόνο όταν το υλικό με το οποίο θα αλληλεπιδράσει η ακτινοβολία, βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση από την πηγή, σε σχέση με τις διαστάσεις της τελευταίας. Point S o u r c e Light [Φως σημειακής πηγής] ΙΙλεκ. Φωτεινή ακτινοβολία η οποία προέρχεται από ηλεκτρική πηγή σημειακών διαστάσεων. Point Source M e t h o d [Μέθοδος σημειακής πηγής] Φυσ. Μέθοδος παραγωγής ακτινοβολίας που βασίζεται στην προσέγγιση του προτύπου της ιδανικής πηγής σημειακών διαστάσεων. Point Spectrum [Φάσμα σημείου] Μαθημ. Ιδιοτιμές και άλλο στοιχεία λ του φάσματος ενός γραμμικού τελεστή Α ώστε η ορίζουσα del (Α- λΐ) = 0. Point System [Σύστημα βαθμολόγησης] Τεχνολ. 1. Μέθοδος καθορισμού της αποδοτικότητας των εργαζομένων μέσω ενός συστήματος το οποίο συνδέει την απόδοση με μια κλίμακα βαθμολογίας. 2. Μέθοδος κινήτρων που βασίζεται στη βαθμολόγηση της απόδοσης σύμφωνα με μια κλίμακα. Point T o Point C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία 2 σημείων] Επικοιν. Επικοινωνία 2 σημείων συνήθως μέσω γραμμής που τα συνδέει. Pointer [Δείκτης] Πλημ. Το δεδομένο που αντιπροσωπεύει τη διεύθυνση ή τη θέση μνήμης ενός άλλου δεδομένου. , 2 Pointer [Δείκτης] Τεχνολ. Σε μια κλίμακα η ακίδα που μετακινείται κατά μήκος και όταν μετράται ένα μήκος διευκολύνει στην ακριβή ανάγνωση των υποδιαιρέσεων. Pointers [Δείκτες] Αστμον. Αστρα που χρησιμεύουν σαν σταθεροί δείκτες ναυσιπλοίας όπως ο πολικός αστέρας. Pointing [Κλείσιμο αρμού] Οικοδ. 1. Η εργασία της διαμόρφωσης της επιφάνειας στον αρμό σε σοβά ώστε να εξασφαλιστεί μια λεία επιφάνεια. 2. Η εργασία διαμόρφωσης της επιφάνειας ενός αρμού γεμίζοντας το κενό που δημιουργείται με κονίαμα. 3. Το υλικό που χρησιμοποιείται για το κλείσιμο των αρμών. Pointing Device [Συσκευή που δείχνει] Πλημ. Συσκευή, όπως είναι το ποντίκι ή το ηλεκτρονικό μολύβι, την οποία χρησιμοποιεί κανείς για να δείξει συγκεκριμένες θέσεις ή σημεία πάνω στην οθόνη και με κατάλληλο χειρισμό να ενεργοποιεί διαδικασίες. Pointing Trowel [Σπάτουλα] Οικοδ. Εργαλείο που χρησιμεύει στην τοποθέτηση του υλικού πλήρο)σης στο κενό που δημιουργείται στους αρμούς. Pointwise C o n v e r g e n c e [Σημειακή σύγκλιση] Μαθημ. Η πλέον συνηθισμένη σύγκλιση στους πραγματικούς αριθμούς που δηλώνει σύγκλιση σε ένα μοναδικό σημείο και δεν απαιτεί σχεδόν καμία άλλη ιδιότητα συνέ-

Poisson Transform

χειας κτλ. Poise [Πουάζ] Ακουστ. Είναι μονάδα μέτρησης του συντελεστή εσωτερικής τριβής η και χρησιμοποιείται για θεωρητικούς υπολογισμούς. Ισχύει η ισότητα 1 lPoise=l gr cm' . Το όνομά της προέρχεται από τον Poiseuille. Poiseuille's L a w [Νόμος του Πουαζίλ] Μηχ.Ρπυστ. Αναφέρεται για ροή πραγματικού ρευστού και όχι ιδανικού ρευστού όπως του Bernulli. Ο νόμος του Poiseuille εκφράζει ότι η παροχή Π ενός οριζόντιου σωλήνα μήκους I με σφαιρική διατομή μέσα στο οποίο ρέει υγρό με στρωτή ροή, είναι ανάλογη της βαθμίδας πιέσεως (prp2>/ 1 και του R4 όπου R είναι ακτίνα του σωλήνα ενώ είναι αντιστρόφως ανάλογη του συντελεστή η της εσωτερικής τριβής του υγρού. Η μαθηματική σχέση που τον εκφράζει είναι: Π= (π/8/7)· [(PrPzV 1] ' R. Poison [Δηλητήριο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ουσία ικανή να προξενήσει σοβαρές βλάβες ή να θανατώσει έναν ζωντανό οργανισμό που θα τη λάβει με οποιοδήποτε τρόπο. Poison G a s [Δηλητηριώδες αέριο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αέριο το οποίο είναι ικανό να προκαλέσει τον θάνατο ή άλλη σοβαρή βλάβη σε ζωντανό οργανισμό όταν το εισπνεύσει. Χρησιμοποιούνται στις πολεμικές επιχειρήσεις ενώ από τα πιο γνωστά είναι το φωσγένιο ή άλλα περιέχοντα χλώριο, Poisson Bracket [Αγκύλη Poisson] Μαθημ. Για 2 άπειρα διαφορίσιμες συναρτήσεις f, g με 2 μεταβλητές x, y στον ν- διάστατο χοόρο τότε η αγκύλη Poisson (f, g) είναι το άθροισμα πάνω στις ν διαστάσεις της ποσότητας l x g y - f y g x δηλαδή της ποσότητας μετά από παραγώγιση ως προς την αντίστοιχη κάθε φορά διάσταση, Poisson Constant [Σταθερά του Poisson] Φυσ. Ο λόγος της σταθεράς των αερίων προς τη συγκεκριμένη τιμή θερμότητας υπό δεδομένη σταθερή πίεση, Poisson Distribution [Κατανομή Poisson] Στατ. 1. Διακριτή κατανομή εκθετικού τύπου που έχει τη μορφή f(x) = (λ ν /ν!) e"u και είναι γνωστή για την ιδιότητα της αμνησίας που παρουσιάζει. Παρουσιάζεται σε πολλές περιπτώσεις εύρεσης λαθών ή συχνότητα εμφάνισης κάποιου περιστατικού. 2. Οικογένεια κατανομών που παράγονται όλες από την εκθετική οικογένεια αυτόνομα ή με κάποια αναλυτική διαδικασία (πχ διωνυμική, Beia, Poisson- Normal κτλ), Poisson Index Of Dispersion [Δείκτης διασποράς Poisson] Στατ. Δείκτης που στηρίζεται στο τεστ χ 2 για να ελέγξει αν μια ομάδα παρατηρήσεων προέρχονται από την κατανομή Poisson. Poisson Kernel [Πυρήνας Poisson] Μαθημ. Ολοκληρο>τικός πυρήνας που συναντιέται στην αρμονική ανάλυση και τη θεωρία σειρών Fourier. Στις 2 διαστάσεις δίνεται από Κ(ρ, φ) = (Ρ2 - ρ 2 )/ (Ρ2 - 2pPcos(p -ι- ρ2) αλλά γενικεύεται και στις Ν διαστάσεις, Poisson Process [Διαδικασία Poisson] Μαθημ. Σημειακή διαδικασία ανεξάρτητοι ενδεχόμενων που ακολουθεί την κατανομή Poisson. Ειδική περίπτωση η Poisson Markov διαδικασία. Poisson Ratio [Ο λόγος του Πουασόν] Μηχ. Σε μια ράβδο που φορτίζεται σε εφελ,κυσμό η ποσοστιαία αναλογία μεταξύ του μεγέθους της επιμήκυνσης και της μέγιστης παραμόρφωσης της διατομής που είναι κάθετη προς τον άξονα της κατεύθυνσης του εφελκυσμού, Poisson T r a n s f o r m [Μετασχηματισμός Poisson] Μαθημ. Ολοκληρωτικός μετασχηματισμός με πυρήνα τον

Poisson Trials

- 1092 -

πυρήνα Poisson που θεωρείται πρόδρομος του μετασχηματισμού Fourier. Poisson Trials [Δοκιμές Poisson] Μαθημ. Δοκιμές διωνυμικού πειράματος με διαφορετική πιθανότητα επιτυχίας κάθε φορά μεταξύ τους. Poisson's Equation [Εξίσωση Poisson] Μαθημ. Μερική διαφορική εξίσωση δεύτερης τάξης με τύπο ν 2 ψ = 4πτ. Poisson's Law Of Large N u m b e r s [Νόμος μεγάλων αριθμών του Poisson] Μαθημ. Επέκταση του διωνυμικού νόμου σχετικά με την σύγκλιση της διωνυμικής κατανομής και παράγεται μερικά από ανισότητα Chebyshev. Poisson's S u m m a t i o n Formula [Τύπος άθροισης Poisson] Μαθημ. Τύπος άθροισης τιμών που στηρίζεται στον μετασχηματισμό Fourier για συναρτήσεις που είναι ολοκληρώσιμες, συνεχείς και φραγμένης κύμανσης. Poitevinite [Ποϊτεβινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό από ένυδρο θειικό ψευδάργυρο, δισθενή σίδηρο και χαλκό. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλχοδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 έως 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,3. Poke [Τοποθετώ] Πλημ. Καταγράφω μια πληροφορία σε συγκεκριμένη θέση μνήμης, ώστε να την αναζητήσει στην κατάλληλη στιγμή. Poker Vibrator [Δονητής μάζας] Οικοδ. Μηχάνημα που χρησιμοποιείται στην τοποθέτηση του νωπού σκυροδέματος και εξασφαλίζει τη συμπύκνωση του εντός του ξυλοτύπου μέσω ενός καθετήρα που διεισδύει εντός του όγκου του νωπού σκυροδέματος. Pokrovskite [Ποκροβσκίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό ανθρακικό μαγνήσιο. Σχηματίζει κίτρινους, λευκούς ή ρος, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, αλαμπείς και με τέλειο σχισμό κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,5. Polar [Πολικός] Μαθημ. 1. Συνήθως αναφέρεται στη χρήση συστήματος συντεταγμένων με #>ήση μέτρου γωνίας. 2. Για 2 σημεία Α, Β (εξωτερικό) που είναι αντίστροφα ως προς κύκλο τότε πολική λέγεται η ευθεία κάθετη στην Α Β στο Β. Polar Air [Πολικός άνεμος] Μετεωρ. Μάζες ανέμων που ξεκινούν από περιοχές κοντά στους πόλους και στη στεριά είναι σταθεροί, κρύοι και ξεροί και στη θάλασσα ψυχροί, υγροί και ασταθείς. Polar Axis [Πολικός άξονας] Μαθημ. 1. Αξονας που μετρά την πολική γωνία σε αντίστοιχο γράφημα. 2. Δες Polar (Line) 2. Polar Bond [Πολικός δεσμός] Φυσ.Χημ. Είδος ομοιοπολικού δεσμού μεταξύ δύο ατόμων στον οποίο το ηλεκτρονιακό νέφος δεν κατανέμεται συμμετρικά με αποτέλεσμα την εμφάνιση κλασμάτων θετικού και αρνητικού φορτίου, αν και όλο το μόριο είναι συνολικά ουδέτερο. Οφείλεται στη διαφορά ηλεκτραρνητικότητας που παρουσιάζουν τα δύο στοιχεία. Π.χ. ο δεσμός H-C1 είναι πολικός ομοιοπολικός δεσμός. Polar C a p Disturbance [Διαταραχή πολικού καπέλου] Αστμον. Διαταραχή της ιονόσφαιρας που αποδίδεται σε σωματίδια που μπαίνουν στο γήινο μαγνητικό πεδίο από ηλιακή έκρηξη πρωτονίων. Polar Climate [Πολικό κλίμα] Μετεωμ. Συναντάται σε 2 βασικούς τύπους, παγωμένων όγκων και τούνδρας. Στην τούνδρα το έδαφος είναι σχετικά παγωμένο, μέγι-

στη θερμοκρασία 10 °C (ψυχρά καλοκαίρια), χαμηλή βλάστηση. Στον παγωμένο τομέα δεν τίθεται θέμα βλάστησης. Το κλίμα βέβαια συναντιέται και εκτός πολικών περιοχών. Polar C o m p o u n d [Πολική ένωση] Χημ. Ένωση που το μόριό της εμφανίζει διπολική ροπή μ. Π.χ. το νερό (ΗΟ-Η), το υδροχλώριο (HC1) κ.α. Polar Continental Air [Πολικός αέρας] Μετεωμ. Αέριες μάζες που κατεβαίνουν στις εσωτερικές ηπειρωτικές περιοχές από τις πολικές περιοχές (της τούνδρας) άρα είναι παγωμένοι και ψυχροί και κατά κανόνα ευσταθείς. Polar Convergense [Πολική σύγκλιση] Ωκεαν. Η νοητή γραμμή κατά μήκος της οποίας κινείται νερό που προέρχεται από τους πόλους, όπου το πυκνότερο πολικό νερό από την μια πλευρά βυθίζεται κάτω από το λιγότερο πυκνό της άλλης πλευράς. Polar Coordinates [Πολικές συντεταγμένες] Μαθημ. Σε ένα επίπεδο ο προσδιορισμός της θέσης ενός σημείου του επιπέδου όταν καθορίζεται από την απόσταση του από ένα σημείο αναφοράς η οποία αποκαλείται ακτίνα και τη γωνία που δημιουργείται μεταξύ ενύς άξονα και της ακτίνας. Polar Crystal [Πολικός κρύσταλλος] Κμυσταλλ. Είδος κρυστάλλου με ιοντικούς δεσμούς μεταξύ των δομικών μονάδων της κυψελίδας. Polar Day [Πολική μέρα] Αστμον, Η κανονική μέρα στους πόλους χαρακτηρίζεται από τις ειδικές συνθήκες όπως και η αντίστοιχη νύχτα και στη διάρκεια του καλοκαιριού πχ υπάρχουν 5- 6 εικοσιτετράωρα που ο ήλιος δεν δύει καθό)^υ. Polar Diagram [Πολικό διάγραμμα] Φυσ. Διάγραμμα πολικής προβολής (αζιμουθιακή, στερεογραφική, σύμμορφη Lambert κτλ). Polar Distance [Πολική απόσταση] Αστμον. Γωνιακή απόσταση από έναν ουράνιο πόλο (συνήθως ως 180°). Polar Front [Πολικό μέτωπο] Μετεωρ. Αέρια μάζα συνήθως χαμηλής πίεσης που διαχωρίζει κάπως τις επιδράσεις των πολικών περιοχών προκαλώντας βροχές και άλλα σχετικά φαινόμενα. Polar Front Theory [Θεωρία πολικού μετώπου] Μετεωρ. Θεωρία που στηρίζεται στην επίδραση της δύναμης Corollas για να στηρίξει τη δημιουργία μετώπων απομόνωσης ανέμων πολικών περιοχών. Θεωρείται ότι στα σημεία αυτά βρίσκεται η πηγή δημιουργίας πολλών κυκλώνων. Polar Group [Πολική ομάδα] Χημ. Δραστική ομάδα χημικών στοιχείων με μεγάλη διπολική ροπή, π.χ. -ΟΗ (υδροξύλιο) ή -COOH. Polar Highs [Πολικά ψηλά] Μετεωρ. Περιοχές υψηλής πίεσης που συναντιούνται κοντά ή σχετικά κοντά στις πολικές περιοχές πχ Σιβηρία. Polar Lows [Πολικά χαμηλά] Μετεωρ. Περιοχές χαμηλής πίεσης που συναντιούνται κοντά ή σχετικά κοντά στις πολικές περιοχές πχ Γροιλανδία (ή Ισλανδία), Αλεούτια (πιάνει και την Αλάσκα), Polar Maritime Air [Πολικός θαλάσσιος αέρας] Μετεωρ. Ψυχροί και υγροί άνεμοι από τις πολικές περιοχές που συνήθως κατεβαίνοντας αναχαιτίζονται και εκεί είναι η περιοχή απαρχής κυκλώνων (δες Polar Froni Theory). Polar Meteorology [Πολική μετεωρολογία] Μετεωρ. Κλάδος μετεωρολογίας που μελετά το κλίμα στις πολικές περιοχές όπου εκτελούνται πλήθος πειραμάτων και παρατηρήσεων.

- 1093-

Polar Modulation [Πολική διαμόρφωση] Επικοιν. Συνδυασμένη διαμόρφωση πλάτους και φάσης που χρησιμοποιείται από πολύ παλιά. Polar Molecule [Πολικό μόριο] Φυσ.Χημ. Μόριο που εμφανίζει μόνιμη διπολική ροπή με αποτέλεσμα την εμφάνιση κλασμάτων θετικών και ισοδύναμων κλασμάτων θετικών φορτίων. Π.χ. νερό (Η2Ο), HF κ.α. Polar Night [Πολική νύχτα] Μετεωμ. Αντίστοιχη στην πολικής μέρας (δες Polar Day) που κορυφώνεται στον πολικό χειμώνα. Polar Normal Coordinates [Συντεταγμένες πολικού σταθερού] Μαθημ. Σύστημα συντεταγμένων της διαφορικής γεωμετρίας που ορίζουν οι σταθερές (Normal) συντεταγμένες σε μια σταθερή πολική γωνία. Polar Outbreak [Πολικό ξέσπασμα] Μετεωμ. Πολικές καταιγίδες (συνήθως τους χειμερινούς μήνες) που κατά κανόνα προκαλούν αρκετά φαινόμενα στις επόμενες περιοχές καθώς καταγράφεται πλέον από δορυφόρους. Polar Resolution [Πολική επίλυση] Πλημ. Η διαδικασία που γίνεται για τον υπολογισμό του μέτρου ενός διανύσματος και της γωνίας που σχηματίζει με τον άξονα των χ. Polar Triangle 1 [Πολικό τρίγωνο] Αστμον. Σφαιρικό τρίγωνο (γνωστό και σαν τρίγωνο θέσης) που συνδέει διάφορα κομβικά σημεία στα διάφορα συστήματα συντεταγμένων με κορυφές τον αστέρα, το ζενίθ και τον βόρειο πόλο και χρησιμεύει για μετατροπή στα διάφορα συστήματα. Polar Triangle 2 [Πολικό τρίγωνο] Μαθημ. Για μια κωνική τομή είναι ένα τρίγωνο ώστε κάθε πλευρά να είναι μια πολική γραμμή της απέναντι κορυφής. Polar Variation [Πολική ταλάντευση] Γεωφυσ. Η παρατηρούμενη βραδεία και συνεχής μετατόπιση των πόλων επί της επιφάνειας της Γης εντός μικρής περιοχής κατά ακανόνιστη περιοδική κίνηση διάρκειας 428 ημερών, με συνέπεια τον μη εντοπισμό των πόλων ως σταθερών σημείων και την ελαφρά διαφοροποίηση των γεωγραφικών πλατών. Polar Vector [Πολικό διάνυσμα] Μαθημ. Διάνυσμα του πολικού διαγράμματος. Polar Wandering [Πολική περιπλάνηση] Γεωψυσ. II συνεχής βραδεία μετάθεση των γήινων πόλων επί της επιφάνειας της Γης λόγω της μετατόπισης του άξονα της κατά τις κινήσεις της μετάπτωσης και της κλόνησης, κατά τρόπο ώστε να διαγράφεται υπό του βορείου πόλου σε διάστημα 25.796 ετών σύνθετη περιφέρεια κύκλου (αποτελούμενη από 1400 ημιελλείψεις, κάθε μία διάρκειας 18,66 ετών) ακτίνας ίσης με 23 μοίρες και 27 λεπτά. Polarimeter [Πολωσίμετρο] Οπτικ. Πρόκειται για συσκευή με την οποία μπορεί να μετρηθεί η γωνία στροφής του επιπέδου πόλωσης του φωτός. Polarimctric Analysis [Πολωσιμετρική ανάλυση] Αναλ.Χημ. Η μέτρηση της γωνίας στροφής α του επίπεδα πολωμένου φωτός σε ένα διάλυμα οπτικό ενεργής ουσίας (ή και σε αμιγές υγρό). Οδηγεί στον προσδιορισμό της ειδικής γωνίας στροφής, χαρακτηριστικό μέγεθος για την οπτικά ενεργή ουσία. Γίνεται σε ειδικό όργανο, το πολωσίμετρο. Polarimetry [Πολαρομετρία ή πολωσιμετρία] Οπτικ. Ο υπολογισμός με μια διάταξη πολωσιμέτρου της στρέψης του επιπέδου ταλάντωσης ενός πολωμένου φωτός Polaris [Πολικός αστέρας] Αστμον. Λαμπρότερο αστέρι της μικρής άρκτου που οδήγησε για χρόνια ναυτικούς. Polarity 1 [Πολικότητα] Επικοιν. Καθορισμός πόλων

Polarized Light

για ένα δίπολο που διαρρέεται από ρεύμα (συνήθως 0 και 1 ή Mark και Space). Polarity 2 [Πολικότητα] Μαθημ. 1. Ύπαρξη πόλων μιας συνάρτησης του μιγαδικού επιπέδου. 2. (Προβολική συσχέτιση περιόδου 2). Polarization 1 [Πόλωση] Η/εκ. η μετατόπιση που παρατηρείται στη θέση του πυρήνα ενός ατόμου όταν εφαρμόζεται εξωτερικό ηλεκτρικό πεδίο. Αν αυτό το πεδίο είναι αρκετά ισχυρό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο διαχωρισμό του πυρήνα από το ηλεκτρονιακό νέφος του ατόμου. Polarization' [Πόλωση] Οπτικ. Το φαινόμενο της μετατροπής του φυσικού φωτός του οποίου τα επίπεδα ταλάντωσης του ηλεκτρομαγνητικού κύματος είναι διαρκώς μεταβαλλόμενα και εξίσου πιθανά για κάθε χρονική στιγμή, σε φως του οποίου το διάνυσμα του ηλεκτρομαγνητικού κύματος ταλαντώνεται σε ένα μόνο επίπεδο. Polarization Diversity [Διαφορική λήψη πόλωσης] Επικοιν. Είναι μία μέθοδος που χρησιμοποιείται στον χώρο των τηλεπικοινωνιών για τη λήψη της πληροφορίας, σύμφωνα με την οποία το σήμα εκπέμπεται και λαμβάνεται υπό δύο πολώσεις ορθογώνιες μεταξύ τους, με την προσδοκία ότι έστω μία από τις δύο θα υποστεί τη μικρότερη διάλειψη. Συνήθως η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται στις δορυφορικές επικοινωνίες και αυτές των κινητών τηλεφώνο)ν για την εξοικονόμηση εύρους ζο')νης. Polarization Error [Σφάλματα πόλωσης] Πλοηγ. Είναι τα σφάλματα που εμφανίζονται στα ηλεκτρονικά συστήματα ενός σκάφους που χρησιμοποιούν την ιονόσφαιρα ως ανακλαστικό μέσο των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτα>ν και οφείλονται στις μεταβολές που εμφανίζονται σε αυτή κατά την ανατολή και κατά τη δύση του Ηλίου. Polarization Fading [Εξασθένηση πολικότητας] Επικοιν. Πιθανό αποτέλεσμα (σε αδύνατες γραμμές και διατάξεις) μετά από συνεχείς αλλαγές αποτέλεσμα που θεωρείται σαν λάθος μετάδοσης. Polarization Potential [Δυναμικό πόλωσης] Φυσ.Χημ. Το δυναμικό που αντιτίθεται στο εξωτερικό εφαρμοζόμενο δυναμικό σε μία ηλεκτρόλυση, που οφείλεται στις αλληλεπιδράσεις των ηλεκτροδίων με τα συστατικά των ημιστοιχείων Συνήθως εμφανίζεται αυξημένο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στην ηλεκτρόλυση συμμετέχουν και αέρια. Λόγω του δυναμικού πόλωσης απαιτείται η εφαρμογή υπέρτασης για να προχωρήσει η ηλεκτρόλυση. Polarize [Πολώνω] Φυσ. Η διαδικασία εφαρμογής ηλεκτρικού πεδίου σε κάποιο υλικό προκειμένου να ανατραπεί η τυχαία κατανομή των θετικών και αρνητικών του φορτίων και να επιτευχθεί συγκεκριμένος προσανατολισμός των φορτίων αυτών μέσα στο υλικό. Polarized [Πολωμένος] Φυσ. Υλικό το οποίο έχει υποστεί πόλωση, δηλαδή ταξινόμηση και κατεύθυνση των θετικών και αρνητικών του φορτίων προς συγκεκριμένο προσανατολισμό. Polarized Electromagnetic Radiation [Πολωμένη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία] Φυσ. Ακτινοβολία της οποίας το ηλεκτρομαγνητικό κύμα παρουσιάζει πλήρη προσανατολισμό των συνιστωσών διανυσμάτων του ηλεκτρικού και μαγνητικού του πεδίου προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Polarized Light [Πολωμένο φως] Οπτικ. Είναι το φως στο οποίο όλα τα στοιχειώδη ηλεκτρικά ρεύματα ταλα-

Polarized Plug

- 1094 -

ντώνονται συνεχώς εντός ενός επιπέδου. Polarized Plug [Πολωμένος ρευματολήπτης] Ηλεκ. Ρευματολήπτης ο οποίος έχει οδηγό εισόδου στην υποδοχή του έτσι ώστε να μπορεί να εισέρχεται στο ρευματοδότη μόνο σε μια συγκεκριμένη θέση. Polarizer [Πολωτής] Οπτικ. Συσκευή που παράγει πολωμένη φωτεινή ακτινοβολία. Συνήθως πρόκειται για υλικό διπλής διάθλασης με σχήμα πρισματικό, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση ακτίνων φωτός σε μια μόνο προκαθορισμένη διεύθυνση. Polarizing Filter [Φίλτρο πόλωσης] Οπτικ. 1. Αναλύτες που χρησιμοποιούνται για τη φωτογράφηση χώρων όπου υπάρχουν έντονες αντανακλάσεις, όπως το εσωτερικό των προθηκών στα μουσεία ή εικόνων που καλύπτονται από γυαλί. Χωρίς την παρέμβαση ενός τέτοιου φίλτρου πάνω στην φωτογραφική πλάκα αποτυπώνονται και οι αντανακλάσεις που προέρχονται από το γυαλί και η κύρια εικόνα που θέλουμε αποκρύπτεται. 2. Φίλτρο το οποίο επιτρέπει τη διέλευση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από αυτό μόνο κατά την κατεύθυνση που καθορίζει η πόλωση της ακτινοβολίας, ενώ αποκόβει τις συχνότητες των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων προς όλες τις υπόλοιπες κατευθύνσεις. Polarogram [Πολαρογράφημα] Αναλ Χημ. Η γραφική παράσταση έντασης I - τάσης V που λαμβάνεται αυτόματα κατά την διάρκεια μιας πολαρογραφικής ανάλυσης σε ένα πολαρογράφο. Με βάση το πολαρογράφημα γίνεται ο προσδιορισμός και η συγκέντρωση των ουσιών που μπορούν να οξειδωθούν ή να αναχθούν ηλεκτροχημικά και περιέχονται σε ένα διάλυμα. Polarographic Analysis [Πολαρογραφική ανάλυση] Αναλ. Χημ. Μέθοδος χημικής ανάλυσης (ειδική περίπτωση της βολ^ταμετρίας) με την οποία είναι δυνατή η ταυτοποίηση και ο προσδιορισμός ουσιών που μπορούν να αναχθούν ή να οξειδωθούν ηλεκτροχημικά. Κατά την ανάλυση αυτή διάλυμα του δείγματος φέρεται σε ειδική κυψελίδα και υφίσταται ηλεκτρόλυση μεταξύ δύο ηλεκτροδί(ον, ενός ηλεκτροδίου αναφοράς που αποτελεί την άνοδο και ενός σταγονικού μικροηλεκτροδίου (συνήθως υδραργύρου). Μεταξύ των δύο ηλεκτροδίων εφαρμόζεται συνεχώς μεταβαλλόμενη τάση και μετρείται η ένταση του ρεύματος i. Η ηλεκτρόλ.υση γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η μεταφορά των ηλεκτρενεργών ουσιών στην επιφάνεια του σταγονικού ηλεκτροδίου να γίνεται μόνο με διάχυση. Το διάγραμμα έντασης-τάσης που λαμβάνεται κατά την πολαρογραφική ανάλ,υση αποτελεί το πολαρογράφημα. Ο υπολογισμός της συγκέντρωσης μιας ουσίας σε ένα διάλυμα υπολογίζεται με βάση την εξίσωση ilkovic. Η πολαρογραφία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό μεγάλου αριθμού ανόργανων και οργανικών ουσιών μοριακών ή ιοντικών, που ανάγονται ή οξειδώνονται στο σταγονικό ηλεκτρόδιο, ακόμη και σε ιχνοποσότητες. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές της κλασσικής πολαρογραφικής ανάλ.υσης, όπως η διαφορική πολαρογραφία, η παλμική, η πολαρογραφία εναλλασσόμενου ρεύματος, η αναδιαλυτική βολταμετρία κλπ. Η ανάλυση γίνεται σε ειδική συσκευή, το πολορογράφο. Polarographic Cell [Πολαρογραφική κυψελίδα] Αναλ. Χημ. Ειδικό ηλεκτρολυτικό δοχείο μέσα στο οποίο γίνεται η ηλεκτρόλυση του δείγματος κατά την πολαρογραφική ανάλ,υση. Διαθέτει δύο ηλεκτρόδια, ένα ηλεκτρόδιο αναφοράς, συνήθως κορεσμένου ηλεκτρόδιου καλομέλανος, που αποτελεί την άνοδο και ενός σταγονικού μικροηλεκτροδίου (συνήθως υδραργύρου) το

οποίο πολώνεται εύκολο. Η ηλεκτρόλυση γίνεται με τέτοιο τρόπο, α')στε η μεταφορά των ηλεκτρενεργών ουσιών στην επιφάνεια του σταγονικού ηλεκτροδίου να γίνεται μόνο με διάχυση. Polaroid [Πολωτής-πολορόιντ] Φυσ. Είναι πολωτικά φύλλα που έχουν την ιδιότητα να παρουσιάζουν άλλη απορρόφηση για την τακτική και άλλη για την έκτακτη ακτίνα, δηλαδή εμφανίζουν το φαινόμενο του διχρωισμού. Εμβαπτίζοντας σε ιώδιο ένα φύλλο πλαστικού ανάλογο της κελλοφάνης που έχει υποστεί ελκυσμό, που έχει σαν αποτέλεσμα τα μακρομόρια να διατάσσονται παράλληλα, δημιουργούνται αγώγιμες ίνες αφού τα μόρια ιωδίου επικάθονται κατά μήκος των μακρομορίων. Έτσι, όταν προσπέσει στο φύλλο πολωμένο φως, το επίπεδο ταλάντωσης που είναι παράλληλο στις ίνες απορροφάται ενώ το επίπεδο ταλόντωσης του φωτός που είναι κάθετο στην διεύθυνση των ινών δεν απορροφάται. Polaron [Πόλαρον] Ηλεκτμον. Ηλεκτρόνιο το οποίο παγιδεύεται σε πηγάδι δυναμικού που δημιουργείται στο πλέγμα του κρυστάλλου κατά την αλληλεπίδραση του ηλεκτρονίου με τα ιόντα ή τα άτομα του κρυσταλλικού πλέγματος και τη δημιουργία πόλωσης. Polder [Ανακτημένο έδαφος] Πολ. Μηχ. Παραλιακή περιοχή η οποία βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο από τη στάθμη του υδάτινου όγκου με τον οποίο συνορεύει, η οποία δημιουργήθηκε μέσω της κατασκευής ενός αναχώματος κατά το μήκος της παραλίας σε μια ορισμένη απόσταση από την υφιστάμενη ακτογραμμή. Pole 1 [Ιστός] Πολ. Μηχ. Οικοδόμημα μεγάλη ύψους που μπορεί να έχει κυκλική διατομή από οπλισμένο σκυρόδεμα ή να αποτελείται από ένα μεταλλικό δικτύωμα. Στην περίπτωση της κυκλικής διατομής φέρει στην κορυφή του ένα φωτιστικό σώμα και χρησιμοποιείται για οδικό φωτισμό και ως μεταλλικό δικτύωμα αποτελεί το κατακόρυφο στέλεχος ενός γεωτρύπανου ή φέρει στην κορυφή του μια κεραία. Pole [Πόλος] Αστρον. Κομβικό σημείο σε διάφορα συστήματα συντεταγμένων της αστρονομίας (πχ γεοίγραφικές, ισημερινές και ουρανογραφικές). Pole 3 [Πόλος] Ηλεκτρ. Σημείο απόδοσης θετικής ή αρνητικής πολικότητας δηλαδή ύπαρξης πλεονάζοντος φορτίου. Pole 4 [Πόλος] Μαθημ. Για μια μιγαδική συνάρτηση φ ένας πόλος (στο σημείο) ζ*, της τάξης m αν το m είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος ώστε να είναι διαφορίσιμη η συνάρτηση (ζ- z^)mf(z). Pole Face [Πρόσοψη πόλου] Ηλεκ. Το τμήμα ενός μαγνητικού πυρήνα σε ηλεκτρική μηχανή, το οποίο βρίσκεται απέναντι από το τμήμα οπλασμού της μηχανής. Pole Piece [Τεμάχιο πόλου] Ηλεκ. Τμήμα μαγνητικού υλικού συγκεκριμένου σχήματος το οποίο σχηματίζει προέκταση του ενός πόλου του μαγνήτη. Pole Positioning [Τοποθέτηση πόλου] Τεχνολ.. Στη θεωρία ελέγχου έτσι λέμε την κατασκευή συνάρτησης μεταφοράς ενός αντισταθμιστή (Controller) ώστε το τελικό κλειστό σύστημα μετά τη συνένωση με το αρχικό να έχει δεδομένο πόλο, και κατασκευάζεται με κάποιους αλγόριθμους που στηρίζονται στην ποιοτική ανάλυση και τη θεωρία ευσταθείας. Pole Star [Πολικός αστέρας] Αστρον. —> Polaris. Pole Tide [Παλίρροια πόλου] Ωκεαν. Παλιρροϊκό φαινόμενο που οφείλεται στη βραδεία μετάθεση των πόλεων επί της επιφάνειας της Γης. Pole Zero Configuration [Σύνθεση βάση πόλου 0]

- 1095 -

Τεχνολ. Διάγραμμα του μιγαδικού επιπέδου και του δοθέντος συστήματος με τη χρήση του λήμματος Nyquist. Poling B o a r d [Σανίδα αντιστήριξης] Οικοδ. Ξύλινο μαδέρι που τοποθετείται στο έδαφος και χρησιμεύει ως αντιστήριξη σε ένα όρυγμα με κατακόρυφη επιφάνεια πρανούς. Polish [Λούστρο] Υλικ. Είναι στην ουσία ένα βερνίκι το οποίο χρησιμοποιείται για το γυάλισμα διαφόρων επιφανειών ασκώντας επάνω τους τριβή. Συνήθως με τη διαδικασία αυτή προστίθεται και κάποια απόχρωση και σχηματίζεται επάνω στην επιφάνεια μία προστατευτική στρώση έναντι της υγρασίας ή άλλων παραγόντων που τη φθείρουν. Polish Notation [Πολωνικός Συμβολισμός] Πληρ. 1. Συγκεκριμένος τρόπος συμβολισμού μαθηματικών παραστάσεων, κατά τον οποίο δεν υπάρχουν παρενθέσεις και κάθε τελεστής έχει ένα ή δύο δεδομένα πάνω στα οποία εφαρμόζεται. 2. Μια έκφραση αυτής της μεθόδου κατά την οποία ο τελεστής προηγείται των δεδομένων και λέγεται προθεματικός συμβολισμός (prefix notation). 3. Μια άλλη έκφραση της ίδιας μεθόδου κατά την οποία ο τελεστής έπεται των δεδομένων και λέγεται καταληκτικός συμβολισμός (postfix notation). Polish Space [Πολωνικός χώρος] Μαθημ. Ομοιομορφική εικόνα ενός μετρικού χώρου που είναι πλήρης και διαχωρίσιμος. Pollard Factorization T h e o r e m [Θεώρημα παραγοντοποίησης του Pollard] Μαθημ. 1. Αλγόριθμος παραγοντοποίησης σε πρώτους αριθμούς ώστε για έναν ακέραιο ν και έναν πρώτο ρ αν ο ρ - 1 παραγο ντο ποιείται σε μικρούς πρώτους και ένα μεγάλο πρώτο. 2. Αλγόριθμος που χρησιμοποιεί μια αναδρομική συνθήκη με λογισμό υπολοίπων για παραγοντοποίηση. Polling [Ανάδειξη] Επικοιν. Τεχνική απόδοσης δικαιώματος εκπομπής που υλοποιείται και στο γνωστό κουπόνι (Token). Polling List [Κατάλογος υποψηφίων] Επικοιν. Κατάλογος που έχει ο σταθμός ελέγ*°υ 7 ι α ν α ελέγχει ποιος σταθμός αλλάζει ή εκπέμπει το κουπόνι (Token) εκπομπής.^ Pollucite [Πολλουσίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό αργίλιο, νάτριο, ρουβίδιο και καίσιο. Σχηματίζει άχροους ή ανοιχτόχρωμους, διαφανείς και με υαλώδη λάμψη ή αλαμπείς κρυστάλλους του κυβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,9. Pollux [Αστέρας Πόλλουξ] Αστρον. Δεύτερος αστέρας (σε μέγεθος) των Διδύμων. Polonium [Πολώνιο] Χημ. Πρόκειται για το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το συμβολισμύ Ρο. Είναι ραδιενεργό στοιχείο με μεταλλικά χαρακτηριστικά το οποίο παράχθηκε τεχνητά με βομβαρδισμό του βισμούθιου με νετρόνια ενώ υπάρχει και στη φύση δεσμευμένο σε μεταλλεύματα ουρανίου. P o i o n i u m - 2 1 0 [Πολώνιο-210] Πυρην. Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του πλουτωνίου με χρόνο ημίσειας ζωής 138,4 ημέρες. Διασπάται με εκπομπή ακτίνων α. Poly- [Πολυ-] Χημ. Α' συνθετικό σε ονομασία ή όρο της χημείας, της βιολογίας, της τεχνολογίας και άλλων επιστημών που σημαίνει πολλά (τμήματα, μέρη, χαρακτηριστικά κλπ). Π.χ. Polyacctal, Polyacrylate, Polyalcohol. Polya Conjecture [Εικασία Polya] Μαθημ. Εικασία για τη σχέση της συνάρτησης Liouville και της διαφοράς

Poly basic

αριθμού πρώτων διαιρετών ενός ακεραίου με περιττό ή άρτω πλήθος που αποδείχτηκε ψευδής. Polya Counting F o r m u l a [Φόρμουλα μέτρησης του Polya] Μαθημ. Δες Polya Enumeration Theorem. Polya Distribution [Κατανομή Polya] Στατ. Υποπερίπτωση της αρνητικής διωνυμικής κατανομής. Σχετίζεται μερικά με την Polya Aeppli κατανομή και με την κατανομή Polya Eggenbergcr που είναι ειδική περίπτωση της κατανομής Polya. Polya E n u m e r a t i o n T h e o r e m [Θεώρημα απαρίθμησης του Polya] Μαθημ. Θεώρημα γνωστό και σαν Polya Burnside Lemma για τη μέτρηση αριθμού συνδυαστικών αντικειμένων με χρήση της έννοιας της τάξης τους με εφαρμογή στα γραφήματα και τα δέντρα με ρίζα. Polyacetal [Πολυακετάλη] Υλικ. Σκληρό πλαστικό υλικό που σχηματίζεται κατά τον πολυμερισμό της φορμαλδεΰδης (HCH=0). Χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο μετάλλου. Polyacrylamide [Πολυακρυλαμίδιο] Οργ.Χημ. Λευκό στερεό υδατοδιαλυτό πολυμερές υλικό που προκύπτει με πολυμερισμό του ακρυλαμίδιου. Χρησιμοποιείται σαν πρόσθετο σε διάφορα προϊόντα και σε βιολογικές μελέτες. Αναφέρεται επίσης και σαν πηκτή πολυακρυλαμίδιου (Polyacrylamide gel). Polyacrylate [Πολυακρυλικός] Οργ.Χημ. Πολυμερές που προκύπτει με πολυμερισμό άλατος ή εστέρα του ακρυλικού οξέος. Polyacrylic Acid [Πολυακρυλικό οξύ] Οργ.Χημ. Πολυμερές υδατοδιαλυτό υλικό που προκύπτει με πολυμερισμό του ακρυλικού οξέος (CH 2 =CHCOOII). Χρησιμοποιείται σε κόλλες, χρώματα και υδραυλικά υγρά. Polyacrylic Fiber [Πολυακρυλική ίνα] Οργ.Χημ. Συνεχής ίνα που παράγεται από ακρυλική ρητίνη. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή χαλιών, υφασμάτων, περουκών κλπ. Polyacrylonitrile [Πολυακρυλονιτρίλιο] Οργ.Χημ. πολυμερές υλικό που προκύπτει με πολυμερισμό του ακρυλονιτρίλιου (CH 2 =CHCN). Χρησιμοποιείται για την παρασκευή συνθετικών ινών, π.χ. Orion, Dynel κλπ. Polyalcohol [Πολυαλκοόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση που φέρει περισσότερα από ένα υδροξύλια (-ΟΗ). Π.χ. γλυκερίνη, HOCH 2 -CH(OH)-CH 2 OH. Polyalgorithm [Πολυαλγόριθμος] Μαθημ. Αλγόριθμος πολλαπλής χρήσης (που μπορεί να εξυπηρετήσει πολλές συναφείς περιοχές με ελάχιστες προσθήκες. Polyallomer [Πολυαλλομερές] Οργ.Χημ. Συμπολυμερές του προπενίου (CH^CH^CHj) με άλλες ολεφίνες που διαθέτει ομοιόμορφη κρυσταλλική δομή με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα το)ν συστατικών του. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή φιλμ, φύλλων, καλωδίων καθώς και χυτών αντικειμένων. Polyamide [Πολυαμίδιο] Χημ. Είναι μία κατηγορία οργανικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν στο χημικό τους τύπο την αμιδική ομάδα: -CONH-. Polyamine [Πολυαμίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένο)ση που περιέχει περισσότερες από μία αμινομάδες (-ΝΗ 2 ). Π.χ. αιθυλενοδιαμίνη, H 2 NCH 2 CH 2 NH 2 . Polyatomic [Πολυατομικός] Χημ. Μόριο ή ιόν με περισσότερα από ένα άτομα. Π.χ. Ρ4 (μόριο φωσφόρου), Ρ 0 4 ( φ ω σ φ ο ρ ι κ ό ιόν) κλπ. Polybasic [Πολυβασικό] Χημ. Χαρακτηριστικό ενός οξέος (ανόργανου ή οργανικού) που σε υδατικά, κυρίως, διαλύματα μπορεί να ιοντιστεί σε περισσότερα από

Polybasite

- 1096 -

ένα στάδια παρέχοντας ανάλογο αριθμό κατιόντων Η+. Π.χ. H 2 S0 4 , Η3ΡΟ4 κλπ. Polybasite [Πολυβασίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειοαντιμονώδες άργυρο και χαλκό. Σχηματίζει μαύρους ή ερυθρούς, αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,6 έως 5. Polybutadiene [Πολυβουταδιένιο] Ομγ.Χημ. Είδος θερμοπλαστικού πολυμερούς (τεχνητού καουτσούκ) που παρασκευάζεται με πολυμερισμό του 1,3-βουταδιένιου (CH 2 =CH-CH=CH 2 ). Polybutylene [Πολυβουτυλένιο] Οργ.Χημ. Είδος θερμοπλαστικών πολυμερών που προκύπτουν με πολυμερισμό του 1 -βουτένιου, ή 2-βουτένιου ή ισοβουτένιου. Χρησιμοποιούνται σε ελαστικά, λιπαντικά και συγκολλητικά υλικά. Polycarbonate [Πολυανθρακικό] Ομγ.Χημ. Πολυεστέρας του ανθρακικού οξέος που προκύπτει με αντίδραση μίας διόλης με φωσγένιο (COCl 2 ) ή καλύτερα με αντίδραση μετεστεροποίησης ενός ανθρακικού διαλκυλεστέρα με μία διόλη. Π.χ. το Lexan που σχηματίζεται με ανάμιξη διφαινόλης A HO-C6H5-C(CH;02-C6H5-OH με φωσγένιο (COCl 2 ) παρουσία πυριδίνης ( C 5 H 5 N ) . Χρησιμοποιούνται σε διάφορες συσκευές και εξαρτήματα (αλεξίσφαιρα, κράνη κλπ.) Polycarboxylie [Πολυκαρβοξυλικός] Ομγ.Χημ. Χαρακτηριστικό ενός καρβοξυλικού οξέος που διαθέτει περισσότερες από μία καρβοξυλομάδες (-COOH). Π.χ. οξαλικό οξύ (COOH) 2 . 4 Polychromatic Radiation [Πολυχρωματική ακτινοβολία] Φυσ. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που τη συνθέτουν, ανήκουν σε πολλά διαφορετικά μήκη κύματος. Polycondensation [Πολυσυμπύκνωση] Οργ.Χημ. Διαδικασία πολυμερισμού κατά την οποία σχηματίζεται ένα μεγάλο μόριο με συνένωση μονομερών και σύγχρονη αποβολή μικρών μορίων, π.χ. Η 2 0 , ΝΗ 3 κλπ. Polydymite [Πολυδυμίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο νικέλιο. Σχηματίζει φαιούς ή ερυθρωπούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 έως 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,5 έως 4,8. Polyedral [Πολυεδρικός] Μαθημ. Όρος που χαρακτηρίζει ένα στερεό γεωμετρικό σχήμα του οποίου η επιφάνεια αποτελείται από πολλά επίπεδα σχήματα, δηλαδή έχει πολλές πλευρές. Polyelectrolyte [Πολυηλεκτρολύτης] Οργ.Χημ. Φυσικό ή συνθετικό πολυμερές υλικό με μεγάλη μοριακή μάζα που διαθέτει μεγάλο αριθμό φορτίων και μπορεί να είναι ισχυρός ή ασθενής ηλεκτρολύτης. Ο ιοντισμός του σε διάλυμα δεν δίνει ομοιόμορφη κατανομή θετικών και αρνητικών φορτίων, καθώς τα θετικά (ή τα αρνητικά) φορτία είναι πάνω στην πολυμερική αλυσίδα, ενώ τα αρνητικά (ή τα θετικά) είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα στο διάλυμα. Μπορεί να είναι και βιοπολυμερή, π.χ. πρωτεΐνες, πολυσακχαρίτες κλπ. Polyene [Πολυένιο] Οργ.Χημ. Πολυακόρεστα αλεκρατικά ή αλεικυκλικά συστήματα με περισσότερα από 4 άτομα άνθρακα και περισσότερους από δύο διπλούς δεσμούς. Τα πιο σημαντικά είναι τα συζυγή πολυένια που διαθέτουν εναλλάξ διπλούς με απλούς δεσμούς. Π. χ. β-καροτένιο (πρόδρομος της βιταμίνης Α), λυκοπένιο (χρωστική της τομάτας) κλπ.

Polyester [Πολυεστέρας] Υλικ. Συνθετική ίνα που περιέχει 85% τουλάχιστον πολυεστερική ρητίνη. Αποτελείται από μακρομόρια που προκύπτουν με πολυσυμπύκνωση διάφορων διβασικών οργανικών οξέων (ισοφθαλικό, ορθοφθαλικό, τερεφθαλικό, φουμαρικό, μηλεϊνικό κλπ) και διολών (αιθυλενογλυκόλη, προπυλενογλυκόλη κλπ). Χαρακτηρίζεται από πολύ καλές μηχανικές ιδιότητες, όπως μεγάλη αντοχή, αντίσταση στο τσαλάκωμα κλπ. Polyester Resin [Πολυεστερική ρητίνη] Χημ. Κατηγορία συνθετικών ρητινών που προκύπτουν με πολυσυμπύκνωση διάφορων διβασικών οργανικών οξέων (ισοφθαλικό, ορθοφθαλικό, τερεφθαλικό, φουμαρικό, μηλεϊνικό κλπ) και διολών (αιθυλενογλυκόλη, προπυλενογλυκόλη κλπ). Ταξινομούνται γενικά σαν ορθορητίνες, ισο- ρητίνες, ρητίνες βινυλεστέρων κλπ. Διαφορετικοί συνδυασμοί των παραπάνω δι-οξέων και διολών δίνουν προϊόντα με διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες, κατάλληλα για μια συγκεκριμένη εφαρμογή. Χαρακτηρίζονται από αντοχή σε υγρασία και διάφορα χημικά και χρησιμοποιούνται σε ενισχυμένα πλαστικά, υφάσματα, μαγνητικές ταινίες κλπ. Polyether [Πολυαιθέρας] Υλικ. Κατηγορία συνθετικών πλαστικών υλών που παράγονται με πολυμερισμό οργανικών αιθέρων και περιέχουν στο μακρομόριο τους τη χαρακτηριστική ομάδα -C-0-C-. Polyethylene [Πολυαιθυλένιο] Οργ.Χημ. Πολυμερές προσθήκης που προκύπτει από θέρμανση του αιθενίου (αιθυλενίου), παρουσία 0 2 και κάτω από υψηλή πίεση. Έχει τύπο: [-CH 2 CH 2 -]. Ανάλογα με τις συνθήκες παρασκευής του και τους καταλύτες που χρησιμοποιούνται μπορεί να είναι γραμμικό (HDPE, που είναι μεγάλης πυκνότητας και διαθέτει πολύ καλές μηχανικές ιδιότητες) ή με διακλαδώσεις (LDPE, μικρότερης πυκνότητας). Θερμοπλαστικό υλικό με μεγάλη ανοχή σε χημικά και καλές μονωτικές ιδιότητες. Παρουσιάζει πολλές εφαρμογές στη βιομηχανία (συσκευασία τροφίμων, τσάντες, σωλήνες, μονωτές κλπ). Polyethylene Film [Μεμβράνη πολυεθυλένης] Οικοδ. Εύκαμπτο δομικό υλικό με λεπτό πάχους αδιαπέρατο από το νερό που απλώνεται πάνω σε μια επιφάνεια εξασφαλίζοντας μια αποτελεσματική υδρομόνωση. Polyethylene Glycol [Πολυαιθυλενογλυκόλη] Οργ. Χημ. Είδος πολυμερούς, πολυαιθερικής σύνταξης του τύπου: H(0CH 2 C1I 2 ) V 0H. Προκύπτει με πολυσυμπύκνωση της αιθυλενογλυκόλης (HOCH 2 CH 2 OH) ή με ανιοντικό πολυμερισμό αιθυλενοξείδιου με CH 3 ONa παρουσία μικρών ποσοτήτων CH^OH. Οι φυσικές ιδιότητες ποικίλλουν, ανάλογα με το μέσο μήκος της πολυμερικής αλυσίδας, από άχρωμο διαφανές παχύρρευστο υγρό μέχρι κηρώδες στερεό. Χρησιμοποιείται στα καλλυντικά και φαρμακευτικά προϊόντα, σαν πρόσθετο τροφίμων, σε ελαστικά, στη χρωματογραφία κλπ. Φέρεται εμπορικά με το όνομα Carbowax. Polyethylene Terephthalate [Πολυτερεφθαλικός αιθυλενεστέρας] Ομγ.Χημ. Θερμοπλαστικό υλικό πολυεστερικής σύνταξης με τύπο [-CO-QHjCOOC^CH?0-] Π . Προκύπτει με εστεροποίηση αιθυλενογλυκόλης και τερεφθαλικού οξέος (με θέρμανση, παρουσία οξέος) ή με αντίδραση μετεστεροποίησης τερεφθαλ.ικού διμεθυλεστέρα με αιθυλενογλ.υκόλη. Υλικό με μεγάλη αντοχή σε καύση, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή υφάνσιμων ινών, φιλμ, ταινιών κλπ. Στο εμπόριο φέρεται με τις ονομασίες Dacron, Terylene και Mylar.

- 1097P o l y f o a m [Υλικό Polyfoam] Υλικ. Είδος αφρώδους υλικού, που αποτελείται από αέριο (αέρας ή διοξείδιο του άνθρακα) σε πολυμερές (συνήθως πολυουρεθάνη). Χρησιμοποιείται σε στρώματα. P o l y g a m m a F u n c t i o n [Συνάρτηση πολυγάμμα] Μαθημ. Παράγωγος μ τάξης της συνάρτησης δίγαμμα. Polygenetic [Πολυγενετικός] Γεωλ. "Ορος που χαρακτηρίζει την προέλευση ή τη σύσταση ενός υλικού όταν αυτή είναι πολλαπλής φύσης. Polygenic F u n c t i o n [Πολυγενική συνάρτηση] Μαθημ. Μιγαδική συνάρτηση που σε ένα σημείο της επιδέχεται 2 διαφορετικές παραγώγους (από 2 διαφορετικές κατευθύνσεις). Polyglycol [Πολυγλυκόλη] Ομγ.Χημ. Είδος διϋδροξυαιθέρα που προκύπτει με αφυδάτωση δύο ή περισσότερων μορίων κάποιας γλυκόλης. Π.χ. HOCH 2 CH 2 OCH 2 CH 2 OH. Polyglycol Distearate [Διστεατικός εστέρας της πολυγλυκόλης] Οργ.Χημ. Διεστέρας της πολυγλυκόλης με στεατικό οξύ του τύπου Ci ? H35C00(CH 2 CH 2 0) nOCOCi7H35. Μαλακό λευκό στερεό με σημείο τήξης 43°C, ελαφρά διαλυτό σε οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα γυαλιστικά προϊόντα P o l y g o n [Πολύγωνο] Μαθημ. Η κλειστή επιφάνεια που δημιουργείται σε ένα επίπεδο η οποία αποτελείται από πολλές ευθύγραμμες πλευρές και ίδιο πλήθος γωνιών. P o l y g o n a l [Πολυγωνικός] Μαθημ. Με πολλές γωνίες που συνήθως αναφέρεται για το αντίστοιχο κλειστό σχήμα. P o l y g o n a l G r o u n d [Πολυγωνικό έδαφος] Γεωλ. Έδαφος ή πέτρωμα που παρουσιάζει επιφανειακή ανάπτυξη κατά πολυγωνικές δομές λόγω διάβρωσης των υλικών του υπό περιπαγετικές συνθήκες. P o l y g o n a l R i n g S t r u c t u r e [Δομή πολυγωνικού δακτυλίου] Αστρυν. Νοητό πολύγωνο μεταξύ των ορατών άστρων ενός σχηματισμού. Polyhalite [Πολυαλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο θειικό μαγνήσιο, ασβέστιο και κάλιο. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή φαιούς, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου,σχισμού κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,7. P o l y h e d r o n [Πολύεδρο] Μαθημ. Τρισδιάστατο αντικείμενο που αποτελείται από πολλές επίπεδες επιφάνειες που τέμνονται μεταξύ τους δημιουργώντας σε κάθε επίπεδο ένα πολύγωνο συγκεκριμένης μορφής. P o l y h e n d r a l A n g l e [Πολύεδρη γωνία] Μαθημ. Γωνία με περισσότερες από 2 έδρες (συνήθως 3 για τρίεδρη). P o l y h e n d r a l F o r m u l a [Φόρμουλα πολύεδρου] Μαθημ. Αρκετά παλιά, γνωστή και σαν Euler formula: για τους αριθμούς κορυφών Κ, εδρών Ε, ακμών Α ισχύει Κ + Ε - Α = 2. P o l y h e n d r a l G r a p h [Πολύεδρο γράφημα] Μαθημ. Τα γραφήματα των 5 πλατωνικών στερεών. Polyhydric Alcohol [Πολυυδροξυαλκοόλη] Οργ.Χημ. Αλκοόλη που περιέχει περισσότερα από δύο υδροξύλια (-ΟΗ). Π.χ. γλυκερόλη (γλυκερίνη), C3H5(OH)3. πυροκατεχόλη C 6 H 4 (OH) 2 . Αναφέρεται και σαν πολυαλκοόλη. P o l y i m i d e [Πολυιμίδιο] Οργ.Χημ. Είδος πολυμερούς που περιέχει στην πολυμερική αλυσίδα ομάδα (CO NHCO-). Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντοχή στη φθορά, την τριβή, τη θερμοκρασία και το φως. Τέτοια πολυμερή χρησιμοποιούνται για ηλεκτρικές μονώσεις σε διαστημικές εφαρμογές, τους ημιαγωγούς, τις μα-

Polymorphic System

γνητικές ταινίες και τις μηχανές εσωτερικής καύσης. Π.χ. το κάπτον ένα υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί σε σεληνακάτους και παραμένει ανέπαφο από τους - 2 6 9 400°C. Polyisoprene [Πολυϊσοπρένιο] Οργ.Χημ. Συνθετικό ελαστικό υλικό με τύπο [-CeHs-Jn που κυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του '50. Προκύπτει με καταλυτικό πολυμερισμό του ισοπρενίου σε κατάλληλες συνθήκες. Έχει την ίδια σύσταση με το φυσικό καουτσούκ με τα ίδια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Polylactic Resin [Πολυγαλακτική ρητίνη] Οργ.Χημ. Πολυμερές που προκύπτει με θέρμανση γαλακτικού οξέος, CH3CH(OH)COOH με έλαια. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή υδατοστεγών επικαλύψεων. P o l y m e r [Πολυμερές] Οργ.Χημ. Συνθετική ή φυσική μεγαλομοριακή ένωση που αποτελείται από πέντε, τουλάχιστον, απλά μόρια (μονομερή) με μικρές μοριακές μάζες ενωμένα μεταξύ τους. Μπορεί να αποτελείται από εκατοντάδες ή και χιλιάδες ταυτόσημες ή χημικά όμοιες υπομονάδες. Παραδείγματα συνθετικών πολυμερών είναι το πολυαιθένιο (ΡΕ), το πολυπροπένιο (ΡΡ), το nylon κλπ. Παραδείγματα φυσικών πολυμερών (βιοπολυμερή) είναι το άμυλο, η κυτταρίνη, το DNA κλπ. P o l y m e r i c [Πολυμερικός] Οργ.Χημ. Χαρακτηριστικό ενός πολυμερούς. Μπορεί επίσης να σημαίνει ότι δύο ή περισσότερες ενώσεις με τον ίδιο εμπειρικό τύπο, έχουν διαφορετικό μοριακό τύπο και διαφορετική μοριακή μάζα. Π.χ. C 2 H 2 (ακετυλένιο), Ο Η 6 (βενζόλιο). Polymerization [Πολυμερισμός] Οργ.Χημ. Η ένωση πολλών μικρών μορίων (μονομερών) προς σχηματισμό μακρομορίων (πολυμερή). Διακρίνεται σε πολυμερισμό προσθήκης και πολυμερισμό συμπύκνωσης (που συνεπάγεται σύγχρονη αποβολή απλών μορίων, π.χ. νερού). P o l y m e t a m o r p h i s m [Πολυμεταμορφισμός] Γεωλ. Το είδος μεταμόρφωσης πετρώματος κατά την οποία επισυμβαίνουν περισσότερες της μίας ανεξάρτητες μεταμορφωτικές διεργασίες ανιχνεύσιμες στο τελικό μεταορφωσιγενές πέτρωμα. P o l y m e t h y l M e t h a c r y l a t e [Μεθακρυλικός πολυμεθυλεστέρας] Οργ.Χημ. Θερμοπλαστικό πολυμερές υλικό που προκύπτει με πολυμερισμό του μεθακρυλικού μεθυλεστέρα. Χρησιμοποιείται σε εξαρτήματα οπτικών οργάνων. Polymictic [Πολυμεικτικός] Γεωλ. Ό ρ ο ς για το χαρακτηρισμό των κλαστικών πετρωμάτων των αποτελουμένων από κομμάτια πετρωμάτων ή ορυκτών πολλαπλών ειδών. Polymictic L a k e [Πολυμικτική λίμνη] Υδρολ. Λίμνη, κυρίως μικρού βάθους, που παρουσιάζει πολλαπλές και μικρής χρονικής διάρκειας φάσεις διαστρωμάτωσης σε διακριτά στρώματα (επιλίμνιο, μεταλίμνιο και υπολίμνιο) και ακολούθως αποδιαστρωμάτης (μίζης) λόγω των θερμοκρασιακών μεταβολών της ατμόσφαιρας. P o l y m o r p h i c [Πολυμορφικό] Πληρ. Αντικείμενο που μπορεί να παρουσιαστεί με περισσότερες από μια μορφές πχ μια συνάρτηση να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό αριθμό ορισμάτων. P o l y m o r p h i c System [Πολυμορφικό σύστημα] Πληρ. Υπολογιστικό σύστημα του οποίου τα διάφορα μέρη και συσκευές βρίσκονται σε κοινή χρήση και αποδίδονται στα προγράμματα που εκτελούνται όταν τα χρειάζονται και όσο τα χρειάζονται.

- 1098 Polymorphic T y p e [Πολυμορφικός Τύπος] Πλ.ηρ. Κατηγορία δεδομένων που μπορεί να που μπορεί να επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα με περισσότερους του ενός διαφορετικούς τρόπους και να έχει περισσότερες από μία μορφές. Παράδειγμα είναι ο συνδεδεμένος κατάλογος του οποίου τα στοιχεία μπορεί να είναι ακέραιοι ή πραγματικοί αριθμοί. P o l y m o r p h i s m [Πολυμορφισμός] Πληρ. Ιδιότητα αντικειμένων διάφορων γλωσσών προγραμματισμού όπου τα αντικείμενα, οι κλάσεις τους και οι ιδιότητες τους ορίζονται πολυμορφικά. Polynomial [Πολυώνυμο] Μαθημ. Ονομάζεται κάθε αλγεβρικό άθροισμα μονώνυμων, τα οποία αποτελούν τους όρους του πολυωνύμου. Το κάθε μονώνυμο αποτελείται από ένα συντελεστή που είναι πραγματικός αριθμός και από μία ή περισσότερες μεταβλητές υψωμένες σε δυνάμεις με ακέραιους εκθέτες. Polynomial Approximation [Πολυωνυμική προσέγγιση] Μαθημ. Οι πολυωνυμικές είναι απλές και σίγουρες βάσεις για προσέγγιση συνεχών αλλά και τετραγωνικών ολοκληρώσιμων συναρτήσεων με διάφορες νόρμες και είναι και κύριο θεωρητικό εργαλείο πολλών αποδείξεων και κατασκευών. Polynomial Base [Πολυωνυμική βάση] Μαθημ. Συναρτησιακή βάση (άπειρης διάστασης) που ορίζεται από πολυώνυμα (ένα πολυώνυμο για κάθε βαθμό). Συνήθως τα πολυώνυμα πχ τα ορθοκανονικά (Lagrange, Hermit, κτλ) είναι αρκετά για να δώσουν συντεταγμένες για συνεχείς ή και τετραγωνικά ολοκληρώσιμες συναρτήσεις. Polynomial Control [Πολυωνυμικός έλεγχος] Επικοιν. Μέθοδος κωδικοποίησης και ελέγχου λαθών. Κατασκευάζεται ένα πολυώνυμο συγκεκριμένο για κάθε μέθοδο και τύπο δικτύου ώστε κάθε ακολουθία bit να δίνει ένα μοναδικό υπόλοιπο που αποστέλλεται σαν έλεγχος. Polynomial Distribution [Πολυωνυμική κατανομή] Στατ. Ένα όνομα για την Multinomial Distribution. Polynomial E q u a t i o n [Πολυωνυμική εξίσωση] Μαθημ. Εξίσωση που στηρίζεται σε πολυωνυμικά μέλη. Επιλύεται και αριθμητικά σχετικά εύκολα αλλά αν ο βαθμός είναι ψηλός πιθανά το αποτέλεσμα είναι σχετικά φτωχό λόγω του μεταδιδόμενου λάθους. Polynomial Factor [Πολυωνυμικός παράγοντας] Μαθημ. Εδώ χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές πχ αλγόριθμος Ευκλείδη, κύρια παραγοντοποίηση κτλ. Polynomial N o r m [Πολυωνυμική νόρμα] Μαθημ. Τα πολυώνυμα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις συναρτησιακές νόρμες του Lj, L2 κτλ ή και σαν διανύσματα ή (πεπερασμένες) ακολουθίες τις αντίστοιχες νόρμες χώρων ακολουθιών. Polynomial Roots [Πολυωνυμικές ρίζες] Μαθημ. Σημεία μηδενισμού του πολυωνύμου γνωστά και σαν Zeros. Βρίσκονται με διάφορες μεθόδους συνήθως αριθμητικής ανάλυσης αν ο βαθμός του πολυωνύμου υπερβαίνει το 4. Polynomial T i m e [Πολυωνυμικός χρόνος] Πλημ. Προβλήματα που λύνονται σε πολυωνυμικό χρόνο λέγοντα τα προβλήματα που θεωρούνται εύκολα, αφού ο χρόνος προσδιορισμού της λύσης τους είναι πολυωνυμική συνάρτηση του μήκους των δεδομένων εισόδου τους. Polynomial T r e n d [Πολυωνυμική τάση] Στατ. Γραμμή τάσης που αποδίδεται από πολυώνυμο και κατασκευάζεται από τη μέθοδο ελαχίστων τετραγώνων. Polynuclear [Πολυπυρηνικός] Πυμην. Φυσ. Μόριο με

δύο ή περισσότερους πυρήνες. Polynuclear Hydrocarbon [Πολυπυρηνικός υδρογονάνθρακας] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο (υδρογονάνθρακας) και αποτελείται από δύο ή περισσότερους κλειστούς δακτυλίους (συχνά αρωματικούς) ατόμων άνθρακα. Για την εκκίνησή του απαιτείται μικρή ποσότητα Polynucleotide [Πολυνουκλεοτίδιο] Βιοχημ. Βιοπολυμερές που αποτελείται από μοονουκλεοτίδια ενωμένα μεταξύ τους με φωσφοδιεστερικούς δεσμούς κατά τους οποίους η φωσφορική ομάδα ενός μονονουκλεοτίδιου στην 5' θέση εστεροποιείται με την ελεύθερη υδροξυλομάδα (-ΟΗ) στην 3' θέση ενός άλλου νουκλεοτίδιου. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται τα νουκλεϊνικά οξέα (DNA και RNA) στα οποία ο σκελετός είναι μία αλληλουχία από φωσφορικά και σάκχαρα (ριβόζη ή δεοξυριβόζη) και πάνω είναι ενωμένες οργανικές βάσεις της πουρίνης και της πυριμιδίνης Polynucleotide Ligase [Αιγάση πολυνουκλεοτίδιου] Βιοχημ. Είδος ενζύμου (λιγάσης) που καταλύει το σχηματισμό φωσφοδιεστερικού δεσμού μεταξύ της 3'υδροξυλομάδας στο τέλος ενός τμήματος και της 5'μονοεστεροποιημένης φωσφορικής ομάδας στην αρχή ενός γειτονικού τμήματος ενός πολυνουκλεοτίδιου. Τέτοιο ένζυμο συμμετέχει στη βιοσύνθεση του DNA. Polynucleotide Phosphorylase [Φωσφορυλάση πολυνουκλεοτιδίων] Βιοχημ. Είδος ενζύμου που υπάρχει σε μικροοργανισμούς και καταλύει αμφίδρομα τη σύνθεση πολυνουκλεοτιδίων από διφωσφορικούς εστέρες νουκλεοζιτών. Ο φυσιολογικός ρόλος του ενζύμου είναι περισσότερο αποικοδομητικός παρά συνθετικός. Polyolefin [Πολυολεφίνη] Ομγ.Χημ. Είδος ρητίνης που προκύπτει με πολυμερισμό μιας ολεφίνης (αλκενίου). Polyoxyalkylene Resin [Ρητίνη πολυοξυαλκυλενίου] Οργ.Χημ. Είδος πολυμερούς συμπύκνωσης που προκύπτει με πολυμερισμό ενός οξυαλκενίου. Polypeptide [Πολυπεπτίδιο] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας γραμμικών πολυμερών συμπύκνωσης που αποτελούνται από περισσότερα από δέκα αμινοξέα μεταξύ τους ενωμένα με πεπτιδικό δεσμό. Μία ή και περισσότερες πολυπεπτιδικές αλυσίδες απαρτίζουν το μόριο μίας πρωτεΐνης. Polyphase [Πολυφάση] Ηλεκτμ. Ύπαρξη πολλών φάσεων στο ίδιο σύστημα. Συνηθίζεται σε συστήματα ελέγχου διαμόρφωσης. Polyphenyl [Πολυφαινύλιο] Χημ. Είδος χρωστικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην βαφή βάμβακος ή μαλλιού. Polyphenylene Oxide [Πολυφαινυλενοξείδιο] Ομγ. Χημ. Πολυαιθερικού τύπου ρητίνη της 2,6διμεθυλοφαινόλης [(CH 3 ) 2 C 6 H 3 OH]. Polyphosphoric Acid [Πολυφωσφορικό οξύ] Ανοργ. Χημ. Σειρά ενώσεων με γενικό τύπο Ηη^ΡηΟ^+ι. Π.χ. Η4Ρ2Ο7 (πυροφωσφορικό οξύ), Η5Ρ3Ο10 (τριφωσφορικό οξύ) κλπ. Είναι οξέα ισχυρότερα του φωσφορικού οξέος (Η3ΡΟ4), παχύρρευστα υγρά, υγροσκοπικά και τοξικά. Χρησιμοποιούνται στην κατεργασία μετάλλων, κυρίως όμως στα απορρυπαντικά και την αποσκλήρυνση του νερού με τη μορφή πολυφωσφορικών αλάτων του νατρίου. Polypropylene [Πολυπροπυλένιο] Ομγ.Χημ. Πολυμερές προσθήκης που προκύπτει με πολυμερισμό του προπενίου (προπυλενίου) σε κατάλληλες συνθήκες. Έχει τύπο: [-CH(CH 3 )CH 2 -]. Αευκό θερμοπλαστικό

- 1099υλικό αδιάλυτο σε ψυχρούς οργανικούς διαλύτες. Παρουσιάζει πολλές εφαρμογές στη βιομηχανία ειδών συσκευασίας, παιγνιδιών κλπ Χρησιμοποιείται επίσης στην παρασκευή φιλμ και ινών. Polypropylene Glycol [Πολυπροπυλενογλυκόλη] Οργ. Χημ. Είδος πολυμερούς υλικού, πολυαιθερικής σύνταξης του τύπου: CH 3 CHOH(CH 2 OCHCH 3 )vCH 2 OH, παρόμοιο με την πολυαιθυλενογλυκόλη (με μικρότερη διαλυτότητα στο νερό). Προκύπτει με πολυσυμπύκνωση της προπυλενογλυκόλης (CH 3 CH(OH)CH 2 OH και χρησιμοποιείται σαν διαλύτης φυτικών ελαίων, κηρών και ρητινών. Χρησιμοποιείται επίσης σε υδραυλικά υγρά και σε συνθέσεις. Polysaccharide [Πολυσακχαρίτης] Βιοχημ. Οργανικά συστήματα που αποτελούνται από πολλούς μονοσακχαρίτες ενωμένους μεταξύ τους με γλυκοζιτικους δεσμούς. Αναφέρονται και σανγλυκάνες. Διαιρούνται σε ομοπολυσακχαρίτες ή ομογλυκάνες (που αποτελούνται από έναν μονοσακχαρίτη) και σε ετεροπολυσακχαρίτες ή ετερογλυκάνες που αποτελούνται από περισσότερα είδη μονοσακχαριτών συνήθως δύο ή τρεις. Οι πιο σημαντικοί ομοπολυσακχαρίτες είναι το άμυλο, η κυτταρίνη και το γλυκογόνο. Polysiloxane [Πολυσιλοξάνιο] Οργ.Χημ. Πολυμερή οργανοπυριτικών ενώσεων με τύπο [-SiR 2 -0-] n . Προέρχονται από πολυμερισμό των σιλανολών και περιέχουν στην ευθεία πολυμερική αλυσίδα εναλλασσόμενα άτομα —Si—Ο— σε γραμμική, κυρίως, διάταξη. Παρουσιάζουν εφαρμογές σαν λιπαντικά, ελαστομερή, μονωτικά κλπ. Polystyrene [Πολυστυρόλιο] Οργ.Χημ. Πολυμερές προσθήκης που προκύπτει με πολυμερισμό του στυρολίου (CeH 5 CH=CH 2 ) σε κατάλληλες συνθήκες. Έχει τύπο: [ CH(C6H5)CH2-]. Τελεία>ς διαφανές υλικό, σκληρό και στιλπνό που μπορεί να χυθεί σε καλούπια σε σχετικά χαμηλή θερμοκρασία που μπορεί να βαφεί εύκολα. Μπορεί να συνδυαστεί με διάφορα άλλα μόρια σε συμπολυμερή. Χρησιμοποιείται στην σε υλικά συσκευασίας, μονωτικά υλικά, στην παρασκευή του BuNa S κλπ. Polystyrene F o a m [Διογκα>μένη πολυστερίνη] Οικοδ. Δομικό υλικό με πολύ χαμηλή πυκνότητα το οποίο χρησιμοποιείται για την πλήρωση των κενών που προβλέπει η μελέτη στην κατασκευή κλειστών διατομών οπλισμένου σκυροδέματος δίχως να προσθέτει σημαντικά μόνιμα φορτία στο φορέα. Polysulfide [Πολυσουλφίδιο] Χημ. Είδος σουλφίδιου του οποίου τα μόρια περιέχουν δύο ή περισσύτερα άτομα θείου. Περιέχει το ιόν Sn2~ (η>1). Τα πολυσουλφίδια σχηματίζονται λόγω της τάσης του θείου να σχηματίζει αλυσίδες, ενώ διασπώνται με προσθήκη οξέων σε διάλυμά τους. Polysulfide R u b b e r [Ελαστικό πολυσουλφιδίου] Οργ. Χημ. Συνθετικό πολυμερές που προκύπτει με την αντίδραση του πολυσουλφιδίου του νατρίου με ένα οργανικό διχλωρίδιο. Υλικό ανθεκτικό σε διαλύτες, το φως και το οξυγόνο. Αδιαπέραστο από τα αέρια. Polytechnic or Poly technical [Πολυτεχνικό] Επιστ. Όλα τα ανώτερα επαγγέλματα που προέρχονται από τις ανώτατες σχολές επιστημών αναφερόμενες σε τεχνικά και μηχανικά θέματα Polyterpene Resin [Πολυτερπενική ρητίνη] Οργ.Χημ. Θερμοπλαστική ρητίνη ή παχύρρευστο υγρό που προκύπτει με πολυμερισμό της τουρμπεντίνης. Χρησιμοποιείται σε χρώματα, γυαλιστικά και πλαστικοποιητές

Poly vinyl (Ethyl) Ether

ελαστικών. Polytetrafluoroethylene [Πολυτετραθφοριαιθυλένιο ή • τεφλόν ή PTFE1 Υλικ. Συνθετική θερμοπλαστική ύλη υπόλευκου χρώματος που παράγεται με πολυμερισμό του τετραθφοριαιθυλενίου CF2 = CF2. Παρουσιάζει εξαιρετική αντοχή στην επίδραση οργανικών διαλυτών, οξέων ή αλκαλίων, πολύ μεγάλη μονωτική ικανότητα, υψηλό σημείο τήξης στους 325° C και χαμηλό συντελεστή τριβής. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή χημικών οργάνων, θερμομονώσεων, σωληνώσεων, προστατευτικών επιστρώσεων οικιακών σκευών κ. λ.π. Polythene [Πολυθένιο] Οργ.Χημ. Βρετανική ονομασία για το πολυαιθυλένιο. Poly tope [Πολύτοπο] Μαθημ. Τομή ενός πεπερασμένου συνόλου ημιχώρων ή κυρτό κάλυμμα (Convex Hull) που υπακούουν σε μια φόρμουλα τύπου Euler και συναντώνται παντού με διασημότερα το Simplex και τον υπερκύβο. Polytropic Atmosphere [Πολυτροπική ατμόσφαιρα] Μετεωρ. Ατμόσφαιρα που έχει χάσει την ομοιογένεια σε κάποιο από τα μεγέθη όπως πίεση, θερμοκρασία, υγρασία κτλ. Polytropic Process [Πολύτροπη μεταβολή] Φυσ. Η μεταβολή στην οποία υπόκειται ένα αέριο όπου παράλληλα με την ελάττωση του όγκου του αφαιρούμε από αυτό κατάλληλο ποσό θερμότητας ούτως ώστε όχι μόνο να μη θερμανθεί το αέριο λόγω συμπίεσης, αλλά αντίθετα να αποκτήσει χαμηλότερη θερμοκρασία. Polyunsaturated [Πολυακόρεστος] Οργ.Χημ. Χαρακτηριστικό οργανικής ένωσης που περιέχει δύο ή περισσότερους διπλούς ή τριπλούς δεσμούς ανά μόριο. Πολυακόρεστες ενώσεις απαντώνται και σαν φυσικά προϊόντα (π.χ. βιταμίνες, φερομόνες κλπ). Polyunsaturated Acid [Πολυακόρεστο οξύ] Οργ.Χημ. Λιπαρό οξύ με δύο ή περισσότερους διπλούς ή τριπλούς δεσμούς ανά μόριο. Π.χ. λινολενικό οξύ, λινολεϊκό οξύ κλπ. Polyunsaturated Fat [Πολυακόρεστο λίπος] Χημ. Α Polyurethane F o a m [Αφρός πολυουρεθάνης] Υλικ. Εύκαμπτο ή σκληρό πολυμερές υλικό που προκύπτει με την προσθήκη μικρής ποσότητας νερού στο μίγμα αντίδρασης μιας διόλης με ένωση που περιέχει δύο ισοκυανικές ομάδες, - N = C = 0 (το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται λειτουργεί σαν παράγοντας σχηματισμού αφρού). Χρησιμοποιείται σαν υλικό παραγεμίσματος σε μαξιλάρια, βάτες, σαν μονωτικό υλικό κλπ. Polyurethane Resin [Ρητίνη πολυουρεθάνης] Οργ. Χημ. Ρητίνη που προκύπτει από την αντίδραση ενώσεων με δύο ισοκυανικές ομάδες - N = C = 0 με μία φαινόλη, αμίνη ή υδροξυλικές ή καρβοξυλικές ενώσεις. Χρησιμοποιείται σε επικαλύψεις, ελαστικά, αφρούς, χρώματα, βερνίκια κλπ. Polyurethane R u b b e r [Ελαστικό πολυουρεθάνης] ΟργΧημ. Συνθετικό ελαστομερές πολυουρεθάνης, που παράγεται κατά την αντίδραση ενός διεστέρα (π.χ. της γλυκόλης με το αδιπικό οξύ) με ένωση που περιέχει δύο ισοκυανικές ομάδες, - N = C = 0 . Ανθεκτικό σε υψηλές θερμοκρασίες, στο όζον ( 0 3 ) στην abrasion κλπ. Polyvalent [Πολυσθενής] Χημ. Στοιχείο ή ομάδα με ικανότητα σχηματισμού περισσοτέρων του ενός δεσμών. Π.χ. το άζωτο είναι γενικά τρισθενές στοιχείο. Polyvinyl (Ethyl) Ether [Πολυβινυλ(αιθυλ)αιθέρας] ΟργΧημ. Άχρωμο ελαστικό στερεό πολυμερές με τύπο [-CH(OC 2 H5)-CH 2 -] n αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό

Polyvinyl

-1100-

στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Προκύπτει με πολυμερισμό του αιΟυλ-βινυλαιθέρα. Polyvinyl [Πολυβινύλιο] Υλικ. Κατηγορία συνθετικών θερμοπλαστικών υλών που παράγονται με πολυμερισμό ενώσεων του βινυλίου ή συμπολυμερισμό ενώσεων του βινυλίου με διάφορες άλλες ενώσεις. Polyvinyl Acetate [Οξικός πολυβινυλεστέρας] Οργ. Χημ. Αχρωμο διαυγές στερεό πολυμερές με τύπο [-CH (OCOCH 3 )-CH 2 -] αδιάλυτο σε νερό διαλυτό σε οινόπνευμα. Θερμοπλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται σε φιλμ, μελάνια, κόλλες και σαν γαλακτοματοποιητής σε χρώματα. Polyvinyl Alcohol [Πολυβινυλική αλκοόλη] Οργ,Χημ. Συνθετικό πολυμερές με τύπο [-CH(OH)-CH 2 -], που προκύπτει με υδρόλυση του οξικού πολυβινυλεστέρα σε βασικό περιβάλλον. Λευκή στερεή σκόνη, διαλυτή στο νερό, που διασπάται με θέρμανση στους 200°C. Χρησιμοποιείται σε συγκολλήσεις, ως γαλακτοματοποιητής, σταθεροποιητής κλπ. Polyvinyl Chloride [ΓΙολυβινυλοχλωρίδιο] Οργ.Χημ. Συνθετικό πολυμερές με τύπο [-CH(C1)-CH 2 -], που προκύπτει με πολυμερισμό του βινυλοχλωρίδιου. Σκληρό άκαμπτο υλικό με σχετική μοριακή μάζα 1.500.000 περίπου. Κυκλοφορεί στο εμπόριο σαν άχρωμο στερεό, αλλά και με τη μορφή φύλλων, φιλμ, ινών αλλά και αφρού. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την παρασκευή σωλήνων, ράβδων, CD, φιαλών και σε διάφορες κατασκευές. Μαλακώνει με την προσθήκη εστέρων, οπότε χρησιμοποιείται για την παρασκευή τεχνητών δερμάτων, αδιάβροχων ρούχων, κουρτινών μπάνιου κλπ. Διασπάται στους 148°C εκλύοντας τοξικούς ατμούς. Συντομογραφικά αναφέρεται σαν PVC.

Polyvinyl Resin [Ρητίνη πολυβινυλίου] Οργ.Χημ. Είδος ρητίνης ή πολυμερούς που προκύπτει με πολυμερισμό ή συμπολυμερισμό μονομερών βινυλοπαραγώγων, π.χ. πολυβινυλοχλωρίδιο Polyvinylidene Chloride [Χλωριούχο πολιβινυλιδένιο] Οργ.Χημ. Πολυμερές υλικό του τύπου [-CHC12CH 2 -], που προκύπτει με πολυμερισμό του 1,1διχλωρο-αιθένιου. Αοσμο θερμοπλαστικό υλικό αδρανές στην επίδραση διαφόρων χημικών, που χρησιμοποιείται στη συσκευασία τροφίμων, κατασκευές σωλήνων κλπ. Polyvinylidene Fluoride [Φθοριούχο πολιβινυλιδένιο] Ομγ.Χημ. Πολυμερές υλικό του τύπου [-CHF 2 -CH 2 -], που προκύπτει με πολυμερισμό του 1,1-διφθοροαιθένιου. Αοσμο μονωτικό υλικό αδρανές στην επίδραση οξέων, βάσεων ή οξειδωτικών. Χρησιμοποιείται σαν μονωτικό, σε χρώματα, σε επικαλύψεις, σε κασσιτεροκολλήσεις κλπ. P o n d a g e [Λεκάνη ανάσχεσης] Υδμ. Ο όγκος του νερού που συσσωρεύεται σε μια περιοχή χαμηλού υψομέτρου και αποτελεί ένα φυσικό ή τεχνητό ταμιευτήρα αποθήκευσης μιας ποσότητας νερού. P o n d a g e Land [Λεκάνη ανάσχεσης] Υδρ. Μια περιοχή που λόγω εδαφικών ανωμαλιών λειτουργεί ως φυσικός ταμιευτήρας σε περίπτωση ισχυρών βροχοπτώσεων. Ponding 1 [Λίμνασμα νερού] Υδρ. 1. Η συσσώρευση του νερού σε μια περιοχή δημιουργώντας μια υδάτινη επιφάνεια μικρής έκτασης. 2. Περιοχή του εδάφους όπου συσσωρεύεται το νερό ενός ρέματος λόγω της απότομης αλλαγής της κλίσης του εδάφους. Ponding [Πλημμύρισμα, λίμνασμα νερού] Οικοδ. 1. Νερό που συσσωρεύεται στο δώμα ενός κτιρίου για ένα χρονικό διάστημα λόγω ισχυρής βροχόπτωσης. 2. Η διαδικασία κάλυψης της επιφάνειας του νωπού σκυροδέματος με νερό κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης. Ponente [Πουνέντες] Μετεωρ. Ανεμος με δυτική κατεύθυνση που πνέει στις μεσογειακές περιοχές της Γαλλίας, Poniente [Πουνιέντ] Μετεωρ. Πρόκειται για τον άνεμο που δραστηριοποιείται στα στενά του Γιβραλτάρ και είναι δυτικός. P o n s A s i n o r u m [Γέφυρα στεναγμών] Μαθημ. Κλασσικό γεωμετρικό θεώρημα: οι παρά τη βάση γωνίες ισοσκελούς τριγώνου είναι ίσες. < Pontian [Πόντιον] Γεωλ. Χρονοστρωματογραφική βαθμίδα της Πλειοκαινού υποπεριόδου (πριν περίπου 23 εκατομ. χρόνια) της Τριτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Παννώνιον και αρχαιότερη από το Κιμμέριο ν της ίδιας υποπεριόδου. Pontoon Bridge [Πλωτή γέφυρα] Πολ. Μηχ. 1. Γέφυρα τα βάθρα της οποίας αποτελούνται από κιβώτια που επιπλέουν στο νερό και συγκρατείται σε σταθερή θέση μέσω της αγκύρωσης της στις όχθες του υδάτινου στοιχείου. 2. Πρόκειται για μία μορφή γέφυρας, η οποία αποτελείται από ειδικές βάρκες που δένονται μεταξύ τους, αγκυρώνονται στο βυθό και δημιουργούν έτσι ένα διάδρομο βατό από οχήματα και ανθρώπους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, γι' αυτό και τέτοιου είδους γέφυρες χρησιμοποιούνται συνήθως στις πολεμικές επιχειρήσεις.

Polyvinyl Chloride Acetate [Οξικό χλωριούχο πολυβινύλιο] Ομγ.Χημ. Πολυμερές υλικό που προκύπτει με συμπολυμερισμό του βινυλοχλωρίδιου και του οξικού βινυλεστέρα. Χρησιμοποιείται σε καλύμματα καλωδίων και σε προστατευτικά ενδύματα. Polyvinyl Dichloride [Πολιβινυλοδιχλωρίδιο] Ομγ. Χημ. Υψηλής αντοχής σε χημικά πολυμερές υλικό χλωριωμένου πολυβινυλοχλωρίδιου. Χρησιμοποιείται σε σωλήνες που μεταφέρουν διαβρωτικά υλικά σε υψηλές θερμοκρασίες. Αναφέρεται και με την συντομογραφική ονομασία PVDC. Polyvinyl Fluoride [Πολυβινυλοφθορίδιο] Ομγ.Χημ. Συνθετικό πολυμερές με τύπο [-CHF-CH 2 -], που προκύπτει με πολυμερισμό του βινυλοφθορίδιου. Υλικό με μεγάλη αντοχή στο χρόνο και μικρή διαπερατότητα από το νερό και τον αέρα. Χρησιμοποιείται σε προϊόντα συσκευασίας και σε ηλεκτρικές συσκευές. Polyvinyl F o r m a t e Resin [Ρητίνη μυρμηκικού πολυβινυλεστέρα] Οργ.Χημ. Διαυγής ρητίνη που χρησιμοποιείται σε πλαστικά υλικά. Polyvinyl Isobutyl Ether [Πολυβινυλο-ισοβουτυλαιθέρας] Ομγ.Χημ. Αχρωμο ελαστικό πολυμερές με τύπο [-CH(Oi-Bu)-CH 2 -] n αδιάλυτο στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Προκύπτει με πολυμερισμό του ισοβουτυλ-βινυλαιθέρα. Χρησιμοποιείται σε κόλλες και λιπαντικά υλικά. Polyvinyl Methyl Ether [Πολυβινυλμεθυλαιθέρας] Οργ.Χημ. Αχρωμο υγρό πολυμερές με τύπο [-CH Pontryagin Duality [Δυαδικότητα Pontryagin] Μαθημ. (OCH3)-CH r ]n διαλυτό στο νερό και στους περισσότεΓια μια τοπικά συμπαγή, αβελιανή ομάδα Κ και Κ το ρους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται σε κόλλες, σύνολο των ομοιομορφισμών της Κ-> R / Ζ, τότε η Κ* μελάνια και σε γαλακτώματα. Προκύπτει με πολυμεριείναι επίσης τοπικά συμπαγής, αβελιανή ομάδα. σμό του μεθυλ-βινυλαιθέρα. Pool [Δεξαμενή] Πολ. Μηχ. Ο όγκος του νερού που εί-

- 1101 ναι συγκεντρωμένος σε ένα ταμιευτήρα ο οποίος έχει δημιουργηθεί με τεχνητό τρόπο όπως η τεχνητή λίμνη που δημιουργείται πίσω από ένα φράγμα. Pool Reactor [Αντιδραστήρας "πισίνα"] Πυρην.Φυσ. Αντιδραστήρας του οποίου η καύσιμη ύλη βυθίζεται σε μια πισίνα με νερό, μεγάλου βάθους, η οποία χρησιμεύει ως ενδιάμεσο υλικό, μέσο ψύξης, ραδιενεργή ασπίδα και ανακλαστήρας. Ο αντιδραστήρας αυτός χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της έρευνας. Poop [Πρύμνη] Ναυπ,ηγ. Με τον όρο αυτό ονομάζεται το πίσω μέρος ενός πλοίου. P o p [Πετάγομαι] Πληρ. Διαβάζω από μια στοίβα το δεδομένο που βρίσκεται στην κορυφή και μετακινώ τη στοίβα μια θέση προς τα πάνω, οπότε το δεδομένο αυτό χάνεται και τη θέση του παίρνει το επόμενο. P o p U p M e n u [Ανοιγόμενο μενού] Πληρ. Μενού που αποτελείται από μια σειρά επιλογών που προτείνονται στο χρήστη του υπολογιστή για να επιλέξει μεταξύ αυτών όσες του χρειάζονται. Οι επιλογές αυτές εμφανίζονται όταν χρειάζονται και μετά χάνονται πάλι. P o p p i n g [Πεταχτό] Οικοδ. Επίχρισμα που τοποθετείται στην επιφάνεια του τοίχου πετώντας το σε μικρές ποσότητες και στη συνέχεια ομαλοποιώντας τις ανωμαλίες με τρίψιμο της επιφάνειας. Populate [Συμπληρώνω] Πληρ. 1. Προσθέτω συμπληρωματικά ηλεκτρονικά στοιχεία σε ειδική κάρτα κυκλώματος. 2. Προσθέτω εγγραφές συμπληρώνοντας τη βάση δεδομένων ενός νέου συστήματος. Population [Πληθυσμός] Στατ. Σύνολο από στοιχεία που υπακούουν στις ίδιες συνθήκες και αποτελούν το υπερσύνολο απ* όπου λαμβάνουν τιμές ένα ή περισσότερα δείγματα. Population Covariance [Συνδιακύμανση Πληθυσμού] Στατ. Συνδιακύμανση ενός διμεταβλητού πληθυσμού. Population G r o w t h [Αύξηση πληθυσμού] Μαθημ. Βιολογικό μοντέλο που συνήθως εκφράζεται με κάποια παραλλαγή της λογιστικής καμπύλης. Population Inversion [Αναστροφή πληθυσμού] Φυα. Η συνθήκη σύμφωνα με την οποία, σε ένα ατομικύ σύστημα σε κατάσταση μη ισορροπίας, ο'αριθμός των φορτισμένων σωματιδίων στα υψηλότερα ενεργειακά επίπεδα θα είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των σωματιδίων στα χαμηλότερα ενεργειακά επίπεδα, στο ίδιο σύστημα. Η πληθυσμιακή αναστροφή είναι στην ουσία η αναστροφή της αρχής Boltzmann, η οποία ισχύει για συστήματα σε κατάσταση ισορροπίας και για δεδομένη θερμοκρασία και σύμφωνα με την οποία, βρίσκονται περισσότερα σωμάτια στα χαμηΜ ενεργειακά επίπεδα και λιγότερα στα υψηλότερα. Population M e a n [Μέσος πληθυσμού] Στατ. Στατιστικό μέγεθος που χαρακτηρίζει το μέσο όρο ενός μεγέθους για όλο τον πληθυσμό. Population Multiple Regression [Πολλαπλή παλινδρόμηση πληθυσμού] Στατ. Παλινδρόμηση που καλύπτει δεδομένα απογραφής για έναν πληθυσμό. Σύμφωνα με το νόμο των μεγάλων αριθμών θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα δεδομένα κατανέμονται κανονικά. Population P a r a m e t e r [Παράμετρος πληθυσμού] Στατ. Στατιστικό μέγεθος που εκτιμάται ή αφορά όλον τον πληθυσμό. Population I Stars [Αστρα πληθυσμού I] Αστρον. Αστέρες που βρίσκονται στους βραχίονες του Γαλαξία. Διακρίνουμε τον παλαιό πληθυσμό όπου ανήκει και ο ήλιος, κάποιοι γίγαντες κτλ και τον νέο (ακραίο) με υπεργίγαντες κτλ, με ηλικία μικρότερη από 10 χρόνια,

Porphyrin

που διαφέρουν σε όλα τα χαρακτηριστικά των αστέρων που συμμετέχουν. Population II Stars [Αστρα πληθυσμού II] Αστρον. Αστέρες που βρίσκονται στο κέντρο του Γαλαξία. Διακρίνονται 3 υποκατηγορίες: δίσκου με ηλικία ως 10 δισεκατομμύρια χρόνια (νόβα κτλ) υποκατηγορία της άλω με τα πιο γέρικα άστρα, σφαιρωτά σμήνη κτλ και μια ενδιάμεση υποκατηγορία ηλικίας κοντά στα 10 δις χρόνια. Population Variance [Διακύμανση Πληθυσμού] Στατ. Διακύμανση ενός πληθυσμού. p-Orbital [ρ-τροχιακό] Χημ. Τροχιακό ενός ατόμου στο οποίο ο δευτερεύοντος (αζιμουθιακός) κβαντικός αριθμός έχει τιμή ίση με 1. Εμφανίζεται σε όλες τις ενεργειακές στιβάδες ηλεκτρονίων εκτός από την πρώτη (τη στιβάδα Κ). Σε κάθε στιβάδα εμφανίζονται τρία εκφυλισμένα ενεργειακά ρ-τροχιακά. Porcelain [Πορσελάνη] Υλικ. Παρασκευάζεται από καθαρή καολίνη, ενώ περιέχει χαλαζία και κιμωλία, και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ειδικών οικιακών σκευών, διακοσμητικών αντικειμένων, μονωτήρων ηλεκτρισμού και άλλα. Αποτελεί άλλωστε την πρώτη ύλη για την κεραμευτική, έχει χρώμα λευκό, ενώ είναι σκληρή και διαφανής όταν βρίσκεται σε κατάσταση λεπτών στρωμάτων. Έχει ιδιαίτερες μονο)τικές ικανότητες και σχετικά μεγάλη αντοχή στη θερμότητα και σε διάφορα χημικά οξέα. Porcelain Capacitor [Πυκνωτής πορσελάνης] Ηλεκτρον. Πυκνωτής του οποίου το διηλεκτρικό υλικό είναι κατασκευασμένο από πορσελάνη υψηλού βαθμού σκληρότητας και χρησιμοποιείται κυρίως σε ηλεκτρικά κυκλώματα όπου εφαρμόζονται υψηλές τάσεις. Pore [Πόρος] Μεταλλ.. Καλείται οποιοδήποτε μικροσκοπικό άνοιγμα ή κενό μέσα στη συμπαγή μάζα ενός μετάλλου ή άλλου υλικού, το οποίο σχηματίστηκε για διάφορους λόγους. Pore Pressure [Πίεση πόρων] Γεωλ. Είναι η πίεση η οποία ασκείται από ένα υγρό προς το περιβάλλον του, σε εκείνες τις θέσεις όπου αυτό έχει γεμίσει τους πόρους μεταξύ των μορίων ενός πετρώματος. Pore Space [Πορώδης χώρος] Γεωλ. Ο συνολικός όγκος του πορώδη χώρου ενός πετρώματος, που προκύπτει ως άθροισμα των όγκων των επί μέρους πορωδών διακένων ανάμεσα στους κόκκους του. Pore W a t e r Pressure [Πίεση ύδατος πόρων] Γεωλ. Πρόκειται για την πίεση πόρων όπου το υγρό είναι το νερό Pore Pressure Poriaz [Ποριάζ] Μετεωρ. Ανεμος με βίαιη συμπεριφορά, έχει κατεύθυνση βορειοανατολική και εκδηλώνεται στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Porlezzina [Πορλετσίνα] Μετεωρ. Άνεμος που φυσά ανατολικά πάνω από τη λίμνη Λουγκάνο στα σύνορα Ιταλίας και Ελβετίας. Porosity [Υπαρξη πόρων] Φυσ. Η ιδιότητα ενός στερεού υλικού να φέρει στην επιφάνειά του μικρά κενά, ικανά να απορροφήσουν νερό ή άλλο υγρό. Porous [Πορώδες] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε υλικό το οποίο έχει πόρους και επομένως την ικανότητα να απορροφά μέσα του υγρά ή αέρια. Porphyritic [Πορφυριτικός] Γεωλ. Ό ρ ο ς που χαρακτηρίζει τον ιστό των πυριγενών πετρωμάτων που εμπεριέχουν φαινοκρυστάλλους ενός ή περισσότερων ορυκτών εγκλεισμένους σε λεπτομερέστερη κρυσταλλική ή υαλώδη κύρια μάα. Porphyrin [Πορφυρίνη] Οργ.Χημ. Μέλος των πορφυρι-

Porphyroblast

- 1102-

νών, κατηγορία οργανικών ενώσεων που προέρχονται από την πορφίνη. Πρόκειται για φυσικές ενώσεις, κυρίως χρωστικές, με κοινό δομικό χαρακτηριστικό ένα τετραπυρρολικό δακτύλιο. Είναι επίπεδο μόριο με αρωματικό χαρακτήρα. Εμφανίζουν έντονα χρώματα με έντονη απορρόφηση στα 392 nm, χαρακτηριστική για όλα τα πορφυρινικά παράγωγα. Η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των πορφυρινών είναι ο σχηματισμός χηλικών συμπλοκών με διάφορα μέταλλα κατά την επιδράση των αλάτων τους. Βασικό συστατικό της αιμοσφαιρίνης. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Porphyroblast [Πορφυροβλάστης] Γεωλ. Ο ευμεγέθης φαινοκρύσταλλος του πορφυροβλαστικού ιστού των κρύσταλλο βλαστικών πετρωμάτων. Porphyroblastic [ΓΙορφυροβλαστικός] Γεωλ. Ό ρ ο ς που χαρακτηρίζει τον ιστό των κρυσταλλοβλαστικών πετρωμάτων που εμπεριέχουν φαινοκρυστάλλους ενός ή περισσότερων ορυκτών εγκλεισμένους σε μικροκοκκώδη κύρια μάζα από πολύ μικρούς κρυστάλλους. Porro Prism [Πρίσμα του Porro] Οπτικ. Πρόκειται για ένα σύστημα δύο πρισμάτων αναστροφής (πρίσματα που είναι ορθογώνια ισοσκελή). Με το σύστημα αυτό πετυχαίνουμε αναστροφή αριστερού-δεξιού αλλά και πάνω-κάτω, δηλαδή έχουμε πλήρη αναστροφή του ειδώλου. Port 1 [Θύρα] Πληρ. Το σημείο μιας συσκευής στο οποίο μπορούν να συνδεθούν και άλλες συσκευές. Port 2 [Μεταφέρω] Πληρ. Εγκαθιστώ εφαρμογές ή γενικότερα προγράμματα σε έναν υπολογιστή κάνοντας τις απαραίτητες προσαρμογές και μετατροπές σε αυτά. P o r r [Πόρτα] Επικοιν. Θέση μνήμης σε Η/Ύ όπου γίνεται η διαχείριση δεδομένων από κάποια πηγή που αντιστοιχεί σε κάποια από τις φυσικές πύλες (πχ εκτυπωτή, J δικτύου κτλ). ' Port E x p a n d e r [Επέκταση θυρών] Πληρ. Συσκευή που από την μία πλευρά προσαρμόζεται σε μια πόρτα του υπολογιστή και από την άλλη έχει θέσεις για να δεχτεί περισσότερες από μία περιφερειακές μονάδες. Port Of Entry [Διεθνής λιμένας] Πολ. Μηχ. Ο λιμένας ενός κράτους που έχει τελωνειακές αρχές και αποτελεί το σημείο εισόδου σε μια χώρα εμπορευμάτων και α-τόμων που προέρχονται από άλλες χώρες. Port Operations Service [Υπηρεσία κίνησης λιμανιού] Επικοιν. Λιμενική υπηρεσία που ασχολείται με τη διεκπεραίωση κίνησης στα όρια του λιμανιού. Portability [Φορητότητα] Πληρ. Το χαρακτηριστικό ενός προγράμματος ή μια ομάδας προγραμμάτων ή δεδομένων να μπορούν να εκτελούνται σε διαφορετικά υπολογιστικά συστήματα χωρίς καμία μεταβολή. Portable [Φορητό] Τεχνολ. Αντικείμενο μικρού μεγέθους που μεταφέρεται με ευκολία από το χρήστη του. Portable A u d i o T e r m i n a l [Φορητό ακουστικό τέρματικό] Πληρ. Τερματικό που είναι εύκολο στη χρήση λόγω μεγέθους μαζί με το πληκτρολόγιο, μέσω του οποίου μπορεί κανείς να επικοινωνεί με ένα υπολογιστικό σύστημα μέσω απλής τηλεφωνικής γραμμής. Portable C o m p u t e r [Φορητός υπολογιστής] Πληρ. Υπολογιστής που μεταφέρεται εύκολα. Τα laptops. Portable Data T e r m i n a l [Φορητό τερματικό συλλογής δεδομένων] Πληρ. Τερματικό μικρών διαστάσεων που μπορεί να μεταφέρεται σε σημεία δημιουργίας δεδομένων, να τα συλλέγει και να τα αποθηκεύει σε ένα υπολογιστικό σύστημα. Portal [Πύλη ή είσοδος] Πολ. Μηχ. 1. Σταθερό πλαίσιο από δύο ορθοστάτες που συνδέονται στην κορυφή με

ένα οριζόντιο δοκάρι. 2. Η είσοδος σε μια σήραγγα διαμορφωμένη κατάλληλα ώστε να επιτυγχάνεται η άνετη και ομαλή πρόσβαση των οχημάτων από το ελεύθερο περιβάλλον σε ένα κλειστό χώρο με ταχύτητα με ασφαλή τρόπο. Portal Crane [Γερανογέφυρα] Μηχ. Μηχ. Γερανός που φέρεται από ένα ισχυρό μεταλλικό πλαίσιο που έχει τη δυνατότητα κίνησης πάνω σιδηροτροχιές και τη δυνατότητα μεταφοράς μεγάλων φορτίων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε λιμάνια και μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα. Porthole 1 [Άνοιγμα κινητήρα] Μηχ. Είναι το άνοιγμα μέσω του οποίου τοποθετείται ή εξάγεται ένα υγρό, όπως για παράδειγμα το λάδι, από έναν κινητήρα. Porthole 2 [Φινιστρίνι] Ναυπηγ. Ονομάζεται το άνοιγμα στην άτρακτο ενός αεροσκάφους ή στο σκαρί ενός πλοίου που καλύπτεται μόνιμα με υαλοπίνακα, κοινώς ένα παράθυρο αυτών των μεταφορικοί μέσων, Portico [Στοά] Αρχ. Στεγασμένος διάδρομος κυκλοφορίας πεζών, Porting [Μεταφορά] Πληρ. Η διαδικασία εγκατάστασης εφαρμογών και γενικότερα προγραμμάτων σε υπολογιστή κάνοντας τις απαραίτητες προσαρμογές και μετατροπές σε αυτά για να μπορούν να λειτουργήσουν σωστά. Portland Cement [Τσιμέντο Πόρτλαντ] Οικοδ. Η συμβατική εμπορική ονομασία του υλικού που χρησιμοποιείται ως συγκολλητική ουσία στην παραγωγή του σκυροδέματος και έχει ασβεστολιθική προέλευση, Portlandite [Πορτλανδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από υδροξείδιο του ασβεστίου. Σχηματίζει άχροους, διαφανείς, με μαργαρώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 έως 3 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,2. Poset [Μερικά διατεταγμένο σύνολο] Μαθημ. —> Partially Ordered Set. Positinal Isomer [Ισομερές θέσης] Χημ. Είδος (συντακτικού) ισομερούς, που σε σχέση με τα υπόλοιπα ισομερή θέσης διαφέρει στη θέση του πολλαπλ.ού δεσμού ή της χαρακτηριστικής ομάδας. Π.χ. το 1βουτένιο και το 2-βουτένιο είναι ισομερή θέσης ως προς το διπλό δεσμό, ενώ η 1-προπανόλη και η 2προπανόλη είναι ισομερή θέσης ως προς τη χαρακτηριστική ομάδα (-ΟΗ). Position Angle [Γωνία θέσης] Αστρον. Γωνία παρατήρησης ενός ουράνιου αντικειμένου. Παίζει σημαντικό ρόλο σε διάφορες μετρήσεις όπου υπολογίζονται γωνίες παράλλαξης κτλ, αλλά συνήθως επίσης τα νέα όργανα ελέγχουν αυτόματα παρεκκλίσεις και μεταδίδουν απ' ευθείας σε υπολογιστή. Position V e c t o r [Διάνυσμα θέσης] Μαθημ. Το διάνυσμα θέσης ενός σώματος είναι το διάνυσμα που ορίζει την ακριβή θέση του σημείου στον χώρο ως προς ένα σύστημα συντεταγμένων. Έχει ως μέτρο την απόσταση μεταξύ του σημείου και της αρχής των αξόνων του συστήματος και έχει τη διεύθυνση προς το σημείο. Positional A s t r o n o m y [Αστρονομία θέσης] Αστρον. Αστρονομία που επηρεάζεται από την οπτική γωνία του παρατηρητή. Positioning [Κεντράρισμα] Τεχνολ. Η διαδικασία τοποθέτησης ενός τεμαχίου στη θέση που απαιτείται για να εκτελεστεί πάνω σ' αυτό μια επεξεργασία από ένα σταθερό μηχάνημα, Positioning Time 1 [Χρόνος μετακίνησης] Τεχνολ. Ο

-1103-

χρόνος που απαιτείται για να μεταφερθεί ένα όργανο ή ένα μηχάνημα από μια θέση όπου ήταν τοποθετημένο για να εκτελέσει μια εργασία στην επόμενη θέση όπου θα εκτελεστεί η ίδια εργασία. Positioning Time 2 [Χρόνος τοποθέτησης] Πληρ. Ο χρόνος που χρειάζεται η κεφαλή ενός μέσου αποθήκευσης να τοποθετηθεί στη θέση που πρέπει ώστε να είναι έτοιμη για ανάγνωση ή εγγραφή. Positive 1 [Θετικός] Μαθημ. Ποσότητα μεγαλύτερη από το 0. Positive 2 [Θετικός] Χημ. Χαρακτηρισμός ενός χημικού είδους (ατόμου ή μορίου) που έχει χάσει ηλεκτρόνια. Positive Acceleration [Θετική επιτάχυνση] Μηχ. Πρόκειται για ένα θετικό ρυθμό μεταβολής της ταχύτητας ενός σώματος, δηλαδή για μία επιτάχυνση με την ίδια φορά με εκείνη της ταχύτητας αφού τελικά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μέτρου της ταχύτητας του σώματος. Positive Angle [Θετική γωνία] Μαθημ. Κατά σύμβαση έχει ορισθεί ως θετική μία γωνία όταν σχηματίζεται από την περιστροφή ενός ευθύγραμμου τμήματος ως προς το ένα άκρο του, κατά τη θετική φορά, δηλαδή σύμφωνα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Positive Axis [Θετικός άξονας] Μαθημ. Ονομάζεται το τμήμα εκείνο ενός άξονα καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων το οποίο περιέχει τις θετικές, δηλαδή τις μεγαλύτερες του μηδενός, τιμές των συντεταγμένων. Positive Charge [Θετικό φορτίο] Φνα. Ηλεκτρικό φορτίο που χαρακτηρίζεται από την πλειονότητα πρωτονίων -σωματιδίων με φορτίο αντίθετο του αρνητικού φορτίου του ηλεκτρονίου- στην εξωτερική στοιβάδα του ατόμου. Δημιουργείται όταν το ουδέτερο άτομο απελευθερώσει ένα ηλεκτρόνιο ή προσλάβει ένα πρωτόνιο, αλληλεπιδρώνται κυρίως με γειτονικά άτομα. Positive Correlation [Θετική συσχέτιση] Στατ. Δείκτης συσχέτισης με θετική τιμή. Πάντως η σωστή ανάλυση δεν καλύπτεται τόσο από το πρόσημο όσο από το μέγεθος αυτού του συντελεστή για να εκτιμήσει σημαντικά ένα μέγεθος. Positive Definite [Θετικά ορισμένος] Μαθημ. 1. Ένας πίνακας Α είναι θετικά ορισμένος αν για κάθε μη μηδενικό διάνυσμα x ισχύει (Ax)x > 0. 2. Μια τετραγωνική μορφή είναι θετικά ορισμένη αν έχει θετική τιμή για κάθε μη μηδενικό διάνυσμα. Positive Electron [Θετικό ηλεκτρόνιο] Πυρην. Φυα. -> Positron Positive Element [Θετικό στοιχείο] Χημ. Καλείται το χημικό στοιχείο το οποίο έχει την τάση να δίδει ηλεκτρόνια κατά την ένωσή του με άλλα στοιχεία και επομένως να αποκτά θετικό ηλεκτρικό φορτίο. Τα χημικά στοιχεία με αυτήν την ιδιότητα βρίσκονται στις επάνω αριστερά θέσεις του πίνακα του περιοδικού συστήματος. Positive Feedback [Θετική ανάδραση] Τεχνολ. Συνάρτηση ανάδρασης με θετικό πρόσημο που χρησιμοποιούμε σε ταλαντωτές αλλά μειονεκτεί απέναντι στη χρήση της αρνητικής ανάδρασης και τη χρήση ενισχυτών. Positive Ion [Θετικό ιόν] Χημ. Ονομάζεται και κατιόν, και είναι κάθε άτομο χημικού στοιχείου το οποίο είναι θετικά ηλεκτρικά φορτισμένο έπειτα από την απώλεια ενός ή περισσοτέρων ηλεκτρονίων. Positive Linear Functional [Θετικό γραμμικό συναρτησιοειδές] Μαθημ. Ειδικό ενδιαφέρον για θετικά συναρτησιοειδή παρουσιάζεται με τη χρήση ημινορμών.

Positron Emission T o m o g r a p h y

Positive Matrix [Θετικό μητρώο] Μαθημ. Καλείται κάθε μαθηματικός πίνακας, δηλαδή διατεταγμένο σε γραμμές και στήλες σύνολο στοιχείων, όπου όλα ακριβώς τα στοιχεία του είναι θετικοί πραγματικοί αριθμοί. Positive Modulation [Θετική διαμόρφωση] Επικοιν. Διαμόρφωση όπου χρησιμοποιείται μηχανισμός αποκοπής κάτω ζώνης. Positive M o v e m e n t [Θετική κίνηση] Γεωλ. 1. Η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας λόγω θετικής μεταβολής της σχετικής θέσης του επιπέδου της ως προς το επίπεδο της χέρσου. 2. Η ανύψα)ση τμήματος του γήινου φλοιού λόγω ορογενετικών κινήσεων. Positive Part [Θετικό μέρος] Μαθημ. Ένας τελεστής μπορεί να χωριστεί σε 2 μέρη ένα θετικό και ένα αρνητικό. Positive Phase Sequence [Ακολουθία Θετικής Φάσης] Ηλεκ. Η ακολουθία ταξινόμησης των ηλεκτρικών δυναμικών ενός πολυφασικού συστήματος η οποία έχει σαν αποτέλεσμα τη βέλτιστη αξιοποίηση των τάσεων αυτών καθώς επιτυγχάνεται η προσέγγιση των μέγιστων δυνατών τιμών τους. Positive Real Function [Θετική πραγματική συνάρτηση] Μαθημ. Πραγματική συνάρτηση με θετικές τιμές. Τέτοιες είναι πολλές συναρτήσεις που συναντιούνται σε φυσικά ή οικονομικά υποδείγματα και μοντέλα. Positive Semidefinite Matrix [Θετικά ημιορισμένος πίνακας] Μαθημ. Για έναν πίνακα Α αρκεί το γινόμενο (Ax)x να είναι μη αρνητικό. Positive Series [Θετική σειρά] Μαθημ. Σειρά με θετικούς όρους. Η σύγκλιση αυτών των σειρών εξετάζεται σχετικά ευκολότερα. Positive S e t [Θετικό σύνολο] Μαθημ. Σύνολο με θετικά στοιχεία. Συνήθως αναφέρεται έτσι μετά από διαχωρισμό εκτός και μιλάμε για ένα διάστημα. Positive Skewness [Θετική λοξότητα] Στατ. Το μέγεθος λοξότητας με κλίση προς τα δεξιά (για κάποια κατανομή). Positive Transmission [Θετική μετάδοση] Επικοιν. Μετάδοση θετικά πολωμένου σήματος. Positive Zero [Θετικό μηδέν] Πληρ. Η τιμή μηδέν με θετικό πρόσημο, γεγονός που δη>χόνει ότι στην τιμή αυτή η επεξεργασία κατέληξε από την πλευρά των θετικών τιμών. Positron [Ποζιτρόνιο] Πυρην.Φνσ. Είναι ένα στοιχειώδες σωματίδιο της ύλης με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά ως προς το ηλεκτρόνιο, καθώς έχει την ίδια μεν μάζα και σπιν αλλά αντίθετο φορτίο και μαγνητική ορμή. Για το λόγο αυτό προσδιορίζεται και ως η αντιύλη του ηλεκτρονίου. Positron Emission [Εκπομπή ποζιτρονίου] Φυσ. Εκπομπή θετικού ηλεκτρονίου όταν ο πυρήνας του ατόμου, αλληλεπιδρώντας με ακτινοβολία, διασπάται και εκπέμπει ένα νετρόνιο και ένα ποζιτρόνιο. Positron Emission Spectroscopy [Φασματοσκοπία εκπομπής πρωτονίων] Φυα. Μέθοδος προσδιορισμού του ενεργειακού φάσματος ενός υλικού, η οποία χρησιμοποιεί δέσμη πρωτονίων. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου, η επιφάνεια του υλικού βομβαρδίζεται από μονοενεργειακή δέσμη θετικών ηλεκτρονίων η οποία σκεδάζεται στην επιφάνεια με αποτέλεσμα την απώλεια μέρους της ενέργειάς της. Μετρώντας, επομένως, την ενέργεια της σκεδαζόμενης δέσμης, υπολογίζεται το ποσό της ενέργειας που τελικά απορροφήθηκε από τα μόρια της επιφάνειας του υλικού. Positron Emission T o m o g r a p h y (PET) [Τομογραφία

Positron E m i s s i o n T o m o g r a p h y

-1104-

εκπομπής ποζιτρονίων] Γεν. Η τομογραφία του ανθρώπινου σώματος χρησιμοποιώντας μια πηγή ακτινοβολίας που βρίσκεται μέσα στο σώμα ενώ παράλληλα ο ασθενής βρίσκεται μέσα σε ένα δακτύλιο ανιχνευτών ακτινοβολίας. Η πηγή ακτινοβολεί ραδιενεργό ισότοπο που στη συνέχεια όμως διασπάται και εκπέμπει ένα ποζιτρόνιο. Τέτοια ισότοπα είναι συνήθως το Οξυγόνο 15 και ο Ανθρακας 11 και μεταφέρονται στα επιθυμητά όργανα μέσω χημικών ενώσεων. Επειδή τα ισότοπα αυτά έχουν μικρό χρόνο ζωής, το εκπεμπόμενο ποζιτρόνιο αντιδρά με κάποιο ηλεκτρόνιο, αλληλοεξουδετερώνονται και η μάζα ηρεμίας τους μετατρέπεται σε ακτίνες γ που εξέρχονται από τον ασθενή και εντοπίζονται από τους ανιχνευτές. Η μέθοδος αυτή πλεονεκτεί των άλλων διότι δεν επεμβαίνουν οι μεταβολισμοί των βιολογικών ιστών και χρησιμοποιείται για την απεικόνιση περιοχών του εγκεφάλου και της καρδιάς. Positron E m i s s i o n T o m o g r a p h y [Τομογραφία εκπομπής πρωτονίων] Πνρην.Φυσ. Μέθοδος καταγραφής της κατανομής των ραδιενεργών στοιχείων στον ανθρώπινο οργανισμό, προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί για ιατρικούς διαγνωστικούς σκοπούς. Η μέθοδος βασίζεται σε μετρήσεις της ακτινοβολίας-γ που προκύπτει όταν τα ραδιενεργά στοιχεία αλληλεπιδρούν με τον ιστό και εκπέμπουν θετικά ηλεκτρόνια. Positronium [Ποσιτρόνιουμ] Πνρ.Φνσ. Το άτομο που αποτελείται μόνο από ένα ποζιτρόνιο και συνήθως δημιουργείται όταν ένα ποζιτρόνιο βρεθεί σε ένα νέφος ατόμων. Post [Καταχωρώ] Πληρ. Εισάγω, τροποποιώ ή διαγράφω δεδομένα σε μια βάση δεδομένων. Post 2 [Ορθοστάτης, ορόσημο] Πολ. Μηχ. 1. Κατακόρυφα τοποθετημένο στοιχείο που αποτελεί σημείο στήριξης των οριζόντιων μελών ή του συρματοπλέγματος για να δημιουργηθεί ένας φράχτης. 2. Κατακόρυφο στοιχείο μικρού ύψους το οποίο είναι τοποθετημένο με σταθερό τρόπο στο έδαφος προσδιορίζοντας τα όρια ενός οικοπέδου ή ενός γεωτεμαχίου. Post A n d Lintel [Πλαισιωτή διάταξη] Αρχ. Η διάταξη του σκελετού μιας οικοδομής όταν αυτός αποτελείται από το συνδυασμό ορθοστατών και οριζόντιων δοκών ευθύγραμμου σχήματος. Τέτοιος σκελετός δεν περιέχει τοξωτά στοιχεία. Post Office Protocol (POP) [Ταχυδρομικό πρωτόκολλο] Επικοιν. Πρωτόκολλο που αφορά την ανταλλαγή ταχυδρομείου μεταξύ του διανομέα (Server) και του τελικού χρήστη, που έχει εξελιχτεί σαν ΡΟΡ3 πρωτόκολλο. Post Tensioning [Εφαρμογή προέντασης] Πολ. Μηχ. Διαδικασία κατασκευής μιας προεντεταμένης δοκού σύμφωνα με την οποία η προένταση εφαρμόζεται στη δοκό στη μόνιμη θέση λειτουργίας της μετά τη σκυροδέτηση και αφού το σκυρόδεμα αποκτήσει την απαιτούμενη αντοχή. Postcollision Interaction [Αλληλεπίδραση μετασυγκρουσιακή] Πυρην. Φυσ. χαρακτηρίζει το είδος της αλληλεπίδρασης όπου τα σωματίδια που παίρνουν μέρος σε αυτήν, ατομικά και υποατομικά, προέρχονται από μια αντίδραση σύγκρουσης. Postedit [Διορθώνω εκ των υστέρων] Πληρ. Διορθώνω, τροποποιώ αποτελέσματα επεξεργασίας από υπολογιστή. Posterior Distribution [Εκ των υστέρων κατανομή] Στατ. Η κατανομή που στηρίζεται στις εκ των υστέρων πιθανότητες.

Posterior Probability [Εκ των υστέρων πιθανότητα] Στατ. Πιθανότητα που παράγεται με χρήση των δεδομένων που παρατηρείται εκ των υστέρων και συνήθως εξετάζεται σε σχέση με την εκ των προτέρων πιθανότητα εκτίμησης για ένα γεγονός. Posterization [Τεχνική Posterization] Τεχνολ. Τεχνική που χρησιμοποιεί έναν αριθμό τονικά διαχωρισμένων απεικονίσεων που τυπώνονται σε υλικό υψηλής αντίθεσης. Τυπώνοντας αυτά σε ταύτιση, παράγεται μια απεικόνιση ώστε το τελικό αποτέλεσμα να περιέχει περιοχές επιπέδου τόνου αντί για συνεχείς τόνους. Postglacial [Μεταπαγετώδης] Γεωλ. Ό ρ ο ς αναφερόμενος σε χρονική περίοδο που ακολουθεί παγετώδη περίοδο του γεωλογικού χρόνου. Posthole [Λακκούβα ορθοστάτη] Πολ. Μηχ. Λακκούβα μικρών διαστάσεων που δημιουργείται στο έδαφος για να τοποθετηθεί η βάση ενός ορθοστάτη. Postindexed [Δεικτοδότηση μετά από επεξεργασία] Πληρ. Ο σχετικός με τη διεύθυνση που προκύπτει αν σε δεδομένη έμμεση διεύθυνση προστεθεί το περιεχόμενο ενός συγκεκριμένου καταχωρητή-δείκτη. Postirradiation S y n d r o m e [Σύνδρομο έκθεσης σε ακτινοβολία] Πυρην. Φυσ. Πιθανές παρενέργειες στον ανθρώπινο οργανισμό, που ακολουθούν την έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία, κυρίως κατά την εφαρμογή ιατρικών διαδικασιών ακτινοθεραπείας και ακτινοδιάγνωσης. Postmagmatic [Μεταμαγματικός] Γεωλ. Ό ρ ο ς αναφερόμενος σε διεργασίες που εξελίχθηκαν μετά την κύρια κρυστάλλωση του μαγματικού υλικού. P o s t m o r t e m [Μεταθανάτιος] Πληρ. Οι ενέργειες που γίνονται μετά από μη αναμενόμενη διακοπή προγράμματος, με σκοπό να τηρηθούν κάποια στοιχεία σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση του προγράμματος ή των θέσεων μνήμης και να βοηθήσουν στην προσπάθεια να διορθωθεί το πρόβλημα. P o s t m o r t e m D u m p [Μεταθανάτιο αντίγραφο] Πληρ. Η διαδικασία καταγραφής και εμφάνιση του περιεχομένου όλων των καταχωρητών και των θέσεων μνήμης, μετά την ολοκλήρωση ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Postmortem Routine [Μεταθανάτια ρουτίνα] Πληρ. Το πρόγραμμα που δημιουργεί το μεταθανάτιο αντίγραφο. Postmultiplication [Πολλαπλασιασμός Εκ των υστέρων] Μαθημ. Πολλαπλασιασμός ενός γινομένου με ένα στοιχεί σε χώρους όπου δεν ισχύει η μεταθετική ιδιότητα πχ σε πολλαπλασιασμό πινάκων. Postnova Star [Αστέρι μετανόβα] Αστμον. Μετεξέλιξη της φάσης ενός αστέρα νόβα. Postprocessor [Μεταεπεξεργαστής] Πλημ. Πρόγραμμα Η/Υ που επεξεργάζεται τα αποτελέσματα άλλου προγράμματος, συνήθως για να τα εμφανίσει σε κατάλληλη μορφή ή να τα τοποθετήσει σε μέσο αποθήκευσης με συγκεκριμένο τρόπο. Postulate [Αξίωμα] Μαθημ. Αναπόδεικτη αρχή που λαμβάνεται σαν θεμέλιο της θεωρίας πχ γεωμετρικά αξιώματα του Ευκλείδη, αξιώματα αριθμοθεωρίας του Peano κτλ. P o t Floor [Μυκητοειδής πλάκα] Οικοδ. Πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος που αποτελείται από δοκίδες και πλήρωση του κενού χώρου μεταξύ τους με τσιμεντότουβλα η διάτρητα κεραμικά τούβλα εξασφαλίζοντας μια επίπεδη οροφή. Potable W a t e r [Πόσιμο νερό] Τεχνολ.. Νερό που δεν

- 1105περιέχει ουσίες ή μικροοργανισμούς που είναι βλαβεροί για τον οργανισμό. Potarite [Ποταρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από υδραργυρούχο παλλάδιο. Σχηματίζει ασημόλευκους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 14,8. Potash [Ποτάσα] Χημ. Πρόκειται για την εμπορική ονομασία του ανθρακικού καλίου. Είναι μία ουσία με λευκό χρώμα και ευδιάλυτη στο νερό. Παράγεται από το χλωριούχο κάλιο με διάφορες μεθόδους και χρησιμοποιείται στη σαπουνωποιία, την υαλουργία και αλλού. Potash Blue [Κάνουν της ποτάσας] Ανοργ.Χημ. Είδος χρωστικής που προκύπτει με οξείδωση σιδηροκυανιούχου σιδήρου. Potassium [Κάλιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Κ. Πρόκειται για μέταλλο της ομάδας των αλκαλίων, έχει χρώμα αργυρόλευκο, είναι μαλακό και ιδιαίτερα δραστικό χημικά, ενώ διαλύεται εύκολα στο νερό. Υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στη φύση ενωμένο με άλλα στοιχεία από όπου και παράγεται για να χρησιμοποιηθεί ως χημικό αντιδραστήριο, στη σαπουνωποιεία και σε άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Σημειώνεται ότι είναι απαραίτητο για τη σωστή ανάπτυξη πολλών ζωντανών οργανισμών μεταξύ των οποίων και του ανθρώπου. Potassium-40 [Κάλιο-40] . Πυρ.Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του καλίου με πολύ μεγάλο χρόνο ημίσσειας ζωής (δισεκατομμύρια χρόνια). Potassium-42 [Κάλιο-42] Πυρ.Φνσ. Ραδιενεργό ισότοπο του καλίου με χρόνο ημίσσειας ζωής 12 περίπου ώρες. Χρησιμοποιείται σε ιατρικές εφαρμογές. Potassium Acetate [Οξικό κάλιο] Χημ. Αλας του καλίου με τύπο CH 3 COOK. Αευκό κρυσταλλικό στερεό διαλυτό στο νερό και τι οινόπνευμα με σημείο τήξης 292°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική, σαν αφυδατικό και στην παρασκευή κρυστάλλων. Potassium Aluminium Fluoride [Φθοριούχο καλιοαλουμίνιο] Ανοργ.Χημ. Λευκή στερεή σκόνη με τύπο K3AIF6. Τοξική ουσία ελάχιστα διαλυτή στο νερό που χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνο. Potassium Aluminium Sulfate [Θειικό καλιοαλουμίνιο] Ανοργ.Χημ. Ένυδρο κρυσταλλικό άλας με τύπο KA1(S0 4 )2· 12Η 2 0. Αχρωμη στερεή ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα με σημείο τήξης 92-93°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή του χαρτιού, στον καθαρισμό του νερού και σαν προσθετικό τροφίμων. Potassium Antimonate [Αντιμονικό κάλιο] Ανοργ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ουσία με τύπο KSb0 3 διαλυτή στο νερό. Potassium Argentocyanide [Αργυροκυανιούχο κάλιο] Ανοργ.Χημ. Λευκή φωτοευαίσθητη κρυσταλλική ουσία με τύπο KAg(CN) 2 . Πολύ τοξική ουσία, διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται σε εναποθέσεις αργύρου και σαν αντισηπτικό. Potassium - Argon Dating [Χρονολόγηση ποτάσσιουαργού] Γεωλ. Ραδιομετρική μέθοδος απόλυτης χρονολόγησης πετρωμάτων και ορυκτών που στηρίζεται στη μέτρηση της ποσότητας του ισοτόπου αργού -40 του περιεχομένου στο δείγμα, του οποίου η παρουσία οφείλεται στο σχηματισμό του ως θυγατρικού ισοτόπου κατά τη διάσπαση στη πάροδο του χρόνου του μητρικού του φυσικού ραδιενεργού ισοτύπου ποτασσίου 40.

Potassium Bromate

Potassium Arsenate [Αρσενικικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμη τοξική κρυσταλλική ουσία με τύπο K 3 As0 4 . Ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα με σημείο τήξης 288°C. Χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνο σε εκτυπώσεις σε υφάσματα κλπ. Potassium Arsenite [Μεταρσενικώδες κάλιο) Ανοργ. Χημ. Λευκό τοξικό υγροσκοπικό στερεό με τύπο ΚΗ (As0 2 ) 2 .2H 2 0. Ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, λίγο διαλυτή στο οινόπνευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή κατόπτρων. Potassium Bicarbonate [Οξινο ανθρακικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Λευκό στερεό με τύπο KHC0 3 . Ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα, που αποσυντίθεται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στο baking powder, σε αναψυκτικά, σε φαρμακευτικά σκευάσματα και σαν πυροσβεστικό υλικό. Potassium Bifluoride [Υδροφθορίδιο του καλίου] Χημ. Αλας με τύπο KHF 2 που περιέχει το ιόν [FHF]", στο οποίο το άτομο του Η συνδέεται ισοδύναμα με δύο άτομα φθορίου. Αχρωμη κρυσταλλική ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα με σημείο τήξης 225°C. Χρησιμοποιείται στη χάραξη της υάλου, σαν καταλύτης, σαν ηλεκτρολύτης κλπ. Potassium Binoxalate [Όξινο οξαλικό κάλιο] Οργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό στερεό με τύπο KHC 2 0 4 . Τοξική ουσία με δριμεία γεύση, πολύ διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα, που αποσυντίθεται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και σαν αναλυτικό αντιδραστήριο. Potassium Biphthalate [Όξινο φθαλικό κάλιο] Οργ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο HOOC CfiRiCOOK, διαλυτό στο νερό. Χρησιμοποιείται σε πρότυπα διαλύματα προσδιορισμού του ρΗ. Potassium Bismuth Tartrate [Τρυγικό κάλιοβισμούθιο] Οργ.Χημ. Αοσμο λευκό στερεό διαλυτό στο νερό με τύπο C 4 H 2 0 9 Bi 3 K.4H 2 0. Χρησιμοποιείται σε παλαιότερα φαρμακευτικά σκευάσματα εναντίον της σύφιλης. Potassium Bisulfate [Όξινο θειικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο KIIS0 4 . Ουσία διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα, με σημείο τήξης 214°C που αποσυντίθεται με θέρμανση στο σημείο βρασμού. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή κρασιού και σαν αντιδραστήριο. Potassium Bisulfite Bisulfate [Όξινο θειώδες κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο KHS0 3 . Ουσία διαλυτή στο νερό, αδιάλυτη στο οινόπνευμα, που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 190°C. Χρησιμοποιείται στην αναγωγή οργανικών ενώσεων, σαν συντηρητικό τροφίμων και σαν αντισηπτικό. Potassium Bitartate [Όξινο τρυγικό κάλιο] Οργ.Χημ. Λευκό κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε βραστό νερό αδιάλυτο σε αιθανόλη με τύπο KHC 4 H 4 0 6 . Χρησιμοποιείται στο baking powder, σαν πρόσθετο τροφίμων και σε φαρμακευτικά παρασκευάσματα. Potassium Borohydride [Βοροϋδρίδιο του καλίου] Ανοργ,Χημ. Λευκό κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό και ελάχιστα διαλυτό σε αιθανόλη με τύπο ΚΒΗ 4 . Εύφλεκτη τοξική ουσία που χρησιμοποιείται σε αναγωγές οργανικών ενώσεων και στη βιομηχανία πλαστικών. Potassium Bromate [Βρωμικό κάλιο] Ανοργ.Χημ, Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό και ελάχιστα διαλυτό σε αιθανόλη με τύπο ΚΒΓ03. Διασπάται με θέρμανση στους 370°C. Χρησιμοποιείται σαν ισχυ-

Potassium Carbonate

-1106-

ρό οξειδωτικό σώμα. Potassium Carbonate [Ανθρακικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό υγροσκοπικό στερεό με τύπο K 2 C0 3 . Ουσία διαλυτή σε νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη με σημείο τήξης 891°C. Χρησιμοποιείται σε οπτικά συστήματα, σε συσκευές έγχρωμης τηλεόρασης και σαν πρόσθετο τροφίμων. Potassium Chlorate [Χλωρικό κάλιο] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό και σε αιθανόλη με τύπο KCI0 3 . Έχει σημείο τήξης 356°C, ενώ διασπάται με θέρμανση στους 400°C. Χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό σώμα, σε εκρηκτικά και σε εκτυπώσεις υφασμάτων. Potassium Chloride [Χλωρούχο κάλιο] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό ελάχιστα διαλυτό σε αιθανόλη με τύπο KCI. Έχει σημείο τήξης 770°C, ενώ εξαχνώνεται με θέρμανση στους 1500°C. Χρησιμοποιείται σε λιπάσματα, σε φαρμακευτικά σκευάσματα και στη φασματοσκοπία υπερύθρου (IR). Αναφέρεται και σαν χλωρίδιο του καλίου. Potassium Chloroplatinate [Χλωρολευκοχρυσικό κάλιο] Ανομγ.Χημ. Κίτρινο κρυσταλλικό τοξικό στερεό διαλυτό σε νερό αδιάλυτο σε αιθανόλη με τύπο K2PtCl6. Πρόκειται για άλας του χλωρολευκοχρυσικού οξέος που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 250°C. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και σαν αντιδραστήριο. Potassium Chromate [Χρωμικό κάλιο] Ανομγ.Χημ. Κίτρινο κρυσταλλικό τοξικό στερεό με τύπο K 2 Cr0 4 . Ουσία διαλυτή σε νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη με σημείο τήξης 968°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή πιγμέντων και μελανών, καθώς και σαν αντιδραστήριο. Potassium Citrate [Κιτρικό κάλιο] ΑνοργΧημ. Λευκό ένυδρο άλας με αλμυρή γεύση και τύπο K3C6H5O7. Η 2 0. Ουσία διαλυτή σε νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 230°C. Χρησιμοποιείται σαν αντιόξινο, σαν σταθεροποιητής τροφίμων και σε ρυθμιστικά διαλύματα. Potassium Cyanate [Κυανικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο τοξικό κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό αδιάλυτο σε αιθανόλη με τύπο KOCN. Αποσυντίθεται με θέρμανση πάνω από 700°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική, στην οργανική σύνθεση και σαν ζιζανιοκτόνο. Potassium Cyanide [Κυανιούχο κάλιο] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο πολύ τοξικό κρυσταλλικό στερεό (ή λευκή σκόνη) με τύπο KCN. Ουσία διαλυτή σε νερό και σε αιθανόλη με σημείο τήξης 634-635°C. Τα διαλύματά του όταν οξινιστούν εκλύουν δηλητηριώδεις ατμούς υδροκυανίου (HCN). Χρησιμοποιείται στην μεταλλουργία χρυσού και αργύρου, στην ήλεκτρο από θεση και σε εντομοκτόνα. Potassium Dichromate [Διχρωμικό κάλιο] Ανομγ.Χημ. Κόκκινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο K 2 Cr 2 07. Ουσία διαλυτή σε νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 500°C. Χρησιμοποιείται σαν ισχυρό οξειδωτικό σώμα, σε εκρηκτικά, σε βαφές και εκτυπώσεις, καθώς και σαν αντιδραστήριο. Potassium Ferricyanide [Σιδηρικυανιούχο κάλιο] ΑνομγΧημ. Κόκκινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο K 3 [Fe (CNJs]. Ουσία διαλυτή σε νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη που αποσυντίθεται με θέρμανση σε υψηλή θερμοκρασία. Χρησιμοποιείται στην κατεργασία του ατσαλιού, στην ηλεκτροαπόθεση και σαν αντιδραστήριο. Potassium Ferrocyanide [Σιδηροκυανιούχο κάλιο] Ανοργ.Χημ. Κίτρινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο Κ4

[Fe(CN)e]. Ουσία διαλυτή σε νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη που αποσυντίθεται με θέρμανση σε υψηλή θερμοκρασία. Χρησιμοποιείται στην κατεργασία του ατσαλιού, σε βαφές, σε εκρηκτικά και σαν αντιδραστήριο. Potassium Fluoride [Φθοριούχο κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό αδιάλυτο σε αιθανόλη με τύπο ΚΕ (ή KF.2H 2 0) Έχει σημείο τήξης 885°C και σημείο βρασμού 1505°C. Χρησιμοποιείται σε εντομοκτόνα και στη χάραξη της υάλου. Αναφέρεται και σαν φθορίδιο του καλίου. Potassium Fluoroborate [Φθοροβορικό κάλιο] Ανοργ. Χημ. Αχρωμο τοξικό κρυσταλλικό στερεό με τύπο KBF 4 . Ουσία διαλυτή σε νερό ελάχιστα διαλυτή σε αιθανόλη που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 350°C. Χρησιμοποιείται στη χημική έρευνα. Αναφέρεται και σαν βοροφθορίδιο του καλίου. Potassium Fluorosilicate [Φθοροπυριτικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο K2SiF6. Ουσία ελάχιστα διαλυτή σε νερό σχεδόν αδιάλυτη σε αιθανόλη που αποσυντίθεται με θέρμανση σε υψηλή θερμοκρασία. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία, την κεραμική και σαν εντομοκτόνο. Potassium Glutamate [Γλουταμινικό κάλιο] Ομγ.Χημ. Αλας με κάλιο του γλουταμινικού οξέος με τύπο K00CCH 2 CH 2 CH(NH 2 )C00H.H 2 0. Λευκή κρυσταλλική υγροσκοπική ουσία διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν βελτιωτικό γεύσης και σαν υποκατάστατο άλατος. Αναφέρεται και σαν γλουταμινικό μονοκάλιο ή όξινο γλουταμινικό κάλιο. Potassium Glycerophosphate [Γλυκερινοφωσφορικό κάλιο] ΟμγΧημ. Υποκίτρινο παχύρρευστο υγρό με τύπο K 2 C 3 H 5 0 2 .H 2 P0 4 .3H 2 0. Ουσία με όξινη γεύση διαλυτή σε οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται σαν πρόσθετο τροφίμων και σαν διαιτητικό συμπλήρωμα. Potassium Glyconate [Γλυκονικό κάλιο] ΟμγΧημ. Αλας με κάλιο του γλυκονικού οξέος με τύπο KOOC (CHOH)4CH2OH. Λευκή κρυσταλλική σκόνη διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη, που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 180°C. Χρησιμοποιείται σε ταμπλέτες βιταμινών. Potassium Gold Chloride [Χρυσοχλωριούχο κάλιο] Ανομγ Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική ένωση με τύπο K A U C 1 4 . 2 H 2 0 . Ουσία διαλυτή σε νερό και οινόπνευμα που χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και την Ιατρική. Potassium Hydroxide [Υδροξείδιο του καλίου] Ανοργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό στερεό με τύπο ΚΟΗ. Ουσία διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη με σημείο βρασμού I320-1324°C. Εμφανίζει ισχυρά βασικές ιδιότητες και είναι τοξική και διαβρωτική. Χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και τα λευκαντικά, σαν πρόσθετο τροφίμων και σαν αντιδραστήριο. Potassium Hypophosphite [Υποφωσφορώδες κάλιο] Ανομγ.Χημ. Λευκό κρυσταλλικό στερεό ή σκόνη με τύπο ΚΗ 2 Ρ0 2 . Ουσία διαλυτή στο νερό και στην αιθανόλη που διασπάται με θέρμανση. Εκρήγνυται σε επαφή με ισχυρά οξειδωτικά. Αναφέρεται και σαν φωσφινικό κάλιο. Potassium Iodate [Ιωδικό κάλιο] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό αδιάλυτο σε αιθανόλη με τύπο ΚΙ0 3 . Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο και στην Ιατρική. Potassium Iodide [Ιωδιούχο κάλιο] Ανομγ.Χημ. Αχρωμο ή λευκό κρυσταλλικό στερεό διαλυτό σε νερό ελάχιστα διαλυτό σε αιθανόλη με τύπο ΚΙ. Έχει σημείο

- 1107τήξης 68 TC και σημείο βρασμού 1330°C. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία και στη φασματοσκοπία υπερύθρου (1R). Αναφέρεται και σαν ιωδίδιο του καλίου. Potassium Linoleate [Λινελαϊκό κάλιο] Οργ.Χημ. Αλας με κάλιο του λινεώκού οξέος, διαλυτό στο νερό. Έχει τύπο CH3(CH2)3(CH2CH=CH)2(CH2)7COOK και χρησιμοποιείται σαν παράγοντας γαλακτοματοποίησης. Potassium Manganate [Μαγγανικό κάλιο] ΑνοργΧημ. Πράσινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο Κ 2 Μη0 4 . Ουσία διαλυτή στο νερό που διασπάται με θέρμανση στους 190°C, επικίνδυνη για πρόκληση φωτιάς. Χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό σώμα, για λευκάνσεις, σε μπαταρίες και στη φωτογραφία. Potassium Metabisulfite [Μεταδιθειώδες κάλιο] ΑνοργΧημ. Αχρωμο στερεό με τύπο K 2 S 2 0 5 , ελαφρά διαλυτό στο νερό και την αιθανόλη. Αποσυντίθεται με θέρμανση στους 190°C. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή κρασιού, σαν αντιδραστήριο, σαν αντισηπτικό κλπ. Αναφέρεται και σαν πυροθειώδες κάλιο. Potassium Nitrate [Νιτρικό κάλιο] ΑνοργΧημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο ΚΝ0 3 . Ουσία διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη Έχει σημείο τήξης 334°C, ενώ αποσυντίθεται με θέρμανση στους 400°C. Ισχυρό οξειδωτικό μέσο, επικίνδυνο για πρόκληση φωτιάς. Χρησιμοποιείται σε εκρηκτικά, στην παρασκευή υάλου κλπ. Potassium Nitrite [Νιτρώδες κάλιο] ΑνοργΧημ. Υποκίτρινο στερεό με τύπο ΚΝ0 2 . Ουσία διαλυτή στο νερό και σε θερμή αιθανόλη Έχει σημείο τήξης 440UC, ενώ αποσυντίθεται με θέρμανση κοντά στο σημείο βρασμού. Ισχυρό οξειδωτικό μέσο, επικίνδυνο για πρόκληση φωτιάς. Χρησιμοποιείται σε χημικές αναλύσεις και σαν πρόσθετο σε τρόφιμα. Ύποπτο για καρκινογενέσεις. Potassium Oxalate [Οξαλικό κάλιο] ΟργΧημ. Αχρωμο ένυδρο κρυσταλλικό τοξικό άλας με τύπο K 2 C 2 0 4 . Η 2 0. Ουσία διαλυτή στο νερό που αποσυντίθεται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στην Αναλυτική Χημεία, τη φωτογραφία και σαν λευκαντικό. Potassium Oxide [Οξείδιο του καλίου] Ανομγ,Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό οξείδιο με τύπο Κ 2 0 . Πολύ υγροσκοπική ουσία διαλυτή στο νερό και την αιθανόλη. Αποσυντίθεται με θέρμανση στους 350°C. Potassium Percarbonate [Υπερανθρακικό κάλιο] ΑνοργΧημ. Ένυδρο λευκό στερεό με τύπο Κ 2 0 2 0ή. Η 2 0. Ισχυρό οξειδωτικό μέσο, διαλυτό στο νερό, που χρησιμοποιείται σε αναλύσεις, στη φωτογραφία και σε εκτυπώσεις υφασμάτων. Potassium Perchlorate [Υπερχλωρικό κάλιο] Ανομγ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο KC10 4 . Ουσία διαλυτή στο νερό ελάχιστα διαλυτή σε αιθανόλη, που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 400°C. Ισχυρό οξειδωτικό που αναφλέγεται και χρησιμοποιείται σε εκρηκτικά, στη φωτογραφία και σαν οξειδωτικό μέσο. Potassium Permanganate [Υπερμαγγανικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Σκούρο ιώδες κρυσταλλικό στερεό με τύπο ΚΜη0 4 . Ουσία διαλυτή στο νερό που διασπάται με θέρμανση, επικίνδυνη για πρόκληση φωτιάς. Λειτουργεί σαν ισχυρό οξειδωτικό σώμα και χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο και στον καθαρισμό του αέρα και του νερού. Potassium Peroxide [Υπεροξείδιο του καλίου] Ανομγ. Χημ. Λευκό άμορφο στερεό με τύπο Κ 2 0 2 . Έχει σημείο

Potassium 10 -Undecylenate

τήξης 390°C, ενώ αποσυντίθεται με θέρμανση κοντά στο σημείο βρασμού. Ουσία επικίνδυνη για πρόκληση φωτιάς. Χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό σώμα, σαν λευκαντικό και σε μάσκες οξυγόνου. Potassium Persuifate [Υπερθειικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο K 2 S 2 0 s . Ουσία επικίνδυνη για πρόκληση φωτιάς διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε οινόπνευμα που αποσυντίθεται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό σώμα, στα υφάσματα και σαν αντισηπτικό. Potassium Phosphate [Φωσφορικό κάλιο) Ανομγ.Χημ. Λευκή στερεή ουσία με τύπο Κ 3 Ρ0 4 (φωσφορικό κάλιο), ή Κ 2 ΗΡ0 4 (μονόξινο φωσφορικό κάλιο) ή ΚΠ 2 Ρ0 4 (δισόξινο φωσφορικό κάλιο). Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο. Potassium Pyrophosphate [Πυροφωσφορικό κάλιο] Ανομγ,Χημ. Ένυδρη άχρωμη κρυσταλλική ουσία με τύπο Κ 4 Ρ 2 0 7 .3Η 2 0, διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται σε σαπούνια και απορρυπαντικά. Potassium Silicate [Πυριτικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Ένυδρη άχρωμη κρυσταλλική ουσία με τύπο K 2 Si0 3 , διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε οινόπνευμα με σημείο τήξης 976°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή υάλου και απορρυπαντικών και σαν καταλύτης. Potassium Sodium Ferricyanide [Σιδηρικυανιούχο καλιονάτριο] Ανομγ.Χημ. Κόκκινη κρυσταλλική ουσία με τύπο K2Na[Fe(CN)6]. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία. Potassium Sorbate [Σορβικό κάλιο] Οργ.Χημ. Λευκό στερεό με τύπο C6H 7 0 2 K. Ουσία διαλυτή στο νερό, που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 270°C. Χρησιμοποιείται σαν συντηρητικό σε τρόφιμα. Potassium Stannate [Κασσιτερικό κάλιο] Ανομγ.Χημ. Ένυδρη άχρωμη κρυσταλλική πολύ τοξική ουσία με τύπο K 2 Sn0 3 .3H 2 0, διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται στη βαφική, σε εκτυπώσεις υφασμάτων και στην εναπόθεση κασσιτέρου. Potassium Sulfate [Θειικό κάλιο] Ανοργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο K 2 S0 4 . Ουσία διαλυτή στο νερό αδιάλυτη σε αιθανόλη. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο, στην ιατρική και στην παρασκευή υάλου. Potassium Sulfite [Θειώδες κάλιο] Ανοργ.Χημ. Ένυδρο υποκίτρινο κρυσταλλικό άλας με τύπο K 2 S0 3 .2H 2 0. Ουσία διαλυτή στο νερό ελάχιστα διαλυτή σε αιθανόλη, που αποσυντίθεται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία, στην ιατρική και σαν συντηρητικό. Potassium Sulphide [Θειούχο κάλιο] Ανοργ.Χημ. Σκούρο κίτρινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο K 2 S. Ουσία διαλυτή στο νερό και σε αιθανόλη. Έχει σημείο τήξης 840°C και είναι ουσία επικίνδυνη για πρόκληση φωτιάς. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο και στην Ιατρική. Αναφέρεται και σαν σουλφίδιο του καλίου. Potassium Thiocyanate [Θειοκυανικό κάλιο] Ανοργ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό άλας με τύπο KSCN. Τοξική ουσία διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα με σημείο τήξης 173°C. Διασπάται με θέρμανση στους 500°C. Σε μορφή διαλύματος οξειδώνεται από ισχυρά οξειδωτικά προς S0 4 2 ' και C0 2 , ενώ σε αλκαλικό περιβάλλον ανάγεται προς ΝΗ3. Χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο, στα υφάσματα, τη φωτογραφία και την ιατρική. Potassium 1 0 -Undecylenate [10-ενδεκενικό κάλιο] Οργ.Χημ. Λευκό στερεό άλας του 10-ενδεκενικού οξέ-

Potassium Xanthate

- 1108-

ος με τύπο CH2=CH(CH2)8COOK. Τοξική ουσία διαλυτή στο νερό που διασπάται με θέρμανση στους 250°C. Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα. Potassium Xanthate [Ξανθικό κάλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με τύπο C 2 H 5 OCSSK, που προκύπτει με κατεργασία αιθοξείδιου του καλίου (C2H5OK) με διθειάνθρακα (CS2). Κίτρινη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα, που χρησιμοποιείται σαν αντιδραστήριο και σαν μυκητοκτόνο εδάφους. Potential [Δυναμικό] Μηχ. Συνάρτηση f που ορίζουν την δυναμική κατάσταση ενός συστήματος σωμάτων. Το διανυσματικό πεδίο gradf λέμε ότι απορρέει από το δυναμικό. Potential Barrier [Φράγμα δυναμικού] Φυσ. Το μέγιστο σημείο της καμπύλης που απεικονίζει δύο περιοχές διαφορετικής δυναμικής ενέργειας. Αποτελεί το ενεργειακό όριο που καθορίζει το κατά πόσο ένα φορτισμένο σωμάτιο μπορεί να περάσει από τη μια ενεργειακή περιοχή στην άλλη. Προκειμένου, δηλαδή, το σωμάτιο να περάσει από μια περιοχή δυναμικής ενέργειας σε μια άλλη, πρέπει να αποκτήσει ενέργεια μεγαλύτερη ή τουλάχιστον ίση με την ενέργεια που καθορίζει το συγκεκριμένο φράγμα. Potential Difference [Διαφορά δυναμικού] Ηλεκ. Καλείται η διαφορά της τάσης μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος. Γενικότερα με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η απαιτούμενη ενέργεια για τη μετακίνηση μιας μονάδας μεταξύ δύο σημείων εντός του ανάλογου πεδίου. Potential Energy [Δυναμική ενέργεια] Μηχ. Ονομάζεται η ενέργεια που διαθέτει ένα σώμα ή σύστημα σωμάτων λόγω της θέσης του ως προς κάποιο άλλο ή της συνολικής διάταξης των τμημάτων του, εφόσον πρόκειται για σύστημα σωμάτων. Η δυναμική ενέργεια αποτελεί μέρος της μηχανικής ενέργειας και άμεσα μετατρέπεται στο συμπλήρωμά της, την κινητική ενέργεια, και το αντίστροφο. Potential Theory [Θεωρία δυναμικού] Μαθημ. Μελέτη αρμονικών συναρτήσεων πχ στον ηλεκτρομαγνητισμό. Potential Transformer [Μετασχηματιστής δυναμικού] Ηλεκτρ. Δες Voltage Transformer. Potentiometer [Ποτενσιόμετρο] Η/εκ. Είναι μία ηλεκτρική διάταξη με την οποία υπάρχει η δυνατότητα της μέτρησης της διαφοράς δυναμικού σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Potentiometric Cell [Ποτενσιομετριχη κυψελίδα] ΑναλΧημ. Μέρος της διάταξης στην ποτενσιομετρία που αποτελείται από δοχείο που φέρει το ενδεικτικό ηλεκτρόδιο και το ηλεκτρόδιο αναφοράς που είναι βυθισμένα σε πρότυπο διάλυμα ή στο διάλυμα που πρόκειται να μετρηθεί. Potentiometric Titration [Ποτενσιομετρική ογκομέτρηση] ΑναλΧημ. Είδος ηλεκτρικής μεθόδου χημικής ανάλυσης που βασίζεται στη συνεχή μέτρηση της ΗΕΔ ενός στοιχείου υπό μηδενική ροή ηλεκτρικού ρεύματος που αποτελείται από ένα ενδεικτικό ηλεκτρόδιο για το προσδιοριζόμενο ιόν και ένα ηλεκτρόδιο αναφοράς. Τα δύο ηλεκτρόδια είναι βυθισμένα στο προς μέτρηση διάλυμα στο οποίο προστίθεται συνεχώς το αντιδραστήριο. Διακρίνονται σε ποτενσιομετρικές ογκομετρήσεις εξουδετέρωσης, οξειδοαναγωγικές, καθίζησης, συμπλοκομετρικές κλπ. Pothole [Αακκούβα] Οδοπ. Σε μια οδό περιοχή που έχει καταστραφεί το οδόστρωμα επειδή το υλικό οδοστρω-

σίας έχει διαβρωθεί δημιουργώντας μια ανωμαλία στην επιφάνεια. Potter's Clay [Πηλός] Τεχνολ. Π ονομασία που δίνεται σε αργιλικό υλικό του οποίου η σύνθεση και τα χαρακτηριστικά του το καθιστούν κατάλληλο για την δημιουργία κεραμικών αντικειμένων. Potter's Earth [Πηλός] Τεχνολ. - > Potter's Clay. Potter's Wheel [Τροχός] Τεχνολ. Οριζόντια κυκλική επιφάνεια που περιστρέφεται και αποτελεί το εργαλείο πάνω στο οποίο εκτελούνται οι εργασίες διαμόρφωσης κεραμικών αντικειμένων. Pottery [Κεραμικά] Τεχνολ. Ομάδα αντικειμένων που έχουν κατασκευαστεί από πηλό και έχουν υποστεί επεξεργασία της επιφάνειας τους αποκτοοντας μια καλαίσθητη μορφή. Pound [Λίβρα] Φυσ. Είναι μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμεί με περίπου μισό κιλό, τη γνωστή μονάδα του διεθνούς συστήματος. Pounds Per Square Foot [Λίβρα ανά τετραγωνικό πόδι] Μηχ. Μονάδα μέτρησης των τάσεων σύμφωνα με το αγγλοσαξονικό σύστημα μέτρησης απόστασης και βάρους. Είναι το μέγεθος της τάσης που αναπτύσσεται σε μια επιφάνεια ενός τετραγωνικού ποδιού όταν εφαρμοστεί ένα βάρος μιας λίβρας κατανεμημένο ομοιόμορφα στην επιφάνεια. Pounds Per Square Inch [Λίβρα ανά τετραγωνική ίντσα] Μηχ. Μονάδα μέτρησης των τάσεων σύμφωνα με το αγγλοσαξονικό σύστημα μέτρησης απόστασης και βάρους. Είναι το μέγεθος της τάσης που αναπτύσσεται σε μια επιφάνεια μιας τετραγωνικής ίντσας όταν εφαρμοστεί ένα βάρος μιας λίβρας κατανεμημένο ομοιόμορφα στην επιφάνεια. Pour [Σκυροδέτηση] Οικοδ. Η εργασία τοποθέτησης του νωπού σκυροδέματος σε ένα τμήμα ενός φορέα οπλισμένου σκυροδέματος που εκτελείται εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ως σύνολο δίχως ενδιάμεση διακοπή της διαδικασίας. Pour Point [Ελάχιστη θερμοκρασία ροής] Ρευστομηχ. Ονομάζεται η μικρότερη τιμή της θερμοκρασίας στην οποία ένα υγρό μπορεί να βρίσκεται σε μία τέτοια φυσική κατάσταση ικανή ώστε να ρέει, χωρίς δηλαδή να παρεμποδίζεται διότι παγώνει. Pour Test [Δοκιμή ροής] Ρευστομηχ. Είναι η διαδικασία της ψύξης ενός υγρού προκειμένου να προσδιορισθεί το σημείο της ελάχιστης θερμοκρασίας ροής του -> Pour Point Pouring Of Concrete [Τοποθέτηση σκυροδέματος] Οικοδ. Η διαδικασία τοποθέτησης του νωπού σκυροδέματος στον ξυλότυπο. Powder [Σκόνη] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε στερεά ξηρά ουσία η οποία βρίσκεται σε φάση πάρα πολύ λεπτών και μικρών σωματιδίων. Powder House [Αποθήκη εκρηκτικών] Πολ. Μηχ. Στεγασμένος και ασφαλισμένος χώρος που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση εκρηκτικών υλών. Powder Method [Μέθοδος σκόνης] Χημ. Μέθοδος ανάλυσης μιας κρυσταλλικής ουσίας υπό μορφή λεπτής σκόνης (με τυχαίο προσανατολισμό των μικροκρυστάλλχον) που στηρίζεται σε μετρήσεις περίθλασης των ακτίνων Χ. Κατά τη μέθοδο αυτή καταγράφονται σε φωτογραφικό φιλμ με τη βοήθεια κάμερας DebyeScherrcr τα διαγράμματα περίθλασης που εμφανίζονται σαν μία σειρά από ομόκεντρα τόξα. Στις εργασίες ρουτίνας η ταυτοποίηση των κρυστάλλων γίνεται με σύγκριση των αποστάσεων και των σχετικών εντάσε-

-1109ων με τις αντίστοιχες της γνωστής ένωσης. Powder Snow [Χιόνι πούδρα] Υδρολ. Πρόσφατης απόθέσης ελαφρό χιόνι, χαμηλής περιεκτικότητας σε υγρασία, που παραμένει ασύνδετο σχηματίζοντας βαθύ στρώμα. Powellite [Παουελλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από μολυβδαινικό ασβέστιο. Σχηματίζει κυανούς, πράσινους ή φαιούς, διαφανείς και με αδαμάντινη ή ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,3. Power [Δύναμη] 1. Φυσ. Πρόκειται για την αιτία που προκαλεί τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης ενός σώματος ή την παραμόρφωσή του. Μία δύναμη μπορεί να αναπαρασταθεί γραφικά από ένα διάνυσμα αφού έχει ένα σημείο εφαρμογής, μία διεύθυνση και ένα μέτρο. 2. Μαθημ. Με τον όρο αυτό καλείται και ο εκθέτης, δηλαδή ο αριθμός που δηλώνει πόσες φορές πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του ένας άλλος αριθμός που αποτελεί τη βάση. Power 2 [Ισχύς] Μηχ. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται γενικότερα η ικανότητα παραγωγής έργου, καθώς επίσης και κάθε μορφή φυσικής ενέργειας, όπως είναι για παράδειγμα η ισχύς του ηλεκτρισμού, η δυναμική ενέργεια του νερού και άλλα. Power Amplifier [Ενισχυτής έντασης] Ηλεκτρ. Ενισχυτές που συναντιούνται σε διάφορες εφαρμογές όπως Audio Power Amplifiers (ενισχυτές μικροφώνων κτλ). Power Axiom [Αξίωμα δύναμης] Μαθημ. Αξίωμα της συνολοθεωρίας ZF που εγγυάται την ύπαρξη του δυναμοσυνόλου και παραπλήσιο (εννοιολογικά) με το αξίωμα επιλογής που δίνει το δικαίωμα χρήσης ενός τυχαίου στοιχείου από ένα σύνολο. Power Check [Διακοπή ηλεκτρικής ενέργειας] Πληρ. Απότομη διακοπή της λειτουργίας υπολογιστικού συστήματος που οφείλεται σε μεγάλες αυξομειώσεις της εσωτερικής ηλεκτρικής ισχύος. Power Circuit [Κύκλωμα ισχύος] Πλεκ. Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος σε μηχανές και συσκευές οι οποίες για τη λειτουργία τους πρέπει να, δαπανήσουν ηλεκτρική ενέργεια. Power Dam [Φράγμα ηλεκτροπαραγωγής] Πολ. Μηχ. Τεχνικό έργο που κατασκευάζεται με σκοπό τη δημιουργία μιας τεχνητής λίμνης ώστε η επιφάνεια του νερού να αποκτήσει ένα δυναμικό βαρύτητας το οποίο χρησιμοποιείται μέσω μιας πτώσης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Power Density [Πυκνότητα ισχύος] Πυρην.Φυα. Η ενέργεια που απελευθερώνεται από ένα ραδιενεργό πυρήνα ανά δευτερόλεπτο και ανά μονάδα όγκου του πυρήνα. Power Distribution Unit [Μονάδα κατανομής ηλεκτρικής ενέργειας] Πληρ. Μονάδα που δέχεται ηλεκτρική ισχύ και τη διανέμει στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας και στις περιφερειακές μονάδες σε κατάλληλες ποσότητες. Power Down [Κλείσιμο υπολογιστή] Πληρ. Γίνονται οι απαραίτητες, αυτοματοποιημένες ή μη, προετοιμασίες για να κλείσει ο υπολογιστής. Power Drill [Ηλεκτρικό τρυπάνι] Μηχ. Μηχ. Διατρητικό μηχάνημα περιστροφικής λειτουργίας στο οποίο η περιστροφική κίνηση επιτυγχάνεται με ηλεκτρική ενέργεια. Power Efficiency Of A Test [Επάρκεια δύναμης του τεστ] Στατ. Λάθος δευτέρου είδους που περιγράφει την

Power Steering

πιθανότητα απόρριψης της εναλλακτικής υπόθεσης ενός στατιστικού τεστ όταν αυτή είναι ψεύτικη, Power Factor [Συντελεστής ισχύος] Η/εκ. Ο λόγος της συνολικής ισχύος που δαπανάται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος και τάσης, προς τη συνολική ισχύ που προσδίδεται στο κύκλωμα αυτό. Power Frequency [Συχνότητα Ισχύος] Ηλεκ. Η συχνότητα της ισχύος της εναλλασσόμενης ηλεκτρικής πηγής που τροφοδοτεί ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η τιμή της είναι ίση προς 50Hz για την Μεγάλη Βρετανία και 60Ηζ για τις Ηνωαένες Πολιτείες. Power Function [Συνάρτηση δύναμης] Μαθημ. Συνάρτηση τύπου φίχ) = α* για α πραγματικό, Power Function 2 [Συνάρτηση δύναμης] Στατ. Η συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας ως προς κάποια μεταβλητή που χαρακτηρίζει την στατιστική μας υπόθεση. Power Loss 1 [Απώλεια δυναμικού] Ηλεκ. Απώλεια που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες όπως κακής μόνωσης, απώλειες μεταφοράς κτλ. Power Loss 2 [Απώλεια ισχύος] Ηλεκτρον. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κυκλώματος ή συστήματος υπό μορφή θερμότητας, που εκφράζεται σε ντεσιμπέλ db ως ο λόγος της ισχύος εισόδου προς την ισχύ εξόδου. Power Of A Point To A Circle [Δύναμη σημείου ως προς κύκλο] Μαθημ. Για έναν κύκλο(0, ρ),ένα σημείο Α με OA = δ και την ευθεία από το Α που τέμνει τον κύκλο στα σημεία Κ, Α ισχύει ότι το γινόμενο ΑΚ' ΑΑ είναι σταθερό, ίσο με το τετράγωνο της εφαπτομένης από το Α. Power Pack [Τροφοδοτικό συσκευής] Ηλεκ. Καλείται το εξάρτημα εκείνο μιας ηλεκτρικής συσκευής το οποίο μετατρέπει την ηλεκτρική τάση της πηγής που τροφοδοτεί τη συσκευή με ηλεκτρικό ρεύμα στην κατάλληλη τιμή προκειμένου να λειτουργήσει η ηλεκτρική συσκευή. Power Plant [Εργοστάσιο παραγωγής ισχύος] Η?εκ. Ονομάζεται το κτιριακό συγκρότημα με όλο τον απαιτούμενο εξοπλισμό που απαιτείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες μορφές ενέργειας όπως είναι για παράδειγμα η δυναμική ενέργεια του νερού. Power Ratio [Λόγος δύναμης] Ηλεκτρομαγν. Ο λόγος της μέγιστης ακτινοβολούμενης ενέργειας που μεταφέρεται από έναν κυματοδηγό προς την ελάχιστη, Power Series [Δυναμοσειρά] Μαθημ. Απειρο άθροισμα όρων του τύπου a^ v ή με κέντρο το κ σαν θν(χ - κ)ν Για τη σύγκλιση τους υπάρχουν διάφορα τεστ Power Set [Δυναμοσύνολο] Μαθημ. Σύνολο υποσυνόλων ενός συνόλου. Power Shovel [Φορτωτής] Μηχ. Μηχ. Μηχάνημα που φέρει στη μπροστινή του πλευρά κάδο με δυνατότητα ανυψωτικής κίνησης το οποίο συλλέγει ποσότητα υλικού σε σωρό και ανυψώνοντας τον κάδο τοποθετεί το υλικό σε ένα όχημα για τη μεταφορά σε σημείο απόθεσης. Power Steering [Υδραυλικό τιμόνι) Μηχ. Πρόκειται για ένα σύστημα κατεύθυνσης που έχουν πλέον τα αυτοκίνητα, με το οποίο διευκολύνεται πολύ ο οδηγός καθώς ασκεί την ίδια σχετικά μικρή δύναμη με τα χέρια του πάνω στο τιμόνι ανεξαρτήτως της θέσης και της ταχύτητας του οχήματος, αφού το σύστημα μετάδόσης προς τους τροχούς ρυθμίζεται υδραυλικά και όχι μηχανικά.

Power Supply

- 1110-

Power Supply [Δύναμη παροχής] Ηλεκτμ. Ο μηχανισμός που παρέχει με ηλεκτρική ενέργεια ένα ηλεκτρικό κύκλωμα έτσι ώστε αυτό να εκτελέσει τις λειτουργίες για τις οποίες έχει καθοριστεί. Αυτή η δύναμη ηλεκτρικής παροχής μπορεί να προέρχεται από ηλεκτρικές γεννήτριες ή ακόμη να είναι αποθηκευμένη σε μπαταρίες. Power Supply Circuit [Κύκλωμα παροχής ισχύος] Πλεκ. Κύκλωμα ηλεκτρονικών στοιχείων (μετασχηματιστές, ανορθωτές, φίλτρα κτλ.) που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή ισχύος προερχόμενης από κεντρική πηγή σε μορφή ισχύος που θα αξιοποιηθεί στη λειτουργία ηλεκτρικής μηχανής. Power Tool [Ηλεκτρικά εργαλεία] Οικοδ. Η ομάδα των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών τα οποία λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα. Power Transformer [Μετασχηματιστής ισχύος] Η/εκ. Μετασχηματιστής του οποίου η πρωτεύουσα περιέλιξη είναι συνδεδεμένη με τη γεννήτρια εναλλασσόμενης τάσης και από τη δευτερεύουσα ή δευτερεύουσες περιελίξεις του, προκύπτουν οι διαφορετικές τιμές εναλλασσόμενης τάσης οι οποίες και παρέχουν την απαιτούμενη ισχύ λειτουργίας σε ηλεκτρικές συσκευές ή διάφορες ηλεκτρονικές συνιστώσες. Power Up [Ανοιγμα υπολογιστή] Πληρ. Ανοίγει ο υπολογιστής και γίνονται οι κατάλληλες εργασίες για να τεθεί σε κανονική λειτουργία. Poynting Theorem [Θεώρημα Poynting] Ηλεκτρομαγν. Το θεώρημα έργου-ενέργειας στην ηλεκτροδυναμική. Σύμφωνα με αυτό, το έργο που παράγεται στα φορτία από τις ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις ισούται με τη μείωση της ενέργειας που έχει αποθηκευτεί στα πεδία μείον την ενέργεια που εκρέει από τη συνοριακή επιφάνεια. Poynting Vector [Διάνυσμα Poynting] Ηλεκτρομα^/ν. Το διάνυσμα Poynting εκφράζει την ενέργεια ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας που μεταφέρεται από τα πεδία (ηλεκτρικό και μαγνητικό). Η μαθηματική σχέση που το ορίζει είναι: S= (Ε' Β)/μο· Pozzuolana [Ποζολάνα] Υλικ. Πυριτικής σύστασης λεπτοκοκκώδες υλικό (π.χ. ηφαιστειακή σποδός) ή ανάλογο συνθετικά παραγόμενο υλικό που χρησιμοποιείται στην παρασκευή υδραυλικής κονίας. Ρ- Problem [Πρόβλημα Ρ] Μαθημ. Κλάση προβλημάτων που επιλύονται σε πολυωνυμικό χρόνο. Pr [Σύμβολο Pr] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός του στοιχείου του πρασινοδύμιου όπως έχει καθορισθεί στον περιοδικό πίνακα. Practical Astronomy [Πρακτική αστρονομία] Αστρον. Πρώιμο στάδιο της αστρονομίας που σήμερα διατηρείται από τους ερασιτέχνες και μερικά μπερδεύεται με την αστρολογία και άλλες εκλαϊκευτικές δοξασίες. Practical Completion [Συμπληρωμένο έργο] Γεν. Η κατάσταση μιας οικοδομής όταν έχουν συμπληρωθεί όλες οι εργασίες που προβλέπονται από το συμβόλαιο και είναι έτοιμη ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία παραλαβής του έργου από τον πελάτη. Είναι δυνατόν να εκκρεμεί ακόμη η εκτέλεση ορισμένων εργασιών όπως οι επιδιορθώσεις κακοτεχνιών, πρακτικά όμως βρίσκεται σε κατάσταση λειτουργίας και έχει συνδεθεί με όλα τα δίκτυα κοινής ωφελείας. Practical System [Πρακτικό σύστημα] Φυσ. Το σύστημα μονάδων MKSA. Pragma [Πράγμα] Πληρ. Εντολή που αναγράφεται μέ-

σα στο πρόγραμμα χωρίς να εκτελείται, αλλά απευθύνεται είτε στον μεταφραστή είτε περιέχει πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένο τρόπο βέλτιστης λειτουργίας και υλοποίησης. Pragmatics [Μελέτη σχέσης συμβόλων - χαρακτήρων και χρηστών] Πληρ. Πρόγραμμα που προβαίνει στην ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα σε χαρακτήρες ή ομάδες χαρακτήρων και στον τρόπο που θα κατανοηθούν ή χρησιμοποιηθούν από τους μελετητές - χρήστες, Praseodymium [Πρασινοδύμιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Pr. Πρόκείται για μέταλλο, με χρώμα κιτρινωπό, το οποίο ανήκει στη σειρά των σπανίων γαιών των λανθανίδων. Pratt Truss [Δικτύωμα Πρατ] Πολ. Μηχ. Ο ορισμός ενός δικτυώματος του οποίου τα διαγώνια μέλη είναι παράλληλα μεταξύ τους σε κάθε ήμισυ του ανοίγματος του. Pre Cooling Of Concrete [Ψύξη σκυροδέματος] Οικοδ. Σε περιπτώσεις σκυροδέτησης σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, η προσθήκη στο νωπό σκυρόδεμα ψυχρού νερού ή και πάγου ώστε η θερμοκρασία που αναπτύσσεται από τη χημική αντίδράση μεταξύ του τσιμέντου και του νερού να κράτη θεί στο επιθυμητό επίπεδο και να μην προκληθεί η εξάτμιση ποσότητας του νερού που περιέχεται στη σύνθεση του σκυροδέματος και δημιουργηθεί έτσι πρόβλήμα στην ανάπτυξη της αντοχής, Pre Hilbert Space [Χώρος προ- Hilbert] Μαθημ. Χώρος που ορίζεται απλά ένα εσωτερικό γινόμενο. Preamble [Περιγραφή άρθρων τιμολογίου] Οικοδ. Το τμήμα των τευχών δημοπράτησης και του εργολαβικού συμβολαίου όπου περιγράφεται αναλυτικά και με λεπτομέρεια και ακρίβεια ποιες εργασίες συμπεριλαμβάνονται στην τιμή μονάδας του κάθε άρθρου του τιμολογίου. Preamble 2 [ΓΙροενίσχυση] Επικοιν. Διάστημα που δίνει δυνατότητα στο σύστημα να κάνει ανάκτηση ρολογιού. Preamplifier [Προενισχυτής] Ηλεκτμον. Συσκευή που ομαλοποιεί πρώτα το σήμα ώστε η διαμόρφωση να είναι ευκολότερη, Preassembled [Συναρμολογημένο στο εργοστάσιο] Τεχνολ. Προϊόν μεγάλου μεγέθους που συνήθως μεταφέρεται σε τεμάχια και συναρμολογείται στη θέση λειτουργίας του όταν για διάφορους λόγους η συναρμολόγηση γίνεται στο εργοστάσιο και μεταφέρεται έτοιμο για εγκατάσταση, Precamber [Αντίστροφη κάμψη] Πολ. Μηχ. Η αντίστροφή κάμψη που διαμορφώνεται σε ένα φορέα οπλισμένου σκυροδέματος μέσω της κατάλληλης διαμόρφωσης του ξυλοτύπου, ώστε το βέλος του θα προκληθεί από τα φορτία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του φορέα να μη δημιουργήσει μια έντονη κάμψη στο μέσο του ανοίγματος. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σε φορείς που έχουν μεγάλο άνοιγμα, Precambrian [Προκάμβριο] Γεωλ. Το χρονικό διάστημα της γεωλογικής ιστορίας πριν την Κάμβριο περίοδο του Παλαιοζωικού αιώνα, δηλ από το χρόνο του σχηματισμού της Γης (περίπου 4.600 εκατομ. χρόνια πριν) έως 600 εκατομ. χρόνια πριν. Περιλαμβάνει το Καταρχαιοζωικό, τον Αρχαιοζωικό και το Προτεροζωικό αιώνα. Precast Concrete [Προκατασκευασμένο σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Μέθοδος κατασκευής στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία

-1111 κατασκευαζονται σε ενα εργοστάσιο ως τεμαχια ενος συνόλου και μεταφέρονται στο εργοτάξιο όπου συναρμολογούνται μεταξύ τους για την ανέγερση της οικοδομής. Precedence [Προτεραιότητα] Πλημ. Η σειρά με την οποία εκτελούνται οι τελεστές μιας μαθηματικής έκφρασης σε μια γλώσσα προγραμματισμού. Precedence Diagram Method [Μέθοδος διαγράμματος προτεραιοτήτων] Τεχνολ. Στην εργασία ανάπτυξης ενός προγράμματος, μεθοδολογία προσέγγισης της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία η κάθε εργασία παρουσιάζεται με ένα σύμβολο και τα σύμβολα συνδέονται μεταξύ τους διαγραμματικά με ευθείες, η αρχή και το τέλος των οποίων αναφέρονται στις ημερομηνίες έναρξης και τέλους της κάθε εργασίας. Στο συνολικό διάγραμμα που προκύπτει από αυτή τη μεθοδολογία όλες οι εργασίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους σε χρονική σειρά προτεραιότητας της μιας από την άλλη. Precedence Of Documents [Σειρά προτεραιότητας τευχών] Γεν. Σε ένα εργολαβικό συμβόλαιο, στην περίπτωση που υπάρχουν αντιφατικές περιγραφές μεταξύ των διαφόρων τευχών, το άρθρο του συμβόλαιο που καθορίζει πιο από τα τεύχη έχει το προβάδισμα στην ερμηνεία της αντίφασης. Precedence Relation [Σχέση προτεραιότητας] Πλημ. Ο κανόνας που ορίζει τη σειρά με την οποία εκτελούνται οι τελεστές μιας μαθηματικής έκφρασης σε μια γλώσσα προγραμματισμού. Preceding Limb [Προηγμένο μέλος] Αστρον. Τμήμα ενός αστέρα που φαίνεται να μπαίνει στην οθόνη (του τηλεσκοπίου) κατά την παρατήρηση του ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και οφείλεται σε φαινόμενα αποπλάνησης και καμπύλωσης των φωτεινών ακτίνων. Preceding Spot [Προηγούμενη κηλίδα] Αστμον. Σε ζεύγη ηλιακών κηλίδων αντίθετης πολικότητας έτσι λέγεται η πρώτη κατά τη φορά περιστροφής. Precession [Μετάπτωση] Μηχ. Ελαφρές περιοδικές κινήσεις αξόνων περιστροφής ενός σώματος όπα>ς η γη κτλ. Precession Constant [Σταθερά μετάπτωσης] Αστμον. Ποσότητα ετήσιας μετάπτωσης που για τη γη είναι περίπου 52 δευτερόλεπτα. Precession In Declination [Μετάπτωση κλονισμού] Αστρον. Μετάπτωση ουρανογραφικού πλάτους (περίπου 20,1" ετησίως στον ισημερινό). Precession In Right Ascension [Μετάπτωση του δεξιού ανοδικού] Αστρον. Μετάπτωση ουρανογραφικού μήκους (περίπου 46,1" ετησίως στον μεσημβρινό). Precession Of The Equinoxes [Μετάπτωση των ισημεριών] Αστρον. Ελαφριά μετατόπιση προς τα δυτικά του άξονα των ισημεριών που δημιουργεί ένα κωνικό χώρο με προβολή κύκλο του οποίου η περίοδος είναι 25800 χρόνια. Precession Of The Planets [Μετάπτωση των πλανητών] Αστρον. Φαινόμενο που συμβαίνει συνήθως σε όλους τους πλανήτες λόγω αλληλεπιδράσεων με τους υπόλοιπους καθώς και τους δορυφόρους τους. Prechlorination [Προχλωρίωση] Πολ. Μηχ. Η διαδικασία χλωρίωσης του νερού πριν περάσει από το τελικό φιλτράρισμα και είναι έτοιμο για κατανάλωση. Precious Metal [Πολύτιμο μέταλλο] Μεταλλ.. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται ορισμένα μέταλλα, τα οποία απαντώνται σχετικά σπάνια στην φύση, όπως για παράδειγμα ο χρυσός και το ασήμι και έχουν μεγάλη εμπορική αξία.

Predecessor Job

Precipice [Γκρεμός] Γεωλ. Χαρακτηρίζεται έτσι κάθε απρόσιτη και δύσβατη βραχώδης περιοχή με σχεδόν κατακόρυφη κλίση και μεγάλη υψομετρική διαφορά σε σχετικά πολύ μικρή οριζόντια απόσταση. Precipitable Water [Ουσιαστικό νερό] Μετεωρ. Μάζα νερού που υπάρχει σε μια στήλη ατμού και θα μπορούσε να εξαχθεί με κάποια δεδομένη επεξεργασία. Precipitation [Ιζηματοποίηση] Χημ. Πρόκειται για τη διαδικασία κατακάθισης μιας στερεάς ουσίας μέσα σε ένα διάλυμα είτε λόγω κάποιας χημικής αντίδρασης έίτε απλά λόγω της δράσης της δύναμης της βαρύτητας. Precipitation Static [Μόνιμη στατικότητα] Ηλεκτρον. Παρεμβολή που παρουσιάζεται συνήθως από διάφορα παροδικά φαινόμενα αυξημένης έντασης πχ ατμοσφαιρικά λόγω υπερβολικής χρήσης. Precipitation Titration [Ογκομέτρηση καθίζησης] Αναλ.Χημ. Κατηγορία ογκομετρικών αναλύσεων κατά την οποία μία ουσία προσδιορίζεται με βάση μία ποσοτική αντίδραση καταβύθισης. Το τελικό σημείο προσδιορίζεται με παύση σχηματισμού του ιζήματος, με σχηματισμό έγχρωμου ιζήματος, με τη βοήθεια δεικτών ή φυσικοχημικά. Με ογκομέτρηση καθίζησης προσδιορίζονται τα χλωριούχα, τα ιόντα αργύρου σε διάλυμα ή σε κράμα κλπ. Precision 1 [Ακρίβεια] Μαθημ. Στην μαθηματική επιστήμη όταν λέμε ακρίβεια ενός μεγέθους αναφερόμαστε στο πλήθος των δεκαδικών ψηφίων που υπάρχουν μετά την υποδιαστολή. Precision 2 [Ακρίβεια] Τεχνολ. Στην τεχνική μέτρησης μεγεθών, η αποδεκτή απόκλιση που δύναται να έχει το μέγεθος της μέτρησης που καταγράφεται σε σχέση με το πραγματικό μέγεθος που υπάρχει στο φυσικό σώμα. Precision Attribute [Χαρακτηριστικό ακρίβειας] Πλημ. Για ένα συγκεκριμένο τρόπο παράστασης αριθμών, είναι ένα σύνολο αριθμών που δηλώνουν το μήκος που μπορούν να έχουν οι αριθμοί και την απαραίτητη πληροφορία για τη θέση της υποδιαστολής. Precompact Set [Προσυμπαγές σύνολο] Μαθημ. Εναλλακτικός όρος για την ολική φραγή του συνόλου (Totally Bounded). Precompiled Module [Προμεταφρασμένο πρόγραμμα] Πλημ. Πρόγραμμα, υποπρόγραμμα ή ρουτίνα που καλείται από άλλα προγράμματα και κατά συνέπεια μεταφράζεται πρώτο, ώστε κατά την μετάφραση του καλούντος αυτό προγράμματος, το καλούμενο να είναι ήδη μεταφρασμένο. Precompiler [Προμεταφραστής] Πλημ. Πρόγραμμα που επεξεργάζεται άλλα προγράμματα πριν από τη μετάφρασή τους, συνήθως για να μετατρέψει εντολές που έχει φτιάξει ο χρήστης σε εντολές που καταλαβαίνει ο μεταφραστής της γλώσσας. Precondition [Προδιαθετημένο] Μαθημ. Συνθήκη που πρέπει να ισχύει ώστε να εκτελείται μια αριθμητική διαδικασία, συνήθως έχει υλοποιηθεί σαν έλεγχος σε μια προγραμματιστική διαδικασία. Predator Prey Model [Μοντέλο κυνηγού θηράματος] Μαθημ. Μαθηματικό μοντέλο που περιγράφεται από 2 διαφορικές εξισώσεις. Predecessor [Πρόγονος] Μαθημ. Προηγούμενος όρος σε μια ακολουθία αντικειμένων. Predecessor J o b [Προγενέστερη εργασία] Πλημ. Η επεξεργασία της οποίας η έξοδος τροφοδοτείται σε άλλη επεξεργασία, οπότε η πρώτη επεξεργασία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν ξεκινήσει η δεύτερη.

Predefined Function

-1112-

Predefined Function [Προκαθορισμένη συνάρτηση] Πληρ. Γνωστή και συχνά χρησιμοποιούμενη συνάρτηση, που υπάρχει διαθέσιμη στις βιβλιοθήκες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το χρήστη ή τον προγραμματιστή. Predicate 1 [Κατηγόρημα] Μαθημ. Προτασιακός όρος με αληθή ή ψευδή τιμή. Predicate [Κατηγόρημα] Πληρ. Εντολή προγράμματος υπολογιστή της οποίας το αποτέλεσμα είναι να δώσει σε μια μεταβλητή την τιμή 'αληθής' ή 'ψευδής'. Predicate Calculus [Λογισμός κατηγορημάτων] Μαθημ. Λογικός χειρισμός κατηγορημάτων που χρήσιμοποιούν και πολλές αλγεβρικές γλώσσες ή γλώσσες αποδείξεων πχ η Prolog. Predictability [Προβλεψιμότητα) Στατ. Για μια τυχαία μεταβλητή x(t) με εντροπία H(x(t)) και συνάρτηση πλεονασμού R και μια μελλοντική χρονική στιγμή τ ορίζουμε σαν προβλεψιμότητα το μέγεθος R(x(t), x(t + τ)) / H(x(0). Prediction [Πρόβλεψη] Μετεωρ. Εικασία για την ύπαρξη και το μέγεθος μετεωρολογικών φαινομένων πριν τη δημιουργία τους στηριζόμενοι κυρίως σε στατιστικές μετρήσεις. Prediction 2 [Πρόβλεψη] Στατ. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος όμως στο χώρο της στατιστικής αναφέρεται στην προσπάθεια εκτίμησης του αποτελέσματος ενός γεγονότος βάσει στατιστικών μετρήσεων και καταγεγραμμένων παρατηρήσεων, όπως για παράδειγμα γίνεται με την πρόγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ο ίδιος όρος στη μετεωρολογία προσδιορίζει την όλη διαδικασία για την πρόγνωση των καιρικών συνθηκών. Predictive Coding [Προβλεπτική κωδικοποίηση] Επικοιν. Κωδικοποίηση που στηρίζεται στην διαφορά της πραγματικής τιμής και στην βέλτιστη εκτίμηση από τα δεδομένα περιβάλλοντος στην επεξεργασία εικόνας. Συναντιέται σε διάφορες μορφές πχ γραμμική, δυαδικών δέντρων κτλ. Predictor Corrector Methods [Μέθοδοι πρόβλεψης διόρθωσης] Μαθημ. Πολυβηματικές μέθρδοι επίλυσης διαφορικών εξισώσεων που συνήθως εκφράζονται σε ζευγάρι ώστε η πρώτη να προχωρά τη λύση χρήσιμοποιώντας τον αναγκαίο αριθμό προσεγγίσεων και η δεύτερη να εκτελεί τη διόρθωση σφάλματος. Predominant Period [Δεσπόζουσα περίοδος] Μηχ. Καλείται η περίοδος η οποία κυριαρχεί στην ταλάντωση ενός συστήματος ή μιας κατασκευής. Στην έννοια του συστήματος εδώ μπορεί να συμπεριληφθεί ακόμη και μία εδαφική απόθεση, ενώ υπάρχει η περίπτωση να υφίστανται περισσότερες της μιας δεσπόζουσες περίοδοι. Preedit [Διόρθωση εκ των προτέρων] Πλημ. Η διόρθωση δεδομένων πριν από την επεξεργασία τους από τον υπολογιστή. Prefabrication [Προκατασκευή] Τεχνολ. Η μέθοδος κατασκευής που εκτελείται με τη συναρμολόγηση τεμαχίων τα οποία έχουν κατασκευαστεί σε εργοστάσιο και έχουν μεταφερθεί στο χώρο ανέγερσης του συνόλου. Pregl Procedure [Διαδικασία Pregl] ΑναλΧημ. Είδος τεχνικής της αναλυτικής χημείας για την ανάλυση δειγμάτων πολύ μικρής ποσότητας. Περιλαμβάνει θερμική διάσπαση του δείγματος ακολουθούμενη από οξείδωση των προϊόντων. Pregnanediol [Πρεγνανεδιόλη] Βιοχημ. Ένωση με μο-

ριακό τύπο C21H36O2 που απαντάται στα ούρα. Αδρανές προϊόν μεταβολισμού της προγεστερόνης. Τα επίπεδα πρεγνανεδιόλης στα ούρα είναι ένας έμμεσος τρόπος προσδιορισμού της προγεστερόνης στον οργανισμό. Pregnenolone [Πρεγνενολόνη] Βιοχημ. Στεροειδές, πρόδρομος των στεροειδών ορμονών του οργανισμού (κορτιζόνης, τεστοστερόνης, προγεστερόνης κλπ.) με μοριακό τύπο C21H32O2. Βιοσυνθετικά προκύπτει από τη χολεστερόλη. Αναφέρεται και σαν 3-υδροξυ-πρεγν5-εν-20-όνη. Prehnite [Πρενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό αργίλιο και ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους, κιτρινόχρωμους ή λευκούς, ημιδιαφανούς έως υποδιάφανους και με υαλώδη ή μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 6 έως 6,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8 έως 2,9. Preimage [Προστάδιο εικόνας] Τεχνολ. Πρώιμο στάδιο σύνθεσης εικόνας εντός πλαισίων (Frames) πριν την προβολή στο σωλήνα. Preindexed [Δεικτοδότηση πριν από επεξεργασία] Πληρ. Ο σχετικός με τη διεύθυνση που προκύπτει πριν την πρόσθεση σε δεδομένη έμμεση διεύθυνση του περιεχομένου ενός συγκεκριμένου καταχωρητή-δείκτη. Preliminaries [Προκαταρκτικά] Γεν. Το τεύχος μιας σύμβασης όπου αναφέρονται οι όροι που έχει λάβει υπόψη του ο ανάδοχος στον υπολογισμό του οικονομικού ανταλλάγματος που θα εισπράξει για την εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου και αφορούν τις γενικές δαπάνες που υποχρεούται να κάνει κατά τη διάρκεια των εργασιών, όπως δαπάνες κινητοποίησης, ασφαλιστικά συμβόλαια, εγκαταστάσεις εργοταξίου, εργοταξιακό εργαστήριο, προμήθεια νερού κλπ. Preliminary Work [Προκαταρκτικές εργασίες] Οικοδ. Οι εργασίες που εκτελούνται σε ένα εργοτάξιο πριν την έναρξη των εργασιών ανέγερσης του τεχνικού έργου όπως καθαιρέσεις παλαιών κτισμάτων. Premain Sequence Star [Αστέρας πριν την κύρια ακολουθία] Αστμον. Αστέρας που δεν έχει μπει ακόμα στην κύρια ακολουθία του διαγράμματος HR δηλαδή από τη στιγμή σχηματισμού, συστολής, φάση κόκκινου γίγαντα κτλ.. Premultiplication [Προπολλαπλασιασμός] Μαθημ. Πολλαπλασιασμός από τα αριστερά σε χώρους όπου ο πολλαπλασιασμός είναι μη μεταθετικός (πχ πίνακες), Prenova Star [Αστέρας προνόβα] Αστμον. Αστέρας που μόλις εμφανίστηκε σε ένα σημείο του ουρανού και αναμένεται να ακτινοβολήσει ξαφνικά και να μπει σε κάποιο στάδιο καινοφανούς (νόβα), Prepolymer [ΓΙροπολυμερές] Οργ.Χημ. Ενδιάμεσο στην παρασκευή ρητίνης ή πολυμερούς με μοριακή μάζα ενδιάμεση μεταξύ του μονομερούς ή των μονομερών και του πολυμερούς ή της ρητίνης. Preprocessor [Προεπεξεργαστής] Πλημ. 1. Πρόγραμμα που προετοιμάζει ή οργανώνει τα δεδομένα με συγκεκριμένο και προδιαγεγραμμένο τρόπο για να ακολουθήσει η επεξεργασία τους από το βασικό πρόγραμμα, 2. Ο προμεταφραστής. Preprogrammed [Προγραμματισμένος] Πληρ. Το υπολογιστικό μηχάνημα που έχει από την αρχή μέσα στη μνήμη του εντολές και προγράμματα λειτουργίας, Prequalification [Προεπιλογή] Γεν. Διαδικασία δημοπράτησης έργου σε δύο φάσεις όπου η πρώτη φάση είναι ανοιχτή σε συμμετοχή όλων των υποψηφίων που

-1113 παρουσιάζουν ένα φάκελο με τα τυπικά προσόντα τους και ο πελάτης επιλέγει αυτούς που θεωρεί ότι έχουν τα απαραίτητα προσόντα που εξασφαλίζουν την ικανοποιητική εκτέλεση του έργου. Στη δεύτερη φάση της δημοπράτησης συμμετέχουν μόνον οι υποψήφιοι που έχουν επιλεγεί στην πρώτη φάση του διαγωνισμού. Preread Head [Κεφαλή προανάγνωσης] Πληρ. Ειδική περίπτωση κατά την οποία μία κεφαλή ανάγνωσης τοποθετείται δίπλα σε άλλη κεφαλή ανάγνωσης με τέτοιο τρόπο ώστε να διαβάζει τα ίδια δεδομένα πριν από την άλλη. Prescribed Mix [Προδιαγραφή σύνθεσης] Οικοδ. Σε μια σύμβαση εργολαβίας εκτέλεσης ενός τεχνικού έργου, η προδιαγραφή της σύνθεσης των σκυροδεμάτων που υποχρεούται να παράγει ο ανάδοχος για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών. Περιγράφεται με λεπτομερή τρόπο η αναλογία του κάθε συστατικού που συμμετέχει στη σύνθεση του σκυροδέματος όπως τα αδρανή, το τσιμέντο και το νερό, στην περίπτωση σκυροδέματος τσιμέντου και αδρανή και ποσοστό ασφάλτου στην περίπτωση του ασφαλτικού σκυροδέματος. Preselection [Προεπιλογή] Πληρ. Μέθοδος που χρησιμοποιείται συχνά και σύμφωνα με την οποία διαβάζονται δεδομένα από την επόμενη ταινία και μεταφέρονται στον υπολογιστή πριν ακόμα ολοκληρωθεί η επεξεργασία των προηγούμενων δεδομένων της ίδιας ταινίας. Preselector [Προεπιλογέας] Επικοιν. Κύκλωμα που επιλέγει σε πρώτη φάση ένα δρόμο με κριτήρια φόρτου. Presence [Παρουσία] Φυσ. Ανίχνευση ύπαρξης ενός αντικειμένου ή σήματος σε κάποιο σημείο. Πολλές φορές αρκεί η "ύποπτη" δραστηριότητα για να "φανεί" ένα αντικείμενο που πιθανά να μην υπάρχει και η παρουσία να οφείλεται σε διάφορα φαινόμενα αποπλόνησης. Presentation L a y e r [Στρώμα παρουσίασης] Επικοιν. Έκτο από κάτω στρώμα των 7 επιπέδων του προτύπου ISO -OSI που είναι υπεύθυνο για ενοποίηση των βασικών λειτουργιών του στρώματος συνόδου και ελέγχει την (συνεχή) υλοποίηση των εφαρμογών του στρώματος εφαρμογών. Preservative [Συντηρητικό] Χημ. Είδος πρόσθετου σε τρόφιμα που έχει σαν σκοπό την επιβράδυνση της αποσύνθεσης. Τα πιο κοινά είναι το νιτρώδες κάλιο (ΚΝ0 2 ), το βενζοϊκό νάτριο (QHjCOONa, το διοξείδιο του θείου (S0 2 ). Μερικά από αυτά είναι ύποπτα για καρκινογένεση. Preset [Προκαθορίζω] Πληρ. 1. Ειδικό πρόγραμμα κατά το οποίο ορίζω τιμή σε μια μεταβλητή πριν αυτή χρησιμοποιηθεί. 2. Καθορίζω, από την αρχή, μια συσκευή ώστε να επιτελεί ένα συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Preset Parameter [Προκαθορισμένη παράμετρος] Πληρ. Παράμετρος που έχει συγκεκριμένη τιμή από την αρχή της ανάπτυξης του προγράμματος, ώστε να έχουμε ταχύτερα αποτελέσματα. Presort [Προ της κατάταξης] Πληρ. 1. Η πρώτη φάση στη διαδικασία κατάταξης στοιχείων σε σειρά, κατά την οποία τακτοποιούνται τα προς κατάταξη στοιχεία σε ακολουθίες χαρακτήρων ίδιου μεγέθους. 2. Η κατάταξη δεδομένων πριν την επεξεργασία τους από τον υπολογιστή. Press Proof [Τελικό δοκίμιο εντύπου] Γραψισ. Είναι ένα έντυπο που συλλέγεται τυχαία από το τέλος της όλης διαδικασίας εκτύπωσης προκειμένου να ελεγχθούν τα χρώματα, η τοποθέτηση κειμένων και φωτο-

Pressure J u m p •

γραφιοον και γενικότερα η συνολική του παρουσία. Press To Talk Switch [Διακόπτης πίεσε για να μιλήσεις] Ηλεκτρον. Διακόπτης που δίνει τη δυνατότητα να ακουστεί ο ομιλητής. Pressure [Θλίψη] Μηχ. Εντατικό μέγεθος που προκύπτει σε ένα στοιχείο όταν μια από τις επιφάνειες του καταπονείται από ένα φορτίο προκαλώντας την ανάπτυξη Ολιπτικών τάσεων αντίστασης στην καταπόνηση εντός του όγκου. Pressure Altitude [Υψος πίεσης] Μετεωρ. Μπορεί να διαπιστθ)θεί εύκολα (πχ στα βουνά) ότι η πίεση μειώνεται καθώς απομακρύνεται κανείς από τη γήινη επιφάνεια (ύψος νερού) και μάλιστα αρκετά σύντομα στην αρχή. Pressure Broadening [Διεύρυνση πίεσης] Φνσ. Το φαινόμενο διεύρυνσης των φασματικών γραμμών όταν η πίεση αυξάνεται. Οφείλεται στις αλληλεπιδράσεις των γειτονικών φορτισμένων σωματιδίων του ατόμου. Pressure Bulb [Βολβός επιρροής] Γcv. Στη μάζα εδάφους κάτω από το επίπεδο έδρασης ενός πέδιλου το σφαιρικό επίπεδο σε κάθε σημείο του οποίο οι θλιπτικές τάσεις που αναπτύσσονται εντός του όγκου από τα φορτία που δέχεται από το πέδιλο είναι ίσα μεταξύ τους.4

Pressure Cable [Καλώδιο πίεσης] Ηλεκ. Καλώδιο μονωμένο με χαρτί, που λειτουργεί κάτα) από υδροστατική πίεση και στο οποίο οι αγωγοί και η μόνωση περιβάλλονται είτε από λάδι είτε από αέρα προκειμένου να διατηρείται η θερμοκρασία τους σε χαμηλά επίπεδα. Pressure Capacitor [Πυκνωτής αερίου] Η/εκτρ. Αναφέρεται σε αυτούς τους πυκνωτές που έχουν για διηλεκτρικό πεπιεσμένο αέριο. Pressure Chart [Διάγραμμα πίεσης] Μετεωρ. Διάγραμμα πίεσης για έναν τόπο κάποιας έκτασης όπου διακρίνονται ψηλά και χαμηλά του σημεία που προκαλούνται από την κίνηση αέριων μαζών. Pressure Coefficient [Συντελεστής πίεσης] Φυσ. Είναι ο συντελεστής που προκύπτει σε μια αντιστρεπτή διεργασία υπό σταθερό όγκο ενός αερίου και ορίζεται από τη διαφορά της κλασματικής μεταβολής της πίεσης δια την κλασματική διαφορά στη θερμοκρασία. Pressure Contour [Καμπύλες πίεσης] Μετεωρ. Καμπύλες (μέτρησης) υψομετρικο')ν διαφορών πίεσης που συνήθως ταυτίζονται με κινήσεις αερίων μαζών και φυσικά εξαρτώνται από αλλαγές εδάφους και αλλαγές θερμοκρασίας. Pressure Drop [Πτώση πίεσης] Υδρ. Σε έναν κλειστό αγωγό πίεσης η διαφορά της πίεσης του ρευστού που ρέει εντός του αγωγού μεταξύ δύο διατομών του αγωγού. Η διαφορά αυτή στην πίεση προκύπτει από τις τριβές μεταξύ του ρευστού και την εσωτερική επιφάνεια του αγωγού. Pressure Gauge [Όργανο μέτρησης πίεσης] Μηχ. Με τον όρο αυτό ονομάζεται κάθε μηχανική διάταξη η οποία καταγράφει την πίεση που ασκεί ένα ρευστό που είναι δεσμευμένο εντός ενός συγκεκριμένου χώρου. Pressure Gradient [Κλίση πίεσης] Μετεωρ. Το ποσοστό μεταβολής της ατμοσφαιρικής πίεσης συναρτήσει της απόστασης, σε συγκεκριμένη οριζόντια διεύθυνση στην επιφάνεια της Γης. Συνήθοκ η μέτρηση της μεταβολής αυτής πραγματοποιείται κατά μήκος μιας γραμμής κάθετης στις ισοβαρείς. Pressure J u m p [Αλμα πίεσης] Μετεωρ. Απότομη αύξηση της βαρομετρικής πίεσης και προαναγγέλλει μεγάλη κακοκαιρία με καταιγίδες.

Pressure Regulator

-

1114-

Pressure Regulator [Ρυθμιστής πίεσης] Μηχ. Γνωστό και με τον όρο μανοεκτονωτής, πρόκειται για μία διάταξη η οποία υποβιβάζει την πίεση ενός αερίου μέσα σε μία φιάλη ώστε αυτή να διατηρείται εντός των ανεκτών ορίων. Pressure Relief [Εκτόνωση πίεσης] Μηχ. Ονομάζεται η ελεγχόμενη διαφυγή της απαιτούμενης ποσότητας ρευστού εκτός του συστήματος όπου ανήκει και κυκλοφορεί, όταν η πίεσή του είναι υψηλότερη κάποιου συγκεκριμένου ορίου, για λόγους ασφαλείας και σωστής λειτουργίας του συστήματος. Pressure Relief Valve [Βαλβίδα εκτόνωσης πίεσης] Μηχ. Είναι η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται για λόγους κυρίως ασφαλείας η εκτόνωση της πίεσης ενός ρευστού -> Pressure Relief Pressure Tube Reactor [Αντιδραστήρας σωλήνων πίεσης] Πυρην.Φνσ. Αντιδραστήρας στον οποίο η καύσιμη ύλη εμπεριέχεται σε πολλούς διαφορετικούς σωλήνες αντί ενός καναλιού πίεσης. Μέσα από τους σωλήνες αυτούς, διέρχεται και το υγρό ή αέριο υλικό που μεταφέρει τη θερμότητα που παράγεται από τις πυρηνικές σχάσεις σε συσκευές ανταλλαγής και αξιοποίησης της θερμότητας αυτής. Pressure Tunnel [Σήραγγα πίεσης] ΓΙυλ. Μηχ. Σήραγγα που κατασκευάζεται με σκοπό την εκτροπή του νερού από τη φυσική ροή που ακολουθεί την κοίτη ενός ρέματος ή για την τροφοδότηση ενός υδροηλεκτρικού σταθμού παραγωγής ρεύματος εντός της οποίας το νερό ρέει με αυξημένη πίεση λόγω υψομετρικών διαφορών. Pressurized Water Reactor [Αντιδραστήρας νερού υπό πίεση] Πυμην. Φυσ. Αντιδραστήρας ο οποίος χρησιμοποιεί ως μέσο μεταφοράς της θερμότητας, νερό υπό πίεση τέτοια ώστε να το εμποδίζει να φτάσει το σημείο βρασμού του. Prestore [Προαποθήκευση] Πλημ. Η αποθήκευση δεδομένων σε θέσεις μνήμης πριν τη στιγμή που θα χρειαστούν από το πρόγραμμα. Έτσι διευκολύνεται η ομαλή και ταχύτερη ροή του. Prestress [Προένταση] Μηχ. Η διαδικασία της τεχνητής φόρτισης ενός δομικού φορέα με θλιπτικές τάσεις κάθετες στη διατομή του με σκοπό να αυξηθεί η φέρουσα ικανότητα του και να μειωθεί το βέλος κάμψης. Prcstressed Concrete [Προεντεταμένο σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Δοκός οπλισμένου σκυροδέματος εντός του σώματος της οποίας κατά το μήκος του ανοίγματος τοποθετούνται μεταλλικά καλώδια υψηλής αντοχής στα οποία εφαρμόζονται εφελκυστικές τάσεις και αυξάνεται με αυτό τον τρόπο η αντοχή του συστήματος σε κατακόρυφες καταπονήσεις. Prestressing [Εφαρμογή προέντασης] Πολ. Μηχ. Η διαδικασία τοποθέτησης των καλωδίων προέντασης στη δοκό, η φόρτιση τους με εφελκυσμό μέσω ειδικών γρύλων και οι αγκύρωση των καλωδίων στην εξωτερική επιφάνεια της δοκού ώστε να παραμείνουν μόνιμα φορτισμένες με τις εφελκυστικές τάσεις. Pretensioning [Εφαρμογή προέντασης] Πολ. Μηχ. Διαδικασία εφαρμογή της προέντασης πριν την τοποθέτηση του σκυροδέματος στον ξυλότυπο. Τα καλώδια προέντασης παραμένουν τεντωμένα από το μηχανισμό εφαρμογής της προέντασης σε όλη τη διάρκεια της ωρίμανσης του σκυροδέματος μέχρι να αποκτήσει την απαιτούμενη αντοχή. Preventive Maintenance [Περιοδική συντήρηση] Τεχνολ. Διαδικασία συντήρησης εξοπλισμού που εκτελεί-

ται με συστηματικό τρόπο σε τακτά χρονικά διαστήματα, ελεγχοντας με μεθοδικό και λεπτομερή τρόπο όλες τις παραμέτρους που συντελούν στην ομαλή λειτουργία ενός μηχανήματος βάσει ενός εγχειριδίου οδηγιών, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την ομαλή του λειτουργία και μειώνοντας τις πιθανότητες διακοπής της λειτουργίας του από απρόβλεπτες βλάβες η επισκευή των οποίων είναι χρονοβόρα και δαπανηρή. Previewing [Προεπίδειξη] Πληρ. 1. II επίδειξη ενός αποτελέσματος πριν αυτό οριστικοποιηθεί με κάποιο επίσημο τρόπο. 2. Στην οπτική αναγνώριση χαρακτήρων, είναι η λήψη πληροφοριών σχετικά με τους χαρακτήρες του προς επεξεργασία εγγράφου, με σκοπό οι πληροφορίες αυτές να βοηθήσουν στα επόμενα στάδια. Previous Element Coding [Κωδικοποίηση βάση προηγούμενου στοιχείου] Επικοιν. Κωδικοποίηση που στηρίζεται στη σειρά κωδικοποίησης που μπορεί να είναι μέσα από έναν πίνακα συμβόλων με βάση κάποιο μοτίβο επανάληψης. Priabonian [Πριαμπόνιον] Γεωλ.. Γεωλογική βαθμίδα της Ηωκαίνου υποπεριόδου (πριν από περίπου 65 εκατομ. χρόνια) της Παλαιογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, που αποτελεί ενιαία ενότητα των βαθμίδων του Ωβερσίου, Μπαρτονίου και Λουδίου. Price Index 1 [Δείκτης τιμών] Στατ. Δείκτης που συνδυάζει τιμές κάποιων αγαθών για ένα διάστημα συνήΟως για έλεγχο πληθωρισμού. Γνωστοί τέτοιοι δείκτες είναι οι Lasprcyrcs, Paasche, Marshall κτλ. Price Index [Επίσημες τιμές μονάδος] Γεν. Τιμές μονάδος που δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από μια αρμόδια δημόσια υπηρεσία οι οποίες αποτελούν σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των προσφορών που υποβάλουν οι διαγοονιζόμενοι για την ανάθεση εκτέλεσης δημοσίων έργων. Price Relative [Σχετική τιμή] Στατ. Πηλίκο της τιμής υπό παρατήρηση σε σχέση με κάποια τιμή βάσης που ποικίλλει ανάλογα με το δείκτη. Priced Bill [Συμπληρωμένο τιμολόγιο] Γεν. Διαδικασία ανάθεσης ενός έργου σε έναν ανάδοχο μέσω της συμπλήρωσης από τους υποψηφίους ενός τιμολογίου στο οποίο περιγράφονται από τον πελάτη αναλυτικά όλες οι εργασίες που συνθέτουν το συνολικό έργο και οι ποσότητες της καθεμίας από αυτές και ο υποψήφιος προσφέρει μια τιμή μονάδος που απαιτεί ως αποζημίωση για να τις εκτελεσει. Priestley Joseph (1733-1804) [Χημικός Priestley Joseph] Χημ. Βρετανός χημικός που θεωρείται ιδρυτής της μοντέρνας Χημείας. Απομόνωσε για πρώτη φορά το οξυγόνο και περιέγραψε το ρόλο του στην καύση και την αναπνοή. Απομόνωσε επίσης την αμμωνία (ΝΗ3), το μονοξείδιο του άνθρακα (C0), το διοξείδιο του θείου (S0 2 ) και άλλα αέρια. Ασχολήθηκε και με άλλους τομείς της επιστήμης (π.χ. τον ηλεκτρισμό), αλλ,ά και με την πολιτική, τη θρησκεία κλ^. Primality Test [Τεστ πρώτου αριθμού] Μαθημ. Τεστ της θεωρίας αριθμών που αποφαίνονται αν ένας ακέραιος είναι πρώτος. Υπάρχουν αρκετές μέθοδοι Για παραγοντοποίησης (πχ Lehmer,...), συσχέτισης με άλαλους πρώτους (πχ Fermat,...), ύπαρξη ψευδοπρώτων (πχ Miller,...). Primary Alcohol [Πρωτοταγής αλκοόλη] Οργ.Χημ. Μέλος κατηγορίας αλκοολών που φέρει την ομάδα CH2OH και στην οποία το -ΟΗ συνδέεται με άτομο άνθρακα που φέρει δύο άτομα Η (ή τρία στην περίπτωση της CH,OH). Π.χ. CII,CH,CH 2 OH (1-προπανόλη).

- 1115Σε αντιδιαστολή δευτεροταγείς και τριτοταγείς αλκοόλες. Primary Amine [Πρωτοταγής αμίνη] Οργ.Χημ. Μέλος κατηγορίας αμινών που φέρουν την ομάδα -ΝΗ 2 και προκύπτουν από την αμμωνία (ΝΗ3) με αντικατάσταση ενός μόνο ατόμου Η από αλκύλιο. Π.χ. CH3NH2 (μεθυλαμίνη). Σε αντιδιαστολή δευτεροταγείς και τριτοταγείς αμίνες. Primary Bassalt [Πρωτογενής βασάλτης] Γεωλ. Το αρχικό βασαλτικό υλικό από το οποίο, μέσω διεργασιών διαφοροποίησης του, σχηματίζονται άλλα μαγματικό πετρώματα. Primary Beam [Κύρια δοκός] Οικοδ. Η δοκός που μεταβιβάζει τα φορτία στα υποστυλώματα και η οποία αποτελεί στήριξη άλλων μικρότερων δοκών ή πλακών του ορόφου. Primary Body [Κύριο σώμα] Αστρον. Το αντικείμενο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ένα ουράνιο σώμα πχ πλανήτες, δορυφόροι κτλ. Primary Carbon Atom [Πρωτοταγές άτομο άνθρακα] Οργ.Χημ. Ατομο άνθρακα σε οργανική ένωση που συνδέεται μόνο με ένα ακόμη άτομο άνθρακα. Π.χ. τα ακραία άτομα άνθρακα στο προπάνιο ( C H 3 C H 2 C H 3 ) . Primary Cell [Πρωτεύον στοιχείο] Ηλεκ. Βολταϊκό στοιχείο στο οποίο, όταν περάσει ηλεκτρικό ρεύμα, η χημική του ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. Το φαινόμενο οφείλεται στις ηλεκτροχημικές αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα, οι οποίες δεν είναι αντιστρέψιμες με αποτέλεσμα το στοιχείο να μην μπορεί να αποβάλλει πλήρως το ηλεκτρικό του φορτίο. Primary Center [Κύριο κέντρο] Επικοιν. Συνηθίζεται σε περιπτώσεις που υπάρχει μια αρκετά μεγάλη (και συνήθως κάθετη οργάνωση) που η δομημένη καλα)δίωση οδηγεί σε τέτοιες λύσεις σαν ενδιάμεσο προς το κεντρικό δίκτυο και τα τηλεφωνικό συνήθη κέντρα. Primary Circuit [Πρωτεύον κύκλωμα] Ηλεκ. Κύκλωμα που απορροφά ηλεκτρική ενέργεια για να τη μεταφέρει σε δευτερεύον κύκλωμα μέσω πηνίων και βάσει του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Primary Colors [Κύρια χρώματα] Τεχνολ. Μια ομάδα χρωμάτων που πρωτοστατούν στη χρωματική ανάλυση όπως τα μαύρο - άσπρο ή πράσινο κόκκινο - μπλε. Primary Control Program [Κύριο πρόγραμμα ελέγχου] Πληρ. Πρόκειται για το πρόγραμμα του λειτουργικού συστή ματος που διευθετεί τη σειρά και το χρόνο εκτέλεσης των διαφόρων βασικών εργασιών του υπολογιστή. Primary Creep [Συσσώρευση ιάσεων] Μηχ. Σε ένα στοιχείο που καταπονείται από μια φόρτιση, οι αυξημένες τάσεις που αναπτύσσονται σε μια περιοχή του όγκου στην αρχική φάση εφαρμογής της φόρτισης λόγω των διαφορών που υφίστανται στην πυκνότητα του υλικού εσωτερικά στον όγκο του. Σε πιο προχωρημένο στάδιο της φόρτισης εξομαλύνεται η κατανομή των τάσεων επειδή εκλείπουν σταδιακά οι ανωμαλίες αυτές και το φαινόμενο εμφανίζεται πάλι όταν οι τάσεις πλησιάζουν στο σημείο της αστοχίας. Primary Decomposition [Κύρια σύνθεση] Μαθημ. 1. Για κάποιον ακέραιο ν κύρια λέγεται η ανάλυση του σε γινόμενο δυνάμεων πρώτων παραγόντων. 2. Συλλογή {MkjkeK από π- πρώτα υπο- modules ενός module Μ ώστε αν Ν ένα άλλο υπο- module του Μ να είναι Ν = Μι n Μ2 n ... Mk. Primary Excavation [Εναρξη εργασιών εκσκαφής] Οικοδ. Οι αρχικές εργασίες εκσκαφής που εκτελούνται

Primary Treatment

στην επιφάνεια του παρθένου εδάφους. Primary Frequency [Κύρια συχνότητα] Επικοιν. Η κεντρική συχνότητα εκπομπής ενός σήματος (για τον ακροατή βέβαια ίσως είναι αλλιώς). Primary ideal [Κύριο ιδεώδες] Μαθημ. Ένα ιδεώδες Κ πάνω σε ένα module ώστε αν κ, λ e Κ και Kg Κ τότε λν € Κ για κάποιο ακέραιο ν. Primary Index [Κύριο ευρετήριο] Πληρ. Το ευρετήριο εγγραφών ενός αρχείου που περιλαμβάνει τα δεδομένα που ανήκουν στο κύριο κλειδί του αρχείου. Primary Key [Κύριο κλειδί] Πληρ. Μέρος της εγγραφής αρχείου, το οποίο είναι μοναδικό για κάθε εγγραφή και συνεπώς χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της. Primary Magma [Πρωταρχικό μάγμα] Γεωλ. Το μάγμα το οποίο παράγεται στη ζώνη του μάγματος στο εσωτερικό της Γης υπό συνθήκες ιδιαίτερα υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων και από το οποίο, κατά παραδοχή, προέρχονται οι μεταγενέστεροι μαγματικοί τύποι δια της μαγματικής διάσπασης και της διαφοροποίησης των κοινών αρχικών πυρήνων του. Primary Metal [Πρωτογενές μέταλλο] Μεταλλ.. Μέταλλο που λαμβάνεται απ' ευθείας από τις διεργασίες εξόρυξης. Primary Optic Axis [Κύριος οπτικός άξονας] Οπτικ. Εκείνη η κρυσταλλογραφική διεύθυνση για την οποία η έκτακτη και η τακτική ακτίνα έχουν κοινή ταχύτητα διαδόσεως. Primary Radiation [Πρωτογενής ακτινοβολία] Φνσ. Ακτινοβολία που απορροφάται από το υλικό στο οποίο προσπίπτει, χωρίς να πραγματοποιηθούν αλληλεπιδράσεις με τα άτομα ή τα μόρια του υλικού μέσου και διατηρεί, κατά συνέπεια, την ενέργειά της αμείωτη. Primary Register [Κύριος καταχωρητής] Πληρ. Καταχωρητής γενικής χρήσης που βρίσκεται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας και μπορεί να χρησιμοποιείται απευθείας από προγράμματα υπολογιστή. Primary Rock [Πρωταρχικό πέτρωμα] Γεωλ. Πέτρωμα αποτελούμενο από πρωτοσχηματιζόμενα συστατικά σωματίδια. Primary Scattering [Πρωτογενής σκέδαση] Φνσ. Σύγκρουση ενός φωτονίου με ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο, κατά την οποία το φωτόνιο αλλάζει διεύθυνση μεταφέροντας ενέργεια στο ηλεκτρόνιο και φτάνει στο μέσο ανίχνευσης της φωτεινής ακτινοβολίας χωρίς να πραγματοποιηθεί δεύτερη σύγκρουση. Primary Service Area [Κύρια περιοχή παροχής] Επικοιν. Η πρωταρχική περιοχή εμβέλειας ή υπευθυνότητας ενός σταθμού υπηρεσιών με βάση διάφορα κριτήρια συνήθως καταμερισμού εργασιών. Primary Sewage Sludge [Απόβλητα πρωτοβάθμιας επεξεργασίας] Πολ. Μηχ. Στη διαδικασία επεξεργασία λυμάτων το υλικό που συγκεντρώνεται από την καθίζηση κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας επεξεργασίας. Primary Storage [Κύρια μνήμη] Πληρ. Η βασική, εσωτερική, μη περιφερειακή μνήμη του υπολογιστή. Primary Stress [Πρωτογενείς τάσεις] Μηχ. Οι τάσεις που αναπτύσσονται εντός του όγκου ενός στοιχείου λόγω της φόρτισης του από ένα εξωτερικό φορτίο και μόνον από την επιρροή αυτού του φορτίου δημιουργώντας μια εσωτερική ισορροπία στον όγκο. Primary Treatment [Πρωτοβάθμιος καθαρισμός] Πολ. Μηχ. Η πρώτη φάση της διαδικασίας ενός συστήματος βιολογικού καθαρισμού λυμάτων κατά τη διάρ-

Primary Wave

- 1116-

κεια της οποίας μέσω της καθίζησης αφαιρείται από το ακάθαρτο νερό η ποσότητα των στερεών σωματιδίων που περιέχει. Primary Wave [Κύριο κύμα] Μηχ. Σεισμικό κύμα που διαδίδεται προς την κατεύθυνση της κίνησης. Prime [Προπογενής, κυρίως, αρχικός] Τεχνολ. 1. Ο βασικός παράγοντας μιας διαδικασίας. 2. Στη διαδικασία βαψίματος μιας επιφάνειας η πρώτη στρώση που εφαρμόζεται στην επιφάνεια που συνήθως αποτελείται από ένα χημικό που μονώνει την επιφάνεια από εξωτερικές επιδράσεις. 3. Η ποσότητα του νερού που προσθέτουμε σε μια αντλία για να ξεκινήσει η λειτουργία της. Prime Array [Πίνακας πρώτων] Μαθημ. Πίνακες των οποίων αν αναδιατάξουμε τα στοιχεία (προς κάποια κατεύθυνση) ως την τάξη τους παίρνουμε πρώτους αριθμούς. Prime Coat [Συγκολλητική στρώση] Τεχνολ. Στρώση που απλώνεται σε μια επιφάνεια πριν την τοποθέτηση μιας επένδυσης και εξασφαλίζει αποτελεσματική σύνδεση των δύο στρώσεων που εφάπτονται η μία στην άλλη. Prime Contractor [Κύριος εργολάβος] Γεν. Ο ανάδοχος ενός εργολαβικού συμβολαίου που είναι υπόλογος απέναντι στον πελάτη για την εκτέλεση όλων των εργασιών που συμπεριλαμβάνονται στο συμβόλαιο. Prime Counting Function [Συνάρτηση μέτρησης πρώτων] Μαθημ. Συνάρτηση που δίνει τον αριθμό των πρώτων που υπάρχουν ως έναν αριθμό. Ακολουθούν διάφορες μέθοδοι επικρατέστερες φαίνονται να είναι αυτές του Λαγαριά- Odly2ko. Prime Element [Πρώτο στοιχείο] Μαθημ. Ένα στοιχείο μιας ακέραιος περιοχής λέγεται πρώτο (ή ανάγωγο) αν έχει μοναδικό διαιρέτη τον εαυτό του και δεν είναι η μονάδα. Prime Factor [Πρώτος παράγοντας] Μαθημ. Κάθε ένας από τους (διακριτούς) όρους της Primary Decomposition. Prime Field [Κύρια άλγεβρα] Μαθημ. Μια άλγεβρα Galois GF(p) όπου ο ρ είναι πρώτος. Prime Generating Polynomial (Πολυώνυμο γεννήτορας πρώτων] Μαθημ. Έχει δειχτεί ότι δεν υπάρχει ρητό πολυώνυμο γεννήτορας, αλλά υπάρχουν αρκετά καλές λύσεις (πολυώνυμα πχ με 10 μεταβλητές) που δίνουν όλους τους πρώτους όχι όμως αποκλειστικά αυτούς. Prime Ideal [Πρώτο ιδεώδες] Μαθημ. Ένα ιδεώδες ώστε για κάθε γινόμενο που ανήκει σ' αυτό, ένας από τους όρους του να ανήκουν στο ιδεώδες. Prime Meridian [Πρώτος μεσημβρινός] Γεωδ. Ο μεσημβρινός ο διερχόμενος δια του αστεροσκοπείου του Γκρήνουιτς λαμβανόμενος, κατά συνθήκη, ως ο μεσημβρινός των 0 μοιρών για τη μέτρηση των γεωγραφικών μηκών. Prime Number [Πρώτος αριθμός] Μαθημ. Ακέραιος με μοναδικούς διαιρέτες το 1 Kat τον εαυτό του. Ατυχώς δεν υπάρχει κάποια συνάρτηση γεννήτορας αλΛά υπάρχουν πολύ καλές προσεγγίσεις (αρκετά πολύπλοκες) με χρήση της συνάρτησης μέτρησης πρώτων. Prime Number Theorem [Θεώρημα πρώτων αριθμών] Μαθημ. Αν ψ(χ) είναι η αθροιστική συνάρτηση Mangoldt τότε το όριο του ψ(χ) /χ καθώς το χ απειρίζεται γίνεται ίσο με 1 ή σε ισοδύναμες μορφές μέσω της συνάρτησης μέτρησης πρώτων και του λογαριθμικού ολοκληρώματος. Prime Polynomial [Πρώτο πολυώνυμο] Μαθημ. Κεντρικός όρος στη θεωρία πολυωνύμων που δηλώνει ότι

μοναδικός διαιρέτης είναι ο εαυτός του και πιθανά οι (ακέραιοι) διαιρέτες του συντελεστή του μεγιστοβάθμιου όρου. Prime Representation [Αναπαράσταση πρώτου] Μαθημ. Μια μορφή έκφρασης ενός πρώτου μορφής πχ 4ν + 1 σαν άθροισμα τετραγώνων 2 ακεραίων πιθανά πολλαπλασιασμένους με κάποιους σταθερούς συντελεστές γνωστούς σε κάθε περίπτωση. Prime Ring [Κύριος δακτύλιος] Μαθημ. Δακτύλιος όπου το γινόμενο δίνει 0 μόνο αν ένα στοιχείο είναι 0. Prime Zeta Function [Συνάρτηση πρώτων ζήτα] Μαθημ. Για κάποιον ακέραιο ν η τιμή της είναι το άθροισμα πάνω σε όλους τους πρώτους ρ των κλασμάτων (1/ρ)\ Primer [Αστάρι] Τεχνολ. Η πρώτη στρώση βαψίματος με την οποία καλύπτεται μια επιφάνεια πριν εφαρμοστεί η βαφή που θα σώσει στην επιφάνεια το επιθυμητό χρώμα. Primeval Nebula [ Πρωταρχικό νεφέλωμα] Αστμον. Νεφέλωμα από τα πρώτα στάδια δημιουργίας άστρων (ή και πλανητών σύμφωνα με κάποια θεωρία). Priming 1 [Γόμωση] Μηχ. Αν και ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία γέμισης ενός πυρομαχικού ενός όπλου με τα απαιτούμενα υλικά, χαρακτηρίζει και κάθε ανάλογη ενέργεια παροχής των πρώτων υλ,ών, δηλαδή των καυσίμων σε οποιαδήποτε μηχανή. Priming [ΓΙροεπάλειψη] Οικοδ. Η εφαρμογή μιας προκαταρκτικής στρώσης ενός υλικού σε μια επιφάνεια η οποία είναι απαραίτητη για την ικανοποιητική εφαρμογή της τελικής στρώσης η οποία θα δώσει στην επιφάνεια την τελική της μορφή. Priming Of Tides [Προήγηση των παλιρροιών] Ωκεαν. Το φαινόμενο, που οφείλεται στην επίδραση του ήλιου λόγω της σχετικής του θέσης ως προς τη Σελήνη και τη Γη, η ώρα της πλήμμης να σημειώνεται κάποια λεπτά νωρίτερα κατά την πρώτη βδομάδα μετά τη φάση της νέας σελήνης και μετά τη φάση της πανσελήνου. Primitive [Αρχικός] Μαθημ. Εδώ δηλώνει συνήθως κάτι κύριο (σε διάταξη), πρώτο ή μεγαλύτερο πχ κύρια ρίζα κτλ. Primitive 2 [Βασικά] Πλημ. Όρος που χαρακτηρίζει μη αναγώγιμα βαθύτερα στοιχεία πχ πρωταρχικά αντικείμενα. Primitive Abstract Data Type [Πρωτογενής αφηρημένος τύπος δεδομένων] Πληρ. Ειδική κατηγορία δεδομένων που υπάρχει σε όλες σχεδόν τις γλώσσες προγραμματισμού. Τέτοιοι τύποι δεδομένων είναι οι ακέραιοι και οι πραγματικοί αριθμοί, οι ακολουθίες χαρακτήρων κλπ. Primitive Circle [Κύριος κύκλος] Μαθημ. Όρος που συναντιέται σε διάφορα προβολικά συστήματα για να δηλώσει απεικόνιση σημαντικών κύκλων όπως ο ισημερινός. Primitive Element [Κύριο στοιχείο] Μαθημ. Στοιχείο από το οποίο κατασκευάζονται όλα τα στοιχεία μιας δομής. Συνήθως αποτελεί ένα στοιχείο βάσης του χώρου αυτού. Primitive Equations [Πρωταρχικές εξισώσεις] Μηχ. Ρευστ. Εξισώσεις μεταβολής ροής πχ ατμοσφαιρικές, ωκεανολογικές, κλιματολογικές κτλ που επιλύονται αριθμητικά λόγω της πολυπλοκότητας τους. Primitive Period [Κύρια περίοδος] Μαθημ. Περίοδος μιας συνάρτησης ώστε κάθε φορά να προκύπτει βάση ενός ακέραιου πολλαπλασίου της περιόδου αυ-

-1117τής πχ για τη συνάρτηση ημίτονου εννοούμε το διάστημα [0 2π] ή [-π π]. Primitive Polynomial [Πρωταρχικό πολυώνυμο] Μαθημ. Πολυώνυμο που μπορεί να αναπαράγει όλα τα στοιχεία μιας άλγεβρας. Η ύπαρξη του είναι δεδομένη για μια άλγεβρα Galois GF(p) όπου ρ είναι πρώτος. Primitive Pseudoperfect Number [Πρωταρχικός ψευδοπρώτος αριθμός] Μαθημ. Γνωστό και σαν Primitive (ή Irreducible) Semiperfect number. Ένας ημιτέλειος (Semiperfect) αριθμός ώστε να μην έχει ψευδοπρώτο κύριο διαιρέτη. Primitive Pythagorean Triple [Πρωταρχική πυθαγόρεια τριάδα] Μαθημ. Πυθαγόρεια τριάδα που δεν μπορεί να ελαττωθεί μέσω κοινού διαιρέτη των όρων. Primitive Root [Κύρια ρίζα] Μαθημ. Για κάποιον πρώτο ρ ή κύρια ρίζα του είναι ένας ακέραιος κ < ρ ώστε οι πρώτες ρ-1 δυνάμεις του κ να δίνουν διαφορετικά υπόλοιπα ως προς ρ. Primitive Root Of Unity [Κύρια ρίζα της μονάδας] Μαθημ. Μια ρίζα ρ της μονάδας τάξης ν ώστε να μην υπάρχει μικρότερος ακέραιος ώστε να αποτελεί ρίζα. Primordial Black Hole [Πρωταρχικές μαύρες τρύπες] Αστρον. Μία από τις θεωρίες σχηματισμού του σύμπαντος που υποστηρίζεται από αρκετούς φυσικούς που υποστηρίζει την δημιουργία μέσω ενός "κυκλώματος μαύρων τρυπών" υποστηρίζοντας πως ακόμα αποτελούν κέντρο πολλών γαλαξιών. Αντίθετη άποψη οι λευκές τρύπες δημιουργίας ύλης. Principal Axis' [Κύριοι άξονες] Μαθημ. Για έναν πίνακα έτσι συναντάμε τους νέους άξονες στην ανάλυση σε κύριες συνιστώσες. Principal Axis 2 [Κύριος άξονας] Μηχ. Σε τρισδιάστατο αντικείμενο οι τρεις άξονες γύρω από τους οποίους το αντικείμενο μπορεί να περιστρέφεται δίχως να προκαλούνται δονήσεις εντός του όγκου του από την πρόκληση λόγω της περιστροφικής κίνησης έκκεντρων δυνάμεων. Principal Axis of Strain [Κύριος άξονας παραμόρφωσης] Μηχ. Σε ένα τρισδιάστατο αντικείμενο οι θεωρητικοί άξονες x,y,z κάθετοι μεταξύ τους που αποτελούν το σύστημα αναφοράς των συντεταγμένων του κάθε σημείου του όγκου πριν προκληθεί καμία παραμόρφωση λόγω εξωτερικών φορτίσεων. Principal Axis of Stress [Αξονας κύριας τάσης] Μηχ. 1. Προσδιορίζεται ως ο άξονας σε κάθε σημείο επί ενός σώματος όπου η ασκούμενη τάση από μία φόρτιση είναι μόνον ορθή και δεν υπάρχει διατμητική συνιστώσα τάσης. 2. Σε ένα τρισδιάστατο αντικείμενο οι θεωρητικοί άξονες x,y,z κάθετοι μεταξύ τους στην κατεύθυνση των οποίων αναπτύσσονται οι κύριες τάσεις λόγω εξωτερικών φορτίσεων. Principal Component Analysis [Ανάλυση κύριων στοιχείων] Στατ. Ανάλυση ενός πίνακα δεδομένων που μετά την κατασκευή ορθοκανονικού πίνακα και την κατασκευή του πίνακα διακυμάνσεων και την εξαγωγή ιδιοτιμών αυτές διατάσσονται κατά σειρά μεγέθους. Έχει διάφορες κατευθύνσεις όπα>ς η ανάλυση παραγόντων κτλ. Principal Curvature [Κύρια καμπυλότητα] Μαθημ. Τα ακρότατα της κανονικής καμπυλότητας. Αν θέσουμε Η την καμπυλότητα του Gauss και Κ την κύρια καμπυλότητα, τότε μπορούν να βρεθούν σαν 2 λύσεις της εξίσωσης κ2 - 2Ηκ + Κ =0. Principal Diagonal [Κύρια διαγώνιος] Μαθημ. ΓΙ κεντρική διαγώνιος ενός πίνακα που συνήθως χρησιμο-

Principle Of Optimality

ποιείται για την απόδειξη αριθμητικών μεθόδων πχ θεώρημα υπεροχής κύριας διαγωνίου ή σε κάποια θεωρήματα ιδιοτιμών. Principal Direction [Κύρια διεύθυνση) Μαθημ. Διεύθυνση που αναπτύσσεται η κύρια καμπυλότητα. Principal Homomorphism [Κύριος ομομορφισμός] Μαθημ. Για ένα μεταθετικό δακτύλιο Κ και κ ένα στοιχείο του και Α ένα module. Ο ομοιομορφισμός που παίρνει ένα στοιχείο λ του Α στο στοιχείο κλ λέγεται κύριος (για το κ). Principal Ideal [Κύριο ιδεώδες] Μαθημ. Ιδεώδες που παράγεται από ένα στοιχείο του δακτυλίου που ανήκει (για ένα δακτύλιο R και r e R, τότε το RrR είναι ένα κύριο ιδεώδες του R). Principal Item [Βασικό εξάρτημα] Τεχνολ. Σε ένα μηχάνημα αναφορά στα εξαρτήματα που απαιτούν αυξημένο βαθμό ελέγχου της κατάστασης τους και φροντίδα στη συντήρησή τους επειδή αποτελούν βασικό στοιχείο της λειτουργίας του μηχανήματος και σε περίπτωση αστοχίας η παραγγελία ανταλλακτικού είναι χρονοβόρα και δαπανηρή. Principal Meridian [Βασικός μεσημβρινός] Πολ. Μηχ. Ορισμός ορισμένων μεσημβρινών στις ΗΠΑ οι οποίοι έχουν επιλεγεί από τις δημόσιες αρχές ως μεσημβρινοί αναφοράς για την οριοθέτηση των δημοσίων εκτάσεων. Principal Normal [Πρώτη κάθετος] Μαθημ. Διάνυσμα της διαφορικής γεωμετρίας για την παραγωγή τρισδιάστατου συστήματος σε κάποιο σημείο, που ορίζεται σαν η κάθετη της εφαπτόμενης. Principal Normal Axis [Αξονας πρώτης καθέτου] Μαθημ. Αξονας που ορίζεται κάθετος σε αυτόν της εφαπτόμενης σε ένα σημείο και μαζί ορίζουν το εγγύτατο επίπεδο. Principal Part [Κύριο μέρος] Μαθημ. Για μια μερική διαφορική εξίσωση μιλάμε για τους όρους που έχουν παραγώγους ίσης τάξης με το μεγιστοβάθμιο. Principal Plane [Κύριο επίπεδο] Οπτικ. Πρώτο επίπεδο διάδοσης κύματος μετά από κάποιο φαινόμενο πχ ανάκλαση κτλ. Principal Quantum Number [Κύριος κβαντικός αριθμός] Χημ. Κβαντικός αριθμός που προσδιορίζει τη στιβάδα που κινείται το ηλεκτρόνιο ενός ατόμου σύμφωνα με τη θεωρία του Bohr. Σύμφωνα με τη θεωρία του Schrodinger καθορίζει την ενεργειακή στάθμη του ηλεκτρονίου και το μέγεθος του τροχιακού. Παίρνει ακέραιες τιμές: 1, 2, 3 κλπ. Principal Radii Of Normal Curvature [Κύρια ακτίνα της κανονικής καμπυλότητας] Μαθημ. Από τη διαφορική γεωμετρία, είναι δύο διανύσματα κάθετα στο εφαπτόμενο επίπεδο μιας επιφάνειας όσο και μεταξύ τους. Principal Root [Κύρια ρίζα] Μαθημ. Η θετική ρίζα ενός θετικού αριθμού. Principal Strain [Κύρια παραμόρφωση] Μηχ. Η μεταβολή του μεγέθους ενός από τους κύριους άξονες παραμόρφωσης. Principal Stress [Κύρια τάση] Μηχ. Η τάση που αναπτύσσεται στον όγκο ενός σώματος από εξωτερικές φορτίσεις η κατεύθυνση της οποίας είναι παράλληλη προς ένα κύριο άξονα τάσης. Principal Value [Κύρια τιμή] Μαθημ. Όρος από την κύρια τιμή Cauchy ενός γενικευμένου ολοκληρώματος. Principle Of Optimality [Αρχή της αισιοδοξίας] Τεχνολ. Αρχή του δυναμικού προγραμματισμού του

*

Principle

- 1118-

Bellman που λεει ότι ανεξάρτητα από την αρχική κα- που χρησιμοποιούνται για να αφήνουν τα κατάλληλα τάσταση μιας επιλογής, αν αφαιρέσουμε την πρώτη σημάδια πάνω στο χαρτί. 2. Το αντίστοιχο ηλεκτρονιεπιλογή, οι επόμενες επιλογές πρέπει επίσης να είναι κό μέρος σε εκτυπωτή λέιζερ. άριστες (στην ιεραρχική σειρά τους). Print Wheel [Τροχός εκτύπωσης) Πλημ. Τροχός που Principle [Βασικός νόμος] Τεχ\>ολ. Σε ένα επιστημονι- στην στεφάνη του έχει όλους τους χαρακτήρες που κό κλάδο διατύπωση μιας γενικής αρχής που ισχύει για μπορούν να τυπωθούν από αυτόν. τα φαινόμενα που ερευνά ο συγκεκριμένος κλάδος από Printed Circuit [Τυπωμένο κύκλωμα] Η/εκτρον. Η την οποία προκύπτουν οι υπόλοιπες λεπτομέρειες που συνήθης πια μορφή κυκλωμάτων που "καρφώνονται" αφορούν τα φαινόμενα. πάνω σε μια πλακέτα που έχει προκατασκευασμένες Principle Of Constant Proportions [Αρχή των στα- θέσεις για το καθένα. θερών αναλογιών] Ωκεαν. Η αρχή της σταθερότητας Printer [Εκτυπωτής] Πληρ. Περιφερειακή συσκευή που της σύστασης του θαλασσίου ύδατος, σύμφωνα με την τυπώνει πάνω σε χαρτί υπό τον έλεγχο του υπολογιοποία η αναλογία των διαφόρων διαλυμένων ουσιών στή. είναι πάντοτε σταθερή (χλώριο 55,29%, νάτριο Printer File [Αρχείο εκτυπωτή] Πλ.ηρ. Το αρχείο που 30,59%, θείο 7,69%, μαγνήσιο 3,73% κ.λ.π.) ανεξάρ- έχει δημιουργηθεί από τον υπολογιστή για να σταλεί τητα της αλμυρότητας του. στον εκτυπωτή, δηλαδή περιλαμβάνει εκτός από το Principle Of Insufficient Reason [Αρχή της ελλιπούς περιεχόμενο της εκτύπωσης και εντολές προς τον εκτυαιτίας] Στατ. Προκύπτει από το αξίωμα της επιλογής πωτή για αλλαγή σελίδων, υπογραμμίσεις, κλπ. και δίνει ίσες πιθανότητες επιλογής στα στοιχεία ενός Printing Calculator [Αριθμομηχανή με εκτυπωτή] συνόλου αν δεν καθορίζεται αλλιώς. Πληρ. Αριθμομηχανή που φέρει και έναν μικρό εκτυPrinciple Of Superposition [Αρχή της επικάλυψης] πωτή και καθώς εμφανίζει τους αριθμούς στην οθόνη, Μηχ. Ο νόμος της μηχανικής σύμφωνα με τον οποίο τους τυπώνει και στο χαρτί. όταν επικαλυφθούν δύο δυνάμεις που δρουν σε διαφο- Printing Element [Στοιχείο εκτύπα)σης] Πληρ. Το μέρετικά επίπεδα παράλληλα μεταξύ τους και με διαφο- ρος της κεφαλής του εκτυπωτή που χρησιμοποιείται ρετικές κατευθύνσεις η μία από την άλλη η συνισταμέ- για την εκτύπωση οποιουδήποτε χαρακτήρα. νη των δύο προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα. Printing In [Τοπική υπερέκθεση] Τεχνολ. Τεχνική αύPrinciple Of The Maximum [Αρχή μεγίστου] Μαθημ. ξησης της εκφώτισης σε ορισμένες περιοχές της φωτοΓνωστή και ως αρχή Pontryagin από τη θεωρία ελέγ- γραφίας, δημιουργώντας τοπικά σκιές κατά την εκτύχου. Η ύπαρξη βέλτιστου ελέγχου συνεπάγεται την ύ- πωση. παρξη απόλυτα συνεχούς διανυσματικής συνάρτησης Printout 1 [Εκτύπωση] Πληρ. Το αποτέλεσμα της εκτύπαντού μέγιστης εκτός από το τελικό σημείο όπου μη- πωσης. δενίζεται. Printout 2 [Εκτύπωση] Τεχνολ. Το τυπωμένο κείμενο Principle Of The Minimum [Αρχή ελαχίστου] Μα- που προκύπτει από την εκτύπωση ενός ηλεκτρονικού θημ. Δες και αρχή ελαχίστου (Minimum Principle). αρχείου. Print Driver [Οδηγός εκτυπωτή] Πλημ. Το πρόγραμμα Prior Probability [Πρότερη πιθανότητα] Στατ. Πιθαπου ενυπάρχει στους Η/Υ και ελέγχε ι τη σο^στή λει- νότητα που παράγεται πριν την πραγματοποίηση ενός τουργία του εκτυπωτή με τη διασύνδεσή του μαζί τους. γεγονότος (σαν πρόβλεψη). Ελέγχει λειτουργίες όπως είναι η εκτύπωση γραμμής, η Priority Indicator 1 [Δείκτης προτεραιότητας] Επικοιν. αλλαγή σελίδας, η διαμόρφωση της διάστασης κ.α. Ειδικό bit που συναντάμε σε διάφορες θέσεις και σε Print Head [Κεφαλή εκτύπωσης] Πλημ. Διάταξη του διάφορα πρωτόκολλα που μέσα σε ένα πακέτο δηλώνει εκτυπωτή που επιλέγει ή δημιουργεί το χαρακτήρα και την προτεραιότητα που του δίνει το σύστημα και ο αποστολέας. τον τυπώνει. Print Image Format [Μορφή αρχείου εκτύπωσης] Priority Indicator 2 [Δείκτης προτεραιότητας] Πληρ. Πλημ. Ο τρόπος αποθήκευσης των δεδομένων για ένα Στα προγράμματα του Η/Υ υπάρχει πρόβλεψη (όστε έγγραφο που είναι έτοιμο να σταλεί στον εκτυπωτή δεδομένο ή δεδομένα που προσδιορίζουν στον υπολοώστε να εκτυπωθεί.. γιστή την προτεραιότητα επεξεργασίας διαφόρων προPrint Member [Μέρος εκτύπωσης] Πλημ. Το μέρος γραμμάτων ή άλλων εργασιών. του εκτυπωτή που καθορίζει τη μορφή του προς εκτύ- Priority Interrupt [Διακοπή προτεραιότητας] Πληρ. 11 πωση χαρακτήρα. διαδικασία κατά την οποία διακόπτεται η τρέχουσα Print Position [Θέση εκτύπωσης] Πληρ. Μια από τις επεξεργασία, ο έλεγχος μεταφέρεται σε μια ειδική ρουθέσεις στις οποίες μπορεί να τυπωθεί χαρακτήρας. Εί- τίνα διακοπής, μετά την εκτέλεση της οποίας ο έλεγχος ναι προφανές ότι εξαιτίας της δομής του εκτυπωτή, δεν επανέρχεται στην τρέχουσα επεξεργασία και συνεχίζει μπορεί να τυπωθεί χαρακτήρας σε οποιοδήποτε σημείο παρακάτω. του χαρτιού. Priority Polling [Προτεραιότητα συμμετοχής] Επικοιν. Print Queue [Ουρά εκτύπωσης] Πλ,ηρ. Μια συγκεκρι- Σύστημα που δίνει προτεραιότητα σε όποιον θέλει να μένη σειρά από αρχεία που περιμένουν στην ουρά τη εκπέμψει (στη σειρά του για πρώτη φορά) και είναι η σειρά τους για να τυπωθούν, κάτω από τον έλεγχο του μέθοδος που συναντάμε στα τοπικά δίκτυα με το όνολειτουργικού συστήματος. μα κουπόνι (Token). Print Server [Εξυπηρετητής εκτυπώσεων] Πλ.ηρ. Υπο- Priority Processing [Επεξεργασία προτεραιότητας] λογιστής που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά Πληρ. 11 επεξεργασία που κάνει ο υπολογιστής σε διάγια να ελέγχει και να εποπτεύει έναν ή περισσότερους φορα χαρακτηριστικά των προς εκτέλεση προγραμμάεκτυπωτές και να τους τροφοδοτεί με εκτυπώσεις που των, όπως είναι η διάρκεια του, ο χώρος που καταλαμπαραλαμβάνει από άλλους υπολογιστές. βάνει στη μνήμη, η προτεραιότητα που του έχει δώσει Print Train [Συνοδευτικά εκτύπωσης] Πληρ. 1. Ειδικό ο χειριστής, κλπ, και που έχει σαν αποτέλεσμα να κατμήμα του εκτυπωτή στο οποίο υπάρχουν τα στοιχεία θορίσει την προτεραιότητα αυτών.

- 1119 -RadioFrequencyPulse Priority Queucing [Σχηματισμός ουράς προτεραιοτήτων] Πληρ. Η διάταξη των προς εκτέλεση εργασιών με τέτοιο τρόπο ώστε, σύμφωνα με αποδεκτά κριτήρια, πρώτη να είναι η πιο σημαντική και τελευταία η λιγότερο σημαντική εργασία. Priority System [Σύστημα προτεραιότητα) Πληρ. Σύστημα που εξασφαλίζει ότι κάποια πακέτα με υψηλή αξιολόγηση εξυπηρετούνται πρώτα. Χρησιμοποιείται ευρέως από την κατασκευή του πυρήνα των λειτουργικών συστημάτων ως οποιοδήποτε δίκτυο ανεξάρτητα από τον αριθμό χρηστών αφού σπάνια συναντά κανείς δίκτυα εντελώς ισότιμα. Prism [Πρίσμα] Μαθημ. Όρος που χρησιμοποιείται συγκεκριμένα στη γεωμετρία και δηλώνει το πολύεδρο σώμα του οποίου δύο έδρες είναι ίσες και παράλληλες μεταξύ τους ενώ οι υπόλοιπες είναι παραλληλόγραμμα. Οι πρώτες είναι οι βάσεις του, ενώ η απόστασή τους δίδει το ύψος του πρίσματος. Αν επιπλέον οι βάσεις του είναι και κάθετες ως προς τις υπόλοιπες έδρες τότε το πρίσμα είναι ορθό. Prismanc [Πρισμάνιο] ΟργΧημ. Ιδιότυπος κορεσμένος κυκλικός υδρογονάνθρακας με τύπο QHs και σχήμα τριγωνικού πρίσματος. Prismatic Surface [Πρισματική επιφάνεια] Μαθημ. Μέγεθος που εξαρτάται από το είδος του πρίσματος και απλά αποτελείται από το άθροισμα των εμβαδών των πλευρών (διπλάσιο εμβαδόν μιας βάσης και πολλαπλασιασμένο εμβαδόν μιας κάθετης πλευράς επί τον αριθμό πλευρών βάσης) εκτός απύ το κολοβό πρίσμα. Prismatoid [Πρισματοειδές] Μαθημ. Πολύεδρο με κάθετες πλευρές τρίγωνα ή τραπέζια και βάσεις παράλληλα πολύγωνα. Prismoid [Τραπεζοειδές πρίσμα] Μαθημ. Πολύεδρο με βάσεις παράλληλες και τις κάθετες γενικά επίπεδες (αλλά ίδιες). Είναι ένα στερεό γεωμετρικό σώμα, που αποτελεί ειδική κατηγορία πρίσματος αφού έχει άρτιο αριθμό κορυφών, από τις οποίες οι μισές ανήκουν στην κάθε μία από τις παράλληλες μεταξύ τους έδρες που είναι τραπέζια ή παραλληλόγραμμα όπως και οι υπόλοιπες. Pristane [ΙΙριστάνιο] Οργ.Χημ. Κορεσμένος υδρογονάνθρακας (αλκάνιο) με μοριακό τύπο Q9H40, που φέ·. ρει τέσσερα μεθύλια (-CH3) σαν διακλαδώσεις. Αχρωμη υγρή ουσία διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες με σημείο βρασμού 296°C και σημείο πήξης -100°C. Απαντάται στο ήπαρ του καρχαρία και στο λάδι της ρέγγας. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική σε μελέτες για την αρθρίτιδα και σαν λιπαντικό. Η επίσημη ονομασία του είναι 2,6,10,14-τετραμέθυλο-δεκαπεντάνιο. Privacy System [Σύστημα ιδιωτικότητας] Επικοιν. Λογισμικό και άλλες τεχνικές που εξασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας με κρυπτογραφικές και άλλες διατάξεις. Private Automatic Branch Exchange (PABX) [Ιδιωτικός αυτόματος κλάδος ανταλλαγής] Επικοιν. Έτσι συνηθίζεται (στην ορολογία των τηλεφωνικών κέντρων) να αναφέρεται το κουτί που επιτρέπει επικοινωνία ενός συνδρομητή ή μιας ομάδας μέσω τέτοιου κέντρου με το δημόσιο δίκτυο. Private Automatic Branch Exchange (PABX) [Τηλεφωνικό κέντρο) Οικοδ. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός ενός κτιρίου στον οποίο είναι συνδεδεμένο το δίκτυο τηλεπικοινωνιών του κτιρίου, ο οποίος αποτελεί το κομβικό σημείο μεταβίβασης της φωνητικών ή ηλεκτρονικών στοιχείων μεταξύ τα>ν τερματικών στο

εσωτερικό του κτιρίου και ταυτόχρονα συνδέει το εσωτερικό δίκτυο με το αστικό. Private Data [Ιδιωτικά δεδομένα] Πληρ. Δεδομένα που διατίθενται σε έναν χρήστη ή σε ορισμένη ομάδα χρηστών. Private Exchange [Ιδιωτική ανταλλαγή] Επικοιν. Επικοινωνία 2 σημείων μέσω ιδιωτικού δικτύου όπου ανήκουν. Private Library [Ιδιωτική βιβλιοθήκη] Πληρ. Βιβλιοθήκη προγραμμάτων και ρουτινών που είναι στη διάθεση ενός χρήστη ή ορισμένης ομάδας χρηστών. Private Line 1 [Αποκλειστική γραμμή] Επικοιν. Τηλεφωνική γραμμή που διατίθεται από μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών σε ένα χρήστη κατ' αποκλειστικότητα, ώστε κανένας άλλος να μην έχει δυνατότητα πρόσβασης· Private Line [Προσωπική γραμμή] Επικοιν. Γραμμή ιδιωτικής χρήσης συνήθως εσωτερική ή νοικιασμένη (Leased Line). Για το δημόσιο δίκτυο υπάρχει στην Ελλάδα και ειδική υπηρεσία, το Hellastel. Τώρα τα δίκτυα αυτά ενοποιήθηκαν καθαρά στο ISDN. Private Line Arrangement [Διευθέτηση κατά ιδιωτική γραμμή] Πληρ. Η τακτοποίηση που προκύπτει αν κάθε περιφερειακή μονάδα επικοινωνεί με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας με δική της γραμμή. Private Network [Ιδιωτικό δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο που στήνεται χωρίς τη μεσολάβηση δημοσίου δικτύου, πχ ένα τοπικό δίκτυο που δεν αξιοποιεί τηλεφωνικές συνδέσεις αλλά καλωδιώνεται οριζόντια. Private Pack [Ιδιωτικό σύστημα δίσκων] Πληρ. Σύστημα δίσκων που ανήκει σε έναν χρήστη ή σε μια εφαρμογή και δεν μπορεί ούτε να το χρησιμοποιήσει ούτε καν να το δει άλλος. Private Virtual Network [Ιδιωτικά δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο που υλοποιείται μέσα στις δυνατότητες του πρωτοκόλλου Χ.25 και του ATM και δίνει τη δυνατότητα σε 2 σημεία να επικοινωνήσουν μέσα από το δημόσιο δίκτυο μισθώνοντας τη δυνατότητα χρήσης. Συναντιέται και σαν Virtual Private Network (VPN). Privileged Instruction [Προνομιακή εντολή] Πληρ. Εντολή, συνήθως επιπέδου μηχανής, η οποία μπορεί να εκτελεστεί μόνον όταν η μηχανή είναι σε ειδική κατάσταση που λέγεται προνομιακή κατάσταση. Η εντολή αυτή συνήθως δεν χρησιμοποιείται από χρήστες αλλά μόνο από ρουτίνες και προγράμματα του λειτουργικού συστήματος. Probabilistic Automaton 1 [Πιθανοκρατικό αυτόματο] Πληρ. Ηλεκτρονικός μηχανισμός που έχει πεπερασμένο πλήθος καταστάσεων, δέχεται ως είσοδο λέξεις από μια πεπερασμένη αλφάβητο και η επόμενη της κατάσταση είναι συνάρτηση πιθανότητας της τρέχουσας κατάστασης και της τρέχουσας εισόδου. Λέγεται και στοχαστικό αυτόματο. Probabilistic Automaton 2 [Πιθανολογικό αυτόματο] Μαθημ. Αυτόματο που οδηγείται από νόμους πιθανότητας. Probabilistic Sampling [Πιθανολογική δειγματοληψία] Μαθημ. Δειγματοληψία με χρήση μοντέλων πιθανότητας. Συνηθίζεται πολύ στη δειγματοληψία σήματος και σε συνδυασμό με την μέθοδο Monte Carlo. Probabilistic Sequential Machine [Πιθανόκρατική ακολουθιακή μηχανή] Πληρ. Ένα πιθανοκρατικό σύστημα Η/Υ το οποίο επιπλέον μπορεί να τυπώνει λέξεις από πεπερασμένη αλφάβητο και οι λέξεις αυτές να είναι αποτέλεσμα μιας συνάρτησης πιθανότητας.

Probability

-1120-

Probability [Πιθανότητα] Στατ. Καλείται η επιστημονική προσπάθεια μέτρησης της αβεβαιότητας ενός τυχαίου γεγονότος ή αλλιώς ενός μη αιτιοκρατικού πειράματος, βάσει είτε αναλυτικών μαθηματικών εξισώσεων είτε μετρήσεων. Στην ουσία ορίζεται ως το πλήθος των φορών που θα εκδηλωθεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή συνδυασμός γεγονότων προς το πλήθος του συνόλου όλων των δυνατών περιπτώσεων. Probability Curve [Καμπύλη πιθανότητας] Στατ. Γραφική αναπαράσταση μιας συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας (συνεχούς τύπου). Probability Density [Πυκνότητα πιθανότητας] Χημ. Το τετράγωνο της κυματοσυνάρτησης, ψ2, ενός σωματιδίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα εύρεσής του σε δεδομένο σημείο του χώρου. Probability Density Function [Συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας] Στατ. Ο όρος συναντάται συνήθως για συνεχείς κατανομές εν τούτοις περιλαμβάνει και τις διακριτές κατανομές, κατανομές συχνοτήτων και σημαίνει τη συνάρτηση που δίνει την κατανομή πιθανοτήτων ενός γεγονότος. Probability Distribution [Κατανομή πιθανότητας] Στατ. Η συνάρτηση πιθανότητας μιας μεταβλητής. Διακρίνεται σε συνεχής (πχ κανονική, Γάμα κτλ) και διακριτή (πχ διωνυμική, Poisson κτλ). Probability Forecast [Πρόβλεψη πιθανότητας] Στατ. Πρόβλεψη πραγματοποίησης ενός γεγονότος (πχ μετεωρολογικού) με βάση πιθανότητες. Probability Mass Function [Συνάρτηση μάζας πιθανότητας] Στατ. Ο όρος που αποδίδει τη συνάρτηση πυκνότητας στη διακριτή περίπτωση. Probability Measure [Μέτρο πιθανότητας] Μαθημ. Μέτρο Ρ πάνω σε ένα μετρήσιμο χώρο Χ ορισμένο σε μια σ- άλγεβρα υποσυνόλων του ώστε να ισχύει Ρ(Χ) =1.

Probability Paper [Χαρτί πιθανότητας] Στατ. Ειδικό χαρτί για απεικόνιση πιθανότητας προσαρμοσμένο σε εκατοστιαία κλίμακα ώστε να ευνοείται η χρήση ευθειών. Probability Ratio Test [Τεστ λόγου .πιθανοτήτων] Στατ. Τεστ ελέγχου της ορθότητας μιας στατιστικής υπόθεσης με σύγκριση των πιθανοτήτων της με αυτές της εναλλακτικής. Probability Sampling [Δειγματοληψία πιθανότητας] Μαθημ. Δειγματοληψία με χρήση κατανομών πιθανότητας. Εδώ χρησιμοποιείται και η ανάλυση με πιθανότητες εκ των προτέρων και εκ των υστέρων. Probability Space [Χώρος πιθανότητας] Μαθημ. Μετρήσιμος χώρος Π εφοδιασμένος με μια άλγεβρα υποσυνόλων Φ και ένα μέτρο πιθανότητας ρ πάνω στην Φ ώστε ρ(Π) =1. Probability Theory [Θεωρία πιθανοτήτων] Μαθημ. 1. Θεωρία που ασχολείται με τον υπολογισμό πιθανοτήτων, τη θεωρία μέτρων πιθανότητας και τον ορισμό μέτρων πιθανότητας σε διάφορους χώρους καθ(ός και τις ιδιότητες τους. 2. Πρόκειται για τον κλάδο των μαθηματικών ο οποίος ασχολείται με τον προσδιορισμό των πιθανοτήτων των γεγονότων, διερευνά τις διάφορες πιθανοτικές κατανομές χρησιμοποιώντας τις έννοιες των ορίων και των συνόλων, και βρίσκει εφαρμογή σε πληθώρα άλλων επιστημονικών κλάδων. Probable E r r o r [Πιθανό λάθος] Στατ. Ένα μέτρο που έχει έρθει σε αχρηστία καθώς αντικαταστάθηκε από το κύριο λάθος (Standard Error) και αντιστοιχούσε σε ένα ποσοστό του περίπου 67,5 %.

Probable Prime [Πιθανός πρώτος] Μαθημ. Αριθμός για τον οποίο υπάρχουν ισχυρές πιθανότητες να είναι πρώτος (ψευδοπρώτος ή Pseudoprime). Probe [Καθετήρας] Τεχνολ. Σωλήνα που περιέχει ηλεκτρονικούς αισθητήρες και χρησιμοποιείται για τη καταγραφή μεγεθών σε σημεία που βρίσκονται στο εσωτερικό κάποιου όγκου και η πρόσβαση είναι δυνατή μόνον μέσω μιας οπής που δημιουργείται στον όγκο η οποία έχει διάμετρο ελαφρά μεγαλύτερη από τη διάμετρο της σωλήνας. Proberite [Προμπερτίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό βορανικό ασβέστιο και νάτριο. Σχηματίζει άχροους, διαφανείς, με υαλώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1. Probing [Μετρήσεις βάθους] Γεν. Η καταγραφή μεγεθών μέσω της χρήσης ενός καθετήρα. Probit [Στατιστικό probil] Στατ. Έτσι αναφέρεται η μεθοδολογία πολλαπλής απόκρισης με χρήση ποσοστών (Proportions). Problem Check [Ελεγχος προβλήματος] Πλημ. Οι έλεγχοι που γίνονται για να αποδειχθεί ότι το πρόγραμμα που έχει αναπτυχθεί για να λύνει δεδομένο πρόβλημα είναι σωστό. Problem Defining Language [Γλώσσα για ορισμό προβλημάτων] Πλημ. Γλώσσα προγραμματισμού που είναι κατάλληλη για τη διατύπωση προβλημάτο)ν με σαφή, αυστηρό και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Problem Definition [Ορισμός προβλήματος] Πλημ. Η παρουσίαση ενός προβλήματος και της λύσης του μιε τυπικό και αυστηρό τρόπο, ώστε να είναι κατανοητός και αδιαμφισβήτητος ο ορισμός του. Problem Mode [Προβληματική κατάσταση] Πλημ. Κατάσταση του υπολογιστή κατά την οποία δεν επιτρέπεται η εκτέλεση προνομιακών εντολών και συνεπώς δεν μπορεί να διαταραχθεί η επεξεργασία του υπό εκτέλεση προγράμματος. Problem Oriented Language [Γλώσσα προσανατολισμένη σε προβλήματα] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού που είναι περισσότερο κατάλληλη για την επίλυση προβλημάτων και λιγότερο για άλλες διεργασίες. Problem Solving Language [Γλώσσα κατάλληλη για επίλυση προβλημάτων] Πλημ. Γλώσσα προγραμματισμού κατάλληλη για την επίλυση προβλημάτων. Procaine [Προκαΐνη] Ομγ.Χημ. Συνθετικό τοπικό αναισθητικό που προκύπτει από το ρ-νιτρο-τολουόλιο με σειρά αντιδράσεων. Παρουσιάζει δομή ανάλογη με της κοκαΐνης. Αναφέρεται και σαν νοβοκαΐνη. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Procaine Amide [Αμίδιο της προκαΐνης] Οργ.Χημ. Λευκή κρυσταλλική ουσία με μοριακό τύπο C,3H 2 iN 3 0. Παρουσιάζει δομή ανάλογη της προκαΐνης με μία ομάδα - Ν Η - στη θέση ενός ατόμου οξυγόνου. Χρησιμοποιείται στην ιατρική για τη θεραπεία της καρδιακής αρρυθμίας. Procaine Penicillin G [Προκαΐνη - Πενικιλλίνη G] ΟμγΧημ. Λευκό κρυσταλλικό στερεό ελάχιστα διαλυτό σε οινόπνευμα με τύπο C16H18N2O4S. C13H2oN202. Προστίθεται στην τροφή ζώων σαν αντιβιοτικό. Procedural Language [Αλγοριθμική γλώσσα] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού που είναι κατάλληλη να περιγράφει διαδικασίες και αλγορίθμους σε ψηλό επίπεδο. Τέτοιες γλώσσες είναι όλες οι γνωστές γλώσσες υψηλού επιπέδου, όπως οι FORTRAN, COBOL,

- 1121 Pascal, κλπ Procedural Programming [Διαδικαστικός προγραμματισμός] Πληρ. Πρόκειται για τον κλασικό προγραμματισμό λογισμικού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τον οποίο ακολούθησαν όλες οι πρώτες γλώσσες υψηλού επιπέδου, σύμφωνα με τον οποίο ο αλγόριθμος επίλυσης ενός προβλήματος εκφράζεται ως ακολουθία διακεκριμένων βημάτων που έχουν τη μορφή εντολών προς τον υπολογιστή. Procedural Representation [Αλγοριθμική παράσταση] Πληρ. Η παράσταση αντικειμένων, με αλγόριθμους σε γλώσσες προγραμματισμού, υψηλής στάθμης με διαδικασίες επιπέδου και όχι με άλλες, συνήθως στατικές, δομές δεδομένων. Procedure [Διαδικασία] Πληρ. Πρόγραμμα που υλοποιεί μια συγκεκριμένη επεξεργασία και για το σκοπό αυτό δέχεται ως είσοδο μια σειρά δεδομένων και δίνει ως αποτέλεσμα επίσης μια σειρά δεδομένων. Το πρόγραμμα αυτό καλείται από άλλα προγράμματα, δηλαδή είναι ότι και το υποπρόγραμμα. Procedure Declaration [Δήλωση διαδικασίας] Πληρ. Η δήλωση που πρέπει να υπάρχει σε κάθε πρόγραμμα που καλεί μια διαδικασία για να προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας, έτσι, ώστε να γίνει εφικτή η επικοινωνία και η ανταλλαγή τιμών παραμέτρων. Procedure Division [Κατανομή διαδικασίας] Πληρ. Το πιο σημαντικό τμήμα ενός προγράμματος COBOL, και συγκεκριμένα αυτό στο οποίο αναγράφονται οι εκτελέσιμες εντολές. Procedure Library [Βιβλιοθήκη διαδικασιών] Πληρ. Ένα σύνολο από διαδικασίες που έχουν αποθηκευτεί σε μια βιβλιοθήκη και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εκεί. Proceed To Transmit Signal [Σήμα προχώρα στη μετάδοση] Επικοιν. Σήμα απάντησης που δηλώνει ετοιμότητα λήψης. Process 1 [Διαδικασία] Μαθημ. 1. Ακολουθία καταστάσεων, βημάτων ή ελέγχων για την επίτευξη ενός στόχου. 2. Φαινόμενο που περιγράφεται από ένα διαφορικό νόμο (πχ σύστημα εξισώσεων) πιθανά στοχαστικών. Process 2 [Διαδικασία] Τεχνολ. Σύνολο ενεργειών που εκτελούνται με συγκεκριμένη αλληλουχία μεταξύ τους με σκοπό την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού ή την πρόκληση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος. Process 3 [Επεξεργασία] Πληρ. 1. Εκτέλεση πράξεων ή άλλων λειτουργιών πάνω σε δεδομένα με τη χρήση υπολογιστή. 2. Το πρόγραμμα που κάνει αυτό το πράγμα. Process Chart [Διάγραμμα αλληλουχίας] Τεχνολ. Διάγραμμα όπου παρουσιάζονται με αναλυτικό τρόπο τα βήματα με τη χρονική αλληλουχία που εκτελείται το καθένα ώστε από το σύνολο τους να προκύψει το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας. Process Control 1 [Ελεγχος διαδικασίας] ΙΙληρ. Η χρήση ηλεκτρονικών προγραμμάτων για τον αυτόματο έλεγχο διεργασιών, και την διεκπεραίωση των εργασιών αυτών σε μεγάλες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Process Control' [Ελεγχος διαδικασίας] Τεχνολ. Ανάλυση των λεπτομερειών μιας διαδικασίας με σκοπό την εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας της κάθε επιμέρους ενέργειας και τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών ή την αλλαγή ορισμένων από τις ενέρ-

Radio Frequency Pulse

γειες ώστε να μεταβληθεί το αποτέλεσμα. Process Control Chart [Διάγραμμα ελέγχου διαδικασιών] Τεχνολ. Η γραφική παράσταση της χρονικής αλληλουχίας των επιμέρους ενεργειών που καταγράφονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου διαδικασίας. Process Control Engineering [Μηχανολογικός έλεγχος διαδικασιών] Τεχνολ. Επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την έρευνα και την ανάπτυξη μεθοδολογιών ελέγχου των παραγωγικών διαδικασιών. Process Control System [Ελεγχος παραγωγικής διαδικασίας] Τεχνολ. Αυτοματοποίηση των διαδικασιών ελέγχου της λειτουργίας ενός παραγαηακού συγκροτήματος. Process Engineering [Μηχανικός παραγωγής] Τεχνολ. Γνωστικός κλάδος των μηχανολόγων μηχανικών το αντικείμενο του οποίου είναι η έρευνα των λεπτομερειών μια παραγωγικής διαδικασίας, η ανάπτυξη μεθοδολογιών ανάλυσης των ενεργειών που αποτελούν το σύνολο μιας διαδικασίας και των μέσων που απαιτούνται για να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα η να κατασκευαστεί ένα προϊόν. Process Lane [Γραμμή παραγωγής] Βιομ.Μηχ. Ονομάζεται η τεχνική που ακολουθούν πλέον όλες οι βιομηχανικές μονάδες, σύμφωνα με την οποία παράγουν μαζικά ύλα τα εξαρτήματα ενός τελικού προϊόντος ή τα εισαγάγουν έτοιμα και έπειτα τα συναρμολογούν με τη σειρά. Process Layout [Διάταξη εξοπλισμού] Τεχνολ. Σε μια παραγωγική μονάδα το σχέδιο που παρουσιάζει σε κάτοψη τη θέση του κάθε μηχανήματος της παραγίογικής διαδικασίας. Process Planning [Σχεδιασμός παραγωγικής διαδικασίας] Τεχνολ. Μελέτη που εκτελείται για τον καθορισμό της θέσης που πρέπει να εκτελείται η κάθε εργασία μέσα σε ένα χώρο για την αποτελεσματική εκτέλεση μιας παραγωγικής δραστηριότητας. Process Scheduling [Χρονοδρομολόγηση διεργασκόν] Μηχ. Ονομάζεται η τοποθέτηση σε μία λίστα μιας σειράς γεγονότων, διατεταγμένα σύμφωνα με τις αντίστοιχες χρονικές στιγμές ενεργοποίησής τους, και η συνεχής ενημέρωσή τους καθώς περνάει ο χρόνος και τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα. Παράδειγμα αποτελεί η ακολουθία των αφίξεων των αεροπλάνων, τραίνων ή άλλων μεταφορικών οχημάτων σε έναν αντίστοιχο σταθμό. Process Simulation [Προσομοίωση διεργασίας] Πληρ. Η χρήση υπολογιστή για την προσομοίωση εργαστηριακών ή βιομηχανικών διεργασιών και η σχετική εξαγωγή συμπερασμάτων. Process Time [Χρόνος επεξεργασίας] Τεχνολ. 1. Ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα μηχάνημα έναν κύκλο της εργασίας για την οποία προορίζεται. 2. Ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για να μετατραπεί μια πρώτη ύλη ή μια ομάδα πρώτων υλών σε ένα αντικείμενο με την τελική του μορφή. Processing [Επεξεργασία) Τεχνολ. Η διαδικασία μετατροπής μιας πρώτης ύλης σε ένα αντικείμενο προκαθορισμένης μορφής. Processing Program [Πρόγραμμα επεξεργασίας] Πληρ. Κάθε πρόγραμμα που σχετίζεται περισσότερο με κάποια εφαρμογή και όχι με λειτουργίες ελέγχου του ίδιου του υπολογιστή. Processor [Επεξεργαστής] Πληρ. 1. Μονάδα του υπολογιστικού συστήματος που εκτελεί εντολές ή υλοποιεί άλλες λειτουργίες. 2. Συνήθως έτσι ονομάζεται η

Processor Complex

- 1122-

κεντρική μονάδα επεξεργασίας. 3. Μεγάλο και πολύπλοκο πρόγραμμα που κάνει πολλές και σημαντικές εργασίες όπως είναι ένας μεταφραστής. Processor Complex [Σύμπλεγμα επεξεργαστών] Πληρ. Το βασικό και κύριο μέρος ενός μεγάλου υπολογιστικού συστήματος που έχει πολλούς επεξεργαστές που συνεργάζονται και συλλειτουργούν. Processor Status Word [Λέξη για την κατάσταση επεξεργαστή] Πληρ. Λέξη του υπολογιστή που περιέχει σε δυαδικά ψηφία πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας. Prochiral [Προχειρόμορφο] Οργ.Χημ. Χαρακτηριστικό ενός ατόμου άνθρακα σε οργανικό μόριο που μπορεί να γίνει ασύμμετρο με αντικατάσταση του ενός από τους δύο όμοιους υποκαταστάτες που φέρει από κάποιον άλλο. Π.χ. το άτομο άνθρακα της αιθανόλης που συνδέεται με το -OH (CH3CH2OH). Χαρακτηριστικό επίσης ενός μορίου που διαθέτει ένα τέτοιο άτομο άνθρακα. Prochiral Molecule [Προχειρόμορφο μόριο] Οργ.Χημ. Οργανικό μόριο που διαθέτει προχειρόμορφο άτομο άνθρακα δηλαδή άτομο άνθρακα που μπορεί να γίνει ασύμμετρο με αντικατάσταση του ενός από τους δύο όμοιους υποκαταστάτες που φέρει από κάποιον άλλο. Π.χ. το μόριο της αιθανόλης που συνδέεται (CH3CH2OH). Prochirality [Προχειρομορφία] Οργ.Χημ. Όρος της στερεοχημείας αναφερόμενος, κυρίως, σε μόριο χωρίς ασύμμετρο άτομο άνθρακα που μπορεί να γίνει ασύμμετρο με υποκατάσταση ενός από δύο όμοιους υποκαταστάτες του από έναν άλλο διαφορετικό. Αναφέρεται επίσης σε επίπεδο τριγωνικό σύστημα που μπορεί να γίνει χειρόμορφο με αντίδραση προσθήκης και την εισαγωγή ενός νέου ατόμου ή ομάδας. Η προχειρομορφία είναι πολύ σημαντική σε διάφορα βιολογικά (ενζυμικά) συστήματα. Procollagen [Προκολλαγόνο] Βιοχημ. Πολυπεπτίδιο μεγαλύτερο από το κολλαγόνο, με υδροξυλιωμένες προλίνες ή λυσίνες. Αποτελεί πρόδρομο μόριο στη βιοσύνθεση του κολλαγόνου και σχηματίζεται στους ινοβλάστες του συνδετικού ιστού. Αρχικά σχηματίζεται γλυκοσυλιωμένο προκολλαγόνο που βγαίνει από τον ινοπλάστη και μετατρέπεται σε κολλαγόνο με τη βοήθεια ειδικών ενζύμων. Χρησιμοποιείται σε διάφορα καλλυντικά προϊόντα. Αναφέρεται και σαν πρωτοκολλαγόνο. Proctor Compaction Test [Δοκιμή πρόκτορ] I εν. Εργαστηριακή δοκιμή που εκτελείται σε ένα εδαφικό υλικό με σκοπό τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της πυκνότητας του υλικού και την περιεκτικότητα του σε υγρασία. Procurement [Προμήθεια] Βιομ. Η διαδικασία παραγγελίας πρώτων υλών και υλικών που απαιτούνται για την εκτέλεση μιας παραγωγικής διαδικασίας. Procyon [Προκύων] Αστμον. Πολύ λαμπρός, διπλός αστέρας όπως και ο Σείριος για αυτό τον λόγο ονομάζεται και βόρειος Σείριος. Ανήκει στον αστερισμό του Μικρού Κυνός και το όνομά του, επειδή εμφανίζεται πιο μπροστά από τον αστερισμό του Κυνός, με προσθήκη του επιθέτου βόρειος λέγεται Σείριος. Οι Αραβες τον ονόμαζαν "Το λαμπρό αστέρι της Συρίας". Product 1 [Γινόμενο] Μαθημ. Ονομάζεται το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού δύο ή περισσοτέρων αριθμών, συναρτήσεων, πινάκων ή άλλων μαθηματικών οντοτήτων, τα οποία καλούνται παράγοντες του γινο-

μένου. Product 2 [Προϊόν] Βιομ. Πρόκειται για έναν γενικότερο όρο που χαρακτηρίζει οτιδήποτε παράγεται κατόπιν μιας συστηματικής και οργανωμένης προσπάθειας εκ μέρους ανθρώπων και μηχανών. Product 3 [Προϊόν] Τεχνολ. Το αντικείμενο που προκύπτει από μια παραγωγική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας γίνεται η επεξεργασία των πρώτων υλών μέσω μιας αλληλουχίας εργασιών που εκτελούνται από μηχανές ή χειρονακτικά και μεταβάλλονται για να πάρουν τη συγκεκριμένη τελική μορφή. Product Bundle [Παραγόμενη δέσμη] Μαθημ. Χώρος δέσμης (Ε, Χ, π) που συναντάμε στην γεωμετρία και τη μαθηματική φυσική, με τοπολογία γινομένου (αντίστροφη προβολή π) γνωστός και σαν νηματικός χώρος υπεράνω του Χ. Product Design [Σχεδιασμός προϊόντος] Τεχνολ. Ανάπτυξη της μεθοδολογίας που θα ακολουθηθεί και όλων των ενεργειών που απαιτούνται για να μετατραπούν οι πρώτες ύλες σε ένα αντικείμενο συγκεκριμένης μορφής. Product Line [Φάσμα ποικιλίας προϊόντο)ν] Τεχνολ. 1. Το σύνολο των προϊόντων που παράγονται από μια επιχείρηση και διατίθενται στο εμπόριο. 2. Για ένα συγκεκριμένο προϊόν που παράγει μια βιομηχανία, το σύνολο των διαφόρων τύπων που έχει τη δυνατότητα να διαθέσει, οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους μόνον ως προς την εμφάνιση ή ως προς τις διαστάσεις τους έχουν όμως πάντα την ίδια χρήση. Product Measure [Μέτρο γινόμενο] Μαθημ. Σύμφωνα με τη θεωρία μέτρου αρκεί ένα να ορίσουμε το γινόμενο 2 σ- αλγεβρών (υποσυνόλων) όπου έχουμε ορίσει από ένα μέτρο. Αν τελικά μπορέσουμε να ορίσουμε ένα μέτρο πάνω στα στοιχειώδη ορθογώνια της σ- άλγεβρας γινομένου αυτό γίνεται αποδεκτό αν ορίζεται μοναδικά οπότε ισούται και με το γινόμενο των επιμέρους μέτρων. Product Model [Μοντέλο προϊόντος] Στατ. Μοντέλο παλινδρόμησης που παράγεται βήμα- βήμα με πρόσθεση ή αφαίρεση μεταβλητών κατά σειρά σημαντικότητας. Product Moment Correlation [Συσχέτιση γινομένου στιγμών] Στατ. Συσχέτιση που στηρίζεται σε διδιάστατο δείγμα και σύμφωνα με τη θεωρία μέτρου αντικαθιστούμε το ολοκλήρωμα από άθροισμα. Product Of Fuzzy Sets [Γινόμενο ασαφών συνόλων] Στατ. Μέσω της συνάρτησης συμμετοχής για 2 Level Sets το σημειακό γινόμενο (τομή) ορίζεται σαν το ελάχιστο των επιμέρους συναρτήσεων συμμετοχής ενώ το αλγεβρικό γινόμενο με το γινόμενο των συναρτήσεων συμμετοχής (ανάλογα και η δύναμη). Product Research [Ερευνα προϊόντος] Τεχνολ. 1. Η συλλογή στοιχείων και η επεξεργασία τους με σκοπό την ανάπτυξη της μελέτης παραγωγής ενός νέου προϊόντος. 2. Συλλογή στοιχείων και της επεξεργασίας τους με σκοπό τη βελτίωση των φυσικών ή τεχνολογικών χαρακτηριστικών ενός προϊόντος που ήδη παράγεται για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα του. Product Set [Γινόμενο συνόλων] Μαθημ. Γνωστό και σαν καρτεσιανό γινόμενο, το γινόμενο 2 συνόλων ορίζεται σαν το σύνολο των ζευγών 2 στοιχείων, ένα απύ κάθε σύνολο. Product Space [Χώρος γινομένου] Μαθημ. Τοπολογικός χώρος όπου ορίζεται καρτεσιανό γινόμενο και τοπολογία γινομένου.

-1123-

Program Conversion

Product Topology [Τοπολογία γινομένου] Μαθημ. Toπολογία προβολής ή ακριβέστερα αντίστροφης προβολής (Projective Topology). Production 1 [Παραγωγή] Πληρ. Το περιβάλλον πραγματικής λειτουργίας μιας εφαρμογής με τη χρήση υπολογιστή, σε αντίθεση με το περιβάλλον ανάπτυξης προγραμμάτων. Production 2 [Παραγωγή] Τεχνολ. Το τελικό ποσοτικό αποτέλεσμα που προκύπτει από την εκτέλεση μιας παραγωγικής διαδικασίας. Production Control [Ελεγχος παραγωγής] Τεχνολ. Η διαδικασία ανάπτυξης του συνόλου των ενεργειών που απαιτούνται για να προκύψει το αποτέλεσμα μιας παραγωγικής διαδικασίας στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο σχεδιασμός, οι διαδικασίες προμήθειας του εξοπλισμού και των πρώτων υλών και οι ενέργειες μετατροπής αυτών σε τελικό προϊόν, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών συντήρησης του συνόλου και τροφοδοσίας του με τα απαραίτητα μέσα με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή συνεχής λειτουργία του μηχανισμού. Production Engineering [Μηχανικός παραγωγής] Τεχνολ. Γνωστικό αντικείμενο του κλάδου των μηχανολόγων μηχανικών που ασχολείται με την έρευνα και την μελέτη των προβλημάτων που αντιμετωπίζονται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των παραγωγικών διαδικασιών στις βιομηχανικές μονάδες. Production Program [Πρόγραμμα παραγωγής] Πληρ.

Profile [Μηκοτομή] Πολ. Μηχ. Σε μια μελέτη έργου οδοποιίας τα σχέδια όπου παρουσιάζονται με γραφικό τρόπο τα υψόμετρα στον άξονα της οδού όταν πάρει την τελική της μορφή, Profit Sharing [Συμμετοχή στα κέρδη] Τεχνολ. Μέθοδος κινήτρων μιας επιχείρησης προς τους υπαλλήλους οι οποίοι συμμετέχουν μέσω μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας στη διανομή των κερδών, Proflavine Sulfate [Θειική προφλαβίνη] Οργ.Χημ. Καστανοκόκκινη κρυσταλλική ένωση με τύπο CnHnNj. H 2 S0 4 , διαλυτή στο νερό (εκπέμποντας φθορισμό) που χρησιμοποιείται σαν αντισηπτικό, Progesterone [Προγεστερόνη] Βιοχημ. Φυλετική ορμόνη της γυναίκας που παράγεται στο ωχρό σωμάτιο των ωοθηκών, έχοντας σαν πρόδρομη ένωση τη χοληστερόλη. Η παραγωγή της ελέγχεται από τη λουτροπίνη της αδενοϋπόφυσης, που διεγείρει επίσης και την πάραγωγή του ωχρού σωματιδίου. Η προγεστερόνη προκαλεί μεταβολές στις εκκρίσεις του ενδομήτριου και ελαττώνει τη ροή του αίματος. Έχει σαν κύριο προϊόν μεταβολισμού το γλυκουρονίδιο της πρεγνανδιόλης, που αποβάλλεται στα ούρα. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Program 1 [Πρόγραμμα] Επικοιν. Μια αλληλουχία υλικού πολυμέσων ή απλά σημάτων για να αναμεταδοθεί από κατάλληλο εξοπλισμό εκπομπής σήματος, Program 2 [Πρόγραμμα] Πλημ. Μια σειρά εντολών και δηλώσεων που είναι γραμμένες σε μία γλώσσα προγραμματισμού και που η εκτέλεση τους δίνει ένα συ-

1. Πρόγραμμα που βρίσκεται σε επίσημη και πραγματική λειτουργία. 2. Πρόγραμμα εφαρμογής που υλοποιεί συγκεκριμένες διαδικασίες, σε αντίθεση με τα προγράμματα υποστήριξης. 3. Πρόγραμμα που έχει αναπτυχθεί για εσωτερικές ανάγκες σε μια επιχείρηση και όχι για γενική χρήση. Production Reactor [Αντιδραστήρας παραγωγής] ΠΌμην.Φυσ. Αντιδραστήρας ο οποίος χρησιμοποιείται για παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων πλουτωνίου ή άλλων μεταλλαγμένων στοιχείων. Production Requirements [Αποθηκευτικές απαιτήσεις] Τεχνολ. Η ελάχιστη ποσότητα των. υλικών και πρώτων υλών που πρέπει να είναι διαθέσιμες σε κάθε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια μιας παραγωγικής διαδικασίας, για να συνεχίζεται με ομαλό τρόπο η παραγωγή ή η μέγιστη ποσότητα των τελικών προϊόντων που απαιτείται να αποθηκευτούν μέχρι τη μεταφορά τους στον τόπο κατανάλωσης. Είναι βασικά μεγέθη μεταξύ των οποίων επιβάλλεται να υπάρχει μια σταθερή ισορροπία σε συγκεκριμένες αναλογίες για να εξασφαλίζεται η αποδοτική λειτουργία μιας επιχείρησης. Production Test [Ελεγχος παραγωγικής λειτουργίας] Πληρ. Ο έλεγχος ενός νέου πληροφοριακού συστήματος στο περιβάλλον που πρόκειται να λειτουργήσει παραγωγικά. Productive Time [Παραγωγικός χρόνος] Τεχνολ. Στη συνολική χρονική διάρκεια που απαιτείται για της συμπλήρωση της παραγωγής ενός τεμαχίου η χρονική διάρκεια της εκτέλεσης ωφέλιμης εργασίας. Productivity [Παραγωγικότητα] Τεχνολ. 1. Η αποτελεσματικότητα που χαρακτηρίζει τη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων παραγωγικών μέσων με τη χρονική έννοια, 2. Π ποσότητα της παραγωγής που προκύπτει από μια μονάδα εργασίας η οποία καθορίζεται με ένα συμβατικό μέγεθος που για ένα μηχάνημα μπορεί να είναι η κατανάλωση ενέργειας ή για έναν εργάτη η ώρα εργασίας.

γκεκριμένο αποτέλεσμα. Program 3 [Προγραμματίζω] Πλημ. Η διαδικασία συγγραφής και ανάπτυξης προγραμμάτων υπολογιστή, Program 4 [Πρόγραμμα] Τεχνολ. Ο σχεδιασμός της χρονικής εξέλιξης των διαδικασιών που απαιτούνται για να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος στόχος εντός μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Program Analysis [Ανάλυση προγράμματος] Πλημ. 1. Η ανάλυση του προβλήματος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύκολο να γραφτεί ως πρόγραμμα σε συγκεκριμένη γλώσσα προγραμματισμού. 2. Η διερεύνηση και ιχνηλάτηση της συμπεριφοράς ενός προγράμματος, Program Block [Τμήμα προγράμματος] Πλημ. Μέρος προγράμματος που είναι γραμμένο με δομημένο τρόπο και διευκολύνει την ανάγνωση και συντήρηση του. Program Card [Κάρτα προγράμματος] Πλημ. Διάτρητη κάρτα που περιέχει εντολές προγράμματος και όχι δεδομένα. Program Check [Ελεγχος προγράμματος] Πληρ. Ένας από τους ελέγχους που συνήθως γίνονται στα προγράμματα για να διαπιστώνουν, να καταγράφουν και να αναφέρουν πιθανά σφάλματα και μερικές φορές να τα διορθώνουν. Program Compatibility [Συμβατότητα προγράμματος] Πληρ. Η δυνατότητα ή ο βαθμός δυνατότητας ενός πηγαίου προγράμματος να μπορεί να μεταφράζεται και να εκτελείται σε διαφορετικά υπολογιστικά συστήματα χωρίς καμία τροποποίηση. Program Control [Ελεγχος προγράμματος] Τεχνολ. Έλεγχος ροής μεταδιδόμενου τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού προγράμματος από ειδικά εξοπλισμένους θαλάμους. Program Conversion [Μετατροπή προγράμματος] Πληρ. Οι τροποποιήσεις που είναι απαραίτητο να γίνουν σε ένα πρόγραμμα, ώστε να εκτελεί την ίδια ή τις ίδιες διαδικασίες σε διαφορετικό περιβάλλον (υλικό ή λογισμικό συστήματος).

Program Counter

-1124-

Program Counter [Αριθμητής προγράμματος] Πληρ. Ένας καταχωρητής που βρίσκεται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας και περιέχει τη διεύθυνση της επόμενης εντολής που πρόκειται να εκτελεστεί. Program Design [Σχεδίαση προγράμματος] Πληρ. 1. Καταγραφή αυστηρών και λεπτομερών προδιαγραφών για την ανάπτυξη προγράμματος. 2. Φάση της διαδικασία ανάπτυξης, όπου προσδιορίζονται με ακρίβεια τα προγράμματα που πρέπει να αναπτυχθούν και οι προδιαγραφές ενός εκάστου. Program Development Time [Χρόνος ανάπτυξης προγραμμάτων] Πληρ. Ο χρόνος που χρειάζεται για την ανάπτυξη ενός προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων, των διορθώσεων και όσων άλλων εργασιών γίνονται για να οδηγηθεί το πρόγραμμα στην παραγωγή. Program Element [Στοιχείο προγράμματος] Πληρ. Το κομμάτι εκείνο ενός υπολογιστικού συστήματος που εκτελεί τις εντολές ενός προγράμματος. Program Generator [Γεννήτρια προγραμμάτα)ν] Πληρ. Πρόγραμμα που έχει τη δυνατότητα να παίρνει σε κάποια μορφή την περιγραφή διαδικασιών ή προβλημάτων και να παράγει άλλα προγράμματα που μπορούν να υλοποιούν τις διαδικασίες ή να επιλύουν τα προβλήματα αυτά. Program Library [Βιβλιοθήκη προγραμμάτο>ν] Πληρ. Βιβλιοθήκη που περιέχει μια σειρά από προγράμματα για χρήση. Program Listing [Εκτύπωση προγράμματος] Πληρ. Η εκτύπο)ση ενός προγράμματος, μαζί με όλα τα υποπρογράμματα που χρησιμοποιεί. Program Logic [Αογική προγράμματος] Πληρ. Η σειρά των εντολών που ακολουθεί ένα πρόγραμμα κατά την εκτέλεσή του, καθώς συναντά εντολές μεταφοράς του ελέγχου σε άλλα σημεία του προγράμματος ή σε άλλα υποπρογράμματα και διαδικασίες. Program Maintenance [Συντήρηση προγράμματος] Πληρ. 1. Η διόρθωση σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν μετά την χρήση του προγράμματος στην παραγα)γή. 2. Η προσθήκη εντολών στο πρόγραμμα με σκοπό να ικανοποιεί και άλλες πρόσθετες ανάγκες που δεν είχαν προδιαγραφεί στην αρχή. Program Mode [Κατάσταση προγράμματος] Πληρ. Κατάσταση της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας στην οποία εκτελούνται προγράμματα εφαρμογών και όχι προγράμματα συστήματος ή άλλες εσωτερικές λειτουργίες του υπολογιστή. Program Module [Τμήμα προγράμματος] Πληρ. Μέρος ενός μεγάλου προγράμματος που μπορεί να εκληφθεί λογικά ως χωριστή ενότητα η οποία υλοποιεί μια διαδικασία. Program Monitor [Παρακολούθηση προγράμματος] Τεχνολ. Ειδικό μόνιτορ συνδεδεμένο με κατάλληλο λογισμικό και ά>λο hardware για την παρακολούθηση ροής ενύς μεταδιδόμενου προγράμματος από τεχνικούς και το σκηνοθέτη ροής και συνήθως σε ειδικό θάλαμο μαζί με άλλο ανάλογο εξοπλισμό. Program Parameter [Παράμετρος προγράμματος] Πληρ. Μια μεταβλητή υποπρογράμματος η οποία κάθε φορά που καλείται το υποπρόγραμμα μπορεί να έχει και διαφορετική τιμή. Program Sensitive Fault [Μειονέκτημα σχετικό με πρόγραμμα] Πληρ. Ατέλεια ή δυσλειτουργία των κυκλωμάτων του υπολογιστή που συμβαίνει μόνο σε συνδυασμό με συγκεκριμένο πρόγραμμα ή μέρος προ-

γράμματος. Program Specification [Προδιαγραφή προγράμματος] Πληρ. Αναλυτική καταγραφή των λειτουργιών του προγράμματος, δηλαδή καταγραφή των στοιχείων εισόδου, των επεξεργασιών που θα γίνουν και των αποτελεσμάτων που θα δοθούν με τη μορφή στοιχείων εξόδου. Program Step [Βήμα προγράμματος] Πληρ. Ονομάζεται κάθε στοιχειώδης διαδικασία την οποία πραγματοποιεί ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την εκτέλεσή του. Συνήθως αυτό ταυτίζεται με κάθε μεμονωμένη εντολή του κώδικα. Program Stop [Τερματισμός προγράμματος] Πληρ. Καλείται η εντολή ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή η οποία προκαλεί τον τερματισμό της εκτέλεσής του όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Program Storage [Μνήμη για προγράμματα] Πληρ. Μέρος της κύριας μνήμης που έχει δεσμευτεί από τον υπολογιστή για την αποθήκευση προγραμμάτων και άλλων εργασιών παρεμφερών. Program Tape [Ταινία με προγράμματα] Πληρ. Ταινία στην οποία έχουν αποθηκευτεί ένα ή περισσότερα προγράμματα. Program Test [Ελεγχος προγράμματος] Πληρ. Η διαδικασία ελέγχου προγράμματος πριν την παράδοση του στην παραγωγή, διαδικασία κατά την οποία το πρόγραμμα εκτελείται με γνωστά δεδομένα και αναμένονται γνωστά αποτελέσματα. Program Unit [Τεμάχιο προγράμματος] Πληρ. Πρόγραμμα που έχει λογική αυτονομία. Programmable Calculator [Προγραμματιζόμενη αριθμομηχανή] Πληρ. Αριθμομηχανή που παρέχει τη δυνατότητα πληκτρολόγησης και αποθήκευσης εντολών και στη συνέχεια εκτέλεσης τους. Programmable Device [Προγραμματιζόμενη συσκευή] Πληρ. Κάθε συσκευή που διαθέτει αφενός ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο εντολών που καθοδηγούν τη συμπεριφορά της και αφετέρου μνήμη ώστε να μπορούν να αποθηκεύονται αυτές οι εντολές με τη μορφή προγράμματος και στη συνέχεια να εκτελούνται. Π δυνατότητα αυτή πρέπει να παρέχεται και στον αγοραστή της συσκευής. Programmable Function Key [Προγραμματιζόμενο πλήκτρο λειτουργίας] Πληρ. Πλήκτρο που η λειτουργία του μπορεί να προσδιοριστεί από τον χρήστη και όχι από τον κατασκευαστή του πληκτρολογίου. Programmable Read - Only Memory [Προγραμματιζόμενη μνήμη ανάγνωσης μόνο] Πληρ. Κύκλωμα μνήμης που δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να αποθηκεύσει σε αυτήν ένα πρόγραμμα αλλά μόνο μία φορά. Γνωστή ως PROM Programme [Διάγραμμα προόδου] Οικοδ. —> Progress Chart. Programmed Check [Προγραμματισμένος έλεγχος] Πληρ. Διαδικασία εντοπισμού εσφαλμένης λειτουργίας που έχει υλοποιηθεί με τη βοήθεια προγράμματος και όχι με κύκλωμα. Programmed Dump [Προγραμματισμένη δημιουργία αντιγράφου] Πληρ. Η πλήρης απεικόνιση του περιεχομένου της μνήμης που προκλήθηκε από εντολή προγράμματος εφαρμογής και όχι από συστημική διαδικασία. Programmed Halt [Προγραμματισμένη διακοπή] Πληρ. Η λήξη προγράμματος που προκλήθηκε από

-1125σχετική εντολή του προγράμματος. Programmed Marginal Check [Προγραμματισμένος οριακός έλεγχος] Πληρ. Η μεταβολή των επιπέδων τάσης σε διάφορες μονάδες εξοπλισμού μέσω προγραμμάτων, με σκοπό να διαπιστωθεί η ανάγκη συντήρησης του εξοπλισμού. Programmed Operators [Προγραμματισμένοι τελεστές] Πληρ. Εντολές υπολογιστή που έχουν φτιαχτεί από προγραμματιστές με τη μορφή υποπρογραμμάτων και κατά συνέπεια αντικαθιστούν και προκαλούν την εκτέλεση σειράς πραγματικών εντολών υπολογιστή. Programmer [Προγραμματιστής] Πληρ. Ατομο με ειδικές γνώσεις που συμμετέχει στη διαδικασία ανάπτυξης προγραμμάτων, δηλαδή γράφει, ελέγχει ή και διορθώνει προγράμματα. Programmer Analyst [Αναλυτής - Προγραμματιστής] Πληρ. Ο άνθρωπος ο οποίος εκτός της συγγραφής προγραμμάτων συμμετέχει και στην ανάλυση του προβλήματος ή της διαδικασίας που θα υλοποιηθεί με τα προγράμματα. Programmer Defined Macroinstruction [Μακροεντολή οριζόμενη από προγραμματιστές] Πληρ. Μια σειρά εντολών που υλοποιούν συγκεκριμένη εργασία, δίνουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα, έχουν ένα μνημονικό όνομα και έχουν οριστεί από προγραμματιστές για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη προγραμμάτων. Programmer's Toolkit [Εργαλειοθήκη προγραμματιστή] Πληρ. Βοηθητικά προγράμματα που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές ώστε να αναπτύσσουν πιο γρήγορα και με πιο ποιοτικό τρόπο προγράμματα για ένα συγκεκριμένο κάθε φορά περιβάλλον ανάπτυξης. Programming [Ανάπτυξη λογισμικού ή προγραμματισμός] Πληρ. 1. Η διαδικασία καθορισμού της αλληλουχίας μιας ομάδας εντολών οι οποίες, όταν εισαχθούν ως αρχείο σε έναν Η/Υ θα δημιουργήσουν τη δυνατότητα επεξεργασίας των στοιχείων που έχουν καταγραφεί σε ένα άλλο αρχείο με συγκεκριμένο τρόπο για την εξαγωγή αποτελεσμάτων σε συγκεκριμένη μορφή. 2. Η διαδικασία γραφής προγραμμάτων που περιλαμβάνει από την ανάλυση του προβλήματος μέχρι και τη θέση του σε πραγματική λειτουργία. Programming Environment [Περιβάλλον προγραμματισμού] Πληρ. Το περιβάλλον και τα μέσα (διορθωτές, μεταφραστές, κλπ) που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη προγραμμάτων. Programming Language [Γλώσσα προγραμματισμού] Πληρ. 1. Μεθοδολογία που ακολουθείται στην ανάπτυξη ενός λογισμικού, η οποία μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών συμβόλων εξασφαλίζει την δυνατότητα της αναγνώρισης, από τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα του Η/ Υ , των εντολών που συνθέτουν το λογισμικό. 2. Καθορισμένη κάθε φορά γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο προγραμματιστής για να αναπτύξει ένα πρόγραμμα. Progress Certificate [Πιστοποιητικό προόδου] Γεν. —> Monthly Certificate. Progress Chart [Διάγραμμα προόδου] Τεχνολ. Η παρουσίαση της ποσότητας των εργασιών που έχουν εκτελεστεί μέχρι μια δεδομένη χρονική στιγμή με γραφικό τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση της φυσικής εξέλιξης ενός έργου με την προγραμματισμένη διάρκεια και να διαπιστώνονται οι αποκλίσεις που προέκυψαν.

Projection 2

Progress Report [Δελτίο προόδου] Γεν. —> Monthly Progress Report. Progression [Πρόοδος] Μαθημ. Ακολουθία όπου κάθε όρος προκύπτει α) από τον προηγούμενο με πρόσθεση ενός αριθμού (αριθμητική - Arithmetic Progress), β) με πολλαπλασιασμό ενός άλλου αριθμού (γεωμετρική - Geometric Progress), γ) με πρόσθεση αριθμού στον αντίστροφο (Αρμονική -Harmonic Progress). Στην ουσία είναι μία σειρά από αριθμούς ή άλλες μαθηματικές εκφράσεις βάσει συγκεκριμένων κανόνων, διαφορετικών βέβαια για κάθε περίπτωση σειράς. Progressive Overflow [Σταδιακή υπερχείλιση] Πλημ. Η αποθήκευση των εγγραφών υπερχείλισης στην επόμενη διαθέσιμη συνεχόμενη θέση. Progressive Scanning [Προοδευτική σάρωση] Επικοιν. Σάρωση μιας επιφάνειας με ομαλή μετατόπιση ή στροφή του σαρωτή. Project [Εργο] Τεχνολ. Ένα σύνολο το οποίο αποτελείται από μια ομάδα ενεργειών που απαιτείται να εκτελεστούν ώστε όταν συμπληρωθούν να προκύψει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα το οποίο έχει προκαθοριστεί ως ο τελικός στόχος της προσπάθειας. Project Development Methodology 1 [Μεθοδολογία ανάπτυξης έργων] Πλημ. Σύνολο διαδικασιών και κανόνων που επιτρέπουν σε ένα πολύ μεγάλο έργο να έλθει σε πέρας με επιτυχία, δηλαδή μέσα στα προγραμματισμένα χρονικά πλαίσια, με το προϋπολογισμένο κόστος και το σχεδιαζόμενο αποτέλεσμα. Project Development Methodology 2 [Μεθοδολογία προσέγγισης έργου] Τεχνολ. Η ανάπτυξη του συνόλου των διαδικασιών ή εργασιών ή ενεργειών που απαιτούνται, μέσω μιας διαδικασίας εξελικτικής προσέγγισης με σκοπό να καθοριστούν όλες οι παράμετροι που θα επηρεάσουν την εκτέλεση ενός έργου στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης του. Project Engineering [Μελέτη έργου) Τεχνολ. 1. Η ανάπτυξη των αναλυτικών σχεδίων μέσω των οποίων καθορίζεται η μορφή και η μεθοδολογία κατασκευής ενός τεχνικού έργου με όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες των στοιχείων που συνθέτουν το σύνολο. 2. Η ανάπτυξη των τεχνικών λεπτομερειών όλων των τεμαχίων και των εξαρτημάτων που θα συμμετέχουν στη δημιουργία ενός τεχνολογικού προϊόντος. Project Manager [Υπεύθυνος έργου] Τεχνολ. Το στέλεχος μιας επιχείρησης στο οποίο η διοίκηση της επιχείρησης αναθέτει την ευθύνη της εκτέλεσης ενός έργου και το οποίο είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική εκτέλεση των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για τη συμπλήρωση του αντικείμενου. Projected Window [Περιστρεφόμενο παράθυρο] Οικοδ. Παράθυρο το οποίο περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα που είναι τοποθετημένος στο μέσω του ύψους ή σε ένα από τα δύο άκρα και ανοίγει με την περιστροφή του γύρω από αυτό τον άξονα. Projection 1 [Προβολή] Μαθημ. Αντικείμενο της προβολικής γεωμετρίας. Μετασχηματισμός σημείων πάνω σε ένα άλλο επίπεδο με χρήση παράλληλων γραμμών με ειδική περίπτωση την κάθετη προβολή. Projection 2 [Προβολή] Γεν. Η μέθοδος που ακολουθείται για την παρουσίαση ενός μιας επιφάνειας που έχει σφαιρική μορφή με γραφικό τρόπο σε ένα επίπεδο σχήμα ώστε να είναι γνωστές οι αποκλίσεις που υποχρεωτικά υφίστανται οι κυκλικές αποστάσεις λόγω της επίπεδης γραφικής μετατροπής.

Projection Net

-1126-

Projection Net [Δίκτυο προβολής] Μαθημ. Ένα δίκτυο (σημείων) που προβάλλεται πρέπει να προβάλλεται σε συνεχές δίκτυο. Projection's Slide [Εικόνα προβολής] Τεχνολ. Ειδικά slide που απεικονίζουν για ένα συγκεκριμένο θέμα που παρουσιάζεται, μπορεί να είναι φτιαγμένα και σε υπολογιστή από ειδικό λογισμικό. Projective Geometry [Προβολική γεωμετρία] Μαθημ. Ασχολείται με τη μελέτη προβολών σχημάτων σε διάφορα επίπεδα και βρίσκει εφαρμογή σε επιστήμες με σχέδιο. Projective Group [Προβολική ομάδα] Μαθημ. Ομάδα πινάκων που παράγεται από γενικότερες ομάδες με παραγοντοποίηση. Διακρίνουμε τις παρακάτω ομάδες: γραμμική, ορθογώνια, μοναδιαία κτλ. Projective Limit [Προβολικό όριο] Μαθημ. Όριο που στηρίζεται στους κανόνες της προβολικής γεωμετρίας. Projective Line [Γραμμή προβολής] Μαθημ. Προβολικές ευθείες μπορεί να έχουν ως ένα κοινό σημείο αλλά πάντα τέμνονται σε ένα σημείο. Projective Plane [Προβολικό επίπεδο] Μαθημ. Επίπεδο της προβολικής γεωμετρίας όπου 2 γραμμές πάντα τέμνονται. Παράγεται από ένα κανονικό επίπεδο με χρήση μια γραμμής προς το άπειρο. Projective Point [Προβολικό σημείο] Μαθημ. Στοιχείο της προβολικής γεωμετρίας. Υπάρχουν τουλάχιστον 3 σε κάθε ευθεία ενός επιπέδου και ένα επιπλέον σε κάθε επίπεδο. Projectivity [Προβολικότητα] Τεχνολ. Δυνατότητα χρήσης προβολικών τεχνικών. Prolamin [Προλαμίνη] Βιοχημ. Απλή πρωτεΐνη που απαντάται σε φυτά. Αδιάλυτη σε νερό και σε απόλυτη αιθανόλη. Prolate [Προεκβολή] Μαθημ. Επιμήκυνση. Ένας όρος της γεωμετρίας για την προεξοχή ακίδων από διάφορες επιφάνειες. Prolate Cycloid [Επιμηκυμένη κυκλοειδής] Μαθημ. Καμπύλη που παράγεται από το άκρο μιας προεξέχουσας ακτίνας ενός κύκλου που κυλίεται πάνω σε ένα επίπεδο. Isolate Ellipsoid [Επιμηκυμένη ελλειψοειδής] Μαθημ. Υπάγεται γενικά στον ίδιο κανόνα με το επιμηκυμένο σφαιροειδές. Prolate Spheroid [Επιμηκυμένη σφαιροειδής] Μαθημ. Σφαιροειδές που έχει τουλάχιστον μια προεξέχουσα ακτίνα. Prolate Spheroidal Coordinates System [Σύστημα συντεταγμένων επιμηκυμένου σφαιροειδούς] Μαθημ. Χρησιμοποιείται σε διάφορες μορφές με χρησιμότερη την χ = coshx, ψ = cosy, ζ =φ, όπου χ 3 1 , 1 < ψ < 1 , 0 < ζ <2π." Proline [Προλίνη] Βιοχημ. Ένα από τα 20 αμινοξέα που χρειάζονται για τη σύνθεση των πρωτεϊνών όλων των ζωντανών οργανισμών. Το μόνο στο οποίο η αμινομάδα είναι μέρος πενταμελούς δακτυλίου. Εμφανίζεται σε σημαντικό ποσοστό στο κολλαγόνο και σε άλλες πρωτεΐνες. Βιοσυνθετικά έχει σαν πρόδρομη ένωση το Lγλουταμινικό οξύ. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). P R O L O G [Γλώσσα PROLOG] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, μη αλγοριθμική, που έχει περισσότερο χρήση σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και στηρίζεται σε γεγονότα και κανόνες επεξεργασίας των γεγονότων. Η ονομασία της προέρχεται από την φράση Programming in Logic. P R O M [Προγραμματισμένη μνήμη ανάγνωσης μόνο]

Πληρ. Programmable Read Only Memory P R O M Burner [Εστία PROM] Πληρ. Η συσκευή με την οποία γίνεται εγγραφή σε προγραμματιζόμενες μνήμες που χρησιμοποιούνται μόνο για ανάγνωση ή και σε επανεγγράψιμες PROM. Promazine Hydrochloride [Υδροχλωρική προμαζίνη] Ομγ.Χημ. Φαρμακευτική ουσία με μοριακό τύπο C17H20N2S.HCI που ανήκει στην κατηγορία των φαινοθειαζινών. Αευκή στερεή υγροσκοπική ουσία διαλυτή στο νερό και το οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται σαν ηρεμιστικό και καταπραϋντικό φάρμακο σε περιπτώσεις ψυχωτικών διαταραχών. Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας προκαλεί υποθερμία, οξεία υπόταση και καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Promenade Deck [Κατάστρωμα περίπατου] Νανπηγ. Καλείται ο ανοικτός χώρος που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε στο κατάστρωμα ενός επιβατικού πλοίου για τους επιβάτες ώστε να μπορούν να τον διατρέχουν για λόγους αναψυχής. Promethium [Προμήθειο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με σύμβολο Pm. Αποτελεί ραδιενεργό στοιχείο της σειράς των σπανίων γαιών των λανθανίδων. Prominence [Προεξοχή] Αστμον. Φαινόμενο της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Μεγάλοι πίδακες υπερβολικής ενέργειας πετάγονται προς τα έξω συνήθως σε αρκετό ύψος και εκτελεί μια κίνηση σαν ελεύθερη βολή και μόνο ένα μικρό κομμάτι ξαναπέφτει πίσω λόγω βαρυτικών δυνάμεων ενώ το υπόλοιπο φεύγει στο στέμμα και συνήθως είναι υπεύθυνο για διάφορα γεωμαγνητικά φαινόμενα. Promontory [Ακρωτήριο] Γεωλ. Ονομάζεται το τμήμα εκείνο της ξηράς το οποίο εισχωρεί σε αρκετό βάθος στην περιοχή της θάλασσας, οπότε και στους γεωγραφικούς χάρτες φαίνεται σαν μία μύτη που εξέχει από την υπόλοιπη στεριά και κυκλώνεται από τη θάλασσα. Prompt [Προτρεπτικό] Πληρ. Σήμα ή μήνυμα του υπολογιστή ότι ο χρήστης πρέπει να τον τροφοδοτήσει με κάποια στοιχεία για να συνεχίσει. Prompt Critical [Κατάσταση άμεσης κρισιμότητας] Πνρην.Φνσ. Συνθήκη κάτω από την οποία ένας αντιδραστήρας λειτουργεί υπό κατάσταση κρισιμότητας, κατάσταση, δηλαδή, όπου δεν απαιτείται πλέον εξωτερική παροχή νετρονίων για να διατηρηθεί το επίπεδο ισχύος λειτουργίας- μονό με νετρόνια που παράγονται πρωτογενώς από διαδικασίες πυρηνικής σχάσης. Prompt Neutron [Ταχυ νετρόνιο] Πνρην.Φνσ. Νετρόνιο που παράγεται σε μια πρωτογενή πυρηνική σχάση, το οποίο αντίθετα με τα δευτερογενώς παραγόμενα νετρόνια που θα ακολουθήσουν, δεν παρουσιάζει καμία καθυστέρηση στον χρόνο απελευθέρωσής του από τον πυρήνα. Proof [Απόδειξη] Μαθημ. Συνδυασμός μαθηματικών μεταβλητών, τύπων, αξιωμάτων, θεωρημάτων και άλλων προτάσεων για την εξαγωγή συμπερασμάτων για την αλήθεια μιας πρότασης. Proof Load [Δοκιμαστικό φορτίο] Μηχ. Καλείται το φορτίο που επιβάλλεται σε μία κατασκευή ή μηχανή προτού αυτή παραδοθεί προς χρήση, για να ελεγχθεί η ορθότητα της λειτουργίας της. Proofreader [Διορθωτής κειμένων] Γραψισ. Είναι το άτομο το επιφορτισμένο με την εργασία της ανάγνωσης των κειμένων, προτού αυτά σταλούν για τη διαδικασία εκτύπωσης, προκειμένου να εντοπιστούν και να διορθο)θούν τα λάθη που ενδεχομένως υπάρχουν στα

-1127πρωτότυπα. Prop [Υποστήριγμα] Μηχ. Ένας γενικός όρος που δηλώνει στοιχείο κατασκευής το οποίο φέρει φορτία στηρίζοντας κάποιο τμήμα της, όπως για παράδειγμα μία δοκός, ένας πάσσαλος, μία ράβδος και άλλα. Propagate [Διαδίδω] Επικοιν. Μεταφορά πληροφορίας μέσα από ένα κανάλι. Propagated E r r o r 1 [Διαδιδόμενο σφάλμα] Πληρ. Σφάλμα που εμφανίζεται σε ένα σημείο του προγράμματος και τα αποτελέσματα του επηρεάζουν επόμενα σημεία. Propagated Error 2 [Μεταδιδόμενο λάθος] Μαθημ. Κατά την ανάπτυξη αριθμητικής λύσης σε μια ολοκλήρωση, παραγώγιση αλλά κυρίως στην αριθμητική επίλυση διαφορικών εξισώσεων, σε κάθε βήμα μπορεί να παραχθεί ένα λάθος συνήθως αποκοπής το οποίο μεταδίδεται προσθετικά ως το σημείο διακοπής της εφαρμογής της μεθόδου. Propagation Constant [Σταθερά διάδοσης] Ηλεκτμομαγν. Ο όρος αυτός αφορά τις ευρύτερες επικοινωνίες και προσδιορίζει σε κάθε περίπτωση τη μεταβολή της φάσης του κύματος ανά μονάδα μήκους. Η σταθερά αυτή μετράται συνήθως σε rad ανά μέτρο μήκους. Propagation Forecasting [Πρόβλεψη διάδοσης] Μετεωρ. Η τάση που παρουσιάζουν (τα παρατηρούμενα) μετεωρολογικά φαινόμενα να διαδοθούν με ή χωρίς σύζευξη με άλλα σε μια περιοχή. Propagation Loss [Απώλεια μετάδοσης] Επικοιν. Απώλεια σήματος στη διάρκεια μετάδοσης σήματος. Propagation Path 1 [Δρόμος διάδοσης] Επικοιν. Το συγκεκριμένο κανάλι όπου υλοποιείται η μετάδοση (νοητό ή πραγματικό). Propagation Path 2 [Δρόμος διάδοσης] Μαθημ. Ο δρόμος που βρίσκει (στο επίπεδο ή σε ανάλογο σύστημα συντεταγμένων) η αριθμητική λύση για να προχωρήσει (υποτίθεται ομαλά). Propagation Time Delay [Χρονοκαθυστέρηση μετάδοσης] Επικοιν. Χρονική διαφορά μετάδοσης από την προβ^πόμενη συνήθως λόγω θορύβου ή κυκλοφορίας. Propane [Προπάνιο] Ομγ.Χημ. Κορεσμένος υδρογονάνθρακας της ομόλογης σειράς των αλκανίων με ανθρακική αλυσίδα τριών ατόμων άνθρακα και τύπο CH3CH2CH3. Αχρωμο εύφλεκτο αέριο με οσμή φυσικού αερίου. Αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οινόπνευμα με σημείο βρασμού -42°C και σημείο πήξης 188°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, σαν καύσιμο (στο υγραέριο), σαν ψυκτικό μέσο και σαν προωθητικό μέσο σε σπρέι. Propargyl Alcohol [Προπαργυλική αλκοόλη] Οργ. Χημ. Ακόρεστη αλκοόλη με τύπο HC°CCH2OH (1προπινόλη). Αχρωμο εύφλεκτο υγρό με σημείο βρασμού 114°C και σημείο πήξης -53°C, διαλυτό σε νερό και σε οινόπνευμα. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και σαν παρεμποδιστής διάβρωσης. Propargyl Bromide [Προπαργυλοβρομίδιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστη οργανική ένωση με τύπο HC°CCH2Br (3βρομο-1-προπίνιο). Εύφλεκτο υγρό με έντονη οσμή και σημείο βρασμού 88-90°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Propargyl Chloride [Προπαργυλοχλωρίδιο] ΟμγΧημ. Ακόρεστη οργανική ένωση με τύπο HC°CCH2C1 (3χλωρο-1-προπίνιο). Εύφλεκτο υγρό αδιάλυτο στο νερό με σημείο βρασμού 58°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Propellant [Προωθητικό] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρα-

Propionaldehydc

κτηρίζεται ένα μίγμα χημικών ουσιών, το οποίο με ελεγχόμενο ρυθμό και υπό τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να παράγει μεγάλους όγκους αερίων. Τα μίγματα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως για τις εκτοξεύσεις πυραύλων ή βλημάτων αλλά και σε πληθώρα άλλων πρακτικών εφαρμογών, όπως είναι η ενεργοποίηση των μηχανισμών εκκίνησης κινητήρων, των αεριοστρόβιλων, η παραγωγή θερμότητας ή άλλα. Propellant Mass Ratio [Λόγος μαζών προωθητικού υλικού] Αεμομηχ. Σ' ένα πύραυλο, ο λόγος της μάζας του προωθητικού υλικού προς την ολική μάζα του προωθητικού υλικού, του οξειδωτικού και του καυσίμου. Propeller [Προπέλα] Μηχ. Είναι ο μηχανισμός που προσφέρει την προωστική δύναμη σε ένα σκάφος, καθώς έχει το γεωμετρικό σχήμα μιας έλικας και άλλωστε είναι γνωστός και με αυτόν τον όρο, αφού αποτελείται από κατάλληλα διαμορφωμένα πτερύγια στερεωμένα σε έναν κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο και περιστρέφονται. Propenyl Guaethol [Προπενυλική γουαεθόλη] Οργ. Χημ. Λευκή οργανική ένωση με τύπο CnH 1 4 0 2 . Λευκό στερεό με σημείο τήξης 85-86°C ελάχιστα διαλυτό στο νερό με οσμή και γεύση βανίλιας. Χρησιμοποιείται σαν τεχνητό άρωμα και γεύση βανίλιας, Proper Character [Κατάλληλος χαρακτήρας] Μαθημ. Χαρακτήρας που συνδέεται με μια αναπαράσταση. Proper Class [Κατάλληλη κλάση] Μαθημ. Μια κλάση που δεν είναι σύνολο δηλαδή μέλος μιας άλλης κλάσης σύνολο. Proper Fraction [Γνήσιο κλάσμα] Μαθημ. Ονομάζεται ο λόγος δύο αριθμών, δηλαδή ένα κλάσμα, που έχει τιμή μικρότερη, κατά απόλυτη έννοια, από την μονάδα, αφού ο αριθμητής του είναι μικρότερος από τον παρονομαστή του. Proper Fraction [Κατάλληλο κλάσμα] Μαθημ. Ένα κλάσμα μικρότερο της μονάδας. Proper integral [Κατάλληλο ολοκλήρωμα] Μαθημ. Έτσι λέγονται τα ορισμένα ολοκληρώματα για να τα διακρίνουμε από τα γενικευμένα (Improper integrals) κάθε είδους. Proper Motion [Κατάλληλη κίνηση] Αστμον. Μια από τις συνιστώσες της ηλιακής κίνησης προς το σύστημα του Βέγας. Ωστόσο όλα τα άστρα εκτελούν τέτοια κίνηση μέσα στο γαλαξία τους αλλά η ταχύτητα ποικίλλει και μετριέται σε δευτερόλεπτα τόξων (Arcseconds). Μόνο 7 άστρα έχουν ταχύτητα μεγαλύτερη από 5 ενώ αρκετά υπερβαίνουν το 1. Proper Rational Function [Κατάλληλα ρητή συνάρτηση] Μαθημ. Ρητή συνάρτηση με όρους πολυώνυμα ώστε ο βαθμός του αριθμητή να είναι μικρότερος από αυτόν του παρονομαστή. Proper Subset [Κατάλληλο υποσύνολο] Μαθημ. Ένα υποσύνολο ενός συνόλου διαφορετικό από το ίδιο το σύνολο. Propham [Προφάμ] Ομγ.Χημ. Καστανόχρωμη στερεή οργανική ένωση με τύπο C|oH 13 N0 2 . Χρησιμοποιείται σαν ζιζανιοκτόνο Kat ανήκει στην κατηγορία των παρεμποδιστών ανάπτυξης. Η επίσημη (κατά IUPAC) ονομασία του είναι καρβανιλικό ισοπροπύλιο. β-Propiolactone [β-Προπιολακτόνη] Ομγ.Χημ. Κυκλικός εστέρας με τρία άτομα άνθρακα και μοριακό τύπο C3H4O2. Υγρή ουσία μιε σημείο βρασμού 162°C που χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Propionaldehyde [Προπανάλη] Ομγ.Χημ. Το τρίτο μέ-

Propionate

- 1128-

λος της ομόλογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλδεϋδών με τύπο CH3CH 2 CH=0. Υγρό αποπνικτικής οσμής με σημείο βρασμού 49°C που χρησιμοποιείται σαν απολυμαντικό, στη βιομηχανία πλαστικών και σε οργανικές συνθέσεις. Propionate [Προπανικό-ς] Οργ.Χημ. Αλας ή εστέρας του προπανικού οξέος. Π.χ. c h 3 c h 2 c o o c h 2 c h 3 (προανικός αιθυλεστέρας), c h 3 c h 2 c o o k (προπανικό κάλιο). Propionic Acid [Προπανικό οξύ] ΟργΧημ. Το τρίτο μέλος της ομόλογης σειράς των κορεσμένων μονοκαρβοξυλικών οξέων με τύπο c h 3 c h 2 c o o h . Αχρωμο ελαιώδες υγρό έντονης οσμής διαλυτό στο νερό και το οινόπνευμα με σημείο βρασμού 140°C. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών, αρωμάτων, εστέρων, εντομοκτόνων, καθώς επίσης και σαν συντηρητικό. Propionic Anhydride [Προπανικός ανυδρίτης] Opy. Χημ. Παράγωγο του προπανικού οξέος με τύπο (CH3CH 2 C0) 2 0. Αχρωμο υγρό έντονης οσμής διαλυτό στο οινόπνευμα με σημείο βρασμού 167-169°C. Αντιδρά με το νερό παράγοντας προπανικό οξύ. Χρησιμοποιείται σε εστεροποιήσεις αντί του προπανικού οξέος καθώς επίσης και στην παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών, χρωμάτων κλπ. Proportion [Αναλογία] Μαθημ. Η ποσοστιαία σχέση μεταξύ δύο ποσοτικών μεγεθών η οποία εκφράζεται ως το πηλίκον που προκύπτει όταν διαιρεθούν μεταξύ τους. Proportional [Ανάλογο] Μαθημ. Ένα μέγεθος Α είναι ανάλογο με ένα μέγεθος Β αν Α/ Β =λ όπου λ σταθερός αριθμός. Proportional Band [Ανάλογη ζώνη] Μαθημ. Παράμετρος ενός ελεγκτή (αντιστρόφως ανάλογο του Proportional Gain) για το ήδη βαθμολογημένο ποσοστό για κάποιο μέγεθος. Proportional Counter [Περιοχή αναλογικού απαριθμητή] Ηλεκτρον. Μια από τις χαρακτηριστικές περιοχές διάκρισης της απόκρισης ενός ανιχνευτή, ως προς το δυναμικό πόλωσης στην οποία το ισχυρό ηλεκτρικό έχει ως αποτέλεσμα το φορτίο που συλλέγεται να είναι μεγαλύτερο από αυτό που δημιουργεί η διέλευση της ακτινοβολίας. Ο ρυθμός των καταμετρήσεων αυξάνει σχεδόν εκθετικά με την τάση. Proportional Elastic Limit [Οριο ελαστικής παραμόρφωσης} Τεχνολ. Η μέγιστη τάση που χαρακτηρίζεται από το γεγονός πρωτοβάθμιας αναλογίας της τάσης ως προς την παραμόρφωση. Proportional Limit [Αναλογικό όριο] Τεχνολ. Η μέγιστη τάση που είναι δυνατόν να αναπτυχθεί εντός του όγκου ενός υλικού δίχως να μεταβληθεί η γραμμική αναλογία που υφίσταται για το συγκεκριμένο υλικό μεταξύ των τάσεων και των παραμορφώσεων. Proportional Part [Ανάλογο μέρος] Μαθημ. Καλείται κάθε αριθμός, συνάρτηση, διάνυσμα ή άλλη μαθηματική έκφραση που προκύπτει από μία άλλη αντίστοιχη με απλό πολλαπλασιασμό της δεύτερης με έναν αριθμό ή άλλο είδους συντελεστή. Proportional Parts [Μέρη ανάλογα] Μαθημ. Μερισμός ενός (μετρήσιμου) αντικειμένου σε μέρη ανάλογα με κάποιους αριθμούς σημαίνει χωρισμός ανάλογα με το λόγο των αριθμών αυτών (ανά δύο). Proportional Pius Derivative Control [Ανάλογος και παράγωγος έλεγχος] Τεχνολ. Σήμα ελέγχου με χρήση και της παραγώγου.

Proportional Plus Integral Control [Ανάλογος και ολοκληρωτικός έλεγχος] Τεχνολ. Σήμα ελέγχου με χρήση και του ολοκληρώματος. Proportional Reducer [Αναλογικός μειωτής] Τεχνολ. Χημική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή της πυκνότητας και της αντίθεσης στο γαλάκτωμα του φωτογραφικού αρνητικού αφαιρώντας από αυτό ποσότητα αργύρου. Proportional Sampling [Δειγματοληψία με ποσοστά] Στατ. Δειγματοληψία σε ποσά ανάλογα με αυτά του πληθυσμού λήψης. Proposition [Πρόταση] Μαθημ. Στα μαθηματικά με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε θεώρημα ή άλλη λογική διατύπωση που επιδέχεται απόδειξης σύμφωνα με τα αξιώματα και τα ήδη αποδεδειγμένα θεωρήματα του αντίστοιχου κλάδου αυτής της επιστήμης. Propositional Calculus [Προτασιακός λογισμός] Μαθημ. Αογισμός με χρήση προτασιακών τύπων και λογικών συνδέσμων. Proprietary Program 1 [Αποκλειστικό δικαίωμα] Πληρ. Ο χαρακτηρισμός που προσδιορίζει τα δικαιώματα του δημιουργού ενός λογισμικού όσον αφορά τη χρήση του από τρίτους ή τη διάθεσή του στην αγορά για εμπορικούς λόγους. Proprietary Program 2 [Ιδιωτικό πρόγραμμα] Πληρ. Πρόγραμμα που ανήκει σε κάποιον, συνήθως προμηθευτή και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένο περιβάλλον αφού πρώτα αποκτηθούν δικαιώματα χρήσης του. Propulsion [Πρόωση] Νανπηγ. Ονομάζεται η κίνηση προς τα εμπρός ενός σκάφους υπό την επίδραση της δύναμης ενός κινητήρα που φέρει επάνω του. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και γενικότερα για την επίδραση μιας δύναμης σε ένα σώμα με συνέπεια την κίνησή του μέσα σε κάποιο ρευστό μέσο, δηλαδή υγρό ή αέριο. Propvl [Προπύλιο] Οργ.Χημ. Είδος ρίζας αλκύλιου με τύπο CH3CH2CH2-. Propyl- [Προπυλο-] ΟργΧημ. Πρόθεμα στην ονομασία μίας οργανικής ένωσης που δείχνει την παρουσία προπυλίου. Π.χ. προπυλαμίνη ( C H 3 C H 2 C H 2 - N I I 2 ) . n-Propyl Acetate [Οξικός προπυλεστέρας] ΟργΧημ. Είδος εστέρα, παράγωγου του προπανικού οξέος, με τύπο c h 3 c h 2 c o o c h 2 c h 3 . Αχρωμο εύφλεκτο υγρό με ευχάριστη οσμή ελάχιστα διαλυτό στο νερό, διαλυτό σε οινόπνευμα με σημείο βρασμού 101-102°C. Χρησιμοποιείται σε αρώματα, λάκκες, πλαστικά και ρητίνες καθώς επίσης σαν βελτιωτικό γεύσης. Propyl Formate [Μυρμηκικός προπυλεστέρας] Οργ. Χημ. Εστέρα, παράγαιγο του μυρμηκικού οξέος (HCOOH) με τύπο HCOOCH2CH2CH3. Εύφλεκτο υγρό, ελάχιστα διαλυτό στο νερό με σημείο βρασμού 81°C. Χρησιμοποιείται σαν βελτιωτικό γεύσης. n-Propyl Furoate [Φουροϊκός n-προπυλεστέρας] Οργ. Χημ. Εστέρας, παράγωγο του 2-φουροϊκού οξέος με τύπο. Αχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, διαλυτό σε αιθανόλη, με σημείο βρασμού 211°C. Χρησιμοποιείται σαν βελτιωτικό γεύσης. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Propyl Gallate [Γαλλικός προπυλεστέρας] Οργ.Χημ. Εστέρας, παράγωγο του γαλλικού οξέος με τύπο Cf>H2 (OH)3COOCH2CH2CH3. Αχρωμο κρυσταλλικό σώμα διαλυτό σε οινόπνευμα με σημείο τήξης \50°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή τροφίμων με λίπη και έλαια. Propyl Group [Προπυλομάδα] Οργ.Χημ. Είδος αλκύ-

-1129λιου που προκύπτει από το προπάνιο με απόσπαση ενός από τα έξι άτομα υδρογόνου σε ένα από τα δύο ακραία άτομα άνθρακα του προπανίου. Έχει τύπο CH3CH2CH2-. α-Propyl Mercaptan [n-προπυλομερκαπτάνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση της κατηγορίας των μερκαπτανών με τύπο CH3CH2CH2SH. Εύφλεκτη υγρή ουσία με σημείο βρασμού 67-68°C και σημείο πήξης - 1 1 3 ° C . Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και σαν ζιζανιοκτόνο. n-Propyl Nitrate [Νιτρικός n-προπυλεστέρας] Ομγ. Χημ. Ανόργανος εστέρας, παράγωγο του νιτρικού οξέος (ΗΝ0 3 ), με τύπο CH 3 CH 2 CH 2 0N0 2 . Υγρό αδιάλυτο στο νερό διαλυτό σε αιθανόλη με σημείο βρασμού 110°C. Χρησιμοποιείται σαν καύσιμο σε πυραύλους. n-Propylalcohol [n-Προπυλική αλκοόλη] ΟμγΧημ. Μέλος της σειράς των κορεσμένων πρωτοταγών αλκοολών με τύπο CH3CH2CH2OH. Αχρωμο εύφλεκτο υγρό με σημείο βρασμού 97°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης, σαν αντισηπτικό, σε υγρά φρένων, καθώς επίσης και στην οργανική σύνθεση. Αναφέρεται και σαν 1-προπανόλη. n-Propylamine [n-Προπυλαμίνη] ΟμγΧημ. Μέλος της ομόλογης σειράς των κορεσμένων πρωτοταγών αμινών με τύπο CH3CH2CH2NH2. Αχρωμο υγρό, πολύ εύφλεκτο με ασθενείς βασικές ιδιότητες και σημείο βρασμού 48°C. Χρησιμοποιείται σαν ηρεμιστικό και στην οργανική σύνθεση. Propylbenzene [Προπυλοβενζόλιο] Ομγ.Χημ. Αλκυλοπαράγωγο του βενζολίου με τύπο C6H5CH2CH2CH3. Αχρωμο υγρό διαλυτό σε αιθανόλη, ελάχιστα διαλυτό σε νερό με σημείο βρασμού 159°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης και στη βαφή υφασμάτων. Αναφέρεται και σαν φαινυλοπροπάνιο. Propylene [Προπυλένιο] Ομγ.Χημ. Τρίτο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκενίων με τύπο CH3CH=CH2. Αχρωμο εύφλεκτο αέριο διαλυτό σε αιθανόλη, ελάχιστα διαλυτό σε νερό με σημείο βρασμού -48°C. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία πλαστικών για την παρασκευή πολυπροπυλένιου (ΡΡ), καθώς και σε οργανικές συνθέσεις. Αναφέρεται και σαν προπένιο. Propylene Dichloride [Προπυλενοδιχλωρίδιο] Ομγ. Χημ. Διχλωροπαράγωγο του προπανίου με επίσημη ονομασία 1,2-διχλωρο-προπάνιο και τύπο CH3CH(C1) C H 2 C I . Αχρωμο υγρό με οσμή χλωροφορμίου, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες με σημείο βρασμού 96°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης, για στεγνό καθάρισμα και στην κατεργασία μετάλλων. Propylene Glycol [Προπυλενογλυκόλη] ΟμγΧημ. Κορεσμένη δισθενής αλκοόλη με επίσημη ονομασία 1,2προπανοδιόλη και τύπο CH3CH(OH)CH2OH. Αχρωμο παχύρρευστο υγροσκοπικό υγρό διαλυτό σε νερό και σε οργανικούς διαλύτες με σημείο βρασμού 187°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης, σαν αντιπηκτικό, σε αντηλιακές λοσιόν και σε διάφορα φαρμακευτικά είδη. Propylene Glycol Monomethyl Ether [Μονομεθυλαιθέρας της προπυλενογλυκόλης] Ομγ. Χημ. Ονομασία που αντιστοιχεί σε δύο μονοαιθέρες της προπυλενογλυκόλης, με τύπους CH3CH(OH)CH2OCH3 (1-με$υξυ-2προπανόλη ή 1Μ2Ρ) και CH3CH(OCH3)CH2OH (2μεθυξυ-1-προπανόλη ή 2Μ1Ρ). Ελαιώδη υγρά, άχρωμα με απαλή οσμή, τοξικά, αδιάλυτα στο νερό με σημεία βρασμού, αντίστοιχα 120°C και 130°C. Χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία κυρίως σαν διαλύτες χρωμάτων, λακκών, ρητινών κλπ.

Protamine

Propylene Oxide [Προπυλενοξείδιο] Ομγ.Χημ. Δεύτερο μέλος της σειράς των εποξειδίων με μοριακό τύπο C3H6O. Εύφλεκτο άχρωμο υγρό με οσμή αιθέρα, διαλυτό σε αλκοόλη και μερικά διαλυτό σε νερό. Έχει σημείο βρασμού 34°C και χρησιμοποιείται σαν διαλύτης, σε οργανικές συνθέσεις και στην παρασκευή αφρών ουρεθάνης. Αναφέρεται και σαν μεθυλοοξιράνιο ή 1,2εποξυπροπάνιο. Propyleneimine [Προπυλενιμίνη] Ομγ.Χημ. Μεθυλιωμένο παράγωγο της αζιριδίνης με μοριακό τύπο C 3 H 7 N . Εύφλεκτο άχρωμο υγρό με σημείο βρασμού 66-67°C, ύποίττο για καρκινογένεση. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Αναφέρεται και σαν 2-μεθυλαζιριδίνη ή 2-μεθυλ-αζακυκλοπροπάνιο. Propyliodone [Προπυλιωδόνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση με πυριδινικό δακτύλιο. Έχει μοριακό τύπο C,OHmI2N03 και χημική ονομασία 3,5-διιωδο-4πυδιδονο-Ν-οξικός προπυλεστέρας. Λευκή στερεή τοξική ουσία, αδιάλυτη στο νερό με σημείο τήξης 186187°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική. Propylparaben [Προπυλπαραμπέν] Ομγ.Χημ. Εμπορική ονομασία για οργανική ένωση με μοριακό τύπο HOQH4COOCH2CH2CH3 και επίσημη ονομασία 4υδροξυ-βενζοϊκός προπυλεστέρας. Άχρωμο κρυσταλλικό στερεό, αδιάλυτο στο νερό με σημείο τήξης 9598°C. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική, σαν συντηρητικό τροφίμων και σαν μυκητοκτόνο. Propylthiopyrophosphate [Προπυλοθειοπυροφωσφορικό] Ομγ. Χημ. Κιτρινωπό υγρό με μοριακό τύπο Cj2H28P2S20 και σημείο βρασμού 148°C. Χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνο. Prosperite [Προσπερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο αρσενικικό ψευδάργυρο και ασβέστιο. Σχηματίζει άχροους ή λευκούς, με υαλώδη ή μεταξώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,. Prosthetic Group [Προσθετική ομάδα] Βιοχημ. Το μη πρωτεϊνικό τμήμα μιας σύνθετης πρωτεΐνης που αποτελεί τη δραστική ομάδα αυτής και τη χαρακτηρίζει όπως το φωσφορικό οξύ των φωσφοροπρωτεϊδίων, οι χρωστικές ουσίες των χρωμοπρωτεϊδίων, τα νουκλεϊνικά οξέα των νουκλεοπρωτεϊδίων κ.λ.π. Prostratigraphy [Πρωτοστρωματογραφία] Γεωλ. Το αρχικό επίπώο μελέτης των χαρακτήρων και των ιδιοτήτων μιας στρωματογραφικής ενότητας που δεν περιλαμβάνει τη φυσική ακολουθία και την κατανομή της στο χώρο και το χρόνο. Prostyle [Πρόστυλο] Αμχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται μπροστά από ένα κτίριο και περικλείεται από κίονες. Protactinium [Πρωτακτίνιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Pa. Πρόκειται για ραδιενεργό στοιχείο, το οποίο ανήκει στη σειρά των σπανίων γαιών των ακτινίδων. Έχει χρώμα λευκό, είναι ιδιαίτερα τοξικό μέταλλο και παρουσιάζει ελάχιστες πρακτικές εφαρμογές στην τεχνολογία. Protamine [Πρωταμίνη] Βιοχημ. Η κατηγορία των απλούστερων υδατοδιαλυτών πρωτεϊνών (σαλμίνη κ.λ. π.) που συναντώνται κυρίως στο σπέρμα ορισμένων ιχθύων και είναι αλκαλικού χαρακτήρα ενώσεις, συγκριτικά μικρού μοριακού βάρους (μικρότερο από 3.000), αποτελούμενες από μικρό αριθμό αμινοξέων (ιδίως αργινίτη).

Protease

-1130-

Protease [Πρωτεάση] Βιοχημ. Κάθε πρωτεολυτικό ένζυμο που καταλύει την υδροξυλική διάσπαση των πρωτεϊνών όπως π.χ. τα ένζυμα του ανθρώπινου οργανισμού πεψίνη, ερεψίνη και θρυψίνη. Διακρίνονται σε πρωτεϊνάσες και πεπτιδάσες. Protected Location [Προστατευμένη θέση] Πλημ, Θέση μνήμης της οποίας το περιεχόμενο είναι υπό την προστασία του υπολογιστή για την αποφυγή πιθανής αλλαγής του, είτε κατά λάθος είτε από πρόθεση. Σε τέτοιες θέσεις συνήθως βρίσκονται αποθηκευμένα είτε προγράμματα είτε δεδομένα του συστήματος. Protection Code [Κώδικας προστασίας] Πλημ. Τμήμα προγράμματος του συστήματος που παρέχει τις εξουσιοδοτήσεις που υπάρχουν για την υλοποίηση διαφόρων εργασιών. Protection Key [Κλειδί προστασίας] Πλημ. Κωδικός συνδεδεμένος με συγκεκριμένο πρόγραμμα και που δίνει στο πρόγραμμα το δικαίωμα προσπέλασης σε ορισμένες θέσεις μνήμης. Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζεται ποια προγράμματα έχουν προσπέλαση σε ποιες θέσεις μνήμης. Protective Capacitor [Πυκνωτής προστασίας] Ηλεκτμ. Ένας πυκνωτής που χρησιμοποιείται στα ηλεκτρικά κυκλώματα έτσι ώστε η τάση να διατηρείται σε τιμές που δεν είναι ζημιογόνες για το κύκλωμα. Protective Finish [Επένδυση προστασίας] Τεχνολ. Επάλειψη της επιφάνειας ενός υλικού με ένα ρευστό χημικό προϊόν το οποίο προορίζεται να προστατεύσει την επιφάνεια από μηχανικές φθορές ή χημική διάβρωση. Protective Group [Προστατευτική ομάδα] ΟργΧημ Αδρανής ομάδα στην οποία μετατρέπεται μία δραστική ομάδα ενός οργανικού μορίου κατά τη διαδικασία μιας οργανικής σύνθεσης. Έχει σαν στόχο την αποτροπή αντίδρασης του μορίου μέσω της ομάδας αυτής και την συνέχιση της συνθετικής πορείας μέσω αντίδρασης σε άλλο δραστικό κέντρο του μορίου. Χαρακτηριστικό της προστατευτικής ομάδας είναι ο εύκολος σχηματισμός της και η εύκολη απομάκρυνσή της σε επόμενο στάδιο της σύνθεσης. Ιδιαίτερα δημοφιλής σε συνθέσεις μορίων σε πολλά στάδια. Protective Relay [Ηλεκτρονόμος προστασίας] Ηλεκ. Είναι η διάταξη που χρησιμοποιείται στα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας για να τα θέσει εκτός λειτουργίας όταν η ποσότητα του ηλεκτρικού ρεύματος υπερβεί ή είναι μικρότερη από μία συγκεκριμένη τιμή. Protector [Προστάτης κυκλώματος] Ηλεκτμ. Χαρακτηρισμός της λειτουργίας που έχει ένας διακόπτης ή μια ασφάλεια ενός κυκλώματος και το προστατεύει από τυχόν αυξήσεις της τιμής του ρεύματος ή της τάσης. Τέτοιο ρόλο μπορεί να έχει και μια γειωμένη συσκευή που είναι κατάλληλα συνδεδεμένη με το κύκλωμα. Proteid [Πρωτεϊδιο] Βιοχημ. Η σύνθετη ή συζευγμένη πρωτεΐνη, στην οποία το πρωτεϊνικό τμήμα είναι στερεά ενωμένο με μία προσθετική ομάδα μη πρωτεϊνικής φύσης όπως φωσφορικό οξύ, χρωστικές ουσίες, νουκλεϊνικά οξέα, σάκχαρα κ.λ.π., κατά την οποία και χαρακτηρίζεται ως φωσφοροπρωτεϊδιο, χρωμοπρωτεϊδιο, νουκλεοπρωτεϊδιο, γλυκοπρωτεϊδιο κ.λ.π. Protein [Πρωτεΐνη] Βιοχημ. Μέλος οργανικών βιοπολυμερών που απαντώνται σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και συμμετέχουν σε όλες σχεδόν τις βιολογικές διεργασίες (π.χ. στην κίνηση, την αναπαραγωγή, την αναπνοή κλπ). Αποτελούνται από μεγάλο αριθμό των 20 ίδιων αμινοξέων (που ενώνονται μεταξύ τους με πεπτιδικό δεσμό μέσω της καρβοξυλομάδας (-

COOH) του ενός και της αμινομάδας (-ΝΗ2) του άλλου) με σαφώς καθορισμένη σειρά στην πρωτεϊνική αλυσίδα (πρωτοταγής δομή). Μπορεί να λάβει διαμόρφωση β-ελάσματος ή α-έλικας. Από πλευράς δομής κατατάσσονται σε σκληροπρωτεΐνες (δυσδιάλυτες στο νερό, ινώδεις, που απαντώνται στον εριστικό ιστό) και σε σφαιρικές πρωτεΐνες (ευδιάλυτες στο νερό και ευρύτατα διαδεδομένες). Από πλευράς βιολογικού ρόλου κατατάσσονται σε δομικές (που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της υφής των ιστών και των υπο κυτταρικό') ν στοιχείων, π.χ. το κολλαγόνο, οι κεράτινες, οι δομικές πρωτεΐνες κλπ) και σε λειτουργικές. Οι λειτουργικές πρωτεΐνες κατατάσσονται στις εξής ομάδες: τις καταλυτικές πρωτεΐνες (ή ένζυμα), τις μεταφέρουσες πρωτεΐνες, τις πρωτεΐνες συσταλτών συστημάτων, τις αμυντικές πρωτεΐνες, τις ρυθμιστικές πρωτεΐνες και τις αποθηκευτικές πρωτεΐνες. Παραδείγματα λειτουργικών πρωτεϊνών αποτελούν η αιμοσφαιρίνη, η μυοσφαιρίνη, η ινσουλίνη, η καζεΐνη κλπ. Protein Biosynthesis [Βιοσύνθεση πρωτεϊνών] Βιοχημ. Διαδικασία δημιουργίας της αλληλουχίας των αμινοξέων μιας πρωτεΐνης στα ριβοσωμάτια του κυτταροπλάσματος ενός οργανισμού, που γίνεται μέσω ροής πληροφοριών από το DNA και το RNA. Περιλαμβάνει τέσσερα επιμέρους στάδια, την ενεργοποίηση ενός αμινοξέος, την αρχή σύνθεσης της πολυπεπτιδικής αλυσίδας, την επιμήκυνση της αλυσίδας και τον τερματισμό της σύνθεσης. Protein Determination [Προσδιορισμός πρωτεϊνών] Βιοχημ. Ποικιλία βιοχημικών τεχνικών που αποσκοπούν στον προσδιορισμό του ποσού μίας πρωτεΐνης σε κάποιο δείγμα. Μπορεί να γίνει φασματοφωτομετρικά, με τη χρήση αναλυτή αμινοξέων ή και άλλες τεχνικές. Protein Fibres [Πρωτεϊνικές ίνες] Υλικ. Τεχνητές υφαντικές ίνες που παράγονται με ειδική κατεργασία (πήξη διαλύματος κ.λ.π.) και νηματοποίηση φυτικών πρωτεϊνών όπως της σόγιας, του αραβοσίτου, της αραχίδας κ. λ.π. και χρησιμοποιούνται κατά κανόνα σε μίξη με άλλες, καλύτερων μηχανικών ιδιοτήτων, υφάνσιμες ίνες. Protein Kinase [Κινάση πρωτεϊνών] Βιοχημ. Είδος αλλοστερικού ενζύμου που ενεργοποιείται από το κυκλ. AMP και καταλύει τη φωσφορυλίωση πρωτεϊνών ειδικά στα αμινοξέα τυροσίνη, σερίνη και θρεονίνη. Παραδείγματα δράσης του ενζύμου αποτελούν η φωσφορυλίωση της συνθετάσης του γλυκογόνου και η ενεργοποίηση της κινάσης της φωσφορυλάσης. Η δράση της ελέγχεται από την ορμόνη αδρεναλίνη. Protein Structure [Δομή πρωτεϊνών] Βιοχημ. Οι πρωτεΐνες είναι πολυπεπτίδια αποτελούνται δηλαδή από πολλά αμινοξέα ενωμένα μεταξύ τους με πεπτιδικό δεσμό. Η σχετική μοριακή τους μάζα ποικίλλει από 5000 μέχρι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες. Η τελική διαμόρφωση της δομής μιας πρωτεΐνης μπορεί να εξεταστεί σε διάφορα επίπεδα, από την απλούστερη πρωτοταγή δομή μέχρι την πιο σύνθετη πεμπτοταγή δομή. Η πρωτοταγής δομή αντιστοιχεί στην αλληλουχία των αμινοξέων των πεπτιδικών αλυσίδων. Η δευτεροταγής δομή δείχνει το επόμενο επίπεδο οργάνωσης του πρωτεϊνικού μορίου, που μπορεί να έχει τη μορφή β-ελάσματος ή της α-έλικας. Η τριτοταγής δομή αναφέρεται στην αναδίπλωση της πολυπεπτιδικής αλυσίδας πάνω στον εαυτό της και στο τελικό σχήμα που παίρνει στο χώρο. Protein Synthesis [Πρωτεϊνική σύνθεση] Βιοχημ. Βιοχημικός μηχανισμός που παράγει μία πρωτεΐνη με βάση το γενετικό κώδικα, την αντιστοιχία δηλαδή μεταξύ

- 1131 της προποταγούς δομής του DNA και της πρωτοταγούς δομής των πρωτεϊνών. Ο μηχανισμός της πρωτεϊνικής σύνθεσης στους προκαρυωτικούς οργανισμούς, η μετάφραση δηλαδή του γενετικού κώδικα περιλαμβάνει τέσσερα στάδια: την ενεργοποίηση του αμινοξέος, την αρχή της σύνθεσης, την επιμήκυνση της ανθρακικής αλυσίδας και τον τερματισμό της σύνθεσης. Proteinase [Πρωτεϊνάση] Βιοχημ. Ένζυμο της κατηγορίας των πρωτεολυτικών ενζύμων ή πρωτεασών που καταλύει την υδρολυτική διάσπαση των πρωτεϊνών προς πολυπεπτίδια. Proteolysis [Πρωτεόλυση] Βιοχημ. Η υδρόλυση των πεπτικών δεσμών μιας πρωτεΐνης με τη βοήθεια ειδικών ενζύμων. Proterozoic E r a [Προτεροζωϊκός ή Ηωζωικός αιώνας] Γεωλ. Το νεότερο χρονολογικό διάστημα της Προκαμβρίου, περίπου πριν από 1700 εκατομ. χρόνια και διάρκειας 1100 εκατομ. χρόνων, που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ορογεννετικές κινήσεις, έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα, σχηματισμό μεταλλοφόρων κοιτασμάτων και την εμφάνιση των πρωτόγονων μορφών ζωής. Protocol 1 [Πρωτόκολλο] Επικοιν. Συλλογή κανόνων, διαδικασιών σχετικές με το πακετάρισμα, διευθυνσιοδότηση και μεταφορά δεδομένων. Protocol 2 [Πρωτόκολλο] Πλημ. Σύνολο κανόνων και διαδικασιών που πρέπει να ισχύουν για την επίτευξη επικοινωνίας του υπολογιστή με μια συσκευή ή ένα πρόγραμμα. Protocol 3 [Πρωτόκολλο] Τεχνολ. Σύνταξη ενός πρακτικού που υπογράφεται από τα άτομα που ήταν παρόντα κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μιας εργασίας, το οποίο αποτελεί το επίσημο έγγραφο πιστοποίησης της εκτέλεσης αυτής της εργασίας και έχει νομική ισχύ. Protocol Converter [Μετατροπέας πρωτοκόλλων] Ετπκοιν. Λογισμικό που μετατρέπει μηνύματα φτιαγμένα σε ένα διαφορετικό πρωτόκολλο στο πρωτόκολλο (του αντίστοιχου στρώματος) του δικτύου που ακολουθεί. Protocol Level Timer [Χρονιστής επιπέδου πρωτοκόλλου] Επικοιν. Χρονιστής που στηρίζεται πάνω του όλο το πρωτόκολλο συνήθως από το χαμηλότερο επίπεδο. Protogalaxy [Πρωτογαλαξίας] Αστρον. Πρώιμο γαλαξιακό στάδιο που συνήθως συναντάμε στην πρώιμη ηλικία του σύμπαντος. Proton [Πρωτόνιο] Πυρην.Φυσ. Πρόκειται για ένα από τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης, το οποίο είναι θετικά φορτισμένο και βρίσκεται μέσα στον πυρήνα των ατόμων. Proton Binding Energy [Ενέργεια δέσμευσης πρωτονίου] Φυσ.Στερ.Κατ. Αν θέλουμε να απομακρύνουμε ένα πρωτόνιο από τον πυρήνα μέσα στον οποίο βρίσκεται, είναι η ελάχιστη ενέργεια που πρέπει να προσδώσουμε για να το αποδεσμεύσουμε. Proton Capture [Σύλληψης πρωτονίου] Πυρην.Φυσ. Ορισμός που χαρακτηρίζει το φαινόμενο της σύνδεσης ενός πρωτονίου με έναν πυρήνα. Proton - Electron - Proton Reaction [Αντίδραση πρωτονίου-ηλεκτρονίου-πρωτονίου] Πυρην.Φυσ. Είναι η χαρακτηριστική και πιο γνωστή πυρηνική αντίδραση και λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο πρωτονίων και ενός ηλεκτρονίου και έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δευτερίου και ενός νετρίνου. Proton - Induced Χ - Ray Emission [Εκπομπή ακτίνων χ προκαλούμενη από πρωτόνια] Φυσ. Εργαστη-

Radio Frequency Pulse

ριακή μέθοδος παραγωγής ακτίνων χ που εκπέμπονται από το βομβαρδισμό ενός δείγματος από πρωτόνια και από το φάσμα των ακτίνων αυτών ανιχνεύονται τα στοιχεία που αποτελούν το δείγμα. Proton Microscope [Μικροσκόπιο πρωτονίων] Ηλεκτρον. Μικροσκόπιο με την ίδια αρχή λειτουργίας με του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, χρησιμοποιώντας δέσμη πρωτονίων αντί ηλεκτρονίων. Proton Synchrotron (PS) [Συγχοτρόνιο πρωτονίων] Πυρην. Φυσ. Κυκλικός επιταχυντής τελευταίας γενιάς που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σχετικιστικών πρωτονίων. Τα πρωτόνια εισέρχονται στο σύστημα προεπιταχυνόμενα, στη συνέχεια μπαίνουν στο δακτύλιο του συγχοτρονίου και με ένα σύστημα διπόλων κρατούνται σε κυκλική τροχιά. Με ένα άλλο δε σύστημα τετραπόλων εστιάζονται ώστε να έχουμε μια λεπτή δέσμη. Τα πρωτόνια επιταχύνονται από ένα αριθμό κοιλοτήτων που τροφοδοτούνται με τάση και αποκτούν με αυτόν τον τρόπο πάρα πολύ μεγάλες ενέργειες που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση διάφορων πειραμάτο)ν. Στο όλο σύστημα κύριο ρόλο παίζει η αντλία κενού ώστε να μην χάνεται ενέργεια λόγω συγκρούσεων με τα μόρια του αέρα. Επειδή τα πρωτόνια αργούν να γίνουν σχετικιστικά, χρησιμοποιείται και ένα τροφοδοτικό RF με μεταβαλλόμενη συχνότητα. Proton Accelerator [Επιταχυντής πρωτονίων] Πυρην. Φυσ. Μεγάλης εκτάσεως (μερικών χιλιομέτρων) συσκευή της οποίας η λειτουργία είναι να επιταχύνει πρωτόνια για να αποκτήσουν πολύ μεγάλες τιμές ενέργειας. Protophilic [Πρωτονοφιλικός] Χημ. Το χαρακτηριστικό ενός βασικού διαλύτη να λειτουργεί σαν δέκτης κατιόντος υδρογόνου (Η*). Protoplanet 1 [Πρωτοπλανήτης] Αστμον. Πρώιμο στάδιο σχηματισμού πλανητών κατά την απόσπαση μαζών από έναν πρωτοαστέρα στη διάρκεια της περιστροφής ή με τη βοήθεια κομητών. Protoplanet 2 [Πρωτοπλανητική μάζα] Αστμον. Είναι η ύλη που συναθροίζεται προς σχηματισμό ενός πλανήτη κατά τα πρώτα στάδια της δημιουργίας του. Protoplanetary Nebula [Πρωτοπλανητικό νεφέλωμα] Αστρον. Πρωταρχικό σημείο σχηματισμού άστρων ή ηλιακών συστημάτων από ενδοαστρικά νέφη όπου πρωτοπαγώνουν τα πρώτα στοιχεία. Protore [Πρωτογενές μετάλλευμα] Μεταλλ. Πτο)χό ή μικτό μετάλλευμα του οποίου η οικονομική εκμετάλλευση γίνεται επωφελής με εφαρμογή της μεταλλευτικής τεχνικής δηλ. εργασιών μηχανικής κατεργασίας, αποκάθαρσης και εμπλουτισμού για την αύξηση της περιεκτικότητας του σε ένα ή περισσότερα μέταλλα. Protostar [Πρωτοαστέρας] Αστρον. Πρώτο στάδιο σχηματισμού ενός άστρου μέσα από ένα νεφέλωμα ή μοριακό νέφος με την επιρροή βαρυτικών δυνάμεων. Protosun [Πρωτοήλιος] Γεωλ. Ονομάζεται το τεράστιο σύννεφο από γαλαξιακή σκόνη και αέρια, τα οποία στη συνέχεια σταδιακά συνενώθηκαν με τη βοήθεια των δυνάμεων των πεδίων βαρύτητας σε ένα άστρο, το γνωστό μας Ήλιο. Prototype [Πρωτότυπο] Τεχνολ. Στη διαδικασία ανάπτυξης της παραγωγής ενός νέου βιομηχανικού προϊόντος, το πρώτο φυσικό δείγμα που παράγεται για να εξεταστεί η μορφή που θα έχει το προϊόν ή στην περίπτωση ενός μηχανήματος για να εκτελεστούν οι απαραίτητες δοκιμές ελέγχου της λειτουργίας του πριν ξε-

Protractor

- 1132-

κινήσει η μαζική παραγωγή. Protractor [Μοιρογνωμόνιο] Μηχ. Καλείται το σχεδιαστικό όργανο με το οποίο μπορούν να χαραχθούν οι ευθείες μιας γωνίας με τον επιθυμητό αριθμό μοιρών ή να μετρηθεί μία ήδη υπάρχουσα γωνία σε ένα σχέδιο. Είναι στην ουσία ένας χάρακας σε σχήμα ημικυκλίου, βαθμονομημένος, αποτελούμενος συνήθως από πλαστικό υλικό. Proustite [Προυστίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο αρσενικό και άργυρο. Σχηματίζει αρυθρόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 έως 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5 έως 5,6. Prout's Hypothesis [Υπόθεση Prout] Χημ. Αρχική (λανθασμένη) αντίληψη του άγγλου Χημικού William Prout ότι όλα τα άτομα αποτελούνται από άτομα υδρογόνου ή κάποια άλλη ουσία. Provenance [Προέλευση] Γεωλ. Ο τόπος προέλευσης των υλικών μιας ιζηματογενούς απόθεσης, από τα πετρώματα του οποίου δημιουργήθηκαν λόγω αποσάθρωσης ή διάβρωσης και μεταφέρθηκαν στη συνέχεια, μέσω της δράσης φυσικών παραγόντων, στο νέο σημείο απόθεσης τους και διαγένεσης του στρωσιγενούς πετρώ ματος. Provisional Sum [Τιμή μονάδος κατ' αποκοπή] Γεν. Σε ένα εργολαβικό συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο η πληρωμή τόυ εργολάβου προκύπτει από ποσότητες εκτελεσμένων εργασιών και τιμές μονάδος για κάθε τύπο εργασίας, ο τρόπος αποζημίωσης ορισμένων εργασιών για τις οποίες δεν υπάρχει μεθοδολογία καθορισμού της ποσότητας που εκτελέστηκε και εμφανίζονται στο τιμολόγιο ως σύνολο με μια τιμή αποζημίωσης γι'αυτό το σύνολο. Provitamin [Προβιταμίνη] Βιοχημ. Χημική ουσία πρόδρομη ένωση κάποιας βιταμίνης. Π.χ. καροτένιο (ή προβιταμίνη Α). Prow [Πλώρη] Νανπηγ. Μέ τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εμπρόσθιο τμήμα ενός πλοίου. Proxima Centauri [Εγγύτερος του Κενταύρου] Αστρον. Αστέρας της κύριας ακολουθίας τύπου G2 (όπως ο ήλιος) που απέχει μόνο 1.32 παρσέκ από το ηλιακό μας σύστημα γνωστός και ως Ρίγκιλ. Proximity Analysis [Ανάλυση προσέγγισης] Στατ. Μέθοδος αριθμητικής ταξινομίας που στηρίζεται στη χρήση διάφορων αποστάσεων (πχ ομοιότητας) για την ταξινόμηση μιας ομάδας δεδομένων. Proxy Server [Εξυπηρετητής προσέγγισης] Επικοιν. Μηχάνημα που χρησιμοποιώντας το κατάλληλο λογισμικό χειρίζεται πρόσβαση χρηστών σε ένα απομακρυσμένο σταθμό του δικτύου (συνήθως του διαδικτύου). Prussian Blue [Κυανού του Βερολίνου] ΑνοργΧημ. Σκοτεινό μπλε κρυσταλλικό στερεό με τύπο KFe[Fc (CN)6] πρακτικά αδιάλυτο στο νερό. Σχηματίζεται με προσθήκη διαλύματος εξακυανοσιδηρικού (Π) καλίου, JQ[Ee(CN)6] σε διάλυμα ιόντων Fe(III) σε μία αντίδραση χαρακτηριστική των ιόντων αυτών. Ταυτίζεται με το κυανού του Turnbull. P y r r o l i d i n e [Πρυρρολιδίνη] Οργ.Χημ. Κίτρινη υγρή ένωση με μοριακό τύπο C4H9N. Ουσία διαλυτή σε νερό και οινόπνευμα με σημείο ζέσης 87°C. Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα, σε εντομοκτόνα και σε μυκητοκτόνα. Psephite [Ψηφίτης] Γεωλ. Όρος για το γενικό χαρακτηρισμό των κλαστικών ιζηματογενών πετρωμάτων

(π.χ. κροκαλοπαγούς, λατυποπαγούς) των αποτελούμενων από αδρομερή αποστρογγυλεμένα ή γωνιώδη τεμαχίδια, διαμέτρου μεγαλύτερη των 2 mm, συνδεδεμένων με συγκολλητικό υλικό ή και ασύνδετων. Pseudo Factor [Ψευδοπαράγοντας] Στατ. Πλασματικός όρος που εισέρχεται στον παραγοντικό σχεδιασμό για σχεδιασμό αρχικών καταστάσεων. Pseudo Inverse Matrix [Ψευδοαντίστροφος πίνακας] Μαθημ. Γνωστός και σαν γενικευμένος (Generalized) αντίστροφος στην περίπτωση που δεν υπάρχει ο κανονικός αντίστροφος. Pseudo Operation [Ψευδολειτουργία] Πληρ. Συμβολική εντολή που δεν αποτελεί εντολή μηχανής αλλά είναι μνημονικό για μια ή περισσότερες εντολές μηχανής. Pseudocumene [Ψευδοκουμένιο] Οργ.Χημ. Υδρογονάνθρακας με τύπο ( ^ 3 ( 0 ^ 3 ) 3 και επίσημη ονομασία 1,2,4 τριμεθυλο-βενζόλιο. Υγρή ουσία διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες με σημείο βρασμού 169°C και σημείο πήξης -44°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων και χρωστικών ουσιών. Pseudocylindrical Projection [Ψευδοκυλινδρική προβολή] Μαθημ. Προβολή όπου οι οριζόντιες γραμμές είναι παράλληλες αλλά οι κάθετες είναι καμπύλες. Pseudodifferential Operators [Ψευδοδιαφορικοί τελεστές] Μαθημ. Ολοκληρωτικός τελεστής στο χώρο των κατανομών πάνω στις παντού συνεχείς συναρτήσεις που συναντάμε και στον αντίστροφο μετασχηματισμό Fourier. Pseudoephedrine [Ψευδοεφεδρίνη] Οργ.Χημ. Στερεοϊσομερές της εφεδρίνης με μοριακό τύπο C I O H J 5 N O . Τοξική στερεή ουσία με σημείο τήξης 1 1 8 - 1 2 0 ° C . Εμφανίζει ηπιότερη φαρμακευτική δράση από την εφεδρίνη. Pseudoephedrine Hydrochloride [Υδροχλωρική ψευδοεφεδρίνη] Οργ.Χημ. Υδροχλωρικό άλας της ψευδοεφεδρίνης με τύπο C I O H J J N O . H C I . Τοξική λευκή στερεή ουσία με σημείο τήξης 185-188°C. Χρησιμοποιείται σαν αποσυμφορητικό μύτης και σαν βρογχοδιασταλτικό. Pseudoinstruction [Ψευδοεντολή] Πληρ. 1. Δηλωτική εντολή προς τον μεταφραστή ή μεταγλωττιστή που μπαίνει μέσα στο πρόγραμμα, αλλά δεν είναι εντολή εκτέλεσης. 2. Συμβολική εντολή που δεν αποτελεί εντολή μηχανής αλλά είναι μνημονικό για μια ή περισσότερες εντολές μηχανής. Pseudoionone [Ψευδοϊονόνη] Οργ.Χημ. Κίτρινη υγρή οργανική ένωση με μοριακό τύπο CI 3 H 2 OO. Ουσία διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες με σημείο ζέσης 143145°C, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών. Pseudomalachite [Ψευδομαλαχίτης] Ορνκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό φωσφορικό χαλκό. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, ημιδιαφανούς και με υαλώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,6 έως 4. Pseudometric [Ψευδόμετρική] Μαθημ. Μετρική δ που δεν προϋποθέτει ότι αν δ(χ, ψ) =0 τότε χ = ψ. Pseudomorph [Ψευδόμορφο] Γεωλ. Γενικός χαρακτηρισμός για ορυκτά που εμφανίζονται με την κρυσταλλική μορφή του ορυκτού που αντικατέστησαν αντί της κρυσταλλικής μορφής που αντιστοιχεί στη χημική τους σύσταση. Pseudomorphine [Ψευδομορφίνη] ΟργΧημ. Φυσική

-1133οργανική ένωση με τύπο C34H36N2O8.3II2O που ανήκει στην κατηγορία των αλκαλοειδών. Εξάγεται από την παπαρούνα του οποίου και παρασκευάζεται με οξείδωση της μορφίνης. Pseudo-oolith [Ψευδοωόλιθος] Γεωλ. Μικρής διαμέτρου σφαιροειδές κοκκίο αποτελούμενο από ανθρακικά συστατικά διαφόρων προελεύσεων που προσομοιάζει τον ωόλιθο αλλά στερείται της ακτινωτής διάταξης και της συγκεντρικής ανάπτυξης της δομής γύρω από έναν πυρήνα του πραγματικού ωολίθου. Pseudoperfect Number [Ψευδοτέλειος αριθμός] Μαθημ. Ένας αριθμός που ισούται με το άθροισμα κάποιων ή όλων των κατάλληλων διαιρετών του. Ψευδοτέλειοι είναι και όλα τα πολλαπλάσια του. Pseudorandom Noise [Ψευδοτυχαίος θόρυβος] Τεχνολ. Θόρυβος που εισάγεται στο σύστημα με ψευτοτυχαίο τρόπο δηλαδή με κάποιο πρότυπο στατιστικό ή μαθηματικό ακόμα και από γεννήτριες ψευτοτυχαίων αριθμών. Pseudorandom Noise Code [Κώδικας ψευδοτυχαίου θορύβου] Τεχνολ. Κώδικας παρεμβολής που χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές εφαρμογές, όπου συντονίζεται στη συχνότητα του ξένου ραντάρ και παρεμβάλλει παράσιτα (με ψευδοτυχαίο τρόπο), γνωστό και σαν Pseudorandom Noise Jamming. Pseudorandom Numbers 1 [Ψευδοτυχαίοι αριθμοί] Πλημ. Μια ακολουθία αριθμών, οι οποίοι έχουν πολλές χαρακτηριστικές ιδιότητες των τυχαίων αριθμών αλλά παράγονται με συγκεκριμένους αλγόριθμους. Pseudorandom Numbers 2 [Ψευδοτυχαίοι Αριθμοί] Στατ. Αριθμοί που συναντιούνται κύρια στις προσομοιώσεις και παράγονται σαν τυχαίοι ενώ εσωτερικά υπακούουν σε κάποια κατανομή ή άλλα πρότυπα. Pseudoriemannian Manifold [Ψευδορημάνια πολλαπλότητα] Μαθημ. Πολλαπλότητα του Riemann (μηδενικής στρέψης) που έχει διανύσματα με αρνητικό μέτρο (πχ στον χωρόχρονο) ή ακριβέστερα με κλίση "προς τα πίσω". Pseudosolution [Ψευδοδιάλυμα] Χημ. Διάλυμα ή σύστημα διασποράς (π.χ. κολλοειδές) που δεν που δεν υπακούει στους νόμους των διαλυμάτων. Pseudosphere [Ψευδοσφαίρα] Μαθημ. Επιφάνεια περιστροφής που παράγεται από ένα τμήμα καμπύλης καθώς περιστρέφεται γύρω από μια ασύμπτωτη. Pseudospherical Surface [Ψευδοσφαιρική επιφάνεια] Μαθημ. Επιφάνεια αρνητικής καμπυλότητας που ανήκει σε ψευδοσφαίρα. Pseudovolcano [Ψευδοηφαίστειο] Γεωλ. Κοίλωμα μορφής κρατήρα που δημιουργήθηκε από φαινόμενα (π.χ. πτώση μετεωριτών) που δεν συνδέονται με ηφαιστειακή δραστηριότητα. Psf [Αίβρες ανά τετραγωνικό πόδι] Μηχ. —» Pounds Per Square Foot. Ρ Shell [Στιβάδα ή φλοιός Ρ] Ατομ.Φυσ. Η έκτη κατά σειρά κυκλική τροχιά ενός ηλεκτρονίου γύρω από τον πυρήνα, με τιμή του κύριου κβαντικού αριθμού η=6, σύμφωνα με το ατομικό πρότυπο του Niels Bohr (1913). Με βάση τη θεωρία του Schrodinger αποτελεί το 6° ενεργειακό επίπεδο ενός ηλεκτρονίου και αναλύεται στις υποστιβάδες 6s, 6ρ, 6d, 6f κλπ. Κανένα από τα γνωστά στοιχεία μέχρι σήμερα δε συμπληρώνει τη στιβάδα αυτή με ηλεκτρόνια. Psi [Λίβρες ανά τετραγωνική ίντσα] Μηχ. —» Pounds Per Square Inch. Psi Function [Συνάρτηση Psi] Μαθημ. Ειδική συνάρτη-

Ptcropod Ooze

ση της αλγεβρικής γεωμετρίας, σχετική με τη συνάρτηση ζ. Psilomelane [Ψιλομέλας] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό μαγγάνιο και βάριο. Σχηματίζει μελανόχρωμους ή φαιόχρωμους, αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 6 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,4. Psophometer [Ψοφόμετρο] Τεχνολ. Όργανο μέτρησης θορύβου που αντιστοιχεί στις συχνότητες που είναι μη ανεκτές για το ανθρώπινο αυτί. Psophometric Noise [Ψοφομετρικός θόρυβος] Τεχνολ. Το επίπεδο θορύβου που μπορεί να αποκόψει ένα ψοφομετρικό φίλτρο και διαφέρει μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικάνικων τυποποιήσεων και οργάνων μετρήσεων. Ρ Sunspot [Ηλιακή κηλίδα Π] Αστμον. Μια ηλιακή κηλίδα μέσα σε ένα ζεύγος που χαρακτηρίζεται σαν πρώτη (ηγούμενη) και προηγείται κατά πολικότητα σύμφωνα με τη φορά περιστροφής. Ρ Value [Τιμή Π] Στατ. Υπολογίζεται από τον Η/Υ σε όλα τα τεστ και βρίσκει την πιθανότητα ένα μέγεθος να υπερβεί σημαντικά (Extreme Value) κάποια οριακή τιμή που καθορίζει το επίπεδο σημαντικότητας. Psyche [Ψυχώ] Αστμον. Σχετικά μικρός αστεροειδής που βρίσκεται στο εγγύτερο σημείο από τον ήλιο. Psychoacoustics [Ψυχοακουστική] Ακουστ. Μια σχετικά καινούργια επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων όπως ύψος, χροιά, διάρκεια ήχων κ.λ,π. και της ψυχοακουστότητας. Psychometric Methods [Ψυχομετρικές μέθοδοι] Στατ. Διάφορα τεστ αισθητηρίων, μετρήσεις κατά ζεύγη πάνω σε υπάρχοντα μοντέλα πχ Sheffe's, Brandley Terry κτλ, τεστ ζευγών, Duo Trio, μέθοδοι ταξινομίας, ανάλυσης παραγόντων και μέθοδοι κλίμακας. Psychometrics [Ψυχο μετρία] Στατ. Συλλογή και επεξεργασία ψυχολογικών δεδομένων από παρατήρηση και μέτρηση. Psychrometer [Ψυχρόμέτρο] Τεχνολ. Με αυτό το όργανο προσδιορίζεται η υγρασία μέσω της ταχύτητας εξατμίσεως του νερού. Αποτελείται από δύο θερμόμετρα, το ένα μετρά τη θερμοκρασία του αέρα ενώ η βάση του άλλου θερμομέτρου περιβάλλεται από ύφασμα που η άκρη του είναι βουτηγμένο σε νερό. Από τη διαφορά των ενδείξεων των δύο θερμομέτρων και με τη βοήθεια κατάλληλων πινάκων μπορεί να υπολογιστεί η υγρασία. Pt [Σύμβολο λευκόχρυσου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του λευκόχρυσου όπως rivat καθορισμένος στον περιοδικό πίνακα. Pteridine [Πτεριδίνη] Ομγ.Χημ. Αζωτούχα οργανική ένωση με δύο συμπυκνω μένους ετερ ο κυκλικού ς δακτυλίους. Επίσημα ονομάζεται 1,3,5,8-τετρααζαναφθαλίνιο. Ο δακτύλιος της πτεριδίνης απαντά σε διάφορες βιταμίνες και στις χρωστικές των φτερών διαφόρων εντόμων (π.χ. στην ξανθοπτερίνη). (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Pteroic Acid [Πτεροϊκό οξύ] Ομγ.Χημ. Υγροσκοπική φωτοευαίσθητη ουσία με μοριακό τύπο Ci 4 H i2 N 6 03 που φέρει το πτεριδινικό σύστημα και προκύπτει με υδρόλυση του φολικού οξέος. Pteropod Ooze [Ιλύς πτεροπόδων] Γεωλ. ϊζηματογενής πελαγική απόθεση που καλύπτει το υπόστρωμα του πυθμένα των βαθύτερων θαλασσών σε αναλογία περί-

Ptolemaic System

-1134-

που 0,7% της συνολικής του έκτασης και σχηματίζεται από τη συσσώρευση των ασβεστολιθικής σύστασης κελυφών των μαλακίων πτεροπόδων. Ptolemaic System [Πτολεμαίου σύστημα] Τεχνολ. Ο τελευταίος από τους μεγάλους Έλληνες αστρονόμους (της Ρωμαϊκής εποχής) που έδωσε τη δική του θεωρία για την ύπαρξη των πλανητών. Ptolemy (108μ.Χ -160μ.Χ) [Πτολεμαίος Κλάυδιος] Αστρον. Κορυφαίος ελληνικής καταγωγής αστρονόμος, γεωγράφος και μαθηματικός της αρχαιότητας. Στο βιβλίο του "Μαθηματική σύναξις", επίσης γνωστό ως "Αλμαγέστη (Almagest)" περιέχει σχεδόν όλα όσα είναι γνωστά από την αρχαιότητα για την Αστρονομία. Η εξήγηση που έδινε στο παγκόσμιο σύστημα ήταν γεωκεντρική, αντίθετα με'την ηλιοκεντρική του Αρίσταρχου. Αλλα έργα του "Οπτική" όπου ερμηνεύει τα φαινόμενα ανάκλασης και διάθλασης του φωτός, "Σφαιρική Τριγωνομετρία", "Κανών βασιλέων" κ.α. Ptolemy's Theorem [Θεώρημα Πτολεμαίου] Μαθημ. Για ένα τετράπλευρο εγγεγραμμένο σε κύκλο το άθροισμα των γινομένων των απέναντι πλευρών ισούται με το γινόμενο των διαγωνίων. Ptyalin [Πτυαλίνη] Βιοχημ. Ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση του αμύλου σε δεξτρίνη, γλυκόζη κλπ. και την υδρόλυση της σακχαρόζης σε γλυκόζη και φρουκτόζη. Ptygma Πτύγμα] Γεωλ. Έντονη συστρεμμένη πτυχή φλεβικών πετρωμάτων (π.χ. απλίτη, πηγματίτη) που χαρακτηρίζει τον ιστό ορισμένων μιγματιτών. P-type Semiconductor [Ημιαγωγός τύπου ρ] Ηλεκτρον. Ημιαγωγός στον οποίο η κύρια πηγή αγωγιμότητας είναι οπές ή αλλιώς, έλλειμμα ηλεκτρονίων. Pu [Σύμβολο πλουτωνίου] Χημ. Είναι ο χημικός συμβολισμός του στοιχείου του πλουτωνίου όπως έχει καθορισθεί στον περιοδικό πίνακα. Puberulic Acid [Πουμπερουλικό οξύ] Βιοχημ. Κετοοξύ με τύπο (H0) 3 (C 7 H 2 0)C00H. Απομονώθηκε σαν προϊόν μεταβολισμού από τον Penicillium puberulum και άλλα είδη της κατηγορίας Penicillium. Χρησιμοποιείται σαν αντιβιοτικό, που καταπολεμά βακτήρια θετικά κατά Gram. Public Area [Κοινόχρηστος χώρος, δημόσιος χώρος] Οικοδ. 1. Σε ένα κτιριακό συγκρότημα οι χώροι που χρησιμεύουν για την κυκλοφορία των ατόμων και οδηγούν από τους χώρους εργασίας ή κατοικίας στις εξόδους από το κτίριο. 2. Σε μια αστική περιοχή οι δημόσιες εκτάσεις που ανήκουν στο κράτος και οργανώνονται ως χώροι αναψυχής οι χώροι πρασίνου, τα δημόσια πάρκα. Public Communications Service [Δημόσια επικοινωνιακή υπηρεσία] Επικοιν. Υπηρεσία που υλοποιεί επικοινωνία για λόγους δημοσίου (ή ευρύτερα δημοσίου) συμφέροντος. Public Data [Κοινά δεδομένα] Πληρ. Δεδομένα που είναι προσπελάσιμα από όλους τους χρήστες και όλα τα προγράμματα, χωρίς δικαιώματα. Public Key Algorithm [Αλγόριθμος δημόσιου κλειδιού] Επικοιν. Αλγόριθμος κρυπτοποίησης που στηρίζεται (έστω και μερικά) στη χρήση ενός κλειδιού ανοιχτό (γνωστό) για κάθε ενδιαφερόμενο. Public Network [Δημόσιο δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο που χρησιμοποιεί τηλεφωνικές διατάξεις ή μέσα κοινής χρήσης όπως ο αέρας κτλ. Public Pack [Κοινό σύστημα δίσκων] Πληρ. Σύστημα δίσκων στο οποίο μπορούν όλοι οι χρήστες και όλα τα

προγράμματα να διαβάζουν ή να γράφουν δεδομένα. Public Radio Communication Bands [Ζώνες δημόσιας ραδιοεπικοινωνίας] Επικοιν. Συχνότητες που συνήθως καλύπτονται διάφορα θέματα επικοινωνίας μεταξύ σταθμών με radio Cb ή άλλες διατάξεις κυρίως σε θάλασσα κτλ που υπερκεράστηκαν αποτελεσματικά από τη χρήση κινητών τηλεφώνων. Public Safety Frequency Bands [Ζώνες συχνοτήτων δημόσιας ασφάλειας] Επικοιν. Αν και έξω από την Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί διάφορες επικοινωνιακές καταστάσεις που ορίζουν ζώνες ραδιοσυχνοτήτων για επικοινωνία από το κοινό, εδώ η χρήση τους είναι περιορισμένη λόγω της διάταξης του εδάφους. Public Switch Data Network (PSDN) [Δημόσιο δίκτυο μεταγωγής δεδομένων] Επικοιν. Δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγής δεδομένων όπως το Χ.25, το Hellascom κτλ χωρίς μισθωμένες γραμμές που εξυπηρετείται πια αποκλειστικά από το δίκτυο ISDN και με χρήση του δικτύου κορμού (με πρωτόκολλο) ATM. Public Utility [Δημόσια επιχείρηση] Βιομ. Οι εταιρίες του δημοσίου που ελέγχουν και διαχειρίζονται την παραγωγή και διάθεση προς του καταναλωτές μέσω δικτύων του πόσιμου νερού, της ενέργειας (ηλεκτρική ή αερίου) και σε ορισμένες περιπτώσεις των τηλεπικοινωνιών. Public Works [Δημόσια έργα] Βιομ. Ορισμός που καθορίζει τα τεχνικά έργα που εκτελούνται από αναδόχους για το δημόσιο και αμείβονται από μια δημόσια υπηρεσία. Pucherite [Πουχερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βαναδικό βισμούθιο. Σχηματίζει καστανόχρωμους, διαφανείς έως αδιαφανείς, με υαλώδη ή αδαμάντινη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,2. Puddingstone [Πουτίγκα] Γεωλ. Ονομασία που αποδίδεται, λόγω της εμφάνισης του σε εγκάρσια τομή, σε κροκαλοπαγές πέτρωμα με υπερισχύουσα κύρια μάζα στην οποία εμπεριέχονται ποικιλόχρωμες κροκάλες. Pug Mill [Μηχανή ανάμειξης] Μηχ. Ονομάζεται κάθε μηχανική διάταξη που περιλαμβάνει τα ανάλογα πτερύγια και χρησιμοποιείται για την ανάμειξη και ομογενοποίηση διαφόρων μιγμάτων υλικών, όπως για παράδειγμα του σκυροδέματος. Pulfrich Diffractionmeter [Διαθλασίμετρο Pulfrich] Οπτικ. Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του δείκτη διάθλασης ενός υγρού. Η μέτρηση του βασίζεται στον υπολογισμό της οριακής γωνίας. Αποτελείται από ένα κομμάτι γυαλί με δείκτη διάθλασης η2 πάνω στο οποίο προσαρμόζεται ένας κύλινδρος που περιέχει το υγρό του οποίου το δείκτη διάθλασης nt θέλουμε να μετρήσουμε. Η σχέση που δίνει το δείκτη nj με αυτή τη μέθοδο είναι: (η2-ημδ)1/2, όπου δ η γωνία υπό την οποία εξέρχεται η γωνία από το διαθλασίμετρο και υπολογίζεται με χρησιμοποίηση στρεπτής διόπτρας. Pull Down Menu [Ανοιγόμενο μενού] Πληρ. Σύνολο επιλογών που δεν βρίσκονται μόνιμα πάνω στην οθόνη αλλά εμφανίζονται όταν το ποντίκι περάσει από ένα σημείο ή όταν χρησιμοποιηθεί κάποιο ειδικό πλήκτρο. Pull Strength [Αντοχή σε εφελκυσμό] Μηχ. Μονάδα μέτρησης των εφελκυστικών τάσεων που προκύπτουν σε μια διατομή που καταπονείται από εφελκυστικές φορτίσεις και εκφράζεται σε χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό εκατοστό.

- 1135 Pulley [Τροχαλία] Τεχνολ. Εξάρτημα ενός μηχανήματος σε μορφή τροχού το οποίο περιστρέφεται από ένα μηχανισμό και μεταβιβάζει την κίνηση σε άλλα εξαρτήματα μέσω ενός ιμάντα ή ενός συρματόσχοινου. Pullshovel [Εκσκαφέας] Μηχ.μηχ. Μηχάνημα εκτέλεσης χωματουργικών έργων σε ορύγματα που αποτελείται από έναν κάδο ο οποίος μετακινείται μέσω ενός υδραυλικού μηχανισμού. Pulsar [Παλμίτης] Αστρον. Αστέρας με περιοδική εκπομπή ραδιοκυμάτων ή ακτίνων Χ σχετικά μικρής διάρκειας πχ κάθε κάποια εκατοστά του δευτερολέπτου ή κάποια δευτερόλεπτα, εξαιτίας της περιστροφής τους. Μπορεί να είναι αστέρες νετρονίων αλλά μόνο 2 έχουν αναγνωριστεί οπτικά σαν υπολείμματα εκρήξεων σουπερνόβα όπου και γενικά συναντιούνται. Pulsating Current [Παλλόμενο ρεύμα] Ηλεκτμ. Ρεύμα που κυκλοφορά σε μορφή παλμών. Pulsation Of A Variable Star [Παλμός ενός μεταβλητού αστέρα] Αστρον. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, που αποδίδεται κυρίως στην ύπαρξη συνοδού (διπλό άστρο) ή στην σταδιακή κατάρρευση του πυρήνα. Pulse [Παλμός] Τεχνολ. Ελάχιστη σε διάρκεια μεταβολή ποσότητας ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Pulse Amplifier [Ενισχυτής παλμών] Ηλεκτρον. Συσκευή που δυναμώνει τα βασικά χαρακτηριστικά ενός παλμού. Pulse Amplitude Modulation (ΡΑΜ) [Διαμόρφωση πλάτους παλμών] Επικοιν. Το εύρος του παλμού είναι ανάλογο του πλάτους της κυματομορφής. Pulse Bandwidth [Εύρος ζώνης παλμών] Επικοιν. Εύρος ζώνης συχνοτήτων του σήματος όπως αντιστοιχούν από τη δειγματοληψία. Pulse Circuit [Κύκλωμα παλμού] Ηλεκτρ. Δικτύωμα σχεδιασμένο για λειτουργία σε παλμικό κύκλωμα που συνήθως συνδέεται και κάποιος διαμορφωτής για να ψηφιοποίηση το σήμα. Pulse Code [Κώδικας παλμού] Ηλεκτρ. Χρήση κώδικα για κωδικοποίηση του δείγματος παλμού που μπορεί να είναι γραμμικός ή μη γραμμικός αλλά συνήθως έχει να κάνει με το πλάτος του. Pulse Code Modulation [Παλμοκωδική διαμόρφωση] Επικοιν. Χρησιμοποιούμε κώδικες για να μετατρέψουμε σήμα που παίρνουμε από διαμόρφωση πλάτους παλμών (δειγματοληψίας) σε δυαδικά ψηφία (bit). Πιο συγκεκριμένα είναι η διαδικασία της μετατροπής ενός αναλογικού σήματος σε ψηφιακό και το αντίστροφο λόγω της πληθώρας των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η χρήση των ψηφιακών σημάτων, όπως είναι η αξιοπιστία, η δυνατότητα αποθήκευσης του σήματος, η κωδικοποίηση, η ασφάλεια και άλλα. Pulse Code Modulation Television [Τηλεόραση παλμοκωδικής διαμόρφωσης] Επικοιν. Τηλεόραση που χρησιμοποιεί διαμόρφωση PCM παλμού για να ψηφιοποιήσει αναλογικά σήματα. Pulse Compression [Συμπίεση παλμού] Επικοιν. Συμπίεση παλμών που πρακτικά μπορεί να γίνεται σε διάφορα στάδια σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου σήματος. Ονομαστές μέθοδοι οι τύπου μ (Αμερικανική) και τύπου Α (Ευρωπαϊκή). Pulse Compression R a d a r [Ραντάρ με συμπίεση παλμού] Επικοιν. Ραντάρ που επιτρέπει την μετάδοση μεγάλης ποσότητας διαμορφωμένων παλμών με μεγάλο εύρος. Pulse Counter [Μετρητής παλμών] Επικοιν. Συσκευή

RadioFrequencyPulse

που μετρά παλμούς (εκπομπής) κατά διάστημα. Pulse Delay Network [Δίκτυο καθυστέρησης παλμού] Επικοιν. Δίκτυο που καθυστερεί τη μετάδοση ενός παλμού (πχ αυξάνοντας τη διάρκεια του). Pulse Delay Time [Χρόνος καθυστέρησης παλμού] Επικοιν. Χρόνος ελάττωσης πλάτους του παλμού. Pulse Dialing [Παλμική κλήση] Επικοιν. Τηλεφωνία με παλμικό τηλέφωνο. Pulse Duration [Διάρκεια παλμού] Επικοιν. Χρονικό διάστημα που ο παλμός κρατιέται σε ένα επίπεδο. Pulse Duration Modulation (PDM) [Διαμόρφωση διάρκειας παλμών] Επικοιν. Διαμόρφωση διάρκειας του παλμού φέροντος ώστε να πιάνει το ρυθμό του σήματος διαμόρφωσης. Pulse Frequency Modulation [Διαμόρφωση συχνότητας παλμού] Επικοιν. Διαμόρφωση στη βάση της αναλογίας συχνότητας και παλμού σε σταθερό χρόνο. Pulse Generator [Γεννήτρια παλμών] Ηλεκτρον. Μηχανισμός που παράγει σταθερό ή σχεδόν σταθερό παλμό. Pulse Interleaving [Διατήρηση παλμού] Ηλεκτρον. Ικανότητα ενός υλικού να διατηρεί τον τελευταίο παλμό του ώστε να αποφεύγεται η παρεμβολή με εισερχόμενα σήματα. Pulse Interval [Διάστημα παλμού] Επικοιν. Διάστημα που διαρκεί η μετάδοση ενός παλμού και συνήθως καθορίζει και τον κώδικα. Pulse Jitter [Τράβηγμα παλμού] Επικοιν. Μεταβολή της διάρκεια ενός παλμού, χαρακτηριστικό που πιθανά μεταδίδεται πιθανά και σε μια ακολουθία επόμενων παλμών. Pulse Modulation [Διαμόρφωση παλμού] Επικοιν. Μετατροπή δειγμάτων αναλογικών σημάτων σε ψηφιακά. Pulse Period [Περίοδος παλμού] Επικοιν. Εννοούμε την περίοδο δειγματοληψίας. Pulse Photolysis [Παλμική φωτόλυση] Φυσ.Χημ. Ταχεία τεχνική για την παρατήρηση βραχύβιων ενδιαμέσων (μόρια, ιόντα ή ασταθή ισομερή) σε πολύ γρήγορες αντιδράσεις. Κατά την τεχνική αυτή τα αντιδρώντα διεγείρονται με παλμό φωτός πολύ μεγάλης έντασης και πολύ μικρής διάρκειας. Ακολουθεί ανάλυση του δείγματος για τα ενδιάμεσα που παρατηρήθηκαν. Pulse Position Modulation (PPM) [Διαμόρφωση θέσης παλμού] Επικοιν. Η θέση μεταβάλλεται με γραμμική συνάρτηση του πλάτους του παλμού. Pulse Recurrence Time [Χρόνος παλμικής σύμπτωσης] Επικοιν. Χρόνος που απαιτείται για μια πλήρη μετάδοση (δηλαδή από το τέλος του παλμού). Pulse Repeater [Επαναλήπτης παλμών] Επικοιν. Συσκευή επανάληψης παλμού σε έναν κανονικό ρυθμό για αποφυγή φαινομένων αλλαγής ρυθμού. Pulse Rise Time [Χρόνος έγερσης παλμού] Ηλεκτμον. Ποσοστό σε διάστημα του συνολικού χρόνου, του χρόνου που παίρνει ο παλμός για να ανέβει στην υψηλή τάση. Pulse Shaper [Σχηματιστής παλμού] Ηλεκτμον. Κύκλωμα που χρησιμοποιείται για την προσέγγιση και την ψηφιοποίηση παλμών. Pulse Spacing [Διαστήματα παλμών] Ηλεκτμον. Χρόνος από την αρχή ενός παλμού ως το τέλος του επόμενου. Pulse Spectrum [Φάσμα παλμών] Επικοιν. Το φάσμα που προκύπτει από την εκπομπή παλμών ενός αντικειμένου, σύνηθες και στην Αστρονομία για τους παλμί-

Pulse Stretcher

- 1136 -

τες. Pulse Stretcher [Τεντωτής παλμών] Ηλεκτρ. Κύκλωμα που αλλάζει το μέγεθος ενός παλμού. Pulse Subcarrier [Υπο- φορέας παλμού] Επικοιν. Φορέας που κουβαλά κάποιο συγκεκριμένο σήμα παλμών το οποίο τελικά ενώνεται με 'άλλα σχετικά σήματα πχ το σήμα χρώματος για το τηλεοπτικό. Pulse Synthesizer [Συνθέτης παλμών] Ηλεκτρον. Συσκευή παραγωγής συνθετικών παλμών πχ μουσικής. Pulse Time Modulation (ΡΤΜ) [Διαμόρφωση χρόνου παλμού] Ηλεκτρον. Διαμόρφωση του χρόνου εμφάνισης κάποιου χαρακτηριστικού του παλμού όπως η διάρκεια και το πλάτος, που συναντάμε και σαν διαμόρφωση συχνότητας παλμού. Pulse Train [Τρένο παλμών] Ηλεκτρον. Ακολουθία παλμών ομοειδούς τύπου. Pulse Width Modulation [Διαμόρφωση πλάτους παλμού] Επικοιν. Η διαμόρφωση διάρκειας παλμού (Pulse Duration Modulation). Pulsed Light [Φως παλμών] Επικοιν. Χ ρήση σήματος παλμών για μετάδοση φωτός (πχ αναβόσβηνα φάρου). Pulse-Height-Analyzer (ΡΗΑ) [Αναλυτής ύψους παλμών] Πυρην. Φυα. Ηλεκτρονική συσκευή η οποία κάνει ανάλυση των παλμών μιας ηλεκτρονικής μέτρησης σύμφωνα με το ύψος κάθε παλμού κατά τη διαδικασία συλλογής φάσματος ενός ραδιενεργού υλικού. Pulveriser [Κονιοποιητής] Μηχ. Μηχανή διαφόρων τύπων όπως τριβέας, θραυστήρας, αλεστική διάταξη κ.λ. π. που χρησιμοποιείται κατά περίπτωση, ανάλογα με το βαθμό σκληρότητας και τη φύση του, για τη μετατροπή στερεού υλικού σε σκόνη. Pumice [Κίσσηρη, Ελαφρόπετρα] Γεωλ. Φαιόλευκο, πορώδες και ειδικώς ελαφρότερο του ύδατος εύθραυστο πυριγενές ηφαιστειακό πέτρωμα όξινης ρυολιθικής σύστασης και χαρακτηριστικού κισσηρώδους ιστού, του οποίου τα θραύσματα, η κοινή "ελαφρόπετρα", χρησιμοποιούνται λόγω της σκληρότητας τους ως λειαντικό μέσο, στην κατασκευή ελαφρών και ανθεκτικών δομικών υλικών κ.λ.π. Pumice Flow [Ροή κίσσηρης] Γεωλ. Ροή κισσηρώδους υλικού από το κρατήρα κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις που δημιουργείται λόγω στερεοποίησης από τα ρεύματα λάβας κατά τη βίαιη αποβολή των αερίων συστατικών της. Pumice Tuff [Τόφφος κίσσηρης] Γεωλ. Ηφαιστειακός τόφφος με κύρια συστατικά θραύσματα πετρωμάτων και σποδό κισσηρώδους υφής. Pumiceous [Κισσηρώδης] Γεωλ. 1. Όρος που αναφέρεται στο χαρακτηριστικό ιστό όξινων πυροκλαστικών ηφαιστειακών πετρωμάτων που παρουσιάζουν πολυάριθμους μακροσκοπικούς και μικροσκοπικούς πόρους. 2. Όρος αναφερόμενος σε πέτρωμα ή τεμάχιο στερεού υλικού (π.χ. ηφαιστειακή βολίδα) που παρουσιάζει κισσηρώδη ιστό. Pump [Αντλία] Ηλεκ. Μηχ. Μηχάνημα μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η αύξηση της πίεσης στον όγκου ενός ρευστού προκαλώντας με αυτό τον τρόπο την κίνηση του εντός ενός αγωγού, με τον οποίο είναι συνδεδεμένο το μηχάνημα. Pumpellylite [Παμπελυϊτης] Ορυκτ. Ομάδα ορυκτών αποτελούμενων από ένυδρο πυριτικό αργίλιο και κατά περίπτωση δισθενή σίδηρο ή τρισθενή σίδηρο ή μαγνήσιο ή δισθενές μαγγάνιο και μαγνήσιο. Σχηματίζουν όλα πρασινόχρωμους ή καστανούς, με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος και

έχουν σκληρότητα 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. Pumping [Αντληση] Φυα. Στην τεχνολογία των λέιζερ ή των μέηζερ, είναι η διεργασία με την οποία άτομα διεγείρονται από το ενεργειακό επίπεδο 1 στο ενεργειακό επίπεδο 3 (σ' ένα μοντέλο τριών επιπέδων) ή από το επίπεδο 0 στο επίπεδο 4 (σ' ένα μοντέλο τεσσάρων επιπέδων) ώστε το υλικό να δράσει ως ενισχυτής. Pumping Station [Αντλιοστάσιο] Πολ. Μηχ. Στεγασμένος χώρος εντός του οποίου είναι τοποθετημένες οι αντλίες και όλος ο εξοπλισμός που είναι απαραίτητος για να εξασφαλιστεί η ροή ενός ρευστού που είναι αποθηκευμένο σε μια δεξαμενή προς ένα δίκτυο αγωγών. Punch [Διάτρηση μαγνητικών καρτών] Πληρ. Κωδικοποιώ δεδομένα πάνω σε κάρτα ή χαρτί με κατάλληλους συνδυασμούς οπών σε συγκεκριμένες θέσεις. Punch 2 [Ορθοστάτης] Πολ. Μηχ. Σε ένα σύστημα ξύλινης αντιστήριξης ενός κατακόρυφου πρανούς το κατακόρυφο στοιχείο που συγκρατεί μεταξύ τους τις οριζόντιες σανίδες που στηρίζουν το έδαφος. Punch List [Πίνακας κακοτεχνιών προς αποκατάσταση] Γεν. Ο αναλυτικός κατάλογος των κακοτεχνκον που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου που έκανε στο έργο η επιτροπή παραλαβής ενός τεχνικού έργου, ο οποίος μεταβιβάζεται στον εργολάβο για να εκτελέσει τις απαραίτητες εργασίες για την αποκατάσταση των κακοτεχνιών. Punch Tape [Διάτρητη ταινία] Πληρ. Χάρτινη ταινία στην οποία αποθηκεύονται δεδομένα με τη μορφή κατάλληλων συνδυασμών οπών σε συγκεκριμένες θέσεις. Punch Tape Code [Κώδικας διάτρητης ταινίας] Πληρ. Ο κώδικας που χρησιμοποιείται για την διάτρηση των καρτών, δηλαδή οι συνδυασμοί οπών σε συγκεκριμένες θέσεις. Punched Card [Διάτρητη κάρτα] Πληρ. Κάρτα στην οποία γίνονται οπές με σκοπό την παράσταση δεδομένων και την τροφοδότηση αυτών στον υπολογιστή. Αέγεται και punch card. Punched Card Accounting Machines [Λογιστικές μηχανές με διάτρητες κάρτες] Πληρ. Μηχανές που χρησιμοποιούν διάτρητες κάρτες για να κάνουν μια σειρά από επεξεργασίες δεδομένων, όπως είναι η αποθήκευση, η εκτέλεση πράξεων, κλπ. Punched Card Equipment [Εξοπλισμός που χρησιμοποιεί διάτρητες κάρτες] Πληρ. Εξοπλισμός που σχετίζεται με υπολογιστικά συστήματα και διαβάζει ή και γράφει σε διάτρητες κάρτες. Punched Card Field [Πεδίο διάτρητης κάρτας] Πληρ. Πλήθος συνεχόμενων στηλών μιας διάτρητης κάρτας στις οποίες μπαίνει σταθερά η ίδια πληροφορία. Punching Press [Κοπτική πρέσα] Μηχ. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο ασκώντας πίεση σε μεταλλικά φύλλα τα κόβει και τα μορφοποιεί σε επιθυμητά καλούπια. Punching Rate [Ρυθμός διάτρησης] Πληρ. Το πλήθος των καρτών ή των χαρακτήρων ή των οπών που χαράζονται (τρυπιούνται) που διατρήονται στη μονάδα του χρόνου. Punching Shear [Ψαλιδισμός] Πολ. Μηχ. Η αστοχία μια πλάκας κατά το μήκος της περιμέτρου ενός υποστυλώματος λόγω του αυξημένου μεγέθους των διατμητικών τάσεων που αναπτύσσονται σ' αυτή τη διατομή της πλάκας. Punctuation Bit [Ψηφίο στίξης] Πληρ. Το δυαδικό ψηφίο που χρησιμοποιείται για να δείξει την αρχή και το

-1137τέλος λέξεων ή εγγραφών ή άλλων ομάδων δεδομένων όταν αυτά είναι μεταβλητού μήκους. Punctum Proximum (ΡΡ) [Εγγύτατο σημείο ευκρινούς οράσεως] Οπτικ. Το πλησιέστερο σημείο που μπορούμε να παρατηρήσουμε ευκρινώς. Punctum Remotoum (PR) [Απώτατο σημείο ευκρινούς οράσεως] Οπτικ. Είναι το σημείο με τη μέγιστη απόσταση από τον οφθαλμό και μπορεί να παρατηρηθεί ευκρινώς. Ως τέτοιο ορίζεται το άπειρο. Puppis [Πρύμνη] Αστρον. Ο βορειότερος από τους τρεις αστερισμούς που παλαιότερα αποτελούσαν τον αστερισμό της Αργώς. Καταλαμβάνει 673 τετραγωνικές μοίρες στον ουράνιο θόλο και περιέχει 10 αστέρια λαμπρότερα του τετάρτου μεγέθους. Σε αυτήν υπάρχουν το λιγότερο 40 ανοιχτά σμήνη και μπορούν να παρατηρηθούν ακόμη και από μικρά τηλεσκόπια. Pure 1 [Καθαρός] Επιστ. Τεχνολ. Όρος αναφερόμενος αποκλειστικά στο θεωρητικό πεδίο μιας επιστήμης αποκλείοντας το πεδίο των επιστημονικών εφαρμογών. Pure 2 [Καθαρός] Χημ. Όρος αναφερόμενος σε ένωση ή στοιχείο ομοιογενούς και ομοιόμορφης χημικής σύστασης με σταθερές φυσικοχημικές ιδιότητες χωρίς παρουσία προσμίξεων. Pure Geometry [Καθαρή γεωμετρία] Μαθημ. Γεωμετρία με χρήση συναρτησιακών (γεωμετρικών) μεθόδων και αξιωμάτων. Pure Imaginary Number [Καθαρός φανταστικός αριθμός] Μαθημ. Ονομάζεται ένας μιγαδικός αριθμός όταν το πραγματικό του μέρος ισούται με το μηδέν οπότε απομένει μόνον η φανταστική μονάδα πολλαπλασιασμένη με τον πραγματικό της συντελεστή. Pure Mathematics 1 [Θεωρητικά μαθηματικά] Μαθημ. Είναι η μελέτη των μαθηματικών χωρίς την πρόθεση προς πρακτική ή τεχνολογική εφαρμογή τους. Pure Mathematics 2 [Καθαρά μαθηματικά] Μαθημ. Έτσι λέγονται τα θεωρητικά μαθηματικά στην αυστηρή τους έκφραση για να διακρίνονται από τα εφαρμοσμένα. Pure Research [Βασική έρευνα] Επιστ. Επιστημονική έρευνα η οποία εκτελείται δίχως να υπάρχει πρόβλεψη επίτευξης συγκεκριμένου στόχου που θα αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης. Pure Shear [Καθαρή διάτμηση] Μηχ. Η διάταξη των τάσεων εντός της διατομής ενός φορέα όταν οι τάσεις από μια συγκεκριμένη καταπόνηση αναπτύσσονται εντός του επιπέδου της διατομής και καμιά τάση στο επίπεδο που τέμνει τη διατομή. Pure Strategy [Καθαρή στρατηγική] Στατ. Στρατηγική (για τη λύση ενός παιγνίου ) με 2 παίκτες λέγεται μια μικτή στρατηγική που σε κάθε διάνυσμα τάξης k έχει 1 στην k θέση και 0 αλλού. Pure Trojan Group [Καθαρή ομάδα Trojan] Αστμον. Ομάδα αστεροειδών που κινούνται κυκλικά περί τον ήλιο στο ύψος της τροχιά ς του Δία (περίπου στις 5 αστρονομικές μονάδες. Purge [Εκκαθαρίζω] Πληρ. Διαγράφω δεδομένα ή αρχεία από περιφερειακή, συνήθως, μνήμη με σκοπό να ελευθερωθεί χώρος και να αποθηκευθούν άλλα δεδομένα. Purge Date [Ημερομηνία εκκαθάρισης] Πληρ. Ημερομηνία συνδεδεμένη με συγκεκριμένο αρχείο ή σύνολο δεδομένων που δηλώνει ότι μετά από αυτή την ημερομηνία το αρχείο μπορεί να διαγραφεί για να ελευθερώσει χώρο για άλλη χρήση. Purify 1 [Καθαρίζω] Χημ. Απομακρύνω με διάφορες τε-

Push Button

χνικές (π.χ. κλασματική απόσταξη) τις ξένες προσμίξεις από μία χημική ένωση. Purify 2 [Ξεκαθαρίζω] Πλημ. Βρίσκω και τακτοποιώ λάθη σε σύνολο δεδομένων. Purine 1 [Πουρίνη] Βιοχημ. 1. Αχροη κρυσταλλική ένωση του τύπου C5H4N4 που αποτελεί προϊόν συμπύκνωσης ιμιδαζολικού και πυριμιδινικού δακτυλίου. 2. Κατηγορία διαδεδομένων στη φύση οργανικών ενώσεων που είτε παρουσιάζουν μοριακή δομή ανάλογη της πουρίνης είτε σχηματίζονται ως παράγωγα αυτής όπως π.χ. οι πουρινικές βάσεις αδενίνη και γουανίνη, τα αλκαλοειδή καφεΐνη, θεοβρωμίνη, θεοφυλλίνη κ.λ,π. Purine 2 [Πουρίνη] Ομγ.Χημ. Προϊόν συμπύκνωσης ιμιδαζολικού και πυριμιδινικού δακτυλίου, που απαντά σε δύο ταυτομερείς μορφής, την 9 Η- και την 7 Η-. Πολλά φυτικά παράγωγα περιέχουν τον πουρινικό δακτύλιο, όπως η αδενίνη και η γουανίνη, που ονομάζονται και πουρινικές βάσεις και είναι τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων. Προϊόν μεταβολισμού της είναι το ουρικό οξύ. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Purity [Καθαρότητα] Χημ. Η έκταση κατά την οποία μία ουσία είναι απαλλαγμένη από ξένες προσμίξεις. Εκφράζεται, συνήθως στα εκατό (%), οπότε δείχνει τη μάζα της καθαρής ουσίας σε σχέση με τη μάζα όλου του δείγματος. Purlin 1 [Δοκάρι στέγης] Οικοδ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία οριζόντια ξύλινη δοκός, η οποία στηρίζει το δικτύωμα της στέγης μιας κατασκευής. Purlin 2 [Δοκίδα μεταλλικής στέγης] Πολ. Μηχ. Σε μια μεταλλική στέγη η οποία αποτελείται από ένα σύνολο δικτυωμάτων τοποθετημένων παράλληλα μεταξύ τους σε τακτές αποστάσεις, μεταλλικό προφίλ που τοποθετείται πάνω στα δικτυώματα σε κατεύθυνση κάθετη προς το επίπεδο τους, πάνω στο οποίο στηρίζεται η κάλυψη της στέγης. Purple [Πορφύρα] Χημ. Είναι μία κόκκινη χρωστική ουσία η οποία εξάγεται από ορισμένα θαλάσσια κογχύλια. Με τον ίδιο όρο, και συγκεκριμένα πορφυρό, χαρακτηρίζεται κάθε απόχρωση που διακυμαίνεται μεταξύ των χρωμάτων ερυθρό και μπλε. Purpurite [Πουρπουρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από φωσφορικό τρισθενές μαγγάνιο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, ιώδεις ή καστανόχρωμους, υποδιάφανους έως αδιαφανείς, αλαμπείς και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έα>ς 5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,4. Purpurine [Πουρπουρίνη] Οργ.Χημ. Πορτοκαλοκόκκινη στερεή κρυσταλλική ουσία διαλυτή σε θερμό νερό και σε οργανικούς διαλύτες με σημείο τήξης 256°C. Χρησιμοποιείται σαν χρωστική στη μικροβιολογία και σαν βαφή βάμβακος. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Purpurogalline [Πουρπουρογαλλίνη] Ομγ.Χημ. Πολυϋδροξυλιωμένη αρωματική ένωση με δύο συμπυκνωμένους αρωματικούς δακτυλίους, έναν εξαμελή και έναν επταμελή. Κόκκινη κρυσταλλική ένωση που αποσυντίθεται με θέρμανση στους 275°C. Χρησιμοποιείται σαν αντιοξειδωτική ουσία. Puscharovskite [Πουσχαροβσκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό αρσενικικό χαλκό. Σχηματίζει άχροους ή ανοιχτοπράσινους, διαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος και έχει ειδικό βάρος 3,3. Push Button [Πλήκτρο επιλογής] Μηχ. Πρόκειται για ένα είδος πλήκτρου, το οποίο συναντάται σε πολλές

Push Development

-1138-

μηχανές, με το οποίο ενεργοποιείται μία εντολή όταν του ασκηθεί μία μικρή σχετικά πίεση, καθώς τότε κλείνει ένα ηλεκτρικό κύκλωμα μέσω του οποίου μεταφέρεται η διαταγή προς τη μηχανή. Push Development [Πουσάρισμα] Τεχνολ. Αύξηση του χρόνου εμφάνισης ενός φιλμ ώστε να αυξηθεί η ταχύτητά του, για λήψεις σε περιβάλλον με χαμηλές συνθήκες φωτισμού. Push Down Automaton [Αυτόματο με μνήμη στοίβα] Πληρ. Ένα αυτόματο πεπερασμένων καταστάσεων το οποίο χρησιμοποιεί μνήμη που λειτουργεί ως στοίβα. Push Down List [Λίστα στην οποία κάθε νέο δεδομένο ωθεί προς τα κάτω τα άλλα] Πληρ. Μια σειρά θέσεων μνήμης για αποθήκευση δεδομένων στην οποία η ανάγνωση των δεδομένων γίνεται με σειρά L1FO, δηλαδή διαβάζεται πρώτα αυτό που τοποθετήθηκε τελευταίο, Βλέπε push down stack, push down storage. Push Up List [Λίστα στην οποία κάθε νέο δεδομένο ωθεί προς τα πάνω τα άλλα] Πληρ. Μια σειρά θέσεων μνήμης για αποθήκευση δεδομένων στην οποία η ανάγνώση των δεδομένων γίνεται με σειρά FIFO, δηλαδή διαβάζεται πρώτα αυτό που τοποθετήθηκε πρώτο. Λέγεται επίσης queue και push up storage. Putoranite [Πουτορανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο σίδηρο και δισθενή χαλκό. Σχηματίζει κιτρινόχρωμους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,4. Putty [Στόκος] Υλικ. Ο όρος αυτός αποτελεί μία γενική ονομασία ορισμένων ξηραινόμενων πολτών οι οποίοι αποτελούνται κατά βάση από ανθρακικό ασβέστιο και άλλα συστατικά και χρησιμοποιούνται για την πλήρωση ρωγμών, κενών, την ομαλοποίηση επιφανειών, τη στερέωση υαλοπινάκων και για άλλες οικοδομικές εργασίες. Puy [Μικρός κώνος] Γεωλ. Γαλλικής προέλευσης ονομασία για τους διαφόρων σχημάτων (θολοειδείς, διπλοί κ.λ,π.) μικρούς κώνους εσβεσμενων ηφαιστείων που παρουσίασαν ενεργή ηφαιστειακή δραστηριότητα για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα. Pycnometer [Πυκνόμετρο] Μηχ. Γνωστό και με τον όρο αραιόμετρο, πρόκειται για μία μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της πυκνότητας διαφόρων υγρών. Αποτελείται από έναν πλωτήρα, βαθμολογημένο και σε μορφή σωλήνα που φέρει στο κάτω άκρο του ένα έρμα από μόλυβδο. Όταν αυτός τοποθετηθεί στο υγρό, λαμβάνει κατακόρυφη θέση και βυθίζεται έως ενός σημείου το οποίο στη βαθμονομημένη κλίμακα υποδηλώνει την πυκνότητά του. Pylon [Πυλώνας] Πολ. Μηχ. 1. Εύρωστα δομικά στοιχεία που αποτελούν τους ορθοστάτες του πλαισίου που διαμορφώνει μια πύλη προσδίδοντάς της μεγαλοπρέπεια. 2. Πύργος μεταλλικής κατασκευής που αποτελεί το σημείο στήριξης των καλωδίων μιας γραμμής ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης. Pyramid [Πυραμίδα] Αρχ. Είναι μνημειακή κατασκευή της αρχαίας Αιγύπτου, με σχήμα όμοιο με του ομώνυμου στερεού γεωμετρικού σχήματος, που αποτελούσε τάφο των βασιλέων. Pyramid 2 [Πυραμίδα] Μαθημ. Καλείται το στερεό γεωμετρικό σώμα με μία έδρα πολυγωνική η οποία συνήθως αποτελεί τη βάση του, και τις υπόλοιπες πλευρές τρίγωνα με βάσεις τις πλευρές του πολυγώνου και με κοινό σημείο την κορυφή της πυραμίδας.

Pyramid Functions [Συναρτήσεις πυραμίδες] Μαθημ. Συναρτήσεις διγραμμικές (κατά τμήματα) που χρησιμοποιούνται στην εφαρμογή της μεθόδου των πεπερασμένων στοιχείων σε προβλήματα μερικών διαφορικών εξισώσεων 2 διαστάσεων, Pyramidal Crystal [Πυραμιδικός κρύσταλλος] Φυα. Στερ.Κατ. Κάθε κρύσταλλος ο οποίος σαν βασικό σχήμα έχει την μορφή πυραμίδας. Pyramidal Surface [Πυραμιδική επιφάνεια] Μαθημ. Ονομάζεται η επιφάνεια η οποία σχηματίζεται εάν ενωθεί ένα σημείο του χώρου με όλες τις κορυφές μιας τεθλασμένης γραμμής που ανήκει σε επίπεδο το οποίο δεν περιέχει το εν λόγω σημείο, Pyran [Πυράνιο] Οργ.Χημ. Ετεροκυκλική οργανική ένωση με εξαμελή δακτύλιο πέντε ατόμων άνθρακα και ενός ατόμου οξυγόνου. Pyranometer [Πυρανόμετρο] Μηχ. Όργανο για τη μέτρηση της άμεσης και διάχυτης, τόσο αθροιστικά όσο και ανεξάρτητα, ηλιακής ακτινοβολίας που δέχεται ένα ολόκληρο ημισφαίριο. Pyranose [Πυρανόζη] Οργ.Χημ. Δομή των μονοσακχαριτών (κυρίως των αλδοεξοζών) όπου εμφανίζεται εξαμελής τετραϋδροπυρανικός δακτύλιος με σύνδεση των ατόμων άνθρακα C-1 και C-2 της ανοικτής μορφής, Pyrargyrite [Πυραργυρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο και αντιμονιούχο άργυρο, σημαντικό μετάλλευμα αργύρου. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, ημιδιαφανείς έως αδιαφανείς και με υπομεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τριγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,8. Pyrex [Πυρέξ] Υλικ. Εμπορική ονομασία για είδος βοριοπυριτικής υάλου που προκύπτει με προσθήκη τριοξείδιου του βορίου (Β2Ο3). Διαθέτει μικρό συντελεστή θερμικής διαστολής και μεγάλη αντοχή σε χημικά και θέρμανση. Χρησιμοποιείται ευρέως σε χημικά εργαστηριακά γυαλικά και συσκευές καθώς επίσης και σε κουζινικά είδη. Pyrheliometer [Πυρηλιόμέτρο] Μηχ. Είναι ειδική διάταξη για την καταγραφή της ποσότητας της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει σε μία εδαφική περιοχή, Pyridine [Πυριδίνη] Οργ.Χημ. Επίπεδη ετεροκυκλική αρωματική ένωση που σχηματίζεται κατά τη διαβίβαση μίγματος ακετυλενίου και υδροκυανίου από διάπυρους σωλήνες. Υγρό με σημείο βρασμού 115°C, που μοιάζει αρκετά με το νιτροβενζόλιο και ασθενή βασικό χαρακτήρα. Δίνει δύσκολα αντιδράσεις ηλεκτρονιόφιλης υποκατάστασης. Με S 0 3 σχηματίζεται σουλφονικό άλας, που χρησιμοποιείται σε σουλχρουρώσεις. Με επίδραση νατραμίδιου δίνει τη 2-αμινο-πυριδίνη (αντίδραση Chichibabin). Με καταλυτική υδρογόνωση οδηγεί σε πιπεριδίνη. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ), Pyridoxal [Πυριδοξάλη] Βιοχημ. Ένας από τους τύπους της βιταμίνης Β 6 με επίσημη ονομασία 2-μεθυλ-3υδροξυ-4-φορμυλο-5-υδροξυμεθυλο-πυριδίνη. Όταν το υδροξύλιο της ομάδας -CH 2 OH φωσφορυλιωθεί σχηματίζεται η φωσφορική πυριδοξάλη που μπορεί να δράσει σαν συνένζυμο αρκετών ενζύμων με διαφορετική εξειδίκευση. Pyridoxal Phosphate [Φωσφορική πυριδοξάλη] Βιοχημ. Η μορφή της πυριδοξάλης, όπου το υδροξύλιο της ομάδας -CH 2 OH έχει φωσφορυλιωθεί. Μπορεί να δράσει σαν συνένζυμο αρκετών ενζύμων με διαφορετική εξειδίκευση συμμετέχοντας σε τρανσαμινώσεις, στη ρακεμίωση των αμινοξέων και σε αποκαρβοξυλιώσεις αμινοξέων.

-1139Pyridoxine [Πυριδοξίνη] Βιοχημ. Οργανική ουσία, μία από τις μορφές της υδατοδιαλυτής βιταμίνης Β 6 . (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Pyridoxine Hydrochloride [Υδροχλωρική Πυριδοξίνη] Βιοχημ. Το υδροχλωρικό άλας της πυριδοξίνης. Χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα για την πρόληψη και θεραπεία της έλλειψης της βιταμίνης Be. Pyrimethamine [Πυριμεθαμίνη] Ομγ.Χημ. Λευκή κρυσταλλική ουσία με τύπο C^H^CIN^ που λειτουργεί σαν ανταγωνιστής του φολικού οξέος. Χρησιμοποιείται σαν φάρμακο εναντίον της μαλάριας. Pyrimidine [Πυριμιδίνη] Ομγ.Χημ. Εμπειρική ονομασία της 1,3-διαζίνης. Απορροφά στο UV στα 238, 243 και 371 nm. Δεν δίνει αντιδράσεις ηλεκτρονιόφιλης υποκατάστασης, καθόσον ο δακτύλιος της είναι απενεργοποιημένος. Δίνει, όμως, εύκολα αντιδράσεις πυρηνόφιλης υποκατάστασης στις θέσεις 2-, 4- και 6-. Έχει ιδιότητες ασθενούς βάσης. Πολύ σταθερή σε οξειδωτικά μέσα. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Pyrite [Σιδηροπυρίτης] Ομυκτ. Πρόκειται για ορυκτό διθειούχο σίδηρο, με χρώμα κιτρινωπό, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή θειικού οξέος. Pyrochlore [Πυρόχλωρο ] Ορυκτ. Το πρώτο ορυκτό, περιέχον νάτριο, της σειράς πυρόχλωρο-μικρόλιθος. Σχηματίζει καστανόχρωμους ή κιτρινόχρωμους, υποδιάφανους έως αδιάφανους και με ρητινώδη ή λιπαρή λάμψη κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 5,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,2 έως 6,4. Pyroclast [Πυροκλάστης] Γεωλ. Γενικός όρος που αναφέρεται στα εκτινασσόμενα κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις τεμάχια κάθε μεγέθους που προέρχονται από τη θραύση, κατά τη βίαιη ανέξοδο του μάγματος, προϋπαρχόντων πετρωμάτων ή ορυκτών στα θεμέλια ή στα τοιχώματα των πόρων των ηφαιστείων. Pyroclastic [Πυροκλαστικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε πέτρωμα, ίζημα ή διεργασία που σχετίζεται με πυροκλάστες. Pyroclastic Flow [Πυροκλαστική ροτ\],Γεωλ. Η ροή ηφαιστειακού υλικού από διάπυρα νέφη αποτελούμενα από πυροκλάστες σε μίγμα με σταγονίδια λάβας και αέρια προς την επιφάνεια του εδάφους όπου καθιζάνουν και συγκολλούμενα μεταξύ τους σχηματίζουν πυροκλαστικά πετρώματα ή τόφφους. Pyroclastic Rock [Πυροκλαστικό πέτρωμα] Γεωλ. Κάθε κλαστικό πέτρωμα που σχηματίζεται κατά βάση από θραύσματα ηφαιστειακού υλικού εκτινασσόμενα κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις όπως ο ιγκνιμβρίτης, ο πυρομβρίτης κ.λ.π. Pyroelectric Effect [Πυροηλεκτρισμός] Κρυσταλί. Το φαινόμενο που εμφανίζουν μερικοί κρύσταλλοι, όπως ο LiNb0 3 , να μη μεταβάλλουν τη σιδηροηλεκτρική τους ροπή υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου, ακόμη και τη μέγιστη ένταση που μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να υπάρχει ηλεκτρική εκκένωση. Pyrogallate [Πυρογαλλολικός] Ομγ.Χημ. Αλας ή εστέρας της πυρογαλλόλης. Pyrogallol [Πυρογαλλόλη] Οργ.Χημ. Τριυδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου σε γειτονικές θέσεις με τύπο C6H3(OH)3. Λευκή φωτοευαίσθητη κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 133°C. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, στη φωτογραφία, καθώς και στο ποσοτικό προσδιορισμό του ελεύθερου οξυγόνου. Pyrogenesis [Πυρογένεση/ Γεωλ. Η διεργασία διείσδυ-

Pyrrolidine

σης ή έκχυσης μάγματος και ο εξ αυτής σχηματισμός μαγματικών ορυκτών. Pyrogenetic [Πυρογενετικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε ορυκτά που σχηματίζονται με διεργασία πυρογένεσης. Pyrolusite [Πυρολουσίτης] Ορυκτ. Το βασικό ορυκτό του μαγγανίου με τύπο Μηθ2, που απαντά σε διάφορες κρυσταλλικές μορφές. Έχει πυκνότητα 5,06 και σκληρότητα 2-6,5 της κλίμακας Mohs. Χρησιμοποιείται στο ξηρό στοιχείο Μηθ2-Ζη. Pyrolysis [Πυρόλυση] Χημ. Στην χημεία με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η διάσπαση, δηλαδή η μετατροπή των μεγάλων μορίων μιας ουσίας σε μικρότερα με τη χρήση θερμότητας. Pyromellitic Acid [Πυρομελλιτικό οξύ] Οργ.Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό στερεό με τύπο C6H2(COOH)4. Ουσία ελάχιστα διαλυτή στο νερό με σημείο τήξης 275-276"C που χρησιμοποιείται στην παρασκευή κηρών, λιπαντικών και πολυεστέρων. Pyrometamorphism [Πυρομεταμόρφωση] Γεωλ. Τύπος μεταμόρφωσης επαφής κατά την οποία επικρατούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες στη ζώνη επαφής του μαγματικού υλικού και του πετρώματος. Pyrometry [Πυρομετρία] Μηχ. Χαρακτηρίζεται η τεχνολογία με τα ειδικά όργανα που ασχολείται με την καταγραφή των πολύ υψηλών θερμοκρασιών, εκεί όπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα κοινά θερμόμετρα. Pyrope [Πυρωπό] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό αργίλιο και μαγνήσιο, της ομάδας του γρανάτη. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, διαφανείς έως υποδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 7,5 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,6 έως 3,8. Pyrophosphate [Πυροφωσφορικό] Βιοχημ. Μία από τις δύο φωσφορικές ομάδες που συνδέονται με εστερικό δεσμό. Απαντάται σε πολλά σημαντικά βιολογικά μόρια. Pyrophosphoric Acid [Πυροφωσφορικό οξύ] Ανοργ. Χημ. Μία από τις πολυμερείς ενώσεις του φωσφόρου με τύπο Η4Ρ2Ο7. Οξύ ισχυρότερο του φωσφορικού οξέος, που σχηματίζεται από δύο μόρια φωσφορικού οξέος με απόσπαση ενός μορίου νερού. Παχύρρευστο υγρό που έχει την τάση να στερεοποιηθεί. Αναφέρεται και σαν διφωσφορικό οξύ. Pyrophyllite [Πυροφυλλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βασικό πυριτικό αργίλιο. Σχηματίζει καστανόχρωμους ή τεφρόχρωμους, ημιδιαφανείς έως αδιαφανείς, με μαργαρώδη λάμψη, τέλειου σχισμού και με την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του τρίκλινους συστήματος. Έχει σκληρότητα 1,5 έως 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,8 έως 2,9. Pyrrole [Πυρρόλιο] Οργ.Χημ. Οργανική αρωματική ένωση με επίπεδο πενταμελή ετεροκυκλικό δακτύλιο που περιέχει ένα άτομο Ν. Παρασκευάζεται από το φουράνιο με θέρμανση με νερό και αμμωνία (ΝΗ3). Υγρό, πολύ δραστικότερο από το φουράνιο στις αντιδράσεις ηλεκτρονιόφιλης υποκατάστασης με σχηματισμό α-προΐόντων. Έχει πολύ ασθενείς όξινες και βασικές ιδιότητες. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). Pyrrolidine [Πυρρολιδίνη] Ομγ.Χημ. Ετεροκυκλική οργανική ένωση, προϊόν καταλυτικής υδρογόνωσης των πυρρολινών ή του πυρρολίου. Αναφέρεται και σαν αζολιδίνη ή τετραϋδροπυρρόλιο. Συμπεριφέρεται σαν δευτεροταγής αμίνη και χρησιμοποιείται στην

2-Pyrrolidone

-1140-

οργανική σύνθεση. (Βλέπε σχήμα τέλος Ρ). 2-Pyrrolidone [2-Πυρρολιδόνη] Οργ.Χημ. Παράγωγο της ττυρρολιδίνης με μία κετονομάδα στη θέση 2. Υποκίτρινο υγρό διαλυτό στο νερό και το οινόπνευμα με σημείο βρασμού 245°C. Χρησιμοποιείται σαν διαλύτης πολυμερών και στην παρασκευή εντομοκτόνων και μελανών. Pyrosphere [Πυρόσφαιρα] Γεωλ. Η εσώτατη κεντρική γήινη σφαίρα, από βάθους περίπου 2900 χλμ. έως το κέντρο της Γης, η καλούμενη και πυρήνας ή βαρύσφαιρα, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολύ υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων και της οποίας η φύση της υψηλής πυκνότητας ύλης δεν είναι μετά απόλυτης βεβαιότητας γνωστή. Pyrostilpnite [Πυροστιλπνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο και αντιμονιούχο άργυρο. Σχηματίζει ερυθρόχρωμους, ημιδιαφανείς, με αδαμάντινη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,2 έως 5,9. Pyrotechnics [Πυροτεχνήματα] Υλικ. Είναι κατασκευάσματα που αποτελούνται από διάφορες χημικές εύφλεκτες ύλες με σκοπό όταν πυροδοτηθούν να παράγουν φως, κρότο, πολύχρωμα φοατεινά σχήματα ή καπνό. Χρησιμοποιούνται για ψυχαγωγικούς λόγους ή ορισμένα άλλα ειδικά για στρατιωτική χρήση ή για προειδοποίηση εκδήλωσης εκτάκτων αναγκών. Pyroxene [Πυρόξενοι] Ορυκτ. Πρόκειται για μία ομάδα ορυκτών, με χημική σύσταση μεταπυριτικών αλάτων του ασβεστίου, του μαγνησίου και του σιδήρου. Έχουν χρώματα που κυμαίνονται από το λευκό, κιτρινωπό, πράσινο έως και το καστανό, ενώ συναντώνται σε περιοχές με πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα. Pyroxenite [Πυροξενίτης] Γεωλ. Πυριγενές υπερβασικό πέτρωμα αδρομερούς υφής και σκοτεινού χρωματισμού με κύρια συστατικά πυρόξενους όπως ο διαλλαγίτης, ο αριεζίτης κ.λ.π. Pyroxenoid [Πυροξενοειδής] Ορυκτ. Ομάδα ορυκτών (πχ. πεκτόλιθος, βουσταμίτης, ροδονίτης) που παρουσιάζουν ομοιότητα ω προς το γενικό χημικό τύπο αλλά διαφορετική μοριακή δομή σε σχέση με την ομάδα των πυροξένων. Pyrrhotite [Πυρροτίτης ή μαγνητοπυρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειούχο σίδηρο. Σχηματίζει

κιτρινωπούς ή ερυθρωπούς, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 3,5 έως 4 στην κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 4,5 έως 4,6. Pyrrone [Πυρρόνη] Οργ.Χημ. Πολυμερές ιμιδαζοπυρρολόνης που προκύπτει από διανυδρίτες και τετραμίνες. Υλικό διαλυτό σε θειικό οξύ που αντέχει σε θερμοκρασίες 600°C. Χρησιμοποιείται σε φιλμ, συγκολλητικά υλικά, αντικολλητά φύλλα πλαστικού κλπ. Pyruvic Acid [Πυροσταφυλικό οξύ] Βιοχημ. Κετοοξύ με τύπο CH3COCOOH. Συμμετέχει στη γλυκολυτική οδό, όπου παράγεται από το φωσφοενολπυροσταφυλικό οξύ και ADP με τη συμμετοχή της κινάσης του πυροσταφυλικού οξέος. Ανάγεται σε L-γαλακτικύ οξύ με την επίδραση της γαλακτικής δεϋδρογονάσης με συνένζυμο το NADH2 στην τελευταία αντίδραση της γλυκολυτικής οδού. Μπορεί επίσης να μετατραπεί σε αιθανόλη (με βάση το μηχανισμό της αλκοολικής ζύμωσης) σε L-αλανίνη, σε οξαλοξικό οξύ ή τέλος σε ακετυλο-συνένζυμο Α. Pythagorean [Πυθαγόρειος] Μαθημ. Σχετιζόμενο με τον σοφό Πυθαγόρα το Σάμιο. Αναφέρονται το διάσημο θεώρημα του για το τρίγωνο, Πυθαγόρειοι αριθμοί (ρίζες), Πυθαγόρεια μουσική, δέντρα και μυστικισμός. Pythagorean Scale [Πυθαγόρεια κλίμακα] Μαθημ. Η πρώτη επίσημη σύζευξη μαθηματικών και μουσικής με πολύ καλά για την εποχή αποτελέσματα για τη μουσική, αλλά σχετικά περιορισμένη αφού τα κλάσματα έχουν μόνο ορισμένους όρους. Pythagorean Theorem [Πυθαγόρειο θεώρημα] Μαθημ. Πρόκειται για ένα θεώρημα της ευκλείδειας γεωμετρίας το οποίο έχει αποδειχθεί με πολλούς τρόπους, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε ορθογώνιο τρίγωνο ισχύει ότι το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών του. Pythagorean Tree [Πυθαγόρειο δέντρο] Μαθημ. Φράκταλ που κατασκευάζει ένα δέντρο συμμετρικό ή ασύμμετρο. Pythagorean Triple [Πυθαγόρεια τριάδα] Μαθημ. Μια τριάώ ακεραίων (α,β,γ) ώστε να εφαρμόζεται πάνω τους το πυθαγόρειο θεώρημα. Pyxis [Πυξίδα] Αστμον. Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου κοντά στο γαλαξιακό ισημερινό.

- 1141 -RadioFrequencyPulse OCH

Papaverine

OCH

H

3

C O

H 3 C O

CH

Penicillamine H,C

Penicillin G

Η

C

c-

SH

NH-

H2

Ο II

c-c

Η

•Ν-

COOH

CH,

Ο

COOH Phenanthrene

Phenanthridine

Phenazine

Ν

3

RadioFrequencyShielding- 1142-

Phenylbutazone

N-Phenylmorpholine

N-Phenylpiperazine

/ Ο \ HN

\ /

/ \

\ /

//

OH

Phloroglucinol

OH

HO

Phthalazine

Pinene α-πινένιο

Piperazine

Η Ν

Ν Η

Piperidine Ν Η

β-πινένιο

RadioFrequencyShielding- 1143-

Procaine

H2 H3C H3C

- c '

ο

H2 H2 Ν—C—C—O—C

H2

\\ //

Progesterone

προγεστερόνη

COOH

Proline

προλίνη

n-Propyl Furoate

Pteridine

COOCH

Ν

Ν Ν

Purine

Ν

2

CH2CH3

-NH<

RadioFrequencyShielding- 1144-

Purpurine

Pyridine Ν

Pyridoxine

CH H O .

^

2

OH . C H

H,C

Pyrimidine

Ν

Ν

Pyrrole V

Pyrrolidine

ο

Ν Η

2

O H

Q Magnitude [Μέγεθος Q] Αστρον. 0 όρος αναφέρεται σε αστρονομικό μέγεθος που χαρακτηρίζει ένα ουράνιο σώμα, όπως καθορίζεται από τη μελέτη της θερμικής υπέρυθρης ακτινοβολίας που εκπέμπει το σώμα, σε μήκος κύματος 19.5 μικρά (1μικρό=10"^μέτρα). Q P S K [Διαμόρφωση με τετραδική εναλλαγή φάσης] Ηλεκτρον. -» Quarternary Phase Shift Keying Q Signal [Σήμα Q1 Επικοιν. Σήμα διαμόρφωσης ενός κύματος με φάση 0° στην διαμόρφωση QPSK. QSO [Κβασάρ] Αστρον. Είναι η συντομογραφία του σχετικού αστρονομικού όρου -» Quasar QSS [Διαστημική πηγή ακτινοβολίας] Αστρον. Πρόκειται για τη συντομογραφία του σχετικού αστρονομικού όρου Quasi Stellar Radio Source Qt [Μονάδα όγκου] Μηχ. Αποτελεί συντομογραφία της μονάδας όγκου του ενός τετάρτου του γαλονιού —> Quart Quadrangle 1 [Τετραγωνική αυλή) Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο ελεύθερος, ανοικτός και μη οικοδομημένος χώρος που χρησιμοποιείται ως αυλή, ο οποίος έχει γεωμετρικό σχήμα τετραπλεύρου, και βρίσκεται ανάμεσα σε ήδη υπάρχοντα κτίρια. Quadrangle 2 [Τετράγωνο] Μαθημ. Το τετράγωνο είναι ένα κανονικό πολύγωνο το οποίο αποτελείται από τέσσερις ίσες πλευρές τεμνόμενες ορθογώνια μεταξύ τους. Τα σημεία τομής των πλευρών ονομάζονται κορυφές. Quadrant [Τεταρτημόριο] Μαθημ. 1. Τεταρτημόριο επιπέδου καλείται οποιαδήποτε από τις τέσσερις περιοχές στις οποίες διαιρείται το επίπεδο από ένα ορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων. 2. Τεταρτημόριο κύκλου καλείται το τμήμα που αντιστοιχεί σε γωνία 90°, το ένα τέταρτο του κύκλου δηλαδή. Quadrantal Angle [Τέταρτημοριακή γωνία] Μαθημ. Η γωνία που αντιστοιχεί σε ένα τεταρτημόριο καθώς και τα ακέραια πολλαπλάσιά της. Πρόκειται δηλαδή για μια γωνία της μορφής κπ/2, κΚ),±1 ,±2,.... Quadrantal Points [Τέταρτημοριακά σημεία] Αστρον. Ονομάζονται τα τέσσερα σημεία της πυξίδας που αντιστοιχούν στις εξής ενδείξεις: ΝΕ(βοριοανατολικά, π/4 ακτίνια) 5Ε(νοτιοανατολικά, 3π/4 ακτίνια), SW (νοτιοδυτικά, 5π/4 ακτίνια) και Ν\Υ(βοριοδυτικά, 7π/4 ακτίνια). Quadrantal Spherical Triangle [Τεταρτημοριακό σφαιρικό τρίγωνο] Μαθημ. Όρος της τριγωνομετρίας που αναφέρεται σε σφαιρικό τρίγωνο, μία μόνο γωνία του οποίου είναι ίση με 90". Quadrantids [Κουαντραντίδες] Αστρον. Ονομασία βροχής μετεωριτών με ακτινοβόλο σημείο στο όριο των αστερισμοί Βοώτου και Ηρακλή. Παρατηρούνται

ετησίως στο τέλος Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου και η ταχύτητά τους είναι 43km ανά δευτερόλεπτο. Quadratic [Δευτέρου βαθμού] Μαθημ. Φράση που αποδίδει το βαθμό δευτέρας τάξεως οποιασδήποτε παράστασης. Quadratic Congruence [Τετραγωνική ταυτότητα] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται στην εξής πρόταση: Δύο δευτεροβάθμια πολυώνυμα, διαιρούμενα με δοσμένο ακέραιο αριθμό, αφήνουν το ίδιο υπόλοιπο. Quadratic Equation [Εξίσωση δευτέρου βαθμού] Μαθημ. Πολυωνυμική εξίσωση δευτέρου βαθμού της μορφής α2χ2+αιχ+αο=0, όπου αζ'Ο. Quadratic Form [Τετραγωνική μορφή] Μαθημ. Πρόκειται για δευτεροβάθμιο πολυώνυμο n μεταβλητών, κάθε όρος του οποίου περιέχει είτε το τετράγωνο μιας μεταβλητής είτε το γινόμενο δύο διαφορετικών μεταβλητών. Η γενική τετραγωνική μορφή δίνεται από τον τύπο, n n

Σ

Σ

aijxitj

i=1 j =1

όπου ajj=ajj. Quadratic Formula [Τετραγωνικός τύπος] Μαθημ. Πρόκειται για τον τύπο - β ±^(β2

-4αγ)

που εκφράζει τις πραγματικές ρίζες της δευτεροβάθμιας εξίσωσης αχ*+βχ+γ=(). Quadratic Polynomial [Πολυώνυμο δευτέρου βαθμού] Μαθημ. Ονομάζεται οποιοδήποτε πολυώνυμο μεγίστου βαθμού 2. Quadratic Programming [Τετραγωνικός προγραμματισμός] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται στο σύνολο ταη·μεθόδων που εφαρμόζονται σε ένα τυχαίο σύστημα ανισοτήτων δευτέρου βαθμού και έχουν ως στόχο την εύρεση των ακροτάτων ορίων. Quadratic Reciprocity Law [Νόμος της τετραγα)νικής αμοιβαιότητας] Μαθημ. Θεωρούμε τα σύμβολα Legendre (p|q) και (q|p). Δεδομένου ότι ρ, q περιττοί αριθμοί πρώτοι μεταξύ τους, ισχύει η σχέση (p|q) (q|p) Quadratic Residue [Τετραγωνικό υπόλοιπο^ Μαθημ. Έστω ρ πρώτος αριθμός. Εάν η ισοδυναμία x^a(modp) έχει λύση, τότε ο ακέραιος a λέγεται τετραγωνικό υπόλοιπο ως προς μέτρο ρ. Εάν ρ πρώτος αριθμός διάφορος του 2, υπάρχουν 'Afp-l) τετραγωνικά υπόλοιπα ως

Radio Frequency Shielding

- 1146-

προς μέτρο ρ και 'Λ(ρ-1) μη τετραγωνικά υπόλοιπα ως προς μέτρο ρ. Quadratic Surd [Αρρητος δευτέρου βαθμού] Μαθημ. Πρόκειται για έναν άρρητο αριθμό, με την ιδιότητα να αποτελεί την τετραγωνική ρίζα ενός ρητού αριθμού. Quadratix Of Hippias [Τετραγωνίζουσα καμπύλη του ϊππία] Μαθημ. Η επίπεδη γραφική παράσταση της εξίσωσης y=xtan(ffy/2). Πιθανολογείται ότι ο Ιππίας χρησιμοποίησε την τετραγωνίζουσά του για την τριχοτόμηση τυχαίας γωνίας. Επιπλέον η τετραγωνίζουσα του Ιππία βρήκε εφαρμογή στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος του τετραγωνισμού του κύκλου. Quadrature 1 [Τετραγωνισμός] Αστμον. Ο όρος αναφέρεται σε φάσεις των πλανητών. Κατά τον ανατολικό (ο πλανήτης βρίσκεται ανατολικά του ηλίου) και τον δυτικό (ο πλανήτης βρίσκεται δυτικά του ηλίου) τετραγωνισμό, τα ουρανογραφικά μήκη των πλανητών και του ήλιου διαφέρουν κατά 90°. Quadrature 2 [Τετραγωνισμός] Μαθημ. 1. Η εύρεση ενός τετραγώνου δοθέντος του εμβαδού. 2. Ο προσδιορισμός ορισμένων ολοκληρωμάτων μέσω των τιμίόν της ολοκληρωτέας συνάρτησης σε πεπερασμένο πλήθος σημείων. Quadrature Amplitude Modulation (QAM) (Τετραγωνική διαμόρφωση πλάτους] Επικοιν. Αλλαγή πλάτους και φάσης του φορέα πάνω σε ένα πρότυπο από ν bit ή 2 ν συνδυασμούς πχ στη διασύνδεση V.29 έχουμε ν=4. Quadric [Δευτέρου βαθμού επιφάνεια] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται σε κάθε επιφάνεια στον τρισδιάστατο χώρο που ορίζεται από μια εξίσωση της μορφής Ax^Br+Cz^Dxy+Exz+Fyz+Gx+Hy+Iz+feO. Quadric Cone [Κωνική επιφάνεια] Μαθημ. Ονομάζεται μια επιφάνεια όταν παράγεται από μια ευθεία που κινείται έτσι ώστε να διέρχεται από ένα σταθερό σημείο (κορυφή) και να συναντά μια σταθερή καμπύλη ή να εφάπτεται μιας σταθερής επιφάνειας. Παριστάνεται από μια ομογενής συνάρτηση δευτέρου βαθμού. Quadric Curve [Δευτέρου βαθμού καμπύλη] Μαθημ. Πρόκειται για την τομή δύο επιφανειών στο χώρο. Επομένως οι καμπύλες δευτέρου βαθμού στο επίπεδο είναι τα ανάλογα των επιφανειών δευτέρου βαθμού στο χώρο. Quadric Surface [Επιφάνεια δευτέρου βαθμού] Μαθημ. Από τη γενική εξίσωση επιφάνειας δευτέρου βαθμού (βλέπε Quadric), μπορούν να προκύψουν δεκαεπτά διαφορετικές επιφάνειες στον τρισδιάστατο χώρο όπως είναι ο κώνος, ο κύλινδρος, η σφαίρα αλλά και εκφυλισμένες μορφές αυτών που δίνουν σημείο, ευθεία, επίπεδο κ.λ.π. Quadricycle [Τετράτροχο ποδήλατοί Μηχ. Καλείται ένα σχετικά απλό μεταφορικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται περισσότερο για διαδρομές αναψυχής και έχει τέσσερις τροχούς, ενώ κινείται με τη δύναμη των επιβατών του, την οποία του τη μεταδίδουν με παρόμοιο μηχανισμό με αυτόν ενός κανονικού ποδηλάτου. Quadrilateral [Τετράπλευρο] Μαθημ. Πρόκειται για ένα επίπεδο πολύγωνο, το οποίο αποτελείται από τέσσερις πλευρές. Quadrille Paper [Χαρτί καρέ] Υλικ. Ονομάζεται ένα είδος καλής ποιότητας από κόλλες αναφοράς με τυπωμένο επάνω τους με αχνές γαλάζιες γραμμές ένα δίκτυο από μικρά τετράγωνα, οι οποίες χρησιμοποιούνται είτε για τη σχεδίαση σκαριφημάτων, καθώς βοηθούν οι ήδη υπάρχουσες διαστάσεις των τετραγώνων, είτε για τη γραφή λογιστικών, μαθηματικών ή άλλου

είδους υπολογισμών. Quadrillion [Τετράκις εκατομμύριονί Μαθημ. 1. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ο αριθμός 10 \ 2. Στη Μεγάλη Βρετανία ο αριθμός 1024(επτάκις εκατομμύριον). Quadruple Vector Product [Τετραπλάσιο διανυσματικό γινόμενο] Μαθημ. Θεωρούμε τέσσερα διανύσματα a, b, c, d. To τετραπλάσιο διανυσματικό γινόμενο θα είναι το εσωτερικό γινόμενο (a'b)-(c'd) ή το εξωτερικό γινόμενο (a'b)'(c'd). Quadruplex Circuit [Κύκλωμα 4 δρόμων] Επικοιν. Κύκλωμα τετρασύρματο που χρησιμοποιείται στις αμφίδρομες μεταδόσεις ταυτόχρονες και μη ταυτόχρονες. Quadrupole Spectrometer [Τετραπολικό φασματοφωτόμετρο] ΑνσλΧημ. Είδος φασματομέτρου μάζας που χρησιμοποιεί για το διαχωρισμό των ιόντων τετραπολικό φίλτρο μάζας. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιεί τέσσερις παράλληλες ράβδους τοποθετημένες έτσι ώστε οι άξονές τους να είναι στις κορυφές τετραγώνου. Το τετραπολικό φασματοφωτόμετρο δε χρειάζεται μαγνήτιση και είναι πιο συμπαγές και φθηνότερο από τα όργανα μαγνητικής εστίασης. Λειτουργούν μόνο σε συνθήκες μικρής διακριτικής ικανότητας και παράγουν γραμμικά φάσματα. Qualification Test [Έλεγχος καταλληλότητας] Τεχνολ. Ομάδα δοκιμών οι οποίες καθορίζονται από μια θεσμοθετημένη υπηρεσία και επιβάλλεται να εκτελεστούν και να έχουν τα απαιτούμενα αποτελέσματα για να δοθεί η άδεια για τη μαζική παραγωγή ενός προϊόντος και τη διάθεση του στο εμπόριο ή για να επιτραπεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες η λειτουργία ενός τεχνικού έργου που έχει συμπληρωθεί η κατασκευή του. Qualitative Analysis [Ποιοτική ανάλυση] Χημ. Είδος χημικής ανάλυσης, κλάδος της Αναλυτικής Χημείας. Έχει σαν αντικείμενο έρευνας την ταυτοποίηση στοιχείων, ιόντων ή ενώσεων σε κάποιο δείγμα ύλης παρέχοντας ενδείξεις και για τις σχετικές αναλογίες των συστατικών του δείγματος. Χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές και όργανα. Η ανόργανη ποιοτική ανάλυση αναφέρεται κυρίως σε ιόντα που τα ταξινομεί σε ομάδες και τα διαχωρίζει με βάση αντιδράσεις καταβύθισης. Η οργανική ποιοτική ανάλυση στοχεύει στην ανίχνευση δραστικών ομάδων στο μόριο μιας οργανικής ένωσης. Quality Analysis [Ανάλυση ποιότητας] Τεχνολ. II διερεύνηση των ποιοτικών απαιτήσεων που θα πρέπει να ισχύουν για την παραγωγή ενός προϊόντος. Quality Assurance [Εξασφάλιση ποιότητας] Βιομ. Η διαδικασία εκτέλεσης συγκεκριμένων ενεργειών κατά τη διάρκεια της μαζικής παραγωγής ενός προϊόντος, βάση μιας προδιαγεγραμμένης μεθοδολογίας ελέγχου ώστε να εξασφαλίζεται η ποιοτική αρτιότητα του συνόλου των τεμαχίων που παράγονται. Quality Control [Ελεγχος ποιότητας] Βιομ. Η δοκιμές που υποβάλλονται τα τεμάχια του επιλεγμένου δείγματος για να διερευνηθεί η συμμόρφωση όλων των τεμαχίων του δείγματος με τις προδιαγραφές της ποιοτικής αρτιότητας του προϊόντος. Quality Control Chart [Διάγραμμα ποιοτικού ελέγχου] Βιομ. Γραφική παρουσίαση των αποτελεσμάτων των δοκιμών ποιοτικού ελέγχου που εκτελείται σε ένα πλήθος δειγμάτων ενός προϊόντος στην οποία αναφέρεται ο αριθμός των δειγμάτων, η ημερομηνία εκτέλεσης των δοκιμών και τα ποσοστά αστοχίας που έχουν καταγραφεί. Είναι ένα σημαντικό διάγραμμα μέσω του οποίου παίρνονται οι απαραίτητες αποφάσεις από τη διοίκηση για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊό-

- 1147 ντων που παράγει μια επιχείρηση. Quantic [Κουάντικ] Μαθημ. Παλαιότερος όρος χρησιμοποιούμενος για ομογενείς πολυωνυμικές εκφράσεις, οι οποίες απαρτίζονταν το λιγότερο από δύο μεταβλητές. Quantification [Ποσοτικοποίηση] Τεχνολ. Η τεχνική της ανάπτυξης μιας μεθοδολογίας μέσω τις οποίες οι παρατηρήσεις που καταγράφονται για ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο μεταφράζονται με συγκεκριμένο τρόπο σε μονάδες, ώστε να καταστεί δυνατή η επεξεργασία τους με σκοπό τη διατύπωση γενικών συμπερασμάτων που χαρακτηρίζουν το φαινόμενο. Quantifier [Ποσοτικοποιητής] Μαθημ. Πρόκειται για προτασιακούς τελεστές που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την ποσότητα, κατά κάποιο τρόπο, μιας μεταβλητής. Συγκεκριμένα ο καθολικός ποσοτικοποιητής δηλώνει το "για κάθε"( συμβολίζεται με "), ενώ ο υπαρξιακός ποσοτικοποιητής δηλώνει το "υπάρχει"(συμβολίζεται με $). Quantitative Analysis [Ποσοτική ανάλυση] Χημ. Είδος χημικής ανάλυσης, κλάδος της Αναλυτικής Χημείας. Έχει σαν αντικείμενο έρευνας τον ακριβή προσδιορισμό ενός ή περισσοτέρων συστατικών ενός δείγματος. Χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές και όργανα (σταθμική ανάλυση, ογκομετρική ανάλυση, ήλεκτροσταθμική ανάλυση, φασματοφωτομετρικές αναλύσεις, χρωματογραφικές αναλύσεις κλπ.) Είναι σε κατακλείδα το είδος της ανάλυσης που πρέπει να γίνει σε μία χημική ουσία προκειμένου να βρεθεί το ακριβές ποσοστό περιεκτικότητας του κάθε συστατικού από το οποίο αυτή απαρτίζεται. Quantities [Ποσότητες] Οικοδ. Το αριθμητικό μέγεθος μιας εργασίας που εκτελέστηκε το οποία συνδέεται με τη μονάδα μέτρησης του αντικειμένου που αποτελεί το προϊόν της εργασίας. Quantity [Ποσότητα] Μαθημ. Μαθηματική έννοια που αφορά τα αριθμητικά μεγέθη με τα οποία σχετίζεται μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο. Η λέξη ποσότητα είναι ένας προσδιορισμός των σωμάτων, μια κατηγορία που εκφράζει τη σχέση των αντικειμένων ή των μερών τους. Επιπλέον η ποσότητα εκφράζει το μέγεθος, τον αριθμό και το βαθμό εκδήλωσης των διαφόρων ιδιοτήτων των αντικειμένων. Quantity Surveying [Προμετρήσεις, επιμετρήσεις] Οικοδ. Η εργασία μέτρησης των ποσοτήτων που απαιτείται να εκτελεστούν για κάθε επιμέρους εργασία ώστε ένα τεχνικό έργο να αποτελέσει μια λειτουργική οντότητα. Quantity Surveyor [Προμετρητής, επιμετρητής] Τεχνολ. Τεχνικός του κλάδου των μηχανικών ο οποίος έχει ειδικευτεί στην εκτέλεση προμετρήσεων μετά τη συμπλήρωση της μελέτης και επιμετρήσεων μετά την συμπλήρωση του έργου. Quantization [Κβαντισμός] Επικοιν. Πιθανές ή οριζόμενες με αντιστοίχηση (πχ στα 8) στάθμες μιας μεταβλητής στις τιμές ενός σήματος πχ κοκκοποίησης, διαμόρφωσης κτλ. Quantization E r r o r [Λάθος κβαντισμούΐ Επικοιν. Ατελής αντιστοίχηση στις σωστές στάθμες ενός κύματος. Quantization Noise [Θόρυβος κβαντισμού] Επικοιν. Σήμα που προκύπτει από λάθη κβαντισμού. Quantizer [Κβαντιστής] Ηλεκτρον. Καλείται η ηλεκτρονική διάταξη με την οποία πραγματοποιείται ο κβαντισμός των σημάτων, δηλαδή η στρογγυλοποίηση

Radio Frequency Pulse

των τιμών τους σε συγκεκριμένες διακριτές στάθμες με βάση ορισμένο κριτήριο. Το πλήθος των επιτρεπτίόν σταθμών είναι πεπερασμένο και εξαρτάται από το είδος του αναλογικού σήματος που πρόκειται να μετατραπεί σε ψηφιακό. Quantum [Κβάντο] Φυσ. Ονομάζονται τα στοιχειώδη, δηλαδή τα πλέον μικρά ποσά ενέργειας κατά τα οποία διαδίδεται η κάθε μορφής ακτινοβολούμενη ενέργεια, Επειδή και η ακτινοβολία δεν αποτελείται από μία συνεχή ροή αλλά από μία διακριτής μορφής μετάδοση ενέργειας, τα κβάντα είναι ακριβώς αυτές οι διακεκριμένες ποσότητες ενέργειας, όπως για παράδειγμα τα φωτόνια για την περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, τα οποία και εξαρτώνται από τη συχνότητα της ακτινοβολίας. Quantum Chemistry [Κβαντική χημεία] Φυσ.Χημ. Καλείται ο κλάδος της φυσικοχημείας που ασχολείται με τα χημικά φαινόμενα τα οποία έχουν μία εξήγηση που βασίζεται στη θεωρία περί κβάντων. Quantum Gravitation |Θεωρία κβαντικής βαρύτητας! Φυσ. —> Quantum Gravity Quantum Gravity [Θεωρία κβαντικής βαρύτητας] Φυσ. Ονομάζεται η κβαντική θεο>ρία που ασχολείται με τη μελέτη των βαρυτικών πεδίων σε καμπυλωμένους χωροχρόνους. Quantum Mechanics [Κβαντομηχανική] Φυσ. Καλείται ο κλάδος εκείνος της επιστήμης της φυσικής που ασχολείται με τη μηχανική των ατομικών και υποατομικών σο>ματιδίων της ύλης και στηρίζεται στη θεωρία περί κβάντων καθίός και στη θεωρία περί σωματιδίου μορφής κύματος. Quantum Number [Κβαντικός αριθμός] Φυσ.Χημ. Μέλος συνόλου αριθμών με τους οποίους περιγράφεται η κατάσταση ενός ηλεκτρονίου στο άτομο ενός στοιχείου, σύμφωνα με την κβαντομηχανική. Διακρίνεται σε κύριο κβαντικό αριθμό (η), δευτερεύοντα (ή αζιμουθιακό) κβαντικό αριθμό (1), μαγνητικό κβαντικό αριθμό (mi) και μαγνητικό κβαντικό αριθμό του spin (ms). Quantum Theory Of Valence [Κβαντική θεωρία σθένους] Χημ. Μία από τις βασικές θεωρίες για την εξήγηση του ομοιοπολικού δεσμού με βάση την κβαντική θεωρία. Στηρίζεται στην αρχή της μέγιστης επικάλυψης σύμφωνα με την οποία τα ατομικά τροχιακά των ατόμοίν που σχηματίζουν τον ομοιοπολικό δεσμό αλληλεπικαλύπτονται αμοιβαία και όσο μεγαλύτερη είναι η επικάλυψη αυτή, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια του δεσμού. Quantum Yield [Κβαντική απόδοση] Φυσ.Χημ. Ο λόγος του αριθμού των μορίων που έχουν υποστεί μεταβολή σε μία φωτοχημική αντίδραση προς τον αριθμό των φωτονίων που έχουν απορροφηθεί. Παριστάνεται με το γράμμα Φ. Στην περίπτωση πρωτεύουσας φο3τοχημικής δράσης έχει τιμή ίση με 1. Quark [Κουάρκΐ Πυρην.Φυσ. 1. Το μικρότερο γνωστό στοιχειώδες σωματίδιο της ύλης, που απαντάται πάντα σε συνδυασμό με άλλα κουάρκς σε μεγαλύτερα στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα πρωτόνια και τα νετρόνια, Έχουν αναφερθεί έξι τύποι κουάρκς (με τα αντίστοιχα αντικουάρκ). Όλα τα κουάρκς έχουν ορισμένη μάζα και ηλεκτρικό φορτίο (το 1/3 ή τα 2/3 του φορτίου του ηλεκτρονίου). Δεν έχουν απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση. 2. Το κουάρκ είναι ένα υποθετικό σωματίδιο που ενώ δεν έχει αποδειχθεί πρακτικά η ύπαρξή του, σύμφωνα με τη σχετική θεωρία αποτελεί το στοιχειώ-

J

Α

Radio Frequency Shielding

- 1148-

δες σωματίδιο από το οποίο αποτελούνται τα υπόλοιπα γνωστά έως σήμερα και πάλι ως στοιχειώδη σωματίδια όπως είναι τα πρωτόνια, τα νετρόνια και άλλα. Quark Star [Αστέρες κουάρκ] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται σε υποθετικούς αστέρες εκφυλισμένων κουάρκ (υποθετικά σωματίδια). Η πυκνότητα αυτών των αστέρων είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την πυκνότητα ενός αστέρα νετρονίων, γιατί τα υποθετικά σωματίδια (κουάρκ) δημιουργούν πολύ πυκνή ύλη. Quarry [Λατομείο] Τεχνολ. Περιοχή στην οποία εκτελούνται εργασίες εξόρυξης πετρωμάτων που διαφόρων τύπων τα οποία μετά από κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται στην εκτέλεση τεχνικών έργων. Quarrying [Εξόρυξη] Τεχνολ. Η διαδικασία θραύσης του πετρώματος συνήθως με τη χρήση εκρηκτικών υλών από τη φυσική του κατάσταση σε τεμάχια μικρού ή μεγαλύτερου μεγέθους ανάλογα με τη χρήση που προορίζονται. Quarrying Machine [Λατομική μηχανή] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε μηχανική διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για την διάνοιξη οπών ή τη κοπή των ορυκτών και μεταλλευμάτων επί τόπου στο χώρο από όπου εξορύσσονται. Quart [Μονάδα όγκου] Μηχ. Πρόκειται για μία άγγλοσαξονική μονάδα όγκου, το ένα τέταρτο του γαλονιού, που ανάλογα με τη χώρα όπου χρησιμοποιείται έχει ελαφρώς διαφορετική αντιστοιχία ως προς την αντίστοιχη μονάδα του διεθνούς συστήματος, αλλά περίπου ισούται με το ένα λίτρο. Quarter [Τέταρτο] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται στις φάσεις της σελήνης. Ανάλογα με τη γωνιώδη απόσταση της σελήνης από τον ήλιο (όπως φαίνεται από τη Γη), έχουμε τις διάφορες ονομασίες των φάσεων. Πρώτο Τέταρτο ονομάζεται η φάση της σελήνης σε γωνιώδη απόσταση 90° και Τελευταίο Τέταρτο σε γωνιώδη απόσταση 180°. Quarter Bend [Γωνία] Τεχνολ. Ειδικό τεμάχιο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ενός δικτύου σωληνώσεων στα σημεία που η σωλήνωση αλλάζει κατεύθυνση και συνεχίζει τη διαδρομή της μετά από τη δημιουργία μιας στροφής 90°. Quarter Point [Το ένα τέταρτο του ανοίγματος] Οικοδ. Σε μια δοκό τα δύο σημεία που βρίσκονται στο ένα τέταρτο του συνολικού μήκους. Στα προκατασκευασμένα δοκάρια είναι τα σημεία από τα οποία αναρτάται η δοκός για να τοποθετηθεί στη θέση της πάνω στο φορέα. Quartering [Τέταρτημόριο δείγματος] Πολ.Μηχ. II διαδικασία της διαίρεσης της ποσότητας ενός δείγματος που εδαφικού υλικού, όταν η ποσότητα είναι μεγαλύτερη από αυτή που απαιτείται για την εκτέλεση μιας εργαστηριακής δοκιμής, απλώνοντας τη συνολική ποσότητα σε μια επιφάνεια και διαιρώντας την σε τέσσερα τμήματα με σκοπό η ποσότητα που θα επιλεγεί για την εκτέλεση της δοκιμής να είναι αντιπροσωπευτική του συνολικού δείγματος. Quarternary Phase Shift Keying [Διαμόρφωση με τετραδική εναλλαγή φάσης] Πλεκτρον. Πρόκειται για μία ειδική περίπτωση ψηφιακής διαμόρφωσης ενός σήματος κατά την οποία τα ψηφία του ομαδοποιούνται ανά ζεύγη. Οι δυάδες αυτές ονομάζονται σύμβολα και οι δυνατοί συνδυασμοί των εκδοχών τους είναι τέσσερις. Το εν λόγω διαμορφούμενο σήμα αντιστοιχίζει σε κάθε ζεύγος ψηφίων ένα υψίσυχνο ημιτονικό φέρον σήμα συγκεκριμένης συχνότητας και διάρκειας, με

τέσσερις διαφορετικές φάσεις οι οποίες απέχουν μεταξύ τους 90 μοίρες αρχίζοντας από τις 45 μοίρες έως τις 315. Quartic [Τετάρτου βαθμού] Μαθημ. Φράση που αποδίδει το βαθμό τετάρτης τάξεως κάποιας παράστασης, Quartic Curve [Καμπύλη τετάρτου βαθμού] Μαθημ. Πρόκειται για τις γραφικές παραστάσεις που προκύπτουν από τέταρτοβάθμιες εξισώσεις δύο μεταβλητών, Παραδείγματα τέτοιων καμπυλών αποτελούν τα κογχοειδή, οι καμπύλες σε σχήμα καρδιάς, καμπύλες σε σχήμα 8 κ.λ.π. Quartic Equation [Τετάρτου βαθμού εξίσωση] Μαθημ. Πολυωνυαική εξίσωση τετάρτου βαθμού της μορφής cu^+ajx* +a 2 x 2 +αιχ+αο=0. Εκφράζεται και με τον όρο διτετράγωνη εξίσωση, Quartic Surd [Αρρητος τετάρτου βαθμού] Μαθημ. Καλείται ο άρρητος αριθμός, ο οποίος έχει την ιδιότητα να αποτελεί την τέταρτη ρίζα ενός ρητού αριθμού. Quartile [Τεταρτημόριο] Στατ. Έστω μια κατανομή συχνοτήτων που βρίσκεται πάνω σε διάστημα [xo,xn] με χ0 αρχική τιμή και xn τελική. Αν το διάστημα αυτό χωριστεί σε τέσσερα ισομεγέθη τμήματα [χο,χι], [χ ι Λ ] , [Χ2>Χ3], [*3»*n] τότε θα καλείται τεταρτημόριο κάθε ένα από τα σημεία χ ι, χ2, Xj. Quartz [Χαλαζίας] Φυσ. Πρόκειται για ορυκτό διοξείδιο του πυριτίου το οποίο απαντάται στον στερεό φλοιό της Γης. Αχρωμο διαφανές ή έγχρωμο (λόγο) προσμίξεων) πολύ διαδεδομένο ορυκτό που αποτελεί πολυμορφική μορφή του διοξειδίου του πυριτίου (Si0 2 ) στο οποίο τα άτομα του πυριτίου έχουν ελικοειδή τοποθέτηση, ώστε να δημιουργούνται εναντιύμορφες μορφές κρυστάλλων που μπορούν να διαχωριστούν. Δεν προσ βάλλεται σχεδόν από κανένα οξύ, έχει σχετικά υψηλό 3αθμό σκληρότητας 7 της κλίμακας Mohs και πυκνότητα 2,65 g/mL. Quasar [Κβασάρ] Αστρον. Με τον όρο αυτό στον χώρο της επιστήμης της αστρονομίας χαρακτηρίζονται τα ουράνια σώματα που δεν ανήκουν στις κατηγορίες των άστρων, των νεφελωμάτων ή άλλων, αλλά εμφανίζουν μία ισχυρή ακτινοβολία και μεγάλη λαμπρότητα, Quasi- Empiricism [Ημι-εμπειρικισμός] Μαθημ. Πρόκείται για έναν τρόπο προσέγγισης στη μαθηματική επιστήμη, σύμφωνα με τον οποίο τα μαθηματικά θεωρούνται ένα αναπτυσσόμενο ζωντανό υποκείμενο. Οι αποδείξεις και τα αντιπαραδείγματα συμβάλλουν στην συνεχή τροποποίηση της δικής μας κατανόησης και αντιμετώπισης των μαθηματικών προβλημάτων. Quasi- F Martingale [Ημι-F στοιχηματική διαδικασία] Μαθημ. Αν αθροίσουμε μια F στοιχηματική διαδικασία και μια F διαδικασία περιορισμένης απόκλισης σε κάθε πεπερασμένο διάστημα χρόνου, προκύπτει η ημι-F στοιχηματική διαδικασία. Quasi- Perfect Number [Ημι-τέλειος αριθμός] Μαθημ. Καλείται ο ακέραιος θετικός αριθμός, για τον οποίο ισχύει το άθροισμα των μικρότερων του αριθμού αυτού διαιρετών να ισούται με τον αριθμό αυτόν μείον τη μονάδα. Για παράδειγμα ο αριθμός 4 είναι ημιτέλείος αριθμός καθώς 1+2=3=4-1, (1,2 οι κανονικοί διαιρέτες του 4). Quasi- Periodic Function [Περίπου περιοδική συνάρτηση] Μαθημ. Πρόκειται για ειδική περίπτωση των σχεδόν περιοδικών συναρτήσεων. Μια συνάρτηση f(x) καλείται περίπου περιοδική εάν έχει περίοδο Τ και υπάρχει σταθερά c ώστε να ισχύει f(x+T)=f(x)+c ή f (x+T)=se"f(x) "x που ανήκει στο πεδίο ορισμού της f.

-1149Παράδειγμα αποτελούν οι συναρτήσεις θήτα του Jacobi, η συνάρτηση f(x)=x+sinx με T=2TT=C. Στην περίπτωση που c=0 η f είναι περιοδική. Quasi Random Code Generator [Γεννήτρια μισοτυχαίου κώδικα] Επικοιν. Ειδική γεννήτρια παραγωγής ακολουθιών μισοτυχαίων αριθμών για έλεγχο λειτουργίας δικτύων και Modem. Quasi Stellar Object [Κβασάρ] Αστρον. -> Quasar Quasi Stellar Radio Source [Διαστημική πηγή ακτινοβολίας] Αστρον, Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε ουράνιο σώμα που από το σύμπαν εκπέμπει σημαντική ποσότητα ακτινοβολίας μεταξύ συγκεκριμένων συχνοτήτων, όπως για παράδειγμα ένα κβασάρ —» Quasar Quaternary Ammonium Base [Τεταρτοταγής βάση αμμωνίου] Οργ.Χημ. Οργανική βάση του τύπου RjNOH' που προκύπτει από τεταρτοταγές αμμωνιακό άλας με επίδραση Ag 2 0. Με ισχυρή θέρμανση διασπάται σε τριτοταγή αμίνη, αλκένιο και νερό. Για παράδειγμα ( C H 3 ) 4 N ~ O H \ Quaternary Ammonium Salt [Τεταρτοταγές άλας αμμωνίου] Οργ.Χημ. Είδος οργανικού άλατος της μορφής R4N+X" στα οποία τα τέσσερα άτομα υδρογόνου του κατιόντος αμμωνίου έχουν αντικατασταθεί από ισάριθμα αλκύλια. Προκύπτει με πλήρη αλκυλίωση αμινών με αλκυλαλογονίδια (π.χ. CHJ). Με κατεργασία με Ag 2 0 προκύπτουν οι αντίστοιχες τεταρτοταγείς βάσεις R ^ O H " . Quaternary Carbon Atom [Τεταρτοταγές άτομο άνθρακα] Οργ.Χημ. Ατομο άνθρακα σε μία οργανική ένωση που συνδέεται με τέσσερα άλλα άτομα άνθρακα με απλούς δεσμούς. Π.χ. το κεντρικό άτομο άνθρακα στο 2,2-διμεθυλο-προπάνιο. Σε αντιδιαστολή με το πρωτοταγές, δευτεροταγές και τριτοταγές άτομο άνθρακα. Quaternary Phase Equilibria [Ισορροπία τεταρτοταγούς φάσης] Φυσ.Χημ. Ισορροπία διαλυτότητας σε σύστημα που περιλαμβάνει τέσσερα μη αντιδρώντα συστατικά με διάφορες αμοιβαίες διαλυτότητες. Quaternary Signaling |Τετραπλή σηματοδοσία] Επικοιν. Σύστημα συνδυασμένης χρήσης 4 διαφορετικών συστημάτων σήμανσης πχ CAS/ FAK / Src / Grb2. Quaternion [Τετράδες] Μαθημ. Πρόκειται για ένα αριθμητικό σύστημα, το πιο σημαντικό των υπερμιγαδικών αριθμών, όπου ισχύουν οι συνήθεις ιδιότητες της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού πλην της ιδιότητας της μεταθετικότητας του πολλαπλασιασμού. Το σύστημα αποτελείται από τέσσερα βασικά στοιχεία: 1, i. j, k τα οποία πληρούν τις κάτωθι ιδιότητες: i - j =k 2 =-lKai ij=-ji=k, jk=-kj=i, ki=-ik=j. Ένας τετραδικός αριθμός έχει τη μορφή a+bi+cj+dk όπου a, b, c, και d είναι πραγματικοί αριθμοί. Quay [Προβλήτα] Πολ.Μηχ. Τεχνικό έργο που κατασκευάζεται κατά το μήκος μιας ακτής ώστε να δημιουργηθεί μια επιφάνεια κατάλληλη για την πρόσδεση πλωτών μεταφορικών μέσων και την εξασφάλιση της επικοινωνίας των ατόμων με αυτά. Queen Closer [Τελικό τούβλο] Πολ.Μηχ. Στη εκτέλεση εργασιών τοιχοποιίας κατά την τοποθέτηση μιας σειράς τούβλων, το τελευταίο της σειράς που απαιτείται να κοπεί σε μικρότερο μέγεθος ώστε να μην προεξέχει από την κατακόρυφη γραμμή που οριοθετεί το μήκος του τοίχου. Queen Post [Κεντρικός ορθοστάτης] Πολ.Μηχ. Σε ένα δικτύωμα που καταλήγει στη στήριξη με διαγώνια μέ-

Quinhydrone

λη, οι δύο ορθοστάτες στους οποίος καταλήγει το οριζόντιο τμήμα του δίκτυα) ματος. Quercitol [Κουερσιτόλη] Οργ.Χημ. Αχρωμη στερεή κρυσταλλική ουσία με μοριακό τύπο QH^Os και σημείο τήξης 234°C. Έχει γλυκιά γεύση και χρησιμοποιείται σαν φαρμακευτική ουσία. Φυσικό προϊόν που παραλαμβάνεται από είδη βελανιδιάς. Quercitrin [Κουερσιτρίνη] Οργ.Χημ. Γλυκοζίτης με τύπο C21H20O11. Κίτρινη κρυσταλλική ουσία με δριμεία γεύση και σημείο τήξης 176-179°C. Με υδρόλυση παράγει κουερσετίνη και ραμνόζη. Χρησιμοποιείται σαν χρωστική ουσία. Queueing Theory [Θεωρία σχηματισμού ουράς] Μαθημ. Πρόκειται για θεωρία που βρίσκει εφαρμογή στις στοχαστικές διαδικασίες. Το αντικείμενο της είναι η μελέτη της διαδικασίας σχηματισμού ουρών στις υπηρεσίες από τα άτομα και στη δημιουργία ανάλογων μαθηματικών προτύπων διαδικασιο'ίν. Quicksilver [Υδράργυρος] Χημ. Mercury Quiescent Period [Περίοδος εφησυχασμού] Επικοιν. Περίοδος αναμονής για ένα ασταθές σύστημα σε μεταβολική κατάσταση. Quiescent Prominence [Ηρεμες προεξοχές] Αστροφυσ. Στην χρωμόσφαιρα του ηλίου παρατηρούνται επιμήκεις σκοτεινοί σχηματισμοί, τα λεγόμενα νήματα. Εξαιτίας των πιδάκων αερίου τα νήματα κινούμενα προς το ηλιακό στέμμα φτάνουν στο χείλος του ηλιακού δίσκου, οπότε και περιβάλλονται στον ουρανό σαν φωτεινά δένδρα ή βουνά. Έτσι προκύπτουν οι προεξοχές. Επειδή οι προεξοχές μπορεί να αιωρούνται για εβδομάδες και μήνες, ονομάζονται ήρεμες ή μακρόβιες προεξοχές. Quiet Sun [Ηρεμος ήλιος] Αστροφυς. Περιγραφή του ηλίου όταν γίνονται παρατηρήσεις της δομής και των φυσικών ιδιοτήτων του, βάση των καθημερινών ηλιακών φαινομένων και όχι της έντονης ηλιακής δραστηριότητας. Quiet Sun Noise [Θόρυβος του ήρεμου ηλίου] Αστροφυσ. Θόρυβος ηλεκτρομαγνητικής φύσεως που διαδίδεται με τη μορφή κυμάτων όταν ο ήλιος είναι ήρεμος. Quinacrine [Κινακρίνη] Οργ.Χημ. Υδροχλωρικό άλας με μοριακό τύπο C23H30CIN3O. 2HC1 και επίσημη ονομασία διυδροχλωρική 6-χλωρο-9-·((4-(διαιθυλαμινο)-1μεθυλ-βουτυλ)-αμινο)-2-μεθοξυακριδίνη. Κίτρινη κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 248-250°C (αποσύνθεση) και μικρή διαλυτότητα στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν φάρμακο. Quinaldine [Κιναλδίνη] Οργ.Χημ. Μεθυλιωμένο παράγωγο της κινολίνης σε θέση 2 (2-μεθυλο-κινολίνη) με τύπο C^fcNCHv Αχρωμο ελαιώδες υγρό με σημείο βρασμού 246°C, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Δίνει εύκολα καρβανιόντα από το μεθύλιο και χρησιμοποιείται σαν φάρμακο εναντίον της μαλάριας. Quinalizarine [Κιναλιζαρίνη] Οργ.Χημ. Κόκκινο κρυσταλλικό στερεό με τύπο C^H^O^. Ουσία διαλυτή σε νερό και αλκάλια που χρησιμοποιείται σαν χρωστική βάμβακος. Επίσημα αναφέρεται σαν 1,2,5,8τετραυδροξυ-ανθρακινόνη. Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό σε μάτια και δέρμα. Quinaphthol [Κιναφθόλη] Οργ.Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική ουσία με μοριακό τύπο C40H40N2O10S2 και σημείο τήξης 185-186°C. Χρησιμοποιείται σαν φαρμακευτική ουσία. Quinhydrone [Κινυδρόνη] Οργ.Χημ. Οργανική ουσία με χημικό τύπο Q H ^ . Q H ^ . Πράσινο στερεό που

Radio Frequency Shielding

- 1150-

εξαχνώνεται με θέρμανση στους 171°C. Αναφέρεται και σαν 2,5-κυκλοεξαδιεν-1,4-διόνη. Χρησιμοποιείται σε βαφές βάμβακος. Η επαφή με μάτια και δέρμα μπορεί να επιφέρει αλλεργία. Quinhydrone Electrode [Ηλεκτρόδιο κινυδρόνης] ΑναλΧημ. Ημιστοιχείο που αποτελείται από ηλεκτρόδιο λευκόχρυσου βυθισμένο σε διάλυμα με ισομοριακές ποσότητες κινόνης και υδροκινόνης. Χρησιμοποιείται σαν πρότυπο ηλεκτρόδιο σε προσδιορισμούς ρΗ. Quinic Acid [Κινικό οξύ] Οργ.Χημ. Κρυσταλλικό οργανικό οξύ με τύπο 0 7 Η 1 2 θ6με σημείο τήξης 162°C. Ανήκει στα σάκχαρα και παραλαμβάνεται από διάφορα φυτικά προϊόντα, όπως απύ τα φύλλα καπνού, τα καρότα, τα μήλα κλπ. Η συστηματική του ονομασία είναι ( 1 / ? , 4 R , 5 R ) - 1,3,4>5 - τετραϋδροξυκυκλοεξανοκαρβοξυλικό οξύ. Αποτελεί ενδιάμεσο στη βιοσύνθεση αρωματικών ενώσεων σε ζωντανούς οργανισμούς και χρησιμοποιείται σαν φαρμακευτική ουσία. Quinidinc [Κινιδίνη] Οργ,Χημ. Κρυσταλλική οργανική ουσία με μοριακό τύπο C20H24N2O2 και σημείο τήξης 174-175°C. Φυσικό προϊόν που χρησιμοποιείται με τη μορφή αλάτων της σε φαρμακευτικά σκευάσματα σε περιπτώσεις καρδιακών αρρυθμιών. Quinine [Κινίνο] Χημ. Πρόκειται για μία οργανική ουσία, σε σκόνη με λευκό χρώμα, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, η οποία παράγεται από τη φλούδα του ομώνυμου φυτού και χρησιμοποιείται στην ιατρική και παλαιότερα συγκεκριμένα ως φάρμακο κατά της ελονοσίας. Αν ληφθεί όμως σε μεγάλες δόσεις αποβαίνει θανατηφόρα. Quinoidine [Κινοϊδίνη] ΟργΧημ. Σκουρόχρωμη οργανική'] μάζα που περιέχει μίγμα αλκαλοειδών. Απομένει μετά την παραλαβή αλκαλοειδών από φυσικά προϊόντα. Ουσία διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες που χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Quinoline [Κινολίνη] ΟργΧημ. Οργανική ασθενής βάση με μοριακό τύπο C9H7N που περιέχει συμπυκνωμένους ένα βενζολικό και ένα πυριδινικό δακτύλιο. Υγρό με υψηλό σημείο βρασμού (237°) με ιδιότητες πυριδίνης και ναφθαλενίου. Προκύπτει από την ανιλίνη με τη μέθοδο Skraup. Αναφέρεται και σαν βενζο^]πυριδίνη. 8-QuinolinoI [8-Κινολινόλη] Αναλ.Χημ. Οργανική ένωση με μοριακό τύπο C9H7NO. Λευκή φωτοευαίσθητη ουσία ή σκόνη με σημείο τήξης 73°C και σημείο βρασμού 267°C. Αναφέρεται και σαν 8-υδροξυκινολίνη. Σχηματίζει χημικά σύμπλοκα με μέταλλα, ενώ δρα σαν παρεμποδιστής της σύνθεσης του RNA. Quinone [Κινόνη] Οργ.Χημ. Με το όνομα αυτό αναφέρεται συνήθως η π-βενζοκινόνη, είδος κυκλοεξαδιενοδικετόνης. Κίτρινη τοξική κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 116oC, διαλυτή σε αιθανόλη και καυστικά αλκάλια. Παράγεται με οξείδωση της αντίστοιχης φαινόλης προς την οποία ανάγεται εύκολα. Χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό αμινοξέων και σε αντιδράσεις αφυδρογόνωσης. Παράγωγά της συμμετέχουν σε οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις ζωντανών οργανισμών. Quinoxaline [Κινοξαλίνη] Οργ.Χημ. Δικυκλική οργανική ένωση που φέρει συμπυκνωμένους ένα βενζολικό και ένα πυραζινικό δακτύλιο. Αχρωμο στερεό διαλυτό στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες με σημείο τήξης 30°C. Αναφέρεται και σαν βενζο [b] πυραζίνη. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Quintic [Πέμπτου βαθμού] Μαθημ. Φράση που αποδίδει το βαθμό πέμπτης τάξεως κάποιας παράστασης. Quintic Equation [Εξίσωση πέμπτου βαθμού] Μαθημ.

Ο όρος αναφέρεται σε οποιαδήποτε πολυωνυμική εξίσο)ση, όχι κατ'ανάγκη ομογενή, πέμπτου βαθμού. II γενική της λύση είναι πιο δύσκολο να εκφραστεί σε σχέση με μια εξίσωση μικρότερου βαθμού. Quintic Surd [Αρρητος πέμπτου βαθμού] Μαθημ. Καλείται ο άρρητος αριθμός, ο οποίος εμφανίζει την ιδιότητα να αποτελεί την πέμπτη ρίζα ενός ρητού αριθμού. Quintillion [Πεντάκις εκατομμύριον] Μαθημ. 1. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη καλείται ο αριθμός ΙΟ18. 2. Στη Μεγ. Βρετανία ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αριθμό 103U. Quire [Δεσμίδα φύλλων] Υλικ. Καλείται το ένα εικοστό του πακέτου των πεντακοσίων κομματιών χαρτιού, δηλαδή μία δεσμίδα από είκοσι πέντε κόλλες αναφοράς που χρησιμοποιούνται για γράψιμο. Quirk [Φάλτσο] Οικοό. 1. Η λοξό τελείωμα της γωνίας μιας επιφάνειας για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους δύο τεμάχια που εφάπτονται σε μήκος. 2. Η δημιουργία μιας σκοτίας κατά το μήκος της γραμμής επαφής του επιχρίσματος με ένα κούφωμα. Quirk Bead [Ξύσιμο βαφής] Οικοό. 1. Αντικείμενο μικρών διαστάσεων με φάλτσο στη μία του πλευρά. 2. Ένα μικρό τεμάχιο που εφάπτεται σε ένα άλλο και στο σημείο επαφής των δύο υπάρχει ένα φάλτσο. Quoin [Γωνία περβαζιού] Οικοδ. Στη γωνία ενός τοίχου το καθένα από τα δύο τεμάχια ενός περβαζιού που προεξέχει από τον τοίχο και τα οποία συνθέτουν τη γωνία σε αυτό το σημείο του τοίχου. Quoin Post [Ορθοστάτης] Οικοδ. Ο ορθοστάτης πάνω στον οποίο στηρίζεται η θύρα που αποτελεί το φύλλο μιας πύλης. Quotation [Προσφορά] Γεν. Το συνολικό χρηματικό ποσό που προσφέρει ένας διαγωνιζόμενος σε ένα διαγωνισμό δημοπράτησης ενός τεχνικού έργου το οποίο θα είναι το οικονομικό αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου. Quotient [Πηλίκον] Μαθημ. Το αποτέλεσμα που προκύπτει από την πράξη της διαίρεσης μεταξύ δύο αριθμών. Quotient Group [Ομάδα πηλίκο] Μαθημ. Θεα>ρούμε Θμια ομάδα και Η μια κανονική υποομάδα της. Το σύνολο πηλίκο G/H=jgH: g e G ) αποτελεί την ομάδα πηλίκο της G με την II. II ομάδα αυτή είναι ομάδα ως προς το νόμο xH*yH=xyH x, yeG, ο οποίος είναι επέκταση του νόμου της ομάδας G στο σύνολο των υποσυνόλων της. Quotient Ring [Δακτύλιος πηλίκο] Μαθημ. Θεωρούμε I ένα ιδεώδες του δακτυλίου Α. Το σύνολο Α/1={χ+Ι: x e A } γίνεται δακτύλιος ως προς τους νόμους (χ+1)+ (y+I)=(x+y)+l και (x+I)x(y+I)=(xy)+I χ,ye Α. Οι δύο προηγούμενοι νόμοι αποτελούν επεκτάσεις των νόμων +,χ στο σύνολο των υποσυνόλων του Α. Ο δακτύλιος Λ/Ί ονομάζεται δακτύλιος πηλίκο του Α με το I. Quotient Rule [Κανόνας παραγώγισης πηλίκου] Μαθημ. Θεωρούμε τις διαφορίσιμες συναρτήσεις f,g: A-»R. Το πηλίκο f/g είναι επίσης διαφορίσιμο (όπου ορίζεται) και ισχύει ο κανόνας (l/g)'(x)=[f(x)g(x)-f(x)

g'(x)]/g(x) 2 .

Quotient Set [Σύνολο πηλίκο] Μαθημ. Έστω μια σχέση ισοδυναμίας 0 επί ενός συνόλου Α. Το σύνολο των κλάσεων ισοδυναμίας που αντιστοιχούν στη σχέση αυτή, συμβολίζεται με Α/° και ονομάζεται σύνολο πηλίκο του Α ως προς την Quotient Space [Χώρος πηλίκο] Μαθημ. 1. Θεωρούμε έναν διανυσματικό χώρο V επί του σώματος Κ και Ε

- 1151 -

Radio Frequency Pulse

έναν υπόχωρο του V. Το σύνολο πηλίκο V/E=(x+E: Quotient Topology [Τοπολογία πηλίκο] Μαθημ. Θεωx e V ) , γίνεται διανυσματικός χώρος ως προς τις επε- ρούμε Χ έναν τοπολογικό χώρο και Υ το σύνολο πηλίκτάσεις των πράξεων +,* του χώρου V στο σύνολο κο του Χ ως προς μια σχέση ισοδυναμίας. Θεωρούμε των υποσυνόλων του και ορίζονται ως εξής: (χ+Ε)+ επίσης την απεικόνιση Γ:Χ—>Υ, που αντιστοιχεί σε κά(y+E)=(x+y)+E και λ*(χ+Ε)=λχ+Ε. Ο χώρος αυτός θε στοιχείο x του Χ την τάξη ισοδυναμίας του χ. Τοποονομάζεται χώρος πηλίκο του V με τον Ε. 2. Καλείται λογία πηλίκο καλείται η ελάχιστη τοπολογία για την επίσης και ένας τοπολογικός χώρος στον οποίο έχει οποία η f θα είναι συνεχής. οριστεί η τοπολογία πηλίκου.

R R - [Σύμβολο R-J Οργ.Χημ. Σύμβολο για τις ρίζες αλκύλια, που προκύπτουν από αλκάνια με αφαίρεση ενός ατόμου Η. Π.χ. -CH 3 (μεθύλιο), -CH2CH3 (αιθύλιο) κλπ. R [Σύμβολο R] Φυσ.Χημ. Σύμβολο για την παγκόσμια σταθερά των ιδανικών αερίων. Έχει τιμή 0,082 L.atm/ (mol.°K) Ra [Σύμβολο ραδίου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του ραδίου όπως αυτός έχει ορισθεί να είναι στον πίνακα του περιοδικού σύστηματος. Raabe's Convergence Test [Κριτήριο σύγκλισης Raabc] Μαθημ. Θεωρούμε μια σειρά θετικών όρων Σαη. Εάν το κατώτερο όριο της ακολουθίας nfl-Ca,^]/ an)j είναι μεγαλύτερο της μονάδας, τότε η σειρά Σαη συγκλίνει. Εάν το ανώτερο όριο της ακολουθίας η[1(a^/an)] είναι μικρότερο της μονάδας, η σειρά Σα„ αποκλίνει. Rabbet [Αρμός] Μηχ. Πρόκειται για μία διακοπή της συνέχειας του υλικού μίας επιφάνειας, που έχει τη μορφή ενός μικρού αυλακιού και κατασκευάζεται για διάφορους λόγους όπως για παράδειγμα την αντιμετώπιση των θερμικών συστολών και διαστολών. Race [Είδος σωλήνα] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα αυλάκι στο οποίο κινείται, με σχετικά μεγάλη ταχύτητα, νερό από ή προς τη κατεύθυνση κάποιας μηχανής ή άλλης εγκατάστασης που το χρειάζεται για την λειτουργία της. Race Condition [Κατάσταση αγώνος] Ηλεκ. Κατάσταση όπου η σωστή λειτουργία μίας διάταξης κυκλωμάτων flip-flop εξαρτάται από τον συγχρονισμό της λειτουργίας τους μέσα σε πολύ μικρά και ακαθόριστα χρονικά διαστήματα. Η κατάσταση αυτή παρουσιάζεται όταν μία πληροφορία πρέπει να εμφανιστεί στην έξοδο ενός flip-flop και στη είσοδο του επομένου για εισαγωγή σε αυτό, ενώ οι δύο λειτουργίες εξαγωγής από το ένα και εισαγωγής στο άλλο βασίζονται στην ίδια αλλαγή κατάστασης του ρολογιού χρονισμού. Racemase [Ρακεμάση] Αναλ..Χημ. Είδος ενζύμου της γενικής κατηγορίας των ισομερασών που καταλύουν αντιδράσεις ρακεμοποίησης. Π.χ. οι ρακεμάσες αμινοξέων, που καταλύουν τη μετατροπή ενός L-αμινοξέος σε ρακεμικό μίγμα των δύο οπτικών αντίποδων. Racemate [Ρακεμικό] Ομγ.Χημ. Είδος προϊόντος που περιέχει τους δύο οπτικούς αντίποδες (αριστερόστροφο και δεξιόστροφο) σε ισομοριακή αναλογία, οπότε δεν εμφανίζει οπτική ενεργότητα. Παράγεται όταν σε μία αντίδραση προκύπτει ασύμμετρο άτομο άνθρακα.

Racemic Acid [Ρακεμικό οξύ] Ομγ.Χημ. Ισομοριακό μίγμα των δύο οπτικο')ν αντίποδων του ταρταρικού οξέος, H0 2 CCH0HCH0HC0 2 H, που δεν παρουσιάζει οπτική ενεργότητα. Αευκή κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 205°C, διαλυτή στο νερό, ελαφρά διαλυτή σε αιθανόλη. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Racemic Mixture [Ρακεμικό Μίγμα] Ομγ.Χημ. Ισομοριακό μίγμα δύο οπτικών αντίποδων οργανικής (συνήθως) ένωσης που δεν εμφανίζει οπτική ενεργότητα. Παράγεται όταν σε μία αντίδραση προκύπτει ασύμμέτρο άτομο άνθρακα. Διαχωρίζεται στα συστατικά του με διάφορες τεχνικές, π.χ. με μετατροπή του σε διαστερεοϊσομερές μίγμα. Raccmization [Ρακεμοποίηση] ΟμγΧημ. Είδος χημικής αντίδρασης κατά την οποία μία οπτικά ενεργή ουσία μετατρέπεται τελικά κατά 50% στον οπτικό της αντίποδα μιε αποτέλεσμα το σχηματισμό ρακεμικού μίγματος και εξαφάνιση της οπτικής ενεργότητας. Κατά την ρακεμοποίηση το ασύμμετρο κέντρο αντιδρά με σχηματισμό συμμετρικού ενδιαμέσου, π.χ. καρβωνιύντος. Raceway 1 [Είδος σωλήνα] Ηλεκ. Πρόκειται συνήθως για πλαστικό σωλήνα ο οποίος χρησιμοποιείται για να τον διαπερνούν τα ηλεκτρικά καλώδια μίας οικοδομής ώστε να είναι προστατευμένα και να συγκρατώνται από αυτόν. Raceway 2 [Κανάλι] Οικοδ. Μεταλλικός διάδρομος αναρτημένος στην οροφή πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα καλώδια του ηλεκτρικού δικτύου σε ένα κτίριο. Rack [Σχάρα] Πολ.Μηχ. Σταθερό στοιχείο στην έξοδο ενός αγωγού το οποίο αποτελείται από ένα πλαίσιο και ράβδους συνθέτοντας μια σχάρα το οποίο τοποθετείται στην έξοδο ενός αγωγού με σκοπό να συγκρατεί τα μεγάλα αντικείμενα που περιέχει το νερό όπως ξύλο, πέτρες κλπ. Rack And Pinion [Οδοντωτός τροχός και πηνίο] Μηχ. Εξειδικευμένη μηχανική συνιστώσα διαφόρων οργάνων όπως τηλεσκοπίων, φασματοσκοπίων, μικροσκοπ ίων και άλλων οπτοηλεκτρονικών διατάξεων, αποτελούμενη από οδοντωτό τροχό ο οποίος περιστρέφει δακτύλιο, κύλινδρο ή άλλο μηχανικό εξάρτημα το οποίο κυλίεται πάνω στους οδόντες του πρώτου τροχού, Οι εφαρμογές του παρουσιάζονται συνήθως όταν απαιτούνται μικρομετρικές ρυθμίσεις, όπως εστίαση, κλπ. Rack And Pinion Steering [Οδήγηση με οδοντωτό τροχό και πηνίο] Μηχ. Χαρακτηρισμός οποιουδήποτε συστήματος οδήγησης, όταν αυτό χρησιμοποιεί συνιστώσα οδοντωτού τροχού και πηνίου. Τα παλαιότερα και ορισμένα νεότερα συστήματα περιστροφής των εμπρόσθιων τροχών αυτοκινήτων και σκαπτικών μη-

- 1153 -

Radio Frequency Pulse

χανημάτων βασίζονταν σε τέτοιο σύστημα, (βλέπε σε συστήματα ραδιοανίχνευσης και ραδιοεντοπισμού, Rack And Pinion). συνήθως ειδικής παραβολικής κεραίας, ο γεωμετρικός Rack Pand [Πρόσοψη ικρω)ματος] Ηλεκτρον. Τυποποιημένες τόπος των σημείων του χώρου τα οποία βομβαρδίζοδιαστάσεις πρόσοψης σασί ηλεκτρονικών μηχανημά- νται από την συγκεκριμένη ηλεκτρομαγνητική ακτινοτων προκειμένου να μπορούν να τοποθετηθούν σε ι- βολία που εκπέμπει η εν λόγω κεραία. Ο τόπος δεν είκρίωμα πλάτους 19 ιντσών. Οι προσόψεις αυτές έχουν ναι απόλυτα σαφής και συνήθως καθορίζεται από την πλάτος 19 ίντσες και ύψος ακέραιο πολλαπλάσιο 1.V4 σχετική θέση του ηλεκτρομαγνητικού εκπομπού σε της ίντσας ή αλλιώς 1U. Οι οπές στήριξης βρίσκονται σχέση με την εστία του παραβολικού κατόπτρου της επίσης σε προκαθορισμένα σημεία της πρόσοψης για κεραίας. τη διευκόλυνση της τοποθέτησης. Radar Camera [Κάμερα σήματος ραντάρ] ΟΊΠΙΚ. Rack Railway [Οδοντωτή γραμμή τρένου] Πολ,Μηχ. Εξειδικευμένη οπτοηλεκτρονική συνιστώσα η οποία Καλείται η σιδηροδρομική γραμμή που χρησιμοποιεί- εκτελεί χρέη μετασχηματισμού της ηλεκτρομαγνητικής ται σε περιπτώσεις με πολύ μεγάλη και απότομη κλί- ακτινοβολίας που χρησιμοποιείται από ραδιοεντοπιση, όπου ένας οδοντωτός μηχανισμός από το τρένο στές / ραδιοανιχνευτές, σε οπτική αναπαράσταση. Η αγκυρώνεται σε μία επιπλέον σιδηροτροχιά κατάλληλα διάταξη αυτή είναι είτε ενσωματωμένη στο όλο σύστηδιαμορφωμένη στο μέσον των δύο άλλων όπου πατούν μα ραδιοανίχνευσης είτε αποτελεί επιπρόσθετο εξάρτημα. Χρησιμοποιείται σε δορυφορικά συστήματα ραοι τροχοί του τρένου. Racking [Κλιμάκωση] Πολ.Μηχ. Η διάταξη των τού- διοανίχνευσης για να λαμβάνονται οπτικές αναπαραβλων σε μια τοιχοποιία όπου το τέλος της σειράς των στάσεις των στόχων υπό σάρωση. τούβλων σε μια γραμμή έχει μια οριζόντια υποχώρηση Radar Conspiciuous Object [Αντικείμενο με έντονο σε σχέση με το τέλος της σειράς της προηγούμενης σήμα ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Αντικείμενο - στόχος συγραμμής. στήματος ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού το οRadar [Ραντάρ] Μηχ. Ονομάζεται και ραδιοεντοπιστής ποίο για κάποιο λόγο, συνήθως λόγω μεγάλου μεγέκαι πρόκειται για μία ηλεκτρονική διάταξη με την ο- θους ή ευνοϊκής σύστασης παράγει σχετικά ισχυρό ίποία είναι δυνατή η ανίχνευση και ο εντοπισμός των χνος στην οθόνη ανίχνευσης του συστήματος ραδιοακινουμένων ή ακίνητων αντικειμένων καθώς και ο νίχνευσης. προσδιορισμός της θέσης τους. Βασικά το ραντάρ έχει Radar Contact [Επαφή ραντάρ] Μηχ. Χαρακτηρισμός ένα συγκρότημα πομπού και δέκτη ραδιοκυμάτων, τα κατάστασης σε συστήματα ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεοποία κύματα εκπέμποντάς τα προς τις διάφορες κα- ντοπισμού, στην οποία οι συνθήκες ραδιοανίχνευσης τευθύνσεις των αντικειμένων και λαμβάνοντάς τα πί- δεδομένου αντικειμένου - στόχου γίνονται αρκετά ευσω μέσω της κεραίας του και μετρώντας τον χρόνο νοϊκές, σε σημείο τέτοιο ώστε να μπορεί να επιτελεπου απαιτήθηκε για την ανάκλασή τους, προσδιορίζε- στεί σαφής αναγνώριση του στόχου από το χειριστή ται η θέση και η απόσταση των εν λόγω αντικειμένων. του ραδιοανιχνευτή ή ραδιοεντοπιστή, με πιθανόν επιRadar Absorbing Material [Ραδιοαπορροφητικό υλι- πρόσθετες πληροφορίες αναγνώρισης, όπως μέγεθος, κό] Υλικ. Χαρακτηρίζεται κάθε υλικό το οποίο έχει την απόσταση ή υφή στόχου. ιδιότητα να περιορίζει σημαντικά την ανάκλαση των Radar Control [Ελεγχος με ραντάρ] Ηλεκτρ. Γενικότεηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που δέχεται από την εκ- ρος χαρακτηρισμός καταστάσεων στις οποίες εφαρμόπομπή των ραντάρ οπότε με αυτόν τον τρόπο δυσκο- ζεται αποτελεσματική εφαρμογή δεδομένων, όπως αυλεύει και την ανίχνευσή του από αυτά. τά επιστρέφονται από ραδιοεντοπιστή ή ραδιοανιχνευRadar Antenna [Κεραία ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Είναι τή από υποψήφιο κινούμενο ή ακίνητο στόχο. Το το απαραίτητο και βασικό εξάρτημα ενός ραντάρ, με "στόχος" εδώ πρέπει να εκληφθεί γενικότερα, καθώς το οποίο αποστέλλονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα το όλο σύστημα ραντάρ μπορεί να αποτελεί μέρος γεπρος την κατεύθυνση των διαφόρων αντικειμένων και νικότερου ελέγχου και να περιλαμβάνει όχι μόνο ραλαμβάνονται πίσω οι ανακλάσεις τους από αυτά για διοανίχνευση και ραδιοεντοπισμό, αλλά και ραδιοπλοήγηση, ραδιοκαθοδήγηση ή τηλεκατεύθυνση μακρινού την επεξεργασία και ανάλυση των αποτελεσμάτων. Radar Antijamming [Αντιμπλοκάρισμα ραντάρ] οχήματος ή άλλου μη επανδρωμένου αντικειμένου, όΗλεκτμ. Χαρακτηρισμός είτε μηχανικών ή ηλεκτρονι- πως πυραύλου, κλπ. κών διαδικασιών οι οποίες επιχειρούν να προβλέψουν Radar Countermeasure [Σύστημα εξουδετέρωσης ή να αποτρέψουν τυχόν καταστροφικές παρεμβολές ραντάρ] Ηλεκτρ. Χαρακτηρισμός οποιασδήποτε μεθόαπό τον "εχθρό" στο σήμα επιστροφής συστημάτων δου όταν σκοπός αυτής είναι η απόκρυψη δεδομένων ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού. απύ ή η επιστροφή "εσφαλμένων" δεδομένων σε χειριRadar Astronomy [Ραδιοαστρονομία] Αστρον. Πρό- στή συστήματος ραδιοεντοπισμού ή ραδιοανίχνευσης. κειται για εξειδικευμένο κλάδο της επιστήμης της α- Radar Coverage [Κάλυψη ραντάρ] Ηλεκτρ. Προκειμέστρονομίας που ασχολείται με τη μελέτη των διαφό- νου περί δεδομένου μεγέθους υποψήφιου αντικειμένου ρων ουρανίων σωμάτων κάνοντας χρήση ειδικών συ- ανίχνευσης, ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του χώσκευών ραντάρ για τη συλλογή πληροφοριών μέσω ρου μέσα στα οποία αν βρεθεί αυτό, γίνεται πλήρως της ανάκλασης και λήψης των ραδιοκυμάτων. αντιληπτό από σύστημα ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοRadar Attenuation [Συντελεστής εξασθένησης σήμα- πισμού. τος ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Αν Ε είναι η ισχύς εκπο- Radar Data Filtering [Φιλτράρισμα δεδομένων ραμπής σήματος σε ραδιοανιχνευτή ή ραδιοεντοπιστή και ντάρ] Ηλεκτρ. Επιλεκτική αφαίρεση ή εξασθένιση του Α είναι η ισχύς λήψης η σχετιζόμενη με συγκεκριμένο σήματος ραντάρ υποψήφιου αντικειμένου ανίχνευσης στόχο, τότε ο λόγος Ε/Α. Ισχύει πάντα: Ε/Λ < 1. από το αντίστοιχο εξάρτημα ανίχνευσης, όταν το εν Radar Beam [Δέσμη σήματος ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. λόγω αντικείμενο δεν πληροί ορισμένες ελάχιστες προΠροκειμένου περί της συνιστώσας συστήματος ραντάρ ϋποθέσεις αναγνοιρισης οι οποίες απαιτούνται από το η οποία είναι υπεύθυνη για την εκπομπή του σήματος χειριστή του ραδιοανιχνευτικού εξοπλισμού.

Radio Frequency Shielding

- 1154-

Radar Display [Ιχνος ραντάρ] Ηλεκτρ. 1. To φυσικό * (s/c), όπου s είναι η απόσταση ενός κανονικού μιλίου ίχνος υποψήφιου αντικειμένου ανίχνευσης πάνω το (1.61 km) και c είναι η ταχύτητα του ηλεκτρομαγνητικού αντίστοιχο εξάρτημα ανίχνευσης, συνήθως είτε σαν κύματος δεδομένου ραδιοεντοπιστή. φωτεινή κουκίδα ή σαν εναλλαγή φωτεινών και λιγότε- Radar Nautical Mile [Ναυτικό μίλι ραντάρ] Ηλεκτμομσγν. Ο ρο φωτεινών σημάτων. 2. Η τελική συνιστώσα του ε- λόγος t = 2 * (s/c), όπου s είναι η απόσταση ενός ναυξαρτήματος ανίχνευσης ραντάρ η οποία συνήθως απο- τικού μιλίου (1.85 km) και c είναι η ταχύτητα του ηλετελείται από κατάλληλα διαμορφωμένο σωλήνα καθο- κτρομαγνητικού κύματος δεδομένου ραδιοεντοπιστή. δικών ακτίνων. Radar Netting [Δίκτυο ραντάρ] Μηχ. Ονομάζεται η Radar Dome [Θόλος ραντάρ] Μηχ. Προστατευτικό κά- συντονισμένη δράση πολλών μηχανημάτων ραντάρ για λυμμα με μορφή θόλου μέσα στο οποίο τοποθετείται την δημιουργία μιας ενιαίας εικόνας του χώρου που συνήθως η περιστρεφόμενη κεραία εκπομπής συστή- εποπτεύουν και των αντικειμένων που εντοπίζουν μέματος ραντάρ. Κατασκευάζεται ως θόλος για να επι- σα σε αυτόν. τρέπεται πλήρης περιστροφή της κεραίας εκπομπής και Radar Netting Station [Δικτυωμένος σταθμός ραείναι "διαφανές" ως προς το μήκος κύματος της ακτι- ντάρ] Μηχ. Σταθμός ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπινοβολίας που χρησιμοποιείται. σμού, ο οποίος αποτελεί συνιστώσα μεγαλύτερου συRadar Fix [Καθορισμός θέσης] Πλοηγ. Με τον όρο αυ- νόλου σταθμών, η συνδυασμένη λειτουργία των οποίτό στη ναυσιπλοΐα χαρακτηρίζεται ο προσδιορισμός ων παράγει ακριβέστερα και λεπτομερέστερα δεδομέτης ακριβούς θέσης ενός πλεούμενου σκάφους με τη να σε σχέση με δεδομένους στόχους. βοήθεια των μηχανημάτων ραντάρ. Radar Paint [Ελαιόχρωμα εξουδετέρωσης ραντάρ] Υλικ. Εξειδικευμένο μίγμα από κατάλληλα υλικά και Radar Frequency Band [Ηύρος συχνοτήτων ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Το φυσικό εύρος της ηλεκτρομαγνητι- αιωρήματα το οποίο εφαρμοζόμενο πάνω σε αντικείκής ακτινοβολίας η οποία χρησιμοποιείται σε συγκε- μενο προκαλεί διάχυση ή απορρόφηση τυχόν κυμάτων κριμένο σύστημα ραδιοεντοπισμού ή ραδιοανίχνευσης. ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας τα οποία προσπίRadar Homing [Παρακολούθηση με ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. πτουν σε αυτό, βοηθώντας έτσι στην απόσβεση του Γενικός χαρακτηρισμός διαδικασίας κατά την οποία αντίστοιχου σήματος ηχούς η οποία επιστρέφει σε σύχρησιμοποιείται ενσωματωμένο σύστημα ραδιοκατεύ- στημα ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού, καθιστώθυνσης με δυναμικό τρόπο έτσι ώστε να παρακολου- ντας έτσι το αντικείμενο δύσκολα ανιχνεύσιμο. θείται συνεχώς κατά το δυνατόν κινούμενος ή ακίνη- Radar Photography [Φαπογραφία ραντάρ] Γραφισ. τος "στόχος". Έμμεση ή άμεση φωτογράφηση του σήματος επιστροRadar Image [Εικόνα ραντάρ] Ηλεκτρον. Καλείται το φή ζ (ηχούς) συγκεκριμένου στόχου ραδιοανιχνευτή ή στίγμα επί της οθόνης ενός ραντάρ που απεικονίζει κά- ραδιοεντοπιστή. Η φωτογράφηση γίνεται συνήθως με ποιο αντικείμενο το οποίο έχει εντοπιστεί από τα εκπε- κατάλληλο εξοπλισμό, όπως κάμερα ραντάρ, κλπ. (βλέπε Radar Camera). μπόμενα ραδιοκύματά του. Radar Indicator [Συσκευή ανίχνευσης ραντάρ] Radar Prediction [Πρόβλεψη ραντάρ] Μηχ. Υπολογισμένη Ηλεκτρ. Η τελική συνιστώσα του εξαρτήματος ανί- με πρακτική, θεωρητική ή εμπειρική μέθοδο αναπαράχνευσης ραντάρ η οποία συνήθως αποτελείται είτε από σταση σήματος ραδιοανιχνευτή ή ραδιοεντοπιστή, για κατάλληλα διαμορφωμένο σωλήνα καθοδικών ακτίνων λόγους περαιτέρω σύγκρισης, μελέτης ή ανάλυσης. ή από συσκευή μετάφρασης της ηχούς συστήματος ρα- Radar Pulse [Παλμός ραντάρ] Ηλεκτμομαγν. Παλμός διοεντοπισμού και ραδιοανίχνευσης σε οπτική πληρο- ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας βραχείας διάρκειας, φορία κατάλληλη για επεξεργασία από ανθρώπινο πα- εκπεμπόμενος από κεραία εκπομπής συστήματος ραράγοντα. διοανιχνευτή ή ραδιοεντοπιστή, ο οποίος ανακλώμενος Radar Intelligence Item [Αντικείμενο αντίληψης ρα- πάνω σε υποψήφιο στόχο δημιουργεί ηχώ η οποία επιντάρ] Ηλεκτρ. Αντικείμενο, του οποίου το σήμα σε σύ- στρέφει και ανιχνευόμενη από κεραία λήψης δημιουρστημα ραδιοεντοπισμού ή ραδιοανίχνευσης, παρέχει γεί το ίχνος του στόχου πάνω στην συσκευή ανίχνευαρκετές πληροφορίες για να εκτιμηθεί αυτό σαν σημα- σης του συστήματος. ντικό από ανθρώπινο παράγοντα, αλλά όχι αρκετές Radar Range [Εύρος ραντάρ] Ηλεκτμομαγν. Προκειμέπληροφορίες για να αναγνωριστεί αυτό πλήρως ως νου περί υποψήφιου αντικειμένου ανίχνευσης δεδομέπρος την υπόσταση και τη φύση του. νου μεγέθους, η μέγιστη απόσταση στην οποία αυτό Radar Jamming [Εξουδετέρωση σήματος ραντάρ] είναι ανιχνεύσιμο από δεδομένο σύστημα ραδιοανίΗλεκτρ. Κατάσταση στην οποία επιχειρείται εξουδετέ- χνευσης ραδιοεντοπισμού. (βλέπε Radar Coverage). ρωση συστήματος ραδιοεντοπιστή ή ραδιοανιχνευτή Radar Receiver [Δέκτης ραντάρ] Ηλεκτμ. Σύνολο ηλεμέσω κατάλληλης παρεμβολής στο σήμα ηχούς του κτρικών και ηλεκτρονικών συνιστιοσίόν σε σύστημα ραδιοεντοπιστικού συστήματος. Χρησιμοποιούνται ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού με κύριο τμήμα διάφορες μέθοδοι, αλλά οι συνηθέστερες είναι χρησι- κεραία η οποία ανιχνεύει την ηχώ υποψήφιου στόχου μοποίηση ηλεκτρομαγνητικών προβολέων οι οποίοι αντικειμένου, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη σωστή εκπέμπουν παράσιτες συχνότητες οι οποίες παρέχουν αποκωδικοποίηση του σήματος επιστροφής από το εσφαλμένα δεδομένα λήψης στις αντίστοιχες συσκευές στόχο, (βλέπε Radar Transmitter) λήψης το)ν αρχικών ραδιοεντοπιστών, μετατρέποντας Radar Receiver - Transmitter [Πομπός - Δέκτης ρατα σήματα λήψης σε μη φερέγγυα. ντάρ] Ηλεκτμ. Σύνολο ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών Radar Marker [Σηματοδότης ραντάρ] Μηχ. Ηλεκτρονική συνιστωσών σε σύστημα ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεσυνιστώσα η οποία εκπέμποντας συνήθως ισόχρονες ντοπισμού με κύριο τμήμα κεραία η οποία αφ' ενός εκ"ριπές" ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, εκτελεί χρέη πέμπει παλμό ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας βρα"σημαδούρας" για δεδομένο σύστημα ραδιοανίχνευσης χείας διάρκειας, ο οποίος προσπίπτει επί υποψήφιου αντικειμένου - στόχου και αφ' ετέρου ανιχνεύει και αή ραδιοεντοπισμού. Radar Mile [Μίλι ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Ο λόγος t = 2 ποκωδικοποιεί την επιστρέφουσα ηχώ του στόχου.

- 1155 Radar Reflection [Ράδιοανάκλαση] Ηλεκτρομαγν. Καλείται η επιστροφή της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπει ένα ραντάρ πάλι πίσω σε αυτό αφού συναντήσει κάποιο αντικείμενο στην πορεία της διαδρομής της. Radar Reflection Interval [Διάστημα ανάκλασης ραδιοκύματος] Η/χκτρομαγν. Καλείται ο χρόνος που απαιτείται από τα ραδιοκύματα ενός ραντάρ, λαμβάνοντας υπόψη ότι κινούνται με την ταχύτητα του φωτός, για να καλύψουν την απόσταση από την πηγή εκπομπής τους έως το αντικείμενο όπου θα ανακλαστούν και να επιστρέψουν πάλι πίσω στην κεραία του ραντάρ. Radar Reflectivity [Ανακλαστικότητα ραντάρ] Ηλεκρομαγν. Για υποψήφιο αντικείμενο - στόχο προς ανίχνευση, ο λόγος ΕΕ/'ΕΗ, όπου Ε Ε είναι η ενέργεια της ήλεκτρο μαγνητικής ακτινοβολίας του εκπεμπόμενου παλμού και ΕΗ είναι η ενέργεια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας του σήματος της ηχούς σε σύστημα ραδιοεντοπισμού ή ραδιοανίχνευσης. Radar Reflector [Ανακλάστης κυμάτων ραντάρ] Ηλεκρομαγν. Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου το οποίο είτε λόγω θελημένου σχεδιασμού ή λόγω κάποιας εγγενούς ιδιότητας, όπως υφής, ειδικής επικάλυψης, κλπ, ανακλά αποδοτικά την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία δεδομένου συστήματος ραδιοεντοπισμού ή ραδιοανίχνευσης. Radar Relay [Διασυγχρονιστής σημάτων ραντάρ] Μηχ. Χαρακτηρισμός ηλεκτρονικής συνιστώσας συστήματος ραδιοεντοπιστή ή ραδιοανιχνευτή, σκοπός της οποίας είναι ο συγχρονισμός πολλαπλών σημάτων λήψης από περισσότερων από ένα σταθμό ραντάρ και η περαιτέρω αποστολή τους σε κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή παρουσίασης, συνήθως σε κεντρικό υποσταθμό παρακολούθησης στον οποίο βρίσκεται ανθρώπινο δυναμικό. Radar Repeater [Επαναλήπτης σημάτων ραντάρ] Ηλεκτρ. Χαρακτηρισμός της κύριας οθόνης παρουσίασης σημάτων επιστροφής ραντάρ από έναν ή περισσότερους σταθμούς λήψης, αποτελούμενης συνήθως από κατάλληλο σωλήνα καθοδικών ακτίνων, στην οποία συνήθως παρουσιάζεται το ίχνος της ηχούς λήψης με γωνιακές ταχύτητες ίσες με τη συγχρονισμένη γωνιακή ταχύτητα των κεραιών λήψης του σταθμού παρακολούθησης. (βλέπε Radar Relay, Radar Indicator). Radar Scanning [Σάρωση ραντάρ] Μηχ. Πρόκειται για τη διαδικασία ορισμού της κατεύθυνσης της κεραίας ενός ραντάρ προς έναν χώρο για την εκπομπή των απαιτούμενων κυμάτων προς σάρωσή του και εντοπισμό των αντικειμένων που υπάρχουν και κινούνται σε αυτόν. Radar Set [Σύνολο ραντάρ] Μηχ. Το ελάχιστο εξοπλιστικό σύνολο των απαραιτήτων συνιστωσών ενός ραδιοεντοπιστικού ή ραδιοανιχνευτικού συστήματος. Κοινώς, σύστημα ραντάρ. Radar Shadow [Σκιά ραντάρ] Ηλεκτρομαγν. Περιοχή ή τόπος σημείων του χώρου, υποσύνολο του συνόλου κάλυψης ενός συστήματος ραντάρ, η οποία για κάποιο λόγο δεν είναι προασπισμένη ενάντια σε αναγνώριση από το σύστημα. Τέτοιες περιοχές είναι συνήθως περιοχές οι οποίες βρίσκονται πίσο) από ευμεγέθη αντικείμενα τα οποία εμποδίζουν τον παλμό του συστήματος ραδιοανίχνευσης να φτάσει έως εκεί. Εξού και ο όρος "σκιά". Radar Signal Film [Φιλμ σήματος ραντάρ] Γεν. Ειδικό

Radio Frequency Pulse

φιλμ, χρησιμοποιούμενο από κάμερες σημάτων ραντάρ, το οποίο μπορεί να αποτυπώσει διακυμάνσεις στην ένταση σημάτων ηχούς, παρέχοντας έτσι οπτικές αναπαραστάσεις του χώρου ο οποίος σαρώνεται από δεδομένο σύστημα ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού. (βλέπε Radar Camera). Radar Station [Σταθμός ραντάρ] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των εγκαταστάσεων στις οποίες βρίσκεται ένα μηχάνημα ραντάρ και απαιτούνται για να υποστηρίξουν την λειτουργία του. Radar Target [Στόχος ραντάρ] Ηλεκτμομαγν. Καλείται κάθε αντικείμενο στο οποίο επάνω του είναι ικανά να ανακλαστούν τα κύματα που εκπέμπει ένα μηχάνημα ραντάρ οπότε αυτά με την επιστροφή τους στην κεραία του ραντάρ να δώσουν το στίγμα του. Radar Telescope [Ραδιοτηλεσκόπιο] Μηχ. Είναι μία διάταξη με την οποία λαμβάνεται η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από το διάστημα και εξάγονται συμπεράσματα για τη μελέτη των διαφόρων ουρανίων σωμάτων στη ραδιοαστρονομία. Radar Theodolite [Θεοδόλιχος με ραντάρ] Μηχ. Τύπος θεοδόλιχου χρησιμοποιούμενος από τοπογράφους ο οποίος μετράει αυτόματα τα αντίστοιχα τοπογραφικά δεδομένα (γωνίες κατά οριζόντια και κάθετη διεύθυνση και αντίστοιχα μήκη κατά τις διευθύνσεις αυτές) χρησιμοποιώντας μικρό ενσωματωμένο ραντάρ. Radar Tracking [Παρακολούθηση με ραντάρ] Μηχ. Χαρακτηρισμός οποιασδήποτε διαδικασίας χρησιμοποιεί σύστημα ραδιοανίχνευσης για να εξακριβώνεται (συνήθως δυναμικά) το στίγμα κινούμενου αντικειμένου. Τέτοιες διαδικασίες χρησιμοποιούνται σε στρατιωτικές εφαρμογές και συνήθως συνδυάζονται με περαιτέρω διαδικασίες όπως διόρθωση πορείας του παρακολουθούντος οχήματος, κλπ. Radar Tracking Station [Σταθμός παρακολούθησης με ραντάρ] Μηχ. Χαρακτηρισμός κτιριακού εξοπλισμού και ανθρώπινου δυναμικού όταν σε αυτόν μπορούν να επιτελεστούν δυναμικές διαδικασίες εξακρίβωσης στίγματος κινούμενου αντικειμένου, (βλέπε Radar Tracking). Radar Transmitter [Πομπός ραντάρ] Μηχ. Σύνολο ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συνιστωσών σε σύστημα ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού με κύριο τμήμα κεραία και ηλεκτρομαγνητικό εκπομπό, τα οποία είναι υπεύθυνα για αποστολή παλμού ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε υποψήφιο αντικείμενο - στόχο, (βλέπε Radar Receiver). Radar Triangulation [Τριγο)νισμός με ραντάρ] Μηχ. Εφαρμογή τριγωνομετρικού αλγόριθμου μεταξύ δύο σταθμών ραδιοπαρακολούθησης π και r2, Ο οποίος επιλύει ως προς την απόσταση και θέση υποψηφίου αντικειμένου - στόχου με βάση τις γνωστές παραμέτρους: Απόσταση στόχου από σταθμό ραντάρ 1, η: s b απόσταση στόχου από ραντάρ 2, r2: s2 και απόσταση μεταξύ των δύο ραντάρ n και r2: s3. Radar Volume [Όγκος κάλυψης απύ ραντάρ] Η/εκτρομα^/ν. Ο όγκος της περιοχής του γεωμετρικού τόπου των σημείων του χώρου τα οποία ακτινοβολούνται πλήρως από έναν πομπό συστήματος ραδιοανίχνευσης ή ραδιοεντοπισμού. Radarscope [Οθόνη ραντάρ] Ηλεκτμον. Είναι η συσκευή που χρησιμοποιείται για να παρουσιάζεται η εικόνα την οποία καταγράφει το ραντάρ από την εκπομπή και λήψη των κυμάτων που ανακλώνται επάνω στα διάφορα αντικείμενα που εντοπίζονται.

Radio Frequency Shielding

- 1156-

Rademacher Function [Συνάρτηση Rademacher] Μαθημ. 'Εστω Α το κλειστό διάστημα [0,1] εφοδιασμένο με το μέτρο Lebesgue. Η συνάρτηση Rademacher ορίζεται να είναι η συνάρτηση / π (χ)=+1 ή / n (x)=-l (n θετικός ακέραιος), ανάλογα με την περίπτωση που ο ακέραιος ρ, για τον οποίο ισχύει η σχέση (p-l)/2n<x


σον επεκταθούν. Radial Stress [Αξονική Τάση] Μηχ. Σε μια διατομή η οποία έχει τη μορφή καμπύλης, τάσεις στην περιφέρεια της καμπύλης οι οποίες έχουν την κατεύθυνση της εφαπτομένης στο σημείο που αναπτύσσονται. Radial Symmetry [Αξονική συμμετρία] Τεχνολ. Η διάταξη όμοιων τεμαχίων γύρω από ένα κέντρο με τρόπο που το κάθε τεμάχιο συνδυάζεται με ένα όμοιο στη διαμετρικά αντίθετη πλευρά. Radial Velocity [Ακτινική ταχύτητα] Μηχ. Ονομάζεται η συνιστώσα της ταχύτητας ενός σώματος η οποία είναι παράλληλη στην ευθεία που ενώνει το ίδιο το σώμα με τον παρατηρητή που μελετάει την κίνησή του. Radian [Ακτίνιο] Μαθημ, Ο όρος αναφέρεται σε γωνία που αντιστοιχεί σε τόξο μήκους ίσο με την ακτίνα του κύκλου. Χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης γωνιών. Ένα ακτίνιο ισούται με (360/2π)° ή 2π ακτίνια= μία πλήρη περιστροφή (360°). Radiance [Φωτεινότης πηγής] Οπτικ. Ο λόγος: Α = d/ [dHdS], όπου dO είναι η φωτεινή ροή η εκπεμπόμενη από την πηγή εντός στερεάς γωνίας dii από προβαλλόμενη επιφάνεια της πηγής dS. Radiancy Or Radiant Exitance [Εκπομπή ακτινοβολίας] Ηλεκτμομαγν. Radiant Emittance Radiant [Ακτινοβόλο σημείο] Αστμον. Καλείται το κέντρο μιας μικρής επιφάνειας στην ουράνια σφαίρα, στην οποία επιφάνεια τέμνονται λόγω προοπτικής οι τροχιές μετέωρων σωμάτων που πορεύονται στην ουράνια σφαίρα με αντίθετη κατεύθυνση καθώς οι τροχιές των μετεωριτών του ιδίου σμήνους είναι σχεδόν παράλληλες. Radiant Density [Ακτινοβολούσα πυκνότης] Φυσ. Ο λόγος: Κ = dE/dV, όπου dE είναι η ενέργεια ακτινοβολίας και dV ο εμπεριέχων όγκος μέσα στον οποίο η ενέργεια αυτή ακτινοβολείται. Radiant Efficiency [Ακτινοβολούσα απόδοση] Οπτικ. Ο λόγος α = Φ/Ε, όπου Φ είναι η συνολική φωτεινή ροή η οποία εκπέμπεται από δεδομένη φωτεινή πηγή και Ε είναι η ισχύς την οποία καταναλώνει η φωτεινή πηγή. Μετράται συνήθως σε lumen/watt και είναι ο συνηθέστερος τρόπος αναγνώρισης μεταξύ μηχανικών φωτισμού της αποτελεσματικότητας διαφόρων φωτεινών πηγών. Η τεχνητές φωτεινές πηγές με την υψηλότερη απόδοση είναι οι λυχνίες ατμών νατρίου χαμηλής πίεσης με α « 180 lumcn/watt. Radiant Emittance [Εκπομπή ακτινοβολίας] Ηλεκτμομαγν. Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται ο ρυθμός εκπομπής της ενέργειας μίας ακτινοβολίας ανά μονάδα επιφανείας από όπου εκπέμπεται. Radiant Energy [Ενέργεια κυμάτων ακτινοβολίας] Φυσ. -»Radiation Radiant Exposure [Ακτινοβολούσα έκθεση] Οπτικ. Το ολοκλήρωμα /Β, όπου Β είναι η πυκνότης ακτινοβολίας του λήμματος Radiant Flux Density. Καθώς η φωτεινή ροή της πηγής της προκαλούσας την έκθεση ορίζεται ως: Φ" = dE/dt, είναι fe = J[0/dS]dt. (βλέπε Radiant Flux Density). Radiant Flux [Ρυθμός εκπομπής ενέργειας] Μηχ. Καλείται ο λόγος της ποσότητας ενέργειας που εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ακτινοβολίας στην μονάδα του χρόνου. Radiant Flux Density [Πυκνότης ακτινοβολίας] Ηλεκτμομαγν. Ο λόγος Β = dE/dS, όπου dE είναι η ισχύς της ακτινοβολούσης ενέργειας και dS είναι το εμβαδόν δια του οποίου διέρχεται η ακτινοβολούσα ενέρ-

-1157γεια. Radiant Heating [Θέρμανση δι' ακτινοβολίας] Μηχ. Έμμεσος τρόπος θέρμανσης ετερόφωτου αντικειμένου, στον οποίο ακτινοβολούσα πηγή εκπέμπει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία διαφόρων μηκών κύματος η οποία εν συνεχεία απορροφάται από το αντικείμενο και μετατρέπεται σε θερμότητα. Radiant Intensity [Ένταση ακτινοβολίας] Ηλεκτρομαγν. Ο λόγος ϊ = <ΪΦΛ3Ω, όπου (1Φ είναι η φωτεινή ροή της ακτινοβολούσης πηγής και (1Ω είναι η στοιχεκόδης στερεά γωνία δια της οποίας διέρχεται η ακτινοβολούσα φωτεινή ροή. Καλούμενη και "φωτοβολία". Radiant Power [Ισχύς ακτινοβολίας] Ηλεκτρομαγν. Ο λόγος Ρ = dE/dt, όπου dE είναι η ενέργεια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεδομένου μήκους κύματος ακτινοβολούσης πηγής, προσπίπτουσας πάνω σε δεδομένη επιφάνεια ανά στοιχειώδη μονάδα χρόνου dt. Radiant Quantities [Φωτομετρικές ποσότητες] Οπτικ. Εναλλακτικός χαρακτηρισμός διαφόρων φωτομετρικών μεγεθών, όπως φωτεινής ροής, φωτεινότητας, φωτεινής απόδοσης, φωτεινής ισχύος, κλπ. (βλέπε ανώτερα λήμματα με πρόθεμα Radiant). Radiant Reflectance [Φωτεινή ανακλαστικότητα] Η/χκτρομαγν. Αν Ρ] είναι η ισχύς της προσπίπτουσας ήλεκτρο μαγνητικής ακτινοβολίας σε επιφάνεια αντικειμένου και ?2 είναι η ισχύς της ανακλώμενης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, τότε ο λόγος r = Ρ2/Ρ1. Radiant Superheater [Φωτεινός υπερθερμαντήρας] Μηχ. Θερμαντήρας μεγάλης ισχύος ο οποίος μπορεί να προκαλέσει θέρμανση αντικειμένου δι' ακτινοβολίας η οποία προκαλείται με διάφορους τρόπους, όπως χημική καύση, πυρηνική καύση ή με προβολείς υπερέρυθρης ακτινοβολίας μεγάλης ισχύος. Οι συνηθέστεροι τύποι χρησιμοποιούν λυχνίες πυράκτωσης, ισχύος έως και 20kw και χρησιμοποιούνται για τη σκλήρυνση βαφών αυτοκινήτων. Radiated Interference [Παρεμβολή απύ ακτινοβολία] Επικοιν. Παρεμβολή που συμβαίνει όταν η ακτινοβολία διαπεράσει ένα ή περισσότερα συστήματα ασφαλείας. Radiation 1 [Ακτινοβολία] Φυσ. Καλείται η μετάδοση και διάδοση ηλεκτρομαγνητικών και άλλων κυμάτων, όπως για παράδειγμα είναι τα ηχητικά κύματα, διαμέσου διαφόρων μέσων και η μεταφορά ενέργειας με αυτά. Radiation 2 [Αντινωτά] Τεχνολ. Τοπογραφική αποτύπωση μιας περιοχής με μετρήσεις των σημείων αλλαγής κλίσεων της επιφάνειας του εδάφους από ένα κεντρικό σημείο στο οποίο τοποθετείται το όργανο και καταγράφονται αποστάσεις και γωνίες μεταξύ του σημείου που είναι τοποθετημένο το όργανο και κάθε σημείο του εδάφους. Radiation Accident [Ραδιενεργό ατύχημα] Πυρην. Φυα. Ατύχημα κοντά σε τοποθεσία στην οποία πραγματοποιούνται πυρηνικές αντιδράσεις. Έτσι, προκειμένου περί πυρηνικών αντιδραστήρων και τοποθεσιών δοκιμών πυρηνικών εκρήξεων, ατύχημα στο οποίο ανθρώπινο δυναμικό εκτίθεται σε μεγάλες ποσότητες ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Radiation Area [Ραδιενεργός περιοχή] Πυρην. Φυα. Περιοχή στην οποία αν βρεθεί ανθρώπινο δυναμικό μπορεί να εκτεθεί σε μεγάλες ποσότητες ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολίας υπερβαίνουσας τα 6 millirem/hr, συνήθως προκαλούσας σοβαρές βιολογι-

Radiation Detection Instrument

κές βλάβες. Radiation Biochemistry [Βιοχημεία ακτινοβολιών] Βιοχημ. Κλάδος της βιοχημείας που ασχολείται με την επίδραση των διαφόρων ακτινοβολιών (π.χ. ακτινοβολία γ, ακτινοβολία β κλπ) σε ζωντανούς οργανισμούς. Radiation.Bounded Nebula [Νεφέλωμα περιορισμένης ακτινοβολίας] Αστρον. Πρύκειται για νεφέλωμα εκπομπής, ο πυρήνας των ατόμων του οποίου δεν είναι αρκετά θερμός ώστε να προκαλέσει ιονισμό και διέγερση των ατόμων του νεφελοοματος προς εκπομπή ισχυρούς υπεριώδους ακτινοβολίας. Radiation Catalysis [Κατάλυση ακτινοβολιών] Χημ. Το φαινόμενο κατά το οποίο μία χημική αντίδραση (π. χ. αντίδραση πολυμερισμού) ενεργοποιείται ή επιταχύνεται με τη χρήση διαφόρων τύπων ακτινοβολίας (Ακτίνες γ, ακτίνες Χ κλπ). Radiation Characteristic [Χαρακτηριστικό ακτινοβολίας] Επικοιν. Ο όρος αναφέρεται σε συγκεκριμένα κυματικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκπομπής ακτινοβολίας όπως ισχύς, μήκος κάματος, συχνότητα, ταχύτητα, εύρος, κλπ. Radiation Chemistry [Ραδιοχημεία] Χημ. Κλάδος της Χημείας που παρέχει αναλυτικές τεχνικές για τον προσδιορισμό ραδιενεργών ισοτόπων στο περιβάλλον που προέρχονται από οποιοδήποτε μέσο. Ασχολείται επίσης με τα χημικά αποτελέσματα της ακτινοβολίας πάνω σε σωματίδια ή την ύλη γενικότερα. Radiation Cooling [Ψύξη δι' ακτινοβολίας] Ηλεκτρ. Χαρακτηρισμός της εγγενούς ψύξεως η οποία επιτυγχάνεται όταν λίαν θερμό σώμα, όπως ηλεκτρόδιο, νήμα ή άλλη πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, συνήθως υπερερύθρου τέτοιας, αφεθεί να ακτινοβολήσει ελεύθερα στον περιβάλλοντα χώρο. Η ψύξη οφείλεται στη μεταβίβαση ενέργειας δι' ακτινοβολίας από το θερμό σώμα στο περιβάλλον και η ακτινοβολούμενη ενέργεια προκαλεί τη θέρμανση άλλων κοντινών στο σώμα αντικειμένων. Radiation Counter [Απαριθμητής ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Κατηγορία απλών και πολυπλοκώτερων συσκευών οι οποίες μπορούν να ανιχνεύσουν και επιλεκτικά να μετρήσουν τα επίπεδα τυχούσας ιονίζουσας ακτινοβολίας. Οι συνηθέστεροι τύποι είναι οι απαριθμητές geiger και οι αναλογικοί απαριθμητές. Radiation Damage [Βλάβες από ακτινοβολίες] Πυρην. Φυσ. Οι βλαβερές συνέπειες που προκαλούνται από ιοντίζουσες ακτινοβολίες όλων των τύπων που εκπέμπονται από τον ήλιο, τα ραδιενεργά στοιχεία, συσκευές ακτίνων Χ κλπ σε στερεά, υγρά ή αέρια. Radiation Decontamination [Ραδιενεργός καθαρισμός] Πυρην. Φυσ. Συλλογική προσπάθεια από ανθρώπινο δυναμικό αφαίρεσης παραγόντων οι οποίοι εκπέμπουν επικίνδυνη ραδιενεργό ακτινοβολία, όπως ίχνη παραπεσόντος ραδιενεργού υλικού ή κόνεως. Radiation Detection Instrument [Όργανο ανίχνευσης ακτινοβολίας] Πυρην.Φυσ. 1. Οποιαδήποτε συσκευή που ανιχνεύει και μετράει τα χαρακτηριστικά μίας ιοντίζουσας ακτινοβολίας. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τεχνικές, όπως η φασματοσκοπία α η φασματοσκοπία γ κλπ. 2. Χαρακτηρισμός απλής ή πολυπλοκότερης συσκευής η οποία παρέχει στοιχειώδη ένδειξη σχετική με την ύπαρξη ραδιενεργού ακτινοβολίας σε δεδομένο χώρο. Το συνηθέστερο είδος είναι οι απαριθμητές geiger.

Radiation Dose

- 1158 -

Radiation Dose [Δόση ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Η ρια τα οποία απορροφούν τέτοιες ακτινοβολίες, αλλά συνολική ποσότητα ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής επιτελείται σε μικρά όμως επίπεδα και στα αέρια της ακτινοβολίας την οποία δέχεται ή απορροφά αντικείμε- ατμόσφαιρας λόγω των λίαν διεισδυτικών κοσμικών νο, συνήθως σαν συνάρτηση του χρόνου και του εί- ακτίνων οι οποίες βομβαρδίζουν την Γη εξωγενώς. δους της ακτινοβολίας η οποία χρησιμοποιείται. Ο ό- Radiation Monitoring [Παρακολούθηση ακτινοβολίρος χρησιμοποιείται όχι μόνο σε περιπτώσεις ραδιε- ας] Πυρην. Φυσ. Προκειμένου περί χώρων περιβάλλονεργού ακτινοβολίας, αλλά και σε ιατρικά περιστατι- ντος στους οποίους η πιθανότητα ύπαρξης επικίνδυνης κά, όπως ακτινοβόληση με μαλακές ή σκληρές ακτίνες ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας είναι σημαντική, όπως σε χώρους κοντά στον πυρήνα πυρηνικών αντιΧ, κλπ. Radiation Dose Rate [Ρυθμός δόσης ακτινοβολίας] δραστήρων ή σε περιοχές κοντά σε τοποθεσίες πυρηνιΠυρην. Φυσ. Προκειμένου περί ιονίζουσας ακτινοβολί- κών δοκιμών, η ανά διαστήματα μέτρηση της τυχούας, ο λόγος d = dD/dt, όπου dD είναι η στοιχειο')δης σας ή παραμένουσας ραδιενέργειας, είτε λόγω μικρών δόση ακτινοβολίας του ορισμού του προηγούμενου διαρροών ή λόγω ύπαρξης αντικειμένων τα οποία έλήμματος και dt είναι η στοιχειώδης μονάδα του χρό- χουν απορροφήσει μεγάλα ποσά ακτινοβολίας για διάφορους λόγους. νου. Radiation Oven [Θερμικός κλίβανος ακτινοβολίας] Radiation Dose Units [Μονάδες μέτρησης της δόσης Μηχ. Ειδικός κλίβανος μέσα στον οποίο λειτουργούν ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Χρησιμοποιούνται διάφο- συνήθως ακτινικά λυχνίες πυράκτωσης μεγάλης ισχύρες μονάδες για τη μέτρηση του ποσού της ακτινοβολί- ος, έως και 30kw, οι οποίες προκαλούν γρήγορη ανύας στο οποίο εκτίθεται η ύλη. Το 1 curie (το ποσό του ψωση της θερμοκρασίας αντικειμένου το οποίο τίθεται ραδιενεργού υλικού που διασπάται με τον ίδιο ρυθμό στο κέντρο του κλιβάνου. Οι σύγχρονοι κλίβανοι βαόπως το 1 g ραδίου), το 1 rad (δόση ακτινοβολίας που φής χρωμάτων λαμαρινών καινούργιων αυτοκινήτων αντιστοιχεί σε απορρόφηση ακτινοβολίας ενέργειας είναι τέτοιοι. 0,01 j ανά Kg ύλης και το 1 rem που σχετίζεται με το Radiation Pattern [Ιχνος ακτινοβολίας] Ηλεκτρομαγν. rad αλλά λαμβάνει υπόψη και τα βιολογικά αποτελέΗ μορφή ακτινοβολίας μιας κεραίας. Αυτή εκφράζεται σματα της ακτινοβολίας. γραφικά από ένα διάγραμμα ομόκεντρων κύκλων το Radiation Effects [Αποτελέσματα ακτινοβολίας] Πυ- κέντρο του οποίου συμβολίζει τη κεραία. Το διάγραμρην.Φυσ. Αποτελέσματα που επέρχονται όταν ιοντί- μα είναι βαθμονομημένο σε μοίρες και ισχύ προκειμέζουσα ακτινοβολία προσβάλλει ζωντανούς ιστούς, ο- νου να διαγραφεί η κατευθυντικότητα της κεραίας. πότε καταστρέφονται τα κύτταρα. Το μέγεθος της βλά- Radiation Preservation [Συντήρηση με ακτινοβόληβης εξαρτάται από το είδος της ακτινοβολίας, τη δόση ση] Τεχν.Τροφ. Διαδικασία συντήρησης τροφίμου με που απορροφήθηκε και την ευαισθησία των ιστών, π.χ. έκθεσή του σε ιοντίζουσα ακτινοβολία (π.χ. ακτίνες Χ, καρκίνος, καταρράκτης, απώλεια μαλλιών, ναυτία, ε- ακτίνες γ) που έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή των μικροοργανισμών και τη διατήρησή του για μαμετός, διάρροια ή και θάνατος. Radiation E r a [Εποχή ακτινοβολίας] Αστροφυο. Είναι κρύτερο χρονικό διάστημα. η τρίτη εποχή της θερμικής ιστορίας του σύμπαντος Radiation Pressure [Πίεση ακτινοβολίας] Φυσ. 1. Η όπου τα περισσότερα σωματίδια έχουν εξαφανιστεί και πίεση η οποία ασκείται πάνω σε επιφάνεια στην οποία η ακτινοβολία αποτελεί την κύρια μορφή ενέργειας. προσπίπτει ηχητικό κύμα ή δόνηση. 2. Η πίεση την οΉταν μετά τη μεγάλη έκρηξη (Big Bang), είχε διάρ- ποία κυριολεκτικά ασκούν τα φωτόνια ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας όταν αυτή προσπίπτει σε επιφάκεια lOscc και η θερμοκρασία ήταν 10 ια Κ. Radiation Filter [Φίλτρο ακτινοβολίας] Ηλεκτρομαγν. νεια. Καθώς τα φωτόνια έχουν σημαντική ορμή, αυτή Προκειμένου περί ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με είναι συνήθως εύκολα μετρήσιμη. διάφορα μήκη κύματος, γενικός χαρακτηρισμός διάτα- Radiation Pyrometer [Πυρόμετρο ακτινοβολίας] ξης η οποία απορροφά επιλεκτικά συγκεκριμένα μήκη Μηχ. Εξειδικευμένη θερμομετρική οπτοηλεκτρονική κύματος. Δεδομένου ότι το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα διάταξη, με οπτικές συνιστώσες και φακούς περατά καταλαμβάνει πολύ μεγάλο εύρος, η σύσταση δύο τέ- στην υπερέρυθρη ακτινοβολία, το οποίο εστιάζει την τοιων φίλτρων μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Έτσι υπερέρυθρη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μακρινού ενώ η απλή έγχρωμη ύαλος είναι τέτοιο φίλτρο, τέτοιο αντικειμένου πάνω σε κατάλληλο θερμοστοιχείο το φίλτρο είναι επίσης και στρώμα μολύβδου ή σκυροδέ- οποίο με τη σειρά του αν ρυθμιστεί κατάλληλα μπορεί να δώσει επαρκείς ενδείξεις για τη θερμοκρασία του ματος τα οποία απορροφούν ακτινοβολίες γάμα. Radiation Gage [Μετρητής ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. αντικειμένου το οποίο εκπέμπει την εν λόγω υπερέρυΕναλλακτική ονομασία διατάξεων ανίχνευσης και μέτρη- θρη ακτινοβολία. σης ιονίζουσας ακτινοβολίας, (βλέπε Radiation Counter, Radiation Quality [Ποιότητα ακτινοβολίας] Φυσ. Γενικός χαρακτηρισμός ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίRadiation Detection Instrument). Radiation Intensity [Ενταση ακτινοβολίας] Πυρην. ας εξαρτώμενος συνήθως από τα συγκεκριμένα φαΦυσ. Κ Π ισχύς της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας ανά σματικά χαρακτηριστικά της ακτινοβολίας σε σχέση μονάδα στερεής γωνίας σε μία δοσμένη διεύθυνση. 2. με την απαιτούμενη εφαρμογή. Έτσι προκειμένου περί Η ενέργεια της ακτινοβολίας που προσπίπτει κάθετα ακτίνων Χ ή ακτίνων γάμα, η ποιότητα σχετίζεται με ανά μονάδα επιφάνειας και ανά μονάδα χρόνου. Με- την "διεισδυτικότητα" της ακτινοβολίας και την τριέται σε αριθμό φωτονίων ανά cm2 και ανά sec, σε J/ "παθητικότητά" της ως προς τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει σε βιολογικούς ιστούς, ενώ προκειμένου (m2.sec) κλπ. Radiation Ionization [Ιονισμός λόγω ακτινοβολίας] περί ραδιοπτικών εφαρμογών η ποιότητα συνήθως Φυσ. Συνήθως περιβαλλοντολογικός ιονισμός, ο οποί- σχετίζεται με τη "μονοχρωματικότητά" της, ή άλλους ος και χαρακτηρίζει τις επικίνδυνες βιολογικά ηλε- παράγοντες. κτρομαγνητικές ακτινοβολίες. Συμβαίνει πάντα σε αέ- Radiation Safety [Ασφάλεια από ακτινοβολία] Πυρην.

-1159Φυσ. Χαρακτηρισμός όλων των διαδικασιών οι οποίες τελούνται προνοητικά από ανθρώπινο δυναμικό, έτσι ώστε να αποφευχθεί πλήρως κατά το δυνατόν τυχούσα έκθεση του ανθρώπινου παράγοντα σε επικίνδυνη βιολογικά ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Radiation Scattering [Διάχυση ακτινοβολίας] Φυσ. Σύνολο φυσικών διαδικασιών και συσχετισμών τα οποία προκαλούν είτε μετατροπές στην αρχική διεύθυνση εκπεμπόμενης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ή δευτερογενείς εκπομπές από σώματα τα οποία εγγενώς δεν έχουν σχέση με την εκπέμπουσα πηγή. Το κυανό χρώμα του ουρανού για παράδειγμα, οφείλεται σε διάχυση, στη συγκεκριμένη περίπτωση ονομαζόμενη "διάχυση raleygh". Radiation Shield [Ασπίδα ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Προκειμένου περί επικίνδυνης βιολογικά ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, αντικείμενο από κατάλληλο υλικό, όπως πλάκα σκυροδέματος, πλάκα μολύβδου ή ένδυμα περιέχον κατάλληλο στρώμα αντίστοιχου απορροφητικού υλικού, όπως ρινίσματα μολύβδου, τα οποία τιθέμενα μεταξύ της εκπέμπουσας πηγής και ανθρώπινου δυναμικού ή φορώμενα από το τελευταίο, προστατεύουν επαρκώς τους βιολογικούς ιστούς από την ακτινοβολία. Radiation Source [Πηγή ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Προκειμένου περί διατάξεων η μετρήσεων οι οποίες χρήζουν ανάγκης μικρών πηγών ραδιενεργούς ακτινοβολίας, όπως ωρολογιακών ψηφίων παλαιότερης τεχνολογίας, οπτικών σπινθηροσκοπίων, ραδιογραφιών ή ραδιομετρήσεων, κ.ά., ραδιενεργό αντικείμενο μικρών διαστάσεων, το οποίο παρέχει αρκετή ακτινοβολία άλφα, βήτα και μικρά ποσοστά ακτινοβολίας γάμα για να καταστήσει δυνατή τη λειτουργία της αντίστοιχης διάταξης ή μέτρησης. Radiation Standards [Κανονισμοί ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Το σύνολο των σύγχρονων κανονισμών οι οποίοι διέπουν τις διαδικασίες τις σχετιζόμενες με την διαχείριση, λειτουργία και προστασία από οποιασδήποτε διάταξη παράγει ενδογενώς ή εξωγενώς επικίνδυνες βιολογικά ιονίζουσες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες. Radiation Sterilization [Αποστείρωση με ακτινοβολία] Πυρην. Φυσ. Ένας από τους δύο σύγχρονους τρόπους αποστείρωσης αντικειμένων, μέσω βομβαρδισμού τους με ραδιενεργό ακτινοβολία γάμα με σκοπό την θανάτωση ανεπιθύμητων οργανισμών. Πολλά σύγχρονα ιατρικά είδη, όπως σύριγγες, αποστειρώνονται έτσι. Μη ιατρικά είδη συνήθως αποστειρώνονται με σκληρή υπεριώδη ακτινοβολία. Radiation Therapy [Θεραπεία με ακτινοβολίες] Πυρην.Φυσ. Η χρήση ακτινοβολίας υψηλής ενέργειας και μεγάλης διεισδυτικότητας (ακτίνες Χ, ακτίνες πρωτονίων και ακτίνες νετρονίων) για την καταστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων καρκινικών κυττάρων. Χρησιμοποιείται για τη συρρίκνωση ή την εξάλειψη εντοπισμένων καρκινικών όγκων με τη μικρότερη δυνατή βλάβη στους ιστούς ή τη μείωση του πόνου που προκαλεί ο καρκίνος. Radiation Thermocouple [Θερμοζεύγος ακτινοβολίας] Ηλεκ. Αισθητήριο θερμοκρασίας το οποίο είναι σχεδιασμένο να δίνει ένα ηλεκτρικό σήμα ανάλογο της θερμοκρασίας ενός αντικειμένου. Η μέτρηση πραγματοποιείται μέσω υπερύθρων ακτινών. Αποτελείται από ένα σύνολο θερμοζευγών τα οποία είναι σε σειρά συνδεδεμένα. Τα θερμοζεύγοι ακτινοβολίας χρησιμο-

Radical Center

ποιούνται σε εφαρμογές πυρομετρίας όπου δεν είναι δυνατή η επαφή του αισθητηρίου με το θερμαινόμενο αντικείμενο. Radiation Warning Symbol [Σύμβολο προειδοποίησης ακτινοβολίας] Πυρην. Φυσ. Διεθνές σύμβολο, το οποίο προειδοποιεί τυχόν ανθρώπινο δυναμικό για την ύπαρξη επικίνδυνης βιολογικά ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε συγκεκριμένο χώρο. Αποτελείται από δύο ομόκεντρους κύκλους και τρεις κυκλικούς τομείς. Radiative Braking [Ακτινοβολών επιβράδυνση] Αστρον. Η έκλυση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από έναν αστέρα, συνοδεύεται από μια μείωση της ταχύτητας περιστροφής του και το φαινόμενο αυτό καλείται ακτινοβολών επιβράδυνση. Radiative Equilibrium [Ισορροπία ακτινοβολίας] Αστροφυσ. Το εσωτερικό του αστέρα πλην του κεντρικού πυρήνα, βρίσκεται σε μια ισορροπία ακτινοβολίας όπου η διάδοση της ενέργειας γίνεται δι' ακτινοβολίας παρά δια μεταφοράς, με αποτέλεσμα ο αστέρας να βρίσκεται σε σταθερή θερμική κατάσταση. Radiator 1 [Ακτινοβολητής] Φυσ. Πηγή ηχητικών σημάτων ή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Έτσι: 1. Προκειμένου περί ηχητικών σημάτων, μεγάφωνο, μικρόφωνο ή άλλο σώμα το οποίο μπορεί να γίνει ηχητική πηγή, δονούμενο κατάλληλα. 2. Προκειμένου περί ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, φυσικό ή τεχνητό σώμα το οποίο μπορεί να εκπέμψει πρωτογενή ή δευτερογενή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία οποιουδήποτε μήκους κύματος, από σκληρές ακτίνες γάμα έως ραδιοκύματα, όπως Γαλαξίας, αστέρας, νεφέλωμα, ραδιενεργό ιχνοστοιχείο, λυχνία ακτίνων Χ, λυχνία υπεριώδους ακτινοβολίας, λυχνία φωτισμού, λυχνία υπερερύθρου ακτινοβολίας ή κεραία ραδιοσταθμού ή τηλεσταθμού. Radiator 2 [Θερμαντικό σώμα] Τεχνολ. Ο εξοπλισμός ενός κλειστού χώρου ο οποίος θερμαίνεται μέσω της σύνδεσης του με ένα δίκτυο και εκπέμποντας ακτινοβολία θερμαίνει τον χώρο. Radical 1 [Ρίζα] Μαθημ. 1. Με τον όρο ρίζα εννοούμε συνήθως την τετραγωνική ρίζα μιας ποσότητας Α, συμβολίζεται με \Α και ισούται με την ποσότητα Α 1 ' 2 . 2. Ο όρος επίσης αναφέρεται στην τομή όλων των maximal ιδεωδών σε έναν δακτύλιο. Radical 2 [Ρίζα] Οργ.Χημ. Θραύσμα μορίου που απομένει μετά την ομολυτική σχάση ενός χημικού δεσμού και το οποίο περιέχει ασύζευκτο ηλεκτρόνιο. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αλκυλόριζες που σχηματίζονται με ομολυτική σχάση ενός δεσμού C-X. Π.χ. CH3- (ρίζα μεθύλιο). Radical Axis [Ριζικός άξονας] Μαθημ. 1. Ριζικός άξονας δύο κύκλων καλείται ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του επιπέδου που έχουν την ίδια δύναμη ως προς τους δύο κύκλους. Αν πρόκειται για ομόκεντρους κύκλους δεν ορίζεται ριζικός άξονας. Αν οι κύκλοι τέμνονται, ριζικός άξονας θα είναι η ευθεία που διέρχεται από τα σημεία τομής τους. 2. Ριζικός άξονας τριών σφαιρών καλείται η ευθεία τα σημεία της οποίας έχουν την ίδια δύναμη ως προς τις τρεις σφαίρες. Radical Center [Ριζικό κέντρο] Μαθημ. 1. Θεωρώντας τρεις κύκλους ορίζονται τρεις ριζικοί άξονες. Ριζικό κέντρο των τριών κύκλων ονομάζεται το σημείο από το οποίο διέρχονται οι τρεις ριζικοί άξονες. 2. Θεωρώντας τέσσερις σφαίρες ορίζονται έξι ριζικά επίπεδα. Το κοινό σημείο των έξι ριζικών επιπέδων λέγεται ριζικό

Radio Frequency Shielding

- 1160-

κέντρο. Radical Plane [Ριζικό επίπεδο] Μαθημ. To σύνολο των σημείων του χώρου που έχουν την ίδια δύναμη ως προς δύο σφαίρες καλείται ριζικό επίπεδο. Radical Sign [Σύμβολο τετραγωνικής ρίζας] Μαθημ. Ονομάζεται το σύμβολο V που δηλώνει την τετραγωνική ρίζα μιας ποσότητας. Radio [Ραδιόφωνο] Επικοιν. 1. Επικοινωνιακό σύστημα που στηρίζεται στη μετάδοση σήματος σε ραδιοφωνικές συχνότητες που καλύπτουν ένα αρκετά ευρύ φάσμα (Βραχέα, Υπερβραχέα, FM, μεσαία (AM), Μακρά κτλ) για πολλές χρήσεις 2. Συσκευή που αναμεταδίδει σήμα ανοιχτής εκπομπής (Broadcast) που εκπέμπεται στις ειδικές ραδιοφωνικές συχνότητες που συνήθως πια περιορίζεται στα FM (για λόγους τυποποίησης) και λίγο στα AM για λόγους ψυχαγωγίας και στα πέριξ (κινητή ραδιοφωνία, Cb κτλ). 3. Συστατικό ορολογίας που υποδηλώνει σχέση με ραδιοζεύξη. 4. Η χρήση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων για τη μετάδοση ραδιοσημάτο)ν για εφαρμογές τηλεπικοινωνιών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών μεταδόσεων, στην πλοήγηση με τη βοήθεια συσκευών ραντάρ και σε εφαρμογές ραδιοελέγχου. Radio- [Ράδιο-] Ηλεκτρομαγν. Πρόθεμα το οποίο χρησιμοποιείται σε όρους οι οποίοι υποδηλώνουν την εφαρμογή ή χρήση ραδιοκυμάτων. Radio Aid To Navigation [Ραδιοβοήθεια στην ναυσιπλοία] Ηλεκτμον. Η υποστήριξη της ναυσιπλοίας με ηλεκτρονικές συσκευές οι οποίες λειτουργούν με ραδιοσήματα. Τέτοια συστήματα είναι τα ραντάρ επιφανείας, οι ασύρματοι, συστήματα GPS κ.α. Radio And Wire Integration [Ολοκλήρωση ασύρματων και ενσύρματων συστημάτων] Επικοιν. Η συνεργασία ενσύρματων ηλεκτρονικών συστημάτων με συστήματα των οποίων η λειτουργία βασίζεται σε ραδιοσήματα σε μία εφαρμογή. Radio Antenna [Ραδιοκεραία] Επικοιν. Πρόκειται για κεραία συντονισμού ραδιοκυμάτων. Στοιχείο το οποίο χρησιμοποιείται από ηλεκτρονικές διατάξεις οι οποίες λειτουργούν με ραδιοσήματα για εκπομπή ραδιοκυμάτων. Τα είδη ραδιοκεραιών ποικίλλουν ανάλογα με την εφαρμογή. Radio Astronomy [Ραδιοαστρονομία] Αστμον. Ένας σχετικά καινούριος κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με τη μελέτη της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπουν τα ουράνια σώματα, βάση των εκπεμφθέντων ραδιοκυμάτων σε μήκη κύματος από χιλιοστό μέτρο έως χιλιόμετρα. Radio Aurora [Ραδιοκυματική αύρα] Επικοιν. Η ραδιοεκπομπή της αύρας του γήινου γεωμαγνητικού πεδίου που παρακολουθείται στα αστεροσκοπεία. Radio Beacon Or Radiophare [Ραδιοφάρος] Πλοηγ. Πρόκειται για έναν επίγειο πομπό ραδιοκυμάτων ο οποίος είναι τοποθετημένος σε μία γνωστή γεωγραφική θέση. Τα σήματα τα οποία εκπέμπει βοηθούν τα πλοία και τα αεροσκάφη να προσανατολιστούν μέσα στον χώρο δράσης του, όπου αυτά κινούνται. Radio Beam [Ραδιοδέσμη] Ηλεκτρομαγν. Περιοχή συγκεντρωμένης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Στο διάγραμμα ισχύος μίας κεραίας είναι η περιοχή η οποία οριοθετείται από τα σημεία στα οποία η ισχύς μειώνεται κατά 3dB σε σχέση με το σημείο μέγιστης ισχύος. Radio Blackout [Ραδιοσυσκότιση] Επικοιν. Κατάσταση σιγής σε συγκεκριμένη ραδιοσυχνότητα στη διάρκεια της οποίας δεν είναι δυνατή η ραδιοεπικοινωνία.

Radio Broadcasting [Ραδιοφωνική εκπομπή] Επικοιν. 1. Μετάδοση μέσω ραδιοκυμάτων φωνητικών μηνυμάτων. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για την μετάδοση ραδιοφωνικών εκπομπα')ν. 2. Εκμετάλλευση ραδιοφωνικών συχνοτήτων για εκπομπή προς το ευρύ κοινό (όλοι λαμβάνουν το ίδιο). Radio Button [Ραδιοκουμπί] Επικοιν. Είδος ελέγχου επιλογής του χρήστη που υλοποιείται σε μια από Ν επιλογές (συναντιέται πχ στην γλώσσα HTML). Radio Carrier [Ράδιο φορέας] Επικοιν. Ραδιοσυχνότητα όπου γίνεται μετάδοση σήματος. Radio Channel [Ράδιο κανάλι] Επικοιν. Κανάλι που μοιράζονται διάφορες εκπομπές όπως χρησιμοποιήθηκε πρώτα στο δίκτυο ARPANET με πολύπλεξη ή σύστημα Aloha. Υπάρχουν διάφορα δίκτυα κυρίως πακέτων (Packet Radio) πχ WWV, WWVB, ερασιτεχνικά κτλ. Radio Clock [Ραδιορολόι] Επικοιν. 1. Ρολόι που λειτουργεί με βάση το χημικό στοιχείο ράδιο. 2. Ρολόι συγχρονισμού συσκευών ραδιοεπικοινωνιών. Αυτό μπορεί να είναι κάτι δύσκολο αν έχουμε να κάνουμε με δορυφορικές μεταδόσεις, όπου χρησιμοποιείται αστρική ώρα που συντονίζει και διάφορα ρολόγια αναφοράς για μεταδόσεις σε διάφορα μήκη κύματος. Radio Command [Ραδιοεντολή] Ηλεκτμον. Εντολή για τον έλεγχο απομακρυσμένου συστήματος μέσω ραδιοκυμάτων. Χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικές και στρατιωτικές εφαρμογές για τον απομακρυσμένο έλεγχο μηχανών και οχημάτων. Radio Communication [Ραδιοεπικοινωνία] Επικοιν. Επικοινωνία που πραγματοποιείται μέσω ραδιοκυμάτων. Είναι ένας γενικότερος όρος που χαρακτηρίζει κάθε μέσο και τρόπο για την επικοινωνία μεταξύ μεγάλων αποστάσεων για την ανταλλαγή μηνυμάτων και πληροφοριών, κάνοντας χρήση των ραδιοκυμάτων μέσω των ηλεκτρονικών συσκευών των ραδιοτηλεγράφων, των τηλεμοιοτύπων, των κινητών τηλεφώνων και άλλων. Radio Control [Ράδιοέλεγχος] Ηλεκτμον. Έλεγχος κάποιας ηλεκτρονικής / ηλεκτρομηχανικής συσκευής από άλλη μέσω ραδιοκυμάτων. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται όπου η ηλεκτρική σύνδεση μέσω ηλεκτρικών αγωγών είναι ανέφικτη, όπως σε περιπτώσεις πολύ μεγάλων ή δύσβατων αποστάσεων Radio Deception [Ραδιοπαραπλάνηση] Επικοιν. Η χρήση ραδιοσημάτων για παραπλάνηση συσκευών των οποίων η λειτουργία βασίζεται στη λήψη ραδιοσημάτων. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές εφαρμογές, στο λεγόμενο "ηλεκτρονικό πόλεμο", όπου υπάρχουν ειδικές ραδιοσυσκευές οι οποίες παράγουν ραδιοσήματα τα οποία προκαλούν εσφαλμένες ενδείξεις σε συσκευές του εχθρού. Radio Detection [Ανίχνευση με ραδιοκύματα] Επικοιν. Εκπομπή ραδιοκυμάτων προς κάποια κατεύθυνση ώστε με ανάκλαση να προσδιοριστεί η απόσταση, ή θέση και το σχήμα ή και το είδος κάποιου αντικειμένου που βρίσκεται μέσα στο πεδίο εμβέλειας του πομπού (Radar). Radio Dial [Ράδιο συνδιάλεξη] Επικοιν. Συνδιάλεξη που πραγματοποιείται μέσα από τις ραδιοσυχνότητες με κατάλληλα μηχανήματα (όχι ή μετάδοση τηλεφωνικής συνδιάλεξης από το ραδιόφωνο). Radio Direction Finder (RDF) [Ραδιογωνιόμετρο] Πλοηγ. Καλείται η συσκευή με την οποία εντοπίζεται η διεύθυνση από την οποία έρχονται τα ραδιοκύματα ε-

- 1161 νός πομπού, και χρησιμοποιείται ως βοήθημα στην πλοήγηση των σκαφών. Αποτελείται από έναν δέκτη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και από μία κεραία που περιστρέφεται γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα. Η αρχή λειτουργίας του στηρίζεται στην διαφορά έντασης των λαμβανομένων ραδιοκυμάτων ανάλογα με το εάν η διεύθυνση τους είναι παράλληλη ή κάθετη στο πλαίσιο της κεραίας. Radio Element [Ραδιοστοιχείοΐ Πνρ.Φνσ. Ραδιενεργό ισότοπο ενός στοιχείου, π.χ. το 36U. Radio Emission [Ραδιοεκπομπή] Ηλεκρομαγν. Εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας της οποίας η συχνότητα κυμαίνεται μεταξύ 10 kHz και 300.000 MHz. Η εκπομπή γίνεται μέσω κατάλληλης ραδιοκεραίας σε εφαρμογές τηλεπικοινωνιών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών μεταδόσεων, στην πλοήγηση και σε εφαρμογές ραδιοελέγχου. Radio Energy [Ραδιοενέργεια] Ηλεκτρομαγν. Η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια η οποία μεταφέρεται από ραδιοκύματα. Radio Engineering [Ράδιομηχανική] Τεχνολ. Τομέας ο οποίος ασχολείται με τις εφαρμογές των ραδιοσημάτων και με τις συσκευές οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για την υλοποίηση των εφαρμογών αυτών. Τέτοιες συσκευές είναι οι ραδιοασύρματοι, ραδιοτηλέφωνα, ραντάρ επιφανείας, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, κ.α. Radio Equipment [Ράδιο εξοπλισμός] Επικοιν. Σύνολο εργαλείων για μετάδοση σε ραδιοσυχνότητες (κεραία, ελεγκτές, πομποί κτλ). Radio Facsimile [Ράδιο φαξ] Επικοιν. Μετάδοση σήματος με ραδιοσυχνότητες ακολουθώντας το πρότυπο του φαξ (Group 3) με πρώτη όμως αποστολή από το 1938. Radio Facsimile System [Σύστημα ραδιοτηλετυπίας] Επικοιν. Συσκευή τηλετυπίας η οποία έχει τη δυνατότητα αποστολής και λήψης μέσω ραδιοκυμάτο)ν. Radio Fadeout [ΡαδιοδιέΑειψη] Επικοιν. Συμβαίνει σε σημεία όπου το ραδιοσήμα μεταδίδεται με διαλείψεις λόγω τοπικών φαινομένων ή φυσικών ανωμαλιών. Radio Field Intensity [Ενταση ραδιοπεδίου] Ηλεκτμομαγν. Η ένταση ηλεκτρομαγνητικού πεδίου ραδιοκυμάτων. Η ένταση σε σχέση με την απόσταση από την κεραία εκπομπής περιγράφεται από το ίχνος ακτινοβολίας. Radio Fix [Ραδιοεντοπισμός] Επικοιν. Εντοπισμός ενός ανοιχτού πομπού (πχ από ραδιογωνιόμετρα ή και με άλλες γεωμετρικές τεχνικές) με χρήση διασταυρωμένων πληροφοριών. Radio Frequency (RF) [Ραδιοφωνική συχνότητα] Επικοιν. Συγκεκριμένες συχνότητες για κάθε ζώνη μετάδοσης που καθορίζεται από τις διεθνείς συμβάσεις για εκπομπή και λήψη δηλαδή από τα 10 kHz (όριο της υπέρυθρης ακτινοβολίας) ως τα 300 GHz. Radio Frequency 2 [Ραδιοσυχνότητα] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρικό σήμα του οποίου η συχνότητα κυμαίνεται μεταξύ 10 kHz και 300.000 MHz Radio Frequency Amplifier [Ενισχυτής ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία έχει σχεδιαστεί για την ενίσχυση σημάτων τα οποία περιλαμβάνουν ραδιοσυχνότητες. Radio Frequency Bandwidth [Εύρος ζώνης Ράδιο συχνοτήτων] Επικοιν. 1. Συναντάμε διάφορα πλάτη ζώνης στις ραδιοσυχνότητες που μετριούνται με μήκη κύματος ζώνης (πχ UHF : 10 cm ως 1 m) ή συχνότητες ζώνης (UHF : 300 MHz ως 3 GHz). 2. Επίσης ως προς

Radio Frequency Pulse

τη χρήση (και τη διάθεση) πχ στις ραδιοφωνικές συχνότητες FM το εύρος ζώνης των καθορίζεται από: 87,5 ως 108 MHz. Radio Frequency Cable [Καλώδιο ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρομαγν. Καλώδιο του οποίου οι αγωγοί έχουν ειδικά σχεδιαστεί για την μετάδοση ραδιοσυχνοτήτων με χαμηλές απώλειες. Τα καλώδια αυτά αποτελούνται από κεντρικούς αγωγούς και από εύκαμπτο μεταλλικό πλέγμα το οποίο χρησιμεύει στην ηλεκτρομαγνητική θωράκιση των κεντρικών αγωγών. Radio Frequency Choke [Πηνίο ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκ. Πηνίο το οποίο χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικές διατάξεις ραδιοσυχνοτήτων για καταστολή ραδιοσυχνοτήτων. Τα πηνία αυτά έχουν πολύ μικρή τιμή συνήθως της τάξης των μΗ ή mH. Radio Frequency Component [Συνιστώσα ραδιοφωνικής συχνότητας] Επικοιν. 1. Η συνιστώσα της RE μπορεί να συναντηθεί σε ένα διάγραμμα πχ αντί του χρόνου μετάδοσης. 2. Έτσι ορίζεται ένας εμπορικός όρος σχετικός με τα προϊόντα εκμετάλλευσης ραδιοσυχνοτήτων. Radio Frequency Component [Τμήμα ραδιοσυχνοτήτων] Επικοιν. Τμήμα ηλεκτρικού σήματος το οποίο περιλαμβάνει μόνο ραδιοσυχνότητες. Radio Frequency Current [Ρεύμα ραδιοσυχνότητας] Ηλεκ. Ένταση ηλεκτρικού σήματος το οποίο αποτελείται από ραδιοσυχνότητες. Radio Frequency Filter [Φίλτρο ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη φίλτρου η οποία επιδρά σε ηλεκτρικά σήματα τα οποία περιλαμβάνουν ραδιοσυχνότητες. Το φίλτρο επιδρά σε συγκεκριμένο φάσμα συχνοτήτων στο οποίο επιτρέπει ή όχι τη διέλευση μέσα από αυτό. Βασικοί παράμετροι στη σχεδίαση ενός τέτοιου φίλτρου είναι η επιλογή των συχνοτήτων στις οποίες επιδρά καθώς επίσης και ο ρυθμός αποκοπής των συχνοτήτων τις οποίες αποκόπτει. Radio Frequency Generator [Γεννήτρια ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική συσκευή η οποία παράγει ραδιοσήματα επαρκούς έντασης σε εφαρμογές επαγωγικής θέρμανσης υλικών. Radio Frequency Head [Κεφαλή ραδιοσυχνοτήτων] Τεχνολ. Τμήμα συσκευής ραντάρ το οποίο περιλαμβάνει τον πομπό εκπομπής ραδιοκυμάτων και το δέκτη λήψης της ανάκλασης αυτών. Radio Frequency Interference [Παρεμβολή ραδιοσυχνοτήτων] Επικοιν. 1. Παρεμβολή που συμβαίνει σε ραδιοφωνική μετάδοση από πεδία που αναπτύσσονται κυρίως στα σημεία αναμετάδοσης. 2. Ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή ραδιοκυμάτων τα οποία προέρχονται από απομακρυσμένες συσκευές. Η παρεμβολή αυτή επηρεάζει δυσμενώς τη λειτουργία ηλεκτρονικών συσκευών οι οποίες πολλές φορές περιλαμβάνουν ειδική θωράκιση για την αποφυγή της. Radio Frequency Measurement [Μέτρηση ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρον. Μέτρηση με τη χρήση ειδικών ηλεκτρονικών οργάνων η οποία αφορά σήματα τα οποία αποτελούνται από ραδιοσυχνότητες. Radio Frequency Oscillator [Ταλαντωτής ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία παράγει εναλλασσόμενα ηλεκτρικά σήματα στην περιοχή των ραδιοσυχνοτήτων. Χρησιμοποιούνται σε ραδιοφωνικούς πομπούς, γεννήτριες ραδιοσυχνοτήτων, κ.λ.π. Radio Frequency Pulse [Παλμός ραδιοσυχνότητας] Επικοιν. Ραδιοσήμα τετραγωνικής μορφής το οποίο

Radio Frequency Shielding

- 1162-

είναι πολύ μικρής χρονικής διάρκειας. Radio Frequency Shielding [Θωράκιση ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρομαγν. Ειδική σχεδίαση για την προστασία μιας συσκευής ή αγωγού από ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές ραδιοσημάτων η για τον εγκλωβισμό τέτοιων παρεμβολών στο σημείο παραγωγής τους. Η θωράκιση αυτή συνήθως βασίζεται σε κλειστή γειωμένη μεταλλική κατασκευή. Radio Frequency Signal Generator [Γεννήτρια σήματος ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική συσκευή οποία παράγει ηλεκτρικά σήματα τα οποία περιλαμβάνουν ραδιοσυχνότητες. Οι συσκευές αυτές χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονικά εργαστήρια για τη σχεδίαση και επισκευή ηλεκτρονικών διατάξεων οι οποίες λειτουργούν με ραδιοσήματα. Βασικοί παράμετροι είναι η επιλογή της κυματομορφής του σήματος καθώς επίσης και ο καθορισμός της θεμελιώδους συχνότητας των σημάτων. Οι γεννήτριες αυτές μπορεί να αποτελούνται από αναλογικά κυκλώματα όπου εξειδικευμένες ηλεκτρονικές διατάξεις δημιουργούν το ζητούμενο σήμα, ή από ψηφιακά κυκλώματα όπου ένας ενσωματωμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής αναλαμβάνει τη σύνθεση του σήματος βάση δεδομένων που υπάρχουν στη μνήμη του. Radio - Frequency Spectroscopy [Ραδιο-φασματοσκοπία] Φυσ. Τομέας της φασματοσκοπίας ο οποίος ασχολείται με την ανάλυση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε πηγές οι οποίες εκπέμπουν στην περιοχή ράδιο. Ιδιαίτερα ανεπτυγμένος τομέας της αστροφυσικής, καθώς σχετίζεται με τη γραμμή ραδιο-εκπομπής του ατόμου του υδρογόνου στα 21cm η οποία ανιχνεύεται σε πολλά μακρινά αντικείμενα. Radio Frequency Transmission Line [Γραμμή μεταφοράς ραδιοσυχνοτήτων] Ηλεκτρομαγν. Αγωγός ο οποίος είναι ειδικά σχεδιασμένος για τη σωστή μεταφορά ραδιοσημάτων. Σημαντικοί παράμετροι στο σχεδιασμό μίας τέτοιας γραμμής είναι η κατάλληλη θωράκισή της και η απόσταση και διατομή των αγωγών Radio Galaxy [Ραδιογαλαξίας] Αστροφνσ. Πρόκειται για Γαλαξία ο οποίος σε σχέση με έναν συνηθισμένο Γαλαξία όπως είναι ο δικός μας, εκπέμπει πολύ μεγάλη ακτινοβολία στις ραδιοφωνικές συχνότητες. Οι ραδιογαλαξίες αποτελούν τις πιο πολυάριθμες εξωγαλαξιακές ραδιοπηγές. Radio Horizon [Ράδιο ορίζοντας] Επικοιν. Συναντάται σε κάπως ψηλές συχνότητες (πάνω από τα 30 MHz) οι κεραίες ραδιοκυμάτων να έχουν αρκετά μεγάλη εμβέλεια. Radio Intelligence [Ραδιοσταθμός Intelligence] Emκοιν. Ραδιοφωνικός σταθμός των Αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών κατά το διάστημα του μεσοπολέμου που διείσδυσε και στον εμπορικό τομέα. Radio Interception [Ράδιο παρακολούθηση] Επικοιν. Ααθραία παρακολούθηση ραδιοσυχνοτήτων όπως αυτή του κατασκοπευτικού συστήματος Echelon που εκτείνεται στις διεθνείς μισθωμένες γραμμές, HF κτλ που διακινούν μηνύματα τα οποία διέρχονται από το περιβάλλον των χωρών του UKUSA. Radio Link [Ραδιοζεύξη] Επικοιν. Σύνδεση 2 σημείων μέσω ραδιοσυχνοτήτων για προσφορά υπηρεσιών με χρήση πρωτοκόλλων (πχ FTP, STMP κτλ) με ειδική προσαρμογή για ραδιοδίκτυα όπου απαιτείται. Radio Log [Ραδιοφωνική καταγραφή] Επικοιν. Απογραφή ραδιοφωνικών δεδομένων και συμβάντων για ένα σημείο, συχνότητα κτλ.

Radio Mast [Πύργος ραδιοφωνικής κεραίας] Τεχνολ. Μεταλλική κατασκευή μεγάλου σχετικά ύψους στην κορυφή της οποίας τοποθετείται μια κεραία μέσω της οποίας εκπέμπονται ραδιοσήματα. Radio Meteor [Ραδκ>μετεωρίτης] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται σε μετεωρίτες που ανιχνεύονται από την αναπήδηση ραδιοσήματος σε ραντάρ. Το σήμα προέρχεται από την ουρά ιονισμένου αερίου του μετεωρίτη καθο')ς φτάνει στην ανώτερη ατμόσφαιρα. Radio Meteorograph [Ράδιο μετεωρογράφος] Επικοιν. Μπαλόνι παρακολούθησης μετεωρολογικών φαινομένων με εκπομπές βραχέων κυμάτων (SF). Ερευνητές που το συνδύασαν με έναν ανιχνευτή οργόνης έφτιαξαν το όργανο Radiosonde (ραδιοβολίδα). Radio Navigation [Ραδιοπλοήγηση] Επικοιν. Συγχρονισμός πορείας κινητού μέσου με ραδιοκύματα πχ με τη βοήθεια δορυφόρων που καλύπτουν γεωστατικά μια περιοχή. Radio Nebula [Ραδιονεφέλωμα] Αστροφυσ. Πρόκειται για ιδιάζων νεφέλωμα το οποίο εκπέμπει ακτινοβολία σε ραδιοσυχνότητες, είτε μέσω της διαδικασίας σύγχροτρον είτε μέσω συγκρούσεων με διαστρικά σωματίδια. Η φωτεινότητα του νεφελώματος προέρχεται από τις παραπάνω διαδικασίες. Radio Network [Ραδιοφωνικό δίκτυο] Επικοιν. Δίκτυο σταθμών που μεταδίδουν στην εμβέλ^α τους ένα κοινό πρόγραμμα συντονισμένοι στις συχνότητες τους. Radio Noise [Ραδιοθόρυβος] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρικό σήμα θορύβου του οποίου το φάσμα αποτελείται από ραδιοσυχνότητες. Radio Pager [Ράδιο σελιδοποιητής] Επικοιν. Σύστημα ειδοποίησης ή εμφάνισης κάποιας ειδικής σελίδας κειμένου που αντιστοιχεί σε κάποιο τηλεφωνικό αριθμό (συνδρομητικό) ή και ΡΓΝ. Η χρήση τους μειώθηκε με την καθιέρωση αξιόπιστης κινητής τηλεφωνίας. Radio Paging System [Σύστημα ραδιοφωνικών σελίδων] Επικοιν. Σύστημα μονόδρομης μετάδοσης ραδιοφωνικού σήματος σε κείμενο μέσω ειδικών συχνοτήτων για Pagers ή Radio Paging τερματικά, όπου ατυχώς για μεγάλες περιφέρειες οι συχνότητες μπορεί να μη συντονίζονται πάντα αρμονικά. Radio Pulse 1 [Ράδιο παλμός] Επικοιν. Παλμοί από ραδιοκύματα (που συναντιούνται πχ στο Packet Radio). Radio Pulse 2 [Ραδιοπαλμός] Ηλεκτρομαγν. Τετραγωνικό σήμα πολύ μικρής διάρκειας του οποίου το φάσμα αποτελείται από ραδιοσυχνότητες. Radio Range [Ακτίνα ραδιοφώνου] Επικοιν. Η εμβέλεια ενός ραδιοφωνικού σήματος. Radio Receiver [Ραδιοδέκτης] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει ραδιοσήματα μέσω κατάλληλης κεραίας. Οι ραδιοδέκτες χρησιμοποιούνται σε πολλές εφαρμογές όπως, στη λήψη ραδιοφωνικών εκπομπών, σε ασύρματες επικοινωνίες, σε εφαρμογές βιομηχανικού ελέγχου, στην απομακρυσμένη συλλογή δεδομένων, κ.α. Radio Recognition [Αναγνώριση ραδιοφώνου] Επικοιν. Αναγνώριση ενός αντικειμένου μέσω της ανταπόκρισης του (σε ένα σήμα) πάνω σε μια αναγνωρισμένη συχνότητα επικοινωνίας. Τέτοια διακριτικά χρησιμοποιούνται σε στρατιωτικές εφαρμογές. Radio Relay System [Σύστημα ραδιοαναμετάδοσης] Επικοιν. Σύστημα αναμετάδοσης ραδιοσήματος με αντίστοιχες συσκευές και συστάσεις που καθορίζονται από σχετικές αρχές. Το σύστημα αυτό αποτελείται από σταθμούς αναμετάδοσης του σήματος ενός κεντρικού

-1163-

Radioacoustics

στρον. Ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηριστεί η ακολουθία (ουρά) ενός εξωγαλαξιακού σώματος, όταν εκπέμπει αυξημένη ακτινοβολία. Radio Telephone [Ραδιοτηλέφωνο] Επικοιν. Τηλεφωνική συσκευή (φορητή) που δουλεύει σε ραδιοσυχνότητες. Ουσιαστικά εδώ ανήκουν και τα κινητά τηλέφωνα που στην πρώιμη μορφή τους ήταν Mobile Radio. Radio Telescope [Ραδιοτηλεσκόπιο] Αστρον. Πολύπλοκη ηλεκτρονική διάταξη περιλαμβάνουσα κοίλο κάτοπτρο σχετικά μεγάλων διαστάσεων το οποίο εστιάζει ραδιοκύματα και αντίστοιχο υπολογιστικύ / ηλεκτρονικό εξοπλισμό ο οποίος απεικονίζει παθητικά ή δυναμικά ραδιοσήματα από μακρινά ουράνια σώματα, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα στη ραδιοαστρονομία για την μελέτη ουρανίων σωμάτο)ν τα οποία εκτός από τα άλλα είδη ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας την οποία εκπέμπουν, εκπέμπουν και ραδιοακτινοβολία. Radio Time Signal [Ραδιοφωνικό σήμα της ώρας] Επικοιν. 1. Σήμα μετάδοσης της πολιτικής ώρας από το ραδιόφωνο. 2. Σήμα που προέρχεται από ρολόι συγχρονισμού σε ειδικό κώδικα κατά κατηγορία συχνοτήτων και άλλα πρότυπα. Radio Timecode [Χρονοκώδικας ραδιοσυχνοτήτων] Επικοιν. Ειδική κατηγορία συμβολοσειρών μετάδοσης ώρας (πχ Fuzzball) σε ειδικές συχνότητες. Radio Tower [Ραδιοφωνικός πύργος] Επικοιν. Ειδικό οικοδόμημα που συνήθα)ς έχει σαν προδιαγραφή στέγ α υ π η ρ ε σ ι ώ ν σχετικές με εκμετάλλευση ραδιοσυχνοτήτων (ειδικά δωμάτια και χώροι στούντιο), με σεβασμό στο περιβάλλον κτλ. Radio Transmission [Ραδιοεκπομπή] Επικοιν. 1. Εκπομπή ραδιοσή ματος η οποία πραγματοποιείται από ραδιοπομπό μέσω ειδικής κεραίας. Η ραδιοεκπομπή αποτελεί τη βάση πολλών εφαρμογών ασύρματης επικοινωνίας όπως, τη ραδιοφωνία, τη ραδιοτηλεφωνία, τη ραδιοτηλεμετρία κ.α. 2. Μετάδοση σήματος μέσα από τις ραδιοσυχνότητες. Πολλά μήκη (ιδιαίτερα μικρά) είναι πολύ ευαίσθητα σε πολλές παρεμβολές. Radio Transmitter [Ραδιοπομπός] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία με τη βοήθεια ειδικής κεραίας έχει τη δυνατότητα τα εκπέμπει ραδιοσήματα. Οι ραδιοπομποί χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές ασύρματης επικοινωνίας. Radio Tube [Ραδιολυχνία] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονικό εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται στη σχεδίαση ηλεκτρονικών διατάξεων οι οποίες λειτουργούν με ραδιοσήματα. Η ραδιολυχνία αποτελείται από μεταλλική κατασκευή η οποία είναι σφραγισμένη σε έναν γυάλινο σωλήνα όπου έχει αφαιρεθεί ο αέρας. Η σύνδεση του εξαρτήματος με το υπόλοιπο κύκλωμα πραγματοποιείται μέσω ακροδεκτών που υπάρχουν στη βάση και την κορυφή του εξαρτήματος. Radio Wave [Ραδιοκύμα] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομαγνητικό κύμα το οποίο παράγεται από ηλεκτρονικούς ταλαντωτές οι οποίοι εκπέμπουν το κύμα μέσω κεραίας σε συχνότητες μεταξύ 10 kHz και 300.000 MHz. Radioaccoustic Ranging [Ραδιοακουστικός ευρετής] Μηχ. Ηχοβολιστική διάταξη της οποίας η λειτουργία στηρίζεται στη μέτρηση των χρόνων άφιξης ηχητικών σημάτων όπως αυτά εκπέμπονται από πηγή και εν συνεχεία σε αποστασιοποίηση η οποία τελείται βάσει των γης· Radio Sun [Ραδιοήλιος] Αστροφυα. Με τον όρο αποκα- χρόνων αυτών. Συντομογραφία: rar. λείται ο ήλιος όταν μελετάται ως πηγή ηλεκτρομαγνη- Radioacoustics [Ραδιοακουστική] Επικοιν. Κλάδος της ακουστικής που ασχολείται με τη μετάδοση και λήψη τικής ακτινοβολίας. Radio Tail Object [Ραδιοακολουθία αντικειμένου] Α- ηχητικών σημάτων μέσω ραδιοκυμάτων σε εφαρμογές

σταθμού ραδιοεκπομπής. Βοηθά στην καλύτερη γεωγραφική κάλυψη μίας περιοχής, αφού το σήμα λαμβάνεται, ενισχύεται και αναμεταδίδεται από τους επιμέρους αναμεταδότες. Radio Repeater [Ραδιοαναμεταδότης] Επικοιν. Ειδικός επαναλήπτης για ραδιοφωνικά σήματα συνήθως σε ανοιχτές περιοχές μεγάλης εμβέλειας. Είναι μία ηλεκτρονική συσκευή η οποία λαμβάνει ραδιοσήματα και τα αναμεταδίδει ενισχυμένα. Η συσκευή αυτή τοποθετείται σε σταθμούς αναμετάδοσης οι οποίοι έχουν στόχο την ευρεία γεωγραφική ραδιοκάλυψη μιας τοποθεσίας. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των αναμεταδοτών, τόσο μεγαλύτερη η γεωγραφική κάλυψη και η διατήρηση της ποιότητα του ραδιοσήματος. Radio Shielding [Ραδιοθωράκιση] Ηλεκτρομαγν. -» Radio-frequency Shielding. Radio Signal [Ραδιοσήμα] Επικοιν. Ηλεκτρομαγνητικό εναλλασσόμενο σήμα του οποίου η συχνότητα κυμαίνεται μεταξύ 10 kHz και 300.000 MHz. Όλες οι ασύρματες επικοινωνίες πραγματοποιούνται μέσω ραδιοσημάτων. Radio Signal Reporting Code [Κώδικας αναφοράς ραδιοση μάτων] Επικοιν. Κώδικας ελέγχου ραδιοσή ματος που ποικίλλει σύμφωνα με το πρωτόκολλο και το είδος μετάδοσης. Radio Silence [Ραδιοφωνική ησυχία] Επικοιν. 1. Μη εκπομπή σε κάποια ραδιοσυχνότητα (στο πεδίο εμβέλειας του λήπτη που το ισχυρίζεται) 2. Για ψηφιακές μεταδόσεις έχουμε μη μετάδοση σε ραδιοσυχνότητα από κάποιο σταθμό (που μπορεί να είναι και μια συσκευή δικτύου πχ δρομολογητής). Radio Source [Ραδιοπηγή] Αστροφνσ. Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει οποιοδήποτε εξωγαλαξιακό ή διαστρικό σώμα, το οποίο εκπέμπει μεγάλα ποσά ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με τη μορφή ραδιοκυμάτων. Radio Source Counts [Μετρήσεις ραδιοπηγών] Αστρον. Μετρήσεις από σήματα ραδιοπηγών που λαμβάνονται από ραδιοτηλεσκόπια με πολύ μεγάλες κεραίες και ευαίσθητους φωρατές, αφού τα σήματα των κοσμικών πηγών είναι ασθενή. Radio Spectrum [Ραδιοφάσμα] Επικοιν. Σύνολο ραδιοφωνικών συχνοτήτων (το τμήμα του φάσματος μετά το υπέρυθρο). Είναι ένα φάσμα συχνοτήτων μεταξύ 10 kHz και 300.000 MHz οι οποίες χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές που βασίζονται στη χρήση ραδιοκυμάτων. Radio Spectrum Allocation [Διάθεση ραδιοφωνικού φάσματος] Επικοιν. 1. Το σύνολο ραδιοφωνικών συχνοτήτων που έχει δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο. 2. Το κομμάτι του φάσματος που διατίθεται για ραδιοφωνική εκμετάλλευση. Radio Star [Ραδιοαστέρας] Αστρον. Αστέρες του Γαλαξία μας από τους οποίους πηγάζει κοσμική ακτινοβολία. Τυπικός ραδιοαστέρας είναι ο Ήλιος, Radio Storm [Ραδιοκαταιγίδα] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται στην έντονη κυματική και σωματιδιακή ακτινοβολία που πηγάζει από τον ήλιο και σε συνδυασμό με τις μεγάλες εκλάμψεις, προκαλούνται ιονοσφαιρικές και μαγνητικές καταιγίδες με διάρκεια από λίγες ώρες έως λίγες μέρες που επιδρούν στην ατμόσφαιρα της

RadioFrequencyShielding

- 1164-

ραδιοτηλεφωνίας. Radioactive [Ραδιενεργός] Πυμην. Φυσ. Ο όρος αυτός σχετίζεται με οτιδήποτε αφορά τη ραδιενέργεια, δηλαδή μία συγκεκριμένη μορφή ακτινοβολίας. Radioactive Clock [Ραδιενεργό ρολόι] Πυρην.Φυσ. Ραδιενεργά ισότοπα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ηλικίας ενός δείγματος, καθώς διασπώνται αυθόρμητα και με σταθερό ρυθμό σε ένα τελικό προϊόν. Π.χ. ο I4C που χρησιμοποιείται στη ραδιοχρονολόγηση ανθρακούχων αρχαιολογικών αντικειμένων, το τρίτιο ( 3 Η) που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της παλαιότητας ενός κρασιού κλπ. Radioactive Cloud [Ραδιενεργό νέφος] Πνρην.Φνσ. Νέφος στην ατμόσφαιρα που μεταφέρει ποσότητες ραδιενεργών σωματιδίων, σαν αποτέλεσμα πυρηνικών εκρήξεων, πυρηνικών δοκιμών, ατυχημάτων σε πυρηνικά εργοστάσια κλπ. Radioactive Cobalt [Ραδιενεργό Κοβάλτιο] Πυρην. Φυσ. Ραδιενεργό ισότοπο του κοβαλτίου με ατομικό αριθμό 60, χρησιμοποιούμενο συνήθως στην ιατρική σαν ακτινοβολητής αποστείρωσης ιατρικών εξαρτημάτων και σαν πηγή ραδιενέργειας σε ιατρικές βόμβες κοβαλτίου στη θεραπεία του καρκίνου, (βλέπε Radiation Source, Radiation Sterilization, Radiator). Radioactive Contaminant [Ραδιενεργό μόλυσμα] Πυρην. Φυσ. Ραδιενεργό ίχνος, σκόνη ή αντικείμενο το οποίο έχει πρακτικά ξεφύγει από τον έλεγχο ανθρώπινου δυναμικού και δύναται να ακτινοβολήσει ραδιενεργά ζωντανούς βιολογικούς ιστούς με πιθανώς ζημιωτικά αποτελέσματα, (βλέπε Radiation Standards). Radioactive Debris [Ραδιενεργά απορρίμματα] Πυρην. Φυσ. Ραδιενεργά μολύσματα συνήθως σε μορφή κονιορτού, τα οποία αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και δημιουργούνται από μικρά ραδιενεργά σωματίδια τα οποία είτε αποτελούσαν μέρος πυρηνικής συσκευής πριν από μία πυρηνική έκρηξη είτε ήταν σωματίδια τα οποία μολύνθηκαν από πυρηνική έκρηξη και μετετράπησαν σε ραδιενεργά, (βλέπε Radioactive Contaminant). Radioactive Decay [Ραδιενεργός υποδιπλασιασμός] Πυρην. Φυσ. Εγγενής ιδιότητα όλων των ραδιενεργών στοιχείων και των ισοτόπων αυτών, σύμφωνα με την οποία στοιχείο με δεδομένο ατομικό αριθμό διασπάται φυσικά σε άλλο στοιχείο, ραδιενεργό ή μη, με μικρότερο ατομικό αριθμό με ταυτόχρονη εκπομπή ακτινοβολίας άλφα, βήτα ή και γάμα. Ο χρόνος μετά τον οποίο το 1/2 δεδομένης μάζας ραδιενεργού στοιχείου διασπάται σε άλλο στοιχείο, ονομάζεται χρόνος υποδιπλασιασμού. Radioactive Element [Ραδιενεργό στοιχείο] Πυρην. Φυσ. Είδος στοιχείου του οποίου όλα τα ισότοπα είναι ραδιενεργά, δηλαδή διασπώνται σε σταθερότερους πυρήνες εκλύοντας ακτινοβολία διαφόρων τύπων. Π.χ. το ουράνιο (U), το ράδιο (Ra) κλπ. Radioactive Material [Ραδιενεργό στοιχείο] Πυρην. Φυσ. Οποιοδήποτε φυσικό ή τεχνητό στοιχείο έχει την ιδιότητα να εκπέμπει μία ή περισσότερες από τις ακτινοβολίες: άλφα, βήτα ή / και γάμα. Εναλλακτικά, φυσικό ή τεχνητό στοιχείο το οποίο εκπέμπει ιονίζουσα ραδιενεργό ακτινοβολία. Radioactive Metal [Ραδιενεργό μέταλλο] Πυρην.Φυσ. Ονομάζεται κάθε χημικό στοιχείο με μεταλλικό χαρακτήρα, το οποίο έχει την ιδιότητα να εκπέμπει ραδιενέργεια, όπως είναι για παράδειγμα το ουράνιο, τα ράδιο και άλλα. Radioactive Source [Ραδιενεργός πηγή] Πυρην. Φυσ.

Φυσικό ή τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιείται σαν πηγή ραδιενέργειας ή ακτινοβολητής σε δεδομένη εφαρμογή, όπως σε ιατρικές εφαρμογές, αλλά εν γένει και οποιοδήποτε σώμα εκπέμπει ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, (βλέπε Radiator, Radioactive Cobalt, Radioactive Material). Radioactive Standard [Ραδιενεργός σταθερά) Πυρην. Φυσ. Φυσικό ή τεχνητό ραδιενεργό ιχνοστοιχείο, το οποίο χρησιμοποιείται σαν πηγή ραδιενέργειας ή ακτινοβολητής σε δεδομένη εφαρμογή, όπως σε ιατρικές εφαρμογές και του οποίου η εκπομπή ζητούμενης ραδιενεργού ακτινοβολίας είναι ποσοτικά σταθερά, (βλέπε Radioactive Source). Radioactive Testing Of Concrete [Ελεγχος σκυροδέματος με ακτίνες] Πολ. Μηχ. Σε κατασκευές υψηλών προδιαγραφών ο έλεγχος της ποιότητας του σκυροδέματος γίνεται με ακτίνες. Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται η σωστή αναλογία των συστατικών που το αποτελούν και τα πιθανά σφάλματα στην τελική του σύσταση. Radioactive Tracer [Ραδιενεργός ιχνηθέτης] Πυρην. Φυσ. Συνήθως τεχνητό ραδιοϊσότοπο στοιχείου το οποίο εισάγεται σε βιολογικούς ιστούς ή σε μηχανικά εξαρτήματα, επιτρέποντας την παρακολούθηση διαφόρων ζωτικών λειτουργιών με τη βοήθεια κατάλληλου ανιχνευτή ραδιενεργού ακτινοβολίας. Διαφέρει ανάλογα με την περίσταση: Στην ιατρική χρησιμοποιούνται ο ραδιοάνθραξ, το ραδιοϊώδιο ενώ στη βιολογία ο ραδιοφωσφόρος, κλπ. Radioactive Waste [Ραδιενεργά απόβλητα] Πυρην. Φυσ. Απόβλητα πρωτογενούς ή δευτερογενούς ραδιενεργού επεξεργασίας, τα οποία είναι εγγενώς βλαβερά σε ζωντανούς οργανισμούς, προερχόμενο συνήθως από επεξεργασία ραδιενεργών στοιχείων κοντά σε συγκροτήματα πυρηνικών αντιδραστήρων, (βλέπε Radioactive-Waste Disposal). Radioactive Waste Disposal [Καταστροφή ραδιενεργών αποβλήτων] Πυρην. Φυσ. Τα προβλήματα τα σχετιζόμενα με την αποκομιδή, διάθεση και φύλαξη ραδιενεργών αποβλήτων. Μέχρι πρότινος τέτοια απόβλητα εγκλίνονταν σε βαρέλια από σκυρόδεμα ή μόλυβδο και είτε θάβονταν βαθιά στη Γη ή ρίπτονταν στη θάλασσα. Τελευταία η τεχνική αυτή αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπεται καθώς αναζητούνται νέοι μέθοδοι καταστροφής τέτοιων αποβλήτων. Radioassay [Ραδιοανάλυση] ΑναλΧημ. Αναλυτική διαδικασία προσδιορισμού της έντασης της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από κάποιο δείγμα. Radiochemical Laboratory [Ραδιοχημικό εργαστήριο] Χημ. Ειδικά εξοπλισμένο εργαστήριο για ραδιοχημικές μελέτες κατάλληλα προστατευμένο, ώστε να μην κινδυνεύουν οι ερευνητές. Radiochemistry [Ραδιοχημεία] Χημ. Ονομάζεται ο κλάδος εκείνος της επιστήμης της χημείας που ασχολείται με τη μελέτη και την έρευνα των ραδιενεργών ουσιών. Radiochromatography [Ραδιοχρωματογραφία] Αναλ. Χημ. Τεχνική της χρωματογραφίας που χρησιμοποιείται στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυση ραδιενεργών ουσιών σε μίγμα με μέτρηση της ραδιενέργειας σε διάφορες ζώνες του χρωματογραφή ματος. Radiogenic Lead [Ραδιογενής μόλυβδος] Πυμην. Φυσ. Σταθερό ισότοπο του μολύβδου (2CfcPb, 207Pb, 208Pb) που σχηματίζεται σαν τελικό προϊόν της διάσπασης ουρανίου και θορίου από το σχηματισμό της γης. Απα-

-1165ντάται σε βράχους και ορυκτά. Radiogenic Strontium [Ραδιογενές στρόντιο] Πυρην. Φυα. Το ισότοπο του στροντίου g 'Sr, που σχηματίζεται σαν προϊόν της διάσπασης του tl7Rb από το σχηματισμό της γης. Απαντάται σε βράχους και ορυκτά. Radiogram [Ραδιόγραμμα] Επικοιν. 1. Ραδιογράφημα (γράφημα ραδιοσυχνοτήτων για μια περιοχή, μια εποχή, εκμετάλλευση μπάντας κτλ). 2. Καλείται το τηλεγράφημα, δηλαδή η γραπτή πληροφορία που μεταδίδεται με τον ασύρματο τηλέγραφο. Radiography [Ραδιογραφία] Γεν. Η γνωστή ακτινογραφία, η οποία περιλαμβάνει τεχνικές φωτογραφικής απεικόνισης του εσωτερικού αντικειμένων με τη βοήθεια ισχυρής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Προκειμένου περί ζωικών ιστών, χρησιμοποιείται ακτινοβολία Χ, ενώ προκειμένου περί μηχανικών εξαρτημάτων, χρησιμοποιούνται ακτίνες γάμα. Radioiodine [Ραδιοιώδιο] Πυρ,Χημ. Ραδιενεργά ισότοπα του ιωδίου ( 125 ί, Ι3Ι Ι, 2Γ). Χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και τη θεραπεία διαταραχών του θυροειδούς αδένα. Τα ισότοπα l25 i, Ι 3 1 Ι χρησιμοποιούνται σε μελέτες λειτουργίας οργάνων και σε μελέτες του αίματος. Radioisotope Or Radioactive Isotope [Ραδιοϊσότοπο] Πυρην. Φυα. Είδος ασταθών ισοτόπων που διασπώνται εκλύοντας ραδιενέργεια. Π.χ. το Πρόκειται για ισότοπα που χαρακτηρίζονται από ενεργειακή αστάθεια του πυρήνα τους, άρα και από την τάση να μεταπέσουν σε μία πιο σταθερή πυρηνική κατάσταση συγχρόνως με την αποβολή ενέργειας με τη μορφή ακτινοβολίας. Radioisotope Assay [Ραδιοϊσοτοπική ανάλυση] Α να/.. Χημ. Είδος αναλυτικής τεχνικής και διαδικασίας που αποσκοπεί στο διαχωρισμό και τη μέτρηση ενός ραδιοϊσοτόπου σε ίχνη. Radiological [Ραδιολογικός] Πυρην. Φυα. Χαρακτηρισμός του σχετιζόμενου με ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή ραδιενέργεια. Radiological Agent [Ραδιολογικός φορέας] Πυρην. Φυα. Οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να προκαλέσει εγγενώς ή ετερογενώς σοβαρές βιολογικές βλάβες με την βοήθεια ισχυρής ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ή ραδιενέργειας. Συνήθως υποπροϊόν κατάλληλου οπλικού συστήματος. Radiological Defense [Ραδιολογική άμυνα] Πυρην. Φυα. Οποιαδήποτε συλλογική ή μεμονωμένη τεχνική δύναται να ασκηθεί από ανθρο')πινο δυναμικό, με σκοπό την προστασία ανθρώπινων ιστών από ισχυρή ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή ραδιενέργεια, η οποία είναι συνήθως υποπροϊόν οπλικού συστήματος το οποίο έχει ή πρόκειται να ενεργοποιηθεί, όπως πυρηνική ή θερμοπυρηνική βόμβα. Radiological Dose [Ραδιολογική δόση] Πυρην. Φυα. Η συνολική ποσότητα ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας την οποία δέχεται ή απορροφά ανθρώπινος παράγοντας, συνήθως σαν συνάρτηση του χρόνου και του είδους της ακτινοβολίας η οποία χρησιμοποιείται. Ο όρος χρησιμοποιείται όχι μόνο σε περιπτώσεις ραδιενεργού ακτινοβολίας, αλλά και σε ιατρικά περιστατικά, όπως ακτινοβόληση με μαλακές ή σκληρές ακτίνες Χ, κλπ. (βλεπε Radiation Dose). Radiological Survey [Ραδιολογική έρευνα] Πυρην. Φυα. Έρευνα δεδομένου χώρου με σκοπό την αναγνώριση τοποθεσιών οι οποίες είναι πιθανές εστίες ραδιενεργών μολυσμάτων, απορριμμάτων ή εν γένει παράσιτης ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.

Radiophotoluminescence

(βλέπε Radioactive Contaminant, Radioactive Debris). Radiological Warfare [Ραδιολογικός πόλεμος] Πυρην. Φυα. Εφαρμογή πολεμικών τακτικών με σκοπό τη δευτερογενή ακτινοβόληση ανθρώπινου δυναμικού από υποπροϊόντα πυρηνικής έκρηξης. Το συνηθέστερο είδος είναι η επίστρωση πυρηνικών συσκευών με στοιχεία τα οποία μετά την έκρηξη μετατρέπονται σε ραδιενεργό κονιορτό ο οποίος φέρεται πέρα δώθε με τη βοήθεια του ανέμου, αποτρέποντας την ανάπτυξη οποιασδήποτε μορφής βιολογικής ζωής στις τοποθεσίες που αυτός επικάθεται. Radiolucent [Ραδιοδιαφανής] Ηλεκτρομαγν. Ο περατός σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία πολύ μικρού ή και πολύ μεγάλου μήκους κύματος, (βλέπε Radiopaque). Radioluminescence [Ραδιοφωταύγεια] Φυα. Φαινόμενο φωταύγειας, αποτέλεσμα βομβαρδισμού αντικειμένου με ασθενή ή ισχυρή ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή ραδιενέργεια. Η φωταύγεια των αριθμητικών δεικτών ωρολογίων παλαιότερης τεχνολογίας ήταν τέτοια. Radiolysis [Ραδιόλυση] Πυμην.Φυα. Χημική αντίδραση διάσπασης χημικών ενώσεων με τη χρήση ακτινοβολιών. Π.χ. η διάσπαση των μορίων νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο στον πυρηνικό αντιδραστήρα. Radiometer [Μετρητής ραδιενέργειας] Μηχ. Είναι μία διάταξη με την οποία καταγράφεται το ύψος της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από τα διάφορα ραδιενεργά σώματα. Radiometric Magnitude [Ράδιομετρικό μέγεθος] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται σε ένα μέγεθος το οποίο έχει οριστεί έτσι ώστε να δίνει το συνολικό ποσό ενέργειας ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, λαμβανόμενο από ένα ουράνιο σώμα σε όλα τα μήκη κύματος. Radiometric Titration [Ραδιομετρική Ογκομέτρηση] ΑναλΧημ. Είδος ογκομέτρησης κατά την οποία χρησιμοποιείται ραδιοϊσοτοπική επισήμανση σε μία ουσία για τον έλεγχο της μεταφοράς της μεταξύ δύο φάσεων σε ισορροπία. Π.χ. η ογκομέτρηση καταβύθισης llu AgN0 3 (νιτρικός άργυρος) με KC1 (χλωριούχο κάλιο). Radiometry [Ραδιομετρία] Φυσ. Οποιαδήποτε τεχνική σχετίζεται με ανίχνευση και επιλεκτικά ποσοτική ή ποιοτική μέτρηση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας συγκεκριμένου μήκους κύματος. Radionuclide [Ραδιονουκλίδιο] Πυρψ.Φυσ. Νουκλίδιο που εμφανίζει ραδιενέργεια. Π.χ. το Radiopaque [Ραδιοαδιαφανής] Ηλεκτρομαγν. Ο μη περατός σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία συγκεκριμένου μήκους κύματος, (βλέπε Radiolucent). Radiopasteurization [Ραδιοπαστερίωση] Μηχ. Τεχνική παστερίωσης βιολογικών προϊόντων με τη βοήθεια σύντομου βομβαρδισμού του προϊόντος με ακτίνες γάμα. Radiophone [Ραδιόφωνο] Ηλεκτρον. Πρόκειται για μία ηλεκτρονική διάταξη, αποτελούμενη βασικά από ένα δέκτη που λαμβάνει τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα τα οποία εκπέμπονται από τους διαφόρους ραδιοσταθμούς και τα μετατρέπει σε ήχο με την βοήθεια των μεγαφώνων. Radiophoto [Τηλεμοιοτυπία] Επικοιν. Facsimile Radiophotoluminescence [Ραδιορυκτοφωταύγεια] Μηχ. Φαινόμενο φωταύγειας, αποτέλεσμα βομβαρδισμού φθορίζοντος ορυκτού με ασθενή ή ισχυρή ακτινοβολία άλφα ή βήτα σε συνδυασμό με έκθεση στο φως. (βλέπε Radioluminescence).

RadioFrequencyS h i e l d i n g

- 1166-

Radiosterilization [Ραδιοστείρωση] Πυρην. Φυσ. 1. Τεχνική στείρωσης παρασιτικών βιολογικών οργανισμών, όπως μυιών, βλαττών και άλλων εντόμων, με την βοήθεια σύντομου βομβαρδισμού τους με ακτίνες γάμα. Τα έντομα μετά το βομβαρδισμό αδυνατούν να αναπαραχθούν. 2. Βλέπε Radiation Sterilization. Radiotelegraphy [Ραδιοτηλεγραφία] Επικοιν. Τηλεγραφία με χρήση ραδιοσυχνοτήτων. Πρόκειται για επικοινωνία μεταξύ μεγάλων αποστάσεων με την ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω τηλεγραφικών συσκευών οι οποίες δεν επικοινωνούν κάνοντας χρήση καλωδίων αλλά εκπέμποντας και λαμβάνοντας ραδιοκύματα. Radiotelemetry 1 [Ραδιοτηλεμετρία] Επικοιν. Μέθοδος λήψης απομακρυσμένων μετρήσεων χωρίς τη χρήση ηλεκτρικής σύνδεσης. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου ο σταθμός συλλογής μετρήσεων βρίσκεται πολύ μακριά από τα σημεία μέτρησης, ή σε περιπτώσεις που τα σημεία μέτρησης βρίσκονται σε σημείο όπου η εγκατάσταση ηλεκτρικού αγωγού για τη σύνδεση αυτών είναι ασύμφορη ή ανέφικτη. Στην περίπτωση αυτή η επικοινωνία τους υλοποιείται ασύρματα μέσω ραδιοσημάτων. Radiotelemetry 2 [Ραδιοτηλεμετρία] Επικοιν. Τηλεμετρία που γίνεται στις ραδιοσυχνότητες με ειδικές διατάξεις που μπορούν να μετρούν διάφορα σήματα ακόμα και στον παραλήπτη και να το αναμεταδίδουν (από απόσταση ή από ανάκλαση) στον ενδιαφερόμενο. Radiotelephone [Ραδιοτηλέφωνο] Επικοιν. Τηλέφωνο το οποίο αποτελείται από πομποδέκτη και κεραία και επικοινωνεί μέσω ραδιοσημάτων. Η επικοινωνία πραγματοποιείται με τη βοήθεια τηλεφωνικού κέντρου. Radiotelephony [Ραδιοτηλεφωνία] Επικοιν. Μετάδοση τηλεφωνίας από ραδιοσυχνότητες. Είναι ασύρματος τρόπος τηλεφωνίας ο οποίος βασίζεται στη χρήση ραδιοτηλεφώνων. Η ραδιοτηλεφωνία είναι ο παραδοσιακός τρόπος επικοινωνίας πλοίων. Radioteletype [Ραδιοτηλέτυπο] Επικοιν. Μετάδοση τηλετυπικού σήματος από ραδιοσυχνότητες. Radiothorium [Ραδιοθόριο] Πυρην. Φυσ. Συμβατική ονομασία για το ραδιοϊσότοπο του θορίου με μαζικό αριθμό 228 (228Th). Radium [Ράδιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Ra. Είναι ραδιενεργό, λευκό μέταλλο, το οποίο μοιάζει με το βάριο αλλά είναι πιο δραστικό. Χρησιμοποιείται στην ιατρική καθώς και στην κατασκευή σμάλτων και χρωμάτων που φθορίζουν. Εκπέμπει ακτινοβολία ενώ στη φύση βρίσκεται μέσα σε ορισμένα ορυκτά από τα οποία και εξάγεται. Radium Bromide [Βρομιούχο ράδιο ή βρομίδιο του ραδίου] Ανομγ.Χημ. Δυαδική ένωση του ραδίου με βρόμιο με τύπο RaBr 2 . Λευκή στερεή ουσία με σημείο τήξης 728°C διαλυτή στο νερό δηλητηριώδης και διαβρωτική για το δέρμα. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική και την έρευνα. Radium Carbonate [Ανθρακικό ράδιο] Ανομγ.Χημ. Ανθρακικό άλας του ραδίου με τύπο RaCOj. Λευκή στερεή ραδιενεργή ουσία αδιάλυτη στο νερό δηλητηριώδης που χρησιμοποιείται στην Ιατρική. Radium Chloride [Χλωριούχο ράδιο ή χλωρίδιο του ραδίου] Ανοργ.Χημ. Δυαδική ένωση του ραδίου με χλώριο με τύπο RaCl2. Λευκή-υποκίτρινη στερεή ραδιενεργή ουσία με σημείο τήξης 1000°C διαλυτή στο νερό δηλητηριώδης και διαβρωτική για το δέρμα. Χρησιμοποιείται στην Ιατρική, την έρευνα και σε χρώματα. Radium Needle [Βελόνα ραδίου] Πυρην. Φυσ. Ειδικά

διαμορφωμένη βελόνα, συνήθως από λευκόχρυσο, στην οποία εισάγεται μικρή ποσότητα ραδίου και η οποία εισάγεται σε βιολογικό ιστό με σκοπό το βομβαρδισμό των εγγύς σε αυτήν κύτταρων με ραδιενεργό ακτινοβολία, χρησιμοποιούμενη στην ιατρική. Radium Plaque [Πλάκα ραδίου] Πυρην. Φυο. Ειδικά διαμορφωμένη διπλή πλάκα, συνήθως από κράμα μολύβδου, της οποίας οι εσωτερικές επιφάνειες επικαλύπτονται με μικρές ποσότητες ραδίου και η οποία χρησιμοποιείται σαν ραδιενεργός ακτινοβολητής κατά μήκος της μίας ελεύθερης πλευράς της στη φυσική και ιατρική. Radium Sulfate [θειικό ράδιο] Ανοργ.Χημ, Θειικό άλας του ραδίου με τύπο RaS0 4 . Λευκή στερεή ραδιενεργή ουσία αδιάλυτη στο νερό δηλητηριώδης που χρησιμοποιείται στην Ιατρική. Radium Therapy [Θεραπεία ραδίου] Πυρην.Φυσ. Είδος ραδιοθεραπείας που χρησιμοποιεί την ακτινοβολία ραδίου. Radius [Ακτίνα] Μαθημ. Ο ορισμός του τμήματος μιας ευθείας σταθερού μήκους στην περίπτωση που όταν το ένα από τα σημεία που αποτελούν τα άκρα της παραμένει σταθερό και το άλλο μετακινείται ελεύθερα εντός ενός επιπέδου ή εντός ενός τρισδιάστατου χώρου. Radius Of Convergence [Ακτίνα σύγκλισης] Μαθημ. Μια δυναμοσειρά "Σο OnXn συγκλίνει απολύτως σε διάστημα (-R,R), όπου R=l/L, L είναι το ανώτερο όριο της ακολουθίας (V4a„14)1/n. To R λέγεται ακτίνα σύγκλισης της δυναμοσειράς. Όταν η δυναμοσειρά είναι μιγαδικών αριθμών της μορφής "LA^Z-ZO)" επίσης ισχύει R=l/L, όπου L είναι το ανώτερο όριο (για η->οο) της ακολουθίας (|α„|)ι/η, με R=0 αν L=~» και R=«> αν L=0. Τότε η σειρά συγκλίνει απολύτως εάν | z-Zo|< R και αποκλίνει εάν | ζ-Ζο|> R. Radius Of Curvature [Ακτίνα καμπυλότητας] Μαθημ. Η ποσότητα p(s)=l/k(s) λέγεται ακτίνα καμπυλότητας μιας καμπύλης C στο σημείο P(s), όπου k(s) είναι η καμπυλότητα της C στο σημείο P(s). Γενικά ακτίνα καμπυλότητας σε δοσμένο σημείο καμπύλης, ονομάζεται η ακτίνα του κύκλου καμπυλότητας στο συγκεκριμένο σημείο. Radius Of Gyration [Ακτίνα αδρανείας] Μηχ. Σε ένα στερεό σώμα θεωρητικό μέγεθος μήκους μεταξύ ενός άξονα στο χώρο και ενός θεωρητικού σημείου εντός του όγκου του σώματος. Αυτό το θεωρητικό μέγεθος προκύπτει ως η τετραγωνική ρίζα του πηλίκου της ροπής αδρανείας του σώματος δια της μάζας του. Radius Of Normal Curvature [Ακτίνα κανονικής καμπυλότητας] Μαθημ. Αν c είναι η καμπυλότητα δεδομένης επιφάνειας σε δεδομένο σημείο κατά δεδομένη διεύθυνση, τότε ο λόγος: r = 1/c. Radius Of Protection [Εμβέλεια αλεξικέραυνου] Τεχνολ. Η ακτίνα της σφαίρας που έχει ως κέντρο την ακμή της μεταλλικής ράβδου που αποτελεί ένα αλεξικέραυνο και μήκος την απόσταση στην οποία, εφόσον πέσει ένας κεραυνός θα απορροφηθεί από το αλεξικέραυνο. Radius Of Torsion [Ακτίνα στρέψης] Μαθημ. Η ποσότητα l/a(s) λέγεται ακτίνα στρέψης μιας καμπύλης C στο σημείο P(s), όπου o(s) είναι η στρέψη της C στο σημείο P(s). Radius Of Total Curvature [Ακτίνα συνολικής καμπυλότητας] Μαθημ. Αν c είναι η συνολική καμπυλότητα δεδομένης επιφάνειας σε δεδομένο σημείο, τότε ο λόγος: r = V[- 1/c],

- 1167 Radius Vector 1

[Ακτινικό διάνυσμα]

Αστρον.

0

όρος

αναφέρεται σε ένα δ ι ά ν υ σ μ α π ο υ συνδέει τον ήλιο και

Radio Frequency Pulse

Radon Breath Analysis [ Α ν ά λ υ σ η ρ α δ ο ν ί ο υ ν α π ν ο ή ] Πνρην.Φυσ. Έ μ μ ε σ ο ς π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ μ ό ς

σ τ η ν ατ ο υ ρα-

ένα οποιοδήποτε ουράνιο σ ώ μ α που κινείται γ ύ ρ ω από

δίου στον ανθρώπινο οργανισμό, μέσω προσδιορισμού

αυτόν σε ελλειπτική τροχιά.

της παρουσίας ραδονίου στον εκπνεόμενο αέρα.

Radius Vector 2

[Ακτινικό διάνυσμα]

Χρησι-

μ ο π ο ι ώ ν τ α ς τ ι ς σ φ α ι ρ ι κ έ ς σ υ ν τ ε τ α γ μ έ ν ε ς (Γ, θ , φ ) , α -

Radon - Nikodyn Theorem [ Θ ε ώ ρ η μ α R a d o n - N i k o d y n ] Μαθημ. Έ σ τ ω μ σ - π ε π ε ρ α σ μ έ ν ο μ έ τ ρ ο κ α ι λ θ ε τ ι -

κτινικό διάνυσμα καλείται η συντεταγμένη Γ η οποία

κό πεπερασμένο μέτρο επί της αυτής σ-άλγεβρας Σ ε-

δείχνει την απόσταση ενός τυχαίου σημείου από την

νός μετρήσιμου χ ώ ρ ο υ (Ω,Σ). Ε ά ν το λ είναι απολύτως

αρχή του συστήματος συντεταγμένων.

συνεχές ω ς προς το μ τότε υπάρχει μία και μ ό ν ο

Μαθημ.

Radix Approximation [ Δ ι α δ ι κ α σ ί α π ρ ο σ έ γ γ ι σ η ς β ά σ η ] Μαθημ. Η α ν τ ι κ α τ ά σ τ α σ η ε ν ό ς α ρ ι θ μ ο ύ μ ε

κατά

ολοκληρώσιμη συνάρτηση f ως προς μ έτσι ώστε για

άπει-

κάθε

ρα ψ η φ ί α α π ό έ ν α ν ά λ λ ο ο οποίος κατά μία έ ν ν ο ι α εί-

Ae Raffinose

Σ ι σ χ ύ ε ι λ(Α)=1Αώμ. [Ραφινόζη]

Ε ί δ ο ς σ α κ χ ά ρ ο υ (τρισακχαρίτης)

Βιοχημ

ναι 'γειτονικός' προς τη βάση στην οποία εκφράζεται

με μ ο ρ ι α κ ό τ ύ π ο C1SH32O10 π ο υ α π ο μ ο ν ώ ν ε τ α ι

ο αρχικός αριθμός.

θως με την πενταένυδρη μορφή του. Αποτελείται

θημ.

συνήαπό

Μα-

ένα μόριο γλυκόζης, φρουκτόζης και γαλακτόζης προς

Θεωρούμε έναν αριθμό που είναι εκφρασμένος σε

τα οποία διασπάται με υδρόλυση. Απαντάται στο βαμ-

Radix Complement

[Συμπλήρωμα ως προς βάση]

μία

ένα αριθμητικό σ ύ σ τ η μ α β ά σ η ς Β και n ψηφία του αριθμού βρίσκονται αριστερά απύ την υποδιαστολή ενώ

β α κ ό σ π ο ρ ο κ.α.

Raft

[Σχεδία]

Τεχνολ.

Επιφάνεια η οποία

διαμορφώνε-

m ψηφία του αριθμού βρίσκονται δεξιά από την υπο-

ται από τεμάχια ξυλείας συνδεδεμένα μεταξύ τους με

διαστολή. Τ ο σ υ μ π λ ή ρ ω μ α ως προς βάση του αριθμού

σκοινιά και η οποία επιπλέει π ά ν ω στο νερό.

αυτού θα είναι ένας νέος αριθμός που θα προκύψει από την αντικατάσταση των ψηφίων του αρχικού αριθμού με τα συμπληρωματικά τους ω ς προς τον αριθμό Β - 1 ,

Raft Foundation [ Κ υ τ ό σ τ ρ ω σ η ] Πολ.Μηχ. —> Mat foundation. Rafter [ Δ ο κ ό ς κ ε κ λ ι μ έ ν η ς σ τ έ γ η ς ] Οικοό. Ξ ύ λ ι ν η δ ο κ ό ς

σ υ ν τη μονάδα. Π.χ. το σ υ μ π λ ή ρ ω μ α ως προς τη βάση

που

10 του αριθμού 58, στο δεκαδικό αριθμητικό σύστημα,

στέγης.

θα είναι C i 0 ( 5 8 ) = C 9 ( 5 8 ) + 1 = 4 1 + 1 = 4 2 .

αποτελεί

Rafter D a m

Radix - M i n u s - O n e Complement [ Σ υ μ π λ ή ρ ω μ α π λ η ν έ ν α ω ς π ρ ο ς β ά σ η ] Μαθημ. Θ ε ω ρ ο ύ μ ε έ ν α ν α ρ ι θ -

μέλος του

φέροντος

[Ξύλινο φράγμα]

οργανισμού

Πολ.Μηχ.

μιας

Φράγμα

κατασκευάζεται από σανίδες τοποθετημένες

που

οριζόντια

οι οποίες σ υ ν δ έ ο ν τ α ι σ τ ο μ έ σ ο τ ο υ σ υ ν ο λ ι κ ο ύ

μήκους

μό εκφρασμένο σε ένα αριθμητικό σ ύ σ τ η μ α βάσης Β .

δημιουργώντας σε ένα ρέμα ένα παραπέτασμα συγκρά-

Τ ο συμπλήρωμα πλην ένα ως προς τη βάση Β του α-

τησης της ροής του νερού.

ριθμού, προκύπτει από το σ υ μ π λ ή ρ ω μ α ως προς τη βά-

Rail

[Σιδηροτροχιά, κάγκελο]

Τεχνολ. 1. Σ ε

ένα προστα-

σ η Β του α ρ ι θ μ ο ύ α υ τ ο ύ μείον μια μονάδα. Π.χ. για

τευτικύ κιγκλίδωμα, το οριζόντιο μέλος που

τον αριθμό 62 του οκταδικού συστήματος το συμπλή-

μεταξύ τους τα ά ν ω άκρα τ ω ν ο ρ θ ο σ τ α τ ώ ν . 2. Μ ε τ α λ -

ρ ω μ ά του πλην ένα ως προς τη βάση 8 θα είναι C 7 ( 6 2 )

λ ι κ ή ρ ά β δ ο ς μ ε σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η δ ι α τ ο μ ή π ο υ φ έ ρ ε τ α ι α-

=15.

πό ξύλινες δοκούς τοποθετημένες στο έδαφος κάθετα

Radix Notation

[Σημειογραφία

κατά

βάση]

Μαθημ.

Ουσιαστικά πρόκειται για τη θέση που κατέχει κάθε στοιχείο σ ε έναν δεκαδικό αριθμό οποιουδήποτε αριθ-

συνδέει

προς το μήκος της δημιουργώντας μια διαδρομή

κα-

τάλληλη για την κίνηση οχημάτων, [Τερματικός σταθμός τρένου]

Railhead

Κα-

ΠολΜηχ.

μητικού συστήματος. Το κάθε στοιχείο ενός αριθμού

λείται ο χώρος ό π ο υ τερματίζεται η πορεία μίας σιδη-

δηλώνει το συντελεστή των δυνάμεων της βάσης του

ρ ο δ ρ ο μ ι κ ή ς γ ρ α μ μ ή ς και εκεί υ π ά ρ χ ο υ ν όλες οι

συστήματος με το οποίο δουλεύουμε, με μια σειρά που

ραίτητες ε γ κ α τ α σ τ ά σ ε ι ς γ ι α τ η ν ε ξ υ π η ρ έ τ η σ η τ ω ν επι-

δηλώνει τη σημαντικότητα των συντελεστών. Συνεπώς

βατών, την διεκπεραίωση των εμπορευμάτων, τη

ο αριθμός 327,8 του δεκαδικού συστήματος παριστά-

ντήρηση τ ω ν σ υ ρ μ ώ ν και άλλα.

νει την παράσταση 3 Ί 0

Radix Point

2

+2Ί0,+7Ί0°+8Ί0

[Σημείο βάσης]

Μαθημ.

.

Railing

Πρόκειται για την

τελεία ή την υποδιαστολή που τοποθετείται ενδιαμέσως των ψηφίων ενός αριθμού, για να δηλώσει το ση-

[Κιγκλίδωμα]

Τύπος

ΠολΜηχ.

απασυ-

μεταλλικού

φράχτη ο οποίος αποτελείται από ορθοστάτες που συνδέονται στην κορυφή τους με ένα οριζόντιο κάγκελο,

Railroad

[Σιδηροδρομική γραμμή]

μείο από το οποίο οι δυνάμεις της βάσεως με την οποί-

διαδρομή

α εκφραζόμεθα, από θετικές γίνονται αρνητικές.

ράβδους που φέρονται από κατάλληλη υποδομή

δη-

μιουργώντας

την

Radom Structure

[Τυχαία δομή]

Κρυσταλλ.

Κρυσταλ-

η

οποία έτσι

αποτελείται

Σταθερή

Πολ.Μηχ.

μια

από δύο

επιφάνεια

κατάλληλη

λική δομή στην οποία άτομα απαντώνται σε διάφορα

κίνηση οχημάτων με ειδικούς τροχούς που

σημεία του κρυσταλλικού πλέγματος με τυχαίο τρόπο.

ν τ α ι μ ε τις π α ρ ά λ λ η λ ε ς ρ ά β δ ο υ ς

Radon

[Ραδόνιο]

Χημ.

Ε ί ν α ι το χ η μ ι κ ό στοιχείο τ ο υ πε-

Railroad

Engineering

παράλληλχς

[Σιδηροδρομικά

για

συνδυάζοέργα]

Πολ.

ριοδικού πίνακα με το σ ύ μ β ο λ ο R n . Πρόκειται για αέ-

Μηχ.

ριο το οποίο ανήκει σ τ η ν ομάδα τ ω ν ε υ γ ε ν ώ ν αερίων,

αντικείμενο του οποίου είναι η έρευνα, ο σχεδιασμός,

της οποίας είναι το βαρύτερο, και σχηματίζεται κατά

η μελέτη, η κατασκευή και η συντήρηση των μεταφο-

τη διάσπαση του ραδίου.

ρικών μ έ σ ω ν σταθερής τροχιάς. Ισότοπο

του

αριθμό

220

Πρόκειται για τα πλοία τα οποία είναι μελετημένα και

Rn). Είναι ραδιενεργό μέλος της σειράς του θορίου

κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να

Radon-220 ραδονίου (

220

[Ραδόνιο-220] (ευγενές

αέριο)

Πυρην.Φυσ. με

μαζικό

(Th) και έχει χ ρ ό ν ο η μ ί σ ε ι α ς ζ ω ή ς 5 6 sec.

Radon-222 ραδονίου (

222

Γ ν ω σ τ ι κ ό ς κλάδος τ ω ν πολιτικών μηχανικών το

[Ραδόνιο-222] (ευγενές

αέριο)

Πυρην.Φυσ. με

μαζικό

Railroad Ferry

[Σιδηροδρομικό

πορθμείο]

Ναυπηγ.

μ ε τ α φ έ ρ ο υ ν σ ι δ η ρ ο δ ρ ο μ ι κ ο ύ ς σ υ ρ μ ο ύ ς επί τ ω ν Ισότοπο

του

αριθμό

222

Rn). Είναι ραδιενεργό μέλος της σειράς του ουρανί-

ο υ ( U ) και έχει χ ρ ό ν ο η μ ί σ ε ι α ς ζ ω ή ς 3 , 8 2 μέρες.

σιδη-

ροτροχιών π ο υ φέρουν ε π ά ν ω τους.

Railway Engineering [ Σ ι δ η ρ ο δ ρ ο μ ι κ ά έ ρ γ α ] Πολ.Μηχ. —> Railroad engineering. Rain [ Β ρ ο χ ή ] Μετεωρ. Σ τ α γ ό ν ε ς ν ε ρ ο ύ π ο υ π έ φ τ ο υ ν

- 1168 -

Rain Attenuation

από τα σύννεφα βροχής προς τη γη. Έ χ ο υ ν μέγεθος α-

του εξεταζόμενου υλικού, οφειλόμενος στο φαινόμενο

πό 0,5 ως 7 χιλιοστόμετρα ενώ η ένταση της

raman και παρατηρούμενος

βροχής

είναι από 0,25 χιλιοστόμετρα την ώρα, π ο υ χαρακτηρίζεται ως ψιλή βροχή, μέχρι 1 0 0 χιλιοστόμετρα την ώρα, π ο υ χαρακτηρίζεται ως νεροποντή.

σε κατάλληλες

διατάξεις

raman (βλέπε

Raman Οτπικ

Raman Effect). - Rayleigh Ratio [ Λ ό γ ο ς

raman-rayleigh]

Α ν α δηλώνει την σκέδαση συγκεκριμένου

μήκαι

Rain Attenuation

[ Ε ξ α σ θ έ ν η σ η λόγω βροχής]

Επικοιν.

κους κύματος ακτινοβολίας στο φαινόμενο raman

Τα ραδιοκύματα

ιδιαίτερα στις δορυφορικές

μεταδό-

β δηλώνει τη σ κ έ δ α σ η του ίδιου μήκους κύματος από

σεις, είναι πολύ ευαίσθητα σ τ η βροχή (ιδίως απότομες

εξωγενείς

μπόρες και γιγαντιαία Complexes).

r a y l e i g h , ο λ ό γ ο ς α/β.

[Σύννεφο

Rain Cloud

βροχής]

Σύννεφα

Μετεωρ.

τα

οποία εμφανίζουν πολύ υψηλή συγκέντρωση

σταγονι-

δίων αρκετά μ ε γ ά λ ω ν σ ε όγκο. Σ υ ν ή θ ω ς τα

μελανό-

σ τ ρ ώ μ α τ α κ α ι υ ψ ι σ τ ρ ώ μ α τ α είναι οι τύποι τ ω ν ν ε φ ώ σεων που προκαλούν βροχοπτώσεις.

Rainbow

[Ουράνιο τόξο]

όπως

μικρά

[Σκέδαση raman]

R a m a n Scattering

σωματίδια

κατά

Πυρην. Φυσ.

Σκέ-

δαση μονοχρωματικής ακτινοβολίας, όπως αυτή παρατηρείται σε διατάξεις raman. (βλέπε

Raman

Raman Effect).

[Φασματοφωτομετρία

Spectrophotometry

R a m a n ] Φυσ.

Κ α μ π ύ λ ο (στην κυριο-

Οπτικ.

παράγοντες

Είδος Φασματοφωτομετρίας π ο υ μελετά-

ει τις δ ι ε γ έ ρ σ ε ι ς δ ο ν ή σ ε ω ν και π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή ς και σ τ η ρ ί -

λεξία ελλειπτικό) έ γ χ ρ ω μ ο τόξο, αποτελούμενο από το

ζεται στην ανάλυση τ ω ν γραμμών Stokes

πλήρες ηλιακό φάσμα, το οποίο παρουσιάζεται

τικής ορατής δέσμης ακτινοβολίας που υφίσταται σκε-

στον

ουρανό όταν το η λ ι α κ ό φως υφίσταται διάθλαση

σε

α ι ω ρ ο ύ μ ε ν α σταγονίδια βροχής.

μονοχρωμα-

δ α σ μ ό μ έ σ α υ γ ρ ή ο υ σ ί α ή δ ι ά λ υ μ ά της. [Φασματοσκοπία Raman]

Φυσ.

Είδος φασματοσκοπίας που αναλύει την ένταση

σκε-

σία που ακολουθείται είτε για τη δημιουργία τεχνητής

δασμού

Raman

(π.χ.

βροχής είτε για την α ύ ξ η σ η της έντασης της

ακτίνων

laser) σ α ν

Rainmaking

R a m a n Spectroscopy

[Δημιουργία βροχής]

βροχής. Π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι

Η

Μετεωρ.

μεγάλο επιστημονικό

οικονομικό ενδιαφέρον κυρίως

διαδικαφυσικής αλλά

και

λόγω των επιπτώσεων

συνάρτηση

ακτινοβολίας της

συχνότητας

σκεδαζόμενης ακτινοβολίας. Χρησιμοποιείται

της

κυρίως

γ ι α τη μελέτη σ υ μ μ ε τ ρ ι κ ώ ν μ ο ρ ί ω ν ή δ ε σ μ ώ ν ό σ ο ν αφορά την επιδεκτικότητα πόλωσης.

που έχει στη γ ε ω ρ γ ί α ενός τόπου.

Raised Flooring

μονοχρωματικής

[Υπερυψωμένο

δάπεδο]

Σε

Οικοδ.

Raman Spectrum

[Φάσμα Raman]

Φυσ.

Είδος φάσμα-

κτίρια γραφείων τύπος δαπέδου η τελική επιφάνεια του

τος που λαμβάνεται κατά τη φασματοσκοπία

οποίου

Σ τ ο φ ά σ μ α ε μ φ α ν ί ζ ο ν τ α ι οι μεταβολές της έ ν τ α σ η ς της

αποτελείται

από πλάκες που

στηρίζονται

σε

Raman.

μικρά κ ο λ ω ν ά κ ι α δημιουργώντας ένα κενό χ ώ ρ ο μετα-

σκεδαζόμενης μονοχρωματικής ακτινοβολίες σαν

ξ ύ της δομικής πλάκας και του βατού δαπέδου. Ο κε-

νάρτηση

νός χώρος χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση

ποιούνται κυρίως για τη μελέτη συμμετρικών μορίων ή

καλωδίων

των

δικτύων

ενέργειας

και

των

τηλεπικοινω-

δεσμών

των όσον

γραμμών αφορά

Stokes την

Δν

(cm'1).

συ-

Χρησιμο-

επιδεκτικότητα

πόλωσης.

Λαμβάνονται σε υγρά δείγματα ή διαλύματα σε κυψε-

νιών.

λίδες από κοινό γυαλί. RAM [Μνήμη τυχαίας προσπέλασης] Πληρ. —> R a m m e r [ Ε μ β ο λ ι σ τ ή ς ] Μηχ. Κ α λ ε ί τ α ι κ ά θ ε μ η χ α ν ι κ ή Random Access Memory διάταξη η οποία επιτρέπει τ η ν ώ θ η σ η μιας συγκεκριμέR A M D r i v e [ Δ ί σ κ ο ς r a m ] Πληρ. Ε ξ ε ι δ ι κ ε υ μ έ ν η δ υ ν α τότης

σύγχρονων

υπολογιστικών

συστημάτων,

την οποία περιοχή της μνήμης τυχαίας (ram)

παρακρατείται

και

μπορεί

να

κατά

προσπέλασης

χρησιμοποιηθεί

σ α ν βοηθητικός δίσκος. Δ ε δ ο μ έ ν ο υ ότι οι χρόνοι προσπέλασης τέτοιας μνήμης είναι πολύ ταχύτεροι ενός σκληρού

δίσκου,

η δυνατότης

αυτή

[Κατοικόν σ ε ram]

προγράμματος

ή

Πληρ.

υποπρογράμματος

ντικειμένων όπως είναι για παράδειγμα ο

μηχανικός

κριός. [Κεκλιμένος διάδρομος]

Ramp

Τεχνολ.

Διάδρομος κυ-

αυτών

κλοφορίας π ε ζ ώ ν ή ο χ η μ ά τ ω ν π ο υ έχει μια κ λ ί σ η σ υ ν -

προσφέρει

δέοντας μεταξύ τους δύο επίπεδες επιφάνειες με διαφο-

πολύ μεγάλες ταχύτητες προσπέλασης.

RAM Resident

νης μάζας ξύλου ή πέτρας με δύναμη έναντι άλλων α-

ρετικά υψόμετρα. Χαρακτηρισμός το

οποίο

αφού

Ramsden Circle

[Κύκλος ramsden]

Οπτικ.

Τ ο προβαλ-

λόμενο φωτεινό είδωλο οπτικού τηλεσκοπίου

εξοπλι-

υπολογι-

σμένου με προσοφθάλμιο φακό, όπως αυτό σχηματίζε-

στικού συστήματος, παραμένει εκεί καθ' όλη τη διάρ-

ται π ά ν ω σ ε επίπεδη επιφάνεια η οποία έχει τοποθετη-

κεια της λειτουργίας του υπολογιστικού

θεί όπισθεν του π ρ ο σ ο φ θ α λ μ ί ο υ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς για

φορτωθεί στη

μνήμη τυχαίας προσπέλασης

συστήματος.

Σ υ ν ή θ ω ς τ α dll's σ ε w i n d o w s οι ε π ε κ τ ά σ ε ι ς σ ε m a c o s κ α ι δ ι ά φ ο ρ ο ι ιοί είναι τ έ τ ο ι α π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α , ό π ω ς επίσης και διάφοροι οδηγοί περιφερειακών σ υ σ κ ε υ ώ ν

οι

οποίοι πρέπει να είναι διαθέσιμοι ανά οιαδήποτε στιγ-

μή.

Raman

λό-

γους απλής οπτικής προβολής.

R a m s d e n Eyepiece [ Π ρ ο σ ο φ θ ά λ μ ι ο ς τ ύ π ο υ r a m s d e n ] Οπτικ. Έ ν α ς α π ό τ ο υ ς δ υ ν α τ ο ύ ς τ ύ π ο υ ς π ρ ο σ ο φ θ α λ μ ί ω ν συστημάτων φακών, χρησιμοποιούμενος για

οπτι-

κή παρατήρηση σε σύγχρονα τηλεσκόπια, αποτελούμε-

Effect

Κβαντομηχανικό

[Φαινόμενο

raman]

φαινόμενο,

στο οποίο

Πυρην. αν

Φυσ.

φωτιστεί

νος

από

δύο

αντεστραμμένους

επιπεδόκυρτους

φα-

κούς.

διαφανές υλικό, όπως βενζόλη, με μονοχρωματική

α-

κτινοβολία και αναλυθεί το σκεδαζόμενο φως με

τη

Α ν ρ και q είναι ακέραιοι αριθμοί με p,q32, τότε υπάρ-

των

χει θετικός ακέραιος Ν π ο υ έχει τ η ν ( ρ ^ ) - ι δ ι ό τ η τ α του

βοήθεια

φασματογράφου,

διεγειρουσών

γραμμών

παρατηρούνται

raylcigh

και

εκτός

άλλες

γραμμές,

εκατέρωθεν αυτών. Σ τ η ν πράξη για το φωτισμό υλικού

συνήθως χρησιμοποιούνται

λυχνίες

του

υδραργύ-

ρ ο υ ή κ α τ ά λ λ η λ α μ ο ν ο χ ρ ω μ α τ ι κ ά lasers.

R a m a n Induced Kerr-Effect [ Φ α ι ν ό μ ε ν ο k e r r λ ό γ ω φ α ι ν ο μ έ ν ο υ r a m a n ] Πυρην. Φυσ. Δ ι χ ρ ο ϊ σ μ ό ς δ ι α φ α νούς υλικού λόγω στροφορμής ή δόνησης των

μορίων

Ramsey's Theorem

[Θεώρημα του Ramsey]

Μαθημ.

Ramsey. Η τελευταία συνίσταται στα εξής: Έ σ τ ω

σύ-

ν ο λ ο S με Ν στοιχεία και δύο φ υ σ ι κ ο ύ ς αριθμούς 3

ρ,

q 2. Έ σ τ ω ότι σ χ η μ α τ ί ζ ο υ μ ε όλα τα 2 - υ π ο σ ύ ν ο λ α

του

S και τα κ α τ α ν έ μ ο υ μ ε με ο π ο ι ο δ ή π ο τ ε τ ρ ό π ο σ ε

δύο

κλάσεις Χ

και Ψ. Α ν ισχύει

1)Υπάρχει

ρ-υποσύνολο

του S του οποίου όλα τα 2 - υ π ο σ ύ ν ο λ α ανήκουν

στην

Χ ή 2)υπάρχει q-υποσύνολο του S του οποίου όλα τα

R a n d o m Variable

-11692 - υ π ο σ ύ ν ο λ α α ν ή κ ο υ ν σ τ η ν Ψ τότε ο Ν έχει τ η ν (p,q)-

ν ο λ ο { χ „ i e I ) ή σ υ ν ε χ έ ς δ ι ά σ τ η μ α [a, b j τ η ς ο π ο ί α ς η

ιδιότητα του Ramsey.

κατανομή πληροί ένα ή περισσότερα στατιστικά κριτή-

R a n d o m Access

[Τυχαία πρόσβαση]

Επικοιν.

Τ ο είδος

της π ρ ό σ β α σ η ς π ο υ π α ρ έ χ ο υ ν κ υ ρ ί ω ς οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί π ο υ ταυτόχρονα μπορούν ν α παρέχουν

(με άλλα

όμως πρωτόκολλα

και

κώδικες)

ρια, όπως κανονική κατανομή, κατανομή Χ 2 , διωνυμική, poisson, κλπ.

Random Function2 Μαθημ. Μ ε τ ρ ή σ ι μ η

[Συνάρτηση τυχαίας

μεταβλητής]

σ υ ν ά ρ τ η σ η , ο ρ ι σ μ έ ν η σε χ ώ ρ ο πι-

συνδρομητική πρόσβαση μέσω καλωδιακών ή δορυφο-

θ α ν ο τ ή τ ω ν : ( Ω , |F, |Ρ), ό π ο υ Ω ε ί ν α ι ο χ ώ ρ ο ς δ ε ι γ μ ά -

ρικών σ υ ν δ έ σ ε ω ν που καλύπτουν ανάλογες περιοχές.

τ ω ν , |F ο χ ώ ρ ο ς γ ε γ ο ν ό τ ω ν κ α ι | Ρ ( Ε ) ε ί ν α ι η π ι θ α ν ό τ η -

R a n d o m Access Disk File [ Α ρ χ ε ί ο δ ί σ κ ο υ π ρ ο σ π έ λ α σ η ς ] Πληρ. 1 . Α ρ χ ε ί ο σ τ ο ο π ο ί ο ο ι

τυχαίας περιεχό-

τα του γεγονότος Ε

Random Function

e F.

3

[Τυχαία συνάρτηση]

Συνάρ-

Πληρ.

μενες δομές δεδομένων δεν πληρούν σχέση γραμμικό-

τηση f με δεδομένο πεδίο ορισμού, καθορισμένο

τητας. 2. Ε ν γένει, αρχείο τα δ ε δ ο μ έ ν α τ ο υ ο π ο ί ο υ μπο-

το λειτουργικό σύστημα ή τον προγραμματιστή, η

ρούν να προσπελαστούν ή να επεξεργαστούν κατά τυ-

ποία μπορεί ν α ρυθμιστεί κατάλληλα έτσι ώστε το πε-

χαίο τρόπο.

δίο διάκριτων τιμών της να πληροί το κριτήριο κανονι-

Random Access Input/Output τ υ χ α ί α ς π ρ ο σ π έ λ α σ η ς ] Πληρ. Ι .

Χρησιμοποιείται

ευρύτατα

κής κατανομής.

σε

περι-

Εισαγωγή ή εξαγωγή

πτώσεις όπου απαιτείται "ψευδο-τυχαιοποίηση"

γεγο-

νότίον σε υπολογιστικά σ υ σ τ ή μ α τ α και

τας ή ταξινόμησης. 2. Ε ν γένει, εισαγωγή ή εξαγωγή

όπως

δεδομένων τα οποία μπορούν να προσπελαστούν ή ν α

(βλέπε

τυχαίο

ο-

[Εισαγωγή / εξαγωγή

δεδομένων τα οποία δεν πληρούν σχέση γραμμικότη-

επεξεργαστούν κατά

από

τρόπο.

Οι

περισσότερες

παιγνίδια.

Δηλώνεται

συνήθως

προγράμματα, ως:

random,

Random-Number Generator), R a n d o m Noise [ Τ υ χ α ί ο ς θ ό ρ υ β ο ς ] Μαθημ.

Ορος

της

σύγχρονες βάσεις δ ε δ ο μ έ ν ω ν π ρ ο σ π ε λ α ύ ν ο υ ν τα δεδο-

θεωρίας των πιθανοτήτων και συγκεκριμένα της θεω-

μένα τους κατά τέτοιο τρόπο.

ρίας ελέγχου, ο οποίος αναφέρεται σ ε μια γενικευμένη

R a n d o m Access M e m o r y (RAM) [ Μ ν ή μ η π ρ ο σ π έ λ α σ η ς ] Πληρ. Ο ι μ ν ή μ ε ς α υ τ ή ς τ η ς

τυχαίας μορφής

στοχαστική διαδικασία,

Random Number

[Τυχαίος αριθμός]

Πρόκει-

Μαθημ.

στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές διακρίνονται σε δύο

ται γ ι α μια α κ ο λ ο υ θ ί α α ρ ι θ μ ώ ν ενός σ υ ν ό λ ο υ ό π ο υ κά-

κατηγορίες, στις στατικές και στις δυναμικές μνήμες,

θε αριθμός της α κ ο λ ο υ θ ί α ς έχει τ η ν ίδια π ι θ α ν ό τ η τ α ν α

Οι πρώτες λειτουργούν έχοντας ως βασική τους δομή

είναι κάποιος αριθμός του συνόλου

ένα συγκρότημα από τρανζίστορ και ως μονάδα ανά-

διαφορετικοί

γ ν ώ σ η ς και εγγραφής κρατούν τα δεδομένα όσο διαρ-

ανεξαρτησία μεταξύ τους. Δ η λ α δ ή η συγκεκριμένη

κεί η τ ρ ο φ ο δ ο σ ί α . Μ ε τ ά τ η δ ι α κ ο π ή της τ ρ ο φ ο δ ο σ ί α ς

κολουθία δεν είναι επαναληπτική και δεν υπακούει σ ε

το περιεχόμενο της μνήμης είναι τυχαίο. Οι δεύτερες

κάποιον αλγόριθμο.

β α σ ί ζ ο υ ν τ η λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α τους σ τ η φόρτιση και την συγκράτηση της πληροφορίας στους ακροδέκτες ενός πυ-

αριθμοί

της

και επιπλέον

ακολουθίας

Random Number Generator ρ ι θ μ ώ ν ] Πληρ. Κ α λ ε ί τ α ι κ ά θ ε

οι

παρουσιάζουν α-

[Γεννήτρια τ υ χ α ί ω ν αλογισμικό

πρόγραμμα

κνωτή. Σ ε κάθε περίπτωση ο χρόνος εντοπισμού κά-

ηλεκτρονικού υ π ο λ ο γ ι σ τ ή το οποίο παράγει μία σειρά

ποιων δεδομένων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη

από τυχαίους αριθμούς, δηλαδή αριθμούς που δεν ακο-

αναζήτηση ή τη θέση τ ω ν συχνότερα αναζητούμενων

λουθούν καμία πιθανοτική κατανομή και δεν

δεδομένων.

λαμβάνονται με κανέναν συγκεκριμένο τρόπο.

επανα-

R a n d o m A c c e s s P r o g r a m m i n g [ Π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ό ς R a n d o m Pulsing [ Τ υ χ α ί ο ι π α λ μ ο ί ] Επικοιν. Π α ρ α γ ω γ ή τ υ χ α ί α ς π ρ ο σ π έ λ α σ η ς ] Πληρ. Π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ό ς σ τ ο ν τυχαίων (ή και ψευδοτυχαί(ον) π α λ μ ώ ν είναι αναγκαία οποίο οι α π α ι τ ο ύ μ ε ν ε ς θέσεις α π ο θ ή κ ε υ σ η ς σ τ η μ ν ή μ η

σ ε διάφορα σ υ σ τ ή μ α τ α μέτρησης και ελεγχου και συ-

οι οποίες α π α ι τ ο ύ ν τ α ι από το π ρ ό γ ρ α μ μ α δεν π λ η ρ ο ύ ν

ναντιούνται αρκετά στις προσομοιώσεις

σχέση γραμμικότητας ή ο χρόνος προσπέλασης αυτών

επεξεργασίας φωνής.

από το πρόγραμμα δεν είναι γραμμικός ή δεν πλήρη

Random Sampling

συστημάτων

[Τυχαία δειγματοληψία]

Στατ.

Δια-

κάποια ομοιογενή σχέση. Ε ν γένει, προγραμματισμός

δικασία λ ή ψ η ς μιας σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η ς ποσότητας δειγμά-

σ τ ο ν οποίο ο π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ τ ή ς έχει σ τ η ν διάθεσή του

τ ω ν α π ό ένα π λ ή θ ο ς μ ο ν ά δ ω ν ό μ ο ι ω ν τ ε μ α χ ί ω ν , η ο-

το πλήρες εύρος της διαθέσιμης ram ανεξάρτητα από

ποία εκτελείται δίχως συγκεκριμένη μεθοδολογία

χρόνους προσπέλασης.

λογής και άρα η κάθε μ ο ν ά δ α του πλήθους έχει την ί-

Random Access Storage [ Μ ν ή μ η τυχαίας π ρ ο σ π έ λ α σ η ς ] Πληρ. Random Access Memory R a n d o m C o p o l y m e r [ Τ υ χ α ί ο σ υ μ π ο λ υ μ ε ρ έ ς ] Opy. Χημ. Ε ί δ ο ς σ υ μ π ο λ υ μ ε ρ ο ύ ς σ τ α ο π ο ί α η α λ λ η λ ο υ χ ί α των μονομερών στην πολυμερική αλυσίδα είναι ακανόνιστη. Στατιστικά η αναλογία κάθε τύπου μονομε-

δια π ι θ α ν ό τ η τ α

επιλογής ως τεμάχιο του

επι-

συνολικού

δείγματος.

Random Storage [ Μ ν ή μ η τυχαίας π ρ ο σ π έ λ α σ η ς ] Πληρ. Random Access Memory Random Superimposed Coding [ Κ ω δ ι κ ο π ο ί η σ η τυχ α ί α ς π α ρ ά θ ε σ η ς ] Πληρ. Κ ω δ ι κ ο π ο ί η σ η δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ή ς

ρούς και η πιθανότητά του να ακολουθείται από ένα

συνιστώσας δεδομένων

ά λ λ ο π ρ ο σ δ ι ο ρ ί ζ ε τ α ι α π ό τις σχετικές σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ σ ε ι ς

σ ι α κ ή δ ι α ν υ σ μ α τ ι κ ή σ υ ν ι σ τ ώ σ α : {f(Xj), i e ϊ ) , η ο π ο ί α

τ ω ν μ ο ν ο μ ε ρ ώ ν και τις σ χ ε τ ι κ έ ς τ ο υ ς δραστικότητες,

δ ε ν έ χ ε ι ε κ προότης ό ψ ε ω ς κ ά π ο ι α ε μ φ α ν ή σ χ έ σ η μ ε τα

Π.χ. ελαστικό στυρολίου - βουταδιενίου.

δεδομένα,

Random Experiment

[Τυχαίο πείραμα]

Στατ.

Καλεί-

ται το πείραμα μ ε τα εξής δ ύ ο χαρακτηριστικά: α) το

{xj, ί e

1} με βάση

αλλά πληροί συγκεκριμένες

συναρτη-

προϋποθέσεις

τιθέμενες συνήθως από τον προγραμματιστή,

Random Variable

[Τυχαία μεταβλητή]

Μαθημ.'Εστω

αποτέλεσμα του πειράματος δεν μπορεί να προβλεφθεί

(Ω,Α,Ρ) ένας χώρος με πιθανότητα, όπου Ω

μ ε β ε β α ι ό τ η τ α ε κ τ ω ν π ρ ο τ έ ρ ω ν , β) τ ο σ ύ ν ο λ ο ό λ ω ν

δειγματικός χώρος, Α είναι μια σ - ά λ γ ε β ρ α και Ρ η συ-

των

νάρτηση πιθανότητας. Μια συνάρτηση Χ : Ω - ^ R

δυνατών

αποτελεσμάτων

είναι

γνωστό

εκ

των

προτέρων.

Random

ται τυχαία μεταβλητή εάν ( Χ < χ ) = ( ω € Ω :

Function

1

[Τυχαία

συνάρτηση]

Μαθημ.

Μαθηματική σ υ ν ά ρ τ η σ η με πεδίο τιμών διάκριτο σύ-

είναι

ο

λέγε-

X((o)<x)eA

" x e R . Ισοδύναμη συνθήκη είναι η Χ " ' ( Β ) = { ω £ Ω :

Χ

(ω) e B } e A , " σ ύ ν ο λ ο Borel Β της πραγματικής ευθεί-

R a n d o m Vibration ας· R a n d o m Vibration

-1170γ ρ α μ μ έ ς του Α και του χ ώ ρ ο υ που παράγεται από τις Κα-

σ τ ή λ ε ς τ ο υ Α . 2 . Έ σ τ ω V , Ε δ ύ ο χ ώ ρ ο ι κ α ι / : V—>Ε μια

λείται κάθε φόρτιση σε μία κατασκευή η οποία μπορεί

γραμμική συνάρτηση. Καλείται τάξη της / η διάσταση

να θεωρηθεί ότι δεν ακολουθεί κανένα ντετερμινιστικό

του χώρου της εικόνας της /. 3, Τ ά ξ η ενός ομογενούς

κανόνα ή πιθανοτική κατανομή, αλλά αντιθέτως απο-

συστήματος

τελείται από ένα άθροισμα α κ α ν ό ν ι σ τ ω ν κραδασμών.

του πίνακα του συστήματος. 4. Η τάξη μιας πεπερα-

[Τυχηματική διαταραχή]

Μηχ.

γραμμικών

εξισώσεων

καλείται

η

τάξη

Πρόκειται

σμένης ομάδας είναι ο πληθικός αριθμός των στοιχεί-

ευθυγράμμων

ω ν της. 5. Η τ ά ξ η της σ υ μ μ ε τ ρ ι κ ή ς ο μ ά δ α ς S n είναι η!.

τ μ η μ ά τ ω ν στον Ευκλείδειο χ ώ ρ ο διάστασης η, η οποία

Η τ ά ξ η ε ν ό ς m - κ ύ κ λ ο υ (αϊ, a2,...am) είναι m. 6. Γ ι α έ-

γίνεται με τέτοιο τρόπο ώ σ τ ε το μήκος και η κατεύθυν-

ν α ν τ α ν υ σ τ ή σ ε χ ώ ρ ο δ ι ά σ τ α σ η ς η, ο β α θ μ ό ς ( σ θ έ ν ο ς )

R a n d o m Walk για

μια

[Τυχαίος περίπατος]

αλληλουχία

Μαθημ.

κατευθυνόμενων

ση των ευθυγράμμων τμημάτων να μην

επηρεάζονται

τ ο υ ε ί ν α ι ο α ρ ι θ μ ό ς k ε ά ν α π ο τ ε λ ε ί τ α ι α π ό nk σ υ ν ι σ τ ώ -

από το μήκος και τ η ν κατεύθυνση των

ευθυγράμμων

σες. 7 . Η τ ά ξ η ε ν ό ς π ρ ώ τ ο υ ι δ ε ώ δ ο υ ς I, ε ί ν α ι ο μ ε γ α λ ύ τερος

τμημάτων που προηγήθηκαν αυτών.

Range 1

[Κοινότητα μικρών οικισμών]

Όρος

Πολ.Μηχ.

στις Η Π Α που σημαίνει ομάδα παρακείμενων στο

σύστημα

οριοθέτησης

των

εδαφικών

δήμων

εκτάσεων

που ανήκουν στο δημόσιο.

Range

2

[Περιοχή]

μια

[Περιοχή]

Συγκεκριμένος χώρος ή ευρύ-

Οικολ.

για

τον

οποίο

η

ακολουθία

I 0 = l c l | c l 2 c . . . c l r πρώτων ιδεωδών υπάρχει.

Rankine's Theory

[Θεωρία του Ράνκιν]

Θε-

Πολ.Μηχ.

ωρία που αναπτύχθηκε από το Ράνκιν η οποία αναλύει δέχεται πιέσεις και συνδέει τ η ν γωνία τριβής τ ο υ εδάφους με την πυκνότητά του.

περιοχή όπου μεταδίδεται ένα ραδιοσήμα (εμβέλεια)

Range"

r

τις τ ά σ ε ι ς π ο υ α ν α π τ ύ σ σ ο ν τ α ι ε ν τ ό ς ε ν ό ς ε δ ά φ ο υ ς π ο υ Συναντάται κυρίως για

Επικοιν.

αριθμός

Rankinite

[Ρανκινίτης]

Ομυκτ.

Είδος υαλώδους διαφα-

τερη περιοχή ό π ο υ ορισμένα είδη ζ ώ ω ν ή φυτών προ-

νούς ορυκτού με τύπο C a 3 S i 2 0 7 , που ανακαλύφθηκε το

στατεύονται με νόμο, η παράβαση του

1942. Ανήκει στην κατηγορία των σοροπυριτικών

οποίου αποτε-

κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό κρυσταλλικό σύστη-

λεί διεθνώς α δ ί κ η μ α και τιμωρείται.

Range

4

[Φάσμα]

Στατ.

και

Σε ένα μεταβλητό

μέγεθος,

η

διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης ποσό-

μα με τάξη συμμετρίας 2/m (ολοεδρικό μονοκλινικό).

Rapid Curing Asphalt

[Ασφαλτικό διάλυμα]

Οδοπ.

τητας που είναι δ υ ν α τ ό ν ν α αποκτήσει το συγκεκριμέ-

Σύνθετο μίγμα όπου η άσφαλτος είναι διαλυμένη

νο μέγεθος υπό συγκεκριμένες συνθήκες.

σε ένα άλλο παράγωγο του πετρελαίου, ώ σ τ ε να απο-

Range Finder τόν

τον

[Μετρητής εμβέλειας]

τρόπο

ανακαλύπτουμε

Επικοιν.

την

από

μετεωρολογικά

φαινόμενα

αυ-

εμβέλεια

(αξιόπιστης) ραδιομετάδοσης που συνήθως ται

Με

και

μιας

επηρεάζε-

γεωγραφικές

ανωμαλίες (τούνελ, βουνά κτλ).

Range Of A Loop

[Πεδίο βρόχου]

Πλημ.

Ονομάζεται

κτήσει υψηλότερο βαθμό ρευστότητας και να

μέσα

μπορεί

ν α απλωθεί σ ε μια επιφάνεια με ε κ τ ό ξ ε υ σ η μ έ σ ω ντλίας.

Το

υλικό

χρησιμοποιείται

ως

α-

συγκολλητική

στρώση μεταξύ δύο στρώσεων ασφαλτοτάπητα.

Rapid Sequence C a m e r a χ ε ί α ς α κ ο λ ο υ θ ί α ς ] Οπτικ.

[ Φ ω τ ο γ ρ α φ ι κ ή διάταξη ταΠολύπλοκη

φωτογραφική

το σ ύ ν ο λ ο τ ω ν ε ν τ ο λ ώ ν π ο υ παρεμβάλλονται

μεταξύ

διάταξη ή υποδιάταξη σύγχρονων φωτογραφικών

μη-

της αρχής και του τέλους ενός βρόχου στον

κώδικα

χανών, η οποία επιτρέπει τη λήψη διαδοχικών

ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού

υπολο-

γ ρ α φ ι ώ ν ο χ ρ ό ν ο ς τ ω ν ο π ο ί ω ν διαφέρει κατά πολύ λί-

φωτο-

γο. Παραλλαγές της διάταξης αυτής χρησιμοποιήθηκαν

γιστή.

Range Of Visibility

[Πεδίο ορατότητας]

Πρό-

Πλοηγ.

κειται για τη μέγιστη α π ό σ τ α σ η στην οποία μπορεί να είναι ορατό ένα αντικείμενο ή ένα φως από ένα φος, λ ό γ ω δ ι α φ ό ρ ω ν π α ρ α γ ό ν τ ω ν π ο υ

σκά-

παρεμποδίζουν

από τον δ ο κ τ ω ρ α howard edgerton για την λ ή ψ η ταχύτατων διαδοχικών στιγμιότυπων.

Rapid Storage

[Γρήγορο αποθηκευτικό μέσο]

Πλ.ημ.

Αποθηκευτικό μέσο, όπως μνήμη ram ή rom, σκληρός

την απρόσκοπτη θέασή τ ο υ όπως είναι για παράδειγμα

δίσκος ή άλλη εξωτερική συσκευή αποθήκευσης,

η ομίχλη.

οποίου ο χρόνος προσπέλασης είναι συγκρίσιμος

Range Rod

[Τοπογραφικό κοντάρι]

Τοπ.

Μεταλλική ή

ξύλινη ράβδος κυκλικής διατομής με ακριβής υποδιαι-

του με

α υ τ ό ν γ ρ ή γ ο ρ η ς μ ν ή μ η ς τυχαίας π ρ ο σ π έ λ α σ η ς (ram).

Rare Earth Element

[Στοιχείο σπάνιας γαίας]

Χημ.

ρέσεις του συνολικού μήκους, η οποία χρησιμοποιείται

Πρόκειται για την γενικότερη ονομασία που είχε δοθεί

στις τοπογραφικές εργασίες ως στόχος δίνοντας τη δυ-

στα χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεταξύ του 58

νατότητα στο χειριστή του τοπογραφικού οργάνου, με

και του 7 1 στον περιοδικό πίνακα, χωρίς αυτό ν α σχε-

την α ν ά γ ν ω σ η τ ω ν υποδιαιρέσεων να καθορίζει και το

τίζεται με κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό

μήκος μεταξύ του σ η μ ε ί ο υ που είναι τοποθετημένο το

ή άλλη ιδιότητά τους.

όργανο και το σημείο τ ο υ στόχου.

Rangefinder

[Τηλέμετρο]

Ηλεκτμον.

Είναι

μία

απλή

Rare Earth M a g n e t Ηλεκτρομαγν. Μ α γ ν ή τ η ς

[Μαγνήτης

σπανίων

τους

γαιών]

τελευταίας τεχνολογίας

στον

ηλεκτρονική διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για την

οποίο ειδικό κράμα από στοιχεία σπανίων γαιών

μέτρηση διαφόρων αποστάσεων. Η αρχή

λειτουργίας

τυγχάνει ισχυρότατες ελκτικές ιδιότητες. Ο ι διαστάσεις

της βασίζεται στη μέτρηση του χρόνου που απαιτείται

τους είναι σ υ ν ή θ ω ς πολύ μικρές, της τάξεως τ ω ν μερι-

στο ραδιοκύμα που εκπέμπει για να καλύψει την προς

κ ώ ν cm.

μέτρηση α π ό σ τ α σ η και να επιστρέψει πάλι π ί σ ω

στη

συσκευή.

Ranging Μηχ.

[Υποσύστημα

Subsystem

ελέγχου

θέσης]

Καλείται η διάταξη που προσδιορίζει με ακρίβεια από

τον

σταθμό ελέγχου, χρησιμοποιώντας ειδικά σήματα

που

ενός δορυφόρου

στέλνονται από τη Γη. κοινή

[Ορυκτό σπάνιας γαίας]

Ομυκτ.

Ονομάζεται κάθε ορυκτό, όπως είναι για παράδειγμα ο

την πραγματική απόσταση

Rank

Rare Earth Mineral

επι-

[Τάξη]

Μαθημ.

διάσταση

του

μοναζίτης, το οποίο περιέχει χημικά στοιχεία που ανήκουν στην ομάδα των σπανίων γαιών

Element Rare Earth Salts

[ Α λ α τ α σ π α ν ί ω ν γαιών]

Ανθρακικά, νιτρικά, χλωριούχα,

1. Τ ά ξ η ενός πίνακα Α καλείται η χώρου

που

παράγεται

από

τις

-> Rare Earth

οξικά

Ανομγ.Χημ.

άλατα

μετάλ-

λ ω ν π ο υ α ν ή κ ο υ ν στις λ α ν θ α ν ί δ ε ς ή σ π ά ν ι ε ς γ α ί ε ς (π.χ. L a , C e , Pr, N d , S m κλπ.). Π.χ. νιτρικό λ α ν θ ά ν ι ο ,

La

- 1171

(N0 3 ) 3 . R a r e G a s [Ευγενές αέριο] Χημ. -> Noble Gas R a r e M e t a l [ Σ π ά ν ι ο μ έ τ α λ λ ο ] Μεταλλ. Μ ε τ ο ν

-

Ratio Resistor

θερμοκρασία και τη φύση των αντιδρώντων

σωμάτων

και υπολογίζεται πειραματικά. όρο αυ-

[Στάδιο που καθορίζει την

Rate D e t e r m i n a t i n g Step

τό χαρακτηρίζεται κάθε μέταλλο το οποίο είναι δυσεύ-

τ α χ ύ τ η τ α ] Χημ.

ρετο και δ ύ σ κ ο λ α μ π ο ρ ε ί ν α ε ξ α χ θ ε ί από τα αντίστοιχα

αντίδρασης που ελέγχει την ταχύτητα της

ο ρ υ κ τ ά ό π ο υ περιέχεται, με α π ο τ έ λ ε σ μ α τελικά να έχει

α ν τ ί δ ρ α σ η ς . Ε ί ν α ι το π ι ο α ρ γ ό σ τ ά δ ι ο τ ο υ ο π ο ί ο υ η ε-

και μεγάλη εμπορική αξία.

ξ ί σ ω σ η τ η ς τ α χ ύ τ η τ α ς είναι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α και η ε ξ ί σ ω σ η

[Αραίωση]

Rarefaction

Ακουστ.

Καλείται η προσωρινή

και τοπική μ ε ί ω σ η της πυκνότητας ενός αερίου

που

Στάδιο του μ η χ α ν ι σ μ ο ύ μιας μη απλής συνολικής

της ταχύτητας της σ υ ν ο λ ι κ ή ς αντίδρασης.

Rate Multiplier

[Πολλαπλασιαστής αναλογίας]

Πληρ.

μπορεί ν α σ υ μ β ε ί για διαφόρους λόγους, ό π ω ς για πα-

Καταχωρητής στον οποίο προσδίδεται μία αρχική τιμή

ράδειγμα ως συνέπεια της διέλευσης από αυτό

και η τ ι μ ή α υ τ ή σ υ ν ή θ ω ς ε ν η μ ε ρ ώ ν ε τ α ι κατάλληλα α-

ενός

ηχητικού κύματος.

φού υπολογιστούν

[Διαδικασία Raschig]

Raschig P r o c e s s

Μέ-

Χημ.Μηχ.

αντίστοιχα

αποτελέσματα

πολλα-

πλασιασμών ή διαιρέσεων τα οποία υπολογίζονται

θοδος παρασκευής της φαινόλης ( C ^ O H ) από βενζό-

την

λιο. Στο π ρ ώ τ ο σ τ ά δ ι ο το β ε ν ζ ό λ ι ο χ λ ω ρ ι ώ ν ε τ α ι με τη

" κ ρ α τ ο υ μ έ ν ο υ " σ ε π ρ ά ξ ε ι ς π ο λ λ α π λ α σ ι α σ μ ο ύ ε ί ν α ι τέ-

βοήθεια μίγματος υδροχλωρικού οξέος (HC1) - αέρα.

τοιος.

[Ρα-σάλομ]

Πρόκειται για

αστε-

ροειδή τύπου Aten, ο οποίος ανακαλύφθηκε το

1978.

Ra- S h a l o m

Αστρον.

Παρουσιάζει διάμετρο 3 - 4 k m και η περίοδος τ ο υ είναι 0 . 7 5 9 έτη.

Raspite

βοήθεια

άλλων

Χημ.

Κίτρινο έως καστανοκίτρινο

Ορυκτ.

Ο

[Ταχύτητα

Rate Of Crystallization

καταχωρητής

κρυστάλλωσης]

Ο ρυθμός με την οποία ένα υλικό

κρυσταλλώνε-

ται όταν βρίσκεται τήξη και ψυχθεί.

Rate Of Reaction

[Ρασπίτης]

καταχωρητών.

με

του ρυθμού

[Ταχύτητα αντίδρασης]

Μέτρο

Χημ.

μεταβολής της συγκέντρωσης

των

αντι-

ορυκτό με χημικό τύπο P b W 0 4 που ανακαλύφθηκε το

δ ρ ώ ν τ ω ν σ ω μ ά τ ω ν σε μία χ η μ ι κ ή αντίδραση. Η

1897

της προσδιορίζεται με βάση τ ο ν ό μ ο της ταχύτητας. Οι

και ανήκει σ τ η ν κατηγορία των

Κρυσταλλώνεται

στο

μονοκλινικό

βολφραμικών.

κρυσταλλικό

σύ-

στημα (τάξη συμμετρίας 2/m ολοεδρικό μονοκλινικό). [Σχέση R]

R Association

Όρος που χρησιμο-

Αστρον.

ποιείται για ν α δηλώσει την αστρική συνεύρεση

θερ-

τιμή

μονάδες της είναι mol/(L.sec).

Rate Of Similitude

[Αόγος ομοιότητας]

Μαθημ.

Αν Α

κ α ι Β είναι όμοια δ υ σ δ ι ά σ τ α τ α ή τ ρ ι σ δ ι ά σ τ α τ α (ή εν γένει n-διάστατα) γ ε ω μ ε τ ρ ι κ ά σ χ ή μ α τ α , κ α ι a κ α ι b εί-

μών αστέρων που λαμβάνει χώρα σε νεφελώματα ανα-

ναι τα

κλάσεως.

τ μ η μ ά τ ω ν π ο υ τ α α π α ρ τ ί ζ ο υ ν , τ ό τ ε ο λ ό γ ο ς : a/b ή

Rast M e t h o d λογισμού

[Μέθοδος Rast]

της

σχετικής

Ava/..Χημ.

Μέθοδος υπο-

μοριακής

μάζας

(οργανικής) ένωσης χρησιμοποιώντας την

μίας

ταπείνωση

τ ο υ σ η μ ε ί ο υ τ ή ξ η ς ενός δ ι α λ ύ τ η με τη δ ι ά λ υ σ η της έν ω σ η ς στο διαλύτη αυτό. τουργίας

γραφικών

δύο

όμοιων

b/a, α ν ά λ ο γ α

με

αντίστοιχων την

ευθυγράμμων

περίσταση.

Συχνά

ο

και

"λόγος ομοιοθεσίας".

Rate Of T r a n s f o r m a t i o n [ Α ό γ ο ς Ηλεκτρ. Α ν U j , U 2 , I κ Ι2 κ α ι ι η , n 2

μετασχηματισμού] είναι οι τάσεις, οι

εντάσεις και ο αριθμός σ π ε ι ρ ώ ν στο πρωτεύον και δευ-

[Εικονογραφικά]

Raster G r a p h i c s

λόγος:

μήκη

Πληρ.

υπολογιστικού

Τ ρ ό π ο ς λει-

συστήματος,

στα

οποία σε κάθε εικονική αναπαράσταση στον υπολογιστή αντιστοιχεί μία περιοχή της μ ν ή μ η ς vram.

τερεύον ενός μετασχηματιστού χωρίς φορτίο, αντίστοιχ α , έ ν α ς α π ό τ ο υ ς λ ό γ ο υ ς : U 2 / U 1 = I|/L· - ri2/n ι.

Rate Of Transformer

[ λ ό γ ο ς μετασχηματιστή]

Ηλεκτρ.

Πολλά

Α ν Π], η 2 ε ί ν α ι ο α ρ ι θ μ ό ς σ π ε ι ρ ώ ν σ τ ο π ρ ω τ ε ύ ο ν

και

σ ύ γ χ ρ ο ν α λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ά , ό π ω ς το m a c o s λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ ν με

δευτερεύον ενός μετασχηματιστού, αντίστοιχα, ο

λό-

τέτοιο τρόπο. Κ α λ ο ύ μ ε ν α και bitmap graphics.

γ ο ς : n 2 / n 1. ( β λ έ π ε

Raster Scanning

[Γραφική σάρωση]

Ηλεκτρ.

Μετατροπή

δέσμης ηλεκτρονίων σε γραφική αναπαράσταση

εικό-

Rate Of Transformation). Rated L o a d [ Α ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ό φ ο ρ τ ί ο ] Μηχ. μηχ.

στο φορτίο για το οποίο έχει σχεδιαστεί να φέρει

νας μέσω κατάλληλης σάρωσης φθορίζοντος διαφράγ-

συγκεκριμένο μηχάνημα κατά τη διάρκεια

ματος από καίσιο από τη δέσμη ηλεκτρονίων. Σύνηθης

της εργασίας.

σε τηλεοπτικά σύνολα

και σε οπτοηλεκτρονικές

συ-

Τ ο μέγι-

[Ονομαστική ταχύτητα]

Rated S p e e d

ακτίνων ή σωλήνες braun όπως συσκευές

ανίχνευσης

modem η μέγιστη ταχύτητα με την οποία μπορεί

[Εικονογραφικοποίηση]

Πληρ.

Μετατροπή

γραφικά,

σε

εικονογραφική

ή

περί

συσκευής να

αποστείλει ή ν α λάβει δεδομένα ο αντίστοιχος φορέας του υπολογιστικού συστήματος. Δηλούμενη

συνήθως

διανυ-

σ ε bits/sec 2. Π ρ ο κ ε ι μ έ ν ο υ π ε ρ ί υ π ο λ ο γ ι σ τ ι κ ο ύ σ υ σ τ ή -

αναπαράσταση

ματος, η μέγιστη ταχύτητα με την οποία μπορεί να επε-

εικονικής αναπαράστασης αποτελούμενης από σματικά

επικοινωνίας

Προκει-

μένου

Rasterization

γραμμής

Πληρ. 1.

καθοδικών

ραδιοανιχνευτών, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κλπ.

περί

εκτέλεσης

σωλήνες

σ κ ε υ έ ς οι οποίες χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν

ένα

στην οποία σε κάθε γραφικό αντικείμενο

αντιστοιχεί

ξεργαστεί δεδομένα το σύστημα. Δ η λ ο ύ μ ε ν η

συνήθως

κατάλληλη περιοχή της μνήμης vram για λόγους εκτύ-

σ ε M H z ή flops. Κ α ι στις δύο προηγούμενες περιπτώ-

πωσης ή γρήγορης παρουσίασης.

σεις δεν λαμβάνονται υ π ό ψ η τυχόν περιστασιακές κα-

Rate 1

[Ρυθμός]

Τεχνολ.

Σ ε μια διαδικασία σ ύ μ φ ω ν α με

την οποία ένα μέγεθος μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο το μέγεθος που προκύπτει ως ποιλίκον της

διαίρεσης

ενός πλήρους κύκλου της μεταβολής με τη διάρκεια της, λέγεται

Rate 2

[Τιμή μονάδος]

Rate. Γεν. Τ ο

χρονική

θυστερήσεις ή κωλύνσεις.

Rating

[Κατάταξη]

Τεχνολ.

Τρόπος αξιολόγησης

λειτουργικών δ υ ν α τ ο τ ή τ ω ν μιας μηχανής ή ενός οργάνου ο οποίος συνδέεται

με συγκεκριμένες

συνθήκες

λειτουργίας. χρηματικό π ο σ ό ν με το

Ratio

[Αόγος]

Μαθημ.

Μαθηματική σχέση μεταξύ δύο

οποίο αποζημιώνεται η μονάδα μεγέθους μιας συγκε-

ποσοτικών

κριμένης εργασίας.

διαίρεσης μεταξύ των δύο ποσοτήτων.

Rate C o n s t a n t

των

[Σταθερά ταχύτητας]

Φυσ.Χημ.

Σταθε-

μεγεθών που

Ratio Resistor

ισούται

[Αντίσταση λόγου]

με το π η λ ί κ ο ν

Ηλεκτρ.

της

Αντίσταση,

ρά π ο υ υπεισέρχεται σ τ ο ν ό μ ο ταχύτητας μιας χημικής

ζεύγος α ν τ ι σ τ ά σ ε ω ν ή τετράδα α ν τ ι σ τ ά σ ε ω ν όπως αυ-

αντίδρασης.

τές χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι σε γ έ φ υ ρ α wheatstone, με τη βο-

Η αριθμητική της τιμή εξαρτάται από τη

- 1 1 7 2 -

Rational Fraction

στο άπειρο. ήΟεια της οποίας μετράται άγνωστη αντίσταση. Ray. Rational Fraction [ Ρ η τ ό κ λ ά σ μ α ] Μαθημ. Χ α ρ α κ τ η ρ ι - Ray Crater [ Α κ τ ι ν ο β ο λ ώ ν κ ρ α τ ή ρ α ς ] Αστμον. σ μ ό ς κ λ ά σ μ α τ ο ς ό τ α ν ο α ρ ι θ μ η τ ή ς κ α ι ο π α ρ ο ν ο μ α - Ray Diagram [ Ο π τ ι κ ό δ ι ά γ ρ α μ μ α ] Οπτικ. Α ν α π α ρ ά σ τ α σ η στής (όταν ορίζεται), ανήκουν στο σύνολο των ρητών

συμπεριφοράς οπτικών συστημάτων σε απλές ή πολύ-

αριθμών.

πλοκες

Χαρακτηριστικό

παράδειγμα

αποτελεί

κλάσμα πολυωνύμων καθώς τα πολυώνυμα

το

αποτελούν

ρητές παραστάσεις.

οπτοηλεκτρονικές

διατάξεις,

στην

οποία

το

διάγραμμα της οπτικής συμπεριφοράς του συστήματος α υ τ ό καθ' εαυτό είτε σχεδιάζεται με τη βοήθεια υπολο-

Ονομάζε-

γιστή ή αναπαρίσταται απλούστερα με τη βοήθεια γεω-

τ α ι ο π ο ι ο σ δ ή π ο τ ε α ρ ι θ μ ό ς τ η ς μ ο ρ φ ή ς p/q, ό π ο υ ρ , q

μετρικού σχεδιασμού τα οποία λαμβάνουν υπόψη τους

α κ έ ρ α ι ο ι α ρ ι θ μ ο ί κ α ι q^O.

τις εστιακές αποστάσεις και τους δείκτες

Rational N u m b e r

[Ρητός αριθμός]

Μαθημ.

διάθλασης

των υλικών των συνιστωσών του συστήματος. Rational Root T h e o r e m [ Θ ε ώ ρ η μ α τ η ς ρ η τ ή ς ρ ί ζ α ς ] Μαθημ. Έ σ τ ω f ( x ) = a n x n + a n . i x * + . . . + a i X + a o e Z [ x ] κ α ι Ray Path [ Μ ο ν ο π ά τ ι α κ τ ί ν α ς ] Επικοιν. Ε υ θ ε ί α

διάδο-

p=p/q μια ρητή ρίζα του f για τ η ν οποία ι σ χ ύ ο υ ν (p,q)

σ η ς μιας φωτεινής ακτίνας (χωρίς ν α λάβουμε

υπόψη

= 1 και q>0. Τότε ο συντελεστής του

κ α μ π ύ λ ω σ η λ ό γ ω γήινου πεδίου).

μέγιστοβάθμιου

ό ρ ο υ δ ι α ι ρ ε ί τ α ι α π ό τ ο ν q (q/an) και ο σ υ ν τ ε λ ε σ τ ή ς τ ο υ ε λ ά χ ι σ τ ο β ά θ μ ι ο υ ό ρ ο υ δ ι α ι ρ ε ί τ α ι α π ό τ ο ν ρ ( ρ / ao).

Rationalize

[Απλοποιώ]

Η

Μαθημ.

εφαρμογή

διαφό-

Ray System [ Σ ύ σ τ η μ α α κ τ ί ν ω ν ] Αστμον. ~>Ray. Ray Tracing [ Ι χ ν ο γ ρ ά φ η σ η α κ τ ί ν ω ν ] Πλημ. Ο ν ο μ ά ζ ε ται μία κατηγορία μεθόδων για τη σκίαση

επιφανειών

ρ ω ν τεχνικών που αποβλέπουν στην απλούστευση πα-

και τη δημιουργία αντανακλάσεων σε ψηφιακές εικό-

ραστάσεων

νες με τη βοήθεια τ ω ν η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ώ ν υ π ο λ ο γ ι σ τ ώ ν .

περίπλοκης

πολλαπλασιασμός

μορφής.

αριθμητή

και

Για

παράδειγμα

παρονομαστή

ο

κλά-

σματος με κατάλληλη ποσότητα προς απάλειψη

ριζι-

κών ποσοτήτων από τον παρονομαστή, ή η κατάλληλη

Rayleigh

[Reyleigh]

νότητας ίση με

Οπτικ.

Παλαιότερη μονάς

φωτει-

10,0W(m2secsterad).

Οπτικ.

To

αντικατάσταση σε ολοκληρωτέα συνάρτηση προς απά-

πραγματικό όριο αναλυτικής ικανότητος οπτικού

ορ-

λειψη ριζικών.

γάνου, όπως οπτικού τηλεσκοπίου ή φασματοσκοπίου,

Rayleigh Criterion

[Κριτήριο

Reyleigh]

R a u l t ' s L a w [ Ν ό μ ο ς R a o u l t ] Φυσ.Χημ. Ν ό μ ο ς τ η ς Φ υ -

σε αντίθεση με το θ ε ω ρ η τ ι κ ό όριο, το οποίο δεν επι-

σικοχημείας που σχετίζεται με διαλύματα μη πτητικών

τυγχάνεται ποτέ λ ό γ ω τ ο υ ότι τα φ ω τ ε ι ν ά ε ί δ ω λ α τ ω ν

υγρών και στερεών σε υγρά. Παρέχει την

εν λ ό γ ω ο ρ γ ά ν ω ν είναι σ υ ν ή θ ω ς ε ί δ ω λ α

ελάττωση

περίθλασης.

της τάσης ατμών ενός διαλύτη με τη διάλυση σε αυτόν

Τ ο κριτήριο αναφέρει ότι η π ρ α γ μ α τ ι κ ή α ν α λ υ τ ι κ ή ικα-

μίας στερεής ή μη πτητικής ουσίας. Σ ύ μ φ ω ν α

το

νότητα επιτυγχάνεται μόνον όταν δύο φωτεινά είδωλα

νόμο: " Η σχετική ελάττωση της τάσης ατμών ενός υ-

δ ι α φ έ ρ ο υ ν κ α τ ' α π ό σ τ α σ η τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν ί σ η με το ή μ ι -

γ ρ ο ύ είναι ίση με το γ ρ α μ μ ο μ ο ρ ι α κ ό κ λ ά σ μ α της δια-

σ υ της απόστασης των πρώτων δύο σκοτεινών

λυμένης ουσίας".

σ ώ ν των περιθλασμένων ειδώλων.

Ο ν ό μ ο ς σχετίζεται και με

με

ιδανικά

διαλύματα υγρών, όπου παρέχει τη μερική τάση ατμών κάθε ενός συστατικού.

Raw Data

[Πρωτογενή στοιχεία]

Ένα

Πλημ.

πλήθος

πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί από μια στηριότητα συλλογής στοιχείων τα οποία είναι ταξινομημένα,

δεν έχουν

δρα-

μπορεί

όμως υποστεί

να

ακόμη

[Πρώτη ύλη]

Τεχνολ.

[Συμβολόμετρο επιτρέπουσα

Reyleigh]

παρατήρηση

κροσσών συμβολής μέσω μεταβολής του πάχους ενός εκ των δύο υάλινων πλακιδίων τα οποία

του

βρίσκο-

νται όπισθεν παραλλήλων διατάξεων οι οποίες συλλέγ ο υ ν και εστιάζουν διαφορετικά τμήματα του

φωτός

εκκινούντος από φωτεινή πηγή.

την επεξεργασία για την οποία προορίζονται.

Raw Material

Rayleigh Interferometer Οπτικ. Ο π τ ι κ ή δ ι ά τ α ξ η

κροσ-

Υ λ ι κ ό το

οποίο

Rayleigh Prism

[Πρίσμα Reyleigh]

Οπτικ.

Ο π τ ι κ ή διά-

προορίζεται να συμμετέχει σ τ η ν κατασκευή ενός προϊ-

ταξη, αποτελούμενη

όντος και που μπορεί να είναι τελείως

ακατέργαστο,

σ μ ά τ ω ν (δύο μικροτέρων ακραίων και ενός κεντρικού)

όπως προέρχεται από τη φύση μέσω εξόρυξης ή κατερ-

αντί ενός, με σκοπό την α ύ ξ η σ η της αναλυτικής ικανό-

γ α σ μ έ ν ο μερικώς, δεν έχει ό μ ω ς αποκτήσει α κ ό μ η

τητας του όλου σ υ σ τ ή μ α τ ο ς το οποίο χρησιμοποιεί αυ-

μορφή που απαιτείται για να αποτελέσει ένα

τη

κατανα-

λωτικό αγαθό.

Raw Score

[Ανεπεξέργαστη

βαθμολογία]

Πρό-

Στατ.

εκ τριών χαρακτηριστικών

πρι-

τήν την διάταξη.

Rayleigh - Ritz M e t h o d [ Μ έ θ ο δ ο ς R a y l e i g h - R i t z ] Μαθημ. Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α μ έ θ ο δ ο η ο π ο ί α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι

κειται για τη βαθμολογία σε τεστ ή για τη μ έ τ ρ η σ η ε-

ευρύτατα για την εύρεση προσεγγιστικών λύσεων

νός πειράματος,

ρίως σε προβλήματα του λογισμού τ ω ν μεταβολών και

όπως παρατηρείται

αρχικά

πριν

τη

σε προβλήματα

διαδικασία επεξεργασίας των αποτελεσμάτων.

Raw S e w a g e

[Ακάθαρτα λύματα]

Υδμολ.

Σ ε ένα δίκτυο

ακαθάρτων, το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από τη χ ρ ή σ η και το οποίο δεν έχει υποστεί καμιά επεξεργασί[Αφιλτράριστο νερό]

Υδμολ.

Το νερό όπως

προέρχεται από τη φ ύ σ η και δεν έχει υποστεί

καμιά

επεξεργασία καθαρισμού ώστε να είναι κατάλληλο ως πόσιμο.

Ray

[Ακτίνα]

τιμών

της

ανάλυσης, που ανάγονται σε προβλήματα μεταβολών.

Rayleigh Scattering Ηλεκτμομαγν. Π ρ ω τ ο γ ε ν ή ς

[Σκέδαση

Reyleigh]

ή δευτερογενής

παραγωγή

κά μεγάλων σωματιδίων μέσα στο μ έ σ ο ν το οποίο μεταδίδει τ η ν εν λ ό γ ω ακτινοβολία. Τ ο κ υ α ν ό χ ρ ώ μ α τ ο υ ουρανού οφείλεται σ ε τέτοια σκέδαση.

Standard Test [ Δ ο κ ι μ ή δ ι ε ί σ δ υ σ η ς ] Εδαφ.. Δ ο κ ι μ ή υ π α ί θ ρ ο υ η

Raymond Αστμον.

μαθηματικής

ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας λόγω ύπαρξης σχετι-

α καθαρισμού.

R a w Water

συνοριακών

κυ-

Στη επιστήμη της αστρονομίας, ο

τυποποιημένης οποία εκτελεί-

ό ρ ο ς χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι γ ι α ν α δ η λ ώ σ ε ι τις λ α μ π ρ έ ς δέ-

ται κατά τη διάρκεια γ ε ω τ ρ ή σ ε ω ν μετρώντας τη διείσ-

σμες φωτός π ο υ έχει παρατηρηθεί ότι εκπέμπουν

δυση ενός στελέχους στο εδαφικό υλικό, όταν εφαρμό-

κά-

ποιοι κρατήρες της σελήνης. Είναι περισσότερο ορατές

ζονται κρούσεις επί του στελέχους με

όταν έχουμε πανσέληνο.

μεθοδολογία. Η δ ο κ ι μ ή δίνει μια καλή ένδειξη της α-

Μαθημ.

Στην μαθηματική ο-

ρολογία ο όρος αναφέρεται στην ημιευθεία, στη γραμμή δηλαδή που ξεκινάει από ένα σημείο και εκτείνεται

συγκεκριμένη

ντοχής του εδαφικού υλικού.

Rayon

[Ραιγιόν]

Υλικ.

Τεχνητή υφάνσιμη ύλη από ανα-

- 1173 γ ε ν ν η μ έ ν η κ υ τ τ α ρ ί ν η π ο υ π ρ ο κ ύ π τ ε ι με π ρ ώ τ η ύλη το βαμβάκι ή το πολτό από διάφορα δέντρα. Β ι ο μ η χ α ν ι κ ά

R e a d Only M e m o r y

δεσμούς και παράγοντας λαμπερά χρώματα. [Ενεργά ενδιάμεσα]

Reactive Intermediate

μ π ο ρ ε ί ν α π α ρ α σ κ ε υ α σ τ ε ί μ ε δ ι ά φ ο ρ ε ς δ ι α δ ι κ α σ ί ε ς , π.

σταθή

χ. τ η δ ι α δ ι κ α σ ί α β ι σ κ ό ζ η ς κ α τ ά τ η ν ο π ο ί α κ α θ α ρ ή κ υ τ -

την πορεία

ταρίνη

κυρίως με σ π ά σ ι μ ο δ ε σ μ ώ ν των αρχικών

κατεργάζεται

με υδροξείδιο

του νατρίου

σ τ η συνέχεια σ χ η μ α τ ί ζ ε ι ίνες με τη βοήθεια

και

ακροφύ-

σιου. Αναφέρεται και σ α ν τεχνητό μετάξι. [ Ρ ο υ β ί δ ι ο ] Χημ.

Rb

ενδιάμεσα

προϊόντα

που

σχηματίζονται

μιας χημικής αντίδρασης.

Α-

Χημ.

κατά

Σχηματίζονται αντιδρώντων

σ υ σ τ α τ ι κ ώ ν και τείνουν να μεταβληθούν σ ε πιο σταθερά σ υ σ τ ή μ α τ α (προϊόντα). Τ α πιο βασικά ενεργά

Είναι ο χημικός συμβολισμός

του

στοιχείου τ ο υ ρ ο υ β ι δ ί ο υ ό π ω ς έχει ορισθεί στον πίνακα του περιοδικού συστήματος.

διάμεσα σε οργανικές αντιδράσεις είναι τα

εν-

καρβοκα-

τιόντα, τα κ α ρ β α ν ι ό ν τ α και οι ελεύθερες ρίζες. [Χημική δραστικότητα]

Reactivity

Χημ.

Καλείται η ι-

R C Asphalt [ Α σ φ α λ τ ι κ ό δ ι ά λ υ μ α ] Τεχνολ. —» Rapidδιότητα τ η ν οποία έχει σ ε μικρότερο ή μεγαλύτερο curing Asphalt βαθμό κάθε άτομο ή μόριο να αντιδρά με άλλα κατά τη R Coronae Borealis Star [ Α σ τ έ ρ α ς R C o r o n a e διάρκεια των χημικών αντιδράσεων. 1 B o r e a l i s ] Αστροφυς. Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α έ ν α μ ε τ α β λ η τ ό α - Read [ Α ν α γ ι γ ν ώ σ κ ω ] Πλημ. 1 . Ε κ τ ε λ ώ υ π η ρ ε σ ί ε ς α ν ά στέρα ανωμάλου κυμάνσεως, η λαμπρότητα του οποί-

γνα>σης είτε α π ό περιοχή ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς μ ν ή μ η ς ή

ου μεταβάλλεται κατά μη περιοδικά διαστήματα.

εσωτερική ή εξωτερική σ υ σ κ ε υ ή αποθήκευσης. 2. Μ ί α

Συ-

νήθως παρουσιάζει μια ξαφνική μείωση της λαμπρότη-

α π ό τις εντολές ο δ η γ ο ύ (driver) ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή ς

τάς τ ο υ κ α τ ά τ έ σ σ ε ρ α μ ε γ έ θ η και η α ν ά κ τ η σ η της αρχι-

αποθήκευσης ή περιφερειακής συσκευής.

3.

κής του λαμπρότητας είναι μια διαδικασία αργή

σήμα αντίστοιχο με δεδομένη

άλλων

και

ακανόνιστη.

συσκευής Παράγω μα-

γνητικών ή ηλεκτρικών σημάτων.

Radio Direction Read 2

R D F [ Ρ α δ ι ο γ ω ν ι ό μ ε τ ρ ο ] Πλοηγ. Finder Re

ακολουθία

από

[ Σ ύ μ β ο λ ο ρ η ν ί ο υ ] Χημ.

[Διαβάζω]

Επικοιν.

Λ ή ψ η στιγμιαίου

δείγματος

(από κάποιον κ α τ α χ ω ρ η τ ή ή άλλη σχετική μονάδα μι-

Είναι ο χημικός

συμβολι-

σμός του στοιχείου του ρηνίου στον περιοδικό πίνακα.

κρού μεγέθους).

ονομασία

Read A r o u n d Ratio [ Λ ό γ ο ς π ε ρ ι φ ε ρ ε ι α κ ή ς α ν ά γ ν ω σ η ς ] Πλημ. Ο α ρ ι θ μ ό ς τ ω ν φ ο ρ ώ ν σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο bit

αυτή χαρακτηρίζονται γαλαξίες δακτυλιοειδούς αραιής

α ν ά γ ν ω σ η ς μπορεί να τεθεί ίσο με 1 καθώς συγκεκρι-

δομής, χωρίς εμφανή πυρήνα ή άλλου είδους

μένη συσκευή ανάγνωσης αναγιγνώσκει δεδομένα από

R E Galaxy

[Γαλαξίας

RE] Αστμον.

Μ ε την

συμπυ-

κνωμένης ύλης.

Reactant

άλλη συσκευή.

[Αντιδρών]

Χημ.

Χ η μ ι κ ή ουσία που αντιδρά

[Σφάλμα ανάγνωσης]

Read Error

Πλημ.

Σφάλμα

το

με μία άλλη (ή διασπάται) κατά τη διάρκεια μίας χημι-

οποίο συμβαίνει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ανά-

κής αντίδρασης παράγοντας νέες ουσίες (προϊόντα).

γ ν ω σ η ς από κάποιον αντίστοιχο ο δ η γ ό (driver) κ α θ ώ ς

Reaction

[Αντίδραση]

Μηχ.

Ό τ α ν ένα σ ώ μ α καταπονεί-

αυτός

επιχειρεί

να

καθοδηγήσει

την

αντίστοιχη

συ-

ται από μία δ ύ ν α μ η , η δ ύ ν α μ η π ο υ αναπτύσσεται

σε

σκευή να αναγνώσει δεδομένα από το μέσο στο οποίο

κατεύθυνση αντίθετη από αυτή της καταπόνησης

και

αυτά είναι αποθηκευμένα. Τ ο σφάλμα αυτό συμβαίνει

στο ίδιο ακριβώς μέγεθος με τη δ ύ ν α μ η της καταπόνη-

συνήθως λόγω

σης. Τ ο ν ό μ ο αυτόν τον διατύπωσε ο Newton και ονο-

μ έ σ ο υ π ά ν ω στο οποίο είναι α π ο θ η κ ε υ μ έ ν α τα δεδομέ-

μάζεται ο τρίτος νόμος της κίνησης του Newton.

να.

Reaction E n g i n e

[Κινητήρας αντίδρασης]

Μηχ.

Καλεί-

μαγνητικής βλάβης ή διάβρωσης

[Κεφαλή ανάγνωσης]

Read H e a d σωτερικής

ράγεται βάσει της αρχής της δράσης αντίδρασης.

οποία είναι υπεύθυνη για τη μετατροπή μαγνητικών ή

τοιοι είναι οι κινητήρες τ ω ν αεριωθούμενων

αεροσκα-

οπτικών

εξωτερικής

σημάτων

συσκευής

κεφαλή ε-

ται κάθε κινητήρας του ο π ο ί ο υ η δ ύ ν α μ η π ρ ό ω σ η ς παΤέ-

ή

Πλημ. Η

του

δεδομένων

αποθήκευσης,

αποθήκευσης

φ ώ ν οι οποίοι π α ρ ά γ ο ν τ α ς και ε κ τ ο ξ ε ύ ο ν τ α ς προς μία

κ τ ρ ο ν ι κ ό σ ή μ α (bit-stream) το οποίο είναι

κατεύθυνση

για περαιτέρω επεξεργασία από την κεντρική

μία ισχυρότατη δέσμη αερίων

αποκτούν

την απαιτούμενη προωθητική δύναμη.

Reaction M e c h a n i s m

σε

η

ηλε-

κατάλληλο μονάδα

επεξεργασίας. Η κεφαλή ανάγνωσης οδηγείται από τον

[Μηχανισμός αντίδρασης]

Το σύνολο των επιμέρους στοιχειωδών

Χημ.

αντιδράσεων

α ν τ ί σ τ ο ι χ ο ο δ η γ ό , (driver), (βλέπε

Read In

[ Α ν ά γ ν ω σ ε και φέρε]

Read, Read-Error). Πληρ. Ε π ι τ έ λ ε σ ε δ ι α δ ι -

που απαρτίζουν τη συνολική αντίδραση κατά τη μετα-

κασία ανάγνωσης ακολουθούμενη

τροπή των αντιδρώντων σωμάτων σε προϊόντα.

στοιχες διαδικασίες μεταφοράς, αρχικής επεξεργασίας,

Reaction M o t o r [ Κ ι ν η τ ή ρ α ς Reaction Engine Reactions Inventory [ Π ι θ α ν έ ς

αντίδρασης]

Μηχ.

->

αντιδράσεις]

Βιομ.

Το

προκύψουν ως αντίδραση σε μια κατάσταση ισορροπίισορροπία

της υφιστάμενης

κατάστασης

διαταραχτεί από έναν εξωτερικό παράγοντα.

Reactive B o n d

μετατροπής και προσωρινής αποθήκευσης των δεδομέν ω ν από μ ν ή μ η ή ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ή ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή σ υ σ κ ε υ ή α-

σύνολο των καταστάσεων που υπάρχει πιθανότητα να ας, ό τ α ν η

από όλες τις αντί-

ποθήκευσης

σε

Χημ.

Εί-

χώρο

αποθήκευσης

στη

μνήμη.

Read In P r o g r a m

[Πρόγραμμα

ανάγνωσης]

Πληρ.

Π ρ ό γ ρ α μ μ α ή υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α σκοπός τ ο υ οποίου είναι η ενεργοποίηση

[Δραστικός ή ενεργός δεσμός]

προσωρινό

διαδικασιών

Τέτοια προγράμματα

ανάγνωσης

είναι συνήθως

δεδομένων.

"κλειστής"

μορ-

δος χ η μ ι κ ο ύ δ ε σ μ ο ύ μ ε τ α ξ ύ δ ύ ο α τ ό μ ω ν με μ ε γ ά λ η τά-

φής και δεν επιτρέπουν περαιτέρω διαμεσολάβηση από

σ η για ε κ δ ή λ ω σ η χ η μ ι κ ώ ν αντιδράσεων. Σ υ ν ή θ ω ς πε-

τον χειριστή, εκτός από εισαγωγή συγκεκριμένων

ριέχει μεγάλη ενέργεια π ο υ απελευθερώνεται

δομένων, τα οποία

με

την

ε κ δ ή λ ω σ η αντίδρασης. Π.χ. ο διπλός και ο τριπλός δε-

αντίστοιχο

σμός είναι πολύ δραστικοί δεσμοί, καθώς δίνουν εύκο-

του. (βλέπε

λα αντιδράσεις προσθήκης με σχηματισμό κορεσμένων παραγώγων.

Reactive Dye που

μόλις εισαχθούν, α ν α γ κ ά ζ ο υ ν

πρόγραμμα

να

τερματίσει

Read-Out Program). Read Only M e m o r y [ Μ ν ή μ η μ ό ν ο

τη

αντιδρά με το ύφασμα

Υλικ.

Είδος χρωστικής

σχηματίζοντας

ισχυρούς

το

λειτουργία

ανάγνωσης]

Πληρ.

Είναι μνήμη στην οποία αποθηκεύονται δεδομένα [Δραστική βαφή]

δε-

μία

μ ό ν ο ν φορά κατά τρόπο μη διαγραφόμενο, οπότε και η ταχύτητα π ρ ό σ β α σ η ς σ ε αυτά είναι π ο λ ύ μεγαλύτερη.

Read Only Storage

-1174-

λης χωρητικότητας, όπως σ κ λ η ρ ο ύ ς δίσκους. Κ ά θ ε μία Read Only Storage [ Μ ν ή μ η μ ό ν ο α ν ά γ ν ω σ η ς ] —> από τις κεφαλές της χτένας αντιστοιχεί σ ε μία ξεχωριRead Only Memory στή μαγνητική επιφάνεια της εν λόγω συσκευής. Read Only Terminal [ Π ε ρ ι φ ε ρ ε ι α κ ό μ ό ν ο α ν ά γ ν ω σ η ς ] Πληρ. Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι κ ά θ ε σ υ σ κ ε υ ή μ ε τ η ν ο π ο ί α ε ί ν α ι Read / Write Head [ Κ ε φ α λ ή α ν ά γ ν ο χ τ η ς / ε γ γ ρ α φ ή ς ] δυνατή η α ν ά γ ν ω σ η και μόνον, των ψηφιακών δεδομέΠληρ. Μ ί α α π ό τ ι ς σ υ ν ι σ τ ώ σ ε ς τ ο υ π ο λ λ α π λ ο ύ α ρ μ ο ύ νων

και π λ η ρ ο φ ο ρ ι ώ ν π ο υ

αποστέλλονται σε

αυτήν,

ανάγνωσης/εγγραφής στον ορισμό του

προηγούμενου

και όχι η οποιαδήποτε μορφή π α ρ έ μ β α σ η ς στα δεδομέ-

λήμματος ή η μοναδική συνιστώσα σε συσκευές

να, όπως για παράδειγμα είναι ο εκτυπωτής.

θ ή κ ε υ σ η ς μικρής χωρητικότητας, υ π ε ύ θ υ ν η για τη με-

[Πρόγραμμα

Read O u t P r o g r a m

εξαγωγής]

Πληρ.

τατροπή μαγνητικών σημάτων σε ηλεκτρονικά

αποσήμα-

τα. (βλέπε

συνήθως

Read/Write Comb). Read / Write M e m o r y [ Μ ν ή μ η α ν ά γ ν ω σ η ς / ε γ γ ρ α φ ή ς ] Πληρ. Δ υ ν α μ ι κ ή η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή μ ν ή μ η , η ο π ο ί α ε π ι τ ρ έ -

"κλειστής" μορφής και δεν ε π ι τ ρ έ π ο υ ν π ε ρ α ι τ έ ρ ω δια-

πει και α ν ά γ ν ω σ η και ε γ γ ρ α φ ή δ ε δ ο μ έ ν ω ν σε διάφορες

μεσολάβηση από το χειριστή, παρεκτός εξαγωγή

περιοχές της.

Π ρ ό γ ρ α μ μ α ή υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α σκοπός του οποίου είναι η ε ν ε ρ γ ο π ο ί η σ η διαδικασιών εγγραφής ή ε ξ α γ ω γ ή ς δεδομένων.

Τέτοια

προγράμματα

είναι

συ-

Ο ορισμός

συχνά

χρησιμοποιείται

και

γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο ι δεδομένων, τα οποία μόλις εξαχθούν συ-

καταχρηστικά για μαγνητική μνήμη εξωτερικών

νήθως σε πινακοειδή μορφή, αναγκάζουν το αντίστοι-

θητικών σ υ σ κ ε υ ώ ν αποθήκευσης, αλλά σπάνια, (βλέπε

χο π ρ ό γ ρ α μ μ α ν α τερματίσει τη λειτουργία του. (βλέπε ανάγνωσης-διάτρησης

Read/Write Random-Access Memory). Read / Write R a n d o m - Access M e m o r y [ Μ ν ή μ η α ν ά γ ν ω σ η ς / ε γ γ ρ α φ ή ς ] Πληρ. Δ υ ν α μ ι κ ή η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή

ο αντίστοιχος ε ξ ο π λ ι σ μ ό ς σ ε πα-

μ ν ή μ η τύπου ram, η οποία επιτρέπει και α ν ά γ ν ω σ η και

Read-In Program). Read - Punch Unit κ α ρ τ ώ ν ] Πληρ. Ό λ ο ς

[Μονάδα

λαιότερα υπολογιστικά

συστήματα

παρωχημένης

τε-

χνολογίας, υπεύθυνος για την εισαγωγή δεδομένων με τη βοήθεια α ν ά γ ν ω σ η ς διάτρητων καρτών και για την

βοη-

ε γ γ ρ α φ ή δ ε δ ο μ έ ν ω ν σ ε διάφορες π ε ρ ι ο χ έ ς της. (βλέπε

Read/Write Memory). Reader [ Α ν α γ ν ώ σ τ η ς ] Πληρ.

Χαρακτηρισμός ηλεκτρο-

εξαγωγή δεδομένων με τη βοήθεια αυτόματης διάτρη-

νικής συσκευής με δυνατότητα να λαμβάνει συγκεκρι-

σης νέων καρτών. Τέτοιος εξοπλισμός σπάνια

μένη

χρησι-

μοποιείται πλέον.

πληροφορία

[Οθόνη ανάγνωσης)

Read Screen

πληροφορία

Πληρ.

Σε εξοπλισμό

είτε κειμενικής ή μ ο υ σ ι κ ή ς οπτικής αναγνώρισης, χαρακτηρισμός είτε τ ο υ σ α ρ ω τ ή είτε οποιασδήποτε

επι-

και

να

τη

άλλης μορφής.

μετατρέπει Ονομασία

σε

συναφή

παρωχημένων

συσκευών ανάγνωσης διάτρητων καρτών σε παλαιότερα υπολογιστικά συστήματα. [Αναγνύ'κττης-Μεταφραστής]

Reader - Interpreter

Πληρ.

φάνειας χρησιμοποιείται για ν α σ α ρ ω θ ο ύ ν τα σύμβολα

Α ν α γ ν ώ σ τ η ς ο οποίος επιπλέον εκτελεί και υπηρεσίες

προς αναγνώριση.

αναγνώρισης, μετάφρασης και ελέγχου, όπως υποπρόΜε

δεδομένες

γραμμα το οποίο προσπαθεί επιτυχώς ή ανεπιτυχώς να

συγκεκριμένες παραμέτρους υπολογιστικού

συστήμα-

μεταφράσει τμήματα κειμενικών δεδομένων τα

Read T i m e

[Χρόνος ανάγνωσης]

τος, ό π ω ς ταχύτητα

Πληρ.

επεξεργασίας,

και

θα χρησιμοποιηθούν αργότερα για να καλεστούν έτερα

απαιτείται

υ π ο π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α , β ά σ ε ι τ ι μ ώ ν οι ο π ο ί ε ς υ π ο λ ο γ ί ζ ο ν τ α ι

ταχύτητα bus

ταχύτητα επεξεργαστή, ο χρόνος ο οποίος

οποία

για ν α εκτελεστεί ένας πλήρης κύκλος read είτε αυτός

από σωστά συντεταγμένο

αφορά δυναμική α ν ά γ ν ω σ η δεδομένων από την μνήμη

interpreters είναι τέτοιοι.

ram είτε rom ή παθητική α ν ά γ ν ω σ η δεδομένων

από

εξωτερική συσκευή αποθήκευσης, όπως σκληρό δίσκο, cd-rom, κλπ.

κείμενο.

Reader Punch E q u i p m e n t κ α ρ τ ώ ν ] Πληρ. Ε ξ ο π λ ι σ μ ό ς

Οι compilers

και

[Εξοπλισμός

διάτρητων

παρωχημένων

συσκευών

α ν ά γ ν ω σ η ς κ α ρ τ ώ ν για ε ι σ α γ ω γ ή δ ε δ ο μ έ ν ω ν και

διά-

εγγραφή]

τρησης για εξαγωγή δεδομένων σε παλαιότερα

να

εκτε-

γιστικά συστήματα. Σε σύγχρονα υπολογιστικά συστή-

λεί διαδικασίες α ν ά γ ν ω σ η ς α π ό τη μ ν ή μ η ή από περι-

ματα χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι σ χ ε δ ό ν κατ' α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ό τ η τ α

φερειακές συσκευές ταυτόχρονα με διαδικασίες εγγρα-

σ ή μ ε ρ α π λ η κ τ ρ ο λ ό γ ι α και ε κ τ υ π ω τ έ ς laser.

Read While Writing [ Α ν ά γ ν ω σ η κ α τ ά τ η ν Πληρ. Ι κ α ν ό τ η τ α υ π ο λ ο γ ι σ τ ι κ ο ύ ε ξ ο π λ ι σ μ ο ύ

φής σε σ υ σ κ ε υ ή α π ο θ ή κ ε υ σ η ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν . Κ α θ ώ ς δια-

υπολο-

[Αναθεώρηση ετοιμότητας]

Readiness Review

Πληρ.

δικασίες α ν ά γ ν ω σ η ς και εγγραφής είναι πάντοτε γραμ-

Α ν α θ ε ώ ρ η σ η της οποίας ο σκοπός είναι η εξακρίβωση

μικές, ο χαρακτηρισμός είναι καταχρηστικός και αφο-

της πλήρους ετοιμότητας υπολογιστικού εξοπλισμού ή

ρά σ τ η ν ταχύτητα με την οποία αυτές

συστήματος ως προς συγκεκριμένη εφαρμογή.

εκλαμβάνονται

ως τέτοιες από το χειριστή.

θως επιτελείται κατά την εγκατάσταση νέου

Read / Write Channel [ Κ α ν ά λ ι α ν ά γ ν ω σ η ς / ε γ γ ρ α φ ή ς ] Πληρ. Ο φ υ σ ι κ ό ς η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό ς δ ί α υ λ ο ς μ έ σ α α π ό σ τ ο ν οποίο δρομολογούνται τα δεδομένα από την

κεντρική

Συνή-

υπολογι-

στικού εξοπλισμού ή κατά την εκκίνηση του συστήματος στην αρχή της ημέρας.

Reading

[Ανάγνωση]

Τεχνολ. Η

ένδειξη ενός οργάνου

μονάδα επεξεργασίας υπολογιστικού συστήματος πριν

π ο υ καταγράφεται σ ε μια ο θ ό ν η η οποία προκύπτει α-

αναγνωστούν από ή εγγραφούν σε εξωτερική

πό την αντίδραση τ ω ν α ι σ θ η τ ή ρ ω ν του ο ρ γ ά ν ο υ σε με-

συσκευή

αποθήκευσης ή στην μνήμη.

ταβολές του περιβάλλοντος.

Read / Write Check Indicator [ Δ ε ί κ τ η ς ε λ έ γ χ ο υ Reading Rate [ Τ α χ ύ τ η τ α α ν ά γ ν ω σ η ς ] Πληρ. Ο λ ό γ ο ς α ν ά γ ν ω σ η ς / ε γ γ ρ α φ ή ς ] Πληρ. Η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή ή π ρ ο γ ρ α μ m/t, ό π ο υ m ε ί ν α ι ο α ρ ι θ μ ό ς τ ω ν α ν α γ ι γ ν ω σ κ ο μ έ ν ω ν ματιστική σ υ ν ι σ τ ώ σ α η οποία ειδοποιεί το χρήστη για

bits κ α ι t ε ί ν α ι ο α ν τ ί σ τ ο ι χ ο ς χ ρ ό ν ο ς α ν ά γ ν ω σ η ς , α π ό

την επιτυχία διαδικασιών α ν ά γ ν ω σ η ς ή εγγραφής μέσω

αντίστοιχη

αποστολής κατάλληλων κωδικών σφάλματος από

σ κ ε υ ή αποθήκευσης, μ ν ή μ η , κλπ.

τον

αντίστοιχο οδηγό (driver) της συσκευής, η οποία επιτελεί τ η ν α ν ά γ ν ω σ η ή τ η ν εγγραφή.

Read / Write C o m b [ Χ τ έ ν α α ν ά γ ν ω σ η ς / ε γ γ ρ α φ ή ς ] Πληρ. Ο φ υ σ ι κ ό ς π ο λ λ α π λ ό ς α ρ μ ό ς τ η ς κ ε φ α λ ή ς α ν ά γ ν ω σ η ς και εγγραφής σε σ υ σ κ ε υ έ ς αποθήκευσης μεγά-

συσκευή

Reading Station 1 γκεκριμένος

ανάγνωσης,

περιφερειακή

[Σταθμός ανάγνωσης]

χώρος,

ο

αφιερωμένος

Πληρ.

στον

συ-

Ο συ-

εξοπλισμό

α ν ά γ ν ω σ η ς διάτρητων καρτών και ό λ ω ν των σ υ ν α φ ώ ν λειτουργιών α ν ά γ ν ω σ η ς από διάτρητες κάρτες, σε παρωχημένα

υπολογιστικά

συστήματα

παλαιότερης

τε-

-

1175-

χνολογίας. Σ ε σ ύ γ χ ρ ο ν α υπολογιστικά σ υ σ τ ή μ α τ α , αυ-

Real

Rcal Storage Declaration

[Δήλωση

πραγματικού]

Πληρ.

τοί οι σ τ α θ μ ο ί έ χ ο υ ν α π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ά αντικατασταθεί α-

Κειμενική έκφραση στο συντακτικό ανώτερης

πό π λ η κ τ ρ ο λ ό γ ι α , σ α ρ ω τ έ ς , σ υ σ κ ε υ έ ς α ν ά γ ν ω σ η ς cd-

σας προγραμματισμού, η οποία υποχρεώνει

rom και εξωτερικούς σκληρούς δίσκους.

μένο μεταφραστή (compiler) της αντίστοιχης γ λ ώ σ σ α ς

Readout Station

2

[Σταθμός διαβάσματος]

τοιοι σταθμοί παρακολουθούν αδιάλειπτα συνεχούς

μετάδοσης όπως δορυφόροι

Τέ-

Επικοιν.

συστήματα

παρακολούθη-

σης μετεωρολογικών φαινομένων όπου η

καθυστέρη-

[Ετοιμο σκυρόδεμα]

Το

Οικοδ.

ν ω π ό σ κ υ ρ ό δ ε μ α το ο π ο ί ο κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ε τ α ι σε ένα εργοστάσιο

παραγωγής

σκυροδέματος,

συγκεκρι-

ν α ε κ κ ι ν ή σ ε ι ό λ ε ς τις ε σ ω τ ε ρ ι κ έ ς δ ι α δ ι κ α σ ί ε ς οι ο π ο ί ε ς σχετίζονται

με

την

καταχώρηση

μεταβλητής

τύπου

σ τ ο ι χ ε ι ώ δ ο υ ς δ ο μ ή ς real ή float. Η δ ή λ ω σ η : ...r: real; . . . σ ε γ λ ώ σ σ α p a s c a l ή η δ ή λ ω σ η . . . f l o a t r; . . . σ ε γ λ ώ σ σ α c, είναι π α ρ α δ ε ί γ μ α τ α τ έ τ ο ι ω ν δ η λ ώ σ ε ω ν ,

ση θα προκαλέσει διαταραχή (χρονισμού).

Ready Mix Concrete

γλώσ-

με

σκοπό

την

(βλέπε

Real Data Type, Real Variable). Real Function [ Π ρ α γ μ α τ ι κ ή σ υ ν ά ρ τ η σ η ]

Μαθημ.

Πραγματική συνάρτηση ονομάζεται η συνάρτηση

μιας

διάθεση του προϊόντος ως εμπόρευμα προς τους κατα-

ή π ε ρ ι σ σ ο τ έ ρ ω ν π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν μεταβλητών, κ α θ ώ ς επί-

σκευαστές τεχνικών έργων.

σης και μια αναλυτική σ υ ν ά ρ τ η σ η το ανάπτυγμα

Ready T o Receive Signal [ Σ ή μ α έ τ ο ι μ ο γ ι α λ ή ψ η ] Επικοιν. Σ ή μ α π ο υ σ υ ν α ν τ ά μ ε σ ε π ο λ λ έ ς μ ε τ α δ ό σ ε ι ς π χ Χ.25.

οποίας σε δυναμοσειρά περί ενός πραγματικού

[Αντιδραστήριο]

1. Χ η μ ι κ ή ουσία ή

ΑναλΧημ.

αριθ-

μού αποτελείται μόνο από πραγματικούς συντελεστές.

Real Gas

Reagent

της

[Πραγματικό (μη ιδανικό) αέριο]

Φυσ.Χημ.

Αέριο που αποκλίνει από τους νόμους που

περιγρά-

Χημεία

φ ο υ ν τ α λ ε γ ό μ ε ν α ι δ α ν ι κ ά α έ ρ ι α (π.χ. τ η ν κ α τ α σ τ α τ ι κ ή

για τον ποιοτικό ή ποσοτικό προσδιορισμό άλλων ου-

ε ξ ί σ ω σ η τ ω ν ι δ α ν ι κ ώ ν α ε ρ ί ω ν ) και σ τ ο οποίο θα πρέ-

σιών ή δειγμάτων. Κατά σειρά αυξημένης

πει να ληφθούν υ π ό ψ η και οι αλληλεπιδράσεις

διάλυμα που χρησιμοποιείται στην Αναλυτική

τας τ α ξ ι ν ο μ ο ύ ν τ α ι σ ε τεχνικώς καθαρά, καθαρά,

χημικά

καθαρά,

αναλυτικά

καθαρότη-

φαρμακευτικά

καθαρά

τ ω ν μορίων ή των α τ ύ μ ω ν που το αποτελούν.

σε

Real Image

πρωτογενείς π ρ ό τ υ π ε ς ουσίες. 2. Στοιχείο ή χ η μ ι κ ή έ-

ντικειμένου

ν ω σ η π ο υ α ν τ ι δ ρ ά με δ ε δ ο μ έ ν η χ η μ ι κ ή έ ν ω σ η γ ι α την

πτοηλεκτρονική

διεξαγωγή κάποιας χημικής αντίδρασης. Π.χ. τα αντι-

εστιακή απόσταση μεγαλύτερη του μηδενός.

δραστήρια Grignard π ο υ αντιδρούν με

και

καρβονυλικές

ενώσεις.

Real Line

[Πραγματική εικόνα] το

λυτικούς

σκοπούς.

Συνοδεύονται

από

πιστοποιητικό

οποίο

Οπτικ.

σχηματίζεται

διάταξη η οποία

στη

γεωμετρική

Τ ο είδωλο α-

από

σύνθετη

έχει (σαν

[Ευθεία των πραγματικών]

αναφέρεται

Reagent G r a d e [ Α ν α λ υ τ ι κ ά κ α θ α ρ ό α ν τ ι δ ρ α σ τ ή ρ ι ο ] ΑνσλΧημ. Χ η μ ι κ ό α ν τ ι δ ρ α σ τ ή ρ ι ο κ α τ ά λ λ η λ ο γ ι α α ν α -

μεταξύ

ευθεία

ο-

σύνολο) Ο

Μαθημ. απείρου

όρος

μήκους

π ά ν ω στην οποία είναι τοποθετημένοι οι πραγματικοί αριθμοί, με μια τέτοια γραμμική διάταξη ώστε να καθίσταται φανερή μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία

με-

ανάλυσης στο οποίο αναφέρεται τα π ο σ ο σ τ ά των προ-

ταξύ των πραγματικών αριθμών και τ ω ν σ η μ ε ί ω ν της

σμίξεων.

ευθείας, καθώς και η α π ό σ τ α σ ή τους από το

Αναφέρονται

και

με

τα

ονόματα

"pro

σημείο

analysi", "analytical reagent" κλπ. ανάλογα με τον κα-

που αυθαίρετα επιλέγεται να είναι το μηδέν, είτε

τασκευαστή του προϊόντος.

θετική είτε με αρνητική κατεύθυνση.

Real [ Π ρ α γ μ α τ ι κ ό ς ] Πληρ. -> Real Data Type. Real Axis [ Π ρ α γ μ α τ ι κ ό ς ά ξ ο ν α ς ] Μαθημ. Ο ά ξ ο ν α ς

των

Real Linear Group [ Π ρ α γ μ α τ ι κ ή γ ρ α μ μ ι κ ή ο μ ά δ α ] Μαθημ. Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α ο μ ά δ α μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ μ ώ ν τ α

πραγματικών αριθμών είναι ο άξονας x'x (με εξίσωση

στοιχεία της οποίας είναι γραμμικοί

ψ=0)

με μη μηδενικό πίνακα διακρίνουσας ενός

του

καρτεσιανού

συστήματος

συντεταγμένων.

με

μετασχηματισμοί πραγματι-

Στον πραγματικό άξονα απεικονίζονται οι πραγματικοί

κού διανυσματικού χώρου, με πράξη τη σύνθεση μετα-

α ρ ι θ μ ο ί , δ η λ α δ ή ο ι μ ι γ α δ ι κ ο ί α ρ ι θ μ ο ί της μ ο ρ φ ή ς x+Oi.

ξύ των στοιχείων.

Real Closed Field

Μα- Real N u m b e r

[Πραγματικό κλειστό πεδίο]

[Πραγματικός αριθμός]

Ονομά-

Μαθημ.

των

ζεται κάθε θετικός ή αρνητικός αριθμός καθώς και το

π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν αριθμίών, το ο π ο ί ο π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι ως μ ό ν η

μηδέν. Κ ά θ ε πραγματικός αριθμός παριστάνει ένα ση-

α λ γ ε β ρ ι κ ή ε π έ κ τ α σ η τ ο ί δ ι ο π ε δ ί ο F(TOV ε α υ τ ό τ ο υ ) .

μείο στην ευθεία των πραγματικών αριθμών.

θημ.

Ο όρος αναφέρεται σε πεδίο F του συνόλου

Real Closure

[Πραγματική κλειστή θήκη]

ωρούμε ένα πεδίο F του συνόλου των

Μαθημ.

Θε-

πραγματικών

Real Object

[Πραγματικό αντικείμενο]

Φυσικό

Οπτικ.

αντικείμενο του οποίου το φως εισέρχεται σε σύνθετη

αριθμών. Η πραγματική κλειστή θήκη (περίβλημα) του

οπτοηλεκτρονική διάταξη και αναλύεται ή

F είναι το πραγματικό κλειστό πεδίο που αποτελεί μια

κατάλληλα. Α π λ ο ύ σ τ ε ρ α , το αντικείμενο το οποίο

αλγεβρική επέκταση του F.

πεικονίζεται από οπτοηλεκτρονική διάταξη.

Real Crystal Κρύσταλλος

[Πραγματικός στον

οποίο

εστιάζεται

κρύσταλλος]

λαμβάνονται

Κρυσταλλ. Real Orthogonal G r o u p [ Π ρ α γ μ α τ ι κ ή ο ρ θ ο γ ώ ν ι α υ π ό ψ η και οι μ ά δ α ] Μαθημ. Ο ό ρ ο ς δ η λ ώ ν ε ι τ η ν ο μ ά δ α π ο υ έ χ ε ι

ως

στοιχεία,

ορθογώνιους

πίνακες

λειες σ τ η θ έ σ η τ ω ν α τ ό μ ω ν , μη στοιχειομετρικές ενώ-

πραγματικών αριθμών. Η ειδική πραγματική

ορθογώ-

σεις, ατέλειες σ τ η φ ύ σ η τ ω ν α τ ό μ ω ν , εκτοπίσεις κλπ.

νια ομάδα είναι μια υ π ο ο μ ά δ α αυτής, τα στοιχεία της

Στοιχειώδης

[Δομή δεδομένων πραγματικού]

δομή

δεδομένων

σε

ανώτερες

Πληρ.

γλώσσες

τετραγωνικούς

ο-

διάφορες ατέλειες της κ ρ υ σ τ α λ λ ι κ ή ς δομής, ό π ω ς ατέ-

Real Data Type

τους

α-

οποίας είναι ο ι ο ρ θ ο γ ώ ν ι ο ι π ί ν α κ ε ς με ο ρ ί ζ ο υ σ α

Real Part

[Πραγματικό μέρος]

Μαθημ.

1.

Θεωρούμε

τον

προγραμματισμού, η οποία έχει σ υ ν ή θ ω ς εύρος 3 2 , 80

μ ι γ α δ ι κ ό α ρ ι θ μ ό ζ = α + β ί , μ ε α, p e R . Κ α λ ε ί τ α ι π ρ α γ μ α -

ή 9 6 bits κ α ι μ π ο ρ ε ί ν α λ ά β ε ι τ ι μ έ ς σ τ α α κ ό λ ο υ θ α ε υ ρ ύ

τ ι κ ό μ έ ρ ο ς τ ο υ ζ , ο π ρ α γ μ α τ ι κ ό ς α ρ ι θ μ ό ς α.

3

( σ τ η ν π ε ρ ί π τ ω σ η τ ω ν 3 2 bits): [ - 3 . 4 1 0 * . . 3 . 4 1 0 λώνεται

ως: real σ τ η ν γ λ ώ σ σ α

pascal

και

38

]. Δη-

ως:

float

Real Plane

[Πραγματικό επίπεδο]

Μαθημ.

Ο όρος ανα-

φέρεται σ ε ένα επίπεδο τα σ η μ ε ί α τ ο υ ο π ο ί ο υ

αποτε-

σ τ η ν γ λ ώ σ σ α c. Κ α τ α χ ρ η σ τ ι κ ά οι δ ο μ έ ς double σ ε c

λούν τα διατεταγμένα ζεύγη απεικόνισης τ ω ν πραγμα-

και extended σ ε pascal θεωρούνται

τικών αριθμών.

επίσης ως

δομές

real α ν κ α ι ο α ρ ι θ μ ό ς τ ω ν b i t s π ο υ κ α τ α λ α μ β ά ν ο υ ν ε ί ναι μεγαλύτερος.

Real

Storage

[Φυσικό

αποθηκευτικό

μέσο]

Οπτική ή μαγνητική μνήμη σε εσωτερικές ή

Πλημ.

εξωτερι-

Real T i m e

-1176-

κές βοηθητικές συσκευές αποθήκευσης, όπως εσωτερι-

διαδικασία της επανεκκίνησης ενός ηλεκτρονικού υπο-

κ ο ύ ς ή ε ξ ω τ ε ρ ι κ ο ύ ς σ κ λ η ρ ο ύ ς δίσκους, ε ξ ω τ ε ρ ι κ έ ς κα-

λογιστή, είτε διότι το απαιτεί κάποια εφαρμογή

σέτες, cd-rom, κλπ.

γ ι α τ ί ε μ φ α ν ί σ τ η κ ε κ ά π ο ι ο σ φ ά λ μ α ή γ ι α ά>0νθ λ ό γ ο ,

Real T i m e

[Πραγματικός χρόνος]

χρησιμοποιείται

στην

Πληρ.

Ό ρ ο ς ο οποίος

των

ηλεκτρονικών

τεχνολογία

υπολογιστών σε περιπτώσεις που η ταχύτητα

επεξερ-

γασίας είναι αρκετά υ ψ η λ ή ώ σ τ ε ο χρόνος που

είτε

ενεργοποιώντας από την αρχή τα λειτουργικά λογισμικά προγράμματά του.

Rebound

Hammer

[Κρουστικό

όργανο]

Πολ.Μηχ.

μεσο-

Ό ρ γ α ν ο με τ ο ο π ο ί ο ε φ α ρ μ ό ζ ο ν τ α ι κ ρ ο ύ σ ε ι ς σ τ η ν επι-

λαβεί μέχρι το τέλος της επεξεργασίας ν α μη γίνεται

φάνεια του σκυροδέματος και προκύπτει σε μια οθόνη

αντιληπτός από την ανθρώπινη αντίληψη.

η αντοχή π ο υ έχει τ ο σ κ υ ρ ό δ ε μ α στο σ η μ ε ί ο π ο υ εφαρ-

Real T i m e Clock Ηλεκτρονικό

[Ρόλοι πραγματικού χρόνου]

κύκλωμα παραγωγής παλμών

Πληρ.

το

οποίο

παράγει παλμούς σε τακτά χρονικά διαστήματα

μεγά-

μόστηκε η κρούση.

Rebroadcast

[Αναμετάδοση

προγράμματος]

Επικοιν.

Μ ε τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η επανάληψη ή

τηλεοπτικού

προγράμματος

ενός

λης ακρίβειας, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για το συ-

ραδιοφωνικού

ντονισμό των υπολοίπων κυκλωμάτων του ηλεκτρονι-

επόμενη χρονική στιγμή από εκείνη της αρχικής μετά-

κού υπολογιστή.

δοσης.

Real T i m e Control System [ Σ ύ σ τ η μ α ε λ έ γ χ ο υ π ρ α γ - Rebuild [ Ε π α ν α κ α τ α σ κ ε υ ή ] Τεχνολ. Η μ α τ ι κ ο ύ χ ρ ό ν ο υ ] Πληρ. Α υ τ ό μ α τ ο σ ύ σ τ η μ α ε λ έ γ χ ο υ τ ο επαναφοράς ενός συγκροτήματος στην οποίο έχει τη δυνατότητα λειτουργίας σ ε χρόνο. Τέτοια συστήματα

πραγματικό

απαιτούνται σε

σε

μία

διαδικασία

της

κατάσταση που

είχε ως καινούργιο μ έ σ ω της α π ο σ ύ ν θ ε σ η ς του

συνό-

εφαρμογές

λ ο υ στα επιμέρους τεμάχια π ο υ το αποτελούν, τ ο ν έ-

ό π ο υ η ά μ ε σ η α ν τ ί δ ρ α σ η τ ο υ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς ε λ έ γ χ ο υ εί-

λ ε γ χ ο της κ α τ ά σ τ α σ η ς τ ο υ κ ά θ ε τ ε μ α χ ί ο υ , της αντικα-

ναι κρίσιμη, όπως σε αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά

τάστασης των φθαρμένων τμημάτων με ανταλλακτικά

μουσι-

κά όργανα, κ α θ ο δ ή γ η σ η π υ ρ α ύ λ ω ν , κλπ.

Real T i m e Operation Πληρ. Ε ν έ ρ γ ε ι α η ο π ο ί α

και της επανασύνθεσης του συνόλου στην αρχική

[Πράξη πραγματικού

χρόνου]

εκτελείται σε πραγματικό χρό-

νο.

μορφή. [Ανακαλώ]

Recall

Η

Επικοιν.

επανάκληση

σ υ ν δ ρ ο μ η τ ή είναι σύνηθες φαινόμενο που

Real T i m e Processing [ Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α π ρ α γ μ α τ ι κ ο ύ χ ρ ό ν ο υ ] Πληρ. Υ π ο λ ο γ ι σ τ ι κ ή ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α η ο π ο ί α λαμβάνει χώρα σε πραγματικό χρόνο.

ποιείται σταδιακά μέχρι το σημείο

την

διεξαγωγή

συγκεκριμένης

γασίας δεδομένων σε πραγματικό χρόνο.

πρόβλημα, τότε ο λόγος Α/Β.

υπολογιστή

χρόνου] το

οποίο

αποτελείται από κατάλληλο ηλεκτρονικό και λογισμικό μέρος προκειμένου ν α λειτουργεί

σε

πραγματικό

χρόνο.

ισχύει, το πεδίο τιμών της είτε είναι υ π ο σ ύ ν ο λ ο

του

σ υ ν ό λ ο υ των π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν είτε ταυτίζεται με ολόκληρο το σ ύ ν ο λ ο τ ω ν π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν αριθμών.

Real Variable

1

[Πραγματική μεταβλητή]

έρευνας

σε

Αν

κατά

δεδομένο

ανακαλούνται

δομές και συνολικά Β δομές είναι σχετικές με

Receive Only

[Μόνο λήψη]

Επικοιν.

Περίπτωση

το που

ένα σ ύ σ τ η μ α είναι ρυθμισμένο μόνο για λήψη.

Receiver 1

[Δέκτης]

Επικοιν.

Συσκευή λήψης

ραδιοσή-

ματος πχ ραδιόφωνο, α κ ο υ σ τ ι κ ό τ η λ ε φ ώ ν ο υ κτλ. [Συλλέκτης]

Receiver

Real Valued Function [ Σ υ ν ά ρ τ η σ η π ρ α γ μ α τ ι κ ώ ν τ ι μ ώ ν ] Μαθημ. Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι η σ υ ν ά ρ τ η σ η γ ι α τ η ν ο π ο ί α

Πληρ.

πρόβλημα σχετικό με δομές δεδομένων Α

πραγματικού

αυτοματο-

προγραμματισμού

[Παράγων ανάκλησης]

ποία στοχεύει στην δημιουργία προγραμμάτων επεξερ-

Real T i m e S y s t e m [ Σ ύ σ τ η μ α Πληρ. Σ ύ σ τ η μ α η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ

αριθμού

για συνεχή κλήση μέχρι απάντησης.

Recall Factor

Real T i m e P r o g r a m m i n g [ Π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ό ς π ρ α γ μ α τ ι κ ο ύ χ ρ ό ν ο υ ] Πληρ. Μ έ θ ο δ ο ς π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ο ύ η ο -

του

Δοχείο που χρησιμο-

Χημ.Μηχ.

ποιείται για τη συλλογή ενός προϊόντος μετά το πέρας μίας διαδικασίας, π.χ. κ λ α σ μ α τ ι κ ή α π ό σ τ α ξ η .

Receiving L o o p Loss [ Α π ώ λ ε ι α λ ή ψ η ς κοιν. Α π ώ λ ε ι α σ ή μ α τ ο ς π ο υ ο φ ε ί λ ε τ α ι

βρόγχου] στο

Επι-

κύκλωμα

βρόγχου του συνδρομητή. Κα-

Μαθημ.

Receiving T u b e

[Λυχνία λήψης]

Ηλεκτμον.

Ηλεκτρονι-

λείται η μεταβλητή η οποία παίρνει τιμές από το σύνο-

κό εξάρτημα χαμηλής ισχύος το οποίο χρησιμοποιείται

λο των πραγματικών αριθμών.

σε ηλεκτρονικές συσκευές όπως ενισχυτές ήχου,

ρα-

διόφωνα, ρ α δ ι ο α σ ύ ρ μ α τ ο υ ς κ.α. Α π ο τ ε λ ε ί τ α ι από

με-

Real

Variable

2

[Πραγματική

μεταβλητή]

Πλημ. συγκε-

ταλλική κατασκευή η οποία είναι σφραγισμένη σε γυά-

κριμένης γ λ ώ σ σ α ς π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι σ μ ο ύ , της οποίας ο τύ-

λινο σ ω λ ή ν α χωρίς αέρα, με ακροδέκτες στη βάση του

πος ε ί ν α ι η σ τ ο ι χ ε ι ώ δ η ς δ ο μ ή real ή float, ( β λ έ π ε

γ ι α σ ύ ν δ ε σ η με άλλα στοιχεία.

Μεταβλητή υποπρογράμματος στο συντακτικό

Data Type, Real Declaration). Realignment [ Ε π α ν α χ ά ρ α ξ η ] Οδοπ.

Real

Reception Σ ε μια υφιστάμενη

οδό, η διαδικασία μεταβολής τ ω ν γεωμετρικών

στοι-

χείων της οδού σε ορισμένες περιοχές, με σκοπό

τη

βελτίωση των συνθηκών κυκλοφορίας των οχημάτων.

Reallification

[Πραγματικοποίηση]

Μαθημ.

Αναφερόσυνίσταται

σ τ η διαδικασία π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ύ τ ω ν σ ε π ρ α γ μ α τ ι κ έ ς τιμές.

Reasonableness

[Ευλογικότης]

Wjjp.

1. Λ ή ψ η

Επικοιν.

σήματος

Η ικανότης υπο-

λογιστικού εξοπλισμού, προγράμματος ή υποπρογράμ-

μεταδίδεται με κάποιο τρόπο. 2. Τ ο κύκλωμα που κάνει η λ ή ψ η σ ή μ α τ ο ς (πχ μ έ σ ω

Receptor

[Υποδοχέας]

αποκωδικοποίησης).

Βιοχημ.

Θ έ σ η ή δ ο μ ή ενός κυτ-

λογική

ουσία

προξενώντας

εξειδικευμένη

μεταβολή

στη λειτουργία του κυττάρου.

Recess

[Εσοχή]

Τεχνολ.

Μ ι α εγκοπή ή σκοτία π ο υ δη-

μιουργείται σε pta επιφάνεια ενός κτίσματος ή γενικότερα μιας κατασκευής.

Recessed Joint

[Σκοτία]

Οικοδ.

Σ ε μια επιφάνεια επι-

ματος να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις

χρίσματος η δημιουργία ενός αυλακιού με σκοπό

όπως αυτές τίθενται κατά την επίλυση δεδομένου προ-

έλεγχο τ ω ν ρηγματώσεοον στην επιφάνεια του

βλήματος στην πληροφορική.

σματος.

Rebars Reboot

[Ράβδος οπλισμού] [Επανεκκίνηση

Οικοδ. —> Reinforcement. υ π ο λ ο γ ι σ τ ή ] Πληρ. Κ α λ ε ί τ α ι

που

τ ά ρ ο υ π ο υ σ υ ν δ υ ά ζ ε τ α ι με ένα φ ά ρ μ α κ ο ή κ ά π ο ι α βιο-

μ ε ν ο ι σ ε σ υ ν α ρ τ ή σ ε ι ς μ ι γ α δ ι κ ώ ν μ ε τ α β λ η τ ώ ν ή σ ε μιγαδικές παραμέτρους, η πραγματικοποίηση

[Υποδοχή]

Recessed Luminaire η

κοδ.

των

επιχρί-

[ Χ ω ν ε υ τ ό φο)τιστικό σ ώ μ α ]

Οι-

Φωτιστικό σ ώ μ α τοποθετημένο σε μια επιφάνεια

Record 3

-1177το δεν προεξέχει από την επιφάνεια και ο όγκος

του

έχει τ ο π ο θ ε τ η θ ε ί σ ε μ ι α ε γ κ ο π ή κ α τ ά λ λ η λ ω ν δ ι α σ τ ά σ ε ων που είχε δημιουργηθεί γι' αυτό το σκοπό.

Recession Of Galaxies [ Υ π ο χ ώ ρ η σ η τ ω ν Αστρον. Ο ό ρ ο ς α ν α φ έ ρ ε τ α ι σ ε μ ι α σ χ έ σ η

γαλαξιών] μεταξύ της

σεώς του από τη Γη. Συγκεκριμένα όσο αυξάνεται

η

απόσταση ενός Γαλαξία από έναν παρατηρητή στη Γη, τόσο αυξάνεται και η ταχύτητα υ π ο χ ω ρ ή σ ε ώ ς του.

Rechargeable Battery [ Ε π α ν α φ ο ρ τ ι ζ ό μ ε ν η μ π α τ α ρ ί α ] Ηλεκ. Μ π α τ α ρ ί α η ο π ο ί α έ χ ε ι τ η δ υ ν α τ ό τ η τ α ε π α ν α Η

επαναφόρτιση

πραγματοποιείται

με

τη

διαχείρισης

μνήμης: "garbage collector".

Reclamation

ταχύτητας υποχοορησης ενός Γαλαξία και της αποστά-

φόρτισης.

τό απαιτηθεί. Γ ν ω σ τ ό και σ α ν πρόγραμμα [Ανάκτηση]

Πολ. μηχ..

Η επαναφορά μιας

εγκαταλειμμένης ή μιας άγονης περιοχής εδάφους εκμεταλλεύσιμη

κατάσταση

κυρίως

μέσω

εγγειοβελ-

τιωτικών έργων.

Reclined Fold [ Α ν α σ τ ρ α μ έ ν η Recumbent Fold Recognition [ Α ν α γ ν ώ ρ ι σ η ] Πλημ. σμός

οποιασδήποτε

διαδικασίας

πτυχή]

Γεωλ. —>

Γενικός χαρακτηριστην

πληροφορική

σχετίζεται με τη συσχέτιση διαφορετικών δ ο μ ώ ν δεδομένων, συνήθως προϋπάρχουσας

κάποιας εγγενούς

βοήθεια ειδικού φορτιστή συνεχούς ρεύματος. Οι επα-

λανθάνουσας σχέσης μεταξύ των συσχετιζόμενων

ναφορτιζόμενες

μών, όπως σε προγράμματα κειμενικής

μπαταρίες αναλόγως

την

τεχνολογία

τους μπορούν να επαναφορτιστούν μετά από

μερική

αποφόρτιση ή μόνο μετά από πλήρη αποφόρτιση. [Αντίστροφος]

Reciprocal

Μαθημ.

Για έναν

συσκευές

οποίος π ο λ λ α π λ α σ ι α ζ ό μ ε ν ο ς με τ ο ν αρχικό μας

κεντρική

τη μονάδα. Γ ι α κάθε αριθμό Χ ' Ο υπάρχει ο

αντίστρο-

φος τ ο υ 1/Χ. [Αντίστροφη εξίσωση]

Μαθημ.

Ο όρος αναφέρεται σε οποιαδήποτε αλγεβρική

εξίσω-

[θύρα

Gate

με

εσωτερικούς

μονάδα

αναγνώρισης]

κωδικούς

επεξεργασίας

Πληρ.

περιφερειακές

οδήγησης

βάσει

στην

συγκεκριμένου

δυαδικού κώδικα αναγνώρισης.

Recombinant DNA

Reciprocal Equation

δο-

αναγνώρισης,

Ηλεκτρονική θύρα η οποία συσχετίζει

αριθμό Χ , ο αντίστροφος του ορίζεται ως ο αριθμός ο δίνει

ή

μ ο υ σ ι κ ή ς α ν α γ ν ώ ρ ι σ η ς , κλπ.

Recognition

δοσμένο

σε

[Ανασυνδυαζόμενο D N A ]

Μ ό ρ ι ο D N A που περιέχει αλληλουχίες

Βιοχημ.

νουκλεοτιδίων

από διάφορες πηγές σαν αποτέλεσμα

εργαστηριακών

σ η μιας μεταβλητής για παράδειγμα f(x)=0, που φέρει

δ ι α δ ι κ α σ ι ώ ν in v i t r o . Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η

βιοχημική

την εξής ιδιότητα: επιλύοντας την ε ξ ί σ ω σ η

μηχανική για τη μεταφορά μη σεξουαλικά

γενετικού

ρίζες που π ρ ο κ ύ π τ ο υ ν είναι ίδιες με τις ρίζες π ο υ προ-

υλικού μεταξύ απομακρυσμένων ειδών της

ζωντανής

κύπτουν κατά την επίλυση της εξίσωσης f(l/x)=0.

φύσης. Στηρίζεται στην ανάπτυξη μεθόδων

συρραφής

Reciprocal I m p e d a n c e s [ Α ν τ ί σ τ ρ ο φ ε ς Ηλεκτμ. Χ α ρ α κ τ η ρ ι σ μ ό ς α ν τ ι σ τ ά σ ε ο ) ν Z j ,

f ( x ) = 0 , οι

αντιστάσεις]

τ ο υ D N A (π.χ. μ ε το έ ν ζ υ μ ο λ ι γ ά σ η ) και σ τ η ν α ξ ι ο π ο ί -

Ζ 2 01 ο π ο ί ε ς

η σ η πλασμιδίων σ α ν φορέων του ξένου γενετικού υλι-

~ Ζ 2 , με Ζ δεδομένη αντί-

ικανοποιούν τη σχέση σταση.

κού. [Αναγνώριση]

Reconnaissance [Αντίστροφο πλέγμα]

Reciprocal Lattice

Κρυσταλλ.

Φανταστικό πλέγμα σημείων που προκύπτει από

ένα

παίθρου για τη συλλογή

Εργασία

Πολ.Μηχ.

στοιχείων

της

υ-

υφιστάμενης

κατάστασης σε μια περιοχή, με σκοπό τη

διαπίστωση

κρυσταλλικό πλέγμα έτσι ώ σ τ ε καθένα από τα σημεία

τ ω ν φ υ σ ι κ ώ ν σ υ ν θ η κ ώ ν γ ι α τις α ν ά γ κ ε ς ε κ τ έ λ ε σ η ς τ η ς

αυτά να

μελέτης ενός τεχνικού έργου.

έχει σ χ έ σ η αντιστρεπτότητας

με το

αρχικό

κρυσταλλικό πλέγμα. Η έννοια αυτή επιτρέπει την καλ ύ τ ε ρ η θ ε ώ ρ η σ η τ ω ν κ ρ υ σ τ α λ λ ι κ ώ ν ε π ι π έ δ ω ν , τ ω ν διε υ θ ύ ν σ ε ώ ν τους και τ ω ν δικτυακών αποστάσεων. = Ση=Γ&ηΧ

[Τοπογραφική των εργασιών

αναγνώριση] τοπογραφικής

αποτύπωσης μιας περιοχής, κατά τη διάρκεια της οποί-

1. Α ν s

ας δε λαμβάνονται αναγνώσεις ακριβείας, άλλα αποτυ-

είναι δεδομένη μιγαδική σ υ γ κ ι ν ο ύ σ α απει-

π ώ ν ο ν τ α ι σ ε μ ο ρ φ ή σ κ ί τ σ ο υ οι βασικές εδαφικές α ν ω -

Reciprocal Series η

Reconnaissance Survey Τεχνολ. Η π ρ ώ τ η φ ά σ η

[Αντίστροφη σειρά]

Μαθημ.

ρ ο σ ε ι ρ ά , τ ό τ ε η α π ε ι ρ ο σ ε ι ρ ά : s' = 1 / s = 1 / Σ η = ι ° Χ χ η . Ο ι

μαλίες, με σ κ ο π ό το σ χ ε δ ι α σ μ ό τ ω ν ε ρ γ α σ ι ώ ν

ό ρ ο ι τ η ς s' μ π ο ρ ο ύ ν ν α υ π ο λ ο γ ι σ τ ο ύ ν μ ε α π λ ή δ ι α ί ρ ε -

θ ρ ο υ της κύριας αποτύπαχτης.

ση. 2. Η α ν τ ί σ τ ρ ο φ η σ ε ι ρ ά μ ι α ς δ ο σ μ έ ν η ς σ ε ι ρ ά ς έ σ τ ω

Reconnection

[Επανασύνδεση]

Αστρον.

υπαί-

Φαινόμενο που

" Σ μ α ϊ , θα είναι η σειρά που θα προκύψει από αντικα-

παρουσιάζεται στο πλάσμα του στέμματος του

τάσταση τ ω ν ό ρ ω ν της

και συνίσταται σ τ η ν ε κ ' ν έ ο υ σ υ ν έ ν ω σ η κάποιων ηλια-

η

Σί=ι ο.\, μ ε τ ο υ ς

αντίστοιχους

α ν τ ί σ τ ρ ο φ ο υ ς ό ρ ο υ ς α υ τ ώ ν , δ η λ α δ ή "Σί=ι ( 1 / a j ) .

Reciprocal T h e o r e m

[Αντίστροφο θεώρημα]

κ ώ ν γ ρ α μ μ ώ ν οι οποίες ε ί χ α ν πληγεί κατά την εκμηδέ-

Μαθημ.

Έ σ τ ω ένα θ ε ώ ρ η μ α με μια υπόθεση και ένα συμπέρασμα. Α ν τ ί σ τ ρ ο φ ο θ ε ώ ρ η μ α αυτού θα είναι η

ηλίου

πρόταση

νιση μαγνητικού πεδίου σε ουδέτερη ζώνη.

Rcconstitution οποιασδήποτε

[Ανασύνθεση] διαδικασίας

Πληρ.

επιχειρεί

Γενικός να

ορισμός

αναπαράγει

που θα έχει ω ς υ π ό θ ε σ η το σ υ μ π έ ρ α σ μ α του

πρώτου

δεδομένα μορφής διάφορης αυτής των δεδομένων

και ως σ υ μ π έ ρ α σ μ α την υ π ό θ ε σ η του π ρ ώ τ ο υ

θεωρή-

τ ώ ν καθ' ε α υ τ ώ ν . Τ α σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ α π α ρ α δ ε ί γ μ α τ α είναι

ματος. Η αλήθεια του α ν τ ι σ τ ρ ό φ ο υ θ ε ω ρ ή μ α τ ο ς θεωρήματος χρήζει

απόδειξης

καθώς η

αλήθεια

αρχικού θεωρήματος δε συνεπάγεται την αλήθεια

ενός

μετατροπές ενδιάμεσου κώδικα, όπως κώδικα ρ ή java

του

byte code, σε εγγενή κώδικα μηχανής. Ο όρος χρησι-

και

μοποιείται καταχρηστικά και σε περιπτώσεις νοήμονος

του αντιστρόφου προς αυτό θεωρήματος.

Reciprocal Vectors [ Α ν τ ί σ τ ρ ο φ α σταλ,λ. Τ α τ ρ ί α α ν ύ σ μ α τ α α * , b * κ α ι

αυ-

"αναγνώρισης" δεδομένων, όπως σε σαρωτές κειμένου

ανύσματα]

Κρυ-

c* που αποτελούν

ή μουσικών συμβόλων.

Record 1

[Αρχειοθέτηση]

Τεχνολ.

II ταξινόμηση εγγρά-

τη βάση του αντίστροφου πλέγματος. Συνδέονται με τη

φ ω ν με σ κ ο π ό τη δ ι ε υ κ ό λ υ ν σ η τ ο υ ε ν τ ο π ι σ μ ο ύ

βάση του κανονικού κρυσταλλικού πλέγματος με τρεις

στην περίπτωση που θα παραστεί ανάγκη επαναχρησι-

ανυσματικές εξισώσεις.

μοποίησής τους.

Reclaimer

[Συλλέκτης]

Πληρ.

Υ π ο π ρ ό γ ρ α μ μ α λειτουρ-

γικού συστήματος το οποίο είναι υπεύθυνο για τη συλλογή

αχρησιμοποίητων

blocks

μνήμης

και

την

επι-

Record" Record 3

τους

[Δομή με πεδία] [Σύνολο

Πληρ. Record Data Type. δ ε δ ο μ έ ν ω ν ] Πληρ. Σ ε έ ν α μ η τ ρ ώ ο η -

λεκτρονικής μορφής που δημιουργείται για την

κατα-

στροφή τους στον γενικό σωρό ελεύθερης μνήμης από

γραφή μιας ομάδας όμοιων τεμαχίων που το

τον οποίο μ π ο ρ ο ύ ν να ε π α ν α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι η θ ο ύ ν εάν αυ-

έχει ιδιαίτερα χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τ ι κ ά σ τ ο ι χ ε ί α π ο υ το διαφο-

καθένα

Record Changer

-1178-

ροποιούν από τα υπόλοιπα, η ομάδα των στοιχείων ενός τεμαχίου. Record C h a n g e r [Εναλλάκτης δίσκων] Ακουστ. Ηλεκτρομηχανική συσκευή η οποία έχει τη δυνατότητα να επιλέγει έναν δίσκο βινυλίου από ένα σύνολο δίσκων, και την τοποθέτησή του σε ειδικό πλατό προς αναπαραγωγή. · Record Data T y p e [Δομή δεδομένων με πεδία] Πληρ. Στοιχειώδης δομή δεδομένων σε ανώτερες γλώσσες προγραμματισμού, η οποία αποτελείται από σύνολο στοιχειωδέστερων δομών, όπως integer, string, κλπ. Δηλώνεται ως: record στην γλώσσα pascal και ως: struct στη γλώσσα c. Record Declaration [Δήλωση δομής δεδομένων με πεδία] Πληρ. Κειμενική έκφραση στο συντακτικό ανώτερης γλώσσας προγραμματισμού, η οποία υποχρεώνει συγκεκριμένο μεταφραστή (compiler) της αντίστοιχης γλώσσας να εκκινήσει όλες τις εσωτερικές διαδικασίες οι οποίες σχετίζονται με την καταχώρηση μεταβλητής τύπου δομής δεδομένων με πεδία. Η δήλωση: ...r: record field 1; integer;... fieldn: string; end; σε γλώσσα pascal ή αντίστοιχη δήλωση struct σε γλώσσα ο, είναι παραδείγματα τέτοιων δηλώσεων, (βλέπε Record Data Type, Record Variable). Record G a p [Κενό καταγραφής] Πληρ. Φυσικό μαγνητικό, μαγνητοοπτικό ή οπτικό διάκενο στην επιφάνεια του μέσου συσκευών αποθήκευσης δεδομένων, το οποίο όταν ανιχνευθεί από την κεφαλή ανάγνωσης της αντίστοιχης συσκευής αποθήκευσης σηματοδοτεί το τέλος μηστοιχειώδους δομής δεδομένων όπως struct ή record, (βλέπε End-Of-Record Gap). Record L a y o u t [Παρουσίαση δομής με πεδία] Πληρ. Αναλυτική περιγραφή δομής record ή struct για λόγους κατανόησης από ανθρώπινο χειριστή ή προγραμματιστή. Η εσωτερική δομή τέτοιων δομών σε βάσεις δεδομένων, είναι συχνά εξαρτώμενη από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες οι οποίοι την κάνουν δύσχρηστη κατά την ανάγνωση εάν αυτή δεν παρουσιαστεί με τρόπο ο οποίος να διευκολύνει την αναγνώρισή της από χειριστές ή προγραμματιστές. Record Length [Μέγεθος δομής με πεδία] Πληρ. Το μέγεθος συγκεκριμένης δομής με πεδία σε bytes. Συνήθως το μέγεθος αυτό επιστρέφεται στο χειριστή ή προγραμματιστή μέσω της συνάρτησης βιβλιοθήκης: SizcOf(rec), όπου rec είναι η εν λόγω δομή record ή struct. Record Locking [Κλείδωμα δομής με πεδία] Πληρ. Διαδικασία, σκοπός της οποίας είναι η προστασία δεδομένης δομής rcc ή struct σε βάση δεδομένων ή πρόγραμμα, με σκοπό να αποφευχθεί αθέλητη μετατροπή της εν λόγω δομής από διάφορους χρήστες της βάσης δεδομένων η οποία περιέχει τη δομή αυτή. Record M a r k [Χαρακτήρας αναγνώρισης πέρατος δομής με πεδία] Πλ.ηρ. Χαρακτήρας ο οποίος τίθεται μετά το τελευταίο πεδίο μη-στοιχειώδους δομής δεδομένων, όπως struct ή record. Είναι συνήθως κάποιος παρακρατημένος χαρακτήρας, όπως ο χαρακτήρας coin ή eof ή ο χαρακτήρας επιστροφής: cr. Record Player [Γραμμόφωνο] Ακουστ. ΙΙλεκτρομηχανική συσκευή η οποία είναι σχεδιασμένη για την αναπαραγωγή ήχου ο οποίος είναι καταγραμμένος σε δίσκους βινυλίου. Αποτελείται από ένα πλατό περιστροφής όπου τοποθετείται ο δίσκος το οποίο στηρίζεται σε μία βάση. Στην ίδια βάση στηρίζεται ένας μηχανικός βραχίονας στο άκρο του οποίου στερεώνεται η κεφαλή

ανάγνωσης του δίσκου. Το πλατό περιστρέφεται με τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού κινητήρα. Υπάρχουν τρεις τρόποι ζεύξης του πλατό με τον κινητήρα: άμεση ζεύξη όπου ο άξονας περιστροφής του κινητήρα είναι στερεωμένος στο κέντρο του πλατό, με ιμάντα, όπου ένας ελαστικός ή υφασμάτινος ιμάντας μεταδίδει την κίνηση από τον κινητήρα στο παλτό ή με τροχαλία, η οποία εφάπτεται στην περιφέρεια του πλατό και περιστρέφεται με τη βοήθεια του κινητήρα. Record Storage M a r k [Χαρακτήρας αναγνώρισης αποθήκευσης δομής με πεδία] Πληρ. Χαρακτήρας ο οποίος τίθεται μετά το τελευταίο πεδίο μηστοιχειώδους δομής δεδομένων, όπως struct ή rccord, στη μνήμη της αντίστοιχης μονάδας ανάγνωσης διάτρητων καρτών σε υπολογιστικά συστήματα παλαιότερης τεχνολογίας, σηματοδοτώντας έτσι το πέρας των αναγνωσμένων δεδομένων. Είναι συνήθως κάποιος παρακρατημένος χαρακτήρας, όπως ο χαρακτήρας eoln ή eof ή ο χαρακτήρας επιστροφής: cr. Record Variable [Μεταβλητή δομής δεδομένων με πεδία] Πληρ. Μεταβλητή υποπρογράμματος στο συντακτικό συγκεκριμένης γλώσσας προγραμματισμού, της οποίας ο τύπος είναι η στοιχειώδης δομή record ή struct, (βλέπε Rccord Data Type, Record Declaration). Recorder [Καταγραφικό] Τεχνολ. Ηλεκτρομηχανική συσκευή η οποία καταγράφει ηλεκτρικά σήματα σε κάποιο μέσο αποθήκευσης. Το μέσο αυτό μπορεί να είναι μαγνητική ταινία, οπτικός δίσκος, μαγνητικός δίσκος, χαρτοταινία κ.α. Επίσης είναι δυνατή η χρήση ηλεκτρονικής μνήμης ως αποθηκευτικό μέσο, εξαλείφοντας έτσι τα μηχανικά μέρη. Recording [Καταγραφή] Τεχνολ. Η διαδικασία της καταγραφής με ηλεκτρονική μορφή σημάτων ήχου ή στοιχείων ή άλλων πληροφοριών με τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση σε αυτά και η καταγραφή τους μέσω μιας διαδικασίας εκτύπωσης ή μιας διαδικασίας ακρόασης του ηχητικού περιεχομένου. Recording Balance [Καταγραφικός ζυγός] Αναλ.Χημ. Είδος αναλυτικού ζυγού που είναι εφοδιασμένος με καταγραφέα των αποτελεσμάτων ζύγισης. Recording Density [Πυκνότητα καταγραφής] Πλημ. Ο αριθμός των bits ανά μονάδα μήκους ο οποίος παράγεται στο μαγνητικό μέσο, όπως σκληρό δίσκο, οπτικομαγνητικό δίσκο ή άλλη συσκευή αποθήκευσης, μέσα στην οποία αποθηκεύονται ηλεκτρονικά δεδομένα. Συνήθως εκφραζόμενη σε bits/inch ή bits/cm. Recording Head [Κεφαλή εγγραφής] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονικό εξάρτημα το οποίο δέχεται ηλεκτρικά σήματα και τα μετατρέπει σε μαγνητικά. II κεφαλή εγγραφής χρησιμοποιείται σε καταγραφικά ηλεκτρικού σήματος όπου η καταγραφή γίνεται σε μαγνητικό μέσο. Στις συσκευές αυτές η κεφαλή εγγραφής έρχεται σε επαφή με το μαγνητικό υλικό στο οποίο γίνεται η εγγραφή. Οι κεφαλές εγγραφής συναντώνται σε σκληρούς δίσκους ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε μαγνητοφώνα, σε βιομηχανικά καταγραφικά κ.α. Recording Instrument [Οργανο καταγραφής] Τεχνολ. Ηλεκτρονικό ή ηλεκτρομηχανικό όργανο το οποίο καταγράφει ηλεκτρικά σήματα. Τα σήματα αυτά πολλές φορές εκφράζουν φυσικές ποσότητες όπως θερμοκρασία, ακουστική πίεση, υγρασία κλπ. Η καταγραφή συνήθως πραγματοποιείται σε κάποιο μηχανικό μέσο όπως κινούμενη μαγνητοταινία ή χαρτοταινία, περιστρεφόμενο μαγνητικό ή οπτικό δίσκο, η εναλλακτικά σε ηλεκτρονική μνήμη.

-1179R e c o r d i n g Level [Στάθμη καταγραφής] Ηλεκτμον. Η στάθμη της ευαισθησίας εισόδου καταγραφής ενός καταγραφικού οργάνου. Η βέλτιστη στάθμης καταγραφής είναι εκείνη η οποία επιτρέπει τη διέλευση του ισχυρότερου ηλεκτρικού σήματος το οποίο δεν προκαλεί υπερφόρτιση στα ηλεκτρονικά κυκλώματα εισόδου του καταγραφικού. Recording N o i s e [Θόρυβος καταγραφής] Πλεκτρον. Ηλεκτρικός θόρυβος ο οποίος συνυπάρχει με το καταγραμμένο σήμα σε ένα καταγραφικό όργανο. Ο θόρυβος αυτός είναι ένα ηλεκτρικό σήμα τυχαίας φασματικής κατανομής του οποίου η ένταση εξαρτάται από την ποιότητα του μέσου καταγραφής και την ποιότητα υλοποίησης των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων του καταγραφικού. R e c o r d i n g T r u n k [Καταγραφή γραμμής πόλης] Επικοιν. Ειδική γραμμή όπου κυκλοφορεί σηματοδοσία σχετική με πληρωμή υπηρεσιών. Recovery R o u t i n e [Ρουτίνα ανάκαμψης] Πλημ. Σύνολο εντολών το οποίο έχει στόχο τον χειρισμό λάθος αποτελεσμάτων ενός προγράμματος τα οποία έχουν παραχθεί από την επεξεργασία εσφαλμένων δεδομένων. Στην περίπτωση αυτή η ρουτίνα ανάκαμψης πρέπει να ανιχνεύσει τα λάθος αποτελέσματα και να επαναφέρει το πρόγραμμα στην κανονική του λειτουργία. R e c o v e r y S y s t e m [Σύστημα ανάκαμψης] Πλημ. Σύστημα το οποίο αποτελείται από ένα σύνολο ρουτινών ανάκαμψης με στόχο την επαναφορά ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή στην κανονική του λειτουργία, σε περίπτωση επεξεργασίας εσφαλμένων πληροφοριών οι οποίες έχουν προκύψει από τεχνική βλάβη ή από λάθος λειτουργία μέρους του λογισμικού. Μετά την ανίχνευση της εσφαλμένης λειτουργίας, το σύστημα ανάκαμψης πρέπει να επαναφέρει τον υπολογιστή σε κανονική λειτουργία με την ελάχιστη δυνατή απώλεια πληροφοριών. R e c o v e r y V e h i c l e [Όχημα περισυλλογής] Μηχ. Καλείται το ειδικό εκείνο όχημα το οποίο είναι μελετημένο και κατασκευασμένο κατά τρόπο τέτοιο ώστε να διαθέτει όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα για να μπορεί να ρυμουλκήσει τα άλλα οχήματα που ακινητοποιούνται λόγω διαφόρων μηχανικών βλαβών. Recrystallization [Ανακρυστάλλωση] Χημ. Μέθοδος καθαρισμού μιας χημικής ένωσης, σύμφωνα με την οποία η ένωση κρυσταλλώνεται από καθαρό διαλύτη, οπότε απαλλάσσεται από προσμίξεις. Διαδοχικές ανακρυσταλλώσεις αυξάνουν την καθαρότητα του προϊόντος. Rectangle [Ορθογώνιο] Μαθημ. Επίπεδο γεα>μετρικό σχήμα το οποίο αποτελείται από τέσσερις πλευρές και τέσσερις γωνίες, και το οποίο χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι όλες οι γωνίες του είναι ορθές. R e c t a n g u l a r C o o r d i n a t e s [Ορθογώνιες συντεταγμένες] Μαθημ. Ο καθορισμός της θέσης ενός σημείου που βρίσκεται εντός ενός επιπέδου με δύο αποστάσεις από ένα σύστημα αξόνων οι οποίοι τέμνονται μεταξύ τους κάθετα. R e c t a n g u l a r H y p e r b o l a [Ορθογώνια υπερβολή] Μαθημ. Θεωρούμε μια υπερβολή με εξίσωση (x 2 /a )-(y 2 / b")=l, όπου (x,y) οι συντεταγμένες του τυχαίου σημείου Ρ της υπερβολής, A(a,0) και A'(-a,0) οι κορυφές της υπερβολής και B(0,b), B'(0,-b) τα σημεία που ορίζουν τον συζυγή άξονα της υπερβολής. Αν a=b η υπερβολή λέγεται ορθογώνια ή ισοσκελής και έχει εξίσωση χ 2 y 2 =a 2 .

Recuperability

R e c t a n g u l a r Parallelepiped [Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο] Μαθημ. Ονομάζεται το παραλληλεπίπεδο στο οποίο και οι έξι έδρες του αποτελούν ορθογώνια. R e c t a n g u l a r P u l s e [Τετραγωνικός παλμός] Ηλεκτμον. Ηλεκτρικό περιοδικό σήμα το οποίο από μηδενική τιμή λαμβάνει άμεσα μία συγκεκριμένη τιμή για πολύ μικρό χρονικό διάστημα πριν επιστρέψει ξανά στην αρχική του τιμή. R e c t a n g u l a r W a v e [Τετραγωνικό κύμα] Ηλεκτμον. Ηλεκτρικό περιοδικό σήμα το οποίο μεταβάλλεται απότομα μεταξύ δύο τιμών με τέτοιο τρόπο ώστε η μορφή του όταν παρατηρείται σε έναν παλμογράφο να παρουσιάζει τετραγωνική μορφή. Rectifiable C u r v e [Καμπύλη ορισμένου μήκους] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται σε καμπύλη πεπερασμένου μήκους που δίνεται απύ μία συνεχή συνάρτηση γ: [α,β] —>€(σύνολο των μιγαδικών αριθμών), περιορισμένου μέτρου μεταβολής. Rectification [Επαναχάραξη κοίτης] Υόμολ. Σε ένα ρέμα ή ένα χείμαρρο, η διαδικασία της αλλαγής της κοίτης με τεχνητό τρόπο, με σκοπό τη βελτίωση μιας υφιστάμενης κατάστασης του περιβάλλοντος χώρου. Rectifier [Ανορθωτής] Ηλεκ. Είναι μία ηλεκτρική διάταξη, ένα από τα βασικά τροφοδοτικά ισχύος, με την οποία επιτυγχάνεται η μετατροπή της εναλλασσόμενης τάσης του ρεύματος σε συνεχής. Rectifier Filter [Φίλτρο ανόρθωσης] Ηλεκτμον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία χρησιμοποιείται σε τροφοδοτικά συνεχούς ρεύματος για την εξομάλυνση της εξόδου του τροφοδοτικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις το φίλτρο αποτελείται από διάταξη πυκνωτών οι οποίοι εξομαλύνουν το ημιανορθωμένο ρεύμα το οποίο λαμβάνουν από τον ανορθωτή του τροφοδοτικού. Rectifier Rating [Ισχύς ανορθωτή] Ηλεκτμον. Η μέγιστη ηλεκτρική ισχύς του ηλεκτρονικού εξαρτήματος ή της διάταξης εξαρτημάτων τα οποία αποτελούν τον ανορθωτή ενός τροφοδοτικού συνεχούς ρεύματος. Rectifier T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής ανόρθωσης] Ηλεκτμ. Μετασχηματιστής του οποίου είτε το δευτερεύον είναι συνδεδεμένο εσωτερικά με ηλεκτρονική διάταξη ανόρθωσης ή η ανόρθωση επιτελείται αυτόματα μέσα στο σώμα του μετασχηματιστή μέσω κατάλληλης διάταξης διόδαιν πριν ή μετά τις περιελίξεις του. Rectilinear [Ευθύγραμμος] Μαθημ. Προσδιοριστικός όρος που δηλώνει τη σύσταση από ευθείες γραμμές ή την κίνηση σε ευθείες γραμμές. Rectilinear G e n e r a t o r s [Ευθύγραμμες γενέτειρες επιφάνειας] Μαθημ. Ονομάζεται οποιοδήποτε σύστημα απείρου πλήθους ευθειών που συμπληρώνει ένα ολόκληρο μαθηματικό επίπεδο. Rectilinear M o t i o n [Ευθύγραμμη κίνηση] Μηχ. Ονομάζεται η συνεχής αλλαγή θέσεως ενύς σώματος κατά την οποία όλα τα επιμέρους σημεία του ακολουθούν μία τροχιά ευθείας γραμμής. Rectiliner L e n s [Ορθόγραμμος φακός] Οπτικ. Σύνθετη οπτική διάταξη σκοπός της οποίας είναι η απεικόνιση δεδομένου αντικειμένου μέσω δημιουργίας ειδώλου χωρίς γραμμικές παραμορφώσεις. R e c u m b e n t F o l d [Αναστραμένη πτυχή] Γεωλ. Ονομάζεται μία κεκλιμένη πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο είναι περίπου οριζόντιο. Η προς τα κάτω παρειά της έχει υποστεί μία αναδίπλωση ως προς την αρχική στρώση κατά 180 μοίρες. Rccuperability [Ανάκτηση λειτουργίας] Επικοιν. Έτσι

Recurrence Formula Methods

-1180-

αναφέρεται στο στρατιωτικό τομέα η ικανότητα ενός συστήματος να ανακάμψει μετά την κρίση μετρήσιμη σε κόστος εργατοωρών ή ημερών κτλ. R e c u r r e n c e F o r m u l a M e t h o d s [Μέθοδοι διαδοχικών διαφορών] Μαθημ. Χαρακτηρισμός διαφόρων μεθόδων επιλύσεως διαφορικών εξισώσεων στις οποίες επιχειρείται προσδιορισμός των συναρτήσεων λύσης μέσω αναδρομικών παραστάσεων οι οποίες προκύπτουν από την συγκεκριμένη διαφορική εξίσωση η οποία ερευνάται, με την διαφορά ότι τυχόν όροι dy/dx, αντικαθίστανται από όρους Δγ/Δχ. Συχνά καλούμενοι και "μέθοδοι πεπερασμένοι διαφορών". Recurrent F u n c t i o n [Περιοδικά επαναλαμβανόμενη συνάρτηση] Μαθημ. Θεωρούμε τοπολογικό χώρο Χ. Μία συνάρτηση Τ του Χ καλείται περιοδικά επαναλαμβανόμενη σε σημείο x e X εάν κάθε ανοικτό σύνολο Α που περιέχει το χ, περιέχει επίσης άπειρα σημεία της μορφής T n (x) n= 1,2,3,.... Recurrent N o v a [Επαναληπτικός καινοφανής αστέρας] Αστμον. Πρόκειται για καινοφανείς αστέρες (novae) οι οποίοι εμφανίζονται περισσότερες φορές της μιας και είναι γνωστοί με το όνομα επαναληπτικοί novae. Recurring C o n t i n u e d Fraction [Περιοδικό συνεχές κλάσμα] Μαθημ. Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιδιότητα ενός συνεχούς κλάσματος, να σχηματίζουν πεπερασμένοι όροι του μια ακολουθία, η οποία επαναλαμβάνεται αόριστα. Recursion [Αναδρομική μέθοδος] Πλημ. Χαρακτηρισμός υπολογιστικής μεθόδου όταν αυτή χρησιμοποιεί αναδρομικά υποπρογράμματα. (βλέπε Recursive Subroutine). R e c u r s i o n F o r m u l a [Αναδρομικός τύπος] Μαθημ. Πρόκειται για τύπο αναγωγής που καθιστά δυνατό τον υπολογισμό του ν-οστού όρου α ν μιας ακολουθίας, δεδομένου ότι δίδονται οι τιμές κάποιων αρχικών όρων της. Στη μαθηματική ορολογία συχνά αντικαθίσταται από την έκφραση "αναδρομική σχέση". Recursive [Αναδρομικός] Μαθημ. Χαρακτηρισμός υπολογιστικής μεθόδου στην οποία το αποτέλεσμα κατά το βήμα k: a(k), εξαρτάται από τουλάχιστον ένα εκ των αποτελεσμάτων των προηγούμενων βημάτων {k-1, k2 , . . . l ) : {a(k-l), a(k-2),...,a(l)). (βλέπε Recursive Relation, Recursive Formula, Recursive Function). Recursive F o r m u l a [Αναδρομική παράσταση] Μαθημ. Χαρακτηρισμός αλγεβρικής παράστασης στην οποία το τελικό αποτέλεσμα της παράστασης χρησιμοποιούμενης σαν συνάρτησης, είναι συνάρτηση του εαυτού του. (βλέπε Recursive Relation). Recursive F u n c t i o n [Αναδρομική συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση μίας ή περισσότερων μεταβλητών: F(x,, x 2 , ...χ η ), η οποία είναι συνάρτηση του εαυτού της με διαφορετικές παραμέτρους. Π.χ. F(x t , x 2 ,...x n ) = F(y b y 2 , • ••yn) + G(yi, y2,...y n ), με yi 1 Xi για ένα τουλάχιστον i e |N και G δεδομένη συνάρτηση, (βλέπε Recursive). Recursive M a c r o Call [Αναδρομική κλήση μακροεντολής] Πλημ. Κλήση δευτερεύουσας εντολής η οποία αναπτύσσεται σε πρωτεύουσα εντολή η οποία έχει σχέση με εντολή η οποία έχει ήδη κληθεί από δεδομένο υποπρόγραμμα. (βλέπε Recursive Subroutine). Recursive P r o c e d u r e [Αναδρομικό υποπρόγραμμα] Πλημ. Χαρακτηρισμός υποπρογράμματος σε ανώτερες γλώσσες προγραμματισμού, όπως pascal, modula, lisp, c, fortran, κλπ., το οποίο υποχρεώνεται να καλέσει τον εαυτόν του τουλάχιστον μία φορά ενώ εκτελείται. Τέτοια προγράμματα είναι της μορφής: procedure foo;

begin ...foo;end; To περικλείον πρόγραμμα περιέχει πάντα τουλάχιστον μία κλήση του εαυτού του. (βλέπε Recursive, Recursive Subroutine). R e c u r s i v e Relation [Αναδρομική σχέση] Μαθημ. Χαρακτηρισμός αλγεβρικής παράστασης στην οποία το τελικό αποτέλεσμα της παραστάσεως είναι συνάρτηση του εαυτού του. Το γνωστό παράδειγμα της ακολουθίας fibonnacci: an = an.i + an.2 με ao = a ι = 1, είναι τέτοια σχέση, (βλέπε Recursive, Recursive Formula). Recursive S u b r o u t i n e [Αναδρομική υπορουτίνα] Πλημ. Χαρακτηρισμός υποπρογράμματος το οποίο υποχρεώνεται να καλέσει τον εαυτόν του τουλάχιστον μία φορά ενώ εκτελείται. Η διαδικασία επιτελείται με τη βοήθεια ειδικής μεθόδου στην οποία το σύστημα αποθηκεύει τα δεδομένα της κλήσης k πριν από την κλήση k+Ι μέσω ειδικών stack-frames, (βλέπε Recursive, Recusrive Procedure). Recycling [Ανακύκλωση] Τεχνολ. Η διαδικασία του διαχωρισμού των απορριμμάτων, που προκύπτουν από την κατανάλωση προϊόντων σε ομάδες με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους ως πρώτη ύλη για την παραγωγή νέων βιομηχανικών προϊόντων. Red [Ερυθρός] Οπτικ. Χαρακτηρισμός του οπτικού ερεθίσματος το οποίο προκαλείται από ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας το υπερισχύον μήκος κύματος είναι μεταξύ των 600 nm και 800 nm. Κοινώς, το κόκκινο οπτικό συναίσθημα. Red B o o k [Κόκκινο βιβλίο] Επικοιν. Σειρά συστάσεων της Philips (που καθιερώθηκε σαν διεθνές πρότυπο) για τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής ήχου (CD DA). R e d D w a r f Star [Ερυθρός νάνος αστέρας] Αστμον. Αστέρες με αμυδρό ερυθρό χρώμα, ψυχρότεροι από τους άλλους νάνους. Βρίσκονται στο κάτω δεξιά μέρος της κυρίας ακολουθίας στο διάγραμμα HertzsprungRussel, έχουν φασματικό τύπο Μ με επιφανειακή θερμοκρασία γύρω στους 3000Κ. Red D w a r f W h i t e Star [Ερυθρολευκός νάνος αστέρας] Αστμον. Πρόκειται για έναν αστέρα 10000 φορές αμυδρότερο από τον ήλιο, με κυμαινόμενη επιφανειακή θερμοκρασία, οπότε και εξηγείται η ραγδαία ψύξη του αστέρα και η ανωμαλία στο χρώμα του. Red G i a n t Star [Αστρο ερυθρός γίγαντας] Αστμον. Είναι μία φάση στην εξέλιξη της ζωής ενός αστεριού, κατά την οποία αυτό ακόμη φωτοβολεί, καθώς ολοκληρώνεται η κατάσταση ισορροπίας που έχει επιτευχθεί μεταξύ αφενός της πίεσης από τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων στο εσωτερικό του όπου εμπλέκεται η ποσότητα του υδρογόνου που περιέχει και αφετέρου της πίεσης από τη βαρυτική του έλξη. Red Giant T i p [Η άκρη των ερυθρών γιγάντων αστέρων] Αστμον. Πρόκειται για την άνω κορυφή του διαγράμματος Ilertzsprung-Russel, όπου ταξινομούνται αστέρες χαμηλής θερμοκρασίας, φασματικού τύπου Κ, Μ, ερυθρού χρώματος. Ειδικότερα στην άνω κορυφή βρίσκονται ερυθροί γίγαντες που υφίστανται νέα θερμοπυρηνική αντίδραση σύντηξης του ηλίου σε άνθρακα. R e d L e a d [Ερυθρός μόλυβδος] Ανοργ.Χημ. Οξείδιο του μολύβδου με μικτό σθένος και τύπο Pb 3 0 4 (τετροξείδιο του τριμολύβδου). Αναφέρεται και σαν μινιόν. Παρασκευάζεται από το PbO με θέρμανση παρουσία αέρα. Red P h o s p h o r o u s [Ερυθρός φωσφόρος] Ανομγ.Χημ. Μία από τις αλλοτροπικές μορφές του φωσφόρου. Λαμβάνεται από το λευκό φωσφόρο με επίδραση ορατού φωτός ή με θέρμανση παρουσία αδρανούς αερίου.

-1181 -

Είναι χημικά αδρανέστερος του λευκού, καθώς δεν οξειδώνεται σε συνηθισμένες θερμοκρασίες, δεν είναι δηλητηριώδης και δεν αναφλέγεται εύκολα (σημείο ανάφλεξης 240°C). Red Spot [Ερυθρά κηλίδα] Αστρον. Χαρακτηριστικό φαινόμενο χρώματος κόκκινου, ορατό στην επιφάνεια του πλανήτη με τη βοήθεια τηλεσκοπίου, ελλειπτικής μορφής και σχετιζόμενου με μόνιμη τυρβώδη / χαώδη ροή επιφανειακών αερίων. Τα αίτια που προκαλούν το φαινόμενο αυτό δεν είναι ακριβώς γνωστά. Redefine [Επαναπροσδιορίζω] Πληρ. Τελώ διαδικασίες επαναπροσδιορισμού μνήμης ή μεταβλητής, (βλέπε Redifinition). Redefinition [Επαναπροσδιορισμός] Πληρ. 1. Χαρακτηρισμός προγραμματιστικής διαδικασίας η οποία θέτει διαφορετική τιμή σε δεδομένη μεταβλητή. Στο παράδειγμα τμήματος υποπρογράμματος: χ:=32; ... χ:=33; η εντολή "χ:=33;" είναι εντολή επαναπροσδιορισμού. 2. Χαρακτηρισμός προγραμματιστικής διαδικασίας η οποία θέτει διαφορετικές τιμές σε δεδομένο τμήμα της δυναμικής μνήμης υπολογιστικού συστήματος. 3, Χαρακτηρισμός προγραμματιστικής διαδικασίας η οποία αναθέτει σε δεδομένο τμήμα της μνήμης διαφορετικές υπηρεσίες από αυτές τις οποίες είχε προηγουμένως. Redox P o l y m e r [Οξειδοαναγα>γικό πολυμερές] Opy. Χημ. Πολυμερές που περιέχει δραστικές ομάδες οι οποίες μπορούν να οξειδωθούν ή να αναχθούν αντιστρεπτά. Redox Potential [Δυναμικό οξειδοαναγωγής] Φυσ. Χημ. Η διαφορά δυναμικού που αναπτύσσεται ως προς το διάλυμα όταν αδρανές μέταλλο (π.χ. Pt) είναι εμβαπτισμένο σε διάλυμα που περιέχει ιόντα του ίδιου στοιχείου (π.χ. Fe 2+ , Fe3*). Π.χ. το δυναμικό οξειδαναγωγής στο σύστημα Pt, Fc"V F e u είναι 0,771 V (25ΰ(Γ). Όταν οι ενεργότητες των ιόντων είναι ίσες με τη μονάδα προκύπτει το κανονικό δυναμικό οξειδοαναγοαγής. Redox Potentiometry [Οξειδοαναγωγική ποτενσιομετρία] Α να/..Χημ. Είδος ποτενσιομετρίας κατά την οποία χρησιμοποιείται κατάλληλο εκλεκτικό ηλεκτρόδιο για τη μέτρηση μιας διαφοράς δυναμικού σαν αποτέλεσμα μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης. Το εκλεκτικό χ\λεκτρόδιο είτε συμμετέχει στην οξειδοαναγωγική αντίδραση, είτε είναι αδρανές, οπότε η ανηγμένη και η οξειδωμένη μορφή του συζυγούς οξειδοαναγωγικού ζεύγους πρέπει να είναι ευδιάλυτο ι. Redox System [Οξειδοαναγωγικό σύστημα] Χημ. Χημικό σύστημα στο οποίο συμβαίνει μία οξειδοαναγωγική αντίδραση (οξείδωση και αναγωγή). Redox Titration [Οξειδοαναγωγική ογκομέτρηση] Αναλ. Χημ. Είδος ογκομέτρησης που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό πολλών στοιχείων και χημικών ενώσεων κατά την οποία πρότυπα διαλύματα οξειδωτικών ή αναγατγικών χρησιμοποιούνται για την οξείδωση ή την αναγωγή της ποσότητας των αναγωγικών ή των οξειδωτικών ουσιών που υπάρχουν σε ένα δείγμα. Ο καθορισμός του τελικού σημείου γίνεται με ειδικούς δείκτες ή από την καμπύλη ογκομέτρησης που λαμβάνεται ποτενσιομετρικά. Redshift [Ερυθρή φασματοσκοπική μετατόπιση] Αστροφυς. Ουσιαστικά πρόκειται για το φαινόμενο Dopplcr που παρατηρείται σε φασματικές γραμμές οι οποίες μετατοπίζονται προς μεγαλύτερα μήκη κύματος, λόγω της προς τα έξω κίνησης των ουρανίων σω-

Reducible Curve

μάτων με αυξανόμενη ταχύτητα. Το φαινόμενο έχει οδηγήσει στην έννοια της επέκτασης του μεταγαλαξία. Reduced Characteristic Equation [Ελλατωμένη χαρακτηριστική εξίσωση] Μαθημ. Αν Α είναι δεδομένος πίνακας και C(A) = 0 είναι η χαρακτηριστική του εξίσωση, εξίσωση C'(A) = 0, η οποία λαμβάνεται από αλγεβρικούς μετασχηματισμούς στο C(A), έχει ακριβώς τις ίδιες ρίζες με την εξίσωση C(A) = 0 και για τη οποία ισχύει: deg[C'(A)] < deg[C(A)]. Reduced Cubic Equation [Απλοποιημένη εξίσωση τρίτου βαθμού] Μαθημ. Πρόκειται για μια εξίσωση τρίτου βαθμού a 0 +a l x+a2x 2 +a3x 3 =0, όπου ο συντελεστής του δευτεροβάθμιου όρου είναι μηδέν (a 2 =0). Reduced Distance [Ελλατωμένη απόσταση] Οπτικ. Αν D(x,y) είναι η απόσταση μεταξύ δεδομένοι σημείων x και y ευρισκόμενα μέσα σε οπτικό μέσο περατό σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μήκους κύματος λ και δείκτη διάθλασης η*, τότε το μέγεθος: D(x,y)/n>.. Reduced F o r m [Απλοποιημένη μορφή] Μαθημ. Εάν (α,β)=1 δηλαδή α, β είναι σχετικά πρώτοι, τότε το κλάσμα α/β είναι εκφρασμένο στην απλοποιημένη του μορφή. Reduced Inspection [Περιορισμός ελέγχου] Βιομ. Σε περίπτωση εκτέλεσης διαδικασιών ποιοτικού ελέγχου με συγκεκριμένη μεθοδολογία, η μείωση της συχνότητας των ελΐγχων, όταν από τα αποτελέσματα των δοκιμών διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχουν αστοχίες στην ποιότητα. Reduced Instruction Set C o m p u t e r [Υπολογιστής μειοομένου συνόλου εντολών] Πληρ. Μικροεπεξεργαστής ο οποίος έχει σχεδιαστεί με στόχο την απλοποίηση της εκτέλεσης εντολών προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ταχύτητα επεξεργασίας. Η υλοποίηση μόνο ενός περιορισμένου συνόλου εντολών με τη βοήθεια διαφόρο)ν τεχνικών όπως cache και pipelining και την επιπλέον διαδικασία μετάφρασης εντολών υψηλού επιπέδου από τον compiler, επιτυγχάνουν την εκτέλεση εντολών σε πολύ λίγα βήματα, συνεπώς μειώνοντας σημαντικά το χρύνο εκτέλεσης αυτών. Reduced Proper M o t i o n [Μειωμένη ορθή κίνηση] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται σε αστρικό μέγεθος έκφρασης της ορθής κίνησης ενός αστέρα, το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες με το απόλυτο μέγεθος του αστέρα. Reduced Residue System M o d u l o n [Ελλατωμένο σύστημα υπολοίπων modulo n] Μαθημ. Σύνολο A = {π, mod n, i e I), μεγέθους το πολύ n-1, για τα μέλη του οποίου ισχύει: (" i, j) [(i 1 j) => [nj1 nj mod n]]. Reduced Telemetry [Ελαττωμένη τηλεμετρία] Επικοιν. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται όταν η υψηλή (ακριβής) τηλεμετρία κοστίζει αρκετά. Έτσι χρησιμοποιείται μια απλούστερη δειγματοληψία. Reducer [Μειωτής] Τεχνολ. Το ειδικό τεμάχιο που χρησιμοποιείται σε δίκτυα σωληνώσεων για να συνδεθούν μεταξύ τους δύο σωλήνες που έχουν διαφορετική διάμετρο. Reducible Configuration [Μειώσιμη σχετική διάταξη τμημάτων] Μαθημ. Πρόκειται για ένα επίπεδο γράφημα Α με την εξής ιδιότητα: η τετραχρωμία οποιουδήποτε επιπέδου γραφήματος G που περιέχει το Α, είναι δυνατό να καταλήξει αφαιρετικά από την τετραχρα>μία του γραφήματος που προκύπτει αν από το G αφαιρέσουμε τον αριθμό των ακμών του Α. Reducible Curve [Μειώσιμη καμπύλη] Μαθημ. Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια καμπύλη η

Reducible Polynomial

-1182-

οποία, όταν υπόκειται σε συνεχείς αλλοιώσεις σε δοσμένη περιοχή, συρρικνώνεται μέχρι που εκφυλίζεται σε σημείο. Reducible P o l y n o m i a l [Πολυώνυμο που αναλύεται σε γινόμενο παραγόντων] Μαθημ. Θεωρούμε ένα πολυώνυμο f(x) βαθμού η31, που ανήκει σε έναν δακτύλιο πολυωνύμων A[x]. To f(x) θα λέμε ότι αναλύεται σε γινόμενο παραγόντων εάν δύναται να γραφεί υπό μορφή γινομένου δύο ή περισσότερων παραγόντων πολυωνύμων μικρότερου βαθμού (όχι μηδέν). Εάν το f(x) δεν δύναται να αναλυθεί σε γινόμενο παραγόντων μικρότερου βαθμού ονομάζεται ανάγωγο πολυώνυμο. Reducing Agent [Αναγωγικός παράγοντας ή αναγωγικό] Χημ. Είδος χημικής ουσίας που προκαλεί την αναγωγή σε μία οξειδοαναγωγική αντίδραση, ενώ η ίδια οξειδώνεται από το οξειδωτικό. Τα κυριότερα αναγωγικά μέσα είναι τα ιόντα μετάλλων με μικρούς αριθμούς οξείδωσης καθώς και μόρια ή ιόντα που περιέχουν στοιχείο με μικρό σχετικά αριθμό οξείδωσης. Reducing A t m o s p h e r e [Αναγωγική ατμόσφαιρα] Χημ. Ατμόσφαιρα σε μία χημική αντίδραση ή φαινόμενο που περιέχει αέριο το οποίο παρέχει εύκολα ηλεκτρόνια διευκολύνοντας την αναγωγή (π.χ. ατμόσφαιρα υδρογόνου). Το αντίθετο της οξειδωτικής ατμόσφαιρας που διευκολύνει την οξείδωση. Reducing F l a m e [Αναγωγική φλόγα] Χημ. Είδος φλόγας που παράγεται με χρήσης περίσσειας καυσίμου, διευκολύνοντας αντιδράσεις αναγωγής, όπως π.χ. η αποβολή οξυγόνου από κάποιο οξείδιο. Παίζει σημαντικό ρόλο σε προσδιορισμούς με χρήση φλόγας, π.χ. στη φλογοφασματοφωτομετρία. Το αντίθετο της οξειδωτικής φλόγας. Reducing S u g a r [Ανάγοντα σάκχαρα] Ομγ.Χημ. Κατηγορία σακχάρων με αναγωγικές ιδιότητες που οφείλονται στην ύπαρξη ημιακεταλικού υδροξυλίου στο μόριο του σακχάρου. Ανάγοντα σάκχαρα είναι οι μονοσακχαρίτες και ορισμένοι δισακχαρίτες που διατηρούν ημιακεταλικό υδροξύλιο (π.χ. η μαλτόζη και η κελλοβιόζη). Reductio Ad A b s u r d u m [Εις άτοπον απαγωγή] Μαθημ. Μέθοδος απόδειξης σύμφωνα με την οποία υποθέτουμε αρχικά ότι δεν ισχύει η προς απόδειξη κρίση. Στη συνέχεια με λογικές συνεπαγωγές καταλήγουμε σε μία αντίφαση γεγονός που πετυχαίνει την αναίρεση της αρχικής μας υπόθεσης, αναιρείται δηλαδή η αντίθετη από την προς απόδειξη κρίση και επομένως η κρίση αποδεικνύεται ορθή. Reduction [Αναγωγή] Χημ. Η μείωση του αριθμού οξείδωσης ή η πρόσληψη ηλεκτρονίων από κάποιο στοιχείο κατά τη διεξαγωγή μιας χημικής αντίδρασης που προκαλείται με την επίδραση κατάλληλου αντιδραστηρίου (οξειδωτικό σώμα). Π.χ. η αναγωγή του HgO σε Hg (μεταβολή του αριθμού οξείδωσης για τον Hg από +2 σε 0). Reduction Cell [Κυψελίδα αναγωγής] Χημ. Δοχεία στα οποία συνήθως διαλύματα ή τήγματα αλάτων ανάγονται ηλεκτρολυτικά. Reduction Factor [Συντελεστής μείωσης] Πολ.Μηχ. Στους υπολογισμούς των υποστυλωμάτων, συντελεστής μέσω του οποίου υπολογίζεται το μέγιστο φορτίο το οποίο δύναται να φέρει το υποστύλωμα, λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο της λυγιρότητας. Reduction F o r m u l a [Τύπος ελάττωσης] Μαθημ. Μαθηματική παράσταση η οποία επιτρέπει αναδρομικό υπολογισμό ορισμένων ολοκληρωμάτων ελαττώνο-

ντας τον εκθέτη του ολοκληρωτέου. Το συνηθέστερο παράδειγμα συναντάται στον υπολογισμό του αόριστου ολοκληρώματος: Jxnexdx, στο οποίο υπολογίζεται το τελικό ολοκλήρωμα βάσει των απλούστερων ολοκληρωμάτων: lx k e x dx, k < n. Reduction Potential [Δυναμικό αναγωγής] Φυσ.Χημ. Το δυναμικό που αντιστοιχεί σε μία ημιαντίδραση αναγωγής. Στην περίπτωση που μετράται κάτω από καθορισμένες (κανονικές) συνθήκες αναφέρεται σαν κανονικό δυναμικό αναγωγής ή ηλεκτροδίου (Ευ). Π.χ. το (κανονικό) δυναμικό αναγωγής του Ζη 2τ σε Ζη είναι 0,763 V. Reduction Rule [Κανόνας ελάττωσης] Μαθημ. Κανόνας αντικατάστασης στον λογισμό λάμδα και στη θεωρητική άλγεβρα σύμφωνα με τον οποίον τμήμα "λέξης" αντικαθίσταται από απλούστερο τμήμα, όπως: "abcdefghijk" —> "abcghijk", με "κανόνα" ελάττωσης: R f d e f ' ) , ορισμένου ως: "der "" (κενή λέξη). Reduction Sequence [Ακολουθία ελάττωσης] Μαθημ. Στο λογισμό λάμδα ή στη θεωρητική άλγεβρα, αν R(x) είναι κανόνας ελάττωσης, τότε ακολουθία "λέξεων": Λ = { a i b j C i ; - . j , k, ...) e |Ν ω }, για οποιεσδήποτε δύο από τις οποίες ισχύει: ($ r e |Ν): [R^aibjCk...) = a kbmCn\..]. Reduction T o The Sun [Αναγωγή ως προς τον ήλιο] Αστρον. Μελετώντας την ακτινική κίνηση ενός ουράνιου αντικειμένου αναφορικά με τον ήλιο, επιβάλλουμε μια διόρθωση στην παρατηρηθείσα ακτινική ταχύτητα του αντικειμένου, στοχεύοντας στην αντιστάθμιση αυτής και της τροχιακής κίνησης της γης ως προς τον ήλιο. Reductive Grammar [Ελλατωμένη γραμματική] Πλημ. Στη θεωρητική πληροφορική, γραμματική της οποίας οι παραγόμενες λέξεις προσδιορίζονται απόλυτα από δεδομένο σύνολο συντακτικοί κανόνων. Οι περισσότερες γλώσσες προγραμματισμού, όπως c και pascal είναι τέτοιες γλώσσες. Οι αντίστοιχοι μεταφραστές (compilers) χρησιμοποιούν τους κανόνες αυτούς για να πραγματοποιήσουν ελέγχους σύνταξης πριν μεταφράσουν τα αντίστοιχα προγράμματα. Redudancy 1 [Πλεονασμός] Επικοιν. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου υπάρχει ποσότητα δεδομένων που μπορεί να χαθεί χωρίς να διαταραχτεί η λογική του συστήματος. Redundancy 2 [Υπερστατική δομή] Μηχ. Η κατάσταση ενός φορέα όταν αποτελείται από έναν αριθμό μελών που είναι μεγαλύτερος από αυτόν που απαιτείται, ώστε ο φορέας να έχει τη στατικά απαιτούμενη σταθερότητα και ακαμψία. Redundancy 3 [Πλεονασμός] Μαθημ. Σύνολο λογικών συνθηκών Ρ = {ρί(χ), i e I), για τα μέλη του οποίου ισχύει: ($ m, n): [pm(x) pn(x)]. Redundancy [Πλεονασμός] Πλημ. Χρήση υποπρογράμματος ή μεταβλητής συγκεκριμένης δομής δεδομένων τα οποία είτε δεν επιτελούν κάποιον χρήσιμο σκοπό ή δε χρησιμοποιούνται. Προκειμένου περί υποπρογράμματος, αυτό ονομάζεται "νεκρός κώδικας", ενώ προκειμένου περί μεταβλητής, αυτή ονομάζεται "αχρησιμοποίητη μεταβλητή", (βλέπε Reduntant Code, Reduntant Variable). Redundancy Bit [Περιττό Bit] Πλημ. 1. Bit σε μεταβλητή ή καταχωρητή το οποίο αν αποκρύβει μέσω κατάλληλης μάσκας, η αντίστοιχη μεταβλητή ή ο καταχ(ορητής εξακολουθούν να παράσχουν πλήρη πληροφορία. Αν το εύρος μιας μεταβλητής μεγέθους ενός

-1183byte είναι π.χ.: 0..7, τότε τα bits 3-7 είναι περιττά (υπό την ευρεία έννοια). 2. Bits τα οποία προστίθενται σε αποστελλόμενη πληροφορία σαν ελεγκτές εγκυρότητας της πληροφορίας, αλλά χωρίς να συνεισφέρουν άλλως πως. (βλέπε Redundancy Check). R e d u n d a n c y C h e c k [Ελεγχος περιττότητας] Πληρ. Έλεγχος εγκυρότητας πληροφορίας στη θεωρία κωδικών διόρθωσης σφαλμάτων, μέσω bits τα οποία προστίθενται σε αποστελλόμενη πληροφορία σαν ελεγκτές της εγκυρότητας της πληροφορίας, (βλέπε Redundancy Bit). R e d u n d a n t C h a r a c t e r [Περιττός χαρακτήρας] Πληρ. Χαρακτήρας ο οποίος δε συνεισφέρει στην κειμενική πληροφορία της οποίας είναι μέλος. Ως "κειμενική" εδώ, πρέπει να εκληφθεί η "ανθρωπίνως κειμενική" πληροφορία. Έτσι, ενώ ο χαρακτήρας επαναφοράς (cr) συνεισφέρει στην προγραμματιστική πληροφορία ως "πέρας γραμμής ή παραγράφου", ως "κείμενο" δεν συνεισφέρει στην πληροφορία. R e d u n d a n t Code 1 [Περιττός κώδικας] Πληρ. Κώδικας ο οποίος αποτελεί μέρος προγράμματος αλλά δεν εκτελείται ποτέ από το μικροεπεξεργαστή του λειτουργικού συστήματος το οποίο εκτελεί το πρόγραμμα. R e d u n d a n t C o d e 2 [Πλεονάζον κώδικας] Επικοιν. Επιπλέον κώδικας που μεταφέρει πληροφορία ελέγχου που παράγεται από τον πρωτότυπο και μεταδίδεται μαζί του (CRC). R e d u n d a n t Digit [Περιττό ψηφίο] Πληρ. Ψηφίο το οποίο δε συνεισφέρει στην αριθμητική πληροφορία της οποίας είναι μέλος. Τέτοια ψηφία είναι συνήθως κωδικοί συνθηκών σφάλματος. R e d u n d a n t E q u a t i o n 1 [Εξίσωση με περιττές ρίζες] Μαθημ. Αν f(x) = 0 είναι εξίσωση με ρίζες: Ρ - {pi, i e Ι), τότε εξίσωση F(x) = 0 με ρίζες Ρ υ Α , όπου Α είναι σύνολο επιπλέον διάκριτων ριζών. Τέτοιες εξισώσεις λαμβάνονται συνήθως ως αποτέλεσμα εφαρμογής μη ισοδύναμαιν αλγεβρικών μετασχηματισμών σε κάποια αντίστοιχη αρχική εξίσωση. Redundant Equation2 [Πλεονάζουσα εξίσωση] Μαθημ. Εξίσωση η οποία λαμβάνεται κατά την επίλυση συστήματος n γραμμικών εξισώσεων και της οποίας οι ρίζες είναι διπλότυπες με αυτές άλλης εξίσωσης. R e d u n d a n t F r a m e [Υπερστατικύ πλαίσιο] Πολ.Μηχ. Στατικός φορέας σε μορφή πλαισίου που περιέχει έναν αριθμό μελών που είναι μεγαλύτερος από αυτόν που απαιτείται για να είναι ο φορέας σταθερός. R e d u n d a n t V a r i a b l e [Περιττή μεταβλητή] Πληρ. Μεταβλητή σε υποπρόγραμμα, η χρήση της οποίας ουδόλως επηρεάζει την συμπεριφορά του συγκεκριμένου κώδικα. Εναλλακτικά, μεταβλητή η οποία δηλώνεται μεν, αλλά δε χρησιμοποιείται πουθενά στο εν λόγω υποπρόγραμμα. Reed Relay [Ρελέ καλαμιού] Ηλεκτρομαγν. Ηλεκτρομηχανικός διακόπτης ο οποίος αποτελείται από ηλεκτρομαγνήτη και ένα γυάλινο σωλήνα στον οποίο είναι σφραγισμένα δύο μαγνητικά ελάσματα. Τα ελάσματα έρχονται σε επαφή υπό την επιρροή του μαγνητικού πεδίου που δημιουργείται από τον ηλεκτρομαγνήτη, κάνοντας δυνατή τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος. Η σφράγιση των ελασμάτων σε αδρανές αέριο εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη και αξιόπιστη λειτουργία του διακόπτη. Ρελέ καλαμιού χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές όπου χρειάζεται να ελεγχθεί μία επαφή μέσω ηλεκτρονικών κυκλωμάτων.

Rcference Angle

κτρικός διακόπτης ο οποίος αποτελείται από δύο ελάσματα τα οποία είναι σφραγισμένα σε γυάλινο σωλήνα. Με την επιρροή μαγνητικού πεδίου τα ελάσματα έλκονται και έρχονται σε επαφή επιτρέποντας τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος. Ένα πλεονέκτημα του διακόπτη καλαμιού σε σχέση με μηχανικούς διακόπτες είναι η έλλειψη μηχανικών μερών, βελτιώνοντας σημαντικά την αξιοπιστία και τη διάρκεια ζωής του. Reel N u m b e r [Αριθμός ταινίας] Πληρ. Προκειμένου περί υπολογιστικών συστημάτα>ν τα οποία χρησιμοποιούν μεγάλες μαγνητικές ταινίες αποθήκευσης ή κασετοφώνων με κυκλικές μαγνητικές ταινίες, αριθμός ο οποίος προσδίδεται στα μέλη συνόλου τέτοιων ταινιών από ανθρώπινο δυναμικό για λόγους ιεράρχησης και ευχρηστίας, όταν αρχείο αποτελείται από περισσότερες από μία ταινίες. Reentrable [Παράλληλα επανακτελέσιμος] Πληρ. —> Reentrant. Reentrant [Παράλληλα επανακτελέσιμος] Πληρ. Χαρακτηρισμός τμήματος κώδικα ή προγράμματος όταν αυτό μπορεί να επανεκτελεστεί παράλληλα, ανεξάρτητα και ταυτόχρονα από έναν ή περισσότερους μικροεπεξεργαστές, (βλέπε Reentrant Program). Reentrant C o d e [Παράλληλα επανακτελέσιμος κώδικας] Πληρ. Reentrant Program. R e e n t r a n t P r o g r a m [Παράλληλα επανακτελέσιμο υποπρόγραμμα] Πληρ. Χαρακτηρισμός προγράμματος ή υπορουτίνας όταν αυτά μπορεί να επανεκτελεστούν παράλληλα, ανεξάρτητα και ταυτόχρονα από έναν ή περισσότερους μικροεπεξεργαστές. R e e n t r y [Επανείσοδος] Αερομηχ. Ονομάζεται η φάση εκείνη της κίνησης ενός διαστημοπλοίου κατά την οποία αυτό εισέρχεται και πάλι στην περιοχή της ατμόσφαιρας της Γης,, έπειτα από ένα διαστημικό ταξίδι. R e e n t r y Angle [Γωνία επανεισόδου] Αερομηχ. Ορίζεται ως η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ της τροχιάς επανεισόδου στην ατμόσφαιρα ενός διαστημικού σκάφους και της νοητής γραμμής που ορίζει το ανώτατο στρώμα της γήινης ατμόσφαιρας. Reentry Point [Σημείο επανεισόδου] Πληρ. Διεύθυνση στην μνήμη τμήματος κώδικα η οποία ανατίθεται στον καταχωρητή προγράμματος program counter (pc) κατά τη διαδικασία επανεκτέλεσης ή επανάληψης. Reentry Trajectory [Τροχιά επανεισόδου] Αερομηχ. Κατά την επιστροφή ενός διαστημοπλοίου ή άλλου ιπτάμενου αντικειμένου από το διάστημα στη Γη, ιός τροχιά επανεισόδου ορίζεται το τμήμα εκείνο της πορείας του από τη στιγμή που θα εισέλθει στην γήινη ατμόσφαιρα έως ότου προσγειωθεί ή προσθαλασσωθεί. R e f e r e n c e Acoustic P r e s s u r e [Ακουστική πίεση αναφοράς] Ακονστ. Ακουστική πίεση η οποία χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης προκειμένου να αξιολογηθούν μετρούμενες ακουστικές πιέσεις ως προς το μέγεθος τους. Η ακουστική πίεση αναφοράς αποτελεί τη βάση του ορισμού της συγκριτικής μονάδας decibel (dB), η οποία εκφράζει κατά πόσο μεγαλύτερη ή μικρότερη είναι μία μετρούμενη ακουστική πίεση. Στην περίπτωση του decibcl η ακουστική πίεση αναφοράς είναι 2x10"5 newtons/meter 2 . R e f e r e n c e A n g l e [Γωνία αναφοράς] Ηλεκτομαγν. Η γωνία η οποία ορίζεται μεταξύ του άξονα διεύθυνσης εκπομπής δεδομένης κεραίας ραδιοανιχνευτή ή ραδιοεντοπιστή και της κάθετης (normal) ευθείας στο σημείο της επιφανείας πάνω στην οποία η ακτινοβολία προReed S w i t c h [Διακόπτης καλαμιού] Ηλεκτμομαγν. Ηλε-

Reference Block

-1184-

σπιπτει. R e f e r e n c e B l o c k [Block αναφοράς] Πλημ. Block μνήμης το οποίο περιέχει αρκετά δεδομένα σχετιζόμενα με συγκεκριμένο υποπρόγράμμα, έτσι ώστε το λειτουργικό σύστημα να μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς αναγκαίες παραμέτρους του υποπρογράμματος σε περίπτωση που χρειαστεί να το καλέσει, (βλέπε Reference Record). R e f e r e n c e E l e c t r o d e [Ηλεκτρόδιο αναφοράς] Αναλ. Χημ. Είδος ηλεκτροδίου που χρησιμοποιείται στην ποτενσιομετρία, την πολαρογραφία κλπ. για μέτρηση της διαφοράς δυναμικού σε σχέση με το ενδεικτικό ηλεκτρόδιο, καθώς πρέπει να εμφανίζει σταθερό και επαναλήψιμο δυναμικό, ανεξάρτητα από τη σύσταση του διαλύματος. Π.χ. ενδεικτικό ηλεκτρόδιο καλομέλανος. R e f e r e n c e F r e q u e n c y [Συχνότητα αναφοράς] Επικοιν. Συχνότητα που χρησιμοποιείται ως κεντρικό σημείο αναφοράς πχ η αρχή ή το τέλος μιας ζώνης συχνοτήτων λήψης ενός μηχανή ματος. Reference Level [Επίπεδο αναφοράς] Τεχνολ. —> Datum plane. R e f e r e n c e Listing [Κατάλογος αναφοράς] Πλημ. 1. Εκτύπωση σε αρχείο ή σε χαρτί εκτυπωτή όλων των υπορουτινών δεδομένου προγράμματος μαζί με τις σχετικές διευθύνσεις των αντίστοιχων σημείων επανεισόδου, συνήθως παραγόμενο από διασυνδετή (linker), (βλέπε Reentry Point). 2. Εκτύπωση σε αρχείο ή σε χαρτί εκτυπωτή όλου του κώδικα δεδομένου προγράμματος γλώσσας μηχανής μαζί με όλες τις σχετικές διευθύνσεις των αντίστοιχων εντολών, συνήθως παραγόμενο από διασυνδετή (linker), (βλέπε Reentry Point). R e f e r e n c e M a r k [Σημείο εξασφάλισης] Τοπ. Τα σταθερά σημεία του εδάφους με τα οποία συνδέεται οριζοντιογραφικά και υψομετρικά μια τοπογραφική αφετηρία, ώστε να είναι δυνατή η επαναφορά της στο έδαφος στην περίπτωση που θα καταστραφεί το σημείο που έχει χρησιμοποιηθεί στην αποτύπωση. R e f e r e n c e M a t e r i a l [Ουσία αναφοράς] Αναλ,.Χημ. Υλικό ή χημική ένωση που η σύσταση και οι ιδιότητές της έχουν μελετηθεί διεξοδικά. Χρησιμοποιείται για τη βαθμονόμηση διαφόρων συσκευών, την ταυτοποίηση άγνωστων δειγμάτων, την ανάπτυξη μεθόδων ανάλυσης κλπ. R e f e r e n c e Plane [Επίπεδο αναφοράς] Τεχνολ. Datum plane. R e f e r e n c e Record [Καταγραφή αναφοράς] Πλημ. Block αναφοράς μνήμης το οποίο περιέχει αρκετά δεδομένα σχετιζόμενα με συγκεκριμένο υποπρύγράμμα έτσι, ώστε δεδομένο καλόν πρόγραμμα να μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς αναγκαίες παραμέτρους του υποπρογράμματος σε περίπτωση που χρειαστεί να το καλέσει. Παράγεται συνήθως από διασυνδετή (linker), (βλέπε Reference Block). R e f e r e n c e S p e c i f i c a t i o n [Τυπικές προδιαγραφές] Γεν. Ot περιγραφές των διαδικασιών εκτέλεσης τεχνικών έργων που αποτελούν τη γενική αναφορά και δεν εξειδικεύουν τις εργασίες για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Οι ειδικές προδιαγραφές του κάθε τεχνικού συντάσσονται λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές προδιαγραφές, οι οποίες είναι ο θεσμοθετημένος κώδικας εκτέλεσης τεχνικών έργων. R e f e r e n c e S u p p l y [Τροφοδοσία αναφοράς] Ηλεκτμον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικά κυκλώματα για την παροχή σταθερής τάσης αναφοράς η οποία χρησιμοποιείται σαν μέτρο σύγκρι-

σης από το κύκλωμα. Reference Time [Χρόνος αναφοράς] Πλϊ]μ. Οποιοδήποτε χρόνος to στο εσωτερικό ρολόι υπολογιστικού συστήματος λαμβάνεται ως απόλυτος χρόνος βάσει του οποίου γίνονται περαιτέρω χρονικοί προσδιορισμοί. R e f e r e n c e W h i t e [Λευκό αναφοράς] Επικοιν. Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα το λευκό χρώμα στην τηλεόραση αντιστοιχεί (σχηματίζεται) σε θερμοκρασία 6500 °Κ. Referencing [Εξασφάλιση] Τοπ. Η διαδικασία της σύνδεσης των κορυφών ενός πολύγωνομετρικού δικτύου με σταθερά σημεία του εδάφους, ώστε να είναι δυνατή η επανατοποθέτηση στο έδαφος του σημείου όταν απαιτηθεί στο μέλλον. R e f i n e r y [Διυλιστήριο] ίνίηχ.Χημ. Πρόκειται για το σύνολο των μηχανικών εγκαταστάσεων όπου γίνεται η επεξεργασία του αργού πετρελαίου για την μετατροπή του και τη παραγωγή των διαφόρων πετρελαϊκών προϊόντων όπως είναι η βενζίνη, η κηροζίνη, η άσφαλτος, το μαζούτ και άλλα. R e f i n e r y G a s [Αέρια διυλιστηρίου] Υλικ. Πρόκειται για έναν γενικότερο όρο που χαρακτηρίζει τα χημικά αέρια που παράγονται στα διυλιστήρια από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου, ύπως είναι για παράδειγμα το μεθάνιο, το βουτάνιο, το αιθάνιο και άλλα. Reflectance [Ανακλαστικότης] Πλημ. Αν Α είναι η σχετική φωτεινότητα εκτυπωμένου κειμένου σε χαρτί και Β είναι η σχετική φωτεινότητα του φόντου, τότε ο λόγος Α/Β. Reflected Ray [Ανακλώμενη ακτίνα] Οπτικ. Ακτίνα η οποία έχει υποστεί ή υπόκειται ανάκλαση πάνω σε κατάλληλη επιφάνεια η οποία έχει την ιδιότητα να ανακλά ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία του αντίστοιχου μήκους κύματος. Ισχύουν όλοι οι γνωστοί νόμοι, όπως αντιστροφή της διεύθυνσης κατά τον άξονα της καθέτου, γωνία ανάκλασης ίση με τη γωνία πρόσπτωσης, κλπ. (βλέπε Reflection Law). Reflected Ultraviolet M e t h o d [Μέθοδος ανακλώμενου υπεριώδους φωτός] Γev. Μέθοδος φωτογράφησης με υπεριώδες φως στην οποία για να αποφευχθεί η πλήρης αμαύρωση της φωτογραφικής πλάκας ή για κάποιον άλλον ειδικό λόγο, η ίδια η πηγή υπεριώδους ακτινοβολίας αποκρύπτεται και φωτογραφίζεται μόνον με έμμεσο φως το οποίο προέρχεται από αυτήν. Γνωστή και σαν μέθοδος εμμέσου υπεριώδους φωτισμού και χρησιμοποιούμενη στη μικροσκοπία και στην οπτική των ειδικών εφφέ. Reflected Wave [Ανακλώμενο κύμα] Φυσ. Ηλεκρομαγνητικό κύμα το οποίο έχει υποστεί ή υπόκειται ανάκλαση πάνω σε κατάλληλη επιφάνεια η οποία έχει την ιδιότητα να ανακλά ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία του αντίστοιχου μήκους κύματος. Ισχύουν όλοι οι γνωστοί νόμοι, όπως αντιστροφή της διε-ύθυνσης κατά τον άξονα της καθέτου, γωνία ανάκλασης ίση με την γωνία πρόσπτωσης, κλπ. (βλέπε Reflection Law). Reflecting Grating [Φράγμα ανάκλασης] Ηλεκτμομαγν Ένας εκ των δύο τύπων φράγματος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, στον οποίο η ακτινοβολία προσπίπτει επί του φράγματος, υφίσταται συμβολή και έπειτα ανακλάται. Στον άλλον τύπο (φράγμα μετάδοσης) αντί της ανάκλασης η ακτινοβολία διέρχεται μέσω του φράγματος. Κατασκευάζεται συνήθως με κατάλληλη επαργύρωση της μίας επιφάνειας ενός φράγματος μετάδοσης. Reflecting Prism [Πρίσμα ανάκλασης] Οπτικ. Κρυσταλλικό

-1185πρίσμα του οποίου η μία τομή είναι ισοσκελές ορθογώνιο τρίγωνο. Αν υπεριώδης, ορατή ή υπερέρυθρη ακτινοβολία προσπέσει κάθετα στη μία εκ των δύο καθέτων πλευρών, ανακλάται από το επίπεδο της υποτείνουσας και εξέρχεται εκ της άλλης κάθετης πλευράς, χωρίς να υποστεί διάθλαση. Χρησιμοποιείται συνήθως σε αστρονομικά τηλεσκόπια. Reflecting Sign [Αντανακλαστικές πινακίδες] Οδοπ. Πινακίδες σήμανσης των οδών οι οποίες έχουν κατασκευαστεί από ειδική βαφή υψηλής αντανακλαστικότητας, ώστε να είναι ευανάγνωστες όταν φωτιστούν από τους προβολείς των οχημάτων. Reflecting Telescope [Κατοπτρικό τηλεσκόπιο] Οπτικ. Γενικός χαρακτηρισμός σύνθετων οπτικών διατάξεων των οποίων οι κύρια οπτική συνιστώσα είναι σφαιρικό ή παραβολικό κάτοπτρο το οποίο ανακλά και εστιάζει κατάδηλα υπεριώδη, οπτική ή υπερέρυθρη ακτινοβολία. Αν η κύρια οπτική συνιστώσα περιλαμβάνει και φακούς, τότε το τηλεσκόπιο ονομάζεται καταδιοπτρικό. (βλέπε Refractive Telescope). Reflection [Συμμετρία] Μαθημ. Η συμμετρία (ανάκλαση) ως προς κάποιο επίπεδο Ε του χώρου ή ως προς κάποια ευθεία 1 του επιπέδου είναι ένας ορθογώνιος μετασχηματισμός, κατά τον οποίο κάθε σημείο Ο μεταφέρεται σε σημείο Ο' με τέτοιο τρόπο ώστε το ευθύγραμμο τμήμα ΟΟ' να είναι κάθετο προς το Ε και να διχοτομείται από αυτό. Reflection Coefficient [Συντελεστής ανάκλασης] Φυσ. Ορίζεται ως ο λόγος του πλάτους ενός κύματος που ανακλάται από μία επιφάνεια προς το αντίστοιχο μέγεθος του κύματος που προσπίπτει στην ίδια επιφάνεια για να προκύψει το ανακλώμενο. Reflection Diffraction [Περίθλαση ανάκλασης] Φυσ. Περίθλαση ηλεκτρονίων πάνω σε επιφάνεια η οποία δρα στην συγκεκριμένη περίπτωση και σαν ηλεκτρονικό φράγμα και σαν κάτοπτρο. Reflection Law [Νόμος ανάκλασης] Φυα. Προκειμένου περί περιπτώσεων κατά τις οποίες ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή ακουστικά κύματα προσπίπτουν σε επιφάνεια η οποία έχει τη δυνατότητα να δράσει ως κάτοπτρο για τη συγκεκριμένη ακτινοβολία, ο νόμος: Αν Ζ(ει,Κ) είναι η γωνία μεταξύ του κύριου άξονα πρόσπτωσης Ζ\ του κύματος επί σημείου Μ της επιφανείας, Ζ(ε 2 ,Κ) είναι η γωνία μεταξύ του κύριου άξονα ανάκλασης του κύματος από το ίδιο σημείο Μ της επιφανείας και Κ είναι η κάθετος στο σημείο Μ, τότε: Ζ (ει, Κ) = Ζ(ε 2 ,Κ). Reflection Nebula [Νεφέλωμα ανάκλασης] Αστμον. Πρόκειται για νεφέλωμα διάχυσης το οποίο έχει συνεχές φάσμα με ασθενείς γραμμές απορρόφησης. Τα νεφελώματα ανάκλασης είναι αποτελέσματα της ανάκλασης του φωτός λαμπρών αστέρων πάνω στα συμπαγή νέφη αερίου και σκόνης. Ωστόσο η λαμπρότητά τους είναι πολύ μικρότερη από εκείνη των αστέρων. Reflection Spectrum [Φάσμα ανάκλασης] Φνσ. Συνήθως φάσμα απορρόφησης το οποίο προκαλείται από πρόσπτωση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε ανακλαστική επιφάνεια η οποία ενδεχομένως να έχει επίσης τη δυνατότητα να απορροφά επιλεκτικά συγκεκριμένες ακτινοβολίες. Το φάσμα από χρωματισμένες επιφάνειες είναι τέτοιο. Reflective Spot [Κηλίδα ανάκλασης] Πληρ. Ανακλαστική περιέλιξη σε μαγνητικό μέσο ή ταινία αποθήκευσης δεδομένων το οποίο χρησιμοποιείται ως σηματοδότης μόνιμου ή προσωρινού πέρατος του μέσου ή της μα-

Reflux Condenser

γνητικής ταινίας. Reflectivity [Αντανακλαστικότητα] Φυσ. Όταν ένα κύμα προσπίπτει σε μία επιφάνεια με μία δεδομένη ποσότητα ενέργειας τότε ανακλάται με μία διαφορετική, οπότε και ο λόγος των δύο αυτών ποσοτήτων ενέργειας ορίζει την αντανακλαστικύτητά του. R e f l e c t o r P l a t e [Κρύσταλλος ανάκλασης] Οπτικ. Κρυσταλλική πλάκα η οποία έχει την ιδιότητα να ανακλά ολικά η μερικά προσπίπτουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Χρησιμοποιείται σε πληθώρα οπτοηλεκτρονικών διατάξεων και συσκευών και διαφέρει ανάλογα με την εφαρμογή και τη χρησιμοποιούμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Reflex Angle [/\νακλαστική γωνία] Μαθημ. Ονομάζεται η γωνία φ για την οποία ισχύει 180°<φ<360°. Reflex Baffle [Διαχωριστικό ανάκλασης] Ακουστ. Το εμπρός μέρος ενός ηχείου το οποίο βοηθά στην αύξηση ισχύος ορισμένων ακουστικών συχνοτήτων. Reflex Camera [Φωτογραφική μηχανή τύπου reflex] Οπτικ. Τύπος φωτογραφικής διάταξης, στον οποίο το είδωλο του προς φωτογράφηση αντικειμένου είναι διαθέσιμο για οπτική παρατήρηση μέσω παρέκκλισης των οπτικών ακτίνων του ειδώλου με τη βοήθεια εσωτερικού ολικού κατόπτρου. Πριν την ακριβή στιγμή της φωτογράφησης το κάτοπτρο μετακινείται γρήγορα μηχανικά έτσι ώστε να μη συμμετέχει στην οπτική διάταξη κατά την λήψη της φωτογραφίας, (βλέπε Reflex Sight). Reflex Sight [Συμμετρική εικόνα] Οπτικ. Εικόνα ή είδωλο αντικειμένου σε οπτοηλεκτρονική διάταξη η οποία επιτρέπει την παρεμβολή κατοπτρικών συνιστωσών με σκοπό τη δημιουργία προσωρινού ειδώλου συνήθως κατά διεύθυνση διάφορη από αυτήν της κύριας εστίας της διάταξης, όπως σε φωτογραφική μηχανή τύπου reflex, (βλέπε Reflex Camera). Reflexive Processing [Συμμετρική επεξεργασία] Πλημ. Παράλληλη επεξεργασία των ίδιων δεδομένων από διαφορετικούς χειριστές ή προγραμματιστές σε δεδομένο απλό ή πολλαπλό υπολογιστικό σύστημα. Συνήθως επιτελείται σε μεγάλες εταιρίες ανάπτυξης εφαρμογών στις οποίες διαφορετικοί προγραμματιστές εργάζονται σε ένα κοινό project. Reflexive Relation [Ανακλαστική σχέση] Μαθημ. Μια σχέση R επί ενός συνόλου Α λέγεται ανακλαστική αν ισχύει xRx (x°x) για κάθε x e A . Εάν η σχέση R είναι ανακλαστική, συμμετρική και μεταβατική τότε λέγεται σχέση ισοδυναμίας. Reflexive Space [Ανακλαστικός χώρος] Μαθημ. Έστω Χ σταθμητός διανυσματικός χώρος. Εάν η εικόνα του Χ που λαμβάνεται με τον φυσικό ισομορφισμό ισούται με ολόκληρο τον Χ**, τον συζυγή του συζυγούς του Χ, τότε ο χώρος Χ καλείται ανακλαστικός. Για 1<ρ<«>, ο Lp χώρος είναι ανακλαστικός. Κάθε ανακλαστικός σταθμητός γραμμικός χώρος είναι χώρος Banach. Reflux [Θέρμανση κατ' αντιρροή] Χημ. Το φαινόμενο της επαναφοράς των ατμών που παράγονται σε μία χημική διαδικασία ή απόσταξη στο μίγμα της αντίδρασης ή τη φιάλη απόσταξης. Χρησιμοποιείται για την αύξηση της απόδοσης μιας χημικής μετατροπής, για τη βελτίωση του διαχωρισμού με κλασματική απόσταξη, σε εκχυλίσεις κλπ. Reflux Condenser [Συμπυκνωτήρας κατ' αντιρροή] Χημ. Γυάλινη συσκευή ή κατάλληλο δοχείο σε μία αποστακτική στήλη που συμπυκνώνει τους ατμούς επιστρέφοντάς τους στο διάλυμα ή το μίγμα της αντίδρα-

Reflux Ratio

-1186-

σης. Reflux Ratio [Λόγος αντιρροής] Χημ. Μηχ. Ο λόγος της ποσότητας του υγρού που αντιρρέει προς την ποσότητα του προϊόντος που απομακρύνεται από τη διαδικασία (π.χ. πύργος απόσταξης, στήλη εκχύλισης κλπ) σε κάθε σημείο της. Reformat [Αναμόρφωση] Πλημ. Καλείται η αναδιάρθρωση του μαγνητικού δίσκου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή για την προετοιμασία του ώστε να μπορούν να αποθηκευτούν νέα δεδομένα, διαγράφοντας όμως όλα όσα ήταν αποθηκευμένα πριν από τη διαδικασία αυτή. Reformatsky Reaction [Αντίδραση Reformatsky] Ομγ.Χημ. Σημαντική αντίδραση της οργανικής σύνθεσης κατά την οποία ένας α-βρωμο-εστέρας αντιδρά με αλδεΰδη ή κετόνη, παρουσία μεταλλικού ψευδαργύρου, προς παρασκευή β-υδροξυεστέρων. Αποτελεί την πιο βασική συνθετική διαδικασία παρασκευής βυδροξυοοξέων ή και άλλων παραγώγων καρβοξυλικών οξέων. Reforming [Αναμόρφωση] Χημ. Πρόκειται για τη χημική διεργασία η οποία χρησιμοποιείται στα διυλιστήρια, για τη μετατροπή των αλιφατικών υδρογονανθράκων σε αρωματικούς με σκοπό τελικά την παραγωγή βενζίνης με υψηλό αριθμό οκτανίων. Refracted Ray [Διαθλώμενη ακτίνα] Φνα. Αν ε! είναι ακτίνα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας προσπίπτουσα σε σημείο Μ επιφανείας διαθλώντος υλικού Α και ε 2 είναι η ακτίνα διάθλασης στο εσωτερικό του υλικού η διεύθυνση της οποίας προσδιορίζεται βάσει του δείκτη διάθλασης του υλικού μ, τότε η ακτίνα ε2. Refracted W a v e [Διαθλώμενο κύμα] Φνσ. Αν kj είναι κύμα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας προσπίπτον σε επιφάνεια διαθλώντος υλικού Α και k2 είναι το κύμα διάθλασης στο εσωτερικό του υλικού, η διεύθυνση του οποίου προσδιορίζεται βάσει του δείκτη διάθλασης του υλικού μ, τότε το κύμα k2. Refracting E d g e [Ακμή διάθλασης] Οπτικ. Αν Π, είναι το επίπεδο πρόσπτωσης και Π 2 το επίπεδο ανάδυσης σε κρυσταλλικό πρίσμα διάθλασης, τότε η ευθεία ε = Πι n Π 2 . Refracting Sphere [Σφαίρα διάθλασης] Οπτικ. Κρυστάλλινη, ακρυλική ή από άλλο διαφανές υλικό σφαίρα με δείκτη διάθλασης n > 1. Refracting Telescope [Διοπτρικό τηλεσκόπιο] Οπτικ. Γενικός χαρακτηρισμός σύνθετων οπτικών διατάξεων των οποίων οι κύρια οπτική συνιστώσα είναι απλός ή σύνθετος φακός θετικής εστιακής απόστασης ο οποίος εστιάζει κατάλληλα υπεριώδη, οπτική ή υπερέρυθρη ακτινοβολία. Αν η κύρια οπτική συνιστώσα περιλαμβάνει και κάτοπτρα, τότε το τηλεσκόπιο ονομάζεται καταδιοπτρικό. (βλέπε Reflecting Telescope). Refraction [Διάθλαση] Φοσ. Όταν ένα ηλεκτρομαγνητικό ή ηχητικό ή άλλης μορφής κύμα διαπεράσει μία διαχωριστική επιφάνεια, δηλαδή αλλάξει μέσον μέσα στο οποίο διαδίδεται, τότε παρουσιάζεται το φαινόμενο της διάθλασης, όπου αυτό σημαίνει ότι επέρχεται αλλαγή στην κατεύθυνση κίνησής του λόγω διαφορετικών ιδιοτήτων των δύο μέσων. Refractive Index [Δείκτης διάθλασης] Οπτικ Βλέπε Index Of Refraction. Refractivity [Διαθλαστικότης] Ηλεκτμομαγν. 1. Δείκτης διάθλασης (βλέπε Index Of Refraction). 2. Σχετικό μέτρο σύγκρισης των ταχυτήτων ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεδομένου μήκους κύματος εντός και εκτός συγκεκριμένου υλικού. 3, Αν η>. είναι ο δεί-

κτης διάθλασης υλικού για ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία δεδομένου μήκους κύματος λ, τότε η διαφορά: Πλ = η λ - 1 . Rcfractometer [Διαθλασίμετρο] Μηχ. Γενική ονομασία σύνθετο)ν οπτομηχανικών διατάξεων σκοπός των οποίων είναι η μέτρηση του δείκτου διάθλασης αγνώστου υλικού για ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία δεδομένου μήκους κύματος. Τα γνωστότερα οπτικά διαθλασίμετρα είναι αυτά των: abbe, guild, jamin, pilfrich και rayleigh. Refractometry [Διαθλασιμετρία] Οπτικ. Κλάδος της οπτικής ασχολούμενος με τη μέτρηση του δείκτου διάθλασης υλικών για ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία δεδομένου μήκους κύματος, (βλέπε Rcfractometer). Refractor Telescope [Διοπτρικό τηλεσκόπιο] Οπτικ. Εναλλακτική ονομασία του διοπτρικού τηλεσκοπίου, όπως επίσης και "refractor". (Βλέπε Refracting Telescope). Refractory [Πυρίμαχο] Τεχνολ. Υλικό το οποίο διατηρεί τις μηχανικές του ιδιότητας και τη μορφή του σε υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος. Refractory Clay [Πυρίμαχη άργιλος] Τεχνολ. Εδαφικό υλικό με υψηλή θερμοκρασία τήξης το οποίο λόγω αυτής της ιδιότητας του χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρίμαχων τούβλων. Refresh [Ανανέοχτη] Πλημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η διαδικασία της περιοδικής επαναπροβολής των δεδομένων ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, για παράδειγμα στην οθόνη, διότι κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του μπορεί να υπάρξει αλλοίωση στην προβολή τους. Refrigeration [Ψύξη] Μηχ. μηχ. Η διαδικασία μείωσης της θερμοκρασίας ενός χώρου με τεχνητό τρόπο σε χαμηλότερα επίπεδα από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Refrigerator [Ψυγείο] Μηχ. μηχ. Κλειστός χώρος μονωμένος κατάλληλα και εξοπλισμένος με μηχανισμό μείωσης της θερμοκρασίας, δημιουργώντας έτσι τη δυνατότητα επίτευξης εντός του χώρου πολύ χαμηλών θερμοκρασιών. Refusal [Αρνηση] Πολ.Μηχ. Σε μια δοκιμή διείσδυσης η περίπτωση που το στέλεχος με την εφαρμογή των κρούσεων δεν διεισδύει στο έδαφος, καθορίζοντας έτσι μια υψηλή αντοχή του εδαφικού υλικού. Regenerant [Αναγεννητής] Χημ. Διάλυμα που χρησιμοποιείται για την αναγέννηση μίας ιονανταλλακτικής στήλης. Αν π.χ. η στήλη έχει χρησιμοποιηθεί για την αποσκλήρυνση του νερού, η ρητίνη αναγεννάται με διαβίβαση πυκνού διαλύματος NaCl. Regenerate [Αναγεννώ] Χημ.Μηχ. Καθαρίζω, καθιστώ έτοιμο για επαναχρησιμοποίηση, π.χ. έναν καταλύτη πυρόλυσης με καύση το>ν ανθρακικών υπολειμμάτων, ένα σύστημα διήθησης κλπ. Regenerated Cellulose [Αναγεννημένη κυτταρίνη] Υλικ. Διαφανές πλαστικό υλικό από κυτταρίνη που προκύπτει με την ανάμιξη ξανθικής κυτταρίνης με αραιό διάλυμα υδροξειδίου του νατρίου προς σχηματισμό βισκόζης. Regeneration [Αναγέννηση] Χημ. Κατεργασία σε ένα απενεργοποιημένο καταλύτη, ώστε να αποκατασταθεί η δραστικότητά του. Επίσης μπορεί να σημαίνει την έκλουση με κατάλληλο διάλυμα μιας χρησιμοποιημένης στήλης χρωματογραφίας ιονανταλλαγής με σκοπό την αποκατάσταση της δραστικότητάς της. Regenerative Amplifier [Ράδιομετάδοση] Ηλεκτρον.

-1187Ηλεκτρονική διάταξη ενισχυτή η οποία με τη χρήση θετικής ανάδρασης αυξάνει την ευαισθησία του ενισχυτή σε συγκεκριμένες συχνότητες. Regenerative Reactor [Αναπαραγωγικός αντιδραστήρας] Πυρην. Φυσ. Αντιδραστήρας στον οποίο παράγονται δευτερογενώς σχάσιμα υλικά συνήθως διάφορα του αρχικού καυσίμου τα οποία δύνανται να επαχρησιμοποιηθούν σαν καύσιμο αντιδραστήρα, συνήθως σύμφωνα προς τις αντιδράσεις: 238 U Νρ + . . . - » 2 3 T u 233 + ... και 2 5 T h Th + . . . - > 233 Pa +.. .-» 2 3 3 U, τα τελικά προϊόντα των οποίων είναι σχάσιμα υλικά. Γνωστός και σαν αντιδραστήρας "εκκολαπτήρας". Regenerative Read [Αναπαραγωγική ανάγνωση] Πληρ. Ταυτόχρονη ανάγνωση δεδομένων από και εγγραφή σε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων για λόγους ελέγχου εγκυρότητας. Πραγματοποιείται συνήθως από προγράμματα τα οποία ελέγχουν την εγκυρότητα του μαγνητικού μέσου της συσκευής αποθήκευσης, όπως προγράμματα disk-checkers, κλπ. Regenerative R e p e a t e r [Αναγεννητικός επαναλήπτης] Επικοιν. Επαναλήπτης που καθαρίζει το σήμα από ανεπιθύμητες παρεμβολές. Πρόκειται για μία διάταξη η οποία τοποθετείται σε ενδιάμεσες θέσεις ενός ασύρματου ή ενσύρματου ψηφιακού δικτύου, με σκοπό την αξιόπιστη μετάδοση σε πολύ μεγάλες αποστάσεις και τη μείωση της επίδρασης του θορύβου και των παρεμβολών. Τέτοιες διατάξεις για παράδειγμα διαθέτουν τα δίκτυα κινητής ή ψηφιακής τηλεφωνίας. Regenerative Storage [Αναπαραγωγικό αποθηκευτικό μέσο] Πληρ. Γενικός χαρακτηρισμός διάφορων ηλεκτρονικομαγνητικών μέσων αποθήκευσης στα οποία τα δεδομένα χάνονται αν η τροφοδοσία διακοπεί. Οι μνήμες ram και rom είναι τέτοια μέσα. Region [Περιοχή] Πληρ. 1. Σύνολο συναφών διευθύνσεων στη μνήμη ram ή rom. 2. Σύνολο γραφικών εντολών η εκτέλεση των οποίων προσδιορίζει ένα συναφές υποσύνολο της μνήμης vram η οποία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο graphics port παραθύρου γραφικών στα λειτουργικά win95 και macos. Regional Address [Διεύθυνση περιοχής] Πληρ. Αν Α = {ai, i e 1} είναι δεδομένο καταγεγραμμένο σύνολο διευθύνσεων στη μνήμη λειτουργικού συστήματος, τότε ένα από τα μέλη aj. Regional Center [Κέντρο περιοχής] Επικοιν. Κέντρο ελέγχου μιας περιοχής που αναγνωρίζεται από το κωδικό της πρόθεμα. Regioselective [Regio-εκλεκτική] Οργ.Χημ. Χαρακτηριστικό μιας οργανικής αντίδρασης που από άποψη προσανατολισμού δίνει αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά ένα από τα δυνατά ισομερή προϊόντα. Π.χ. η προσθήκη HCI κατά Markovnikov στο προπένιο δίνει σχεδόν αποκλειστικά το 2-χλωρο-προπάνιο και όχι το 1 -χλωρό-προπάνιο. Register 1 [Καταχωρητής] ΙΙληρ. Βοηθητικός χώρος αποθήκευσης τιμών, συνήθως εγγενές τμήμα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας, η οποία διαθέτει συγκεκριμένο σύνολο καταχωρητών στους οποίους ανατίθενται τιμές ανάλογα με την απαιτούμενη εφαρμογή. Οι κυριότεροι καταχωρητές, παρόντες σχεδόν σε όλα τα λειτουργικά συστήματα είναι ο καταχωρητής προγράμματος: program counter (pc), και ο καταχωρητής στοίβας: stack pointer (sp). Register 2 [Καταγράφω] Πληρ. Επιτελώ διαδικασίες καταχώρησης ή καταλογοποίησης. Register 3 [Καταχωρητής] Επικοιν. Ειδικός χώρος μνή-

Regular

μης μηχανημάτων επικοινωνιών για λειτουργικές ανάγκες. Register Capacity [Εύρος καταχωρητή] Πληρ. Το δυνατό αριθμητικό εύρος δεδομένου καταχωρητή σε υπολογιστικό σύστημα. Οι καταχωρητές των σύγχρονων λειτουργικών συστημάτων είναι συνήθως μήκους 32 bits επιτρέποντας έτσι εύρος: 0..2 3 -1. (βλέπε Register). Register Circuit [Κύκλωμα καταχωριτή] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία αποτελείται από δυαδικά στοιχεία αποθήκευσης και ψηφιακές πύλες, στοιχεία τα οποία υλοποιούνται σε πλάκα πυριτίου. Τα κυκλώματα καταχωριτών χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές για την αποθήκευση ψηφιακών πληροφοριών. Register Length [Μήκος καταχωρητή] Πληρ. Το μήκος δεδομένου καταχωρητή σε bits. Οι καταχωρητές των σύγχρονων λειτουργικών συστημάτων είναι συνήθως μήκους 32 bits, (βλέπε Register, Register Capacity). Register Level Compatability [Συμβατότης σε επίπεδο καταχωρητών] Πληρ. Προκειμένου περί δύο διαφορετικών υπολογιστικών συστημάτων, η ιδιότητα του να έχουν και τα δύο τον ίδιο συνολικό αριθμό καταχωρητών και οι καταχωρητές να είναι του ιδίου μήκους και εύρους, (βλέπε Register Capacity, Register Length). Register Variable [Μεταβλητή καταχωριτή] Πληρ. Πληροφορία η οποία αποθηκεύεται σε ψηφιακό καταχωρητή του μικροεπεξεργαστή και χρησιμοποιείται στην εκτέλεση ενός προγράμματος. Στα προγράμματα τα οποία υλοποιούνται σε γλώσσες υψηλού επιπέδου ο χρήστης συνήθως δεν ορίζει σε ποιον καταχωρητή θα γίνει η αποθήκευση της μεταβλητής. Σε γλώσσες χαμηλού επιπέδου ο ακριβής καθορισμός των καταχωριτών είναι απαραίτητος. Registration M a r k [Σύμβολο καταχώρησης] Πληρ. Ένας εκ των ειδικών παρακρατημένων χαρακτήρων: ή οι οποίοι κατοχυρώνουν διάφορα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Reglet [Διακοσμητικό στοιχείο] Αρχ. Στο χώρο της αρχιτεκτονικής, με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε επίπεδο, στενό, γύψινο αρχιτεκτονικό στοιχείο, με γεωμετρικό σχήμα ορθογωνίου, το οποίο χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς σκοπούς σε ένα κτίριο όπου και τοποθετείται. Regression Of Nodes [Παλινδρόμηση των κόμβων] Αστρον. Το φαινόμενο της ηλιακής κλόνησης του άξονα της Γης προκαλεί μια κίνηση των κόμβων της σεληνιακής τροχιάς προς τα δυτικά. Οι κόμβοι της σεληνιακής τροχιάς συμπληρώνουν μια περιφορά σε 18,6 έτη. Regula Falsi [Μέθοδος της εσφαλμένης θέσης] Μαθημ. Προσεγγιστική μέθοδος εύρεσης της ρίζας μιας εξίσωσης f ( x ) = 0 όπου η προσέγγιση xn βρίσκεται από τον τύπο X n = [ a n f ( b n ) - b n f ( a n ) ] / [ f ( b n ) - f ( a t l ) ] , n=0,1,2,...όπου an και bn τα άκρα του διαστήματος I n εντοπισμού Τϊ]ζ ρίζας. Regular [Κανονικός] Μαθημ. 1. Ένα πολύγωνο ονομάζεται κανονικό εάν είναι ισόπλευρο και ισογώνιο και παρουσιάζει συμμετρία. 2. Ένα πολύεδρο θα λέγεται κανονικό εάν είναι ισοεδρικό και ισογώνιο. Υπάρχουν πέντε κανονικά πολύεδρα: το τετράεδρο, το οκτάεδρο, ο κύβος, το δωδεκάεδρο και το εικοσάεδρο. 3, Ένα πρίσμα καλείται κανονικό εάν είναι ορθογώνιο και οι βάσεις του αποτελούν κανονικά πολύγωνα. 4. Ένα

Regular B a n a c h S p a c e

-1188-

γράφημα λέγεται κανονικό όταν όλες οι κορυφές του έχουν τον ίδιο βαθμό. 5. Έστω Ε ένα μη κενό σύνολο και ένας εσωτερικός νόμος επί του Ε. Ένα στοιχείο ae Ε καλείται ομαλό εάν a*x=a*y=»x=y και x*a=y*a=>x=y. Regular Banach Space [Κανονικός χώρος Banach] Μαθημ. Reflexive Space. Regular Cluster [Ομαλό σμήνος] Αστρον. Πρόκειται για σμήνος γαλαξιών με καθορισμένα ένα ή περισσότερα κέντρα συμπύκνωσης, με μια σφαιρική κατανομή των μελών του. Regular Curve [Ομαλή καμπύλη] Μαθημ. Μια καμπύλη γ: I—>R3 καλείται ομαλή κλάσης Cr, r3l εάν η συνάρτηση r(t) είναι κλάσης Cr και ^(Ο'Ο για κάθε tel, δηλαδή η καμπύλη δεν παρουσιάζει ιδιάζοντα ή ανώμαλα σημεία. Regular Element [Τακτικό στοιχείο] Βιομ. Σε μια διαδικασία η οποία αποτελείται από ένα σύνολο στοιχείων, ένα από τα στοιχεία το οποίο επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με ρυθμικό τρόπο. Regular Expression [Κανονική παράσταση] Πληρ. Συμβολική παράσταση επιτρεπόμενη από το συντακτικό δεδομένης θεωρητικής γλώσσας ή γλώσσας προγραμματισμού. Regular Function [Ομαλή συνάρτηση] Μαθημ. Για μια συνάρτηση ί{ζ)~ ~ΣΠ=-~ an(z-ZO)N, η συνάρτηση f 2 ( ^ " Σ η ^ α ^ ζ - Ζ ο ) " καλείται το ομαλό μέρος της f στο Ζο και είναι αναλυτική στο δίσκο S(Zo;s2). Η συνάρτηση ί|(ζ) =1 Στι=-« On(z-zo)n καλείται το κύριο μέρος της f στο ify. Regular Ideal [Κανονικό ιδεώδες] Μαθημ. Κανονικό ιδεώδες I ενός δακτυλίου Α καλείται το ιδεώδες για το οποίο ισχύει a-aee 1 (αν I δεξί ιδεώδες) ή a-eae I (αν I αριστερό ιδεώδες) για κάθε στοιχείο ae Α, με την προυπόθεση ότι ο δακτύλιος Α περιέχει το μοναδιαίο στοιχείο e. Regular M e a s u r e [Ομαλό μέτρο] Μαθημ. Ορίζουμε έναν χώρο με μέτρο (Ω,Σ,μ), όπου Ω τοπολογικός χώρος. Το μέτρο μ ονομάζεται ομαλό εάν "ε>0 και Β ένα στοιχείο της σ-άλγεβρας Σ υπάρχει ανοικτό σύνολο Α και κλειστό σύνολο Γ έτσι ώστε να ισχύουν: T c B c A και μ ί Α - Γ ) ^ · Regular Permutation G r o u p [Ομαλή ομάδα μεταθέσεων] Μαθημ. Ονομάζεται η υποομάδα της συμμετρικής ομάδας ενός συνόλου, η οποία έχει τάξη n (n θετικός ακέραιος) και αποτελείται από n το πλήθος στοιχεία. Regular Representation [Ομαλή αναπαράσταση] Μαθημ. Μια ομάδα μεταθέσεων G* μιας ομάδας G καλείται ομαλή αναπαράσταση της G, εάν η G είναι ισόμορφη με την G*. Regular Topological Space [Κανονικός τοπολογικός χώρος] Μαθημ. Ένας τοπολογικός χώρος Χ καλείται κανονικός εάν είναι συγχρόνως Τ|-χώρος και Τ y χώρος, δηλαδή για κάθε δύο διάφορα μεταξύ τους σημεία x,ye Χ υπάρχει ανοικτό σύνολο Α του Χ που περιέχει το x και όχι το y. Επιπλέον "XG Χ και για κάθε F c X που δεν περιέχει το χ, υπάρχουν ανοικτά σύνολα Α, Β του Χ τέτοια ώστε xe A, FQB A n B = 0 . Regular Variable Star [Περιοδικός μεταβλητός αστέρας] Αστμον. Ονομάζεται ο μεταβλητός αστέρας στον οποίον παρατηρείται περιοδική μεταβολή της λαμπρότητάς του. Υπάρχουν τριών ειδών περιοδικοί μεταβλητοί αστέρες: οι μεταβλητοί λόγω εκλείψεων, οι μεταβλητοί βραχείας περιόδου και οι μεταβλητοί μακράς

περιόδου. Regulated P o w e r Supply [Σταθεροποιημένο τροφοδοτικό ισχύος] Ηλεκτμον. Εργαστηριακή ηλεκτρονική συσκευή η οποία έχει την δυνατότητα να παρέχει σταθεροποιημένη ισχύ σε άλλες ηλεκτρονικές συσκευές. Συνήθως δίνεται η δυνατότητα επιλογής σταθεροποίησης της τάσης ή του ρεύματος. Η σταθεροποίηση πραγματοποιείται από ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο ελέγχει και διορθώνει διαρκώς την έξοδο του τροφοδοτικού σε σχέση με την επιθυμητή τιμή παροχής ισχύος, Regulating Reservoir [Ρυθμιστικός ταμιευτήρας] Υδμολ. Σε ένα δίκτυο ύδρευσης μια δεξαμενή αποθήκευσης νερού μέσω της οποίας ρυθμίζεται η ομαλή ροή και εξασφαλίζεται η σταθερή πίεση του νερού εντός του δικτύου. Regulator [Ρυθμιστής] Ηλεκτμον. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε διάταξη η οποία τοποθετημένη μέσα σε ένα σύστημα έχει ως σκοπό τον έλεγχο κάποιας ποσότητας ή ενός μεγέθους και τη ρύθμισή του ώστε να βρίσκεται πάντα εντός των προκαθορισμένων ορίων. Regulus [Αστερισμός Α του Λέοντος] Αστρον. Πρόκειται για πολλαπλό σύστημα αστέρων (τρεις), το πιο λαμπρό στον αστερισμό του Λέοντος. Είναι φασματικού τύπου Β7 V και έχει φαινόμενο μέγεθος 1,36. Απέχει 67 έτη φωτός από τον ήλιο. Reichert - Meissl N u m b e r [Αριθμός Rcichert-Meissl] Αναλ.Χημ. Είναι ο αριθμός των mL διαλύματος NaOH ή ΚΟΗ 0,1 Μ, που απαιτούνται για την εξουδετέρωση κάτω από ορισμένες συνθήκες των αποσταζόντων πτητικών λιπαρών ουσιών διαλυτών στο νερό από 5 g λίπους. Με τον αριθμό αυτό προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο το ευδιάλυτο στο νερό βουτυρικό οξύ. Reimbursed Time 1 [Ανταποδιδόμενος χρόνος] Πληρ. Χρόνος ο οποίος χρεώνεται από δεδομένη εταιρία προσφοράς υπηρεσιών σε άλλη εταιρία η οποία έχει ζητήσει κάποια υπηρεσία η οποία απαίτησε υπολογιστικό χρόνο και πόρους από την πρώτη εταιρία, Reimbursed T i m e 2 [Αποζημίωση χρόνου] Τεχνολ. Η περίπτο)ση της διάθεσης ενός υπολογιστή από τον κάτοχο του σε κάποιον άλλο χρήστη για ένα χρονικό διάστημα με αποζημίωση του χρόνου λειτουργίας με μια συμφωνημένη τιμή μονάδος, Reinecke's Salt [Αλας του Reinecke] Αναλ.Χημ. Ένυδρο αμμωνιακό άλας του αντίστοιχου οξέος του Reinecke με τύπο NH 4 [Cr(NH 3 ) 2 (SCN)4]H 2 0 (μονοένυδρο τετραθειοκυανοδιαμμωνοχρωμικό αμμώνιο). Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση υδραργύρου, καθώς και για την απομόνωση οργανικών ενώσεων (π. χ. του αμινοξέος προλίνη). Reinforced B e a m [Οπλισμένη δοκός] Πολ.Μηχ. Συνθετικό δομικό στοιχείο το οποίο αποτελείται από σκυρόδεμα και ράβδους χάλυβα που αποκαλείται οπλισμός με συγκεκριμένη διατομή και συγκεκριμένη διάταξη του χάλυβα, ώστε κατά τη λειτουργία του στοιχείου οι εφελκυστικές τάσεις που αναπτύσσονται στη διατομή να αντιμετωπίζονται από τον οπλισμό και οι θλιπτικές τάσεις από το σκυρόδεμα. Reinforced Brickwork [Οπλισμένος τοίχος] Πολ.Μηχ. Τοιχοποιία που είναι ενισχυμένη μέσω μεταλλικών στοιχείων τα οποία τοποθετούνται κατά τη διάρκεια της κατασκευής στους αρμούς μεταξύ των τούβλων, Reinforced C o l u m n [Οπλισμένο υποστύλωμα] Πολ. Μηχ. Υποστύλωμα από σκυρόδεμα και δομικό χάλυβα ο οποίος τοποθετείται εντός της διατομής με συγκεκρι-

-1189-

μένη διάταξη ώστε να ενισχύεται η φέρουσα ικανότητα σε θλίψη του σκυροδέματος. Reinforced Concrete [Οπλισμένο σκυρόδεμα] Πολ. Μηχ. Σύνθετο υλικό κατασκευής τεχνικών έργων το οποίο αποτελείται από σκυρόδεμα και δομικό χάλυβα δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο διατομές φορέων υψηλής αντοχής σε καταπονήσεις από εξωτερικά φορτία. Η εξέλιξη των μεθόδων υπολογισμού των φορέων από οπλισμένο σκυρόδεμα καθώς και η εξέλιξη στην τεχνολογία παραγωγής σκυροδέματος και δομικού χάλυβα, δημιούργησε δυνατότητες κατασκευής τεχνικών έργων υψηλών απαιτήσεων με αντοχή, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και μια αισθητική μορφή υψηλών απαιτήσεων. Το οπλισμένο σκυρόδεμα αποτελεί στις μέρες μας το κατ' εξοχήν δομικό υλικό που προτιμούν οι αρχιτέκτονες για τη δημιουργία κατασκευών που έχουν υψηλές απαιτήσεις αντοχής, ενώ ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα δημιουργίας μορφών στο χώρο που αυξάνουν και τονίζουν τα αισθητικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος εντός του οποίου είναι τοποθετημένες. Reinforced Earth [Οπλισμένη γη] Πολ,Μηχ. Μέθοδος κατασκευής τοίχων αντιστήριξης με την τοποθέτηση εντός του εδαφικού όγκου μεταλλικών ελασμάτων μεταξύ των στρώσεων ενός επιχώματος κατά τη διάρκεια της κατασκευής του δημιουργό)ντας με αυτό τον τρόπο μια διατομή η οποία αποκτά τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει τις ωθήσεις γαιών που προκύπτουν από το υπόλοιπο επίχωμα. Reinforcement [Οπλισμός] Πολ.Μηχ. 1. Το σύνολο του δομικού χάλυβα που συμπεριλαμβάνεται σε ένα δομικό στοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα. 2. Σε ένα οποιοδήποτε στοιχείο υλικό που προστίθεται στη διατομή του με σκοπό τη βελτίθ)ση των μηχανικών χαρακτηριστικών αντοχής του στοιχείου σε καταπονήσεις. Reinforcement Schedule [Αναπτύγματα οπλισμού] Πο λ. Μηχ. Σχέδιο της μελέτης ενός φορέα από οπλισμένο σκυρόδεμα στο οποίο παρουσιάζεται η διάταξη του οπλισμού εντός του δομικού στοιχείου, ο αριθμός και η διάμετρος των ράβδων τυυ δομικού χάλυβα καθώς και η μορφή της κάθε ράβδου που συμμετέχει στη σύνθεση του κάθε μέλους του φορέα. Reinforcing Bars [Ράβδοι οπλισμού] Πολ,Μηχ. Δομικός χάλυβας σε μορφή ράβδων με κυκλική διατομή και με ποικιλία διαστασεων σε διάμετρο διατομής, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύνθεση δομικών στοιχείων από οπλισμένο σκυρόδεμα. Reinitialization [Επαννεκίνηση] Πληρ. Διαδικασία, σκοπός της οποίας είναι η επαναφορά δεδομένων, εξοπλισμού, κατάστασης υπολογιστικού συστήματος η άλλης δεδομένης συνιστώσας σε πρότερη κατάσταση ή σε άλλη δεδομένη κατάσταση η οποία για κάποιον λόγο θεο)ρείται ως αρχική. Reinitialize [Επαννεκινώ] Πληρ, Επιτελώ διαδικασίες επανεκκίνησης ή επανεγκαινίασης. (βλέπε Initialization). Reisch Test [Δοκιμασία Reisch] Αναλ.Χημ. Είδος δοκιμασίας που έχει σαν σκοπό την ανίχνευση μικροποσοτήτων αρσενικού, αργύρου, βισμουθίου και υδραργύρου. Rejection N u m b e r [Όριο απόρριψης] Βιομ. Σε μια διαδικασία ποιοτικού ελέγχου ενός προϊόντος που εκτελείται μέσω δοκιμών σε μια συγκεκριμένη ποσότητα που αποτελεί το δείγμα, το όριο αστοχιών που είναι αποδεκτό από τις προδιαγραφές του ποιοτικού ελέγ-

Relative A d d r e s s

χου, πέραν του οποίου το σύνολο των τεμαχίων που εκπροσωπεί το δείγμα θεωρείται ποιοτικά ανεπαρκές. Related Angle [Σχετική γωνία] Μαθημ. Αν θ είναι δεδομένη γωνία και f είναι δεδομένη τριγωνομετρική συνάρτηση (όπως sin, cos, κλπ) όλες οι γωνίες α οι οποίες ικανοποιούν τη σχέση: |f(0)| = |f(a)|. Relation 1 [Σχέση] Μαθημ. Μορφή απεικόνισης, στην οποία σε κάθε αρχικό δεδομένο, αντιστοιχεί ένα και μόνον ένα άλλο δεδομένο. Εναλλακτικά, συνάρτηση κάποιας, μορφής. Relation [Σχέση] Πληρ. Δυσδιάστατη διανυσματική συνιστώσα της μορφής: r[i,j], i e { l , 2 } , j e {Ι,.,.,η}. Relational Algebraic Language [Σχεσιακή αλγεβρική γλώσσα] Πληρ. Βοηθητική γλώσσα προγραμματισμού, συνήθως προγραμματικό υποσύνολο προγραμμάτων σχεσιακών βάσεων δεδομένων, η οποία επιτρέπει σε δεδομένο χειριστή της βάσης να επιτελέσει απλούς αλγεβρικούς υπολογισμούς, χρήσιμους κατά την επεξεργασία των δομών της εν λόγω βάσης δεδομένων, (βλέπε Relational Calculus Language), Relational Calculus L a n g u a g e [Σχεσιακή λογιστική γλώσσα] Πληρ. Βοηθητική γλώσσα προγραμματισμού, συνήθως προγραμματικό υπερσύνολο προγραμμάτων σχεσιακών βάσεων δεδομένων, η οποία επιτρέπει σε δεδομένο χειριστή της βάσης να επιτελέσει σύνθετους λογισμικούς υπολογισμούς, χρήσιμους κατά την επεξεργασία των δομών της εν λόγω βάσης δεδομένων, (βλέπε Relational Algebraic Language), Relational Capability [Σχεσιακή ικανότης] Πληρ. Ικανότητα προγράμματος σχεσιακών βάσεων δεδομένων, η οποία επιτρέπει σε δεδομένο χειριστή της βάσης να επιτελέσει λειτουργίες σύγκρισης, κοπής ή αφαίρεσης, κόλλησης ή επέκτασης μεταξύ των στοιχείων δύο διαφορετικών δομών στην εν λόγω βάση δεδομένων, Relational Data Structure [Σχεσιακή δομή δεδομένων] Πληρ. Στοιχειώδης ή πολύπλοκη δομή δεδομένων, όπως record της οποίας ένα συγκεκριμένο πεδίο μπορεί να υποστεί άμεση σύγκριση με το αντίστοιχο πεδίο άλλης ισοδύναμης δομής, και τα)ν δύο, μελών της ίδιας βάσης δεδομένων. Relational Operator [Σχεσιακός τελεστής] Πληρ. Τελεστής ο οποίος επιτρέπει άμεση σύγκριση υπό την έννοια των <, > ή =, στοιχειωδών ή πολύπλοκων δομών δεδομένων ή υποπεδίων αυτών σε σχεσιακή βάση δεδομένων. Relational Spreadsheet [Σχεσιακό πρόγραμμα φύλλων επεξεργασίας] Πληρ. Πρόγραμμα φύλλων επεξεργασίας παρόμοιο με το πρόγραμμα excel, το οποίο έχει και επιπρόσθετες δυνατότητες αποθήκευσης, σύγκρισης και σχεσιακών χειρισμών των δεδομένων του σε αντίστοιχη βάση δεδομένων πριν και μετά την επεξεργασία τους. Relational System [Σχεσιακό σύστημα] Πληρ. Πρόγραμμα το οποίο χειρίζεται σχεσιακές βάσεις δεδομένων. Εναλλακτικά, σχεσιακή βάση δεδομένων. Relationally Complete [Σχεσιακά πλήρης] Πληρ. Πρόγραμμα σχεσιακής βάσης δεδομένων το οποίο παρέχει σε δεδομένο χειριστή άμεσες ικανότητες σύγκρισης αντίστοιχων πεδίων σε δομές της βάσης με τη βοήθεια μία ή περισσότερων σχεσιακών ή αλγεβρικών γλωσσών οι οποίες αποτελούν εγγενές τμήμα του προγράμματος. Relative Address [Σχετική διεύθυνση] Πληρ. Αν a και b είναι δεδομένες διευθύνσεις στην μνήμη ram ή rom υπολογιστικού συστήματος, τότε η διαφορά: α = a - b.

Relative Age

-1190-

Αόγω του ότι δεν είναι γνωστή επακριβώς η διεύθυνση φόρτωσης κατά την εκτέλεση ενός προγράμματος, όλες οι διευθύνσεις στο εσωτερικό εκτελέσιμων αρχείων είναι πάντα σχετικές και σπάνια απόλυτες. Relative A g e [Σχετική ηλικία) Γεωλ. Στην επιστήμη της γεωλογίας συνήθως η αναφορά της γεωλογικής ηλικίας ενός πετρώματος, ενός απολιθώματος ή άλλου γεωλογικού φαινομένου γίνεται σε σχέση με κάποιο άλλο αντίστοιχο γεγονός και όχι χρησιμοποιώντας το συμβατικό τρόπο χρονολόγησης. Relative A t o m i c M a s s [Σχετική Ατομική μάζα] Χημ. Συγκριτική κλίμακα της μάζας ενός ατόμου σχετικά με το 1/12 της μάζας του ισοτόπου 12C (ατομική μονάδα μάζας). ΙΊ.χ. η ατομική μονάδα μάζας του Η είναι 1,008. Παλιότερα αναφερόταν σαν ατομικό βάρος. Relative B a n d w i d t h [Σχετικό εύρος] Ηλεκτμον. Ο λόγος της επιλεγμένης απόκρισης συχνότητας ενός ηλεκτρονικού φίλτρου σε σχέση με ένα εύρος αναφοράς. Relative Byte A d d r e s s [Σχετική διεύθυνση σε bytes] Πλημ. Αν a και b είναι δεδομένες διευθύνσεις στην μνήμη ram ή rom υπολογιστικού συστήματος, τότε η διαφορά: α = a - b σε bytes, (βλέπε Relative Address). Relative Coding [Προγραμματισμός με σχετικές διευθύνσεις] Πλημ. Ο συνήθης τρόπος προγραμματισμού στα σύγχρονα υπολογιστικά συστήματα, στα οποία ο μεταφραστής (compiler) και ο διασυνδετής (linker) παράγουν εκτελέσιμο κώδικα στον οποίο όλες οι διευθύνσεις μνήμης είναι σχετικές, (βλέπε Relative Address). Relative C o m p a c t i o n [Βαθμός συμπύκνωσης] Εδαφ. Στη συμπύκνωση ενός εδαφικού υλικού,στο εργοτάξιο, η αναλογική σχέση μεταξύ του βαθμού συμπύκνωσης που επιτυγχάνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας και της μέγιστης δυνατής συμπύκνωσης του εδαφικού υλικού που καθορίζεται με εργαστηριακές δοκιμές. Relative C o m p l e m e n t [Αναφορικό συμπλήρωμα] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο S και Α ένα υποσύνολο του. Το συμπλήρωμα αναφορικά με το S του συνόλου Α και συμβολίζεται με A c ή A\S είναι το σύνολο όλων το^ν στοιχείων του S που δεν ανήκουν στο Α. Relative Coordinate System [Σχετικό σύστημα συντεταγμένων] Φυσ. Καλείται κάθε σύστημα συντεταγμένων το οποίο κινείται σε σχέση με ένα άλλο απόλυτο σύστημα συντεταγμένων το οποίο θεωρείται ακίνητο. Relative Coordinates [Σχετικές συντεταγμένες] Μαθημ. Αν (x 0 , χ ι xn) είναι οι συντεταγμένες δεδομένου σημείου χ στον χώρο |Rn, τότε διάνυσμα: Δχ = (Δχο, Δχι, ..., Δχ η ), το οποίο προστιθέμενο στο σημείο χ δίδει τις συντεταγμένες άλλου σημείου του χώρου: y = χ + Δχ = (y0, y i , . . Μ yn). (βλέπε Relative Vector). Relative Efficiency [Σχετική αποδοτικότητα] Στατ. Έστω δύο αμερόληπτοι εκτιμητές U και W και οι αντίστοιχες διασπορές τους V 0 (U) και V 0 (W). Ως σχετική αποδοτικότητα του W σε σχέση με τον εκτιμητή U ορίζεται να είναι το πηλίκο V 0 (U)/Ve(W), το οποίο παίρνει τιμές στο διάστημα (0,1 ]. Relative Error [Σχετικό λάθος] Μαθημ. Καλείται οποιοδήποτε λάθος μπορεί να προκύψει στη διαίρεση μιας ποσότητας με την ακριβή της τιμή. Relative Frequency [Σχετική συχνότητα] Στατ. Έστω μια τυχαία μεταβλητή X={xi,x 2 ,...>Xn}. Π σχετική συχνότητα μιας τιμής Xj είναι το πηλίκο f / n όπου fj είναι η απόλυτη συχνότητα της \ χ ενώ το n είναι το μέγεθος του πληθυσμού ή το μέγεθος του δείγματος για το ο-

ποίο ορίστηκε η μεταβλητή Χ. Relative Humidity [Σχετική υγρασία] Μετεωμ. Ορίζεται ως η επί τοις εκατό αναλογία της απόλυτης υγρασίας προς τη μέγιστη δυνατή περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς για μία ορισμένη θερμοκρασία. Relative Index O f Refraction [Σχετικός δείκτης διάθλασης] Οπτικ. Βλέπε Index Of Refraction. Relative M a x i m u m [Σχετικό μέγιστο] Μαθημ. Έστω ί: A->R και χ 0 6Α.Εάν υπάρχει ένα διάστημα Β έτσι ώστε το χ 0 να είναι εσωτερικό σημείο του και f(x)R και χ 0 6Α.Εάν υπάρχει ένα διάστημα Β έτσι ώστε το Χο να είναι εσωτερικό σημείο του και f(x) 3 f (χ 0 ) για xeBr\A, τότε το χ<, λέγεται θέση τοπικού (σχετικού) ελαχίστου της f. Η τιμή f(x 0 ) θα λέγεται τοπικά (σχετικά) ελάχιστη τιμή της f. Relative Motion [Σχετική κίνηση] Μηχ. Καλείται η μετακίνηση, δηλαδή η συνεχής οΛλαγή της θέσης ενός σώματος σε σχέση με ένα άλλο κινούμενο ή ακίνητο σώμα. Relative Orbit [Σχετική τροχιά] Αστμον. Η τροχιά των οφθαλμοσκοπικώς διπλών αστέρων περί το κοινό κέντρο μάζας, είναι γνωστή σαν φαινόμενη σχετική τροχιά του συνοδού αστέρα (μικρότερης μάζας) γύρω από τον πρωτεύοντα αστέρα (μεγαλύτερης μάζας). Relative Position [Σχετική θέση] Πλοηγ. Ονομάζεται ο προσδιορισμός της θέσης ενός σκάφους σε σχέση με ένα άλλο ακίνητο ή κινούμενο σημείο. Δηλαδή γίνεται χρήση των σχετικών συντεταγμένων ως προς κάποιο άλλο σημείο και όχι των απόλυτων ως προς το σύστημα αναφοράς. Relative Primes [Σχετικά πρώτοι] Μαθημ. Δύο ή και περισσότεροι θετικοί ακέραιοι λέγονται σχετικά πρώτοι μεταξύ τους, εάν ο μέγιστος κοινός διαιρέτης τους είναι η μονάδα. Relative Scatter Intensity [Σχετική ένταση σκέδασης] Οπτικ. Αν a είναι ένταση δέσμης φωτός από σκέδαση κατά συγκεκριμένη διεύθυνση και b είναι η ένταση φωτός κατά τη διεύθυνση πρόπτωσης της δέσμης της προκαλούσας τη σκέδαση, τότε ο λόγος a/b. Συχνά το b εκλαμβάνεται και ως η ένταση όχι της δέσμης της προκαλούσας τη σκέδαση, αλλά της σκέδασης κατά τη διεύθυνση της δέσμης αυτής. Relative Settlement [Διαφορική καθίζηση] Πολ.Μηχ. Differential Settlement Relative Topology [Σχετική τοπολογία] Μαθημ. Έστω τοπολογικός χώρος Χ και Ε ' 0 ένα υποσύνολο του. Σχετική τοπολογία είναι η τοπολογία του Ε που ορίζεται από την κλάση {ΕΓΪΟ}, Ο οικογένεια ανοικτών υποσυνόλων του Χ. Κατά αυτόν τον τρόπο το Ε καλείται υπόχωρος του Χ. Relative Triple Precision [Σχετική τριπλή ακρίβεια] Πλημ. Αν ο αριθμός των δεκαδικών ψηφίων ακρίβειας δεδομένου υπολογιστικού συστήματος είναι a, τότε αριθμός ακρίβειας αριθμού δεκαδικών ψηφίων: 3a. Relative Vector 1 [Σχετικό διάνυσμα] Μαθημ. Διάνυσμα: Δχ = (Δχο, Δχι, ..., Δχ η ), το οποίο προστιθέμενο σε δεδομένο σημείο· χ του χώρου |Rn δίδει τις συντεταγμένες άλλου σημείου y του χώρου, (βλέπε Relative Coordinates). Relative Vector 2 [Σχετικό διάνυσμα] Πλημ. Διανυσματική συνιστώσα: Δ ν = [Δν 0 , Δνι, ..., Δν η ], η οποία

-1191 προστιθέμενη σε δεδομένο pixel ν του συγκεκριμένου graphics port στο οποίο επιτελούνται γραφικά, δίδει τις συντεταγμένες άλλου pixel w. Relative Velocity [Σχετική ταχύτητα] Μηχ. Είναι η ταχύτητα ενός σώματος σε σχέση με ένα άλλο δεύτερο κινούμενο σώμα. Δηλαδή για το πρώτο σώμα είναι η ταχύτητα που θα αντιλαμβανόταν ένας παρατηρητής ο οποίος θα βρισκόταν επάνω στο δεύτερο σώμα και θα θεωρούσε τον εαυτό του και το σώμα όπου στέκεται, ακίνητα. Relative Volatility [Σχετική πτητικότητα] Χημ. Ένα μέτρο της διαφοράς πτητικότητας μεταξύ δύο ενώσεων και επομένως και της διαφοράς στα σημεία βρασμού τους. Αν η σχετική πτητικότητα μεταξύ δύο συστατικών είναι πολύ κοντά θα έχουν πολύ κοντινά σημεία βρασμού και επομένως είναι δύσκολος ο διαχωρισμός τους. Relatively Closed Set [Σχετικά κλειστό σύνολο] Μαθημ. Θεωρούμε έναν τοπολογικό χώρο Χ και Ε ένα υποσύνολο του. Ένα υποσύνολο Β του Ε θα λέγεται σχετικά κλειστό στο Ε, εάν το συμπλήρωμά του ως προς το Ε ανήκει στη σχετική τοπολογία του Ε. Relatively C o m p a c t [Σχετικά συμπαγές] Μαθημ. Έστω Χ τοπολογικός χώρος και Ο ένα υποσύνολο του Χ. Το Ο θα λέγεται σχετικά (ακολουθιακώς) συμπαγές εάν η κλειστή θήκη του Ο είναι (ακολουθιακώς) συμπαγής. Relatively O p e n Set [Σχετικά ανοιχτό σύνολο] Μαθημ. Θεωρούμε έναν τοπολογικό χώρο Χ και Ε ένα υποσύνολό του. Ένα υποσύνολο Α του Ε θα λέγεται σχετικά ανοικτό στο Ε, εάν το Α ανήκει στη σχετική τοπολογία του Ε. Rclativistic Q u a n t u m T h e o r y [Σχετικιστική κβαντική θεωρία] Κβαντ. Πρόκειται για μια διαμόρφωση της κβαντικής θεωρίας πεδίου, όπου μελετάται η φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων μέσα στα πλαίσια της κβαντικής θεωρίας πεδίου και της θεωρίας της σχετικότητας. Έτσι πετυχαίνεται η μελέτη σωματιδίων που κινούνται με την ταχύτητα του φωτός. Relaxation [Χαλάρωση] Μηχ. Η μείωση του μεγέθους της τάσης που αναπτύσσεται εντός του όγκου ενός στοιχείου η οποία προκύπτει λόγω του ερπυσμού. Relaxation Kinetics [Κινητική χαλάρωσης] Φυσ.Χημ. Κλάδος της χημικής κινητικής που μελετά την επαναφορά σε ισορροπία ενός χημικού συστήματος μετά από διατάραξη της ισορροπίας του. Relaxation Test [Δοκιμή χαλάρωσης] Μηχ. Εργαστηριακή δοκιμή μέσω της οποίας ερευνάται η μείωση των τάσεων που αναπτύσσονται εντός της διατομής ενός υλικού, όταν οι παραμορφώσεις που έχουν προκύψει από την αρχική τάση παραμένουν σταθερές μέσα στο χρόνο. Relaxin [Ρελαξίνη] Βιοχημ. Ορμόνη που παράγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε γυναίκες και ορισμένα άλλα θηλαστικά. Προστατεύει το έμβρυο από αποβολή. Διεγείρει επίσης την ανάπτυξη των αδένων του στήθους για την παραγωγή γάλακτος. Δρα συνεργικά αε άλλες θηλυκές ορμόνες, όπως η προγεστερόνη. Relay [Ηλεκτρονόμος] Επικοιν. Στις επικοινωνίες παίζει το ρόλο της ανακατεύθυνσης σήματος όπου υπάρχουν βέβαια αντίστοιχα κυκλώματα. Relay [Ηλεκτρονόμος] Ηλεκ. Είναι ένας γενικότερος όρος που χαρακτηρίζει κάθε ηλεκτρική διάταξη η οποία όταν επηρεαστεί από κάποια συγκεκριμένη ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος ενεργοποιεί άλλες συσκευ-

R e m a i n d e r Formula

ές με τη βοήθεια των σχετικών κυκλωμάτων και των ηλεκτρικών επαφών. Relay Center [Κέντρο ηλεκτρονόμων] Επικοιν. Παλαιότερος τύπος δωματίων με ηλεκτρικά ή πρώιμα ηλεκτρονικά τηλεφωνικά (συνήθως αναλογικά) κέντρα που τώρα βέβαια έχουν αντικατασταθεί από ψηφιακά. Relay Contact [Επαφή ρελέ] Ηλεκ. Αγώγιμα ελάσματα τα οποία χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρομηχανικά ρελέ για ηλεκτρική επαφή. Τα ελάσματα αυτά έρχονται σε επαφή με την επιρροή μαγνητικού πεδίου το οποίο δημιουργείται από τον ηλεκτρομαγνήτη του ρελέ. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τον απομακρυσμένο έλεγχο μίας ηλεκτρικής επαφής από άλλη ηλεκτρονική ή ηλεκτρομηχανική διάταξη. Relay System [Σύστημα ηλεκτρονόμων] Επικοιν. Αναλογικό σύστημα χειρισμού τηλεφωνικοί επικοιναινιών. Release Agent [Αποκολλητικό] Τεχνολ. Χημικό προϊόν με το οποίο επαλείφεται ένα καλούπι που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, ώστε όταν το αντικείμενο στερεοποιηθεί το καλούπι να αφαιρεθεί δίχως να προκαλέσει αποκόλληση ποσότητας υλικού από την επιφάνεια και δημιουργηθούν ανωμαλίες στην εμφάνιση του αντικειμένου. Reliability [Αξιοπιστία] Τεχνολ. Η ιδιότητα ενός προϊόντος ή ενός τεμαχίου που συμμετέχει στη σύνθεση ενός προϊόντος να εκτελεί τη λειτουργία για την οποία προορίζεται δίχως ανωμαλίες και απρόβλεπτες αστοχίες λόγω των καταπονήσεων που θα υποστεί. Relief [Ανάγλυφο] Τοπ. Η γεωμορφολογία της επιφάνειας του εδάφους σε σχέση με τα υψόμετρα του κάθε σημείου, τις κλίσεις που προκύπτουν από τις υψομετρικές διαφορές και τις διάφορες ανωμαλίες που χαρακτηρίζουν μια περιοχή. Relief M a p [Ανάγλυφος χάρτης] Τοπ. Χάρτης μιας περιοχής στον οποίο παρουσιάζονται με γραφικές μεθόδους οι ανωμαλίες του εδάφους. Relief Well [Αποστραγγιστικό φρέαρ] Υόρολ Φρέαρ που δημιουργείται με σκοπό την αποστράγγιση της επιφάνειας που προκύπτει λόγω της διαπερατότητας του εδάφους. Relieving P l a t f o r m [Ανακουφιστικός πρόβολος] Πολ. Μηχ. Η σχεδίαση της θεμελίωσης ενός τοίχου αντιστήριξης με τη δημιουργία ενός προβόλου του θεμελίου προς την ελεύθερη πλευρά του τοίχου για την ανακούφιση του τεχνικού από τον κίνδυνο ανατροπής λόγω της πίεσης των γαιών. Remainder [Υπόλοιπο] Μαθημ. 1. Θεωρούμε δύο ακεραίους α και m*0. Μετά τη διαίρεση του α με τον m προκύπτει ότι a=qm-H), 0
Remainder T h e o r e m

-1192-

R e m a i n d e r T h e o r e m [Θεώρημα των υπολοίπων] Μα- Removable M e d i u m [Μετακινήσιμο μέσο] Πληρ. Είναι ένας όρος ο οποίος περιγράφει γενικότερα κάθε θημ. Έστω Α ένας μοναδιαίος αντιμεταΟετικός δακτύείδους αποθηκευτικού χώρου μνήμης ηλεκτρονικού λιος και fe Α [χ]. Τότε για ae Α το υπόλοιπο της διαίρευπολογιστή που μπορεί να μεταφερθεί από το ένα μησης του f(x) με την ποσότητα χ-α, είναι f(a) και αν το α είναι ρίζα του ί, τότε η ποσότητα (χ-α) διαιρεί το f χάνημα στο άλλο βγάζοντάς τον απλά από τον οδηγό που τον διαβάζει, όπως είναι για παράδειγμα οι δισκέ(χ). τες. Remote Access [Απομακρυσμένη πρόσβαση] Πληρ. Απομακρυσμένη πρόσβαση στα δεδομένα και προ- R e m o v a b l e Singularity [Απαλείψιμη ανωμαλία] Μαγράμματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή από τερματιθημ. Θεωρούμε μια συνάρτηση f και z ^ C ένα μεμοκό ή άλλον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η απομακρυσμέ- νωμένο ανώμαλο σημείο της f. Η f έχει ένα ανάπτυγμα νη πρόσβαση είναι ο τρόπος επικοινωνίας στην περίτου Laurent περί το σημείο ζ<ν Εάν το ανάπτυγμα του πτωση ύπαρξης ενός πολύ ισχυρού κεντρικού ηλεκτροLaurent στερείται αρνητικό) ν δυνάμεων, τότε η f πανικού υπολογιστή με πολλούς χρήστες οι οποίοι χρειάρουσιάζει μια απαλείψιμη ανωμαλία στο z 0 ή το ζ<, θα ζονται πρόσβαση στις αποθηκευμένες πληροφορίες και ονομάζεται απαλείψιμο (αιρόμενο) ανώμαλο σημείο τα προγράμματα τα οποία είναι αποθηκευμένα στα μέ- τηςί. σα μαζικής αποθήκευσης που διαθέτει. R e n a m e [Μετονομασία] Πλημ. Καλείται η διαδικασία της αλλαγής του ονόματος κάποιου αρχείου σε έναν Remote C o m p u t i n g S y s t e m [Απομακρυσμένο υπολοηλεκτρονικό υπολογιστή. γιστικό σύστημα] Πλημ. Απομακρυσμένο σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστεί στο οποίο μπορεί ένας χρή- Renaturation [Απομετουσίωση] Βιοχημ. Διαδικασία στης να έχει πρόσβαση μέσω τερματικών ή άλλων ηλεαποκατάστασης της δομής μιας μετουσιωμένης πρωτεκτρονικών υπολογιστών, προκειμένου να ανταλλάξει ΐνης και επομένως αποκατάσταση και του βιολογικού πληροφορίες ή να χρησιμοποιήσει εφαρμογές που βρίτης ρόλου. Επιτελείται στην περίπτωση που η μετουσίσκονται εγκατεστημένες εκεί. Ένα τέτοιο σύστημα ωση είναι αμφίδρομη. μπορεί να αποτελέσει το κέντρο μίας μεγάλης τράπε- Render [Κονίαμα] Οικοδ. Το υλικό που χρησιμοποιείζας πληροφοριών η οποία δίνει τη δυνατότητα πρόται για την εκτέλεση επιχρισμάτων. σβασης από τερματικά που βρίσκονται σε διάφορες Rendering [Σοβάτισμα] Οικοδ. Η εργασία τοποθέτηπόλεις ή ακόμα και χώρες. σης του κονιάματος σε μια επιφάνεια δημιουργώντας την επενδυτική στρώση. Remote Control [Απομακρυσμένος έλεγχος] Τεχνολ. Απομακρυσμένος έλεγχος της λειτουργίας μιας συ- Renewable Resources [Ανανεώσιμες πηγές] Χημ.Μηχ. σκευής από άλλη. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να έχει σαν Γεωργικές πρώτες ύλες για διάφορες βιομηχανικές διαστόχο τη συλλογή / μετάδοση πληροφοριών όπως επίδικασίες, σε αντίθεση με τις μη ανανεώσιμες πρώτες σης και την έναρξη / παύση λειτουργίας της απομακρυύλες, π.χ. το πετρέλαιο. σμένης συσκευής. Ο απομακρυσμένος έλεγχος μπορεί Renormalization Transformation [Μετασχηματισμός να εφαρμοστεί και σε δίκτυα με περισσότερες από δύο επανακανονικοποίησης] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται σε συσκευές. Η σύνδεση των συσκευών μπορεί να είναι οποιονδήποτε μετασχηματισμό που περιλαμβάνει ή ενσύρματη ή ασύρματη. συνεπάγεται μια αλλαγή βαθμολογικής κλίμακας. Remote Enable [Ενεργοποίηση μακρινή] Επικοιν. Σή- Renovation [Αναπαλαίωση] Οικοδ. Οι εργασίες αποκατάστασης ενός κτιρίου που έχει υποστεί φθορές από μα ενεργοποίησης μακρινού κόμβου που συναντάμε την πολυετή χρήση, στη μορφή που είχε όταν ήταν και στη διασύνδεση 1ΕΕΕ 488. καινούργιο. Remote M a n i p u l a t o r [Τηλεχειριστήριο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε μηχανική ή ηλεκτρονι- Repaginate [Σελιδοποίηση] Πληρ. Πρόκειται για τη διαδικασία της αλλαγής των διαστάσεων των περιθωκή διάταξη η οποία επιτρέπει στο χρήστη μιας μηχανής ρίων στις σελίδες γύρω από το κείμενο σε ένα λογισμιή συσκευής να δίνει από απόσταση εντολές σε αυτήν. κό πρόγραμμα κειμενογράφου στον ηλεκτρονικό υποR e m o t e Pickup [Μακρινή αναζήτηση] Επικοιν. Αναλογιστή, με αναγκαστική αναδιάταξη του όλου κειμέφέρεται συνήθως στην κινητή τηλεφωνία όποτε ένας σταθμός βάσης ψάχνει να βρει ένα σήμα στην περιοχή νου πριν αυτό σταλεί για εκτύπωση. του που χάνεται περιοδικά λόγω φυσικών περιορι- Repair [Επισκευή] Τεχνολ. Η διαδικασία της αποκατάσμών. στασης βλαβών και αστοχιών που προέκυψαν σε ένα μηχανισμό λόγω των οποίων το σύστημα έχει τεθεί Remote Sensing [Τηλεπισκόπιση] Μηχ. Καλείται η μεεκτός λειτουργίας. Η διαδικασία είναι πιθανόν να συλέτη κάποιου φαινομένου ή αντικειμένου, όπως για παράδειγμα της επιφάνειας και των υλικών της Γης, με μπεριλαμβάνει ελέγχους για τη διαπίστωση των αιτιών τη χρήση αεροσκαφών και δορυφόρων, με φωτογράτης βλάβης και αντικατάστασης ορισμένων τεμαχίων φηση, με φασματοσκόπιση και γενικότερα, δηλαδή, που αστόχησαν με ανταλλακτικά. χωρίς την άμεση επαφή με το υπό εξέταση αντικείμενο Repair Cycle [Διάρκεια επισκευής] Τεχνολ. Ο χρόνος αλλά από απόσταση. που απαιτείται για να αποκατασταθεί η βλάβη σε ένα Remote Subscriber [Μακρινός συνδρομητής] Επικοιν. μηχανισμό από τη στιγμή που ξεκινούν οι εργασίες αΣυνδρομητής που ζει σε περιοχή (συνήθως αγροτική) ποκατάστασης μέχρι τη στιγμή που ο μηχανισμός θα όπου δεν υπάρχουν γραμμές πόλης αλλά και τηλεφωνιεπανέλθει σε κατάσταση λειτουργίας. κά κέντρα. Στην νέα χιλιετία πάντως κάθε τέτοιος συν- Repair Dock [Μονάδα επισκευής πλοίων] Πολ.Μηχ. δρομητής μπορεί να εξυπηρετηθεί δορυφορικά. Σταθερό ή πλωτό συγκρότημα εξοπλισμένο κατάλληλα R e m o v a b l e Discontinuity [Αιρόμενη ασυνέχεια] Μαμε τα απαραίτητα μέσα πάνω στο οποίο τοποθετούνται θημ. Μια συνάρτηση f λέγεται ότι παρουσιάζει στο σητα πλοία και εκτίθενται σε μια στεγνή επιφάνεια για να μείο χ του πεδίου ορισμού της αιρόμενη ασυνέχεια, επισκευαστούν ή να περάσουν από μια περιοδική συεάν ξαναορίζοντας την f πετυχαίνουμε άρση της ασυ- ντήρηση. νέχειας στο σημείο χ. Repair Forecast [Πρόβλεψη επισκευών] Τεχνολ. Σε

-1193-

ένα παραγωγικό συγκρότημα η διαδικασία του καθορισμού των επισκευών που θα απαιτηθούν για ορισμένα τεμάχια κατά τη διάρκεια λειτουργίας του συγκροτήματος εντός μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Repair Kit [Σετ εργαλείων επισκευής] Τεχνολ. Το σύνολο των εργαλείων που είναι απαραίτητα για να εκτελεστούν οι εργασίες επισκευής των βλαβών ενός συγκεκριμένου μηχανήματος και συμπεριλαμβάνουν ορισμένα ανταλλακτικά τεμαχίων που είναι γνωστό ότι θα υποστούν συχνές φθορές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Repair Parts List [Κατάλογος ανταλλακτικών] Τεχνολ. Κατάλογος που εκδίδει ο κατασκευαστής ενός προϊόντος στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τα ανταλλακτικά του προϊόντος με έμφαση στα τεμάχια που φθείρονται συχνά και απαιτείται τακτική αντικατάσταση τους, ώστε να μη διακόπτεται η λειτουργία του προϊόντος. Repeat Key [Πλήκτρο επανάληψης] Πληρ. Πρόκειται για ένα πλήκτρο μίας γραφομηχανής ή ενός πληκτρολογίου ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο έχει την ιδιότητα να προκαλεί την επαναλαμβανόμενη εκτύπωση ενός χαρακτήρα όσο αυτό είναι ενεργοποιημένο. Repeat Request [Αίτηση επανάληψης] Επικοιν. Ο παραλήπτης ζητά νέα αποστολή γιατί απότυχαν τα τεστ ελέγχου ή το μήνυμα δεν ήρθε ολόκληρο ή υπάρχει λάθος μετάδοσης. Repeated Load [Επαναλαμβανόμενο φορτίο] Μηχ. Μια δύναμη που καταπονεί ένα στοιχείο με επαναλαμβανόμενο τρόπο, με αύξηση της έντασής της μέχρι μια μέγιστη τιμή και εν συνεχεία μηδενίζοντας την ένταση. Από την επαναλαμβανόμενη φόρτιση είναι δυνατόν να αλλοιωθούν οι μηχανικές ιδιότητες του στοιχείου με μείωση της αντοχής του. Repeater [Επαναλήπτης] Επικοιν. 1. Μηχάνημα που χρησιμοποιεί συγκεκριμένες διατάξεις για να αναμεταδώσει ένα σήμα πιθανά και προς νέα κατεύθυνση αλλά να το καθαρίσει από το θόρυβο κτλ. 2. Ειδική γέφυρα που μεταδίδει το σήμα σε ένα δίκτυο δηλαδή συνδέει 2 κομμάτια του ιδίου δικτύου δηλαδή στο φυσικό επίπεδο. Repeating Decimal [Περιοδικός δεκαδικός] Μαθημ. Ονομάζεται ένας δεκαδικός αριθμός με περιοδικό τμήμα, δηλαδή κάποια από τα δεκαδικά του ψηφία (ή και όλα) σχηματίζουν μια πεπερασμένη ακολουθία ψηφίων που επαναλαμβάνεται αόριστα. Repeating Unit [Επαναλαμβανόμενη μονάδα] Ομγ. Χημ. Η ομάδα ατόμων που επαναλαμβάνεται σε μία πολυμερική αλυσίδα. Προέρχεται από το μονομερές. Π.χ. η ομάδα -CH2-CH(C1)στο PVC (πολυβινυλοχλωρίδιο). Reperforator [Επαναδιατρητής] Επικοιν. Ειδική συσκευή διάτρησης χάρτινων ταινιών που χρησιμοποιούνται στην τηλεγραφία. Repetition Rate [Ρυθμός επανάληψης] Επικοιν. Το σημαντικότερο μέγεθος για ένα περιοδικό σήμα, η συχνότητα επανάληψης. Repetitive E l e m e n t [Τακτικό στοιχείο] Βιομ. —> Regular element. Replacement D e m a n d [Ανάγκη αντικατάστασης] Τεχνολ. Η απαίτηση ανανέωσης της ποσότητας αναλώσιμων υλικών που έχουν καταναλωθεί ή αντικατάστασης φθαρμένων τεμαχίων σε ένα μηχάνημα. Replacement Factor [Συντελεστής ανανέωσης] Τε-

Rerun 1

χνολ. Για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο η εκτίμηση σε ποσοστιαία βάση του αριθμού των τεμαχίων ενός μηχανήματος εν λειτουργία που θα χρειαστεί να αντικατασταθούν λόγω φθοράς ή βλαβών. Replacement Study [Μελέτη ανανέωσης] Τεχνολ. Μια συγκριτική μελέτη οικονομικής ανάλυσης μεταξύ του κόστους λειτουργίας μιας υφιστάμενης παραγωγικής μονάδας παλιάς τεχνολογίας και του κόστους αντικατάστασής της με μια νέα σύγχρονης τεχνολογίας. Reply [Απάντηση] Επικοιν. 1. Σήμα που ορίζει (για τον λήπτη) ότι υπάρχει απόκριση από την απέναντι μεριά 2. Στην τηλεφωνία είναι απαντητικό μήνυμα έτοιμου να συνομιλήσει συνδρομητή. Report [Αναφορά] Τεχνολ. Το εκτυπωμένο τεύχος ενός ηλεκτρονικού αρχείου επεξεργασίας πρωτογενών στοιχείων. Reporting T i m e Interval [Διάστημα χρόνου αναφοράς] Επικοιν. Στατιστικό που μετρά χρόνο που έκανε ένα μήνυμα για να μεταδοθεί μεταξύ 2 σταθμιον. Representation [Αναπαράσταση] Μαθημ. Αναπαράσταση μιας ομάδας (G,*) καλείται μια ομάδα G* με την οποία η G είναι ισόμορφη. Η Ο* μπορεί να είναι μια ομάδα μεταθέσεων ή πινάκων ή μια ομάδα μοναδιαίων τελεστών του χώρου Hilbert. Representative Sample [Αντιπροσωπευτικό δείγμα] Τεχνολ. Από ένα σύνολο τεμαχίων ενός προϊόντος η διαδικασία επιλογής ενός περιορισμένου αριθμού τεμαχίων που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν σε πθΐότητα την κατάσταση που υφίσταται στο συνολικό πλήθος των τεμαχίων. Reproduction Speed [Ταχύτητα αναπαραγωγής] Επικοιν. Όρος που δίνει την ταχύτητα αναμετάδοσης σήματος ή ενός δυαδικού αρχείου με μια συγκεκριμένη μορφοποίηση κυρίως πολυμέσων πχ εικόνα ήχος, βίντεο κτλ σε ένα συγκεκριμένο μέσο πχ φαξ (ή κάποιο πρωτόκολλο). Σίγουρα επηρεάζεται πολύ από το αν το αρχείο έχει δημιουργηθεί (ή κωδικοποιηθεί επαρκώς) ψηφιακά. Repulsive Force Or Repulsion [Απωθητική δύναμη] Μηχ. Καλείται κάθε δύναμη η οποία αποτρέπει δύο σώματα να έρθουν σε επαφή ή γενικότερα να μειώσουν τη μεταξύ τους απόσταση. Τέτοια είναι η δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ομόσημα ηλεκτρισμένων σωμάτων ή αυτή που δρα μεταξύ των στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης και τα συγκρατεί σε απόσταση. Request For C o m m e n t s (RFC) [Αίτηση για σχόλια] Επικοιν. Κείμενα που γράφουν ερευνητές και τεχνικοί υπεύθυνοι τηλεπικοινωνιακών εταιριών και οργανισμών για διάφορα τηλεπικοινωνιακά ζητήματα για ενημέρωση και σαν σχόλια αλλά ουσιαστικά περιέχουν πολλές πληροφορίες που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού. Request T o Send [Αίτηση αποστολής] Επικοιν. Ο σταθμός ρωτά αν μπορεί να στείλει δεδομένα στο κανάλι. Reradiation [Νέα ακτινοβόληση] Επικοιν. Ακτινοβολία στο ίδιο ή κοντινό μήκος που προκαλείται τοπικά και προκαλεί παρεμβολή αλλά συνήθως μέγεθος που μπορεί να προβλεφθεί και να απομονωθεί. Rering Locked In [Συνεχής επανάληψη κλήσης] Επικοιν. Το σύστημα καλεί συνέχεια τον αριθμύ ενός συνδρομητή μέχρι να απαντήσει. Rerun [Επανεκτέλεση] Πληρ. Ονομάζεται η ενεργοποίηση ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή για την εκτέλεσή του αφού έχει ήδη εκτε-

Rerun 2

»

-1194-

λεστεί με τα ίδια ή διαφορετικά δεδομένα. Rerun 2 [Επανεκτέλεση] Επικοιν. Όρος στον χώρο των επικοινωνιών και περιγράφει τη διαδικασία επανάληψης της μετάδοσης εξ' ολοκλήρου κάποιας πληροφορίας από την αρχή. Rerun 3 [Νέα εκτέλεση] Επικοιν. Φαινόμενο που συνηθίζεται στην επανάκληση μιας υπηρεσίας του διαδικτύου προσωρινά μη προσβάσιμης. Rescinnamine [Ρεσκινναμίνη] Οργ.Χημ. Αλκαλοειδές με φαρμακευτική δράση, που εξάγεται από είδη του φυτού Rauwolfia. Λευκή κρυσταλλική ουσία με μοριακό τύπο C35H42N2O2 και υψηλό σημείο τήξης. Research [Ερευνα] Τεχνολ. Επιστημονική δραστηριότητα διερεύνησης φυσικών φαινομένων με σκοπό τη διατύπωση των νόμων που διέπουν την εξέλιξη ενός φαινομένου και την άντληση συμπερασμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Research Ship [Ερευνητικό σκάφος] Ναυπηγ. Πρόκειται για κάθε πλοίο το οποίο έχει μελετηθεί και κατασκευασθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να διεξάγει επιστημονικές έρευνες στους βυθούς των ανοιχτών θαλασσών, καθώς και στα νερά τους, οπότε έχει και όλον τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό για να το πραγματοποιήσει. Reseau [Καμβάς μελέτης αστέρων] Αστρον. Πρόκειται για ειδική φωτογραφική πλάκα χρήσιμη στη μελέτη και τον καθορισμό των θέσεων των αστέρων στην ουράνια σφαίρα. Reserpine [Ρεσερπίνη] Οργ.Χημ. Ένα από τα πιο σημαντικά αλκαλοειδή, που υπάρχει στις ρίζες του Rauwolfia serentina. Περιέχει ινδολικό δακτύλιο και έχει μοριακό τύπο C33H40N2O9. Απομονώθηκε το 1952 και χρησιμοποιείται σε φαρμακευτικά σκευάσματα σαν ισχυρό αντιυπερτασικό και ηρεμιστικό. Η ημερήσια δόση είναι μόλις 0,25 mg. Reservoir 1 [Δεξαμενή] Τεχνολ. Τεχνικό έργο που δημιουργεί ένα κλειστό χώρο κατάλληλο για την αποθήκευση ρευστών. Reservoir 2 [Ταμιευτήρας] Πολ.Μηχ. Χώρος αποθήκευσης νερού σε μια περιοχή με κατάλληλη γεωμορφολογία που δημιουργείται συνήθως με την ανέγερση ενός φράγματος δημιουργώντας μια τεχνητή λίμνη. Reset Condition [Κατάσταση επαναφοράς] Ηλεκτμον. Η αρχική κατάσταση μιας ηλεκτρονικής διάταξης στην οποία βρίσκεται τη στιγμή της έναρξης λειτουργίας της. Πολλές φορές στη σχεδίαση ηλεκτρονικών διατάξεων προβλέπεται τρόπος επαναφοράς στην αρχική τους κατάσταση χωρίς να είναι απαραίτητη η επανέναρξη της λειτουργίας τους. Resident Engineer [Επιβλέπων μηχανικός) Γεν. Σε ένα έργο επίβλεψης των εργασιών εκτέλεσης ενός τεχνικού έργου, ο επικεφαλής της ομάδας επίβλεψης που εκπροσωπεί την εταιρεία που έχει αναλάβει την επίβλεψη έναντι του πελάτη και διοικεί όλο το προσωπικό που ασχολείται με την παρακολούθηση της εκτέλεσης των εργασιών. Residual Oil Or Residuum [Κατάλοιπο διύλισης πετρελαίου] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το υλικό που παραμένει στο τέλος, έπειτα από την διαδικασία διύλισης του αργού πετρελαίου, το οποίο είναι παχύρρευστο, καίγεται, ενώ χρησιμοποιείται για την παρασκευή ασφάλτου, μονωτικών υλικών, συγκολλητικών υλών Kat άλλων προϊόντων. Residue [Ολοκληρωτικό υπόλοιπο] Μαθημ. Έστω Ζο ένα μεμονωμένο ανώμαλο σημείο μιας συνάρτησης f.

Ο συντελεστής α_ι στο ανάπτυγμα Laurent της f περί το σημείο ζ<, καλείται ολοκληρωτικό υπόλοιπο της f στο σημείο ί^ και συμβολίζεται Res(f, Ζο). Residue T h e o r e m [Θεώρημα ολοκληρωτικών υπολοίπων] Μαθημ. Έστω / : G-»C αναλυτική συνάρτηση σε χωρίο G εκτός από ένα πεπερασμένο πλήθος μεμονωμένων ανωμάλων σημείων z,,z 2 ,...,z n eG. Θεωρούμε γ μια κλειστή ευθυγραμμίσιμη καμπύλη στο G η οποία δε διέρχεται από τα ανώμαλα σημεία ζ^ (k=l,2,...,n). Τότε το ολοκλήρωμα της / θα δίνεται από τον τύπο,

ί f ( z ) d z = 2πί Σ I(Y,zk)Re γ k -1

s ( f

i Z k

)

όπου I(y,zk) ο δείκτης στροφής της καμπύλης περί των σημείων zk. Resilient Flooring [Απορροφητικό δάπεδο] Οικοδ. Δάπεδο επενδυμένο με υλικό που έχει υψηλή ηχητική απορροφητικότητα. Resilient M o u n t i n g [Απορροφητική βάση] Οικοδ. Η βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ένα μηχάνημα και η οποία είναι κατασκευασμένη κατάλληλα, ο')στε να απορροφά τις δονήσεις και μέρος του θορύβου που προκαλείται από τη λειτουργία του μηχανήματος. Resin [Ρητίνη] Χημ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει γενικότερα μία ομάδα από οργανικές ουσίες, είτε τεχνητής είτε φυσικής προέλευσης, οι οποίες είναι ελάχιστα διαλυτές στο νερό, διαλύονται όμως στους οργανικούς διαλύτες, τήκονται σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, είναι ελαφρώς αρωματικές, είναι κακοί αγωγοί του ηλεκτρισμού και έχουν χρώμα από κιτρινωπό έως ανοιχτό καστανό. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για την παρασκευή βερνικιών, χάρτου, σαπουνιών και άλλων προϊόντων. Resin Matrix [Πλέγμα ρητίνης] Αναλ.,Χημ. Το μοριακό πλέγμα της ρητίνης σε μία ιονανταλλακτική στήλη που φέρει τις ιοντίσιμες δραστικές ομάδες για την ανταλλαγή το)ν ιόντων του διαλύματος. Resinography [Ρητινογραφία] Χημ. Κλάδος της Χημείας που μελετάει τις ρητίνες, τα πολυμερή, τα πλαστικά σε σχέση με τη μορφολογία, τα δομικά χαρακτηριστικά, τη σύνθεση και την κατεργασία τους. Resinol [Ρητινόλη] Υλικ. Κλάσμα της λιθανθρακόπισσας διαλυτό σε βενζόλιο που περιέχει φαινόλες. Υλικό ευαίσθητο στη θερμοκρασία και την οξείδωση. Resistance - Capacitance Circuit [Κύκλωμα πυκνωτή-αντίστασης] Ηλεκ. Ηλεκτρονικό κύκλωμα το οποίο αποτελείται από αντιστάσεις και πυκνωτές. Resistance - Capacitance Constant [Σταθερά πυκνωτή-αντίστασης] Ηλεκ. Η σταθερά χρόνου σε ένα κύκλωμα αντίστασης-πυκνωτή προκύπτει από το γινόμενο των δύο ημών των στοιχείων και εκφράζει το χρόνο που απαιτείται προκειμένου να υπάρχει εκθετική πτώση της τάσης ή του ρεύματος στο κύκλωμα στο 37% της αρχικής τους τιμής, κατά την αποφόρτιση της διάταξης μετά από πλήρη φόρτιση. Resistance - Capacitance N e t w o r k [Δίκτυο πυκνωτή-αντίστασης] Ηλεκ. Ηλεκτρονική διάταξη η οποία αποτελείται από αντιστάσεις και πυκνωτές. Παραδείγματα τέτοιων κυκλωμάτων είναι τα ηλεκτρονικά φίλτρα πρώτης τάξης, διατάξεις εξομάλυνσης σε τροφοδοτικά ισχύος και κυκλώματα ρύθμισης σταθεράς χρόνου. Resistance Color Code [Χρωματικός κώδικας αντί-

-1195-

στάσης] Πλεκ. Κώδικας χρωμάτων μέσω του οποίου ερμηνεύεται η τιμή της ωμικής αντίστασης και της ανοχής μίας ηλεκτρικής αντίστασης. Ο κώδικας αποτελείται από πέντε χρώματα, από τα οποία τα τέσσερα πρώτα εκφράζουν την τιμή της ωμικής αντίστασης του εξαρτήματος. Το πέμπτο εκφράζει την ανοχή, δηλαδή το ποσοστό σφάλματος της ονομαστικής τιμής που εκφράζει ο χρωματικός κώδικας. Τα χρώματα αυτά τυπώνονται ως χρωματιστοί δακτύλιοι στο σώμα του εξαρτήματος. Resistance D r o p [Πτώση αντίστασης] Ιίλεκ. Το δυναμικό που αναπτύσσεται στα άκρα ενός αγωγού λόγω της ωμικής του αντίστασης όταν τον διαρρέει ηλεκτρικό ρεύμα. Η σχέση του δυναμικού με το ρεύμα και την αντίσταση εκφράζεται από το νόμο του Ohm, V=IR. Resistance E l e m e n t [Στοιχείο αντίστασης] Ηλεκ. Ηλεκτρικό στοιχείο στο οποίο αναπτύσσεται διαφορά δυναμικού όταν διέρχεται ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από αυτό. Η σχέση της τάσης και του ρεύματος εκφράζεται από το νόμο του Ohm ως R=V/I, όπου με R συμβολίζεται η ωμική αντίσταση του στοιχείου. Αποτελείται από αγώγιμο υλικό, όπως τυλιγμένο σύρμα, συνθετικά υλικά από άνθρακα, μεταλλικό φιλμ κ.α., στα άκρα του οποίου προσαρτείται σύρμα για τη σύνδεσή του με άλλα στοιχεία. Κάθε υλικό προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο στοιχείο αντίστασης όσον αφορά την ηλεκτρική συμπεριφορά του στοιχείου. Resistance G r o u n d i n g [Ωμική γείωση] Ηλεκ. Η ηλεκτρική γείωση μίας διάταξης μέσω ωμικής αντίστασης. Resistance L o a d [Φορτίο αντίστασης] Η/χκ. Ηλεκτρικό φορτίο το οποίο χαρακτηρίζεται ολοκληρωτικά από ωμική αντίσταση. Resistance M e a s u r e m e n t [Μέτρηση αντίστασης] Ηλεκ. Μέτρηση της ωμικής αντίστασης ενός ηλεκτρονικού εξαρτήματος από ειδικό όργανο. Resistance M e t e r [Όργανο μέτρησης αντίστασης] 77> χνολ. Ηλεκτρονικό όργανο το οποίο μετρά ωμική αντίσταση ηλεκτρονικών στοιχείων. Το όργανο αυτό εφαρμόζει ηλεκτρικό δυναμικό συνεχούς ρεύματος στα άκρα του εξαρτήματος και ο υπολογισμός της ωμικής αντίστασης προκύπτει από τη μέτρηση του ρεύματος που διέρχεται από το εξάρτημα.. Resisting M o m e n t [Ροπή αντίστασης] Μηχ. Ζεύγος δυνάμεων που αναπτύσσονται εντός μιας διατομής ως αντιδράσεις σε μια εξωτερική φόρτιση και συνδέονται μεταξύ τους με ένα μοχλοβραχίονα, δημιουργώντας με αυτό το μηχανισμό τη δυνατότητα αντίστασης της διατομής στην καταπόνηση από την εξωτερική φόρτιση. Resistor [Αντίσταση] Ηλεκ. Στον χώρο της ηλεκτρολογίας με τον όρο αντίσταση χαρακτηρίζεται η αντίδραση, δηλαδή η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στην διέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος από τον αγωγό τον ίδιο. Αυτό οφείλεται στην τριβή των ελεύθερων ηλεκτρονίων του αγωγού με τα άτομα της μάζας του και προκαλεί την πτώση της τάσης του ρεύματος. Επίσης ο ίδιος ο αγωγός ονομάζεται αντίσταση και η διέλευση του ηλεκτρικού ρεύματος προκαλεί την θέρμανσή του, με αποτέλεσμα την ευρεία πρακτική εφαρμογή των αντιστάσεων στις διάφορες ηλεκτρικές συσκευές, όπως σε μία λάμπα, ένα θερμοσίφωνα, μία θερμάστρα και πολλές άλλες. Resistor N e t w o r k [Δίκτυο αντιστάσεων] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα το οποίο αποτελείται μόνο από αντιστάσεις. Διατάξεις αντιστάσεων, όπου οι αντιστάσεις είναι συνδεδεμένες σε σειρά ή / και παράλληλα μπο-

Resonant Circuit

ρούν να σχηματιστούν προκειμένου να δημιουργηθεί μία επιθυμητή τιμή ωμικής αντίστασης η οποία δεν είναι διαθέσιμη από ένα μόνο στοιχείο, Resolution Chart [Διάγραμμα ανάλυσης] Επικοιν. Συνήθως αναπαριστά τον αριθμό bits που χρησιμοποιούνται για κωδικοποίηση μιας περιοχής, Resolution O f A Vector [Ανάλυση ενός διανύσματος] Μαθημ. Ανάλυση ενός διανύσματος είναι ο προσδιορισμός των συνιστωσών του, δηλαδή των διανυσμάτων που προστιθέμενα διανυσματικά έχουν ως άθροισμα το αρχικό διάνυσμα και βρίσκονται παράλληλα προς τους άξονες του συστήματος συντεταγμένων ή άλλο σύστημα καθέτων αξόνων. Resolution Of The Identity [Ανάλυση του στοιχείου ταυτότητας] Μαθημ. Πρόκειται για μια απεικόνιση της σ-άλγεβρας ενός συνόλου Ω, στο χώρο των γραμμικών τελεστών ενός χώρου Hilbert. Οι ιδιότητες της συγκεκριμένης απεικονίσεως χρησιμεύουν πολύ στη μελέτη του φάσματος των γραμμικών τελεστών, Resolution Wedge [Όριο ευκρίνειας] Επικοιν. Ένας σχετικός όρος που συναντάμε σε διάφορα είδη συμπίεσης και συνήθως πρέπει να ξεκινά από το όριο ευκρίνειας του ανθρώπινου ματιού. Resonance [Συντονισμός] Χημ. Φαινόμενο της Οργανικής, κυρίως- Χημείας κατά την οποίο ένα μόριο δε μπορεί να παρασταθεί ικανοποιητικά από ένα μόνο τύ*πο, αλλά με περισσότερους, όπου μονήρη ζεύγη ηλεκτρονίων ή ζεύγη που σχηματίζουν π-δεσμούς έχουν μετακινηθεί σε γειτονικά άτομα (δομές συντονισμού). Η πραγματική δομή του μορίου είναι μία ενδιάμεση κατάσταση όλων των δυνατών δομών συντονισμού, Παράδειγμα εμφάνισης συντονισμού είναι το βενζόλιο. Resonance Curve [Καμπύλη συντονισμού] Ηλεκ. Διάγραμμα με οριζόντιο άξονα τη συχνότητα και κάθετο άξονα κάποια ηλεκτρική ποσότητα. Το διάγραμμα αυτό έχει τη μορφή καμπύλης και περιγράφει τη συμπεριφορά ενός κυκλώματος καθώς πλησιάζει και καθώς απομακρύνεται από τη συχνότητα συντονισμού, Resonance Hybrid [Υβρίδιο ή δομή συντονισμού] Χημ. Η ενδιάμεση κατάσταση των διαφόρων δομών συντονισμού με τις οποίες μπορεί να παρασταθεί ένα μόριο. Το υβρίδιο εμφανίζει χαμηλότερη ενέργεια από την πιο σταθερή δομή συντονισμού, Resonance Structure [Δομή συντονισμού] Χημ. Κάθε ένας από τους τύπους με τους οποίους μπορεί να αποδοθεί ένα χημικό μόριο στο οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο του συντονισμού. Κάθε μία δομή συντονισμού μετατρέπεται σε άλλη με μετακίνηση ενός μονήρους ζεύγους ηλεκτρονίων ή ζεύγους που σχηματίζει πδεσμούς σε γειτονικά άτομα. R e s o n a n c e Vibration [Συγχρονισμός δονήσεων] Μηχ. Η κατάσταση που προκαλείται σε ένα φορέα όταν το εύρος της συχνότητας μιας εξωτερικής δόνησης που τον επηρεάζει είναι κοντά στο εύρος της συχνότητας που έχει η φυσική ταλάντωση του φορέα, προκαλώντας με αυτό τον τρόπον ένα συνιστάμενο εύρος πολύ υψηλού μεγέθους. Resonant Circuit [Συντονισμένο κύκλωμα] Ηλεκ. Ηλεκτρικό κύκλωμα το οποίο έχει το χαρακτηριστικό να συντονίζεται κατά τη διέλευση εναλλασσόμενου ρεύματος συγκεκριμένης συχνύτητας. Κατά τη διάρκεια του συντονισμού στο κύκλωμα μεγιστοποιείται κάποια ηλεκτρική ποσότητα. Για να υπάρχει δυνατότητα συντονισμού το κύκλωμα πρέπει να περιλαμβάνει ένα

Resonator

- 1196-

συνδυασμό από αντίσταση, πυκνωτή και πηνίο. Resonator [Συντονιστής] Φυσ. Μηχανική κατασκευή η οποία έχει το χαρακτηριστικό να συντονίζεται σε συγκεκριμένες συχνότητες. Τυπικό παράδειγμα είναι οι συντονιστές Helmholtz, οι οποίοι είναι γυάλινα σφαιρικά δοχεία με δύο αντιδιαμετρικά ανοίγματα που έχουν μία χαρακτηριστική συχνότητα συντονισμού ανάλογα με το μέγεθος τους. Οι συντονιστές Helmholtz αποτέλεσαν την πρώτη μορφή αναλυτή ακουστικού φάσματος. Resorcinol [Ρεσορκινόλη] Οργ.Χημ. Διυδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου με δύο - Ο Η σε μ-θέση. Αευκή κρυσταλλική τοξική ουσία με αναγωγικές ιδιότητες, διαλυτή σε πολλούς οργανικούς διαλύτες. Έχει σημείο τήξης 111°C και χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση, για την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών, ρητινών, χρωμάτων κλπ. Resorcinol Acetate [Οξικός εστέρας της ρεσορκινόλης] Οργ.Χημ. Παράγωγο της ρεσορκινόλης στο οποίο το ένα από τα δύο - Ο Η έχει εστεροποιηθεί με οξικό οξύ. Παχύρρευστο κίτρινο υγρό με σημείο βρασμού 283°C, που χρησιμοποιείται για καλλυντικά και φάρμακα. Resorcinol Diglycidyl Ether [Διγλυκιδυλαιθέρας της ρεσορκινόλης] Οργ,Χημ. Αιθερικό παράγωγο της ρεσορκινόλης με μοριακό τύπο Ci2H| 4 0 2 . Κίτρινο υγρό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή εποξυ- ρητινών. Συντομογραφικά: RDGE. Resorcinol - F o r m a l d e h y d e Resin [Ρητίνη ρεσορκινόλης - φορμαλδεΰδης] Οργ.Χημ. Είδος ρητίνης διαλυτής σε νερό και οργανικούς διαλύτες που χρήσιμοποιείται για την παρασκευή συγκολλητικών υλών. β-Resorcyclic Acid [β-ρεσορκυκλικό οξύ] Οργ.Χημ. Διυδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζοϊκού οξέος με τύπο ( H O ^ C ^ C O O H . Λευκή κρυσταλλική ουσία διαλυτή σε αιθανόλη, αδιάλυτη σχεδόν στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο σε συνθέσεις φαρμάκων, χρωστικών κλπ. Resource [Πόρος] Τεχνολ. Μια από τις συνισταμένες που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία μιας παραγωγικής διαδικασίας. Respirator [Αναπνευστική συσκευή] Μηχ. Καλείται η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται η παροχή οξυγόνου με τεχνητό τρόπο σε κάποιον ασθενή που έχει αυτήν την ανάγκη, είτε διότι δεν είναι σε θέση να αναπνεύσει από μόνος του είτε διότι πρέπει να προστατευθεί από τυχόν μολύνσεις, καπνό, ξένες ουσίες, σκόνη και άλλα που μπορούν να προκαλέσουν και περαιτέρω βλάβες στον οργανισμό του. Respiratory P i g m e n t [Χρωστική αναπνοής] Βιοχημ. Μέλος σειράς πρωτεϊνών που συντελούν στη μεταφορά οξυγόνου στην κυτταρική αναπνοή ζωντανών οργανισμών. Response 1 [Ανταπόκριση] Τεχνολ. Σε ένα μηχάνημα ή σε ένα σύστημα παραγωγής προϊόν που εξάγεται ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των εισαγομένων πρωτογενών στοιχείων. Response 2 [Απάντηση] Επικοιν. Απαντητικό σήμα που σαν ορολογία βρίσκεται πιο κοντά στη μαθηματική ηλεκτρονική φρασεολογία της απόκρισης συστήματος (παρά η Reply που απαντά τηλεφωνικά). Response S p e c t r u m [Φάσμα απόκρισης] Πολ.Μηχ. Ορίζεται ως η περιβάλλουσα της συμπεριφοράς διαφόρων μονοβάθμιων ταλαντωτών, για έναν δεδομένο σεισμό ως προς την ιδιοπερίοδο των μονοβάθμιων αυτών

ταλαντωτών για μία δεδομένη απόσβεση. Υπάρχουν φάσματα σχετικών μετακινήσεων, σχετικών ταχυτήτων και ολικών επιταχύνσεων όπως και άλλων σχετικών με αυτές παραμέτρων. Response Spectrum A p p r o a c h [Μέθοδος φασματικής απόκρισης] ΠολΜηχ. Είναι μία μέθοδος δυναμικής ανάλυσης των κατασκευών η οποία στηριζόμενη στην επαλληλία των κανονικών μορφών χρησιμοποιεί ως σεισμική είσοδο το φάσμα του σεισμικού κραδασμού. Το αποτέλεσμα είναι να προσδιορίζονται οι μέγιστες τιμές της απόκρισης ή της έντασης για κάθε κανονική μορφή χωρίς αυτές να είναι αναγκαστικά ταυτόχρονες. Response T i m e [Χρόνος ανταπόκρισης] Τεχνολ. Σε ένα σύστημα σε λειτουργία που βρίσκεται σε ισορροπία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ εισερχομένων πρωτογενών στοιχείων και εξερχόμενων προϊόντων, ο χρόνος που απαιτείται για να συμμορφωθεί το σύστημα σε μια νέα ισορροπία, όταν η υφιστάμενη κατάσταση διαταραχθεί από έναν εξωτερικό παράγοντα που επεμβαίνει διαταράσσοντας τη διαδικασία. Responsibility [Υπευθυνότητα] Γεν. Σε ένα εργολαβικό συμβόλαιο, τα άρθρα που καθορίζουν την ευθύνη του αναδόχου απέναντι στον πελάτη όσον αφορά τις διαδικασίες εκτέλεσης των εργασιών, Restoration [Αναπαλαίωση] Οικοδ. Η επιδιόρθωση των φθορών που έχει υποστεί ένα τεχνικό έργο μετά από μακρόχρονη λειτουργία. Restricted Area [Περιορισμένη περιοχή] Πλοηγ. Χαρακτηρίζει μία περιοχή, είτε αυτή είναι θαλάσσια είτε εναέρια, όπου η πλοήγηση πλοίων και αεροσκαφών αντίστοιχα υπόκεινται σε συγκεκριμένους περιορισμούς για διάφορους λόγους. Restricted Internal Rotation [Παρεμποδισμένη εσωτερική περιστροφή] ΟργΧημ. Περιορισμός στη περιστροφική κίνηση μορίων ή τμημάτων μορίων κάποιων ενώσεων. Restricted J o b [Εργασία συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας] Τεχνολ. Είναι η εργασία που απαιτεί συγκεκριμένη χρονική διάρκεια εκτέλεσης και δεν επιδέχεται χρονικές βελτιώσεις λόγω της φύσης της. Αυτού του τύπου οι εργασίες συνήθως είναι αυτές που εκτελούνται με μηχανικά μέσα και δεν εξαρτώνται από την ικανότητα ενός τεχνίτη. Restricted Proper M o t i o n [Περιορισμένη ορθή κίνηση] Αστρον. Η ορθή κίνηση ενός αστέρα συνυπολογίζοντας και τη γωνιακή του κίνηση σε σχέση με τους κοντινούς του αστέρες για δεδομένη χρονική στιγμή, αφού διορθωθεί για τα φαινόμενα της μετάπτωσης, κλόνησης και απόκλισης. Restricted W o r k [Εργασία περιορισμένης δυνατότητας χρονικής μεταβολής] Τεχνολ. Εργασία που αποτελείται από συνδυασμό μηχανικών και χειρονακτικών πράξεων η οποία επιδέχεται περιορισμένες χρονικές βελτιώσεις στην εκτέλεσή της, οι οποίες είναι δυνατό να προκύψουν από τη βελτίωση του χρόνου εκτέλεσης του χειρονακτικού τμήματος. Restriction [Περιορισμός] Μαθημ. Θεωρούμε μια συνάρτηση f:X-»Y, και Α ένα υποσύνολο του Χ. Η συνάρτηση g:A->Y που ορίζεται έτσι ώστε g(a)=f(a) "ae Α, αποτελεί τον περιορισμό της f στο Α, ενώ η συνάρτηση f αποτελεί την επέκταση της g στο Χ. Resultant Of Forces [Συνισταμένη των δυνάμεων] Μηχ. Δύναμη ή συνδυασμός δύναμης και ροπής που προκαλεί την ανάπτυξη εντός του όγκου ενός άκα-

- 1197-

Return Loss

μπτου στοιχείου εντατικών μεγεθών ακριβώς όμοιων για την έκλουση μιας ουσίας σε μία χρωματογραφική με αυτά που προκαλεί μια ομάδα δυνάμεων που καταανάλυση. Δίνεται από τη σχέση: V R =t R .F c , όπου F c η πονούν το στοιχείο δρώντας από διάφορες κατευθύνπαροχή της κινητής φάσης και tR ο χρόνος ανάσχεσης, σεις. Βρίσκει εφαρμογή σε όλα τα είδη χρωματογραφίας και Resupply [Τροφοδοσία] Βιομ. Η διαδικασία την αύξηειδικά στην αέρια χρωματογραφία, σης της ποσότητας των διαθέσιμων αποθεμάτων ενός Reticular Density [Δικτυωτή πυκνότητα] Μαθημ. Ο αντικειμένου με σκοπό τα διαθέσιμα αποθέματα να όρος αναφέρεται σε κρυσταλλικό πλέγμα δύο διαστάπαραμένουν συνεχώς πάνω από μια προκαθορισμένη σεων και δηλώνει τον αριθμό των σημείων ανά τετραελάχιστη ποσότητα. γωνική μονάδα μέτρησης. Retainer Wall [Περιμετρικό ανάχωμα] Πολ.Μηχ. Ανά- Reticulum [Δίκτυον] Αστμον. Πρόκειται για έναν αστεχωμα που κατασκευάζεται γύρω από μια δεξαμενή αρισμό του νοτίου ημισφαιρίου. Είναι αμυδρός αστέρας ποθήκευσης καυσίμων με σκοπό τη συγκράτηση των με απόκλιση 60° προς τα νότια και κείτεται πλησίον καυσίμων εντός μιας ζώνης γύρω από τη δεξαμενή σε του λαμπρού αστέρα ΑχέρναρίΑοΙιβπ^τ) α του Ηριδαπερίπτωση διαρροής. νού. Retaining Wall [Τοίχος αντιστήριξης] Πολ.Μηχ. Τε- Reticulum System [Δικτυακό σύστημα] Αστρον. Ο όχνικό έργο από λιθοδομή ή από οπλισμένο σκυρόδεμα ρος αναφέρεται ενδεχομένως σε έναν πιθανό νάνο Γάτο οποίο κατασκευάζεται σε περιοχές όπου δημιουρλαξία ή σε κάποιο σφαιρικό σμήνος αστέρων που έχει γούνται με τεχνητό τρόπο υψομετρικές διαφορές στο παρατηρηθεί πλησίον του Μεγάλου Νέφους του Μαγέδαφος, το οποίο προορίζεται να συγκρατήσει τον ό- γελάνου, χωρίς να είναι πλήρως αποσαφηνισμένη η γκο του εδάφους μεταξύ του υψηλού και του χαμηλού δομή του συστήματος. υψομέτρου και να δημιουργήσει μια σταθερή επιφάνεια δίχως κίνδυνο κατολισθήσεων. Retardant [Καθυστερητικό] Οικοδ. Retarder. Retarder [Καθυστερητικό] Οικοδ. Χημικές προσμίξεις οι οποίες προστίθενται στο νωπό σκυρόδεμα με σκοπό τη μείωση της ταχύτητας της χημικής αντίδρασης μεταξύ του τσιμέντου και του νερού, ώστε η ωρίμανση του νωπού σκυροδέματος να γίνει σταδιακά μέσα στο χρόνο αποφεύγοντας τις ρηγματώσεις. Retarding Basin [Ταμιευτήρας καθυστέρησης] Υδμολ. Περιοχή που δημιουργείται για τη συγκέντρωση του νερού ενός ρέματος, σε περιπτώσεις που λόγω αυξημένων βροχοπτώσεων ανεβαίνει η στάθμη σε επίπεδα που μπορεί να προκαλέσουν πλημμύρα, ρυθμίζοντας με αυτό τον τρόπο τη ροή στο κατάντη του ταμιευτήρα. Retene [Ρακεμάση] ΑνολΧημ. Πολυπυρηνικός αρωματικός υδρογονάνθρακας, παράγωγο του φαινανθρένιου με μοριακό τύπο C ^ H ^ και συστηματική ονομασία 1μεΟυλ-7-ισοπροπυλ- φαινανθρένιο. Στερεή τοξική ουσία με σημείο τήξης 101°C, διαλυτή σε βενζόλιο που χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Retention Index [Δείκτης ανάσχεσης] ΑναλΧημ. Αυθαίρετη κλίμακα που αντιστοιχεί στο χρόνο ανάσχεσης ή συγκράτησης μιας ουσία σε μία χρωματογραφική ανάλυση. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αέρια χρώματογραφία. Retention S u m [Παρακράτηση] Γεν. Χρηματικό πόσο που παρακρατείται από τον πελάτη, από την πληρωμή κάθε πιστοποίησης κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μιας εργολαβίας, ως εγγύηση για τις κακοτεχνίες που υπάρχουν στις εργασίες που έχει εκτελέσει ο ανάδοχος και καταβάλλεται στον ανάδοχο μετά το πέρας της περιόδου εγγύησης, αφού έχει εξασφαλιστεί η λειτουργική αρτιότητα του τεχνικού έργου. Retention T i m e [Χρόνος ανάσχεσης ή συγκράτησης] ΑναλΧημ. Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της ένεσης του δείγματος και εμφάνισης του μέγιστου μίας κορυφής σε ένα χρωματογράφημα. Συμβολίζεται με tR και είναι χαρακτηριστική της εκλουόμενης ουσίας κάτω από καθορισμένες συνθήκες. Βρίσκει εφαρμογή σε όλα τα είδη χρωματογραφίας και ειδικά στην αέρια χρωματογραφία. Retention V o l u m e [Ογκος ανάσχεσης ή συγκράτησης] Αναλ,Χημ. Ο απαιτούμενος όγκος της κινητής φάσης

Retinal [Ρετινάλη] Βιοχημ. Καροτενοειδές που με τη μορφή του cis-ισομερούς της απαντάται στη χρωστική ροδοψίνη των ραβδίων του ματιού συνδεδεμένη με την πρωτεΐνη οψίνη. Όταν πέσει φως μετατρέπεται στο trans-ισομερές της και αποκολλάται από την οψίνη και τελικό αποτέώσμα το νευρικό οπτικό ερέθισμα. Γνωστή και με το όνομα αλδεΰδη της βιταμίνης Α. Retinene [Ρετινένιο] Βιοχημ. Βασική χρωστική ουσία του ματιού που μετατρέπεται σε κίτρινη με την επενέργεια του ηλιακού φωτός. Retinoid [Ρετινοειδές] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας οργανικών ενώσεων που σχετίζονται με τη βιταμίνη Α και τα συνθετικά της ανάλογα, π.χ. η ρετινάλη (αλδεΰδη της βιταμίνης Α). Retort [Αποστακτήρας] Χημ. Πρόκειται για το δοχείο όπου γίνεται η απόσταξη μίας χημικής ουσίας, δηλαδή ο καθαρισμός της από διάφορες ανεπιθύμητες προσμίξεις ή ο διαχωρισμός της στις ουσίες από τις οποίες η αρχική ουσία συνίσταται. Retrograde M o t i o n [Ανάδρομη κίνηση πλανητών] Αστρον. Ο όρος αναφέρεται σε μια μετακίνηση πλάνητών, σε σχέση με τους αστέρες, από την ανατολή προς τη δύση προς μια κατεύθυνση αντίθετη της περιστροφής των πλανητών γύρω από τον ήλιο. Το φαινόμενο είναι ορατό για έναν γήινο παρατηρητή καθώς η Γη μετατοπίζεται στο διάστημα λόγω της περιστροφικής κίνησής της γύρω από τον ήλιο. Το φαινόμενο περιγράφεται και από τον όρο ανάδρομη τροχιά πλανητών, Retrogression [Παλινδρόμηση] Αστμον Retrograde Motion. Retrosynthetic Analysis [Ρετροσυνθετική ανάλυση] Opy.Χημ. Στρατηγική σχεδιασμού της σύνθεσης πολύπλοκής οργανικής ένωσης ξεκινώντας από το επιθυμητό προϊόν και καταλήγοντας με κατάλληλα βήματα στις αρχικές πρώτες ύλες. Return [Αλλαγή κατεύθυνσης] Οικοδ. Σε ένα οικοδομικό στοιχείο το σημείο όπου το στοιχείο αλλάζει την κατεύθυνση που είχε μέχρι εκείνο το σημείο δημιουργώντας μια γωνία που συνήθως είναι 90°. Return Air [Αέρας επιστροφής] Οικοδ. Σε ένα σύστημα κεντρικού κλιματισμού ο αέρας που επιστρέφει στην κεντρική μονάδα μέσω ενός συστήματος αεραγωγών αφού έχει κλιματίσει τους χώρους του κτιρίου. Return Loss [Απώλεια επιστροφής] Επικοιν. Απώλεια ισχύος (σε dB) ενός σήματος (ελέγχου) κατά την επι-

Return Wall

- 1198-

στροφή του συνήθως μετά από ανάκλαση. Return Wall [Εσωτερικός τοίχος] Οικοδ. Σε ένα κτίριο μόνιμος τοίχος από τσιμεντόλιθους ή τούβλα που διαχωρίζει τους χώρους σε μόνιμη βάση και σε πλήρες ύψος από το δάπεδο μέχρι την οροφή. Reveal [Παραστάδι] Οικοδ. Στα κουφώματα ενός κτιρίου, το πάχος του πλαισίου που έχει πλάτος από το καθαρό άνοιγμα μέχρι το σημείο επαφής του πλαισίου με τον τοίχο. Reverberation [Αντήχηση] Ακουστ. Καλείται η ενίσχυση του ήχου σε κάποιο σημείο του χώρου χωρίς όμως την παραμόρφωσή του, η οποία προκύπτει από την αντανάκλαση των ηχητικών κυμάτων επάνω στις επιφάνειες που μεσολαβούν από την πηγή του έως το εν λόγω σημείο, αφού έχουν τερματίσει την πορεία τους τα άμεσα από την πηγή ηχητικά κύματα. Reverberation T i m e [Χρόνος αντήχησης] Ακουστ. Ο χρόνος ο οποίος μεσολαβεί από την παύση ενός ήχου μέχρι να μειωθεί η ένταση του κατά 60dB σε κλειστό χώρο. Ο χρόνος αντήχησης είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα κλειστών χώρων. Ο ιδανικός χρόνος αντήχησης εξαρτάται από το μέγεθος και τη χρήση του χοίρου, αν δηλαδή προορίζεται για ομιλίες, εκτέλεση μουσικής κ.λ.π. Reverse Bias [Αντίστροφη πόλοκτη] Ηλεκτρον. Εφαρμογή δυναμικού σε δίοδο όπου ο θετικός πόλος εφαρμόζεται στο υλικό τύπου η. Στην περίπτωση αυτή η διέλευση ρεύματος είναι αμελητέα. Μία εφαρμογή αντίστροφης πόλωσης είναι σε τροφοδοτικών ισχύος, όπου χρησιμοποιούνται δίοδοι για την ανόρθωση του εναλλασσόμενου ρεύματος. Reverse Current [Αντίστροφο ρεύμα] Ηλεκτρον. Το ρεύμα που διαρρέει μία δίοδο κατά τη διάρκεια αντίστροφης πόλωσης. Ιδανικά το ρεύμα αυτό θα πρέπει να είναι μηδενικό, στην πράξη όμως είναι της τάξης των μΑ ή nΑ αναλόγως του ημιαγωγού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή της διόδου. Reverse Curve [Καμπύλη αντίθετης όψης] Μαθημ. Όρος που χαρακτηρίζει την καμπύλη σχήματος S, καθώς αποτελεί σύνθεση δύο τόξων που έχουν τα κέντρα τους τοποθετημένα σε αντίθετες όψεις της καμπύλης. Reverse Deionization [Αντίστροφος απιονισμός] Χημ. Διαδικασία απιονισμού ενός διαλύματος κατά την οποία μία ανιοναντα)λ.ακτική και μία κατιονανταλλακτική στήλη τοποθετούνται σε σειρά για την απομάκρυνση όλων των ιόντων του διαλύματος. Reverse Engineering [Διαδικασία αποσύνθεσης] Τεχνολ. Σε μια υφιστάμενη κατασκευή η διαδικασία της ανάλυσης του συνόλου σε επιμέρους τεμάχια που το αποτελούν, καθορίζοντας τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά του κάθε τεμαχίου. Παρόμοιες πρακτικές χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες αποκατάστασης της λειτουργίας ενός παλαιού συστήματος για το οποίο δεν υπάρχουν τα σχέδια της μελέτης του. Reverse O s m o s i s [Αντίστροφη ώσμωση] Φυσ,Χημ. Τεχνική που σχετίζεται με το φαινόμενο της ώσμωσης μέσω ημιπερατής μεμβράνης και συνίσταται στην εφαρμογή πίεσης στο υπερτονικό διάλυμα, ώστε τα μόρια του διαλύτη να οδεύουν από το υπερτονικό στο υποτονικό διάλυμα, αντίστροφα δηλαδή από τη φυσική διαδικασία. Βρίσκει πολλές εφαρμογές, π.χ. στην αφαλάτωση ή στο καθαρισμό γενικότερα του νερού. Reverse Phase Partition Chromatography [Χρωματογραφία αναστροφής φάσεων] ΑνολΧημ. Περίπτωση της χρωματογραφίας κατανομής κατά την οποία χρησιμοποιούμε

έναν μη πολικό διαλύτη σαν ακίνητη φάση πάνω σε ένα μη πολικό υπόστρωμα για να έχουμε καλύτερο συντελεστή κατανομής. Η κινητή φάση είναι πολική, π.χ. υδατική. Reversible Chemical Reaction [Αντιστρεπτή χημική αντίδραση] Χημ. Είδος χημικής αντίδρασης που μπορεί να λάβει χώρα και προς τις δύο κατευθύνσεις και οδηγεί σε χημική ισορροπία. Με κατάλληλη μεταβολή των παραγόντων της χημικής ισορροπίας (συγκεντρώσεις αντιδρώντο)ν ή προϊόντων, πίεση, θερμοκρασία) η αντίδραση μπορεί να οδεύσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Συμβολίζεται όπως η συνήθης χημική εξίσωση αλλά με διπλό αντιστρεπτό βέλος. Reversing Layer [Ανατρεπτική στιβάδα] Αστροφυς. Ανατρεπτική ή απορροφητική στιβάδα ονομάζεται το κατώτερο τμήμα της χρωμόσφαιρας και αποτελεί την αιτία δημιουργίας των σκοτεινών γραμμών του ηλιακού φάσματος. Revetment [Επένδυση] Πολ.Μηχ. Η προστασία της επιφάνειας πρανούς μέσω της κάλυψης της επιφάνειας με μια στρώση από υλικό ανθεκτικό σε φθορές με σκοπό την αποφυγή διάβρωσης της επιφάνειας από το νερό. Revision [Αναθεώρηση] Γεν. Οι αλλαγές που γίνονται σε μια μελέτη σύμφωνα με την εντολή του πελάτη συνήθως κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου. Revolution [Περιστροφή] Αστρον. Στην αστρονομία ο όρος εννοεί την τροχιά ενός ουράνιου σώματος περί ένα άλλο ή τη συμπλήρωση μιας περιφοράς της τροχιακής κίνησης. Revolution Per M i n u t e [Περιστροφές ανά λεπτό] Μηχ. Είναι μονάδα μέτρησης της γωνιακής ταχύτητας ενός σώματος που περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα. Είναι ανάλογη της μονάδας περιστροφής ανά δευτερόλεπτο αλλά δηλώνει μικρότερη γωνιακή ταχύτητα αφού την μία πλήρη περιστροφή την απαιτεί σε χρόνο ενός λεπτού της ώρας. Revolution Per Second [Περιστροφές ανά δευτερόλεπτο] Μηχ. Αποτελεί μονάδα μέτρησης της γωνιακής ταχύτητας ενός σώματος που εκτελεί περιστροφική κίνηση γύρω από κάποιον άξονα. Η μία μονάδα ισούται προφανώς με μία πλήρη περιστροφή του σώματος στη μονάδα χρόνου του ενός δευτερολέπτου. Revolving D o o r [Περιστρεφόμενη πόρτα] Οικοδ. Εξωτερική πόρτα στα κτίρια η οποία αποτελείται από δύο κατακόρυφα φύλλα που τέμνονται μεταξύ τους στο μέσον και περιστρέφονται γύρω από έναν άξονα δημιουργώντας τη δυνατότητα πρόσβασης στο κτίριο μέσω της περιστροφής. Χρησιμοποιείται για λόγους απομόνωσης του εξωτερικού από το εσωτερικό του κτιρίου στις περιπτώσεις που το κτίριο κλιματίζεται περιορίζοντας τις απώλειες θερμότητας ή ψύξης. Revolving Shovel [Περιστρεφόμενος εκσκαφέας] Μηχ. μηχ. Σκαπτικό μηχάνημα του οποίου ο κορμός που φέρει το μηχανισμό εκσκαφής περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα απευθείας εναπόθεσης των προϊόντων της εκσκαφής στα μεταφορικά μέσα αποφεύγοντας ενδιάμεσες εργασίες. R e w i n d [Ανατύλιξη] Ηλεκτμον. Διαδικασία κατά την οποία μία ηλεκτρονική συσκευή η οποία χρησιμοποιεί μαγνητική ταινία ως μέσο αποθήκευσης πληροφοριών ανατυλίγει την ταινία στην αρχική της θέση. Rf [Σύμβολο ραδερφόντιου] Χημ. Είναι ο συμβολισμός για το χημικό στοιχείο του ραδερφόντιου όπως έχει προταθεί για τον πίνακα του περιοδικού συστήματος.

- 1199 R f Value [Συντελεστής επιβράδυνσης] AvouΙΧημ. Συντελεστής που χρησιμοποιείται στη χρωματογραφία και κυρίως στη χρωματογραφία επί χάρτου και στη χρωματογραφία λεπτής στιβάδας (TLC). Ορίζεται με το κλάσμα της απόστασης που διανύθηκε από την ουσία προς την απόσταση που διανύθηκε από το μέτωπο του διαλύτη και παίρνει τιμές μικρότερες της μονάδας. Χρησιμοποιείται για τη ταυτοποίηση των συστατικών ενός μίγματος σε μία χρωματογραφική ανάλυση. RFI (Radio Frequency Interference) [Παρεμβολή ραδιοσυχνοτήτων] Επικοιν. —> Radio-frequency Interference. R Galaxy [Γαλαξίας R] Αστρον. Ο όρος δηλώνει έναν Γαλαξία που δε φαίνεται να παρουσιάζει γνωστή δομή, όπως για παράδειγμα είναι η ελλειπτική ή η σπειροειδής δομή, αλλά χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα της περιστροφικής συμμετρίας. R G Line [Γραμμή RG] Επικοιν. - » Radio-frequency Cable. R G B M o n i t o r [Τερματικό RGB] Πληρ. Τερματικό το οποίο περιλαμβάνει οθόνη με δυνατότητα έγχρωμης απεικόνισης. Η οθόνη παράγει τρεις δέσμες χρωμάτων, κόκκινη (R), πράσινη (G) και μπλε (Β), ο συνδυασμός των οποίων δημιουργεί όλο το φάσμα χρωμάτων. R G U System [Σύστημα RGU] Αστρον. Καλείται ένα σύστημα φίλτρων που χρησιμοποιείται στη μελέτη των αστρικών φασμάτων και η ονομασία του προέρχεται από τα αρχικά των χρωμάτων των φίλτρων, που είναι κόκκινα (red), πράσινα (green) και υπεριώδη (ultraviolet). Rh [Σύμβολχ) ροδίου] Χημ. Με αυτό το σύμβολο χαρακτηρίζεται το χημικό στοιχείο του ροδίου στον πίνακα του περιοδικού συστήματος. Rhamnose [Ραμνόζη] Οργ.Χημ. Είδος εξόζης (μονοσακχαρίτη), παράγωγου της μαννόζης με μοριακό τύπο C 6 H 12 05. Αναφέρεται και σαν ό-δεοξυ-Lμαννόζη. Απαντάται στη φύση ελεύθερη ή με τη μορφή γλυκοζιτών. Rhea [Ρέα] Αστρον. Ένας από τους δέκα δορυφόρους του πλανήτη Κρόνου με διάμετρο 1600km. Η μέση απόστασή του από το κέντρο του πλανήτη είναι 528000km και η περίοδος περιστροφής του είναι 4.52 ημέρες. Ανακαλύφθηκε το 1672. R h e n i u m [Ρήνιο] Χημ. Πρόκειται για το χημικό στοιχείο με το σύμβολο Re στον πίνακα του περιοδικού συστήματος. Είναι σπάνιο στοιχείο, με μεταλλικά χαρακτηριστικά, βαρύ, με χρώμα αργυρόλευκο, αρκετά σκληρό αλλά ελατό και όλκιμο. Ανήκει στην ομάδα του μαγγανίου και ενώνεται με το οξυγόνο και με τα αλογόνα. R h e n i u m Halide [Αλογονούχο ρήνιο ή αλογονίδιο του ρηνίου] Ανοργ.Χημ. Δυαδική ένωση του ρηνίου με αλογόνα. Π.χ. RcF 4 , ReCl 3 , ReCl 4 κλπ. Rheology [Επιστήμη ροής ύλης] Μηχ. Γνωστός κλάδος και με τον όρο ρεολογία αποτελεί μέρος της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη των παραμορφώσεων και της κίνησης της πλαστικής ροής των στερεών σωμάτων. Rheometer [Ροόμετρο] Μηχ. Είναι το όργανο με το οποίο μπορεί να μετρηθεί το ιξώδες των διαφόρων υγρών βάσει της σχέσης των τάσεων και των παραμορφώσεών του ως προς το χρόνο. Rheostat [Ρεοστάτης] Ηλεκ. Πρόκειται για μία ηλεκτρική συσκευή η οποία διαθέτοντας μία μεταβλητή αντίσταση ρυθμίζει το ηλεκτρικό ρεύμα που διέρχεται μέ-

Rhomboid

σα από το κύκλωμα όπου είναι και αυτή συνδεδεμένη. R h o d a m i n e Β [Ροδάμινη Β] Οργ.Χημ. Έγχρωμη στερεή οργανική ένωση με μοριακό τύπο C 2!i H3iClN 2 03, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται σαν χρωστική ουσία σε μαλλί και μετάξι και σαν αντιδραστήριο στην Αναλυτική Χημεία για την ανίχνευση του πεντασθενούς αντιμονίου. Rhodanine [Ροδανίνη] Οργ.Χημ. Υποκίτρινη στερεή οργανική ουσία με μοριακό τύπο C 3 H 3 NOS 2 που χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. Με θέρμανση αποσυντίθεται παρέχοντας τοξικά προϊόντα. Rhodinol [Ροδινόλη] Υλικ. Αχρωμο υγρό μίγμα τερπενοειδών αλκοολών με οσμή τριαντάφυλλου που παράγεται από το γερανιέλαιο και χρησιμοποιείται σε αρώματα και βελτιωτικά γεύσης. R h o d i u m [Ρόδιο] Χημ. Είναι το χημικό στοιχείο με σύμβολο Rh στον περιοδικό πίνακα. Πρόκειται για εύθραυστο μέταλλο με χρώμα αργυρόλευκο, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή ηλεκτροδίων και άλλων στοιχείων. R h o d i u m Chloride [Χλωριούχο ρόδιο ή τριχλωρίδιο του ροδίου] Ανοργ.Χημ. Δυαδική ένωση του ροδίου με χλώριο με τύπο RhCl3 στο οποίο το ρόδιο διαθέτει αριθμό οξείδωσης +3. Καστανοκκόκινο στερεό αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε διαλύματα αλκαλίων. Διασπάται με θέρμανση στους 450°C. Rhodopsin [Ροδοψίνη] Βιοχημ. Είδος χρωμοπρωτεΐνης που απαντάται στα ραβδία του αμφιβληστροειδή χιτώνα και συμμετέχει στο μηχανισμό της όρασης. Αποτελείται από την πρωτεΐνη οψίνη και τη cis-ρετινάλη. Έχει ερυθρό χρώμα και κατά την επίδραση φωτός μετατρέπεται σε λουμιροδοψίνη με παραγωγή νευρικού ερεθισμού. R h o m b i c D o d e c a h e d r o n [Δωδεκάεδρο ρομβοειδές] Κρνσταλλ. Τύπος του κυβικού κρυσταλλικού συστήματος στο οποίο του οποίου οι δώδεκα πλευρές σχηματίζουν ίσους ρόμβους. R h o m b i c Sulfur [Ρομβικό θείο] Ανορ.Χημ. Μία από τις δύο κρυσταλλικές μορφές θείου με την οποία απαντάται στη συνήθη θερμοκρασία και πίεση. Κίτρινο στερεό, εύκολα διαλυτό σε CS 2 με πυκνότητα 2,06 g/ cm'. Με θέρμανση στους 96°C λαμβάνεται το μονοκλινές θείο (η άλλη του κρυσταλλική μορφή). R h o m b i c System [Ρομβικό ή ορθορομβικό σύστημα] Κμυσταλλ. Είδος κρυσταλλικού συστήματος στο οποίο η μοναδιαία κυψελίδα είναι ορθό πρίσμα σε μία ορθογώνια βάση (c
Rhombus

- 1200 -

Σύμπλοκο μίας πρωτεΐνης με RNA. Απαντώνται στα ριβοσωμάτια και στους ιούς. Ribonucleotide [Ριβονουκλεοτίδιο] Βιοχημ. Ένωση μιας οργανικής βάσης (αδενίνη, γουανίνη, κυτοσίνη, ουρακίλη) με το σάκχαρο D-ριβόζη με Ν-γλυκοσυλδεσμό μεταξύ του αλδεϋδικού άνθρακα της πεντόζης και της Ν-9 ή της Ν-1 θέσης των βάσεων. Με εστεροποίηση στο πέμπτο ή στο τρίτο υδροξύλιο προκύπτει ριβονουκλεοτίδιο, δομική μονάδα του ριβονουκλεϊνικού οξέος (RNA). Ribose [Ριβόζη] Βιοχημ. Είδος σακχάρου που ανήκει στην κατηγορία των πεντοζών. Έχει μοριακό τύπο C 5 H| 0 O 5 με διαμόρφωση β-φουρανόζης και σημείο τήξης 95°C. Κύριο συστατικό του ριβονουκλεϊνικού οξέος. Ανάγεται σε δεοξυριβόζη που αποτελεί συστατικό του DNA. Ribosome [Ριβόσωμα] Αναλ.Χημ. Υποκυτταρικό σύστημα που βρίσκεται στο κυτόπλασμα και αποτελείται από πρωτεΐνες και RNA. Συμμετέχει στη διαδικασία της πρωτεϊνικής σύνθεσης σε ζωντανούς οργανισμούς. Αποτελείται από δύο υπο μονάδες, μία μεγάλη και μία μικρή. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1953. Ribulose [Ριβουλόζη] Βιοχημ. Είδος σακχάρου (κετοπεντόζη) με μοριακό τύπο C5H10O5. Εμφανίζει σημαντική δράση στην οδό των φωσφορικών πεντοRibbon [Συνδετήρια δοκός] Οικοδ. Σε ένα ξύλινο φορέα, η δοκός που συνδέει τους ορθοστάτες μεταξύ τους ζών με τη μορφή του 5-μονοφωσφορικού της εστέρα. στην κορυφή και στην οποία στηρίζονται οι δοκίδες Ribulose Diphosphate [Διφωσφορική ριβουλόζη] Βιοπου φέρουν την ξυλεία του δαπέδου. χημ. Διφωσφορικός εστέρας της ριβουλόζης με μοριακό τύπο C 5 H 1 2 0IIP2. Ribbon Cable [Ταινιωτό καλώδιο] Ηλχκ. Καλώδιο του οποίου οι αγωγοί είναι παρακείμενα διατεταγμένοι. Τα Riccati - Bessel Functions [Συναρτήσεις Riccatiκαλώδια αυτό συναντώνται συνήθως σε ηλεκτρονικές Bessel] Μαθημ. Θεωρούμε μια διαφορική εξίσωση δευτέρας τάξεως της μορφής zf(z), όπου z μιγαδική συσκευές σε μορφή πλατιάς πλαστικής ταινίας με πολμεταβλητή και f(z) πολυωνυμική συνάρτηση που περιλούς παράλληλα τοποθετημένους αγωγούς. λαμβάνει όρους όπως sinz και cosz. Οι συναρτήσεις Ribbon C o n d u c t o r [Αγωγός ταινίας] Ηλεκ. Μεταλλικός ηλεκτρικός αγωγός ο οποίος έχει τη μορφή λεπτής Riccati- Bessel αποτελούν τις λύσεις μιας τέτοιας εξίσωσης. ταινίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε ταινιωτά καλώδια. Ribbon M i c r o p h o n e [Μικρόφωνο ταινίας] Ακουστ. Riccati Equation [Εξίσωση Riccati] Μαθημ. Μια συΜικρόφωνο το οποίο αποτελείται από μαγνητικό υλικό νήθης διαφορική εξίσωση πρώτης τάξης της μορφής / σε μορφή ταινίας το οποίο κινείται σε μαγνητικό πεδί(x)=f 2 (x)/(x)+f|(x)y(x)+fo(x) ονομάζεται εξίσωση ο. Η ταινία είναι ευαίσθητη στην ταχύτητα του αέρα. Riccati. Αν f 2 (x)=0 η εξίσωση ανάγεται σε γραμμική Τα μικρόφωνα ταινίας ανταποκρίνονται σε ήχους που ενώ αν fo(x)=0 η εξίσωση γίνεται Bernoulli. Κάθε κατευθύνονται προς την εμπρός ή την πίσω όψη της γραμμική διαφορική εξίσωση δευτέρας τάξεως μπορεί ταινίας, όχι όμως σε ήχους που κατευθύνονται αριστε- να μετασχηματιστεί σε εξίσωση Riccati. ρά ή δεξιά της ταινίας. Ricci Calculus [Λογισμός του Ricci] Μαθημ. ΠρόκειRibonuclease [Ριβονουκλεάση] Βιοχημ. Είδος ενζύμου ται για τον τανυστικό λχ rel="nofollow">γισμό, τη θεωρία που ασχολείπου καταλύει την υδρόλυση (αποπολυμερισμό) του ται με τους τανυστές, τις ιδιότητες τους και τους κανόριβονουκλεϊνικού οξέος (RNA). Ανακαλύφθηκε από νες των πράξεων με αυτούς. Επειδή ο Ιταλός μαθηματον Dubos. τικός Ricci ήταν ο πρώτος που προσέδωσε στον τανυστικό λογισμό τη σημερινή του μορφή, πολλές φορές Ribonucleic Acid [Ριβονουκλεϊνικό οξύ] Βιοχημ. Είδος αναφερόμεθα σε αυτόν με τον όρο Λογισμός του νουκλεϊνικού οξέος, που αποτελείται από νουκλεοτίδια Ricci. D-ριβόζης (σάκχαρο) και οργανικών βάσεων πουρίνης και πυριμιδίνης (αδενίνη, γουανίνη, κυτοσίνη, ουρακί- Ricci Equations [Εξισώσεις Ricci] Μαθημ. Η διαφορά λη) συνδεόμενα με φωσφοδιεστερικούς δεσμούς. Βαμεταξύ των συμμεταβλητών παραγώγων δευτέρας τάσικό συστατικό του πυρηνίσκου στον πυρήνα ενός ξης σε ένα τανυστικό πεδίο, η οποία εξαρτάται από το κυττάρου. Σχετίζεται με την πρωτεϊνική σύνθεση στο αρχικό τανυστικό πεδίο και τον τανυστή καμπυλότηεσωτερικό του κυττάρου. Συντομογραφικά αναφέρεται τας, προσδιορίζεται από τις εξισώσεις Ricci. σαν RNA. Ricci Identities [Ταυτότητες Ricci] Μαθημ. -> Ricci Ribonucleic Acid P o l y m e r a s e [Πολυμεράση του ριEquations. βονουκλεϊνικού οξέος] Βιοχημ. 'Ενζυμο που συνθέτει Ricci Tensor [Τανυστής Ricci] Μαθημ. Ονομάζεται ο ριβονουκλεϊνικό οξύ (RNA) με αρκετές ομοιότητες με τανυστής καμπυλότητας που εμφανίζει μια συστολή. την πολυμεράση του DNA. Συνθέτει από την αρχή Ricci's L e m m a [Λήμμα του Ricci] Μαθημ. Η πρόταση RNA με ένα συντηρητικό μηχανισμό σύνθεσης κατά ότι η συμμεταβλητή παράγωγος του μετρικού τανυστή τον οποίο αντιγράφεται ο ένας από τους δύο κλώνους. ισούται με μηδέν. Δεν παρουσιάζει νουκλεολυτική δράση. Rice Grains [Κόκκοι] Αστρον. Στην όψη της φωτόRibonucleoprotein [Ριβονουκλεοπρωτεΐνη] Βιοχημ. σφαιρας του ηλίου διακρίνονται φωτεινοί κόκκοι διαR h o m b u s [Ρόμβος] Μαθημ. Επίπεδο γεωμετρικό τετράπλευρο σχήμα του οποίου και οι τέσσερις πλευρές έχουν ίδιο μήκος και οι γωνίες του δεν είναι ορθές. R h u m b Line [Ισογώνια γραμμή μεσημβρινών] Πλοηγ. Ονομάζεται η γραμμή στην επιφάνεια της Γης η οποία σχηματίζει την ίδια σταθερή γωνία με όλους τους μεσημβρινούς επί των χαρτών που χρησιμοποιούνται για την πλοήγηση στην ναυτιλία. R I A A C u r v e [Καμπύλη RIAA] Ακουστ. Καμπύλη αντιστάθμισης η οποία έχει οριστεί από τη Recording Industry Association of America, η οποία περιγράφει τον τρόπο επεξεργασίας ενός ηχητικού σήματος πριν καταγραφεί σε έναν δίσκο βινυλίου. Σύμφωνα με τη μορφή της καμπύλης αυτής η ένταση των συχνοτήτων κάτω από 1000Hz ελαττώνονται, ενώ οι συχνότητες πάνω από 1000Hz ενισχύονται. Η επεξεργασία αυτή γίνεται προκειμένου να αποφευχθούν παρεμβολές στις χαμηλές συχνότητες αλλά και να μειωθεί η ένταση του θορύβου επιφανείας. Κατά την αναπαραγωγή πρέπει να υπάρχει ηλεκτρονικό φίλτρο το οποίο να εκτελεί αντίστροφη παρέμβαση για την αποκατάσταση της αρχικής ισορροπίας του σήματος. Σχεδόν όλοι οι δίσκοι βινυλίου έχουν ηχογραφηθεί σύμφωνα με την καμπύλη RIAA.

Riemann Manifold

- 1201 -

στάσεως περίπου 1000km. Καλύπτουν το 60% της φωτόσφαιρας και έχουν διάρκεια ζωής της τάξης των 10 λεπτών. Ουσιαστικά πρόκειται για τις κορυφές ανοδικών ρευμάτων μεταφοράς θερμότητας από τη ζώνη μεταφοράς που βρίσκεται κάτω από τη φωτόσφαιρα. Rice Paper [Ριζόχαρτο] Υλικ. Είναι ένας τύπος χαρτιού, πολύ λεπτό και διαφανές, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη σχεδίαση με το χέρι, ώστε να είναι δυνατόν ενδεχομένως να βλέπει ο σχεδιαστής ότι υπάρχει σχεδιασμένο από κάτω σε άλλα χαρτιά. Rice's B r o m i n e Solution [Διάλυμα βρωμίου Rice] Αναλ.Χημ. Αντιδραστήριο της Αναλυτικής χημείας για τον προσδιορισμό της ουρίας. Υδατικό διάλυμα βρωμίου και βρωμιούχου νατρίου. Rich Cluster [Πλούσιο σύμπλεγμα] Αστμον. Ο όρος αναφέρεται σε σμήνη γαλαξιών που αποτελούν μια συγκέντρωση εκατοντάδων ή και χιλιάδων γαλαξιών με ένα ή περισσότερα κέντρα συμπύκνωσης. Π.χ. στο σμήνος της Κόμης της Βερενίκης έχουν μετρηθεί 1000 γαλαξίες. Rich M i x t u r e [Πλούσιο μίγμα] Χημ. Καύσιμο μίγμα αέρα-καυσίμου με μεγάλη αναλογία καυσίμου. Richter Scale [Κλίμακα Ρίχτερ] Γεωφ. Κλίμακα μέτρησης της ενέργειας που εκτονώνεται από μια σεισμική δραστηριότητα η οποία προκύπτει από τη μαθηματική ανάλυση του φάσματος, της διάρκειας και του εύρους των δονήσεων που καταγράφονται από τους σεισμογράφους. Ricinoleic Acid [Ρικινελαϊκό οξύ] Ομγ.Χημ. Είδος ακόρεστου λιπαρού οξέος με μοριακό τύπο C1SH34O3, βασικό συστατικό του καστορέλαιου. Παχύρρευστο υγρό με μεγάλο σημείο βρασμού, που χρησιμοποιείται σε καλλυντικά, σε λιπαντικά και σε οργανικές συνθέσεις. Ricinoleyl Alcohol [Ρικινελαϊκή αλκοόλη] ΟμγΧημ. Είδος άχρωμης ακόρεστης λιπαρής αλκοόλης, παράγωγου του ρικινελαϊκού οξέος με μοριακό τύπο C|8H3602. Χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις, σε φαρμακευτικά σκευάσματα σε προστατευτικές επικαλύψεις κλπ. Ridge [Κορφιάς] Αμχ. Σε κατασκευές που η μορφή τους αποτελείται από συνδυασμό κεκλιμένων επιπέδων, η τομή μεταξύ των δύο κεκλιμένων επιπέδων που υψομετρικά βρίσκονται στο ανώτερο σημείο της κατασκευής. Ridge C a p [Κάλυμμα κορφιά] Οικοδ. Μεταλλικό στοιχείο που τοποθετείται για προστασία κατά το μήκος του κορφιά σε μια στέγη. Ridge Pole [Υποστύλωμα στέγης] Οικοδ. Τα κατακόρυφα στοιχεία κατά το μήκος του κορφιά στο κέντρο στα οποία στηρίζονται οι κεκλιμένοι δοκοί μιας στέγης. Ridge Tile [Κεραμίδι κορφιά] Οικοδ. Κεραμικό στοιχείο με αμφίπλευρη κλίση το οποίο τοποθετείται στον κορφιά μιας κεκλιμένης στέγης και κλείνει την επένδυση που στα δύο επίπεδα αποτελείται από επίπεδα κεραμίδια. Riegler's Reagent [Αντιδραστήριο Riegler] Αναλ.Χημ. Αντιδραστήριο της Αναλυτικής Χημείας για τον μικροχτρικό προσδιορισμό των κατιόντων αμμωνίου (ΝΗ 4 ), σχηματίζοντας κόκκινη χρώση. Αποτελείται από διάλυμα π-νιτροβενζολο-διαζω-διχλωρίδιου. Riegler's Test [Δοκιμασία Riegler] Αναλ.Χημ. Τεχνική για τον προσδιορισμό του νιτρώδους οξέος (ΗΝ0 2 ) που χρησιμοποιεί ναφθονικό νάτριο και β-ναφθόλη. Riemann - Christoffel T e n s o r [Τανυστής Riemann Christoffel] Μαθημ. Πρόκειται για μετρικό τανυστή

τετάρτης τάξεως του χώρου Riemann, χρήσιμος στη μελέτη της καμπυλότητας (για τον λόγο αυτό ονομάζεται επίσης και τανυστής καμπυλότητας). Απορρέει από τα σύμβολα του Christoffel και τις παραγώγους τους και ο μηδενισμός του αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη ώστε ο χώρος να είναι επίπεδος. Riemann Curvature [Καμπυλότητα Riemann] Μαθημ. Θεωρούμε σημείο Ο του χώρου Riemann και Ε μια επιφάνεια δυο διαστάσεων διερχόμενη από το Ο. Έστω επίσης 1 μια απλή κλειστή γραμμή της Ε που περνάει από το Ο. Θεωρούμε επιπλέον ένα τυχαίο διάνυσμα ν που εφάπτεται στην Ε και μεταφέρεται παράλληλα προς την 1. Τότε η συνιστώσα του μεταφερόμενου διανύσματος σχηματίζει με το διάνυσμα ν γωνία φ. Καμπυλότητα του χοορου Riemann καλείται το lim(


Σ/(ξΐ)δι

=/(ξ\)δ{+

/(ξη)δπ

/=ι που εξαρτάται από τη διαμέριση {χ ; } και την εκλογή των σημείων ξϊ. Α ν το άθροισμα έχει όριο όταν δ-»0 ανεξάρτητα του τρόπου εκλογής της διαμέριση ς και των σημείων ξι, τότε η συνάρτηση f(x) είναι ολοκληρώσιμη στο διάστημα [α,β] και

β Ι/Μ^-Κτηδ^οΣΠξΟδί α

*=1

δ^η^χ δ\. Η διαδικασία με την οποία παίρνουμε αυτό το όριο λέγεται ολοκλήρωση κατά Riemann και το όριο καλείται το ορισμένο ολοκλήρωμα Riemann της / στο [α,β]. R i e m a n n - Lebesgue L e m m a [Αήμμα RiemannLebesgue] Μαθημ. Εάν μια συνάρτηση f(x) είναι απόλυτα ολοκληρώσιμη, τότε οι σταθερές Fourier cn της σειράς Fourier που αντιστοιχεί στην f(x), έχουν μηδενικό όριο καθώς η-»«>. R i e m a n n M a n i f o l d [Πολλαπλός τοπολογικός χώρος Riemann] Μαθημ. Προσδιορίζεται ως μια η-διάστατη πολλαπλότητα, σε κάθε σημείο της οποίας δίνεται μια θετικά καθορισμένη μετρική μορφή Iigijdx'dxj. Το στοιχείο gjj ονομάζεται μετρικός τανυστής του χώρου Riemann και είναι συμμετρικός. Σε κάθε σημείο Ο ε-

Riemann Mapping Theorem

- 1202-

νός χώρου Riemann αντιστοιχεί ο εφαπτόμενος ευκλείδειος χώρος, στον οποίο απεικονίζεται μια περιοχή του Ο. Riemann M a p p i n g T h e o r e m [Θεώρημα απεικονίσεως του Riemann] Μαθημ. Κάθε απλώς συνεκτικό χωρίο του επιπέδου, διάφορο του € , είναι συμμόρφως ισοδύναμο προς τον μοναδιαίο δίσκο D={ z: |ζ|<1}. R i e m a n n M e t h o d [Μέθοδος Riemann] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται στον τρόπο επίλυσης των υπερβολικών μερικών διαφορικών εξισώσεων δευτέρας τάξης, χρησιμοποιώντας τις συναρτήσεις Riemann. Riemann Space [Χώρος Riemann] Μαθημ. -> Riemann Manifold. R i e m a n n Sphere [Σφαίρα Riemann] Μαθημ. Για την κατασκευή της σφαίρας Riemann θεωρούμε μια σφαίρα εφαπτόμενη στο μιγαδικό επίπεδο στην αρχή των συντεταγμένων. Τα σημεία του μιγαδικού επιπέδου απεικονίζονται στην επιφάνεια της σφαίρας με τη βοήθεια της στερεογραφικής προβολής που επινοήθηκε από τον Έλληνα αστρονόμο Πτολεμαίο. Η σφαίρα S= {(ξ,η,ζ)β R3: ξ 2 +η 2 +ζ-=1} έχει ακτίνα ίση με 1. Επεκτείνουμε το C με την εισαγωγή του επ'άπειρον σημείου και για κάθε σημείο (ξ,η,ζ) της σφαίρας και (χ,ψ) του μιγαδικού επιπέδου ισχύουν: χ=ξ/(1-ζ), ψ=η/(Ι-ζ) και 3=χ+ίψ=(ξ+ΐη)/(1-ζ) καθώς και: ξ=(α+δ)/(Μ*+1), η=(ΐ(3-α))/( 3 δ+1),ζ=(|αΓ-1)/(Ν 2 +ΐ). Riemann Surfaces [Επιφάνειες Riemann] Μαθημ. Ορίζεται ως μια πολύφυλλη επιφάνεια Ε (η οποία βρίσκεται πάνω από τον τόπο ορισμού Δ μιας πλήρους αναλυτικής συναρτήσεως f μιγαδικής μεταβλητής), με την ιδιότητα σε κάθε σημείο του Δ να αντιστοιχούν τόσα σημεία της Ε, όσες διάφορες μεταξύ τους τιμές παίρνει η f σε αυτό το σημείο. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνεται η αντικατάσταση των πλειοτίμων αναλυτικών συναρτήσεων από μονότιμες αναλυτικές συναρτήσεις πάνω σε επιφάνειες του Riemann. R i e m a n n Tensors [Τανυστές Riemann] Μαθημ. Πρόκειται για τις ειδικές δομές του τανυστή καμπυλότητας στους χώρους Riemann. Riemann Zeta Function [Συνάρτηση ζήτα του Riemann] Μαθημ. Πρόκειται για μια μιγαδική συνάρτηση η οποία για s=a+bi συμβολίζεται με ζ($)=Π Ρ (1-1/ Ρ) · Riesz - Fischer T h e o r e m (Θεώρημα Riesz- Fischer] Μαθημ. Εάν c n (n=0, ±1, ±2,...) είναι μιγαδικοί αριθμοί ώστε η σειρά 2

Right Ascension [Ορθή αναφορά] Αστμον. Πρόκειται για τη μία εκ των δύο ουρανογραφικών συντεταγμένων. Σε αυτό το σύστημα σαν βασικός κύκλος αναφοράς λαμβάνεται ο ουράνιος ισημερινός και πρώτος κάθετος ο ωριαίος κύκλος του εαρινού ισημερινού σημείου γ. Η ορθή αναφορά είναι η γωνιώδης απόσταση της τομής του ωριαίου του αστέρα μετά του ισημερινού, από του γ. Μετράται από το γ επί του ισημερινού κατά ορθή φορά σε ώρες από 0 h έως 24h. Right Ascension Circle [Κύκλος ορθής αναφοράς] Αστμον. Κύκλος αναφοράς των ισημερινών συντεταγμένων και είναι ο μέγιστος κύκλος που διέρχεται απύ τους πόλους της ουράνιας σφαίρας τέμνοντας τον ορίζοντα και τον ισημερινό υπό ορθή γωνία. Right B a n k [Δεξιά όχθη] Πλοηγ. Κατά συμβατικό τρόπο έχει ορισθεί να είναι η όχθη του ποταμού που βρίσκεται στα δεξιά ενός παρατηρητή όταν αυτός έχει στραμμένο το βλέμμα του κατά την κατεύθυνση της ροής του νερού. Right Continuous Function [Συνάρτηση δεξιά συνεχής] Μαθημ. Μια συνάρτηση f καλείται δεξιά συνεχής στο σημείο α, εάν limf(x)=f(a) όταν χ—»α+ ή διαφορετικά όταν χ>α. Ομοίως ορίζεται μια συνάρτηση αριστερά συνεχής. Right Coset [Δεξί υποσύνολο] Μαθημ. Έστω G μια ομάδα και Η μια υποομάδα της. Δεξί υποσύνολο της Η ονομάζεται το υποσύνολο Α της G της μορφής, Α= {hg, h οποιοδήποτε στοιχείο της Η και g ένα σταθερό στοιχείο της G). Right H a n d Derivative [Από δεξιά παράγωγος] Μαθημ. Θεωρούμε μια συνάρτηση y=f(x) ορισμένη σε ένα διάστημα α<χ<β. Σε κάθε εσωτερικό σημείο χ δίνουμε μια θετική ή αρνητική αύξηση Ax=h. Η αντίστοιχη αύξηση του y θα είναι Ay=f(x+h)-f(x). Εάν υπάρχει το linv«o [f(x+h)-f(x)]/h από θετικές τιμές μόνο, και το συμβολίζουμε με f+(x), τότε το όριο αυτό λέγεται από δεξιά παράγωγος στο χ. Right H a n d e d Coordinate System [Δεξιόστροφο σύστημα συντεταγμένων] Μαθημ. 1. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων το οποίο οπτικοποιούμε με τη βοήθεια του δεξιού μας χεριού ως εξής: εκτείνουμε τον αντίχειρα και τον δείκτη σε ορθή γωνία και κατόπιν το μεσαίο δάχτυλο με ορθή γωνία ως προς τα δύο προηγούμενα. Αντιστοιχίζουμε τέλος τους θετικούς ημιάξονες x, y, z με τον αντίχειρα, δείκτη και μεσαίο δάχτυλο. Τοποθετώντας ένα κατσαβίδι με δεξιόστροφη σπείρα βιδώματος στον ζ θετικό ημιάξονα, παρατηρούμε στρίβοντάς το ότι ο θετικός x ημιάξονας Σ Κ I n = -οο περιστρέφεται στον θετικό y ημιάξονα. Έτσι προήλθε να συγκλίνει, τότε υπάρχει συνάρτηση /€Ε 2 (0,2π) της και η ονομασία. 2. Σε μία n πολλαπλότητα Riemann το σύστημα συντεταγμένων καλείται δεξιόστροφο, εάν η οποίας οι συντελεστές του Fourier είναι οι αριθμοί cn. διακρίνουσα των βαθμωτών ανυσμάτων των συναρτήRig [Γεωτρύπανο] Μηχ. Μηχ. Μηχάνημα που αποτελείσεων είναι θετική. ται από έναν πύργο μεταλλικό και μηχανισμούς περιστροφής και ανάρτησης στελεχών το οποίο χρησιμο- Right Identity [Από δεξιά στοιχείο ταυτότητας] Μαποιείται για τη δημιουργία οπών στο έδαφος. Ο όρος θημ. Θεωρούμε τυχαίο σύνολο S με εσωτερικό νόμο συμπεριλαμβάνει και όλα τα συμπαρομαρτούντα που έστω Από δεξιά στοιχείο ταυτότητας θα καλείται είναι αναγκαία για την εκτέλεση της διατρητικής εργαένα στοιχείο e του S εάν "se S ισχύει s°e=s. σίας. Right Justify [Δεξιά στοίχιση] Γμαψια. Ονομάζεται η Rigel [Ρίγκελ] Αστμον. Πρόκειται για το πολλαπλό σύτοποθέτηση ενός κειμένου σε ένα λογισμικό πρόγραμστημα του β Ορίωνις αστέρα φασματικού τύπου Β8 la. μα κειμενογράφου στον ηλεκτρονικό υπολογιστή κατά Κείτεται στον αστερισμό του Ωρίωνα, είναι κυανόλευτέτοιον τρόπο ώστε όλες οι γραμμές του να έχουν στα κου χρώματος και απέχει από τη Γη 900 έτη φωτός. δεξιά τους το ίδιο περιθώριο από το όριο της σελίδας. Right Angle [Ορθή γωνία] Μαθημ. Σε δύο ευθείες που Right Lateral Fault [Δεξιόστροφο ρήγμα] Γεωλ. Πρότέμνονται μεταξύ τους εντός ενός επιπέδου, η γωνία κειται για ένα οριζόντιο ρήγμα στο οποίο η σχετική που δημιουργείται στο σημείο τομής έχει μέγεθος 90°. μετακίνηση που έχει υποστεί είναι δεξιόστροφη, δηλα-

- 1203 δή κατά σύμβαση είναι ίδια με την κίνηση των δεικτών του ρολογιού. Right Of W a y [Ζώνη απαλλοτρίωσης] Οικοδ. Σε ένα έργο οδοποιίας το εύρος της ζώνης που απαιτείται για την κατασκευή της οδού το οποίο συμπεριλαμβάνει το εύρος του καταστρώματος και το εύρος που απαιτείται για να δημιουργηθούν οι κλίσεις των πρανών. Right Sphere [Ορθή σφαίρα] Αστρον. Ονομασία της ουράνιας σφαίρας όταν ένας παρατηρητής βρίσκεται στον ισημερινό, καθώς υπό αυτήν την όψη όλοι οι αστέρες ανατέλλουν και δύουν διαγράφοντας κύκλους κάθετους προς τον ορίζοντα. Right Triangle [Ορθογώνιο τρίγωνο] Μαθημ. Το γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από τρεις πλευρές και τρεις γωνίες όταν το μέγεθος της μίας από τις τρεις γωνίες είναι 90°. Rigid A r c h [Πακτωμένο τόξο] Πολ.Μηχ. Τοξωτό τεχνικό έργο που οι δύο στηρίξεις του είναι πακτωμένες σε μια σταθερή άκαμπτη θεμελίωση. Rigid Body [Ακαμπτο σώμα] Μηχ. Ονομάζεται ένα ιδεατό σώμα το οποίο χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς για την προσομοίωση ορισμένων μελών των κατασκευών, όπου θεωρούνται ότι δεν παραμορφώνονται κατά την ανάπτυξη των διαφόρων καταπονήσεων σε αυτά, δηλαδή είναι σαν το άκαμπτο σώμα να έχει ένα μέτρο ελαστικότητας το οποίο τείνει στο άπειρο. Rigid F r a m e [Ακαμπτο πλαίσιο] Οικοδ. Στατικός φορέας σε μορφή πλαισίου του οποίου όλα τα μέλη συνδέονται μεταξύ τους σε άκαμπτες συνδέσεις, οι οποίες στους κόμβους δεν επιτρέπουν την σχετική στροφή των μελών μεταξύ τους. Rigid P a v e m e n t [Ακαμπτο οδόστρωμα] Οδοπ. Στην οδοποιία τα καταστρώματα που δεν έχουν τη δυνατότητα ελαστικών παραμορφώσεων όπως καταστρώματα από πλάκες σκυροδέματος. Rigidity M o d u l u s [Μέτρο ακαμψίας] Μηχ. Modulus of elasticity in shear. Rill [Ρηχή σεληνιακή κοιλάδα] Αστμον. Από παρατηρήσεις στην επιφάνεια της σελήνης, οι επιστήμονες διέκριναν την ύπαρξη ρωγμών πάνω σε αυτήν, η μορφή των οποίων είναι είτε μια στενή ευθεία είτε ένα ελικοειδές χαντάκι. Παρουσιάζουν μήκος αρκετών εκατοντάδων χιλιομέτρων και πλάτος που μπορεί να ξεπεράσει το ένα χιλιόμετρο. Rill Crater [Κρατήρας ρηχής σεληνιακής κοιλάδας] Αστμον. Ο όρος χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τον όρο της ρηχής σεληνιακής κοιλάδας, καθώς δηλώνει έναν σεληνιακό κρατήρα που εν μέρει συντελεί στο σχηματισμό μιας ρηχής σεληνιακής κοιλάδας ή αποτελεί την αιτία σχηματισμού της. Rim Drive [Τροχαλία] Ακουστ. Τροχαλία η οποία χρησιμοποιείται σε γραμμόφωνα για την περιστροφή του πλατό όπου τοποθετείται ο δίσκος βινυλίου προς αναπαραγωγή. Η τροχαλία είναι καλυμμένη με ελαστικό υλικό και λαμβάνει κίνηση από έναν ηλεκτρικό κινητήρα. Η τροχαλία εφάπτεται συνήθως στην εσωτερική περιφέρεια του πλατό. Ring [Δακτύλιος] Μαθημ. Είναι ένα σύνολο Α εφοδιασμένο με δύο εσωτερικούς νόμους +, ·, και ισχύουν οι κάτωθι ιδιότητες: 1) (Α,+) είναι αντιμεταθετική ομάδα και το ουδέτερο στοιχείο αυτής είναι το μηδέν του δακτυλίου. 2) (Α,·) αποτελεί ημιομάδα 3) Ο νόμος είναι επιμεριστικός ως προς το νόμο '+' δηλαδή x(y+z) = x y + x z και (x+y) z=x-z+y z "x,y,z e A . Ο δακτύλιος λέγεται μοναδιαίος εάν ο νόμος 4·> έχει ουδέτερο και

Ring System

αντιμεταθετικός αν ο ίδιος νόμος είναι αντιμεταθετικός. Ring Α [Δακτύλιος Α] Αστρον. Πρόκειται για τον εξώτερο δακτύλιο του Κρόνου, αφού εκτείνεται σε απόσταση από 138000 εως 120000km από τον πλανήτη. Παρουσιάζει μεγάλη λαμπρότητα και έχει εξωτερική διάμετρο της τάξης των 272000km και εσωτερική διάμετρο της τάξης των 242000km. Ring Β [Δακτύλιος Β] Αστρον. Αποτελεί τον πιο λαμπρό δακτύλιο του Κρόνου και βρίσκεται στην απόσταση των 116000 εως 90000km από τον πλανήτη. Η εξωτερική του διάμετρος φτάνει τα 235000km ενώ η εσωτερική του τα 183000km. Ring C [Δακτύλιος C] Αστρον. Ο τρίτος εσωτερικός αδύνατης λαμπρότητας δακτύλιος του Κρόνου. Βρίσκεται σε απόσταση 89000km έως 75000km από τον πλανήτη και οι διάμετροι του είναι 183000km η εξωτερική και 146000km η εσωτερική. Ring Closure [Κλείσιμο δακτυλίου] Οργ.Χημ. Είδος (ενδομοριακής) οργανικής αντίδρασης κατά την οποία ένα τμήμα μορίου αντιδρά με άλλο τμήμα προς σχηματισμό δακτυλίου. Π.χ. ο σχηματισμός κυκλικών αιθέρων από βρωμοαλκοόλες σε βασικό περιβάλλον. Αναφέρεται και σαν κυκλοποίηση. Ring D [Δακτύλιος D] Αστμον. Ένας πολύ αμυδρός δα-' κτύλιος του Κρόνου. Η λαμπρότητά του δεν ξεπερνά το 1/20 της λαμπρότητας του δακτυλίου Β, απέχει από τον πλανήτη 71000km και φτάνει στην επιφάνεια του δακτυλίου C. Ring Ε [Δακτύλιος Ε] Αστμον. Πρόκειται για έναν αμυδρό ασθενούς συμπαγικότητας δακτύλιο του Κρόνου, ο οποίος εκτείνεται σε απόσταση 480000km εως 181000km από τον πλανήτη. Ring F [Δακτύλιος F] Αστμον. Πρόκειται για ένα δακτύλιο του Κρόνου μεγάλης αστάθειας, καθώς συγκρατείται από δύο μικρούς δορυφόρους. Αποτελείται από μερικά πλέγματα Kat πολλές φορές δεν αναφέρεται καθόλου, αφού η διαφορά εξωτερικής - εσωτερικής διαμέτρου του, είναι πολύ μικρή σε σχέση με των υπολοίπων δακτυλίων του Κρόνου. Ring Fails [Πτώση δακτυλίου] Επικοιν. Κατάρρευση δακτυλίου από αφαίρεση σταθμού (Βλέπε και Ringdown). Ring Galaxy [Δακτυλιοειδής Γαλαξίας] Αστμον. Ο όρος αναφέρεται σε γαλαξίες που παρουσιάζουν τη μορφή ελλειψοειδών δακτυλίων, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται συμπαγείς μάζες σύννεφων ιονισμένου υδρογόνου. Η προέλευσή τους πιθανολογείται σε γαλαξιακές συγκρούσεις. Ring Indicator [Ενδειξη κλήσης] Επικοιν. Ακροδέκτης που ενεργοποιείται από το αντίστοιχο σήμα αναγνώρισης κλήσης που συναντάμε στη διασύνδεση V.24 (Βλέπε και RS 232). Ring Isomorphism [Ισομορφισμός δακτυλίων] Μαθημ. Ισομορφισμός ενός δακτυλίου Ri επί ενός δακτυλίου R2 καλείται ένας ομομορφισμός του Ri επί του R2, Ο οποίος είναι αμφιμονοσήμάντη συνάρτηση. Ring Nebula [Νεφέλωμα Δακτύλιος] Αστμον. Πρόκειται για ένα νεφέλωμα στον αστερισμό του βορείου ημισφαιρίου Αύρα. Ονομάστηκε έτσι γιατί στα τηλεσκόπια διακρίνονταν ως ένα δακτυλίδι καπνού. Ring Plain [Δακτυλιοειδές επίπεδο] Αστρον. Όρος που δηλώνει ένα μεγάλης διαμέτρου σεληνιακό κρατήρα, το εσωτερικό του οποίου παρουσιάζει μια σχετική εξομάλυνση. Ring System [Σύστημα δακτυλίου] Οργ.Χημ. Κλειστή

Ring Theory

- 1204 -

κλιμένο επίπεδο η αναλογική σχέση μεταξύ της υψομεαλυσίδα ατόμων στο μόριο οργανικών ενώσεων κατά τρικής διαφοράς μεταξύ των δύο άκρων του επιπέδου την οποία τρία ή και περισσότερα άτομα (κυρίως) άνθρακα σχηματίζουν δακτύλιο. Οι ενώσεις που φέρουν και του συνολικού ανοίγματος. το σύστημα αυτό λέγονται κυκλικές ενώσεις. Στην πε- Riser [Μετώπη κλίμακας] ΠολΜηχ. 1. Σε μια κλίμακα ρίπτωση που ο δακτύλιος φέρει και άτομα εκτός του το κατακόρυφο τμήμα μεταξύ δύο σκαλοπατιών. 2. Σε άνθρακα (π.χ. Ο, Ν, S κλπ.) χαρακτηρίζεται σαν ετεροένα δίκτυο διανομής, οι κατακόρυφοι σωλήνες που κυκλικός. συνδέουν μεταξύ τους τα δίκτυα των ορόφων. Είναι το τμήμα του δικτύου εντός του οποίου το ρευστό στοιRing Theory [Θεωρία δακτυλίων] Μαθημ. Θεωρία της χείο μετακινείται κάθετα από το χαμηλό σημείο τροάλγεβρας που μελετά τις ιδιότητες και τη δομή των δαφοδοσίας προς τα άνω επίπεδα όπου βρίσκονται τα σηκτυλίων καθώς και τις ομομορφικές απεικονίσεις μεταμεία χρήσης. ξύ τους. R i n g d o w n [Πτώση δακτυλίου] Επικοιν. Ένα από τα Rising Hinge [Ανοδικός μεντεσές] Οικοό. Τύπος μεντεσέ μιας πόρτας που ανυψώνει ελαφρά το φύλλο της μειονεκτήματα ενός δικτύου δακτυλίου είναι ότι το πόρτας όταν ανοίγει. δίκτυο καταρρέει (λόγω της φύσης του πρωτοκόλλου μετάδοσης) κάθε φορά που ένας σταθμός θέλει να βγει Risk [Κίνδυνος] Τεχνολ. Η πιθανότητα πρόκλησης ααπό το δίκτυο. πρόβλεπτων καταστάσεων κατά τη διάρκεια εξέλιξης των γεγονότων που προκύπτουν από μια διαδικασία ή Ringer's Solution [Διάλυμα Ringer] Χημ. Διάλυμα που μια λειτουργία. παρασκευάστηκε από τον Αγγλο γιατρό Ringer και περιέχει διαλυμένα άλατα νατρίου, καλίου και ασβεστίου Risk Analysis [Ανάλυση απρόβλεπτων καταστάσεων] Τεχνολ Η μελέτη των πιθανοτήτων να εμφανιστούν σε καθαρό νερό. Χρησιμοποιείται τοπικά σαν φυσιοανεπιθύμητα γεγονότα κατά τη διάρκεια εξέλιξης μιας λογικό διάλυμα αλάτων και για τη θρέψη των κυττάδιαδικασίας ή μιας λειτουργίας. ρων in vitro. Rings Of Saturn [Οι δακτύλιοι του Κρόνου] Αστμον. Risk Function [Συνάρτηση κινδύνου] Στατ. Η συνάρτηση κινδύνου R(T,0), που ορίζεται από τη σχέση R(T, Πρόκειται για συγκεντρωτικούς σχηματισμούς διαφοΘ)=Ε$Ε(Τ(Χ),Θ), παριστάνει τη μέση ζημία που θα έρετικής λαμπρότητας που περιβάλλουν τον πλανήτη στο ισημερινό επίπεδο του. Το σύστημα δακτυλίων χουμε εάν εκτιμήσουμε την παραμετρική συνάρτηση g (θ) με την τιμή του εκτιμητή Τ(Χ), Χ=(Χι,...,Χ Π ) τυχαίαποτελείται από τέσσερις συγκεντρωτικές συνισταμέο διάνυσμα και L(t,0) η συνάρτηση ζημίας. νες. Η φύση των δακτυλίων είναι ιδιαίτερα μικρά σωματίδια κινούμενα ανεξάρτητα. Risk M a n a g e m e n t [Διαχείριση απρόβλεπτων γεγονόRings Of Stars [Δακτύλιοι των αστέρων] Αστμον. Οι των] Τεχνολ Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη μεθοδολογιών που θα ακολουθηθούν στην περίπτωση εμφάνιαστέρες όπως όλα τα ουράνια σώματα πηγάζουν ακτισης απρόβλεπτων καταστάσεων κατά τη διάρκεια μιας νοβολία, η αποτύπωση της οποίας σε φωτογραφικές διαδικασίας, ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο οι δυσμεπλάκες, μερικές φορές δίνει την ψευδαίσθηση ότι οι νείς επιπτώσεις από τα απρόβλεπτα γεγονότα. αστέρες περιβάλλονται από δακτυλίους. Ripper [Αναμοχλευτής] Μηχ. μηχ. Εργοταξιακό μηχά- Ritter Reaction [Αντίδραση Ritter] ΟργΧημ. Μέθοδος παρασκευής αμιδίων με την επίδραση ενός νιτριλίου νημα χωματουργικών εργασιών εξοπλισμένο με εύρωστα μεταλλικά στοιχεία τα οποία αναμοχλεύουν τα (RCN) σε αλκένιο (ή τριτοταγή αλκοόλη) σε όξινο περιβάλλον. σκληρά εδάφη διευκολύνοντας την εκσκαφή τους. Ripple Filter [Φίλτρο κυματισμού] Ηλεκτρον. Ηλε- Ritz M e t h o d [Μέθοδος Ritz] Μαθημ. -> Rayleigh-Ritz κτρονικό φίλτρο το οποίο τοποθετείται μετά το στάδιο Method. ανόρθωσης σε τροφοδοτικά ισχύος για την εξομάλυν- River [Ποτάμι] Υδρολ. Φυσικός όγκος ποσότητας νερού ση του κυματισμού τάσης. Το φίλτρο αυτό συνήθως που συσσωρεύεται στην επιφάνεια του εδάφους σε μια αποτελείται από πυκνωτές υψηλής χωρητικότητας οι ζώνη με ευνοϊκή γεωμορφολογία για τη συσσώρευση οποίοι παραμένουν διαρκώς φορτισμένοι κατά την πεκαι με υψομετρικές διαφορές στις διάφορες διατομές ρίοδο του κυματισμού, εξαλείφοντας με αυτό τον τρότης ζώνης, οι οποίες προκαλούν την ροή του υδάτινου πο τον κυματισμό στη έξοδο του τροφοδοτικού. όγκου από το υψομετρικά ανώτερο προς το υψομετρικά κατώτερο σημείο. Στην περίπτωση των ποταμών το Ripple Voltage [Δυναμικό κυματισμού] Ηλεκ. Η ημιανορθωμένη τάση συνεχούς ρεύματος η οποία προκύ- υψομετρικά κατώτερο σημείο είναι συνήθως η επιφάπτει από μετά την ανόρθωση εναλλασσόμενου ρεύμα- νεια της θάλασσας που είναι και ο τελικός αποδέκτης της ποσότητας του ύδατος που μετακινείται εντός της τος σε τροφοδοτικά ισχύος. διατομής η οποία ονομάζεται κοίτη. Riprap [Λιθορριπή] ΠολΜηχ. Βάση που δημιουργείται επί του εδάφους με την επένδυση της επιφάνειας με River Basin [Λεκάνη απορροής ποταμού] Γεωλ. Πρόμια στρώση από πέτρες μεγάλης διαμέτρου, απλωμένες κειται για τη γεωγραφική περιοχή η οποία περικλείει τυχαία δίχως συνθετικό υλικό μεταξύ τους δημιουργώένα ποτάμι, το νερό της βροχής της οποίας αποστραγντας μια τραχιά επιφάνεια κατάλληλη για την έδραση γίζεται οδηγούμενο προς αυτό. της θεμελίωσης ενός τεχνικού έργου. Χρησιμοποιείται Riverbed [Κοίτη ποταμού] Γεωλ Ονομάζεται η φυσική σε περιπτώσεις χαλαρών επιφανειακών στρώσεων εδάεπιμήκης κοιλότητα του εδάφους εντός της οποίας ρέει φους σε τεχνικά έργα με βαριά θεμελίωση, όπως λιμετο νερό ενός ποταμού. νικά έργα ή έργα οδοποιίας όπου αποτελούν το επίπε- Riverboat [Ποταμόπλοιο] Ναυπηγ. Καλείται κάθε πλεδο έδραση ς μεγάλων επιχωμάτων. ούμενο σκάφος που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων κατά μήκος των μεRise [Ανατολή] Αστρον. Η ανατολή ενός ουράνιου φωτεινού σώματος είναι η στιγμή που το σώμα περνάει γάλων ποταμών. τον ορίζοντα, καθώς μεταβαίνει στο ορατό τμήμα της Rivet [Ήλος] Τεχνολ. Μεταλλική ράβδος μικρού μήουράνιας σφαίρας. κους με διαπλατυσμένο το ένα άκρο το οποίο έχει καRise And R u n [Βαθμός κλίσης] ΠολΜηχ. Σε ένα κεμπύλη επιφάνεια η οποία χρησιμοποιείται για να συν-

- 1205 δέσει μεταξύ τους δύο μεταλλικά στοιχεία, διαπερνώντας τις οπές οι οποίες έχουν δημιουργηθεί γι' αυτόν το σκοπό. Σταθεροποιείται στο σημείο σύνδεσης με ειδικά κρουστικά εργαλεία. Rivet Pitch [Απόσταση ήλων] Τεχνολ. Το μήκος της απόστασης μεταξύ των κέντρων δύο συνεχόμενων ήλων. Riveting [Σύνδεση με ήλους] Τεχνολ. Σε μεταλλικούς στατικούς φορείς, η δημιουργία των κόμβων στα σημεία που συνδέονται μεταξύ τους τα μέλη του φορέα με τη χρήση ήλων ως συνδετικό στοιχείο. Riveting H a m m e r [Κρουστικό τοποθέτησης ήλων] Τεχνολ. Κρουστικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση ήλων. Rivoflavin [Ριβοφλαβίνη] Βιοχημ. Είδος υδατοδιαλυτής βιταμίνης του συμπλέγματος Β με τύπο C17H20N4O6 και σημαντικό ρόλο στη διατροφή. Αποτελεί μέρος των φλαβινοενζύμων FAD και FMN. Αναφέρεται και σαν βιταμίνη Β 2 . 5'-Rivoflavin-phosphate [Φωσφορική 5'ριβοφλαβίνη] Βιοχημ. Φωσφορικός εστέρας της ριβοφλαβίνης με μοριακό τύπο C17H21N4O9P. Αναφέρεται και σαν φωσφορική φλαβίνη ή και σαν φωσφορική βιταμίνη Β 2 . Rivulet [Ρυάκι] Υδμολ. Με τον όρο αυτό χαρακτήριζεται ένα μικρό ποτάμι, συνήθως δευτερεύον με περιορισμένη ροή νερού, το οποίο καταλήγει σε κάποιο μεγαλύτερο υδάτινο σχηματισμό. RK Galaxy [Γαλαξίας RK] Αστμον. Ένας Γαλαξίας φέρει αυτήν την ονομασία, όταν είναι δακτυλιοειδής και παρουσιάζει το χαρακτηριστικό γνώρισμα, μέσα στη δομή του να παρατηρείται μόνο ένας κύριος δεσμός συμπύκνωσης. R Leonis [R Αεονίς] Αστρον. Πρόκειται για μεταβλητό αστέρα μακράς περιόδου (τύπου Mira). Η μέση περίοδός του R Λεονίς είναι 312 ημέρες και το μέγεθος του κυμαίνεται μεταξύ 4 ου και 11ου μεγέθους. R Magnitude [Μέγεθος R] Αστμον. Μέγεθος που δηλώνει τη ροή ακτινοβολίας ενός αστέρα (λαμπρότητα) μετρημένη στα 6800Α. R Monocerotis [R Μονόκερως] Αστμον. Πρόκειται για μεταβλητό αστέρα ανωμάλου κυμάνσεως, ο οποίος σύμφωνα με παρατηρήσεις τοποθετείται σε ένα άκρο του νεφελώματος NGC2261. Rn [Σύμβολο ραδονίου] Χημ. Είναι το σύμβολο του χημικού στοιχείου του ραδονίου στον πίνακα του περιοδικού συστήματος. RN Galaxy [Γαλαξίας RN] Αστμον. Ονομάζεται ο δακτυλιοειδής Γαλαξίας, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκεται ο πυρήνας που "κρατιέται μακριά" από το κέντρο της δακτυλιοειδούς δομής. Πέραν αυτής της ιδιομορφίας ο πυρήνας ενός RN Γαλαξία παρουσιάζει πολλες ομοιότητες με τον πυρήνα ενός σπειροειδούς Γαλαξία. Road [Οδός] Οδοπ. Τεχνικό έργο το οποίο έχει μια τελική επιφάνεια διαμορφωμένη κατάλληλα ώστε να δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για την ασφαλή κυκλοφορία τροχοφόρων οχημάτων που κινούνται με υψηλές ταχύτητες. Road Base [Βάση] Οδοπ. Στη δομή της σύνθεσης του οδοστρώματος μιας οδού, η στρώση που αποτελείται από θραυστό υλικό συγκεκριμένης κοκκομετρικής διαβάθμισης και με συγκεκριμένη συμπύκνωση η οποία αποτελεί την επιφάνεια πάνω στην οποία τοποθετείται ο ασφαλτοτάπητας. Road Capacity [Δυνατότητα κυκλοφοριακού φόρτου]

Rock Cycle

Οδοπ. Σε μια διατομή μιας οδού, ο αριθμός των οχημάτων που έχει τη δυνατότητα να περάσει από τη διατομή με συγκεκριμένη ταχύτητα σε ορισμένη μονάδα χρόνου. Road Grade [Υψόμετρο ερυθράς] Οδοπ. Σε μια διατομή μιας οδού το υψόμετρο του σημείου της διατομής που βρίσκεται στο μέσο του καταστρο')ματος και είναι πάνω στον άξονα της οδού. Road M a k i n g Plant [Εξοπλισμός έργου οδοποιίας] Οδοπ. Το σύνολο των μηχανημάτων που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση όλων των εργασιών που απαιτούνται για να κατασκευαστεί μια οδική αρτηρία, Road Net [Οδικό δίκτυο] Οδοπ. Το σύνολο των οδών μιας περιοχής που δημιουργούν ένα πλέγμα που συνδέει μεταξύ τους τους διάφορους οικισμούς της περιοχής, Road Surface [Ασφαλτοτάπητας] Οδοπ. Η τελική στρώση επένδυσης μιας οδού που διαμορφώνει το τελικό επίπεδο κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών. Roadbed [Επιφάνεια έδρασης οδού] Οδοπ. Η τελική επιφάνεια που διαμορφώνεται στο τέλος των χωματουργικών εργασιών πάνω στην οποία θα τοποθετηθούν οι στρώσεις που αποτελούν την δομή του οδοστρώματος. Roadway [Κατάστρωμα οδού] Οδοπ. Στη διατομή μιας οδού το τμήμα που αποτελεί το επίπεδο πάνω στο οποίο κυκλοφορούν τα οχήματα και που οριοθετείται από το πεζοδρόμιο στην περίπτωση μιας οδού αστικής περιοχής ή τα ερείσματα στην περίπτωση μιας υπεραστικής οδού. Robot [Ρομπότ] Ηλεκτμον. Πρόκειται για αυτόματο μηχάνημα, το οποίο είναι προγραμματισμένο να αντιλαμβάνεται ορισμένες εντολές και να εκτελεί τις ανάλογες συγκεκριμένες κινήσεις. Υπάρχουν διάφορα είδη από ρομπότ, πολλά εκ των οποίων έχουν κατασκευασθεί προσπαθώντας να προσομοιώσουν την ανθρώπινη μορφή. Η χρήση των ρομπότ σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας είναι ευρέως διαδεδομένη, σε συνδυασμό με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, και δίνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα στην παραγωγικότητα. Robust Program [Ευσταθές πρόγραμμα] Πληρ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που επιλύει το πρόβλημα για το οποίο έχει γραφεί με επαναληπτικές προσεγγιστικές μεθόδους ακόμη και κάτω από τις πιο αρνητικές αρχικές συνθήκες χωρίς να καταλήγει σε σφάλμα ή να αποκλίνει αλλά αντιθέτως να προσεγγίζει γρήγορα και σταθερά την λύση του. Rock [Πέτρωμα] Γεωλ. Καλείται κάθε ομοιογενές συγκρότημα από διάφορα ορυκτά. Υπάρχουν απλά και σύνθετα πετρώματα ανάλογα με το εάν αποτελούνται από ένα ή από περισσότερα ορυκτά. Στην περίπτωση των απλών πετρωμάτων, για να μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο, ένα πέτρωμα, πρέπει να συνιστά ένα αυτοτελές γεωλογικό σώμα και όχι απλώς ένα σωρό ορυκτής ύλης. Τρία είναι τα βασικά είδη πετρωμάτων: τα πυριγενή, τα ιζηματογενή και τα μεταμορφωμένα, Rock Bolting [Σύστημα αγκύρωσης] Πολ,Μηχ. Οι εργασίες τοποθέτησης αγκυρίων σε εκτεθειμένες επιφάνειες βράχου, Rock Cycle [Κύκλος πετρώματος] Γεωλ. Ονομάζεται η ακολουθία των συνεχών αλλαγών που γίνονται σε ένα πέτρωμα, στη διάρκεια πάρα πολλών χρόνων, από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί, έπειτα θα αποσαθρωθεί και θα μεταμορφωθεί, ως συνέπεια των διαφόρων σχετικών γεωλογικών φαινομένων.

Rock Excavation

- 1206-

Rock Excavation [Εκσκαφή βράχου] Οικοό. Εκσκαφές ορυγμάτων που εκτελούνται σε εδάφη βραχώδους σύστασης. Αυτού του τύπου οι εκσκαφές εκτελούνται με εκρηκτικά σε μη αστικές περιοχές και με κρουστικές σφύρες σε αστικές περιοχές όπου απαγορεύεται η χρήση εκρηκτικών. Rock Failure [Αστοχία βράχου] Γεωλ. Πρόκειται για τη θραύση του πετρώματος ενός βράχου λόγω υπερβολικής φόρτισής του και επομένως ανάπτυξης τάσεων μεγαλύτερων από αυτές που είναι ικανό να αναλάβει. Rock Fill [Βραχώδες επίχωμα] ΠολΜηχ. Η κατασκευή ενός επιχώματος με υλικό επιχωμάτωσης που αποτελείται από τεμάχια βράχου που έχουν προκύψει από τις εκσκαφές ορυγμάτων σε βραχώδη εδάφη. Rock Fill D a m [Φράγμα βραχώδους υλικού] ΠολΜηχ. Ένα φράγμα η διατομή του οποίου είναι τραπεζοειδής και κατασκευάζεται ως επίχωμα με υλικά βραχώδους προέλευσης. Rock M e c h a n i c s [Βραχομηχανική] Εόαφ. Γνο^στικός κλάδος της επιστήμης πολιτικών μηχανικών αντικείμενο του οποίου είναι η έρευνα και η μελέτη των μηχανικών χαρακτηριστικών των εδαφικών όγκων που κατατάσσονται στην κατηγορία των βράχων. Έχει μεγάλη εφαρμογή στην μελέτη και κατασκευή σηράγγων και άλλων μεγάλων τεχνικών έργων. Rock Permeability [Διαπερατότητα βράχου] Γεωλ. Καλείται η ιδιότητα που έχουν ορισμένα πετρώματα να επιτρέπουν την διέλευση του νερού μέσα από την μάζα τους λόγω της ύπαρξης ολόκληρου δικτύου από μικροσκοπικές ρωγμές και πόρους. Rock Pressure [Πίεση βραχομάζας] Εόαφ. Οι πιέσεις που αναπτύσσονται σε βραχώδεις στρώσεις του υπεδάφους λόγω των υπερκείμενων εδαφικών στρώσεων. Rock Quality Designation [Δείκτης ποιότητας βράχου] Εόαφ. Συμβατικό μέγεθος μέσω του οποίου καθορίζεται η ποιότητα ενός βράχου. Είναι ο λόγος που προκύπτει από ένα δείγμα καρότου συγκεκριμένου μήκους, που έχει κοπεί από μια βραχώδη στρώση εδάφους κατά τη διάρκεια μιας γεώτρησης, μεταξύ του συνολικού μήκους του δείγματος και των τεμαχίων που έχει χωριστεί το δείγμα από την περιστροφική κίνηση του γεωτρύπανου κατά τη διάρκεια λήψης του δείγματος. Rock T y p e [Τύπος πετρώματος] Γεωλ Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει κάθε έναν από τους τρεις βασικούς τύπους πετρωμάτων, οι οποίοι απαντούν στα ονόματα: ιζηματογενή, πυριγενή και μεταμορφωμένα. Rockbolt [Αγκύριο] ΠολΜηχ. Μεταλλική ράβδος που τοποθετείται σε οπή που δημιουργείται στην επιφάνεια μιας βραχομάζας και την σταθεροποιεί περιορίζοντας τους κινδύνους αποκόλλησης τεμαχίων του βράχου. Χρησιμοποιείται σε βραχώδη ορύγματα για την προστασία των τεχνικών έργων από κατολισθήσεις. Rocker [Τεμάχιο άρθρωσης] ΠολΜηχ. Ειδικό τεμάχιο το οποίο τοποθετείται στη στήριξη μιας δοκού και είναι σχεδιασμένο για να εξασφαλίζει ελεύθερη στροφή της δοκού στη στήριξη ή ελεύθερη στροφή και οριζόντια μετακίνηση, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τις συνθήκες στήριξης των στατικών υπολογισμών. R o c k e r Bearing [Αρθρωτή στήριξη] ΠολΜηχ. Ειδικό τεμάχιο που τοποθετείται για τη στήριξη μιας δοκού εξασφαλίζοντας την ελεύθερη στροφή της δοκού στο σημείο στήριξης. Rocket [Πύραυλος] Αερομηχ. Καλείται κάθε προωθητικό σύστημα του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στην

αρχή της δράσης -αντίδρασης. Ο πύραυλος περιέχει μέσα του τα υγρά καύσιμα τα οποία καθώς καίγονται δημιουργούν τα αέρια που αποτελούν εξ' ολοκλήρου τη δύναμη πρόωσης, έτσι η λειτουργία του είναι ανεξάρτητη από το περιβάλλον όπου κινείται και γΓ αυτό χρησιμοποιείται για τις πτήσεις στο διάστημα. Στους μεγάλους πυραύλους τα προωθητικά καύσιμα διαχωρίζονται σε τμήματα του πυραύλου, οπότε μόλις εξαντληθεί ένα, αυτό απορρίπτεται και έτσι μειώνεται η μάζα που απομένει για περαιτέρω πρόωση. Rocket L a u n c h e r [Εκτοξευτήρας πυραύλων] Αερομηχ. Καλείται η διάταξη η οποία στηρίζει έναν πύραυλο, δηλαδή η βάση του, λίγο πριν την εκτόξευσή του. Περιλαμβάνει όλον τον απαραίτητο μηχανικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό για τη διαδικασία αυτή. Υπάρχουν επίσης κινητοί και ακίνητοι εκτοξευτήρες, προσαρμοσμένοι σε αεροσκάφη ή σε πλοία σε ειδικά σιλό κ.α. Rocket Propellant [Προωθητικό πυραύλων] Υλικ. Οποιοδήποτε συστατικό που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός πυραύλου, όπως καύσιμο, οξειδωτικό ή άλλο πρόσθετο. Π.χ. υδραζίνη (Ν 2 Η 4 ), υγρό υδρογόνο, κηροσίνη κλπ. Rockfall [Κατακρήμνιση βράχων] Γεωλ. Καλείται το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο επέρχεται απότομη αποκόλληση και πτώση μεγάλων σε όγκο τμημάτων βράχου από πολύ απότομες πλαγιές, λόγω διαφόρων αιτιών όπως για παράδειγμα είναι οι έντονες βροχοπτώσεις, οι σεισμοί και άλλα. Rocking Pier [Αρθρωτό βάθρο] Πολ.Μηχ. Βάθρο γέφυρας με αρθρωτή στήριξη που εξασφαλίζει την περιστροφική κίνηση στη στήριξη εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τις συνθήκες λειτουργίας του φορέα που έχουν αποτελέσει την παραδοχή για τους στατικούς υπολογισμούς. Rod [Στέλεχος] Τεχνολ. 1. Μεταλλική ράβδος με περιστροφικές εγκοπές που χρησιμοποιείται ως στέλεχος ενός τρυπανιού για τη διάνοιξη οπών. 2. Γενική ονομασία που δίδεται σε στρογγυλές ράβδους που χρησιμοποιούνται ως πρωτογενές υλικό στην κατασκευή βιομηχανικών προϊόντων. Rod Level [Στάθμη οριζοντίωσης] Τοπ. Μικρό εξάρτημα που αποτελείται από έναν πλαστικό η γυάλινο κύλινδρο που περιέχει ένα υγρό με ένα κενό το οποίο είναι σταθερά τοποθετημένο σε ένα τοπογραφικό όργανο μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η οριζοντίωση του οργάνου όταν τοποθετείται στη στάση. Rodenticide [Ποντικοφάρμακο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται γενικότερα κάθε δηλητηριώδης χημική ουσία η οποία χρησιμοποιείται για τη θανάτωση ορισμένων τρωκτικών (ποντίκια).. Roese - Gottlieb M e t h o d [Μέθοδος Roese-Gottlieb] Αναλ.Χημ. Εκχυλιστική μέθοδος για τον ακριβή προσδιορισμό των λιπαρών ουσιών στο γάλα. Roll C r u s h e r [Κυλινδρικός περιστροφικός θραυστήρας] Μηχ. Πρόκειται για μηχάνημα το οποίο θραύοντας διάφορα πετρώματα παράγει αδρανή υλικά για την κατασκευή του σκυροδέματος, για έργα οδοποιίας και άλλα. Αποτελείται από δύο κυλινδρικά τύμπανα τα οποία περιστρέφονται προς αντίθετες κατευθύνσεις και ενδιάμεσά τους συνθλίβεται το υλικό. Rolle's T h e o r e m [Θεώρημα του Rolle] Μαθημ. Θεωρούμε μια συνάρτηση f(x) η οποία είναι συνεχής στο κλειστό διάστημα [α,β]. Επιπλέον έχει παράγα^γο σε κάθε εσωτερικό σημείο και ισχύει f(a)=f((3). Τότε υπάρχει τουλάχιστον ένα εσωτερικό σημείο ξ για το ο-

- 1207 -

ποίο ισχύει f (ξ)=0, α<ξ<β. Rolled Asphalt [Συμπυκνωμένη άσφαλτος] Οδοπ. Ασφαλτικό σκυρόδεμα το οποίο μετά την τοποθέτηση του στο οδόστρωμα έχει υποστεί τη διαδικασία της συμπύκνωσης μέσω οδοστρωτήρων. Roller [Κύλινδρος] Τεχνολ. Κυλινδρικό μηχάνημα με μηχανισμό που εξασφαλίζει την περιστροφή του κυλίνδρου δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα εφαρμογής πιέσεων στην επιφάνεια πάνω στην οποία εκτελείται η περιστροφική κίνηση. Roller B e a r i n g [Κυλινδρικό έδρανο κύλισης] Μηχ. Γνωστό και ως ρουλεμάν, είναι ένα βασικό μηχανικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη στήριξη των αξόνων, των ατράκτων και γενικότερα των στρεφόμενων τμημάτων των μηχανών, το οποίο εκμεταλλευόμενο τις συνθήκες της τριβής κυλίσεως επιτυγχάνει μικρότερες απώλειες κατά τη λειτουργία του. Αποτελείται από έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό μεταλλικό δακτύλιο, ενώ στο εσωτερικό των δύο κινούνται τα κυλινδρικά σώματα κυλίσεως στις αντίστοιχες λειασμένες τροχιές που είναι σαν αυλακώσεις. Rolling [Κύλιση] Μηχ. Καλείται η περιστροφική κίνηση που εκτελεί ένα σα')μα κατά μήκος μίας επιφάνειας, έχοντας σε επαφή με αυτήν ένα μικρό τμήμα της επιφάνειάς του που θεωρητικά μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ένα μόνον σημείο του, το οποίο και αλλάζει συνεχώς σε σχέση με τον χρόνο. Roiling Lift B r i d g e [Κινητή γέφυρα] Πολ.Μηχ. Γέφυρα το κατάστρωμα της οποίας έχει τη δυνατότητα να μετακινείται οριζόντια πάνω σε μεταλλικούς κυλινδρικούς τροχούς. Roll O f f [Αποκοπή] Ηλεκτρον. Η σταδιακή μείωση απόκρισης συχνότητας μίας ηλεκτρονικής διάταξης ή ενός μεταμορφέα. R O M [Μνήμη μόνον ανάγνωσης] Πληρ. Αποτελεί την συντομογραφία του σχετικού όρου —» Read Only Memory R o o d [Μονάδα επιφανείας] Μηχ. Είναι μία μονάδα μέτρησης της επιφάνειας που χρησιμοποιείται για τις εδαφικές εκτάσεις, τις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, τα κτήματα, τα οικόπεδα και άλλα, η οποία ισούται περίπου με χίλια τετραγωνικά μέτρα, δηλαδή περίπου με ένα στρέμμα. Roof [Δώμα] Οικοδ. Η τελευταία πλάκα που καλύπτει τον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου. Roof B e a m [Δοκός δώματος] Οικοδ. Δοκός που φέρει την πλάκα του δώματος και μεταβιβάζει τα φορτία της στα υποστυλώματα. Roof D r a i n [Υδρορρόη] Οικοδ. Αυλάκι κατά το μήκος της εξωτερικής περιμέτρου του δώματος μέσω του οποίου συλλέγονται τα όμβρια του δώματος και μεταβιβάζονται σε έναν αποδέκτη στο επίπεδο του εδάφους. Roof Insulation [Μόνωση δώματος] Οικοδ. Οι εργασίες τοποθέτησης στην πλάκα του δώματος των στρώσεων που θα εξασφαλίσουν τη θερμομόνωση και υδρομόνωση του κτιρίου. Roof S l a b [Πλάκα δώματος] Οικοδ. Δομική πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα που αποτελεί την οροφή του τελευταίου ορόφου ενός κτιρίου. Roof Truss [Δικτύωμα στέγης] Οικοδ. Δικτύωμα μεταλλικό ή ξύλινο πάνω στο οποίο τοποθετείται η κάλυψη της στέγης ενός κτιρίου. R o o f i n g [Μονωτικά υλικά] Οικοδ. Η ομάδα των δομικών υλικών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των μονωτικών στρώσεων σε ένα δώμα.

Rope Ladder

R o o f t o p Unit [Κλιματιστική μονάδα δώματος] Οικοδ. Σε κτίρια με κεντρικό κλιματισμό, οι μονάδες που εξασφαλίζουν την ψύξη ή τη θέρμανση του αέρα που θα κυκλοφορήσει εντός των χώρων του κτιρίου και η οποία είναι τοποθετημένη στο δώμα. Τα μηχανήματα αυτά είναι σχεδιασμένα με τρόπο ώστε η λειτουργία τους να μην επηρεάζεται από τις κλιματολογικές συνθήκες. R o o m [Δωμάτιο] Οικοδ. Σε έναν όροφο ενός κτιρίου χώρος που οριοθετείται από τοιχοποιία και προορίζεται για συγκεκριμένη λειτουργία. R o o m Acoustics [Ακουστική χώρου] Ακουστ. Η απόκριση ενός κλειστού χώρου σε ημιτονοειδή σήματα τα οποία καλύπτουν το ακουστικό φάσμα συχνοτήτων. Π απόκριση αποτελείται από ένα σύνολο συχνοτήτων συντονισμού. Η τιμή των συχνοτήτων, ο αριθμός και η έντασή τους εξαρτώνται από τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Root [Αγκύρωση φράγματος] Πολ.Μηχ. Το μήκος του όγκου ενός φράγματος που εισχωρεί στο έδαφος μέχρι ένα συγκεκριμένο βάθος εξασφαλίζοντας τη σταθερότητά του. Root 2 [Ρίζα] Μαθημ. 1. Ρίζα βαθμού n ενός αριθμού α, καλείται ο αριθμός x για τον οποίον ισχύει χ"=α. 2. Ρίζα ενός πολυωνύμου f(x)=a n x n +...+aix+ao καλείται ο αριθμός ρ εάν f(p)=0. 3. Ρίζα μιας αλγεβρικής εξίσωσης ονομάζεται ο αριθμός που όταν αντικαταστήσει την άγνωστη μεταβλητή της εξίσωσης, θα προκύψει μια ταυτότητα (δηλαδή ρίζα είναι ο αριθμός που ικανοποιεί την εξίσωση). R o o t Directory [Βασικός αρχειοκατάλογος] Πλημ. Είναι ο αρχικός χο')ρος στην ιεραρχική δομή ενός συνόλου από αρχεία, καταλόγων και υποκαταλόγων του μόνιμου χώρου μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Root Of Unity [Ρίζα της μονάδας] Μαθημ. Θεωρούμε ένα σώμα Κ και 1 κ το μοναδιαίο στοιχείο του πολλαπλασιαστικού νόμου. Ένα στοιχείο xe Κ θα λέγεται η n-οστή ρίζα της μονάδας (η θετικός ακέραιος), εάν Χη=1κ· R o o t S q u a r i n g M e t h o d s [Μέθοδοι της τετραγωνικής ρίζας] Μαθημ. Πρόκειται για αριθμητικές μεθόδους επίλυσης εξισώσεων, με τις οποίες υπολογίζονται οι ρίζες μιας εξίσωσης συναρτήσει των συντελ£στών της, χρησιμοποιώντας τον αλγόριθμο που περιλαμβάνει μια ακολουθία εξισώσεων, όπου οι ρίζες της κάθε μιας εξίσωσης, θα αποτελούν τα τετράγωνα των ριζών της προηγούμενης. R o o t Vertex [Κορυφή ρίζας] Μαθημ. Όρος της θεωρίας γραφημάτων και δηλώνει την αφετηρία ενός δένδρου, δηλαδή τη μοναδική του κορυφή χωρίς προκάτοχο. Rooted T r e e [Δενδροδιάγραμμα με ρίζα] Μαθημ. Όρος της θεωρίας γραφημάτων και αναφέρεται σε ένα προσανατολισμένο δένδρο που έχει μια αφετηρία (ρίζα), δηλαδή μία κορυφή χωρίς προκάτοχο και επιπλέον κάθε άλλη κορυφή του έχει έναν προκάτοχο. R o p e [Σχοινί, καλώδιο] Τεχνολ. Μακρύ εύκαμπτο αντικείμενο κατασκευασμένο από φυτικές ίνες ή μεταλλικά σύρματα και προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για αναρτήσεις αντικειμένων. R o p e L a d d e r [Ανεμόσκαλα] Μηχ. Πρόκειται για μία σκάλα για τη μετάβαση από ένα επίπεδο σε άλλο η οποία χρησιμοποιείται σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως πολεμικές επιχειρήσεις ή υπό έκτακτες συνθήκες διάσωσης και από εξειδικευμένο προσωπικό. Αποτελείται

Ropeway

- 1208 -

βασικά από δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία ανά τακτά διαστήματα συνδέονται μεταξύ τους με ξύλινες ράβδους που είναι τα αντίστοιχα σκαλοπάτια. R o p e w a y [Εναέριο συρματόσχοινο μεταφοράς] Μηχ. Είναι ένα συρματόσχοινο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά διαφόρων αντικειμένων σε δύσβατες περιοχές ή επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, καθώς είναι υπερυψωμένο αφού στηρίζεται σε σειρά από κατάλληλους πυργίσκους. Rosalind [Rosalind] Αστρον. Ένας πολύ μικρός δορυφόρος του πλανήτη Ουρανού, με διάμετρο μόλις 58km και περίοδο περιστροφής 13 ώρες και 26 λεπτά. Rose [Τριαντάφυλλο] Μαθημ. Ο όρος αναφέρεται στην καμπύλη με εξίσωση πολικών συντεταγμένων p=asin (ηθ) ή p=acos(n0). Η γραφική παράστασή της παρουσιάζει βρόγχους που θυμίζουν ροδοπέταλα, το πλήθος των οποίων είναι 2η εάν η είναι ζυγός ακέραιος και η εάν είναι περιττός. Rose Oil Or Rose Flower Oil [Ροδέλαιο] Υλικ. Πρόκειται για το αρωματικό έλαιο που λαμβάνεται από την απόσταξη των ρόδων. Είναι διαφανές με χρώμα πράσινο έως κιτρινωπό, καίγεται, ενώ χρησιμοποιείται στην ιατρική, για την παρασκευή καλλυντικών, αρα>ματικών ουσιών και άλλα. Rose W a t e r [Ροδόνερο] Υλικ. Γνωστό και με τον όρο ροδόσταγμα, είναι το προϊόν που λαμβάνεται από την απόσταξη των ανθών του ρόδου και χρησιμοποιείται στην παρασκευή καλλυντικών και άλλων. Rose's Metal [Μέταλλο Rose] Μεταλλ. Εύτηκτο κράμα βισμουθίου, κασσιτέρου, μολύβδου με σημείο τήξης 94°C. Roselite [Ροζελίτης] Ομυκτ. Διαφανές ορυκτό με τύπο (Ca,Co) 2 (Co,Mg) (As0 4 ) 2 2 Η 2 0 που ανακαλύφθηκε το 1824 και ανήκει στην κατηγορία των αρσενικικών. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό κρυσταλλικό σύστημα (τάξη συμμετρίας 2/m, ολοεδρικό μονοκλινικό). Δείκτης διάθλασης 1,69-1,71. Rosemary Oil [Ελαιο δεντρολίβανου] Υλικ. Πρόκειται για αιθέριο έλαιο, διαυγές, το οποίο λαμβάνεται με απόσταξη από το ομώνυμο φυτό και χρησιμοποιείται για την παρασκευή καλλυντικών και άλλων σχετικών προϊόντων. R o s e n m u n d Reaction [Αντίδραση Rosenmund] Οργ. Χημ. Είδος καταλυτικής υδρογόνωσης κατά την οποία ένα ακυλαλογονίδιο μετατρέπεται στην αντίστοιχη αλδεΰδη με τα ίδια άτομα C. Σα καταλύτης χρησιμοποιείται το σύστημα Pd-BaS0 4 . Rosette Nebula [Νεφέλωμα Ροζέτα] Αστρον. Πρόκειται για ένα νεφέλωμα στον αστερισμό του Μονόκερου, με σχήμα που μοιάζει με τριαντάφυλλο. Περιβάλλει το σύμπλεγμα NGC2244. Rotary C r a n e [Περιστρεφόμενος γερανός] Τεχνολ. Ανυψωτικό μηχάνημα το οποίο έχει τη δυνατότητα να περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα και καλύπτει με αυτό τον τρόπο μια επιφάνεια εντός της οποία εκτελεί μεταφορές αντικειμένων. Rotary Dispersion [Στροφικός σκεδασμός (οπτικός)] Χημ. Το φαινόμενο της εμφάνισης μεγίστων ή ελαχίστων σε καμπύλες της ειδικής γωνίας στροφής σαν συνάρτηση του μήκους κύματος. Γίνεται σε μήκη κύματος που η ένωση απορροφά και διακρίνεται σε θετικό και αρνητικό φαινόμενο Cotton, ανάλογα με το αν η εμφάνιση μεγίστου είναι πριν ή μετά την αλλαγή προσήμου στην τιμή της ειδικής γωνίας στροφής. Rotary Switch [Περιστροφικός διακόπτης] Ηλεκ. Ηλε-

κτρομηχανικό εξάρτημα το οποίο συνδέει ένα σημείο με ένα σύνολο άλλων σημείων για την εναλλακτική δρομολόγηση ηλεκτρικών σημάτων. Αποτελείται από δίσκους επαφών το κέντρο των οποίων διαπερνά ένας περιστροφικός μοχλός. Ο μοχλός περιστρέφεται βηματικά και κάθε θέση αντιστοιχεί σε διαφορετική δρομολόγηση. Rotary System [Σύστημα περιστροφής] Επικοιν. 1. Αυτοματοποιημένη κυκλική χρήση μιας κλειστής ομάδας αντικειμένων πχ διευθύνσεων διαδικτύου. 2. Αυτοματοποιημένο σύστημα υποδοχής σήματος από μια ομάδα πανομοιότυπων διατάξεων πχ Modem. Rotating Coordinate S y s t e m [Περιστρεφόμενο σύστημα συντεταγμένων] Μηχ. Ονομάζεται κάθε σύστημα αναφοράς αξόνων το οποίο μπορεί να περιστραφεί γύρω από το σημείο τομής των αξόνα>ν του ή γύρω από κάποιον από τους ίδιους τους άξονές του. Rotating Crystal M e t h o d [ Μ ά ο δ ο ς περιστροφής κρυστάλλου] Φυσ. Μέθοδος ανάλυσης κρυσταλλικών δομών κατά την οποία μονοχρωματική δέσμη ακτίνων Χ ή νετρονίων προσπίπτει σε έναν απλό κρύσταλλο που περιστρέφεται σε άξονα κάθετο της δέσμης. Rotating Platinum Electrode [Περιστρεφόμενο ηλεκτρόδιο λευκοχρύσου] Αναλ.Χημ. Είδος ηλεκτροδίου λευκόχρυσου που χρησιμοποιείται σε αμπερομετρικές ογκομετρήσεις. Αποτελείται από ένα σύρμα λευκόχρυσου που περιστρέφεται με σταθερή ταχύτητα προσαρμοσμένο σε γυάλινο σωλήνα. Rotation [Περιστροφή] Μηχ. Καλείται η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα σημείο ή άξονα που μπορεί να βρίσκονται εντός ή εκτός της μάζας του σώματος. Rotation A x i s [Αξονας περιστροφής ή συμμετρίας] Κρυσταλλ. Στοιχείο συμμετρίας ορισμένων κρυσταλλικών δομών που πραγματοποιείται με περιστροφή κατά γωνία 2π/η γύρω από ένα άξονα. Ανάλογα με την τιμή του n ο άξονας χαρακτηρίζεται 2 th τάξης (η=2), 3,)ς τάξης (η=3) κλπ. Rotation G r o u p [Ομάδα περιστροφών] Μαθημ. Είναι η ομάδα του Ευκλείδειου χώρου, τα στοιχεία της οποίας είναι ορθογώνιοι μετασχηματισμοί που αντιστοιχούν σε ορθογώνιους πίνακες με διακρίνουσα 1. Rotation S p e c t r u m [Φάσμα περιστροφής] Φυσ.Χημ. Φάσμα απορρόφησης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (στη περιοχή του υπέρυθρου). Οφείλεται σε διεγέρσεις περιστροφής ενός μορίου, που συνοδεύουν τις διεγέρσεις δόνησης παραμόρφωσης, καθώς σε κάθε ενεργειακή στάθμη δόνησης αντιστοιχούν ενεργειακές υποστάθμες περιστροφής. Αμιγείς διεγέρσεις περιστροφής εμφανίζονται μόνο στην περιοχή του άπω υπερύθρου και των μικροκυμάτων, λαμβάνονται από αέρια και χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της διπολικής ροπής μικρών σχετικά μορίων. Rotational Energy [Περιστροφική ενέργεια] Μηχ. Ο όρος αυτός αναφέρεται στην κινητική ενέργεια ενός σώματος για την ειδική περίπτωση που το εν λόγω σώμα εκτελεί μία περιστροφική κίνηση. Rotational M o t i o n [Περιστροφική κίνηση] Μηχ. —» Rotation Rotational Transition [Μετάπτωση περιστροφής] Φυσ.Χημ. Μετάπτωση μεταξύ δύο ενεργειακών επιπέδων ενός μορίου που διαφέρουν μόνο στην ενέργεια περιστροφής. Αντιστοιχεί σε υποεπίπεδο της ενέργειας δόνησης του μορίου και εμφανίζεται σε κυματαριθμούς που αντιστοιχούν στην υπέρυθρη περιοχή. Δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη δομή των σχετικά α-

- 1209-

πλών μορίων αερίων. Rotation Inversion A x i s [Άξονας στροφής - αναστροφής] Κμυσταλλ. Στοιχείο συμμετρίας ορισμένων κρυσταλλικών δομών που πραγματοποιείται με περιστροφή κατά γωνία 2π/η γύρω από ένα άξονα ακολουθούμενη από μία αναστροφή με κέντρο που βρίσκεται στον άξονα περιστροφής (στροφοαναστροφή). Ανάλογα με την τιμή του n ο άξονας χαρακτηρίζεται l n s τάξης (n=l), 2ης τάξης (η=2) κλπ. Rotation Reflection Axis [Αξονας περιστροφής - ανάκλασης] Κρυσταλλ. Στοιχείο συμμετρίας ορισμένων κρυσταλλικών δομών που πραγματοποιείται με περιστροφή κατά γωνία 2π/η γύρω από ένα άξονα ακολουθούμενη από κατοπτρισμό σε επίπεδο κάθετο στον άξονα περιστροφής (στροφοκατοπτρισμός). Ανάλογα με την τιμή του n ο άξονας χαρακτηρίζεται Ρ ς τάξης (η=1), 2 ης τάξης (η=2) κλπ. Συμβολίζεται με Sn. Rotation Vibration S p e c t r u m [Φάσμα περιστροφήςδόνησης] Φυσ.Χημ. Είδος φάσματος απορρόφησης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στην περιοχή του υπερύθρου που στηρίζεται στις διεγέρσεις δόνησης, παραμόρφωσης και μερικά περιστροφής. Παριστάνεται γραφικά σαν μεταβολές της απορρόφησης ή της διαπερατότητας του φωτός σε συνάρτηση με το μήκος κύματος ή του κυματαριθμού (cm' ). Λαμβάνεται σε ειδικά όργανα τα φασματόμετρα IR. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ταυτοποίηση της δομής μίας οργανικής ένωσης. Rotaxane [Ροταξάνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που αποτελείται από κυκλικό μόριο 24 τουλάχιστον ατόμων που περικλείει ένα γραμμικό μόριο με δύο ογκώδη ομάδες στα δύο άκρα του. Τα δύο αυτά τμήματα ενώνονται με δεσμούς υδρογόνου, αλληλεπιδράσεις μεταφοράς φορτίου, αλληλεπιδράσεις διπόλου-διπόλου, υδρόφοβες αλληλεπιδράσεις κλπ.

Rotenone [Ροτενόνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση πολύπλοκης δομής με πέντε δακτυλίους (εκ των οποίων οι δύο αρωματικοί) και μοριακό τύπο C 2 3H 22 06. Λευκή κρυσταλλική ουσία διαλυτή σε ακετόνη με σημείο τήξης 163°C. Χρησιμοποιείται σαν εντομοκτόνο για έντομα κήπων κλπ. Rotor [Δρομέας] Ηλεκ. Καλείται το βασικό εκείνο κυλινδρικό εξάρτημα κάθε ηλεκτρικής μηχανής ή διάταξης, το οποίο περιστρέφεται εντός ενός κοίλου σταθερού κυλίνδρου. Rouche's T h e o r e m [Θεώρημα του Rouche] Μαθημ. Έστω G c C ένα ανοικτό σύνολο και γ μια ευθυγραμμίσιμη καμπύλη στο G. Υποθέτουμε ότι ο δείκτης στροφής ισούται με 0 ή 1 "ze {γ}. Θεωρούμε f και g αναλυτικές συναρτήσεις στο G τέτοιες ώστε |f(z)- g(z)|<|f(z)| για κάθε ze | γ } . Τότε οι f, g έχουν το ίδιο πλήθος ριζών στο εσωτερικό χωρίο της γ. Roughcast [Τραχιά επιφάνεια] Οικοδ. Η υφή της επιφάνειας που δημιουργείται από την τοποθέτηση ενός κονιάματος η του σκυροδέματος όταν δεν είναι λεία. Τέτοιου τύπου επιφάνειες δημιουργούνται όταν πάνω στην επιφάνεια προγραμματίζεται να τοποθετηθεί και μια επιπλέον στρώση υλικού ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική σύνδεση των δύο στρώσεων. Roughness [Τραχύτητα] Υδρολ Η υφή της επιφάνειας ενός αγωγού εντός της διατομής του οποίου ρέει ένα

Routh - H u r w i t z Criterion

ρευστό στοιχείο. Η τραχύτητα είναι ένα σημαντικό στοιχείο σε αγωγούς πίεσης διότι επηρεάζει της απώλειες ενέργειας που προκύπτουν από την τριβή. Roulette [Ρουλέτα] Μαθημ. Πρόκειται για καμπύλη που θυμίζει το τυχερό παιχνίδι. Σχηματίζεται καταγράφοντας τα ίχνη ενός καθορισμένου σταθερού σημείου Ο, που βρίσκεται σε καμπύλη C| καθώς αυτή περιστρέφεται κατά μήκος μιας σταθερής καμπύλης c 2 . Round Off [Στρογγυλοποίηση] Μαθημ. Ονομάζεται η παράλειψη του λιγότερου σημαντικού ψηφίου (ή ψηφίων) σε έναν αριθμό και η μετατροπή του αριθμού που προκύπτει βάσει ορισμένων κανόνων, σε έναν αριθμό που προσεγγίζει πολύ τον αρχικό. Round Off Error [Σφάλμα στρογγυλοποίησης] Μαθημ. —> Rounding Error Round T h e World E c h o [Παγκόσμια ηχώ] Επικοιν. -> Around The World Echo. Rounding [Στρογγυλοποίηση] Μαθημ. Σε μια μαθηματική πράξη η διαδικασία σταματήματος της πράξης σε ένα συγκεκριμένο ψηφίο μετά την υποδιαστολή, θεωρώντας αμελητέο το υπόλοιπο τμήμα που προκύπτει από τη συνέχιση της πράξης. Rounding Error [Σφάλμα στρογγυλοποίησης] Μαθημ. Σε μια μαθηματική πράξη που εκτελείται μια στρογγυλοποίηση, η διαφορά μεταξύ του στρογγυλοποιημένου αποτελέσματος και του ακριβούς αποτελέσματος που θα προέκυπτε εφόσον συνεχιζόταν η πράξη με περισσότερα δεκαδικά ψηφία. Route [Δρομολόγιο] Πλοηγ. Έτσι ονομάζεται η προδιαγεγραμμένη πορεία που ακολουθεί ένα πλοίο. Ωστόσο ο ίδιος όρος ισχύει και για τα άλλα μεταφορικά μέσα, με τις ενδιάμεσες ενδεχόμενες στάσεις, ένα σημείο εκκίνησης και ένα τελικό σημείο προορισμού. Route Forecast [Δελτίο καιρού πορείας] Μετεωρ. Η πρόβλεψη του καιρού που ανακοινώνεται με τη μορφή δελτίου με σκοπό τη γνωστοποίηση των καιρικών συνθηκών που θα επικρατούν κατά τη διάρκεια μιας πτήσης καθώς θα ακολουθείται μια συγκεκριμένη πορεία. Δελτίο καιρού εκδίδεται όχι μόνο για μία αλλά και για περισσότερες πορείες ικανοποιώντας τις ίδιες προϋποθέσεις. Route M e a n Square Deviation [Ρίζα μέσης τετραγωνικής απόκλισης] Στατ. Έστω ένα τυχαίο διάνυσμα Χ και μια τυχαία μεταβλητή g(x). Ως ρίζα μέσης τετραγωνικής απόκλισης ορίζεται η ποσότητα {E(g(X)-E[g (Χ)]) 2 } Γ/2 όπου E(g(X)-E[g(X)]) 2 είναι η δεύτερη κεντρική ροπή της g(x) που ονομάζεται διασπορά. Route Survey [Αποτύπωση ζώνης] Πολ.Μηχ. Η τοπογραφική αποτύπωση της περιοχής του εδάφους πάνω στην οποία σχεδιάζεται να κατασκευαστεί ένα τεχνικό έργο που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο μικρό σχετικά εύρος και μεγάλο μήκος όπως ένα έργο οδοποιίας. Router [Δρομολογητής] Επικοιν. Μηχάνημα που ανταποκρίνεται στην πληροφορία που υπάρχει στο 3 υ επίπεδο του δικτυακού προτύπου OSI και εκτελεί δρομολόγηση πακέτων πιθανά διαφορετικών (από άποψη πρωτοκόλλου) δικτύων. Συμβατικά υποστηρίζει και το πρωτόκολλο IP για το διαδίκτυο. Routh - Hurwitz Criterion [Κριτήριο των RouthHurwitz] Μαθημ. Κριτήριο για τον προσδιορισμό του πλήθους των ριζών μιας αλγεβρικής εξίσωσης Σκ=ο. .. n a k z\ με θετικά πραγματικά μέρη. Εάν οι συντελεστές είναι πραγματικοί τότε το πλήθος των ριζών ισούται με το πλήθος των αλλαγών προσήμου στην ακολουθία των αριθμών ao, Di, D 2 /D|,..., D„/Dn.| όπου D, είναι οι

Routine

- 1210 -

ορίζουσες Hurwitz. Routine [Ρουτίνα] Πλημ. Πρόκειται για ένα τμήμα του κώδικα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο είναι εν μέρη ανεξάρτητο καθώς λαμβάνοντας μόνον ορισμένα δεδομένα από το κυρίως τμήμα του προγράμματος, εκτελεί μία προκαθορισμένη σειρά υπολογισμών και επιστρέφει πίσω τα αποτελέσματα. Η χρήση των ρουτινών στον προγραμματισμό είναι πολύ σημαντική καθώς επιτρέπουν τον εποπτικότερο έλεγχο των μεγάλων προγραμμάτων και μπορούν να χρησιμοποιούνται πολλές φορές σε κάθε σημείο του κυρίως προγράμματος όπου απαιτούνται με διαφορετικά δεδομένα κάθε φορά που καλούνται. Routing [Δρομολόγηση] Επικοιν. Διευθέτηση της επικοινωνίας ενός σήματος (προς τη διεύθυνση προορισμού) συνήθως με αποστολή προς τον πλησιέστερο δρομολογητή ή σταθμό ή προς τον πιο εύκολο δρόμο. Η υπηρεσία παρέχεται από δρομολογητές (Routers) και πύλες (Gateways). Routing Indicator [Δείκτης δρομολόγησης] Επικοιν. Πληροφορία που συσχετίζει μια διεύθυνση διαδικτύου και την απόσταση από το συγκεκριμένο Server ή Router μετρημένη με βάση τις αντίστοιχες συνδέσεις σταθμών (Routers). Routing Information Protocol (RIP) (Πρωτόκολλο δρομολόγησης πληροφορίας] Επικοιν. Πρωτόκολλο που στηρίζεται σε δικτυακές πληροφορίες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι Routers για την κατάσταση των συνδέσεων του δικτύου. Routing M e s s a g e [Μήνυμα δρομολόγησης] Επικοιν. Ειδικό μήνυμα του πρωτοκόλλου RIP για ενημέρωση σύνδεσης μεταξύ δρομολογητών. Roving [Πρόνημα] Υφαντ. Με τον όρο αυτό στην κλωστοϋφαντουργία χαρακτηρίζεται κάθε χαλαρή δεσμίδα από ίνες, όπως είναι δηλαδή προτού ολοκληρωθεί η επεξεργασία τους. Row Operations [Γραμμοπράξεις] Μαθημ. Καλούνται οι εξής πράξεις επί των γραμμών ενός πίνακα A m n : α) Εναλλαγή δύο γραμμών, β)πολλαπλασιασμός μιας γραμμής με έναν μη μηδενικό πραγματικό αριθμό και γ) πολλαπλασιασμός μιας γραμμής με μη μηδενικό αριθμό και πρόσθεση της νέας γραμμής σε άλλη. Οι γραμμοπράξεις δε μεταβάλουν την τάξη του πίνακα και για το λόγο αυτό είναι χρήσιμες σε πολλές εφαρμογές. Row Rank [Τάξη γραμμής] Μαθημ. Καλείται το μέγιστο πλήθος των γραμμικά ανεξάρτητων γραμμών ενός πίνακα Am'n. Row Space [Χώρος των γραμμών] Μαθημ. Ο χώρος των γραμμών ενός πίνακα A m n με στοιχεία στο σώμα Κ, είναι ένας υπόχωρος του ΚΠ με διάσταση μικρότερη ή ίση με η, που παράγεται από τις γραμμές του πίνακα Α. Row Vector [Διάνυσμα γραμμή] Μαθημ. Ονομάζεται ο πίνακας της μορφής Λ|· η , που έχει δηλαδή μία γραμμή. Rowlock [Σκαρμός] Ναυπηγ. Πρόκειται για το μικρό πάσσαλο ο οποίος σφηνώνεται στην κουπαστή του πλεούμενου σκάφους, όπου με μία θηλιά προσαρμόζεται το κουπί. R p m [Περιστροφές ανά λεπτό] Μηχ. Αποτελεί συντομογραφία της μονάδας γωνιακής ταχύτητας —> Revolution per Minute Rps [Περιστροφές ανά δευτερόλεπτο] Μηχ. Συντομογραφία της σχετικής μονάδας γωνιακής ταχύτητας —» Revolution per Second R R Lyrae Stars [Αστέρες RR Lyrae] Αστμον. Είναι

μεταβλητοί αστέρες βραχείας περιόδου, κύριοι αντιπρόσωποι των Κηφείδων τύπου Π. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στα σφαιρωτά σμήνη. Έχουν περίοδο μεταξύ 0,3 και 0,9 ημέρες και απόλυτο μέγεθος +0,6. RS 232 Protocol [Πρωτόκολλο RS 232] Επικοιν. Πρωτόκολλο για σειριακή μετάδοση που συναντάται και σαν σύσταση V.24 - V.28 και αντικαταστάθηκε από την Ε1Α 232. Με λίγα λόγια προσδιορίζει τη μετάδοση μεταξύ 2 Η/Υ με χρήση modem και προσδιορίζει ειδικά 9 pin και 25 pin Connectors. R Star [Αστέρας R] Αστμον. Πρύκειται για έναν ψυχρό αστέρα (επιφανειακή θερμοκρασία περίπου 2200Κ) φασματοσκοπικού τύπου R. Χαρακτηρίζεται από υψηλή ισοτοπική αφθονία σε άνθρακα. RS Type Interfaces [Διασυνδέσεις τύπου RS] Επικοιν. Ολόκληρη σειρά από διασυνδέσεις των οποίων το πιο γνωστό μέλος είναι η RS 232 που επεκτάθηκε από τις RS 422, RS 423 και RS 449. Επίσης υπάρχουν οι RS 485, RS 530 κτλ. Ru [Σύμβολο ρουθηνίου] Χημ. Είναι το σύμβολο του χημικού στοιχείου του ρουθηνίου στον πίνακα του περιοδικού συστήματος. Rubber [Ελαστικό κόμμι, καουτσούκ] Ομγ.Χημ. Φυσικό ή συνθετικό πολυμερές με δομική μονάδα ισοπρενίου που χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα, υδροφοβία και μεγάλη ηλεκτρική αντίσταση. Το φυσικό καουτσούκ λαμβάνεται από το λευκό οπό διαφόρων δέντρων (λατέξ) στην Ινδονησία και αλλού, ενώ το συνθετικό παράγεται με πολυμερισμό ισοπρενίου (CsHs). Οι ιδιότητες του βελτιώνονται με το βουλκανισμό. Rubber Accelerator [Επιταχυντής ελαστικού] Ομγ. Χημ. Ουσία που αυξάνει την ταχύτητα κατεργασίας του ελαστικού. Π.χ. το θειοκαρβανιλίδιο. Rubber Banding [Ελαστική μετακίνηση] Πλημ. Ο όρος αυτός αφορά τη χρήση λογισμικών προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιούνται για σχεδίαση και περιγράφει συγκεκριμένα την εντολή μετακίνησης μίας γραμμής ή ενός αντικειμένου αφήνοντας όμως σταθερό το ένα άκρο τους, οπότε η μετακίνηση αυτή συνοδεύεται αναγκαστικά και από ένα είδος ελαστικής παραμόρφωσης του αντικειμένου. Rubber Cement [Κόλλα καουτσούκ] Υλικ. Πρόκειται για ουσία ιξώδους ή γλοιώδους σύστασης, η οποία χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση διαφόρων αντικειμένων και αποτελείται από μή βουλκανισμένο ελαστικό μέσα σε οργανικό διαλύτη. Rubber Flooring [Δάπεδο από συνθετικό υλικό] Οικοό. Επένδυση δαπέδου από συνθετικά δομικά υλικά όπως πλαστικές πλάκες ή πλάκες από λάστιχο. Αυτού του τύπου τα δάπεδα χρησιμοποιούνται συνήθως σε χώρους υψηλού φόρτου κυκλοφορίας πεζών επειδή χαρακτηρίζονται από υψηλή αντοχή σε φθορά. Rubber Hydrochloride [Υδροχλωρικό καουτσούκ] Ομγ.Χημ. Λευκή θερμοπλαστική ουσία, υδροχλωρικό παράγωγο του καουτσούκ. Λευκή σκόνη ή διαφανές φιλμ διαλυτό σε αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Χρησιμοποιείται στη συσκευασία τροφίμων και σε αδιάβροχα υλικά. Rubber Tyred Roller [Ελαστικός οδοστρωτήρας] Μηχ. μηχ. —» Pneumatic-tyred roller. Rubble [Μπάζα] Οικοό. Τα προϊόντα που συγκεντρώνονται από τις εργασίες κατεδάφισης κτιρίων ή άλλων τεχνικών έργων. Rubellite [Ρουμπελίτης] Ομυκτ. Είδος ορυκτού παρα/.-

- 1211 -

λαγή του τουρμαλίτη με πολύπλοκη σύνθεση κόκκινου-ροζ χρώματος, εξ' αιτίας της παρουσίας λιθίου. Εμφανίζει σκληρότητα 7-7,5 της κλίμακας Mohs και πυκνότητα περίπου 3,4 g/cm 3 . Όταν είναι καλής ποιότητας χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος. R u b i d i u m [Ρουβίδιο] Χημ. Είναι χημικό στοιχείο του περιοδικού πίνακα με το σύμβολο Rb. Πρύκειται για μέταλλο με χρώμα αργυρόλευκο το οποίο ανήκει στην ομάδα των αλκαλίων. Διάφορες χημικές του ενώσεις χρησιμοποιούνται στην κεραμική και στην κατασκευή γυάλινων αντικειμένων. Rubidium B r o m i d e [Βρομιούχο ρουβίδιο] Avopy Χημ. Δυαδική ένωση ρουβιδίου - βρομίου με τύπο RbBr. Λευκή κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 683°C, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν ηρεμιστικό. Αναφέρεται και σαν βρομίδιο του ρουβιδίου. Rubidium Chloride [Χλωριούχο ρουβίδιο] Ανοργ.Χημ. Δυαδική ένωση ρουβιδίου - χλωρίου με τύπο RbCl. Λευκή κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξης 715°C, διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν πηγή μεταλλικού ρουβιδίου. Αναφέρεται και σαν χλωρίδιο του ρουβιδίου. Rubidium Halide [Αλογονούχο ρουβίδιο] Ανομγ.Χημ. Ενώσεις ρουβιδίου - αλογόνων (F, CI, Br, I). Π.χ. RbCl, RbBr, RbBr2Cl. Αναφέρονται Kat σαν αλογονίδια του ρουβιδίου. R u b i d i u m Halometallate [Αλογονομεταλλικό ρουβίδιο] Ανομγ.Χημ. Ενώσεις του ρουβιδίου με μέταλλα και αλογόνα. Π.χ. Rb2PtCl^ (χλωρολευκοχρυσικό ρουβίδιο), Rb2PdCl5 (χλωρίδιο ρουβιδίου - παλλαδίου), κλπ. Rubidium Sulfate [Θειικό ρουβίδιο] Ανομγ.Χημ. Θειικό άλας του ρουβιδίου με τύπο Rb 2 S0 4 και σημείο τήξης 1060°C. Rubredoxin [Ρουμπρεδοξίνη] Βιοχημ. Μέλος κατηγορίας πρωτεϊνών που περιέχουν ένα άτομο σιδήρου ενωμένο με τέσσερις κυστεΐνες. Ruby [Ρουμπίνι] Ομυκτ. Πρόκειται για ορυκτό, έχει κόκκινο χρώμα, αποτελεί πολύτιμο λίθο και είναι μία παραλλαγή του σκληρού ορυκτού κορούνδιου. Rudder [Πηδάλιο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το όργανο με το οποίο καθορίζεται η κατεύθυνση κίνησης ενός πλοίου ή αεροσκάφους. Rudy Spinel [Κόκκινο σπινέλιο] Ομυκτ. Είναι ορυκτό, με κόκκινο χρώμα και αποτελεί παραλλαγή του σπινέλιου χωρίς να έχει καμία σχέση με το ρουμπίνι, εκτός από το χρώμα, παρότι αναφέρεται στην ονομασία του. Ruggedization [Ισχυροποίηση] Ηλεκτρον. Υλοποίηση ηλεκτρονικής συσκευής με τρόπο τέτοιο ώστε να παρουσιάζει υψηλή αντοχή σε κακές φυσικές συνθήκες και σκληρή μεταχείριση. Συνήθως αυτό επιτυγχάνεται με επιλογή ηλεκτρονικών και ηλεκτρομηχανικών υλικών υψηλής ποιότητας και αντοχής, καθώς επίσης και με χρήση επιπλέον ηλεκτρονικών κυκλωμάτων, όπως φίλτρα προστασίας στις εισόδους και εξόδους της συσκευής. Ruggedized C o m p u t e r [Ισχυροποιημένος υπολογιστής] Πληρ. Ηλεκτρονικός υπολογιστής ο οποίος είναι σχεδιασμένος να λειτουργεί σε δύσκολες συνθήκες χρήσεις, όπως ακραίες φυσικές συνθήκες, σκληρή μεταχείριση, κραδασμούς και ασταθείς συνθήκες παροχής ισχύος. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση κατάλληλων εξαρτημάτων, όπως οθόνες υγρών κρυστάλλων, σκληροί δίσκοι στερεάς κατάστασης, ενισχυμένα σασί, τροφοδοτικά με ειδικές προστασίες κ.α. Rule [Κανόνας] Μαθημ. Κάθε υποθετική πρόταση ακο-

Rural R a d i o Service

λουθούμενη από το συμπέρασμά της, που οδηγεί στην εξαγωγή συμπερασματικών διαδικασιών. Ruled Surface [Μαθηματικό επίπεδο] Μαθημ. Γενικευμένος όρος που αναφέρεται σε κάθε επίπεδο που μπορεί να παραχθεί από την κίνηση μιας ευθείας γραμμής, όπως για παράδειγμα ο κώνος. Ruler [Κλίμακα] Τεχνολ Πλαστικό, ξύλινο ή μεταλλικό σχεδιαστικό εργαλείο το οποίο έχει στην επιφάνεια του υποδιαιρέσεις μήκους και χρησιμοποιείται για τις μετρήσεις αποστάσεων πάνω στα σχέδια. Run [Μήκος, απόσταση] Οικοδ. 1. Στο δώμα ενός κτιρίου, η απόσταση από ένα κουβούκλιο του δώματος στην εξωτερική παρειά του δώματος. 2. Το μήκος ενός σκαλοπατιού σε μια κλίμακα. 3. Σε ένα συρόμενο παράθυρο ή μια συρόμενη πόρτα, το μήκος μετακίνησης του συρόμενου φύλλου. Run Documentation [Οδηγίες χρήσεως προγράμματος] Πλημ. Καλούνται οι γραπτές οδηγίες που συνοδεύουν ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή για την ορθή εκτέλεσή του από το χρήστη. Run Time [Χρόνος εκτέλεσης] Πληρ. Καλείται το χρονικό διάστημα που διαρκεί η εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και μερικές φορές αποτελεί παράγοντα αξιολόγησής του. R u n a w a y Star [Απομακρυνόμενος αστέρας] Αστρον. Πρόκειται για αστέρα ο οποίος θεωρείται ότι εκτινάχθηκε κατά την έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς αστέρα, από το διπλό σύστημα αστέρων που σχημάτιζαν. Είναι φασματοσκοπικού τύπου Ο ή Β και κινείται αστραπιαία στο διάστημα. Runge - Kutta M e t h o d [Μέθοδος Runge-Kutta] Μαθημ. Μέθοδος για την αριθμητική επίλυση διαφορικών εξισο')σεων, που παρουσιάζει μεγάλη ακρίβεια και εύκολο προγραμματισμό της στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η μέθοδος των Runge-Kutta διακρίνεται σε κατηγορίες, ανάλογα με την τάξη της παραγώγου. Running Head [Τίτλος σελίδας] Γραφισ. Είναι η λέξη ή πρόταση που τυπώνεται στην κεφαλή σχεδόν κάθε σελίδας ενός βιβλίου, αναγράφοντας τον τίτλο του ή τον τίτλο του εκάστοτε κεφαλαίου ή υποκεφαλαίου. Running O r n a m e n t [Συνεχής διακόσμηση] Αρχ. Ονομάζεται μία διακοσμητική παράσταση η οποία διατρέχει αδιάκοπα μία επιφάνεια τοίχου ακολουθώντας κάποιες βασικές γραμμές. Runoff [Απορροή] Υδρολ. Στην περίπτωση μιας βροχόπτωσης, η ποσότητα του νερού η οποία δεν απορροφάται από μια επιφάνεια και ρέει εκτός αυτής ακολουθώντας τις κλίσεις της επιφάνειας. Runoff Coefficient [Συντελεστής απορροής] Υδρολ. Σε μια επιφάνεια που αποτελείται από συγκεκριμένο υλικό, το ποσοστό του νερού που δεν έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει η επιφάνεια και το οποίο θα μετακινηθεί εκτός της επιφάνειας. R u n w a y [Διάδρομος προσγείωσης-απογείωσης] Πολ. Μηχ. Στα αεροδρόμια η επιφάνεια η οποία είναι διαμορφωμένη κατάλληλα πάνω στην οποία εκτελούνται οι διαδικασίες προσγείο^σης και απογείωσης των αεροσκαφών. R u n w a y Lights [Φώτα αεροδιαδρόμου] Πλοηγ. Καλούνται τα φώτα που υπάρχουν στις δύο πλευρές κατά μήκος ενός αεροδιαδρόμου, ώστε να βοηθούν στην προσγείωση και στην απογείωση των αεροσκαφών κατά τις νυχτερινές ώρες. Rural Radio Service [Αγροτική ραδιοφίονική υπηρε-

Russel Mixture

- 1212-

σία] Επικοιν. Αμερικάνικη ραδιοφωνική υπηρεσία που βρήκε μιμητές και στην Ελλάδα. Russel Mixture [Κράμα του Russel] Αστροφυς. Πρόκειται για στοιχεία αναμειγμένα με τέτοιο συνδυασμό ο')στε να διατηρούνται οι αναλογίες των στοιχείων του ήλιου. Στο μείγμα κύριο στοιχείο αποτελεί το υδρογόνο. Russell's P a r a d o x [Το παράδοξο του Russell] Μαθημ. Η αντίφαση που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Russell, όσον αφορά το ερώτημα αν ένα σύνολο μπορεί ή όχι να είναι στοιχείο του εαυτού του. Απέδειξε ότι ένα σύνολο ούτε μπορεί να είναι στοιχείο του εαυτού του ούτε και δεν μπορεί. Russellite [Ρουσσελλίτης] Ομυκτ. Είδος ορυκτού με τύπο Bi2WC>6 που ανακαλύφθηκε στην Αγγλία το 1938 και ανήκει στην κατηγορία των βολφραμικών. Είναι διαφανές χρώματος από ανοιχτό κίτρινο μέχρι κίτρινο καφέ και κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα (τάξη συμμετρίας 2 m m). Δείκτης διάθλασης 2,20, πυκνότητα 9,50 g/cm 3 . Rust [Σκουριά] Μεταλλ. Πρόκειται για τα οξείδια τα οποία σχηματίζονται στην επιφάνεια ενός μετάλλου λόγω της επίδρασης του αέρα και της υγρασίας, με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν την χημική του σύσταση. Rust Preventive [Αντισκουριακό] Υλικ. Είναι ένας γενικότερος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται μία κατηγορία από υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την προστασία των επιφανειών των διαφόρων μετάλλων έναντι της οξείδωσης τους, δηλαδή της δημιουργίας της σκουριάς. Ruthenium [Ρουθήνιο] Χημ. Πρόκειται για χημικό στοιχείο που στον περιοδικό πίνακα έχει το σύμβολο Ru. Είναι μέταλλο, αρκετά σκληρό, το οποίο είναι επεξεργάσιμο μόνον σε υψηλές θερμοκρασίες, χρησιμοποιείται ως καταλύτης και σχηματίζει πολλά σύμπλοκα άλατα ανάλογα με αυτά του κοβαλτίου. Ruthenium Chloride [Χλωριούχο ρουθήνιο] ΑνοργΧημ. Μαύρη στερεή ουσία αδιάλυτη στο νερό και το νιτρικό οξύ με τύπο RuCl3. Χρησιμοποιείται στο εργαστήριο για την παρασκευή συμπλοκών και γενικά άλλων ενώσεων του ρουθηνίου. Αναφέρεται και σαν τριχλωριούχο ρουθήνιο ή και σαν τριχλωρίδιο του ρουθηνίου. Ruthenium Halide [Αλίογονούχο ρουθήνιο ή αλογονίδιο του ρουθηνίου] Ανομγ.Χημ. Δυαδική ένωση του ρουθηνίου με αλογόνα στα οποία το Ru εμφανίζει αρκετούς αριθμούς οξείδωσης. Πιο σημαντική το τριχλωριούχο ρουθήνιο ( R u C y , που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σημαντικών συμπλόκων και άλλων ενώσεων του ρουθηνίου. Αλλα παραδείγματα: RuCl2, RuBr-j, RuF5 κλπ. Ruthenium Red [Ερυθρό του Ρουθηνίου] ΑνοργΧημ. Καστανοκκόκινη στερεή ουσία με τύπο R U 2 ( O H ) 2 CU.7NH 3 .3H 2 0 διαλυτή στο νερό. Χρησιμοποιείται σαν αναλυτικό αντιδραστήριο και σαν χρωστική. Ruthenium Tetroxide [Τετροξείδιο του ρουθηνίου] Ανοργ.Χημ. Οξείδιο του ρουθηνίου με τύπο Ru0 4 στο οποίο το μέταλλο εμφανίζει αριθμό οξείδωσης +8. Κίτρινη τοξική στερεή ουσία με σημείο τήξης 25°C, που χρησιμοποιείται σαν οξειδωτικό. Rutherford Nuclear A t o m [Ατομικό πρότυπο του Rutherford] ΑναλΧημ. Το πρώτο σημαντικό ατομικό πρότυπο που διατυπώθηκε από τον Rutherford το 1911. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το άτομο αποτελείται απύ ένα πυρήνα με θετικό φορτίο που διαθέτει όλη σχεδόν τη μάζα του ατόμου, αλλά έχει ασήμαντες διαστάσεις. Τα ηλεκτρόνια του ατόμου βρίσκονται εκτός

του πυρήνα, όπου περιστρέφονται με μεγάλες ταχύτητες. Rutherfordine [Ραδερφορδίνη] Ορυκτ. Είδος ραδιενεργού ορυκτού με τύπο U 0 2 ( C 0 3 ) που ανακαλύφθηκε στην Τανζανία το 1906 και ανήκει στην κατηγορία των ανθρακικών. Είναι διαφανές χρώματος από ανοιχτό κίτρινο μέχρι κίτρινο καφέ και κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα (τάξη συμμετρίας 2/m 2/m 2/m, ολοεδρικό ορθορομβικό). Δείκτης διάθλασης 1,70-1,79. R u t h e r f o r d i u m [Ραδερφόντιο] Χημ. Πρόκειται για το όνομα που έχει προταθεί για το ραδιενεργό χημικό στοιχείο που παράχθηκε τεχνητά στα ειδικευμένα εργαστήρια και καταλαμβάνει μία από τις τελευταίες θέσεις του πίνακα του περιοδικού συστήματος. Rutilated Quartz [Ρουτιλκομένος χαλαζίας] Ορυκτ. Διαφανής χαλαζίας με εγκλωβισμένες μεγάλες ποσότητες ρουτιλίου (ορυκτό Ti0 2 ) σε μορφή βελονοειδών κρυστάλλων. Παράγει όμορφα φωτεινά φαινόμενα και χρησιμοποιείται σαν ημιπολύτιμος λίθος και για χαράξεις. Rutile [Ρουτίλιο] Ορυκτ. Το κυριότερο ορυκτό του τιτανίου με τύπο Τί0 2 , που ανήκει στη κατηγορία των οξειδίων και υδροξειδίων. Εμφανίζεται σε κοκκινωπές καστανές αποχρώσεις και κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα (4/m 2/m 2/m). Χρησιμοποιείται σαν χρωστική και σαν διακοσμητικός λίθος όταν υπάρχει σαν πρόσμιξη σε διαφανή χαλαζία. Σκληρότητα 6,0-6,5. Rutin [Ρουτίνη] ΟργΧημ. Γλουκοραμνοζίτης της υδροξυφλαβόνης με μοριακό τύπο C^H^Oifi. Χρησιμοποιείται σε τριχοειδείς διαταραχές. RV Tauri Stars [Αστέρες RV του Ταύρου] Αστρον. Πρόκειται για μεταβλητούς αστέρες ανωμάλου κυμάνσεως, με περίοδο που κυμαίνεται από 100 έως 150 ημέρες και συνήθως βρίσκονται στα σφαιρωτά σμήνη αστέρων. R W Aurigae Stars [Αστέρες RW του Ηνίοχου] Αστρον. Πρόκειται για εκρηκτικούς μεταβλητούς αστέρες που χαρακτηρίζονται από ξαφνική και απότομη μεταβολή της λαμπρότητάς τους. Μερικοί αστέρες αυτής της κατηγορίας πιθανόν να εκτοξεύουν ποσότητα ύλης ή διάφορα αέρια από την επιφάνειά τους. Rydberg A t o m [Ατομο Rydberg] Φυσ. Ατομο σε διεγερμένη κατάσταση στο οποίο εξωτερικό ηλεκτρόνιο έχει διεγερθεί σε καταστάσεις υψηλής ενέργειας μακρυά από τον πυρήνα με πρόσληψη καταλλήλων ποσοτήτων ενέργειας. Rydberg Constant [Σταθερά Rydberg] Ατομ.Φυσ. Σταθερά που σχετίζεται με την ατομική θεωρία του Bohr και τη θεωρία του Schrodinger. Έχει τιμή R=2« me 4 / ch 3 = 1,097.10 7 m*1, όπου m και e η μάζα και το φορτίο, αντίστοιχα του ηλεκτρονίου, c η ταχύτητα του φωτός στο κενό και h η σταθερά του Planck. Χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς στα ατομικά φάσματα. Rydberg Spectrum [Φάσμα Rydberg] Ατομ.Φυσ Φάσμα απορρόφησης στην υπεριώδη ακτινοβολία που παράγεται από ηλεκτρονιακές μεταβάσεις από τη θεμελιώδη κατάσταση σε καταστάσεις όπου ένα μονήρες ηλεκτρόνιο καταλαμβάνει τροχιακό μακρύτερα από τον πυρήνα.

s Σ [Σύμβολο Σ] Μαθημ. Δηλώνει μια σειρά από αθροιστέους όπως για παράδειγμα Χ|= Χ|+Χ2+.. .+Χη. —> Sum. 2 σ [Διακύμανση] Στατ. Διεθνής συμβολισμός της διακύμανσης -> Variance. S [Σύμβολο s] Φυσ. Βασική έννοια της φυσικής που συμβολίζει το διάστημα που διανύει ένα κινητό που είναι ανάλογο του χρόνου και της ταχύτητας (s = υ · t). S [Σύμβολο S] Φυσ. Σύμβολο της αγωγιμότητας —> Conductivity. S [Σύμβολο s] Χημ. Συμβολισμός που δηλώνει τη διαλυτότητα - » Solubility S [Σύμβολο Νότου] Γεν. 1. Ένα από τα γράμματα της πυξίδας που δείχνει το Νότο. 2. Δηλωτικό των λέξεων της Αγγλικής South, Southern. S [Σύμβολο θείου] Χημ. Πρόκειται για το χημικό συμβολισμό του στοιχείου του θείου όπως αυτό έχει ορισθεί στον περιοδικό πίνακα.-^ Sulfur. Sa Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας τύπου Sa] Αστμον. Βάση της ταξινόμησης Hubble είναι ένας γαλαξίας που οι κύριοι λεπτοί βραχίονες του είναι συμμετρικοί, ξεκινούν από τον σχετικά χοντρό πυρήνα και τυλίγονται πυκνά κατά μήκος της περιμέτρου. Saalic O r o g e n y [Σααλική ορογένεση] Γεωλ. Ορογενετική κίνηση κατά τον Stille της Κατο'περης Περμίου υποπεριόδου του Παλαιοζωικού αιώνα μεταξύ των βαθμίδων Ωτουνίου και Σαξωνίου, πριν περίπου 280 εκατομ. χρόνια. Sabatierite [Σαβατιερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από σεληνιούχο θάλλιο και χαλκό. Σχηματίζει κυανόφαιους, αδιαφανείς και με μεταλλική λάμψη κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,7. Saber S a w [Φορητό αλυσοπρίονο] Μηχ. Είναι μία συσκευή που μπορεί να μεταφερθεί από το χειριστή της και τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα, η οποία χρησιμοποιείται για την κοπή ξύλινων, μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων. Sabin [Μονάδα ακουστικής απορρόφησης] Ακουστ. Πρόκειται για ένα μέτρο της ικανότητας ενός υλικού να απορροφά τον ήχο. Ο ορισμός της μονάδας αυτής βασίζεται στην απορρόφηση του ήχου εκ μέρους μίας επιφάνειας ενός τετραγωνικού ποδιού ενός απόλυτα ηχοαπορροφητικού υλικού. Saccharic Acid [Σακχαρικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Οπτικά ενεργή ένωση, με χημικό τύπο HOOC-(CHOH) 4 COOH, μοριακό βάρος 210,14 και θερμοκρασία τήξεως 125-126 °C. Είναι λευκή, κρυσταλλική ουσία, δια-

λυτή σε νερό και αιθανόλη και λαμβάνεται συνήθως από οξείδωση ζάχαρης, γλυκόζης ή αμύλου. Saccharide [Σακχαρίτης] Opy. Χημ. Υδατάνθρακας, που μπορεί να είναι μονοσακχαρίτης ή πολυσακχαρίτης. Γενικά, περιλαμβάνει πολυυδροξυ-αλδευδες και κετόνες, αλκοόλες, οξέα, αμίνες, τα απλά παράγωγα τους, καθώς και προϊόντα συμπυκνώσεως αυτών των διαφορετικών ενώσεων. Saccharification [Σακχαροποίηση] Βιοχημ. Όρος που χαρακτηρίζει τις βιοχημικές διεργασίες μετατροπής πολυσακχαρικών ενώσεων όπως το άμυλο ή η δεξτρίνη σε ζάχαρη. Η μετατροπή αυτή συνήθως πραγματοποιείται με ενζυμικές δράσεις διάσπασης του πολυσακχαρίτη. Saccharimeter [Σακχαρόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σακχάρεως μέσα σε μία ουσία βάσει των μεταβολών στην πόλο>σή της. Saccharin [Σακχαρίνη] Ομγ. Χημ. Γνωστή γλυκαντική ουσία, με σχετική γλυκύτητα 55000 ως προς τη σακχαρόζη. Δεν είναι υδατάνθρακας, αλλά ιμίδιο του 2σουλφοβενζοϊκού οξέος, με μοριακό βάρος 183,18 και θερμοκρασία τήξεως 229 °C, όπου διασπάται. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και ακετόνη. Saccharo- [Σακχαρο-] Ομγ. Χημ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ονομασία σακχάρων. Saccharometer [Σακχαρόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σακχάρεως μέσα σε μία ουσία αλλά βασίζεται στις μεταβολές των ειδικών βαρών των προϊόντων ζύμωσής της. Sacrificial A n o d e [Θυσιαζόμενη Ανοδος] Φυσ. Χημ. Το ενεργό μέταλλο που θυσιάζεται ως άνοδος, για την προστασία από τη διάβρωση άλλου μετάλλου. Sacrificial Protection [Προστασία με θυσιαζόμενη άνοδο] Φυσ. Χημ. Τεχνική ελαχιστοποίησης της διάβρωσης ενός μετάλλου, που περιλαμβάνει εισαγωγή πιο ενεργών μετάλλων τα οποία θυσιάζονται σαν άνοδοι. Με τον τρόπο αυτό, η κάθοδος δεν βλάπτεται. Η τεχνική είναι γνωστή και ως καθοδική προστασία. Saddle [Αυχένας βουνού] Γεωλ. Πρόκειται για ένα πέρασμα μεταξύ δύο κορυφών βουνών, με σχετικά ομαλές κλίσεις των εδαφικών του επιφανειών και το γεωμετρικό του σχήμα είναι παρόμοιο με αυτό ενός σαμαριού. Saddle Point [Σαγματοειδές σημείο] Μαθημ..Έστω μια συνάρτηση f, της οποίας το πεδίο ορισμού ορίζεται να είναι το Α. Έστω α σημείο του πεδίου ορισμού με α e

SAE Number

- 1214-

A και άρα το α ανήκει και στην συνάρτηση f. Αν για το σημείο αυτό δεν ορίζονται οι πρώτες μερικές παράγωγοι της f, αλλά το σημείο αυτό είναι είτε τοπικό μέγιστο είτε τοπικό ελάχιστο, είτε ολικό μέγιστο είτε ολικό ελάχιστο, τότε το σημείο αυτό λέγεται σαγματοειδές σημείο της f. S A E N u m b e r [Αριθμός SAE] Τεχνολ. Σύστημα προτυποποίησης λιπαντικών που έχει οριστεί από την Εταιρεία Μηχανικών Αυτοκινήτων. Το σύστημα αυτό κατατάσσει τα λιπαντικά σύμφωνα με το ιξώδες τους, υπό προκαθορισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, καθιστίόντας ευκολότερη την επιλογή του σωστού λιπαντικού για κάθε εφαρμογή. Safe Light [Φως ασφαλείας] Τεχνολ. Ξιδικό φως ενός φωτογραφικού χώρου για να διευκολύνει τη δουλειά του καλλιτέχνη ενώ παράλληλα δεν καταστρέφει τα φιλμ. Safe Load [Ασφαλές φορτίο] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το μέγιστο φορτίο το οποίο μπορεί να φέρει με ασφάλεια μία κατασκευή ή μία εδαφική στρώση. S a f e Yield [Ασφαλής στάθμη] Πολ Μηχ. Καλείται το χαμηλότερο υψομετρικά επίπεδο στο οποίο επιτρέπεται να φθάσει η στάθμη νερού του υδροφόρου ορίζοντα κατόπιν αντλήσεώς του, ώστε να μη δημιουργηθούν άλλα προβλήματα. S a f e t y [Ασφάλεια] Μηχ. Πρόληψη ατυχημάτων στους εργασιακούς χώρους, που επιτυγχάνεται με ιατρική παρακολούθηση και ειδική, συνεχή εκπαίδευση των εργαζομένων, διατήρηση σε διαρκή ετοιμότητα ύλου του προσωπικού, καθώς και έλεγχο του εξοπλισμού. Safety Belt [Ζώνη ασφαλείας] Μηχ. Πρόκειται για κάθε ζώνη η οποία δεμένη σε ακλόνητα και σταθερά σημεία, προστατεύει αυτόν που τη φοράει από πτώσεις, απότομες και βίαιες μετατοπίσεις και άλλα. Safety Bolt [Κλειδαριά ασφαλείας] Μηχ. Είναι ένας μηχανισμός που εξασφαλίζει μία θύρα και επιτρέπει τη διάνοιξη της μόνον από την μία πλευρά. Safety Button [Κουμπί ασφαλείας] Πυρην.Φυσ. Ένα μηχάνημα που εφαρμόζεται στο ρουχισμό προσωπικού, το οποίο έρχεται σε επαφή με ραδιενεργά υλικά. Το μηχάνημα αυτό λειτουργεί ως προειδοποίηση όταν κάποιος έχει δεχτεί ραδιενέργεια πάνω από τα επιτρεπτά μέτρα ασφαλείας. Safety C a n [Δοχείο ασφαλείας] Μηχ. Ένας γενικότερος όρος ο οποίος περιγράφει κάθε δοχείο το οποίο είναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί και μεταφερθεί με ασφάλεια μία ουσία, όπως για παράδειγμα ένα εύφλεκτο υγρό ή άλλα. Safety E n g i n e e r i n g [Μηχανική μέτρων ασφαλείας] Μηχ. Καλείται ο κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη και την εφαρμογή όλων εκείνων των απαραίτητων μέτρων για την αποφυγή των ατυχημάτων και άλλων δυσλειτουργιών σε βιομηχανικές, παραγωγικές μονάδες ή σε μεμονωμένα μηχανήματα. Safety E x p l o s i v e [Εκρηκτικά ασφαλείας] Υλικ. Είναι ένας τύπος εκρηκτικών υλών οι οποίες μπορούν να διαχειριστούν με σχετική άνεση καθώς για την ανάφλεξή τους απαιτούν μία ιδιαίτερα ισχυρή αρχική έκρηξη. Safety F a c t o r [Παράγοντας ασφαλείας] Στατ. Όρος που χρησιμοποιείται στους παραγοντικούς σχεδιασμούς σαν πολλαπλασιαστής διαφόρων τιμών όπως "ακριβή" δειγματικά μεγέθη και προκύπτει στατιστικά.

Safety F a c t o r 2 [Συντελεστής ασφαλείας] Γεν. —> Factor of Safety Safety Film [Ταινία ασφαλείας] Τεχνολ. Ειδικό φιλμ (σχετικά) ανθεκτικό στο φως. Safety Glass [Τζάμι ασφαλείας] Υλικ. Ονομάζεται κάθε γυάλινη επιφάνεια η οποία αποτελείται από επιμέρους στρώσεις οπότε περιέχει και στρώση πλαστικού ή ρητίνης ή φέρει δίκτυο από λεπτές μεταλλικές ράβδους, ώστε σε κάθε περίπτωση εάν σπάσει, να θραυτεί σε σχετικώς μικρά κομμάτια τα οποία δεν θα απομακρυνθούν σε μεγάλη απόσταση αλλά θα παραμείνουν ενωμένα μεταξύ τους. Safety H o o k [Αγκιστρο ασφαλείας] Μηχ. Πρόκειται για μία αρπάγη εξοπλισμένη με ένα κατάλληλο είδος σύρτη ώστε να μην μπορεί να γλιστρήσει το φορτίο που ανυψώνει. Safety L a m p [Λάμπα ασφαλείας] Εξορρ.Μηχ. Χαρακτηρίζεται συνήθως η λάμπα που φέρει μαζί του ένας ανθρακωρύχος και μπορεί να χρησιμοποιήσει με ασφάλεια ακόμη και σε χώρους όπου η ατμόσφαιρα περιέχει υψηλές ποσότητες εύφλεκτων αερίων. Safety L a n e s [Ασφαλής διαδρομές πλοήγησης] Πλοηγ. Καλείται κάθε πορεία που έχει προκαθορισθεί σε περιοχές στρατιωτικών ασκήσεων ώστε να μπορούν να διέλθουν με ασφάλεια τα διάφορα σκάφη ή υποβρύχια. Safety Level Of S u p p l y [Απόθεμα ασφαλείας] Βιομ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι ποσότητες των υλικών που υπάρχουν στις αποθήκες μίας βιομηχανικής παραγωγικής μονάδας για την περίπτωση έλλειψης τροφοδοσίας της για διάφορους λόγους, ώστε να μη διακοπεί η λειτουργία της αλυσίδας παραγωγής της. Safety M a t c h [Σπίρτα ασφαλείας] Μηχ. Ονομάζεται ο τύπος των σπίρτων τα οποία αναφλέγονται μόνο με την τριβή επί της συγκεκριμένης επιφάνειας που υπάρχει επάνω στο κουτί τους. Safety M o d e [Κατάσταση ασφαλείας] Τεχνολ. Η περίπτωση στο λειτουργικό σύστημα των Windows 98 που μετά από ανώμαλο τερματισμό που συνδυάζεται με μερική (πιθανή) βλάβη δεν έχουν σωθεί τα απαραίτητα δεδομένα και το σύστημα καθοδηγείται από το χρήστη στην αρχή. Safety P a p e r [Χαρτί ασφαλείας] Γμαφισ. Ονομάζεται η ποιότητα του χαρτιού η οποία χρησιμοποιείται για τα χαρτονομίσματα, τις επιταγές, τις μετοχές, τα συμβόλαια και για άλλα έγγραφα υψίστης σημασίας καθώς είναι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η παραχάραξη ή η αντιγραφή του. Safety Plan [Σχέδιο ασφαλείας] Τεχνολ.. Σχέδιο που εφαρμόζεται σε καταστάσεις εκτάκτων αναγκών πχ πτώση ρεύματος, ανεπάρκεια υλικού, απώλεια ανθρώπ ο υ κλειδιών στη συνολική λειτουργία κτλ. Safety P l u g [Πώμα ασφαλείας] Τεχνολ. Πώμα που χρησιμοποιείται σε διεργασίες υψηλών πιέσεων και είναι κατασκευασμένο από υλικό που τήκεται σε επιθυμητή θερμοκρασία (συνήθως στο όριο αντοχής σε πίεση του υλικού κατασκευής της εγκατάστασης). Με την τήξη του πώματος επέρχεται εκτόνο)ση της πίεσης παρεμποδίζοντας την υπερβολική αύξηση της που θα προκαλούσε έκρηξη. Safety Rod [Ράβδος ασφαλείας| Πυρ. Φυσ. Μια ράβδος ελέγχου κατασκευασμένη συνήθως από κάδμιο, που οι πυρήνες τους απορροφούν νετρόνια. Αναρτημένη πάνω από τον πυρήνα ενός πυρηνικού αντιδραστήρα, η ράβδος χρησιμοποιείται για το άμεσο κλείσιμο του συ-

- 1215σχήματος αν η στάθμη ισχύος υπερβεί ένα προκαθορισμένο επίπεδο. Safety Service 1 [Υπηρεσία ασφαλείας] Επικοιν. Ονομάζεται κάθε υπηρεσία που παρέχεται από τα διάφορα τηλεπικοινωνιακά συστήματα για τις περιπτώσεις των εκτάκτων αναγκών, ώστε η χρήση τους να βοηθήσει αποτελεσματικά στη διάσωση ανθρώπων και περιουσιών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Safety Service 2 [Υπηρεσία ασφαλείας] Τεχνολ. Υπηρεσίες που προστατεύουν κάποιο επιχειρησιακό τομέα και μπορούν να συνδυαστούν με υπηρεσίες αποκατάστάσης βλαβών ή προστατεύουν κάποιο επιχειρησιακό περιβάλλον, Safety S h o e [Υπόδημα ασφαλείας] Μηχ. Ονομάζεται κάθε ιδιαίτερα ενισχυμένο παπούτσι το οποίο χρήσιμοποιούν οι εργάτες σε ειδικά τεχνικά έργα ή σε χώρους με κίνδυνο εκδήλωσης εκρήξεων. Safety V a l v e [Βαλβίδα ασφαλείας] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία βαλβίδα αυτόματης λειτουργίας η οποία επιτρέπει την έξοδο του ατμού από ένα βραστήρα όταν η πίεσή του στο εσωτερικό του έχει υπερβεί μία δεδομένη τιμή. S a f l l o r i t e [Σαφλορίτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής ορθορομβικής δομής, αδιαφανής, γκρίζου χρώματος με MB 208 και χημικό τύπο (Co,Fe)As 2 . Συνήθως ο λόγος κοβαλτίου προς σίδηρο είναι 3/1, ο λόγος των αξόνων a: b: c = 0.87: 1: 0.50 και το μέσο ειδικό βάρος 7.2. Αποτελεί ένα ορυκτό που συναντάται συχνά και κυρίως στον Καναδά, στη Τσεχία και στη Γερμανία. S a g [Μετάπτωση] Γεωλ. Καλείται η περιορισμένη μετατόπιση ή βύθιση προς τα κατάντη των διαρραγέντων στρα>μάτων, η οποία εμφανίζεται στις ζώνες των κανονικών ρηγμάτων. S a g e n i t e [Σαγκενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής τετραγωνικής δομής, διάφανο, ημιδιάφανο ή και αδιαφανής, ερυθρού, καφέ ή γαλάζιου χρώματος, με MB 80 και χημικό τύπο Ti0 2 , Εμφανίζει σύνθετη δικτυωτή δομή με λόγο αξόνων a: c = 1: 0.64 και ειδικό βάρος 4.2-4.3. Εμφανίζεται κυρίως σε ορισμένες περιοχές της Ελβετίας. S a g g a r [Φούρνος κεραμικής] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας ειδικός κλίβανος ο οποίος χρησιμοποιείται για την κατασκευή των διαφόρων κεραμικών αντικειμένων. S a g g i n g [Καθίζηση] Γεωλ. Η βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους, κατά ομοιόμορφο τρόπο σε όλη του την έκταση ή με αισθητές διαφορές μεταξύ θέσεων (διαφορική καθίζηση), λόγω κατακόρυφων μετακινήσεων εδαφικών μαζών που οφείλονται σε εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια όπως απώλεια πλευρικής στήριξης ή στήριξης στη βάση, σε συμπύκνωση ή συμπίεση εδαφικής αάζας, σε εσωτερική διάβρωση κ.λ.π. Sagitta [Απόσταση τόξου και χορδής] Μαθημ.. Έστω ένας κύκλος με κέντρο το σημείο Ο (α, β) και ακτίνα R. II απόσταση του ενδιάμεσου σημείου ενός τόξου του κύκλου από το ενδιάμεσο σημείο της χορδής του τόξου αυτού, είναι η απόσταση που έχει το τόξο απύ τη χορδή. Sagitta 2 [Αστερισμός Σαγκίτα] Αστρον. Αστερισμός τού γαλαξία μας που λέγεται και Βέλος (Arrow). Sagittarius [Αστερισμός Τοξότη] Αστρον. Αστρικός σχηματισμός με άστρα και νεφελώματα στα νότια του γαλαξία μας που συμμετέχει και στο ζωδιακό κύκλο. Sagittarius Α [Αστρο Τοξότη Α] Αστρον. 1. Νεφέλωμα με ραδιοπηγή και σπειροειδείς βραχίονες στον αστέρι-

Saint V c n a n t ' s ...

σμό του Τοξότη. Οι απόψεις διίστανται αφού το παρουσιάζουν σαν οδηγούμενο σε μαύρη τρύπα κάτι που απορρίπτεται με μια αλλαγή κέντρου του σχηματισμού. 2. Η ισχυρότερη πηγή κοσμικών ραδιοκυμάτων, που βρίσκεται στη διεύθυνση του αστερισμού του Τοξότη. Ανακαλύφθηκε το 1932, και αναγνωρίστηκε ως ο πυρήνας του Γαλαξία Μίλι Γουέι (Milky Way), Sagittarius A r m [Βραχίονας του Τοξότη] Αστρον. Ο ένας από τους πολλούς ομόκεντρους βραχίονες (δακτυλίους) του γαλαξία μας. Sagittarius Β 2 [Αστρο Τοξότη Β2] Αστρον. Γιγαντιαίο μοριακό νέφος του αστερισμού του Τοξύτη όπου συναντιούνται πολλά γνωστά μόρια. S a g o [Σάγο] Τεχνολ. Εδώδιμο υλικό ανακτώμενο από φοινικόδεντρα και αποτελούμενο κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του από μακρομοριακούς υδατάνθρακες, όπως είναι το άμυλο. Με ειδική κατεργασία μετατρέπεται σε μορφή αλεύρου που το καθιστά αξιοποιήσιμο στην παραγωγή σούπας, πουτίγκας αλλά και άλλων μη διατροφικών εφαρμογών όπως είναι η χρήση στο κολλάρισμα υφασμάτο^ν, στις κλωστοϋφαντουργίες, S a h a ' s E q u a t i o n [II εξίσωση του Σάχα] Φυσ. Πρόκειται για μια εξίσωση η οποία επιτρέπει να υπολογιστεί ο ιονισμός ενός μονατομικού αερίου σε αναλογία με την θερμοκρασία και την πίεση του αερίου, το δυναμικό ιονισμού, και μάζα ηρεμίας του ιόντος, του ηλεκτρονίου και του ατόμου. Sahlinite [Σαχλινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής ημιδιαφανής, κίτρινου χρώματος. με MB 3644 και χημικό τύπο P b ^ A s O ^ O ^ C U . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.57: 1: 0.51, συναντάται σε διάφορες περιοχές της Σουηδίας, ενώ η ονομασία του προέρχεται από τον Σουηδό επιστήμονα Sahlin. Sail Plan [Σχέδιο ιστίων] Ναυπηγ. Είναι το σχέδιο υπό κλίμακα και συνήθως σε πλάγια όψη το οποίο παριστάνει τη γεωμετρική διάταξη αλλά και όλες τις άλλες απαραίτητες πληροφορίες που απαιτούνται για την πλήρη περιγραφή των ιστίων ενός σκάφους. Sailboat [Ιστιοφόρο σκάφος] Ναυπηγ. Πρόκειται για κάθε πλεούμενο το οποίο ως κύρια προωθητική δύναμη χρησιμοποιεί την αιολική ενέργεια. Παλαιότερα όλα τα σκάφη ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, αλλά αντίθετα στην σημερινή εποχή με τη χρήση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, τέτοια παραμένουν μόνο ορισμένα σκάφη αναψυχής ή κάποιες κατηγορίες αγωνιστικών. Sailcloth [Καραβόπανο] Υφαντ. Είναι ένα ύφασμα κατασκευασμένο από χοντρό νήμα καννάβεως ή λίνου, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή των ιστίων των πλοίων. Sailing [Ναυσιπλοΐα] Πλοηγ. Είναι η διαδικασία της καθοδήγησης ενός πλεούμενου σκάφους διαμέσου μίας θαλάσσιας οδού από κάποιο συγκεκριμένο χώρο σε ένα άλλο σημείο. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και κάθε μέθοδος εκ των προτέρων προσδιορισμού της πορείας ενός πλοίου επί χάρτου, Saint Venant's Compatibility E q u a t i o n s [Εξισώσεις συμβατότητας Saint Vcnant] Μηχ. 6 εξισώσεις που θεωρούνται αναγκαίες συνθήκες για την ύπαρξη μοναδικής λύσης των μη γραμμικών διαφορικών εξισώσεων που δίνουν την κίνηση στερεού σώματος από τη Οεωρία ελαστικότητας ώστε να υπάρχει η συνάρτηση μεταβολής στην κατάσταση παραμόρφωσης να είναι ένα προς ένα.

Saint Venant's Principle

- 1216-

Saint Venant's Principle [Αρχή Saint Venant] Μηχ. Αρχή της θεωρίας ελαστικών τάσεων που διευκολύνει τη λύση Β VP προβλημάτων: Αν 2 κατανομές φορτίου σε ένα τμήμα μιας επιφάνειας είναι ισοδύναμες τότε σε οποιοδήποτε άλλο τμήμα ασκούν την ίδια επίδραση. Saint Venant's P r o b l e m [Πρόβλημα St Venant] Μηχ. Πρόβλημα στρέψης μιας πρισματικής ράβδου που χρησιμοποιεί και την ομώνυμη συνάρτηση συστροφής του St Venant και επιλύεται μέσα από ένα πρόβλημα συνοριακών τιμών τύπου Von Neumann. Saint E l m o ' s Fire [Η φωτιά του Σαν-Ελμο] Ηλεκ. Πρόκειται για τη λάμψη που ακολουθεί μια στατική ηλεκτρική εκκένωση από κάποια σύννεφα. Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια καταιγίδας με αστραπές ή σε περιπτώσει που είναι παρόντα ηλεκτρικά φορτισμένα σύννεφα, και γίνεται ορατή μόνο σε συνθήκες απόλυτου σκότους. Sal [Αλας] Επιστ.Τεχν. Πρόκειται για το λατινικό όρο του άλατος ο οποίος χρησιμοποιείται ακόμη στις επιστήμες της χημείας και της φαρμακευτικής. Sal S o d a [Ενυδρο Ανθρακικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και σόδα. Έχει χημικό τύπο x Na 2 C03 10H 2 0. Sodium Carbonate Decahydrate S a l a m m o n i a c [Χλωριούχο Αμμώνιο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο NH4C1, μοριακό βάρος 53,49, σημείο τήξεως 340"C και σημείο ζέσεως 520 °C. Είναι διαλυτό σε νερό, αιαθνόλη, ακετόνη και υγρή αμμωνία. Saleeite [Σαλεϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς ψευδοτετραγωνικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, κίτρινου ή πράσινου χρώματος με MB 934 και χημικό τύπο Mg(U0 2 )(P0 4 ) 2 .10(H 2 0). Εμφανίζεται κυρίως στη ένυδρη του μορφή, έχει λόγο αξόνων a: c = 1: 2.83 Kat συναντάται στην Ν.Αμερική και ειδικότερα στη Χιλή. Salesite [Σαλεσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής, πράσινου χρώματος, με MB 255 και χημικό τύπο Cu(I0 3 )(0H). Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 1.61: 1: 0.71, το ειδικό του βάρος 4.77 και συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Χιλής. Salic [Σαλικός] Γεωλ. Γενικός όρος, προερχόμενος από τα Silica (Πυρίτιο) και Aluminum (Αργίλιο) για το χαρακτηρισμό των πυριγενών πετρωμάτων (π.χ. αστρίους, χαλαζία) με κύρια συστατικά ορυκτά πλούσια σ' αυτά τα στοιχεία. Salicylaldehyde [Σαλικυλαλδεΰδη] Οργ. Χημ. Είναι η 2-υδροξυ-βενζαλδευδη, που έχει χημικό τύπο 2-ΗΟC 6 H 4 CIiO, μοριακό βάρος 122,12, θερμοκρασία ζέσεως 197 "C και θερμοκρασία πήξεως -7°C. Διαλύεται σε αιθανόλη, ακετόνη, αιθέρα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωματικών ουσιών και χημικών ενώσεων. Salicylamide [Σαλικυλαμίδιο] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το 2-υδροξυ-βενζαμίδιο, που έχει χημικό τύπο 2-ΗΟC 6 H 4 CONH 2 , μοριακό βάρος 137,14, σημείο ζέσεως 181,5 "C και σημείο τήξεως 142 °C. Είναι κίτρινη, κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στην αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην ιατρική. Salicylate [Σαλικυλικός] Ομγ. Χημ. Αναφέρεται σε άλατα και εστέρες του σαλικυλικού οξέος. Salicylic Acid [Σαλικυλικό Οξύ] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και ιτεϋλικό ή σπειραϊκό οξύ. Πρόκειται για το 2υδροξυ-βενζοϊκό οξύ, με χημικό τύπο 2-ΗΟCfiliiCOOH, μοριακό βάρος 138,12, σημείο τήξεως

159°C και σημείο ζέσεως 211 "C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, ακετόνη και αιθέρα, της οποίας παράγωγα χρησιμοποιούνται ως φάρμακα. Κυριότερο παράγωγο είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, γνωστό ως ασπιρίνη. Salient Pole [Προεξέχων μαγνήτης] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για μια δομή μαγνήτη, που συνήθως χρησιμοποιείται ως ρότορας (εναλλάκτης περιστρεφόμενου πεδίου) για την προστασία των πηνίων, καθώς τα πηνία τοποθετούνται πάνω στους μαγνήτες. Saliferous Stratum [Αλατοφόρο στρώμα] Γεωλ. Παχύ στρώμα πετρώματος, συνήθως μεγάλης έκτασης και συχνά ως τμήμα ακολουθίας επάλληλων στρωμάτων, που παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε ορυκτό άλας. Salimeter [Αλατόμετρο] Μηχ. - » Salinometer Salina [Αλατωρυχείο] Γεωλ. Καλείται το ορυχείο από το οποίο εξάγεται το μαγειρικό άλας, το οποίο βρίσκεται σε εκτεταμένα και παχέα στρώματα εντός της Γης. Πα την εξόρυξή του διανοίγονται στοές ενώ στην συνέχεια καθαρίζεται με την χρήση νερού. Με τον ίδιο ύρο στην αγγλική προσδιορίζεται και κάθε λίμνη της οποίας το νερό παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα. Saline [Αλατούχος] Γεν. Όρος που υποδηλώνει σχέση με το κοινό άλας ή άλλο ορυκτό άλας με ανάλογα χαρακτηριστικά. Saline Current [Ρεύμα αλμυρότητας] Ωκεαν. Θαλάσσιο ρεύμα, με μετακίνηση το:>ν βαρύτερων μαζών του θαλάσσιου ύδατος προς βαθύτερα στρώματα, που σχηματίζεται από διαφορές στη πυκνότητα των επί μέρους υδάτινων περιοχών λόγω μεταβολών της αλμυρότητας του υπό την επίδραση διαφόρων παραγόντων (θερμοκρασία, εισροή γλυκών υδάτων κ.λ.π.). Salinity 1 [Αλατότητα] Χημ. Η κατά βάρος περιεκτικότητα ενός διαλύματος σε διαλυμένα άλατα. Salinity 2 [Αλατότητα] Ωκεαν. Η περιεκτικότητα των θαλασσίων υδάτων σε διαλυμένα συστατικά (με κυριότερο το χλωριούχο νάτριο), που συνήθως λαμβάνεται ως η ποσότητα αυτών σε χίλια μέρη θαλάσσιου ύδατος. Είναι ένα μέγεθος που καθορίζει την ολική μάζα των διαλυμένων αλάτων. Salinization [Αλάτωση] Γεωλ. Η διεργασία μετατροπής μη αλμυρού χέρσου εδάφους σε αλμυρό λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης αλάτων κατά την έντονη εξάτμιση υδάτων με υψηλό βαθμό αλμυρότητας. Salinometer [Αλατόμετρο] Μηχ. Ονομάζεται μία διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για να μετράει την ποσοστιαία αναλογία του άλατος σε ένα χημικό διάλυμα. Saliut Space Station [Διαστημικός σταθμός Σαλιούτ] Αεμομηχ. Σειρά από διάσημους σοβιετικούς διαστημικούς σταθμούς (1971) όπου έγιναν πολλά πειράματα και παρατηρήσεις. Salline-Alkali Soil [Αλατοαλκαλιούχο έδαφος] Γεωλ. Έδαφος με υψηλή περιεκτικότητα σε σόδα (μεγαλύτερη από 15%) και διαλυμένα άλατα (π.χ. χλωρίδια, σουλφίδια) που σχηματίζει επιφανειακή λευκόχρωμη ή φαιή επίστρωση και δεν ευνοεί την ανάπτυξη των φυτών. Salt 1 [Αλας] Υλικ. Αναφέρεται στο κοινό μαγειρικό αλάτι, NaCI, που είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, άοσμη, με χαρακτηριστική αλμυρή γεύση. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, τήκεται στους 804 °C και ζέει στους 1413 UC. —> Sodium Chloride Salt 2 [Αλας] Χημ. Ορίζεται μια χημική ένωση που λαμ-

- 1217 -

βάνεται από αντίδραση εξουδετέρωσης μεταξύ οξέος και βάσης. Διίσταται σε ιόντα, διαφορετικά από υδρογονοκατιόντα ή υδροξύλια. Salt-And-Pepper S a n d [Αμμος αλατιού και πιπεριού] Γεωλ. Χαρακτηρισμός για άμμο αποτελούμενη από συνοθύλευμα ανοιχτού και σκοτεινού χρώματος κόκκων. Salt Bridge [Γέφυρα Αλατος] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται και ηλεκτρολυτικός σύνδεσμος. Πρόκειται για πυκνό διάλυμα χλωριούχου καλίου ή νιτρικού καλίου ή νιτρικού αμμωνίου, που χρησιμοποιείται για την ηλεκτρική σύνδεση δύο ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων σε ένα στοιχείο. Κατά το συμβολισμό του στοιχείου, παριστάνεται με διπλή κάθετη γραμμή. Salt C a k e [Κρούστα Αλατος] Χημ. Μηχ. Το μίγμα υδροχλωρικού οξέος και θειικού νατρίου, που σχηματίζεται κατά τη βιομηχανική παραγωγή υδροχλωρικού οξέος, με επίδραση θειικού οξέος σε χλωριούχο νάτριο, σε ειδικό φούρνο στους 500 °C. Salt G a r d e n [Εγκατάσταση αφαλάτωσης] Τεχνολ. Εγκαταστάσεις επεξεργασίας θαλασσινού νερού με σκοπό την παραγωγή τόσο πόσιμου νερού όσο και μαγειρικού άλατος. Η ακολουθούμενη διεργασία είναι η αποθήκευση του θαλασσινού νερού σε μεγάλες δεξαμενές και η εν συνεχεία εξάτμιση του συνήθως με χρήση ηλιακής ενέργειας ως πηγή θέρμανσης. Τα προϊόντα της εξάτμισης, νερό και αλάτι, στη συνέχεια υφίστανται περαιτέρω καθαρισμό. Salt Grainer [Συσκευή Κοκκοποίησης Αλατος] Μηχ. Κατά τον καθαρισμό του ορυκτού άλατος ή της άλμης των αλυκών, το τελικό διάλυμα, που περιέχει χλο^ριούχο νάτριο και θειικό αμμώνιο, περνά από τη συσκευή κρυστάλλωσης, όπου κρυσταλλώνεται μόνο το χλωριούχο νάτριο, λόγω μικρότερης διαλυτότητάς του. Salt L a k e [Αλμυρή λίμνη] Υδμολ. Ονομάζεται κάθε λίμνη, απομονωμένη από τη θάλασσα, όπου το νερό της περιέχει πολύ υψηλή περιεκτικότητα αδιάλυτων αλάτων. Salt M i n e [Αλατωρυχείο] Μεταλλ,Μηχ. Πρόκειται για το χώρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους από όπου εξάγεται το αλάτι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και αλλού. Salt Water [Αλμυρό νερό] Υδμολ. Καλείται το νερό το οποίο περιέχει υψηλή ποσότητα αλάτων, όπως το θαλασσινό και άρα είναι ακατάλληλο προς κατανάλωση από τον άνθρωπο και από άλλους ζωντανούς οργανισμούς. Salt W a t e r Well [Φρέαρ αλμυρού νερού] Πετμελαιομηχ. Είναι το πηγάδι από το οποίο όταν εξαντληθεί η εξόρυξη του αργού πετρελαίου αρχίζει να αναβλύζει αλμυρό νερό. Saltbox [Είδος οικίας] Αμχ. Πρόκειται για ένα τύπο κατοικίας, του οποίου ο βασικός φέρων οργανισμός αποτελείται από ξύλινα πλαίσια, έχει μεγάλη επικλινή στέγη και ειδικότερα η κλίση της από την πίσω πλευρά είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μπροστινή. Saltern [Εργοστάσιο άλατος] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι εγκαταστάσεις όπου παράγεται το μαγειρικό άλας για να διατεθεί έπειτα στο εμπόριο. Salting [ΓΙάστωμα] Τεχν. Τμοφ. Από τις παραδοσιακότερες τεχνικές συντήρησης τροφίμων για μεγάλα χρονικά διαστήματα που χρησιμοποιείται και σήμερα και βρίσκει κυρίως εφαρμογή σε προϊόντα κρέατος και θαλάσσης. Βασίζεται στην προσθήκη μεγάλων ποσοτήτων μαγειρικού άλατος στο υπό συντήρηση τρόφιμο.

Sample

Η επιθυμητή συντήρηση του τροφίμου επιτυγχάνεται μέσω μεταβολής της ενεργότητας του περιεχομένου στο τρόφιμο νερού λόγω της προσθήκης του άλατος. Saltpeter [Νιτρικό Κάλιο] Ανόμγ. Χημ. Κοινή ονομασία του νιτρικού καλίου, ΚΝΟ3. Salvage [Διάσωση] Ναυπηγ. Καλείται η όλη επιχείρηση που πραγματοποιεί ένα πλεούμενο σκάφος προκειμένου να προβεί στη διάσωση ενός άλλου σκάφους ή κάποιων ατόμων που κινδυνεύουν στην θάλασσα. Salvage Value [Αξία εκποίησης] Μηχ. Προσδιορίζεται ως η αξία που έχει ένα υλικό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι ύστερα από την αρχική βασική του χρήση. Salvage Vessel [Σκάφος διάσωσης] Ναυπιιγ. Είναι κάθε πλεούμενο σκάφος το οποίο έχει μελετηθεί και κατασκευασθεί κατάλληλα ώστε να συμμετέχει σε επιχειρήσεις διάσωσης, διαθέτοντας και όλον τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό για τον σκοπό αυτό. Salvarsan [Σαλαβαρσάνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που συνήθως συναντάται στην ένυδρη της μορφή, γνωστή και ως αρσφαιναμίνη, στερεής φάσης, με σ.τ. 185° C, MB 439 και εμπειρικό τύπο C, 2 H 14 As 2 Cl 2 N202.2H 2 0. Η σημαντικότερη της εφαρμογή στις αρχές του αιώνα ήταν ως φάρμακο κατά της σύφιλης, αργότερα όμως αντικαταστάθηκε απύ την πενικιλίνη που αποτελεί ένα πιο ήπιας μορφής φάρμακο με λιγότερες παρενέργειες. Samaria [Σαμαρία] Ανόμγ. Χημ. Ονομάζεται το οξείδιο του σαμαρίου, Sm 2 03. Samarium Oxide S a m a r i u m [Σαμάριο] Ανόμγ. Χημ. Χημικό στοιχείο που ανήκει στις λανθανίδες. Συμβολίζεται με Sm, έχει ατομικό αριθμό 62, ατομικό βάρος 150,36, θερμοκρασία τήξεως 1077 °C και θερμοκρασία ζέσεως 1791 °C. Είναι λευκό κρυσταλλικό υλικό, διαλυτό σε οξέα. S a m a r i u m Chloride [Χλωριούχο Σαμάριο] Ανόμγ. Χημ. Υγροσκοπική, κίτρινη κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο SmCl 3 , μοριακό βάρος 256,72 και θερμοκρασία τήξεως 678±1 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και πυριδίνη και διασπάται με θέρμανση. S a m a r i u m - C o b a l t M a g n e t [Μαγνήτης ΣαμάριουΚοβαλτίου]. Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για μόνιμο μαγνήτη που κατασκευάζεται από κράμα κοβαλτίου και σαμάριου. Ανήκει στους μαγνήτες των Σπάνιων Γαιών και τα στοιχεία κοβάλτιο και σαμάριο ανήκουν στην ομάδα στοιχείων των Αανθανίδων.Οι μαγνήτες Σαμάριου-Κοβάλτιου είναι διαθέσιμοι σε διάφορα μεγέθη και καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα ιδιοτήτων και εφαρμογών. Ο μαγνήτης σαμάριου-κοβάλτιου είναι πολύ εύθραυστος, ενώ απομαγνητίζεται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. S a m a r i u m Oxide [Οξείδιο του Σαμαρίου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Sm 2 0.i και το μοριακό βάρος 348,72. Είναι λευκοκίτρινη στερεή ουσία, πολύ διαλυτή σε οξέα, αλλά αδιάλυτη στο νερό. Χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης στην παραγωγή αιθανόλης. Samarskite [Σαμαρσκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανής, μαύρου ή καφέ χρώματος, με MB 300 και χημικό τύπο (Y,Fc,U)(Nb, Ta) 5 0 4 . Εμφανίζει ραδιενεργό δραστικότητα λόγω της παρουσίας στη δομή του ουρανίου. Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.38: 1: 0.36 και συναντάται κυρίως σε περιοχές της Ρωσίας. Sample [Δείγμα] Στατ. Ορίζεται ένα μικρό τμήμα που θεωρείται αντιπροσωπευτικό, και λαμβάνεται με σκοπό να μελετηθεί ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για

Sample A n d Hold Circuit

-1218-

τις ιδιότητες του συνόλου. Το δείγμα αυτό είναι μέρος ενός συνόλου του οποίου ορισμένα στοιχεία του λαμβάνονται ενδεικτικά και συνήθως μεμονωμένα. Sample And Hold Circuit [Κύκλωμα μέτρα και σταμάτα] Τεχνολ. Κύκλωμα που χρησιμοποιεί ένα υπολογιστή και 2 μονάδες μετατροπής σήματος από ψηφιακό σε αναλογικό και αντίστροφα που παίρνουν ένα αναλογικό σήμα και το μετατρέπουν σε ένα άλλο σταθερό. Sample Correlation Coefficient [Συντελεστής συσχέτισης του δείγματος] Στατ. Συντελεστής συσχέτισης ενός διακριτού συστήματος 2 μεταβλητών. Sample Design [Σχεδιασμός δείγματος] Στατ. Καθορισμός μιας ή περισσότερων μεθοδολογιών λήψης δειγμάτων από έναν πληθυσμό. Sample M e a n s [Μέσοι δείγματος] Στατ. Οι μέσοι των στατιστικών υποδειγμάτων (του στατιστικού σχεδιασμού) που ελέγχονται για το αν ανήκουν στον ίδιο πληθυσμό. Sample Path [Δειγματικό 'μονοπάτι'] Μαθημ. Έστω μια στοχαστική διαδικασία, η οποία είναι της μορφής: {Χ, (ω)}, η οποία ορίζεται για κάθε ω κατά την πάροδο του χρόνου ι, ο οποίος ανήκει στην ευθεία των πραγματικών αριθμών, t e R. Η συνάρτηση, η οποία ορίζεται από το εύρος των σημείων της στοχαστικής διαδικασία λέγεται δειγματικό ' μονοπάτι*. Sample Procedure [Διαδικασία δειγματοληψίας] Στατ. Υπάρχουν πολλές υπολογιστικές διαδικασίες επιλογής ειδικά για αριθμημένους πληθυσμούς. Επιστημονικά χρησιμοποιείται πολύ συχνά δειγματοληψία που ακολουθεί τη μέθοδο Monte Carlo. Sample Size [Μέγεθος δείγματος] Στατ. Το μέγεθος αυτό βασικά είναι συνάρτηση του μεγέθους πληθυσμού και των κατηγοριών που θέλουμε να καλύψουμε και φυσικά του κόστους δειγματοληψίας. Sample Space [Χώρος δείγματος] Στατ. Μαθηματικά ο χώρος του δείγματος δεν μας υποχρεώνει κανένας να είναι διακριτός αλλά μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (μαθηματικός) χώρος (Space) με την σύγχρονη έννοια. Sample Survey [Θεώρηση βάσει δείγματος] Στατ. Αφού καθορίσουμε με ακρίβεια το πρόβλημα, διατυπωθούν υποθέσεις, συλλεχθούν παλιά στοιχεία και οριστεί το μέγεθος του δείγματος απομένει η ανάλυση δεδομένων. Πολλές φορές υποχρεωνόμαστε να δουλεύουμε υποθέτοντας αποκλίσεις από κανονικό μοντέλο πχ εκθετικό, Γάμα, διωνυμική κτλ ή με τη μέθοδο Monte Carlo. Sample Test [Τεστ δείγματος] Στατ. Ειδικά τεστ που ελέγχουν όχι πολύ συνηθισμένα μεγέθη όπως το τεστ διαμέσου, τεστ εναλλαγών (Run Test), τεστ αθροίσματος βαθμίδων Rank Sum Test) κτλ που ελέγχουν δειγματοληψία από την ίδια κατανομή και συνήθως έχουν δικούς τους πίνακες. Sampled Data [Δεδομένα δειγματοληψίας] Στατ. Δεδομένα που συλλέγονται με προσχεδιασμένο τρόπο για να εκτιμηθεί η κατανομή τους. Η τεχνολογία κατασκευάζει ειδικά συστήματα (Sample Data Systems) για συλλογή και περαιτέρω επεξεργασία. Sampled Data Feedback System [Σύστημα ανάδρασης δεδομένων δειγματοληψίας] Τεχνολ. Σύστημα που κάνει δειγματοληψία στα δεδομένα που έχει σαν έξοδο ένα σύστημα και αφού τα μοντελοποιήσει, τα επαναχρησιμοποιεί σαν νέα είσοδο. Sampled Signal [Σήμα λήψης δειγμάτων] Τεχνολ. Σήμα που υπόκειται σε δειγματοληψία άρα μεταβάλλεται σε διακριτό σύστημα.

Sampled System Reconstruction [Ανακατασκευή συστήματος δειγματοληψίας] Τεχνολ. Όταν λαμβάνονται δείγματα πρέπει να υπολογίζουμε την πιθαμή είσοδο ψηλότερων συχνοτήτων (ανύπαρκτων στην αρχή) στην φάση της ανακατασκευής που συνήθως οδηγεί σε σημαντικές διαταραχές σε μελλοντικά στάδια. Sampleite [Σαμπ)^:ϊτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο και φωσφορικό χαλκό, νάτριο και ασβέστιο. Σχηματίζει κυανούς ή κυανοπράσινους και με μαργαρώδη λάμψη κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 3,2. Sampler 1 [Δειγματολήπτης] Μηχ. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος περιγράφει κάθε συσκευή που χρησιμοποιείται για τη συλλογή μικρών αντιπροσωπευτικών ποσοτήτων, δηλαδή των δοκιμίων, από τα ανάλογα υλικά προκειμένου να υποβληθούν στις διάφορες αναλύσεις. Sampler 2 [Δειγματολήπτης] Τεχνολ. Μηχανισμός που εκτελεί τη δειγματοληψία βάση του προαποφασισμένου σχεδίου που χρησιμοποιεί σαν είσοδο. Sampling 1 [Δειγματοληψία] Στατ. Συλλογή δεδομένων με διακριτό ή τυχαίο τρόπο σε εφαρμοσμένο ή και θεωρητικό επίπεδο με χρήση στατιστικών διαδικασιών σε κάθε βήμα. Sampling 2 [Δειγματοληψία] Τεχνολ. 1. Επειδή η επεξεργασία της εξόδου ενός συστήματος μας είναι μη μετρήσιμη, ενώ μπορούμε να μετρήσουμε σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, το δείγμα μας είναι οι μετρήσεις των στιγμών αυτών. 2. Το να παίρνουμε σημεία επί της οθόνης για να προσδιοριστεί η θέση ενός αντικειμένου. Sampling 3 [Δειγματοληψία] Χημ. Μηχ. Είναι η διαδικασία κατά την or-oia, από μια παρτίδα προϊόντων ή υλικών, λαμβάνεται ένα τυχαίο δείγμα, με σκοπό να εξετασθεί και να γίνει έλεγχος ποιότητας. Sampling Distribution [Κατανομή δείγματος] Στατ. II πιθανοθεωρητική κατανομή που ακολουθεί το δείγμα. Sampling Error [Λάθος δειγματοληψίας] Στατ. Πρόβλημα δυσλειτουργίας ή κακής συλλογής άχρηστων δεδομένων. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το Standard Error ενός στατιστικού μεγέθους που προκύπτει από το δείγμα. Sampling Frequency [Συχνότητα δειγματοληψίας] Τεχνολ. Ο ρυθμός λήψης δειγμάτων. Sampling Gate [Πύλη δειγματοληψίας] Ηλεκτμον. Πρόκειται για ένα κύκλωμα που παράγει σήμα εξόδου μόνο όταν το κύκλωμα έχει ενεργοποιηθεί από ένα παλμό που προηγείται και δρα ο)ς εναρκτήριος. Sampling Interval [Διάστημα δειγματοληψίας] Στατ. Ένα διάστημα της πραγματικής ευθείας απ' όπου μπορούν να ληφθούν (αξιόπιστα) δείγματα. Sampling Model [Μοντέλο δειγματοληψίας] Στατ. 1. Πρότυπο συλλογής δειγμάτων που συνήθως (μετά τις πρώτες μετρήσεις) εξυπηρετούν μέτρηση ενός μόνο μεγέθους. 2. Το μοντέλο είναι αυτό που ακολουθεί το δείγμα που φυσικά δεν υποχρεα')νεται να ακολουθεί αυτό των σχεδιαστών του. Sampling Period [Περίοδος δειγματοληψίας] Τεχνολ. Η περίοδος της συνάρτησης δειγματοληψίας (χρόνος μεταξύ 2 διαδοχικών δειγματοληψιών). Sampling Plan [Σχέδιο δειγματοληψίας] Βιομ. Το σύνολο των διαδικασιών που ακολουθούνται κατά την πραγματοποίηση του ποιοτικού ελέγχου σε μια παραγωγική μονάδα. Ο έλεγχος γίνεται είτε βάσει εσωτερι-

- 1219κών προδιαγραφών είτε βάσει διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων, ανάλογα με το είδος του παραγόμενου προϊόντος. Οι διαδικασίες περιλαμβάνουν τον τρόπο συλλογής του δείγματος αλλά και τις απαιτούμενες δοκιμές. Sampling Probe [Δειγματοληπτικός αισθητήρας] Τεχνολ. Ειδική διάταξη που επιτρέπει την λήψη δειγμάτων και πραγματοποίηση μετρήσεων σε σημεία της παραγωγικής διαδικασίας ή του φυσικού περιβάλλοντος που δεν είναι εύκολα προσπελάσιμα. Τέτοιες διατάξεις χρησιμοποιούνται για μετρήσεις σε αέρια υπό πίεση ή σε ύδατα γεώτρησης. Sampling Rate [Συχνότητα δειγματοληψίας] Τεχνολ. Η πυκνότητα της κατασκευής μιας γραφικής απεικόνισης (αριθμός σημείων που χρησιμοποιούνται αν δευτερόλεπτο). Sampling Spark C h a m b e r [Δειγματοληπτικός θάλαμος εκσπάσεων] Φυσ. Πρόκειται για θάλαμο εκσπάσεων ο οποίος μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή θέση της πορείας ενός ιονισμένου σωματιδίου. Sampling Techniques [Τεχνικές δειγματοληψίας] Στατ. Οι κατηγοριοποιήσεις των τεχνικών ποικίλλουν ως προς τον τρόπο, το μέγεθος, τη μέθοδο πχ με επανάθεση στοιχείου, με κατηγοριοποίηση, κατ' ομάδες, βάσει κατανομής, εμπειρικά κτλ. Sampling T h e o r e m [Θεώρημα δειγματοληψίας] Τεχνολ. Ένα σήμα από περιορισμένο εύρος ζώνης ορίζεται μοναδικά από τη συχνότητα των n διακριτών δειγμάτων με περίοδο δειγματοληψίας Τ. Το σήμα ανακατασκευάζεται επιτυχώς καθώς το n απειρίζεται αν η συχνότητα δειγματοληψίας ω Γ δεν υπερβαίνει το διπλάσιο κάποιου ορίου (φράγμα Niquist). Sampling T h e o r y [Θεωρία δειγματοληψίας] Στατ. Θεωρία που μελετά την χρήση στατιστικών μεθόδων για την κατασκευή των βέλτιστων για κάθε περίπτωση μεθόδων δειγματοληψίας. Samsonite [Σαμσωνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς πρισματικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανής ή αδιαφανής, μαύρου χρώματος, με MB 922 και χημικό τύπο Ag4MnSb2S6. Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 1.28: 1: 0.82, το ειδικό του βάρος 5.51 και συναντάται σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. SAN [SAN] Οργ. Χημ. Συμβολίζει τη ρητίνη στυρολίουακρυλονιτριλίου. Sanatron Circuit [Κύκλωμα Σάνατρονί Ηλεκτρον. Πρόκειται για κύκλωμα που εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία και ευστάθεια ενός κυκλώματος. Η χρονική καθυστέρηση των παλμών εξαρτάται από κάποια εκθετική μείωση. Με το κύκλωμα αυτό γίνεται χρήση ανάδρασης για την βελτίωση της ευστάθειας. Αυτό το κύκλωμα αποτελείται από δυο πεντόδους και δυο διόδους. Sanbornite [Σανμπορνίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, άχρουν ή λευκού χρώματος, με MB 273 και χημικό τύπο BaSi 2 0 5 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.602: 1: 1.76, το ειδικό του βάρος 3.755 και συναντάται κυρίως στις Η.Π.Α.. Η ονομασία του προέρχεται από τον Αμερικανό επιστήμονα Sanborn. Sand [Αμμος] Γεωλ. Είναι το προϊόν της αποσάθρωσης των πετρωμάτων, συνίσταται από πολύ μικρούς κόκκους, οι οποίοι παραμένουν ασύνδετοι μεταξύ τους και έχουν διάμετρο μικρότερη των δύο χιλιοστών του μέτρου. Sand A v a l a n c h e [Αμμοστιβάδα] Γεωλ. Ονομάζεται η

Sander

μετακίνηση προς τα κάτω μίας μεγάλης ποσότητας άμμου, λόγω της δύναμης της βαρύτητας, κατά μήκος του πρανούς ενός μεγάλου λόφου. Sand Casting [Χύτευση σε αμμοκάλουπο] Υλικ. Πρόκειται για τη διαδικασία της χύτευσης των μετάλλων για τη μορφοποίησή τους σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα, κάνοντας χρήση καλουπιών κατασκευασμένων από άμμο. Sand Cone [Κώνος άμμου] Γεωλ. Είναι μία συσσωρευμένη ποσότητα άμμου, η οποία σχηματίζει έναν όγκο με το γεωμετρικό σχήμα ενός κώνου. Sand Dike [Φλέβα άμμου] Γεωλ. Φλέβα πάχους μερικών εκατοστών έως μερικών δεκάδων μέτρων αποτελούμενη από άμμο που σχηματίζεται κατά μήκος διαρρήξεων των στρωμάτων. Sand D u n e [Θίνα] Γεωλ. Ιζηματογενής σχηματισμός αιολικής προέλευσης των ερημικών ή παράκτιων περιοχών αποτελούμενος από συσσωρεύσεις άμμου υπό μορφή μεγαλύτερων ή μικρότερων λόφων που κατατάσσονται σε πέντε βασικούς τύπους (ημισεληνοειδής, γραμμική, παραβολική, θολωτή και αστεροειδής) και εμφανίζονται υπό τρεις μορφές: την απλή (αποτελούμενη από μία θίνα) που παράγεται από άνεμο με σχετικά σταθερή ένταση και διεύθυνση και τις δημιουργούμενες από ανέμους ποικίλης έντασης και διεύθυνσης σύνθετη (αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες θίνες του ίδιου τύπου) και τη πολυσύνθετη (αποτελούμενη από θίνες διαφορετικών τύπων). Sand Filter [Φίλτρο άμμου] ΠολΜηχ. Καλείται μία διάταξη σε οριζόντιες στρώσεις άμμου με διαφορετικά πάχη κόκκων, η οποία χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του νερού ή για άλλες διαδικασίες φιλτραρίσματος. Sand Finish [Φινίρισμα άμμου] Τεχνολ. Διεργασία μηχανικής επεξεργασίας μετάλλων που επιτυγχάνει τη στίλβωση μεταλλικών επιφανειών. Βασίζεται στη λείανση των επιφανειών που προκαλείται από την τριβή τους με άμμο ή ελαφρόπετρα. Sand Hill [Αμμόλοφος] Γεωλ. Ονομάζεται ένα ύψωμα το οποίο σχηματίζεται από ποσότητα άμμου την οποία μετακινεί και αποθέτει ο άνεμος, και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό στις ερήμους. Sand L o a d [Φόρτωση με ίλη] Ηλεκτρομαγν. Ένας εξασθενητής που χρησιμοποιείται σαν κομμάτι για τη μείωση της απώλειας ενέργειας μιας ομοαξονικής γραμμής ή ενός κυματοδηγού, όπου ο χώρος μεταξύ των αγωγών γεμίζεται με μείγμα ιλύς-άνθρακα. S a n d b a g [Σάκος άμμου] Μηχ. Είναι ένα τσουβάλι απύ ειδικό σκληρό ύφασμα το οποίο γεμίζεται με άμμο και χρησιμοποιώντας μεγάλο αριθμό τέτοιων, μπορεί να κατασκευασθεί γρήγορα ένας προστατευτικός αντιπλημμυρικός τοίχος ή μία οχύρωση σε περιπτώσεις στρατιωτικών επιχειρήσεων και άλλα. Sandbank [Αμμώδης όχθη] Γεωλ. Καλείται κάθε στερεά γεωγραφική περιοχή παραπλήσια σε μία λίμνη, ποταμό ή και τη θάλασσα, η οποία καλύπτεται από άμμο και αποτελεί στην ουσία αυτό που καλείται απλά και αμμουδιά. Sandblasting [Αμμοβολή] Μηχ. Πρόκειται για μία τεχνική καθαρισμού των τραχεκόν επιφανειών, η οποία εφαρμόζεται με την εκτόξευση άμμου επί αυτών, με πολύ μεγάλη πίεση. Sander [Μηχανή γυαλίσματος] Μηχ. Ονομάζεται μία φορητή μηχανή η οποία κάνοντας χρήση γυαλόχαρτου ή άλλου παρόμοιου υλικού, χρησιμοποιείται για τη λεί-

Sandhog

- 1220-

ανση των διαφόρων επιφανειών. Sandhog [Εργάτης υπόγειου έργου] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε εργάτης ο οποίος εργάζεται σε ένα υπόγειο ή υποθαλάσσιο έργο, συνήθως δε μέσα σε ειδικές σήραγγες. Sandmeyer Reaction [Αντίδραση Sandmeyer] Οργ. Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία συμβαίνει αντικατάσταση του αζώτου διαζωνιακού άλατος από χλώριο, βρώμιο ή κυανό- ομάδα. Η αντίδραση καταλύεται από το αντίστοιχο αλογονίδιο του μονοσθενούς χαλκού, σε θερμοκρασία 60 °C. Sandpaper [Γυαλόχαρτο] Υλικ. Πρόκειται για ένα τύπο σκληρού χαρτιού, το οποίο φέρει προσκολλημένα στην μία πλευρά του τρίμματα υάλου ή άλλου τραχέως υλικού και χρησιμοποιείται για την λείανση και στίλβωση των διαφόρων επιφανειών. Sandpit [Σκάμμα άμμου] ΠολΜηχ. Είναι μία εκσκαφή η οποία πραγματοποιείται για τη λήψη ποσοτήτων άμμου που έπειτα χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων τεχνικών έργων, κατασκευών, επιστρώσεων κλπ. Sandstone [Ψαμμίτης] Γεωλ. Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από κοκκία άμμου μεγέθους 1/16mm με 2mm περίπου και σχηματίστηκε από το sementation κόκκων άμμου κατά βάση χαλαζιακής αλλά και πρόσθετων ορυκτολογικών συστατικών (π.χ. αστρίου, καολίνου, μοσχοβίτη) συνενωμένα με ορυκτή συνδετική υλική ποικίλης χημικής σύστασης κατά περίπτωση όπως αργιλικής, ασβεστολιθικής, πυριτικής, δολομιτικής κ.λ.π. Sandstorm [Αμμοθύελλα] Μετεωρ. Πρόκειται για το καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο ένας ισχυρός άνεμος παρασύρει και κινεί στον αέρα σημαντική ποσότητα άμμου, της οποίας όμως οι κόκκοι δεν ξεπερνούν σε διάμετρο το ένα χιλιοστό του μέτρου. Sandwhich Heating [Θέρμανση διπλού τοιχώματος] Τεχνολ. Ειδική διάταξη επεξεργασίας πλαστικών επιφανειών που επιτρέπει την ομοιόμορφη θέρμανση και από τις δύο όψεις τους. II διάταξη αυτή μετατρέπει την πλαστική επιφάνεια σε μορφή έτοιμη προς διαμόρφωση. Η θέρμανση από δύο πλευρές, σε σχέση με την μονόπλευρη θέρμανση, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα της ταχείας και ομοιόμορφης θερμικής κατεργασίας των πλαστικών υλικών. Sandwich [Σάντουιτς] Υλικ. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία στρώση ενός υλικού η οποία βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλες στρώσεις διαφορετικών υλικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι σύμμεικτες κατασκευές οι οποίες με τις παράλληλες στρώσεις τους από διαφορετικά υλικά επιτυγχάνουν και εντυπωσιακά αποτελέσματα στην αντοχή και σε άλλες ιδιότητές τους. Sandwich Construction [Κατασκευή τύπου σάντουιτς] Πολ. Μηχ. Ονομάζεται κάθε κατασκευή αποτελούμενη από επάλληλες στρώσεις υλικών, όπως ξύλο, πλαστικό ή διάφορα μέταλλα, συγκολλημένες μεταξύ τους ώστε να συνεργάζονται κατά τη φόρτιση της κατασκευής και έτσι να γίνεται εκμετάλλευση όλων των πλεονεκτήματα κάθε στρώσης υλικού. Sanidine [Σανιδίνη] Ορυκτ, Ορυκτό μονοκλινούς πρισματικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, άχρουν, λευκού ή γκρίζου χρώματος, με MB 274 Kat χημικό τύπο (K,Na)(Si,Al) 4 0 8 . Ο λόγος αξόνων του είναι a: b: c = 0.66: 1: 0.55 και το ειδικό του βάρος 2.54. Συναντάται ευρέως σε διάφορες περιοχές του κό-

σμου. Sanitary Engineering [Υγειονομική μηχανική] Πολ. Μηχ. Αποτελεί κλάδο εξειδίκευσης της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού, που ασχολείται με την αλληλεπίδραση του περιβάλλοντος στη δημόσια υγεία, στη διαχείριση των υδάτινων πόρων, των βιομηχανικών αποβλήτων, των συστημάτων αποχέτευσης και άλλα. Sanitary Landfill [Υγειονομική ταφή σκουπιδκόν] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για την επιστημονική μεθοδολογία καύσης και ταφής των απορριμμάτων που ακολουθείται στις χωματερές, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι τεράστιοι όγκοι σκουπιδιών και να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που αυτοί επιφέρουν για τη δημόσια υγεία. Sanitation [Υγιεινή] Μηχ. Είναι ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη διατήρηση και την αποκατάσταση όλων εκείνων των απαραίτητων συνθηκών του φυσικού περιβάλλοντος ώστε να μη διακινδυνεύει η υγεία των πολιτών που ζουν σε μία σύγχρονα οργανωμένη κοινωνία. Sanmartinite [Σανμαρτινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βολφραμικό δισθενή σίδηρο και ψευδάργυρο. Σχηματίζει καφέ, διαφανείς έως αδιαφανείς και με ρητινώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 4,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 6,7. Sans Serif Font [Γραμματοσειρά Sans Serif] Πληρ. Διάσημη γραμματοσειρά που χρησιμοποιείται και σε εκτυπωτές. a-Santalol [α-Σανταλόλη] Οργ. Χημ. Οπτικά ενεργή ένωση, με χημικό τύπο Q5H24O, μοριακό βάρος 220,35 και σημείο ζέσεως 301-302 °C. Ανήκει στα σεσκιτερπένια και λαμβάνεται από το αιθέριο έλαιο του σανταλόξυλου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων. Santonian [Σαντόνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ανώτερης υποπεριόδου (πριν από περίπου 100 εκατομ. χρόνια) της Κρητιδικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Κονιάσιον Kat αρχαιότερη από το Καμπάνιον της ίδιας υποπεριόδου. Santonic Acid [Σαντονικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Τρικυκλικό σεσκιτερπένιο, με χημικό τύπο C15H18O3, μοριακό βάρος 246,31 και σημείο τήξεο)ς 174-176 °C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, δηλητηριώδης, διαλυτή σε βενζόλιο, χλωροφόρμιο και πυριδίνη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμακευτικών προϊόντων. Saponification [Σαπωνοποίηση] Ομγ. Χημ. Παραγωγή σαπουνιού με αλκαλική υδρόλυση λιπών και ελαί(ον. Εκτός από το σαπούνι, παράγεται και γλυκερόλη. Saponification Equivalent [Ισοδύναμο Σαπωνοποίησης] Αναλ. Χημ. Ορίζεται το ισοδύναμο βάρος ενός εστέρα που είναι ίδιο με το ισοδύναμο εξουδετέρωσης ενός οξέος. Υπολογίζεται από την ποσότητα γνωστής βάσης που μπορεί να υδρολύσει έναν εστέρα Saponification N u m b e r [Αριθμός Σαπωνοποίησης] Αναλ Χημ. Ορίζεται η ποσότητα, σε mgr, του υδροξειδίου του καλίου, που απαιτείται για την υδρόλυση ενός γραμμαρίου λίπους ή ελαίου. Sapphire [Σάπφειρος] Ορυκτ. Γνωστό και με τον όρο ζαφείρι, είναι πολύτιμος λίθος με βαθύ γαλάζιο χρώμα, το οποίο όμως χάνει οριστικά εάν θερμανθεί. Περιέχει και ίχνη σιδήρου, τιτανίου ή και χρωμίου, ενώ χρησιμοποιείται για την κατασκευή των κοσμημάτων. Sapping [Διάβρωση] Γεωλ. Στον χώρο της γεωλογίας ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τη διαδικασία της φυσικής

- 1221 αποσύνθεσης ενός βραχώδους όγκου πετρωμάτων με αποτέλεσμα την αποκόλληση και πτώση μεγάλων τμημάτων του. Sapropel [Σαπροπηλός] Γεωλ. Ιζηματογενής απόθεση ιλύος που σχηματίζεται υπό αναερόβιες συνθήκες από τη συσσώρευση και αποσύνθεση των πρωτεϊνικών και λιπαρών ουσιών φυτικών και ζωικών οργανισμών επί του πυθμένα λιμνών, ελών και ανάλογων υδρόβιων οικοσυστημάτων. Sapropel Coal [Σαπροπηλητικός άνθρακας] Γεωλ. Ορυκτός άνθρακας που σχηματίζεται υπό αναερόβιες συνθήκες από τη συσσώρευση, σήψη και απολίθωση οργανικών υλών ζωικής και φυτικής προέλευσης σε περιβάλλον λιμναίων ή στάσιμων υδάτων και αποτελεί αρχικό στάδιο δημιουργίας πετρελαιοφόρου κοιτάσματος. Sard's T h e o r e m [Θεώρημα του Sard] Μαθημ.. Έστω μια συνάρτηση f, της οποίας το γράφημα 'έχει εξομαλυνθεί με την βοήθεια μιας μεθόδου εξομάλυνσης (όπως η μέθοδος εξομάλυνσης του Kernel κ.τ.λ.). Η συνάρτηση f ορίζεται ως: f: Α Β, όπου το πεδίο ορισμού της f, το Α, ανήκει στον ν-διάστατο ευκλείδειο χώρο, A e Rn, και έστω Γ ένα σύνολο, το οποίο αποτελείται από όλα τα σημεία x του Α, χ € Α, για τα οποία η Ιακωβιανή ορίζουσα της f για τα σημεία αυτά να είναι μικρότερη του η, όπου η το μέγεθος του νδιάστατου χώρου Κη.Τότε για τα σημεία αυτά λέμε ότι η εικόνα του συνόλου Γ μέσω της συνάρτησης f έχει τον συντελεστή του Lebesque ίσο με το μηδέν. Sargasso Sea [Θάλασσα των Σαργάσσων] Ωκεαν. Μεγάλο τμήμα της θαλάσσιας έκτασης του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού μεταξύ των γεωγραφικών πλατών των 20° και 35° Ν και των γεωγραφικών μηκών των 30° και 70° W. Χαρακτηρίζεται από σχετικά ήρεμα ύδατα λόγω του ότι τα ωκεάνια ρεύματα κινούνται κυκλικά, κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού, γύρω από αυτό και καλύπτεται από πυκνό και σχεδόν αδιαπέραστο στρώμα επιπλεόντων φυκών κυρίως του γένους σάργασσο το κοινό. Sargent Curve [Καμπύλη του Σαρτζεντ] Πνμην.Φυσ. Είναι λογαριθμική γραφική παράσταση των ραδιενεργών σταθερών διάσπασης των ραδιοϊσοτόπων των σωματιδίων βήτα προς τις αντίστοιχες μέγιστες ενέργειες των σωματιδίων βήτα. Sarking [Μόνωση στέγης] Οικοδ. Ονομάζεται η στρώση των υλικών με τις κατάλληλες ιδιότητες, η οποία τοποθετείται αμέσως κάτω από τα κεραμίδια της στέγης μίας οικίας ώστε να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη υγρό μόνωση και θερμομόνωση. Sarkinite [Σαρκινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς πρισματικής κρυσταλλικής δομής, κίτρινου ή κόκκινου χρώματος, με MB 266 και χημικό τύπο Mn 2 + (As0 4 ) (ΟΗ). Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.94: 1 : 0.75 και το μέσο ειδικό του βάρος 4.13. Συναντάται κυρίως στη Σουηδία και σε διάφορες περιοχές των Η. Π.Α. Sarmientite [Σαρμιεντίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο βασικό θειικό και αρσενικικό τρισθενή σίδηρο. Σχηματίζει κίτρινους ή πορτοκαλί κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος και έχει πυκνότητα 2,5. Sarmoutian [Σαρμούτιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Κατώτερης ή Αιασίου υποπεριόδου (πριν από περίπου 195 εκατομ. χρόνια) της Ιουρασικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Σινεμούριον και

Satellite C o m p u t e r

αρχαιότερη από το Τοάρσιον της ίδιας υποπεριόδου. Saros Period [Περίοδος Σάρος] Αστρον. Περίοδος επανάληψης των εκλείψεων λίγο μεγαλύτερο από 18 χρόνια γνωστό και στους αρχαίους λαούς. S A S Statistical S o f t w a r e [Λογισμικό στατιστικής SAS] Στατ. Το πιο πλήρες πακέτο στατιστικής ανάλυσης της βιομηχανίας. Sash [Σκελετός τζαμιού] Οικοδ. Είναι ο σκελετός στον οποίο στηρίζεται ένας υαλοπίνακας ενός ανοίγματος μίας οικοδομής. Sassolite [Σασσολίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, γνωστό και ως βορικό οξύ, τρικλινούς κρυσταλλικής δομής, διάφανο, λευκού ή γκρίζου χρώματος, με MB 28 και χημικό τύπο Η 3 Β Ο 3 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.998: 1: 0.933 και συναντάται κυρίως σε ηφαιστειογενής περιοχές και σε φυσικά νερά. S A T A N P r o g r a m [Πρόγραμμα SATAN] Πληρ. Διάσημο πρόγραμμα ασφάλειας επικοινωνιών, ειδικό στην ανακάλυψη κενών στο στήσιμο ενός δικτύου. Sateen [Σατέν] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας τύπος μεταξωτού μάλλινου ή βαμβακερού υφάσματος το οποίο είναι λείο και γυαλιστερό. Satellite 1 [Δορυφόρος] Αερομηχ. Έτσι αναφέρεται και τεχνητός δορυφόρος που τίθεται σε τροχιά γύρω από κάποιο ουράνιο σώμα το οποίο παρατηρεί ή απλά βοηθιέται από τις βαρυτικές δυνάμεις για να προσφέρει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες ή κάνει μετεωρολογικά πειράματα κτλ. Satellite 2 [Δορυφόρος] Αστρον. Ουράνιο πλανητοειδές σώμα που περιστρέφεται γύρω από ένα πλανήτη σαν ένα νευτώνειο σύστημα 2 σωμάτων. Satellite Altimetry [Δορυφορική υψομετρία] Μηχ. Πρόκειται για το σύνολο των μεθόδων και των μέσων που χρησιμοποιούνται, ώστε με τη βοήθεια της δορυφορικής τεχνολογίας να είναι δυνατή η καταμέτρηση των υψομέτρων τόσο της επιφάνειας της θάλασσας όσο και διαφόρων σημείων της φυσικής γήινης επιφάνειας. Satellite Antenna [Κεραία δορυφόρου] Π/£κτμομαγν. Πρόκειται για την κεραία την οποία φέρει επάνω του ένας δορυφόρος ώστε να μπορεί να επικοινωνεί μέσω της λήψης και της εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με τους επίγειους σταθμούς. Satellite A s t r o n o m y [Αστρονομία δορυφόρων] Αστρον. Η μελέτη του διαστήματος με χρήση τηλεσκοπίων και άλλων οργάνων τοποθετημένων σε δορυφόρους που ερευνούν πχ για ύπαρξη εξωγήινης ζωής αλλά γενικότερα αποφεύγουν διάφορα παρεμβολικά ατμοσφαιρικά φαινόμενα. Satellite C o m m u n i c a t i o n s [Δορυφορικές επικοινωνίες] Επικοιν. 1. Κλάδος των μοντέρνων επικοινωνιών που στηρίζεται στους γεωστατικούς δορυφόρους. Επιτηρούν ένα ευρύτερο τόπο και χρησιμοποιούνται επίσης για μετάδοση δεδομένων τηλεόρασης, αεροπλοίας, κτλ. Ο τρόπος μετάδοσης δεν είναι πάντα ασφαλής αλλά βελτιώνεται συνεχώς. 2. Ονομάζεται η μεθοδολογία και το σύνολο των προηγμένων τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία μεταξύ μεγάλων αποστάσεων, μέσω ανταλλαγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με τη βοήθεια σωμάτων που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από την Γη, όπως είναι οι δορυφόροι. Satellite C o m p u t e r [Δορυφορικός υπολογιστής] Επικοιν. Συνδέεται με την κεραία μέσω ενός μετατροπέα σήματος LNB (χαμηλού θορύβου) και ένα δορυφορικό

Satellite M a s t e r . . .

- 1222 -

modem. Satellite Master Antenna Television System [Τηλεοπτικό σύστημα κύριου δορυφορικού κατόπτρου] Ετπκοιν. ΤΟ σύστημα VSAT (ένα μεγάλο και πολλά μικρά συνήθως κάτοπτρα που κοιτούν ένα δορυφόρο ανταλλάσσοντας μαζί του δεδομένα) με τοπολογία αστέρα ειδικά προσαρμοσμένο για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος. Satellite Meteorology [Δορυφορική μετεωρολογία] Μετεωρ. 1. Ονομάζεται ο κλάδος εκείνος της σύγχρονης μετεωρολογίας στον οποίο για τη μελέτη της ατμόσφαιρας και την πρόβλεψη των επερχόμενων καιρικών συνθηκών χρησιμοποιούνται μετρήσεις και δεδομένα που λαμβάνονται από τους ανάλογους δορυφόρους. 2. Η χρήση δορυφόρων για συλλογή δεδομένων από ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, παρακολούθηση ιονόσφαιρας, και αεροφωτογράφηση της γήινης επιφάνειας. Συνήθως αφορά φαινόμενα μεγάλης κλίμακας. Satellite M o d e m [Δορυφορικό Modem] Επικοιν. Modem ρυθμισμένο στις ειδικές συχνότητες ενός δορυφορικού σήματος. Satellite Processor [Επεξεργαστής δορυφορικού σήματος] Επικοιν. Συσκευή μετατροπής δορυφορικού σήματος από τα τουλάχιστον 13 GHz (Ku band) ή τα 5 GHz (C band) στα 1,3 GHz και αντίστροφα. Satellite Repeater [Δορυφορικός ενισχυτής] Επικοιν. Συσκευή ενίσχυσης δορυφορικού σήματος που λόγω της φύσης του είναι ευαίσθητο σε πολλά μετεωρολογικά φαινόμενα. Satellite Triangulation [Δορυφορική τριγωνοποίηση] Γεν.. Πρόκειται για μία εξειδικευμένη τεχνική η οποία χρησιμοποιείται στην τοπογραφία για τον προσδιορισμό της απόστασης δύο απομακρυσμένων μεταξύ τους σημείων με τη βοήθεια των απαραίτητων δορυφορικών μετρήσεων. Satellitic Crater [Δευτερεύων κρατήρας] Γεωλ. —> Secondary Crater Satisfy [Ικανοποιώ] Μαθημ.. Με τον όρο "ικανοποιώ" εννοούμε κάθε έννοια ή συνθήκη, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις ύπαρξης και ισχύς ενός θεωρήματος, μιας μαθηματικής αρχής και γενικά κάθε μαθηματικής έννοιας, της οποίας θέλουμε να ελέγξουμε την ορθότητα της. Saturable [Κορέσιμος] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει μια ουσία ή ένα σύστημα, όταν μπορεί να υποστεί κορεσμό, υπό κατάλληλες συνθήκες. Saturable Reactor [Αντιδραστήρας Κορεσμού] Ηλεκτρομαγν. Αντιδραστήρας που χρησιμοποιεί την ευρεία αλλαγή μεταξύ επιδεκτικότητας κορεσμού και ακόρεστης επιδεκτικότητας των πυρήνων σιδήρου, με σκοπό την καθυστέρηση ενός ρεύματος για κάποιο χρονικό διάστημα. Αφού έχουν φτάσει στο σημείο κόρου, οι πυρήνες δρουν ως δίοδοι, εμποδίζοντας πρόσκαιρα το ρεύμα και αλλάζοντας τη φορά του. Saturable T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής κορεσμού] Ηλεκτρομαγν. Αποτελείται από τρία πηνία συνδεδεμένα στον ίδιο μετασχηματιστή απλού πυρήνα. Το μοντέλο παίρνει υπόψη τις αντιστάσεις των πηνίων και τα μαγνητικά χαρακτηριστικά του πυρήνα Παρέχει μια μεταβαλλόμενη μαγνητική αυτεπαγωγή, η οποία εξαρτάται από τη μαγνητική ροή του πυρήνα του μετασχηματιστή. Saturated 1 [Κορεσμένος] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα διάλυμα, όταν αυτό περιέχει διαλυμένη την πιο μεγάλη, θερμοδυναμικώς δυνατή, ποσότητα μιας ουσίας, σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη και σε συγκεκριμένη θερ-

μοκρασία και πίεση. Saturated 2 [Κορεσμένος] Ομγ. Χημ. 1. Αναφέρεται σε μια οργανική ένωση, η οποία περιέχει μόνο απλούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων άνθρακα. 2. Αναφερόμενο σε λίπος, δηλώνει ότι αυτό περιέχει κορεσμένα λιπαρά οξέα. —» Saturated Fats Saturated Activity [Δραστηριότητα κορεσμού] Πυρην. Φυσ. Η μέγιστη δραστηριότητα που παρατηρείται από την ενεργοποίηση ροής νετρονίων. Η δραστηριότητα κορεσμού είναι ανάλογη του μέτρου της ροής. Saturated Color [Κορεσμένο χρώμα] Οπτικ. Ο κορεσμός μαζί με τη φωτεινότητα και την απόχρωση αποτελούν τα τρία κύρια χαρακτηριστικά του χρώματος. Κορεσμός χρώματος είναι η καθαρότητα μιας απόχρωσης. Είναι εκείνο το χρώμα που δεν έχει καμία ανάμιξη με το άσπρο. Saturated Diode [Κορεσμένη δίοδος] Ηλεκτρον.Μια θερμιονική δίοδος η οποία λειτουργεί κάτω από τέτοιες συνθήκες κατά τις οποίες η αύξηση της τάσης ανόδου δεν προκαλεί αισθητή αύξηση στο ρεύμα της ανόδου. Saturated Fats [Κορεσμένα Αίπη] Οργ. Χημ. Παράγονται με υδρογόνωση των ακόρεστων. Είναι στερεές ή ημιστερεές ουσίες, έχουν υψηλότερα σημεία τήξεως και μεγαλύτερη πλαστικότητα από τα ακόρεστα και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή μαργαρίνης. Κορεσμένα λίπη είναι συνήθως τα ζωικά. Saturated Fatty Acid [Κορεσμένο Λιπαρό Οξύ] Οργ. Χημ. Ένα καρβοξυλικό οξύ, που περιέχει μεγάλο αριθμό, συνήθως άρτιο, ατόμων άνθρακα, μεταξύ των οποίων υπάρχουν μόνο απλοί δεσμοί. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα έχουν υψηλό σημείο τήξεως και αποτελούν συστατικά των ζωικών λιπών. Το μυριστικό οξύ, το παλμιτικό και το στεατικό είναι κοινά λιπαρά οξέα, με 14, 16 και 18 άτομα άνθρακα αντίστοιχα. Saturated Hydrocarbon [Κορεσμένος Υδρογονάνθρακας] Ομγ. Χημ. —> Saturated 2 Saturated Liquid [Κορεσμένο Υγρό] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα υγρό, όταν βρίσκεται σε συνθήκες τέτοιες, ώστε να συνυπάρχει σε ισορροπία με την αέρια φάση της ίδιας σύστασης. Saturated Mineral [Κεκορεσμένο ορυκτό] Ορυκτ. Ορυκτό που μπορεί να κρυσταλλωθεί από μαγματικό υλικό παρουσία περίσσεια πυριτίου. Saturated Rock [Κεκορεσμένο πέτρωμα] Γεωλ. Μαγματικό πέτρωμα που δεν περιέχει ελεύθερο πυρίτιο και ακόρεστα ορυκτά. Saturated Signal [Σήμα κορεσμού] Ηλεκτρον. 1. Σήμα που υπερβαίνει το μέγιστο πλάτος αξιοποίησης το οποίο είναι μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να προσαρμοστεί στο δυναμικό εύρος του κυκλώματος και συνήθως υπόκειται σε φιλτράρισμα 2. [Συγκερασμένο σήμα] Για την περίπτωση χρώματος ο συγκερασμός εννοεί πόσο απέχει το χρώμα από το γκρι. Saturated Solution [Κορεσμένο Διάλυμα] Αναλ. Χημ. -»Saturated 1 Saturated V a p o r [Κορεσμένος Ατμός] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζεται ο ατμός μιας ουσίας, όταν βρίσκεται σε συνθήκες τέτοιες, ώστε να συνυπάρχει σε ισορροπία με την υγρή φάση. Saturation 1 [Κορεσμός] Φυσ. Χημ. II κατάσταση στην οποία ένα διάλυμα περιέχει διαλυμένη την πιο μεγάλη, θερμοδυναμικώς δυνατή, ποσότητα μιας ουσίας, σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη και σε συγκεκριμένη θερμοκρασία και πίεση.

- 1223 -

Saturation 2 [Κόρος] Οπτικ. Είναι μία από ης συνιστώσες της οπτικής αντίληψης των έγχρωμων εικόνων. Αναφέρεται στην αλλαγή της αντίληψης του φωτός που προκαλείται από τη συνεχή πρόσθεση λευκού φωτός σε μονοχρωματική ακτινοβολία. Saturation Current 1 [Ρεύμα κορεσμού] Ηλεκτμον 1. Πρόκειται για το μέγιστο ρεύμα που μπορεί να αποκτηθεί, όταν εφαρμοστεί μέγιστη τάση. 2. Το μέγιστο ρεύμα στην περιοχή κόρου ενός τρανζίστορ, όπου ότι αλλαγές να συμβούν στην τάση δεν προκαλούν αλλαγή στην τιμή του ρεύματος κορεσμού. Saturation Current 2 [Ρεύμα κορεσμού] Πνμην.Φυσ. 1. Είναι το ρεύμα ιονισμού το οποίο προέρχεται από το εφαρμοσμένο δυναμικό και είναι ικανό να μαζέψει όλα τα ιόντα. Είναι το μέγιστο ρεύμα το οποίο θα περάσει μέσα από ένα αέριο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ιονισμού. 2. Είναι ένας τρόπος μέτρησης του φορτίου που φέρουν τα ιόντα κάθε δευτερόλεπτο, και σαν αποτέλεσμα χρησιμοποείται ως τρόπος μέτρησης της ραδιενεργούς ακτινοβολίας μιας ουσίας. Saturation Deficit [Έλλειμμα κόρου] Μετεωμ. Η διαφορά μεταξύ της τάσης των υδρατμό')ν που θα είχε ο κορεσμένος αέρας και της πραγματικής τάσης των υδρατμών, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή και θερμοκρασία. Saturation Induction [Κορεσμός επαγωγής] Η)χκτμομαγν. Είναι η μέγιστη πυκνότητα μαγνητικής ροής που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιο μαγνητικό υλικό. Saturation Limiting [Όριο κορεσμού] Ηλεκτμον. Μέθοδος για τον περιορισμό της τάσης εξόδου σε ένα καθοδικό σωλήνα ηλεκτρονίων με τον κορεσμό του ρεύματος στην άνοδο του σωλήνα. Saturation M a g n e t i z a t i o n [Μαγνήτιση κόρου] Ηλεκτμομαγν. Στα σιδηρομαγνητικά υλικά, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατομικών μαγνητικών ροπών είναι τόσο ισχυρές, ώστε ευθυγραμμίζονται μεταξύ τους σε τοπικές ενότητες που ονομάζονται μαγνητικές περιοχές. Εφαρμόζοντας εξωτερικό πεδίο, τα σιδηρομαγνητικά πεδία φτάνουν σε ένα σημείο όπου όλες οι μαγνητικές τους ροπές είναι προσανατολισμένες παράλληλα με αυτό. Μια τέτοια κατάσταση λέγεται μαγνήτιση κόρου. Saturation Point [Σημείο Κορεσμού] Φυσ. Χημ. Ορίζονται οι τιμές θερμοκρασίας και πίεσης, όπου ένα διάλυμα γίνεται κορεσμένο. Saturation Scale [Κλίμακα κορεσμού] Οπτικ. Μια σειρά από οπτικές διεγέρσεις που γίνονται αντιληπτές από κάποιον παρατηρητή και οι οποίες έχουν ίσες διαφορές σε κορεσμό. Saturation V a p o r Pressure [Τάση Ατμών Κορεσμού] Φνσ. Χημ. Ορίζεται η τάση ατμών σε ένα διφασικό σύστημα, στο σημείο κορεσμού. Saturation of Forces [Κορεσμός των δυνάμεων] Φνσ. Δυνάμεις μεταξύ σωματιδίων λέγεται ότι επιδεικνύουν κορεσμό αν ένα σωματίδιο αλληλεπιδρά ισχυρά με ένα περιορισμένο αριθμό από άλλα σωματίδια. Αυτό συμβαίνει γιατί: α) Οι υπεύθυνες δυνάμεις για τη σύνδεση των ατόμων στα μόρια είναι κορεσμένες και β) Οι πυρήνες έχουν σχεδόν σταθερές πυκνότητες και ενέργειες σύνδεσης ανά σωματίδιο, ώστε ένα νουκλεύνιο δεν αλληλεπιδρά ισχυρά με όλα τα άλλα νουκλεόνια στον πυρήνα αλλά μόνο με ένα περιορισμένο αριθμό νουκλεονίων Saturn [Κρόνος] Αστμον. 6ος απύ τον ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος και 2ος μεγαλύτερος σε μέγε-

Sawmill

θος με 18 δορυφόρους και διάσημος για τους δακτυλίους του. Saturn Nebula [Νεφέλωμα του Κρόνου] Αστμον. Πλανητικό νεφέλωμα του αστερισμού του Υδροχόου που ονομάστηκε έτσι από την σχετική ομοιότητα του με τον Κρόνο. Saturnicentric Coordinates [Κρόνο κεντρικές συντεταγμένες] Αστμον. Σ' αυτές τις συντεταγμένες γίνεται ο προσανατολισμός στον πλανήτη Κρόνο. Saturn's Rings [Δακτύλιοι του Κρόνου] Αστμον. Δακτύλιοι από μεσοπλανητική σκόνη που έχουν παγιδευτεί στην τροχιά περιστροφής γύρω από τον Κρόνο. Sauna [Ατμόλουτρο] Οικοό. Γνωστό όμως και με τον όρο σάουνα, πρόκειται για έναν κλειστό χώρο μίας οικίας, ενός γυμναστηρίου ή ενός ειδικού θεραπευτηρίου, εντός του οποίου διοχετεύεται ατμός και αναπτύσσεται σχετικά υψηλή θερμοκρασία, ώστε παραμένοντας μέσα ένας άνθρωπος να ιδρώνει πάρα πολύ. Saussuritization [Σωσσυριτίωση] Γεωλ. Η διεργασία εξαλλοίωσης των βασικών πλαγιοκλάστων προς σχηματισμό πετρώματος σωσσυρίτη αποτελούμενου από συσσωμάτωμα ζωισίτη, επιδότου, αλβίτη και πρόσθετων ορυκτών. Savart [Σάβαρτ] Ακονστ. Μονάδα μέτρησης στην ακουστική που προσδιορίζεται ως το 1/300 μιας οκτάβας και αντιστοιχούν 25 σάβαρτ για ένα ημίτονο και 50 σάβαρτ σε ένα ολόκληρο τόνο Savart Plate [Δίσκος του Σαβαρτ] Οπτικ. Μια συσκευή η οποία αποτελείται από 2 δίσκους ασβεστίτη, ίδιου πάχους, κομμένοι παράλληλα με τον ίδιο τρόπο και τοποθετημένοι με τις αντίστοιχες άκρες στις σωστές γωνίες. Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της παρουσίας πολωμένου φωτός από κροσσούς περίθλασης. Savart Polariscope [Πολωτής Σάβαρτ] Οπτικ. Ένας πολωτής που αποτελείται από ειδικά κατασκευασμένους δίσκους πόλωσης και έναν αναλυτή. Το πολωμένο φως που περνά μέσα από το όργανο φαίνεται σε μορφή κροσσών, ενώ το μη πολωμένο φως προκύπτει σε ενιαία μορφή. Save [Σώζω] Πλημ. Αειτουργία αποθήκευσης δεδομένων που είναι ενεργά τη στιγμή αυτή σε κάποιο μέσο και σε θέση που ορίζει ο χρήστης. Saw [Πριόνι] Μηχ. Πρόκειται για μία ευρύτερη κατηγορία εργαλείων, των οποίων το κύριο μέρος αποτελείται από μία μεταλλική οδοντωτή λεπίδα ή έναν στρογγυλό δίσκο και τα οποία εργαλεία χρησιμοποιούνται για την κοπή των σκληρών σωμάτων, όπως είναι το ξύλο, διάφορα μέταλλα ακόμη και της πέτρας ή του σκυροδέματος. S a w d u s t [Πριονίδι] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των υπολειμμάτων, δηλαδή των λεπτών και μικρών τμημάτων που παραμένουν έπειτα από την ολοκλήρωση της κοπής ενός κομματιού ξύλου ή μετάλλου. S a w h o r s e [Τρίποδο πριονίσματος] Μηχ. Είναι ένα βοηθητικό εργαλείο επάνω στο οποίο στηρίζεται ένα κομμάτι ξύλο ή μέταλλο όταν αυτό πριονίζεται σε ένα εργαστήριο ή σε άλλο χώρο γενικότερα. S a w i n g [Πριόνισμα] Μηχ. Καλείται η διαδικασία της κοπής ενός κομματιού ξύλου ή μετάλλου με τη χρήση κάποιου εργαλείου που ανήκει στην κατηγορία των πριονιών. Sawmill [Πριονιστήριο] Μηχ. Ονομάζεται ένα εργοστάσιο ή γενικότερα οι εγκαταστάσεις μέσα στις οποίες στεγάζονται τα κατάλληλα μηχανήματα για την κοπή

Sawtooth

- 1224-

κυρίως της δασικής ξυλείας αλλά και άλλων ειδών ξύλων ή μετάλλων. Sawtooth [Πριονωτός] Γεν. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος χαρακτηρίζει κάθε κατασκευή η οποία έχει μία μορφή οδοντωτής κατανομής των στοιχείων της, παρόμοια με αυτήν των δοντιών ενός πριονιού. Sawtooth Crusher [Περιστροφικός θραυστήρας] Μηχ. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο χρησιμοποιείται για το θρυμματισμό υλικών όπως τα διάφορα πετρώματα, ενώ το μέγεθος των παραγόμενων αδρανών εξαρτάται από την ταχύτητα περιστροφής της σφύρας και την απόστασή της από την εσχάρα. Sawtooth Generator [Γεννήτρια παραγωγής πριονωτής τάσης] Ηλεκτμον. Πρόκειται για γεννήτρια που με τη βοήθεια ενός ολοκληρωτή παράγει εναλλασσόμενη τάση με μορφή πριονωτών παλμών. Οι παλμοί μειώνονται και αυξάνονται γραμμικά με το χρόνο και παριστάνονται από κεκλιμένες γραμμές. Δηλαδή η κυματομορφή τους περιορίζεται μεταξύ μιας μέγιστης και μιας ελάχιστης τιμής. Sawtooth Modulated J a m m i n g [Εμπόδιση με διαμορφωμένη πριονωτή τάση] Ηλεκτρον. Ένας εκπομπός αποκοπής, στον οποίο τα σήματα υψηλής ισχύος εξαλείφονται, μέσω ενός δέκτη και έτσι δε φτάνουν σε στόχο. Sawtooth Pulse (Πριονοειδής παλμός] Η/εκτρον. Παλμός που έχει τη μορφή της πριονοειδούς συνάρτησης. Sawtooth Roof [Πριονωτή στέγη] Αρχ. Είναι τύπος στέγης, που απαντάται συνήθως σε παλαιά εργοστάσια, η οποία αποτελείται από επιμέρους τριγωνικές οροφές, παράλληλα διατεταγμένες, η κάθε μία έχει μία πλευρά πιο απότομη σε κλίση από την άλλη και το όλο σύστημα σε πλάγια όψη παρουσιάζεται όπως οι οδόντες ενός πριονιού. Sawtooth W a v e f o r m [Πριονοειδής κυματισμός] Ηλεκτρον. Μορφολογία κύματος που ακολουθεί την πριονοειδή συνάρτηση. Saxonian [Σαξώνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Μέσης υποπεριόδου (πριν από περίπου 260 εκατομ. χρόνια) της Περμίου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Ωτούνιον και αρχαιότερη από το Θουρίγγιον της ίδιας περιόδου. Saxonite [Σαξωνίτης] Γεωλ. Πυριγενές υπερβασικό πέτρωμα αποτελούμενο κατά βάση από ολιβίνη και ενστατίνη. Saxophone [Σαξόφωνο] Ηλεκτρομαγν. Μια κεραία γραμμικής διάταξης, η οποία παράγει ακτινοβολία διαμορφωμένη σε μορφή συνημίτονου-τετραγώνου. Saybolt C h r o m o m e t e r [Χρωματόμετρο Saybolt] Αναλ. Χημ. Εργαστηριακό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρώματος της νάφθας, των καυσίμων αεριωθουμένων, της κηροζίνης, των παραφινών και της μη χρωματισμένης βενζίνης. Αποτελείται από ειδικούς σωλήνες για το δείγμα και το πρότυπο, οπτικό σύστημα, φωτεινή πηγή και πρότυπα χρώματος. Saybolt Color [Χρώμα κατά Saybolt] Αναλ Χημ. Είναι ένα νούμερο σχετικό με το βάθος μιας στήλης δείγματος, το χρώμα του οποίου συγκρίνεται με ειδικά πρότυπα, στο χρωματόμετρο Saybolt. Οι τιμές του κυμαίνονται από +30, για το πιο φωτεινό χρώμα έως -16, για το πιο σκούρο. Saytzeff Rule [Κανόνας του Saytzeff] Ομγ. Χημ. Στα αλκυλαλογονίδια, κατά τις αντιδράσεις αποσπάσεως, ευνοείται ο σχηματισμός εκείνων των αλκενίων που περιέχουν τις περισσότερες αλκυλο-ομάδες.

Sb [Σύμβολο Sb] Χημ. Χημικό σύμβολο του αντιμονίου —> Antimony S Band [Ζώνη S] Επικοιν. Ζώνη ραδιοφωνικών κυμάτων. Sb Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας τύπου Sb] Αστμον. Βάση της ταξινόμησης Hubble είναι ένας γαλαξίας που οι κύριοι μέτριου πάχους βραχίονες του είναι συμμετρικοί, ξεκινούν από τον μέτρια χοντρό πυρήνα και τυλίγονται αραιά κυκλικά σπειροειδώς. SBa Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας τύπου SB a] Αστρον. Βάση της ταξινόμησης Hubble είναι ένας γαλαξίας που οι 2 λεπτοί βραχίονες του είναι συμμετρικοί, και συνδέονται με τον πολύ χοντρό πυρήνα με πολύ χοντρή ράβδο και τυλίγονται κατά μήκος της περιφέρειας που ορίζει η ράβδος. SBb Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας τύπου SBb] Αστρον. Βάση της ταξινόμησης Hubble είναι ένας γαλαξίας που οι 2 χοντροί βραχίονες του είναι συμμετρικοί, και συνδέονται με τον μέτριο πυρήνα με λίγο χοντρή ράβδο και τυλίγονται κατά το μισό μήκος της περιφέρειας που ορίζει η ράβδος. SBc Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας τύπου SBc] Αστρον. Βάση της ταξινόμησης Hubble είναι ένας γαλαξίας που οι 2 μέτριοι βραχίονες του είναι συμμετρικοί, και συνδέονται με τον λεπτό πυρήνα με λεπτή ράβδο και σχηματίζουν ένα ανάποδο S. Sc Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας Sc] Αστρον. Βάση της ταξινόμησης Hubble είναι ένας γαλαξίας που οι βραχίονες του συνδέονται με τον λεπτό ελλειπτικό πυρήνα ακτινωτά με κατεύθυνση προς τα έξω. Sc [Σύμβολο Sc] Χημ. Χημικό σύμβολο του σκανδίου Scandium Scacchite [Σκαχίτης] Ορυκτ. Αχρωμο ή ερυθρόχρωμο ορυκτό, που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. Ο χημικός του τύπος είναι MnCl2 και το ειδικό του βάρος 2,98. Scaffold [Σκαλωσιά οικοδομής] Μηχ. Είναι μία βοηθητική και προσωρινή κατασκευή, αποτελούμενη από ξύλινο ή μεταλλικό φέροντα οργανισμό πλαισιακής μορφής, η οποία χρησιμοποιείται για την στήριξη των εργατών και των υλικών στα διάφορα επίπεδα επάνω από την στάθμη του εδάφους πλησίον μίας οικοδομής. Scalable Font [Βαθμωτή γραμματοσειρά] Πληρ. Γραμματοσειρά της οποίας το μέγεθος μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες του χρήστη. Scalar 1 [Βαθμωτό] Μαθημ. Συνάρτηση συνήθως που παίρνει τιμές σε μονοδιάστατο χώρο συνήθως το σύνολο των πραγματικών. Έστω α ένα στοιχείο το οποίο μπορεί να ανήκει είτε στους πραγματικούς αριθμούς είτε στους μιγαδικού αριθμούς, και έστω Α ένας διανυσματικός χώρος, ο οποίος αποτελείται από πεπερασμένο ή μη πεπερασμένο πλήθος διανυσμάτων. Αν το στοιχείο α οδηγεί σε γινόμενο με τα υπόλοιπα στοιχεία του διανυσματικού χώρου Α, τότε λέμε ότι το α είναι βαθμωτό στον διανυσματικό χώρο Α. Scalar 2 [Βαθμωτό] Πληρ. Αναφέρεται στη δυνατότητα μιας εντολής σε κάθε βήμα. Scalar 3 [Βαθμωτό] Φνσ. Μέγεθος που δεν είναι διανυσματικό αλλά έχει απλή μοναδική τιμή. Scalar Data Type [Βαθμωτός τύπος δεδομένων] Πλημ. Τύπος δεδομένων που μπορεί να περιλάβει οποιονδήποτε άλλο στοιχειώδη τύπο σε μια μεταβλητή πχ ένα χαρακτήρα. Scalar Field [Βαθμωτό πεδίο]Φυσ. Μια περιοχή του χώρου που περιγράφεται σε κάθε σημείο της από μια

- 1225 βαθμωτή συνάρτηση S(x,y,z) των χωρικών συντεταγμένων (x,y,z). Scalar Function [Κλιμακωτή συνάρτηση] Μαθημ.. Έστω μια συνάρτηση ί,η οποία ορίζεται ως εξής: f: Α -> Β. Αν το πεδίο ορισμού της συνάρτησης f, το Α, είναι ένας διανυσματικός χώρος και η εικόνα του Α μέσω της συνάρτησης f, το Β, είναι ένα πεδίο, το οποίο αποτελείται από τα βαθμωτά στοιχεία του διανυσματικού χώρου Α, τότε η f λέγεται βαθμωτή συνάρτηση. Scalar M e s o n [Βαθμωτό μεαόν\ο]Πυρην.Φνσ. Ένα μεσόνιο το οποίο έχει θετική αρτιότητα (parity +1) και μηδενικό σπιν. Πρόκειται για ένα σωματίδιο που μπορεί να περιγραφεί με τη βοήθεια από ένα τετραγωνικό πηγάδι δυναμικού. Scalar Potential [Δυναμικό βαθμίδας]Φνσ. Στη φύση δεν εμφανίζονται δυναμικά που είναι ασυνεχείς συναρτήσεις του x (απόσταση). Όμως πολλές φορές τα δυναμικά προσεγγίζονται με συναρτήσεις που παρουσιάζουν ασυνέχεια σε ένα ή περισσότερα σημεία και έχουν σταθερή τιμή μεταξύ δυο τιμών ασυνέχειας. Το απλούστερο κατά τμήματα σταθερό δυναμικό είναι το λεγόμενο βαθμωτό δυναμικό. Scalar Processing [Βαθμωτή επεξεργασία] Πληρ. Τρόπος επεξεργασίας εντολών από την κεντρική υπολογιστική μονάδα, ανά μια έναντι της μαζικής παράλληλης επεξεργασίας. Scalar Processor Architecture (SPARC) [Αρχιτεκτονική βαθμαπού επεξεργαστή] Π/ηρ. Υπολογιστικό μοντέλο με διαφορετικό σύνολο εντολών από την οικογένεια x86. Scalar Product [Εσωτερικό γινόμενο] Μαθημ.. Έστω δ ι ά ν υ σ μ α > βδιάνυομα δύο διανύσματα. Το εσωτερικό γινόμενο μεταξύ των δύο διανυσμάτων Οδώνυσμα , βδώνυσμα ορίζεται ως εξής: οδώνυσμα βδώνυσμα = I Οδώνυσμα 11 βδώνυσμα | cos (α^,άν^μα , βδιάνυσμαΧ αν το Οδ^-υσμα 1 0 και βδιανυσμα 1 ο, διάνυσμα βδιάνυσμα = 0 αν Οδώνυσμα = 0 ή βδώνυσμα = 0 ή Λ «διάνυσμα Λ βδώνυσμα» όπου σημαίνει κάθετο. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι το γεγονός ότι το εσωτερικό γινόμενο είναι αριθμός και όχι διάνυσμα Scalar Triple Product [Τριπλό εσωτερικό γινόμενο] Μαθημ.. Έστω Οδώνυσμα , βδώνυσμα, ϊδιάνυσμα τρία διανύσματα μη μηδενικά, τα οποία ανήκουν στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο. Το τριπλό εσωτερικό γινόμενο συμβολίζεται ως έξης: (οδώνυσμα x βδώνυσμα) Υδώνυσμα» όπου το 4 x 'συμβολίζει το εξωτερικό γινόμενο διανυσμάτων. Αν τα διανύσματα Οδώνυσμα , βδώνυσμα και Υδώνυπμιι προέρχονται από ένα δεξιόστροφο σύστημα αξόνων, δηλαδή η γωνία που σχηματίζουν μεταξύ τους είναι δεξιόστροφη, τότε το τριπλό εσωτερικό γινόμενο λέμε ότι είναι θετικό, ενώ αν είναι αριστερόστροφο τότε λέμε ότι είναι αρνητικό. Η γεωμετρική ερμηνεία του τριπλού εσωτερικού γινομένου είναι ότι συμβολίζει τον όγκο που καταλαμβάνει ένα παραλληλεπίπεδο όταν τέμνεται από τα τρία διανύσματα Οδώνυσμα , βδώνυσμα και γδώνυσμα· Scale 1 [Κλίμακα] Τεχνολ. Ένα υποσύνολο της πραγματικής ευθείας ή μια κατηγοριοποίηση όπου παίρνει τιμές ένα φυσικό μέγεθος. Scale 2 [Κλίμακα] Φνσ. Το σύστημα αριθμών που χρησιμοποιείται για την ποσοτική έκφραση μιας φυσικής ποσότητας, όπου μεταξύ των δύο υπάρχει αντιστοιχία. Scale D r a w i n g [Σχέδιο υπό κλίμακα] Μηχ. Ονομάζεται κάθε μηχανικό σχέδιο όπου όλα τα στοιχεία που απεικονίζονται είναι σχεδιασμένα με την ίδια αναλογία ως προς ένα βασικό στοιχείο αναφοράς. Scale Effect [Επίδραση Κλίμακας] Ρενστομηχ. Το φαι-

νόμενο κατά το οποίο, στη μελέτη φαινομένων ροής με χρήση κάποιου μοντέλου, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ μοντέλου και πραγματικού συστήματος, που οφείλεται αποκλειστικά στη διαφορά κλίμακας. Scale Factor [Συντελεστής Κλίμακας] Ρενστομηχ. Ορίζεται κάθε παράγοντας που πολλαπλασιάζεται στις τιμές ενός μεγέθους, το οποίο υπολογίζεται από τη μελέτη ενός μοντέλου, με σκοπό να ληφθεούν οι αντίστοιχες τιμές στο πραγματικό σύστημα. Scale Invariance [Αυτοομοιότητα υπό αλλαγή κλίμακας] Χαοτ. Ανναμ. Ένα από τα δυο πιο βασικά χαρακτηριστικά που περιγράφουν ένα παράξενο ελκυστή είναι η ιδιότητα της αυτοομοιότητας, δηλαδή ίδιος κάτω από οποιαδήποτε μεγέθυνση. Αυτή η εικόνα είναι τυπική για τους παράξενους ελκυστές. Ο ποσοτικός χαρακτηρισμός οδήγησε στην εισαγωγή του όρου του φράκταλ. Scale Property [Κλιμακωτή ιδιότητα] Μαθημ.. Έστω ένα διάνυσμα Οδώνυσμα και έστω λ να είναι ένας βαθμωτός πραγματικός αριθμός, με την ιδιότητα δηλαδή ότι ορίζει το γινόμενο λ α&άνυσμα· Η κλιμακωτή ιδιότητα ορίζεται ως εξής: || λ αδώνυσμα || = | λ 11| Οοώλ1>σμα ||, όπου το σύμβολο ||. || συμβολίζει την νόρμα ενός διανύσματος. Scaled Model [Μοντέλο κλίμακας] Τεχνολ. Κατασκευή γραφικού μοντέλου μέσα σε κλίμακες (πχ σε Η/Ύ με ενσωματωμένους στο περιθώριο χάρακες) ώστε να μπορεί να υπάρξει αυξομείωση μεγέθους, Scalene Triangle [Σκαληνό τρίγωνο] Μαθημ.. Ένα τρίγωνο λέγεται σκαληνό αν και μόνον αν δεν έχει καμία πλευρά του ίση με τις άλλες δύο του άρα κατ' επέκταση δεν έχει ούτε ένα ζευγάρι ίσων γωνιών. Αυτό μπορεί να γενικευτεί με βάση τις ιδιότητες των τριγώνων έτσι ώστε κατ' επέκταση ένα τρίγωνο να λέγεται σκαληνό όταν έχει τρεις γωνίες άνισες, Scaling [Κλιμάκωση] Μαθημ.. Είναι μια μέθοδος, με τη βοήθεια της οποίας μπορούμε να διατάξουμε ποσότητες ανάλογα με τις ιδιότητες τους. Έτσι έστω ότι θέλουμε να βαθμολογήσουμε τις επιδόσεις κάποιων αυτοκινήτων ανάλογα με κάποια προτερήματα τους. Τα αυτοκίνητα αυτά κατατάσσονται σε μια κλίμακα από το ένα (1) το οποίο σημαίνει κακό έως το εφτά (7) το οποίο σημαίνει άριστο. Αυτή είναι μια μέθοδος κλιμάκωσης δεδομένων. Scaling Law [Αναλογικός νόμος] Φνσ. Ονομάζεται κάθε φυσικός κανόνας ο οποίος περιγράφει μία άμεση γραμμική σχέση μεταξύ δύο ποσοτήτων, δηλαδή όσο μεταβάλλεται η μία κατά ανάλογο τρόπο με την ίδια πάντα κλίμακα θα μεταβάλλεται και η άλλη. Scaling Procedure [Διαδικασία μετατροπή μεγέθους] Τεχνολ. Αλλαγή μεγέθους της απεικόνισης ενός αντικειμένου που λέγεται και Zoom (In και Out), Scaling S y m m e t r y [Κλιμακωτή συμμετρία] Μαθημ.. Είναι μια ιδιότητα, η οποία μας λέει ότι αν ισχύει μια ισότητα, τότε αυτή δεν αλλάζει αν πολλαπλασιάσουμε και τα δύο μέλη της με τον ίδιο αριθμό ή την ίδια ποσότητα. Έτσι αν ισχύει α + β = 1, όπου α, β πραγματικοί αριθμοί, τότε αν πολλαπλασιάσουμε και τα δύο μέλη με το δύο (2), δεν μεταβάλλεται η ισότητα, και έτσι έχουμε ότι {2 (α + β) = 2] °{α + β = 1}. Scan 1 [Σάρωση] Ηλεκτρον. Κάλυψη μιας περιοχής (της οθόνης συνήθως) με δέσμη φωτός όπου υπάρχει το σχέδιο εκτύπωσης που προβάλλεται από το Frame Buffer οθόνης (διευθυνσιοδοτημένο από το λείτουργικό σύστημα) και απεικόνιση από μια κινούμενη ευθεία

- 1226 που δίνει το ρυθμό ανανέωσης της εικόνας. Scan 2 [Σάρωση] Πληρ. Χρησιμοποίηση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας σε συνδυασμό με ένα σύστημα μετάδοσης, παραγωγής ή σύλληψης μιας εικόνας για την ψηφιοποίησή της. Ένας σαρωτής αναλύει μία εικόνα και την αναπαραγάγει στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή με τη βοήθεια βέβαια του κατάλληλου λογισμικού προγράμματος. Scan 3 [Σάρωση] Επικοιν. Καλείται η διαδικασία με την οποία μία συσκευή τηλεομοιοτυπίας διαβάζει ένα τυπωμένο κείμενο ή εικόνα και τη μετατρέπει σε ψηφιακά σήματα για να μπορούν μετά να μεταδοθούν. Scan Conversion [Μετατροπή σάρωσης] Ηλεκτρον. Η μετατροπή σε σήμα (τάσης) αναλογικό ποσότητας δεδομένων εικόνας σε ψηφιακή μορφή. Scan Converter [Μετατροπέας σάρωσης] Ηλεκτρον. Ένα μηχάνημα πάνω στο οποίο μια εικόνα που αποτελείται από γραμμές, σημεία ή περιοχές μετατρέπεται σε ένα πίνακα από πιξελς. Scan Head [Κεφαλή σάρωσης] Ηλεκτρον. Ακραίο τμήμα του σαρωτή που εκτελεί τη σάρωση ενός πεδίου. Scan Line [Γραμμή σάρωσης] Ηλεκτρον. Μια από τις παράλληλες ευθείες που δημιουργεί η δέσμη του πυροβόλου καθοδικών ακτίνων καθώς σαρώνει την οθόνη. Όσο περισσότερες, τόσο αποτελεσματικότερη η σάρωση. Scan Line Coordinates System [Σύστημα συντεταγμένων γραμμής σάρωσης] Τεχνολ. Έχουμε ένα σύστημα συντεταγμένων που ορίζεται από την επιφάνεια σάρωσης (του σαρωτή). Η γραμμή σάρωσης κινείται στον ένα του άξονα και δίνει τελικά ένα πίνακα ψηφιακών δεδομένων 2 διαστάσεων. Scandia [Σκανδία] Ανόργ. Χημ. Πρόκειται για το οξείδιο του σκανδίου. -> Scandium Oxide Scandium [Σκάνδιο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο της ΙΙΙΒ ομάδας του περιοδικού πίνακα, που συμβολίζεται ως Sc και έχει ατομικό αριθμό 21, ατομικό βάρος 44,9, θερμοκρασία τήξεως 1539 °C και θερμοκρασία ζέσεως 2730 °C. Είναι μέταλλο, με αργυρόλευκο χρώμα, ισχυρά οξειδωτικό μέσο και βρίσκεται κυρίως στο ορυκτό γαδολινίτη. Scandium Chloride [Χλωριούχο Σκάνδιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι ScCI3 και έχει μοριακό βάρος 151,31, σημείο τήξεως 939 °C και σημείο εξαχνώσεως 800-850 °C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό. Scandium Oxide [Οξείδιο του Σκανδίου] Ανόμγ. Χημ. Αευκή στερεή ένωση, σε μορφή σκόνης, με χημικό τύπο Sc 2 0 3 και μοριακό βάρος 137,91. Είναι αδιάλυτη σε νερό, αλλά διαλυτή σε θερμά διαλύματα οξέων. Scandium Sulfate [Θειικό Σκάνδιο] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Sc 2 (S0 4 )3 και μοριακό βάρος 378,08. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό. Με θέρμανση διασπάται. Scanistor Circuit [Ολοκληρωμένο σάρωσης] Ηλεκτμον. Μηχανισμός που συνδέεται με ένα δέκτη και μια αντένα. Scanner 1 [Σαρωτής] Επικοιν. Μηχάνημα που ελέγχει ένα συγκεκριμένο χώρο με τους αισθητήρες του και αναμεταδίδει σαν σήμα την χαρτογράφησή του πχ ραντάρ. Scanner [Σαρωτής] Ηλεκτρον. Γνωστή και με τον όρο ψηφιοποιητής εικόνας, πρόκειται για μία ηλεκτρονική συσκευή η οποία έχει την δυνατότητα να μετατρέπει σε ψηφιακή μορφή οποιαδήποτε εικόνα ή κείμενο της

δοθεί προς σάρωση και να την αποθηκεύει σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Scanncr 3 [Σαρωτής] Πληρ. Λεκτικός αναλυτής που σαρώνει πρώτα ένα κείμενο ψάχνοντας για λέξεις από ένα γνωστό μοντέλο. Τις υπόλοιπες τις θεωρεί Σα λανθασμένες ή σαν μεταβλητές και παραπέμπει για επανέλεγχο από άλλο εργαλείο. Scanner 4 [Σαρωτής] Τεχνολ. Μηχάνημα που διασχίζει ένα φάσμα συχνοτήτων ερευνώντας για ένα συγκεκριμένο σήμα. Scanner Analysis [Ανάλυση του σαρωτή] Ηλεκτρον. Ο αριθμός κουκίδων (ή γραμμών σάρωσης) που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει και να επεξεργαστεί σε πραγματικό χρόνο ο σαρωτής. Scanner Selection [Επιλογή σάρωσης] Πληρ. Για κάθε αντικείμενο σαρώνεται η επιφάνεια που μπορεί να συλλάβει ο χώρος που έχει προκαθοριστεί από τον κατασκευαστή και αντιστοιχεί στο πλάτος της γραμμής σάρωσης. Για αντικείμενα 3 διαστάσεων αντιστοιχείται μια ορθογώνια προβολή τους. Scanning Electron Microscope [Μικροσκόπιο ηλεκτρονικής σάρωσης] Ηλεκτρον. Μικροσκόπιο που δουλεύει (για τη μεγέθυνση) χρησιμοποιώντας ψηφιακό σήμα ώστε να μπορεί να αναμεταδώσει το σήμα για επεξεργασία. Scanning Frequency [Συχνότητα σάρωσης] Ηλεκτρον. Όρος που συναντάμε στην τεχνολογία ψηφιακών οθονών και δηλώνει τον αριθμό φορών που σαρώνεται μια περιοχή σε ένα δευτερόλεπτο. Scanning H E E D [Εκτεταμένη σάρωση]Φυσ. Μια τεχνική κατά την οποία γίνεται ανάλυση μέσω της χρήσης της διάθλασης ηλεκτρονίων. Η διάθλαση εντοπίζεται με τη σάρωση κατά μήκος του πεδίου των διαθλούντων ηλεκτρονίων με ένα ευαίσθητο ανιχνευτή, αντί να γίνει αποτύπωση σε κάποιο γαλάκτωμα. Η λέξη HEED είναι ακρωνύμιο των λέξεων High Energy Electron Diffraction (διάθλαση ηλεκτρονίων υψηλών ενεργειών). Scanning Line [Γραμμή σάρωσης] Τεχνολ. Κατά την κίνηση της κεφαλής του σαρωτή παράγεται μια κινούμενη ευθεία που αντιστοιχεί στα επεξεργαζόμενα (σε πραγματικό χρόνο) σημεία του αντικειμένου και το μήκος της ορίζεται από τον κατασκευαστή. Scanning Linearity Test [Τεστ γραμμικότητας σάρωσης] Ηλεκτρον. Ένα διαγνωστικό τεστ είναι η (πιστή) απεικόνιση ενός αντικειμένου πχ μια ευθεία σε διάφορα σημεία της οθόνης. Scanning Loss [Απώλεια σάρωσης] Ηλεκτρον. Απώλεια σήματος που οφείλεται σε σφάλματα δειγματοληψίας. ^ Scanning Radio [Ραδιοφωνική σάρωση] Ηλεκτρον. Το ραδιόφωνο χρησιμοποιεί ένα μηχανισμό σάρωσης μιας ζώνης και μετατρέπει το σήμα αυτό σε ήχο. Scanning Sequence [Ακολουθία σάρωσης] Επικοιν. Ακολουθία που έχει προγραμματιστεί μια μηχανή σάρωσης (το αντίστοιχο λογισμικό) για να καλύψει ένα αντικείμενο διατεταγμένο κατάλληλα πχ οριζόντια ή κάθετα. Scanning Tunneling Microphone [Μικρόφωνο σάρωσης βάθους] Ηλεκτρον. Μικρόφωνο που δεν κόβει τις αρμονικές της φωνής και έτσι δίνει τον τόνο του βάθους της. Scapolite [Σκαπόλιθος] Ορυκτ. Αποτελείται από σύμπλοκο αργιλιοπυριτικό νάτριο και ασβέστιο. Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα, έχει χρώμα

- 1227 -

λευκό ή γκρι ή πράσινο, σκληρότητα 5- Mohs και ειδικό βάρος 2,65-2,74. Scapolitization [Σκαπολιτίωση] Γεωλ. Η διεργασία μεταμόρφωσης των συστατικών ενός πετρώματος σε ορυκτό της ομάδας των σκοπολίθων. Scarlet Red [Ερυθρό Scarlet] Ομγ. Χημ. Αζώχρωμα, με χημικό τύπο C24H20N4O, μοριακό βάρος 380,45, θερμοκρασία ζέσεως 260 °C και τήξεως 186°C. Είναι σκόνη με σκούρο καστανό χρώμα, διαλυτή σε χλωροφόρμιο και αιθέρα. Scatole [Σκατόλη] Opy. Χημ. Είναι το 3-μεθυλοινδόλιο, που έχει χημικό τύπο 3-CH3-CsH6N, μοριακό βάρος 131,18, θερμοκρασία ζέσεως 265-266 °C και τήξεως 97-98 °C. Διαλύεται σε νερό και οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αρωμάτων. Scatter Band [Ζώνη διάχυσης] Επικοιν. Το συνολικό εύρος ζώνης όπου συναντάμε τα αποτελέσματα ενός φαινομένου διάχυσης. Scatter D i a g r a m [Διάγραμμα διασποράς] Στατ. Διάγραμμα σημείων που χρησιμοποιείται κύρια για να δείξει συγκεντρώσεις και αποκλίνουσες τιμές. Scatter Propagation [Διάδοση σκέδασης] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για μελέτη ως προς το πώς τα ραδιοκύματα ταξιδεύουν από ένα σημείο σε ένα άλλο. Τα μονοπάτια διάδοσης αλλάζουν συνεχώς λόγω ανακλάσεων. Η σκέδαση επηρεάζει όλα τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα και αλλάζει την κατεύθυνση τους σε μεγάλο βαθμό. Η ατμόσφαιρα της Γης, οι περιοχές της ιονόσφαιρας και κάθε αντικείμενο στο δρόμο των ράδιο σημάτων έχουν ως αποτέλεσμα τη σκέδαση τους. Scattering Amplitude [Πλάτος σκέδασης] Φ/xr. Πρόκειται για μια συνάρτηση που παίζει θεμελιώδη ρόλο στη θεωρία σκέδασης. Το πλάτος σκέδασης περιγράφει τη γωνιακή κατανομή των προϊόντων σκέδασης. Η συνάρτηση εξαρτάται από τη μορφή του δυναμικού που περιγράφει τη σκέδαση Scattering Angle [Γωνία σκέδασης] Φυσ. Κατά τη σκέδαση η διεύθυνση της δέσμης πρόσπτωσης, καθορίζει μια διεύθυνση στο χώρο. Η πιθανότητα να εκτραπεί ένα σκεδαζόμενο βλήμα από τη διεύθυνση αυτή κατά μια ορισμένη γωνία εξαρτάται, εν γένει, από την τιμή αυτής της γωνίας. Επομένως, η πυκνότητα των σωματιδίων που, κατά τη σκέδαση έχουν εκτραπεί σε γωνία θ, εξαρτώνται από τη γωνία αυτή. Η γωνία αυτή ονομάζεται γωνία σκέδασης. Scattering Centers [Κέντρα σκέδασης] Τεχνολ. Όρος που χαρακτηρίζει τις δομικές ατέλειες που εμφανίζονται σε κρυσταλλικά υλικά και οι οποίες προκαλούν την μεταβολή κίνησης των ηλεκτρονίων τους. Η μεταβολή αυτή που ορίζεται ως σκέδαση λειτουργεί ανασταλτικά για την αγωγιμότητα του υλικού. Scattering Coefficient [Συντελεστής σκέδασης] Φυσ. Μια σταθερά η οποία αντιστοιχεί ακριβώς στο συντελεστή απορρόφησης. Είναι η κλασματική μείωση της έντασης ανά αριθμό ατόμων και ανά εμβαδόν. Ισούται με τη συνολική ενεργό διατομή της ακτινοβολίας, μόνο που πρόκειται για διαδικασία σκέδασης και όχι απορρόφησης. Scattering Cross Section [Διατομή σκέδασης] Φνσ. Η διατομή για την ελαστική σκέδαση, δίνει το μέτρο της πιθανότητας να συμβεί ελαστική σκέδαση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Scattering Function [Συνάρτηση σκέδασης] Ηλεκτρομαγν. Μια συνάρτηση που δίνει την ένταση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που σκεδάζεται

Schedule 2

από ένα αντικείμενο, προς μια κατεύθυνση, ανά μονάδα φωτεινής ακτινοβολίας προσπίπτουσας πάνω στο αντικείμενο. Scattering Length [Μήκος σκέδασης]Φυσ. Μια παράμετρος, που εμφανίζεται κατά τη σκέδαση νετρονίουπρωτονίου σε χαμηλές ενέργειες. Στο όριο των χαμηλών ενεργειών η διατομή σκέδασης πλησιάζει μια αδιαπέραστη σφαίρα ακτίνας α. Το μήκος σκέδασης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τη φύση του δυναμικού πρωτονίου-νετρονίου. Scattering Loss [Απώλεια λόγο σκέδασης] Ηλεκτμομαγν. 1. Η ποσότητα της χαμένης ισχύος της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης που οφείλεται σε σκέδαση 2. Η ποσότητα της απώλειας εκπομπής που οφείλεται στη σκέδαση μέσα από ένα μέσο ή στην αδρότητα της επιφάνειας. Scattering Matrix 1 [Πίνακας σκέδασης] Ηλεκτμομαγν. Μέθοδος υπολογισμού των ηλεκτρομαγνητικών χαρακτηριστικών που προκύπτουν από σειρές κυματοδηγών. Ο πίνακας σκέδασης χρησιμοποιείται για εξομοίωση. Η μέθοδος χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό παραμέτρων όπως είναι τα χαρακτηριστικά της διάχυσης, της ανάκλασης και τα πεδία που δημιουργούνται από μια σημειακή δέσμη. Scattering Matrix 2 [Πίνακας σκέδασης] Πυρην.Φυο. Ένας πίνακας ο οποίος εκφράζει την αρχική κατάσταση σε ένα πείραμα σκέδασης σε σχέση με τις πιθανές τελικές καταστάσεις. Scenario [Σενάριο] Τεχνολ. Όρος της ανάλυσης συστημάτων που δηλώνει μια πιθανή περίπτωση υλοποίησης που αξιολογείται με πιθανότητες. Scend [Ανοδική κίνηση πλοίου] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η απότομη κίνηση προς τα επάνω ενός πλοίου που βρίσκεται στην επιφάνεια της θάλασσας υπό την επίδραση ενός ισχυρού κύματος. Scfh [Μονάδα ροής] Μηχ. Συμβολίζει μονάδα ροής, κυβικά πόδια ανά ώρα, σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Schaeffer Acid [Οξύ Schaeffer] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το 6-υδροξυ-β-ναφθαλενο-σουλφονικό οξύ, με χημικό τύπο 6-ΗΟ-β-ΟιοΗ<£θ3Η, μοριακό βάρος 224,23 και θερμοκρασία τήξεως 167°C. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και οξικό οξύ, Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αζωχρωμάτων. Schafarzikite [Σχαφαρζικίτης] Ομυκτ. Ερυθρό ή καστανέρυθρο ορυκτό υλικό, κρυσταλλωμένο σε τετραγωνικό σύστημα. Ο χημικός του τύπος είναι Fe 5 Sb40||, το ειδικό του βάρος 4,3 και η σκληρότητά του 3,5 Mohs. Schauder's T h e o r e m [Το θεώρημα του Schauder] Μαθημ.. Έστω Α ένας χώρος του Banach, ο οποίος έχει την ιδιότητα να είναι κυρτός και συμπαγής και έστω Β ένα υποσύνολο του Α, το οποίο είναι και αυτό κυρτό και συμπαγές. Τότε κάθε συνάρτηση Γ, η οποία ορίζεται με πεδίο ορισμού το Β και πεδίο τιμών το Β, f: Β —> Β, τότε η συνάρτηση αυτή έχει τουλάχιστο ένα σταθερό σημείο. Schedule 1 [Σχεδιασμός] Τεχνολ. Καθορισμός του τρόπου χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την επίλυση ενός προβλήματος. Συνήθως γίνεται σε συνάρτηση με το χρόνο και το κόστος αλλά και άλλα μεγέθη. Schedule 2 [Χρονοδιάγραμμα] Μηχ. Καλείται κάθε έγγραφη διαδικασία καθορισμού μίας χρονικής σειράς σε μία αλληλουχία γεγονότων. Για παράδειγμα οι επιμέρους εργασίες για την κατασκευή ενός τεχνικού έργου

Scheduled D o w n T i m e

- 1228 -

τοποθετούνται στην σειρά σε ένα χρονοδιάγραμμα ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση και ο συντονισμός του έργου. Scheduled D o w n T i m e [Σχεδιασμένος χρόνος απουσίας] Τεχνολ. Ο χρόνος που έχει προβλεφτεί για υπολειτουργία μιας διαδικασίας εξαιτίας πτώσης του συστήματος. Scheduler [Σχεδιαστής] Τεχνολ. Επιστήμονας που προσαρμόζει τις υπάρχουσες μεθοδολογίες στην περίπτωση του κάθε προβλήματος ή φτιάχνει ένα πρωτότυπο πειραματικό μοντέλο. Scheduling Algorithm [Αλγόριθμος σχεδίασης] Πληρ. Αλγόριθμος που εφαρμόζει τη θεωρία της επιχειρησιακής έρευνας και των υπόλοιπων εργαλείων της όπως Scheffe's Test [Τεστ του Sheffe] Στατ. Στατιστικό τεστ που ανήκει στην κατηγορία των τεστ πολλαπλών περιοχών που ελέγχει την ομογένεια της διακύμανσης πολλών δειγμάτων δηλαδή κατά πόσο ανήκουν στον ίδιο πληθυσμό. S c h e m a [Περιγραφή] Πληρ. Σύνολο από σχηματικές οντότητες και λεκτικές περιγραφές που ορίζουν μια περιγραφή βάσης δεδομένων. Schema L a n g u a g e [Γλώσσα περιγραφής] Πληρ. 1. Σύνολο λέξεων που ορίζουν μια κατάσταση ή ένα σύνολο αντικειμένων. 2. Γνωστή μεταγλώσσα που χειρίζεται γραφικά και πάνω της στηρίζονται πολλές γνωστές γλώσσες γραφικών. Schematic D i a g r a m [Σχηματικό διάγραμμα] Πληρ. Σύνολο από ήδη γνωστά (επαναλαμβανόμενα) σχήματα οργανωμένο σύμφωνα με τη λογική ροή ενός προγράμματος που ειδικά για προγράμματα λογισμικού λεγόταν και διάγραμμα ροής ή λογικό διάγραμμα. Schering Bridge [Γέφυρα του Schering] Ηλεκτρομαγν. Μια γέφυρα που χρησιμοποιείται κυρίως για τον υπολογισμό της χωρητικότητας ενός πυκνωτή, αλλά ακόμη και για τη μελέτη της συμπεριφοράς μονωτικού υλικού σε υψηλές περιοχές τάσεων. Schieller [Φαινόμενο Τσίλερ] Οπτικ. Μια ασυνήθιστη μεταλλική στιλπνότητα σε μερικά μέταλλα, η οποία προκαλείται από κατάλληλο φωτισμό και οφείλεται σε εσωτερική ανάκλαση, διάθλαση και σκέδαση του φωτός στη μεταλλική επιφάνεια από σφαιρικά σωματίδια. Schiff Base [Βάση του Schiff] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει την ομάδα C=N-R, η οποία σχηματίζεται από αντίδραση καρβονυλικής ένωσης με πρωτοταγή αμίνη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών ουσιών. Schiff Test [Μέθοδος Schiff] Οργ. Χημ. Αναλυτική μέθοδος ταυτοποίησης αλδεϋδών και διαχωρισμού τους από κετόνες. Η ύπαρξη αλδεΰδης διαπιστώνεται από το βαθύ κόκκινο χρώμα που σχηματίζεται στο αντιδρόν διάλυμα. Schillerization 1 [Εφαρμογή του φαινόμενου Τσίλερ] Οπτικ. Η ενέργεια ή η διαδικασία για την παραγο^γή του φαινομένου Τσίλερ (Schieller) σε μια μεταλλική επιφάνεια ή κρύσταλλο. Schillerization 2 [Ιριδισμός] Γεωλ. Ιδιότυπο λαμπύρισμα ορισμένων μετάλλων που οφείλεται σε εσωτερικές ανακλάσεις από μικροσκοπικά εγκλείσματα κατά μήκος ορισμένων κρυσταλλικών επιπέδων. Schist [Σχιστόλιθος] Γεωλ. Είναι ένα είδος πετρώματος, του οποίου τα συστατικά είναι τοποθετημένα σε παράλληλες στρώσεις και γι' αυτό μπορεί με σχετική ευκολία να σχιστεί σε πλάκες. Υπάρχουν πολλών ειδών σχιστόλιθοι ενώ ο σχηματισμός τους οφείλεται συνή-

θως στην τεκτονική επίδραση επάνω σε διάφορα ιζηματογενή ή μαγματικά πετρώματα. Χρησιμοποιούνται στην οικοδομική για στεγάσεις σπιτιών, πλακοστρώσεις, σαν ανώφλια σε πόρτες και παράθυρα και για την κατασκευή υλικών ζωγραφικής και ακονιστηρίων. Schistosity [Σχιστότητα] Γεωλ. Η ιδιότητα ορισμένων ιζηματογενών ή κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων να αποχωρίζονται κατά παράλληλα επίπεδα, καλούμενα επιφάνειες σχιστότητας. Schlafli's Integral F o r m u l a [Ο τύπος ολοκλήρωσης του Schlafli] Μαθημ.. Έστω ένα ορθογώνιο πολυώνυμο Πι (χ),το οποίο θέλουμε να παραγωγίσουμε. Ένας τρόπος παρουσίασης του ως ένα κοινό πολυώνυμο προκύπτει αν εισάγουμε στον ολοκληρωτικό τύπο του Cauchy τον τύπο πολυωνύμων του Rodrigues. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του τύπου του Schlafli είναι το ν-οστής τάξης πολυώνυμο του Legendre. Schleelite [Σεελίτης/ Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από βολφραμικό ασβέστιο, κύριο μετάλλευμα βολφραμίου. Σχηματίζει άχροους, λευκούς ή κίτρινους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς, με υαλώδη λάμψη και την ιδιότητα του φθορισμού κρυστάλλους του τετραγωνικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 4 έως 5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,9 έως 6,1. Schlieren [Ταινιωτές ραβδώσεις] Γεωλ. Ακανόνιστου σχήματος ραβδώσεις του ιστού πλουτωνίων πετρωμάτων που οφείλονται σε διαφορές της σχετικής αναλογίας των ορυκτών διατηρούμενης, ωστόσο, της κοινής ορυκτολογικής σύστασης με τη κύρια μάζα του πετρώματος. Schlieren Optics [Οπτική Σλιρεν] Οπτικ.Ένας περιγραφικός όρος για ένα αριθμό συσχετιζόμενων μεθόδων για τη μελέτη σε ανομοιογενή αδιαφανή τμήματα υλικών τα οποία δε διαφέρουν σε πυκνότητα από τις γύρω περιοχές, παρά μόνο στο δείκτη διάθλασης. Η πιο γνωστή διάταξη που χρησιμοποιείται είναι φως από μια σημειακή πηγή, η οποία εστιάζεται με ένα φακό. Schlieren Photography [Φωτογραφία Σλίρεν] Οπτικ. Μια τεχνική φωτογράφησης της ροής του αέρα ή κάποιου αερίου με την καταγραφή των μεταβολών των δεικτών διάθλασης λόγω αλλαγής της πυκνότητας, όταν τα αέρια βρίσκονται κάτω από ειδικό φωτισμό. Schmidt N u m b e r [Αριθμός Schmidt] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη φαινομένων μεταφοράς μάζας, συμβολίζεται ως Nsc και εκφράζει το πηλίκο της ορμής προς τη διαχυτότητα μάζας. Προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμού Pcclet προς τον αριθμό Reynolds Kat δίνεται από τη σχέση Ν * = μ/(ρΟ). Schmidt N u m b e r 2 [Δεύτερος Αριθμός Schmidt] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη της κινητικής χημικών αντιδράσεων. Δίνεται από την εξίσωση N Sm = k
- 1229ρικό πρωτεύοντα καθρέπτη κι από ένα διορθωτικό δίσκο. Τα συστήματα Σμιτ συχνά έχουν μικρή εστιακή απόσταση και ένα κυρτό εστιακό επίπεδο. Schmidt Reaction [Αντίδραση Schmidtl Ομγ. Χημ. Αντίδραση σχηματισμού πρωτοταγούς αμίνης (RNH 2 ), που συνίσταται στην επίδραση υδραζωικού οξέος (ΗΝ 3 ) σε καρβοξυλικό οξύ (RCOOH), παρουσία θειικού οξέος. Schmidt Reflector [Ανακλαστήρας Σμιντ] Οπτικ. Ένα τηλεσκόπιο ή μια κάμερα που κάνουν χρήση του οπτικού συστήματος Σμιντ. Schmidt Telescope [Τηλεσκόπιο Schmidt] Αστρον. Διάσημο τηλεσκόπιο με φακούς και κάτοπτρα που αναφέρεται και σαν κάμερα Schmidt. Δίνει μεγάλο οπτικό πεδίο με μικρή εστιακή απόσταση και έτσι έχει όλα τα συναφή πλεονεκτήματα. Χρησιμοποιεί και ένα πιάτο διόρθωσης της αποπλάνησης. Schmitt Trigger [Πυροδότηση Σμιτ] Η/χκτρον. Ένα σταθερό στοιχείο το οποίο παράγει ένα σήμα εξόδου όταν το σήμα εισόδου ξεπερνά ένα εναρκτήριο επίπεδο, και του οποίου το σήμα εξόδου συνεχίζει να υπάρχει μέχρι το σήμα εισόδου να πέσει κάτω από ένα καθορισμένο επίπεδο. Schockley Diode [Δίοδος Σόκλει] Ηλεκτρον. Μια δίοδος τεσσάρων εναλλασσόμενων στρωμάτων από ημιαγωγούς τύπου-Ρ και τύπου-Ν. Η χρήση τεσσάρα)ν στρωμάτων αντί για τρία βρήκε εφαρμογή στα τρανζίστορ τα οποία μπορούσαν να δράσουν ως ανορθωτές, ικανοί να μετατρέψουν εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές. Επίσης χρησιμοποιήθηκε σαν διακόπτης αποκοπής και επίτρεψης όταν η εφαρμοσμένη τάση ξεπερνούσε μια συγκεκριμένη τιμή. Schonberg Chandrasekhar Limit [Όριο Schonberg Chandrasekhar] Αστρον. To σημείο που αρχίζει ένας αστρικός πυρήνας να καταρρέει με επιτάχυνση καύσης και έναρξη φάσης ερυθρού γίγαντα. Schonflies Crystal Symbol [Σύμβολα Schonflies] Κρυσταλλ. Είναι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη Φασματοσκοπία και εκφράζουν συμμετρίες στροφοαναστροφής και χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση κρυσταλλικών στερεών. Schooner [Μυοπάρων] Ναυπηγ. Γνωστό και με τον όρο σκούνα, είναι ένα δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο όπου ο πρυμναίος ιστός είναι μεγαλύτερος από τον άλλο. Schoop Process [Διεργασία Schoop) Τεχνολ. Διεργασία ψεκασμού υψηλής πίεσης ψευδαργύρου. Η διεργασία αυτή συνήθως αξιοποιείται βιομηχανικά στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών με ψευδάργυρο, έχοντας το πλεονέκτημα του απολύτου ελέγχου του πάχους της επικαλυπτικής στοιβάδας. Schorl [Σκορλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ρομβοεδρικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανής, μαύρου χρώματος, με MB 1053 και χημικό τύπο NaFe 2 * 3 Al 6 (B0 3 ) 3 Si«0i8 (ΟΗ)4. Ο λόγος των αξόνων του είναι a: c = 1: 0.45 και το μέσο ειδικό του βάρος 3.17. Συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. Schorlomite [Σκορλομίτης] Ορυκτ. Ορυκτό κυβικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανής, μαύρου χρώματος, με MB 517 και χημικό τύπο Ca3(Ti,Fe*\Al) 2 [(Si,Fe 3+ , Fe 2+ )0 4 ]3. Το μέσο ειδικό του βάρος είναι 3.8 και συναντάται κυρίως στις Η.Π.Α. Schotten-Baumann Reaction [Αντίδραση SchottenBaumann] Οργ. Χημ. Είναι η χημική αντίδραση χλωριδίων των οξέων με αρωματικές αμίνες, παρουσία αλκάλεος: C 6 H 5 -NH 2 + C 6 H 5 -C0C1 C 6 H 5 -NH-CO-

Schur's L e m m a [

C 6 H 5 + HC1. Χρησιμοποιείται για την προστασία της αμινο-ομάδας από οξείδωση. Schottky Barrier [Φράγμα του Σοτκιΐ Ηλεκτρον. Ανάλογα με το μέταλλο και τον τύπο ημιαγοογό, η επαφή δύναται να χαρακτηριστεί ως ωμική ή ανορθώνουσα. Η ανορθώνουσα επαφή επιτρέπει την ακώλυτη δίοδο ρεύματος μιας μόνο φοράς και αποτελεί τη βάση για την κατασκευή του φράγματος του Σότκι. Schottky Theory [Θεωρία του Σότκι]Φυσ. Στερ. Κατ. Μια θεωρία για τις ιδιότητες ανόρθωσης μιας επαφής μεταξύ μετάλλου και ημιαγωγού, οι οποίες στηρίζονται στη δημιουργία ενός προστατευτικού επίπεδου φραγμού στην επιφάνεια της επαφής Schreier's Theorem [Το θεώρημα του Schrcicr] Μα-

θημ. Schrodinger Equation [Εξίσωση Schrodinger] Χημ. Διαφορική εξίσωση της κβαντομηχανικής, η λύση της οποίας καθορίζει το αναμενόμενο μέσο αποτέλεσμα, για κάθε πιθανό πείραμα σε φυσικό σύστημα. Schrodinger Picture [Εικόνα του Σρέντιγκερ] Φυσ. Ένας τρόπος αναπαράστασης της κβαντομηχανικής κατά τον οποίο οι τελεστές συμπεριφέρονται ως στάσιμα κύματα και οι κυματοσυναρτήσεις εξελίσσονται με το χρόνο. Schrodinger W a v e Function [Κυματοσυνάρτηση Schrodinger] Χημ. Το τετράγωνο της κυματικής συνάρτησης θεωρείται ανάλογο της πυκνότητας του ηλεκτρονιακού νέφους σε κάθε σημείο γύρω από τη μάζα του ηλεκτρονίου. Η κυματική συνάρτηση, που συμβολίζεται με ψ, δίνεται από την εξίσωση Schrodinger. Schrodinger' s Cat [Γάτα του Σρέντιγκερ]Φυσ. Ένα νοητό πείραμα που εισήγαγε ο Αυστριακός φυσικός, για να αναδείξει το παράδοξο της κβαντικής μηχανικής αναφερόμενος στην πιθανότητα εύρεσης, ας πούμε, ενός υποατομικού σωματιδίου σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Σύμφωνα με τον Bohr, η θέση ενός σωματιδίου παραμένει απροσδιόριστη μέχρι να παρατηρηθεί. Schroeder-Bernstein Theorem [Το θεώρημα των Schroeder-Bernstein] Μαθημ.. Έστω δύο πραγματικοί αριθμοί α, β με α, β e R. Αν το α είναι μικρότερο ή ίσο του β, α < β, και ταυτόχρονα το β να είναι μικρότερο ή ίσο του α, β < α, τότε συνεπάγεται ότι το α είναι ίσο με το β, α - β. Αυτή η θεωρία μπορεί να επεκταθεί και στη θεωρία των συνόλων. Έτσι έστω δύο σύνολα Α, Β και έστω Χ, Υ υποσύνολο των Α και Β αντίστοιχα. Αν το σύνολο Α είναι ισοδύναμο του Υ, Α ~ Υ, και το Β είναι ισοδύναμο του Χ, Β - Χ, τότε λέμε ότι και το Α είναι ισοδύναμο του Β, Α ~Β. Schultenite [Σουλτινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο απύ άχροους, λευκούς ή ανοιχτούς κίτρινους, διαφανείς και με υαλώδη ή αδαμάντινη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 2,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 5,5. Schultz-Hardy Rule [Κανόνας των Schultz και Hardy] Φυσ. Χημ. Hardy-Schultz Rule S c h u m a n n Region [Περιοχή Σούμαν] Οπτικ. Τα συνηθισμένα φωτογραφικά γαλακτώματα, τα οποία αποτελούν στρώματα επικάλυψης των φωτογραφικών φιλμ, δεν είναι δεκτικά στο υπεριώδες. Για τη χρήση της υπεριώδους ακτινοβολίας, ο Σούμαν ανέπτυξε μια μέθοδο ώστε να είναι εφικτή η αποτύπωση τους. Schur's L e m m a [Το λήμμα του Schurl Μαθημ.. Έστω Α ένας δακτύλιος, ο οποίος είναι R πρότυπο και ο Α είναι συγκεκριμένος και καθορισμένος, και έστω Β ένας άλλος δακτύλιος, ο οποίος είναι και αυτός R πρό-

Schur's Criterion

- 1230 -

τυπο αλλά είναι τυχαίος. Αν ορίζεται μια συνάρτηση f από το Α στο Β, f: Α —» Β και αν αυτή η συνάρτηση από μόνη της ορίζει έναν ομομορφισμός, τότε η f από το Α στο Β είναι μονομορφισμός. Αν η f ορίζεται αντίστροφα, δηλαδή η f ορίζεται από το Β στο A, f: Β -> Α και ισχύουν τα προηγούμενα τότε ορίζει έναν επιμορφισμό. Schur's Criterion [Κριτήριο SchurJ Τεχνολ. Κριτήριο για το αν ένα πολυώνυμο έχει ρίζες μέσα στον μοναδιαίο κύκλο. Schwabe's L a w [Νόμος Schwabe] Αστρον. 80 ετής περίοδος που ο κύκλος των ηλιακών κηλίδων αποκτά τα μέγιστα όρια του. Schwarz-Cristoffel Transformation [Μετασχηματισμός των Schwarz και Cristoffcl] Μαθημ. Έστω ότι ορίζεται ένα κλειστό πολύγωνο και έστω ότι είναι ένα κλειστό ν-γωνο. Έστω ότι το ν-γωνο αυτό έχει Ον κάθετες και βν εσωτερικές γωνίες, οι οποίες ανταποκρίνονται στις Ον κάθετες πλευρές. Τότε με το μετασχηματισμό: α =Α J(z — X j ) bj ( z - x 2 ) b 2 . . . . ( z - χ ν ) b v d x + Β έχουμε παράσταση του ν-γώνου στο μιγαδικό επίπεδο με κάτω φράγμα τον άξονα των πραγματικών αριθμών. Τα b5 = (α ν / π ) - 1 είναι δείκτες μιγαδικοί αριθμοί. Schwarz Function [Συνάρτηση του Schwarzl Μαθημ Έστω μια καμπύλη στο μιγαδικό επίπεδο και z ένας συγκεκριμένος και τυχαίος μιγαδικός αριθμός και ζσυζυγής 0 συζυγής του μιγαδικού ζ. Η συνάρτηση του Schwarz είναι μια αναλυτική συνάρτηση, η οποία επιτρέπει την αντικατάσταση του μιγαδικού ζ από τον συζυγή του ζ ^ ς ^ . S c h w a r z Reflection Principle [Αρχή ανάκλασης του Schwarz] Μαθημ. Έστω z ένας μιγαδικός αριθμός και f μια αναλυτική συνάρτηση του ζ. Η εικόνα του ζ μέσω της f ανήκει στο μιγαδικό επίπεδο, με κάτω φράγμα τον άξονα των πραγματικών αριθμών. Α ν η συνάρτηση f (ζ) παίρνει πραγματικές τιμές για κάθε τιμή του άξονα των πραγματικών αριθμών, τότε η ανάκλαση της επέκτασης της f είναι μια αναλυτική συνάρτηση της μορφής φ ( ζ ^ ^ , όπου φ και ζ ^ ^ είναι οι συζυγείς τής f και του ζ, αντίστοιχα. Schwarz's Inequality [Ανισότητα Schwarz] Στατ. Η γνωστή ανισότητα φυσικά ισχύει και σε χώρους πιθανότητας: Ε(ΧΥ) < Ε(Χ) Ε(Υ). S c h w a r z ' s L e m m a [Το λήμμα του Schwarz] Μαθημ. Έστω ο μοναδιαίος κυκλικός δίσκος D, ο οποίος ανήκει στο μιγαδικό επίπεδο, και έστω f μια αναλυτική συνάρτηση, η οποία είναι εσωτερική του μοναδιαίου δίσκου. Α ν για κάθε ζ 6 D, ισχύει | f (ζ) | < 1 και f (0) = 0 τότε συνεπάγεται ότι | f (0) | £ 1 και | f (ζ) | £ | ζ |, για κάθε z e D. Αν κατ' επέκταση | f (0) | = 1 και | f (ζ) | = | ζ | για κάποιο ζ τότε υπάρχει ένας σταθερός αριθμός κ διάφορος του μηδενός, τέτοιος ώστε | κ | = 1 και f (ζ) = k ζ για κάθε ζ e D. Schwarzian Derivative [Ορίζουσα του Schwarz] Μαθημ. Είναι μια ορίζουσα, της οποίας τα στοιχεία προέρχονται από την επίλυση της τρίτης τάξης διαφορικής εξίσωσης. Πιο συγκεκριμένα αν η τρίτης τάξης διαφορικής εξίσωσης είναι της μορφής: ( χ " 7 (χ*) - ((1 / 2) (χ" / χ* η οποία είναι ανεπηρέαστη από τους γραμμικούς μετασχηματισμούς. Από τις λύσεις αυτής προκύπτει ότι η ορίζουσα του Schwarz είναι μηδέν (0). Schwarzschild Condition [Συνθήκη Schwarzschild] Αστρον. Η συνθήκη Rc 2 = 2MG για τη δημιουργία μαύρης τρύπας όπου Μ ή κρίσιμη μάζα, G η βαρύτητα στο κέντρο, c η ταχύτητα του φωτός και R η ακτίνα

Schwarzschild. Schwarzschild Criterion [Κριτήριο Schwarzschild] Αστρον. Αφορά τη δημιουργία ρευμάτων μεταβίβασης ενάργειας μέσα σε μια αστρική ατμόσφαιρα με μεταφορά αντί ακτινοβολία αρκεί να ξεπεραστεί το όριο της αδιαβατικής μεταβολής της θερμοκρασίας. Schwarzschild Radius [Ακτίνα Schwarzchild] Αστρον. Η ακτίνα ύπαρξης μιας μαύρης τρύπας που καθορίζει και τα όρια παγίδευσης ενός αντικειμένου. Συνήθως συναντιέται σε κάποια φάση της βαρυτικής κατάρρευσης όταν ικανοποιηθεί η συνθήκη (Schwarzchild Criterion). Schwarzschild Schuster Model [Μοντέλο Schwarzschild Schuster] Αστρον. Μοντέλο αστρικής ακτινοβολίας για το φάσμα. Schwarzschild Singularity [Ιδιομορφία Schwarzschild] Αστρον. Η ιδιομορφία (όπως την ορίζει ο Arnold στη θεωρία ιδιομορφιών) που προκύπτει στην πρώτη φάση σχηματισμού μιας μαύρης τρύπας. Schwarzschild Solution [Λύση Schwarzschild] Αστρον. 1. Για την κατανομή ταχυτήτων των (όχι ταχέως κινούμενων) άστρων ο Schwarzchild πρότεινε ένα ελλειψοειδές ταχυτήτων των ρευμάτων Kapteyn. 2. Λύνοντας τις εξισώσεις του Einstein ο Schwarzchild έδωσε συνθήκες βαρυτικού πεδίου μιας μάζας σε ένα κενό σύμπαν. Schwassman Wachmann Comet [Κομήτης Schwassman Wachmann] Αστρον. Σχετικά γνωστός κομήτης που καταγράφτηκε για πρώτη φορά το 1957 με απόσταση περιηλίου 5.55 αστρονομικές μονάδες, περιοδικότητα (ασταθή) 16 χρόνια. Schweitzer's Reagent [Αντιδραστήριο Schweitzer] Χημ. Πρόκειται για υδατικό αμμωνιακό διάλυμα υδροξειδίου του δισθενούς χαλκού. Με προσθήκη του σε αραιό ανόργανο οξύ και επίδρασή του σε πολτό ξύλου, οδηγεί στην καθίζηση καθαρής κυτταρίνης. Schwinger Dyson Equation [Εξίσωση Schwinger Dyson] Φυσ. Διαφορική εξίσωση της μαθηματικής φυσικής στο πεδίο της κβαντικής θεωρίας που σε κάποιες μορφές της έχει μελετηθεί πολύ βαθιά με αλγεβρικές μεθόδους της συνδυαστικής κτλ. Science [Επιστήμη] Γεν. Καλείται η συστηματική ενότητα γνώσης που αναφέρεται σε κάποιο είδος αντικειμένου, φαινομένου ή γεγονότος. Προκύπτει αρχικά από τις συστηματικές παρατηρήσεις των διαφόρων αντικειμένων ή φαινομένων που εξετάζει και καταλήγει στη διατύπωση των νόμων και των κανόνων που διέπουν αυτά, πάντα βασιζόμενη σε θεμελιώδη αξιώματα και ήδη αποδεδειγμένες θεωρίες. Science [Επιστήμη] Τεχνολ. Συστηματική αναπαράσταση και βελτίωση της ανθρώπινης ζωής, τεχνολογίας και όργανο κατανόησης του σύμπαντος και του ανθρωπίνου πνεύματος. Scientific Calculator [Επιστημονικό κομπιουτεράκι] Ηλεκτμον. Μικρός υπολογιστής αποκλειστικά για αλγεβρικές πράξεις που σταδιακά εξοπλίζεται με δυνατότητες γραφικών με τη βοήθεια της νανοτεχνολογίας. Scientific Computation [Επιστημονικός υπολογισμός] Πλημ. Η χρήση θεωρίας υπολογισμού και πολυπλοκότητας για να υλοποιηθούν αποδοτικότερα υπολογιστικοί και μαθηματικοί αλγόριθμοι. Scientific C o m p u t e r [Επιστημονικός υπολογιστής] Ηλεκτμον. Υπολογιστής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για εκτέλεση προγραμμάτων επιστημονικών υπολογισμών.

-1231 Scientific F o r m [Επιστημονική φόρμα] Πληρ. Η χρήση αριθμητικής κινητής υποδιαστολής σε απλή ή διπλή ακρίβεια. Scientific I n f o r m a t i o n [Επιστημονική πληροφορία] Τεχνολ. Πληροφορία που αφορά κάποιο επιστημονικό τομέα και συνήθως καταγράφεται σε κάποιο σχετικό έντυπο. Scientific M a n a g e m e n t [Επιστημονική οργάνωση] Βιομ. Αποτελεί την επιστήμη και την τεχνική που επιδιώκει την καλύτερη δυνατή χρήση των υπολοίπων συντελεστούν παραγωγής. Δηλαδή θέτει σε επιστημονική βάση και υπό συστηματική παρακολούθηση την οργάνωση των διατιθέμενων μέσων παραγωγής. Scientific M e t h o d [Επιστημονική μέθοδος] Τεχνολ. Μεθοδολογία που αποτελεί τμήμα μιας επιστήμης και χρησιμοποιείται για να αναπαράγει και να δημιουργήσει άλλα αντικείμενα της επιστήμης που ανήκει. Scientific Notation [Επιστημονικός συμβολισμός] Πληρ. Χρήση συγκεκριμένων συμβόλων και λεκτικών σχημάτων για κάθε επιστήμη. Scientific S y s t e m [Επιστημονικό σύστημα] Τεχνολ. Σύνολο μεθοδολογιών, τεχνικών, ορολογιών, αποδείξεων κτλ. οργανωμένα σύμφωνα με τους κανόνες της θεωρίας συστημάτων πάνω σε κάποιο επιστημονικό αντικείμενο. Scientific Visualization [Επιστημονική οπτικοποίηση] Τεχνολ. Η αναπαράσταση ψηφιακών (συνήθως μαθηματικών) δεδομένων σε κατάλληλη (ή ανάλογη με τη δομή τους) εικόνα. Scientist [Επιστήμονας] Τεχνολ. Ανθρωπος που ασχολείται με την εφαρμογή και βασικά την ανάπτυξη της επιστήμης. Scintillation 1 [ΣπινΟηροβολία] Οτπικ. Το φαινόμενο της εμφάνισης μιας μικρής λάμψης κατά τη διέλευση σωματίων που κινούνται με πολύ μεγάλες ταχύτητες μέσω ύλης. Scintillation 2 [Σπινθηροβολία] Αστρον. Εννοούμε το φαινόμενο που οφείλεται στη μεταβολή της πυκνότητας της ατμόσφαιρας και κάνει τα άστρα να τρέμουν. Scintillation C o u n t e r [Μετρητής σπινθηρισμών] Πνρην.Φυσ. Τύπος μετρητή σωματιδίων ή ακτινοβολίας που χρησιμοποιεί τη λάμψη του φωτός (σπινθηρισμός) που εκπέμπει ένα διεγερμένο άτομο όταν ξαναπέφτει στη βασική κατάσταση του, αφού προηγουμένως το έχει διεγείρει κάποιο διερχόμενο φωτόνιο ή σωματίδιο. Το μέσο σπινθηρισμού είναι συνήθως είτε υγρό είτε στερεό και το χρησιμοποιούμε σε σύνδεση με ένα φωτοπολλαπλασιαστή, που παράγει παλμό ρεύματος για κάθε σπινθηρισμό. Οι παλμοί μετριούνται με κάποια διάταξη ηλεκτρονική, σε ορισμένες Δε περιπτώσεις μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν αναλυτή ύψους παλμών, ώστε να έχουμε κι ένα φάσμα ενέργειας της προσπίπτουσας ακτινοβολίας. Scintillation C o u n t e r Crystal [Απαριθμητής σπινθηρισμών κρυστάλλου] Πνρην.Φνσ. Ένα ενεργό στοιχείο τα οποίο εκπέμπει φως σε ένα απαριθμητή σπινθηρισμών. Scintillation Spectrometer [Φασματογράφος σπινθηρισμών] Πυρην.Φνσ. Ένα όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μελέτη των ατμοσφαιρικών ακτινοβολιών. Το όργανο αυτό κάνει μετρήσεις της ακτινοβολίας που οφείλεται τόσο σε φορτισμένα σωματίδια όσο και στην κοσμική ακτινοβολία. Οι μετρήσεις αυτές στηρίζονται στην ταξινόμηση των ενεργειών των σπινθηρισμών.

Score

Scintillator [Σπινθηριστής] Πυρην. Φυσ. 1. Ειδικό είδος φωσφόρου, το οποίο δίνει στιγμιαία λάμψη φωτός όταν ένα σωματίδιο περάσει μέσα από αυτόν. 2. (Διασπορά φωτονίων) Η καμπύλη (απεικόνιση) του αριθμού των οπτικών φωτονίων που παράγονται από ένα σπινθηριστή, όταν απορροφούν όλη την ενέργεια ενός φωτονίου ή σωματιδίου ιονισμένης ακτινοβολίας. Scission [Σχάση] Χημ. Διαδικασία διάσπασης ενός μορίου σε δύο ή περισσότερα απλούστερα μόρια ή άτομα. Scissoring [Ψαλίδισμα] Τεχνολ. Στην τεχνολογία γραφικών και ιδιαίτερα στην πληροφορική μορφή της ο όρος σημαίνει το κόψιμο τμήματος μιας εικόνας πχ στα άκρα του. Scissors [Ψαλίδι] Μηχ. Είναι ένα απλό εργαλείο, αποτελούμενο βασικά από δύο κοφτερές λεπίδες συνδεδεμένες στο μέσο τους με ένα είδος άρθρωσης, το οποίο χρησιμοποιείται για την κοπή διαφόρων αντικειμένων, ανάλογα βέβαια και με το μέγεθος του, όπως είναι του χαρτιού, του πλαστικού ή λεπτών ξύλινων ή μεταλλικών ελασμάτων και άλλα. Sclerometer [Σκληρόμετρο] Μηχ. Πρόκειται για μία συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της σκληρότητας μίας επιφάνειας ενός υλικού με την εγχάραξή της, ασκώντας γνωστή εκ των προτέρων πίεση, και μετρώντας το βάθος της ουλής. Scleroprotein [Σκληροπρωτεΐνη] Βιοχημ. Ειδική κατηγορία πρωτεϊνών μεγάλης βιοχημικής σημασίας καθώς αποτελούν το βασικό συστατικό προστασίας και στήριξης των οστών των ζωντανών οργανισμών. Ανήκουν στην ομάδα των αλμπουμινοειδοόν, εμφανίζονται αδιάλυτες στο νερό και διαλυτές μόνο σε πυκνά διαλύματα ισχυρών οξέων. Scolecite [Σκολεσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από ένυδρο πυριτικό ασβέστιο και Αργίλιο, της ομάδας των ζεολίθων. Σχηματίζει άχροους, λευκόχρωμους, διαφανείς έως υποδιαφανείς, με υαλώδη ή μεταξώδη λάμψη και τέλειου σχισμού κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. Έχει σκληρότητα 5 έως 5,5 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 2,1 έως 2,4 Scope [Οργανο παρατήρησης] Οτπικ. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος περιγράφει κάθε συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την παρατήρηση μικρών ή μεγαλύτερων αντικειμένων από κοντινές έως και τεράστιες αποστάσεις. Έτσι στην ονομασία αυτή υπάγονται το τηλεσκόπιο, το μικροσκόπιο, ο παλμογράφος, η οθόνη ραντάρ και άλλα. Scope Of A Variable [Εμβέλεια μιας μεταβλητής] Πληρ. Ο χώρος του προγράμματος όπου έχει πρόσβαση μια μεταβλητή πχ καθολικές μεταβλητές διατηρούν την τιμή τους μέσα στο πρόγραμμα. Scopoline [Σκοπολίνη] Οργ. Χημ. Υγροσκοπική κρυσταλλική ουσία, που ανήκει στα αλκαλοειδή, με χημικό τύπο C g H 1 3 N0 2 , μοριακό βάρος 155,20, σημείο ζέσεως 248 "C και σημείο τήξεως 108-109°C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων. Scopometer [Σκοπόμετρο] Οπτικ. όργανο που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση νεφελομετρικών μετρήσεων ή μετρήσεων στροβιλισμών από την αντίθεση μεταξύ ενός πεδίου σταθερής φωτεινότητας και ενός φωτεινού στόχου, τοποθετημένο πίσω από την υπό ανάλυση περιοχή. Score [Εικοσάδα] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα σύνολο το οποίο αποτελείται από είκοσι το

Scoria

- 1232 -

πλήθος στοιχεία. Scoria [Σκωρία] Γεωλ. Ένα από τα κύρια υλικά που εκβάλλονται των ηφαιστείων κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις. Πρόκειται για κατακερματισμένα, σπηλαιώδη τεμάχια που δημιουργούνται καθώς τμήματα της επιφάνειας της λάβας εκτινάσσονται υπό τη πίεση των αερίων και στερεοποιούνται κατά τη πτώση τους υπό την επίδραση του αέρα. Scoring M e t h o d [Μέθοδος σκόπευσης] Στατ. Μέθοδος που χρησιμοποιείται στην παραγωγή του γενικού γραμμικού μοντέλου και χρησιμοποιεί στην εφαρμογή και την αριθμητική μέθοδο Newton. Scorodite [Σκορδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανής, πράσινου χρώματος, με ΜΒ231 και χημικό τύπο Fe 3 + As0 4 .2(H 2 0). Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 1.031: 1: 0.894 και το μέσο ειδικό του βάρος 3.2. Scorpio (Sco) [Αστερισμός Σκορπιού] Αστρον. Αστερισμός με αρκετά λαμπρά άστρα όπως ο Αντάρης. Scorpio Α Ι [Αστρο Σκορπιού Α Ι ] Αστρον. Το μεγαλύτερο άστρο του αστερισμού Σκορπιού γνωστό και σαν Αντάρης. Αναγνωριστικό του είναι ότι πρόκειται για διπλό άστρο από τα οποία το πρώτο είναι ένας ερυθρός γίγαντας και το δεύτερο ένας κυανός γίγαντας που ωστόσο έχει παρατηρηθεί να εκπέμπει αυτός όλη την παρατηρούμενη ακτινοβολία. Scorpio Centauri Association [Ομάδα Σκορπιού Κενταύρου] Αστρον. Ομάδα άστρων από 2 αστερισμούς που έχουν περίπου ίδια νεαρή ηλικία. Scorpio X I [Αστρο Σκορπιού X I ] Αστρον. Αντικείμενο του γαλαξία μας γνωστή ραδιοπηγή από παρατηρήσεις του 1880. Scorzalite [Σκορζαλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς πρισματικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανής ή αδιαφανής, γαλΐάζιου χρώματος, με MB 326 και χημικό τύπο (Fe 2+ ,Mg)Al 2 (Ρ0 4 ) 2 (0Η) 2 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.98: 1: 0.99 και το ειδικό του βάρος -3.32. Συναντάται κυρίως στη Ρωσία, στη Σουηδία και στις Η.Π.Α. Scotch [Σφήνα παρεμπόδισης κύλισης] Μηχ. Ονομάζεται ένα μεταλλικό ή ξύλινο βαρύ σχετικά σώμα, συνήθως με σφηνοειδές γεωμετρικό σχήμα, το οποίο τοποθετείται κάτω από έναν τροχό οχήματος ή άλλου αντικειμένου για να παρεμποδίσει την ολίσθηση ή την κύλισή του. Scotoscope [Σκοτοσκόπιο] Ηλεκτρον. Ένα οπτικό όργανο που επιτρέπει να βλέπουμε ένα στόχο στο σκοτάδι. Πρόκειται για όργανο που αποκαλύπτει αντικείμενα στο σκοτάδι ή σε ασθενές φως. Scott Connection [Επαφή Σκοτ] Ηλεκτρον. Δυο μετασχηματιστές μονής φάσης συνδεδεμένοι για να λειτουργούν σε ένα σύστημα τριπλής φάσης, κατά τη μετάδοση ισχύος. Scouring [Χάραξη] Γεωλ. Η διεργασία διάβρωσης επί των πετρωμάτων από την επενέργεια ενός ισχυρού ρεύματος π.χ. ύδατος ή αέρα. Scout [Ανίχνευση] Πλοηγ. Είναι η διαδικασία της συστηματικής έρευνας μίας περιοχής με συγκεκριμένο σχεδιασμό για την επίτευξη κάποιου στόχου, κάνοντας χρήση των ανάλογων εξειδικευμένων επίγειων, εναέριων ή και θαλάσσιων μέσων, όπως ειδικά πλοία, αεροσκάφη και άλλα. Scout H o l e [Ανιχνευτική οπή] Μέταλλα Μηχ. Καλείται η τρύπα που διανοίγεται στην επιφάνεια ενός πετρώματος με σκοπό τη διερεύνηση της σύστασής του και τον

προσδιορισμό και άλλων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων του. S c r a m [Αυτόματη διακοπή λειτουργίας] Πυρην. Φυσ. Απότομο κλείσιμο ενός πυρηνικού αντιδραστήρα, ρίχνοντας προστατευτικούς ράβδους. Αυτό μπορεί να συμβεί αυτόματα, σε μια προκαθορισμένη ροή νετρονίων ή αλλιώς όταν οι δείκτες δείξουν μια κρίσιμη τιμή και ενεργοποιούν σήμα διαφυγής μέσω κάποιου οργάνου. S c r a m System [Σύστημα αυτόματης διακοπής λειτουργίας] Πυρην.Φυσ. Ηλεκτρομηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τον τερματισμό της λειτουργίας ενός πυρηνικού αντιδραστήρα όταν το επίπεδο της ραδιενέργειας περάσει το όριο ασφαλείας. Scrambler [Κωδικοποιητής] Επικοιν. 1. Πρόκειται για μία ηλεκτρονική διάταξη η οποία δίνει τη δυνατότητα της μετατροπής του πριν τη μετάδοσή ενός τηλεοπτικού σήματος, ώστε να μην είναι εφικτή η αξιοποίησή του από οποιοδήποτε δέκτη χωρίς την άδεια αυτού που το εκπέμπει. 2. [Περιπλέκτης] Μηχανισμός διασφάλισης απορρήτου στις τηλεπικοινωνίες κάθε είδους κυρίως ψηφιακές, ζωντανού χρόνου ακόμα και φραγή για τα κάθε είδους σκουπίδια του διαδικτύου. Scrambling [Περίπλεξη] Επικοιν. Τεχνική κωδικοποίησης σήματος που συναντάται στην τεχνική υψηλών ταχυτήτων ATM. S c r a p [Βιομηχανικά απορρίμματα] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των μεταλλικών αντικειμένων τα οποία απορρίπτονται ή θεωρούνται άχρηστα πλέον, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για τις μονάδες ανακύκλωσης. Scraped-Surface Exchanger [Εναλλάκτης με Αποξεόμενη Επιφάνεια] Χημ. Μηχ. Εναλλάκτης θερμότητας που έχει ένα περιστρεφόμενο ξέστρο, για την απόξεση της εσωτερικής επιφάνειας. Είναι τύπος διπλού σωλήνα συνήθως, και ο μηχανισμός απόξεσης βρίσκεται στον εσωτερικό σωλήνα, όπου ρέει το ρευστό, το οποίο μπορεί να προκαλέσει απόθεση κρυστάλλων ή ακαθαρσιών. Scratch File [Διαγραφή αρχείου] Πλημ. Διαγραφή περιεχομένων ενός αρχείου. Scratch Filter [Φίλτρο θορύβου] Ακουστ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα ειδικό φίλτρο το οποίο τοποθετείται στην κεφαλή του γραμμοφώνου για να περιορίζει τον θόρυβο που παράγεται από τις υψηλές συχνότητες. Scratch H a r d n e s s [Σκληρότητα έξυσης] Τεχνολ Όρος που χαρακτηρίζει την αντοχή των υλικό) ν στην τάση έξυσης που ασκείται πάνω τους και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες των ορυκτών καθώς η επιλογή τους για πολλές εφαρμογές (π.χ. κοπτικές μηχανές) αποφασίζεται βάση αυτής τους της ιδιότητας. Έχουν δημιουργηθεί διάφορες κλίμακες, η γνοίστότερη των οποίων είναι η κλίμακα του Μως, που επιτρέπουν την συγκριτική κατάταξη των υλικών. Scratch Knife [Μαχαίρι ξυσίματος] Τεχνολ. Εργαλείο χάραξης ή ξυσίματος. Scratch Pad M e m o r y [Μνήμη ] Πλημ. Τύπος μνήμης που λέγεται έτσι λόγω της ιδιότητας να μαγνητίζεται πρόσκαιρα και να χάνει τα περιεχόμενα της με την επόμενη φουρνιά δεδομένων. Scratch Paper [Χαρτί ξυσίματος] Τεχνολ. Πολύ λεπτό χαρτί κατασκευασμένο για ζωγραφική (στρατσόχαρτο). Scratching [Διαγραφή] Πλημ. Συναντιέται για να δηλώ-

- 1233 σει διαγραφή αρχείου ή μνήμης. Scraup Synthesis [Σύνθεση Skraup] Οργ. Χημ. Μέθοδος σύνθεσης της κινολίνης ή παραγώγων της. Περιλαμβάνει θέρμανση ανιλίνης ή παραγώγων αυτής με γλυκερίνη και θειικό οξύ, παρουσία οξειδωτικού μέσου, συνήθως νιτροβενζολίου. Scree [Κόρημα] Γεωλ. Ασύνδετα αδρομερή και κατά κανόνα γωνιώδη θραύσματα πετρωμάτων που σχηματίζονται ως προϊόν αποσάθρωσης υπό την επενέργεια παραγόντων αιολικής ή υδάτινης διάβρωσης καθώς και οι συσσώρευση αυτών υπό μορφή στρωμάτων, λοφίσκων ή άλλων σχηματισμών στη βάση απότομων επικλινών επιφανειών. Screen 1 [Οθόνη] Ηλεκτμον. Εργαλείο που παρουσιάζει τα δεδομένα μας σε ένα ορθογώνιο με κύτταρα φωσφόρου. Αφού αυτά μετατραπούν σε σήμα αυτό διοχετεύεται στο πυροβόλο της οθόνης που ρίχνει ακτινοβολία σε μια μάσκα που διαχωρίζει σχεδόν το χρώμα και με τη βοήθεια του σαρωτή, απεικονίζει το σχήμα που θέλουμε με την κατάλληλη πυκνότητα κτλ. Screen [Οθόνη] Πλημ. Το περιβάλλον που παρουσιάζονται τα δεδομένα μας και τα προγράμματά μας. Οι νέες εφαρμογές πάντα δίνουν τη δυνατότητα στο χρήστη να φτιάξει το περιβάλλον της οθόνης στα μέτρα του. Screen 3 [Κόσκινο] Μηχ. Διάταξη που αποτελείται από πλέγματα με μικρές οπές και χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό στερεά')ν σωματιδίων από υγρό μέσο ή για την ταξινόμηση στερεών ανάλογα με το μέγεθος τους. Screen 4 [Φίλτρο] Μηχ. Ειδικής κατασκευής διάταξη, που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα για την προστασία από την ακτινοβολία, τη θερμότητα ή τη σκόνη. Screen A n a l y s i s [Ανάλυση οθόνης] Ηλεκτρον. Η οθόνη λογίζεται σαν επίπεδο που σε κατάσταση Dos έχει συντεταγμένες 25 ' 80 και σε κατάσταση γραφικών την pixel ανάλυση που επιτρέπει το μέγεθος της και το λογισμικό πχ 640 ' 480. Screen Coordinates [Συντεταγμένες οθόνης] Πλημ. 1. Οι συντεταγμένες υπολογίζονται πάνω στα όρια της ανάλυσης που επιτρέπει η κάρτα γραφικών 2. Κατ' επέκταση οι συντεταγμένες μπορούν να υπολογιστούν πάνω σε όλη τη μνήμη οθόνης που μπορεί να είναι αρκετές σελίδες μνήμης οθόνης. Screen Dissipation [Απώλεια προστατευτικού πλέγματος] Ηλεκτμον. Η μέση τιμή της ισχύος που χάνεται από το προστατευτικό πλέγμα κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού ηλεκτρονίων, η οποία δεν είναι απαραίτητα ισοδύναμη με το αριθμητικό γινόμενο της τάσης και του ρεύματος Screen Format [Μορφοποίηση οθόνης] Πληρ. Οθόνη δομημένη με πεδία για παρουσίαση εγγραφών αρχείων βάσεων δεδομένων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε περίπτωση και γραφικό περιβάλλον πχ οθόνες για το διαδίκτυο, παρουσιάσεις πολυμέσων κτλ. Screen F o r m a t t e r [Σχεδιαστής οθόνης] Πληρ. Πρόγραμμα που κατασκευάζει διάφορες μορφές δομημένης παρουσίασης πληροφορίας στα πρότυπα του χρήστη. Συνήθως υπάρχει η δυνατότητα προσθήκης ενεργειών με αντικειμενοστραφείς μεθόδους. Screen F r a m e B u f f e r [Προσωρινή μνήμη πλαισίου οθόνης] Πληρ. Ο χώρος που περιέχει κάθε στιγμή τα περιεχόμενα της οθόνης. Screen G e n e r a t o r P r o g r a m [Πρόγραμμα γεννήτρια οθονών] Πληρ. Τυποποιημένο πια λογισμικό σύνθεσης οθονών που έχει εξελιχτεί σε ολόκληρα πακέτα χειρι-

Screened Cable

σμού γραφικών και ενσο)μάτωση σε ιστοσελίδες κτλ. Screen Grid [Εσχάρα οθόνης] Ηλεκτρον. Διαμέριση φωσφορούχου υλικού σε κουκίδες μέσα σε πλέγμα (Raster) που βομβαρδίζονται για να παρουσιάσουν το ανάλογο χρωματισμό. Screen I m a g e B u f f e r [Προσωρινή μνήμη οθόνης] Πληρ. Μνήμη που αποθηκεύει προσωρινά την πληροφορία που παρουσιάζεται στην οθόνη. Screen I m a g e Capture [Αποτύπωση εικόνας οθόνης] Τεχνολ. Παγίδευση της εικόνας της οθόνης σε μια στιγμή συνήθο>ς για να επεξεργαστεί σαν εικόνα ή να τυπωθεί. Screen Lock [Κλείδωμα οθόνης] Πληρ. Αποκλεισμός της πρόσβασης στην έξοδο ενός υπολογιστή από μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Συνδυάζεται και με παρουσία Screen Savers. Screen M e m o r y [Μνήμη οθόνης] Πληρ. Μνήμη RAM που χρησιμεύει για την πληροφορία της οθόνης. Μπορεί να περιλάβει αρκετές σελίδες και συνήθως απαιτεί επιταχυντή για να συγχρονίζει τη λειτουργία της χωρίς ανεπιθύμητα κενά. Screen Painting [Ζωγραφική επί οθόνης] Πληρ. Κατασκευή σύνθετων σχεδίων με τη βοήθεια ειδικής πένας (Light Pen), ποντίκι και προεπιλεγμένες φόρμες και σχήματα. Screen Printing [Εκτύπωση οθόνης] Πληρ. Αποτύπωση της εικόνας της οθόνης μετά από Screen Capture σε ένα αρχείο εικόνας (πάνω σε κάποιο πρότυπο) και μετά στέλνουμε το αρχείο αυτό από τη μνήμη (ή το δίσκο) στον εκτυπωτή. Screen Printing 2 [Εκτύπωση οθόνης] Τεχνολ. 1. Εκτύπωση της οθόνης μαζί με τα σχέδια του περιβάλλοντος μετά από στιγμιαία σύλληψη ως εικόνα (Snapshot). 2. Εκτύπωση όλων των περιεχομένων της μνήμης οθόνης (με ή χωρίς διάφορα σταθερά πλαίσια) όπως ορίζει το λογισμικό. Screen Process [Διαδικασία επί της οθόνης] Πληρ. 1. Η διαδικασία που έχει σχέση με ην παρουσίαση και τη δόμηση της οθόνης μιας εφαρμογής, συνήθως στη διάρκεια της εκτέλεσης 2. Κατευθυνόμενη διαδικασία με χρήση μέσων ελέγχου της οθόνης όπως το ποντίκι 3. Παρουσίαση της πορείας εξέλιξης μιας εφαρμογής με ενδείξεις πορείας και άλλα γραφικά επί της οθόνης. Screen Ruler [Χάρακας οθόνης] Πληρ. Γραφικός χάρακας που παρουσιάζεται συνήθως σε εφαρμογές πχ κειμένου ή άλλων εφαρμογών που συνήθως πρόκειται να εκτυπωθούν. Screen Saver P r o g r a m [Πρόγραμμα σωσίματος οθόνης] Πληρ. Πρόγραμμα που στη διάρκεια της μη απασχόλησης της οθόνης (αν δεν αλλάζουν τα περιεχόμενα της) χρησιμοποιεί ένα πρότυπο σχεδιάκι για να σώσει τα φωσφορούχα κύτταρα της οθόνης. Συνδυάζεται με κλείδωμα της οθόνης, ολικό σβήσιμο της οθόνης, μπλοκάρισμα δίσκων κτλ. Screen Size [Μέγεθος οθόνης] Πληρ. 1. Το εξωτερικό μέγεθος αυξάνει υπερβολικά καθώς αυξάνει η διάμετρος της οθόνης αλλά τη λύση δίνουν οι επίπεδες οθόνες που στην ψηφιακή μορφή τους είναι οθόνες υγρών κρυστάλλων (LCD). 2. Το "εσωτερικό μέγεθος" της οθόνης μετριέται σε ίντσες και ακολουθεί τους κανόνες της βιομηχανίας γραφικών. Screened Cable [Θωρακισμένο καλώδιο] Ηλεκ. Ηλεκτρικό καλώδιο με περιβάλλουσα προστασία συνήθως από λεπτό συρμάτινο πλέγμα, και χρησιμοποιείται για παροχή μόνωσης από εξωτερικές ηλεκτρικές πηγές.

Screening

- 1234-

Screening [Οθονοποίηση] Πληρ. Χρήση μιας εσχάρας οθόνης (Screen Grid) από λογισμικό με υλοποίηση των κυττάρων σε τελείες που χρωματίζονται (σαν πυροβολημένα) για να αποδοθεί το σχέδιο του Frame Buffer. Screening Constant [Σταθερά Θωρακισμούΐ Ατομ. Φυσ. Μια ποσότητα που συνδέει τη συχνότητα μιας γραμμής από μια σειρά ακτινών Χ, με τον ατομικό αριθμό του εκπεμπόμενου στοιχείου. Screening Design [Παραθυρικός σχεδιασμός] Στατ. Όρος του σχεδιασμού παραγοντικών πειραμάτων που υλοποιείται εύκολα πληροφορικά. Screening Factor [Παράγοντας Θωράκισης] Πυρην. Φυσ. Πρόκειται για ένα λόγο του πραγματικού ρυθμού μιας πυρηνικής αντίδρασης σε πυκνό πλάσμα, ως προς το θεωρητικό ρυθμό που θα πραγματοποιόταν αν δεν υπήρχαν ελεύθερα ηλεκτρόνια που προκαλούν θωράκιση μεταξύ των πυρήνων. Screw [Βίδα] Μηχ. Από τα απλούστερα μηχανικά εξαρτήματα, υπάρχουν πολλών ειδών βίδες και χρησιμοποιούνται για τη σύσφιξη μεταξύ τους διαφόρων ξύλινων ή μεταλλικών τεμαχίων ή την άσκηση πίεσης σε αυτά. Συνίσταται από ένα μεταλλικό στέλεχος, κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, που φέρει επάνω στην παράπλευρη επιφάνειά του ελικοειδή εκσκαφή, ενώ εμπηγνύεται δια περιστροφής στην υποδοχή του αντικειμένου όπου προορίζεται να εισέλθει. Screw C o m p r e s s o r [Κοχλιωτός Συμπιεστής] Μηχ. Μηχάνημα συμπίεσης αερίων, που αποτελείται από κέλυφος μέσα στο οποίο υπάρχει περιστρεφόμενο κοχλιωτό τμήμα. Screw Displacement [Ελικοειδής μετατόπιση] Μηχ. Περιγράφεται ως η μετακίνηση που εκτελεί ένα άκαμπτο σώμα, περιστρεφόμενο γύρω από έναν άξονα που διέρχεται από αυτό και συγχρόνως κινούμενο κατά μήκος αυτού, σαν να πραγματοποιεί την κίνηση μίας βίδας όταν αυτή βιδώνεται κάπου. Screw Plasticating Injection Molding [Μορφοποίηση πλαστικών με περιστροφική έγχυση] Τεχνολ. Ειδική τεχνική επεξεργασίας πλαστικών που συνδυάζει τη χρήση πίεσης και θερμοκρασίας για να μετατρέψει σε μορφοποιήσιμη ιξώδη μορφή σβόλους πλαστικών. Για την επίτευξη του τελικού αυτού στόχου χρησιμοποιείται ειδικός εξοπλισμός που αποτελείται από μια περιστροφική συσκευή συμπίεσης των πλαστικών, τα οποία ακολούθως οδηγούνται στις μήτρες μορφοποίησης. Screw Thread [Βόλτα βίδας] Μηχ. Είναι κάθε ελικοειδής αυλάκωση, που υπάρχει επάνω στο κυλινδρικό πυρήνα της βίδας και σκοπό έχει να την καθοδηγήσει στην κίνησή της προς ή από την τελική της θέση. Screwdriver [Κατσαβίδι] Μηχ. Είναι ένα πολύ απλό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για να βιδώνονται χειρονακτικά οι βίδες εκεί όπου πρέπει να τοποθετηθούν κάθε φορά. Αποτελείται από μία μεταλλική λεπτή ράβδο με λαβή στο ένα άκρο της και διαμορφωμένη την άλλη κατάλληλα για τους διαφορετικούς τύπους κεφαλών που υπάρχουν για τις βίδες. Scriber [Εργαλείο εγχάραξης] Μηχ. Ονομάζεται κάθε εργαλείο ειδικά διαμορφωμένο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χάραξη επάνω σε ξύλο ή μέταλλο, για διάφορους λόγους όπως για παράδειγμα την σήμανση για την κοπή τους. Scribing [Δημιουργία χαραγών] Ηλεκτρον. Μια διαδικασία κατά την οποία ένας ημιαγωγός, ο οποίος έχει σχήμα στρογγυλής μικρής λεπτής ταινίας, χαράσσεται

σε βαθιά αυλάκια έτσι, ώστε να μπορεί να διασπαστεί σε μικρά κομμάτια. Script [Προγραμματάκι] Πληρ. Πρόγραμμα με εντολές και οδηγίες για το κύριο πρόγραμμα ή εφαρμογή. Χρησιμοποιείται και για κατευθυνόμενες διαδικασίες. Scroll A r r o w [Βέλος Κύλισης] Πληρ. Μηχανισμός διολίσθησης της οθόνης στις κατευθύνσεις που υποδεικνύονται κάθε φορά, συνήθως αυτές που υπάρχουν στην επιφάνεια του πληκτρολογίου. Scroll Bar [Μπάρα Κύλισης] Πληρ. Η ένδειξη μετακίνησης της οθόνης στο σώμα της εφαρμογής. Το μέγεθος της συνήθως καθορίζεται από το μέγεθος του χώρου μετακίνησης και το διαθέσιμο μέγεθος οθόνης.. Scroll Lock [Κλείδωμα κύλισης] Πληρ. Ειδικό πλήκτρο του πληκτρολογίου ενός Η/Υ που έχει καταστεί ανενεργό πια. · Scroll Rate [Ρυθμός κύλισης] Πληρ. Η ταχύτητα ανανέωσης της οθόνης εξαρτάται από τη χωρητικότητα της μνήμης αλλά διευκολύνεται από πλήκτρα που ορίζει ο κατασκευαστής του κάθε λογισμικού και τις μπάρες κύλισης, Scroll S a w [Είδος πριονιού] Μηχ. Γνωστό και με τον όρο σέγα, είναι πριόνι με λεπτή και στενή λεπίδα το οποίο χρησιμοποιείται για ιδιαίτερα δύσκολα κοψίματα όπως για παράδειγμα των διακοσμητικών στοιχείων επάνω σε ξύλο. Scrolling [Κύλιση] Πληρ. Χρήση ενός γραφικού μηχανισμού για να αποφεύγεται η μετακίνηση μόνο κατά οθόνη. Το γραφικό αυτό αντικείμενο δίνει μια πιο ζωντανή προσέγγιση και φυσικά υλοποιείται και απουσία του γραφικού μηχανισμού από συναρτήσεις κύλισης. Scrubber [Διαχωριστήρας] Τεχνολ. Συσκευή ελέγχου και απομάκρυνσης ανεπιθύμητων αερίων ή αιωρούμενων σωματιδίων που εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα από τη βιομηχανία. Αειτουργεί ως φίλτρο τόσο σε καυσαέρια όσο και σε βιομηχανικές διεργασίες. Η κλίμακα κατακράτησης περιορίζεται σε σωματίδια μεγέθους από 1 έως 5μιυ. Scruple [Σκρουπλ] Μηχ. Είναι μία παλαιά μονάδα βάρους ίση με 1296 γραμμάρια (κυρίως για τη μέτρηση φαρμακευτικών παρασκευασμάτων). SCSI Controller [Ελεγκτής SCSI] Πληρ. Ελεγκτής που ακολουθεί το πρότυπο διασύνδεσης περιφερειακών Scsi με ειδικά κανάλια (Buses). Sculptor (Scl) [Γλύπτης] Αστρον. Αστερισμός που έχει μέλη και στην τοπική ομάδα του Γαλαξία μας, ελλειπτικούς γαλαξίες. Sculpture [Γλυπτική] Τεχνολ. Παρουσίαση της επιφάνειας ενός γραφικού 3 διαστάσεων με την (πλαστική) μορφή που θα έδινε ένας γλύπτης. S c u m [Αφρός ακαθαρσιών] Υλικ. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει από χημικής πλευράς τα οργανικής ή ανόργανης φύσης απορρίμματα, τα οποία συνήθως σχηματίζονται στην επιφάνεια των ανάλογων υγρών. Scupper [Υδρορροή] Μηχ. Καλείται ένας σωλήνας που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση του βρόχινου νερού για τις περιπτώσεις των κτιρίων ή και του θαλασσινού νερού ειδικά για τα καταστρώματα των πλοίων. Scuttle [Φεγγίτης] Οικοδ. Είναι ένα άνοιγμα τοποθετημένο στο υψηλότερο σημείο ενός τοίχου οικοδομής από όπου μπαίνει το φως σε χώρους όπως είναι οι σοφίτες ή οι στέγες. Με τον ίδιο όρο στη ναυπηγική χαρακτηρίζεται το φινιστρίνι, δηλαδή το στρογγυλό πα-

- 1235 -

ράθυρο με αρθρωτό τζάμι στην πλαϊνή πλευρά ενός πλοίου. Scutum (Set) [Ασπίς] Αστρον. Σχετικά νέος αστερισμός που δημιουργήθηκε από τους άμορφους αστέρες μεταξύ του Αετού και του Τοξότη, αναπαριστά δε την ασπίδα του ήρωα και προστάτη της Πολωνίας Jan Sobieski. Scyelite [Σκαϊλίτης] Γεωλ. Εκρηξιγενές υπερβασικό πέτρωμα περιδοτίτη με ποικιλιτικό ιστό αποτελούμενο από φαινοκρυστάλλους βιοτίτη που εμπεριέχουν μικροκρυστάλλους ολιβίνη. Scythe [Δρεπάνι] Μηχ. Πρόκειται για ένα αγροτικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για το θερισμό, την κλάδευση ή την κοπή των χόρτων. Αποτελείται από μία χαλύβδινη λεπίδα, ημικυκλικού γεωμετρικού σχήματος, οδοντωτή ή μη και μία ξύλινη λαβή προσαρμοσμένη στο ένα άκρο της. Scythian [Σκύθιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Κατώτερης υποπεριόδου (πριν από περίπου 240 εκατομ. χρόνια] της Τριαδικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, αρχαιότερη από το Ανίσιον της ίδιας υποπεριόδου και νεότερη από το Θουρίγγιον της Ανώτερης Περμίου. Sd [Τυπική απόκλιση] Στατ. Αποτελεί τη συντομογραφία του όρου της τυπικής απόκλισης -> Standard Deviation S D S - P A G E [Μέθοδος SDS-PAGE1 Βιοχημ. Ειδική αναλυτική τεχνική ηλεκτροφόρησης δίσκων, στην οποία χρησιμοποιείται πολυακριλαμιδική πηκτή δωδέκυλο θειικού νατρίου (SDS-PAG) και συνήθως χρησιμοποιείται στην ανίχνευση των μοριακών βαρών πρωτεϊνών. Η μέτρηση γίνεται με εφαρμογή ηλεκτρικού ρεύματος στην πηκτή που περιέχει μίγμα πρωτεϊνών, οπότε και επέρχεται διαχωρισμός σε δίσκους βάσει του μεγέθους του πρωτεϊνικού μορίου. Se [Σύμβολο Sej Χημ. Χημικό σύμβολο του σεληνίου —> Selenium. Sea Breeze [Αποθαλάσσια αύρα ή μπάτης] Μετεωρ. 1. Η οφειλόμενη στη διαφορά θέρμανσης του αέρα υπεράνω χερσαίων και υδάτινων επιφανειών κίνηση (ποικίλης έντασης κατά περίπτωση αλλά κατά κανόνα με ταχύτητα 15 έως 30 ναυτικά μίλια ανά ώρα) ψυχρότερων αερίων μαζών με διεύθυνση από τη θάλασσα προς τη ξηρά κατά τη διάρκεια της ημέρας προς αντικατάσταση των εκεί θερμότερων και ανοδικά κινούμενων ως ελαφρότερων αερίων μαζών, που συνιστά με την αντίστροφη κίνηση της απόγειας αύρας κατά τη νύχτα περιοδικό φαινόμενο επαναλαμβανόμενο κατά 24ωρο στις παράκτιες περιοχές, κυρίως από την άνοιξη έως το φθινόπωρο. 2. Η αύρα που δημιουργείται λίγες μόνο ώρες μετά την ανατολή του Ηλίου, συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και εξασθενεί λίγο πριν νυχτώσει. Η διαφορά θερμοχωρητικότητας στεριάς και θάλασσας έχει σαν αποτέλεσμα ο αέρας που βρίσκεται πάνω από τη στεριά να θερμαίνεται πιο γρήγορα, ανυψώνεται και ο ψυχρότερος και βαρύτερος αέρας που βρίσκεται πάνω από τη θάλασσα αναπληρώνει την αέρια μάζα που ανυψώθηκε, δηλαδή αρχίζει να φυσά από τη θάλασσα προς την στεριά. Sea Cave [Ενάλιο σπήλαιο] Γεωλ. Τύπος παραθαλάσσιου ή θαλάσσιου σπηλαίου του οποίου η είσοδος είναι από τη θάλασσα, διανοιγμένη από τη διαβρωτική ενέργεια των κυμάτων. Sea Clutter [Θαλάσσια διαταραχή] Ηλεκτρομαγν. Η αναζήτηση και διάσωση ενός αεροπλάνο με τη χρήση

Sea Rim

ανιχνευτή για τον εντοπισμό χαμένων σκαφών με οπισθοσκέδαση από την επιφάνεια της θάλασσας. Το πλάτος αυτών των σημάτων επιστροφής εξαρτάται από τη συχνότητα και την πόλωση της κυματομορφής του ανιχνευτή, την γωνία διάδοσης και την κατάσταση της θάλασσας. Sea Floor [Θαλάσσιος πυθμένας] Γεωλ. Ο βυθός των θαλασσίων εκτάσεων που γενικά παρουσιάζει καμπυλωτή διαμόρφωση σε θολωτό σχήμα με περιορισμένες στενώσεις και κοιλώματα τάφρων και αποτελείται από ένα πρωταρχικό υπόστρωμα γήινου φλοιού καλυπτόμενο κατά κανόνα, από εκτεταμένες ιζηματογενείς αποθέσεις χερσογενείς, ερυθράς αργίλου ή διαφόρων άλλων τύπων ιλύος. Sea Floor Spreading [Επέκταση πυθμένα ωκεανών] Γεωλ. Ονομάζεται η διαδικασία με την οποία οι γειτονικές τεκτονικές πλάκες κατά μήκος των μεσωκεάνειων ράχεων απομακρύνονται η μία από την άλλη. Έτσι ανεβαίνει από το εσωτερικό το μάγμα και δημιουργείται χώρος για καινούργιο πυθμένα. Ο μηχανισμός αυτός, που θεωρείται ότι οφείλεται πιθανώς σε κυκλικά θερμικά ρεύματα του εσωτερικού της Γης, προκαλεί κίνηση των πλακών της τάξης των δέκα εκατοστών του μέτρου ανά έτος και διαρκεί πολλές γεωλογικές περιόδους. Sea Fog [Θαλάσσια ομίχλη] Μετεωρ. Συνήθης τύπος ομίχλης που σχηματίζεται υπεράνω των θαλασσα')ν όταν η θερμοκρασία της επιφάνειας της υδάτινης μάζας είναι χαμηλότερη της θερμοκρασίας ρευμάτων αέρος διερχομένων υπεράνω αυτής ή και αντίστροφα κατά τη διάβαση θερμών ρευμάτων αέρα πάνω από υδάτινη μάζα χαμηλότερης επιφανειακής θερμοκρασίας. Sea Ice [Πάγος θαλάσσης] Ωκεαν. Ονομάζεται ο πάγος ο οποίος σχηματίζεται από το νερό της θάλασσας του βόρειου και νότιου ωκεανού. Sea Lane [Θαλάσσια δίοδος] Ναυπηγ. —» Seaway Sea Level D a t u m [Μέση επιφάνεια θάλασσας] Μηχ. Καλείται η στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας η οποία θεωρείται ως μέση τιμή, ώστε να λαμβάνεται ως ακριβές επίπεδο αναφοράς για όλες τις υψομετρικές μετρήσεις, λόγω της μικρής κατακόρυφης διακύμανσης της. Sea Level Pressure [Πίεση επιφάνειας θάλασσας] Μετεωρ. Στον χώρο της μετεωρολογίας ορίζεται ως η τιμή της ατμοσφαιρικής πίεσης στο επίπεδο της μέσης επιφάνειας της θάλασσας. Sea M a r k [Θαλάσσιος σηματοδότης] Πλοηγ. Είναι στην ουσία ένας μικρός φάρος ο οποίος πλέει στην επιφάνεια του νερού της θάλασσας σαν σημαδούρα για να βοηθάει στην πλοήγηση των σκαφών. Sea Mile [Θαλάσσιο μίλι] Ναυπηγ. Είναι μία μονάδα μέτρησης του μήκους και αποτελεί προσέγγιση του ναυτικού μιλίου, δηλαδή ισούται περίπου με έξι χιλιάδες πόδια ή 1850 μέτρα. Ορίζεται ως το μήκος μίας μοίρας τόξου του μεσημβρινού σε γεωγραφικό πλάτος 48 μοιρών. Sea Plane [Υδροπλάνο] Αερομηχ, Πρόκειται για έναν τύπο αεροσκάφους, όχι ιδιαίτερα μεγάλου σε όγκο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να απογειώνεται και να προσγειώνεται επάνω στην επιφάνεια του νερού των λιμνών ή και της θάλασσας. Αυτό το επιτυγχάνει χάρη στην ειδική διαμόρφωση του σκελετού του και στη χρήση των πλωτήρων του. Sea Rim [Θαλάσσιος ορίζοντας] Μετεωρ. Ο ορίζοντας στην ανοιχτή θάλασσα βάσει της γήινης καμπυλότη-

Sea R o o m

- 1236-

τας. Sea R o o m [Θαλάσσιος χώρος μανούβρας] Ναυπηγ. Πρόκειται για τον απαιτούμενο χώρο που πρέπει να υπάρχει γύρω από ένα σκάφος κυρίως για λόγους ασφαλείας, όταν αυτό κινείται στην θάλασσα. Καθορίζεται στην ουσία από τις προβλεπόμενες από τους κανονισμούς αποστάσεις μεταξύ των πλοίων ή μεταξύ πλοίου και ακτής. Sea Salt [Θαλάσσιο άλας] Ωκεαν. Το στερεό προϊόν που προκύπτει από την εξάτμιση και ξήρανση μιας ποσότητας θαλασσίου νερού. Sea Salt Nucleus [Πυρήνας θαλασσινού άλατος] Ωκεαν. Ο υόροσκοπικύς πυρήνας άλατος που προέρχεται από την εξάτμιση του θαλάσσιου νερού. Seagoing [Ποντοπόρο πλοίο] Ναυπηγ. Καλείται κάθε πλοίο το οποίο είναι μελετημένο, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο έτσι ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει σε όλες τις απαιτήσεις ενός μεγάλου ταξιδιού διασχίζοντας τον ωκεανό. Seal [Συσκευή στεγανοποίησης] Μηχ. Πρόκειται για κάθε μηχανική διάταξη η οποία συσκευάζει διάφορα προϊόντα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πλήρως αεροστεγή ή και προστατευμένα από τη διέλευση εντός αυτών οποιουδήποτε υγρού. Seal Off [Στεγάνωση] Μηχ. Ονομάζεται η διάφραξη μίας οπής, μίας ρωγμής, μιας σωλήνας ή κάτι άλλου παρόμοιου, κατά τρόπο αεροστεγές ή και υδατοστεγές, κάνοντας χρήση των ανάλογων υλικών που απαιτούνται. Sealed T u b e [Ερμητικά κλειστός σο)λήνας] Ηλεκτρον. Ένας ερμητικά κλειστός σωλήνας ηλεκτρονίων. Sealer [Υλικό σφράγισης] Υλικ. Είναι κάθε υλικό το οποίο χρησιμοποιείται για να κλείσει μία ρωγμή ή για να καλύψει μία επιφάνεια ενός πορώδους σώματος κατά τρόπον αεροστεγές ή υδατοστεγές. S e a m Weld [Τύπος συγκόλλησης] Μεταλλ Είναι μία μέθοδος για την κατά μήκος συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων όπου ασκείται ισχυρή τοπική πίεση αφού έχει χρησιμοποιηθεί θερμότητα από διάφορες πηγές για την ίδια την συγκόλληση. Seamanite [Σημανίτης] Ορυκτ. Κίτρινο ορυκτό, σε ορθορομβικό σύστημα, με χημικό τύπο μη3(Ρ04)(Β03) χ3Η 2 0. Έχει ειδικό βάρος 3,128 και σκληρότητα 4 Mohs. Seamanship [Ναυτική δεξιοτεχνία] Ναυπηγ. Ονομάζεται η ικανότητα της πλοήγησης ενός σκάφους ή πλοίου με σκοπό τη μετακίνησή του από ένα σημείο της θάλασσας σε ένα άλλο. Seaport [Ναύσταθμος] Πολ.Μηχ. Καλείται ένα θαλάσσιο λιμάνι, δηλαδή το τμήμα εκείνο της ακτής της θάλασσας το οποίο προστατεύεται με φυσικό ή τεχνητό τρόπο από τα κύματα, καθώς επίσης και το σύνολο των εκεί εβρισκόμενων εγκαταστάσεων. Στον χώρο αυτό αγκυροβολούν τα πλοία, επιβιβάζονται και αποβιβάζονται επιβάτες και εμπορεύματα, ανεφοδιάζονται και άλλα. Υπάρχουν διάφορα είδη λιμανιών ανάλογα με τις παρεχόμενες υπηρεσίες κυρίως ως προς το είδος των εμπορευμάτων. Seaquake [Θαλάσσιος σεισμός] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας σεισμός ο οποίος έχει την εστία του σε περιοχή η οποία βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Search [Αναζήτηση] Πληρ. Συνήθης διεργασία που οι προγραμματιστές εκτελούν για να ανακαλύψουν ένα στοιχείο μέσα σε μια δομή από ομοειδή αντικείμενα.

Υπάρχουν πολλές μέθοδοι που συνήθως λαμβάνουν υπόψη τη μορφολογία της δομής, το μέγεθος της, το είδος των στοιχείων, την ύπαρξη ταξινόμησης κτλ. Search Algorithms [Αλγόριθμοι αναζήτησης] Πλ.ηρ. Οι αλγόριθμοι αυτοί εκτελούνται κύρια στην περίπτωση που έχουμε έναν ταξινομημένο πίνακα και ζητάμε ένα στοιχείο του. Έχουμε την δυαδική αναζήτηση, αναζήτηση με κλειδιά, με δέντρα, με λίστες κτλ. Search A n d Replace [Ψάξε και αντικατάστησε] Πληρ. Λειτουργία επεξεργαστή κειμένου που ελέγχει για την ύπαρξη ενός αλφαριθμητικού μέσα σε ένα κείμενο το οποίο αν το βρει το αντικαθιστά με άλλο δεδομένο αλφαριθμητικό. Search A n d Rescue [Ερευνα διάσωσης] Μηχ. Πρόκειται για τη συνολική επιχείρηση, καθώς επίσης και το σύνολο των επίγειων, θαλάσσιων ή εναέριων μεταφορικών μέσων και των ατόμων που τα χειρίζονται, για τον εντοπισμό και τη σωτηρία ανθρώπων των οποίων η ζωή βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, λόγω φυσικών καταστροφών, ατυχημάτων ή άλλων αιτιών. Search Antenna [Κεραία αναζήτησης] Αστρον. Κεραία που είναι στραμμένη σε κάποιο τμήμα του ουρανού και ελέγχει την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου τύπου σημάτων πχ οι κεραίες αναζήτησης εξωγήινης νοημοσύνης. Search A r g u m e n t [Στοιχείο που αναζητείται] Πληρ. Το στοιχείο που αναζητάμε θα είναι τυπικό στοιχείο από αυτά που διαθέτει η βάση δεδομένων μας ή το κείμενο μας. Search Engine [Μηχανή αναζήτησης] Επικοιν. Λογισμικό που χρησιμοποιεί διάφορους αλγόριθμους για να αναζητήσει ένα αλφαριθμητικό μέσα σε servers περιεχομένων του διαδικτύου. Search Field [Πεδίο αναζήτησης] Πληρ. Η αποτελεσματικότερη και γρηγορότερη αναζήτηση γίνεται σε πεδίο επιλογής του χρήστη αλλά τα μοντέρνα συστήματα δίνουν τη δυνατότητα γρήγορης αναζήτησης σε πολλά πεδία ταυτόχρονα κάποια από τα οποία είναι κείμενα. Search File [Αρχείο αναζήτησης] Πληρ. 1. Αρχείο όπου γίνεται αναζήτηση ενός αλφαριθμητικού. 2. Αρχείο που αναζητείται σε ένα σύστημα αρχείων (συνήθως γίνονται δεκτοί και μεταχαρακτήρες). Search Gate [Πύλη αναζήτησης]//ΑεχΓρον. Πρόκειται για ένα ηλεκτρονικό διακόπτη που ελέγχεται από μια λογική στάθμη εισόδου η οποία άγει στην έξοδο κάτω από ειδικές συνθήκες. Search Key [Κλειδί αναζήτησης] Πληρ. Συνήθως ταυτίζεται με το Search Argument. Στην περίπτωση που ψάχνονται κείμενα τα πράγματα μπορεί να γίνουν περίπλοκα με την αναζήτηση ενός ονόματος που μεταφράστηκε από μια γλώσσα που δεν είναι η κύρια γλώσσα του κειμένου. Έτσι χρησιμοποιούνται και έξυπνοι αλγόριθμοι, γλωσσολογία κτλ. Search R a d a r [Ραντάρ ανίχνευσης] Μηχ. Είναι μία συσκευή ραδιοεντοπισμού των διαφόρων αντικειμένων, όπως πλοίων και αεροσκαφών, τα οποία κινούνται σε μία ευρεία γεωγραφική ζώνη, προειδοποιώντας άμεσα για την ακριβή θέση τους. Search String [Αλφαριθμητικό αναζήτησης] Πληρ. Αυτό είναι το αλφαριθμητικό που συνήθως αναζητά ο χρήστης Kat ανάλογα με τις δυνατότητες μπορεί να διακρίνει κανείς ψάξιμο μόνο για κεφαλαία γραφή ή όλες τις λέξεις του σε οποιαδήποτε σειρά ή ένα μοναδικό τρόπο γραφής κτλ.

- 1237 Search T i m e [Χρόνος αναζήτησης] Πληρ. Βασικό σημείο που εξαρτάται από το μέγεθος της βάσης που γίνεται η αναζήτηση αλλά με τις νέες δυνατότητες συνήθως είναι πάντα πολυωνυμικός και μάλιστα χρόνος το πολύ λεπτών. Searchlight [Φως αναζήτησης] Οπτικ. Ένας προβολέας σχεδιασμένος να παράγει μια σχεδόν παράλληλη δέσμη φωτός. Αυτό σημαίνει ότι το οπτικό σύστημα παράγει μια ακτίνα που είναι συγκλίνουσα, ενώ κανονικά μια δέσμη φωτός έχει ένα εύρος περίπου 20 εκατοστών. Seashore [Αιγιαλός] Γεωλ. Καλείται η στενή λωρίδα γης που περιστοιχίζει την θάλασσα και βρέχεται από αυτή υπό κανονικό κυματισμό και όχι από τις έκτακτες πλημμύρες. Σύμφωνα με τον νόμο περιέχεται στην ιδιοκτησία του δημοσίου. Seasonal Balancing [Εποχιακή Διακύμανση] Χημ. Μηχ. Ο καθορισμός των προδιαγραφών μιας βενζίνης, για τη μέγιστη τάση ατμών και τα όρια απόσταξης, ανάλογα με την εποχή του χρόνου που θα χρησιμοποιηθεί. Οι ιδιότητες αυτές, για τις οποίες η θερμοκρασία περιβάλλοντος παίζει σημαντικό ρόλο, επηρεάζουν την εκκίνηση, τη θέρμανση, την επιτάχυνση και την ατμόφραξη στον κινητήρα. Seasonal Factors 1 [Εποχικοί παράγοντες] Επικοιν. Μεταβολές της ιονοσφαιρικής ισορροπίας που επιδρούν αρνητικά στις ασύρματες και δορυφορικές κύρια γήινες επικοινωνίες εξαιτίας της εισαγωγής θορύβου στα ευαίσθητα σ' αυτές τις ατμοσφαιρικές πιέσεις όργανα μας· Seasonal Factors [Εποχικοί παράγοντες] Στατ. Στην ανάλυση χρονοσειρών ένα από τα βασικά εργαλεία για την ύπαρξη μακροχρόνιας τάσης είναι η εξέταση της εποχικότητας μιας σειράς οπότε αρκεί να διαιρεθούν οι παρατηρήσεις με το δείκτη εποχικότητας ή γίνεται χρήση κινητών μέσων. Seasons [Εποχές] Αστρον. Έτσι λέμε τα 4 άνισα τόξα που σχηματίζουν η γραμμή των ισημεριών και η γραμμή των τροπών στον μέγιστο κύκλο. Ο ήλιος κάνοντας την φαινόμενη κίνηση του περί την εκλειπτική περνά από τα 4 ακραία σημεία της έλλειψης (τα 2 ισημερινά σημεία εαρινό και φθινοπωρινό και τα 2 ηλιοστάσια χειμερινό και θερινό) περίπου στις 20 -22 του πρώτου μήνα της αντίστοιχης εποχής του πολιτικού έτους. Seat [Εδραση] Μηχ. Πρόκειται για τη βάση η οποία είναι κατάλληλα κατασκευασμένη για την τοποθέτηση και στερέωση ενός συγκεκριμένου μηχανικού συστήματος. Seat L o a d Factor [Συντελεστής κατειλημμένων καθισμάτων] Πολ,Μηχ. Σε μία συγκοινωνιακή μελέτη των δημοσίων μεταφορικών μέσων, ο συντελεστής αυτός προσδιορίζει το ποσοστό επί τοις εκατό των θέσεων των οχημάτων που αναμένεται να είναι κατειλημμένες για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. S e a w a g e Sludge [Ιλύς Υγρών Αποβλήτων] Χημ. Μηχ. Η συμπυκνωμένη μάζα στερεών που σχηματίζεται σε δεξαμενές κατακάθισης, σε διεργασίες καθαρισμού υγρών αποβλήτων. Seawall [Κυματοθραύστης] Πολ,Μηχ. Καλείται ο τεχνητός τοίχος από σκυρόδεμα ή από λίθους που έχει κατασκευασθεί μέσα στη θάλασσα και κοντά στην ακτή ώστε να την προστατεύει από τη διάβρωση και τα άλλα προβλήματα που της προκαλεί η συνεχής έλευση των κυμάτων ή για να δημιουργηθεί μία προστατευμένη περιοχή για την αγκυροβόληση των σκαφών.

Second Category

Seawater [Θαλασσινό νερό] Ωκεαν. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νερό όλων των ωκεανών και των θαλασσών το οποίο και περιέχει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό αλάτων οπότε δεν είναι κατάλληλο για πόση, χωρίς την απαραίτητη επεξεργασία της αφαλάτωσης. S e a w a y [Θαλάσσια δίοδος] Ναυπηγ. Ονομάζεται η τακτική γραμμή που έχει καθορισθεί να ακολουθούν τα επιβατικά ή τα εμπορικά πλοία διασχίζοντας τις διάφορες θαλάσσιες περιοχές. Seaworthiness [Πλοϊμότητα] Ναυπηγ. Προσδιορίζει την ικανότητα πλεύσης ενός σκάφους, δηλαδή εάν πληροί όλους τους κανόνες ασφαλείας και είναι ικανό να αντέξει στις καταπονήσεις και τις απαιτήσεις ενός θαλάσσιου ταξιδιού. Sebacic Acid [Σεβακικό Οξύ] Οργ. Χημ. Πρόκειται για το δεκανοδιοϊκό οξύ, που έχει χημικό τύπο HOOC (CH 2 ) 8 COOH, μοριακό βάρος 202,25, σημείο τήξεως 134,5 °C και σημείο ζέσεως 295 °C (σε πίεση 100 torr). Είναι κρυσταλλική εύφλεκτη ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωμάτων, υδραυλικών ρευστών και συνθετικών πολυμερών. Secant [Χορδή] Μαθημ. 1. Έστω ένας κύκλος με κέντρο το σημείο Μ (x, y) και ακτίνα R και έστω μια ευθεία (ε), η οποία τέμνει τον κύκλο σε δύο σημεία. Το κομμάτι της ευθείας που ανήκει μέσα στον κύκλο λέγεται χορδή και το κομμάτι του κύκλου που αντιστοιχεί στην χορδή λέγεται τόξο. 2. Με τον όρο αυτό εννοούμε μια συνάρτηση, η οποία έχει την ιδιότητα να αποτελεί την αντίστροφη συνάρτηση της τριγωνομετρικής συνάρτησης και στη βιβλιογραφία συμβολίζεται sec. Sech [Υπερβολοειδής χορδή] Μαθημ. Έστω μια υπερβολή και έστω μια ευθεία (ε), η οποία τέμνει την υπερβολή σε δύο σημεία. Το κομμάτι της ευθείας που ανήκει μέσα στην υπερβολή λέγεται υπερβολοειδής χορδή. Seclusion [Αποκομμένη Σύσφιξη] Μετεωρ. Το στάδιο εξέλιξης μιας ύφεσης που εμφανίζεται πριν από τη σύσφιξη, και δημιουργείται από την ένωση του ψυχρού και του θερμού μετώπου σε κάποια απόσταση από το κέντρο και αφήνει μια απομονωμένη μάζα θερμού αέρα που περικλείεται από ψυχρότερο αέρα. Sec [Δευτερόλεπτο] Μηχ. Συντομογραφία του second (Βλέπε Second) Second 1 [Δεύτερο] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε τον τριγωνομετρικό κύκλο. Ο τριγωνομετρικός κύκλος είναι ή 360° ή μετριέται σε rad, και ποιό συγκεκριμένα είναι 2π rad. Το δεύτερο είναι μια υποδιαίρεση της μοίρας και συμβολίζεται με 4 " 4. Έτσι μια γωνία με δεύτερα συμβολίζεται π.χ. 101° και 35" δηλαδή τριανταπέντε δεύτερα. Ένα δεύτερο ισούται είτε με 1 / 360° είτε με π/648000. Second 2 (sec) [Δευτερόλεπτο] Μηχ. Αποτελεί μονάδα μέτρησης του χρόνου και συγκεκριμένα μία υποδιαίρεση του λεπτού καθώς εξήντα δευτερόλεπτα συνιστούν ένα λεπτό της ώρας. Με απόλυτη ακρίβεια ορίζεται βάσει της διάρκειας καθορισμένου αριθμού κύκλων ταλάντωσης της ακτινοβολίας που εκπέμπει ένας τύπος του χημικού στοιχείου του καισίου. Second Category [Δεύτερη κατηγορία ή δευτερεύουσα κατηγορία] Μαθημ. Έστω ένας τοπολογικός χώρος Σ και έστω Α ένας τοπολογικός υποχώρος του Σ. Ο υποχώρος Α λέγεται ότι είναι δευτέρας κατηγορίας ως πρός τον Σ αν και μόνον αν δεν αποτελεί σύνολο, το οποίο προέρχεται από την πεπερασμένη ένωση συμπαγών υποχώρων του Σ. Ένα γνωστός τοπολογικός χώ-

Second Central

- 1238 -

ρος, ο οποίος είναι δεύτερης κατηγορίας είναι ένας συνολικός μετρικός χώρος. Second Central Limit T h e o r e m [Δεύτερο κεντρικό οριακό θεώρημα] Στατ. Χρήσιμο θεώρημα της θεωρίας πιθανοτήτων για τη σύγκλιση ακολουθίας {Χ ν } διωνυμικών κατανομών (ν,π). Τότε για μεγάλα ν η διωνυμική κατανομή προσεγγίζεται από την κανονική Ν(νπ, νπ(Ι-π)). Αναφέρεται και σαν θεώρημα De Moivre. Second Condition Of Equilibrium [Δεύτερη συνθήκη ισορροπίας] Μηχ. Αποτελεί μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να βρίσκεται ένα μηχανικό σύστημα σε κατάσταση ισορροπίας. Συγκεκριμένα εκφράζει την απαίτηση οι τιμές των συνολικών ροπών που ασκούνται στο σύστημα να ισούνται με το μηδέν. Second Countable [Δευτερεύων μετρήσιμος] Μαθημ. Έστω ένας τοπολογικός χώρος Σ. Ο τοπολογικός χώρος Σ λέγεται δευτερεύων μετρήσιμος αν και μόνον αν ικανοποιεί τις αρχές του δευτέρου αξιώματος μετρισημότητας των τοπολογικών χώρων. S e c o n d Derivative [Δεύτερη παράγωγος] Μαθημ. Έστω μια πραγματική συνάρτηση f (x) η οποία ορίζεται f: Α Β, όπου Α και Β υποσύνολα του R. Η δεύτερη παράγωγος της f ορίζεται ως η παράγωγος της πρώτης παραγώγου της συνάρτησης f. Αν η πρώτη παράγωγος της f είναι σταθερός αριθμός, τότε η δεύτερη παράγωγος της ορίζεται να είναι αηδέν (0). Η δεύτερη παράγωγος συμβολίζεται είτε y είτε"/. Second Detector [Δευτερογενής ανιχνευτής] Ηλεκτμον. Ένας δέκτης ο οποίος μετατρέπει μια δυαδική πληροφορία και ειδικότερα το σήμα IF (αν). Second F u n d a m e n t a l F o r m [Δεύτερη θεμελιώδης μορφή] Μαθημ Έστω Μ μια ν-διάστατη διαφορίσιμη πολλαπλότητα ενός χώρου Riemann. Η απεικόνιση V: CT (Μ, Μ Τ) χ C (Μ, Μ Τ) -> C~ (Μ, Μ Τ) που ορίζεται από την σχέση Vx Υ = ν χ σ υ ζ υ γ ^ Υ - α (Χ, Υ), ορίζει μια γραμμική συνοχή στην διαφορίσιμη πολλαπλότητα Μ και μάλιστα την συνοχή Riemann. Επίσης η απεικόνιση α: C" (Μ, Μ Τ) x C~ (Μ, Μ Τ) Τ Α Μ, που ορίζεται από την παραπάνω σχέση είναι σύμμετρη, διγραμμική και είναι γνωστή ως δεύτερη θεμελιώδης μορφή της ν-διάστατης διαφορίσιμης πολλαπλότητας Μ. Second Generation [Δεύτερης γενιάς] Βιομ. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος περιγράφει κάθε βιομηχανικό προϊόν που αποτελεί μία πιο βελτιωμένη, προσεγμένη και εξελιγμένη έκδοση και αντικαθιστά πρακτικά στο εμπόριο, το αντίστοιχο προηγούμενο του. Second Generation C o m p u t e r [Υπολογιστής δεύτερης γενιάς] Πλημ. Ουσιαστικά αναφερόμαστε στη γενιά υπολογιστών μετά τον EDVAC δηλαδή το 1960. Second Generation L a n g u a g e s [Γλώσσες δεύτερης γενιάς] Πλημ. Είναι οι γλώσσες προγραμματισμού (πχ C, Pascal,...) που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές των λειτουργικών Dos και Unix, μια γενιά πριν τις γλώσσες για βάσεις δεδομένων. Second I s o m o r p h i s m T h e o r e m [Δεύτερο θεώρημα ισομορφισμών] Μαθημ. Έστω ένας δακτύλιος R και Α, Β δύο ιδεώδη του δακτυλίου R. Τότε, με βάση το δεύτερο θεώρημα ισομορφισμών, ο Α / (Α + Β) είναι ισόμορφος ως πρός τον (Α + Β) / Β. Second L a w Of Large N u m b e r s [Δεύτερος νόμος των μεγάλων αριθμών] Στατ. Χρήσιμο θεώρημα της θεωρίας πιθανοτήτων για τη σύγκλιση του μέσου όρου δείγματος από πληθυσμό με μέσο όρο μ. Λέγεται έτσι αφού αν ο μέσος όρος του δείγματος συγκλίνει σχεδόν

βέβαιος στο μ, τότε θα συγκλίνει και κατά πιθανότητα στο μ. Second L a w Of T h e r m o d y n a m i c s [Δεύτερος Θερμοδυναμικος Νόμος] Φνσ. Χημ. Η μαθηματική διατύπωση έχει ως εξής: Για οποιοδήποτε φαινόμενο ισχύει η γενική εξίσωση ASo>.30, δηλαδή κάθε φαινόμενο γίνεται με φορά η οποία οδηγεί σε θετικές μεταβολές της ολικής εντροπίας, με οριακή τιμή το μηδέν μόνο για τα αντιστρεπτά φαινόμενα. Second Level Controller [Ελεγκτής δεύτερου επιπέδου] Επικοιν. Ελεγκτής που χρησιμοποιεί ήδη την ανάδραση του πρώτου βήματος για να ελέγξει τη μετάδοση. Second Order Equation [Εξίσωση δευτέρας τάξης] Μαθημ. 1. Μια διαφορική εξίσωση λέγεται δευτέρας τάξης αν και μόνον αν ο άγνωστος της είναι ακριβώς δευτέρας τάξης παραγα>γίσιμος, μπορεί να περιέχει πρώτης ή και μηδενικής τάξης αγνώστους όρους, αλλά όχι μεγαλύτερης του δύο (2). Μια εξίσωση της μορφής αυτής συμβολίζεται ως: a y + b y' + c = 0. 2. Μια εξίσωση με συντελεστές πραγματικούς ή μιγαδικούς αριθμούς λέγεται δευτέρας τάξης αν και μόνον αν ο αγνωστός της είναι δεύτερος τάξης μπορεί να περιέχει πρώτης ή και μηδενικής τάξης αγνώστους όρους, αλλά όχι μεγαλύτερης του δύο (2). Μια εξίσωση της μορφής αυτής συμβολίζεται ως: α x + b χ + c = 0. Second O r d e r Reaction [Αντίδραση Δεύτερης Τάξης] Χημ. Χημική αντίδραση της οποίας η ταχύτητα εξαρτάται από τη συγκέντρωση δύο αντιδρώντων συστατικών ή από το τετράγωνο της συγκέντρωσης ενός συστατικού. Στην εξίσωση της ταχύτητας, το άθροισμα των εκθετών έχει τιμή 2. Δηλαδή, U = k*C A x C B ή U = k*C A 2 , όπου C A , C B οι συγκεντρώσεις των αντιδρώντων Α, Β. Second O r d e r Subroutine [Υπορουτίνα δεύτερης τάξης] Πλημ. Υπορουτίνα που καλείται μέσα από άλλη υπορουτίνα. Υπάρχει και κάποιο όριο ενώ ειδική περίπτωση η αναδρομικότητα. Second O r d e r Systems [Συστήματα δεύτερης τάξης] Τεχνολ. Συστήματα που περιγράφονται από ένα διαφορικό σύστημα 2ης τάξης. Second O r d e r Transition [Μετάπτωση Δεύτερης Τάξης] Φυσ. Χημ. Θερμοδυναμική μετάπτωση, που εμφανίζει απότομη μεταβολή της δεύτερης παραγώγου της ενέργειας Gibbs (για παράδειγμα, ειδική θερμοχωρητικότητα υπό σταθερή πίεση) ως προς τη θερμοκρασία. Στην περίπτωση αυτή, οι πρώτες παράγωγοι (ενθαλπία, εντροπία, ειδικός όγκος) και αυτή καθαυτή η ενέργεια Gibbs έχουν συνεχούς μορφής πορεία στη θερμοκρασία μεταπτώσεως. Second Quantization [Δευτερογενής κβαντισμός] Φνσ. Διαδικασία κατά την οποία ένα κλασικό πεδίο αναλύεται ως ζεύγος σωματιδίων. Οι μεταβλητές του πεδίου θεωρούνται ως τελεστές στους οποίους εφαρμόζονται αντιμεταθετικοί κανόνες. Οι τελεστές έπειτα περιγράφουν τις διαδικασίες απορρόφησης ή εκπομπής σωματιδίων ή φωτονίων. Second Radiation Constant [Σταθερά δευτερογενούς ακτινοβολίας] Φυσ. Μια σταθερά που τη συναντάμε στην εξίσωση που δίνει την ένταση της ακτινοβολίας σε μια μικρή ζώνη μηκών κύματος, σύμφωνα με τον νόμο του Plank. Η σταθερά αυτή μπορεί να γραφεί ως συνάρτηση του κυματάριθμου ή του μήκους κύματος καθώς επίσης μπορεί να γραφτεί ως συνάρτηση της πυκνότητας ενέργειας αντί της έντασης της ακτινοβο-

- 1239 λίας. Secondary Alcohol [Δευτεροταγής Αλκοόλη] Opy. Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει ομάδα υδροξυλίου συνδεδεμένη με άτομο άνθρακα με ένα άτομο υδρογόνου. Ο γενικός τύπος είναι R r CH(OH)-R 2 . Secondary A m i n e [Δευτεροταγής Αμίνη] Opy. Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει αμίνο ομάδα, σύμφωνα με το γενικό τύπο RjR 2 NH. Secondary Axis [Δευτερεύοντες άξονες] Οπτικ. Κάθε ευθεία που περνά από το κέντρο του σφαιρικού κατόπτρου και δεν περνά από την κορυφή του κατόπτρου. Secondary Cache M e m o r y [Δευτερεύουσα μνήμη cache] Πλημ. Οι μεγάλοι ρυθμοί ανανέωσης οδήγησαν στη δημιουργία και δεύτερης μνήμης buffer για μεταβίβαση εντολών και δεδομένων επεξεργασίας της κύριας μονάδας. Αναφέρεται Kat σαν Second Order Cache. Secondary C a r b o n A t o m [Δευτεροταγές Ατομο Ανθρακα] Ομγ. Χημ. Ατομο άνθρακα στο μόριο οργανικής ένωσης, το οποίο είναι συνδεδεμένο με άλλα δύο άτομα άνθρακα και δύο άτομα υδρογόνου. Secondary Cell [Δευτερεύον στοιχείο] Ηλεκ. Βολταϊκό στοιχείο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο οποίο η χημική αντίδραση που παράγει την ΗΕΔ είναι αντιστρεπτή και το στοιχείο συνεπώς μπορεί να φορτιστεί από τη διέλευση ρεύματος. Secondary C o n s u m e r [Δευτεροταγής καταναλωτής] Οικολ. Όρος που χαρακτηρίζει την ομάδα των ζωντανών οργανισμών που ανήκουν στον δεύτερο κρίκο της τροφικής αλυσίδας. Έχοντας ως πρωτοταγείς τους φυτοφάγους οργανισμούς οι δευτεροταγείς αποτελούνται από τους οργανισμούς που τρέφονται καταναλώνοντας τους πρωτοταγείς. Secondary Cosmic R a y s [Δευτερεύουσες κοσμικές ακτίνες] Αστρον. Αφού οι κοσμικές ακτίνες μπουν στην ιονόσφαιρα και συγκρουστούν με τα σωματίδια εκτρέπονται από την πορεία τους. Εκμεταλλευόμαστε τις συγκρούσεις για τις τηλεπικοινωνίες μας. Secondary Crater [Δευτερεύων κρατήρας] Γεωλ. Ονομάζεται κάθε άνοιγμα που προκαλείται στην επιφάνεια του εδάφους από την πρόσκρουση σε αυτό των θραυσμάτων τα οποία προέρχονται από τον σχηματισμό ενός μεγαλύτερου κρατήρα που είναι ο κύριος. Secondary Cyclone [Δευτερεύον κυκλώνας] Μετεωρ. Τύπος κυκλώνα που σχηματίζεται στο περιβάλλον του κύριου κυκλώνα. Secondary Electron [Δευτερογενές ηλεκτρόνιο] Ηλεκτρον. Πρόκειται για ηλεκτρόνια που μπορούν να εξέλθουν από ένα μέταλλο, όταν τους δοθεί η απαραίτητη πρόσθετη ενέργεια από δέσμη ηλεκτρονίων ή άλλων σωματιδίων, τα οποία προσπίπτουν πάνω στο μέταλλο. Τα εξερχόμενα ηλεκτρόνια ονομάζονται δευτερογενή, σε αντίθεση με αυτά που πέφτουν πάνω στο μέταλλο που λέγονται πρωτογενή. Secondary E m i s s i o n [Δευτερογενής Εκπομπή] Ηλεκτρον. Ο όρος αυτός αναφέρεται στο αποτέλεσμα διαφορετικών διαδικασιών, κατά τις οποίες μια "πρωτογενής" εκπομπή όταν συναντά κάποια μορφή ύλης, προκαλεί μια άλλη εκπομπή ίδιου ή διαφορετικού χαρακτήρα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δευτερογενούς εκπομπής είναι οι ακτίνες Χ, οι οποίες παράγονται από τις συγκρούσεις ηλεκτρονίων (με υψηλές ταχύτητες) πάνω σε άτομα της ύλης. Secondary F e r m e n t a t i o n [Δευτερεύουσα ζύμωση] Τεχν. Τροφ. Διεργασία που ζύμωσης που υποβάλλεται

Secondary Rainbow

το κρασί μετά από την ολοκλήρωση του κανονικού κύκλου ζύμοχτης του και πραγματοποιείται με προσθήκη ζάχαρης. Η όλη κατεργασία αποσκοπεί στην διόρθωση ορισμένων χαρακτηριστικών του κρασιού και είναι απαγορευμένη σε πολλές χώρες επειδή θεο)ρείται πως διαταράσσεται η φυσικότητα του τελικού προϊόντος. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των αφροδών κρασιών. Secondary F l o w [Δευτερεύουσα Ροή] Ρενστομηχ. Κατά τη διάρκεια τυρβώδους ροής υγρού σε τριγωνικούς, τραπεζοειδείς ή ορθογώνιους αγωγούς, αναπτύσσονται δίνες που κινούνται προς τις γωνίες του αγα>γού και μακριά από τις πλευρές. Η δευτερεύουσα αυτή ροή προστίθεται στην πρωτογενή, της οποίας η διεύθυνση είναι ο άξονας κατά μήκος του αγωγού. Secondary Focus [Δευτερεύουσα εστία] Οτττικ. Το σημείο όπου εστιάζεται η δέσμη φωτός που είναι παράλληλη σε δευτερεύοντα άξονα και βρίσκεται στην τομή του δευτερεύοντα άξονα με το εστιακό επίπεδο. Secondary Forces [Δευτερεύουσες Δυνάμεις] Φνσ. Χημ. Είναι οι ασθενείς ελκτικές δυνάμεις, ηλεκτροστατικής φύσεως, που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων και δρουν σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις. Διακρίνονται σε 3 είδη, τις δυνάμεις μεταξύ πολικών μορίων, τις δυνάμεις μεταξύ πολικού και μη πολικού ή δυνάμεις επαγα>γής και αυτές μεταξύ μη πολικών μορίων ή δυνάμεις διασποράς. Secondary F r o n t [Δευτερεύον μέτωπο] Μετεωρ. Το μέτωπο μεταξύ δύο αερίων μαζών της ίδιας προέλευσης, όμως με θερμικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούνται λόγω διαφορετικής ηλικίας Kat προέλευσης. Secondary G r i d Emission [Δευτερογενής εκπομπή πλέγματος] Ηλεκτρον. Εκπομπή ηλεκτρονίων από πλέγμα που προέρχονται από το βομβαρδισμό του πλέγματος από ηλεκτρόνια ή αλλά σωματίδια. Secondary Index [Δευτερεύον δείκτης] Πληρ. Χρησιμοποιείται σε διδιάστους πίνακες για τον προσδιορισμό θέσης. Δεν υπάρχει όμως ορισμένη πάντα δομή αφού άλλες γλώσσες δεν τον δέχονται καθόλου, άλλες επεξεργάζονται τους πίνακες οριζόντια και άλλες κάθετα. Secondary Key [Δευτερεύον κλειδί] Πληρ. Σε μεγάλες βάσεις δεδομένων χρησιμοποιούμε ένα τουλάχιστον δευτερεύον κλειδί εύρεσης μιας μοναδικής εγγραφής. Συνήθως είναι πιο κατατοπιστική στην αναζήτηση πληροφορίας από τον μοναδικό απρόσωπο κωδικό. Secondary Production [Δευτεροταγής παραγωγή] Οικολ. Όρος που χαρακτηρίζει την μετατροπή των καταναλισκομένων, φυτικής προέλευσης, τροφών των πρωτοταγών καταναλωτών στην απαραίτητη για αυτούς ενέργεια, μέσω της μεταβολικής διαδικασίας. Secondary R a d a r [Δευτερογενές ραντάρ] Ηλεκτρο ν. Mta τεχνική χρήσης ενός ραντάρ στην οποία τα σήματα που επιστρέφουν από κάποιο στόχο από κάποιο μεταβιβαστή και συγκρίνονται με τα πρωτογενή σήματα αποκτώνται από την ανάκλαση του στόχου. Secondary Radiation [Δευτερεύουσα ακτινοβολία] Φυσ. Ονομάζεται η ακτινοβολία η οποία παράγεται από την πρόσκρουση της πρωταρχικής ακτινοβολίας, δηλαδή αυτής που εκπέμπεται κατευθείαν από την πηγή, επάνω στην ύλη. Secondary R a i n b o w [Δευτερογενές ουράνιο τόξο] Οπτικ. Ο διασκεδασμός προκαλεί τη διάθλαση των διαφόρων χρωμάτων σε διαφορετικές γωνίες. Όταν γίνεται ορατό ένα δεύτερο ουράνιο τόξο με ανεστραμμένη

Secondary Station

- 1240-

τη σειρά των χρωματισμών του, βλέπουμε τις συνέπειες του διασκεδασμού και δυο ολικών εσωτερικών ανακλάσεων. Secondary Station [Δευτερεύον σταθμός] Επικοιν. Οποιοσδήποτε άλλος σταθμός εκτός από τον διευθύνοντα ή τον monitor. Secondary Storage [Δευτερεύουσα μνήμη] Πληρ. Κάθε μνήμη ενός Η/Υ που χρησιμοποιείται σε δεύτερη φάση επεξεργασίας ή αποθήκευσης στοιχείων και ειδικά μνήμες Cache ή Buffers μεταγωγής. Secondary Voltage [Δευτερεύουσα τάση] Ηλεκτρ. Είναι η τάση που επικρατεί στην έξοδο ενός ενισχυτή. Secondary W a v e [Δευτερεύων κύμα] Οπτικ Καλείται το κύμα εκείνο το οποίο παράγεται από μία πηγή σε δεύτερο χρόνο ως προς το κύριο κύμα και κινείται από αυτήν προς το ήδη μετακινούμενο μέτωπο του κυρίως κύματος. Secondary W i n d i n g [Δευτερεύουσα περιέλιξη] Ηλεκτρ. Είναι η σπείρα με την οποία είναι τυλιγμένο το δευτερεύον τμήμα ενός μετασχηματιστή. Seconds P e n d u l u m [Δευτερολεπτοδείκτης] Αστρον. Δείκτης που μετρά δευτερόλεπτα. Συνήθως απώτατο άκρο πριν την εμφάνιση των ρολογιών της ψηφιακής εποχής. Sectile [Τμητός] Γεωλ. Χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε ορυκτό ή πέτρωμα επιδεκτικό ελεγχόμενου τεμαχισμού δια κοπής χωρίς να υπόκειται σε κατακερματισμό. Section [Τμήμα] Τεχνολ. Ένα κλειστό συνήθως μέρος μιας μεγαλύτερης επιφάνειας. Για την γραφική επιλογή του (σε υπολογιστικό περιβάλλον) χρησιμοποιούνται εργαλεία ελεύθερης ή προσχεδιασμένης γραφής. Section 2 [Τομέας, τμήμα] Μαθημ. Έστω δύο σύνολα Α και Β, τα οποία μπορούν να συνδεθούν μέσω του Καρτεσιανού γινομένου ως εξής: A x Β, οπότε έχουμε τη δημιουργία ενός τρίτου συνόλου, του A x Β. Αν τώρα υπάρχουν δύο σημεία α, β με το α να ανήκει στο Α, α ε Α, και το β να ανήκει στο Β„ β e Β, τότε μπορεί να δημιουργηθεί ένα υποσύνολο του Καρτεσιανού συνόλου Α χ Β. έστω το Γ, και τότε το σύνολο Γ α ={ β: (α, β) } e Γ, είναι ένας τομέας του Γ, το οποίο καθορίζεται από το α. Το σύνολο το οποίο μπορεί να οριστεί από το β είναι Γ ρ ={ α: (α, β ) } e Γ. Κατά όμοιο τρόπο μπορεί να ορισθεί και το κομμάτι μίας συνάρτησης f, η οποία έχει ως πεδίο ορισμού το A x Β. Έτσι η f x ορίζεται ομοίως όπως επίσης και η fy. Section Line [Γραμμή ορίου] Ηολ,Μηχ. Ονομάζεται η συνοριακή γραμμή η οποία διαχωρίζει δύο οικόπεδα, αγροτεμάχια ή γενικότερα τμήματα γης υπό διαφορετικές ιδιοκτησίες ή με ξεχωριστές χρήσεις γης. Είναι αποτυπωμένη επάνω στα ανάλογα τοπογραφικά σχέδια και μπορεί να υλοποιηθεί και επί τόπου. Sectional Center [Κέντρο τμήματος] Επικοιν. Συνήθως στην ιεραρχική δικτυακή οργάνωση κάθε τομέας έχει το δικό του συνδρομητικό κέντρο. Sectional R a d i o g r a p h y [Τμηματική ραδιογραφία] Ηλεκτρον. Διαδικασία χρήσης ακτινών Χ ή ακτίνων γάμα για την λεπτομερή απεικόνιση ενός τμήματος κάποιου αντικειμένου. Sector 1 [Τομέας κύκλου] Μαθημ. Έστω ένας κύκλος με κέντρο το σημείο Ο (α, β) και ακτίνα R. Το κομμάτι του κύκλου, το οποίο ανήκει ανάμεσα σε δύο ακτίνες του κύκλου, και συνοδεύεται από το αντίστοιχο τόξο, λέγεται τομέας του κύκλου. Sector 2 [Τομέας] Πλημ. Υποδιαίρεση της χωρητικότη-

τας (επιφάνειας μαγνήτισης) ενός σκληρού δίσκου μετά τα αυλάκια (Tracks) που έχουν 64 ως 256 τομείς με 512 bytes μέγεθος. Για μια μνήμη RAM συνήθως χρησιμοποιούνται άλλες ονομασίες (Section, Segment). Sector B o u n d a r y [Σύνορο τομέα] Αστμον. Οι αστρικοί σχηματισμοί σπανίως έχουν σταθερά ή έστω σχετικά σταθερά όρια λόγω διαστολής. Αυτό είναι και το πρόβλημα του μοντέλου σταθερής κατάστασης. Sector Capacity [Χωρητικότητα τομέα] Πλημ. Νοητό όριο μέτρησης μιας ποσότητας από bytes γνωστής και σαν Sector Structure πχ σε μια γενιά που 1 sector = 512 bytes ένα μέγεθος που μεταβάλλεται. Sector Disk [Τομέας δίσκου] Φυσ. Ένα όργανο που βρίσκει χρήση σε συσκευές που έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ακριβή ένταση μιας δέσμης φωτός ή άλλου είδους εκπομπής. Η πιο απλή μορφή είναι ένα τμήμα κομμένο από ένα κυκλικό αδιαφανή δίσκο. Αν ο δίσκος παρεμβληθεί ανάμεσα στην πορεία μια δέσμης φωτός, και περιστραφεί γρήγορα γύρω από το κέντρο του, η παραγόμενη ένταση της ακτίνας μειώνεται. Αυτή η διάταξη βρίσκει εφαρμογή, για παράδειγμα, σε ένα φωτόμετρο όπου είναι επιθυμητή η μείωση της έντασης. Επίσης βρίσκει εφαρμογή για να γίνει περιοδική η ακτινοβολία μιας δέσμης, ώστε να παραχθεί εναλλασσόμενο ρεύμα. Sector Display [Τμηματική οθόνη] Ηλεκτμον. 1. Μια οθόνη προβολής που χρησιμοποιείται σε ένα σύστημα ραντάρ, στο οποίο το σύστημα της κεραίας συνεχώς περιστρέφεται. Η οθόνη, ενεργοποιείται όταν η δέσμη που εκπέμπει η κεραία βρίσκεται μέσα σε μια στενή περιοχή επικεντρωμένη. Sector Interleave [Ενδιάμεση φόρτωση τομέα] Πλημ. Η ταυτόχρονη ανταλλαγή δεδομένων με πολλές διευθύνσεις και η χωρητικότητα του τομέα επηρεάζουν δραματικά την ταχύτητα προσπέλασης ειδικά για δεδομένα αποθηκευμένα σειριακά αφού απαιτούνται πολύ λιγότερες προσβάσεις μονομιάς (κάτι που βελτιώνουν διάφορες σύγχρονες μέθοδοι). Sectoral Horn [Τμηματική κεραία] Ηλεκτμομαγν. Μια ηλεκτρομαγνητική κεραία σε σχήμα χοάνης που αποτελείται από μια διάταξη δυο τμημάτων που έχουν αντίθετη κατεύθυνση και είναι παράλληλα και άλλα δυο τμήματα που αποκλίνουν. Secular Acceleration [Αιώνια επιτάχυνση] Αστμον. Μέσα από την ισχύ των νόμων του Κέπλερ φαίνεται ότι η σεληνιακή τροχιά επηρεάζεται δυναμικά από το γήινο μαγνητικό πεδίο. Secular Equation [Εξίσωση συνέχειας] Φυσ. Μια εξίσωση που η λύση της προσδιορίζει τα περιστρεφόμενα ενεργειακά επίπεδα που προκύπτουν από ένα χαμιλτονιανό πίνακα που έχει τέσσερις σειρές και τέσσερις στήλες. Η εξίσωση ικανοποιεί τη συνθήκη όπου ο προσδιορισμός των συντελεστών εξαφανίζει τις λύσεις της κυματικής εξίσωσης. Secular Equilibrium [Συνεχές ισοζύγιο] Πυρην. Φυσ. Η κατάσταση όπου τα παράγωγα της διάσπασης του βραχύβιου ραδονίου έχουν φτάσει καθένα από αυτά στο ίδιο επίπεδο ραδιενέργειας (σε πικοκιουρι ανά λίτρο) καθώς το ραδόνιο τα μορφοποιεί. Το φαινόμενο χρειάζεται τέσσερις ώρες για να συμβάλει. Secular Instability [Αστάθεια συνέχειας] Φυσ. Μια μη περιοδική αστάθεια σ η ς ιδιότητες ενός συστήματος λόγω πυκνού συνόλου απεριοδικών τροχιών, όταν το σύστημα υπόκειται σε μικρές διαταραχές. Secular Parallax [Αιώνια παράλλαξη] Αστρον. Η στα-

- 1241 -

θερή σπειροειδής κίνηση του ήλιου παράγει 2 διαφορετικές γωνίες ως προς ένα αντικείμενο. Secular Perturbations [Μακροχρόνιες Διαταραχές] Λ στρον. Διαταραχές της τροχιάς ενός αστρικού αντικειμένου (πχ σελήνη) που περιστρέφεται γύρω από ένα άλλο (πχ γη) επειδή η στροφορμή του δυναμικού συστήματος πρέπει να παραμένει σταθερή ώστε η ακτίνα περιστροφής και η συχνότητα περιστροφής να μεταβάλλονται ταυτόχρονα. Secular Trend [Αιώνια τάση] Στατ. Παλινδρόμηση πάνω σε χρονοσειρά που στηρίζεται σε δεδομένα κάποιων αιώνων. Secular Variation 1 [Αιώνια διακύμανση] Γεωφυσ. Εξάρσεις και καθιζήσεις της γήινης επιφάνειας που οφείλονται σε κάθετες κινήσεις του φλοιού της Γης ή μεταβολές των στοιχείων του μαγνητικού της πεδίου και συντελούνται με εξαιρετικά βραδύ ρυθμό σε μακρύ χρονικό διάστημα, μη δυνάμενες να παρατηρηθούν από τον άνθρωπο. Secular Variation 2 [Αιώνια μεταβολή] Αστρον. Έτσι αναφέρεται καμιά φορά η μετάπτωση του άξονα περιστροφής της γης με περίοδο 26000 χρόνια και η επίπτωση που έχει αυτό στο γήινο μαγνητικό πεδίο. Secure Channel [Μυστικό κανάλι] Επικοιν. Το συγκεκριμένο κανάλι όπου διεξάγεται μια συνομιλία στο δίκτυο IRC και έχουν πρόσβαση μόνο οι συμμετέχοντες και ο συντονιστής του συστήματος. Secure C o m m u n i c a t i o n s [Ασφαλείς επικοινωνίες] Πληρ. Όρος που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο θέλοντας να δηλώσει την προσπάθεια οι επικοινωνίες να είναι μη προσβάσιμες σε εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Secure Electronic Transaction [Ασφαλής ηλεκτρονική συναλλαγή] Επικοιν. Συναλλ,αγή που είναι αδύνατο να υποκλαπεί και διεξάγεται μέσω ενός επικοινωνιακού δικτύου. Υπάρχουν διάφορα πρότυπα για ηλεκτρονικό εμπόριο πχ σε τραπεζικό τομέα από Visa, IBM κα. Secure Sockets Layer (SSL) [Στρώμα ασφαλών συνδέσεων] Επικοιν. Τεχνολογία της Netscape για ασφαλή επικοινωνία χρήστη και Web browser με χρήση δημόσιου και ιδιωτικού κλειδιού. Secure Visual [Οπτική ασφάλεια] Επικοιν. Μέθοδος προστασίας που χρησιμοποιεί οπτική αναγνώριση πχ επεξεργασία προσώπου, κόρης ματιού κτλ. Secure Voice [Ασφαλής φωνή] Πληρ. Σήμα φωνής προστατευμένο από απομίμηση συνήθως στην περίπτωση της φωνητικής αναγνώρισης. Secured P r o g r a m [Ασφαλές πρόγραμμα] Πληρ. Πρόγραμμα προστατευμένο από αντιγραφή. Security Certification [Πιστοποίηση ασφαλείας] Πληρ. Πρότυπο ασφαλείας για διεξαγωγή επικοινωνίας χωρίς δυνατότητα υποκλοπής. Security Classification [Διαβάθμιση ασφαλείας] Πληρ. Διαχωρισμός επιπέδων (Levels) ασφαλείας που λειτουργούν σαν φίλτρα αποκλεισμού μη εξουσιοδοτημένων χρηστών στην αυτοματοποιημένη μορφή. Security Control [Έλεγχος ασφαλείας] Πληρ. Λειτουργία που εκτελούν συνήθως διαχειριστές δικτύων με συγκεκριμένο λογισμικό για να σιγουρευτούν ότι κάποιος δεν έχει "στήσει αυτί" στις πόρτες τους δηλαδή δεν έχει σταλθεί ένα μη εξουσιοδοτημένο πρόγραμμα ελέγχου I/O, ιοί κτλ. Security Glass [Αλεξίσφαιρο γυαλί] Υλικ. Πρόκειται για άθραυστο γυαλί το οποίο μπορεί να αντέξει σε

Sedimentary Petrography

κρούσεις προερχόμενες ακόμη και από εκρηκτικές ύλες ή βολές πυροβόλων όπλων. Γι' αυτό ορίζεται και ως γυαλί ασφαλείας καθώς χρησιμοποιείται σε κτίρια, οχήματα ή αλλού, όπου υπάρχουν τέτοιου είδους απαιτήσεις υψηλής αντοχής για την ασφάλεια των ατόμων που τα χρησιμοποιούν. Αποτελείται από πολλαπλά στρώματα γυαλιού, κατάλληλα συμπιεσμένα με ειδικού τύπου επεξεργασία. Security Kernel [Πυρήνας ασφαλείας] Πλτφ. Συλλογή από ρουτίνες που εκτελούν έλεγχο ασφάλειας λογισμικού, επικοινωνιών αλλά και υλικού όσο αυτό είναι δυνατό. Ένας ολοένα και διευρυνόμενος πυρήνας οδηγεί στο γνωστό μοντέλο του κρεμμυδιού. Security Model [Μοντέλο προστασίας] Πληρ. Συλλογή τεχνολογιών προστασίας και ασφάλισης υλικού, δεδομένων, προσώπων κτλ. Τα μοντέλα είναι πολλά και συνήθως προσανατολισμένα σε μια ιδιαίτερη υλοποίηση. Security Protocol For IP (IPSec) [Πρωτόκολλο ασφαλείας του Internet] Επικοιν. Μηχανισμός ελέγχου αξιοπιστίας, ασφάλειας και ακεραιότητας μιας μετάδοσης στο διαδίκτυο. Security Standard [Πρότυπο ασφάλειας] Πληρ. Συνήθως κάθε ενδιαφερόμενος από τους μεγάλους διαχειριστές και κατασκευαστές φτιάχνει ένα δικό του πρότυπο που συμπληρώνει κάποιο προηγούμενο και είναι δομημένο ακριβώς για τα μηχανήματα του. Sedentary Soil [Μόνιμο έδαφος] Γεωλ. Ονομάζεται το έδαφος που σχηματίζεται σε κάποια θέση χωρίς ανάμιξη διεργασίας μεταφοράς αποσαθρωτικών υλικών και παραμένει σταθερά συνδεδεμένο με το υποκείμενο υπόστρωμα. Scdimenary T r a p [Ιζηματογενής παγίδα] Γεωλ. Τμήμα λεκάνης ιζηματογένεσης το οποίο, λόγω των χαρακτηριστικών του, ευνοεί τη συγκέντρωση και συσσώρευση των ιζημάτων. Sediment [Ιζημα] Γεωλ. Ανόργανης ή βιολογικής προέλευσης σωματίδια προερχόμενα από διεργασίες διάβρωσης, αποσάθρωσης, ηφαιστειακής δραστηριότητας κλπ. που μεταφέρονται ως σύστημα διασποράς από διάφορους φυσικούς παράγοντες (άνεμο, ύδωρ, πάγο κ.λ.π.) και, ως ιζηματογενώς ασταθή, καθιζάνουν υπό την επίδραση της βαρύτητας σχηματίζοντας αποθέσεις επί της επιφάνειας της Γης. Sediment 2 [Ιζημα] Χημ. Χαρακτηρίζεται η μάζα του στερεού που μπορεί να σχηματισθεί και να κατακαθήσει σε αιώρημα στερεού σε υγρή φάση. Sediment Trap [Παγίδα ιζήματος] Τεχνολ. Ειδική διάταξη που χρησιμοποιείται για την παγίδευση και ακολούθως μέτρηση του σχηματιζόμενου ιζήματος σε φυσικούς χώρους όπως είναι θάλασσες ή λίμνες, ή σε δεξαμενές επεξεργασίας αποβλήτων. Η ποσότητα του σχηματιζόμενου ιζήματος είναι σημαντική για περιβαλλοντικούς λόγους, καθώς η συσσώρευση του σε σημεία διοχέτευσης αποβλήτων σε θάλασσες ή λίμνες δημιουργεί προβλήματα στους οργανισμούς βυθού της περιοχής. Sedimentary [ϊζηματογενής] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε σχηματισμό ή διεργασία που έχει σχέση με ιζήματα. Sedimentary Petrography [Ιζηματογενής πετρογραφία] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο κλάδος εκείνος της επιστήμης της γεωλογίας ο οποίος ασχολείται συγκεκριμένα με την ταξινόμηση και τη μελέτη των ιζηματογενών πετρωμάτων.

Sedimentary Rock

- 1242 -

Sedimentary R o c k [Ιζηματογενές πέτρωμα] Γεωλ. Ονομάζεται κάθε πέτρωμα το οποίο σχηματίζεται από τη συμπύκνωση των ιζημάτων, δηλαδή των προσχώσεων όπως είναι τα χαλίκια, η άμμος, η λάσπη και άλλα. Τα ιζηματογενή πετρώματα σχηματίζονται κυρίως στις θάλασσες όπου συσσωρεύονται στον πυθμένα τους σε οριζόντια στρώματα οι διάφορες προσχώσεις. Καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα της επιφάνειας της γης, ενώ από τη μελέτη τους προκύπτουν και πολύτιμα συμπεράσματα για την ιστορία της γης. Sedimentary Structure [Ιζηματογενής δομή] Γεωλ. Η συγκεκριμένη δομή των ιζηματογενών στρωμάτων που αναπτύσσεται πρωτογενώς κατά το χρόνο απόθεσης ή δευτερογενώς μετά το χρόνο απόθεσης σε συνάρτηση με το γεωμορφολογικό περιβάλλον, τις επικρατούσες φυσικές και χημικές συνθήκες, τους φυσικούς παράγοντες της ιζηματογένεσης κ.λ.π. Sedimentary V o l c a n i s m [ϊζηματογενής ηφαιστειότητα] Γεωλ. Οι διεργασίες της ηφαιστειακής δραστήριοτητας που συνδέονται με το σχηματισμό ηφαιστείων ιλύος ή άμμου κατά τη βίαιη ανέξοδο ρεύματος αερίων που συμπαρασύρει μίγμα ιλύος και άμμου. Sedimentation [ϊζηματογένεση] Γεωλ. Η σύνθετη διαδικασία από το αρχικό στάδιο του σχηματισμού των ιζημάτων κατά τη φυσική, μηχανική ή χημική αποσάθρωση το)ν πετρωμάτων, στη συνέχεια της αιώρησης και μεταφοράς τους υπό την επενέργεια του υδάτινου, αιολικού ή άλλου παράγοντα, καθιος και της εναπόθεσης και συσσώρευσης τους υπό κατάλληλες συνθήκες ως και το τελικό στάδιο των διεργασιών διαγένεσης του. Sedimentation Analysis [Ανάλυση Κατακάθισης] Αναλ.. Χημ. Αναφέρεται σε πειραματικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται στον προσδιορισμό της κατανομής μεγεθών των σωματιδίων σε πολυδιάσπαρτα συστήματα, κυρίως σε αδρομερείς διασπορές. Για να καταστεί πρακτικά δυνατή η μέτρηση των ταχυτήτων κατακάθισης μικρών σωματιδίων, χρησιμοποιούνται φυγόκεντρες δυνάμεις αντί για τη βαρύτητα. Sedimentation Balance [Ζυγός Κατακάθισης] Αναλ. Χημ. Ειδικός ζυγός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της κατανομής μεγεθών σωματιδίων σε συστήματα διασποράς. Τα σωματίδια κατακάθονται λόγω βαρύτητας απ' ευθείας στο δίσκο του ζυγού και καταγράφεται το βάρος με το χρόνο. Sedimentation Coefficient [Συντελεστής Κατακάθισης] Αναλ Χημ. Είναι ίσος με την ταχύτητα κατακάθισης ανά μονάδα φυγόκεντρης επιτάχυνσης και έχει διαστάσεις χρόνου. Χρησιμοποιείται σε πειραματικές τεχνικές ανάλυσης που περιλαμβάνουν κατακάθιση σωματιδίων και η τιμή του εξαρτάται από τη συγκέντρωση του συστήματος διασποράς. Sedimentation Rate [Ρυθμός Κατακάθισης] Αναλ. Χημ. Ορίζεται ως ο χρόνος που απαιτείται για την κατακάθιση στερεού, σε συγκεκριμένη ποσότητα διαλύματος. Sedimentation T a n k [Δεξαμενή Κατακάθισης] Χημ. Μηχ. Δεξαμενή με κωνικό πυθμένα, που χρησιμοποιείται σε διεργασίες διαχωρισμού στερεών σωματιδίων από υγρό αιώρημα. Sedimentography [Ιζηματογενής πετρογραφία] Γεωλ. —» Sedimentary Petrography Seebeck Coefficient [Σταθερά Σίμπεκ] Ηλεκτρον. II θερμοηλεκτρική ικανότητα ενός θερμοζεύγους εκτιμάται από τη σταθερά Σίμπεκ η οποία έχει εύρος τιμών -

38 έως +43 mcV/deg για διαφορετικά υλικά. Η σταθερά υπολογίζεται από τη μέτρηση της θέρμοηλεκτροδυναμικής δύναμης κρατώντας τη θερμοκρασία σταθερή. Seebeck effect [Φαινόμενο Σιμπεκ] Ηλεκτρον. Το φαινόμενο αυτό αναφέρεται στην εμφάνιση Οερμοηλεκτροδυναμικής δύναμης σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα που αποτελείται από ετερογενείς αγωγούς, όπου οι επαφές τους έχουν διαφορετική θερμοκρασία. Η διαφορά θερμοκρασίας προκαλεί ροή ηλεκτρονίων στους αγωγούς και έτσι δημιουργείται μια διαφορά δυναμικού μεταξύ το)ν επαφών. Seed [Γεννήτρια] Πληρ. Μηχανισμός (ρουτίνα) παραγωγής μιας κατάστασης ή καλύτερα μιας αλυσίδας καταστάσεων. Λόγω πολυπλοκότητας συνήθως μας αρκεί η παραγωγή τυχαίων (ακριβέστερα ψευδοτυχαίων) αρχικών δεδομένων. Seed Fill Algorithm [Αλγόριθμος γεμίσματος με γεννήτρια] Τεχνολ. Επειδή συνήθως στην ψηφιοποίηση η ανάλυση του σαρωτή δεν καταφέρνει να απεικονίσει τα πάντα, τα κενά γεμίζονται με αλγόριθμους γεννήτριας με χρήση επιλογής προτύπων κοντινών σημείων. Seed Nuclei [Νουκλεοσύνθεση] Αστρον. Πρα'κμη φάση της κατασκευής του σύμπαντος, που αρχίζει 15 λεπτά μετά την (μεγάλη) έκρηξη που η θερμοκρασία χαμηλώνει σχετικά και αρχίζει η εποχή της ύλης με σύνθεση των πρώτων ατομικών πυρήνων και εγκαινιάζει τη φάση του πλάσματος. Seeing [Οπτικότητα] Αστρον. Γλωσσικός όρος για την οπτική ικανότητα ενός οργάνου που μετριέται συγκεκριμένα σαν διαπερατότητα, ευκρίνεια κτλ. Seeing Disk [Οπτικός δίσκος] Αστρον. Επιφάνεια οπτικής παρατήρησης ενός οργάνου, Seek [Ψάχνω] Πληρ. Αναζητώ αλλά ο όρος συναντιέται περισσότερο σε αρχεία και μάλιστα δυαδικά και συγκεκριμένα στο ψάξιμο σε δίσκους, Seek Area [Περιοχή αναζήτησης] Πληρ. Συνήθως σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό η περιοχή ορίζεται σαν το τμήμα ενός αρχείου που εξυπηρετεί η μνήμη. Seek T i m e [Χρόνος αναζήτησης] Πληρ. Αυτύ εξαρτάται από το μέγεθος του αρχείου αλλά και τη διαμοίραση του αρχείου στους διάφορους τομείς και μεκόνεται από την εργασία που λέγεται αποτμηματοποίηση (Defragment). Ενδιαφερόμαστε για διάφορες ακραίες καταστάσεις όπου δίνει ακρότατα και μέσους όρους. Seeking M e t h o d s [Μέθοδοι αναζήτησης] Πληρ. Συναντιούνται το σειριακό (Sequential) ψάξιμο και το τυχαίο (Random) ψάξιμο (ακριβέστερα υπακούει σε κάποιο πρότυπο δόμησης του αρχείου), Seep [Σημείο διαρροής] Γεωλ. Σημείο ή μικρή περιοχή επιφανειακής εμφάνισης πετρελαίου ή υπογείου ύδατος κατά τη διήθηση του ρευστού μέσου του πορώδους των πετρ<ομάτων και την άνοδο του προς την επκράνεια. Segas Process [Διεργασία Segas] Χημ. Μηχ. Διεργασία καταλυτικής αναμόρφωσης κλασμάτων πετρελαίου, η λειτουργία της οποίας είναι συνεχής και κυκλική, ενώ ο καταλύτης, σε σταθερή κλίνη αναγεννάται. Ως καταλύτης χρησιμοποιείται μίγμα ασβέστου, βωξίτη και μπετονίτη. Segment 1 [Τμήμα ευθείας] Μαθημ. Έστω ένα ευθύγραμμο τμήμα (ε), το οποίο έχει σημείο το σημείο α και ως τελικό σημείο το σημείο β. Το τμήμα του ευθυγράμμου τμήματος, το οποίο δεν περιέχει το σημείο α ή το σημείο β ή και τα δύο λέγεται τμήμα.

- 1243 -

Seismicity

μάτων τύπου S επί την πυκνότητα του πετρώματος. Segment 2 [Τμήμα] Πληρ. Ένα από τα πολλά τμήματα που χωρίζεται ένα μέσο αποθήκευσης, συνήθως κύρια Seismic M a p [Σεισμικός χάρτης] Γεωφυσ. Καλείται ένας ειδικός χάρτης μίας ευρύτερης περιοχής ο οποίος μνήμη. δηλώνει τον ακριβή τόπο, τον χρόνο αλλά και το μέγεSegment [Τμήμα] Τεχνολ. Ένα κομμάτι ενός γεωμετριθος των σεισμικών γεγονότων που έχουν εκδηλωθεί κού αντικειμένου (πχ ευθύγραμμο τμήμα) ή μιας εικόκατά το παρελθόν. νας ή άλλων συνθετότερων αντικειμένων πχ αλφαριθμητικά. Seismic M o m e n t [Σεισμική ροπή] Πολ.Μηχ. Ορίζεται Segment Capacity [Χωρητικότητα τμήματος] Πληρ. ως το γινόμενο του εμβαδού της επιφάνειας του ρήγματος, επί το μέτρο ολισθήσεως και επί την ολίσθηση Χωρητικότητα ενός τμήματος μνήμης σε λέξεις μνήμης· του ρήγματος. Segment Tables [Πίνακες τμημάτων] Πληρ. Λίστα με Seismic Profile [Σεισμική τομή] Γεωλ. Ονομάζονται τα δεδομένα που συλλέγονται από μία συστοιχία σεισμοτην κατανομή της μνήμης όπως την χειρίζεται η ιεραργράφων, χρησιμοποιώντας τον χρόνο αφίξεως των κυχία της μνήμης. μάτων τύπου Ρ λόγω μίας τεχνητής σεισμικής πηγής. Segmental Arch [Ατελές τόξο] Αρχ. Στην αρχιτεκτονική με αυτόν τον όρο περιγράφεται ένα στοιχείο τόξου Seismic Refraction Method [Μέθοδος σεισμικής διάτου οποίου η εσωτερική καμάρα, ως γεωμετρικό σχήθλασης] Γεωψυσ. Πρόκειται για μία μέθοδο σεισμικής μα, είναι μικρότερη από την περιφέρεια ενός ημικυκλίδιερεύνησης, κατά την οποία γίνεται σεισμική τομή ου. χρησιμοποιώντας σεισμικά κύματα τα οποία διαθλώSegmentation [Τμηματοποίηση] Επικοιν. Η εργασία με νται μέσα στα υπόγεια στρώματα λόγω των σεισμικών ασυνεχειών που βρίσκονται κάτω από την τομή. Σε την οποία ένα μήνυμα χωρίζεται σε πολλά μέρη από τα αντίθεση με τη μέθοδο σεισμικής ανάκλασης, με την διάφορα πρωτόκολλα για ασφαλέστερη μετάδοση σε εν λόγω μέθοδο μπορεί να γίνουν σεισμικές τομές για ένα δίκτυο. μεγαλύτερα βάθη. Segre Chart [Χάρτης Segre] Πνρην.Φυσ. Γνωστός και ως χάρτης νουκλιδίων, που έχει ως βάση ότι ο πυρήνας Seismic Risk [Σεισμική διακινδύνευση] Πολ.Μηχ. Ορίτων ατόμων αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια, ζεται ως ο αναμενόμενος βαθμός απωλειών σε ανθρώτα οποία ονομάζονται νουκλεόνια. Ο χάρτης κατατάσπινες ζωές, σε τραυματισμούς, σε υλικές ζημιές και η σει τα νουκλεόνια αυτά σε σειρά ξεκινώντας από αυτά αναπόφευκτη διαταραχή στην οικονομική και γενικόμε το μικρότερο αριθμό νουκλεονίων και αποτελεί ένα τερη κοινωνική δραστηριότητα λόγω ενός ισχυρού σειχρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση των πυρηνισμού. κών διασπάσεων δίνοντας μια άμεση εικόνα για τα Seismic Sea W a v e [Θαλάσσιο σεισμικό κύμα] Υδρολ. προϊόντα κάθε τέτοιας διάσπασης. —»Tsunami Seiche [Ταλάντωση επιφάνειας νερού] Υδρολ. Με τον Seismic Sequence [Σεισμική ακολουθία] Γεωφυσ. Το σύνολο των σεισμικών δονήσεων μιας συγκεκριμένης όρο αυτό περιγράφεται η περιοδική ταλάντωση της επεριοχής σε περιορισμένο χρονικό διάστημα, αποτεπιφάνειας του νερού των λιμνών, των ποταμών ή γενιλούμενη απύ το κύριο σεισμό, τους προσεισμούς και κότερα μίας μικρής μάζας υδάτινων λεκανών η οποία τους μετασεισμούς που οφείλονται σε σεισμικές αναοφείλεται σε διάφορα αίτια, ύπως είναι οι σεισμικές κλάσεις στα επάλληλα στρώματα Kat τις ασυμφωνίες διαταράξεις του εδάφους της περιοχής, οι άνεμοι και μιας ιζηματογενούς ακολουθίας. άλλα. Seismic Array [Σεισμική συστοιχία] Γεωλ. Χαρακτηρί- Seismic Source Zones [Ζώνες σεισμικών πηγών] Πολ. ζεται η διάταξη σε ορισμένο γεωμετρικό σχήμα μίας Μηχ. Ονομάζονται οι περιοχές στις οποίες θεωρείται ότι η σεισμική δραστηριότητα είναι κατανεμημένη κασειράς σεισμογράφων με σκοπό την αποτελεσματικότερη παρατήρηση και έρευνα των διαφόρων φαινομέ- τά τρόπο ομοιόμορφο. νων και συμβάντων στην επιφάνεια και στο εσωτερικό Seismic Transition 7xme [Ζώνη σεισμικής διαβάσετης Γης, όπως είναι οι ασυνέχειες, οι καμπύλες διάδοως] Γεωλ. Πρόκειται για μία ζώνη σεισμικής ασυνέσης και άλλα. χειας η οποία βρίσκεται σε ολόκληρη τη Γη, όπου η ταχύτητα διάδοσης των κυμάτων αυξάνεται πολύ απόSeismic Discontinuity [Σεισμική ασυνέχεια] Γεωφικτ. Ονομάζεται μία επιφάνεια ή ένα λεπτό στρώμα μέσα τομα με το βάθος. στην Γήινη σφαίρα κατά μήκος του οποίου οι ταχύτη- Seismic Velocity [Ταχύτητα σεισμικών κυμάτων] Γετες των κυμάτων τύπου Ρ ή και των S αλλάζουν απόωλ. Πρόκειται για το ρυθμό διάδοσης, μέσα από τα τομα. διάφορα στρώματα της γήινης μάζας, με τον οποίο κινούνται τα κύματα μίας σεισμικής δόνησης. Η ταχύτηSeismic Effects [Σεισμικές επιδράσεις] Γεωφυσ. Τα τα αυτή μετριέται σε χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο και πάσης φύσεως αποτελέσματα των σεισμών τόσο επί τις επιφάνειας της Γης όπου εμφανίζονται με διάφορες εξαρτάται από διάφορους παράγοντες μεταξύ των οποίων και του είδους του μέσου διάδοσης. μορφές (εδαφικές διαρρήξεις, υδρογραφικές μεταβολές, κατολισθήσεις κ.λ.π.) όσο και επί των τεχνικών Seismic W a v e [Σεισμικό κύμα] Γεωλ Καλείται ένα εκατασκευών και των βιολογικοόν οργανισμών. λαστικό ή μη ελαστικό κύμα το οποίο διαδίδεται στο σώμα της Γης και δημιουργείται από μία διαταραχή σε Seismic Event [Σεισμικό γεγονός] Γεωφοσ. Με τον όρο κάποιο σημείο ή μεγαλύτερο τμήμα της όπως για πααυτό χαρακτηρίζεται κάθε σεισμική διέγερση, δηλαδή ράδειγμα από ένα σεισμό, μία έκρηξη, μία πτο')ση μετεαπλά ένας σεισμός. ωρίτη και άλλα. Seismic Hazard [Σεισμικός κίνδυνος] Γεωλ. Ορίζεται ως η πιθανότητα του να συμβεί μέσα σε μία δεδομένη Seismicity [Σεισμικότητα] Γεωφυσ. Η συχνότητα των χρονική περίοδο και γεωγραφική περιοχή ένας σεισμός σεισμών συγκεκριμένης περιοχής σε ορισμένο χρονικό μεγαλύτερος ή ίσος από ένα δεδομένο μέγεθος. διάστημα. Έτσι καλείται η εμφάνιση και η διανομή των σεισμών στο χώρο και στο χρόνο. Πρόκειται στην Seismic Impedance [Σεισμική αντίσταση] Πολ,Μηχ. ουσία για έναν γενικότερο όρο που άφορά τον αριθμό Προσδιορίζεται ως το γινόμενο της ταχύτητας των κυ-

Seismogram

- 1244-

των σεισμών στη μοναδα του χρονου η την ενεργεία που εκλύεται από τους σεισμούς ανά μονάδα επιφανείας και χρόνου. Seismogram [Σεισμόγραμμα] Μηχ. Ονομάζεται η εγγραφή από ένα σεισμόμετρο, η οποία δίδει την κίνηση του σημείου παρατηρήσεως σε συνάρτηση με τον χρόνο. Seismograph [Σεισμογράφος] Μηχ. Πρόκειται για ένα αυτογραφικό όργανο το οποίο μεγεθύνει και καταγράφει, ως προς το χρόνο, τις σεισμικές κινήσεις της θέσης στην οποία βρίσκεται εγκατεστημένος ο λήπτης. Seismology [Σεισμολογία] Γεωφνσ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των σεισμών, δηλαδή με τη γένεση και τη διάδοση των σεισμικών κυμάτων. Seismometer [Σεισμόμετρο] Μηχ. Είναι ο σεισμογράφος του οποίου τα χαρακτηριστικά, όπως είναι η απόσβεση, η ιδιοπερίοδος και άλλα, είναι γνωστά και άρα μπορεί να γίνει η σωστή ανάλυση των σεισμογραμμάτων. Seismoscope [Σεισμοσκόπιο] Μηχ. Είναι το όργανο το οποίο σημειώνει την εμφάνιση της σεισμικής δόνησης χωρίς όμως την ένδειξη του χρόνου. Χαρακτηρίζεται για την απλότητά του και τη δυνατότητα της άμεσης εξαγωγής ορισμένων πληροφοριών. Select [Επιλέγω] Πληρ. Το να ξεχωρίζουμε ένα υποσύνολο ενός συνόλου εγγραφών ή κειμένου για να εκτελέσουμε σ' αυτό μια εργασία συνήθως με κάποια κριτήρια (Query). Select Channel [Επιλογή καναλιού] Επικοιν. Εκλογή καναλιού επικοινωνίας με βάση ιδιωτικές ή στατιστικές προτιμήσεις. Select Standby [Επιλογή παραμονής] Επικοιν. Σήμα που αντιστοιχεί σε κάποιο από τα pin γνωστού connector της Centronics Kat αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη διασύνδεση (επιπλέον Select Input κτλ). Selected Areas [Επιλεγμένες περιοχές] Πληρ. Συνηθισμένη έκφραση για τις πολλαπλές περιοχές που μπορεί να εκτελεστεί μια ενέργεια συνήθως αναδιοργάνωσης ή δειγματοληψία που μπορεί να ακολουθεί και μαθηματικά μοντέλα.. Selected Bit [Επιλεκτικό bit] Πληρ, Ποσότητα πληροφορίας ενός Bit που ενσωματώνουν κάποια πακέτα σήμανσης ενός δικτύου για το αν ένας σταθμός έχει επιλεγεί για να εξυπηρετήσει κάποιο δίκτυο μεταγωγής. Selected Frequency [Επιλεγμένη συχνότητα] Επικοιν. Συχνότητα λειτουργίας ενός καναλιού. Selected Observations [Επιλεγμένες παρατηρήσεις] Στατ. Η επιλογή κάποιων παρατηρήσεων που υπερβαίνουν κάποιο αποδεκτό εύρος. Συνήθως μετά την για απόρριψη τους ακολουθεί επαναπροσδιορισμός του μοντέλου. Η επιλογή γίνεται και γραφικά (Selected Points). Selected Time [Αντιπροσωπευτικός χρόνος] Βιομ. Είναι η απαιτούμενη χρονική διάρκεια για την ολοκλήρωση μίας εργασίας εκ μέρους ενός εργαζόμενου ή μίας διεργασίας από ένα μηχάνημα. Το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα λαμβάνεται υπόψη και για την κατάστρωση των διαφόρων χρονοδιαγραμμάτων ή σχεδίων οργάνωσης της παραγωγής. Selecting Circuit [Κύκλωμα επιλογής] Ηλεκ. Το κύκλωμα επιλογής ή ελέγχου δημιουργεί τα σήματα για τον έλεγχο της λειτουργίας του επεξεργαστή δεδομένων. Έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει το επιθυμητό σήμα από εκείνα με διαφορετικές συχνότητες.

Selection [Επιλογή] Ετπκοιν. Δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης στη μετακίνηση ενός πακέτου στο δίκτυο. Selection Bias [Μεροληψία επιλογής] Στατ. Λάθος που αντιστοιχεί στην επιλογή μιας απόφασης και ελέγχεται με στατιστική σημαντικότητα. Selection Check [Ελεγχος επιλογής] Πληρ. Σήμα ελέγχου διακοπής για ενημέρωση της κεντρικής μονάδας. Selection Rules [Κανόνες επιλογές] Φνσ. Είναι δυνατόν να διεγείρουμε ένα άτομο σε ενεργειακά επίπεδα μεγαλύτερα από τη θεμελιώδη κατάσταση. Κάθε ενεργειακό επίπεδο περιγράφεται από τους κβαντικούς αριθμούς n, 1, ms και ml, οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί για κάθε ενεργειακό επίπεδο. Κατά την επιστροφή στη θεμελιώδη κατάσταση το άτομο θα εκπέμψει ακτινοβολία (φωτόνια). Οι μεταβάσεις αυτές υπόκεινται σε κάποιους απαγορευτικούς κανόνες που προσδιορίζουν ποιες μεταβάσεις είναι επιτρεπτές και ποιες όχι. Selection Sort [Ταξινόμηση με επιλογή] Πληρ. Αλγόριθμος ταξινόμησης με επιλογή στοιχείου. Selection Statements [Εντολές επιλογής] Πληρ. Οι εντολές μιας γλώσσας προγραμματισμού που μπορούν να κατευθύνουν τη ροή του προγράμματος σε μια πολλαπλή επιλογή πχ If.. Then... Else, Select Case... κτλ. Selective Absorption [Επιλεκτική απορρόφηση] Ηλεκτρομαγν. Ένα φωτόνιο που εκπέμπεται από ένα άτομο κατά τη μετάβαση από μια διεγερμένη σε μια θεμελιώδη στάθμη μπορεί να απορροφηθεί από κάποιο άλλο άτομο που βρίσκεται αρχικά στη θεμελιώδη κατάσταση. Το φωτόνιο έχει μια συγκεκριμένη συχνότητα. Η απορρόφηση φωτονίων γίνεται με συχνότητες ενός εύρους τιμών, ενώ οι τα υπόλοιπα απορρίπτονται και το φαινόμενο λέγεται επιλεκτική απορρόφηση. Selective Adsorbent [Εκλεκτικό Προσροφητικό] Φνσ. Χημ. Προσροφητικό μέσο, που έχει την ιδιότητα να προσροφά ορισμένες μόνο ουσίες από ένα σύστημα. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες διαχωρισμού. Selective Calling System [Επιλεγόμενο σύστημα κλήσης] Επικοιν. Το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο είναι ανοιχτό δηλαδή ο χρήστης έχει δικαίωμα επιλογής καλούμενου αριθμού. Selective Dissolution [Εκλεκτική Διάλυση] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στο φαινόμενο της διάβρωσης ενός μετάλλου που συμβαίνει στα σύνορα των κόκκων του υλικού. Selective Erase [Επιλεκτική διαγραφή] Πλημ. Η περίπτωση αφορά κομμάτια κειμένου συνεχόμενα ή όχι που μαρκάρονται πριν να διαγραφούν. Selective Fading [Επιλεκτική αποψίλωση] Επικοιν. Επιλογή συγκεκριμένων συχνοτήτων του σή ματος για αποκοπή. Selective Identification Feature [Επιλεκτική αναγνώριση στοιχείου] Ηλεκτρον. Ένα όργανο που δέχεται και μεταδίδει ένα περιορισμένου εύρους σήμα αναγνώρισης από ένα αεροσκάφος κατά τη διάρκεια επικοινωνίας από τη γη στον αέρα επιλέγει επιλεκτική αναγνώριση στοιχείου. Selective Interference [Επιλεκτική επαγωγή] Επικοιν. Χρήση ενός καθολικά παραδεκτού γεγονότος για να βγει ένα συμπέρασμα άσχετο εκ πρώτης όψεως. Selective Retransmission [Επιλεκτική επανεκπομπή] Επικοιν. Ένα λανθασμένο πακέτο ξαναστέλνεται από τον πομπό αλλά πρέπει να αποφασιστεί τι θα γίνει με τα πακέτα που ήδη ακολούθησαν. Selective Trace [Επιλεγόμενο ίχνος] Τεχνολ.. Χρήση κατάλληλης μεθόδου δειγματοληψίας ώστε να επιτυγ-

- 1245 -

χάνεται το κατάλληλο γέμισμα με χρώμα με τις ελάχιστες ενέργειες (με χρήση γεωμετρικών πολλαπλοτήτων). Selectivity [Επιλεκτικότητα] Ακονστ. Ονομάζεται η ικανότητα ενός δέκτη ήλεκτρο μαγνητικών κυμάτων να διαχωρίζει σήματα από διαφορετικούς πομπούς. Selector [Επιλογέας] Πληρ. Σύνολο συναρτήσεων χειρισμού δομών δεδομένων. Selector Channel [Επιλογέας καναλιού] Επικοιν. Ρουτίνα που ελέγχει φόρτο δικτύου από τα πακέτα σήμανσης και συμβουλεύεται κάποιες βάσεις δεδομένων για να αποφασίζει καταλληλότερη διαδρομή εξυπηρέτησης για τα πακέτα που εξυπηρετεί. Selector Control [Ελεγχος επιλογέα] Τεχνολ. Ο έλεγχος αυτός συναντάται σε περίπτωση επιλογής από λειτουργική συνθήκη με διαθέσιμο εύρος επιλογών οπότε επιτυγχάνεται ανατροφοδότηση Selenate [Σεληνικός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα άλας του σεληνικού οξέος. Selenic Acid [Σεληνικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι H 2 Se0 4 και το μοριακό βάρος 144,97. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 58 UC και σημείο ζέσεως 260 °C, όπου διασπάται. Αποτελεί ισχυρό διαβρωτικό μέσο και διαλύεται σε νερό και θειικό οξύ. Selenide [Σεληνίδιο] Avopy. Χημ. Περιλαμβάνει τις χημικές ενώσεις που σχηματίζει το δισθενές σελήνιο (Se 2 ) με κάποιο θετικό ιόν στοιχείου. Selenious [Σεληνιώδες] Ανόργ. Χημ. Χαρακτηρίζει ένα άλας του σεληνιώδους οξέος. Selenious Acid [Σεληνιώδες Οξύ] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι H 2 S e 0 3 και το μοριακό βάρος 128,97. Είναι τοξική, άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 70 °C, όπου διασπάται. Διαλύεται σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Selenium [Σελήνιο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο της VTA ομάδας του περιοδικού πίνακα, με σύμβολο Se, ατομικό αριθμό 34 και ατομικό βάρος 78,96±3. Κατά την παρασκευή του είναι ερυθρό άμορφο, με σημείο τήξεως 60-80 °C. Όταν διαλυθεί σε διθειάνθρακα και εξατμισθεί ο διαλύτης, λαμβάνεται ερυθρό κρυσταλλικό, μονοκλινές σελήνιο, με σημείο τήξεως 170-180°C. Ύστερα από παρατεταμένη θέρμανσή του λαμβάνεται μεταλλικό, μπλε-γκρι χρώματος με σημείο τήξεως 217 °C. Selenium Dioxide [Διοξείδιο του Σεληνίου] Ανόργ. Χημ. Τοξική, λευκή ένωση, που κρυσταλλώνεται σε μονοκλινές σύστημα, με χημικό τύπο Se0 2 , μοριακό βάρος 110,96 και θερμοκρασία τήξεως 315-317 "C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη, οξικό οξύ και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό μέσο. Selenocentric S y s t e m [Σεληνοκεντρικό σύστημα] Αστρο ν. Σύστημα συντεταγμένων με αρχή των αξόνων στο κέντρο της σελήνης με χρήση σφαιρικής τριγωνομετρίας. Selenographic Coordinates [Σεληνογραφικές συντεταγμένες] Αστρον. Η περίπτωση που χρησιμοποιούμε ένα σύστημα συντεταγμένων εστιασμένο στην επιφάνεια της σελήνης και συγκεκριμένα αναφερόμαστε σε σεληνογραφικό πλάτος (Selenographic Latitude) και Selenographic Longitude (σεληνογραφικό μήκος). Selenography [Σεληνογραφία] Αστρον. Χαρτογράφηση της σεληνιακής επιφάνειας που έχει επιτευχθεί κυρίως από τους δορυφόρους. Selenomorphology [Μορφολογία σελήνης] Αστρον. Η

Self Diagnostic Routine

μορφή της σεληνιακής επιφάνειας που συναντιέται κυρίως και σαν Lunar Morphology. Selenone [Σεληνόνη] Οργ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, με γενικό τύπο R 2 Se0 2 . Selenonic Acid [Σεληνονικό Οξύ] Οργ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν γενικό τύπο RSe0 3 H. Selenous Acid [Σεληνιώδες Οξύ] Ανόργ. Χημ. ->· Selenious Acid Selenoxide [Σεληνοξείδιο] Ομγ. Χημ. Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου R 2 SeO. Self Adapting System [Αυτοπροσαρμοζόμενο σύστημα] Τεχνολ. Σύστημα που κατασκευάστηκε έτσι ώστε να έχει την ιδιότητα της μνήμης και να αντιδρά σε διάφορες πιθανές καταστάσεις. Self Adjoint [Αυτοσυζυγής] Μαθημ. Έστω α, β δύο διανύσματα και Μ ένας γραμμικός μετασχηματισμός πάνω στο εσωτερικό γινόμενο των διανυσμάτων α και β το οποίο ορίζεται ως α β = | α 11 β | cos (α, β) λέγεται αυτοσυζυγής αν και μόνον αν η παράσταση που προκύπτει από το μετασχηματισμό είναι ίσο με το συζυγή του. Self Bias [Αυτοπόλωση, Αυτοσυντηρούμενη τάση πλέγματος] Ηλεκτρον. Ένα κύκλωμα που σχεδιάστηκε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παράγει την απαιτούμενη τάση χωρίς να χρειάζεται να προμηθευτεί από εξωτερική πηγή. Self-Charge [Αυτό-φορτίο] Φυσ. Επιπρόσθετη συνεισφορά στο ηλεκτρικό φορτίο ενός φορτισμένου σωματιδίου εξαιτίας πόλωσης, που προκλήθηκε από το παραγόμενο πεδίο του αρχικού φορτίου. Το αυτόφορτίο και το αρχικό φορτίο δεν μπορούν να ξεχωριστούν. Self Checking M a c h i n e [Αυτοελεγχόμενη μηχανή] Πληρ. Η/Υ που έχει προγραμματιστεί ώστε να εκτελεί ελέγχους για τυχόν φθορές του υλικού ή ανεπάρκειες του λογισμικού. Self Compiling Compilers [Αυτομεταφράζοντες συμβολομεταφραστές] Πληρ. Συμβολομεταφραστές που είναι γραμμένοι σε μια γλώσσα προγραμματισμού που παρέχει συμβολομετάφραση. Self C o m p l e m e n t i n g Code [Κώδικας αυτοσυμπλήρωσης] Πληρ. Κώδικας που θέτει βάσεις για περαιτέρω ανάπτυξη άλλων scripts στη διάρκεια της εκτέ>χσης τα οποία θα χρησιμοποιούν δεδομένα του περιβάλλοντος. Self Correlation Coefficient [Συντελεστής αυτοσυσχέτισης] Στατ. Όρος που έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώνει υπολογισμό του συντελεστή αυτοσυσχέτισης (Autocorrelation Coefficient). Self-Corrosion [Αυτοδιάβρωση] Όρος γνωστός και ως ηλεκτροχημική διάβρωση που χαρακτηρίζει την διάβρωση που παρουσιάζεται σε ένα εξωτερικώς ομογενές μέταλλο που βρίσκεται σε επαφή με το διαβρωτικό μέσο το οποίο μπορεί να είναι νερό, ηλεκτρολύτες ή και χώμα. Ερμηνεύεται με τη δημιουργία θέσεων διαφορετικού δυναμικού στην επιφάνεια του μετάλλου, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ανοδικών και καθοδικών περιοχών στο ίδιο μέταλλο. Οφείλεται κυρίως σε διαταραχές πλέγματος λόγα> κατεργασίας, σε δομικές ατέλειες ή στη χημική σύσταση του μετάλλου. Self Diagnostic Routine [Αυτοδιαγνωστική ρουτίνα] Πληρ. Πρόγραμμα που ελέγχει για διάφορες δυσλειτουργίες του υλικού σε ώρες που προγραμματίζει ο υπεύθυνος λειτουργίας. Συνήθως συνοδεύεται από προγράμματα καταγραφής βλαβών και αντιμετώπισης όσων οφείλονται σε λογισμικό.

Self-Diffusion

- 1246-

Self-Diffusion [Αυτοδιάχυση] Φυσ. Χημ. Είναι το φαινόμενο διάχυσης μορίων μέσα από όμοια μόρια. Η αυτοδιάχυση διαπιστώνεται πειραματικά, όταν τα πρώτα μόρια είναι επισημασμένα με ραδιοϊσότοπα. Self D o c u m e n t i n g C o d e [Κώδικας αυτοτεκμηρίωσης] Πλημ. Λογισμικό που χρησιμοποιεί τον υπάρχοντα κώδικα για να βοηθήσει στην παραγωγή επεξηγηματικού κώδικα (Help File) με ή χωρίς τη βοήθεια του κατασκευαστή. Self-Energy (Εσωτερική ενέργεια] Φυσ. 1. Σε ένα κλασικό σύστημα, είναι η ενέργεια αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικοί σωματιδίων. 2. Σε ένα κβαντομηχανικό σύστημα, είναι η συνεισφορά ενέργειας στην χαμιλτονιανή που προκύπτει από διάφορα σωματίδια, όπως φωτόνια ή μεσόνια. Self-Excited G e n e r a t o r [Αυτόδιεγερμένη γεννήτρια] Ηλεκ. Είναι μια γεννήτρια της οποίας οι οπλισμοί τροφοδοτούν με ρεύμα πηνία. Self-Excited Oscillator [Αυτόδιεγερμένος ταλαντωτής| Η/£κτμον. Ένα μηχάνημα που ενεργοποιεί ένα εναλλασσόμενο ρεύμα το οποίο προέρχεται από την άμεσα εφαρμοσμένη τάση στα ηλεκτρόδιά του και χρησιμοποιεί τα δικά του κυκλώματα, για τον έλεγχο της συχνότητας. Self Explanatory S y s t e m [Σύστημα που εξηγεί μόνο του] Πλημ. Σύστημα που έχει σύνδεση με ένα αρχείο βοήθειας για απευθείας παροχή συμβουλών και εξηγήσεων συνήθως με εντολή του χρήστη. Μια καλή εφαρμογή είναι αυτή όπου το σύστημα λαμβάνει υπόψη και διάφορα στοιχεία σχετικά με τα δεδομένα που έχει εισάγει ο χρήστης. Self Extracting Archive [Αυτοεξαγύμενο αρχείο] Πλημ. Αρχείο που με την εκτέλεση του τα περιεχόμενα του εξάγονται στο δίσκο προορισμού. Self-Field [Εσωτερικό πεδίο] Ηλεκτμομαγν. Ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που παράγεται από τη δέσμη φορτισμένων σωματιδίων. Τα πεδία αυτά τείνουν να περιορίζουν την ένταση της δέσμης. Self-Inductance [Συντελεστής αυτεπαγωγής] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για ένα πηνίο με Ν σπείρες, που διαρρέεται από ρεύμα. Ως αποτέλεσμα, μια μαγνητική ροή διαπερνά κάθε σπείρα του πηνίου. Ορίζουμε κατά αναλογία την αυτεπαγωγή που συμβολίζεται με το γράμμα L. Η αυτεπαγωγή ενός κυκλώματος είναι το μέτρο της επαγόμενης ΗΕΔ ανά ρυθμό μεταβολής του ρεύματος στο ίδιο κύκλωμα. Self-induction [Αυτεπαγόμενη ΗΕΔ] Ηλεκτμομαγν. Κάθε κύκλωμα που διαρρέεται από μεταβαλλόμενο ρεύμα έχει μια επαγόμενη ηλεκτρεγερτική δύναμη που προέρχεται από τη μεταβολή του δικού του μαγνητικού πεδίου. Μια ΗΕΔ αυτής της μορφής λέγεται ΗΕΔ αυτεπαγωγής. Self L u m i n o u s Object 1 [Αυτόφωτο αντικείμενο] Aστρον. Έτσι αναφέρονται τα άστρα επειδή παράγουν μόνα τους φως. Sclf L u m i n o u s Object 2 [Αυτόφωτο αντικείμενο] Τεχνολ. Η χρήση διάφορων πηγών φωτισμού σε συνδυασμό με ένα αυτόφωτο σώμα είναι ένα πρόβλημα για την τεχνολογία γραφικών που λύνεται μόνο με τη χρήση κανόνων της γεωμετρικής οπτικής. Self Monitoring Analysis And Reporting Technology (SMART) [Τεχνολογία αυτοπαρακολούθησης και αναφοράς] Πλημ. Μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην κατασκευή φιλικών προγραμμάτων για το χρήστη. Self Optimizing Communications [Αυτοβελτιούμενες

επικοινωνίες] Επικοιν. Συνήθως εδώ υπάγεται έξυπνο λογισμικό που στατιστικά επιλέγει το καλύτερο κανάλι εξυπηρέτησης του χρήστη. Self Organizing Function [Συνάρτηση αυτοοργάνωσης] Τεχνολ. Συνάρτηση που χρησιμοποιεί στατιστικά δεδομένα του περιβάλλοντος για να προσδιορίσει μια πορεία εξέλιξης. Self Organizing System [Αυτοοργανούμενο σύστημα] Τεχνολ. Σύστημα που χρησιμοποιεί πληροφορίες του περιβάλλοντος και άλλες τεχνικές για να αναδιοργανώσει τα δεδομένα που χειρίζεται και να βελτιώσει τις τεχνικές που χρησιμοποιεί. Self Propelled [Αυτοπροωθούμενο] Μηχ. Είναι ένας γενικότερος όρος που χαρακτηρίζει κάθε όχημα, μηχάνημα ή και οπλικό σύστημα, το οποίο για τη μετακίνησή του δεν λαμβάνει καμία εξωτερική βοήθεια αλλά η απαιτούμενη προωθητική δύναμη παράγεται από το ίδιο. Self-Quenched Detector [Ανιχνευτής αυτό-καταστολής] Ηλεκτμον. Ένας μετρητής ακτινοβολίας στον οποίο η διαδικασίας της εκφόρτισης αποτρέπεται μέσω εσωτερικών διαδικασιών. Συνήθως χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ενός ράδιοσήματος. Όταν το σήμα περάσει μια συχνότητα, κόβεται. Self Repair [Αυτοεπιδιόρθωση] Τεχνολ. Μηχανισμός αντιμετώπισης προβλημάτων που συνήθως κινείται στα όρια επιδιόρθωσης βλαβών από λογισμικό και συνήθως ακολουθεί μια διαγνωστική ρουτίνα, Self Resetting L o o p [Αυτοενεργοποιούμενη επανάληψη] Πλημ. Ακολουθιακή κατάσταση που εκτελείται από μόνη της αν ικανοποιηθεί κάποια ή κάποιες συνθήκες. Self Selection Bias [Λάθος προσωπικής επιλογής] Στατ. Μερικές φορές αναφέρεται έτσι η πιθανότητα αβλεψίας στην σωστή εκτίμηση λόγω προσωπικών κρίσεων. Self-Similar Flow [Αυτο-όμοια Ροή] Φυσ. Χημ. Η περίπτωση ροής ενός ρευστού, κατά την οποία τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της ροής είναι σταθερά, σε κάθε σημείο και κάθε χρονική στιγμή, Self Similarity [Αυτοομοιότητα] Μαθημ. 1. Έστω Α ένα γνωστό γεωμετρικό σχήμα όπως κύκλος, έλλειψη, σπείρα, τόρος κ.τ.λ. Αν υπάρχει μια μονοπαραμετρική παράσταση ομάδα από σύμμορφους μετασχηματισμούς που υπερκαλύπτουν τον χώρο του Α και αφήνουν την Α αμετάβλητη λέγεται αυτοομοιότητα. 2. Η αναπαραγωγή αντικειμένου από το αρχικό με χρήση κλίμακας και σε σημεία εφαρμογής του αρχικού προτύπου. Συναντιέται κυρίως στα fractals. Επειδή η αναπαραγωγή εφαρμόζεται σε κάθε δυνατό σημείο η κλίμακα αναπαραγωγής δεν ταυτίζεται με την διάσταση του όλου συστήματος. Self Starter [Ηλεκτρικός κινητήρας εκκίνησης] Μηχ. Γνωστή και με τον όρο μίζα, καλείται η διάταξη η οποία θέτει σε λειτουργία με αυτόματο τρόπο μία μηχανή εσωτερικής καύσης. Self T i m e r [Χρονοδιακόπτης] Μηχ. Ο όρος αυτός αναφέρεται κυρίθ)ς στις σύγχρονες φωτογραφικές μηχανές αλλά και σε άλλες ηλεκτρονικές συσκευές, περιγράφοντας μία διάταξή τους η οποία ενεργοποιείται αυτόματα για την πραγματοποίηση μίας λειτουργίας, μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την στιγμή που θα της δοθεί η εντολή εκκίνησης, Self Triggering P r o g r a m [Αυτοεκτελούμενο πρόγραμμα] Πληρ. Πρόγραμμα που εκτελείται με την ικα-

- 1247 νοποίηση κάποιων συνθηκών (άρα ψευδό - αυτοενεργοποιείται). Self Tuning Regulator [Συντονιστής που ψάχνει αυτόματα] Ηλεκτρον. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που θέλουμε να διευκολύνουμε το χειριστή στην ανεύρεση σταθερού σήματος. Ο δέκτης είναι προγραμματισμένος να ψάχνει και να καταγράφει ή να σταματά σε κάθε δυνατό σήμα. Seligmannite [Σελιγμαννίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανής, γκρίζου ή μαύρου χρώματος, με MB 442 και "χημικό τύπο PbCuAsS 3 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.92: 1: 0.87 και το μέσο ειδικό του βάρος 5.41. Συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ελβετίας. Sellmeier's Equation [Εξίσωση Σέλμαιερ] Ηλεκτρομαγν. Μια εξίσο)ση που εκφράζει τη' σχέση ανάμεσα στο δείκτη ανάκλασης ενός μέσου και του μήκους κύματος. Η εξάρτηση του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος είναι γνωστό με το όνομα διασκεδασμός. Selvage [Παρυφή] Γεωλ. Η επιφάνεια επαφής που διαχωρίζει μια μάζα μαγματικού πετρώματος με τα περιβάλλοντα πετρώματα. Semantene [Στοιχείο σημαντικής] Επικοιν. Ουδέτερο (λατινογενές) όνομα για ένα από τα δομικά στοιχεία της γλώσσας Semantic Analysis [Σημασιολογική ανάλυση] Πληρ. Συναντιέται στο στάδιο της τυποποίησης μιας γλώσσας προγραμματισμού όπου καθορίζοντας το λεξιλόγιο και το συντακτικό, ορίζουμε τις απαραίτητες δομές για να λειτουργεί η γλώσσα εννοιολογικά. Semantic Checks [Σημασιολογικός έλεγχος] Πληρ. Έλεγχος μέσω ενός πίνακα συμβόλων παράλληλα με τον συντακτικό έλεγχο πχ έλεγχος τύπων και έλεγχος ονομάτων τύπων (Type Checking). Semantic C o m p o n e n t s [Σημασιολογικά συστατικά] Πλημ. Οι λεκτικές σχέσεις τύπου συνωνυμία, ομωνυμία, πολυσημία, υπωνυμία και η συνδεσμολογία τους δηλαδή οι αντίστοιχες σχέσεις σε επίπεδο πρότασης. Semantic Definition [Σημασιολογικός ορισμός] Πληρ. Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις πχ μέσω κατάστασης, στη μεταγλώττιση, με μαθηματικό φορμαλισμό ή με επεκτάσεις κτλ. Semantic Error [Σημασιολογικό λάθος] Πληρ. Ασύνδετη εννοιολογικά σχέση 2 όρων της γλώσσας. Semantic Extension [Σημασιολογική επέκταση] Πληρ. Η κατασκευή νέων τύπων με βάση τους δεδομένους κανόνες όπου πχ η χρήση δεικτών (Pointers) Kat παρενθέσεων ταυτόχρονα δεν πρέπει να εμποδίζει την κατανόηση του κώδικα. Semantic N e t w o r k [Εννοιολογικό δίκτυο] Ηλεκτρον. Πρόκειται για έναν τύπο δικτύου τεχνητής νοημοσύνης στο οποίο η βασική δομή του αποτελείται από δύο κόμβους που συνδέονται με ένα βέλος. Κάθε κόμβος παριστάνει μία έννοια ενώ με το βέλος συμβολίζεται η μεταξύ τους σχέση. Semantics [Σημαντική] Πληρ. Επιστήμη που ακολουθεί τη συντακτική ανάλυση ορίζοντας τη σωστή χρήση των γλωσσικών δομών του συντακτικού αν και στην καθημερινή γλώσσα ενσωματώνεται στο συντακτικό. Semaphore [Σηματοφόρος] Πληρ. Μεταβλητές που χρησιμοποιούνται για έλεγχο σήμανσης και συγχρονισμό σε παράλληλα ή γενικότερα πολυεπεξεργαστικά συστήματα. Semenov N u m b e r 1 [Πρώτος Αριθμός Semenov] Ρευοτομηχ. -> Schmidt Number 2

Scmiconductor Device

Semi- [Ημι-] Χημ. Πρα')το συνθετικό που δηλώνει ήμισυ ή μερικό ποσοστό. Semiautomatic Machines [Ημιαυτόματες μηχανές] Ηλεκτρον. Μηχανισμοί που στη φάση της μετάδοσης χρησιμοποιούν και την ανθρώπινη παρέμβαση (πχ Ημιαυτόματο τηλεφωνικό σύστημα). Αυτές έχουν σχεδόν εκλείψει εκτός από τις περιπτώσεις όπου κρίθηκε ότι το τυχαίο λάθος είχε μεγάλη πιθανότητα να εισέλθει. Semiautomatic Telephone System [Ημιαυτόματο τηλεφωνικό σύστημα] Επικοί ν. Αρκετά παλιά μορφή τηλεφωνικών κέντρων με χρήση ανθρώπινης παρέμβασης για υλοποίηση επικοινωνίας, Scmicarbazide [Σεμικαρβαζίδιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και αμινο-ουρία. Έχει χημικό τύπο H 2 NCONHNH 2 , μοριακό βάρος 75,07 και σημείο τήξεως 96 °C. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Semicarbazone [Σεμικαρβαζόνη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση που περιέχει την ομάδα C=N-NHCONH 2 στο μόριό της. Σχηματίζεται κατά την αντίδραση σεμικαρβαζιδίου με καρβονυλική ομάδα, Semichemical Pulping [Ημιχημική πολτοποίηση] Χημ. Μηχ. Διεργασία επεξεργασίας ξύλου που εφαρμόζεται σε βιομηχανίες παραγωγής χαρτοπολτού και βασίζεται στην συνδυασμένη χρήση τόσο ειδικών χημικών όσο και μηχανικής επεξεργασίας, προκειμένου να επιτευχθεί η μορφή που θα επιτρέψει την περαιτέρω επεξεργασία προς παραγωγή χαρτιού επιθυμητής ποιότητας. Με την διεργασία αυτή γίνεται η απομάκρυνση της ανεπιθύμητης λιγνίνης. Semicircle [Ημικύκλιο] Μαθημ. Έστω ένας κύκλος με κέντρο το σημείο Ο (α, β) και ακτίνα R. Ως γνωστό μια ευθεία, η οποία διέρχεται από το κέντρο του κύκλου και τέμνει τον κύκλο σε δύο σημεία λέγεται διάμετρος του κύκλου. Το κομμάτι του κύκλου, το οποίο περικλείεται από τον κύκλο και από μια τυχαία διάμετρο του λέγεται ημικύκλιο. Semicircular [Ημικυκλικός] Μαθημ. Είναι ο έχων την μορφή ημικυκλίου. Semicolon [Ελληνικό ερωτηματικό] Πληρ. Εκτός απύ την προφανή χρήση του αποτελεί ένα συνηθισμένο τρόπο διαχωρισμού προτάσεων στις γλώσσες προγραμματισμού. Semiconding C o m p o u n d [Ημιαγωγός με προσμίξεις] Φυσ.Στερ.Κατ. Πρόκειται για τους ημιαγωγούς που δεν είναι καθαροί αλλά υπάρχουν προσμίξεις από άλλα υλικά και είναι αυτές που ελέγχουν την πυκνότητα των φορέων. Semiconductor 1 [Ημιαγωγός] Ηλεκτρον. Κρύσταλλος συνήθως τύπου i(ntcrnal) ή εσωτερικοί και εξωτερικοί τύπου n (δότες) όταν στον εσωτερικό ημιαγωγό προστεθεί πεντασθενές στοιχείο ή τύπου ρ (λήπτες) όταν στον εσωτερικό ημιαγωγό προστεθεί τρισθενές στοιχείο. Semiconductor 2 [Ημιαγωγός] Υλικ. Πρόκειται για σώματα των οποίων η ηλεκτρική τους αγωγιμότητα είναι μεν μικρότερη από την αγωγιμότητα των καλών αγωγών του ηλεκτρισμού αλλά είναι δε και μεγαλύτερη από αυτήν των μονωτικών σωμάτων. Τέτοια στοιχεία είναι το πυρίτιο, το βόριο, το σελήνιο και άλλα, ενώ η χρήση τους σε πολλές πρακτικές εφαρμογές της ηλεκτρονικής είναι πολύ διαδεδομένη. Semiconductor Device [Συσκευή ημιαγωγών] Ηλε-

S e m i c o n d u c t o r Diode

- 1248 -

κτρον. Ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιεί ημιαγωγούς. Αυτό άλλαξε τη λογική των ηλεκτρονικών ακολουθώντας την εξέλιξη της μικροτεχνολογίας. S e m i c o n d u c t o r Diode [Διόδιο ημιαγωγού] Ηλεκτρον. Κρυσταλλικό διόδιο από χημική μίξη ενός κρυστάλλου ρ και ενός ημιαγωγού η. Πρόκειται για την επαφή ρη (που προκύπτει όταν δυο εξα>γενείς ημιαγωγοί βρίσκονται σε στενή χημική επαφή). Η επαφή αυτή επιτρέπει τη δίοδο του ρεύματος μόνο κατά την ορθή πόλωση και για αυτό χρησιμοποιείται ως δίοδος. Οι δίοδοι τέτοιου τύπου λέγονται ημιαγωγοί. Semiconductor Disk [Δίσκος ημιαγωγών] Ηλεκτρον. Τύπος ημιαγώγιμης μνήμης που αποτελείται από δίσκο. Semiconductor G r a d e Silicon [Σιλικόνη βαθμίδας ημιαγωγού] Τεχνολ.. Σιλικόνη ειδικής καθαρότητας, κατάλληλη για εξειδικευμένες εφαρμογές όπως είναι οι ημιαγωγοί. Τέτοιου τύπου σιλικόνη βρίσκει εφαρμογή και στην παραγωγή εναλλακτικών μορφών ενέργειας όπως είναι η απευθείας μετατροπή της ηλιακής ενέργειας σε ηλεκτρική. Semiconductor Intrinsic Properties [Ιδιότητες ενδογενών ημιαγωγών] Φυσ.Στερ.Κατ. Οι ιδιότητες που εμφανίζονται σε ενδογενείς ημιαγωγούς, δηλαδή σε ημιαγώγιμα υλικά που δεν υπάρχουν προσμίξεις από άλλα στοιχεία και τους θεωρούμε καθαρούς, τέλειους ημιαγωγούς. Semiconductor Junction [Ενωση ημιαγωγών] Ηλεκτρον. Το να ενώνεις κατάλληλα δύο ημιαγωγούς δημιουργεί ένα ηλεκτροστατικό πεδίο ιόντων από συγκρούσεις ηλεκτρονίων. Semiconductor M e m o r y [Μνήμη ημιαγωγών] Ηλεκτρον. Η χρήση ημιαγωγών σαν στοιχεία ανταλλαγής δεδομένων συνήθως πρόσκαιρης μαγνήτισης που συναντιέται πάνω σε πλακέτες και με διάφορα ονόματα πχ Integrated Memory Chip (Ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης). Semicontinuous Function [Ημισυνεχής συνάρτηση] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία ορίζεται από το Α στο Β, f: Α —> Β. Α ν υπάρχει ένα στοιχείο α το οποίο ανήκει στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης f και ένας τυχαίος θετικός αριθμός ε, ο οποίος είναι πολύ μικρός, τότε αν υπάρχει περιοχή του α τέτοια ώστε να ισχύει f (x) > f (α) + ε τότε λέμε ότι είναι ημισυνεχείς από πάνω ενώ αν ισχύει f (x) < f (α) - ε τότε λέμε ότι είναι ημισυνεχείς από κάτω για κάθε περιοχή του α. Semicrystalline [Ημικρυσταλλικός] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε ένα υλικό, που είναι μερικώς κρυσταλλωμένο, έχει δηλαδή βαθμό κρυσταλλικότητας μικρότερο από

100%. Semicrystalline P o l y m e r [Ημικρυσταλλικό Πολυμερές] Φυσ. Χημ. Πολυμερής ένωση, της οποίας η μάζα αποτελείται από περιοχές που εμφανίζουν κρυσταλλικότητα και άλλες, όπου το υλικό είναι άμορφο. Semicubical Parabola [Ημικυβική παραβολή] Μαθημ. Είναι η παραβολή, η οποία δίνεται από τη σχέση γ' = χ 3 . Είναι μια ειδική μ.ορφή της παραβολής, η οποία δίνεται από τη σχέση y2 = 2 ρ χ' Semidefinite A l g o r i t h m [Ημιορισμένος αλγόριθμος] Πλ.ηρ. Αλγόριθμος που μπορεί να εκτελείται επ' αόριστον αν δεν οδηγεί σε πεπερασμένη λύση. Semidetached B i n a r y S y s t e m [Μισοαπομονωμένο δυαδικό σύστημα] Αστρον. Κλειστό ζεύγος αστέρων όπου ο συνοδός καταλαμβάνει όλο το λοβό που του αντιστοιχεί από το όριο Roche ενώ ο κύριος αστέρας

είναι σαφώς μικρότερος. Εδώ ανατρέπεται η σχέση μάζας φωτεινότητας. Semidiameter [Μισή διάμετρος] Μαθημ. Μια ευθεία, η οποία διέρχεται από το κέντρο του κύκλου και τέμνει τον κύκλο σε δύο σημεία λέγεται διάμετρος του κύκλου. Η μισή διάμετρος ισούται με την ακτίνα του κύκλου. Semidiurnal [Μισής μέρας] Αστμον. Περιοδικότητα μισής μέρας. S e m i g r o u p [Ημιομάδα] Μαθημ Έστω ένα μη κενό σύνολο Α, το οποίο είναι εφοδιασμένο με μία διμελή πράξη 4 * \ Αν η διμελής πράξη 4 * 4 ισχύει για όλο το Α τότε λέμε ότι το Α είναι μια ημιομάδα. Scmilatin S q u a r e [Ημιλατινικό τετράγωνο] Στατ. Μορφή παραγοντικού σχεδιασμού που δηλώνει μια παραλλαγή ενός λατινικού τετραγώνου. Semilogarithmic [Ημιλογαριθμικό] Μαθημ. Είναι μια μαθηματική αριθμητική παράσταση της οποίας μια κλίμακα είναι ο λογάριθμος και η άλλη είναι μια τυχαία αριθμητική κλίμακα. Semilogarithmic Coordinate Paper [Γράφημα σε ημιλογαριθμικούς άξονες] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε ένα σύστημα αξόνων, το οποίο αποτελείται από δύο σύνολα από παράλληλους άξονες. Το ένα σύνολο αξόνων είναι αριθμημένος με βάση το φυσικό ή νεπέριο λογάριθμο και το άλλο σύνολο είναι επίπεδο, αριθμημένο συμβατικά και κάθετο στο λογαριθμικό σύνολο. S e m i m a j o r Axis [Μεγάλος ημιάξονας] Αστρον. Καλείται ο μισός μέγιστος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς που εκτελεί ένα ουράνιο σώμα γύρω από κάποιο άλλο. S e m i m a r k o v Process [Ημιδιαδικασία Markov] Στατ. Μια διαδικασία Markov που ορίζεται πάνω σε ημιομάδα Markov. S e m i m e m b e r [Ημιμέλος] Πολ.Μηχ. Ορίζεται ως ένα μέλος μίας κατασκευής του οποίου η εντατική κατάσταση μηδενίζεται εάν αντιστραφεί το πρόσημο της εξωτερικής φόρτισης που την προκαλεί. Scmimetric [Ημιμετρικός] Μαθημ. Έστω Χ ένα σύνολο, το οποίο αποτελείται από πραγματικούς αριθμούς. Μια πραγματική συνάρτηση f λέγεται ημιμετρική αν και μόνον αν η συνάρτηση αυτή ορίζεται από το Χ στο Χ, f: Χ —» Χ, και για κάθε x, y, z που ανήκουν στο Χ ισχύει η τριγωνική ανισότητα, δηλαδή f (x, y) £ f (χ, ζ) + f (y, ζ). Αν ισχύει και η ιδιότητα f (x, y) = 0 για κάθε χ-y τότε λέγεται μετρική. S e m i m i n o r Axis [Μικρός ημιάξονας] Αστρον. Καλείται το μισό μέγεθος του μικρού άξονα της ελλειπτικής τροχιάς που ακολουθεί ένα ουράνιο σώμα όταν αυτό κινείται γύρω από ένα άλλο. S e m i n o r m [Ημινόρμα] Μαθημ. Έστω Χ ένα σύνολο και έστω μια πραγματική συνάρτηση, η οποία συμβολίζεται ||. ||, η οποία είναι μη αρνητική. Αν για αυτή τη συνάρτηση ισχύει η τριγωνική ανισότητα Για κάθε x, y που ανήκουν στο Χ, || χ + y || < || χ || + || y ||, αν για κάθε χ το οποίο ανήκει στο Χ ισχύει || x || > 0, Και αν για κάθε χ που ανήκει στο Χ και για κάθε σταθερό αριθμό c ισχύει || c x || = ] c 11| χ ||, τότε η συνάρτηση αυτή ονομάζεται ημινόρμα. Αν επιπλέον ισχύει ότι || x || = 0 αν και μόνον αν χ = 0, τότε η συνάρτηση αυτή λέγεται νόρμα. Semiotics [Σημειωτική] Εττικοιν. Ο κλάδος της επικοινωνίας με αντικείμενο την ενδιάμεση σχέση μεταξύ σημάτων και λεκτικών φορμών. Semiparasite [Ημιπαράσιτο] Οικολ. Όρος που αναφέρεται σε οργανισμούς που ενώ ζουν προσκολλημένοι

- 1249σε άλλους οργανισμούς, κυρίως φυτά, έχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν ία από μόνοι τους μέρος των ενεργειακών και διατροφικών τους αναγκών, κυρίως μέσω φωτοσύνθεσης. S e m i p e r m e a b l e [Ημιπερατός] Φνσ. Χημ. Χαρακτήριζα ένα στερεό υλικό, όταν μέσα από τη μάζα του επιτρέπεται η δίοδος ορισμένων μόνο μορίων ρευστών. Semipolar Bond [Ημιπολικός δεσμός] Χημ. Ο χημικός δεσμός για τον σχηματισμό του οποίου θα πρέπει: 1. Το ένα άτομο του δεσμού να έχει ελεύθερο ζεύγος ηλεκτρονίων 2. Το δεύτερο χώρο στην εξωτερική του στοιβάδα για να τα δεχτεί. Ο σχηματιζύμενος υπό αυτές τις προϋποθέσεις δεσμός εμφανίζει χαρακτηριστικά τόσο ομοιοπολικού όσο και ετεροπολικού δεσμού. Semiquinones [Σεμικινόνες] Ομγ. Χημ. Οργανικές ενώσεις που περιέχουν τη ρίζα -0-C 6 H 4 -0-. Semiregular Variables [Ημικανονικοί μεταβλητοί] Αστρον. Ασταθείς μεταβλητοί αστέρες, τουλάχιστον γίγαντες με σχεδόν ομαλή ή σχεδόν ανώμαλη περιοδικότητα σε πολλούς τύπους ανάλογα με την περιοδικότητα και τη μορφή του φάσματος και κυρίως με την καμπύλη φωτός τους. Semiring [Ημιδακτύλιος] Μαθημ. Έστω Α μια κλάση συνόλων, τα οποία έχουν την ιδιότητα να είναι κλειστά ως πρός την τομή τους και έστω Β, Γ δύο σύνολα τα οποία ανήκουν στην κλάση Λ. Αν τα Β και Γ έχουν την ιδιότητα να είναι το ένα υποσύνολο του άλλου, έστω ύτι το Β είναι υποσύνολο του Γ, Β ς: Γ και υπάρχουν εσωτερικά υποσύνολα τους έστω αυτά ότι είναι της μορφής Δί,τέτοια ώστε να δημιουργούν μια ακολουθία της μορφής: Β = Δ 0 £ Δ ι c Δ 2 c... c ΔΠ = Γ με το σύνολο Aj - Δ μ ι να ανήκει στο Α, τότε η κλάση αυτή λέγεται ημιδακτύλιος. Semiselective Ringing [Ημιεπιλεγόμενο κουδούνισμα] Επικοιν. Ημιαυτόματη επιλογή ειδοποίησης με κουδουνισμό. Semisilica Brick [Ημιπυριτικό τούβλο] Τεχνολ. Κατασκευαστικό υλικό ειδικών εφαρμογών με υψηλή αντοχή σε θερμική (μέχρι 2700 υ Ε) και μηχανική καταπόνηση. Τα κύρια συστατικά του συγκεκριμένου υλικού αποτελούνται από πυρίτιο, αλουμίνα, τιτάνια, αλκάλια, οξείδιο του σιδήρου και άσβεστο, ενώ τα τελικά χαρακτηριστικά του καθορίζονται τόσο από την αναλογία των παραπάνω συστατικών όσο και από την κατεργασία που υποβάλλεται το υλικό κάθε φορά. Semisimple [Ημιαπλός] Μαθημ. Έστω R ένας δακτύλιος και Α ένα πρότυπο πάνω στον δακτύλιο αυτό. Αν το πρότυπο Λ είναι μη μηδενικό και το Α μπορεί να γραφεί ως άθροισμα οικογενειών συνόλων από απλά υποπρότυπα, ή αν το Α μπορεί να γραφεί σαν το ευθύ άθροισμα, το οποίο συμβολίζεται ως Θ, των οικογενειών συνόλων από απλά υποπρότυπα, ή αν υπάρχει στοιχείο α το οποίο ανήκει στο πρότυπο Α, α € Α, τέτοιο ώστε το R α 1 0 και κάθε υποπρότυπο του Α είναι ευθύ άθροισμα του Α, τότε το πρότυπο αυτό λέγεται ημιαπλό. Ο δακτύλιος R λέγεται ημιαπλός αν όλα τα μέγιστα ιδεώδη του είναι μηδέν (0). Semisoft Cheese [Ημιμαλακό τυρί] Τεχν.Τροφ. Ορος που χρησιμοποιείται για την κατηγοριοποίηση των τυριών και βασίζεται κυρίως στο περιεχόμενο της υγρασίας τους. Έτσι τυριά με περιεκτικότητα σε νερό μεταξύ 40 και 50% ορίζονται ως ημιμαλακά, ενώ η επίτευξη της συγκεκριμένης σύστασης απαιτεί και ειδικές συνθήκες ζύμωσης δεδομένου ότι η υψηλή υγρασία αυξάνει τις πιθανότητες ανάπτυξης και ανεπιθύμητων

Sensitivity 3

μηκυτών. Semitone [Ημιτόνιο] Ακονστ. Πρόκειται για την μικρότερη απόσταση μιας μεγαλύτερης κλίμακας. Senarmontite [Σεναρμοντίτης] Ορνκτ. Ορυκτό κυβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, λευκού ή γκρίζου χρώματος, με MB 275 και χημικό τύπο Sb 2 0 3 . Το ειδικό του βάρος είναι 5.5. Συναντάται σε διάφορες περιοχές της Αλγερίας και πήρε την ονομασία του από το Γάλλο ορυκτολόγο που το πρωτοαναγνώρισε. Send Data [Στέλνει δεδομένα] Επικοιν. Σήμα που δηλώνει αποστολή δεδομένων. Send Timing [Στέλνει χρονισμό] Επικοιν. Σήμα που δηλώνει αποστολή δεδομένων σήμανσης. Sender [Αποστολέας] Επικοιν. Στοιχείο της επικεφαλίδας ενός μηνύματος ή τμήματος του πακέτου αποστολής που σηματοδοτεί τη διεύθυνση του αποστολέα και πολλές φορές των σταθμών μεταγωγής. Δουλειά πολλές φορές του λογισμικού προστασίας είναι η απόκρυψη τέτοιων στοιχείων. Senegalite [Σενεγαλίτης] Ορνκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής, άχρουν, με MB 218 και χημικό τύπο Α1 2 Ρ0 4 (0Η) 3 . Η 2 0. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή, ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 1.27: 1: 1.01 και το ειδικό του βάρος 2.55. ^ Senonian [Σενώνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ανώτερης υποπεριόδου (πριν από περίπου 100 εκατομ. χρόνια) της Κρητιδικής περιόδου του Μεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Τουρώνιον και αρχαιότερη από το Δάνιον, που περιλαμβάνει ως ενιαία βαθμίδα το Κονιάσιον και το Σαντόνιον (Εμσέριον) και το Καμπάνιον και το Μαιστρίχτιον (Ατούριον). Sense [Αίσθηση] Πληρ. Αναγνώριση ύπαρξης ενός συγκεκριμένου προτύπου σήματος σε μια συγκεκριμένη θέση από ειδικό όργανο αισθητήρα. Το κλασσικότερο αισθητήριο είναι αυτό του φωτός αλλά η μοντέρνα τεχνολογία έχει ενσωματώσει πια αισθητήρες ήχου και μάλιστα ομιλίας αλλά και οσμών κτλ. Sense Of Light [Αίσθηση φωτός] Ιϋχκτρον. Αναγνώριση κάποιου μήκους σήματος σαν αυτό που αντιστοιχεί στο μήκος ορατού φωτός. Ο αντίστοιχος μηχανισμός φιλοξενίας δέχεται σαν είσοδο (σε συγκεκριμένη θέση) ένα αντικείμενο γνωστού σχήματος το οποίο αναγνωρίζει ψάχνοντας σε μια βάση δεδομένων. Sensible Heat [Αισθητή Θερμότητα] Φνσ. Χημ. Η θερμότητα που αναπτύσσεται καθώς αυξάνει η θερμοκρασία ενός σώματος, χωρίς να συμβαίνει αλλαγή φάσης. Εκφράζεται σε μονάδες Btu. Sensitive Altimeter [Ευαίσθητο όργανο υψομέτρησης] Μηχ. Καλείται η συσκευή με την οποία μπορεί να μετρηθεί το υψόμετρο ενός τόπου σε σχέση με το μηδενικό επίπεδο αναφοράς της θάλασσας, χάρη στην ευαισθησία του ως προς τις αλλαγές της ατμοσφαιρικής πίεσης. Sensitive Clay [Ευαίσθητος άργιλος] Γεωλ. 'άργιλος που παρουσιάζει τιμή ευαισθησίας μεγαλύτερη από τέσσερα. Sensitivity 1 [Ευαισθησία] Μηχ. Δηλώνει την ιδιότητα ενός συστήματος να αποκρίνεται άμεσα σε ένα εξωτερικό ερέθισμα που δέχεται. Sensitivity 2 [Ευαισθησία] Στατ. Όρος που χαρακτηρίζει μια μεθοδολογία λήψης απόφασης από το θετικό ποσοστό της. Sensitivity 3 [Ευαισθησία] Τεχνολ. Όρος που χαρακτη-

Sensitivity Analysis

- 1250-

ρίζει την ευκολία μεταβολής από διαταραχές πχ σφάλματα μέτρησης ή σφάλματα που εισέρχονται από αποκοπή σε υπολογισμούς ή άλλες αιτίες. Sensitivity Analysis [Ανάλυση ευαισθησίας] Μαθημ. Μεθοδολογία ανάλυσης παραμέτρων με πολυκριτήρια ανάλυση, ελαχιστοποίηση συναρτήσεων κόστους κτλ. Sensitivity Function [Συνάρτηση ευαισθησίας] Τεχνολ. Σε ένα σύστημα κλειστής ανάδρασης η συνάρτηση ευαισθησίας είναι μια συνάρτηση μεταφοράς και ισούται με την παράγωγο του λογάριθμου της συνάρτησης μεταφοράς του κλειστού βρόγχου προς την παράγωγο του λογάριθμου της συνάρτησης μεταφοράς του ανοιχτού βρόγχου από την διαταραχή εισόδου προς το μετρήσιμο σήμα. Sensitometer [Μετρητής ευαισθησίας] Τεχνολ. Συσκευή με την οποία μετράται η αντίδραση των φωτογραφικών υλικών στην εμφάνιση και την εκφώτιση και καθορίζει τις ταχύτητες των γαλακτωμάτων και προτεινόμενους χρόνους εκφώτισης. Sensor [Αισθητήρας] Μηχ. Είναι ένα όργανο το οποίο έχει σχεδιασθεί ώστε να λαμβάνει ένα είδος ερεθίσματος από το εξωτερικό περιβάλλον και να το μετατρέπει σε μία ανάλογη εντολή για το μηχάνημα στο οποίο ανήκει και αποτελεί ένα εξάρτημά του. Sensor Glove [Γάντι αισθητήρας] Πληρ. Γάντι που χρησιμοποιείται στην τεχνητή πραγματικότητα (Virtual Reality) με τη δυνατότητα να πιάνει αντικείμενα σε ένα γραφικό περιβάλλον 3 διαστάσεων ή γενικότερα να αντιλαμβάνεται ερεθίσματα αφής (επαφής, αλλαγής θερμοκρασίας κτλ). Sentence [Πρόταση] Πλημ. Συλλογή λέξεων από ένα προκαθορισμένο σύνολο ώστε να σχηματίζονται προτάσεις που έχουν μια λογική τιμή. Sentential Calculus [Αογισμός προτάσεων] Πλημ. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις της υπολογιστικής γλωσσολογίας, ο σχηματισμός προτάσεων υπακούει σε συγκεκριμένα συστήματα διαφορικών εξισώσεων τα οποία εξετάζει ο κλάδος αυτός. Sentential Connectives 1 [Προτασιακοί σύνδεσμοι] Πλημ. Σύμφωνα με τον ορισμό της πρότασης χρησιμοποιούνται οι κανόνες σύνθεσης λογικών προτάσεων που στα πεπερασμένα αλφάβητα υλοποιούνται ευκολότερα με τελεστές. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται απλά η αλλαγή γραμμής του DOS (Carriage Return - Line Feed). Sentential Connectives 2 [Προτασιακοί συνδετικοί τύποι] Μαθημ. Είναι ειδικές μαθηματικές προτάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση κάποιων μαθηματικό') ν προτάσεων. Αυτές είναι το 4 ανήκει' και συμβολίζεται 4 e \ το 4 Δεν ανήκει 4 και συμβολίζεται 4 € 4, το 4 Αν.... τότε 4 και συμβολίζεται με 4 => 4 και το 4 αν και μόνον αν 4 και συμβολίζεται με 4 ο 4. Sentinel [Σήμα ασφαλείας] Ιΐλ.ηρ. Σημαία που χαρακτηρίζει στοιχεία της μετάδοσης. Separable Extension [Επέκταση διαχωρισμού] Μαθημ. Έστω Α ένα πεδίο και Β είναι ένα πεδίο επέκτασης του Λ. Αν κάθε στοιχείο του πεδίου επέκτασης Β είναι ένα αλγεβρικό στοιχείο πάνω στο αρχικό πεδίο Α, τότε το Β λέγεται επέκταση διαχωρισμού του Α. Separable G r a p h [Γράφημα μη συνεχές ή διαχωρίσιμο γράφημα] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f. Αν η f είναι μια διακριτή συνάρτηση, τότε το γράφημα της είναι σημεία στο επίπεδο όχι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αν η f είναι μερικώς συνεχής τότε το γράφημά της δεν είναι συνεχές, δηλαδή όλα τα σημεία του δεν είναι ενω-

μένα μεταξύ τους, και τα σημεία στα οποία δεν είναι ενωμένα μεταξύ τους λέγονται 'πήδημα' του γραφήματος. Separable Polynomial [Πολυώνυμο διαχωρισμού] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι πολυωνυμικής μορφής ν βαθμού, δηλαδή η f (x) = α χ ν + b χν" 1 +... + c, όπου c σταθερά. Αν σε κάποιο πεδίο Α, στο οποίο ανήκει η f, υπάρχει κάποιος διαχωρισμός του Α ως πρός την f, και η f έχει σε αυτό το διαχωρίσιμο πεδίο απλές ρίζες, τότε η f είναι ένα πολυώνυμο διαχωρισμού. Separable Space [Διαχωρίσιμος χώρος] Μαθημ. Έστω ένας χώρος Α, ο οποίος είναι μετρήσιμος. Αν ο χώρος αυτός έχει υποχώρους Κ, Α,..., με Κ £ A, A c Α κ.τ.λ., τέτοια ώστε τα υποσύνολα αυτά να είναι μετρήσιμα και συμπαγή, τότε ο χώρος Α λέγεται διαχωρίσιμος χώρος. Separated Sets [Σύνολα διαχωρισμού] Μαθημ. Έστω Τ ένας τοπολογικός χώρος και Λ, Β μη κενά υποσύνολα του Τ, δηλαδή A c Τ και Β c Τ. Αν τα δύο υποσύνολα αυτά έχουν την ιδιότητα ότι η τομή του ενός με τη θήκη του άλλου, η οποία συμβολίζεται με θ ^ ^ είναι το κενό σύνολο ( 0 ) , τότε τα σύνολα Α και Β λέγονται διαχωρίσιμα σύνολα. Separating Family [Διαχωρίσιμες οικογένειες] Μαθημ. Έστω Α ένας διανυσματικός χώρος, ο οποίος είναι μη κενός, και Β { ||. || } μια οικογένεια από ημινόρμες του διανυσματικού χώρου Α. Αν για κάθε διάνυσμα μη μηδενικό α του χώρου Α η ημινόρμα του είναι μη μηδενική, δηλαδή αν α 1 0 => || α jj1 0, τότε η οικογένεια αυτή λέγεται διαχωρίσιμη οικογένεια. Separating P o w e r [Διαχωριστική Ικανότητα] Φνσ. Χημ. II απόδοση μιας διεργασίας που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό των συστατικών ενός συγκεκριμένου μίγματος. Separating Set [Διαχωρίσιμο σύνολο] Μαθημ. Έστω Λ είναι μια κορυφή ενός τριγώνου ή ενός τόξου. Μια κάθετη τομή της κορυφής αυτής λέγεται διαχωρίσιμο σύνολο. Separation 1 [Διαχωρισμός] Χημ. Μηχ. Φυσική ή χημική διεργασία, κατά την οποία τα συστατικά ενός ρευστού μίγματος χωρίζονται σε διαφορετικά ρεύματα. Separation 2 [Διαχωρισμός] Χημ. Μηχ. Διαδικασία κατά την οποία ένα σύστημα διαχωρίζεται σε δύο φάσεις. Separation A x i o m s [Αξιώματα διαχωρισμού] Μαθημ. Τα αξιώματα διαχωρισμού είναι τα εξής πέντε. Το πρώτο λέει ότι έστω α, β δύο διακριτά στοιχεία ενός τοπολογικού χώρου Τ, τότε πρέπει να υπάρχει ένα ανοιχτό υποσύνολο του Τ τέτοιο ώστε να περιέχει μόνο το α ή το β. Το δεύτερο λέει ότι πρέπει για κάθε α, β διαφορετικά στοιχεία του τοπολογικού χώρου Τ υπάρχει ανοιχτή περιοχή, η οποία περιέχει το α αλλά όχι το β, δηλαδή α e Α και β g Α. Το τρίτο λέει ότι πρέπει για κάθε α, β διαφορετικά στοιχεία του τοπολογικού χώρου Τ υπάρχουν δύο ξένα σύνολα μεταξύ τους έστω Α, Β τα σύνολα αυτά, τέτοια ώστε το α να ανήκει στο Α σύνολο, α e Α, και το β να ανήκει στο Β σύνολο, β 6 Β , μ ε Α η Β = 0 . Το τέταρτο λέει ότι έστω α ένα στοιχείο του τοπολογικού χώρου Τ και Ε ένα κλειστό σύνολο με την ιδιότητα το α να μην ανήκει στο Ε δηλαδή α ί Ε. Τότε υπάρχουν δύο ξένα σύνολα μεταξύ τους, έστω τα Β, Γ, δηλαδή Β n Γ = 0 , τέτοια ώστε το α να ανήκει στο Β, α e Β και το κλειστό σύνολο Ε να περιέχεται στο Γ, Ε ς Γ. Το πέμπτο λέει ότι έστω Α, Β δύο κλειστά σύνολα με την ιδιότητα να είναι δύο ξένα ¥

- 1251 σύνολα μεταξύ τους, δηλαδή Α η Β = 0 . Τότε υπάρχουν δύο ανοιχτά σύνολα Γ, Ε, τα οποία έχουν την ιδιότητα το ένα από αυτά, έστω το Γ, να περιέχει το Α σύνολο, Α £ Γ, και το άλλο να περιέχει το Β σύνολο, B e Ε. Separation E n e r g y [Ενέργεια Διαχωρισμού] Φυσ. Το ποσό της ενέργειας που απαιτείται για την απόσπαση ενός νουκλεϊδίου από τον πυρήνα του ατόμου. Separation Filter [Φίλτρο διαχωρισμού/ Ηλεκτρον. Ένα κύκλωμα με δυο εξόδους το οποίο διαχωρίζει μια ζώνη συχνοτήτων από μια άλλη. Για παράδειγμα η μεταφορά συχνοτήτων μέσα από διαφορετικά μονοπάτια επικοινωνίας. Separation Of Variables [Διαχωρισμός μεταβλητών] Μαθημ. Για την επίλυση των μερικών διαφορικών εξισώσεων, όταν δεν είναι δυνατή η επίλυση τους με τις γνωστές μεθόδους των μερικών διαφορικών εξισώσεων τότε προβαίνουμε σε μια αλλαγή αξόνων συνήθως με παράλληλη μεταφορά αξόνων και στη συνέχεια με την εύρεση και εφαρμογή ενός συναρτησιακού τύπου, έτσι ώστε να μετατρέπεται η μερική διαφορική εξίσωση σε μια συνήθη διαφορική εξίσωση. Separation T h e o r e m [Θεώρημα διαχωρισμού] Τεχνολ. Θεώρημα της θεωρίας μη γραμμικού τετραγωνικού Gaussian ελέγχου που λεει ότι το πρόβλημα σύνθεσης μπορεί να χωριστεί στα δύο μέρη που μπορεί να λυθούν χωριστά. Η μοναδική αυτή ελαχιστοποίηση της συνάρτησης ζημίας επιλύει το ντετερμινιστικό πρόβλημα και μετά αξιοποιεί ένα φίλτρο Κάλμαν. Separations [Διαχωρισμοί] Τεχνολ. Κατά την εκτύπωση αντιγράφου offset εννοείται η σταδιακή πρόσθεση κάθε χρώματος για τη δημιουργία τελικού εξαγόμενου. Separator 1 [Διαχωριστής] Μηχ. Είναι ένας γενικότερος όρος ο οποίος χαρακτηρίζει κάθε σχέση η οποία χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό των υλικών τα οποία έχουν διαφορετικό ειδικό βάρος. Separator 2 [Διαχωριστικό] Επικοιν. Χαρακτήρες που χρησιμοποιούνται για να σημάνουν την αρχή και το τέλος μιας συγκεκριμένης ακολουθίας χαρακτήρων πχ μιας λέξης, μιας πρότασης, μιας εγγραφής κτλ. Separator Page [Σελίδα διαχωρισμού] Τεχνολ. Σελίδα όπου τυπώνονται σταδιακά οι διαχωρισμοί του κειμένου. Scpiolite [Σεπιόλιθος] Ορυκτ. Από χημικής άποψης, πρόκειται για σύμπλοκο ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο. Η βασική δομική μονάδα του αποτελείται από τετράεδρα πυριτίας διατεταγμένα σε διπλές αλυσίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με άτομα μαγνησίου. Η ιδεατή σύσταση περιγράφεται από τον τύπο Mg$(H 2 0) 4 (OH) 4S112O30. Septic T a n k [Δεξαμενή βιολογικού καθαρισμού] Πολ. Μηχ. Ονομάζεται η δεξαμενή στην οποία καταλήγουν τα λύματα του αποχετευτικού δικτύου μίας κατοικημένης περιοχής, για να διαχωριστούν τα στερεά κατάλοιπα από τα υγρά και στην συνέχεια να εφαρμοστούν οι ανάλογες χημικές οργανικές διαδικασίες επεξεργασίας τους. Septillion [Έφτάκις εκατομμύριο] Μαθημ. Είναι ο αριθμός έφτάκις εκατομμύριο, το οποίο συμβολίζεται με τον αριθμό ΙΟ24. Σε άλλα συστήματα, όπως στο αγγλοσαξονικό σύστημα συμβολίζεται με τον αριθμό ΙΟ4'. Septinary N u m b e r [Εφταδικός αριθμός] Μαθημ. Είναι μια αριθμητική αναπαράσταση ενός πραγματικού αριθμού, ο οποίος αναπαριστάται στο αριθμητικό σύστημα με βάση το εφτά (7). Το εφταδικό σύστημα χρησιμο-

Sequencing

ποιεί μόνο τους αριθμούς 0, 1 , 2 , 3, 4, 5, 6. Είναι ο συμβολισμός των αριθμών που χρησιμοποιείται από το εφταδικό σύστημα αρίθμησης για την αναπαράσταση των αριθμών του. Sequence [Ακολουθία] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f. Αν η συνάρτηση αυτή ορίζεται με πεδίο ορισμού το σύνολο των πραγματικών αριθμών Ν, f: Ν —> R, τότε η συνάρτηση αυτή λέγεται ακολουθία πραγματικών αριθμών ή πιο απλά ακολουθία. Η τιμές της ακολουθίας f (1), f(2), , f(v) συμβολίζονται αντίστοιχα fi, f 2 , ..., f v και ονομάζονται όροι της ακολουθίας. Ο όρος fj λέγεται πρώτος όρος της ακολουθίας, ο όρος f 2 λέγ Γ - ται δεύτερος όρος της ακολουθίας, κ.ο.κ.. Μια ακολουθία' συμβολίζεται {f l f f 2 , ..., f v } και ο συμβολισμός που χρησιμοποιείται για τις ακολουθίες είναι τα ελληνικά γράμματα α, β, γ. Οι όροι μιας ακολουθίας μπορούν να είναι είτε άπειροι είτε πεπερασμένοι σε πλήθος. Sequence 2 [Ακολουθία] Πληρ. Ο όρος συναντάται συνήθως για να δηλώσει μια τυχαία παράθεση χαρακτήρων. Sequence Calling [Ακολουθία κλήσης] Επικοιν. Μια συγκεκριμένη ακολουθία χαρακτήρων που αναγνωρίζει ένα modem ή μια άλλη μηχανή για την εκτέλεση μιας εργασίας. Sequence Check [Έλεγχος ακολουθίας] Επικοιν. Μετά την επικοινωνία συνήθως ελέγχεται το μήκος της ακολουθίας που μεταδόθηκε αλλά και άλλα στοιχεία. Sequence Checking Routine [Ρουτίνα ελέγχου ακολουθίας] Επικοιν. Υλοποιούνται αρκετές τεχνικές πχ με χρήση ισοτιμίας (Parity), CRC, κυκλικοί κώδικες κτλ. Sequence Counter [Μετρητής ακολουθίας] Πληρ. Μεταβλητή που βαστά τον αριθμό στοιχείων που μεταδίδονται (ανά block). Καμιά σχέση με τον δείκτη ακολουθίας Sequence Error [Αάθος ακολουθίας] Πληρ. Έτσι χαρακτηρίζεται ένα λάθος του σταδίου μεταγλώττισης αλλά και στη διάρκεια της εκτέλεσης όταν διαταραχτεί η σειρά εκτέλεσης μιας εργασίας. Μπορεί να παραχθεί από διάφορες αιτίες πχ θανάσιμος εναγκαλισμός. Sequence M o n i t o r [Ελεγκτής ακολουθίας] Επικοιν. Συνήθως κατά τον κατακερματισμό του μηνύματος σε πακέτα υπάρχει στον παραλήπτη ένας μηχανισμός αναδιάταξης των πακέτων στη σωστή σειρά. Sequence N u m b e r [Αριθμός ακολουθίας] Επικοιν. Συνήθως κατακερματίζουμε το μήνυμα στην μεταγωγή πακέτου ώστε να μπορούν τα πακέτα να μεταδίδονται από διαφορετικά κανάλια. Sequence Pointer [Καταχωρητής ακολουθίας] Πληρ. Για μια ακολουθία εντολών για σειριακή επεξεργασία χρησιμοποιείται ένας δείκτης που κρατά την επόμενη εντολή (πχ ο γνωστός στην assembly instruction pointer). Sequenced Packet Exchange (SPX) [Ανταλλαγή ακολουθίας πακέτων] Επικοιν. ΓΤρωτόκο?λ.ο της εταιρείας Novel! για ανταλλαγή πληροφορίας μεταξύ εξυπηρετητών, γνωστό σαν TRX/SPX. Sequencer 1 [Ακολουθητής] Πληρ. Υλοποιείται με χρήση λογισμικού δηλαδή με χρήση βρόγχων ελέγχου τύπου for..next. Sequencer 2 [Ακολουθητής] Τεχνολ. Μηχανισμός που παράγει τυχαίες ή όχι ακολουθίες αντικειμένων ή γεγονότων από κάποιο σύνολο όπως νότες μουσικής. Sequencing [Αρίθμηση] Επικοιν. Η διαδικασία αρίθμησης των μηνυμάτων που παρήχθησαν με κατακερματι-

Sequencing E q u i p m e n t

- 1252 -

σμό (Segmentation). Sequencing E q u i p m e n t [Εξοπλισμός ακολουθίας] Επικοιν. Εξοπλισμός που απαιτείται για να εκτελεστεί μια ακολουθιακή εργασία. Sequential Access [Ακολουθιακή πρόσβαση] Πλημ. Σε περίπτωση που η ανάγνωση μιας εγγραφής απαιτεί την υπερπήδηση όλων των ενδιάμεσων από το σημείο έναρξης έχουμε σειριακή πρόσβαση. Sequential A d d r e s s [Ακολουθιακή διεύθυνση] Πλημ. Σε κάποιο κλειστό σύστημα πχ αρχείο η διευθυνσιοδότηση βρίσκεται με βάση ένα σημείο έναρξης και ορισμό μιας κατεύθυνσης κίνησης. Sequential Analysis [Ακολουθιακή ανάλυση] Στατ. Η σταδιακή στατιστική ανάλυση ολοένα και μικρότερων δειγμάτων διατεταγμένα με την κλάση του υποσυνόλου. Αυτό μαθηματικά χρησιμοποιεί δικτυακή σύγκλιση. Sequential Batch Processing [Ακολουθιακή επεξεργασία κατά δέσμες] Πλημ. Ένα λειτουργικό σύστημα συνήθως κατανέμει το χρόνο του για τις διάφορες εργασίες του με αρκετούς τρόπους αλλά ο ιδανικός (για ένα επεξεργαστή) είναι με προτεραιότητες και ολοκλήρωση αυτών κατά δέσμες ενεργειών πχ με προτεραιότητα. Sequential Circuit [Ακολουθιακό κύκλω μα] Ηλεκ. Το ψηφιακό κύκλωμα που περιέχει στοιχεία μνήμης λέγεται ακολουθιακό. Τα στοιχεία μνήμης είναι συσκευές που αποθηκεύουν δυαδικές πληροφορίες. Το ακολουθιακό κύκλωμα δέχεται πληροφορίες από τις εξωτερικές εισόδους, οι οποίες σε συνδυασμό με την παρούσα κατάσταση των στοιχείων μνήμης καθορίζουν τις τιμές των εξόδων. Sequential Color Television [Τηλεόραση ακολουθίας χρώματος] Επικοιν. Τηλεόραση που παράγει το τηλεοπτικό σήμα με διαδοχική χρήση σημάτων χρώματος RGB. Sequential Control [Ακολουθιακός έλεγχος] Πληρ. Τρόπος γραμμικής επεξεργασίας εντολών με χρήση μοναδικού καταγραφέα κίνησης πχ ενός δείκτη pointer. Sequential Logic Element [Ακολουθιακό λογικό στοιχείο] Ηλεκτρον. Για την περιγραφή των ακολουθιακών κυκλωμάτων δε φτάνει να κοιτάξει κανείς μόνο τις παρούσες τιμές των εισόδων και των εξόδων, πρέπει να γνωρίζει τη χρονική ακολουθία των τιμών. Κάθε μια από τις καταστάσεις που περνά ένα σήμα εισόδου για να φτάσει στην έξοδο του ακολουθιακού, αντιστοιχεί και σε ένα στοιχείο λογικής. Sequential M a c h i n e [Ακολουθιακή μηχανή] Ηλεκτμον. Ηλεκτρονικός μηχανισμός που η επεξεργασία των δεδομένων εισόδου γίνεται ένα κάθε φορά σύμφωνα με τον αλγόριθμο εισόδου. Sequential Operation [Ακολουθιακή ενέργεια] Πλημ. Ενέργεια που ολοκληρώνεται σταδιακά χωρίς παρέκκλιση. Sequential O p e r a t o r [Σειριακός τελεστής] Πλημ. Τελεστής που χρησιμοποιείται για επεξεργασία μιας σειράς εντολών και δηλώνει συνήθως ένα λογικό "και" (πχ το κόμμα στη γλώσσα C ή το ερωτηματικό στην PASCAL). Sequential Processing [Ακολουθιακή επεξεργασία] ffljjp. II κλασσική μορφή επεξεργασίας αρχείου δηλαδή κάθε στοιχείο στη σειρά του νόμου παραγωγής της ακολουθίας πχ για Read ή Write σε μια βάση δεδομένων. Δες και Sequential Batch Processing.

Sequential P r o g r a m m i n g [Ακολουθιακός προγραμματισμός] Πληρ. Προγραμματισμός για σειριακή επεξεργασία που μπορεί να περιλαμβάνει βέβαια συναρτήσεις που φορτώνονται σε κοντινά τμήματα μνήμης. Sequential Read/ W r i t e [Ακολο\>0\ακό διάβασμα/ γράψιμο] Επικοιν. Η ανάγνωση ή πρόσθεση δεδομένων σε αρχείο ανά συνεχόμενες ομάδες χαρακτήρων. Sequential Search [Ακολουθιακό ψάξιμο] Πληρ. Για να ψάξουμε μια τιμή σε ένα μη διατεταγμένο πίνακα αρχίζουμε από την αρχή ελέγχοντας ένα ένα τα στοιχεία με βάση κάποιο λογικό κανόνα ή δομή. Sequential Selection [Ακολουθιακή επιλογή] Στατ. Τρόπος διεξαγωγής δειγματοληψίας. Μπορεί να περιλαμβάνει και επανάθεση στοιχείου. Sequential System [Ακολουθιακό σύστημα] Τεχνολ. Σύστημα του οποίου ο έλεγχος ασκείται με σειρές στοιχείων (ακολουθίες) σε παράλληλο σχηματισμό. Sequential Trials [Διαδοχικές δοκιμές] Στατ. Όρος που χρησιμοποιείται στο διωνυμικό πείραμα κυρίως. Sequentially Compact [Ακολουθιακώς συμπαγής] Μαθημ. Έστω ένας τοπολογικός χώρος Τ. Αν ο τοπολογικός χώρος Τ εμπεριέχει μια ακολουθία { αν }, η οποία να έχει μια υπακολουθία { βν }, η οποία έχει ως σημείο συσσώρευσης ένα σημείο ι, το οποίο είναι σημείο του τοπολογικού χώρου Τ, τότε ο τοπολογικός χώρος Χ λέγεται ακολουθιακώς συμπαγής. Serandite [Σεραντίτης] Ομυκτ. Ορυκτό τρικλινούς κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, κόκκινου ή καφέ χρώματος, με MB 355 και χημικό τύπο Na(Mn, Ca^SijOatOH). Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 1.12: 1: 0.97 και το ειδικό του βάρος 3.42. Συναντάται κυρίως στην Αυστραλία και στον Καναδά. Serial [Σειριακό] Τεχνολ. Αντικείμενο που η επεξεργασία του γίνεται ανά στοιχείο αντίθετα με την παράλληλη υλοποίηση που η επεξεργασία γίνεται ανά δέσμη. Serial Access [Σειριακή πρόσβαση] Πλημ. Μέθοδος επεξεργασίας αρχείου (πχ κειμένου). Η πρόσβαση ξεκινάει από κάποιο σημείο και η επεξεργασία γίνεται κατά χαρακτήρα ή κατά εγγραφή προς μία κατεύθυνση. Serial Addition [Πρόσθεση κατά σειρά] Πλημ. Συνήθως αναφέρεται σε αύξηση του αριθμού αντικειμένων (χαρακτήρων, εγγραφών κτλ) στο τέλος του ήδη υπάρχοντος συνόλου (Append). Serial Bit [Σειριακό bit] Επικοιν. Ο όρος αναφέρεται στο bit μιας σειράς από byte που μεταδίνεται πρώτο συγκεκριμένα το πρώτο ή το τελευταίο). Serial Communications [Σειριακές επικοινωνίες] Επικοιν. Είδος επικοινωνίας κύρια για μεγάλες αποστάσεις όπου η επικοινωνία γίνεται ανά byte ή ανά bit (πχ δίκτυα ATM) αλλά και μεταξύ υπολογιστή εκτυπωτή κτλ. Serial Correlation [Σειριακή συσχέτιση] Στατ. Η συσχέτιση που ορίζεται πάνω σε 2 διαφορετικά και ξένα τμήματα της ίδιας χρονοσειράς για τον έλεγχο του αν υπακούουν στο ίδιο μοντέλο (Αυτοσυσχέτιση Autocorrelation). Serial Feed [Σειριακή τροφοδότηση] Πληρ. Συνήθης οικονομικός τύπος τροφοδότησης για επεξεργασία όπου τα στοιχεία χρησιμοποιούνται σε μια σειρά (πχ εκτύπωση ενός αντιτύπου). Serial File [Σειριακό αρχείο] Πληρ. Αρχείο που κατασκευάστηκε ώστε η πρόσβαση σ' αυτό να είναι σειριακή. Serial Input Parallel Output [Σειριακή είσοδος πα-

- 1253 -

ράλληλη έξοδος] Τεχνολ. Σύστημα που συναντά κανείς σε επικοινωνίες όπου μια ομάδα τερματικών συνδέονται (παράλληλα) σε ένα hub που συνδέεται σειριακά σε ένα κεντρικό υπολογιστή. Serial Input Serial O u t p u t [Σειριακή είσοδος σειριακή έξοδος] Τεχνολ. Μια απλή σειριακή επικοινωνία μέσω ενός modem. Serial Input/ O u t p u t [Σειριακή είσοδος /έξοδος] Πληρ. II διαδικασία όπου ένα στοιχείο εισάγεται για επεξεργασία στην κεντρική μονάδα ή εξέρχεται από αυτή και συναντάται πχ σε επικοινωνίες Η/Υ. Serial Interface [Σειριακή διασύνδεση] Επικοιν. Υπάρχουν πολλά πρωτόκολλα που υλοποιούν αυτό το πρότυπο πχ το V.24 (RS 232). Serial Key [Σειριακό κλειδί] Πληρ. Το κλειδί που κατευθύνει τη σειριακή αναζήτηση. Serial Line Internet Protocol (SLIP) [Πρωτόκολλο Internet σειριακής γραμμής] Επικοιν. Πρωτόκολλο ασύγχρονης σειριακής μετάδοσης του TCP/IP που χρησιμοποιήθηκε πολύ στο U N I X . Serial M e m o r y [Σειριακή μνήμη] Πληρ. Μνήμη όπου τα δεδομένα εγγράφονται σε σειρά (προφανώς δεν μετακινούνται κατά τη χρήση). Αυτό ήταν το παλαιότερο μοντέλο χρήσης όπου η πληροφορία έψαχνε το πρώτο ελεύθερο διαθέσιμο τμήμα για να φορτωθεί. Serial M o u s e [Σειριακό ποντίκι] Πληρ. Η γνωστή συσκευή κίνησης στην οθόνη που συνδέεται σειριακά. Serial N u m b e r [Αριθμός σειράς] Πληρ. 1. Μοναδικός αριθμός ταξινόμησης (της σειράς παραγωγής) ενός αντικειμένου πχ ενός Η/Υ 2. Μοναδικός αριθμός αναγνώρισης εξουσιοδοτημένου χρήστη ενός προϊόντος λογισμικού. Serial -Parallel [Σειριακό -παράλληλο] Τεχνολ. Μηχανισμός με σειριακή είσοδο και παράλληλη έξοδο πχ τύπου ένα προς πολλά πχ διάφοροι συγκεντρωτές. Serial Port [Σειριακή πόρτα] Επικοιν. Σημείο όπου γίνεται η πρόσδεση κάποιου περιφερειακού. Αντιστοιχεί σε μια θέση μνήμης όπου γίνεται η σειριακή μεταφορά δεδομένων. Serial Printer [Σειριακός εκτυπωτής] Πληρ. Παλαιότερος τύπος εκτυπωτών όπου η επεξεργασία γίνεται ανά χαρακτήρα που εκτυπώνεται απευθείας από μια μήτρα ή μαργαρίτα. Serial Processor [Σειριακός επεξεργαστής] Πληρ. Συσκευή που λειτουργεί μόνο σε μία κατεύθυνση χωρίς μεταβολή (πχ με παραπομπές στη μνήμη). Serial P r o g r a m m i n g [Σειριακός προγραμματισμός] Πληρ. Μεθοδολογία προγραμματισμού που εκτελεί τις εντολές σειριακά χωρίς πηδήματα. Serial S a m p l i n g [Σειριακή δειγματοληψία] Στατ. Μέθοδος δειγματοληψίας όπου τα δεδομένα λαμβάνονται χωρίς άλλο πρότυπο από έναν πληθυσμό διατεταγμένο ή όχι. Serial Storage [Σειριακή αποθήκευση] Πληρ. Τα δεδομένα εγγράφονται σε σειρά στα διαδοχικά ελεύθερα τμήματα. Serial T r a n s f e r [Σειριακή μεταφορά] Επικοιν. Η περίπτωση όπου τα δεδομένα μεταφέρονται σειριακά (πχ μέσω της σύστασης πρωτοκόλλου V.24). Serial T r a n s m i s s i o n [Σειριακή μετάδοση] Επικοιν. Η περίπτωση που συνήθως υλοποιεί η ασύγχρονη επικοινωνία. Series 1 [Γεωλογική σειρά] Γεωλ. Καλείται ένα σύνολο πετρωμάτων τα οποία έχουν σχηματισθεί σε μία περιοχή κατά την διάρκεια μίας γεωλογικής εποχής.

Serpentine Curve

Series 2 [Σειρές] Μαθημ. Έστω f μια συνάρτηση, η οποία μπορεί να είναι είτε πραγματική συνάρτηση είτε ακολουθία είτε μια μιγαδική συνάρτηση. Έστω f|, f 2 , . . f v οι όροι της συνάρτησης. Κάθε άθροισμα της μορφής fi + f 2 + ... + f v μπορεί να συμβολιστεί ως: ή ως ν Σί=ι/ί όπου το 1 είναι η πρώτη τιμή που μπορεί να πάρει το σύμβολο i και ν η τελευταία τιμή που μπορεί να πάρει το i. Αυτή η μορφή ονομάζεται σειρά της συνάρτησης f και η μορφή νΣ»=ι/ί ονομάζεται πεπερασμένη σειρά, ενώ η μορφή °°Σί=-~/ί ονομάζεται άπειρη σει-

ρά

,

Series Circuit [Σειριακό κύκλωμα] Ηλεκ. Πρόκειται για κάθε ηλεκτρικό κύκλωμα στο οποίο τα διάφορα στοιχεία του είναι συνδεδεμένα εν σειρά, δηλαδή η ίδια ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος διέρχεται από όλα αφού το τέλος του κάθε στοιχείου συνδέεται με την αρχή του επόμενου κ.ο.κ. Series Combination [Συνδυασμός σειράς] Τεχνολ. Σειριακός συνδυασμός 2 ή περισσότερων συστημάτων (η έξοδος του πρώτου είναι είσοδος του δεύτερου). Series / Parallel Interconnection [Σύνδεση σειράςπαράλληλη] Τεχνολ. Η περίπτωση που 2 συστήματα συνδέονται σειριακά και αυτό το υποσύστημα συνδέεται παράλληλα με ένα 3ο σύστημα και όλο το σύστημα σειριακά με ένα 4ο σύστημα. Series-Parallel Switch [Διακόπτης αναστροφής] Ηλεκ. Ένας διακόπτης σχεδιασμένος έτσι ο')στε να αναστρέφει τη λειτουργία κυκλωμάτων και από σειριακή σύνδεση να έχουν παράλληλη σύνδεση και αντιστρόφως. Series Radio T a p [Ραδιόφωνο με σειριακό ρυθμιστή] Επικοιν. Ραδιοδέκτης που τροφοδοτείται από την τηλεφωνική γραμμή όπου συνδέεται. Series Regulator [Σειριακός ρυθμιστής] Η/εκ. Μια διάταξη που περιλαμβάνει μια δίοδο Ζίνερ. Χαρακτηριστικό της διόδου Ζίνερ είναι ότι το ρεύμα τους είναι ανεξάρτητο της τάσεως στους ακροδέκτες τους και χρησιμοποιούνται και στη σταθεροποίηση τάσης, έτσι μπορούμε να λαμβάνουμε ελεγχόμενη τάση εξόδου. Series Reliability [Αξιοπιστία σειράς] Μηχ. Ονομάζεται η κατάσταση ως προς την αποτελεσματικότητα και λειτουργικότητα στην οποία βρίσκεται ένα μηχανικό σύστημα το οποίο αποτελείται από μία διαδοχική σειρά εξαρτημάτων, των οποίων η αστοχία ενός και μόνον οδηγεί ολόκληρο το σύνολο σε αστοχία. Serine [Σερίνη] Opy. Χημ. Αμινοξύ, με χημικό τύπο HOCH 2 CH(NH 2 )COOH. ΤΟ ισοηλεκτρικό*του σημείο είναι 5,68. Συμβολίζεται ως Ser. Serotonin [Σεροτονίνη] Βιοχημ. Οργανική ένο)ση μεγάλης βιοχημικής δράσης που ανήκει στην κατηγορία των ορμονών, έχει MB 176 και χημικό τύπο C | 2 H I 2 N 2 0 . Αποτελεί παράγωγο της τρυπτοφάνης και συναντάται κυρίως στον εγκέφαλο αλλά και σε άλλα ζωτικής σημασίας όργανα του σώματος όπως το έντερο, έχοντας κυρίως νεύρο μεταβιβαστική δράση. II συγκέντροχτη της στα εγκεφαλικά κύτταρα θεωρείται υπεύθυνη για τις μεταβολές της ψυχικής διάθεσης. Serpentine [Σπειροειδής] Μαθημ. Serpentine Curve Serpentine Curve [Σπειροειδής καμπύλη] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη, η οποία ανήκει στο επίπεδο. Αν η καμπύλη αυτή είναι της μορφής: y = (α β χ) / (χ 2 + γ 2 ) τότε λέγεται σπειροειδής. Η καμπύλη διέρχεται από την αρχή των αξόνων, είναι συμμετρική ως πρός την διχοτόμο y = - x και τείνει ασυμπτωτικά στον άξονα χ'χ-

Serpierite

- 1254 -

Serpierite [Σερπιερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό με γαλάζιο χρώμα, διαφανές, κρυσταλλωμένο στο ορθορομβικό σύστημα. Αποτελείται από ένυδρο βασικό θειικό χαλκό, ψευδάργυρο και ασβέστιο, που περιγράφεται πιθανώς από το χημικό τύπο είναι (Cu, Zn, Ca) 5 (S0 4 )2(OH) 6*3Η 2 0. Serrate [Οδοντωτός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε 1. γεωλογικό σχηματισμό που φέρει οξύληκτες προεξοχές σε σχήμα δόντων. 2. ιστό πετρώματος στο οποίο οι κρύσταλλοι εφάπτονται κατά πριονωτό σχηματισμό. Serrated Pulse [Πριονωτός Παλμός] Ηλεκτρον. Ένα σήμα που είναι χωρισμένο σε σειρές από μικρούς παλμούς με σκοπό να συγχρονιστούν τα οριζόντια και τα κάθετα στοιχεία της εικόνας της τηλεόρασης. S e r u m A l b u m i n [Αλβουμίνη ορού] Βιοχημ. Οργανική ένωση της κατηγορίας των πρωτεϊνών, μεγάλης βιοχημικής σπουδαιότητας καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του αίματος. Η κύρια λειτουργία της είναι η ρύθμιση της οσμωτικής πίεσης του αίματος καθώς και η μεταφορά μεγάλων ανιονικών οργανικών μορίων τα οποία προσκολλούνται πάνω της. Έλλειψη της, που συνήθως οφείλεται στην ελλιπή διατροφή, προκαλεί σοβαρές ασθένειες του ήπατος. S e r u m Globulin [Γλοβουλίνη ορού] Βιοχημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων της κατηγορίας των πρωτεϊνών, γνωστή και ως σφαιρίνη, μεγάλης βιοχημικής σπουδαιότητας καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του αίματος. Εμφανίζουν μοριακό βάρος συνήθως μεγαλύτερο από 150000 και συναντώνται σε τρεις διαφορετικές μορφές στο αίμα. Ο διαχωρισμός και η απομόνωση τους απύ το αίμα μπορεί να επιτευχθεί είτε με καταβύθιση, είτε με ηλεκτροφόρηση. Server 1 [Εξυπηρετητής] Πλ^ρ. 1. Υπολογιστής που εξυπηρετεί τις κύριες εργασίες ενός δικτύου όπως πρόσβαση περιφερειακών, κύριο σύστημα αρχείων κτλ. Τη θέση του διαχειριστή βέβαια μπορεί να πάρει κάθε άλλος (αξιόπιστος) υπολογιστής του δικτύου. 2. Στο μοντέλο πελάτη διανομέα είναι η εφαρμογή που εξυπηρετεί τις αιτήσεις του πελάτη. Server 2 [Συσκευή δικτύου] Πληρ. Ονομάζεται κάθε ηλεκτρονική συσκευή, όπως για παράδειγμα ένας εκτυπωτής, η οποία συνδεδεμένη σε ένα δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών μπορεί να εξυπηρετήσει οποιοδήποτε χρήστη δώσει την κατάλληλη εντολή σε αυτήν. Server B a s e d E x e c u t a b l e [Εκτελέσιμο του εξυπηρετητή] Πληρ. Εκτελέσιμο πρόγραμμα (συνήθως της Java) που τρέχοντας σε ένα web εξυπηρετητή διεκπεραιώνει μια εργασία. Server Side Included [Περιεχόμενη πλευρό του server] Πληρ. Οδηγία μιας σελίδας διαδικτύου να εκτελεί ένα τμήμα του κώδικα της μόνο από τη μεριά του host server. Service [Συντήρηση] Μηχ. Καλείται το σύνολο των εργασιών και των ανταλλακτικών μέσων που απαιτεί ένα μηχάνημα, ένα όχημα ή γενικότερα ένα βιομηχανικό προϊόν για να μπορεί να αντεπεξέλθει σωστά και αξιόπιστα στις χρήσεις για τις οποίες έχει μελετηθεί και κατασκευασθεί. Service Access Point (SAP) [Σημείο ελέγχου υπηρεσίας] Επικοιν. Τα πρώτα byte της επικεφαλίδας του επιπέδου LLC του OS1 και προσδιορίζουν μια ενεργή εφαρμογή σε ένα σταθμό εργασίας. Service A r e a [Τμήμα εξυπηρέτησης] Τεχνολ. Τμήμα που δουλεύουν οι τεχνικοί επιδιόρθωσης υπολογιστικών συστη μάτων.

Service B a n d [Ζώνη εξυπηρέτησης] Επικοιν. Όρος που αντικατέστησε άλλον παλιότερο και δηλώνει συχνότητες όπου παρέχεται κάποια υπηρεσία. Service Bit [Μονάδα ελέγχου επιδιόρθωσης] Επικοιν. To bit αυτό περιέχει την πληροφορία για το κατά πόσο επιδιορθώθηκε μια βλάβη σε ένα σταθμό ώστε να ενημερωθεί ο σταθμός ελέγχου. Service F a c t o r [Συντελεστής χρήσης] Μηχ. Είναι ο λόγος του πραγματικού χρονικού διαστήματος που χρησιμοποιείται ένα μηχάνημα ή ένα ηλεκτρονικό σύστημα μίας βιομηχανικής παραγωγικής μονάδας προς τον συνολικό χρόνο, προσδιορίζοντας έτσι ένα μέτρο της χρήσης του. Service Life [Διάρκεια ζωής] Μηχ. Προσδιορίζεται ως το χρονικό διάστημα για το οποίο κατά μέσο όρο έχει σχεδιασθεί, μελετηθεί και κατασκευασθεί ένα μηχάνημα, ένα εργαλείο ή κάποιο άλλο βιομηχανικό προϊόν και αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να αντεπεξέλθει με επιτυχία στη χρήση του πριν τελικά αποσυρθεί ή αχρηστευτεί. Service P r o g r a m [Πρόγραμμα επιδιόρθωσης] Πληρ. Χρονική οργάνωση και υλοποίηση μιας σειράς από ρουτίνες για διαγνωστικό έλεγχο και επιδιόρθωση ενός μηχανήματος. Service Provider [Παροχέας εξυπηρέτησης] Επικοιν. Οργανισμός που παρέχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και συνήθως παρέχει και κάποιες ευκολίες χρήσης. Μπορεί να ασκεί τη διαχείριση κεντρικά ή με κατανεμημένο δίκτυο. Service R e q u e s t [Απαίτηση εξυπηρέτησης] Επικοιν. Σήμα διακοπής που στέλνει μια συσκευή ότι έχει ή θέλει δεδομένα. Service R o a d [Δευτερεύουσα οδός] Πολ.Μηχ. Καλείται η παράπλευρη οδός μίας μεγάλης κεντρικής και βασικής οδικής αρτηρίας, η οποία την ακολουθεί κατά μήκος ώστε να εξυπηρετεί τις τοπικές συγκοινωνιακές μεταφορικές ανάγκες και να ολοκληρώνει το οδικό δίκτυο ως προς τις προσβάσεις ή τις άνω και κάτω διαβάσεις της κύριας αρτηρίας. Service Routine [Ρουτίνα επιδιόρθωσης] Πληρ. Ρουτίνα που εκτελεί επιδιόρθωση δίσκου (από λάθος μαγνήτισης ή μπέρδεμα στο σύστημα αρχείων), επιδιορθώνει μερικά (πχ από σύγκρουση διακοπών) δυσλειτουργίες διάφορων συσκευών πχ drivers, προσαρμοστές, καρτών, modem και προσπαθεί να κάνει το ίδιο για σοβαρότερες βλάβες σε οθόνες και modem. Service Section [Τμήμα επιδιόρθωσης] Τεχνολ. Ίδιο με το Service Area. Service T i m e [Χρόνος επιδιόρθωσης] Τεχνολ. Μια παράμετρος που επηρεάζει καθοριστικά την απόδοση ενός συστήματος επειδή είναι απροσδιόριστος παράγοντας και πρέπει να αντιμετωπίζεται προληπτικά. Service Wires [Καλώδια παροχής] Ηλχκ. Ένα καλωδιακό σύστημα διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος σε σπίτια και εμπορικά κέντρα, με σκοπό το φωτισμό, τη θέρμανση και τη χρήση οικιακών συσκευών. Serviceability [Βαθμός χρησιμότητας] Μηχ. Ορίζεται ως ένα μέτρο της αποτελεσματικότητας του σχεδιασμού ενός μηχανήματος ή γενικότερα ενός βιομηχανικού προϊύντος να ανταποκρίνεται με μία σχετική ευκολία στη χρήση του, στην απαιτούμενη συντήρησή του και στην προσαρμογή του στις κατά περίπτωση συνθήκες. Servo P r o b l e m [Πρόβλημα servo] Τεχνολ. Κατασκευή ενός μηχανισμού (Servo Machine) που να υπακούει

- 1255 -

στα σήματα των εντολών μας. Το σύστημα πρέπει να δουλεύει χωρίς να επηρεάζεται από παρεμβολές, θόρυβο με κάθε είδους δεδομένα αβεβαιότητας και μέσα από αποδεκτές μεθόδους υλοποίησης. Servolink [Σύνδεσμος σερβομηχανισμού] Τεχνολ. Σύνδεσμος που ελαχιστοποιεί τον παράγοντα ενόχλησης και δεν τον εισάγει στο σύστημα. S e r v o m e c h a n i s m [Σέρβομηχανισμός] Τεχνολ. Μηχανισμός που επιλύει το πρόβλημα servo (πχ κινητήρας κτλ). Sesame Oil [Σουσαμέλαιο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το έλαιο που εξάγεται από τον σπόρο του σουσαμιού, το οποίο έχει χρώμα κιτρινωπό και βρίσκει πρακτικές εφαρμογές στη μαγειρική, στη βιομηχανία καλλυντικών και στην παρασκευή των σαπουνιών. Sesquiterpene [Σεσκιτερπένιο] Οργ.Χημ. Όρος που χαρακτηρίζει μια ευρεία ομάδα υδρογονανθρακικών ενώσεων με γενικό τύπο C15H24, φυτικής συνήθως προέλευσης καθώς αποτελούν συστατικά της πευκορητίνης αλλά και διαφόρων αιθέριων ελαίων. Βρίσκουν εφαρμογή στην παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών καθώς έχουν ευχάριστη οσμή και ρητινικές ιδιότητες. Session [Σύνοδος] Πληρ. Στα πολυεπεξεργαστικά περιβάλλοντα κάθε εφαρμογή φορτώνεται σε δικό της μέρος μνήμης για δεδομένα κτλ και κάθε φορά ενεργοποιείται μια σύνοδος για αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη διαχείριση μνήμης. Session Layer [Επίπεδο συνόδου] Επικοιν. Το 5ο από κάτω επίπεδο του προτύπου μοντέλου 0S1 που συγχρονίζει τις υπηρεσίες των επιπέδων παρουσίασης και εφαρμογών πχ διαδικασίες προσπέλασης κτλ. Set 1 [Σύνολο] Πλ.ηρ. I. Δομή δεδομένων που στηρίζεται στην έννοια του μαθηματικού συνόλου και συνήθως μεταχειρίζεται σαν λίστα ή πίνακας. 2. Σύνολο εγγραφών που συναντάμε στο δικτυακό μοντέλο βάσης δεδομένων. 3. Εντολή που συνήθως ορίζει μια μεταβλητή περιβάλλοντος ή ενεργοποιεί μια κατάσταση. Set [Σύνολο] Μαθημ. Με την έννοια σύνολο εννοούμε κάθε συλλογή σημείων ή εννοιών διακριτών, τα οποία λέγονται μέλη του συνόλου ή στοιχεία του συνόλου. Με βάση τη θεωρία έστω Χ μια κλάση και Υ μια άλλη κλάση στοιχείων. Αν ισχύει ότι η κλάση Χ είναι υποσύνολο του Υ, Χ ς; Υ, τότε το Χ λέγεται σύνολο. Set 3 [Ρυθμίζω] Μηχ. Θέτω σε λειτουργία μια συσκευή, ορίζοντας συγκεκριμένες συνθήκες. Set 4 [Σύνολο] Μηχ. Σύνδεση ορισμένων μονάδων μεταξύ τους, έτσι ώστε η όλη διάταξη να εκτελεί συγκεκριμένη λειτουργία. Set* [Στερεοποιώ] Φυσ. Χημ. Εφαρμόζω συγκεκριμένη διεργασία, ώστε ένα ρευστό υλικό να μετατραπεί σε στερεό. Set 6 [Σκληραίνω] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε διεργασία που υφίσταται στην παραγωγή τσιμέντων, κατά την οποία ο τσιμεντοπολτός παύει να έχει πλαστικές ιδιότητες και αποκτά μηχανικές αντοχές. Set Associative C a c h e [Σύνολο- προσεταιριστική μνήμη cache] Πλημ. Τύπος διευθυνσιοδότησης μνήμης cache που επιτρέπει σε ένα block δεδομένων να γραφτούν σε κάποιο από τα σύνολα της τα οποία αντιμετο)πίζει ως ολότητα. Set A s y n c h r o n o u s Balanced M o d e (SABM) [Θέσε κατάσταση ασύγχρονης ισορροπίας] Επικοιν. Πλαίσιο του πρωτοκόλλου Χ.25 χωρία αρίθμηση για την έναρξη της σύνδεσης. Set Condition [Συνθήκη θέσης] Πλ.ημ. Ο προσδιορι-

Setup Procedure

σμός μιας παραμέτρου από ένα κλειστό σύνολο τιμών. Set Description [Περιγραφή συνόλου] Πλημ. Μια καταγραφή των δομών των στοιχείων που απαρτίζουν ένα σύνολο που μπορεί να είναι ομοιογενές ή όχι. Set Function [Συνάρτηση συνόλων] Μαθημ. Έστω f μία συνάρτηση, η οποία μπορεί να ανήκει είτε στους πραγματικούς αριθμούς είτε στους φανταστικούς αριθμούς. Αν το πεδίο ορισμού είναι ένα σύνολο κλάσεων τότε αυτή η συνάρτηση λέγεται συνάρτηση συνόλων. Set Initialization M o d e [Θέσε κατάσταση έναρξης] Επικοιν. Σήμα έναρξης επικοινωνίας του προποκόλλου SDLC. Set Occurrence [Σύμπτωση σε σύνολο] Πλημ. Αν το σύνολο είναι ομοιογενές τότε λογικά μπορεί και να ταξινομηθεί και η εύρεση ενός στοιχείου να είναι εύκολη υπόθεση. Σε ένα ανομοιογενές σύνολο τα στοιχεία εξετάζονται σειριακά με σπατάλη χρόνου. Set Off [Τέλος λειτουργίας] Πληρ. Σύνηθες σήμα παύσης μιας λειτουργίας πχ στην γλώσσα της βάσης δεδομένων Dbase: Set Timer Off. Set Point [Προκαθορισμένο Σημείο] Μηχ. Η επιθυμητή τιμή μιας ιδιότητας, που πρέπει να προσεγγισθεί από σύστημα ρύθμισης. Set Theory [Θεωρία συνόλων] Μαθημ. Είναι η θεωρία, η οποία ασχολείται με τη δημιουργία, τον καθορισμό και τις αξιωματικές αρχές συνόλων. Στη μελέτη των συνόλων εμπεριέχεται η δημιουργία Kat ο καθορισμός ενός συνόλου από αριθμούς όπως το σύνολο των φυσικών αριθμών κ.τ.λ. Set Timer [Εναρξη μέτρησης χρόνου] Πλημ. Εντολή που συνήθως ενεργοποιεί μετρητή χρόνου ή θέτει λειτουργία συγχρονισμού. Setting 'temperature [Θερμοκρασία Στερεοποίησης] Μηχ. Η τιμή της θερμοκρασίας στην οποία ένα ρευστό υλικό στερεοποιείται ή σκληραίνει. Setting Time [Χρόνος Στερεοποίησης] Μηχ. Ο χρόνος που απαιτείται για την στερεοποίηση ενός ρευστού, σε συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Settler [Δοχείο Κατακάθισης] Μηχ. Ειδικό δοχείο που χρησιμοποιείται στο διαχωρισμό φάσεων ενός μίγματος, λόγω βαρύτητας. Settling [Κατακάθιση] Μηχ. Αναφέρεται στην περίπτωση διαχωρισμού στερεών από ρευστά, με επίδραση της βαρύτητας. Settling C h a m b e r [Δεξαμενή Κατακάθισης] Χημ. Μηχ. Ειδικής κατασκευής δεξαμενή, που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση υγρών, με απομάκρυνση των αιωρούμενων στερεών σωματιδίων και για συμπύκνωση στερεών. Η έξοδος της σχηματιζόμενης ιλύος γίνεται από τον κωνικό πυθμένα της δεξαμενής, ενώ το διαυγές υγρό εξέρχεται με υπερχείλιση στο πάνω μέρος. Settling Velocity [Ταχύτητα Κατακάθισης] Ρευστομηχ. 1. Η ταχύτητα που έχει ένα στερεό σωματίδιο ή ή ένα υγρό σταγονίδιο ή μια φυσαλίδα αερίου, όταν κινείται σε ρευστό μέσο υπό την επίδραση της βαρύτητας, της άνωσης και της οπισθέλκουσας δύναμης. 2. Σε μια δεξαμενή κατακάθισης, είναι η ταχύτητα με την οποία τα στερεά σωματίδια κινούνται προς τον πυθμένα, διαχωριζόμενα από την υγρή φάση. Setup [Εγκατάσταση] Πλημ. Λειτουργία που αποσυμπιέζει ένα πρόγραμμα από το υλικό διανομής στο δίσκο του χρήστη με τις παράμετρες που ο ίδιος θέλει καθίός και εκτελούν ένα πρώτο έλεγχο καταλληλότητας της χρήσης. Setup Procedure [Διαδικασία εγκατάστασης] Τεχνολ.

Setup Time 1

- 1256 -

Έχουν παραχθεί πια ολοκληρωμένα προγράμματα αυτοματοποιημένης εγκατάστασης λογισμικού που εκτελούν τη διαδικασία αλληλεπιδραστικά με το χρήστη για κάθε μεταβλητή παράμετρο και καθορίζουν και όλη τη μελλοντική χρήση σε δραματικό βαθμό. Setup Time 1 [Χρόνος εγκατάστασης] Π/sjp. 1. Πολλές φορές εννοούμε και το χρόνο αρχικής επανεκκίνησης ενός συστήματος. 2. Ο χρόνος πρώτης εγκατάστασης γίνεται πάντα προσπάθεια να συντομευτεί αλλά οι σωστές επιλογές καθορίζουν τη μετέπειτα καλή απόδοση. Setup Time 2 [Χρόνος προετοιμασίας] Βιομ. Καλείται το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την πραγματοποίηση όλων των αναγκαίων διεργασιών, όπως για παράδειγμα για την εκπαίδευση του προσωπικού ή την εγκατάσταση των μηχανημάτων, προκειμένου να είναι έτοιμη προς λειτουργία μία βιομηχανική μονάδα. Setup Wizard [Βοηθός εγκατάστασης] Πληρ. Έξυπνο λογισμικό που συζητά με το χρήστη και τον ενημερώνει ανάλογα για την εγκατάσταση ενός προγράμματος στον υπολογιστή του ή σε κάποιο δίκτυο. Seven L a y e r s [Επτά επίπεδα] Επικοιν. Ορισμός της επικοινωνίας μεταξύ υπολογιστών όπως την όρισε το ινστιτούτο OSI. Τα 7 στρώματα είναι: φυσικό, σύνδεσης δεδομένων, δικτύου, μεταφοράς, συνόδου, παρουσίασης, εφαρμογών. S e w a g e [Βοθρολύματα] ΠολΜηχ. Καλούνται το σύνολο των υγρών και εν μέρη στερεών αποβλήτων που προέρχονται από τις αποχετεύσεις των επιμέρους κατοικιών και γενικότερα μίας αστικής περιοχής, διατρέχουν το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης και πρέπει να καταλήγουν στις εγκαταστάσεις των βιολογικών καθαρισμών. Sewage G a s [Αέρια αποβλήτων] Τεχνολ. Αέρια που παράγονται από υγρά απόβλητα λόγο της ζύμωσης τους από μικροοργανισμούς και συνήθως είναι εύφλεκτα. Τα τελευταία χρόνια εξετάζεται η δυνατότητα αξιοποίησης αυτών των αερίων για ενεργειακού σκοπούς. Sewage Treatment [Επεξεργασία αποβλήτων] Βιοχημ. Σειρά διεργασιών που υφίστανται τα υγρά απόβλητα ώστε να μειωθεί τόσο το οργανικό φορτίο όσο και ο παθογόνος μικροβιακός πληθυσμός. Οι διεργασίες αυτές είναι αφενός διεργασίες διαχωρισμού, ύπως η ιζηματοποίηση ή η φυγοκεντρική, αφετέρου βιοτεχνολογικές, όπως είναι οι ζυμώσεις με επιλεγμένους μικροοργανισμούς. Sewer [Υπόνομος] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για το βασικό τμήμα του δικτύου αποχέτευσης μίας πόλης, καθώς είναι ο υπόγειος εκείνος αγωγός μέσα από τον οποίο ρέουν προς τον προκαθορισμένο τους προορισμό τα συλλεγόμενα αστικά απόβλητα. Sewerage [Αποχετευτικό δίκτυο] ΠολΜηχ. Είναι το σύνολο των τεχνικών έργων που απαιτούνται για τη συλλογή των αποβλήτων μίας ολόκληρης πόλης και τη διοχέτευσή τους στους προκαθορισμένους χώρους για τις περαιτέρω διεργασίες χημικής ή βιολογικής επεξεργασίας τους. Στο αποχετευτικό δίκτυο συμπεριλαμβάνονται τα φρεάτια, οι υπόνομοι, οι εγκαταστάσεις άντλησης και άλλα έργα. Sexademical [Δεκαεξαδικός] Μαθημ. Είναι μια αριθμητική αναπαράσταση ενός πραγματικού αριθμού, ο οποίος αναπαριστάται στο αριθμητικό σύστημα με βάση το δεκαέξι (16). Το δεκαεξαδικό σύστημα χρησιμοποιεί μόνο τους αριθμούς 0, 1,2, 3,..., 15. Είναι ο συμβολισμός των αριθμών που χρησιμοποιείται από το

δεκαεξαδικό σύστημα αρίθμησης για την αναπαράσταση των αριθμών του. Sexagesimal [Εξηνταδικός] Μαθημ. Είναι μια αριθμητική αναπαράσταση ενός πραγματικού αριθμού, ο οποίος αναπαριστάται στο αριθμητικό σύστημα με βάση το εξήντα (60). Το εξηνταδικό σύστημα χρησιμοποιεί μόνο τους αριθμούς 0, 1,2, 3,..., 59. Είναι ο συμβολισμός των αριθμών που χρησιμοποιείται από το εξηνταδικό σύστημα αρίθμησης για την αναπαράσταση των αριθμών του. Εξηνταδικό σύστημα αρίθμησης έχουμε κατά τη μέτρηση του χρόνου. Ένα λεπτό εξήντα δευτερόλεπτα κ.τ.λ. Sextangle [Εξάγωνο] Μαθημ. Έστω ένα πολύγωνο. Α ντο πολύγωνο αυτό αποτελείται από έξι (6) γωνίες τότε λέγεται εξάγωνο. Sextant [Εξαρτημόριο] Μαθημ. Έστω ένας κύκλος με κέντρο το σημείο Μ (x, y) και ακτίνα R. Ο τεμαχισμός του κύκλου αυτού σε έξι ίσα κομμάτια, χωρίζει των κύκλο σε εξαρτημόρια, κάτι ανάλογο δηλαδή με την γνωστή από την τριγωνομετρία έννοια του τεταρτημορίου. Έτσι με την έννοια αυτή κατ' επέκταση μπορούμε να συμβολίσουμε και σαν μια μονάδα μέτρησης για την γωνία εξήντα μοιρών (60 j ή αλλιώς π / 3 σε rad. Sextic [Εξαβάθμιος, έκτου βαθμού] Μαθημ. Έστω ένα πολυώνυμο Ρ (χ) το οποίο είναι ν-οστού [ίαθμού. Αν ο βαθμός του πολυωνύμου είναι έξι (6), τότε λέμε ότι το πολυώνυμο αυτό είναι έκτου βαθμού. Sextillion [Εξάκις εκατομμύριο] Μαθημ. Είναι ο αριθμός ο οποίος συμβολίζεται με τον αριθμό 1021. Στο αγγλοσαξονικό σύστημα αρίθμησης συμβολίζεται με τον αριθμό ΙΟ36. Seyfert Group Of Galaxies [Ομάδα γαλαξιών Seyfert] Αστμον. Ομάδα γαλαξιών όπου ανήκουν λίγες ραδιοπηγές, κάποιοι εκρηκτικοί γαλαξίες και γαλαξίες με μεγάλη υπέρυθρη ακτινοβολία πχ Μ82. S f m [Σύμβολο Sfm] Φυσ. Συμβολίζει τη μονάδα μέτρησης διαπερατότητας, τετραγωνικά πόδια ανά λεπτό (ft/min). Sg [Σύμβολο Sg] Φνσ. Συμβολίζει το ειδικό βάρος. —> Specific Gravity Shaded Pole M o t o r [Κινητήρας με δευτερεύοντες πόλους] Ηλεκτρ. Πολύ μικρός κινητήρας που χρησιμοποιεί μέθοδο εκκίνησής του που στηρίζεται σε δευτερεύοντες πόλους, οι οποίοι δημιουργούνται από βραχυκυκλωμένο πηνίο τυλιγμένο σ' ένα τμήμα κάθε πόλου του κινητήρα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μικρής μετατόπισης στη ροή του πεδίου από τη μια πλευρά του πόλου προς την άλλη, καθώς το πεδίο εναλλάσσεται και τελικά την παραγωγή ηλεκτρικού εναλλασσόμενου ρεύματος. Shades Of Gray [Γκρι σκιές] Τεχνολ. Ο αριθμός των αποχρώσεων του γκρι που επιτρέπει η χρωματική κλίμακα. Συναντιέται και σαν Tones Of Gray. Shading M o d e l [Μοντέλο σκίασης] Τεχνολ. Λογισμικό που συνδυάζει φωτισμό ενός τρισδιάστατου αντικειμένου και εισαγοογή χρωματικών ζωνών. Συνήθως οι εντολές εκτελούνται σε δέσμες ενεργειών (hatch), δες και Shadow Effect. S h a d o w Bands [Ζώνες σκίασης] Τεχνολ. Γκρι χρωματικές δέσμες που παίζουν το ρόλο σκιάς κάτω από φωτισμό υπό διάφορες γωνίες. S h a d o w Effect [Τεχνική σκιάς] Τεχνολ. Συνήθως με χρήση γεωμετρικής οπτικής και προβολικής γεωμετρίας πχ επίπεδη, Gouraud, Phong κτλ. S h a d o w G r a p h [Σκιαγραφία] Τεχνολ. Μια εικόνα όπου

- 1257τονίζονται μόνο τα πολύ βασικά χαρακτηριστικά που τραβάνε το μάτι του δημιουργού ενώ τα υπόλουια βγαίνουν θαμπά. S h a d o w Line [Γραμμοσκίαση] Τεχνολ. Η τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως είναι προβολική δηλαδή ακολουθούμε τις ακτίνες φωτός που"λούζουν" το αντικείμενο (Ray Tracing). S h a d o w M a s k [Μάσκα σκιάς] Τεχνολ. Εσωτερικό τρυπητό πλαίσιο που δίνει το χρώμα στις RGB οθόνες. S h a d o w R e g i o n [Σκοτεινή περιοχή] Ηλεκτρομαγν Είναι μια περιοχή του χώρου στην οποία, εξ αιτίας ενός παρεμβαλλόμενου εμποδίου, δεν μπορεί να φτάσει σε αυτή καμία τυχαία ακτίνα φωτός. S h a d o w i n g [Σκίαση] Πληρ. Η χρήση μιας περιοχής του δίσκου όπου αντιγράφονται τα συνθηματικά των χρηστών για προστασία. Shaft [Άξονας] 1. Μηχ. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό, συνήθως μεταλλικό εξάρτημα μιας μηχανής το οποίο περιστρεφόμενο μεταδίδει την κίνηση από κάποιο στοιχείο της μηχανής σε ένα άλλο. 2. Αρχ. Με τον ίδιο όρο στο χώρο της αρχιτεκτονικής περιγράφεται το κυρίως τμήμα ενός υποστυλώματος, δηλαδή ο κορμός ο οποίος και βρίσκεται μεταξύ βάσης και κεφαλής. Shaft H o r s e p o w e r [Αξονικά παρεχόμενη ισχύς] Μηχ. Καλείται η ισχύς που παράγει μία μηχανή και τη διαθέτει προς περαιτέρω εκμετάλλευση με τη μορφή της περιστροφής του κύριου άξονά της. Shale [Αργιλικός σχιστόλιθος/Σχιστή άργιλος] Γεωλ. I. Συμπαγές κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα ελασματοειδούς υφής σε στρώματα πάχους γενικά 0,1 έως 0,4 χιλιοστά, που αποτελείται από λεπτούς κόκκους αργίλχον, χαλαζία και πρόσθετων ορυκτολογικών συστατικών. 2. Συμπαγές αργιλικό ιζηματογενές πέτρωμα που παρουσιάζει την ιδιότητα να αποχωρίζεται σχετικά ευχερώς σε λεπτές επιφάνειες παράλληλες προς το επίπεδο στρώσης. Shale Oil [Πετρέλαιο Σχιστόλιθου] Χημ. Μηχ. Το πετρέλαιο που παράγεται από ορυκτό σχιστόλιθο. Χαρακτηρίζεται από σχετικά υψηλό ποσοστό ακόρεστων υδρογονανθράκων. Shallow E a r t h q u a k e [Επιφανειακός σεισμός] Γεωφυσ. Ονομάζεται ο σεισμός του οποίου η εστία βρίσκεται μέσα στον γήινο φλοιό, δηλαδή το εστιακό του βάθος είναι μικρότερο από την ασυνέχεια Mohorovicic. Τα τρία τέταρτα της σεισμικής ενέργειας της Γης εκλύεται από τους επιφανειακούς σεισμούς. Shallow F o g [Χαμηλή ομίχλη] Μετεωμ. Είδος ομίχλης που κατακάθεται σε χαμηλό ύψος από το επίπεδο της θάλασσας, περίπου μέχρι δύο μέτρα. Shallow W a t e r [Ρηχά νερά] Υδμολ. Ονομάζεται μία φυσική υδάτινη μάζα της οποίας το βάθος είναι πολύ μικρό, σε τέτοιο βαθμό ώστε η τοπογραφία του πυθμένα της να επηρεάζει τον κυματισμό του επιφανειακού νερού. Shaluk [Σαλούκ] Μετεωμ. Ανήκει στην κατηγορία των ανέμων που φυσούν στις ερήμους και έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών αλλά είναι διαφορετικός από τον πιο καυτό άνεμο Αίβα. Shamal [Σαμάλ] Μετεωμ. Ανεμος με βορειοδυτική κατεύθυνση που δραστηριοποιείται στον Περσικό κόλπο και στην πλούσια πεδιάδα μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη και διαρκεί ακόμη και ένα μήνα. Shannon Hartley F o r m u l a [Τύπος Shannon Hartley] Επικοιν. Η χωρητικότητα ενός καναλιού C (μέγιστος αριθμός στοιχείων ανά sec) δίνεται από το γινόμενο Α'

Shared File

log 2 (1 + S/N) όπου Α είναι το εύρος ζώνης (Bandwidth) του καναλιού και S/N ο λόγος σήματος προς θόρυβο (Signal To Noise Ratio). Αναφέρεται συχνά και σαν θεώρημα Shannon. Shannon Limit [Όριο Shannon] Επικοιν. Οι μέγιστες θεωρητικές τιμές χωρητικότητας C ή πηλίκου S/N του τύπου Shannon Hartley που στην ουσία καταργούνται σχεδόν πάντα λόγω απωλειών από άλλους παράγοντες. S h a n n o n Theory [Θεωρία Shannon] Επικοιν. Θεωρήματα, προτάσεις και τύποι που καλύπτουν τη θεωρία πληροφορίας και συστήματα μετάδοσης πχ ο κανόνας Shannon Hartley για τη σχέση χωρητικότητας καναλιού και του λόγου σήματος θορύβου. S h a n n o n Unit [Μονάδα Shannon] Επικοιν. Μονάδα ποσότητας πληροφορίας ίση με την πληροφορία που βρίσκεται σε μια λήψη απόφασης μεταξύ 2 ισοπίθανων, αμοιβαία αποκλειόμενων και εξαντλητικών ενδεχομένων χρήσης αποθήκευσης πληροφορίας. S h a p e [Σχήμα] Στατ. Το σχήμα μιας κατανομής συνεχούς ή διακριτής είναι από τις βασικές μεθόδους αποκάλυψης των χαρακτηριστικών του μοντέλου τοον δεδομένων. Shape Factor [Παράγοντας Σχήματος] Φυσ. Για ένα στερεό σωματίδιο, που δεν έχει σφαιρικό σχήμα, ο όγκος του θεωρείται ίσος με το γινόμενο f*d 3 , όπου d είναι η ισοδύναμη διάμετρος και f ο παράγοντας σχήματος. Shape Fill [Γέμισμα σχήματος] Τεχνολ. Χρήση παλέτας χρώματος για γέμισμα μιας κλειστής περιοχής (έστω από τα όρια της οθόνης ή της μνήμης οθόνης) με χρώμα. Shape Isomer [Ισομερές σχήμα] Πυμην. Φυσ. Η κατάσταση στην οποία ένα ισομερές διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο ενέργειας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαιτίας του σχήματος του, που διαφέρει ριζικά από εκείνο στην κατάσταση χαμηλής ενέργειας στην οποία επιτρέπεται να διασπαστεί. S h a p e Recognition [Αναγνώριση σχήματος] Πληρ. Το αντικείμενο ενασχόλησης της επιστήμης αναγνώρισης προτύπων με κύρια χρήση σε αξονική τομογραφία, αναγνώριση περιοχής από γεωγραφικά συστήματα κτλ. Shaping Filter [Φίλτρο σχηματισμού] Τεχνολ. Η αποκοπή ορισμένων συχνοτήτων του αρχικού σήματος ώστε να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αποδίδει καλύτερα στην τεχνολογία εικόνας. Shapiro Wilks Test [Τεστ Shapiro Wilks] Στατ. Στατιστικό μη παραμετρικό τεστ. Shared Addresses [Κοινές διευθύνσεις] Πληρ. Ότι αξιοποιεί ένα πολυεπεξεργαστικό σύστημα με κοινή (Shared) μνήμη. Shared Buses [Μοιρασμένα κανάλια] Πληρ. Δυνατότητα αξιοποίησης κοινών καναλιών για οικονομία πχ για περιφερειακά. Shared Control Unit [Μονάδα κοινού ελέγχου] Επικοιν. Μονάδα (Monitor) που συνήθως ορίζεται από το σύστημα πχ ένα τοπικό δίκτυο για να ασκεί τον έλεγχο σε κάποια περίοδο λειτουργίας (Session). Shared Device [Συσκευή κοινής χρήσης] Επικοιν. Συσκευή όπου μπορεί να έχουν πρόσβαση όλοι ot εξουσιοδοτημένοι χρήστες. Συναντάται σε πολυχρηστικό 'η δικτυακό περιβάλλον για εκτυπωτές, cd ή άλλα συστήματα αρχείων. Shared File [Κοινό αρχείο] Πληρ. Αρχείο με χαρακτηριστική ιδιότητα πρόσβασης για περισσότερους από ένα χρήστες. Μπορεί να είναι αρχείο για διάβασμα,

Shared Load

- 1258 -

εγγραφή ή εκτέλεση και στο σύστημα Unix υπάρχει ειδικό πρότυπο καθορισμού τους με την εντολή Chmod και τη μάσκα 777 για τον ιδιοκτήτη, μια υπερομάδα χρηστών και τον τυχαίο χρήστη.. Shared L o a d [Ανοιγμα από κοινού] Πληρ. Αρχείο που φορτώνεται σε μια θέση μνήμης όπου έχουν δικαιώματα όλοι οι χρήστες που καθορίζει ο ιδιοκτήτης του αρχείου (δες και Shared File). Shared M e m o r y [Κοινή μνήμη] Πληρ. Τρόπος αξιοποίησης της μνήμης που συναντάμε κύρια σε πολυεπεξεργαστικό περιβάλλον. Shared Processor T i m e [Χρόνος κοινής χρήσης επεξεργαστή] Πληρ. Αποδεδειγμένα οι επεξεργαστές σπαταλούνται σε συγκεκριμένες στιγμές και μετά παραμένουν αδρανείς. Αυτή είναι η βασική αρχή της πολυπλεξίας Shared Resource [Κοινή πηγή πόρων] Πληρ. Μια συλλογή πληροφοριών διαθέσιμο στον κάθε (εξουσιοδοτημένο) χρήστη ενός προγράμματος ή μηχανήματος και που συνήθως είναι οργανωμένο μέσα σε μια βάση δεδομένων. Shareware [Μοιραζόμενο λογισμικό] Πληρ. Λογισμικό που έχει παραχθεί για να διανέμεται ελεύθερα σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η μέθοδος αξιοποιείται συνήθως για διανομή των πρώτων διαφημιστικών εκδόσεων ενός προγράμματος, για έλεγχο λαθών κτλ. Sharpen [Ακόνισμα] Μηχ. Είναι η διαδικασία του τροχισμού, δηλαδή της εκλέπτυνσης μίας επιφάνειας ενός εργαλείου που χρησιμοποιείται για την κοπή διαφόρων αντικειμένων, ώστε με αυτόν τον τρόπο να είναι πιο αποτελεσματικό κατά τη χρήση του. Sharpening [Ευκρίνεια] Τεχνολ. Η χρήση φίλτρων ώστε να βελτιώνεται η καθαρότητα της εικόνας. Sharpstone [Αιχμηρόλιθος] Γεωλ. Κάθε ιζηματογενές πέτρωμα ή θραύσμα πετρώματος αποτελούμενου από γωνιώδη τεμάχια με διάμετρο μεγαλύτερη των δύο χιλιοστών. Sheaf Of Planes [Δέσμη επιπέδων] Μαθημ. Έστω ένα πλήθος επιπέδων. Αν τα επίπεδα αυτά διέρχονται όλα από ένα κοινό σημείο, τότε λέμε ότι έχουμε μια δέσμη ευθειών. Shear [Διάτμηση] Μηχ. Αναφέρεται στη δύναμη που δρα πάνω σε ένα σώμα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα, οι παράλληλες επιφάνειές του να κινούνται προς παράλληλες κατευθύνσεις. Το σώμα παραμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε ο όγκος του να παραμένει σταθερός, να αλλάζει όμως το σχήμα του. Shear D i a g r a m [Διάγραμμα διατμητικών δυνάμεων] Μηχ. Πρόκειται στην ουσία για μία γραφική παράσταση η οποία απεικονίζει σε κάθε σημείο κάθε στοιχείου μίας κατασκευής την τιμή της αναπτυσσόμενης διατμητικής δύναμης λόγω μίας συγκεκριμένης εξωτερικής φόρτισης που προκαλεί την περιγραφόμενη από το διάγραμμα εντατική κατάσταση στην κατασκευή. Shear Fold [Διατμητική πτυχή] Γεωλ. Πτυχή που σχηματίζεται από μικρή μετατόπιση στρωμάτων κατά τη διεύθυνση επιπέδων ρήγματος ή σχιστότητας. Shear Fracture [Διατμητική θραύση] Μηχ. Καλείται η αστοχία ενός μέλους μίας κατασκευής, δηλαδή η διακοπή της συνέχειάς του και άρα η μη ικανότητα παραλαβής περαιτέρω φορτίσεων λόγω της υπέρβασης του ορίου θραύσης εκ μέρους των ασκούμενων διατμητικών τάσεων. Shear Line [Γραμμή διατμητικού ανέμου] Μετεωρ. Η γραμμή κατά μήκος της οποίας μεταβάλλεται απότομα

η οριζόντια συνιστώσα της ταχύτητας του ανέμου. Shear M o d u l u s [Μέτρο διάτμησης] Μηχ. Καλείται ο λόγος της τάσης διάτμησης προς την αντίστοιχη ολίσθηση για την περίπτωση της απλής διάτμησης σε ένα ελαστικό σώμα. Shear Pin [Διατμητικός πείρος] Μηχ. Είναι ένα συνδετικό στοιχείο μιας κατασκευής, κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για να συγκρατεί συνδεδεμένα δύο στοιχεία της και να αντέχει στην καταπόνηση από τις αναπτυσσόμενες διατμητικές τάσεις. Shear Rate [Ρυθμός Διάτμησης] Μηχ. Ορίζεται ως το μέτρο της εφαπτομένης της γωνίας κατά την οποία μετατοπίζονται οι παράλληλες επιφάνειες του σώματος που υφίσταται διατμητική τάση, ανά μονάδα χρόνου. Shear Strain [Διατμητική παραμόρφωση] Μηχ. Είναι ένα είδος παραμόρφωσης ενός σώματος η οποία οφείλεται στην ανάπτυξη των αντίστοιχων διατμητικών τάσεων. Χαρακτηρίζεται από παράλληλη μετακίνηση επιφανειών του σώματος με αλλαγή της γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ σημείων που ανήκουν σε αυτές και της ευθείας που τα συνένωνε πριν την παραμόρφωσή τους. Shear Strength [Διατμητική αντοχή] Μηχ. Ορίζεται ως η μέγιστη διατμητική τάση την οποία μπορεί να αναλάβει ένα σώμα ή ένα μέλος μίας κατασκευής αμέσως πριν αυτό οδηγηθεί στη θραύση του. Shear Stress [Διατμητική Τάση] Μηχ. Είναι το πηλίκο της δύναμης που προκαλεί διάτμηση σε ένα σώμα προς την επιφάνεια πάνω στην οποία δρα. Shear Thickening [Διασταλτός] Ρενστομηχ. Dilatant Fluid Shear W a v e [Διατμητικό κύμα] Μηχ. Χαρακτηρίζεται εκείνος ο τύπος κύματος όπου τα υλικά μόρια κραδαίνονται κάθετα στον άξονα διάδοσης του κύματος και άρα στο υλικό μέσο διάδοσης αναπτύσσεται μία ακολουθία με εναλλασσόμενο πρόσημο διατμητικής παραμόρφο)σης και έντασης, μεταβαλλόμενου σχήματος. Ο τύπος αυτός του κύματος δε διαδίδεται στα ρευστά διότι δεν μπορεί σε αυτά να αποθηκευτεί ενέργεια παραμόρφωσης. Shearing Stress [Διατμητική τάση] Μηχ. Shear Stress Shed [Αποθήκη] Οικοδ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε χώρος μίας κατοικίας ο οποίος προορίζεται, για τη φύλαξη διαφόρων αντικειμένων που δε χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση. Μπορεί να είναι εσαπερικός ή εξωτερικός χώρος και συνήθως η ποιότητα κατασκευής του είναι υποδεέστερη αυτής της κύριας οικίας. Sheen [Ανταύγεια] Οπτικ Πρόκειται για τη γυαλάδα, τη λάμψη δηλαδή που εκπέμπεται από μία αντίστοιχα λεία επιφάνεια όταν αντανακλά επάνω της το φως από κάποια φωτεινή πηγή. Sheepskin [Δέρμα προβάτου] Υλικ. Το δέρμα του προβάτου, τις περισσότερες φορές μαζί με το αντίστοιχο μαλλί του, χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων ειδών ένδυσης, χαλιών και κλινοσκεπασμάτων. Sheer 1 [Αλλαγή πορείας] Νανπηγ. Καλείται η εκτροπή, δηλαδή η απόκλιση από την προκαθορισμένη πορεία ενός πλεούμενου σκάφους, η οποία μπορεί να αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί για διάφορους λόγους. Sheer 2 [Απόκρημνος] Γεωλ. Ο όρος περιγράφει μία χαράδρα, μία πλαγιά ή ένα βουνό όπου η κλίση τους είναι σχεδόν κάθετη ως προς το οριζόντιο επίπεδο, δη-

- 1259 -

λαδή πάρα πολύ απότομη. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και κάθε υλικό το οποίο είναι καθαρό, χωρίς ξένες προσμίξεις ή πολύ λεπτό εάν πρόκειται για ένα κομμάτι υφάσματος. Sheet [Στρώμα] Μαθημ. Εστω ένας τοπολογικός χώρος Τ και Α ι μια ομάδα υποσυνόλων του τοπολογικού χώρου Τ. Αν τα υποσύνολα Α ι αποτελούν συνεκτικά υποσύνολα, πάνω σε ένα καλυπτόμενο χώρο και η προβολή τους καλύπτει όλο τον τοπολογικό χώρο Τ, τότε λέγονται" στρώμα " υποσυνόλων. Sheet F e d Press [Πιεστήρας τροφοδότη χαρτιού] Τεχνολ. Αντικείμενο που συμπιέζει τις σελίδες που έχει ο τροφοδότης χαρτιού για να μην υπερβούν κάποιο όριο δυσλειτουργικότητας. Sheet Feeder [Τροφοδότης σελίδων] Πληρ. Μηχανισμός αναπαραγωγής διαδικασίας της εκτύπωσης με την προώθηση χαρτιού. Sheet Grating [Τεμαχισμός φύλλου] Ηλεκτμομαγν. Ένα φύλλο ή ένας δίσκος αγώγιμου μετάλλου που τοποθετείται κατά μήκος κυματοδηγών, με σκοπό το φιλτράρισμα το>ν τρόπων διάδοσης του μήκους κύματος. Sheet Metal [Λαμαρίνα] ΜεταλΛ. Είναι ένα μεταλλικό στοιχείο, σε μορφή ελάσματος το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη των διαφόρων ανοιγμάτων στις κατασκευές. Ανάλογα με το πάχος του έχει και τις αντίστοιχες αντοχές ενώ είναι πάντα λεπτότερο από μία πλάκα σκυροδέματος αλλά παχύτερο και φαρδύτερο από ένα μεταλλικό φύλλο, Shelf [Κρηπίδα] Γεωλ. Το τμήμα του πυθμένα των θαλασσών - ποικίλου πάχους, μικρής σχετικά γωνίας κλίσης και με πετρώδη ή καλυπτόμενη από οργανογενείς ή κλαστικές ιζηματογενείς αποθέσεις επιφάνεια - που αποτελεί συνέχεια της ξηράς προς τις ωκεάνιες λεκάνες, εκτεινόμενο μεταξύ των ακτών και του βάθους γενικά των 200 μέτρων. Shelf Life [Χρόνος Ζωής] Χημ. Ορίζεται ως η χρονική περίοδος κατά την οποία μια χημική ουσία ή ένα τρόφιμο μπορεί να διατηρήσει αναλλοίωτες τις ιδιότητες του. Shell 1 [Κέλυφος] Αστμον. Περίβλημα που έχει ένα άστρο και συνήθως εννοούμε σε κάποια φάση συστολής του πυρήνα ώστε να υπάρχει κάποια κρούστα αλλά και γενικότερα σαν το περιβάλλον υλικό του πυρήνα, όπου δεν συντελούνται πυρηνικές αντιδράσεις. Shell 2 [Κέλυφος] Πλημ. Σύνολο προγραμμάτων που έχει στη διάθεση του ένας χρήστης όταν εργάζεται πάνω σε ένα πολυχρηστικό σύστημα του οποίου δεν είναι ιδιοκτήτης και πολλές φορές συνοδεύεται από κατάλληλη προγραμματιστική διασύνδεση και άλλα φιλικά αλληλεπιδραστικά συστήματα. Shell 3 [Κέλυφος] Τεχνολ. Υπακούοντας στον πληροφορικό ορισμό, έτσι στην τεχνολογία γραφικών εννοούμε μια συλλογή ενεργειών αυτόνομων που εκτελούν ένα αυτόνομο κύκλο και αντιστοιχούν σε ένα στρώμα (Layer). Shell 4 [Κέλυφος] Μηχ. Αναφέρεται στο εξωτερικό περίβλημα μιας συσκευής. Shell [Φλοιός] Χημ. Η τροχιά πάνω στην οποία κινείται ένα ηλεκτρόνιο γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. Shell Absorption [Απόρριψη κελύφους] Αστμον. Φάση συστολής του πυρήνα όπου το κέλυφος ψύχεται διαφορετικά από τον πυρήνα έχοντας πια μόνο βαριά μέταλλα οπότε διαχωρίζονται και το κέλυφος συνθέτει διά-

Shielded Cable

Κελύφους] Μηχ. Συνήθης τύπος εναλλάκτη θερμότητας, που αποτελείται από μεγάλο κέλυφος, μέσα στο οποίο περνά μια ή περισσότερες σειρές σωλήνων μικρής διαμέτρου. Το ένα ρευστό ρέει μέσα στους σωλήνες και το δεύτερο, συνήθως αυτό που εξατμίζεται, στο κέλυφος. Shell M o d e l [Μοντέλο πυρήνα κατά φλοιούς] Πυμην. Φυσ. Αυτό το μοντέλο βασίζεται στην υπόθεση ότι κάθε νουκλεόνιο κινείται πάνω σε μια καλά ορισμένη τροχιά μέσα στον πυρήνα, υπό την επίδραση του πεδίου που δημιουργούν τα υπόλοιπα νουκλεόνια. Με αυτό το μοντέλο γίνεται κατανοητή η σταθερότητα μερικών πυρηνικών καταστάσεων. Επίσης με αυτό το μοντέλο γίνεται με επιτυχία η πρόβλεψη της στροφορμής των σταθερών πυρήνων. Τέλος ερμηνεύει τον λόγο για τον οποίο οι πυρήνες με άρτιο αριθμό πρωτονίων και νετρο νιων είναι πιο σταθεροί από τους άλλους. Shell P u m p [Αντλία Κελύφους] Μηχ. Φυγοκεντρική αντλία που αποτελείται από το κέλυφος, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένη έκκεντρα μια πτερωτή. Το διάκενο μεταξύ κελύφους και πτερωτής καταλήγει σε σωλήνα κατάθλιψης, που έχει αποκλίνον σχήμα, Shell Structure [Δομή των φλοιών]/7ι>ρ^ν. Φυσ. Στο μοντέλο του πυρήνα κατά φλοιούς, ο σχηματισμός του πυρήνα από τα νουκλεόνια, τα οποία τοποθετούνται με την ίδια ενέργεια στην ίδια κβαντική κατάσταση, Shelterbelt [Ανεμοφράχτης] Οικολ. Διάταξη, συνήθως φυσική όπως μια σειρά δέντρων, που χρησιμοποιείται για την μείωση της ταχύτητας του ανέμου για την προστασία της περιοχής. Shepherding Satellite [Δορυφόρος που περιτυλίγεται] Αστρον. Έκφραση για έναν πλανήτη που συγκρατεί βαρυτικά ένα ή περισσότερους δακτυλίους σε τροχιά γύρω του στο ύψος του ισημερινού σαν δορυφόρους πχ ο Κρόνος ή ο Δίας Sheppard's Correction [Διόρθωση Sheppard] Στατ. Ένας παράγοντας δ 2 /12 που ελαττώνει τη διακύμανση που προκύπτει σε ομαδοποιημένα δεδομένα σε κλάσεις ίσους πλάτους δ. Sherman's Test Statistic [Στατιστικό τεστ Sherman] Στατ. Στατιστικό τεστ για την ANOVA. S h e r w o o d Effect [Φαινόμενο Σέργουντ] Φυσ. Η ιδιότητα κατά την οποία η κυματοσυνάρτηση που περιγράφει ένα σωματίδιο καταστρέφεται κατά την παρουσία ενός εναλλασσόμενου μαγνητικού και ηλεκτρικού πεδίου. Shield 1 [Ασπίδα] Γεωλ. Εκτεταμένα και άκαμπτα παλαιά τεμάχια του ηπειρωτικού φλοιού της Γης (π.χ. η Σκανδιναβική ασπίδα), κατά κανόνα της Προκάμβριου ηλικίας (πριν από περισσότερο από 600 εκατομ. χρόνια), που σχηματίζουν μαζί με τις θαλάσσιες προεκτάσεις τους (τις καλούμενες πλατφόρμες) τις κρατονικές μάζες δηλ. περιοχές στατικές και ήρεμες που δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα από τεκτονικές δραστηριότητες. Shield 2 [Πεδίο προστασίας] Πλημ. Όρος της πληροφορικής αντιμετώπισης ιών που δηλώνει την ύπαρξη πρόγράμματος ελέγχου προσβολών. Shield Factor [Παράγοντας πεδίου προστασίας] Επικοιν. Όρος που χαρακτηρίζει την εξασθένηση που εισάγεται στο σήμα όταν μεταδίδεται σε μεγάλες αποστάσεις από την απώλεια θωράκισης και χαρακτηρίζει κάποιο υλικό μόνωσης πχ λόγω του επιφανειακού φαινόμενου κτλ.

φορα πλανητοειδή αντικείμενα. Shielded Cable [Ερμητικά κλειστό καλώδιο] Ηλεκ. Shell - A n d - T u b e E x c h a n g e r [Εναλλάκτης ΣωλήναΠλέγμα χαλκού, μεταλλικό περίβλημα που χρήσιμο-

Shielded Twisted Pair

- 1260 -

ποιείται για την απομόνωση αγωγού ή αγωγών, με σκοπό τη μείωση του θορύβου ή την παραγωγή ηλεκτροστατικού πεδίου μεταξύ τους Shielded Twisted P a i r (STP) [Θωρακισμένο συνεστραμμένο ζεύγος] Ηλεκτρον. Καλώδια με 2 συνεστραμμένα ζεύγη με θωράκιση και χρήση κυρίως στο Token Ring. Shift [Ολίσθηση] Πληρ. Όρος που δηλώνει μετακίνηση (προς κάθε κατεύθυνση) αλλά σχετικά αργά ή ανεπαίσθητα πχ μιας ποσότητας πληροφορίας ή πάνω στο φάσμα συχνοτήτων κτλ. Διακρίνεται σαφώς για την κατεύθυνση της (προς αριστερά η δεξιά). Shift Operators [Τελεστές ολίσθησης] Πληρ. Τελεστές όλων των γλωσσών προγραμματισμού που εκτελούν πράξεις με bits για επαφές με το χαμηλό επίπεδο της μηχανής. Διακρίνονται σε Shift Left, Shift Right που πολλαπλασιάζουν και διαιρούν με το 2. Shift Register [Καταχωρητής ολίσθησης] Επικοιν. Καταχωρητής της κεντρικής μονάδας που εκτελεί δυαδικό διπλασιασμό. Shift Register Generator [Γεννήτρια καταχωρητή ολίσθησης] Πληρ. Λογισμικό προσομοίωσης χειρισμού modem που εντοπίζει προβλήματα πιθανής δυσλειτουργίας από λογισμικό. Shifting T h e o r e m [Θεώρημα μετατόπισης] Μαθημ. Έστω f (x) μια συνάρτηση. Έστω ότι F (χ) είναι ο μετασχηματισμός Fourier για την συνάρτηση f (x). Για την μετατοπισμένη συνάρτηση f (χ - α) κατά α όπου α € R, ο μετασχηματισμός Fourier δίνεται από την σχέση exp (i α x) F (χ), όπου exp είναι η συντομογραφία της λέξης Exponential και είναι η εκθετική συνάρτηση e. Το ίδιο ισχύει αν η F (χ) είναι ο μετασχηματισμός Laplace για την συνάρτηση f (x). Για την μετατοπισμένη συνάρτηση f (χ - α) κατά α όπου α e R, ο μετασχηματισμός Laplace δίνεται από την σχέση exp (- α x) F (χ).

Shingle [Κροκάλη] Γεωλ. Αδρομερές αποστρογυλεμένο τεμάχιο λίθου διαφόρων μεγεθών που μορφοποιείται δια τριβής και κυλίνδησης υπό την επίδραση της διαβρωτικής ενέργειας υδάτων σε παραλίες και ποταμούς και συχνά σχηματίζει αυτοτελείς παραλιακές εκτάσεις. Shingle [Ξυλοκέραμο] Οικοδ. Πρόκειται για ένα είδος λεπτής σανίδας συνήθως από ξύλο ή και άλλο υλικό η οποία χρησιμοποιείται για την επικάλυψη των ταβανιών ή και των επιφανειών των τοίχων στις οικοδομές. Ship [Πλοίο] Ναυπηγ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε πλεούμενο, κατασκευασμένο από μέταλλο και μεγαλύτερο από μία κοινή μικρή βάρκα. Υπάρχουν διαφόρων μεγεθών πλοία καθώς και διαφορετικών χρήσεων όπως είναι τα εμπορικά, τα επιβατικά, τα πολεμικά και άλλα περισσότερο εξειδικευμένων χρήσεων. Shipbuilding [Ναυπηγική] Ναυπηγ. Καλείται η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη και τον σχεδιασμό των πλοίων καθώς και όλου του απαραίτητου τεχνικού εξοπλισμού τους. Shipfitter [Εργάτης ναυπηγείου] Πολ,Μηχ. Με τον όρο αυτό καλείται ο εξειδικευμένος τεχνίτης που εργάζεται σε ένα ναυπηγείο κατά τη συναρμολόγηση ενός πλοίου και απασχολείται με τις διάφορες σιδηρουργικές εργασίες συγκόλλησης, κοχλίωσης Kat άλλες. Shipping [Στόλος] Ναυπηγ. Ονομάζεται το σύνολο των σημαντικών και αξιόπλοων πλοίων που χρησιμοποιούνται για ένα σκοπό, όπως μπορεί να είναι εμπορικός,

πολεμικός ή άλλος από μία χώρα ή από μία ιδιωτική εταιρεία. Shipping L a n e [Θαλάσσια δίοδος] Ναυπηγ. Ονομάζεται η προκαθορισμένη διαδρομή που ακολουθούν στην ανοιχτή θάλασσα, συνήθως τα εμπορικά πλοία. Shipwright [Ξυλουργός πλοίων] ΠολΜηχ. Καλείται ο εξειδικευμένος τεχνίτης ο οποίος εργάζεται στην κατασκευή ή για την επισκευή ενός πλοίου και πιο συγκεκριμένα απασχολείται κυρίως με όλα τα ξύλινα στοιχεία αλλά και τα μεταλλικά αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στο πλοίο και χρησιμεύουν για τις διάφορες καθημερινές ανάγκες του πληρώματος και των επιβατών. Shipyard [Ναυπηγείο] Ναυπηγ. Ονομάζεται ο χώρος και μαζί όλες οι εγκαταστάσεις που συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν, όπου γίνεται η επισκευή ή και η εξ' αρχής κατασκευή ενός πλοίου καθώς επίσης και η διάλυσή του όταν αυτό πρέπει να αποσυρθεί. Shiran [Σιράν] Ηλεκτμον. Ένα μηχάνημα που μπορεί και μετρά την απόσταση (εμβέλεια) των ραδιοφωνικών σημάτων με μεγάλη ακρίβεια. Shoal 1 [Αβαθής] Υδρολ. Η περιοχή ρηχών υδάτων σε οποιοδήποτε υδάτινο όγκο. Shoal 2 [Υφαλος] Ωκεαν. Απόφυση του θαλασσίου βυθού αποτελούμενη από διαφόρου τύπου συσσωρεύσεις σε περιοχή αβαθών υδάτων, γενικά μικρής άνω επιφάνειας, που προσεγγίζει αλλά δεν υπέρκειται της επιφάνειας τους. Shoal W a t e r [Αβαθή ύδατα] Ωκεαν. Η περιοχή των ρηχών υδάτων των θαλασσίων εκτάσεων με βάθος μικρότερο των 18 μέτρων. Shock [Κρούση] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε απότομη εφαρμογή μίας δύναμης ως διαταραχή σε κάποιο μηχανικό σύστημα, η οποία επιφέρει και μία ανάλογη μετατόπιση σε αυτό. Shock A b s o r b e r [Αποσβεστήρας] Μηχ. Γνωστό και με τον όρο αμορτισέρ, καλείται κάθε μηχανική διάταξη η οποία έχει ως σκοπό την απορρόφηση της ενέργειας μίας κρούσης ή μίας ώθησης σε μία κατασκευή, ώστε οι επακόλουθες επιπτώσεις στην κατασκευή, όπως για παράδειγμα οι μετακινήσεις που θα αναπτυχθούν, να είναι το δυνατόν περιορισμένες. Shock Isolation [Απομόνωση κρούσεων] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η χρήση αποσβεστήρων (βλέπε Shock Absorber) για την απορρόφηση της κρουστικής ενέργειας εκ μέρους ενός μηχανικού συστήματος, η οποία προερχεται από το εξωτερικό του περιβάλλον. Shock W a v e [Κρουστικό κύμα] Φυα. Μια πολύ στενή περιοχή πίεσης και θερμοκρασίας που σχηματίζει κάποιο ρευστό, όταν το ρευστό κινείται υπερηχητικά πάνω από κάποιο στάσιμο αντικείμενο ή όταν ένα "βλήμα" που πετάει με υπερηχητική ταχύτητα μέσα από κάποιο στάόιμο μέσο. Κρουστικό κύμα δημιουργείται από βίαιες διαταραχές. Shockley Partial Dislocation [Χωρική εκτόπιση] Φυα. Στερ.Κατ. Μια χωρική εκτόπιση σε ένα κρύσταλλο στον οποίο το άνυσμα ολίσθησης Μπέργκερ (b) μας δείχνει το μέγεθος της ανωμαλίας και τον επιπλέον δρόμο που πρέπει να κάνουμε για να βρεθούμε στο σημείο που ξεκινήσαμε. Shock - W a v e Lip [Χείλος κρουστικού κύματος] Φυα. Όταν ένα υπερηχητικό αεροσκάφος (όπως ένα τζετ) λόγω της μεγάλης ταχύτητας που αναπτύσσει, δημιουργεί ένα κρουστικό κύμα στην αρχή του αεροσκά-

- 1261 -

φους. Shonkinite [Σονκινίτης] Γεωλ. Πλουτώνιο πέτρωμα μελανοκρατικού συηνίτη αποτελούμενο από καλιούχους άστριους και πυρόξενους και σε μικρότερη αναλογία άλλα ορυκτολογικά συστατικά όπως ολιβίνη, σοδαλίτη, νεφελίνη κλ.π. Shooting M e t h o d [Μέθοδος πυροβόλου] Τεχνολ. Η χρήση υπολογιστικής γεωμετρίας και γεωμετρικής οπτικής (λόγω της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός) για την απόδοση μιας εικόνας κύρια κινούμενης. Shop [Εργαστήρι] Βιομ. Ένας όρος που εκτός της έννοιας του καταστήματος, προσδιορίζει επίσης και το χώρο εκείνο, συνήθως μικρό αλλά με όλα τα απαραίτητα μέσα, όπου πραγματοποιείται κάποια χειρονακτική εργασία για την παραγωγή κυρίως βιοτεχνικών προϊόντων ή τροφίμων. Shore [Ακτή] Γεωλ. Γνωστή και ως όχθη καλείται η θεωρητικά μακρόστενη λωρίδα στερεού εδάφους, η οποία συνορεύει με την υδάτινη μάζα μίας λίμνης ή και της θάλασσας. Shore Effect [Φαινόμενο Σορ] Ηλεκτρομαγν. Η αλλαγή στα χαρακτηριστικά ενός ήλεκτρο μαγνητικού κύματος καθώς περνά κατά μήκος ενός συνόρου γης-θάλασσας, εξ' αιτίας της διαφοράς της μετάδοσης των χαρακτηριστικών των δυο περιοχών. Shore Face [Παράκτιο μέτωπο] Γεωλ. Η μικρού εύρους παράκτια ζώνη από τη γραμμή της κατώτερης παλίρροιας προς το εσωτερικό των υδάτων που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λόγω των επιδράσεων των ιδιάζουσας μορφής αναπτυσσόμενων κυματισμών. Shore Protection [Προστασία ακτής] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για το σύνολο των τεχνικών έργων που πραγματοποιούνται για τη διαφύλαξη της ακτής από την διάβρωση εκ μέρους της υδάτινης μάζας που τη διαβρέχει. Σ' αυτά περιλαμβάνονται οι κυματοθραύστες, τα διάφορα είδη αναχωμάτων, οι προκυμαίες και άλλα. Shoreline [Ακτογραμμή] Γεωλ. Καλείται το όριο της υδάτινης μάζας μίας λίμνης, ενός ποταμού ή και της θάλασσας, δηλαδή το σύνορο κατά μήκος της ιδεατής γραμμής όπου αυτή συναντάει τη στεριά. Shoring [Υποστύλωση] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται το σύνολο των τεχνικών μέσων και εργασιών που απαιτούνται για να παράσχουν μία προσωρινή υποστήριξη σε μία κατασκευή όταν γίνονται διάφορες εργασίες στη στάθμη της θεμελίωσής της. Short-Chain B r a n c h i n g [Διακλαδώσεις μικρών αλυσίδων] Τεχνολ, Ειδική κατηγορία πολυμερών που εμφανίζουν πλευρικές διακλαδώσεις μικρών αλυσίδων, κυρίως μέχρι και τεσσάρων ατόμων άνθρακα. Οι διακλαδώσεις αυτές έχουν επίδραση τόσο στα φυσικά χαρακτηριστικά, όπως η πυκνότητα ή το σημείο τήξης, όσο και στις μηχανικές αντοχές του τελικού πολυμερούς. Short C o l u m n [Κοντό υποστύλωμα] Πολ,Μηχ. Θεο)ρείται κάθε κατακόρυφο φέρων στοιχείο μίας κατασκευής του οποίου το ύψος δεν είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο της διαμέτρου του. Ένα τέτοιο στοιχείο κινδυνεύει να αστοχήσει από υπέρβαση του ορίου της θλιπτικής ή κυρίως της διατρητικής αντοχής του, ενώ είναι αδύνατον να θραυτεί ως συνέπεια του λυγισμού του. Short Distance Navigation [Είδος πλοήγησης] Πλοηγ. Πρόκειται για την πλοήγηση που πραγματοποιείται για τα μεν πλεούμενα σκάφη σε απόσταση μικρότερη των τριών ναυτικών μιλίων από την ακτή και για τα δε αε-

Shot Effect

ροσκάφη με τη βοήθεια οργάνων πλοήγησης τα οποία βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων μιλίων από αυτά. Short Exact Sequence [Βραχεία ακριβής ακολουθία] Μαθημ. Έστω μία ακολουθία, η οποία έχει την ιδιότητα να είναι κυκλική, ή αλλιώς κατά κάποιο τρόπο περιοδική, δηλαδή της μορφής Α —» Β -> Γ -»Α. Τέτοιου είδους ακολουθία λέγεται βραχεία ακριβής ακολουθία. Μια τέτοια μορφή είναι οι τροχιές μια κυκλικής ομάδας. Short Integer [Μικρός ακέραιος] Πληρ. Τύπος δεδομένων που χωρά σε 1 byte και συνήθως περιλαμβάνει τους ακέραιους 0 ως 256 ή -128 ως 128. Short Period C o m e t [Κομήτης μικρής περιόδου] Αστρον. Κομήτης του οποίου η περίοδος είναι συγκριτικά μικρή πχ 150 - 200 χρόνια. Short-Pulse L a s e r [Λέιζερ βραχέων παλμών] Οπτικ. Ένας τύπος λέιζερ που εκπέμπει ένα παλμό που διαρκεί λιγότερο από μερικά νανοσεκόντ (10"9sec). Short-Range Force [Δύναμη μικρής εμβέλειας] Φυσ. Μια δύναμη αλληλεπίδρασης μεταξύ δυο σωματιδίων, η οποία παύει να έχει επίδραση όταν η απόσταση διαχωρισμού μεταξύ των σωματιδίων ξεπεράσει μια συγκεκριμένη τιμή της τάξης του 10"13cm. Short Range Forecast [Πρόγνωση βραχυπρόθεσμη] Μετεωρ. Η πρόγνωση του καιρού για μικρό χρονικό διάστημα, μίας ή δύο ημερών ακόμη και μερικών ωρών. Short R a n g e Radar [Ραντάρ μικρής εμβέλειας] Μηχ. Είναι ένα ραντάρ, δηλαδή μία συσκευή εντοπισμού αντικειμένων με τη βοήθεια εκπομπής ραδιοκυμάτων, που όμως η ακτίνα δράσης της περιορίζεται έως δύο με τρεις εκατοντάδες χιλιόμετρα. Short T e r m Repeatability [Επανάληψη μικρής διάρκειας] Τεχνολ. Τρόπος εκμάθησης κυρίως από μηχανές ρομπότ με επανάληψη μιας ακολουθίας κινήσεων μικρού διαστήματος. Short-Tube Vertical Evaporator [Κατακόρυφος Εξατμιστήρας Μικρού Μήκους Σωλήνων] Μηχ. Από τους παλαιότερους τύπους εξατμιστήρων, που χρησιμοποιούνται ακόμη ευρέως. Αποτελείται από κατακόρυφο κύλινδρο, συνήθως κατασκευασμένο από χυτοσίδηρο, μέσα στον οποίο βρίσκονται οριζόντιοι σωλήνες που καταλαμβάνουν όλη τη διάμετρο του κυλίνδρου. S h o r t - W a v e Broadcasting [Εκπομπή βραχέων κυμάτων] Επικοιν. Εκπομπή γνωστή και ως HF εκπομπή για συχνότητες 6 MHz ως 26 MHz που χρησιμοποιούνται για μεγάλες αποστάσεις και άνθισε ως τη δεκαετία του 1960. S h o r t - W a v e Propagation [Μετάδοση στα βραχέα κύματα] Επικοιν. Συνήθως χρησιμοποιείται Η AM διαμόρφωση μαζί με SSB για κάποιες εφαρμογές. Short-Wave Radiation [Ακτινοβολία στα βραχέα κύματα] Ηλεκτρον. Ακτινοβολία από τα 10 m ως τα 200 m (1600 kHz ως 30 MHz) που χρησιμοποιείται κύρια στη ραδιοφωνία ή στις επικοινωνίες με cb. Short W o r d [Μικρή λέξη] Πληρ. Ποσότητα πληροφορίας μια λέξη που συνήθως είναι 4 byte για να διακρίνεται από τη διπλή λέξη που είναι 8 byte. Shortcut K e y s [Κλειδιά συντόμευσης] Πληρ. Χρήση συνδυασμών πλήκτρων για το τρέξιμο ενός προγράμματος (χωρίς παραμέτρους) ή μιας εντολής που συνήθως ακολουθείται από την εμφάνιση ενός παραθύρου διαλόγου. Shot Effect [Θόρυβος βολής] Ηλεκτρον. Shot Noise

Shot Noise

- 1262 -

Shot Noise [Θόρυβος βολής] Ηλεκτμον. Είναι κάθε παρεμβολή στην εικόνα τηλεόρασης ή σε ραδιοφωνικό σήμα, η οποία οφείλεται στην κατά τυχαίο τρόπο διακύμανση της παραγωγής φορέων σε ένα ενεργό στοιχείο. Shothole [Τρύπα φουρνέλου] Μηχ. Πρόκειται για τις οπές που ανοίγονται στα βράχια, στις οποίες θα τοποθετηθούν οι εκρηκτικές ύλες ώστε να διανοιχτεί το απαιτούμενο όρυγμα στο βράχο κατά την εκτέλεση των διαφόρων τεχνικών έργων, όπως κυρίως στις περιπτώσεις κατασκευής ορισμένων δρόμων. Shoulder [Ερεισμα οδού] Πολ.Μηχ. Ονομάζεται η ζώνη η οποία βρίσκεται κατά μήκος δίπλα στο οδόστρωμα μίας οδού και χρησιμοποιείται κυρίως για την περίπτώση αναγκαστικής στάθμευσης κάποιου οχήματος, για τη διεξαγωγή ελιγμών σε περίπτωση ανάγκης και από κατασκευαστικής πλευράς για τον εγκιβωτισμό του ίδιου του οδοστρώματος. Shovel [Φτυάρι] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται μία σειρά από απλά εργαλεία διαφόρων μεγεθών τα οποία χρησιμοποιούνται για τη χειρονακτική φόρτωση και εκφόρτωση υλικών όπως το έδαφος, η άσφαλτος, το ρευστό σκυρόδεμα, η άμμος και άλλα. Αποτελούνται από μία ξύλινη συνήθως ράβδο που χρησιμοποιείται ως χειρολαβή, στη μία άκρη της οποίας είναι συνδεδεμένη μία μεταλλική πλατιά λεπίδα. S h o w [Παρουσιάζω] Τεχνολ. Πολύ συνηθισμένη εντολή που συνήθως ξεκινά την παρουσίαση ενός θεάματος, μιας εφαρμογής γραφικών κτλ. S h o w e r [Νεροποντή] Μετεωρ. Ισχυρή βροχή μικρής διάρκειας, από νέφη κατακόρυφης ανάπτυξης, με σταγόνες ή στερεά σωματίδια μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα σε άλλου τύπου βροχής. Shrinkage [Συστολή] Μηχ. Καλείται η συρρίκνωση την οποία υφίσταται η μάζα ενός υλικού όταν ψύχεται με συνέπεια τη μείωση του μήκους του. Σαν έννοια αποτελεί το αντίστροφο ακριβώς της διαστολής. Shunt-Excited [Διέγερση σε παράλληλη σύνδεση] Ηλεκτρομαγν. Μια συνθήκη κατά την οποία πηνία συνδέονται παράλληλα σε οπλισμούς ενός μηχανισμού παραγωγής συνεχούς ρεύματος. Shunt-Excited Antenna [Κεραία με διέγερση σε παράλληλη σύνδεση] Ηλεκτρομαγν. Μια μέθοδος διεγερσης μιας κεραίας η οποία δεν είναι μονωμένη με το έδαφος. Ο τροφοδότης συνδέεται στο 1/5 του ύψους της αντένας, θέση που καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Shunt Generator [Γεννήτρια με παράλληλη σύνδεση] Ηλεκ. Πρόκειται για ειδική περίπτωση αυτοδιεγερόμενης γεννήτριας στην οποία οι οπλισμοί της είναι παράλληλα συνδεδεμένοι με πηνία. Shunt L o a d i n g [Παράλληλη φόρτωση] Ηλεκ. Εκφράζει ο όρος αυτός την αντίσταση που συνδέεται παράλληλα κατά μήκος αγωγών σε ένα κύκλωμα μετάδοσης. Shunt M o t o r [Μηχανή παράλληλης σύνδεσης] Ηλεκ. Μια αυτό-διεγειρόμενη μηχανή στην οποία οι οπλισμοί της και τα πηνία είναι συνδεδεμένα παράλληλα. Shunt Neutralization [Εξουδετέρωση με παράλληλη σύνδεση] Ηλεκτρον. Η διαδικασία κατά την οποία η χωρητικότητα ενός πυκνωτή εξουδετερώνει την αγώγιμότητα του πηνίου σε ένα ενισχυτή με ανατροφοδότηση. Shunt Peaking [Σημείο παράλληλης σύνδεσης] Ηλεκτρον. Πρόκειται για μια τεχνική κατά την οποία ένα πηνίο έχει τοποθετηθεί παράλληλα με το σήμα εξόδου

του κυκλώματος για την εξισορρόπηση των απωλειών συχνότητας. Shunt Reactor [Αντιδραστήρας διακλάδωσης] Ηλεκ. Ένας αντιδραστήρας, με σκοπό την σύνδεση σε ένα ηλεκτρικό σύστημα για το σκοπύ να εξουδετερώσει τα επαγωγικά ρεύματα σε μια γραμμή μεταφοράς, Shunt Regulator [Ρυθμιστής Διακλάδωσης] Ηλεκ. Ένα μηχάνημα τοποθετημένο απέναντι από την έξοδο, το οποίο ελέγχει το ρεύμα εξόδου ή την τάση εξόδου Shunt Resistor [Αντίσταση Διακλάδωσης] Ηλεκ. Πρόκείται για μικρή αντίσταση η οποία συνδέεται παράλληλα με ένα αμπερόμετρο για να αυξηθεί το εύρος λειτουργίας του. Shunt Transition [Μετάβαση διακλάδωσης] Ηλεκ. Μια μέθοδος για την αλλαγή σύνδεσης μηχανών από σειριακή σε παράλληλη, κατά την οποία μια μηχανή πρώτα διακλαδώνεται, μετά μπαίνει σε λειτουργία και τελικά συνδέεται παράλληλα με άλλη ή άλλες μηχανές. Shunt W o u n d [Παράλληλη σύνδεση περιέλιξη] Πλεκ. Ένα όργανο που εφαρμόζεται σε μια μηχανή παράγωγης συνεχούς ρεύματος για να δείξει ότι η διέγερση παρέχεται από ένα πηνίο συνδεδεμένο παράλληλα με τους οπλισμούς της μηχανής ή στους οπλισμούς της πηγής της τάσης. Shunting [Διακλάδωση] Ηλεκ. Η παράλληλη σύνδεση ενός στοιχείου κατά μήκος κάποιου άλλου στοιχείου ή μιας ομάδας στοιχείων, Shutter [Διάφραγμα] Οπτικ. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται στις φωτογραφικές μηχανές και καθορίζει το χρόνο διείσδυσης του φωτός στο οπτικό σύστημα της μηχανής. SI [Σύμβολο SI] Μηχ. Συμβολίζει το διεθνές σύστημα μονάδων. International System Of Units Si [Πυρίτιο] —^Silicon Sial [Σιάλ] Γεωλ. Η ανώτερη ζώνη της λιθόσφαιρας που αντιστοιχεί στον ηπειρωτικό φλοιό πάχους περίπου 35 χλμ. και έχει ως κύριο συστατικό το πυρίτιο και το Αργίλιο, από τα αντίστοιχα χημικά σύμβολα των οποίων Si και ΑΙ προέρχεται η ονομασία της. Siberian High [Σιβηρικό υψηλό] Μετεωμ. Το βαρομετρικό υψηλό που σχηματίζεται πάνω από τις περιοχές της Σιβηρίας κατά την διάρκεια του μεγάλου και βαρύ χειμώνα και χαρακτηρίζεται από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Sicilian [Σικέλιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της ΓΙλειστοκαίνου υποπεριόδου (πριν από περίπου 2 εκατομ. χρόνια) της Τεταρτογενούς περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, αρχαιότερη από το Μιλάτσιον και νεότερη από το Καλάβριον της ίδιας υποπεριόδου, Sickle [Δρεπάνι] Μηχ. Είναι ένα μεταλλικό εργαλείο, το οποίο αποτελείται από μία κοφτερή λεπίδα, σε γεωμετρικό σχήμα περίπου ημικυκλίου, προσαρμοσμένη σε μία ξύλινη χειρολαβή. Χρησιμοποιείται για την κοπή διαφόρων φυτών ή συγκεκριμένα για το θερισμό. Sicklerite [Σικλερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανής, κίτρινου ή καφέ χρώματος, με MB 157 και χημικό τύπο Li(Mn,Fe)P0 4 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.59: 1: 0.48 και το μέσο ειδικό του βάρος 3.4. Συναντάται κυρίως στις Η.Π.Α. Side B a n d [Πλευρική ζώνη] Ηλεκτρον. Οι συχνότητες που παράγονται χρησιμοποιώντας τις πλαϊνές επιφάνειες του φορέα. Side Chain [Παράπλευρη Αλυσίδα] Χημ. Ορίζεται μια ομάδα ατόμων που συνδέεται σε κάποιο άτομο της κύ-

- 1263 ριας αλυσίδας του μορίου, σχηματίζοντας διακλάδωση. Side Circuit [Παράπλευρο κύκλωμα] ΙΙλεκ. Ένα κύκλωμα επικοινωνίας και μια σύνδεση γείωσης μπορούν να κατασκευαστούν για να μεταφέρουν 2 μηνύματα ταυτόχρονα με τη βοήθεια επιπλέον εξοπλισμού. Στην περίπτωση δυο μεταλλικών κυκλωμάτων μπορεί να προστεθεί ένα τρίτο κύκλωμα επικοινωνίας παράλληλα. Αυτές οι συνδέσεις γίνονται για τη μετάδοση πληροφορίας. Side Echo [Παράπλευρη ηχώ] Ηλεκτμομαγν. Μια επιπλέον παραπλανητική ηχώ για την ένδειξη μιας θέσης από ένα σύστημα ραντάρ ή από κεραία. Side Frequency [Πλευρική συχνότητα] Επικοιν. Μία από τις 2 συχνότητες που μπορεί να συναντήσει κανείς πέριξ της κύριας συχνότητας κατά την AM διαμόρφωση. Side Reaction [Παράπλευρη Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση που συμβαίνει σε ένα σύστημα, κατά την οποία δεν σχηματίζεται το κύριο προϊόν. Side-Wire Bridge [Γέφυρα με καλώδιο μεταβλητού άκρου(δρομέας)] Ηλεκ. Πρόκειται για ορισμένο τύπο γέφυρας Wheatstone για τη μέτρηση αντιστάσεων με τη βοήθεια ενός βολτόμετρου και ενός ποτενσιόμετρου. Side-Wire Potentiometer [Ποτενσιόμετρο με καλώδιο μεταβλητού άκρου(δρομέας)] Ηλεκ. Πρόκειται για διαιρέτη τάσης, που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία εξαρτημάτων ή κυκλωμάτων που με χρήση ροοστάτη μπορούμε να τροφοδοτήσουμε τα διάφορα μέρη των ηλεκτρικών συσκευών μόνο με μια πηγή τροφοδοσίας. Sidereal [Παράπλευρος] Αστμον. Η χρήση του χρόνου περιστροφής της γης για τον προσδιορισμό του αληθούς χρόνου. Sidereal Clock [Παράπλευρο ρολόι] Αστμον. Νοητό ρολόι που στηρίζεται στον παράπλευρο χρόνο και προσδιορίζει πολλές αστρικές παρατηρήσεις. Sidereal Day [Παράπλευρη μέρα] Αστρον. Το διάστημα μεταξύ 2 διαδοχικών διαβάσεων του αστρικού σώματος από τον μεσημβρινό του τόπου μέτρησης (του τόπου παρατήρησης). Sidereal Hour Angle [Γωνία παράπλευρης ώρας] Αστμον. Συνήθως έτσι αναφέρεται η γωνία της παράπλευρης και της αληθούς (συνοδικής) ημέρας που είναι περίπου 1° ή 3' 56" που αντιστοιχεί σε μια ηλιακή μέρα για ένα χρόνο. Sidereal M o n t h [Παράπλευρος μήνας] Αστμον. Το διάστημα 30 παράπλευρων ημερών. Sidereal Noon [Παράπλευρο μεσημέρι] Αστμον. Η στιγμή περάσματος από το μεσημβρινό. Sidereal Period [Παράπλευρη περίοδος] Αστμον. Χρονικό διάστημα μεταξύ 2 διαφορετικών μετρήσεων του αντικειμένου αναφοράς που συνήθως λαμβάνεται σαν το πέρασμα από τον μεσημβρινό. Sidereal Table [Παράπλευρος πίνακας] Αστμον. Πίνακας ακριβούς διόρθωσης παράπλευρου χρόνου για κάποιο τόπο. Sidereal T i m e [Παράπλευρος χρόνος] Αστμον. Ο χρόνος που μετρά το αντίστοιχο ρολόι και κερδίζει 3* 56" κάθε μέση μέρα. Sidereal Year [Παράπλευρο έτος] Αστμον. Το διάστημα 12 παράπλευρων μηνών. Siderite [Σιδερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό που αποτελείται από ανθρακικό σίδηρο, FeC0 3 . Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα, έχει πράσινο ή καστανό χρώμα,

Siemens 1

ειδικό βάρος 3,9 και σκληρότητα 4Mohs. Sideronatrite [Σιδερονατρίτης] Ορυκτ. Αποτελείται από ένυδρο βασικό θειικό νάτριο και τρισθενές σίδηρο. Έχει χημικό τύπο Na 2 Fe(S0 4 ) 2 (0H)x3H 2 0, έχει κίτρινο ή ποτροκαλλί ή καστανό χρώμα και κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα. Siderophile Element [Σιδηρόφιλο στοιχείο] Γεωχημ. Χημικό στοιχείο, κυρίως με βάση τη παρουσία του στους μετεωρίτες και το γήινο πυρήνα, που παρουσιάζει ισχυρή χημική συγγένεια προς το σίδηρο. Siderophyllite [Σιδεροφυλλίτης] Ομυκτ. Αποτελεί ποικιλία του βιοτίτη, πλούσια σε δισθενές σίδηρο. Η χημική του σύσταση είναι K2[Fe(II), Mg]6-4[Fc(lII), ΑΙ, Ti] 0-2(Sie-5, Α12.3)Ο20-22(ΟΗ, F)4.2. Sidestream [Παράπλευρο Ρεύμα] Χημ. Μηχ. Σε μια κλασματική στήλη, είναι ένα ρεύμα που λαμβάνεται από κάποιο ενδιάμεσο δίσκο, μεταξύ κορυφής και πυθμένα. Sidetone [Συνήχηση] Επικοιν. Κατ' ευφημισμόν το να ακούσει ο ομιλητής την ίδια του τη φωνή από το ακουστικό του τηλεφώνου. Ο ανεπιθύμητος αυτός θόρυβος μετριέται σε dB (Sidetone Level). Sidewalk [Πεζοδρόμιο] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για το τμήμα εκείνο ενός δρόμου το οποίο είναι κατασκευασμένο αποκλειστικά για την κίνηση των πεζών. Βρίσκεται στις δύο άκρες της οδού, συνήθως είναι πλακόστρωτο και ελαφρώς υπερυψωμένο από τη στάθμη του οδοστρώματος. Sidewall [Πλευρά ελαστικού] Μηχ. Είναι η πλαϊνή πλευρά ενός ελαστικού από τη ζάντα του τροχού έως το εξωτερικό πέλμα του. Με τον ίδιο όρο όμως χαρακτηρίζεται και ένας πλευρικός τοίχος μίας κατασκευής. Siding [Υλικό επίστρωσης] Οικοδ. Πρόκειται για ειδικά υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την επικάλυψη ξύλινων επιφανειών με σκοπό την προστασία τους από τη διάβρωση. Siemens 1 [Όμιλος Siemens] Τεχνολ. Ο Όμιλος Siemens συμπλήρωσε εκατό χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα. Διαθέτοντας ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών, αναπτύσσει σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα και συμβάλλει αποφασιστικά στην οικονομική, βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας, στηριζόμενος στις καινοτομίες, την τεχνολογική υπεροχή και το υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης του προσωπικού της. Στις σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες του κατασκευάζονται προϊόντα υψηλής τεχνολογικής στάθμης που προορίζονται για την εγχώρια και την παγκόσμια αγορά, με κύκλο εξαγωγών που σε πολλές παραγωγικές μονάδες του Ομίλου υπερβαίνει το 80%. Ο Όμιλος Siemens στην Ελλάδα, εισάγει την πιο προηγμένη τεχνογνωσία και τεχνολογία, μετατρέποντάς την σε εθνικό κεφάλαιο και δραστηριοποιείται στους εξής τομείς: Πληροφορική & Τηλεπικοινωνίες, Βιομηχανία, Ενέργεια, Συγκοινωνίες, Ιατρικά Μηχανήματα, Business Systems & Services, Τεχνικές Υπηρεσίες, Οικιακές Συσκευές και Φωτισμός. Ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες στην Ελλάδα, με παραπάνω από 2.200 Έλληνες εργαζόμενους, η Siemens έχει ταυτίσει το όνομά της με τη δημιουργία, την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα. Παράλληλα έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με την ενεργό συμμετοχή της στο γιγαντιαίο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της εγχώριας υποδομής και

Siemens 2

- 1264-

τα μεγάλα έργα που ενισχύουν και προάγουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Η Siemens, δραστηριοποιείται 154 χρόνια σε 192 χώρες στον κόσμο. Είναι μία παγκόσμια οικογένεια με πάνω από 450.000 ειδικούς συνεργάτες που ανταλλάσσουν εμπειρία και ιδέες με στόχο ν α βρίσκουν τις καλύτερες λύσεις στα προβλήματα, σε ελάχιστο χρόνο. Siemens 2 [Μονάδα μέτρησης siemens] Ηλεκ. Γνωστή μονάδα μέτρησης στο σύστημα S.I. της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ενός αγωγού, η οποία αντιστοιχεί σε ρεύμα ενός Ampere το οποίο παράγεται από διαφορά φάσης ενός Volt. Siemens' Electrodynamometer [Ηλεκτροδυναμόμετρο Σίμενς] Ηλεκτρομαγν. Ένας μετρητής ο οποίος αποτελείται από ένα σταθερό και ένα κινητό πηνίο, του οποίου η απόκλιση της ένδειξης του μετρητή εξαρτάται από την αλληλεπίδραση του μαγνητικού πεδίου που παράγεται από τα ρεύματα των δυο πηνίων. Τα πηνία μπορεί να είναι συνδεδεμένα σε σειρά ή παράλληλα. Sieve Analysis [Ανάλυση με Κόσκινα] Χημ. Μηχ. Μέθοδος υπολογισμού της κατανομής μεγεθών σε στερεό υλικό, κατά την οποία το υλικό περνά από διαδοχικά κόσκινα, με βαθμιαία μειούμενη διάμετρο οπών. Sieve D i a m e t e r [Διάμετρος Κόσκινου] Χημ. Μηχ. Το μέγεθος της οπής στο πλέγμα ενός κοσκινού, το οποίο καθορίζεται από το οριακό μέγεθος ενός στερεού σωματιδίου που μπορεί να περάσει μέσα από αυτή. Sieve Fraction [Κλάσμα Κόσκινου] Χημ. Μηχ. Το ποσοστό της μάζα ενός στερεού υλικού που περνά μέσα από συγκεκριμένης διαμέτρου κόσκινο και συγκρατείται από κόσκινο αμέσως μικρότερης διαμέτρου. Χρησιμοποιείται κατά τον προσδιορισμό της κατανομής μεγεθών στερεών σωματιδίων. Sieve O f Eratosthenes [Το κόσκινο του Ερατοσθένη] Μαθημ. Ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα έρευνας για τους Αρχαίους Έλληνες μαθηματικούς και φιλοσόφους ήταν η εύρεση και μελέτη των πρώτων αριθμών. Το κόσκινο του Ερατοσθένη είναι μία μέθοδος εύρεσης των πρώτων αριθμών που υπάρχουν μέχρι έναν τυχαίο αριθμό χ. Συνήθως ενδιαφερόμαστε όταν το χ είναι μεγάλο μια και για μικρούς αριθμούς οι πρώτοι αριθμοί είναι λίγο πολύ γνωστοί. Η μέθοδος αυτή έχει ως εξής: Διαγράφουμε από το σύνολο των αριθμών εκείνους τους αριθμούς που είναι πολλαπλάσια του δύο (2) εκτός του δύο (2). Συνεχίζουμε με τον ίδιο τρόπο για το τρία. Διαγράφουμε από το σύνολο των αριθμών εκείνους τους αριθμούς που είναι πολλαπλάσια του τρία (3) εκτός του τρία (3). Μετά συνεχίζουμε με τον αμέσως επόμενο ακέραιο, ο οποίος δεν έχει απλοποιηθεί. Συνεχίζοντας κατ* αυτόν τον τρόπο οι αριθμοί που θα μείνουν στο τέλος θα είναι όλοι οι πρώτοι αριθμοί μέχρι τον αριθμό χ, ο οποίος μπορεί να είναι και αυτός πρώτος αριθμός. Sieve Plate [Διάτρητος Δίσκος] Χημ. Μηχ. Τύπος δίσκου που χρησιμοποιείται σε αποστακτικές στήλες, συνήθως για αποστάξεις υγρών που περιέχουν αιωρήματα στερεών. Ο δίσκος περιέχει οπές μέσα από τις οποίες ανέρχεται η αέρια φάση, ενώ το υγρό ρέει κατά μήκος της επιφάνειάς του. Sieve Shaker [Δονητής Κόσκινων] Χημ. Μηχ. Ειδική διάταξη που χρησιμοποιείται στη μέθοδο προσδιορισμού κατανομής μεγεθών με τη βοήθεια σειράς κόσκινων. Εξαναγκάζει τα κόσκινα σε δόνηση, ώστε η διαδικασία να είναι πιο γρήγορη, αλλά και το αποτέλεσμα πιο ακριβές.

Sieve [Κόσκινο] Χημ. Μηχ. 1. Διάταξη που αποτελείται από συρμάτινα πλέγματα διαφόρων ανοιγμάτων και πάχους. Χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση μεγεθών στερεών σωματιδίων. 2. [Φίλτρο] Διάταξη που περιλαμβάνει σχάρα ή πλέγμα, και αποτελεί προκαταρκτικό τρόπο διαχωρισμού στερεών σωματιδίων από υγρό ή αέριο μέσο. Sift [Κοσκινίζω] Τεχνολ. Η χρήση ορισμένων από τις συχνότητες. Στη συνεχή περίπτωση επιτυγχάνεται με χρήση συνέλιξης. Sigenian [Σιγένιον/ Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Κατώτερης υποπεριόδου (πριν από περίπου 395 εκατομ. χρόνια) της Δεβονίου περιόδου του Παλαιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Γεδίνιον και αρχαιότερη από το Εμσιον της ίδιας υποπεριόδου. Sight Glass [Ανοιγμα παρατήρησης] Μηχ. Ονομάζεται το άνοιγμα με το μόνιμο κομμάτι γυαλιού σε μία δεξαμενή, σε έναν μεγάλο αγωγό ή σε κάποιο άλλο μηχάνημα, από όπου μπορεί κανείς να παρατηρήσει την στάθμη ενός υγρού ή γενικότερα κάποια άλλη διεργασία που πραγματοποιείται στο εσωτερικό. Sigma Algebra [Σίγμα άλγεβρα] Μαθημ. Είναι ένα σημαντικό κομμάτι τον μαθηματικών, το οποίο βρίσκει εφαρμογή σε στοχαστικά μοντέλα και όχι μόνο. Έστω Χ ένα μη κενό σύνολο. Οι κλάσεις του Χ, οι οποίες είναι μη κενές και είναι κλειστές ως πρός τα συμπληρωματικά τους, καθώς επίσης και ως πρός τις ενώσεις τους είναι η σίγμα άλγεβρα για τις κλάσεις αυτές. Sigma B o n d [σ-Δεσμός] Χημ. Ο χημικός δεσμός που δημιουργείται από σ μοριακά τροχιακά, δηλαδή από την αλληλεπικάλυψη και συγχώνευση δύο ατομικών τροχιακών. Sigma Finite [Πεπερασμένη σίγμα άλγεβρα] Μαθημ. Έστω ένας μετρήσιμος χώρος Α, ο οποίος μπορεί να εκφραστεί ως η ένωση πεπερασμένου πλήθους κλάσεων, οι οποίες ανήκουν στον χώρο Α και έστω ότι αυτές είναι της μορφής Β. Έτσι αν Bj e Β και το πλήθος των ενώσεων είναι πεπερασμένο, πλήθος (Bi) < «>, τότε η σίγμα άλγεβρα για το Α είναι πεπερασμένη. Sigma Function [Συνάρτηση σίγμα] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε να μελετήσουμε την συνήθη διαφορική εξίσωση d (log σ) / d z = ζ (ζ), όπου ζ (ζ) είναι μια συνάρτηση του Weiestrass. Αν η συνάρτηση σ είναι μια περιττή συνάρτηση δύο φορές μερικώς περιοδική και πλήρης τότε λέγεται συνάρτηση σίγμα. Sigma H y p e r o n [Σωμάτιο σίγμα] Πυρην. Φυα. Σωμάτιο που ανήκει στην κατηγορία των βαρυονίων και συναντάται σε τρεις μορφές: θετικό, αρνητικό και ουδέτερο. Είναι παράξενο με παραδοξότητα s=-l, παράγεται με ισχυρή αλληλεπίδραση, έχει σπιν Ά και μάζα περίπου ίση με 1190 MeV. S i g m a Ring [Σίγμα δακτύλιος] Μαθημ. Έστω R ένας δακτύλιος, ο οποίος είναι κλειστός και πεπερασμένος μετρήσιμος ως πρός την ένωση των υποσυνόλων Aj δηλαδή ~U| AiG R αν Α·, e R. Αυτός ο δακτύλιος λέγεται σίγμα δακτύλιος. Sigmatron [Σίγματρο] Πυρην.Φυσ. Πρόκειται για ένα επιταχυντή σωματιδίων που προκύπτει από τη συνδυαστική δράση ενός κύκλοτρου και ενός βήτατρου, για την παραγωγή ακτινών Χ της τάξης των 10 βολτ. Sigmoidal Function [Σιγμοειδής συνάρτηση] Μαθημ. Συνάρτηση που το γράφημα της έχει μορφή του γράμματος S. Τυπικότερος εκπρόσωπος το κυβικό πολυώνυμο. Sign 1 [Πρόσημο] Μαθημ. Σύμβολο που δηλώνει αν ένας

- 1265 αριθμός θεωρείται αρνητικός ή θετικός δηλαδή αριστερά ή δεξιά αντίστοιχα από το μηδέν επί της πραγματικής ευθείας. Το πρόσημο είναι το σύμβολο που προηγείται των αριθμών. Έστω α ένας τυχαίος πραγματικός αριθμός. Αν ο αριθμός α είναι μεγαλύτερος του μηδέν (0), α > 0, τότε ο αριθμός αυτός έχει πρόσημο συν (+), ενώ αν ο αριθμός α είναι μικρότερος του μηδέν (0), α < 0, τότε ο αριθμός αυτός έχει πρόσημο μείον ή αλλιώς πλην (-). Sign [Σημάδι] Επικοιν. Συνοπτικά το αντικείμενο της θεωρίας επικοινωνιών δηλ. ποσότητα μεταδιδόμενης πληροφορίας. Sign [Σημείο] Πληρ. Το πρόσημο ενός αριθμού που κρατά η Sign Flag. Sign A n d M a g n i t u d e C o d e [Κώδικας προσήμου - μεγέθους] Πληρ. Χαρακτηριστικό παλαιότερων λογικών του ότι ένας αριθμός αποθηκεύεται χωριστά από το πρόσημο του που τελικά δεν απόδωσε. Sign Bit [Προσήμου bit] Πληρ. Ειδικό (συνήθως το πρώτο) bit που βαστά το πρόσημο ενός αριθμού. Sign Control Flip Flop [Κύκλωμα ελέγχου προσήμου] Πληρ. Κύκλωμα που ελέγχει την ύπαρξη προσήμου και ενεργοποιεί την αντίστοιχη σημαία. Sign Digit [Ψηφίο προσήμου] Πληρ. Παλαιότερη ορολογία που ορίζει ένα ψηφίο για το πρόσημο ενός αριθμού. Sign Flag [Σημαία προσήμου] Πληρ. Ειδικό bit που κρατάει την ύπαρξη προσήμου για τον αριθμό που επεξεργάζεται σε μια στιγμή (πχ γίνεται 1 αν είναι αρνητικός). Sign Of Zodiac [Σημείο του ζωδιακού] Αστρον. Ένα από τα 12 σημεία - αστερισμοί που συμμετέχουν στον ζωδιακό κύκλο δηλαδή τη διαδρομή του ήλιου (της εκλειπτικής) στους αστερισμούς με βάση την προβολή στο ηλιακό έτος. Sign Position [Θέση του προσήμου] Μαθημ. Παραδοσιακά στο αραβικό σύστημα το πρόσημο πηγαίνει αριστερά από τον αριθμό. Sign Test [Τεστ προσήμου] Στατ. Τεστ μη παραμετρικό που γνωστό και σαν το τεστ των εναλλαγών όπου διαχωρίζουμε μια ακολουθία σε 2 ομάδες και ελέγχουμε την κατανομή τους. Signage [Σήμανση] Τεχνολ. Σύνολο σημάτων ρύθμισης και ελέγχου επικοινωνίας που στις μοντέρνες γραμμές έχει δικό της κανάλι. Signal [Σήμα] Ηλεκτρον. Η μετατροπή κάποιου είδους δεδομένων σε δεδομένα μεταβολής τάσης. Διακρίνεται σε διακριτό και ψηφιακό από τον τρόπο που θεωρούμε (μετράμε) το χρόνο. Signal Bias [Σφάλμα σήματος] Ηλεκτρον- Σφάλμα που αποδίδεται σε κακή αναπαράσταση σήματος. Signal Center [Κέντρο σημάτων] Επικοιν. Κέντρο όπου καταφθάνουν σήματα για επαναπροώθηση σε άλλους τοπικούς σταθμούς που εξυπηρετούνται εδώ ή σε άλλους όμοιους σταθμούς με forwarding. Signal Channel [Κανάλι σήματος] Επικοιν. Μπορεί να είναι το κανάλι επικοινωνίας ή ένα ειδικό κανάλι πχ το δίκτυο ISDN που στηρίζεται στο πρωτόκολλο SS#7 χρησιμοποιεί 1 κανάλι για σήμανση και 2 ή 30 για μετάδοση σημάτων εξαρτώμενα από το ρυθμό. Signal Conditioning [Κατάσταση σήματος] Επικοιν. Γνώση της μετάδοσης ενός σήματος σε κάθε σημείο του (όσο συχνά επιτρέπει η δειγματοληψία). Signal Conditioning [Τροποποίηση σήματος] Επικοιν. Το να κάνεις ένα σήμα συμβατό με το φορέα μετάδο-

Signal Standardization

σης με χρήση κάποιων φίλτρων. Signal Control [Ελεγχος κυκλοφορίας] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται ο έλεγχος της κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών που κινούνται σε ένα αστικό οδικό δίκτυο κάνοντας χρήση των φωτεινών σηματοδοτών. Signal Distance [Απόσταση σήματος] Επικοιν. Η απόσταση που μπορεί να λειτουργήσει το σήμα με δεδομένα χαρακτηριστικά όπως συνήθως το καθορίζει η σύσταση μετάδοσης. Signal E l e m e n t T i m i n g [Χρονισμός στοιχείου σήματος] Επικοιν. Το σήμα συγχρονισμού της επικοινωνίας. Signal Graphical Representation [Γραφική αναπαράσταση σήματος] Επικοιν. Η γραφική απόδοση του σήματος συνήθως με χρήση προσεγγιστικών αλγόριθμων και μετασχηματισμών. Signal Ground [Σήμα γείωσης] Επικοιν. Σήμα που μπορεί να λειτουργήσει και σαν (εσωτερικός) συγχρονιστής μεταξύ σημάτων της ίδιας σύνδεσης. Signal In Band [Σήμα εντός ζώνης] Επικοιν. Η κατάσταση αποδοχής σήματος από ένα φίλτρο. Signal Intensity [Ενταση σήματος] Ηλεκτρον. Η δύναμη ηλεκτρικού πεδίου που δημιουργεί το σήμα που μεταφέρεται. Signal Level [Επίπεδο σήματος] Επικοιν. [Δύναμη σήματος] Επικοιν. Όρος που δηλώνει την ένταση ενός σήματος σε κάποιο σημείο ενός πεδίου. Συνήθως μετριέται σε decibel (dB). Signal Light 1 [Οπτικό σήμα] Επικοιν. Σήμα που χρησιμοποιεί ακτίνες φωτός για να διαδοθεί. Signal Light 2 [Φωτεινό σήμα] Μηχ. Πρόκειται για κάθε φωτεινή πηγή η οποία χρησιμοποιείται σε στεριά ή θάλασσα ως προειδοποιητικό σημάδι ή ακόμη και ως φωτεινός σηματοδότης. Signal Normalization [Κανονικοποίηση σήματος] Ηλεκτρον. Έτσι αναφέρεται η εξομάλυνση σήματος δηλαδή αντικατάσταση αιχμηρών σημείων του με κατάλληλα προσεγγιστικά τμήματα πχ συναρτήσεις στέγες Signal Out Of B a n d [Σήμα εκτός ζώνης] Επικοιν. Π κατάσταση μη αποδοχής σήματος από ένα φίλτρο λόγω υπέρβασης ορίων. Signal Processing [Επεξεργασία σήματος] Επικοιν. Σύνολο διεργασιών μετατροπής, αποθήκευσης και ρύθμισης σήματος από κάποια πηγή, συνήθως χρησιμοποιούνται διάφοροι αλγόριθμοι προσέγγισης πχ wavelets. Signal Quality [Ποιότητα σήματος] Επικοιν. Παράμετρος που δηλώνει την απόδοση της επικοινωνίας ως προς το θόρυβο που εισέρχεται. Signal Regeneration [Αναπαραγωγή σήματος] Επικοιν. Κεφαλαιώδες ζήτημα της ανθρώπινης τεχνολογίας που χρησιμοποιεί μαθηματικούς αλγόριθμους και πάρα πολλές τεχνικές για να καλύψει δεδομένα που σε πραγματικό χρόνο μπορεί να περιλαμβάνουν τρισεκατομμύρια bytes. Signal Reshaping [Ανασχηματισμός σήματος] Ηλεκτρον. Ο μετασχηματισμός της μορφής του σήματος με χρήση κατάλληλων τεχνικών. Signal S h a p i n g N e t w o r k [Δίκτυο σχηματισμού σήματος] Ηλεκτρον. Μηχανισμός αναπαραγωγής και ενίσχυσης του σήματος που έρχεται. Signal Speed [Ταχύτητα σήματος] Ηλεκτρον. Ρυθμός μετάδοσης του σήματος σε κάποιο μέσο. Signal Standardization [Κανονικοποίηση σήματος] Ηλεκτρον. Προσαρμογή του σήματος σε ένα άλλο συ-

Signal Station

- 1266 -

νήθως για να χρησιμοποιηθεί πάνω σε ένα φορέα του οποίου οι προδιαγραφές είναι δεδομένες. Signal Station [Σταθμός σημάτων] Επικοιν. Σταθμός ανταλλαγής σημάτων με άλλα αντίστοιχα σημεία Signal Strength [Ένταση σήματος] Ηλεκτμομαγν.Το πλάτος ενός σήματος που δέχεται μια κεραία (δέκτης). Η μέτρηση του σήματος γίνεται σε Volt(βολτ) ή σε Volt/m(βολτ ανά μέτρο). Signal T o Noise Ratio [Πηλίκο σήματος προς θόρυβο] Επικοιν. Το πηλίκο της ισχύος ενός σήματος που μεταδίδεται προς την (δεδομένη) ισχύ θορύβου του καναλιού. Signal W a v e [Κύμα σήματος] Η/χκτρον. Κωδικοποίηση ενός σήματος σε κυματομορφή (διακριτή ή συνεχή)· Signal W a v e E n v e l o p e [Φάκελος κύματος σήματος] Ηλεκτμον. Ένα σήμα που αγκαλιάζει ένα άλλο σήμα συνήθως με την ομαλότερη καλύτερη δυνατή προσέγγιση. Signaling [Σήμανση] Επικοιν. Σύνολο σημάτων που ελέγχει ένα σύνολο επικοινωνιών και συνήθως διακινείται σε ειδικό κανάλι ή πακέτο. Signaling Information Field [Πεδίο πληροφορίας σήμανσης] Επικοιν. Πεδίο που περιέχει την κύρια πληροφορία σήμανσης του πρωτοκόλλου SS #7. Signaling Rate [Ρυθμός σήμανσης] Επικοιν. Σήμα που είναι ένα μέτρο της πραγματοποιούμενης επικοινωνίας. Signaling System #7 (SS#7) [Σύστημα σημάτων #7] Επικοιν. Σύστημα κοινού καναλιού (CCS) της CCITT (1980) με 4 επίπεδα για το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο αλλά και το ISDN καθώς και την κινητή τηλεφωνία. Signaling S y s t e m [Σύστημα σημάτων] Επικοιν. Σύνολο σημάτων μεταξύ 2 μερών που επικοινωνούν (πχ τηλεφωνικά) για έλεγχο επικοινωνίας. Signalization [Σηματοδότηση] Πολ,Μηχ. Πρόκειται για τη διαδικασία της τοποθέτησης φωτεινών σηματοδοτών σε μία σειρά από διασταυρώσεις ενός αστικού οδικού δικτύου για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των οχημάτων και των πεζών. Signature 1 [Υπογραφή] Μαθημ. Έστω Α ένας ερμητιανός πίνακας και γενικότερα μια τετραγωνική μορφή. Η υπογραφή του ερμητιανού πίνακα Α προκύπτει από την εύρεση των ιδιοτιμών του Α και έπειτα από την αφαίρεση του πλήθους των αρνητικών ιδιοτιμο')ν από το πλήθος των θετικών ιδιοτιμών Signature [Υπογραφή] Πλημ. Η ταυτότητα του κατασκευαστή που συνήθως ενσωματώνεται σε κάποιο εσωτερικό κύκλωμα ή σε κάποιο σημείο ενός λογισμικού προγράμματος. Signature [Υπογραφή] Τεχνολ. Απεικόνιση μέσω της τεχνολογίας γραφικών της ανθρώπινης υπογραφής τόσο πιστά όσο την κατασκεύασε ο κάτοχος της. Signature Recognition [Αναγνώριση υπογραφής] Πληρ. Πρόβλημα της υπολογιστικής τεχνολογίας που σιγά σιγά βρίσκει τη λύση του και φιλοδοξεί να μας προστατέψει από τη λογική της χωρίς άδεια χρήσης ή της ελεγχόμενης από κάποιο κεντρικό σύστημα τεχνολογίας. Signed Decimal [Προσημασμένος δεκαδικός] Πληρ. Δεκαδικός του οποίου ορίζεται το πρόσημο. Signed Field [Πεδίο με πρόσημο] Πληρ. Πεδίο μιας βάσης δεδομένων που κρατάει αριθμό με πρόσημο. Signed Integer [Προσημασμένος ακέραιος] Πληρ. Ακέραιος με πρόσημο πχ από -32676 ως 32676.

Signed M e a s u r e [Σημειακώς μετρήσιμη] Μαθημ. Έστω f μια πραγματική προσθετική συνάρτηση, η οποία έχει ως πεδίο ορισμού τις κλάσεις όλων των μετρήσιμων συνόλων πάνω στον μετρήσιμο χώρο Α. Αν η f ικανοποιεί τις κάτωθι ιδιότητες όπως: f ( 0 ) = 0 και η f περιέχει μόνο ένα από τα - <» και το + οο, τότε λέγεται σημειακώς μετρήσιμη. Signed M i n o r [Ελλάσωνα σημεία] Μαθημ. Signed N u m b e r [Αριθμός με πρόσημο] Μαθημ. Έστω α ένας αριθμός. Αν αυτός ο αριθμός μπορεί να χαρακτηριστεί θετικός (+) ή αρνητικός (-) τότε λέμε ότι αυτός ο αριθμός είναι εφοδιασμένος με ένα πρόσημο. Δηλαδή με τον όρο αυτό ορίζεται ένας αριθμός ο οποίος αναγράφεται μαζί με το πρόστιμο του, οπότε μπορεί και να χαρακτηρισθεί ως θετικός ή ως αρνητικός ανάλογα με αυτό. Significance [Σημαντικότητα] Στατ. Ποσοστό που αληθεύει η στατιστική υπόθεση που επιλύεται δηλαδή ποσοστό της κατανομής που ακολουθεί το μέγεθος που μας ενδιαφέρει και απορρίπτουμε ή όχι. Significance Arithmetic [Αριθμητική σημαντικότητας] Πλημ. Αριθμητική της πεπερασμένης άλγεβρας που χρησιμοποιεί πεπερασμένο πλήθος ψηφίων στους υπολογισμούς και για αναπαράσταση αριθμών. Significance Level [Επίπεδο σημαντικότητας] Στατ. Αριθμός μεταξύ του 0 και του 1 που δηλώνει σε ποιο βαθμό δεχόμαστε ή απορρίπτουμε μια στατιστική υπόθεση. Significance Of The Difference [Σημαντικότητα της διαφοράς] Στατ. Για 2 (τουλάχιστον) δείγματα που θέλουμε να ελέγξουμε αν ανήκουν στον ίδιο πληθυσμό ελέγχουμε τη στατιστική σημαντικότητα της διαφοράς των δειγματικών μέσων τους. Significance Probability [Πιθανότητα σημαντικότητας] Στατ. Η πιθανότητα επαλήθευσης ή όχι μιας στατιστικής υπόθεσης. Significance Test [Τεστ σημαντικότητας] Στατ. Οταν η εναλλακτική υπόθεση δεν ορίζεται ακριβώς τότε αυτά τα μονοκατάληκτα τεστ βοηθούν στην αποσαφήνιση της κατάστασης τουλάχιστον ως προς τα επίπεδα σημαντικότητας αν και συνήθως τα μετατρέπουμε σε κάτι σαφέστερο μαθηματικά. Significant Digit [Σημαντικό ψηφίο] Πλημ. Το πιο σημαντικό ψηφίο συνήθως θεωρείται το πρώτο μετά το πρόσημο αλλά σημαντικά ψηφία ορίζονται όσα έχει τη δυνατότητα να χειριστεί η υπολογιστική μνήμη (ενδιάμεσα). Τα υπόλοιπα ψηφία απλά αποκόπτονται ή στρογγυλεύονται. Significant Figure [Σημαντικό ψηφίο] Πλημ. Δες το Significant Digit. S i g n u m [Σημειακή μιγαδική συνάρτηση] Μαθημ. Είναι μια σημειακή μιγαδική συνάρτηση, της οποίας ο συμβολισμός είναι sgn και ορίζεται ως: sgn (0) = 0 και sgn (z) = ζ /1 ζ |. Αν ο ζ είναι πραγματικός αριθμός και επειδή από τις ιδιότητες των μιγαδικών αριθμών ισχύει | ζ | = ζ όταν z e R τότε sgn = 1 αν ζ > 0 και sgn = - 1 αν ζ < 0. Silane 1 [Σιλάνιο] Ανόμγ. Χημ. Υδρογονίδιο του πυριτίου, με γενικό τύπο SinH2N+2· Είναι ισχυρά αναγωγικά σώματα και υδρολύονται ταχέως σε αλκαλικό περιβάλλον. Μέχρι σήμερα έχουν μελετηθεί σιλάνια με τιμές n από 1 έως 8. Silane 2 [Σιλάνιο] Ανόμγ. Χημ. Το απλό υδρογονίδιο του πυριτίου ή μονοσιλάνιο, με χημικό τύπο SiH 4 και μοριακό βάρος 32,12. Είναι πολύ εύφλεκτο άχρωμο αέ-

- 1267ριο, καίγεται προς διοξείδιο του πυριτίου και διαλύεται δε διάλυμα υδροξειδίου του καλίου. Silent Period [Περίοδος σιωπής] Επικοιν. Χρονική διάρκεια αποχής από επικοινωνιακή δοσοληψία. Silex [Σίλεξ] Υλικ. Τύπος ανθεκτικού, λεπτοκοκκώδους χαλαζιακού υλικού που χρησιμοποιείται για τη πλήρωση κενών. Silica [Πυριτία] Avopy. Χημ. Πρόκειται για διοξείδιο του πυριτίου, Si0 2 . Είναι στερεό, τήκεται σε υψηλή θερμοκρασία, έχει μεγάλη σκληρότητα, κακή αγωγιμότητα και ελάχιστη διαλυτότητα. Απαντά σε δύο μορφές, ως χαλαζίας και ως χριστόβαλίτης. Χρησιμοποιείται σε εργαστηριακά όργανα για ειδικές εφαρμογές, όπως χημικά, κυψελίδες φασματοφωτομέτρων, φακούς, πρίσματα, κλπ. Silica F u m e [Μικροπυριτική σκόνη] Υλικ. Αποτελεί μία από τις ουσίες που με την πρόσμιξή της στο σκυρόδεμα βελτιώνει τις ιδιότητές του. Συγκεκριμένα είναι ποζολάνη με λεπτότητα πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του τσιμέντου και θεωρείται ότι αυξάνει σημαντικά την αντοχή και την ανθεκτικότητα του παραγόμενου σκυροδέματος. Silica Gel [Ξηρόπηγμα Πορώδους Πυριτίας] Χημ. Υγρή ουσία με μεγάλο ιξώδες, που σχηματίζεται κατά την επεξεργασία αλάτων του ορθοπυριτικού και μεταπυριτικού οξέος με άλλα οξέα. Η αποξηραμένη ουσία είναι στερεή, εξαιρετικά πορώδης και χρησιμοποιείται ως άριστο προσροφητικό και μέσο αφυδάτωσης. Αναφέρεται επίσης ως πήκτωμα ή πηκτή ή γέλη πυριτίας. Silicate [Πυριτικός] Avopy. Χημ. Αναφέρεται σε άλατα πυριτικού οξέος ή παράγωγα οξειδίου του πυριτίου. Siliceous [Πυριτικό] Γεωλ. Όρος που υποδηλώνει σχέση με τη σίλικα δηλ. το διοξείδιο του πυριτίου. Siliceous ooze [Πυριτική ιλύς] Γεωλ. Ιζηματογενής απόθεση επί των πυθμένων των βαθιών θαλασσών που δημιουργείται από τα σκελετικά ή κελυφικά υπολείμματα πυριτικής σύστασης των οργανισμών όπως π.χ. η γη των διατομών. Siliceous Sediment [Πυριτικό ίζημα] Γεωλ. Ίζημα που σχηματίζεται από τη καθίζηση υπό διάφορες συνθήκες του διοξειδίου του πυριτίου που μεταφέρεται από τα ρέοντα ύδατα ως κολλοειδές αιώρημα διαλυμένο υπό του διοξειδίου του άνθρακα. Silicic [Πυριτικός] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε ουσίες που περιέχοϋν πυρίτιο. Silicic Acid [Πυριτικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι S i 0 2 x n H 2 0 . Πρόκειται για άμορφες στερεές ουσίες, που χρησιμοποιούνται στον καθαρισμό λιπών και ελαίων. Silicide [Πυριτίδιο] Ανόργ. Χημ. Ανόργανη, δυαδική ένωση του πυριτίου με κάποιο μέταλλο. Siliciferous [Πυριτιούχος] Γεωλ. Όρος που υποδηλώνει περιεκτικότητα σε διοξείδιο του πυριτίου (σίλικα). Silicification [Πυριτίωση] Γεωλ. Η εξαλλοίωση ενός πετρώματος ή ιζήματος από την διείσδυση σίλικας (διοξειδίου του πυριτίου) με μερική ή ολική αντικατάσταση των συστατικών του. Silicomagnesiofluorite [Πυριτομαγνήσιοφθορίτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανές ή αδιαφανές, με MB 592 και χημικό τύπο Ca 4 Mg 3 Si 2 05 (OH) 2 F 10 . Αποτελεί συχνά συναντώμενο ορυκτό, σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Silicon [Πυρίτιο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο της IVA ομάδας του περιοδικού πίνακα, με σύμβολο Si, ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,0855, σημείο τήξεως

Silicon Nitride

1410 °C και σημείο ζέσεως 2355"C. Δεν βρίσκεται ελεύθερο στη φύση, έχει τετραεδρική κρυσταλλική δομή, είναι σώμα σκληρό και κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Δεν προσβάλλεται από οξέα, πλην του υδροφθορικού, αλλά από θερμά και πυκνά αλκάλια. Δίνει διάφορα κράματα. Silicon B r o m i d e [Βρωμιούχο Πυρίτιο] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και τετραβρωμοσιλάνιο. Έχει χημικό τύπο SiBr4, μοριακό βάρος 347,70, σημείο πήξεως 5,4 °C και σημείο ζέσεως 154 °C. Είναι άχρωμο, ατμίζον υγρό, ιδιαίτερα ερεθιστικό και διαλυτό σε νερό και θειικό οξύ. Silicon Capacitor [Πυκνωτής πυριτίου] Ηλεκτρον. Είναι μια συσκευή που λειτουργεί ως πυκνωτής με τη χρήση των ιδιοτήτων της αντίστροφης πόλωσης από μια επαφή ρ-η κατασκευασμένη από πυρίτιο. Silicon Carbide [Ανθρακούχο Πυρίτιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι SiC. Είναι άχρα)μο ή μαύρο κρυσταλλικό στερεό, με μοριακό βάρος 40,10 και θερμοκρασία εξαχνώσεως 2700 °C. Διαλύεται σε ατμίζον υδροξείδιο του καλίου και χρησιμοποιείται κυρίως ως λειαντικό μέσο. Silicon Chloride [Χλωριούχο Πυρίτιο] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και τετραχλωροσιλάνιο. Έχει χημικό τύπο SiCl 4 , μοριακό βάρος 169,90, σημείο πήξεως -70°C και σημείο ζέσεως 57,57 "C. Είναι άχρωμο ατμίζον υγρό, με τοξικές ιδιότητες και διαλύεται σε νερό και αιθανόλη. Silicon Diode [Δίοδος πυριτίου] Ηλεκτρον. Η ευκολία διόδου ρεύματος με ορθή πόλωση και η δίοδος ελάχιστου ρεύματος με ανάστροφη πόλωση προσδίδουν στην επαφή ρ-η πυριτίου δυνατότητες χρήσης ως διόδου, που ονομάζεται ημιαγωγός δίοδος. Silicon Dioxide [Διοξείδιο του Πυριτίου] Ανόργ. Χημ. Γνωστό και ως πυριτία. Ο χημικός τύπος είναι Si0 2 , το μοριακό βάρος 60,08, το σημείο ζέσεως 2230 °C και το σημείο πήξεως 1723±5°C. Είναι διαλυτό σε υδροφθορικό οξύ. -> Silica Silicon Elastomer [Ελαστομερή Πολυσιλοξάνια] Ομγ. Χημ. Γραμμικά πολυμερή, μεγάλου μοριακού βάρους, με πολύ καλή σταθερότητα στη θερμοκρασία και στα χημικά αντιδραστήρια. Χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κερατοειδών χιτώνων, καρδιακών βαλβίδων, ακόμη και σε υποτυπώδη πνεύμονα. Silicon Fluoride [Φθωριούχο Πυρίτιο] Ανόμγ. Χημ. Ονομάζεται και τετραφθοροσιλάνιο. Ο χημικός τύπος είναι SiF4, το μοριακό βάρος 104,08, το σημείο ζέσεως -86 °C και το σημείο πήξεως -90,2 °C. Είναι άχρωμη αέρια ένωση, διαλυτή σε νερό, απόλυτη αιθανόλη και υδροφθορικό οξύ. Silicon Iodide [Ιωδιούχο Πυρίτιο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Sil 4 και το μοριακό βάρος 535,70. Είναι τοξική, άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με σημείο ζέσεως 287,5 °C και σημείο τήξεως 120,5 °C, διαλυτή σε διθειάνθρακα. Είναι γνωστή και ως τετραϊωδοσιλάνιο. Silicon M o n o x i d e [Μονοξείδιο του Πυριτίου] Ανόργ. Χημ. Αευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο SiO, μοριακό βάρος 44,08, θερμοκρασία ζέσεως 1880°C και τήξεως μεγαλύτερη από 1702°C. Είναι διαλυτή σε αραιό διάλυμα υδροφθορικού και νιτρικού οξέος. Χρησιμοποιείται σε οπτικές και ηλεκτρικές εφαρμογές. Silicon Nitride [Νιτρίδιο του Πυριτίου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Si 3 N 4 και το μοριακό βάρος 140,28. Είναι γκρι ή λευκή άμορφη σκόνη, διαλυτή σε

Silicon-Oxygen Tetrahedron

- 1268 -

υδροφθορικό οξύ και τήκεται σε θερμοκρασία 1900 °C, υπό πίεση. Silicon-Oxygen Tetrahedron [Τετράεδρο ΠυριτίουΟξυγόνου] Avopy. Χημ. Αναφέρεται στη δομή της πυριτίας, όπου κάθε άτομο πυριτίου ενώνεται με ισχυρούς ομοιοπολικούς δεσμούς με τέσσερα άτομα οξυγόνου. Τα άτομα αυτά του οξυγόνου είναι τετραεδρικά διατεταγμένα γύρω από κάθε πυρίτιο και κάθε οξυγόνο ενώνεται, επιπλέον, με δύο πυρίτια με ομοιοπολικό επίσης δεσμό. Silicon Ρ - Ν Junction [Επαφή ρη πυριτίου] Ηλεκτμον. Θεωρούμε δυο τεμάχια χο)ριστά ρ και η. Στο τεμάχιο τύπου - ρ υπάρχουν ελεύθερες οπές και λίγα ελεύθερα ηλεκτρόνια, ενώ στο τεμάχιο τύπου-n υπάρχουν πολλά ηλεκτρόνια και λίγε σ ελεύθερες οπές. Κατά την επαφή έχουμε διάχυση ηλεκτρονίων από το υλικό τύπου - η στο υλικό τύπου-ρ. Silicon Rectifier [Ρυθμιζόμενος ανορθωτής πυριτίου] Ηλεκτμον. Πρόκειται για θύριστορ. Τα θύριστορ είναι ημιαγωγά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές, οι οποίες έχουν σχέση με ανόρθωση ή ρύθμιση μεγάλων συνήθως ρευμάτων. Silicon Resistor [Αντίσταση πυριτίου] Ηλεκτμον. Πρόκειται για συνήθη αντίσταση κατασκευασμένη ως τμήμα ενός ολοκληρωμένου κυκλώματος. Silicon Solar Cell [Ηλιακή κυψέλη πυριτίου] Ηλεκτμον. Ένα στοιχείο πολικής μπαταρίας, που αποτελείται από εναλλασσόμενα στρώματα τύπου-ρ και τύπουη, τα οποία δημιουργούν μια επαφή ρ-η με την οποία επιτυγχάνεται η μετατροπή της ηλιακής ακτινοβολίας σε ηλεκτρική. Silicon S u r f a c e Barrier Detector [Ανιχνευτής πυριτίου με επιφάνεια φραγμού] Πυρην. Φυσ. Ένας ημιαγώγιμος ανιχνευτής στον οποίο ιονισμένη ακτινοβολία ανιχνεύεται. Ο ανιχνευτής αυτός κατασκευάζεται με χαραγή και επεξεργασία της επιφάνειας ενός κρυστάλλου πυριτίου τύπου-Ν, ώστε να δημιουργηθεί ένα στρώμα φορέων τύπου-Ρ, ο οποίος έπειτα έρχεται σε επαφή με ένα φύλλο χρυσού. Silicon-Symmetrical Switch [Συμμετρικός διακόπτης πυριτίου] Η/χκτρον. Μια συσκευή η οποία επιτρέπει το ρεύμα να περνά προς δυο κατευθύνσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται στον έλεγχο της ταχύτητας μιας μηχανής. Silicon T e t r a b r o m i d e [Τετραβρόμοσιλάνιο] Ανόργ. Χημ. - » S i l i c o n Bromide Silicon Tetrachloride [Τετραχλωροσιλάνιο] Ανόμγ. Χημ. - » Silicon Chloride Silicon Tetrafluoride [Τετραφθοροσιλάνιο] Ανόργ. Χημ. Silicon Fluoride Silicon Tetraiodide [Τετραϊωδοσιλάνιο] Ανόργ. Χημ. -»Silicon Iodide Silicone [Σιλικόνη] Ομγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι (R 2 SiO) x . Είναι πολυμερείς ενώσεις, γνωστές και ως πολυσιλοξάνια. Πρόκειται για σώματα υδρόφοβα, μονωτικά, χωρίς τοξικότητα, ανθεκτικά σε υψηλές θερμοκρασίες και σε πολλά χημικά αντιδραστήρια. Χρησιμοποιούνται ως λιπαντικά, μονωτικά, πλαστικά, υδρόφοβα μέσα, κλπ. Sill 1 [Αναβαθμίδα ή κατώφλι / Κοίτη] Γεωλ. 1. Γεωλογικός σχηματισμός ράχης σημαντικού ύψους του πυθμένα θαλασσίων λεκανών που τις απομονώνει σε σχετικό βαθμό από τα ύδατα των όμορων θαλασσίων εκτάσεων. 2. Μικρού σχετικού εύρους αλλά ποικίλης ανάπτυξης γενικά σύμφωνη διείσδυση μαγματικού υλικού ανάμεσα σε στρώματα περιβαλλόντων πετρωμά-

των. Sill 2 [Πρεβάζι] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται το οριζόντιο ξύλινο ή μεταλλικό στοιχείο δοκού το οποίο βρίσκεται στη χαμηλότερη υψομετρικά στάθμη ενός παραθύρου. Ο ίδιος όρος χαρακτηρίζει επίσης και τη στάθμη όπου πατάει κανείς για να περάσει από μία πόρτα. Sillenite [Σιλλενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από θειικό βισμούθιο. Σχηματίζει πρασινόχρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς κρυστάλλους του ισομετρικού συστήματος. Έχει σκληρότητα 1 έως 2 στη κλίμακα Μος και ειδικό βάρος 9,3. Sillimanite [Σώλιμανίτης] Ομυκτ. Ανυδρο αργιλιοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο AI2S1O5. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα, έχει καστανό ή πράσινο ή λευκό χρώμα, σκληρότητα 6-7 Mohs και ειδικό βάρος 3,23. Silo [Σιλό] Μηχ. Μεγάλη δεξαμενή με κωνικό άκρο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ξηρών στερεών προϊόντων σε μορφή κόκκων κυρίως. Siloxane [Σιλοξάνιο] Ομγ. Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων με γενικό τύπο R 2 SiO. Χρησιμοποιούνται στην σύνθεση ρητινών και πλαστικών υλικών. Silt [Ιλύς] Γεωλ. Χαλαρό κλαστικό ίζημα αποτελούμενο από ιδιαίτερα λεπτοκοκκώδες υλικό με μέγεθος κόκκων ενδιάμεσο μεταξύ άμμου και αργίλου. Siltstone [Ιλυόλιθος] Γεωλ. Συνεκτικό κλαστικό ιζηματογενές πέτρωμα με κύρια μάζα αποτελούμενη από λεπτόκοκκο υλικό με κόκκους μεγέθους ιλύος. Silurian [Σιλούριον] Γεωλ. Γεωλογική περίοδος του Παλαιοζωικού αιώνα, περίπου πριν από 500 εκατομ. χρόνια και διάρκειας 20 εκατομ. χρόνων, που περιλαμβάνει τις υποπεριόδους Ορδοβίσιο και Γοτλάνδιο. Είναι αρχαιότερη της Δεβονίου και νεότερη της Καμβρίου περιόδου του ιδίου αιώνα. Silver [Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Χημικό στοιχείο της IB ομάδας του περιοδικού πίνακα, με σύμβολο Ag, ατομικό αριθμό 47 και ατομικό βάρος 107,8682. Είναι μέταλλο μαλακό, με αργυρόλευκο χρώμα, άριστος αγωγός θερμότητας και ηλεκτρισμού, με σημείο τήξεως 961,93 °C και σημείο ζέσεως 2212°C. Απαντάται ως αυτοφυής ή υπό μορφή διαφόρων ορυκτών, είναι αδρανές στοιχείο, διαλυτό σε νιτρικό οξύ, θερμό θειικό οξύ και κυάνιούχο κάλιο. Silver Acetate [Οξικός Αργυρος] Ομγ. Χημ. Αευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο AgC 2 H 3 0 2 και μοριακό βάρος 166,91. Είναι τοξική ουσία, διαλυτή σε νερό και αραιό νιτρικό οξύ, διασπάται με θέρμανση και χρησιμοποιείται κυρίως ως οξειδωτικό μέσο. Silver Acetylide [Ακετυλενίδιο του Αργύρου] Ανόμγ. Χημ. Ονομάζεται και αργυροκαρβίδιο. Έχει χημικό τύπο Ag 2 C 2 και μοριακό βάρος 239,76. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, τοξική, διαλυτή σε οξέα. Σε ξηρή κατάσταση είναι πολύ εκρηκτική ουσία. Silver Arsenite [Αρσενικώδης Άργυρος] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Ag 3 AsO^ και το μοριακό βάρος 446,52. Είναι κίτρινη σκόνη, διαλυτή σε οξικό οξύ και διάλυμα αμμωνίας και έχει θερμοκρασία τήξεως 150 °C, όπου διασπάται. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων. Silver Bichromate [Διχρωμικός Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Silver Dichromate Silver B r o m a t e [Βρομικός Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο AgBr0 3 και μοριακό βάρος 235,77. Είναι τοξική ουσία, δια-

- 1269σπάσιμη κατά τη θέρμανση και διαλυτή σε νερό και αμμωνία. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Silver B r o m i d e [Βρομιούχος Αργυρος] Α νόργ. Χημ. Λευκοκίτρινη ουσία, με χημικό τύπο AgBr, μοριακό βάρος 187,77, σημείο τήξεως 432"C και σημείο ζέσεως 1300°C. Είναι διαλυτή σε κυανιούχο κάλιο και διάλυμα χλωριούχου νατρίου και ιδιαίτερα ευαίσθητη στο ηλιακό φως, γι' αυτό χρησιμοποιείται στην κατασκευή φωτογραφικών πλακών, φιλμ και χαρτιών. Silver C a r b o n a t e [Ανθρακικός Άργυρος] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικό τύπος είναι Ag2CC>3 και μοριακό βάρος 275,75. Είναι κίτρινη σκόνη, που τήκεται στους 215 °C και διαλύεται σε υδροξείδιο του αμμωνίου. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση άλλων χημικών ενώσεων. Silver Chlorate [Χλωρικός Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Λευκό, κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο AgC10 3 , μοριακό βάρος 191,32, θερμοκρασία τήξεως 230 °C και ζέσεως 270 °C. Είναι υδατοδιαλυτή ουσία και χρησιμοποιείται ως χημικό αντιδραστήριο. Silver Chloride [Χλωριούχος Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικύ άλας, που αποτελεί τον ορυκτό κεραργυρίτη. Έχει χημικό τύπο AgCl, μοριακό βάρος 143,32, σημείο τήξεως 455 °C και σημείο ζέσεως 1550 °C. Είναι λευκή ουσία, διαλυτή σε διάλυμα αμμωνίας και κυανιούχο κάλιο. Προσβάλλεται από το φως και χρησιμοποιείται σε οπτικές εφαρμογές και στη φωτογραφία. Silver C h r o m a t e [Χρωμικός Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Ερυθρό κρυσταλλικό άλας, δυσδιάλυτο στο νερό, που έχει χημικό τύπο Ag2Cr0 4 και μοριακό βάρος 331,73. Χρησιμοποιείται στη χημική ανάλυση. Silver Cyanide [Κυανιούχος Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι AgCN και το μοριακό βάρος 133,89. Πρόκειται για τοξική, λευκή κρυσταλλική ένωση, που τήκεται στους 320 °C και διαλύεται σε νιτρικό οξύ, διάλυμα αμμωνίας και κυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμακευτικών προϊόντων. Silver D i c h r o m a t e [Διχρωμικός Αργυρος] Α νόργ. Χημ. Ερυθρό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο Ag 2 Cr 2 0 7 και μοριακό βάρος 431,72. Διασπάται με θέρμανση ή σε θερμό ύδωρ και είναι διαλυτό σε οξέα και αμμωνία. Silver Fluoride [Φθοριούχος Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο AgF και μοριακό βάρος 126,87. Είναι τοξική, ευαίσθητη στο φως ουσία, διαλυτή στο νερό, τήκεται στους 435 °C και ζέει στους 1159°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων. Silver Iodate [ϊωδικός Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο AgIC>3, μοριακό βάρος 282,77 και θερμοκρασία τήξεως 200 °C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, που διασπάται με θέρμανση, διαλύεται σε νιτρικό οξύ, αμμωνία και ιωδιούχο κάλιο και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Silver Iodide [Ιωδιούχος Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση με χημικό τύπο Agl και μοριακό βάρος 234,77. Είναι κίτρινο άλας που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και σε θερμοκρασία 146°C μετατρέπεται σε λευκοκίτρινη ουσία, στο εξαγωνικό σύστημα, η οποία έχει σημείο τήξεως 558 °C και ζέσεως 1506°C. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη φωτογραφία. Silver Nitrate [Νιτρικός Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικό άλας, πολύ διαλυτό στο νερό, με χημικό τύπο A g N 0 3 , μοριακό βάρος 169,87, σημείο τήξεα>ς 212 °C

Sima

και ζέσεως 444 °C, όπου διασπάται. Όταν το δέρμα έρθει σε επαφή με υδατικό διάλυμα νιτρικού αργύρου, εμφανίζει μαύρες κηλίδες, λόγω αναγωγής των ιόντων του αργύρου και ταυτόχρονης επίδρασης του φωτός. Χρησιμοποιείται στη φωτογραφία, σε βαφές, μελάνες και ως χημικό αντιδραστήριο. Silver Nitrite [Νιτρώδης Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Αευκή κρυσταλλική ένωση, με τύπο A g N 0 2 , μοριακό βάρος 153,87 και θερμοκρασία τήξεως 140 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, οξικό οξύ και αμμωνία. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Silver Oxide [Οξείδιο του Αργύρου] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι A g 2 0 και το μοριακό βάρος 231,74. Είναι καστανό μαύρη κρυσταλλική ένωση, που τήκεται στους 230 °C και διαλύεται σε νερό, αμμωνία και αιθανόλη. Έχει την τάση να απορροφά διοξείδιο του άνθρακα, ενώ με προσεκτική αναγωγή αποθέτει μεταλλικό άργυρο στα τοιχώματα του δοχείου, σαν κάτοπτρο. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης και ως χημικό αντιδραστήριο. Silver Perchlorate [Υπερχλωρικός Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Αευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο AgC10 4 και μοριακό βάρος 207,32. Τήκεται στους 486 °C και διαλύεται σε νερό, αιθανόλη, τολουόλιο και βενζόλιο. Silver P e r m a n g a n a t e [Υπερμαγγανικός Αργυρος] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι A g M n 0 4 και το μοριακό βάρος 226,80. Είναι κρυσταλλική ουσία, με σκούρο ιώδες χρώμα, διαλυτή σε νερό και διασπάσιμη κατά τη θέρμανση. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση αντισηπτικών. Silver Peroxide [Υπεροξείδιο του Αργύρου] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο A g 2 0 2 και μοριακό βάρος 247,74. Είναι κρυσταλλική ένωση, με γκρι ή μαύρο χρώμα, διαλύεται σε θειικό και νιτρικό οξύ, ενώ διασπάται με θέρμανση σε θερμοκρασία πάνω από 100. Πρόκειται για ισχυρό οξειδωτικό μέσο. Silver Phosphate [Φωσφορικός Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Κίτρινη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Ag3P0 4 , μοριακό βάρος 418,58 και σημείο τήξεως 849 °C. Είναι διαλυτή σε οξέα, αμμωνία και κυανιούχο κάλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων. Silver Plating [Επαργύρωση] Χημ. Ηλεκτρολυτική μέθοδος επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με άργυρο. Silver Print [Εκτύπωση ασημιού] Τεχνολ. Τεχνολογία που δίνει στην εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου τη στιλπνότητα του ασημιού. Silver Sulfate [Θειικός Άργυρος] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Ag 2 S0 4 , το μοριακό βάρος 311,79, η θερμοκρασία τήξεως 652 °C και ζέσεως 1085 °C. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, οξέα και διάλυμα αμμωνίας. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Silver Sulfide [Θειούχος Αργυρος] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικύ τύπο Ag 2 S και μοριακό βάρος 247,80. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, αλλά με θέρμανση στους 175 °C μετατρέπεται σε Κυβικό. Έχει σημείο τήξεως 825 °C και είναι διαλυτό σε κυανιούχο κάλιο και οξέα. Sima [Σιμά] Γεωλ. Η κατώτερη ζώνη της λιθόσφαιρας, που αντιστοιχεί στον ωκεάνιο φλοιό και έχει ως κύρια συστατικά το πυρίτιο και το μαγνήσιο, από τα αρχικά των Αατινικών ονομασιών των οποίων Silicum και Magnisium προέρχεται η ονομασία της.

Similar

- 1270-

Similar [Ομοιότητα] Μαθημ. 1. Δυο τρίγωνα λέγονται όμοια αν και μόνον αν έχουν όλες τις γωνίες τους ίσες μια πρός μια και όλες τις πλευρές τους ανάλογες μια πρός μια. αυτός ο ορισμός μπορεί να επεκταθεί σε όλα τα ν-γωνα τα οποία έχουν ίσο αριθμό πλευρών ανά δύο μεταξύ τους. 2. Έστω Α ο πίνακας του ενδομορφισμού Γ: Ε Ε στη βάση {α, β,..., ν} και Β ο πίνακας του ενδομορφισμού f στην βάση {a, b, n). Τότε ο πίνακας Β - Ρ _ι Α Ρ είναι όμοιος του Α αν και μόνον αν υπάρχει ο πίνακας Ρ ο οποίος λέγεται πίνακας μετάβασης από την πρώτη βάση στην δεύτερη και είναι αντιστρέψιμος. Similarity Index [Δείκτης ομοιότητας] Στατ. Δείκτης της θεωρίας συμπλεγμάτων (Cluster Analysis) που χρησιμοποιεί διάφορες αποστάσεις για να μετρήσει τη σχέση ομοιότητας 2 αντικειμένων. Similarity T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός ομοιότητας] Μαθημ. 1. Έστω Α ένας διανυσματικός χώρος και Φ (Α) είναι ένας γραμμικός μετασχηματισμός πάνω στον διανυσματικό χώρο Α. Αν υπάρχει ένας αυτομορφισμός Β (Α), τέτοιος ώστε να είναι ίσος με Β (Α) = Ρ Γ Ρ όπου Ρ είναι ένα αντιστρέψιμο στοιχείο του Φ (Α) και Γ είναι ένα στοιχείο του Φ (Α). 2. Έστω {α,β,γ,.,.,η} μια βάση ενός διανυσματικού χώρου Α, ο οποίος είναι διάστασης η. Τότε ένας γραμμικός μετασχηματισμός Φ (Α) ο οποίος είναι διάστασης n x η, είναι μετασχηματισμός ομοιότητας αν και μόνον αν ο Φ (Α) δίνεται από την μορφή Φ (Α) = Ρ Α Ρ όπου Ρ είναι ένας πίνακας μετάβασης μεταξύ βάσεων και είναι και αντιστρέψιμος. S i m m o n s - S m i t h Reaction [Αντίδραση SimmonsSmith] Οργ. Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία επιδρά η οργανομεταλλική ένωση ICH2ZnI, σε διπλό δεσμό (C=C) οργανικής ένωσης. Αποτέλεσμα της αντίδρασης είναι η διάσπαση του διπλού δεσμού και η εισαγωγή μεθυλενικής ομάδας (-CH 2 -) στο μόριο. Simoon [Σιμούν ή Λίβας] Μετεωρ. Ξηρός, θερμός και πνιγηρός άνεμος (καλούμενος και Σαμιέλ) πάντοτε χρονικής διάρκειας μικρότερης των 20 λεπτών, που πνέει στην Αραβική έρημο και την έρημο της Σαχάρας από ΝΑ ή Α διευθύνσεις, κατά κανόνα την άνοιξη και στο τέλος του θέρους, συμπαρασύροντας συχνά άμμο και δημιουργώντας ανεμοστρόβιλους. Η θερμοκρασία φτάνει κατά τη διάρκεια του και τους 60°C. Simple [Απλός] Χημ. Χαρακτηρίζει ένα χημικό σύστημα που αποτελείται μόνο από ένα είδος ουσίας ή ένα χημικό στοιχείο. Simple Aggregative Index [Απλός αυξητικός δείκτης] Στατ. Δείκτης μιας χρονοσειράς που εκφράζει ένα πηλίκο με ένα κατάλληλο μέσο άθροισμα όπου φαίνεται η μεταβολή σε ποσοστά αλλά όχι και η τάση. Simple Alternative [Απλή εναλλακτική] Στατ. Η χρήση μιας μηδενικής υπόθεσης ελέγχεται πάνω στην εναλλακτική υπόθεση που συνήθως είναι απλή (για μια δίτιμη λογική). Simple B u f f e r i n g [Απλή προσωρινή αποθήκευση] Πλημ. Προσωρινή αποθήκευση χωρίς έλεγχο στοιχείων που αποθηκεύονται πχ χωρίς έλεγχο ισοτιμίας. Simple Closed C u r v e [Απλή κλειστή καμπύλη] Μαθημ. Έστω Α μια καμπύλη, η οποία έχει την ιδιότητα να είναι κλειστή, δηλαδή η αρχή της καμπύλης ενώνεται με το πέρας της. Αν η καμπύλη αυτή δεν τέμνεται με τον εαυτό της σε κανένα σημείο της. Simple Extension [Απλή επέκταση] Μαθημ. Έστω Α ένα πεδίο και Β είναι μια επέκταση του Β. Αν η επέ-

κταση Β παράγεται από το Α και ένα στοιχείο του Α δεν ανήκει στο Β, έστω α αυτό το σημείο με α e Α και α € Β, τότε το Β είναι μια απλή επέκταση του Α. Simple Function [Απλή συνάρτηση] Μαθημ. Έστω f μια συνάρτηση, η οποία μπορεί να είναι είτε πραγματική συνάρτηση είτε μιγαδική συνάρτηση. Αν η συνάρτηση f είναι μηδέν σε όλα τα σημεία της εκτός από πεπερασμένο πλήθος σημείων της λέγεται απλή συνάρτηση. Simple G a t e w a y Monitoring Protocol (SGMP) [Απλό πρωτόκολλο ελέγχου πύλης] Επικοιν. Πρωτόκολλο ελέγχου επικοινωνιών σε επίπεδο δικτύου που χρησιμοποιείται για έλεγχο δικτυακών πυλών. Simple G r a p h [Απλό γράφημα] Μαθημ. Έστω Α μια γραμμή και g (Α) η γραφική της παράσταση στο επίπεδο σύστημα αξόνων ΟΧΥ. Αν η γραφική παράσταση της γραμμής Α δεν έχει ούτε στροφές ούτε πολλαπλές ακμές τότε λέγεται απλή γραφική παράσταση ή αλλιώς απλό γράφημα. Simple G r o u p [Απλή ομάδα] Μαθημ. Έστω G μια ομάδα η οποία είναι κανονική ομάδα. Αν η ομάδα G δεν έχει γνήσιες τετριμμένες κανονικές υποομάδες αλλά οι μόνες κανονικές υποομάδες της είναι το μοναδιαίο σημείο και η ίδια η G. Simple H a r m o n i c Current [Απλό αρμονικό ρεύμα] Ηλεκ. Πρόκειται για ένα ρεύμα το οποίο έχει ημιτονική κυματομορφή. Simple H a r m o n i c Electromotive F o r c e [Απλή αρμονική ηλεκτρεγερτική δύναμη] Ηλεκ. Μια εναλλασσόμενη ηλεκτροδυναμική δύναμη η οποία ισούται με το γινόμενο μιας σταθεράς και του συνημίτονου ή ημίτονου μιας γωνίας που μεταβάλλεται γραμμικά με το χρόνο. Simple H a r m o n i c Motion [Απλή αρμονική κίνηση] /fli/c.->Harmonic Motion (αρμονική κίνηση) Simple H a r m o n i c Voltage [Απλή αρμονική τάση] Ηλχκ. Πρόκειται για ρεύμα με μια ημιτονική κυματομορφή. Simple M a c h i n e (Βασικός απλός μηχανισμός] Μηχ. Ορίζεται ως ένας από τους έξι πρωταρχικούς και στοιχειώδης μηχανισμούς οι οποίοι θεωρείται ότι βρίσκονται στη βάση κάθε πολυπλο κότερου μηχανικού συστήματος. Αυτοί είναι ο μοχλός, το κεκλιμένο επίπεδο, ο τροχός, η βίδα, η σφήνα και η τροχαλία. Simple Mail Transfer Protocol (SMTP) [Πρωτόκολλο μεταφοράς απλού ταχυδρομείου] Επικοιν. Το πρώτο πρωτόκολλο μεταφοράς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διαδικτύου που σταδιακά αντικαθίσταται από το POP -3. Simple M a n a g e m e n t Protocol (SMP) [Απλό πρωτόκολλο διαχείρισης] Επικοιν. Πρωτόκολλο διαχείρισης δικτύων. Simple N e t w o r k M a n a g e m e n t Protocol (SNMP) [Πρωτόκολλο διαχείρισης απλού δικτύου] Επικοιν. Ένα στάνταρτ (1988, 1992) για τοπικά δίκτυα αρχικά και μετά για το internet. Έχει 4 επίπεδα και βλέπει όλο το δίκτυο σαν κοινότητα. Simple P e n d u l u m [Απλό εκκρεμές] Μηχ. Είναι ένα θεωρητικό μοντέλο για τη μελέτη της ελεύθερης ταλάντωσης. Αποτελείται από μία μικρή μάζα η οποία αναρτάται από ένα νήμα που με τη σειρά του κρέμεται από μία οριζόντια σταθερή δοκό. Simple Protein [Απλή πρωτεΐνη] Βιοχημ. Όρος που χαρακτηρίζει ειδική κατηγορία πρωτεϊνών που η υδρόλυση τους, που συνήθως πραγματοποιείται παρουσία

- 1271 -

ενζύμων, δίνει αποκλειστικά αμινοξέα. Βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τις σύνθετες πρωτεΐνες όπου εκεί η δομή της πρωτεΐνης περιλαμβάνει και συστατικά πέραν των αμινοξέων. Οι γνωστότερες πρωτεΐνες αυτής τής κατηγορίας είναι οι πρωταμίνες, προλαμίνες, ιστόνες και η γλοβουλίνη. Simple R a n d o m Sample [Απλό τυχαίο δείγμα] Στατ. Τυχαίο δείγμα που ελήφθηκε με απλή (όχι πολλαπλή) δειγματοληψία. Simple Results [Απλά αποτελέσματα] Στατ. Εξαγόμενα που δεν μπορούν να επεξεργαστούν περαιτέρω αλλά είναι έτοιμα για παρουσίαση. Simple Ring [Απλός δακτύλιος] Επικοιν. Δακτύλιος ροής πληροφορίας ύπου συνδέονται οι σταθμοί μονής κατεύθυνσης. Simple Root [Απλή ρίζα] Μαθημ. Έστω Ρ (χ) ένα πολυώνυμο ν βαθμού. Αν το πολυώνυμο Ρ (χ) έχει μόνο ρίζες πολλαπλότητας ένα (1), δηλαδή ρίζα της μορφής (Χ - ρ) και δεν έχει ρίζες μεγαλύτερης πολλαπλότητας τότε η ρίζα ρ είναι μοναδική και λέγεται απλή ρίζα. Simplex Channel [Κανάλι μονής κατεύθυνσης] Επικοιν. Μέσο διακίνησης πληροφορίας μονής κατεύθυνσης που συνήθως συναντάμε σε περιβάλλοντα Master Slave πχ επικοινωνία υπολογιστή εκτυπωτή. Simplex M e t h o d [Μέθοδος Simplex] Μαθημ. Στο κομμάτι του γραμμικού προγραμματισμού, πολλές φορές χρειαζόμαστε τον υπολογισμό κέρδος ή κόστους. Ο υπολογισμός αυτός προκύπτει από την επίλυση ενός συστήματος. Η μέθοδος Simplex είναι μια μέθοδος επίλυσης αυτού του συστήματος. Ξεκινάμε με την απομάκρυνση των στοιχείων της πρώτης στήλης του πίνακα που προκύπτει από το σύστημα. Η απομάκρυνση αυτή πραγματοποιείται με τον μηδενισμό των στοιχείων της στήλης που βρίσκονται κάτω από το πρώτο στοιχείο της το οποίο το πολλαπλασιάζουμε με τον κατάλληλο αριθμό κάθε φορά ώστε να είναι ίσο με το αντίστροφο του στοιχείου το οποίο θέλουμε να απομακρύνουμε και το προσθέτουμε σε αυτό ώστε να προκύψει μηδέν (0) σε εκείνο το σημείο. Συνεχίζοντας με αυτό τον τρόπο προκύπτει στο τέλος ένας άνω τριγωνικός πίνακας και προκύπτουν οι λύσεις. Simplex Transmission [Μετάδοση μονής κατεύθυνσης] Επικοιν. Υλοποίηση επικοινωνίας μεταξύ 2 σταθμών πάντα προς την ίδια φορά (πχ ραδιόφωνο). Simplicial Subdivision [Απλουστευμένη υποδιαίρεση] Μαθημ. Μια διαμέριση ενός χώρου, ο οποίος περιέχει απλουστευμένους μιγαδικούς, οι οποίοι έχουν διάσταση μικρότερη ή ίση από την διάσταση του χώρου λέγεται απλουστευμένη υποδιαίρεση. Simply Connected [Απλώς συνδεδεμένος] Μαθημ. Έστω Α ένας τοπολογικός χώρος και Β ένα υποσύνολο του τοπολογικού χώρου A, A c Β. Αν το υποσύνολο Β έχει το σύνορο του συνδεδεμένο, τότε το υποσύνολο Β λέγεται απλώς συνδεδεμένο. Επίσης λέγεται απλώς συνδεδεμένος χώρος ο τοπολογικός χώρος Α αν και μόνον αν είναι και ολικώς και τοπικός συνδεδεμένος. Από αυτό τον ορισμό προκύπτει ότι αν η βασική ομάδα παραγωγής του χώρου περιέχει μόνο ένα στοιχείο. Simpson's Rule [Ο κανόνας του Simpson] Μαθημ.. Είναι μια μέθοδος προσέγγισης της λύσης ενός ολοκληρώματος, το οποίο είναι αδύνατο να λυθεί με τις γνωστές αριθμητικές μεθόδους. Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο, το ολοκλήρωμα μιας πραγματικής συνάρτησης f σε ένα διάστημα [α, β ] μπορεί να προσεγγιστεί με την βοήθεια του κάτωθι τύπου: (β - α) ν f (x) dx -

Simultaneous Equations Model

[f (α) + 4 f ((α + β) / 2) + f (β)] dx. Είναι ο νόμος των Newton - C o t e s για n = 2. Simpsonite [Σιμσονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ρομβοεδικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής, κίτρινου, λευκού ή καφέ χρώματος, με MB 814 και χημικό τύπο Al 4 (Ta,Nb) 3 0|3(0Η). Ο λόγος των αξόνων του είναι a: c = 1: 0.61 και το ειδικό του βάρος 6.7. Συναντάται κυρίως σε διάφορές περιοχές της Αυστραλίας, Simula Language [Γλώσσα προγραμματισμού Simula] Πληρ. Γλώσσα που χρησιμοποιείται για κατασκευή μοντέλων προσομοίωσης. Simulate 1 [Προσομοιώνω] Μηχ. Σχεδιάζω μια εικόνα που παριστά ένα φυσικοχημικό σύστημα ή μια διεργασία, με σκοπό τη μελέτη ή τη ρύθμιση αυτού σε μικρή κλίμακα. Συνήθως αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια υπολογιστικών προγραμμάτων, Simulate 2 [Προσομοιώνω] Τεχνολ. Χρήση υπολογιστικών διαδικασιών παραγωγής δεδομένων κατάλληλων για είσοδο ενός συστήματος, έλεγχος της διαδικασίας επεξεργασίας και καταγραφή των αποτελεσμάτων εξόδου για αποθήκευση, έλεγχο ή ανατροφοδότηση.. Simulation [Προσομοίωση] Τεχνολ. Έλεγχος καταλληλότητας μιας συστημικής λειτουργίας με στατιστικές μεθόδους. Simulation Language [Γλώσσες προσομοίωσης] Πληρ. Ειδικές γλώσσες προγραμματισμού που συνεργάζονται με άλλες μητρικές γλώσσες ώστε να επιτυγχάνεται η βέλτιστη προσομοίωση. Συνήθως προσαρμόζονται πρώτα στο υπολογιστικό περιβάλλον που τις φιλοξενεί (πχ Simulink, Dynamo, Simula, Simscript κτλ). Simulation Scripting Language (Simscript) [Γλώσσες προσομοίωσης με προγραμματάκια] Πληρ. Γλώσσα προσομοίωστις για διακριτά συστήματα, Simulator [Προσομοιωτής] Μηχ. Μία διάταξη που χρησιμοποιείται για την προσομοίωση διεργασίας, με σκοπό τη μελέτη των ιδιοτήτων της. Simulator^ [Προσομοιωτής] Τεχνολ. Μηχανισμός που επιχειρεί να δώσει στον χειριστή του μια αίσθηση λειτουργίας ενός πραγματικού περιβάλλοντος. Το περιβάλλον φτιάχνεται εικονικό και ανατροφοδοτείται από γεννήτριες δεδομένων καταστάσεων. Χρησιμοποιείται όπου οι συνθήκες βίωσης αληθινής πραγματικότητας είναι ασύμφορες. Simulink Language [Γλώσσα Simulink] Πληρ. Γνωστή γλώσσα προσομοίωσης που στηρίζεται από το μαθηματικό περιβάλλον Matlab και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για συστήματα ελέγχου κτλ. Simultaneous Computers [Πολλαπλοί υπολογιστές] Πληρ. Μέθοδος πιστοποίησης της καλής εφαρμογής ενός λογισμικού να δοκιμάζεται σε μηχανήματα με διάφορες συνθέσεις και λειτουργικά συστήματα για να εντοπιστούν τυχόν ασυνήθιστες παρεμβολές. Οφείλεται κυρίως στην έλλειψη ισχυρών στάνταρτ της αγοράς. Simultaneous Confidence Intervals [Πολλαπλά διαστήματα εμπιστοσύνης] Στατ. Η χρήση πολλών διαστη μάτων εκτίμησης ενός μεγέθους που συνήθως είναι στον ίδιο χώρο (και φωλιασμένα) ώστε να διαλεχτεί το κατάλληλο. Simultaneous Contrasts [Πολλαπλές εναλλαγές χρώματος] Πληρ. Μια τεχνική επιλογής κατάλληλου χρώματος: μεταβάλλουμε το χρώμα μόνο του αντικειμένου που μας ενδιαφέρει κρατώντας σταθερό το υπόλοιπο, Simultaneous Equations Model [Μοντέλο πολλά-

Sin

- 1272 -

πλών εξισώσεων] Στατ. Κατασκευή μοντέλου πάλινδρόμησης πολλών μεταβλητών που βασίζεται στην σταδιακή επιλογή των μεταβλητών που συμμετέχουν. Sill [Σύμβολο ημντόνου] Μαθημ. Αποτελεί τη σύντομογραφία του ημίτονου όπως αυτή χρησιμοποιείται στις μαθηματικές εκφράσεις —» Sine Sine [Ημίτονο] Μαθημ. 1. Το ημίτονο είναι μια περιοδική συνάρτηση, περιττή, έχει περίοδο 2 π και το πεδίο ορισμού της είναι το (0, 2 π), και το σύνολο τιμών της είναι το [- 1, 1 ]. Στον τριγωνομετρικό κύκλο παίρνει θετικές τιμές στα διαστήματα [0, π / 2 ] και [π / 2, π ] και αρνητικές τιμές στα διαστήματα [π, 3 π / 2 ] και [3 π / 2, 2 π ]. 2. Έστω Α Β Γ ένα ορθογώνιο τρίγωνο με την ορθή γωνία στο Α. Το ημίτονο μιας γωνίας του ισούται με το πηλίκο της απέναντι πλευράς από την γωνία πρός την υποτείνουσα του ορθογωνίου τριγώνου, 3. Το ημίτονο εμφανίζεται στην τριγωνομετρική μορφή ενός μιγαδικού αριθμού και το ημίτονο είναι το φανταστικό μέρος του μιγαδικού αριθμού. Στην παγκόσμια μαθηματική ορολογία το ημίτονο συμβολίζεται

με sin.

χρήση σε πολυεπεξεργαστικό περιβάλλον, Single Bus 2 [Σύστημα μονής αρτηρίας] Ηλεκ. Σύστημα κατά το οποίο ένα μονοπάτι επικοινωνίας επιτρέπει να περάσει μέσα από αυτό μόνο ένα σήμα. Single Channel P e r Carrier (SCPC) ΪΈνα κανάλι ανά φορέα] Επικοιν. Πολύ απλή διασύνδεση για επικοινωνία (αποστολή δεδομένων κτλ) χωρίς πολύπλεξη πχ σε δορυφόρους. Single Channel Simplex [Μονό κανάλι μονής κατεύθυνσης] Επικοιν. Η απλούστερη περίπτωση επικοινωνίας πχ μετάδοσης δεδομένων, Single Chip C o m p u t e r [Υπολογιστής ενός κυκλώματος] Ηλεκτμον. Η/Υ που στηρίζεται σε ένα μοναδικό κύκλωμα της κάρτας του. Single Current Transmission [Μετάδοση απλού ρεύματος] Επικοιν. Συνώνυμο για το Neutral Direct Current Telegraph System (Τηλεγραφικό σύστημα με συνεχείς ροές μόνο για τα Marks και με διεύθυνση αδιάφορη). Single Cycle M a c h i n e [Μηχανή ενός κύκλου] Πληρ.

Παλαιότερος

σχεδιασμός επεξεργαστών

όπου κάθε ε-

Sine C u r v e [Καμπύλη του ημίτονου] Μαθημ. Έστω μια ντολή απαιτεί έναν κύκλο ρολογιού (σου μήκους καμπύλη στο επίπεδο ΟΧΥ. Αν η καμπύλη δίνεται από (δηλαδή το μεγαλύτερο). την σχέση y - sin x τότε αυτή λέγεται ημιτονοειδής Single Density Floppy Disks [Δισκέτες απλής πυκνόΠληρ. Γαλανότερος τύπος βνσκετών Ό\ν ζκά.Suve-Cosme. E n c o d e r χ\σττνχ<ώρτντ\κοττ\τα. συνημίτονου] Ηλεκτμον. Καταρχάς ο κωδικοποιητής Single-End Amplifier [Ενισχυτής μονής εξόδου] Ηλεείναι ένα σύστημα στο οποίο μόνο το σήμα εισόδου κτρον. Ένας ενισχυτής στον οποίον κάθε επίπεδο χρηενεργοποιείται κάθε φορά και κάθε έξοδος παράγεται σιμοποιεί μόνο ένα ενεργό στοιχείο ή χρησιμοποιούαπό ένα συνδυασμό σημάτων εισόδου. Μεταφράζει το νται ενεργά στοιχεία παράλληλα συνδεδεμένα ώστε η ημίτονο της γωνίας ενός άξονα περιστροφής σε ψηφίατάση εξόδου να είναι σε σχέση με τη γείωση, κούς παλμούς. Single-Ended [Μονή έξοδος] Ηλεκ. Αναφέρεται σε ένα Sine Potentiometer [Ημιτονικό ποτενσιόμετρο] Ηλεκύκλωμα ή γραμμή μετάδοσης, που η μια πλευρά είναι κτρον. Μια συσκευή κατασκευασμένη να κινάει ένα γειωμένη. δείκτη μεταξύ δυο αντιστάσεων με σκοπό την παροχή Single Frequency Duplex Transmission [Αμφίδρομη ρυθμιζόμενης αντίστασης, η οποία είναι ανάλογη του μετάδοση σε μια συχνότητα) Εττικοιν. Επικοινωνία σε ημίτονου της γωνίας που σχηματίζει ο δείκτης καθώς μια συχνότητα και προς τις δύο κατευθύνσεις, περιστρέφεται. Single Frequency Simplex Transmission [Μονόδρομη Sine W a v e [Ημιτονοειδές κύμα] Φυσ. Ορίζεται ως μία μετάδοση σε μια συχνότητα] Επικοιν. Επικοινωνία πάνω απλή ταλάντωση της οποίας η περιοδική κίνηση περισε μια συχνότητα προς μια κατεύθυνση, γράφεται ακριβώς από τη γραφική παράσταση της συ- Single H o p Transmission [Μετάδοση απλού πετάγμανάρτησης του ημιτόνου. τοζ[Επικοιν. Συνηθίζεται να λέγεται για τη μετάδοση S i n e m u r i a n [Σινεμούριον] Γεα>λ Γεωλογική βαθμίδα με δορυφόρους όπου όλοι εκπέμπουν σε όλους, της Κατώτερης ή Αιασίου υποπεριόδου (πριν από περί- Single Inline M e m o r y M o d u l e (SIMM) [Απλό ενσωπου 195 εκατομ. χρόνια) της Ιουρασικής περιόδου του ματωμένο στοιχείο μνήμης] Πληρ. Πλακέτες όπου βάΜεσοζωικού αιώνα, νεότερη από το Εττάνζιον και αρζούμε σε μονή σειρά τα κυκλώματα της μνήμης χαιότερη από το Σαρμούπον της ίδιας υποπεριόδου. DRAM και συνήθως προσάπτονται πάνω σε μια κεSinging [Σφύριγμα] Τεχνολ. Εισαγωγή θορύβου σε ένα ντρική (μητρική) πλακέτα, επικοινωνιακό σύστημα λόγω ασυμβατότητας διαφό- Single Instruction Multiple Data Stream (SIMD ρων διατάξεων του δικτύου. Stream) [Κανάλι μιας οδηγίας πολλών δεδομένων] Singing M a r g i n [Περιθώριο τραγουδιού] Τεχνολ. Όσο Πληρ. Επόμενη κατάσταση από την S1SD που εγκαικαθορίζει για ένα μέσο ο κατασκευαστής με βάση το νιάστηκε με τον υπερυπολογιστή Illiac (1976) και έθελόγο σήματος προς θόρυβο σφυρίγματος. σε τις βάσεις της παράλληλης πολυεπεξεργασίας. Single Address [Απλή διεύθυνση] Πληρ. Όρος που συ- Single Instruction Single Data S t r e a m (SISD ναντάται σε περιπτώσεις που μια διεύθυνση φιλοξενεί Stream) [Κανάλι μιας οδηγίας απλού δεδομένων] δεδομένα ενός επεξεργαστή ή περισσότερων από ένα Πληρ. Η παλαιότερη υλοποίηση και η απλούστερη που με κάποιο σύστημα κοινής χρήσης μνήμης. στηρίζεται σε έναν επεξεργαστή με απλή εκτέλεση εSingle B o a r d C o m p u t e r [Υπολογιστής μιας κάρτας] ντολών κατ' ακολουθία. Πληρ. Υπολογιστής όπου όλα τα απαραίτητα κυκλώ- Single Linkage Clustering [Σύμπλεγμα απλής σύνδεματα βρίσκονται πάνω σε μια πλακέτα. σης] Στατ. Ορισμός ενός συμπλέγματος μέσω της απόSingle B o n d [Απλός Δεσμός] Χημ. Χημικός δεσμός μεστάσης από το κέντρο της ομάδας που ορίζεται έτσι: d ταξύ ατόμων, που περιλαμβάνει ένα μόνο κοινό ζεύγος (AB,C) =min (d(A,C), d(B,C)) για 3 στοιχεία του συηλεκτρονίων. μπλέγματος και όπου d μια απόσταση συνήθως διαφο1 Single Bus [Απλό κανάλι] Πλημ. Περίπτωση που χρηρά. σιμοποιείται απλό κανάλι για σήμανση ή για κοινή Single L o o p Feedback [Απλός βρόγχος ανάδρασης]

- 1273 -

Τεχνολ. Ανάδραση που εκτελείται μέσω ενός μονόδρομου βρόγχου. Single L o o p S e r v o m e c h a n i s m [Απλός βρόγχος σερβομηχανισμού] Τεχνολ. Απλός σερ 3ομηχανισμός που υλοποιείται μέσω ενός μονόδρομου 3ρόγχου. Single M o d e T r a n s m i s s i o n [Μετάδοση με απλό τρόπο] Επικοιν. Όρος που συναντιέται κυρίως στην μετάδοση σήματος με οπτική ίνα όπου η μεταφορά γίνεται ευθύγραμμα άρα οικονομικότερα και αποδοτικότερα. Single P a s s C o m p i l e r [Μεταγλωττιστής απλού περάσματος] Πληρ. Μεταγλωττιστής που εκτελεί όλους τους ελέγχους του στη διάρκεια ενός απλού περάσματος με αποτέλεσμα φυσικό να παράγει αντίστοιχες προειδοποιήσεις που δεν επιβεβαιώνει. Single-Phase [Μονή φάση] Η/χκ. Ένα κύκλωμα που ενεργοποιείται από μια μονή εναλλασσόμενη ηλεκτρεγερτική δύναμη. Το κύκλωμα τροφοδοτείται από δυο καλώδια, στα οποία τα ρεύματα τους διαφέρουν κατά φάση 180°. Single-Phase Flow [Μονοφασική Ροή] Ρενστομηχ. Ροή ρευστού, το οποίο περιέχει μία μόνο φάση. Single-Phase Material [Μονοφασικό Υλικό] Μηχ. Υλικό στη μάζα του οποίου δεν διακρίνονται περισσότερες από μία φάσεις. Single-Phase M o t o r [Μηχανή μονής φάσης] Ηλεκ. Μια μηχανή η οποία μετατρέπει μονής φάσης εναλλασσόμενα ηλεκτρικά ρεύματα σε μηχανική ισχύ, ή παρέχει μηχανική δύναμη (μηχανισμός περιστροφής). Single Plane Service [Μοναδική (χωρίς αλλαγή) αεροπορική πτήση] Πολ.Μηχ. Στο χώρο του συγκοινωνιολόγου μηχανικού με τον όρο αυτό περιγράφεται η πραγματοποίηση μίας προκαθορισμένης αεροπορικής πτήσης η οποία περιέχει ένα τουλάχιστον ενδιάμεσο σταθμό με το ίδιο αεροσκάφος, ώστε οι επιβάτες που διανύουν ολόκληρη τη διαδρομή να μην είναι υποχρεωμένοι να αλλάξουν αεροπλάνο. Single-Point G r o u n d i n g [Γείωση μονού σημείου] Ηλεκ. Ένα σύστημα γείωσης που προσπαθεί να περιορίσει τα ρεύματα ανάδρασης σε ένα δίκτυο. Το σημείο γείωσης είναι σημείο αναφοράς ενός κυκλώματος σ' όλες τις εγκαταστάσεις. Single-Polarity Pulse [Παλμός μονής πολικότητας] Ηλεκ. Παλμός που παράγεται από κύκλωμα τέτοιο (όστε να είναι ή μόνο θετικού πλάτους ή μόνο αρνητικού πλάτους. Single Precision Floating Point Arithmetic [Αριθμητική κινητής υποδιαστολής απλής ακρίβειας] Π/ηρ. Χρήσιμοποιώντας κατάλληλα τη χωρητικότητα μιας λέξης μνήμης χρησιμοποιούμε 32 bit για αποθήκευση προσήμου, εκθέτη κι σημαντικών ψηφίων ως μια ακρίβεια που στην απλή Περίπτωση καλύπτει πχ αριθμούς με 38 δεκαδικά ψηφία. Single Precision N u m b e r [Αριθμός απλής ακρίβειας] Πληρ. Αριθμός πραγματικός που χρησιμοποιείται αριθμητική κινητής υποδιαστολής για την αποθήκευση του. Single P r o g r a m Multiple Data (SPMD) [Ενα πρόγραμμα πολλά δεδομένα] Πληρ. Παράλληλο τρέξιμο ενός κομματιού κώδικα σε περισσότερους απύ ένα επεξεργαστές. Single Refraction [Μονή ανάκλαση] Οπτικ. Φωτεινό κύμα που προσκρούει σε μια ομαλή διαχωριστική επιφάνεια ανακλάται από την επιφάνεια. Single-Screw Extruder [Μονοκόχλιος Εκβολέας] Μηχ. Εκβολεας που περιέχει έναν απλό κοχλία. Αποτελεί αναμικτήρα συνεχούς έργου και χρησιμοποιείται

Singular

σε μίγματα ελαστικών ή σκληρών πολυμερών, Single Sheet Feed [Τροφοδότηση μίας σελίδας] Πλημ. Εκτυπωτής που τυπώνει μια σελίδα κάθε φορά. Single-Shot Blocking Oscillator [Ταλαντωτής εμπόδισης] Πλεκτρον. Ένας ταλαντωτής διαμορφωμένος για να λειτουργεί ως κύκλωμα μονής πυροδότησης, παράγοντας εναλλασσόμενα ρεύματα μονού κύκλου, Single-Shot Trigger Circuit [Κύκλωμα μονής πυροδότησης] Πλεκτρον. Ένας σκανδαλιστής (πυροδότης) στον οποίο ο παλμός πυροδότησης ενεργοποιεί ένα πλήρη κύκλο καταστάσεων που καταλήγουν σε μια σταθερή κατάσταση Single Side Band (SSB) [Μονή πλευρική ζώνη] Επικοιν. Παραλλαγή της διαμόρφωσης πλάτους με χρήση στη ραδιοφωνία cb, με χρήση ισοσταθμισμένου διαμορφωτή όπου αξιοποιείται μόνο η μισή ζώνη εκπομπής. Single Side Band C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία σε μιά παράπλευρη ζώνη] Επικοιν. Μέθοδος που αξιοποιεί τη μετάδοση Single Side Band που χρησιμοποιεί τα καλά χαρακτηριστικά της με αντίτιμο αυξημένο κόστος και μια σχετική πολυπλοκότητα, Single Side Band M o d u l a t i o n [Διαμόρφωση μιαςπαράπλευρης ζώνης] Επικοιν. Στη διαμόρφωση πλάτους χρησιμοποιούμε μόνο τη μισή ζώνη εκπομπής (λόγω της μιας ζώνης) άρα μικρότερο θόρυβο και αυξημένο S/N. Single Side Band Transmission [Μετάδοση μιας παράπλευρης ζο')νης] Επικοιν. Μετάδοση διαμορφωμένου σήματος με χρήση μιας πλευρικής ζώνης στη διαμόρφωση πλάτους (AM) του RF σήματος, Single Sided [Μονόπλευρος] Τεχνολ. Χρήση μιας μόνο πλευράς ή επιφάνειας ενός αντικειμένου για οικονομία, Single-Stage Compressor [Μονοβάθμιος Συμπιεστής] Μηχ. Μηχάνημα συμπίεσης αερίων, που επιτυγχάνει τον επιθυμητό λόγο συμπίεσης σε ένα στάδιο. Single-Stage P u m p [Μονοβάθμια Αντλία] Μηχ. Μηχάνημα συμπίεσης και μεταφοράς υγρών, που λειτουργεί σε ένα μόνο στάδιο. Single Step Operation [ΓΙράξη ενός βήματος] Πληρ. Πράξη που απασχολεί μόνο ένα κύκλο της μηχανής. Single Tail Test [Τεστ μονής ουράς] Στατ. Το μονοκατάληκτο τεστ που είναι πιο γναιστό και σαν One Sided Test. Single T o n e Keying [Κλειδί απλού τόνος] Επικοιν. Ο συγκεκριμένος ήχος που αντιστοιχεί σε κάποιο πλήκτρο. Single-Tuned Amplifier [Ενισχυτής απλού συντονισμού] Ηλεκτρον. Ενισχυτής που χαρακτηρίζεται απύ τον συντονισμό της συχνότητας. Κόβει τις πολύ χαμηλές συχνότητες και τις πολύ υψηλές συχνότητες και η ενίσχυση είναι σταθερή γύρω από μια κεντρική περιοχή συχνοτήτων. Singleton [Μονοσύνολο] Μαθημ. Έστω Α ένα σύνολο, το οποίο μπορεί να ανήκει σε οποιονδήποτε μαθηματικύ χώρο όπως διανυσματικό, τοπολογικό κ.τ.λ. Α ν το σύνολο Α αποτελείται από ένα και μόνο στοιχείο τότε αυτό το σύνολο λέγεται μονοσύνολο. Singly Linked Ring [Απλά συνδεδεμένος δακτύλιος] Επικοιν. Η υλοποίηση ενός τηλεπικοινωνιακού δακτυλίου μονής κατεύθυνσης. Singular [Μοναδικός] Μαθημ. 1. Έστω f μια συνάρτηση, η οποία ανήκει στους πραγματικούς αριθμούς και το γράφημα της ανήκει στο πραγματικό επίπεδο. Αν η συνάρτηση αυτή δεν είναι ένα πρός ένα " 1 - 1 " τότε

Singular Cohomology

- 1274-

λέγεται μοναδική. 2. Έστω Α ένας πίνακας διαστάσεων μ χ ν. Αν αυτός ο πίνακας έχει ορίζουσα ίση με το μηδέν det Α = 0 Και κατ* επέκταση δεν είναι αντιστρέψιμος τότε λέγεται μοναδικός. Singular Cohomology [Μοναδική συνομοιότητα] Μαθημ. Αυτές οι ομάδες ομάδες συνομοιότητας, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό μια διαφορίσιμης πολλαπλότητας. Αυτό συμβαίνει με την βοήθεια ενός βαθμωτού προτύπου S ρ το οποίο αποτελείται από πραγματικές συναρτήσεις. Έστω f αυτές οι συναρτήσεις με πεδίο ορισμού το S ρ . Για αυτές τις συναρτήσεις, ο διαφορικός συντελεστής ορίζεται ως dl' ($) = Γ Singular Integral [Μοναδικό ολοκλήρωμα] Μαθημ. Ένα ολοκλήρωμα το οποίο αποτελείται από απείρως τη τάξη όρια ολοκλήρωσης λέγεται μοναδικό ολοκλήρωμα Singular Point [Μοναδικό σημείο] Μαθημ. Έστω f μια συνάρτηση, η οποία ανήκει είτε στους πραγματικούς αριθμούς είτε στους φανταστικούς αριθμούς. Αν υπάρχει ένα σημείο α, το οποίο ανήκει στη συνάρτηση και για το σημείο αυτό η συνάρτηση f δεν είναι αναλυτική, τότε το σημείο αυτό λέγεται μοναδικό σημείο. Singular Solution [Μοναδική λύση] Μαθημ. Έστω μια συνήθης διαφορική εξίσωση, η οποία δεν έχει οριακές συνθήκες και έστω ότι είναι τάξης ν. Όπως είναι γνωστό θα προκύψουν και ν σταθεροί αριθμοί, οι οποίοι αποτελούν την λύση της διαφορικής εξίσωσης. Αν υπάρχει μια λύση, η οποία αποτελείται από σταθερούς αριθμούς λιγότερους από ν τότε λέγεται μοναδική λύση. Singular Homology [Μοναδική ομοιότητα] Μαθημ. Αυτές οι ομάδες ομάδες ομοιότητας, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό μια διαφορίσιμης πολλαπλότητας. Αυτό συμβαίνει με την βοήθεια ενός βαθμωτού προτύπου το οποίο αποτελείται από πραγματικές συναρτήσεις και με την βοήθεια του τελεστής Singularities Theory [Θεωρία ιδιομορφιών] Μαθημ. Μελέτη συναρτήσεων (Arnold) ή καλύτερα διαφορικών εξισώσεων με γεωμετρικές τεχνικές και όπου στην περίπτωση ιδιομορφίας λογικά το ενδιαφέρον μεταβιβάζεται σε μια περιοχή του σημείου ιδιομορφίας που εξετάζουμε για τη σύγκλιση και τις επιθυμητές ιδιότητες. Singularities Theory 2 [Θεωρία ιδιομορφιών] Φυσ. Μελέτη περιοχών ιδιομορφίας με γεωμετρικές - τοπολογικές μεθόδους που φυσικά απασχολεί αρκετά και τη θεωρία καταστροφών. Singularity 1 [Ιδιομορφία] Αστρον. Κοσμολογικός όρος για το πρωταρχικό άτομο με την άπειρη πυκνότητα όπου τα περιεχόμενα σωματίδια σε μορφή ακτινοβολίας κινούνται σε σχετικιστικές ταχύτητες Singularity 2 [Ιδιομορφία] Μαθημ. Ειδικό σημείο όπου μια συνάρτηση (συνήθως μιγαδική) δεν είναι αναλυτική (ή διαφορίσιμη). Singularity 3 [Ιδιομορφία] Μετεωρ. Ειδική μετεωρολογική κατάσταση (καταστροφικής φύσης) που έχει μια ανεξήγητη ακόμα φύση και διαχωρίζεται σαφώς από τις συνθήκες ενός τόπου κάποια στιγμή. Singularity 4 [Ιδιομορφία] Φυσ. Περιοχή του χωρόχρονου με άπειρη καμπυλότητα. Sinistral [Αριστερόστροφο] Επιστ.Τεχν. Είναι ένας γενικότερος όρος που χαρακτηρίζει μία περιστροφή ή μία κίνηση η οποία γίνεται κατά την αριστερή έννοια,

δηλαδή αντίθετα από τη φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού. Sinistral Fault [Αριστερόστροφο ρήγμα]-» Left Lateral Fault Sink [Λήπτης] Επικοιν. Μηχανισμός σύλληψης σήματος. Sinkage [Βύθιση] Μηχ. Χαρακτηρίζεται ως η μικρή μείωση του υψομέτρου μίας κατασκευής ή ενός στοιχείου της ως συνέπεια της φόρτισης που επιβάλλεται σε αυτό. Sinope [Δορυφόρος Σινώπη] Αστμον. Μικρός δορυφόρος του Δία. Sintering [Συμπύκνωση μάζας χωρίς τήξη] Μηχ. Διεργασία κατά την οποία, λεπτοί κόκκοι ενός υλικού συνδέονται μεταξύ τους, σε υψηλή θερμοκρασία, για να σχηματίσουν μια μεγαλύτερη στερεή μάζα. Η διεργασία αυτή δίνει συνήθως υλικό με μεγαλύτερη αντοχή, δυσθραυστότητα και μερικές φορές, πυκνότητα. Βασικός μηχανισμός είναι η μεταφορά του υλικού με ιξώδη ροή, εξάτμιση και συμπύκνωση ή διάχυση. Sinusoid [Ημιτονοειδές] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη η οποία ανήκει στο πραγματικό επίπεδο. Αν η μορφή της καμπύλης δίνεται από την σχέση y = c sin (a + b x), όπου c, a, b πραγματικοί αριθμοί και σταθεροί αριθμοί, τότε αυτή η καμπύλη λέγεται ημιτονοειδής. Sinusoidal Projection [Ημιτονοειδής προβολή] Τεχνολ. Ειδικός χάρτης όπου ο μετασχηματισμός της έλλειψης σε καρτεσιανές συντεταγμένες οδηγεί σε ένα επίπεδο γράφημα με άξονες ισημερινό και μεσημβρινό όπου η χαρτογράφηση διατηρεί τις κλίμακες. Sinusoidal Signal [Ημιτονοειδές σήμα] Τεχνολ. Σήμα που δίνεται από ημιτονοειδή συνάρτηση ή από το διακριτό της ανάλογο. Sinusoidal Spiral [Ημιτονοειδής σπείρα] Μαθημ.. Έστω μια καμπύλη η οποία ανήκει στο πραγματικό επίπεδο αλλά δεν εκφράζεται στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων αλλά στο σύστημα με τις πολικές συντεταγμένες. Αν η μορφή της καμπύλης δίνεται από την σχέση rh = ab sin b q, όπου a ένας μη μηδενικός πραγματικός αριθμός, b ένας ρητός αριθμός, τότε αυτή η καμπύλη λέγεται ημιτονοειδής σπείρα. Siphon [Σιφύνι] Μηχ. Πρόκειται για κάθε λεπτό σωλήνα με χαρακτηριστική διόγκωση στο μέσον του το οποίο χρησιμοποιείται για τη λήψη μικρής ποσότητας υγρού από ένα δοχείο βάσει της αρχής της αναρρόφησης. Siporex [Σιπορέξ] Τεχνολ. Αποτελεί την εμπορική ονομασία κατασκευαστικού υλικού που συνήθως βρίσκει εφαρμογή ως μονωτικό τόσο θέρμανσης όσο και ήχου. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η μικρή του πυκνότητα και παρασκευάζεται καταλυτικά, υπό συνθήκες υψηλής πίεσης έχοντας σαν κύρια συστατικά την άμμο και το τσιμέντο. Siren [Σειρήνα] Ακουστ. Καλείται η συσκευή η οποία παράγει έναν πολύ δυνατό και διαπεραστικό θόρυβο, για να χρησιμοποιηθεί ως προειδοποιητικό σημάδι, όπως για παράδειγμα διαθέτουν τα ασθενοφόρα, τα διάφορα άλλα οχήματα έκτακτης ανάγκης ή ακόμη και ολόκληρες πόλεις σε περιόδους πολεμικών επιχειρήσεων. Siriometer [Σιριόμετρο] Αστμον. Μονάδα μέτρησης αστρονομικών αποστάσεων που δεν χρησιμοποιείται πια. Sirius [Αστέρας Σείριος] Αστρον. Αστέρας του αστερισμού Μεγάλου σκύλου (Canis Majoris ή Cma) που θε-

- 1275 -

ω ρείται από τους λαμπρότερους ορατούς από τη γη. Sirroco [Σιρόκος ή Νοτιανατολικός άνεμος] Μετεωρ. Ο επισήμως καλούμενος εύρος νότιας ή νοτιανατολικής προέλευσης θερμός και συχνότατα με κονιορτό άνεμος από τη Σαχάρα και την Αραβία, ξηρός για τις βορειοανατολικές ακτές της Αφρικής αλλά εξαιρετικά υγρός για τις ακτές της Ν. Ευρώπης, λόγω της εξάτμισης που προκαλεί διερχόμενος υπεράνω της Μεσογείου, όπου συχνά συνοδεύεται από μετωπικές βροχές και περιορισμένη ορατότητα. Site 1 [Θέση] Επικοιν. Ειδικός μοναδικός χώρος που διαθέτει κάποιος για να εκθέσει τις προσωπικές του σελίδες στον παγκόσμιο ιστό. Συνήθως φιλοξενούνται και εξυπηρετούνται από μεγάλους servers επιχειρησιακούς ή και το)ν παροχέων δικτύων. Site 2 [Θέση] Πληρ. Ειδικός χώρος που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο πάνω σε μια κάρτα πολλαπλών λειτουργιών. Site License [Αδεια εγκατάστασης] Πληρ. Τύπος άδειας που αναφέρεται στον αριθμό υπολογιστών που έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ένα λογισμικό πρόγραμμα. Size Classification [Ταξινόμηση Μεγεθών] Φνσ. Χημ. Φυσική διεργασία κατά την οποία, τα συστατικά ενός μίγματος διαχωρίζονται με βάση το μέγεθος τους. Size Control [Ελεγχος μεγέθους] Ηλεκτρον. Πρόκειται για τον ηλεκτρονικό μηχανισμό που ελέγχει το μέγεθος της εικόνας σε έναν τηλεοπτικό δέκτη και στις δύο διευθύνσεις, οριζόντια και κατακόρυφα. Size Effect [Φαινόμενο μεγέθους] Στατ. Σύμφωνα με τους νόμους των μεγάλων αριθμών απαιτούνται μεγάλα δείγματα για να προσεγγιστεί η κανονική κατανομή και αν αυτό το κόστος υπερβαίνει κάποιο όριο τότε μέθοδοι που απορρίπτουν ακραίες τιμές αποκλείονται. Size Enlargement [Αύξηση Μεγέθους] Φυσ. Χημ. Δημιουργία μεγάλων σωματιδίων, από συσσωματώσεις μικρότερων. Μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, ανάλογα με τις ιδιότητες του υλικού. Στο τελικό προϊόν, τα αρχικά σωματίδια είναι ακόμη διακριτά. Size Of A Critical Region [Μέγεθος κρίσιμης περιοχής] Στατ. Στο διάγραμμα πιθανότητας έτσι αναφέρεται το εμβαδόν μιας περιοχής στην οποία ανήκουν οι πιθανότητες απόρριψης η αποδοχής μιας υπόθεσης. Size Reduction [Μείωση Μεγέθους] Φοσ. Χημ. Σχηματισμός μικρών σωματιδίων, με θραύση μεγαλύτερων. Συνήθως επιτυγχάνεται με άλεση του υλικού σε κατάλληλες συσκευές. Sizing [Ταξινόμηση Μεγεθών] Φυα. Χημ. -> Size Classification Sizing Screen [Κόσκινο για Κατανομή Μεγέθους] Μηχ. Διάταξη που αποτελείται από πλέγματα με μικρές οπές και χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση στερεών σωματιδίων ανάλογα με το μέγεθος τους. Skarn [Σκαρν] Γεωλ. Τύπος ασβεστοπυριτικών πετρωμάτων που σχηματίζονται με μεταμόρφωση επαφής στο περιβάλλον αμιγών ασβεστολιθικών και δολομιτικών πετρωμάτων κατά τη μαγματική διείσδυση σημαντικών ποσοτήτων πυριτίου, σιδήρου, αργιλίου και μαγνησίου Skeletal Coding [Κώδικας σκελετού] Πλημ. Η λειτουργία της μετά ανάλυσης που περιγράφει την κατασκευή προγραμματιστικών μοντέλων που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο προγραμματιστής για να απλοποιήσει τη δουλειά του. Skeleton [Σκελετός] Μαθημ. —> Spanning Forest

Skiddavian

Skeleton Framing [Φέρων σκελετός] Πολ.Μηχ. Ονομάζεται το μεταλλικό πλαίσιο το οποίο φέρει με ασφάλεια στο έδαφος θεμελίωσης όλα τα φορτία μίας κατασκευής ουρανοξύστη. Skew [Λοξότητα] Ηλεκτμον. Η απόκλιση μιας αλληλουχίας σωμάτων εξ' αιτίας ασυγχρονισμού μεταξύ του σαρωτή και του καταγραφέα. Αριθμητικά εκφράζεται ως η εφαπτομένη της γωνίας απόκλισης. Skew Bridge [Λοξή γέφυρα] Πολ.Μηχ. Καλείται μία γέφυρα της οποίας ο κεντρικός άξονας έχει διεύθυνση διαφορετική από τη διεύθυνση της ελάχιστης απόστασης του ανοίγματος που γεφυρώνει. Αυτή η λύση μπορεί να επιλεγεί για διάφορους λόγους όπο)ς για παράδειγμα η ακαταλληλότητα του εδάφους στα συγκεκριμένα σημεία της ελάχιστης απόστασης του ανοίγματος. Skew Field [Λοξό πεδίο] Μαθημ. Έστω ένα πεδίο Α. Αν το πεδίο αυτό είναι εφοδιασμένο με την πράξη του πολλαπλασιασμού, ο οποίος όμως δεν περιέχει σε κανένα σημείο του πεδίο την αντιμεταθετική ιδιότητα, δηλαδή αν α, β δύο σημεία του πεδίου τότε α β 1 β α, τότε αυτό το πεδίο λέγεται λοξό πεδίο. Είναι μια έννοια πολλές φορές συνυφασμένη με την έννοια του διαμερίσιμου δακτυλίου. Skew Hermitian Matrix [Λοξός Ερμητιανός πίνακας] Μαθημ, Έστω Α ένας Ερμητιανός πίνακας. Αν ο πίνακας Α είναι ίσος με την αρνητική έκφραση του συζυγή ως πρός τον Α πίνακα του, τότε ο Α λέγεται λοξός Ερμητιανός πίνακας Skew Lines [Λοξές γραμμές] Μαθημ. Έστω δύο γραμμές, οι οποίες μπορεί να είναι καμπύλες, ευθείες κ.τ.λ. οι οποίες ανήκουν στο επίπεδο του πραγματικού διδιάστατου χώρου R2. Αν αυτές οι γραμμές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, δεν είναι συνεπίπεδες τότε λέγονται λοξές γραμμές Skew Surface [Λοξή επιφάνεια] Μαθημ. Έστω μια επιφάνεια, η οποία έχει ολική καμπυλότητα της μορφής: Κ - α β =Det (Β A*1) =(Det Β) / (Det Α). Αν για την δοθείσα επιφάνεια η ολική καμπυλότητα της είναι μηδέν (0) για κάθε σημείο της τότε η επιφάνεια αυτή λέγεται λοξή επιφάνεια.. Skew Symmetric [Λοξώς συμμετρικός] Μαθημ. 1. Έστω ένας τετραγωνικός πίνακας Λ διαστάσεων ν x ν έστω Α Τ ο αντιστρέψιμος πίνακας του. Αν ο Α είναι ίσος με τον αρνητικό αντιστρέψιμο του πίνακα, δηλαδή Α = - Α τ τότε ο Α λέγεται λοξώς συμμετρικός. 2. Έστω ένας τανυστής, ο οποίος έχει την ιδιότητα αν αλλάξουμε την θέση μεταξύ δύο στοιχείων του και η μόνη συνέπεια που προκύπτει από την αλλαγή αυτή είναι η αλλαγή του πρόσημου, τότε αυτός ο τανυστής λέγεται λοξώς συμμετρικός. Skewed Density Function [Λοξή συνάρτηση πυκνότητας] Στατ. Καμπύλη που χαρακτηρίζεται από κάποια λοξότητα δηλαδή ασυμμετρία από την κανονική μορφή. Skcwness [Λοξότητα] Στατ. Ιδιότητα μιας καμπύλης πυκνότητας πιθανότητας ή του διακριτού ανάλογου της που ορίζεται σαν μια από τις κεντρικές ροπές και ένα από τα κυριότερα μέτρα θέσης. Skid [Ολίσθηση] Μηχ. Χαρακτηρίζεται η μετακίνηση ενός τροχού χωρίς την περιστροφή του, δηλαδή το γλίστρημά του που οφείλεται στην τριβή η οποία αναπτύσσεται και είναι μικρότερη από την απαιτούμενη για μία κανονική περιστροφική κίνηση του τροχού επί της επιφανείας. Skiddavian [Σκιδδάβιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα

Skin Effect

- 1276 -

της Ορδοβισίου υποπεριόδου (πριν από περίπου 500 εκατομ. χρόνια) της Σιλούριου περιόδου του Παλαιόζωικού αιώνα, νεότερη από το Τρεμαδόκιον και αρχαιότερη από το Λανβίρνιον της ίδιας υποπεριόδου. Skin E f f e c t [Επιδερμικό φαινόμενο! Ηλεκ. 1. Η τάση ενός εναλλασσόμενου ρεύματος να συγκεντρώνεται σε περιοχές χαμηλής εμπέδησης. 2. Το φαινόμενο κατά το οποίο το βάθος διείσδυσης ηλεκτρικών ρευμάτων σε ένα αγωγό μειώνεται, καθώς η συχνότητα του ρεύματος αυξάνεται. Σε πολύ υψηλές συχνότητες η ροή του ρεύματος περιορίζεται σε ένα πολύ λεπτό εξωτερικό στρώμα του αγωγού. Skip [Αποφεύγω] Πληρ. 1. Συνήθης επιγραφή πλήκτρου ελέγχου για την απόρριψη μιας ενέργειας. 2. Όρος που παρακάμπτει μια εγγραφή σε βάση δεδομένων. Skip E f f e c t [Φαινόμενο παράλειψης] Επικοιν. Skip Fading [Εξασθένηση λόγω υπερπήδησης] Ηλεκτρομαγν. Η ορολογία αυτή δίνει το νόημα της εξασθένισης των ηλεκτρομαγνητικών ράδιοκυμάτων που αντανακλούν από την ιονόσφαιρα, εξαιτίας των διακυμάνσεων στο σχήμα και το ύψος των στρωμάτων ανακλάσεων. Skip Zone [Ζώνη μη αποδεκτού] Ηλεκτρον. Ορολογία ενός φίλτρου για τη ζώνη απόρριψης συχνοτήτων κατά την εξομάλυνση. Skirting B o a r d [Σοβατεπί] Οικοδ. Καλούνται οι κατάλληλα επεξεργασμένες ξύλινες σανίδες οι οποίες ως τελική επικάλυψη καλύπτουν την επιφάνεια των τοίχων μίας οικοδομής χαμηλά σε επαφή με το επίπεδο του πατώματος. Skull Cracker [Σφύρα κατεδάφισης] Μηχ. Είναι μία μεταλλική σφαίρα δεμένη από μία αλυσίδα η οποία ωθείται αιωρούμενη από το αντίστοιχο μηχάνημα που είναι παρόμοιο με ένα γερανό και χρησιμοποιείται για την κατεδάφιση των παλαιών κτισμάτων. Sky [Ουρανός] Αστρον. Φαινόμενο της ατμόσφαιρας, Το ανύπαρκτο σημείο που εστιάζεται το βλέμμα μας στο διάστημα κοιτώντας το ειδικά μια μέρα με λιακάδα ή μια νύκτα με άστρα. Sky D i a g r a m [Διάγραμμα ουρανού] Αστρον. Διάγραμμα του αστρικού τοπίου όπως φαίνεται μια νύχτα σε κάποιο σημείο της γης διαφορετικό αλλά περιοδικό για κάθε μήνα. Εκεί σημειώνονται τα άστρα που φαίνονται με γυμνό μάτι ή με άλλα όργανα. Διάσημοι χάρτες: Sky Survey, Carte De Siel. Sky M a p [Χάρτης ουρανού] Αστρον. Διάγραμμα του διαστημικού οπτικού μας πεδίου με τους αστερισμούς και τα κυριότερα άστρα. Χρήσιμο για ανακάλυψη ειδικών φαινομένων όπως η διέλευση κομητών κτλ Sky Noise [Ουράνιος θόρυβος] Ηλεκτρον. Είναι μία κατηγορία ανεπιθύμητου σήματος που παρεμβάλλεται στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες δυσχεραίνοντας τη λειτουργία τους. Οφείλεται στην ηλιακή δραστηριότητα, την γαλαξιακή ακτινοβολία και την ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να περιορισθεί με τον κατάλληλο προσανατολισμό των κεραιών. Sky W a v e [Ουράνιο κύμα] Ηλεκτρον. Γνωστό και ως ιονοσφαιρικό κύμα πρόκειται για κάθε ηλεκτρομαγνητικό κύμα που εκπέμπεται από πομπούς στην επιφάνεια της Γης και φθάνει στους δέκτες, αφού υποστεί αρκετές ανακλάσεις ή σκεδάσεις στη ζώνη της ιονόσφαιρας. Skyhook [Γάντζος] Μηχ. Καλείται κάθε μεταλλική μηχανική διάταξη, η οποία με τη μορφή ενός αγκιστριού, κρέμεται για παράδειγμα στην άκρη του συρματόσχοι-

νου ενός γερανού και χρησιμοποιείται για να προσδεθούν σε αυτό τα διάφορα φορτία που πρόκειται να μεταφερθούν. Skylab [Σκαϊλάμπ] Αστρον. Ο πρώτος διαστημικός σταθμός των Η.Π.Α. Skylight [Ουράνιο φως] Αστρον. Το φως των άστρων και άλλων σωμάτων αλλά κυρίως το γαλαξιακό ποτάμι και άλλα φαινόμενα της ατμόσφαιρας και της ιονόσφαίρας. Skyline [Περίγραμμα] Αρχ. Είναι η τεθλασμένη γραμμή η οποία ορίζει σε γενικές γραμμές και χωρίς πολλές λεπτομέρειες το όριο ενός μεγάλου κτιρίου, ενός ουρανοξύστη ή άλλης ιδιόμορφης κατασκευής και έτσι σε ένα σκίτσο ή σχέδιο τη διαχωρίζει από το υπόβαθρο της που συνήθως είναι ο ουρανός. Skyscraper [Ουρανοξύστης] Αρχ. Είναι ένα πολυώροφο κτίριο με ύψος πολύ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των υπολοίπων. Για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται κυρίως μεταλλικά πλαίσια, ενώ παλαιότερα γινόταν χρήση σκυροδέματος και σιδήρου. Στις μεγάλες πόλεις η κατασκευή τους παρακινείται από το υψηλό οικονομικό όφελος της χρήσης των χώρων τους ενώ, απαιτούν βέβαια ειδικές μελέτες δυναμικής ανάλυσης, θεμελίαχτης, ανωδομής, εγκαταστάσεων ανελκυστήρων και άλλα. Slab [Πλάκα σκυροδέματος] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για οριζόντιο επίπεδο στοιχείο μίας κατασκευής αποτελούμενο από σκυρόδεμα οπλισμένο με χαλύβδινες ράβδους. Μεταφέρει τα μόνιμα και ωφέλιμα φορτία της οικοδομής στις δοκούς που τη στηρίζουν και με την σειρά τους θα τα μεταβιβάσουν στα υποστυλώματα για να φθάσουν στο έδαφος. Slade [Ράμπα] Οικοδ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία μακρόστενη πλάκα σε μορφή ενός κεκλιμένου επιπέδου για την ομαλή υψομετρική μετάβαση των πεζών, χωρίς την ύπαρξη σκαλοπατιών, από το ένα επίπεδο στο άλλο. Slag [Επιπλέουσα σκουριά] Μεταλλ.. Είναι η στρώση που καλύπτει ένα μέταλλο κατά τη φάση της τήξης του για το διαχωρισμό και τον καθαρισμό του. Slaked Lime [Σβησμένη Άσβεστος] Ανόργ. Χημ. Εμπορικό υδροξείδιο του ασβεστίου, που παράγεται με επίδράση νερού σε οξείδιο του ασβεστίου και χρησιμοποιείται στην οικοδομική. Η διαδικασία παραγωγής αναφέρεται ως σβήσιμο της ασβέστου. Slant Range [Πραγματική απόσταση] Ηλεκτρον. Στον χοορο των ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κατευθείαν απόσταση ενός σημείου της Γης από τον δορυφόρο. Αυτή αποτελεί και μία βασική παράμετρο για τον καθορισμό της χρονικής καθυστέρησης στη μετάδοση του σήματος όσο και στο μέγεθος της απόσβεσης του δορυφορικού σήματος, Slant Visibility [Πλάγια Ορατότητα] Πλοηγ. Η μέγιστη απόσταση στην οποία ένας παρατηρητής μπορεί να διακρίνει ευκρινώς ένα αντικείμενο το οποίο βρίσκεται σε διαφορετικό ύψος ή κατακόρυφο από τον ίδιο. Slash Key [Πλήκτρο κάθετης παύλας] Πληρ. Το πλήκτρο 7" που χρησιμοποιείται συνήθως για τη διαίρεση, Slate [Σχιστόλιθος] Γεωλ. Τύπος λεπτοκρυσταλλικού μεταμορφωμένου πετρώματος της κατηγορίας των ιζηματογενών (π.χ. σχιστή άργιλος, Αργιλικός σχιστόλιθοε) ή των κρυσταλλοσχιστωδών (π.χ. φυλλίτες, μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος) πετρωμάτων που παρουσιάζει την ιδιότητα να σχίζεται κατά παράλληλα επίπεδα, ευρέως απαντώμενο ως συστατικό του στερεού φλοιού

- 1277 της Γης σε όλες τις διαπλάσεις. Slater Determinant [Παράγοντας Σλέιτερ] Φυσ. Ο σταθερός παράγοντας ενός πίνακα Ν χ Ν κυματοσυναρτήσεων που βρίσκει εφαρμογή στην μέθοδο Slater, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα των πολύηλεκτρονιακών ατόμων, συμπεριλαμβανομένου ασυμμετρικών κυματοσυναρτήσεων. Slave [Σκλάβος] Επικοιν. Το σημείο λήπτης (συνήθως καθολικά παθητικός) μιας επικοινωνίας όπου η πρώτη πηγή χαρακτηρίζεται από κάποιο έντονο χαρακτηριστικό σαν Master. Slavikite [Σλαβικίτης] Ορυκτ. Αποτελείται από ένυδρο βασικό θειικό τρισθενή σίδηρο με νάτριο και κάλιο. Η τύπος του είναι πιθανώς (Na, K) 2 Fei 0 (OH) 6 (SO 4 ) ΐ3 χ 63Η 2 0. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα και έχει κιτρινο-πράσινο χρώμα. Sled [Ελκηθρο χιονιού] Μηχ. Καλείται το όχημα εκείνο το οποίο κινούμενο στα κατάλληλα πέδιλα γλιστρώντας επάνω στο χιόνι ή τον πάγο, μεταφέρει επιβάτες και εμπορεύματα στις περιοχές όπου επικρατούν ιδιαίτερες συνθήκες πολικού ψύχους. S l e d g e h a m m e r [Βαριοπούλα] Μηχ. Είναι ένα μεγάλο και βαρύ σφυρί με ανάλογα μακρόστενη χειρολαβή ώστε να μπορεί να κρατηθεί και με τα δύο χέρια, το οποίο χρησιμοποιείται για τη θραύση σκληρών αντικειμένων όπως είναι οι πέτρες, οι ογκόλιθοι βράχων, οι τοίχοι οικοδομών και άλλα. Sleep [Υπνος] Πληρ. Κατάσταση που ο υπολογιστής είναι σβηστός. Sleeper [Στρωτήρας] Οικοδ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται κάθε μακροσκελής ξύλινη ή μεταλλική δοκός η οποία χρησιμοποιείται ως μία λεία και σταθερή βάση για τη στήριξη άλλων υποστυλώσεων. Sleeping Car [Κλινάμαξα] Μηχ. Πρόκειται για το είδος εκείνο του βαγονιού ενός σιδηροδρομικού συρμού το οποίο είναι κατάλληλα διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο και διαθέτει όλες τις ανέσεις ώστε να είναι δυνατόν να κοιμηθούν μέσα σε αυτό οι επιβάτες στα πολύωρα νυχτερινά ταξίδια. Sleet [Χιονόλυτο] Μετεωρ. Το κοινώς αποκαλούμενο χιονόνερο δηλ. όμβρος από τηγμένο χιόνι λόγω της διέλευσης των σφαιριδίων πάγου από στρώματα αέρος θερμοκρασίας υψηλότερης του σημείου πήξεως. Sleigh [Ελκηθρο] Μηχ. Είναι ένα μικρό μεταφορικό όχημα χωρίς τροχούς το οποίο σύρεται από ζώα, συνήθως από άλογα, επάνω σε κατάλληλα διαμορφωμένα πέδιλα. Slew Rate [Ρυθμός μεταβολής στάθμης] Επικοιν. Μεταβολή τάσης στη μονάδα χρόνου και μετριέται συνήθως σε Volt Jjisec. Slice [Τομή] Τεχνολ. Επίπεδες τομές τρισδιάστατων αντικειμένων που μεταφράζονται σε διδιάστατους πίνακες. Με συστηματική δειγματοληψία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να δώσουν διάφορες όψεις που απεικονίζουν το αντικείμενο. Slice M e t h o d [Μέθοδος λεπτού στρώματος] Μετεωρ. Ii βελτίθ)ση της μεθόδου δείγματος κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη και η διαταραχή του περιβάλλοντος που προκαλείται από τη μετατόπιση μιας μικρής αέριας μάζας. Slide [Κατολίσθηση] Γεωλ. Η βραδεία ή απότομη μετακίνηση εδαφικών μαζών ή πετρωμάτων σε μία κεκλιμένη επιφάνεια λόγω διαφόρων αιτιών (φύση και δομή της μετακινούμενης μάζας και του γεωμορφολογικού της περιβάλλοντος, επενέργεια υδρολογικών πα-

ραγόντων κ.λ.π.) με συνέπεια τη πρόκληση γεωλογικών και άλλων μεταβολών στη γήινη επιφάνεια. Slide 2 [Ολισθαίνουσα Επιφάνεια] Μηχ. Το τμήμα μιας μηχανικής πρέσσας, το οποίο μετατοπίζεται καθώς αυξάνεται η πίεση. Slide Conveyor [Μεταφορέας Ολίσθησης] Μηχ. Σύστημα μεταφοράς υλικών, η λειτουργία των οποίων συνίσταται στην ολίσθηση μιας μεγάλης επιφάνειας. Μπορεί να είναι κλειστά ή ανοικτά και χρησιμοποιούνται για μεταφορά κυρίως για μεταφορά υλικών μεταξύ διαφορετικών επιπέδων. Slide Rule [Λογαριθμικός κανόνας] Μαθημ. Είναι ένας κανόνας ο οποίος επιτρέπει εύκολα και άμεσα την ποσοτήτων από τη λογαριθμική κλίμακα σε μια άλλη κλίμακα μέτρησης και αντίστροφα. Χρησιμοποιείται για τον γρήγορο και εύκολο υπολογισμό ριζών κ.τ.λ. Slide Valve [Βαλβίδα Ανοιγοκλεισίματος] Μηχ. Βαλβίδα που περιέχει ένα ολισθαίνον τμήμα, το οποίο μπορεί να επιτρέψει τη ροή ρευστού ή να την διακόψει. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ρύθμιση της ροής. Slider [Ολισθητήρας] Ηλεκ. Ο μοχλός που αλλάζει τις τιμές στο ποτενσιόμετρο. Κάθε διαιρέτης τάσης περιλαμβάνει ένα ολισθητήρα (δρομέα)εφαρμοσμένο πάνω σε μια αντίσταση, ώστε να μεταβάλει την ένταση του ρεύματος που διαρρέει ένα κύκλωμα, Sliding-Vane C o m p r e s s o r [Συμπιεστής Συρταρωτών Πτερυγίων] Μηχ. Μηχάνημα συμπίεσης αερίων, που περιέχει σειρά μετατοπιζόμένων πτερυγίων μέσα σε κέλυφος, με τη βοήθεια των οποίων επιτυγχάνεται η αύξηση της πίεσης του ρευστού. Sliding Vector [Ολισθαίνον διάνυσμα] Μηχ. Το διάνυσμα το οποίο έχει συγκεκριμένο μέτρο, διεύθυνση και φορά, όμως έχει ακαθόριστο σημείο εφαρμογής. Slip [Ολίσθηση ρήγματος] Γεωλ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η διαδικασία της σχετικής κίνησης της μίας πλευράς του ρήγματος ως προς την άλλη. Slip 2 [Πλάγια Ολίσθηση] Ρευστομηχ. Το φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα ρευστό βρίσκεται σε επαφή με στερεή επιφάνεια, δημιουργείται ένας λεπτός ρευστός υμένας που ολισθαίνει πάνω στην επιφάνεια. Slip Cleavage [Θραυσιγενή σχισμός] Γεωλ. Τύπος σχισμού στον οποίο τα επίπεδα σχιστοποίησης παράγονται με μετατόπιση της διεύθυνσης της σχιστότητας σε κάθε επίπεδο στρώσης. S L I P E m u l a t o r [Εξομοιωτής πρωτοκόλλου SLIP] Πληρ. Κατασκευή προγράμματος που μεταφέρει αυτό το σειριακό πρωτόκολλα) του Unix στις μηχανές με τα λειτουργικά συστήματα των Windows. Slip Face [Όψη ολίσθησης] Γεωλ. Η υπήνεμη πλευρά σε σχηματισμό θίνας ή κυμάτωσης άμμου. Slip Flow [Ροή Ολίσθησης] Ρευστομηχ. Χαρακτηρίζεται η ροή ρευστού, σε συνθήκες μετάβασης από τη στρωτή στη μοριακή ροή. Slip Velocity [Ταχύτητα Ολίσθησης] Ρευστομηχ. Ορίζεται η σχετική ταχύτητα μεταξύ ρευστού και στερεής επιφάνειας, όταν το ρευστό ολισθαίνει κατά μήκος της επιφάνειας. Slope 1 [Κλίση] Μαθημ. Ι.'Εστω μια ευθεία (ε), η οποία τέμνει τον άξονα x'x σε ένα σημείο. Η γο)νία που σχηματίζει η ευθεία (ε) με τον άξονα x'x μετριέται κατά την φορά αντίθετη από αυτή των δεικτών του ωρολογιού ώστε να είναι θετική. Η μέτρηση της γωνίας πραγματοποιείται με την βοήθεια της εφαπτομένης της γωνίας. Η τιμή της εφαπτομένης μα δίνει την κλίση της ευθείας (ε) ως πρός τον άξονα χ'χ. Η γωνία λέγεται

- 1278 γωνία κλίσης. 2. Έστω μια καμπύλη και έστω Α (χ, y) ένα σημείο της καμπύλης από το οποίο διέρχεται μια εφαπτομένη της καμπύλης. Η κλίση της καμπύλης ισούται με την κλίση που έχει η εφαπτομένη της καμπύλης στο σημείο Α. Slope 2 [Πρανές ή κλιτύς] Γεωλ. Η από τη κορυφή έως τη βάση κεκλιμένη επιφάνεια κατωφέρειας. Slope O f A Strait Line [Κλίση της ευθείας] Στατ. Ο όρος που δηλώνει το συντελεστή κλίσης του απλού γραμμικού μοντέλου. Slope Overload [Υπερφόρτιση κλίσης] Ηλεκτμον. Φαινόμενο που παρουσιάζεται όταν η διαμόρφωση Δέλτα αδυνατεί να παρακολουθήσει τη μεταβολή του σήματος που διαμορφώνεται. Slope Stability [Ευστάθεια πρανούς] Γεωλ. Ονομάζεται η αντοχή που διαθέτει μία κεκλιμένη επιφάνεια εδάφους, δηλαδή ένα πρανές, για να ισορροπήσει και να σταθεί χωρίς να αστοχήσει, πράγμα που συνεπάγεται την ολίσθησή του. Slot 1 [Σχισμή] Επικοιν. Όρος της δικτυακής επικοινωνίας για την τοπολογία δακτυλίου που δηλώνει πακέτο γνωστού μήκους για υλοποίηση επικοινωνίας. Slot 2 [Σχισμή] Μηχ. Λεπτό άνοιγμα στην επιφάνεια μιας συσκευής, όπου μπορεί να εισαχθεί ειδικού μεγέθους και σχήματος αντικείμενο. Για παράδειγμα, ένα νόμισμα για να ενεργοποιήσει τη συσκευή. Slotted Ring [Δακτύλιος με σχισμές] Επικοιν. Ο χώρος χωρίζεται σε σχισμές που κυκλοφορούν στο κανάλι και όποιος θέλει να εκπέμψει χωρίζει το μήνυμα του σε πακετάκια που βάζει στα slots και τα απελευθερώνει προς στον παραλήπτη. Slow Axis [Βραδύς άξονα] Οπτικ. Ο οπτικός άξονας ενός θετικού κρυστάλλου κατά τον οποίο τα κύματα που διαδίδονται μέσα στον κρύσταλλο έχουν την παράλληλη συνιστώσα της ταχύτητας διάδοσής τους μικρότερη από την κάθετη στον οπτικό άξονα συνιστώσα της ταχύτητάς τους. Slow Link [Αργή σύνδεση] Επικοιν. Σύνδεση που περνάει πάνω από βαριά φορτωμένες γραμμές ή μοιράζεται μαζί με πολλούς χρήστες ταυτόχρονα. Slow M a t c h [Βραδύκαυστο φιτίλι] Μηχ. Είναι ένα είδος φιτιλιού με σχετικά αργό και γνωστό ρυθμό καύσης ώστε να μπορεί να υπολογισθεί ο τελικός χρόνος μετάδοσης της ανάφλεξης από το αρχικό του σημείο έως τις εκρηκτικές ύλες που θα πυροδοτήσει. Slow Motion V i d e o [Βίντεο σε αργή κίνηση] Τεχνολ1. Αναπαραγωγή βίντεο με ρυθμό διαφορετικό από αυτόν που έχει προοριστεί για κανονική μετάδοση και συνήθως χρησιμοποιείται η τεχνική καρέ- καρέ για εντοπισμό λεπτομερειών ή διόρθωση κάποιων σημείων πχ σε μοντάζ. S l o w - N e u t r o n Spectroscopy [Φασματοσκοπία αργών νετρονίωνί Φυσ. 1. Νετρόνια που έχουν κινητική ενέργεια της τάξης των ΙΟ2 eV. 2. Συνώνυμο των θερμικών νετρονίων ανάλογο των νετρονίων με κινητική ενέργεια περίπου 0.0025eV που αντιστοιχεί στα 2/3 της μέσης κινητικής ενέργειας ενός μορίου στους 15°C. S l o w N o v a Star [Αργός αστέρας νόβα] Αστμον. Η περίπτωση που ένας αστέρας τύπου νόβα αποκτά τη νέα του λαμπρότητα με αργούς ρυθμούς τάξης μηνός. Slow Scan Television [Τηλεόραση χαμηλής σάρωσης] Ηλεκτμον. Τηλεοπτική οθόνη που ανανεώνεται με ρυθμούς πιο αργούς απ' αυτούς που μπορεί να ανεχτεί το ανθρώπινο μάτι. Slow Storage [Αργή αποθήκευση] Πλημ. Αποθηκευτι-

κό μέσο που ανανεώνει τα περιεχόμενα του με πιο αργούς ρυθμούς από τους αντίστοιχους της συσκευής αποστολής δεδομένων. S l o w T i m e Scale [Χαμηλή χρονική κλίμακα] Τεχνολ. Υπολογιστική κλίμακα για μετρήσεις χρόνου. Slowing Of Clocks [Επιβράδυνση των ρολογιών] Φυσ. Ένα φαινόμενο που προβλέπεται από τη ειδική θεωρία της σχετικότητας, όπου αν σε κατάσταση ηρεμίας ένα ρολόι χτυπά n φορές ανά δευτερόλεπτο, τότε από την οπτική γωνία ενός παρατηρητή ο οποίος κινείται με ταχύτητα ν σε σχέση υε το ρολόι, θα φαίνεται ότι το ρολόι χτυπά n(l-v 2 /c') 7 2 φορές το δευτερόλεπτο. Sludge [Ιλύς] Χημ. Μηχ. Πρόκειται για πυκνό μίγμα υγρού-στερεού, που δημιουργείται κατά τη βιολογική επεξεργασία λυμάτων. Πριν τη τελική διάθεση της ιλύος απαιτείται σειρά διεργασιών, όπως σταθεροποίηση, αφυδάτωση,ξήρανση, απολύμανση. Sludge Coking [Καύση Ιλύος] Χημ. Μηχ. Το στερεό προϊόν της κατεργασίας της κηροζίνης, της νάφθας ή των λιπαντικών με θειικό οξύ, διαχωρίζεται σε πετρέλαιο και νερό και καίγεται σε ειδικούς φούρνους, με σκοπό την ανάκτηση του θειικού οξέος. Slug [Τμήμα μετάλλου] Ηλεκτμομαγν. Ένας υψηλά αγώγιμος δακτύλιος τοποθετημένος πάνω από ένα πυρήνα για να βοηθήσει στην επιβράδυνση της διακοπής της ροής. Sluice [Κανάλι νερού] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για ένα τεχνητό αυλάκι για τη διέλευση του νερού το οποίο και ελέγχεται από μία κατακόρυφη συρόμενη μεταλλική θύρα. Τέτοιο είδος καναλιού νερού χρησιμοποιείται και στην περίπτωση έκπλυσης μεταλλεύματος. Sluice Gate [Θυρίδα ρύθμισης ροής] Πολ.Μηχ. Είναι μία μεταλλική συρόμενη θυρίδα για τον έλεγχο της ροής του νερού σε τεχνητό κανάλι. S l u m p [Περιστροφική κατολίσθηση] Γεωλ. Τύπος χερσαίας ή υποθαλάσσιας κατολίσθησης εδαφών, πετρωμάτων ή ασύνδετων αδρομερών υλικών που εκδηλώνεται κατά μήκος καμπύλων, μη επίπεδων επιφανειών ολίσθησης που δεν είναι παράλληλες προς την αρχική κατωφέρεια Slump Fault [Κανονικό ρήγμα] -> Normal Fault Slurry [Πολτός] Χημ. Μίγμα ενός υγρού με στερεό το οποίο δεν διαλύεται σε αυτό. Πρόκειται για διάλυμα με πολύ μεγάλη πυκνότητα και ιξώδες. Slurrying [Πολτοποίηση] Χημ. Ανάμιξη στερεού υλικού, σε μορφή σκόνης, με υγρό μη διαλύτη, που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό πολτού. Slush [Λάσπη χιονιού] Υδμολ. 1. Χιόνι ή πάγος σε κατάσταση μερικής τήξης. 2. Συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων στην επιφάνεια υδάτινης έκτασης που βρίσκονται σε κατάσταση χαλαρής σύνδεσης. S m [Σύμβολο Sm] Χημ. Σύμβολο του σαμαρίου —> Samarium. Small-Angle Scattering [Σκέδαση μικρής γωνίας] Φυσ. Είναι η γο>νία μεταξύ της αρχικής και της τελικής νοητής ευθείας που ακολουθεί ένα σκεδαζύμενο σωματίδιο. Small Capitals [Μικρά κεφαλαία] Γμαψισ. Αν και οξύμωρο σχήμα, είναι η αναγραφή των λέξεων σε ένα τυπωμένο κείμενο με τη χρήση κεφαλαίων χαρακτήρων αλλά στο μέγεθος των αντίστοιχων μικρών της ίδιας γραμματοσειράς, πράγμα το οποίο γίνεται συνήθως για να δοθεί έμφαση σε αυτές τις λέξεις. Small Computer System Interface (SCSI) [Διασύνδεση συστήματος μικροϋπολογιστή] Πλημ. Ένα πρότυπο σύν-

- 1279 -

Smoothing 1

δέσης περιφερειακών πχ δίσκων, modem κτλ στη μηθαλομίχλη, φαινόμενο το οποίο εκδηλώνεται στα σύγτρική κάρτα. Χρησιμοποιεί σύστημα επιλογής καναχρονα μεγάλα αστικά κέντρα ως αποτέλεσμα της μόλιού μεταφοράς δεδομένων και γενικά είναι πιο αργό λυνσης της ατμόσφαιρας απύ τα οχήματα, τις βιομηχααπό το PCI αλλά εξελίσσεται συνεχώς. νίες και κάθε άλλη μηχανική διάταξη που εκπέμπει Small Magellanic Cloud [Μικρό νέφος του Μαγγελάπροϊόντα καύσης διαφόρων οργανικών ενώσεων. Σαν νου] Αστρον. Ο μικρότερος από τους 2 πιο προσεγγίσιλήμμα στην αγγλική προέρχεται από τις λέξεις smoke μους ελλειπτικούς γαλαξίες μέλη της τοπικής ομάδας. και fog (καπνός και ομίχλη, αντίστοιχα). Small Perturbation [Μικρή διαταραχή] Φνσ. Ορίζεται Smoke [Καπνός] Φυσ. Χημ. Ορίζεται κάθε λεπτή διασπορά στερεών σωματιδίων σε αέριο ρεύμα. ως μία μεταβολή στη φυσική κατάσταση ενός συστήματος σε τέτοια μικρή κλίμακα ώστε η επίδρασή της Smoke 2 [Καπνός] Φυσ. Χημ. Μίγμα λεπτών στερεών να είναι αμελητέα και σε κάθε περίπτωση προβλέψιμη σωματιδίων άνθρακα σε αέρα, που παράγεται από φαιήδη από τα δεδομένα της μη διαταραγμένης κατάστανόμενο καύσης. σης του συστήματος. Smoke Detector [Ανιχνευτής Καπνού] Μηχ. Συσκευή που χρησιμοποιείται σε κλειστούς χώρους, με σκοπό Small S a m p l e s [Μικρά δείγματα] Στατ. Συνήθως απαιτείται ένας αριθμός παρατηρήσεων για να έχει ισχύ ένα την πρόληψη πυρκαγιών. Ο αισθητήρας της συσκευής ανιχνεύει τον καπνό και ενεργοποιεί μηχανισμό συνατεστ (πχ 5 για το τεστ Kolmogorov Smirnov) ή ένας γερμού. νόμος πιθανότητας (πχ 25 ή 30 για ικανοποιητική ισχύ του νόμου μεγάλων αριθμών). S m o k e Printing [Εκτύπωση καπνού] Τεχνολ. Το πέρασμα μιας εικόνας με ένα φίλτρο που δίνει την εντύπωSmall Scale Integration [Μικρής κλίμακας ολοκλήση ομίχλης. ρωση] Ηλεκτρον. Όρος που αναφέρεται στην κατασκευή ολοκλη ρω μένων κυκλωμάτων τα οποία περιέ- Smoke Technique [Τεχνική καπνού] Μηχ.Ρευστ. Ειδιχουν μικρό αριθμό στοιχείων, με τις ελάχιστες δυνατόκή τεχνική υπολογισμού πολύ μικρών ταχυτήτων σε τητες (α>ς 10 πόρτες). ρεύματα αέρα. Με διοχέτευση καπνού εντός του ρεύματος επιτυγχάνεται η οπτικοποίηση της κίνησης του Small Talk L a n g u a g e [Γλώσσα small talk] Πληρ. αέρα και η χρονομέτρηση της ορατής πλέον κίνησης Γλώσσα προγραμματισμού που στηρίχτηκε και σχεδόν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταχύτητας. Η ίδια τετυποποίησε τον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό. χνική χρησιμοποιείται και για την ανίχνευση διαρροών Smaltite [Σμαλτίτης] Ορυκτ. Ορυκτό του κοβαλτίου, αέρα από δεξαμενές ή φιάλες. που έχει χημικό τύπο CoAs 2 . S m a r a g d i t e [Σμαραγδίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, γνωστό και Smokestack [Καπνοδόχος] Μηχ. Ονομάζεται η κατακόρυφη, κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, κενή στο ως ακτινολίτης, μονοκλινούς πρισματικής κρυσταλλιεσωτερικό, κατασκευή από σκυρόδεμα αλλά και λίθινη κής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, πράσινου χρώμασε παλαιότερα εργοστάσια και βιομηχανικές μονάδες, τος, με MB 875 και χημικό τύπο Ca 2 (Mg,Fe) 5 Si 8 022 από όπου διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα τα αέρια προϊ(ΟΗ) 2 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.54: 1: όντα των διαφόρων καύσεων. 0.29 και το μέσο ειδικό του βάρος 3.03. Συναντάται ευρέως στη φύση. Smoking [Κάπνισμα] Τεχν.Τροφ. Τεχνική συντήρησης τροφίμων, και κυρίως παρασκευασμάτων κρέατος, που S m a r t Card [Εξυπνη κάρτα] Πληρ. 1. Κάρτα που πεβασίζεται στην έκθεση τους σε καπνό ειδικών ποικιριέχει δεδομένα που μπορούν να μεταβληθούν από λιών ξύλου, κατά προτίμηση πλούσιων σε φαινολικά διάφορα τερματικά. 2. Κάρτα με λειτουργίες πέρα από και αλδεϋδικά παράγωγα. II κατεργασία με αυτή την αυτές μιας απλής κάρτας με λειτουργίες που στηρίζοτεχνική προσφέρει και το πλεονέκτημα της βελτίωσης νται κυρίως σε ασαφή λογική ή διάφορες ευρετικές μετης φυσικής οσμής του τροφίμου, ενώ συνήθως λαμθόδους. βάνει χώρα σε χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες. S m a r t P h o n e s [Εξυπνα τηλέφωνα] Πληρ. Τηλέφωνα που χρησιμοποιούνται συνήθως σε συνδυασμό με άλ- Smooth [Ομαώς] Μαθημ. Ένας χώρος ο οποίος έχει την ιδιότητα να είναι απείρως παραγωγίσιμος ή αν πελα μηχανήματα για πρόσβαση σε διάφορες τηλεπικοιριέχει απείρως διαφορίσιμες πολλαπλότητες λέγεται νωνιακές υπηρεσίες συνήθως της κινητής τηλεφωνίας ομαλός. Ο χώρος αυτός συμβολίζεται C μέσω διαδικτύου. S m a r t Terminal [Εξυπνο τερματικό] Πληρ. Έξυπνο Smooth" [Ομαλός] Στατ. Έστω ότι έχουμε ένα πλήθος τερματικό σημαίνει απλά όχι χαζό τερματικό δηλαδή δεδομένων τα οποία θέλουμε να εξετάσουμε για να απλά όχι τύπου Unix αλλά με κάποιες δυνατότητες εμυλλέξουμε κάποιες πληροφορίες. Με διάφορες μεθόπεξεργασίας κάτι που στην εποχή μας λειτουργεί μόνο δους μπορούμε να τροποποιήσουμε τα δεδομένα, όπως μέσω προσομοίωσης. την μέθοδο Kernel, την μέθοδο Spline κ.τ.λ. ώστε να S m a r t Tool [Εξυπνο εργαλείο] Τεχνολ. Τ Τ χρήση έξυ- προκύψουν δεδομένα τα οποία να έχουν ομαλό γράφημα. πνων μεθόδων δηλαδή λογισμικού λήψης αποφάσεων ή δυνατότητες επεξεργασίας για οποιοδήποτε εργαλείο S m o o t h i n g [Εξομαλύνση] Μαθημ. 1. Έστω ότι έχουμε που την περασμένη δεκαετία είχε τη δυνατότητα μόνο κάποια διακριτά σημεία στο επίπεδο ή στο χώρο. Μια εκτέλεσης εντολών. διαδικασία η οποία μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε ένα γράφημα ομαλό, με την έννοια ότι αν ενώσουμε τα Smithsonite [Σμιθσωνίτης] Ορνκτ. Ορυκτό υλικό που σημεία αυτά με μία ευθεία γραμμή να έχουμε την μιαποτελείται από ανθρακικό ψευδάργυρο, ZnC03, ενώ κρότερη δυνατή απόκλιση, λέγεται εξομάλυνση. 2. Έμπορεί να περιέχει και άλλα μέταλλα, ύπως σίδηρο, στω μια συνάρτηση f, η οποία είναι ν φορές διαφορίσιασβέστιο, κοβάλτιο, χαλκό, κλπ. Κρυσταλλώνεται στο μη. Αν υπάρχει μια άλλη συνάρτηση φ, με την οποία εξάγωνικό σύστημα και έχει χρώμα λευκύ ή πράσινο ή μπορούμε να προσεγγίσουμε την συνάρτηση f, ώστε καστανό ή μπλε. Το καθαρό ορυκτό έχει σκληρότητα να έχουμε μια συνάρτηση με μεγαλύτερη διαφορισιμό4-4,5 Mohs και ειδικό βάρος 4,43. τητα τότε αυτή η διαδικασία προσέγγισης λέγεται εξοSmog [Νέφος] Μετεωρ. Είναι ένα σύννεφο από βλαβεμάλυνση. ρά και δηλητηριώδη αέρια, γνωστό και με τον όρο αι-

Smoothing 2

- 1280-

Smoothing 2 [Εξομάλυνση] Στατ. Χρήση ειδικών μεθόδων για τροποποίηση σειράς δεδομένων ώστε να προσεγγίζουν κάποια δεδομένη κατανομή της οποίας η παράμετροι σαφώς αναζητούνται πρώτα. Η τεχνική περιγράφεται και σαν Fitness (προσαρμογή δεδομένων) αν και μαθηματικά έχει να κάνει πιο πολύ με απαλοιφή ακραίων τιμών. Smoothing 3 [Εξομάλυνση] Τεχνολ. Τεχνική βελτίωσης μιας εικόνας ενός αντικειμένου πχ με χρήση φίλτρων, μεγέθυνση και γέμισμα κενών κτλ. Smoothing 4 [Λείανση] Μηχ. Διαδικασία που περιλαμβάνει καθαρισμό και τριβή με λειαντικά μέσα μιας στερεής επιφάνειας. Sn [Σύμβολο Sn] Χημ. Σύμβολο του κασσιτέρου -> Pewter. Snapshot D u m p [Στιγμιαίο αποτύπωμα] Πλημ. Ένα αποτύπωμα συνήθως μιας σελίδας μνήμης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Snapshot P r o g r a m [Πρόγραμμα αποτύπωσης] Πληρ. Λογισμικό που παγώνει το αντικείμενο που θα αποτυπωθεί για μια στιγμή δηλαδή σταματά τις κλήσεις του. Snedecor's F Distribution [Κατανομή F του Snedecor] Στατ. Κατανομή που είναι γνωστότερη σαν η F κατανομή και περιγράφει τις πιθανότητες του F τεστ · Snell's L a w [Νόμος του Sncll] Οπτικ. Ο πιο γνωστός νόμος της οπτικής. Όταν ακτίνα φωτός που κινείται σε μέσο με δείκτη διάθλασης πι προσπέσει υπό Οι στην διαχωριστική επιφάνεια με άλλο μέσο που έχει δείκτη διάθλασης η2 διαφορετικό από του πρώτου, η διαθλώμενη ακτίνα δεν ακολουθεί την πορεία της προσπίπτουσας ακτίνας αλλά σχηματίζει γωνία θ2 που εξαρτάται τόσο από τα η2 και ιηόσο και από την θι. Η μαθηματική έκφραση του νόμου είναι: nrsinO t = n2-sin02 Snips [Ψαλίδι λαμαρίνας] Μηχ. Είναι ένα βαρύ είδος ψαλιδιού με κοντά σκέλη για την κοπή ειδικά των μεταλλικών φύλλων. Snow [Χιόνι] Μετεωρ. Φαινόμενο στερεής ατμοσφαιρικής κατακρήμνισης που συνίσταται στη πτώση επί του εδάφους κατά κανόνα διαφανών, ελαφρών και λευκών λόγω ανάκλασης του φωτός παγοκρυστάλλων εξάγωνικού σχήματος, είτε μεμονωμένων είτε σε σχηματισμούς νιφάδων, που σχηματίζονται με διεργασίες συμπύκνωσης επί των νεφών και παραμένουν σε στερεή κατάσταση κατά την απομάκρυνση τους απ' αυτά λόγω διέλευσης τους από ατμοσφαιρικά στρώματα θερμοκρασίας χαμηλότερης του σημείου τήξεως. Snow Avalanche [Χιονοστιβάδα] Υδρολ. Πρόκειται για μία σχετικά μεγάλη ποσότητα χιονιού η οποία παρακινούμενη λόγω της δύναμης της βαρύτητας, κινείται κατά μήκος μίας πλαγιάς από κάποιο επίπεδο ενός βουνού σε κάποιο άλλο υψομετρικά χαμηλότερο, παρασύροντας οτιδήποτε στο πέρασμά της. Snow Cloud [Σύννεφο χιονιού] Μετωρ. Είναι ο τύπος του σύννεφου που προκαλεί χιονόπτωση. Snow Cover [Επικάλυψη χιονιού] Υδρολ. Ορίζεται ως η μέση τιμή του ύψους του χιονιού που καλύπτει μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Με τον ίδιο όρο όμως περιγράφεται και η συνολική ποσότητα του χιονιού που βρίσκεται σε μία περιοχή, παράμετρος που συνυπολογίζεται στις διάφορες υδρολογικές μελέτες που την αφορούν. Snow Crystal [Χιονοκρύσταλλος] Μετεωρ. Απλή μορφή κρυστάλλου που μπορεί να βρεθεί σε μια χιονονιφάδα. Δηλαδή ένας μεμονωμένος παγοκρύσταλλος κα-

τά τις χιονοπτώσεις, ο οποίος γενικά είναι διαφανής, με στιλπνές έδρες, λευκού χρωματισμού λόγω της ανάκλάσης του φωτός και εξαγωνικού σχήματος όπως π.χ. σε μορφή εξάκτινου αστέρα. Snow Drift [Μετατόπιση χιονιού] Υδρολ. Ποσότητα χιονιού που μεταφερόμενο υπό την επενέργεια του αιολικού παράγοντα δημιουργεί συσσωρεύσεις, κυρίως αποτιθέμενο προ ανωμαλιών ή σχηματισμών του εδάφους. Snow Effect [Φαινόμενο χιονιού] Ηλχκτρον. Φαινόμενο κατά την σάρωση οθόνης όπου εμφανίζονται άσπρες κουκίδες επί της οθόνης που μπορεί να είναι και ολόκληρες γραμμές, κύρια από μη συγχρονισμό στα παλαιότερα μοντέλα της κάρτας CGA. Snow Flake [Νιφάδα χιόνας] Μετεωμ. Σχηματισμός ποικίλων διαστάσεων (έως και αρκετών εκατοστών) που δημιουργείται από τη συνένωση μεμονωμένων παγοκρυστάλλων κατά τις ήρεμες χιονοπτώσεις και όταν η θερμοκρασία των στρωμάτων του αέρα δεν είναι πολύ χαμηλότερη των μηδέν βαθμών Κελσίου, Snow Forest Climate [Κλίμα ψυχρών δασών] Μετεωρ. Μεγάλη κατηγορία κλιμάτων σύμφωνα με το σύστημα του Ktippen. Το κλίμα χαρακτηρίζεται από ένα πολύ κρύο μήνα, όπου η θερμοκρασία δεν ξεπερνά τους 3 °C και η θερμοκρασία του πιο ζεστού μήνα δεν πέφτει ποτέ κάτω από τους 10°C. Snow Grain [Κόκκος χιόνας] Μετεωρ. Παγοκρύσταλλος διαμέτρου μικρότερης από 1 χιλιοστό που σχηματίζεται όταν η θερμοκρασία είναι ιδιαίτερα χαμηλή, κάτω από περίπου 8 βαθμούς Κελσίου, Snow Grains [Κόκκοι χιονιού] Μετεωρ. Οι μικροί λευκοί και αδιαφανείς κόκκοι χιονιού, σχετικά πεπλατυσμένοι και επιμήκης, με διάμετρο της τάξεως των 1mm. Snow Line [Όριο χιόνος] Υδρολ. 11 κατώτερη οριακή γραμμή μίας περιοχής αιώνιων χιονών στις κορυφές υψηλών ορέων και οροπεδίων, πάνω από την οποία διατηρείται τάπητας αποτελούμενος από επιφανειακό στρώμα χιόνας και βαθύτερα στρώματα χιονόπαγου και πάγου σ' όλη τη διάρκεια του έτους, Snow Load [Φορτίο χιονιού] ΠολΜηχ. Πρόκειται για την τιμή του φορτίου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη μελέτη μίας κατασκευής ως είδος κινητού φορτίου οφειλόμενο στην πτώση χιονιού. Εξαρτάται από τους σχετικούς κανονισμούς φορτίσεων της κατά τόπου περιοχής όπου θα ανεγερθεί η κατασκευή, Snow Pellet [Σφαιρίδιο χιόνος] Μετεωρ. Παγοκρύσταλλοι χιόνας στρογγυλού ή ωοειδούς σχήματος διαμέτρου μεγαλύτερης από 1,5 χιλιοστά S n o w Sampler [Δειγματολήπτης χιονιού] Υδρολ. Όργανο που χρησιμοποιείται για τη λήψη δείγματος χιονιού από το οποίο μετράται η ποσότητα του νερού που προκύπτει μετά την τήξη και αποτελείται από κλειστό στο ένα άκρο μεταλλικό κύλινδρο. Snow Stage [Στάδιο χιονιού] Μετεωρ. Το στάδιο μιας αδιαβατικής εκτόνωσης κατά το οποίο οι υδρατμοί του κορεσμένου αέρα που ανέρχεται συμπυκνώνονται σε χιόνι. Το στάδιο αυτό αρχίζει στη στάθμη συμπύκνωσης για θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 0°C. Snow Stake [Ράβδος χιονομέτρησης] Τεχνολ. Ράβδος βαθμολογημένη, που χρησιμοποιείται για την μέτρηση του πάχους του χιονιού, σε περιοχές με έντονες χιονοπτώσεις, Snow Survey [Καταμέτρηση χιονιού] Υδρολ. Η μέτρηση της ποσότητας του ολικού χιονιού που καλύπτει μια

- 1281 -

Sodium Acetate

περιοχή, η οποία μπορεί να γίνει με την μέτρηση του η ανισότητα: || f || Lq < C |nXk=, J | H f / H x k | ρ dx] \ πάχους και του ισοδύναμου νερού του χιονιού και τα όπου || f || L4 είναι η νόρμα Lq της f, λέγεται ανισότητα του Sobolev. αποτελέσματα να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη της ποσότητας του νερού που θα προκύψει από την Soboloev Space [Χώρος του Sobolev] Μαθημ έστω ο τήξη του. χώρος Lq και έστω Α ένα ανοικτό σύνολο το οποίο αn Snow Water [Νερό χιονιού] Υδρολ. Προσδιορίζεται α>ς νήκει στο χώρο R . Τότε οι συναρτήσεις της μορφής L q (Α) ανήκουν στο χώρο ΗΠι,ρ και έχουν την οι μερικές η ποσότητα του νερού που θα προκύψει από το λιώσιq μο του χιονιού και πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τους παράγωγοι τους να ανήκουν στο χώρο L . Ο χώρος Η™ ρ λέγεται χώρος του Sobolev. αντίστοιχους υδρολογικούς υπολογισμούς της περιοχής· Social Engineering [Κοινωνική μηχανική] Πληρ. Όρος που στην πληροφορική δηλώνει κοινωνική εργασία Snowfall [Χιονόπτωση] Μετεωρ. Η ποσότητα του χιο(χωρίς αμοιβή). νιού που πέφτει σε δεδομένη περιοχή και σε καθοριSocial Impact Assessment [Εκτίμηση κοινωνικού ασμένο χρόνο. Snowfield [Πεδίο χιόνος] Υδρολ. Εκτεταμένη περιοχή ντίκτυπου] Πολ.Μηχ. Καλείται η επιστημονική μελέτη η οποία πρέπει να γίνεται πριν την κατασκευή ενός μεμε μόνιμη συνεχή και ομοιόμορφη κάλυψη χιονιού κατά το επιφανειακό στρώμα και βαθύτερα στρώματα γάλου τεχνικού έργου, όπως ένα φράγμα, μία γέφυρα, ένας αυτοκινητόδρομος, ένα σημαντικό κτιριακό συχιονόπαγου και πάγου λόγω της συμπίεσης των υπερκείμενων στρωμάτων που σχηματίζεται όταν η ποσό- γκρότημα, ώστε να προβλεφθούν και να αναλυθούν οι επιπτώσεις που αυτό θα έχει στο κοινωνικό σύνολο τητα των στερεών ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων που θα το επηρεάσει ως προς την οικονομική του καυπερβαίνει τη ποσότητα που μπορεί να τήκεται και να τάσταση, τις μετακινήσεις του πληθυσμού και άλλα. εξατμίζεται σε διάστημα ενός χρόνου με βάση τις συνθήκες του εδαφικού ανάγλυφου και του κλίματος. Socket 1 [Σημείο πρόσδεσης] Επικοιν. Το μοναδικό ζευSnowflake [Χιονονιφάδα] Μετεωρ. Καλείται το σύνολο γάρι μιας IP διεύθυνσης και μιας TCP διεύθυνσης (πόρτας) για την υλοποίηση μιας δικτυακής επικοινωτων κρυστάλλων ή ένας μόνο κρύσταλλος πάγου που πέφτει από τα σύννεφα. Παρόλο που δεν μπορεί να νίας με το πρωτόκολλο αυτό TCP/IP. δειχτεί πειραματικά, όλα συγκλίνουν στο ότι δύο νιφά- Socket 2 [Υποδοχή πρίζας] Ηλεκ. Καλείται η διάταξη δες χιονιού δεν μπορούν να έχουν ακριβώς το ίδιο σχήπου μόνιμα εγκατεστημένη σε ένα τοίχο μίας οικοδομα. μής και αποτελώντας στην ουσία την απόληξη του ηλεκτρικού δικτύου που βρίσκεται μέσα σε αυτόν, εξυSnowgauge [Χιονόμετρο] Υδρολ. Όργανο που χρησιμοπηρετεί στην παροχή η^.κτρικού ρεύματος προς κάθε ποιείται για τη μέτρηση του χιονιού, είτε με την μέτρηση της μάζας του χιονιού, είτε της μάζας του νερού πρίζα με καλώδιο που θα της εφαρμοστεί. που προκύπτει από την τήξη ποσότητας χιονιού. Soda 1 [Σόδα] Χημ. Πρόκειται για το ένυδρο άλας Na 2 CO 3 xl0H 2 O. -> Sodium Carbonate Decahydrate Snowmelt [Νερό χιονιού] Υδρολ. Snow Water Snowmobile [Μοτοσικλέτα χιονιού] Μηχ. Καλείται το Soda 2 [Σόδα] Χημ. Ονομάζεται και ανθρακική σόδα, που είναι το ανθρακικό νάτριο, Na 2 C03. —» Sodium μεταφορικό όχημα για ένα ή δύο άτομα που είναι καCarbonate τασκευασμένο για να κινείται επάνω στο χιόνι. Είναι παρόμοιο με μία κοινή μοτοσικλέτα αλλά αντί για τρο- Soda 3 [Σόδα] Χημ. Ονομάζεται και καυστική σόδα, που χούς στο εμπρός μέρος διαθέτει δύο πέδιλα και πίσω είναι το υδροξείδιο του νατρίου. —» Sodium μία κινητήρια ερπύστρια. Hydroxide S n o w p l o w [Εκχιονιστικό μηχάνημα] Μηχ. Ονομάζεται Soda Ash [Ανθρακικό Νάτριο] Χημ. Sodium ένα όχημα το οποίο μπορεί να κινείται επάνω σε μία Carbonate χιονισμένη επιφάνεια και έχοντας στο μπροστινό του Soda Pulping Process [Διεργασία πολτοποίησης με μέρος μία κατάλληλη μηχανική διάταξη είναι σε θέση σόδα] Χημ.Μηχ. Χημική διεργασία επεξεργασίας του να καθαρίζει το δρόμο από το χιόνι. χαρτοπολτού με χρήση καυστικού νατρίου. Η κατεργασία αυτή επιτρέπει την απομάκρυνση της ανεπιθύμηSnowslide [Χιονοστιβάδα] Υδρολ. -> Snow Avalanche της λιγνίνης από το ξύλο. Η σύγχρονη τάση της βιομηSnowstorm [Χιονοθύελλα] Μετεωρ. Είναι ένα καιρικό φαινόμενο όπου τη σχετικά χαμηλή θερμοκρασία και χανίας χάρτου είναι η πραγματοποίηση των διεργασιών σε ύσο το δυνατόν πιο ουδέτερες συνθήκες γεγοτον άνεμο συνοδεύει η πτώση του χιονιού. Soap [Σάπωνας] Χημ. Πρόκειται για άλατα με αλκάλια νός που υποχρεώνει στην αναζήτηση εναλλακτικών διεργασιών της αλκαλικής αυτής κατεργασίας. των ανώτερων λιπαρών οξέων, ιδιαίτερα του παλμιτικού, στεατικού και ελαϊκού. Παράγονται με αλκαλική Soda Water [Μεταλλικό νερό] Τεχν.Τροφ. Είδος νερού υδρόλυση λιπών και ελαίων. Εμφανίζουν καλή απορτο οποίο περιέχει φυσικό ανθρακικό που οφείλεται στο ρυπαντική ικανότητα, βιοαποικοδομησιμότητα, καθώς είδος των πετρωμάτων στην περιοχή ανάκτησης του. και εύκολη τυποποίηση. Είναι γνωστή η ευεργετική του δράση στην χώνεψη. Soap Bubble Test [Τεστ Φυσαλίδων] Χημ. Μέθοδος Sodium [Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Χημικό στοιχείο της ΙΑ με την οποία ελέγχεται αν υπάρχει διαρροή αερίου από ομάδας του περιοδικού πίνακα. Συμβολίζεται με Na μια συσκευή. Χρησιμοποιείται διάλυμα σαπουνιού πάκαι έχει ατομικό αριθμό 11, ατομικό βάρος 22,99, θερνω στο ελεγχόμενο σημείο, οπότε αν διαφεύγει αέριο μοκρασία τήξεως 97,9 "C και ζέσεως 882,9 °C. Είναι παρατηρείται σχηματισμός φυσαλίδων. μέταλλο μαλακό, με αργυρόλευκο χρώμα, που οξειδώνεται από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο και χάνει τη μεSobolev Inequality [ανισότητα του Sobolcv] Μαθημ. ταλλική του λάμψη. Ααμβάνεται με ηλεκτρόλυση τήγΈστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι απείρως παραγωματος χλωριούχου νατρίου ή υδροξειδίου του νατρίου. γίσιμη, δηλαδή ανήκει στο C f e C και ανήκει στο m συμπαγές σύνολο R . Αν υπάρχουν στοιχεία ρ και q, Sodium Acetate [Οξικό Νάτριο] Οργ. Χημ. Αλας του με το ρ να ανήκει στο διάστημα [1, m ], 1 < ρ < n, και οξικού οξέος, με χημικό τύπο NaC 2 H30 2 και μοριακό το q να ορίζεται ως: (1 / q) = 1 / ρ - 1 / η, τότε ορίζεται βάρος 82,03. Είναι λευκό ή γκρι κρυσταλλικό σώμα,

Sodium Acid Carbonate

- 1282 -

τήκεται στους 324 °C, διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται κυρίως ως πρόσθετο σε τρόφιμα και στη σύνθεση φαρμάκων. Sodium Acid C a r b o n a t e [Οξινο Ανθρακικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. —> Sodium Bicarbonate Sodium Acid C h r o m a t e [Διχρωμικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. —» Sodium Dichromate S o d i u m Acid P y r o p h o s p h a t e [Πυροφωσφορικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικό σώμα, με χημικό τύπο Na 2 H 2 P 2 0 7 *H 2 0, μοριακό βάρος 330,03 και θερμοκρασία τήξεως 220 °C, όπου αποβάλλει το νερό. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων κυρίως. S o d i u m Acid Sulfate [Όξινο Θειικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. -> Sodium Bisulfate S o d i u m Acid Sulfite [Όξινο Θειώδες Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Sodium Bisulfite Sodium Acid Tartrate [Οξινο Τρυγικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. - » Sodium Bitartrate S o d i u m A l u m i n a t e [Αργιλικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ονομάζεται και μεταργιλικό νάτριο. Έχει χημικό τύπο NaA10 2 , μοριακό βάρος 81,97 και σημείο τήξεως 1800 °C. Είναι λευκή σκόνη, άμορφη, υγροσκοπική, διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στη σύνθεση καθαριστικών ουσιών. S o d i u m Aluminosilicate [Αργιλιοπυριτικύ Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι N a 2 0 * A l 2 0 3 x x S i 0 2 . Είναι άχρωμες κρυσταλλικές ουσίες, διαλυτές σε οξέα. Πρόκειται για το νεφελίτη, για χ=2, που είναι εξαγωνικό κρυσταλλικό υλικό, τον ιαδεΐτη, για χ=4, που είναι μονοκλινές και τον αλβίτη, για χ=6, που είναι τρικλινές. S o d i u m A l u m i n u m Sulfate [Θειικό Νάτριο-Αργίλιο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο N a A l ( S 0 4 ) 2 x 1 2 H 2 0 και μοριακό βάρος 458,27. Τήκεται στους 61 °C και διαλύεται στο νερό. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων, κεραμικών, τροφίμων, κλπ. Sodium A m a l g a m [Αμάλγαμα Νατρίου] Χημ. Κράμα του υδραργύρου με νάτριο, που παράγεται με απλή διάλυση νατρίου σε θερμό υδράργυρο, σε αδρανή ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιείται ως αναγωγικό μέσο. S o d i u m A m i d e [Αμίδιο του Νατρίου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaNH 2 και το μοριακό βάρος 39,01. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, που τήκεται στους 210 °C και εξατμίζεται στους 400 °C. Είναι διαλυτό σε αμμωνία και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. S o d i u m Arsenate [Αρσενικικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο N a 3 A s 0 4 x l 2 H 2 0 , μοριακό βάρος 424,07 και σημείο τήξεως 86,3 °C. Είναι τοξική ουσία, διαλυτή σε ψυχρό νερό, αιθανόλη και γλυκερόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων και μελανών. S o d i u m Arsenite [Αρσενικώδες Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Τοξική ουσία, σε μορφή λευκής σκόνης, που έχει χημικό τύπο N a A s 0 2 και μοριακό βάρος 129,91. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στη σύνθεση εντομοκτόνων, φαρμάκων και χρωμάτων. S o d i u m Azide [Αζίδιο του Νατρίου] Ανόργ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, που δεν υπάρχει σε συνήθη θερμοκρασία. Ο χημικός τύπος είναι NaN 3 και το μοριακό βάρος 65,01. Με θέρμανση διασπάται σε νάτριο και άζωτο. Είναι τοξικό σώμα και χρησιμοποιείται στην παρασκευή εκρηκτικών. S o d i u m Benzoate [Βενζοϊκό Νάτριο] Οργ. Χημ. Αλας

του βενζοϊκού οξέος, με χημικό τύπο NaC 7 H 5 02 και μοριακό βάρος 144,11, που υπάρχει σε μορφή άχρωμου κρυσταλλικού σώματος ή λευκού άμορφου ή κοκκώδους σκόνης. Είναι διαλυτό σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στην παρασκευή τροφίμων και φαρμάκων. S o d i u m Bicarbonate [Όξινο Ανθρακικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaHC0 3 και το μοριακό βάρος 84,01. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 270 °C, όπου αποβάλλει διοξείδιο του άνθρακα. Διαλύεται σε νερό και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, σε ανθρακούχα ποτά, κλπ. S o d i u m Bichromate [Διχρωμικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Sodium Dichromate S o d i u m Biphosphate [Όξινο Φωσφορικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με τύπο N a 2 H P 0 4 x 7 H 2 0 ή N a 2 H P 0 4 x l 2 H 2 0 . Η πρώτη τήκεται στους 48,1 °C, και η δεύτερη στους 35,8 UC, όπου αποβάλλονται 5 μόρια νερού. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. S o d i u m Bismouthate [Βισμουθικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaBi0 3 και το μοριακό βάρος 297,97. Πρόκειται για καστανοκίτρινη σκόνη, διαλυτή σε θερμό νερό και διαλύματα οξέων. Είναι ισχυρά οξειδωτικό σώμα και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικίόν και φαρμακευτικών ουσιών. S o d i u m Bisulfate [Όξινο Θειικό Νάτριο] Α νόργ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλ)ακή ένωση, με χημικό τύπο NaHS0 4 , μοριακό βάρος 120,06 και σημείο τήξεως 315 °C. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών και βιομηχανικών προϊόντα)ν. S o d i u m Bisulfite [Όξινο Θειώδες Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αλλά χρωματίζεται κίτρινη σε διαλύματα. Έχει χημικό τύπο NaHS0 3 και μοριακό βάρος 104,06. Διαλύεται στο νερό και διασπάται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και ως αναγωγικό μέσο. S o d i u m Bisulfite Test [Δοκιμή με Όξινο Θειώδες Νάτριο] Οργ. Χημ. Αντίδραση αλδεϋδών ή μεθυλοκετονών με όξινο θειώδες νάτριο, κατά την οποία σχηματίζονται υδροξυ-σουλφονικά άλατα. Αποτελεί μέθοδο απομόνωσης, καθαρισμού και ταυτοποίησης των ενώσεων αυτών. Sodium Borate [Τετραβορικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Na 2 B 4 0 7 και το μοριακύ βάρος 201,22. Είναι κρυσταλλική ουσία, που διαλύεται στο νερό, τήκεται στους 741 "C και ζέει στους 1575°C. Συνήθως κρυσταλλώνεται με 5 ή 10 μόρια νερού. Χρησιμοποιείται ως χημικό αντιδραστήριο. S o d i u m B r o m a t e [Βρωμικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με τοξικές και οξειδωτικές ιδιότητες. Έχει χημικό τύπο NaBr05 και μοριακό βάρος 150,89, τήκεται στους 381 °C και διαλύεται στο νερό. Χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία. S o d i u m B r o m i d e [Βρωμιούχο Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο NaBr, μοριακό βάρος 102,89, θερμοκρασία τήξεως 747 °C και ζέσεως 1390°C. Είναι υγροσκοπική ουσία, διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. S o d i u m Carbonate [Ανθρακικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ονομάζεται και ανθρακική σόδα. Είναι λευκή, υγροσκοπική σκόνη, με χημικό τύπο Na 2 C0 3 και μοριακό βάρος 105,99. Τήκεται στους 851"C και διαλύεται στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση πολλών χημικών ουσιών.

- 1283 S o d i u m C a r b o n a t e Decahydrate [Ενυδρο Ανθρακικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Είναι γνωστό και ως κρυσταλλική σόδα. Έχει χημικό τύπο Na2C03>< 10Π 2 0, μοριακό βάρος 286,14, σημείο τήξεως 32,5-34,5 UC και σημείο ζέσεως 33,5 °C, όπου αποβάλλεται νερό. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, που λαμβάνεται με διάλυση και ανακρυστάλλωση του ανθρακικού νατρίου σε νερό, σε χαμηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται κυρίως στη σύνθεση απορρυπαντικών και λευκαντικών. Sodium C a r b o n a t e M o n o h y d r a t e [Μονο-ένυδρο Ανθρακικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι N a 2 C 0 3 x H 2 0 και το μοριακό βάρος 124,00. Λαμβάνεται με διάλυση και ανακρυστάλλωση του ανθρακικού νατρίου σε νερό, σε θερμοκρασίες 40-80 °C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, τήκεται στους 100 "C και διαλύεται σε νερό και γλυκερόλη. S o d i u m Chlorate [Χλωρικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ανόργανο άλας με χημικό τύπο NaC10 3 , μοριακό βάρος 106,44 και σημείο τήξεως 248-261 °C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, γλυκερόλη και διάλυμα αμμωνίας. Χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό μέσο, στη σύνθεση λευκαντικών και στην παραγα>γή εκρηκτικών υλών. S o d i u m Chloride [Χλωριούχο Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Είναι το κοινό αλάτι, που έχει χημικό τύπο NaCl και μοριακό βάρος 58,44. Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, υγρή αμμωνία και γλυκερόλη, που έχει χαρακτηριστική αλμυρή γεύση. Χρησιμοποιείται στην ιατρική, στη χηαική σύνθεση, για τη διατήρηση τροφίμων, κλπ. —> Salt S o d i u m Chlorite [Χλωριώδες Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Λευκή, υγροσκοπική, κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο NaC10 2 , μοριακό βάρος 90,44 και σημείο τήξεως 180-200 °C. Είναι διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και ως οξειδωτικό μέσο. S o d i u m Chloroaurate [Τετραχλωροχρυσικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Είναι κίτρινη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο NaAuCl 4 *2H 2 0 και μοριακό βάρος 397,80. Έχει σημείο τήξεως 100°C και διαλύεται σε νερό, αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στο χρωματισμό υάλου και πορσελάνης. S o d i u m Chloroplatinate [Εξαχλωρολευκοχρυσικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Sodium Hexachloroplatinate S o d i u m C h r o m a t e [Χρωμικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ανόργανο άλας με χημικό τύπο Na 2 Cr0 4 και μοριακό βάρος 161,97. Είναι κίτρινη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε ψυχρό νερό και μεθανόλη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών ουσιών και χρωμάτων. S o d i u m Citrate [Κιτρικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας με χημικό τύπο NaiCaHsO?. Κρυσταλλώνεται με 2 ή 5 μόρια νερού, οπότε τήκεται στους 150°C, αποβάλλοντάς το. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή τροφίμων και ποτών. Sodium-Cooled reactor [Αντιδραστήρας με σύστημα ψύξης νατρίου] Πνμην.Φυσ. Ένας πυρηνικός αντιδραστήρας που χρησιμοποιεί υγρό κρυσταλλικό νάτριο για το σύστημα ψύξης του. Sodium C y a n a t e [Κυανικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaOCN, το μοριακό βάρος 65,01 και το σημείο ζέσεως 700 °C, υπό κενό. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, υδατοδιαλυτό, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή χημικών ουσιών και φαρμάκων. Sodium Cyanide [Κυανιούχο Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Αχρωμο κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο NaCN και μοριακό βάρος 49,01. Τήκεται στους 563,7 °C, ζέει

Sodium Hydride

στους 1496°C και διαλύεται σε νερό και αμμωνία. Είναι πολύ τοξική ουσία και χρησιμοποιείται κυρίως στην ηλεκτροχημεία. S o d i u m Cyanoaurite [Δικυανοχρυσικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Τοξική κίτρινη σκόνη, διαλυτή σε νερό, με χημικό τύπο NaAu(CN) 2 και μοριακό βάρος 271,99. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες απόθεσης μεταλλικού χρυσού. S o d i u m Dichromate [Διχρωμικά Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ερυθρό κρυσταλλικό άλας, με τύπο Na 2 Cr 2 07, μοριακό βάρος 262, θερμοκρασία τήξεως 356,7 °C και ζέσεως 400 °C. Χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό μέσο, στην αναλυτική και στη συνθετική χημεία. S o d i u m Dodecyl Benzenesulfonate [ΔωδεκυλοΒενζολο-Σουλφονικό Νάτριο] Οργ. Χημ. Χημική ουσία που αποτελεί σημαντικό ανιονικό, βιοαποικοδομήσιμο απορρυπαντικό. Ο χημικός τύπος είναι NaC^sCgHJ-CHCGZH isVCjH·?. Sodium Ferricyanide [Σιδηρικυανιούχο Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ερυθρό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο Na 3 Fe(CN) 6 xH 2 0 και μοριακό 298,94. Είναι υδατοδιαλυτό και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. S o d i u m Ferrocyanide [Σιδηροκυανιούχο Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Κίτρινο κρυσταλλικά άλας, με χημικό τύπο Na4Fe(CN) 6 xl0H 2 O και μοριακό 484,07. Είναι διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται ως χημικό αντιδραστήριο. S o d i u m Fluoride [Φθοριούχο Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaE και το μοριακό 41,99. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, που τήκεται στους 993 °C, ζέει στους 1695 °C και διαλύεται σε ψυχρό νερό και υδροφθορικό οξύ. Έχει τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται σε διεργασίες φθορίωσης, και στη σύνθεση εντομοκτόνων. S o d i u m Fluoroborate [Τετραφθοροβορικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο NaBF 4 , μοριακό βάρος 109,79 και σημείο τήξεως 384 "C. Διαλύεται σε νερό και αραιό θειικό οξύ και χρησιμοποιείται σε φθοριώσεις και ηλεκτροχημικές διεργασίες. S o d i u m Flurosilicate [Εξαφθοροπυριτικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Na2Sip6 και μοριακό βάρος 188,06. Είναι τοξική, άχρωμη κρυσταλλική ουσία, που διασπάται με θέρμανση και διαλύεται στο νερό. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες φθορίωσης και στη μεταλλουργία. Sodium F o r m a t e [Φορμικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο NaCH0 2 και μοριακό βάρος 68,01. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, τήκεται στους 253 °C και διαλύεται σε νερό. Χρησιμοποιείται ως αναγωγικό μέσο και στη σύνθεση χημικών ουσκον. S o d i u m Gold Chloride [Τετραχλωροχρυσικό Νάτριο] Avopy. Χημ. —> Sodium Chloroaurate S o d i u m Gold Cyanide [Δικυανοχρυσικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Sodium Cyanoaurite Sodium Hexachloroplatinate [Εξαχλωρολευκοχρυσικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Na2PtCl6 και το μοριακό βάρος 453,78. Είναι πορτοκαλλί ή κίτρινη υγροσκοπική σκόνη, που τήκεται στους 150-160 "C και διαλύεται σε νερό και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης. Sodium Hydride [Υδρίδιο του Νατρίου] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο NaH και μοριακό βάρος 24,00. Είναι αργυρόλευκο κρυσταλλικό σώμα, που τήκεται στους 800 °C και διασπάται σε νερό. Χρησιμοποιείται στη

S o d i u m H y d r o g e n Sulfate

- 1284 -

χημική σύνθεση. S o d i u m H y d r o g e n Sulfate [Όξινο Θειικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. -> Sodium Bisulfate S o d i u m H y d r o g e n Sulfite [Όξινο Θειώδες Νάτριο] Ανόργ. Χημ. - » S o d i u m Bisulfite S o d i u m H y d r o x i d e [Υδροξείδιο του Νατρίου] Ανόργ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική, πολύ υγροσκοπική ουσία, γνωστή στο εμπόριο ως καυστική σόδα. Ο χημικός τύπος είναι NaOH, το μοριακό βάρος 40, το σημείο τήξεως 318,4°C και το σημείο ζέσεως 1390"C. Διαλύεται σε νερό και αιθανόλη, προσβάλλει το γυαλί και δρα ως ισχυρότατη βάση. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών, απορρυπαντικών, φαρμάκων, κλπ. S o d i u m Hypochlorite [Υποχλωρκόδες Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Υπάρχει μόνο σε υδατικά διαλύματα. Έχει χημικό τύπο NaOCl και μοριακό βάρος 74,44. Κρυσταλλώνεται με 5 ή 2,5 μόρια νερού και χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό μέσο. S o d i u m Iodate [Ιωδικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο NaI0 3 και μοριακό βάρος 197,89. Διασπάται με θέρμανση, διαλύεται σε νερό και οξικό οξύ και χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό μέσο, στη σύνθεση αντισηπτικών και ως πρόσθετο τροφίμων. S o d i u m Iodide [Ιωδιούχο Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ουσία, που χρησιμοποιείται στην ιατρική, σε περιπτώσεις ελλείψεως ιωδίου και σε ανωμαλίες του θυρεοειδούς. Ο χημικός τύπος είναι Nal, το μοριακό βάρος 149,89, το σημείο τήξεως 661 °C και το σημείο ζέσεως 1304°C. Είναι διαλυτό σε νερό, αιθανόλη, ακετόνη και γλυκερόλη. S o d i u m M e t a b i s m u t h a t e [Μεταβισμουθικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Sodium Bismuthate Sodium M e t a b o r a t e [Μεταβορικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο N a B 0 2 και μοριακό βάρος 65,80. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με σημείο τήξεως 966 °C και σημείο ζέσεως 1434 °C. Διαλύεται σε νερό και χρησιμοποιείται στη σύνθεση παρασιτοκτόνων. S o d i u m M e t a p h o s p h a t e [Μεταφωσφορικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο γενικός τύπος είναι (NaP0 3 ) x . Η ένωση με χ=6, ονομάζεται άλας του Graham και είναι άχρωμη, υαλώδης υδατοδιαλυτή ουσία. Για χ=3, σχηματίζεται άχρωμη κρυσταλλική ουσία, που είναι γνωστή ως άλας του Knorre. Το μεταφωσφορικό νάτριο χρησιμοποιείται στη σύνθεση τροφίμων και φαρμάκων. S o d i u m Metasilicate [Μεταπυριτικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Na 2 Si0 3 , μοριακό βάρος 122,06 και σημείο τήξεως 1088 °C. Είναι υδατοδιαλυτή και χρησιμοποιείται στην παρασκευή απορρυπαντικών και σαπουνιών. Sodium M e t a v a n a d a t e [Μεταβαναδικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι N a V 0 3 και το μοριακό βάρος 121,93. Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλική, υδατοδιαλυτή ουσία, που τήκεται στους 630 °C και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και μελανών. S o d i u m M o l y b d a t e [Μολυβδαινικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Αδιαφανής λευκή στερεή ουσία, με χημικό τύπο Na 2 Mo0 4 και μοριακό βάρος 205,92. Τήκεται στους 685 °C και διαλύεται σε νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών και χρωμάτων. S o d i u m M o n o x i d e [Μονοξείδιο του Νατρίου] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι N a 2 0 και το μοριακό βάρος 61,98. Είναι λευκή ή γκρι ουσία, εξαχνώνεται στους 1275 °C και διαλύεται σε νερό και αιθανόλη. Α-

ντιδρά βίαια με το νερό και σχηματίζει υδροξείδιο. Χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις πολυμερισμού και σε διεργασίες αφυδάτωσης. Sodium Nitrate [Νιτρικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, με χημικό τύπο NaN0 3 , μοριακό βάρος 84,99, σημείο τήξεως 306,8 °C και σημείο ζέσεως 380 °C, όπου διασπάται. Διαλύεται σε νερό και αμμωνία και χρησιμοποιείται στην παρασκευή σπίρτων, εκρηκτικών, λιπασμάτων, χρωμάτων, κλπ. S o d i u m Nitrite [Νιτρώδες Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Υγροσκοπική, κρυσταλλική ένωση, άχρωμη ή κίτρινη, που έχει χημικό τύπο N a N 0 2 και μοριακό βάρος 69. Τήκεται στους 271°C, ζέει στους 320 °C, όπου διασπάται και διαλύεται σε νερό, αιθανόλη και αμμωνία. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη χημική σύνθεση και ως συντηρητικό τροφίμων. S o d i u m Oleate [Ελαϊκό Νάτριο] Ομγ. Χημ. Αλας λιπαρού οξέος, με χημικό τύπο NaCigH 3 80 2 και μοριακό βάρος 304,45. Είναι λευκή κρυσταλλική ή κίτρινη άμορφη ουσία, που τήκεται στους 232-235 °C και διαλύεται σε νερό. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες επίπλευσης και ως γαλακτωματοποιητής. Sodium Orthoarsenate [Ορθοαρσενικικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. —> Sodium Arsenate Sodium Orthosilicate [Ορθοπυριτικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Na4Si0 4 , το μοριακό βάρος 184,04 και το σημείο τήξεως 1018 °C. Είναι υδατοδιαλυτή ουσία και χρησιμοποιείται στη σύνθεση απορρυπαντικών. S o d i u m Oxalate [Οξαλικό Νάτριο] Ομγ. Χημ. Αχρωμη ή λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο Na 2 C 2 0 4 , μοριακό βάρος 134,00 και σημείο τήξεως 250-270 °C. Είναι διαλυτή σε νερό και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών ενώσεων. S o d i u m Perchlorate [Υπερχλωρικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaC10 4 , το μοριακό βάρος 122,44 και το σημείο τήξεως 482°C. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και σε εκρηκτικές ύλες. S o d i u m P e r m a n g a n a t e [Υπερμαγγανικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικό άλας με ερυθρό χρώμα, που έχει χημικό τύπο NaMn0 4 και μοριακό βάρος 141,93. Διασπάται με θέρμανση, διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό μέσο και στην παρασκευή φαρμάκων. S o d i u m Peroxide [Υπεροξείδιο του Νατρίου] Ανόργ. Χημ. Ισχυρά οξειδωτική χημική ένωση, σε μορφή λευκοκίτρινης σκόνης, που έχει χημικό τύπο Na 2 0 2 , μοριακό βάρος 77,98, σημείο τήξεως 460 °C και σημείο ζέσεως 657 °C, όπου διασπάται. Χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και απολυμαντικό μέσο. Sodium Pyrophosphate [Πυροφωσφορικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας με χημικό τύπο Na4P 2 0 7 , μοριακό βάρος 265,90 και θερμοκρασία τήξεως 880 °C. Συνήθως βρίσκεται κρυσταλλωμένο με 10 μόρια νερού. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και απορρυπαντικών. S o d i u m Salicylate [Σαλικυλικό Νάτριο] Ομγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι NaC 7 H50 3 και το μοριακό βάρος 160,10. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και γλυκερόλη. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων και τροφίμων. Sodium Selenate [Σεληνικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Υδατοδιαλυτή, άχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύ-

- 1285 -

πο Na 2 Se0 4 και μοριακό βάρος 188,94. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Sodium Selenite [Σεληνιώδες Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Τοξική, υδατοδιαλυτή, κρυσταλλική ένωση, λευκού χρώματος, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή υάλου και πορσελάνης. Ο χημικός τύπος είναι N a 2 S e 0 2 x 5 H 2 0 . S o d i u m Silicoaluminate [Αργίλιοπυριτικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Sodium Aluminosilicate S o d i u m Siiicofluoride [Φθοροπυριτικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. —> Sodium Fluorosilicate S o d i u m Stannate [Κασσιτερικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Na 2 Sn(OH)$ και το μοριακό βάρος 266,71. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία ή λευκή σκόνη, που τήκεται στους 140 "C και διαλύεται σε νερό. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή κεραμικών, χρωμάτων και υάλου. S o d i u m Stearate [Στεατικό Νάτριο] Ομγ. Χημ. Λευκή λιπαρή σκόνη, διαλυτή σε νερό και θερμή αιθανόλη, που έχει χημικό τύπο NaC|gH 3 5 0 2 και μοριακό βάρος 306,46. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση καλλυντικοί και οδοντοπαστών. S o d i u m Succinate [Σουκκινικό Νάτριο] Ομγ. Χημ. Λευκό κοκκώδες υλικό, με χημικό τύπο Na 2 C 4 H 4 0 4 *6H 2 0, μοριακό βάρος 270,14 και σημείο τήξεως 120°C, όπου αποβάλλεται το νερό κρυσταλλώσεως. Είναι υδατοδιαλυτό και χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων. Sodium Sulfate [Θειικό Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Na 2 S0 4 και το μοριακό βάρος 142,04. Κρυσταλλώνεται στο μονικλινές σύστημα, το οποίο μετατρέπεται σε ορθορομβικό, με θέρμανση στους 241 °C. Τήκεται στους 884 °C και διαλύεται στο νερό. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση πολλών χημικών προϊόντων. S o d i u m Sulfide [Θειούχο Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση, με χημικύ τύπο Na 2 S, μοριακό βάρος 78,04 και σημείο τήξεως 118()"C. Διαλύεται σε νερό και οξέα. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων, συνθετικών υφασμάτων και χαρτιού. S o d i u m Sulfite [Θειώδες Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Na 2 S0 3 και μοριακό βάρος 126,04. Είναι λευκή σκόνη, που διασπάται με θέρμανση, διαλύεται σε νερό και χρησιμοποιείται στην παρασκευή χαρτιού και στην επεξεργασία του νερού. S o d i u m Tartrate [Τρυγικό Νάτριο] Ομγ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, που έχει χημικό τύπο x Na 2 C 4 H 4 C>6 2H 2 0, μοριακό βάρος 230,08 και σημείο τήξεως 150°C, όπου αποβάλλεται το νερό. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και ως πρόσθετο τροφίμων. S o d i u m Thiocyanate [Θεικυανιούχο Νάτριο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με χημικό τύπο NaSCN, μοριακό βάρος 81,07 και σημείο τήξεως 287 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, ακετόνη και αιθανόλη. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων και χημικών ουσιών. S o d i u m Thiosulfate [Θειοθειικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Na 2 S 2 0 3 και μοριακό βάρος 158,10. Κρυσταλλώνεται με 5 μόρια νερού και είναι γνωστό στο εμπόριο με το όνομα hypo. Χρησιμοποιείται στη στερέωση φωτογραφικών πλακών και για τη μετατροπή του μοριακού χλωρίου σε ιονικό. S o d i u m Tungstate [Βολφραμικό Νάτριο] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Na 2 W0 4 και μοριακό βάρος 293,83. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, τήκεται

Soft Sector

στους 689 °C και διαλύεται σε νερό. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Soffit [Σοφίτα] Αμχ. Είναι ο στεγασμένος χώρος ο οποίος βρίσκεται κάτω από μία στέγη μίας οικοδομής ή ακόμη προσδιορίζεται και ως ο χώρος κάτω από την καμάρα ενός τόξου ή από μία σκάλα. S o f t Acids and Bases [Μαλακά Οξέα και Βάσεις] Χημ. Σύμφωνα με τον Pearson, μαλακά οξέα θεωρούνται τα μεγάλου μεγέθους άτομα των μετάλλων και μαλακές βάσεις οι μεγάλου μεγέθους υποκαταστάτες συμπλοκών. Τα μαλακά οξέα αντιδρούν με μαλακές βάσεις, ενώ και τα δύο έχουν μεγάλη ικανότητα πολώσεως. S o f t Automation [Αυτοματισμός λογισμικού] Πλημ. Συλλογή τεχνολογιών για να υπάρχει απρόσκοπτη ροή πληροφοριών σε κάθε σημείο ενός συστήματος χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. S o f t Cheese [Μαλακό τυρί] Τεχν.Τροφ. Ειδική κατηγορία τυριών τα οποία παρασκευάζονται με σύντομη κατεργασία, συγκρατούν μεγάλη ποσότητα νερού (πάνα) από 50%), ωριμάζουν γρήγορα, αλλά είναι δύσκολα διατηρήσιμα. Παράδειγμα του συγκεκριμένου είδους αποτελούν ορισμένα Γαλλικά τυριά όπα>ς το Camembcr. S o f t Copy [Αντίγραφο λογισμικού] Πληρ. Αντίγραφο (συνήθως εικόνας) σε αρχείο που διακρίνεται από το Hard Copy δηλαδή σε εκτυπωτή. Soft Crash [Απλό σταμάτημα] Πληρ. Σταμάτημα της ροής εκτέλεσης ενός προγράμματος χωρίς διαταραχή του περιβάλλοντος (του λειτουργικού συστήματος). Επιτυγχάνεται με διάθεση ειδικού χώρου μνήμης. Soft Dot [Απλή τελεία] Τεχνολ. Σε περιβάλλον γραφικών η τελεία δεν έχει το γνωστό της νόημα αλλά αποκτά ειδικό νόημα από τον όγκο της. Soft Edit [Διόρθωση με λογισμικό] Πληρ. Η χρήση λογισμικού για επιδιόρθωση προβλημάτων που επιλύονται βέβαια έτσι πχ σε firmware ή σε περιπτώσεις που δημιουργούμε τεχνητό υλικό πχ νοητά drive, και άλλες περιπτώσεις σύγκρουσης διακοπών. Soft Error [Λάθος λογισμικού] Π/jjp. 1. Λάθος που χρεώνεται σε κακό λογισμικό 2. Λάθος που δεν επηρεάζει μια διαδικασία. Soft Font [Μη έντονη γραμματοσειρά] Πληρ. Γραμματοσειρά που διακρίνεται από τον έντονο τύπο (Bold). S o f t H a m m e r [Απαλό σφυρί] Μηχ. Είναι ένα είδος σφυριού με μία σκληρή λαστιχένια κεφαλή, ώστε όταν χρησιμοποιείται να μη φθείρει την επιφάνεια στην οποία προσκρούει αλλά και να μην κάνει θόρυβο. S o f t Palate [Απαλό ταίριασμα] Τεχνολ. Όρος της γλωσσικής τεχνολογίας που δηλώνει το "φάγωμα" ενός τελικού φθόγγου για το πιο εύηχο σήμα της ομιλίας. Soft Patch [Διόρθωση λογισμικού] Πληρ. Τμήμα λογισμικού που χρησιμοποιείται για να διορθώσει μια ατέλεια ενός λογισμικού προγράμματος (ενώ συνήθως το πρόγραμμα παραμένει εκτελέσιμο). Πολλές εταιρίες πριμοδοτούν τέτοιες κατασκευές στα προγράμματα τους. S o f t Radiation [Μαλακή ακτινοβολία] Φνσ. Η εκπομπή και διάδοση ενέργειας μέσα στο χώρο ή μέσα από κάποιο υλικό μέσο σε μορφή κύματος, η οποία δεν μπορεί να διαπεράσει τα περισσότερα υλικά. Soft Return [Απλή επιστροφή] Πληρ. Χαρακτήρας που εκτελεί μεταφορά του ελέγχου του δείκτη οθόνης (Cursor) σε νέα σειρά και συνήθως συνδέεται με τον Line Feed. Soft Sector [Τομέας από λογισμικό] Πληρ. Τομέας α-

Soft T u b e

- 1286-

ποθηκευτικού μέσου που έχει παραχθεί λογισμικά πχ από διπλασιασμό χωρητικότητας. Soft T u b e [Μαλακός σωλήνας] Ηλεκτρον. 1. Ένας σωλήνας ηλεκτρονίων ενός ή περισσοτέρων κελιών για τη μετατροπή της ηλιακής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια. 2. Ένας σωλήνας ο οποίος δεν έχει εντελώς εκκενωθεί ή κενός σωλήνας που έπαψε να είναι κενός εξ' αιτίας αερίου που ελευθερώθηκε από τα καλώδια και το περίβλημα. Soft Water [Μαλακό Νερό] Χημ. Το νερό που περιέχει μικρή ποσότητα αλάτων, μικρότερη από 0,05%. Τα άλατα στα οποία μπορεί να οφείλεται η σκληρότητα είναι τα όξινα ανθρακικά, θειικά και χλωριούχα ασβέστιο και μαγνήσιο. Softener [Αποσκληρυντής] Χημ. Αναφέρεται σε χημικές ουσίες, οι οποίες όταν προστίθενται στο νερό, έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν τα ιόντα ασβεστίου και μαγνησίου. Έτσι, το νερό γίνεται πιο μαλακό. Softening Point [Σημείο Μαλακοποίησης] Χημ. Όταν ένα άμορφο πολυμερές θερμαίνεται, αρχίζοντας από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, ορίζεται η θερμοκρασία στην οποία για πρώτη φορά, εμφανίζονται αποκλίσεις του μετρούμενου μεγέθους από την "κανονική" συμπεριφορά. Software [Λογισμικό] Πληρ. Το εργαλείο χειρισμού του ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί την απλή δυαδική γλώσσα μηχανής σε διάφορες, αρκετά πιο σύνθετες μορφές πλέον, που χειρίζονται αρκετά δεδομένα ψηφιακά ή ψηφιοποιημένα. Software Compatibility [Συμβατότητα λογισμικού] Πληρ. Η δυνατότητα διαφορετικών εκδόσεων ενός προγράμματος λογισμικού να επικοινωνούν με άλλες εκδόσεις ή και άλλα προγράμματα. Συνήθως υπάρχει ενδιαφέρον για ανταλλαγή δεδομένων. Software Development Kit (SDK) [Βοήθημα παραγωγής λογισμικού] Πληρ. Συλλογή μετα-εργαλείων (προγραμματιστικές ρουτίνες, ρουτίνες διασύνδεσης κτλ) για βοήθεια προγραμματιστών στην κατασκευή προγραμμάτων κυρίως μαζί με κάποιους μεταγλωττιστές. Software Driver [Οδηγός λογισμικού] Πληρ. 1. Υποπρόγραμμα λογισμικού που εκτελεί σύνδεση μεταξύ ενός προγράμματος και των λειτουργικών δομών και συναρτήσεων χειρισμού του λειτουργικού συστήματος όπως αυτές που περιέχονται στις βιβλιοθήκες DLL των Windows. 2. Για επιστημονικά προγράμματα το λογισμικό αυτό χρησιμοποιείται για έλεγχο διαφόρων μεθόδων πάνω σε επιστημονικά προβλήματα. Software Engineering [Κατασκευή λογισμικού] Πληρ. Η χρήση κάθε προγραμματιστικού εργαλείου και μεθοδολογίας κατασκευής για την κατασκευή εφαρμογών. Software Flexibility [Ευελιξία λογισμικού] Πληρ. Η ικανότητα ενός προγράμματος να εκτελείται σε διάφορα λειτουργικά συστήματα. Συνήθως μόνο σε επίπεδο κώδικα αν και υπάρχουν και εφαρμογές για πολλαπλές πλατφόρμες (πχ σε Java). Software Floating Point [Χρήση λογισμικού κινητής υποδιαστολής] Πληρ. Η αριθμητική κινητής υποδιαστολής ξεκινά με την αναπαράσταση πραγματικών σε εκθετική μορφή που καθοδηγείται από τα σημαντικά ψηφία του υπολογιστή (κάτι που βελτιώνεται με χρήση ειδικού λογισμικού). Software Interface [Διασύνδεση λογισμικού] Πληρ. Συλλογή προγραμμάτων που διευκολύνει την πρόσβαση λογισμικού σε κάποιο λειτουργικό σύστημα, άλλο

πρόγραμμα λογισμικού ή μια ομάδα δεδομένων από άλλο πρόγραμμα. Software Maintenance [Διατήρηση λογισμικού] Πληρ. Η χρήση βασικών δομών μιας εφαρμογής λογισμικού για συμβατότητα στις επόμενες εκδόσεις του προγράμματος και του λειτουργικού συστήματος. Βοηθήθηκε από τον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό. Software Monitor [Οθόνη λογισμικού] Πληρ. Ένα παράθυρο όπου τρέχει μια εφαρμογή ή ενεργοποιείται ένας διαγνωστικός έλεγχος. Software Multiplexing [Πολύπλεξη με λογισμικό] Πληρ. Η χρήση λογισμικών μεθόδων για την πολύπλεξη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που συνήθως είναι στατιστικές μέθοδοι. Software Package [Πακέτο λογισμικού] Πληρ. Μια εφαρμογή λογισμικού που συνήθως περιέχει και αρκετά στοιχεία για να σταθεί αυτόνομα και μάλιστα συμπιεσμένη σε μορφή έτοιμης για εγκατάσταση διανο-

μής·

Software Path [Διαδρομή λογισμικού] Πληρ. 1. Έτσι λέγεται η μοναδική διαδρομή που δίνει τη θέση ενός αρχείου ή καταλόγου μέσα στο δέντρο ενός συστήματος αρχείων ενός λειτουργικού συστήματος. 2. Συγκεκριμένα το "μοναδικό" μονοπάτι είναι μια συλλογή από άλλα μονοπάτια που είναι γνωστή στο λειτουργικό σύστημα για ευκολότερη αναζήτηση αρχείων. Software Piracy [Πειρατεία λογισμικού] Πληρ. Χρήση κατοχυρωμένου λογισμικού από εταιρικές πατέντες χωρίς έγγραφη άδεια. Software Protection [Προστασία λογισμικού] Πληρ. Η κατοχύρωση προστασίας ενός εμπορικού τίτλου από μη εξουσιοδοτημένη χρήση και "κοίταγμα" συνήθως γίνεται με τη χρήση ειδικού συστήματος από κωδικούς πρόσβασης κτλ. Softwood [Μαλακό ξύλο] Τεχνολ. Όρος που χαρακτηρίζει κυρίως την ανακτώμενη από κωνοφόρα ξυλεία και που δεν σχετίζεται με την σκληρότητα του ξύλου δεδομένου ότι υπάρχουν ξύλα που χαρακτηρίζονται ως μαλακά και έχουν μεγάλη σκληρότητα ενώ συμβαίνει και το αντίστροφο. Η ξυλεία αυτής της κατηγορίας θεωρείται κατάλληλη τόσο για κατασκευαστικούς σκοπούς όσο και για παραγωγή χαρτοπολτού. Soil Compactor [Συμπιεστής εδάφους] Μηχ. Πρόκειται για ένα ειδικό μηχάνημα το οποίο διαθέτει έναν πολύ βαρύ κύλινδρο, παρόμοιο με αυτόν ενός οδοστρωτήρα και χρησιμοποιείται για τη συμπίεση του επιφανειακού εδάφους κατά την κατασκευή ενός τεχνικού έργου. Soil Creep [Ερπυσμός εδάφους] Γεωλ. Πρόκειται για την προς τα κάτω αργή κίνηση του εδάφους λόγω ορισμένων ειδικών συνθηκών υπό την επίδραση της βαρύτητας. Η ταχύτητα κινήσεως μειώνεται προς τα κατάντη ενώ μπορεί να υπάρξει ερπυσμός του εδάφους και σε ήπιες κλίσεις. Soil Horizon [Ορίζοντας εδάφους] Γεωλ. Το κάθε διακρίσιμο, λόγω των ιδιαίτερων φυσικών του γνωρισμάτων, στρώμα ενός εδάφους. Soil Mechanics [Εδαφομηχανική] Πολ.Μηχ. Καλείται ο κλάδος της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού που αντιμετωπίζει τα προβλήματα που αφορούν το έδαφος θεμελίωσης των κατασκευών. Σ' αυτόν τον κλάδο συμπεριλαμβάνονται ειδικά θέματα όπως της αποστράγγισης, των αντλήσεων, της διάδοσης κραδασμών και σεισμικών δονήσεων ή προβλήματα αντιστηρίξεων σε περιπτώσεις εκσκαφών και σηράγγων. Επίσης το ίδιο

- 1287 -

το έδαφος αντιμετωπίζεται ως υλικό κατασκευής εάν πρόκειται για χωμάτινα φράγματα, επιχωματώσεις και άλλα τεχνικά έργα. Soil Pipe [Σίύλήνωση αποχέτευσης] Πολ.Μηχ. Ονομάζεται κάθε αγα>γός τοποθετημένος μέσα στο έδαφος ο οποίος διοχετεύει τα ακάθαρτα βοθρολύματα των διαφόρων κατοικιών ή γενικότερα των κτιριακών εγκαταστάσεων στο κεντρικό αστικό δίκτυο αποχέτευσης. Soil Profile [Προφίλ εδάφους] Γεωλ. Εγκάρσια γεωλογική τομή για την κατάδειξη των διαφόρων επιπέδων της δομής του εδάφους έως και το μητρικό πέτρωμα επί του οποίου αναπτύχθηκε. Soil Science [Εδαφολογία] Γεωλ. Αποτελεί κλάδο της επιστήμης της γεωλογίας ο οποίος ασχολείται με την κατάταξη, τις ιδιότητες και την προέλευση των διαφόρων τύπων του εδάφους. Soil T h e r m o m e t e r [Θερμύμετρο εδάφους] Μηχ. Είναι μία συσκευή με την κοινή στήλη υδραργύρου όπως και στα υπόλοιπα θερμόμετρα, με την οποία μπορεί να καταγραφεί η θερμοκρασία που επικρατεί στη μάζα του εδάφους σε σχετικά μικρά βάθη. 5011 [Ηλιος] Αστρο ν. Sun. 2 501 [Λύμα] Φνσ. Χημ. Λεπτή διασπορά στερεού σε υγρό ή κολλοειδές διάλυμα. Solar Absorption Lines [Γραμμές ηλιακής απόρριψης] Αστρον. Οι γραμμές του φάσματος που συμβαίνουν κύρια στο στρώμα αναστροφής ή αμαύρωσης (Reversing Layer), γνωστές και σαν Fraunhofer Lines. Solar Activity [Ηλιακή δραστηριότητα] Αστρον. Σε περίοδοι που μια ηλιακή περιοχή παρουσιάζει διέγερση εμφανίζονται μαγνητικά πεδία, κηλίδες, ξεσπάσματα, εκλάμψεις κτλ. Solar Air M a s s [Μάζα ηλιακού ανέμου] Αστρον. Ο ηλιακός άνεμος έχει υπερηχητική ταχύτητα και πυκνότητα 10 σωματίδια / κυβ. εκατοστό. Η παγίδευση τους στο γήινο βαρυτικό πεδίο δημιουργεί το φαινόμενο Aurora Borealis. Solar Antapex [Ηλιακό αντάπηξ] Αστρον. Το διαμετρικά αντίθετο σημείο από το ηλιακό άπηξ ως προς το ίδιο σύστημα αναφοράς. Solar A p e x [Ηλιακό άπηξ] Αστρον. Το σημείο που κινείται ο ήλιος και βρίσκεται στον αστερισμό του Ηρακλή με βάση το τοπικό σύστημα αναφοράς του ήλιου από τους κοντινούς αστέρες. Solar A t m o s p h e r e [Ηλιακή ατμόσφαιρα] Αστρον. Το εξωτερικό στρώμα του άστρου του ήλιου που στέλνει την ακτινοβολία προς το διάστημα και διακρίνουμε τη φωτόσφαιρα (σαν τελευταίο στάδιο του άστρου) με το φλοιό της, τη χρωμόσφαιρα και το στέμμα με διαστελλόμενα όρια.. Solar Batterj' [Ηλιακή μπαταρία] Τεχνολ. Ειδικός τύπος μπαταρίας φτιαγμένος από ειδικά φωτοκύτταρα που φορτίζουν από την ηλιακή ενέργεια. Solar Bipolar Regions [Ηλιακές διπολικές περιοχές] Αστρον. Περιοχές της ηλιακής φωτόσφαιρας που εμφανίζουν τοπική συμπεριφορά μαγνητικού δίπολου που απλά διαφέρουν από αυτήν του υπόλοιπου άστρου. Solar Burst [Ηλιακή έξαρση] Αστρον. Οι ηλιακές εκλάμψεις απελευθερώνουν ποσά ενέργειας περίπου 1/10 της όλης ηλιακής απελεύθερα)νόμενης ενέργειας δηλαδή αρκετά ώστε να επηρεάζει πολλά φαινόμενα της ιονόσφαιράς μας. Solar Calendar [Ηλιακό ημερολόγιο] Αστρον. Ημερολόγιο που στηρίζεται στο τροπικό έτος. Solar Cell [Ηλιακή κυψέλη] Ηλεκτρον. Πρόκειται για

Solar Filaments

μία διάταξη φωτοευαίσθητων υλικών τα οποία με τον κατάλληλο προσανατολισμό μπορούν να παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα με την απευθείας μετατροπή της ηλιακής ενέργειας σε αυτό. Solar Chromosphere [Ηλιακή χρωμόσφαιρα] Αστρον. Πρώτο εξωτερικό στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας με πάχος περίπου ΙΟ4 χλμ σχετικά αραιή που εμφανίζεται (ορατά) μόνο στις εκλείψεις οπότε το φάσμα της από απορροφήσεως γίνεται για ελάχιστο χρόνο φάσμα εκπομπής. Επηρεάζεται από τον ηλιακό κύκλο. Solar Climate [Ηλιακό κλίμα] Μετεωρ. Το πώς επηρεάζει η ηλιακή δραστηριότητα το γήινο κλίμα. Solar Collector [Ηλιακός συσσωρευτής] Μηχ. Ονομάζεται κάθε μηχανική και ηλεκτρονική διάταξη ικανή να απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία και να τη μετατρέπει σε κάποια άλλη πρακτικά χρήσιμη μορφή ενέργειας. Solar Constant [Ηλιακή σταθερά] Αστρον. Η ένταση ή η δύναμη της ηλιακής ακτινοβολίας καθώς χτυπά τη γη και είναι περίπου 2000 θερμίδες το λεπτό ανά τετραγωνικό εκατοστό. Solar Coordinates [Ηλιακές συντεταγμένες] Αστρον. Οπως όλα τα σφαιρικά ουράνια σώματα έτσι και ο ήλιος χαρτογραφείται από καρτεσιανές συντεταγμένες ( με ηλιακό μήκος και ηλιακό πλάτος), πόλους κτλ. Solar Core [Ηλιακός πυρήνας] Αστρον. Έχοντας περίπου το 1/4 της ηλιακής ακτίνας έχει και τη μισή αστρική μάζα. Στο χώρο του συντελούνται βαριές πυρηνικές αντιδράσεις σε πίεση 250 δισεκατομμύρια ατμόσφαιρες και θερμοκρασία 20 εκατομμύρια βαθμούς. Solar Corona [Ηλιακό στέμμα] Αστρον. Το αραιό εξωτερικό τμήμα της ηλιακής ατμόσφαιρας που προέκταση του είναι ο ηλιακός άνεμος. Έχει γενικά λαμπρότητα μικρότερη από της γης την οποία όμως περιβάλλει. Solar Cosmic Radiation [Ηλιακή κοσμική ακτινοβολία] Αστρον. Σωματίδια (κυρίως από πρωτόνια και άλλοι πυρήνες) υψηλής ενέργειας ως 50 Gev που ξεφεύγουν στη διάρκεια δυνατών εκλάμψεων από την ηλιακή] βαρύτητα και επιταχυνόμενα εκτοξεύονται στο πλάσμα του στέμματος. Solar Cycle [Ηλιακός κύκλος] Αστρον. Περιοδικός κύκλος της ηλιακής δραστηριότητας που συνήθως είναι εντεκαετής. Solar Day [Ηλιακή μέρα] Αστρον. Χρονικό διάστημα 2 διαδοχικών μεσουρανήσεων του ήλιου σε ένα τόπο. Solar Eclipse [Εκλειψη ηλίου] Αστρον. Η παρεμβολή της σελήνης μεταξύ γης και ήλιου. Ο τελευταίος βρίσκεται στην σκιά της (Umpra) ή στην παρασκιά της (Penumpra). Φαινόμενο που επηρεάζει άμεσα τη γη ατμοσφαιρικά, ιονοσφαιρικά κτλ. Solar Evaporation [Ηλιακή εξάτμιση] Υδρολ Ορος που χαρακτηρίζει την εξάτμιση του νερού στην επιφάνεια της γης που προκαλείται από την ηλιακή ενέργεια. Η εξάτμιση αυτή αποτελεί τη βάση του κύκλου του νερού. Solar Faculae [Ηλιακή ψηφίδα] Αστρο ν. Σχηματισμοί της χρωμόσφαιρας σαν τα κοκκία μαζεμένα κατά ομάδες (θάμνους) που διακρίνονται σε σκοτεινές και λαμπρές, χοντρές και λεπτές. Solar Filaments [Ηλιακά νήματα] Αστρον. Στήλες ενέργειας που απαρτίζουν τις προεξοχές (Solar Prominences) και αποτελούνται από φωτόνια και αέρια. Τα περισσότερα φωτόνια παγιδεύονται από την ηλιακή βαρύτητα και επιστρέφουν καμπυλωτά αλλά κάποια απελευθερώνονται στο στέμμα.

Solar Flare

- 1288 -

Solar Flare [Ηλιακή έκλαμψη] Αστρον. Απότομη εκρηκτική απελευθέρωση γιγάντιας ποσότητας ενέργειας που επιδρούν ως την ιονόσφαιρα της γης και σχετίζονται με τις προεξοχές και τις κηλίδες (τις οποίες σχεδόν εξαφανίζουν ή δημιουργούν), όσο για την ενέργεια τους βρίσκεται σε όλο το φάσμα. Solar Generator [Ηλιακή κυψέλη] Ηλεκτρον. Solar Cell Solar Granulation [Ηλιακή κοκκίαση] Αστρον. Η επιφάνεια της φωτόσφαιρας αποτελείται από τα κοκκία (Solar Granules) ή τις απολήξεις των ρευμάτων κυκλοφορίας φωτονίων και γενικώς σωματιδίων από τα χαμηλότερα στρώματα στην επιφάνεια και ενδιάμεσα υπάρχουν κενά με αντίστροφη κινητικότητα. Solar Granules [Ηλιακά κοκκία] Αστρον. Σημεία της φωτόσφαιρας που φτάνουν και στην χρωμόσφαιρα και είναι έξοδοι ανοδικής μεταφοράς της ενέργειας των χαμηλότερων στρωμάτων. Περιβάλλονται από τούνελ καθοδικής φοράς. Solar Heat Storage [Αποθήκευση ηλιακής θερμότητας] Τεχνολ. Η αποθήκευση της ηλιακής ενέργειας αποτελεί το δαπανηρότερο και πιο δύσκολο κομμάτι αξιοποίησης της. Η συνήθης πρακτική είναι η μεταβίβαση της ενέργειας που παρέχουν οι συλλέκτες σε νερό και στη συνέχεια το θερμό αυτό νερό να χρησιμοποιείται σε διάφορες οικιακές ή βιομηχανικές χρήσεις. Solar Heating [Ηλιακή θέρμανση] Τεχνολ. Η αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας στην κάλυψη των θερμικών αναγκών τόσο κατοικιών όσο και βιομηχανικών διεργασιών. Αποτελεί μια τεχνολογία με μεγάλη άνθηση τα τελευταία χρόνια δεδομένου ότι αποτελεί αφενός ανανεώσιμη εναλλακτική μορφή ενέργειας αφετέρου είναι φιλική προς το περιβάλλον. Solar Limb [Ηλιακό χείλος] Αστρον. Μια (σχεδόν νοητή) λεπτή στοιβάδα (του στρώματος αναστροφής) που χαρακτηρίζει το τέλος της φωτόσφαιρας. Στο ηλιακό φάσμα παρατηρείται το φαινόμενο αμαυρώσεως. Solar Magnetic Field [Ηλιακό μαγνητικό πεδίο] Αστρον. Ο ήλιος έχει πολύ ασθενές μαγνητικό πεδίο δίπολου, ασύμμετρο και χωρίς άξονα που μεταβάλλεται με την ηλιακή δραστηριότητα. Επίσης υπάρχουν μεγάλες ασθενείς μαγνητικές περιοχές, μικρότερες, πλαζ, μαγνητικά δίπολα και οι προεξοχές και οι κηλίδες που τελικά ενισχύουν το πεδίο. Solar M a g n e t o g r a p h [Ηλιακός μαγνητογράφος] Αστρον. Όργανο αποτύπωσης μαγνητικής δραστηριότητας της ηλιακής επιφάνειας. Στα μαγνητογράμματα του ξεχωρίζουν έντονα οι προεξοχές, οι πλαζ και οι ηλιακές κηλίδες. Solar M o n t h [Ηλιακός μήνας] Αστρον. Βάση του ηλιακού χρόνου (αληθούς ή μέσου) ορίζεται σαν το 1/12 του ηλιακού έτους. Solar Motion [Ηλιακή κίνηση] Αστρον. 1. Η πραγματική κίνηση ορίζεται στο τοπικό σύστημα αναφοράς (ώστε το σύστημα των κοντινών αστέρων να έχει μέση ταχύτητα 0) και η κίνηση γίνεται προς τον Βέγας με ταχύτητα περίπου 20km/sec (σχετική με το σύστημα). 2. Με την φαινόμενη κίνηση του Ήλιου γύρω από τη γη (σχεδόν μία μοίρα ημερησίως εννοούμε την ελλειπτική κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο. Solar Neutrino [Ηλιακό νετρίνο] Αστρον. Προϊόντα πυρηνικών αντιδράσεων που εικάζεται ότι ανεβαίνουν προς την επιφάνεια, ωστόσο εδώ κορυφώνεται το ανοιχτό πρόβλημα της εξαφάνισης των νετρίνων αυτών που παράγονται σε ασύλληπτες ποσότητες.

Solar Neutrino Unit (SNU) [Μονάδα ηλιακού νετρίνο] Αστρον. Ποσότητα εκπομπής νετρίνων χλωρίου από τον ήλιο ίση με ΙΟ"36 νετρίνα το δευτερόλεπτο. Solar Noise [Ηλιακός θόρυβος] Αστρον. Κύματα που αντιστοιχούν σε συχνότητες 30 ως 300 MHz και χωρίζονται σε 4 τύπους. Βασικά υπάρχουν πολλές αρμονικές αλλά και υποακουστικά κύματα που μετατρέπονται σε κρουστικά αυξάνοντας τη θερμοκρασία. Συναντιέται και σαν Solar Radio Noise. Solar Nutation [Ηλιακή αξονική ταλάντωση] Αστρον. Η κωνική περιστροφή του νοητού άξονα του ήλιου. Solar Orbit [Ηλιακή τροχιά] Αστρον. Ο ήλιος βρίσκεται στους βραχίονες του γαλαξία μας και κινείται (ελλειπτικά όπως δείχνει η λύση Schwarzschild) γύρω από το γαλαξιακό κέντρο με γωνιακή ταχύτητα 240 km/sec που ταυτόχρονα απομακρύνεται με σταθερή ταχύτητα. Solar Oscillation [Ηλιακή ταλάντωση] Αστρον. Από παλαιότερα ξέραμε ότι η ηλιακή ατμόσφαιρα ταλαντωνόταν με περίοδο περίπου 5 min και μετά ανακαλύψαμε ότι ταλαντωνόταν όλο το άστρο με πολλές συχνότητες και αρμονικές. Solar Parallax [Ηλιακή παράλλαξη] Αστρον. Η γωνία της ημιδιαμέτρου του ισημερινού της γης όπως φαίνεται από τον ήλιο. Solar Physics [Φυσική του ήλιου] Αστρον. Λόγω της ιδιαίτερης (ρύσης της συνδέει την φυσική πλάσματος, και την φυσική σωματιδίων και τη θερμοδυναμική καθώς και την πυρηνική φυσική. Για μας που ενεργούμε με παρατήρηση και με την οπτική καθώς και τη μετεωρολογία φυσική της ιονόσφαιρας κτλ. Solar Plages [Ηλιακές πλαζ] Αστρον. Πυρσοί δηλαδή περιοχές της φωτόσφαιρας με ψηλότερη απ' τη γύρω τους θερμοκρασία που αποτελείται επίσης από κόκκους και συνδέονται με τις κηλίδες σαν οι περιβάλλοντες τόποι γένεσης και εξέλιξης τους ενώ έχουν και μαγνητικό πεδίο. Στη χρωμόσφαιρα είναι απλά περιοχές επεκτεινόμενες από τη φωτόσφαιρα. Solar P o w e r [Ηλιακή ενέργεια] Μηχ. Πρόκειται για την ενέργεια που διαθέτει η ακτινοβολία η οποία εκπέμπεται από τον ήλιο και καταφθάνει στη Γη. Με τη χρήση διαφόρων μηχανικο')ν και ηλεκτρονικών διατάξεων αυτή η ενέργεια μπορεί να μετασχηματισθεί σε μία άλλη μορφή η οποία να είναι εκμεταλλεύσιμη για διάφορες πρακτικές εφαρμογές* όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες. Solar Prominence [Ηλιακή προεξοχή] Αστρον. Αέρια ρεύματα που προεξέχουν από την επιφάνεια με δικό τους μαγνητικό πεδίο που συνδέονται με τις κηλίδες και διαχωρίζονται από το χρόνο ζωής και την ένταση τους που μπορεί να ξεπεράσει και τα 106 μέτρα μήκους και τα 200 χλμ ύψους. Solar Radiation [Ηλιακή ακτινοβολία] Αστρον. Τα διάφορα στρώματα της ατμόσφαιρας περιέχουν κοκκία που είναι κατάληξη αγωγών μεταφοράς φωτονίων από τα χαμηλότερα στρώματα καθώς και κύματα βαρυτικά και ακουστικά και μαγνητο-υδροδυναμικά. Solar Radiation Observation [Παρατήρηση ηλιακής ακτινοβολίας] Αστρον. Υπάρχουν πολλά όργανα καταγραφής της ακτινοβολίας σε δορυφόρους ή στο έδαφος αλλά η μέτρηση πχ στη ηλιακής σταθεράς έγινε στην ατμόσφαιρα από ρουκέτα. Με παρατήρηση διάφορων κυμάτων βλέπουμε σε πολλαπλά βάθη του άστρου. Solar Radio Emission [Ηλιακή ραδιοεκπομπή] Αστρον. Ο ηλιακός θόρυβος στις ραδιοσυχνότητες του

- 1289 φάσματος. Υπάρχουν εξάρσεις στις περιπτώσεις των ηλιακών εξάρσεων με 5 διαφορετικές περιοχές προέλευσης. Solar Reversing L a y e r [Ηλιακό στρώμα αντιστροφής] Αστρον. Το ψηλότερο στρώμα της φωτόσφαιρας που συγκεντρώνει το μαγνητικό πεδίο στα δυναμικά του σημεία απ' όπου μεταδίδεται στην χρωμόσφαιρα. Στο στρώμα αυτό λοιπόν απ' ότι δείχνει το φάσμα ξεκινά μια απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Solar Rotation [Ηλιακή περιστροφή] Αστρον. Περιστροφή του άστρου γύρω από το άξονα του (με μικρή παράλλαξη) και μέση περίοδο 27 μέρες και μάλιστα με διαφορικό τύπο δηλαδή διαφορετικά για κάθε πλάτος. Solar Satellite [Ηλιακός δορυφόρος] Αστρον. Δορυφόρος που εκμεταλλεύεται την ηλιακή ενέργεια για να διατηρηθεί σε τροχιά κοντά στον ήλιο μεταδίδοντας πληροφορίες για την κατάσταση του άστρου. Solar Sector [Ηλιακός τομέας] Αστρον. Από τις ηλιακές συντεταγμένες μπορούμε να ορίσουμε κάποιες περιοχές του ηλιακού χείλους (Limb) αλλά συμβατικά περισσότερο πχ ορίζουμε ένα τομέα (ζώνη) σε κάποιο πλάτος όπου αναπτύσσονται ομάδες ηλιακών κηλίδων. Solar Sensor [Ηλιακός αισθητήρας] Αστρον. Αισθητήρας που ενεργοποιείται με ηλιακό φως (που διαφέρει σημαντικά από το τεχνητό στο φάσμα του). Solar Spectrum [Ηλιακό φάσμα] Αστρον. Προέρχεται από την ηλιακή ατμόσφαιρα και είναι φάσμα με τουλάχιστον ΙΟ4 γραμμές απορρόφησης κυρίως από την πυκνότερη φωτόσφαιρα και λιγότερο από χρωμόσφαιρα. Υπάρχει και το δυναμικό φάσμα με μετρά την πυκνότητα ροής της ακτινοβολίας. Solar Still [Ηλιακός αποστακτήρας] Χημ.Μηχ. Διεργασία απόσταξης του υφάλμυρου νερού με χρήση της ηλιακής ενέργειας που από την μια παρέχει πόσιμο νερό και από την άλλη άλατα τα οποία με κατάλληλη επεξεργασία μπορούν να δώσουν μαγειρικό άλας. Solar System [Ηλιακό σύστημα] Αστμον. Τα ουράνια αντικείμενα που υπόκεινται στο βαρυτικό πεδίο του ήλιου δηλαδή ήλιος, πλανήτες και οι δορυφόροι τους, αστεροειδείς, κομήτες, μετέωρα και μετεωρίτες και μεσοπλανητική ύλη. Solar Telescope [Ηλιακό τηλεσκόπιο] Αστρον. Τηλεσκόπιο αφιερωμένο στην παρατήρηση ηλιακών φαινομένων. Solar T i m e [Ηλιακός χρόνος] Αστρον. Διαχωρίζεται σε αληθή (Real) και μέσο ηλιακό (Mean Solar Time) και σχετίζεται πρώτιστα με την ωριαία γωνία του ήλιου ή του μέσου ήλιου αντίστοιχα και είναι ο αστρονομικός χρόνος. Solar T o p o g r a p h i c T h e o r y [Ηλιακή τοπογραφική θεωρία] Αστρον. Η θεωρία που μελετά τα ηλιακά φαινόμενα σχετικά με το σημείο εξέλιξης τους στην ηλιακή σφαίρα, γιατί ως γνωστό τα φαινόμενα δεν εξελίσσονται συμμετρικά. Solar T o w e r [Ηλιακός πύργος] Αστρον. Κτίσμα που χρησιμοποιείται για στέγαση μελετητών του ηλίου με τα σχετικά τους όργανα, ενίοτε και με παράξενο σχήμα μανιταριού (όπου οφείλει και την ονομασία του). Solar T y p e Star [Αστέρι ηλιακού τύπου] Αστρον. Ο ήλιος είναι ένας λευκός γίγας φασματικού τύπου G2V και το πιο πρόσφορο μέσο σύγκρισης των άστρων. Solar Units [Ηλιακές μονάδες] Αστρον. Τα ηλιακά μεγέθη (ακτίνα, μάζα, ακτινοβολία κτλ) σαν πρότυπο μετρήσεων άλλων άστρων. Solar Velocity [Ηλιακή ταχύτητα] Αστρον. Η ταχύτητα

Solid 1

του ήλιου σχετικά με το ηλιακό σύστημα και το ιδιαίτερο σύστημα αναφοράς της ηλιακής τροχιάς που το αποτελούν οι αστέρες της γειτονιάς του ήλιου. Η ταχύτητα λοιπόν μετριέται με βάση τον ορισμό της γειτονιάς και με την υπόθεση ότι όλα κινούνται ομαλά (όπως ο ήλιος). Solar W i n d [Ηλιακός άνεμος] Αστρον. Η υπερθέρμανση του ηλιακού πλάσματος αφήνει μεγάλες ποσότητες σωματιδίων να εκτοξεύονται από το στέμμα. Αυτά συνήθως παγιδεύονται από τα βαρυτικά πεδία των πλανητών. Solar Zones [Ηλιακές ζώνες] Αστρον. Στο κέντρο είναι ο ηλιακός πυρήνας και προς τα έξω οι ζώνες μεταφοράς και ακτινοβολίας και η ατμόσφαιρα, Solarization [Ξεθώριασμα] Τεχνολ. Η μεταβολή του χρώματος μιας φωτογραφίας εξαιτίας της έκθεσης στο ηλιακό φως. Συναντάται και σαν Sabbatier Effect. Solation [Σχηματισμός Λύματος] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται σε οποιαδήποτε διεργασία που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή μιας πηκτής σε λύμα. Η αύξηση της θερμοκρασίας και η προσθήκη διαλύτη είναι οι πιο κοινές μέθοδοι. Solder [Συγκόλληση χαμηλής θερμοκρασίας] Μεταλλ. Πρόκειται για έναν τύπο συγκόλλησης μετάλλων όπου τα ίδια τα μέταλλα που θα συγκολληθούν δεν τήκονται αλλά τήκεται ένα συνδετικό μεταλλικό κράμα που παρεμβάλλεται μεταξύ τους σε μορφή λεπτού στρώματος, Soldering Iron [Εργαλείο συγκόλλησης] Τεχνολ. Όρος που χαρακτηρίζει χάλκινο εργαλείο ηλεκτρικής συγκόλλησης σε σχήμα μολυβιού, το άκρο του οποίου θερμαίνεται λιώνοντας το μέταλλο συγκόλλησης και πραγματοποιώντας συγκολλήσεις σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Soleil Compensator [Αντισταθμιστής Soleil] ΟΊΠΙΚ. Όργανο μετατροπής ελλειπτικού πολωμένου φωτός σε γραμμικώς πολωμένο, που πλεονεκτεί από τον αντισταθμιστή Babinet στο ότι η διαφορά φάσης που δημιουργεί δεν εξαρτάται από το σημείο πρόσπτωσης του φωτός. Solenoidal [Σωληνοειδής] Μαθημ. Έστω ένα πεδίο Α του οποίου το πεδίο ορισμού είναι ένα απλώς συνδεδεμένο πεδίο. Αν για κάθε σημείο του πεδίου ορισμού του διαταράσσεται η απόσταση μεταξύ των στοιχείων του, τότε το πεδίο αυτό λέγεται σωληνοειδές Solfatara [Θειωνιά ή σολφατάρα] Γεωλ. Τύπος ατμίδας (φουμαρόλης) κατά την οποία από ρωγμές ηφαιστειογενών περιοχών (όπως οι επί του παλαιού κρατήρα Σολφατάρα της Ιταλίας) αναθρώσκουν αέρια με υψηλή περιεκτικότητα σε υδρόθετο και άλλες θειούχες ενώσεις, κατά κανόνα σχηματίζοντας και εκτεταμένες αποθέσεις θείου και θειούχων ενώσεων στη γύρω περιοχή, Solfataric Stage [Θειωνικό ή σολφαταρικό στάδιο] Γεωλ. Το στάδιο της ηφαιστειακής δραστηριότητας κατά το οποίο αναδίδονται μεγάλες ποσότητες θειούχων ατμών, που συνήθως αποτελεί δείγμα εξάντλησης της. Sol-Gel Process [Διεργασία Λύματος-Πηκτής] Χημ. Είναι η διαδικασία σχηματισμού πηκτώματος, κατά τη διάρκεια αντιδράσεων πολυσυμπύκνωσης. Το αντιδρόν σύστημα, σε κατάλληλες συνθήκες, χάνει τη ρευστότητά του και σχηματίζει πήκτωμα, που είναι το αδιάλυτο σε όλους τους διαλύτες κλάσμα του παραγόμενου πολυμερούς, Solid 1 [Στερεό] Μαθημ. Με την έννοια στερεό στα μαθηματικά εννοούμε κάθε κλειστό και φραγμένο υποσύνολο του τρισδιάστατου χώρου R 3, ο οποίος λέγεται

Solid 2

- 1290 -

και απλός χώρος, τα οποία έχουν θετικό όγκο. Έτσι τέτοια σχήματα είναι η σφαίρα, ο κύλινδρος, ο κώνος, η πυραμίδα, το παραβολοειδές, το ελλειψοειδές κ.τ.λ. Solid [Στερεό] Φυσ. Χημ. Αποτελεί μία από τις τρεις καταστάσεις της ύλης. Χαρακτηριστικά ενός στερεού είναι τα σταθερά γεωμετρικά χαρακητριστικά και η μεγάλη πυκνότητα. Solid Angle [Στερεά γωνία] Μαθημ. Έστω μια σφαίρα και έστω ένα εσωτερικό σημείο της. Η γωνία που σχηματίζεται από όλες τις ακτίνες της, οι οποίες σχηματίζουν τον χώρο των ακτινών, λέγεται στερεά γωνία και ισούται με 4 π στεροακτίνια. Solid Electrolyte [Στερεός Ηλεκτρολύτης] Φοσ. Χημ. Αναφέρεται σε ουσίες που δίνουν ιοντικά διαλύματα. Solid G e o m e t r y [Στερεομετρία] Μαθημ. Είναι ο κλάδος της γεωμετρίας, ο οποίος ασχολείται με τις ιδιότητες των στερεών, τις ομοιότητες τους, τον υπολογισμό των εμβαδών και των όγκων τους και γενικά ότι σχετίζεται και χρήζει μελέτης πάνω στα στερεά. Solid-Liquid Equilibrium [Ισορροπία ΣτερεούΥγρού] Φνσ. Χημ. Κατάσταση στην οποία συνυπάρχουν, σε θερμοδυναμική ισορροπία, η στερεή και υγρή φάση μιας ουσίας. Solid Lubricant [Στερεό Λιπαντικό] Χημ. Μηχ. Στερεή ουσία με λιπαντική ικανότητα, η οποία οφείλεται στην κρυσταλλική της δομή, που είναι δομή επίπεδων πλεγμάτων. Χρησιμοποιούνται με τη μορφή σκόνης ή αιωρήματος ή πάστας, σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στην αεροναυπηγική, διαστημική, στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, σε τεχνητούς δορυφόρους, κλπ. Παραδείγματα στερεών λιπαντικών είναι ο γραφίτης και το θειούχο μολυβδαίνιο. Solid M o d e l i n g [Συμπαγής μοντελοποίηση] Τεχνολ. Για ένα αντικείμενο που προβάλλεται στην οθόνη ενός υπολογιστή (2 διαστάσεων) εννοούμε την απόδοση φυσικών ιδιοτήτων πχ μάζα, όγκος ώστε με χρήση πχ κίνησης κτλ να φαίνεται σαν αντικείμενο με 3 διαστάσεις. Solid M o m e n t Of Inertia [Αδράνεια στερεού σώματος] Φυσ. Αφηρημένη ποσότητα που δείχνει ότι κάποιο στερεό κατέχει συγκεκριμένο όγκο στο χώρο. Η ποσότητα αυτή βρίσκει εφαρμογή στον υπολογισμό της ροπής αδράνειας ενός στερεού γύρω από έναν άξονα. Solid Phase W e l d i n g [Συγκόλληση στερεάς κατάστασης] Μεταλλ Solid State Welding Solid Solution [Στερεό Διάλυμα] Φυσ. Χημ. Η έννοια είναι ίδια με αυτή του υγρού διαλύματος, δηλαδή τα άτομα ή τα μόρια του ενός συστατικού μπορούν να τακτοποιηθούν στη δομή του άλλου συστατικού. Ένα στερεό διάλυμα μπορεί να είναι αντικατάστασης ή παρεμβολής, ανάλογα με το αν τα διαλυόμενα άτομα αντικαθιστούν στο πλέγμα ή κατέχουν θέσεις παρεμβολής. Solid-State [Στερεά κατάσταση] Φυσ. Η σχετική με τον κλάδο της φυσικής, επιστημονική θεώρηση, η οποία ασχολείται με τη δομή και τις ιδιότητες των στερεών. Ηλεκτμον. Η ανατομία των στερεών στοιχείων π.χ. η κρυσταλλογραφία, η θεωρία της δομής των μετάλλων, κραμάτων, ιοντικών κρυστάλλων που βρίσκει εφαρμογή σε συσκευές όπως τα τρανζίστορ και τους ημιαγωγούς. Solid-State Battery [Μπαταρία στερεάς κατάστασης] Ηλεκ. Μια μπαταρία η σύσταση της οποίας αποτελείται από ραδιενεργά υλικά και ένα φωτοβολταϊκό κελί.

Η ακτινοβολία που εκπέμπουν αυτά τα υλικά προκαλεί τη δημιουργία ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στο κελί. Solid-State Circuit Breaker [Κύκλωμα αποκοπής στερεάς κατάστασης] Ηλεκτμον. Προσφέρει βελτιώσεις στην ποιότητα της ισχύος κατά την ακαριαία διακοπή παροχής ρεύματος και προσφέρει προστασία στη φόρτωση που τα συνηθισμένα αποκοπής δεν μπορούν να προσφέρουν. Το σύστημα αυτό σχεδιάστηκε για να άγει ρεύματα εισροής για αρκετούς κύκλους και να αποκόψει της λάθος πηγές ανατροφοδότησης. Solid-State C o m p o n e n t [Στοιχείο Στερεάς κατάστασης] Ηλεκτμον. Πρόκειται για ένα συστατικό του οποίου η λειτουργία εξαρτάται από τον έλεγχο των ηλεκτρικών ή μαγνητικών φαινομένων στα στερεά π.χ. ένα τρανζίστορ, μια κρυσταλλική δίοδο ή ένας πυρήνας φερρίτη. Solid State Computer [Υπολογιστής στερεάς κατάστασης] Ηλεκτρον. Ψηφιακός υπολογιστής με ένα τουλάχιστον κύκλωμα στερεάς κατάστασης πχ μνήμη. Solid State M e m o r y [Μνήμη στερεάς κατάστασης] Ηλεκτμον. Μνήμη που χρησιμοποιεί κυκλώματα με τεχνολογία στερεάς κατάστασης (υλικά επεξεργασμένα με βάση τις ιδιότητες της ύλης). Αναμένουμε τη στιγμή που θα εκμεταλλευτούμε βαθύτερα τις κβαντικές ιδιότητες της ύλης. Solid State Relay [Στερεάς κατάστασης ηλεκτρονόμος] Ηλεκτμον. Ένας ηλεκτρομαγνητικός διακόπτης που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ημιαγώγιμες διατάξεις στερεάς κατάστασης. Solid State Synthesis [Σύνθεση στερεής κατάστασης] Τεχνολ Ειδική τεχνική που χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών μορίων μεγάλου μοριακού βάρους όπως είναι τα πολυπεπτίδια και τα πολυνουκλεοτίδια. Το καινοτομικό στοιχείο αυτής της τεχνικής είναι η πραγματοποίηση της σύνθεσης σε στερεή φάση σε αντίθεση με την συνήθη πρακτική της σύνθεσης σε υγρή φάση. Solid State Welding (Συγκόλληση στερεάς κατάστασης] Μεταλλ. Καλείται ο τύπος συγκόλλησης όπου η στενή επαφή των υλικών επιτυγχάνεται με την πλαστική παραμόρφωση και τη σύνθλιψη των επιφανειών μετά την απομάκρυνση των επιφανειακών οξειδίων. Solid Substrate Fermentation [Ζύμωση στερεών συστατικών] Τεχνολ Όρος που χαρακτηρίζει τις ζυμώσεις όπου το προς ζύμωση υλικό, υπόστρωμα ανάπτυξης του μικροοργανισμού, βρίσκεται στη στερεή φάση. Ακολουθούνται δύο συνήθως εναλλακτικές τεχνικές: η επιφανειακή ανάπτυξη του οργανισμού και ο εμβολιασμός του σε εσωτερικότερα στρώματα του υποστρώματος. Solidification [Στερεοποίηση] Φυσ. Χημ. Διαδικασία μετατροπής μιας ρευστής ουσίας σε στερεή φάση. Solidus Curve [Καμπύλη Solidus] Φικτ. Χημ. Καμπύλη θερμοκρασίας - σύστασης για την υγρή φάση που βρίσκεται σε ισορροπία με τη στερεή, για μίγμα δύο συστατικών. Solitary W a v e [Μοναχικό κύμα] Φυσ. Είναι μια διαταραχή σε υλικά που προκαλεί μικρές αλλαγές στις συνθήκες πίεσης, πυκνότητας ή ταχύτητας των σωματιδίων. Είναι οντότητες σταθερές στον χρόνο και έχουν διακριτό φάσμα. Soliton 1 [Σολιτόνιο] Μαθημ. Λύση της αντίστοιχης θεμελιώδους διαφορικής εξίσωσης της κβαντομηχανικής. Soliton 2 [Σολιτόνιο] Φνσ. Η 3η κατάσταση μεταξύ σωματιδίου και κύματος που εκφράζεται σαν ταλαντούμε-

-1291 -

νο σωματιδιακό κύμα με υλικές ιδιότητες. Διακρίνονται σε kinks και breathers. Solstice [Ηλιοστάσιο] Αστμυν. Οι στιγμές που ο ήλιος φτάνει στο ακρότατα σημεία της εκλειπτικής (όταν η απόκλιση του γίνει 23° 27' ή -23° 27'). Solstice Points [Σημεία ηλιοστασίου] Αστρον. Τα ακρότατα είναι 2: θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου στις 23° 27' και χειμερινό θερινό ηλιοστάσιο στις 22 Δεκεμβρίου στις -23° 27' επί της εκλειπτικής. Solstitial Colure [Κόλουρος των ισημεριών] Αστρον. Όρος που χρησιμοποιείται στις ουρανογραφικές συντεταγμένες για τον κύκλο που περνάει από το σημείο τομής με την εκλειπτική και του ουράνιου ισημερινού και τους γήινους πόλους. Solubility [Διαλυτότητα] Χημ. Εκφράζει την ικανότητα μιας ουσίας να διαλύεται σε μία άλλη, δηλαδή να διασπείρεται σε άλλη ουσία έτσι ώστε, και οι δύο μαζί να αποτελούν ομογενές σύστημα. Solubility Coefficient [Συντελεστής Διαλυτότητας] Χημ. Ορίζεται και ως διαλυτότητα, σαν ποσοτική έννοια, που ισούται με τα γραμμάρια μιας ουσίας που μπορούν να διαλυθούν σε 100 γραμμάρια διαλύτη, σε συγκεκριμένη θερμοκρασία. Solubility C u r v e [Καμπύλη Διαλυτότητας] Φοσ. Χημ. Η καμπύλη που παριστά το γραμμομοριακό κλάσμα μιας ουσίας σε διάλυμα, ως συνάρτηση της θερμοκρασίας του διαλύματος. Solubility P a r a m e t e r [Παράμετρος Διαλυτότητας] Φυσ. Χημ. Για ένα καθαρό συστατικό, ορίζεται ως η τετραγωνική ρίζα της πυκνότητας της ενέργειας σύνδεσης αυτού και δίνεται ως εξής: δ = (AU V AP/V l ), όπου ΔϋνΑΡ η ενέργεια πλήρους εξάτμισης του συστατικού και VL ο γραμμομοριακός όγκος του κορεσμένου υγρού. Για να είναι ένας διαλύτης καλός για μία ουσία, πρέπει να έχουν ίδιες τιμές του δ. Solubility P r o d u c t [Γινόμενο Διαλυτότητας] Χημ. Ορίζεται για ένα δυσδιάλυτο άλας, ως το γινόμενο των συγκεντρώσεων των ιόντων στα οποία διίσταται. Συμβολίζεται με Γ ή KSP και η τιμή του εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία. Soluble [Διαλυτός] Χημ. Χαρακτηρίζει μια ουσία που μπορεί να διαλυθεί σε συγκεκριμένο διαλύτη. Soluble Oil [Διαλυτό έλαιο] Υλικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε υγρό της κατηγορίας των Ελαίων το οποίο μπορεί να διαλυθεί μέσα σε μία ποσότητα νερού σχηματίζοντας μαζί του μία σταθερή μορφή γαλακτώματος. Solute [Διαλυμένη Ουσία] Χημ. Σε ένα διάλυμα, είναι η ουσία που βρίσκεται διεσπαρμένη στο διαλύτη. Solution 1 [Διάλυμα] Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα ομογενές σύστημα, όπου μια ουσία βρίσκεται διεσπαρμένη σε μία άλλη, που ονομάζεται διαλύτης. Η διαλυμένη ουσία και ο διαλύτης είναι δυνατό να μην ανήκουν στην ίδια φάση. Solution 2 [Λύση] Μαθημ. Με τον όρο λύση στα μαθηματικά εννοούμε κάθε τιμή, σύνολο, μεταβλητή, πεδίο, χώρο και γενικά κάθε ποσότητα η οποία επαληθεύει τον ισχυρισμό μιας μαθηματικής σχέσης. Έτσι για μια εξίσωση της μορφής 3 x = 3 η λύση που επαληθεύει την σχέση αυτή είναι το x = 1. Και αυτό γιατί είναι η μοναδική τιμή που την επαληθεύει, ενώ π.χ. η τιμή x = 7 δεν αποτελεί λύση διότι δεν επαληθεύει τον ισχυρισμό 3 χ = 3. Solution Polymerization [Πολυμερισμός Διαλύματος] Χημ. Διεργασία πολυμερισμού, όπου χρησιμοποιείται

Solvent-Refined Oil

και διαλύτης, ο οποίος, για υγρό μονομερές είναι πλήρως αναμίξιμος με αυτό, ενώ για αέριο μονομερές, το σύστημα είναι διφασικό και η αντίδραση συμβαίνει στην υγρή φάση. Το παραγόμενο πολυμερές μπορεί να είναι διαλυτό ή μη στο διαλύτη του μονομερούς. Solution Process [Μέθοδος Διάλυσης] Χημ. Μηχ. Διεργασία απομάκρυνσης των μερκαπτανών από ελαφρά κλάσματα του πετρελαίου, που περιλαμβάνει εκχύλιση του προϊόντος με καυστική σόδα. Solvable G r o u p [Επιλύσιμη ομάδα] Μαθημ. Έστω Α μια ομάδα και Β υποομάδες αυτής. Αν οι υποομάδες της έχουν την ιδιότητα Α = Β 0 ^ Β ι £ Β n = < e >, όπου < e > είναι η τετριμμένη υποομάδα της ομάδας Λ που περιέχει μόνο το ταυτοτικό στοιχείο της ομάδας, και αν το πηλίκο Β|/ Β1+Ι είναι αβελιανή ομάδα τότε η ομάδα Α λέγεται επιλύσιμη ομάδα. Solvable Lie Algebra [Επιλύσιμη άλγεβρα του Lie] Μαθημ. Έστω Α|,..., Αη πρότυπα από μια Lie άλγεβρα. Αν τα Αι,..., Α„ είναι διατάξιμα δηλαδή Αη <... < Αι και αν για κάποιο n ισχύει Αι = 0 τότε η άλγεβρα του Lie λέγεται επιλύσιμη. Solvate [Επιδιαλυτωμένο Σύμπλοκο] Χημ. Το σύμπλοκο μόριο που σχηματίζεται, κατά την προσθήκη μιας ουσία σε διαλύτη, το οποίο περιέχει ως κεντρικό άτομο τα ιόντα της διαλυμένης ουσίας και ως περιφερειακούς υποκαταστάτες τα μόρια του διαλύτη. Solvay Process [Διεργασία Solvay] Χημ. Μηχ. Μέθοδος βιομηχανικής παρασκευής του ανθρακικού νατρίου, που συνίσταται στην κατεργασία της άλμης με αμμωνία και διοξείδιο του άνθρακα, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται όξινο ανθρακικό νάτριο και χλωριούχο αμμώνιο. Το πρώτο διαχωρίζεται και θερμαίνεται, οπότε διασπάται σε ανθρακικό νάτριο, νερό και διοξείδιο του άνθρακα. Τα παραπροϊόντα επαναχρησιμοποιούνται. Solvent [Διαλύτης] Χημ. Το συστατικό ενός διαλύματος, το οποίο βρίσκεται σε μεγαλύτερη αναλογία και στο οποίο βρίσκεται δεσπαρμένη η διαλυμένη ουσία. Solvent Deasphalting [Απομάκρυνση Ασφαλτενίων με Διαλύτη] Χημ. Μηχ. Διεργασία που υφίστανται κλάσματα του πετρελαίου, με σκοπό την απομάκρυνση των περιεχόμενων ασφαλτενίων. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται παραφινικοί υδρογονάνθρακες μικρού μοριακού βάρους, οι οποίοι, υπό ορισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, διαλύουν τους παραφινικούς υδρογονάνθρακες μεγάλου μοριακού βάρους και όχι τα ασφαλτένια. Τα διαλυμένα συστατικά ανακτώνται με εκχύλιση. Solvent D e w a x i n g [Αποπαραφίνωση με Διαλύτη] Χημ. Μηχ. Διεργασία αποκήρωσης κλασμάτων πετρελαίου, όπου χρησιμοποιείται διαλύτης που διαλύει πλήρως, στη θερμοκρασία ψύξεως, το έλαιο και συγχόνως καταβυθίζει ποσοτικά τις στερεές παραφίνες. Συνήθως χρησιμοποιείται διμεθυλοκετόνη ή μεθυλο-αιθυλοκετόνη ή τολουόλιο. Solvent Extraction [Εκχύλιση με Διαλύτη] Χημ. Μηχ. Η εκχύλιση ουσιών από διαλύματα, αποτελεί μέθοδο διαχωρισμού που βασίζεται στην κατανομή ενός ή περισσότερων συστατικών μεταξύ δύο μη αναμίξιμων διαλυτών. Solvent Recovery [Ανάκτηση Διαλύτη] Χημ. Μηχ. Μετά την εκχύλιση ενός μίγματος με διαλύτη, λαμβάνει χώρα διαχωρισμός της εκχυλιζόμενης ουσίας από αυτόν, με κάποια φυσικοχημική μέθοδο. Solvent-Refined Oil [Ελαιο Εξευγενισμένο με Διαλύ-

Solvent Refining

- 1292 -

τη] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε κάποιο κλάσμα πετρελαίου, το οποίο έχει υποστεί διεργασία καθαρισμού με χρήση διαλύτη. Το εξευγενισμένο έλαιο έχει μικρότερη πυκνότητα και ιξώδες, μεγαλύτερο σημείο ροής και μικρότερη συγκέντρωση θείου. Solvent Refining [Εξευγενισμός με Διαλύτη] Χημ. Μηχ. Κατεργασία ενός κλάσματος του πετρελαίου με κάποιο διαλύτη, με σκοπό την απομάκρυνση αρωματικών υδρογονανθράκων, ολεφινών, οξυγονούχων, θειούχων και αζωτούχων ενώσεων. Η μέθοδος βασίζεται σε διαφορές διαλυτότητας. Οι συνηθέστερα χρησιμοποιούμενοι διαλύτες είναι φουρφουράλη, φαινόλη και Ν-μεθυλο-πυρρολιδόνη. Solvmanifold [Επιλύσιμη πολλαπλότητα] Μαθημ. Έστω μια ομάδα Α η οποία έχει την ιδιότητα να είναι μια επιλύσιμη ομάδα και έστω Β μια κλειστή μη τετριμμένη υποομάδα της ομάδα Α. Αν η ομάδα πηλίκο Α / Β είναι ομογενής τότε ο χώρος στον οποίο ανήκει το πηλίκο Α / Β λέγεται ότι είναι επιλύσιμης πολλαπλότητας Solvus [Καμπύλη Solvus] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται και καμπύλη μέγιστης στερεάς διαλυτότητας. Περιγράφει μια διαδικασία τήξεως ή πήξεως ενός στερεού, σε μίγμα του με άλλο συστατικό, με το οποίο είναι πλήρως αναμίξιμα στην υγρή κατάσταση, αλλά εμφανίζουν περιορισμένη διαλυτότητα στη στερεά. S o m b r e r o Galaxy [Γαλαξίας Sombrero] Αστμον. Γαλαξίας τύπου Sa που χρωστά το όνομα του στο σχήμα του (Mexican Hal) και βρίσκεται στον αστερισμό της Παρθένου. Sommelet Process [Μέθοδος Sommelet] Ομγ. Χημ. Χημική αντίδραση θειοφαινίου με εξαμεβυλενοτετραμίνη, προς σχηματισμό καρβονυλικής ένωσης. Sonar [Ηχοβολιστικό] Μηχ. Γνωστό και ως σόναρ, είναι μία ηλεκτρονική διάταξη η οποία με την εκτόξευση δέσμης ηχητικών κυμάτων κάτω από την επιφάνεια του νερού είναι σε θέση να εντοπίσει το στίγμα διαφόρων προς αναζήτηση αντικειμένων. Sonar Receiver [Δέκτης Σονάρ] Ηλεκτμον. Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση κάτω από το νερό, την μέτρηση του βάθους και της εμβέλειας. Σε αναλογία με τη χρήση του ραντάρ, ηχητικοί ή υπερηχητικοί παλμοί μεταδίδονται, αντανακλούν σε ένα αντικείμενο και επιστρέφουν στο σημείο μετάδοσης. Ο απαραίτητος χρόνος για τη διαδρομή του σήματος, χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της απόστασης του αντικειμένου από το μεταδότη. S o n a r Self-Noise [Αυτοπροκαλούμενος- θόρυβος σονάρ] Ηλεκτμον. Σήματα που δημιουργούνται από το ίδιο το μηχάνημα του σονάρ και είναι ανεπιθύμητα διότι δημιουργούν προβλήματα στον όλο μηχανισμό. Sonar Transmitter [Μεταδότης υποβρύχιου ραντάρ] Ηλεκτμον. Ένα όργανο που παράγει και μεταδίδει ηλεκτρικά σήματα από ένα προβολέα υποβρύχιου ραντάρ, ο οποίος με τη σειρά του παράγει ηχητικά σήματα της ίδιας συχνότητας. Sone [Σόουν] Ακουστ. Είναι η μονάδα μέτρησης της υποκειμενικής έντασης του ήχου. Στις οριακές τιμές ακουστότητας, κατώφλι ακουστότητας και όριο πόνου, η μονάδα sone έχει την ίδια αριθμητική τιμή με τη μονάδα phon, αλλά στο υπόλοιπο π^δίο των εντάσεων παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές λόγω της λογαριθμικής σχέσης που εκφράζει το phon. Sonic Altimeter [Ηχητικό υψόμετρο] Μηχ. Καλείται η συμβατική συσκευή που χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη

για τον προσδιορισμό του ύψους στο οποίο βρίσκονται κατά τη διάρκεια της πτήσης τους, η οποία λειτουργεί εκπέμποντας ηχητικά κύματα και μετρώντας το χρονικό διάστημα που αυτά κάνουν για να φθάσουν στην επιφάνεια του εδάφους και να επιστρέψουν σε αυτό. Sonic B o o m [Υπερηχητικός κρότος] Ακουστ. Πρόκειται για το ηχητικό αποτέλεσμα της διάσπασης του φράγματος του ήχου κατά τη διάρκεια της πτήσης ενός αντίστοιχου αεροσκάφους, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από έναν παρατηρητή που βρίσκεται στο έδαφος, λόγω της υψηλής πίεσης των ηχητικών κυμάτων. Sonic Chemical Analyser [Χημικός αναλυτής ήχου] Τεχνολ. Χημικός αναλυτής που πραγματοποιεί μη καταστροφικές για το δείγμα αναλύσεις και επιτρέπει την ανάλυση της μοριακής σύνθεσης υλικών. Βασίζεται στις μεταβολές που παρατηρούνται στα ηχητικά κύματα όταν αυτά διαπερνούν τα μόρια των υλικών, και οφείλονται σε φαινόμενα ανάκλασης, διάθλασης κτλ. Sonic Depth Finder [Ηχοβολιστικό βυθόμετρο] Μηχ. Είναι μία συσκευή ικανή να προσδιορίσει το βάθος του πυθμένα της θάλασσας από την επιφάνειά της χάρη στην εκπομπή σειράς ηχητικών κυμάτων και στη λήψη τους πάλι πίσω μετρώντας το χρόνο που απαιτήθηκε για να πραγματοποιηθεί αυτή η διαδρομή. S o n n - M u l l e r Reaction [Αντίδραση Sonn-Muller] Op/. Χημ. Επίδραση πενταχλωριούχου φωσφόρου σε αρωματικό ανιλίδιο, που οδηγεί στο σχηματισμό ιμινοχλωριδίου, από το οποίο μπορεί να παραχθεί αλδεΰδη. Sonoluminescence [Ηχοφωτοβολία]Φιχτ. Πρόκειται για ένα φαινόμενο όπου φως εκπέμπεται σε μικρές φυσαλίδες, όταν ένα υγρό βρεθεί σε ισχυρό ακουστικό πεδίο. Η επιβεβαίωση του φαινομένου γίνεται με μεγάλη φροντίδα στην επιλογή των συστατικών του συστήματος. Soot [Αιθάλη] Υλικ. Γνωστή και με τον όρο κάπνα ή φούμο, αποτελεί σχεδόν καθαρό άνθρακα υπό τη μορφή λεπτότατων σωματιδίων που παράγεται κατά την ατελή καύση διαφόρων οργανικών ουσιών. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυπογραφικής και λιθογραφικής μελάνης, χρωμάτων, βερνικιών και άλλα. Sophisticated [Εξεζητημένο] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται κάθε μηχάνημα υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι ορισμένοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή άλλες συσκευές, το οποίο διαθέτει τα τελειότερα και τα πιο εξελιγμένα συστήματα που μόλις έχουν εφευρεθεί ως προϊόν της έρευνας των βιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρονικής. Sophisticated Robot [Εξελιγμένο ρομπότ] Τεχνολ. Ρομπότ με προηγμένες λειτουργίες που ξεφεύγει από το επίπεδο ενός απλού αυτόματου. Sorbent [Ροφητής] Φυσ. Χημ. Είναι το υλικό, στερεό ή υγρό, στη μάζα του οποίου ροφούνται ένα ή περισσότερα συστατικά αερίου ή υγρού μίγματος, με το οποίο έρχεται σε επαφή. Παραδείγματα ροφητικών υλικών αποτελούν ο άνθρακας, το πυρίτιο, κλπ. Sorbic Acid [Σορβικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Πρόκειται για το 2,4-εξαδιενοϊκό οξύ, που έχει χημικό τύπο CH3CH=CHCH=CHCOOH, μοριακό βάρος 112,13, σημείο τήξεως 134,5°C και ζέσεως 228 °C, όπου και διασπάται. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή τροφίμων και φαρμάκων και στη χημική σύνθεση. Sorbitol [Σορβιτόλη] Ομγ. Χημ. Κρυσταλλική, οπτικά ενεργή ένωση, με χημικό τύπο HOCH2(CHOH) 2CH2OH και μοριακό βάρος 128,17. To D- ισομερές

- 1293-

έχει σημείο ζέσεως 295 °C και τήξεως 110-112 °C, ενώ το L- έχει σημείο τήξεως 77 °C. Είναι διαλυτή σε νερό, ακετόνη και οξικό οξύ και χρησιμοποιείται στην παρασκευή καλλυντικών και φαρμακευτικών προϊόντων. S o r o b a n [Είδος άβακα] Μαθημ. είναι ένα είδος άβακα το οποίο προήλθε από τους Γιαπωνέζους. Αυτός ο άβακας έχει την κάτωθι μορφή: Τα κατο')τερα επίπεδα του άβακα έχει τέσσερις δείκτες μέτρησης κατά μήκος του σύρματος και στα ανώτερα επίπεδα, τα οποία αντιστοιχούν σε δεκάδες, εκατοντάδες κ.τ.λ. έχουν ένα δεικτη κατά μήκος του σύρματος. Sorption [Ρόφηση] Φυσ. Χημ. Ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της προσρόφησης ενός ρευστού σε στερεή επιφάνεια, της απορρόφησής του με διείσδυση στο πλέγμα του στερεού και στην τριχοειδή συμπύκνωση του ρευστού μέσα στους πόρους. Sort [Ταξινομώ] Πληρ. Θέτω σε αύξουσα ή φθίνουσα σειρά μια πεπερασμένη λίστα από αντικείμενα πχ αριθμούς, ονόματα, κωδικούς. Το είδος της σειράς μπορεί να είναι λεξικογραφική, ANSI, κτλ. Sort Algorithm [Αλγόριθμος ταξινόμησης] Πληρ. Εφόσον καθοριστεί το μοντέλο ταξινόμησης η μέθοδος ποικίλλει: μέθοδος φυσαλίδας (Bubble Sort), ταξινόμηση με επιλογή (Selection Sort), γρήγορη ταξινόμηση (Quick Sort), ταξινόμηση στο σωρό (Heap Sort). Επιπλέον υπάρχουν ειδικοί αλγόριθμοι κατά περίπτωση. Sort Key [Κλειδί ταξινόμησης] Πληρ. Σε περιβάλλον μιας βάσης δεδομένων έτσι αναφέρεται το πεδίο βάση του οποίου γίνεται η ταξινόμηση. Αυτό πρέπει να προσδιορίζει μονοσήμαντα (Index Key) μια εγγραφή για αποφυγή σύγχυσης. Sort O r d e r [Σειρά ταξινόμησης] Πληρ. Υπάρχουν αρκετές λύσεις που ακολουθούν αρκετά πρότυπα εκτός από το αν η ακολουθία είναι αύξουσα ή φθίνουσα με κυριότερη τη λεξικογραφική όπου πχ το 10 προηγείται από το 2 αν η σειρά είναι αύξουσα και την λίγο πιο έξυπνη ταξινόμηση που είναι λεξικογραφική στα γράμματα και αριθμητική σε αριθμούς. Sort P a s s [Πέρασμα ταξινόμησης] Πληρ. Έτσι αναφέρεται ένας κύκλος ταξινόμησης που στο τελείωμα του πάντα έχει διαταχθεί ένα τουλάχιστον μέρος του πίνακα που εξαρτάται από τον αλγόριθμο. Sorting [Διαλογή] Γεωλ. Κατά τη μεταφορά φορτίου ιζημάτων από φυσικό παράγοντα (ύδωρ, άνεμο ή πάγο), ο επιλεκτικός διαχωρισμός των σωματιδίων λόγω των διαφορετικής κλίμακας μεγεθών και βαρών τους και η εναπόθεση τους σε διαφορετικά σημεία. Sorting I n d e x [Δείκτης επιλογής] Γεωλ. Δείκτης για τον καθορισμό του βαθμού επιλογής των ιζημάτων από τον παράγοντα μεταφοράς. S O S M e s s a g e [Μήνυμα SOS] Επικοιν. Κλασσικό μήνυμα βοήθειας που κυριολεκτικά σημαίνει "Σώστε τις ψυχές μας" (Save Our Souls). Sothic Cycle [Κύκλος Sothic] Αστρον. Ηλιακός ήμερολογιακός κύκλος των αρχαίων Αιγυπτίων. Sound 1 [Ηχος] Ακουστ. Ονομάζεται καθετί το οποίο γίνεται αντιληπτό από το αυτί και παράγεται μόνον με την ελαστική δόνηση, δηλαδή την ταλάντωση των διαφόρων υλικών αντικειμένων, είτε είναι στερεά, υγρά ή αέρια. Ο ήχος διαδίδεται μέσω των ηχητικών κυμάτων μόνον μέσα από τα υλικά σώματα και όχι μέσα από το κενό. Sound 2 [Ηχος] Πληρ. Ακουστικό σήμα που γλωσσικά διαφοροποιείται από τη συμβολική παραγωγή της ο μιλίας και φυσικά τη δομή της.

Source Coding

[Ηχητική απορρόφηση] Ακουστ. Όταν τα ηχητικά κύματα διαδίδονται μέσα σε κάποιο μέσον, αυτά εξασθενούν καθώς απομακρύνονται από την πηγή του ήχου, διότι η ηχητική'] ενέργειά τους μετατρέπεται σε θερμική ενέργεια και το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζεται ως απορρόφηση του ήχου. Sound Carrier [Φορέας ήχου] Επικοιν. Κανάλι ειδικά για ήχο. Sound Energy [Ηχητική ενέργεια] Ακουστ. Ορίζεται ως η ενέργεια την οποία περικλείουν τα ηχητικά κύματα και προσδιορίζεται από τη διαφορά της συνολικής ενέργειας ενός συστήματος πριν και μετά τη διάδοση του ήχου μέσα από αυτό. Sound P o w e r [Ισχύς ηχητικών κυμάτων] Ακουστ. Εκφράζει το ρυθμό μεταφοράς ενέργειας ηχητικών κυμάτων από μια μονάδα επιφανείας ως προς τον χρόνο. Επειδή η ισχύς δεν είναι χρονικά σταθερή αναφερόμαστε στη μέση ισχύ. Sound Pressure [Ηχητική πίεση] Φυσ. Ορίζεται ως η διαφορά πίεσης μεταξύ της στατικής πίεσης σε ένα σημείο ενός μέσου σε κατάσταση ηρεμίας και της πίεσης του ίδιου σημείου όταν από αυτό διέρχεται ένα ηχητικό κύμα. Sound Signal [Σήμα ήχου] Ηλεκτρον. Ήχος που έχει μετατραπεί σε ηλεκτρικό σήμα. Sounder [Ηχο- παραγωγός] Επικοιν. Ειδική συσκευή που στέλνει σήματα για να καθοριστεί η ιονοσφαιρική σύνθεση. Sounding Balloon [Μετεωρολογικό αερόστατο] Μηχ. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό μπαλόνι, το οποίο αποστέλλεται στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαίρας, ώστε με τα κατάλληλα όργανα τα οποία μεταφέρει να μπορούν να καταγραφούν διάφορες χρήσιμες μετεωρολογικές παράμετροι και τα αποτελέσματα να αποστέλλονται στους επίγειους σταθμούς, Source 1 [Πηγή] Ηλεκ. Ένα ενεργό στοιχείο, όπως μια μπαταρία ή μια γεννήτρια που τροφοδοτούν με ενέργεια ένα κύκλωμα. Source 2 [Πηγή] Ηλεκτρον, 1. Μια πηγή (ανεξάρτητη) που είναι ένα διπολικό στοιχείο και χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η τάση είναι ανεξάρτητη του ρεύματος 2. Μια πηγή (ελεγχόμενη) έχει ζεύγος ακροδεκτών στο οποίο εφαρμόζεται το μέγεθος υπό έλεγχο και μετριέται η τάση ή το ρεύμα, Source 3 [Πηγή] Πυρην. Φυσ. Ένα δείγμα ραδιενεργού υλικού που ετοιμάζεται για χρήση πειραματική ή βιομηχανική. Source 4 [Πηγή] Μαθημ. Έστω ένα γράφημα μιας μαθηματικής ποσότητας. Αν το γράφημα αυτό δεν έχει κορυφές τότε λέγεται πηγή. Source 5 [Πηγή] Φυσ. Χημ. Ορίζεται ένα σώμα το οποίο προσδίδει μάζα ή ενέργεια σε ένα σύστημα, Source 6 [Πηγή] Αναλ Χημ. Ο όρος περιλαμβάνει κάθε συσκευή που χρησιμοποιείται για την παροχή ενέργειας ακτινοβολίας, στη φασματοσκοπική ανάλυση. Source A d d r e s s [Διεύθυνση πηγής] Πληρ. Η διεύθυνση της μνήμης που παραπέμπει στα δεδομένα της πηγής (συνήθως σε διαδικασία αντιγραφής), Source Bed [Στρώμα τροφοδοσίας] Γεωλ. Το γεωλογικό στρώμα απ' όπου προέρχονται τα υλικά διεργασίας ιζηματογένεσης. Source Code [Πρωτότυπος κώδικας] Πληρ. Όρος για τη λίστα του πρωτότυπου προγράμματος πριν υποστεί τη συμβολομετάφραση. Source C o d i n g [Κωδικοποίηση πηγής] Επικοιν. ΤεχνιSound Absorption

Source Data

- 1294-

κή ψηφιοποίησης φωνής που χρησιμοποιείται κύρια στα Vocoder και αναπαράγει βασικά χαρακτηριστικά μιας φωνής με έμφαση στη χροιά. Source Data [Πηγαία δεδομένα] Πληρ. Όρος για τα δεδομένα που μετακινούνται από (μια) πηγή. Source Data A u t o m a t i o n [Αυτοματισμός δεδομένων της πηγής] Πληρ. Διαδικασία αυτοματοποίησης ροής που σε επιχειρησιακό περιβάλλον διευκολύνει την μετακίνηση και την επεξεργασία πληροφορίας. Source D a t a A u t o m a t i o n Equipment [Εξοπλισμός αυτοματισμού δεδομένων της πηγής] Πληρ. Εκτός από τους υπολογιστές και το λογισμικό με το κατάλληλο λειτουργικό σύστημα, περιλαμβάνουμε όλα εκείνα τα όργανα και οι συσκευές που διευκολύνουν την παρουσίαση στον τελικό χρήστη. Source Data Capture [Σύλληψη πηγαίων δεδομένων] Πληρ. Μηχανισμός που παραλαμβάνει δεδομένα τη στιγμή που έρχονται από διάφορες πηγές. Source D o c u m e n t [Πηγαίο κείμενο] Πληρ. Το πρωτότυπο κείμενο συνήθως πριν διορθωθεί ή πριν καταγραφεί σε ηλεκτρονική μορφή. Source Function [Συνάρτηση πηγής] Αστρον. Πηλίκο του γραμμικού συντελεστή εκπομπής προς τον γραμμικό συντελεστή απορρόφησης που δίνει τον τρόπο κατανομής της ενέργειας που απορροφάται από την ύλη. Source Galerkin m e t h o d [Μέθοδος πηγής Galerkin] Φυσ. Αριθμητική μέθοδος της ειδικής σχετικότητας. Source H a n d l e r [Χειριστής κώδικα] Πληρ. Λογισμικό που μπορεί να επεξεργαστεί κάποιες γραμμές κώδικα (παρουσίαση - Listing, αλλά και οι διάφορες αναλύσεις πχ στατιστικές, γραμματικές, σημασιολογικές, συντακτικές κτλ και συνήθως συνεργάζεται με κάποΧον μεταγλωττιστή. Source L a n g u a g e [Γλώσσα πηγής] Πληρ. 1. Σε περίπτωση αυτόματης μετάφρασης έτσι αναφέρεται το γλωσσικό ιδίωμα της πηγής. Αν δεν συμφωνεί με τη γλώσσα που αναζητά ο Browser πιθανά η πληροφορία δεν μπορεί να ανιχνευτεί. 2. Προγραμματιστικά αναφέρεται στην περίπτωση μίξης 2 γλωσσών. Source Library [Βιβλιοθήκη πηγή] Πληρ. Η βιβλιοθήκη προγραμμάτων ή κειμένων που τροφοδοτεί έναν προγραμματιστή ή έναν χρήστη. Source Listing [Λίστα κώδικα πηγής] Πληρ. Ο κώδικας ενός προγράμματος σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού μαζί με σχόλια κτλ σε εκτυπώσιμη μορφή. Source M o d u l e [Αντικείμενο πηγή] Πληρ. Η συνάρτηση (Module) απ' όπου καλείται μια άλλη διαδικασία. Source P r o g r a m [Πρόγραμμα πηγή] Πληρ. Εφαρμογή που καλεί άλλα προγράμματα λογισμικού και είναι έτοιμη για μετάφραση και σύνδεση για παραγωγή εκτελέσιμου προγράμματος. Source P r o g r a m Optimization [Βελτίωση προγράμματος πηγής] Πληρ. Επιλογή ενός μεταφραστή για να βελτιστοποιηθεί ο κώδικας δηλαδή να διορθωθεί ως προς τις κλήσεις για να αποφευχθούν άστοχα πηδήματα. Source R o c k [Πέτρωμα τροφοδοσίας] Γεωλ. Το πέτρωμα από το οποίο προέρχονται τα υλικά διεργασίας ιζηματογένεσης. Source Routing [Δρομολόγηση πηγής] Επικοιν. Τρόπος επιλογής δρόμου της διασύνδεσης 802.5. Source Service A c c e s s P o i n t (SSAP) [Σημείο πρόσβασης υπηρεσίας πηγής] Επικοιν. Το σημείο που γίνεται ανταλλαγή δεδομένων με κάποια υπηρεσία στο πρωτόκολλο Frame Relay.

Source T i m e [Χρόνος της πηγής] Πληρ. Χρόνος που

κατανάλωσε η πηγή για να εκτελέσει μια εργασία. South Point [Νότιο σημείο] Αστρον. Για ένα αστέρα αυτό είναι το νοτιότερο σημείο του όπως το ορίζει ο άξονας πόλων του άστρου. South P o l a r Distance [Νότια πολική απόσταση] Αστρον. Απόκλιση από το νότιο πόλο (δηλαδή η παραπληρωματική της ;από το βόρειο πόλο) στο σύστημα ισημερινών συντεταγμένων. Soxhlet Extractor [Συσκευή Εκχύλισης Soxhlet] Χημ. Χρησιμοποιείται για εκχύλιση ουσιών από στερεά μίγματα, με μικρή ποσότητα εκχυλιστικού υγρού. Το υλικό τοποθετείται στον εκχυλιστήρα, στον οποίο εισέρχονται υγροποιημένοι ατμοί του διαλύτη. Το διάλυμα που σχηματίζεται θερμαίνεται, με αποτέλεσμα να εξατμίζεται ο διαλύτης και να παραμένει η ποσότητα του στερεού που εκχυλίστηκε. S o y b e a n Oil [Σογιέλαιο] Υλικ Είναι ένα ωχρό κιτρινωπού χρώματος υγρό το οποίο λαμβάνεται από τους σπόρους της σόγιας και χρησιμοποιείται στη μαγειρική, στην παρασκευή σαπουνιών, κεριών, βερνικιών, χρωμάτων και άλλων παρόμοιων προϊόντων. Spa [Ιαματική πηγή ή σπα] Υδμολ. Θερμή ή ψυχρή φυσική πηγή, συνήθως εμφανιζόμενη επί τεκτονικών ρηγμάτων, της οποίας το ύδωρ περιέχει ιδιαίτερα συστατικά (μεταλλικά στοιχεία, αέρια, άλατα κ.λ.π.) και χρησιμοποιείται για ιαματικά λουτρά. Space 1 [Διάστημα] Αστμον. Ο χώρος έξω από τη γη καθώς και το κοσμικό κενό. Space 2 [Κενό] Επικοιν. Συμβολικά σ' αυτήν την κατάσταση αντιστοιχούμε ένα 0 (ηρεμία). Space 3 [Χώρος] Μαθημ. Ένα σύνολο, το οποίο είναι εφοδιασμένο με μια τοπολογία και έχει μια συγκεκριμένη δομή λέγεται χώρος. Έτσι γνωστοί χώροι είναι ο διδιάστατος ευκλείδειος χώρος R2, ο τρισδιάστατος ευκλείδειος χώρος R3, ο διανυσματικός χώρος, τοπολογικός χώρος κ.τ.λ. Space A g e [Διαστημική εποχή] Αστμον. Η εποχή της σύγχρονης ιστορίας του ανθρώπινου είδους που εγκαινιάστηκε με την εκτόξευση από τους Σοβιετικούς του δορυφόρου Σπούτνικ το 1957, συνεχίστηκε με επανδρωμένες αποστολές στη Σελήνη και διαρκεί ακόμη με αποστολές σε άλλους πλανήτες του Ηλιακού συστήματος. Space Bar [Χαρακτήρας κενού] Πλημ. Χαρακτήρας μετακίνησης μιας οριζόντιας θέσης. S p a c e - C h a r g e Region [Περιοχή φορτίου χώρου] Ηλεκτρον. Είναι η περιοχή ελλείψεως φορέων σε μια επαφή ρ-η. Είναι ουσιαστικά ένα διπολικό στρώμα φορτίων, στην οποία τα δέσμια φορτία δεν εξουδετερώνονται. Space C o m m u n i c a t i o n s [Επικοινωνία διαστήματος] Επικοιν. Επικοινωνία με αντικείμενα που είναι έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα και συνήθως αξιοποιούν τα υπάρχοντα δορυφορικά συστήματα επικοινωνιών καθώς και συστήματα που έχουν εγκατασταθεί σε διαστημικούς σταθμούς και τη σελήνη. Space Division Multiplexing [Πολυπλεξία με διαίρεση χώρου] Επικοιν. Τεχνική μεταγωγής του ATM για την πολυπλεξία της δρομολόγησης και υλοποιείται σε διάφορα στάδια και λέγεται και Multistage Matrix Switching. Space E n v i r o n m e n t [Περιβάλλον διάστημα] Αστρον. Σε ένα τυχαίο σημείο του διαστήματος συνήθως βέβαια κάτω από την βαρυτική επίδραση ενός πλανήτη, ενός

- 1295 -

άστρου, ενός γαλαξία συναντάμε ύλη σε ασταθή μορφή καθώς και σκοτεινή ύλη. Space Filling Curve [Καμπύλη που καλύπτει ένα χώρο] Μαθημ. Ειδική καμπύλη που περνά απ κάθε σημείο ίου χώρου με βάση κάποιο πρότυπο. Διάσημη σ' αυτό είναι ή επίπεδη φράκταλ καμπύλη του Peano. Σίγουρα Δε απαιτούμε διαφορισιμότητα από τέτοια καμπύλη αλλά απλή συνέχεια. Space Flight [Διαστημική πτήση] Αερομηχ. Ονομάζεται η κίνηση ενός διαστημικού σκάφους σε τροχιά γύρω από την Γη ή προς κάποιον άλλο πλανήτη, με ή χωρίς επάνδρωση από αστροναύτες. Space F r a m e [Χωρικό πλαίσιο] Πολ.Μηχ. Είναι μία κατασκευή αποτελούμενη από μέλη συνδεδεμένα μεταξύ τους με διαφόρων ειδών κόμβους με στόχο την ασφαλή μεταφορά των φορτίων στο έδαφος. Το χωρικό πλαίσιο αλλά και οι διευθύνσεις των ασκούμενων σε αυτό φορτίων αναπτύσσονται και στις τρεις διαστάσεις του χώρου και ισορροπεί σε ισοστατική ή υπερστατική κατάσταση. Space Heater [Θερμάστρα] Μηχ. Πρόκειται για μία συσκευή, συνήθως τροφοδοτούμενη από ηλεκτρικό ρεύμα, η οποία παράγει θερμότητα με σκοπό την αύξηση της θερμοκρασίας του ευρύτερου κλειστού χώρου όπου βρίσκεται. Space H o l d [Κράτημα κενού] Επικοιν. Παρατεταμένη εμφάνιση τηλεγραφικού κενού. Space Mission [Διαστημική αποστολή] Αστρον. Είναι αποστολές έξω από την ατμόσφαιρα της Γης επανδρωμένες ή μη που αποσκοπούν στην εκτέλεση των σχεδιαζόμενοι προγραμμάτων εξερεύνησης του διαστήματος. Space M o d u l a t i o n [Διαμόρφωση χώρου] Επικοιν. Ειδική κατηγορία ταινίας φτιαγμένη σε Η/Υ που προβάλλεται με ειδικό τρόπο σε κάποιο αριθμό επιπέδων ώστε να δημιουργείται η εντύπωση τρισδιάστατου χώρου. Space M o t i o n [Ουράνια κίνηση] Αστρον. Χαρακτηριστικός όρος για να περιγράψει τη διαστολή του σύμπαντος και την κίνηση ουράνιων σωμάτων. Space Permeability [Χωρική επιδεκτικότητα] Ηλεκτρομαγν. Μια σταθερά που προκύπτει από τη γραμμική σχέση της μαγνήτισης και του πεδίου. Space R e d d e n i n g [Κοκκίνισμα του ουρανού] Αστρον. Η γνωστή μετατόπιση του φάσματος των διαστημικών σωμάτων προς το κόκκινο που στηρίζεται στη διαστολή του σύμπαντος. Space Request [Κλήση για κενό] Επικοιν. Στην Mark And Space επικοινωνία προσδιορίζει την κλήση για ηρεμία. Space Simulator [Διαστημικός εξομοιωτής] Αστρον. Θάλαμος κενού που κλείνει αεροστεγώς, αναπαράγει συνθήκες που επικρατούν στο διάστημα και χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση των αστροναυτών. Space Station [Διαστημικός σταθμός] Αερομηχ. Είναι μία οργανωμένη βάση η οποία βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Γη, όπου μπορούν να μεταβούν αστροναύτες για διαμονή στο διάστημα και διεξαγωγή πειραμάτων, ενώ συγχρόνως μπορεί να εξυπηρετήσει και να υποστηρίξει με διάφορες υπηρεσίες και άλλα διαστημόπλοια που θα την προσεγγίσουν. Space Suppression [Παύση κενού] Επικοιν. Μεγάλο διάστημα ηρεμίας (0) της Mark And Space επικοινωνίας. Space Technology [Διαστημική τεχνολογία] Αερομηχ. Χρήση αστροφυσικής και αστρονομίας καθώς και άλ-

Subscription Television

λων σχετικών επιστημών για κατασκευή αντικειμένων που εκτοξεύονται έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα όπως δορυφόροι (Artificial Satellites). Space T o M a r k Transition [Πέρασμα από κενό σε σημάδι] Επικοιν. Σημείο αλλαγής σήματος στην ομώνυμη επικοινωνία. Space Vehicle [Διαστημικό όχημα] Μηχ. Είναι ένα ειδικό σκάφος, αποτέλεσμα της τελευταίας προηγμένης έρευνας της διαστημικής τεχνολογίας, το οποίο μπορεί να κινηθεί έξω από την γήινη ατμόσφαιρα για την πραγματοποίηση των διαστημικών ταξιδιών. Space Velocity 1 [Ταχύτητα διαστήματος] Αστμον. Στην παραδοχή μη στατικού (δυναμικού) σύμπαντος οδηγούμαστε στο συμπέρασμα της επιβραδυνόμενης διαστολής του. Υπάρχουν πάντως και αντικείμενα που κινούνται με πολύ μεγάλη ταχύτητα πχ ημιαστέρες. Space Velocity 2 [Ταχύτητα Χώρου] Χημ. Μηχ. Έννοια που χρησιμοποιείται στο σχεδιασμό χημικών αντιδραστήρων συνεχούς λειτουργίας. Ορίζεται ως το αντίστροφο του χρόνου χώρου, δηλαδή ισούται με το πηλίκο της ογκομετρικής παροχής του ρευστού στην τροφοδοσία προς τον όγκο του ρευστού μέσα στον αντιδραστήρα. Space Walk [Διαστημικός περίπατος] Αερομηχ. Έτσι αναφέρεται μετακίνηση στο διάστημα ανθρώπων αλλά και ρομπότ πια. Space W a v e [Κύμα χώρου] Ηλεκτρον. Είναι ένας τύπος κύματος εδάφους το οποίο διαχωρίζεται στο κατευθείαν και στο ανακλώμενο κύμα από το έδαφος, ανάλογα με την οδό που φθάνει από τον πομπό στον δέκτη, δηλαδή απ' ευθείας ή μετά από μία ανάκλαση στην επιφάνεια της Γης. Spacecraft [Διαστημόπλοιο] Μηχ. Ονομάζεται κάθε ειδικό όχημα το οποίο αποστέλλεται για την πραγματοποίηση επιστημονικών ερευνητικών ταξιδιών στο διάστημα και για τη διεξαγωγή πειραμάτων με ή χωρίς επάνδρωση. Spacecraft L a u n c h [Εκτόξευση διαστημόπλοιου] Αερομηχ. Καλείται η διαδικασία της εκκίνησης της πτήσης ενός διαστημοπλοίου από τη γήινη επιφάνεια, ώστε να βγει από την ατμόσφαιρα της Γης και να τεθεί σε τροχιά στο χώρο του διαστήματος. Spaced C o m m u n i c a t i o n [Επικοινωνία με διακοπές] Επικοιν. Επικοινωνία του τύπου Mark And Space. Spacelike Path [Τροχιά χωρικής διάστασης] Φυσ. Τροχιά του χωρόχρονου που αποτελεί προβολή στις 3 διαστάσεις. Spacelike S u r f a c e [Επιφάνεια χωρικής διάστασης] Φυσ. Επιφάνεια που αναφέρεται ή παράγεται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σχετικός και ο όρος 3 διάστατη χωρική πολλαπλότητα. Spacelike Vector [Διάνυσμα χωρικής διάστασης] Φυσ. Προβολή 4- διάστατου διανύσματος στον 3- διάστατο χώρο ή απλά μεταβολή μόνο της χωρικής συντεταγμένης. Spacetime [Χωρόχρονος] Φνσ. Ο γνωστός χώρος 4 διαστάσεων που συναντιέται στην μαθηματική φυσική (πχ ειδική σχετικότητα) και την κοσμολογία. Spacetime Continuum [Χωροχρονικό συνεχές] Φυσ. Γεωμετρικός όρος που περιγράφει την υπόθεση που επιτρέπει την γεωμετρική προσέγγιση του συμπαντικού χωρόχρονου. S p a d e [Φτυάρι] Μηχ. Είναι ένα απλό εργαλείο, αποτελούμενο από μία μεταλλική σχετικά λεπτή επιφάνεια η οποία συνδέεται με μία ξύλινη μακρόστενη χειρολαβή

Spallation Reaction

- 1296 -

και χρησιμοποιείται για σκάψιμο του εδάφους ή τη μεταφορά χωματισμών από ένα χρήστη. Spallation Reaction [Αντίδραση καταστροφής] Πυρην.Φυσ. Πρόκειται για πηρηνικό αντιδραστήρα στον οποίο πραγματοποιείται ένας τύπος αντιδράσεων κατά τις οποίες πολλά σωματίδια φεύγουν από τον πυρήνα ενός ατόμου. S p a m M a i l [Ταχυδρομικά σκουπίδια] Επικοιν. Έτσι αναφέρονται από αγανακτισμένους χρήστες διαδικτυακών υπηρεσιών η αποστολή διαφημιστικών μηνυμάτων στις διευθύνσεις του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου. Span 1 [Ανάπτυγμα] Μαθημ. 1. Έστω ο γραμμικός χώρος L και Α μια συλλογή διανυσμάτων, η οποία ανήκει στο χώρο L. Το σύνολο όλων των διανυσμάτων, τα οποία προκύπτουν ως ο γραμμικός συνδυασμός, ο οποίος προέρχεται από τα διανύσματαπου ανήκουν στο σύνολο Α λέγεται ανάπτυγμα του χώρου Α. 2. Έστω Α ένα σύνολο, το οποίο μπορεί να είναι δακτύλιος, ομάδα κ.τ.λ. Κάθε πρότυπο, το οποίο προκύπτει από το σύνολο Α λέγεται ανάπτυγμα του συνόλου Α. Span 2 [Ανοιγμα] Μηχ. Καλείται η απόσταση μεταξύ δύο γειτονικών στηρίξεων ενός μέλους μίας κατασκευής, όπως για παράδειγμα το μήκος ενός δοκαριού μίας οικοδομής από το ένα υποστύλωμα που το στηρίζει έως το γειτονικό του. Span 3 [Εύρος] Στατ. Κατά μια έννοια δίνει το διάστημα μεταξύ των 2 ακραίων τιμών (πχ Life Span). S p a n B u f f e r [Προσωρινή μνήμη οθόνης για span] Τεχνολ. Κατά τη χρήση αλγόριθμων χρώματος όπου κάποια κελιά γεμίζονται σειριακά χρησιμοποιούνται ειδικά buffers ελέγχου για συντομότερη επεξεργασία. Spandrel [Οριζόντιο φάτνωμα] Οικοδ. Στις μεταλλικές κατασκευές είναι το οριζόντιο στοιχείο που εκτείνεται καθ' ύψος από την κεφαλή ενός ανοίγματος έως το πρεβάζι του αντίστοιχου παραθύρου στον ανώτερο όροφο. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται στην αρχιτεκτονική η καμπύλη επιφάνεια, συνήθως διακοσμημένη, που σχηματίζεται μεταξύ διαδοχικών τόξων και της οριζόντιας δοκού επάνω από αυτά. Spanned Record [Συνεχόμενη εγγραφή] Πληρ. Χρήση περισσότερων από μιας εγγραφών για να χωρέσουν δεδομένα ενός πεδίου. Το φαινόμενο αποφεύγεται με χρήση ειδικού χώρου και ειδικής διαμόρφωσης για επικίνδυνα τέτοια πεδία. S p a n n e d Zip C o p y [Συνεχόμενη συμπιεσμένη εγγραφή] Πληρ. Τεχνική συμπίεσης αρχείου σε περισσότερες από μια δισκέτες με χρήση κατάλληλων στοιχείων ελέγχου που εγγράφονται στο τέλος. Spanning Forest ['Δάσος' από ανάπτυγμα 'δέντρων'] Μαθημ. Το σύνολο όλων των δεντροειδών αναπτυγμάτων λέγεται 'δάσος' από αυτά τα δεντροειδή αναπτύγματα. Spanning Tree Spanning S u b g r a p h [Ανάπτυγμα υπογραφήματος] Μαθημ. Έστω το γράφημα μιας πραγματικής συνάρτησης f. Το μέρος του γραφήματος που περιέχει όλες τις κορυφές, δηλαδή όλα τα μέγιστα σημεία της συνάρτησης f λέγεται ανάπτυγμα του υπογραφήματος της f. Spanning T r e e [Δεντροειδές ανάπτυγμα] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε ένα σύνολο σημείων τα οποία είναι διακριτά. Η ένωση των σημείων αυτών κατά ομάδες, της ίδιας ιδιαιτερότητας ονομάζονται δεντροειδή αναπτύγματα και η ονομασία τους προέρχεται από την μορφή που έχει το γράφημα το οποίο μοιάζει με δέντρο.

Spar [Σχιστή κρύσταλλος] Ορυκτ. Γενικός όρος για μη

μεταλλικά κρυσταλλικά ορυκτά ή κρυστάλλους αυτών με ανοιχτό χρωματισμό, σχετική διαφάνεια, υαλώδη λάμψη και διακριτό σχισμό. Spar Varnish [Εξωτερικό αδιάβροχο βερνίκι] Υλικ. Καλείται κάθε άχρωμο βερνίκι το οποίο αντέχει στις καιρικές συνθήκες και χρησιμοποιείται για την επικάλυψη άβαφων ξύλινων επιφανειών, συνήθως στα πλοία. Spark Capacitor [Πυκνωτής εκσπάσεων] Ηλεκ. Ηλεκτρικός πυκνωτής συνδεδεμένος κατά μήκος δυο σημείων επαφής, ή κατά μήκος της αυτεπαγωγής που προκαλεί τον σπινθήρα για το σκοπό της μείωσης του σπινθηρισμού σε εκείνο το σημείό Spark C h a m b e r [Θάλαμος εκσπάσεων(σπινθήρων)] Πυρην.Φυσ. Ένας θάλαμος σπινθήρων περιλαμβάνει ένα σύστημα από παράλληλες αγώγιμες πλάκες, μέσα σε ατμόσφαιρα ευγενούς αερίου.Η παρουσία ενός ιονισμένου σωμάτιου πιστοποιείται από τους ανιχνευτές, οι οποίοι δίνουν ένα σύγχρονο σήμα.Σπουδαίο χαρακτηριστικό του θαλάμου σπινθήρων είναι η καλή διαχωριστική ικανότητα, δηλαδή, η ακριβής εντόπιση κάποιου σωμάτιου. S p a r k Excitation [Διέγερση με Σπινθήρα] Αναλ. Χημ. Μέθοδος της φασματοσκοπικής ανάλυσης, κατά την οποία το δείγμα διεγείρεται σε υψηλότερη ενεργειακή κατάσταση, με τη βοήθεια ηλεκτρικού σπινθήρα. Spark-Ignition Engine [Μηχανή Ανάφλεξης με Σπινθήρα] Μηχ. Τύπος μηχανών εσωτερική καύσης, όπου η ανάφλεξη του καύσιμου μίγματος γίνεται με τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού σπινθήρα. Spark Spectrum [Φάσμα Εκπομπής] Αναλ. Χημ. Το φάσμα που παράγεται από μια ουσία, η οποία έχει διεγερθεί με απορρόφηση ακτινοβολίας και αποβάλλει την προσλαμβανόμενη ενέργεια, εκπέμποντας δευτερεύουσα ακτινοβολία. Sparkling Wine [Αφρώδες κρασί] Τεχν.Τροφ. Ειδική κατηγορία κρασιών που περιέχουν σε διάλυση άφθονο C0 2 που οφείλεται στην ασκούμενη πίεση και το οποίο κατά τον εκπωματισμό της φιάλης σχηματίζει αφρό στην επιφάνεια του κρασιού. Έχουν ευχάριστη και αναψυκτική οσμή, μεγάλη εμπορική αξία και πρωτοπαρασκευάστηκαν στην Καμπανία (Champagne) της Γαλλίας από όπου και πήραν το όνομα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κρασιά μόνο της συγκεκριμένης περιοχής. Η παρασκευή τους γίνεται είτε σε φιάλες, ποιοτικά ανώτερα αλλά και πιο δαπανηρά, είτε σε κλειστά δοχεία. Sparnacean [Σπαρνάκιος] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ηωκαινούς υποπεριόδου (πριν από περίπου 65 εκατομ. χρόνια) της Παλαιογενούς Περιόδου του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Θανέτιον και αρχαιότερη από το Υπρέσιον. Sparse [Αραιός, ελλιπής] Μαθημ. 1. Έστω ένας πίνακας Α, ο οποίος είναι διάστασης μ x ν και έστω ότι τα στοιχεία του είναι της μορφής [α y]. Αν τα στοιχεία του πίνακα Α είναι ως επί το πλείστον μηδέν (0), τότε ο πίνακας αυτός λέγεται ελλιπής. 2. Έστω Α ένα σύνολο από αριθμούς ή στοιχεία. Αν οι συναρτήσεις, οι οποίες εκφράζουν αυτά τα στοιχεία, περιέχουν μόνο μικρό αριθμό στοιχείων, τα οποία εκφράζουν, τότε αυτές οι συναρτήσεις λέγονται ελλιπείς Spatial Data M a n a g e m e n t [Διαχείριση διαστημικών δεδομένων] Πληρ. Συλλογή ρουτινών που χρησιμοποιούνται κύρια στην αερομηχανική και την τεχνολο-

- 1297 -

γία διαστήματος αλλά και αστρονομία. Spatter C o n e [Μικρός κώνος] Γεωλ. Μικρού μεγέθους κωνοειδής σχηματισμός, συνήθως από βασαλτικό υλικό, που δημιουργείται σε ηφαιστειακές ρωγμές. Speaker Identification [Αναγνώριση ομιλητή] Πληρ. Η (υπολογιστική) αναγνώριση του κατόχου ενός φωνητικού σήματος μέσω των ειδικών χαρακτηριστικών που φυσικά μπορεί να έχουν υποστεί υπολογιστική μετατροπή. Speaker Verification [Πιστοποίηση ομιλητή] Πληρ. Η ταύτιση του προτύπου (με την στατιστική έννοια) φωνής ενός χρήστη με το σήμα της φωνής του μετά την ψηφιοποίηση της. Δύσκολο πρόβλημα αν γίνεται έλεγχος βάσει κάποιου αναξιόπιστου λογισμικού που αποκόπτει πχ λάθος συχνότητες. Spearman's Coefficient Of Rank Correlation [Συντελεστής συσχέτισης κατά τάξη του Spearman] Σιχα. Δείκτης γραμμικής συσχέτισης ποιοτικών μεταβλητών που χρησιμοποιεί την διάταξη σε βαθμίδες σε μορφή διαφοράς. Spearman's R H O [Συντελεστής RHO του Spearman] Στατ. Δείκτης συνάφειας του Spearman που ελέγχεται στατιστικά με το τεστ t του Student. Special Character [Ειδικός χαρακτήρας] Πληρ. Σύμβολο που δεν ανήκει σε κάποια γλώσσα ή σύστημα αρίθμησης αλλά συνοδεύει διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες πχ (*, Λ, $, ..). Special F u n c t i o n s [Ειδικού τύπου συναρτήσεις] Μαθημ. Έστω μια κλάση συναρτήσεων Α, η οποία δεν είναι αυστηρά ορισμένη. Οι ειδικού τύπου συναρτήσεις που περιέχονται μέσα σε αυτή την κλάση συναρτήσεων χρησιμοποιούντα ευρέως στην επίλυση των διαφορικών εξισώσεων, και μάλιστα αποτελούν βασικό κομμάτι για την θεωρία των διαφορικών εξισώσεων. Οι πιο γνωστές από αυτές είναι οι συναρτήσεις Bessel, τα πολυώνυμα του Laguellc κ.τ.λ. Special Linear G r o u p [Ειδικού τύπου γραμμικά σύνολα] Μαθημ. Έστω Α ένας διανυσματικός χώρος. Αν υπάρχει ένας γραμμικός μετασχηματισμός για τον διανυσματικό χώρο Α, τέτοιος ώστε να παράγει διανύσματα, των οποίων η ορίζουσα είναι ένα (1), τότε ο το σύνολο των διανυσμάτων αυτών λέγεται ειδικού τύπου σύνολο. Αυτό το σύνολο είναι υποσύνολο όλων των γραμμικών μετασχηματισμών πάνω στο διανυσματικό χώρο Α, των οποίων η ορίζουσα είναι διάφορη του μηδενός (0). Special Orthogonal G r o u p [Ειδικού τύπου ορθογώνια σύνολα] Μαθημ. Έστω Α ένας διανυσματικός χώρος. Αν υπάρχει ένας ορθογώνιος μετασχηματισμός για τον διανυσματικό χώρο Α, τέτοιος ώστε να παράγει διανύσματα, των οποίων η ορίζουσα είναι ένα (1), τότε ο το σύνολο των διανυσμάτων αυτών λέγεται ειδικού τύπου σύνολο. Αυτό το σύνολο είναι υποσύνολο όλων των ορθογώνιων μετασχηματισμών πάνω στο διανυσματικό χώρο Α, οι οποίοι ανήκουν στα σύνολα Lie. Special P u r p o s e C o m p u t e r [Υπολογιστής ειδικού σκοπού] Πληρ. Υπολογιστικό σύστημα αφιερωμένο (Dedicated) σε συγκεκριμένη εργασία. Στην πιο κλασσική περίπτωση έχει φτιαχτεί αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη θέση πχ μηχανή βάσης δεδομένων με έμπειρο σύστημα. Special P u r p o s e L a n g u a g e [Γλώσσα ειδικού σκοπού] Πληρ. Γλώσσα χειρισμού και προγραμματισμού που συνήθως είναι προέκταση κάποιου ειδικού λειτουργικού συστήματος ή καλύτερα κάποιου Firmware για υπολογιστή ειδικής χρήσης.

Subscription Television

Special Purpose Register [Καταχωρητής ειδικού σκο-

πού] Πληρ. Συνήθης περίπτωση του υπολογιστή χ86 όπου κάθε καταχωρητής εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία όταν πρέπει να κληθεί. Special P u r p o s e Vehicle [Οχημα ειδικών χρήσεων] Μηχ. Είναι ένας γενικότερος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται ορισμένα οχήματα τα οποία είναι μελετημένα και κατασκευασμένα κατά τρόπον ώστε να εξυπηρετούν κάποιες ειδικές εξεζητημένες ανάγκες και χρήσεις όπως είναι για παράδειγμα τα τρακτέρ, τα πυροσβεστικά οχήματα, ορισμένοι γερανοί και άλλα. Special Relativity [Ειδική σχετικότητα] Φυα. Θεωρία που διαδέχεται τη θεωρία γενικής σχετικότητας (General Relativity), και σήμανε μια νέα εποχή αφού έδωσε τα πρώτα σχετικιστικά κοσμολογικά μοντέλα μεταξύ άλλων. Specific Activity [Ειδική ενεργότητα] Βιοχημ. Όρος που χαρακτηρίζει το βασικότερο μέγεθος καταλυτικής δραστικότητας των ενζύμων και είναι οι ενζυμικές μονάδες που περιλαμβάνονται σε ένα μιλιγραμμάριο πρωτεΐνης. Το μέγεθος αυτό είναι που ορίζει την ποσότητα ενζύμου που απαιτείται για την πραγματοποίηση μιας καταλυτικής βιοχημικής δράσης. Specific Cryptosystem [Συγκεκριμένο κρυπτοσύστημα] Επικοιν. Είναι συνήθως αναγκαίο σε μια κρυπτογράφηση ο παραλήπτης να γνωρίζει από πριν το κρυπτοσύστημα το οποίο επίσης κρυπτογραφείται μαζί με το δημόσιο κλειδί. Specific Energy [Ειδική Ενέργεια] Φυα. Χημ. Ορίζεται το ποσό της εσωτερικής ενέργειας ενός συστήματος ανά μονάδα μάζας. Specific Gravity [Ειδικό Βάρος] Φυα. Ο λόγος της μάζας ενός σώματος προς τη μάζα ίσου όγκου νερού θερμοκρασίας 4 "C ή σε άλλη θερμοκρασία, αν αναφέρεται. Πρόκειται για αδιάστατο μέγεθος. Specific Heat [Ειδική Θερμότητα] Φυσ. Χημ. Ο λόγος της θερμοχωρητικότητας μιας ουσίας προς τη θερμοχωρητικότητα του νερού στους 15°C. Πρόκειται για αδιάστατη ποσότητα, γνωστή και ως θερμοχωρητικότητα. Specific Humidity 1 [Ειδική υγρασία] Μετεωρ. Ένας από τους τρόπους έκφρασης της υγρομετρικής κατάστασης της ατμόσφαιρας, ίσος προς το λόγο της μάζας των υδρατμών των περιεχομένων εντός ποσότητας αέρα προς τη μάζα του υγρού αέρα, συνήθως σε γραμμάρια ανά χιλιόγραμμα υγρού αέρα. Specific Humidity 2 [Ειδική Υγρασία] Φυα. Χημ. Μέτρο έκφρασης του περιεχόμενου υδρατμού στην ατμόσφαιρα. Ορίζεται ως βάρος υδρατμού ανά μονάδα μάζας υγρού αέρα. Specific P o w e r [Ειδική ισχύς] Πυρην.Φυσ. Η ποσότητα ισχύος ανά μονάδα μάζας ενός πυρηνικού καυσίμου σε έναν αντιδραστήρα. Η μέτρηση αυτή είναι απαραίτητη για τη σωστή και ακίνδυνη χρήση του καυσίμου. Specific S u r f a c e [Ειδική Επιφάνεια] Φυα. Χημ. Ορίζεται για ένα πορώδες στερεό υλικό, ως το σύνολο της εξωτερικής επιφάνειας ανά μονάδα μάζας. Υπολογίζεται πειραματικά από ισόθερμες ρόφησης, σε χαμη&ς θερμοκρασίες κυρίως. Specific V o l u m e [Ειδικός Όγκος] Φυα. Είναι ο όγκος ενός σώματος, ανά μονάδα μάζας αυτού. Specific Weight [Ειδικό Βάρος] Φυα. Είναι η μάζα ενός σώματος, ανά μονάδα όγκου αυτού. Specifications [Προδιαγραφές] Μηχ. Το σύνολο των ιδιοτήτων που καθορίζονται ως στόχος και πρέπει να

Specimen

- 1298 -

πληρούνται από συγκεκριμένο προϊόν. Specimen [Δοκίμιο] Επιστ. Τεχν. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα ενός συνόλου παρομοίων αντικειμένων το οποίο χρησιμοποιείται για την διεξαγωγή διαφόρων πειραμάτων και μετρήσεων καθο')ς θεωρείται ότι το δοκίμιο αντιπροσωπεύει το σύνολο στο οποίο ανήκει ως προς τις ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Spectra [Φάσματα] Αναλ. Χημ. -» Spectrum Spectral Analysis [Φασματική ανάλυση] Τεχνολ. Η ανάλυση σήματος με βάση το φάσμα των ιδιοτιμών του αντίστοιχου τελεστή. Spectral Classification [Φασματική ταξινόμηση] Αστμον. Υπάρχουν διάφορες ταξινομήσεις με βασικότερη αυτή του Harvard και το σύστημα ΜΚ ή σύστημα Yerkes. Spectral Color [Χρώμα του φάσματος] Φυσ. 1. Συγκεκριμένα σημεία του φάσματος που αντιστοιχούν στο μήκος κύματος που παράγει το συγκεκριμένο χρώμα. Spectral Density [Φασματική πυκνότητα] Στατ. Ο μετασχηματισμός Fourier της συνάρτησης διακύμανσης που λέγεται και Autospectral Density για να διακρίνεται από την Cross Spectral Density που αφορά την συνάρτηση συνδιακύμανσης. Spectral Density Function [Φασματική συνάρτηση πυκνότητας] Μαθημ. Έστω μια στοχαστική διαδικασία {Xt: t e R}, η οποία ορίζεται σε ένα 'χώρο πιθανοτήτων {Ω, F, Ρ},όπου Ω είναι το σύνολο όλων των δυνατών ενδεχομένων, F είναι μια σ - άλγεβρα και Ρ το σύνολο των πιθανοτήτων. Αν Χ (Ω) είναι ένας μετασχηματισμός Fourrier τότε η φασματική συνάρτηση πυκνότητας δίνεται από των κάτωθι τύπο: S „ (ω) = lim Χ {| ΧΤ (ω) |2 / 2 π Τ}, όπου Χ τ (ω) = Χ (ω) για κάθε - Τ < t < Τ, και Χ τ (ω) = 0 αλλού. Spectral Factorization 1 [Παραγοντοποίηση σήματος] Τεχνολ. Για μια ρητή φασματική πυκνότητα φ υπάρχει ένα γραμμικό σύστημα με συνάρτηση μεταφοράς τέτοια ώστε η έξοδος κάτω από λευκό θόρυβο να είναι μια τυχαία διαδικασία με πυκνότητα την φ. Spectral Factorization 2 [Φασματική παραγωντοποίηση] Μαθημ. Έστω μια μιγαδική συνάρτηση f (z) η οποία έχει τόσους κλάδους όσοι και οι πόλοι της. Με τον όρο πόλος εννοούμε τα σημεία στα οποία δεν ορίζεται η f. Αν η συνάρτηση f (z) μπορεί να γραφτεί στην μορφή: f (ζ) = f L (ζ) fR (ζ), όπου η συνάρτηση f L (ζ) παριστάνει το μέρος της συνάρτησης f που ορίζεται αριστερά των πόλων της και fR (z) παριστάνει το μέρος της συνάρτησης f που ορίζεται δεξιά των πόλων της τότε έχουμε μια φασματική παραγωντοποίηση της μιγαδικής συνάρτησης f. Spectral Luminosity Classification [Ταξινόμηση φασματικής φωτεινότητας] Αστμον. Η ταξινόμηση σε 7 τύπους Ο, Β, A, F, G, Κ, Μ (δες και Spectral Classification) και επιπλέον σε κάποιους ακόμα τύπους. Spectral M e a s u r e [Φασματική μέτρηση] Μαθημ. Έστω ένας μετρικός τελεστής, για τον οποίο μπορούμε να ορίσουμε πάνω του μια ταυτότητα. Ο φασματικός διαχωρισμός αυτής της ταυτότητας λέγεται φασματική μέτρηση. Spectral Radius [Φασματική ακτίνα] Μαθημ. Έστω ένας τελεστής Τ και Α (Τ) ένα φάσμα, το οποίο ορίζεται πάνω στον τελεστή Τ. Έστω ότι α είναι το μικρότερο άνω φράγμα από το σύνολο όλων των άνω γραμμάτων του φάσματος Α. Τότε ορίζουμε ως φασματική

ακτίνα το σύνολο Β = {| α |} όπου το α e Α (Τ). Spectral Regions [Φασματικές περιοχές] Φυσ. Συγκεκριμένες περιοχές του φάσματος όπου αναγνωρίζουμε διάφορα μήκη κύματος που αντιστοιχούν σε γνωστές συχνότητες εκπομπής ή απορρόφησης. Spectral Series [Φασματική Σειρά] Αναλ. Χημ. Ορίζεται το σύνολο των φασματικών γραμμών ενός φάσματος. Spectral T e m p e r a t u r e [Φασματική θερμοκρασία] Αστμον. Η επιφανειακή θερμοκρασία που αντιστοιχεί σε κάθε φασματικό τύπο και λέγεται και θερμοκρασία ακτινοβολίας ενός μέλανος σώματος που αντιστοιχεί στην ίδια ποσότητα ενέργειας. Spectral T h e o r e m s [Φασματικά θεωρήματα] Μαθημ. Έστω Α είναι ένας χώρος Hilbert Kat 1 το ταυτοτικό υποσύνολο του χώρου Hilbert Α. Υπάρχει ένας τελεστής Τ, ο οποίος φραγμένος, τέτοιος ώστε διαμερίζει σε υποχώρους Γ τον ταυτοτικό υποχώρο 1, πάνω σε ένα σύνολο Borrel, το οποίο είναι υποσύνολο του φάσματος Φ (Τ). Spectral T y p e [φασματικός τύπος] Αστμον. Σύμφωνα με την ταξινόμηση του Harvard οι αστέρες ανήκουν σε 7 κύριους φασματικούς τύπους σύμφωνα με τις γραμμές απορρόφησης που παρουσιάζουν στο φάσμα τους και την επιφανειακή θερμοκρασία τους. Επιπλέον υπάρχουν άλλοι 5 τύποι και αυτοί έχουν δεκαδικές υποδιαιρέσεις. Spectral Weight [Φασματικό βάρος] Στατ. Συναρτήσεις βάρους που χρησιμοποιούνται στην εύρεση της Spectral Density. Spectrobolometer [Φασματικό βολόμετρο] Αστμον. Όργανο που μετρά την ένταση της ακτινοβολίας στην γήινη επιφάνεια. Spectrofluorimeter [Φασματοφθορισμόμετρο] Αναλ.. Χημ. Όργανο φασματοσκοπικής ανάλυσης, που περιέχει δύο μονοχρωμάτορες για την απομόνωση της επιθυμητής συχνότητας της ακτινοβολίας διεγέρσεως και της ακτινοβολίας φθορισμού. Spectrograph [Φασματογράφος] Αναλ. Χημ. Όργανο φασματοσκοπικής ανάλυσης, το οποίο καταγράφει τα λαμβανόμενα φάσματα. Spectrography [Φασματογραφία] Αναλ Χημ. Η διαδικασία λήψης του φάσματος μιας ουσίας, με τη βοήθεια φασματογράφου. Spectroheliocinematograph [Ηλιακός φασματοκινηματογράφος] Αστρον. Ένας ηλιακός φασματογράφος που έχει προσαρμοστεί στις ηλιακές κινήσεις (1930 McMath). Spectroheliogram [Ηλιακό φασματόγραμμα] Αστμον. Προϊόν παρατήρησης με το φασματογράφο. Spectroheliograph [Ηλιακός φασματογράφος] Αστμον. Όργανο παρατήρησης του ηλιακού φάσματος και κύρια της χρωμόσφαιρας στα χείλη ή σε κάποιο βάθος που χρησιμοποιεί φασματογράφο σαν φίλτρο. Spectrohelioscope [Ηλιακό φασματοσκόπιο] Αστμον. Φασματοσκόπιο ρυθμισμένο στην παρατήρηση του ήλιου που χρησιμοποιείται κύρια για να απομονώνει τις επιδράσεις αυτές σε άλλες παρατηρήσεις. Spectrometer (NMR) [Φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού] Χημ. Σύγχρονη φασματοσκοπική μέθοδος που στηρίζεται στις διεγέρσεις μαγνητικών πυρήνων με spin ('Η, l4C, Ι5Ν, j1P κλπ), που βρίσκονται σε ισχυρό μαγνητικό πεδίο. Χρησιμοποιείται στη Χημεία σαν ανάλυση ρουτίνας για την ανίχνευση διαφόρων ατόμων σε μόρια, καθώς επίσης και τον προσ-

- 1299 -

διορισμό του περιβάλλοντος τους. Χρησιμοποιείται επίσης και σε πολλούς άλλους τομείς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στην Ιατρική, όπου δίνει άριστα διαγνωστικά αποτελέσματα (τομογραφία NMR). Σημαντικό πεδίο εφαρμογής έχει και στην Οργανική Χημεία για τη διευκρίνιση της δομής μίας ένωσης. S p e c t r o m e t e r [Φασματόμετρο] Αναλ. Χημ. Εργαστηριακό όργανο που χρησιμοποιείται στη φασματοσκοπική ανάλυση, το οποίο μετρά τις σχετικές τιμές των εντάσεων των φασματικών γραμμών που αποτελούν το φάσμα μιας ουσίας. Spectrophotometric Titration [Φασματοφωτομετρική Ογκομέτρηση] Αναλ Χημ. Μέθοδος τιτλοδότησης ενός διαλύματος, που εκτελείται με προσθήκη διαλύματος τιτλοδότη στο ογκομετρούμενο δείγμα και μέτρηση της απορρόφησης του διαλύματος μετά από την κάθε προσθήκη. Το τελικό σημείο προσδιορίζεται από το διάγραμμα της απορρόφησης συναρτήσει του όγκου του τιτλοδότη. S p e c t r o p h o t o m e t r y [Φασματοφωτομετρία] Αναλ. Χημ. Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη διαπίστωση της δομής και την ταυτοποίηση μιας ουσίας. Συνίσταται στην απεικόνιση της απορρόφησης ακτινοβολίας από ένα δείγμα, ως συνάρτηση του μήκους κύματος. S p e c t r o p o l a r i m e t e r [Φασματοπολωσίμετρο] Φυα. Πολωσίμετρο για την ακτινοβολία απορρόφησης του φάσματος. SpectropyrheJiometer [Φασματόμετρο ηλιακής ενέργειας] Αστρον. Φασματοσκόπιο για την απορρόφηση της ηλιακής ατμόσφαιρας στις ορατή και την υπεριώδη περιοχές του φάσματος. S p e c t r o s c o p i c B i n a r y S t a r [Φασματοσκοπικά διπλό άστρο] Αστμον. Οταν το παρατηρούμενο φάσμα ενός αντικειμένου (που κατά κανόνα είναι αρκετά μακριά) είναι τέτοιο που οι γραμμές του φάσματος είναι μπλεγμένες τότε υποπτευόμαστε ένα (φασματοσκοπικά) διπλό άστρο Spectroscopic P a r a l l a x [Φασματοσκοπική παράλλαξη] Αστρον. Η χρήση παράλλαξης ενός σμήνους για να προσδιοριστεί η απόσταση ενός μοναδικού άστρου λέγεται φασματοσκοπική και οδηγεί συνήθως σε μικρά ή μεγαλύτερα λάθη λόγω διαφόρων επιδράσεων. Spectroscopy [Φασματοσκοπία] Αναλ. Χημ. Γενικός όρος που αναφέρεται σε οπτικές μεθόδους ανάλυσης, οι οποίες βασίζονται στη μέτρηση φασμάτων. S p e c t r u m [Φάσμα] Αναλ Χημ. Απεικόνιση της έντασης της απορρόφησης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από μια ουσία, ως συνάρτηση του μήκους κύματος ή της συχνότητας της ακτινοβολίας. S p e c t r u m [Φάσμα] Μαθημ. Έστω Α ένας χώρος του Banach, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με τον ταυτοτικό τελεστή I και έστω ότι υπάρχει και ένας άλλος συνεχής τελεστής Τ πάνω στον χώρο Α του Banach. Η ένωση των σημείων τα οποία είναι συνεχή αποτελούν το φάσμα του τελεστή Τ και συμβολίζεται συνήθως σ (Τ). Το φάσμα σ(Τ) είναι ένα μη κενό σύνολο και ανήκει στον κλειστό δίσκο του μιγαδικού επιπέδου ακτίνας || Τ ||, όπου ||. || η νόρμα. Spectrum Analysis [Ανάλυση Φάσματος] Αναλ. Χημ. Η μέτρηση της έντασης της απορροφούμενης ακτινοβολίας από μία ουσία, σε διάφορες τιμές συχνότητας της ακτινοβολίας αυτής, με σκοπό τη διαπίστωση της χημικής δομής της μετρούμενης ουσίας. S p e c t r u m Level [Επίπεδο φάσματος] Επικοιν. Επίπεδο ενός σήματος πάνω σε μια δεδομένη συχνότητα

Subscription Television

[Θέση φάσματος] Τεχνολ. Η δυνατότητα υπερυψηλής ανάλυσης οθόνης και απεικόνισης άρα και ακριβούς θέσης στο φάσμα δίνει στον άνθρωπο δυνατότητες που δεν είχε φανταστεί πχ κρυπτογράφησης. S p e c t r u m Variable [Φάσμα μεταβλητού] Αστμον. Οι φασματικοί τύποι των μεταβλητών ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο του μεταβλητού και έχουμε από φασματικό τύπο Β για τους υπεργίγαντες β Μεγ. Σκύλου ως τον τύπο Μ στους μεταβλητούς εκλάμψεων τύπου ο Κήτους. S p e c u l a r H e m a t i t e [Σπεκουλαρίτης] Ομυκτ. Ονομάζεται η φυλλώδης παραλλαγή του αιματίτη, σε τριγωνικό κρυσταλλικό σύστημα. Η χημική του σύσταση είναι οξείδιο του τρισθενούς χαλκού, Fe203. S p e c u l u m [Κάτοπτρο] Οπτικ. Χαρακτηρισμός που δίνεται σε σώματα που εμφανίζουν το φαινόμενο της αντανάκλασης, π.χ. ένα καλογυαλισμένο μέταλλο.

Spectrum Locus

Speech Applications Programming Interface (SAPT) [Προγραμματιστική διασύνδεση εφαρμογών λόγου] Πληρ.

Ρουτίνες αξιοποίησης και μετάφρασης δεδομένων από ομιλία και ενσωμάτωσης στις εφαρμογές. S p e e c h B a n d w i d t h [Πλάτος ζώνης ομιλίας] Πληρ. Τα μήκη κύματος που έχει το ακουστικό σήμα της ομιλίας. Speech Compression [Συμπίεση ομιλίας] Πληρ. Επειδή το σήμα κινείται σε συγκεκριμένα πλάτη με λίγες εξαιρέσεις και τη βοήθεια σταδιακά της γλωσσολογίας κατασκευάζονται ειδικά πρωτόκολλα συμπίεσης ομιλίας. S p e e c h Interpolation [Παρεμβολή ομιλίας] Πληρ. Η χρήση αλγόριθμων παρεμβολής για αποτελεσματικότερη δειγματοληψία. S p e e c h Recognition [Αναγνώριση ομιλίας] Πληρ. Χρήση της αναγνώρισης προτύπων για αναγνώριση του αποστολέα ενός σήματος φωνής. S p e e c h Signal [Σήμα ομιλίας] Τεχνολ. Σήμα που μετράει την ακουστική πίεση σαν συνάρτηση του χρόνου. Speech Sounds [Λεκτικοί ήχοι] Τεχνολ. Φωνήματα (φθόγγοι) που συνθέτουν συλλαβές και διαχωρίζονται γενικά από τις γραμματικές συμβάσεις. S p e e c h Synthesis [Σύνθεση ομιλίας] Πληρ. Κατασκευή προσομοίωσης της ανθρώπινης φωνής με αλγόριθμους υπολογιστικής γλωσσολογίας. Speed1 [Ταχύτητα] Μηχ. Ορίζεται ο λόγος της μετατόπισης ενός σώματος προς τον αντίστοιχο χρόνο. Εκφράζεται σε μονάδες μήκους ανά χρόνου, δηλαδή m/s. S p e e d 2 [Ταχύτητα] Φυσ. Ο ρυθμός με τον οποίο λαμβάνει χώρα ένα φαινόμενο. S p e e d 3 [Ταχύτητα] Πληρ. Όρος που χαρακτηρίζει πολλά φαινόμενα ενώ δεν αντιστοιχεί σε αυτή την έννοια αλλά σε συχνότητα λειτουργίας επεξεργαστή, κύκλους ρολογιού, συχνότητα ανανέωσης μνήμης κτλ. Speed Distribution [Κατανομή ταχυτήτων] ΠολΜηχ. Ονομάζεται το διάγραμμα των ταχυτήτων που αντιστοιχεί στα αυτοκίνητα που διέρχονται από κάποιο συγκεκριμένο σημείο μίας οδού όπου γίνονται οι ανάλογες μετρήσεις. Από το διάγραμμα αυτό προκύπτει ένα μέσος όρος καθώς και οι ακραίες τιμές των ταχυτήτων που έχουν τα οχήματα. Speed Of Light [Ταχύτητα φωτός] Ηλεκτρομαγν. Πρόκειται για το ρυθμό με τον οποίο διαδίδεται η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, δηλαδή τη μεγαλύτερη γνωστή ταχύτητα σήμερα στην φύση, η οποία είναι περί-

Speed Of Sound

- 1300-

που ίση με τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα ανά δευτε- ισομετρικό σύστημα. Spessartite [Σπεσαρτίνης] Ομυκτ. Πυριτικό ορυκτό, ρόλεπτο. Speed Of Sound [Ταχύτητα ήχου] Ακουστ. Είναι ο που ανήκει στους γρανάτες. Ο χημικός τύπος είναι ρυθμός διάδοσης των κυμάτων του ήχου, δηλαδή η τα- Mn3Al2(Si04)3> το ειδικό βάρος 3,5-4,3 και η σκληρόχύτητα με την οποία εξαπλώνονται μέσα στο μέσο ό- τητα 6,5-7,5 Mohs. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύπου κινούνται. Η ταχύτητα αυτή εξαρτάται από τη φύ- στημα και έχει πορτοκαλλέρυθρο χρώμα. ση του ίδιου του μέσου και από τη θερμοκρασία ενώ S p h a e r o c o b ^ t i t e [Σφαιροκοβαλτίτης] Ορυκτ. Ορυκτό μετριέται συνήθως σε μέτρα ανά δευτερόλεπτο, και για τριγωνικής κρυσταλλικής δομής, ημιδιαφανής ή διαφατην περίπτωση του ατμοσφαιρικού αέρα υπό τις συνή- νής, καφέ ή μαύρου χρώματος, με MB 119 και χημικό θεις συνθήκες είναι περίπου 340 μέτρα ανά δευτερόλε- τύπο C 0 C O 3 . Ο λόγος των αξόνων του είναι a: c = 1: πτο. 3.21 και το ειδικό του βάρος 4.115. Συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές του Μεξικό. Speed Regulator [Ρυθμιστής ταχύτητας] Ηλεκ. Ένα όργανο που διατηρεί την ταχύτητα μιας μηχανής σε Sphalerite [Σφαλερίτης] Ορυκτ. Αποτελείται από ένα καθορισμένο επίπεδο, ή επιτρέπει την διακύμανσή θειούχο ψευδάργυρο, ZnS και έχει την κρυσταλλική δομή του αδάμαντα. Όταν είναι καθαρός έχει λευκό της στα όρια συγκεκριμένης ζώνης. Speedometer [Ταχύμετρο] Μηχ. Το γνωστό κοντέρ του χρώμα, ενώ με προσμίξεις μπορεί να είναι κίτρινος ή αυτοκινήτου ή άλλου είδους οχήματος, είναι το όργανο μαύρος. Το ειδικός του βάρος είναι 4,1 και η σκληρότο οποίο καταγράφει και δείχνει την ταχύτητα με την τητα 3,5 Mohs. οποία αυτό κινείται, συνήθως σε μονάδες χιλιομέτρων Sphaleron Particle [Σωματίδιο Σφάλερον] Φυσ. Οι ή μιλίων ανά ώρα. στατικές πεπερασμένες ενέργειας λύσεις των εξισώσεSpelean [Σπηλαιικός] Γεωλ. Όρος που υποδηλώνει σχέ- ων κίνησης όπου μπορεί βέβαια να ορίσει κανείς και το αντισωματίδιο Antisphaleron μέσα σε μια σφαίρα ση με σπήλαιο. Speleology [Σπηλαιολογία] Γεωλ. Είναι ο κλάδος της πεπερασμένης ακτίνας της SU(2) θεωρίας Yang Mills. επιστήμης της γεωλογίας ο οποίος ασχολείται με τη Sphenolith [Σφηνόλιθος] Γεωλ. Τύπος εν μέρει σύμφωνης και εν μέρει ασύμφωνης μαγματικής διείσδυσης μελέτη και την εξερεύνηση των φυσικών σπηλαίων. Speleothem [Σπηλαιόθεμα] Γεωλ. Γενικός χαρακτηρι- στα πετρώματα μιας περιοχής. σμός των ορυκτών σχηματισμών διαφόρων μορφών Spherator [Σφαιριστής]Φυσ. Ένα μηχάνημα με πολύ(σταλακτίτες, σταλαγμίτες, ελικτίτες κ.λ.π.) σε σπήλαι- πολο μονού δαχτυλιδιού με μια επιπλέον ρευματοφόρο ράβδο τυλιγμένη γύρω από τον άξονα του δαχτυλιδιού. ο. Spelling Checker [Ελεγκτής συλλαβισμού] Πληρ. Ερ- Sphere [Σφαίρα] Μαθημ. Σφαίρα είναι ο γεωμετρικός γαλείο που ελέγχει ένα κείμενο με βάση ένα σύνολο τόπος των σημείων του χώρου, τα οποία έχουν την ιαπό γραμματικούς κανόνες για την απόδοση της βέλτι- διότητα να ισαπέχουν από ένα σταθερό σημείο Α και η στης χωρητικότητας με χρήση συλλαβισμού. απόσταση αυτή συμβολίζεται με R. Το σταθερό σημείSpencerite [Σπενσερίτης] Ορυκτ. Λευκό, ορυκτό υλικό, ο Α λέγεται κέντρο της σφαίρας και R λέγεται ακτίνα της σφαίρας δίνεται από την με χημική σύσταση Zn4(P04)2(0H)2x3H20. Κρυσταλ- της σφαίρας. 2Η εξίσωση 2 σχέση:(Χ- α) + ( y - β) + <ζ-γ) 2 = R2. λώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Spergenite [Σπεργενίτης] Γεωλ. Τύπος ασβεστοαρενίτη Sphere of Attraction [Σφαίρα Έλξεως] Φυσ. Χημ. Ορίμε καμία ή περιορισμένη περιεκτικότητα σε χαλαζία ζει την περιοχή γύρω από ένα μόριο, μέσα στην οποία αν βρεθεί ένα άλλο μόριο, θα αναπτυχθεί σε αυτό ελκαι παρουσία απολιθωμάτων. κτική δύναμη. S p e r m Oil [Λάδι φάλαινας] Υλικ. Είναι ένα υγρό, αδιάλυτο στο νερό, με κιτρινωπό χρώμα το οποίο λαμβάνε- Spherical Aberration [Σφαιρικό σφάλμα] Οπτικ, ται από το λίπος της φάλαινας και χρησιμοποιείται για Σφάλμα που δημιουργεί προβλήματα στην καθαρότητα την παρασκευή λιπαντικών για απλούς μηχανισμούς. της εικόνας στο επίπεδο του ειδώλου. Spermaceti [Αδιπόκηρος ή σπερματσέτο] Υλικ. Λευκή, Spherical Antenna [Σφαιρική κεραία] Ηλεκτμομαγν. σχεδόν άοσμη κηρώδης ουσία, αποτελούμενη από ε- Υπάρχουν πολλοί τρόποι για την βελτίωση της καθαστέρες λιπαρών οξέων, που λαμβάνεται από το ελαιώ- ρότητας του σήματος μιας κεραίας ώστε, να είναι ανεδες ιξώδες υγρό του κεφαλιού και του σωματικού σω- ξάρτητο από το θόρυβο. Μια μέθοδος είναι η καταλήνα του κήτους φυσητήρας ο μακροκέφαλος και χρη- σκευή μιας κεραίας που να δέχεται σήματα από όλες σιμοποιείται είτε καθαρή είτε σε μίγματα με άλλες ου- τις κατευθύνσεις. Αυτή η μέθοδος επιτρέπει τον προσσίες, στη κατασκευή καλλυντικών, στη κηροποιεία κ.λ. διορισμό της πηγής κατεύθυνσης και πόλωσης. Μια π. τέτοια κεραία λέγεται σφαιρική. Sperner's L e m m a [Το λήμμα του Sperner] Μαθημ. Spherical Coordinates [Σφαιρικές συντεταγμένες] Έστω ΑΒΓ ένα τρίγωνο και έστω Μ ότι είναι το σύνο- Μαθημ. Έστω το σημείο Μ (x, y, z) ένα σημείο το ολο των σημείων, τα οποία αποτελούν τις κορυφές από ποίο ανήκει στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο. Σε την τριγωνοποίηση του ΑΒΓ. Τα σημεία που ανήκουν πολλά μαθηματικά προβλήματα είναι πολύ χρήσιμη η στην πλευρά ΑΒ ονομάζονται είτε Α είτε Β, τα σημεία μετατροπή τους σε συντεταγμένες, οι οποίες ανήκουν που ανήκουν στην πλευρά ΑΓ ονομάζονται είτε Α είτε σε ένα άλλο σύστημα συντεταγμένων. Ένα από αυτά Γ και τα σημεία που ανήκουν στην πλευρά Β Γ ονομά- είναι το σφαιρικό σύστημα συντεταγμένων. Οι συντεζονται είτε Β είτε Γ. Αν ενώσουμε όλα τα σημεία αυτά ταγμένες σε σφαιρικές συντεταγμένες συμβολίζονται έτσι ώστε να σχηματιστούν τρίγωνα στο εσωτερικό (Γ, φ, θ). Η μετατροπή από το Ευκλείδειο σύστημα συτου τριγώνου ΑΒΓ τότε ο αριθμός των τριγώνων αυ- ντεταγμένων στο σύστημα των σφαιρικών συντεταγμέτών είναι κάποιος περιττός αριθμός. νων γίνεται με την βοήθεια των σχέσεων: x = r sin φ cos θ, y = r sin φ sin θ, z = r cos φ. Sperrylite [Σπερρυλίτης] Ομυκτ. Σπάνιο ορυκτό, με χρώμα λευκό, ειδικό βάρος 10,59 και σκληρότητα 6-7 Spherical Degree [Σφαιρική κλίμακα] Μαθημ. Είναι Mohs. Αποτελείται από PtAs2 και κρυσταλλώνεται στο μια μονάδα μέτρηση της γωνίας ενός στερεού, η οποία

- 1301 -

ισούται με το 1 / 90 της κάθετης σφαιρικής γωνίας. Spherical Excess [Σφαιρική υπερεπάρκεια] Μαθημ. Έστω ένα σφαιρικό τρίγωνο με γωνίες α, β, γ. Ως γνωστό το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών του σφαιρικού τριγώνου ισούται με εκατόν ογδόντα μοίρες (180 Η σφαιρική υπερεπάρκεια του σφαιρικού τριγώνου δίνεται από την σχέση: ε = α + β + γ - π . Υπάρχει μια άλλη μορφή, η οποία δίνεται με βάση τις πλευρές του τριγώνου ΑΒΓ. Η παράσταση αυτή ορίστηκε από τον L' Huiller και η σφαιρική υπερεπάρκεια δίνεται από την σχέση: ε = Α + Β + Γ -π. Spherical Grad [Σφαιρικός βαθμός] Μαθημ. Spherical Grade Spherical Grade [Σφαιρικός βαθμός] Μαθημ. Είναι μια μονάδα μέτρηση της γωνίας ενός στερεού, η οποία ισούται με το 1 /100 της κάθετης σφαιρικής γωνίας. Spherical Harmonics [Σφαιρικές αρμονικές σειρές] Μαθημ. Έστω ένας ομομορφισμός Α, ο οποίος είναι ομομορφισμός πάνω σε ένα αρμονικό πολυώνυμο τάξης η. Αν ο ομομορφισμός Α ορίζεται πάνω σε μια σφαίρα που ανήκει στον R3, τότε ο ομομορφισμός αυτός λέγεται σφαιρική αρμονική σειρά. Spherical Neighborhood [Σφαιρική περιοχή] Μαθημ. Έστω α είναι τυχόν σημείο ενός μετρικού χώρου (Ε, ρ) και έστω ότι υπάρχει θετικός αριθμός β ο οποίος ανήκει στο R. Το σύνολο Β (α, ρ) το οποίο ορίζεται ως: Β (α, ρ) = { χ G Ε: ρ (χ, α) < β }, ονομάζεται σφαιρική περιοχή με κέντρο το α και ακτίνα ρ. Spherical Polar Coordinates [Σφαιρικές πολικές συντεταγμένες] Spherical Coordinates Spherical Sector [Σφαιρικός τομέας] Μαθημ. Έστω ένας κύκλος (C) με κέντρο A (x, y) και ακτίνα R. Η εκ περιστροφής επιφάνεια, η οποία προκύπτει από την περιστροφή του κύκλου (C) γύρω από την περίμετρο του κύκλου, η οποία διέρχεται από τον τομέα αυτό, λέγεται σφαιρικός τομέας, Spherical Segment [Σφαιρικό τμήμα] Μαθημ.. Έστω ένας κύκλος (C) με κέντρο A (x, y) και ακτίνα R. Η εκπεριστροφής επιφάνεια, η οποία προκύπτει από την περιστροφή του κύκλου (C) γύρω από την περίμετρο του κύκλου, η οποία διέρχεται από το τμήμα αυτό, λέγεται σφαιρικό τμήμα. Γενικότερα σφαιρικό τμήμα είναι το τμήμα της σφαίρας, το οποίο ανήκει ανάμεσα σε δύο παράλληλα επίπεδα, τα οποία μπορεί είτε να τέμνουν την σφαίρα είτε να εφάπτονται σε αυτή Spherical Separator [Σφαιρικός Διαχωριστής] Χημ. Μηχ. Πρόκαται για δεξαμενή σφαιρικού σχήματος, η οποία χρησιμοποιείται σε βιομηχανική κλίμακα, για το διαχωρισμό αερίου από υγρή φάση. Spherical Triangle [Σφαιρικό τρίγωνο] Μαθημ. Έστω μια σφαίρα με κέντρο το Κ (x, y, z) και ακτίνα R και έστω τρία επίπεδα εσωτερικά στη σφαίρα και τα οποία είναι τεμνόμενα μεταξύ τους. Η περιοχή, η οποία φράζεται από αυτά τα τρία επίπεδα και την σφαίρα λέγεται σφαιρικό τρίγωνο. Spherical Trigonometry [Τριγωνομετρία της σφαίρας] Μαθημ. Είναι ο τομέας της τριγωνομετρίας, ο οποίος ασχολείται με τις ιδιότητες της σφαίρας. Επίσης αυτό που έχει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον για την τριγωνομετρία της σφαίρας είναι οι ιδιότητες των σφαιρικών τριγώνων. Spherical Wave [Σφαιρικό κύμα] Φυσ. Τύπος κύματος που παράγεται από την περιοδική ταλάντωση ενός σφαιρικού σώματος. Το σφαιρικό κύμα διαδίδεται ακτινικά προς τα έξω και κάθε σημείο των κυματικών

Spile

μετώπων έχουν την ίδια φάση. Spherical Wedge [Σφαιρική σφήνα] Μαθημ. Έστω μια σφαίρα με κέντρο το Κ (x, y, ζ) και ακτίνα R. Η σφαιρική περιοχή, η οποία ορίζεται από την τομή της σφαίρας και μιας στέρεας γωνίας, η οποία ορίζεται ως η γωνία του επιπέδου, το οποίο διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας και από ένα άλλο τεμνόμενο σε αυτό επίπεδο, εσωτερικό της σφαίρας Sphericity1 [Σφαιρικότητα] Επιστ. Τεχν. Είναι ένας όρος ο οποίος περιγράφει κάθε αντικείμενο το οποίο χαρακτηρίζεται από τις γεωμετρικές ιδιότητες μίας σφαίρας. Sphericity2 [Σφαιρικότητα] Στατ. Στην μελέτη των επαναλαμβανόμένων μετρήσεων σημαντικό ρόλο παίζουν οι πίνακες διακύμανσης - συνδιακύμανσης. Στην μέθοδο της ανάλυσης της διακύμανσης για τις επαναλαμβανόμενες μετρήσεις για να είναι κάποιος πίνακας διακύμανσης - συνδιακύμανσης κατάλληλος πρέπει να ισχύει η ιδιότητα της σφαιρικότητας. Πρόκειται για μια ιδιότητα, η οποία δεν είναι απόλυτα ακριβής, οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται για τον έλεγχο ύπαρξης ή μη της σφαιρικότητας είναι πολύ περίπλοκοι και για αυτό τον λόγο δεν προτιμάται η μέθοδος αυτή. Spherocylindrical Lens [Σφαιροκυλινδρικοί φακοί] Οπτικ. Είδος φακών που από τη μια τους πλευρά έχουν σφαιρική επιφάνεια ενώ η άλλη επιφάνεια είναι κυλινδρική. Spheroid 1 [Σφαιροειδές] Γεωφνσ. Το μαθηματικό μοντέλο, σε στενή προσέγγιση του γεωειδούς και χρησιμοποιούμενο ως σχήμα αναφοράς, που παράγεται από την περιστροφή έλλειψης γύρω από έναν άξονά της. Spheroid 2 [Σφαιροειδής] Μαθημ. Είναι το σχήμα και γενικά οτιδήποτε έχει την μορφή σφαίρας, Spheroidal [Σφαιροειδές] Μαθημ. Είναι το σχήμα του οποίου οι συντεταγμένες σχετίζονται με τις ελλειψοειδείς συντεταγμένες Spherometer [Όργανο μέτρησης κοιλοτήτων] Μηχ. Είναι μία συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για την καταγραφή της καμπυλότητας μίας επιφάνειας, Spherulite [Σφαιρόλιθος] Γεωλ. Μικρών διαστάσεων (λίγων χιλιοστών) σφαιροειδές κρυσταλλικό σώμα ενός ή περισσότερων ορυκτών με ακτινωτή διάταξη, Spherulitic [Σφαιρολιθικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος στον ιστό ηφαιστειακών πετρωμάτων η κύρια μάζα των οποίων εμφανίζει εκτεταμένη παρουσία σφαιρολίθων. Spherulitic Crystallization [Σφαιρουλιτική Κρυστάλλωση] Φυσ. Χημ. Διαδικασία μετατροπής τήγματος πολυμερούς σε στερεό, που περιλαμβάνει την ανάπτυξη και συνένωση σφαιρουλιτών. Spica [Αστρο Σπάικα] Αστμον. Το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού της Παρθένου, Spicules [Πίδακες] Αστμον. Υλικό που φεύγει κάθετα ακτινωτά από την ηλιακή χρωμόσφαιρα προς το στέμμα για λίγα λεπτά και με μικρή ταχύτητα, και τελικά ένα μέρος του επιστρέφει. Spigot [Κάνουλα] Μηχ. Ονομάζεται η διάταξη η οποία σε ένα υδραυλικό δίκτυο, επιτρέπει τον έλεγχο της ροής του υγρού που κινείται μέσα στους αγωγούς του, με την αύξηση και τη μείωση της εσωτερικής διατομής τους. Spile [Τάπα] Μηχ. Πρόκειται για μία σφήνα συνήθως ξύλινη, με την οποία κλείνεται μία οπή. Με τον ίδιο όρο περιγράφεται και κάθε ξύλινη δοκός που τοποθετείται στο έδαφος για να δημιουργηθεί μία σταθερή βάση για να στερεωθεί κάτι επάνω της.

Spilite

- 1302-

Spilite [Σπιλίτης] Γεωλ. Ελαφρά μεταμορφωμένο ηφαι-

γνητισμού σε ένα στερεό υλικό που προκαλείται από την πόλωση των σπιν των ηλεκτρονίων.

στειακό πέτρωμα καστανοπράσινου χρωματισμού και βασαλτικής σύστασης με κύρια συστατικά αλβιτικούς Spin-Polarized L o w - E n e r g y Electron Diffraction αστρίους και χλωρίτη και με δευτερεύοντα ορυκτά επί- [Συντομογραφία SPLEED] Φυσ.Στεμ.Κατ. Πειραματιδοτο, χαλαζία, ασβεστίτη κ.λ.π. κή μέθοδος που ακολουθείται για την μελέτη της μαSpillover [Υπέρβαση] Επικοιν. Λήψη διαφορετικού μή- γνητικής συμπεριφοράς και ιδιοτήτων των ηλεκτρονίκους κύματος από αυτό που είναι ρυθμισμένο να λάβει ων επιφανείας ενός υλικού. ο λήπτης. Spin Q u a n t u m N u m b e r [Κβαντικός Αριθμός Spin] Spin Spillover Positions [Θέσεις υπέρβασης] Πληρ. Όταν η Χημ. χωρητικότητα της μηχανής είναι μικρότερη από τις Spin Temprature [Θερμοκρασία σπιν] Φυσ.Στεμ.Κατ. διαθέσιμες μεταβλητές χρησιμοποιείται ένα σύστημα Η θερμοκρασία που υπολογίζεται μέσω της στατιστιπροτεραιοτήτων και διανομής ρόλων με αποτέλεσμα κής κατανομής Boltzmann εφόσον η εν λόγω θερμοβέβαια ελάττωση ταχύτητας. κρασία καθορίζεται από το πλήθος των ενεργειακών επιπέδων των σπιν των ηλεκτρονίων ενός κρυσταλλιSpillway [Αγωγός υπερχείλισης] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για τη δίοδο από όπου διέρχεται το νερό μίας πλημμύ- κού πλέγματος. ρας για να διαφύγει με ασφάλεια στα κατάντι του Spin-up [Απότομη επιτάχυνση] Αστρον. Απότομη αλφράγματος. λαγή ταχύτητας ενός άστρου που οφείλεται ενίοτε σε αλλαγή θέσης ενός διπλού αστέρα ή αλλαγή φωτεινόSpillway Gate [Θύρα υπερχείλισης] Πολ.Μηχ. Είναι η θύρα η οποία μετακινούμενη επιτρέπει τον έλεγχο της τητας κτλ. ροής του νερού μέσω του αγωγού υπερχείλισης ώστε Spinel 1 [Σπινέλλιος] Ορυκτ. Ορυκτό με γενικό τύπο να ρυθμίζεται τελικά η στάθμη του νερού στα ανάντι Μ 3+ 2 0 3 χ Μ 2+ 0, όπου Μ3* είναι τρισθενές χρώμιο ή αρτου φράγματος. γίλιο ή σίδηρος και Μ2+ είναι δισθενές μαγγάνιο ή ψευδάργυρος ή μαγνήσιο ή σίδηρος. ΚρυσταλλώνοSpin [Σπιν] Χημ. Ονομάζεται και ιδιοστροφορμή ηλεκτρονίου και εκφράζει τη φορά περιστροφής του γύρω νται στο κυβικό σύστημα. Στους σπινέλλιους ανήκει ο από τον άξονά του. Το σπιν μπορεί να λάβει μόνο δύο μαγνητίτης και ο χρωμίτης. τιμές, την +1/2 και την -1/2. Αποτελεί τον τέταρτο μα- Spinel [Σπινέλλιος] Ορυκτ. Ο χημικός τύπος είναι γνητικό κβαντικό αριθμό. Al2Mg04. Έχει τη μορφή οκταεδρικών κρυστάλλων, με μπλε ή γκρι ή πράσινο ή κίτρινο χρώμα. Η σκληρόSpin Angular M o m e n t u m [Τροχιακή στροφορμή σπιν] Φυσ. Η ολική τροχιακή στροφορμή ενός ηλε- τητα είναι 8 Mohs και το ειδικό βάρος 3,5. κτρονίου προκύπτει από την περιστροφή του ηλεκτρο- Spinode [Σημείο ανάκαμψης καμπυλών] Μαθημ. Έστω νίου γύρω από τον πυρήνα και την περιστροφή του γύ- ένα σημείο μιας καμπύλης το οποίο είναι διπλό. Με ρω από τον άξονά του. Η δεύτερη στροφορμή λέγεται την έννοια διπλό εννοούμε ότι είναι διπλή ρίζα κάστροφορμή σπιν. ποιας εξίσωσης ή κάποιού συστήματος. Αν στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο εφαπτόμενες της καμπύλης, οι οSpin Axis [άξονας ιδιοστροφορμής] Φυσ. Ο άξονας γύποίες είναι 'σύμφωνες', τότε το σημείο αυτό λέγεται ρω από τον οποίο περιστρέφεται ένα ηλεκτρόνιο. σημείο ανάκαμψης της καμπύλης. Spin-Density W a v e [Κύμα πυκνότητας ιδιοστροφορμής] Φιχτ. Στεμ. Κατ. Για τα μέταλλα στην θεμελιώδη Spinthariscope [Σπινθηροσκόπιο] Ηλεκτρον. Ένα όρκατάσταση, συμβαίνει μια ημιτονική μεταβολή της πυ- γανο στο οποίο σπινθηρισμοί είναι οπτικά ορατοί ή κνότητας της ιδιοστροφορμής των ηλεκτρόνιων αγωγι- μετρήσιμοι μέσω ενός συστήματος μεγενθυτικών φαμότητας. Η περιοδικότητα τέτοιων κυμάτων δεν συ- κών. σχετίζεται με τη σταθερά πλέγματος αλλά με τη φύση Spiral [Ελικοειδής] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη πάνω της επιφάνειας Φέρμι (Fermi). στο διδιάστατο επίπεδο. Αν η καμπύλη έχει την μορφή σαλίγκαρου τότε λέγεται ελικοειδής. Η φορά της καSpin-Dependent Force [Δύναμη ιδιοστροφορμής] μπύλης μπορεί να είναι είτε εκ των έσω πρός τα έξω Φιχτ. Η δύναμη μεταξύ δυο σωματιδίων τα οποία εξαρτώνται από τον προσανατολισμό των σπιν τους και πι- είτε εκ των έξω πρός τα έσω. θανόν από τη διεύθυνση των σπιν τους σε σχέση με Spiral A r m s [Σπειροειδείς βραχίονες] Αστμον. Φαινότην ευθεία που συνδέει τα σωματίδια (Σε φυσική βά- μενο που συναντάμε σε γαλαξίες. Η περιστροφική κίση, η δύναμη αυτή μπορεί να είναι αλληλεπίδραση των νηση δημιουργεί κυκλικά τμήματα άστρων που ξεκιμαγνητικών ορμών τους) νούν από τον πυρήνα είτε συνδέονται με τον πυρήνα με χοντρές ράβδους και δεν έχουμε ικανοποιητικές εSpin-Flip Scattering [Σκέδαση λόγω μετάπτωσης του σπιν] Φυσ. Η σκέδαση ενός σωματιδίου με σπιν 1/2 ξηγήσεις για κάθε περίπτωση. κατά την οποία μας ενδιαφέρει μόνο η αρχική και η Spiral Galaxy [Σπειροειδής γαλαξίας] Αστρον. Τύπος τελική κατάσταση του σωματιδίου της ίδιας ενέργειας, γαλαξία με βραχίονες (αντίθετα στους ελλειπτικούς). πραγματοποιείται αντιστροφή της κατεύθυνσης του Spiral Gear [Ελικοειδές γρανάζι] Μηχ. Πρόκειται για σπιν. κάθε τύπο οδοντωτού τροχού με σπείρες σε γεωμετρικό σχήμα έλικας, ο οποίος μεταδίδει την περιστροφική Spin Isomer [Ισομερές σπιν] Πυμην. Φυσ. Πρόκειται για φαινόμενο της πυρηνικής διάσπασης όπου σε μια κίνησή του σε άλλο τροχό που δεν έχει άξονα παράλκατάσταση στην οποία το ισομερές διατηρεί υψηλά ληλο σε αυτόν. επίπεδα ενέργειας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε Spiral Pipe [Σπειροειδής αγωγός] Μηχ. Ονομάζεται το σπιν του ισομερούς διαφέρει ριζικά από την τιμή κάθε σωλήνας ο οποίος φέρει ελικοειδούς μορφής αυτου σπιν που του επιτρέπει να διασπαστεί. λάκωση κατά τη διεύθυνση του μήκους του, όπως για Spin Nebula [Σπειροειδές νεφέλωμα] Αστμον. Έχει παράδειγμα μία κάνη ενός όπλου. ταυτόσημη έννοια με το σπειροειδή Γαλαξία. Spiral Ring Structure [Δομή σπειροειδούς δακτυλίου] Spin P a r a m a g n e t i s m [Παραμαγνητισμός λόγω σπιν] Αστρον. Πολλοί δακτύλιοι όπως του Τοξότη όπου ανήΦυσ.Στεμ.Κατ. Το φαινόμενο της εμφάνισης παραμα- κει ο ήλιος αποτελούνται από αστέρες συνήθως ίδιας

- 1303 -

Subscription Television

ηλικίας και πιθανά ίδιου τύπου. Στατ. Έτσι θα συναντήσουμε μεθόδους εκτίμησης απόδοσης, όπου εκτός από το μοίρασμα στα 2 έχουμε μοίSpiral T h e r m o m e t e r [Σπειροειδές Θερμόμετρο] Φυσ. Χημ. Θερμοζεύγος, που αποτελείται από δύο μεταλλι- ρασμα δεν κάποιο άλλο αριθμό δειγμάτων κτλ. κές σπείρες, κατασκευασμένες από διαφορετικά υλικά. Split Plot Design [Γράφημα Διαχωρισμού] Στατ. ΤύSpiral-Tube Exchanger [Εναλλάκτης με Σπειροειδείς πος γραφήματος της στατιστικής όπου εκτιμάται η επίΣωλήνες] Μηχ. Εναλλάκτης θερμότητας που αποτελεί- δραση ενός παράγοντα σε διαδοχικά στάδια. Αναγνωται από μια σειρά ομόκεντρων σωλήνων, σε σπειροει- ρίζεται από τα χαρακτηριστικά κουτιά του. δή διάταξη. Splitting [Παραγώντοποίηση] Μαθημ. Είναι η μέθοδος, Spiral W i r e C o l u m n [Στήλη με Περιστρεφόμενο Σύρμε την βοήθεια της οποίας μπορούμε να παραγοντομα] Χημ. Εργαστηριακής κλίμακας αποστακτική στή- ποιήσουμε μια πολυωνυμική μορφή βρίσκοντας τους λη, που περιέχει περιστρεφόμενο σύρμα το οποίο θερ- κατάλληλους παράγοντες για το πολυώνυμο. μαίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα. Χρησιμοποιείται για πο- Splitting E n z y m e [Ενζυμα διάσπασης] Βιοχημ. Οργαλύ δύσκολους διαχωρισμούς. νικές ενώσεις της κατηγορίας των πρωτεϊνών που καSpiran [Σπειράνιο] Opy. Χημ. Κατηγορία οργανικοί ταλύουν αντιδράσεις διάσπασης άλλων οργανικών μοενώσεων, που περιέχουν τουλάχιστον δύο δακτυλίους ρίων ή δεσμών. Η διάσπαση αυτή συνήθως επιτυγχάοι οποίοι έχουν κοινό άτομο άνθρακα. νεται με την πρόσδεση του ενζυμικού μορίου στο σημείο διάσπασης. Spire [Οβελίσκος] Αρχ. Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο με γεωμετρικό σχήμα κωνοειδούς πυραμί- Splitting Field [Διαχωρήσιμο πεδίο] Μαθημ. Έστω Α δας με μυτερή κορυφή, το οποίο απαντάται συνήθως ένα πεδίο και f μια πολυωνυμική συνάρτηση βαθμού η, σε μεσαιωνικές εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης ή σε η οποία ανήκει στο πεδίο αυτό, f e Α. Αν υπάρχει ένα σημερινού ανάλογου ρυθμού. πεδίο Β το οποίο είτε είναι ένα πεδίο επέκτασης του Α, είτε η f μπορεί να παραγοντοποιηθεί μέσα στο σύνολο Spirit Level [Αλφάδι] Μηχ. Μία πολύ απλή διάταξη αποτελούμενη από ένα γυάλινο σωλήνα γεμάτο με ένα Β, είτε το πεδίο Β είναι το σύνολο μέσα στο οποίο αυγρό και μία φυσαλίδα αέρος. Ο σωλήνας φέρει επάνω νήκουν όλες οι ρίζες της πολυωνυμικής συνάρτησης f, του σημάδια και χρησιμοποιείται για τον καθορισμό τότε το πεδίο αυτό λέγεται πεδίο διαχωρισμού της θέσης μίας επιφάνειας ως προς το οριζόντιο ή το S p o d u m e n e [Σποδουμένιο] Ορυκτ. Ορυκτύ αποτελούκατακόρυφο επίπεδο. μενο από πυριτικό λίθιο και Αργίλιο, της ομάδας των Splices [Σύνδεσμοι] Ηλεκτρον. Το είδος της μόνιμης πυροξένων, ορισμένες ποικιλίες του οποίου χρησιμοσυνδεσμολογίας που χρησιμοποιείται στη σύνδεση ο- ποιούνται και ως πολύτιμοι λίθοι. Σχηματίζει ποικιλόπτικών ινών με σκοπό την ελάττωση του εισαγόμενου χρωμους, διαφανείς έως ημιδιαφανείς και με υαλώδη λάμψη κρυστάλλους του μονοκλινούς συστήματος. θορύβου από ανάκλαση. Spline [Σανίδα] Μηχ. Είναι στην ουσία μία δοκός με Έχει σκληρότητα 6,5 έως 7 στη κλίμακα Μος και ειδιεγκάρσια διατομή ορθογωνικού γεωμετρικού σχήμα- κό βάρος 3,1 έως 3,2. τος, από διάφορα υλικά όπως ξύλο, μέταλλο ή πλαστι- Spoilage [Αλλοίωση] Τεχν. Τροφ. Όρος που χαρακτηρίκό, με τη διάσταση του μήκους της ασυγκρίτως μεγα- ζει την φθορά των τροφίμων που τα καθιστά ακατάλλύτερη από τις άλλες δύο, και χρησιμοποιείται για διά- ληλα για κατανάλωση. Η φθορά αυτή μπορεί να οφείφορους σκοπούς σε μία κατασκευή καθώς έχει τη δυ- λεται σε μηχανικές κακώσεις, ανεπιθύμητες χημικές νατότητα να λυγίζει και να λαμβάνει και καμπύλα γεω- αλλαγές της σύστασης που οφείλονται σε λάθη παραμετρικά σχήματα. γωγής ή αποθήκευσης ή στην εμφάνιση ανεπιθύμητων 1 μικροοργανισμών. Splines curves [Καμπύλες splines] Μαθημ. Διάσημες οικογένειες καμπυλών της αριθμητικής ανάλυσης που S p o n g e [Σπόγγος] Υλικ. 1. Πορώδες, μαλακό και ισχυρά χρησιμοποιούνται στην προσέγγιση διπλά παραγωγίσι- απορροφητικό υλικό, διαφόρων τύπων (χονδρό, ψιλό μων συναρτήσεων και χρησιμοποιούνται ευρέως στην κ.λ.π.) μεγεθών και ποιοτήτων, που λαμβάνεται από τη υπολογιστική γεωμετρία, ανάλυση γραφικών κτλ. μάζα του σκελετού διαφόρων σπογγωδών οργανισμών 2 Splines curves [Καμπύλες splines] Τεχνολ. Χρησιμομε αφαίρεση της ζωικής σύστασης ύλης που εμπεριέποιούνται κύρια στην προσέγγιση ομαλών καμπυλών χει. Χρησιμοποιείται, κατόπιν ειδικής επεξεργασίας αλλά μερικές φορές και για προσέγγιση ομαλών λύσε- (καθαρισμός, εκπλήσσεις, λεύκανση κ.λ,π.) σε φαρμαων προβλημάτων αρχικών (IVP) αλλά κυρίως τελικών κευτικές και οικιακές χρήσεις. 2. Κάθε τεχνητής παρατιμών (Β VP). σκευής υλικό όπως π.χ. από ελαστικό κόμμι που παρουσιάζει τις ιδιότητες του φυσικού σπόγγου. Split 1 [Παραγοντοποιώ] Μαθημ. 'Εστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι πολυωνυμικής μορφής, δηλαδή είναι S p o n g e R u b b e r [Σπογκώδης ελαστικό] Τεχνολ. Όρος της μορφής f (x) = a x n + b xn' + ...+ c, όπου c σταθε- που χαρακτηρίζει ελαστικά που παρασκευάζονται με ρός, και ανήκει είτε στο πραγματικό επίπεδο είτε στο την επεξεργασία του φυσικού καουτσούκ και εμφανίφανταστικό επίπεδο. Αν η συνάρτηση αυτή μπορεί να ζουν παρόμοια χαρακτηριστικά με ορισμένα αφρώδη γραφεί f (χ) = α (χ - Γ,) (χ - Γ2)... (χ - RN), όπου Γ1, Γ21, συνθετικά ελαστικά. Βρίσκουν εφαρμογή στις συνήΓ3, ... rn, είναι ρίζες του πολυωνύμου, τότε αυτή η μορ- θεις εφαρμογές των ελαστικών όπως μονωτικά, φλάφή της λέγεται παραγωντοποίηση της f. ντζες, πάτους παπουτσιών κτλ. 2 Split [Χωρισμός] Πλημ. Χωρισμός ενός αντικειμένου Spongolite [Σπογγόλιθος] Γεο)λ. Τύπος συμπαγούς ιζηπχ αρχείου σε 2 τμήματα. ματογενούς πετρώματος που σχηματίζεται από λείψαSplit B e a m [Ακτίνα διαχωρισμού] Ηλεκτρον. Μια διά- να των βελονών, πυριτικής ή ασβεστολιθικής σύσταταξη (σωλήνας) καθοδικών ακτινών που περιέχει ένα σης, διαφόρων σπογγωδών οργανισμών. τηλεβόλο ηλεκτρονίων και παράγει μια ακτίνα, η οποί- Spongy [Σπογγώδης] Επιστ. Τεχν. Με τον όρο αυτό χαα διαιρείται στα δυο και παράγει δυο ίχνη σε μια φωτι- ρακτηρίζεται κάθε υλικό το οποίο έχει μία απαλή υφή, σμένη οθόνη. συμπιέζεται σχετικά εύκολα και όταν αφαιρεθεί από πάνω του ένα φορτίο, ως ελαστικό υλικό το οποίο είSplit Half M e t h o d [Μέθοδος κοψίματος στη μέση]

Spontaneous C o m b u s t i o n

- 1304 -

ναι επιστρέφει στην αρχική του θέση χωρίς να διατηρεί νίτη, με φυσική προέλευση από μικροσπορίδια συμπιεσμένα παράλληλα προς τη διεύθυνσή του στρώματος καμία παραμόρφωση. και σημαντική περιεκτικότητα σε πτητικά συστατικά Spontaneous C o m b u s t i o n [Αυθόρμητη Καύση] Μηχ. Η καύση μιας χημικής ουσίας, όταν η ανάφλεξη δεν που καθορίζουν και το χρωματισμό του από σκοτεινό φαιό έως κόκκινο. οφείλεται σε εξωτερικά αίτια. Spontaneous Emission [Αυθόρμητη εκπομπή] Spot [Κηλίδα] Ηλεκτμον. Περιοχή φωσφόρου οθόνης που πέφτει μια ακτίνα φωτός ώστε να τη διεγείρει. Ηλεκτρομαγν. Αν ένα άτομο έχει μια διεγερμένη κατάσταση με ενεργειακή στάθμη Ε πάνω από τη θεμελιώ- Spot G r o u p [Ομάδα κηλίδων] Αστμον. Οι ηλιακές κηδη κατάσταση, το άτομο μπορεί να απορροφήσει ένα λίδες αρέσκονται να εμφανίζονται κατά ομάδες φωτόνιο με συχνότητα f τέτοια ώστε E=hf. Τώρα, αν Spot Light [Εστιασμένο φως] Τεχνολ. Ρίψη προοπτιτο διεγερμένο άτομο επιστρέψει στη θεμελιώδη κατά- κών ακτίνων στο γραφικό αντικείμενο για τη δημιουρσταση, θα εκπέμψει ένα φωτόνιο ίδιας συχνότητας με γία σκιάς. αυτό που απορρόφησε. Η διεργασία αυτή λέγεται αυ- Spot W e l d i n g [Τύπος συγκόλλησης] Μεταλλ. Είναι μία θόρμητη εκπομπή. μέθοδος όπου αφού έχει χρησιμοποιηθεί θερμότητα από διάφορες πηγές για τη συγκόλληση των μεταλλιSpontaneous Fission [Αυθόρμητη διάσπαση] Πυρην. Φυι7. 1. Ακτινοβολία που εκπέμπεται όταν η εσωτερι- κών αντικειμένων, ασκείται σημειακά μία τοπική πίεκή ενέργεια ενός κβαντομηχανικού συστήματος πέφτει ση. από ένα διεγερμένο επίπεδο σε ένα χαμηλότερης ενέρ- Spotlight [Φωτιστικό σποτ] Ηλεκ. Τεχνητή φωτεινή γειας επίπεδο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ταυτόχρονη πηγή η οποία με τη χρήση φακού, ανακλαστήρα και παρουσία παρόμοιας ακτινοβολίας. 2. (λέιζερ) Η εκπο- συστήματος εστίασης παράγει πολύ ισχυρή φωτεινή μπή ακτινοβολίας ενός ηλεκτρονίου, ατόμου, μορίου ή δέσμη ελεγχόμενου πλάτους. ιόντος σε μια διεγερμένη κατάσταση με ένα ρυθμό α- Spotty Ore [Στικτό μετάλλευμα] Μεταλλ Μηχ. Τύπος νεξάρτητο της παρουσίας εξωτερικών πεδίων. μεταλλεύματος στο οποίο το προς εξόρυξη μέταλλο παρουσιάζει ανομοιόμορφη κατανομή κατά πολλαπλές Spontaneous Ignition [Αυθόρμητη Ανάφλεξη] Μηχ. Χαρακτηρίζεται η ανάφώξη μιας ουσίας, η οποία συμ- διάσπαρτες μικρές συσσωρεύσεις. βαίνει χωρίς αυτή να έχει θερμανθεί. Μπορεί να οφεί- Sprag [Ράβδος φρένο] Μηχ. Ονομάζεται η ξύλινη ράλεται σε αντίδραση με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας ή βδος με το κατάλληλο πάχος διατομής η οποία τοποθεσε αυτοοξείδωση της ουσίας. τείται ανάμεσα στις ακτίνες ενός τροχού ή και στερεώSpontaneous Process [Αυθόρμητη Διεργασία] Φυσ. νεται στο έδαφος για να αποτελέσει ένα πρόχειρο σύΧημ. Διεργασία που λαμβάνει χώρα σε Οερμοδυναμικό στημα τροχοπέδησης του οχήματος. σύστημα, η οποία δεν προκαλείται από κάποια εξωτε- Spray 1 [Πίδακας Σταγονιδίων] Φυσ. Χημ. Σύνολο λερική αιτία, αλλά οφείλεται μόνο σε εσωτερικές δράσεις πτών σταγονιδίων υγρού που παρασύρονται σε αέριο του συστήματος. ρεύμα. Spontaneous S y m m e t r y B r e a k i n g [Αυ θόρμητο σπά- Spray 2 [Ψεκαστήρας] Μηχ. Συσκευή με την οποία επισιμο της συμμετρίας] Φυσ. Ξεκινώντας από το μηχανι- τυγχάνεται η ροή αερίου ρεύματος, όπου βρίσκονται κό ανάλογο του αβελιανού μοντέλου του Higgs, σύμ- σταγονίδια υγρού σε λεπτή διασπορά. φωνα με το οποίο, δεν θα δείξει προτίμηση στην κα- Spray 3 [Ψεκάζω] Τεχνολ. Χρήση ειδικού εργαλείου ώτεύθυνση. Καταλήγουμε στο γεγονός ότι ένα φωτόνιο στε να απλώνουμε χρώμα σ μορφή κουκίδων και σε ενώ δεν έχει μάζα παράγει σωμάτια με μάζα, αυτό δεί- πλάτος και πυκνότητα της επιλογής μας. χνει ότι η συμμετρία στις ηλεκτρασθενείς δυνάμεις δε Spray C h a m b e r [Δοχείο Καταιονισμού] Χημ. Μηχ. διατηρείται. Δεξαμενή ή δοχείο μέσα στο οποίο τροφοδοτείται διασπορά λεπτών υγρών σταγονιδίων σε αέριο μέσο. Spool [Μασούρι] Μηχ. Γνωστό και ως καρούλι ή μπομπίνα, είναι ένα ξύλινο ή μεταλλικό σώμα με κυλινδρι- Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διεργασίες διαχωρισμού κό γεωμετρικό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιείται για να ή ύγρανσης. τυλίγεται γύρω του ώστε να είναι τακτοποιημένο και Spray Dryer [Ξηραντήρας Καταιωνισμού] Χημ. Μηχ. εύχρηστο ένα καλώδιο, μία ταινία, ένα λάστιχο, ένα Ξηραντήρας που χρησιμοποιείται για προϊόντα που σύρμα, μία αλυσίδα, ένα σχοινί ή κάτι άλλο παρόμοιο. βρίσκονται σε διασπορά υπό μορφή αιωρήματος ή και Spooling [Προαποθήκευση] Πλημ. Συνήθως κατά την διαλύματος. Το τελικό προϊόν παραλαμβάνεται σε επεξεργασία πολλών αντικειμένων πχ σε μια μαζική μορφή σκόνης ή κόκκων και έχει υγρασία έως 2-3%. εκτύπωση ή εκτύπωση πολλών χρηστών υπάρχει ένας Χρησιμοποιείται ευρέως σε βιομηχανίες φαρμάκων, μηχανισμός προαποθήκευσης των δεδομένων ώστε να τροφίμων και χημικών. αυτοματοποιείται η διαδικασία. Spray Drying [Ξήρανση με Καταιωνισμό] Χημ. Μηχ. Μέθοδος ξήρανσης που αποτελεί επέκταση μιας διερSporadic Fault [Σποραδικό λάθος] Πλημ. Λάθος υλικού πχ από υπερθέρμανση και ενώ είμαστε έξω από γασίας εξάτμισης, κατά την οποία σχεδόν όλη η ποσότητα του υγρού αφαιρείται από ένα διάλυμα με μη πτητην εποχή της εγγύησης. τικό στερεό. Συνίσταται στη μετατροπή του υγρού σε Sporadic M o n s t e r G r o u p [Σποραδική ομάδα τέρας] λεπτά σωματίδια και στην απομάκρυνσή τους με αέριο Αστμον. Στην Κοσμολογία έτσι συναντάμε μια από τα μεγαλύτερες ομάδες με 196884 διαστάσεις (ο υπολογι- ρεύμα. σμός έγινε αλγεβρικά). Spray Freezer [Κατάψυξη ψεκασμού] Τεχν. Τμοφ. ΕιδιSporer's L a w [Νόμος Sporer] Αστμον. Στη διάρκεια κή κατεργασία τροφίμων που αποσκοπεί στην όσο το του 1 Ιετούς κύκλου οι ηλιακές κηλίδες καλύπτουν από δυνατό μικρότερη αλλοίωση τους πριν και κατά τη τις 40° ως τις 5° προοδευτικά όπως παρουσιάζεται και διάρκεια της καταψυκτικής κατεργασίας. Βρίσκει εστο γνωστό διάγραμμα πεταλούδας του Maunder. φαρμογή τόσο σε φρούτα και λαχανικά όσο και σε ψάρια και βασίζεται στον ψεκασμό τους με υγρό κατάψυSporinite [Σπορινίτης] Γεωλ. Μικροσκοπικά συστατικά του ορυκτού άνθρακα (μασεράλ), της ομάδας του εξι- ξης, όπως πχ. άζωτο, ενώ αυτά κινούνται σε ταινία με-

- 1305 -

ταφοράς. Spray Nozzle [Ακροφύσιο Καταιονισμού] Μηχ. Συσκευή που χρησιμοποιείται σε διεργασίες ξήρανσης με καταιωνισμό, με σκοπό τη μετατροπή του υγρού σε λεπτά σταγονίδια μεγέθους έως 2 μπι. Spray Tower [Πύργος Καταιωνισμού] Χημ. Μηχ. Κατακόρυφος πύργος απορρόφησης, όπου το αέριο ρεύμα ρέει προς τα πάνω και το υγρό καταιωνίζεται από την κορυφή. Χαρακτηρίζεται από χαμηλή πτώση πίεσης, Χρησιμοποιείται ευρέως για την απομάκρυνση διοξειδίου του θείου από καυσαέρια καυστήρων. Spread [Απλώνω] Τεχνολ. Χρήση ειδικών τεχνικών ώστε το αποτέλεσμα μιας ενέργειας να επηρεάζει ευρύτερα τμήματα (αυτόματα). Spread Footing [Πέδιλο θεμελίωσης] ΠολΜηχ. Ονομάζεται το τμήμα εκείνο της θεμελίωσης μίας κατασκευής από οπλισμένο σκυρόδεμα το οποίο έχοντας γεωμετρικό σχήμα ορθογωνίου πρίσματος, μεταφέρει τα φορτία από το υπερκείμενο υποστύλωμα ή τοιχίο στό έδαφος, επιτυγχάνοντας την απαραίτητη μείωση των ανάλογων τάσεων ώστε να είναι σε θέση το έδαφος να τις αναλάβει χωρίς να αστοχήσει. Spread Spectrum Multiple Access [Απλωμα φάσματος πολλαπλής πρόσβασης] Επικοιν. Spread Spectrum Technology (SST) [Τεχνολογία ευρέως ψεκασμού] Επικοιν. Τεχνική ασύρματης μετάδόσης όπου το κωδικοποιημένο σήμα απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα και αποκωδικοποιείται στη λήψη. Spreading Coefficient [Συντελεστής Εφάπλωσης] Φυσ. Χημ. Όταν μια σταγόνα ελαίου τοποθετείται σε καθαρή επιφάνεια νερού, ορίζεται ο συντελεστής εφάπλωσης ως S = γ\νΑ-(ΥθΑ+γολν), όπου το γ συμβολίζει επιφανειακές τάσεις και οι δείκτες W,A,0 το νερό, τον αέρα και το έλαιο αντίστοιχα. Ο συντελεστής εφάπλωσης υπολογίζεται ως διαφορά μεταξύ του έργου πρόσφυσης ελαίου-νερού και του έργου συνοχής του ελαίου. Spreadsheet [Φύλλο εργασίας] Πληρ. Δομή πίνακα 2 διαστάσεων που στα κελιά του μπορούν να μπουν μεταβλητές κάθε τύπου και χρησιμοποιείται κύρια για αριθμητικές ή λογιστικές εφαρμογές. Spreadsheet Program [Πρόγραμμα φύλλου εργασίας] Πλημ. Πρόγραμμα που μπορεί να διαχειριστεί τα δεδομένα που αποθηκεύονται σε φύλλα εργασίας με τη χρήση διάφορων μαθηματικών ή στατιστικών συναρτήσεων που ορίζει ο χρήστης ή παρέχονται τυποποιημένες. Spring 1 [Ανοιξη] Αστρον. Μία από τις 4 εποχές που αστρονομικά ξεκινά με την είσοδο του ήλιου στο εαρινό ισημερινό σημείο στις 21 Μάρτη. Spring [Ελατήριο] Μηχ. Είναι ένας πολύ απλός μηχανισμός ο οποίος αποτελείται από ένα μεταλλικό σύρμα, διαφόρων διαμετρημάτων ανάλογα με τη χρήση του, με γεωμετρικό σχήμα ελικοειδούς σπείρας. Βρίσκει πρακτική εφαρμογή ως εξάρτημα σε πληθώρα μηχανισμο')ν για την αποθήκευση και επαναπόδοση της δυναμικής ενέργειας αφού επιστρέφει στην αρχική του θέση μετά από μία παραμόρφωση που του έχει ασκηθεί, για την απορρόφηση κραδασμών, την απομόνωση από τις

Subscription

Television

ορυκτού υγρού. Spring Balance [Ζυγός ελατηρίου] Τεχνολ. Συσκευή μέτρησης βάρους που βασίζεται στην μέτρηση της δύναμης επιμήκυνσης που ασκείται πάνω σε ένα ελατή ριο. Η τιμή που λαμβάνεται δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης ακρίβειας δεδομένου ότι αφενός εξωγενείς παράγοντες όπως η θερμοκρασία επηρεάζουν την συμπεριφορά του ελατηρίου, αφετέρου η επαναλαμβανόμενη χρήση έχει επίδραση στον συντελεστή παραμόρφωσης του. Spring Range [Εύρος παλιρροιών συζυγιών] Ωκεαν. Το μέσο εύρος των παλιρροιών των συζυγιών σε ένα τόπο, μετρούμενο ως η μέση διαφορά μεταξύ του ύψους της στάθμης των υδάτων κατά την πλήμμη και του ύψους της στάθμης των υδάτων κατά την επακόλουθη ρηχία. Spring Tidal Current [Παλιρροϊκό ρεύμα συζυγιών] Ωκεαν. Παλιρροϊκό ρεύμα σε παράκτια περιοχή, μεγαλύτερης ταχύτητας και ισχύος, που προέρχεται από παλίρροιες συζυγιών. Spring Tide [Παλίρροια συζυγιών] Ωκεαν. II παλίρροια μέγιστου εύρους, με χαρακτηριστικό τη μέγιστη ανύψθ)ση κατά την πλήμμη και τη μέγιστη ταπείνωση κατά τη ρηχία των υδάτων από τη μέση στάθμη της θάλασσας, που εκδηλώνεται δύο φορές σε κάθε σεληνιακό μήνα, αμέσως μετά (κατά κανόνα 1 έως 2 ημέρας, της επιβράδυνσης καλούμενης "ηλικία" της παλίρροιας) από τη φάση των συζυγιών δηλ. της πανσελήνου και της νέας σελήνης. Sprinkle [Βροχή ψεκάδων] Μετεωμ. Τύπος πολύ ασθενούς βροχής, κυρίως των ορεινο')ν και παράκτιων περιοχών, αποτελούμενης από μεγάλο αριθμό μικρότατων σταγονιδίων ύδατος, διαμέτρου από 1 μέχρι 5 δέκατα του χιλιοστού, που προέρχονται από εξυδάτωση νεφών του γένους των στρωμάτων ή ομίχλης, Sprinkler [Ψεκαστήρας] Μηχ. Καλείται κάθε συσκευή η οποία εκτινάσσει το νερό ή κάποιο άλλο υγρό υπό τη μορφή λεπτών σταγονιδίων, όπως για παράδειγμα για το πότισμα του γρασιδιού ενός κήπου, Sprocket [Είδος οδοντωτού τροχού] Μηχ. Είναι ένας τροχός, συνήθως μεταλλικός ή και ξύλινος, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχουν οδόντες, ώστε μέσω μίας αλυσίδας ή κατάλληλου καλωδίου να μπορεί να μεταδοθεί η περιστροφική του κίνηση σε έναν άλλο αντίστοίχο τροχό. Με τον ίδιο όρο περιγράφεται και ένα μεμονωμένο δόντι ενός τέτοιου τροχού, Sprouting Prevention [Παρεμπόδιση βλάστησης] Τεχν. Τροφ. Όρος που χαρακτηρίζει τις διάφορες τεχνικές που χρησιμοποιούνται προκειμένου να παρεμποδιστεί η ανεπιθύμητη βλάστηση της πατάτας κατά τη διάρκεια αποθήκευσης της. Η σύγχρονη τάση είναι η χρήση ακτινοβολιών που δρουν ανασταλτικά, ενώ η παραδοσιακότερη τεχνική που βρίσκει όμως ακόμη εφαρμογή λόγω και του μικρότερου κόστους απαιτούμενού εξοπλισμού είναι ο ψεκασμός με χημικά, Spud [Σκαλιστήρι] Μηχ. Είναι ένα είδος μικρού και απλού εργαλείου για σκάψιμο με το χέρι που χρησιμοποιείται σε κηπουρικές εργασίες, αποτελούμενο από μία μεταλλική λεπίδα κατάδηλου σχήματος στερεωμένη σε μία ξύλινη λαβή.

διάφορες ταλαντώσεις και άλλα. Spur [Ιχνος πίνακα] Μαθημ. Με τον όρο ίχνος πίνακα Spring [Φυσική πηγή] Υδρολ. Σημείο του εδάφους ό- εννοούμε το άθροισμα των στοιχείων της κυρίας διαπου σημειώνεται φυσική, συνεχής ή διαλείπουσα, ροή γωνίου ενός πίνακα. Trace θερμού ή ψυχρού ύδατος πλούσιου σε μεταλλικά στοι- Spurious Correlation [Ψευδό συσχέτιση] Στατ. Συχεία ή κατ' επέκταση έξοδος προς την επιφάνεια άλλου σχέτιση που χαρακτηρίζεται έτσι επειδή υπάρχουν α-

Spurious Modulation

- 1306 -

ποδείξεις γραμμικότητας ή γενικότερα αυτοσυσχέτισης. Spurious Modulation [Πλασματική διαμόρφωση] Ηλεκτρον. Είναι οι λεγόμενες αρμονικές που εμφανίζονται σε σημεία του φάσματος όπου δεν υπάρχει εκπομπή. Spurious Radiation [Πλασματική ακτινοβολία] Η)χκτρ. Ακτινοβολία σε σημεία του φάσματος εκτός του εύρους λήψης. Spurious Response [Πλαστή απόκριση] Η/εκτρ. Διάφορα φαινόμενα που οφείλονται σε αρμονικές του κύριου σήματος συνήθως λόγω ανεπάρκειας υλικού κτλ. Spurious Roots [Πλασματικές ρίζες] Μαθημ. Συνηθισμένο φαινόμενο στην εύρεση ριζών του πολυώνυμου ευσταθείας να εμφανίζονται ρίζες που βρίσκονται έξω από το μοναδιαίο κύκλο και δίνουν αστάθεια. Spurt Tone [Ανοδικός τόνος] Επικοιν. Ακουστικός τόνος επιλογής. Sputnik [Σπούτνικ] Αστρον. Ο πρώτος δορυφόρος που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη από τους Ρώσους, Αποτέλεσε αφετηρία της λεγόμενης διαστημικής εποχής. Sq ft [Σύμβολο Sq ft] Φυσ. Συμβολίζει τα τετραγωνικά πόδια, f t . Sq in [Σύμβολο Sq in] Φυσ. Συμβολίζει τις τετραγωνικές ίντσες, in2. Sq m [Σύμβολο Sq m] Φυσ. Συμβολίζει τα τετραγίονικά μέτρα, m . Sq mi [Σύμβολο Sq mi] Φοσ. Συμβολίζει τα τετραγωνικά μίλια, mi2. Squall [Θύελλα] Μετεωμ. Ριπαίος, μικρής διάρκειας αλλά πολύ μεγάλης έντασης άνεμος που μπορεί να συνοδεύεται από καταιγίδα ξεκινά ξαφνικά και η ταχύτητά του ελαττώνεται ραγδαία μόλις λίγα λεπτά αφότου είχε ξεκινήσει. Square [Τετράγωνο] Μαθημ. 1. Είναι ένα τετράπλευρο το οποίο έχει όλες τις πλευρές του ίσες και όλες τις γωνίες του ορθές και λέγεται τετράγωνο. Επίσης τετράγωνο μπορεί να είναι ένας ρόμβος με μια ορθή γωνία ή ένα ορθογώνιο με όλες τις πλευρές του ίσες. 2. Το τετράγωνο α ενός αριθμού είναι η σχέση α 2 = α*α και έχει την ιδιότητα να είναι θετικός αριθμός, α 2 > 0 με μοναδική εξαίρεση τον φανταστικό αριθμό i με την ιδιότητα i 2 = - 1. Square Centimeter [Τετραγωνικό εκατοστό] Μηχ. Αποτελεί μία μονάδα μέτρησης του εμβαδού της επιφάνειας και ισούται με το εμβαδόν ενός τετραγώνου με πλευρά ίση προς ένα εκατοστό του μέτρου. Είναι συγχρόνως υποδιαίρεση του ενός τετραγίονικού μέτρου καθώς ισούται με το ένα δεκάκις χιλιοστό αυτού. Square Degree [Τετραγωνική κλίμακα] Μαθημ. Είναι μια μονάδα μέτρηση της γωνίας ενός στερεού, η οποία ισούται με το τετράγωνο της κλίμακας μια κυκλικής γωνίας. Έτσι ο τετραγωνικός βαθμός ισούται με (π / 180) . Square Foot [Τετραγωνικά Πόδια] Φυσ. Μονάδα μέτρησης επιφάνειας, που συμβολίζεται με ft2 και είναι ίση με 0,093 m2. Square Grade [Τετραγωνικός βαθμός] Μαθημ.. Είναι μια μονάδα μέτρηση της γωνίας ενός στερεού, η οποία ισούται με το τετράγωνο ενός κυκλικού βαθμού. Ένας τετραγωνικός βαθμός ισούται με (π / 200)2. Square Inch [Τετραγωνική Ίντσα] Φυσ. Μονάδα μέτρησης επιφάνειας^ που συμβολίζεται με in2 και ισούται με 6,45* 10"4 π? ή 0,007 ft2. '

Square Kilometer [Τετραγωνικό Χιλιόμετρο] Φυσ. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μεγάλων επιφανειών, συμβολίζεται ως km2 και ισούται με ΙΟ6 m2. Square Matrix [Τετραγωνικός πίνακας] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Α, ο οποίος έχει διάσταση μ x ν. Αμα το πλήθος των γραμμών του πίνακα ισούται με το πλήθος των στηλών του πίνακα, δηλαδή η διάσταση του είναι ν χ ν τότε αυτός ο πίνακας Α λέγεται τετραγωνικός πίνακας. Square Meter [Τετραγωνικό Μέτρο] Φοσ. Βασική μονάδα μέτρησης εμβαδού, που συμβολίζεται ως m2. Ισοδυνάμει με 10,76 ft2 ή 1555 in2. Square Mile [Τετραγωνικό Μίλι] Φυσ. Μονάδα εμβαδού, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μεγάλοον επιφανειών, συμβολίζεται με mi2 και είναι ίση με 2,6 km2, Square Millimeter [Τετραγωνικό Χιλιοστόμετρο] Φνσ. Υποδιαίρεση του τετραγωνικού μέτρου, που συμβολίζεται ως mm2 και αντιστοιχεί σε 10"* m2. Square Root [Τετραγωνική ρίζα] Μαθημ. Είναι η ρίζα, η οποία προκύπτει από την επίλυση της εξίσωσης χ 2 = α => χ = ± V α. Το σύμβολο V λέγεται τετραγωνική ρίζα ή απλά ρίζα. Και ο δείκτης της ρίζας είναι το δύο (2). Η ποσότητα V α είναι πάντα ένας θετικός αριθμός και πρέπει η υπόριζη ποσότητα α να είναι μη αρνητική. δηλαδή θετική ή μηδέν, α J 0. Square Root Transformation [Μετασχηματισμός τετραγωνικής ρίζας] Στατ. Μετασχηματισμός που χρησιμοποιείται στη σταθεροποίηση της διακύμανσης και προσεγγίζει αποτελεσματικά δεδομένα που προέρχονται από διωνυμική κατανομή. Squared Rectangle [Τετραγωνοποιημένο ορθογώνιο] Μαθημ. Έστω ένα ορθογώνιο, το οποίο έχει όλες τις πλευρές του ίσες με κάποιο ακέραιο αριθμό, δηλαδή οι πλευρές του δεν μπορούν να έχουν μήκος δεκαδικό αριθμό. Αν το οπθογώνιο αυτό μπορεί να διαχωριστεί σε τετράγωνα με το πλήθος των τετραγώνων στα οποία διαχωρίζεται είναι μεγαλύτερο του δύο (2), τότε το ορθογώνιο αυτύ λέγ εται τετραγωνοποιημένο. Squaring The circle [Τετραγωνισμός του κύκλου] Μαθημ. Είναι ακόμη ένα Kat ίσως το ποιο διάσημο από τα άλυτα μαθηματικά προβλήματα που εισήγαγαν και μελέτησαν οι μεγάλοι αρχαίοι μαθηματικοί και φιλόσοφοί. Το πρόβλημα ήταν και είναι η κατασκευή ενός τετραγώνου, το οποίο να έχει εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν ενός κύκλου, με την βοήθεια μόνο γεωμετρικών οργάνων. Η τεράστια δυσκολία προέρχεται από τον αριθμό π ο οποίος υπάρχει στην έκφραση του εμβαδού του κύκλου και ο οποίος ως γνωστό σε στρογγυλεμένη μορφή ισούται με 3,14 αλλά στην πραγματικότητα αποτελείται από χιλιάδες δεκαδικά ψηφία. Και εδώ πρέπει να λυφθει υπόψη ότι αυτοί οι δεκαδικοί είναι αυτοί που έχουν βρεθεί μέχρι τώρα και πιστεύεται ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι. SQUID [Υπεραγώγιμες κβαντικές συσκευές συμβολής] Φυσ. Συσκευές τεράστιας ευαισθησίας που χρήσιμοποιούνται στην Ιατρική. Έχουν πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από οποιοδήποτε άλλο μαγνητόμέτρο και βασίζονται στην μέτρηση μαγνητικών πεδίων των οργάνων. Με τη χρήση των SQUID ανοίγονται νέες προοπτικές για τη μελέτη του εγκεφάλου. Squirt Gun [Υδροβόλο] Μηχ. Καλείται κάθε συσκευή Τ] οποία διαθέτοντας ένα ακροφύσιο επιτυγχάνει την εκτόξευση νερού ή άλλου υγρού σε απόσταση, με την κατάλληλη χρήση εκ μέρους του χειριστή της. Sr [Σύμβολο Sr] Χημ. Σύμβολο του στροντίου Stron-

- 1307-

tium. Sripped Bedding Plane [Απογυμνωμένο επίπεδο στρώσης] Γεωλ. Εκτεταμένη επίπεδη έκταση που σχηματίζεται από το επιφανειακό τμήμα εμφανισμένου πετρώματος. Sromatite [Στρωματίτης] Γεωλ. Είδος ανάμικτου πετρώματος του οποίου η δομή χαρακτηρίζεται από σύστημα μικρών, γενικά παράλληλων στρωμάτων περισσότερων του ενός συστατικών. Sruetural [Δομικός ή τεκτονικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε γεωλογική δομή. Sruetural High [Τεκτονικό υψηλό] Γεωλ. Κάθε ανώτατο σημείο των υψομετρικών καμπυλών δομής ενός στρώματος. S-state [Κατάσταση s]$u<7. Πρόκειται για το σύμβολο του υποφλοιού του οποίου ο κβαντικός αριθμός της τροχιακής στροφορμής 1 είναι μηδέν. Stability1 [Ευστάθεια] Τεχνολ. Ένα σύστημα λέγεται ευσταθές αν μικρές διαταραχές εισόδου οδηγούν πάντα σε συγκλίνουσα έξοδο. Στα διάφορα είδη της διακρίνουμε ασυμπτωτική, σχετική, απόλυτη, Lyapounov's, ΒΙΒΟ, γραμμική, μη γραμμική κτλ. Stability [Σταθερότητα] Γεωλ. 1. Ο βαθμός αντίστασης του στερεού φλοιού της Γης, ενός πετρώματος ή άλλης γεωλογικής δομής σε παραμορφώσεις τεκτονικού χαρακτήρα κατά την άσκηση τάσεων. 2. Ο βαθμός αντοχής ενός ορυκτού ή πετρώματος στην επενέργεια παραγόντων χημικής ή μηχανικής διάβρωσης. Stability3 [Σταθερότητα] Χημ. Η ιδιότητα ενός χημικού στοιχείου ή συστήματος να παραμένει στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να μην υφίσταται αυθόρμητες μεταβολές. Stability4 [Σταθερότητα] Μηχ. Είναι η ιδιότητα ενός συστήματος να επιστρέφει αυθόρμητα σε κατάσταση ισορροπίας, αν έχει υποστεί μια πολύ μικρή μετατόπιση από αυτή. Stability Constant [Σταθερά Σταθερότητας] Χημ. Η σταθερά ισορροπίας μιας αντίδρασης κατά την οποία σχηματίζεται σύμπλοκο, με σταδιακή αντικατάσταση των μορίων του διαλύτη στο επιδιαλυτωμένο μεταλλικό ιόν από τους διάφορους περιφερειακούς υποκαταστάτες. Stability Criterion [Κριτήριο ευστάθειας] Τεχνολ. Συνήθως χρησιμοποιούνται τα γνωστά από τη θεωρία των διαφορικών εξισώσεων κριτήρια (μηδενικής) ευστάθειας του Lyapounov's, Routh Hurvitz, Nyquist, Jury's κα. Stability Index [Δείκτης σταθερότητας] Μετεωρ. Μας δείχνει την τοπική σταθερότητα που έχει ένα στρώμα αέρα Stabilization 1 [Σταθεροποίηση] Τεχνολ. Για ασταθή συστήματα ή σταθεροποίηση οδηγεί σε ευσταθές σύστημα και γίνεται συνήθως με χρήση κατάλληλων παραμέτρων. Stabilization2 [Σταθεροποίηση] Χημ. Αποφυγή ευαισθητοποίησης του ανοξείδωτου ατσαλιού, με μείωση της συγκέντρωσης του άνθρακα στο κράμα ή με προσθήκη νιοβίου που σχηματίζει ένα πολύ σταθερό καρβίδιο. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η δυνατότητα διάβρωσης στα σύνορα των κόκκων του υλικού. Stabilized Feedback [Σταθεροποιημένη ανάδραση] Τεχνολ. Γενικά η ανάδραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ελεγχθεί η ευστάθεια που επιτυγχάνεται με διάφορες μεθόδους ύπως η επανείσοδος σήματος ανάλογου της εξόδου κτλ..

Stack Frame

Stabilizer [Σταθεροποιητής] Χημ. Χαρακτηρίζεται oποιαδήποτε ουσία προστίθεται σε ένα χημικό σύστημα, με σκοπό να αποφευχθεί η αλλοίωση ή αποσύνθεσή του. Stable1 [Σταθερός] Χημ. Αναφέρεται σε φασικό ή χημικό σύστημα, του οποίου οι ιδιότητες ή η σύσταση δε μεταβάλλονται, από κάποια εξωτερική αιτία, Stable2 [Σταθερός] Χημ. Δηλώνει σωματίδια που δεν υφίστανται αυθόρμητη ραδιενεργή διάσπαση. Stable Equilibrium 1 [Ευσταθής Ισορροπία] Μηχ. Η κατάσταση ισορροπίας ενός συστήματος, στην οποία αν ασκηθεί σε αυτό οποιαδήποτε δύναμη, το σύστημα επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση, Stable Equilibrium [Σταθερό σημείο ισορροπίας] Τεχνολ. Σημείο δυναμικής ευστάθειας ενός συστήματος δηλαδή μετά από μικρές διαταραχές του συστήματος το σύστημα ξαναβρίσκει το σημείο ισορροπίας. Stable Homomorphism Conjecture [Βασική υπόθεση ομομορφισμών] Μαθημ. Έστω ένας ομομορφισμός Α ο οποίος είναι ορισμένος στο σύνολο R", δηλαδή Α: Rn -> Rn. Ο ομομορφισμός αυτός μπορεί να συμβολισθεί ως η σύνθεση ομομορφισμών, οι οποίοι είναι οι ταυτοτικοί ομομορφισμοί σε κάποιο μη κενό σύνολο του R Αυτή είναι η βασικοί υπόθεση πάνα) στους ομομορφισμούς. Stable Isobar [Ευσταθές Ισοβαρές Στοιχείο] Χημ. Το σταθερότερο από τα νουκλίδια ενός στοιχείου που έχουν τον ίδιο μαζικό αριθμό αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό, Stable Isotope [Σταθερό Ισότοπο) Χημ. Το ισότοπο ενός στοιχείου που δεν υφίσταται αυθόρμητη ραδιενεργή διάσπαση. Stable Isotope Analysis [Ανάλυση σταθερών ισοτύπων] Οικολ. Τεχνική που χρησιμοποιείται στην ποσοτική παρακολούθηση ορισμένων βιοχημικών δράσεων και βασίζεται στη χρήση ενός σταθερού ισοτόπου ενός στοιχείου ως ανιχνευτή. Το ισότοπο αυτό θα πρέπει να μην είναι το συχνότερα συναντώμενο στη φύση ώστε να είναι εφικτή η παρακολούθηση του. Stack1 [Καμινάδα] Χημ. Μηχ. Κατακόρυφος αγωγός μέσα από τον οποίο εξέρχονται τα αέρια προϊόντα μιας διεργασίας καύσης. Stack [Στονβάζω] Πλημ. Κατασκευή μιας δομής δεδομένων από τους κατασκευαστές λειτουργικών συστημάτων για να εκτελούν διεργασίες μεταφοράς δεδομένων από και προς την κύρια μνήμη. Stack Allocation [Διάθεση στοίβας] Πλημ. Προγραμματιστικός μηχανισμός που ελέγχει το διαθέσιμο χώρο στη μνήμη και διαθέτει κατάλληλο χώρο για λειτουργία μιας τέτοιας δομής στοίβας. Stack Automaton [Αυτόματο στοίβας] Πληρ. Ένα μαΟηματικό αυτόματο για τη λειτουργία της δομής αυτής με τις 2 βασικές του πράξεις (Push, Pop) και κάποιες άλλες που βοηθούν το σύστημα να προσαρμοστεί. Stack Burn [Καύση στοίβαξης] Τεχν.Τροφ. Όρος που χαρακτηρίζει την αλλοίωση των τροφίμο)ν που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια αποθήκευσης τους, ενώ οφείλεται κυρίως στο κακό εξαερισμό του αποθηκευτικού χώρου που δεν επιτρέπει να "αναπνεύσουν" τα τρόφιμα αμέσως μετά από την παραγωγή τους. Η αλλοίωση αυτή γίνεται αισθητή τόσο στο χρώμα όσο και στη γεύση του τροφίμου. Stack Frame [Πλαίσιο στοίβας] Πληρ. Σχηματικό εργαλείο που δείχνει τι περιέχει το αντικείμενο στοίβας όπως περιεχόμενα καταχωρητών, μεταβλητών κτλ

Stack Gas

- 1308 -

Stack Gas [Αέριο Καμινάδας) Χημ. Μηχ. Το αέριο μίγμα που παράγεται από μια διεργασία καύσης και εξέρχεται μέσα από μεγάλου ύψους καμινάδα. Stack Model [Μοντέλο στοίβας] Πλημ. Το μοντέλο που χρησιμοποιεί δομή στοίβας για μια εργασία όπως η διακίνηση δεδομένων προς επεξεργασία. Stack Operation [Λειτουργία στοίβας] Πλημ. Οι 2 βασικές πράξεις είναι: εισαγωγή στοιχείου (Push) και εξαγωγή στοιχείου στη στοίβα (Pop). Για μια υλοποίηση στη μνήμη χρειάζεται και διάθεση κύριας μνήμης στη δομή, έναρξη της διαδικασία με χρήση δείκτη, κτλ. Stack Pointer [Δείκτης στοίβας] Πλημ. Δείκτης της δομής στοίβας που αναφέρεται στα δεδομένα που επεξεργάζονται και τη θέση τους στη δομή (μνήμη που εκχωρείται στη δομή). Stack Register [Καταχωρητής στοίβας] Πλημ. Καταχωρητής ειδικού σκοπού που χρησιμοποιείται για να κρατά τα περιεχόμενα και τη θέση της στοίβας. Stack Segment [Τμήμα στοίβας] Πλημ. Τμήμα που παράγει ο συμβολομεταφραστής ενός προγράμματος και δίνει το χώρο μνήμης που χρησιμοποιεί το πρόγραμμα (με τις διευθύνσεις του και τις ενέργειες του) και στο οποίο ενεργεί ο καταχωρητής που κρατά το τμήμα μνήμης που έχει μπει το τελευταίο στοιχείο της στοίβας και αυξάνει ή ελαττώνεται ανάλογα (γραμμικά) με το μέγεθος του στοιχείου αυτού. Stack Structure [Δομή στοίβας] Πλημ. Μια δομή δεδομένων που ορίζει ο χρήστης και προσομοιώνει ένα γραμμικό σύστημα L1FO ή το πρώτο στοιχείο βγαίνει τελευταίο (Last In First Out) με 2 βασικές πράξεις εισαγωγής (Push) και εξαγωγής (Pop). Stacked Job Processing [Επεξεργασία μέσω στοίβας] Πλημ. Μια τέτοια δομή υλοποιείται στη μνήμη του υπολογιστή όπου γίνεται δυναμική εκχώρηση μνήμης αλλά και σε αναδρομικές καταστάσεις. Stacker Tool [Εργαλείο στοίβαξης] Πλημ. Εργαλείο λογισμικού που αύξανε τη χωρητικότητα ενός δίσκου με δημιουργία ενός ιδεατού δίσκου. STADAN (Space Tracking And Data Acquisition Network) [Δίκτυο συλλογής πληροφοριών και διαστημικής παρακολούθησης] Αστμον. Δίκτυο από πολλούς επίγειους σταθμούς που έχει στηθεί από την N.A.S.A. και αναλύουν τα δεδομένα που στέλνουν οι δορυφόροι, εξασφαλίζοντας την ομαλή τους λειτουργία και κίνηση. Stadia [Σταδία] Γεωδ. Πρόκειται για μία ξύλινη ή μεταλλική ράβδο, συνήθως πτυσσόμενη μήκους τεσσάρων μέτρων, κατάλληλα βαθμονομημένη, η οποία χρησιμοποιείται σε συνεργασία με γεωδαιτικά όργανα όπως το θεοδόλιχο ή το χωροβάτη, για τη μέτρηση γωνιών και αποστάσεων επί του εδάφους, ώστε να συνταχθούν τα ανάλογα τοπογραφικά σχέδια και χάρτες. Stage [Βαθμίδα / Στάδιο] Γεωλ. 1. Χρονοστρωματογραφική ενότητα, ιεραρχικά κάτω από την υποπερίοδο, που αντιπροσωπεύει τα πετρώματα που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του γεωχρονολογικού διαστήματος της ηλικίας, σε διάστημα περίπου J έως 10 εκατομ. χρόνων. 2. Κύρια περίοδος του κύκλου διάβρωσης - το στάδιο νεότητας, το στάδιο ωριμότητας και το στάδιο γήρατος - που χαρακτηρίζεται από τη διαμόρφωση συγκεκριμένου τύπου γεωλογικών στοιχείων. Staggering [Κλονισμός] Επικοιν. Το να καταφέρνει κανείς να συντονίσει τα στοιχεία του σε κατάλληλες συχνότητες ώστε να εκμεταλλευτεί παράπλευρα φαινόμενα για να καλύψει ευρύτερο τελικά εύρος ζώνης. Staging [Τμηματοποίηση ] Πλημ. Το να σπάει κανείς

ένα μεγάλο έργο σε επιμέρους κομμάτια τα οποία μπορούν να εκτελεστούν διαδοχικά, Stagnant Water [Στάσιμα νερά] Υδμολ. Καλείται μία υδάτινη μάζα η οποία δεν κινείται, δηλαδή δεν ρέει προς καμία κατεύθυνση. Stagnation Point [Σημείο Ανακοπής] Ρευστομηχ. Κατά το φαινόμενο ροής ρευστού γύρω από ένα σα')μα, είναι το σημείο όπου η πίεση έχει τη μεγαλύτερη τιμή. Ονομάζεται και σημείο ηρεμίας, διότι εκεί η ταχύτητα του ρευστού είναι μηδενική. Stained Glass [Υαλογράφημα] Υλικ. Είναι είδος γυαλιού που έχει προέλθει από έγχρωμα και ημιδιαφανή κομμάτια τα οποία έχουν συναρμολογηθεί όλα μαζί σε ένα ενιαίο σύνολο. Stainless Steel [Ανοξείδωτος Χάλυβας] Ανόμγ. Χημ. Σύνολο απλών κραμάτων σιδήρου-χρωμίου, που περιέχουν περισσότερο από 12% χρώμιο. Είναι υλικά παθητικά σε οποιαδήποτε οξειδωτική ατμόσφαιρα και παρουσιάζουν εξαιρετική αντοχή στη διάβρωση. Όμως σε οξέα με αναγωγική δράση, συμπεριφέρονται ως απλός σίδηρος ή και με μικρότερη αντίσταση στη διάβρώση. Stair [Σκαλοπάτι] Πολ Μηχ. Καλείται η μεμονωμένη βαθμίδα μίας κλίμακας αποτελούμενη από το πάτημα και το ρίχτι της. Το υλικό του εξαρτάται από το είδος της όλης σκάλας ενώ μπορεί να είναι επενδυμένο είτε όχι. Συνήθως στην αγγλική με τον ίδιο όρο στον πληθυντικό, εννοείται και ολόκληρη η σκάλα, Stake [Μικρός πάσσαλος] Μηχ. Είναι μία ράβδος ξύλινη ή μεταλλική η οποία εμπηγνυόμενη στο έδαφος χρησιμοποιείται ως σταθερό σημείο για την πρόσδεση κάποιου σχοινιού ή καλωδίου ή ακόμη και για να υποδεικνύει τα όρια μίας συγκεκριμένης εδαφικής έκτασης. Stalactite [Σταλαχτίτης] Γεωλ. Ονομάζεται η στήλη από ασβεστολιθικά συγκρυσταλλώματα η οποία σχηματίζεται και κρέμεται από τις οροφές των σπηλαίων. Έχει κωνικό γεωμετρικό σχήμα και η δημιουργία του οφείλεται στην παρουσία διοξειδίου του άνθρακα στο νερό που με τη σειρά του διαλύει το ανθρακικό ασβέστιο που αποτελεί το κύριο συστατικό του σταλαχτίτη. Stalagmite [Σταλαγμίτης] Γεωλ. Είναι η αντίστοιχη στήλη ασβεστολιθικού πετρώματος του σταλαχτίτη η οποία όμως σχηματίζεται στο δάπεδο των σπηλαίων και αναπτύσσεται καθ' ύψος με γεωμετρικό σχήμα κώνου. Η αιτία δημιουργίας του σταλαγμίτη είναι η ίδια με αυτή του σταλαχτίτη Stalactite Stall [Κράτημα κινητήρα] Μηχ. Καλείται η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός κινητήρα με αποτέλεσμα τη διακοπή της παροχής ισχύος και άρα ώθησης στο όχημα ή στο αεροσκάφος στο οποίο βρίσκεται. Stamp [Σφράγιση] Μηχ. Είναι η διαδικασία της αποτύπωσης με τη χρήση ισχυρής πίεσης ενός σχήματος επάνω στην επιφάνεια ενός σώματος, Stampian [Στάμπιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ολιγοκαίνου υποπεριόδου της Παλαιογενούς περιόδου (πριν από περίπου 65 εκατομ. χρόνια) του Καινοζωικού αιώνα, νεότερη από το Ρουπέλλιον της ίδιας υποπεριόδου και αρχαιότερη από το Ακουιτάνιον της Μειοκαίνου. Stand Alone Machine [Ατομική μηχανή] Πλημ. Μια μηχανή ή χρήστης (Stand Alone User) που δουλεύει χωρίς να έχει ενταχθεί σε δίκτυο, Standard 1 [Πρότυπος] Χημ. Ορίζεται ένα δείγμα αναφοράς, του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνται γνωστές

- 1309-

Standardized Model

και σταθερές. Χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης σε Standard Gravity [Πρότυπη Βαρύτητα] Φνα. —> μεθόδους χημικής ανάλυσης. Acceleration due to gravity Standard [Πρότυπος] Φνσ. Συγκεκριμένες συνθήκες Standard Heat of Formation [Πρότυπη Θερμότητα που περιγράφουν την ιδανική κατάσταση ενός συστή- Σχηματισμού] Φυα. Χημ. Η θερμότητα που εκλύεται ή ματος και χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση και εκτί- απορροφάται κατά το σχηματισμό μιας ένωσης από τα μηση της πραγματικής κατάστασης. συστατικά του, όταν υπολογίζεται σε θερμοκρασία 25 Standard Atmosphere [Τυπική ατμόσφαιρα] Μετεωμ. °C και πίεση 1 atm. Η συμβατική ατμόσφαιρα αναφοράς, που υποδηλώνει Standard Interface [Πρότυπη διασύνδεση] Πλημ. Κατην τυπική μέση κατάσταση που επικρατεί στην κατα- θιερωμένο πρότυπο διασύνδεσης, που χρησιμοποιείται κόρυφο. περισσότερο σαν όρος αναφοράς. Standard Atmospheric Pressure [Πρότυπη Ατμο- Standard Load [Χαρακτηριστικό φορτίο] Μηχ. Πρόσφαρική Πίεση] Φυσ. Είναι η κανονική ατμόσφαιρα. Η κείται για το είδος και την ονομαστική τιμή που έχει τιμή της είναι 1 a t m = 33,91 f t H 2 0 = 101,325 N/m 2 = προκαθορισθεί απο τους αντίστοιχους κανονισμούς 760 mmHg. φορτίσεων για κάθε φόρτιση ώστε με αυτόν τον τρόπο Standard Conditions [Πρότυπες Συνθήκες] Φυσ. Χημ. να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαστασιολόγηση μίας Θεωρούνται η θερμοκρασία των 25 UC και η πίεση της κατασκευής. 1 a t m . Χρησιμοποιούνται στη μελέτη φυσικών ή χημι- Standard Noon [Κανονικό μεσημέρι] Αστμον. Το μεκών διεργασιών. Όταν πρόκειται για αέρια, η πρότυπη σημέρι τη στιγμή της διέλευσης από το μεσημβρινό, θερμοκρασία είναι 0 °C. Standard Normal Variable [Τυπική κανονική μεταStandard Deviate [Κανονική απόκλιση] Στατ. Όρος βλητή] Στατ. Σύμφωνα με τη διαδικασία κανονικοποίπου χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εύρεση του ησης ( S t a n d a r d i z e d M o d e l ) για μια κατανομή Ν(μ, σ2) αντίστοιχου μέτρου διακύμανσης στο γενικευμένο υπάρχει πάντα μια τυπική κανονική Ν(0,1). γραμμικό μοντέλο παλινδρόμησης ( G e n e r a l i z e d L i n e a r Standard Operation Procedure [Τυποποιημένες διαModel). δικασίες λειτουργίας] Τεχνολ. Όρος που χαρακτηρίζει Standard Deviation [Κανονική απόκλιση] Στατ. Μέ- τις διαδικασίες ρουτίνας που ακολουθούνται κατά την τρο διασποράς που μετρά την απόκλιση μιας παρατή- παραγωγική διαδικασία, οι οποίες σχεδιάζονται από ρησης από το μέσο όρο αλλά δεν είναι τόσο αξιόπιστο τους μηχανικούς με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοόσο η διακύμανση. ποιούν την απόδοση ελαχιστοποιώντας τον απαιτούμεStandard Electrode Potential [Πρότυπο Δυναμικό νο χρόνο για την εκτέλεση τους. Ηλεκτροδίου] Φυσ. Χημ. Ονομάζεται και κανονικό δυ- Standard Project Flood [Πλημμύρα πρότυπου σχεδίναμικό. Πρόκειται για το δυναμικό ισορροπίας και α- ου] Υδμολ. Η θεωρητικά αναμενόμενη πλημμύρα σε ποτελεί μέτρο της οξειδωτικής ή αναγωγικής ικανύτη- μία περιοχή με βάση την επιστημονική μελέτη των κλιτας ενός οξειδοαναγωγικού συστήματος. ματολογικών και υδρολογικών της χαρακτηριστικών. Standard Error [Κανονικό λάθος] Στατ. Όρος για το Standard Solution [Πρότυπο Διάλυμα] Αναλ. Χημ. ποσοστό της διακύμανσης που αναγνωρίζεται ως ανερ- Διάλυμα με γνωστή συγκέντρωση, που χρησιμοποιείμήνευτο υπόλοιπο. ται σε μεθόδους χημικής ανάλυσης ως τιμή αναφοράς. Standard Error Of The Forecast [Κανονικό λάθος Standard Star [Κανονικό άστρο] Αστμον. Αστρο που πρόβλεψης] Στατ. Όρος για το ποσοστό της διακύμαν- λαμβάνεται σαν πρότυπο σε μετρήσεις πχ κάποιο κοσης που αντιστοιχεί στο ανερμήνευτο ποσοστό του μο- ντινό και αρκετά λαμπρό ή κάποιο τυπικό εκπρόσωπο ντέλου παλινδρόμησης. ενός ήδη γνωστού είδους. Standard Error Of The Mean [Κανονικό λάθος του Standard State [Πρότυπη Κατάσταση] Φυσ. Χημ. Ορίμέσου] Στατ. Η ποσότητα της διαφοράς τετραγώνων ζεται μια κατάσταση αυθαίρετα, όπου θεωρείται ότι η που μένει ανεξήγητη στην εκτίμηση του μέσου όπως ενέργεια ενός θερμοδυναμικού συστήματος είναι μηδεεκτελείται στη διαδικασία του F τεστ. νική. Standard Error Of The Regression Coefficient Standard Time [Κανονικός χρόνος] Αστμον. Μέσος [Κανονικό λάθος συντελεστή παλινδρόμησης] Στατ. ηλιακός χρόνος. Όρος για το ποσοστό της διακύμανσης που μένει ανε- Standard Volume [Πρότυπος Ογκος] Φυσ. Χημ. Ο όξήγητο κατά τη διαδικασία πρόσθεσης ή αφαίρεσης γκος ενός γραμμομορίου ιδανικού αερίου, υπολογισμέπαραμέτρων του μοντέλου παλινδρόμησης. νος σε πρότυπες συνθήκες. Standard Form [Κανονική μορφή] Πληρ. Έτσι λέγεται Standard Waveguide [Σταθερός κυματοδηγός] ΙΙλεη συνηθισμένη μορφή χρήσης ενός αριθμού ή ενός πε- κτμομαγν. Ένας συνηθισμένος κυματοδηγός του οποίδίου μιας φόρμας οθόνης που είναι γνωστή από τις ου οι διαστάσεις προσδιορίζονται από διάφορους παπροτιμήσεις του χρήστη. ράγοντες και ηλεκτρομαγνητικό κύμα διαδίδεται στο Standard Free Energy Increase [Αύξηση της Πρότυ- εσωτερικό του. πης Ελεύθερης Ενέργειας] Φυσ. Χημ. Σε μια χημική Standardization [Προτυποποίηση] Μηχ. Είναι ένας αντίδραση, ορίζεται η αύξηση της ελεύθερης ενέργειας γενικότερος όρος που αφορά στον καθορισμό συγκεGibbs, υπολογισμένη σε συνθήκες πρότυπης κατάστα- κριμένων μεγεθών, διαστάσεων και χαρακτηριστικών σης για αντιδρώντα και προϊόντα. σε όλα τα εξαρτήματα οποιουδήποτε τεχνικού εξοπλιStandard Frequency Signal [Κανονική συχνότητα σμού, ώστε να είναι ευκολότερη η συνεργασία, η ασήματος] Ηλεκτμον. Συγκεκριμένη συχνότητα συντονι- νταλλαγή και η προσαρμογή των μεν στα δε και το ασμού σχετικού εξοπλισμού. ντίστροφο. Standard Generalized Markup Language (SGML) Standardize [Κανονικοποιώ] Τεχνολ. Φέρνω ένα αντι[Πρότυπη γενικευμένη σημειωτική γλώσσα] Πλημ. Γε- κείμενο στα μέτρα του προτύπου του για εκτίμηση, νική γλώσσα για γραφικά που χρησιμοποιείται κύρια Standardized Model [Μοντέλο κανονικοποίησης] σαν μεταγλώσσα λύγω της ευελιξίας του προτύπου. Στατ. Με τη μετατροπή ενός δείγματος από κατανομή

Standby Computer

- 1310-

σιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων, κεραμικών, κλπ. Stannic Chromate [Χρωμικός Κασσίτερος (IV)] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλικό στερεό υλικό, με καστανοκίτρινο χρώμα, που έχει χημικό τύπο Sn(CrO)4 και μοριακό βάρος 350,68. Διασπάται με θέρμανση και διαλύεται σε ψυχρό νερό. Έχει τοξικές ιδιότητες. Stannic Iodide [Ιωδιούχος Κασσίτερος (IV)] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο SnLt, μοριακό βάρος 626,31, σημείο τήξεως 144,5 °C και ζέσεως 364,5 "C. Είναι πορτοκαλλέρυθρη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό, διθειάνθρακα, τετραχλωράνθρακα και βενζόλιο. Stannic Oxide [Διοξείδιο του Κασσιτέρου] Ανόμγ. Χημ. Σαν ορυκτό είναι γνωστό ως κασσιτερίτης, Sn02, που έχει μοριακό βάρος 150,69, σημείο τήξεως 1630 °C και σημείο ζέσεως 1800-1900 °C. Είναι λευκή κρυσταλλική ουσία, που διασπάται σε βασικά διαλύματα. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Stannic Sulfide [Θειούχος Κασσίτερος (IV)] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο SnS2, μοριακό βάρος 182,81 και σημείο τήξεως 600 "C. Είναι χρυσοκίτρινο κρυσταλλικό σώμα, διαλυτό σε πενταχλχοριούχο φωσφόρο και αλκαλικά διαλύματα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. Stannite [Κασσιτερίτης] Ομυκτ. Κύριο ορυκτό του κασσιτέρου, με χημικό τύπο Cu2FeSnS4. Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα, έχει μαύρο χρώμα, σκληρότητα 4 Mohs Kat ειδικό βάρος 4,5. Stannons [Κασσιτερώδης] Ανόμγ. Χημ. Αναφέρεται σε χημική ένωση που περιέχει κασσίτερο με αριθμό οξείδωσης +2. Stannous Bromide [Βρωμιούχος Κασσίτερος (II)] Ανόμγ. Χημ. Κρυσταλλική ένωση με ανοικτό κίτρινο χρώμα, με χημικό τύπο SnBr2, μοριακό βάρος 278,50, σημείο τήξεως 215,5 °C και σημείο ζέσεως 620°C. Είναι διαλυτή σε νερό, αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Stannous Chloride [Χλωριούχος Κασσίτερος (I1)J Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι SnCl2, το μοριακό βάρος 189,60, το σημείο τήξεως 246 °C και το σημείο ζέσεως 652 °C. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε νερό, αιθανόλη και ακετόνη. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση, ως αναγωγικό μέσο και ως καταχήStanding Wave Method [Μέθοδος στάσιμων κυμά- λύτης. των] Ηλεκτμομαγν. Μέθοδος που χρησιμοποιείται γιαStannous Fluoride [Φθοριούχος Κασσίτερος (II)] Ατον υπολογισμό του μήκους κύματος και της συχνότη- νόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο SnF2 και μοριακό βάρος τας ενός στάσιμου κύματος, μετρώντας διαδοχικά μέγι- 156,69. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε στα και ελάχιστα και εφαρμόζοντας τη συνθήκη στάσι- ψυχρό νερό, έχει τοξικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται μων κυμάτων. συχνά ως πηγή φθορίου. Standstill Feature [Δυνατότητα απόσυρσης] Πλημ. Stannous Oxide [Μονοξείδιο του Κασσιτέρου] Ανόμγ. Δυνατότητα απόρριψης ενός σήματος που δεν πληροί Χημ. Μαύρη κρυσταλλική ένωση, που έχει χημικό τύκάποια συνθήκη πριν την επεξεργασία. πο SnO, μοριακό βάρος 134,69 και σημείο τήξεως n Stannic [Κασσιτερικός] Χημ. Αναφέρεται σε χημική 1080 C, όπου διασπάται. Αποτελεί αναγωγικό μέσο ένωση που περιέχει κασσίτερο με αριθμό οξείδοχτης και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. +4. Stannous Sulfate [Θειικός Κασσίτερος (II)] Ανόργ. Stannic Bromide [Βρωμιούχος Κασσίτερος (IV)] Α- Χημ. Έχει χημικό τύπο SnS04 και μοριακό βάρος νόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι SnBr4 και το μοριακό 214,75. Πρόκειται για λευκοκίτρινη κρυσταλλική ουβάρος 438,31. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, που σία, που τήκεται στους 360 °C αποβάλλοντας διοξείδιο τήκεται στους 31 °C, ζέει στους 202 °C και διαλύεται του θείου και διαλύεται σε θειικό οξύ και ψυχρό νερό. σε ακετόνη, τριχλωριούχο φώσφορο και βρωμιούχο Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων. αρσενικό. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες διαχωρισμού Stannous Sulfide [Θειούχος Κασσίτερος (II)] Ανόργ. ορυκτών υλικών. Χημ. Είναι τοξική, μαύρη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή Stannic Chloride [Χλωριούχος Κασσίτερος (IV)J Α- σε υδροχλωρικό οξύ, τήκεται στους 882 °C και ζέει νόργ. Χημ. Αχρωμη υγρή ουσία, με χημικό τύπο SnCI4 στους 1230°C. Ο χημικός τύπος είναι SnS και το μομοριακό βάρος 260,50. Έχει σημείο πήξεως -33 °C και ριακό βάρος 150,75. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνζέσεως 114,1 °C. Διαλύεται σε νερό και αιθέρα. Χρη- θεση.

με μέσο μ και διακύμανση σ, σε κανονική μορφή σύμφωνα με το μετασχηματισμό Ζ = (Χ-μ)/σ και ελέγχοντας τα στατιστικά του Ζ θέλουμε να μένουν αναλλοίωτα. Standby Computer [Αναμμένος ανενεργός υπολογιστής] Πληρ. Η κατάσταση που ένας υπολογιστής είναι μεν ανοιχτός αλλά δεν δουλεύουν άλλα προγράμματα πέρα από τα αναγκαία από το λειτουργικό σύστημα. Standby Register [Καταχωρητής standby] Πληρ. Καταχωρητής που μπορεί να κρατήσει κάποια δεδομένα ή μια διεύθυνση για να εξυπηρετήσει ενδεχόμενη στιγμιαία μεταφορά δεδομένων. Standby Replacement Redundancy [Αντικατάσταση πλεονάζοντος χρόνου] Πληρ. Ο χρόνος που υπολειτουργεί ένας υπολογιστής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει μια άλλη εργασία (μιας άλλης μονάδας) σε ένα δίκτυο ιί πολυεπεξεργαστικό περιβάλλον. Standby Time [Χρόνος αναμονής] Βιομ. Καλείται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μία παραγωγική μονάδα μίας βιομηχανίας ή γενικότερα μίας αλυσίδας παραγωγής, ενώ είναι διαθέσιμη παραμένει ανενεργή λόγω ανωτέρας βίας, όπως για παράδειγμα μίας μηχανικής βλάβης, των κακών καιρικών συνθηκών, ανεπαρκούς τροφοδοσίας ή άλλων προβλημάτων. Standby Time2 [Χρόνος αναμονής] Πληρ. Χρόνος υπολειτουργίας ή αναμονής ενός συστήματος που συνήθως είναι αρκετά μεγάλος. Standing On Nines Carry [Μεταφορά πάνω σε 9 (ψηφία)] Πληρ. Μέθοδος παράλληλης πρόσθεσης. Standing Water [Στάσιμο ύδωρ] Υδρολ. Υδάτινος όγκος που δεν υφίσταται καμία μετακίνηση. Standing Wave [Στάσιμο κύμα] Φοσ. Το κύμα που δημιουργείται όταν δύο κύματα με το ίδιο πλάτος, ίδιο μήκος κύματος και συχνότητα αλλά με διαφορετική κατεύθυνση που διαδίδονται στο ίδιο μέσο. Στη διεύθυνση διάδοσης υπάρχουν σημεία που ταλαντώνονται με μέγιστο πλάτος (κοιλίες) και σημεία που δεν ταλαντώνονται καθόλου (δεσμοί). Standing Wave Detector [Ανιχνευτής στάσιμων κυμάτων] Ηλεκτμομαγν. Ανιχνευτική συσκευή που επιβεβαιώνει την ύπαρξη στάσιμων κυμάτων σε μια περιο-

-1311 -

Stannum [Κασσίτερος] Avopy. Χημ. Είναι η λατινική ονομασία του κασσιτέρου. Stanton Diagram [Διάγραμμα Stantonl Ρευστομηχ. Είναι γνωστό και ως διάγραμμα Moody.-» Moody Diagram Stanton Number [Αριθμός Stanton] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που εκφράζει το πηλίκο της ολικής μεταφερόμενης θερμότητας προς την ολική θερμοχωρητικότητα. Δίνεται από τη σχέση Ns, = h/(pxCp>
Star Test

Star Dune (Αστεροειδής θίνα] Γεωλ. Ένας από τους πέντε βασικούς τύπους των θινών, χαρακτηριστικός των περιοχών με ποικίλης διεύθυνσης επικρατούντες ανέμους, που περιλαμβάνει ακτινικής συμμετρίας πυραμιδωτές συσσωρεύσεις άμμου (ύψους έο>ς και 500 μέτρων) με τις όψεις ολίσθησης επί τριών ή περισσότεροι βραχιόνων εμπορευόμενων από το κέντρο της κορυφής του σχηματισμού. Star Group [Ομάδα άστρα>ν] Αστρον. Ομάδα με το πολύ κάποιες δεκάδες κοντινών μελών που συγκρατούνται σε μια κοινή πορεία με βαρυτικές δυνάμεις. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι διπλοί αστέρες. Star Identifier [Αναγνωριστικό άστρου] Αστρον. 1. Προσδιοριστική ονοματολογία που χαρακτηρίζει αστερισμό, φασματικό τύπο, θέση σε κάποιο σύστημα καταλόγου κτλ. 2. Μέθοδος διάκρισης ενός άστρου μέσα σε μια ομάδα άστρων (πχ δυαδικά ή πολλαπλά άστρα). Star Model [Αστρικό μοντέλο] Αστρον. 1. Συνήθως αναφέρεται στο μοντέλο κατανομής (δες και Stellar Model) 2. Μοντελοποιούμε τη διαδικασία παραγωγής άστρων για ορισμένη χημική σύσταση και ορισμένε συνθήκες πίεσης, πυκνότητας κτλ από ένα σύστημα υδροστατικών, χημικών και ενεργειακών εξισώσεων. Star Motions [Αστρικές κινήσεις] Αστρον. Οι κινήσεις είναι περιστροφής σε δικούς τους άξονες, περιστροφής ή στροβιλοειδούς κίνησης με το γαλαξία ή άλλες αστρικές ομάδες λόγω βαρύτητας, απομάκρυνσης, κτλ. Star Names [Αστρικά ονόματα] Αστρον. Έχουμε τους 88 αστερισμούς που αναγνωρίζονται από τα3 πρώτα γράμματα τους πχ Sco για τον Σκορπιό όπου α Sco θα εννοεί τον πιο λαμπρό αστέρα του Sco. Οι λαμπρότεροι αστέρες έχουν και δικά τους ονόματα. Star Network [Αστεροειδές δίκτυο] Επικοιν. Σχηματισμός υπολογιστών γύρω από ένα ισχυρό κεντρικό υπολογιστή - διανομέα. Το δίκτυο συνήθως μπορεί να εξυπηρετείται από ένα Hub και να διευκολύνεται και από ένα παράπλευρο δίκτυο Star Network2 [Αστεροειδές δίκτυο] Πλεκτρον. Σχεδιασμός δικτυώματος με σύνδεση σε διάταξη αστέρα. Star Polymers [Αστεροειδή Πολυμερή] Opy. Χημ. 11ολυμερείς ενώσεις, των οποίων η δομή έχει σχήμα αστεριού, δηλαδή υπάρχει ένα κεντρικό άτομο, από όπου ξεκινούν όλες οι μακροάλυσοι. Star Populations [Αστρικός πληθυσμός] Αστρον. Σύμφωνα με το χρόνο σχηματισμού τα άστρα Star Position [Θέση των άστρων] Αστρον. Χρησιμοποιούνται ισημερινές ή ουρανογραφικές συντεταγμένες και δίνουν τους απόλυτους (μεσημβρινές συντεταγμένες), τους θεμελιώδεις πχ GC, FK3, FK4 και τους σχετικούς αστρικούς καταλόγους πχ AGK1, AGK2, AGK3, BD, CD, CPD. Star Shell [Αστρικό κέλυφος] Αστρον, Έτσι αναφέρεται το κέλυφος του πυρήνα στη φάση της βαρυτικής κατάρρευσης που μπορεί να διασταλεί υπερβολικά ως και να αποσπαστεί από τον πυρήνα σαν μεσοπλανητικό νέφος. Star Stream [Αστρικό ρεύμα] Αστρον. Ανταλλαγή ενεργειακών ποσοτήτων ή αστρικής ύλης μεταξύ 2 άστρων. Star Telescope [Αστρικό τηλεσκόπιο] Αστρον. Έτσι χαρακτηρίζονται γενικά τα τηλεσκόπια. Εν τούτοις υπάρχουν και τηλεσκύπια όπως το Maksutov που αν και είναι σχεδόν τέλεια δεν έχουν μεγάλη εμβέλεια. Star Test [Τεστ άστρων] Αστρον. Τρόπος εξακρίβωσης μέσω παρατήρησης των γαλαξιακών αποστάσεων πχ

Star Topology

- 1312-

με χρήση παρατήρησης για τους μεταβλητούς Κηφεί- Starting Resistance [Αντίσταση κατά την εκκίνηση] δες ή τους νόβα κτλ με βάση το νόμο μάζας φωτεινό- Μηχ. Μηχ. Η αντίσταση που χρειάζεται κατά την εκκίτητας. νηση ενός κινητήρα ώστε να περιοριστεί το ρεύμα στο Star Topology [Τοπολογία δικτύου] Επικοιν. Τρόπος τύλιγμα του τυμπάνου και δίνεται από σχέση της μορστησίματος (σύνδεσης υπολογιστών) σε ένα τοπικό φής Rs= (Vt/ϋ-Γα όπου Rs η αντίσταση κατά την εκκίδίκτυο (LAN) όπου οι Η/Υ συνδέονται σε ένα κεντρι- νηση, Vt η τάση του κινητήρα, Is το ρεύμα που επιθυμείται να έχει τύλιγμα του τυμπάνου κατά την εκκίνηκό εξυπηρετητή. Starch [Άμυλο] Οργ. Χημ. Είναι ο σπουδαιότερος από- ση και Γ^η αντίσταση του τυλίγματος του τυμπάνου. θετος υδρογονάνθρακας που σχηματίζεται κατά τη φω- Startover Procedure [Διαδικασία επανέναρξης] Πληρ. τοσύνθεση. Έχει εμπειρικό τύπο ( Ο , Η 1 0 Ο 5 ) Ν και απαρ- Συνάρτηση που ξεκινά εκ νέου ένα υπολογιστικό σύτίζεται από μόρια D-γλυκόζης ενωμένα με α- στημα που ήταν σε διαδικασία standby. γλυκοζιτικούς δεσμούς. Αποτελείται από δύο συστατι- State1 [Κατάσταση] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στη φάση κά, την αμυλοπηκτίνη που είναι το περίβλημα των που βρίσκεται ένα σύστημα, δηλαδή αν είναι υγρό, κόκκων και την αμυλόζη, που είναι το εσωτερικό. Δεν στερεό ή αέριο. διαλύεται σε ψυχρό νερό, ενώ με θερμό διογκώνεται State2 [Κατάσταση] Φυσ. Χημ. Το σύνολο των συνθηπρος αμυλόκολλα. Με ιώδιο διαλυμένο σε υδατικό κών που ορίζουν πλήρως ένα φυσικοχημικό σύστημα. διάλυμα ιωδιούχου καλίου, χρο>ματίζεται κυανό και με State Equations [Καταστατικές Εξισώσεις] Φυσ. Χημ. τον τρόπο αυτό ανιχνεύεται. Βιομηχανικά λαμβάνεται Εξισώσεις που συσχετίζουν την πίεση, τον όγκο και τη από την πατάτα ή από τον αραβόσιτο και χρησιμο- θερμοκρασία μιας καθαρής ουσίας ή μιγμάτων, με ηποιείται στην παραγωγή ζαχαρωδών προϊόντων. μιεμπειρικές ή εμπειρικές σχέσεις. Stark Effect [Φαινόμενο Stark] Αναλ. Χημ. Ο διαχωρι- State Estimator [Εκτιμητής κατάστασης] Τεχνολ. Μέσμός μιας απλής φασματικής γραμμής σε πολλαπλές θοδος υπολογισμού μιας κατάστασης. Εξαρτάται από γραμμές, που συμβαίνει όταν το εκπέμπον υλικό τοπο- πολλά πράγματα και κυρίως το χώρο των διαταραχών θετείται σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο. Το φαινόμενο ο- ώστε να εξασφαλίζεται η ευστάθεια του μοντέλου. φείλεται στη μετατόπιση της ενεργειακής κατάστασης State Feedback [Κατάσταση ανάδρασης] Τεχνολ. Καμερικών τροχιακών, τα οποία έχουν όλα την ίδια ενέρ- τάσταση που το σύστημα επανεισάγει τα προηγούμενα γεια σε μηδενικό πεδίο. αποτελέσματα του. Starlike Region [Αστροειδής περιοχή] Μαθημ. Έστω State Graph [Διάγραμμα κατάστασης] Τεχνολ. ΚατευΑ ένα σημείο, το οποίο ανήκει σε μία περιοχή Β. Αν θυνόμενο διάγραμμα απεικόνισης μιας λειτουργικής υπάρχει ακτίνα, η οποία ξεκινάει από το γνωστό ση- κατάστασης σαν ακολουθία γεγονότων. μείο Α και τέμνει το σύνορο της περιοχής Β σε τουλά- State Of Matter [Κατάσταση της Ύλης] Φυσ. Χημ. χιστο ένα σημείο τότε αυτή περιοχή λέγεται αστροει- State1 δής περιοχή ως πρός το σημείο Α. Αν η περιοχή είναι State Of The Sea [Κατάσταση της θάλασσας] Ωκεαν. μια σφαιρική περιοχή τότε λέγεται αστροειδής αν και Η κατάσταση της θάλασσας σε σχέση με το κυματισμό μόνον αν η περιοχή ινία αστροειδής για κάθε σημείο της αποθαλασσίας καθοριζόμενο με βάση θαλασσομετης σφαιρικής περιοχής. τρική κλίμακα, κατά κανόνα τη κλίμακα Μποφόρ με Star's Parallax [Αστρική παράλλαξη] Αστρον. Το πη- βαθμίδες από 0 έως 9 που είναι αναλυτικά η ακόλουλίκο μιας αστρονομικής μονάδας προς την απόσταση θη: 0 γαλήνη, 1 ρυτιδούμενη, 2 ευθαλασσία, 3 κυματιτου άστρου από τον ήλιο. Γωνία ενός δευτερόλεπτου σμός, 4 σάλος, 5 επίσαλος, 6 κλυδώνιον, 7 κλύδων, 8 μαινόμενη και 9 παράφορη. ισοδυναμεί με απόσταση 1 parscc. Start Bit [Αρχικό bit] Επικοιν. Ένα bit με τιμή 0 που State Of The Sky [Κατάσταση ουρανού] Μετεωρ. Η ανοίγει μια ακολουθία από bit της ασύγχρονης μετάδο- κατάσταση της ατμόσφαιρας σε σχέση με το βαθμό (η σης. αναλογικά καλυπτόμενη έκταση) και το είδος (οι τύποι Start Dialing Signal [Σήμα έναρξης κλήσης] Επικοιν. και οι παράμετροι των νεφών) της νεφοκάλυψης του Το σήμα αναμονής από το σήμα επιλογής ενός αριθ- ουράνιου θόλου σε δεδομένη περιοχή και καθορισμένο μού είναι διαφορετικό για κάθε αριθμό ώστε να ανα- χρόνο, προσδιοριζόμενα δια ειδικών μετρήσεων. γνωρίζεται η κλήση. State Register [Καταχωρητής κατάστασης] Πλημ. ΕιδιStart Element [Στοιχείο αρχής] Τεχνολ. Αντικείμενο κός καταχωρητής για χρήση σε μικροπρογράμματα. πχ γραφικό, λέξη, διαδικασία κτλ που σηματοδοτεί αρ- State Space [Χώρος καταστάσεων] Τεχνολ. Οι δυνατές χή μιας διαδικασίας. τιμές του διανύσματος κατάστασης (που συνιστούν Start Of Header (SOH) [Εναρξη επικεφαλίδας] Πληρ. ένα μαθηματικό χώρο). Χαρακτήρας ελέγχου (ASCII 1) και πάντα ο πρώτος State Transition Equation [Εξίσωση μεταβολικής χαρακτήρας επικεφαλίδας ενός μηνύματος στη σύγχρο- κατάστασης] Τεχνολ. Διαφορικό σύστημα που συνήνη επικοινωνία. θως δίνεται με κάποιο αρχικό διάνυσμα κατάστασης. Start Of Text (SOT) [Έναρξη κειμένου] Πληρ. Χαρα- State Transition Matrix [Πίνακας μεταβολής κατάκτήρας ελέγχου (ASCII 2) και πάντα ο πρώτος χαρα- στασης] Τεχνολ. Πίνακας που ορίζει το σύστημα μέσα κτήρας κειμένου ενός μηνύματος στη σύγχρονη επικοι- από ένα σύστημα πρωτοβάθμιων διαφορικών εξισώσενωνία. ων. Started Task [Εργασία που ξεκίνησε] Τεχνολ. Στα χρο- State Variable 1 [Καταστατική Μεταβλητή] Φυσ. Χημ. νοδιαγράμματα για κάθε μέρα ελέγχουμε τις εργασίες Αναφέρεται και ως καταστατική συνάρτηση. Είναι μια που τρέχουν για να καθοριστεί το κοινό τέλος τους και ιδιότητα που εξαρτάται μόνο από τις παρούσες συνθήο κρίσιμος δρόμος. κες, όπως και αν αυτές διαμορφώθηκαν. Όταν δύο καStarter Object [Αντικείμενο έναρξης] Πληρ. Σημείο, ταστατικές μεταβλητές είναι ορισμένες, με συγκεκριχαρακτήρας, λέξη κτλ που σηματοδοτεί την έναρξη μένη τιμή, τότε καθορίζεται πλήρους η θερμοδυναμική κατάσταση ενός συστήματος. ενός τμήματος κώδικα.

-1313-

State Variable 2 [Μεταβλητή κατάστασης] Τεχνολ. Μεταβλητή που είναι ικανή να ορίσει την κατάσταση ή την εξελικτική διαδικασία ενός συστήματος. State Vector [Διάνυσμα κατάστασης] Τεχνολ. Διάνυσμα που περιγράφει την κατάσταση ενός συστήματος σε μια δεδομένη στιγμή. Statement [Εντολή] Πληρ. Πρόταση ενός προγράμματος Η/Υ που σημασιολογικά αποδίδει κάποιο νόημα (στο περιορισμένο λεξιλόγιο της γλώσσας). Statement Calculus [Ισχυρισμός λογισμού] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο πρωτευόντων προτάσεων. Οι δύο βασικοί ισχυρισμοί για των λογισμό των προτάσεων είναι: α) Κάθε πρωτεύουσα πρόταση είναι ένας βασικός ισχυρισμός β) Κάθε πρόταση, η οποία προέρχεται και προκύπτει από μια πρωτεύουσα και βασική πρόταση είναι ένας ισχυρισμός βασικός. Statement Editor [Πρόγραμμα καταγραφής εντολών] Πληρ. Συνήθως κάθε κειμενογράφος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύνταξη τέτοιων εντολών. Static1 [Στατικός] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε σώμα το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας ως προς κάποιο σύστημα συντεταγμένων, δηλαδή δεν πραγματοποιεί κανενός είδους κίνηση ως προς αυτό. Static2 [Στατικός] Επικοιν. 1. Θόρυβος από διάφορες πηγές πχ διηλεκτρική απώλεια κτλ, που εισάγεται συνήθως από φθορές ή ιδιότητες του υλικού ή απύ στατικό ηλεκτρισμό 2. Μη κινούμενος. Static Algorithm [Στατικός αλγόριθμος] Πληρ. Αλγόριθμος με ντετερμινιστική έξοδο. Static Bed [Σταθερή Κλίνη] Χημ. Μηχ. Χαρακτηρίζει μια διάταξη στερεών σωματιδίων, μέσα σε χημικό αντιδραστήρα ή στήλη διαχωρισμού ρευστών, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει κανενός είδους σχετική κίνηση. Static Check [Ελεγχος στατικότητας] Πληρ. Συνήθως γίνεται απ' αυτόν που θα ανοίξει το κουτί του μηχανήματος. Static Data [Στατικά δεδομένα] Πληρ. Κατά τη μετάφραση του κώδικα παράγεται μεταξύ άλλων ο χώρος για τα δεδομένα (Data Segment). Εδώ το πρώτο τμήμα του περιέχει δεδομένα που δεν αλλάζουν στη διάρκεια της εκτέλεσης. Static Fluid Column [Στάσιμη Στήλη Ρευστού] Ρευστομηχ. Μέσα σε κατακόρυφο δοχείο, μια στήλη ρευστού με σταθερό ύψος. Static Friction [Στατική Τριβή] Φυσ. Χημ. Ορίζεται η δύναμη που αντιτίθεται στην έναρξη της κίνησης ενός σώματος, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με επιφάνεια και στο οποίο ασκείται δύναμη. Η στατική τριβή αναπτύσσεται μεταξύ σώματος και επιφάνειας και εξαρτάται απύ το βάρος του σώματος, τη φύση των δύο επιφανειών και την ταχύτητα ολίσθησης. Static Head [Στατική Πίεση] Φυσ. Χημ. Η πίεση που ασκείται σε ρευστό και οφείλεται στο ύψος του ρευστού πάνω απύ το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο αναφέρεται. Το μεγεθός της ισούται με το γινόμενο του ύψους, της πυκνότητας και της επιτάχυνσης της βαρύτητας. Static Level [Στατικό επίπεδο] Υδρολ. Το επίπεδο της στάθμης του ύδατος σε φρέαρ όταν δεν σημειώνεται απομάκρυνση υδάτινου όγκου από τον υδροφόρο ορίζοντα. Static Link [Στατική σύνδεση] Πληρ. Σύνδεση υπορουτινών σε συγκεκριμένη θέση ώστε να φορτώνονται στη

Station Model (

μνήμη σπαταλώντας τη εν αντιθέσει με τη δυναμική διάθεση στη διάρκεια της εκτέλεσης. Static Load [Στατικό φορτίο] Μηχ. Ονομάζεται η σταθερή δύναμη που ασκεί ένα σώμα λόγω της μάζας του σε χρόνο θεωρητικά πολύ μεγάλο ώστε να μην υπάρχει καμία δυναμική επίδραση κατά την επιβολή αυτής της δύναμης. Static Metamorphism [Στατική μεταμύρφωση] Γεωλ. Είδος καθολικής μεταμόρφωσης κατά την οποία οι αναπτυσσόμενες διεργασίες προκαλούνται κατά κύριο λόγο από γεωθερμικά αίτια και όχι απύ παράγοντες δυναμικής παραμόρφωσης. Static Random Access Memory (SRAM) [Στατική μνήμη τυχαίας προσπέλασης] Πληρ. Ειδικός τύπος μνήμης με χαμηλό χρόνο πρόσβασης που αξιοποιείται για να επικοινωνεί αποτελεσματικότερα με τη CPU. Static Reaction [Στατική αντίδραση] Μηχ. Ορίζεται ως η δύναμη ή η ροπή την οποία ασκεί κάποιο σώμα, όπο)ς για παράδειγμα το έδαφος θεμελία>σης, σε ένα άλλο, όπα^ς σ' αυτήν την περίπτωση μία κατασκευή, για να διατηρηθεί το σύστημα σε μία κατάσταση ισορροπίας ως συνέπεια της αρχής δράσης αντίδρασης. Static Stability [Στατική ισορροπία] Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει την κατάσταση ισορροπίας ενός σώματος ή συστήματος που δεν εμφανίζει καμία τάση αλλαγής. Ο λόγος είναι ότι το σύστημα βρίσκεται στην χαμηλότερη δυνατή ενεργειακή κατάσταση η οποία μπορεί να ανατραπεί μόνο με εξωτερική παρεμβολή. Στην περίπτωση δε αυτή η αντίδραση του σώματος ή συστήματος είναι προς την αποκατάσταση της ισορροπίας σε μια νέα πλέον θέση. Static Storage [Στατική αποθήκευση] Πληρ. Αποθήκευση σε μέσα με στατική μαγνήτιση (SRAM) αντί της δυναμικής. Static Subroutine [Στατική υπορουτίνα] Πληρ. Υπορουτίνα που διατηρεί την λειτουργία της μέσα στις κλήσεις πχ κατασκευή μιας οθόνης του Dos. Static Universe [Στατικό σύμπαν] Αστρον. Το σύμπαν όπως το θεώρησε ο Νεύτωνας: ομογενές, ισότροπο, ευκλείδειο και άπειρο σε έκταση. Ωστόσο υπάρχουν πολλές αντιφάσεις που σταδιακά οδήγησαν σε απόρριψη του μοντέλου πχ παράδοξο του Olbers. Static Variable [Στατική μεταβλητή] Πληρ. Μεταβλητή που παίρνει μια τιμή στη διάρκεια της εκτέλεσης και την οποία κρατά στην επόμενη κλήση της. Statics [Στατική] Μηχ. Είναι ο κλάδος της μηχανικής ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη των σωμάτων και συστημάτων τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Station [Σταθμός] Επικοιν. Σημείο ανταλλαγής και πολύ πιθανά επεξεργασίας μηνυμάτων σαν τελικός χρήστης ενός δικτύου. Station2 [Σταθμός] Τεχνολ. Κέντρο συλλογής δεδομένων (πχ μετεωρολογικών). Station Authentication [Πιστοποίηση σταθμού] Επικοιν. Συνήθως με την πρώτη επαφή και σε τακτικά χρονικά διαστήματα ο σταθμός Monitor ελέγχει την ύπαρξη ενός σταθμού. Station Elevation [Ανύψωση σταθμού] Μετεωρ. Η απόσταση του υψομετρικού επιπέδου ενός μετεωρολογικού σταθμού από το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας. Station Model [Πρότυπο σταθμού] Μετεωρ. Ο συμβατικός τρόπος γραφής και παρουσίασης των μετεωρολογικών μετρήσεων που καταγράφονται σε ένα μετεωρο-

Station Pressure

- 1314-

λογικό σταθμό. Η καταχώρηση γίνεται σε ένα συνοπτι- Statistical Experiment [Στατιστικό πείραμα] Στατ. κό χάρτη γύρω από τον κύκλο του σταθμού. Πείραμα τύχης που έχει σχεδιαστεί στατιστικά και εStation Pressure [Πίεση σταθμού] Μετεωρ, Η μέτρηση κτελεστεί ανάλογα για να εξεταστούν τα εξαγόμενα της πίεσης σε έναν μετεωρολογικό σταθμό, με τη βοή- για την κατανομή ή το στατιστικό μοντέλο τους. θεια του βαρομέτρου και την διόρθωση και αναγωγή Statistical Forecast [Στατιστική πρόβλεψη] Στατ. Ατης στο επίπεδο ενός συμβατικού σημείου του σταθ- φού εξαχθεί η κατανομή που φαίνεται ότι υπακούουν μού. τα δεδομένα (με παλινδρόμηση) είναι εύκολο να προStationary [Ακίνητος] Μηχ. Είναι ένας γενικύτερος ό- βλέψουμε μια την τιμή σε μια (μελλοντική) χρονική ρος που περιγράφει κάθε στοιχείο το οποίο είναι ακλό- στιγμή. νητο και αμετακίνητο ως προς κάποιο σημείο αναφο- Statistical Hypothesis [Στατιστική υπόθεση] Στατ. Η ράς. διατύπωση ενός λογικού ερωτήματος (για μια ομάδα Stationary Engine [Σταθερή μηχανή] Μηχ. Με τον ό- δεδομένων) με σαφή τρόπο ώστε να αποδίδεται η σταρο αυτύ περιγράφεται μία μηχανή η οποία είναι ακίνη- τιστική αλήθεια του με τα γνωστά τεστ. Συνήθως ατη και σταθεροποιημένη στο χώρο λειτουργίας της για πορρίπτουμε (ή όχι) τη μηδενική υπόθεση έναντι της πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. εναλλακτικής. Stationary Phase [Κατάσταση ηρεμίας] Μηχ. Καλείται Statistical Independence [Στατιστική ανεξαρτησία] η φάση εκείνη κατά την οποία ένα σώμα ή ένα σύστη- Στατ. Για 2 γεγονότα πιθανότητας η ανεξαρτησία σημα σωμάτων είναι ακίνητα ως προς ένα σύστημα συ- μαίνει την ανεξάρτητη πραγματοποίηση τους ή η πιθανότητα κοινής πραγματοποίησης τους είναι ίση με το ντεταγμένων. Stationary Point [Στατικό σημείο] Αστρον. Σημείο που γινόμενο των πιθανοτήτων του καθενός χωριστά. ένα αντικείμενο δείχνει στατικό σε σύγκριση με την Statistical Inference [Στατιστική επαγωγή] Στατ. Η ταχύτητα άλλων σωμάτων του χώρου. χρήση λογικής και στατιστικής για την εξαγωγή συStationary State [Στάσιμη κατάσταση] Φυσ. Όταν ένα μπερασμάτων που στηριζόμαστε πάνω τους για νέα σωμάτιο είναι εγκλωβισμένο σε ένα πηγάδι δυναμικού, συμπεράσματα. Διακρίνεται από την κλασσική λογική η κυματοσυνάρτηση του είναι αρμονική. Οι επιτρεπτές συμπερασματολογία. καταστάσεις του συστήματος ονομάζονται στάσιμες Statistical Linguistics [Στατιστική γλωσσολογία] καταστάσεις, αφού περιγράφουν στάσιμα και όχι οδεύ- Στατ. Χρήση στατιστικών μεθόδων για την ανάπτυξη οντα κύματα. μοντέλων λόγου ή γενικότερα εύληπτων και περισσόStationary Stochastic Process [Στατική στοχαστική τερο αποδεκτών χρήσεων της γλώσσας. διαδικασία] Μαθημ. Τυχαία διαδικασία της οποίας η Statistical Map [Στατιστικός χάρτης] Τεχνολ. Χάρτης πιθανότητα δεν εξαρτάται από μεταβολή της στοχαστι- μιας περιοχής ή ενός γεγονότος όπου σημειώνονται οι κής μεταβλητής. διακυμάνσεις μιας ποσότητας (κατά σημείο ή κατά φάStationary Time Series [Στατική χρονοσειρά] Στατ. ση). Χρονοσειρά που δεν επηρεάζεται από χρονικές μετα- Statistical Mechanics [Στατιστική μηχανική] Μηχ. βολές. Χρήση στατιστικής για να καθοριστούν οι (μέσες) τιStatistic [Στατιστικός] Στατ. Μέγεθος που έχει παρα- μές μηχανικών μεγεθών. Είναι η βάση της κβαντομηχθεί με στατιστικές μεθόδους και αξιοποιείται ανάλογα χανικής. (Βλέπε και Statistics). Statistical Monitor [Στατιστική οθόνη] Πληρ. Οθόνη Statistical Accuracy [Στατιστική ακρίβεια] Στατ. Ένα που παρουσιάζει αποκλειστικά στατιστικά αποτελέστατιστικό μέγεθος δεν έχει ανάγκη να είναι ακριβές σματα. με την "χειρουργική" έννοια. Μπορεί πάντα να κυμαί- Statistical Multiplexer [Στατιστικός πολυπλέκτης] νεται κοντά στο πραγματικό μέγεθος και αυτό αποδί- Επικοιν. Μηχανισμός κατανομής φόρτου σε τηλεφωνιδεται σε εξωτερικούς (προβλεπόμενους) παράγοντες. κές συνδέσεις με χρήση στατιστικών συμπερασμάτων Statistical Analysis [Στατιστική ανάλυση] Στατ. Η α- από προηγούμενες χρήσεις για τη διακίνηση της πληνάλυση μιας σειράς δεδομένων για την ανακάλυψη ροφορίας και τη χρονική κατανομή της. των σχέσεων που τα διέπουν ή έστω του μοντέλου απ' Statistical Parallax [Στατιστική παράλλαξη] Αστρον. όπου προκύπτουν ή το νόμο που υπακούουν. Εύρεση της παράλλαξης με χρήση στατιστικών βαρών Statistical Computing [Στατιστική υπολογιστική] από παρατηρήσεις αστέρων και πάνω στην υπόθεση Στατ. Κατασκευή λογισμικού που υλοποιεί στατιστικές της ομοιότητας στην κίνηση τους. διαδικασίες. Statistical Procedure [Στατιστική διαδικασία] Στατ. 1. Statistical Control [Στατιστικύς έλεγχος] Στατ. Δια- Έτσι αναφέρεται συνήθως η μέθοδος για την διατύπωκριτός έλεγχος που χρησιμοποιεί στατιστικές μεθό- ση μιας στατιστικής υπόθεσης και τη διεξαγωγή του κατάλληλου τεστ. 2. Μέθοδος στατιστικής ανάλυσης δους. Statistical Copolymers [Τυχαία Συμπολυμερή] Ομγ. σε αλγοριθμική μορφή 3. Το υποπρόγραμμα που δίνει Χημ. Συμπολυμερείς ενώσεις, όπου τα μακρομόρια α- υπολογιστικά αποτελέσματα με κάποια δεδομένα. ποτελούνται από τυχαία κατανεμημένες ομάδες μονο- Statistical Quality Control [Στατιστικός έλεγχος μερών. ποιότητας] Τεχνολ. Η λήψη προϊόντων από τη σειρά Statistical Decision [Στατιστική απόφαση] Στατ. Λήψη παραγωγής με βάση κάποιο στατιστικό μοντέλο για την εύρεση του πιθανού αριθμού λαθών. απόφασης με χρήση πιθανοτήτων. Statistical Distribution [Στατιστική κατανομή] Στατ. Statistical Tables [Στατιστικοί πίνακες] Στατ. Πίνακες Ένας νόμος -συνάρτηση που εκφράζει ένα μηχανισμό που περιέχουν τιμές διάφορων κατανομών για διάφοπαραγωγής πιθανότητας και συνήθως προκύπτει από ρους βαθμούς ελευθερίας και επίπεδα σημαντικότητας. κάποιο φυσικό πρόβλημα αν και με την ευρεία έννοια Statistical Test [Στατιστικό τεστ] Στατ. Από τα δεδοη στατιστική είναι ο χώρος όπου το απίθανο φαίνεται μένα ενός προβλήματος πάνω στην ανάλυση διακύπιθανό. μανσης ορίζεται το πιο κατάλληλο τεστ που θα χρησι-

- 1315-

Stcam Emulsion Test

μοποιηθεί ώστε τα αποτελέσματα να είναι αξιόπιστα Steady-State Conduction [Αγωγή σε Μόνιμη Κατάσταση] Ρευστομηχ. Το φαινόμενο της μεταφοράς θερκαι να αποδίδουν στις προβλέψεις. Statistical Thermodynamics [Στατιστική θερμοδυνα- μότητας με αγωγή, όταν η θερμοκρασία σε κάθε σημική] Φυσ. Η κλασσική θερμοδυναμική όταν τα μεγέ- μείο είναι σταθερή με το χρόνο. θη οριστούν με την κβαντομηχανική έννοια. Steady-State Diffusion [Διάχυση σε Μόνιμη ΚατάStatistical Time Division Multiplexers [Στατιστικοί σταση] Ρευστομηχ. Το φαινόμενο της διάχυσης ενός πολυπλέκτες με διαίρεση χρόνου] Ετπκοιν. Εργαλεία ρευστού, όταν η ωθούσα δύναμη παραμένει σταθερή πολύπλεξης με διαίρεση χρόνου σε σχισμές όπου η κα- με το χρόνο. τανομή καναλιού για διακίνηση πληροφορίας για την Steady State Error [Λάθος σταθερής κατάστασης] Τεοικονομικότερη διαχείριση γίνεται επιπλέον με χρήση χνολ. Το λάθος που παρουσιάζεται τη στιγμή απώλειας στατιστικών παραμέτρων. της μεταβολικής κατάστασης ενός συστήματος πχ στην Statistical Weight [Στατιστικό βάρος] Στατ. Η χρήση έξοδο όταν δεν υπάρχει ανατροφοδότηση. συντελεστών για ένα γραμμικό συνδυασμό που έχουν Steady-State Flow [Ροή σε Μόνιμη Κατάσταση] Ρευστομηχ. Η ροή ενός ρευστού, όταν όλες οι συνθήκες παραχθεί με βάση προηγούμενες παρατηρήσεις. Statistics [Στατιστική] Στατ. Κλάδος των μαθηματικών παραμένουν σταθερές με το χρόνο. που χρησιμοποιεί τη θεωρία πιθανοτήτων για να εξετά- Steady-State Reactor [Αντιδραστήρας ευσταθούς ισει σειρές δεδομένων ως προς τις σχέσεις που εμφανί- σορροπίας] Πυρην. Φυσ. Πρόκειται για έναν πυρηνικό ζονται ανάμεσα τους. Αποτελείται από προτάσεις και αντιδραστήρα που λειτουργεί κάτω από συνθήκες που θεωρήματα, τα οποία έχουν ως απώτερο σκοπό την δεν αλλάζουν σημαντικά με το χρόνο. Αυτό έχει προμελέτη της αβεβαιότητας. II Στατιστική αποτελεί τη βλεφθεί κατά την κατασκευή του. "σειρήνα" των εφαρμοσμένων μαθηματικών, η οποία Steady State Theory [Θεωρία σταθερής κατάστασης] με τη μοναδική της δυνατότητα να δίνει νόημα και ση- Αστρον. Θεωρία που στηρίζεται στο ότι το σύμπαν έχει μασία σε αριθμητικά δεδομένα, πέρα από την ψυχρή σταθερή πυκνότητα που αντί να διαστέλλεται κατανααπόδειξη των μαθηματικών, γοητεύει τον ερευνητή, ο λώνει την ενέργεια για παραγωγή ύλης. οποίος έρχεται σε άμεση επαφή με τη μαγεία των αριθ- Steady State Universe [Σύμπαν σταθερής κατάσταμών. σης] Αστρον. Η θεωρία που στηρίζει ότι το σύμπαν δεν Stator [Στάτης] Μηχ. Καλείται το ακλόνητο στέλεχος μπορεί να μεταβληθεί τόσο που να αλλάξει όψη, άρα μίας μηχανής, γύρω ή εντός του οποίου συνήθως περι- από παντού έχουμε τυπικά την ίδια πάνω κάτω εικύνα. Steam1 [Ατμός] Φυσ. Χημ. Γενικά, η αέρια φάση μιας στρέφεται ο δρομέας.. Status Byte [Ειδικό byte κατάστασης] Πληρ. Ένα byte υγρής ουσίας, που υπάρχει σε συνθήκες ισορροπίας που κρατούσε πληροφορίες κατάστασης φάσεων. (απασχύλησης) περιφερειακών σε παλαιότερους υπο- Steam2 [Ατμός] Φυσ. Χημ. Νερό σε αέρια ς>άση, που υπάρχει σε θερμοκρασία ίση ή μεγαλύτερη από το σηλογιστές. Status Check [Ελεγχος κατάστασης] Πληρ. Έλεγχος μείο ζέσεως. μιας ποσότητας πληροφορίας πχ ενός bit ή μιας λέξης Steam 3 [Ατμός] Φυσ. Χημ. Νερό σε αέρια φάση, σε θερκατάστασης που ημερώνεται για την κατάσταση λει- μοκρασία μεγαλύτερη από το σημείο ζέσεως, που χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. τουργίας ενός περιφερειακού. Status Line [Γραμμή κατάστασης] Πληρ. Συνήθως σε Steam Accumulator [Συσσωρευτής Ατμού] Μηχ. Ειδιπεριβάλλον γραφικών ένα καλό πρόγραμμα διαθέτει κό δοχείο που χρησιμοποιείται σε ατμογεννήτριες, στο αυτή τη γραμμή κατάστασης που περιέχει πληροφορίες οποίο υπάρχει νερό που θερμαίνεται, ώστε να αναπαπρο')της ζήτησης για το περιβάλλον του χρήστη και κα- ράγεται ατμός. λά θα ήταν οι πληροφορίες αυτές να ορίζονταν κατ' Steam Boiler [Ατμογεννήτρια] Μηχ. -» Boiler επιλογή του χρήστη. Steam Condenser [Συμπυκνωτής Ατμού] Μηχ. ΣυStatus Register [Καταχωρητής κατάστασης] Πληρ. σκευή στην οποία τροφοδοτείται ατμός, ψύχεται και Καταχωρητής που δείχνει την κατάσταση ή σχέση που εξέρχεται συμπυκνωμένος σε υγρή φάση. βρίσκονται σε κάθε στιγμή ο χρήστης με τον πυρήνα Steam Cracking [Πυρόλυση με Ατμό] Χημ. Μηχ. Διερτου λειτουργικού συστήματος καθώς και αν καλεί κά- γασία πυρόλυσης κλασμάτων πετρελαίου, όπου η θέρμανση επιτυγχάνεται με εισαγίυγή ατμού στο αντιδρόν ποια διακοπή. Status Word [Αέξη κατάστασης] Πληρ. Αυτό που αντι- σύστημα. κατέστησε το byte κατάστασης. Steam Distillation [Απόσταξη με Γυμνό Ατμό] Χημ. Staurolite [Σταυρόλιθος] Ορυκτ. Κρυσταλλικό, ορθο- Μηχ. Ειδική περίπτωση απόσταξης, όπου προστίθεται ρομβικό ορυκτό, με χημική σύσταση FeAl^SiO.,^ γυμνός ατμός στον πυθμένα της στήλης, με σκοπό τη (0Η)2, ειδικό βάρος 3,7 και σκληρότητα 7-7,5 Mohs. μείωση του γραμμομοριακού κλάσματος του μη πτητικού συστατικού στην αέρια φάση. Χρησιμοποιείται Το χρώμα του είναι καστανέρυθρο ή μαύρο. Stayed Cable Bridge [Είδος καλωδιωτής γέφυρας] συχνά όταν το μη πτητικό συστατικό είναι νερό. Πολ.Μηχ. Είναι ένας τύπος γέφυρας όπου το κατά- Steam Dryer [Ξηραντήρας Ατμού] Χημ. Μηχ. Συσκευή στρωμα έχει τη στατική μορφή προβόλου αλλά στηρί- ξήρανσης που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνσης ζεται και από κεκλιμένα καλώδια τα οποία αναρτώνται υγρών σταγονιδίων από ρεύμα ατμού. από έναν ή περισσότερους πύργους της γέφυρας. Steam Emulsion Test [Πείραμα Γαλακτώματος με ΑSteady Flow [Σταθερή Ροή] Ρευστομηχ. Ροή ρευστού, τμό] Χημ. Δίνει μια μέτρηση της ικανότητας ενός ελαίκατά την οποία τα χαρακτηριστικά δεν μεταβάλλονται ου να διαχωρίζεται από γαλάκτωμα. Στο δείγμα, που βρίσκεται σε βαθμονομημένο ογκομετρικό σωλήνα, με το χρόνο. Steady State [Μόνιμη Κατάσταση] Φνσ. Χημ. Για ένα διαβιβάζεται ατμός, ο οποίος συμπυκνώνεται, οπότε σύστημα, είναι η κατάσταση στην οποία όλες οι ιδιό- σχηματίζεται γαλάκτωμα και παρατηρείται ο χρόνος που απαιτείται για να διαχωρισθεί το έλαιο από αυτό. τητες είναι σταθερές με το χρόνο.

Steam Generator

- 1316-

Steam Generator [Ατμογεννήτρια] Μηχ. -» Boiler Steam-Heated Evaporator [Εξατμιστής Θερμαινόμενος με Ατμό] Μηχ. Εναλλάκτης θερμότητας, όπου το θερμό ρευστό είναι ατμός. Η θερμότητα συμπύκνωσης του ατμού προσδίδεται στο ψυχρό ρευστό, το οποίο θερμαίνεται και εξατμίζεται. Steam Heating [Θέρμανση με Ατμό] Χημ. Μηχ. Διεργασία θέρμανσης ενός συστήματος, όπου χρήσιμοποιείται ατμός ως θερμαντικό μέσο. Steam Jacket [Μανδύας Ατμού] Χημ. Μηχ. Ο μανδύας που περιβάλλει ένα δοχείο διεργασίας και περιέχει γυμνό ατμό, με σκοπό τη θέρμανση του δοχείου. Steam Nozzle [Ακροφύσιο Ατμού] Μηχ. Σύστημα παροχής ατμού, που καταλήγει σε μικρής διαμέτρου άνοιγμα. Ατμός μεγάλης πίεσης εκτονώνεται μέσα από το άνοιγμα αυτό, αποκτώντας αυξημένη κινητική ενέργεια. Steam Point [Σημείο Ατμού] Φυσ. Χημ. Η θερμοκρασία στην οποία, νερό βρίσκεται σε ισορροπία με τον ατμό του. Είναι γνωστό και ως σημείο ζέσεως. Steam Separator [Διαχωριστής Ατμού] Μηχ. Συσκευή στην οποία γίνεται διαχωρισμός υγρής και αέριας φάσης διαφασικού μίγματος. Steam Stripping [Απογύμνωση με Ατμό] Χημ. Μηχ. Η μέθοδος απόσταξης που χρησιμοποιεί γυμνό ατμό στο τμήμα εξάντλησης. Steam Distillation Steam Turbine [Τουρμπίνα ατμού] Μηχ. Γνωστή και με τον όρο ατμοστρόβιλος, είναι μία μηχανή η οποία παράγοντας ατμό, με υψηλή πίεση τον διοχετεύει επάνω στα πτερύγια ενός άξονα μέσα σε έναν κύλινδρο για την παραγωγή μηχανικού έργου. Steamboat [Ατμόπλοιο] Ναυπηγ. Πρόκειται για κάθε πλεούμενο σκάφος, σχετικά μικρών διαστάσεο>ν, το οποίο κινείται χάρη στην ενέργεια του ατμού που το ίδιο παράγει και πλέει συνήθως σε ποτάμια, λίμνες ή ρηχές θάλασσες χωρίς ιδιαίτερο κυματισμό, μεταφέροντας επιβάτες για λόγους αναψυχής σε κοντινούς προορισμούς. Stearamide [Στεαταμίδιο] Οργ. Χημ. Αμίδιο του στεατικού οξέος, με χημικό τύπο CH3(CH2)i6CONH2, μοριακό βάρος 283,50, θερμοκρασία τήξεως 71,2 "C και ζέσεως 250-251 °C, σε πίεση 12 torr. Είναι κρυσταλλική ένωση, διαλυτή σε αιθέρα και χλωροφόρμιο και χρησιμοποιείται κυρίως ως παρεμποδιστής διάβρωσης. Stearate [Στεατικός] Ομγ. Χημ. Χαρακτηρίζεται άλας ή εστέρας, παράγωγα του στεατικού οξέος. Stearic Acid [Στεατικό Οξύ] Ομγ.Χημ. Είναι το δεκαοκτανοϊκό οξύ, που έχει χημικό τύπο CH3(CH2) 16COOH, μοριακό βάρος 284,48, σημείο τήξεως 71,2 °C και σημείο ζέσεως 360 °C. Πρόκειται για το πιο κοινό λιπαρό οξύ που υπάρχει σε φυτικά και ζωικά λίπη. Διαλύεται σε αιθέρα, ακετόνη και χλωροφόρμιο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση σαπουνιών, καλλυντικών, πολυμερών, κλπ. Stearin [Στεαρίνη] Οργ. Χημ. Εστέρας του στεατικού οξέος με γλυκερόλη, που έχει χημικό τύπο CH3(CH2) I6C00CH(CH202CC17H35)2, μοριακό βάρος 891,50 και σημείο τήξεως 73 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε ακετόνη, χλωροφόρμιο και διθειάνθρακα. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση σαπουνιών και κηρών. Stcarolic Acid [Στεαρολικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι το 9δεκαοκτινοϊκό οξύ, CH3(CH2)7C°C(CH2)7COOH, που έχει μοριακό βάρος 280,45, σημείο ζέσεως 260 °C και σημείο τήξεως 48 "C. Είναι διαλυτό σε διαιθυλαιθέρα και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση.

Stearyl Alcohol [Στεαρυλική Αλκοόλη] Οργ. Χημ. Πρόκειται για τη δεκαοκτανόλη-1, που έχει χημικό τύπο CH3(CH2)I6CH2OH, μοριακό βάρος 270,50, σημείο ζέσεως 210,5°C και σημείο τήξεως 59-60 °C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή ρητινών, λιπαντικών και καλλυντικών, Steel [Χάλυβας] Ανόργ. Χημ. Κράμα σιδήρου - άνθρακα, με ποσοστό άνθρακα μικρότερο από 1,5%. Μπορεί να περιέχει ακόμη χρώμιο ή βολφράμιο ή μολυβδαίνιο. Λαμβάνεται από ακατέργαστο σίδηρο, μέσα σε ειδικές καμίνους, όπου με οξείδωση ελαττώνεται το ποσοστό του περιεχόμενου άνθρακα. Οι ιδιότητές του ρυθμίζονται από τη σύσταση, τον τρόπο θέρμανσης και ψύξης και από τη μηχανική κατεργασία που έχει υποστεί, Steel Converter [Μετατροπέας χάλυβα] Μεταλ?.. Κλίβανος διαφόρων τύπων ανάλογα με την εφαρμοζόμενη μέθοδο (ηλεκτρικοί, Μπέσσεμερ, Σίεμενς-Μαρτέν κ.λ. π.) για την επεξεργασία του χυτοσιδήρου προς παρασκευή χάλυβα. Steep Fold [Απότομο ρήγμα] Γεωλ. Ρήγμα με κλίση μεγαλύτερη των 45 μοιρών. Steepest Descent Method [Υπερβολική καθοδική μέθο6ος] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση, η οποία έχει την μορφή: F (x) = iAexgtz) dz, η οποία έχει σαγματοειδή σημεία. Με την βοήθεια των σειρών Taylor μπορεί να προκύψει μια αριθμητική μέθοδος για την προσέγγιση της συνάρτησης αυτής στα σαγματοειδή σημεία η οποία λέγεται υπερβολικά καθοδική μέθοδος, Steeple [Καμπαναριό] Αρχ. Γνωστό και με τον όρο κωδωνοστάσιο, είναι ο πυργίσκος ο οποίος δίπλα στο κυρίως κτίριο του ναού φιλοξενεί τις καμπάνες αλλά και προσδίδει μία ιδιαίτερη αρχιτεκτονική στο συνολικό εκκλησιαστικό οικοδόμημα. Steering [Καθοδήγηση] Μετεωρ. Η καθοδήγηση στην κίνηση το^ν χαμηλών στρωμάτων αερίων ρευμάτων από τα ανώτερά τους αέρια ρεύματα, Steering Column [Στύλος τιμονιού] Μηχ. Ονομάζεται η μεταλλική ράβδος η οποία στηρίζει και συνδέει το τιμόνι ενός αυτοκινήτου στον υπόλοιπο μηχανισμό πηδαλιούχησής του. Steering Flow [Ροή καθοδήγησης] Μετεωμ. Το ατμοσφαιρικό ρεύμα που βρίσκεται στα μέσα ή ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, του οποίου η διεύθυνση είναι η ίδια ή επηρεάζει την κίνηση των κατώτερων ατμοσφαιρικών ρευμάτων. Steering Gear [Σύστημα πηδαλιούχησης] Μηχ. ΙΙρόκείται για το συνολικό μηχανισμό ενός οχήματος ή ενός πλοίου, ο οποίος χρησιμεύει για την καθοδήγησή του στη στεριά και στη θάλασσα αντίστοιχα, Steering Level [Στάθμη καθοδήγησης] Μετεωρ. Το έπίπεδο στο οποίο συμβαίνει η καθοδήγηση του ατμοσφαιρικού ρεύματος. Stefan-Boltzmann Constant [Σταθερά Stelan-Bolizmann] Φυσ. Η σταθερά σ στο νόμο Stefan-Boltzmann για μεταφορά θερμότητας με ακτινοβολία. Ισούται με 5,67χ10'12 Joules/cm^Κ4. Stefan-Boltzmann Law [Νόμος Stefan-Boltzmann] Φυσ. II συνολική ενέργεια ακτινοβολίας ανά μονάδα επιφάνειας, W (Joules/cm2), για ένα πραγματικό σώμα, είναι W = εχσχΤ4, όπου σ η σταθερά ακτινοβολίας, Τ η απόλυτη θερμοκρασία και ε ο συνολικός συντελεστής εκπομπής. Steganography [Στεγανογραφία] Πλημ. Τεχνική κρυπτογράφησης που χαρακτηρίζεται έτσι λόγω του πολύ-

- 1317 -

πλοκού της χρήσης της που βρήκε τελικά διέξοδο μέσα στα φράκταλ. Stellar [Αστρικός] Αστρον. Επιθετική ορολογία που είναι σχετική με την έννοια των άστρων. Stellar Absolute Magnitude [Αστρικό απόλυτο μέγεθος] Αστρον. Το φαινόμενο μέγεθος ενός άστρου σε απόσταση 10 Παρσέκ. Stellar Apparent Magnitude [Αστρικό φαινόμενο μέγεθος] Αστρον. Ποσότητα που εξαρτάται από την ποσότητα ενέργειας του παρατηρητή ανά χρονική μονάδα σύμφο)να με το νόμο του Weber. Υπάρχουν τα εξής μεγέθη: οπτικό, βολομετρικό, φωτοοπτικό, φωτογραφικό. Stellar Association [Αστρικός σχηματισμός] Αστρον. Όμιλοι αστέρων μεγαλύτεροι από τα Star Clusters. Stellar Atmosphere [Αστρική ατμόσφαιρα] Αστρον. Τα στρώματα αερίων, πλάσματος και σωματιδίων που περιβάλλουν ένα άστρο. Stellar Bolometric Magnitude [Αστρικό βολομετρικό μέγεθος] Αστρον. Όλη η εκπεμπόμενη ενέργεια από ένα άστρο που φτάνει στη γήινη ατμόσφαιρα. Το μέγεθος διακρίνεται σε απόλυτο (στα 10 pc) και σχετικό. Αστέρες σαν τον ήλιο αντιστοιχούν στο ) της βολομετρικής κλίμακας. Stellar Brightness [Αστρική λαμπρότητα] Αστρον. Π φωτεινότητα (ροή ακτινοβολίας) σε κάποια απόσταση. Σαν μέτρο ορίζεται η λαμπρότητα στα 10 Parsec. Stellar Chemical Structure [Αστρική χημική δομή] Αστρον. Η ακριβής σύσταση γίνεται γνα)στή μόνο από το φάσμα και την ηλικία α>στόσο καλύπτουν συνήθιος όλο το περιοδικό σύστημα εκτός από τα βαριά στοιχεία που αναπτύσσονται στο τέλος. Ο ήλιος δεν έχει ευγενή αέρια και αλογόνα. Stellar Evolution [Αστρική εξέλιξη] Αστρον. II εξέλιξη ενός άστρου όπως ξεκινάει απύ ένα νέφος αερίων και μπαίνει σαν προαστέρας σταδιακά στην κύρια ακολουθία που ξεκινά με την καύση του υδρογόνου που τελειώνει στη φάση του ερυθρού γίγαντα, την καύση του ηλίου, του μεταβλητού αστέρα, και την καύση του άνθρακα και των βαρέων στοιχείων σαν νεφέλωμα, λευκός νάνος ή μαύρος νάνος, σούπερνοβα ή μαύρη τρύπα. Stellar Flare [Αστρική έκλαμψη] Αστρον. Φαινόμενο που χαρακτηρίζει τους αστέρες εκλάμψεων τύπου UV Ccti (Κήτους) που παρουσιάζει αξιοσημείωτες εκλάμψεις ακτινοβολίας. Stellar Light [Αστρικό φως] Αστρον. Το φως των άστρων είναι η πρώτη κύρια πηγή μέτρησης πολλών χαρακτηριστικών, απευθείας είτε μέσω της φασματοσκοπικής ανάλυσης. Εν τούτοις δεν πρέπει να μπερδεύεται με τον νυχτερινύ σπινθηρισμό (Star Scintillation). Stellar Luminosity [Αστρική φαπεινότητα] Αστρον. II μονοχρωματική ένταση ακτινοβολίας ή η ολική ροή της για όλη την σφαιρική επιφάνεια που είναι ανεξάρτητη της απόστασης από τον αστέρα. Stellar Magnetic Field [Αστρικό μαγνητικό πεδίο] Αστρον. Μαγνητικό πεδίο που ποικίλλει τόσο μεταξύ το>ν αστέρων όσο και μεταξύ διαφόρων χρονικών περιόδων αλλά και πάνω σε διάφορα άλλα χαρακτηριστικά πχ πολικότητα. Βρίσκεται από το φαινόμενο Zeeman και φτάνει ως τα 40000 Gauss για ραδιοπηγές. Stellar Magnitude [Αστρικό μέγεθος] Αστρον. Μια σειρά από μεγέθη άστρων όπως τα αντιλαμβανόμαστε μάσα από τις παρατηρήσεις μας. Stellar Mass [Αστρική μάζα] Αστρον. Η μάζα που συ-

Subscription Television

νήθως μετριέται βάση της ηλιακής μάζας από τη σχέση μάζας φωτεινότητας ή από το φαινόμενο Doppler αλλά γενικά είναι δύσκολα υπολογίσιμο μέγεθος. Stellar Model [Αστρικό μοντέλο] Αστρον. Η κατανομή των άστρων στο διαστημικό χώρο. Δεν υπάρχει γνωστή κατανομή αλλά υπάρχει η θεμελιώδης εξίσωση της αστρικής στατιστικής που επιλύεται μόνο υπό παραδοχές (Kapteyn). Stellar Notation [Αστρικός συμβολισμός] Αστρον. Ο συμβολισμός ακολουθεί τη θέση σε κάποιο κατάλογο, κάποια φασματική ταξινόμηση ή κάποιο αστερισμό με σειρά λαμπρότητας. Stellar Optical Magnitude [Αστρικό οπτικό μέγεθος] Αστρον. Το αστρικό φαινόμενο μέγεθος στην πρασινοκίτρινη φασματική περιοχή. Stellar Parallax [Αστρική παράλλαξη] Αστρον. Διαχωρίζεται σε ετήσια (δες και star's Parallax), δυναμική παράλλαξη, αιώνια παράλλαξη και φασματοσκοπική παράλλαξη. Stellar Photographical Magnitude [Αστρικό φωτογραφικό μέγεθος] Αστρον. Το αστρικό φαινόμενο μέγεθος στην κυανή φασματική περιοχή. Stellar Photometry [Αστρική φοπομετρία] Αστρον Μέτρηση της αστρικής φωτεινότητας με διάφορους ηθμούς και διαφάνειες και σε συνάρτηση με φασματικά μεγέθη. Stellar Photometry System [Αστρικό φωτομετρικό σύστημα] Αστρον. Σύστημα απόδοσης φαινόμενου μεγέθους με σύγκριση του σε διαφορετικές περιοχές του φάσματος. Κυριότερος εκπρόσωπος το σύστημα UBV πάνω σε γνωστά άστρα που συνήθως θεωρούνται τα κοντινότερα και καλύτερα μελετημένα πχ ήλιος, α Κενταύρου, Σείριος κτλ. Stellar Photooptical Magnitude [Αστρικό φωτοοπτικό μέγεθος] Αστρον. Το αστρικό φαινόμενο μέγεθος στην κίτρινη φασματική περιοχή. Stellar Population [Αστρικός πληθυσμός] Αστρον. Γενικότερο σύστημα ταξινόμησης αστέρων με βάση το χρόνο κατασκευής (εφόσον βρίσκονται σε σχετικά κοντινές θέσεις και κινούνται παράλληλα). Stellar Pulsation [Αστρική δόνηση] Αστρον. Φαινόμενο που χαρακτηρίζει μια ειδική κατηγορία άστρων που εκπέμπουν παλμούς. Αν είναι παλμίτες (Pulsars) έχουν σταθερό παλμό και είναι υπολείμματα εκρήξεων, αστέρες νετρονίων κτλ, και αν είναι μεταβλητοί οφείλεται στις εσωτερικές στοιβάδες του άστρου. Stellar Radii [Αστρικές ακτίνες] Αστρον. Μέγεθος που στηρίζεται κύρια σε γεωμετρικές ή φωτομετρικές μεθόδους (πχ ολογραφίες, βάση διπλών άστρων κτλ). Stellar Scintillation [Αστρικό σπινθήρισμα] Αστρον. Φαινόμενο της μη ομοιόμορφης κατανομής ακτίνων στην παρατήρηση σε ορισμένες περιοχές του κύματος που δυσκολεύει τη μέτρηση των φαινόμενων μεγεθών. Stellar Spectroscopy [Αστρική φασματοσκοπία] Αστρον. Μελέτη των ιδιοτήτων (θερμοκρασία, χημική σύσταση κτλ) των εξωτερικών στρωμάτων ενός άστρου και της ατμόσφαιρας του μέσα από την ανάλυση του φάσματος του όπως έρχεται σε μας (δηλαδή πριν από κάποια χρόνια). Stellar Spectrum [Αστρικό φάσμα] Αστρον. Η ανάλυση του βασίζεται σε μερικά καθολικά αποδεκτά συστήματα πχ του Harvard (7 κύριοι τύποι με υποδιαιρέσεις), σύστημα Μ Κ που στηρίζεται και στην κλάση φωτεινότητας 1-VI. Stellar System [Αστρικό σύστημα] Αστρον. Ομάδα α-

Stellar Temperature

- 1318-

στέρων που κινούνται παράλληλα και σχετικά. Stellar Temperature [Αστρική θερμοκρασία] Αστρον. Η θερμοκρασία αυτή είναι συνάρτηση της απόστασης από τον πυρήνα όπου ξεπερνάει το εκατομμύριο βαθμούς Kelvin, και πέφτει σε κάποιες χιλιάδες βαθμούς στην επιφάνεια με σημαντική αύξηση στα σημεία έκλυσης ενέργειας. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί που ταυτίζονται για την κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας. Stellar Velocity [Αστρική ταχύτητα] Αστρον. Η ταχύτητα ενός άστρου αναλύεται στην εφαπτόμενη συνιστώσα και στην ακτινική συνιστώσα απομάκρυνσης από το κέντρο της τροχιάς. Stellar Wind [Αστρικός άνεμος] Αστρον. Το εξωτερικό στρώμα της ατμόσφαιρας ενός αστέρα. Stencil [Χρωματισμός βάσει σχεδίου] Τεχνολ. Χρωματισμός μέσα από ένα πρότυπο υλικό που χρησιμοποιείται σαν σφραγίδα. Step1 [Βήμα] Μαθημ. Στην αριθμητική επίλυση εξισώσεων που συνήθως γίνεται ακολουθιακά, το βήμα δηλώνει εκτέλεση ενός αλγόριθμου για μια φορά ώστε να πάρουμε αποτέλεσμα για τη λύση που θα πρέπει να προσεγγίζω την πραγματική Step2 [Βήμα] Πλημ. Η μετάβαση από την εκτέλεση μιας εντολής στην επόμενη. Step3 [Βήμα] Χημ. Ένα στάδιο στη διαδικασία συγκεκριμένης χημικής αντίδρασης. Step Aeration [Αερισμός Βηματικής Τροφοδοσίας] Χημ. Μηχ. Στάδιο του βιολογικού καθαρισμού υγρών αποβλήτων, κατά το οποίο η ιλύς έρχεται σε επαφή με οξυγόνο, σε δεξαμενή αερισμού. Η τροφοδοσία της ιλύος γίνεται σε δύο ή περισσότερα σημεία κατά μήκος της δεξαμενής, οπότε οι απαιτήσεις σε οξυγόνο είναι σχετικά ίδιες σε όλα τα τμήματά της. Step By Step System [Σύστημα βήμα βήμα] Επικοιν. 1. Σύστημα που συνήθως αλληλεπιδρούν τα 2 άκρα του όσο προετοιμάζεται η επικοινωνία 2. Σύστημα που συναντάμε συνήθως στην εγκατάσταση μιας εφαρμογής στον Η/Υ και σε κάθε βήμα συζητά ή ενημερώνει το χρήστη για τις προτιμήσεις του και τις επιλογές του. Step Change [Αλλαγή βήματος] Μαθημ. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της αριθμητικής επίλυσης διαφορικών εξισώσεων. Η αλλαγή βήματος προσφέρει καλύτερο έλεγχο και ευκολότερη επίλυση. Step Counter [Μετρητής βημάτων] Μαθημ. Μεταβλητή που κρατάει τον αριθμό βημάτων, και πολλές φορές είναι περιοριστική για τη λύση. Step-down Transformer [Μετασχηματιστής μείωσης τάσης] Ηλεκ. Ο μετασχηματιστής στον οποίο οι τάσεις στα άκρα του πρωτεύοντος και του δευτερεύοντος πηνίου του είναι ανάλογες, επομένως με ανάλογες ρυθμίσεις μπορεί να δίνει μειωμένη τάση στα άκρα του δευτερεύοντος πηνίου σε σχέση με την τάση στα άκρα του πρωτεύοντος. * Step Fault [Κλιμακωτό ρήγμα] Γεωλ. Σύστημα σχετικά παράλληλων ρηγμάτων με κλιμακωτή διάταξη και σχετική μετατόπιση προς την ίδια πλευρά. Step Function [Βηματοειδής Συνάρτηση] Μαθημ. Simple Function Step-Growth Polymerization [Σταδιακός Πολυμερισμός] Opy. Χημ. Μηχανισμός πολυμερισμού, κατά τον οποίο τα μονομερή συνδέονται με ταυτόχρονη αποβολή μικρού μοριακού βάρους ενώσεων, ύπως π.χ. νερό. Step Index [Δείκτης κατά βήμα] Επικοιν. Τρόπος μετάδοσης σήματος οπτικών ινών που επιτυγχάνεται με την

σταδιακή ανάκλαση της οπτικής ακτίνας κατά μήκος του καναλιού. Έτσι έχουμε την μεγαλύτερη εισαγωγή θορύβου. Step Response [Απόκριση βήματος] Τεχνολ. Η λύση που δίνει η προσέγγιση ενός σήματος σε κάποια στιγμή. Step Size [Μέγεθος βήματος] Μαθημ. Το κατάλληλο μέγεθος βήματος για να πετύχουμε ευστάθεια (σε κάθε βήμα) και επιτυχή προσέγγιση συνήθως πρέπει να επιτευχθεί μόνο με εκτίμηση στη διάρκεια της ολοκλήρωσης εκτός και σιγουρευτούμε για την επιτυχή στατιστική προσέγγιση μας. Step Test [Τεστ βήματος] Τεχνολ. Ένας έλεγχος με γεωμετρικές μεθόδους εξεύρεσης της κατάλληλης διεύθυνσης. Step-up Transformer [Μετασχηματιστής αύξησης τάσης] IDS.K. Ο μετασχηματιστής στον οποίο οι τάσεις στα άκρα του πρωτεύοντος και του δευτερεύοντος πηνίου του είναι ανάλογες, επομένως με ανάλογες ρυθμίσεις μπορεί να δίνει αυξημένη τάση στα άκρα του δευτερεύοντος πηνίου σε σχέση με την τάση στα άκρα του πρωτεύοντος. Stcphanian [Στεφάνιον] Γεωλ. Γεωλογική βαθμίδα της Ανώτερης υποπεριόδου της Λιθανθρακοφόρου περιόδου (πριν από περίπου 345 εκατομ. χρόνια) του Παλαιοζωικού αιώνα, νεότερη από το Βεστφάλιον της ίδιας υποπεριόδου και αρχαιότερη από το Ωτούνιον της Περμίου. Stephanite [Στεφανίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, αδιαφανής, γκρίζου ή μαύρου χρώματος, με MB 789 και χημικό τύπο AgsSbS4. Ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.63: 1: 0.69 και το μέσο ειδικό του βάρος 6.25. Συναντάται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Αυστραλίας, του Καναδά και της Αυστρίας. Stephen Reaction [Αντίδραση Stephen] Opy. Χημ. Αντίδραση αναγωγής αιθερικού διαλύματος νιτριλίου (RC°N) με αέριο υδροχλίόριο και χλωριούχο κασσίτερο (II), προς σχηματισμό αλδεύδης (RCH=0). Ενδιάμεσα σχηματίζεται αλδιμίνη (RCH=NH), η οποία υδρολύεται εύκολα προς αλδεΰδη. Stepladder [Κινητή σκάλα] Μηχ. Πρόκειται για μία μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για παράδειγμα στα πλοία, η οποία επιτρέπει τη μετακίνηση από ένα επίπεδο σε ένα άλλο με διαφορετικό υψόμετρο. Μπορεί να ανυψωθεί ή να χαμηλωθεί κινούμενη περιστροφικά από την αρθρωτή πλατφόρμα της. Steppe Climate [Κλίμα των στεπών] Μετεωρ. Γενικά ξηρό κλίμα με πολύ περιορισμένες βροχοπτώσεις κατά την εποχή της άνοιξης και κατά περιόδους θερμό ηπειρωτικού χαρακτήρα με απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας, παράγοντες που επιδρούν καθοριστικά τόσο επί της μορφολογίας του εδάφους όσο και επί της ανάπτυξης της ιδιότυπης των περιοχών αυτών πανίδας και χλωρίδας. Στις περιοχές αυτές παρά την κατά περιόδους πτώση της θερμοκρασίας σε χαμηλά επίπεδα δεν υπάρχει μόνιμη παρουσία χιονιού ή πάγου. Γενικά επικρατεί βλάστηση τούνδρας. Stepped Footing [Βαθμιδωτή θεμελίωση] Πολ.Μηχ. Καλείται ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζεται το πέδιλο έδρασης ενός τοιχίου μίας κατασκευής από οπλισμένο σκυρόδεμα σε μία επιφάνεια θεμελίωσης με πολύ μεγάλη κλίση. Έχει τη μορφή κλίμακας αποτελούμενο από οριζόντιες βαθμίδες, για να μην ολισθαίνει όταν αναλάβει τα πλήρη φορτία του αλλά και κατά

- 1319-

τη φάση σκυροδέτησής του. Stepwise Refinement [Σταδιακή βελτίωση] Πληρ. Μεθοδολογία κατασκευής ενός μοντέλου, ενός DBMS όπου κάθε βήμα βελτιώνεται ένα ήδη λειτουργικό σχήμα. Steradian [Στερεοακτίνια] Μαθημ. Είναι μια μονάδα μέτρησης γωνιών ανάλογη με τα ακτίνια στις γωνία οι οποίες ανήκουν στο επίπεδο. Τα στερεοακτίνια είναι μια μονάδα μέτρησης στερεών γωνιών και συμβολίζεται στην διεθνή μαθηματική βιβλιογραφία ως sr. Stercgon [Γωνία στερεού] Μαθημ. Είναι μια γωνία η οποία κείται έναντι μια σφαίρας. Είναι ίση με 4 π στερεοακτίνια ή 4 π sr Stereo Broadcasting [Στερεοφωνική ακρόαση] Επικοιν. Δύο ηχητικά κανάλια αναπαράγουν συγχρονισμένα ένα ηχητικό σήμα (πιθανά το ίδιο). Stereo Comparator [Όργανο σύγκρισης εικόνας] Οπτικ. Μια εικόνα προβάλλεται σε 2 όψεις για σύγκριση. Συνήθως στο ένα πλαίσιο γίνονται σταδιακά διάφορες αλλαγές. Stereochemistry [Στερεοχημεία] Χημ. Ο κλάδος της χημείας που ασχολείται με τις ιδιότητες των χημικών ενώσεων, που εξαρτώνται από τη διάταξη στο χώρο των ατόμων κάθε μορίου. Stereogram [Στερεόγραμμα] Οπτικ. Δύο φωτογραφίες που έχουν συντεθεί έτσι ώστε η μία να φαίνεται μόνο μετά από ειδικές συνθήκες παρατήρησης. Stercographic Coverage [Στερεογραφική κάλυψη] Τεχνολ. Χρήση πλάνων 2 διαστάσεων για να αποκτηθεί μια προσεγγιστική άποψη ενός αντικειμένου στις 3 διαστάσεις. Stereographic Projection [Στερεογραφική προβολή] Μαθημ. Θεωρούμε τα σημεία Ν (0, 0, 1) και Ρ (ξ, η, ζ) της σφαίρας. Το σημείο Ν λέγεται βόρειος πόλος της σφαίρας. Η ευθεία ΝΡ τέμνει το επίπεδο (Π) σε ένα και μόνο σημείο Ρ* (x, y). Επομένως σε κάθε σημείο, το οποίο είναι εσωτερικό της σφαίρας, μπορούμε να αντιστοιχίσουμε ένα σημείο Ρ*, πραγματικό και πεπερασμένο και αντίστροφα. Αν αυτή η αντιστοιχία είναι ένα πρός ένα ( 1 - 1 ) μεταξύ τ<ον σημείων της σφαίρας και του μιγαδικού επιπέδου τότε αυτό λέγεται στερεογραφική προβολή. Stereography [Στερεογραφία] Γραφισ. Με τον όρο αυ-

τό χαρακτηρίζεται η τεχνική της απεικόνισης ενός στερεού τρισδιάστατου σώματος σε μία επιφάνεια, δηλαδή σε ένα επίπεδο και άρα στις δύο διαστάσεις. Stereoisomers [Στερεοϊσομερή] Χημ. Χαρακτηρίζονται οι ενώσεις που περιέχουν τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πλήθος ατόμων, διαφέρουν όμως ως προς τη διάταξη αυτών στο χώρο. Stereophonic [Στερεοφωνικός] Ακουστ. Χαρακτηρίζεται η ηλεκτρονική αναπαραγωγή του ήχου κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δίδεται η αίσθηση στον ακροατή ότι βρίσκεται στο χώρο της πραγματικής ηχητικής πηγής από όπου καταγράφηκε ο ήχος. Stereoregular Polymer [Στερεοκανονικό Πολυμερές] Οργ. Χημ. Πολυμερής ένωση, στην οποία τα μικρά μόρια παρατάσσονται σε μία κανονικά επαναλαμβανόμενη τρισδιάστατη διάταξη. Χαρακτηριστικά του στερεοκανονικού πολυμερούς είναι η σχετικά μεγάλη πυκνότητα και σκληρότητα, καθώς και οι ανώτερες μηχανικές ιδιότητες. Stereoscope [Στερεοσκόπιο] Οπτικ. Πρόκειται για μία διάταξη η οποία επιτρέπει την όραση μίας φωτογραφίας η οποία έχει τραβηχτεί από κατάλληλη μηχανή, δί-

Stern-Gcrlach Experiment

δοντας στο χρήστη την αίσθηση του βάθους και άρα των τριών διαστάσεων του χώρου. Stereoscopic Camera [Στερεοσκοπική κάμερα] Οπτικ. Κάμερα που δίνει αίσθηση του βάθους χρησιμοποιώ• ντας ένα κατάλληλο σύστημα φακών. Stereoscopic Model [Στερεοσκοπικό μοντέλο] Τεχνολ. Χρήση της τεχνολογίας γραφικών για την κάλυψη της αίσθησης των 3 διαστάσεων. Stereoscopic Pair [Στερεοσκοπικό ζεύγος] Τεχνολ. Κατάλληλα συνδυασμένο ζευγάρι φωτογραφιών που δημιουργεί την εντύπωση μιας πλήρης κάλυψης (ενώ συνήθως απαιτείται και τρίτη φωτογραφία). Stereoscopic Photograph [Στερεοσκοπική φωτογραφία] Τεχνολ. Φωτογραφία από στερεοσκοπική κάμερα που έχει αίσθηση του βάθους ή απλά η κατάλληλη παράθεση 2 ίδιων φωτογραφιών με διαφορετικές ταχύτητες και φίλτρα στο στυλ του ανθρώπινου μηχανισμού. Stereoselective Reaction [Στερεόεκλεκτική Αντίδραση] Χημ. Χημική αντίδραση στην οποία συμμετέχουν εκλεκτικά ορισμένα στερεοϊσομερή. Stcreospecitlc Polymer [Στερεοκανονικό Πολυμερές] Ομγ. Χημ. Stereoregular Polymer Stereospccificity [Στερεοκανονικότητα] Ομγ. Χημ. Ιδιότητα σύμφωνα με την οποία, ένα πολυμερές μόριο αποτελείται από μια κανονικά επαναλαμβανόμενη διάταξη μονομερών στο χώρο. Stereotype [Στερεότυπο] Τεχνολ. Ειδικό μοντέλο απόδοσης ενός αντικειμένου 3 διαστάσεων με χρήση καλουπιού. Steric Effect [Στερικό Φαινόμενο] Χημ. Αναφέρεται στη επίδραση της χωροταξικής διευθέτησης των αντιδρώντων ενώσεων, στο ρυθμό, τη φύση και το βαθμό μιας χημικής αντίδρασης. Συγκεκριμένα, η εξέλιξη της αντίδρασης επηρεάζεται από τα μεγέθη Kat σχήματα των μορίων, την κατανομή του ηλεκτρονιακού φορτίου και τη γεωμετρία των δεσμών. Stcriflamme Process [Φλογοαποστειρωτική διεργασία] Τεχν.Τροφ. Κατεργασία που υποβάλλονται οι μεταλλικές συνήθως συσκευασίες των τροφίμων πριν από την γέμιση και αποσκοπεί στην εξόντωση παθογόνων ή αλοιωτικών μικροοργανισμών. Η τεχνική που ακολουθείται είναι η υποβολή των μεταλλικών κουτιών σε φλόγα αερίου που δημιουργεί θερμοκρασίες της τάξης των 130°C για ορισμένο χρονικό διάστημα που προκύπτει από το είδος των μικροοργανισμών που επιθυμείται να εξαλειφθούν. Sterilizer [Αποστειρωτής] Χημ. Συσκευή στην οποία καθαρίζονται και αποστειρώνονται υλικά, με τη βοήθεια θερμότητας ή ακτινοβολίας. Stern [ΓΙρύμη] Ναυπηγ. Ορίζεται ως το πίσω μέρος ενός πλεούμενου σκάφους. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και το τμήμα της ουράς ενός αεροσκάφους. Stern-Gcriach Effect [Φαινόμενο Stern-Gcrlach] Φυσ. Παρατηρήθηκε από τους Γερμανούς φυσικούς Stern και Gerlach και εκφράζει τον διπλό διαχωρισμό μιας δέσμης από άτομα, όταν αυτή εξέρχεται από ανομοιογενές μαγνητικό πεδίο. Stern-Gerlach Experiment |Πείραμα των Στερν Γκέρλαχ] Φυσ. Πρόκειται για ένα πείραμα που πραγματοποίησαν οι Stem και Gerlach που επιβεβαίωσε για πρώτη φορά την κβάντωση της κατεύθυνσης. Κατά το πείραμα παρήγαγαν μια δέσμη ουδέτερο)ν ατόμων αργύρου, την οποία κατεύθυναν έτσι ώστε να περάσει μέσα από ομογενές μαγνητικό πεδίο. Τότε διαπίστωσαν ότι η δέσμη χωρίζεται σε δυς, συνιστώσες. Ο χωρι-

Stern Layer

- 1320-

σμός της δέσμης ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της μαγνητικής ροπής του σπιν του ηλεκτρονίου. Stern Layer [Επίπεδο Stern] Φυα. Χημ. Σε διάλυμα ηλεκτρολύτη, το διαχωριστικύ επίπεδο που χωρίζει τη σχηματιζόμενη διάχυτη διπλοστοιβάδα σε δύο μέρη. Το επίπεδο Stern αποτελεί θεωρητική έννοια και ορίζεται παράλληλο προς την επιφάνεια και σε απόσταση περίπου ίση με την ακτίνα των εφυδατωμένων ιόντων. Stern-Zartman Experiment (Πείραμα των ΣτερνΖάρτμαν] Φυα. Το πείραμα αυτό έγινε για την πειραματική απόδειξη της κατανομής τω ταχυτήτων σύμφωνα με το νύμο κατανομής ταχυτήτων MaxwellBoltzmann. Σύμφωνα με το πείραμα η κατανομή των ταχυτήτων των μορίων από μια δέσμη μορίων σιδήρου μετρήθηκε με την εφαρμογή μιας ειδικής τεχνικής. Η ακτίνα των μορίων, σε μια συγκεκριμένη θερμοκρασία, πλησιάζει την ακτινική πορεία ενός περιστρεφόμενου κυλινδρικού κάδου. Εξ' αιτίας της περιστροφής του κάδου, υπάρχει απόκλιση των σημείων πρόσκρουσης των μορίων κατά μήκος της επιφάνειας κατά, ένα μήκος ά. Μετρώντας την πυκνότητα των μορίων σε συνάρτηση του d, η κατανομή των ταχυτήτων επιβεβαιώνεται. Steroid [Ετεροειδής] Βιοχημ. Ομάδα οργανικών ενο')σεων που έχουν σαν βασικά κοινά χαρακτηριστικά την ύπαρξη ενός πυρήνα 17 ατόμων άνθρακα στο μόριο . τους, διευθετημένων σε τέσσερις δακτυλίους, και την μεγάλη βιοχημική τους σημασία. Συναντώνται σε κάθε μορφής ζωντανό οργανισμό και μπορούν να παίζουν το ρόλο βιταμινών, ορμονών ή ακόμη και τοξινών. Χαρακτηριστικό τους παράδειγμα αποτελούν οι γενετικές ορμύνες. Sterol [Στερόλη] Βιοχημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων που αποτελούν παράγωγο των στεροειδών, όντας η ακόρεστη αλκοολίκι] τους μορφή. Παρουσιάζουν μεγάλο βιοχημικό ενδιαφέρον καθώς παίζουν σημαντικό ρόλο στις μεταβολικές διεργασίες των ζωντανών οργανισμών. Χαρακτηριστικά τους παραδείγματα αποτελούν η χοληστερόλη, η εργοστερόλη και η βιταμίνη D. Stibnite [Στιβνίνης] Ομυκτ. Φτηνό μετάλλευμα του αντιμονίου, με χημικό τύπο Sb2S3, σκληρύτητα 2 Mohs και ειδικό βάρος 4,5-4,6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα, έχει μαύρο χρώμα και αποτελεί ένα από τα λίγα ορυκτά που τήκεται εύκολα με φλόγα, στους 525 °C. Stiffness1 [Ακαμψία] Μηχ. Η ακαμψία ενός υλικού ή ενός στοιχείου μίας κατασκευής, όπως μία δοκός ή ένα υποστύλωμα, είναι η δύναμη ή η τάση της αντίστασης που προβάλλει αυτό σε οποιαδήποτε παραμόρφωση του επιβληθεί. Stiffness 2 [Δυσκαμψία] Μαθημ. Το φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αριθμητική επίλυση διαφορικών εξισώσεων να μη μπορεί η αριθμητική λύση να συγκλίνει προς την αναλυτική (η οποία φυσικά είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογιστεί). Stiffness Coefficient1 [Συντελεστής ακαμψίας] Μηχ. Ορίζεται ως ο λόγος της ασκούμενης δύναμης προς την αντίστοιχη μετακίνηση την οποία προκαλεί στην κατάσταση ισορροπίας σε ένα γραμμικό ελαστικό μοντέλο μίας κατασκευής. Stiffness Coefficient' [Συντελεστής δυσκαμψίας] Μαθημ. Υπάρχουν πολλοί συντελεστές που έχουν να κάνουν με διάφορα είδη γραμμικής ή μη γραμμικής ευστάθειας και επηρεάζουν φυσικά την ανάπτυξη και τη μετάδοση βήματος.

Stiffness Matrix [Μητρώο ακαμψίας] Μηχ. Για το μοντέλο με το οποίο προσομοιώνεται κάθε κατασκευή, υπάρχει ένας τετραγωνικός μαθηματικός πίνακας, που συνήθως συμβολίζεται με το γράμμα Κ και ονομάζεται μητρώο ακαμψίας. Αυτός ρυθμίζει την σχέση των διανυσμάτων των μετατοπίσεων με αυτά των αντίστοιχων φορτίσεων. Σε κάθε θέση του ο πίνακας αυτός περιέχει το δείκτη ακαμψίας του αντίστοιχου βαθμού ελευθερίας της κατασκευής. Stilt» [Μονάδα φωτεινότητας] Οπτικ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία μονάδα μέτρησης της φωτεινότητας η οποία ισούται με τη φαπεινότητα μίας μονάδας κεριού ανά τετραγωνικά εκατοστό του μέτρου. Stilbene [Στιλβένιο] Opy. Χημ. Είναι το 1,2-διφαινυλοαιθυλένιο, που έχει χημικό τύπο QHsCH^dlQjIh, μοριακό βάρος 180,25 και απαντά σε δύο ισομερή. Το trans τήκεται στους 124-125°C και ζέει στους 305 °C, ενώ το cis τήκεται στους 5-6°C και ζέει στους 141 °C. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών ουσιών. Stilbite [Στιλβίτης] Ομυκτ. Ανήκει στους ζεύλιθους. Η χημική του σύσταση είναι Ca(Al2Si70i8)x7H20, το χρώμα του λευκό ή καστανό ή κίτρινο, η σκληρότητα 3,5-4 Mohs και το ειδικό βάρος 2,1-2,2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Still [Στήλη] Χημ. Κατακόρυφο δοχείο που χρησιμοποιείται σε διαχωρισμούς ρευστών με απόσταξη. Stimulated Emission [Εξαναγκασμένη εκπομπή] Ατομ.Φυσ. Είναι η εκπομπή φωτονίων από ένα άτομο κατά την παρουσία ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Το άτομο διεγείρεται με την απορρόφηση ενός φωτονίου κατάλληλης ενέργειας, και καθώς είναι διεγερμένο το άτομο μπορεί να εκπέμψει ένα φωτόνιο. Ο ρυθμός της απορρόφησης είναι ίσος με το ρυθμό εξαναγκασμένης εκπομπής. Stimulus [Διεγέρτης] Τεχνολ. Σήμα που θέτει μια μεταβλητή ελέγχου στη διαδικασία μεταβολής (σαν είσοδο σε ένα υποσύστημα). Stirling Numbers [Οι αριθμοί του Stirling] Μαθημ. Υπάρχουν δύο είδη αριθμών του Stirling.. Έτσι οι αριθμοί προ')του είδους του Stirling ικανοποιούν τις εξής συνθήκες; α) Οι αριθμοί r και n είναι πραγματικοί μεγαλύτεροι του μηδέν και οι δύο, r, n -1 0. β) Οι αρχικές συνθήκες είναι: s (0, 0) - 1, και s (r, 0) = 0 και γ) Η επαγωγική μορφή των αριθμών αυτών είναι: s(r + 1, n) - n s (r, n - 1) - r s (r, n) Οι αριθμοί δεύτερου είδους του Stirling ικανοποιούν τΐς εξής συνθήκες: α) Οι αριθμοί r και n είναι πραγματικοί μεγαλύτεροι του ένα και οι δύο, r, n 3 1. β) Οι αρχικές συνθήκες είναι: S (r, n) = 0, για r < και S (r, n) = 1 όταν r = n και n = 1. και γ) Η επαγωγική μορφή των αριθμών αυτών είναι: S (Γ + l,n) = nS(r, n ) - S ( r , n - 1) Stirling's Approximation Or Stirling's Formula [Προσέγγιση του Stirling ή Τύπος του Stirling] Μαθημ. Όπως γνωρίζουμε το παραγοντικό ενός ακεραίου αριθμού n είναι: n ! = 1 2 3... n. Ο Stirling εισήγαγε έναν τύπο με τον οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε το παραγοντικύ κάθε ακεραίου. Ο τύπος δίνεται από: n ί = (n / e)n (2 π η) Επίσης ισχύει ότι: lim n ! / (n / e)n (2 π n) = 1 Αυτό το όριο μας δείχνει ότι αυτός ο τύπος προσεγγίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό το παραγοντικό ενός ακεραίου αριθμού. Stirred Tank Fermentcr [Ζυμωτήρας αναδευύμενου δοχείου] Βιοχημ. Είδος βιοχημικού αντιδραστήρα όπου η βιοχημική δράση πραγματοποιείται υπό συνθήκες ελεγχόμενης ανάδευσης που παρέχεται από έναν μηχα-

- 1321 -

Subscription Television

νικό αναδευτήρα. Έχει το πλεονέκτημα της ομογενούς Stochastic Sampling [Στοχαστική δειγματοληψία] διασποράς του υποστρώματος που επιταχύνει την ανά- Τεχνολ. Μέθοδος που χρησιμοποιεί συγκεκριμένες απτυξη των μικροοργανισμών. Ο αντιδραστήρας μπορεί ποστάσεις λήψης δειγμάτων βασισμένες σε κατανομές να είναι συνεχούς, ημισυνεχούς ή και διαλείποντος έρ- (Jittering) κάτι που οδηγεί σε ένα κατανεμημένο μοντέλο (Distributed Ray Tracing). γου. Stirrup [Συνδετήρας] Πολ.Μηχ. Στα στοιχεία των δο- Stochastic Sequential Machine [Στοχαστική ακολουκών και υποστυλωμάτων των κατασκευών από οπλι- θιακή μηχανή] Μαθημ. Μια ακολουθιακή μηχανή που σμένο σκυρόδεμα, οι συνδετήρες είναι οι χαλύβδινες ακολουθεί στοχαστικό μοντέλο. ράβδοι οι οποίες τοποθετούνται ανά διαστήματα των Stochastic Variable [Στοχαστική μεταβλητή] Μαθημ. λίγων εκατοστών εγκάρσια, δηλαδή κάθετα στην κατά Τυχαία μεταβλητή δηλαδή μια πραγματική συνάρτηση μήκος διεύθυνση του στοιχείου. Έχουν ως στόχο την από ένα δειγματικό χώρο. περίσφιξη της μάζας του σκυροδέματος για την αύξη- Stock [Σωρός] Γεωλ. Ακανόνιστης μορφής διείσδυση ση της αντοχής της και αναλαμβάνουν τις εφελκύστη- μαγματικού υλικού στο στερεό φλοιό της Γης που πακες τάσεις που αναπτύσσονται από τις διατμητικές και ρουσιάζει σχετικά περιορισμένη επιφανειακή επέκτατις στρεπτικές φορτίσεις. ση. Stishovite [Στισωβίτης] Ομυκτ. Ορυκτό διοξείδιο του Stoichiometric [Στοιχειομετρικός] Χημ. Αναφέρεται σε πυριτίου, Si02, που σχηματίζεται σε πολύ υψηλές πιέ- συσχετίσεις των μαζών χημικών ενώσεων που λαμβάνουν μέρος σε μια αντίδραση. σεις και κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα. Stobe Reaction [Αντίδραση Stobe] Ομγ. Χημ. Αντίδρα- Stoichiometric Compound [Στοιχειομετρική Ένωση] ση συμπύκνωσης σουκκινικού εστέρα με κετόνη και Χημ. Χημική ένωση, όπου το πλήθος των ατόμων ή αλκοξείδιο, από την οποία σχηματίζεται α-αλκυλιδενο- ιόντων που την αποτελούν περιγράφεται με ακέραιο αριθμό. σουκκινικός εστέρας. Stochastic [Στοχαστικός] Τεχνολ,. Όρος που ισοδυναμεί Stoichiometry [Στοιχειομετρία] Χημ. Ασχολείται με τις με το τυχαίο και είναι το αντικείμενο της στατιστικής. ποσότητες των στοιχείων ή ενο')σεων που αντιδρούν. Στη θεωρία ελέγχου συναντιέται στις διαταραχές και Από τους αριθμητικούς συντελεστές της χημικής εξίανάγει τα προβλήματα αυτά σε προβλήματα ελέγχου σωσης, υπολογίζονται οι στοιχειομετρικές αναλογίες ευστάθειας των συστημάτων. και επομένως τα γραμμομόρια μιας ένωσης της αντίStochastic Automaton [Στοχαστικό αυτόματο] Μα- δρασης ως προς κάποια άλλη. θημ. Μαθηματικό αυτόματο που ακολουθεί στοχαστι- Stoke [Στόουκ] Ρευστομηχ. Μονάδα του κινηματικού κές διαδικασίες. ιξο')δους, στο σύστημα CGS. Ισούται με 0,0001 m2/s. Stochastic Calculus [Στοχαστικός λογισμός] Μαθημ. Stoker [Μηχανή τροφοδοσίας] Μηχ. Πρόκειται για το Λογισμός με στοχαστικές συναρτήσεις και μεταβλη- μηχανικό εκείνο τμήμα ενός λέβητα ή ενός κλίβανου, τές. το οποίο διοχετεύει τα καύσιμα, ελέγχει την φυσική Stochastic Control Theory [Θεωρία στοχαστικού ε- τους κατάσταση και απομακρύνει τα προϊόντα της λέγχου] Τεχνολ. Παρακολούθηση και μελέτη στοχαστι- καύσης. κών διαδικασιών με μαθηματική τυποποίηση και συμ- Stokes Flow [Ροή Stoke] Ρευστομηχ. Το πρόβλημα στο βολισμό από τη θεωρία ελέγχου συστημάτων και χρή- οποίο μια σφαίρα κινείται πολύ αργά μέσα σε ακίνητο ση χρόνου σαν μεταβλητή που ορίζει μια ακολουθία ή ρευστό. Μηχανικές εφαρμογές της ροής Stokes εμφαένα δίκτυο στοχαστικών (τυχαίων) μεταβλητών. νίζονται σε προβλήματα κατακάθισης, ρευστοαιώρηStochastic Convergence [Στοχαστική σύγκλιση] Στατ. σης, αεροψεκασμού, μόλυνσης του αέρα και άλλες διΣύγκλιση κατά κατανομή όπως οι μαθηματικοί εννο- φασικές ροές, όπου η σχετική ταχύτητα μεταξύ ρευστού και σωματιδίου είναι πολύ μικρή. ούν τη σύγκλιση κατά μέτρο. Stochastic Difference Equations [Στοχαστικές εξισώ- Stokes Integral Theorem [Ολοκληρωτικό θεώρημα σεις διαφορών] Τεχνολ.. Όταν η τιμή δίνεται σε συναρ- του Stokes] Μαθημ. Έστω % C δύο τελεστές, οι οποίοι τήσει παλαιότερων τιμών διαδοχικών διακριτών στιγ- έχουν την ιδιότητα να είναι συζυγείς. Με βάση το ολομών (σε διακριτό χρόνο) έχουμε στοχαστικές εξισα')- κληρωτικό θεώρημα του Stokes, ορίζονται δύο ολοκληρώματα S c dx και c dx τα οποία είναι ίσα, δηλασεις διαφορών γραμμικές ή μη γραμμικές. Stochastic Differential Equation [Στοχαστική διαφο- δή) c d x = i t c d x . ρική εξίσοχτη] Τεχνολ. Στοχαστική διαδικασία που η Stokes Law [Νόμος του Stokes] Ρευστομηχ. Σε περισυνάρτηση της εκφράζεται από διαφορικές εξισώσεις πτώσεις όπου μια σφαίρα κινείται αργά σε ακίνητο στο πρότυπο των μαθηματικών διαφορικών εξισώσε- ρευστό, ο νόμος Stokes συσχετίζει τη δύναμη (ή οπιων. σθέλκουσα, Fp) που ασκεί στη σφαίρα το ρευστό, με Stochastic Integral [Στοχαστικό ολοκλήρωμα] Μα- το ιξώδες (μ), την ακτίνα (r) και την ταχύτητα ελεύθερου ρεύματος (U). Η εξίσωση είναι Fp = 6πχμ*Γ*υ και θημ. Ολοκλήρωμα μιας στοχαστικής συνάρτησης. Stochastic Matrix [Στοχαστικός πίνακας] Μαθημ. Πί- είναι ακριβής για αριθμούς Reynolds μικρότερους από νακας με στοιχεία συναρτήσεις τυχαίας μεταβλητής. Π 0,5. μη στοχαστικότητα σαφώς διευκολύνει και τους υπο- Stokes Law2 [Νόμος του Siokes] Αναλ.. Χημ. Εμπειριλογισμούς πχ στην περίπτωση του πίνακα διακύμαν- κός νόμος σύμφωνα με τον οποίο, το μήκος κύματος σης συνδιακύμανσης. του φωτός που εκπέμπεται από φθορίζον υλικό, είναι Stochastic Process [Στοχαστική διαδικασία] Μαθημ. μεγαλύτερο από αυτό της ακτινοβολίας που προκαλεί Μια τυχαία συνάρτηση τυχαίων μεταβλητοί {χ(ί), t 6 το φθορισμό. Τ) που μελετάμε με δειγματοληψία σε διακριτό χρόνο Stokes Lemma [Το λήμμα του Stokes] Μαθημ. Έστω ή με το συνεχές ανάλογο του. Διακρίνονται σε διάφο- ένας χώρος Α, ο οποίος έχει την ιδιότητα να περιέχει ρους βαθμούς ντετερμινισμού ανάλογα με το βαθμό περιττό πλήθος σημείων, δηλαδή Λ = {α!, α2, τυχαιότητας του αποτελέσματος. α2κ+ι }· Αν σε αυτό τον χώρο ορίζονται τα ολοκληρώ-

Stokes Number 1

- 1322 -

ματα της μορφής ί c dco και υπάρχουν δύο καμπύλες, οι οποίες περικλείουν μια δέσμη από χαρακτηριστικές γραμμές του ω, τότε τα ολοκληρώματα J c dco είναι ίσα. Stokes Number 1 [Πρώτος Αριθμός Stokes! Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται στη μελέτη δυναμικής σωματιδίων και ισούται με το πηλίκο του αριθμού Thomson προς τον αριθμό Reynolds. Ορίζεται ως Ν$, = μχθν/(ρχί-2), όπου μ; ρ το ιξώδες και η πυκνότητα, L το μήκος και θν ο χρόνος ταλάντωσης. Stokes Number 2 [Δεύτερος Αριθμός Stokes] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις βαθμονόμησης ροομέτρων. Ορίζεται από τη σχέση NSt2 = l,042xnvxpxgx(l-p/pf)xRVp2, όπου ρ, μ η πυκνότητα και το ιξώδες του ρευστού, mt, pt· η μάζα και η πυκνότητα του επιπλέοντος στερεού και R το πηλίκο των ακτίνων σωλήνα και στερεού. Stombolian-Type Eruption [ΙΙφαιστειακή έκρηξη τύπου Στρόμπολι] Γεωλ. Τύπος ηφαιστειακής δραστηριότητας, ανάλογη του ενεργού ηφαιστείου Στρόμπολι, με τυπικά χαρακτηριστικά την ιδιαίτερα ρευστή λάβα, τις βίαιες αλλά μέτριας έντασης εκρήξεις και τις συνεχείς ανατινάξεις διάπυρου υλικού εκτός τέφρας, στην απουσία της οποίας οφείλεται η ιδιότυπη λευκότητα των παραγομένων υδρατμών, από κεντρικό κρατήρα. Stone [Λίθος] Γεωλ. Η γνωστή πέτρα, δηλαδή κάθε μικρό θραύσμα ενός βράχου το οποίο μπορεί να ανήκει σε πληθώρα διαφορετικών ειδών πετρωμάτων. Stone Stripes [Λιθολωρίδες] Γεωλ. Διαμόρφωση της επιφάνειας εδάφους κατά εναλλασσόμενες σχετικά παράλληλες, λωρίδες μεγάλων σχετικά θραυσμάτων πετρωμάτων και λεπτομερέστερων κλαστικών υλικών. Stone's Theorem [Το θεώρημα του Stone] Μαθημ. Έστω ένας δακτύλιος R, ο οποίος ορίζεται μέσα σε έναν τυχαίο χώρο του Boole. Με βάση το θεώρημα αυτό, ο δακτύλιος R είναι ισόμορφος με κάθε υποσύνολο δακτυλίων, οι οποίοι ανήκουν σε κάποιο τυχαίο σύνολο. Stone - Weierstrass Theorem [Το θεώρημα των Stone - Weierstrass] Μαθημ. Έστω ένα πλήθος από πραγματικές συναρτήσεις, οι οποίες ανήκουν σε ένα σύνολο Α, με πεδίο ορισμού ένα συμπαγές σύνολο Β, δηλαδή Λ ς Β. Ολες αυτές οι συναρτήσεις, οι οποίες ανήκουν στο σύνολο Α, μπορούν να προσεγγιστούν από πολυωνυμικές συναρτήσεις, οι οποίες ανήκουν στο Α, αν και μόνον αν ισχύουν οι επόμενες συνθήκες: α) Μέσα στο σύνολο Α ανήκουν όλες οι σταθερές συναρτήσεις στην μορφή e (x) =1, όπου τα χ ανήκουν στο συμπαγή χώρο Β, β) Έστω δύο σημεία α, β, τα οποία είναι διακριτά και ανήκουν στο συμπαγή χώρο Β, α, β € Β. Για τα σημεία αυτά πρέπει να ισχύει f (α) 1 f (β), για κάθε συνάρτηση f η οποία ανήκει στο Α. Stonework [Λιθοδομία] Οικοδ. Ονομάζεται η τεχνική της ανοικοδόμησης μίας κατασκευής, από έναν απλό τοίχο έως και ολόκληρο πολυώροφο κτίριο, με λίθους δηλαδή με φυσικά κομμάτια πέτρας, λαξευμένα ή μη, και συγκολλημένα μεταξύ τους με απλή κονία. Stony-Iron Meteorite [Πετρώδης-σιδηρούχος μετεωρίτης] Γεωλ. Η μία (και η σπανιότερη) από τις τρεις γενικές κατηγορίες μετεωριτών με βάση τη χημική τους σύνθεση που εκπροσωπεί το 2% του συνόλου και περιλαμβάνει τους μετεωρίτες τους αποτελούμενους από μίγμα πυριτικών υλικοόν (π.χ. ολιβίνη, πυρόξενο) και μεταλλικού σιδήρου σε περίπου ίσες περιεκτικότητες. Stony Meteorite [Πετρώδης μετεωρίτης] Γεωλ. Η μία

(και η πλέον κοινή) από τις τρεις κατηγορίες μετεωριτών με βάση τη χημική τους σύνθεση που εκπροσωπεί το 90% του συνόλου και περιλαμβάνει τους μετεωρίτες τους αποτελούμενους, κατ' αναλογία με τη σύσταση των γήινων λίθων, από πυριτικά υλικά (π.χ. ολιβίνη, πυρόξενος) και με περιεκτικότητα σε σίδηρο μικρότερη από 20%. Stop [Σταμάτημα] Τεχνολ. Σημείο απόρριψης σημάτων που χρησιμοποιείται στα φίλτρα που συναντιέται και σαν Stop Band Edge. Stop And Wait [Στάση και αναμονή] Επικοιν. Τεχνική για αντιμετώπιση σφάλματος που απαιτεί επιβεβαίωση για κάθε πλαίσιο που στέλνεται. Stop Bath [Μπάνιο σταματήματος] Τεχνολ. Μπάνιο σε χημικό υγρό που έχει ως σκοπό να σταματήσει την εμφάνιση και να αποτρέψει τη μεταφορά του εμφανιστή στο μπάνιο με άλλο χημικό κατά την επεξεργασία. Stop Bit [Τελικό bit] Επικοιν. Ένα bit με τιμή 1 που ακολουθεί κάθε bit που μεταδίδεται ασύγχρονα. Stop Code [Κώδικας σταματήματος] Επικοιν. Σήμα διακοπής επικοινωνίας. Stop Instruction [Οδηγία σταματήματος] Πλημ. 1. Μηχανισμός ελέγχου π ο υ χρησιμοποιείται για απότομη έξοδο και συνήθως από φωλιασμένους βρόγχους. 2. Εντολή κλεισίματος του προγράμματος και επιστροφή στο λειτουργικό σύστημα. Stop Signal [Σήμα σταματήματος] Επικοιν. Σήμα που ορίζει σταμάτημα μετάδοσης. Stopping Potential [Φράγμα δυναμικού] Ηλεκτρον. Το απαραίτητο δυναμικό που χρειάζεται για να φέρει σε ηρεμία ένα εκπεμπόμενο ηλεκτρόνιο. Stopping Rule [Κανόνας Σταματήματος] Επικοιν. Κανόνας που αποτελεί μέρος κάποιας εντολής ελέγχου ενός βρόγχου (πχ Do While ...) που όταν ικανοποιείται προκαλεί έξοδο. Stopwatch [Χρονόμετρο] Μηχ. Πρόκειται στην ουσία για ένα ρολόι, είτε με δείκτες είτε με ηλεκτρονικά ψηφία, το οποίο όμως είναι προσανατολισμένο ως προς τη χρήση του όχι τόσο να δηλώνει την ώρα, όσο να χρονομετρεί με ακρίβεια τη διάρκεια κάποιου γεγονότος από τη στιγμή που ο χρήστης του το ενεργοποιήσει πατώντας κάποιο κουμπί του και πάλι το σταματήσει κατά βούληση. Storage [Αποθήκευση] Πληρ. Διαδικασία που μεταφέρει δεδομένα σε ένα χώρο προσωρινής ή μονιμότερης αποθήκευσης συνήθως κάποιο δίσκο ή κάποια μνήμη. Η μέθοδος εξαρτάται από το ίδιο το μέσο αποθήκευσης που συνήθως είναι μαγνητική και η θέση αποθήκευσης από την κατάσταση του μέσου, την προτεραιότητα πρόσβασης και τη χωρητικότητα. Storage Access Register [Καταχωρητής πρόσβασης στην μνήμη] Πληρ. Καταχωρητής που κρατάει δεδομένα από τη μνήμη. Storage Area [Περιοχή αποθήκευσης] Πληρ. Περιοχή του αποθηκευτικού μέσου όπου εναποθέτονται τα δεδομένα με τον τρόπο που απαιτεί το μέσο. Συνήθως γίνεται γέμισμα σε συνεχή κενά εκτός και αν απαιτείται αλλιώς από το σύστημα. Storage Block [Μπλοκ αποθήκευσης] Πληρ. Μια συγκεκριμένη ποσότητα χα')ρου όπως την ορίζει το λειτουργικό σύστημα και ο κατασκευαστής του μέσου και περιλαμβάνει κάποιους τομείς (Scctors) δίσκου ή κάποια τμήματα (Segments) μνήμης. Storage Cell [Κύτταρο αποθήκευσης] Πληρ. Στοιχειώδης χώρος αποθήκευσης στα αποθηκευτικά μέσα αυ-

- 1323 -

Subscription Television

τού του τύπου. Η χωρητικότητα του πάντως ποικίλλει. ρέων μειονότητας κατά την ορθή πόλωση επαφή ρ-η Storage Compacting [Συμπαγοποίηση αποθήκευσης] να εκδιωχτούν όταν γίνει αναστροφή της πόλωσης. Πληρ. Διαδικασία που μεταβάλλει τη θέση πολλών Storage To Register Instruction [Εντολή αποθήκευblocks δεδομένων σε ένα αποθηκευτικό μέσο ώστε να σης σε καταχωρητή] Πληρ. Οι εντολές που κάνουν τη επιτυγχάνεται συνέχεια για τα δεδομένα ενός προγράμ- μισή δουλειά σε ένα πρόγραμμα Assembly, ματος και μπορεί να γίνεται τη στιγμή της αποθήκευ- Store And Forward [Αποθήκευση και προό)θηση] Εσης είτε σε νεκρό χρόνο είτε και με χρήση κατάλληλου πικοιν. Ένας κόμβος αποθηκεύει το μήνυμα και το μελογισμικού. ταδίδει μόνο μέσα από τον καταλληλότερο δρόμο. Storage Density [Αποθηκευτική πυκνότητα] Πληρ. Stored Program [Αποθηκευμένο πρόγραμμα] Πληρ. Πυκνότητα μαγνήτισης ενός μέσου που δίνει και τη Πρόγραμμα που παραμένει αποθηκευμένο στο δίσκο, χωρητικότητα του. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης δεν απαιτείται η παStorage Device [Συσκευή αποθήκευσης] Πληρ. Οι συ- ρουσία όλου του κώδικα στη μνήμη μια που αυτός σκευές αυτές διακρίνονται ως προς τη χωρητικότητα μπορεί να ανασύρεται κατά τμήματα τη στιγμή που και το χρόνο που μπορούν τα δεδομένα να διατηρη- απαιτείται. θούν στη μνήμη και κατ' επέκταση στα υλικά που χρη- Stored Program Control [Ελεγχος αποθηκευμένου σιμοποιούνται, στον τρόπο δόμησης κτλ. Χοντρικά προγράμματος] Πληρ. Ο έλεγχος του γίνεται από κααναφερόμαστε σε σκληρούς δίσκους και μνήμες RAM τάλληλες εντολές φόρτωσης τον έλεγχο των οποίων και ROM και τα παράγωγα τους. έχει καθορίσει ο compiler στη διάρκεια της μετάφραStorage Dump [Αποτύπωση αποθήκευσης] Πληρ. Α- σης. πεικόνισης των δεδομένων που βρίσκονται σε μια πε- Stored Response Chain [Αλυσίδα αποθηκευμένων ριοχή του μέσου που ορίζει ο χρήστης. ενεργειών] Tc/νολ. Ένα σύνολο διαδικασιών και εντοStorage Element [Στοιχείο αποθήκευσης] Πληρ. Υπο- λών που συνήθως αποθηκεύονται σε κάποια μνήμη διαίρεση ενός αποθηκευτικού χώρου που λογίζεται πχ μόνιμης μαγνήτισης τύπου ROM και χρησιμοποιούσε κελιά, σελίδες κτλ. νται σε δεδομένες στιγμές όπως το BIOS στη διαδικαStorage Fill [Γέμισμα χώρου αποθήκευσης] Πληρ. Α- σία έναρξης, ποθήκευση δεδομένων σε όλο το διαθέσιμο χώρο απο- Stored Word [Αποθηκευμένη λέξη] Πληρ. Συνήθως η θήκευσης (ή συνήθως σε ένα ορισμένο μέρος του πχ μεταφορά από και προς το δίσκο γίνεται κατά λέξη. ένα τομέα δίσκου). Storing Configuration [Αποθηκεύοντας τη σύνθεση] Storage Hierarchy [Ιεραρχία αποθήκευσης] Πληρ. Υ- Πληρ. Ίσως ο μοναδικός τρόπος να επαναφέρουμε τη πάρχει μια ιεραρχία που εξαρτάται από το είδος της δομή μιας εφαρμογής μετά από αδυναμία ή βλάβη του μνήμης (πχ DRAM, SRAM, Cache), την ταχύτητα α- συστήματος για κάποιο λόγο είναι να σώσουμε έγκαιποθήκευσης, το μέγεθος και το κόστος. Κοντά στην ρα πληροφορίες δόμησης της. κεντρική μονάδα πάνε μνήμες γρήγορες, μικρές και Storm [Θύελλα] Μετεωρ. Ένα δυσμενές για τον άνθρωακριβές. πο καιρικό φαινόμενο, όπου μία διαταραχή της ατμόStorage Location [Θέση αποθήκευσης] Πληρ. Η θέση σφαίρας προκαλεί πτώση της θερμοκρασίας, δυνατούς εξαρτάται από το είδος της μνήμης και τη διάταξη των ανέμους, συνήθως και βροχή, τα οποία στη συνέχεια ήδη υπαρχόντων δεδομένων πχ σε σειρά ή σε Blocks, πλήττουν τη γήινη επιφάνεια. σε ελεύθερο τομέα κτλ. Storm Center [Κέντρο θυέλλης] Μετεωρ. Πρόκειται Storage Medium [Μέσο αποθήκευσης] Πληρ. Συνή- για το κέντρο ενός κυκλώνα, όπου η ατμοσφαιρική βαΟως το μέσο είναι μνήμες RAM πρόσκαιρης ή ROM ρομετρική πίεση έχει τη χαμηλότερη τιμή. Το σημείο οριστικής μαγνήτισης που προγραμματίζονται της εντός του πεδίου θυέλλης και κατ' επέκταση το EPROM, Flash EPROM, κτλ ή σκληροί δίσκοι ατομι- κεντρικό τμήμα ονομάζεται και "Μάτι του Κυκλώνα", κοί ή σε συστοιχίες και δισκέτες, ταινίες, δίσκοι cd Storm Door [Προστατευτική θύρα] Οικοδ. Καλείται κτλ. μία επιπλέον θύρα της κύριας εξωτερικής πόρτας ενός Storage Print [Εκτύπωση αποθήκευσης] Πληρ. Εκτύ- κτιρίου, η οποία κατασκευάζεται για να παρέχει παραπωση ενός αποτυπώματος του χώρου που συνήθως θα πάνω προστασία από τις κακές καιρικές συνθήκες, όφανεί σαν σκουπίδια. πως για παράδειγμα να μειώνει τις απώλειες θερμότηStorage Protection [Προστασία αποθήκευσης] Πληρ. τας. Ανάλογα με το μέσο χρησιμοποιούνται διάφορες μέθο- Storm Surge [Κύμα θυέλλης] Ωκεαν. Απότομη ανύψωδοι κυρίως διακόπτες και κλειδώματα με λογισμικό ση της στάθμης των υδάτων, υπεράνω της ανώτατης αλλά και άλλες εξελιγμένες μέθοδοι. στάθμης της προβλεπόμενης πλήμμης, λόγω της επεStorage Surface [Επιφάνεια μνήμης] Π?.ηρ. Η επιφά- νέργειας σφοδρών θυελλωδών ανέμων, νεια του υλικού που μαγνητίζεται ορίζει και τη χωρητι- Storm Tide [Παλίρροια θυέλης] Ωκεαν. Παλιρροϊκό κότητα και πρέπει να διατηρείται και σε άψογη κατά- φαινόμενο μεγαλύτερης έντασης από το κανονικώς στάση. προβλεπόμενο που προκαλείται από μεγάλο κύμα σφοStorage Time [Χρόνος Αποθήκευσης] Ηλεκτρον 1 .Σε δρής θύελλας, αποθηκευτικούς σωλήνες, το χρονικό διάστημα που Storm Warning [Αναγγελία σφοδρής θύελλας] Μετεχρειάζεται ώστε το πλάτος ενός αποθηκευμένου φορτί- αψ. Γενικά, η πρόγνωση σφοδρών καιρικών συνθηου να μειωθεί κατά μια κλασματική ποσότητα της αρ- κών, αλλά και ειδικότερα το μετεωρολογικό μήνυμα χικής του τιμής. Το κλάσμα είναι συνήθως το Ι/e, όπου προειδοποίησης για την εμφάνιση ανέμου έντασης 10 e: ο φυσικός νεπέριος λογάριθμος. 2. Το χρονικό διά- ή 11 της κλίμακας Beaufort σε μια περιοχή, στημα μεταξύ της πταχτης ενός παλμού (εφαρμοσμένο Storm-Warning Signal [Προειδοποιητικό σήμα θυέλστην είσοδο ενός κυκλώματος) και της πτώσης του λης] Μετεωρ. Σήμανση με χρήση ευδιάκριτων σημαιπαλμού που λαμβάνουμε στην έξοδο ενός κυκλχόμα- ών ή φανών επί καθορισμένων σημείων σε παράκτιες τος. 3. Ο χρόνος που απαιτείται για μια περίσσεια φο- περιοχές ή λιμένες για τη προειδοποιητική ενημέρωση

Storm Wind

- 1324-

των ναυτιλλομένων σχετικά με επερχόμενη θύελλα. Storm Wind [Ανεμος σφοδρής θυέλλης] Μετεωρ. Πολύ ισχυρός και καταστροφικός σε μεγάλη ακτίνα άνεμος της 11ης βαθμίδας της ανεμομετρικής κλίμακας Μποφόρ με ταχύτητα 28,5 έως 32,6 μέτρα κατά δευτερόλεπτο. Storm Window [Προστατευτικό παράθυρο] Οικοδ. Είναι ένα δεύτερο, επιπλέον του βασικού, φύλλο από γυαλί σε ένα παράθυρο το οποίο χρησιμοποιείται στις κατασκευές οι οποίες γίνονται σε περιοχές με ιδιαίτερα δυσμενής καιρικές συνθήκες, για να παρέχει παραπάνω προστασία όσο αφορά κυρίως τις απώλειες θερμότητας από το εσωτερικό του κτιρίου προς τα έξω. Stormer's Problem [Πρόβλημα Stormer] Αστρον. Κλασσικό πρόβλημα της αστρονομίας που υπολόγισε τη μορφή της γήινης μαγνητόσφαιρας όπως την φτιάχνει ο ηλιακός άνεμος και περιγράφεται από μια διαφορική εξίσωση δεύτερης τάξης. Story [Όροφος] Οικοδ. Είναι ο τρισδιάστατος χώρος μιας οικοδομής ο οποίος ορίζεται σε κάτοψη από το εξωτερικό περίγραμμά της και σε ύψος από την απόσταση δύο διαδοχικών οριζόντιων πλακών. Ο κάθε όροφος μίας πολυκατοικίας μπορεί να διαχωρίζεται σε επιμέρους διαμερίσματα ενώ περιλαμβάνει και τους κοινόχρηστους χώρους όπως είναι το κλιμακοστάσιο, ο ανελκυστήρας και ο διάδρομος. Stove [Οικιακός φούρνος] Μηχ. Πρόκειται για μία συσκευή, συνήθως τροφοδοτούμενη από το ηλεκτρικό ρεύμα, η οποία πετυχαίνει την αύξηση της θερμοκρασίας ενός μικρού κλειστού χώρου σε επιθυμητά υψηλά επίπεδα και χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα. Stow [Φόρτωση] Ναυπηγ. Καλείται η διαδικασία της τακτοποίησης των εμπορευμάτων εντός των κατάλληλων χώρων ενός πλοίου με όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα ασφαλές ταξίδι. Straight Line Motion [Κίνηση ευθείας γραμμής] Μηχ. Κίνηση που το μέτρο της δεν μεταβάλλεται και το διάνυσμα της έχει μηδενική κλίση. Straight Run [Απ'ευθείας Προϊόν] Χημ. Μηχ. Αναφέρεται σε ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, όπως λαμβάνονται από τη στήλη ατμοσφαιρικής απόσταξης. Έχουν θερμοκρασίες ζέσεως 36-90 °C, αποτελούνται κυρίως από παραφίνες μικρού μοριακού βάρους και παρουσιάζουν χαμηλό αριθμό οκτανίου. Straightedge [Ευθυγράμμιση] Μαθημ. Είναι ο κανόνας σχηματισμού μιας ευθείας. Στην Ευκλείδεια Γεωμετρία, για την κατασκευή μια ευθείας χρειάζονται δύο σημεία στο επίπεδο και τα οποία ενώνονται με μια ευθεία γραμμή. Straightway Pump [Αντλία ευθείας οδού] Μηχ. Αντλία που οδηγεί ένα ρευστό κατά μήκος ευθείας σωλήνωσης. Strain [Εκτατική Παραμόρφωση] Μηχ. Παραμόρφωση ενός σώματος που οφείλεται σε εφαρμοζόμενη τάση. Υπολογίζεται ως ο λόγος της μεταβολής μιας διάστασης προς τη συνολική τιμή της διάστασης αυτής. Πρόκειται για αδιάστατο μέγεθος. Strain Energy [Ενέργεια Εκτατικής Παραμόρφωσης] Μηχ. Ορίζεται ως το ποσό της ενέργειας που αποθηκεύεται σε ένα σώμα, το οποίο υφίσταται εκτατική παραμόρφωση. Strain-Induced Crystallization [Κρυστάλλωση λόγω Παραμόρφωσης] Μηχ. Διαδικασία κρυστάλλωσης που συμβαίνει σε ένα πολυμερές και οφείλεται σε εκτατική παραμόρφωση των μακροαλύσεων.

Strain Seismograph [Σεισμογράφος παραμορφώσεως] Μηχ. Πρόκειται για τον σεισμογράφο ο οποίος για λήπτη διαθέτει ένα όργανο μέτρησης της μεταβολής της παραμόρφωσης της επιφάνειας των πετρωμάτων. Strain Theory [Θεωρία Τάσεως] Οργ. Χημ. Σύμφωνα με αυτή, σε ένα οργανικό μόριο σε μορφή δακτυλίου, παρατηρείται τάση, όταν το κυκλικό σύστημα εμφανίζει αυξημένη εσωτερική ενέργεια εξαιτίας της απόκλισης από τη θέση του κανονικού τετραέδρου. Έτσι εξηγείται η δυσκολία σχηματισμού των ανώτερων δακτυλίων, οι οποίοι όμως είναι σταθεροί. Είναι γνωστή και ως θεωρία τάσεως του Baeycr. Strandline [Ακτογραμμή] Γεωλ. Shoreline Strange [Παραξενιά] Πυρην.Φυσ. Ένας άλλος όρος για να χαρακτηριστεί η παραδοξότητα.-^Strangc quark Strange Attractor [Παράξενος ελκυστής] Μαθημ. Η κατάσταση στο χώρο των φάσεων ενός δυναμικού συστήματος. Οι τροχιές αφού πλησιάσουν τα κρίσιμα σημεία συγκλίνουν ή αποκλίνουν μετά από κάποιους κύκλους σύμφωνα με τις ιδιοτιμές του συστήματος. Strange Particle [Παράξενο σωματίδιο] Πυμην. Φυσ. Σωματίδια που ενώ μπορούν να αλληλεπιδράσουν ισχυρά και παράγονται (κατά ζεύγη) μέσω της ισχυρής αλληλεπίδρασης διαλέγουν για την καταστροφή τους την ασθενή αλληλεπίδραση. Strange Quark [Παράδοξο Κουάρκ] Πυμην. Φυσ. Η αύξηση του αριθμού των αδρονίων οδήγησε τους φυσικούς στο συμπέρασμα ότι όλα τα σωμάτια δεν μπορεί αν είναι στοιχειώδη. Για τη λύση του προβλήματος προτάθηκε από τους Zweig-Mann σε θεωρητικό επίπεδο η ύπαρξη τριών νέων στοιχειωδών σωμάτιων που είναι τα συστατικά από τα οποία χτίζονται τα αδρόνια. Τα τρία αυτά σωμάτια ονομάστηκαν κουάρκ. Ένα από τα τρία κουάρκ είναι το παράδοξο. Strangeness Conservation [Διατήρηση της παραδοξότητας] Πυμην. Φυσ. Η αρχή κατά την οποία η παραδοξότητα στα αδρόνια πρέπει να διατηρείται. Όμως ο αυτός κβαντικός αριθμός δε διατηρείται απόλυτα. Συγκεκριμένα διατηρείται στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις αλλά όχι στις ασθενείς. Strangeness Number [Παραδοξότητα] Πυρην.Φυσ. Τα παράδοξα σωματίδια κουβαλούν ένα νέο κβαντικό αριθμό που λέγεται παραδοξότητα και τα χαρακτηρίζει. Η παραδοξότητα βρίσκεται στη διαφορά του κβαντικού αριθμού Υ (υπερφορτίο) από τον κβαντικό αριθμό Β (βαρυονικό). Strap [Ιμάντας] Μηχ. Είναι μία λωρίδα από εύκαμπτο υλικό, η οποία χρησιμοποιείται για να κρατάει συγκρατημένα μαζί τα διάφορα τμήματα ενός μηχανικού συνόλου ή για να μεταδίδει την κίνηση ενός τροχού σε έναν άλλο. Strapping Option [Δυνατότητα λειτουργίας] Τεχνολ. Διακόπτες (lumbers) που βρίσκονταν συνήθως σε κάθε περιφερειακό και καθορίζουν με ανθρώπινη παρέμβαση την κατάσταση λειτουργίας. Strategic Management [Στρατηγική διοίκηση] Τεχνολ. Το είδος του διευθυντή που διευθύνει μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό και συνήθως οραματίζεται ή ασκεί επαφές με ανθροοπους κλειδιά. Strategic Plan [Στρατηγικό σχέδιο] Τεχνολ. Συνήθως καταστρώνεται σε επιχειρησιακό περιβάλλον από τα επιτελικά στελέχη και υλοποιείται από τα στελέχη γραμμής. Strategic Research [Στρατηγική έρευνα] Τεχνολ. Κλάδος του επιχειρησιακού περιβάλλοντος που ορίζει έ-

- 1325 -

ρευνα σε στρατηγικό επιστημονικό πεδίο. Strategy 1 [Στρατηγική] Μαθημ. Σε ένα παιχνίδι, το οποίο υπάγεται στην μαθηματική θεωρεία παιχνιδιών. είναι το σύνολο όλων των απαραίτητων κινήσεων για την πλήρη κάλυψη όλων των πιθανών καταστάσεων. Strategy [Στρατηγική] Στατ. Όρος της θεωρίας παιγνίων που δηλώνει τις δυνατότητες ενεργειών που προσφέρουν οι κανόνες του παιχνιδιού στους παίκτες. Strategy Vector [Διάνυσμα στρατηγικής] Στατ. Σε πίνακα κάποιου παιγνίου 2 παικτών διάνυσμα στρατηγικής είναι ένα διάνυσμα με τις καλύτερες κινήσεις του ενός παίκτη σε κάθε μια από τις δυνατές περιπτώσεις ροής παιχνιδιού. Stratification 1 [Διαστρωμάτωση] Γεωλ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η κατάσταση εκείνη της εκ φύσεως τοποθέτησης των πετρωμάτων σε παράλληλες στρώσεις, η μία επάνω από την άλλη. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και ο διαχωρισμός της υδάτινης μάζας μίας λίμνης σε παράλληλες στρώσεις με διαφορετικά χαρακτηριστικά όπως είναι η θερμοκρασία και η πυκνότητα. Stratification 2 [Στρωματοποίηση] Στατ. Διαμέριση ενός πληθυσμού σε ομάδες που συμμετέχουν κατ' αναλογία στο σχεδιασμό ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος. Stratified Sampling [Στρωματοποιημένη δειγματοληψία] Στατ. Δειγματοληψία βάση στρωματοποίησης (Stratification). Stratiform [Στρωματόμορφο] Μετεωρ. Όρος που χαρακτηρίζει το είδος τα>ν νεφών που εξαπλώνονται σε οριζόντιο στρώμα μεγάλης έκτασης. Stratiformis [Στρωματόμορφα] Μετεωρ. Τα νέφη που εξαπλώνονται σε εκτεταμένο οριζόντιο φύλλο ή στρώμα και δεν επιφέρουν βροχή. Στην κατηγορία αυτή των νεφών ανήκουν κυρίως οι Υψισωρείτες και οι Στρώματοσωρίτες. Stratigraphic Map [Στρωματογραφικός χάρτης] Γεωλ. Γεωλογικός χάρτης που απεικονίζει τη διάταξη και τη κατανομή των στρωματογραφικών ενοτήτων. Stratigraphic Trap [Στρωματογραφική παγίδα] Γεωλ. Θέση σε υπόγεια δεξαμενή που είναι κατάλληλη κυρίως λόγω στρωματογραφικών αιτίων για τη παγίδευση όγκων υδρογονανθράκων και τη δημιουργία κοιτασμάτων φυσικών αερίων και πετρελαίων. Stratigraphic Unit [Στρωματογραφική ενότητα] Γεωλ. Ανεξάρτητο στρώμα ή σύμπλεγμα στρωμάτων που αποτελεί ιδιαίτερο σύνολο στη φυσική αλληλουχία των στρωμάτων λόγω των ιδιοτήτων και του χαρακτήρα των πετρωμάτων του και συνιστά, κατά συνέπεια, διάκριτή ενότητα στη στρωματογραφική ταξινόμηση. Stratigraphy [Στρωματογραφία] Γεωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της διάτάξης, της ηλικίας, της προέλευσης, της κατανομής και της αλληλουχίας των εστρωμμένων πετρωμάτων του φλοιού της Γης στο χώρο και το χρόνο καθώς και τη ταξινόμηση τους σε επί μέρους κατηγορίες. Stratocumulus [Στρωματοσωρείτες] Μετεωρ. Σύννεφα χαμηλού ύψους που βρίσκονται σε μικρή σχετικά απόστάση πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Είναι μεγάλης έκτασης στρώμα από σωρείτες, σε πυκνή διάταξη, με γκρίζες και λευκές αποχρώσεις και αποτελούνται από σταγόνες νερού. Αναπτύσσονται σε ύψος γενικά μέχρι 2000 μέτρα από του εδάφους του τόπου παρατήρησης. Έχουν τη μορφή μεμονωμένων κραμβοειδών σχηματισμών ή ασυνεχούς, εκτεταμένου πέπλου,

Subscription Television

διατεταγμένα κατά σειρές σε στρώματα προς μία ή δυο διευθύνσεις και συχνά με αλληλοκαλυπτόμενα άκρα. Διεθνές σύμβολο: Sc. Stratopause [Στρατόπαυση] Μετεωρ. Είναι το διαχωριστικό όριο στην ατμόσφαιρα της Γης μεταξύ της στρατόσφαιρας και της μεσόσφαιρας, στο ύψος περίπου των 50 χλμ.. Η αντίστοιχη θερμοκρασία είναι (270 ± 20Κ) και μεταβάλλεται λόγω των εποχικών μεταβολών στην ανώτερη ατμόσφαιρα, Stratosphere [Στρατόσφαιρα] Μετεωρ. Τμήμα της ατμόσφαιρας έξω από την τροπόσφαιρα. Stratospheric [Στρατοσφαιρικός] Μετεωρ. Ο όρος που αναφέρεται στις ιδιότητες της στρατόσφαιρας. Stratospheric Coupling [Στρατοσφαιρική σύζευξη] Μετεωρ. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των διαταραχών στην τροπόσφαιρα και των διαταραχών στην στρατόσφαίρα. Stratospheric Steering [Στρατοσφαιρική καθοδήγηση] Μετεωρ. Ο ρόλος που παίζει η στρατόσφαιρα στην καθοδήγηση των διαταραχών των αμέσως κατώτερων στρωμάτων της τροπόσφαιρας. Stratotype [Στρωματότυπος] Γεωλ. Όρος αναφοράς για τη τυπική διάταξη των στρωμάτων σε μία στρωματογραφική ενότητα. Stratovolcano [Στρωματοηφαίστειο] Γεωλ. Ηφαίστειο του οποίου ο κώνος σχηματίζεται με επάλληλα στρώματα λάβας και πυροκλαστικών υλικών. Stratum [Στρώμα] Γεωλ. Η μικρότερη λιθοστρωματογραφική ενότητα που περιλαμβάνει άθροισμα πετρωμάτων με κοινό χαρακτήρα αναπτυγμένων κυρίως κατά πλάτος και κατά μήκος περιοριζόμενα μεταξύ δύο σχετικά παράλληλων και επίπεδων επιφανειών, συνήθως επικείμενη ή υποκείμενη άλλων σε ένα σύμπλεγμα ή αλληλουχία στρωμάτων. Stratus [Στρώμα] Μετεωρ. "Ενα από τα τρία γένη της κατηγορίας των κατώτερων νεφών που αποτελούνται από υδροσταγόνες και αναπτύσσονται σε ύψος γενικά μέχρι 2000 μέτρα από του εδάφους του τόπου παρατήρησης. Έχουν τη μορφή συνεχών, σταχτόχρωμων και γενικά ομοιόμορφης πυκνότητας πέπλχον, με συχνά αιχμηρά και ακανόνιστης απόληξης κράσπεδα εν είδη ρακών. Δίνουν ψιλή βροχή που πέφτει συνήθως από τη βάση τους. Διακρίνονται από τα altrostratus από το γεγονός ότι καλύπτουν πλήρως τον ήλιο. Διεθνές σύμβολο: St. Stray Current [Ρεύμα παρεμβολής] Ηλεκ. 1. Ρεύματα ή συστατικά τα οποία δεν αποτελούν πληροφορία κατάλληλη για μετρήσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα ρεύματα που δημιουργούνται από πυκνωτές ή γειώσεις. 2. Τμήμα από το ολικό ρεύμα που ρέει ένα κύκλωμα. Σε μια μπαταρία, μπορεί να εμφανιστεί μεταλλική διάβρώση, αν έρθει σε επαφή με ηλεκτρολύτες, Streak Lightening [Ραβδωτή αστραπή] Γεωφυσ. Η αστραπή η οποία εμφανίζεται με λευκή λάμψη και λεπτή μορφή, χωρίς διακλαδώσεις και κυματισμούς, Stream [Ρεύμα] Αστρον. Ανταλλαγή ύλης μεταξύ 2 ουράνιων σωμάτων πχ γαλαξιών, άστρων κτλ. Stream 2 [Ρεύμα] Πληρ. Ροή πληροφορίας από κάποια πόρτα λογισμικού ή υλικό του hardware, Stream 3 [Ρεύμα] Ρευστομηχ. Χαρακτηρίζεται η ροή οποιουδήποτε ρευστού, υγρού ή αερίου, Stream 4 [Ρεύμα] Υδμολ. Υδάτινος όγκος φυσικής ροής και καθορισμένης πορείας εντός διακριτού διαύλου επί της επιφάνειας του εδάφους. Stream Capacity [Χωρητικότητα ρεύματος] Υδρολ. II

Stream Channel

- 1326 -

ικανότητα μεταφοράς υλικών ενός ρεύματος εκφραζόμενη ως το φορτίο του ανά μονάδα χρόνου. Stream Channel [Κανάλι ρεύματος] Υδμολ. Η επιμήκης κοιλότητα εν είδη αύλακας εντός της οποίας αναπτύσσεται η ροή ενός ρεύματος. Stream Cipher [Κωδικοποιητής ρεύματος] Πλημ. Παίρνει χαρακτήρες από κάποια είσοδο και τους αναμιγνύει κατάλληλα ώστε να παραχθεί κατάλληλο κλειδί. Stream Development [Ανάπτυξη ρεύματος] Υδρολ. Ο λόγος του μήκους του ρεύματος προς την απόσταση μεταξύ της πηγής και του σημείου εκβολής του. Stream Editor [Κειμενογράφος πηγής] Πληρ. Επεξεργαστής κειμένου (σε επίπεδο γραμμής) για είσοδο συνήθως από το πληκτρολόγιο. Stream Erosion [Διάβρωση ρεύματος] Υδρολ. Η συνεχής μηχανική διαβρωσιγενής δράση που ασκούν επί των πετρωμάτων της κοίτης και των παρυφών του ρεύματος τα μεταφερόμενα υπό αυτού υλικά. Stream Gradient [Κλίση ρεύματος] Υδρολ. Η κατά τη διεύθυνση ροής σχηματιζόμενη γωνία μεταξύ του επιπέδου του ρεύματος και του οριζοντίου επιπέδου. Stream Load [Φορτίο ρεύματος] Υδρολ. Η ολική ποσότητα, μετρούμενη σε δεδομένο σημείο και σε δεδομένη χρονική στιγμή ή καθορισμένο χρονικό διάστημα, των μεταφερομένων από το ρεύμα υλικών. Stream Transport [Μεταφορά ρεύματος] Υδρολ. Η μεταφορά προϊόντων αποσαθρωτικών και διαβρωτικών διεργασιών δια ρεύματος. Streamer [Αρχικό χτύπημα ροής] Γεωφυσ. Κατά την ηλεκτρική εκκένωση της αστραπής ή του κεραυνού, το πρώτο μεγάλο κύμα ηλεκτρονίου που αναπτύσσεται μεταξύ σημείθ)ν αντιθέτου φορτίου, είτε συνεχώς είτε συνήθως κατά κλιμακωτά στάδια με ενδιάμεσες μικρές παύσεις, δημιουργώντας υψηλού ιονισμού δίαυλο για τα επακόλουθα χτυπήματα επιστροφής και χτυπήματα ροής. Streamline [Περίγραμμα Ροής] Ρευστομηχ. Θεωρητική καμπύλη, της οποίας η εφαπτομένη σε κάθε σημείο δηλώνει την κατεύθυνση της ταχύτητας του ρευστού. Streamline Flow [Στρωτή Ροή] Ρευστομηχ. Ονομάζεται και φυλλώδης ροή. Πρόκειται για ροή ρευστού μέσα σε σωλήνα, στην οποία η συνιστώσα της ταχύτητας κατά μήκος του αγωγού είναι λεία και συνεχής συνάρτηση της ακτίνας του, ενώ η ακτινική και γωνιακή συνιστώσα είναι μηδενικές. Σε αυτό το είδος ροής, οι απώλειες λόγω τριβής είναι μικρές και ο αριθμός Rcynolds μικρότερος από 4000. Streetcar [Τραμ] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για αστικό δημόσω μεταφορικό μέσο το οποίο κινείται επί σιδηροτροχιών, συνήθως τροφοδοτούμενο από το ηλεκτρικό ρεύμα μέσω ενός κατάλληλου δικτύου που αναπτύσσεται κατά μήκος των δρόμων της πόλης, οπότε δε ρυπαίνει το περιβάλλον. Strength [Δύναμη, ισχύς] Μαθημ. Η δύναμη ενός γραφήματος δίνεται από την σχέση: min | Α | / ω (Β - Α) ω (Β), όπου Β είναι το πρός εξέταση γράφημα, | Α | είναι το πλήθος των στοιχείων που περιέχονται στο Α και ισχύει ω (Β - Α) > ω (Β). Stress1 [Ενταση] Πληρ. Ειδικό υπολογιστικό εργαλείο για μηχανικούς υπολογισμούς τάσεων. Stress2 [Τάση] Μηχ. Ορίζεται η δύναμη που προκαλεί ή τείνει να προκαλέσει παραμόρφωση σε ένα σώμα. Μετράται ως δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας. Stress Analysis [Ανάλυση έντασης] Μηχ. Ορισμός και

μελέτη των τάσεων που ασκούνται σε ένα σώμα σύμφωνα με τις τεχνικές της μαθηματικής θεωρίας της ελαστικότητας ή της αντίστοιχης εφαρμοσμένης θεωρίας τάσεων. Stress Concentration [Συγκέντρωση τάσεων] Μηχ. Ονομάζεται η ανάπτυξη αυξημένων τιμών των τάσεων σε συγκεκριμένες περιοχές ενός υλικού σο')ματος, οι οποίες μπορεί να είναι κοντά σε γεωμετρικές ασυνέχειες όπως ρωγμές, κενά ή σε σημεία αλλαγής στη γεωμετρία του σώματος, Stress Crack [Τασική θραύση] Μηχ. Καλείται κάθε θραύση, δηλαδή ρωγμή με συνέπεια τη διακοπή της συνέχειας του υλικού λόγω της ανάπτυξης κάποιας παραμύρφωσης από την επιβολή είτε εφελκυστικών και θλιπτικών είτε καμπτικών τάσεων. Stress Drop [Υποβιβασμός τάσης] Μηχ. Καλείται η απότομη μείωση της εντατικής κατάστασης κατά μήκος της επιφάνειας του ρήγματος πριν και μετά τη διάρρηξη του. Stress Function [Τασική συνάρτηση] Μηχ. Είναι μία μαθηματική συνάρτηση η οποία περιγράφει την κατανομή των τάσεων σε ένα ελαστικό σώμα σε σχέση με τη θέση των διαφόρων σημείων σε αυτό. Stress Minereal [Ορυκτό παραμόρφωσης] Ορυκτ. Χαρακτηρίζεται ορυκτό μεταμορφωμένων πετρωμάτων (π.χ. αλβίτης, επίδοτο, τάλκης, κυανίτης) στη διεργασία σχηματισμού του οποίου οι αναπτυσσόμενες μηχανικές τάσεις συντελούν επιβοηθητικά, Stress Range [Τασική διακύμανση] Μηχ. Σε ένα πεδίο τάσεων που αναπτύσσεται σε μία κατασκευή και μεταβάλλεται περιοδικά λόγω των αλλαγών στις φορτίσεις που το προκαλούν, η τασική διακύμανση ορίζεται ως η αλγεβρική διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής των αναπτυσσόμενων τάσεων, Stress Ratio [Λόγος τάσεων] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται ο λόγος της ελάχιστης προς τη μέγιστη τάση σε κάποιο σημείο ενός σώματος το οποίο υποβάλλεται σε δοκιμή κόπωσης, Stress Relaxation [Χαλάρωση Τάσης] Ρευστομηχ. Φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ιξωδοελαστική κατάστάση ενός σώματος, όπου ενώ η τάση μειώνεται, η εκτατική παραμόρφωση του σώματος παραμένει σταθερή. Stress Sensor [Αισθητήρας έντασης] Τεχνολ. Αισθητήρας επαφής που ανταποκρίνεται σε ερεθίσματα πίεσης, Stress Strain Curve [Καμπύλη τάσεων παραμορφώσεων] Μηχ. Πρόκειται για ένα διάγραμμα το οποίο αποτυπώνει γραφικά την σχέση των τάσεων που εφαρμόζονται σε ένα σώμα και των αντίστοιχων παραμορφώσεων που θα αναπτυχθούν σε αυτό ως συνέπεια της ίδιας φόρτισης. Stress Test [Τεστ έντασης] Μηχ. Συνηθισμένο τελικό τεστ ενός μηχανήματος (και όχι του προτύπου ή ενός δείγματος) ώστε να διαπιστωθεί η αντοχή και τυχόν βλάβες πρώτης γραμμής, Stretch Blow Molding [Μορφοποίηση εφελκυσμούεμφύσησης] Τεχνολ. Κατεργασία μορφοποίησης που υποβάλλονται τα πολυμερή προκειμένου να αποκτήσουν το επιθυμητό σχήμα συνδυασμένο με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά μηχανικής αντοχής. Η κατεργασία περιλαμβάνει τον αξονικό εφελκυσμό και την εμφύσηση που πραγματοποιούνται σε υψηλές θερμοκρασίες που προσεγγίζουν το σημείο μάλαξης Kat μπορούν να είναι ταυτόχρονες ή και διαδοχικές. Stria [Αύλακα ή χαραγή] Γεωλ. Λεπτή και μικρού βά-

- 1327 -

Οους εντομή εν είδη αύλακας ή ράβδωσης. Striation [Αυλάκωση] Γεωλ. Η γραμμωτή διαμόρφωση μιας επιφάνειας (π.χ. πετρώματος, εδάφους) με σύστημα λεπτών, μικρού βάθους, σχετικά παράλληλων και στενά αλληλοκείμενων εντομών υπό την επενέργεια διαφόρων παραγόντων όπως της διαβρωτικής δράσης παγετώνα, ρηγματικής μετατόπισης κ.λ.π. Strictly Convex Space [Αυστηρά κυρτός χώρος] Μαθημ. Κατάσταση κυρτότητας ενός νορμέ χώρου Χ, που ορίζεται ανάλογα με τον αντίστοιχο ορισμό για συναρτήσεις. Αν χ, y e Χ τότε πρέπει || kx + (l-k)y|| < k||x|| + (i;k)lly||·

Strike [Διεύθυνση] Γεωλ. Καλείται η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του πραγματικού βορρά και του ίχνους της τομής του υπό εξέταση επιπέδου με το οριζόντιο επίπεδο, το οποίο μπορεί να είναι ένα επίπεδο ρήγματος, το μέσο επίπεδο μίας στρώσης ή κάτι άλλο. Strike Fault [Ρήγμα παράταξης] Γεωλ. Ρήγμα που είναι παράλληλο προς τη διεύθυνση των στρωμάτων εντός των οποίων εμφανίζεται. Strike Joint [Διάκλαση παράταξης] Γεωλ. Διάκλαση που είναι παράλληλη προς τη διεύθυνση των επιπέδων σχιστότητας ή των στρωμάτων εντός των οποίων εμφανίζεται. Strike Separation [Διαχωρισμός παράταξης] Γεωλ. Η παράλληλη προς τη διεύθυνση του ρήγματος απόσταση των τεμαχίων του. Strike-Slip [Οριζόντιο άλμα] Γεωλ. Η μία από τις τρεις συνιστώσες του άλματος ενός ρήγματος, που παριστά την σχετική κίνηση των τεμαχίων του παράλληλα προς τη διεύθυνση του ρήγματος. Strike Slip Fault [Οριζόντιο ρήγμα] Γεωλ. Ονομάζεται το ρήγμα εκείνο, στο οποίο είτε είναι δεξιόστροφο είτε αριστερόστροφο, η σχετική μετακίνησή του είναι καθαρά οριζόντια. String 1 [Αλφαριθμητικό] Πλημ. Ακολουθία από σύμβολα ενός αλφαβήτου. String2 [Χορδή] Φνσ. 1. Σύνδεσμος μεταξύ 2 καταστάσεων διαφορετικού δυναμικού 2. Σύνδεσμος 2 σημείων του χο')ρου με κάποιο υλικό μέσο. String Break [Σπάσιμο αλφαριθμητικού] Πληρ. Διαχωρισμύς ενός αλφαριθμητικού σε 2 τμήματα. String Constant [Αλφαριθμητική σταθερά] Πληρ. Αλφαριθμητική μεταβλητή με σταθερή τιμή. String Editor [Κειμενογράφος αλφαριθμητικών] Πληρ. Επεξεργαστής κειμένου για αλφαριθμητικά με λειτουργίες μετακίνησης, διαγραφής και διόρθωσης κτλ. String Manipulation [Χειρισμός αλφαριθμητικού] Πληρ. Η επεξεργασία ενός αλφαριθμητικού συνήθως περιλαμβάνει διόρθωση του, πρόσθεση σε ένα άλλο, αφαίρεση ενός τμήματος κτλ. String Manipulation Language [Γλώσσα χειρισμού αλφαριθμητικών] Πληρ. Παλαιότερος τύπος γλωσσών χειρισμού αλφαριθμητικών πχ SNOBOL (String Oriented Symbolic Language ή Συμβολική γλώσσα χειρισμού αλφαριθμητικών) που σταδιακά έδωσαν τη θέση τους σε πιο διευρυμένες γλώσσες που ενσωματώνουν και γραφικά. String Processing [Επεξεργασία αλφαριθμητικών] Πληρ. Δες και String Manipulation. Strip Printer [Εκτυπωτής ταινίας] Τεχνολ. Ειδική κατηγορία εκτυπωτικών μηχανημάτων που χρησιμοποιούν χαρτί υπό μορφή στενού ρολό που μπορεί να είναι τόσο θερμογραφικό όσο και απλό. Βρίσκουν εφαρμογή σε εκτυπωτές συντεδεμένους σε μηχανές ε-

Subscription Television

λέγχου της παραγωγής ή ακόμη και σε αριθμομηχανές. Stripped Atom (Γυμνό άτομούτομ. Φυσ. Ένας ατομικός πυρήνας χωρίς να περιβάλλεται από ηλεκτρόνια. Stripper [Απογυμνωτής] Χημ. Μηχ. Ειδικό δοχείο που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση πτητικών ή αερίων ενώσεων από υγρό μέσο, με τη βοήθεια ρεύματος αερίου ή ατμού. Stripping [Απογύμνοοση] Χημ. Μηχ. Κάθε διεργασία στην οποία χρησιμοποιείται ρεύμα ατμού ή άλλου αερίου, με σκοπό τον καθαρισμό ενός υγρού. Strobe [Σήμα Strobe] Επικοιν. Σήμα έναρξης μεταφοράς δεδομένων του πρωτοκόλλου Centronics. Strobe Effect [Φαινόμενο στριφογυρίσματος] Τεχνολ. Η δειγματοληψία γίνεται απύ ένα περιστρεφόμενο δίσκο που οι αρμονικές του δεν μηδενίζονται αλλά επηρεάζουν το κύριο σήμα. Stroboscope [Στροβοσκόπιο] Η/εκτρον. Ένα όργανο για να κάνει ένα κινούμενο σώμα κατά διαστήματα ορατό έτσι (όστε να δίνει την εντύπωση πως είναι το σώμα είναι στάσιμο. Αποτελείται από μια λάμπα που αναβοσβήνει κατά διαστήματα ώστε το σώμα να φαίνεται κατά διαστήματα ακίνητο και από μια φωτογραφική μηχανή που αποτυπώνει τα στιγμιότυπα της κίνησης. Με αυτό το όργανο μπορούν να γίνουν ορατές ταλαντώσεις υψηλής ταχύτητας ή να γίνουν μετρήσεις ταχύτητας μιας περιστρεφόμενης μηχανής. Stroboscopic Model [Στροβοσκοπικό μοντέλο] Τεχνολ. Δειγματοληψία ενός συνεχούς συστήματος με προσέγγιση από ένα διακριτό σύστημα. Stroboscopic Photography [Στροβοσκοπική φωτογραφία] Τεχνολ. Φωτογραφία με χρήση πολλών πηγών φωτός. Stroke [Χτύπημα] Πληρ. Αναφέρεται συνήθως σαν Keystroke και δηλώνει χτύπημα πλήκτρου. Stroke Analysis [Ανάλυση χτυπήματος] Πληρ. Αντικείμενο της εργονομίας για την ταχύτητα χτυπήματος και τη θέση του χειριστή και οδηγεί στον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό και χρήση κυρίως στις περιπτώσεις περιορισμένου χώρου. Ελέγχεται η διεύθυνση του χτυπήματος (Stroke Center Line), η άκρη (Edge) του χτυπήματος, η ταχύτητα του (Speed) και το πλάτος του (Width). Stromatolite [Στρωματόλιθος] Γεωλ. Οργανικής φύσης ιζηματογενής απόθεση, γενικά μικρού πάχους και ποικίλης μορφής, που σχηματίζεται από καθίζηση ανθρακικού υλικού μέσω της επενέργειας διεργασιών φωτοσύνθεση ιδιαίτερα σε κυανοπρασινοφύκη και πρασινοφύκη. Stromgren Radius [Ακτίνα Stromgren] Αστρον. Οι ακτίνες που μπορεί να καλύψουν οι αντίστοιχες σφαίρες (Slromgren Spheres). Stromgren Sphere [Σφαίρα Stromgren] Αστρον. Η σφαίρα που σχηματίζει το ιονισμένο υδρογόνο ενός γαλαξιακού νεφέλωματος εκπομπής κάτω από την υπεριώδη ακτινοβόληση (αντίστοιχων) αστέρων της γειτονιάς του. Strong Acid [Ισχυρό Οξύ] Χημ. Χαρακτηρίζεται ένα οξύ, το οποίο όταν βρίσκεται σε διάλυμα, διίσταται πλήρως σε ιόντα. Strong Base [ισχυρή Βάση] Χημ. Χαρακτηρίζεται μια βάση, η οποία όταν βρίσκεται σε διάλυμα, διίσταται πλήρως σε ιόντα. Strong Breeze [Ισχυρός άνεμος] Μετεωρ. Ο άνεμος μεγάλης ταχύτητας που κυμαίνεται μεταξύ 22 με 26 κόμβους (σε κλίμακα Beaufort 6).

Strong Causality Condition

- 1328 -

Strong Causality Condition [Ισχυρή αιτιατή συνθήκη] Φυσ. Ένας χωρόχρονος Χ λέγεται ισχυρά αιτιατός σε ένα σημείο του x αν υπάρχει μια βάση από τοπολογικές γειτονιές του x ώστε καμία τους να μην τέμνεται από μια γεωδαισιακή διαδρομή κατά ένα μη συνεκτικό σύνολο. Strong Cryptographic Algorithm [Δυνατός αλγόριθμος κρυπτογράφησης] Επικοιν. Αλγόριθμος κρυπτόγράφησης σπάει αρκετά δύσκολα (σε πολυωνυμικό χρόνο). Strong Electrolyte [Ισχυρός Ηλεκτρολύτης] Χημ. Ένας ηλεκτρολύτης με μεγάλο βαθμό διαστάσεως. Strong Force [Ισχυρή δύναμη] Πυμην. Φυσ. Μια από τις τέσσερις κατηγορίες αλληλεπιδράσεων (αυτές συχνά ονομάζονται δυνάμεις). Η ισχυρή δύναμη, είναι υπεύθυνη για την πυρηνική δύναμη και επίσης για την παραγωγή πιονιών και αρκετών άλλων σωματιδίων σε συγκρούσεις υψηλών ενεργειών. Strong Gale [Σφοδρή θύελλα] Μετεωμ. Ισχυρότατος, βίαιος, καταιγιστικός άνεμος με ταχύτητες που πολλές φορές ξεπερνούν τα 90 km/h. Strong Ground Motion [Ισχυρή εδαφική κίνηση] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η δόνηση του εδάφους, όχι απαραιτήτως κοντά στην εστία ενός σεισμού, η οποία διακρίνεται απύ το μεγάλο πλάτος ταλάντωσης ή τη μεγάλη ταχύτητα ή την επιτάχυνση και έχει ενδιαφέρον από άποψη εκτίμησης της επιρροής του σεισμού στα τεχνικά έργα. Strong Topology [Ισχυρή τοπολογία] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση ρ η οποία ορίζεται ως εξής: ρ: Ε -> Ε, όπου Ε είναι ένα μη κενό σύνολο, δηλαδή Ε 1 0. Αν η συνάρτηση αυτή για κάθε α, β, γ, τα οποία ανήκουν στο σύνολο Ε ικανοποιεί τα κάτωθι: α) ρ (α, β) = 0 => α = β, β)) ρ (α, β) =) ρ (β, α) και γ)) ρ (α, β) <) ρ (α, γ) + ) Ρ (Υ» β). τότε λέγεται μετρική στο Ε. Αν επιπλέον η συνάρτηση ρ είναι και νόρμα τότε ο χώρο Ε λέγεται ισχυρά τοπολογικός. Stronger Topology [Ισχυρότερη τοπολογία έναντι κάποιας άλλης] Μαθημ. Έστω Λ και Β δύο τοπολογίες, οι οποίες ανήκουν σε ένα χώρο Τ. Αν τα ανοικτά σύνολα του Β ανήκουν και στο Α, μέσα στον ίδιο χώρο Τ, τότε λέμε ότι η τοπολογία Α είναι ισχυρότερη της τοπολογίας Β ή αντίστοιχα η τοπολογία Β είναι πιο αδύνατη σε ισχύ από την τοπολογία Α, Strongly Casual Space Time [Ισχυρά αιτιατός χωρόχρονος] Φυσ. Ένας χωρόχρονος λέγεται ισχυρά αίτιατός αν η ισχυρά αιτιατή συνθήκη ισχύει σε κάθε σημείο του. Strongly Future Asymptotically Predictable Spacetime [Ισχυρά μελλοντικά ασυμπτωτικά προβλεπόμενος χωρόχρονος] Φυσ. Ένας χωρόχρονος που είναι ισχυρά μελλοντικά προσανατολισμένος όπου οι τροχιές μελλοντικά συγκλίνουν ισχυρά ασυμπτωτικά. Strongly Typed Language [Ισχυρά δομημένη γλώσσα] Πληρ. Γλώσσα προγραμματισμού φτιαγμένη ώστε να ασκεί πολύ καλό συντακτικό (Syntax) Kat σημασιολογικό (Semantic) έλεγχο και φυσικά σε περισσότερα από ένα περάσματα. Strontianitc [Στροντιανίτης] Ορυκτ. Ορυκτό ανθρακικό στρόντιο, που μερικές φορές περιέχει ασβάστιο το οποίο έχει αντικαταστήσει μέρος του στροντίου. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα, είναι άχρωμο η γκρι με κίτρινους ή πράσινους χρο)ματισμούς, έχει ειδικό βάρος 3,76 και σκληρότητα 3,5 Mohs. Strontium [Στρόντιο] Χημ. Χημικό στοιχείο της ομά-

δας των αλκαλικών γαιών, που συμβολίζεται ως Sr και έχει ατομικό αριθμό 38, ατομικό βάρος 87,62, σημείο ζέσεως 1350°C και σημείο τήξεως 770°C. Είναι αργυρόλευκο μαλακό μέταλλο, που προσβάλλεται από την υγρασία και το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Σε πολύ μικρές ποσότητες βρίσκεται στους περισσότερους οργανισμούς, στα στάδια μεταβολισμού του ασβεστίου, χωρίς να έχει βεβαιωθεί ο ρόλος του. Τα άλατά του χρησιμοποιούνται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων, Strontium-90 [Στρόντιο-90] Χημ. Ραδιενεργό ισότοπο του στροντίου, w Sr, με χρόνο ημιζωής 29,1 έτη. Είναι επικίνδυνο διότι συσσωρεύεται στα οστά και μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημιά στο μυελό των οστών και ενδεχομένως, λευχαιμία. Strontium Acetate [Οξικό Στρόντιο] Ομγ. Χημ. Λευκό κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο Sr(C2H302)2, μοριακο βάρος 205,71, διασπάται με θέρμανση και διαλύεται σε νερό και μεθανόλη. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση, Strontium Bromide [Βρωμιούχο Στρόντιο] Ανόμγ. Χημ. Αλογονίδιο του στροντίου, που έχει χημικό τύπο SrBr2, μοριακό βάρος 247,43 και σημείο τήξεως 643 °C. Είναι λευκή κρυσταλλική, υγροσκοπική ουσία, διαλυτή σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμακευτικών και χημικών προϊόντων, Strontium Carbonate [Ανθρακικό Στρόντιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι SrC03 και το μοριακύ βάρος 147,63. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση ή λευκή σκόνη που μετατρέπεται σε κρυσταλλική στους 956 °C. Τήκεται στους 1497 °C (69 atm) και ζέει στους 1340°C. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων και ως καταλύτης. Strontium Chlorate [Χλωρικό Στρόντιο] Ανόργ. Χημ. Αλας του χλωρικού οξέος, με χημικό τύπο Sr(ClO,02, μοριακό βάρος 254,52 και σημείο τήξεως 120 °C, όπου διασπάται. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία ή λευκή σκόνη, ισχυρά οξειδωτική και εκρηκτική, διαλύεται σε νερό και αιθανόλη και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων. Strontium Chloride [Χλωριούχο Στρόντιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο SrCl2, μοριακό βάρος 158,53, σημείο τήξεως 875 °C και σημείο ζέσεως 1250°C. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και στην κατασκευή πυροτεχνημάτων, Strontium Chromate [Χρωμικό Στρόντιο] Ανόμγ. Χημ. Κίτρινο κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο SrCr04 και μοριακό βάρος 203,61. Είναι τοξική ουσία, διαλυτή σε υδροχλωρικό, νιτρικό και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται σε επικαλύψεις και πυροτεχνήματα, Strontium Dioxide [Διοξείδιο του Στροντίου] Ανόργ. Χημ. Λευκή εύφλεκτη σκόνη, που έχει χημικό τύπο Sr0 2 και μοριακό βάρος 119,62. Τήκεται στους 215 °C (760 torr) και διαλύεται σε αιθανόλη και χλωριούχο αμμώνιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων και πυροτεχνημάτων. Strontium Fluoride [Φθοριούχο Στρόντιο] Ανόργ. Χημ. Τοξική, κρυσταλλική άχρωμη ένωση, με χημικό τύπο SrF2, μοριακό βάρος 125,62, σημείο τήξεως 1473 °C και σημείο ζέσεως 2489 °C. Χρησιμοποιείται σε οπτικά και λιπαντικά. Strontium Hydroxide [Υδροξείδο του Στροντίου] Ανόργ. Χημ. Ο χημικός τύπος είναι Sr(OH)2, το μοριακό βάρος 121,63, το σημείο τήξεως 375 °C και ζέσεως 710°C, όπου αποβάλλεται ένα μόριο νερού. Είναι λευ-

- 1329 -

κή κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε νερό και οξέα. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή λιπαντικών και πλαστικών. Strontium Iodide [Ιωδιούχο Στρόντιο] Ανόργ. Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με τοξικές ιδιότητες, έχει χημικό τύπο Srl2, μοριακό βάρος 341,43 και σημείο τήξεως 515 °C. Διαλύεται σε νερό, αιθανόλη και αμμωνία και χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση και στην ιατρική. Strontium Nitrate [Νιτρικό Στρόντιο] Ανόμγ. Χημ. Έχει χημικό τύπο Sr(N03)2 και μοριακό βάρος 211,63. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ένωση, που τήκεται στους 570 °C και διαλύεται σε νερό. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή σπίρτων. Strontium Oxide [Οξείδιο του Στροντίου] Ανόργ. Χημ. Αευκή ή γκρι κρυσταλλική ένωση, με τύπο SrO, μοριακό βάρος 103,62, σημείο τήξεως 2430°C και σημείο ζέσεως 3000 °C. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή λιπαντικών, χρωμάτων και χημικών ουσιών. Strontium Peroxide [Υπεροξείδιο του Στροντίου] Ανόργ. Χημ. -»Strontium Dioxide Strontium Salicylate [Σαλικυλικό Στρόντιο] Οργ. Χημ. Αλας του σαλικυλικού οξέος, με τύπο Sr(C7H503) 2*2Η20 και μοριακό βάρος 397,88. Είναι κρυσταλλική, άχρα)μη ουσία, διαλύεται σε νερό και αιθανόλη και διασπάται με θέρμανση. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων και χημικών. Strontium Sulfate [Θειικό Στρόντιο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο, κρυσταλλικό άλας, με χημικό τύπο SrS04, μοριακό βάρος 183,68 και θερμοκρασία τήξεως 1605 °C. Είναι δυσδιάλυτη στο νερό και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυροτεχνημάτων, κεραμικών, χαρτιού, κλπ. Strontium Sulfide [Θειούχο Στρόντιο] Ανόργ. Χημ. Έχει χημικό τύπο SrS, μοριακό βάρος 119,68 και σημείο τήξεως 2000 "C. Είναι άχρωμη ή γκρι κρυσταλλική, εύφλεκτη ουσία, διαλυτή σε νερό και οξέα. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. Strophoid [Στροφοειδές] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη στο διδιάστατο Ευκλείδειο επίπεδο. Αν αυτή η καμπύλη ορίζεται από την μορφή: y 2 = x 2 (α - χ) / (α + χ), τότε λέγεται στροφοειδής και είναι συμμετρική ως πρός τον άξονα Χ'Χ και τείνει ασυμπτωτικά στην ευθεία χ = - α και από τις δύο μεριές. Structural [Δομικός] Χημ. Ο σχετικός με τη δομή ενός μορίου. Structural Adhesive [Δομικά συγκολλητικά] Τεχνολ. Συγκολλητικά υλικά υψηλής αντοχής που συνήθως περιλαμβάνουν στη δομή τους φαινόλη. Βρίσκουν εφαρμογή κυρίως στη συγκόλληση διαφόρων υλικών σε μεταλλικές επιφάνειες. Structural Analysis [Δομική ανάλυση] Μηχ. Ονομάζεται ο κλάδος εκείνος της επιστήμης της μηχανικής που ασχολείται με τη μελέτη των τάσεων και των παραμορφώσεων που αναπτύσσονται σε μία κατασκευή η οποία υποβάλλεται σε εξωτερικές φορτίσεις, θερμοκρασιακές μεταβολές ή γενικότερα καταπονήσεις. Structural Deflection [Δομική παραμόρφωση] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται κάθε πολύ μικρή σχετικά μετακίνηση, περιστροφή ή γενικότερα αλλαγή της θέσης μίας κατασκευής από την αρχική της θέση ισορροπίας λόγω της επιβολής κάποιας φόρτισης. Structural Drawings [Δομικά σχήματα] Τεχνολ. Βασικά γεωμετρικά μοντέλα σχημάτων που μπορούν να συνδεθούν με άλλα. Με την αντικειμενοστραφή τεχνολογία (WYSIWYG) υπάρχει η δυνατότητα με το ποντί-

Subscription Television

κι να επιλέγεται και προσδιορίζεται η θέση εύκολα και γρήγορα. Structural Engineering [Δομική μηχανική] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για την εφαρμογή των γνώσεων της επιστήμης του πολιτικού μηχανικού με σκοπό τη μελέτη και τον σχεδιασμό μίας κατασκευής ως προς τη γεωμετρία της, τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, και όλους τους απαραίτητους υπολογισμούς ώστε να προκύψει μία οικονομική και εφικτή λύση. Structural Formula [Συντακτικός Τύπος] Χημ. Η επίπεδη αναπαράσταση της ατομικής διάταξης σε ένα μόριο. Structural Information [Δομική πληροφορία] Πληρ. Πληροφορία σχετικά με τα στοιχεία της δομής ενός χώρου, ενός συνόλου, μιας βάσης δεδομένων κτλ. Structural Isomers [Συντακτικά Ισομερή] Χημ. Χημικές ενώσεις που έχουν το ίδιο πλήθος και είδος ατόμων, αλλά διαφέρουν ως προς τη διάταξή τους στο χώρο. Structural Objects [Δομικά αντικείμενα] Πληρ. Αντικείμενα που φτιάχνονται από απλούς ή σύνθετους τύπους δεδομένων και κουβαλάν χαρακτηριστικά όπως πολυμορφία και μεταδοτικότητα με τις μεθόδους τους και τις ιδιότητες τους που αποτελούν πρωταρχικά αντικείμενα δόμησης ενός προγράμματος (για κάποιο αντικείμενο πχ μια γλώσσα κτλ). Structural Relief [Τεκτονικό ανάγλυφο] Γεωλ. Οι υφιστάμενες υψομετρικές διαφορές σ' ένα στρώμα μεταξύ των υψηλότερων σημείων των αντικλίνων και των χαμηλότερων σημείων των γειτονικών τους συγκλίνων. Structural Terrace [Τεκτονική αναβαθμίδα] Γεωλ. Σχηματισμός που αποτελείται από μία σχετικά επίπεδη επιφάνεια αναπτυσσόμενη επί κεκλιμένης επιφάνειας. Structural Trap [Τεκτονική παγίδα] Γεωλ. Τεκτονική δομή σε υπόγεια φυσική δεξαμενή κατάλληλη να λειτουργεί ως συλλέκτης για την παγίδευση όγκων υδρογονανθράκων και τη δημιουργία κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικών αερίων. Structure 1 [Δομή] Γεωλ. Η σύνθετη μορφή που αναπτύσσεται από τη διάταξη και το συσχετισμό των θέ^σεων των επί μέρους τμημάτων μιας συγκεκριμένης μάζας πετρωμάτων. Structure [Δομή] Μαθημ. Τρόπος οργάνωσης των στοιχείων ενός συνόλου με βάση κάποιες πράξεις πχ. ημιομάδα, ομάδα, αβελιανή ομάδα, δακτύλιος, ιδεώδες, σώμα, διανυσματικός χίόρος κτλ. Structure 3 [Δομή] Πληρ. Συλλογή συντακτικών τύπων που υπακούουν οι μεταβλητές. Έτσι συναντάμε αριθμούς (ακέραιους μικρούς και μεγάλους, πραγματικούς απλής και διπλής υποδιαστολής), χαρακτήρες και αλφαριθμητικά (Strings), πίνακες, σύνολα, αντικείμενα, εγγραφές, αρχεία, ενώσεις, λίστες, δέντρα, στοίβες, σωροί καθώς και αυτές που φτιάχνει ο χρήστης. Structure 4 [Δομή] Τεχνολ. Σαν εφαρμογή του μαθηματικού ορισμού μπορούμε να ορίσουμε ένα σύνολο ιδιοτήτων που περιγράφει το αντικείμενο μας. Για την υπολογιστική αξιοποίηση του απαιτείται το σύνολο αυτό να μπφεί να μεταφραστεί σε γεωμετρική γλώσσα. Structure* [Δομή] Χημ. Το είδος των ατόμων και η διάταξή τους σε ένα μόριο. Structure Contour [Ισοϋψής καμπύλη δομής] Γεωλ. Καμπύλη γραμμή με την οποία ενώνονται όλα τα σημεία κοινής ανύψωσης μιας μάζας πετρωμάτων. Structure Contour Map [Υψομετρικός χάρτης δομής] Γεωλ. Χάρτης με ισοϋψείς καμπύλες προβαλλόμενες

Structure Element

- 1330-

επί οριζοντίου επιπέδου για την υποτύπωση της δομής του Student με μέση τιμή 0 και διακύμανση ν/(ν-2) και ν βαθμούς ελευθερίας. μιας μάζας πετρωμάτων. Structure Element [Στοιχείο της δομής] Τεχνολ. Ένα Student's t-Statistic [Στατιστικό t του StudentJ Στατ. από τα στοιχεία που απαρτίζουν το σύνολο που στηρί- Στατιστικό μέγεθος που χρησιμοποιείται στο αντίστοιχο τεστ t του Student. Έτσι για ένα δείγμα από κανονιζεται η δομή. 2 Ν με μέσο m και τη διαStructure Of Management Information (SMI) κό πληθυσμό (μ, σ ) μεγέθους 1/2 [Δομή της πληροφορίας διαχείρισης] Επικοιν. Εργαλεί- σπορά του μέσου s = σ/Ν τότε κατασκευάζουμε το t ο διαχείρισης δικτύων με λογική δέντρων που πρώτους = (m - μ)/ s και το ελέγχουμε με Ν-1 βαθμούς ελευθεκόμβους έχει τους οργανισμούς τυποποίησης πχ ISO, ρίας. ITU κτλ. Student's t-Test [Τεστ t του Student] Στατ. Για ένα μιStructured Analysis [Δομημένη ανάλυση] Πληρ. Με- κρό δείγμα από κανονικό πληθυσμό ή για τεστ μεταξύ θοδολογία ανάλυσης συστημάτων που ακολουθεί ορι- 2 δειγμάτων ο έλεγχος αν το δείγμα ακολουθεί τον κασμένες τεχνικές ανάλυσης γενικά και επιστημονικά νονικό πληθυσμό ή τα 2 δείγματα ακολουθούν την ίδια κατανομή (έλεγχος της διαφοράς τους) ο έλεγχος γίνεπαραδεκτές. Structured Data Types [Δομημένοι τύποι δεδομένων] ται με το t στατιστικό. Πληρ. Τύποι δεδομένων που συντίθενται από απλούς Studio [Στούντιο] Πληρ. Ορολογία που δηλώνει ένα τύπους Kat άλλους δομημένους τύπους. πλήρες σύνολο προγραμμάτων που έχουν σχέση με Structured Programming [Δομημένος προγραμματι- γραφικά αλλά και άλλων αντικειμενοστραφούς τεχνοσμός] Πληρ. Μεθοδολογία συγγραφής αποτελεσματι- λογίας. κών προγραμμάτων με χρήση συναρτήσεων και διαδι- Sturges Rule [Κανόνας Slurges] Στατ. Κανόνας διαμερισμού ενός πληθυσμού σε δείγματα όπου αν έχουμε ν κασκόν αλλά και άλλων δομών ελέγχου. Structured Query Language (SQL) [Δομημένη παρατηρήσεις απαιτούνται τουλάχιστον 1+ 3,31ogv οΓλώσσα ερωτήσεων] Πληρ. Γλώσσα χειρισμού βάσε- μάδες δειγμάτων. ων δεδομένων που τυποποιήθηκε από το ινστιτούτο Sturm - Liouville Operator [Ο τελεστής των Sturm ANSI για εφαρμογή στο σχεσιακό μοντέλο κατασκευ- Liouville] Μαθημ. Ο τελεστής των Sturm - Liouville ής βάσεων δεδομένων. συναντάται στις μερικές διαφορικές εξισώσεις. Ο τελεStructured Variable [Δομημένη μεταβλητή] Πληρ. στής αυτός δίνεται από τον τύπο: L = - ΣΠ H / 1xx (pf / Μεταβλητή της οποίας ο τύπος είναι σύνθεση άλλίον TjXi) + q, με τους όρους ρ και q να αποτελούν τυχαίες συναρτήσεις. δομημένων τύπων. Strychnine [Στρυχνίνη] Οργ. Χημ. Κρυσταλλική, οπτι- Sturm - Liouville Theorem [Το θεώρημα των Sturm κά ενεργή ένωση, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Έχει Liouville] Μαθημ. Έστω δύο πολυώνυμα Α (χ) και Β χημικό τύπο C21H22N2O2, μοριακό βάρος 334,42, ση- (χ). Αν υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών πολυωνύμων μείο ζέσεως 270 °C και σημείο τήξεως 286-288 °C. Εί- κοινός παράγοντας h (x), ο οποίος να είναι και ο μέγιναι τοξική ουσία, με πικρή γεύση, διαλύεται σε χλωρο- στος κοινός παράγοντας όλων μεταξύ των δύο πολυωνύμων, τότε το πολυώνυμο Γ (χ) = Β (χ) / h (χ) έχει τις φόρμιο και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Stucco [Στόκος] Υλικ. Είναι ένα οικοδομικό υλικό απο- ίδιες ρίζες με το πολυώνυμο Α (χ) εκτός από αυτές οι τελούμενο από ασβέστη, άμμο ή και τσιμέντο, με το οποίες είναι απλές ρίζες. οποίο επικαλύπτονται ατέλειες της επιφάνειας των ε- Stuve Diagram Or Chart [Διάγραμμα Stuve] Μετεωμ. σωτερικών τοίχων ή στην περίπτωση που πρόκειται Θερμοδυναμικό διάγραμμα με ορθογο')νιες καρτεσιαγια τον σοβά, καλύπτονται με αυτόν οι εξωτερικοί τοί- νές συντεταγμένες τη θερμοκρασία και της πίεσης pk χοι. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατασκευή των σύμφο>να με τη σχέση pk = [(100kPa)k / Θ]Τ όπου Θ η διακοσμητικών στοιχείων. δυναμική θερμοκρασία, Τ η θερμοκρασία σε °Κ και Stuctural Geology [Τεκτονική γεωλογία] Γεωλ. Ο 100kPa=1000mb. Στο διάγραμμα φαίνονται επίσης μεκλάδος της Γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τη με- ρικές ισόθερμες, ισοβαρείς, αδιαβατικές και ψευδοαλέτη κάθε παραμόρφωσης ή διατάραξης των γεωλογι- διαβατικές καμπύλες, καθώς και καμπύλες σταθερής κών στρωμάτων σε συνάρτηση με τα αίτια που τις κορεσμένης αναλογίας. προκαλούν καθώς και τις τεκτονικές δομές των πετρω- Stylolite [Στυλόλιθος] Γεωλ. Επιφανειακή δομή, ιδιαίμάτων και τη διάρθρωση αυτών κατά το σχηματισμό τερα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, απαρτιζόμενη του γήινου φλοιού. από σύνθετες οδοντο')σεις και λεπτούς στηλοειδούς Stuctural Low [Τεκτονικό χαμηλό] Γεωλ. Κάθε κατώ- σχηματισμούς συνήθως κάθετους προς το επίπεδο τατο σημείο των υψομετρικών καμπυλών δομής ενός στροχτης, που πιθανότητα οφείλεται σε αποσύνθεση του πετρώματος π.χ. λόγω συμπιέσεων εξασκούμενων στρώματος. Stuctural Petreology [Τεκτονική πετρολογία] Γεωλ. Ο από το βάρος των υπερκείμενων στρωμάτων. κλάδος της Πετρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη Stylus [Στυλό] Τεχνολ. Εργαλείο γραφικών που συνήμελέτη του ιστού των πετρωμάτων (κυρίως μικροσκο- θως χρησιμοποιείται για γραμμές. πικά) και τον τρόπο συνδυασμού τους κατά τη συ- S Type Star [Αστρο τύπου S] Αστρον. 1. Αστέρας με γκρότηση του γήινου φλοιού. φασματικό τύπο S. Αυτός ο επιπλέον τύπος θερμοκραStudentized Range Test [Τεστ περιοχής τύπου σιακά είναι τύπου Μ με τη μικρότερη θερμοκρασία Student] Στατ. Στατιστικό τεστ πολλαπλών περιοχών αλλά έχει έντονες γραμμές μορίων όπως ZiO. Σε συστήματα που χρησιμοποιούν την ταξινόμηση του με δικούς του πίνακες κτλ. Student's Distribution [Κατανομή του Student] Στατ. Harvard το s υποδηλώνει ξεκάθαρες γραμμές (Ss). 2. Κωδωνοειδής Κατανομή που πρωτομελετήθηκε από Ένα άστρο με φασματικό τύπο S έχει θερμοκρασία ως τον Gosset (Student). Αν η κατανομή Χ είναι Ν(0,1) 3500 °Κ αλλά έχει έντονες διαφορετικές γραμμές από Kat η Υ είναι τύπου Χν2 και οι Χ, Ψ είναι ανεξάρτητες τον τύπο Μ. τότε η τυχαία μεταβλητή Χ/(Υ/ν)10 έχει την κατανομή Styphnic Acid [Στυφνικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι η 2,4,6-

-1331 -

τρινιτρο-ρεσορκινόλη, με χημικό τύπο 2,4,6-(N02).r 0,Η(ΟΗ)2-1,3, μοριακό βάρος 245,11 και σημείο τήξεως 179-180 °C. Πρόκειται για κίτρινη κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και αιθέρα, που χρησιμοποιείται σε εκρηκτικά. Styrene [Στυρένιο] Οργ. Χημ. Ονομάζεται και στυρόλιο. Είναι το βινυλο-βενζόλιο, που έχει χημικό τύπο C6H5CH=:CH2, μοριακό βάρος 104,15, σημείο ζέσεως 145,2 Τ και σημείο πήξεως -30,6°C. Διαλύεται σε οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται στην παραγωγή ρητινών. Styrene-Acrylonitrile Resin [Ρητίνη ΣτυρενίουΑκρυλονιτριλίου] Ομγ. Χημ. Ρητίνη που παράγεται με συμπολυμερισμό στυρενίου - ακρυλονιτριλίου. Έχει βελτιωμένη ανθεκτικότητα σε χημικά αντιδραστήρια και καιρικές συνθήκες και καλή ικανότητα βαφής. Χρησιμοποιείται σε κατασκευές για εξωτερικούς χώρους. Sub1 [Υπό] Μαθημ. Είναι η έκφρασή για να συμβολίσουμε τα στοιχεία εκείνα τα οποία έχουν τις ιδιότητες και την μαθηματική κατασκευή με ένα μαθηματικό κομμάτι, αλλά έχει κάποιες ιδιότητες λιγότερες από το κομμάτι στο οποίο ανήκει. Sub [Υποβρύχιο] Ναυπηγ. Ο όρος αυτός αποτελεί τη συντομογραφία του λήμματος υποβρύχιο Submarine Subadditive Function [Υποαθροιστική συνάρτηση] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι ορισμένη πάνω σε ένα σύνολο Α. Αν για την συνάρτηση αυτή ισχύει ότι για κάθε x, y ε Α ισχύει: ϊ (x + y) < f (χ) + f (y), τότε λέμε ότι αυτή η συνάρτηση λέγεται υποαθροιστική. Αν αναφερόμαστε σε μία κλάση συναρτήσεων Α τότε ισχύει ακριβώς η ίδια σχέση. Subaerial [Υποαέριος] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε ιζήματα ή διεργασίες που αναπτύσσονται επί ή πλησίον της επιφάνειας του εδάφους αλλά υπό σχεδόν αναερόβιες συνθήκες. Subalkaline [Υποαλκαλικός] Γεωχημ. Χαρακτηρισμός για πυριγενή πετρώματα που περιέχουν ως μόνα αλκαλικά συστατικά νατριούχο ή καλιούχο άστριο σε αναλογία μικρότερη από τα αλκαλικά πετρώματα. Subalphabet [Υποαλφάβητο] Πλημ. Τμήμα ενός μεγαλύτερου αλφάβητου πχ το Ascii για τον Unicode. Subangular Area [Ενδογωνιαία περιοχή] Τεχνολ. Το εσωτερικό μιας γωνίας. Subaqueous [Υποθαλάσσιο] Επιστ.Τεχν. Είναι ένας γενικότερος όρος που περιγράφει κάθε αντικείμενο, ενέργεια, διαδικασία ή συμβάν το οποίο κινείται ή διαδραματίζεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Subaqueous Deposit [Υποένυδρη απόθεση] Γεωλ. Απόθεση ιζημάτων που αναπτύσσεται κάτω από την επιφάνεια υδάτινης μάζας. Subarea [Υποπεριοχή] Επικοιν. Υποτμήμα ενός τμήματος δικτύου της αρχιτεκτονικής SNA της IBM που καλύπτει ένας host υπολογιστής με τους ελεγκτές του και το υποδικτυάκι του. Subartesian Water [Υποαρτεσιανό νερό] Υδμολ. Κατηγορία υπογείων νερών μεγάλου βάθους που η φυσική τους πίεση δεν είναι αρκετή για να επιτρέψει τον αναβλυσμό του νερού στην επιφάνεια της γης, ωστόσο επιτρέπει, εφόσον και το γεωλογικό υπέδαφος είναι κατάλληλο, την άνοδο τους σε ψηλότερα υπόγεια στρώματα. Subassembly [Υποσύστημα] Μηχ. Είναι ένα τμήμα ενός μηχανικού, ηλεκτρονικού συστήματος ή γενικότε-

Subdiagonal Of A M a t r i x

ρα ενός συνόλου, το οποίο δεν ανήκει σε ένα θεμελιώδες επίπεδο αφού διαθέτει και αυτό μία οργανωμένη δομή, αλλά μπορεί ολόκληρο να αντικατασταθεί ή να χειρισθεί ως μία μονάδα εντός του συνολικού συστήματος όπου ανήκει. Subatmospheric Heating System [Σύστημα υποατμοσφαιρικής θέρμανσης] Μηχ. Μηχ. Σύστημα θέρμανσης με ατμό όπου η ροή του ανακυκλούμενου ατμού γίνεται με δημιουργία κενού με χρήση αντλίας κενού. Subatomic Particle [Υποατομικό σωματίδιο] Φνσ. Πρόκειται για ένα στοιχειώδες σωματίδιο, το οποίο μπορεί να είναι συστατικό ενός ατόμου. Subbase [Υποβάση] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Α και Β μια ομάδα συνόλων τα οποία ανήκουν σε μια τοπολογία. Αν κάθε στοιχείο α του συνόλου Α, α e Α, ανήκει τουλάχιστο σε ένα σύνολο το οποίο ανήκει στην οικογένεια συνόλων Β τότε η οικογένεια συνόλων Β λέγεται υποβάση του τοπολογικού χώρου Α. Πρέπει να σημειωθεί ύτι η τομή όλων των υποβάσεων Β του συνόλου Α λέγεται βάση του συνόλου Λ. Subbottom Reflection [Ανάκλαση υποπυθμένα] Γ'εωφνσ. Η ανάκλαση ηχητικών κυμάτων χαμηλών συχνοτήτων, εκπεμπόμενων υπό μορφή επαναλαμβανόμενων παλμών από κατάλληλες ηχητικές συσκευές (π.χ. τομογράφος υποπυθμένα), επί των επιφανειών ασυνέχειας της υποδομής του πυθμένα μετά από διείσδυση τους στα βαθύτερα στρώματα αυτού και η επιστροφή τους προς το δέκτη όπου συλλαμβανόμενα καταγράφονται ώστε να συλλέγουν πληροφορίες για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Subcarrier [Υπο-φορέας] Πλεκτρον. Φορέας που δεν χαρακτηρίζεται σαν κύριος. Subchannel [Υπο-κανάλι] Επικοιν. Μπορεί να ειδωθεί σαν ένα τμήμα ενός μεγαλύτερου νοητού καναλιού. Subcluster [Υπο-σύμπλεγμα] Αστρον. Τμήμα ενός μεγαλύτερου σμήνους που συνήθως αναγνωρίζεται από κοινά χαρακτηριστικά. Subcommutation [Υπο-μετάθεση] Επικοιν. Χρησιμοποιείται κύρια στα ιδεατά δίκτυα. Σε κάποιο κόμβο το κανάλι πολλαπλασιάζεται και μετά γίνεται πολύπλεξη ώστε τελικά το κύκλωμα που δεσμεύεται να έχει υποστεί εσωτερική μετάθεση. Subcontractor [Υπεργολάβος] Μηχ. Πρόκειται για τον συμβαλλόμενο ή τον κατασκευαστή που αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει ένα μέρος ή και ολόκληρο έργο για λογαριασμό αυτού ο οποίος έχει υπογράψει τη συμφωνία με τον πελάτη. Subcooled Liquid [Υπόψυκτο υγρό] Φυσ. Όρος, γνωστός και ως συμπιεστό υγρό, που χαρακτηρίζει κάθε υγρό που δεν είναι κορεσμένο, δεν βρίσκεται δηλαδή στο σημείο βρασμού του. Στην περιοχή αυτή απαιτείται μεγάλη μεταβολή στην πίεση για μικρή μεταβολή στον όγκο του υγρού. Subcritical Reactor [Υποκρίσιμος αντιδραστήρας] Πυρην. Φυσ. Κατηγορία πυρηνικών αντιδραστήρων όπου τα νετρόνια που οδηγούνται σε σχάση είναι λιγότερα από αυτά που δαπανώνται για τη δημιουργία των εν λόγω νετρονίων. Ο λόγος των δύο αυτών κατηγοριών νετρονίων καλείται παράγοντας πολλαπλασιασμού, k, και για τους υποκρίσιμους αντιδραστήρες είναι μικρότερος του 1. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι σχάσεις στο συγκεκριμένο αντιδραστήρα ακολουθούν φθίνουσα πορεία, με αποτέλεσμα την σταδιακή μείωση της παραγφμενης ενέργειας. Subdiagonal Of A Matrix [Υποδιαγώνιος ενός πίνα-

Subdivision1

- 1332 -

κα] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Λ διάστασης μ χ ν και ότητες για κάποιο επίπεδο. έστω α^ τα στοιχεία του πίνακα Λ. Τα στοιχεία, τα ο- Sublimate [Εξάχνωμα] Φυσ. Χημ. Το αέριο που σχημαποία ανήκουν ακριβώς κάτω από την κύρια διαγώνιο τίζεται ως προϊόν εξάχνωσης. λέγονται υποδιαγώνιος του πίνακα Α και είναι τα στοι- Sublimation1 [Εξάχνωση] Μετεωμ. Η μετεωρολογική χεία της μορφής a M j . διεργασία (όπως π.χ. κατά το σχηματισμό της πάχνης) Subdivision [Υποδιαίρεση] Γεν. Η υποδιάρθρωση κά- της απ' ευθείας μετάβασης από τη αέρια φάση των υθε επιστήμης με επί μέρους κλάδους και τομείς που δρατμών στην στερεή φάση το)ν παγοκρυστάλλων ή έχουν ειδικότερο αντικείμενο μελέτης στα πλαίσια του αντίστροφα χωρίς τη μεσολάβηση της υγρής φάσης. ευρύτερου πεδίου της. Sublimation [Εξάχνωση] Φυσ. Χημ. Διαδικασία μετα2 Subdivision [Υποδιαίρεση] Πληρ. Όρος που στην τροπής μιας ουσίας από στερεή σε αέρια φάση, χωρίς γλώσσα προγραμματισμού Cobol δηλώνει παραδοσια- να μεσολαβεί σχηματισμός υγρού. κά ένα από τα 4 κύρια μέρη που χωριζόταν ένα πρό- Sublimation Curve [Καμπύλη Εξάχνωσης] Φυσ. Χημ. γραμμα. Γραφική παράσταση της τάσης ατμο')ν ενός στερεού ως Subduction Zone [Ζώνη καταβυθίσεο)ς] Γεωλ. Είναι συνάρτηση της θερμοκρασίας. μία σχεδόν επίπεδη ζώνη που ξεκινάει από μία τάφρο, Sublimation Energy [Ενέργεια Εξάχνωσης] Φυσ. Χημ. βυθίζεται στο εσωτερικό της Γης μέχρι βάθους αρκε- Ορίζεται το ποσό της θερμότητας που μεταφέρεται στο τών εκατοντάδων χιλιομέτρων και χαρακτηρίζεται από στερεό, για την εξάχνωση μοναδιαίας ποσότητας, σε μεγάλη σεισμικότητα. Συνήθως εκεί εμφανίζονται σει- συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. σμοί ενδιάμεσου και μεγάλου βάθους, ενώ θεωρείται Sublimation Heat [Θερμότητα Εξάχνωσης] Φυσ. Χημ. ότι είναι και η ζώνη διατμήσεως μιας τεκτονικής πλά- Η λανθάνουσα θερμότητα για τη μετατροπή στερεάς κας που εισχωρεί κάτω από μία άλλη. σε αέρια φάση απ'ευθείας. Subdwarf Star [Αστρο υπονάνος] Αστμον. Επόμενη Sublimation Nucleus [Πυρήνες εναπόθεσης] Μετεωμ. θέση μετά από αυτή του νάνου σε ταξινόμηση ενός ά- Μικροσκοπικό σωματίδιο στην επιφάνεια του οποίου επιτυγχάνεται η μετάβαση των ατμοσφαιρών υδραστρου με βάση τη φωτεινότητα του. Subfloor [Υποδαπέδια] Οικοδ. Ονομάζεται η τραχεία τμών από την υγρή φάση στη φάση του πάγου. επιφάνεια που βρίσκεται αμέσως κάτω από την τελειω- Sublimation Point [Σημείο Εξάχνωσης] Φυσ. Χημ. Η μένη και επεξεργασμένη επιφάνεια κάθε δαπέδου ενός θερμοκρασία στην οποία στερεά και αέρια φάση μιας ορόφου μίας οικοδομής. ουσίας συνυπάρχουν σε ισορροπία, σε συγκεκριμένη Subgiant Star [Αστρο υπογίγας] Αστμον. Επόμενη θέ- πίεση. ση μετά από αυτή του γίγαντα σε ταξινόμηση ενός ά- Sublittoral [Υποπαράκτιος ζώνη] Ωκεαν. Η ζώνη του στρου με βάση τη φωτεινότητα του πχ άστρο υπογίγας πυθμένα των θαλασσών με εύρος εκτεινόμενο μεταξύ των ακρότατων ορίων της χαμηλής παλίρροιας και του CH (Subgiant CH Star). 1 Subgoal [Υποστόχος] Πλημ. Ένα δεύτερο επίπεδο στό- άκρου της ηπειρωτικής κρηπίδας. χου που συναντάμε στην γλώσσα Prolog. Subluminous Star [Αστρο χαμηλής φωτεινότητας] Α2 Subgoal [Υποστόχος] ΤεχνολL Στην ανάλυση συστημά- στμον. Συμβαίνει κάποια άστρα (μεταβλητοί) να έχουν των μία από τις βασικότερες μεθοδολογίες απαιτεί το περιόδους αισθητά χαμηλής φωτεινότητας. σπάσιμο αενός στόχου σε υποστόχους με κριτήριο συ- Sublunar Point [Κατώτατο σημείο του φεγγαριού] Ανήθως το χρόνο και το κόστος επίτευξης. στμον. Κατώτατο σημείο ενός διαγράμματος της σελήSubgrade [Επιφάνεια θεμελίωσης] Πολ.Μηχ. Καλείται νης. η επιφάνεια του εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί Submarine [Υποβρύχιο] Ναυπηγ. Καλείται κάθε σκάκατάλληλα με διαδικασίες συμπίεσης για να χρησιμο- φος το οποίο έχει μελετηθεί και κατασκευασθεί κατά ποιηθεί με σκοπό τη θεμελίωση επάνω σε αυτήν μίας τρόπον τέτοιο ώστε να κινείται κυρίως κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η χρήση των υποβρυχίων κατασκευής. Subgradient Wind [Υποβαθμικός άνεμος] Μετεωμ. είναι κατά κύριο λόγο για πολεμικούς σκοπούς ενώ Ανεμος που πνέει με ταχύτητα μικρότερη από την τα- υπάρχουν και μικρά υποβρύχια προσανατολισμένα στην πραγματοποίηση υποθαλάσσιων ερευνών. χύτητα του ανέμου βαθμίδας. Subharmonic Function [Υποαρμονική συνάρτηση] Submarine 2 [Υποθαλάσσιος] Γεν. Όρος αναφερόμενος Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι ορισμέ- σε θέση, διεργασία ή λειτουργία κάτω από την επιφάνη σε ένα σύνολο Α. Αν η μέση τιμή της συνάρτησης f νεια της θάλασσας. είναι μεγαλύτερη ή ίση από την τιμή της συνάρτησης f Submarine Base [Βάση υποβρυχίων] Ναυπηγ. Πρόκεισε κάθε σημείο α του πεδίου ορισμού της A, FΜΕΣΟΣ F ται για το ναύσταθμο με την κατάλληλη υποδομή για (Χ), τότε η συνάρτηση f λέγεται υποαρμονική συνάρ- την παροχή της απαιτούμενης υποστήριξης στα υποτηση. βρύχια. Subhedral [Υποεδρικός] Ομυκτ. Κρύσταλλος ορυκτού Submarine Canyon [Υποθαλάσσιο ανάγλυφο] Γεωλ. που παρουσιάζει μερική ανάπτυξη των κρυσταλλικών Οι υφιστάμενες υψομετρικές διαφορές μεταξύ των του εδρών, ενδιάμεση μεταξύ της πλήρους ανάπτυξης πυθμένων των κοιλωμάτων και των κορυφών των άμετων ενεδρικών ή ιδιόμορφων κρυστάλλων και της ελά- σα γειτονικών τους ανυψώσεων που εμφανίζονται χιστης ή ελλείπουσας ανάπτυξης των ανεδρικών κόκ- στους πυθμένες των θαλασσίων εκτάσεων. κων. Submarine Earthquake [Υποθαλάσσιος σεισμός] —> Subjacent [Υποκείμενος] Γεωλ.. Ορος αναφερόμενος σε Seaquake στρώμα ή ακολουθία στρωμάτων που βρίσκεται κάτω Submarine Navigation [Πλοήγηση υποβρυχίου] Ναυαπό άλλο στρώμα ή ακολουθία στρωμάτων ή ασυμφω- πηγ. Είναι όλες οι ενέργειες που γίνονται από το πλήνία. ρωμα του υποβρυχίου για την καθοδήγησή του από Sublayer [Υπόστρωμα] Επικοιν. Ορος που συναντιέται κάποιο σημείο σε ένα άλλο, είτε πλέοντος στην επιφάσε πρωτόκολλα με διαδοχικές λειτουργίες με προτεραι- νεια του νερού είτε κυρίως κάτω από αυτήν. 3

- 1333 -

Submarine Pipeline [Υποβρύχιος αγωγός] Μηχ. Είναι κάθε αγωγός ο οποίος μεταφέρει κυρίως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο και διέρχεται μέσα από την υδάτινη μάζα μίας λίμνης ή και της θάλασσας, στηριζόμενος στον πυθμένα της. Submarine Rescue Ship [Σκάφος υποβρύχιας διάσα)σης] Νανπηγ. Ονομάζεται κάθε πλοίο το οποίο διαθέτοντας όλα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα είναι κατασκευασμένο με σκοπό την ανεύρεση και την παροχή βοήθειας στα υποβρύχια. Submarine Ridge [Υποθαλάσσια ράχη] Γεωλ. Επιμήκης ανύψωση του ωκεάνιου πυθμένα εν είδη λοφοσειράς όπως η καλούμενη μεσοατλαντική ράχη σε μέσο βάθος 4000 μέτρων του Ατλαντικού ωκεανού. Submarine Topography [Υποθαλάσσια τοπογραφία] Γεωλ. Η κατά το δυνατόν πιστή απεικόνιση επί χάρτου, κατά ορισμένη κλίμακα, της διαμόρφωσης του πυθμένα των θαλασσών ή κάθε άλλης υποθαλάσσιας επιφάνειας Submarine Volcano [Υποθαλάσσιο ηφαίστειο] Γεωλ. Ηφαίστειο του οποίου ο πόρος σχηματίζεται από βίαιη υποθαλάσσια απελευθέρωση αερίων και από τον οποίο εκβάλλονται τα διάφορα υλικά όπως λάβα, άμμος κ.λ. π. της ηφαιστειακής έκρηξης ενίοτε καταλήγοντας στο σχηματισμό νέων νήσων. Submarine Weathering [Υποθαλάσσια διάβρωση] Γεωλ. Το σύνολο των φυσικών, μηχανικών, χημικών ή οργανικών δράσεων που συντελούν στη μεταβολή της διαμόρφωσης και στης σύστασης των θαλασσίων πυθμένων. Submersible [Καταδυόμενο] Μηχ. Με τον όρο αυτό περιγράφεται γενικότερα κάθε μηχάνημα το οποίο είναι ειδικά κατασκευασμένο και μελετημένο για να δρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Submersible Pump [Υποβρύχια αντλία] Μηχ. Πρόκειται για μία διάταξη, η οποία κατασκευασμένη από ανοξείδωτα υλικά και με την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, είναι κατάλληλα διαμορφωμένη ώστε να μπορεί να λειτουργήσει κάτω από την επιφάνεια του νερού και να αντλήσει ποσότητα αυτού. Submersion [Καταδυτικό γράφημα] Μαθημ. Έστω Α και Β δύο τοπολογικά σύνολα και έστω f: Α Βη απεικόνιση του τοπολογικού συνόλου Α στο σύνολο Β. Αν υπάρχει μια περιοχή ενός σημείου α, το οποίο ανήκει στον τοπολογικό χώρο Α, στην οποία να είναι η f ομομορφισμός, τότε λέγεται καταδυτικό γράφημα. Submillimeter Range [Περιοχή κάτω από χιλιοστό] Αστμον. Η μοντέρνα αστρονομία συνήθως προχωράει από παρατηρήσεις που έγιναν στην κυματική περιοχή κάτω από 1 mm και φυσικά με τη βοήθεια υπολογιστών. Submodular [Υποπρότυπο] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία ανήκει πάνω σε σύνολο Τ και έστω Α, Β δύο υποσύνολα του συνόλου Τ. Αν για την συνάρτηση αυτή ισχύει f ( A u B ) + f ( A n B ) < f (Α) + f (Β), τότε η συνάρτηση αυτή λέγεται υποπρότυπο του Τ. Submultiple [Υποπολλαπλάσιος] Μαθημ. Ένας αριθμός λέγεται α υποπολλαπλάσιο του αριθμού β αν και μόνον αν το πηλίκο β / α έχει υπόλοιπο μηδέν. Έτσι ένα υποπολλαπλάσιο του εννιά (9) είναι το τρία (3). Subnet1 [Υποδίκτυο] Επικοιν. 1. Τμήμα ενός μεγαλύτερου δικτύου που συνήθως δουλεύει αυτόνομα και συνδέεται με κάποιο Hub με το κυρίως δίκτυο 2. II λογισμική υλοποίηση του διευκολύνει την απόδοση μοναδικής IP διεύθυνσης.

Subscription Television

Subnet2 [Υποδίκτυο] Μαθημ. Για ένα δίκτυο αρκεί να ορίσουμε ένα υποσύνολο του συνόλου των δεικτών διατεταγμένο κατ' αύξουσα ώστε να ορίσουμε ένα υποδίκτυο. Subnormal Series [Υπο κανονικές σειρές] Μαθημ. Έστω Α μια ομάδα και Αι να είναι το σύνολο των υποομάδων της Α. Αν για τις υποομάδες αυτές υπάρχει μια αλυσίδα της μορφής Α0 > Aj >... > Αν τέτοια ώστε η υποομάδα Α^ι να είναι κανονική υποομάδα της Α, τότε η σειρά αυτή λέγεται υπο κανονική. Subordinate Station [Δευτερεύον σταθμός] Ωκεαν. Σταθμός στον οποίο ανάγονται, υποκείμενες σε σχετικές διορθώσεις, οι μετρήσεις του πρωτεύοντος σταθμού για τον υπολογισμό των παλιρροϊκών κινήσεων. Subpopulation [Υποπληθυσμός] Στατ. Τμήμα ενός μεγαλύτερου πληθυσμού. Subprogram [Υποπρόγραμμα] ΓΓ/.ημ. Τμήμα ενός προγράμματος που μπορεί να λειτουργεί και ανεξάρτητα πχ ανήκοντας σε μια βιβλιοθήκη κοινής χρήσης. Subpulse [Υπο-παλμός] Ηλεκτμον. Τμήμα ενός παλμού. Subroutine [Υπορουτίνα] Πλημ. Υποπρόγραμμα που εκτελεί κάποια εργασία και μετά αποσύρεται από τη μνήμη. Subroutine Call [Κλήση υποπρογράμματος] Πλημ. Ένα από τα στοιχεία που παίζουν πρωταρχικό ρόλο σε περίπτωση ανάμειξης προγραμματιστικών γλωσσών γιατί η σειρά που καλούνται τα ορίσματα μιας συνάρτησης ποικίλλει από μεταγλωττιστή σε μεταγλωττιστή, Subroutine Library [Βιβλιοθήκη υπορουτινών] Πλημ. Πρόγραμμα που κρατά ταξινομημένο ένα σύνολο από υπορουτίνες στη διάθεση ενός προγράμματος που (ενδεχόμενα) τα καλεί. Στις αντικειμενοστραφείς γλώσσες έγιναν δυναμικές βιβλιοθήκες, Subsample [Μέρος δείγματος] Στατ. Υποσύνολο ενός δείγματος, Subschema [Υποσχήμα] Τεχνολ. Τμήμα ενός μεγαλύτερου σχήματος που μπορεί να υπονοεί και ένα κομμάτι του σε μεγέθυνση. Subscriber Identity Module (SIM) [Στέλεχος αναγνώρισης συνδρομητή] Επικοιν. Κάρτα με κωδικό και άλλα στοιχεία αναγνώρισης ενός συγκεκριμένου συνδρομητή κινητής τηλεφωνίας ώστε να αξιοποιείται ο μοναδικός κρυπτοκωδικός του. Subscriber Line [Γραμμή συνδρομητή] Επικοιν. Η γραμμή που συνδέει έναν συνδρομητή με το αντίστοιχο τηλεφωνικό του κέντρο. Subscriber Loop [Συνδρομητικός βρόγχος] Επικοιν. Το τμήμα του τηλεφωνικού δικτύου μεταξύ της τηλεφωνικής συσκευής και του κέντρου εξυπηρέτησης του συνδρομητή. Subscriber Station [Σταθμός συνδρομητή] Επικοιν. Ειδική συσκευή που εξυπηρετεί τους συνδρομητές μιας περιοχής. Subscript [Δείκτης] Τεχνολ. Ειδική σήμανση που δηλώνει στοιχείο μιας δομής ακολουθίας πεπερασμένης όπως ο πίνακας ή όχι. Subscripted Variable [Περιγραφική μεταβλητή] Πλημ. Μεταβλητή ενός προγράμματος που συνήθα>ς χαρακτηρίζεται έτσι από την δυνατότητα καταγραφής της σε αρχείο βοήθειας. Subscription Database [Βάση δεδομένων περιγραφής] ΤΙλημ. Ενα από τα βασικά στοιχεία που απαρτίζουν μια καλή (τυποποιημένη κυρίως) βάση δεδομένων είναι μια άλλη βάση όπου περιγράφονται Subscription Television [Συνδρομητική τηλεόραση]

Subsequence

- 1334 -

Επικοιν. Τηλεόραση που ως υπηρεσία παρέχεται σε Substained Oscillation [Εξαναγκασμένη ταλάντωση]

συνδρομητές σε καλωδιακή μορφή ή μέσω σήματος Μηχ. Είδος ταλάντωσης όπου σε σταθερό ρυθμό ασκείται πάνω στο εκκρεμές μια δύναμη πχ ένα ελατήανοιχτής ακρόασης με κωδικό μετάφρασης. Subsequence [ΥπακολουΟία] Μαθημ. Μια ακολουθία ριο. (βμ)μεΜ λέγεται υπακολουθία της ακολουθίας (βν)νεΝ Substitude Mode [Κατάσταση αντικατάστασης] Πλημ. αν και μόνον αν υπάρχει μια γνησίως αύξουσα συνάρ- Κατάσταση ενός προγράμματος που ακολουθεί μια ατηση γ: Μ —> Ν τέτοια ώστε: βμ= α^μ), για κάθε μ e ντικατάσταση χαρακτήρα και αντιστοιχεί σε ένα ειδικό Μ. σύνολο εντολών ενός κειμενογράφου. Subsequent (Επακόλουθος] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος Substituent [Υποκαταστάτης] Χημ. Ένα άτομο ή ομάδα σε σχηματισμό (ή χαρακτηριστικό γνώρισμα) που απο- ατόμων που εισάγεται στο μόριο μιας χημικής ένωσης, τελεί τμήμα μεγαλύτερης κλίμακας συστήματος και αντικαθιστώντας άλλο, κατά τη διάρκεια αντίδρασης. αναπτύσσεται σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου δη- Substitute [Υποκαθιστώ] Χημ. Διεξάγω αντίδραση αντικατάστασης, με αποτέλεσμα να εισάγεται μια ομάδα μιουργίας του γενικού συστήματος. Subset [Υποσύνολο] Επικοιν. Ένα μέρος ενός συστή- ως υποκαταστάτης στο μόριο μιας ένωσης. ματος χρηστών που συνήθως αντιστοιχεί σε κάποιο Substitution [Αντικατάσταση] Πλ.ημ. Αλλαγή μιας ποαντίστοιχο τμήμα της φυσικής τοπολογίας του δικτύ- σότητας πχ ενός χαρακτήρα σε μια συμβολοσειρά με μια άλλη. ου. 2 Subset [Υποσύνολο] Μαθημ. Έστω δύο σύνολα Α, Β. Substitution Alphabet [Αλφάβητο αντικατάστασης] Το σύνολο Α λέμε ότι είναι υποσύνολο του συνόλου Β Πλημ. Σύνολο απ' όπου επιτρέπεται να λάβει τιμές η αν και μόνον αν κάθε σημείο του Α ανήκει και στο σύ- πράξη μια ελεγχόμενη αντικατάσταση. νολο Β. Αν υπάρχουν σημεία του Β τα οποία δεν ανή- Substitution Reaction [Αντίδραση Υποκατάστασης] κουν στο Α τότε το Α λέγεται γνήσιο υποσύνολο του Χημ. Χημική αντίδραση κατά την οποία εισάγεται ένα Β. Όταν το Α είναι υποσύνολο του Β συμβολίζεται Α άτομο ή ομάδα ατόμων στο μόριο μιας ένωσης, ως υc Β και όταν το Α είναι γνήσιο υποσύνολο του Β συμ- ποκαταστάτης. βολίζεται A c Β. Substrate 1 [Υπόστρωμα] Μηχ. Χαρακτηρίζεται μια επιSubshcll [Υποφλοιός] Ατομ. Φνσ. Οι κύριοι κβαντικοί φάνεια, πάνω στην οποία πρόκειται να αναπτυχθεί υαριθμοί είναι οι n, I, mL η ν Το ακτινικό εύρος μιας μένας ή να γίνει επικάλυψη με διαφορετικό υλικό. κυματοσυνάρτησης αυξάνει με το η, και μπορούμε να Substrate 2 [Υπόστρωμα] Opy. Χημ. Mta ουσία που υονομάσουμε φλοιό την περιοχή του χώρου με μια συ- φίσταται μετατροπή παρουσία ενζύμου. γκεκριμένη τιμή του η. Όταν αναφερόμαστε σε δυο Substratum [Υπόστρωμα] Γεωλ. Το στερεό πέτρωμα καταστάσεις με ίδιο η και διαφορετικό 1 (κβαντικό α- επί του οποίου αναπτύσσεται ένα έδαφος ή μια ιζημαριθμό της τροχιακής στροφορμής) τότε λέμε ότι σχη- τογενής απόθεση. ματίζονται. υποφλοιοί. Substring [Υπο-αλφαριθμητικό] Πλημ. Τμήμα ενός αλSubsidence [Καθίζηση] Γεωλ. Η απότομη ή βαθμιαία φαριθμητικού που συνήθως χειρίζεται με ίδιο τρόπο με τοπική και κατά κανόνα κάθετη υποχώρηση μάζας του το αρχικό, όχι πάντα σαν ανεξάρτητη οντότητα. στερεού γήινου φλοιού, απαρτιζόμενης από σύνολο Substructure [Θεμελίωση] ΠολΜηχ. Ως αντίθετος όπετρωμάτων, προς χαμηλότερη θέση συχνά συνοδευό- ρος της ανωδομής ονομάζεται το τμήμα εκείνο μίας μενη από τριγμούς, βοή ή Kat εδαφικές δονήσεις. Ο- κατασκευής το οποίο βρίσκεται κάτω από την επιφάφείλεται σε ποικίλα αίτια όπως η διάβρωση ή η ελάτ- νεια του εδάφους Kat σκοπός του είναι η ασφαλής μετωση του όγκου του υποκείμενου στρώματος κ.λ.π. ταφορά των φορτίων της ανωδομής στο έδαφος. Subsolar Point [Χαμηλότατο σημείο του ήλιου] Α- Subsurface Geology [Υποεπιφανειακή γεωλογία] Γεστμον. Κατώτατο σημείο ενός ηλιακού σχεδίου πχ μα- ωλ. Ο κλάδος της γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο γνητογραφήματος ή ενός συστήματος σε ισημερινές τη μελέτη των υπεδαφικών γεωλογικών σχηματισμών και διεργασιών. ηλιακές συντεταγμένες. Subsonic [Υποηχητικό] Φυσ. Συγκριτικό μέγεθος που Subsurface Hydrology [Υποεπιφανειακή υδρολογία] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ταχύτητες που Υδρολ Ο κλάδος της υδρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των υπεδαφικών υδάτων και υδρολογιείναι μικρότερες από αυτήν του ήχου. Subsonic Flight [Υποηχητική πτήση] Αεμοναυτ. Ονο- κών διεργασιών και σχηματισμών. μάζεται κάθε πτήση ενός αεροσκάφους η οποία πραγ- Subsurface Waste Disposal [Υπόγεια απόθεση αποματοποιείται με ταχύτητα μικρότερη από εκείνη του βλήτων] Τεχνολ. Τεχνική απόθεσης υγρών αποβλήτων ήχου. που γίνεται σε πορώδη στρώματα του υπεδάφους με Subsonic Speed [Υποηχητική ταχύτητα] Ρευστομηχ. τρόπο τέτοιο ώστε να αποκλείεται η ρύπανση του υπόΚαλείται κάθε ρυθμός διάδοσης, δηλαδή μία ταχύτητα γειου υδροφόρου ορίζοντα. Γι'αυτό το λόγο απαιτείται για παράδειγμα ενός κύματος μέσα σε κάποιο μέσο, η εκτενή γεωλογική μελέτη, προτού ξεκινήσει η απόθεοποία είναι μικρότερη από την ταχύτητα που θα είχε ο ση. ήχος μέσα στο ίδιο μέσο και υπό τις ίδιες ακριβώς συν- Subsystem [Υποσύστημα] Τεχνολ. Ένα τμήμα ενός γεθήκες. νικότερου συστήματος που νοείται βέβαια σαν τέτοιο Subspace [Υποχώρος] Μαθημ. Έστω δύο χώροι Α και και αντιστοιχεί σε ένα τμήμα της φυσικής συνδεσμοΒ. Ο χώρος Α λέγεται υποχώρος του χώρου Β αν και λογίας. μόνον αν είναι υποσύνολο του Β και είναι εφοδιασμέ- Subtend [Υποτείνω, κείμαι έναντι τόξου ή γωνίας] Μανος με τις ίδιες πράξεις της πρόσθεσης και του βαθμω- θημ. Είναι η επέκταση κατά μήκος ή αντίθετα σε σχέτού πολλαπλασιασμού με τον χώρο Β. ση με ένα τόξο ή μιας γωνίας. Substage [Υποβαθμίδα] Γεωλ. Όρος που χρησιμοποιεί- Subterranean [Υπεδαφικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμεται ενίοτε για τη μερική ή συνολική υποδιαίρεση της νος σε σχηματισμό, φαινόμενο ή διεργασία που βρίχρονοστρωματογραφικής ενότητας της βαθμίδας. σκεται ή αναπτύσσεται κάτω από την επιφάνεια της

- 1335 χέρσου.

Subterranean Stream [Υπόγειο ρεύμα/ Υδρολ. Ρεύμα ύδατος που ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία μέσα από ρήγματα ή καρστικούς σχηματισμούς κάτω από την επιφάνεια της χέρσου. Subtract [Αφαιρώ] Μαθημ. Με την έννοια αφαιρώ εννοούμε την αποκοπή μιας ποσότητας από μια άλλη. Subtraction [Αφαίρεση] Μαθημ. Είναι η διαδικασία μέσω της οποίας μπορούμε να αφαιρέσουμε από έναν αριθμό ή από μια ποσότητα έναν άλλο αριθμό ή μια άλλη ποσότητα. Αν α, β δύο αριθμοί τότε ως αφαίρεση του β από το α ορίζεται ως το άθροισμα του α με τον αντίθετο του β, ο οποίος συμβολίζεται με - β. Το σύμβολο της αφαίρεσης είναι το " - ". Subtractive Primaries [Συμπληρωματικά χρώματα] Οπτικ. Τα συμπληρωματικά χρώματα των κύριων χρωμάτων, το πορτοκαλί, το μοβ και το κίτρινο. Subtrahend [Αφαιρετέος] Μαθημ. Έστω α, β δύο αριθμοί. Κατά την διαδικασία της αφαίρεσης α - β ο αφαιρετέος είναι η ποσότητα η οποία αφαιρείται δηλαδή εδώ ο αφαιρετέος είναι το β. Subtropical High [Υποτροπικό υψηλό] Μετεωμ. Σύστημα ημιμόνιμης υψηλής πίεσης το οποίο βρίσκεται πάνω από τους ωκεανούς της υποτροπικής υψηλής ζώνης πίεσης και αναπτύσσονται καλύτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Subtropical High Pressure Belt [Ζώνη υψηλών υποτροπικών πιέσεων] Μετεωμ. Είναι η περιοχή των υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων που βρίσκεται μεταξύ των υποτροπικών υψηλών, δηλαδή η περιοχή μεταξύ 30° Ν και 30 °S γεωγραφικά πλάτη. Subtropics [Υποτροπικός] Μετεωρ. Ζώνη που βρίσκεται και στα δύο ημισφαίρια ανάμεσα στις τροπικές και εύκρατες ζώνες αλλά τα όρια της δεν είναι σαφή. Παρόλο αυτό θεωρείται χοντρικά ότι βρίσκεται κάπου στις 30 °Ν και 30 °S γεωγραφικά πλάτη. Suburb [Προάστιο] ΠολΜηχ. Πρόκειται για μία κατοικημένη περιοχή η οποία βρίσκεται στα όρια ή είναι λίγο πιο απομακρυσμένη από το κέντρο μίας μεγάλης πόλης. Συνήθως φιλοξενεί κατά κύριο λόγο κατοικίες και τις ανάλογες εμπορικές δραστηριότητες ενώ υπάρχει καθημερινή μετακίνηση του πληθυσμού για εργασία προς την πόλη. Subway [Υπόγειο τρένο] Πολ.Μηχ. Είναι ένας αστικός σιδηρόδρομος ο οποίος εξ' ολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της πόλης. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και η διάβαση για πεζούς κάτω από μία κεντρική βασική οδική αρτηρία. Success Ratio [Ποσοστό επιτυχίας] Στατ. Κλάσμα που δίνει την ποσόστωση (πιθανοτήτων) επιτυχίας ενός παράγοντα σε ένα πείραμα. Successor [Απόγονος] Πληρ. Στον προγραμματισμό με αντικείμενα κάθε αντικείμενο μπορεί να έχει απόγονους που συνήθως κληρονομούν κάποιες από τις βασικές ιδιότητες και μεθόδους. Successor Job [Μελλοντική εργασία] Τεχνολ. Εργασία που στηρίζεται σε δεδομένα ή έστω αποτελέσματα ή και λάθη μιας προηγούμενης εργασίας. Successor Set [Διάδοχο σύνολο] Μαθημ. Έστω Α ένα σύνολο. Αν ένα στοιχείο του Α είναι το κενό σύνολο 0 και ο διάδοχος ενός στοιχείου α του συνόλου Α ανήκει στο σύνολο Α, δηλαδή αν xe Α => x+ e Α, ύπου χ' ο διάδοχος του x τότε το σύνολο Α λέγεται διάδοχο σύνολο.

Subscription Television

Succinamide [Σουκκιναμίδιο] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση, με χημικό τύπο H 2 N C O - C H 2 C H 2 - C O N H 2 , μοριακό βάρος 116,12 και σημείο εξάχνωσης 125,5 °C\ Είναι κρυσταλλική ουσία, που διασπάται σε θερμοκρασίες πάνω από 270 °C και χρησιμοποιείται στη σύνθεση οργανικών ενώσεων. Succinate [Σουκκινικός] Οργ. Χημ. Παράγωγο του σουκκινικού οξέος. Succinic Acid [Σουκκινικό Οξύ] Οργ. Χημ. Είναι το βουτανοδιοϊκό οξύ, που έχει χημικό τύπο IIOOCCH2CH2-COOH. -> Butanedioic Acid Succinic Anhydride [Σουκκινικός Ανυδρίτης] Ομγ. Χημ. Ο ανυδρίτης του σουκκινικού οξέος, με τύπο C2H4(C0)20, μοριακό βάρος 100,07, σημείο ζέσεως 261 °C και σημείο τήξεως 119,6°C. Είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή σε αιθανόλη και χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση χημικών και φαρμάκων. Succinimide [Σουκκινιμίδιο] Οργ. Χημ. Ετεροκυκλικό ιμίδιο, με τύπο C4H<;N02, μοριακό βάρος 99,09, σημείο τήξεως 126-127 °C και ζέσεως 287-288 °C Είναι κρυσταλλική υδατοδιαλυτή ένωση και χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Suction [Αναρρόφηση] Ρενστομηχ. Η δύναμη που ασκείται σε ένα ρευστό, λόγω μειωμένης πίεσης, που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση του ρευστού προς το συγκεκριμένο σημείο από περιοχή υψηλότερης πίεσης. Suction Line [Γραμμή Αναρρόφησης] Ρενστομηχ. Το τμήμα σωλήνωσης, όπου επικρατεί μειωμένη πίεση και το ρευστό αναρροφάται. Sudgcostrofic Wind [Υπογεωστροφικός άνεμος] Μετεωρ. Ανεμος που πνέει με ταχύτητα μικρότερη από την ταχύτητα του γεωστροφικού ανέμου. Sufficiency [Επάρκεια] Στατ. Μέγεθος που μετρά κατά πόσο ένας εκτιμητής μιας παραμέτρου μπορεί να δώσει εκτίμηση που καλύπτει την παράμετρο χωρίς ανάγκη πρόσθεσης περαιτέρω εκτιμητών. Sugar [Σάκχαρο] Οργ. Χημ. Ένα απλό σάκχαρο ονομάζεται και μονοσακχαρίτης. Πρόκειται για υδατάνθρακα που δεν υδρολύεται σε απλούστερους. Είναι σώματα άχροα, υδατοδιαλυτά, γλυκιάς γεύσης, οπτικώς ενεργά, με αναγωγικές ιδιότητες. Από χημικής άποψης, πρόκειται για αλδευδες ή κετόνες με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και φέρουν υδροξυλικές ομάδες σε όλα ή σχεδόν σε όλα τα άτομα άνθρακα. Sugar Refining [Ραφινάρισμα ζάχαρης] Τεχν.Τροφ. Σειρά κατεργασιών που υποβάλλεται η ανακτώμενη από ζαχαρότευτλο ή ζαχαροκάλαμο ζάχαρη. Οι κατεργασίες αυτές περιλαμβάνουν στάδια καθαρισμού, φυσικών διαχωρισμών καθώς και χημικών ή βιοχημικών κατεργασιών. Suite [Σουίτα] Πληρ. Όρος που δηλώνει ένα σχετικά πλήρες σύνολο υπολογιστικών προγραμμάτων ή εφαρμογών. Sulf- [Σουλφο-] Χημ. Πρόθεμα χημικής ένωσης, που δηλώνει την παρουσία ατόμου ή ιόντος θείου ή σουλφο-ομάδας. Sulfamate [Σουλφαμικός] Ανόργ. Χημ. Αναφέρεται σε εστέρες ή άλατα του σουλφαμικού οξέος. Sulfamic Acid [Σουλφαμικό Οξύ] Ανόργ. Χημ. Είναι το αμινοσουλφονικό οξύ, που έχει χημικύ τύπο NH2S03H, μοριακό βάρος 97,09 και σημείο τήξεως 200 °C. Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλική, τοξική ουσία, διαλυτή σε νερό. Χρησιμοποιείται σε διεργασίες καθαρισμού ή λεύκανσης και ως καταλύτης.

Sulfanilamide

- 1336-

+ Sulfanilamide [Σουλφανιλαμίδιο] Ομγ. Χημ. Λμίδιο κή ένωση με γενικό τύπο R3S X", όπου Χ άτομο αλοτου σουλφανιλικού οξέος, που ονομάζεται και Ν- γόνου. αμινο-σουλφοναμίδιο και αναπτύχθηκε από την ανα- Sulfonyl [Σουλφονύλιο] Χημ. II ρίζα -S0 2 '. κάλυψη της βακτηριοστατικής δράσης του αζωχρώμα- Sulfoxide [Σουλφοξείδιο] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση τος Prontosil. Ο χημικός τύπος είναι 4- με γενικό τύπο R2SO. H2NQH4SO2NH2, το μοριακό βάρος 172,20 και το Sulfur [Θείο] Χημ. Χημικό στοιχείο της ομάδας VIA σημείο τήξεως 165-166 Είναι κρυσταλλική ένωση, του περιοδικού πίνακα. Συμβολίζεται με S, έχει ατομιδιαλυτή σε αιθανόλη, αιθέρα και ακετόνη, κό αριθμό 16, ατομικό βάρος 32,064, σημείο τήξεως Sulfanilic Acid [Σουλφανιλικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Είναι 119 °C και σημείο ζέσεως 444,6 "C. Απαντά σε δύο το 4-αμινο-βενζολοσουλφονικό οξύ, που αποτελεί ση- κρυσταλλικές μορφές, ρομβικό και μονοκλινές. Είναι μαντικό ενδιάμεσο σώμα στην παραγωγή ορισμένων αρκετά δραστικό στοιχείο, εξάγεται από τα κοιτάσμαχρωμάτων. Παράγεται κατά τη θέρμανση ανιλίνης με τά του ή λαμβάνεται από τα φυσικά αέρια. θειικό οξύ, έχει χημικό τύπο H2N-C6H3-SO3H, μορια- Sulfur Ball [Θειούχος μπάλα] Γεωλ. Σφαιροειδείς σχηματισμοί περιβαλλόμενοι εξωτερικά με θειούχο επικάκό βάρος 173,19 και σημείο τήξεως 288 °C. Sulfate [Θειικός] Χημ. Αναφέρεται σε άλατα του θειι- λυψη, διαστάσεων μερικών χιλιοστών του μέτρου, που σχηματίζονται κατά τη στερεοποίηση ηφαιστειακών κού οξέος. Sulfenic Acid [Σουλφενικό Οξύ] Ομγ. Χημ. Κατηγορία αερίων στον αέρα. Sulfur Bromide [Διθειοβρωμίδιο] Ανόμγ. Χημ. Ερυοργανικών ενώσεων, με γενικό τύπο HOS-R. Sulfenyl Chloride [Σουλφενυλοχλωρίδιο] Ομγ. Χημ. θρόχρωμη υγρή ένωση, που έχει χημικό τύπο S2Br2, Κατηγορία οργανικών ενώσεων, παράγωγα των σουλ- μοριακό βάρος 223,93, σημείο ζέσεως 54°C και σημείο πήξεως -40 °C. Είναι διαλυτή σε διθειάνθρακα και φενικών οξέων, με γενικό τύπο R-SCI. Sulfhydryl Compound [Σουλφυδρυλική Ένωση] Χημ. ερεθιστική όταν έλθει σε επαφή με το δέρμα. Χημική ένωση στην οποία περιέχεται η σουλφυδρυλι- Sulfur Chloride [Διθειοχλωρίδιο] Ανόργ. Χημ. Υγρή ουσία με κιτρινέρυθρο χρώμα, που έχει χημικό τύπο κή ρίζα -SH. U Sulfhydryl Group [Σουλφυδρυλική Ομάδα] Χημ. Ονο- S2C12, μοριακό βάρος 135,63, σημείο ζέσεως 135,6 C μάζεται η ομάδα -SH, που είναι γνωστή και ως μερκα- και σημείο πήξεως -80 °C. Διαλύεται σε βενζόλιο, αιθέρα και διθειάνθρακα, έχει τοξικές ιδιότητες και χρηπτο-ομάδα. Sulfide [Σουλφίδιο] Χημ. Δυαδική ένωση του θείου με σιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων. Sulfur Dichloride [Θειοχλωρίδιο] Ανόμγ. Χημ. Ο χημιάλλο χημικό στοιχείο. Sulfonate [Σουλφινικός] Χημ. Αναφέρεται σε άλατα του κός τύπος είναι SC12, το μοριακό βάρος 102,97, το σημείο ζέσεως 59 °C και το σημείο πήξεως -78 °C. Είναι σουλφινικού οξέος. Sulfinic Acid [Σουλφινικό Οξύ] Χημ. Κατηγορία οργα- υγρή ουσία, με σκούρο κόκκινο χρώμα, διαλυτή σε τενικών ενώσεων, με γενικό τύπο RSO2H, όπου R είναι τραχλωράνθρακα και βενζόλιο. Χρησιμοποιείται στη σύνθεση φαρμάκων και χημικών ουσιών. αλκύλιο ή αρωματικός δακτύλιος. Sulfur Dioxide [Διοξείδιο του Θείου] Ανόργ. Χημ. ΑSulfite [Θειώδης] Χημ. Αλας του θειώδους οξέος. Sulfoborite [Θειοβορίτης] Ομυκτ. Ορυκτό που αποτε- χρωμο αέριο ή υγρό, με χημικό τύπο S0 2 , μοριακό βάλείται από ένυδρο όξινο βοροθειικό μαγνήσιο, Mg^ELj ρος 64,06, σημείο πήξεως -72,7 °C και σημείο ζέσεως (B03)4(S04)2x7H20. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβι- 10 °C. Έχει δηκτική οσμή, προκαλεί βήχα όταν εισπνέκό σύστημα, είναι άχρωμο και διαφανές υλικό, εκτός εται, ενώ στον αέρα προκαλεί ερεθισμό ματιών και αν περιέχει και οξείδια του θείου οπότε αποκτά ερυθρό δέρματος, ακόμα και σε 1 ppm. Στην ατμόσφαιρα προκαλεί σοβαρή διάβρωση στα μάρμαρα. Το υγρό διοξείχρώμα. Sulfohalite [Θειοαλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με χημική διο του θείου αποτελεί άριστο διαλυτικό μέσο. σύνθεση Na6ClF(S04)2, κρυσταλλωμένο σε ισομετρικό Sulfur Hcxafluoride [Εξαφθορίδιο του Θείου] Ανόργ. σύστημα, άχρωμο ή κίτρινο και διαφανές υλικό. Έχει Χημ Αχρωμο αέριο με χημικό τύπο SF6, μοριακό βάρος 146,05, θερμοκρασία ζέσεως -63,8 °C και πήξεως ασθενή αλμυρή γεύση. Sulfonamide [Σουλφοναμίδιο] Οργ. Χημ. Κατηγορία 50,5 °C. Είναι διαλυτό σε αιθανόλη και υδροξείδιο του οργανικών ενώσεων, με γενικό τύπο RS02NH2, όπου καλίου. Χρησιμοποιείται στη χημική σύνθεση. R είναι αλκύλιο ή αρωματικός δακτύλιος. Sulfur Monoxide [Μονοξείδιο του Θείου] Ανόμγ. Χημ. Sulfonation [Επίδραση Θειικού Οξέος] Χημ. Διεργασία Αχρωμο αέριο, με χημικό τύπο SO και μοριακό βάρος κατά την οποία, μια χημική ένωση αντιδρά με θειικό 48,06. Διασπάται με θέρμανση ή παρουσία νερού. οξύ, με αποτέλεσμα την εισαγωγή της σουλφονικής Sulfur Trioxide [Τριοξείδιο του Θείου] Ανόμγ. Χημ. Ο ομάδας (-S03H) στο μόριό της. χημικός τύπος είναι SO3, το μοριακό βάρος 80,06, το Sulfone [Σουλφόνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση με γε- σημείο τήξεως 16,83°C και το σημείο ζέσεως 44,8 °C. νικό τύπο R2SO2, που σχηματίζεται από οξείδωση ορ- Αποτελεί ισχυρό οξειδωτικό μέσο. Η διάλυσή του σε νερό είναι ισχυρώς εξώθερμη και παρουσιάζει κίνδυνο γανικού σουλφιδίου (R2S). Sulfonic [Σουλφονικός] Χημ. Αναφέρεται σε παράγωγα εκτίναξης σταγονιδίων θειικού οξέος. Sulfuric [Θειικός] Χημ. 1. Αναφέρεται σε ενώσεις του του θειικού οξέος, που περιέχουν την ομάδα -SO3H. Sulfonic Acid [Σουλφονικό Οξύ] Οργ. Χημ. Κατηγορία θείου. 2. Παράγωγο του θειικού οξέος. οργανικών ενώσεων που έχουν γενικό τύπο RS03H Sulfuric Acid [Θειικό Οξύ] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο, ελαιώδες υγρό, αποτελεί ισχυρό αφυδατικό και οξειδωτικό και σχηματίζονται από οξείδωση μερκαπτανών. Sulfonic Acid Anhydride [Ανυδρίτης Σουλφονικού μέσο και προκαλεί σοβαρά εγκαύματα στο δέρμα. Ο Οξέος] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση με γενικό τύπο χημικός τύπος είναι H2S04, το μοριακό βάρος 98,07, η θερμοκρασία ζέσεως 330 °C και η θερμοκρασία πήξε(RSO?)20. ως 10,36 °C. Sulfonium [Σουλφώνιο] Χημ. Η ρίζα Η ^ . Sulfonium Salt [Αλας Σουλφωνίου] Οργ. Χημ. Οργανι- Sulfuric Anhydride [Θειικός Ανυδρίτης] Ανόργ. Χημ.

- 1337 -

Sulfur Trioxide Sulfurous [Θειώδης] Ανόμγ. Χημ. ΙΙαράγωγο του θειώδους οξέος. Sulfuryl [Σουλφσυρύλιο] Χημ. -> Sulfonyl Sulfuryl Chloride [Σουλφουρυλοχλωρίδιο] Ανόμγ. Χημ. Αχρωμο υγρό, με χημικό τύπο SO2CI2, μοριακό βάρος 134,96, σημείο ζέσεως 69,1 °C και σημείο πήξεως -54,1 °C. Είναι διαλυτό σε βενζόλιο και οξικό οξύ. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων. Sulph- [Σουλφο-] Χημ. -» SulfSulphanilamide [Σουλφανιλαμίδιο] Χημ. -> Sulfanilamide Sulphur [Θείο] Χημ. Sulfur Sulphuric [Θειικός] Χημ. Sulfuric Sulphurous [Θειώδης] Χημ. Sulfurous Sum [άθροισμα] Μαθημ. Με τον όρο άθροισμα εννοούμε το αποτέλεσμα τις άθροισης δύο ή περισσοτέρων αριθμών, ποσοτήτων, συναρτήσεων, πινάκων κ.τ.λ. Sum Of Squares [Αθροισμα τετραγώνων] Στατ. Ο συνήθης τρόπος για να βρεθεί η διακύμανση. Sumatra [Σουμάτρα] Μετεωμ. Ισχυρός άνεμος που πνέει στην ευρύτερη περιοχή της Σουμάτρας από τον Μάρτιο ως τον Νοέμβριο κατά την εποχή των μουσώνων. Summary Punching [Συνοπτική περίληψη] Πλημ. Δυνατότητα ενός επεξεργαστή κειμένου να φτιάχνει μια έξυπνη περίληψη από ένα μεγαλύτερο κείμενο αξιοποιώντας πχ στατιστικούς ή γλωσσολογικούς κανόνες. Summary Recorder [Καταγραφέας περίληψης] Πλημ. Η καταγραφή της περίληψης μπορεί να στηριχτεί σε στατιστικά κριτήρια αλλά και με έλεγχο από το χρήστη. Summation [Πρόσθεση] Μαθημ.. Είναι η διαδικασία μέσω της οποίας μπορούμε να αθροίσουμε σε έναν αριθμό ή από μια ποσότητα έναν άλλο αριθμό ή μια άλλη ποσότητα. Αν α, β δύο αριθμοί τότε ως πρόσθεση του α στο β ορίζεται ως το άθροισμα του α με το β. Το σύμβολο της πρόσθεσης είναι το " + Summation Statistic [Στατιστικό αθροίσματος] Στατ. Κλασσυο'-) μορφή πολυμεταβλητής στατιστικής ανάλυσης για άθροισμα ισόνομων κατανομίόν που έδωσε και την κατανομή Χ" με ν βαθμούς ελευθερίας από ν κανονικές κατανομές. Summer 1 [Αθροιστής] Τεχνυλ. Σύστημα που σε κάθε βήμα αυξάνει τιμή κατά μία μονάδα. Summer 2 [Καλοκαίρι] Αστμον. Εποχή του χρόνου που ξεκινά (αστρονομικά) με την έλευση του ήλιου στο θερινό ηλιοστάσιο. Summer Time [Καλοκαιρινή ώρα] Αστμυν. Ένα διεθνές στάνταρτ διόρθωσης της ώρας κυρίως λόγω της απαιτούμενης συμβατότητας σε υπολογισμούς και της εργατικής ικανότητας στις πρωινές ώρες. Summer Triangle [Καλοκαιρινό τρίγωνο] Αστμον. Τα αστέρια Δένεμπ του αστερισμού του Κύκνου, Αλτάιρ του αστερισμού του Αετού και ο Βέγας της Λύρας, σχηματίζουν ένα τρίγωνο στον ουράνιο θόλο που είναι φανερό τους καλοκαιρινούς μήνες. Sump Pump [Αντλία αποστράγγισης] Μηχ. Ονομάζεται ένα σχετικά απλό μηχανικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιείται για την άντληση της λασπώδους ύλης που παραμένει στον πάτο ενός βόθρου ή άλλης ανάλογης δεξαμενής. Sun [ΙΙλιος] Αστρον. Το άστρο του ηλιακού μας συστήματος.

Subscription Television

Sun Company [Εταιρία Sun] Πληρ. Διάσημη εταιρία πληροφορικής με δικά της μηχανήματα και λειτουργικό σύστημα (Solaris) που κατέχει την πατέντα της δικτυακής γλώσσας Java και προωθεί σαν λύση τα κατανεμημένα δικτυακά λειτουργικά συστήματα. Sun Cross [Ηλιακό πέρασμα] Αστρον. Το πέρασμα από το μεσημβρινό. Sun Drying [Ηλιακή ξήρανση] Τεχν.Τροφ. Τεχνική γνωστή και ως φυσική ξήρανση τροφίμων που αποτελεί έναν από τους παραδοσιακότερους τρόπους συντήρησης φρούτων και λαχανικών. Βασίζεται στην έκθεση του τροφίμου στον ήλιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα που επιτρέπει την απομάκρυνση του περιεχομένου νερού. Η σύγχρονη τάση είναι η χρήση τυποποιημένων μεθόδων βιομηχανικής ξήρανσης, καθώς στη φυσική ξήρανση η όλη διαδικασία είναι απολύτως εξαρτώμενη από καιρικά φαινόμενα, χωρίς δυνατότητα ελέγχου, ενώ το τρόφιμο εκτίθεται σε διάφορους κινδύνους όπως πχ. έντομα. Sun Grazing Comet [Κομήτηςτου περιηλίου] Αστρον. Κομήτης που παγιδεύεται στο περιήλιο του ηλιακού συστήματος. Sun Pillar [Ηλιακή στήλη] Μετεωρ. Στήλη λευκού φωτός, συνεχής ή μη, που δύναται να παρατηρηθεί κατακόρυφα πάνω ή κάτω από τον ήλιο. Sundial [Ηλιακό ρολόι] Αστρον. Σχεδιασμός της αρχαιότητας για τον προσεγγιστικό υπολογισμό της ώρας με βάση τη σκιά ενός δείχτη όπως την έδινε η κίνηση του ήλιου. Sunrise [Ανατολή ηλίου] Αστρον. Ορίζεται ως η στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας που η άκρη του ήλιου φαίνεται να ξεπροβάλλει από τον ορίζοντα, κινούμενος προς το ζενίθ της ουράνιας σφαίρας. Σαν προοίμιο έρχεται το λυκαυγές. Η ώρα της Ανατολής ποικίλλει χρονικά ανάλλογα με τη θέση ενός τόπου στη γήινη σφαίρα. Sun's Way [Ηλιακή τροχιά] Αστρον. Η κίνηση του ήλιου (δες και Solar Orbit). Sunset [Δύση ήλιου] Αστρον. Το χάσιμο του ηλιακού δίσκου από τον ορίζοντα σε έναν τόπο που ακολουθείται από το λυκόφως. Sunshine [Λιακάδα] Μετεωρ. Το φαινόμενο της απαρεμπόδιστης από σύννεφα, πρόπτωσης της ακτινοβολίας στην επιφάνεια της γης. Sunspot [Ηλιακή κηλίδα] Αστρον. Χώροι της φωτόσφαιρας με χαμηλότεροι θερμοκρασία που φαίνονται σκοτεινοί με λιγότερο σκοτεινό ακτινωτό στεφάνη και ξεκινούν από τις σκοτεινές περιοχές μέσα στα κοκκία με ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο που υπερβαίνει ως 5000 φορές αυτό του ήλιου, που ζουν ως 6 μήνες και μετατοπίζονται στην επιφάνεια. Sunspot Cycle [Κύκλος ηλιακών κηλίδων] Αστρον. Ο αριθμός των κηλίδων (αριθμός Wolf) μεταβάλλεται περιοδικά σε έναν 1 Ιετή κύκλο (Ηλιακός, Solar Cycle) που φαίνεται στο γνωστό διάγραμμα πεταλούδας. Sunspot Maximum [Μέγιστο ηλιακών κηλίδων] Αστρον. Το μέγιστο του ηλιακού κύκλου έχει ένα περιοδικό 80 ετή κύκλο (νόμος Schwabe). Supercharger [Υπερσυμπιεστής] Μηχ. Καλείται η μηχανική διάταξη με την οποία τελικά επιτυγχάνεται η αύξηση της απόδοσης μίας μηχανής μέσω της αύξησης της εσωτερικής πίεσης για την ταχύτερη κατανάλωση του καυσίμου. Supercluster [Υπερσύμπλεγμα] Αστρον. Πολύ μεγάλα σφαιρωτά αλλά και ανοιχτά σμήνη με κάποιες εκατό-

Supercomputer

- 1338 -

ντάδες χιλιάδες άστρων. Supercomputer [Υπερυπολογιστής] Πληρ. Το απώτατο στάδιο ενός αυτόνομου υπολογιστή που συνήθως πια είναι πολυεπεξεργαστικός ώστε να συνενώνει 8192 επεξεργαστές (IBM). Superconducting [Υπεραγοόγιμος] Φυα. Αυτός που έχει τις ιδιότητες της υπεραγωγιμότητας -> Superconductive. Superconducting Accelerator [Υπεραγώγιμος επιταχυντής] Πυρην. Φυσ. Πρόκειται για επιταχυντή που κάνει χρήση υπεραγώγιμων μαγνητών για επίτευξη υψηλών εντάσεων του μαγνητικού πεδίου, οι οποίοι κάμπτουν τις τροχιές των σωματιδίων και επιταχύνουν σε πολύ υψηλές ενέργειες. Superconducting Cyclotron [κύκλοτρο υπεραγωγιμότητας] Πυρην. Φυσ. Ένα είδος κύκλοτρου που κάνει χρήση των ιδιοτήτων της υπεραγωγιμότητας. Στο κύκλοτρο αυτό το μόνο υπεραγώγιμο στοιχείο είναι ένα κεντρικό πηνίο, το οποίο αυξάνει αισθητά την ένταση του μαγνητικού πεδίου. Αυτό βοηθάει ώστε το μέγεθος του μηχανήματος να είναι μικρότερο. Superconducting Magnet [Υπεραγώγιμος μαγνήτης] Φυσ. ΙΙλεκτρομαγνήτης από υπεραγώγιμα υλικά που καταφέρνει την παραγωγή υψηλής εντάσεως μαγνητικό πεδίο και σαν τέτοια υλικά προτιμούνται οι υπεραγωγοί τύπου II (π.χ. Nbj(AlGe)) διότι οι κρίσιμες τιμές μαγνητικών πεδίων είναι πολύ υψηλές. Superconductive [Υπεραγώγιμος] Φυσ. Ο σχετικός ή αυτός που έχει τις ιδιότητες της υπεραγωγιμότητας. Superconductivity [Υπεραγωγιμότητα] Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει την προσέγγιση μηδενικής ηλεκτρικής αντίστασης μετάλλων ή κραμάτων όταν αυτά βρίσκονται σε θερμοκρασίες κοντά στους 0 Κ. Αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των υλικών καθώς η αξιοποίηση του θα επέτρεπε την ελαχιστοποίηση των απωλειών κατά την μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος» με τεράστια οικονομικά οφέλη. Οι έρευνες έχουν επικεντρωθεί στην δημιουργία υλικών που θα παρουσιάζονται υπεραγ(όγιμα και σε θερμοκρασίες μακριά από το απόλυτο μηδέν, ενώ υπάρχουν ήδη ενθαρρυντικά αποτελέσματα καθώς έχουν κατασκευαστεί υπεραγώγιμα υλικά και σε πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες. Superconductor [Υπεραγωγός] Φυσ. Υλικά που εμφανίζουν την ιδιότητα της ελάχιστης αντίστασης στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που καθορίζει την καταλληλότητα ενός υλικού για χρήση α>ς υπεραγωγός είναι η κρίσιμη θερμοκρασία η υπέρβαση της οποίας καθιστά το υλικό έναν απλό αγωγό. Τα γνωστότερα υλικά που ήδη χρησιμοποιούνται είναι NbZr, NbTi, Nb.^Sn. Supercool [Υποψύχω] Φυσ. Χημ. Προκαλώ ψύξη μιας ουσίας σε θερμοκρασία μικρότερη από την τιμή στην οποία συμβαίνει αλλαγή φάσης, χωρίς όμως η αλλαγή αυτή να συμβεί. Supercooling [Υπύψυξη] Φυσ. Χημ. Διεργασία ψύξης μιας ουσίας σε συνθήκες πέραν των κρίσιμων, όμως η ουσία δεν> έχει υποστεί μεταβολή φάσης. Supercritical [Υπερκρίσιμος] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία, μια ουσία έχει υποστεί μεταβολή πίεσης ή θερμοκρασίας μεγαλύτερη απύ αυτή όπου συμβαίνει αλλαγή φάσης, όμως η αλλαγή αυτή δεν έχει συμβεί. Supercritical Fluid [Υπερκρίσιμο Ρευστό] Φυσ. Χημ. Κατά τη θέρμανση μιας ουσίας σε θερμοκρασία μεγαλύτερη του κρίσιμου σημείου, είναι η ρευστή φάση

που σχηματίζεται ως ενδιάμεση μεταξύ υγρής και αέριας. Supercritical Reactor [Υπερκρίσιμος αντιδραστήρας] Πυμην. Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας στον οποίο η αλυσωτή πυρηνική αντίδραση σχάσης έχει εκφύγει από τον έλεγχο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο παράγοντας πολλαπλασιασμού k (βλ. Subcrilical Reactor) παίρνει τιμές μεγαλύτερες από το 1 και ο αντιδραστήρας οδηγείται σε απότομη αύξηση της ενέργειας του. Supcrdense State [Κατάσταση υπερπυκνύτητας] Αστρον. Η αρχική κατάσταση της ύλης τις πρώτες στιγμές της μεγάλης έκρηξης. Supcrdense Theory [Θεωρία υπερπυκνύτητας] Αστρον. Τμήμα της θεωρίας που συνοδεύει τη μεγάλη έκρηξη. Θεωρητικά η άπειρη πυκνότητα συνδυάζεται με το ότι η ύλη ήταν σε μορφή ακτινοβολίας σε θερμική ισορροπία. Superdiagona! Of A Matrix [Υπερδιαγώνιος ενός πίνακα] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Α διάστασης μ x ν και έστω α τα στοιχεία του πίνακα Α. Τα στοιχεία, τα οποία ανήκουν ακριβώς πάνα) από την κύρια διαγώνιο λέγονται υπερδιαγώνιος του πίνακα Α και είναι τα στοιχεία της μορφής α JJ ^ Superfluid [Υπέρ-χηρό]Φυσ. Είναι ένα υγρό χωρίς ιξώδες και εσωτερική τριβή. Για να γίνει ένα υγρό υπέρυγρό πρέπει τα μόρια να ψυχθούν σε τέτοιο σημείο ώστε όλα να βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση. Τα υγρά αυτά είναι αντίστοιχα των υπεραγώγιμων υλικών όπου έχουμε μηδενική αντίσταση στις χαμηλές θερμοκρασίες. Supergalaxy [Υπεργαλαξίας] Αστμον. Γαλαξίες μεγάλου μεγέθους (διαμέτρου). Υπάρχουν παρατηρημένες περιπτώσεις που ραδιογαλαξίες έχουν ως και 80 φορές το φαινόμενο μέγεθος τους αν και συνήθως θεωρούνται σαν διπλοί γαλαξίες. Supergeostrofic Wind [Υπεργεωστροφικός άνεμος] Μετεωρ. Ανεμος που πνέει με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του γεωστροφικού ανέμου. Supergiant Star [Αστρο υπεργίγαντας] Αστρον. Φάση της ζωής ενός άστρου όπου ο αστέρας διαστέλλεται υπερβολικά ενώ αρχίζει η βαρυτική συστολή του πυρήνα και συνήθως οδηγεί σε λευκό νάνο. Supcrgranulation Cells [Κύτταρα υπερσυμπύκνωσης] Αστρον. Ειδικά σημεία της ηλιακής φωτόσφαιρας όπου καταλήγουν ρεύματα μεταφοράς πρωτονίων που χαρακτηρίζονται από την υπερσυγκέντρωση και συνήθως αποτελούν αποτέλεσμα συνένωσης επιμέρους κυττάρων. Supergroup [Υπερομάδα] Επικοιν. Μια ομάδα χρηστών ή υπολογιστών με ιδιαίτερα δικαιώματα ελέγχου ενός δικτύου. Supergroup 2 [Υπερομάδα] Μαθημ. Μαθηματική δομή τύπου ομάδας. Superharmonic Function [Υπεραρμονική συνάρτηση] Μαθημ.. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι ορισμένη σε ένα σύνολο Α. Αν η μέση τιμή της συνάρτησης f είναι μικρότερη ή ίση απύ την τιμή της συνάρτησης f σε κάθε σημείο α του πεδίου ορισμού της Λ, I'MRVOV; < Γ (χ)τότε η συνάρτηση f λέγεται υπεραρμονική συνάρτηση. Superheat [Υπερθερμαίνω] Φυσ Χημ. Θερμαίνω μιας ουσία, σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από το σημείο ζέσεως, χωρίς όμως να μετατραπεί αυτή σε αέρια φάση. Superheated [Υπέρθερμος] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζει την ουσία που βρίσκεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη

- 1339 -

από το σημείο ζέσεως ή τήξεως ή εξαχνώσεως, αλλά δεν έχει υποστεί μεταβολή φάσης. Superheated Steam [Υπέρθερμος Ατμός] Φυσ. Χημ. Ατμός που έχει θερμανθεί σε θερμοκρασία πολύ μεγαλύτερη από το σημείο ζέσεως του νερού, με σκοπό να μην συμπυκνώνεται εύκολα σε υγρό. Superheating [Υπερθέρμανση] Φυσ. Χημ. Διεργασία θέρμανσης μιας ουσίας σε συνθήκες πέραν των κρίσιμων, όμως η ουσία δεν έχει υποστεί μεταβολή φάσης. Superheterodyne Receiver [Υπερετερόδυνος δέκτης] Ηλεκτρον. Συλλέκτης ο οποίος παραλαμβάνει διαμορφωμένα σήματα ραδιοσυχνοτήτοον και τα μεταφράζει, έτσι ώστε να οδηγηθούν προς περαιτέρω ενίσχυση ή προς αποδιαμύρφωση σε μια κοινή τιμή μεσοσυχνότητας. Superhigh Frequency (SUF) [Υπερυψηλή συχνότητα] Επικοιν. Το εύρος συχνοτήτων με μήκος κύματος από 1 ως 10 εκατοστά που χρησιμοποιείται στις μικροκυματικές ζεύξεις. Superhighway [Δρόμος ταχείας κυκλοφορίας] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για κάθε βασική κεντρική οδική αρτηρία που είτε είναι υπεραστική είτε συνδέει απομακρυσμένα προάστια της ίδιας ευρείας αστικής περιοχής, όπου τα οχήματα μπορούν να κινηθούν ουσιαστικά χωρίς όρια ταχύτητας, χωρίς την ύπαρξη ερυθρών σηματοδοτών και διαθέτει τουλάχιστον τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Superimposed [Επικείμενος] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε γεωλογικό σχηματισμό (π.χ. στρώμα πετρώματος) που αναπτύσσεται επί της επιφάνειας άλλου γεωλογικού σχηματισμού. Superior Image [Ανώτερο είδωλο] Οπτικ. Το είδωλο ενός αντικειμένου που παράγεται όταν παρεμβάλλεται επιφάνεια διάθλασης και εμφανίζεται πιο ψηλά από το σημείο που στην πραγματικότητα βρίσκεται το αντικείμενο. Superior Planet [Απώτεροι πλανήτες] Αστμον. Οι πλανήτες που βρίσκονται πάνω από τη γη, δηλ. από Αρη ως Πλούτωνα. Super luminal Radio Source [Υπερφωτεινή ραδιοπηγή] Αστμον. Ραδιοπηγή που εκπέμπει υπερβολικά σαν αστέρας εκλάμψεων (Μεταβλητοί τύπου UV Ceii), νόβα, κτλ. Supcrmassive Star [Υπερσυμπαγές άστρο] Αστμον. Έτσι αναφέρονται συνήθως αστέρες του τελικού σταδίου δηλαδή λευκοί ή μαύροι νάνοι ή κβαντικό στερεό ή αστέρας νετρονίων ή ακόμα και μαύρη τρύπα. Supermicro [Υπέρ-μικρουπολογιστής] Πλημ. Ένας δυνατός οικιακός υπολογιστής, στοιχειώδες αντικείμενο της εποχής του 2000. Supermini [Υπερμίνι] Πλημ. Ένα στάδιο πάνω από τους μίνι υπολογιστές που χρησιμοποιούνται σαν servers σε σχετικά μεγάλα τοπικά δίκτυα. Supernet [Υπερδίκτυο] Επικοιν. Ομαδοποίηση υποδικτύων με χρήση μιας κοινής μάσκας για οικονομία διευθύνσεων. Supernova Remnant [Υπολείμματα σουπερνόβα ] Αστρον. Το άστρο καθώς εκρήγνυται διώχνει βαρείς πυρήνες και ακτινοβολία. Τα υπολείμματα σχηματίζουν νεφελώματα και παραμένουν εστίες γέννησης νέων άστρων. Supernova Star [Σουπερνόβα άστρο] Αστρον. Μεταβλητοί αστέρες με εντυπωσιακά απότομη αύξηση λαμπρότητας συνήθως μετά από έκρηξη ενός αστέρα. Supernumerary Rainbow [Υπεράριθμο ουράνιο τό-

Subscription Television

ξο] Οπτικ. Μια σειρά από εξασθενημένα ουράνια τόξα που εμφανίζονται στο εσωτερικό του πρωτεύοντος ουράνιου τόξου. Superoxide [Σουπεροξείδιο] Χημ. Οξείδιο μετάλλου, που περιέχει το ανιόν 02". Συνήθως είναι κίτρινες ή πορτοκαλλί κρυσταλλικές ουσίες, με ισχυρά οξειδωτικές ιδιότητες και εμφανίζουν παραμαγνητισμό. Superposed Circuit [Επιπρόσθετο κύκλωμα] Ηλεκτμον. Κύκλωμα που σχηματίζεται με την κατάλληλη συνδεσμολογία άλλων κυκλωμάτο^ν. Superposition Integral [Ολοκλήρωμα υπέρθεσης] Τεχνολ. Ολοκλήρωμα που λειτουργεί ακριβώς όπως το ολοκλήρωμα Lebesque (αθροίζει όλες τις ίδιες τιμές πολλαπλασιασμένες επί τον αριθμό τους). Superposition Principle [II αρχή της επίπτωσης] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε μια ομογενή γραμμική εξίσωση και έστω ότι xj, Χ2, ...,χΠ είναι οι λύσεις αυτής της ομογενούς γραμμικής εξισώσεως. Η αρχή της επίπτωσης υποστηρίζει ότι πέρα από αυτές τις λύσεις άλλη μια λύση είναι το άθροισμα των λύσεων της ομογενούς γραμμικής εξισώσεως, δηλαδή άλλη μιαΛύση είναι η x j Χ 2 "Κ·· Χ η· Supersaturated Solution [Υπέρκορο Διάλυμα] Φυσ. Χημ. Διάλυμα στο οποίο, η συγκέντρωση της διαλυμένης ουσίας είναι μεγαλύτερη από αυτή που απαιτείται για κορεσμό. Supersaturation [Υπερκορεσμός] Φυσ. Χημ. Η κατάσταση ενός διαλύματος, του οποίου η συγκέντρωση είναι μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση κορεσμού. Superscalar [Υπερβαθμωτό] Πληρ. Τύπος υπολογιστή που συναντιέται κύρια σε μεγάλους υπολογιστές Supermini για να δείξει την δυνατότητα λειτουργίας στην scalar κατάσταση σε μια πολλαπλασιασμένη μορφή. Συναντιέται συχνά σε συστήματα γραφικών. Superset1 [Υπερσύνολο] Μαθημ.. Έστω δύο σύνολα Α, Β. Το σύνολο Α λέμε ότι είναι υπερσύνολο του συνόλου Β αν και μόνον αν κάθε σημείο του Β ανήκει και στο σύνολο Α, δηλαδή το Β vu είναι υποσύνολο του Α. Αν υπάρχουν σημεία του Α τα οποία δεν ανήκουν στο Β τότε το Α λέγεται γνήσιο υπερσύνολο του Β. Όταν το Α είναι υπερσύνολο του Β συμβολίζεται Α • Β και όταν το Α είναι γνήσιο υπερσύνολο του Β συμβολίζεται Α => Β. Superset2 [Υπερσύνολο] Πληρ. Ένα ευρύτερο σύνολο χρηστών που συνήθως ακολουθεί τη μαθηματική έννοια και προκύπτει από ένωση υποσυνόλων. Supersonic [Υπέρηχος] Φυσ. Όρος που χαρακτηρίζει ταχύτητες που υπερβαίνουν την ταχύτητα ήχου. Ηλεκτρομαγνητικά κύματα της περιοχής των υπερήχων παρουσιάζουν μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον καθώς βρίσκουν εφαρμογή στη διάγνωση διαφόρων ασθενειών, ενώ είναι γνωστή και η καταλυτική τους δράση σε μια μεγάλη ποικιλία χημικών αντιδράσεων. Superstructure [Ανωδομή] ΙΙολ.Μηχ. Ο όρος περιγράφει το τμήμα εκείνο μίας κατασκευής το οποίο βρίσκεται επάνω από το όλο σύστημα θεμελίωσής της στο έδαφος. Supersymmetry [Υπερσυμμετρία] Φυσ. Γενίκευση της ιδιότητας της συμμετρίας με την έννοια της γενίκευσης των 4 δυνάμεων (θεωρία GUT) ταυτόχρονα με την ετεροτική υπερχορδή στην ομάδα Es. Supersystcm [Υπερσύστημα] Τεχνολ. Όρος που δηλώνει ένα σύστημα που αποτελείται από κάποια σχετικά σύνθετα υποσυστήματα. Supertanker [Υπερδεξαμενύπλοιο | Ναυπηγ. Όρος που

Superthermal Particles

- 1340-

χαρακτηρίζει τα μεγαλύτερα πλοία σε εκτόπισμα και ικανότητα μεταφοράς υγρών καυσίμων, για την πραγματοποίηση υπερπόντιων ταξιδιών. Superthermal Particles [Υπερθερμασμένα σωματίδια] Αστμον. Σωματίδια που συναντιούνται στις πρώτες φάσεις της δημιουργίας. Superuser [Υπερχρήστης] Επικοιν. Κατάσταση που μπορεί να εισέλθει ένας χρήστης δικτύου έχοντας επιπλέον δικαιώματα πάνω στο δίκτυο από ένα συνηθισμένο χρήστη. Συναντάται μόνο σε διαχειριστές δικτύων. Supervisor [Επόπτης] Πλημ. Εργαζόμενος ή μηχανή με δικαιώματα ελέγχου άλλων ομοίων του και διευθέτησης προβλημάτων. Supervisor Call [Εποπτική κλήση] Πλημ. Κλήση που γίνεται από τον διαχειριστή ενός δικτύου προς κάποιον που παραβαίνει κάποιον από τους κανόνες του δικτύου πχ στο IRC. Supervisor Interrupt [Διακοπή επόπτη] Επικοιν. Συνήθως ένας χρήστης που ασκεί hacking πετάγεται έξω χωρίς προειδοποίηση. Supervisor Mode [Κατάσταση επόπτη] Επικοιν. Κατάστάση που μπορεί να έρθει ένας χρήστης συνήθως μετά από συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη ενός δικτύου. Supervisory Computer [Υπολογιστής ελέγχου] Επικοιν. Ο υπολογιστής που χειρίζεται ο επόπτης. Supervisory Frame [Επιβλέπον πλαίσιο] Επικοιν. Πλαίσιο του SDLC που γενικά εποπτεύει τη ροή και τη μεταφορά δεδομένων και άλλων πλαισί(ον και ενημερώνει τον επόπτη. Supervisory Program [Εποπτεύον πρόγραμμα] Πλημ. Πρόγραμμα που ασκεί έλεγχο σε μια διαδικασία, άλλα προγράμματα ή και τον υπολογιστή πχ προγράμματα μορφοποίησης δίσκου που εποπτεύουν και όσο διαρκεί ένα θερμό boot αποθηκεύοντας τα δεδομένα πρόσκαιρα. Supervisory Routine [Εποπτεύουσα ρουτίνα] Πλημ. Υποπρόγραμμα που εκτελεί κάποιο έλεγχο (συνήθως μιας πόρτας) στη διάρκεια λειτουργίας. Supervisory System [Εποπτεύον σύστημα] Πλημ. Σύστημα που ασκεί τον έλεγχο μιας σειράς άλλων συστημάτων ελέγχοντας την έξοδο τους. Supplementary Angle [Συμπληρωματική γωνία] Μαθημ. Έστω μια γωνία Α, η οποία είναι μικρότερη των εκατόν ογδόντα μοιρών, Α < 180°. Έστω μια δεύτερη γωνία Β, η οποία έχει την ιδιότητα αθροιζόμενη με την γωνία Α να δίνουν αποτέλεσμα εκατόν ογδόντα μοίρες, Α + Β - 180°. Οι γωνίες οι οποίες αθροίζουν εκατόν ογδόντα μοίρες λέγονται συμπληρωματικές γωνίες, Supply Voltage [Δυναμικό τροφοδοσίας] Ηλεκ. Πρόκειται για το δυναμικό μιας πηγής ισχύος κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, το οποίο παρέχεται σε ένα κύκλωμα από κάποια εξωτερική πηγή. Support [Υποστήριξη, Βάση] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f η οποία ορίζεται σε ένα σύνολο Α. Το μικρότερο κλειστό σύνολο, έξω από το οποίο η συνάρτηση f διαταράσσει την ταυτοτική της ιδιότητα λέγεται σύνολο υποστήριξης της f. Συμβολίζεται ως supp f και είναι η θήκη του συνόλου {x: f (χ) 1 0). Suppressor Grid [Πλέγμα αναστολής] Ηλεκτμον. Ένα πλέγμα ή ένα γειωμένο δίκτυο που είναι τοποθετημένο μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, ανόδου και καθόδου, για την εξαφάνιση τυχούσας δευτερεύουσας ροής ηλεκτρονία)ν μέσα) των ηλεκτροδίων. Supralittoral [Υπερπαράκτιος] Γεωλ. Όρος αναφερό-

μένος σε χερσαίο περιβάλλον ή ίζημα που βρίσκεται πάνω από το όριο της υψηλής παλίρροιας επηρεαζόμενο μόνο έμμεσα από τον υδάτινο παράγοντα. Supremum [Μικρότερο άνω φράγμα] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία ορίζεται σε ένα σύνολο Α και έστω Β το σύνολο το οποίο περιέχει όλα τα άνω φράγματα της συνάρτησης f. Το μικρότερο από τα άνω φράγματα της f που περιέχεται στο Β λέγεται supremum και συμβολίζεται sup f. Supremum Principle [Η αρχή του μικρότερου άνω φράγματος] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Α, το οποίο έχει ένα τουλάχιστο άνω φράγμα. Τότε οπωσδήποτε το σύνολο αυτό θα έχει και το μικρότερο άνω φράγμα, δηλαδή θα περιέχει οπωσδήποτε το supremum. Surbase [Διακόσμηση] Αμχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε διακοσμητικό στοιχείο το οποίο βρίσκεται επάνω σε ένα βάθρο ή μία βάση κάποιου άλλου αρχιτεκτονικού στοιχείου. Surface 1 [Επιφάνεια] Επιστ.Τεχν. Καλείται το εξωτερικό σύνορο ενός σώματος που το περιβάλλει και αποτελεί στην ουσία το όριό του ως προς το χώρο που βρίσκεται έξω από αυτό. Surface 2 [Επιφάνεια] Μαθημ. Κάθε υποπολλαπλότητα δύο διαστάσεων, η οποία ανήκει στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο R λέγεται επιφάνεια, δηλαδή είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του χώρου τα οποία ικανοποιούν την εξίσωση της μορφής f (x, y,z) = 0 Surface-Active Agent [Επιφανειοδραστικό Μέσο] Φυσ. Χημ. Ορίζεται μια ουσία που εμφανίζει επκρανειακή ενεργότητα, γνωστή και ως τασιενεργή ουσία. Πρόκειται για μύρια στα οποία είναι διακριτά τόσο υδρόφιλα όσο και υδρόφοβα τμήματα, Surface Analysis [Ανάλυση επιφανείας] Πλημ. 1. Λειγματοληπτική ανάλυση μιας επιφάνειας 3 διαστάσεα>ν για την ανίχνευση ορισμένων χαρακτηριστικών της. Χρησιμοποιεί αρκετά και fractal μοντέλα. 2. Ανάλυση κάθε τομές της επιφάνειας ενός δίσκου για σφάλματα. Surface Area [Εμβαδόν επιφανείας] Μαθημ. Είναι η έκταση που καταλαμβάνει η δυσδιάστατη επιφάνεια ενός σίόματος, μετρημένη και εκφρασμένη σε κάποιες μονάδες αυτού του μεγέθους. Surface Chemistry [Χημεία Επιφανειών] Χημ. Κλάδος της χημείας που μελετά φαινόμενα που συμβαίνουν στην επιφάνεια ενός στερεού ή ρευστού ή σε διεπιφάνειες φάσεων. Surface Drainage [Επιφανειακή διοχέτευση ύδατος] Υόμολ. Πρόκειται για την ροή του νερού επάνω σε μία φυσική επιφάνεια μέσα απύ το διαθέσιμο φυσικό ή τεχνητό δίκτυο προς τους χώρους απορροής. Surface Energy [Επιφανειακή Ενέργεια] Φυσ. Χημ. Όταν δύο μη αναμίξιμα υγρά έρχονται σε επαφή, ορίζεται το έργο ανά μονάδα επιφάνειας που απαιτείται για τη μετακίνηση των μορίων προς τη διεπιφάνεια. Surface Finish [Τελείωμα επιφάνειας] Μηχ. Καλείται ο βαθμός ομαλοποίησης μίας επιφάνειας ενός πατώματος ή ενός επίπλου ή άλλου οικιακού ή οικοδομικού στοιχείου. Surface Force [Επιφανειακή δύναμη] Μηχ. Ονομάζεται μία εξωτερικά επιβαλλόμενη δύναμη σε ένα σώμα, η οποία ασκείται στην επιφάνειά του. Τέτοιο παράδειγμα είδους φόρτισης αποτελεί η ανεμοπίεση ή η φόρτιση σε μία πλάκα από τη μόνιμη επικάλυψή της και άλλα. Surface Geology [Επιφανειακή γεωλογία] Γεωλ. Ο κλάδος της Γεωλογίας που έχει ως αντικείμενο τη με-

- 1341 -

Subscription Television

λέτη των γεωλογικών διεργασιών και των σχηματι- φάνεια με κατεύθυνση προς το εσωτερικό, έτσι ώστε να εναντιώνεται πάντα σε κάθε προσπάθεια έκτασης σμών επί της γήινης επιφάνειας. Surface Hydrology [Επιφανειακή υδρολογία] Υδρολ. της επιφάνειας. Ο κλάδος της Υδρολογίας που έχει ως αντικεηιενο τη Surface Tension Number [Αριθμός Επιφανειακής Τάμελέτη των υδάτων καθώς και των υδρολογικών διερ- ης] Ρευστομηχ. Αδιάστατος αριθμός που χρησιμοποιείγασιών και σχηματισμών επί της επιφάνειας της Γης. ται στη μελέτη φαινομένων μεταφοράς μάζας σε στήSurface Integral [Επιφανειακό ολοκλήρωμα] Μαθημ. λες με πληρωτικό υλικό. Ορίζεται ως Τ$ = μ /(h'xoxp), Έστω μια επιφάνεια Α, η οποία δίνεται από την παρα- όπου h' το πηλίκο της επιφάνειας προς την περίμετρο μετρική μορφή Α = {x (U, ν), y (u, ν), ζ (u, ν)) ή από των στερεών του πληρωτικού υλικού. την εξίσωση Α = {ζ = ζ (x, y)). Έστω f μια συνάρτηση Surface Thermometer [Θερμόμετρο επιφανείας] Μηχ. η οποία ορίζεται να είναι συνεχής επί της επιφάνειας Καλείται η διάταξη για τη μέτρηση της θερμοκρασίας Α. Αν η επιφάνεια δίνεται από την παραμετρική μορφή που επικρατεί στο επιφανειακό στρώμα του νερού μίας τότε ο αριθμός: /JA f (x(u, v),y (u, v),z (u, v))[(f fx, γ)Λ| υδάτινης μάζας όπως μίας λίμνης, ενός ποταμού ή και (u, v))2 + (1| (y, ζV| (υ, ν))2 +0| (ζ, x)/1| (u, ν ) ) Τ du dv της θάλασσας. είτε αν δίνεται από την εξίσωση ζ = ζ (χ, y) τότε ο α- Surface Treating [Επιφανειακή κατεργασία] Τεχνολ. ριθμός: ifAfdo = f (χ, y, ζ (χ, y))[ 1 + (1 * / ϊ χ)2 + fl ζ / 1 Όρος που χαρακτηρίζει μια μεγάλη ποικιλία τεχνικών y)2]'/j dx dy, λέγονται επιφανειακά ολοκληρώματα της και κατεργασιών που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό συνάρτησης f επί της επιφάνειας Α και συμβολίζεται την προστασία της επεξεργασμένης επιφάνειας. ΧαραILfdq. κτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτεSurface Modeling [Επιφανειακή μοντελοποίηση] Τε- λούν η αδιαβροχοποίηση του χαρτιού, καθώς και τα χνολ. Η απόδοση της επιφάνειας ενός αντικειμένου συ- διάφορα προστατευτικά ξύλου που λειτουργούν τόσο νήθως με χρήση απλών επίπεδων γεωμετρικών καμπυ- ως αδιαβροχοποιητές όσο και ως αντιτερμιτικά. λών ή σχημάτων όπως πολύγωνα. Surface Vibrator [Επιφανειακός δονητής] Μηχ. ΟνοSurface Normal [Κάθετο διάνυσμα στην επιφάνεια] μάζεται η μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για Μαθημ. Σε κάθε σημείο μιας επιφάνειας μπορεί να α- την καλύτερη δόνηση, πήξη και σκλήρυνση του σκυροδέματος μίας πλάκας. ντιστοιχηθεί ένα κάθετο 0vuopa. Surface Of Discontinuity [Επιφάνεια ασυνέχειας] Με- Surface Wave [Επιφανειακό κύμα] Ηλεκτμον. Είναι τεωρ. Ατμοσφαιρικά επίπεδο που αποτελεί τη ζώνη ένας τύπος κύματος εδάφους, το οποίο διαδίδεται κατά μετάβασης από το ένα ατμοσφαιρικό στρώμα στο άλ- μήκος της επιφάνειας της Γης και η απόσβεση που υφίσταται εξαρτάται από τις ιδιότητες της Γης σε. εκείνο λο. Surface Of Revolution [Επιφάνειες εκ περιστροφής] τον γεωγραφικό χώρο. 2 Μαθημ. Μια επιφάνεια Α η οποία παράγεται από την Surface Wave [Κύμα επιφάνειας] Επικοιν. το είδος περιστροφή μια επίπεδης καμπύλης με άξονα μια ευ- κύματος που συναντάμε μεταξύ 2 διαφορετικών μέθεία (ε) λέγεται επιφάνεια εκ περιστροφής. σων. Surface Orientation [Επιφανειακός Προσανατολι- Surfactant [Επιφανειοδραστικό] Φυσ. Χημ. σμός] Φυσ. Χημ. Αναφέρεται στη διευθέτηση των μο- Surface-Active Agent ρίων, όταν βρίσκονται στην επιφάνεια ρευστού μέσου. Surfing The Internet [Ταξιδεύοντας στο διαδίκτυο] Surface Pressure [Επιφανειακή Πίεση] Φυσ. Χημ. Ορί- Επικοιν. Διαδοχικές αλλαγές χώρων προβολής ιστοσεζεται η τάση διαστολής μιας διεπκράνειας, που οφείλε- λίδων (sites) του δικτύου Internet. ται στην τάση επιφανειοδραστικών ουσιών να διευθε- Surrounding Polygon [Περιβάλλον πολύγωνο] Τετηθούν σε αυτή. χνολ. Είναι αυτό που μαθηματικά εκφράζεται σαν το Surface Reaction [Επιφανειακή Αντίδραση] Φυσ. Χημ. μικρότερο πολύγωνο που περικλείει δοθέν σχήμα. ΥΧημική αντίδραση που λαμβάνει χώρα στη επιφάνεια πάρχουν πολλοί αλγόριθμοι για την εύρεση του κύρια λογισμού των μεταβολών. στερεού υλικού. Surface Road [Τοπική οδός] Πολ.Μηχ. Είναι κάθε δρό- Surveying [Τοπογραφική επιστήμη] Μηχ. Με τον όρο μος ο οποίος έχει κατασκευασθεί στο επίπεδο της επι- αυτό περιγράφεται η τέχνη και η συστηματική γνώση φάνειας του εδάφους χωρίς να είναι μία οδική αρτηρία της αποτύπωσης και της καταγραφής σε τοπογραφιυψηλής ταχύτητας, ούτε υπόγειος αλλά ούτε και υπε- κούς χάρτες μίας οποιαδήποτε γεωγραφικής περιοχής, ρυψωμένος. προκειμένου να μπορούν να καθορισθούν επακριβώς Surface Runoff [Επιφανειακή απορροή] Υδρολ. Η φυ- τα όρια των διαφόρων ιδιοκτησιών, οι χρήσεις γης και σική διακίνηση επί της επιφάνειας του εδάφους υδά- γενικότερα ο πολεοδομικός και οικιστικός σχεδιασμός των μιας περιοχής προερχομένων από ατμοσφαιρικές της περιοχής. κατακρημνίσεις προς τα συστήματα ή τις λεκάνες απο- Surveyor [Τοπογράφος] Μηχ. Καλείται ο μηχανικός ο στράγγισης. οποίος κατέχοντας τις γνώσεις της επιστήμης της τοποSurface Seismic Waves [Επιφανειακά σεισμικά κύμα- γραφίας είναι σε θέση, με τα απαραίτητα όργανα να τα] Γεωλ. Ονομάζονται τα σεισμικά κύματα τα οποία μετρήσει, χαρτογραφήσει και απεικονίσει στους ανάαναπτύσσονται μόνο στην επιφάνεια της Γης και δια- λογους χάρτες μία συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. κρίνονται σε δύο τύπους: τα κύματα Rayleigh (R) και Survival Analysis [Ανάλυση επιβίωσης] Στατ. Στατιτα κύματα Love (L). στική μέθοδος που είναι επέκταση της ανάλυσης αντιSurface Temperature [Επιφανειακή θερμοκρασία] στοιχία') ν. Μετεωρ. Η θερμοκρασία του αέρα στη περιοχή εγγύτη- Suspension [Αιώρημα] Φυσ. Χημ. Κολλοειδές σύστημα τας της επιφάνειας του εδάφους. που αποτελείται από πολύ μικρού μεγέθους στερεά Surface Tension [Επιφανειακή Τάση] Φνσ. Χημ. Συμ- σωματίδια ή υγρά σταγονίδια διεσπαρμένα σε ρευστό βολίζεται με γ, είναι δύναμη ανά μονάδα μήκους και μέσο. εκφράζει τη δύναμη που δρα εφαπτομενικά στην επι- Suspension Bridge [Κρεμαστή γέφυρα] Πολ.Μηχ. Χα-

Suspension Cable

- 1342-

ρακτηρίζεται μία γέφυρα ιης οποίας το κατάστρωμα στηρίζεται αιωρούμενο από σειρά ειδικών μεταλλικών καλωδίων τα οποία με τη σειρά τους κρέμονται συνήθως από δύο πύργους. Suspension Cable [Αιωρούμενο καλώδιο] Μηχ. Πρόκειται συνήθως για ειδικό μεταλλικό στοιχείο μίας κατασκευής το οποίο είναι ικανό να αναλάβει μόνον εφελκυστικά φορτία και αποτελεί το κύριο μέλος του φέροντος συστήματος της, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις κρεμαστές γέφυρες. Suspension Polymerization [Πολυμερισμός Αιωρήματος] Χημ. Διαδικασία πολυμερισμού, κατά την οποία υπάρχει διφασικό σύστημα υγρών, ύπου το μονομερές φέρεται ως διάσπαρτη φάση με μορφή σταγονιδίων. Η φάση διασποράς δεν είναι διαλύτης για το πολυμερές και το μονομερές. Το σχηματιζόμενο πολυμερές λαμβάνεται ως στερεή διάσπαρτη φάση. Suspension Roof [Αναρτημένη στέγη] Οικοδ. Καλείται μία οροφή κατασκευής η οποία δε στηρίζεται κατά τον κλασσικό τρόπο σε δοκάρια και υποστυλώματα αλλά αιωρείται από ειδικά καλώδια, δηλαδή στην ουσία κρέμεται από ψηλότερα. Sutured Texture [Ιστός με ραφές] Γεωλ. Ιστός πετρωμάτων που χαρακτηρίζεται από ιδιότυπη σύνδεση των ορυκτολογικών του συστατικών κατά τρόπο ώστε η ένωση των κόκκων να προσομοιάζει με συρραφή. Swallow Hole [Καταβόθρα] Γεωλ. Φυσικό ευμεγέθες κοίλωμα ή βάραθρο, με στόμιο επί της επιφάνειας του εδάφους και υπόγεια επέκταση συχνά σε μεγάλες αποστάσεις, που σχηματίζεται κατά κανόνα ως καρστικός σχηματισμός από xrf διαλυτική και διαβρωτική επενέργεια του ύδατος επί ασβεστολιθικών και δολομιτικών πετρωμάτων και δια του οποίου εξαφανίζονται τα επιφανειακά ύδατα ποταμών ή λιμνών μεταφερόμενα είτε σε άλλους υπόγειους οχετούς είτε στη θάλασσα σε υποβρύχιες εκβολές είτε σε απομακρυσμένο σημείο της επιφάνειας σχηματίζοντας φυσική πηγή. Swapping [Εναλλαγή] Πληρ. Κατάσταση που 2 μεταβλητές πρέπει να ανταλλάξουν τις τιμές τους συνήθως μέσω μιας τρίτης μεταβλητής. Swarf [Ρινίσματα] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα πολύ μικρά κομματάκια υλικού που παραμένουν ως υπολείμματα μετά απύ μία κοπή, τριβή, λείανση ή άλλη παρόμοια εργασία σε κάποια μεταλλική ή ξύλινη επιφάνεια. Swarm Earthquakes [Σμηνοσεισμοί] Γεωφυσ. Καλούνται οι σειρές μικρών σεισμών στην ίδια περιοχή χωρίς κανένας τους να έχει κάποιο ξεχωριστό και ιδιαίτερο μέγεθος. Sway Brace [Πλευρική δοκός] Πολ.Μηχ. Ονομάζεται μία συνδετήρια δοκός ενός φέροντα οργανισμού μίας κατασκευής η οποία αποτελεί στοιχείο ενός πλευρικού πλαισίου για την ανάληψη φορτίων όπως είναι η ανεμοπίεση ή τα σεισμικά φορτία. Sway Frame [Πλευρικό πλαίσιο] Πολ.Μηχ. Καλείται κάθε πλαίσιο το οποίο ως τμήμα του φέροντα οργανισμού μίας κατασκευής, συνήθως μεταλλικής, αναλαμβάνει την ανάληψη των πλευρικών φορτίων, όπως είναι για παράδειγμα η ανεμοπίεση. Sweep Generator [Γεννήτρια σάρωσης] Πλεκτρον. Μια γεννήτρια που έχει τη δυνατότητα να παράγει μεταβολές στην συχνότητα μέσα σε ένα προκαθορισμένο πεδίο συχνοτήτων. Sweetening [Γλύκανση] Χημ. Μηχ. Βιομηχανική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση θειού-

χων ενώσεων απύ κλάσματα του πετρελαίου. Περιλαμβάνει εκχύλιση με διάλυμα καυστικού νατρίου και οξείδωση, παρουσία καταλυτών. Swell1 [Αποθαλασσία] Ωκεαν. Ο κανονικός κυματισμός της θάλασσας, ποικίλης έντασης καθοριζόμενης με βάση θαλασσομετρική κλίμακα από 0 έως 9, από τη διεύθυνση προηγηθέντος ή επακολουθούντος ανέμου και συνίσταται στη ταλάντωση, υπό την επενέργεια της βαρύτητας και της αδράνειας, των υγρών μορίων περί τη μέση θέση ισορροπίας τους σε διαγραφή κλειστής τροχιάς. Χαρακτηρίζεται από κύματα με λείες πλαγιές και αυχένες (χαίτες) μη αναρηγνυύμενους σε αφρισμό, σταθερή περίοδο και μεγάλη σχετικά απόσταση μεταξύ των αυχένων. Swell2 [Διόγκωση] Γεωλ. 1. Κάθε τοπικά παρουσιαζόμενη διεύρυνση μεταλλοφόρου φλέβας ή ζώνης 2. Η αύξηση του όγκου πετρώματος ή εδάφους π.χ. λόγω της προσρόφησης ύδατος. Swimming Pool [Υπαίθρια πισίνα] Οικοδ. Είναι μία τεχνητή δεξαμενή, μεγάλων διαστάσεων και ικανού βάθους ώστε να περιέχει νερό και να χρησιμοποιείται για κολύμβηση είτε για λύγους αναψυχής είτε για την διεξαγωγή αγώνων. Η κατασκευή της συνοδεύεται και απύ τις απαραίτητες ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις για την ανακύκληση του νερού και τον καθαρισμύ του. Swing Bridge [Ανοιγόμενη γέφυρα] Πολ.Μηχ. Είναι ένα είδος γέφυρας η οποία μετακινείται γύρω από σταθερό σημείο, διακόπτοντας την κυκλοφορία των οχημάτων, προκειμένου να επιτρέψει τη διέλευση των πλοίων. Switch [Αλλαγή] Ηλεκτμον. Αλλαγή κατεύθυνσης του ρεύματος. Switch Room [Δωμάτιο διακοπτών] Επικοιν. Ειδικό δωμάτιο που ουσιαστικά βρίσκεται το κέντρο ελέγχου ενός συστήματος. Switch Selectable Addressing [Επιλεκτική διευθυνσιοδότηση αλλαγής] Επικοιν. Στη μεταγωγή πακέτων κάθε πακέτο φτάνει στον τελικό αποδέκτη μέσα από τον συντομότερο δρόμο (σύμφωνα με τα ενδιάμεσα κέντρα). Switchback [Τύπος δρόμου] Πολ.Μηχ. Πρόκειται για μία περίπτωση οδού σχετικά χαμηλής ταχύτητας, η οποία επιτρέπει τη μετακίνηση μέσα από πλαγιές βουνών με σειρά από στροφές που αγγίζουν και τις 180° μοίρες και κατά μήκος κλίσεις κοντά στα επιτρεπόμενα όρια της ικανότητας των οχημάτων. Switchboard [Πίνακας αλλαγών] Πλεκτρον. Ηλεκτρικός πίνακας ύπου εκτελείται το σύνολο των αλλαγών. Switched Carrier [Διακοπτόμενος φορέας] Επικοιν. Modem που υλοποιούν σήμα φορέα μόνο όταν γίνεται εκπομπή δεδομένων και χρησιμοποιείται και σε αναλογικούς διαιρέτες. Switched Circuit [Μεταγόμενο κύκλωμα] Επικοιν. Τρόπος σύνδεσης του καναλιού Β του δικτύου επικοινωνιών ISDN που χρησιμοποιεί το κανάλι D για σήμανση. Switched Line [Γραμμή μεταγα>γής] Επικοιν. Τηλεπικοινωνιακή γραμμή όπου γίνεται μεταγωγή κυκλώματος. Switched Message Network [Δίκτυο μεταγωγής μηνύματος] Επικοιν. Ένας από τους 3 τρόπους μεταγωγής. Οι ίδιοι οι ενδιάμεσοι (κεντρικοί) σταθμοί ελέγχουν την μετάβαση του μηνύματος (Store And Forward) του οποίου τη ροή καθορίζει ο αποστολέας.

- 1343 -

Subscription Television

Κάθε πακέτο ξέρει τον προορισμό αλλά την συναρμο- τάξη της ομάδας Α, |Α|, τότε το πλήθος των ρλόγηση την κάνει ο χρήστης. υποομάδων Sylow είναι ισότιμα πρός το 1 mod ρ και Switched Multimegabit Data Service [Υπηρεσία με- διαιρεί την τάξη τη ομάδας Α, |ΑΙ. ταγωγής δεδομένων πολλών Mbpsl Επικοιν. Τρόπος Svlvite [Συλβίνης] Ομυκτ. Ορυκτό χλωριούχο κάλιο, μεταγωγής δεδομένων σε σχετικά ψηλές ταχύτητες. KC1, που κρυσταλλώνεται στο χημικό σύστημα, είναι Switched Network [Δίκτυο μεταγωγής] Επικοιν. Ο έ- άχρωμο ή λευκό και έχει πικρή και αλμυρή γεύση. II νας από τους 2 τρόπους δικτυακής επικοινωνίας. II σκληρότητά του είναι 2-2,5 Mohs και το ειδικό βάρος πληροφορία ταξιδεύει μετά από εντολή του καλούντα 1,99. Αποτελεί πηγή καλιούχων ενώσεων για λιπάσμαπρος τον καλούμενο. Διακρίνονται σε μεταγωγή κυ- τα. κλώματος (Circuit), πακέτων (Packet), μηνύματος Symbiotic Nova [Συμβιωτικό άστρο νόβα] Αστμον. Α(Message). στέρες που έχουν λαμπρότητα με διακυμάνσεις που Switching [Μεταγωγή] Επικοιν. Οι κόμβοι επικοινω- εικάζεται ότι πρόκειται για φασματοσκοπικά διπλούς νούν μέσα από ένα δίκτυο ενδιάμεσων συνδεδεμένων αστέρες. μεταξύ τους σταθμών. Διακρίνουμε μεταγωγή κυκλώ- Symbiotic Objects [Αντικείμενα που συμβιώνουν] Αματος, μεταγωγή πακέτου και μεταγωγή μηνύματος. στμον. Αστρα που εμφανίζονται διπλά ή πολλαπλά. Switching Center [Κέντρο μεταγωγής] Επικοιν. Ενδιά- Συνήθως υπάρχει μια κύρια οντότητα πχ ο Κύκνος Χ1 μεσος σταθμός που εξυπηρετεί και άλλο φόρτο που είναι ένας υπεργίγαντας και pta μαύρη τρύπα αλλά μπορεί αυτή η σχέση να είναι εναλλακτική. ασκεί και κάποιο έλεγχο. Switching Control [Ελεγχος μεταγωγής] Επικοιν. Σή- Symbiotic Star [Αστρο που συμβιώνει] Αστμον. Το ένα μανση για τον έλεγχο της όλης διαδικασίας που επι- από τα άστρα ενός ζεύγους που φαίνονται σαν ένα. βλέπει τυχόν δυσλειτουργίες του δικτύου και μπλοκά- Symbol1 [Σύμβολο | Πλημ. Το κύριο αντικείμενο ενός αλφαβήτου που χρησιμοποιείται σε μια γλώσσα προρισμα κάποιων πακέτων κτλ. Switching Device [Συσκευή διακοπής λειτουργίας] γραμματισμού. Με την αυστηρή έννοια διαχωρίζουμε Μηχ. Ονομάζεται κάθε διάταξη η οποία χρησιμοποιεί- τα σύμβολα από τα γράμματα ενός αλφαβήτου με 128. ται για τη διακοπή της παροχής οποιαδήποτε μορφής 256, 512 ή 4096 σύμβολα. ενέργειας στην αντίστοιχη μηχανή με σκοπό την ακι- Symbol2 [Σύμβολο] Χημ. Το γράμμα ή τα δύο γράμμανητοποίηση και παύση της λειτουργίας της. τα. που αποτελούν συντομογραφία του ονόματος ενός Switching Node [Κόμβος μεταγωγής] Επικοιν. Ενδιά- χημικού στοιχείου και χρησιμοποιούνται διεθνώς για μεσος σταθμός εξυπηρέτησης δικτύου μεταγωγής δε- το συμβολισμό του. Symbol Sequence [Ακολουθία συμβόλων] Πληρ. Συμδομένο) ν. Switching System [Σύστημα μεταγωγής] Επικοιν. Κά- βολοσειρά (String) που επεξεργάζεται με ειδικούς καθε τεχνική χρησιμοποιεί τα δικά της κέντρα και τα δικά νόνες. της συστήματα, δικούς της υπολογιστές και ειδικό λο- Symbol Table [Πίνακας συμβόλων] Πλημ. 1. Πίνακας γισμικό. Πολλές φορές πρέπει να αποφασίσει ο χρή- που παρουσιάζει όλα τα διαθέσιμα σύμβολα και συναστης (ή ο αναλυτής του) για το κατάλληλο είδος επι- ντιέται και σαν Symbol Chart ή Ascii Table. 2. Πίνακοινωνίας. κας που παράγεται στη διάρκεια της παραγωγής εκτεSwitching Termination [Τερματισμός μεταγωγής] Ε- λέσιμου αρχείου και περιγράφει τα σύμβολα που χρηπικοιν. Το τοπικό κέντρο επιλογής κατεύθυνσης σιμοποιούνται και τη θέση τους. (μεταγωγής) πληροφορίας σε ένα δίκτυο ISDN. Symbol Table Management [Διαχείριση πίνακα συμSyenite [Συηνίτης] Γεωλ. Πυριγενές πλουτώνιο πέτρω- βόλων] Πληρ. Διαδικασίες χειρισμού του πίνακα συμμα που αποτελείται από αλκαλικούς αστρίους βόλων. (μικροκλινή, ορθόκλαστο, περθίτη) και μαφικά συστα- Symbolic Algebraic Manipulation language [Συμβολική τικά (π.χ. βιοτίτη, αυγίτη, κερατόλιθο) με πολύ περιο- γλώσσα αλγεβρικών χειρισμών] Πληρ. Γλώσσα που χρησιρισμένη ή καμία παρουσία χαλαζία και πλαγιόκλα- μοποιεί αλγεβρικά σύμβολα τα οποία επεξεργάζεται ο χρήστης στην οθόνη με χρήση συμβολικών πλήκτρων. στων. Syenogabbro [Συηνογάββρος] Γεωλ. Τύπος πυριγενών Οι εντολές περιλαμβάνουν κυρίως συναρτήσεις, λίστες πλουτωνίων πετρωμάτων που εμπεριέχουν ορθοκλά- και πιθανά εντολές χειρισμού γραφικών. στο επιπρόσθετα των τυπικών ορυκτολογικών συστα- Symbolic Assembly Language [Συμβολική βοηθητιτικών των πετρωμάτων της οικογένειας του γάββρου. κή γλώσσα] Πληρ. Ο πρωτότυπος ορισμός της γλώσSylow Subgroup [Υποομάδα του Sylow] Μαθημ. Έ- σας assembly που τυποποιεί σε συμβολικά ονόματα (3 στω μια ομάδα Α. Μια υποομάδα της ομάδας Α λέγε- ως 5 γραμμάτων) κάποιο μικροπρόγραμμα. ται υποομάδα του Sylow αν είναι μια μέγιστη ρ- Symbolic Assembly System [Σύστημα συμβολικής υποομάδα της Α, δηλαδή μια υποομάδα, για την οποία βοήθειας] Πληρ. Αναφέρεται σε μεταφραστή γλώσσας δεν υπάρχει μεγαλύτερη ρ-υποομάδα που να την περιέ- assembly και πιθανά κάποιο περιβάλλον συγγραφής χει. κώδικα με συνδέτη (linker) και άλλα σχετικά εργαλεία. Sylow Theorems [Τα θεωρήματα του Sylow] Μαθημ. Symbolic Coding [Συμβολική κωδικοποίηση] Πληρ. I. Έστω Α μια ομάδα πεπερασμένης τάξης και έστω Κωδικοποίηση βάση συμβολικής γλώσσας δηλαδή από ότι η τάξη της ομάδας Α είναι |Α| = p"m, όπου n 3 1 και επεκτεταμένο αλφάβητο. ο ρ δεν διαιρεί τον αριθμό m. Τότε: Η Α περιέχει μια Symbolic Debugging [Συμβολική αποσφαλμάτωση] υποομάδα τάξης ρ' για κάθε i με 1 < ι < n και κάθε υπο- Πληρ. Έλεγχος λαθο')ν με έλεγχο συμβόλων. Έτσι αναομάδα της Α τάξης ρ1 είναι κανονική υποομάδα μιας φέρονταν κύρια οι προ')τοι αποσφαλματωτές που τηυποομάδας τάξης ρ αν 1 < ι < η. 2. Έστω Ρ ι και Ρ2 ρούσαν και χάρτη συμβόλων. δύο ρ-υποομάδες Sylow μια πεπερασμένης ομάδας Α. Symbolic Input [Συμβολική είσοδος] Πληρ. Η είσοδος Τότε οι Ρ! και Ρ2 είναι συζυγείς υποομάδες της Α. 3. αποτελείται από δεδομένα του χρήστη πχ γραμματοΑν Α είναι μια πεπερασμένη ομάδα και ο ρ διαιρεί την σειρές και όχι το κλασσικό ηλεκτρικό σήμα.

Symbolic Language

- 1344-

Symbolic Language [Συμβολική γλώσσα] Πληρ. Γλώσσα που χρησιμοποιεί αλφάβητο με σύμβολα. Η χρήση τέτοιων γλωσσών (δηλαδή αλφαβήτων) βοηθά στην αποτελεσματικότερη υλοποίηση προγραμμάτων γραφικών και χαρακτηριστικός είναι ο κώδικας Unicode που περιέχει ένα παγκόσμιο σύστημα τέτοιων συμβόλων για καθολική χρήση από τη γλώσσα Java. Symbolic Link [Συμβολική σύνδεση] Επικοιν. Η εγκατάσταση νοητού δικτύου επικοινωνίας μεταξύ 2 σημείων του διαδικτύου όπου συνήθως ο επισκέπτης κοιτά τη σελίδα του εκθέτη. Symbolic Logic [Συμβολική λογική] Πλ,ηρ. Κύριος μαθηματικός τόπος δημιουργίας και χρήσης νέων μαθηματικών συμβόλων για να δηλώσει τις διάφορες ιδιότητες ή συναρτήσεις. Οδήγησε με την βοήθεια των υπολογιστών και κατάλληλων προγραμμάτων και γραμματικών ή συντακτικών κανόνων σε αποδείξεις θεωρημάτων με νέους τρόπους. Symbolic Mathematical Computation [Συμβολικός μαθηματικός υπολογισμός] Πληρ. Εκτέλεση υπολογισμών αλλά κα γενικότερα μαθηματικών πράξεων με μεταβλητές μέσα από απλές εντολές χειρισμού μαζί με ένα σύνολο συμβόλων. Symbolic Name [Συμβολικό όνομα] Πληρ. Ονομα που δίνουμε συνήθως αναγνωριστικό περιεχομένου ή ρόλου σε μεταβλητές Symbolic Programming [Συμβολικός προγραμματισμός] Πληρ. 1. Χρήση γλώσσας assembly για κατασκευή προγραμμάτων 2. Χρήση συμβόλων (κύρια μαθηματικών) εκτός από αριθμούς και γραμματοσειρές για εκτέλεση μαθηματικών υπολογισμοί. Symmetrical [Συμμετρικό] Επιστ.Τεχν. Πρόκειται για κάθε αντικείμενο ή και γεωμετρικό σχήμα το οποίο χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα της συμμετρίας, δηλαδή κάποιο τμήμα του είναι εξ' ολοκλήρου ίδιο με ένα άλλο τμήμα του, τα οποία δύο βρίσκονται εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας ή ενός κεντρικού σημείου συμμετρίας. Symmetrical Architecture [Συμμετρική αρχιτεκτονική] Πληρ. Η περίπτωση που άρτιος αριθμός επεξεργαστών χρησιμοποιούνται συμμετρικά όταν συνδεθούν παράλληλα. Symmetrical Distribution [Συμμετρική κατανομή] Στατ. Έτσι αναφέρεται μια κατανομή της οποίας η καμπύλη οεν παρουσιάζει λόξωση ή κύρτωση. Symmetrical Fold [Συμμετρική πτυχή] Γεωλ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μία πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο είναι κατακόρυφο και οι δύο παρειές της βυθίζονται συμμετρικώς ως προς το αξονικό επίπεδο. Symmetry Principle [Αρχές συμμετρίας] Φνσ. Κατά τη μελέτη της φυσικής βλέπουμε ότι οι δυνάμεις έχουν κοινές ιδιότητες. Σήμερα ξέρουμε πως όλες οι δυνάμεις στη φύση είναι ενοποιημένες βάση κάποιων αρχών συμμετρίας. Σύμφωνα με αυτές οι φυσικές ποσότητες μένουν αμετάβλητες όταν υποβάλλονται σε μετασχηματισμούς. Symplectic [Συμπλεκτικός] Ορνκτ. Όρος αναφερόμενος στη σύμφυση ή στον ιστό πυριγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων που χαρακτηρίζονται από στενές συμφύσεις ορυκτών δευτερογενούς κυρίως προέλευσης, του ίδιου ή διαφορετικού είδους, κατά περίπλοκο τρόπο. Symplectic Geometry [Συμπλεκτική γεωμετρία] Μαθημ. Κλάδος της μοντέρνας γεωμετρίας που διατηρεί τα μεγέθη στους μετασχηματισμούς πχ τους όγκους.

Symplesite [Συμπλεσίτης] Ορνκτ. Ορυκτό ανορθικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, γαλάζιου ή πράσινου χρώματος διαφόρων αποχρώσεων, με MB 590 και χημικό τύπο Fe3(As04)2.8(H20). Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή, ο λύγος των αξόνων του είναι a: b: c = 6.85: 1: 0.50 και το μέσο ειδικό του βάρος 3.0. Syn- Anti- Isomerism [Συν- Αντι- Ισομέρεια] Opy. Χημ. Ισομέρεια ανάλογη της cis - trans, με τη διαφορά ότι στο διπλό δεσμό συμμετέχει άτομο αζο')του. Συνήθα)ς εμφανίζεται σε οξίμες, υδραζόνες, αζωενώσεις, κλπ. Στις αλδοξίμες, για παράδειγμα, ως συν- χαρακτηρίζεται η μορφή που έχει το υδροξύλιο και το αλδεϋδικό υδρογόνο προς την ίδια πλευρά του διπλού δεσμού. Synadelphite [Συναδελφίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ψευδοορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή αδιαφανής, κόκκινου, καφέ ή μαύρου χρώματος, με MB 1089 και χημικό τύπο (Mn,Mg,Ca,Pb)9(As03)(As04)2(0H) 9.2(^0). Συναντάται κυρίως στην ένυδρη του μορφή, ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 0.57: 1: 0.52 και το μέσο ειδικό του βάρος 3.67. Sync Signal [Σήμα συγχρονισμού] Επικοιν. Είδος σήματος που προηγείται μιας επικοινωνίας υπολογιστών και διαφέρει σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τους συμμετέχοντες, το πρωτόκολλο, το μέσο και τον τρόπο μετάδοσης. Συνήθως προετοιμάζει την άλλη πλευρά με όλες τις ανωτέρω πληροφορίες. Synchrocyclotron [Συχροκύκλοτρο] ΙΙνρην. Φυσ. Το συνηθισμένο κύκλοτρο έχει δυσκολίες όταν πρέπει να επιταχύνει σωματίδια σε ενέργειες πολύ υψηλές, όπου η σχετικιστική τους μάζα επηρεάζεται. Για την αποφυγή προβλημάτων που δημιουργούνται στις υψηλές ενέργειες μια συνεχής επιτάχυνση δίνεται στα σωματίδια τα οποία ρίχνονται σε δέσμες στον επιταχυντή, ώστε κάθε ένα από αυτά να έχει φτάσει στη μέγιστη ενέργεια του, πριν το επόμενο να αρχίσει να επιταχύνεται. Έπειτα καθώς η δέσμη σωματιδία>ν αυξάνει σε ενέργεια, η συχνότητα του ταλαντωτή πρέπει να μειωθεί ταυτόχρονα για τη διασφάλιση των συνθηκών συντονισμού. Ένα τέτοιο κύκλοτρο που λειτουργεί με αυτό τον τρόπο λέγεται συχροκύκλοτρο. Synchronized Idle (SYN) [Έναρξη συγχρονισμού] Πληρ. Χαρακτήρας ελέγχου (ASCII 23) που χρησιμεύει για συγχρονισμό του δέκτη και χρησιμοποιείται πάντα διπλός για αποφυγή λαθών. Synchronizing Pulse [Παλμός συγχρονισμού] Επικοιν. Κατά την έναρξη προηγείται πάντα ένας παλμός για συγχρονισμό (ρυθμός, ταχύτητα μετάδοσης κτλ). Synchronous Clock [Ρολόι συγχρονισμού] Επικοιν. Το ρολόι που δίνει τον κύριο χρόνο (Master Time) και συγχρονίζει όλο το σύστημα. Synchronous Communications [Σύγχρονη επικοινωνία] Επικοιν. Μια από τις 2 μορφές επικοινωνίας υπολογιστών που γίνεται με μετάδοση ομάδων χαρακτήρων με συγκεκριμένη αρχή και τέλος και ανάλογη σήμανση. Synchronous Data Link Control (SDLC) [Σύγχρονος έλεγχος σύνδεσης δεδομένων] Επικοιν. Σύγχρονο πρωτόκολλο της αρχιτεκτονικής SNA της IBM για το 2ο επίπεδο του OSI για τη σύνδεση 2 τερματικών με ενσωματωμένους ελέγχους. Synchronous Data Transmission [Σύγχρονη μετάδοση δεδομένων] Επικοιν. Αποστολή δεδομένων κατά ομάδες Kat χαρακτήρες συνοδούς. Synchronous Demodulation [Σύγχρονη αποδιαμόρ-

- 1345 -

φωση] Τεχνολ. Αποδιαμόρφωση σήματος με χρήση φορέα που είναι συγχρονισμένος σε φάση (έχει ίδια φάση) με το φορέα διαμόρφωσης. Synchronous Detector [Ανιχνευτής συγχρονισμού] Επικοιν. Κύκλωμα που ανιχνεύει τον χαρακτήρα SYN που συνοδεύει την αποστολή και μάλιστα εις διπλούν. Synchronous Digital Hierarchy (SDH) [Σύγχρονη ψηφιακή ιεραρχία] Επικοιν. Πρότυπο της ITU-T για πολυπλεγμένη ψηφιακή μετάδοση ψηφιακών δεδομένων κυρίως με οπτικές ίνες στις ψηλές ταχύτητες (πάνω από τα 155 Mbps). Synchronous Dynamic Random Access Memory (SDRAM) [Σύγχρονη δυναμική μνήμη τυχαίας προσπέλασης] Πληρ. Τύπος μνήμης RAM που χρησιμοποιεί τεχνολογία δυναμικής διδιάστατης σάρωσης με δεδομένα και μάλιστα σε γειτονικές θέσεις με ταχύτητα ως 100 MHz. Synchronous Optical Network (SONET) [Σύγχρονη οπτική δικτύωση] Επικοιν. Πρότυπο της Bell για την ψηφιακή μετάδοση δεδομένων στην Αμερική που έδωσε το πρότυπο SDH για παγκόσμια χρήση. Synchronous Phase Modifier [Τροποποιητής φάσης συγχρονισμού] Ηλεκτρον. Μηχανισμός σταθεροποίησης της τάσης του ρεύματος στο σημείο άφιξης. Synchronous Protocols [Σύγχρονα πρωτόκολλα] Επικοιν. Πρωτόκολλα σύγχρονης ζεύξης όπου η μετάδοση γίνεται σε πλαίσια ή σε block. Synchronous Rotation [Συγχρονισμένη στροφή] Αστρον. Γεωστατική τροχιά ενός δορυφόρου δηλαδή με την ταχύτητα της γης ώστε να βλέπει πάντα τον ίδιο τόπο. Synchronous Satellite [Συγχρονισμένος δορυφόρος] Επικοιν. Δορυφόρος που εκπέμπει σε σύγχρονη μετάδοση. Synchronous System [Συγχρονισμένο σύστημα] Επικοιν. Σύστημα που σε κάθε σημείο του ο χρονισμός δίνεται από ένα κεντρικό ρολόι. Synchronous Transmission [Σύγχρονη μετάδοση] Επικοιν. Επικοινωνία 2 συστημάτων με χρήση ρολογιού για ανεξάρτητο χρονισμύ όπου τα δεδομένα διακινούνται σε ομάδες με αναγνωριστικά αρχής και τέλους. Synchronous Transport Mode (STM) [Τρόπος σύγχρονης μεταφοράς] Επικοιν. Η βασική δομή υλοποίησης του πρωτοκόλλου SDH για μετάδοση στις υψηλές ταχύτητες. Το αντίστοιχο σήμα του SONET λέγεται STS (Synchronous Transfer Signal). Synchronous Working [Συγχρονισμένη εργασία] Τεχνολ. Εργασία που οδηγεί σε ταυτόχρονη έξοδο. Synchrotron [Σύγχροτρο] Πυρην. Φυσ. Για την επίτευξη υψηλών ενεργειών σε σωματίδια υπάρχει ένας τύπος μηχανής που ονομάζεται σύγχροτρο. Τα σωματίδια κινούνται σε θάλαμο κενού, που έχει το σχήμα λεπτού κουλουριού και ονομάζεται δακτύλιος επιτάχυνσης. II δέσμη των σωματιδίων καμπυλώνεται με τη βοήθεια σειράς ηλεκτρομαγνητών τοποθετημένων γύρω-γύρω από τον δακτύλιο. Καθώς τα σωματίδια επιταχύνονται, το μαγνητικό πεδίο αυξάνεται, ώστε αυτά να παραμένουν συνεχώς στην ίδια τροχιά. Synchrotron Radiation [Συγχρονοτρονική ακτινοβολία] Αστρον. Η περίπτωση που σχετικιστικά ηλεκτρόνια και άλλα σωμάτια χρησιμοποιούνται για να μεταφερθούν φωτόνια μέσα στο μαγνητικό τους πεδίο. Syncline [Σύγκλινο] Γεωλ. Πρόκειται για μία μεγάλη επιμήκης πτυχή, της οποίας τα νεότερα στρώματα βρί-

Syntactic Model

σκονται στο ΚΟΙΛΟ μέρος. Synclinorium [Συγκλινόριο] Γεωλ. Σύστημα μικρών, ανεξάρτητων πτυχών που ως σύνολο σχηματίζουν μία μεγαλύτερης κλίμακας σύγκλινη πτυχή. Syndiotactic [Συνδιοτακτικό] Χημ. Τακτικό πολυμερές όπου οι όμοιοι υποκαταστάτες τοποθετούνται εναλλάξ στο άνω και κάτω μέρος του χώρου. Synepirogcnetic [Συνηπειρογενικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε σχηματισμό, φαινόμενο ή διεργασία που εξελίσσεται κατά το χρόνο μη εκδήλωσης τεκτονικής παραμόρφωσης. Syngenetic [Συγγενετικός] Γεωλ. Όρος που υποδηλώνει ταυτόχρονη δημιουργία αναφερόμενος ειδικότερα σε σύγκριμα, σε ασυνέχεια και σε κοίτασμα ορυκτών σχηματιζόμενο κατά το χρόνο δημιουργίας του εγκλείοντος ή του περιβάλλοντος πετρώματος. Syngenite [Συγγενίτης] Ομυκτ. Ορυκτό μονοκλινούς κρυσταλλικής δομής, διαφανής ή ημιδιαφανής, άχρουν, λευκού ή κίτρινου χρώματος, με MB 328 και χημικό τύπο K2Ca(S04)2.(H20). Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή, ο λόγος των αξόνων του είναι a: b: c = 1.34: 1: 0.84 και το μέσο ειδικό του βάρος 2.59. Synodic [Συνοδικός] Αστμον. Γενικά συνδέεται με το συνηθισμένο μοντέλο αναφοράς με βάση την κίνηση του ήλιου. Synodic Month [Συνοδικός μήνας] Αστμον. Περίοδος μεταξύ 2 ίδιων σεληνιακών φάσεων ίσος με 29,531 μέρες. Synodic Period [Συνοδική περίοδος] Αστρον, Η παράπλευρη περίοδος (Sidereal Period) όταν σαν ουράνιο σώμα αναφοράς θεωρηθεί ο ήλιος. Synoptic Chart [Συνοπτικός χάρτης] Μετεωρ. Ο μετεωρολογικός χάρτης πάνω στον οποίο σημειώνονται μετεωρολογικές παρατηρήσεις με τη μορφή συμβόλων και αριθμών, με σκοπό την μελέτη τους για την πρόβλεψη και ανάλυση του καιρού. Synoptic Meteorology [Συνοπτική μετεωρολογία] Μετεωμ. Κλάδος της μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των ατμοσφαιρικών φαινομένων στο χώρο. Βασίζεται στην ανάλυση χαρτών συνοπτικών παρατηρήσεων με σκοπό την πρόγνωση και ανάλυση του καιρού. Synoptic Model [Συνοπτικό μοντέλο] Μετεωρ. Μοντελοποίηση των κύριων μετεωρολογικοί μεγεθών πχ θερμοκρασία, πίεση κτλ με στατιστικές μεθόδους όπως παλινδρόμηση, ANOVA, χρονοσειρές κτλ. Synorogenic [Συνορογενής] Γεωλ. Όρος αναφερόμενος σε σχηματισμό, φαινόμενο ή διεργασία που εξελίσσεται κατά το χρόνο εκδήλωσης ορογενετικής κίνησης. Syntactic Analysis [Συντακτική ανάλυση] Πληρ. Έλεγχος συντακτικών δομών ενός προγράμματος. Syntactic Checks [Συντακτικός έλεγχος] Πληρ. Αντιπαραβολή μιας έκφρασης βάση των συντακτικών τύπων και των τύπων δεδομένων που την απαρτίζουν με τις κατευθυντήριες δομές της γλώσσας. Εδώ πιστοποιούνται και οι έννοιες των συντακτικών δομών. Syntactic Entities [Συντακτικές οντότητες] Πληρ. Οι απλές οντότητες (τύποι δεδομένων) και οι συνθετότερες που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα. Syntactic Extension [Συντακτική επέκταση] Πληρ. Κανόνας που δεν επισημαίνεται σαν λάθος αλλά τονίζεται πχ ότι στην επόμενη έκδοση δεν θα επιτραπεί η χρήση του. Syntactic Model [Συντακτικό μοντέλο] Πληρ. Το σύνολο των συντακτικών δομών μιας γλώσσας που συνή-

Syntactics

- 1346 -

θως υπακούει κάποιο μαθηματικό μοντέλο ή είναι μια θυνση του για να έχει μια σφαιρική εικόνα. Synthetic Detergent [Συνθετικό απορρυπαντικό] Τεαπλή επέκταση του. Syntactics [Συντακτικό] ΙΙληρ. Σύνολο κανόνων δόμη- χνολ. Όρος που χαρακτηρίζει κάθε μέσο καθαρισμού σης ίων προτάσεων για μια γλώσσα και μια γραμματι- που δρα ως επιφανειενεργό εκτός από το σαπούνι. Είναι συνήθως οργανικές ενώσεις που κατατάσσονται κή. Syntax [Σύνταξη] Τεχνολ. Δόμηση σύμφωνα με τους στις παρακάτω κύριες κατηγορίες: ανιοντικές, μη ιοντικές, κατιοντικές και αμφοτερικές. κανόνες του συντακτικού. Syntax Checker [Ελεγκτής σύνταξης] ΙΙληρ. Εργαλείο Synthetic Language [Συνθετική γλώσσα] Πληρ. Σύνλογισμικού (μέσα σε ένα συμβολομεταφραστή) που θεση φθόγγων και λέξεων με βάση κανόνες του συντακτικού, της γραμματικής και της σημασιολογίας που εκτελεί έλεγχο σύνταξης. Syntax Diagram [Συντακτικό διάγραμμα] Πληρ. Σχη- παράγεται μηχανικά από κατάλληλο κύκλωμα ψηφιοποίησης. ματική παράσταση συντακτικών κανόνων. Syntax Directed Editor [Κειμενογράφος που ελέγχει Synthetic Peptide [Συνθετικό Πεπτίδιο] Χημ. Πεπτίδιο συντακτικό] Πληρ. Εξ' ορισμού το πρόγραμμα που που σχηματίζεται από χημικές αντιδράσεις στο εργαπρέπει να ελέγχει είναι αυτό που γράφεται και ο πρω- στήριο και όχι στη φύση. τότυπος κώδικας και γι' αυτό ορισμένα ολοκληρο)μένα Synthetic Resin [Συνθετική Ρητίνη] Χημ. Ρητίνη που περιβάλλοντα τον χαρακτηρίζουν και σαν συντάκτη παράγεται απύ πολυμερισμό οργανικών μορίων. κειμένου. Synthetic Voice [Συνθετική φωνή] Πληρ. II απόδοση Syntax error [Λάθος σύνταξης] Πληρ. Ασυνέπεια του μιας συνθετικής φωνής είναι σχετικά εύκολη αφού αδέντρου σύνταξης με τη ους κανόνες της γλώσσας δό- πλά προσομοιώνει το μοντέλο φωνής που επιθυμεί ο χρήστης. μησης. Syntax Oriented Compiler [Μεταγλωττιστής δομημέ- Synode [Σύνοδος] Αστρον. Για τους εξωτερικούς πλανος συντακτικά] Πληρ. Μεταγλωττιστής που κάνει συ- νήτες διακρίνουμε σύνοδο και αντίθεση, ενώ για τους ντακτικό έλεγχο σε βάθος και σε διασταύρωση με τη εσωτερικούς πλανήτες ορίζουμε ανώτατη και κατώταγραμματική και συνήθως με έλεγχο λαθών, ειδοποιώ- τη σύνοδο ανάλογα αν ο ήλιος βλέπει το εσωτερικό ή ντας για αμφισβητούμενες περιπτώσεις. το εξωτερικό τους μέρος. 1 Syntax Scanner [Ανιχνευτής σύνταξης] Πληρ. Δες System [Σύστημα] Γεωλ. Κάθε μία από τις τυπικές χρονοστρωματογραφικές ενότητες (γενικά διεθνώς αSyntax Checker. Syntax Tree [Δέντρο σύνταξης] Πληρ. Το σύνολο συ- ποδεκτές έντεκα) που περιλαμβάνουν το σύνολο των πετρωμάτων που σχηματίστηκαν στη διάρκεια του γεντακτικών δομών ενός προγράμματος. Syntectic [Συντηκτικός] Γεωλ. Ορος αναφερόμενος σε ωλογικού χρόνου της κάθε περιόδου των γεωλογικών μαγματικό πέτρωμα ή σε διεργασία σχηματισμού μαγ- αιώνων. ματικού πετρώματος από τη τήξη προϋπαρχόντων πε- System2 [Σύστημα] Κρυσταλλ. Κάθε μία από τις επτά κατηγορίες (κυβικό, ή ισομετρικό, ορθορομβικό, τετρωμάτων. Syntectonic [Συντεκτονικός] Γεωλ. Όρος αναφερόμε- τραγωνικό, τριγωνικό, εξαγωνικό, μονοκλινές και τρινος σε σχηματισμό, φαινόμενο ή διεργασία που εξελίσ- κλινές) που αποτελούν τη πρώτη υποδιαίρεση της κρυσεται κατά το χρόνο εκδήλωσης μίας τεκτονικής παρα- σταλλογραφίας για την κατάταξη όλων των κρυσταλλικών σχημάτων σύμφωνα με το θεμελιώδες σχήμα τους. μόρφωσης. Syntexis [Σύντηξη] Γεωλ. Η διεργασία συγχώνευσης σε Κάθε σύστημα αποτελεί άθροισμα κρυσταλλικών τάμάγμα εξα)γενούς υλικού από τα περιβάλλοντα πετρώ- ξεων συμμετρίας που περιλαμβάνουν κρυστάλλους αματα λόγω τήξης ή διάλυσης ορυκτολογικών συστατι- ναφερομένους στο ίδιο σύστημα κρυσταλλογραφιών κών τους, με συνέπεια να προκύπτει νέο πέτρωμα πολύ αξόνων και με κυρτώδη άξονα της ίδιας τάξης. συχνά εντελώς διαφορετικής ή ιδιότυπης τελικής σύ- System3 [Σύστημα] Τεχνολ. Κάθε σύνολο διαδικασιών στασης. με είσοδο και έξοδο που προκύπτει από το μετασχημαSynthesis [Σύνθεση] Χημ. Σύνολο χημικών αντιδράσε- τισμό σημάτων. Διακρίνονται σε συνεχούς χρύνου και ων για το σχηματισμό μιας ένωσης, από απλούστερες διακριτού χρόνου. ενώσεις ή στοιχεία. System4 [Σύστημα] Φυσ. Χημ. Αθροιση συστατικών, τα Synthesis Equations [Εξίσωση σύνθεσης] Τεχνολ. Εξι- οποία υφίστανται αλληλεπιδράσεις και μελετούνται ως σώσεις που δίνουν την ανάλυση περιοδικού σήματος ένα ενιαίο σύνολο. βάση της ανάλυσης Fourier (τους συντελεστές της σει- System Administrator [Διαχειριστής συστήματος] ράς Fourier) ή του μετασχηματισμού Fourier. Πληρ. Υπεύθυνος διαχείρισης υπολογιστικού συστήSynthesizer [Συνθέτης] Τεχνολ. Όργανο ή εργαλείο που ματος που πολλές φορές έχει και τον έλεγχο μιας ομάμπορεί να συνθέσει ή να μιξάρει 2 σήματα τα οποία δας χρηστών, ελέγχει για εξωτερικές παρεμβολές κτλ. συνήθοκ έχει προαποθηκεύσει κανονίζοντας διάφορα System Analysis [Συστημική ανάλυση] Τεχνολ. Καταχαρακτηριστικά τους. γραφή απαιτήσεων χρηστών συστήματος και καταSynthetic [Συνθετικό] Χημ. Όρος που χαρακτηρίζει κά- σκευή λογικής ροής της υπάρχουσας κατάστασης και θε υλικό που δεν παραλαμβάνεται από την φύση αλλά της προτεινόμενης υπολογιστικής λύσης και ίσως χροπαράγεται τεχνητά είτε σε βιομηχανική είτε σε εργα- νοδιάγραμμα υλοποίησης. στηριακή κλίμακα. Κι αν ακόμη οι χρησιμοποιούμενες System Bandwidth [Εύρος ζώνης συστήματος] Επιπρώτες ύλες είναι απολύτως φυσικής προέλευσης το κοιν. Ολόκληρο το φάσμα συχνοτήτων που διαθέτει ή τελικό προϊόν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνθετικό μπορεί να επεξεργαστεί ένα σύστημα που μπορεί να αν έχει υποστεί χημικές κατεργασίες. αποτελείται και από συνδεδεμένα υποσυστήματα. Synthetic Camera [Συνθετική κάμερα] ΙΙληρ. Η δυνα- System Calendar [Ημερολόγιο συστήματος] Πληρ. τότητα του κατασκευαστή γραφικών να δει ένα αντι- Λογισμικό που αποτελεί και το ρολόι του συστήματος κείμενο 3 διαστάσεων κινούμενος προς κάθε κατεύ- και κρατάει πληροφορίες ημερομηνίας και ώρας διορ-

- 1347 -

θωμένες κατά τον τόπο που βρίσκεται ο χρήστης ή με άλλους κανόνες. System Capacity [Χωρητικότητα συστήματος] Πολ. Μηχ. Ο όρος αυτός αναφέρεται στα μεταφορικά συγκοινωνιακά συστήματα όπως για παράδειγμα σε ένα οδικό ή σιδηροδρομικό δίκτυο ή σε ένα αεροδρόμιο και συγκεκριμένα στον αριθμό των οχημάτων ή των σκαφών που μπορεί να εξυπηρετήσει σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα και κατ' επέκταση στον αριθμό των επιβατών και τον όγκο των εμπορευμάτων. System Causality [Αιτιότητα συστήματος] Τεχνολ. Η ιδιότητα ενός συστήματος να εξαρτά την έξοδο του μόνο από προηγούμενες χρονικά (και μόνο χρονικά) εξόδους του. System Chart [Διάγραμμα συστήματος] Πληρ. Για κάθε σύστημα (φυσικό ή μηχανικό) έχει ένα λογικό διάγραμμα ροής εργασίας που λογικά πρέπει να ταυτίζεται με το διάγραμμα ροής πληροφορίας. Αέγεται και System Flowchart. System Check [Ελεγχος συστήματος] Πληρ. Έλεγχος που πρέπει να γίνεται τακτικά για πρόληψη και αντιμετώπιση προβλημάτων. Τα περισσότερα συστήματα έχουν ενσωματωμένες ρουτίνες αυτοδιαγνωστικές ή επιδιόρθωσης που τρέχουν σε νεκρό χρόνο. System Clock [Ρολόι συστήματος] Πλ.ηρ. 1. Ο χρονιστής του συστήματος. Αν υπάρχουν περισσότερα από ένα ρολόγια συγχρονισμού εννοούμε το κύριο ρολόι (Master Clock). 2. Κύκλωμα που δείχνει την ώρα. System Commands [Εντολές συστήματος] Πληρ. Εντολές του λειτουργικού συστήματος (συνήθως τύπου Unix) ενός μεγάλου υπολογιστή δηλαδή τουλάχιστον supermini. System Definition [Ορισμός συστήματος] Πληρ. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει τα μέρη που απαρτίζουν το σύστημα με τα ^ιτουργικά τους συστήματα και τα περιφερειακά που εξυπηρετούν καθώς και συγκεκριμένα στοιχεία συνδεσμολογίας. System Design [Σχεδιασμός συστήματος] Πληρ. Με βάση τις απαιτήσεις των χρηστών και τις υπάρχουσες δομές εργασίας, ο σχεδιασμός προτείνει λύσεις που το κόστος τους εξαρτάται από το βαθμό και το κόστος βελτίωσης. System Designer [Σχεδιαστής συστήματος] Πληρ. Ο άνθρωπος που υλοποιεί (πληροφοριακά) την προϋπάρχουσα ανάλυση και φτιάχνει χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. System Development [Ανάπτυξη συστήματος] Πλ.ηρ. Υλοποίηση όσων αποτελεσμάτων έβγαλε η ανάλυση του υπάρχοντος συστήματος και ο σχεδιασμός του νέου συστήματος, συνήθως σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού. System Documentation [Τεκμηρίωση συστήματος] Πληρ. Για κάθε μονάδα που έχει προστεθεί στο σύστημα πρέπει να υπάρχει βιβλίο με τις δυνατότητες λειτουργίας, μηνύματα λαθών, προδιαγραφές κτλ και αν είναι δυνατόν στη γλώσσα του χρήστη. System Effectiveness [Αποτελεσματικότητα συστήματος] Μηχ. Ονομάζεται η συνολική ικανότητα γενικότερα ενός συστήματος να μπορεί να αντεπεξέλθει στις λειτουργίες για τις οποίες έχει μελετηθεί και κατασκευασθεί συμπεριλαμβάνοντας στην εν λόγω έννοια και τους παράγοντες ασφάλεια και αξιοπιστία. System Evaluation [Αποτίμηση συστήματος] Πληρ. Το να ελέγχεις τις δυνατότητες ενός συστήματος με εξαντλητικά συνήθως τεστ (Benchmarks).

Subscription Television

System Failure [Αποτυχία συστήματος] Τεχνολ. Οριστική έξοδος του συστήματος που μπορεί να προκαλείται και από το χρήστη για να αποφευχθεί ένας ατελείωτος κύκλος. System Function [Συνάρτηση συστήματος] Τεχνολ. 1. Συνάρτηση μετατροπής της εισόδου σε έξοδο 2. Η συνάρτηση που δίνει ο μετασχηματισμός Laplace του συστήματος. System Functional Structure [Συναρτησιακή δομή συστήματος] Τεχνολ. Ο τρόπος που συνδέονται ύλες οι συναρτήσεις ενός συστήματος καθορίζει και την τελική μετατροπή. Τέτοιοι τελεστές μπορεί να κινούνται σε πολύ παράξενους μαθηματικούς χώρους. System Generation [Παραγωγή συστημάτων] Πληρ. Βιομηχανικός όρος που αντιστοιχεί στην οριζόντια σύνθεση ολοκληρωμένων μηχανημάτων. Μπορεί να ξεκινήσει από το σχεδιασμό και να τελειώσει στην παράδοση στα χέρια του χρήστη. System Improvement Time [Χρόνος βελτίωσης συστήματος] Τεχνολ. Χρόνος που γίνονται μετατροπές και συνήθως το σύστημα είναι ανενεργό. System Input [Είσοδος συστήματος] Τεχνολ. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στο πεδίο ορισμού μαζί με τις αποφάσεις των χρηστών System Integration [Ολοκλήρα^ση συστήματος] Τεχνολ. Προσθήκη περιφερειακών μονάδων ώστε να καλύπτονται διάφορα πρότυπα εργασίας, εργονομίας ή απαιτήσεις χρηστών. System Invertibility [Αντιστρεψιμότητα συστήματος] Τεχνολ. Η ιδιότητα ενός συστήματος να κάνει την είσοδο του έξοδο του και αντίστροφα (διακριτή είσοδος δίνει διακριτή έξοδο). System Level Timer [Χρονιστής επιπέδου συστήματος] Πληρ. Αν υπάρχουν περισσότερα από ένα ρολόγια συγχρονισμού εννοούμε το κύριο ρολόι (Master Clock) που συνδέεται με μπαταρία συνήθως και δίνει τον χρόνο (συνήθως χτυπά κάθε 1/18 του δευτερολέπτου) που ορίζεται και από τον χρήστη. System Library [Βιβλιοθήκη συστήματος] Πληρ. Αρχείο που κρατά και όλες τις ρουτίνες απαραίτητες για τη διαχείριση του συστήματος. Το αρχείο είναι ανοιχτό στις μεταβολές. System Life [Ζωή συστήματος] Τεχνολ. Ορος που χαρακτηρίζει τη διάρκεια λειτουργίας ενός συστήματος και πιθανά διαφορετικός από το συνολικό πεδίο ορισμού αφού υπάρχει και η δυνατότητα ανατροφοδότησης κτλ. System Life Cycle [Κύκλος ζωής συστήματος] Μηχ. Καλείται ο συνολικός κύκλος ζωής ενός συστήματος με όλα τα επιμέρους στάδια από τον αρχικό σχεδιασμό του, τη φάση υλοποίησης, τη λειτουργία του, τη συντήρησή του, έως και την απόσυρσή του. System Life Length [Μήκος ζωής συστήματος] Τεχνολ. Σχετικός όρος με την ολική διάρκεια ζωής ενός συστήματος. Είναι γνωστό λοιπόν ότι ακολουθεί (προσεγγιστικά) την κατανομή Weibull που είναι εκθετικού τύπου και σχετικές επίσης διάφορες συναρτήσεις βλάβης. System Loader [Φορτωτής συστήματος] Πληρ. Λογισμικό από ρουτίνες χαμηλού επιπέδου που συνήθως συνεργάζεται με το BIOS καθώς και τα αρχεία συστήματος κατά την εκκίνηση του μηχανήματος και συγκεκριμένα αναλαμβάνει στο σημείο επιλογής λειτουργικού συστήματος. System Master Disks [Κύριοι δίσκοι του συστήματος]

System M a s t e r T a p e

- 1348-

Οι κύριοι δίσκοι συνήθως μια συστοιχία (Cluster) δίσκων αποθήκευσης. System Master Tape [Κύρια κασέτα του συστήματος] Πληρ. Παλαιότερο αποθηκευτικό μέσο που υπερείχε τών άλλων κασετών του συστήματος και συνήθως χρησιμοποιούσε το λειτουργικό σύστημα για δεδομένα πρώτης στιγμής.. System Moments [Στιγμές του συστήματος] Τεχνολ. Τεχνολογικά η έννοια της στιγμής μπορεί και να δηλώσει υποσυστήματα ενός συστήματος. Αυτά (αν δεν ορίζονται φυσικά) ελέγχονται στατιστικά για την απόδοση τους και την καλύτερη συνδεσμολογία τους. System Operator [Χειριστής συστήματος] Πληρ. Ανθρωπος που χειρίζεται, συνήθως προγραμματίζει και βασικά ελέγχε ι τα I/O ενός υπολογιστικού συστήματος. Η αυτοματοποίηση ταύτισε αυτές τις εργασίες που ήταν δουλειά 3 ανθρώπων. Σε περιβάλλον επικοινωνιών ο Sysop ελέγχει βασικά τη λειτουργία του δικτύου σαν Administrator. System Optimization [Βελτίωση συστήματος] Τεχνολ. Σύνθεση ή απλοποίηση συστημικών λειτουργιών (πχ φίλτρα) ώστε το σύστημα να αποδίδει εξίσου καλά. Αυτές οι μέθοδοι συχνά είναι προσεγγιστικές (Approximation Methods) και μάλιστα ευρετικές (Heuristics). System Output [Εξοδος συστήματος] Τεχνολ. Τα δεδομένα που λαμβάνονται σε κάθε βήμα του συστήματος. System Performance [Εκτέλεση συστήματος] Τεχνολ. Η στατιστική απόδοση του συστήματος όπως την μετράνε τα διάφορα μέτρα και συνήθως έχει ελεγχθεί και στο στάδιο της προσομοίωσης. System Programming [Προγραμματισμός συστήματος] Πληρ. Μεταβίβαση εντολών που ανήκουν στο λειτουργικό σύστημα ενός μεγάλου υπολογιστικού συστή ματος προς το σύστημα σε script ή ενσωματωμένα σε κάποιο πρόγραμμα μιας κατάλληλης γλώσσας προγραμματισμού πχ C. System Reliability1 [Αξιοπιστία συστήματος] Μηχ. Ορίζεται ως η πιθανότητα την οποία έχει ένα σύστημα να αντεπεξέλθει ορθά και αποτελεσματικά σε μία συγκεκριμένη λειτουργία για την οποία έχει σχεδιασθεί και κατασκευασθεί. System Reliability2 [Αξιοπιστία συστήματος] Τεχνολ. Ανάλυση πιθανοτήτων της απόδοσης ενός συστήματος που γίνεται εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων, σε σύγκριση με άλλα συναφή αποτελέσματα και μπορεί να συντεθεί από την αξιοπιστία υποσυστημάτων. System Service Control Point (SSCP) [Σημείο ελέγχου υπηρεσιών συστήματος] Επικοιν. Το κέντρο επικοινωνίας, συντονισμού και ελέγχου κάθε host υπολογιστή της αρχιτεκτονικής SNA. System Software [Λογισμικό συστήματος] Πληρ. Λειτουργικό σύστημα, γλώσσες προγραμματισμού και εφαρμογές όλα προσδιορισμένα σε ένα ενιαίο σύνολο που κατευθύνονται από το διαθέσιμο Hardware. System Study [Μελέτη συστήματος] Πληρ. Μελέτη της υπάρχουσας λειτουργίας ενός συστήματος, πρόταση για αλλαγή με βάση τις απαιτήσεις σε όλα τα σημεία εσωτερικά (χρήστες) και εξωτερικά (επικοινωνιακές ανάγκες) Kat κατασκευή χρονοδιαγράμματος υλοποίησης. System Supervisor [Επόπτης συστήματος] Τεχνολ. Υπεύθυνος εκτέλεσης της λειτουργίας του συστήματος. System Test [Τεστ συστήματος] Τεχνολ. 1. Έλεγχος ενός μηχανήματος από τον χρήστη 2. Έλεγχος του συΠληρ.

στήματος πχ καλής λειτουργίας περιφερειακών ή και συνοδευόμενος από ρουτίνα προληπτικής επιδιόρθωσης. System Unit [Μονάδα συστήματος] Πληρ. Η/Υ που επικοινωνεί με το κεντρικό σύστημα και συνήθως είναι αντικείμενο του ίδιου χώρου με την κεντρική μονάδα, System With Memory [Σύστημα με μνήμη] Τεχνολ. Περίπτωση συστήματος που χρησιμοποιεί και προηγούμενες εξόδους του για να δώσει την έξοδο σε ένα βήμα. Systematic Error [Συστηματικό λάθος] Στατ. Αάθος που οφείλεται σε κάποιους παράγοντες και εμφανίζεται στην ανάλυση διακύμανσης, Systematic Factor [Συστηματικός παράγοντας] Στατ. Ο παράγοντας που εισέρχεται σε κάθε παρατήρηση ενός πειράματος επηρεάζοντας τα δεδομένα και βρίσκεται με την ανάλυση διακύμανσης, Systematic Sampling [Συστηματική δειγματοληψία] Στατ. Δειγματοληψία ενός πληθυσμού χαρισμένου σε ανάλογες ομάδες. Systeme Electronique Couleur Avec Memoire (SECAM) [Εγχρωμο ηλεκτρονικό σύστημα με μνήμη] Ηλεκτρον. Διεθνές στάνταρτ έγχρωμου τηλεοπτικού δέκτη που ξεκίνησε από τη Γαλλία και τη Σοβιετική Ένωση (1980). Systems Analysis [Ανάλυση συστημάτων] Μηχ. Ονομάζεται η τεχνική που βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια για την ανάλυση ενός πολύπλοκου συστήματος στα επιμέρους τμήματα από τα οποία αποτελείται καθώς επίσης και για την επανασυναρμολόγησή του. Systems Application Architecture (SAA) [Αρχιτεκτονική συστημάταη' εφαρμογών] Πληρ. Μοντέλο υλοποίησης εφαρμογών της ΤΒΜ ώστε να υπάρχει συμβατότητα με την αρχιτεκτονική SNA. Systems Equivalence [Ισοδυναμία συστημάτων] Ζεχνολ. Πολύπλοκος όρος της θεωρίας ελέγχου ώστε 2 διαφορετικές πολυωνυμικές περιγραφές συστημάτων να περιγράφουν το ίδιο σύστημα. Έχουν τεθεί πολλά προβλήματα σχετικά στον χώρο των καταστάσεων και στον γενικευμένο χώρο. Systems Network Architecture (SNA) [Αρχιτεκτονική συστημάτων δικτύων] Ετπκοιν. Αρχιτεκτονική δικτύωσης που εμφάνισε η LBM με 7 επίπεδα. Systems Specification [Καθορισμός συστήματος] Πληρ. Ορισμός των μερών που αποτελούν το σύστημα και των προδιαγραφών τους. Systolic Array [Συστολικός πίνακας] Πληρ. Πίνακας που συνδέεται με τη μνήμη που τον αξιοποιεί για μαζική φόρτιση και αποφόρτιση περίπου όπως τις μνήμες Cache. Syzygy [Συζυγία] Αστρον. Η στιγμή που κάποιος εξωτερικός πλανήτης ή η σελήνη βρίσκεται σε ίδια ευθεία με τ ο ν -χ {0 ^ , ^accnaritl

τ Table1 [Πίνακας] Μαθημ. Μια απεικόνιση λέγεται πίνακας αν και μόνον αν αποτελείται από μ το πλήθος γραμμές και ν το πλήθος στήλες. Αυτός ο πίνακας ονομάζεται μ χ ν πίνακας. Στην περίπτωση που μ = ν τότε λέμε ότι ο πίνακας έχει διαστάσεις ν x ν και αυτού του είδους οι πίνακες ονομάζονται ορθογώνιοι. Table2 [Πίνακας] Οικοδ. Είναι μία οριζόντια επιφάνεια που μπορεί να έχει διαφορετικές χρήσεις όπως ηλεκτρολογική, μηχανολογική ή άλλες, ακόμη και διακοσμητική, η οποία βρίσκεται στην εσωτερική ή εξωτερική πλευρά ενός τοίχου. Table 3 [Πίνακας] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ένα σύνολχ) από συνεχώς συσχετιζόμενα πλήθη πληροφοριών, ταξινομημένα βάσει συγκεκριμένων κανόνων και χαρακτηρισμένα από ορισμένες θέσεις ή ονόματα μεταβλητών, σε ένα εικονικό τετράγωνο ή ορθογώνιο χώρο της μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Table-driven Program [Πρόγραμμα οδηγούμενο από πίνακα] Πλ.ηρ. Η ρουτίνα του υπολογιστικού συστήματος που χρησιμοποιεί τη διαδικασία αναζήτησης σε πίνακα, έτσι ώστε να εντοπίζει, με τη βοήθεια κλειδιού, στοιχεία δεδομένων που είναι διατεταγμένα σε πίνακα, να τα αντλεί απ' αυτόν και κατόπιν να τα επεξεργάζεται. Table Management Program [Πρόγραμμα διαχείρισης πινάκων] Πληρ. Είναι ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο έχει γραφεί με σκοπό τη δημιουργία και επεξεργασία πινακοποιημένων μορφών αποθήκευσης δεδομένων και πληροφοριών. Tabular Interpolation [Παρεμβολή μέσω πίνακα] Μαθημ. Είναι κάθε παρεμβολή η οποία λαμβάνεται μέσω ενός πίνακα. Η παρεμβολή αυτή μας βοηθάει στον υπολογισμό των ενδιαμέσων τιμών των ανεξαρτήτων τιμών μιας συνάρτησης μέσω της εξαρτημένης τιμής με την βοήθεια ενός πίνακα. Tabular Language [Πινακοειδής γλώσσα] Πληρ. Κατά την επίλυση ενός προβλήματος που απαιτεί ένα πίνακα αποφάσεων, το τμήμα της ρουτίνας που περιγράφει το πρόβλημα αυτό και το οποίο αποδίδει τη σύνθεση του πίνακα αποφάσεων του προβλήματος αυτού. Tabulate [Πινακοποίηση] Πληρ. Είναι η ταξινόμηση μίας σειράς από δεδομένα σε μορφή πίνακα μέσα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή η εκτύπωσή τους συνήθως συνοδευόμενη από τα μερικά ή και ολικά αθροίσματα και διαφορές τους. Tabulating Card [Πινακοποιημένο δελτίο] Πληρ. Το δελτίο, το οποίο έχει περάσει το στάδιο της διάτρησης.

Tabulating Equipment [Εξοπλισμός πινακοποίησης] Πλ.ηρ. Ο απαιτούμενος εξοπλισμός σε υλικό και λογισμικό, που συμβάλλει στο στάδιο της διάτρησης των πινακοποιημένων δελτίων. Tabulating System [Πινακοποιημένο σύστημα] Πλ.ηρ. Το σύστημα των απαιτούμενων συσκευών, των οποίων η χρήση αποσκοπεί στο να οργανώνει και να ρυθμίζει διαδικασίες χειρισμού, ελέγχου και γενικότερα επεξεργασίας δεδομένων που λαμβάνονται από πινακοποιημένα δελτία ή καταχωρούνται σε αυτά. Tabulation Character [Χαρακτήρας πινακοποίησης] Πληρ. Ο μη εκτυπο')σιμος χαρακτήρας, ο οποίος συντονίζει τη διαδικασία της εκτύπωσης. Tabulator [Πινακοποιητής] Πληρ. II συσκευή, η οποία δέχεται ως δεδομένα από εξωτερικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, όπως ταινίες, διάτρητα δελτία, κλπ. και αυτόματα διατάσσει τα δεδομένα αυτά σε πίνακες, λίστες ή διάφορα σύνολα με μία συγκεκριμένη συνεχή μορφή. Tabun [Ταμπούν] Οργ.Χημ. Εμπορική ονομασία της οργανικής ένωσης διμεθυλάμινο αιΟοξυκυανοφωσφορικό οξείδιο, με MB 162.12 και εμπειρικό τύπο (CH3)2N (C2H50)CNP0. Είναι αέριο, γνωστό από τις αρχές του αιώνα για την υψηλή τοξικότητα του στο ανθρώπινο νευρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται σε χημικά όπλα. Tachometer [Στροφόμετρο] Μηχ. Είναι ένα όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση το)ν στροφών ανά μονάδα χρόνου, που συνήθως είναι τα λεπτά της ώρας, ή για τη μέτρηση της γο)νιακής ταχύτητας ενός άξονα μίας μηχανής ο οποίος περιστρέφεται κατά τη λειτουργία της. Tachyhydride [Ταχυδρίτης] Ορυκτ. Σπάνιο ορυκτό με σύνθεση CaMg2Cl$.12H20. Παρουσιάζει εξαγωνική κρυσταλλική δομή με λόγω ακτίνων a:c=l:1.76. Έχει οξεία πικρή γεύση. Εργαστηριακά λαμβάνεται με ψύξη ζεστού διαλύματος MgCl2 που περιέχει σε αφθονία CaCl2. Tachyon [Ταχυόνιο] Πυρην.Φυσ. Ονομασία που αναφέρεται σε σωματίδιο το οποίο έχει τη χαρακτηριστική ιδιότητα να κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός. Τέτοια σωματίδια δεν έχουν παρατηρηθεί ακόμα πειραματικά αλλά υπάρχει η θεο)ρητική πρόβλεψη ότι μπορεί να υπάρχουν σε κίνηση εντός συγκεκριμένων μέσων όπου επικρατούν συνθήκες παρόμοιες με αυτές ενός λέιζερ, δηλαδή μέσων όπου παρατηρείται αναστροφή του πληθυσμού των ηλεκτρονίων των ατόμων όπως ακριβώς και σε ένα λέιζερ. Tachysterol [Ταχυστερόλη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με εμπειρικό τύπο QsH^O. Κατατάσσεται στην κατη-

Tactic Polymer

- 1350-

γορία των στερολών. Έχει ελαιώδη υφή, είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Αποτελεί ισομερή μορφή της εργοστερόλης και χρησιμοποιείται στην παραγωγή φαρμάκων. Tactic Polymer [Τακτικό πολυμερές] Οργ.Χημ. Πολυμερή, γνωστά και ο)ς στερεοκανονικό (stereoregular), που έχουν αναπτυγμένη σε υψηλό βαθμό τη στερεοτακτική διευθέτηση γύρω από κάθε ασύμμετρο άτομο άνθρακα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν φυσικά (πχ. κυτταρίνη) αλλά και συνθετικά πολυμερή (πχ. cis-1,4 πολυβουταδιένιο). Tactical Air Navigation System (TACAN) [Τακτικό σύστημα εναέριας πλοήγησης] Πλοηγ. Ονομασία συστήματος πλοήγησης αεροσκαφών αμερικανικής προέλευσης με το οποίο καθορίζεται η θέση ενός αεροσκάφους στον χώρο από την απόσταση και την αζιμουθιακή γωνία που έχει αυτό σε σχέση με κάποιο σταθερό σταθμό στο έδαφος ο οποίος εκπέμπει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υπερύψηλων ραδιοσυχνοτήτων (Ultra High Frequencies - UHF) με τη μορφή παλμικών σημάτων. Tactical Call Sign [Τακτικό σήμα κλήσης] .Επικοιν. Σήμα κλήσης που συναντάμε σε απλά κωδικοποιημένη επικοινωνία (μιας συνηθισμένης μέρας). Tactical Communication System [Τακτικό σύστημα επικοινωνιών] Επικοιν. Επικοινωνιακό σύστημα που στηρίζεται σε κώδικες όπως ο διεθνής πχ "Alpha" για το A, "Bravo" για το Β, κτλ. Tactical Frequency [Τακτική συχνότητα] Επικοιν. Συχνότητα καθημερινής αλλά μυστικής επικοινο)νίας που καθορίζεται σε τακτικά διαστήματα. Tactoid [Τακτοϊδές] Βιοχημ. Μικροσκοπικό επιμηκυμένο σωματίδιο που εμφανίζεται σε κύτταρα ιών, αλλά και σε ειδικές πρωτεΐνες όπως η μυοσίνη και η φιβρίνη. Έχει ατρακτοειδές σχήμα και η παρατήρηση του είναι εφικτή υπό μικροσκόπιο πολωμένου φωτός. Tag [Ετικέτα] Πλημ. Το πρόσθετο δυαδικό ψηφίο που τοποθετείται σε μια ακολουθία δυαδικών ψηφίων αποθηκευμένων σε μια θέση της κύριας μνήμης του υπολογιστή, έτσι ώστε να λειτουργεί ως ταυτότητα της, δηλαδή φανερώνει μια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό της ακολουθίας αυτής. Tag Closed-Cup Tester [Αναλυτής Tag κλειστού δοχείου] Αναλ.Χημ. Εργαστηριακή συσκευή που επιτρέπει τον προσδιορισμό του σημείου ανάφλεξης υγρών καυσίμων, χαρακτηριστικό που η γνώση του είναι πολύ σημαντική για την ασφαλή αποθήκευση και μεταφορά τους. Με την συσκευή αυτή μπορεί να γίνουν μετρήσεις για καύσιμα χαμηλού σημείου ανάφλεξης, ο χειρισμός των οποίων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Tag Sort [Ταξινόμηση βάση ετικέτας] Πλημ. II διαδικασία της ταξινόμησης των στοιχείων μιας εγγραφής βάση των διευθύνσεων τους. Tagged Molecule [Σημαδεμένο ή μαρκαρισμένο μόριο] Χημ. Χαρακτηρίζεται το μόριο που περιλαμβάνει στην δομή του ένα μη σύνηθες και συχνά ραδιενεργό ισότοπο στοιχείου που επιτρέπει την παρακολούθηση φυσικών, χημικών και βιολογικών διεργασιών. Τέτοιο στοιχείο είναι ο 0 14 που χρησιμοποιείται σε αρχαιολογικές έρευνες. Tag-Robinson Colorimeter [Χρωμόμετρο TagRobinson] Τεχνολ. Εργαστηριακή συσκευή μέτρησης χρώματος λιπαντικών, ελαίων ή και φυσικών ρητινών η οποία επιτρέπει την άμεση εκτίμηση της ποιότητας τους. Η αρχή της μεθόδου βασίζεται στην σύγκριση

του χρώματος του λιπαντικού με πρότυπα έγχρωμα γυαλιά. Η μέθοδος έχει αντικατασταθεί από αντίστοιχη ηλεκτρονική με την οποία μειώνεται στο ελάχιστο το τυχαίο σφάλμα. Tail1 [Ουρά] Αστμον. Το μέρος εκείνο του κομήτη που ακολουθεί, μοιάζοντας με ακίδα, το κύριο σώμα. Αποτελείται από αέρια και σκόνη τα οποία προέρχονται από τον πυρήνα του κομήτη και αποκολλούνται από αυτόν λόγω της επίδρασης των ηλιακών ανέμων. Tail2 [Ουρά] Στατ. Με τον όρο ουρά στην Στατιστική εννοούμε κάθε ουρά που προκύπτει μέσα σε ένα σύστημα εξυπηρέτησης. Τέτοια συστήματα μπορούν να είναι το ταχυδρομείο, το αεροδρόμιο κ.τ.λ. Μας βοηθά στην κατανόηση της λειτουργίας του και πως θα μπορέσουμε να ελαττίόσουμε τον χρόνο αναμονής, να βρούμε την κατανομή των αφίξεων και αναχωρήσεων στο σύστημα εξυπηρέτησης για τον υπολογισμό κάποιων αναγκαίων πιθανοτήτων. Tail3 [Ουρά] Μαθημ. 1. Έστω μια στοχαστική διαδικασία η οποία παριστάνεται στην μορφή: {x(t),0
- 1351 -

Talbot's Law [Νόμος του Τάλμποτ] Οπτικ. Νόμος της φυσικής με τον οποίο υπολογίζεται η φαινόμενη ένταση ακτινοβολίας που εκπέμπεται από κάποια φωτεινή πηγή η οποία φωτοβολεί με συχνότητα μεγαλύτερη των 10 Hz. Ισχύει η εξής σχέση: I = Ιο (t/lo), όπου I η φαινόμενη ένταση, Ι0 η πραγματική ένταση, to η χρονική διάρκεια της εκπομπής της φωτεινής ακτινοβολίας και t ο συνολικός χρόνος. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή το φως παρουσιάζεται συνεχές λόγω της ιδιότητας του ανθρωπίνου οφθαλμού να διατηρεί για 1/10 του δευτερολέπτου τη φωτεινή εντύπωση και μετά την απομάκρυνση του φωτεινού ερεθίσματος. Talc [Ταλκ] Ορυκτ. Ονομασία ενός μονοκλινικού ορυκτού το οποίο είναι εξαιρετικά μαλακό, χρώματος λευκού, ελαφρά πράσινου ή γκρίζου, με σκληρύτητα ίση με 1 της κλίμακας Mohs και το οποίο παρουσιάζει ένα χημικό τύπο της μορφής Mg3Si4Oio(OH)2. Το ταλκ με τη μορφή σκόνης βρίσκει χρήση σε πολλούς τομείς όπως είναι η ιατρική και τα καλλυντικά ενώ επίσης χρησιμοποιείται και σαν λιπαντικό. Tall Building [Ψηλό κτίριο] Πολ. Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται όλες οι κατασκευές που λόγω του μεγάλου τους ύψους, έχουν και σχετικά υψηλή τιμή δεσπόζουσας ιδιοπεριόδου, οπότε είναι πολύ εύκαμπτες. Σε αυτά τα κτίρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με ιδιαίτερη προσοχή, κατά τη φάση της μελέτης τους, οι εξωτερικές επιδράσεις από τα φορτία του ανέμου και η σεισμική καταπόνηση. Tall Oil [Ταλλέλαιο] Τεχνολ. Υλικό που είναι παράπλευρο προϊόν της χαρτοβιομηχανίας και αποτελείται απύ τερπενικές ενώσεις. Η κατάλληλη επεξεργασία του δίνει κολοφώνιο και τερεβινθέλαιο που εμφανίζουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τα λαμβανόμενα απύ πευκορητίνη και βρίσκουν εφαρμογή σε αντίστοιχες δραστηριότητες. Tandem [Σε διαδοχή] Η)χκ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο συνδέονται δύο τετράπολα κατά τον οποίο η έξοδος του ενός τεραπόλου συνδέεται με την είσοδο του άλλου. Η συγκεκριμένη αυτή συνδεσμολογία ονομάζεται σύνδεση σε διαδοχή. Tandem Accelerator [Συζευγμένος επιταχυντής] Πυρην. Φυσ. Συσκευή επιτάχυνσης σωματιδίων με την οποία μπορούν να επιτευχθούν υψηλές ενέργειες. Με την συσκευή αυτή αρνητικά φορτισμένα ιόντα διεγείρονται με επιβολή δυναμικού στο μέσο της δεξαμενής, όπου γίνεται απομάκρυνση των ηλεκτρονίων οπότε και το ιόν είναι πλέον φορτισμένο θετικά, στη συνέχεια λόγω αυτού του θετικού φορτίου τα ιόντα επαναδιεγείρονται σε υψηλότερη ενεργειακή βαθμίδα. Tandem Nodes [Κόμβοι διαβιβάσεων] Επικοιν. Κόμβοι δικτύων VNS που βρίσκονται μεταξύ των κόμβων αποστολής και λήψης (Ingress και Egress). Tandem Switching [Μεταγωγή διαβιβάσεων] Επικοιν. Σε ένα δίκτυο VNS τα πακέτα αφού ταξινομηθούν (Policy Settings) μεταδίδονται μέσα στους κόμβους. Tangent [Εφαπτομένη] Μαθημ. 1. Μια γραμμή λέγεται εφαπτομένη σε μια καμπύλη αν και μόνον αν έχει μόνο ένα σημείο τομής με την καμπύλη, δηλαδή τέμνονται μόνο σε ένα σημείο. Αυτή προσδιορίζει και το συντελεστή διεύθυνσης μίας ευθείας. 2. Η συνάρτηση της εφαπτομένης ορίζεται ως το πηλίκο της συνάρτησης του ημίτονου προς της συνάρτησης του συνημίτονου. 3. Η εφαπτόμενη μιας γωνίας φ ορίζεται ως ο λόγος του ημίτονου της γωνίας ως προς το συνημίτονο αυτής.

Tangential Coordinates

Tangent Bundle [Εφαπτόμενη δέσμη] Μαθημ. Έστω Χ πολλαπλώς διαφοριζύμενο. Ο χώρος στον οποίο όλα τα ζεύγη (%Μ%) ανήκουν ονομάζεται εφαπτόμενη δέσμη και συμβολίζεται Τ(Χ*),όπου χ είναι το σημείο στο οποίο διαφορίζεται το Χ" και kx είναι το εφαπτόμενο διάνυσμα στον εφαπτόμενο χώρο Tx (Χ"). Tangent Cone [Εφαπτόμενος κώνος] Μαθημ. Ένας κώνος λέγεται εφαπτόμενος αν και μόνον αν κάθε σημείο αυτού εφάπτεται σε μια επίπεδη επιφάνεια όπως επίπεδο, κύκλος, έλλειψη κ.τ.λ. Tangent Galvanometer [Γαλβανόμετρο εφαπτομένης] Τεχνολ. Ονομασία που αναφέρεται σε ηλεκτρικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση ασθενών ηλεκτρικών ρευμάτων. Το γαλβανόμετρο εφαπτομένης αποτελείται από κάθετο κυκλικό πηνίο του οποίου μία από τις διαμέτρους τοποθετείται παράλληλα με το μαγνητικό πεδίο της Γης. Αν στο κέντρο του πηνίου τοποθετηθεί μικρή μαγνητική βελόνα και το πηνίο διαρρέεται από ρεύμα έντασης I τότε η βελόνα θα αποκλίνει κατά γωνία θ από την θέση ισορροπίας της. Στην περίπτωση αυτή το ρεύμα I υπολογίζεται από τον παρακάτω τύπο: I = 2αΒίΛηθ/μοΝ, όπου α η ακτίνα του πηνίου, Β το μαγνητικό πεδίο της Γης και Ν ο αριθμός των σπειρών του πηνίου. Tangent Plane [Εφαπτόμενο επίπεδο] Μαθημ. Ένα επίπεδο λέγεται εφαπτόμενο σε μια επιφάνεια αν και μόνον αν σε κάθε σημείο της επιφάνειας το επίπεδο αυτό έχει κάθε γραμμή του εφαπτόμενη στην καμπύλη της επιφάνειας αυτής. Αυτή η επιφάνεια μπορεί να είναι κύκλος, παραβολή κ.τ.λ. Tangent Space [Εφαπτόμενος χώρος] Μαθημ. Είναι ο διανυσματικός χώρος όλων των εφαπτομενικών διανυσμάτων σε μια καμπύλη ως προς ένα σύνολο Χ το οποίο είναι πολλαπλός διαφορίσιμο. Το άθροισμα των διανυσμάτων και ο βαθμωτός πολλαπλασιασμός τους ορίζεται ως εξής: (ακΖ+ρλχ)(/)= ακΧ(/) + βλχ(/) Tangent Surface [Εφαπτόμενη επιφάνεια] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη στην οποία βαίνουν άπειρες το πλήθος εφαπτόμενες. Η επιφάνεια που προκύπτει από όλες αυτές τις εφαπτόμενες ως προς την καμπύλη ονομάζεται εφαπτόμενη επιφάνεια. Tangent Vector [Εφαπτόμενο διάνυσμα] 1. Ένα εφαπτόμενο διάνυσμα σε ένα πολλαπλά διαφοριζόμενο σύνολο Χ το οποίο περιέχει ένα γνωστό σημείο χ είναι μια πραγματική συνάρτηση f (χ),η οποία ανήκει στο χώρο των διαφορίσιμων συναρτήσεων σε κάποια περιοχή του χ. 2. Ένα διάνυσμα το οποίο έχει τη θετική διεύθυνση και τη φορά της εφαπτομένης σε μία καμπύλη. Tangential Component [Εφαπτομενικόςπαράγοντας] Μαθημ. Έστω ένα γνωστό διάνυσμα το όποιο αποτελείται από n το πλήθος παράγοντες. Ένας παράγοντας του διανύσματος αυτού λέγεται εφαπτομενικός αν εφάπτεται σε τουλάχιστο μια ακτίνα ενός δοθέντος κύκλου, δηλαδή αν το δοθέν διάνυσμα εφάπτεται του κύκλου. Tangential Coordinates [Εφαπτομενικές συντεταγμένες] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε μια επιφάνεια και ένα σύνολο από τέσσερις συντεταγμένες. Οι συντεταγμένες αυτές λέγονται εφαπτομενικές αν και μόνον αν οι τρεις από αυτές έχουν διεύθυνση κάθετη στην επιφάνεια και η τέταρτη δίνει την αλγεβρική απόσταση του

Tangential Polar Equation

- 1352 -

κέντρου του συστήματος συντεταγμένων από το επίπεδο το όποιο εφάπτεται στην επιφάνεια. Tangential Polar Equation [Εφαπτομενική πολική εξίσωση] Μαθημ. Έστω Α το σημείο από το οποίο διέρχεται η εφαπτόμενη σε μία καμπύλη. Εφαπτομενική πολική εξίσωση είναι η εξίσωση που αποτελείται από την απόσταση του Α από το σημείο αναφοράς Ο, που είναι συνήθως η αρχή των αξόνων του συστήματος αναφοράς στο οποίο δουλεύουμε, και από την κάθετη απόσταση του Ο προς την εφαπτομένη της καμπύλης που διέρχεται από το Α. Tank Balloon [Υποδοχέας αερίων δεξαμενής] Τεχνολ, Υποδοχέας που τοποθετείται στην κορυφή δεξαμενών αποθήκευσης πτητικών υγρών καυσίμων ώστε αφενός να μην αυξηθεί η πίεση στο εσωτερικό της δεξαμενής, αφετέρου ατμοί του καυσίμου να μην ελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας κίνδυνο πυρκαγιάς. Tank Bottom [Πυθμένας δεξαμενής] Χημ.Μηχ. Το τμήμα της δεξαμενής στο οποίο συσσωρεύονται οι ακαθαρσίες που οφείλονται είτε στο αποθηκευμένο υγρό είτε στη διάβρωση του υλικού κατασκευής της δεξαμενής. Το υγρό που βρίσκεται σε αυτό το τμήμα είναι συνήθως πυκνόρρευστο και η άντληση του είναι ανέφικτη επειδή βρίσκεται σε επίπεδο χαμηλότερο από το σωλήνα εκρόφησης. Tank Car [Βαγόνι δεξαμενή] Μηχ. Είναι ένα όχημα το οποίο κινείται επάνω στις σιδηροδρομικές ράγες, αποτελώντας επιμέρους τμήμα ενός συρμού και έχει μόνιμα εγκατεστημένο επάνω του έναν μεταλλικό τεχνητό αποθηκευτικό χώρο, κυλινδρικής μορφής, σε οριζόντια θέση. Το όχημα αυτό χρησιμοποιείται για τη μεταφορά δια μέσου των σιδηροδρόμων, διαφόρων υγρών, χημικών προϊόντων, αερίων ή άλλων ειδικών εμπορευμάτων. Tank Farm [Χώρος δεξαμενών] Πετρελαιομηχ. Οι χώροι του διυλιστηρίου όπου είναι συγκεντρωμένες οι δεξαμενές αποθήκευσης του ακατέργαστου πετρελαίου αλλά και των προϊόντων του. Οι χώροι αυτοί συνήθως επιλέγονται να είναι σε απόσταση από τον χώρο επεξεργασίας του πετρελαίου και θωρακίζονται με συστήματα πυρασφάλειας ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς Tank Reactor [Αντιδραστήρας δεξαμενής] Πυρην.Φυσ. Τύπος πυρηνικού αντιδραστήρα όπου ουσιαστικά πρόκειται για δύο δεξαμενές, η μια εντός της άλλης. Στην μικρότερη τοποθετείται το πυρηνικό καύσιμο, η οποία με τη σειρά της τοποθετείται εντός της μεγαλύτερης. Οι συνθήκες που επικρατούν είναι ατμοσφαιρική πίεση και χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται κυρίως για ερευνητικού τύπου αντιδραστήρες. Tank Ship [Δεξαμενόπλοιο]. Ναυπ. Tanker Tank Truck [Φορτηγό δεξαμενή] Μηχ. Είναι ένα όχημα, το οποίο κινείται επί των οδών και έχει μόνιμα εγκατεστημένο επάνω του, σε οριζόντια θέση, έναν μεταλλικό τεχνητό αποθηκευτικό χώρο κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος. Χρησιμοποιείται για τη μεταφορά μέσω της στεριάς διαφόρων αγαθών τα οποία είναι σε υγρή ή αέρια φυσική κατάσταση. Tanker [Δεξαμενόπλοιο] Ναυπ. Είναι ένα μεγάλο μεταλλικό θαλάσσιο μεταφορικό μέσο, δηλαδή ένα πλοίο, το οποίο είναι κατάλληλα διαμορφωμένο έτσι ώστε να έχει ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους που ονομάζονται δεξαμενές. Το δεξαμενόπλοιο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά μέσω θαλασσίων οδών διαφόρων υγρών προϊόντων αλλά κυρίως για τη μεταφορά του πετρελαί-

ου και των παραγώγων του. Tannase [Ταννάση] Βιοχημ. Οργανική ένωση πρωτεϊνικής φύσης που έχει καταλυτική δράση στην αντίδραση μετατροπής του ταννικού οξέος σε γαλλικό οξύ. Ανήκει στην κατηγορία των εστερασών και είναι ικανή να υδρολύσει τον εστερικό δεσμό των ταννινών. Παραλαμβάνεται από τους μικροοργανισμούς A.niger και Α. oryzae, αλλά και από φυτικούς οργανισμούς. Αξιοποιείται στην κατεργασία του καφέ και στην ζυθοποιία. Tannic Acid [Ταννικό οξύ] Ομγ.Χημ. Χαρακτηρίζεται ομάδα οργανικών ενώσεων, γνωστές και ως ταννίνες, ευρέως ανακτώμενες από φυτικές πηγές με εμπειρικό τύπο C14H10O9. Εμφανίζουν στερεή μη κρυσταλλική δομή. Παρουσιάζονται διαλυτές σε νερό και αλκοόλες και με όξινα χαρακτηριστικά. Τα διαλύματα τους χρησιμοποιούνται για την καταβύθιση της αλμπουμίνης, ως χρωστικές στην κλωστοϋφαντουργία και σε παρασκευή φαρμάκων. Tanning [Βυρσοδεψία] Τεχνολ. Προοταρχική επεξεργασία των δερμάτων με χρήση διαφόρων χημικών (μεταξύ αυτών και ταννινών) ώστε να διασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή συντήρηση τους μέχρι το στάδιο της περαιτέρω επεξεργασίας τους για την παραγωγή των τελικών προϊόντων. Tantalum [Ταντάλιο] Χημ. Χημικό στοιχείο που συμβολίζεται με Ta και ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού πίνακα (στοιχεία μετάπτωσης), με ηλεκτρονική δομή 5d36s2 που το καθιστά το πιο οξειδωτικό στοιχείο της. Έχει Α.Α. 73 και Α.Β. 180.9479, σ.τ. 2996UC και σ.ζ. ~5425°C. Χρησιμοποιείται σε οδοντιατρικές και ιατρικές συσκευές καθώς και σε επιστημονικά όργανα. Στην φύση συναντάται υπό μορφή οξειδίων του που σχεδόν πάντα περιέχουν Νιόβιο. Tantalum Carbide [Καρβίδιο του τανταλίου] Ανοργ. Χημ. Πολύ σκληρή, κρυσταλλική, στερεή ένωση που συμβολίζεται TaC, έχει σ.τ. 3875°C και παρουσιάζει πολύ μεγάλη αντοχή σε χημικά. Τα χαρακτηριστικά του αυτά το καθιστούν ιδανικό για χρήση σε μηχανές κοπής. Παράγεται με θέρμανση σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες του Ta205 και του C. Tantalum Chloride [Χλωριούχο ταντάλιο] Α νοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση, γνωστή και ως πενταχλωριούχο ταντάλιο, στερεής κρυσταλλικής δομής, που συμβολίζεται TaCl5. Διαλυτή σε αλκοόλες και στο ΚΟΗ, υδρολύεται στο νερό. Παράγεται με θέρμανση του Ta σε καθαρό C1 σε Τ>200 C. Χρησιμοποιείται σε φάρμακα και στην χλωρίωση οργανικών ενώσεων. Tantalum Nitride [Νιτρίδιο τανταλίου] Ανοργ.Χημ. Κρυσταλλική στερεά ανόργανη χημική ένωση εξαγωνικής δομής με τύπο TaN, που καλείται και αζωτούχο ταντάλιο. λαμβάνεται με θέρμανση του Ta με καθαρό Ν στους 1100 C. "Εχει σ.τ. 3360°C και είναι αδιάλυτο σε νερό και σε οξέα. Tantalum Oxide [Οξείδιο του τανταλίου] Ανομγ.Χημ. Στερεά ανόργανη ένωση, γνωστή και ως πεντοξείδιο τανταλίου, κρυσταλλικής δομής, με σ.τ. 1470°C και χημικό τύπο Ta205. Λαμβάνεται με θέρμανση του Ta με 0 2 . Εμφανίζεται αδιάλυτο στα περισσότερα οξέα και βάσεις. Αποτελεί ενδιάμεσο για το καρβίδιο τανταλίου και χρησιμοποιείται σε γυαλιά όρασης. Τ Antenna [Κεραία Τ] Ηλεκχομαγν. Ηλεκτρομαγνητική διάταξη η οποία αποτελείται από μία τουλάχιστον οριζόντια διπολική κεραία η οποία συνδέεται με κατακόρυφη γραμμή μεταφοράς.

- 1353 T a p [Διακλάδωση] Επικοιν. Εργαλείο που διευκολύνει την παροχέτευση της πληροφορίας σε ένα δεύτερο σημείο (γνωστό και ως κλέφτης). Tape [Ταινία] Πληρ. Είναι μία πολύ λεπτή λωρίδα από μαγνητικό υλικό, η οποία τυλίγεται μέσα στη συσκευή που την περιβάλλει και χρησιμοποιείται, κυρίως από τους παλαιοτέρων γενεών ηλεκτρονικούς υπολογιστές, για τη σειριακή αποθήκευση δεδομένων και πληροφοριών. T a p e Alternation [Εναλλαγή ταινιών] Πληρ. Η μέθοδος χειρισμού των μονάδων μαγνητικής ταινίας, κατά τη διάρκεια μιας επεξεργασίας, η οποία πραγματοποιείται με εναλλακτική χρήση των μονάδων αυτών, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο χρόνος καθυστέρησης φόρτωσης των ταινιών στις μονάδες τους ή αποφόρτωσής τους από τις μονάδες αυτές. T a p e Bootstrap Routine [Ρουτίνα εκκίνησης ταινίας] Πληρ. Το ειδικό πρόγραμμα, το οποίο παρέχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που οφείλουν τα μέσα του υπολογιστικού συστήματος να επεξεργαστούν και να χρησιμοποιήσουν ένα πρόγραμμα μιας ταινίας και καταχωρείται στην αρχή της εγγραφής της ταινίας αυτής. Tape Control Unit [Μονάδα ελέγχου ταινίας] Πληρ. Η ειδική μονάδα, η οποία εξετάζει, ελέγχει και τέλος καθορίζει με αυτόματο τρόπο την ταινία (μαγνητική ή χαρτοταινία) που οφείλει να χρησιμοποιηθεί σε μια συγκεκριμένη επεξεργασία, υποδηλώνοντας ταυτόχρονα και το κατάλληλο μονοπάτι προς αυτήν. T a p e Crease [Πτυχή ταινίας] Πληρ. Είναι μία ρυτίδα ή μία δίπλωση της μαγνητικής ταινίας ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, δηλαδή μία ανωμαλία σε κάποιο σημείο της, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εγγραφή ή η ανάγνωση των δεδομένων σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο. Tape Drive [Οδηγός ταινίας] Πληρ. Είναι η συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή η οποία έχει τη δυνατότητα της εγγραφής και της ανάγνωσης των δεδομένων από τις μαγνητικές ταινίες. T a p e R e c o r d e r [Μαγνητόφωνο] Μηχ, Είναι μία συσκευή με την οποία καταγράφεται ο ήχος σε κατάλληλες μαγνητικές ταινίες. T a p e Relay Station [Σταθμός ανταλλαγής κασέτας] Επικοιν. Κέντρο επικοινωνιών με χρήση tapes (της εποχής περίπου του πολέμου του Βιετνάμ). T a p e Skip [Παράλειψη ταινίας] Πληρ. Η εντολή της γλώσσα μηχανής, η οποία παραλείπει το περιεχόμενο ή τμήμα του περιεχομένου μιας ταινίας που προκαλεί σφάλμα κατά τη διαδικασία της εγγραφής στην ταινία αυτή. T a p e Station [Βάση ταινίας] Πληρ. Tape Unit Tape-to-card [Κάρτα σε δελτίο ] Πληρ. Η μετατροπή των δεδομένων σε κατάλληλη μορφή, έτσι ώστε να είναι δυνατή η αντιγραφή και αποθήκευσής τους από μια μαγνητική ταινία ή χαρτοταινία όπου βρίσκονται αρχικά καταχωρημένα, σε ένα ή περισσότερα διάτρητα δελτία. Tape-to-card C o n v e r t e r [Μετατροπέας δεδομένων από ταινία σε δελτίο] Πληρ. Η ειδική συσκευή, η οποία αντιγράφει και αποθηκεύει δεδομένα από μια μαγνητική ταινία ή χαρτοταινία όπου βρίσκονται αρχικά αποθηκευμένα, σε ένα ή περισσότερα διάτρητα δελτία με ταυτόχρονη μετατροπή τους σε κατάλληλη μορφή γι' αυτόν το σκοπό. Tape-to-tape Conversion [Μετατροπή δεδομένων από

T a r Camphor

ταινία σε ταινία] Πληρ. Η διαδικασία της μεταφοράς δεδομένων, με ταυτόχρονη μετατροπή τους, από μια ταινία σε μια άλλου είδους ταινία, με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων. T a p e T r a n s p o r t [Μεταφορά ταινίας] Πληρ. Ο μηχανισμός κίνησης της μαγνητικής ταινίας, ο οποίος καθοδηγεί την ταινία έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί η διαδικασία ανάγνωσης/ εγγραφής με τη βοήθεια των κεφαλών ανάγνωσης/ εγγραφής. Ωστόσο, πολύ συχνά ο όρος ταυτίζεται με τον όρο μονάδα μαγνητικής ταινίας (βλέπε Tape Unit). T a p e Unit [Μονάδα μαγνητικής ταινίας] Πληρ. 1. Η περιφερειακή μονάδα μαγνητικής ταινίας, η οποία περιλαμβάνει τον μηχανισμό κίνησης της ταινίας, αλλά και τις κεφαλές ανάγνωσης/ εγγραφής. 2. [Μονάδα χαρτοταινίας] Πληρ. Η περιφερειακή μονάδα χαρτοταινίας, η οποία περιλαμβάνει τη διατρητική συσκευή και την συσκευή ανάγνωσης της χαρτοταινίας. Tape Verifier [Επαληθευτής] Πληρ. Η ειδική μονάδα, η οποία χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του περιεχομένου χαρτοταινιών και την επαλήθευση της ορθότητάς τους, με τη διαδικασία της σύγκρισης. Δηλαδή, διαβάζει το περιεχόμενο δυο χαρτοταινιών ταυτόχρονα, αλλά με ανεξάρτητο τρόπο, κατόπιν τα συγκρίνει μεταξύ τους και ελέγχει εάν ταυτίζονται, έτσι ώστε να εντοπίσει διαφορές και συνεπούς πιθανά σφάλματα διατρήσεως. Γνωστύς και α>ς συγκριτής ταινίας (tape comparator). T a p e r e d Pipeline [Κωνική σωλήνωση] Πετρομηχ. Σωλήνωση μεταβλητής διατομής κωνικής μορφής που προκαλεί την μεταβολή της βαθμίδας της πίεσης κατά την ροή ρευστού από το εσωτερικό της. Tapioca [Ταπιόκα] Τεχν.Τμοφ. Συστατικό τροφίμων που παράγεται από τον φλοιό ενός ειδικού δέντρου της Ν.Αμερικής. Όντας πλούσιο σε άμυλο χρησιμοποιείται στην παρασκευή πουτίγκας και σκόνης σούπας. Tapiolite [Ταπιολίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με σύνθεση Ta 2 Fe06 και παρόμοια κρυσταλλική δομή με τον μωσίτη. Οι διαστάσεις που το ορίζουν είναι αο=4.67Α, c\)=9.14A. Κάθε άτομο μετάλλου περιβάλλεται από ένα οκτάεδρο που στις κορυφές του βρίσκονται άτομα οξυγόνου. T a r [Πίσσα] Τεχνολ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται μια μεγάλη ποικιλία σκουρόχρωμων ημίρρευστων υλικών υψηλού μοριακού βάρους και ιξώδους που λαμβάνονται από την απόσταξη άνθρακα, πετρελαίου, πεύκου αλλά και διαφόρων άλλων φυτών. Η σύσταση της ποικίλει ανάλογα με την προέλευση της. Η πιο γνωστή εφαρμογή της είναι στις ασφαλτοστρώσεις αλλά και σε συστήματα μόνωσης. T a r Acid [Ταρικό οξύ] Τεχνολ. Αποτελούν τα συστατικά απόσταξης της ανθρακόπισσας που είναι κυρίως μίγματα φαινολών. Ανακτώνται με εκχύλιση της ανθρακόπισσας με διάλυμα καυστικού νατρίου. Βρίσκουν εφαρμογή στις βιομηχανίες ρητινών, πλαστικών, εκρηκτικών, αλλά και εντομοκτόνων λόγο) της υψηλής τους τοξικότητας. T a r Base [Ταρική βάση] Χημ. Βασικές ενώσεις του αζώτου προερχόμενες από ανθρακόπισσα που χαρακτηρίζονται επίσης και ως βάσεις πυριδίνης. Είναι διαλυτές στα περισσότερα ανόργανα οξέα και χρησιμοποιούνται ως α' ύλη για την παραγωγή του νικοτινικού οξέος. T a r C a m p h o r [Ταρική καμφορά] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με εμπειρικό τύπο CioHg, γνωστή και ως ναφθαλίνη, που λαμβάνεται από την ανθρακόπισσα. Είναι

Tar Paper

- 1354-

πτητική ένωση, κρυσταλλικής δομής, ευδιάλυτη στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και αδιάλυτη στο νερό, με σ.τ. ~80°C και σ.ζ. -218 U C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή του φθαλικού ανυδρίτη και έχει εντομοαπωθητική δράση. T a r P a p e r [Πισσωμένο χαρτί] Τεχνολ. Μονωτικό υλικό που χρησιμοποιείται για τη θερμική και υδραυλική μόνωση επιφανειών. Παρασκευάζεται με την κάλυψη επιφανειών σκληρού χαρτιού με πίσσα. T a r a n a k i t e [Ταρανακίτης] Ορυκτ. Ομοιογενές ορυκτό, αργιλώδους υφής, λευκού, κίτρινου ή γκρίζου χρώματος με σύνθεση ΚΑΙ 3 (Ρ0 4 )30Η.9Η 2 0. Είναι πολύ μαλακό και εύθραυστο. Η μισή περίπου ποσότητα νερού που περιέχει απομακρύνεται στους 100° C. Συναντάται συνήθως σε σπηλιές ή σε παραθαλάσσιες περιοχές. T a r a p a c a i t e [Ταραπακαϊτης] Ορυκτ. Ορυκτό κρυσταλλικής, ορθορομβικής δομής, ανοιχτού κίτρινου χρώματος με σύνθεση K 2 Cr0 4 . Είναι διάφανο και ευδιάλυτο στο νερό. Συναντάται κυρίως στην Χιλή. T a r e [Απόβαρο] Μηχ. Είναι όρος που αφορά τα διάφορα μεταφορικά οχήματα ή τους εμπορικούς σιδηροδρομικούς συρμούς και ορίζεται ως το βάρος των οχημάτων ή των βαγονιών αυτών όταν είναι κενά, δηλαδή όταν δε μεταφέρουν κανένα ωφέλιμο φορτίο. Target 1 [Στόχος] Γεωδ. Για τις Γεωδαιτικές εργασίες υπαίθρου, ο στόχος είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο πρέπει να σκοπεύσει ο τοπογράφος το θεοδόλιχο ή κάποιο άλλο μετριτικό όργανο για τη μέτρηση μία επιθυμητής απόστασης ή γωνίας. Target 2 [Στόχος] Ηλεκτρομαγν. Ένα αντικείμενο, όπως π.χ. ένα αεροσκάφος ή ένα πλοίο, το οποίο κινείται στον χώρο και αντανακλά τα ηλεκτρομαγνητικά σήματα βραχείας διάρκειας που εκπέμπονται από μία συσκευή ραντάρ. Με την συσκευή ραντάρ είναι δυνατόν να υπολογιστεί η θέση, η κατεύθυνση και το ύψος ενός αντικειμένου στον χώρο εφόσον αυτό μπορεί να αντανακλά την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, συνήθως μικροκυματικών συχνοτήτων, που εκπέμπεται από κάποιο ραντάρ. Target 3 [Στόχος] Ηλεκτμον. Μία γενική έκφραση η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε επιφάνεια η οποία είναι αντικείμενο βομβαρδισμού από μία δέσμη ηλεκτρονίων. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων επιφανειών είναι η άνοδος ενός σωλήνα παραγωγής ακτίνων Χ και η φθορίζουσα επιφάνεια ή διάφραγμα ενός δέκτη τηλεόρασης. Target [Στόχος] Πυμην.Φυσ. Ονομασία που αναφέρεται σε συγκεκριμένα σωμάτια μίας πυρηνικής αντίδρασης τα οποία παίζουν τον ρόλο του στόχου. Τέτοια σωμάτια, τα οποία μπορεί να είναι άτομα, πυρήνες ή στοιχειώδη σωματίδια, παραμένουν στιγμιαία σταθερά και συγκρούονται με άλλα σωμάτια τα οποία κινούνται

ένα πρόγραμμα από τη γλώσσα όπου ήταν αρχικά γραμμένο, με τη βοήθεια του μεταφραστή (βλέπε Translator). Target Pack [Πακέτο αντικειμενικού στόχου] Πληρ. Οποιαδήποτε δέσμη δίσκων, που περιέχει αποθηκευμένα προγράμματα, τα οποία έχουν περάσει το στάδιο της επεξεργασίας και μετάφρασης από τη γλώσσα άπου ήταν αρχικά γραμμένα. Target Phase [Φάση αντικειμενικού στόχου] Πληρ. II φάση της επεξεργασίας ενός προγράμματος, το οποίο μεταφράζεται ένα πρόγραμμα από τη γλώσσα όπου ήταν αρχικά γραμμένο. Target-Type Flowmeter [Ροόμετρο τύπου στόχου] Τεχνολ. Τύπος ροομέτρου όπου ο αισθητήρας τοποθετείται στο κέντρο της ροής, ενώ η αναγνώριση του ρυθμού ροής γίνεται με τη μετατροπή του σήματος που προκύπτει από την ασκούμενη στον αισθητήρα δύναμη σε μηχανικό ή ηλεκτρικό σήμα. T a r p a u l i n [Μουσαμάς] Τεχνολ. Τύπος υφάσματος το οποίο χρησιμοποιείται για την προστασία επιφανειών από κακουχίες όπως κακές κλιματολογικές συνθήκες, σκόνη κτλ. T a r r a g o n [Εστραγκόνη] Τεχνολ. Τροφ. Οργανική ένωση που λαμβάνεται από τα φύλλα του φυτού αρτεμισία η δρακόντειος. Έχει ευχάριστη οσμή και είναι μη τοξικό, για αυτόν τον λόγο και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε τρόφιμα. T a r r a g o n oil [Εστραγωνέλαιο] Οργ.Χημ. Αιθέριο έλαιο του φυτού αρτεμισία η δρακόντειος. Η εστραγόλη είναι η κύρια ουσία που χαρακτηρίζει το έλαιο. Με την γήρανση του χάνει την υφή και το άρωμα του. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. T a r r i n g [Πίσσωμα] Τεχνολ. Διεργασία απάλειψης με πίσσα πασσάλων που θα χρησιμοποιηθούν ως στηρίγματα. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η αντοχή τους σε σκληρές συνθήκες εργασίας, όπως μεγάλη υγρασία κτλ. T a r t a r Emetic [Τρυγικό αντιμόνιο-κάλιο] Οργ.Χημ. Εμπορική ονομασία της οργανικής ένωσης, με MB 334, λευκό χρώμα, ρομβοειδής κρυσταλλική δομή και εμπειρικό τύπο Κ ^ Ο ) Ο ι Η 4 0 6 . 1 / 2 Η 2 0 . Είναι διαλυτή στο νερό και στην γλυκερόλη και αδιάλυτη στις υπόλοιπές αλκοόλες. Παράγεται από Sb 2 03 και τρυγικό οξύ με επεξεργασία που λαμβάνει χώρα σε T>100 n C. Χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο, Tartaric Acid [Τρυγικό οξύ] ΟμγΧημ. Υδροξυδικαρβοξυλικό οξύ, MB 150, στερεάς κρυσταλλικής δομής με εμπειρικό τύπο C 4 H 6 0 6 . Έχει σ.τ. 171-174 C και είναι διάλυτό στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Λαμβάνεται ως παραπροϊόν της οινοποιίας και χρησιμοποιείται σε χημικά, φάρμακα, κλωστοϋφαντουργία και τρόφιμα.

ταχύτατα και τα οποία παίζουν τον ρόλο του βλήμα- T a r t r a t e [Τρυγικό] Ομγ.Χημ. Εστεροποιημένη μορφή τος. του τρυγικού οξέος ή άλατα αυτού. Τα άλατα εμποριTarget Central Processing Unit [Κεντρική μονάδα κού ενδιαφέροντος είναι το όξινο τρυγικό κάλιο επεξεργασίας αντικειμενικού στόχου] Πληρ. ΓΙ κεντρί- ( K H C 4 H 4 0 < i ) , τρυγικό κάλιο νάτριο κή μονάδα επεξεργασίας, στην οποία ο μεταφραστής, ο (KNaC 4 H406.4H 2 0), τρυγικό αντιμόνιο κάλιο K(SbO) συμβολομεταφραστής ή ο διερμηνευτής αποδίδουν ο- CjRjOfi.l/^f^O κτλ. ποιοδήποτε εξαγόμενο σε καταληκτικό κώδικα. Tartra/.ine [Ταρτραζίνη] Οργ.Χημ. Τρινατρικό άλας T a r g e t Configuration [Σύνολο αντικειμενικού στό- της 3 κάρβοξυ -5-υδροξυ-1ρ σουλφονιλ-4-p σουλφοχου] Πλημ. Το σύνολο του απαιτούμενου λογισμικού φαινυλαζωτικής πυραζόλης (C|6H 9 N40 9 S 2 ). Χρησιμοκαι υλικού, το οποίο χρησιμοποιείται για την εκτέλεση ποιείται ως πρόσθετο σε τρόφιμα για την βελτίωση του ενός αντικειμενικού προγράμματος. χρώματος τους. Σε υψηλές συγκεντρώσεις έχει τοξική Target L a n g u a g e [Γλώσσα αντικειμενικού στόχου] δράση στον ανθρώπινο οργανισμό. Πλ.ηρ. Η γλώσσα μηχανής, στην οποία μεταφράζεται T a s k [Στοιχειώδης εργασία] Πληρ. 1. Οποιαδήποτε

- 1355 διεργασία, η οποία αποτελεί τμήμα μιας λειτουργίας του υπολογιστή, και συμβάλλει στην εκτέλεση της λειτουργίας αυτής. 2. Το σύνολο των απαιτούμενων εργασιών που αποσκοπούν στην εκτέλεση ενός υπολογιστή κού προγράμματος, σε περιβάλλον πολυπρογραμματισμού. Μια συγκεκριμένη εργασία μπορεί να χρήσιμοποιείται ταυτόχρονα από διαφορετικά προγράμματα και το αντίστροφο: ένα πρόγραμμα μπορεί να χρήσιμοποιεί μια ή περισσότερες εργασίες. Task Descriptor [Δείκτης εργασίας] Πληρ. Σε περίπτωση δυσλειτουργίας κατά την εκτέλεση μιας διεργασίας, το σύνολο δεδομένων υψίστης σημασίας για την διεργασία αυτή, που οφείλουν να διασφαλιστούν. Task M a n a g e m e n t [Διαχείριση στοιχειωδών εργασιών] Πληρ. Το σύνολο των διαδικασιών, που αποτελούν τμήμα του λειτουργικού συστήματος του υπολογιστή και αποβλέπουν στην οργάνωση της εκτέλεσης των στοιχειωδών εργασιών. T a u Particle [Σο)ματίδιο ταυ] Πυρην.Φυα. Στοιχειώδες σωματίδιο με εξαιρετική μεγάλη μάζα, περίπου 1,78 Gev, το οποίο ανακαλύφθηκε στο ερευνητικό κέντρο SLAC (Stanford Linear Acceleration Center) κατά την διάρκεια συγκρούσεα)ν μεταξύ δεσμών ηλεκτρονίων και ποζιτρονίων. Το σωματίδιο αυτό θεωρείται λεπτόνιο, έχει ηλεκτρικό φορτίο -1 και συνοδεύεται από αντίστοιχο νετρίνο (νΤ). Η ανακάλυψη του λεπτονίου αυτού καθώς επίσης και του νετρίνου του δημιούργησε την ανάγκη για την θεωρητική πρόβλεψη δύο επιπλέον γεύσεων κουάρκ έτσι ώστε να διατηρηθεί η συμμετρία μεταξύ του αριθμού των λεπτονίων και των κουάρκ. Τα κουάρκ αυτά ονομάστηκαν top και bottom. T a u b e r Test [Δοκιμή Tauber] Αναλ.Χημ. Μέθοδος αναλυτικής χημείας, ευρέως χρησιμοποιούμενη στην βιοτεχνολογία και στα τρόφιμα που επιτρέπει την αναγνώριση των πεντοζικών σακχάρων, λόγω της αλλαγής χρώματος που προκαλούν όταν θερμανθούν υπό διάλυση σε ειδικό μίγμα οργανικών διαλυτών. T a u r i n e [Ταυρίνη] Οργ.Χημ. Εμπειρική ονομασία του αμινοξέος 2-αμινοαιθανοσουλφωνικό οξύ, με χημικό τύπο NH 2 CH 2 CH 2 S0 3 H. Έχει σ.τ. 305-310°C και είναι υγροσκοπικό, ιδιότητα που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ανάκτηση του σε άνυδρη μορφή. Εμφάνιζεται όξινο και διαλυτό στο νερό. Χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση και σε φάρμακα. Taurocholic Acid [Ταυροχολικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με εμπειρικό τύπο C 2 aH4N0 7 S, και σ.τ. 125 C, που παράγεται από την αντίδραση της ταυρίνης με το χολικό οξύ και την κρυστάλλωση του σε διάλυμα αλκοόλης-εθέρα που ακολουθεί. Είναι γνωστό για την χωνευτική του δράση σε λίπη γεγονός που το καθιστά πολύτιμη α' ύλη για φάρμακα. T a u t o m e r i s m [Ταυτομερισμός] Χημ. Αποτελεί κατηγορία ισομερισμού που αναφέρεται στην ισορροπία μεταξύ δυο διαφορετικών ενώσεων, που διαφέρουν ως προς τη διάταξη των ατόμων τους και δεν αποτελούν δομές συντονισμού. Η πιο γνωστή ταυτομέρεια είναι η κετοενολική, όπου τα δυο ταυτομερή διαφέρουν ως προς την θέση ενός ατόμου υδρογόνου. Tavistockide [Ταβιστοκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, με μικροσκοπικούς κρυστάλλους και σύνθεση Ca3AI2(P04)3(0H)3. Συναντάται στη φύση υπό μορφή λευκής σκόνης. Είναι δυσδιάλυτός σε οξέα. Taylor Series [Σειρά Taylor] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f(x) με χο σημείο που ανήκει στη συνάρτηση. Η

Technical Characteristics

σειρά Taylor για τη συνάρτηση f(x) είναι μια άπειρη σειρά με μορφή Σ n (l / n ! ) rn)(xo> (x -Χο>n + R*, όπου η=1,2,3,. ·°°, Χο το σημείο γύρω από το οποίο μας ενδιαφέρει η σύγκλιση της σειράς και f (n) η νιοστή παράγωγος της συνάρτησης Τ(χ). T a y l o r ' s T h e o r e m [Θεώρημα του Taylor] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f(x) με χο σημείο που ανήκει στη συνάρτηση. Αν η συνάρτηση f(x) έχει στο κλειστό διάστημα [χο. χο+h] συνεχή παράγωγο f ( n ) (x) και η (n + 1) παράγωγος αυτής υπάρχει εντός του διαστήματος αυτού τότε για το υπόλοιπο Rn της σειράς Taylor ισχύει: α) Τύπος υπολοίπου Lagrange β) Τύπος υπολοίπου Cauchy. Τ Beam [Δοκός τύπου ταύ] Πολ. Μηχ. Είναι μία κατηγορία μεταλλικών δοκών, των οποίων η εγκάρσια διατομή έχει γεωμετρικό σχήμα κεφαλαίου Τ, ενώ οι διαστάσεις των κεφαλών και των κορμών τους διακυμαίνονται ανάλογα. T c h u p r o w - N e y m a n n Allocation [Καταμερισμός των Tchuprow-Neymann] Στατ. Είναι μια μέθοδος δειγματοληψίας στην οποία το προς εξέταση δείγμα είναι ανάλογο του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού από τον οποίο προέρχεται το δείγμα επί τη δειγματική απόκλίση του πληθυσμού. T C P / I P [Πρωτόκολλα TCP/IP] Πληρ. Ονομασία πρωτοκόλλων με την βοήθεια των οποίων επιτυγχάνεται η διασύνδεση και η μεταφορά δεδομένων μεταξύ δύο υπολογιστικών συστημάτων. Τα πρωτόκολλα TCP (Transmission Control Protocol - Πρωτόκολλα ελέγχου μετάδοσης) είναι υπεύθυνα για την εξασφάλιση αξιόπιστης επικοινωνίας μεταξύ δύο υπολογιστών και σχετίζονται με την δημιουργία πακέτων δεδομένων, Αντίθετα τα πρωτόκολλα IP (Internet Protocol - Πρωτόκολλα διαδικτύου) ασχολούνται με τον έλεγχο της κατεύθυνσης μεγάλων πακέτων δεδομένων, τον κατακερματισμό και την επανασυγκόλλησή τους. Τ Distribution [Τ κατανομή] Στατ. Έστω Χ ένας πληθυσμός από την τυπική κανονική κατανομή Χ~Ν(0,1) και Υ ένας πληθυσμός από την Χν2 κατανομή, όπου Χ, Υ ανεξάρτητες τυχαίες μεταβλητές. Η κατανομή της τυχαίας μεταβλητής W είναι η t κατανομή όταν η τυχαία μεταβλητή W είναι της μορφής W = Χ / (Υ / v)JA2 και λέγεται t κατανομή με ν βαθμούς ελευθερίας. Teaching Reactor [Εκπαιδευτικός αντιδραστήρας] Πυρην.Φυσ. Τύπος πυρηνικού αντιδραστήρα, γνωστός και ως υποκρίσιμος ή ερευνητικός, που χρησιμοποιείται για ερευνητικούς σκοπούς, ως πηγή νετρονίων Kat άλλων ακτίνων καθώς και για την παραγωγή ραδιοϊσοτόπων. Teallite [Τεαλλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, γκρίζου ή μαύρου χρώματος και με σύνθεση PbSnS 2 . Είναι δυσδιάλυτος σε νερό και οξέα. Technetium [Τεχνήτιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 43 που συμβολίζεται με Tc και ανήκει στην VTI ομάδα του περιοδικού πίνακα. Αποτελεί το πρώτο στοιχείο που παρήχθει εργαστηριακά χωρίς να συναντάται στην φύση. Η παραγωγή του έγινε με βομβαρδισμό του μολυβδενίου με δευτερόνια. Είναι ραδιενεργά όλα τα γνωστά του ισότοπα με μεγάλο χρόνο ημιζωής. Έχει πολύ υψηλό σ.τ. και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων, Technical Characteristics [Τεχνικά χαρακτηριστικά]

Technical Evaluation

- 1356-

Μηχ. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός μηχανικού εξοπλισμού είναι όλες εκείνες οι αρχές στις οποίες βασίζεται η λειτουργία του εξοπλισμού, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την ορθή συντήρησή του και όλες οι ιδιότητες και οι δυνατότητες που παρέχει κατά τη λειτουργία του. Technical Evaluation [Τεχνική εκτίμηση] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλες οι μελέτες που μπορεί να είναι ακόμη και σε ερευνητικό επίπεδο, που πραγματοποιούνται για τον καθορισμό της καταλληλότητας ενός μηχανικού εξοπλισμού ή κάποιων υλικα')ν ή και ολόκληρου τεχνικού συστήματος σε διαφόρους κλάδους της τεχνολογίας. Technical I n f o r m a t i o n [Τεχνικές πληροφορίες] Μηχ. Είναι όλες εκείνες οι πληροφορίες που αφορούν έναν τεχνικό εξοπλισμό και σχετίζονται με την έρευνα και την ανάπτυξή του, τη μελέτηκαι τις μεθόδους παραγωγής του, τον τρόπο ελέγχ ο υ κ α ι τ ι ζ δοκιμές που γίνονται σε αυτόν, τον τρόπο χρήσης του και συντήρησής του. Technical Inspection [Τεχνική επιθεώρηση] Μηχ. Είναι ο έλεγχος που γίνεται σε τακτικά χρονικά διαστήματα σε κάποιο μηχάνημα ή έναν τεχνικό εξοπλισμό, προς εξακρίβωση της ορθής λειτουργίας του και της ανάγκης ή μη ρυθμίσεων και επιδιορθώσεων. Technical M a i n t e n a n c e [Τεχνική συντήρηση] Μηχ. Η τεχνική συντήρηση ενός οποιουδήποτε τεχνικού εξοπλισμού αφορά τον έλεγχο της )α;ιτουργίας του, τη ρύθμιση του και την αντικατάσταση συγκεκριμένων εξαρτημάτων του που φθείρονται, ώστε η απόδοσή του να είναι πάντα μέσα στο όρια που προκαθορίζονται από τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Technical M a n u a l [Τεχνικό εγχειρίδιο] Μηχ. Το τεχνικό εγχειρίδιο ενός μηχανήματος ή τεχνικού εξοπλισμού είναι ένα βιβλίο το οποίο απαραίτητα το συνοδεύει στην συσκευασία του. Περιέχει όλες εκείνες τις οδηγίες που είναι απαραίτητες στην χρήση του μηχανήματος και σχετίζονται με την εγκατάστασή του, τη λειτουργία του, τη συντήρησή του και την επισκευή του για την περίπτωση κάποιων απλών βλαβών. Technical Representative [Τεχνικός αντιπρόσωπος] Μηχ. Ο τεχνικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος ο άνθρωπος που εκπροσωπεί μία κατασκευαστική εταιρεία κάποιων μηχανημάτων ή τεχνικών εξοπλισμών και μαζί με την πώλησή τους προμηθεύει στους πελάτες όλες εκείνες τις πληροφορίες και συμβουλές που είναι απαραίτητες για την ορθή εγκατάσταση, χρήση και συντήρηση των μηχανημάτων. Technical Specifications [Τεχνικές προδιαγραφές] Τεχνολ. II καταγραφή του συνόλου των χαρακτηριστικών και των απαιτήσεων ενός προϊόντος, που χρησιμοποιείται ως οδηγός στο σχεδιασμό και στη διεκπεραίωση της παραγωγικής διαδικασίας και στοχεύει στην επίτευξη σταθερής ποιότητας τελικών προϊόντων και τυποποίησης. Technology [Τεχνολογία] Τεχν. Είναι το σύνολο των μέσων με τα οποία η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν. Δηλαδή με τον όρο αυτό εννοείται το κάθε τι που σχετίζεται με την εφαρμογή των διαφόρων θεωρητικών επιστημών στην πράξη, ώστε να υπάρξει ένα πρακτικό όφελος και τελικά ένα χειροπιαστό αγαθό ή μία παρεχόμενη υπηρεσία. Tectonic E a r t h q u a k e [Τεκτονικός σεισμός] Πολ. Μηχ. Είναι μία βίαιη κίνηση του υπεδάφους, που αντανακλάται στην επιφάνεια της Γης, και οφείλεται στη

λύση της συνέχειας της δομής του στερεού τμήματος της, λόγω υπέρβασης της αντοχής των πετρωμάτων στο αντίστοιχο σημείο. Tectonics [Τεκτονική] Πολ. Μηχ. Είναι η σε μεγάλη κλίμακα μελέτη των κινήσεων και των παραμορφώσεων της επιφανειακής εδαφικής στρώσης της Γης. Ο κλάδος αυτός της επιστήμης της Γεωλογίας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη συμπεριφορά ρηγμάτων και ηφαιστείων για τις θεμελιώσεις των κατασκευών. Tectoquinone [Τεκτοκινόνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, που ανήκει στη μεγάλη ομάδα των ανθρακινονών (1-μέθυλοανθρακινόνη), με MB 222, σ.τ. 176°C, και εμπειρικό τύπο C15H10O2. Εμφανίζεται διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτη σε νερό. Χρησιμοποιείται ως χρωστική και σε φυτοφάρμακα. Teel Oil [Σισαμέλαιο] Οργ.Χημ. Υγρό, άοσμο έλαιο, κίτρινου χρώματος που λαμβάνεται από την εκχύλιση των σπόρων του σουσαμιού. Έχει αριθμό Ιωδίου 110.6 και βαθμό σαπωνοποίησης 190. Είναι διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται τόσο στα τρόφιμα όσο και στη σαπωνοποιία. Tegula [Κεραμίδι]. Οικοδ. —»Tile Teichoic Acid [Τειχοϊκό οξύ] Βιοχημ. Οργανική ένωση που συναντάται στα τοιχώματα και στις μεμβράνες των κυττάρων των βακτηρίων. Είναι κυρίως πολυμερικές φωσφορικές ενώσεις της γλυκερόλης ή της ριβιτόλης. Παίζει σημαντικό ρόλο στην ιονανταλλαγή και στον έλεγχο της ενεργότητας των αυτολυτικών ενζύμων που με τη σειρά τους είναι σημαντικά για την ανάπτυξη του βακτηριακού κυττάρου. Teleautography [Τηλεγραφή] Επικοιν. Telewriting. Telecast [Τηλεμετάδοση] Επικοιν. Ανοιχτή μετάδοση τηλεοπτικού σήματος. Telecommunications [Τηλεπικοινωνίες, λέξη σύνθετη από το Ομηρικό Τηλε + Communications] Επικοιν. Η ιστορία των Τηλεπικοινωνιών μπορεί να διαιρεθεί σε δύο κρίσιμες περιόδους: Η πρώτη άρχισε το 1878 με την ανακάλυψη του τηλεφώνου από τον Alexander Graham Bell, η δε πορεία της με σημαντικές βελτιώσεις και προόδους έφτασε έως το 1947. Τότε ανακαλύφτηκε από τα εργαστήρια Bell στις ΗΠΑ το transistor το οποίο αποτέλεσε επαναστατική εξέλιξη στην πορεία του κλάδου. To transistor συνετέλεσε τα μέγιστα στη δημιουργία και παραγωγή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, τα οποία με το μικρό τους μέγεθος και τη μεγάλη ταχύτητα λειτουργίας, έδωσε σημαντική ώθηση στον κλάδο αλλά και στην εξέλιξη των Η/Υ. Η ψηφιακή τεχνολογία και η δημιουργία δικτύων σε συνδυασμύ και με την εξέλιξη των Η/Υ δημιούργησε μία επανάσταση στην τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, η οποία αποτελεί πλέον έναν όχι μόνο κρίσιμο παράγοντα κάθε προόδου για την ευημερία του ανθρώπου, αλλά και σημείο αναφοράς σε κάθε πεδίο δραστηριότητας (Κοινωνικής, Οικονομικής, Επιστημονικής κ.λ.π.) Η ασύρματη τηλεφωνική επικοινωνία με τη χρήση κινητών τηλεφώνων, η επικοινωνία με e-mail μέσω Η/Υ, η επικοινωνία μέσω Διαδικτύων και τέλος η ευρύτατη πλέον χρήση των Τηλεπικοινωνιακών Δορυφόρων, αποτελούν παράγοντες που καθώς εξελίσσονται συνεχώς προοιωνίζουν μια πορεία του κλάδου κορυφαία, που θα αποτελέσει τον πιο αποφασιστικό παράγοντα της Παγκοσμιοποίησης. Telecommunications Administration [Διεύθυνση τηλεπικοινωνιών] Επικοιν. Συνολική διαχείριση όλου

- 1357 -

Telephone 2

του υπάρχοντος τηλεφωνικού δικτύου με δυνατότητες γραφούμενα δίδουν αναγνώσιμα γραπτά μηνύματα, ανανέωσης και ελέγχου ως το τελευταίο στοιχείο. Κά- Telegraph Code 2 [Τηλεγραφικός κώδικας] Επικοιν. Οι Οε τηλεπικοινωνιακός γίγαντας έχει το δικό του σύστη- πρώτοι κώδικες τηλεγραφίας ήταν οι Μορς που κυκλομα δίνοντας προτεραιότητα στα δικά του εργαλεία. φόρησαν σε 2 εκδόσεις (για την Αμερική και διεθνείς). Telecommunications I n d u s t r y [Βιομηχανία τηλεπι- Telegraph Emission [Τηλεγραφική αποστολή] Επικοινωνιών] Επικοιν. Τομέας της βιομηχανίας με αντι- κοιν. Συνήθως ο χρήστης πηγαίνει στον τοπικό ΟΤΕ, κείμενο τις τηλεπικοινωνίες και παρεμφερείς τομείς, γράφει το μήνυμα σε ειδικά χαρτιά και ο οργανισμός Ξεκίνησε από την τυποποίηση των τηλεφωνικών συ- αναλαμβάνει να μεταδώσει το μήνυμα στον κοντινότεσκευών και αναπτύχθηκε ραγδαία (στη Δύση) από τον ρο ΟΤΕ που θα ειδοποιήσει ιδιοχείρως τον ενδιαφερύψυχρό πόλεμο όπου κάθε εταιρία προσπαθεί συνέχεια μενο. Αυτό μπορεί και να αυτοματοποιηθεί, να επιβάλλει τα δικά της πρότυπα με το ανάλογο κό- Telegraph Interference [Τηλεγραφική παρεμβολή] στος στους καταναλωτές. Επικοιν. 1. Είναι κάθε ανεπιθύμητο ηλεκτρικό σήμα το Telecommunications S t a n d a r d s [Τηλεπικοινωνιακά οποίο τείνει να αλλοιώσει τη λήψη ενός τηλεγραφικού πρότυπα] Επικοιν. Υπάρχουν αρκετοί τηλεπικοινωνίαμηνύματος. 2. Παρεμβολή στη μετάδοση τηλεγραφικοί (και μη) οργανισμοί (ANSI, CCITT, ITU, ECMA, κών σημάτων και φωνής που στηρίχτηκε στην παρατήΤΙΑ, ISO, ΓΕΕΕ, ETSI, ΕΙΑ,,..) που εκδίδουν σχετικά ρηση ότι η φωνή σπάνια κατεβαίνει κάτω από τα 250 πρότυπα και μάλιστα ο ελληνικός ΕΑΟΤ πολλές φορές Ηζ. ακολουθεί τα αμερικάνικα ή τα γενικότερα ευρωπαϊκά. Teleconference [Τηλεσυνδιάσκεψη] Επικοιν. Επικοίνωνία δύο ή και περισσότερων συνήθως μερών μέσα από τηλεφωνικό και υπολογιστικό εξοπλισμό (πχ με Telnet). Με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας εικόνας και βιντεόφωνων επικράτησε και ο όρος βιντεοδιάσκεψη (εικονοδιάσκεψη ή Videoconference). Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας δύο ή περισσοτέρων ομάδων ατόμων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, με τη βοήθεια μηχανημάτων της τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών. Η τηλεσυνδιάσκεψη εκτός από τη μετάδοση του ήχου έχει και τη δυνατότητα να περιλαμβάνει την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων και εικόνας και στην ουσία επιτρέπει την πραγματοποίηση μίας ολοκληρωμένης διάσκεψης μεταξύ ανθρώπων που βρίσκονται πολλές φορές σε διαφορετικές άκρες του κόσμου σαν να ήταν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο. Telegram [Τηλεγράφημα] Επικοιν. Το αντικείμενο του τηλέγραφου που παραδίδεται στο χρήστη. Εξέλειψε σχεδόν από προηγμένες χώρες με τη διάδοση της χρήσης κινητών τηλεφώνων. Telegraph [Τηλέγραφος] Επικοιν. Πολύ διαδεδομένο μέσο επικοινωνίας περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα που ίσως δουλεύει ακόμα (σαν υπηρεσία) με πιο σύγχρονα μέσα σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία όπου δεν υπάρχει πρόσβαση κινητών τηλεφώνων ή δορυφόρων. Telegraph Alphabet [Τηλεγραφικό αλφάβητο]. Επικοιν. Telegraph Code Telegraph B a n d w i d t h [Εύρος ζώνης τηλέγραφου] Επικοιν. Ακολουθώντας τη μετάδοση μέσα από απλά τηλεφωνικά σύρματα είχαν μια διαφορά τουλάχιστον 200 Hz περίπου από τις χαμηλότερες συχνότητες φωνής Kat βρίσκονταν στα 20 ως 30 Hz. Telegraph C a r r i e r [Φορέας τηλέγραφου] Επικοιν. Συνηθέστερο μέσο μετάδοσης τηλεγράφου ήταν το κοινό τηλεφωνικό καλώδιο με πολύπλεξη συχνότητας με τα σήματα φωνής. Telegraph Circuit [Τηλεγραφικό κύκλωμα] Επικοιν. Το τηλεφωνικό κύκλωμα (γραμμές κτλ) όπου οι τηλεφωνικές συσκευές αντικαθίστανται από τηλεγραφικές διατάξεις. Telegraph Code 1 [Τηλεγραφικός κώδικας] Επικοιν. Είναι ένα σύστημα αποτελούμενο από σύμβολα για τη μετάδοση μηνυμάτων μέσω των τηλεγράφων. Με τον κώδικα αυτύν αντιστοιχίζεται σε κάθε συλλαβή ή ακόμη και γράμμα, μία ομάδα μακρών ή βραχέων ηλεκτρικών παλμών με ενδιάμεσα κενά τα οποία αποκρυπτο-

Telegraph Signal Distortion [Παραμόρφωση τηλεγραφικού σήματος] Επικοιν. Προκαλείται αποκλειστικά από την χωρητικότητα των καλωδίων και την συνεχή και παρατεταμένη επιμήκυνση των χαρακτήρων Mark και Space. Telegrapher's Equation [Εξίσωση του τηλέγραφου] Μαθημ. Μια μερική διαφορική εξίσωση λέγεται εξίσωση του τηλέγραφου αν και μόνον αν είναι της μορφής flf/1x2) = k ( H 2 f / ^ y ) + n f l f / T | y ) + c f , όπου c > 0, k 3 0, n i 0, αλλά ποτέ ταυτόχρονα τα k και n ίσα με το μηδέν. Telegraphic [Τηλεγραφικός] Επικοιν. Σχετικός με τηλεγραφία. Telegraphy [Τηλεγραφία] Επικοιν. Πολύ παλιότερη από το τηλέφωνο μορφή επικοινωνίας με χρήση ενσύρματων γραμμών και ειδική κωδικοποίηση (σήματα Μορς). Είναι η επικοινωνία με την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ μεγάλων αποστάσεων, η οποία πραγματοποιείται με τη χρήση κωδικοποιημένων ηλεκτρικών σημάτων που εκπέμπονται και λαμβάνονται με ειδικά ενσύρματα ή ασύρματα μηχανήματα. Telemail [Τηλεταχυδρομείο] Επικοιν. Τηλεφωνικό σύστημα ταχυδρομείου που δεν είναι συμβατό με το πρωτόκολλο TCP/ IP. Telematics [Τηλεματική] Επικοιν. Εφαρμογή της Οεωρίας επικοινωνιών που αγκαλιάζει όλο τον κλάδο των επικοινωνιών. Telemetering [Τηλεμετρία] Μηχ. Είναι η μετάδοση σε μεγάλη απόσταση, μέσω ενσύρματοι ή ασύρματων συσκευών, των καταγραφών διαφόρων μηχανημάτων που μπορούν να αφορούν οποιαδήποτε μεγέθη, όπως τη θερμοκρασία, την σχετική υγρασία, την κίνηση των οχημάτων στους δρόμους και άλλα. Telemetry [Τηλεμετρία] Επικοιν. Μέτρηση από απόστάση με περιοδική δειγματοληψία ή αναφορά συμβάντων που συσχετίζεται με τον έλεγχο εξ' αποστάσεως και σχεδόν πάντα σε πραγματικό χρόνο. Telemetering Telephone 1 [Τηλέφωνο] Επικοιν. Πρόκειται για μία συσκευή η οποία έχει τη δυνατότητα να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικά σήματα και το αντίθετο, ώστε με τη βοήθεια και του τηλεφα>νικού δικτύου να μπορεί να μεταδοθεί ο ήχος σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Telephone 2 [Τηλέφωνο] Επικοιν. Συσκευή τηλεφωνικής επικοινωνίας δύο μερών. Διακρίνεται από ένα κύκλωμα σύνδεσης με το τηλεφωνικό δίκτυο με διακόπτη το άγκιστρο (Hook) και κύκλωμα κουδουνιού, ένα κύ-

Telephone Answering System

- 1358 -

κλωμα επιλογής αριθμών των συνδρομητών, και ένα κύκλωμα φωνής (ακουστικό, μικρόφωνο κτλ). Στην ψηφιακή έκδοση έχουμε πλήκτρα και ειδικές λειτουργίες. Telephone Answering System [Σύστημα τηλεφωνικής απάντησης] Επικοιν. Ένα εξωτερικό μηχάνημα ή ενδοτηλεφωνικό κύκλωμα που απαντά αντί για τον χρήστη με κάποιο προκαθορισμένο μήνυμα συλλέγοντας ταυτόχρονα και κάποια ανταπαντητικά μηνύματα. Σαν υπηρεσία μπορεί και παρέχεται με χρέωση. Telephone Cables [Τηλεφωνικά καλώδια] Επικοιν. Ανάλογα με το σημείο του τηλεφωνικού δικτύου έχουμε και την ανάλογη καλωδίωση και πάνω στο κατάλληλο μέσο και έτσι διακρίνουμε γραμμές Μ. 1020, Μ. 1025, Μ. 1030, Μ. 1040 (κοινές) πάνω σε καλώδια χαλκού, UTP, STP, οπτική ίνα. Telephone Call [Τηλεφωνική κλήση] Επικοιν. Απόπειρα επικοινωνίας με τον σχηματισμό ενός μοναδικού τηλεφωνικού αριθμού από έναν χρήστη του δικτύου. Στην σταθερή τηλεφωνία οι χρήστες ειδοποιούνται από το σταθερό μέσο ενώ στην κινητή και την ασύρματη από το μηχάνημα όπου υπάγεται σε κάθε στιγμή η ενσωματωμένη κάρτα εντοπισμού του τηλεφώνου. Telephone Channel [Τηλεφωνικό κανάλι] Επικοιν. Το κανάλι που διατίθεται για εξυπηρέτηση μιας τηλεφωνικής κλήσης. Οι συχνότητες φωνής είναι στην αρχή του φάσματος που διατίθεται για τηλεφωνικές μεταδόσεις κάτι που αναγκάζει την μετάδοση σε κοινό κανάλι να προσαρμόζεται ανάλογα. Αυτά εξομαλύνονται με τη χρήση δικτύου ISDN. Telephone Circuit [Τηλεφωνικό κύκλωμα] Επικοιν. 1. Το κύκλωμα που διενεργεί τη μεταφορά δεδομένων και φωνής. 2. Το κύκλωμα μικροτηλεφώνου που μεταφέρει την κλήση μεταξύ ακουστικού και δέκτη. Telephone H a n d Set [Τηλεφωνικό σύνολο χεριών] Επικοιν. Εξοπλισμός χρήσης τηλεφώνου με τα χέρια που σταδιακά μπορεί να αντικατασταθεί για αυτοματοποίηση με ακουστικά και μικρόφωνα σε ένα όλο και πιο τέλειο σετ. Telephone Influence Factor (TIF) [Παράγοντας επηρεασμού τηλεφωνίας] Επικοιν. Παράγοντας μεταβολής τηλεφωνικού σήματος πχ θόρυβος αρμονικών και μετριέται συνήθως με βάση την απόκριση του ανθρώπινου αυτιού. Telephone Lines [Τηλεφωνικές γραμμές] Επικοιν. Διαχωρίζονται κύρια σε ψηφιακές (πχ οπτικές ίνες) και αναλογικές (πχ χάλκινες) καθώς και ανάλογα με το είδος σύνδεσης σε μόνιμες αφιερωμένες και κοινές τηλεφωνικές, όλες με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους και ανάλογο εξοπλισμό. Telephone M o d e m [Τηλεφωνικό Modem] Επικοιν. Modem που συνδέονται σε τηλεφωνικές γραμμές για αποστολή και λήψη δεδομένων, ψηφιοποιημένης φωνής και φαξ και διακρίνονται: I. σε φωνητικής ζώνης, ευρείας ζώνης και βασικής ζώνης, 2. αντίστοιχα επιλεγόμενης γραμμής (Dial Up) και αφιερωμένης γραμμής, 3. ανάλογα με τη σύνδεση, 4. ανάλογα με την ταχύτητα, 5. ανάλογα με τα πρωτόκολλα τους. Telephone N e t w o r k [Τηλεφωνικό δίκτυο] Επικοιν. Ένα σύστημα επικοινωνίας που αποτελείται από κέντρα παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών διασυνδεδεμένα με γραμμές πόλης (Trunks, Backbone) και τα υποσυστήματα που σταδιακά πλησιάζουν τοπικά το χρήστη ή είναι διάσπαρτα σε κομβικά σημεία (κινητή τηλεφωνία).

Telephone N u m b e r [Τηλεφωνικός αριθμός] Επικοιν. Η μοναδική ακολουθία αριθμών που καθορίζει την εύρεση ενός χρήστη μέσα στο παγκόσμιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερό ή όχι τηλέφωνο. Συνήθως βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε ειδικές βάσεις δεδομένων με άλλα στοιχεία του κατόχου. Telephone Wires [Τηλεφωνικά σύρματα] Επικοιν. —> Telephone Cables. Telephonist [Τηλεφωνητής] Επικοιν. Ανθρωπος για χειρισμό τηλεφωνικής συσκευής, τηλεφωνικού κέντρου ή τηλεφωνικού δικτύου ανάλογα με τον υπάρχοντα αυτοματισμό. Η θέση τείνει να εκλείψει αλλά το δυναμικό έχει (ουσιαστικά) αντικατασταθεί από πωλητές τηλεφωνικών υπηρεσιών. Telephony [Τηλεφωνία] Επικοιν. Είναι η όλη τεχνολογία για την επικοινωνία μεταξύ οποιασδήποτε απόστασης, κατά την οποία η προς μεταβίβαση πληροφορία είναι η ανθρώπινη φωνή. Ανάλογα με το είδος του μέσου μετάδοσης, αν είναι δηλαδή ηλεκτρικός αγωγός ή ο ελεύθερος χώρος, η τηλεφωνία διακρίνεται αντίστοιχα σε ενσύρματη ή ασύρματη. Υπάρχει και η κινητή τηλεφωνία όπου δίδεται στους χρήστες η δυνατότητα της ελεύθερης μετακίνησης στο χώρο. Telephotographic [Τηλεφωτογραφικό] Επικοιν. Σχετικός με μακρινή φωτογράφηση. Συνήθως προϋποθέτει ειδικούς δυνατούς φακούς που συνήθως αν αυτή είναι επιστημονικού τύπου (πχ στην αστρονομία) συνοδεύονται και με άλλα όργανα πχ τηλεσκόπια, διάφορα φίλτρα και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις. Telephotography [Τηλεφωτογραφία] Επικοιν. Φωτογραφία μακρινού αντικειμένου που συνήθως ξεπερνά τις δυνατότητες ενός απλού φωτογράφου. Teleport [Τηλεπόρτα] Επικοιν. Ειδική πόρτα (πχ Coml, Com2, LPT1,...) ηλεκτρονικού υπολογιστή ή απλά μια διατιθέμενη πόρτα λογισμικού για υπηρεσίες και συνδέσεις πχ μέσω Modem και τηλεφώνου (πχ 21 για Telnet, 79 για FTP, 80 για HTTP,...). Teleprinter [Τηλεκτύπωση] Επικοιν. Συσκευή αυτόματης εκτύπωσης που ξεκίνησε από παλιά και σήμερα υπάρχει σε λέιζερ έκδοση. Teleprinter Code [Κώδικας τηλεκτύπωσης] Επικοιν. Κώδικας που χρησιμοποιεί το αντίστοιχο μηχάνημα. Teleprocessing [Τηλεπεξεργασία] Πληρ. Η επεξεργασία στοιχείων δεδομένων, η οποία πραγματοποιείται σε ένα δίκτυο υπολογιστών με το να μεταφέρονται τα δεδομένα από απομακρυσμένους σταθμούς σε έναν κεντρικό υπολογιστή. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από την εταιρεία IBM και περιλαμβάνει τα τερματικά, τις γραμμές επικοινωνίας και τον απαιτούμενο εξοπλισμό για μια τέτοια επεξεργασία. Teleprocessing M o n i t o r [Πρόγραμμα ελέγχου τηλεπεξεργασίας] Πληρ. Κατά τη διαδικασία της τηλεπεξεργασίας, η ειδική ρουτίνα, η οποία ρυθμίζει, ελέγχει και οργανώνει την επικοινωνία των διαφόρων τερματικών. Teleprompter [Σήμα έτοιμου από μακριά] Επικοιν. Εμφανίζεται συνήθως κατά τη σύνδεση σε απομακρυσμένα συστήματα και βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούν διάφορα λειτουργικά και τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Telerecording Bathythermomctcr [Τηλεκαταγραφόμενο βαθυθερμόμετρο] Τεχνολ Συσκευή μέτρησης και καταγραφής της θερμοκρασίας και μελέτης των θερμοκρασιακών αλλαγών στα βάθη των θαλασσών και ωκεανών. Αποτελείται από έναν αισθητήρα θερμοκρασίας ο οποίος τοποθετείται στο επιθυμητό βάθος του νερού

- 1359 και μετατρέπει τη θερμοκρασία σε ηλεκτρικό σήμα το οποίο μέσω καλωδίου μεταφέρεται στο καταγραφικό που δίνει το γράφημα θερμοκρασίας- χρόνου. Telescope [Τηλεσκόπιο] Μηχ. Είναι μία συσκευή που έχει τη δυνατότητα της συλλογής, με σκοπό την καταγραφή και την επεξεργασία, της ακτινοβολίας που εισέρχεται στην γήινη ατμόσφαιρα από μία συγκεκριμένη κάθε φορά, ανάλογα με τη σκόπευση, διεύθυνση του σύμπαντος. Η μορφή της ακτινοβολίας μπορεί να είναι είτε ηλεκτρομαγνητική είτε μοριακή. Telescopic Series [Τηλεσκοπική σειρά] Μαθημ. Μια σειρά η οποία είναι της μορφής Σ n {[1 / (κ + n - 1)] [1 / k + n)]} λέγεται τηλεσκοπική σειρά, όπου κ + n 1 1 ,κ + n 1 0 και ο αριθμός κ είναι μη μηδενικός. Teleseminar [Τηλεσεμινάριο] Επικοιν. Είναι ένα είδος επικοινωνίας μεταξύ μεγάλων αποστάσεων, που γίνεται για εκπαιδευτικούς σκοπούς από μία κεντρική θέση, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πηγή, προς πολλούς αποδέκτες. Έχει την δυνατότητα να περιλαμβάνει εκτός από τη μετάδοση ήχου και την εκπομπή εικόνας και γραφημάτων. Teletex 1 [Τελετέξ] Επικοιν. Ονομασία μίας διεθνούς τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας η οποία εξυπηρετείται μέσω των τηλεφωνικών δικτύων και της οποίας τα τερματικά μηχανήματα μπορούν να στέλνουν και να λαμβάνουν μηνύματα με τη μορφή κειμένου και γραφικών χαμηλής ανάλυσης. Η υπηρεσία αυτή βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και πιστεύεται ότι πολύ σύντομα θα μπορέσει να μεταδίδει γραφικά υψηλής ανάλυσης παρόμοια με αυτά που μεταδίδονται μέσω της υπηρεσίας Pax. Το τελετέξ αποτελεί μία εξέλιξη της υπηρεσίας τέλεξ (βλέπε Telex). Teletext 2 [Τελετέξ] Επικοιν. Σύστημα μετάδοσης πληροφοριών που χρησιμοποιεί μέρος του τηλεοπτικού σήματος και το οποίο εμφανίζει την πληροφορία με την μορφή κειμένου στις οθόνες των οικιακών τηλεοπτικών δεκτών. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιεί συνήθα>ς τις τέσσερις πρώτες λωρίδες του τηλεοπτικού σήματος και η πληροφορία μπορεί να απλωθεί σε όλη την οθόνη με την μορφή κειμένου ή εικόνας αφού πρώτα ενεργοποιηθεί ένας αποκωδικοποιητής που περιλαμβάνεται στην τηλεοπτική συσκευή. Teletext 3 [Τηλεκείμενο] Επικοιν. Αποστολή δεδομένων τύπου κειμένου μέσα από τηλεφωνικές γραμμές και διατάξεις. Πάνω σε αυτό φτιάχτηκαν αρκετές βάσεις δεδομένων πχ μέσα από το δίκτυο HellesCom. Σταδίακά απορροφήθηκε από το Videotext και τις γενικότερες τηλεπικοινωνιακές εξελίξεις. Telethermometer [Τηλεθερμόμέτρο] Τεχνολ. Συσκευή μέτρησης θερμοκρασίας εξ αποστάσεως, όπου ο αισθητήρας τοποθετείται στον χώρο όπου είναι επιθυμητή η γνώση της θερμοκρασίας, το σήμα που λαμβάνεται από τον αισθητήρα μετατρέπεται σε ηλεκτρικό σήμα, που με τη σειρά του μεταφέρεται με καλώδια στο χώρο όπου βρίσκεται ο παρατηρητής. Teletype [Τηλέτυπο] Επικοιν. Μετάδοση χαρακτήρων σε ζωντανή σύνδεση μέσα από τηλεφωνικές διατάξεις που προηγήθηκε του τηλεκειμένου (Teletext) και του Tclnct και συναντιέται και σαν Teletyperwriter. Teletype Exchange Service [Υπηρεσία ανταλλαγής τηλέτυπου] Επικοιν. Τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία ανταλλαγής τηλετυπικών σημάτων που συναντιέται σε μέρη που δουλεύουν αυτό το σύστημα (που έχει γενικά αυτοματοποιηθεί). Teletype T e r m i n a l [Τερματικό τηλετύπου] Επικοιν.

Telcvision M o n i t o r

Ειδικό τερματικό που χρησιμοποιήθηκε στη μετάδοση τηλετύπου και σταδιακά προσομοιώθηκε (μέσω του λειτουργικού συστήματος Unix) από την ειδική γραμματοσειρά στο πρόγραμμα Telnet, Teletypesetter [Τηλετυπικός καθοριστής] Επικοιν. Συσκευή που έχει εκλείψει και καθόριζε τηλεγραφικό μοντέλο. Teletypewriter (ΤΤΥ) [Τηλέτυπο] Επικοιν. Συσκευή για μετάδοση αλφαριθμητικών χαρακτήρων (συνήθως ζωντανά) σε οθόνες ή βασικά εκτυπωτές. Teletypewriter Code [Κώδικας τηλέτυπου] Επικοιν. Κώδικας που χρησιμοποιείται σε τηλέτυπα πχ Us - 5 , τώρα πια όλα -μετατρέπονται σε ANSI, ASCII ή Unicode όπως στο λογισμικό Telnet. Teletypewriter Network (Telnet) [Δίκτυο τηλέτυπου] Επικοιν. Μεταφορά τηλέτυπου στην εποχή της ψηφιακής ολοκλήρωσης, δες και Telnet, Televise [Τηλεμεταδίνω] Επικοιν. Μετάδοση εικόνων με ανοιχτή ακρόαση (τηλεοπτικό σήμα), Television [Τηλεόραση] Επικοιν. Ηλεκτρική συσκευή που περιλαμβάνει ένα δέκτη που συντονίζεται στις συχνότητες εκπομπής τηλεοπτικού σήματος, ένα κύκλωμα λήψης και αποθήκευσης σήματος φορέα μαζί με φίλτρα βελτίαισης λήψης, κύκλωμα τροφοδοσίας και σύνδεσης με κεραία και φυσικά την οθόνη εξόδου τηλεοπτικού σήματος. Ανάλογα με την ποιότητα συναντάμε έξοδο ήχου μονοφωνικά ή στερεοφωνικά, Television Bandwidth [Εύρος ζώνης τηλεόρασης] Επικοιν. Το φάσμα συχνοτήτων που μπορεί να μεταδοθεί τηλεοπτικό σήμα. Εδώ συναντάμε πολλές τεχνολογίες πχ PAL (Αγγλική), NTSC (Αμερικάνικη), SECAM (Γαλλική) σε διάφορα είδη της πχ κοινή, HDTV (υψηλής ευκρίνειας), SQDV (ποιότητας στουντίου), ποιότητας VCR κτλ. Για το PAL πχ έχουμε εύρος ζώνης 5,5 MHz. Television Broadcast B a n d [Ζώνη ανοιχτής τηλεοπτικής εκπομπής] Επικοιν. Η ζώνη αυτή εξαρτάται από τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία (φορέα) δηλαδή τα PAL/ NTSC και SECAM που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνικές διαμόρφωσης. Television Broadcasting [Ανοιχτή ακρόαση τηλεόρασης] Επικοιν. Σε αντιδιαστολή με την τηλεόραση κλειστού κυκλώματος και την καλωδιακή, αυτή είναι τηλεόραση ανοιχτής ακρόασης δηλαδή όποιος συντονιστεί στην κατάλληλη συχνότητα μπορεί να δει εικόνα, Television C a m e r a [Τηλεοπτική κάμερα] Επικοιν. Κάμερα φωτογράφησης και καταγραφής γεγονότων με σκοπό την προβολή σε τηλεοπτική συχνότητα. Τον τελευταίο καιρό οι κάμερες είναι ψηφιακές, Television Channel [Τηλεοπτικό κανάλι] Επικοιν. Το κανάλι (φορέας) όπου γίνεται εκπομπή του σήματος (σε μια μοναδική συχνότητα) ενός τηλεοπτικού σταθμού. Television Emission [Τηλεοπτικό σήμα]. Επικοιν. Television Signal Television Film Scanner [Σαρωτής τηλεοπτικής ταινίας] Επικοιν. Μηχανισμός που επεξεργάζεται την κοκκώδη επιφάνεια ενός φιλμ για ατέλειες και δίνει στατιστικά για διάφορα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά, ανεπιθύμητες συχνότητες κτλ. Television M o n i t o r [Τηλεοπτική οθόνη] Επικοιν. Σταδιακά γίνεται ψηφιακή. Υπάρχει πάλι ο καθοδικός σωλήνας βομβαρδισμού ηλεκτρονίων και μάσκες χρώματος κτλ. Συνήθως είναι τοποθετημένο "πάνω" στον δέκτη σήματος και τις διατάξεις συντονισμού της εικύ-

Television N e t w o r k

- 1360-

νας. -> Television Screen. Television Network [Τηλεοπτικό δίκτυο] Επικοιν. Σύνδεσμος τηλεοπτικών σταθμών για να εκπέμπουν παράλληλα το ίδιο πρόγραμμα στις συχνότητες τους με τη βοήθεια τηλεφωνικών συνδέσεων περισσότερο και όχι επαναληπτών. Television P i c k u p Station [Κινητός τηλεοπτικός σταθμός] Επικοιν. Ειδικά εξοπλισμένο φορτηγό αυτοκίνητο για κάλυψη ζωντανών γεγονότων με αναμετάδοση σε σταθερό σημείο (τηλεοπτικό στούντιο). Television P r o g r a m m i n g [Τηλεοπτικός προγραμματισμός] Επικοιν. Ορισμός κάποιων συνηθειών που πρέπει να ακολουθεί η έξοδος του σήματος. Λυτό γίνεται ευκολότερα και ευρύτερα σε μια ψηφιακή τηλεόραση που μεταδίδει καλωδιακό σήμα. Συναντιέται και σαν Television Schedule. Television Reconnaissance [Τηλεοπτική κατόπτευση] Επικοιν. Παρακολούθηση για λόγους ασφαλείας ενός χώρου συνήθως από κάποιο ύψος με κάμερα που μεταδίδει σε κλειστό κύκλωμα (και πιθανά καταγράφει). Television Recording [Τηλεοπτική καταγραφή] Επικοιν. Καταγραφή τηλεοπτικών γεγονότων με σκοπό την αναπαραγωγή ή και επεξεργασία. Television Repeater [Τηλεοπτικός επαναλήπτης] Επικοιν. Αναμεταδότης τηλεοπτικού σήματος που λόγω της φύσης του είναι αρκετά ευαίσθητο σε εδαφικές ανωμαλίες. Television Scanning [Τηλεοπτική σάρωση] Επικοιν. Έλεγχος συχνοτήτων σε όλο το φάσμα εκπομπής τηλεοπτικού σήματος για κάποιο γεγονός. Television Screen [Τηλεοπτική οθόνη] Επικοιν. Χώρος εξόδου τηλεοπτικού σήματος σε αναλογική μορφή που σταδιακά άρχισε να γίνεται εντελώς ψηφιακό. Οι διαστάσεις της μετριούνται σε ίντσες συνήθως και ορίζουν και την τιμή. Television Set [Σύστημα τηλεόρασης] Επικοιν. Περιλαμβάνει τηλεοπτικό δέκτη με οθόνη κατά προτίμηση ψηφιακή υψηλής ανάλυσης και στερεοφωνική έξοδο ήχου (ηχεία) σύνδεση με βίντεο, υπολογιστή κτλ. Επιπλέον υπάρχει κεραία σύλληψης σήματος ή σύνδεση με κοινή κεραία ή με καλωδιακό δέκτη. Television Signal [Τηλεοπτικό σήμα] Επικοιν. 1. Ειδικό σήμα που συνδυάζει το σήμα εικόνας και ήχου και εκπέμπεται στη συχνότητα ενός σταθμού σε κάποιο από τα γνωστά πρότυπα εικόνας (πχ PAL ή SECAM) και μέσα από μια από τις αναγνωρισμένες μορφοποιήσεις. 2. Είναι ένας όρος που χαρακτηρίζει τα ήλεκτρομαγνητικά κύματα που εκπέμπονται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, ώστε να μετατραπούν τελικά σε εικόνα και ήχο από τους δέκτες των τηλεοράσεων. Television Station [Τηλεοπτικός σταθμός] Επικοιν. Κτίριο που στεγάζει επιχείρηση σχετιζόμενη με εκπομπές τηλεοπτικού σήματος (σε ζωντανή μετάδοση ή όχι) με ειδικούς χώρους, στούντιο, γραφεία σύνταξης, κεραίες κτλ. Television Studio [Τηλεοπτικό στούντιο] Επικοιν. Ειδικός χώρος όπου παράγονται τηλεοπτικά προγράμματα Kat κατά συνέπεια είναι γεμάτο με πυκνή καλωδίωση και ηλεκτρονικό εξοπλισμό ενώ γενικά έχει κατασκευαστεί με πλήρη μόνωση τοίχων. Telewriter [Τηλετυπία] Επικοιν. Μηχανισμός γραφής κειμένου τηλετυπίας, δες και Teletypewriter. Telex [Τέλεξ] Επικοιν. 1. Ειδικό σύστημα ταχυδρομείου που δεν είναι συμβατό με το σύστημα TCP/ IP, και εκτυπώνει μηνύματα με τη λήψη τους χωρίς αποθήκευ-

ση. 2. Τηλεγραφικό σύστημα μετάδοσης γραπτών μηνυμάτων διάμεσου τηλεφωνικών γραμμών το οποίο είναι πλήρως αυτοματοποιημένο και το οποίο χρησιμοποιεί ειδικές συσκευές, οι οποίες ονομάζονται τηλεκτυπωτές, στις οποίες εισάγονται και εκτυπώνονται τα διάφορα μηνύματα. Το τέλεξ προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες όπως είναι η αποστολή ενός μηνύματος σε πολλούς παραλήπτες ταυτόχρονα και η επιβεβαίίοση ότι ένα μήνυμα έχει όντως αποσταλεί μέσω ενός σήματος επιστροφής από τον παραλήπτη προς τον αποστολέα. ΙΙαρόλα αυτά το τέλεξ έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από το φαξ και το ηλεκτρονικό ταχυόρομείο. Tellerette [Συσκευή Tellerette] Χημ.Μηχ. Συσκευή που χρησιμοποιείται σε διεργασίες ατμού-υγρού, όπως πχ. την απόσταξη, και στοχεύει στην αύξηση της επιφάνειας επαφής των δύο φάσεων ώστε να γίνεται πιο αποδοτική η μεταφορά μάζας και θερμότητας. Έχει συνήθως σπειροειδή σωληνο)τή δομή η οποία έχει βρεθεί ότι εξυπηρετεί καλύτερα τους σκοπούς χρήσης της. Teller-Redlich Rule [Νόμος των Tcller-Rcdlich] Φυσ. Χημ. Νόμος σύμφωνα με τον οποίο η γεωμετρική δομή και το μέγεθος του μορίου και όχι οι σταθερές δυναμικού είναι αυτές που παίζουν ρόλο στο αποτέλεσμα του λόγου των συχνοτήτων όλων των δονήσεων ενός συγκεκριμένου τύπου συμμετρίας, για δυο ισοτοπικά μόρια. Telluric Acid [Τελλουρικό οξύ] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο στερεό οξύ, κρυσταλλικής δομής, με σ.τ. 136°C και χημικό τύπο H 2 Te0 4 . Είναι διαλυτό σε θερμό νερό και βάσεις, ενώ παρουσιάζει και μεγάλη τάση για πολυμερισμό. Αποτελεί ισχυρό οξειδωτικό μέσο και ελευθερώνει χλώριο από πυκνό υδροχλωρικό οξύ. Tellurinic Acid [Τελλουρινικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανικό, όξινο παράγωγο του τελλουρίου με γενικό εμπειρικό τύπο RTcOOH όπου το R είναι ανθρακική αλυσίδα αλειφατικού ή αρωματικού τύπου, Tellurite [Τελλουρίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, λευκού χρώματος και με σύνθεση Te0 2 . Έχει αμφοτερικό χαρακτήρα με ελάχιστη διαλυτότητα σε ρΗ 3.8-4.2 (το ισοηλεκτρικό του σημείο). Tellurium [Τελλούριο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127.6, σ.τ. 452°C και σ.ζ. 1390°C, που ανήκει στην VII ομάδα του περιοδικού πίνακα και συμβολίζεται με Te. Συναντάται τόσο σε κρυσταλλική μορφή όσο και υπό μορφής άμορφης σκόνης. Βρίσκεται σε μικρές συγκεντρώσεις σε ορυκτά που περιέχουν θειούχο πυριτικό χαλκό και θειούχο νικέλιο. Χρησιμοποιείται σε κράματα. Tellurium Dibromide [Διβρωμιούχο τελλούριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση, σκούρου χρώματος, κρυσταλλικής δομής, με σ.τ. 280°C και σ.ζ. 342°C και χημικό τύπο TeBr2. Είναι ένα πολύ ασταθές άλας του τελλουρίου, εύκολα επέρχεται η αναδόμηση του μορίου όταν διαλυθεί σε νερό προς Te και TeBr4. Είναι ευδιάλυτο σε αιθέρες και παρουσιάζει ισχυρά υγροσκοπικό χαρακτήρα. Tellurium Dichloride [Διχλωριούχο τελλούριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση, σκούρου χρώματος, άμορφης δομής, με σ.τ. 208°C και σ.ζ. 327-377°C και χημικό τύπο TeCl2. Διαλύεται σε οργανικούς διαλύτες, οξέα, βάσεις. Οξειδώνεται στον ατμοσφαιρικό αέρα προς Tc0 2 και HCI. Παρουσιάζει ισχυρά υγροσκοπικό χαρακτήρα.

- 1361 -

Tellurium Dioxide [Διοξείδιο του τελλουρίου] Avopy. Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση γνωστή και ως όξινος ανυδρίτης του τελλουρίου, κρυσταλλικής δομής, λευκού χρώματος, με σ.τ. 773°C και χημικό τύπο Te0 2 . Δυσδιάλυτο σε νερό, διαλυτό σε αλογονούχα οξέα και σε βάσεις. Χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό. Tellurium Disulfide [ΔιΟειούχο τελλούριο] Avopy. Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση, γνωστή και ως θειούχο τελλούριο, με χημικό τύπο TeS2. Εμφανίζεται υπό μορφή κοκκινόχρωμης σκόνης η οποία με την πάροδο του χρόνου γίνεται πιο σκουρόχρωμη. Στην υγρή φάση το τελλούριο είναι απολύτως διαλυτό στο θείο. Κράματα τελλουρίου-θείου χρησιμοποιούνται στην ηλεκτρονική καθώς εμφανίζουν χαρακτηριστικά ημιαγωγού. Tellurium Hexafluoride [Εξαφθοριούχο τελλούριο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη, άχρωμη ένωση σε αέρια φάση με σ.τ. -38°C και σ.ζ. -39 C και χημικό τύπο TeF6. Δίνει αντίδραση αργής υδρόλυσης με το νερό παράγοντας ορθοτελλουρικό οξύ. Tellurium Monoxide [Μονοξείδιο του τελλουρίου] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση μαύρου χρώματος που βρίσκεται υπό μορφή σκόνης, με χημικό τύπο TeO. Επεξεργασία του Te με H 2 S0 4 δίνει Te S 0 3 και η αποσύνθεση αυτού δίνει μονοξείδιο. Παρουσιάζεται σταθερό υπό συνθήκες ξηρού κρύου αέρα, γι'αυτό και δε συναντάται ελεύθερο στη φύση. Tellurium Sulfide [Θειούχο τελλούριο] Ανοργ.Χημ. Tellurium Disulfide Tellurobismuthite [Τελλουροβισμουθίτης] Ορυκτ. Ορυκτό γνωστό και ως τετραδιμίτης με μεταλλική υφή, γκρίζο χρώμα και σύνθεση Bi2Te3. Συνήθως περιέχει θείο και σελήνιο στη φυσική του μορφή. Έχει σκληρότητα 1.5-2 Mohs και ειδικό βάρος 7.3 (σε σχέση με τον αέρα). Telluroketone [Τελλουροκετόνες] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων που περιλαμβάνουν στη δομή τους τελλούριο και έχουν τον γενικό εμπειρικό τύπο R 2 CTe. Παρασκευάζονται από H 2 Te και R 2 CO σε HC1. Παράδειγμα αυτών των ενώσεων αποτελεί η τελλουρομεθόνη (CH 3 ) 2 CTe. T e l l u r o m e r c a p t a n [Τελλουρομερκαπτάνη] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων μερκαπτανικού τύπου που περιέχουν στη δομή τους τελλούριο και έχουν τον γενικό εμπειρικό τύπο RTeH. Παρασκευάζονται από H 2 Te και R 2 CO σε αλκοολικό NaOR. Πχ. CH 4 CH 3 TcH. Tellurous Acid [Τελλουρικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο, στερεό οξύ, κρυσταλλικής δομής, με σ.τ. 40°C, και χημικό τύπο H 2 Te0 3 . Είναι ασταθής και αφυδατώνεται προς διοξείδιο του τελλουρίου, διαλυτό σε οξέα και βάσεις και δυσδιάλυτο σε νερό και αλκοόλες. Παρουσιάζει ισχυρή τοξική δράση έναντι του ανθρώπινου οργανισμού. Telnet P r o g r a m [Πρόγραμμα Telnet] Επικοιν. Αογισμικό δίνει τη δυνατότητα να συνδεθεί κανείς σε μια πόρτα ενός απομακρυσμένου συστήματος, του οποίου θα καθορίσει μια IP διεύθυνση και την πόρτα που αν δεν γραφεί αλλιώς συνήθως πηγαίνει στην αντίστοιχη υπηρεσία Telnet με ομάδες ειδικών χαρακτήρων. Telnet Protocol [Πρωτόκολλο Telnet] Επικοιν. Το πλέον διαδεδομένο πρωτόκολλο για επικοινωνία απομακρυσμένων τερματικών που προσομοιώνει το τηλέτυπο. Telomerase [Τελομεράση] Βιοχημ. Ένζυμο, ριβονουκλεοπρωτεϊνικό, που αντικαθιστά τα κατά την διάρκεια διαδοχικών κυτταρικών διαιρέσεων απολεσθέντα

Temperature Error

άκρα χρωμοσωμάτων. II ενεργότητα των ενζύμων αυτών πιστεύεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην καρκινογένεση. Telstar [Τέλσταρ] Επικοιν. Ο πρώτος ενεργός τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος ο οποίος εκτοξεύτηκε από το ακρωτήριο Κανάβεραλ (σήμερα ονομάζεται Διαστημικό Κέντρο Κέννεντυ) στις 10 Ιουλίου 1962 και ο οποίος τέθηκε σε ελλειπτική τροχιά γύρω από την Γη με περίοδο 2 ωρών και 37 λεπτών. Ο δορυφόρος αυτός διέθετε μία χωρητικότητα 60 περίπου τηλεφωνικών καναλιών δύο δρόμων ή ενός τηλεοπτικού καναλιού και είναι υπεύθυνος για τη μετάδοση του πρώτου υπερατλαντικού τηλεοπτικού σήματος από το Andover, Main των ΗΠΑ στο Pleumeur-Bodou της δυτικής Γαλλίας. Telvar [Τέλβαρ] Οργ.Χημ. Εμπορική ονομασία οργανικής ένωσης γνωστής και ως 3-(παραχλωροφαινυλική)-1,1-διμεθυλουρία, με εμπειρικό τύπο CQHUC1N20. Είναι στερεή με κρυσταλλική δομή, έχει MB 198,6517, σ.τ.~171°0 και σ.ζ. 185-200°C. Η διαλυτότητα της στο νερό είναι 0.1g/100ml σε 21.5°C. Χρησιμοποιείται ως ζιζανιοκτόνο. Τ Ε Μ Α S t a n d a r d [Πρότυπα ΤΕΜΛ] Χημ.Μηχ. Πρότυπα που χρησιμοποιούνται σε υπολογισμούς εναλλακτών θερμότητας και έχουν αναπτυχθεί από την Αμερικανική Ένωση Μηχανολόγων Μηχανικών. Η χρήση τους πρέπει να γίνεται με γνώση ότι πολλές φορές γίνονται απλουστευτικές παραδοχές οι οποίες σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στο τελικό σχεδιασμό. T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία] Φυσ. Είναι η κατάσταση ζέσης ή κρύου στην οποία βρίσκεται ένα αντικείμενο. Με τις αντιλήψεις της σύγχρονης επιστήμης της θερμοδυναμικής, η θερμοκρασία ενός αντικειμένου σχετίζεται άμεσα με την κινητική κατάσταση των μορίων της ύλης του, και είναι υψηλότερη ανάλογα με το πόσο πιο άταχτη είναι η κίνηση αυτή και αντίστροφα. Επειδή η θερμοκρασία είναι υποκειμενικό μέγεθος, υπάρχουν ειδικά όργανα και οι αντίστοιχες μονάδες για τη μέτρηση της. Temperature-Actuated Pressure Relief Valve [Βαλβίδα εκτόνωσης ενεργοποιούμενη με τη θερμοκρασία] Μηχ. Μηχ. Βαλβίδα χρησιμοποιούμενη σε εγκαταστάσεις όπως αντιδραστήρες ή δεξαμενές καυσίμων η οποία ενεργοποιείται κάθε φορά που το ελεγχόμενο σύστημα υποβάλλεται σε υψηλές θερμοκρασίες προκαλώντας εκτύνωση και προλαβαίνοντας την υπερβολική αύξηση της πίεσης. T e m p e r a t u r e Bath [Θερμόλουτρο] Φυα. Εργαστηριακή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση δειγμάτων σε σταθερή επιθυμητή θερμοκρασία. Ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιείται για την επίτευξη της θερμοκρασίας αυτής χαρακτηρίζονται ως υδατόλουτρα (νερό), ατμόλουτρα (ατμός) κτλ. Temperature Coefficient Of Reactivity [Θερμοκρασιακή σταθερά ενεργότητας] Πυρην.Φυα. Είναι η σταθερά που σχετίζει τη μεταβολή της θερμοκρασίας ενός πυρηνικού αντιδραστήρα με την ενεργότητα του. T e m p e r a t u r e Control [Ελεγχος θερμοκρασίας] Τεχνολ. Η διαδικασία επιτήρησης της θερμοκρασίας σε διάφορες βιομηχανικές διεργασίες, όπως κατάψυξη, θέρμανση σε φούρνους κτλ., η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση ενός αισθητήρα θερμοκρασίας ή του γνωστού θερμομέτρου. T e m p e r a t u r e E r r o r [Θερμοκρασιακό σφάλμα] Τε-

< < ι 1 1

Temperature Gradient

- 1362-

χνολ. To σταθερό σφάλμα που εμφανίζουν οι συσκευές μέτρησης θερμοκρασίας. T e m p e r a t u r e G r a d i e n t [Βαθμίδα θερμοκρασίας] Φυσ. Χαρακτηρίζεται το διανυσματικό μέγεθος με μέτρο τον ρυθμό μεταβολής της θερμοκρασίας και κατεύθυνση από ένα σημείο υψηλής θερμοκρασίας σε ένα σημείο χαμηλής θερμοκρασίας στο χώρο. Temperature Resistance Coefficient [Θερμικός συντελεστής αντίστασης] Ηλεκ. Θερμικός συντελεστής με τον οποίο συνδέεται η αύξηση της ηλεκτρικής αντίστασης ενύς αγωγού με την αύξηση της θερμοκρασίας. Ισχύει δηλαδή: AR = aRA0, όπου AR η αύξηση της αντίστασης, R η αντίσταση σε θερμοκρασία 0 'C, Δθ η αύξηση της θερμοκρασίας και α ο θερμικός συντελεστής ο οποίος εξαρτάται από το υλικό. T e m p e r a t u r e Scales [Θερμομετρικές κλίμακες] Φνσ. Αριθμητικές κλίμακες οι οποίες βασίζονται σε φυσικές ιδιότητες διαφόρων ουσιών που εξαρτώνται από την θερμοκρασία και οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη βαθμολόγηση διαφόρων θερμομέτρων. Οι πιο συνηθισμένες θερμό μετρικές κλίμακες είναι η κλίμακα του Κελσίου (C) και η κλίμακα Fahrenheit (F) οι οποίες χρησιμοποιούν ως σταθερά σημεία την θερμοκρασία τήξεως του πάγου (0°C ή 32°F) και τη θερμοκρασία ζέσεως του νερού (100°C ή 212 F). Σημαντική θερμομετρική κλίμακα, η οποία χρησιμοποιείται ευρύτατα για επιστημονικούς σκοπούς, είναι η απόλυτη θερμοδυναμική κλίμακα ή κλίμακα Kelvin η οποία είναι ανεξάρτητη από τις φυσικές ιδιότητες οποιασδήποτε συγκεκριμένης ουσίας. T e m p e r a t u r e Sensor [Αισθητήρας θερμοκρασίας] Τεχνολ Αισθητήρας, συνήθως μεταλλικής κατασκευής ο οποίος έχει τη δυνατότητα να ανιχνεύει τις θερμοκρασιακές μεταβολές και να τις μεταφέρει υπό μορφή ηλεκτρονικού σήματος σε συσκευές για περαιτέρω επεξεργασία. T e m p e r a t u r e Steel [Οπλισμός θερμοκρασιακής μεταβολής] Κατασκ. Έτσι ονομάζονται οι χαλύβδινες ράβδοι που τοποθετούνται σε στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος μίας κατασκευής για να παραλάβουν τις τάσεις που αναπτύσσονται από τις συστολές και τις διαστολές των μελών της κατασκευής. Υπάρχουν κάποιες ελάχιστες τιμές τέτοιου οπλισμού που πρέπει να τοποθετούνται, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη όταν δεν καλύπτονται από τους κύριους οπλισμούς της κατασκευ-

ής·

T e m p e r a t u r e Stress [Τάση θερμοκρασιακής μεταβολής] Κατασκ. II αλλαγή της θερμοκρασίας του χώρου που περιβάλλει μία κατασκευή, προκαλεί συστολές και διαστολές στα διάφορα μέλη της και άρα την ανάπτυξη εντατικών καταστάσεων σε αυτά, δηλαδή τάσεων που δεν οφείλονται σε κάποια εξωτερικά φορτία αλλά μόνον στη θερμοκρασιακή μεταβολή. Έτσι εάν τα άκρα μίας ράβδου είναι δεσμευμένα, όταν η θερμοκρασία αυξάνεται, αυτή τείνει να διασταλεί και άρα θλίβεται, και αντίθετα εφελκύεται όταν μειώνεται η θερμοκρασία, καθώς τείνει να συσταλεί. Template [Πρότυπο] Μηχ. Είναι μία μεταλλική ή ξύλινη φόρμα, η οποία φέρει το περίγραμμα κάποιων δεδομένων σχημάτων, και χρησιμοποιείται ως οδηγός για την κοπή διαφόρων άλλων υλικα')ν στο ίδιο σχήμα. T e m p o r a r y File [Προσωρινό αρχείο] Πληρ. Είναι ο χώρος της μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος δεσμεύεται υπό συγκεκριμένη ονομασία, για την αποθήκευση ορισμένων πληροφοριών και δεδομένων

ενός λογισμικού προγράμματος, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του και αφορούν σε προσωρινά αποτελέσματα, τα οποία διαγράφονται τελικά από τη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή με την ολοκλήρωση της εκτέλεσης του προγράμματος από το οποίο παράχθηκαν. T e m p o r a r y H a r d n e s s [Προσωρινή σκληρότητα] Χημ. Ορος που χαρακτηρίζει τη σκληρότητα του νερού που οφείλεται στο όξινο ανθρακικό ασβέστιο και μαγνήσιο και η απομάκρυνσή τους είναι εφικτή με απλό βρασμό του, οπότε και απομένει το μόνιμο τμήμα της σκληρότητας. T e m p o r a r y Storage [Προσωρινή αποθήκευση] Πλημ. Είναι η αποθηκευτική ικανότητα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που αφορά στην καταγραφή στη μνήμη του δεδομένων και πληροφοριών που έχουν προσωρινό χαρακτήρα και πρόκειται να διαγραφούν ευθύς μόλις ολοκληρωθεί η εκτέλεση των λογισμικών προγραμμάτων που τα παράγουν. Ten Broecke C h a r t [Διάγραμμα Ten Broecke] Φνσ. Διαγράμματα τα οποία χρησιμοποιούνται ως εργαλεία στους υπολογισμούς εναλλαγής θερμότητας και συσχετίζουν τη μεταφορά θερμότητας με τη διαφορά θερμοκρασίας. T e n ' s Complement [Συμπληρωματικό του δέκα] Μαθημ:. Έστω ένας αριθμός μ ο οποίος ανήκει στο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης, και έστω ότι αυτός ο αριθμός αποτελείται από ν ψηφία. Το συμπληρωματικό του αριθμού μ είναι ο αριθμός 10 ν - μ, και αυτός ο αριθμός λέγεται συμπληρωματικό του δέκα ως προς το μ. Tenacity [Εφελκυστική αντοχή]. Tensile Strength Tendon [Τένοντας] Πολ Μηχ. Είναι ένας όρος που αφορά τις κατασκευές προεντεταμένου σκυροδέματος. Πρόκειται για μία ράβδο, από κατάλληλη ποιότητα χάλυβα, η οποία τοποθετείται μέσα σε ένα στοιχείο από σκυρόδεμα, όπως για παράδειγμα μία δοκό, ήδη με μία αρχική εφελκυστική παραμόρφωση, ώστε κατόπιν αφού η ράβδος αγκυρωθεί να μπορεί να ασκήσει μία επιθυμητή θλιπτική τάση στο σκυρόδεμα. Tensile Bar [Ράβδος δοκιμής εφελκυσμού] Μηχ. Είναι μία ράβδος ενός υλικού, συγκεκριμένης διατομής και μήκους, η οποία υποβάλλεται σε πείραμα εφελκυσμού υπό καθορισμένες προδιαγραφές, ώστε να προσδιορισθεί η εφελκυστική αντοχή του υλικού της. Tensile Force [Εφελκυστική δύναμη] Πολ Μηχ. Είναι η δύναμη που τείνει να προκαλέσει αύξηση του μήκους ενός μέλους μίας κατασκευής. Σαν έννοια είναι άρρηκτη συνδεδεμένη με την εντατική κατάσταση του εφελκυσμού και την αντίστοιχη τάση εφελκυσμού στην οποία υποβάλλεται μία κατασκευή. Tensile Specimen [Δοκίμιο εφελκυσμού] Μηχ. Tensile Bar Tensile Strength [Εφελκυστική αντοχή] Μηχ. Η εφελκυστική αντοχή ενύς υλικού είναι η μέγιστη τάση που μπορεί να παραλάβει, υποβαλλόμενο σε εφελκυστική εντατική κατάσταση, πριν αστοχήσει, δηλαδή πριν να επέλθει η απώλεια της συνέχειάς του. Tensile Stress [Εφελκυστική τάση] Μηχ. Είναι η τάση που αναπτύσσεται σε ένα μέλος μίας κατασκευής, όταν η φόρτιση που του εξασκείται τείνει να αυξήσει το μήκος του. Tensile Test [Πείραμα εφελκυσμού] Μηχ. Είναι η δοκιμή που γίνεται σε ένα δοκίμιο ενός υλικού, επιβάλλοντας σε αυτό μία εφελκυστική εντατική κατάσταση βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών, ώστε να προσ-

- 1363 διορισθεί η εφελκυστική αντοχή του υλικού του δοκιμίου. Tensimeter [Τανσίμετρο] Τεχνολ. Τύπος διαφορικού μανομέτρου που επιτρέπει τη μέτρηση της πίεσης και της τάσης ατμών ρευστών. Είναι μανόμετρο κλειστού τύπου δηλαδή το σύστημα είναι απομονωμένο από την επίδραση της ατμοσφαιρικής πίεσης, οπότε και λαμβάνονται ενδείξεις απόλυτης πίεσης. Η συσκευή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση και του σημείου μετάπτωσης των υλικών. Tensiometer M e t h o d [Μέθοδος τασημετρίας] Μηχ. Ρενστ. Εργαστηριακή τεχνική που αποσκοπεί στη μέτρηση της επιφανειακής τάσης των ρευστών, ενός μεγέθους πολύ σημαντικού στους ρευστό μηχανικού ς σχεδιασμούς. Tension [Εφελκυσμός] Μηχ. Είναι η εντατική κατάσταση που επιβάλλεται σε ένα μέλος μίας κατασκευής, κατά την οποία τείνει να αυξηθεί το μήκος του, δηλαδή η απόσταση δύο διαφορετικών σημείων του μέλους αυξάνεται καθώς αυτό παραμορφώνεται. Tension Flange [Εφελκυόμενη Ίνα] Πολ. Μηχ. Σε μία δοκό, ανάλογα με την εντατική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται, η επάνω και η κάτω πλευρά της μπορεί να εφελκύεται ή να θλίβεται, δηλαδή να τείνει να αυξηθεί το μήκος της ή να συμπιέζεται αντίστοιχα. Εφελκυόμενη ίνα ονομάζεται αυτή που τείνει να αυξηθεί το μήκος της και είναι η κάτω πλευρά για το μέσον του ανοίγματος και η άνω για τη στήριξη, στην περίπτωση άνω φορτιζόμενης συνεχούς δοκού. Tension M e m b e r [Εφελκυόμενο μέλος] Μηχ. Σε μία κατασκευή με τον όρο αυτό ονομάζεται το τμήμα του φορέα της, το οποίο λόγω της ασκούμενης φόρτισης υποβάλλεται στην εντατική κατάσταση του εφελκυσμού, δηλαδή τείνει να αυξηθεί το μήκος του. Tension S t r u c t u r e [Εφελκυόμενη κατασκευή] Πολ. Μηχ. Είναι μία κατασκευή της οποίας οι αναπτυσσόμενες τάσεις από κάθε είδους φορτία είναι μόνον εφελκυστικές. Παράδειγμα αποτελεί ένα αερόστατο, του οποίου η εσωτερική πίεση προκαλεί σε όλα τα τοιχώματά του μόνον εφελκυστική τάση. T e n s o r [Τανυστής] Μαθημ. Ένας τανυστής μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μία γραμμική συνάρτηση από μια σειρά πεπερασμένων απεικονίσεων ενός διανυσματικού χώρου Ε και του δυϊκού του F* και είναι το καρτεσιανό γινόμενο του F επί του Ε* δηλαδή F x F*. Tensor Analysis [Ανάλυση τανυστών] Μαθημ. Είναι η μελέτη των ιδιοτήτων που έχουν οι συντελεστές ενός τανυστή που προκύπτει από το καρτεσιανό γινόμενο του διανυσματικού χώρου F επί F*, που είναι ο δυϊκός του διανυσματικού χώρου F. Αυτή η μελέτη είναι θεμελιώδης στην Γεωμετρία Riemann, όπως επίσης και στην ανάλυση του Ricci. Tensor Calculus [Λογισμός τανυστών] Tensor Analysis Tensor C o m p o n e n t [Συντελεστής τανυστών] Μαθημ. Έστω μια βάση{ ε } ενός διανυσματικού χώρου F και { ε* } η δυϊκή βάση του δυϊκού χώρου F*. Οι συντελεστές που προκύπτουν από την εφαρμογή του τανυστή στις βάσεις αυτές συντελεστές τανυστών. Tensor Contraction [Συρρίκνωση τανυστή] Με την βοήθεια μιας γραμμικής εφαρμογής πάνω στους τανυστές μπορούμε να παράγουμε τανυστές μειωμένης τάξης. Έτσι αν ένας τανυστής παράγεται από το καρτεσιανό γινόμενο F x F χ F* με την εφαρμογή μιας κατάλληλης γραμμικής εφαρμογής προκύπτει ένας τανυ-

Terbium

στής της μορφής F x F μέσω αυτής της συρρίκνωσης, Tensor Differentiation [Διαφορική τανυστών] Μαθημ. Η διαφορική τανυστών είναι μια διαδικασία παρεμφερήςτης κοινής παραγώγισης αριθμών με την διαφορά ύτι στους τανυστές αφαιρείται ο τανυστής που περιέχει το σύμβολο Christoffel έτσι ώστε να προκύψει τανυστής με τάξη αυξημένη κατά μια μονάδα, Tensor Field [ΓΙεδίο τανυστών] Μαθημ. Μια συλλογή από τανυστές, η οποία ανήκει σε ένα ανοιχτό διάστημα του χώρου Riemann, ονομάζεται πεδίο τανυστών. Tensor P r o d u c t [Γινόμενο τανυστών] Μαθημ. 1) Έστω δύο διανυσματικοί χώροι V, S. Έστω G μια αβελιανή ομάδα πάνω στο σύνολο V x S και Μ ένα υποσύνολο του G. Το σύνολο Μ αποτελείται από στοιχεία της μορφής (a, b) όπως και παράγωγα του. Το πηλίκο G / Μ είναι το γινόμενο τανυστών. 2) Το γινόμενο μέταξύ δύο ή περισσοτέρων τανυστών δίνει ένα άλλο τανυστή ο οποίος αποτελεί το γινόμενο τανυστών. Tensor Quantity [Ποσότητα τανυστή] Μαθημ. Μια ποσότητα η οποία πληροί τις ιδιότητες των τανυστών ή είναι η ίδια τανυστής λέγεται ποσότητα τανυστή. Tensor Space [Τανυστικός χώρος] Μαθημ. Το σύνολο όλων των τανυστικών πεδίων και οι δέσμες των τανυστικών πεδίων αποτελούν τον τανυστικός χώρος, T e n s o r ' s Degree [Βαθμός τανυστή] Μαθημ. Το πλήθος των διανυσματικών χώρων που εμπεριέχονται στην κατασκευή ενός τανυστή είναι ο βαθμός του τανυστή. Έτσι αν ο τανυστής δίνεται από το καρτεσιανό γινόμενο των F x F χ F* χ F* λέμε ότι είναι τετάρτου βαθμού. Tensorial Set [Τανυστικό σύνολο] Μαθημ. Κάθε σύνολο ποσοτήτων οι οποίες συνδέονται με τις ιδιότητες των τανυστών αποτελούν το τανυστικό σύνολο. Σε αυτό το σύνολο εμπεριέχονται ποσότητες ύπως οι συντελεστές των τανυστών. Tequila [Τεκίλα] Τεχνολ. Τροφ. Είδος οινοπνευματώδους ποτού με χώρα προέλευσης το Μεξικό. Παρασκευάζεται από το φυτό αγαύη το οποίο ευδοκιμεί σε ξηρά ή ημίξηρα κλίματα, με ζύμωση των σακχάρων του και ακολουθούμενη απόσταξη, Tera- [Τρις-] Μαθημ. Είναι ένα άλλο πρόθεμα για τον συμβολισμό του τρισεκατομμυρίου ΙΟ12. Προ έρχεται από την ελληνική λέξη " Τέρας", δίνοντας έτσι την αίσθηση του μεγάλου, του ογκώδους, T e r a h e r t z [Τέραχερτζ] Φυα. Πολλαπλάσιο της μονάδας μέτρησης συχνότητας Heriz που συμβολίζεται με ΤΗζ και αντιστοιχεί σε Hz x ΙΟ12, T e r a o h m [Τέραωμ] Ηλεκ. Πολλαπλάσιο της μονάδας μέτρησης ηλεκτρικής αντίστασης Ohm που συμβολίζεται με ΤΩ και αντιστοιχεί σε Ω x ΙΟ12, T e r a watt [Τέραβατ] Φυα. Πολλαπλάσιο της μονάδας μέτρησης ισχύος Watt που συμβολίζεται με TW και αντιστοιχεί σε W x ΙΟ12. Terbacil [Τερμπασίλ] Οργ.Χημ. Εμπορική ονομασία προφυτρωτικού ζιζανιοκτόνου εδάφους, κρυσταλλικής δομής, με σ.τ. 175-177°C, με εμπειρικό τύπο C9H13CIN2O2. Είναι παράγωγο της ουρακίλης και απορροφάται από τις ρίζες. Παρουσιάζει διαλυτότητα σε νερό και στην ξυλόλη. Εμφανίζει οξεία δια στόματος τοξικότητα. T e r b i u m [Τέρβιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 65, ατομικό βάρος 158.9, που ανήκει στην ιπ ομάδα του περιοδικού πίνακα και στην υποομάδα του υτρίου ενώ συμβολίζεται με Tb. Σχεδόν το 100% του τερβίου που συναντάται στη φύση είναι το ισότοπο Τέρβιο-159.

T e r b i u m Chloride

- 1364 -

T e r b i u m Chloride [Χλωριούχο τέρβιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση, κρυσταλλικής δομής, άχρωμη, με σ.τ. της άνυδρης μορφής του στους 588°C και χημικό τύπο TbCl3.6H 2 0. Παρασκευάζεται με επεξεργασία του οξειδίου του τερβίου με υδροχλώριο σε ατμόσφαιρα ξηρού υδροχλωρίου, και είναι ευδιάλυτο σε νερό και αλκοόλες. T e r b i u m Nitrate [Νιτρικό τέρβιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη στερεί] ένωση, κρυσταλλικής ή άμορφης δομής με σ.τ. 89°C και χημικό τύπο Tb(N03)3.6H20. Παρασκευάζεται από οξείδιο του τερβίου και νιτρικό οξύ και είναι διαλυτό σε νερό. T e r b i u m Oxide [Οξείδιο του τερβίου] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη στερεή ένωση, άμορφης δομής, γνωστή και 03ς τέρμπια με χημικό τύπο Tb 2 03. Παρασκευάζεται με την καύση υδροξειδίων και αλάτων των οξυοξέων, παρουσιάζει ελαφρώς υγροσκοπικό χαρακτήρα και είναι ευδιάλυτο σε οξέα. Terbutol [Τερβουτόλη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση με MB 277.4 και εμπειρικό τύπο C17H27NO2. γνωστή και ως 2,6-δι-τριβουτυλ-π-τολυλμεθυλκαρβαμίδιο. Η διαλυτότητα της σε νερό είναι 7mg/l στους 25UC. Χρησιμοποιείται ως ζιζανιοκτόνο. T e r b u t r y n [Τερμπουτρίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υπό μορφή λευκής σκόνης, με σ.τ. 104-105°C και εμπειρικό τύπο C13H19N5S. Χρησιμοποιείται ως προφυτρωτικό και μεταφυτρωτικό ζιζανιοκτόνο εδάφους και φυλλώματος, και δρα παρεμποδίζοντας τη φωτοσύνθεση. Βίναι διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και εμφανίζει μικρή τοξικότητα στον άνθρωπο. Terbutylhylazine [Τριβουτυλυλαζίνη] ΟμγΧημ. Οργανική ένωση με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 214.7, σ.τ. 178°C, και εμπειρικό τύπο C9H15CIN4. Η διαλυτότητα της στο νερό είναι 8.5mg/l στους 20°C. Χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο. Terephthalic Acid [Τερεφθαλικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, στερεή, υπό μορφή σκόνης με σημείο εξάχνωσης 300UC και εμπειρικό τύπο C 6 H 4 (COOH) 2 . Αποτελεί την ισομερή μορφή του φθαλικού και του ισοφθαλικού οξέος. Είναι δυσδιάλυτο στο νερό και στην αιθανόλη, διαλυτό σε αλκαλικά διαλύματα. Βρίσκει εφαρμογή στην παραγωγή συνθετικών ρητινών και πολυμερών όπως το PET. Terephthaloyl Chloride [Τερεφθαλικό χλώριο] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση, στερεή, με σ.τ. - 8 2 C και εμπειρικό τύπο C6H4(C0C1)2. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή αρωματικών πολυαμιδίων. Σε συνεργασία με την ρ-φαινυλοδιαμίνη δίνει γραμμικό πολυμερές που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ανθεκτικών συνθετικών ινών. Terlinguaite [Τερλιγκάίτης] Ομυκτ. Ορυκτό κίτρινου χρώματος, μονοκλινικής και πρισματικής κρυσταλλικής δομής με σύνθεση Hg 2 OCl. Αν εκτεθεί στο φως της ημέρας το χρώμα του γίνεται πράσινο. Περιέχει στη δομή του μονοσθενή και δισθενή υδράργυρο. Εργαστηριακά λαμβάνεται με θέρμανση ίσων ποσών οξειδίου του υδραργύρου και καλομέλανος με νερό στους 180°C. T e r m [Ορος] Μαθημ. Είναι μια από τις γενικότερες έννοιες στα Μαθηματικά. Με την έννοια όρος μπορούμε να εκφράσουμε τον αριθμητή ή τον παρονομαστή ενός κλάσματος, τις ποσότητες σε μία μαθηματική παράσταση όπως εξισώσεις κ.τ.λ, ένα διάνυσμα και γενικά κάθε ποσότητα η οποία εμπεριέχεται σε μια μαθηματι-

κή έκφραση. Επίσης η έννοια όρος συναντάται και σε κάθε μαθηματική θεωρία με την μορφή γραμμάτων, συμβόλων κ.τ.λ. Terminal 1 [Τελείωμα] Αμχ. Στην επιστήμη της Αρχιτεκτονικής με τον όρο αυτόν, στην αγγλική, ονομάζεται, αυτό που στην ελληνική χαρακτηρίζεται ως τελείωμα ενός διακοσμητικού στοιχείου ή ενός μέλους μίας κατασκευής. T e r m i n a l [Τερματικό] Πλημ. Είναι η συσκευή ενύς συστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών από όπου μπορούν να εισαχθούν τα δεδομένα ή εκεί να καταλήξουν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τερματικού είναι μία οθόνη. T e r m i n a l Block [Μπλοκ τερματικών] Επικοιν. Ομάδα τερματικών που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω του ίδιου λειτουργικού συστήματος (Unix). T e r m i n a l E q u i p m e n t [Εξοπλισμός τερματικών] Επικοιν. Ο επικοινωνιακός εξοπλισμός μιας άλλης εποχής αυτή τη στιγμή ανήκει στο πρότυπο ενός πλήρως ορισμένου υπολογιστή πολυμέσων συνδεδεμένου με τηλεφωνική γραμμή. Terminal Line [Τελική γραμμή (ως προς την θέση της)] Μαθημ. Έστω δύο γραμμές, η μία σταθερή στο επίπεδο (ή τον χώρο) και η δεύτερη μεταβλητή στο επίπεδο (ή τον χώρο).Η τελική θέση της μεταβλητής γραμμής στο επίπεδο (ή τον χώρο), έτσι ώστε να σχηματίζει γωνία εκ περιστροφής με την σταθερή ευθεία σε κάποιο σημείο της, είναι η τελική γραμμή (ως προς την θέση της). Terminal Repeater [Τερματικός επαναλήπτης] Επικοιν. Επαναλήπτης τερματικού σημείου ώστε να ανακλάται κατάλληλα το σήμα. Terminal Room [Δωμάτιο τερματικού] Επικοιν. Δωμάτιο που σε παλιότερες εποχές είχε ένα από τα λίγα τερματικά συνδεδεμένα με έναν (υπερ)-υπολογιστή με κάποιο λειτουργικό τύπου Unix. Terminal Station [Σταθμός τερματικού] Επικοιν. Αναφορά σε σταθμό ενός τελικού χρήστη. Terminal Velocity [Οριακή ταχύτητα] Μηχ.Ρευστ. Η μέγιστη δυνατή ταχύτητα που αποκτά ένα ρευστό κινούμενο σε αγωγό, η οποία προκύπτει όταν οι δυνάμεις τριβής και βαρύτητας παίζουν αμελητέο ρόλο. Terminal Vertex [Ακραία κορυφή] Μαθημ. Σε ένα γράφημα, η κορυφή τάξης ένα (1), δηλαδή είναι η μοναδική κορυφή του, ή η τελευταία σε τάξη κορυφή, με την έννοια ότι δεν έπεται άλλη κορυφή, είναι η ακραία κορυφή. T e r m i n a t i n g Continued Fraction [Πεπερασμένο συνεχές κλάσμα] Μαθημ. Ένα συνεχές κλάσμα λέγεται ότι είναι πεπερασμένο αν και μόνον αν οι όροι του, είναι πεπερασμένοι δηλαδή όχι άπειροι. T e r m i n a t i n g Decimal [Πεπερασμένος δεκαδικός] Μαθημ. Ένας δεκαδικός αριθμός λέγεται πεπερασμένος αν και μόνον αν, οι αριθμοί οι οποίοι έπονται της υποδιαστολής και είναι διάφοροι του μηδενός, έχουν πεπερασμένο πλήθος, δηλαδή δεν είναι άπειροι. T e r m i n a t i o n [Τερματισμός] Χημ. Η δράση που ορίζει το πέρας μιας αντίδρασης πολυμερισμού. Ο τερματισμός μπορεί να οφείλεται είτε σε φυσικοχημικά αίτια, όπως την αύξηση του ιξώδους, είτε σε καθαρά χημικά όπου η προσκόλληση ενός μορίου στην αλυσίδα παίζει παρεμποδιστικό ρόλο. Ο έλεγχος αυτού του σταδίου επιτρέπει την παραγωγή πολυμερικών αλυσίδων επιθυμητού μήκους και χαρακτηριστικών. T e r m i n a t i o n Step [Στάδιο τερματισμού] Χημ. Το τρίτο

- 1365 και τελευταίο στάδιο μιας αντίδρασης πολυμερισμού. Ακολουθεί τα στάδια της έναρξης και της μετάδοσης και συνήθως ελέγχεται από την αύξηση του ιξώδους. T e r n a r y [Τριαδικός] Μαθημ. Με την έννοια τριαδικός εννοούμε οτιδήποτε έχει βάση το τρία (3), ύπως μια γραμμική βάση με τρεις διαστάσεις, ένα διάνυσμα στον χώρο με τρεις συντεταγμένες κ.τ.λ. Επίσης με την έννοια τριαδικός εννοούμε και την τριχοτόμηση μιας ευθείας σε τρία ίσα μέρη κ.τ.λ. T e r n a r y Code [Τριαδικός κώδικας] Επικοιν. Κώδικας που στηρίζεται σε μεταθέσεις 3 (δυαδικών) ψηφίων (tribit). T e r n a r y C o m p o u n d [Τριαδική ένωση] Χημ. Κάθε χημική ένωση που στη δομή της περιλαμβάνει τρία διαφορετικά χημικά στοιχεία. ΙΙαράδειγμα τέτοιας ένωσης αποτελεί η μεθανόλη που περιέχει τα στοιχεία C,H και Ο. T e r n a r y Expansion [Τριαδικό ανάπτυγμα] Μαθημ. Είναι μια αριθμητική αναπαράσταση ενός πραγματικού αριθμού, ο οποίος αναπαριστάται στο αριθμητικό σύστημα με βάση το τρία (3). T e r n a r y Notation [Συμβολισμός στο τριαδικό σύστημα] Μαθημ. Το τριαδικό σύστημα χρησιμοποιεί μόνο τους αριθμούς 0, 1,2. Είναι ο συμβολισμός των αριθμών που χρησιμοποιείται από το τριαδικό σύστημα αρίθμησης για την αναπαράσταση των αριθμών του. T e r n a r y System [Τριαδικό σύστημα] Χημ. Ορος που χαρακτηρίζει κάθε μίγμα τριών διαφορετικοί συστατικών, υγρής, στερεής ή αέριας φάσης που βρίσκονται σε ισορροπία, χωρίς να αντιδρούν. T e r p e n e [Τερπένιο] Ομγ.Χημ. Γενική ονομασία ομάδας οργανικών ενώσεων, κυρίως φυτικής προέλευσης με γενικό τύπο (C5H#)n. Είναι παράγωγα του ισοπρενίου με εμπειρικό τύπο C 5 H 8 . Η ταξινόμηση τους γίνεται βάση της τιμής του η. Κυριότεροι εκπρόσωποι είναι τα μονοτερπένια, CjoH16, και τα διτερπένια, C2oH32, ενώσεις που συναντώνται σε αιθέρια έλαια. Χρήσιμοποιούνται σε φάρμακα, αρώματα και συνθετικές ρητίνες. T e r p e n e Alcohol [Τερπενικές αλκούλες] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων με γενικό τύπο (CsHioO),, που εμφανίζονται σε αιθέρια έλαια, αλλά παράγονται και εργαστηριακά λόγω της μεγάλης τους χρήσης σε εφαρμογές όπως χρώματα, φάρμακα, αρώματα κτλ. Η πιο γνωστή ένωση αυτής της κατηγορίας είναι η τερπινεόλη. T e r p e n e H y d r o c h l o r i d e [Υδροχλωρικό τερπένιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, παράγωγο του τερεβινθελαίου γνωστή και ως τερεβινθελαϊκή καμφορά, με σ.τ. 125°C και εμπειρικό τύπο CioH^.HCl. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή φαρμάκων προς αξιοποίηση των αντισηπτικών ιδιοτήτων που παρουσιάζει. T e r p e n o i d [Τερπενοειδή] Οργ.Χημ Οργανικές ενώσεις που αποτελούν προϊόντα οξείδωσης των τερπενίων και συναντώνται σε φυτικής προέλευσης αιθέρια έλαια όπως και τα τερπένια. P a r a - t e r p h e n y l [ρ-τερφαινύλιο] ΟργΧημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης, με MB 230, σ.τ. 213 C, σ.ζ. 383°C, σημείο ανάφλεξης 207°C και εμπειρικό τύπο C| 8 H 14 . Είναι αδιάλυτο στο νερό. Εμφανίζει υψηλή απορρόφηση στο φάσμα UV-Blue και ανισοτροπικά ηλεκτρονικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν εμπορικά σημαντικό. Χρησιμοποιείται ως χρωστική λέιζερ, και το πολυμερές του σε οπτικοηλεκτρονικές εφαρμογές.

T e r t i a r y H y d r o g e n Atom

T e r p i n H y d r a t e [Τερπινικός υδρίτης] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 172., σ.τ. 116°C και εμπειρικό τύπο C10H20O2 .fyO. Ααμβάνεται από την ενυδάτωση της τερπινεόλης και είναι δυσδιάλυτος στο νερό. Χρησιμοποιείται ως α' ύλη φαρμάκων. Terpineol [Τερπινεόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 154, σ.ζ. 219°C και εμπειρικό τύπο C l u H, 8 0. Είναι μια τερπενική αλκοόλη με άρωμα πασχαλιάς, και διαλυτότητα στο νερό 1980mg/l. Συνθετικά μπορεί να παραχθεί από την ενυδάτωση του απινενίου και να δώσει το πευκέλαιο, το οποίο βρίσκει εφαρμογές ως διαλυτικό, στην παραγωγή σαπουνιών και αρωμάτων και σε απορρυπαντικά, Terpinolene [Τερπινολένη] Οργ.Χψ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 136, σ.ζ. 186 C και εμπειρικό τύπο C IO H, 6 . Είναι διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες ενο') εμφανίζει διαλυτότητα 9.5mg/l στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή σε φάρμακα και χρώματα, T e r p i n y l Acetate [Οξικό τερπινίλιο] Οργ.Χημ. Μονοτερπενικός εστέρας, με σ.ζ. 220°C και εμπειρικό τύπο C10H17OOCCH3. Είναι ένα από τα 20 σημαντικότερα αρωματικά χημικά που παράγονται βιομηχανικά. Είναι γνωστή η καταλυτική του παραγωγή από το α-πινένιο που λαμβάνεται από το τερεβινθέλαιο, T e r p o l y m e r [Τερπολυμερές] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση που έχει παραχθεί από συμπολυμερισμό τριών διαφορετικών δομικών μονάδων. Οι ιδιότητες της εξαρτώνται από τις ιδιότητες του ομοπολυμερούς που αντιστοιχεί στα μονομερή, την ποσοτική σχέση των διαφόρων δομικών μονάδων, τη διάταξη τους και τη δομή που επιτυγχάνεται. T e r r a c e [Ταράτσα] Οικοδ. Είναι μία βατή, χωρίς κλίση δηλαδή ταυτιζόμενη με το οριζόντιο επίπεδο, οροφή ενός κτιρίου. Με τον ίδιο όρο στην αγγλική, χαρακτηρίζεται ο προεξέχων από ένα κτίριο ανοικτός χώρος που βρίσκεται συνήθως στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους και έχει χρήση εξώστη, T e r r a z o [Μωσαϊκό] Οικοδ. Είναι ένας τύπος υλικού για τη διάστρωση και επικάλυψη των εξωστών ή άλλων επιφανειών των δαπέδων ενός κτιρίου. Κατασκευάζεται από την ανάμιξη μικρών κομματιών μαρμάρου ή γρανίτη σε κονία η οποία σκληραίνει και ύστερα η τελική επιφάνεια που δημιουργείται τρίβεται και γυαλίζεται. T e r t - [Τριτοταγής] ΟργΧημ Ορος που χρησιμοποιείται για το συμβολισμό οργανικών ενώσεων όπου ένα άτομο άνθρακα είναι ενωμένο με τρία άλλα, ενώ η τέταρτη θέση υποκατάστασης του άνθρακα καλύπτεται απύ ένα άτομο υδρογόνου. T e r t i a r y Alcohol [Τριτοταγής αλκοόλη] Οργ.Χημ. Ειδική κατηγορία αλκοολών με γενικό τύπο R R ' R " C ΟΗ όπου ο άνθρακας στον οποίο είναι συντεδεμένο το υδροξύλιο έχει τρεις απλούς δεσμούς με τρία άλλα άτομα άνθρακα. T e r t i a r y A m i n e [Τριτοταγής αμίνη] Ομγ Χημ. Ειδική κατηγορία αμινών με γενικό τύπο R R ' R " N , όπου το άτομο αζώτου είναι συντεδεμένο με τρία διαφορετικά άτομα άνθρακα. T e r t i a r y C a r b o n A t o m [Τριτοταγής άτομο άνθρακα] ΟργΧημ. Ατομο άνθρακα που είναι τμήμα μιας τριτοταγούς οργανικής ένωσης, δηλ. άτομο άνθρακα που οι τρεις θέσεις υποκατάστασης του καλύπτονται από άλλα άτομα άνθρακα. T e r t i a r y H y d r o g e n A t o m [Τριτοταγής άτομο υδρογό-

T e r t i a r y Sewage T r e a t m e n t

- 1366-

νου] Οργ.Χημ. Ατομο υδρογόνου που βρίσκεται σε μια τριτοταγή ένωση και είναι ενωμένο με τον αντίστοιχο τριτοταγή άνθρακα. Tertiary Sewage T r e a t m e n t [Τριτογενής επεξεργασία λυμάτων] Πολ. Μηχ. Είναι ένα στάδιο της διαδικασίας καθαρισμού των υγρών αποβλήτων, κατά το οποίο αφαιρούνται οι νιτρικές και φωσφορικές ενώσεις καθώς και τα μικρότερα μόρια. Tertiary Storage [Τρίτης τάξης μνήμη] Πληρ. Χαρακτηρισμός μιας μονάδας μνήμης, της οποίας η ταχύτητα προσπέ?αισης είναι μικρότερη από της κύριας μνήμης, αλλά και τις μονάδες των βοηθητικών μνημών που διαθέτουν υψηλές ταχύτητες. Ωστόσο, στις τρίτης τάξης μονάδες μνήμης, η χωρητικότητα τους είναι πιο μεγάλη και το κόστος τους πιο χαμηλό. T e r t i a r y S t r u c t u r e [Τριτοταγής δομή] Οργ.Χημ. Όρος που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η πολυπεπτιδική αλυσίδα μιας πρωτεΐνης αναδιπλώνεται στο χώρο ο>ς αποτέλεσμα ομοιοπολικών δεσμών μεταξύ σουλφιδριλικών ομάδων, δεσμών υδρογόνου, υδρόφοβων και υδρόφιλων αντιδράσεων μεταξύ διαφόρων ομάδων της αλυσίδας κτλ. Tesla [Τέσλα] Ηλεκτμομαγν. Μονάδα μέτρησης η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της πυκνότητας της μαγνητικής ροής ή μαγνητικής επαγωγής και η οποία ανήκει στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (Systcmc international - S.I.). Αντιστοιχεί σε 1 Weber m'2 και συμβολίζεται με Τ. Η ονομασία αυτή δόθηκε προς τιμήν του μεγάλου Σέρβου φυσικού και μηχανικού Nicola Tesla (1870 - 1943). Tesla Coil [Πηνίο Τέσλα] Ηλεκτμομαγν. Ονομασία διάταξης με την οποία παράγονται ηλεκτρομαγνητικές ταλαντώσεις πολύ υψηλών συχνοτήτων (VHF) και υψηλών τάσεων. Η διάταξη αυτή έχει τη μορφή μετασχηματιστή όπου το πρωτεύον πηνίο περιλαμβάνει διάκενο στο οποίο δημιουργούνται σπινθήρες και σταθερό πυκνωτή, ενώ το δευτερεύων πηνίο διαθέτει μεταβλητό πυκνωτή, έτσι ώστε να δημιουργούνται συνθήκες συντονισμού, και μεγάλο αριθμό σπειρών για την παραγωγή υψηλής τάσης εξόδου. Tessellation [Ψηφιδοποίηση] Μαθημ. Είναι η πλήρης στρώση, η πλήρης κάλυψη ενός επιπέδου, χωρίς κενά, από πολύγωνα (τρίγωνα, πεντάγωνα κ..τ.λ.) τα οποία έχουν το ίδιο εμβαδόν και την ίδια κλήση. Test Data [Δεδομένα δοκιμής] Πλημ. Είναι τα δεδομένα που δημιουργούνται για τη δοκιμαστική εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και αφορούν συνήθως σε μικρά και απλά προβλήματα προς επίλυση, ώστε να είναι δυνατή η εποπτεία της κάθε φάσης της εκτέλεσης του προγράμματος. Test File [Δοκιμαστικό αρχείο] Πλημ. Είναι ο χώρος μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος δεσμεύεται υπό συγκεκριμένη ονομασία, για την αποθήκευση των δεδομένων και πληροφοριών που απαιτούνται για τη δοκιμαστική εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος. Test Function [Συνάρτηση ελέγχου] Μαθημ. Οι συναρτήσεις ελέγχου χρησιμοποιούνται για την μελέτη των λύσεων των μερικών διαφορικών εξισώσεων. Είναι συναρτήσεις απείρως παραγωγίσιμες και οι μορφή τους είναι το ολοκλήρωμα της συνάρτησης F, η οποία είναι η συνάρτηση ελέγχου, και εφαρμόζονται σε κάθε λύση των μερικών διαφορικών εξισώσεων. Test Of Hypothesis [Ελεγχος υπόθεσης] Στατ. Έστω

ότι έχουμε ένα δείγμα από ένα πληθυσμό. Το γεγονός αν μία υπόθεση πάνω στο δείγμα αυτό είναι αποδεκτή ή όχι ελέγχεται με την βοήθεια ενός κανόνα που επιτρέπει την αποδοχή ή όχι της υπόθεσης. Αυτός ο κανόνας λέγεται έλεγχος υπόθεσης. Test Of Significance [Ελεγχος σημαντικότητας] Στατ. Είναι μια μέθοδος, η οποία βοηθάει στον έλεγχο του κατά πόσον μια ιδιότητα, η οποία ελέγχεται μέσω ενός ελέγχου υπόθεσης, είναι στατιστικώς σημαντική ή όχι, δηλαδή έχει στατιστική αξία ή όχι. Test Pack [Δέσμη δοκιμής] Πλημ. Η δέσμη, η οποία περιλαμβάνει διάτρητα δελτία που περιέχουν ένα πρόγραμμα υπό δοκιμή, αλλά και τα απαιτούμενα δοκιμαστικά δεδομένα ώστε να ελεγχθεί η ορθότητά του και να εντοπιστούν τυχόν λογικά ή συντακτικά σφάλματα του προγράμματος αυτού. Test P a t t e r n [Τεστ προτύπου] Επικοιν. 1. Ειδικό τεστ ελέγχου ροής με στατιστικά παραγόμενες ακολουθίες που μεταδίδονται μέσα στο δίκτυο. 2. Τεστ ελέγχου οθόνης με εναλλαγές χρωμάτων κτλ. Test Pile [Δοκιμαστικός πάσσαλος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα κυλινδρικού σχήματος στοιχείο, το οποίο εμπηγνύεται κατακόρυφα στο έδαφος και φορτίζεται με κάποια προκαθορισμένα φορτία, με σκοπό να προσδιορισθεί η αντοχή που μπορεί να αναλάβει ένας αντίστοιχος πάσσαλος θεμελίωσης στο συγκεκριμένο τύπο εδάφους. Test Pit [Δοκιμαστικό σκάμμα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα ανοικτό όρυγμα, του οποίου η εκσκαφή γίνεται με σκοπό τη συ>Λογή δειγμάτων για τον έλεγχο της ποιότητας του εδάφους θεμελίωσης μίας κατασκευής. Test Record [Εγγραφή δοκιμής] Πληρ. Οποιαδήποτε εγγραφή σε ένα αρχείο που περιέχει δοκιμαστικά δεδομένα. Test R u n [Δοκιμαστική εκτέλεση] Πλημ. Η δοκιμαστική εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή γίνεται για τον έλεγχο της ορθότητας των υπολογισμών του και ως δεδομένα χρησιμοποιούνται τα δεδομένα δοκιμής ενός απλού παραδείγματος του οποίου είναι εκ των προτέρων γνωστά τα αποτελέσματα ώστε να είναι δυνατή η σύγκρισή τους. Test Statistic [Στατιστικός έλεγχος] Στατ. Είναι η τιμή η οποία προκύπτει μέσω στατιστικών διαδικασιών. Η τιμή αυτή είναι το κριτήριο για τον έλεγχος μιας υπόθεσης ή τον έλεγχο σημαντικότητας μιας υπόθεσης. Test System [Σύστημα δοκιμής] Πλημ. 1. Το υπολογιστικό σύστημα, το οποίο έχει περάσει το στάδιο του ελέγχου προτού τεθεί σε λειτουργία. 2. Ένα τμήμα του υπολογιστικού συστήματος, το οποίο απομονώνεται και χρησιμοποιείται κυρίως για έλεγχο και εντοπισμό σφαλμάτων του λογισμικού ή βλαβών του υλικού κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος. Testosterone [Τεστοστερόνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία των στεροειδών ορμονών και έχει εμπειρικό τύπο C19H28O2. Αποτελεί τη βασική ορμόνη η ποσότητα της οποίας διαφοροποιεί τον αρσενικό από τον θηλυκό οργανισμό. Η ποσότητα της ελέγχεται στον οργανισμό των αθλητών και η υπέρβαση των ορίων είναι αυστηρά απαγορευμένη επειδή θεωρείται ότι η παρουσία της βελτιώνει σημαντικά τις επιδόσεις τους. Tetanolysin [Τετανολυσίνη] Βιοχημ. Οργανική ένο)ση της κατηγορίας των τοξινών που προσκολλάται στις χωλιστερόλες. Η προσκόλληση της στην κυττοπλασματική μεμβράνη καθιστά τη μεμβράνη διαπερατή

- 1367 -

Tetradccvlamine

από ιόντα και άλλα μόρια. χλωροδιφθοροαιΟάνιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στεTetra-(2-ethylbutyl)silicate [Τέτρα-2-αιθυλβουτυλικό ρεής ή υγρής φάσης με MB 202, σ.ζ. 93°C σημείο ανάπυρίτιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με φλεξης - 2 6 C και εμπειρικό τύπο CCI2FCCI2F. ΕμφαΜΒ 433, σ.τ. —70°C, σ.ζ. 166-171°C (0.27kPa) και νίζεται αδιάλυτο στο νερό ενώ τα διαλυτικά χαρακτηεμπειρικό τύπο ((C 2 H 5 )C 4 H80) 4 Si. Εμφανίζει μικρή ριστικά του αξιοποιούνται σε πολλές βιομηχανικές τοξικότητα και χρησιμοποιείται σε κεραμικά, γυαλιά, δραστηριότητες. χρώματα, λιπαντικά. Sym-Tetrachloroethane [Συμ-τετραχλωροαιΟάνιο] T c t r a a m y l b e n z e n e [Τετρααμυλοβενζένιοί Ομγ.Χημ. Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 167, σ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 358, σ.ζ. τ. -36°C, σ.ζ. ~145°C και εμπειρικό τύπο CHCI2CHCI2. -320°C, σημείο ανάφλεξης 295 F και εμπειρικό τύπο Εμφανίζει μικρή διαλυτύτητα στο νερό και αξιοποιεί(C5Hn)4C6H2. Εμφανίζει ευχάριστο άρωμα ενώ μπορεί ται, είτε ως διαλύτης είτε μαζί με άλλους χλωριωμένα αξιοποιηθεί ως διαλύτης σε διάφορες βιομηχανικές νους υδρογονάνθρακες στην ηλεκτρονική, εφαρμογές. Tetrachloroethylenc [Τετραχλίοροαιθυλένιο] Οργ. T e t r a b r o i n o b i s p h e n o l Α [Τετραβρωμοβισφαινόλη Α] Χημ. Υγρή οργανική ένωση γνωστή και ως υπερχλωΟργανικιί ένωση στερεής άμορφης δομής με MB 543, ροαιθυλενιο με σ.ζ. - 1 2 0 υ 0 , και εμπειρικό τύπο σ.τ. —182 JC και εμπειρικό τύπο C,5H,2Br 4 0 2 . ΕμφανίCC12CC12. Βρίσκει ευρεία χρήση ως υλικό καθαρισμού ζει μικρή διαλυτότητα στο νερό (ση στερεής κρυΟργανική ένωση που συναντάται σε δυο διαφορετικές σταλλικής ή άμορφης δομής, με MB 284, σ.τ.255°0, σ. ισομερείς μορφές: την 2,4,5,6 τετραχλωροφαινόλη (σ. ζ. 371°C και εμπειρικό τύπο QCI4O3. Εμφανίζεται ι- τ. >50°C) και την 2.3.4.6 τετραχλωροφαινόλη (σ.τ. διαίτερα τοξική και ευαίσθητη στον αέρα και βρίσκει -70°C). Είναι στερεής φάσης, με MB 230 και εμπειριεφαρμογή στην κλωστοϋφαντουργία και σε πολυμερή. κό τύπο C^HCLiOH. Και τα δυο ισομερή εμφανίζονται T e t r a b u t y l T i t a n a t e [Τετραβουτιλικός τιτανίτης] Οργ. ιδιαίτερα τοξικά γεγονός που αξιοποιείται στην παραΧημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με κίτρινο χρώμα, σκευή φυτοφαρμάκων. γνωστή και ως τετραβουτιλικός ορθοτιτανίτης, με MB 340.4, σ.τ. -55°C, σ.ζ. 312°C και εμπειρικό τύπο (C 4 H 9 0) 4 Ti. Προκαλεί ερεθισμούς στο δέρμα και στα μάτια γι'αυτό και πρέπει να γίνεται προσεκτικά ο χειρισμός του. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων. T e t r a b u t y l U r e a [Τετραβουτιλική ουρία] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 284, σ.τ. <60°C, σ.ζ. 305°C και εμπειρικό τύπο (C 4 H 9 ) 4 N 2 CO. Εμφανίζεται σχεδόν αδιάλυτη στο νερό και βρίσκει εφαρμογή ως πλαστικοποιητής σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες. T e t r a b u t y l t h i u r a m Disulfide [Διθειούχος τετραβουτυλθειουράμη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 408, σ.τ. -30°C και εμπειρικό τύπο [(C 4 H 9 ) 2NCS2]2· Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες. T e t r a b u t y l t i n [Τετραβουτιλικός κασσίτερος] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 347, σ.τ. -97 C, σ.ζ. 145°C υπό πίεση 10 mmHg και εμπειρικό τύπο C f J ^ S n . Είναι διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, ενώ βρίσκει εφαρμογή ως πρόσθετο λιποντικών λόγω των αντιδιαβρωτικών της ιδιοτήτων. T e t r a c a i n e H y d r o c h l o r i d e [Υδροχλωρική τετρακαϊνη] Ομγ.Χημ. Οργανικό άλας στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 300, σ.τ. 148°C, εμπειρικό τύπο C 15 H 24 0 2 N 2 .HC1. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και σε πολικούς οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό στο οποίο συχνά προστίθεται και αδρεναλίνη για την παρεμπόδιση αγγειοδιαστολής. T e t r a c h l o r o b e n z e n e [Τετραχλωροβενζόλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεάς κρυσταλλικής δομής, που συναντάται σε δυο ισομερείς μορφές, με MB 212, σ.τ. 47°C ή 135°C και εμπειρικό τύπο C ^ C U . Έχει μικρή διαλυτότητα στο νερό ενώ είναι διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Βρίσκει πολλές βιομη-

T c t r a c h l o r o p h t h a l i c Acid [Τετραχλωροφθαλικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 302 και εμπειρικό τύπο C6Cl 4 (C0 2 H) 2 . Εμφανίζεται διαλυτό σε θερμό και δυσδιάλυτο σε ψυχρό νερό. Βρίσκει εφαρμογή ως ενδιάμεσο χημικής σύνθεσης και σε βιομηχανίες χρωμάτων. Tetrachlorophthalic Anhydride [Τετραχλωροφθαλικός ανυδρίτης] ΟμγΧημ. Στερεή οργανική ένωση κρυσταλλικής δομής με σ.τ. 255-256°C, σ.ζ. 371°C και εμπειρικό τύπο CRCUO^. Είναι ένωση σταθερή που διαλύεται στο νερό και δεν αντιδρά με ισχυρά οξειδωτικά μέσα. Χρησιμοποιείται σε φάρμακα και σε χρώματα. T e t r a c o s a n e [Τετρακοζάνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεάς κρυσταλλικής δομής, με ΜΒ339, σ.τ. 52°C, σ. ζ. 391UC και εμπειρικό τύπο C24H50. Είναι αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Βρίσκει εφαρμογή στη χημική σύνθεση. T e t r a c y a n o e t h y l e n e [ΤετρακυανοαιΟυλένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 128,, σ.τ. ~200UC και εμπειρικό τύπο (CN)2C2 (CN) 2 . Παρουσιάζει καταλυτική δράση στην παρασκευή εποξειδίων, ενώ βρίσκει εφαρμογή και στην παρασκευή πολυμερών με υψηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα. n - T e t r a d e c a n e [ν-Τετραδεκάνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 198, σ.τ. ~5°C, σ.ζ.-250°C και εμπειρικό τύπο CH3(CH2) 12CH3. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, ενώ βρίσκει εφαρμογή ως διαλύτης, Ι - T e t r a d e c e n e [1-Τετραδεκένιο] Οργ.Χημ. Οογανική ένωση υγρής φάσης, με MB 196, σ.τ.—12 C, σ.ζ. 256°C και εμπειρικό τύπο CH 2 CH(CH2)nCH3. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης στην παραγωγή φαρμάκων, λόγω των εξαιρετικών διαλυτικών του χαρακτηριστικών και της μη τοξικότητάς του.

χανικές εφαρμογές ως ενδιάμεσο χημικών ή φαρμα- T e t r a d c c y l a m i n e [Τετραδεκυλαμίνη] Ομγ.Χημ. Οργακευτικών προϊόντων και ως εντομοκτόνο. νική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 213, Sym-Tetrachlorodifluoroethane [Sym-τετρασ.τ. 37°C, σ.ζ. ~290°C και εμπειρικό τύπο C14H29NH2.

Tetradecylmercaptan

- 1368 -

Εμφανίζεται διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες και αδιάλυτη στο νερό. Παρουσιάζει τοξικότητα στους μικροοργανισμούς που αξιοποιείται στην παραγωγή βακτηριοκτόνων. Tetradecylmercaptan [Τετραδεκυλομερκαπτάνη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 230, σ. ζ. - 1 7 5 C Kat εμπειρικό τύπο CH3(CH2)i3SH. Αποτελεί παράγωγο της μυριστικής αλκοόλης (CH 3 (CH 2 )i30H) όπου το Ο της καρβοξυλομάδας έχει αντικατασταθεί με S. T e t r a d e n t a t e Ligand [Τετρασχιδής υποκαταστάτης] Ανοργ.Χημ. Υποκαταστάτης, όρος ο οποίος χρήσιμοποιείται για μόρια ή ιόντα που συνδέονται με ένα κεντρικό μεταλλικό ιόν στα σύμπλοκα ιόντα, που έχει τέσσερα ενεργά κέντρα σύνδεσης με το μεταλλικό ιόν. Tetradic [Τετραδικός] Μαθημ. Είναι ένας παλαιότερος όρος, ο οποίος χρησιμοποιόταν για το γραμμικό μετασχηματισμό δυαδιών. Tetraethanolammonium Hydroxide [Υδροξείδιο του τετρααιθανολαμμωνίου] ΟργΧημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 211, σ.τ. 123°C και εμπειρικό τύπο (HOCH2CH2)4NOH. Είναι διαλυτό στο νερό, ενώ το διάλυμα του αποσυντίθεται υπό θέρμανση. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης σε ποικίλες βιομηχανικές εφαρμογές. Tetraethylammonium Chloride [Χλωριούχο τετρααιθυλαμμώνιο] Οργ.Χημ Οργανικό άλας στερεάς κρυσταλλικής δομής, με MB 165, σ.τ. 123°C και εμπειρικό τύπο (C 2 H 5 ) 4 NCl. Είναι διαλυτό στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Βρίσκει εφαρμογή στη νευροφυσιολογία. Tetraethylene Glycol [Τετρααιθυλενογλυκόλη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 194, σ.ζ. ~327 a C και εμπειρικό τύπο H0(C 2 H 4 0)3C 2 H40H. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και αδιάλυτη στους οργανικούς διαλύτες. Αξιοποιείται σε χρώματα, επικαλύψεις και στην επεξεργασία μιγμάτων βενζενίουτολουενίου-ξυλενίου. Tetraethylene Glycol Dimethacrylate [Διμεθυλακριλική τετρααιθυλενογλυκόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 330, σ.ζ. 200°C (ImmHg) και εμπειρικό τύπο C ^ F ^ O ? . Εμφανίζεται διαλυτή σε αρωματικούς, αδιάλυτη σε αλειφατικούς υδρογονάνθρακες. Χρησιμοποιείται στην οδοντοϊατρική (παρασκευή σφραγισμάτων). Tetraethylenepentamine [Τετρααιθυλενοπενταμίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 189, σ. T.<-40t, σ.ζ. ~335°C και εμπειρικό τύπο C8H23N2. Εμφανίζεται διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και το νερό ενώ είναι ιδιαίτερα τοξική στο δέρμα. Μίγματά της με άλλες πολυαμίνες χρήσιμοποιούνται σε λάκες, ως τασιενεργά και ως πρόσθετα καυσίμων και λιπαντικών. Tetraethyllead [Τετρααιθυλομόλυβδος] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, πολύ πτητική, με MB 323, σ.ζ. στους 200°C και εμπειρικό τύπο Pb(C2H<04. Η παραγωγή του μπορεί να γίνει με την ηλεκτρόλυση οργανικών διαλυμάτων όπου η άνοδος θα είναι μόλυβδος και η κάθοδος ατσάλι. Η πιο γνωστή χρήση αυτής της τοξικής οργανικής ένωσης είναι η προσθήκη της στη βενζίνη ως αντικροτικό. T e t r a e t h y l p y r o p h o s p h a t e [Πυροφωσφορικός τετρααιθυλεστέρας] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, υψηλής τοξικότητας, με MB 290, σ.τ. 124°C (P=lmm Hg) και εμπειρικό τύπο C*H2oP207. Πάρου-

σιάζεται διαλυτό στο νερό και στους οργανικούς διαλύτες, ενώ η τοξική του δράση αξιοποιείται στην παρασκευή εντομοκτόνων. Tetrafluoroethylene [Τετραφθοροαιθυλένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση αέριας φάσης, με MB 100, σ . τ - 142°C, σ.ζ. —78 C και εμπειρικό τύπο C2F4. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, μη τοξικό και εύφλεκτο. Η κυριότερη του εφαρμογή είναι στην πολυμερισμένη του μορφή όπου αξιοποιείται στην ηλεκτρονική και χημική βιομηχανία. T e t r a f l u o r o h y d r a z i n e [Τετραφθοροϋδραζίνη] Ανοργ. Χημ. Ανόργανη ένωση αέριας φάσης με MB 104, σ.τ. ~160°C, σ.ζ. -73°C, εμπειρικό τύπο N2F4. Δίνει αντίδράση με νερό, είναι εύφλεκτο, χρησιμοποιείται ως πρόσθετο καυσίμου σε πυραύλους. T e t r a f l u o r o m e t h a n e [Τετραφθορομεθάνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση αέριας φάσης με MB 88, σ.τ.— 183°C, σ.ζ.-128°0 και εμπειρικό τύπο CF4. Πολυαλογονούχο παράγωγο του μεθανίου το οποίο παράγεται με αντικατάσταση 4 II με 4 F και βρίσκει εφαρμογή σε αντιδράσεις πολυμερισμού. Tctrafunctional Molecule [Τετραλειτουργικό μόριο] Οργ.Χημ. Ορος που χαρακτηρίζει οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριο τους τέσσερα ενεργά σημεία, όπου στο καθένα θα μπορούσαν να δώσουν αντίδράση, Tetragon [Τετράγωνο] Μαθημ. Είναι ένα πολύγωνο το οποίο αποτελείται από τέσσερις ίσες πλευρές, οι οποίες είναι κάθετες μεταξύ τους μια προς μια. T e t r a h e d r a l Angle [Γωνία τετραέδρου] Μαθημ. Η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ των τεσσάρων εδρών ενός τετραέδρου είναι η γωνία τετραέδρου. T e t r a h e d r a l Molecule [Τετραεδρικό μόριο] Χημ. Μόριο όπου τα χημικά στοιχεία που το απαρτίζουν βρίσκονται σε τετραεδρική στερεοχημική διάταξη. Παράδείγμα τέτοιου μορίου αποτελεί το μεθάνιο, T e t r a h e d r o n [Τετράεδρο] Μαθημ. Τετράεδρο είναι το σχήμα που αποτελείται από τέσσερις έδρες, δηλαδή από τέσσερις επιφάνειες. Το κανονικό τετράεδρο είναι ένα από τα γνωστά σχήματα του Πλάτωνα, T e t r a h y d r o c a n n a b i n o l [Τετραυδροκανναβινόλη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση με MB 314, σ.ζ. 200°CKai εμπειρικό τύπο C2iH3o02. Η διαλυτότητα της στο νερό είναι 0.28g/100ml νερού(23°0) και αποτελεί το κύριο συστατικό της ινδικής κάνναβης. Χρησιμοποιείται κυρίως για φαρμακευτικούς σκοπούς. T e t r a h y d r o f u r a n [Τετραϋδροφουράνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, υγρής φάσης και χαρακτηριστικής οσμής, με MB 72, σ.τ. -108°C, σ.ζ. 66°C και εμπειρικό τύπο C 4 H 8 0. II υψηλή διαλυτότητα της έναντι του νερού και των περισσοτέρων οργανικών διαλυτών σε συνδυασμό με τη μικρή τοξικότητα της στον ανθρώπινο οργανισμό, την καθιστούν ιδανικό διαλυτικό μέσο που βρίσκει εφαρμογή σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες. T e t r a h y d r o f u r f u r y l Acetate [Οξική τετραϋδροφουρφουράλη] ΟργΧημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 144, σ.ζ. 194°C και εμπειρικό τύπο C 7 H 12 03. Παράγεται από την αντίδραση της αντίστοιχης αλκοόλης με τον οξικό ανυδρίτη. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες. Tetrahydrofurfuryl Alcohol [Τετραϋδροφουρφουριλική αλκοόλη] ΟργΧημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 144, σ.τ. -80UC, σ.ζ. 1-78°C και εμπειρικό τύπο C5H10O2. Παρουσιάζεται διαλυτή στο νερό και λόγω

- 1369 της διαλυτικής της ικανότητας αξιοποιείται ως διαλύτης σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες. T e t r a h y d r o f u r f u r y l P h t h a l a t e [Φθαλική τετραϋδροφουρφουράλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής συνήθως φάσης με MB 335, σ.τ.<15°0 και εμπειρικό τύπο C^H^O*. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό. T e t r a h y d r o f u r f u r y l a m i n e [Τετραϋδροφουρφουριλική αμίνη) ΟργΧημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 101, σ.ζ. 153-154 C, σημείο ανάφλεξης 45°C και εμπειρικό τύπο CsHnNO. Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό και αξιοποιείται ως διαλύτης. T e t r a h y d r o f u r f u r y l o l e a t e [Τετραϋδροφουρφουριλικό έλαιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με σ. τ. -30l)C, σ.ζ. 240 C (5 mmHg) και εμπειρικό τύπο C 2 3 H 4 2 0 3 . Χρησιμοποιείται ως πλαστικοποιητής και είναι συμβατό με κυτταρινούχα παράγωγα, συνθετικές και φυσικές ρητίνες. T e t r a h y d r o l i n a l o o l [Τετραϋδρολιναλοόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 158 και εμπειρικό τύπο C| 0 H 2 iOH. Αποτελεί παράγωγο της λιναλοόλης, μιας τερπενικής αλκοόλης με ευρεία χρήση σε αρώματα και σε πρόσθετα τροφίμων, και έχει αντίστοιχες εφαρμογές. T e t r a h y d r o n a p h t h a l e n e [Τετραϋδροναφθαλίνη] Οργ. Χημ.. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 132, σ.τ.35 C, σ.ζ. 207 C και εμπειρικό τύπο C10H,2. Εμφάνιζεται αδιάλυτη στο νερό και ευαίσθητη στον αέρα. Αξιοποιείται στις βιομηχανίες χρωμάτων ως αντικατάστατο του τερεβινθελαίου. T e t r a h y d r o x y a d i p i c Acid [Τετραϋδροξυαδιπικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής ή υγρής φάσης με MB 210, σ.τ. ~210°C και εμπειρικό τύπο COOH (CHOH) 4 COOH. Εμφανίζεται αδιάλυτη σε αλκοόλες και αιθέρες. Tetraiodocthylene [Τετραϊωδοαιθυλένιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 532, σ.τ. ~190°C και εμπειρικό τύπο I 2 C=CI 2 . Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό, ενώ διαλύεται στην αιθυλική αλκοόλη. Βρίσκει εφαρμογή σε φαρμακευτικά παρασκευάσματα όπου αξιοποιείται η αντισηπτική του δράση. Tetraiodofluorescein [Τετραϊοδοφλουορεσκεϊνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση υπό μορφή στερεής σκόνης με MB 836 και εμπειρικό τύπο QZOHROSL*. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό, ελάχιστα διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, διαλυτή σε αλκαλικά διαλύματα. Έχει χρωστικές ιδιότητες που αξιοποιούνται στην αναλυτική χημεία όπου κα^ χρησιμοποιείται ως δείκτης. T e t r a i s o p r o p y l t h i u r a m Disulfide [Δισουλφιδική τετραϊσοπροπυλθειουράμη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής, άμόρφής δομής, με MB 352, σ.τ.-95°0 και εμπειρικό τύπο [(CH 3 CH 3 CH) 2 NCS] 2 S2. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες. Tetrakis(hydiOX}methyi)phosphoniuni Chloride [Τεφάκιςυφιξυ-μέθυλ-ίροχτφορικό χλώριο] Ομ/Χημ Οργανική ένωση κρυσταλλικής στερεής δομής με MB 190 και εμπειρικύ τύπο (HOCH2) 4 PCl. Εμπορικά συναντάται ως υδατικό του διάλυμα και χρησιμοποιείται στην επεξεργασία αντιπυρικών υφασμάτων. T e t r a m e r (Τετραμερές] Ομγ.Χημ. Κάθε οργανική ένωση που σχηματίζεται από τη συνένωση τεσσάρων ομοίων μορίων. Ανήκουν στην κατηγορία των ολιγομερών, ενώ οποιαδήποτε οργανική ένωση που σχημάτιζεται από την συνένωση πάνω από τεσσάρων οργανικών

Tetra propylene

μορίων χαρακτηρίζεται πολυμερές. Παράδειγμα τέτοιας ένωσης αποτελούν οι τετρασακχαρίτες. Tetramethyldiaminobenzophenone [Τετραμεθυλδιάμινοβενζοφαινόνη] ΟργΧη^ι Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 268, σ.τ. 172°C, σ.ζ.360°0 και εμπειρικό τύπο C17H20N2O. Εμφανίζεται σχεδόν αδιάλυτη στο νερό και βιομηχανικά αξιοποιείται στην παραγωγή χρωμάτων. T e t r a m e t h y l l e a d [Τεταμεθυλικός μόλυβδοςΐ Οργ.Χψι. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 267, σ.τ. -27' C, σ.ζ. 110UC και εμπειρικό τύπο (CH 3 ) 4 Pb. Παρουσιάζεται αδιάλυτη στο νερό, ενώ αξιοποιείται, αν και σε μικρύτερο βαθμό από τον τετρααιθυλικό μόλυβδο, η αντικροτική της δράση σε κινητήρες βενζίνης. T e t r a m e t h y l s i l a n e [ΤετραμεΟυλπυρίτιο] ΟργΧημ. Οργανική ένο)ση υγρής φάσης, με MB 88, σ.τ.-27 C, σ.ζ. -26.6* C και εμπειρικό τύπο (CH.04Si. Εμφανίζεται ιδιαίτερα εύφλεκτο και αποσυντίθεται παρουσία νερού. Το χαμηλό σημείο τήξης και τα εύφλεκτα χαρακτηριστικά του, επιτρέπουν την αξιοποίηση του ως καύσιμο αεροπλάνων. T e t r a m e t h y l t h i u r a m M o n o s u l f i d e [Μονοσουλφιόική τετραμεθυλθειουρία] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 208, σ.τ. 106- 108UC και εμπειρικό τύπο [(CH 3 ) 2 -NCS] 2 S. Εμφανίζει υψηλή διαλυτότητα στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, ενώ τα τοξικά της χαρακτηριστικά επιτρέπουν την αξιοποίηση της ως εντομοκτόνο, T e t r a m e t h y l u r e a [Τετραμεθυλουρία] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 116, σ.τ. -1°C, σ.ζ. 175 JC και εμπειρικό τύπο C j H u i ^ O . Είναι διαλυτή στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες ενώ παρουσιάζει υγροσκοπικά χαρακτηριστικά, Χρησιμοποιείται ως διαλύτης για μη υδατικές τιτλοδοτήσεις. T e t r a n i t r o m e t h a n e [Τετρανιτρομεθάνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής ή στερεής φάσης με MB 196, σ.τ. 14 C, σ. ζ. 126°C και εμπειρικό τύπο CN 4 O s . Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και με χαρακτηριστική οσμή. Βρίσκει εφαρμογή στην αντίδραση σύνθεσης της τυροσίνης και ως αντιδραστήριο αναλυτικής χημείας. T c t r a p h e n y l t i n [Τετραφαινυλικός κασσίτερος] Οργ. Χημ Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 427, σ.τ. 225-226°C, σημείο ανάφλεξης 232°C και εμπειρικό τύπο C24H2oSn. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και χρησιμοποιείται κατά τις διεργασίες πολυμερισμού. T e t r a p h o s p h o r o u s Trisulfide [Τριθειούχος τετραφωσφόρος] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 220, σ.τ. 173°C, σ.ζ. 407UC και χημικό τύπο P4S3. Εμφανίζεται αδιάλυτος στο νερό και χρησιμοποιείται στην παρασκευή σπίρτων, ενώ είναι γνωστή και η αλλεργική του δράση στο δέρμα. T e t r a p o t t a s i u m P y r o p h o s p h a t e [Γίυροφωσφορικό κάλλιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, που συνήθως συναντάται στην ένυδρη μορφή της (3Η 2 0), με MB 330, σ.τ. 1100 J C και χημικό τύπο K_i07p2. Παρουσιάζεται διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται σε οδοντόπαστες κατά της τερηδόνας και ως αντιδραστήριο αναλυτικής χημείας, T e t r a p r o p y l e n e [Τετραπροπυλένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, γνωστότερη και ως δωδεκάνιο, υγρής φάσης με MB 170, σ.τ. ~-10°C, σ.ζ. 2160Ο<αι εμπειρικό τύπο C| 2 H 26 . Η διαλυτότητα του στο νερό είναι ~0. lg/ 100ml

Tetrapyrrole

- 1370 -

(T=25UC). Αξιοποιείται ως διαλύτης σε διεργασίες ανάκτησης του ραδιενεργού πλουτωνίου και ως εναλλακτικό καύσιμο (αρ. οκτανίου 38-43). T e t r a p y r r o l e [ϊετραπυρόλη] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων στις οποίες εμφανίζονται 4 πυρολλικοί δακτύλιοι (C 4 H 5 N) και οι οποίες συναντώνται σε διάφορα μεταβολικά στάδια φυτικών οργανισμών. Tetrasodium P y r o p h o s p h a t e [Πυροφωσφορικό νάτριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο άλας, στερεής κρυσταλλικής ή άμορφης δομής, με MB 265, σ.τ. 880°C και χημικό τύπο Νθ4θ 7 Ρ 2 . Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις καταβύθισης, αλλά και στην επεξεργασία προϊόντων κρέατος. T c t r a t e r p e n e [Τετρατερπένιο] Ομγ.Χημ. Οργανικές ενώσεις που αποτελούν την τετραμερή μορφή των τερπενίων, με MB 544 και εμπειρικό τύπο (CIOHM)* Ανακτώνται συνήθως από φυτά και αξιοποιούνται σε φάρμακα, καλλυντικά, ρητίνες για χρώματα και στιλβωτικά και αρώματα. 4,6,3' 9 4'-Tetraxydroxyaurone [4,6,3',4' - Τετραϋδροξυωρόνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση με MB 271 και εμπειρικό τύπο C^HnOs. Λαμβάνεται από τα φύλλα διαφόρων δέντρων, όπως πχ. της λεμονιάς, και έχει ευχάριστο άρωμα. Tetrazene [Τετραζένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 188 και εμπειρικό τύπο H2NC(NH)3N2C(NH)3NO. Εμφανίζεται σταθερό μέχρι τους 75 C, ενώ απελευθερώνει μεγάλη ενέργεια κατά την έκρηξη του, χαρακτηριστικό που αξιοποιείται στην παρασκευή εκρηκτικών υλών, Tetrodotoxin [Τετροδοτοξίνη] Βιοχημ. Οργανική] ένωση μεγάλης βιολογικής σημασίας με MB 319 και εμπειρικό τύπο CnHuNjOe. Μπορεί να ανακτηθεί από θαλάσσια ψάρια, βατράχια και διάφορους άλλους ζωικούς οργανισμούς. Αποτελεί σημαντικό εργαλείο στις νευροφυσιολογικές μελέτες καθώς προκαλεί ειδική παρεμπόδιση στη διέγερση των νεύρων. Tetrose [Τετρόζη] Βιοχημ. Στερεές οργανικές ενώσεις με βιολογική δράση που ανήκουν στην κατηγορία των μονοσακχαριτών και περιέχουν στη δομή τους τέσσερα άτομα άνθρακα. Η αρίθμηση των ατόμων άνθρακα αρχίζει από το πλησιέστερο στην αναγωγική ομάδα ακραίο άτομο άνθρακα. Είναι διαλυτά στο νερό, λιγότερο διαλυτά σε αιθυλική και μεθυλική αλκοόλη, και αδιάλυτα σε λιπόφιλους διαλύτες. Tetryl [Τετρύλιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 287, σ.τ. 129°C, σ.ζ. 187°C και εμπειρικό τύπο C7H5N5O8. Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό (0.02g/100ml) και είναι ιδιαίτερα τοξική προκαλώντας περιβαλλοντικά προβλήματα. Text Editing [Επιμέλεια κειμένου] Πλημ. Η διαδικασία επεξεργασίας, ελέγχου και διόρθωσης ενός κειμένου, η οποία πραγματοποιείται με τη βοήθεια ενός ειδικού προγράμματος, γνωστό ως ε π ι μ ε λ η τ ή ς ^ i to Γ). Thalasophile Element [Θαλασσόφιλο στοιχείο] Γεωχημ. Ειδική κατηγορία υδατόφιλων στοιχείων τα οποία εμφανίζονται πιο δραστικά στις συνθήκες θαλασσινού νερού (ρΗ, αγωγιμότητα κτλ.) παρά σε συνθήκες απιονισμένου νερού. Thalline [Θαλλίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 163, σ.τ. ~40°C, σ.ζ. 280°C και εμπειρικό τύπο C9H6N(OCH3)H4. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες, ενώ βιομηχανικά αξιοποιείται στην παραγωγή φαρμάκων. Thallium [Θάλλιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό

αριθμό 81, ατομικό βάρος 204.4, σ.τ. 304°C και σ.ζ. -1650°C, που ανήκει στην 111 ομάδα, ομάδα βορίου, των στοιχείων του περιοδικού πίνακα και συμβολίζεται με ΤΙ. Συναντάται σε κρυσταλλική μορφή, και ως μονοσθενές ή τρισθενές κατιόν. Εμφανίζει δηλητηριώδη χαρακτηριστικά που το καθιστούν αντιεμπορικό. Χρησιμοποιείται σε κράματα και στην υαλουργία. Thallium Acetate [Οξικό θάλλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 263, σ.τ. 13l"C και εμπειρικό τύπο CH3COOTI. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Παρουσιάζει ιδιαίτερα δηλητηριώδη χαρακτηριστικά τα οποία αξιοποιούνται από τη βιομηχανία φαρμάκων. Thallium Bromide [Βρομιούχο θάλλιο] Α νομγ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 284, σ.τ. 460°C και χημικό τύπο TIBr. Εμφανίζεται δυσδιάλυτο στο νερό και με ισχυρά δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, ενώ εμπορικά αξιοποιείται η ιδιότητα του να επιτρέπει τη διέλευση της υπερύθρου ακτινοβολίας. Thallium C a r b o n a t e [Ανθρακικό θάλλιο] Α νομγ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 468, σ.τ. 272"C και χημικό τύπο T I C O 3 . Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και με δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, ενώ αξιοποιείται στην παρασκευή τεχνητών διαμαντιών. Thallium Chloride [Χλωριούχο θάλλιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, με κρυσταλλική δομή, MB 239, σ.τ. 430°C, σ.ζ. 72()°C και χημικό τύπο TICK Εμφανίζεται δυσδιάλυτο στο νερό και με δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, ενώ αξιοποιούνται οι καταλυτικές του δράσεις σε οργανικές αντιδράσεις χλωριώσεων. Thallium Hydroxide [Υδροξείδιο του θαλλίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση του μονοσθενούς θαλλίου που συναντάται στην ένυδρη της μοροή, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 239, σ.τ. 139 C και χημικό τύπο ΤΙ0Η.Η 2 0. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες, ενώ αξιοποιείται η αλλαγή του χρώματος της όταν βρίσκεται υπό διάλυση και υποβληθεί σε μεταβολή ρΗ, στη χρήση της ως δείκτη ρΗ. Thallium Iodide [Ιωδιούχο θάλλιο] Α νομγ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, ιιε στερεή κρυσταλλική δομή, MB 331, σ.τ. 440°C, σ.ζ. 824°C και χημικό τύπο Τ11. Εμφανίζεται δυσδιάλυτο στο νερό και με δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, ενώ αξιοποιείται η ιδιότητα του να επιτρέπει τη διέλευση της υπερύθρου ακτινοβολίας όπου χρησιμοποιείται συχνά σε συνεργασία με το βρομιούχο θάλλιο. Thallium Monoxide [Μονοξείδιο του θαλλίου] Ανομγ. Χημ. Ανόργανη ένωση του μονοσθενούς θαλλίου, στερεή σκόνη, MB 424, σ.τ. 300°C, σ.ζ. 1080°C και χημικό τύπο Τ120. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες, έχει δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, και αξιοποιείται στην παραγωγή οπτικών γυαλιών. Thallium Nitrate [Νιτρικό θάλλιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 266, σ.τ. 206°C και χημικό τυπο Τ1Ν0 3 · Εμφανίζεται δυσδιάλυτο στο νερό και με δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, ενώ αξιοποιείται ως αντιδραστήριο αναλυτικής χημείας. Thallium Sulfate [Θειικό θάλλιο] Α νομγ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 504, σ.τ. 632°C και χημικό τύπο

-1371 -

T1 2 S0 4 . Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και με δηλητηριώδη χαρακτηριστικά τα οποία αξιοποιούνται στην παρασκευή εντομοκτόνων και φαρμάκων. Thallium Sulfide [Θειούχο θάλλιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο άλας του μονοσθενούς θαλλίου, υπό μορφή στερεής σκόνης, MB 440, σ.τ. 448UC και χημικό τύπο ThS. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και με δηλητηριώδη χαρακτηριστικά, ενώ βιομηχανικά αξιοποιείται η ευαισθησία του στην υπέρυθρη ακτινοβολία. Thebaine [Θεβαϊνη] Ομγ.Χημ Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με ΜΒ311, σ.τ. ~190°C και εμπειρικό τύπο C19H21NO3. Ανακτάται από το φυτό Papaver somniferum και αποτελεί συστατικό του οπίου. Η παραγωγή του είναι εφικτή και συνθετικά ενώ χρησιμοποιείται για σύνθεση σειράς ναρκωτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση του εθισμού σε αλκοόλ και ναρκωτικά. T h e n a r d i t e [Θεναρδίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, γκρίζου, κίτρινου ή κόκκινου χρώματος όταν έχει προσμίξεις, με σύνθεση Na 2 S0 4 . Έχει σχεδόν ρητινώδη υφή. Είναι γνωστοί 5 διαφορετικοί πολυμορφισμοί του. Εργαστηριακά λαμβάνεται με κρυστάλλωση του σε απ ιονισμένο νερό στους 32.4ϋΟ. Thenyl [Θενυλική] Οργ.Χημ. Πρόθεμα που χαρακτηρίζει την κατηγορία των οργανικών ενώσεων που περιλαμβάνουν στη δομή τους την ομάδα C 4 H 3 S C H 2 - . Παράδειγμα ενώσεων αυτής της κατηγορίας αποτελεί η θενυλδιαμίνη (C14II19N3S). T h e o b r o m a Oil [Θεοβρομέλαιο] Τεχνυλ. Οργανική ένωση της κατηγορίας των λιπαρών με σ.τ. -40°C. Ανακτάται με εκχύλιση από τους κόκκους του κακάο, ενώ συνθετικά μπορεί να παραχθεί από το φοινικέλαιο. Βρίσκει εφαρμογή στα τρόφιμα, αλλά και σε προϊόντα προστασίας δέρματος. T h e o b r o m i n e [Θεοβρωμίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 180, σ.τ. 290295°C και εμπειρικό τύπο C7HSN4O2. Αποτελεί συστατικό του καωέ, εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό. ενώ βρίσκει εφαρμογή σε φάρμακα λόγω της διουρητικής της δράσης. Theodolite [Θεοδόλιχο] Γεωδ. Είναι το σημαντικότερο γωνιομετρικό όργανο που χρησιμοποιείται στις Γεωδαιτικές εργασίες. Παρέχει οριζόντιες και κατακόρυφες γωνίες με πολύ απλό τρόπο και μεγάλη ακρίβεια μέτρησης. Επίσης δίνει τη δυνατότητα να μετρηθούν οπτικά και οι οριζόντιες αποστάσεις. Τα βασικότερα τμήματα από τα οποία αποτελείται είναι δύο δίσκοι, ένας οριζόντιος και ένας κατακόρυφος, καθώς και ένα τηλεσκόπιο και στηρίζεται επάνω σε έναν τρίποδα. Theophylline [Θεοφυλλίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 180, σ.τ. 272°C και εμπειρικό τύπο C7H8N4O2. Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό (0.1 -0.5g/l 00ml, Τ=25) κι αποτελεί συστατικό του καφέ. Βρίσκει εφαρμογή σε φάρμακα που καταπολεμούν τη βρογχίτιδα και είναι απαγορευμένη ουσία ντόπινγκ. Theorem [Θεώρημα] Μαθημ. Θεώρημα είναι μια λογική μαθηματική πρόταση, οι ισχυρισμοί της οποίας έχουν τεκμηριωθεί και αποδειχθεί επιστημονικά. Κάθε μαθηματική πρόταση αποτελείται από δύο επιμέρους τμήματα, την υπόθεση και το συμπέρασμα, και απαιτεί απόδειξη βασισμένη σε αξιο')ματα ή ήδη αποδεδειγμένα θεωρήματα. Theorem Of C o r r e s p o n d i n g States [Θεώρημα των

T h e r m a l Black

αντίστοιχων καταστάσεων] Φυσ. Θεώρημα σύμφωνα με το οποίο όλες οι ουσίες όταν συγκριθούν στις ίδιες ανοιγμένες θερμοκρασίες και πιέσεις έχουν τους ίδιους ανοιγμένους όγκους. Πειραματικά βρέθηκε ότι η συμπεριφορά μόνο λίγων ουσκόν προβλέπεται σωστά με αυτή τη θεωρία, ωστόσο συμβάλλει στην ικανοποιητική ομαδοποίηση της ογκομετρικής συμπεριφοράς πολλών ρευστών. Theoretical Air [Θεωρητικός αέρας] Τεχνυλ. Το ελάχιστο ποσό του αέρα ή οξυγόνου που απαιτείται κατά τη διεργασία της πλήρους καύσης. Ορισμένες φορές συναντάται κι ο ύρος απαιτούμενος αέρας. Στην πράξη η καύση συνήθως λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες περίσσειας αέρα. Theoretical Frequency [Θεωρητική συχνότητα] Μαθημ. Κάθε στατιστικά κατανομή χαρακτηρίζεται από μια συχνότητα η οποία την διέπει. Αν σε ένα δείγμα που εξετάζουμε παρατηρηθεί μια γνωστή συχνότητα κατανομής, τότε λέμε ότι έχουμε την θεωρητική συχνότητα της συγκεκριμένης κατανομής Theoretical Plate [Θεωρητικός δίσκος] Χημ.Μηχ. Η απόδοση κάθε αποστακτικής στήλης εκφράζεται με τον αριθμό των θεωρητικών δίσκων. Ένας θεωρητικός δίσκος αντιστοιχεί στο αποτέλεσμα διαχωρισμού ενός βήματος εξατμίσεως-συμπυκνώσεως. Οι πραγματικοί δίσκοι είναι ίσοι με τους θεωρητικούς μόνο στην περίπτωση δίσκων με βαθμό απόδοσης 100%. Στην πράξη λόγω διαφόρων τεχνικο')ν περιορισμών ο αριθμός των δίσκων είναι μεγαλύτερος από το θεωρητικό. Theory [Θεωρία] Μαθημ. Το σύνολο όλων των αρχών, των αξιωμάτων, των θεωρημάτων, των ορισμών και των κανόνων, τα οποία διέπουν και σχετίζονται με μαθηματικά αντικείμενα, μαθηματικές έννοιες και υπολογισμούς Theory Of Runs [Θεωρία διαδοχής] Στατ. Με την βοήθεια αυτής της θεωρίας μπορούμε να ελέγξουμε την τυχαιύτητα των δειγματικο')ν ελέγχων. Αυτοί οι έλεγχοι εμπεριέχουν μια σειρά χαρακτηριστικών ποσοτήτων όπως είναι η δειγματική συχνότητα. Theory Of Equations [Θεωρία των εξισώσεων] Μαθημ. Είναι η θεωρία η οποία σχετίζεται με την επίλυση πολυωνυμιών εξισώσεων (δευτέρου βαθμού, τρίτου βαθμού κ.τ.λ), μέθοδοι που ακολουθούνται για να επιτευχθεί η επίλυση τους, η σχέση μεταξύ των ριζών των εξισώσεων και η ερμηνεία που προκύπτει από την μελέτη των λύσεων αυτών. Theory Of S t r u c t u r e s [Θεωρία κατασκευών] Ωυλ. Μηχ. Είναι η θεωρία που μελετάει και αναπτύσσει τις βασικές αρχές για την ισορροπία των κατασκευών και τις εντατικές καταστάσεις και τις παραμορφώσεις που προκαλούν σε αυτές οι επιβαλλόμενες φορτίσεις. Είναι γνωστή απλά και με τον όρο Στατική. T h e r m [Θερμίδα] Φυα. Αποτελεί μονάδα μέτρησης θερμότητας ισοδύναμη με 1.06 x 10hJoules. T h e r m a l Analysis [Θερμική ανάλυση] Λναλ.Χημ. Αναλύσεις όπου χρησιμοποιούνται καμπύλες ψύξης και θέρμανσης για τη μελέτη φυσικών και χημικών αλλαγών στα υλικά. Οι πιο γνωστές μέθοδοι θερμικής ανάλυσης είναι: η θερμοβαρυτική ανάλυση, η διαφορική θερμιδομετρική ανάλυση και η θερμομηχανική ανάλυση. T h e r m a l Black [Θερμική αιθάλη] Χημ. Οργανική'] ένωση παραγόμενη από την ατελή καύση του φυσικού αερίου και αποτελεί παράπλευρο προϊόν του, πέραν της ενεργειακής του χρήσης. Χρησιμοποιείται ως πρώτη

Thermal Break

- 1372-

ύλη σε διεργασίες παραγωγής πολυμερών. T h e r m a l B r e a k [Θερμικό φράγμα] Οικοδ. Ως θερμικό φράγμα μπορεί να λειτουργήσει ένα υλικό το οποίο είναι κακός αγωγός της θερμότητας και τοποθετείται ενδιάμεσα σε άλλα υλικά που είναι καλοί αγωγοί με σκοπό τη μείωση της ροής της θερμότητας προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Για παράδειγμα η θερμομόνωση των εξωτερικών τοίχων μίας οικίας αποτελούν στην ουσία ένα θερμικό φράγμα. T h e r m a l C a p a c i t a n c e [Θερμοχωρητικότητα] Φυσ. Γνωστή και ως θερμική χωρητικότητα, αποτελεί τη θερμική ενέργεια, η οποία πρέπει να προσληφθεί από ένα σύστημα για να αυξηθεί η θερμοκρασία του κατά μονάδα και ενώ μια ιδιότητα του συστήματος θεωρείται ότι παραμένει σταθερή. Συνήθως χρησιμοποιούνται η θερμοχωρητικότητα υπό σταθερό όγκο και υπό σταθερή πίεση. T h e r m a l Capacity [Θερμική απόδοση] Φυσ. Αποτελεί χαρακτηριστικό μέγεθος μιας θερμικής μηχανής και είναι το ποσό της θερμικής ενέργειας που μετατρέπεται σε ωφέλιμο μηχανικό έργο προς τη διαφορά ανάμεσα στην ενέργεια που ένας θερμοκινητήρας παραλαμβάνει και απορρίπτει. T h e r m a l C o n d u c t a n c e [Θερμική αγωγιμότητα] Φυσ. Η τάση που παρουσιάζουν τα υλικά να μεταφέρουν θερμότητα όταν υποβληθούν σε μια θερμοκρασιακή διαφορά. Η έννοια της θερμικής αγωγιμότητας βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ηλεκτρική αγωγιμότητα, ενώ συχνά υλικά που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού είναι καλοί αγωγοί και της θερμότητας. T h e r m a l Conductimetry [Θερμική αγώγιμο μετρία] Φυσ. Όλες οι μέθοδοι και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να εκτιμηθεί η θερμική αγωγιμότητα των υλικών. T h e r m a l Conductivity [Θερμική αγωγιμότητα] Φυσ. Γνωστή και ως συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας, που είναι χαρακτηριστικό μέγεθος κάθε υλικού. Ορίζει το κατά πόσο καλός ή κακός αγωγός της θερμότητας είναι το συγκεκριμένο υλικό και προκύπτει από το λόγο του ρυθμού μεταφοράς θερμότητας προς τη διαφορά θερμοκρασίας πολλαπλασιασμένη με το πάχος του υλικού. T h e r m a l Conductivity Cell [Κελί θερμικής αγωγιμότητας] Φυσ. Εργαστηριακή συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας των υλικών και βασίζεται στην τοποθέτηση πλακο')ν συγκεκριμένου μεγέθους του προς μελέτη υλικού στο θερμικά μονωμένο κελί, και στην προσθήκη θερμότητας. T h e r m a l C o n d u c t o r [Θερμικός αγωγός] Φυσ. Υλικό, σε αντιστοιχία με τον ηλεκτρικό αγωγό, που παρουσιάζει μικρή αντίσταση στη μεταφορά θερμικού φορτίου. Συνήθως υλικά που είναι καλοί αγωγοί της θερμότητας είναι και καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού. T h e r m a l Coulomb [Θερμικό κουλόμπ] Φυσ. Μονάδα θερμικού φορτίου, σε αντιστοιχία με το ηλεκτρικό φορτίο που μετράται σε κουλόμπ, που ισοδυναμεί με εντροπία 1J/K. T h e r m a l C r a c k i n g [Θερμική πυρόλυση] Χημ.Μηχ. Τεχνική επεξεργασίας κορεσμένων υδρογονανθράκων που αποσκοπεί στη διάσπαση τους με επιβολή υψηλών θερμοκρασιών, και δίνει ως προϊόντα μίγματα κορεσμένων και ακόρεστων υδρογονανθράκων μικρότερου μοριακού βάρους. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται ευρέως στην τεχνολογία πετρελαίου. T h e r m a l Degradation [Θερμική υποβάθμιση] Χημ.

Αλλοίωση επιθυμητών χαρακτηριστικών βιομηχανικών προϊόντων που οφείλεται στην υποβολή τους σε υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Τέτοια χαρακτηριστικά αποτελούν π. χ. το χρώμα, η γεύση ή η υφή των τροφίμων τα οποία υποβάλλονται σε υψηλές θερμοκρασίες για λόγους αποστείρωσης. T h e r m a l Diffusion [Θερμική διάχυση] Φυσικ.Χημ. Φυσικοχημική ιδιότητα ρευστών σύμφωνα με την οποία μίγματα ρευστών όταν βρίσκονται σε χώρο όπου η θερμοκρασία διαφοροποιείται από σημείο σε σημείο το ρευστό με τα μικρότερα μόρια τείνει να συγκεντρωθεί στα θερμότερα σημεία του χώρου. Αυτή η τάση προκαλεί εσωτερική κίνηση στο μίγμα και με χρήση καταλλήλου εξοπλισμού μπορεί να αξιοποιηθεί σε φυσικούς διαχωρισμούς. T h e r m a l Efficiency [Θερμοκρασιακή απόδοση] Χημ. Μηχ. Όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει την αποτελεσματική ή μη λειτουργία ενός συστήματος εναλλαγής θερμότητας και υπολογίζεται ως ο λόγος της πραγματικής διαφοράς θερμοκρασίας εισόδου-εξόδου του ρευστού ψύξης (ή θέρμανσης) προς τη μέγιστη δυνατή. T h e r m a l Equilibrium [Θερμική ισορροπία] Φυσ. Θερμοδυναμική κατάσταση ενός απομονωμένου συστήματος κατά την οποία δεν παρατηρείται ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ των διαφόρων επιμέρους τμημάτων του με αποτέλεσμα να έχει επικρατήσει η ίδια θερμοκρασία σε όλο το εύρος του συστήματος. Αν το σύστημα βρίσκεται σε θερμική επαφή με το περιβάλλον τότε η κατάσταση θερμικής ισορροπίας αντιστοιχεί σε κατάσταση κατά την οποία το σύστημα και το περιβάλλον έχουν την ίδια θερμοκρασία και δεν ανταλλάσσουν πλέον θερμική ενέργεια. T h e r m a l Excitation [Θερμική διέγερση] Ατομ.Φυσ. Κατάσταση στην οποία μπορούν να βρεθούν άτομα και μόρια κατά την οποία η διέγερση, δηλαδή η μετάβαση σε μεγαλύτερη ενεργειακή κατάσταση, οφείλεται σε συγκρούσεις με διάφορα σωματίδια τα οποία παρέχουν την απαραίτητη ενέργεια για αυτήν την διαδικασία και των οποίων η μέση κινητική ενέργεια είναι ανάλογη της θερμοκρασίας. T h e r m a l Expansion [Θερμική διαστολή] Φυσ. Φαινόμενο το οποίο παρατηρείται σε όλα τα υλικά σοόματα κατά το οποίο η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε αύξηση των διαστάσεων ενός σώματος. Το φαινόμενο οφείλεται στην αύξηση της μέσης κινητικής ενέργειας των ατόμων του υλικού, που είναι ανάλογη της θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνει η μέση απόσταση μεταξύ των ατόμων και παράλληλα να μεγαλώνουν και οι διαστάσεις του σώματος. T h e r m a l Expansion Coefficient [Θερμικός συντελεστής διαστολής] Φνσ. Ονομασία συντελεστή ο οποίος εξαρτάται από την φύση των υλικών και ο οποίος, στην περίπτωση που είναι γραμμικός συντελεστής διαστολής, ισούται με την αύξηση που παρουσιάζει το μοναδιαίο μήκος ενός σώματος όταν η θερμοκρασία του αυξάνει κατά ένα βαθμό. Ισχύει δηλαδή: ΔΙ = γΙΔθ, όπου ΔΙ η αύξηση του μήκους, 1 το μήκος του σώματος σε θερμοκρασία 0°C, Δθ η αύξηση της θερμοκρασίας και γ ο γραμμικός συντελεστής διαστολής. Με ανάλογο τρόπο μπορούν να οριστούν θερμικοί συντελεστές διαστολής για το εμβαδόν και για τον όγκο ενύς σώματος. T h e r m a l F a r a d [Θερμοφαράντ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης θερμοχωρητικότητας, σε αντιστοιχία με τη μονάδα

- 1373 μέτρησης πυκνότητας ηλεκτρικού φορτίου (Farad) που χρησιμοποιείται για τους πυκνωτές στον ηλεκτρισμό, που αντιστοιχεί στην άνοδο θερμοκρασίας 1 Κ για μεταβολή εντροπίας 1 Joule/K. T h e r m a l Gasoline [Θερμική βενζίνη] Τεχνολ. Μίγμα υδρογονανθράκοον μικρού μοριακού βάρους και κατάλληλης συντάξεως (ώστε να επιτευχθεί υψηλός βαθμός οκτανίου) που παράγεται με μετασχηματισμούς βαρύτερων κλασμάτων πετρελαίου με χρήση διεργασιών υψηλής θερμοκρασίας. T h e r m a l H e n r y [Θερμικό Χένρι] Φυσ. Μονάδα μέτρησης θερμικής επαγωγής, σε αντιστοιχία με τη μονάδα μέτρησης ηλεκτρικής επαγωγής (Henry), που υπολογίζεται βάσει του λόγου της μεταβολής της θερμοκρασίας επί τη μονάδα του χρόνου προς τη ροή της θερμότητάς (1 Kx 1 s/ 1W/K). T h e r m a l Hysteresis [Θερμική υστέρηση] Φυσ. Συμπεριφορά που συχνά παρατηρείται σε ορισμένες ιδιότητες των υλικών, οι οποίες εμφανίζουν διαφορετικές τιμές στην ίδια θερμοκρασία ανάλογα με το ιστορικό κατάληξης σε αυτήν, δηλαδή αν η τελική αυτή κατάστάση επιτυγχάνεται με θέρμανση από χαμηλότερες ή ψύξη από ψηλότερες θερμοκρασίες. Η παρατήρηση του φαινομένου γίνεται με τις διάφορες μεθόδους θερμικής ανάλυσης. T h c r m a l Inductance [Θερμική επαγωγή] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ηλεκτρική επαγωγή και υπολογίζεται ως ο λόγος του γινομένου της μεταβολής της θερμοκρασίας με τον χρόνο προς την θερμική ροή από ή προς το σύστημα. T h e r m a l Liquid System [Σύστημα θερμικού υγρού] Χημ.Μηχ. Σύστημα εναλλαγής θερμότητας, όπου η μεταφορά της θερμότητας γίνεται με τη μεσολάβηση ενός υγρού. Οι εναλλάκτες θερμότητας αποτελούν παράδειγμα αυτών των συστημάτων, καθώς συνήθως χρησιμοποιούν νερό για τη θέρμανση (ή ψύξη). T h e r m a l Neutron [Θερμικό νετρόνιο] Φυσ. Όρος γνωστός και ως βραδέα νετρόνια που χαρακτηρίζει νετρύνια που η κινητική τους ενέργεια είναι μικρότερη από 0.4 eV, ενώ η συμπεριφορά τους παρουσιάζει αντιστοιχία με τα μόρια των ιδανικών αερίων στην συνήθη θερμοκρασία. T h e r m a l O h m [Θερμικό Ωμ] Φυσ. Μονάδα μέτρησης της θερμικής αντίστασης, σε αντιστοιχία με τη μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής (Ohm), που ισοδυναμεί στην παραγωγή θερμικής ροής 1W/K για μεταβολή θερμόκρασίας IK. T h e r m a l Polymerization [Θερμικός πολυμερισμός] Χημ.Μηχ. Μέθοδος ανάκτησης βενζίνης από τα αέρια προϊόντα του πετρελαίου. Βασίζεται στη θερμική κατεργασία των αερίων με κατάλληλο τρόπο ώστε να λαμβάνονται πολυμερή που δίνουν χαρακτηριστικά καύσης παρόμοια με αυτά της βενζίνης. T h e r m a l Potential Difference [Θερμική διαφορά δυναμικού] Φυσ. Φυσικό μέγεθος αντίστοιχο του ηλεκτροστατικού δυναμικού που ορίζεται ως η διαφορά της θερμοδυναμικά οριζόμενης θερμοκρασίας σε δύο τυχαία σημεία του χώρου. T h e r m a l P o w e r P l a n t [Θερμική εγκατάσταση ισχύος] Τεχνολ. Ο πιο συχνά συναντώμενος τρόπος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας καθότι είναι ο πιο εύκολος τρόπος αφού βασίζεται στη μετατροπή του θερμικού περιεχομένου ενός καυσίμου υλικού σε ηλεκτρική ενέργεια. Τα μειονεκτήματα της είναι ότι έχει μικρό συντελεστή ενεργειακής μετατροπής, ενώ παράγει και ρυπο-

Thermionic Emission

γόνα αέρια. T h e r m a l Process [Θερμική διεργασία] Χημ.Μηχ. Η κατηγορία των βιομηχανικών διεργασιών που χρησιμοποιούν υψηλές θερμοκρασίες για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος, είτε αυτό είναι η παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος σε μια αντίδραση, είτε η παραλαβή του από μίγμα ή η βελτίωση χαρακτηριστικώντου. T h e r m a l Reactor (Θερμικός αντιδραστήρας] Χημ. Μηχ. Αντιδραστήρας εξοπλισμένος με κατάλληλο τρόπο που επιτρέπει την πραγματοποίηση αντιδράσεων με ταυτόχρονη προσφορά θερμικής ενέργειας στο σύστημα. Χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που η αντίδραση ευνοείται από τις υψηλές θερμοκρασίες οι οποίες μπορούν να εξασφαλιστούν με χρήση εναλλακτών θερμότητας, απευθείας ατμού, ηλεκτρικής αντίστασης ή άλλων τεχνικών, T h e r m a l R e f o r m i n g [Θερμική τροποποίηση] Χημ. Μηχ. Η βελτιωτική παρέμβαση που γίνεται στη βενζίνη με χρήση διεργασιών υψηλής θερμοκρασίας και που επιτυγχάνει την αύξηση του αριθμού οκτανίου της βενζίνης με κατάλληλη τροποποίηση της μοριακής της δομής. T h e r m a l Resistivity [Θερμική αντίσταση] Φυσ. Φυσικό μέγεθος που εκφράζει την αντίσταση που παρουσιάζει κάθε υλικό σώμα στη μεταφορά της θερμότητας μέσω αυτού. Σε αντιστοιχία της ηλεκτρικής αντίστασης υπολογίζεται με την αντιστροφή της θερμικής αγωγιμότητας. T h e r m a l Stratification [Θερμική διαστρωμάτ<οση] Υδρ. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε φαινόμενο που παρουσιάζεται στις λίμνες, όπου η διαφορά θερμοκρασίας του νερού σε διαφορετικά βάθη, προκαλεί τον σχηματισμό οριζόντιων στρώσεο)ν νερού με ελαφρά διαφορετικές πυκνότητες. T h e r m a l T r a n s d u c e r [Θερμικός μετατροπέας] Τεχνολ. Κάθε σύστημα διεργασκον ή συσκευών που αποσκοπεί στη μετατροπή οποιασδήποτε μορφής ενέργειας σε θερμότητα. Παράδειγμα τέτοιου μετατροπέα αποτελούν ακόμη και οι πυρηνικοί αντιδραστήρες όπου έχουμε τη μετατροπή της πυρηνικής ενέργειας σε θερμική. T h e r m a l Value [Θερμικό περιεχόμενο] Φυσ. Το ενεργειακό περιεχόμενο κάθε υλικού που μπορεί να μετατραπεί σε θερμότητα μέσω της διαδικασίας της καύσης και εκφράζεται σε μονάδες cal/g, T h e r m i o n [Θερμιόν] Ηλεκτμον. Ονομασία σωματιδίου το οποίο διαφεύγει από την επιφάνεια σώματος που έχει κατάλληλα θερμανθεί. Συνήθως αναφερόμαστε σε ηλεκτρόνια τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια διαφόρων μεταλλικών υλικών (βλέπε Thermionic Emission). Thermionic Emission [Θερμιονική εκπομπή] Ηλεκτρον. Φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται μία αυθόρμητη εκπομπή σωματιδίων, συνήθως ηλεκτρονίων, από σώματα τα οποία έχουν θερμανθεί κατάλληλα. Το φαινόμενο οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας πράγμα που επιτρέπει σε ορισμένα ηλεκτρόνια να αποκτήσουν ικανή κινητική ενέργεια με την οποία μπορούν να υπερβούν το αρνητικό δυναμικό του υλικού και να ξεφύγουν από τα όριά του. Το ρεύμα τέτοιων ηλεκτρονίων ακολουθεί τον νόμο των RichardsonDushman και είναι ανάλογο του τετραγώνου της θερμοκρασίας. Η θερμιονική εκπομπή αποτελεί τη βάση για τη λειτουργία πολλών διατάξεων όπως είναι οι κα-

Thermionic Valve

- 1374-

θοδικοί σωλήνες και οι θερμιονικές λυχνίες (βλεπε Thermionic Valve). Thermionic Valve [Θερμιονική λυχνία] Ηλεκτρον. Ένα είδος αερόκενου γυάλινου σωλήνα ο οποίος περιλαμβάνει μία κάθοδο από την οποία εκπέμπονται θερμιονικά ηλεκτρόνια, μία άνοδο η οποία βρίσκεται σε θετικό δυναμικό για να προσελκύει τα ηλεκτρόνια και ένα ή περισσότερα ενδιάμεσα ηλεκτρόδια για τον έλεγχο της ηλεκτρονικής δέσμης. Τυπικά παραδείγματα θερμιονικής λυχνίας αποτελούν η δίοδος και η τρίοδος ηλεκτρονική λυχνία. T h e r m i s t o r [Θερμίστορ] Η/χκτρον. Ημιαγώγιμη διάταξη της οποίας η αντίσταση είναι πολύ ευαίσθητη στις αλλαγές της θερμοκρασίας και η οποία χαρακτηρίζεται από αρνητικό θερμικό συντελεστή της αντίστασης (βλέπε Temperature Resistance Coefficient). Με την αύξηση της θερμοκρασίας η τιμή της αντίστασης μίας θερμίστορ ελαττώνεται πολύ γρήγορα και αυτή η ιδιότητα καθιστά αυτές τις διατάξεις πολύ χρήσιμες για την μέτρηση της θερμοκρασίας σε διάφορα θερμόμετρα και για τον έλεγχο της θερμοκρασίας σε διάφορα ηλεκτρονικά κυκλώματα. T h e r m o b a l a n c e [Θερμοζυγός] Αναλ,Χημ. Όρος που αναφέρεται σε δυο διαφορετικές εργαστηριακές συσκευές αναλυτικής χημείας. Η πρώτη η οποία είναι και η πιο γνωστή αφορά τη συσκευή θερμοβαρυτικής ανάλυσης (TGA) η οποία μελετά τις αλλαγές βάρους ενός δείγματος όταν αυτό υποβάλλεται σε θερμοκρασιακή μεταβολή. II δεύτερη είναι μια συσκευή μέτρησης υγρασίας δειγμάτων και βασίζεται στην καταγραφή της μεταβολής του βάρους ενός δείγματος όταν αυτό θερμαίνεται. Thcrmochemical calorie [Θερμοχημική θερμίδα] Φυσ. Μονάδα μέτρησης θερμικής ενέργειας γνωστή και ως θερμίδα που είναι ίση με 4.184 J. Thermochemistry [Θερμοχημεία] Φυσ.Χημ. Είναι ο κλάδος της χημείας που μελετά τις χημικές αντιδράσεις με βάση το πρώτο θερμοδυναμικό αξίωμα. II μελέτη αυτή αφορά κυρίως μετρήσεις και υπολογισμούς της εκλυόμενης και απορροφούμενης ενέργειας κατά την πραγματοποίηση των χημικών αντιδράσεων. T h e r m o d y n a m i c Equation Of State [Καταστατική εξίσωση] Φοσ. Εξίσωση που συσχετίζει τις τρεις συντεταγμένες, πίεση-θερμοκρασία-όγκος, ενός συστήματος για καταστάσεις ισορροπίας. Το πιο απλό παράδειγμα καταστατικής εξίσωσης είναι αυτή των τελείων αερίων. T h e r m o d y n a m i c E q u i l i b r i u m [Θερμοδυναμική ισορροπία] Φυσ. Ένα σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας όταν ικανοποιούνται οι συνθήκες της μηχανικής, της θερμικής και της χημικής ισορροπίας. T h e r m o d y n a m i c Function Of State [Καταστατική συνάρτηση] Φνσ. Γνωστή και ως θερμοδυναμική μεταβλητή. Είναι το σύνολο των συναρτήσεων που εκφράζουν μια κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας, χωρίς περιορισμούς ακολουθούμενων διεργασιών και με αποκλειστική χρήση των θερμοδυναμικών ιδιοτήτων του συστήματος. T h e r m o d y n a m i c Potential [Θερμοδυναμικό δυναμικό] Φυσ. Γνωστή και ως Εσωτερική ενέργεια, είναι μια καταστατική μεταβλητή που έχει συγκεκριμένη τιμή για κάθε κατάσταση και είναι ανεξάρτητη από τη διεργασία που οδηγεί σε αυτήν. Η μεταβλητή αυτή παίρνει την ελάχιστη τιμή της για ένα σύστημα όταν αυτό βρί-

σκεται σε θερμοδυναμική ισορροπία. T h e r m o d y n a m i c Principles [Θερμοδυναμικά αξιώματα] Φυσ. Τα αξιώματα της θερμοδυναμικής είναι οι περιορισμοί που βάζει η φύση στους μετασχηματισμούς ενέργειας. Η ισχύς της θερμοδυναμικής εξαρτάται αποκλειστικά από τα τρία βασικά αξιώματα της και τα συμπεράσματα που κατά λογικό τρόπο προκύπτουν από αυτά. T h e r m o d y n a m i c Process [Θερμοδυναμική διεργασία] Φνσ. Χαρακτηρίζεται η διαδικασία που ακολουθεί ένα σύστημα για να φτάσει από μια κατάσταση ισορροπίας σε μια άλλη και κατά τη διάρκεια της οποίας το σύστημα ανταλλάσσει ενέργεια και έργο με το περιβάλλον. T h e r m o d y n a m i c Property [Θερμοδυναμική ιδιότητα] Φυσ. Ονομάζονται και θερμοδυναμικές συντεταγμένες και είναι τα μεγέθη που καθορίζουν τη θερμοδυναμική κατάσταση ενός συστήματος. Κατατάσσονται σε εκτατικές, όπου το μέγεθος τους εξαρτάται από την ποσότητα, πχ. όγκος και ενέργεια, και εντατικές που το μέγεθος τους είναι ανεξάρτητο από την ποσότητα όπως πίεση και θερμοκρασία. T h e r m o d y n a m i c System [Θερμοδυναμικό σύστημα] Φνσ. Χαρακτηρίζεται κάθε σύστημα σωμάτων που αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ανταλλάσσοντας έργο και θερμότητα και μπορεί να περιγραφεί με τις θερμοδυναμικές του ιδιότητες. T h e r m o d y n a m i c s [Θερμοδυναμική] Φυσ. Είναι ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται με την ενέργεια και τις μετατροπές της, μελετώντας τις μακροσκοπικές, δηλαδή τις υποκείμενες σε άμεση μέτρηση, ιδιότητες της ύλης. Τα τρία αξιώματα που βασίζεται είναι πρωταρχικά και δεν μπορούν να προκύψουν από κάτι πιο θεμελιώδες και εκφράζονται από έννοιες που είναι επίσης πρωταρχικές. Thermoelectric Diffusion Potential [Θερμοηλεκτρικό δυναμικό διάχυσης] Φυσ.Χημ Το φαινόμενο της θερμικής διάχυσης ρευστών όταν εμφανίζεται σε ένα σύστημα το οποίο περιέχει ιόντα, η κίνηση συστατικών που παρατηρείται δημιουργεί διαφορά δυναμικού η οποία καλείται θερμοηλεκτρικό δυναμικό διάχυσης. Thermoelectric Effects [Θερμοηλεκτρικά φαινόμενα] Φιχ7. Ομάδα φαινομένων τα οποία σχετίζονται με την ύπαρξη διαφοράς θερμοκρασίας σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Στα φαινόμενα αυτά περιλαμβάνονται το φαινόμενο Sccbcck, το φαινόμενο Peltier και το φαινόμενο Kelvin ή Thomson. Τυπικό παράδειγμα θερμοηλεκτρικού φαινομένου αποτελεί το φαινόμενο Seebcck κατά το οποίο ενώνονται δύο μεταλλικά σύρματα διαφορετικού υλικού σε δύο σημεία, ενώ τα σημεία αυτά διατηρούνται σε κατάλληλη διαφορά θερμοκρασίας. Στην περίπτωση αυτή το κύκλωμα διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα και η ΗΕΔ που αναπτύσσεται ονομάζεται θερμοδύναμη. Το κύκλωμα αυτό ονομάζεται και θερμοζεύγος. T h e r m o g r a v i m c t r i c Analysis [Θερμοβαρυμετρική ανάλυση] Α να/..Χημ. Μέθοδος αναλυτικής χημείας όπου μελετώνται οι μεταβολές του βάρους ενός δείγματος όταν αυτό υποβάλλεται σε θερμική κατεργασία. Με την ανάλυση αυτή μπορούν να συναχθούν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με το μελετώμενο δείγμα όπως η περιεκτικότητα του σε νερό και άλ>.α πτητικά και η συμπεριφορά του σε διάφορες συνθήκες χρήσης. Thermogravitational Column [Θερμοβαρυτική στήλη] Χημ.Μηχ. Εργαστηριακή συσκευή, γνωστή και ως στήλη Clausius Dickel, που αποσκοπεί στο διαχωρι-

- 1375 σμό των συστατικών ενός διαλύματος. Η αρχή λειτουργίας της βασίζεται στο φαινόμενο της θερμικής διάχυσης, και στη διαφορετική χωροταξική κατανοιιή που προκαλεί αυτό, εντός ενός διαλύματος, σε μόρια διαφορετικού μεγέθους. Thermokinetic Analysis [ Θέρμο κινητική ανάλυση] Αναλ,.Χημ. Μελέτη της κινητικής συμπεριφοράς μιας αντίδρασης που αποσκοπεί στον υπολογισμό της ταχύτητας της. Βασίζεται στην τεχνική της τιτλοδότησης με ταυτόχρονο έλεγχο της θερμοκρασίας που επιτρέπει τον απόλυτο έλεγχο του μηχανισμού της αντίδρασης. Thermoluminescence [Θερμοφωταύγεια] Ατομ.Φυσ. Είδος φωταύγειας το οποίο παρατηρείται σε ορισμένα στερεά όταν αυτά θερμανθούν μετρίως. Το φαινόμενο οφείλεται στην απελευθέρωση ηλεκτρονίων από κέντρα του κρυσταλλικού πλέγματος τα οποία παρουσιάζουν ανωμαλία και το γεγονός αυτό συνοδεύεται από την εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας οπτικού φάσματος. Τα ηλεκτρόνια που συμμετέχουν στο φαινόμενο είχαν αρχικά αποσπαστεί από τις κανονικές τους θέσεις λόγω ύπαρξης στον κρύσταλλο ιονίζουσας ακτινοβολίας και στην συνέχεια παγιδεύτηκαν στα σημεία ανωμαλίας. Όλα αυτά καθιστούν το φαινόμενο της θερμοφωταύγειας ένα χρήσιμο φαινόμενο για την μέτρηση ακτινοβολίας και για την αρχαιολογική και γεωλογική χρονομέτρηση. T h e r m o m e t e r [Θερμόμετρο] Μηχ. Είναι ένα όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Υπάρχουν διαφόρων ειδών θερμόμετρα ανάλογα με το εύρος της διαφοράς θερμοκρασίας που πρέπει να μετρηθεί και ανάλογα με το αν μετριέται η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ή του νερού ή άλλες. T h e r m o m e t r i c Analysis [Θερμομετρική ανάλυση] Φυσ.Χημ. Αναλυτική τεχνική που αποσκοπεί στην παρακολούθηση της μεταβολής των χαρακτηριστικών1 των υλικών όταν αυτά υποβληθούν σε μεταβολή θερμοκρασίας. T h e r m o m e t r i c Conductivity [Θερμομετρική αγώγιμότητα] Φυσ. Η μεταβολή της αγωγιμότητας ενός ρευστού συστήματος που προκαλείται από την εμφάνιση θερμικής διάχυσης. T h e r m o m e t r i c Titration [Θερμομετρική τιτλοδότηση] Ανολ.Χημ. Ειδική κατηγορία τιτλοδοτήσεων, γνο> στές και ως θερμικές τιτλοδοτήσεις που βρίσκουν εφαρμογή σε μια μεγάλη κλίμακα αναλύσεων. Ααμβάνουν χώρα σε αδιαβατικό σύστημα και επιτρέπουν τη συσχέτιση της μεταβολής της θερμοκρασίας με την ποσότητα του τιτλοδοτικού διαλύματος που απαιτείται για την επίτευξη του τελικού σημείου. T h c r m o m e t r y [Θερμομετρία] Φυσ. Η επιστήμη που ασχολείται με την ανεύρεση νέων τεχνικών και τη βελτίωση των ήδη χρησιμοποιουμένων στη μέτρηση και καταγραφή της θερμοκρασίας. Ο απώτερος στόχος είναι η παροχή πιο αξιόπιστων θερμοκρασιακών δεδομένων σε άλλες επιστήμες όπως η μετεωρολογία, αλλά και σε βιομηχανικές δραστηριότητες όπου ο θερμόκρασιακός έλεγχος είναι σημαντικός. T h e r m o n u c l e a r Reaction [Θερμοπυρηνική αντίδραση] Πυμην.Φυσ. Πυρηνική αντίδραση σύντηξης κατά την οποία ελαφροί πυρήνες συγκρούονται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται βαρύτεροι πυρήνες και παράλληλα να εκλύονται μεγάλα ποσά ενέργειας. Τ/ποιες αντιδράσεις προϋποθέτουν πολύ υψηλές θερμοκρασίες, της τάξης του 10s °Κ, έτσι ώστε οι πυρήνες να έχουν ικανή κινητική ενέργεια για να ξεπερνούν τις με-

Thcvenin's T h e o r e m

ταξύ τους αποδοτικές δυνάμεις. Σημειώνεται ότι η ύλη σε αυτές τις θερμοκρασίες έχει την μορφή του πλάσματος, δηλαδή τα άτομα έχουν διαχωριστεί σε πυρήνες και ηλεκτρόνια. Η πυρηνική αντίδραση σύντηξης αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας των αστέρων και εφόσον κατασκευαστεί ο αντιδραστήρας σύντηξης, θα προσφέρει μία εξαιρετική λύση στα μελλοντικά ενεργειακά προβλήματα του πλανήτη μας. Thermoplastic Elastomer [Θερμοπλαστικό ελαστομερές] Ομγ.Χημ. Ειδική κατηγορία οργανικής πολυμερούς ένωσης η οποία συνδυάζει τα χαρακτηριστικά ενός θερμοπλαστικού πολυμερούς, που οφείλονται στη γραμμική αλυσίδα και στην ίδια επαναλαμβανόμενη μονάδα, με αυτά του θερμοσκληρυνόμενου. Thermoplastic Resin [Θερμοπλαστική ρητίνη] Τεχνολ. Ειδική κατηγορία οργανικών ενώσεα)ν ρητινικής φύσης που σχηματίζονται με πολυμερισμό του ίδιου μορίου σε γραμμική αλυσίδα, χωρίς πλευρικές διακλαδώσεις, γεγονός που τις καθιστά εύπλαστες όταν τις προσδοθεί θερμότητα. Thermosetting Resin [Θερμοσκληρυνο')μενη ρητίνη] Τεχνολ. Ειδική κατηγορία οργανικών ενώσεων ρητινικής φύσης που σχηματίζονται με τον πολυμερισμό και την ταυτόχρονη συμπύκνωση της βασικής επαναλαμβανόμενης μονάδας. Ιίαρουσιάζονται σκληρές και αδιαλυτές όταν υποβληθούν σε θερμική κατεργασία. Η πιο γνωστή ρητίνη αυτής της κατηγορίας είναι η αλκυδική, που χρησιμοποιείται στα χρώματα, T h e r m o s t a t [Θερμοστάτης] Μηχ. Είναι ένα όργανο το οποίο ρυθμίζεται έτσι, ώστε να επιτρέπει ή όχι την παροχή θέρμανσης σε ένα χώρο ανάλογα με μία επιθυμητή θερμοκρασία που το ίδιο μετράει. T h e r m o t r o p i c Liquid Crystal [Θερμοτροπικός υγρός κρύσταλλος] Φυσ.Χημ. Ειδική κατηγορία υλικών που συνδυάζουν την χαρακτηριστική ρευστότητα των υγρών με τη δομή των κρυστάλλων και η παρασκευή τους γίνεται εφικτή με πρόσδοση θερμότητας στο σύστημα. Βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στο χώρο των ηλεκτρονικών. T h e r m o v a c E v a p o r a t o r [Εξατμιστής θερμόκενου] Τεχν. Τμοφ. Βιομηχανική συσκευή η οποία εξασφαλίζει την απομάκρυνση της επιθυμητής ποσότητας της υγρασίας από το τρόφιμο με συνδυασμό θερμικής κατεργασίας και κενού πίεσης. Το εφαρμοζόμενο κενό εςασφαλίζει το επιθυμητό αποτέλεσμα σε χαμηλότερες θερμοκρασίες μειώνοντας έτσι την καταπόνηση και την όποια αλλοίωση του τροφίμου λόγα) των υψηλών θερμοκρασιών. Theta Functions [Συναρτήσεις Θήτα (Θ)] Μαθημ. Είναι συναρτήσεις, οι οποίες ανήκουν στο μιγαδικό χώρο. Χρησιμοποιούνται ευρέως στην ερμηνεία το>ν χώρα>ν και επιφανειών Riemann, όπα>ς επίσης και στην ερμηνεία ελλειπτικών συναρτήσεων και ελλειπτικών ολοκληρα>μάτων. Οι μορφή τους είναι η εξής: α) θ|(ζ) =2 Σ l) a q ' ^ 2 sin (2 n + 1) ζ β) θ2(ζ) = 2^Σ n(- 1) n q 1 ) 2 cos (2 n + 1) ζ γ) 63® = 1 + 2 Σ q n2 cos 2 n ζ δ) θ4(ζ) = 1 + 2 Σ (- 1) °q n 2 cos 2 n ζ όπου ζ είναι μια μιγαδική συνάρτηση, q - c * ' \ και τ είναι ένα: σταθερός μιγαδικός αριθμός, του οποίου το φανταστικό μέρος είναι θετικό. Thevenin's Theorem [Θεώρημα Thcvcnin] Πλεκ. Πρόταση με την οποία αποδεικνύεται ότι κάθε δικτύωμα που καταλήγει σε δύο ακροδέκτες είναι ισοδύναμο με πηγή, της οποίας η τάση είναι ίση με την τάση εξόδου του δικτυώματος και με εμπέδηση, συνδεδεμένη

Thiabendazole

- 1376-

με την πηγή σε σειρά, η οποία ισούται με την εμπέδηση εξόδου του δικτυώματος. Thiabendazole [Θειοβενταζόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής άμορφης δομής, με MB 201, σ.τ. 2983 0 0 U C και εμπειρικό τύπο C I 0 H 7 N 3 S . Εμφανίζεται ελάχιστα διαλυτή στο νερό και με υψηλή τοξικότητα για τον άνθρωπο. Η τοξική της δράση αξιοποιείται στην παραγωγή εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων. Thiamine [Θειαμίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση μεγάλης βιολογικής σημασίας, γνωστότερη ως βιταμίνη Β1, με MB 300 και εμπειρικό τύπο Ci2H17ClN4OS. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και χρησιμοποιείται ως διατροφικό συμπλήρωμα. Thiamine Hydrochloride [Υδροχλωρική θειαμίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 337, σ.τ. ~260°C και εμπειρικό τύπο Ci 2 H l8 Cl2N 4 OS. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και αποτελεί τη συνήθως συναντώμενη μορφή της βιταμίνης ΒΙ. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με υδροχλωρική πυριδοξίνη ως αντινευρωτικό, σε μίγμα βιταμινών. Thiamine P y r o p h o s p h a t e [Ιΐυροφωσφορική θειαμίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση μεγάλης βιολογικής σπουδαιότητας καθώς αποτελεί τη μορφή που η βιταμίνη ΒΙ συναντάται στα κύτταρα και καταλύει σειρά βιοχημικών δράσεων. T h i a n a p h t h e n e [Θειοναφθένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 134, σ.τ. 29-32 C, σ.ζ. -220°C και εμπειρικό τύπο CRH6S. Ο πολυμερισμός της δίνει υλικά χρήσιμα σε μικροηλεκτρικές κατασκευές. Thiazolc [Θειαζόλη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 85, σ.ζ. 117 f C, σημείο ανάφλεξης 22°C και εμπειρικό τύπο C3H3NS. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και βρίσκει ευρεία χρήση σε βιοτεχνολογικές εφαρμογές. Thiazole Dye [Θειαζολικά χρώματα] Ομγ.Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων με χρωστικές ιδιότητες, οι οποίες δίνουν κυρίως αποχροόσεις του κίτρινου χρώματος που χρησιμοποιούνται στην κλωστοϋφαντουργία. Thickened Oil [Παχύρρευστο ορυκτέλαιο] Τεχνολ. Ειδική κατηγορία λιπαντικού ελαίου με υψηλό ιξώδες το οποίο εξυπηρετεί συγκεκριμένες βιομηχανικές εφαρμογές. Η "πάχυνση" επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικών παχυντικών μέσων. Thickener [Παχυντής] Τεχνολ. Συσκευή που επιτρέπει την πάχυνση αιωρημάτων και βασίζεται στην απομάκρυνση του υγρού με τη χρήση μιας από τις πολλές τεχνικές φυσικών διαχωρισμών. Thickening 1 [Διαπλάτυνση] Κατασκ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αύξηση του πάχους ενός μέλους μίας κατασκευής, όπως για παράδειγμα μίας δοκού στη θέση στήριξής της, για την καλύτερη πάκτωσή της. Thickening" [Πάχυνση] Χημ.Μηχ. Όρος που χρησιμοποιείται για τις βιομηχανικές διεργασίες που αφορούν τη διαχείριση προϊόντων αλλά και αποβλήτων υπό αιώρηση, και χαρακτηρίζει τη δημιουργία πιο παχύρρευστου αιωρήματος με την απομάκρυνση ποσότητας του διαλύτη. Ο στόχος συνήθως είναι για τα μεν προϊόντα η αύξηση της συγκέντρωσης τους, για τα δε απόβλητα η μείωση του όγκου τους. Η πιο απλή τεχνική που χρησιμοποιείται είναι αυτή της φυγοκέντρησης. Thiele-Geddes M e t h o d [Μέθοδος Thiele-Geddes] Χημ.Μηχ. Υπολογιστική τεχνική που επιτρέπει στο μηχανικό την εκτίμηση της σύστασης των τελικών προϊό-

ντων σε μια διεργασία διαχωρισμού μίγματος σε αποστακτική στήλη. Τα αποτελέσματα που δίνει επιτρέπουν μια πρώτη εκτίμηση, εξοικονομώντας χρόνο από πειραματικές δοκιμές. Thiele Melting Point A p p a r a t u s [Συσκευή μέτρησης σημείου τήξης Thiele] Αναλ.Χημ. Εργαστηριακή συσκευή που επιτρέπει την μέτρηση του σημείου τήξης κρυσταλλικών δειγμάτων βάσει της μεταβολής στην διαπερατότητα του φωτός που προκαλείται κατά την τήξη του στερεού. Thimble [Δαχτυλήθρα] ίίλημ. Το στοιχείο εκτύπωσης, το οποίο έχει το σχήμα δαχτυλήθρας και χρησιμοποιείται σε κρουστικούς εκτυπωτές που διαθέτουν μηχανισμό εκτύπωσης παρόμοιο με των εκτυπωτών μαργαρίτας (βλέπε Daisy Wheel Printer). Thin L a y e r C h r o m a t o g r a p h y [Χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας] Αναλ.Χημ. Τεχνική υγρής χρωματογραφίας γνωστή και ως χρωματογραφία ανοιχτής στήλης. Ως ακίνητη φάση χρησιμοποιείται προσροφητικό υλικό τοποθετημένο σε λεπτή γυάλινη πλάκα και ως κινητή διάφοροι οργανικοί διαλύτες ποικίλλουσας πολικότητας. Το υγρό δείγμα τοποθετείται πάνω στην πλάκα με το προσροφητικό υλικό και η πλάκα εμβαπτίζεται στο διαλύτη εντός του θαλάμου χρωματογράφησης. Επειδή ο διαλύτης παρασύρει με διαφορετική ταχύτητα τα διάφορα συστατικά επέρχεται ο διαχωρισμός τους. Thio- [Θείο-] Χημ. Πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την ύπαρξη του ατόμου θείου στη δομή τους. Thioacetamide [Θειακεταμίδιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, στερεής κρυσταλλικής δομής, ήπιας τοξικότητας, με MB 75, σ.τ. - 1 1 3 C, και εμπειρικό τύπο CH 3 CSNH 2 . Ευδιάλυτο στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Συχνά πλεονεκτεί ως προς το υδρόθειο το οποίο μπορεί και αντικαθιστά σε διάφορες εφαρμογές καθώς έχει πιο ήπια οσμή και τοξικότητα από αυτό. Thioacetic Acid [Θειοξικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, υγρής φάσης, με MB 76, σ.ζ. 93°C, όπου το οξυγόνο του υδροξυλίου της καρβοξυλικής ομάδας του οξικού οξέος έχει αντικατασταθεί με το θείο ( C I I 3 C O S H ) . Εμφανίζεται αρκετά τοξικό, προκαλώντας ερεθισμούς στα μάτια, έτσι βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή δακρυγόνων. Thioaldehyde [Θειαλδεϋδη] Ομγ.Χημ. Γενική ονομασία ομάδας οργανικών ενώσεων οι οποίες στο ακραίο άτομο άνθρακα έχουν ένα διπλό δεσμό θείου, σε αντιστοιχία με τις αλδεϋδες όπου εκεί αντί θείου υπάρχει οξυγόνο, και έχουν το γενικό εμπειρικό τύπο R-CH=S. Εμφανίζονται αρκετά ασταθείς. T h i o b a r b i t u r i c Acid [Θειοβαρβιτουρικό οξύ] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 168 και εμπειρικό τύπο CoH4N202S. Δομικά παρουσιάζει αναλογία με το βαρβιτουρικό οξύ από το οποίο διαφέρει μόνο ως προς την αντικατάσταση ενός ατόμου οξυγόνου του από άτομο θείου. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε υπνωτικά φάρμακα. Thiocarbanilide [Θειοκαρβανιλίδιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, στερεή, υπό μορφή σκόνης, με MB 228, σ.τ. 151°C και εμπειρικό τύπο CS(NHC 6 H 5 ) 2 . Είναι αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, ενώ βρίσκει εφαρμογή κυρίως σε βιομηχανίες χρωμάτων και φαρμάκων. Thiocyanate [Θειοκυανικό] Ομγ.Χημ. Πρόθεμα που χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό οργανικών ενώ-

- 1377 σεων, κυρίως εστέρων και αλάτων, που περιέχουν στη δομή τους -SCN. Τα θειοκυανικά άλατα μοιάζουν με αυτά των αλογόνων ως προς τη διαλυτότητά τους στο νερό. Thiocyanic Acid [Θειοκυανικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, υγρής φάσης, γνωστή και α)ς ροδαμικό οξύ, με MB 59, σ.τ. 200°C και εμπειρικό τύπο HSC:N. Εμφανίζεται υπό δύο ταυτομερείς μορφές, είναι ασταθής με σταθερά όμως άλατα, έχει ισχυρά όξινο χαρακτήρα και είναι ευδιάλυτο στο νερό. Οι εστέρες του είναι γνωστοί ως σιναπέλαια, ενώ βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή εντομοκτόνων. Thiocyanogen [Θειοκυανογόνο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, γνωστή και ως ροδάνιο, με MB 116 και εμπειρικό τύπο NSCCSN. Η χημική του συμπεριφορά είναι ανάλογη των αλογόνων. Thiodiglycol [Θειοδιγλυκόλη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, υγρής φάσης, γνωστή και ως διυδροξυαιθυλοσουλφίδιο, με MB 122, σ.ζ. 283°C και εμπειρικό τύπο OHCH 2 CH 2 S CH 2 CH 2 OH. Είναι διαλυτή στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Βιομηχανικά χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως αντιοξειδωτικό. Thiodiglycolic Acid [Θειοδιγλυκολικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 150, σ.τ. 129°C και εμπειρικό τύπο HOOCCH 2 S CH 2 COOH. Είναι διαλυτή στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Με απομάκρυνση ενός μορίου νερού σχηματίζει κυκλικό ανυδρίτη, που παρουσιάζεται πιο σταθερός από την ένυδρη μορφή. 3,3'-thiodipropionic Acid [3,3'-Θειοδιπρωπιονικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, στερεάς κρυσταλλικής δομής, με MB 178, σ.τ. 134 C και εμπειρικό τύπο (CH2 CH2COOH)2 S. Είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό, διαλύεται στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Thioether [Θειαιθέρες] Ομγ.Χημ. Γενική ονομασία ομάδας οργανικών ενώσεων, γνωστών και ως σουλφίδια, στις οποίες το άτομο οξυγόνου του αιθέρα έχει αντικατασταθεί με αυτό του θείου και έχουν το γενικό τύπο RSR'. Το σ.ζ. είναι παραπλήσιο των αντίστοιχων αιθέρων. Παρασκευάζονται από την αντίδραση αλκυλαλογονιδίων με θειούχα άλατα ή θειούχου φωσφόρου με αιθέρες. Έχουν δυσάρεστη οσμή. Υφίστανται αποθείωση όταν θερμανθούν με το νικέλιο του Raney, το οποίο περιέχει προσροφημένο υδρογόνο. Thioethyl Alcohol [Θειοαιθυλική αλκοόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, γνωστή και ως αιθυλομερκαπτάνη, με MB 60, σ.ζ. 36 C και εμπειρικό τύπο CH3 CH 2 SH. Είναι πολύ πτητική, αδιάλυτη στο νερό, οξειδώνεται ανάλογα με τις συνθήκες της αντιδράσεως προς τις αντίστοιχες αλδεϋδες ή τα αντίστοιχα οξέα. Thiofiavine Τ [Θειοφλαβίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 272 και εμπειρικό τύπο C I6 H I7 N 2 C1. Ανακτάται από φυτά αλλά παρασκευάζεται και βιομηχανικά με την αντίδραση της διυδροθειοτολουιδίνης με μεθυλική αλκοόλη και υδροχλωρικό οξύ, καθώς αποτελεί χρήσιμη χρωστική ουσία η οποία βρίσκει εφαρμογή στο χρωματισμύ υφασμάτων. Thioglycolic Acid [Θειογλυκολικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, υψηλής τοξικότητας με MB 92 και εμπειρικό τύπο HSCH 2 COOH. Έχει δυσάρεστη οσμή, είναι διαλυτή στο νερύ και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων.

Thiophenol

2-Thiohydantoin [Γλυκολιθειουρία] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με σ.τ. 230°C, και εμπειρικό τύπο NHCSNHCOCH 2 . Αειτουργεί ως παρεμποδιστής σε ένζυμα επεξεργασίας σακχάρων, ενώ τα παράγωγα του είναι χρήσιμα ενδιάμεσα στη χημική σύνθεση. Βρίσκει εφαρμογή και σε μυκητοκτόνα και ζιζανιοκτόνα. Thiol [Θειόλη] Ομγ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων γνωστών και ως θειαλκοόλες ή μερκαπτάνες με το γενικό εμπειρικό τύπο RSH. Οι Οειόλες σε αντίθεση με τις αλκοόλες δεν μπορούν να μετατραπούν σε αλκυλαλογονίδια με την επίδραση υδραλογύνων, ενώ σε αντιστοιχία με τις αλκοόλες δίνουν αντιδράσεις εστεροποίησης. Είναι πιο όξινες και πτητικές από τις αντίστοιχες αλκοόλες. Thiolactic Acid [Θειολακτικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 106, σ.τ. 10-14 C, σ. ζ. 102( C και εμπειρικό τύπο Q i H ^ S . Παράγεται από το Οειοξικό οξύ με ενζυματική δράση, ενώ είναι χρήσιμο σε βιολογικές δράσεις. Thiomaiic Acid [Θειομαλικό οξύ] ΟργΧημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 150, σ.τ. 152-154°C και εμπειρικό τύπο C6H 6 0 4 S. Είναι διαλυτό στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως παρεμποδιστής σε ένζυμα που περιέχουν μεταλλικά στοιχεία και σε μεταλλικές επικαλύψεις. Thionic Acid [Θειονικό οξύ] Οργ.Χημ. Κατηγορία οργανικών ενώσεων με δομή αντίστοιχη με αυτήν το)ν οργανικών οξέων όπου όμως το άτομο Ο της καρβοξυλομάδας έχει αντικατασταθεί με αυτό του θείου (CSOH). Thionyl Bromide [Θειονυλβρομίδιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση υγρής φάσης με MB 207 και χημικό τύπο Br2OS. Βρίσκει εφαρμογή στις αντιδράσεις μετατροπής των αμινοαλκοολών σε αμινοβρωμίδια. Thionyl Chloride [Θειονυλχλωρίδιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση υγρής φάσης με MB 118, σ.τ.—100°C, σ.ζ. 79°C και χημικό τύπο Cl 2 OS. Διασπάται στο νερό, ενώ αξιοποιείται τόσο στις αντιδράσεις μετατροπής των αμινοαλκοολών σε αμινοχλωρίδια, όσο και ως ζιζανιοκτόνο λόγω της τοξικής του δράσεις. Thiopental Sodium [Θειοπενταλικό νάτριο] ΟργΧημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 264 και εμπειρικό τύπο CnH 17 0 2 N 2 NaS. Αποτελεί παράγωγο του θειο βαρβιτουρικού οξέος, γεγονός που οφείλεται και η αναισθητική του δράση η οποία αξιοποιείται στην φαρμακευτική. T h i o p h a n a t e [Θειοφανικός εστέρας] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 370, σ. T.~90°C και εμπειρικό τύπο C I 4 H I 8 N 4 0 4 S 2 . Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό και τοξική δράση, χαρακτηριστικά που αξιοποιούνται με χρήση του ως αγροχημικού. Thiophene [Θειοφένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, γνωστή και ως θειοφουράνιο, με MB 84,14, σ.τ. 38.2°C, σ.ζ. 84.4°C, σημείο ανάφλεξης -9°C και εμπειρικό τύπο C 4 H 4 S. Η διαλυτότητα του στο νερό είναι 0.1g/100mi στους 24°C. Χρησιμοποιείται σε αντιδράσεις πολυμερισμού. Thiophenol [Θειοφαινόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, γνωστή και ως φαινυλο-μερκαπτάνη, με MB 110, σ.ζ. 169°C και εμπειρικό τύπο CeHsSH. Εμφανίζει ελάχιστη διαλυτότητα στο νερό όπως τις περισσότερες ενώσεις της ομάδας των θειολών, ενώ είναι

Thiosalicylic Acid

- 1378 -

διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Έχει όξινη συμπεριφορά και δίνει άλατα με το νάτριο. Βρίσκει εφαρμογή ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία φαρμάκων. Thiosalicylic Acid [Θειοσαλικυλικό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, στερεάς κρυσταλλικής δομής, με MB 154, σ.τ.164°0 και εμπειρικό τύπο C 7 H 6 0 2 S. Έχει αντίστοιχη δομή με το σαλικυλικό οξύ έχοντας όμως αντικατεστημένο ένα άτομο οξυγόνου με θείο. Τα χημικά του χαρακτηριστικά ορίζονται τόσο από το δεσμό θείου όσο και από την καρβοξυλική ομάδα. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο και στην παραγωγή χρωμάτων. Thiosemicarbazide [Θειοημικαρβαζίδιο] ΟμγΧημ. Οργανική έν(οση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 91, σ. τ. 182°C και εμπειρικό τύπο NH 2 CSNHNH 2 . Εμφανίζει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό και βρίσκει εφαρμογή ως χημικό φωτογραφικών εμφανίσεων, ενώ αξιοποιείται και η τοξική της δράση στην παραγωγή φυτοφαρμάκων. Thiosulfate [Θειοθειικό] Ανομγ. Χημ. Ανόργανα άλατα που περιέχουν στη δομή τους τη θειοθειική ρίζα και έχουν το γενικό χημικό τύπο M2S2O3. Τα περισσότερα θειοθειικά άλατα είναι διαλυτά στο νερό, ενώ τα θειοθειικά ιόντα εμφανίζονται σταθερά σε αλκαλικά διαλύματα. Τα άλατα αυτά βρίσκουν εφαρμογή σε πολλές βιομηχανικές και εργαστηριακές δραστηριότητες, π.χ. το θειοθειικό νάτριο που χρησιμοποιείται στην ιωδομετρία. Thiosulfonic Acid [Θειοσουλφωνικό οξύ] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων που έχουν δομή αντίστοιχη με αυτή των σουλφωνικών οξέων (RSOjH) όπου όμως ένα άτομο Ο έχει αντικατασταθεί με αυτό του S (RS 2 0 2 H). Εμφανίζουν χαρακτηριστικά ασθενών οξέων και συναντώνται συνήθως υπό μορφή εστέρων τους. Thiosulfuric Acid [Θειοθειικό οξύ] ΑνομγΧημ. Ανόργανη ένωση με ασθενή όξινα χαρακτηριστικά και με χημικό τύπο H2S2O3. Δε συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση γιατί κατά την κατεργασία θειοθειικών αλάτων με οξέα λαμβάνει χώρα διάσπαση του προς S και H2SO3, το οποίο διασπάται περαιτέρω προς Η^Ο Kat S0 2 . Thiourea [Θειουρία] ΟμγΧημ. Οργανική ένωση με λευκή κρυσταλλική δομή, γνωστή και ως Οειοκαρβαμίδιο, με MB 76.12, σ.τ. 174-177 και εμπειρικό τύπο CH4N2S. Είναι ευδιάλυτη σε νερό και βρίσκει εφαρμογή ως χημικό φο)τογράφησης. Third Isomorphism T h e o r e m [Τρίτο θεώρημα ισομορφισμών] Μαθημ. Έστω R ένας δακτύλιος και Α, Β τα ιδεώδη του δακτυλίου, όπου το ιδεώδες Α είναι υποσύνολο του Β (A c Β). Ο υποδακτύλιος Α / Β είναι ιδεώδες ως προς το δακτύλιο R / Α και ο δακτύλιος (R / Α) (Β / Α) είναι ισόμορφος ως προς τον δακτύλιο (R/B). T h i r d Law Of T h e r m o d y n a m i c s [Τρίτος θερμοδυναμικός νόμος] Φυσ. Σύμφωνα με το νόμο αυτό οι εντροπίες όλων των καθαρών ουσιών αυξάνονται με την αύξηση της θερμοκρασίας, και βάση αυτού η εντροπία κάθε τέλειου κρυσταλλικού σώματος στους 0 Κ θα πρέπει να είναι μηδέν. Σύμφωνα με το νόμο αυτό κάθε ουσία έχει θετική εντροπία. T h i r d - o r d e r Reaction [Αντίδραση τρίτης τάξης] Φυσ. Χημ. Χαρακτηρίζονται οι αντιδράσεις που το άθροισμα των εκθετών των συγκεντρώσεων που λαμβάνουν χώρα στον ορισμό του ρυθμού τους είναι τρία. Μόνο λίγα

παραδείγματα τέτοιων αντιδράσεων είναι γνωστά, όπως η επανασύνδεση ατόμων προς μόρια στην αέρια φάση. T h i r d Proportional [Τρίτη ανάλογος] Μαθημ. Έστω οι πραγματικοί αριθμοί α, β, και έστω y ένας τρίτος πραγματικός αριθμός. Λέμε ότι ο αριθμός ν είναι τρίτης τάξης ανάλογος ως προς τους α, β αν και μόνον αν ισχύει: α / β = β / y. Third Q u a d r a n t [Τρίτο τεταρτημόριο] Μαθημ. 1. Έστω ο τριγωνομετρικός κύκλος (0, 2 π). Το κομμάτι του τριγωνομετρικού κύκλου που ανήκει στο διάστημα (π, 3 π / 2) ονομάζεται τρίτο τεταρτημόριο. 2. Είναι το κομμάτι του καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων, στο οποίο οι συντεταγμένες ενός σημείου Μ είναι και οι δύο αρνητικές. Third Rail [Σιδηροτροχιά ρευματοληψίας] Πολ. Μηχ. Είναι μία μεταλλική ράβδος η οποία διοχετεύει το ηλεκτρικό ρεύμα στον σιδηροδρομικό συρμό όταν η ηλεκτροδότηση δε γίνεται με εναέρια καλώδια. T h i u r a m [Θειουράμη] Ομγ.Χημ. Γενική ονομασία οργανικών ενώσεων που χαρακτηρίζει ενώσεις που περιέχουν στη δομή τους την ομάδα R 2 NCS, και βρίσκουν εφαρμογή κυρίως στην επεξεργασία ελαστικών. Thixotropy [Θιξοτροπικό] Φυσ.Χημ. Χαρακτηρίζονται τα μη νευτωνικά ρευστά τα οποία παρουσιάζουν μείωση του φαινόμενου ιξώδους τους με το χρόνο όταν υφίστανται διάτμηση με σταθερό ρυθμό. Βιομηχανικά η συμπεριφορά των ρευστών αυτών αξιοποιείται στα πλαστικά, στα χρώματα και στα τρόφιμα. Thomson-Berthelot Principle [Αρχή των ThomsonBcrthelot] Φυσ.Χημ. Σύμφωνα με την αρχή αυτί'], η οποία δεν έχει γενική ισχύ αλλά βρίσκει εφαρμογή μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, η απελευθερούμενη ενέργεια σε μια χημική αντίδραση έχει άμεση σχέση με τη χημική συγγένεια των αντιδρώντων, η αύξηση δε αυτής της ενέργειας αυξάνει και τις πιθανότητες πραγματοποίησης της αντίδρασης. Thomson Effect [Φαινόμενο Τόμσον] Φυσ. Φαινόμενο το οποίο παρατηρείται στους αγωγούς του ηλεκτρικού ρεύματος κατά το οποίο όταν μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού υπάρχει διαφορά θερμοκρασίας και ο αγωγός αυτός διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα τότε, ανάλογα με τη φορά του ρεύματος και τη διεύθυνση της βαθμίδας της θερμοκρασίας, θα υπάρξει έκλυση ή απορρόφηση θερμότητας. Αντιστρέφοντας την φορά του ρεύματος ή την διεύθυνση της βαθμίδας της θερμοκρασίας αντιστρέφεται και η ροή της θερμότητας από ή προς τον αγωγό. Στο φαινόμενο έχει δοθεί το όνομα του Βρετανού φυσικού William Thomson (λόρδος Kelvin) (1824- 1907). Thomson Scattering [Σκέδαση Τόμσον] Ηλεκτμομαγν. Διαδικασία κατά την οποία έχουμε σκέδαση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από δέσμια ή ατομικά ηλεκτρόνια χωρίς να έχουμε παράλληλα και αλλαγή στην συχνότητα ακτινοβολίας. Η διαδικασία αυτή αποτελεί μέρος μίας κλασσικής θεωρίας που αναπτύχθηκε γύρω στα 1900 από τον βρετανό φυσικό Joseph John Thomson (1856 - 1940) για την εξήγηση της σκέδασης των ακτίνων Χ από τα άτομα. Σύμφωνα με τηθεωρία αυτή τα ατομικά ηλεκτρόνια απορροφούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία και την επανεκπέμπουν προς ύλες τις διευθύνσεις χωρίς αλλαγή συχνότητας. T h o r i u m [Θόριο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 90, ατομικό βάρος 232.12, σ.τ. 1750°C και σ.ζ. ~4790°C, που ανήκει στην Ilib ομάδα, ομάδα ακτινί-

- 1379 δων, των στοιχείων του περιοδικού πίνακα και συμβολίζεται με Th. Συναντάται ως μίγμα δυο ραδιενεργών ισοτόπων του, που το καθιστούν ιδιαίτερα τοξικό και επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Χρησιμοποιείται ως πυρηνικό καύσιμο, σε λαμπτήρες, όπου αξιοποιείται η μεγάλη ικανότητα εκπομπής του, και σε Κράματα. T h o r i u m C a r b i d e [Καρβίδιο του θορίου] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεάς φάσης, με MB 256, σ.τ. ~2630°C, σ.ζ.~5000°0 και χημικό τύπο ThC2. Διαλύεται στο νερό, ενώ η σημαντικότερη χρήση του είναι ως καύσιμο στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. T h o r i u m Chloride [Χλωριούχο θόριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, γνωστή και ως τετραχλωριούχο θόριο, με MB 372, σ.τ. 820°C, σ. και χημικό τύπο ThCI4. Διαλύεται στο νερό και στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και εμφανίζεται ιδιαίτερα τοξικό. Βρίσκει εφαρμογή στις λυχνίες πυράκτωσης, όπου αξιοποιούνται η αντοχή του σε υψηλές θερμοκρασίες και η ικανότητα εκπομπής του. T h o r i u m Dioxide [Διοξείδιο του θορίου] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής φάσης υπό μορφή σκόνης, γνωστή και ως Θορικός ανυδρίτης, με MB 264, σ.τ. -3300 C, σ.ζ.~4400°0 και χημικό τύπο Th0 2 . Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό σε ισχυρά ανόργανα οξέα. Βιομηχανικά αξιοποιείται ως πυρηνικό καύσιμο και σε φάρμακα. T h o r i u m Fluoride [Φθοριούχο θόριο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 308, σ.τ. 1111 C και χημικό τύπο ThF 4 . Συνήθως συναντάται στην ένυδρη του μορφή, και είναι διαλυτό στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή ως συστατικό κραμάτων και στην παρασκευή κεραμικών υψηλής θερμικής αντοχής, αλλά και στην παραγωγή άλλων θορικών παραγώγων όπως το οξείδιο του θορίου. T h o r i u m Nitrate [Νιτρικό θόριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, που συνήθως συναντάται στην ένυδρη της μορφή, με MB 482, σ.τ. 500°C και χημικό τύπο Th(N03) 4 .4H 2 0. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και βρίσκει εφαρμογή σε αναλυτικές τεχνικές προσδιορισμού φθορίου αλλά και στην παραγωγή άλλων θορικών παραγώγων. T h o r i u m Oxalate [Οξαλικό θόριο] Ομγ.Χημ. Οργανική'] ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, που συνήθως συναντάται στην ένυδρη της μορφή, με MB 384, σ.τ. -310°C και εμπειρικό τύπο Th(C 2 0 4 )2.2H 2 0. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό και σε όξινα, διαλυτή σε βασικά διαλύματα. Βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή κεραμικών υψηλής θερμικής αντοχής. T h o r i u m Sulfate [Θειικό θόριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 424 και χημικό τύπο Th(S0 4 ) 2 . Συνήθως συναντάται στην ένυδρη της μορφή και εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό. T h o r o u g h f a r e [Δίοδος] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας δρόμος ο οποίος συνδέει ανεμπόδιστα δύο άλλους δρόμους. Μπορεί επίσης να ονομαστεί έτσι και ένα κανάλι νερού, το οποίο διέρχεται μέσα από την ξηρά και χρησιμοποιείται για την διέλευση πλοίων. T h r e a d [Σειρά σχετιζόμενων μεταξύ τους στοιχείων] Πλημ. 1. Η σειρά στην οποία τοποθετούνται ένα σύνολο από σπονδύλους. 2. Η ακολουθία λειτουργιών στην οποία καθεμία από τις λειτουργίες αυτές χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα της προηγούμενης λειτουργίας.

Threshold Frequency

Three-address Code (Κώδικας τριών διευθύνσεων] Πληρ. Ο κώδικας, ο οποίος αποτελείται από εντολές τριών διευθύνσεων (βλέπε Three-address Instruction). Three-address Instruction [Εντολή τριών διευθύνσεων] Πληρ. Η εντολή, η οποία περιέχει τον κωδικό εντολής και τρία πεδία διεύθυνσης, εκ των οποίων τα δύο περιέχουν τις διευθύνσεις των θέσεων μνήμης ή των καταχωρητών και το τρίτο πεδίο περιέχει τη διεύθυνση της θέσης μνήμης ή του καταχωρητή όπου θα τοποθετηθεί το εξαγόμενο που προκύπτει από την εκτέλεση της εντολής αυτής. Three-Decision Problem [Πρόβλημα απόφασης μεταξύ τριών δυνατών επιλογών] ψ Έστω ένα στατιστικό πρόβλημα το οποίο έχει τρία δυνατά πεδία επιλογής Ποίο από τα τρία αυτά πεδία οδηγεί στην καλύτερη ερμηνεία των δεδομένων μας ονομάζεται πρόβλημα απόφασης μεταξύ τριών δυνατών επιλογών. Three-Eighths Rule [Κανόνας των τριών-ογδόων] Μαθημ. Είναι μια μέθοδος προσέγγισης της λύσης ενός ολοκληρώματος, το οποίο είναι αδύνατο να λυθεί με τις γνωστές αριθμητικές μεθόδους. Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, το ολοκλήρωμα μιας πραγματικής συνάρτησης f σε ένα διάστημα [α, β] μπορεί να προσεγγιστεί με την βοήθεια του κάτωθι τύπου: J / f (x) dx = (3 / 8) J / h [f (α) + 3 f (a + h) + 3 f (a + 2h) + f (b)] dx, όπου h = (β - α) / 3. Three Level Subroutine [Υπορουτίνα τριών επιπέδων] Πλημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα αυτόνομο τμήμα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που επικοινωνεί απευθείας με το κυρίως μέρος του προγράμματος. Καλείται δε τριών επιπέδων, διότι με αυτό συνδέονται σε σειρά άλλα δύο αυτόνομα τμήματα του προγράμματος, χο)ρίς να επικοινωνούν απευθείας με το κυρίως πρόγραμμα. Three-plus-one Address (Τρεις συν μια διεύθυνση] Πληρ. Χαρακτηρισμός μιας εντολής, της οποίας η διεύθυνση αποτελείται από τέσσερα πεδία διεύθυνσης: το τρία πεδία περιέχουν τις διευθύνσεις των θέσεων μνήμης ή των καταχωρητών και το τέταρτο πεδίο περιέχει την διεύθυνση της επόμενης προς εκτέλεση εντολής. Three Space [Χώρος τριών διαστάσεων] Μαθημ. Είναι ένας διανυσματικός χώρος, του οποίου τα στοιχεία ανήκουν στο χώρο των πραγματικό αριθμών. Η βάση του διανυσματικού χώρου αυτού αποτελείται από τρία διανύσματα. Threonine [Θρεονίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση της κατηγορίας των αμινοξέων με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 119, σ.τ. 270°C και εμπειρικό τύπο C 4 H y N0 3 . Θεωρείται ιδιαίτερης βιοχημικής σημασίας καθώς είναι από τα αμινοξέα που δεν παράγονται στον ανθρώπινο οργανισμό, γι'αυτό και αξιοποιείται ως διατροφικό συμπλήρωμα. Threshold [Κατώφλι θύρας] Οικοό. Είναι το κάτω μέρος του ανοίγματος μιας θύρας, το οποίο συνήθως συνίσταται από μία λεπτή λωρίδα από μέταλλο, ξύλο ή και πέτρα. Threshold 2 [Κατώφλι] Μαθημ. Έστω Λ, Μ, Ξ κ.τ.λ. συνθήκες. Αν υπάρχει τελεστής Κ για τον οποίο τουλάχιστο Ν συνθήκες είναι αληθείς ή ψευδείς τότε λέμε ότι το Κ είναι κατώφλι για αυτές τις συνθήκες. Ακριβώς την ίδια έννοια έχει ακόμα και αν μιλάμε για μια στοχαστική διαδικασία. Threshold Frequency [Συχνότητα κατωφλίου] Ηλεκτρον. Η ελάχιστη συχνότητα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με την οποία μπορεί να υπάρξει φωτοηλε-

Threshold Of H e a r i n g

- 1380-

κτρικό φαινόμενο στην επιφάνεια ενός στερεού. Η συχνότητα κατωφλίου εξαρτάται από την φύση του υλικού καθώς είναι ευθέως ανάλογη με το έργο εξαγωγής, μία ποσότητα που ισούται με την ελάχιστη ενέργεια που πρέπει να δοθεί σε ένα ηλεκτρόνιο για να ξεφύγει από τα όρια του υλικού.

Threshold Of Hearing [Κατώφλι ακοής] Ακουστ. Έκφραση η οποία αναφέρεται στην ευαισθησία του ανθρωπίνου αυτιού στους διαφόρους ήχους. Συγκεκριμένα το κατώφλι ακοής αφορά την ελάχιστη ένταση ήχου, για συγκεκριμένη συχνότητα, κάτω από την οποία ο ήχος δεν γίνεται πλέον αντιληπτός από το ανθρώπινο αυτί. Για παράδειγμα ο ασθενέστερος ήχος που μπορεί να ακουστεί στα 400 Ηζ αντιστοιχεί σε ένταση ίση προς 7,2 ' ΙΟ"'2 Wm*2 ή 8,57 decibel. Threshold Of P a i n [Κατώφλι πόνου] Ακουστ. Η ελάχιστη ένταση ήχου, για συγκεκριμένη συχνότητα, πάνω από την οποία ο ήχος προκαλεί δυσφορία ή πόνο στο ανθρώπινο αυτί. Το κατώφλι πόνου, ανάλογα και με τη συχνότητα, βρίσκεται μεταξύ των 130 και 140 decibel. Threshold Of Reaction [Ενέργεια ενεργοποίησης αντίδρασης] Χημ. Η ελάχιστη ενέργεια που απαιτείται για να μπορέσει να ξεκινήσει μια χημική αντίδραση. Η ενέργεια αυτή είναι απαραίτητη για το σπάσιμο των δεσμών, την επαναδιευθέτηση ατόμων, ιόντων και ηλεκτρονίων. Όσο χαμηλότερη είναι αυτή η ενέργεια τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα πραγματοποίησης της αντίδρασης. Αυτό που επιτυγχάνεται με τους καταλύτες είναι η μείωση αυτού του ελαχίστου ορίου. Threshold T r e a t m e n t [Επεξεργασία κατωφλιού] Χημ. Μηχ. Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως κατά τις διεργασίες επεξεργασίας υγρών αποβλήτων, όπου τα υπό διάλυση ή αιωρούμενα στερεά υποβάλλονται σε αντιδράσεις καθίζησης που χαρακτηρίζει τον τερματισμό της αντίδρασης με εξωτερική παρέμβαση λίγο πριν από την έναρξη δημιουργίας ιζήματος. T h r o u g h Arch [Τύπος τοξωτής γέφυρας] Πολ. Μηχ. Είναι μία γέφυρα όπου ο φέρων οργανισμός της έχει γεωμετρικό σχήμα τόξου ή τοξοστοιχίας και το κατάστρωμά της δε βρίσκεται υψομετρικά επάνω από τον φέροντα οργανισμό της αλλά αιωρείται από αυτόν. T h r o u g h Bridge [Τύπος γέφυρας] Πολ. Μηχ. Είναι μία γέφυρα όπου το κατάστρωμά της βρίσκεται υψομετρικά σε ενδιάμεση θέση ως προς το ύψος του φέροντα οργανισμού της. T h r o u g h Street [Οδός προτεραιότητας] Πολ. Μηχ. Είναι ένας από τους τύπους των οδών όπου τα οχήματα πρέπει να σταματούν πριν μπουν σε αυτήν ή πριν τη διασταυρώσουν. Δηλαδή είναι μία οδός ταχείας κυκλοφορίας και άρα με προτεραιότητα για τα οχήματα που τη διατρέχουν. T h r u s t [Ώθηση] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η δύναμη που ασκεί μία εδαφική μάζα ή η πίεση μίας ποσότητας νερού και η οποία δύναμη έχει οριζόντια διεύθυνση. Σαν παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η ώθηση του εδάφους σε έναν τοίχο αντιστήριξης ή του νερού σε ένα φράγμα. T h u j a Oil [Κεδρέλαιο] Τεχνολ. Οργανική ένωση της κατηγορίας των αιθέριων ελαίων που λαμβάνεται με απόσταξη από τα φύλλα του κέδρου. Εμφανίζεται διαλυτό στους οργανικούς διαλύτες και αδιάλυτο στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή σε φάρμακα, αρώματα και βερνίκια παπουτσιών. Thulium [Θούλιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 69, ατομικό βάρος 169.4, σ.τ. ~ 1545°C και σ.ζ.

~1725°C, που ανήκει στην lilb ομάδα, ομάδα σπανίων γαιών, των στοιχείων του περιοδικού πίνακα και συμβολίζεται με Tm. Στη φύση συναντάται αποκλειστικά υπό τη μορφή του θουλίου-169 το οποίο έχει πολύ περιορισμένες εφαρμογές. Ο βομβαρδισμός αυτού με νετρόνια δίνει το θούλιο -170 το οποίο χρησιμοποιείται ως πηγή ακτίνων χ. Thulium-170 [Θούλιο-170] Πυμην.Φυσ. Το ραδιενεργό ισότοπο του θουλίου το οποίο δε συναντάται στη φύση και παράγεται εργαστηριακά με βομβαρδισμό του θουλίου-169 με νετρόνια. Εμφανίζει μικρό χρόνο υποδιπλασιασμού και οι ακτίνες που εκπέμπει κατά τη διάσπαση του μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγές ακτίνων χ για διαγνωστικούς σκοπούς. Thulium Chloride [Χλωριούχο θούλιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 400, σ.τ. -~820°C και χημικό τύπο TmCI 3 .7H 2 0. Συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και αξιοποιείται στην ανάκτηση του μεταλλικού θουλίου. Thulium Oxalate [Οξαλικό θούλιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής (μόλις καταβυθίζεται είναι άμορφο), που συναντάται κυρίως στην ένυδρη της μορφή, με MB 710 και χημικό τύπο Tm2 (C 2 0 4 )3.6H20. Αξιοποιείται στην ανάκτηση του καθαρού μεταλλικού θουλίου. T h u l i u m Oxide [Οξείδιο του θουλίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση του τρισθενούς θουλίου, υπό μορφή στερεής σκόνης, με MB 386 και χημικό τύπο Tm 2 0 3 . Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και σε πυκνά διαλύματα οξέων, ενώ η σημαντικότερη του χρήση είναι στην παραλαβή του μεταλλικού θουλίου αφού αποτελεί και τη μορφή που συναντάται στη φύση. T h u n d e r s t o r m [Καταιγίδα] Μετεωμ. Μετεωρολογικό φαινόμενο το οποίο αποτελείται από έντονη βροχή, αστραπές και βροντές και προκαλείται κυρίως από την ταχεία ανοδική κίνηση στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Ανάλογα με τις συνθήκες που συνοδεύουν αυτή την κίνηση δημιουργούνται δύο είδη καταιγίδας, η κυκλωνική και η καταιγίδα θερμότητας. T h u n d e r s t o r m Day [Ημέρα καταιγίδας] Μετεωμ. Ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας οι μετεωρολογικοί σταθμοί μιας περιοχής καταγράφουν έστω και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά μιας καταιγίδας κυκλωνικής ή θερμότητας. T h y m e Oil [Θυμέλαιο] Τεχνολ. Αιθέριο έλαιο του φυτού Θύμος το οποίο εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Το ευχάριστο του άρωμα αξιοποιείται στην αρωματοποιία ενώ βρίσκει εφαρμογή και στην παραγωγή φαρμάκων. Thymidilic Acid [Θυμιδιλικό οξύ] Βιοχημ. Οργανική ένωση μεγάλης βιολογικής σημασίας και με χημικό τύπο C10H15N2O8P. Αποτελεί συστατικό του DNA ο έλεγχος του οποίου θεωρείται ότι αποτελεί κλειδί για τη θεραπεία ορισμένων μορφών καρκίνου. Thymidine [Θυμιδίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση μεγάλης βιολογικής σημασίας και με εμπειρικό τύπο CioHi 4 N 2 0 5 . Αποτελεί νουκλεοζίτη που λαμβάνεται από το DNA και που η υδρόλυση του δίνει θυμίνη και δεσοξυριβόζη. T h y m i n e [Θυμίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση ιδιαίτερης σημασίας για τη βιολογική της δράση και με εμπειρικό τύπο C5H6N2O2. Αποτελούν μαζί με την κυτοσίνη τις δύο πυριμιδινικές βάσεις που συναντώνται στη δομή του DNA, όπου σχηματίζει δεσμό με τη πουρινική βά-

- 1381 ση αδενίνη. Thymol [Θυμόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 150, σ.τ. ~52°0,.σ.ζ. -230°C και εμπειρικό τύπο CioHuO. Παρουσιάζεται σχεδόν αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, ενώ βρίσκει εφαρμογή στη φαρμακοποιία και στην παρασκευή εντομοκτόνων. Thymol Blue [Κυανό της θυμόλης] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 466, σ.τ. 223°C και εμπειρικό τύπο C27H30O5S. Η αλλαγή χρώματος της σε συγκεκριμένη περιοχή ρΗ, όταν βρίσκεται υπό διάλυση, την καθιστά πολύτιμη ως δείκτη της αναλυτικής χημείας. Thymol Iodide [Ιωδιούχος θυμόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής ή άμορφης δομής με MB 502 και εμπειρικό τύπο [C6H2(CH3)(OI)(C3H7)]2. Παρασκευάζεται με την αντίδραση της θυμόλης με αλκαλικά άλατα του ιωδίου και είναι αδιάλυτη στο νερό. Thymolphthalein [Θυμολοφθαλεϊνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 430, σ.τ. 245 C και εμπειρικό τύπο C28H30O4. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, ενώ η αλλαγή χρώματος της σε συγκεκριμένη περιοχή ρΗ, όταν βρίσκεται υπό διάλυση, την καθιστά πολύτιμη ως δείκτη της αναλυτικής χημείας. Tiba [Τρισιωδοβενζοϊκό οξύ] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση κρυσταλλικής δομής με MB 500, σ.τ. - 2 2 0 JC, εμπειρικό τύπο C7H3I3O2. Χρησιμοποιείται ως αγροχημικό στην αναστολή του χρόνου άνθησης των καλλιεργειών. Tidal Q u a y [Παλιρροϊκή αποβάθρα] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για μία προκυμαία που διαθέτουν τα ανοιχτά λιμάνια που βρίσκονται σε θάλασσες όπου παρατηρείται το φαινόμενο της παλίρροιας, η οποία έχει τις κατάλληλες διαστάσεις ώστε να μπορούν πάντα να επιπλέουν τα πλοία που είναι δεμένα σε αυτήν. Tidal Wind [Παλιρροιακός άνεμος] Μετεωμ. Αέρας χαμηλής έντασης που συνοδεύει την παλίρροια αφού το φαινόμενο της παλίρροιας επηρεάζει όχι μόνο τις υδάτινες μάζες αλλά ολόκληρη την υδρόγειο και την ατμόσφαιρά της. Ο παλιρροιακός άνεμος ακολουθεί την κατεύθυνση της παλίρροιας είτε αυτή ανεβαίνει είτε κατεβαίνει. Tide [Παλίρροια] Ωκεαν. Φαινόμενο κατά το οποίο η επιφάνεια της Γης (στερεή και υγρή) παραμορφώνεται λόγω βαρυτικών επιδράσεων από την Σελήνη και τον Ήλιο. Το πιο γνωστό φαινόμενο παλίρροιας είναι η περιοδική κίνηση των νερών των ωκεανών δύο φορές την ημέρα, η οποία οφείλεται στη διαφοροποίηση που παρουσιάζει το βαρυτικό πεδίο της Σελήνης (και λιγότερο του Ηλίου) στην επιφάνεια της Γης και ειδικά στους ωκεανούς. Ανάλογο φαινόμενο παρουσιάζει και ο στερεός φλοιός της Γης ο οποίος στην διάρκεια της μέρας μεταβάλλεται από 7 μέχρι και 15 cm. Tide Gate [Παλιρροϊκή θύρα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα άνοιγμα κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε το νερό να ρέει από αυτό μόνον προς μία κατεύθυνση. Δηλαδή μόλις το φαινόμενο της παλίρροιας αντιστρέψει την ροή του νερού η θύρα αυτή κλείνει αυτομάτως. Με αυτόν τον όρο επίσης, χαρακτηρίζεται απλά μία στενή δίοδος από την οποία ρέει με μεγάλη ταχύτητα το νερό λόγω του φαινομένου της παλίρροιας. Tide I n d i c a t o r [Παλιρροϊκός δείκτης] Πολ. Μηχ. Είναι το όργανο εκείνο το οποίο τοποθετημένο είτε σε κοντι-

Tile

νή απόσταση από το νερό ή πιο μακριά από αυτό, καταγράφει το ύψος της παλίρροιας. Tie B a r [Στρωτήρας] Πολ. Μηχ. Είναι κάθε μία από τις ράβδους, από ξύλο ή μέταλλο ή και οπλισμένο σκυρόδεμα, οι οποίες τοποθετημένες κάθετα στον άξονα της σιδηροδρομικής γραμμής, στηρίζουν τις σιδηροτροχιές, κρατούν σταθερή την απόσταση μεταξύ τους και μεταβιβάζουν τα φορτία από αυτές στο έρμα και στη συνέχεια στο έδαφος. Tie Beam [Συνδετήρια ράβδος] Οικοδ. Είναι ένα οριζόντιο μέλος του φέροντος οργανισμού μίας κεκλιμένης στέγης, με το οποίο συνδέονται τα δύο κύρια κεκλιμένα στοιχεία της στέγης και έτσι αποφεύγεται η σχετική] τους μετακίνηση. Το υλικό από το οποίο αποτελείται είναι συνήθως το ξύλο ή μέταλλο, ανάλογα με το υλικό κατασκευής της στέγης. Tie Down Point [Σημείο πρόσδεσης] Μηχ. Είναι το ειδικό σημείο επάνω ή μέσα σε ένα όχημα από το οποίο παρέχεται, από τον κατασκευαστή του, η δυνατότητα να ρυμουλκηθεί. Tie Line [Σταθερή γραμμή] Εττικοιν. 1. Σταθερή μισθωμένη γραμμή σύνδεσης έναντι του κοινού δικτύου (πχ για το Hellaspak) 2. Σταθερή σύνδεση μεταξύ τηλεφωνικών κέντρων ΡΒΧ. Tie Rod [Εφελκυόμενη ράβδος] Κατασκ. Σε μία κατασκευή, είναι το μέλος του φέροντος οργανισμού, που έχει μορφή ράβδου και υποβάλλεται στην εντατική κατάσταση του εφελκυσμού, δηλαδή η ασκούμενη φόρτιση τείνει να αυξήσει το μήκος της. Tie T r u n k [Σταθερή γραμμή πόλης] Επικοιν. Σταθερή σύνδεση μεταξύ μεγάλων τηλεφωνικών κέντρων δημοσίου δικτύου (περιλαμβάνουμε και το Backbone του τηλεφωνικού δικτύου). Tied Concrete Column [Υποστύλωμα οπλισμένου σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα κατακόρυφο στοιχείο μιας κατασκευής, κύριο μέλος του φέροντος οργανισμού της, το οποίο αποτελείται από σκυρόδεμα και είναι ενισχυμένο με κατακόρυφες χαλύβδινες ράβδους και οριζόντιους συνδετήρες. Tied R a n k [Δεσμευμένη τάξη] Στατ. Έστω δύο διακριτές μεταβλητές, οι οποίες έχουν ή τις ίδιες τιμές ή τις ίδιες συχνότητες, τότε λέμε ότι αυτές οι δύο μεταβλητές έχουν δεσμευμένη τάξη. Tietze Extension Theorem [Θεώρημα επέκτασης του Tictze] Μαθημ. Έστω μια συνεχής πραγματική συνάρτηση f με πεδίο ορισμού ένα κλειστό υποσύνολο του R, έστω ότι αυτό είναι το Δ με Δ q R και έστω Χ ένας χώρος. Ο χώρος Χ λέγεται κανονικός αν και μόνον αν η συνάρτηση f έχει συνεχείς επεκτάσεις σε όλο το Χ. Συνήθως το σύνολο Δ είναι το κλειστό σύνολο [0, 1]. Tight Ion P a i r [Αδιάσπαστο ζεύγος ιόντων] Ομγ.Χημ. Οργανικές ενώσεις με ισχυρή πόλο)ση σε βαθμό που να μπορούν να θεωρηθούν δεσμός δύο ετερώνυμα φορτισμένων ιόντων, οι οποίες όμως δεν ιονίζονται υπό διάλυση. Tightly Coupled C o m p u t e r [Στενά συνδεδεμένος υπολογιστής] Πλημ. Το σύστημα υπολογιστών, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσοτέρους ανεξάρτητους υπολογιστές, όπου η λειτουργία του καθενός από αυτούς είναι άμεσα συνδεδεμένη και εξαρτημένη από τη λειτουργία των υπολοίπων υπολογιστών. Tile [Κεραμίδι] Οικοδ. Είναι ένα τυποποιημένο οικοδομικό, συνήθως και διακοσμητικό στοιχείο, από πηλό, πέτρα, σκυρόδεμα ή άλλα υλικά, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη μη βατών κεκλιμένων στεγών,

Timber

- 1382 -

έχοντας συγχρόνως ως λειτουργία την απορροή των ομβρίων υδάτων. T i m b e r [Ξυλεία] Οικοδ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται το φυσικό υλικό των δέντρων, το ξύλο, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανέγερση διαφόρων κατασκευών όπως σπίτια και γέφυρες, ή την κατασκευή δευτερευουσών στοιχείων όπως στέγες, πατώματα, κουφώματα και άλλα. Υπάρχουν πολλά είδη ξυλείας και πριν αυτή χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό απαιτούνται διάφορα στάδια κατεργασίας. T i m b r e [Χροιά] Ακουστ. Ένα από τα τρία υποκειμενικά γνωρίσματα του ήχου. Η χροιά αναφέρεται στους σύνθετους ήχους και εξαρτάται από τις ανώτερες αρμονικές που μπορεί να υπάρξουν σε ένα ήχο μαζί με την θεμελιώδη συχνότητα και από τις σχετικές εντάσεις αυτών. Με τη χροιά μπορούμε να διακρίνουμε ήχους οι οποίοι μπορεί να είναι ιδίου ύψους και ακουστότητας αλλά να προέρχονται από διαφορετικά μουσικά όργανα. Στην περίπτωση αυτή οι ήχοι διαφέρουν ως προς την ακουστική εντύπωση που προκαλούν καθώς το περιεχόμενο τους σε αρμονικές διαφέρει. Time [Χρόνος] Φυσ. Θεμελιώδες φυσικό μέγεθος με το οποίο μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ κατά τα άλλα πανομοιότυπων γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στο ίδιο σημείο του χώρου και στην συνέχεια να παραχθεί μία ακολουθία γεγονότων. Η έννοια χρόνος μπορεί να σημαίνει χρονικό διάστημα ή χρονική στιγμή και μετριέται από μία πληθώρα μονάδων μέτρησης όπως είναι το λεπτό, το δευτερόλεπτο, η ο')ρα και το έτος. Στο σύστημα SI (Systeme International) μονάδα μέτρησης είναι το δευτερόλεπτο (second) το οποίο ορίζεται ως η χρονική διάρκεια 9192631770 περιόδων συγκεκριμένης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το ισότοπο Cs 133 . Time Assignment Speech Interpolation [Παρεμβολή λόγου βάσει χρόνου] Επικοιν. Μετάδοση ψηφιοποιημένης φωνής σε δίκτυο δεδομένων με τεχνική πολύπλεξης ώστε να μη θίγεται η μετάδοση πραγματικού χρόνου ούτε να γίνεται σε βάρος της μετάδοσης δεδομένων. Time Derived Channels [Χρονικά παραγόμενα κανάλια] Επικοιν. Κανάλια που δημιουργούνται στην πολύπλεξη χρόνου (TDM) όπου ο χρόνος μοιράζεται σε χρονοθυρίδες (Time Slots) και συνήθως αντιστοιχούνται σε αντίστοιχα τερματικά. Time Division Multiplexing (TDM) [Πολύπλεξη διαίρεσης χρόνου] Επικοιν. Τεχνική που περιλαμβάνει μοίρασμα του χρόνου μετάδοσης με βάση χρονοθυρίδες και δημιουργία αντίστοιχων καναλιών και κατάλληλων πλαισίων που ενσώματο')νουν την πληροφορία που μεταδίδεται σε ένα κοινό καλώδιο. Time Division Switching [Μεταγωγή χρονοδιαίρεσης] Επικοιν. Μεταγωγή TDM καναλιού με μετάθεση χρονοθυρίδων. Time Modulation [Διαμόρφωση χρόνου] Επικοιν. 1. Μεταβολή χρονικών διαστημάτων μεταξύ παλμών (παλμοχρονική διαμόρφωση ΡΤΜ). 2. Τμήμα της χωροχρονικής διαμόρφωσης (Space Time Modulation) και της Differential STM. Time Of Delivery [Χρόνος παράδοσης] Επικοιν. Χρόνος που αναλίσκεται στη μεταφορά ενός μηνύματος ή πακέτου. Ένας δρομολογητής (Router) αξιοποιεί τέτοια στοιχεία για να αποφασίσει την κατάλληλη διαδρομή. Time Of Origin [Χρόνος πρώτης επαφής] Επικοιν.

Στιγμή που πρωτοζητήθηκε από ένα σημείο η επικοινωνία από ένα άλλο σημείο ενός δικτύου. Time Of Receipt [Χρόνος λήψης] Επικοιν. Στοιχείο που χαρακτηρίζει μια μετάδοση μηνύματος δηλαδή ποια χρονική στιγμή πέρασε από ένα σημείο. Time Redundancy [Πλεονασμός χρόνου] Πληρ. Η κατάσταση πλεονασμού όσον αφορά σε καίριες και σημαντικές λειτουργίες του υπολογιστικού συστήματος, η οποία προκύπτει λόγω της ικανότητας του συστήματος να εκτελεί με αποδοτικό και αξιόπιστο τρόπο τις λειτουργίες αυτές, αντιμετωπίζοντας πιθανά σφάλματα του λογισμικού ή βλάβες στο υλικό, με χρήση εναλλακτικών προγραμμάτων ή μονάδων υλικού ή με επαναληπτική μετάδοση των δεδομένων. Time Reversal Test [Ελεγχος με την βοήθεια αντιστροφής του χρόνου] Στατ. Έστω μια συνάρτηση f η οποία ανήκει σε ένα διάστημα με συγκεκριμένη περίοδο φ και έστω ότι οι αριθμοί που παράγονται από τη συνάρτηση f έχουν καθορισμένους δείκτες. Αν με την αμοιβαία εναλλαγή της αρχικής περιόδου με μια άλλη δοθείσα περίοδο οι νέοι δείκτες που θα προκύψουν είναι αντίστροφοι των αρχικών τύτε έχουμε ότι ο έλεγχος είναι επιτυχής, ειδάλλως όχι. Time Scries [Χρονολογικές σειρές] Στατ. Μια χρονολογική σειρά είναι το σύνολο των παρατηρήσεων χ, κάθε μια από τις οποίες καταγράφεται σε συγκεκριμένους χρόνους. Μια χρονολογική σειρά μπορεί να είναι είτε διακριτή, με την έννοια ότι ο χρόνος είναι διακριτός, είτε συνεχής με την έννοια ότι ο χρόνος είναι συνεχής. Time Scries Analysis [Ανάλυση χρονολογικών σειρών] 1. Στατ. Οι στατιστικές μέθοδοι ελεγχου και οι αρχές ερμηνείας των ιδιοτήτων των χρονολογικών σειρών αποτελούν την ανάλυση των χρονολογικών σειρών. 2. Μαθημ. Είναι η ανάλυση των μαθηματικών συστημάτων των οποίων ο χώρος έρευνας είναι ένα διάστημα του χρόνου. Time-share [Καταμερίζο) χρόνο] Πληρ. Εκτελώ διαφορετικές λειτουργίες παράλληλα στηριζόμενος στον καταμερισμό του χρόνου (βλεπε Time-sharing). Time-sharing [Καταμερισμός χρόνου] Πληρ. 1. Η μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται έτσι ώστε να αποδίδεται η απαιτούμενη χρονική διάρκεια σε διαφορετικές εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν ταυτόχρονα από τις διάφορες μονάδες του υπολογιστικού συστήματος, σε περιβάλλον πολυπρογραμματισμού. Στηρίζεται στην αξιοποίηση του νεκρού χρόνου (dead time) κάθε εργασίας του υπολογιστικού συστήματος, με παράλληλη διαμέριση του χρόνου διαθεσιμότητάς του προς τους πόρους του συστήματος βάση προτεραιοτήτων. 2. Ο τρόπος εκτέλεσης μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος με το να επιτρέπεται η χρήση των πόρων του για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε κάθε στοιχειο')δη εργασία της λειτουργίας αυτής. Time Signal [Σήμα ώρας] Επικοιν. Σήμα αναφοράς της ώρας που αναφέρεται από το ρολόι του συστήματος. Time Signal Service [Υπηρεσία χρονικού σινιάλου] Επικοιν. 1. Υπηρεσία που μεταδίδει την ώρα. 2. Τμήμα γενικότερης υπηρεσία μετάδοσης ώρας και συχνοτήτων (Frequency And Time Signal Service). Time Slice [Χρονοθυρίδα] Πληρ. Η χρονική διάρκεια που αποδίδεται σε μια επεξεργασία δεδομένων από μια μονάδα του υπολογιστικού συστήματος βάση του καταμερισμού του χρόνου. Ο όρος συναντάται κυρίως σε δίκτυα υπολογιστών και σε περιβάλλον πολυπρογραμ-

- 1383 μαιισμού. Time Tick [Ηχος ώρα] Επικοιν. Ηχητικό σήμα που συνηθίζεται σε μεταδόσεις επί πληρωμή και σηματοδοτεί πέρασμα κάποιου ορισμένου χρόνου. Timer [Χρονοδιακόπτης] Μηχ. Είναι μία συσκευή με την οποία ρυθμίζεται αυτόματα η έναρξη ή η διακοπή της λειτουργίας μίας μηχανής. Timing E r r o r [Σφάλμα χρονισμού] Πληρ .Το σφάλμα στην λειτουργία του υπολογιστή, το οποίο προκύπτει όταν μια διεργασία δεν χρησιμοποιεί την απαιτούμενη χρονική διάρκεια που της είχε αποδοθεί αρχικά για την εκτέλεσή της, αλλά περισσότερη ή λιγότερη. Tin [Κασσίτερος] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 50, ατομικό βάρος 118.7, σ.τ. 232°C και σ.ζ. ~2270°C, που ανήκει στην IVa ομάδα των στοιχείων του περιοδικού πίνακα, ομάδα άνθρακα, και συμβολίζεται με Sn. Η εξαγωγή του γίνεται κυρίως από μεταλλεύματα του κασσιτερίτη. Εμφανίζεται τόσο σε δισθενή όσο και σε τετρασθενή μορφή, ενώ κυρίως βρίσκει εφαρμογή σε επιμεταλλ(όσεις. Tin Bisulfide [Θειούχος κασσίτερος] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 183, σ.τ.~600 υ 0 και χημικό τύπο SnS2. Εμφανίζεται αδιάλυτο σε νερό και σε αλκοόλες ενώ βρίσκει εφαρμογή σε επιμεταλλώσεις. Tin Bromide [Βρομιούχος κασσίτερος] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 439, σ.τ. 33°C, σ.ζ. 200°C και χημικό τύπο SnBr4. Το άλας αυτό αποσυντίθεται στο νερό ενώ η κύρια εφαρμογή του είναι στο διαχωρισμό μετάλλων στα ορυκτά. Tin Bronze [Χαλκοκασσίτερος] Μεταλλ. Κράμα κασσιτέρου με χαλκό, κρυσταλλικής δομής, που βρίσκει εφαρμογή σε μηχανικές κατασκευές όπου περιορίζει την τριβή μεταξύ των τμημάτων της κατασκευής λόγω της πλαστικότητας του κράματος. Η σύσταση του κράματος εξαρτάται από την εφαρμογή για την οποία προορίζεται. Tin Calconite [Βόρακας] Ορυκτ. Ορυκτό γνωστό και ως μοσχοβίτης εξαγωνικής ή ρομβοεδρικής κρυσταλλικής δομής με σύνθεση Na 2 B 4 07.5H 2 0. Εργαστηριακά μπορεί να παρασκευαστεί με βρασμό διαλύματος βόρακα μέχρι να λάβει χώρα κρυσταλλοποίηση, με ψύξη ζεστού κεκορεσμένου διαλύματος μέχρι τους 60°C και με τήξη του βόρακα στο νερό κρυστάλλωσης του, όπου αυτή η μέθοδος δίνει συνήθως ψευδοκυβική δομή. Tin Chloride [Χλωριούχος κασσίτερος] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση, υγρής φάσης, γνωστή και ως τετραχλωριούχος κασσίτερος με MB 259, σ.ζ. 114°C και χημικό τύπο SnCl4. Εμφανίζει όξινα χαρακτηριστικά και βρίσκει εφαρμογή σε μεγάλη ποικιλία βιομηχανικών δραστηριοτήτων όπως επικαλύψεις, φάρμακα, υαλουργία. Tin C h r o m a t e [Χρωμικός κασσίτερος] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής φάσης με MB 583 και χημικό τύπο Sn(Cr0 4 ) 4 . Παρασκευάζεται από το χλωριούχο κασσίτερο και εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό. II σημαντικότερη εφαρμογή του είναι στη διακόσμηση γυάλινων και πορσελάνινων επιφανειών. Tin Dichloride [Διχλωριούχος κασσίτερος] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση του δισθενούς κασσιτέρου με το χλώριο, στερεό κρυσταλλικής δομής με MB 189 και χημικό τύπο SnCN. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό, ενώ εμπορικά αξιοποιείται η μεγάλη αναγωγική δράση της. Tin Difluoride [Διφθοριούχος κασσίτερος] Ανοργ.Χημ.

Titanate

Ανόργανο άλας του δισθενούς κασσιτέρου με το φθόριο, στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 157, σ.τ. 213°C και χημικό τύπο SnF2. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, ενώ βρίσκει εφαρμογή στη βιομηχανία φαρμάκων. Tin Dioxide [Διοξείδιο του κασσιτέρου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής ή άμορφης δομής, με MB 151, με σ.τ. 1127°C και χημικό τύπο Sn0 2 . Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε ισχυρά ανόργανα οξέα. Βρίσκει εφαρμογή ως πρώτη ύλη στις βιομηχανίες υάλου, κεραμικών αλλά αξιοποιούνται και οι καταλυτικές του ιδιότητες σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες. Tin Hydrite [Υδρίτης του κασσιτέρου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση αέριας φάσης, με MB 122 και χημικό τύπο SnH 4 . Η σημαντικότερη του εφαρμογή είναι σε επικαλύψεις μεταλλικών επιφανειών με κασσίτερο. Tin Iodide [Ιωδιούχος κασσίτερος] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 626, σ.τ. 143°C, σ.ζ. 340 σ 0 και χημικό τύπο SnJU. Εμφανίζει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό. Tin Oxalate [Οξαλικός κασσίτερος] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 207, σ. τ. ~275°C και εμπειρικό τύπο SnC204. Χρησιμοποιείται σε επικαλύψεις υψηλής ηλεκτρικής αγωγιμότητας και στην παραγωγή νανοκρυσταλλικών οξειδίων. Tin Oxide [Οξείδιο κασσιτέρου] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση του δισθενούς κασσιτέρου με το οξίΓ/όνο, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 135, σ.τ. 1()80°C και χημικό τύπο SnO. Παρουσιάζεται διαλυτό σε νερό και ισχυρά οξέα, ενώ βιομηχανικά αξιοποιείται ο ισχυρά αναγωγικός του χαρακτήρας. Tin Pyrites [Κασσιτερίτης] Ομυκτ. Ορυκτό γνωστό και ως σταννίτης, τετραεδρικής κρυσταλλικής δομής, με σύνθεση Cu2FeSnS4. Έχει δομή παρόμοια με του ZnS. Η τετραγωνική του μονάδα, που περιέχει δύο μόρια έχει διαστάσεις ao=5.46A, Co= 10.725Α. Αποτελεί την κύρια πηγή ανάκτησης κασσιτέρου. Tin Salts [Αλατα του κασσιτέρου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανες ενώσεις κασσιτέρου υδρολυόμενες σε υδατικά διαλύματα. Κυρίως αλογονούχες ενώσεις του κασσιτέρου αλλά και διάφορες συμπλοκές ενώσεις με άλλα μεταλλικά στοιχεία. Tin Stone [Κασσιτερόλιθος] Ομυκτ. Ορυκτό, γνωστό και ως κασσιτερίτης, που αποτελεί την κύρια φυσική πηγή λήψης κασσιτέρου και έχει χημική σύσταση Sn0 2 . Εμφανίζει κρυσταλλική δομή και σκούρο συνήθως χρώμα. Tin Sulfate [Θειικός κασσίτερος] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 214, χημικό τύπο SnS0 4 . Εμφανίζεται ευδιάλυτη στο νερό και βρίσκει εφαρμογή σε λουτρά ηλεκτρολυτικής επικάλυψης. Tip And Ring (T&R) [Ακρη και χτύπημα] Επικοιν. Τα σύρματα που συνδέουν τη συσκευή ενός τηλεφώνου με το πλησιέστερο κέντρο στην Αμερικάνικη ορολογία (ιδιωματισμός). Tischenko Reaction [Αντίδραση Τισένκο] Ομγ.Χημ. Ειδική κατηγορία οργανικών αντιδράσεων όπου πραγματοποιείται η αντίδραση μιας αλδεϋδης με ένα οξείδιο παρουσία αλογόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αντιδράσεων είναι η αντίδραση της ακεταλδεϋδης με το ισοπροποξείδιο του αλουμινίου που δίνει οξικό αιθύλιο και οξικό ισοπροπύλιο. Titanate [Τιτανικό] Ανομγ.Χημ. Ανόργανα άλατα που

Titanic Acid

- 1384-

έχουν στη δομή τους την τιτανική ρίζα (TiO,V2). Τα πιο γνωστά είναι αυτά των αλκαλίων και των αλκαλικών γαιών. Εμφανίζονται αδιάλυτα στο νερό. Titanic Acid [Τιτανικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο διπρωτικό οξύ ασθενώς όξινων χαρακτηριστικών, γνωστό και ως τιτανικό υδροξείδιο, στερεής φάσης, με MB 98 και χημικό τύπο Η2Τ1Ο3. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και σε οξέα ή βάσεις. Η αντίδραση του με υδροξείδια ή άλατα άλλων μετάλλων δίνει τα τιτανικά άλατα. Titanic I r o n O r e [Τιτανοσιδηρικό μετάλλευμα] Ορυκτ. Ορυκτό, γνωστότερο και ως ιλμεννίτης, με ποικίλλουσα σύσταση και γενικό χημικό τύπο Fe0.Ti0 2 . Αντιδρά με το θειικό οξύ για να δώσει μεταλλικό σίδηρο και θειικό τιτάνιο, ενώ αποτελεί την κύρια φυσική πηγή λήψης τιτανίου. T i t a n i u m [Τιτάνιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 22, ατομικό βάρος 47.9, σ.τ. 1675 C και σ.ζ. 3260°C, που ανήκει στην IVb ομάδα των στοιχείων μετάπτωσης του περιοδικού πίνακα και συμβολίζεται με Τί. Συναντάται σε κρυσταλλική μορφή. Εμφανίζεται ευρέως στη φύση τόσο σε ορυκτά όσο και σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς. Παρουσιάζει μικρή χημική δραστικότητα. Χρησιμοποιείται σε Κράματα. Titanium Boride [Βορίδιο του Τιτανίου] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ομοιοπολική ένωση του τιτανίου με το βόριο, στερεή με σ.τ.~3000°0 και με χημικό τύπο ΤίΒ ή ΤΐΒ 2 . Είναι υλικό σταθερό, σκληρό και πυρίμαχο, χαρακτηριστικά που το κάνουν πολύτιμο για σειρά βιομηχανικών εφαρμογών. T i t a n i u m C a r b i d e [Καρβίδιο του τιτανίου] ΑνοργΧημ. Ανόργανη ομοιοπολική ένωση του τιτανίου με τον άνθρακα, στερεής κρυσταλλικής δομής, με σ.τ.~3140°0 και με χημικό τύπο TiC. Είναι υλικό σταθερό, σκληρό, πυρίμαχο και με υψηλή αντοχή σε χημικά που το κάνουν πολύτιμο για σειρά βιομηχανικών εφαρμογών. Titanium Dichloride [Διχλωριούχο τιτάνιο] Ανοργ. Χημ. Ανόργανη ένωση, στερεής εξαγωνικής κρυσταλλικής δομής, με MB 118, χημικό τύπο TiCl2. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό και στην αλκοόλη, διαλυτή στους αιθέρες και στο χλωροφόρμιο. Οξειδώνεται άμεσα με τον ατμοσφαιρικό αέρα και απαιτεί ειδικές συνθήκες φύλαξης. Titanium Dioxide [Διοξείδιο του τιτανίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση υπό μορφή στερεής σκόνης, με MB 80, σ.τ. ~*1550°C και χημικό τύπο Ti0 2 . Παρουσιάζεται αδιάλυτο στο νερό και με μεγάλη επικαλυπτική ικανότητα, η οποία αξιοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων και επικαλυπτικών. Titanium H y d r i d e [Τιτανικός υδρίτης] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής φάσης που δημιουργείται από την προσρόφηση, με αντιστρεπτό τρόπο, υδρογόνου στο τιτάνιο και αποτελεί στερεό διάλυμα υδρογόνου σε τιτάνιο. Αξιοποιείται κυρίως σε συγκολλήσεις και επικαλύψεις. Titanium Nitride [Νιτρίδιο του τιτανίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση, γνωστή και ως αζωτούχο τιτάνιο, με στερεή κρυσταλλική δομή, MB 62, σ.τ. ~2940°C και χημικό τύπο TiN. Εμφανίζεται ανθεκτικό σε ισχυρά όξινο περιβάλλον και βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή ημιαγωγών. Titanium Oxalate [Οξαλικό τιτάνιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής που συναντάται συνήθως στην ένυδρη της μορφή, με MB 534 και εμπειρικό τύπο ΤΪ2(020 4 )3.10Η 2 0. Εμφανίζεται

διαλυτό στο νερό και βρίσκει εφαρμογή στις διεργασίες βυρσοδεψίας. Titanium Sulfate [Θειικό τιτάνιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής φάσης με MB 240 και χημικό τύπο Ti(S0 4 ) 2 . Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό, τοξικό και ισχυρά όξινο, και αποτελεί ενδιάμεσο κατά τη διεργασία ανάκτησης τιτανίου από ιλμεννίτη που γίνεται με χρήση θειικού οξέος. Titanium Tetrachloride [Τετραχλωριούχο τιτάνιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανη ένωση υγρής φάσης με MB 189, σ.ζ. 135°C και χημικό τύπο TiCl4. Εμφανίζεται διαλυτύ στο νερό και δίνει τιτανικούς εστέρες με τις αλκοόλες. Αξιοποιείται στην παραλαβή μεταλλικού τιτανίου και στην παρασκευή πολυτίμων λίθων. T i t a n i u m Trichloride [Τριχλωριούχο τιτάνιο] Ανοργ. Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 154 και χημικό τύπο TiClj. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και στις αλκοόλες, αδιάλυτο στους αιθέρες. Η ένυδρη μορφή του παράγεται ευκολότερα και χρησιμοποιείται ως αναγωγικό μέσο. T i t a n i u m Trioxide [Τριοξείδιο του τιτανίου] Ανοργ. Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 96 και χημικό τύπο Ti0 3 . Εμφανίζεται διαλυτό στα οξέα και βρίσκει εφαρμογή στην οδοντοϊατρική. Titanous Sulfate [θειικό τιτάνιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 384 και χημικό τύπο Ti2(S04)3. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό σε ανόργανα οξέα, ενώ οξειδώνεται στον ατμοσφαιρικό αέρα δίνοντας οξείδιο του τιτανίου. T i t c h m a r s h ' s T h e o r e m [Θεώρημα του Titchmarsh] Μαθημ. Έστω δύο πραγματικές συναρτήσεις f, g, 01 οποίες είναι θετικά ορισμένες. Αν οι δύο αυτές συναρτήσεις δεν είναι ταυτοτικά μηδέν (0) τότε και η συνέλιξή τους δεν είναι ταυτοτικά μηδέν (0). Titer [Τίτλος] Χημ. Ο τίτλος ενός διαλύματος προκύπτει μέσω της διαδικασίας τιτλοδότησης και είναι η συγκέντρωση του σε ένα συγκεκριμένο συστατικό. T i t r a n d [Τιτλοδοτούμενο διάλυμα] Αναλ.Χημ. Είναι ο όρος που χαρακτηρίζει το υπό μελέτη άγνωστης συγκέντρωσης διάλυμα, σε μια τιτλοδότηση. T i t r a n t [Τιτλοδοτικό διάλυμα] Αναλ.Χημ Ορος που χαρακτηρίζει το γνωστής συγκέντρωσης προτυποποιημένο διάλυμα που προστίθεται στο υπό μελέτη διάλυμα κατά την τιτλοδότηση. Η ακρίβεια της τιτλοδότησης εξαρτάται τόσο από την ακρίβεια της πραγματοποιούμενης ογκομέτρησης όσο και από την ακρίβεια της γνωστής συγκέντρωσης του τιτλοδοτικού διαλύματος. Titration [Τιτλοδότηση] Αναλ.Χημ. Αναλυτική χημική μέθοδος προσδιορισμού συγκέντρωσης συστατικών διαλυμάτων. Ο προσδιορισμός γίνεται με προσθήκη διαλύματος γνωστής συγκέντρωσης στο υπό μελέτη διάλυμα, ενώ για την αναγνώριση του σημείου ολοκλήρωσης της μέτρησης χρησιμοποιούνται είτε δείκτες που προκαλούν αλλαγή χρώματος είτε ηλεκτρόδια που ανιχνεύουν την αλλαγή δυναμικού ή αγωγιμότητας στο διάλυμα. Η τεχνική αυτή εκτελείται και με ηλεκτρονικές συσκευές που δίνουν άμεσα και ταχεία αποτελέσματα. Titrimetric Analysis [Τιτλοδοτική ανάλυση] Αναλ.. Χημ Αναλυτική χημική μέθοδος γνωστή και ως ογκομετρική ανάλυση που βασίζεται στη μέτρηση του όγκου διαλύματος γνωστής συγκέντρωσης που προστίθεται σε διάλυμα άγνωστης συγκέντρωσης μέχρι να ολοκληρωθεί μια συγκεκριμένη αντίδραση.

- 1385 -

Tocopherol [Τοκοφερόλη] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων γνωστών και ως βιταμίνη Ε που είναι γνωστές για την έντονη βιολογική τους δράση όπου αξιοποιούνται τα αντιοξειδωτικά τους χαρακτηριστικά. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια των ενώσεων αυτών στον ανθρώπινο οργανισμό προκαλεί δερματολογικά προβλήματα αλλά και πρόωρη γήρανση. Toe Wall [Προστατευτικό τοιχίο] Πολ. Μηχ. Είναι ένας χαμηλός τοίχος, συνήθως από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο οποίος κατασκευασμένος στην βάση ενός αναχώματος, κατακρατεί τους χωματισμούς από ενδεχόμενη ολίσθησή τους. Toeboard [Βάση στηθαίου] Οικοδ. Είναι ένα χαμηλό τοιχάκι το οποίο χτίζεται περιμετρικά σε μία κεκλιμένη ή οριζόντια οροφή ώστε να προστατεύει ανθρώπους και πράγματα από το να πέσουν κάτω από αυτήν. T o k a m a k [Τόκαμακ] Φνσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας ο οποίος παρουσιάζει δαχτυλοειδή μορφή και ο οποίος χρησιμοποιείται για τον περιορισμό πλάσματος που προορίζεται για τη δημιουργία θερμοπυρηνικών αντιδράσεων σύντηξης (βλέπε Thermonuclear Reaction). Ο περιορισμός του πλάσματος επιτυγχάνεται μέσω ενός μαγνητικού πεδίου το οποίο έχει ελικοειδή μορφή και το οποίο διαμορφώνεται από το ισχυρό μαγνητικό πεδίο δαχτυλιοειδούς πηνίου που περιβάλλει το πλάσμα και από ένα ασθενέστερο πεδίο που δημιουργείται από το ηλεκτρικό ρεύμα που διαρρέει το πλάσμα. Ο αντιδραστήρας αυτός αναπτύχθηκε στην δεκαετία του 60 στην τότε ΕΣΣΔ αλλά διάφορα προβλήματα δεν έχουν επιτρέψει ακόμη την ανάπτυξη του σε βιομηχανικό επίπεδο και παραμένει στο ερευνητικό - πειραματικό στάδιο. Tolazoline Hydrochloride [Υδροχλωρική τολαζολίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 196, σ.τ.~175 C και εμπειρικό τύπο C10H12N2HCI. Βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή φαρμάκων, ενώ μπορεί να εμφανίσει και τοξική δράση σε θηλαστικά. Tolerance [Ανοχή] Μηχ. Είναι ένας όρος που απαντάται σε αρκετούς κλάδους της τεχνολογίας αλλά και των θεωρητικών επιστημών, και ορίζει την ανεκτή απόκλιση της πραγματικής τιμής ενός μεγέθους από την ακριβή θεωρητική του τιμή. Εκφράζεται δε συνήθως ως ποσοστό απόκλισης επί τοις εκατό της θεωρητικής τι-

μής.

Tolerance Interval [Περιθώριο ανοχής] ΑναλΧημ. Όρος που χρησιμοποιείται κατά την πραγματοποίηση σειράς χημικών αναλύσεων και χαρακτηρίζει το εύρος, που καθορίζεται βάσει υπολογισμών, και εντός του οποίου οι λαμβανόμενες μετρήσεις θεωρούνται αποδεκτές. Ortho-Tolidine [Ορθοτολιδίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωστι στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 212, σ.τ. 128-9 C και εμπειρικό τύπο [CH3(NH2)C6H3]2. Εμφανίζεται διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Toll [Επί πληρωμή] Επικοιν. Διάθεση χρημάτων για τηλεφωνικές υπηρεσίες. Toll Call [Κλήση πληρωτέα] Επικοιν. Συνήθως κλήσεις μέσω δημοσίου ή και ιδιωτικών δικτύων παρέχονται επί χρέωση με τιμές που καθορίζονται από εποπτεύουσες αρχές στο πνεύμα του ανταγωνισμού. Toll Center [Κέντρο πληρωμών] Επικοιν. Υπηρεσία που ασχολείται με τη διαδικασία χρώσης - είσπραξης. Toll Connecting T r u n k [Πληρωτέα σύνδεση γραμμής πόλης] Επικοιν. Χρήση δημοσίου ή ιδιωτικού δικτύου

Meta-Toluidine

επί πληρωμή (συνήθως για μισθώσεις σύντομων μεταδόσεων με μεταγωγή κυκλώματος). Toll Line [Γραμμή χρέωσης] Επικοιν. 1. Ειδικό κανάλι χρέωσης με σηματοδοσία 2. Γραμμή όπου εφαρμόζεται χρέωση. Tollen's Aldehyde Test [Αλδεϋδική δοκιμή TollenJ Αναλ.Χημ. Αναλυτική τεχνική που αποσκοπεί στην ταυτοποίηση των αλδεϋδών και των κετονών. Toluene [Τολουένιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, γνωστή και ως μεθυλο βενζόλιο, με σ.τ. -95°C, σ.ζ. 111°C και εμπειρικό τύπο C6H5CH3. Προκύπτει από την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από ένα μεθυλικό μόριο στο βενζολικό δακτύλιο, μέσω αντίδρασης αλκυλιώσεως Friedel-Crafts. Είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης σε χρώματα, στην παραγωγή φαρμάκων κτλ. Toluene 2,4-Diisocyanate [Διισοκυανικό τολουένιο] Οργ Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 174, και εμπειρικό τύπο CH3C6H3(NCO)2. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και με ιδιαίτερα τοξική δράση. Βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή χρωμάτων και ρητινών. Para-toluenesulfonic Acid [Τολουενοσουλφονικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 172, σ.τ. 107 C και εμπειρικό τύπο CH3QH4SO3H. Αποτελεί παράγωγο του τολουενίου και σχηματίζεται με την αντικατάσταση ενός ατόμου Η του βενζολικού δακτυλίου με S0 3 H. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην παραγωγή υποκατάστατων ζάχαρης για διαιτητικές ανάγκες. α-Toluic Acid [α-Τολουικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, γνωστή και ως φαινυλοξικό οξύ, με MB 136, σ.τ. 76-7°C, σ.ζ. 265°C και εμπειρικό τύπο 0 6 Η 5 0 Η 2 0 0 0 Η . Εμφανίζεται διαλυτή σε νερό και αδιάλυτη σε αλκοόλες και αιθέρες. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή της πενικιλίνης. Meta-Toluic Acid [μέτα-Τολουικό οξύ] Ομγ.Χημ. Μία από τις τρεις ισομερείς μορφές του τολουικού οξέος. Στερεό, κρυσταλλικής δομής, με MB 136, σ.τ.110°0, σ.ζ.263υΟ και εμπειρικό τύπο C H i C ^ C O O H . Εμφανίζεται διαλυτό σε νερό, αλκοόλες και αιθέρες. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση. Ortho-Toluic Acid [όρθο-Τολουικό οξύ] Ομγ.Χημ. Μία από τις τρεις ισομερείς μορφές του τολουικού οξέος. Στερεό, κρυσταλλικής δομής, με MB 136, σ.τ.104 υ 0, σ.ζ.259ΰΟ και εμπειρικό τύπο CH3C6H4COOH. Εμφανίζεται διαλυτό σε νερό και αλκοόλες. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση. Para-Toluic Acid [παρα-Τολουικό οξύ] Ομγ.Χημ. Μία από τις τρεις ισομερείς μορφές του τολουικού οξέος. Στερεό, κρυσταλλικής δομής, με MB 136, σ.τ.179°0, σ.ζ.274°0 και εμπειρικό τύπο CH 3 C 6 H 4 COOH. Εμφανίζεται διαλυτό σε νερό, αλκοόλες και αιθέρες. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση και ως αγροχημικό. α-Toluic Aldehyde [α-Τολουική αλδεΰδη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση, στερεής φάσης, γνωστή και ως φαινυλοξικό οξύ, με MB 136, σ.τ. 76 0 C, σ.ζ. ~260°C και εμπειρικό τύπο CfiH5CH2C02H. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και βρίσκει εφαρμογή σε στιλβωτικά και χρώματα μετάλλων. τ = -κθ, όπου τ είναι η ροπή, θ η γωνιακή απομάκρυνση του σώματος και κ μία σταθερά του σύρματος που ονομάζεται στροφική σταθερά ή συντελεστής στρέψης. Meta-Toluidine [μετα-Τολουιδίνη] Ομγ.Χημ Μία από

Ortho-Toluidinc

- 1386-

τις τρεις ισομερείς μορφές της οργανικής ένοίσης τολουιδίνης, υγρής φάσης, με MB 107, σ.τ. -31.5°C, σ.ζ. 203°C και εμπειρικό τύπο CH3C6H4NH2. Εμφανίζεται διαλυτό σε αλκοόλες και αιθέρες, αδιάλυτο σε νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση. Ortho-Toluidine [ορθο-Τολουιδίνη] Οργ.Χημ. Μία από τις τρεις ισομερείς μορφές της οργανικής ένωσης τολουιδίνης, υγρής φάσης, με MB 107, σ.τ. -16°C, σ.ζ. 199.7°C και εμπειρικό τύπο CEbC^EUNHk Εμφανίζεται διαλυτό σε αλκοόλες, αιθέρες και νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση. Para-Toluidine [παρα-Τολουιδίνη] Οργ.Χημ. Μία από τις τρεις ισομερείς μορφές της οργανικής ένωσης τολουιδίνης, στερεό κρυσταλλικής δομής, με MB 107, σ. τ. 44°C, σ.ζ. 200.3°C και εμπειρικό τύπο CH3C6H4NH2. Εμφανίζεται διαλυτό σε αλκοόλες, αιθέρες και νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση. Toluylene [Τολουυλένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δοιιής, γνωστύ και ως στυλβένιο, με MB 180, σ.τ. 1240C, σ.ζ. 306 0 C και εμπειρικό τύπο C6H5-HC=CH- C6H5. Είναι αδιάλυτη στο νερό, περιορισμένης διαλυτότητας στην αιθυλική αλκοόλη, ενώ είναι διαλυτή σε βενζόλιο. Αξιοποιείται στη βαφή υφασμάτων, κυρίως βαμβακερών. Toluylene Red [Ερυθρό του τολουυλενίου] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 272 και εμπειρικό τύπο CH3NC6H2N2C6H2CH3NH2.HC1. Αξιοποιείται η αλλαγή του χρώματος της με την αλλαγή της οξύτητας στα διαλύματα της και χρησιμοποιείται ως δείκτης ρΗ (6.8-8) σε τιτλοδοτήσεις. Para-Tolylsulfonylmethylnitrosamide [παραΤολυλσουλφονυλμεθυλονιτροσαμίδιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 214, σ.τ. 62°C και εμπειρικό τύπο C s H i o N ^ S . Εμφανίζεται διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες και βρίσκει εφαρμογή ως αντιδραστήριο αναλυτικής χημείας. Tomatine [Ντοματίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση με MB 1033 και εμπειρικό τύπο C5OH83N02I. Λαμβάνεται ως παράπλευρο προϊόν της ντοματοκαλλιέργειας και αξιοποιείται ως φυτομυκητοκτόνο, καθώς παρουσιάζει υψηλή τοξικότητα σε μικροοργανισμούς. Ton [Τόνος] Μηχ. Πρόκειται για μία μονάδα μέτρησης του βάρους όπου ο ένας τόνος ισούται με χίλια κιλά. Tone And Voice P a g e r [Ειδοποιητής pager τόνου και φωνής] Επικοιν. Ειδικά pager που μεταδίδουν τόνους και απαντούν με φωνητικά μηνύματα χρησιμοποιώντας συνθετικά κυκλώματα σύνθεσης φωνής. Tone Modulated Waves [Κύματα με διαμόρφωση τόνου] Επικοιν. Ακουστικά κύματα με διαμόρφωση πλάτους (που εξετάζονται και σε σχέση με την παθητική ακρόαση). Tone Modulation [Διαμόρφωση τόνου] Επικοιν. Διαμόρφωση πλάτους ή συχνότητας των ακουστικών κυμάτων που χρησιμοποιείται στα μουσικά όργανα (με κλειδιά ή φυσικά ηλεκτρονικά). Tone Only P a g e r [Ειδοποιητής pager μόνο τόνου] £πικοιν. Συνηθισμένη μορφή ειδοποιητή Pager με χρήση τόνων κατά την κλήση. Tone Reversal [Αντιστροφή τόνου] Επικοιν. 1. Αλλαγή κατά τη λήψη από Mark σε Space ή αντίστροφα (συνηθίζεται σε Fax- Modem) 2. Αντιστροφή χρωματικού τόνου πάνω σε μια κλίμακα (αρνητικό). Tonne [Τόνος] Μηχ. Πολλαπλάσια μονάδα της βασικής

μονάδας μέτρησης της μάζας στο σύστημα SI που είναι το χιλιόγραμμο (kilogram). Ένας τόνος αντιστοιχεί σε 1000 χιλιόγραμμα. Συμβολίζεται: t. Ένας τόνος αντιστοιχεί στην μάζα νερού που έχει όγκο 1 m3 και η οποία βρίσκεται σε θερμοκρασία 4 °C. Toolbox [Εργαλειοθήκη] Μηχ. Είναι μία κατάλληλα διαμορφωμένη τσάντα με τις αναγκαίες προθήκες, συνήθως μεταλλική, για τη μεταφορά όλων των εργαλείων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μίας εργασίας. Top Plate [Ανώτατη οροφή] Οικοδ. Είναι το υψηλότερο οριζόντιο στοιχείο του φέροντος οργανισμού ενός κτιρίου, επάνω στο οποίο στηρίζεται ο σκελετός της στέγης του. Top Steam [Ατμός κορυφής] Χημ.Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει τον ατμό που χρησιμοποιείται σε διάφορες διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον αντιδραστήρα μετά από την ολοκλήρωση της αντίδρασης, όπως ο καθαρισμός του αντιδραστήρα, η απομάκρυνση των προϊόντων κτλ. Συνήθως η εισαγωγή του γίνεται από την κορυφή του αντιδραστήρα. Topaz [Τοπάζι] Ομυκτ. Ορυκτό γνωστό και ως αργυραδάμας, ορθορομβικής κρυσταλλικής δομής, με λόγο αξόνων a: b: c= 0.4943: 1: 0.9545 και σύνθεσης Al 2 Si0 4 (F,0H) 2 . Συναντάται σε λευκό, γαλάζιο και κίτρινο χρώμα. Οι γαλάζιοι κρύσταλλοι του που είναι και οι πιο σπάνιοι αποτελούν πολύτιμους λίθους και χρησιμοποιούνται στην κοσμηματοποιία. Topochemical Control [Τοποχημικός έλεγχος] Χημ. Ο έλεγχος των συνθηκών μιας χημικής αντίδρασης, όταν το επιθυμητό τελικό προϊόν είναι στερεό κρυσταλλικής δομής, ώστε η δομή αυτή να έχει τον επιθυμητό σχηματισμό. Topography [Τοπογραφία] Γεωδ. Είναι η επί τόπου εφαρμογή της επιστήμης της Γεωδαισίας, δηλαδή ο κλάδος της που ασχολείται με την μέτρηση των αποστάσεων και των εμβαδών επί της επιφάνειας της Γης, με σκοπό τη δημιουργία των τοπογραφικών χαρτών και διαγραμμάτων. Topological Dimension [Τοπολογική διάσταση] Μαθημ. Έστω Χ ένας τοπολογικός χώρος. Η διάσταση, η οποία προσδίδεται σε έναν τοπολογικό χώρος προκύπτει από το πλήθος των στοιχείων που απαρτίζουν τον τοπολογικό χώρο που εξετάζουμε. Topological Dual [Τοπολογικός δυϊκός χώρος] Μαθημ. Έστω Σ και Σ' δύο ομόμορφα σχήματα στον τοπολογικό τρισδιάστατο χώρο R. Αν υπάρχουν σχήματα Κ και Κ' στο χώρο R, τα οποία αποτελούνται από όλα τα σημεία του R, που δεν ανήκουν στα σχήματα Σ και Σ\ και επομένως ανήκουν στο χώρο R - Σ τότε λέμε ότι τα σχήματα αυτά είναι δυικά και περιέχουν τους αριθμούς Betti. Topological Dynamics [Τοπολογικά δυναμικά] Μαθημ. Με την έννοια τοπολογικά δυναμικά συμπεριλαμβάνουμε όλες τις ιδιότητες που προκύπτουν μέσα από εφαρμογές τοπολογικών ομάδων, οι οποίες ανήκουν σε ένα τοπολογικό χώρο S, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις ιδιότητες εκείνες, που σχετίζονται με την αριθμητική επίλυση των διαφορικών εξισώσεων. Topological G r o u p s [Τοπολογικές ομάδες] Μαθ*]μ. Έστω S ένας τοπολογικός χώρος. Αν για τον χώρο αυτό υπάρχει μια δυϊκή καρτεσιανή απεικόνιση φ, η οποία ορίζεται ως φ: S x S S, και φ (χ, y) = χ y*\ όπου χ, y e S, συνεχής τότε λέμε ότι αποτελεί μια τοπολογική ομάδα.

- 1387 Topological L i n e a r Space [Τοπολογικός γραμμικός χώρος] Μαθημ. —> Topological Vector Space Topological M a p p i n g [Τοπολογική απεικόνιση] Μαθημ. Έστω δύο τοπολογικοί χώροι S και S' και έστω δύο στοιχεία κ, λ με το κ να ανήκει στο S και συμβολίζεται κ e S,Kai το λ να ανήκει στο S \ λ e S \ Μια απεικόνιση φ του S στο S', φ: S —> S', λέγεται τοπολογική αν και μόνον αν, για κάθε κ 1 λ έπεται ότι και φ (κ) 1 φ (λ), όπου φ, φ σ υ ν ε χ ε ί ς . Topological P r o d u c t [Τοπολογικό γινόμενο] Μαθημ. Έστω δύο τοπολογικοί χώροι S και S' και έστω ότι ορίζεται το καρτεσιανό γινόμενο για αυτούς τους δύο χώρους. Αν το καρτεσιανό γινόμενο ορίζει ένα νέο χο')ρο Κ, S χ S' Κ, και ο χώρος Κ είναι τοπολογικός χώρος, τότε λέμε ότι αυτό το καρτεσιανό γινόμενο είναι ένα τοπολογικό γινόμενο. Topological P r o p e r t y [Τοπολογική ιδιότητα] Μαθημ. Αν μια ιδιότητα ισχύει τόσο για έναν τοπολογικό χώρο S, όσο και για έναν ομόμορφο του χώρο, τότε λέμε ότι η ιδιότητα αυτή είναι μια τοπολογική ιδιότητα. Topological Space [Τοπολογικός χώρος] Μαθημ. Αν ένα σύνολο S έχει μια τοπολογία ορισμένη πάνω του, τέτοια ώστε να ορίζει ιδιότητες όπως συνεκτικότητα, γειτονία σημείων, συμπαγότητα χώρου, συνέχεια κ.τ.λ. τότε λέμε ότι αυτός ο χώρος ορίζει έναν τοπολογικό χώρο S Topological Vector Space [Τοπολογικός διανυσματικός χώρος] Μαθημ. Έστω ένας διανυσματικός χώρος X στον οποίο πάνω έχει ορισθεί μια τοπολογία. Αν αυτός ο διανυσματικός χώρος έχει την ιδιότητα ότι τόσο η πρόσθεση των διανυσμάτων, τα οποία τον απαρτίζουν, όσο και το εσωτερικό τους γινόμενο είναι συνεχείς συναοτήσεις. Topology [Τοπολογία] Μαθημ. Η τοπολογία είναι εκείνο το κομμάτι της Γεωμετρίας, το οποίο ασχολείται με τις τοπολογικές ιδιότητες των γεωμετρικών σχημάτων. Πρέπει όλες αυτές οι ιδιότητες να είναι αμετάβλητες και αναλλοίωτες ως προς όλους τους τοπολογικούς μετασχηματισμούς. Το σύνολο, το οποίο καλύπτει πάντα όλες αυτές τις ιδιότητες είναι το κενό σύνολο {0}. Αρα είναι το σύνολο το οποίο δε λείπει ποτέ από μια τοπολογία. Topology 2 [Τοπολογία] Πληρ. Σε δίκτυα υπολογιστών (στα τοπικά δίκτυα επικοινωνίας-LANs), ο φυσικός ή λογικός τρόπος σύνδεσης των σταθμών ή κόμβων με έναν κεντρικό σταθμό. Οι τρεις τοπολογίες που χρησιμοποιούνται στα τοπικά δίκτυα επικοινωνίας είναι τοπολογία διαδρόμου (bus topology), η τοπολογία δακτυλίου (ring topology) και η τοπολογία αστέρα (star topology). Topping [Στρώση εξυγίανσης] Πολ. Μηχ. Είναι μία στρώση από άοπλο κονίαμα, μικρού σχετικά πάχους, η οποία διαστρώνεται επάνω από μία οριζόντια επιφάνεια οπλισμένου σκυροδέματος, ώστε να δημιουργηθεί η κατάλληλη βάση για την τοποθέτηση της τελικής επικάλυψης. Torch [Φακός] Μηχ. Είναι μία φορητή συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για να παρέχει φωτισμό κατά βούληση σε οποιοδήποτε σκοτεινό χώρο. Υπάρχουν πολλών ειδών φακοί, διαφορετικών μεγεθών, ακόμη και υποθαλάσσιοι, αλλά όλοι τροφοδοτούνται ενεργειακά από ηλεκτρικούς συσσωρευτές. Toric S u r f a c e [Επιφάνεια του τόρου] Μαθημ. Είναι μια επιφάνεια, που προκύπτει από περιστροφή ενός τόξου

Torsion F r e e G r o u p

δη επιφάνεια, η οποία δε διέρχεται από το κέντρο του κύκλου. Είναι το σχήμα γνωστό και ως " σαλίγκαρος". T o r n a d o [Ανεμοστρόβιλος] Μετεωμ. Φαινόμενο περιδίνησης αέρα με φορά προς τα επάνω γύρω από ένα κέντρο χαμηλής πίεσης. Σε αντίθεση με τις μικρές διαστάσεις του, μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα ύψος, ο ανεμοστρόβιλος έχει αρκετά μεγάλη ένταση ώστε να θεωρείται πολύ επικίνδυνος. Toroid Coordinate System [Σύστημα τοροιδών συντεταγμένων] Μαθημ. Είναι το σύστημα συντεταγμένων, το οποίο προκύπτει από την περιστροφή ομάδας κύκλων, γύρω από επίπεδα, τα οποία αποτελούν τον άξονα στροφής, και ορίζουν ένα διδιάστατο σύστημα συντεταγμένων. T o r q u e [Ροπή] Μ?]χ. Φυσικό μέγεθος με το οποίο μπορούμε να εξακριβώσουμε την ικανότητα μίας δύναμης F να περιστρέφει ένα σώμα σε σχέση με κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς Ο. Η ροπή, συμβολίζεται τ, ισούται με το γινόμενο της δύναμης F επί το μοχλοβραχίονά της b ως προς το σημείο Ο. Επίσης μπορεί να οριστεί και με διανυσματικό τρόπο ως το εξωτερικό γινόμενο της απόστασης του σημείου εφαρμογής της δύναμης F από το Ο επί τη δύναμη αυτή. T o r r [Μονάδα ΤΟΓΓ] Μηχ. Η υδροστατική πίεση που επικρατεί στη βάση μίας στήλης υδραργύρου η οποία έχει ύψος 1 mm. Η μονάδα αυτή έχει πάρει το όνομά της από τον Ιταλό φυσικό επιστήμονα Evagelista Torricelli (1609 - 1647), ο οποίος θεωρείται ως ο εφευρέτης του βαρομέτρου με υδράργυρο, Torricellian V a c u u m [Κενό του Τορρικέλλι] Μηχ. Ρευστ. Ένα κενό που παρατηρείται στο βαρόμετρο υδραργύρου, το οποίο είναι ένας μακρύς γυάλινος δοκιμαστικός σωλήνας γεμάτος με υδράργυρο που είναι τοποθετημένος με το ανοιχτό άκρο του σε δοχείο επίσης γεμάτο με υδράργυρο. Το κενό αυτό δεν είναι άκριβώς κενό καθότι περιλαμβάνει υδράργυρο σε αέρια μορφή και σε πίεση της τάξης των 10*3 Torr. Torsion 1 [Στρέψη] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε μια κάθετη ευθεία πάνω σε μια καμπύλη στο χώρο. Ο βαθμός της μεταβολής από τη θετική κατεύθυνση της ευθείας, όταν περιστρέψουμε την καμπύλη, λέγεται στροφή και η τιμή του προκύπτει ως προς το τόξο που έχει διαγράψει η επιφάνεια κατά την περιστροφή. Αν η κατεύΟυνση της ευθείας κατά το πέρας της περιστροφής είναι η ίδια με την αρχική τότε λέμε ότι η στροφή έχει θετική τιμή, ειδάλλως έχει αρνητική τιμή. Torsion 2 [Στρέψη] Μηχ. Είναι η εντατική κατάσταση που αναπτύσσεται σε κάποιο μέλος μίας κατασκευής, κατά την οποία τα διάφορα σημεία κάθε εγκάρσιας διατομής αυτού τείνουν να περιστραφούν γύρω από τον άξονά του. Torsion Coefficients [Συντελεστές στρέψης] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε μια πεπερασμένη αβελιανή ομάδα, Αν αυτή η ομάδα έχει την ιδιότητα να γράφεται ως το ευθύ άθροισμα μιας πεπερασμένης κυκλικής ομάδας και μιας μη πεπερασμένης κυκλικής ομάδας, τότε οι τάξεις των στοιχείων της πεπερασμένης κυκλικής ομάδας είναι οι συντελεστές στρέψης, Torsion Element [Στοιχείο στρέψης] Μαθημ. Έστω x ένα στοιχείο το οποίο ανήκει σε ένα πρότυπο Μ (ή αλλιώς μια αναλογία Μ). To x λέγεται στοιχείο στρέψης πάνω σε ένα δακτύλιο Κ αν και μόνον αν υπάρχει ένα στοιχείο α που ανήκει στο δακτύλιο Κ τέτοιο ώστε: α x = 0, με α 1 0.

το οποίο ανήκει σε ένα κύκλο, γύρω από μια συνεπίπε- Torsion Free G r o u p [Ομάδα ελεύθερη στρέψης] Μα-

Torsion G r o u p

- 1388 -

θημ. Έστω μια ομάδα G. Αν το μοναδικό στοιχείο στρέψης της είναι το ταυτοτικό στοιχείο της ομάδας τότε αυτή η ομάδα λέγεται ομάδα ελεύθερη στρέψης. Torsion G r o u p [Ομάδα στρέψης] Μαθημ. 1. Κάθε ομάδα, της οποίας όλα τα στοιχεία της έχουν πεπερασμένη περίοδο λέγεται ομάδα στρέψης. 2. Έστω S ένας τοπολογικός χώρος. Μια πεπερασμένη ομάδα που προκύπτει ως μια ακολουθία του τοπολογικού χώρου αυτού λέγεται ομάδα στρέψης αν η ομάδα αύτη σε ευθύ άθροισμα με μια άλλη μη πεπερασμένη κυκλική ομάδα δίνουν μια ομόλογη σε αυτές ομάδα. Torsion M o d u l e [Πρότυπο στρέψης] Μαθημ. Ένα πρότυπο Κ λέγεται πρότυπο στρέψης αν και μόνον αν κάθε στοιχείο του x είναι ένα στοιχείο στρέψης, δηλαδή υπάρχει ένα στοιχείο α που ανήκει σε ένα δακτύλιο Η τέτοιο ώστε: α x = 0, με α 1 0. Torsion Of A C u r v e [Στρέψη καμπύλης] Μαθημ. Είναι το κανονικοποιημένο ποσοστό απόκλισης μιας καμπύλης που ανήκει στο χώρο από ένα κυμαινόμενο επίπεδο κατά την στρέψη. Αν το ποσοστό απόκλισης κατά τη στρέψη είναι μηδέν (0) τότε λέμε ότι η καμπύλη κείται στο επίπεδο. Torsion P e n d u l u m [Στροφικό εκκρεμές] Μηχ. Μηχανικό σύστημα το οποίο αποτελείται από έναν δίσκο ο οποίος κρέμεται από σύρμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άξονας του σύρματος να περνά από το κέντρο της μάζας του δίσκου. Αν ο δίσκος περιστραφεί οριζόντια τότε το σύρμα θα ασκήσει μία ροπή πάνω στο δίσκο που θα τείνει να τον επαναφέρει στην αρχική του θέση. Ισχύει για μικρές περιστροφές: Torsion S u b g r o u p [Υποομάδα στρέψης] Μαθημ. Μια υποομάδα μιας αβελιανής ομάδας λέγεται υποομάδα στρέψης αν και μόνο αν αποτελείται μόνο από όλα τα στοιχεία στρέψης της ομάδας. Torsion Submodule [Υποπρότυπο στρέψης] Μαθημ. Ένα υποπρότυπο λέγεται υποπρότυπο στρέψης ενός προτύπου Η αν και μόνον αν, μέσα σε όλο τον δακτύλιο στον οποίο ανήκει, περιέχει μόνο όλα τα στοιχεία στρέψης του προτύπου. T o r u s [Τόρος] Μαθημ. Είναι το σχήμα, το οποίο μοιάζει με έλικα ή σαλιγκάρι. Κάτι ανάλογο του Toroid Total Air [Συνολικός αέρας] Τεχνολ. Η συνολική ποσότητα αέρα που εισέρχεται στον θάλαμο καύσης και δίνεται σε σχέση με το θεωρητικά απαιτούμενο αέρα. Είναι σημαντικός ο ρόλος του στην καύση αφού σε περίπτωση που είναι μικρότερος από το θεωρητικά απαιτούμενο αέρα η καύση θα είναι ατελής. Total C u r v a t u r e [Ολική καμπυλότητα] Μαθημ. Έστω Ρ ένα σημείο και Α πίνακας. Θεωρούμε την ισότητα Α = Α ω ς παραμέτρους του Ρ. Έστω Β ένας άλλος πίνακας, οπότε οι ιδιοτιμές του Β Α 1 =Β είναι α, β. Ο γενικός τύπος της ολικής καμπυλότητας είναι: Κ = α β =Det (Β A"1) =(Det Β) / (Dei Α) Total Float [Ολικό χρονικό περιθώριο] Πολ. Μηχ. Στον χρονικό προγραμματισμό ενός τεχνικού έργου, με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται το συνολικό χρονικό διάστημα που μπορεί να καθυστερήσει η ολοκλήρωση χωριστά κάθε μίας συγκεκριμένης εργασίας, χωρίς αυτό να επηρεάσει τον τελικό χρόνο ολοκλήρωσης του τεχνικού έργου. Προφανώς οι κρίσιμες εργασίες έχουν μηδενικό ολικό χρονικό περιθο')ριο. Total H e a t [Ολική θερμότητα] Φυα. Βασική έννοια της θερμοδυναμικής, γνωστή και ως ενθαλπία, που συμβολίζεται με Η. Είναι μια καταστατική συνάρτηση που ορίζεται σαν συνδυασμός δυο μεταβλητών της πίεσης

και του όγκου και συνδέεται με την εσωτερική ενέργεια του συστήματος με τη σχέση H=U+pV. Total Heat Of Dilution [Συνολική θερμότητα διάλυσης] Φυσικ.Χημ. Όρος γνωστός και ως θερμότητα διάλυσης που ορίζεται ως η μεταβολή της ενθαλπίας που προκαλείται από τη διάλυση ενός γραμμομορίου μιας ουσίας σε έναν πρακτικά άπειρο όγκο διαλύματος. Total Heat Of Solution [Συνολική θερμότητα διαλύματος] Φυσικ.Χημ Το άθροισμα της ενέργειας πλέγματος και της ενέργειας διαλυτώσεως (ή ενυδατώσεως όταν ο διαλύτης είναι νερό), της ενέργειας δηλαδή που απορροφάται ή εκλύεται κατά τις δύο φάσεις δημιουργίας ενός διαλύματος. Total O r d e r [Ολική τάξη] Μαθημ. Έστω Ε ένας χώρος. Ολική τάξη μιας συνάρτησης που ανήκει στο χώρο αυτό λέγεται το αλγεβρικό άθροισμα των τάξεων του χώρου F καθώς επίσης και των μηδενικών τάξεων του. Total Solids [Συνολικά στερεά] Χημ. Ο συνολικός αριθμός των διαλυμένων και αιωρούμενων στερεών σε ένα διάλυμα. Ένα μέτρο για το μέγεθος του συνολικού μεγέθους των διαλυμένων στερεών λαμβάνεται με τη μέτρηση της αγωγιμότητας του διαλύματος, ενώ για τα αιωρούμενα στερεά συχνά χρησιμοποιείται η θολερομετρία. Total Space [Ολικώς χώρος] Μαθημ. Ένας τοπολογικός χώρος λέγεται ολικός αν και μόνο αν αποτελείται από τον εαυτό του, το κενό σύνολο και από τον κανονικό υποχώρο του. Total Variation [Ολική διακύμανση] Μαθημ. Έστω f μια πραγματική συνάρτηση. Ολική διακύμανση αυτής είναι η μεταβολή του μικρότερου άνω φράγματος της, ως προς τις θετικές διαμερίσεις του διαστήματος που ανήκει η f. Totally Disconnected [Ολικώς διαχωριζόμενα] Μαθημ. Ένας τοπολογικός χώρος Χ λέγεται ότι είναι ολικώς διαχωριζόμενος αν και μόνον αν ένας συνεκτικός υποχώρος του περιέχει μόνο το σημείο αυτό και κανένα άλλο Totally I m a g i n a r y Field [Ολικώς φανταστικό πεδίο] Μαθημ. Έστω F ένα πεδίο. Ένα πεδίο λέγεται ολικώς φανταστικό πεδίο αν και μόνον αν κάθε επέκταση του πεδίου F στους ρητούς αριθμούς δεν περιέχει κανέναν πραγματικό αριθμό. Touch Screen [Οθόνη αφής] Πλημ. Είναι μία συσκευή, τμήμα ενός σύγχρονου ηλεκτρονικού συστήματος, η οποία δίδει τη δυνατότητα της μετάδοσης εντολών από το χρήστη προς τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με ένα απλό άγγιγμα τμήματος της επιφάνειας της οθόνης με το δάχτυλο, με μολύβι ή με άλλο ειδικό εργαλείο. Touch Tone Telephone [Τονικό τηλέφωνο επαφής] Επικοιν. Τηλεφωνική συσκευή με πλήκτρα που εξυπηρετεί σε κέρδος χρόνου και τη γενικότερη παροχή ψηφιακών υπηρεσιών και μετάδοση σηματοδοσίας. Tower 1 [Πύργος] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Ε το οποίο είναι εφοδιασμένο με αλγεβρικές ιδιότητες. Το αρχικό του στοιχείο είναι το Ε ο = Ε και τα υπόλοιπα στοιχεία του είναι τα E b Ε2 ΕΠ. Το επόμενο στοιχείο του είναι το Ε^ι το οποίο είναι ένα υποσύνολο του Ε και το Ε είναι κλειστό ως προς την πράξη του συνόλου. Tower 2 [Στήλη] Χημ.Μηχ. Βιομηχανική διάταξη, μεγάλου ύψους, που χρησιμοποιείται σε διεργασίες όπου βρίσκονται σε επαφή δύο διαφορετικές φάσεις ανταλλάσσοντας μάζα και ενέργεια. Παρέχει τη μέγιστη δυνατή επιφάνεια επαφής. Toxin [Τοξίνη] Βιοχημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων,

- 1389 ποικίλλουσας σύστασης και δομής, που παράγονται από ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς και έχουν σαν κοινό γνώρισμα την τοξική τους δράση. Trace 1 ΓΙχνος] Μαθημ. 1. Έστω ένας πίνακας Α διάστασης μ x ν και έστω α ^ το στοιχείο του πίνακα που ανήκει στην i γραμμή και j στήλη. Το άθροισμα των στοιχείων της διαγωνίου του πίνακα ονομάζεται ίχνος του πίνακα και συμβολίζεται Tr (Α) και ισούται με: Tr (Α) = Σ n [aji]. 2. Με τον όρο ίχνος στη Γεωμετρία εννοούμε το σημείο τομής μιας ευθείας ε, με ευθεία κάθετη σε αυτή και ονομάζεται το ίχνος της κάθετης στην ευθεία (ε) Trace 2 [Ιχνηλατώ] Π/jjp. 1. Εκτελώ ένα υπολογιστικό πρόγραμμα βήμα προς βήμα ελέγχοντας ταυτόχρονα τα αποτελέσματα κάθε βήματος, με στόχο τον εντοπισμό συντακτικών και λογικών σφαλμάτων που δύσκολα ανιχνεύονται. Η διαδικασία αυτή, συνήθως, πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικών ρουτινών ιχνηλάτησης. 2. [ϊχνηλάτηση] Πληρ. Η διαδικασία του να ιχνηλατείται ένα υπολογιστικό πρόγραμμα. T r a c e Analysis [Ανάλυση ιχνοστοιχείων] Αναλ.Χημ. Όρος που χαρακτηρίζει τον προσδιορισμό διαφόρων συστατικών που βρίσκονται σε ίχνη. Έχει ιδιαίτερη σημασία, για βιολογικά συστήματα και ειδικότερα για συστήματα φαρμακευτικών προϊόντων. Η ανίχνευση είναι εφικτή με διάφορες τεχνικές της ατομικής φασματοφωτομετρίας. T r a c e Element [Ιχνοστοιχείο] Χημ. Όρος που γενικά χαρακτηρίζει συστατικά διαλύματος ή μίγματος που βρίσκονται σε απειροελάχιστη συγκέντρωση. Ειδικότερα στους ζωντανούς οργανισμούς πρόκειται για ουσίες οι οποίες αν και βρίσκονται σε πολύ μικρές ποσότητες στο κύτταρο, παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του και ως εκ τούτου είναι απαραίτητες. T r a c e Statement [Εντολή ιχνηλάτησης] Πληρ. Η ειδική εντολή, της οποίας η χρήση αποσκοπεί στην ανίχνευση και τον εντοπισμό σφαλμάτων σε ένα ή περισσότερα τμήματα του πηγαίου προγράμματος. T r a c e r [Ιχνηθέτης] Αναλ.Χημ. Όρος, γνωστός και ως ραδιενεργός ιχνηθέτης, που χαρακτηρίζει οποιοδήποτε ραδιοεπισημασμένο μόριο που αποσκοπεί στην παρακολούθηση της συμπεριφοράς του σε ένα σύστημα. Χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των μεταβολικών μονοπατιών που ακολουθεί μια ένωση, σε ένα σύστημα ζωντανού οργανισμού. Trace Routine [Ρουτίνα ιχνηλάτησης] Πληρ. Το ειδικό πρόγραμμα, του οποίου η χρήση αποσκοπεί στην ιχνηλάτηση ενός υπολογιστικού προγράμματος (βλέπε Trace). T r a c k [Αυλάκι] Πληρ. Η καθεμιά από τις θέσεις καταχώρησης των στοιχείων δεδομένων σε ένα μαγνητικό μέσο. Συγκεκριμένα, σε ένα μαγνητικό δίσκο πρόκειται για ομόκεντρους κύκλους πάνω στους οποίους μπορούν να τοποθετούνται οι κεφαλές ανάγνωσης/ εγγραφής, ενώ σε ταινίες πρόκειται για παράλληλες ευθείες. T r a c k Telling [Αναφορά γραμμής] Επικοιν. Όρος που χαρακτηρίζει ανταλλαγή πληροφορίας μεταξύ υπηρεσιών σχετικές με γραμμές του δημόσιου δικτύου. Track-to-track Access Time [Χρόνος προσπέλασης από αυλάκι σε αυλάκι] Πληρ. Ο απαιτούμενος χρόνος για την μετατόπιση της κεφαλής ενός δίσκου από το ένα αυλάκι στο επόμενο. T r a c t r i x [Καμπύλη με ίσες εφαπτόμενες ευθείες] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη (C) στο επίπεδο. Αν έχει την

T r a f f i c Signal

ιδιότητα ότι όλες οι δυνατές εφαπτόμενες σε αυτή ευθείες έχουν ίσο μήκος τότε λέμε ότι είναι καμπύλη με ίσες εφαπτόμενες ευθείες. T r a f f i c [Κυκλοφορία] Επικοιν. Το διακινούμενο υλικό (bits, πακέτα κτλ) σε ένα δίκτυο (σταθμοί, κόμβοι κτλ) με ιδιαίτερα και μετρήσιμα χαρακτηριστικά (πυκνότητα, όγκο, ασφάλεια κτλ) αν το δει κανείς σαν ένα ρευστό. T r a f f i c Capacity [Κυκλοφοριακή ικανότητα] Επικοιν. Το μέγιστο ποσό πληροφοριακού υλικού που μπορεί να διακινηθεί σε ένα σημείο ενός δικτυακού συστήματος στη μονάδα χρόνου μετρημένο σε bps (bits per second), T r a f f i c Control [Κυκλοφοριακός έλεγχος] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των μηχανισμών και συστημάτων που απαιτούνται για τον έλεγχο της κίνησης διαφόρων κατηγοριών οχημάτων όπως είναι τα αεροσκάφη, τα τραίνα και τα τροχοφόρα. T r a f f i c Density [Κυκλοφοριακή πυκνότητα] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μέγεθος για τη μέτρηση των οχημάτων που κινούνται σε μία οδό, εκφρασμένο ως ο μέσος όρος των οχημάτων που βρίσκονται συγχρόνως σε ένα μίλι ή χιλιόμετρο μήκους της οδού, ανάλογα με το σύστημα μέτρησης. T r a f f i c D i a g r a m [Διάγραμμα κυκλοφορίας] Επικοιν. Συνήθως είναι ένα χρονοδιάγραμμα για ένα κόμβο ή μια ομάδα κόμβων του δικτύου αλλά μπορεί να συναντήσουμε και άλλες μορφές πχ hops (αριθμός κόμβων) και όγκος κυκλοφορίας κτλ. T r a f f i c Distribution [Κατανομή κυκλοφορίας] Επικοιν. 1. Στατιστική κατανομή πληροφορίας σε ένα κανάλι (δες και STDM) 2. Μεταφορά πληροφορίας στον προορισμό μέσω του ευκολότερου ή ασφαλέστερου δρόμου (Routing). T r a f f i c Engineering [Κυκλοφοριακή μηχανική] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο κλάδος της επιστήμης του Συγκοινωνιολόγου Πολιτικού Μηχανικού που μελετάει, σχεδιάζει και υπολογίζει την ικανόνητα εξυπηρέτησης του κυκλοφοριακού φόρτου των οδών και των λεωφόρων για την ασφαλή και οικονομική κίνηση των διαφόρων οχημάτων επί αυτών, T r a f f i c Flow [Κυκλοφοριακή ροή] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μέγεθος για τη μέτρηση των οχημάτων που κινούνται σε μία οδό, εκφρασμένο ως ο συνολικός αριθμός των οχημάτων που διέρχονται από ένα συγκεκριμένο σημείο της οδού σε δεδομένο χρονικό διάστημα, T r a f f i c Flow Security [Ασφάλιση κυκλοφοριακού φόρτου] Επικοιν. Υπάρχουν αρκετά πρωτόκολλα, τεχνικές και αντίστοιχα εργαλεία που διασφαλίζουν μια μετάδοση σε δίκτυο ή και στο διαδίκτυο από κάθε επίθεση ακόμα και αδιάκριτες ερωτήσεις αν και πιστεύεται ότι πολλοί servers έχουν υπηρεσίες κατασκοπείας, T r a f f i c Forecast [Πρόβλεψη κυκλοφορίας] Επικοιν. Από τα στατιστικά μεγέθη που συλλέγει ένας Server ή Router μέσω ενός συστήματος διαχείρισης προβλέπει την κυκλοφορία (στις ώρες αιχμής ειδικά) για διάφορα χρονικά διαστήματα, T r a f f i c Intensity [Ένταση κυκλοφορίας] Επικοιν. Κυκλοφοριακή πυκνότητα κάποιου σημείου. T r a f f i c Signal [Κυκλοφοριακός σηματοδότης] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για κάθε φωτεινό σηματοδότη, εκτός από τις σταθερές πινακίδες, που έχει ρυθμιστεί και λειτουργεί με ηλεκτρική ενέργεια, παρέχοντας τις υπηρεσίες του για την ασφαλή κίνηση των τροχοφόρων και των πεζών επί των οδών.

Τ Rail

- 1390-

Τ Rail [Σιδηροτροχιά τύπου ταύ] Πολ. Μηχ. Είναι ένας από τους τύπους των μεταλλικών ράβδων, επί των οποίων κινούνται οι σιδηροδρομικοί συρμοί, η οποία έχει εγκάρσια διατομή με γεωμετρικό σχήμα κεφαλαίου Τ, λόγω διαπλάτυνσης της κεφαλής της. T r a i l e r C a r d [Τελικό δελτίο] Πληρ. Το δελτίο, το οποίο τοποθετείται στο τέλος μιας δέσμης δελτίων και περιέχει επιπλέον χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο της δέσμης αυτής. Trailer Label [Τελική ετικέτα] Πληρ. Το σύνολο των στοιχείων , το οποίο τοποθετείται στο τέλος ενός αρχείου αυτόματα με τη βοήθεια μιας ειδικής εντολής και περιέχει πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του αρχείου αυτού, καθώς και διάφορα στοιχεία ελέγχου. Trailer Record [Τελική εγγραφή] Πληρ. Η εγγραφή, η οποία τοποθετείται στο τέλος μιας ομάδας εγγραφών ή ενός αρχείου και περιέχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο της ομάδας ή του αρχείου αυτού. Trailing Zero [" Κινούμενο44 μηδέν] Μαθημ. Έστω ένας δεκαδικός πραγματικός αριθμός. Το μηδέν το οποίο υπάρχει δεξιά της υποδιαστολής και έπεται κάθε μη μηδενικού αριθμού, μετά την υποδιαστολή, λέγεται "κινούμενο 44 μηδέν. T r a i n Shed [Υπόστεγο σιδηροδρόμων] Πολ. Μηχ. Είναι μία κατασκευή, η οποία προστατεύει τους σταθμευμένους σιδηροδρομικούς συρμούς από τα νερά της βροχής και γενικά από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. T r a j e c t o r y [Τροχιά] Μαθημ. 1. Έστω μια δέσμη καμπύλων, και έστω μια άλλη δοθείσα καμπύλη, η οποία δε ανήκει στην δέσμη καμπυλών. Αν η καμπύλη τέμνει τη δέσμη καμπυλών και η γωνία τομής είναι η ίδια για όλα τα μέλη της δέσμης τότε αυτή η γωνία λέγεται τροχιά της δέσμης. 2. Έστω Α σύνολο και σ μια διαμέριση του συνόλου αυτού. Έστω ότι α, β e Α και το α είναι ανάλογο του β αν β = σ n (α). Αν το σ είναι μια μετάθεση του Α τότε οι κλάσεις ισοδυναμίας του Α που ορίζονται από τη σχέση β = σ n (α), λέγονται τροχιές της σ. T r a m o n t a n e [Τραμουντάνα] Μετεωρ. Βόρειος άνεμος ο οποίος σχηματίζεται στις ορεινές περιοχές της νότιας Ευρώπης. T r a n s a m i n a s e [Τρανσαμινάση] Οργ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων της κατηγορίας των ενζύμων που βρίσκουν εφαρμογή στην κατάλυση των αντιδράσεων μετααμίνωσης των αμινοοξέων. T r a n s a m i n a t i o n [Μετααμίνωση] Οργ.Χημ. Κατηγορία οργανικών αντιδράσεων που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή μιας αμίνης σε μία άλλη μέσω καταλυτικής δράσης. Transceiver [Πομπολήπτης] Επικοιν. Κύκλωμα που συνδέει ένα υπολογιστή σε ένα δίκτυο Ethernet και παίζει το ρόλο πομπού και δέκτη. Transcendence Base [Βάση υπέρβασης] Μαθημ. Έστω Α ένα πεδίο και Β υποσύνολο του πεδίου Α. Αν Σ είναι υποσύνολο του Α και είναι είναι αλγεβρικά ανεξάρτητο με το Β και δεν είναι γνήσιο υποσύνολο κανενός άλλου υποσυνόλου του Α τότε λέμε ότι το Σ είναι μια βάση υπέρβασης του Β. Transcendence Degree [Βαθμός υπέρβασης] Μαθημ. Αν το σύνολο Β είναι μια βάση υπέρβασης πάνω σε ένα σύνολο Α, τότε το σύνολο των στοιχείων που ανήκει στο Β είναι ο βαθμός υπέρβασης της βάσης υπέρβασης Β. Transcendence Dimension [Διάσταση υπέρβασης] Μαθημ. Transcendence Degree

Transcendence Field Extension [Επέκταση ενός πεδίου υπέρβασης] Μαθημ. Έ σ τ ω Ε ένα πεδίο επέκτασης ενός πεδίου Α. Αν τα στοιχεία του Ε δεν ανήκουν στο Α αλλά είναι στοιχεία υπέρβασης του Α τότε το Ε είναι επέκταση του πεδίου υπέρβασης. Transcendence Functions [Συναρτήσεις υπέρβασης] Μαθημ. Οι συναρτήσεις, οι οποίες αποτελούνται μόνο από στοιχεία ενός πεδίου υπέρβασης και δεν δίνονται από καμία άλλη αλγεβρική ενέργεια πέρα από τα στοιχεία του πεδία υπέρβασης λέγονται συναρτήσεις υπέρβασης. Transcendence N u m b e r [Αριθμός υπέρβασης] Μαθημ. Ένας αριθμός λέγεται αριθμός υπέρβασης αν και μόνον αν είναι άρρητος και είναι ρίζα ενός μη πολυωνυμικού ρητού αριθμού. Transcendence T e r m [Όρος υπέρβασης] Μαθημ. Ένας αριθμός, ο οποίος δεν μπορεί να εκφραστεί αποκλειστικά από αριθμούς και από αλγεβρικές παραστάσεις, μέσα σε μια αλγεβρική παράσταση, λέγεται όρος υπέρβασης. T r a n s c r i b e [Μεταγραφή] Πλημ. Είναι η αντιγραφή δεδομένων και πληροφοριών από ένα εξωτερικό αποθηκευτικό χώρο μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή σε έναν άλλε>. T r a n s c r i b e r [Μεταγραφέας] Πλημ. Η ειδική συσκευή, της οποίας η χρήση αποσκοπεί στην αντιγραφή και μεταφορά των δεδομένα»' από ένα μέσο αποθήκευσης σε ένα άλλο, αφού έχει προηγηθεί η διαδικασία της μετατροπής των δεδομένων σε κατάλληλη μορφή. T r a n s d u c e r [Μετατροπέας] Μηχ. Συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή ενέργειας από μία μη ηλεκτρική μορφή σε ηλεκτρική και το αντίστροφο. Τυπικά παραδείγματα μετατροπέων είναι το μικρόφωνο και το μεγάφωνο, τα οποία είναι ηλεκτροακουστικοί μετατροπείς, το πικάπ και οι ηλεκτρικοί κινητήρες, οι οποίοι είναι ηλεκτρομηχανικοί μετατροπείς και η μαγνητική κεφαλή η οποία είναι ένας ηλεκτρομαγνητικός μετατροπέας. Transesterification [Μετεστεροποίηση] Οργ.Χημ. Κατηγορία οργανικών αντιδράσεων γνωστή και ως αλκοόλυση που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή ενός εστέρα σε κάποιον άλλον (RCOOR'-> RCOOR"). T r a n s f e r Conditionally [Αλμα ή διακλάδωση υπό συνθήκη] Πληρ. Η μεταφορά του ελέγχου σε μια προηγούμενη ή επόμενη εντολή ενός υπολογιστικού προγράμματος, βάση κάποιας συνθήκης που μπορεί να αληθεύει ή όχι, με την ταυτόχρονη παράκαμψη άλλων εντολών, αλλάζοντας έτσι τη ροή του προγράμματος. T r a n s f e r Instruction [Εντολή μεταφοράς] Πληρ. 1. Η εντολή, της οποίας η χρήση αποσκοπεί στη μετακίνηση στοιχείων δεδομένων μεταξύ διαφόρων μονάδων ή θέσεων μνήμης. 2. [Εντολή άλματος ή διακλάδωσης] Πληρ. Η εντολή ενός υπολογιστικού προγράμματος, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μεταφοράς του ελέγχου σε μια προηγούμενη ή επόμενη εντολή, με παράλληλη παράκαμψη άλλα>ν εντολών, αλλάζοντας έτσι τη ροή του προγράμματος. T r a n s f e r Rate [Ρυθμός μεταφοράς] Πληρ. Η ποσότητα των στοιχείων δεδομένων, τα οποία μεταφέρονται από τη μια μονάδα ή τη θέση μνήμης στην άλλη στη μονάδα του χρόνου. Στα μαγνητικά μέσα, ο ρυθμός αυτός εξαρτάται από την ταχύτητα κίνησης της ταινίας ή περιστροφής του δίσκου, αλλά και από την πυκνότητα εγγραφής των στοιχείων πάνω στα μέσα αυτά. T r a n s f e r Unit [Μονάδα μεταφοράς] Χημ.Μηχ. Η ποσό-

- 1391 τητα της μάζας ή της θερμότητας που μεταφέρεται μέσω ενός συστήματος σταθερής κλίνης, δύο φάσεων, και είναι συνάρτηση της σταθεράς ταχύτητας, του όγκου και του ρυθμού ροής του ρευστού. T r a n s f e r a s e [Τρανσφεράση] Βιοχημ. Οργανικές ενώσεις της κατηγορίας των ενζύμων με μεγάλη βιοχημική εφαρμογή, καθώς καταλύουν αντιδράσεις μεταφοράς μονοανθρακικών ομάδων, αλδευδικών και κετονικών άκρων, ακυλικοόν και αλκυλικών ομάδων κτλ. Transfinite Induction [Υπερπεπερασμένη επαγωγή] Μαθημ. Αν μέσω μια λογικής διαδικασίας ένα θεώρημα ισχύει για έναν τυχαίο αριθμό, ο οποίος ανήκει σε ένα σύνολο Α, τότε το θεώρημα ισχύει για κάθε αριθμό, ο οποίος ανήκει στο Α, Transfinite N u m b e r [Υπερπεπερασμένος αριθμός] Μαθημ. Ένας διακριτός αριθμός, ο οποίος είναι ίσος ή μεγαλύτερος του απολύτου μηδέν τότε αυτός ο αριθμός λέγεται υπερπεπερασμένος αριθμός. T r a n s f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός] Μαθημ. 1. Μια απεικόνιση φ που ορίζεται μεταξύ δύο χώρων ο ορισμός των οποίων είναι ελεύθερος. Η φ ενδέχεται να είναι μια απλή αριθμητική μετατροπή ή μια περίπλοκη γεωμετρική αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση ο μετασχηματισμός απεικονίζει στοιχεία του ενός συνόλου στο άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξακολουθούν να ικανοποιούνται βασικές ιδιότητες, ανάλογες με την περίσταση. 2. Είναι ένας όρος, ο οποίος χρησιμοποιείται στις γραφικές παραστάσεις, σε συναρτήσεις, σε ομάδες και γενικότερα σε ένα μεγάλο πλήθος μαθηματικών εφαρμογών με απώτερο σκοπό την καλύτερη ερμηνεία των μαθηματικών φαινομένων. T r a n s f o r m a t i o n G r o u p [Ομάδα μετασχηματισμού] Μαθημ. Κάθε ομάδα, η οποία αποτελείται από στοιχεία, τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως στοιχεία μετασχηματισμού σε κάποιο χώρο και η ομάδα αυτή είναι σύνθεση κάποιων συναρτήσεων, λέγεται ομάδα μετασχηματισμού T r a n s f o r m a t i o n M e t h o d s [Μέθοδοι μετασχηματισμού] Μαθημ. Είναι μια μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται για την εύρεση των ιδιοτιμών ενός πίνακα. Όταν έχουμε ένα πίνακα ανώτερης τάξης του τρία (3) είναι δύσκολο με τις γνωστές αριθμητικές μεθόδους να υπολογίσουμε τις ιδιοτιμές του πίνακα, χρησιμοποιούμε ορθογώνιους μετασχηματισμούς, ώστε να μειώσουμε την τάξη του πίνακα σε τάξη το πολύ τρία (3) για να είναι εύκολος ο υπολογισμός των ιδιοτιμών. T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής] Ηλεκτμομαγν. Ηλεκτρομαγνητική διάταξη με την οποία μπορεί να μεταφερθεί ενέργεια από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, καθώς επίσης και να μετατραπεί μία εναλλασσόμενη τάση σε μεγαλύτερη ή μικρότερη. Ο μετασχηματιστής αποτελείται από δύο πηνία, πρωτεύον και δευτερεύον, τα οποία διαρρέονται από εναλλασσόμενο ρεύμα και τα οποία συνδέονται μέσω ενός σιδηρομαγνητικού πυρήνα. Η ενέργεια μεταφέρεται από το πρωτεύον στο δευτερεύον πηνίο μέσω του φαινομένου της αμοιβαίας επαγωγής. Transient P r o g r a m [Παροδικό πρόγραμμα] Πλημ. Η ρουτίνα, της οποίας η εκτέλεση εξαρτάται από τις λειτουργικές απαιτήσεις του υπολογιστή μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και γι αυτό το σκοπό παραμένει στην κύρια μνήμη του υπολογιστή τόσο χρονικό διάστημα όσο διαρκεί η εκτέλεσή του. Transistor [Τρανζίστορ] Ηλεκτμον. Ημιαγώγιμη διάταξη η οποία έχει τρία ηλεκτρόδια και η οποία αποτελεί-

Transitive Relation

ται από ένα λεπτό στρώμα n (ή ρ) τύπου ημιαγωγού τοποθετημένου μεταξύ δύο ρ (ή η) ημιαγώγιμων στρωμάτων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχουν δύο ρ-η επαφές. Το τρανζίστορ κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1948 στα εργαστήρια Bell των ΗΠΑ από τους φυσικούς Bardeen, Brattain και Shockley και έχει σχεδόν πλήρως αντικαταστήσει τη θερμιονική λυχνία (βλέπε Thermionic Valve). Αποτελεί ένα βασικό συστατικό των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων όπου χρησιμοποιείται σαν διακόπτης ή σαν ενισχυτής. Transition 1 [Μετάπτωση] Φυσ. Η αλλαγή φάσης που παρατηρείται υπό συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. II μελέτη των μεταπτώσεων γίνεται συνήθως με χρήση των τεχνικών της θερμικής ανάλυσης. Transition [Πέρασμα] Επικοιν. Αλλαγή στην τηλεγραφία από Mark σε Space και αντίστροφα αλλά και σε κάθε σχετική περίπτωση (μεταβολή στάθμης). Transition Element [Στοιχεία μετάπτωσης] Χημ. Γνωστά και ως μεταβατικά στοιχεία, όπου η ονομασία τους προκύπτει από το γεγονός ότι δείχνουν μια ομαλή μετάβαση των ιδιοτήτων μεταξύ των γειτονικών στοιχείων. Είναι στοιχεία που ανήκουν σε περισσότερες από μια ομάδες του περιοδικού πίνακα και πιο συγκεκριμένα περιλαμβάνουν τα στοιχεία: σκάνδιο-* χαλκός, ύττριο-> άργυρος, λανθάνιο-» χρυσός και τα στοιχεία που ανήκουν στην ομάδα του ακτινίου. Transition Interval [Διάστημα μετάπτωσης] Αναλ. Χημ. Όρος που χρησιμοποιείται κατά τις τιτλοδοτικές αναλύσεις και χαρακτηρίζει το σημείο της αντίδρασης στο οποίο επέρχεται απότομη αλλαγή του δυναμικού ή του χρώματος του δείκτη. Transition Probability [Πιθανότητα μετάβασης] Μαθημ. Έστω x j, χ ι . . . . χ n τυχαίο δείγμα από ένα πληθυσμό. Αν η δεσμευμένη πιθανότητα της μετάβασης από την κατάσταση ένα (1) στην κατάσταση δύο (2) δοθέντος ότι είναι στην κατάσταση ένα (1), η οποία συμβολίζεται Ρ (Χ 2 \ Χ ι), και αν η δεσμευμένη πιθανότητα έχει τη μαρκοβιανή ιδιότητα, τότε λέμε ότι η Ρ (χ ι \ χ ι) είναι η πιθανότητα μετάβασης από την κατάσταση ένα (1) στην κατάσταση δύο (2). Transition T e m p e r a t u r e [Θερμοκρασία μετάπτωσης] Χημ. Θερμοκρασία κατά την οποία επέρχεται αλλαγή στην κρυσταλλική δομή ενός στερεού. Η ανίχνευση του σημείου αυτού γίνεται με την τεχνική της διαφορικής θερμικής ανάλυσης. Transition Time [Χρόνος μετάπτωσης] Αναλ.Χημ. Όρος που χρησιμοποιείται κατά τις ηλεκτροχημικές αναλύσεις δυναμικού συναρτήσει χρύνου και χαρακτηρίζει τον χρόνο που απαιτείται ώστε να επέλθει πόλωση του υπό μελέτη υλικού. Transitional Flow [Μεταβατική ροή] Μηχ.Ρευστ. Ο τύπος ροής που μεσολαβεί κατά τη μετάβαση από την ομαλή στην τυρβώδη ροή. Για κυλινδρικούς αγωγούς αντιστοιχεί σε μια τιμή του αριθμού Reynolds λίγο πάνω από 2000. Transitive G r o u p [Ομάδα μετάθεσης] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Α, το οποίο αποτελεί ομάδα. Έστω σ μια συνάρτηση. Αν η συνάρτηση σ ορίζεται με πεδίο ορισμού το Α και σύνολο τιμών το Α, και ορίζεται σ: Α —> Α, είναι ένα προς ένα και επί, τότε η ομάδα Α λέγεται ομάδα μετάθεσης. Transitive Relation [Σχέση μετάθεσης] Μαθημ. Έστω α, β, γ, τρεις πραγματικοί αριθμοί και έστω < το σύμβολο που υποδεικνύει το μικρότερο. Αν α < β και β < ν

Transketolase

- 1392-

τότε συνεπάγεται ότι α < γ. Αυτή η σχέση ονομάζεται σχέση μετάθεσης. Transketolase [Τρανσκετολάση] Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην κατηγορία το)ν τρανσφερασικών ενζύμων και καταλύουν την αντίδραση μεταφοράς της κετολικής ομάδας από μια ανθρακική αλυσίδα σε άλλη. T r a n s l a t e [Μεταφράζω] Πλημ. Η διαδικασία της μετατροπής ενός υπολογιστικού προγράμματος από τη γλώσσα προγραμματισμού που είναι αρχικά γραμμένο και το μετατρέπει σε μια άλλη γλώσσα προγραμματισμού με τη βοήθεια του μεταφραστή (βλέπε Translator). Translation [Μετατόπιση] Μαθημ. Έστω το καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων ΟΧΨ και έστω Μ (χ, y) ένα σημείο, το οποίο ανήκει στο σύστημα ΟΧΨ. Η παράλληλη μεταφορά του Μ (χ, y) σε ένα παράλληλο σύστημα αξόνων ΟΧ'Ψ' με συντεταγμένες Μ (χ', y') λέγεται μετάθεση (παράλληλη) από το ΟΧΨ στο ΟΧ'Ψ' Translation Algorithm [Μεταφραστικός αλγόριθμος] Πλημ. Είναι κάθε μία υπολογιστική μέθοδος, η οποία μπορεί να μετατρέψει ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή από μία συγκεκριμένη γλώσσα προγραμματισμού σε μία άλλη, με ικανοποιητικό αποτέλεσμα. T r a n s l a t o r [Μεταφραστής] Πλημ. Το ειδικό πρόγραμμα, το οποίο δέχεται ως δεδομένο ένα πρόγραμμα γραμμένο σε μια γλώσσα προγραμματισμού και το μετατρέπει σε μια άλλη γλώσσα προγραμματισμού. Επίσης, μπορεί να δέχεται δεδομένα εκφρασμένα σε ένα συγκεκριμένο κώδικα σε έναν άλλο κώδικα. T r a n s l a t o r Routine [Μεταγραφική ρουτίνα] Πλημ. Είναι ένα λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο μετατρέπει κάποιο άλλο πρόγραμμα από μία γλώσσα προγραμματισμού σε μία άλλη. T r a n s m e t h y l a s e [Μεταμεθυλάση] Βιοχημ. Κατηγορία ενζυμικών καταλυτών που καθιστούν εφικτή την πραγματοποίηση των αντιδράσεων μεταμεθυλίωσης. T r a n s m e t h y l a t i o n [Μεταμεθυλίωση] Βιοχημ. Κατηγορία καταλυτικών οργανικών αντιδράσεων, μεγάλης βιολογικής σημασίας κατά την πραγματοποίηση των οποίων λαμβάνει χώρα ανταλλαγή μιας μεθυλικής ομάδας. Transmission [Μετάδοση] Ηλεκτρομαγν. Η μεταφορά σήματος ή πληροφορίας μέσω μίας γραμμής μεταφοράς ή ενός κυματοδηγού ή μέσω ενός κύματος ηλεκτρομαγνητικού ή άλλου είδους το οποίο μεταδίδεται στον αέρα ή στο κενό. Transmission Control C h a r a c t e r [Χαρακτήρας ελέγχου μετάδοσης] Επικοιν. Ανάλογα με το είδος της μετάδοσης συναντάμε και διάφορους τέτοιους χαρακτήρες πχ στη συγχρονισμένη μετάδοση έχουμε τον χαρακτήρα SYN που σηματοδοτεί (εις διπλούν) τη μετάδοση ενός μπλοκ και στην ασύγχρονη έχουμε 4 ειδικούς χαρακτήρες σήμανσης block. Transmission Control Protocol [Πρωτόκολλο ελέγχου μετάδοσης] Επικοιν. Πρωτόκολλο δικτυακής οργάνωσης με 4 επίπεδα (Layers) που ενσωμάτωσε τελικά το πρωτόκολλο IP στο 3 υ επίπεδο του κρατώντας το TCP σαν 4° επίπεδο του, και χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο διαδίκτυο αφήνοντας το ανταγωνιστικό OSI στα τοπικά δίκτυα. Transmission L a y e r [Στρώμα μετάδοσης] Επικοιν. Στρώμα δικτυακών πρωτοκόλλων. 1. Στο OSI είναι το 4° στρώμα με λειτουργίες αποκλειστικά μετάδοσης

που συνήθως συνοδεύει λειτουργίες σε Gateways μηχανήματα. 2. Στο TCP/ IP είναι το 4° στρώμα με λειτουργίες μετάδοσης, σύνδεσης και εφαρμογής. Transmission Level [Επίπεδο μετάδοσης] Επικοιν. Όρος που χρησιμοποιείται για να μετρήσουμε ένα συγκεκριμένο μέγεθος της ίδιας της μετάδοσης ή κάποιο παρεμφερές και εννοούμε ότι η μετάδοση μένει σταθερή (σε ταχύτητα, όγκο κτλ). Transmission Line [Γραμμή μεταφοράς] Ηλεκ. 1. Κάθε γραμμή η οποία μπορεί να είναι σύρμα, κυματοδηγός ή οπτική ίνα με την οποία μπορεί να μεταφερθεί ένα σήμα ή μία πληροφορία με την μορφή ηλεκτρικού ή οπτικού παλμού από ένα σημείο σε κάποιο άλλο. 2. Έκφραση η οποία αναφέρεται στις γραμμές με τις οποίες μεταφέρεται η ηλεκτρική ενέργεια από το σημείο παραγωγής της, το οποίο μπορεί να είναι ένα θερμοηλεκτρικό ή υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, στους διαφόρους σταθμούς διανομής και από εκεί στους τελικούς χρήστες και καταναλωτές. Transmission Loss [Απώλεια μετάδοσης] Επικοιν. Ποσοστό bit που μεταδόθηκαν αλλαγμένα ή καθόλου προς το σύνολο τους, που χαρακτηρίζει τη μετάδοση. Transmission Primaries [ Πρωτότυπα μετάδοσης] Επικοιν. Δομικά στοιχεία μιας μετάδοσης (φωτός) πχ για την εικόνα έχουμε το σήμα και τις χρωματικές ιδιότητες κάθε σημείου. Transmission Regulator [Διανομέας μετάδοσης] Επικοιν. Όρος που συνηθίζει να δηλώνει διανομείς δικτύου σε εθνικό επίπεδο. Transmission Security [Ασφάλεια μετάδοσης] Επικοιν. Όρος που χαρακτηρίζει τη δυνατότητα πρόσβασης, μεταβολής ή υποκλοπής δεδομένων που κυκλοφορούν σε μια μετάδοση. Transmission Speed [Ταχύτητα μετάδοσης] Επικοιν. Μετριέται σε μεταδιδόμενα bits ανά δευτερόλεπτο και έχει φτάσει σε κάποια Terabits /sec σε πειραματικά στάδια του ATM. Transmission Time [Χρόνος μετάδοσης] Επικοιν. Χρόνος που διανύεται κατά τη μεταφορά ενός πακέτου ή μηνύματος μεταξύ 2 σημείων. T r a n s m i t 1 [Μετάδοση] Επικοιν. Είναι η αποστολή από ένα οποιοδήποτε σημείο σε κάποιο άλλο, μέσω ενσύρματης ή ασύρματης συσκευής, ενός μηνύματος, προγράμματος ή άλλης πληροφορίας. T r a n s m i t 2 [Μετάδοση] Πληρ. Στο χώρο της πληροφορικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η μετακίνηση δεδομένων από έναν χώρο μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κάποιον άλλο. Transmittability [Μεταδοτικότητα] Επικοιν. Ικανότητα μετάδοσης σε διάφορες συνθήκες που χρησιμοποιείται κύρια σ συνάρτηση με το πρότυπο μορφοποίησης ή κωδικοποίησης που χρησιμοποιείται. T r a n s m i t t e r [Μεταδότης] Επικοιν. Συσκευή ή κύκλωμα για αποστολή σήματος αναλογικού (πχ FM διαμορφωμένου) ή ψηφιακού σε κάποια απόσταση. Είναι τμήμα τηλεπικοινωνιακού συστήματος το οποίο μπορεί να μετατρέπει ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ραδιοφωνικά σήματα κατάλληλα διαμορφωμένα για εκπομπή από το σύστημα της κεραίας που διαθέτει. Τα σήματα αυτά στη συνέχεια λαμβάνονται από κάποιο δέκτη όπου και αποδιαμορφώνονται για την τελική χρήση. T r a n s m i t t i n g L o o p Loss [Απώλεια βρόγχου μετάδοσης] Επικοιν. Χάσιμο του κυκλώματος που συμβαίνει συνήθως λόγω υπερφόρτωσης ή από φυσικούς παρά-

- 1393 γοντες. T r a n s m i t t i n g M o d e [Κατάσταση μεταβίβασης] Πληρ. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια μονάδα του υπολογιστικού συστήματος, η οποία λαμβάνει ή αποστέλλει δεδομένα λόγω της διεξαγωγής λειτουργιών ανάγνωσης ή εγγραφής δεδομένων. T r a n s o m [Υπέρθυρος φεγγίτης] Οικοδ. Είναι ένα παράθυρο το οποίο είναι κατασκευασμένο πάνω από μία θύρα. Επιτρέπει την είσοδο του φωτός και κατά βούληση και του αέρα, συμβάλλοντας συγχρόνως και στην όλη αρχιτεκτονική όψη της εισόδου μίας κατοικίας. T r a n s p a r e n t [Διαφανής] Πληρ. 1. Χαρακτηρισμός οποιασδήποτε διαδικασίας, η οποία δεν είναι άμεσα αντιληπτή από τον χρήστη, αλλά πραγματοποιείται με "αόρατο" τρόπο από το ίδιο το υπολογιστικό σύστημα. 2. Χαρακτηρισμός των συσκευών ή των γραμμών επικοινωνίας, όπου τα δεδομένα που χρησιμοποιούν ή μεταφέρουν αντίστοιχα είναι δυνατό να περιέχουν επιπλέον χαρακτήρες ή δυαδικά ψηφία. T r a n s p i r a t i o n [Εξατμισοδιαπνοή] Υδρολ. Στην υδολογία με τον όρο αυτό ορίζεται το σύνολο των απωλειών ύδατος μίας λεκάνης απορροής, από την εξάτμισή του από το έδαφος και από τις φυτοκαλύψεις και από τη διαπνοή της χλωρίδας. Πρόκειται δηλαδή για την γενικότερη μετατροπή του νερού σε υδρατμούς και τη διαφυγή του στην ατμόσφαιρα, που πρέπει να υπολογίζεται στις υδρολογικές μελέτες. T r a n s p l u t o n i u m Element [Υπερπλουτώνια στοιχεία] Χημ. Τα στοιχεία του περιοδικού πίνακα με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο από αυτόν του Πλουτωνίου, που είναι 94. Είναι στοιχεία που παρασκευάστηκαν τεχνητά με πυρηνικές αντιδράσεις και με στοιχείο εκκινήσεως το ουράνιο. Δεν συναντώνται στην φύση. Ανήκουν στην ομάδα των ακτινίδων μαζί με όλα τα στοιχεί με ατομικό αριθμό 89-103. T r a n s p o n d e r [Αναμεταδότης] Επικοιν. Συσκευή που χρησιμοποιείται σε επικοινωνίες δορυφόρων, διαστημοπλοίων κτλ με σταθμούς επίγειους συνήθως με Ku ή S ζώνη. T r a n s p o r t 1. [Μεταφέρω] Πλημ .Μετακινώ δεδομένα από το ένα μέσο όπου βρίσκονται αποθηκευμένα στο άλλο στο άλλο ή από τη μια περιοχή της μνήμης σε μια άλλη. 2. [Μεταφορά ταινίας] Πλημ -» Tape Transport. T r a n s p o r t Network [Μεταφορικό δίκτυο] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για το σύνολο των γραμμών και των διόδων μετακίνησης όλων των μεταφορικών συστημάτων μίας ευρύτερης περιοχής, όπως οι οδικές αρτηρίες, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι αεροπορικές πτήσεις ή οι ακτοπλοϊκές γραμμές. T r a n s p o r t Vehicle [Μεταφορικό όχημα] Μηχ. Είναι κάθε κατάλληλα διαμορφωμένο τροχοφόρο όχημα ξηράς, που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, όπως για παράδειγμα ένα λεωφορείο ή ένα φορτηγό. T r a n s p o r t a b l e C o m p u t e r [Μεταφερόμενος υπολογιστής] Πλημ. Ο μικροϋπολογιστής, ο οποίος λόγω της κατασκευής του μπορεί να μεταφέρεται εύκολα. Ο όρος συνήθως ταυτίζεται με τον φορητό υπολογιστή (portable computer). T r a n s p o r t a t i o n Emergency [Εκτατη ανάγκη μεταφορών] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι ακραίες συνθήκες που δημιουργούνται από κάποια γεγονότα και οδηγούν σε υπερβολική αύξηση των μεταφορικών αναγκών. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αρμό-

T r a p Address

διες αρχές οφείλουν να επέμβουν με ειδικά προμελετημένα μέτρα τα οποία να εξασφαλίσουν την κάλυψη αυτο')ν τοον επιπλέον μεταφορικών απαιτήσεων. Transportation Engineering [Συγκοινωνιολογία] Πολ. Μηχ. Είναι ο κλάδος της επιστήμης του Πολιτικού Μηχανικού που ασχολείται με τη μελέτη, την έρευνα και το σχεδιασμό των μεταφορικοί συστημάτων, όπως οδικές αρτηρίες, αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικά δίκτυα, μεταφορικούς αγωγούς και άλλα, για την κάλυψη των μεταφορικών αναγκών τιον ανθρώπων και των εμπορευμάτων. Transpose M a t r i x [Ανάστροφος πίνακας] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Α ο οποίος αποτελείται από στοιχεία της μορφής [ajjj. Ο πίνακας, ο οποίος προκύπτει από αντικατάσταση των γραμμών με τις στήλες και των στηλών με τις γραμμές αντίστοιχα, ονομάζεται ανάστροφος πίνακας του Α και συμβολίζεται Α τ . Transposition 1 [Αντιμετάθεση θέσης] Επικοιν. 1. Αλλαγή θέσης χωρίς να αλλαχτεί και η σχέση μεταξύ των οντοτήτων (πχ νότες μουσικής). 2. Σε κρυπτογραφικά συστήματα αλλάζει απλά η σειρά των χαρακτήρων. Transposition 2 [Μετάθεση] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο το οποίο συμβολίζεται ως εξής: Χ = (x u χ 2, ..·, x i,x j, ....χ η). Η αμοιβαία εναλλαγή των χ j με τα χ ^ αφήνοντας τα υπόλοιπα στοιχεία του συνόλου αμετάβλητα, ονομάζεται μετάθεση. Transposition Cipher [Μετάθεση κρυπτογραφήματος] Επικοιν. Κρυπτογραφικό σύστημα που χρησιμοποιεί μετάθεση. T r a n s u r a n i c Elements [Υπερουράνια στοιχεία] Χημ. Ένδεκα στοιχεία που παρασκευάστηκαν τεχνητά με πυρηνικές αντιδράσεις και με στοιχείο εκκινήσεως το ουράνιο. Έχουν ατομικό αριθμό μεγαλύτερο από το ουράνιο (93-103) και είναι ραδιενεργά. Έχουν ανάλογες ιδιότητες με τα 4 στοιχεία που προηγούνται από αυτά και όλα μαζί ανήκουν στην ομάδα των ακτινίδων. T r a n s v e r s a l [Πλάγια ευθεία] Μαθημ. Έστω δύο ευθείες παράλληλες ή μη παράλληλες. Μια ευθεία, η οποία τέμνει πλάγια τις δύο ευθείες, ώστε να δημιουργούνται γωνίες ίσες ως εντός εναλλάξ, εντός εκτός και επί τα αυτά ίσες και εκτός εναλλάξ ονομάζεται πλάγια ευθεία. T r a n s v e r s e Axis [Λοξός άξονας] Μαθημ. Κάθε ευθεία, η οποία διέρχεται από την εστία μιας υπερβολής, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στους δύο κλάδους της υπερβολής ονομάζεται λοξός άξονας. T r a n s v e r s e Stability [Εγκάρσια σταθερότητα] Μηχ. Είναι η ικανότητα που διαθέτει, χάρη στη μελέτη και στον τρόπο κατασκευής του, ένα αεροσκάφος ή ένα πλοίο, να επανακτά την ορθή του ισορροπημένη θέση πορείας κατόπιν παρέκκλισης λόγω πλευρικής ώθησης από τον αέρα ή από τα κύματα αντίστοιχα. T r a p [Παγίδα] Πλημ. Η μέθοδος εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων κατά τη διεξαγωγή μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος με ταυτόχρονη ενεργοποίηση ενός εξωτερικού σήματος και μεταφοράς του ελέγχου σε μια θέση μνήμης όπου βρίσκονται αποθηκευμένα ειδικά προγράμματα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν και μερικές φορές να διορθώνουν τα σφάλματα αυτά. T r a p Address [Διεύθυνση παγίδας] Πλημ. Κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας του υπολογιστικού συστήματος, η διεύθυνση της μνήμης στην οποία μεταφέρεται ο έλεγχος σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας αυτής λόγω σφάλματος.

T r a p Door

- 1394-

T r a p Door [Καταπακτή] Οικοδ. Είναι μία συρόμενη ή αρθρωτή θύρα, η οποία βρίσκεται σε οριζόντια θέση, καθώς ανοίγει και κλείνει ένα άνοιγμα στην οροφή, στο πάτωμα ή στην στέγη μίας κατασκευής. Trapezium [Τραπέζιο] Μαθημ. Έστω ένα τετράπλευρο Α Β Γ Δ. Λ ν το τετράπλευρο έχει τις δύο απέναντι πλευρές του παράλληλες και άνισες λέγεται τραπέζιο. Αν οι δύο μη κάθετες πλευρές του είναι ίσες τότε λέμε ότι το τραπέζιο είναι ισοσκελές. Οι δύο πλευρές αυτές ονομάζονται βάσεις Trapezoid [Τραπεζοειδές] Μαθημ. Είναι το σχήμα, το οποίο έχει τις ιδιότητες του τραπεζίου και δύο απέναντι πλευρές παράλληλες. Οι δύο πλευρές αυτές, όπως και στο τραπέζιο, ονομάζονται βάσεις. Trapezoid Integration [Ολοκλήρωμα του τραπεζίου] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε να επιλύσουμε ένα ολοκλήρα>μα το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί με τις γνωστές αριθμητικές μεθόδους. Τότε με τη βοήθεια του κανόνα του τραπεζίου μπορούμε να προβούμε στη χρήση του ολοκληρώματος του τραπεζίου. Trapezoidal Rule [Κανόνας του τραπεζίου] Μαθημ. Έστω μια συνάντηση f (x) της οποίας θέλουμε να υπολογίσουμε το ολοκλήρωμα στο διάστημα [α, β]. Αν δεν είναι δυνατό να επιλυθεί με τις γνωστές αριθμητικές μεθόδους τότε εφαρμόζεται ο κανόνας του τραπεζίου, ο οποίος δίνεται από τον τύπο: J / f (χ) = [(β - α) / 2n] [f (α) + Ση 2 f (χ j) + f (β)], όπου χ j = χ Η + (β - α) / 2 Trapping 1 [Παγίδευση] Επικοιν. 1. Έλεγχος πραγματοποίησης ενός συμβάντος σε μια συγκεκριμένη θέση (και πιθανά σε συγκεκριμένο διάστημα), συνήθως προπρογραμματισμένη μέσα σε μια βάση δεδομένων σχετικών γεγονότων πχ πάτημα ενός πλήκτρου, εισαγωγή ενός χαρακτήρα στο κανάλι εισόδου. 2. Εγκλεισμός σωματιδίων σε μια κατάσταση πχ ένα ατμοσφαιρικό ή ενεργειακό στρώμα κτλ. T r a p p i n g 2 [Παγίδευση] Χημ. Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την αναλυτική τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται η απομόνωση ενός συστατικού ενός μίγματος ή διαλύματος με την εκλεκτική πρόσδεση αυτού σε ένα χημικό που προστίθεται στο σύστημα. Στη συνέχεια το "παγιδευμένο" πλέον συστατικό απομακρύνεται προς περαιτέρω μελέτη. T r a s h H e a p [Σωρός αχρήστων] Πλημ. Ο χώρος στην κύρια μνήμη ή σε μια βοηθητική μνήμη του υπολογιστικού συστήματος που καταλαμβάνουν άχρηστα δεδομένα, τα οποία προκύπτουν από μια επεξεργασία. T r a s h Screen [Προστατευτική εσχάρα] Πολ. Μηχ. Πρόκειται για ένα μεταλλικό δίκτυ με επαρκείς διατομές ράβδων, το οποίο τοποθετημένο κατακόρυφα και κατάλληλα στερεωμένο μέσα σε ένα κανάλι ροής νερού, επιτρέπει τη διέλευσή του αλλά κατακρατεί τα οποιαδήποτε ξένα αντικείμενα, δηλαδή τα σκουπίδια που πλέον μαζί με αυτό. T r a y T o w e r [Στήλη δίσκα)ν] Χημ.Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει βιομηχανικές εγκαταστάσεις ποικίλων εφαρμογών που έχουν ως κοινό γνώρισμα τη χρήση τους σε διεργασίες πολλαπλών φάσεων και την ύπαρξη μιας στήλης με δίσκους στους οποίους επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή μεταφορά μάζας και ενέργειας μεταξύ αυτών των φάσεων. Παραδείγματα τέτοιων εφαρμογών αποτελούν οι στήλες απόσταξης, εξάχνο)σης, ξήρανσης κτλ. T r e a d [Πάτημα] Οικοδ. Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζεται το οριζόντιο τμήμα ενός σκαλοπατιού του κλιμα-

κοστασίου. Μπορεί επίσης να ορισθεί και ως η οριζόντια απόσταση ανάμεσα σε δύο ρίχτια της σκάλας. T r e a t e r [Κατεργαστήρας] Χημ.Μηχ. Βιομηχανική εγκατάσταση όπου λαμβάνουν χώρα οι φυσικές ή χημικές κατεργασίες των πρώτων υλών, των προϊόντων ή των αποβλήτων. Treating [Κατεργασία] Χημ.Μηχ. Το σύνολο των βιομηχανικών διεργασιών, φυσικών ή χημικών, που υφίστανται οι πρώτες ύλες, τα προϊόντα ή τα απόβλητα προκειμένου να βελτιστοποιηθούν τα χαρακτηριστικά τους, με τρόπο που να είναι αφενός πιο εύκολος ο χειρισμός τους, αφετέρου να πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές. Tree [Δέντρο] Μαθημ. Είναι ένα γράφημα, το οποίο αποτελείται από σημεία, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με ευθείες, συνεχείς γραμμές, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να μην είναι κλειστές, δηλαδή το πέρας της μίας να μη συναντά το πέρας καμιάς άλλης. Tree 2 [Δέντρο] Πλημ. 1. Η δομή δεδομένων, η οποία αποτελείται από κόμβους πεπερασμένου πλήθους, έτσι ώστε από έναν κύριο κόμβο, που καλείται ρίζα του δέντρου, να ξεκινούν όλοι οι άλλοι κόμβοι, που καλούντα παιδιά του δέντρου. Καθένα από τα παιδιά αυτά μπορούν να αποτελούν ρίζες για άλλα υποδέντρα του ίδιου δέντρου. 2. Στη συνδυαστική, πρόκειται για ένα γράφημα που είναι συνεκτικό και δεν περιέχει κύκλους. Trench Shield [Αντιστήριξη χαντακιού] Πολ. Μηχ. Κατά τη διάρκεια των εργασιών σε σκάμματα μικρού πλάτους και σχετικά μεγάλου βάθους, όπως είναι τα χαντάκια, πρέπει οι παρειές τους να προστατεύονται από κατολισθήσεις. Αυτό γίνεται με ένα κινητό σύστημα αλληλοστήριξης των δύο πλευρών της εκσκαφής με μεταλλικές πλάκες και ράβδους, οι οποίες κοχλιώνονται ή συγκολλούνται μεταξύ τους. T r e n d [Τάση] Στατ. Στην ανάλυση των χρονολογικών σειρών μεγάλη σημασία δίνεται στη διερεύνηση της ύπαρξης κάποιού παράγοντα, ο οποίος επηρεαζόμένος από το χρόνο επιδρά στη μεταβολή την διεύθυνσης του γραφήματος της χρονολογικής σειράς, καθώς επίσης και στο ρυθμό μεταβολής των τιμών κατά τη διάρκεια του χρόνου. Αυτός ο παράγοντας λέγεται τάση των δεδομένων. Triacetin [Τριακετίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 218, σ.ζ. 259f,C κι εμπειρικό τύπο (CH3CH2)3QH5. Εμφανίζει ελαιώδη υφή καθώς αποτελεί εστέρα τριγλυκεριδίων και ως εκ τούτου είναι σχεδόν αδιάλυτη στο νερό. Η ευχάριστη οσμή και η μη τοξικότητα της την καθιστούν κατάλληλη για χρήση σε τρόφιμα και καλλυντικά. Triad [Τριάδα] Πλημ. Η ψηφιολέξη, της οποίας το μήκος αντιστοιχεί σε τρία δυαδικά ψηφία. Γενικότερα, οποιαδήποτε σύνολο που αποτελείται από τρία στοιχεία που λαμβάνεται ως μια ενιαία μονάδα. Trial [Προσπάθεια] Στατ. Σε στατιστικά πειράματα σημαντικό ρόλο παίζουν οι προσπάθειες επιτυχίας ή αποτυχίας για τον υπολογισμό πιθανοτήτων κ.τ.λ.. Μια προσπάθεια μπορεί να είναι η ρίψη ενός νομίσματος, το ρίξιμο ενός ζαριού, τα εξαγόμενα της ρουλέτας κ.τ. λ. Εν συνεχεία μπορούμε να υπολογίσουμε την πιθανότητα να συμβεί κάποιο συγκεκριμένο ενδεχόμενο στην επόμενη προσπάθεια. Triamcinolone [Τριαμκινολόνη] Ομγ Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 394, σ.τ. 266°C και εμπειρικό τύπο C2iH 27 F0 6 . Παρασκευάζεται

- 1395 με τη φθορίωση της πρεδνιζολόνης και εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην παραγωγή φαρμάκων λόγω της μεγάλης αντιφλεγμονικής δραστικότητας της. T r i a m y l Borate [Βορικό τριαμίλιο] Opy.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 272, σ.ζ. - 2 2 0 C και σημείο ανάφλεξης 180Τ και εμπειρικό τύπο (CsHn) 3ΒΟ3. Βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή χρωμάτων. T r i a m y l a m i n e [Τριαμιλαμίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 224, σ.ζ. ~240°C, εμπειρικό τύπο (C5H1O3N. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό και βρίσκει εφαρμογή ως εντομοκτόνο λόγω υψηλής τοξικότητας της. Triangle [Τρίγωνο] Μαθημ. Είναι ένα πολύγωνο, το οποίο αποτελείται από τρεις πλευρές, τρεις κορυφές και τρεις γο^νίες. Το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι εκατόν ογδόντα μοίρες (180 Triangle Inequality [Τριγωνική ανισότητα] Μαθημ. Έστω x, y αριθμοί, οι οποίοι μπορούν να είναι είτε πραγματικοί αριθμοί είτε μιγαδικοί αριθμοί. Η τριγωνική ανισότητα δίνεται από τη σχέση: | |x| - |y| | < | χ ± y I* ι χ ι+ ιy ι Triangle Of Vectors [Τρίγωνο διανυσμάτων] Μαθημ. Έστω τρία διανύσματα, δύο από τα οποία έχουν κοινή αρχή και διαφορετικό πέρας. Αν τα δύο διανύσματα με την κοινή αρχή αθροιστούν τότε η τρίτη πλευρά είναι το τρίτο διάνυσμα το οποίο αποτελεί το άθροισμα των άλλων δύο. Triangulable Space [Τριγωνικός χώρος] Μαθημ. Έστω Σ ένας τοπολογικός χώρος. Αν αυτός ο τοπολογικός χώρος είναι ομόμορφος σε έναν απλό μιγαδικό χώρο, τότε λέμε ότι ο Σ είναι ένας τριγωνικός χώρος. T r i a n g u l a r M a t r i x [Τριγωνικός πίνακας] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Α διάστασης μ x ν, του οποίου τα στοιχεία είναι της μορφής [α ijj. Αν τα στοιχεία πάνω ή κάτω από τα κεντρικά στοιχεία της διαγωνίου είναι μηδέν (0) τότε ο πίνακας Α λέγεται τριγωνικός πίνακας. T r i a n g u l a r N u m b e r s [Τριγωνικοί αριθμοί] Μαθημ. Οι αριθμοί, οι οποίοι προκύπτουν από τηνσχέση: (n + 1) (η / 2) λέγονται τριγωνικοί αριθμοί. Οι πρώτοι πέντε (5) είναι οι 1, 3, 6, 10, 15. Triangulation 1 [Τριγωνοποίηση] Μαθημ. Έστω Σ ένας τοπολογικός χώρος. Αν μια διαμέριση του χώρου Σ σε υποσύνολα είναι ομόμορφη σε ένα ευκλείδειο χώρο, τότε η διαμέριση του χώρου λέγεται τριγωνική. Triangulation 2 [Τριγωνοποίηση] Μηχ. Είναι μία μέθοδος για τη μέτρηση του εμβαδού μίας περιοχής. Σύμφωνα με αυτήν, το προς μέτρηση εμβαδόν διακριτοποιείται σε ένα δίκτυο από τρίγωνα, οπότε έχοντας μετρήσει μία αρχική πλευρά και τις απαραίτητες οριζόντιες γωνίες επί τόπου, είναι κατόπιν δυνατόν στο σχέδιο να βρεθούν όλα τα γεωμετρικά στοιχεία των τριγώνων και άρα το συνολικό εμβαδόν. Triangulation P r o b l e m [Πρόβλημα τριγωνοποίησης] Μαθημ. "Εστω Σ ένας τοπολογικός χώρος. Αν είναι n φορές διαφορίσιμος και κομματιαστά γραμμικώς τότε λέγεται τριγωνικλος και αυτό αποτελεί το πρόβλημα τριγωνοποίησης. Triatomic [Τριατομικό] Χημ. Κάθε μόριο που αποτελείται από τρία άτομα του ίδιου ή διαφορετικού στοιχείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το όζον (0 3 ), το οποίο είναι το τριατομικό μόριο του οξυγόνου. Triazole [Τριαζόλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση ετερο-

Trichloroacetic Aldehyde

κυκλικής στερεοχημικής δομής, με MB 69 και εμπειρικό τύπο C2H3N3. Βρίσκει εφαρμογή σε συσκευές φωτοαντιγραφής όπου αξιοποιούνται τα φωτοαγωγικά του χαρακτηριστικά. Tribasic Calcium P h o s p h a t e [Φωσφορικό ασβέστιο] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο άλας άμορφης δομής με MB 310, σ.τ. 1670°C και χημικό τύπο Ca3(P04>2. Εμφανίζεται διαλυτό σε θερμό νερό και οξέα, αδιάλυτο σε αλκοόλες. Tribasic Zinc Phosphate [Φωσφορικός ψευδάργυρος] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο άλας του ψευδαργύρου που συναντάται συνήθως στην ένυδρη του μορφή και με χημικό τύπο Ζη(Ρ0 4 )2<4Η 2 0. Βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή οδοντοϊατρικών σφραγισμάτων. T r i b u t a r y Station [Παρασταθμός] Επικοιν. Δευτερεύων σταθμός σε πολυκαναλική μετάδοση. Tributoxyethyl P h o s p h a t e [Φωσφορικό τριβουτοξυαιθύλιο] Ομγ.Χημ. Οργανική'] ένωση ιξώδους υγρής φάσης, με MB 398, σ.τ. -70°C, σ.ζ. 232°C και εμπειρικό τύπο [CH 3 (CH2) 3 0(CH 2 ) 2 0] 3 P0. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και χρησιμοποιείται ως στιλβωτικό δαπέδου, σε συνεργασία με κηρώδη υλικά. Tributyl Borate [Βορικό τριβουτύλιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 230, σ.τ.-70 ϋ 0, σ.ζ. 232 C και εμπειρικό τύπο (GfloXiBO.v Εμφανίζεται διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες, ενώ διασπάται παρουσία νερού και βρίσκει εφαρμογή σε υλικά συγκόλλησης και μελάνια. Tributyl P h o s p h a t e [Τριβουτυλοφωσφορικός εστέρας] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 266, σ.τ. 292°C και εμπειρικό τύπο (C 4 H9) 3 P0 4 . Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, χαρακτηριστικό που αξιοποιείται με χρήση του σε εκχυλίσεις ουσιών από υδατικά διαλύματα. Tributyltin Acetate [Οξικός τριβουτυλικός κασσίτερος] Ομγ.Χημ. Οργανομεταλλική ένωση στερεής φάσης με MB 349 και εμπειρικό τύπο C|4H3o02Sn. Υπό διάλυση βρίσκει εφαρμογή σε ηλεκτρολυτικές επικασσιτερώσεις, ενώ αξιοποιείται και η αντιμικροβιακή της δράση σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές. Tributyltin Chloride [Χλωριούχος τριβουτυλικός κασσίτερος] Ομγ.Χηα. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 325, σ.τ. -9 C, σ.ζ. 145°C και εμπειρικό τύπο (C4H9)3SnCI. Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό και με πολύ δυσάρεστη οσμή, ενώ η έντονη τοξικότητα της επιτρέπει τη χρήση της ως εντομοκτόνου και τρωκτικοκτόνου. 1 4 ^ - T r i c h l o r o - l ^ ^ - T r i f l u o r o e t h a n e [1,1,2-Τρίχλωρο1,2,2-Τρίφθοροαιθάνιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 187, σ.τ. -35°C, σ.ζ.47Τ και εμπειρικό τύπο C12CFCC1F2. Βρίσκει εφαρμογή ως ψυκτικό υγρό, με περιορισμένη όμως χρήση, καθώς προκαλεί καταστροφή της στοιβάδας του όζοντος. Trichloroacetic Acid [Τριχλωροοξικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 163, σ.τ. 58°C, σ.ζ. 195°C και εμπειρικό τύπο CI3CCO2. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες. Η χρήση του ως ζιζανιοκτόνο έχει απαγορευτεί λόγω της υψηλής φυτοτοξικότητας που παρουσιάζει. Trichloroacetic Aldehyde [Τριχλωροοξική αλδεΰδη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 147, σ. τ. -57°C, σ.ζ. 98°C και εμπειρικό τύπο Cl 3 CCHO. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και σε οργανικούς διαλύ-

ι

Trichlorobenzene

- 1396-

τες. Trichlorobenzene [Τριχλωροβενζένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 181, σ.τ. 63.5°C, σ.ζ. 208°C και εμπειρικό τύπο CI3C6II3. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και σε αλκοόλες. Αποτελεί περιβαλλοντικό ρύπο καθώς η οξείδωση του δίνει τοξικά παράγωγα. Trichloroethane [Τριχλωροαιθάνιο] Οργ.Χημ Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 133, σ.τ. -35°C, σ.ζ. 74.1°C και εμπειρικό τύπο C I 3 C C H 3 . Παρουσιάζεται διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες και εμφανίζεται ιδιαίτερα τοξικό, ενώ θεωρείται υπεύθυνο και για καρκίνογενέσεις. Trichloroethylene [Τριχλωροαιθυλένιο] Ομγ.Χημ Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 131, σ.τ.-73 C, σ.ζ. 87°C και εμπειρικό τύπο C12CCHC1. Παρουσιάζεται διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες και εμφανίζεται ιδιαίτερα τοξικό, ενώ θεωρείται υπεύθυνο και για καρκίνογεννέσεις. Trichlorofluoromethane [Τρίχλωροφθορομεθάνιο] Ομγ.Χημ Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 137, σ. τ. - I l l C. σ.ζ. 238°C και εμπειρικό τύπο C13CF. Βρίσκει εφαρμογή ως ψυκτικό και πυροσβεστικό υγρό, με περιορισμένη όμως χρήση καθώς προκαλεί καταστροφή της στοιβάδας του όζοντος. Trichloroisocyanuric Acid [Τριχλωροισοκυανουρικό οξύ] ΟργΧημ Οργανική ένωση στερεής φάσης, με MB 232, σ.τ. ~240°C και εμπειρικό τύπο C 3 C I 3 N 3 O 3 . Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό και χρησιμοποιείται ως δότης χλωρίου σε οργανικές αντιδράσεις χλωρίωσης. T r i c h l o r o m e t h a n e [Τριχλωρομεθάνιο] Οργ.Χημ Οργανική ένωση υγρής φάσης, γνωστότερη ως χλωροφόρμιο, με MB 119, σ.τ. -63°C, σ.ζ. 61°C και εμπειρικό τύπο C I 3 C H . Εμφανίζεται σχεδόν αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Παρουσιάζει αναισθητικές ιδιότητες, ενώ βρίσκει εφαρμογή ως διαλύτης. Trichloromethyl Chloroformate [Χλωροφορμικό τριχλωρομεθύλιο] ΟργΧημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 196, σ.τ. -57°C, σ.ζ. 127°C και εμπειρικό τύπο C I C O O C C I 3 . Διασπάται υπό θέρμανση. Βρίσκει εφαρμογή σε αντιδράσεις πολυμερισμού (πολυσυμπύκνωσης) και ως χημικό όπλο καθώς εμφανίζει ισχυρή τοξική δράση. T r i c h l o r o n i t r o m e t h a n e [Τριχλωρονιτρομεθάνιο] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, γνωστή και ως χλωροπικρίνη, με MB 164, σ.τ. -64 C, σ.ζ. 112°C και εμπειρικό τύπο C1 3 CN0 2 . Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Βρίσκει εφαρμογή ως απολυμαντικό έχοντας αντιμυκητιακή δράση. Trichlorophenol [Τριχλωροφαινόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 197, σ.τ. 68°C, σ.ζ. 246 C και εμπειρικό τύπο Cl3C6H2OH. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες, Αποτελεί περιβαλλοντικό ρύπο καθώς η οξείδωση του δίνει τοξικά παράγωγα. 2,4,5-Trichlorophenoxyacetic Acid [2,4,5- Τριχλωροφαινοξυοξικό οξύ] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης, με MB 255, σ.τ. 151°C και εμπειρικό τύπο C 6 H 2 Cl30CH 2 (X) 2 H. Εμφανίζει τοξική δράση προκαλώντας ερεθισμό στα μάτια και στο αναπνευστικό, Βρίσκει εφαρμογή ως αγροχημικό στην καταπολέμηση ζιζανίων. 1,2,3-Trichloropropane [1,3,2-Τριχλωροπροπάνιο] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 146, σ.

£155 0 C, εμπειρικό τύπο CH 2 C ICHC1CH2C1. Εμφανίζεται διαλυτό σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στην παραγωγή του εξαφθοροπροπυλενίου που αξιοποιείται στο συμπολυμερισμό χρήσιμων ελαστομερών. Tricosane [Τρικοζάνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση κρυσταλλικής δομής με MB 324, σ.τ. 47°C, σ.ζ. 234 C, εμπειρικό τύπο CH3(CH2)2iCH3. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην οργανική σύνθεση ενζύμων. Tricresyl Phosphate [Φωσφορική τρικρεσύλη] Οργ. Χημ.. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 386, σ.τ. 33Χ. σ.ζ.420°0 και εμπειρικό τύπο ( C H j Q J ^ O ^ P O . Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην παραγωγή οργανικών πολυμερών και ως υλικό κατάσβεσης πυρκαγιών, Tricyclic Dibenzopyran [Τρικυκλικό διβενζοπυράνιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής Φάσης, γνωστή και ως ξανθένιο, με MB 182, σ.τ. ~100 6 C, σ.ζ. 315°C και εμπειρικό τύπο C13Η]0Ο. Εμφανίζει μεγάλη τοξικότητα έναντι μικροοργανισμοί, γι'αυτό και χρησιμοποιείται ως μυκητοκτόνο. n-Tridecane [Τριδεκάνιο] Οργ.Χψ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 184, σ.τ. -5 C, σ.ζ. 234°C και εμπειρικό τύπο CH3(CH 2 ) n CH3. Εμφανίζει μεγάλη τοξικότητα και αξιοποιείται στην οργανική σύνθεση, Tridecyl Alcohol [Τριδεκυλική αλκοόλη] ΟργΧημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 200, σ.τ. 32 C, σ.ζ. ~260°C και εμπειρικό τύπο C u H ^ C t ^ O H . Βρίσκει εφαρμογή σε απορρυπαντικά και αρώματα λόγω της ευχάριστης οσμής του. T r i d e n t of Newton [Τρίαινα του Νεύτωνα] Μαθημ. Είναι μια καμπύλη, της οποίας ο τύπος δίνεται από τη σχέση: xy = a x

3

+bx

2

+ cx + d

για την οποία ισχύει α 1 0. Αν το d 1 0 τότε η καμπύλη τέμνει είτε σε ένα είτε σε τρία μέρη τον άξονα των Χ και τείνει ασυμπτωτικά τον άξονα των Ψ. Tridentate Ligand [Τριτοταγής υποκαταστάτης] Χαρακτηρισμός που ορίζει κατηγορία υποκατάστατων χημικών ενώσεων με τρία μονήρη ζεύγη ηλεκτρονίων, που τους επιτρέπει το σχηματισμό τριών δεσμών με το κεντρικό άτομο μετάλλου. Tridiagonal M a t r i x [Τριδιαγώνιος πίνακας] Μαθημ. Έστω ένας πίνακας Α διάστασης μ x ν, του οποίου τα στοιχεία είναι της μορφής [α t)]. Αν τα στοιχεία του που δεν ανήκουν στην κύρια διαγώνιο του, ούτε στις δύο αμέσως επόμενες υποδιαγωνίους του είναι μηδέν (0), τότε αυτός ο πίνακας λέγεται τριδιαγώνπος. Triethanolamine [Τριαιθανολαμίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση ιξώδους υγρής φάσης με MB 149, σ.τ. σ.ζ. ~300°C και εμπειρικό τύπο (HOCH2CH2)3N. Εμφανίζει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό και βρίσκει εφαρμογή ως αντιδιαβρωτικό μέσο και σε είδη υγιεινής, Triethyl P h o s p h a t e [Φωσφορικό τριαιθύλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 182, σ.τ. -56 C, σ.ζ. 216°C και εμπειρικά τύπο (QHyhPO.,, Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες. Βρίσκει εφαρμογή στη βιοχημεία λόγω της τοξικότητας της σε ορισμένα ένζυμα, αλλά και ως διαλυτικό μέσο. Triethylamine [Τριαιθυλαμίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης, με MB 101, σ.ζ. ~330°C και ε-

- 1397 μπειρικό τύπο ( C H ^ C H ^ ^ . Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και βρίσκει εφαρμογή σε σειρά βιομηχανικών δραστηριοτήτων ο>ς διαλύτης. T r i e t h y i b o r a n e [Τριαιθυλικό βόριο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 98, σ.ζ. 94°C και εμπειρικό τύπο (C 2 H 5 ) 3 B. Βρίσκει εφαρμογή ως χημικό ενδιάμεσο ή καταλύτης στην οργανική σύνθεση. Triethylene Glycol [Τριαιθυλενική γλυκόλη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 150, σ.τ. -5°C, σ. ζ. 290°C και εμπειρικό τύπο (CH 2 OCH 2 CH 2 OH) 2 . Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και στις αλκοόλες. Βρίσκει εφαρμογή ως υγρό εναλλαγής θερμότητας σε εναλλάκτες, ως διαλύτης και ως βακτηριοκτόνο. T r i e t h y l e n e m e l a m i n e [Τριαιθυλενομελαμίνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 204, σ.τ. - 1 4 5 C και εμπειρικό τύπο C9Hi2N6. Εμφανίζεται διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες και με ελάχιστη διαλυτότητα στο νερό. Δίνει αντίδραση πολυμερισμού της στους 160°C. T r i e t h y l e n e t e t r a m i n e [Τριαιθυλική τετράμηνη] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 146, σ.τ. 1 2 1 , σ.ζ. -272°C και εμπειρικό τύπο C 6 HisN 4 . Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και με ισχυρή τοξική και διαβρωτική δράση. Βρίσκει εφαρμογή στην επεξεργασία εποξειδικών ρητινών βελτιώνοντας τα χαρακτηριστικά τους. Triethylic B o r a t e [Τριαιθυλικό βόριο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 146 και εμπειρικό τύπο B(OC2H5)j. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή κολλοειδών πηγμάτων σε συνεργασία με το αιθυλικό πυρίτιο και υδατοδιαλυτές φαινολικές ρητίνες. T r i f l u o r o c h l o r o e t h y l e n e [ΤριφθοροχλωροαιΟυλένιο] Οργανική ένωση αέριας φάσης με MB 116, σ.τ. 157°C, σ.ζ. -28°C και εμπειρικό τύπο F2CCFC1. Διασπάται στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή ως προωθητικό αέριο και στην αντίδραση πολυμερισμού του, που δίνει την πολυμερή ρητίνη του. T r i f l u o r o m e t h a n e [Τριφθορομεθάνιο] Ομγ.Χηα. Οργανική ένωση αέριας φάσης με MB 70, σ.τ. -155 J C, σ.ζ. 82°C και εμπειρικό τύπο CHF 3 . Εμφανίζεται ελάχιστα διαλυτό στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή ως ψυκτικό αέριο, ενώ τα παράγωγα του αξιοποιούνται ως καταλύτες στην οργανική σύνθεση. T r i g g e r [Προκαλώ εκτέλεση] Πλημ. Θέτω σε λειτουργία ένα κύκλωμα ή μια συσκευή ή εκτελώ ένα πρόγραμμα με άμεσο τρόπο. Triglyceride [Τριγλυκερίδιο] Ομγ.Χημ. Ομάδα οργανικών ενώσεων που αποτελούν το κύριο συστατικό των λιπαρών σωμάτων, και έχουν τον γενικό τύπο CH 2 OCOR 1 CHOCOR 2 CH 2 OCOR 3 . Η διάταξη και η ποικιλία των τριγλυκεριδίων καθορίζουν τη χημική ποικιλία και τη φυσική συμπεριφορά των φυσικών λιπαρών σωμάτων. Trigonal P l a n a r Molecule [Τριγωνικό επίπεδο μόριο] Χημ. Τετρατομικά μόρια η στερεοχημική διάταξη των οποίων είναι με τρόπο ώστε τα τρία άτομα να βρίσκονται στις κορυφές ενός τριγώνου. Παράδειγμα αποτελεί το μόριο του BF 3 . Trigonite [Τριγωνίτης] Ομυκτ. Ορυκτό που είναι γνωστό και ως αρσενικό οξύ του μολύβδου και του μαγγανίου, μονοκλινικής κρυσταλλικής δομής, με κρυστάλλους τριγωνικού σχήματος και σύνθεση MnPb 3 H (AS0 3 ) 3 . ΤΟ χρώμα του μπορεί να είναι από κίτρινο μέχρι σκούρο καφέ.

Trillion

T r i g o n o m e t r i c Cofunctions [Τριγωνομετρικές συμπληρωματικές συναρτήσεις] Μαθημ. Πρόκειται για τριγωνομετρικές συναρτήσεις, οι οποίες έχουν τόξα τα οποία βαίνουν σε συμπληρωματικές γωνίες όπως είναι το συνημίτονο με το ημίτονο, κ.τ.λ. T r i g o n o m e t r i c Functions [Τριγωνομετρικές συναρτήσεις] Μαθημ. Έστω x μια μεταβλητή, η οποία ανήκει στους πραγματικούς. Οι συναρτήσεις, οι οποίες εκφράζουν τη στροφή της μεταβλητής αυτής σε ένα κύκλο και μετράνε τη γωνία του σε σχέση με μια σταθερή και γνίοστή ευθεία λέγονται τριγωνομετρικές συναρτήσεις και αυτές είναι το συνημίτονο, το ημίτονο, η εφαπτομένη και η συνεφαπτομένη. T r i g o n o m e t r i c Leveling [Τριγωνομετρική υψομέτρηση] Μηχ. Είναι η μέθοδος για τον προσδιορισμό της υψομετρικής διαφοράς δύο σημείων, χρησιμοποιώντας την αρχή της τριγωνοποίησης και τους απαραίτητους τριγωνομετρικούς υπολογισμούς. T r i g o n o m e t r i c Polynomial [Τριγωνομετρικό πολυώνυμο] Μαθημ. Είναι το πολυώνυμο της μορφής: Ρ (χ) = α cos χ + b sin χ. T r i g o n o m e t r i c Series [Τριγωνομετρικό σειρές] Μαθημ. Είναι μια απείρων όρων σειρά, η οποία δίνεται από τη σχέση: Σ n α n cos nx + b n sin nx T r i g o n o m e t r i c Substitutions [Τριγωνομετρικές αντικαταστάσεις] Μαθημ. Κατά την επίλυση ολοκληρωμάτων, τα οποία περιέχουν συναρτήσεις της μορφής: V (α 2 - χ 2 ), V ( χ 2 - α ), V (χ 2 + α ) επιλύονται με αντικατάσταση του χ. Έτσι στην πρώτη αντικαθίσταται από το χ = a sin u στη δεύτερη από χ = a sec u και η τρίτη από χ = a tan υ. T r i g o n o m e t r y [Τριγωνομετρία] Μαθημ. Είναι ο κλάδος των μαθηματικών, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη των τριγώνων, τις ιδιότητες των γωνιών (ισότητα γωνιών κ.τ.λ.) και στη μελέτη των τριγωνομετρικών συναρτήσεων. T r i h e d r a l [Τρίεδρο] Μαθημ. Κάθε γεωμετρικό σχήμα ή σύστημα συντεταγμένων, το οποίο προκύπτει από την ένωση τριών μη συνεπίπεδων γραμμών λέγεται τρίεδρο. Μια πολυεδρική γωνία από τρεις έδρες λέγεται τρίεδρο. T r i h e d r a l Angle [Τριεδρική γωνία] Μαθημ. Μια πολυεδρική γωνία η οποία αποτελείται από τρεις έδρες λέγεται τρίεδρική γωνία Trihydroxyethylamine Stearate [Τριύδροξυαιθυλαμινοστεατικός εστέρας] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής φάσης με MB 431, σ.τ. 4 2 - 4 4 1 και εμπειρικό τύπο C 2 4 H 4 9 N0 5 . Αποτελεί αμινικό παράγωγο του στεατικού οξέος και βρίσκει εφαρμογή ως γαλακτοματοποιητής σε καλλυντικά όπως και το ίδιο το στεατικό οξύ. T r i i o d o m e t h a n e [Τριιωδομεθάνιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση, γνωστότερη ως ιωδοφόρμιο, στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 393, σ.τ. 119°C και εμπειρικό τύπο HCI 3 . Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό και αναισθητικές ιδιότητες. Βρίσκει εφαρμογή ως διαλυτικό μέσο και στη φαρμακευτική ως αντιβακτηριακό. Triisobutylene [Τριισοβουτυλένιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 168, σ.ζ. - 3 5 0 C και εμπειρικό τύπο (C 4 H g ) 3 . Η καρβοξυλίωση του με C 0 2 δίνει οξέα που χρησιμοποιούνται σε πολλές βιομηχανικές δραστηριότητες, ενώ το βορικό του παράγωγο βρίσκει εφαρμογή ως καταλύτης σε αντιδράσεις πολυμερισμού. Trillion [Τρισεκατομμύριο] Μαθημ. Είναι ο αριθμός 10

Trimer

- 1398-

12

. T r i m e r [Τριμερές] Χημ. Οργανική χημική ένωση που σχηματίζεται από τη συνένωση τριών ομοίων μικρότερων μορίων. Τυπικό παράδειγμα τέτοιας ένωσης είναι οι τρισακχαρίτες που σχηματίζονται από τη συνένωση τριών μορίων γλυκόζης. T r i m e r c u r i c O r t h o p h o s p h a t e [ΟρΟοφα>σφορικό άλας δισθενούς υδραργύρου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο άλας στερεής άμορφης δομής με MB 790 και χημικό τύπο Hg 3 (P0 4 )2. Εμφανίζεται πολύ τοξικό λόγω της παρουνίας του υδραργύρου στην δομή του και χρησιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων. T r i m e r c u r o u s O r t h o p h o s p h a t e [Ορθοφωσφορικό άλας μονοσθενούς υδραργύρου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο άλας στερεής άμορφης δομής με MB 695 και χημικό τύπο Hg 3 P0 4 . Εμφανίζεται πολύ τοξικό λόγω της παρουσίας του υδραργύρου στη δομή του και χρήσιμοποιείται στην παρασκευή φαρμάκων. Trimethyl Borate [Τριμέθυλο-βόριο] ΟργΧημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 104, σ.τ. -29IJC, σ.ζ. 67°C και εμπειρικό τύπο B i O C H ^ · Διασπάται όταν έρθει σε επαφή με το νερό και βρίσκει εφαρμογή στην αντίδραση παραγωγής στιλβενίου. Trimethylamine [Τριμεθυλοαμίνη] Ομγ.Χημ Οργανική ένωση αέριας φάσης με MB 59, σ.τ. -124υΟ, σ.ζ. 3.5°C και εμπειρικό τύπο ( C F ^ N . Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και αποτελεί ασθενή βάση. Η παρουσία της, η οποία γίνεται αντιληπτή από την έντονη οσμή της, αποτελεί ένδειξη αλλοίωσης των ψαριών. Trimethylchlorosilane [Τριμεθυλοχλωριούχο πυρίτιο] Ομγ.Χηΐί. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 108, σ. τ, -40 C, σ.ζ. 58°C και εμπειρικό τύπο (CH3)3SiCl. Διασπάται όταν έρθει σε επαφή με το νερό και αποτελεί ισχυρό διαβρωτικό. Χρησιμοποιείται στην επεξεργασία ρητινών και ως αναλυτικό αντιδραστήριο. Trimethylethylene [Τριμέθυλοαιθυλένιο] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 70, σ.τ. -134 C, σ.ζ. 39°C και εμπειρικό τύπο CSHJO· Εμφανίζεται αδιά-

Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 227, σ.τ. 81°C και εμπειρικό τύπο CH 3 C 6 H 3 (N02) ι. Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό και εκρήγνυται αν υποβληθεί σε υψηλές θερμοκρασίες, χαρακτηριστικό που αξιοποιείται στην παρασκευή εκρηκτικών, Trinomial [Τριώνυμο] Μαθημ. Ένα πολυώνυμο, το οποίο αποτελείται από τρεις όρους λέγεται τριώνυμο. Το ποίο συνηθισμένο τριώνυμο της μορφής α x 2 + b x + γ. Trinomial Distribution [Τριωνυμική κατανομή] Μαθημ. Είναι μια πολυωνυμική κατανομή, η οποία έχει τρία πιθανά αποτελέσματα, ξεχωριστά, διακριτά και ασυσχέτιστα. Triode [Τρίοδος] Ηλεκτμον. Θερμιονική λυχνία (βλέπε Thermionic Valve) η οποία περιλαμβάνει τρία ηλεκτρόδια, την κάθοδο από όπου εκπέμπονται τα ηλεκτρόνια, την άνοδο όπου συλλέγονται και το ηλεκτρόδιο ελέγχου ή πλέγμα με το οποίο ελέγχεται η ροή των ηλεκτρονίων. Η λυχνία αυτή λειτουργεί εντός αερόκενου γυάλινου σο)λήνα και υπήρξε η πρώτη ηλεκτρονική διάταξη με την ικανότητα ενίσχυσης κάποιου σήματος. Έχει αντικατασταθεί στον μεγαλύτερο βαθμό από το τρανζίστορ (βλέπε Transistor). Triose [Τριόζη] Βιοχημ. Στερεές οργανικές ενώσεις με βιολογική δράση που ανήκουν στην κατηγορία των μονοσακχαριτών και περιέχουν στη δομή τους τρία άτομα άνθρακα. Είναι τα απλούστερα σάκχαρα, όπου η πιο απλή αλδόζη είναι η γλυκεριναλδεϋδη και η πιο απλή κετόζη η διϋδροξυακετόνη. Είναι διαλυτά στο νερό, λιγότερο διαλυτά σε αιθυλική και μεθυλική αλκοόλη, και αδιάλυτα σε λιπόφιλους διαλύτες, Sym-Trioxane [συμ-Τριοξάνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 90, σ.τ. 62°C, σ.ζ. 115°C και εμπειρικό τύπο (CH 2 0)3. Αποτελεί τριμερής ένωση της φορμαλδεΰδης. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό και σε οργανικούς διαλύτες. Βρίσκει εφαρμογή σε πολυακεταλικά πλαστικά και στην παραλαβή της φορμαλδεΰδης.

λυτο στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή στη σύνθεση πολυαλογονούχων οργανικών ενώσεων. Trimethylolethane [Τριμεθυλολαιθάνιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 120 και εμπειρικό τύπο CH^CXCF^OH^· Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή ως θερμικός σταθεροποιητής σε ειδικές κατηγορίες πολυμερικών ενώσεων. Trimethylvinylammonium Hydroxide [Υδροξείδιο του μεθυλοβίνυλο αμμωνίου] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 103 και εμπειρικό τύπο CH 2 CHN(CH 3 )30H. Παρασκευάζεται με την καταλυτική αντίδραση τριτοταγών αμινών με νερό και ακετυλένιο. Εμφανίζεται διαλυτό στο νερό και με ισχυρά τοξική δράση. Trinitrobenzene [Τρινιτροβενζόλιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 213, σ. τ. 121°C και εμπειρικό τύπο C6H3(N02)3. Επέρχεται η διάσπαση του όταν υποβληθεί σε υψηλές θερμοκρασίες. Εμφανίζεται ελάχιστα διαλυτό στο νερό και βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή εκρηκτικών υλών. 2,4,7-trinitrofluorenone [2,4,7-Τρινιτροφλοροενόνη] ΟργΧημ. Οργανική ένωση, της κατηγορίας πολυνιτρικών ενονών, στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 315, σ.τ. 176°C, εμπειρικό τύπο C ^ H ^ O ? . Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο νερό. 2,4,6-Trinitrotoiuene [2,4,6-Τρινιτροτολουένιο] Οργ.

Trioxygen [Τριοξυγόνο] Χημ. Τριατομικό μόριο οξυγόνου, γνωστότερο ως όζον. Η παρουσία του στα ανώτερα ατμοσφαιρικά στρώματα λειτουργεί ως φίλτρο για την υπέρυθρη ακτινοβολία. Η παραγωγή του κοντά στην επιφάνεια ως δευτερογενής ρύπος των καυσαερίων είναι ανεπιθύμητη καθώς προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό, Tripalmitin [Τριπαλμιτίνη] ΟργΧημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 806, σ.τ. 65.5°C και εμπειρικό τύπο 0 3 Η 5 (00(Χ|5Η3|)3. Εμφανίζεται διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, αδιάλυτη στο νερό. Αποτελεί παράγωγο του παλμιτικού οξέος και βρίσκει εφαρμογή στη σαπωνοποιία. Triphenyl Phosphate [Τριφαινυλοφωσφορικός εστέρας] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση πρισματικής κρυσταλλικής δομής με ΜΒ326, σ.τ.50°0, σ.ζ.245°0, εμπειρικό τύπο OP(OC6H5)3· Εμφανίζεται αδιάλυτη στο νερό, διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες, T r i p h e n y l m e t h a n e Dye [Χρώματα τριφαινυλομεθανίου] ΟργΧημ Ομάδα χρωστικών ουσιών που αποτελούν παράγωγα του (QHs^CH. Στις ενώσεις αυτής της κατηγορίας επέρχεται αντιστρεπτή μεταβολή χρώματος με προσφορά θερμότητας. Triphenylmethyl Radical [Τριφαινυλομεθυλική ομάδα] Ομγ.Χημ Η ελεύθερη υδρογονανθρακική ομάδα με χημική δομή (C6H5)3C-, και με δυνατότητα να δεχτεί έναν οργανικό ή ανόργανο υποκαταστάτη. Οι ενώσεις

- 1399 -

Tropical Air

της εμφανίζονται αδιάλυτες στο νερό και ελάχιστα διαλυτές σε αλκοόλες. Triphenylphosphine [Τριφαίνυλοφωσφίνη] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 262, σ.τ. 80°C, σ.ζ. 384 C και εμπειρικό τύπο (C^Hs) :,Ρ. Εμφανίζεται διαλυτή σε οργανικούς διαλύτες και δίνει άλατα του φωσφονίου. Αξιοποιείται η καταλυτική της δράση σε συνδυασμό με τα μέταλλα μετάπτωσης. Triphosphopyridine Nucleotide [Τριφωσφοπυριδινικό νουκλεοτίδιο] Βιοχημ. Οργανική ένωση μεγάλης βιοχημικής σπουδαιότητας καθώς αποτελεί συνένζυμο και μεσολαβεί σε διεργασίες μετατροπής ενέργειας σε ζωντανούς οργανισμούς. Η υδρογονωμένη του μορφή ανάγει το διοξείδιο του άνθρακα σε οργανική ύλη κατά τή φωτοσύνθεση. Triple-length W o r k i n g [Τριπλού μήκους τρόπος λειτουργίας] Πλημ. II επεξεργασία στοιχείων δεδομένων, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε τρεις λέξεις του υπολογιστή, με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια των εξαγομένων. Triple P h o s p h a t e [Τριπλοφωσφορικό άλας] Ανοργ. Χημ. Γενική ονομασία ανόργανων αλάτων φωσφορικής ρίζας, που στη δομή τους περιλαμβάνουν κατιόντα τριών διαφορετικών στοιχείων, πχ. Ca 9 CoM(P0 4 ) 7 (M=Li,Na,K). Triple Point [Τριπλό σημείο] Φυσ.Χημ. Είναι οι απόλυτα καθορισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας στις οποίες συνυπάρχουν σε ισορροπία και οι τρεις φά-

Trisectrix Of M a c l a u r i n [Τριχοτομημένη καμπύλη του Maclaurin] Trisectrix Trisodiuni Phosphate [Φωσφορικό τρινάτριο] Ανοργ. Χημ. Ανόργανο άλας κρυσταλλικής δομής, με MB 164 και χημικό τύπο NajP0 4 . Παρέχει ισχυρά αλκαλικά διαλύματα όταν διαλυθεί στο νερό, λόγω της υδρόλυσης των φωσφορικών ιόντων. Trisulfide [Τριθειούχος] Χημ. Χαρακτηρισμός που ορίζει κάθε οργανικό ή ανόργανο μόριο που περιέχει στη δομή του τρία άτομα θείου, Triterpene [Τριτερπένιο] Οργ.Χημ. Οργανική ένωση που σχηματίζεται από τη συνένωση τριών τερπενικών μονάδων και έχει εμπειρικό τύπο C30H24. Συναντώνται στη φύση στις ρητινικές εκκρίσεις διαφόρων φυτών και βρίσκουν εφαρμογή σε καλλυντικά, χρώματα, αρώματα κτλ. Tritiated [Τριτιωμένο] Χημ. Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως για οργανικές ενώσεις και χαρακτηρίζει την αντικατάσταση ατόμων υδρογόνου με του τριτίου. Η αντικατάσταση αυτή επιτρέπει την παρακολούθηση πολλών βιοχημικών διεργασιών. T r i u r a n i u m Octoxide [Οχτοξείδιο του τριουρανίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση, με χημικό τύπο U3Og, μεγάλης ραδιενεργού δραστικότητας που την καθιστά χρήσιμη στην πυρηνική τεχνολογία. Trivial Name [Εμπειρική ονομασία] Χημ. Ονομασία μιας χημικής ένωσης που δε βασίζεται άμεσα στη χημική της δομή αλλά στην πιο συχνή της χρήση ή ακόμη στη φυσική της προέλευση.

σεις ενός υλικού. Το τριπλό σημείο του νερού αποτελεί τη βάση για τη θερμοκρασιακή κλίμακα του Kelvin. Triple Vector P r o d u c t [Τριπλό γινόμενο διανυσμάτων] Μαθημ. Έ σ τ ω τρία διανύσματα α, β, γ. Το εξωτερικό γινόμενο του α με το εξωτερικό γινόμενο των β και γ λέγεται τριπλό γινόμενο διανυσμάτων και συμβολίζεται α x (β χ γ) Triprotic Acid [Τριπρωτικά οξέα] Χημ. Οξέα που παρέχουν τρία κατιόντα υδρογόνου ανά μόριο οξέος, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οξέων αυτής της κατηγορίας αποτελεί το φωσφορικό οξύ (Η 3 Ρ0 4 ). Συνήθως η απελευθέρωση του δεύτερου και του τρίτου κατιόντος υδρογόνου σε διάλυμα είναι πολύ πιο δύσκολη από ότι του πρώτου. T r i p t a n e [Τριπτάνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση υγρής φάσης με MB 100, σ.τ. -25°C, σ.ζ. 81°C και εμπειρικό τύπο C7H16. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε αλκοόλες. Βρίσκει εφαρμογή ως καύσιμο αεροπλάνων καθώς παρουσιάζει μεγάλο αριθμό οκτανίων και εξαιρετική αντικροτική συμπεριφορά. T r i s a c c h a r i d e [Τρισακχαρίτης] Βιοχημ. Οργανικές ενώσεις της κατηγορίας των υδατανθράκων που σχήματίζονται με την ένωση τρκόν μονοσακχαριτών με δύο γλυκοζιτικούς δεσμούς. Trisection [τριχοτόμηση] Μαθημ. Πρόκειται για ένα από τα άλυτα μαθηματικά προβλήματα, το οποίο εισήγαγαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Αναφέρεται πάνω στην τριχοτόμηση μια γο)νίας σε τρία απολύτως ίσα μέρη μόνο με τη χρήση καθέτων πλευρών και πυξίδας. Trisectrix [Τριχοτομημένη καμπύλη] Μαθημ. Είναι μια καμπύλη, η οποία χρησιμοποιήθηκε από το Maclaurin για την επίλυση του άλυτου προβλήματος της τριχοτόμησης μιας γωνίας. Η μορφή της είναι: x 3 + x y 2 + a y " - 3 a χ 2 και είναι συμμετρική ως προς τον άξονα Ο x και τείνει ασυμπτωτικά στην ευθεία x = -1.

Trivial Solution [Τετριμμένη λύση] Μαθημ. Σε κάθε ομογενή γραμμική εξίσωση, αν υπάρχει μια λύση της οποίας όλα τα στοιχεία είναι τα μηδενικά στοιχεία τότε η λύση αυτή λέγεται Τετριμμένη λύση. Trivial S u b g r o u p [Τετριμμένη υποομάδα] Μαθημ. Κάθε υποομάδα μιας ομάδας G λέγεται Τετριμμένη αν και μόνον αν αποτελείται από το μοναδιαίο στοιχείο και από την ίδια την ομάδα G. T r o m e t h a m i n e [Τρομεθαμίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 121, σ.τ. 170°C, σ.ζ. 219°C (lOmmHg) και εμπειρικό τυπο C4H11NO3. Εμφανίζεται διαλυτή στο νερό. Βρίσκει εφαρμογή στη σύνθεση τασιενεργών και στην προσρόφηση όξινων αερίων. Tropeoline 00 [Τροπεολίνη 00] Οργ.Χημ. Εμπειρική ονομασία του οργανικού άλατος του νατρίου (NaS0 3 C 6 H 4 NNC 6 H 4 NHC 6 H 5 )> με αλκαλικές ιδιότητες, που βρίσκει εφαρμογή ως δείκτης αντιδράσεων οξέων-βάσεων, λόγω αλλαγής του χρώματος του (κόκκινο—^κίτρινο) σε συγκεκριμένη περιοχή ρΗ(1.43.0) Tropic Of Cancer [Τροπικός του Καρκίνου] Αστμον. Ο τροπικός του Καρκίνου ή αλλιώς Βόρειος τροπικός είναι ένας από τους φανταστικούς κύκλους που είναι παράλληλοι προς τον Ισημερινό. Βρίσκεται 23 μοίρες και 27 λεπτά βόρεια του Ισημερινού και αποτελεί το νότιο όριο της βόρειας εύκρατης ζώνης, Tropic Of C a p r i c o r n [Τροπικός του Αιγόκερω] Αστμον. Ο τροπικός του Αιγόκερω ή αλλιώς Νότιος τροπικός είναι ένας από τους φανταστικούς κύκλους που είναι παράλληλοι προς τον Ισημερινό. Βρίσκεται 23 μοίρες και 27 λεπτά νότια του Ισημερινού και αποτελεί το βόρειο όριο της νότιας εύκρατης ζώνης, Tropical Air [Τροπικός αέρας] Μετεωρ. Αέριες μάζες που σχηματίζονται πάνω από την τροπική και την εύκράτη ζώνη. Απαραίτητες προϋποθέσεις σχηματισμού

Tropical Cyclone

- 1400 -

του τροπικού αέρα είναι οι υψηλές ατμοσφαιρικές πιέσεις ή η αρκετά υψηλή θερμοκρασία. Tropical Cyclone [Τροπικός κυκλώνας] Μετεωρ. Έντονο μετεωρολογικό φαινόμενο δίνης που αναπτύσσεται πάνω από θερμές αέριες μάζες. Οι τροπικοί κυκλώνες χαρακτηρίζονται από ισχυρή ανοδική κίνηση του αέρα που φτάνει μέχρι και τα 100m/sec και βροχοπτώσεις τάξης άνω των 1000mm ανά εικοσιτετράωρο. Πολλές φορές η διάρκεια ενός τέτοιου κυκλώνα φτάνει μέχρι και τις τρεις εβδομάδες. Tropical Disturbance [Τροπική αναταραχή] Μετεωρ. Έντονη δραστηριότητα των ανέμων σε περιοχές γεωγραφικών συντεταγμένων που καθορίζουν τους τροπικούς αλλά και την εύκρατη ζώνη. Η ταχύτητα και η διεύθυνση αυτών των ανέμων μοιάζουν με τους κυκλωνικούς ανέμους όμως εμφανίζονται με σαφώς μικρότερα μεγέθη έντασης. Tropocollagen [Τροποκολλαγόνο] Βιοχημ. Μακρομοριακή οργανική ένωση μεγάλης βιοχημικής σπουδαιότητας με MB ~30xl0 4 . Λαμβάνεται από ζωικούς οργανισμούς. Tropospheric Scatter [Τροποσφαιρική διάχυση] Επικοιν. Διάχυση κυμάτων καθώς κινούνται μέσα στην τροπόσφαιρα κατά τη σύγκρουση τους με διάφορα είδη ακτινοβολίας. Tropospheric W a v e [Τροποσφαιρικό κύμα] Επικοιν. Κύμα που μεταδίδεται στην τροπόσφαιρα μερικές φορές και ανακλώμενο σε 2 διαφορετικά στρώματα σαν σε σωλήνα (Tropospheric Ducting). Trowel [Μυστρί] Μηχ. Είναι ένα εργαλείο, αποτελούμενο από μία μεταλλική επίπεδη επιφάνεια, περίπου σχήματος ρόμβου και από μία λαβή, με το οποίο διαστρώνεται ο σοβάς ή άλλα κονιάματα επάνω στις επιφάνειες των τοίχων ή των οπτοπλίνθων. Χρησιμοποιείται επίσης και ως κηπουρικό εργαλείο. T r u e Boiling Point Analysis [Ανάλυση γνήσιου σημείου ζέσης] Χημ.Μηχ. Μέθοδος πρόρρησης ποιοτικών και ποσοτικο')ν χαρακτηριστικών πετρελαϊκών προϊόντων απόσταξης με χρήση συνδυασμού εργαστηριακών πειραμάτων και υπολογιστικών τεχνικών. Τα αποτελέσματα αυτά αξιοποιούνται στο σχεδιασμό των μονάδων επεξεργασίας πετρελαίου. T r u e Electrolyte [Γνήσιος ηλεκτρολύτης] Φυσ.Χημ. Ενώσεις σε στερεά φάση, κυρίως άλατα, οι οποίες περιλαμβάνουν στο κρυσταλλικό τους πλέγμα ιόντα, τα οποία απλά ελευθερώνονται όταν βρεθούν υπό διάλυση. T r u e Freezing Point [Γνήσιο σημείο κατάψυξης] Σημείο γνωστό και ως σημείο τήξης ενός υλικού που ορίζεται ως η θερμοκρασία στην οποία παρατηρείται ισορροπία της υγρής και στερεής φάσης του υλικού. Η θερμοκρασία αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες πίεσης που επικρατούν κατά την ισορροπία. T r u n c a t e [Στρογγυλοποιώ, Προσεγγίζω, Παίρνω ένα μέρος] Μαθημ. 1. Έστω ότι έχουμε ένα δεκαδικό αριθμό, ο οποίος αποτελείται από n δεκαδικά ψηφία. II στρογγυλοποίηση στα n - 1 ψηφία οδηγεί σε έναν πιο εύχρηστο αριθμητικά αριθμό. Η στρογγυλοποίηση μπορεί να γίνει και επαναληπτικά, έτσι αν έχουμε τον αριθμό 4,3897828, μια πρώτη στρογγυλοποίηση του είναι ο αριθμός 4,389783, μια δεύτερη ο 4,38978 κ. ο. κ. 2. Έστω μια σειρά απείρων όρων. Ένας τρόπος υπολογισμού της είναι η προσέγγιση της με μια άλλη σειρά, η οποία αποτελείται από πεπερασμένα στοιχεία της άπειρης σειράς.

T r u n c a t e d Cone ["Κομματιασμένος" κώνος] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε έναν κώνο. Αν πάρουμε το κομμάτι του κώνου, το οποίο άνηκε ανάμεσα από δύο επίπεδα μη παράλληλα, τα οποία τέμνονται έξω από τον κα')νο, τότε έχουμε μια μεροποίηση του κώνου. T r u n c a t e d Distribution [" Κολοβή " κατανομή] Στατ. Έστω ότι έχουμε μια γνωστή κατανομή και έστω Χ (χ ι. χ 2, χ 3, . χ η) ένας πληθυσμός της. Αν αφαιρέσουμε κ στοιχεία από αυτή την κατανομή, είτε από την αρχή, είτε από το τέλος (ποτέ ενδιάμεσα) τότε θα προκύψει μια νέα κατανομή με Χ - κ το πλήθος στοιχεία. T r u n c a t e d Prism ["Κομματιασμένο" πρίσμα] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε ένα πρίσμα. Αν πάρουμε το κομμάτι του πρίσματος, το οποίο άνηκε ανάμεσα από δύο επίπεδα μη παράλληλα, τα οποία τέμνονται έξω από το πρίσμα, τότε έχουμε μια μεροποίηση του πρίσματος. T r u n c a t e d P y r a m i d ["Κομματιασμένη " πυραμίδα] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε μια πυραμίδα. Αν κόψουμε την πυραμίδα, με τη βοήθεια ενός επιπέδου μη παράλληλο ως προς τη βάση της πυραμίδας, τότε θα πάρουμε ένα κομμάτι αυτής, το οποίο θα ανήκει ανάμεσα στη βάση της και στο επίπεδο. T r u n c a t i o n [Στρογγυλοποίηση, Προσέγγιση] Μαθημ. Truncate T r u n c a t i o n E r r o r [Σφάλμα στρογγυλοποίησης] Μαθημ. Σε κάθε μαθηματική εφαρμογή και ειδικότερα στην Αριθμητική ανάλυση, στην οποία ανήκουν και ο κανόνας των τριών ογδόων ολοκλήρωσης όπως και ο κανόνας του τραπεζίου, το αποτέλεσμα που θα προκύψει από τη στρογγυλοποίηση απέχει λίγο ή πολύ από την πραγματική τιμή. Αυτή η απόκλιση είναι το σφάλμα, το οποίο προκύπτει από τη στρογγυλοποίηση. Έτσι αν α είναι η πραγματική τιμή και α* είναι η τιμή μετά την προσέγγιση, τότε το σφάλμα προσέγγισης ορίζεται ως: ε = | α - α* T r u n k [Αρτηρία] Επικοιν. Τηλεφωνική γραμμή (ενσύρματη) που συνδέει συνήθως (δημόσια) τηλεφωνικά κέντρα. T r u n k Exchange [Ανταλλαγή αρτηρίας] Επικοιν. Επικοινωνία που πραγματοποιείται μέσω γραμμών πόλης. Συνηθίζεται να συνδέεται με κατάλληλες επεκτάσεις (Extensions) με διάφορα σημεία. T r u n k Sewer [Κεντρικός αγωγός αποχέτευσης] Πολ. Μηχ. Είναι ο κύριος συλλεκτήριος αγωγός ενός αποχετευτικού δικτύου μίας ευρύτερης περιοχής, στην ουσία δηλαδή ο κορμός του, ο οποίος συγκεντρώνει τα λύματα όλων των δευτερευόντων αγωγών. T r u s s [Δικτύωμα] Οικοδ. Είναι ο φέρων οργανισμός μίας κατασκευής, ο οποίος αποτελείται από ράβδους συνδεδεμένες μεταξύ τους με αρθρώσεις. Ορισμένες από τις ράβδους υποβάλλονται σε εντατική κατάσταση εφελκυσμού ενώ άλλες σε θλίψης. Συνήθως το δικτύωμα είναι μεταλλική κατασκευή, αλλά υπάρχουν και ξύλινα. Υπάρχουν επίπεδα και χωρικά δικτυώματα ανάλογα με το εάν φορτίζονται και ισορροπούν σε ένα επίπεδο ή στο χώρο των τριών διαστάσεων αντίστοιχα. T r u s s Bridge [Δικτυωτή γέφυρα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος γέφυρας όπου ο φέρων οργανισμός της αποτελείται από δικτυώματα και άρα από ράβδους που βρίσκονται σε εφελκυστική και θλιπτική εντατική κατάσταση. T r u t h Set [Αληθές σύνολο] Μαθημ. Είναι το σύνολο των στοιχείων, το οποίο είναι σε θέση να επιβεβαίωνε ότι μια λογική πρόταση είναι αληθείς. Έτσι στη λογική πρόταση ότι όλοι οι πρώτοι αριθμοί διαιρούνται μόνο

- 1401 από τον εαυτό τους και από τη μονάδα (1) ένα αληθές σύνολο είναι το { 1, 3, 5, 7 } διότι είναι πρώτοι αριθμοί και διαιρούνται μόνο από τον εαυτό τους και από τη μονάδα. T r u t h Table [Αληθής πίνακας] Μαθημ. Ένας πίνακας, ο οποίος περιέχει λογικές προτάσεις και αληθή σύνολα για αυτές τις προτάσεις, λέγεται αληθής πίνακας. T r u t h Values [Αληθείς τιμές] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε μια λογική πρόταση. Η πρόταση αυτή μπορεί να λάβει τους χαρακτηρισμούς " αληθής " ή " ψευδής Οι χαρακτηρισμοί αληθής ή ψευδής που αποδίδουμε σε μια λογική πρόταση λέγονται αληθείς τιμές της λογικής πρότασης. T r y p s i n Θρυψίνη] Βιοχημ. Ειδική κατηγορία ενζύμων που παράγεται από τον ανθροόπινο οργανισμό και προσδένεται στην πρωτεϊνική αλυσίδα καταλύοντας την υδρόλυση των πρωτεϊνών. Ο ρόλος της είναι σημαντικός στον μεταβολισμό καθώς η διάσπαση της πρωτεΐνης στη χρήσιμη για τον οργανισμό μορφή των αμινοξέων γίνεται μέσω αυτής της αντίδρασης. Trypsinogen [Θρυψινογόνο] Βιοχημ. Οργανική ουσία εκκρυόμενη από το πάγκρεας του ανθρώπινου οργανισμού, με σημαντική βιολογική δράση, καθώς η τροποποίηση του μορίου της στο λεπτό έντερο δίνει το ένζυμο θρυψίνη. T r y p t o p h a n [Τριπτοφάνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση της κατηγορίας των αμινοξέων ετεροκυκλικής δομής, με MB 204, σ.τ. 289 JC και εμπειρικό τύπο C„H l 2 0 2 N 2 . Συναντάται στη δομή των περισσοτέρων πρωτεϊνών ενώ μπορεί να παραχθεί και με βιοσύνθεση. Αποτελεί απαραίτητο αμινοξύ για τον άνθρωπο καθώς δεν είναι δυνατή η σύνθεση αυτού στον οργανισμό του. Tschirnhausen 's Cubic [Επιφάνεια τρίτης δύναμης του Tschirnhausen] Μαθημ. Μια επιφάνεια λέγεται επιφάνεια τρίτης δύναμης του Tschirnhausen αν και μόνον αν είναι η επιφάνεια που περιβάλει μια ευθεία, η οποία διέρχεται από ένα μεταβλητό σημείο Α και είναι κάθετη ως προς την εστία της παραβολής, στην οποία κινείται το μεταβλητό σημείο Α. Τ Score [Αποτέλεσμα Τ] Στατ. Κατά τη χρήση των τυποποιημένων ελέγχων είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση των κατάλληλων νορμών. Οι νόρμες αυτές λαμβάνονται από τη χρήση αποτελεσμάτων, τα οποία προέρχονται από γραμμικό μετασχηματισμό κάποιων κανονικοποιημένων προϋπαρχόντων αποτελεσμάτων. Αυτά τα αποτελέσματα λέγονται αποτελέσματα Τ. Τ 0 Space [Χώρος Τ 0 ] Μαθημ. Έστω Τ ένας μετρικός τοπολογικός χώρος. Αυτός ο τοπολογικός χώρος λέγεται χώρος Τ 0 αν και μόνον αν για κάθε α, β διαφορετικά στοιχεία του τοπολογικού χώρου Τ υπάρχει ανοιχτή περιοχή Α, η οποία περιέχει μόνο το α ή μόνο το β, δηλαδή α G Α ή β € Α Τ] Space [Χώρος Τ|] Μαθημ. Έστω Τ ένας μετρικός τοπολογικός χώρος. Αυτός ο τοπολογικός χώρος λέγεται χώρος Το αν και μόνον αν για κάθε α, β διαφορετικά στοιχεία του τοπολογικού χώρου Τ υπάρχει ανοιχτή περιοχή, η οποία περιέχει το α αλλά όχι το β, δηλαδή α € Α και β g Α Τ 2 Space [Χώρος Τ 2 ] Μαθημ. Έστω Τ ένας μετρικός τοπολογικός χώρος. Αυτός ο τοπολογικός χώρος λέγεται χώρος Τ| αν και μόνον αν για κάθε α, β διαφορετικά στοιχεία του τοπολογικού χώρου Τ υπάρχουν δύο ξένα σύνολα μεταξύ τους έστω Α, Β τα σύνολα αυτά, τέτοια ώστε το α να ανήκει στο Λ σύνολο, α e Λ, και

T u b u l a r Exchanger

το β να ανήκει στο Β σύνολο, β e Β, με Α ο Β = 0 . Τ 3 Space [Χώρος Τ 3 ] Μαθημ. Ο ορισμός του Τ 3 τοπολογικού χώρου αποτελεί συμπλήρίομα του Τι τοπολογικού χώρου. Έστω α ένα στοιχείο του τοπολογικού χώρου Τ και Ε ένα κλειστό σύνολο με την ιδιότητα το α να μην ανήκει στο Ε δηλαδή α ? Ε. Τότε υπάρχουν δύο ξένα σύνολα μεταξύ τους, έστω τα Β, Γ, δηλαδή Β n Γ = 0 , τέτοια ώστε το α να ανήκει στο Β, α e Β και το κλειστό σύνολο Ε να περιέχεται στο Γ, Ε ς; Γ. Τ 4 Space [Χώρος Τ 4 ] Μαθημ. Ο ορισμός του Τ4 τοπολογικού χώρου αποτελεί επίσης συμπλήρωμα του Τ[ τοπολογικού χώρου. Έστω Α, Β δύο κλειστά σύνολα με την ιδιότητα να είναι δύο ξένα σύνολα μεταξύ τους, δηλαδή Α Γ> Β = 0 . Τότε υπάρχουν δύο ανοιχτά σύνολα Γ, Ε, τα οποία έχουν την ιδιότητα το ένα από αυτά, έστω το Γ, να περιέχει το Α σύνολο, A c Γ, και το άλλο να περιέχει το Β σύνολο, Β c Ε. T S P P [Πυροφωσφορικό νάτριο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανο άλας του νατρίου που συναντάται στην ένυδρη (Νθ4Ρ2θ7.10Η 2 0) ή άνυδρη μορφή του. Εμφανίζεται διαλυτό σε νερό και αλκοόλες και αξιοποιείται στην επεξεργασία του νερού (απομάκρυνση σκληρότητας με αντίδραση του με Mg2+,Ca2+). Tsunami [Τσουνάμι] Υδμολ. Είναι ένα θαλάσσιο κύμα, πολύ μεγάλου πλάτους, το οποίο δημιουργείται από σεισμικές κινήσεις του πυθμένα της θάλασσας ή από ηφαιστειακές εκρήξεις. Μπορεί να κινηθεί σε αποστάσεις χιλιάδων χιλιομέτρων και προξενεί τεράστιες καταστροφές στις ακτές όπου καταλήγει. Τ T a u r i S t a r [Αστέρας Τ Tauri] Αστμον. Αστέρας της κατηγορίας των Τ Tauri. Οι συγκεκριμένοι αστέρες είναι αρκετά νέοι και αυτό προκύπτει από τη θέση τους στο διάγραμμα Hertzsprung-Russel. Παρουσιάζουν φασματικές ιδιομορφίες και αυτό προκαλεί δυσκολίες στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τις θερμοκρασίες τους. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται χωρίς να ακολουθεί κάποιο μοντέλο και τα αίτια αυτ(όν των αλλαγών είναι, προς το παρόν, άγνωστα. Τ Test [Τ τεστ] Στατ. Έστω Χ ένας πληθυσμός, ο οποίος προέρχεται από την κανονική κατανομή, Χ - Ν (μ, σ - ) , για την οποία έχουμε γνωστή μέση τιμή μ αλλά άγνωστη διακύμανση σ 2 . Για τον έλεγχο μιας υπόθεσης έστω Η 0 η μηδενική υπόθεση έναντι της εναλλακτικής αυτής την οποία τη συμβολίζουμε Η|. Ο έλεγχος τον υποθέσεων αυτών γίνεται με τη βοήθεια της παράστασης: t = ( Χ μέσος - μ « ) / ( S / V η )

το οποίο έχει κατανομή την Τ με n - 1 βαθμούς ελευθερίας όταν μ = μο· Έτσι αν η Hy είναι μ < μ> έναντι της Η] μ > μο, τότε ισχύει η Ηο αν και μόνον αν t > I ι% 3 αν η Ηο είναι μ μο έναντι της Η ι μ < μο. τότε ισχύει η Ηο αν και μόνον αν ι < - t a. „-1 και τέλος αν η Ηο είναι μ =μο, έναντι της Η ι μ 1 μο, τότε ισχύει η Ηο αν και μόνον αν 111 > ι a/2. Π-1 Τ Ι Type [Τύπου ΤΙ] Επικοιν. Όρος της εταιρίας AT&T (μόνο στην Αμερική) για την ψηφιακή μετάδοση ενός ψηφιακού σήματος DS1 στα 1,544 Mbps. Τ 3 Type [Τύπου Τ3] Επικοιν. Όρος της εταιρίας AT&T (μόνο στην Αμερική) για την ψηφιακή μετάδοση ενός ψηφιακού σήματος DS3 στα 44,75 Mbps. T u b u l a r Exchanger [Κυλινδρικός εναλλάκτης] Χημ. Μηχ. Ειδικός τύπος εναλλάκτη θερμότητας γνωστότερος ως κυλινδρικός-αυλωτός εναλλάκτης. Αποτελεί τη

Tukey L e m m a

- 1402-

διάτάξη εναλλαγής θερμότητας με την πιο συχνή εφαρμογή και απαρτίζεται από σωλήνες μικρής διαμέτρου εντός των οποίων ρέει το υγρό εναλλαγής θερμότητας. Επιτυγχάνονται αρκετά υψηλές αποδόσεις έχοντας σαν μοναδικό μειονέκτημα την πιθανή πτώση της πίεσης του υγρού εντός των σωληνώσεων. Tukey L e m m a [Λήμμα του Tukey] Μαθημ. Έστω ένα μη κενό σύνολο, το οποίο αποτελείται από ένα πλήθος χαρακτήρων, οι οποίοι μπορούν να είναι αριθμοί κ.τ.λ. Σύμφωνα με το λήμμα του Tukey, μέσα σε αυτό το σύνολο υπάρχει ένα μέλος, το οποίο είναι το μέγιστο σε σχέση με όλα τα άλλα. T u k e y ' s M e t h o d [Μέθοδος του Tukey] Στατ. Για την αποδοχή ή την απόρριψη αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε δύο πληθυσμούς χρησιμοποιείται η μέθοδος των πολλαπλών συγκρίσεων. Μια μέθοδος ελέγχου των πολλαπλών συγκρίσεων είναι η μέθοδος του Tukey. Η μέθοδος στηρίζεται στο μαθητικοποιημένο εύρος και ο τύπος που δίνει αυτή τη μέθοδο είναι: | ΧΜέσοςΙ " ΧΜεσοςΓ I > q . V I S / V J. Η μέθοδος TOU Tukey δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αν τα προς σύγκριση μεγέθη είναι άνισα. T u n e r [Συντονιστής] Ηλεκτρον. Διάταξη, η οποία αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυκλώματα, με κύριο χαρακτηριστικό την δυνατότητα για συντονισμό σε συγκεκριμένες συχνότητες. Ο συντονιστής αποτελεί ένα απαραίτητο τμήμα για οποιοδήποτε δέκτη, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό και αποτελείται από κυκλώματα που περιέχουν μεταβλητούς πυκνωτές που καθορίζουν τον συντονισμό του στις διάφορες συχνότητες. Tungstatc [Βολφραμικό] Avopy.Χΐ]μ. Ομάδα ανόργανων ενώσεων που περιλαμβάνουν στη δομή τους τη βολφραμικής ρίζα ( W O 4 ) . Η παραγωγή τους γίνεται συνήθως μέσω αντίδρασης εξουδετέρωσης βολφραμικού οξέως με ανόργανη βάση. Tungstate White [Βολφραμικό λευκό] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο άλας του Βα με τη βολφραμική ρίζα, με στερεή κρυσταλλική δομή MB 385 και χημικό τύπο BaWO-j. Παράγεται απύ αντίδραση υδροξειδίων, οξειδίων ή αλάτων του βαρίου με το βολφραμικό οξύ και παρουσιάζει μικρή διαλυτύτητα στο νερό. Tungsten [Βολφράμιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 74, ατομικό βάρος 183.92, σ.τ. ~~3400°C και σ.ζ. ~5900°C, που ανήκει στην IVb ομάδα των στοιχείων μετάπτωσης του περιοδικού πίνακα και συμβολίζεται με W. Συναντάται σε κρυσταλλική μορφή. Εμφανίζει μικρή χημική δραστικότητα ενώ χρησιμοποιείται σε εφαρμογές όπου αξιοποιούνται η αντοχή του στη θερμοκρασία, η μεγάλη του ηλεκτρική αγωγιμότητα και σκληρότητα. Tungsten Boride [Βορικό βολφράμιο] Ανομγ.Χημ. Τήγμα βορίου με βολφράμιο με χημικό τύπο WB2. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, και διασπάται με χλωρίνες στους 100°C. Αξιοποιείται σε εφαρμογές που απαιτούν αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες και χημική διάβρωση. Tungsten C a r b i d e [Καρβίδιο βολφραμίου] Ανοργ.Χημ. Τήγμα που λαμβάνεται με αντίδραση του βολφραμίου με άνθρακα σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και έχει χημικό τύπο WC. Εμφανίζει μεγάλη σκληρότητα, που το καθιστά χρήσιμο υλικό στην κατασκευή εργαλείων. Tungsten Disulfide [Διθειούχο βολφράμιο] Ανοργ. Χημ. Ανύργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 244 και χημικό τύπο WS2. Στη φύση συναντάται στο ορυκτό βολφραμίτη από όπου και ανακτάται το

βολφράμιο. Με οξείδωση του δίνει οξείδιο του βολφραμίου και βρίσκει εφαρμογή σε λιπαντικά. Tungsten Hexacarbonyl [Εξακαρβονυλικό βολφράμιο] Ομγ.Χημ. Οργανικό παράγωγο του βολφραμίου στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 352 και εμπειρικό τύπο W(CO)6- Εμφανίζεται σταθερό σε οξέα ενώ διασπάται από βάσεις και χρησιμοποιείται σε βολφραμικές επικαλύψεις. Tungsten Hexachloride [Εξαχλωριούχο βολφράμιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB 396, σ.τ.275°0, σ.ζ. 345 C και εμπειρικό τύπο WC10. Η επαναλαμβανόμενη αναγωγή του με το υδρογόνο δίνει το βολφράμιο, διεργασία που χρησιμοποιείται για την ανάκτηση καθαρού βολφραμίου. Tungsten Oxychloride [Οξυχλωρικύ βολφράμιο] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής με MB340, σ.τ.211°0, σ.ζ.228υΟ και εμπειρικό τύπο WOCl4. Εμφανίζει μικρή διαλυτότητα στο βενζόλιο και χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε αντιδράσεις πολυμερισμού. Tungstic Acid [Βολφραμικό οξύ] Ανοργ.Χημ. Ανόργανο οξύ στερεής ροαβοειδούς κρυσταλλικής δομής, με MB 250, σ.τ. 1473rtC και εμπειρικό τύπο H 2 W0 4 .H 2 0. Εμφανίζεται αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στην αμμωνία και χρησιμοποιείται στην παρασκευή πλαστικών. Tungstic Oxide [Οξείδιο του βολφραμίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη ένωση στερεής κρυσταλλικής δομής, με MB 232, σ.τ. -1470°C και χημικό τύπο WO3. Παρουσιάζεται αδιάλυτο σε όξινα και διαλυτό σε αλκαλικά διαλύματα, ενώ χρησιμοποιείται για την παραγωγή άλλων βολφραμικών παραγώγων. Tunnel [Σήραγγα] Πολ. Μηχ. Είναι κάθε οριζόντιο ή σχεδόν οριζόντιο υπόγειο πέρασμα, με μικρή περίμετρο εγκάρσιας διατομής σε σχέση με το συνολικό του μήκος, το οποίο επικοινωνεί με τον εξωτερικό χώρο στις δύο άκρες του, και διανοίγεται για τη δυ;λευση, ανάλογα με τον τύπο και τη χρήση του, από νερό, αποχετευτικά λύματα, αγωγούς, καλώδια έως και οχήματα και σιδηροδρομικούς συρμούς. Tunnel Diode [Δίοδος σήραγγας] Πλεκτρον. Ονομασία διόδου ρ-η η οποία βασίζεται στο φαινόμενο της σήραγγας. II δίοδος αυτή περιέχει δύο περιοχές ρ-η υψηλής πρόσμιξης οι οποίες διαχωρίζονται από μία οριακή περιοχή πολύ μικρού πάχους, η οποία παίζει έναν ρόλο μονωτή και η οποία μπορεί να διαπεραστεί από ηλεκτρόνια ακόμα και όταν είναι αντίστροφα πολωμένη λόγω του φαινομένου της σήραγγας. Η δίοδος αυτή παρουσιάζει και φαινόμενα αρνητικής αντίστασης, στην περίπτωση που είναι ορθά πολωμένη, και χρησιμοποιείται σαν ενισχυτής χαμηλού θορύβου και σαν ταλαντωτής με μέγιστες συχνότητες στο μικροκυματικό φάσμα. Η δίοδος αυτή οφείλεται στον Ιάπωνα φυσικό Leo Esaki (1925 -). Tunnel Effect [Φαινόμενο σήραγγας] Φυα. Ένα καθαρά κβαντομηχανικό φαινόμενο, χα)ρίς κλασσικό ανάλογο, κατά το οποίο ένα σωματίδιο έχει μία μικρή, όχι όμ<ος και μηδενική, πιθανότητα να διαπεράσει ένα φράγμα δυναμικού χωρίς να έχει την απαραίτητη ενέργεια. Η διάσπαση των πυρήνων με εκπομπή σωματιδίων α καθώς επίσης και η εκπομπή ηλεκτρονίων από μέταλλα οφειλόμενη σε πεδίο (ψυχρή εκπομπή) είναι δύο φαινόμενα που εξηγούνται με βάση το φαινόμενο της σήραγγας. Tunnel Liner [Επένδυση σήραγγας] Πολ. Μηχ. Στις υπόγειες σήραγγες οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη

- 1403 -

διέλευση των οχημάτων ή των σιδηροδρομικών συρμών, η εσωτερική κατά μήκος επιφάνειά τους, είναι καλυμμένη με μία επένδυση από υλικό όπως ξύλο, οπλισμένο σκυρόδεμα ή χυτοσίδηρο. Tunnelling M a c h i n e [Μηχανή διάνοιξης σηράγγων] Πολ. Μηχ. Είναι ένα πολύπλοκο και τεράστιο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την οριζόντια εκσκαφή μίας οδικής ή σιδηροδρομικής σήραγγας. Το κυρίως τμήμα αυτού είναι ένας μεταλλικός διατρητικός τροχός, ο οποίος συγχρόνως με την εκσκαφή, στηρίζει προσωρινά και τα εσωτερικά τοιχώματα της υπό διάνοιξης σήραγγας και με ειδικά διαμορφωμένη διάταξη, μεταφέρει τους χωματισμούς πίσω του. T u r b i d i m e t r i c Analysis [Θολερομετρική ανάλυση] Αναλ.Χημ. Μέθοδος αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται σε υγρά δείγματα και βασίζεται στη μέτρηση της διαπερατότητας του δείγματος σε ακτίνες φωτός. Η χρήση της αποκτά νόημα στις περιπτώσεις που το διάλυμα δεν είναι διάφανο αλλά έχει αιωρούμενα σωματίδια τα οποία το καθιστούν ημιδιαφανές. T u r b i d i m e t r i c Titration [Θολερομετρική τιτλοδότηση] Αναλ.Χημ. Ειδική τιτλοδοτική μέθοδος όπου το πέρας της τιτλοδότησης αναγνωρίζεται από τη θόλωση του δείγματος είτε οπτικώς, είτε με χρήση ειδικών ανιχνευτών θολερότητας σε περίπτωση που χρησιμοποιείται αυτοματοποιημένη συσκευή. Turbidity [Θολερότητα] Αναλ.Χημ. Ο βαθμός αδιαφάνειας ενός διαλύματος σε σχέση με πρότυπη κλίμακα χρωμάτων βάση της οποίας μπορεί να εκτιμηθεί και η περιεκτικότητα του διαλύματος σε συγκεκριμένα συστατικά. T u r b i n e [Στρόβιλος] Μηχ.Μηχ. Μηχανικό σύστημα το οποίο περιλαμβάνει ένα ρότορα με πτερύγια ο οποίος τίθεται σε περιστροφική κίνηση όταν εισαχθεί στο σύστημα ρευστό με ικανή κινητική ενέργεια για την περιστροφή. Οι στρόβιλοι με τη μορφή ατμοστρόβιλων ή υδροστρόβιλων χρησιμοποιούνται ευρέως και σε παγκύσμιο επίπεδο για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ενώ οι αεροστρόβιλοι αποτελούν βασικό τμήμα όλων των κινητήρων των αεριωθούμενων αεροσκαφών. Turbulence [Τύρβη] Υδρολ.-* Turbulent Flow T u r b u l e n t Flow [Τυρβώδης ροή] Υδρολ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένας τύπος κίνησης των ρευστών. Κατά την τυρβώδη ροή τα σωματίδια του ρευστού έχουν ακανόνιστη, σχεδόν τυχαία, διακυμαινόμεη κίνηση. II ταχύτητά τους μεταβάλλεται συναρτήσει του χρόνου και ως προς το μέγεθος αλλά και ως προς την διεύθυνση. Η τυρβώδης ροή παρατηρείται όταν η ταχύτητα κίνησης του ρευστού είναι μεγαλύτερη από μία κρίσιμη, διαφορετική κάθε φορά, τιμή. T u r i n g M a c h i n e [Μηχανή Turing] Πληρ. Η θεωρητική μηχανή, η οποία εισήχθη απύ τον μαθηματικό Alan Turing(1912-1954) το 1936 και ήταν σε θέση να εκτελεί αλγορίθμους με τη μορφή υπολογιστικών βημάτίον. Αποτελεί τη θεωρητική βάση των μηχανών επεξεργασίας στοιχείων δεδομένων που ήταν δυνατό να κατασκευαστούν. T u r n a r o u n d [Χρόνος μεταξύ δύο κύκλων λειτουργίας] Χημ.Μηχ. Όρος που χαρακτηρίζει την περίοδο επισκευών και αναδιοργάνωσης που μεσολαβεί μεταξύ δύο κύκλων λειτουργίας μίας βιομηχανικής μονάδας (συνήθως διυλιστηρίου). Ο χρόνος αυτός είναι συνάρτηση τόσο της περιπλοκότητας της εκτελούμενης απύ τη μονάδα διεργασίας όσο και τα)ν παραγωγικών απαι-

Twin Axial Cable

τήσεων. T u r n a r o u n d Document [Επιστρεφόμενο έντυπο] Πληρ. Το έντυπο, το οποίο εξάγεται από ένα υπολογιστικό σύστημα εκτυπιομένο, μεταβιβάζεται σε πελάτες, επεξεργάζεται από αυτούς ή τους ενημερώνει, και κατόπιν επιστρέφεται και εισάγεται στο υπολογιστικό σύστημα, με τη διαδικασία συνήθως της οπτικής σάρωσης του εντύπου αυτού. T u r n a r o u n d Time [Χρόνος ολοκληρωμένης εκτέλεσης εργασίας] Πληρ. Κατά την διεξαγωγή οποιασδήποτε επεξεργασίας, το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ της ανάθεσης μιας εργασίας μέχρι την ολοκλήρωσή της. T u r n i n g Point [Σημείο καμπής] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι παραγωγίσιμη σε ένα ανοιχτό διάστημα (α, β), από το οποίο εξαιρείται (ίσως) ένα σημείο του και έστ(ο ότι αυτό είναι το Χο. Αν η συνάρτηση f είναι κυρτή στο ανοιχτό διάστημα (α, χ 0 ) και κοίλη στο ανοιχτό διάστημα (χ0, β) ή αντίστροφος και αν η γραφική παράσταση της Γ έχει εφαπτομένη στο σημείο A (χ0, ϊ (χο)) τότε το σημείο A (χ0, f (χο)) λέγεται σημείο καμπής της γραφικής παράστασης της συνάρτησης f στο σημείο χ 0 του διαστήματος (α, β). T u r n i n g Value [Τιμή καμπής] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f, η οποία είναι τουλάχιστο δύο φορές παραγωγίσιμη. Η τιμή καμπής της συνάρτησης f είναι η τιμή του σημείου στο οποίο παρουσιάζει καμπή η συνάρτηση και το σημείο αυτό λέγεται σημείο καμπής. T u r n k e y [Ετοιμοπαράδοτο] Μηχ. Για κάθε μηχανικό εξοπλισμό, που παραδίδεται στον πελάτη ήδη συναρμολογημένος και ρυθμισμένος, προς άμεση χρήση και λειτουργία, χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος. Ειδικά για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εννοείται με τον όρο αυτό, εκείνο το σύστημα το οποίο είναι πλήρες και από άποψη λογισμικού και από άποψη περιφερειακών συσκευών και παραδίδεται με κάθε επιπλέον τεχνική υποστήριξη έτοιμο προς άμεση λειτουργία. T u r n p i k e [Εθνική οδός] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτόν ονομάζεται ένας υπεραστικός δρόμος ταχείας κυκλοφορίας ο οποίος έχει σταθμούς διοδίων για την καταβολή του αντίστοιχου αντιτίμου από τους οδηγούς όλων των οχημάτων που τον διατρέχουν. T u r p e n t i n e [Τερεβινθέλαιο] Τεχνολ.. Υγρό, γνωστό και α)ς νέφτι που λαμβάνεται είτε ως πτητικό προϊόν της απόσταξης της πευκορητίνης, είτε ως παραπροϊόν της χαρτοβιομηχανίας. Αποτελείται από μονοτερπενικές ενώσεις και κυρία)ς από α- και β-πινένιο. Χρησιμοποιείται ως διαλυτικό χρωμάτων, στην παρασκευή αρωμάτων και εντομοκτόνων και στην παραγωγή πολυτερπενικών ρητινών. TV [Τηλεόραση] Επικοιν. Συντομογραφία του Television που συνηθίζεται στα αρκτικόλεξα. —> Television Twilight [Λυκόφως, λυκαυγές] Αστρον. Οπτικό φαινόμενο που παρατηρείται λίγο πριν την ανατολή, λυκαυγές, ή λίγο |.ιετά τη δύση, λυκόφως, όταν ο Ήλιος φωτίζει πριν ακόμα εμφανιστεί το πρωί και αφού έχει βυθιστεί στον ορίζοντα το βράδυ αντίστοιχα και οφείλεται στο σφαιρικό σχήμα της Γης. Διακρίνεται στο πολιτικό λυκόφως/ λυκαυγές όταν ο Ήλιος βυθίζεται κάτο) από τον ορίζοντα μέχρι 7°, το ναυτικό που ορίζεται μέχρι 12° και το αστρονομικό που ορίζεται μέχρι 18°. Twin Axial Cable [Διπλοαξονικό καλώδιο] Επικοιν. Ειδικός τύπος καλωδίου που χρησιμοποίησε η IBM για

Twisted Curve

- 1404 -

σύνδεση σε κάποιες από τις οικογένειες των Mainframe Server της. Twisted Curve [Διαχωρισμένη καμπύλη] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη, η οποία ανήκει στο επίπεδο, δηλαδή εκφράζεται στο διδιάστατο χώρο R2. Αν η δοθείσα καμπύλη δεν κείται εξ' ολοκλήρου σε ένα επίπεδο, αλλά ένα κομμάτι της ανήκει σε άλλο επίπεδο λέγεται διαχωρισμένη καμπύλη. Twitchell Reagent [Αντιδραστήριο Twitchell] Ομγ. Χημ. Οργανική ένωση που αποτελεί σουλφονωμένο προϊόν συμπύκνωσης ολεϊκού οξέος και αρωματικών υδρογονανθράκων και βρίσκει εφαρμογή ως γαλακτοματοποιητής στη βιομηχανία απορρυπαντικών και σαπουνιών. Two-address Code [Κώδικας δύο διευθύνσεων] Πλημ. Ο κώδικας, ο οποίος αποτελείται από εντολές δυο διευθύνσεων (βλέπε Two-address Instruction). Two-address Instruction [Εντολή δύο διευθύνσεων] Πληρ. Η εντολή, η οποία περιέχει δυο πεδία διεύθυνσης, τα οποία περιέχουν τις διευθύνσεις των θέσεων μνήμης ή των καταχωρητών. Two Cycle [Δίχρονη αναπαραγωγή] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε n αριθμούς. Αν αυτοί οι αριθμοί επαναλαμβάνονται σε κάθε δεύτερη επανάληψη ενός γραφήματος, τότε λέμε ότι προέρχονται από τη μέθοδο του διπλού κύκλου. Είναι μια μέθοδος αναπαραγωγής ενός τυχαίου δείγματος αριθμών έχοντας ως αφετηρία ένα γνωστό πλήθος αριθμών. Two Decision Problem [Πρόβλημα απόφασης μεταξύ δύο δυνατών επιλογών] Στατ. Έστω ένα στατιστικό πρόβλημα το οποίο έχει δύο δυνατά πεδία επιλογής. Ποίο από τα δύο αυτά πεδία οδηγεί στην καλύτερη ερμηνεία των δεδομένων μας ονομάζεται πρόβλημα απόφασης μεταξύ δύο δυνατών επιλογών. Two Dimentional C h r o m a t o g r a p h y [Διδιάστατη χρωματογραφία] Αναλ.Χημ. Τεχνική που ανήκει στην κατηγορία χρωματογραφίας χάρτου και χρησιμοποιείται όταν τα συστατικά ενύς μίγματος έχουν παρόμοιες ιδιότητες και διαχωρίζονται δύσκολα με ένα διαλύτη. Χρησιμοποιείται τετράγωνο χαρτί και λαμβάνεται αρχικά χρωματογράφημα με ένα διαλύτη, κατόπιν στρέφεται το χαρτί κατ'ορθή γωνία και γίνεται δεύτερη ανάπτυξη με άλλο διαλύτη. Έτσι μίγματα που διαχωρίζονται μερικώς με ένα διαλύτη, διαχωρίζονται πληρέστερα με δυο. Two-gap Head [Κεφαλή δύο κενών] Πληρ. Το σύστημα δύο κεφαλών ανάγνωσης-εγγραφής, εκ των οποίων η μια εκτελεί διαδικασίες ανάγνωσης και η άλλη διαδικασίες εγγραφής. Two H o p Transmission [Μετάδοση διπλού hop] Επικοιν. Μετάδοση όπου μεταξύ πομπού και λήπτη - στόχου μεσολαβούν 2 όμοιοι σταθμοί. Two Level Subroutine [Υπορουτίνα δύο επιπέδων] Πλημ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα αυτόνομο τμήμα ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που επικοινωνεί απευθείας με το κυρίως μέρος του προγράμματος. Καλείται δε δύο επιπέδων, διότι με αυτό συνδέεται ένα άλλο ακόμη αυτόνομο τμήμα του προγράμματος, που δεν επικοινωνεί απευθείας με το κυρίως πρόγραμμα, άλλα μόνον μέσω αυτού. Two P a r t Code [Κώδικας με 2 μέρη] Επικοιν. Είδος κώδικα όπου η αντιστοιχία σε αλφαριθμητική σειρά δίνει 2 διαφορετικές σειρές και λέγεται και Hatted Coding.

Two P a r t Experiment [Πείραμα σε δύο μέρη] Στατ. Έστω ότι θέλουμε να εξετάσουμε την πιθανότητα έλευσης των αριθμών από τη ρίψη δύο ζαριών. Πρώτα ρίχνουμε το ένα ζάρι, καταγράφουμε το αποτέλεσμα και μετά ρίχνουμε το δεύτερο ζάρι και καταγράφουμε και το δικό του αποτέλεσμα. Έστω ότι θέλουμε να βρούμε την πιθανότητα να επιλέξουμε μια μπάλα ενός χρώματος μέσα από ένα κουτί, το οποίο περιέχει n μπάλες διαφόρων χρωμάτων.. Πρώτα παίρνουμε στην τύχη μια μπάλα, καταγράφουμε το χρώμα της και μετά επιλέγουμε μια άλλη και καταγράφουμε και το δικό της χρώμα. Τέτοιας μορφής πειράματα λέγονται πειράματα σε δύο μέρη. Two Person G a m e [Παιχνίδι δύο ατόμων] Μαθημ. Είναι ένα παιχνίδι στο οποίο λαμβάνουν μέρος μόνο δύο άτομα και πολλές φορές τελικός στόχος είναι το αν το παιχνίδι είναι δίκαιο με βάση κάποιους νόμους των μαθηματικών και των πιθανοτήτο)ν. Two-plus-one Address Instruction [Εντολή δύο συν μίας διεύθυνσης] Πλημ. Η εντολή, της οποίας η διεύθυνση αποτελείται από τρία πεδία: τα δύο πεδία περιέχουν τις διευθύνσεις των θέσεων μνήμης ή των καταχωρητών και το τρίτο πεδίο περιέχει την διεύθυνση της επόμενης προς εκτέλεση εντολής. Two Sided Ideal [Δίπλευρο ιδεώδες] Μαθημ. Έστω R ένας δακτύλιος και έστω 1 ένας υποδακτύλιος του. Ο υποδακτύλιος 1 λέγεται δίπλευρο ιδεώδες του δακτυλίου R αν και μόνο αν υπάρχουν x e R και y e I τέτοια ώστε το γινόμενο x y να ανήκει πάντα στο I, χ y <Ε ί, όπως και το γινόμενο y χ να ανήκει πάντα στο 1, y χ e ί. Two Sided Test [Δίπλευρος έλεγχος] Στατ. Προκειμένου να ελεγχθεί το γεγονός αν ισχύει η μηδενική υπόθεση Η 0 με τη βοήθεια του Τ τεστ. Αν υπάρχουν δύο κρίσιμες τιμές α, β, τέτοιες ώστε για την μεν α το Τ τεστ να απορρίπτει τη μηδενική υπόθεση ΙΙ 0 αν η τιμή του είναι μικρότερη ή ίση από το α, 111 < α, ή αν το Τ τεστ απορρίπτει τη μηδενική υπόθεση Η 0 αν η τιμή του είναι μεγαλύτερη ή ίση από το β, 11 | 3 β τότε λέμε ότι έχουμε έναν δίπλευρο έλεγχο. Two Sphere [Διπλή σφαίρα] Μαθημ. Έστω ότι έχουμε έναν τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο. Αν σε αυτό το χώρο μπορεί να σχηματιστεί μια σφαίρα με την ιδιότητα ότι όλα τα σημεία της απέχουν απόσταση ένα (1) από το κέντρο του Ευκλείδειου χώρου, τότε λέμε ότι η σφαίρα που σχηματίστηκε είναι διπλή σφαίρα (διάμετρος ίση με δύο (2)). Two Stage Design [Σχεδιασμός πειράματος σε δύο στάδια] Στατ. Έστο) ότι ενδιαφερόμαστε για μια μελέτη της κοινής γνώμης πάνω σε ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα. Προκειμένου να βρεθούν τυχόν λάθη ή αβλεψίες στο ερωτηματολόγιο, γίνεται πρώτα μια έρευνα "πιλότος " για τον εντοπισμό λαθών ή αβλεψιών. Μετά τις τυχόν διορθώσεις γίνεται η κυρίως έρευνα. Τέτοιου είδους σχεδιασμοί πειραμάτων λέγονται σχεδιασμοί πειραμάτων σε δύο στάδια. Two Stage Experiment [Πείραμα σε δύο στάδια] Στατ. Αν σε ένα πείραμα το οποίο γίνεται σε δύο μέρη και η συνέχεια της έρευνας εξαρτάται από το αποτέλεσμα του πρώτου μέρους τότε λέμε ότι έχουμε ένα πείραμα σε δύο στάδια. Two Stage Sampling [Δειγματοληψία σε δύο στάδια] Στατ. Σε μια πολιτική δημοσκόπηση το προς εξέταση δείγμα του πληθυσμού ερωτάται για τις πολιτικές του προτιμήσεις. Μετά το πέρας της δημοσκόπησης γίνεται

- 1405 μια δειγματοληψία μέσα από το ίδιο δείγμα των ατόμων, τα οποία δήλχοσαν προτίμηση στο χ πολιτικό κόμμα. Αυτού του τρόπου η δειγματοληψία λέγεται δειγματοληψία σε δύο στάδια. Two Tailed Test [Ελεγχος με διπλή ουρά] Στατ. Προκειμένου να ελεγχθεί το γεγονός αν ισχύει μια υπόθεση το πρώτο βήμα είναι η εύρεση των κρισίμων περιοχών. Αν το στατιστικό τεστ που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της υπόθεσης έχει μέσα στην κρίσιμη περιοχή τιμές μικρότερες από μια δοθείσα τιμή όπως επίσης και τιμές μεγαλύτερες από μια άλλη δοθείσα τιμή, τότε λέγεται έλεγχος με διπλή ουρά Two Tone Keying [Διτονικό κλειδί] Επικοιν. Χρήση δύο τόνων ένας για Mark και ένας για Space που χρησιμοποιήθηκε στην μετάδοση μέσω τηλεγράφου. Two Tone Modulation [Διπλοτονική διαμόρφωση] Επικοιν. Διαμόρφωση ακουστικών αλλά και άλλων κυμάτων με δύο διαφορετικές συχνότητες με χρήση ενός ταλαντωτή για ραδιοεντοπισμό. T w o Valued Logic [Αογική πρόταση με δύο δυνατές τιμές] Μαθημ. Μια πρόταση λέγεται λογική πρόταση με δύο τιμές αν και μόνον αν έχει δύο τιμές44 αληθής " ή 44 ψευδής " και δεν μπορεί να πάρει άλλες (εκλείπει η υποκειμενικότητα). Έτσι η πρόταση " Ο αριθμός εκατό (100) είναι άρτιος " είναι μια λογική πρόταση με δύο τιμές. T w o Valued Variable [Μεταβλητή με δύο τιμές] Στατ. Είναι μια μεταβλητή η οποία ανήκει σε ένα σύνολο, το οποίο περιέχει μόνο δύο τιμές. Τέτοιες μεταβλητές είναι οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται σε δυωνυμικά πειράματα και οι μόνες δυνατές τιμές που μπορούν να λάβουν είναι 44 επιτυχία 41 ή 44 αποτυχία ". Συνήθως η "αποτυχία " συμβολίζεται με μηδέν (0) και η " επιτυχία " συμβολίζεται με ένα (1). T w o Way Slab [Τετραέρειστη πλάκα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας οριζόντιος φορέας, ορθογωνίου σχήματος, δηλαδή μία πλάκα της κατασκευής, της οποίας και οι τέσσερις πλευρές στηρίζονται επί των αντίστοιχων δοκών. Ο χαλύβδινος οπλισμός αυτού του τύπου της πλάκας είναι τοποθετημένος κατά μήκος και των δύο καθέτων διευθύνσεων της πλάκας διότι αναλαμβάνει κύριες εφελκυστικές τάσεις και από τις δύο διευθύνσεις. T w o Wire Repeater [Δισύρματος επαναλήπτης] Επι-

Tyrosine

κοιν. Επαναλήπτης σήματος με 2 γραμμές συνήθως αμφίδρομος. T w o ' s Complement [Συμπληρωματικό του δύο] Μαθημ. Έστω ένας αριθμός μ ο οποίος ανήκει στο δυαδικό σύστημα αρίθμησης, και έστω ότι αυτός ο αριθμός αποτελείται από ν ψηφία. Το συμπληρωματικό του αριθμού μ είναι ο αριθμός 2 ν - μ, και αυτός ο αριθμός λέγεται συμπληρωματικό του δύο ως προς το μ. Tychonoff Theorem [Θεώρημα του Tychonoff] Μαθημ. Έστω δύο τοπολογικοί χώροι Α, Β. Το καρτεσιανό τους γινόμενο A x Β λέγεται ότι είναι ένας νέος συμπαγής τοπολογικός χώρος αν και μόνον αν οι τυπολογικοί χώροι Α και Β είναι επίσης συμπαγείς. Type I E r r o r [Σφάλμα τύπου ένα (1)] Στατ. Έστω ένας στατιστικός έλεγχος, μέσω του οποίου θα ελεγχθεί το γεγονός αν κάποια μηδενική υπόθεση Η 0 είναι αληθείς ή όχι. Αν μετά τον στατιστικό έλεγχο αποφασισθεί ότι πρέπει να απορριφθεί η μηδενική υπόθεση ΙΙ 0 , ενώ είναι αληθής, τότε έχουμε σφάλμα τύπου ένα (1). Type II E r r o r [Σφάλμα τύπου δύο (2)] Στατ. Έστω ένας στατιστικός έλεγχος, μέσω του οποίου θα ελεγχθεί το γεγονός αν κάποια μηδενική υπόθεση Ηο είναι αληθείς ή όχι. Αν μετά το στατιστικό έλεγχο αποφασισθεί ότι πρέπει να δεχτούμε ως αληθή τη μηδενική υπόθεση Ηο, ενώ είναι ψευδής, τότε έχουμε σφάλμα τύπου δύο (2) Typhoon [Τυφώνας] Μετεωμ. Τυφώνες καλούνται οι κυκλώνες που εμφανίζονται στην περιοχή του Ειρηνικού. Η πορεία που ακολουθούν είναι προς βορά στο βόρειο ημισφαίριο και προς νότο στο νότιο ημισφαίριο. Λόγω των μεγάλων καταστροφών που προκαλούν παρακολουθούνται εντατικά από τους μετεωρολόγους. Tyrosinase [Τυροσινάση] Βιοχημ. Οργανική ενζυμική ένωση γνωστή και ως πολυφαινολική οξειδάση. Είναι ένα ένζυμο χαλκού ευρέως συναντώμενο σε ζωικούς οργανισμούς, που καταλύει την υδροξυλίωση των μονοφαινολών σε ο-διφαινόλες με χρήση μοριακού οξυγόνου και την οξείδωση των τελευταίων σε ο-κινόνες. Tyrosine [Τυροσίνη] Βιοχημ. Οργανική ένωση στερεή, της κατηγορίας των αμινοξέων, με MB 181, σ.τ. 343°C και εμπειρικό τύπο C9H|,N0 3 . Η διαλυτότητα της στο νερό είναι 479mg/l. Συναντάται σε μεγάλο αριθμό πρωτεϊνών.

υ U [Σύμβολο τάσης] Ηλεκ. Δηλώνει τη διαφορά δυναμικού ή την τάση ανάμεσα σε δύο σημεία ενός κυκλώματος και είναι το πηλίκο του έργου W, που χρειάζεται για να κινηθεί φορτίο Q από το ένα σημείο στο άλλο: U=W/Q U |Σύμβολο του Ουρανίου] Χημ. —» Uranium υ/Σύμβολο ταχύτητας] Φυσ.->Velocity U A c t i n u r a n i u m [Ακτινουράνιο ή ουράνιο-235] Πομην. Φυσικό ραδιενεργό ισότοπο του στοιχείου ουρανίου με σύμβολο 235U και χρόνο ημιζωής 7,13*ΙΟ8 χρόνια. Διασπάται αυθόρμητα με εκπομπή ακτινοβολίας α και β. Μέσω της εκπομπής α αποτελεί τον μητρικό πυρήνα στη ραδιενεργό σειρά του ακτινίου. Στο φυσικό ουράνιο βρίσκεται σε ποσοστό μόλις 0,72 % και επειδή είναι το πλέον ραδιενεργό ισότοπο αυτού, το μέταλλο υφίσταται διεργασία εμπλουτισμού με σκοπό την αύξηση της ραδιενεργού ισχύος. U - Band [Μπάντα - U] 07ττικ. Στη περίπτωση κρυστάλλου αλκαλικών αλογονιδίων, U - μπάντα είναι το μέρος του υπεριώδους φάσματος που απορροφάται λόγω προσμίξεων στο κρυσταλλικό πλέγμα. Ubiquinone [Ουβικινόνη] Βιοχημ. Λιποδιαλυτή οργανική ένωση των μιτοχονδρίων του κυττάρου, που περιέχει δακτύλιο κινόνης και μεγάλη ισοπρενοειδή αλυσίδα, το μήκος της οποίας ποικίλει ανάλογα με τον οργανισμό που την περιέχει. Έχει πολύ σημαντικό βιοχημικό ρόλο, καθώς είναι από τους κυριότερους μεταφορείς ηλεκτρονίων στην οξειδοαναγωγική διεργασία της αναπνευστικής αλυσίδας. Η κοινή της ονομασία είναι συνένζυμο Q (coenzyme Q). Lbiquitin [Ουβικιτίνη] Βιοχημ, Πολυπεπτίδιο το οποίο βρίσκεται στα κύτταρα πολλών ευκαρυωτικών οργανισμών και συμμετέχει ενεργά στις διαδικασίες βιοαποικοδόμησης τα>ν πρωτεϊνών, όπου ενεργός παράγουν είναι το αδενοσινοτριφοσφωρικό οξύ (Λ'ΓΡ). U Bolt [Τύπος μπουλονιού] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα μεταλλικό στοιχείο, γεωμετρικού σχήματος κεφαλαίου λατινικού U, το οποίο βιδώνοντάς το στηρίζεται ακλόνητα σε κάποιο σημείο μίας κατασκευής ώστε να μπορεί να προσδεθεί επάνω του ένα σχοινί, μία αλυσίδα ή οτιδήποτε άλλο παρεμφερές. U-bomb [Βόμβα ουρανίου] Πυμην. Σύντομη ονομασία βόμβας με πυρηνική γόμωση από εμπλουτισμένο ουράνιο ( ~5U), η έκρηξη της οποίας απελευΟερα')νει τεράστια ποσά ενέργειας, με αποτέλεσμα την πρόκληση ανυπολόγιστων καταστροφών. UBV Photometry [Φωτομετρία UBV] Αστμον. Κλάδος

της αστροφυσικής που ασχολείται με τον καθορισμό του χρώματος και κατ' επέκταση του μεγέθους των ουρανίων σωμάτων και κυρίως των αστέρων. Με ειδικές φωτοευαίσθητες συσκευές η προερχόμενη από το ουράνιο σώμα φωτεινή ροή μετατρέπεται σε φωτοηλεκτρική ροή, η τιμή της οποίας εκφράζεται μέσω ειδικής λογαριθμικής κλίμακας σε αστρικό μέγεθος. UBV System [Σύστημα UBV] Αστμον. Μετρικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του αστρικού μεγέθους ενός ουράνιου σίόματος. Βασίζεται σε μετρήσεις σε τρεις στενές φασματικές ζο')νες, την ορατή (V-visible) με ενεργό μήκος κύματος 550 nm, την κυανή (B-blue), με μήκος κύματος 450 nm και την υπεριώδη (U-ultraviolet), στα 360 nm. Το χρώμα, και ακολούθως το αστρικό μέγεθος, καθορίζονται από τις διαφορές στις μετρήσεις μεταξύ των τρκόν περιοχών. Στην κλίμακα αυτή, η τιμή μηδέν στις ανωτέρω διαφορές αποδίδεται, κατά σύμβαση, στα άστρα φασματικού τύπου AO. U Duct [Τύπος δικτύου αγωγών] Μηχ. Είναι το συνολικό σύστημα σωληνώσεων για την κυκλοφορία του φυσικού αερίου σε ένα πολυώροφο κτίριο, το οποίο σε τομή έχει το γεωμετρικό σχήμα ενός κεφαλαίου λατινικού U. U F O [ΑΤΙΑ] Αστμον. Σύντομος τρόπος για τον χαρακτηρισμό των ιπτάμενο)ν αντικειμένων αγνώστου ταυτότητας. Unidentified Flying Object. Uhligitc [Ουλιζίτης] Ομυκτ. Σπάνιο ορυκτό, που ανήκει στην κατηγορία των οξειδίων και συναντάται κυρίως στη Κένυα. Η χημική του σύσταση δεν είναι επακριβώς καθορισμένη και προσεγγιστικά αποδίδεται με τον τύπο Ca3(Ti,Al,Zr)902o. Αποτελείται απύ σκουρόχρωμους κρυστάλλους, πυκνότητας 4,15 g/em\ που κρυσταλλώνονται στο κυβικό σύστημα. Ulexite [Ουλεξίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με λευκόφαιους κρυστάλλους, που κρυσταλλώνονται στο τρίκλινες σύστημα. Έχει σκληρότητα 2,5, ενώ η πυκνότητά του κυμαίνεται από 1,6 έως 1,9 g/cm\ Χημικά χαρακτηρίζεται ως ένυδρο βορικό άλας του ασβεστίου και του νατρίου και του αποδίδεται ο χημικός τύπος NaCaB^Og ·8Η 2 0. Στα κοιτάσματά του βρίσκεται συγκρυσταλλωμένο με ορυκτά, όπως ο γύψος, ο ασβεστίτης και ο βόρακας. Ullage [Απογέμισμα] Μηχ. Ορίζεται ως η υπόλοιπη ποσότητα η οποία απαιτείται για να γεμίσει πλήρως μία δεξαμενή καυσίμων ή γενικότερα ένας αποθηκευτικός χοίρος, συνήθως για υγρά. Ullman Reaction [Αντίδραση Ούλμαν] Οργ.Χημ. Οργανική συνθετική μέθοδος, που χρησιμοποιείται για

- 1407 -

την παρασκευή υποκατεστημένων διφαινυλαμινών και διφαινυλαιθέρων. Βασίζεται στην επίδραση αρυλαλογονιδίων σε υποκατεστημένες φαινυλαμίνες ή φαινόλες, η οποία λαμβάνει χώρα σε αλκαλικό περιβάλλον, παρουσία σκόνης μεταλλικού χαλκού που δρα καταλυτικά. Ullmanite [Ουλμανίτης] Ορυκτό του νικελίου και του αντιμονίου, το οποίο κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και παρουσιάζει υψηλή αγωγιμότητα. Κατατάσσεται στα ορυκτά σουλφίδια και ο χημικός του τύπος είναι NiSbS. Στα κοιτάσματά του βρίσκεται συγκρυσταλλωμένο με το ορυκτό κορνίτη, με τη μορφή στερεών διαλυμάτο)ν. Ultimate Analysis [Τελική στοιχειακή ανάλυση] Αναλ. Χημ. Όρος που αφορά στην εξαγωγή της σύστασης μίας χημικής ένωσης στα χημικά στοιχεία που την αποτελούν. Ultimate Bearing Capacity [Οριακή φέρουσα ικανότητα] Πολ. Μηχ. Ο όρος αυτός αφορά την επιστήμη της εδαφο μηχανική ς και προσδιορίζει την μέση τάση, δηλαδή τον μέσο όρο της δύναμης προς την επιφάνεια, στην οποία αστοχεί λόγω θραύσης μία εδαφική μάζα θεμελίωσης. Ultimate Lines [Απόλυτες φασματικές γραμμές] Αστρο ν. Χαρακτηριστικές φασματικές συχνότητες εκπομπής των χημικών στοιχείων και ενώσεων, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως στην αστροφυσική για τον καθορισμό της χημικής σύστασης των αστέρων, καθώς και των γαλαξιακών νεφελωμάτων. Ultimate Load Design [Σχεδιασμός οριακής αντοχής] Μηχ. Είναι η μελέτη και ο σχεδιασμός μίας κατασκευής, λαμβάνοντας υπόψη το φορτίο σχεδιασμού πολλαπλασιασμένο επί τους συντελεστές ασφαλείας, έτσι ώστε η κατασκευή να μπορεί να φέρει αυτό το συνολικό φορτίο στην οριακή κατάσταση αντοχής της. Ultimate Set [Οριακή παραμόρφωση] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο λόγος του μήκους ενός δοκιμίου που υποβάλλεται σε δοκιμή εφελκυσμού ή θλίψης πριν το πείραμα, προς το μήκος του αφού επέλθει η θραύση του. Είναι στην ουσία ένα μέγεθος της μέτρησης της δυνατότητας παραμόρφωσής του στην οριακή κατάσταση αστοχίας. Ultimate Strength [Οριακή αντοχή] Μηχ. Είναι η πραγματική τάση, δηλαδή η δύναμη προς την παραμορφωμένη επιφάνεια της εγκάρσιας διατομής ενός μέλους μίας κατασκευής, με την οποία αυτό θραύεται, δηλαδή επέρχεται η απώλεια της συνέχειας του υλικού ή αυτό συνεχίζει να παραμορφώνεται χωρίς άλλη αύξηση της δύναμης. Ultimate Strength Design [Σχεδιασμός οριακής αντοχής]. —> Ultimate Load Design Ultra Cold Neutron [Υπέρψυχρο νετρόνιο] Πυρην. Χαρακτηρισμός για τα πολύ βραδέα νετρόνια τα οποία έχουν γραμμική ταχύτητα περίπου 5 m/sec. Τα υπέρψυχρα νετρόνια έχουν πολύ μικρή κινητική ενέργεια, της τάξης των 10" eV, που τα καθιστά ανεπαρκή για διείσδυση στους πυρήνες των περισσοτέρων χημικών στοιχείων. Για το λόγο αυτό, οι δέσμες τους ανακλώνται σχεδόν πλήρως στην επιφάνεια πολλών υλικών. Ultra D M A Protocol [Πρωτόκολλο Ultra DMA] Πληρ. Πρωτόκολλο μεταφοράς και αποθήκευσης δεδομένων με άμεση πρόσβαση στη μνήμη που βελτιώνει την πρόσβαση και τις αποδόσεις των σκληρών δίσκων. Ultra Gravity Waves [Κύματα υπέρ - βαρύτητας] Μηχ. Ρευστ. Με περίοδο εύρους από 0.1 έως 1.0 δευτε-

Ultrasonics

ρόλεπτα είδος κυμάτων βαρύτητας. Ultra High Frequency (UHF) [Υπέρ υψηλές συχνότητες] Επικοιν. Οι συχνότητες του φάσματος στην περιοχή των 10 cm ως lm (ή συχνότητες από 300 ως 3(ΚΚ) MHz). Κύριες εφαρμογές στη μετάδοση τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σήματος, κινητή (ασύρματη) ραδιοφωνία, κινητή τηλεφωνία, ραδιοεντοπισμούς κτλ. Ultracentrifuge [Μηχανή υπερφυγοκέντρησης] Χημ. Μηχαν. Εξελιγμένη συσκευή φυγοκέντρησης, με την οποία μπορούν να επιτευχθούν μεγάλες τιμές επιτάχυνσης, μέχρι και 100000 φορές μεγαλύτερης της επιτάχυνσης του γήινου βαρυτικού πεδίου. Συσκευές υπερφυγοκέντρησης που χρησιμοποιούνται από το 1926 σε διάφορους τομείς της ιατρικής, κυρίως για τον διαχωρισμό μεγαλομοριακών ενώσεων, ιών και υποκυτταρικών σωματιδίων. Ultrafilter [Υπερφίλτρο] Μαθημ. Έστω ένα δίκτυο <α, <®> και β ένα γνήσιο φίλτρο του. Το β θα καλείται υπερφίλτρο του δικτύου αν ισχύει η σχέση για κάθε γ eO(a): β<γ => γ=α, όπου το Φ(α) είναι το σύνολο των φίλτρων του δικτύου. Ultrahigh V a c u u m [Υπερυψηλό κενό] Φυσ. Αραίωση που αντιστοιχεί σε πιέσεις μικρότερες από 10"6 mm της στήλης υδραργύρου. Υπερυψηλό κενό υπάρχει στο διαστημικό χώρο, ενώ στη Γη δημιουργείται τεχνητά σε θαλάμους προσομοίωσης των συνθηκών του διαστήματος, καθώς και μέσω ισχυρών ηλεκτρικών αντλιών κενού που χρησιμοποιούνται σε πειράματα για τη μελέτη των φυσικών ιδιοτήτων της επιφάνειας στερεών σωμάτων. Ultramicrobalance [Ζυγός υπερακριβείας] Μηχ. Είναι μία συσκευή η οποία έχει τη δυνατότητα να μετράει διαφορές βάρους με ακρίβεια μεγαλύτερη του ενός μικρογραμμαρίου. Ultrasonic Coagulation [Υπερηχητικός σχηματισμός συμπλοκών] Φυσ. Η ένωση σωματιδίων σε Φυσική διεργασία με τη χρήση υπερηχητικών κυμάτων κατά την οποία και σχηματίζουν μεγάλα σύμπλοκα. Ultrasonic Communication [Υπερηχητική επικοινωνία] Επικοιν. Επικοινωνία σε υπερηχητικές συχνότητες με πολλές εφαρμογές σε ιατρική, ραντάρ κτλ. Ultrasonic G e n e r a t o r [Γεννήτρια υπερήχων] Φυσ. Διάταξη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή υπερήχων στην περιοχή συχνοτήτων πάνω από 20 KHz. Οι γεννήτριες υπερήχων χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τις μηχανικές, στις οποίες χρησιμοποιείται η μηχανική ενέργεια ρεύματος αερίου ή υγρού, και τις ηλεκτρομηχανικές, στις οποίες λαμβάνει χώρα μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε ακτινοβολία υπερήχων. Ultrasonic Microscope [Μικροσκόπιο υπερήχων] Φυσ. Τύπος οπτικού μικροσκοπίου, το οποίο χρησιμοποιεί συχνότητες υπερήχων για τη μεγέθυνση και παρατήρηση ενός αντικειμένου, μετατρέποντας αυτές αρχικά σε ηλεκτρικό και κατόπιν σε φωτεινό σήμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιολογικές εφαρμογές παρουσιάζοντας πολλά πλεονεκτήματα έναντι των κοινών οπτικών μικροσκοπίων. Ultrasonic Testing [Μέθοδος υπερήχων] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι μη καταστροφικές μέθοδοι που κάνουν χρήση υπερήχων για την εξέταση ενός υλικού ως προς την ύπαρξη ή μη διαφόρων ατελειών, κενών ή αλλαγών των ιδιοτήτων του εντός της μάζας του ή για τη μέτρηση των διαστάσεών του. Ultrasonics [Υπέρηχοι] Ακουστ. Με τον όρο αυτύ χα-

Ultrasound

- 1408 -

ρακτηρίζεται η μελέτη και η εφαρμοσμένη χρήση των μικροκυμάτων με συχνότητα μεγαλύτερη των 20.000 Ηζ, τα οποία είναι εκτός ακουστικής δυνατότητας του ανθρωπίνου αυτιού. Χρησιμοποιούνται, μεταξύ πολλών άλλων εφαρμογών, και στις μη καταστροφικές μεθόδους ελέγχου της αντοχής των υλικών. Ultrasound [Υπέρηχος] Φνσ. Χαρακτηρισμός για διαμήκη μηχανικά κύματα με συχνότητες μεγαλύτερες των 20 KHz, οι οποίες δε γίνονται αντιληπτές από το ανθρώπινο αυτί. Η παραγωγή των υπερήχων επιτυγχάνεται συνήθως μέσω πιεζοηλεκτρικού φαινομένου, καθώς και της μαγνητικής συστολής κρυστάλλων διαφόρων μετάλλων. Χρησιμοποιούνται στην εύρεση ανομοιογενών σε διάφορα υλικά, στην επεξεργασία γυαλιού και χαλαζία, καθώς και στην ιατρική για την εύρεση και καταστροφή νεοπλασιών, τον προσδιορισμό του φύλλου των εμβρύων κ.τ.λ. Ultraviolet / Visible Spectroscopy [Φασματοσκοπία υπεριώδους ορατού] ΟΤΠΙΚ. ΙΙεδίο της φασματοσκοπίας που σαν αντικείμενο μελέτης έχει τους απορρόφησης και εκπομπής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στις γειτνιάζουσες περιοχές του υπεριώδους και του ορατού. Ultraviolet [Υπεριώδης] Φνσ. Μη ορατή ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με μήκη κύματος που κυμαίνονται στην περιοχή μεταξύ 10 και 400 nm. Στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα καταλαμβάνει την περιοχή μεταξύ ορατού και ακτίνων Χ. Φυσικές πηγές υπεριώδους ακτινοβολίας είναι τα άστρα και τα διαγαλαξιακά νεφελώματα, ενώ μπορεί να παραχθεί τεχνητά με λυχνίες υδρογόνου, ξένου και άλλων χημικών στοιχείων,

συνήθως μέσω της δημιουργίας ελευθέρων ριζών και έχει σαν αποτέλεσμα την αλλαγή των φυσικών, χημικών και μηχανικών ιδιοτήτων του πολυμερούς, Ultraviolet Densitometry [Υπεριώδης πυκνομετρία] ΑναλΧημ. Αναλυτική μέθοδος ανίχνευσης και διαχωρισμού, που εφαρμόζεται στις τεχνικές χρωματογραφίας χάρτου και λεπτής στοιβάδας. Βασίζεται στην επιδράση φωτοευαίσθητου, στο υπεριώδες, χημικού αντιδραστήριου, πάνω στα διαχωρισθέντα, μέσω της χρωματογραφίας, συστατικά μίγματος ουσιών, Ultraviolet Detectors [Ανιχνευτές υπεριώδους] Οπτικ. Ανιχνευτικές διατάξεις ευαίσθητες στην υπεριώδη ακτινοβολία. Περιέχουν κρυστάλλους κατασκευασμένους από ημιαγαηαμα υλικά, στους οποίους η πρύσπτωση της υπεριώδους ακτινοβολίας προκαλεί την μετακίνηση μη αγώγιμων ηλεκτρονίων σε ζώνες υψηλής αγωγιμότητας, με τελικό αποτέλεσμα την πρόκληση ηλεκτρικού ρεύματος. Υποδιαιρούνται στις φωτολυχνίες και τα φωτοβολταϊκά στοιχεία, Ultraviolet Glass [Υπεριώδης ύαλος] Υλικ. Ειδικός τύπος γυαλιού που παρουσιάζει διαφάνεια στις υπερκόδεις ακτίνες με μήκος κύματος μικρότερο των 400 nm, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε βιολογικές εφαρμογές. Όσον αφορά στη χημική του σύσταση, χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες, τη βοριοπυριτική (περιεκτικότητα 65-70 % Si0 2 και 12-14 % Β 2 0 3 ), την πυριτική (75 % Si0 2 ) και τη φωσφορική (80 % Ρ 2 θ3). Ultraviolet Imagery [Υπεριώδη είδωλα] Η/χκτρομαγν. Χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας για το σχηματισμό εικόνας από στόχο κατά την ανάκλαση της ακτινοβολίας απ* αυτόν.

Ultraviolet Light Ultraviolet Absorption [Απορρόφηση στο υπεριώδες] Οπτικ. Η απορρόφηση της ακτινοβολίας στην υπεριώδη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, η οποία προκαλεί ηλεκτρονιακές, περιστροφικές και δονητικές διεγέρσεις στο απορροφόν υλικό. Η απορρόφηση στην περιοχή του υπεριώδους προσδίδει στον απορροφητή υψηλά ποσά ενέργειας, της τάξης των 100 kcal/molc. Ultraviolet Absorption Spectrophotometry [Φασματοσκοπία απορρόφησης στο υπεριώδες] Οπτικ. Κλάδος της φασματοσκοπίας, ο οποίος περιλαμβάνει την δημιουργία και τη μελέτη των φασμάτων απορρόφησης στην περιοχή του υπεριώδους και συγκεκριμένα στη ζώνη μηκών κύματος από 400 nm έως 10 nm. Ultraviolet Astronomy [Αστρονομία υπεριώδους] Αστρον. Κλάδος της αστρονομίας που μελετά τις εκπομπές ουρανίων σωμάτων, όπως γαλαξίες, νεφελώματα και αστέρες στην περιοχή του υπεριώδους, συμβάλλοντας στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τη μηχανική του σύμπαντος. Ultraviolet Blue Visible System (UBV System) [Σύστημα υπεριώδους μπλε ορατού] Αστρον. Σύστημα προσδιορισμού του φαινύμενου αστρικού μεγέθους σε καθορισμένες περιοχές (ενεργό μήκος) του φάσματος (υπεριώδες, μπλε και ορατό κομμάτι). Οι δείκτες παρουσιάζονται σαν διαφορές χρωμάτων και σύγκριση με κάποια άστρα που έχουν γνωστή παρουσία στο σύστημα. Ultraviolet Degradation [Υπεριώδης αποικοδόμηση] Υλικ. Η διαδικασία διάσπασης της αλυσίδας διαφόρων μακρομορίων, που προκαλείται από έκθεσή τους στην υπεριώδη ακτινοβολία, την προερχόμενη απύ το ηλιακό φως ή τεχνητές πηγές εκπομπής υπεριώδους όπως

Ultraviolet L a m p [Αυχνία υπεριώδους] Οπτικ. Τύπος λυχνίας ειδικά σχεδιασμένος για την παραγο)γή υπεριώδους ακτινοβολίας. Οι mo κοινές λυχνίες υπεριώδους είναι του υδρογόνου, του δευτερίου και του ξένου. Τα δύο πρώτα είδη παράγουν ακτινοβολία χαμηλής έντασης με μεγάλη σταθερότητα, που τις καθιστά πιο διαδεδομένες απύ τη λυχνία ξένου σε φασματοσκοπικές εφαρμογές. Ultraviolet Light [Υπεριώδης ακτινοβολία] Φνσ. Τύπος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στην περιοχή μεταξύ ορατού και ακτίνων Χ, η οποία ανακαλύφθηκε το 1801 από τους Riller και Wollaston μέσω της επίδρασής της πάνω σε χλωριούχο άργυρο. Συμβατικά χωρίζεται σε δύο περιοχές, την εγγύς (400-200 nm) και την άπω ή περιοχή κενού (200-10 nm). Ultraviolet Microscope [Μικροσκόπιο υπεριώδους] Οπτικ. Μικροσκόπιο που χρησιμοποιείται για έρευνα στην υπερκόδη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Τα οπτικά του διαγράμματα δεν είναι πολύ διαφορετικά από του κοινού οπτικού μικροσκοπίου, ενώ οι φακοί του κατασκευάζονται από υλικά διαφανή στην υπεριώδη ακτινοβολία, όπως κρύσταλλοι χαλαζία και φθορίτη. Για την παρατήρηση αόρατων αντικειμένων χρησιμοποιούνται ειδικοί μετατροπείς εικύνας. Ultraviolet Microscopy [Υπερκοδης μικροσκοπία] Οπτικ. Μέθοδος μικροσκοπικής παρατήρησης στην περιοχή του υπεριώδους. Μέσω της μικροσκοπίας υπεριώδους επιτυγχάνεται η αύξηση της διακριτικής ικανότητας ενός μικροσκοπίου και κατ* επέκταση η δυνατότητα ανάλυσης, επειδή τα σωμάτια πολλών υλικών διαφανών στο ορατό, απορροφούν έντονα στο υπεριώδες και δίνουν σε αυτήν την περιοχή χαρακτηριστικά φάσματα απορρόφησης.

λυχνίες υδρογόνου. Η αποικοδόμηση λαμβάνει χώρα Ultraviolet Photoelectron Spectroscopy [Υπεριώδης

- 1409 φασματοσκοπία φωτοηλεκτρονίου] Φυσ. Μέθοδος σύμφωνα με την οποία το φάσμα των ηλεκτρονίων που προκύπτουν από βομβαρδισμό μετάλλου ή κράματος με φωτόνια της υπεριώδους περιοχής του φάσματος αναλύονται για την εξαγωγή πληροφοριών σχετικά με τη πυκνότητα καταστάσεων ή τα μοριακά τροχιακά του στόχου. Ultraviolet Photoemission Spectroscopy [Υπεριώδης φασματοσκοπία φωτο - εκπομπής] Φυσ. Μέθοδος σύμφωνα με την οποία το φάσμα των ηλεκτρονίων που προκύπτουν από βομβαρδισμό μετάλλου ή κράματος με φωτόνια της υπεριώδους περιοχής του φάσματος αναλύονται για την εξαγωγή πληροφοριών σχετικά με τη πυκνότητα καταστάσεων ή τα μοριακά τροχιακά του στόχου. Ultraviolet Spectrophotometry [Υπεριώδης φασματοφωτομετρία] Φνσ. Η καταγραφή μέσω φωτομετρίας στην υπεριώδη περιοχή του μήκους κύματος απορρόφησης μορίων σε υγρή ή αέρια κατάσταση. Ultraviolet Spectroscopy [Υπεριώδης φασματοσκοπία] Φνσ. Η ανάλυση του φάσματος απορρόφησης μοριακών υλικών στην υπεριώδη περιοχή. Ultraviolet S p e c t r u m [Φάσμα στο υπεριώδες] Οπτ. Η γραφική αναπαράσταση της ποσότητας (έντασης) και της συχνότητας της ακτινοβολίας που απορροφά ή εκπέμπει ένα σώμα στην περιοχή των υπεριωδών ακτίνων του φάσματος της ήλεκτρο μαγνητικής ακτινοβολίας. Ultraviolet Spectrometer [Φασματοφωτόμετρο υπεριώδους] Οκτ. Ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται στη μελέτη της απορρόφησης ή της εκπομπής της υπεριώδους ακτινοβολίας. Αποτελείται από μία σταθερή πηγή υπεριώδους ακτινοβολίας, σύστημα φακών για ευθυγράμμιση και εστίαση της δέσμης φωτός, έναν μονοχρωμάτορα, χώρο τοποθέτησης του δείγματος, και ανιχνευτική συσκευή. Ultraviolet Stabilization [Υπεριώδης σταθεροποίηση] Υλικ. Μέθοδος αύξησης της αντοχής των πολυμερών απέναντι στις καταπονητικές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας. Επιτυγχάνεται με την προσθήκη στο υλικό ειδικών χημικών ουσιών, οι οποίες περιέχουν χρωμοφόρες ομάδες που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία και έτσι αναστέλλουν την διαδικασία αποικοδύμησης της πολυμερούς αλυσίδας. Ultraviolet S t a r [Υπεριώδες άστρο] Αστρον. Αστέρας που παρουσιάζει το θερμότερο σημείο του στο UBV σύστημα στο υπεριώδες (3500 Angstrom). Ultraviolet Telescope [Τηλεσκόπιο υπεριώδους] Οτττ. Όργανο παρατήρησης της εκπεμπόμενης, από ουράνια σώματα όπως νεφελώματα, γαλαξίες και μεμονωμένοι αστέρες, ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στην περιοχή του υπεριώδους. Για τη μετατροπή του λαμβανομένου ειδώλου σε ορατό, υπάρχει προσαρμοσμένος στο όργανο μετατροπέας εικόνας. Ultraviolet A b s o r b e r [Απορροφητής υπερκόδους ακτινοβολίας] Υλικ. Κάθε υλικό το οποίο απορροφά την υπεριώδη ακτινοβολία και τη μετατρέπει σε άλλα είδη ενέργειας, όπως ενέργεια περιστροφής, δόνησης, καθώς και ακτινοβολία χαμηλότερης συχνότητας. Οι συνήθεις απορροφητές ονομάζονται χρωμοφόρα και είναι χημικές ενώσεις που περιέχουν πολλαπλούς δεσμούς, καθώς και οργανικά συζυγιακά συστήματα. Umangite [Ουμανζίτης] Ορυκτ. Χαλκοσεληνιούχο ορυκτό με μοριακό τύπο Cu3Se2, το οποίο κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα. Αποτελείται από κρυ-

Unavoidable Set Of Configurations

στάλλους μπλε, καφεμαύρου ή ιώδους χρώματος, με μέση πυκνότητα 6,2 g/cm3 και σκληρότητα 3. Είναι αδιαφανές ορυκτό το οποίο συναντάται συνήθως μέσα σε γρανιτικά πετρώματα. Έχει πάρει την ονομασία του από την περιοχή Sierra de Umango της Αργεντινής, όπου βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες. Umbilical Point [Ομφαλικό σημείο] Μαθημ. Έστω μια επιφάνεια r=r (u,v) και T(u,v) ένα σημείο αυτής. Το σημείο T(u,v) ονομάζεται ομφαλικό όταν οι ποσότητες Ki=l/R| και K2=T/R.2 είναι ίσες και κατά συνέπεια η δείκτρια Dupin συμβολίζει γεωμετρικό τόπο ο οποίος είναι κύκλος. Umbilical Point [Ομφαλικό σημείο] Μαθημ. Όρος της διαφορικής γεωμετρίας που συναντιέται αρκετά στη θεωρία των καταστροφών. Ένα σημείο μιας επιφάνειας στο οποίο η κάθετη καμπυλότητα είναι σταθερή λέγεται ομφαλικό. Όταν είναι ελλειπτικό λέγεται ελλειπτικό ομφαλικό και όταν είναι υπερβολικό λέγεται υπερβολικό ελλειπτικό και όταν είναι επίπεδο λέγεται παραβολικό ομφαλικό. Umbilicity Condition [Συνθήκη ομφαλικότητας] Μαθημ* Στη διαφορική γεωμετρία ικανή και αναγκαία συνθήκη ομφαλικότητας ενός σημείου μιας επιφάνειας είναι τα θεμελιώδη μεγέθη πρώτης και δεύτερης τάξης να είναι ανάλογα. Umbriel [Ούμπριελ] Αστμον. Ο τρίτος σε μέγεθος φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Ουρανού, με μάζα 1,27-10 kg. Έχει μέση διάμετρο 1170 km και περιφέρεται γύρω από τον πλανήτη με μέση ακτίνα τροχιάς 265980 km. Ο Ούμπριελ, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1851, αποτελείται κατά 40-50 % από κρυσταλλικό πάγο και εικάζεται ότι παραμένει δομικά σταθερός από δημιουργίας του. Είναι πολύ σκοτεινό ουράνιο σώμα, αφού ανακλά μόλις το 20 % του φωτός που δέχεται από τον Ήλιο. U m k l a p p Process [Διαδικασία Umklapp] Φυσ. Στεμ. Κατ. Φυσικό φαινόμενο σε στερεό κατά το οποίο σε σκέδαση μεταξύ φωνονίων η διαφορά των κυματανύσματων τους πριν και μετά τη σκέδαση ισούνται με διάνυσμα του αντιστρόφου πλέγματος σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ορμής. U n a r y [Μονομελής] Μαθημ. Χαρακτηρισμός εννοιών σχετικών με πράξεις οι οποίες θεωρούνται μονομελείς. U n a r y Operation [Μοναδιακή πράξη] Μαθημ. Πράξη που απαιτεί μόνο ένα στοιχείο μιας δομής για να εκτελεστεί αντίθετα με τις συνήθεις δυαδικές. Είναι οι πράξεις που μεταβάλλουν το στοιχείο που συμμετέχει. Συνήθης τέτοιες πράξεις πχ αριθμών ο τετραγωνισμός, τετραγωνική ρίζα τους, για πίνακες η αντιστροφή, η αναστροφή, η ορίζουσα κτλ, και από πράξεις συνόλων το συμπλήρωμα (αν θεωρήσουμε δεδομένο το υπερσύνολο αναφοράς). Unary O p e r a t i o n [Μονομελής πράξη] Μαθημ. Κάθε πράξη η οποία μπορεί να εκτελεστεί έχοντας ως όρισμα ένα μόνο στοιχείο και μονοσήμαντο αποτέλεσμα, π.χ. α—>-α. Unary O p e r a t o r s [Μοναδιαίος τελεστής] Πληρ. Τελεστής μίας γλώσσας προγραμματισμού που επιδρά πάνω σε μια μεταβλητή μεταβάλλοντας την ανάλογα. Η χρησιμότητας τους είναι μεγάλη αφού εκτελούνται μέσα σε ένα απλό πέρασμα από τους καταχωρητές. Τέτοιοι συνηθισμένοι τελεστές είναι πχ στη γλώσσα C οι τελεστές ++ και - εκτελούν αντίστοιχα αύξηση και μείωση της τιμής μιας μεταβλητής κατά 1. Unavoidable Set Of Configurations [Αναπύφευκτο

Unbiashed Estimator

- 1410-

σύνολο μορφών] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ το οποίο P l a n k . αποτελείται από γράφους και G ένας τυχαίος επίπεδος Uncharged Species [Αφόρτιστο χημικό είδος] Χημ. γράφος. Αν για κάθε τέτοιο γράφο G το σύνολο Χ πε- Χαρακτηρισμός που αφορά σε χημικά είδη, τα οποία ριέχει γράφο ο οποίος είναι υπογράφος του G, τότε το στο σύνολο τους δεν παρουσιάζονται φορτισμένα. Τέτοια σώματα μπορεί να είναι μόρια ομοιοπολικών χηΧ ονομάζεται αναπόφευκτο σύνολο μορφών. Unbiashed Estimator [Αμερόληπτος εκτιμητής] Στατ. μικών ενώσεων, ιοντικοί κρύσταλλοι, συμπλοκές ενώΑπό όλους τους εκτιμητές μο κάποιας παραμέτρου μ, σεις ή ακόμη και ασταθή αφόρτιστα σωματίδια, όπως αμερόληπτος λέγεται αυτός που έχει μέση τιμή το μ ρίζες. (δηλαδή Είμ^) = μ). Απαραίτητη ιδιότητα για την κρί- Unconditional Convergence [Σύγκλιση χωρίς συνθήση ενός εκτιμητή κάποιου στατιστικού μεγέθους σαν κη] Μαθημ. Έστω μια σειρά πραγματικών αριθμών άριστου. Σα ν η οποία συγκλίνει χίορίς συνθήκη αν και μόνο αν η Unbound State [Μη φραγμένη κατάσταση] Φυσ. Με απόλυτη σειρά Σ|θν! ικανοποιεί τα κριτήρια σύγκλισης. κυματοσυνάρτηση η οποία σε κάποια διεύθυνση και Unconditional Inequality [Ανισότητα χωρίς προϋποχρόνο παραμένει πεπερασμένη στο άπειρο συγκεκριμέ- θέσεις] Μαθημ. Κάθε ανισότητα η οποία έχει ως χαρανη κατάοταση σωματίου. κτηριστική ιδιότητα να αποτελεί ταυτότητα ως προς τις Unbounded Manifold [Μη φραγμένη πολλαπλότητα] μεταβλητές που εμφανίζονται. Μα/λλ///. Κάθε πολλ απλό τη τα η οποία ορίζεται κ ατά Unconditional Jump [Airj tcavctvitcA ιίΛ/ιχκ] S/Js//?. -ZTr/·^ τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει αριθμός Μ που να γλώσσες προγραμματισμού χαμηλού επιπέδου όπως η λειτουργεί ως φράγμα της πολλαπλότητας. assemply έτσι λέγεται η μετάβαση της ροής του προUnbounded Set [Μη φραγμένο σύνολα] Μαθημ. Έστω γράμματος (για την εκτέλεση μιας εργασίας) σε μια ένας μετρικός χώρος (E,d) και Α ένα υποσύνολο του Ε. συγκεκριμένη διεύθυνση μνήμης που είναι γνωστή όΤο Α είναι μη φραγμένο σύνολο αν για κάθε xe Χ δεν μως στο λειτουργικό σύστημα. υπάρχει ε>0 τέτοιο ώστε A C S (χ,ε), δηλαδή δεν υπάρ- Unconstrained Optimization Problem [Πρόβλημα χει ανοιχτή σφαίρα του Ε η οποία να περιέχει το Α. βελτιστοποίησης χωρίς περιορισμούς] Μαθημ. ΠρόUnbounded Wave [Μη φραγμένο κύμα] Φυσ. Ομογε- βλημα εύρεσης μέγιστης ή ελάχιστης τιμής το οποίο νές, χωρίς απώλειες και σύνορο κύμα το οποίο διαδίδε- δεν ανήκει στον γραμμικό προγραμματισμό και δεν ται σε κάποιο μέσο. έχει συναρτήσεις τέτοιες ώστε να λειτουργούν ως πεUnbreakable Cipher [Ασπαστη κρυπτογράφηση | Επι- ριορισμοί για τη λύση του. κοιν. Απιαστο όνειρο των απανταχού κρυπτογραφητών Uncountable Set [Μη μετρήσιμο σύνολο] Μαθημ. Κάπου προσφέρει βέβαια βέλτιστες λύσεις στα όρια της θε σύνολο Α άπειρων όρων για το οποίο δεν μπορεί να τεχνολογίας της εποχής κτλ. οριστεί μια συνάρτηση f ένα προς ένα απύ το Α στο 1 Uncertainty [Αβεβαιότητα] Μαθημ. Όρος που αποδί- σύνολο των φυσικών. δεται στη ασάφεια που συνοδεύει την μέτρηση της α- Undamped [Μη φθίνουσα] Φυσ. Φυσική διεργασία κακριβούς τιμής ενός μεγέθους. Για κάποιο μέγεθος Α, η τά την οποία το πλάτος π.χ. κύματος είναι αυξανόμενο αβεβαιότητα στην μέτρηση της τιμής του ορίζεται ως ή σταθερό. ΔΑ. Undamped Wave [Μη φθίνων κύμα] Φυσ. Το χωρίς 2 Uncertainty [Αβεβαιότητα] Στατ. Η πιθανότητα από- απώλειες και με σταθερό πλάτος είδος κύματος. Πρόκλισης μιας κατάστασης (που μπορεί να εκφραστεί έ- κειται για περίπτωση εξιδανικευμένου κύματος. τσι) από την πραγματικότητα. Ο όρος είναι επιτελικός Undecanal [Ενδεκανάλη] Ομγ.Χημ. Μεγαλομοριακή για την κβαντομηχανική θεωρία και τη θεωρία της κορεσμένη μονοσθενής αλδευδη ευθείας αλυσίδας, με πληροφορίας. Συναντιέται και με το όνομα εντροπία μοριακό μάζα 170,3 και χημικό τύπο C H ^ C H ^ C I I O . (entropy). Είναι υγρή ουσία με πυκνότητα 0 , 8 2 5 g/cm3 και σημείUncertainty M e a s u r e [Μέτρο αβεβαιότητας] Στατ. ο ζέσεως 1 1 2 - 1 1 5 °C, πρακτικά αδιάλυτη στο νερό. Σύμφωνα με τη θεωρία Shannon μία συνάρτηση Η(Χ) Στη φύση βρίσκεται ως συστατικό της φερομόνης διαπάνω σε ένα χώρο παρατηρήσεων Χ (πειραμάτων πι- φόρων εντόμων. θανότητας) που ισοδυναμεί με τον ελάχιστο αριθμό n-Undecane [Κανονικό ενδεκάνιο] Οργ.Χημ. Αχρωμη ερωτήσεων τύπου "ναι ή όχι" που απαιτούνται για να υγρή οργανική ένωση ευθείας αλυσίδας, με χημικό τύαποφασιστεί η τιμή μιας παρατήρησης ενός πειράμα- πο CH3(CH2)yCH3 · το ενδέκατο μέλος της σειράς των αλκανίων. Έχει σημείο πήξεως -26 °C και ζέει στους τος πληροί τις ιδιότητες του μέτρου. 196 °C, ενώ η πυκνότητά της είναι 0,74 g/cm3. Είναι Uncertainty Principle [Αρχή της αβεβαιότητας ή της απροσδιοριστίας] Φιχ7. Θεμελιώδης αρχή της Κβαντι- προϊόν της κλασματικής πετρελαίου και βρίσκεται ως κής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο συστατικό του παραφινέλαιου. ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της Undecanedioic Acid [Ενδεκανοδιϊκό οξύ] Ομγ.Χημ. ορμής ενός σωματιδίου. Διατυπώθηκε το 1926 από τον Λευκή σκόνη με σημείο τήξεως 1 0 8 - 1 0 0 °C και χημικό Verncr Heisenberg και βρίσκει πλήρη ισχύ στον ατομι- τύπο IIOOC(CH 2 ) 9 COOH. Παρουσιάζει εξαιρετική κό και υποατομικό κόσμο, όχι όμως και στις αλληλεπι- σταθερότητα απέναντι τόσο στις βάσεις, όσο και στους διάφορους οξειδωτικούς και αναγωγικούς παράγοντες, δράσεις μεταξύ σωμάτων του μακρόκοσμου. Uncertainty Relation [Μαθηματική σχέση της αρχής ενώ η αποκαρβοξυλία)σή του οδηγεί στο δεκανοϊκύ της απροσδιοριστίας] Φνσ. Η μαθηματική αποτύπωση οξύ. Σε επαφή με το δέρμα προκαλεί έντονο ερεθισμό. της αρχής της απροσδιοριστίας, σύμφωνα με την οποί- Undecanoic Acid [Ενδεκανοϊκό οξύ] Ομγ.Χημ. Αχρωα, αν Δχ είναι η αβεβαιότητα στην ακριβή θέση ενός μο έως υποκίτρινο στερεό ή υγρό με χημικό τύπο CH3 σωματιδίου και Δρ η αντίστοιχη αβεβαιότητα στην ορ- (CH2)9COOII και ευθεία ανθρακική αλυσίδα. Τήκεται μή αυτού, τότε το γινόμενο αυτών δεν μπορεί να είναι στους 28,5 °C και ζέει στους 228 °C κάτω απύ πίεση 1 6 0 ΊΓΟΓΤ. Είναι ένωση εξαιρετικά ερεθιστική τόσο για μικρότερο από μία ελάχιστη καθορισμένη τιμή, 1ι/4π: 3 Δχ·Δρ ϊι/4π, όπου h είναι η γνωστή σταθερά του τα μάτια και το δέρμα, όσο και για το αναπνευστικό

- 1411 σύστημα. Χημικά, παρουσιάζει εξαιρετική σταθερότητα απέναντι σε βάσεις, καθώς και απέναντι σε οξειδωτικούς και αναγωγικούς παράγοντες. 1-Undecanole [1-Ενδεκανόλη] Οργ.Χημ. Υγρή οργανική ένωση με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 9 CH 2 OH, η οποία στερεοποιείται στους 11 °C και ζέει στους 146 °C. Έχει πυκνότητα 0,83 g/ cm3, ενώ παρουσιάζει εξαιρετική χημική αδράνεια απέναντι σε ισχυρούς οξειδωτικούς παράγοντες και οξέα. Είναι εύφλεκτο υλικό και ιδιαίτερα επιβλαβές όταν εισπνέεται ή έρχεται σε επαφή με τα μάτια ή το δέρμα. 2-Undecanone [2-Ενδεκανόνη] Οργ.Χημ. Μεγαλομοριακή κετόνη με χημικό τύπο CH 3 CO(CH 2 ) g CH 3 . Είναι άχρωμο υγρό πυκνότητας 0,825 g/cm με σημείο πήξεως στους 11-13 °C και σημείο ζέσεως στους 231-232 °C. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή αρωμάτων. Undecylcnic Acid [ 10-Ενδεκενοϊκό οξύ] Οργ.Χημ. Έγχρωμο υγρύ με υπέροχη οσμή και χημικό τύπο CH2=CH(CH2)8COOH. Έχει πυκνότητα 0,91 g/cm3 και σημείο ζέσεως στους 137 °C. Είναι πρακτικά αδιάλυτο στο νερό και προκαλεί σε καθαρή κατάσταση ερεθισμό σε επαφή με το δέρμα. Αόγω της ευχάριστης οσμής του, χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωμάτων, τη σύνθεση φερομονών, καθώς και στη βιομηχανία παραγωγής Nylon. Undecylenic Aldehyde [10-Ενδεκενάλη] Ομγ.Χημ. Υγρή ακόρεστη αλδεΰδη, με ευχάριστη οσμή, που υπακούει στον τύπο C H 2 = C H ( C H 2 ) # C H O . Έχει πυκνότητα 0,810 g/cm 3 και είναι πρακτικά αδιάλυτη στο νερό. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία των αρωμάτων. Undecylenyl Alcohol [10-Ενδεκεν-1-ύλη] Οργ.Χημ. Υγρή οργανική ουσία με πολύ ευχάριστη οσμή, που έχει τον τύπο CH2=CH(CH2)$CH2OH. Ζέει στους 132133 °C και έχει πυκνότητα 0,85 g/cm3. Χρησιμοποιείται ως συστατικό πολλών αρωμάτων. Undccylic Aldeyde [Ενδεκυλική αλδεΰδη ή ενδεκανάλη] Ομγ.Χημ. Το ενδέκατο μέλος της σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλδεϋδίόν με μοριακό τύπο CH 3 (CH 2 ) 9 CHO. -» Undecanal Under Damping [Ασθενώς φθίνων] Φυσ. Περίπτωση αποσβηνόμενης κίνησης, η απόσβεση της οποίας γίνεται με αργό ρυθμό. Π. χ. η περίπτωση ταλάντωσης στην οποία απαιτούνται πολλές περίοδοι για να γίνει η απόσβεση της. Under Spin [Ασταθής στροβιλισμός] Μηχ. Περίπτωση κατά την οποία το σύστημα δεν έχει επαρκή ρυθμό στροβιλισμού για να αποκτήσει κατάλληλη σταθεροποίηση. Underfloor Raceway (Υποδαπέδιος αγωγός] Οικοδ. Είναι κάθε πλαστικός σωλήνας, μικρής σχετικά διαμέτρου, ο οποίος είναι τοποθετημένος κάτω από το δάπεδο και μέσα του διατρέχουν τα διάφορα ηλεκτρικά καλώδια της κατασκευής. Underflow [Υπόγεια ροή] Υδρ. Είναι η κίνηση του νερού διαμέσου των πετρωμάτων που πραγματοποιείται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και άρα κάτω ενδεχομένως και από τις θεμελιώσεις των κατασκευών ή κάτω από τον πάγο. Underflow E r r o r [Λάθος υποχείλισης] Πληρ. Τα διάφορα αριθμητικά μοντέλα που αξιοποιεί ο υπολογιστής έχουν τη δυνατότητα επεξεργασίας ενός εύρους αριθμητικών τιμών που δίνει τα αντίστοιχα όρια για κάθε τύπο μεταβλητής. Κατά τη διαδικασία απόδοσης τιμών

Uniaxial Indicatrix

σε μεταβλητές το λάθος συμβαίνει αν ξεπεραστεί το κάτω φράγμα που πολλές φορές είναι και ασαφές και εξαρτάται από τη δυναμικότητα της κεντρικής μονάδας. U n d e r g r o u n d [Υπόγειοςΐ Μηχ. Οτιδήποτε κατασκευάζεται, βρίσκεται ή λειτουργεί και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους χαρακτηρίζεται από αυτόν τον όρο. U n d e r g r o u n d Railway [Υπόγειος σιδηρόδρομος] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μεταφορικό μέσο που κινείται επί σιδηροτροχιών, το οποίο βρίσκεται μερικώς ή ολικώς κάτω από το επίπεδο των δρόμων μίας αστικής περιο-

χής.

U n d c r l a p [Υποτίμηση] Επικοιν. Στην μετάδοση φαξ εννοούμε την παραμόρφωση που συμβαίνει όταν η γραμμή σάρωσης είναι μικρότερη από την απόσταση μεταξύ 2 σαρώσεων. U n d e r w a t e r Telephone [Υποθαλάσσιο τηλέφωνο] Επικοιν. Ειδικό τηλέφωνο που μπορεί να λειτουργήσει μεταδίδοντας τον ήχο στο νερό. U n d e r w a t e r Television [Υποθαλάσσια τηλεόραση] Επικοιν. Λήψη τηλεοπτικού σήματος κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ιδιαίτερα σε μεγάλα βάθη αυτό καθίσταται αρκετά δύσκολο. Undetected E r r o r Rate [Ρυθμός μη ανιχνεύσιμων λαθών] Επικοιν. Ρυθμός λαθών που δεν ανιχνεύονται από ελέγχους ισοτιμίας και μετάδοσης. Συμβαίνουν πολύ σπάνια πια με πιθανότητες μια στο δισεκατομμύριο bits κτλ. Undistorted Wave [Κύμα χωρίς παραμόρφωση] Επικοιν. Κύμα που θα μπορούσε να συναντηθεί μετά από μια ψηφιακή μετάδοση ψηφιακού σήματος πάνω σε οπτικές ίνες. Undo [Αναίρεση ενέργειας] Πληρ. Τα μοντέρνα προγράμματα για Η/Υ υπάρχει σχεδόν πάντα η δυνατότητα αναίρεσης της τελευταίας πράξης που μπορεί μερικές φορές να επεκταθεί και στην αναίρεση ενός συνόλου εντολών από τις τελευταίες. U n f o r m a t t e d File [Μη μορφοποιημένο αρχείο] Ηλεκτρ. Υπολ. Είναι κάθε σύνολο δεδομένων και πληροφοριών ενός λογισμικού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο δεν έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές εγγραφής των δεδομένων του σε αυτό και άρα στη μνήμη του υπολογιστή. Ungemachite [Ενζεμαχίτης] Ορυκτ. Ορυκτό με άχρωμους έως υποκίτρινους κρυστάλλους και χημικό τύπο K 3 Na 8 Fe(S0 4 )fi(N03)2 - 6H 2 0, που συναντάται κυρίως στη Χιλή. Έχει μέση πυκνότητα 2,287 g/cm3, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό ρομβοεδρικό σύστημα και παρουσιάζει μεγάλη διαφάνεια, ενώ η σκληρότητά του είναι 2.5. Uniaxial Crystal [Μοναξονικός κρύσταλλος] Κμυσταλλ.. Με δυο κύριους δείκτες διάθλασης κρύσταλλος στον οποίο για μονοχρωματικό φως υπάρχει μια μόνο διεύθυνση στην οποία η κανονική κυματική ταχύτητα είναι σταθερή. Συνεπώς δεν μπορεί να συμβεί διπλή διάθλαση. Τέτοιοι κρύσταλλοι είναι τετραγωνικοί, ρομβοεδρικοί ή εξαγωνικοί. Uniaxial Indicatrix [Μοναξονικός δείκτης] Κμυστσλ/.. Στη περίπτωση μονοχρωματικού κύματος το οποίο διαδίδεται σε υλικό ο μοναξονικός δείκτης αντιπροσωπεύεται από ένα ελλειψοειδές το οποίο δίνει τη μεταβολή του δείκτη διάθλασης μοναξονικού κρυστάλλου. Δύο άξονες του ελλειψοειδούς αντιπροσωπεύουν τους δείκτες διάθλασης ο ένας της τακτικής ακτίνας και ο άλλος της έκτακτης.

Uniaxial Stress

- 1412-

Uniaxial Stress [Μοναξονική τάση] Μηχ. Περίπτωση όπως π. χ. σε στερεό, τάσης κατά την οποία μη μηδέν είναι μόνο μια κύρια τάση. Unicast Address [Ατομική διεύθυνση] Επικοιν. Έτσι αναφέρεται ένα μια διεύθυνση όταν της αποστέλλεται ένα μήνυμα "προσωπικά" σε αντιδιαστολή με το Multicast όπου ή αποστολή γίνεται σε μια ομάδα διευθύνσεων. Unicode Encoding [Κωδικοποίηση Unicode] Επικοιν. Ενοποιημένο αλφάβητο γραμμάτων και συμβόλων μήκους 2 byte (4000 περίπου) όπου ενοποιούνται όλες οι προηγούμενες κωδικοποιήσεις (πχ ASCII κτλ), με χαρακτήρες διάφορων μη αγγλικών γλωσσών καθώς και ένα σύνολο γραφικών και μαθηματικών συμβόλων. Unidentified Flying O b j e c t [Αγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο] Αστρον. Χαρακτηρισμός που αφορά στα παρατηρούμενα, κατά καιρούς, στον ουρανό αντικείμενα, για των οποίων την ταυτότητα και την προέλευση δεν έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση. Πολλοί ερευνητές αποδίδουν την εμφάνιση αυτών των αντικειμένων σε φυσικά φαινόμενα, όπως οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και οι οπτικές ατμοσφαιρικές ανακλάσεις που προκαλούνται από διάφορα καιρικά φαινόμενα, ενώ πολλές φορές συνδέονται με την παρουσία όντων εξωγήινης προέλευσης. Unidirectional 1 [Μονής διεύθυνσης] Φυσ. Σύστημα π. χ. μηχανικό με μια μόνο διεύθυνση ή τροχιά. Στην περίπτωση της φυσικής στερεάς κατάστασης μια μόνο διεύθυνση έχει π. χ. πολύ λεπτό σύρμα. Unidirectional 2 [Μονής διεύθυνσης] Μηχ. Ρευστ. Ροή υγρού κατά μήκος μίας μόνο διεύθυνσης. Unidirectional Antenna [Μονής διεύθυνσης κεραία] Η/χκτρομαγν. Με μια μόνο διεύθυνση υψηλής απολαβής, υψηλά κατευθυνόμενη κεραία. Unidirectional Log - Periodic Antenna [Μονής διεύθυνσης περιοδική κεραία] Ηλεκτρομαγν. Με απολαβή από ευρύ φάσμα συχνοτήτων και σχεδόν σταθερή σύνθετη αντίσταση κατευθυνόμενη κεραία. Unified Field T h e o r y [Ενοποιημένη θεωρία πεδίων] Φυσ. Θεωρία στο πεδίο της Φυσικής, που προτείνει τη συνένωση των τεσσάρων γνωστών αλληλεπιδράσεων, της ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής, της ηλεκτρομαγνητικής και της βαρυτικής υπό τη σκέπη της περιγραφής τους από ένα ενιαίο σύστημα μαθηματικών νόμων. Ιστορικά ο A.Einstein επιχείρησε πρώτος την "ενοποίηση" της ηλεκτρομαγνητικής με τη βαρυτική αλληλεπίδραση, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Unified Modeling L a n g u a g e (UML) [Γλώσσα ενοποιημένου μοντέλου] Επικοιν. Γλώσσα περιγραφής και προγραμματισμού για την περιγραφή μοντέλων αντικειμένων που έχει επεκταθεί φυσικά και στο δικτυακό χώρο. Unified Naming Conversion (UNC) [Σύμβαση ενοποιημένης ονοματολογίας] Επικοιν. Μία από τις αναγκαίες συνθήκες για επικοινωνία είναι η απόδοση μοναδικής διεύθυνσης σε ένα αντικείμενο ενός δικτύου (τοπικού ή διαδικτύου) καθώς και στο ίδιο το δίκτυο. Uniform Bound [Ομοιόμορφο φράγμα] Μαθημ. Έστω μια οικογένεια συναρτήσεων F οι οποίες έχουν οριστεί σε ένα σύνολο Ε και ένας αριθμός Μ. Ο Μ ονομάζεται ομοιόμορφο φράγμα όταν ισχύει |f(x)|<M για κάθε στοιχείο x του Ε και για κάθε συνάρτηση f της F. Uniform Boundedness T h e o r e m [Θεώρημα του ομοιόμορφα φραγμένου] Μαθημ. Έστω Χ ένας χώρος Banach, Υ ένας σταθμητός διανυσματικός χώρος και Ε

μια μη κενή κλάση φραγμένων γραμμικών μετασχηματισμών από τον Χ στον Υ. Αν για κάθε xe Χ μπορεί να 3ρεθεί ένας σταθερός αριθμός ΜΧ τέτοιος ώστε |Αχ||<Μχ για κάθε μετασχηματισμό Ae F, τότε μπορεί να βρεθεί μια σταθερά Μ για την οποία να ισχύει ||Α||<Μ για κάθε Ae F. Uniform Circular Motion [Ομαλή κυκλική κίνηση] Μηχ. Με σταθερή γωνιακή ταχύτητα και ακτίνα κίνηση σώματος γύρω απύ σημείο ή άξονα. Uniform Continuity [Ομοιόμορφη συνέχεια] Μαθημ. Έστω μια συνάρτηση f και D(f) το πεδίο ορισμού της. Η Γ θα λέγεται ότι είναι ομοιόμορφα συνεχής στο Χ c D(f) αν και μόνο αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα δ(ε)>0 τέτοιο ώστε για κάθε ζεύγος Χ,Χ' του Χ με |χ-χ'|<δ(0) έπεται ότι |f(x)-f(x')|<e. Το δ (ε) εξαρτάται μόνο από την επιλογή του ε. U n i f o r m Convergence [Ομοιόμορφη σύγκλιση] Μαθημ. Έστω μια ακολουθία συναρτήσεων (Γν) και Χ το πεδίο ορισμού τους. Αν f συνάρτηση του Χο υποσυνόλου του Χ λέγεται πως η (f v ) συγκλίνει ομοιόμορφα στην f αν και μόνο αν για κάθε ε>0 και για κάθε χ που ανήκει στο Χο υπάρχει ν>0 που εξαρτάται από το ε έτσι ώστε για κάθε ν>ν 0 να ισχύει: | fv(x)-f (χ)|<ε. Κατ'επέκταση ορίζεται η ομοιόμορφη σύγκλιση σειράς Zf v αν η f v συγκλίνει ομοιύμορφα στην f. Uniform Distribution [Ομοιόμορφη κατανομή] Στατ. Με σταθερή πυκνότητα και συνεπούς ίδια πιθανότητα γεγονότων ανεξάρτητα από το σημείο συνεχής κατανομή πιθανότητας. Uniform Field [Ομογενές πεδίο δυνάμεων] Φυσ. Τύπος δυναμικού πεδίου, σε όλα τα σημεία του οποίου το άνυσμα της έντασης είναι σταθερό. Ενώ πρακτικά η επίτευξη ενός τέτοιου πεδίου είναι πολύ δύσκολη, συναντάμε σε ορισμένες περιπτώσεις κατά προσέγγιση ομογενή πεδία, όπως το ηλεκτροστατικό πεδίο ενός πυκνωτή ή το μαγνητικό πεδίο που δημιουργεί ένας ηλεκτρομαγνήτης μεγάλου μεγέθους. Uniform H o m e o m o r p h i s m [Ομοιόμορφος ομοιομορφισμός] Μαθημ. Έστω ένας ομοιομορφισμός f από ένα μετρικό χώρο (Ει,ρ,) σε ένα μετρικό χώρο (Ε2,Ρ2). Αν ο f και ο Γ1 είναι ομοιόμορφα συνεχείς τότε ο f ονομάζεται ομοιόμορφος ομοιομορφισμός. Uniform Load [Ομοιόμορφο φορτίο] Μηχ. Για τη περίπτωση γραμμής ή επιφάνειας, ομοιόμορφη εφαρμογή και κατανομή φορτίου σ* αυτή. Uniform L u m i n a n c e [Ομοιόμορφη λαμπρότητα] Οπτικ. Περίπτωση φωτισμού από φωτεινή επιφάνεια όλα τα σημεία της οποίας έχουν την ίδια λαμπρότητα. Uniform M a t [Γενική κοιτόστρωση] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος θεμελίωσης των κτιρίων, όπου τοιχεία και υποστυλώματα εδράζονται επί μίας ενιαίας πλάκας οπλισμένου σκυροδέματος με σταθερό πάχος, που μπορεί να έχει τοπικές ενισχύσεις στις θέσεις των υποστυλωμάτων ή ενισχύσεις υπό τη μορφή δοκών μεταξύ των υποστυλωμάτων. Είναι συνήθως ο ασφαλέστερος τρόπος επιφανειακής θεμελίωσης ενός κτιρίου από άποψης θραύσης του υπεδάφους και διαφορικών καθιζήσεων αλλά συγχρόνως και ο λιγότερο οικονομικός. Uniform Norm [Ομοιόμορφη νόρμα] Μαθημ. Έστω Χ ένας συμπαγής τοπολογικός χώρος και £(Χ,0&) ο χώρος των συνεχών πραγματικών συναρτήσεων επί του Χ. Για κάθε f που ανήκει στο €(Χ,Κ) ορίζεται η νόρμα ||f]|=sup{|f(x)|: xeX} η οποία καλείται ομοιόμορφη νόρμα. Uniform Plane Wave [Ομοιόμορφο επίπεδο κύμα]

- 1413Ηλεκτρομαγν. Περίπτωση κατά την οποία οι ένταση τόσο του μαγνητικού όσο και του ηλεκτρικού πεδίου έχουν σταθερό πλάτος σ' όλη την επιφάνεια σταθερής φάσης επίπεδου κύματος. Λυτή η περίπτωση εμφανίζεται μόνο σε άπειρη απόσταση από την πηγή και σε ελεύθερο χώρο. Uniform P r o p e r t y [Ομοιόμορφη ιδιότητα] Μαθημ. Έστω ένας μετρικός χώρος (Ε,ρ) και μια ιδιότητα του χώρου αυτού. Η ιδιότητα αυτή ονομάζεται ομοιόμορφη αν διατηρείται από κάθε ομοιόμορφο ομοιομορφισμό. Uniform Scale [Ομοιόμορφη κλίμακα] Μαθημ. Κάθε κλάμακα στην οποία έχει οριστεί μονάδα μέτρησης τέτοια ώστε να αντιστοιχεί στη μονάδα απόστασης. Συνεπώς, σε κάθε τέτοια κλίμακα μια δεδομένη αριθμητική τιμή είναι ο αντιπρόσωπος μιας κλάσης ίσων αποστάσεων. Uniform Space [Ομοιόμορφος χώρος] Μαθημ. Έστω ένας γραμμικός χώρος Χ επί του σώματος των πραγματικών στον οποίο ορίζεται τοπολογία έτσι ώστε η πρόσθεση από το καρτεσιανό γινόμενο X X στο Χ να είναι συνεχής και ο βαθμωτός πολλαπλασιασμός από το καρτεσιανό γινόμενο R'X στο Χ να είναι συνεχής. Αν η οριζόμενη τοπολογία είναι ομοιόμορφη τότε ο χώρος θα καλείται ομοιόμορφος χώρος. Uniform Topology [Ομοιόμορφη Τοπολογία] Μαθημ. Έστω Χ ένας συμπαγής τοπολογικός χώρος Hausdorff και <Σ(Χ,0&) το σύνολο των συνεχών πραγματικών συναρτήσεων επί του Χ. Το σύνολο <£(Χ,0&) με την μετρική d(f,g)=||f-g||, όπου f,g δύο στοιχεία του συνόλου αυτού, καθίσταται μετρικός χώρος ενώ η αντίστοιχη μετρική τοπολογία που επάγεται για τον χώρο ονομάζεται ομοιόμορφη τοπολογία. Uniformly Convex Space [Ομοιόμορφα κυρτός χώρος] Μαθημ. Έστω ένας χώρος Banach Β στον οποίο η νόρμα του καθορίζεται από ένα εσωτερικό γινόμενο. Ο χώρος Β ονομάζεται ομοιόμορφα κυρτός χώρος αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένας αριθμός δ>0 και αν για κάθε ζεύγος x,y του Β με ||x!M|y||=l και ||χ-γ||3ε, ισχύει || (χ+γ)/2||<1-δ. Unilateral S u r f a c e [Μονομερής επιφάνεια] Μαθημ. Κάθε επιφάνεια η οποία έχει οριστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει μία μόνο πλευρά και μία μόνο κατεύθυνση. Unimodular M a t r i x [Πίνακας μοναδιαίας ορίζουσας] Μαθημ. Κάθε ν'ν πίνακας A={aij) για τον οποίο ισχύει |Α|=1, όπου ως |Α| συμβολίζεται η ορίζουσα του πίνακα. Unimolecular [Μονομοριακός] Φυσ.Χημ. Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται στη χημική κινητική και ειδικότερα στους μηχανισμούς αντιδράσεων διάσπασης, όπου το σημαντικό στάδιο περιλαμβάνει ένα και μόνο μόριο. Unimolecular L a y e r [Μονομοριακή στοιβάδα] Φυσ. Χημ. Υπέρλεπτο μοριακό στρώμα, το οποίο επικαλύπτει επιφανειακά διάφορα υλικά, με σκοπό την προστασία τους απέναντι σε χημικούς παράγοντες, καθώς και την βελτίωση των μηχανικών ή των ηλεκτρικών τους ιδιοτήτων. Uninterruptible Power Supply (UPS) [Υποστήριξη αδιάλειπτης λειτουργίας] Πλημ. Ειδικός ηλεκτρολογικός μηχανισμός προστασίας της συνεχούς λειτουργίας ενός υπολογιστικού συστήματος. Τροφοδοτείται από ρεύμα και σε περίπτωση διακοπής ρεύματος αναλαμβάνει δράση σε ελάχιστο διάστημα ώστε οι υπολογι-

Unit Cell

στές να μη χάσουν ούτε τα δεδομένα που βρίσκονται τη στιγμή εκείνη στη μνήμη. Union 1 [Ένωση] Μαθημ. Έστω δυο σύνολα Α και Β τα οποία περιέχουν οποιαδήποτε μαθηματικά αντικείμενα. Ένωση των Α και Β, συμβολικά AUB, είναι ένα τρίτο σύνολο τέτοιο ώστε για κάθε xeAUB=>xeA ή xeB. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να οριστεί η ένωση περισσότερων από δύο, πεπερασμένου ή άπειρου πλήθους, συνόλων ομοειδών αντικειμένων. Union 2 [Ενωση] Πλημ. Στις γλώσσες προγραμματισμού (πχ C) έτσι αναφέρεται μια δομή δεδομένων που αποτελείται από δεδομένα κάθε τύπου (ακόμα και άλλων ενώσεων) αλλά δεσμεύει στη μνήμη τόσο χώρο όσο απαιτεί το μεγαλύτερο από αυτά και επεξεργάζεται με ένα δεδομένο κάθε φορά. Union 3 [Ενωση] Στατ. Για δύο ασταθή σύνολα η ένωση τους είναι η ένωση των στοιχείων τους με συνάρτηση συμμετοχής που για κάθε στοιχείο της ένωσης έχει σαν τιμή τη μεγαλύτερη από τις 2 τιμές των αντίστοιχων τμηματικών συναρτήσεων συμμετοχών. Unipolar [Μονοπολικός] Ηλεκ. Αυτός που έχει μια μόνο διεύθυνση πύλο ή πολικότητα. Unipolar R e t u r n To Zero (UPRZ) [Μονοπολικές με επιστροφή στο 0] Επικοιν. Τύπος διαμόρφοχτης με μια μη μηδενική αλλαγή (μονοπολικός). Έτσι στο) δεν αντιστοιχεί παλμός ενώ στο 1 αντιστοιχεί παλμός μισού bit (στην αρχή του bit). Unipole [Ομόπολη] Ηλεκτμομαγν. Περίπτωση κατά την οποία εκπέμπει και λαμβάνει ομοιόμορφα από όλες τις διευθύνσεις υποθετική κεραία. Uniprocessor [Μονοεπεξεργαστής] Ηλεκτμ. Υπολ Στον χώρο της πληροφορικής με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής που διαθέτει μόνον μία κεντρική μονάδα επεξεργασίας, οπότε όλ.α τα λογισμικά προγράμματα εκτελούνται σειριακά, χωρίς δηλαδή να υπάρχει η δυνατότητα παράλληλης επεξεργασίας. Unique Factorization T h e o r e m [Θεώρημα μονοσήμαντης παραγοντοποίησης] Μαθημ. Αποδεικνύεται ότι για κάθε θετικό ακέραιο αριθμό υπάρχει η παραγοντοποιημένη μορφή του σε γινόμενο πρώτων αριθμών και αυτή η παραγοντοποίηση είναι μοναδική. Uniquely Decipherable Code [Μοναδικά αποκωδικοποιήσιμος κώδικας] Επικοιν. Ένας κώδικας λέγεται έτσι αν κάθε πεπερασμένη ακολ.ουθία χαρακτήρων του κώδικα αντιστοιχεί το πολύ σε ένα μήνυμα. Συνήθως επιτυγχάνεται αν απαιτηθεί να μην υπάρχει κομμάτι κώδικα σαν πρόθεμα μιας άλλης κωδικής λέξης (όλες οι καταστάσεις διακριτές). Unit [Μονάδα] Μηχ. Είναι μία προκαθορισμένη, γενικώς αποδεκτή ποσότητα, που χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης για την μέτρηση των διαφόρων μεγεθών. Έτσι το βάρος, το μήκος, ο όγκος, ο χρόνος αλλά και όλα τα άλλα φυσικά μεγέθη έχουν τις δικές τους μονάδες μέτρησης. Ένα σύνολο μονάδων, οι οποίες έχουν εκλεγεί κατάλληλα για να συνδέονται τα διάφορα φυσικά μεγέθη, αποτελεί ένα σύστημα μονάδων. Unit Ball [Μοναδιαία μπάλα] Μαθημ. Έστω ένας μετρικός χώρος (Ε, d) και α τυχαίο σημείο του χώρου. Ορίζεται ως μοναδιαία μπάλα με κέντρο το α το σύνολο όλων των σημείων x του Ε για τα οποία ισχύει d(x,a) <1.Συμβολικά έχουμε : Β(α,1)={χ € Ε ; d(x,a)
Unit Circle

- 1414-

Ένας κρύσταλλος θεωρείται ότι σχηματίζεται με τη συνεχόμενη περιοδική επανάληψη της μοναδιαίας κυψελίδας του στο χώρο. Η στοιχειώδης κυψελίδα ορίζεται από τρία μοναδιαία διανύσματα τα οποία βρίσκονται στις τρεις διευθύνσεις που ορίζουν κάθε φορά το κρυσταλλικό πλέγμα. Unit Circle [Μοναδιαίος κύκλος] Μαθημ. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων (x,y) του επιπέδου που ικανοποιούν την εξίσωση (χ-χο)" + (y-yo)2=l, όπου (χ0, y<j) το κέντρο του γεωμετρικού τόπου, ονομάζεται μοναδιαίος κύκλος. Unit Element [Μοναδιαίο στοιχείο] Μαθημ. Έστω ένας αντιμεταθετικός δακτύλιος R. Μοναδιαίο στοιχείο, συμβολικά 1, του R ονομάζεται το ταυτοτικό στοιχείο του πολλαπλασιασμού για το οποίο ισχύει η σχέση l*x=xl=x για κάθε στοιχείο x του δακτυλίου R. Unit Fraction [Μοναδιαίο κλάσμα] Μαθημ. Κάθε κλάσμα για το οποίο ο παρονομαστής είναι ελεύθερος να πάρει κάθε τυχαία τιμή, εκτός από μηδέν, ενώ ο αριθμητής είναι σταθερά ίσος με τη μονάδα. Unit Magnetic Pole [Μονάδα μαγνητικού πόλου] Ηλεκτμομαγν. 'ίση με αυτή ισοδύναμων πόλων που ασκούν μεταξύ τους δύναμη μιας δίνης όταν βρίσκονται σε απόσταση ενός εκατοστού φυσική μονάδα μαγνητικού πόλου. Unit O p e r a t o r [Μοναδιαίος τελεστής] Μαθημ. Σε σύνολο Χ που ικανοποιεί τις ιδιότητες ομάδας, σώματος, δακτυλίου κ.λ.π. ορίζεται ως μοναδιαίος τελεστής ένα στοιχείο του συνόλου το οποίο συνήθως συμβολίζεται 1. Η ιδιότητα που ικανοποιεί ο μοναδιαίος τελεστής είναι l(x)=x για κάθε χ που ανήκει στο σύνολο Χ. Unit S p h e r e [Μοναδιαία σφαίρα] Μαθημ. Έστω ένας μετρικός χώρος (E,d) και α τυχαίο σημείο του χώρου αυτού. Μοναδιαία σφαίρα με κέντρο το α ονομάζεται το σύνολο των στοιχείων x του Ε τα οποία απέχουν ακριβώς 1 μονάδα από το α. Συμβολικά είναι το σύνολο S(a,l)=(xe Ε :d(x,a)=l). Unit Stress [Μονάδα τάσης] Μηχ. Εκφραζόμενη σε μονάδες δύναμης ανά μονάδα επιφάνειας ενεργούς τομής κάποιας περιοχής στην οποία εφαρμόζεται η τάση, μονάδα τάσης. Unit System [Σύστημα μονάδων] Φυσ. Σύστημα μονάδων, όπως π. χ. είναι το S.I. ή το cgs, από το οποίο μπορούν να εξαχθούν αυτοσυνεπώς άλλες πιο σύνθετες φυσικές μονάδες. Unit T a n g e n t [Μοναδιαία εφαπτομένη] Μαθημ. Έστω ένα επίπεδο Ρ και ένα σημείο Α του Ρ. Στο εςοαπτόμενο επίπεδο Ρ' του Ρ στο σημείο Α ορίζεται η μοναδιαία εφαπτομένη να είναι το διάνυσμα που ανήκει στο Ρ \ έχει αρχή το Α και μήκος τη μονάδα. Unit Vector [Μοναδιαίο διάνυσμα] Μαθημ. Έστω ένα τυχαίο διάνυσμα σε οποιοδήποτε σύστημα συντεταγμένων. Ονομάζεται μοναδιαίο διάνυσμα αν έχει μήκος ίσο με τη μονάδα όπως αυτή έχει οριστεί για το συγκεκριμένο σύστημα συντεταγμένων. Unitarity Condition [Συνθήκη μοναδιαίου] Πυμην. Φυσ. Ιδιότητα του πίνακα σκέδασης σύμφωνα με την οποία είναι για κάθε φυσική διεργασία μοναδιαίος αφού κάθε σύστημα πρέπει να φτάνει σε μια τελική κατάσταση με πιθανότητα μονάδα. Unitary Decuplet [Μοναδιαία δεκάδα] Πυμην. Φυσ. Σχηματισμός στο επίπεδο σε συμμετρική μορφή δέκα αδρονίων σύμφωνα με τις τιμές του ισοσπίν τους και του υπερφορτίου τους. Unitary G r o u p [Μοναδιαία ομάδα] Μαθημ. Ένα σύνο-

λο γραμμικών μετασχηματισμών που ικανοποιεί τις ιδιότητες της ομάδας, ορισμένο πάνω σε έναν διανυσματικό χώρο V πεπερασμένης διάστασης. Απαραίτητη προϋπόθεση για έναν γραμμικό μετασχηματισμό ώστε να ανήκει στην ομάδα είναι αυτός να είναι μοναδιαίος στον χώρο V. Unitary M a t r i x [Μοναδιαίος πίνακας] Μαθ 1. Σε έναν χώρο πινάκων Π ν ν ορίζεται ως μοναδιαίος ο τετραγωνικός ν'ν πίνακας Ιν= (α^), συμβολίζεται απλά I όταν δεν υπάρχει πρόβλημα σύγχυσης, όπου aij=0 όταν ιφ] και ctij= 1 όταν i=j. 2. Ένας πίνακας Α ορισμένος στο σύνολο C των μιγαδικών αριθμών ονομάζεται μοναδιαίος εάν Αχ Α =1. Ως Α* ορίζεται ο πίνακας που είναι ο συζυγής μιγαδικός και αντίστροφος του Α. Unitary Module [Μοναδοειδές πρότυπο] Μαθημ. Έστω ένας δακτύλιος R και μια αβελιανή ομάδα Μ τέτοια ώστε να είναι αριστερό πρότυπο (L-module) ή δεξί πρότυπο (R-module) του R. Αν ο δακτύλιος έχει μοναδιαίο στοιχείο 1 για το οποίο ισχύει α*1=α (για Lmodule) ή 1><α=α (για R-module) για κάθε a e M τότε το Μ ονομάζεται μοναδοειδές αριστερό ή δεξί αντίστοιχα πρότυπο. Unitary O p e r a t o r [Μοναδιαίος τελεστής] Μαθίΐμ. Μαθηματικός τελεστής, ο οποίος διατηρεί το εσωτερικό γινόμενο δύο συναρτήσεων. Βασικό χαρακτηριστικό ενός τέτοιου τελεστή είναι ότι η επίδρασή του πάνω σε μία μαθηματική συνάρτηση αφήνει την τελευταία αμετάβλητη. Για να είναι ένας τελεστής μοναδιαίος, θα πρέπει να υπάρχει ταύτιση μεταξύ του αντίστροφου και του συζηγή του. Unitary Space [Μοναδιαίος χώρος] Μαθημ. Κάθε μιγαδικός χώρος στον οποίο ορίζεται για κάθε ζεύγος στοιχείων του α=(αι,...,ακ) και β=(β2>··.,βκ) το γινόμενο α · β =α,βι+...+ακβ κ , το οποίο ικανοποιεί τις ιδιότητες του εσωτερικού γινομένου. Unitary Symmetry [Μοναδιαία συμμετρία] Πυμην. Φυσ. Στοιχειωδο')ν σωματιδίων συμμετρία η οποία ικανοποιείται από τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις σύμφωνα με την οποία τα στοιχειώδη σωμάτια κατατάσσονται σε πολλαπλότητες των π. χ. 1, 8, 10 ή 27 σωματιδίων κάθε μια εκ των οποίων θεωρείται σαν διαφορετική κατάσταση του ίδιου σωματιδίου. Unitary T r a n s f o r m a t i o n [Μοναδιαίος μετασχηματισμός] Μαθημ. Έστω ένας διανυσματικός χώρος V εφοδιασμένος με μια νόρμα ||*|| και ένα εσωτερικό γινόμενο ('). Κάθε γραμμικός μετασχηματισμός Γ επί του V ο οποίος αφήνει αμετάβλητη τη νόρμα και το εξωτερικό γινόμενο ονομάζεται μοναδιαίος. Univalent [Μονοσθενής] Χημ. Χημικό είδος του οποίου το σθένος είναι μονάδα. Ο χαρακτηρισμός μονοσθενής αποδίδεται και σε κατηγορίες οργανικών ενώσεων, τονίζοντας την παρουσία μίας χαρακτηριστικής ομάδας στο μόριο της ένωσης, Univariant System [Μονομεταβλητό σύστημα] Φυσ. Χημ. Φυσικοχημικό σύστημα το οποίο, σύμφωνα με τον κανόνα των φάσεων, παρουσιάζει έναν μόνο βαθμό ελευθερίας. Αν r είναι ο αριθμός των συστατικών του μονομεταβλητού συστήματος και φ ο αριθμός των φάσεων που βρίσκονται σε ισορροπία (φυσικές καταστάσεις), τότε θα πρέπει να ισχύει ότι Γ+2-φ=1. Univariate Analysis [Ανάλυση μιας μεταβλητής] Στατ. Αν και είναι μαθηματικός όρος συναντιέται συχνότερα στη στατιστική και δηλώνει την μαθηματική ανάλυση των χώρων πιθανότητας με συναρτήσεις μιας μεταβλητής.

- 1415Universal [Συμπαντικός] Αστρον. Επίθετο που χρησιμοποιείται yta να χαρακτηρίσει έννοιες οι οποίες είναι σχετικές με το σύμπαν. Universal Algebra [Γενική άλγεβρα] Μαθημ. 1. Ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τα σύνολα για τα οποία έχουν οριστεί ιδιότητες έτσι ώστε να ορίζονται οι ομάδες, οι δακτύλιοι και τα σώματα. Η θεωρία συνόλων είναι η βάση της γενικής άλγεβρας αλλά και το κυριότερο εργαλείο της στην διατύπωση, απόδειξη και σύγκριση των θεωρημάτων που αφορούν στις ομάδες, τους δακτυλίους και τα σώματα. 2. [Καθολική άλγεβρα] Μαθημ. Ένα σύνολο Κ μαζί με ένα (πιθανά άπειρο) σύστημα ν- δικών πράξεων Κ ν -> Κ συνήθως οργανωμένα σε ομάδες, δακτύλιους, συνδέσμους, γραμμικούς χώρους κτλ. Σχετικοί και οι όροι απόλυτη άλγεβρα (Abstract Algebra), καθολική άλγεβρα (Kalholic Algebra), Grassmannian Algebra. Universal Q u a n t i f i e r [Καθολικός ποσοδείκτης] Μαθημ. To σύμβολο " ανήκει στην κατηγορία των ποσοδεικτών των μαθηματικών προτάσεων και ονομάζεται καθολικός ποσοδείκτης. Διαβάζεται 'για κάθε' και όταν γράφεται σε μια πρόταση 4Ηχ' σημαίνει πως για ολόκληρο το σύνολο των x μαθηματικών αντικειμένων ικανοποιείται η ιδιότητα που αναφέρεται στην πρόταση. Universal Resource Locator (URL) [Παγκόσμια αναφορά θέσης] Επικοιν. Κάθε χρήστης του παγκόσμιου ιστού του διαδικτύου (World Wide Web) έχει μια μοναδική διεύθυνση αναγνώρισης. Ιδιαίτερα σαν URL αναφέρεται η διεύθυνση του εξυπηρετητή του χρήστη που καταχωρείται και σε ειδικούς οργανισμούς. Αποτελείται από 4 πεδία με αριθμούς 0 - 255 αλλά πάντα έχει δοθεί και ένα συμβολικό όνομα. Universal Serial Bus (USB) [Γενικός σειριακός φορέας] Πλημ. Πρόσφατο πρότυπο ενοποίησης σύνδεσης ως 128 εξωτερικών συσκευών σε μια σειρά Ουρών που σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική ATM οδήγησε σε μια πιο ορθολογική διαχείριση του διαθέσιμου χώρου των Η/Υ. Universal Set [Καθολικό σύνολο] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ ορισμένο σε ένα δεδομένο πρόβλημα. Αν το Χ περιέχει όλα τα άλλα σύνολα που εμφανίζονται στο πρόβλημα τότε ονομάζεται καθολικό σύνολο. Universal Time (UT) [Παγκόσμιος χρόνος] Αστρον. Ο χρόνος της ατράκτου του αστεροσκοπείου του Γκρήνουιτο. Universal Time 0 (UT0) [Παγκόσμιος χρόνος] Αστρον. Αν ο χρόνος UT διορθωθεί κατά την σχετική στροφή της γης δίνει τον χρόνο UT0. Universal Time 1 (UT1) [Παγκόσμιος χρόνος 1] Αστρον. Αν ο χρόνος UT0 διορθωθεί σχετικά με την ακριβή θέση του πόλου πάνα) στο γήινο φλοιό δίνει τον UT1 που μετρά τη γωνία στροφής της γης (που επηρεάζεται από τις μεταβολές) με βάση αστρονομικές παρατηρήσεις για αστρονομικές ή ναυτιλιακές αναφορές. Είναι μερικές φορές ο χρόνος που δίνουν άλλα αστεροσκοπεία εκτός του Γκρήνουιτς. Universal Time 2 (UT2) [Παγκόσμιος χρόνος 2] Αστρον. Ιΐροκύπτει από τον UT1 αν διορθώσουμε με βάση εποχικές παρατηρήσεις για την περιστροφή της γης που επηρεάζεται από την ελάττωση της στροφορμής της, ατμοσφαιρικά φαινόμενα κτλ. Universal Time Coordinated (UTC) [Παγκόσμιος συντεταγμένος χρόνος] Αστρον. Χρόνος όπως τον μετράνε ατομικά ρολόγια και χρησιμοποιεί το Διεθνές

Unnilquadium

Γραφείο Μέτρων και Σταθμών με ακρίβεια nscc και δεν έχει σχέση με αστρονομικά συστήματα και χρησιμοποιείται από GPS δορυφόρους. Universality [Παγκοσμιότητα] Φυσ. Περίπτωση φυσικής υπόθεσης σύμφωνα με την οποία οι κρίσιμοι εκθέτες ευρείας ομάδας υλικών με ποικίλα χαρακτηριστικά είναι ίδιοι και παρουσιάζουν εξάρτηση μονό από τις μικροσκοπικές ιδιότητες των υλικών. Universality Class [Ομάδα παγκοσμιότητας υλικών] Φνσ. Με τους ίδιους κρίσιμους εκθέτες ευρεία ομάδα υλικών. Αυτή η περίπτωση προκύπτει από την υπόθεση της παγκοσμιότητας. Universe [Σύμπαν] Αστρον. Όλος ο κόσμος, χωρίς ευκρινή χωρικά και χρονικά όρια, καθώς και με άπειρες επιλογές ως προς τον τρόπο εξέλιξής του. Αυτή η μεγαλειώδης χωροχρονική οντότητα, η οποία περιλαμβάνει ένα αμέτρητο πλήθος ουρανίων σωμάτων, πιστεύεται ότι προήλθε από μια ασύλληπτη έκρηξη, η οποία συνέβη πριν από 10 έως 20 δισεκατομμύρια χρόνια. Unix [λειτουργικό σύστημα Unix] Πληρ. Λειτουργικό σύστημα γενικού σκοπού για Η/Υ με δυνατότητες δικτύωσης και πολυεπεξεργασίας. Είναι αρκετά παλιό και γραμμένο σε γλώσσα C αλλά και συνήθως προσαρμοσμένο στον εκάστοτε επεξεργαστή. Έτσι σταδιακά επεκτάθηκε και στους μικροϋπολογιστές και ανέπτυξε πολλές δυνατότητες ενώ παράλληλα ανταγωνίστηκε τη ανάπτυξη των τοπικών δικτύων με τα οποία συνυπάρχει πλέον. Unknown [Αγνωστος] Μαθημ. Το γράμμα που βρίσκεται μέσα στις εξισώσεις συμβολίζοντας την άγνωστη ποσότητα της οποίας αναζητείται η λύση. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται γι'αυτύν το συμβολισμό το γράμμα χ και λιγότερο τα y,z,w. Unlock [Ξεκλείδωμα] Πληρ. Λειτουργία που απαιτεί τη χρήση ειδικού λογισμικού ή και άλλων μεθόδων για την εμφάνιση των περιεχομένων ενός αρχείου ή ενός συστήματος αρχείων και προγραμμάτων. Συνήθως γίνεται με τη χρήση κάποιων κωδικών και ταυτόχρονη αποκωδικοποίηση ή και αποσυμπίεση των περιεχομένων. Unnilexium [Ουνιλέξιουμ] Χημ. Ημιεπίσημη ονομασία για το υπερουράνιο στοιχείο με ατομικό αριθμό 106. Ανακαλύφθηκε το 1974, το ατομικό του βάρος είναι 263 και η ηλεκτρονική του δομή [Rn]5f 14 6d 4 7s 2 . Το σταθερότερο ισότοπο του έχει χρόνο ημιζωής 20 δευτερόλεπτα. Για το στοιχείο έχει προταθεί μεταξύ άλλων και η ονομασία σημπόργκιο με σύμβολο Sb, χωρίς όμως η διεθνής κοινότητα να το έχει αποδεχτεί στο σύνολο της. Unnilpentium [Ουνιλπέντιουμ] Χημ. Ημιεπίσημη ονομασία του υπερουράνιου χημικού στοιχείου με ατομικό αριθμό 105. Το στοιχείο ανακαλύφθηκε το 1970 και έχει μέσο ατομικό βάρος 262. Δομικά έχει την ηλεκτρονική δομή (Rn]5f 14 6d 7s 2 και είναι γνωστά εννέα ισότοπά του, από τα οποία τα σταθερότερα έχουν χρόνο υποδιπλασιασμού 34 και 27 δευτερόλεπτα αντίστοιχα. Είναι επίσης γνωστό με το όνομα χάνιο (Πα). Unnilquadium [Ουνιλκουάντιουμ] Χημ. Ονομασία του χημικού στοιχείου με ατομικό αριθμό 104, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1969. Το στοιχείο έχει μέσο ατομικό βάρος 261, την ηλεκτρονική δομή [Rn]5f 14 6d 2 7s 2 , ενώ είναι γνωστά 13 ισότοπα αυτού, το σταθερότερο από τα οποία έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 65 δευτερόλεπτα. Επίσημά του αποδίδονται και οι ονομασίες ραδερφόρδιο (Rf) και δούβνιο (Db).

Unnilseptium

- 1416-

Unnilseptium [Ουνιλέπτιουμ] Χημ. Ημιεπίσημη ονομασία του υπερουράνιου στοιχείου με ατομικό αριθμό 107. Το στοιχείο ανακαλύφθηκε το 1976, έχει μέσο ατομικό βάρος 262, ενώ η ηλεκτρονική του δομή δεν είναι γνωστή. Είναι γνωστά τέσσερα ισότοπά του, από τα οποία το σταθερότερο έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 0,44 δευτερόλεπτα. Είναι γνωστό και με τις ονομασίες νιλσμπόριο (Ns) και μπόριο (Bh). U n n u m b e r e d Acknowledgement (UA) [Απόκριση χωρίς αριθμό] Επικοιν. Πλαίσιο απάντησης που επιβεβαιώνει τη λήψη αντίστοιχου πεδίου εντολής επικοινωνίας του Χ.25. U n n u m b e r e d F r a m e [Πλαίσιο χωρίς αριθμό] Επικοιν. Πλαίσια του πρωτοκόλλου Χ.25 χωρίς απαριθμητές και πεδίο πληροφορίας που συντελούν για να δηλώσουν την έναρξη και το πέρας της λογικής σύνδεσης τερματικού και κέντρου. Η ομάδα περιλαμβάνει τα SABM, DISC, UA, DM, FRMR (το μόνο με πεδίο πληροφορίας). Unpack [Ξεπακετάρισμα] Πλημ. Η λειτουργία κατά την οποία ένα πρόγραμμα συνήθως κομμένο σε κομμάτια για ευκολότερη μεταφορά και φόρτωση στη μνήμη που έχει από πριν συμπιεστεί, τώρα μεταφέρεται στο δίσκο προορισμού για συγκόλληση και εγκατάσταση. Unpolarized Light [Μη πολωμένο φως] Οπτικ. Με τυχαίο προσανατολισμό πόλωσης και συνεπώς τυχαίο προσανατολισμό και των διανυσμάτων του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου είδος φωτός. Unpolarized Particle Beam [Μη πολωμένη δέσμη σωματιδίων] Φνσ. Με τυχαίο προσανατολισμό σπιν είδος δέσμης σωματιδίων. Unprotect [Αποπροστασία] Πληρ. Όμοια με το ξεκλείδωμα (Unlock) αλλά συνήθως αναφέρεται σε αρχεία μη εκτελέσιμα πχ κείμενα. U n s a t u r a t e d [Ακόρεστος] Φνσ. Χημ. Οποιοδήποτε χωρίς τη μέγιστη δυνατή ποσότητα ενός συστατικού διάλυμα το οποίο συνεπώς μπορεί να διαλύσει επιπλέον από το ίδιο συστατικό. Unsaturated Bond [Ακόρεστος δεσμός] Χημ. Χημικός δεσμός που αποτελείται από δύο ή τρία κοινά ζεύγη ηλεκτρονίων, συνδέοντας δύο άτομα και χαρακτηρίζεται αντίστοιχα διπλός ή τριπλός δεσμός. Σε κάθε ακόρεστο δεσμό δημιουργείται απαραίτητα μία σύνδεση σ τύπου, καθώς και μία ή δύο συνδέσεις π τύπου. Παραδείγματα ακόρεστων δεσμών συναντούνται κυρίως στην Οργανική Χημεία. Unsaturated C o m p o u n d [Ακόρεστη ένωση] Ομγ.Χημ. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κάθε οργανικής φύσης ένωση, η οποία περιέχει στο μόριό της τουλάχιστον έναν ακόρεστο δεσμό που να συνδέει άτομα άνθρακα. Η παρουσία ακόρεστου δεσμού μεταξύ άνθρακα και άλλου ατόμου, όπως οξυγόνο ή άζωτο δεν καθιστά την χημική ένωση ακόρεστη. Unsaturated Fats [Ακόρεστα λίπη] Ομγ.Χημ. Η χημική αυτή κατηγορία αφορά στους τριεστέρες της γλυκερόλης με ακόρεστα λιπαρά οξέα, όπως ελαϊκό και το λινελαϊκό, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους 4-20 άτομα άνθρακα. Οι εστέρες αυτοί είναι τα βασικά συστατικά των ζωικών και φυτικών λιπών και των ελαίων. Στα έλαια η περιεκτικότητα σε ακόρεστα φτάνει το 90%, ενώ στα λίπη περιορίζεται σε ποσοστά της τάξης του 50%. Unsaturated Fatty Acid [Ακόρεστο λιπαρό οξύ] Ομγ. Χημ. Κάθε καρβοξυλικό οξύ με ευθεία ανθρακική αλυσίδα αποτελούμενη από 4 έως 20 άτομα άνθρακα, κύ-

ριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η παρουσία ενος ή και περισσοτέρων ακόρεστων δεσμών μεταξύ των ανθράκων. Λόγω της παρουσίας ακόρεστων δεσμών, τα οξέα αυτά έχουν μεγάλη διαλυτότητα σε πολικούς διαλύτες. Συμμετέχουν στο σχηματισμό των λιποειδών. Unsaturated H y d r o c a r b o n s [Ακόρεστοι υδρογονάνθρακες] Ομγ.Χημ. Οργανικές ενώσεις αποτελούμενες από άτομα άνθρακα και υδρογόνου, των οποίων το κύριο δομικό χαρακτηριστικό είναι η παρουσία ενός ή και περισσοτέρων ακόρεστων δεσμών μεταξύ ατόμων άνθρακα. Λόγω της παρουσίας των ακόρεστων δεσμών παρουσιάζουν μεγάλη χημική δραστικότητα, σε σχέση με τους κορεσμένους υδρογονάνθρακες. Κυριότερες κατηγορίες ακόρεστων υδρογονανθράκων είναι τα αλκένια, τα αλκίνια και τα αλκαδιένια. Unsaturated Solution [Ακόρεστο διάλυμα] Χημ. Διάλυμα στο οποίο δεν έχει διαλυθεί η μέγιστη ποσότητα διαλυμένης ουσίας που μπορεί να διαλύσει ο διαλύτης, η τιμή της οποίας υπαγορεύεται από τη διαλυτότητα της ουσίας στο συγκεκριμένο διαλύτη στη θερμοκρασία του διαλύματος. Σε κάθε ακόρεστο διάλυμα μπορεί να διαλυθεί και άλλη ποσότητα ουσίας, μέχρι αυτό να καταστεί κορεσμένο. Unsaturation [Ακορεστότητα] Χημ. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα διάλυμα, το οποίο δεν περιέχει την μέγιστη ποσότητα διαλυμένης ουσίας που υπαγορεύει η διαλυτότητα αυτής στο διαλύτη. Ανάλογα με το βαθμό ακορεστότητας, μπορεί να διαλυθεί και άλλη ποσότητα ουσίας μέχρι την κατάσταση κορεσμού. Unsaturation [Ακορεστότητα] Ομγ.Χημ. Κατάσταση που χαρακτηρίζει μία ακόρεστη οργανική ένωση λόγω της παρουσίας στο μόριό της κάποιου ή κάποιων ακόρεστων δεσμών μεταξύ ατόμων άνθρακα. Ο βαθμός ακορεστότητας της ένωσης μπορεί να μειωθεί ή και να μηδενιστεί με αντιδράσεις προσθήκης στους ακόρεστους δεσμούς. Unscrampler [Αποπεριπλέκτης] Επικοιν. Αντίστροφη διαδικασία του περιπλέκτη (8οΓαιυρ1ΰΓ),δες και Descramplcr. Unshaked Region [Ασειστη περιοχή] Πολ. Μηχ. Είναι μία γεωγραφική περιοχή η οποία δε σείεται είτε από κοντινούς και αυτόχθονες σεισμούς, είτε από μακρινούς και αλλόχθονες σεισμούς. Unshielded Twisted P a i r (UTP) [Αθωράκιστο συνεστραμμένο ζεύγος] Επικοιν. Τύπος χάλκινων καλωδίων που χρησιμοποιείται κατά κόρον στα τοπικά δίκτυα. Συνήθως 4 ζεύγη χωμένα σε εξωτερικό βραδύκαυστο τουλάχιστον περίβλημα. Εξασθενίζουν το σήμα αλλά είναι και αρκετά φτηνά. Unsigned C h a r [Μη προσεσημασμένος χαρακτήρας] Πλημ. Στο αλφάβητο ASCII ένας χαρακτήρας μπορεί να πάρει μια ακέραια τιμή από 0 ως 255. 'Ετσι κατ' επέκταση σαν μη προσεσημασμένους έχουμε τους ακέραιους απόλυτους αριθμούς από 0 ως 255. Unsigned Integer [Ακέραιος χωρίς πρόσημο] Μαθημ. Κάθε ακέραιος αριθμός ο οποίος βρίσκεται πάνω ή δεξιά του μηδενός στην ευθεία των πραγματικών και αναπαριστάται χωρίς τη χρήση πρόσημου. Unsigned Integer [Μη προσεσημασμένος ακέραιος] Πλ.ημ. Υπάρχουν 3 είδη απόλυτων ακεραίων: μικροί ακέραιοι (από 0 ως 255), ακέραιοι (από 0 ως 65676) και μεγάλοι ακέραιοι (από 0 ως 4294967295). Unsigned N u m b e r [Μη προσεσημασμένος αριθμός] Μαθημ. Ένας αριθμός χωρίς πρόσημο ταυτίζεται με

- 1417την απόλυτη τιμή του. Unsigned Real [Μη προσεσημασμένος πραγματικός] Πληρ. Υπάρχουν 2 κύρια είδη που το μέγεθος τους εξαρτάται κύρια από τη δυναμική της μηχανής και το μέγεθος της λέξης μνήμης: πραγματικοί απλής υποδιαστολής (τάξης περίπου ΙΟ38) και διπλής (Double) υποδιαστολής (τάξης ως ΙΟ4096) βασισμένες στις αντίστοιχες αριθμητικές απλής και διπλής υποδιαστολής. Unsigned Real N u m b e r [Πραγματικός αριθμός χωρίς πρόσημο] Μαθημ. Κάθε πραγματικός αριθμός ο οποίος εμφανίζεται σε μαθηματικές εκφράσεις χωρίς το πρόσημο του. Κατά γενική παραδοχή ένας τέτοιος αριθμός είναι πάντα θετικός και γράφεται με αυτόν τον τρόπο για λόγους ευκολίας. Unspecified Bit R a t e Services (UBR Services) [Υπηρεσίες ακαθόριστου ρυθμού] Επικοιν. Υπηρεσίες που προσφέρουν τα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων ATM με μικρές απαιτήσεις εξυπηρέτησεις άρα απώλεια προτεραιότητας και ποιότητας εξυπηρέτησης. Unstable [Ασταθής] Φυσ. Περίπτωση σωματιδίου όπως π.χ. κατάσταση ραδιενεργού πυρήνα ο οποίος είναι ικανός να εκπέμψει σωμάτιο αυθόρμητα και συνεπώς να αλλάξει η φυσική του κατάσταση. Unstable [Μηχανισμός] Πολ. Μηχ. Είναι η κατάσταση όπου περιέρχεται μία κατασκευή η οποία χάνει την ισορροπία της. Δηλαδή μία κατασκευή είναι μηχανισμός όταν οι δεσμευμένοι βαθμοί ελευθερίας των στηρίξεών της είναι λιγότεροι από τις εξισώσεις ισορροπίας που τη διέπουν. Γενικότερα κατά τη διαδικασία αύξησης του φορτίου μίας κατασκευής, αυτή μπορεί να χάσει την ευστάθειά της και να μετατραπεί σε μηχανισμό, εάν σχηματισθούν περισσότερες αρθρώσεις από όσες επιτρέπει ο βαθμός υπερστατικότητάς της. Unstable E q u i l i b r i u m [Ασταθής ισορροπία] Μηχ. Φυσική περίπτωση οποιαδήποτε εκτροπή από την οποία π. χ. με την εφαρμογή ροπής ή δύναμης, τείνει να αυξηθεί απεριόριστα. Unstable G r a p h [Ασταθής γράφος] Μαθημ. Έστω ένας γράφος G, με Α το σύνολο ισομορφισμών φ από τον G στον G, από τον οποίο αφαιρείται μια ακμή έτσι ώστε να παραχθεί ο γράφος G' με Α' το αντίστοιχο σύνολο ισομορφισμών (p':G'-»G'. Ο γράφος G θα καλείται ασταθής αν ισχύει Α'<ΧΑ οποιαδήποτε ακμή κι αν αφαιρεθεί. Unstable Particle [Ασταθές σωμάτιο] Πυρην. Φυσ. Περίπτωση κατά την οποία στοιχειώδες σωμάτιο μπορεί να αυτό - υποβληθεί σε αυθόρμητες μεταβολές όπως π.χ. να εκπέμψει άλλο σωμάτιο με αυτόματη αλλαγή των φυσικών του ιδιοτήτων όπως είναι η μάζα ή το φορτίο του. Unsteady Flow [Μη σταθερή ροή] Μηχ. Ρευστ. Περίπτωση με εξαρτώμενες από το χρόνο φυσικές ιδιότητες ροής. Unsteady State [Μη σταθερή κατάσταση] Τεχνολ. Περίπτωση φυσικού συστήματος του οποίου αλλάζουν συναρτήσει του χρόνου τόσο η σύνθεση όσο και η θερμοκρασία λόγω πολυφασικής διάχυσης Unsteady - State Flow [Μη σταθερή κατάσταση ροής] Μηχ. Ρευστ. Περίπτωση κατά την οποία σαν συνάρτηση του χρόνου αλλάζει τυχαία ή περιοδικά ο ρυθμός μίας συγκεκριμένης φάσης ροής. Update [Ενημέρωση] Πληρ. 1. Μια από τις 4 βασικές πράξεις που εκτελούνται σε μια βάση δεδομένων. Μία εγγραφή ανασύρεται από τη βάση και τα περιεχόμενα της μεταβάλλονται. 2. Όρος που αναφέρεται στην πα-

Upstream Face

ραγωγή νέων βελτιωμένων εκδόσεων κάποιου προγράμματος και συνήθως χαρακτηρίζεται από ένα αύξοντα κωδικό αριθμό. Upflow [Ανοδική ροή] Αναλ.Χημ. Όρος που χρησιμοποιείται στη χρωματογραφία και αφορά στη ροή του συστήματος έκλουσης, το οποίο εισέρχεται στη διαχωριστική στήλη από τη βάση με φορά προς την κορυφή της στήλης. U p g r a d e [Αναβάθμιση] Πληρ. Όρος που αναφέρεται στην αλλαγή υπο>Λ)γιστή με άλλον μεγαλύτερης υπολογιστικής ισχύος. Uplift P r e s s u r e [Ανοδική πίεση] Πολ. Μηχ. Είναι η τάση η οποία έχει μεν διεύθυνση κατακόρυφη αλλά φορά από κάτω προς τα άνω, όπως για παράδειγμα η υπό πίεση στη βάση ενός φράγματος ή για ορισμένη φόρτιση η ανοδική πίεση στη βάση μίας θεμελίωσης ενός κτιρίου. Uplink [Πάνω σύνδεση] Επικοιν. Σύνδεση που συνήθως ορίζεται σε κάθετο επίπεδο πχ μεταξύ ορόφων. Upper Atmosphere [Ανω ατμόσφαιρα] Μετεωρ. Αναφέρεται στο κομμάτι της ατμόσφαιρας πάνω από τα 15 χλμ (τροπόσφαιρα) δηλαδή τα στρώματα στρατόσφαιρα, μεσόσφαιρα και εξώσφαιρα. U p p e r Atmosphere Dynamics [Δυναμική της άνω ατμόσφαιρας] Μετεωρ. Αναφέρεται στα φαινόμενα που συντελούνται στα ανώτερα στρώματα. Εκεί συμβαίνουν κύρια βαρυτικά, θερμοδυναμικό φαινόμενα που η μελέτη τους (πχ φωτοχημεία) βοήθησε στις ασύρματες τηλεπικοινωνίες, διαστημική μηχανική κτλ. Upper Bound [Ανω φράγμα] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ μη κενό, άνω φραγμένο υποσύνολο ενός συνόλου Υ. Ανω φράγμα του Χ στο Υ ονομάζεται κάθε αριθμός y e Υ για τον οποίο ισχύει xj ισχύει ay=0. Upright [Ορθοστάτης] Πολ. Μηχ. Είναι ένας γενικότερος όρος με τον οποίο στις κατασκευές εννοείται κάθε κατακόρυφο στοιχείο, όπως ένα υποστύλωμα για παράδειγμα ή ένας πάσσαλος. Upstream Face [Ανάντη φράγματος] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζεται η πλευρά ενός φράγματος που βρίσκεται από την μεριά των πηγών του ποταμού, δηλαδή από την μεριά που κατέρχεται το νερό

Upward Compatibility

- 1418-

προς το φράγμα. U p w a r d Compatibility [Προς τα πάνω συμβατότητα] Πληρ, Έτσι λέμε την δυνατότητα ένα νεώτερο πρόγραμμα να επεξεργάζεται δεδομένα που έχουν μορφοποιηθεί με παλαιότερες εκδόσεις του (ανάλογα με το λειτουργικό σύστημα). Uracil [Ουρακίλη] Βιοχημ. Οργανική ένωση, μέλος της ομάδας των πυριμιδινικών βάσεων με χημικό τύπο C4H4N2O2. Βρίσκεται σε όλα τα ζωντανά κύτταρα ως συστατικό νουκλεοτίδιων και των ριβοζονουκλεϊνικών οξέων (RNA). Αποτελείται από βελονοειδείς κρυστάλλους πολύ ευδιάλυτους στο ζεστό νερό, και εμφανίζει επαμφοτερίζουσες ιδιότητες. Η επίσημη ονομασία της είναι 2,6 - διοξυπυριμιδίνη. Uralite [Ουραλίτης] Ομυκτ. Αποτελεί μία ψευδομόρφωση αμφιβόλου που συναντάται σε μαγματικά πετρώματα, κυρίως στην περιοχή των Ουραλίων. Η ορυκτολογική του σύσταση είναι δύσκολα προσδιορίσιμη, ενώ οι κρύσταλλοι του έχουν την μορφή πυροξενικών κρυστάλλων. U r a n a t e [Ουρανική ένωση] Χημ. Κάθε ιοντική ένωση του ουρανίου που περιέχει ως αρνητικό χημικό είδος το ουρανικό U042* ή το διουρανικό U 2 0 7 2 " ανιόν. Uranine [Ουρανίνη] Ομγ.Χημ. Οργανικό άλας του νατρίου με χημικό τύπο C 2 oHio0 4 Na 2 και μοριακή μάζα 376,28. Παρασκευάζεται με την επίδραση καυστικού νατρίου στην πολυαρωματική ένωση φθορεσκεΐνη. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία βαφής του μαλλιού και του μεταξιού, δίνοντας στις ίνες μία έντονη κίτρινη απόχρωση. Uraninite [Ουρανινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό άνυδρο οξείδιο του τετρασθενούς ουρανίου, με χημικό τύπο U0 2 . Αποτελείται από μαύρους λαμπερούς κρυστάλλους κυβικού κρυσταλλικού συστήματος, με σκληρότητα 5-6 και πυκνότητα 8-10 g/cm3. Είναι ορυκτό δύστηκτο που απαντά σε γρανιτικά πετρώματα συσσωματωμένο με άλατα του ουρανίου και μετάλλων όπως το ζιρκόνιο, το νιόβιο και το τιτάνιο. Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή διαφόρων ενώσεων του ουρανίου. Uranite [Ουρανίτης ή πισσουρανίτης] Ομυκτ. Είναι φυσικό ραδιενεργό ορυκτό αποτελούμενο κυρίως από διοξείδιο του ουρανίου, ένα από τα κυριότερα ορυκτά του μετάλλου. Μέχρι τον 2° Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η κύρια πηγή του στοιχείου ραδίου, όταν άρχισε η χρήση του στην εξαγωγή ουρανίου για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Αποτελείται από μαύρους κρυστάλλους πυκνότητας 9,5 g/cm3, και σκληρότητας 5,5. U r a n i u m [Ουράνιο) Χημ. Ραδιενεργό χημικό στοιχείο του τομέα f του περιοδικού συστήματος, μέλος της σειράς των ακτινιδών. Συμβολίζεται με U, ενώ έχει ατομικό αριθμό 92 και ατομική μάζα 238. Το φυσικό ουράνιο είναι μίγμα τριών ισοτοπων, του U 9 235 (99,2739 %) με χρόνο ημιζωής 4,51ΤΟ έτη, του U (0,7024 %) με ημιζωή 7,13-10* έτη και του 234U (0,0057 %) με ημιζωή 2,48· ΙΟ5 έτη. Το μέταλλο έχει σημείο τήξεως στους 1090 °C και είναι ιδιαίτερα όλκιμο και ελατό, ενώ απέναντι στα οξέα, τις βάσεις και τον αέρα παρουσιάζει μεγάλη σταθερότητα. U r a n i u m C a r b i d e [Καρβίδιο του ουρανίου] Χημ. Υψηλής τοξικότητας ένωση του ουρανίου με χημικό τύπο UC2 και σημείο τήξεως στους 2500 °C. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο υλικό στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, ενώ παλιότερα χρησιμοποιούταν ως καταλύτης στη βιομηχανική σύνθεση της αμμωνίας.

U r a n i u m Dating [Χρονολόγηση με ουράνιο] Αναλ. Χημ. Μέθοδος προσδιορισμού της ηλικίας ιζηματογενών επικαθίσεων σε θαλάσσια και άλλα περιβάλλοντα, η οποία βασίζεται στην ραδιενεργό διάσπαση των ισοτόπων του ουρανίου και 234U. Η μέθοδος παρέχει αποτελέσματα ακριβείας για περιόδους ηλικίας μεταξύ 100000 και 1200000 ετών και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται για την γεφύρωση του χρονολογικού χάσματος που υπάρχει μεταξύ της μεθόδου χρονολόγησης του I4 C και αυτής του καλίου - αργού. U r a n i u m E n r i c h m e n t [Εμπλουτισμός ουρανίου] Πυμην. Φυσ. Η μέθοδος της σε σχέση με την περιεκτικότητα του ουρανίου - 238 αύξησης της περιεκτικότητας ουρανίου - 235 στο φυσικό ουράνιο. Το φυσικό ουράνιο αρχικά περιέχει 0.7 % ουράνιο - 235. Η μέθοδος στηρίζεται είτε στη διαφορετική μάζα είτε στις φασματικές διαφορές που έχουν τα δυο ισότοπα U r a n i u m H y d r i d e [Υδρίδιο του ουρανίου] Χημ. Λευκή κρυσταλλική ένωση που παραλαμβάνεται από την απευθείας ένωση του μεταλλικού ουρανίου με αέριο υδρογόνο σε θερμοκρασία 300 °C. Έχει πυκνότητα 10,95 g/cm3 και παρουσιάζει μεγάλη τοξικότητα, ενώ χρησιμοποιείται για την παρασκευή άλλων ενώσεων του ουρανίου. U r a n i u m Series [Σειρές ουρανίου] Πυμην. Φυσ. Οι προκύπτουσες με φυσικό τρόπο τρεις σειρές ραδιοϊσοτόπων που αρχίζουν με το ουράνιο - 238 και τελειώνουν στο μόλυβδο - 206. Η μετάβαση από το ένα στοιχείο στο άλλο γίνεται μέσω άλφα και βήτα διασπάσεων. U r a n i u m Trioxide [Τριοξείδιο του ουρανίου] Χημ. Ερυθροκίτρινη κρυσταλλική ένωση του ουρανίου με χημικό τύπο U0 3 , η οποία παρασκευάζεται με πύρωση αλάτων του μετάλλου παρουσία οξέων. Διαλύεται εύκολα σε ανόργανα οξέα και βάσεις παρουσιάζοντας ιδιότητες αμφολύτη. U r a n i u m Yellow [Κίτρινο του ουρανίου] Χημ. Ονομασία που αφορά στα ουρανικά άλατα των αλκαλιμετάλλων με χημικούς τύπους K 2 U 2 07*3(H 2 0) και Na 2 U207'6(H 2 0) καθώς και σε μίγματα αυτών. Οι συγκεκριμένες ουσίες χρησιμοποιούνται ως χρωστικές για το χρωματισμό της πορσελάνης καθώς και στην παραγωγή φθορίζοντος γυαλιού. Uranocircite [Ουρανοσιρσίτης] Ομυκτ. Είναι ένα από τα γνωστότερα ορυκτά του ουρανίου με χημικό τύπο Ba(U0 2 ) 2 (P0 4 ) 2 "12(H 2 0) και κίτρινου χρώματος κρυστάλλους με σκληρότητα 2,5 και ττυκνότητα πάνω από 3,5 g/cnr. Έχει σχετικά μεγάλη διαφάνεια, ενώ κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα. Είναι έντονα ραδιενεργό και φθορίζον ορυκτό που συναντάται στη Βόρεια Ευρώπη, το Ζαΐρ και τις Η.1Ι.Α U r a n o g r a p h y [Ουρανογραφία] Αστμον. Επιστήμη, επικουρική της αστρονομίας η οποία έχει ως αντικείμενο τη λεπτομερή χαρτογράφηση των διαφόρων περιοχών της ουράνιας σφαίρας. Βασίζεται κυρίως στη λήψη πληροφοριών από διάφορα τηλεσκοπικά μέσα. U r a n o m e t r y [Ουρανομετρία] Αστμον. Κλάδος της αστρονομίας ο οποίος μελετά τόσο τις θέσεις, όσο και τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Είναι γνωστή και ως αστρομετρία. Uranopilite [Ουρανοπιλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό του ουρανίου το οποίο έχει 67,93 % περιεκτικότητα στο μέταλλο. Βρίσκεται κυρίως στα κοιτάσματα του ουρανινίτη, ως προϊόν της γεωλογικής αποικοδόμησης αυτού. Έχει χημικό τύπο ( U O J M S O ^ O H ^ O ' U ^ O ) και κίτρινου

- 1419χρώματος κρυστάλλους μέσης πυκνότητας 3,85 g/cm3 οι οποίοι κρυσταλλώνονται στο μονοκλινικό κρυσταλλικό σύστημα. Uranosphacrite [Ουρανοσφαερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό του ουρανίου με τύπο Bi 2 U209'3(H 2 0), αποτελούμενο από κρυστάλλους πορτοκαλί και κόκκι νου χρώματος που κρυσταλλώνονται στο ορθορομβικό σύστημα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2-3 και η πυκνότητά του είναι 6,36 g/cm3, ενώ αποτελεί προϊόν της αποικοδόμησης του πισσουρανίτη. Uranospinite [Ουρανοσπινίτης] Ορυκτ. Ραδιενεργό ορυκτό του ουρανίου με τύπο Ca(U0 2 )2(As0 4 )2'8(H20). Περιέχει 47,5 % ουράνιο και αποτελείται από κίτρινους έως ελαφρώς πράσινους ημιδιαφανείς κρυστάλλους του κυβικού και διτετραγωνικού διπυραμιδικού κρυσταλλικού συστήματος. Παρουσιάζει σκληρότητα 2-3 ενώ η πυκνότητά του είναι 3,5 g/cm , U r a n u s [Ουρανός] Αστρον. Ο έβδομος, ως προς την απόσταση από τον Ήλιο, πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος. Από άποψη μεγέθους, ανήκει στους αέριους γιγάντιους πλανήτες με διάμετρο 50700 χλμ., περίπου τετραπλάσια της γήινης διαμέτρου. Η πλήρης περιστροφή του γύρω από τον Ήλιο διαρκεί 84 περίπου έτη. Ο Ουρανός έχει μέση πυκνότητα 1,32 g/cm3 και μάζα 15 φορές αυτής της Γης με βαρυτική επιτάχυνση στον ισημερινό του ίση με 1,04 cm/sec2. Uranyl Salt [Αλας του ουρανυλίου] Χημ. Ονομασία των ενώσεων του ουρανίου που περιέχουν το κατιόν του ουρανυλίου U0 2 . Γενικά αυτές οι ενώσεις παρασκευάζονται με την επίδραση διαφόρων οξέων στο οκτοξείδιο του ουρανίου. Uranyl U r a n a t e [Ουρανικό ουρανύλιο ή οκτοξείδιο του ουρανίου] Χημ. Το σταθερότερο οξείδιο του ουρανίου με χημικό τύπο U 3 0 8 . Είναι πρασινόχρωη σκόνη που σχηματίζεται από την ταυτόχρονη πύρωση των δύο άλλων οξειδίων του μετάλλου. Με τη διάλυσή του σε διάφορα οξέα παράγονται τα άλατα του ουρανυλίου. U r b a n Renewal [Αστική αναβάθμιση] Πολ. Μηχ. Είναι όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα, τα έργα και οι ενέργειες που απαιτούνται να γίνουν από τις αρμόδιες αρχές για την ανάπτυξη και ανάδειξη μίας υποβαθμισμένης αστικής περιοχής. Urbanization [Αστικοποίηση] Πολ. Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται η κατάσταση ή η μετατροπή προς αυτή την κατάσταση, μίας κατοικημένης περιοχής, δηλαδή η απόκτηση και η εμφάνιση όλων εκείνων των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών μίας μεγάλης πόλης. U r e a [Ουρία] Οργ.Χημ. Αχρωμοι κρύσταλλοι με χημικό τύπο H 2 NCONH 2 , που τήκονται στους 132,7 °C. Ιστορικά είναι η πρώτη οργανική ένωση που παρασκευάστηκε εργαστηριακά από τον Wohler το 1828 με θέρμανση κυανικού αμμωνίου. Η ουρία αποτελεί το κύριο προϊόν της βιοαποικοδόμησης των πρωτεϊνών στους πιο πολλούς ζωικούς οργανισμούς. Χρησιμοποιείται στην παραγα>γή ρητινών, λιπασμάτων, χρωστικών ουσιών καθώς και στην ιατρική ως διουρητική ουσία. Urea F o r m a l d e y d e Resin [Ρητίνη ουρίας φορμαλδεΰδης] Οργ.Χημ. Ονομασία των μελών μίας οικογένειας πολυμερών που παρασκευάζονται με τη συνθέρμανση ουρίας και μεθανάλης παρουσία βάσεων όπως πυριδίνη ή αμμωνία. Οι ρητίνες αυτές έχουν ένα συμπαγές τρισδιάστατο πλέγμα ανθεκτικό στην υγρασία και τη θερμότητα. Χρησιμοποιούνται στην παρασκευή πλα-

Uroporphyrins

στικών δοχείων, κολλών καθώς στην επικάλυψη ινών υφασμάτων. Urease [Ουρεάση] Βιοχημ. Ένα από τα γνωστότερα ένζυμα της ομάδας των υδρολασών. Ο βιοχημικός της ρόλος είναι η κατάλυση της διάσπασης της ουρίας σε αμμωνία και διοξείδιο του άνθρακα στους οργανισμούς στους οποίους ανιχνεύεται, όπως βακτήρια, μύκητες και φυτά. Ιστορικά, είναι το πρώτο ένζυμο που απομονώθηκε σε κρυσταλλική μορφή το 1926. Χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό της ουρίας. Ureides [Ουρεΐδια] Οργ.Χημ. Οργανικά παράγωγα της ουρίας που προκύπτουν από αυτήν με ακυλίωση των αμινομάδων. Έχουν γενικό τύπο CO(NHCOR) 2 και είναι γενικά στερεές ενώσεις με σχετικά υψηλά σημεία τήξεως. Πολλά από τα μέλη της σειράς χρησιμοποιούνται ως υπνωτικά με την ονομασία βαρβιτουρικά. U r e t h a n e [Ουρεθάνη] Ομγ.Χημ. Κοινή ονομασία για τους οργανικούς εστέρες του καρβαμιδικού οξέως με γενικό τύπο H 2 NCOOR. Τη ονομασία διατηρεί συνήθως και η πιο γνωστή από αυτές, η αιθυλουρεθάνη H 2 NCOOC 2 H 5 , στερεή ένωση με σημείο τήξης 49 °C και σημείο βρασμού τους 184 °C. Χρησιμοποιούνται στην παρασκευή πολυουρεθάνης, ειδικών βερνικιών και κολλών, καθώς και ως ουσίες με φαρμακευτική δράση. Uric Acid [Ουρικό οξύ] Βιοχημ.. Αχρωμη κρυσταλλική ουσία με χημικό τύπο C5H4N4O3 και ελάχιστη διαλυτότητα στο νερό. Βρίσκεται ως συστατικό των ούρων αποτελώντας στον άνθρωπο και άλλα είδη το βασικό προϊόν της βιοδιάσπασης των πουρινών. Το ουρικό οξύ συνδέεται με έναν αριθμό από μεταβολικές ανωμαλίες όταν συσσωρεύεται σε διάφορους ιστούς του σώματος. Είναι πρώτη ύλη για τη σύνθεση της καφεΐνης. Uricase [Ουρικάση] Βιοχημ.. Ένζυμο της τάξης των οξειδορεδουκτασών. Καταλύει την οξείδωση του ουρικού οξέως σε αλλαντοΐνη, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της διάσπασης των πουρινικών βάσεων στον οργανισμό των ζώων. Συναντάται επίσης στα φυτά. Uridine [Ουριδίνη] Βιοχημ. Ένας από τους βασικούς νουκλεοζίτες που λαμβάνεται από το συνδυασμό ενός μορίου της πυριμιδινικής βάσης ουρακίλης με ένα μόριο του σακχάρου ριβόζη. Αποτελεί μαζί με άλλους νουκλεοζίτες, βασικό συστατικό των ριβοζονουκλεϊκών οξέων (RNA). Uridylic Acid [Ουριδιλικό οξύ] Βιοχημ. Οργανική ένωση το μόριο της οποίας είναι συνδυασμός ενός μορίου ουρακίλης, με ένα μόριο ριβόζης και φωσφορικό οξύ. Είναι νουκλεοτίδιο με μοριακή μάζα 324,2 και βρίσκεται σε όλα τα ευκαρυωτικά κύτταρα. Είναι επίσης συστατικό των συνενζύμων που μετέχουν στο μεταβολισμό των σακχάρων. Urishon Metrization [Μετρικοποίηση κατά Urishon] Μαθημ. Σύμφωνα με το θεώρημα του Urishon αρκεί να βρούμε μια αριθμήσιμη βάση ενός κανονικού χώρου για να τον καταστήσουμε μετρικοποιήσιμο. Uronic Acid [Ουροκανικό οξύ] Βιοχημ. Ονομασία για μία σειρά από οργανικές ενώσεις που προκύπτουν από τους μονοσακχαρίτες αν μία πρωτοταγής υδροξυλική μονάδα οξειδωθεί σε καρβοξύλομάδα. Είναι κρυσταλλικά δύστηκτα στερεά, ευδιάλυτα στο νερό, καθώς και σε άλλους πολικούς διαλύτες. Στη φύση υπάρχουν ουροκανικά οξέα με έξι άτομα άνθρακα από τα οποία το πιο γνωστό είναι το γλυκουρονικό οξύ. U r o p o r p h y r i n s [Ουροπορφυρίνες] Βιοχημ. Χρωστικές

Ursa M a j o r

- 1420 -

οργανικές ενώσεις που μοιάζουν δομικά με τις πορφυρίνες και για τον λόγο αυτό συγκαταλέγονται στην οικογένεια αυτών. Απαντούν κυρίως στα ούρα και τα κύπρανα., ενώ η εμφάνιση μεγάλων ποσοτήτων από αυτές συνδέεται με την ύπαρξη παθολογικών καταστάσεων στον οργανισμό. Ursa M a j o r [Μεγάλη Άρκτος] Αστρον. Ένας από τους πιο σημαντικούς και εύκολα αναγνωρίσιμους αστερισμούς του βόρειου ημισφαιρίου, με απόκλιση 70 βαθμούς και ορθή αναφορά 11. Περιέχει 138 αστέρες με μέγεθος 2 έως 6, καθώς και πολλούς γνωστούς γαλαξίες όπως Μ81, Μ82, Μ101, Μ108, Μ97 (νεφέλωμα της Κουκουβάγιας). Στην αρχαιότητα ο αστερισμός είχε το όνομα Ελίκη, λόγω της κίνησής του γύρω από τον πόλο. Ursa M a j o r Cluster [Αστρικό σμήνος Μεγάλης Αρκτου] Αστρον. Αστρικό κινούμενο σμήνος που αποτελείται από πέντε από τους σημαντικότερους αστέρες του αστερισμού της Μεγάλης Αρκτου, και του οποίου το κέντρο βρίσκεται σε απόσταση 65 ετών φωτός από το Ηλιακό μας σύστημα. Σε αυτό περιλαμβάνονται οι αστέρες Μεράκ-β, Φαδ-γ, Μεγρέζ-δ, Αλιοθ-ε και Μιζάρ-ζ. ^ Ursa M i n o r [Μικρή Αρκτος] Αστρον. Είναι ένας από τους γνωστότερους αστερισμούς του βορείου ημισφαιρίου, παρόλο που δεν περιέχει πολύ λαμπρούς αστέρες. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι ο Πολικός αστέρας, που οφείλει το όνομά του στην θέση του στην ουράνια σφαίρα, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στο βόρειο πόλο και έτσι βοηθάει στον προσανατολισμό τη νύχτα. Αλλα άστρα του αστερισμού είναι ο Κοχάμπ και ο Φεκάδ. Ursids [Ουρσίδες] Αστρον. Σμήνος μετεωριτών που περνά από την τροχιά της Γης και εισέρχεται στην ατμόσφαιρα αυτής μεταξύ 17 και 24 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η ασθενής μετεωρική βροχή λαμβάνει τη μέγιστη έντασή της συνήθως μεταξύ 22 και 23 Δεκεμβρίου. Παρότι η τροχιά και η περίοδος του φαινομένου μοιάζει με αυτήν του κομήτη Tuttle, έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο κομητικής προέλευσης του μετεωρικού σμήνους. Ursol [Ουρσόλη] Χημ. Ονομασία οργανικών χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται για τη βαφή διαφότων υλικών όπως μαλλιά,, γούνες κ.τ.λ. Δομικά είναι αρωματικές αμίνες των οποίων η εισπνοή ατμών προκαλεί πολλές φορές αλλεργική αντίδραση. Urysohn L e m m a [Λήμμα Urysohn] Μαθημ. Έστω ένας χώρος Χ ο οποίος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ώστε να είναι φυσιολογικός και δύο κλειστά και ξένα μεταξύ τους Α και Β υποσύνολα του Χ. Τότε αποδεικνύεται πως υπάρχει μια συνάρτηση f από το Χ στο [0,1] η οποία είναι συνεχής και ισχύει f(x)=0 για κάθε xe Α και f(x)=l για κάθε xe Β. User [Χρήστης] Επικοιν. Όποιος χρησιμοποιεί υττηρεσίες που έχουν σχέση με τηλεπικοινωνίες κατ' επέκταση ενός δικτύου. User [Χρήστης] Υπολ Είναι ο καθένας που έχει το δικαίωμα και ζητά πρόσβαση για την λειτουργία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Συνήθως σε πολύπλοκα υπολογιστικά συστήματα, ο κάθε χρήστης έχει και έναν δικό του κωδικό και έχει πρόσβαση σε συγκεκριμένο χώρο μνήμης του ηλεκτρονικού υπολογιστή. User Agent [Πράκτορας χρήστη] Επικοιν. Λογική οντότητα του 6ου επιπέδου του OSI του συστήματος χειρισμού ταχυδρομείου (MHS) του πρωτοκόλλου

Χ.400. Βοηθά το χρήστη να έχει προσπέλαση στο σύστημα. User Data [Δεδομένα χρήστη] Επικοιν. Το κομμάτι ενός πακέτου που περιλαμβάνει δεδομένα ενός χρήστη (πχ IP datagram) που πολλές φορές είναι δομημένο έτσι ώστε η κυρίως πληροφορία του χρήστη αποτελεί ένα υποσύνολο από bits. User D a t a g r a m Protocol [Πρωτόκολλο πακέτου δεδομένων χρήστη] Επικοιν. Το ένα από τα 2 πρωτόκολλα του στρώματος μεταφοράς του πρωτόκολλου internet όπως το TCP που δεν απαιτεί σύνδεση. Σ' αυτό βασίζεται το Network File System, το γνωστό σύστημα αρχείων της Novel. Χρησιμοποιείται και στο πρωτόκολλο SNMP. Δεν εξασφαλίζει ασφαλή μετάδοση εκτός από ένα checksum παραλαβής. User Defined Function [Συνάρτηση οριζόμενη από το χρήστη] Πλημ. Όλες οι γλώσσες προγραμματισμού παρέχουν στον προγραμματιστή τη δυνατότητα να κατασκευάσει δικές του συναρτήσεις χρησιμοποιώντας συναρτήσεις προετοιμασμένες από τους κατασκευαστές. User Defined Type [Τύπος οριζόμενος από το χρήστη] Πλημ. Όλες οι γλώσσες προγραμματισμού παρέχουν στον προγραμματιστή τη δυνατότητα να κατασκευάσει δικές του δομές μεταβλητών (τύπους δεδομένων) χρησιμοποιώντας τύπους προκαθορισμένους από τους κατασκευαστές. User Exit [Εξοδος χρήστη] Υπολ Είναι το σημείο εκείνο ενός λογισμικού προγράμματος ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή όπου ο χρήστης του μπορεί εσκεμμένα να διακόψει τη λειτουργία του και να εξέλθει του συγκεκριμένου προγράμματος. User Friendly P r o g r a m [Πρόγραμμα φιλικό στο χρήστη] Πλημ. Πρόγραμμα κατασκευασμένο σύμφωνα με την εργονομική μεθοδολογία που δίνει στον αρχάριο χρήστη όση περισσότερη βοήθεια μπορεί χωρίς αυτός να κουράζεται και ταυτόχρονα προσπαθεί να συνδιαλλαγεί μαζί του απλά και όσο το δυνατό πιο ανθρώπινα. User G r o u p [Ομάδα χρηστών] Πλημ. 1. Ένα σύνολο χρηστών κάποιου προγράμματος που μοιράζονται απόψεις, γνώμες ως και εμπειρίες από τη χρήση του πχ σε συγκερασμό με άλλα προγράμματα, ή κάτω από συγκεκριμένες υπολογιστικές συνθέσεις με σκοπό την βελτίωση του λογισμικού σε μελλοντική έκδοση. 2. Ένα σύνολο χρηστών κάποιου πολυχρηστικού περιβάλλοντος επικοινωνίας. User Identification [Αναγνώριση χρήστη] Επικοιν. Η πρώτη επικοινωνία κάποιου χρήστη συνδεόμενου σε ένα δίκτυο περιλαμβάνει την αναγνώριση του από το λογισμικό και την βάση δεδομένων που είναι υπεύθυνοι για το καθήκον αυτό. User Interface [Διασύνδεση χρήστη] Πλημ. Κομμάτι ενός προγράμματος που εκτελείται όποτε υπάρχει ανάγκη επικοινωνίας του χρήστη με τη μηχανή πχ για είσοδο ή παρουσίαση δεδομένων. User Level [Επίπεδο χρήστη] Πλημ. Όρος που δηλώνει την φάση του κύκλου γνώσης που καλύπτει ο χρήστης ενός αντικειμένου. User M o d e [Επίπεδο χρήστη] Πλημ. Όρος που δηλώνει την κατάσταση εκτέλεσης ενός προγράμματος όπου τον έλεγχο έχει ο χρήστης. User Network Interface (UNI) [Διασύνδεση χρήστη δικτύου] Επικοιν. Στο πρωτόκολλο Frame Relay καθορίζεται η διασύνδεση μεταξύ των συσκευών των χρηστών και του δικτύου πχ για τις φυσικές συνδέσεις αξιοποιεί τα πρωτόκολλα V.24, V.35, Χ.21 κτλ.

- 1421 -

UV Ceti Star

User P r o g r a m [Πρόγραμμα ιδίας χρήσεως] Υπολ. Εί- την εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος, υπάρναι ο κώδικας του λογισμικού προγράμματος, γραμμέ- χουν πάντα νεκροί χρόνοι, δηλαδή χρόνοι αναμονής, νος σε κάποια γλώσσα προγραμματισμού, που έχει δη- όπου για διάφορους λόγους παγώνει προσωρινά η εμιουργηθεί από έναν συγκεκριμένο χρήστη για να τον κτέλεση του προγράμματος. Έτσι ο δείκτης χρησιμοχρησιμοποιήσει ο ίδιος σε κάποιον ηλεκτρονικό υπο- ποίησης ορίζεται ως ο λόγος του πραγματικού χρόνου λειτουργίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή για την ελογιστή. User P r o g r a m m a b l e M e m o r y [Μνήμη προγραμματι- κτέλεση ενός συγκεκριμένου προγράμματος προς τον σμού χρήστη] Υπολ. Είναι το τμήμα εκείνο της συνολι- συνολικό πραγματικό χρόνο από την έναρξή του έως κής μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστικού συστή- την περάτωσή του. ματος, στο οποίο έχει δικαία)μα πρόσβασης ένας συ- Uvanite [Ουβανίτης] Ορυκτ. Ραδιενεργό ορυκτό του γκεκριμένος χρήστης για την εκτέλεση και επεξεργασί- ουρανίου του χημικού τύπου U 2 V 6 0 2 1 15H 2 0, με κρυα των δικών του λογισμικών προγραμμάτων. στάλλους ανοικτού καφέ χρώματος που κρυσταλλώνοUser To User Service [Υπηρεσία από χρήστη σε χρή- νται στο ορθορομβικό σύστημα. Λόγω της σπανιότηστη] Επικοιν. Υπηρεσία που ορίζεται (ότι επιτρέπεται τάς του, δεν υπάρχουν δεδομένα που να αφορούν την να διεξαχθεί) μεταξύ (τελικών) χρηστών όπως το ταχυ- σκληρότητά και το ειδικό του βάρος. Συναντάται ως πρόσμιξη μαζί με άλλα ορυκτά του ουρανίου σε διάφοδρομείο για αποστολή μηνυμάτων. User W r i t t e n Code [Πρόγραμμα ιδίας χρήσεως]. Υπολ. ρες περιοχές της αμερικάνικης ηπείρου. —> User Program Uvarovite [Ουβαροβίτης] Ορυκτ. Είναι ορυκτό της ομάδας των γρανατών με χημικό τύπο C a . i C ^ S i O ^ και User's Guide [Οδηγός του χρήστη] Πληρ. Έτσι λέγεται το έντυπο (η και ηλεκτρονικό) κομμάτι τεκμηρίωσης χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα. Απαντά συνήθως με της λειτουργίας ενός προγράμματος ή ενός τμήματος τη μορφή μικρών κρυστάλλων που βρίσκονται μέσα στις ρωγμώσεις χρωμιούχων πετρωμάτων. υλικού Hardware. Utility Routine [Υπορουτίνα ευρείας χρήσεως] Υπολ. UV Ceti Star [Υπεριώδες άστρο τύπο Ceti] Ampov. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα συνήθως απλό Τύπος άστρου που παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια στην λογισμικό πρόγραμμα ή τμήμα ενός προγράμματος η- λαμπρότητα, με συνέπεια την αντιστοίχησή του σε πελεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο μπορεί να χρησιμο- ρισσότερα του ενός αστρικά μεγέθη. Η αστάθεια αυτή ποιηθεί σε πολλά σημεία του κυρίως προγράμματος, αποδίδεται στις συχνές εκλϊάμψεις που συμβαίνουν για τη διεκπεραίωση μικρών, όμοιων και αυτόνομων στην επιφάνειά του και οι οποίες είναι αρκετά ισχυρόφάσεων της συνολικής διαδικασίας εκτέλεσης του κυ- τερες αυτών του Ήλιου. Χαρακτηριστικό άστρο αυτού ρίως προγράμματος. του τύπου είναι το κοντινότερο στον Ήλιο αστέρι, ο Utilization Ratio [Δείκτης χρησιμοποίησης] Υπολ Κα- Εγγύς του Κενταύρου. τά την λειτουργία του ηλεκτρονικού υπολογιστή για

ν V [Βανάδιο] Φυσ. Συμβολισμός του περιοδικού πίνακα για το βαναδίου. Έχει ατομικό αριθμό 23 και σχετική ατομική μάζα 50.9961. V Antenna [Κεραία V] Ηλεκτρομαγν. Με τα ακτινοβολούντα στοιχεία να σχηματίζουν ένα V είδος κεραίας. Είναι ισχυρά κατευθυνόμενη και τροφοδοτείται στη κορυφή της. Vacancy [Κρυσταλλικό κενό] Κρυσταλλ. Ατέλεια στο κρυσταλλικό πλέγμα στερεών ενώσεων, που οφείλεται στην παρουσία ενός κενού σε θέση του πλέγματος, όπου θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο άτομο ή ιόν. Η παρουσία κενών σε ένα κρυσταλλικό πλέγμα είναι φαινόμενο ανεξάρτητο της ύπαρξης χημικών προσμίξεων στο στερεό. Vacancy Diffusion [Διάχυση κρυσταλλικών κενών] Κρυσταλλ. Φαινόμενο που παρουσιάζεται σε όλες τις κρυσταλλικές δομές και το οποίο αφορά στη μετακίνηση ατόμων ή ιόντων από τη θέση τους στο κρυσταλλικό πλέγμα σε κοντινά κρυσταλλικά κενά. Η μετακίνηση αυτή δημιουργεί νέα κενά στον κρύσταλλο, δίνοντας την αίσθηση της διάχυσης των κενών αυτών. Το φαινόμενο επιταχύνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας του στερεού. Vacuum 1 [Κενό] Φυσ. Ιδεώδης όρος της φυσικής που αναφέρεται σε κάποιο μέσο στο οποίο δεν υπάρχουν τόσο σωματίδια ύλης όσο και δυναμικά πεδία. Ισοδύναμος είναι και ο όρος απόλυτο κενό. Η παρουσία απόλυτου κενού δεν ταυτίζεται με την πλήρη ανυπαρξία και την απουσία ιδιοτήτων, καθώς η μη ύπαρξη ύλης σε ένα φυσικό σύστημα δεν σημαίνει ότι τίποτα δε συμβαίνει μέσα σε αυτό. Vacuum 2 [Κενό] Φυσ. Όρος που περιγράφει την κατάσταση ενός αερίου σώματος, το οποίο βρίσκεται κάτω από πίεση πολύ χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής. Τεχνικά, η έννοια του κενού αφορά σε αέρια που βρίσκονται σε έναν περιορισμένο σχετικά χώρο. Ο υψηλότερος βαθμός κενού που μπορεί να επιτευχθεί είναι 10"15 έως ΙΟ·16 mmHg, που ισοδυναμεί με την παρουσία μερικών δεκάδων μορίων ανά lcm 3 διαθέσιμου όγκου. V a c u u m Atomization [Ατομοποίηση υπό κενό] Τεχνολ Μεταλλουργική διεργασία, κατά την οποία παράγονται ατμοί ατόμων μετάλλου σε θάλαμο πολύ υψηλού κενού, στον οποίο περιέχεται σκόνη του μετάλλου ή κράματος αυτού. Η διαδικασία χρησιμοποιείται για την επιμετάλλωση επιφανειών, εκεί όπου απαιτείται ακρίβεια στο πάχος της στοιβάδας επιμετάλλωσης. Vacuum Condensing Point [Σημείο συμπύκνωσης υπό κενό] Χημ. Χαρακτηριστική θερμοκρασία, κάτω από την οποία συμβαίνει συμπύκνωση των ατμών μίας

στερεής ουσίας η οποία έχει υπερθερμανθεί σε θάλαμο υψηλού κενού. Vacuum Distillation [Απόσταξη υπό κενό] Χημ.Μηχ. Διαδικασία κλασματικής απόσταξης, η οποία λαμβάνει χώρα σε χώρους υψηλού κενού. Χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση υγρών ουσιών από διαλύτες χαμηλής πτητικότητας, όπως τα κλάσματα του πετρελαίου. Με την εφαρμογή υψηλού κενού επιτυγχάνεται η ελάττωση του σημείου ζέσεως του διαλύτη, που έχει σαν συνέπεια την πτώση της θερμοκρασίας στην οποία πραγματοποιείται η διαδικασία. Vacuum Evaporation [Εξάχνωση υπό κενό] Τεχνολ Φυσική διεργασία, που συνίσταται στη δημιουργία ατμών μίας προθερμασμένης στερεής ουσίας, η οποία βρίσκεται σε ειδικό θάλαμο υπό υψηλό κενό. Η εξάτμιση υπό κενό βρίσκει εφαρμογή στη βιομηχανία επικαλύψεων επιφανειών με λεπτά στρώματα από στερεές ενώσεις ή μέταλλα. Vacuum E v a p o r a t i o n [Εξάχνωση υπό κενό] Φυσ.Χημ. Φυσική διαδικασία, κατά την οποία απομακρύνεται ποσότητα ύλης, υπό μορφή ατμών, από ένα στερεό με την εφαρμογή πολύ υψηλού κενού. Η διαδικασία βασίζεται στην ελάττωση του σημείου εξάχνωση ς του στερεού, που επέρχεται με τη σημαντική μείωση της πίεσης στον περιβάλλοντα χώρο. Vacuum Filter [Φίλτρο κενού] Τεχνολ. Συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό στερεών από υγρά σε διάφορα αιωρήματα. Ο πλήρης διαχωρισμός επιτυγχάνεται με την εφαρμογή διαφοράς πίεσης, που δημιουργεί μία αντλία κενού, στους χα')ρους πάνω και κάτω από το φίλτρο. Υπάρχουν φίλτρα περιοδικής ή συνεχούς λειτουργίας, τα οποία χρησιμοποιούνται σε διάφορες χημικές και βιομηχανικές εφαρμογές. V a c u u m Filtration [Διήθηση υπό κενό] Αναλ.Χημ. Φυσική διαδικασία που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ενός στερεού από ένα υγρό (αιώρημα), μέσω της εφαρμογής κενού από τη μία πλευρά ειδικού φίλτρου που συγκρατεί τα σωματίδια του στερεού. Η εφαρμογή της μεθόδου συνίσταται στην αύξηση της ροής του υγρού διαμέσου των πόρων του φίλτρου, η οποία επιφέρει τη γρήγορη συλλογή των στερεών σωματιδίων. V a c u u m Fluorescent L a m p [Φθορίζουσα λυχνία κενού] Ηλεκτμον. Τύπος λυχνίας, που αποτελείται από γυάλινο σωλήνα που περιέχει ζεύγος μεταλλικών ηλεκτροδίων σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου, συνήθως αργού, υπό πολύ χαμηλή πίεση. Το εσωτερικό της λυχνίας είναι επικαλυμμένο με φωσφορίζον υλικό, το οποίο παράγει ορατό φως όταν διεγερθεί. Ο τύπος αυτός

- 1423 -

Valence Electron

λυχνίας είναι 2 με 4 φορές πιο αποδοτικός από την κοι- σουλχριδίων και τελλουριδίων μετάλλων όπως ο χαλνή λυχνία πυράκτωσης και παρουσιάζει δεκαπλάσια κός, ο άργυρος και ο χρυσός. διάρκεια ζωής από αυτήν. Vague Topology [Τοπολογία αβεβαιότητας] Μαθημ. V a c u u m M a n o m e t e r [Μανόμετρο κενού] Τεχνολ.. Ει- Τοπολογία που στηρίζεται στην αβέβαιη σύγκλιση δικό όργανο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της (Vague Convergence) και αφορά σύγκλιση μέτρων τύπίεσης σε χώρους όπου υπάρχει υψηλό κενό ή πολύ που Li και συναντιέται στη θεωρία πιθανοτήτων. αραιά αέρια. Valence 1 [Σθένος ή αριθμός σύνταξης] Χημ. Χημικό Vacuum-pack [Συσκευασία υπό κενό] Τεχν.Τροφ. Δια- όρος που αναφέρεται στον αριθμό των χημικών ειδών, δικασία κατά την οποία αφαιρείται ο αέρας από συ- ατόμων, μορίων ή ιόντων, τα οποία έχουν άμεση γειτσκευασίες που περιέχουν τρόφιμα, όπως κονσέρβες νίαση με ένα συγκεκριμένο άτομο, το οποίο θεωρείται και πλαστικές συσκευασίες με σκοπό τόσο τη διατήρη- ως κεντρικό σε μία ομοιοπολική ή σύμπλοκη χημική ση της φρεσκάδας των τροφίμων, όσο και τον περιορι- ένωση. Ο αριθμός σύνταξης έχει καθαρά γεωμετρική σμό της ανάπτυξης μικροοργανισμών που οδηγούν υπόσταση και δεν εξαρτάται από την φύση του χημιστην αλλοίωση τους. κού δεσμού που αναπτύσσεται μεταξύ κεντρικού ατόVacuum Polarization [Πόλωση κενού] Φυσ. Φυσικό μου και υποκαταστατών. φαινόμενο ανάλογο της κλασικής διηλεκτρικής πόλω- Valence 2 [Σθένος] Χημ. Όρος που αποδίδεται στην ικανόσης κατά το οποίο λαμβάνει χώρα δίδυμη γένεση ηλε- τητα του ατόμου για σχηματισμό χημικών δεσμών. Ποσοκτρονίου - ποζιτρονίου στο κενό. Τα παραγόμενα σω- τικά αντιστοιχεί στον αριθμό των δεσμών που σχηματίζει μάτια ασκούν στη συνέχεια δικό τους ηλεκτρομαγνητι- ένα άτομο στις διάφορες χημικές του ενώσεις. Γνωστοί κό πεδίο. είναι οι όροι ομοιοπολακό σθένος, το οποίο αφορά στον Vacuum P u m p [Αντλία κενού] Τεχνολ.. Ειδική συ- αριθμό των ηλεκτρονίων που το άτομο χρησιμοποιεί σε σκευή που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση αερί- μία ομοιοπολακή ένωση και ετεροπολικό σθένος, που είναι ων από κλειστούς χώρους, με σκοπό τη δημιουργία το ηλεκτρονικό φορτίο σε μία ιοντική ένωση του ατόμου. κενού σε αυτούς. Οι κυριότεροι τύποι αντλιών κενού Valence Angle [Γωνία σθένους] Χημ. Είναι η γωνία είναι οι περιστροφικές, οι αντλίες προσρόφησης, συ- που σχηματίζεται μεταξύ δύο ομοιοπολικών δεσμών μπύκνωσης, ιονισμού και φλέβας υψηλής ταχύτητας. που αναπτύσσονται σε μία χημική ένωση. Το μέτρο V a c u u m Technology [Τεχνολογία κενού] Τεχνολ... Τε- της γωνίας σθένους μπορεί να προβλεφθεί θεωρητικά χνολογία που αφορά στις φυσικές μετρήσεις και διαδι- μέσω της θεωρίας απώσεως των ηλεκτρονικών ζευγών κασίες που λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες πίεσης χα- της στοιβάδας σθένους (VSEPR), ενώ ο πειραματικός μηλότερης της ατμοσφαιρικής, με πολλές πρακτικές υπολογισμός του γίνεται μέσω μεθόδων κρυσταλλοεφαρμογές, όπως η απομάκρυνση συστατικών του αέ- γραφικής ανάλυσης. ρα που, υπό συνθήκες θα μπορούσαν να προκαλέσουν Valence Band [Ζώνη σθένους] Φυσ. Στεμ. Κατ. Στη μία ανεπιθύμητη χημική αντίδραση, η απομάκρυνση περίπτωση στερεών κρυσταλλικών ημιαγωγών ή μοακαθαρσιών από επιφάνειες υψηλής καθαρότητας κ.τ. νωτών, ζώνη σθένους ονομάζεται η ψηλότερη ζώνη η λ. οποία καταλαμβάνεται από ηλεκτρόνια. V a c u u m T u b e [Σωλήνας κενού] Ηλεκτμον. Ηλεκτρονι- Valence Bond [Δεσμός σθένους] Χημ. Είναι ο χημικός κή συσκευή αποτελούμενη από γυάλινο σωλήνα, στο δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ατόμων από το εσωτερικό του οποίου υπάρχει μεταλλική κάθοδος υπό ίδιο ή διαφορετικά χημικά στοιχεία, με την αμοιβαία υψηλό κενό, η οποία μπορεί να εκπέμψει δέσμη ηλε- συνεισφορά ενός η^κτρονίου σθένους από κάθε ένα κτρονίων μέσω Οερμιονικής εκπομπής. Ο τύπος αυτός από τα άτομα αυτά. Ο δεσμός χαρακτηρίζεται ως πολιηλεκτρονικών συσκευών χρησιμοποιείται στην ηλε- κός ή μη πολικός ανάλογα με το αν η διαφορά στην κτρονική για την εστίαση δεσμών ηλεκτρονίων, την ηλεκτροαρνητικότητα των δύο ατόμων είναι αντίστοιενίσχυση ασθενών ρευμάτων, την παραγωγή ακτίνων χα αισθητή ή αμελητέα. Χ, καθώς και άλλες εφαρμογές. Valence Bond M e t h o d [Μέθοδος δεσμού σθένους] V a c u u m Ultraviolet Radiation [Υπεριώδης ακτινο- Φυσ.Χημ. Μαθηματική υπολογιστική μέθοδος, η οποίβολία κενού] Ηλεκτρομαγν. Με μήκος κύματος μικρό- α, βασιζόμενη στη θεωρία του δεσμού σθένους, χρησιτερου των 200 νανομέτρων ηλεκτρομαγνητική ακτινο- μοποιείται για τη δημιουργία και τη μελέτη των ενερβολία στο υπέρυθρο ονομαζόμενη έτσι επειδή απορρο- γειακών διαγραμμάτων, καθώς και την πρόβλχψη των φάται ισχυρά από τα περισσότερα αέρια στα μικρά μή- φυσικών και χημικών ιδιοτήτων των διαφόρων χημικη κύματος. κών μορίων. V a c u u m Ultraviolet Spectroscopy [Υπεριώδης φα- Valence Bond Theory [Θεωρία δεσμού σθένους] Χημ. σματοσκοπία κενού] Οτττικ. Ειδικός κλάδος της φα- Θεωρία που διατυπώθηκε από τον Linus Pauling και η σματοσκοπίας υπεριώδους, που αφορά στη δημιουργία οποία ερμηνεύει αρκετά ικανοποιητικά την φύση των και τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής, απορρόφησης ομοιοπολικών χημικών δεσμών. Σύμφωνα με αυτήν, και ανάκλασης στη φασματική περιοχή μεταξύ 200 και δύο ατομικά τροχιακά προερχόμενα από τα άτομα που 10 nm, μέσω της εφαρμογής υψηλού κενού. Η μέθοδος δημιουργούν ένα δεσμό αλληλεπικαλύπτονται προς χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου οι παρεμβολές σχηματισμό ενός σύνθετου μοριακού τροχιακού μεταλόγω απορρόφησης από το οξυγόνο και τα άλλα συ- ξύ των πυρήνων των δύο ατόμων. στατικά του αέρα είναι ανεπιθύμητες. Valence Electron [Ηλεκτρόνιο σθένους] Χημ. ΧαραVaesite [Βαεζίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της κατηγορίας το)ν κτηρισμός το)ν ηλεκτρονίων, που περιέχονται στις εσουλφιδίων με χημικό τύπο N1S2. Είναι στερεό με ξώτερες υποστοιβάδες ενός ατόμου, όπως αυτά προκύμαύρους ή γκρίζους κρυστάλλους μέσης πυκνότητας πτουν από την ηλεκτρονική δόμηση του ατόμου σύμ4,45 gr/cm3 και σκληρότητας που κυμαίνεται από 4,5 φωνα με την αρχή της ελαχίστης ενέργειας. Τα ηλεέως 5,5. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό ή οκταεδρικό κτρόνια σθένους παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο κρυσταλλικό σύστημα, ενώ συναντάται σε κοιτάσματα σχηματισμό των χημικών δεσμών στους οποίους συμ-

Valence N u m b e r

- 1424 -

μετέχει το άτομο στις χημικές του ενώσεις. Valence N u m b e r [Αριθμός σθένους] Χημ. Αριθμός που ισοδυναμεί με την τιμή του σθένους ενός ατόμου και του οποίου η γνώση είναι απαραίτητη για τον καθορισμό των χημικών τύπων των ενώσεων και την εξαγωγή στοιχειομετρικών συντελεστών στις χημικές εξισώσεις. Ο αριθμός σθένους είναι ισοδύναμος με τον όρο αριθμός οξείδωσης, ενώ παίρνει θετικές ή αρνητικές τιμές ανάλογα με τις σχετικές τιμές ηλεκτροαρνητικότητας των ατόμων σε μία χημική ένωση. Valence Transition [Μετάβαση σθένους] Φυο. Χημ. Είδος μετάβασης που εμφανίζεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες στα τροχιακά των ακτινιδίων ή των σπάνιων γαιών. Valentinite [Βαλεντινίτης] Ομυκτ. Είναι το φυσικό τριοξείδιο του αντιμονίου με χημικό τύπο Sb 2 0 3 . Αποτελείται από άχρωμους, καφετί, υποκίτρινους ή και γκρίζους κρυστάλλους υψηλής διαφάνειας, οι οποίοι κρυσταλλώνονται στο ορθορομβικό σύστημα. Παρουσιάζει μέση πυκνότητα 5,69 gr/cm3 και σκληρότητα που κυμαίνεται μεταξύ 2,5 και 3 βαθμών της κλίμακας Mohs. n-Valeraldehyde [Βαλεραλδεΰδη] Οργ.Χημ. Εύφλεκτη υγρή οργανική ένωση με σημείο πήξεως -92 °C και σημείο βρασμού 103 °C. Από χημικής άποψης είναι κορεσμένη μονοσθενής αλδεΰδη ευθείας αλυσίδας, με τύπο CH 3 (CH 2 ) 3 CHO και αμελητέα διαλυτότητα στο νερό, η οποία χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων ως αρωματιστής. Valeramide [Βαλεραμίδιο] Οργ.Χημ. Οργανικό στερεό παράγωγο του βαλερικού οξέως, με χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 3 CONH 2 και σημείο τήξεως 116 °C. Παράγεται από το βαλερικό οξύ με επίδραση αμμωνίας και πύρωση του αμμωνιακού άλατος που προκύπτει. Valeric Acid [Βαλερικό οξύ] Ομγ.Χημ. Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ ευθείας αλυσίδας με αναλυτικό χημικό τύπο CH 3 (CH 2 ) 3 COOH. Είναι υγρή οργανική ουσία με σημείο πήξεως - 2 0 °C και σημείο ζέσεως 185 °C, ενώ παρουσιάζει πυκνότητα 0,939 gr/cm3 και δείκτη διάθλασης 1,408. Οι εστέρες του βαλερικού οξέως με λιπαρές αλκοόλες έχουν χαρακτηριστική ευχάριστη γεύση και οσμή και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων. γ-Valerolactone [γ-Βαλερολακτόνη] Οργ.Χημ. Αχρωμη οργανική ουσία με χημικό τύπο C 5 H80 2 στις οποίας το μόριο περιέχεται εξαμελής ετερογενής δακτύλιος με άτομο οξυγόνου. Είναι ελάχιστα πτητικό υγρό με πυκνότητα 1,057 gr/cm3, το οποίο ζέει στους 206 °C και τήκεται στους - 3 1 °C. Έχει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό, ενώ παρουσιάζει χημική δραστικότητα απέναντι σε οξειδωτικές ουσίες. Χρησιμοποιείται ως συστατικό των υγρών φρένων, ως διαλύτης συγκολλητικών ουσιών κ.τ.λ. Valid P r o g r a m [Εγκυρο πρόγραμμα] Πληρ. Για την πιστοποίηση λογισμικού γραμμένου σε κάποια γλώσσα υψηλού επιπέδου απαιτείται συντακτικός έλεγχος, μετάφραση και μετά πρέπει να γίνει προσομοίωση με διάφορες ποσότητες όλχον των δυνατών δεδομένων και να προβλεφτούν οι περιπτώσεις εισαγωγής λανθασμένων στοιχείων. Η μεθοδολογία κατασκευής ανήκει περισσότερο στον προγραμματιστή αναλυτή. Validated Solution [Έγκυρη λύση] Μαθημ. Για ένα πρόβλημα αρχικών τιμών (IVP) με συνήθεις διαφορικές εξισώσεις (ODE), μια δοθείσα ακρίβεια tol, τότε το πρόγραμμα που υπολογίζει τη λύση πρέπει να εγγυηθεί

την ύπαρξη λύσης και να βρει μια προσεγγιστική λύση και ένα διάνυσμα λάθους με πλάτους μικρότερο από tol. Σίγουρα τελικά περιλαμβάνει όλες τις δυνατές λύσεις αλλά ενδεχόμενα και καμπύλες μη λύσεις. Validation 1 [Επικύρωση] Πλημ. Εργασία που συναντιέται συνήθως σε χώρους που γίνεται ταχεία εισαγωγή στοιχείων. Validation 2 [Πιστοποίηση] Μαθημ. Η σωστή πιστοποίηση περιλαμβάνει ένα έλεγχο εγκυρότητας. Τα μαθηματικά εργαλεία είναι η μαθηματική λογική, η πολύτιμη ανάλυση (Multivalued Analysis) και η αριθμητική διαστημάτων (Interval Arithmetic) που χρησιμοποιούνται κύρια για ορισμό αποδεκτών φραγμάτων. Λέγεται και Validity. Validity Check [Ελεγχος εγκυρότητας] Πληρ. Αν υπάρχουν οποιαδήποτε πρότυπα ή κανόνες για ένα αντικείμενο, για μια διαδικασία ή υπηρεσία η διαδικασία πιστοποίησης περιλαμβάνει έλεγχο ορθότητας και συμβατότητας με αυτά. Πολύ συχνά πρέπει να περιλαμβάνει και έλεγχο αντοχής και ορίων. Validity Function [Συνάρτηση εγκυρότητας] Στατ. Συναρτήσεις της Cluster ανάλυσης που χρησιμοποιεί η αναγνώριση προτύπων (Pattern Recognition) Validity Functional [Συναρτησιακό εγκυρότητας] Στατ. Τελεστής που χρησιμοποιείται για την ελαχιστοποίηση της εντροπίας της ημιστατιστικής στρατηγικής του Dunn. Valine [Βαλίνη] Βιοχημ. Ένα από τα σημαντικότερα φυσικά απαντώμενα αμινοξέα με αναλυτικό χημικό τύπο (CH 3 ) 2 CHCH(NH 2 )-COOH. Περιέχεται στα μόρια των πρωτεϊνών με τη μορφή του L οπτικού αντίποδά της. Η περιεκτικότητά της στις πρωτεΐνες κυμαίνεται σε ποσοστά από 4 έως 14% ανάλογα με το φυτικό ή ζωικό είδος, αλλά και τον τύπο της πρωτεΐνης. Η έλλειψή της προκαλεί διαταραχές στον μεταβολισμό του αζώτου. Valleriite [Βαλερίτης] Ορυκτ. Ορυκτό με καφέ ή γκρίζους αδιαφανείς κρυστάλλους του τριγωνικού ή εξαγωνικού κρυσταλλικού συστήματος. Ο χημικός του τύπος είναι 4(Fe,Cu)S-3(Mg,Al)(OH)2 και η μέση πυκνότητά του 3,11 gr/cm"', ενώ παρουσιάζει σκληρότητα που κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,5 βαθμών της κλίμακας του Mohs. Ορυκτολογικά κατατάσσεται στην ομάδα των υδροξυσουλφιδίων. Valley Breeze [Παγωνιά της κοιλάδας] Μετεωρ. Αντίθετα από την Mountain Breeze. Είναι θερμές αέριες μάζες που ανεβαίνουν προς τα πάνω (προς τις κορυφές) στη διάρκεια της μέρας. Valuation [Αποτίμηση] Μαθημ. 1. Μια απεικόνιση ω από το σύνολο των (ορθών συντακτικά και εννοιολογικά) προτασιακών τύπων στο σύνολο {0, 1) λέγεται αποτίμηση αν υπακούει σε όλους τους γνωστούς κανόνες αλήθειας για τις λογικές πράξεις ("και", "η", "συνεπάγεται", "ισοδυναμία", "άρνηση", "καθολικό ψεύδος") πχ ω(φ <-> ψ) αν και μόνο αν ω(φ) = ω(ψ) δηλαδή οι προτάσεις φ και ψ είναι ισοδύναμες αν έχουν την ίδια λογική τιμή. 2. Πάνω σε ένα σώμα Κ η valuation είναι μια συνάρτηση ω θετική, πολλαπλασιαστική, μηδενίζεται μόνο στο 0 και αν ω(χ) < 1 τότε ω(1 + χ) < α για κάποιο α. Απλούστερη μορφή της η απόλυτη τιμή. Valuation G r o u p [Ομάδα αποτιμήσεων] Μαθημ. Με τον συμβολισμό του προηγούμενου λήμματος η ομάδα Γ = {fy|: γ€ Κ, γ 1 0, |.|·αποτίμηση} με πράξη τον πολλαπλασιασμό.

- 1425 Value [Τιμή] Μαθημ. Στη λογική μιλάμε για την πιθανότητα πραγματοποίησης ενός προτασιακού τύπου. Αν η λογική είναι δίτιμη τότε η τιμή είναι "ψευδές" ή "αληθές", αλλιώς είναι τρίτιμη και γενικότερα πολύτι-

μη.

Value Added Network [Δίκτυο προστιθέμενης αξίας] Επικοιν. Δίκτυο τηλεπικοινωνιών όπου εκτός από τις κλασσικές frame relay υπηρεσίες μεταγωγής προσφέρει και άλλες υπηρεσίες που πληρώνονται με τον όγκο κτλ. Value Added Services [Υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας] Επικοιν. Υπηρεσίες που χρησιμοποιούν συνδρομητές τηλεφωνικών δικτύων με αποθήκευση, επεξεργασία και διανομή πληροφορίας (πχ Videotex, Teletext, Video Conference, Ε Mail κτλ). Value Index [Δείκτης τιμής] Στατ. Αντίθετα από το όνομα είναι μια τιμή πηλίκο μιας σειράς τιμών με τις αντίστοιχες τιμές μίας θεωρούμενης βάσης. Value Of A Function [Τιμή συνάρτησης] Μαθημ. Το στοιχείο του συνόλου όπου απεικονίζονται στοιχεία του συνόλου ορισμού μέσω της διαδικασίας αντιστοίχησης που ορίζει ο τύπος της συνάρτησης. Valve [Βαλβίδα] Μηχ. Είναι ένας απλός μηχανισμός, ο οποίος επιτρέπει την πλήρη διακοπή ή την ρύθμιση, δηλαδή αύξηση ή μείωση, συνήθως της ροής ενός υγρού εντός αγωγού. Van Allen Belts [Ζώνες Van Allen] Αστμον. 2 ζώνες πλάσματος πολλών πυκνοτήτων και σωματιδίων υψηλής ενέργειας που κινούνται σε σπείρες τροχιές του γήινου μαγνητικού πεδίου. Ο ηλιακός άνεμος δημιουργεί τη γήινη μαγνητόσφαιρα και ρίχνει σωματίδια στην εξωτερική ζώνη όπου αυτά παγιδεύονται στα διάφορα επίπεδα πλάσματος. Van Deempter E q u a t i o n [Εξίσωση Van Deempter] ΑναλΧημ. Μαθηματική εξίσωση που αφορά στην απόδοση μίας χρωματογραφική ς στήλης και περιγράφει την εξάρτηση του ισοδύναμου ύψους με μία θεωρητική πλάκα (Η.Ε.Τ.Ρ.) από την ταχύτητα ροής της κινητής φάσης, υ. Η αναλυτική της μορφή είναι: ΗΕΤΡ= Α + B/u + C'U, όπου Α, Β και C είναι παράγοντες που εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά της στήλης και της μεθόδου. Van Der Pol Oscillator [Ταλαντωτής Van Der Pol] Μηχ. Μια διαφορική εξίσωση y" + ε(>τ - l)y' + y = 0, όπου ε > 0. To σύστημα έχει μια ευσταθή περιοδική λύση (οριακός κύκλος) για τις διάφορες τιμές του ε (όπου χρησιμοποιούνται συνήθως οι τομές Poincare). Η λύση προκύπτει γενικά αριθμητικά. Van Der W a a l s Attraction [Ελκτική αλληλεπίδραση Van der Waals] Φυσ.Χημ. Όρος που αναφέρεται στις ασθενείς ελκτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων ή των ατόμων ενός μέσου. —> Van der Waals Forces Van Der W a a l s Bond [Δεσμός Van der Waals] Φυσ. Χημ. Τύπος δευτερογενούς δεσμού που αναπτύσσεται μεταξύ των δομικών λίθων στερεών υλικών και δεν έχει να κάνει με την αλληλομεταφορά ηλεκτρονίων. Οφείλεται στην ασύμμετρη κατανομή των θετικών και αρνητικών φορτίων στο εσωτερικό των ατόμων ή των μορίων που συμμετέχουν σε αυτόν. Ο τύπος αυτός δεσμού μπορεί να είναι παροδικός ή μόνιμος. Van Der Waals Covolume [Αποκλειόμενος όγκος Van der Waals] Φυσ.Χημ. Χαρακτηρισμός του διορθωτικού παράγοντα που εισάγεται στην εξίσωση Van der Waals για τα πραγματικά αέρια και αφορά στον πραγ-

V a n ' t Hoff Factor

ματικό χώρο που καταλαμβάνουν όλα τα μόρια του αερίου θεωρούμενα ως μικροσκοπικές σφαίρες. Αν ο όγκος αυτός αφαιρεθεί από τον μετρούμενο όγκο του αερίου, λαμβάνεται ο διαθέσιμος χώρος κίνησης για τα μόρια. Van Der Waals E q u a t i o n [Εξίσωση Van der Waals] Φυσ.Χημ. Καταστατική εξίσωση που περιγράφει την σχέση του όγκου ενός πραγματικού αερίου με τις μετρούμενες τιμές πίεσης και απόλυτης θερμοκρασίας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις διαμοριακές δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων του αερίου όσο και τον χώρο που καταλαμβάνει το σύνολο των μορίων αν αυτά θεωρηθούν ως σφαίρες πολύ μικρής ακτίνας. Van Der Waals Forces [Δυνάμεις Van der Waals] Φυσ.Χημ Τύπος πολύ ασθενών, ηλεκτροστατικής φύσης, ελχτικών δυνάμεων που αναπτύσσονται μεταξύ των δομικών λίθων ενός μέσου και οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τους γνωστούς χημικούς δεσμούς, ομοιοπολικό και ιοντικό. Η μέση ισχύς των δυνάμεων αυτών υπολογίζεται περίπου στο 10 % της μέσης ισχύος του ομοιοπολικού δεσμού. Van Der Waals - London Interactions [Δυνάμεις Van der Waals-London] Φυσ.Χημ. Ειδική κατηγορία δυνάμεων Van der Waals, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ μορίων ή ατόμων, που δεν εμφανίζουν καμία πολικότητα και οφείλονται στην προσωρινή παραμόρφωση των ηλεκτρονικών νεφών τους δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο παροδικά δίπολα. Το είδος αυτό των δυνάμεων είναι ανεξάρτητο του μεγέθους ή του σχήματος των μορίων. Van Der Walls Adsorption [Απορρόφηση Van Der Walls] Φυσ. Χημ. Επαγόμενη από δυνάμεις Van Der Walls απορρόφηση. Εμφανίζεται συνήθως σε χαμηλές θερμοκρασίες, σε εύκολα υγροποιήσιμα αέρια και αντιστρέφεται με την εφαρμογή πίεσης. Van Vleck Equation [Εξίσωση Van Vleck] Φυσ. Αναφερόμενη στη θερμοκρασία του απόλυτου μηδενός φυσική εξίσωση της κβαντικής θεωρίας η οποία δίνει το μοριακό παραμαγνητισμό μαγνητικά επιδεκτικού υλικού.. Van Vleck P a r a Magnetism [Παραμαγνητισμός Van Vleck] Φυσ. Ο υπολογιζόμενος από τη κβαντική θεωρία παραμαγνητισμός συλλογής ατόμων ιόντων ή μορίων. Τα άτομα ιόντα ή μόρια προσανατολίζονται μέσα στο μαγνητικό πεδίο και η συνεχής κατανομή προσανατολισμού ικανοποιεί την κατανομή Boltzmann η δε μαγνήτιση βρίσκεται υπολογίζοντας τη μέση στροφορμή κατά μήκος του πεδίου. V a n ' t Hoff Equation [Εξίσωση του Van't Hoff] Φυσ. Χημ. Μαθηματικός νόμος που παριστάνει την εξάρτηση της σταθεράς ισορροπίας ενός χημικού συστήματος στο οποίο συμμετέχουν αέρια, από την θερμοκρασία υπό σταθερή πίεση. Αναλυτικά η εξάρτηση αυτή δίνεται από τον τύπο: d(lnKp)/dT=AH°/(RT ), ύπου Κρ η σταθερά ισορροπίας, Τ η απόλυτη θερμοκρασία και ΔΗ υ η μεταβολή της πρότυπης ενθαλπίας της αντίδρασης. - » Van't Hoff Isochore V a n ' t Hoff F a c t o r [Συντελεστής Van't Hoff] Φυσ. Χημ. Μαθηματικός συντελεστής που παριστάνει τον λόγο της πραγματικής τιμής μίας προσθετικής ιδιότητας ενός διαλύματος, προς της θεωρητική τιμή αυτής σε ιδανικές συνθήκες. Σε αραιά μοριακά διαλύματα, ο συντελεστής παίρνει την τιμή 1, ενώ σε αραιά ηλεκτρολυτικά, λαμβάνει ακέραιες θετικές τιμές μεγαλύ-

V a n ' t Hoff F o r m u l a

- 1426 -

τερες της μονάδας. αέρα, τα καυστικά αλκάλια καθώς και τα μη οξειδωτικά V a n ' t Hoff F o r m u l a [Τύπος του Van't Hoff] Φυσ. οξέα. Σε μεταλλική κατάσταση, χρησιμοποιείται στην Χημ. Μαθηματικός τύπος με τον οποίο υπολογίζεται ο τεχνολογία των πυρηνικών αντίδραση']ρων, ενώ οι ενώαριθμός των στερεοϊσο μερών στα οπτικά ενεργά μόρια σεις του βρίσκουν εφαρμογή στη γεωργία, την ιατρική, των αλδοζών και των κετοζών. Αν ο αριθμός των οπτι- την υφαντουργία, την υαλουργία κ.τ.λ κά ενεργών ατόμων άνθρακα σε ένα τέτοιο μόριο είναι V a n a d i u m Oxide [Οξείδιο του βαναδίου] Χημ. Χαραν, ο αριθμός των οπτικών ισομερών υπολογίζεται σε κτηρισμός κάθε χημικής δυαδικής ένωσης αποτελού2ν. μενης από βανάδιο και οξυγόνο. Στα οξείδιά του, το V a n ' t Hoff Isochore [Ισόχωρος Van't Hoff] Φυσ.Χημ. βανάδιο συναντάται με αριθμούς οξείδωσης +2, +3, +4 Μαθηματική εξίσωση που δείχνει την εξάρτηση της και +5. σταθεράς ισορροπίας ενός χημικού συστήματος από V a n a d i u m Oxy trichloride [Οξυτριχλωρίδιο του βατην απόλυτη θερμοκρασία. ναδίου] Χημ. Υγρό κίτρινου χρώματος με σημείο ζέσεV a n ' t Hoff I s o t h e r m [Ισόθερμος Van't Hoff] Φυσ. ως 127 °C και χημικό τύπο VOCl 3 . Δείχνει μεγάλη χηΧημ. Εξίσωση που παριστά την σχέση μεταξύ της στα- μική αστάθεια απέναντι στο νερό, ενώ χρησιμοποιείται θεράς ισορροπίας μίας χημικής μεταβολής, με την με- ως καταλύτης σε πολλές οργανικές αντιδράσεις. ταβολή της πρότυπης ελεύθερης ενέργειας αυτής της V a n a d i u m P e n t a f l u o r i d e [Πενταφθορίδιο του βαναδίδιαδικασίας, υπό σταθερή θερμοκρασία. Αναλυτικά η ου] Χημ. Λευκή στερεή ένωση με χημικό τύπο VF5, η μορφή της είναι: ΔΘ υ =-RTlnKp, όπου Κρ η σταθερά οποία, με μεταλλικά κατιόντα, σχηματίζει σύμπλοκα της ισορροπίας, Τ η απόλυτη θερμοκρασία και AG0 η άλατα του τύπου M(VF6)X. Από τα υδατικά διαλύματα μεταβολή της πρότυπης ελεύθερης ενέργειας. αυτών των αλάτων μπορούμε να παρασκευάσουμε άλV a n ' t Hoff Law [Νόμος του Van't Hoffl Φυσ.Χημ. λες ενώσεις του βαναδίου. Φυσικοχημικός νόμος που αφορά στον καθορισμό της V a n a d i u m Pentoxide [Πεντοξείδιο του βαναδίου] οσμωτικής πίεσης διαλύματος μίας μοριακής ή ηλε- Χημ. Είναι το σημαντικότερο οξείδιο του βαναδίου, με κτρολυτικής ουσίας, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με χημικό τύπο V2O5. Είναι στερεή ένωση καστανέρυτον καθαρό διαλύτη μέσω ημιπερατής μεμβράνης. Ορου χρώματος και αδιάλυτη στο νερό, η οποία τήκεΣύμφωνα με αυτόν, η οσμωτική πίεση του διαλύματος ται στους 650 °C. Σχηματίζεται με την καύση σκόνης είναι ανάλογη της συγκέντρωσης και της θερμοκρασί- βαναδίου στον αέρα σε υψηλή θερμοκρασία, καθώς ας αυτού. και με κατεργασία των αλάτων του μετάλλου με πτητιV a n ' t Hoff Rule [Κανόνας του Van't Hoff] Φυσ.Χημ. κά οξέα. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης στην οργανιΑρχή στη χημική κινητική, σύμφωνα με την οποία η κή σύνθεση. κατά 10 °C αύξηση της θερμοκρασίας επιφέρει κατά V a n a d i u m Sulfide [Θειούχο πεντασθενές βανάδιο] μέσο όρο τον διπλασιασμό της τιμής της ταχύτητας Χημ. Φαιόχρωμο στερεό με χημικό τύπο V2S5Kai ελάμίας χημικής αντίδρασης. χιστη διαλυτότητα στο νερό. Σχηματίζεται ως δυσδιάV a n a d a t e [Βαναδικό άλας] Χημ. Κοινή ονομασία των λυτη ένωση, με την επίδραση στερεού θειούχου αμμωαλάτων του βαναδικού οξέως HV0 3 , τα οποία περιέ- νίου σε όξινα υδατικά διαλύματα που περιέχουν ιόντα χουν το βαναδικό ανιόν V 0 3 \ Σχηματίζονται κατά κα- του πεντασθενούς βαναδίου. Χρησιμοποιείται για την νόνα από την διάλυση του πεντοξειδίου του βαναδίου παρασκευή άλλων ενώσεων του βαναδίου. σε αλκαλικά διαλύματα: V205 + 2NaOH 2NaV0 3 V a n a d i u m Tetrachloride [Τετραχλωρίδιο του βαναδί+ Η2Ο. Πολλά από τα βαναδικά άλατα χρησιμοποιού- ου] Χημ. Ερυθρόφαιο υγρό με σημείο ζέσεο)ς στους νται για την παραλαβή του μεταλλικού βαναδίου, κα154 °C και χημικό τύπο VCI4. Διαλύεται εύκολα στο θώς και στην υφαντουργία ως σταθεροποιητές χρωμά- νερό, δίνοντας στο διάλυμα μία έντονη κυανή απόχρωτων, ση, η οποία οφείλεται σε αντίδραση αυτοοξειδοαναγωVanadic Acid A n h y d r i d e [Ανυδρίτης του βαναδικού γής. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή άλλων ενώοξέως] Χημ. Δυαδική χημική ένωση του πεντασθενούς σεων του βαναδίου. βαναδίου με οξυγόνο. Vanadium Pentoxide. V a n a d i u m Trichloride [Τριχλωρίδιο του βαναδίου] Vanadic Sulfide [Βααδικό σουλφίδιο] Χημ. Δυαδική Χημ. Μαύρη κρυσταλλική ένωση του τρισθενούς βαχημική ένωση του πεντασθενούς βαναδίου με θείο. —> ναδίου με χημικό τύπο VC13 και πυκνότητα 3 gr/cm3. Είναι μη εύφλεκτη ουσία, που παρουσιάζει χημική αVanadium Sulfide. Vanadinite [Βαναδινίτης] Ομυκτ. Ορυκτό του βαναδίου στάθεια στον αέρα, το φως και την υγρασία. Αποτελεί και του μολύβδου με χημικό τύπο Pb5(V0 4 )Cl, το ο- πρώτη ύλη για την εργαστηριακή παρασκευή άλλων ποίο συναντάται σε διάφορα φωσφορικά και αρσενικι- ενώσεων του βαναδίου. κά κοιτάσματα. Αποτελείται από καφέ, κίτρινους ή ά- V a n a d i u m Trioxide [Τριοξείδιο του βαναδίου] Χημ. χρωμους κρυστάλλους μέσης πυκνότητας 6,94 gr/cm3 Μαύρη δύστηκτη κρυσταλλική ένωση του τρισθενούς και σκληρότητας που κυμαίνεται απύ 3,5 έως 4, οι ο- βαναδίου με οξυγόνο. Έχει χημικό τύπο V 2 0 3 και πυποίοι κρυσταλλώνονται στο εξαγωνικό διπυραμιδικό κνότητα 4,87 gr/cm3, ενώ τήκεται στους 1940 °C. Είσύστημα. ναι αδιάλυτη στο νερό, ενώ στον αέρα μετατρέπεται Vanadium [Βανάδιο] Χημ. Χημικό στοιχείο με ατομικό αργά προς τετροξείδιο του βαναδίου, για τον λόγο αυαριθμό 23 και σύμβολο V, το τρίτο κατά σειρά στοιχείο τό και φυλάσσεται σε αεροστεγώς κλειστά δοχεία. της πρώτης σειράς των στοιχείων μετάπτωσης του πε- Vanadyl Sulfate [Θεϊκό βαναδύλιο] Χημ. Κρυσταλλική ριοδικού πίνακα. Είναι φαιόχρωμο μέταλλο, που κρυ- ένωση του τετρασθενούς βαναδίου με χημικό τύπο σταλλώνεται στο κυβικό εδροκεντρωμένο σύστημα και V O S O 4 . Αποτελείται από μπλε κρυστάλλους πολύ διατήκεται στους 1900 °C, ενώ το σημείο ζέσεώς του είναι λυτούς στο νερό, οι οποίοι στον αέρα διασπώνται αργά 3400 °C. Αποτελεί το 0,015 % του φλοιού της Γης με τη δίνοντας οξείδια του θείου και μεταλλικό βανάδιο. Είναι μορφή δύο ισοτόπων, 5 |V (99,75 %) και 50V (0,25 %). έντονα τοξική ένωση με ερεθιστική δράση απέναντι στα Το βανάδιο είναι χημικά σταθερό απέναντι στο νερό, τον μάτια, το δέρμα και το αναπνευστικό σύστημα. Χρησι-

- 1427 -

μοποιείται για την εργαστηριακή παρασκευή ενώσεων του βαναδίου καθώς και ως καταλύτης σε οργανικές αντιδράσεις. Vanalite [Βαναλίτης] Ορυκτ. Υαλόμορφοι, υποκίτρινοι ή πορτοκαλί κρύσταλλοι πυκνότητας 2,34 gr/cm3, που κρυσταλλώνονται στο μονοκλινικό κρυσταλλικό σύστημα. Χημικά, ο βαναλίτης είναι ορυκτό του βαναδίου που εμπίπτει στο χημικό τύπο NaAlaV|0O38 Ή 2 0 . V a n d e n b r a n d e i t e [Βαντενμπραντεΐτης] Ορυκτ. Ραδιενεργό ορυκτό του ουρανίου με τύπο Cu(U0 2 )(0H) 4 και υαλώδη μορφή. Αποτελείται από διαφανείς έως ημιδιαφανείς βαθυπράσινους κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος, οι οποίοι έχουν πυκνότητα 5,08 gr/ cm3 και σκληρότητα 4 βαθμούς της κλίμακας Mohs, όμοια με αυτήν του φθορίτη. Vandermonde Determinant [Ορίζουσα Vandermonde] Μαθημ. Η ορίζουσα ενός πίνακα Vandermonde τάξης ν με τιμή το γινόμενο όλων των διαφορών 2 (από ν) διαφορετικών στοιχείων (που ορίζουν τον πίνακα) όταν τα θεωρήσουμε διατεταγμένα σε αύξουσα σειρά. V a n d e r m o n d e M a t r i x [Πίνακας Vandermonde] Μαθημ. Ένας τετραγωνικός πίνακας Vandermonde τάξης ν αποτελείται από ν διανύσματα με στοιχεία τις ν-1 πρώτρ; (διατεταγμένες) δυνάμεις μίας μεταβλητής. Vanillin [Βανύάντ\]Ομγ.Χημ. Αχρωμη κρυσταλλική ένωση, με έντονη την οσμή της βανίλιας. Έχει τύπο CsH 8 0 3 και τήκεται στους 81-83 °C, ενώ το σημείο ζέσεώς της είναι 284-285 °C. Αδιάλυτη στο νερό, με μεγάλη όμως διαλυτότητα στην αλκοόλη, τον αιθέρα και το χλωρόφόρμιο. Περιέχεται στους καρπούς του φυτού τής βανίλιας, από όπου και λαμβάνεται ως γλυκοζίτης. Χρήσιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία τροφίμων και την αρωματοποιία. Vanishing Point Of A Function [Σημείο μηδενισμού μίας συνάρτησης] Μαθημ. Τα σημεία μηδενισμού μίας θετικής συνάρτησης φ στο χώρο R", όπου n >1 εκτός οπό την κλασική έννοια των ριζών είναι αυτά που δεν συμμετέχουν στο φορέα της φ, έννοια χρήσιμη στη θεωρία κατανομών. Η φ μπορεί να μηδενίζεται στα κατ' εκδοχή σημεία μέσω των ορίων της (Vanishing At Infinity). Vanoxite [Βανοξίτης] Ομυκτ. Αδιαφανείς καφέχρωμοι ή μαύροι κρύσταλλοι του τριγωνικού κρυσταλλικού συστήματος. Το ορυκτό υπακούει στον χημικό τύπο V ^ V · + 2 0 ] 3* 8Η 2 0 και συγκαταλέγεται στα οξείδια του βαναδίου. Συναντάται με τη μορφή λεπτών κρυσταλλικών σχηματισμών σε ιζηματογενή κοιτάσματα ουρανίου και βαναδίου. Vantasselite [Βαντασελίτης] Ομυκτ. Αργιλλοφωσφορικό ορυκτό με χημικό τύπο Alt(P04)3(0H)3-9(H20), το οποίο κυρίως συναντάται ως συστατικό πολλών χαλαζίακών πετρωμάτων. Από χημικής άποψης συγκαταλέγεται στα ένυδρα φωσφορικά άλατα. Αποτελείται από διάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού κρυσταλλικού συστήματος, οι οποίοι έχουν μέση πυκνότητα 2,3 gr/cm3 και σκληρότητα που κυμαίνεται μεταξύ 2 και 2,5 βαθμών της κλίμακας του Mohs. Vanthoffite [Βαντχοφίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με άχρωμους διαφανείς κρυστάλλους του μονοκλινούς πρίσματικού κρυσταλλικού συστήματος και χημικό τύπο Na^Mg(S04)4. Παρουσιάζει μέση πυκνότητα 2,694 gr/ cm· ενώ η σκληρότητά είναι περίπου 3,5. Βρίσκεται στη φύση σε κοιτάσματα θειούχων ορυκτών. V a n u r a l i t e [Βανουραλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με χημικό τύπο A1(U0 2 ) 2 (V0 4 ) 2 (0H)-11(H 2 0) και υποκίτρινους

Varactor Tuning

διαφανείς κρυστάλλους. Κρυσταλλώνεται μονοκλινές πρισματικό κρυσταλλικό σύστημα και έχει πυκνότητα 3,62 gr/cm3, ενώ η σκληρότητα του είναι 2 βαθμοί της κλίμακας του Mohs. V a p o r [Ατμός] Φυσ.Χημ. Χαρακτηρισμός της αέριας φάσης μίας ουσίας, όταν αυτή βρίσκεται σε ισορροπία με την υγρή φάση σε συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας όπως οι κανονικές. Ο όρος ατμός είναι από θερμοδυναμικής άποψης, ισοδύναμος του όρου αέριο, μόνο που ο δεύτερος χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ουσιών που παραμένουν σε αέρια φάση και σε διαφορετικές συνθήκες από τις κανονικές, V a p o r B a r r i e r [Φράγμα υδρατμών] Πολ. Μηχ. Είναι μία στρώση ειδικού υλικού που τοποθετείται στην εσωτερική πλευρά της επιφάνειας ενός δαπέδου ή ενός τοίχου από σκυρόδεμα με σκοπό την απορρόφηση της υγρασίας. V a p o r Pressure 1 [Πίεση ατμών] Φυσ.Χημ. Η πίεση που ασκούν οι ατμοί ενός υγρού ή στερεού όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο και σε ισορροπία με αυτό. Η πίεση των ατμών είναι ένα μέτρο της τάσης ενός υγρού ή στερεού σοόματος να μετατρέπεται σε αέριο και αυξάνει με την αύξηση της θερμοκρασίας, V a p o r Pressure 2 [Πίεση υδρατμού] Μετεωρ. Η πίεση που παράγεται σε κάποια αέρια μάζα από μόρια υδρατμών (καθορίζεται από τη συγκέντρωση των μορίων και σε σχέση με τη θερμοκρασία), V a p o r - P r e s s u r e Lowering [Μείωση της πίεσης ατμού] Φυσ. Χημ. Φυσική περίπτωση της επίδρασης στις ιδιότητες ενός συστήματος της μείωσης της πίεσης ατμού η οποία εκφράζεται ως η διαφορά πίεσης του καθαρού διαλύτη και της ολικής πίεσης του ατμού διαλύματος με μια μη πτητική ουσία διαλυμένη. V a p o r Pressure Osmometer [Οσμόμετρο τάσης ατμών] Αναλ,.Χημ Ειδικό όργανο με το οποίο μετρούμε την διαφορά στην πίεση που εξασκούν οι ατμοί δύο διαφορετικοί διαλυμάτων του ίδιου διαλύτη, τα οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους μέσω μίας ημιπερατής μεμεμβράνης. Η λειτουργία του οργάνου βασίζεται στα φαινόμενα όσμωσης που λαμβάνουν χώρα και έχουν σαν αποτέλεσμα την μεταφορά μορίων του διαλύτη από το αραιό προς στο πυκνό διάλυμα, V a p o r Tension [Τάση ατμών] Φυσ.Χημ. Φυσικοχημική σταθερά που αναφέρεται στην πίεση που ασκούν οι ατμοί μίας υγρής ή στερεής ουσίας. —» Vapor Pressure Vaporization [Ατμοποίηση] Φυσ.Χημ. Η φυσική μεταβολή κατά την οποία μία στερεή ή υγρή ουσία μετατρέπεται σε ατμούς κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Τα κυριότερα είδη ατμοποίησης είναι η εξάτμιση που γίνεται από την ελεύθερη επιφάνεια επαφής υγρού - αερίου, ο βρασμός από όλο τον όγκο ενός υγρού και η εξάχνωση που γίνεται από την επιφάνεια επαφής στερεού - αερίου, Vaporize [Εξάτμιση] Φυσ. Χημ. Η αλλαγής της κατάστάσης ενός υλικού από υγρή σε αέρια μορφή. Μπορεί να συμβεί π. χ. με θέρμανση. Vaporizer [Αεροποιητής] Τεχνολ. Ειδική συσκευή με την οποία μετατρέπεται σε ατμό μία υγρή ή στερεή ουσία μέσω θέρμανσης. Η ατμοποίηση μπορεί να οδηγήσει απλώς στην αλλαγή της φυσικής κατάστασης του σώματος, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου είναι επιθυμητή η μεταβολή της χημικής σύστασης αυτού, οπότε στη συσκευή λαμβάνει χώρα καύση, V a r a c t o r Tuning [Συντονισμός με varactor] Ηλεκτμον.

Varactors

- 1428 -

Μέθοδος συντονισμού όπου σε μια δίοδο Varactor προστίθεται εσωτερικά ένας ημιαγωγός ώστε να μειώνεται η χωρητικότητα. Varactors [Δίοδοι μεταβλητής χωρητικότητας] Ηλεκτρον. Δίοδοι ρ-η φτιαγμένα για να λειτουργούν σαν πυκνωτές (όταν είναι αντίστροφα πολωμένα έχουν χωρητικότητα αντίστροφα ανάλογη με την περιοχή εκκένωσης). Χρησιμοποιούνται κυρίως στα κυκλώματα συντονισμού τάσης στους δέκτες τηλεοράσεων και ραδιοφώνου. V a r d a r [Βαρδάρης] Μετεωρ. Κρύος αέρας που φυσάει στη Βόρεια Μακεδονία και το Θερμαϊκό κόλπο από τα όρη του Αίμου. Variability [Μεταβλητότητα] Στατ. Η κατανομή ενός συνόλου δεδομένων (γύρω από το μέσο όρο τους) που μετριέται από τα μέτρα διασποράς με κυριότερα τη διακύμανση, την κύρια απόκλιση, το συντελεστή μεταβλητότητας κτλ. Variability Between Columns [Μεταβλητότητα μεταξύ στηλών] Στατ. Η διαφορά διακυμάνσεων μεταξύ των στηλών ενός λατινικού τετραγώνου στην ανάλυση διακύμανσης με 3 παράγοντες. Variability Between Letters [Μεταβλητότητα μεταξύ γραμμάτων] Στατ. Η διαφορά διακυμάνσεων μεταξύ των γραμμάτων ενός λατινικού τετραγώνου στην ανάλυση διακύμανσης με 3 παράγοντες. Variability Between Rows [Μεταβλητότητα μεταξύ γραμμών] Στατ. Η διαφορά διακυμάνσεων μεταξύ των γραμμών ενός λατινικού τετραγώνου στην ανάλυση διακύμανσης πειραματικού σχεδιασμού με 3 παράγοντες. Variability Of A S t a r [Μεταβλητότητα ενός άστρου] Αστρον. Η ιδιότητα ενός άστρου να αλλάζει γρήγορα και εντυπωσιακά, για μας αλ>Λχζει απλά η λαμπρότητα του. Με βάση αυτή γίνεται η ταξινόμηση τέτοιων άστρων σε περίπου 15 κύριες ομάδες με πιο γνωστή περίπτωση τους αστέρες τύπου σουπερνόβα. Variable [Μεταβλητή] Μαθημ. Μαθηματικό σύμβολο που παριστάνει την τιμή ενός μεγέθους, η οποία μπορεί να μεταβάλλεται μέσα σε μία μαθηματική έκφραση. Οι διαφορετικές τιμές της μεταβλητής καθορίζουν σε κάποιο βαθμό και τις τιμές που παίρνει η μαθηματική έκφραση. Variable 2 [Μεταβλητή] Ηλεκτμ. Υπολ. Η μεταβλητή είναι ένας χώρος στην μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος δεσμεύεται κατά την εκτέλεση ενός λογισμικού προγράμματος και στον οποίο δίδοντας συγκεκριμένη ονομασία μπορούν να αποθηκευτούν μία σειρά από τιμές των δεδομένων και των αποτελεσμάτων του προγράμματος. Variable B o u n d a r y Points [Μεταβλητά συνοριακά σημεία] Μαθημ. Στα προβλήματα με μεταβλητές συνοριακές συνθήκες (πχ μη στερεωμένες παλλόμενες μεμβράνες) η κλασσική θεωρία αδυνατεί να εφαρμοστεί οπότε χρειάζονται ειδικές μέθοδοι που είναι αντικείμενο του λογισμού των μεταβολών. Variable Expression [Μεταβλητή έκφραση] Μαθημ. 1. Μία έκφραση με μεταβλητές που δίνει διάφορα αποτελέσματα (έτσι χρησιμοποιείται και στην πληροφορική). 2. Φόρμουλα με περισσότερες από μια εκφράσεις στο πεδίο ορισμού της. Variable Flow [Μεταβλητή ροή] Μηχ. Ρευστ. Λέγεται και μη μόνιμη ροή. Η ταχύτητα της είναι συνάρτηση θέσης και χρόνου. Variable Force [Μεταβλητή δύναμη] Μηχ. Οποιοδή-

ποτε είδους δύναμη όπως π. χ. η ηλεκτρομαγνητική, η οποία μπορεί να αλλάζει μέγεθος, διεύθυνση ή και τα δύο. Variable Length Field [Πεδίο μεταβλητού μήκους] Πλημ. Μπορούμε να θέσουμε ένα (τουλάχιστον) πεδίο μίας εγγραφής σε βάση δεδομένων να έχει μεταβλητό μήκος. Αυτό μπορεί να συμβεί κύρια με πεδία κειμένου και ο χειρισμός τους ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Variable Length Record [Εγγραφή μεταβλητού μήκους] Πληρ. Ορίζοντας ένα πεδίο σαν μεταβλητού μήκους (πχ πεδίο κειμένου) η εγγραφή γίνεται μεταβλητού μήκους. Τέτοια θεωρούνται τα αρχεία που τα δεδομένα αποθηκεύονται σε σειρές και επεξεργάζονται σειριακά. Variable O r d e r M e t h o d s [Μέθοδοι μεταβλητής τάξης] Μαθημ. Κατά την αριθμητική επίλυση συνήθων διαφορικών συστημάτων με μεθόδους Runge Kutta μπορούμε να χρησιμοποιούμε εκτός από την κύρια μέθοδο για την ανάπτυξη λύσης και άλλες 2 μεθόδους για διόρθωση της Β σειράς που αναπτύσσεται. Variable P a r a m e t e r 1 [Μεταβλητή παράμετρος] Μαθημ. Σχεδόν σε όλα τα μοντέλα που κατασκευάζονται μπαίνουν μια σειρά από παράμετρες που η τιμή τους προκύπτει μέσα από μετρήσεις που υπόκεινται σε σφάλματα. Έτσι αυτές μπαίνουν στο μοντέλο σαν μεταβλητές που λαμβάνουν τιμές μέσα από ένα σύνολο που επανελέγχεται για το εύρος του. Variable P a r a m e t e r 2 [Μεταβλητή παράμετρος] Πληρ. 1. Η ιδιότητα μίας γλώσσας προγραμματισμού να επιτρέπει κλήσης μεταβλητής μέσα στον ορισμό μίας συνάρτησης σαν παράμετρο (και όχι κατ' αξία) κάτι που συναντάται με τον όρο Call By Reference. 2. Σαν επέκταση της προηγούμενης διαδικασίας μπορεί να επιτραπεί η κλήση μη σταθερού αριθμού μεταβλητών, ή άλλων συναρτήσεων, ή μεταβλητών μη σταθερού μήκους (πχ πινάκων). Variable Resistor (Varistor) [Μεταβλητή αντίσταση] Ηλεκτρον. Μεταβλητή αντίσταση ανάλογα με την τάση του κυκλώματος που προστατεύει από τις απότομες μεταβολές τάσης και χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ηλεκτρικούς πίνακες. Variable Selection [Επιλογή μεταβλητής] Στατ. Στην πολυμεταβλητή παλινδρόμηση κατά την απόρριψη ή πρόσθεση μεταβλητών χρησιμοποιούνται διάφορα τεστ (πχ F test) για να επιλέγουν τελικά οι μεταβλητές που θα συμμετέχουν στο μοντέλο. Variable Star [Μεταβλητός αστέρας] Αστρον. Αστέρας του οποίου το παρατηρούμενο φως μεταβάλλεται αισθητά όσον αφορά στην ένταση. Οι αλλαγές στην φωτεινότητα του αστέρα μπορεί να διέπονται από μεγάλη ή μικρή ακρίβεια στην περιοδικότητα, ενώ μπορεί να είναι και ακανόνιοστες. Οι μεταβλητοί αστέρες ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το αίτιο που προκαλεί τη μεταβλητότητά τους: εκλειπτικά, εκρηκτικά και παλμικά. Variable Step Size [Μεταβλητό μέγεθος βήματος] Μαθημ. Κατά την αριθμητική ανάπτυξη λύσεων συνήθων διαφορικών συστημάτων αλλά και απλής ολοκλήρωσης η και αριθμητικής παραγώγισης γίνεται προσπάθεια να ελεγχθεί η διαδικασία, ελέγχοντας το μέγεθος βήματος. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολα κατορθωτό αλλά παρέχει σημαντικό όφελος όταν υλοποιείται αποτελεσματικά. Variable Valence Cations [Κατιόντα μεταβλητού σθέ-

- 1429 νους] Χημ. Μεταλλικά κατιόντα των στοιχείων μετάπτωσης, τα οποία σε υδατικά, κυρίως, διαλύματα μπορούν με σχετική ευκολία να αλλάζουν φορτίο μέσω οςειδοαναγωγικών αντιδράσεων. Η ευκολία με την οποία γίνονται αυτές οι μετατροπές οφείλεται στην πολλή μικρή διαφορά ενέργειας που παρατηρείται στα ενεργειακά επίπεδα των κατιόντων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μετατροπή του Co 34 σε Co :+ σε υδατικά διαλύματα. Variable Visibility 1 [Μεταβλητή ορατότητα] Αστμον. Φαινόμενο που παρουσιάζεται κατά την παρατήρηση διπλών άστρων και γαλαξιών με ανταλλαγή ενέργειας. Variable Visibility [Μεταβλητή ορατότητα] Μετεωμ. Είναι η περίπτωση που ομίχλη και υγρασία εμποδίζουν την ορατότητα. Έτσι χαμηλώνει και ο ορίζοντας των παρατηρήσεων κάτι που συνήθως επηρεάζει και τις επικοινωνίες. Variable Nebula [Μεταβλητό νεφέλωμα] Αστμον. Γαλαξιακό νεφέλωμα, το οποίο συνεχώς παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές τόσο στο μέγεθος και τη μορφή του όσο και στη φωτεινότητά του. Το φαινόμενο μπορεί να είναι περιοδικό ή όχι. Ιστορικά, η πρώτη παρατήρηση μεταβλητού νεφελώματος έγινε στα μέσα του 19ύυ αιώνα από τον Αγγλο αστρονόμο H i n d στην περιοχή του ουρανού που καλύπτει ο αστερισμός του Ταύρου. Variable's Block [Χώρος των μεταβλητών] Πλημ. Αρκετές γλώσσες προγραμματισμού απαιτούν συγκεκριμένο χώρο ορισμού μεταβλητών (πχ η T u r b o P a s c a l ) ενώ σε άλλες αυτό είναι προαιρετικό και οι μεταβλητές χρησιμοποιούνται χωρίς να οριστούν ή ορίζονται τη στιγμή της χρήσης (πχ C). Variance [Διακύμανση] Στατ. Στατιστικό μέγεθος που μετρά την κατανομή μιας ομάδας δεδομένων γύρω από το μέσο όρο τους. Το σημαντικότερο μέτρο διασποράς που υπόκειται σε πάρα πολλά τεστ σημαντικότητας. Η ανάλυση της λέγεται και ANOVA ή ΜANOVA για ανάλυση βάσει πολλών παραγόντων (σ2). Variance About Regression [Διακύμανση της παλινδρόμησης] Στατ. Κατά την παραγωγή μοντέλου παλινδρόμησης εξετάζεται πρώτα η διακύμανση του μοντέλου. Variance C o m p o n e n t [Παράγοντας διακύμανσης] Στατ. Αντικείμενο της ανάλυσης ANOVA να διαχωριστεί το ολικό άθροισμα τετραγα')νων για κάθε παράγοντα που συμμετέχει σημαντικά. Variance Covariance M a t r i x [Πίνακας διακύμανσης συνδιακύμανσης] Στατ. Στην πολυδιάστατη ανάλυση η διακύμανση παριστάνεται σ' αυτόν τον συμμετρικό πίνακα στα στοιχεία της κύριας διαγωνίου. Variance Of Residuals [Διακύμανση υπολοίπων] Στατ. Στην ανάλυση παλινδρόμησης είναι ένας από τους κύριους τρόπους παραγωγής του μοντέλου και μάλιστα σαν άριστου εκτιμητή. Variance Stabilizing Transformations [Μετασχηματισμοί που σταθεροποιούν τη διακύμανση] Στατ. Μετασχηματισμοί που (ελέγχουν) τροποποιούν τα δεδομένα στην κατασκευή του γενικού γραμμικού μοντέλου παλινδρόμησης. Variance T a b l e [Πίνακας διακύμανσης] Στατ. Ο πίνακας με τις διακυμάνσεις κατά εξεταζόμενο παράγοντας της ανάλυσης διακύμανσης (ANOVA). Συνήθως ακολουθεί F τεστ. Variances Ratio Test [Τεστ 7τηλίκου διακυμάνσεων] Στατ. Στην ανάλυση διακύμανσης αυτός είναι ο κύριος τρόπος να αντιληφθούμε την σημαντικότητα μίας στατιστικής υπόθεσης για την ισότητα διασπορών 2 δειγ-

Variational Method

μάτων (αν προέρχονται από τον ίδιο πληθυσμό). Περισσότερο γνωστό σαν F τεστ. Υπακούει στην F κατανομή για την οποία υπήρχαν αναλυτικοί πίνακες. V a r i a n t [Βαριάντα] Πλημ. Τύπος δεδομένων που εμφάνισε η Microsoft στην παραθυρική έκδοση της γλώσσας Basic. Μπορεί να συμπεριλάβει κάθε άλλο τύπο δεδομένο και χειρίζεται αποκλειστικά με συναρτήσεις μετατροπής τύπων. Variate [Μεταβλητή] Στατ. Έτσι αναφέρεται μια τυχαία μεταβλητή (ώστε να διαχωρίζεται από τη μεταβλητή τύπου πεδίου) που χρησιμοποιείται συνήθως με τη μορφή συχνοτήτων κτλ. Variate Difference Method [Μέθοδος διαφορών μεταβλητών] Στατ. Μέθοδος ανάλυσης χρονοσειρών με ένα σταθερό και ένα τυχαίο παράγοντα. Ο τελευταίος απομονώνεται ευκολότερα με χρήση πολυωνύμων. Variation 1 [Κύμανση] Μαθημ. Για μια πραγματική συνάρτηση φ ορισμένη πάνω σε ένα πραγματικό διάστημα 1, αν ορίσουμε μια γνησίως αύξουσα διαμέριση του I σε ν σημεία τότε η μεταβολή της φ για τη διαμέριση αυτή είναι το άθροισμα όλων των απόλυτων διαφορών μεταξύ των τιμών 2 διαδοχικών σημείων της διαμέρισης. To supremum πάνω σε όλες τις δυνατές διαμερίσεις δίνει την ολική μεταβολή. Variation 2 [Μεταβολή] Αστμον. Ο όρος εμφανίζεται κυρίως σε σχέση με τις αποκλίσεις στις τροχιές ουρανίων σωμάτων για διάφορους λόγους. Variation Of P a r a m e t e r s [Μεταβολή των παραμέτρων] Μαθημ. Μέθοδος επίλυσης μη ομογενών συνήθων διαφορικών εξισώσεων που εμφανίζεται και με το όνομα μέθοδος μεταβολής των σταθερών επειδή επιλύει ένα σύστημα από το οποίο προσδιορίζει τους συντελεστές των όρων της λύσης. Variational Calculus [Λογισμός των μεταβολών] Μαθημ. Στα εφαρμοσμένα μαθηματικά είναι μια επέκταση της θεωρίας εύρεσης ακρότατων που χρησιμοποιεί όμως μεθόδους συναρτησιακής ανάλυσης (δηλαδή συναρτησιακά, τελεστές κτλ). Επεισέρχεται όπου υπάρχει ανάγκη βελτιστοποίησης και πρώτα απ1 όλα στην αριθμητική ανάλυση. Variational Equation [Μεταβολική εξίσωση] Μαθημ. Όρος της ποιοτικής θεωρίας των διαφορικών εξισώσεων που αξιοποιείται στην απόδειξη της εξάρτησης της λύσης μίας διαφορικής εξίσωσης από τις αρχικές συνθήκες. Variational Inequalities [Μεταβολικές ανισότητες] Μαθημ. Ανισότητες που αξιοποιούνται ή παράγονται με τα εργαλεία του λογισμού των μεταβολών. Σύνηθες φαινόμενο στις εφαρμογές πχ στην αριθμητική ανάλυση των πεπερασμένων στοιχείων. Variational Inequality [Σεληνιακή παραλλαγή] Αστμον. Ουράνιο φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται περιοδική μεταβολή του ουράνιου πλάτους της Σελήνης, η οποία οφείλεται στην διαταραχή που προκαλούν στην τροχιά του φυσικού δορυφόρου της Γης οι ελκτικές επιδράσεις των άλλων ουρανίων σωμάτων του Ηλιακού συστήματος και κυρίως ο'Ηλιος. Το εύρος της παραλλαγής έχει υπολογιστεί στα 39' και 29,9 ". Variational M e t h o d [Μέθοδος μεταβολών] Φυσ. Μέθοδος της κβαντομηχανικής με τη οποία είναι δυνατό να βρούμε κατά προσέγγιση τη βασική ενέργεια και τη αντίστοιχη κυματοσυνάρτηση ενός συστήματος με τη χρήση κατάλληλης δοκιμαστικής συνάρτησης της παραμέτρους της οποίας μεταβάλουμε με σκοπό να επιτύχουμε ελαχιστοποίηση της ενέργειας.

Variational Principle

- 1430-

Variational Principle [Αρχή μεταβολών] Μηχ. Αρχή σύμφωνα με την οποία η πρώτη μεταβολή συναρτησοειδών όπως είναι η Lagrangian είναι μηδέν. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι ποσότητες παρουσιάζουν μικρή μεταβολή γύρω από το ακρότατο τους κατά τις φυσικές διεργασίες. Variety [Ποικιλία] Μαθημ. Αλγεβρικός όρος που συναντάται σε πολλές περιπτώσεις. Η αλγεβρική περίπτωση δηλώνει τα σημεία του R" ή του C" που ικανοποιούν ένα σύνολο n πολυωνυμικών εξισώσεων. Variscite [Βαρισκίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με χημικό τύπο Α1(Ρ0 4 )·2(Η 2 0), το οποίο έχει πάρει το όνομά του από την περιοχή Variscia της Γερμανίας όπου βρίσκεται σε κοιτάσματα. Αποτελείται από άχρωμους, πράσινους ή γαλάζιους διαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού κρυσταλλικού συστήματος με μέση πυκνότητα 2,5 gr/ cm3 και σκληρότητα 4 έως 5. Ορυκτολογικά κατατάσσεται στα ένυδρα φωσφορικά ορυκτά. Varulite [Βαρουλίτης] Ομυκτ. Πρασινοκίτρινοι κρύσταλλοι του μονοκλινούς πρισματικού κρυσταλλικού συστήματος. Από χημικής άποψης ο βαρουλίτης είναι φωσφορικό άλας που υπακούει στον μη στοιχειομετρικό τύπο NaCaMn2+2osFe2+oj Fe 3 \25(^04)3. Οι κρύσταλλοι του έχουν μέση πυκνότητα 3,581 gr/cm3, σκληρότητα 5 βαθμούς της κλίμακας του Mohs και συναντώνται σε πηγματιτικά πετρώματα στη Σουηδία. Vashegyite [Βασεγίτης] Ομυκτ. Αργιλλοφωσφορικό ορυκτό του χημικού τύπου Α1ιι(Ρ04Μ0Η)6·38(Η 2 0) το οποίο συναντάται μαζί με βαρισκίτη και απατίτη σε κοιτάσματα στη Βοημία και τη Σλοβακία. Αποτελείται από αδιαφανείς ορθορομβικούς κρυστάλλους σε διάφορες αποχρώσεις του καφέ, κίτρινου και πράσινου. Η μέση πυκνότητα αυτού είναι 1,96 gr/cm3 ενώ η σκληρότητά του είναι παραπλήσια του γύψου κυμαινόμενη από 2 έως 3. Vasilite [Βασιλίτης] Ομυκτ. Μικτό σουλφίδιο, τελουρίδιο του χαλκού και του μολύβδου, το οποίο έχει χημικό τύπο (Pb,Cu)i 6 (S,Te) 7 . Είναι γκριζόχρωμοι κρύσταλλοι του ισομετρικού τετραεδρικού κρυσταλλικού συστήματος με πυκνότητα 8,79 gr/cm3 και σκληρότητα κυμαινόμενη από 5 έως 5,5 στην κλίμακα του Mohs. Vasopressin [Βαζοπρεσσίνη] Βιοχημ. Πολυπεπτιδική ορμόνη, η οποία εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό του αδένα της υπόφυσης. Με την έκκρισή της προκαλεί συσπάσεις των αγγείων που οδηγούν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Στα περισσότερα σπονδυλωτά αποτελεί παράγοντα ελέγχου του μεταβολισμού των αλάτων. Συνίσταται από τα αμινοξέα κυστεΐνη, τυροσίνη, φαινυλαλανίνη, ασπαραγίνη, προλίνη, αργινίνη, γλυκίνη και γλουταμίνη. Vaterite [Βατερίτης] Ομυκτ. Αλλοτροπική μορφή του ορυκτού ασβεστίτη, ο βατερίτης έχει χημικό τύπο CaC0 3 . Είναι άχρωμοι διαφανείς κρύσταλλοι του εξαγωνικού και του διεξαγωνικού διπυραμιδικού κρυσταλλικού συστήματος με μέση πυκνότητα 2,54 gr/cm3 και σκληρότητα όμοια με αυτή του ασβεστίτη στους 3 βαθμούς της κλίμακας Mohs. Vaughanite [Βογκανίτης] Ορυκτ. Μαύροι αδιαφανείς κρύσταλλοι με χημικό τύπο TlHgSb4S7 που συναντώνται σε κοιτάσματα στην περιοχή Οντάριο του Καναδά. Το ορυκτό κρυσταλλώνεται στο τρικλινές κρυσταλλικό σύστημα και έχει σκληρότητα κυμαινόμενη από 3 έως 3,5. Vault [θόλος] Αρχιτ. Είναι μία οροφή με σφαιροειδές σχήμα για την στέγαση κλειστών χώρων των κτιρίων.

Συνήθως απαντάται σε αρχαία ρωμαϊκά κτίρια, σε εκκλησίες αλλά και σε σύγχρονες κατασκευές. Αποτελείται από λίθινα στοιχεία ή μπορεί να είναι και από οπλισμένο σκυρόδεμα. Vauquelinite [Βοκελινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό με χημικό τύπο Pb 2 Cu(Cr0 4 )(P04)(0H), το οποίο κατατάσσεται τόσο στα χρωμικά όσο και στα φωσφορικά πετρώματα. Αποτελείται από καφέ, καφεπράσινους ή μαύρους διαφανείς κρυστάλλους ρητινοειδούς όψης, οι οποίοι κρυσταλλώνονται στο μονοκλινικό κρυσταλλικό σύστημα. Το ορυκτό έχει πυκνότητα 6gr/cm 3 και σκληρότητα κυμαινόμενη από 2,5 έως 3, παραπλήσια αυτής του ασβεστίτη. Vauxite [Βωξίτης] Ορυκτ. Μετάλλευμα με γαιώδη όψη, το οποίο αποτελεί μίγμα οξειδίων του αργιλίου (AfeOj), του σιδήρου (Fe 2 0 3 ) και του πυριτίου (Si0 2 ) με προσμίξεις από οξείδια άλλων μετάλλων ύπως βαναδίου, τιτανίου κ.τ.λ. Μία από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές πρώτες ύλες, κύρια πηγή του αλουμινίου. Έχει πυκνότητα που κυμαίνεται από 2,7 έως 3,5 gr/cm'1 και το χρώμα του ποικίλλει από λευκό έως κόκκινο ανάλογα με το ποσοστό σιδήρου που περιέχει. VAX M a i n f r a m e [Μεγάλος υπολογιστής VAX] Πληρ. Παλαιότερος τύπος mainframe της εταιρίας Digital με λειτουργικό σύστημα VMS. V Band [Μπάντα V] Ηλεκτρομαγν. Μέρος του φάσματος που αντιστοιχεί σε μήκος κύματος μεταξύ 0.652 και 0536 cm η σε συχνότητα 46 έο)ς 56 GHz. Vector 1 [Διάνυσμα] Μαθημ. 1. Προσανατολισμένα ευθύγραμμα τμήματα (δηλαδή με γνωστά άκρα και φορά). 2. Συνήθως βρίσκονται σε κάποιο σύστημα συντεταγμένων και είναι πάλι ευθύγραμμα τμήματα που παριστάνονται από τον μονοδιάστατο πίνακα των συντεταγμένων τους. 3. Σε αφηρημένους χώρους τα διανύσματα μπορεί να είναι ακολουθίες, πολυώνυμα κτλ και η απόσταση ορίζεται σε κάθε χώρο διαφορετικά. 4. Δείκτης κατεύθυνσης (πχ πορείας ή μέτρησης). 5. Βέλος πορείας 6. Μονοδιάστατο σύνολο δεδομένων (γραμμή ή στήλη) Vector [Διάνυσμα] Πληρ. 1. Σε γραφικό περιβάλλον τα διανύσματα είναι τα γνωστά διανύσματα του καρτεσιανού επιπέδου. 2. Ανάλογα με το μαθηματικό τους ορισμό συναντάμε τη 2η περίπτωση, σαν δομή δεδομένων ένα διάνυσμα είναι ένας πίνακας στήλη. 3. Όρος που συναντάται στο χειρισμό διακοπών. Vector Addition [Πρόσθεση διανυσμάτων] Μαθημ. Αρκεί να προσθέσουμε τα διανύσματα κατά συντεταγμένη σε ένα νέο διάνυσμα. Ανάλογα γίνεται και η αφαίρεση διανυσμάτων και ο πολλαπλασιασμός διανύσματος με πραγματικό αριθμό. Vector Analysis [Διανυσματική ανάλυση] Μαθημ. Ο κλάδος της ανάλυσης που έχει αντικείμενο τη μελέτη διανυσμάτων σε διανυσματικούς χώρους πεπερασμένης διάστασης κύρια σε συνδυασμό με την αναλυτική γεωμετρία. Vector Basis [Διανυσματική βάση] Μαθημ. Ο όρος παραπέμπει σε διανυσματικό χώρο. Η βάση του είναι ένα σύνολο διανυσμάτων που είναι γραμμικά ανεξάρτητη (Linearly Independent) και μπορεί για κάθε διάνυσμα του χώρου να δώσει τις συντεταγμένες του (να παράγει τον χώρο). Vector Bundle [Διανυσματική δέσμη] Μαθημ. Γεωμετρικός όρος που συναντάται κύρια στη μοντέρνα θεωρία των εφαπτόμενων χώρων. Οι ίνες της είναι ισομορφικοί διανυσματικοί χώροι.

-1431-

Vector Calculus [Διανυσματικός λογισμός] Μαθημ. Διανυσματικής συναρτήσεις στην πεπερασμένη διάσταση (διαφορική γεωμετρία) ή στην άπειρη διάσταση όπου αξιοποιούνται κύρια συναρτησιακές μέθοδοι (πχ γεωμετρία χώρων Banach, θεώρημα Hahn Banach κτλ). Vector Column [Διάνυσμα στήλη] Μαθημ. Η συνηθισμένη μορφή εμφάνισης ενός διανύσματος. Vector Coupling Coefficient [Συντελεστής διανυσματικής σύζευξης] Φυσ. Στη περίπτωση αλλαγής του σχήματος σύζευξης γωνιακών στροφορμών χρησιμοποιούνται όροι οι οποίοι αποτελούν τους συντελεστές διανυσματικής σύζευξης για το μετασχηματισμό των βάσεων που χρησιμοποιούνται. Οι βάσεις προέρχονται από το σύνολο των ιδιοσυναρτήσεων της γωνιακής στροφορμής. Vector C u r r e n t [Διανυσματικό ρεύμα] Πυμην. Φυσ. Οποιοδήποτε συμπεριφερόμενο σαν διάνυσμα κάτω από μετασχηματισμούς Lorentz είδος ρεύματος το οποίο και αντιπαρατίθεται με άλλα ρεύματα τα οποία συμπεριφέρονται σαν ψευδοδιανύσματα. Vector Element [Στοιχείο διανύσματος] Μαθημ. Κάθε διάνυσμα όταν αναλυθεί στη βάση του χώρου που ανήκει δίνει τις συντεταγμένες του ως προς αυτή και αυτές είναι τα στοιχεία του. Οι συντεταγμένες που χρησιμοποιούμε στη γεωμετρία προέρχονται από την ορθοκανονική βάση εκτός αν αναφέρεται αλλιώς. Vector E q u a t i o n [Διανυσματική εξίσωση] Μαθημ. Μια εξίσωση που περιλαμβάνει διανύσματα σαν συντελεστές ή σαν μεταβλητές και λύνεται ανάλογα Vector Field 1 [Διανυσματικό πεδίο] Μαθημ. Περιοχή ενός Ευκλείδειου χώρου σε κάθε σημείο Ρ, της οποίας αντιστοιχεί μία διανυσματική συνάρτηση α(Ρ). Θεωρητικά για κάθε δοσμένο μαθηματικό τόπο μπορεί να ορισθεί μια μεταβλητή Ρ, καθώς και μία διανυσματική συνάρτηση αυτής α(Ρ), η οποία θα παίρνει τιμές ανάλογα με τις τιμές της Ρ σε κάθε σημείο αυτού του χώρου. Π.χ. Τα διανύσματα ταχύτητας των σωματιδίων ενός αερίου αποτελούν ένα διανυσματικό πεδίο. Vector Field 2 [Διανυσματικό πεδίο] Φυσ. Πεδίο της φυσικής, κάθε σημείο του οποίου περιγράφεται από την τιμή ενός διανυσματικού μεγέθους το οποίο μπορεί να αναλυθεί σε συνιστώσες. Vector F o n t [Διανυσματικές γραμματοσειρές] Πλημ. Γραμματοσειρά από γραμμές Kat σειρές βάσει διανυσματικοί) ν γραφικών. Vector Function [Διανυσματική συνάρτηση] Μαθημ. 1. Κάθε συνάρτηση μεταξύ διανυσματικών χοορων. 2. Ειδικά στη διαφορική γεο)μετρία συνήθως είναι συνάρτηση μίας μεταβλητής (πχ χρόνου) και έχει τιμή ένα διάνυσμα για να διακρίνεται από τη βαθμωτή συνάρτηση. Vector G r a p h i c s [Διανυσματικά γραφικά] Πλημ. Ο ευκολότερος τρόπος χειρισμού μίας εικόνας ή άλλων γραφικών είναι η μετατροπή σε σύνθεση διανυσμάτων για την πλήρη ψηφιοποίηση τους όπως δηλαδή απεικονίζονται στη μνήμη οθόνης με απλή μετατροπή σε συντεταγμένες επιπέδου. Vector Line [Διανυσματική ευθεία] Μαθημ. Αν x είναι διάνυσμα ενός διανυσματικού χώρου Χ πάνω σε ένα σώμα Σ τότε το σύνολο {σχ /σ e Σ} είναι υπόχωρος του Χ και λέγεται διανυσματική ευθεία του Χ που παράγεται από το χ. Vector M a t r i x [Διάνυσμα πίνακας] Μαθημ. Τεχνικός όρος. Κάθε πίνακας είναι παράθεση τόσων διανυσμά-

Vehicle 1

των στηλ^ών όσο το μήκος του. Vector Multiplication [Διανυσματικός πολλαπλασιασμός] Μαθημ. βλ. Διανυσματικό γινόμενο (Vcctor Product). Vector N o r m [Διανυσματική νόρμα] Μαθημ. Η γνωστή νόρμα για διανύσματα έχει συνήθως τη μορφή των νορμών χο')ρων ακολουθιών. Vector O p e r a t o r [Διανυσματικός τελεστής] Φυσ. Αντιπαραβαλλόμενη π. χ. με ένα αριθμό ή μια συνάρτηση είδος μαθηματικής οντότητας η οποία μεταβάλ*ει το μήκος ενός διανύσματος αλλά όχι τη διεύθυνση του. Vector Potential [Διανυσματικό δυναμικό] Ηλεκτμυμαγν. Δυναμικό το οποίο μαζί με το βαθμωτό δυναμικό αποτελούν τα ηλεκτρομαγνητικά δυναμικά της κβαντομηχανικής. To curl αυτού ισούται με το μαγνητικό πεδίο. Vector Processing [Διανυσματική επεξεργασία] Πλημ. Χρήση διανυσματικών δομών για επαναληπτική επεξεργασία (από δω και ο όρος Vector Computers). Vcctor P r o d u c t [Διανυσματικό γινόμενο] Μαθημ. Λέγεται και Cross Product ή Direct Product και είναι το εξωτερικό γινόμενο διανυσμάτων. Για 2 διανύσματα u = [u!, u2, ... un]T και ν = [ν,, ν2, ..., vm]T είναι το γινόμενο αυτό είναι ένας n'm πίνακας A =(ajj) με στοιχεία = uiv r Vector Row [Διάνυσμα γραμμή] Μαθημ. Η ανάστροφη μορφή εμφάνισης ενός διανύσματος. Vector Space [Διανυσματικός χοίρος] Μαθημ. Μια δομή με στοιχεία από ένα μη κενό σύνολο Χ και 2 πράξεις: μία πρόσθεση που να κάνει το Χ αβελιανή ομάδα και πολλαπλασιασμό με επιμεριστική ιδιότητα ως προς τα στοιχεία ενός αντιμεταθετικού σώματος Κ κάνουν το Χ ένα διανυσματικό χώρο πάνω στο Κ ή αλλιώς ένα γραμμικό χώρο. Vector Subspace [Διανυσματικός υπόχωρος] Μαθημ. Ένα υποσύνολο Ε ενός διανυσματικού χώρου Χ λέγεται υπόχωρος του Χ αν είναι κλειστό ως προς την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό με τα στοιχεία του σώματος που ορίζει τον Χ. Vector Sum [Διανυσματικό άθροισμα] Μαθημ. Για 2 διανυσματικούς χώρους το άθροισμα τους είναι ο χώρος με στοιχεία όλα τα αθροίσματα των διανυσμάτων των 2 χώρων (από ένα κάθε φορά). Vectored I n t e r r u p t [Διανυσματική διακοπή] Πλημ. Το είδος των διακοπών (εξυπηρέτησης περιφερειακών και ρουτινών από την κεντρική μονάδα) που παραπέμπουν στην κατάλληλη ρουτίνα εξυπηρέτησης του BIOS ή του λειτουργικού συστήματος που βρίσκεται σε μια θέση μνήμης. Veenite [Βινίτης] Ορυκτ. Ορυκτό αποτελούμενο από γκριζόχροους αδιαφανείς κρυστάλλους του ορθορομβικού κρυσταλλικού συστήματος, οι οποίοι ακολουθούν το μη στοιχειομετρικό χημικό τύπο Pb2SbuAso.9S5. Επιφανειακά το ορυκτό έχει μεταλλική λάμψη, ενώ η μέση πυκνότητά του είναι 5,92 gr/cm3 και η σκληρότητά το κυμαίνεται από 3,5 έως 4. Συναντάται στην ευρεία περιοχή του Οντάριο στον Καναδά. Vega [Βέγας] Αστμον. Ο λαμπρότερος αστέρας του ουρανού με φαινόμενη λαμπρότητα 50 φορές μεγαλύτερη αυτής του Ήλιου. Βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας και ο φασματικός του τύπος είναι AO. Απέχει απόσταση 26 έτη φωτός από το ηλιακό σύστημα. Η επίσημη ονοιιασία του είναι α-Λύρας. Vehicle [Όχημα] Αεμομηχ. Κάθε ιπτάμενο μέσο, που έχει σχεδιαστεί για την μεταφορά στο διάστημα αν-

Vehicle 2

- 1432-

Ορώπινου προσωπικού ή επιστημονικού εξοπλισμού με, μέχρι τώρα, σκοπό την εξερεύνηση του Ηλιακού συστήματος και της αστρικής γειτονιάς αυτού. Η κατηγορία αυτή οχημάτων περιλαμβάνει πύραυλους, δορυφόρους, διαστημόπλοια, διαστημικούς σταθμούς και τηλεσκόπια καθώς και άλλες ανεπτυγμένης τεχνολογίας συσκευές. Vehicle 2 [Οχημα] Αεροναυτ. Μηχανικό μέσο, το οποίο είναι σχεδιασμένο για την δια αέρος μεταφορά ανθρώπων, υλικών ή επιστημονικού εξοπλισμού σε μικρές ή μεγάλες αποστάσεις, εξυπηρετούντος κοινωνικούς, εμπορικούς, στρατιωτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς. Vehicle 3 [Όχημα] Μηχ. Είναι ένα τροχοφόρο μηχάνημα που με την κατάλληλη ανθρώπινη παρέμβαση έχει τη δυνατότητα να κινείται επί ξηράς διανύοντας μεγάλες αποστάσεις και εξυπηρετώντας τις ανάγκες μετακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων. Παράδειγμα αποτελεί το αυτοκίνητο, το λεωφορείο, το φορτηγό και άλλοι τύποι οχημάτων. Vehicular Telephony [Τηλεφωνία φορτηγών] Επικοιν. Ειδική τηλεφωνία συνήθως στο εσωτερικό ενός φορτηγού. Veitch D i a g r a m s [Διαγράμματα Veitch] Μαθημ. Τύπος διαγραμμάτων που χρησιμοποιούνται για ελαχιστοποίηση Boolean συναρτήσεων και βοηθητικά στα διαγράμματα συσχέτισης λογικών μεταβλητών. Αποτελούνται από πίνακες αλήθειας για κάθε boolean μεταβλητή. Vela [Ιστία] Αστρον. Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού, που αποτελεί μέρος του αρχαίου αστερισμού της Αργούς. Στην ουράνια σφαίρα παρουσιάζει απόκλιση - 5 0 και ορθή αναφορά 09. Περιέχει ορισμένους αρκετά σημαντικούς αστρικούς σχηματισμούς του ουρανού. γ-Vela [γ-Ιστίων] Αστρον. Διπλό αστρικό σύστημα που βρίσκεται στον αστερισμό των Ιστίων, του οποίου τα μέλη έχουν αστρικά μεγέθη 1,88 και 4,31. δ-Vela [δ-1στίων] Αστρον. Αστέρας του αστερισμού των Ιστίων με φασματικό τύπο AO και αστρικό μέγεθος 1,45. Έχει δύο αστρικούς συνοδούς με μεγέθη 5,1 και 10 από τους οποίους ο τελευταίος αποτελεί έναν φασματοσκοπικά διπλό αστέρα. Vela Pulsar [Πάλσαρ των Ιστίων] Αστρον. Αστρική ραδιοπηγή στον αστερισμό των Ιστίων. Είναι ένα άστρο νετρονίων με μάζα πολύ μεγαλύτερη αυτής του Ήλιου και ακτίνα της τάξης των 12 χλμ. Η πυκνότητά του είναι τεράστια, προσεγγίζοντας αυτήν ενός ατομικού πυρήνα, ενώ η μέση περίοδός του είναι περίπου 100 ms με ημερήσιο ρυθμό αύξησης 1 Ins. Αποτελεί το αστρικό πτώμα ενός άστρου που εξερράγη βίαια πριν 10000 χρόνια. Vela Supernova R e m n a n t [Υπόλειμμα σουπερνόβα των Ιστίων] Αστρον. Νεφέλωμα στον αστερισμό των Ιστίων που αποτελεί υπόλειμμα της έκρηξης ενός υπερκαινοφανούς που συνέβη πριν από 10000 χρόνια. Βρίσκεται σε απόσταση 6000 ετών φωτός από το ηλιακό μας σύστημα και αποτελεί ένα από τα φωτεινότερα αλλά και κοντινότερα στον Ήλιο αστρικά υπολείμματα. Vela Χ [Ιστίων Χ] Αστρον. Σημαντική πηγή ακτίνων Χ στον αστερισμό των Ιστίων που εστιάζεται στο εσωτερικό του νεφελοειδούς υπολείμματος μίας έκρηξης υπερκαινοφανούς, που συνέβη πριν 10000 χρόνια. Vela Χ-2 [Ιστίων Χ-2] Αστρον. Πάλσαρ του αστερισμού των Ιστίων. Vela Pulsar

Velikite [Βελικίτης] Ορυκτ. Θειούχο ορυκτό με χημικό τύπο Cu 2 HgSnS 4 , το οποίο συναντάται σε πολ/ώ σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά πετρώματα. Αποτελείται από γκρίζους ή πρασινόφαιους αδιαφανείς κρυστάλλους του τετραγωνικού κρυσταλλικού συστήματος, πυκνότητας 5,45 gr/cm3 και σκληρότητας 4 βαθμούς της κλίμακας του Mohs. Velocity [Ταχύτητα] Μηχ. Είναι ο ρυθμός μεταβολής της θέσης ενός σώματος, εκφρασμένος ως ο λόγος του μήκους μεταξύ των δύο σημείων όπου μετακινήθηκε το σώμα προς τον χρόνο που απαιτήθηκε για την κίνησή του αυτή. Η ταχύτητα είναι ένα διανυσματικό μέγεθος με συγκεκριμένη κάθε φορά διεύθυνση, φορά και τιμή. (υ= s /1). Velocity Coefficient [Συντελεστής ταχύτητας] Μηχ. Ρευστ. Ο μικρότερος της μονάδας εξαιτίας τριβών λόγος, μεταξύ της πραγματικής ταχύτητας ενός πραγματικού αερίου το οποίο εξέρχεται από το στόμιο σωλήνα δια της ίδιας ταχύτητας στην περίπτωση ιδανικών συνθηκών. Velocity Dispersion [Διασπορά ταχύτητας] Φυσ. Ο σε συνιστώσες ταχύτητας χωρισμός της ακτινοβολίας. Το φαινόμενο είναι παρόμοιο με το χωρισμό δέσμης ηλεκτρονίων αναλόγως της ταχύτητας τους σε μαγνητικό πεδίο. Velocity Distance Relation [Σχέση ταχύτητας απόστασης] Αστρον. Παγκόσμιος νόμος που διέπει τις κινήσεις των γαλαξιών και βρίσκεται σε συμφωνία με την θεωρία για τη διαστολή του σύμπαντος. Σύμφωνα με αυτόν, η ταχύτητα με την οποία απομακρύνεται κάποιος γαλαξίας από τον Γαλαξία μας, είναι ανάλογη της απόστασης τους. Ο νόμος επιβεβαιώνεται πειραματικά από την μετατόπιση προς το ερυθρό, των φασματικών γραμμών εκπομπής όλων των γαλαξιών. Velocity Distribution Function [Συνάρτηση κατανομής ταχυτήτων] Φυσ.Χημ. Μαθηματική έκφραση που περιγράφει το ποσοστό, επί του συνόλου, των σωματιδίων ενός ρευστού μέσου που έχουν συγκεκριμένη μοριακή ταχύτητα, ως συνάρτηση της ταχύτητας, της απόλυτης θερμοκρασίας και της μοριακής μάζας των σωματιδίων, η συνάρτηση κατανομής ταχυτήτων περιγράφεται από την κατανομή κατά Maxwell-Boltzmann. Velocity G r a d i e n t [Ανάδελτα ταχύτητας] Μηχ. Ρευστ. Ο συναρτήσει της απόστασης ρυθμός αλλαγής της ταχύτητας κάθετα στη πορεία ροής ρευστού. Velocity Potential [Δυναμικό ταχύτητας] Μηχ. Ρευστ. Για ροή ρευστού δυναμικό ταχύτητας είναι μια βαθμωτή συνάρτηση το ανάδελτα της οποίας είναι το διάνυσμα της ταχύτητας ρευστού. Η συνάρτηση εκλέγεται έτσι ώστε να μειώνεται στη διεύθυνση της ταχύτητας και συμβολίζεται με F. Velodrome [Ποδηλατοδρόμιο] Αρχιτ. Είναι ο κλειστός χώρος όπου γίνονται οι αγώνες ταχύτητας με τα ποδήλατα. Ο διάδρομος ταχύτητας έχει γεωμετρικό σχήμα ελλειψοειδούς δακτυλίου με υπερυψωμένες τις εξωτερικές στροφές του. Venetian Red [Ερυθρό της Βενετίας] Τεχνολ. Ανόργανης φύσης βαφή που αποτελείται από κιμωλία ή πηλό σε μίγμα με οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου (αιματίτης). Το χρώμα της βαφής κυμαίνεται από καφεκόκινο έως βαθύ κόκκινο ανάλογα με το ποσοστό του οξειδίου του σιδήρου που περιέχει. Το ερυθρό της Βενετίας χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως βασικό χρώμα από πολύ μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης.

- 1433 -

Venn D i a g r a m [Διάγραμμα Venn] Μαθημ. Ο πιο καθιερωμένος τρόπος αναπαράστασης συνόλων και κυρίως πράξεων και σχέσεων μεταξύ συνόλων όπου το επίπεδο θεωρείται ένα σύνολο αναφοράς. Ventilation [Εξαερισμός] Μηχ. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ο συνολικός τεχνικός εξοπλισμός που απαιτείται για την κίνηση, την ανακύκλωση και τον έλεγχο της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα εντός ενός κλειστού χώρου, όπου για διάφορους λόγους, όπως η παρουσία πολλών ανθρώπων ή του καπνού, η ατμόσφαιρα είναι επιβαρημένη. Venus [Αφροδίτη] Αστμον. Ο δεύτερος σε απόσταση από τον Ήλιο και ο πλησιέστερος στη Γη πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Η μέση ακτίνα της τροχιάς της γύρω από τον Ήλιο είναι 108 εκατομμύρια χλμ. και το έτος της διαρκεί 224 γήινες ημέρες 16 ώρες και 49 πρώτα λεπτά. Συγκαταλέγεται στους γαιόμορφους πλανήτες με μάζα λίγο μικρότερη από αυτήν της Γης και μέση ισημερινή ακτίνα 6050 χλμ. Είναι το 3° σε φωτεινότητα ουράνιο σώμα του νυχτερινού ουρανού. Verapamil [Βεραπαμίλη] Βιοχημ. Πολύπλοκης δομής οργανική ένωση με χημικό τύπο C27H3&N2O4. Είναι λευκή άοσμη κρυσταλλική σκόνη με πολύ μεγάλη διαλυτότητα στο νερό το χλωροφόρμιο και τη μεθανόλη, η οποία δρα στον οργανισμό ως παρεμποδιστής της ροής των ιόντων ασβεστίου διαμέσου της κυτταρικής μεμβράνης. Χορηγείται με τη μορφή του υδροχλωρικού της άλατος σε περιπτώσεις στηθάγχης, υπέρτασης και καρδιακίόν αρρυθμιών. Verhulst Model [Μοντέλο Verhulst] Μαθημ. Η γνωστή Logistic εξίσωση: xn+] = ax n (l - χΠ). Verification 1 [Επαλήθευση] Επικοιν. Σήμα που επίσημα μέσα στα διάφορα πρωτόκολλα συναντιέται με διάφορα ονόματα πχ Acknowledgement, Confirmation κτλ και σαν ενέργεια επιβεβαιώνει την ορθότητα της τελευταίας επικοινωνιακής εντολής. Verification 2 [Επαλήθευση] Μαθημ. Η διενέργεια ελέγχου για την ορθότητα ενός αποτελέσματος ή την ορθή εκτέλεση μίας πράξης. Verify [Επαληθεύω] Πλημ. Στη διαδικασία πιστοποίησης, ένα από τα στάδια περιλαμβάνει έλεγχο με διάφορες ομάδες δεδομένων ώστε να αποφευχθεί πιθανό προγραμματιστικό κενό. Vermiculite [Βερμικουλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό της ομάδας των υδρομαρμαρυγιών με προσεγγιστικό χημικό τύπο Mgx(Mg,Fc)3-x(AlSi3O10)(OH)2'4H2O και σχιστώδη δομή. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, ενώ στα κοιτάσματά του σχηματίζει φυλλόμορφα συσσωματώματα καστανού χρώματος. Το ορυκτό έχει πυκνότητα που κυμαίνεται από 2,4 έως 2,7 gr/cm3 και σκληρότητα μεταξύ 1 και 1,5. Με θέρμανσή του στους 900 °C διογκώνεται κατά 20 περίπου φορές προσροφώντας αέρα, ιδιότητα που βρίσκει εφαρμογή στη χρήση του ως μονωτικό υλικό. Vernadite [Βερναδίτης] Ομυκτ. Ένυδρο ορυκτό, μικτό οξείδιο του σιδήρου, του μαγγανίου και αλκαλιμετάλλων με χημικό τύπο (Mn 4+ ,Fe^,Ca,Na)(0,0H) 2 nH 2 0. Βρίσκεται σε κοιτάσματα προερχόμενα από θαλάσσιες εναποθέσεις πλούσιες σε σίδηρο και μαγγάνιο. Το ορυκτό αποτελείται από καστανόμαυρους αδιαφανείς κρυστάλλους του τετραγωνικού διπυραμιδικού κρυσταλλικού συστήματος, πυκνότητας 3 gr/cm3. Vernal Equinox [Εαρινή ισημερία] Αστμον. Χρονική στιγμή κατά την οποία το κέντρο του ηλιακού δίσκου κατά την ετήσια φαινόμενη κίνησή του πάνω στην ε-

Vertical

κλειπτική τέμνει τον πρώτο ουράνιο μεσημβρινό. Το φαινόμενο συμβαίνει δύο φορές το χρόνο, το φθινόπωρο και την άνοιξη όπου λαμβάνει χώρα στις 20 ή 21 Μαρτίου. Κατά τη διάρκεια της εαρινής ισημερίας η διάρκεια της ημέρας, σε όλο τον πλανήτη εκτός των πολικών περιοχών, είναι ίση με τη διάρκεια της νύκτας, ενώ ακολουθεί χρονικά η αύξηση της διάρκειας της ημέρας. Vernier [Βερνιέρος] Τεχνολ. Όργανο που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση γωνιών και μηκών. Αποτελείται από κινητή κλίμακα, η οποία μπορεί να ολισθαίνει πάνω και σε επαφή με την κύρια μετρητική κλίμακα του οργάνου και η λειτουργία του βασίζεται στην ικανότητα του οφθαλμού να διακρίνει με ακρίβεια τη σύμπτωση κάποιων διαβαθμίσεων των δύο κλιμάκων. Vernier 2 [Βερνιέρος] Ηλεκ.Μηχ. Ειδική συσκευή που βρίσκει εφαρμογή στον ακριβή συντονισμό των ραδιοφωνικών συσκευών. Verplanckite [Βερπλανκίτης] Ορυκτ. Τεκτοπυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο Ba[2(Mn"%Ti,Fe~+)6(Si4012)(0, 0H) 2 Cl g -3(H 2 0), που συναντάται ως δευτερογενής απόθεση σε κοιτάσματα βιοτίτη. Είναι καστανοί ή πορτοκαλί κρύσταλλοι του εξαγωνικού ή διεξαγωνικού διπυραμιδικού συστήματος, με μέση πυκνότητα 3,52 gr/cm3 και σκληρότητα 2,5-3. Στα κοιτάσματά του βρίσκεται κυρίως με τη μορφή κρυσταλλικών συσσωματωμάτων. Version [Εκδοση] Πλημ. Ένα μέσο ελέγχου ενός προγράμματος λογισμικού για να επιτευχθεί η συμβατότητα μίας κατεύθυνσης. Προκύπτει από τις πραγματοποιούμενες αλλαγές στη δομή και την εμφάνιση του κώδικα. Vertex 1 [Αποκορύφωμα ή ζενίθ] Αστμον. 1. Νοητό σημείο της ουράνιας σφαίρας που βρίσκεται πάνω στην κατακόρυφο που περνά από το σημείο παρατήρησης στην επιφάνεια της Γης. 2. Ονομασία του σημείου της ουράνιας σφαίρας προς το οποίο δείχνουν να κατευθύνονται οι αστρικοί σχηματισμοί μέσω της φαινόμενης κίνησης που πραγματοποιούν στον ουρανό. Το εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο του ζενίθ πάνω στην ουράνια σφαίρα είναι το ναδίρ. Vertex 2 [Κορυφή] Μαθημ. 1. Γεωμετρικά ο όρος δηλώνει τα σημεία που ενώνονται οι πλευρές μίας γωνίας ή όπου ενώνονται 2 διαδοχικές πλευρές ενός πολυγώνου. Σαν αντικείμενο τα εξετάζει και η θεωρία Galois 2. Για ένα γράφημα οι κορυφές είναι τα στοιχεία του συνόλου που σχηματίζουν τα ζεύγη του. 3. Το σταθερό σημείο του γεννήτορα μίας κωνικής επιφάνειας. 4. II κορυφή της παραβολής η του παραβολοειδούς που αυτί] παράγει. 5. Το σημείο του άξονα περιστροφής που συναντά τη γεννήτρια έλλειψη ενός ελλειψοειδούς ή η γεννήτρια υπερβολή ενός δίχωνου υπερβολοειδούς. Vertex Of A Claw [Κορυφή πατήματος πουλιού] Μαθημ. Όπως λεει και το όνομα έχουμε μια κορυφή Α ενός γραφήματος Γ που ορίζει το claw και ένα μη κενό σύνολο κορυφών Σ από το Γ όπου δεν ανήκει η Α που συνδέονται όλες με την Α αλλά όχι μεταξύ τους. Συναντιέται και σαν Vertex Induced Subgraph. Vertex's Degree [Βαθμός κορυφής] Μαθημ. Για μια κορυφή ενός γραφήματος ο βαθμός της είναι ο αριθμός των ακμών που διέρχονται απ' αυτήν. Vertical [Κάθετος] Μαθημ. Σε αναφορά με ένα άλλο ομοειδές αντικείμενο με σχήμα ευθείας πρέπει να σχηματίζεται γωνία 90°.

Vertical Air Motions

- 1434 -

Vertical Air Motions [Κάθετες αέριες κινήσεις] Μετεωρ. Κινήσεις αερίων μαζών που περιγράφονται από τη εξίσωση υδροστατικής ισορροπίας. Από την σύγκλιση στην επιφάνεια ανεβαίνουν ψηλότερα όπου διαχέονται και το αντίστροφο. Vertical Angles [Κάθετες γωνίες] Μαθημ. 2 γωνίες που έχουν τις πλευρές τους μία προς μία κάθετες (οπότε είναι ίσες η παραπληρωματικές). Vertical Axis [Κάθετος άξονας] Μαθημ. Στο γνωστό καρτεσιανό ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς οι άξονες είναι κάθετοι (ορθογώνιοι). Κατ' επέκταση ο άξονας από αριστερά προς τα δεξιά θεωρείται οριζόντιος και ο άλλος κάθετος. Vertical Circle [Κατακόρυφος κύκλος] Αστμον. Νοητός κατακόρυφος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που περνάει από το σημείο της παρατήρησης πάνω στη Γη και το ζενίθ αυτού του σημείου. Κάθε νοητός κύκλος που περνάει από τα σημεία του Βορρά και του Νότου ονομάζεται ουράνιος μεσημβρινός, ενώ ο συγκεκριμένος κατακόρυφος που περνάει από την Ανατολή και τη Δύση ονομάζεται πρώτος κατακόρυφος. Vertical C u r v e [Κατακόρυφη καμπύλη] Πολ. Μηχ. Στην μηκοτομή μίας οδού, με τον όρο αυτό ονομάζεται το καμπύλο τμήμα το οποίο ενώνει δύο ευθύγραμμα τμήματα της οδού τα οποία έχουν αντίθετες κλίσεις. Vertical I l l u m i n a t o r [Κάθετου φα>τισμού συσκευή] Οπτικ. Χρησιμοποιούμενο σε αδιαφανή υλικά όπως είναι π. χ. τα μέταλλα είδος μικροσκοπίου το οποίο φωτίζει με ακτίνα φωτός την επιφάνεια ενός αντικειμένου κάθετα σ' αυτό.. Vertical Lift G a t e [Κατακόρυφα ανυψούμενη θύρα] ΙΙολ. Μηχ. Ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τις θύρες ρύθμισης της ροής του νερού ενός φράγματος, των οποίων το κινητό τμήμα ανοίγει και κλείνει κινούμενο σε κατακόρυφη διεύθυνση. Vertical R e d u n d a n c y Check (VRC) [Κάθετος έλεγχος λάθους] Επικοιν. Η "κάθετη" διάσταση μίας τεχνικής ελέγχου ισοτιμίας που καλύπτει ικανοποιητικά αρκετά μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Vertical Scan R a t e [Κατακόρυφος ρυθμός σάρωσης] Η'/τ.κτρον. Ρυθμός ανανέωσης μίας οθόνης γνωστός και σαν Vertical Sync, Vertical Bandwidth κτλ. II οθόνη φτιάχνεται έτσι (γεωμετρικά) ώστε ο χρήστης να μην αντιλαμβάνεται την μεταβολή. Vertical Seismograph [Κατακόρυφος σεισμογράφος] Πολ. Μηχ. Είναι μία συσκευή που καταγράφει την κατακόρυφη συνιστώσα, εκ των τριών συνολικώς, της κίνησης του εδάφους που προκαλείται από μία σεισμική δόνηση. Vertical T a b [Κάθετη μετατόπιση] Πληρ. II κάθετη μετατόπιση επί της οθόνης του Η/Ύ κατά μια γραμμή και πάνω στην ίδια στήλη. Vertical T a n g e n t [Κάθετη ασύμπτωτη] Μαθημ. Αν υπάρχει για μια συνεχή συνάρτηση φ, είναι μια ευθεία παράλληλη στον άξονα yy' στο σημείο όπου απειρίζεται το όριο της παραγώγου της φ. V e r t u m n i t e [Βερτουμνίτης] Ομυκτ. Φυλλοπυριτικό ορυκτό του μη στοιχειομετρικού χημικού τύπου Ca2Al [(OH)6Si02-3)(OH).v4-2,5(H20). Είναι άχρωμοι και διαφανείς κρύσταλλοι του μονοκλινούς πρισματικού κρυσταλλικού συστήματος, με μέση πυκνότητα 2,15 gr/ cm 3 και μεγάλης σχετικά σκληρότητας, 5, όμοιας με αυτή του απατίτη. Very High Frequency (VIIF) [Πολύ ψηλή συχνότητα] Ηλεκτμον. Το εύρος συχνοτήτων από 30 ως 300

MHz.

Very L a r g e Scale Integration (VLSI) [Ολοκλήρωση πολύ μεγάλης κλίμακας] Ηϊχκτρον. Είναι η συνηθέστερη για την εποχή μας κατασκευή ενός ολοκληρωμένου που χωράει ένα ολόκληρο μικροεπεξεργαστή. Ξεπερνιέται σταδιακά με τη βοήθεια της νανοτεχνολογίας. Very Low Frequency (VLF) [Πολύ χαμηλή συχνότητα] Επικοιν. Δεύτερες από χαμηλά συχνότητες από 3 GK 30 kHz για τη χρήση Very Small A p e r t u r e T e r m i n a l (VSAT) [Πολύ μικρό άνοιγμα τερματικού] Επικοιν. Μορφή δορυφορικής επικοιναννίας που χαρακτηρίζεται από μια τοπολογία αστέρα (τερματικά χαμηλού κόστους γύρω από ένα κεντρικό συγκεντρωτή και ο δορυφόρος). Επικοινωνία γίνεται με μικροκυματικές ζεύξεις. Vestigial Side Band [Ημιαμφίδρομη πλευρική ζώνη] Επικοιν. Εκπέμπεται σήμα στη μια πλευρική ζώνη και σε μέρος της άλλης όπου μπαίνει ο φορέας που συνήθως εκπέμπεται παράλληλα με το σήμα όπως στην τηλεόραση ανοιχτής ακρόασης. Vesuvianite [Βεζουβιανός] Ορυκτ. Σύμπλοκο πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο Cai0Mg2Al4(SiO4)5(Si2O7(OH) 4, το οποίο περιέχει στο κρυσταλλικό του πλέγμα τετράεδρα Si0 4 και διτετραεδρικές δομές Si 2 0 7 . Οι κρύσταλλοι του έχουν χρώμα υποκίτρινο, καστανοπράσινο, πράσινο, καφέ ή μαύρο και κρυσταλλώνονται στο τετραγωνικό σύστημα. Το ορυκτό έχει πυκνότητα μεταξύ 3,35 και 3,45 gr/cm" και σκληρότητα 6,5. Σχηματίζεται μαζί με ασβεστολιθικά και δολομιτικά πετρώματα. V Interfaces [Διασυνδέσεις τύπου V] Επικοί ν. Πρότυπα της ITU-T για την επικοινωνία υπολογιστών και άλλων συσκευών. II περιγραφή γίνεται μέσω των μηχανικών και ηλεκτρικών χαρακτηριστικών και επιπλέον λειτουργικών διαδικασιών. Συναντιούνται κύρια στα Modem πχ V.24,V.2, V.10, V . l l , V.35, V.42, V.42 vis. Viaduct [Οδογέφυρα] Πολ. Μηχ. Είναι ένας τύπος γέφυρας, ο οποίος αποτελείται από πολλά υψηλά υποστυλώματα, συνήθως κατασκευασμένα από πέτρα, το ένα σχετικά κοντά στο άλλο, με μικρά δηλαδή ενδιάμεσα ανοίγματα, τα οποία στηρίζουν μία ανάλογη σειρά από τόξα, όπου με τη σειρά τους στηρίζουν το κατάστρωμα της γέφυρας. V i b r a t e [Ταλαντώνομαι] Μηχ. Η διεξαγωγή ταλάντωσης. Γενικά οι ταλαντώσεις είναι από τα συχνότερα φαινόμενα στη φύση. V i b r a t i n g [Ταλάντωση] Μηχ. Το φαινόμενο της κίνησης γύρω από μια θέση ισορροπίας με την απομάκρυνση να μεταβάλλεται αρμονικά συναρτήσει του χρόνου. Vibrating S t r i n g P r o b l e m [Πρόβλημα δονούμενης χορδής] Μαθημ. Διάσημο (1715 Taylor, 1727 Bernoulli) πρόβλημα της μαθηματικής φυσικής που έχει μελετηθεί πολύ και αποτελείται από ένα σύστημα γραμμικών διαφορικών εξισώσεων 2ης τάξης με σταθερούς συντελεστές που λύνεται σαν πρόβλημα ιδιοτιμών. Vibration [Ταλάντωση] Μηχ. Είναι η συνεχώς επαναλαμβανόμενη αλλαγή θέσεως ενός σώματος σε σχέση με κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς. Μία ταλάντωση μπορεί να είναι περιοδική ή μη, ανάλογα με το εάν η ίδια κίνηση επαναλαμβάνεται στα ίδια τακτά χρονικά διαστήματα ή όχι αντίστοιχα. Επίσης υπάρχουν διάφοροι τύποι ταλαντώσεων ανάλογα με τους μαθηματικούς τύπους που μπορούν να περιγράψουν τις κινήσεις

- 1435 -

αυτές. Vibration D a m p i n g [Απόσβεση ταλάντωσης] Μηχ. Μηχ. Η μείωση του πλάτους της ταλάντωσης ενός συστήματος λόγο απώλειας ενέργειας π. χ. από μηχανικές τριβές. Vibration Limit [Όριο δόνησης] Πολ. Μηχ. Είναι το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο το έτοιμο σκυρόδεμα που έχει τοποθετηθεί στον ξυλότυπο παραμένει σε ρευστή κατάσταση, ώστε να δονηθεί με τον κατάλληλο τρόπο. Vibration Of Concrete [Δόνηση σκυροδέματος] Πολ. Μηχ. Αμέσως μετά την σκυροδέτηση μιας κατασκευής, και για όσο ακόμη το σκυρόδεμα είναι νωπό, η δόνησή του είναι μία απαραίτητη διαδικασία, η οποία επιτρέπει την ορθή κατανομή του εντός του ξυλοτύπου, την αποφυγή δημιουργίας κενών εντός της μάζας του και τον σωστό εναγκαλιασμό του με τον χαλύβδινο οπλισμό. Η δόνηση γίνεται με τη βοήθεια διαφόρων τύπων μηχανημάτων, που καλούνται δονητές και για χρονικό διάστημα ανάλογα με τον τύπο του σκυροδέματος. Vibration Puddling [Δόνηση σκυροδέματος]. Πολ. Μηχ. Vibration of Concrete Vibrational Energy [Ενέργεια δονήσεως] Φυσ.Χημ. Η συνολική ενέργεια ενός πολυατομικού μορίου ή ενός μοριακού ή ιοντικού κρυστάλλου που οφείλεται στις ταλαντώσεις των δομικών τους λίθων γύρω από τις θέσεις ισορροπίας των αναπτυσσόμενων χημικών δεσμών, ομοιοπολικών, ιοντικών ή μεταλλικών. Vibrational Level [Επίπεδο δονήσεως] Φυσ.Χημ. Κβαντισμένο ενεργειακό επίπεδο του δονητικού ενεργειακού φάσματος ενός ταλαντωτή, το οποίο αντιπροσωπεύει μία συγκεκριμένη τιμή ενέργειας δόνησης. Vibrational Q u a n t u m N u m b e r [Δονητικός κβαντικός αριθμός] Φυσ.Χημ. Ακέραια μαθηματική μεταβλητή, της οποίας κάθε τιμή αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο ενεργειακό επίπεδο δόνησης. Vibrational Spectroscopy [Φασματοσκοπία δονήσεως] Φυσ.Χημ. Κλάδος της φασματοσκοπίας που αφορά στην δημιουργία, την ανάλυση και τη μελέτη των ενεργειακών φασμάτων δόνησης διαφόρων χημικών ενώσεων, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τη δομή αυτών των ενώσεων. Γνωστές τεχνικές που αφορούν την μελέτη φασμάτων δόνησης είναι η φασματοσκοπία Raman κα: υπερύθρου. Vibrational S p e c t r u m [Φάσμα δονήσεως] Φυσ.Χημ. Γραφική απεικόνιση των ενεργειακών επιπέδων δόνησης ενός συγκεκριμένου μορίου ή κρυστάλλου. Ένα φάσμα δόνησης δημιουργείται από τις ενεργειακές μεταπτώσεις μεταξύ των δονητικών ενεργειακών επιπέδων του μορίου ή του κρυστάλλου, αποδίδοντας στο χαμηλότερο ενεργειακό επίπεδο αυθαίρετα την τιμή ενέργειας μηδέν. Vibrator [Δονητής] Μηχ. Ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μηχανικών και ηλεκτρομαγνητικών ταλαντώσεων. Δονητές χρησιμοποιούνται σε μια πλειάδα τεχνικών εφαρμογών καθώς στην ράδιο μη χα νική, την ηλεκτρονική κ.τ.λ. Vibrator 2 [Δονητής] Πολ. Μηχ. Είναι ένα μηχάνημα το οποίο χρησιμοποιείται για την ορθή δόνηση του σκυροδέματος κατά τη φάση σκυροδέτησης μίας κατασκευής. Υπάρχουν διάφοροι τύποι δονητών, όπως οι επιφανειακοί για τις πλάκες, οι δονητές εντός της μάζας για υποστυλώματα, δοκούς και τοιχία, οι δονητικές τράπεζες και οι δονητές ξυλοτύπου για μικρά προκατασκευασμένα στοιχεία.

Video Data Digital Processing

Vibrometer [Μετρητής ταλαντώσεων] Μηχ. Είναι ένα όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την μέτρηση και την καταγραφή του πλάτους μίας ταλάντωσης. Vic- [Πρόθεμα Vic-] Ομγ.Χημ. Πρόθεμα στην ονομασία μίας οργανικής ένωσης, το οποίο τονίζει την παρουσία δύο ίδιων ή διαφορετικών υποκαταστατών σε δύο γειτονικούς άνθρακες του μορίου της ένωσης. Απαραίτητη είναι και η αναγραφή κατάλληλου αριθμού που να τονίζει τη θέση, στο μόριο, ενός διπλού δεσμού, που θα σχηματιζόταν θεωρητικά μεταξύ των δύο γειτονικών ανθράκων αν αυτοί δεν περιείχαν τους υποκαταστάτες. Vicinal [Γειτονικός] Ομγ.Χημ. Όρος που αναφέρεται σε κυκλικές ή άκυκλες οργανικές ενώσεις και αφορά σε δύο γειτονικές θέσεις στην ανθρακική αλυσίδα. Video [Εικόνα- βίντεο] Τεχνολ. 1. Το βίντεο είναι μια ακολουθία από πολλά καρέ (συνήθως όσα έχει το πρότυπο) της ίδιας εικόνας για να πιάνει την κίνηση. Κάθε καρέ είναι ένα ορθογώνιο όπου η ένταση της φωτεινότητας σε κάθε σημείο (από μια γνωστή κλίμακα του γκρι) ή η ακριβής απεικόνιση χρώματος στην ψηφιακή ανάλυση δίνει το καρέ. 2. Κατ' επέκταση του προηγούμενου ορισμού αναφερόμαστε στο μηχανισμό χειρισμού του (αναλογικού) ηλεκτρικού σήματος όπου μετατρέπεται κατάλληλα η προς αναπαραγωγή ακολουθία εικόνων. Αν έχουμε ψηφιακή φωτογραφία μιλάμε για ψηφιακό βίντεο (Digital Video). 3. Σαν συντόμευση έτσι αναφέρεται το μηχάνημα αναπαραγωγής της ακολουθίας ενώ πχ οι εικονολήπτες εννοούν την ειδική κάμερα του σκηνοθέτη. Video Accelerator [Επιταχυντής βίντεο] Πλημ. Ολοκληρωμένο κύκλωμα που χρησιμοποιεί ειδική μνήμη και συνήθως έχει μεγαλύτερες δυνατότητες επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, για την ταχύτερη επεξεργασία γραφικών. Video A d a p t e r [Κάρτα βίντεο] Πλημ. Προσαρμοστής εξόδου οπτικού σήματος γραφικών γνωστό και σαν Video Display Adapter, Video Card κτλ. Video Amplifier [Ενισχυτής σήματος βίντεο] Ηλεκτμον. Ενισχυτής ρυθμισμένος στις συχνότητες βίντεο που καθαρίζει από θόρυβο και ενισχύει το σήμα που έρχεται από αντίστοιχη πηγή. Συναντάται στην τηλεόραση, ραντάρ κτλ. Video Buffer [Προσωρινή μνήμη οθόνης] Πληρ. Ειδικά κυκλώματα μνήμης για αποκλειστική χρήση της εικόνας οθόνης. Τελευταία συγχωνεύτηκε με την κανονική μνήμη δίνοντας απεριόριστη πρόσβαση. Video C a m e r a [Βιντεοκάμερα] Ηλεκτμον. Κάμερα που συλλαμβάνει εικόνα και τη γράφει σε ειδική βιντεοκασέτα ή βιντεόδισκο ή τη μεταδίδει απευθείας σε κλειστό κύκλωμα βίντεο. Video C a p t u r e [Σύλληψη εικόνας] Πληρ. Λειτουργία αποκοπής (παγώματος) εικόνας από τη φυσική της ροή για αποθήκευση και επεξεργασία. Υλοποιείται με κατάλληλο λογισμικό και κάρτες. Video Data [Βίντεο δεδομένα] Πληρ. Μια από τις μορφές δεδομένων που εμφανίζονται πλέον μετά από ψηφιοποίηση αντίστοιχων αναλογικών δεδομένων ή από απευθείας εγγραφή. Η παλαιότερου τύπου επεξεργασία κοντεύει να εκλείψει. Video Data Digital Processing [ψηφιακή επεξεργασία βίντεο δεδομένων) Πληρ. Υπάρχουν ειδικά προγράμματα επεξεργασίας ανά καρέ συνδυαζόμενα με αντίστοιχα προγράμματα επεξεργασίας γραφικών και άλλα ενοποιημένης διαχείρισης πολυμέσων. Χρησιμοποιού-

Video Electronics..

- 1436-

νται πολλές τεχνικές, κύρια εμφάνισης δηλαδή προβολής ή μίξης με κείμενο ή άλλα γραφικά, μοντάζ με άλλα ηχητικά αρχεία κτλ. Video Electronics S t a n d a r d s Association (VESA) [Σύνδεσμος προτύπων βίντεο ηλεκτρονικών] Ηλεκτρον. Αμερικάνικος σύνδεσμος που έθεσε τα πρότυπα VGA, SVGA, VLocal Bus, VESA/ISA κα. Video Frequency [Συχνότητα σήματος βίντεο] Ηλεκτρον. Συχνότητα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μετάδοση σήματος βίντεο αλλά και δεδομένων και βρίσκονται στις περιοχές του υπέρυθρου και του υπεριώδους σημείου του φάσματος. Video G a m e [Παιχνίδι βίντεο] Πληρ. Κομμάτι λογισμικού που συνήθως είναι προσαρμοσμένο σε ειδική κονσόλα αλλά και μέσα σε Η/Υ που χρησιμοποιείται για διασκέδαση. Η τεχνολογία τους προόδευσε απότομα, τα γραφικά και ο ήχος τους έγιναν ζωντανά και προσομοιώνουν πια ταινίες. Διακρίνονται σε πολεμικά, στρατηγικής, εξυπνάδας και τύχης. Video G r a p h i c s A r r a y (VGA) [Κάρτα οθόνης VGA] Ηλεκτρον. Παλαιότερος τύπος καρτών οθόνης που υποστηρίζεται ακόμα αλλά έχει ξεπεραστεί από πολύ ανώτερες κάρτες. Έδινε δυνατότητα ανάλυσης ως 1024 ' 760 pixels με 256 χρώματα και ήταν το στοιχείο που στηρίχτηκε πάνω του η εισαγωγή των windows 3.1. Video H o m e System (VHS) [Σύστημα σπιτικού βίντεο] Ηϊεκτρον. Ένα τυπικό σύστημα περιλαμβάνει ένα μηχάνημα για αναπαραγωγή βίντεο από βιντεοκασέτες και πρόσφατα βιντεοδίσκους, με στέρεο πια ήχο και μηχανισμούς καταγραφής συνήθως μόνο από τηλεόραση και πιθανές εξόδους σε υπολογιστικά συστήματα επεξεργασίας εικόνας. Video Integration [Ολοκλήρωση βίντεο] Ηλεκτρον. Χρήση πολλών σημάτων για αθροιστική ενίσχυση του κύριου σήματος. Video Masking [Καθαρισμός εικόνας] Ηλεκτρον. Η χρήση φίλτρων που διώχνουν τις ανεπιθύμητες αρμονικές του κύριου σήματος που είναι αποτέλεσμα ανάκλασης. Video M o n i t o r [Οθόνη προβολής βίντεο] Ηλεκτρον. Πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός εξόδου του σήματος βίντεο και αυτός συνήθως είναι μια οθόνη. Για τα σπιτικά συστήματα είναι συνήθως η τηλεοπτική οθόνη αλλά γενικότερα βρίσκεται και αλλού πχ πάνω σε ψηφιακές κάμερες κτλ. Video On D e m a n d [Βίντεο κατά παραγγελία] Επικοιν. Η υπηρεσία που θα βάλει στο απώτερο μέλλον τις επικοινωνιακές εξελίξεις δίπλα στον οικιακό καταναλωτή. Ουσιαστικά θα υπενοικιάζεται ο χρόνος τηλεθέασης και πίσω απ' αυτό μια σειρά υπηρεσίες όπως το τηλεκείμενο (teletext κτλ). Video Player [Μηχάνημα αναπαραγωγής βίντεο] Ηλεκτρον. Μηχάνημα που "παίζει" το βίντεο και διακρίνεται σε αναλογικό ή ψηφιακό. Αντί για το τελευταίο μπορεί να είναι και ιδεατό μηχάνημα δηλαδή ένα πρόγραμμα λογισμικού που προσομοιώνει το μηχανισμό αναπαραγωγής με σκοπό πχ την επεξεργασία. Στην τελευταία περίπτωση αποτελούν πλέον κομμάτια των λειτουργικών συστημάτων και συνεργάζονται αρμονικά με τους επεξεργαστές πολυμέσων. Video Recorder [Μηχάνημα καταγραφής βίντεο] Ηλεκτρον. Μηχάνημα που μεταφέρει το βίντεο σήμα σε κάποιο μέσο αποθήκευσης. Συνήθως βρίσκεται κοντά στο μηχανισμό αναπαραγωγής και λαμβάνει δεδομένα από άλλη πηγή εξόδου βίντεο ή από κάμερα.

Video Replay [Λειτουργία επανάληψης βίντεο] Ηλεκτρον. Η δυνατότητα επαναπροβολής κάποιων καρέ ενός βίντεο είναι ένας από τους λόγους που το βίντεο έγινε δημοφιλές αλλά δεν είναι από λειτουργικής πλευράς κάτι ιδιαίτερο πέρα από το να βρούμε το ζητούμενο σημείο στο αποθηκευτικό μέσο και να το προβάλλουμε. Video S c a n n e r [Οπτικός σαρωτής] Πληρ. 1. Συσκευή παγώματος (αποθήκευσης μεμονωμένου καρέ) εικόνας για επεξεργασία. 2. Λογισμικό που επεξεργάζεται μια εικόνα για να βρει κατάλληλα σημεία για διαμέριση και εφαρμογή μετασχηματισμών για συμπίεση. Video Sensing [Αισθητήρας σήματος βίντεο] Ηλεκτρον. Ανίχνευση σήματος εικόνας για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά με οπτικά μέσα και μεθόδους γεωμετρικής οπτικής. Video Signal [Σήμα βίντεο] Ηλεκτρον. Αναφέρεται στο είδος σήματος που περιέχει δεδομένα τύπου εικόνας καθώς και την απαραίτητη σήμανση. Video Telephone [Οπτικό τηλέφωνο] Επικ. Είναι μία συσκευή η οποία παρέχει τη δυνατότητα της μετάδοσης εικόνας και του αντίστοιχου ήχου, μέσω απομακρυσμένων σημείων και βασιζόμενη στα υπαρκτά τηλεφωνικά δίκτυα. Video T r a n s f o r m e r [Μετασχηματιστής βίντεο] Ηλεκτρον. Λειτουργία που συναντάμε και στις μοντέρνες κάρτες επεξεργασίας σήματος βίντεο. Videocassette [Βιντεοκασέτα] Ηλεκτρον. Κασέτα με ταινία ειδικής μαγνητικής επίστρωσης για εγγραφή βίντεο και αναπαραγωγή στα κατάλληλα μηχανήματα. Videocassette Recorder (VCR) [Καταγραφέας βιντεοκασέτας] Ηλεκτρον. Μηχανισμός μετατροπής της εικόνας σε ηλεκτρικό σήμα και από κει σε μαγνητικό για αποθήκευση στο ειδικό μέσο (βιντεοκασέτα). Videoconfernce [Οπτική (τηλε)διάσκεψη] Επικοιν. Η δυνατότητα 2 ομάδων να επικοινωνούν σε πραγματικό χρόνο και σε συγκεκριμένους χώρους με μισθωμένες γραμμές κύρια ISDN και ταχύτητες γενικά μεγάλες. Καταργεί τα πολλά ταξίδια και αναμένεται να καθιερωθεί ειδικά μετά την ανακάλυψη αποτελεσματικών ελέγχων για το γνήσιο της υπογραφής. Videodisk [Βιντεόδισκος] Ηλεκτρον. Το νέο μέσο αποθήκευσης ψηφιακού βίντεο (δεδομένων) που έγινε αμέσως βιομηχανικό στάνταρτ και όλες οι σχετικές συσκευές προσαρμόζονται σταδιακά με τη χρήση του. Π χα)ρητικότητα του πολλαπλασιάζεται συνεχώς από τα νέα πρότυπα αποθήκευσης που παρουσιάζονται πχ ΜΡ4. Videodisk Player [Μηχάνημα αναπαραγατγής βιντεοδίσκο>ν] Ηϊχκτρον. Μηχάνημα που πήρε τη θέση του αντίστοιχου με τις βιντεοκασέτες, πιο αξιόπιστο γενικά, πιο ψηφιακό και πιο επεκτάσιμο. Videodisk Recorder [Μηχάνημα καταγραφής βιντεοδίσκων] Ηλεκτρον. To VCR όταν χρησιμοπου;ί [3ιντεοδίσκους. Πολλές φορές οι δίσκοι μπορεί να είναι ειδικού μεγέθους αλλά η τεχνολογία τείνει να εξαλείψει τέτοιες ασυμβατότητες. Videophone [Οπτικό τηλέφωνο] Ηλεκτρον. Video Telephone Videotape [Βιντεοταινία] Η)εκτρον. Αποθηκευτικό μέσο για αναλογικό βίντεο. Ο όρος γενικά επικράτησε σαν βιντεοκασέτα (Videocassette) αλλά αναφέρεται στην ίδια την μαγνητική ταινία με τις επιστρώσεις οξειδίων που διατάσσονται κατάλληλα κάτω από την μαγνήτιση εγγραφής σήματος (Videotape Recording).

- 1437 Videotex [Βιντεοεικονογραφία] Επικοιν. Εφαρμογή που χρησιμοποιεί τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα για να διακινήσει πληροφορίες από και προς βάσεις δεδομένων. Συνήθως χρησιμοποιούνται ειδικά μηχανήματα και λογισμικό αλλά και οι συνηθισμένοι υπολογιστές σαν γενικής χρήσης μηχανήματα. Videotex Access Point (VAP) [Σημείο πρόσβασης βίντεο κειμένου] Ηλεκτρον. Καταβάλλεται προσπάθεια οι συσκευές εξυπηρέτησης να είναι προσαρμοσμένα τερματικά και με όσο το δυνατόν μεγαλύτερες οθόνες για αποτελεσματικότερη επικοινωνία αλλά και ένα PC αρκεί. Αυτές οι συσκευές αξιοποιούν το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο. Videotex C h a r a c t e r Set [Σύνολο χαρακτήρων τηλεεικονογραφίας] Επικοιν. Έχει καταβληθεί προσπάθεια από πολλές εταιρίες ανά τον κόσμο να επικρατήσουν τα πρότυπα τους που συνδέονται τελικά με το σύνολο χαρακτήρων και γραφικών και άρα την κωδικοποίηση (άλφα μωσαϊκή, άλφα γεωμετρική και άλφα φωτογραφική). Vienna Definition L a n g u a g e (VDL) [Γλώσσα ορισμού Vienna] Πληρ Μεταγλώσσα για τον ορισμό συντακτικού και δομής άλλων γλωσσών που ακολουθεί ειδική μέθοδο ορισμού. View [Θέα] Πληρ. Γνωστός τρόπος κατασκευής οθόνης για προβολή διαφόρων ερωτημάτων (queries) της dBase. View Plane [Επίπεδο θέασης] Πληρ. Επίπεδο παράλληλης προβολής ή προοπτικής. View P o r t [Παράθυρο θέασης] Πληρ. Περιοχή της οθόνης για επεξεργασία εικόνας (συναντάται και σαν Viewport). Viewer [Θεατής] Πληρ. Λογισμικό προβολής ψηφιοποιη μένων εικόνων Vigreaux Column [Στήλη Βιγκρώ] Αναλ.Χημ. Τύπος διαχωριστικής στήλης που χρησιμοποιείται ευρέως στην κλασματική απόσταξη. Αποτελείται από ένα γυάλινο σωλήνα με οδοντωτές εγκοπές και εσοχές με κλίση προς τα κάτω. Ο σωλήνας μονώνεται θερμικά με ταινία αμιάντου ή περίβλημα κενού. Ο τύπος αυτός στήλης έχει χαμηλό κόστος και συνδυάζει μία σχετικά υψηλή παροχή με αρκετά χαμηλά κατακράτηση. Viking 1,2 [Βίκινγκ 1,2] Αστρον. Σειρά από δύο διαστημόπλοια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην εξερεύνηση του περιβάλλοντα χώρου και της επιφάνειας του πλανήτη Αρη. Μέρη από τα διαστημόπλοια προσεδαφίστηκαν το 1976 στις πεδιάδες Χρυσή Πλανητία και Πλανητία Ουτοπία του κόκκινου πλανήτη, όπου έλαβαν πλήθος φωτογραφιών και εκτέλεσαν διάφορα πειράματα, μέχρι το 1982 οπότε σταμάτησε η λειτουργία τους. Τα τμήματά τους που έμειναν σε τροχιά γύρο3 από τον Αρη έλαβαν πολλές εικόνες αυτού και των φυσικών του δορυφόρων. Villamaninite [Βιλλαμανινίτης] Ορυκτ. Θειούχο ορυκτό με εμπειρικό τύπο Cuo.sNio.jCoo.oisEco.a^ και μοριακή μάζα 114,68. Ισομετρικοί, μεταλλικής όψης, αδιαφανείς κρύσταλλοι μαύρου χρώματος. Το ορυκτό έχει πυκνότητα 4,523 gr/cm3 και σκληρότητα 4,5 βαθμούς της σκληρό μετρικής κλίμακας. Villari Effect [Φαινόμενο Βιλλάρι] Φυσ. Φυσικό φαινόμενο που αφορά στην επίδραση της μηχανικής παραμόρφωσης (στρέψη, κάμψη κ.τ.λ.) στη μαγνήτιση των σιδηρομαγνητικού υλικών. Τα αποτελέσματά του είναι αντίθετα με αυτά του φαινομένου της μαγνητικής συστολής και διαστολής. Το φαινόμενο Βιλλάρι βρίσκει

Vintage Wine

εφαρμογή σε διάφορες τεχνικές παρασκευής εξειδικευμένων μαγνητικών υλικών. Villari Reversal [Αναστροφή Βιλλάρι] Φυσ. Επίδραση του φαινόμενου της συστολής και διαστολής ενός σιδηρομαγνητικού υλικού, στον τρόπο μαγνήτισής του. Σύμφωνα με την αναστροφή Βιλλάρι, σε σιδηρομαγνητικό υλικά που παρουσιάζουν μαγνητική συστολή, ο ελκυσμός τους επιφέρει μείωση της μαγνήτισής τους, ενώ σιδηρομαγνητικό υλικά που παρουσιάζουν μαγνητοδιαστολή αυξάνουν τη μαγνήτισή τους με ελκυσμό. Viliiaumite [Βιλλαμανινίτης] Ορυκτ. Κρυσταλλικό φθορίδιο του νατρίου με τον χημικό τύπο NaF που συναντάται σε νεφελιτικά κοιτάσματα. Έχει υαλόμορφους διαφανείς κρυστάλλους του ισομετρικού εξαοκταεδρικού συστήματος που παρουσιάζουν έντονο φθορισμό. Το ορυκτό μπορεί να είναι άχρωμο αλλά να παρουσιάζει και χρωματισμούς όπως κόκκινο, πορτοκαλί ή ροζ. Η πυκνότητά του είναι 2,79 gr/cm3, και η σκληρότητά του 2,5 βαθμούς στη σκληρομετρική κλίμακα. Villin [Βιλλίνη] Βιοχημ. Πολύ σημαντική πρωτεΐνη του κυτοπλάσματος πολλών σπονδυλωτοον η οποία καθορίζει τα επίπεδα της F-ακτίνης ανάλογα με τα επίπεδα ασβεστίου (Ca) του κυττάρου. Σε πολύ χαμηλά επίπεδα Ca2+ η βιλλίνη δεσμεύει την ακτίνη και την διατηρεί ανέπαφη ώστε αυτή να αλληλεπιδράσει με το Ca2+, όταν η συγκέντρωση αυτού αυξηθεί. Vimsite [Βιμσίτης] Ομυκτ. Κρυσταλλικό ορυκτό υδροξείδιο του ασβεστίου και του βαρίου με τύπο CaB 2 0 2 (0H) 4 . Το ορυκτό κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό πρισματικό σύστημα και οι άχρωμοι και διαφανείς κρύσταλλοι του έχουν πυκνότητα 2,54 gr/cm3 και σκληρότητα 4 βαθμούς της σκληρό μετρικής κλίμακας. Vinblastine [Βινβλαστίνη] Βιοχημ. Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C46H58N4O9, το οποίο χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση διαφόρων νεοπλασιών, όπο)ς σύνδρομο Hodgkin's, καρκίνος όρχεων, στήθους κ.τ.λ. Εξουδετερώνει τα καρκινικά κύτταρα παρεμποδίζοντας το μεταβολισμό του γλουταμινικού οξέως σε αυτά. Vincristine [Βινκριστίνη] Βιοχημ. Αλκαλ^οειδές του χημικού τύπου CMHS^NJOJO, η χορήγηση του οποίου καταπολεμά διάφορους τύπους νεοπλασιών όπως λευχαιμία, νεύροβλάστωμα, σάρκωμα κτλ. Vinogradovite [Βινογκραντοβίτης] Ορυκτ. Ορυκτό, ένυδρο πυριτικό άλας του τιτανίου και του νατρίου με χημικό τύπο Na5Ti 4 AlSi 6 0 24 -3H 2 0. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό σύστημα σχηματίζοντας άχρωμους βελονοειδείς κρυστάλλους. Η σκληρότητά του είναι 4 βαθμοί της κλίμακας Mohs και η πυκνότητά του 2,88 gr/ cm3. Συναντάται σε μεγάλους όγκους αλκαλικών πετρωμάτων. Vintage [Τρύγος] Τεχν. Τροφ. Όρος που αναφέρεται στη διαδικασία αλλά και στα προϊόντα επεξεργασίας των καρπών της αμπέλου. Η συλλογή των σταφυλιών γίνεται μία φορά τον χρόνο και ακολουθείται από μία διαδικασία φυσικής και χημικής επεξεργασίας, που οδηγεί στην παρασκευή συγκεκριμένων προϊόντων όπως ο μούστος, το κρασί, το ξύδι κ.τ.λ Vintage Wine [Επίλεκτος οίνος] Τεχν.Τροφ. Τύπος τυποποιημένου κρασιού πολύ υψηλής ποιότητας, το οποίο παράγεται από συγκεκριμένο τύπο σταφυλιού. Οι επίλεκτοι οίνοι αφού παρασκευαστούν, συμπληρώνουν μία περίοδο παραμονής σε βαρέλια ώστε να αποκτήσουν τα κατάλληλα αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά και επιπρόσθετα ακολουθεί μία περίοδος παλαίωσης δύο τουλάχιστον ετών σε φιάλες, πριν την κα-

Vinyl Benzene

- 1438 -

τανάλωση. Vinyl Benzene [Βινυλοβενζόλιο] Οργ.Χημ. Αρωματικό βινυλοπαράγωγο με χημικό τύπο C 6 H 5 -CH=CH2. Είναι άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική οσμή, το οποίο πολυμερίζεται εύκολα δίνοντας πολυστυρένιο, ένα πολύ σημαντικό βιομηχανικό πολυμερές. Vinyl Chloride [Βινυλοχλωρίδιο] Οργ,Χημ. Ακόρεστη οργανική ένωση του χημικού τύπου CH2=CH-C1. Είναι άχρωμο αέριο με ελαφριά οσμή το οποίο υγροποιείται τους -13,8 °C και στερεοποιείται στους -153,8 °C. Έχει μικρή διαλυτότητα στο νερό αλλά διαλύεται εύκολα σε οργανικούς διαλύτες. Σχηματίζει σε διάφορες αναλογίες εκρηκτικά μίγματα με τον αέρα. Λόγω του διπλού δεσμού παρουσιάζει εξαιρετική χημική δραστικότητα. Vinyl Chloride Resin [Ρητίνη βινυλιχλωριδίου ή πολυβινυλοχλωρίδιο] Ομγ.Χημ. Θερμοπλαστικό πολυμερές που προκύπτει από το βινυλοχλωρίδιο. Είναι λευκή μερικώς κρυσταλλική σκόνη με τύπο (-CH2-CHC1-)V και μοριακό βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 6000-160000. Παρουσιάζει μικρή διαλυτότητα σε οργανικούς διαλύτες και μεγάλη ανθεκτικότητα στην υγρασία και σε οξειδωτικούς παράγοντες. Είναι ένα από τα πιο ευρέίος διαδεδομένα πολυμερή. Vinyl G r o u p [Βινυλομάδα ή βινυλική ομάδα] Οργ.Χημ. Χαρακτηριστική οργανική ομάδα με τύπο CH 2 =CH-. Η παρουσία της σε διάφορα μόρια προσδίδει σε αυτά τη χαρακτηριστική ιδιότητα του πολυμερισμού, καθώς και μεγάλη χημική δραστικότητα, η οποία οφείλεται στην παρουσία του διπλού δεσμού. Vinyl Polymerization [Πολυμερισμός βινυλίου] Ομγ. Χημ. Χημική διεργασία, που αναφέρεται στον πολυμερισμό χημικών ενώσεων, οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους την χαρακτηριστική ομάδα του βινυλίου. Ο πολυμερισμός βυνιλοενώσεων οδηγεί σε χρήσιμα πολυμερή όπως το πολυβυνιλοχλωρίδιο (P.V.C), το πολυστυρόλιο, η πολυβυνιλική αλκοόλη κ.τ.λ. Vinyl Resins [Βινυλικές ρητίνες] Ομγ.Χημ. Μακρομόρια, τα οποία προκύπτουν από τον πολυμερισμό ή τον συμπολυμερισμό ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους την ομάδα του βινυλίου. Τα περισσότερα από τα μόρια αυτά έχουν βιομηχανικές εφαρμογές. Vinyl Acetate [Οξικός βινυλεστέρας] Ομγ.Χημ. Αχρωμη υγρή οργανική ένωση με σημείο ζέσεως 73 °C και σημείο πήξεως - 8 4 °C. Παρουσιάζει μεγάλη διαλυτότητα στους οργανικούς διαλύτες, ενώ στο νερό είναι ελάχιστα διαλυτός. Παρασκευάζεται με την καταλυτική επίδραση ακετυλενίου σε οξικό οξύ. Δίνει με μεγάλη ευκολία πολυμερή, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συγκολλητικών ουσιών, βερνικιών, ειδικών πλαστικών κ.τ.λ. Vinyl Alcool [Βινυλική αλκούλη] Ομγ.Χημ. Ασταθής οργανική ένωση του τύπου CH 2 =CH-OH. Δεν μπορεί να απομονωθεί γιατί μέσω εσωτερικού μετασχηματισμού μετατρέπεται στην ταυτομερή της ακεταλδεΰδη CH 3 CH=0. Γνωστά σταθερά παράγωγά της είναι οι βινυλαιθέρες και οι βινυλεστέρες. Vinyl E t h e r [Βινυλαιθέρας ή διβινυλαιθέρας] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση με χημικύ τύπο CH 2 =CH-0CH=CH 2 . Είναι άχρωμη υγρή ένωση με μικρή διαλυτότητα στο νερό και σημείο βρασμού 35 °C. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων πολυμερισμού και συμπολυμερισμού. Vinyl Ethers [Βινυλαιθέρες] Ομγ.Χημ. Αλκυλοπαράγωγα της βινυλικής αλκοόλης με γενικό τύπο CH2=CH-

O-R. Οι περισσότεροι είναι άχρωμες οργανικές ενώσεις με περιορισμένη διαλυτότητα στο νερό και μεγάλη διαλυτότητα σε οργανικούς διαλύτες όπως αλκοόλη, χλωροφόρμιο και βενζόλιο. Χρησιμοποιούνται για την παρασκευή πολυμερών. N-Vinyl Pyrrolidone [Ν-Βινυλ-πυρρολιδόνη] Οργ. Χημ. Οργανική ένωση με χημικό τύπο C 6 H 9 OH. Είναι άχρωμο έως υποκίτρινο υγρό με μικρή τάση ατμών. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολυμερών και συμπολυμερών της πολυβινυλικής πυρρολιδόνης, φαρμακευτικών προϊόντων, συγκολλητικοί υλικών και καλλυντικών. Vinylacetylene [Βινυλακετυλένιο] Ομγ.Χημ. Ο απλούστερος πολυακύρεστος υδρογονάνθρακας με έναν διπλό και ένα τριπλό δεσμό στο μόριό του. Είναι άχρωμο αέριο ή υγρό με σημείο βρασμού 5,5 °C και πυκνότητα 0,6867 gr/cm1 στους 0 °C. Παρασκευάζεται με διμερισμό του ακετυλενίου παρουσία χλο)ριούχου χαλκού και αμμωνίας. Λόγω της παρουσίας των δύο πολλαπλών δεσμών παρουσιάζει μεγάλη δραστικότητα και χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσο στην οργανική σύνθεση. Vinylation [Βινυλίωση] Οργ.Χημ. Χημική διεργασία, που αφορά στην εισαγωγή της βινυλικής ομάδας CH 2 =CH- σε κάποιο χημικό μόριο ή ομάδα. Οι σπουδαιότεροι παράγοντες βινυλίωσης είναι το ακετυλένιο, τα βινυαλογονίδια και το βινυλομαγνησιοχλωρίόιο. Vinylethylene [Βινυλαιθυλένιο ή 1,3-βουταδιένιο] Ομγ.Χημ. Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με δύο διπλούς δεσμούς και χημικό τύπο CH 2 =CH-CH=CH 2 . Είναι άχρωμη ένωση, η οποία υγροποιείται στους -4,5 °C. Το βινυλαιθυλένιο έχει πολύ μεγάλη διαλυτότητα στην αλκοόλη και τον πετρελαϊκό αιθέρα, ενώ διαλύεται ελάχιστα στο νερό. Είναι πολύ δραστική ουσία, για τον λόγο αυτό και χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση. Vinylidene Chloride [Βινυλιδενοχλωρίδιο ή 1,1 διχλωροαιθένιο] Οργ.Χημ. Ακόρεστη ένωση με χημικό τύπο CH2=CC12. Είναι άχρωμο υγρό με τη χαρακτηριστική οσμή του χλωροφόρμιου, το οποίο ζέει στους 31,7 °C. Στον αέρα πολυμερίζεται πολύ εύκολα αλλά και σχηματίζει εκρηκτικά μίγματα με αυτόν. Για το λόγο αυτό και φυλάσσεται σε μίγματα με ουσίες που επιβραδύνουν τον πολυμερισμό, όπως υόροκινόνη. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιομηχανικών πολυμερών. 2-Vinylpyridine [2-Βινυλοπυριδίνη] Ομγ.Χημ. Ετεροκυκλική αρωματική ένωση με ετεροάτομο αζώτου στον δακτύλιο της και χημικό τύπο Q5H.iN(CH=CH2). Το μόριο περιέχει σε ο-θέση ο)ς προς το άζωτο τη βινυλική ομάδα. Η ένωση είναι υγρό πυκνότητας 0,9746 gr/cm και σημείο ζέσεως 110 °C. Είναι εύφλεκτη ουσία με σημείο αυτόματης ανάφλεξης τους 132 °C, ενώ έχει καλή αναμιξιμότητα με το νερό. Χρησιμοποιείται στη παρασκευή πολυμερών. 4-Vinylpyridine [4-Βινυλοπυριδίνη] Ομγ.Χημ. Ετεροκυκλική αρωματική ένωση με τύπο C5H4N(CH=CH2)· Η βινυλική ομάδα βρίσκεται σε π-θέση ως προς το άτομο του αζώτου. Είναι υγρό πυκνότητας 0,988 gr/ cm3,με σημείο ζέσεως τους 121 "C και σημείο αυτοανάφλεξης 132 °C. Έχει σχετικά μεγάλη διαλυτότητα στο νερό, ενώ σε θερμοκρασία δωματίου υφίσταται αργό πολυμερισμό. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολυμερών υλών. Violarite [Βιολαρίτης] Ορυκτ. Ορυκτό σουλφίδιο του

- 1439 νικελίου και του σιδήρου, με τύπο FeNiiS4. Αποτελείται από αδιαφανείς ιώδεις, ερυθρούς ή γκριζόχρωμους κρυστάλλους του εξαοκταεδρικού συστήματος, μέσης πυκνότητας 4,65 gr/cm3 και σκληρότητας, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 4,5 και 5,5 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Violet [Ιώδες] Οπτ. Η υψηλότερη ενεργειακή ζώνη του ορατού φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας με ενέργειες που αντιστοιχούν σε εκπεμπόμενα μήκη κύματος στην περιοχή των 400 nm. Violet L a y e r [Ιώδες ζώνη] Αστρον. Οπτικό φαινόμενο στην ατμόσφαιρα του πλανήτη Αρη, η παρουσία του οποίου δίνει στην ατμόσφαιρα του πλανήτη έναν ιώδη χρωματισμό. Το φαινόμενο αρχικά αποδόθηκε στην ανάκλαση του ηλιακού φωτός σε μία λεπτή στοιβάδα από σωματίδια πάγου και άνθρακα, που θεωρήθηκε ότι υπήρχαν γύρω από τον πλανήτη. Σήμερα αποδίδεται στην αλληλεπίδραση του ηλιακού φωτός με τα σωματίδια σκόνης που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα του Αρη και προέρχονται από τις μεγάλες αμμοθύελλες της επιφάνειάς του. Virgillite [Βιργιλλίτης] Ορυκτ. Τεκτοπυριτικό ορυκτό του λιθίου και του αργιλίου, το οποίο έχει τον μη στοιχειομετρικό τύπο Lio,5Alo,5Si2,?i06. Αποτελείται από πυριτικά τετράεδρα του εξαγωνικού τραπεζοειδούς κρυσταλλικού συστήματος. Οι κρύσταλλοι του ορυκτού είναι διάφανοι και άχρωμοι με πυκνότητα 2,46 gr/cm3 και σκληρότητα μεταξύ 5,5 και 6. Virgin [Αστερισμός της Ιίαρθένου] Αστρο ν Ονομασία ενός από τους σημαντικότερους αστερισμούς του ουρανού. —> Virgo Virgo [Αστερισμός της Παρθένου] Αστρον. Ο έκτος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, βρίσκεται στο σημείο της ουράνιας σφαίρας όπου ο ζωδιακός κύκλος τέμνει τον ουράνιο ισημερινό. Ο αστερισμός, ο οποίος έχει μηδενική απόκλιση και ορθή αναφορά 13, περιέχει μερικούς από τους σημαντικότερους ουράνιους σχηματισμούς. α-Virgo [α-ΙΙαρθένου] Αστρον. Ο λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Παρθένου. Έχει μέγεθος 0,98 και είναι ένα εκλειπτικώς διπλό άστρο με περίοδο 4,014 ημέρες, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 260 ετών φωτός από το Ηλιακό σύστημα. Ο αστέρας είναι γνωστός και με την ονομασία Στάχυς. γ-Virgo [γ-Παρθένου] Αστρον. Αστέρας του αστερισμού της Παρθένου με αστρικύ μέγεθος 2,75. Αποτελείται από δύο άστρα φασματικού τύπου F0, τα οποία βρίσκονται σε απόσταση 36 ετών φωτός από τη Γη. Το σύστημα έχει και την ονομασία Αρίχ. ε-Virgo [ε-Παρθένου] Αστρον. Αστέρας τύπου G3 στον αστερισ^ιό της Παρθένου, που βρίσκεται σε απόσταση 103 ετών φωτός από τη Γη. Είναι γνωστό και με την ονομασία Βιντεμετρίξ. Virgo Cluster [Γαλαξιακό σμήνος της Παρθένου] Αστρον. Τεράστιο σμήνος γαλαξιών που περιέχεται στον αστερισμό της Παρθένου και το οποίο περιέχει μερικούς από τους πιο σημαντικούς γαλαξίες του ουρανού. Το σμήνος βρίσκεται σε απόσταση 60 εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη και βρίσκεται στο κέντρο του τοπικού γαλαξιακού υπερσμήνους, στο οποίο ανήκει και η τοπική ομάδα γολαξιών, που περιλαμβάνει και το Γαλαξία μας. Virial - T h e o r e m M a s s [Θεώρημα βίριαλ ως προς τη μάζα] Αστμον. Η από την εφαρμογή του θεωρήματος βίριαλ, και τη παρατήρηση της μέσης τετραγωνικής

Virtual Displacement

ταχύτητας υπολογιζόμενη μάζα μιας ομάδας αστεριών ή γαλαχξιών. Virial Of A System [Βίριαλ συστήματος] Φυσ. Φυσική ποσότητα ίση με -(1/2)Σ(ηΕί) η οποία αναφέρεται σε κλειστό σύστημα. Γ; είναι το διάνυσμα θέσης του i σωματίου και Fi η δύναμη που ασκείται σ' αυτό. Η άθροιση γίνεται παίρνοντας το μέσο ως προς το χρόνο σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και ισούται με τη μέση κινητική ενέργεια του συστήματος σύμφωνα με το θεώρημα βίριαλ. Virial Theorem [Θεώρημα βίριαλ] Φυσ. Σύμφωνα με το θεώρημα βίριαλ ισχύει 2= όπου οι αγκύλες εκφράζουν μέση τιμή. V είναι η δυναμική και Τ η κινητική ενέργεια του σ(οματίου. Virtual Address [Ιδεατή διεύθυνση] Πλημ. Διεύθυνση μνήμης ενός Η/Υ που δεν λογίζεται στην αντίστοιχη θέση της RAM αλλά υπακούει σε κάποιον διαφορετικό κανόνα διευθυνσιοδότησης. Συνήθως εκεί στήνονται διάφορες ιδεατές συσκευές αποθήκευσης (πχ δίσκοι RAM ή ιδεατή μνήμη των windows) ή ανοίγουν πόρτες επικοινωνίας Virtual Cache [Νοητή μνήμη cachc] Πλημ. Πρόγραμμα διαχείρισης μέρους της RAM σαν buffer μνήμη Cache (μεγαλύτερης γενικά ταχύτητας). Virtual Call [Νοητή κλήση] Επικοιν. Υλοποίηση από λογικό κανάλι του καλούντος, λογικό κανάλι του καλούμενου και το νοητό κύκλωμα - διαδρομή που ξέρουν τα πακέτα που μεταδίδονται από το ένα σημείο στο άλλο μέσω της σύστασης Χ.25. Virtual Channel [Νοητό κανάλ.ι) Επικοιν. Κανάλα μεταφοράς πληροφορίας χωρητικότητας 65Κ που χρησιμοποιείται στα δίκτυα ασύγχρονων υψηλών ταχυτήτων (ATM). Κάθε VC γίνεται μεταξύ VC διακοπτών και η σύνδεση αποτελείται από VC links και αυτύ από νοητά μονοπάτια (Virtual Paths). Virtual Channel Identifier (VCI) [Προσδιοριστής νοητού καναλνίού] Επικοιν. Πεδίο 16 bit της προμετο.)πίδας ενός κελιού του ATM σχεδιασμού που ορίζει ένα από τα κανάλαα που μπορούν να υλοποιηθούν μεταξύ του χρήστη και του δικτύου. Virtual Circuit [Νοητό κύκλωμα] Επικοιν. Κατά τη μεταγωγή πακέτου κατά την πρώτη επαφή τα 2 μέρη γνωρίζουν τον δρόμο που θα υλοποιηθεί μια μετάδοση και ο οποίος δεν αλλάζει στη διάρκεια της και διακρίνονται σε μόνιμα ή επιλεγόμενα. Υπάρχει καλύτερος έλεγχος και τα πακέτα είναι μικρύτερα αλλά δεν εκμεταλλευόμαστε πιθανό ελεύθερο χώρο σε κάποιο εξυπηρετητή. Virtual Connection [Ιδεατή σύνδεση] Επικοιν. Ο τρόπος δημιουργίας ιδιωτικών δικτύων με νοητά κανάλια (Virtual Channels). Virtual Container [Ιδεατό κουτί] Επικοιν. Δεύτερη ιεραρχικά μονάδα διακίνησης πληροφορίας του πρωτοκόλλου STM της ψηφιακής ιεραρχίας (SDH) στη μετάδοση ψηλών ταχυτήτων (πάνω από 155 Mbps). Virtual Device (VxD) [Εικονική συσκευή] Πλημ. Λογισμικό προσομοίωσης λειτουργίας σύνδεσης περιφερειακού των windows 98. Συνήθως υλοποιείται σε κάποιο οδηγό (Driver, VDD). Virtual Disk [Ιδεατός δίσκος] Πλημ. Η δημιουργία ειδικού χώρου στο δίσκο με χρήση λογισμικού. Συνήθης λειτουργία των προγραμμάτων διπλασιασμού χώρου που δουλεύει όποτε είναι ανοιχτός ο Η/Υ. Virtual Displacement [Φανταστική μετατόπιση] Μηχ. Συμβατή με τους γεωμετρικούς περιορισμούς άπειρο-

Virtual E n t r o p y

- 1440 -

στη μετατόπιση συστήματος, θεωρητική ή πραγματική. Virtual E n t r o p y [Ουσιαστική εντροπία] Φυσ. Ως ουσιαστική εντροπία ενός συστήματος ονομάζουμε την εντροπία ενός συστήματος, αγνοώντας την εντροπία που προέρχεται από τα πυρηνικά σπιν καθώς αυτή παραμένει σταθερή σ' όλες σχεδόν τις χημικές αντιδράσεις. Virtual E n v i r o n m e n t [Εικονική πραγματικότητα] Πληρ. -> Virtual Reality Virtual File Allocation T a b l e (VFAT) [Νοητός πίνακας διάθεσης αρχείων] Πληρ. Σύστημα αρχείων 32 bit των windows 98. Virtual File Protocol [Πρωτόκολλο νοητού αρχείου] Επικοιν. Πρωτόκολλο του επιπέδου παρουσίασης του OS1. Virtual Level [Φανταστικό επίπεδο] Πυρην. Φυσ. Στη περίπτωση πυρήνα φανταστικό επίπεδο είναι αυτό μιας φανταστικής κατάστασης ενέργειας με χρόνο ζωής μεγαλύτερο απ' αυτό που χρειάζεται ένα κινούμενο νουκλεύνιο για να διαπεράσει το πυρήνα έχοντας ενέργεια ισοδύναμη του επιπέδου. Virtual M a c h i n e [Ιδεατή μηχανή] Επικοιν. Λογισμικό που χρησιμοποιείται για να προσομοιοοσει τη λειτουργία μίας συσκευής. Πιο γνωστή περίπτωση αυτή της γλώσσας Java που χρησιμοποιείται (μαζί με κάποιες προτυποποιήσεις) για να εξαλείφει διάφορες ασυμβατότητες που ενδεχόμενα παρουσιαστούν λόγω της αχανούς επέκτασης του δικτύου Internet. Virtual M e m o r y [Ιδεατή μνήμη] Πληρ. Ένα η περισσότερα τμήματα μίας υπολογιστικής μνήμης που εξυπηρετούν την ίδια εργασία σαν την κανονική μνήμη RAM αλλά ανήκουν σε άλλο λογικό φορέα πχ σκληρό δίσκο όπου ένα κομμάτι του που η θέση του ποικίλλει κάθε φορά αλλά συνήθως αρκετά μεγάλο μπορεί αποτελεσματικά να εξυπηρετήσει σε περιπτώσεις έλλειψης μνήμης και μετά να αποδοθεί πάλι στο δίσκο. Virtual Networking System (VINES) [Νοητό δικτυακό σύστημα] Επικοιν. Σύστημα δικτύωσης της εταιρίας Banyan. Virtual Orbital [Εικονικό τροχιακό] Φυσ.Χημ. Ενεργειακός χώρος γύρω από τον πυρήνα ενός ατόμου, που αντιστοιχεί σε μία συγκεκριμένη τριάδα κβαντικών αριθμών αλλά είναι κενός ηλεκτρονίων, στη θεμελιώδη ενεργειακή κατάσταση του ατόμου. Ο χώρος αυτός αποκτά υπόσταση, με τη μεταπήδηση σε αυτόν ενός ηλεκτρονίου του ατόμου, όταν το τελευταίο διεγερθεί. Virtual P a t h [Νοητό μονοπάτι] Επικοιν, Ο δρόμος που επιλέγει το σύστημα για την υλοποίηση ενός ιδεατού καναλιού του χρήστη (μεταγωγή). Virtual P a t h Identifier (VPI) [Προσδιοριστής νοητού μονοπατιού] Επικοιν. Πεδίο 8 bit της επικεφαλίδας (Header) ενός κελιού του ATM σχεδιασμού που ορίζει το νοητό μονοπάτι που έχει υλοποιηθεί μεταξύ του χρήστη και του δικτύου. Virtual Private N e t w o r k (VPN) [Ιδιωτικό νοητό δίκτυο] Επικοιν. Δυνατότητα που παρέχει τω στρώμα δικτύου του OSI και η σύσταση Χ.25 για την επικοινωνία σταθμών με ιδιωτικό δίκτυο νοητών κυκλωμάτων. Virtual Process [Φανταστική διεργασία] Φυσ. Διεργασία κατά την οποία σε μια ενδιάμεση διαδικασία εκπέμπεται και στη συνέχεια απορροφάται ένα φανταστικό κβάντο. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας η ενέργεια δεν διατηρείται αλλά ικανοποιείται η σχέση αβεβαιότητας του Heisenberg σύμφωνα με την οποία

ΔΕ·ΔΙ<1ι/2π. Virtual Q u a n t u m [Φανταστικό κβάντο] Φυσ. Στοιχειώδες σωμάτιο όπως π. χ. ένα φωτόνιο το οποίο ανταλλάσσεται μεταξύ άλλων σωματιδίων, υπάρχει προσωρινά και αποτελεί μέρος μιας φανταστικής διεργασίας. Virtual Reality [Εικονική πραγματικότητα] Πληρ. Έτσι ονομάζεται η απεικόνιση πραγματικών καταστάσεων που επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων οπτικών και ακουστικών μέσων με τη βοήθεια της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας. Το σύνολο των μηχανημάτων αυτών που δημιουργούν την εντύπωση στον χρήστη, απασχολώντας τις περισσότερες από τις αισθήσεις του, ενός φανταστικού περιβάλλοντος, λειτουργούν με τη βοήθεια των ανάλογων λογισμικών προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Virtual Route [Νοητός δρόμος] Επικοιν. Λογική σύνδεση αμφίπλευρη (δηλαδή 2 Explicit Routes) μεταξύ 2 υποπεριοχών (Subarea) της αρχιτεκτονικής SNA που υλοποιούνται ως 8 από κάθε πλευρά. Virtual Telecommunications Access Method (VTAM) [Μέθοδος πρόσβασης νοητής τηλεπικοινωνίας] Επικοιν. Σύνολο επικοινωνιακού εξοπλισμού αρχιτεκτονικής SNA και λογισμικού της IBM (εφαρμογές, γραμμές, ελεγκτές, κτλ). Virtual T e r m i n a l (VT) [Νοητό τερματικό] Επικοιν. Τα απλά τερματικά δεν έχουν δυνατότητα αντίληψης των προτύπων OSI και έτσι χρησιμοποιείται λογισμικό προσομοίωσης που περιγράφεται στο (γενικό) πρωτόκολλο VTP. Virtual Terminal Protocol (VTP) [Πρωτόκολλο νοητού τερματικού] Επικοιν. Συλλογή προτύπων του επιπέδου εφαρμογών του OSI που υλοποιείται με πολλούς τρόπους λόγω της γενικότερης ασυμβατότητας λειτουργικών συστημάτων που το καθένα το υλοποιεί αλλιώς (πχ Χ.28 / Χ.29 της CCITT ή επίσης στο γνωστότερο Telnet). Virtual W o r k [Φανταστικό έργο] Μηχ. Κατά τη διάρκεια μιας φανταστικής μετατόπισης το μηχανικό έργο το οποίο γίνεται από μια δύναμη. II έννοια χρησιμοποιείται στη Λαγκρανζιανή Kat Χαμιλτονιανή μηχανική. Virtual World [Εικονική πραγματικότητα] Πληρ. Virtual Reality Virus 1 [Ιός] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής, με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε λογισμικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, που έχει δημιουργηθεί με σκοπό κατά την ενεργοποίησή του να προξενεί διαφόρων ειδών βλάβες και αλλοιώσεις στη ίδια την λειτουργία του υπολογιστικού συστήματος. Τα προγράμματα αυτά, συνήθως είναι πολύ μικρά και κρυμμένα καλά μέσα στα πολυάριθμα υπόλοιπα υγιή αρχεία του υπολογιστή. Για την εξουδετέρωσή τους υπάρχουν τα αντίστοιχα προγράμματα που λειτουργούν ως αντίδοτα για τη διαγραφή των προγραμμάτων ιών και την αποκατάσταση της λειτουργίας του υπολογιστή. Virus 2 [Ιός] Πληρ. Πρόγραμμα που μόλις απελευθερωθεί σε ξένο υπολογιστικό περιβάλλον παίρνει (μερικά) τον έλεγχο από το λειτουργικό σύστημα και προκαλεί μια σειρά από ανεπιθύμητες ενέργειες εν αγνοία του χρήστη έχοντας 2 βασικούς στόχους: να διαδοθεί όσο το δυνατόν συντομότερα και ασφαλέστερα σε άλλους Η/Υ και να μη γίνει αντιληπτό από αντιβιοτικά προγράμματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Virus Cleaning [Καθάρισμα ιών] Πληρ. Ειδικό λογι-

- 1441 σμικό που πάει σε ένα μολυσμένο αρχείο που έχει ήδη ανιχνευτεί από Virus Scanner και αφού συμβουλευτεί την ίδια βάση δεδομένων καθαρίζει όλο το μολυσμένο τμήμα αρχείου και το αντικαθιστά στο δίσκο. Για κάποιο νέο ιό γίνεται ανάλυση του περιβάλλοντος προσβολής στη μνήμη και απομόνωση του επικίνδυνου τμήματος. Virus Infection [Προσβολή ιού] Πληρ. Οι παρενέργειες ποικίλλουν. Από εμφάνιση απλών μηνυμάτων ως καταστροφή προγραμμάτων, αρχείων ή και διάφορων οδηγών κτλ. Μια κατηγορία (trojans) μένουν μόνιμα στη μνήμη καταγράφοντας τις λειτουργίες και στέλνοντας τις συνήθως σε όποιον έχουν προγραμματιστεί για κάτι τέτοιο. Virus Scanners [Ανιχνευτές ιών] Πληρ. Ειδικά κομμάτια λογισμικού που εκτελούν 2 εργασίες: σαρώνουν όλα τα αρχεία ψάχνοντας για χαρακτηριστικά κομμάτια κώδικα ήδη γνωστών ιών που ξέρουν (από μια βάση δεδομένων) και έχουν ένα μάτι στη μνήμη για προσπάθεια απόκτησης ελέγχου από ένα ξένο πρόγραμμα ή προσβολής άλλων αρχείων. Virus Signature [Υπογραφή του ιού] Πληρ. Κάθε ιός έχει ένα κομμάτι κώδικα που τον κάνει ξεχωριστό (εκτός από της ρουτίνες διευθυνσιοδότησης και προσβολής). Αυτά ανιχνεύουν τα προγράμματα ανίχνευσης ιών. Viscoelastie Theory [Βισκοελαστική θεωρία) Μηχ. Είναι η θεωρία που αναπτύσσει τους μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι περιγράφουν τη σχέση μεταξύ των τάσεων και των παραμορφώσεων σε ένα υλικό που παρουσιάζει βισκοελαστική συμπεριφορά και ιδιότητες. Viscoelasticity [Βισκοελαζστικότητα] Μηχ. Είναι μία χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων υλικών που τα κατατάσσει σε μία ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ των απολύτως ελαστικών και των ανελαστικών υλικών. Τα υλικά που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία, έχουν την ικανότητα της αποθήκευσης μέρους της παραμορφωσιακής τους ενέργειας και με την εφαρμογή μίας τάσεως, μπορούν να φθάσουν σιγά σιγά στην παραμορφωσιακή κατάσταση ισορροπίας τους. Viscometer [Ιξωδόμετρο] Τεχνολ. Όργανο με το οποίο μετράμε το ιξώδες σε διάφορα ρευστά μέσα. Οι πιο συνηθισμένοι τύποι ιξωδομέτρου είναι το τριχοειδές, το περιστροφικό, το υπερηχητικό και το ιξωδόμετρο πτώσης σφαίρας. Viscometry [Ιξωδομετρία] Τεχνολ. Κλάδος της φυσικοχημείας, που ασχολείται με τις μεθόδους μέτρησης του ιξώδους σε διάφορα ρευστά μέσα. Οι κυριότερες μέθοδοι μέτρησης του ιξώδους είναι η μέθοδος των τριχοειδών φαινομένων που βασίζεται στο νόμο του Poiseuille και η περιστροφική, η οποία βασίζεται στην ευκολία ροής ενός ρευστού μεταξύ συστήματος ομοαξονικών κυλίνδρων. Viscosity [Ιξώδες] Μη χ. Ρευστ. Χαρακτηριστική ιδιότητα των ρευστών σωμάτων (υγρών ή αερίων) να ασκούν αντίσταση στη σχετική μετακίνηση των στρωμάτων τους. Αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες φυσικοχημικές ιδιότητες των ρευστών, που εξηγείται με τη βοήθεια της μοριακής κινητικής θεωρίας. Η βασική μονάδα μέτρησης του ιξώδους είναι το 1 poise. Viscosity Coefficient [Συντελεστής ιξώδους] Μηχ. Ρευστ. Σταθερά αναλογίας που εισάγεται στο μαθηματικό νόμο της ιξώδους ροής του Νεύτωνα και η οποία δείχνει το μέτρο της δύναμης αντίστασης που ασκεί το ρευστό στη μετακίνηση των στρωμάτων του.

Visual Colorimetry

Viscous [Ιξώδης] Μηχ.Ρευστ. Χαρακτηρισμός ενός υγρού ή αερίου, μεταξύ των στρωμάτων του οποίου αναπτύσσονται μεγάλες δυνάμεις τριβής, καθιστώντας το παχύρρευστο. Ο όρος ιξώδης ταυτίζεται με τη μεγάλη τιμή στο ιξώδες του ρευστού. Visibility [Ορατότητα] Μετεωρ. Η μέγιστη απόσταση που ο μέσος άνθρωπος ή η συσκευή παρατήρησης (πχ ραντάρ, σόναρ κτλ) μπορούν να αποτυπώσουν την εικύνα του περιβάλλοντος χώρου χωρίς αλλοίωση. Σε φυσιολογικές συνθήκες εξοχής (πχ κορυφές βουνών) ο μέσος άνθρωπος έχει ορατότητα 5 χλμ ενώ για τα μηχανήματα η τιμή πολλαπλασιάζεται επαρκώς. Μπορεί να περιοριστεί από την ομίχλη, κύματα ζέστης, μόλυνση κτλ. Visibility Of A Variable [Ορατότητα μίας μεταβλητής] Πληρ. Προγραμματιστικός όρος που σημαίνει τη δυνατότητα να καλέσουμε μια μεταβλητή από διάφορα σημεία του κώδικα όπου αυτή ορίστηκε πχ μεταβλητές ορατές από παντού δηλώνονται συνήθως στην αρχή του προγράμματος σαν global ή static κτλ. Visible Radiation [Ορατή ακτινοβολία] Μετεωρ. Ακτινοβολία με μήκος από 0,4 ως 0,7 μιη. (ορατή περιοχή του φάσματος). Visible S p e c t r u m [Ορατό φάσμα] Φυσ. Μέρος του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που αντιστοιχεί σε μήκη κύματος στην περιοχή του ορατού. Visible Spectrophotometry [Φασματοφωτομετρία ορατού] Φυσ. Κλάδος της φασματοσκοπίας, που μελετά τα φάσματα εκπομπής και απορρόφησης στην ορατή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και μεταξύ μηκών κύματος 100 και 1000 nm. Vistepite [Βιστεπίτης] Ορυκτ. Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο Mn2%SnB2(Si04)4(0H)2. Αποτελείται από διαφανείς, υαλόμορφους κρυστάλλους με υποκίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές κρυσταλλικό σύστημα και έχει πυκνότητα 3,67 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του είναι 4,5 βαθμοί της σκληρομετρικής κλίμακας. Visual Basic Controls [Ελεγχοι της Visual Basic] Πληρ. Σύνολο οπτικών εργαλείων κατασκευής οθονών και του λογισμικού χειρισμού τους που παρέχει έτοιμα ή υπό μορφή οδηγών η γλώσσα προγραμματισμού VB. Συναντιούνται με κατάληξη VBX. Visual Basic P r o g r a m m i n g L a n g u a g e [Γλώσσα προγραμματισμού Visual Basic] Πληρ. Ένας τρόπος αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού στα Windows. Μετεξέλιξη της παλαιότερης Basic που υπήρχε στο σύστημα MSDOS. Ενσωματώνεται σχεδόν σε όλες τις εφαρμογές σε διάφορες εκδόσεις της. Μια έκδοση κυκλοφοράει και σε scripting μορφή στο διαδίκτυο. Visual Binary [Ορατός διπλός αστέρας] Αστρον. Αστρικό σύστημα αποτελούμενο από δύο αστέρες μέλη, οι οποίοι μπορούν εύκολα να διακριθούν από τηλεσκόπιο. Οι δύο αστέρες κινούνται γύρω από ένα κέντρο βαρύτητας και γι'αυτό, σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της τροχιάς τους αποκρύπτουν περιοδικά ο ένας τον άλλον με αποτέλεσμα την περιοδική μεταβολή της φίοτεινότητας του συστήματος. Visual Colorimetry [Οπτική χρωματομετρία] Αναλ. Χημ. Αναλυτική μέθοδος, η οποία βασίζεται στον προσδιορισμό της συγκέντρωσης έγχρωμου διαλύματος, που γίνεται με τη μέτρηση της ποσότητας του φωτός που αυτό απορροφά. Το ποσό του απορροφούμενου φωτός προσδιορίζεται με σύγκριση του χρώματος

Visual Display

- 1442 -

του προς εξέταση διαλύματος, με το χρώμα σειράς φωτοευαίσθητη αυτή ουσία απορροφά τη φωτεινή ακτιπροτύπαιν διαλυμάτων γνο>στών συγκεντρώσεων. νοβολία σε μια μεγάλη περιοχή συχνοτήτων, από το Visual Display [Οπτική παρουσίαση] Γ1?.ημ. Ένας παμπλε έως το κίτρινο, με μέγιστο απορρόφησης στην περάγοντας που σταδιακά άρχισε να του δίνεται μεγάλη ριοχή του κίτρινου. σημασία και έφερε τελικά την απομακρυσμένη σχετικά Visualization [Οπτικοποίηση] Πληρ. Αναπαράσταση μηχανή του Η/Υ κοντά στο μέσο αστό. δεδομένων με διαγράμματα ή άλλες εικόνες και γενιVisual Display Unit [Μονάδα Οπτικής παρουσίασης] κότερα μεταφορά σε γραφικό περιβάλλον, μία από τις Πληρ. Συνήθως μιλάμε για μια οθόνη που εκτός από τα πληροφορικές βελτιώσεις που διευκολύνουν την επισυνηθισμένα γίνεται και προτζέκτορας, video wall, κοινωνία ανθρώπου μηχανής. Συνήθως εκτελείται με διάφοροι μηχανισμοί αναπαραγωγής γραφικών και βί- απλές εντολές και διαδικασίες, ντεο κτλ. Vitali Covering Theorem [Θεώρημα κάλυψης Vitali I Visual J L a n g u a g e [Οπτική γλώσσα J] Επικοιν. To Μαθημ. Θεο')ρημα που λεει ότι κάθε φραγμένη επιφάμοντέλο της γλώσσας Java όπως την παρουσίασε η ε- νεια Ε μπορεί να καλυφτεί από μπάλες με κέντρα σηταιρία Microsoft. μεία της Ε. Visual J s c r i p t L a n g u a g e [Οπτική γλώσσα Jscript] Ε- Vitamin [Βιταμίνη] Βιοχημ. Κάθε πολύπλοκη οργανική πικοιν. Το μοντέλο της γλώσσας JavaScript όπως την ένωση, που βρίσκεται σε ασήμαντη ποσότητα σε έναν παρουσίασε η εταιρία Microsoft για εφαρμογή στον οργανισμό σε σύγκριση με άλλες μεγάλης διατροφικής δικό της διαμετακομιστή σελίδων (ΙΕ). Αντικείμενο σημασίας ουσίες, όπως τα λίπη, οι πρωτεΐνες και οι υδαδιαμάχης αποτελεί το γιατί οι γλώσσες αυτές δεν ανα- τάνθρακες και η οποία είναι απαραίτητη για την καλή γνωρίζονται από αντίπαλους διαμετακομιστές. λειτουργία του μεταβολισμού του οργανισμού, Ο οργαVisual Languages [Οπτικές γλώσσες] Πϊ^ρ. Ο ύρος νισμός των ανθρώπων και των ζώων συνθέτει βιταμίνες δηλώνει ακριβώς ότι μετά από ένα τεχνολογικό κορε- σε ανεπαρκείς ποσότητες, γι' αυτό και προσλαμβάνει σμό, όλες οι παλαιές γλώσσες προγραμματισμού ανααυτές τις ενώσεις από φυτικές τροφές, βαθμίστηκαν για να είναι ικανές να κατασκευάσουν Vitamin Α [Βιταμίνη Α ή ρετινόλη] Βιοχημ. Συστατικό αλλά και να συλλάβουν δεδομένα από νέα και ποικίλα της οπτικής πορφύρας. Ενισχύει την οξύτητα της όρασης παραθυρικά περιβάλλοντα. ακόμη και σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Η παρουσία Visual M a g n i t u d e [Οπτικό μέγεθος] Αστρον. Μετρητι- της κρίνεται απαραίτητη για την φυσιολογική λειτουργία κή κλίμακα, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ματιών. Βρίσκεται στο βούτυρο, στα γαλακτοκομιτης φωτεινότητας των άστρων, με μετρήσεις στην ορακά προϊόντα, το αβγό, το συκώτι αλλά και τα καριτονούτή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος ώστε να χα φυτά από τα οποία και λαμβάνεται, γίνονται άμεσα αντιληπτές από το ανθρώπινο μάτι. Ό- Vitamin C [Βιταμίνη C ή ασκορβικό οξύ] Βιοχημ. Μία σο μεγαλύτερη η φαπεινότητα ενός αστέρα, τόσο μι- από τις σημαντικότερες για τον οργανισμό υδατοδιαλυκρότερο το μέγεθος αυτού στην οπτική κλίμακα. Η τές βιταμίνες. Συμμετέχει στο σχηματισμό του κολλαγύφωτεινότητα και επομένως το οπτικό μέγεθος εξαρτώ- νου καθώς και σε πολλές οξειδοαναγωγικές διεργασίες νται όχι μόνο από το μέγεθος του αντικειμένου αλλά του οργανισμού. Βρίσκεται σε σημαντικές ποσότητες και από την απόσταση αυτού από τον παρατηρητή. στα φρέσκα χορταρικά και τα φρούτα. Visual M e t e o r [Οπτικός μετεωρίτης] Αστρον. Μετεω- Vitamin Β, [Βιταμίνη Β ι ή θειαμίνη] Βιοχημ. Φυσικό ρίτης ενδιάμεσης ή μεγάλης λαμπρότητας, του οποίου συστατικό των πυρουβικών αποκαρβοξυλασών, οι οποίη διαδρομή μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και με γυ- ες αποσυνθέτουν το πυρουβικό οξύ. Η απουσία της θειαμνό μάτι. Αν και η δια του οφθαλμού παρατήρηση δεν μίνης οδηγεί στη γνωστή ασθένεια μπέρι-μπέρι. Βρίσκεείναι τόσο ακριβής όσο αυτή μέσω βιντεοσκόπησης ή ται στη ζύμη, το συκώτι, το ψωμί και τη βρώμη, μέσω χρήσης οπτικού οργάνου, αποτελεί βασική πηγή Vitamin Β 2 [Βιταμίνη Β 2 ή ριβοφλαβίνη] Βιοχημ. Συσταεξαγωγής συμπερασμάτων που αφορούν στη φύση των τικό των ενζύμων, τα οποία ελέγχουν τη μεταφορά υουρανίων αυτών σωμάτων. δρογόνου από τις δεϋδρογενάσες στο οξυγόνο. Είναι βιVisual Pigment [Οπτικά ενεργός ουσία] Βιοχημ. Φωτο- ταμίνη υδατοδιαλυτή και συναντάται στο γάλα και τα ευαίσθητες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται από τα πράσινα λαχανικά. ζωικά είδη στην συλλογή της φωτεινής ενέργειας και τη Vitamin Β3 [Βιταμίνη Β3 ή παντοθενικό οξύ] Βιοχημ. Υμετατροπή της σε ηλεκτρικό δυναμικό. Η οπτικά ενερ- δατοδιαλυτή βιταμίνη, συστατικό του συνενζύμου Α. γός ουσία κάθε ζωικού είδους αποτελείται από μία χρω- Βασικός παράγοντας ελέγχου της σύνθεσης των λιπαμοφόρο οργανική ένωση και μία συνοδευτική πρωτεΐνη, ρών οξέων, των στεροειδών, της ακετυλοχολίνης και Σε πολλά είδη υπάρχουν περισσότερες της μίας οπτικά άλλων ουσιών. Βρίσκεται σε σημαντικές ποσότητες στα ενεργές ουσίες, που δίνουν φωτοευαισθησία τόσο τη μέ- περισσότερα φυτά. ρα όσο και τη νύχτα. Vitamin Β6 [Βιταμίνη Β6 ή πυριδοξίνη] Βιοχημ. Φυσικό Visual P r o g r a m m i n g [Οπτικός προγραμματισμός] συστατικό των τρανσαμινασών και των αποκαρβοξυλαΠληρ. Ο όρος επικράτησε έτσι αλλά στην ουσία δεν σών των αμινοξέων. Έχει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό πρόκειται για κάτι νέο αλλά την ενσωμάτωση των αρ- και βρίσκεται στο κρέας, το ψάρι, το γάλα, τη ζύμη, καχών του αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού όπου Οώς και σε πολλά φυτικά προϊόντα, πάνω δομήθηκαν και τα παραθυρικά χαρακτηριστικά Vitamin Bc [Βιταμίνη Bc ή φολικό οξύ] Βιοχημ. Συνθετιτων λειτουργικών συστημάτων της τελευταίας 15ετίας. κά παρασκευαζόμενη βιταμίνη, η οποία διεγείρει τις αιVisual Telephony [Οπτική τηλεφωνία] Επικοιν. Χρή- μοποιητικές λειτουργίες του οργανισμού. Χρησιμοποιείση τηλεοπτικών μέσο>ν παράλληλα με μετάδοση φω- ται για την καταπολέμηση πολλών μορφών αναιμίας, νής με πρότυπο το βιντεόφωνο (Videophone). Vitamin Β Complex [Σύμπλεγμα βιταμίνη Β] Βιοχημ. Visual Yellow [Οπτικά ενεργό κίτρινο] Βιοχημ. Οπτικά Παρασκεύασμα, που περιέχει όλες τις υδατοδιαλυτές ενεργός ουσία στα ραβδία του ανθρώπινου οφθαλμού, βιταμίνες τύπου Β και το οποίο χορηγείται για τη γενική της οποίας χρωμοφόρος παράγοντας είναι η ροδοψίνη. Η τόνωση του οργανισμού.

- 1443 -

Vitamin B l 2 [Βιταμίνη Βι2 ή κυανοκοβαλαμίνη ή συνένζυμα Β Ι2 ] Βιοχημ. Είναι βασικό συστατικό πολλών ενζύμων που δρουν στη σύνθεση της χολίνης και της κρεατίνης. Είναι ισχυρός αντιανεμικός και αιμοποιητικός παράγοντας, ενώ παρουσιάζει μεγάλη διαλυτότητα στο νερό. Βρίσκεται στο συκώτι, στο κρέας και το γάλα. Vitamin Β ϊ 5 [Βιταμίνη Β15 ή πανγαμικό οξύ] Βιοχημ. Είναι Βιταμίνη, η οποία συμβάλει στην επιτάχυνση του οξειδωτικού μεταβολισμού. Είναι υδατοδιαλυτή και έχει έντονη αποτοξινωτική δράση. Βρίσκεται στους σπόρους των δημητριακών, το γάλα και τη ζύμη. Vitamin D [Βιταμίνη D ή 1,25- διϋδροξυχωλοκαλσιφερόλη] Βιοχημ. Λιποδιαλυτή βιταμίνη που συμμετέχει στον έλεγχο του μεταβολισμού του ασβεστίου στον οργανισμό. Απουσία της από τον οργανισμό επιφέρει διαταραχές στο μεταβολισμό του ασβεστίου και του φωσφόρου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσπλασιών στα οστά σε νεαρά άτομα. Vitamin D 2 [Βιταμίνη D2 ή εργοκαλσιφερόλη] Βιοχημ. Λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία βοηθάει στην αφομοίωση του ασβεστίου και του φοκτφόρου, στοιχείων απαραίτητων για την σωστή ανάπτυξη των οστών. Προϊόν βιοχημικού μετασχηματισμού της εργοστερόλης, που βρίσκεται στα προϊόντα ζύμης. Vitamin D 3 [Βιταμίνη D3 ή χολοκαλσιφερόλη] Βιοχημ. Έχει ρόλο παραπλήσιο με αυτό της βιταμίνης D2. Είναι λιποδιαλυτή ουσία, η οποία συναντάται στο γάλα, το βούτυρο, τα αβγά και στα ιχθυέλαια. Vitamin Ε [Βιταμίνη Ε ή τοκοφερόλη] Βιοχι^μ. Χαρακτηρισμός για μία σειρά από λιποδιαλυτές οργανικές ενώσεις, οι οποίες δρουν ως προστατευτικές ουσίες των λιποειδών ενώσεων των κυττάρων απέναντι στις διάφορες οξειδωτικές διαδικασίες. Η έλλειψή τους προκαλεί μυϊκές δυστροφίες και στειρότητα. Οι βιταμίνες τύπου Ε βρίσκονται στα φυτικά έλαια και τα πράσινα λαχανικά Vitamin Η [Βιταμίνη Η ή Βιοτίνη] Βιοχημ. Ενζυμικό συστατικό που δρα καταλυτικά στην καρβοξυλίωση της ανθρακικής αλυσίδας σε πολλά οργανικά μόρια. Είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη που βρίσκεται στο συκώτι, τη ζύμη, τα αβγά, καθώς και σε πολλά φυτικά προϊόντα. Vitamin Κ [Βιταμίνη Κ] Βιοχημ. Χαρακτηρισμός για τις τρεις βιταμίνες τύπου Κ, οι οποίες βρίσκονται σε σημαντικές ποσότητες σε όλους τους ανώτερους φυτικούς οργανισμούς. Από χημική άποψη, είναι ναφθοκινόνες με ισοπρενοειδή ανθρακική αλυσίδα. Η απουσία τους προκαλεί διαταραχές στην ομαλή πήξη του αίματος. Vitamin Κι [Βιταμίνη Κι ή φυλλοκινόνη] Βιοχημ. Βιταμίνη, η οποία συμμετέχα στο σχηματισμό της πρωτεΐνης προθρομβίνης στα ηπατικά κύτταρα και βοηθάει στη ομαλή πήξη του αίματος. Βρίσκεται σε πολλά φυτικά προϊόντα και κυρίως στα πράσινα φύλλα. Vitamin Ρ [Βιταμίνη Ρ] Βιοχημ. Ονομασία μίας σειράς από βιταμίνες, των βιοφλαβονοειδών, οι οποίες αποτελούν ένα σύμπλεγμα ουσιών που είναι υπεύθυνες για την ενδυνάμωση των τοιχωμάτων των τριχοειδών αγγείων. Βρίσκονται στα εσπεριδοειδή, το τσάι, το σιτάρι, τη βρώμη και άλλα φυτικά προϊόντα. Vitellin [Βιτελλίνη] Βιοχημ. Ιίρωτεΐνη που βρίσκεται σε μεγάλη αναλογία τόσο στον κρόκο, όσο και στο ασπράδι του αβγού, και η οποία αποτελεί ένα από τους βασικούς αλλεργικούς παράγοντες σε παρασκευάσματα τροφίμων, που περιέχουν πρωτεΐνη αβγού. Viterbi Algorithm [Αλγόριθμος Vilerbi] Επικοιν. Τροποποιημένος αλγόριθμος τύπου Hamming. Vitusite [Βιτουσίτης] Ομυκτ. Μη στοιχειομετρικό φω-

Voice Channel

σφορικό ορυκτό με χημικό τύπο Na3Ceo.6i-ao.3Ndo,] (Ρ0 4 ) 2 . που συναντάται σε νεφελιτικά πετρώματα. Είναι ψευδοεξαγωνικοί υαλόμορφοι κρύσταλλοι, λευκού, πράσινου ή ροζ χρώματος με μέση πυκνότητα 3,65 gr/ cm3 και σκληρότητα 4,5 βαθμούς της κλίμακας Mohs. Το ορυκτό κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα. Vivianite [Βιβιανίτης] Ομυκτ. Ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του σιδήρου με χημικό τύπο Fe 3 (P0 4 ) 2 '8(H 2 0), το οποίο συναντάται συσσωματωμένο σε απολιθώματα προϊστορικών μικροοργανισμών, καθώς και οστών ζώων. Αποτελείται από ημιδιαφανείς, μπλε, πράσινους ή άχρωμους, υαλόμορφους κρυστάλλους πυκνότητας 2,6 gr/cm3 και σκληρότητας που κυμαίνεται μεταξύ 1,5 και 2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό κρυσταλλικό σύστημα. Vizing's T h e o r e m [Θεώρημα Vizing] Μαθημ. Από τη θεωρία γραφημάτων; 1. Κάθε γράφημα με μέγιστο βαθμό Δ έχει χρωματικό δείκτη από Δ ως και Δ+1. 2. Αλλά και γενικότερα για ένα πολυγράφημα χωρίς βρόγχους με μέγιστο βαθμό Δ και πολλαπλότητα Μ τότε ο χρωματικός του δείκτης είναι στο διάστημα [Δ Δ+Μ]. Vladimirite [Βλαδιμιρίτης] Ομυκτ. Αρσενικούχο ορυκτό του ασβεστίου με χημικό τύπο Ca 5 (As030H) 2 (As0 4 ) 2 -5(H 2 0). Αποτελείται από διαφανείς και άχρωμους, λευκούς ή ανοιχτούς ροζ κρυστάλλους. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό, πρισματικό σύστημα και έχει πυκνότητα 3,14 gr/cm3 και σκληρότητα 3,5. Vlasovite [Βλασοβίτης] Ομυκτ. ϊνοπυριτικό φθορίζον ορυκτό του νατρίου και του ζιρκονίου, το οποίο έχει χημικό τύπο Na 2 ZrSi 4 0n. Υαλόμορφοι διαφανείς και άχρωμοι κρύσταλλοι, του μονοκλινικού, πρισματικού συστήματος με πυκνότητα 2,97 gr/cm3 και σκληρότητα 6 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Vocoder [Κωδικοποιητής φωνής] Επικοιν. Από το Voice Encoder. Σε πραγματικό χρόνο ψηφιοποιεί τη φωνή (διαφοροποιώντας τα σύμφωνα από τα φωνήεντα) και συμπιέζει το σήμα της διατηρώντας περισσότερο ή λιγότερο διάφορα στοιχεία της με βάση άλλες παραμέτρους της επικοινωνίας όπως προτιμήσεις, αποστάσεις κτλ. Voggite [Βογίτης] Ομυκτ. Μικτό φωσφοανθρακικό ορυκτό του νατρίου και του ζιρκονίου, με χημικό τύπο Na 2 Zr(P0 4 )(C0 3 )(0H)'2(H 2 0). Οι κρύσταλλοι του είναι διάφανοι και άχρωμοι με πυκνότητα 2,7 gr/cm3 και υαλώδη όψη. Το ορυκτό κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό, πρισματικό κρυσταλλικό σύστημα. Voglite [Βογλίτης] Ομυκτ. Ραδιενεργό ορυκτό με τύπο Ca 2 Cu(U0 2 )(C0 3 ) 4 -6(H 2 0), το οποίο αποτελεί προϊόν της φυσικής διάβρωσης του ουρανίτη. Αποτελείται από διαφανείς ή ημιδιαφανείς κρυστάλλους πράσινου χρο')ματος και υαλώδους υφής με πυκνότητα 2,8 gr/ cm3. Το ορυκτό κρυσταλλνώνεται στο μονικλινικό, σφηνοειδές κρυσταλλικό σύστημα και παρουσιάζει έντονο φθορισμό. Voice Activated Device [Συσκευή ενεργοποιούμενη φωνητικά] Ηλεκτμον. Το κυριότερο βήμα του 21ου αιώνα θα είναι η αλλαγή όλων των συσκευών με άλλες που θα ενεργοποιούνται με τον ήχο της ανθρώπινης φωνής, θα καταλαβαίνουν ίσως από χροιά και ένταση και ένα συνεχώς διευρυνόμενο σύνολο διαταγών. Voice Call Sign [Σήμα φωνητικής κλήσης] Επικοιν. Ειδικό σήμα φωνητικής κλήσης (όχι δεδομένα). Voice Channel [Κανάλι φωνής] Επικοιν. Το τηλε-

Voice/Data System

-1444-

φωνικό δίκτυο (μετάδοση φωνής) είναι δίκτυο μεταγο)γής κυκλώματος που στηρίζεται κάθε φορά σε ένα κανάλι επικοινωνίας 2 συνομιλητών. 2. Οι ασύρματες τηλεφωνίες αλλά και οι νέες ψηφιακές δυνατότητες έδωσαν επιπλέον χαρακτηριστικά ώστε να μπορούν να μεταδοθούν ταυτόχρονα αλλά στο κανάλι τους φωνή και δεδομένα πχ το δίκτυο μπορεί να έχει ως 30 κανάλια φωνής, το ISDN έχει το κανάλι Β για φωνή. Voice/ Data System [Σύστημα φωνής και δεδομένων] Επικοιν. Αφού ψηφιοποιηθεί η φωνή με κωδικοποιητή πολυπλέκεται με τα δεδομένα και στην πλευρά του δέκτη υφίσταται η αντίστροφη διαδικασία. Χρειάζεται προσοχή γιατί στο σήμα της φωνής δεν μπορεί να γίνει επανεκπομπή άρα απαιτείται καλή μετάδοση. Voice Digitization [Ψηφιοποίηση φωνής] Επικοιν. Ξεχωρίζουμε τους φθόγγους της ανθρώπινης ομιλίας σε φωνήεντα που δηλώνουν κίνηση χορδών και σύμφωνα. Έτσι τα φωνήεντα φτιάχνονται από κατάλληλες συχνότητες ενώ τα σύμφωνα σαν μίξη σήματος βάσει κάποιου μοντέλου προσομοίωσης του ανθροόπινου συστήματος ομιλίας και αναπνοής. Voice E n c o d e r (Vocoder) [Κωδικοποιητής φωνής] Επικοιν. Συσκευή που μετατρέπει το φωνητικό σήμα σε ψηφιακό και αντίστροφα. Η φωνή δεν αποδίδεται ακριβώς (ως προς τη χροιά) αλλά έχει κάπου μια μέση απόδοση και χρησιμοποιεί τις τελευταίες εξελίξεις της γλωσσολογίας για την παραγωγή συνθετικής φωνής. Voice Encoding Algorithms [Αλγόριθμοι κωδικοποίησης φωνής] Επικοιν. Συναντιούνται οι παρακάτω μέθοδοι: κωδικοποίηση πηγής που μεταφέρει χαρακτηριστικά της φωνής (LPC) που εφαρμόζει σε γνωστά πρότυπα για να καθορίσει το μοντέλο ανασύνθεσης, κωδικοποίηση τύπου PCM (παλμοκωδική) πχ Αυτοπροσαρμοζόμενη Δέλτα (Adaptive Delta) κτλ. και μικτές κυρίως τεχνικές με ανάλυση χρόνου και συχνότητας πχ VSELP, LD SELP, MP MLQ κτλ. Voice Encoding Quality Tests [Τεστ ποιότητας κωδικοποίησης φωνής] Επικοιν. Για να μετρηθεί η αποδοτικότητα της κωδικοποίησης φωνής χρησιμοποιούνται διάφορα τεστ (πχ DAM, DRT, MOS κτλ) που μετρούν παραμόρφωση χροιάς του ήχου, αντιληπτικότητα του δέκτη, τεστ συνήχησης, φυσικότητα κτλ. Voice Frequency [Συχνότητα φωνής] Επικοιν. Βασικά μας ενδιαφέρει η συχνότητα που αναγνωρίζεται η φωνή στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα μέσω της τηλεφωνίας και όχι αυτή η συχνότητα που χρησιμοποιεί το μέσο μετάδοσης (πχ κινητή τηλεφωνία). Αυτή βρίσκεται ως τα 7 kHz ιδίος αν σκεφτεί κανείς την ευκρίνεια των ψηλών συχνοτήτων Voice Frequency I n Dialing [Συχνότητα φωνής στη συνομιλία] Επικοιν. Λόγω των πολλών μεθόδων ψηφιοποίησης μετά από παρατεταμένη κυρίως συμπίεση και απ ο συμπίεση δεδομένων φωνής πολλές ακραίες συχνότητες χάνονται. Πάντως ένα καλό Vocoder πρέπει να διατηρεί τις ψηλές συχνότητες για ευκρίνεια λόγου και της χαμηλές για να υπάρχει αίσθηση επικοινωνίας. Voice Frequency T e l e g r a p h System [Σύστημα τηλεγράφου στη συχνότητα φωνής] Επικοιν. Σύστημα από κανάλια VFT που χρησιμοποιούν πολύπλεξη συχνότητας συνήθως τετρασύρματα και με πολύπλεξη πλάτους (ITU-T 1964). Voice G r a d e C h a n n e l [Ειδικό κανάλι φωνής] Ετηκοιν. Ειδικό κανάλι που διατίθεται σε φωνητικές συχνότητες. Συναντιέται στα αναλογικά συστήματα όπου η σή-

μανση και η φωνή έχουν δικά τους κανάλια από τη συσκευή ως τα τηλεφωνικά κέντρα. Voice I n p u t [Είσοδος φωνής] Πληρ. 1. Χρήση φωνητικών εντολών ως αντικατάσταση του πληκτρολογίου 2. Ψηφιακά δεδομένα φωνής. Voice Mail [Ηχητικό ταχυδρομείο] Επικ. Είναι το σύστημα υψηλής τεχνολογίας για την αποθήκευση ηχητικών μηνυμάτων σε μορφές αρχείων ηλεκτρονικών υπολογιστών και στη συνέχεια την ψηφιακή τους μετάδοση προς αντίστοιχους δέκτες όπου μετατρέπουν τα δεδομένα αυτά πάλι σε ήχο. Voice M o d e m [Φωνητικό modem] Επικοιν. —> Voiceband Modem. Voice O u t p u t [Εξοδος φωνής] Πληρ. Η δυνατότητα χρήσης μηχανισμού σύνθεσης φωνής (Voice Synthesizer) και κατάλληλων αλγόριθμων (πχ Wavelets) για αναπαραγωγή σήματος φωνής που τώρα πια ενδιάμεσα ψηφιοποιείται. Ενδιαφέρον υπάρχει κύρια στην χρήση φωνής ως μέσο επικοινωνίας με τη μηχανή. Το σύστημα από τη μεριά του χρήστη πρέπει να υποστηρίζει σχετικό εξοπλισμό πχ μεγάφωνο ή ηχεία. Voice Recognition [Αναγνώριση φωνής] Π?.ηρ. Από την κατακόρυφη βελτίωση των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων η ψηφιακή τεχνολογία πέρασε στην πλευρά του χρήστη υποκαθιστώντας το πληκτρολόγιο σαν μέσο εισόδου εντολών. Κύρια χρήση για συσκευές που παραδοσιακά δεν ενσωματώνουν πληκτρολόγιο, συσκευές για άτομα με ειδικές δυνατότητες, μηχανισμούς ασφαλείας κτλ. Voice Recognition Unit [Μονάδα αναγνα')ρισης φωνής] Επικοιν. Απαιτείται ένας μηχανισμός λήψης σημάτων και ένας αναγνώρισης φωνητικών εντολών και από κάποιο σύνολο. Χρησιμοποιούνται ευρέως οι μηχανισμοί ψηφιοποίησης των vocoders και βάση κυματομορφής. Voice Signal [Σήμα φωνής] Επικοιν. Το ειδικό (ψηφιοποιημένο) σήμα που χαρακτηρίζει τη μετάδοση φωνητικών δεδομένο)ν. Voice Synthesizer [Συνθέτης φωνής] Πληρ. Μηχάνημα που παίρνοντας υπόψη τα φυσικά χαρακτηριστικά μίας φωνής όπως του μεταδίδονται μπορεί να την επανασυνθέσει μειώνοντας ίσως και το θόρυβο στις ακραίες περιοχές και συνήθως σε πραγματικό χρόνο. Voice Transmission Protocols [Πρωτόκολλα μετάδοσης φωνής] Επικοιν. Μετά την ψηφιοποίηση (στην ταυτόχρονη μετάδοση δεδομένων και φωνής) χρησιμοποιούνται τα πρωτόκολλα ATM και Frame Relay μόνο του ή μαζί με το Cell Relay. Voiceband Lines [Γραμμές ακουστικής ζώνης] Επικοιν. Αφιερωμένες γραμμές που συναντιούνται κύρια σε φερέσυχνα, γραμμές αλλά και σαν τμήματα γραμμών ευρείας ζώνης, παλμοκο)δικές μεταδόσεις, υπεραστικές συνδέσεις κτλ. Έχουν εύρος ζώνης 300 ως 3400 Hz. Voiceband Modem [Ακουστικών συχνοτήτων modem] Επικοιν. Ειδικά modem που χρησιμοποιούνται στις γραμμές ακουστικής ζώνης που διακρίνονται σε αυτά που συνδέονται στο κοινό δίκτυο και σε αυτά των μόνιμων τηλεφωνικών γραμμών και σε κάθε περίπτωση καλύπτονται από ειδικές συστάσεις (ITU-T και Bell για Αμερική). Void 1 [Κενό] Αστρον. Χώρος που δεν μπορεί να ανιχνευτεί ύλη. Γενικά θεωρούμε ότι είναι τελείως κενό (δεν καλύπτεται με σκοτεινή ύλη). Void 2 [Κενό] Πληρ. Τύπος που συναντιέται στον προ-

- 1445 -

γραμματισμό και δεν έχει φυσική υπόσταση αλλά δηλώνει απουσία άλλου τύπου δεδομένων. Παραπέμπει σε κενή θέση μνήμης ή άδειο τύπο δεδομένων "δείκτη" (Pointer). Void Set [Κενό σύνολο] Μαθημ. Σύνολο χωρίς στοιχεία που συνήθως λέγεται Null Set. Έτσι ο όρος χρησιμοποιείται στην πληροφορική για να δηλώσει ένα κενό σύνολο εντολών. Volans [Ιπτάμενος Ιχθύς] Αστρον. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου με απόκλιση - 7 0 και ορθή αναφορά 08, ο οποίος βρίσκεται κάτω από τον αστρικό σχηματισμό της Τρόπιδας. Περιέχει αστέρες ασθενέστερους του 3 ου μεγέθους. Το σημαντικότερο αντικείμενο του αστερισμού είναι ο διπλός αστέρας γΙπτάμενου Ιχθύος. Volatile [Πτητικός] Χημ. Χαρακτηρισμός για χημικές ουσίες, οι οποίες έχουν πολύ μεγάλη τάση ατμών σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Οι ουσίες αυτές, υγρές ή στερεές, εξατμίζονται πολύ εύκολα όταν βρίσκονται σε ανοιχτό χώρο, ενώ σε κλειστό χώρο οι ατμοί τους κορέννυνται σχετικά εύκολα. Volatile m e m o r y [Πτητική μνήμη] Πλημ. Μνήμη πρόσκαιρης μαγνήτισης πχ RAM. Volatility [Πτητικότητα] Φυσ. Η σε συνήθεις θερμοκρασίες και πιέσεις θερμοδυναμική ιδιότητα υγρού να έχει μεγάλη πίεση ατμών και χαμηλό σημείο βρασμού. Volatility P r o d u c t [Προϊόν εξαέρωσης] Χημ. Ορος που περιγράφει το αέριο προϊόν της εξαέρωσης σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, μίας πτητικής υγρής ή στερεής ουσίας. Volatilization [Αεριοποίηση ή εξαέρωση] Χημ. Φυσική διεργασία που αφορά στην μετατροπή σε ατμό μίας υγρής ή στερεής ουσίας. Η εξαέρωση μπορεί να επιτευχθεί τόσο αυθόρμητα, όταν πρόκειται για πτητική ουσία που βρίσκεται σε ανοιχτό χώρο, όσο και με παροχή θερμότητας υπό σταθερή ή συνεχώς ελαττούμενη πίεση. Volborthite [Βολμπορθίτης] Ορυκτ. Ένυδρο οξείδιο του χαλκού και του βαναδίου, το οποίο έχει χημικό τύπο Cu3V 5+ 207(0H)2-2(H 2 0). Ημιδιαφανείς κρύσταλλοι του μονικλινικού πρισματικού συστήματος, με καφέ, καφεκίτρινο ή πράσινο χρώμα. Το ορυκτό έχει πυκνότητα 3,5 gr/cm3 και σκληρότητα 3 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Volcanic E a r t h q u a k e [Ηφαιστειογενές σεισμός] Πολ. Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε κίνηση του εδάφους που οφείλεται στη δραστηριότητα κάποιου γειτονικού ενεργού ηφαιστείου. Volcano [Ηφαίστειο] Γεωλ. Χαρακτηρισμός κάθε γεωλογικού σχηματισμού στην επιφάνεια της Γης, που δημιουργείται ως αποτέλεσμα της βίαιης διεξόδου, προς την επιφάνεια στερεών ή ρευστών υλικών από μαγματικές εστίες μεγάλου βάθους στο εσωτερικό της Γης. Η διεργασία της μεταφοράς υλικών από το εσωτερικό της Γης δημιουργεί συνήθως κωνοειδείς λόφους ή όρη γύρω από το σημείο εξόδου. Volt 1 [Βολτ] Ηλεκ. Βασική μονάδα μέτρησης, στο διεθνές σύστημα μονάδων, του δυναμικού ενός ηλεκτρικού πεδίου ή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων του πεδίου. Επειδή το δυναμικό ορίζεται μαθηματικά, ως το πηλίκο του έργου προς το φορτίο, το 1 Volt ισούται με 1 Joule/Cb. Από φυσικής άποψης το 1 Volt είναι το δυναμικό στο σημείο ενός ηλεκτρικού πεδίου, από το οποίο αν μετακινηθεί ένα θετικό φορτίο ίσο με 1 Cb έως το άπειρο, θα καταναλωθεί έργο ίσο με 1 Joule.

Volterra Integral Equations

Volt 2 [Βολτ] Ηλεκ. Σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, 1 Volt είναι η διαφορά δυναμικού, που αν αναπτυχθεί μεταξύ δύο σημείων αυτού, προκαλεί ρεύμα έντασης 1 Ampere σε αντίσταση lOhm που έχει συνδεθεί μεταξύ αυτών των δύο σημείων. Voltage [Δυναμικό ή τάση] Ηλεκ. Ορος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει το δυναμικό ή τη διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε δύο σημεία ενός ηλεκτρικού πεδίου, καθώς και τη διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε δύο σημεία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος. Η κύρια μονάδα μέτρησης του δυναμικού είναι το 1 Volt. Voltage Amplification [Ενίσχυση δυναμικού] Ηλεκτρον. Διαδικασία που αποσκοπεί στην ενδυνάμωση ενός δεδομένου ηλεκτρικού σήματος, με τη βοήθεια ειδικής συσκευής που ονομάζεται ενισχυτής. Voltage Amplifier [Ενισχυτής δυναμικού] Ηλεκτρον. Ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση των ηλεκτρικών σημάτων στα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Αποτελεί βασικό στοιχείο σε διατάξεις αυτοματισμού, τηλεμηχανικής, υπολογιστών, μετρητικών συστημάτων κ.α. Voltage Drop 1 [Πτώση τάσης] Ηλεκ. Η διαφορά δυναμικού στα άκρα μίας ηλεκτρικής συσκευής που είναι συνδεδεμένη σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Voltage Drop 2 [Πτώση τάσης] Ηλεκ. Όρος που αναφέρεται στην διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο όρος "πτώση" έχει σχέση με τη συμβατική φορά του ρεύματος και αφορά στη μετακίνηση φορέων θετικού φορτίου από περιοχή υψηλού σε περιοχή χαμηλού δυναμικού. Voltage G r a d i e n t [Ανάδελτα δυναμικού] Ηλεκ. Ο ρυθμός μεταβολής του δυναμικού σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση στο κενό χώρο ή σε κάποιο μονοπάτι αγωγιμότητας. Voltage Node [Δεσμός δυναμικού] Ηλεκτρομαγν. Σημείο όπως π. χ. στο μέσο κεραίας XJ2 στο οποίο το δυναμικό είναι μηδέν καθώς το σύστημα υποστηρίζει στάσιμο κύμα. Voltaite [Βολταΐτης] Ομυκτ. Ένυδρο ορυκτό άλας του σιδήρου και του αργιλίου, που υπακούει στο χημικό τύπο K 2 Fe 2+ 5Fe 3+ 3Al(S0 4 ),2T8(H 2 0). Οι κρύσταλλοι του είναι αδιαφανείς με πράσινο, ελαιώδη ή μαύρο χρωματισμό. Κρυσταλλώνεται στο ισομετρικό σύστημα και παρουσιάζει κυμαινόμενη πυκνότητα από 2,6 έως 2,8 gr/cm3. Στη σκληρομετρική κλίμακα το ορυκτό παρουσιάζει σκληρότητα από 3 έως 3,5 βαθμούς. Voltametry [Βολταμετρία] Αναλ.Χημ. Κλάδος της αναλυτικής χημείας, που μελετά την έκταση των χημικών μεταβολών που συμβαίνουν κατά τη διαβίβαση συγκεκριμένης ποσότητας ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Voltammeter [Βολτόμετρο] Ηλεκ. Ηλεκτρονικό όργανο, το οποίο μετρά την ποσότητα του ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα χημικά αποτελέσματα που επιφέρει η διαβίβαση αυτού μέσα από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Volt-ampere [Βολτ-αμπέρ] Ηλεκ. Μονάδα της φαινόμενης ισχύος ενός εναλλασσόμενου ρεύματος, η οποία συμβολίζεται ως VA. Η φαινόμενη ισχύς του εναλλασσόμενου ρεύματος ισούται με το γινόμενο της ενεργού τιμής της έντασης αυτού, με την ενεργό τιμή της τάσης στα άκρα του κυκλώματος, που διαρέεται από το ρεύμα. Volterra Integral Equations [Ολοκληρωτικές εξισώσεις Volterra] Μαθημ. Εξισώσεις όπου μια συνάρτηση

Volterra Integral...

- 1446-

g(x) ισούται με το ολοκλήρωμα της ποσότητας Κ(χ, y) f(x) ως προς y σε ένα διάστημα [α β]. Η συνάρτηση g και ο ολοκληρωτικός πυρήνας Κ. θεωρούνται γνωστά και η συνάρτηση f ζητείται. Γενικεύονται από τις εξισώσεις Fredholm. Volterra Integral Equations Of Type 2 [Ολοκληραπικές εξισώσεις Volterra τύπου 2] Μαθημ. Οι αρχικές εξισώσεις Volterra του προηγούμενου λήμματος λέγονται τύπου I (πχ εξισώσεις Abel) ενώ οι εξισώσεις Fredholm (από τον γεωμέτρη που τις μελέτησε διεξοδικά) λέγονται και ολοκληρωτικές εξισώσεις Volterra τύπου 2. Volterra Integral Kernels [Ολοκληρωτικοί πυρήνες Volterra] Μαθημ. Περίπτωση που μελϊτησε ο Volterra όπου K(x, y) =0 για όλα τα χ < y στο διάστημα [α β]. Volume 1 [Ενταση ήχου] Ακουστ. Χαρακτηρισμός, που αναφέρεται στην ένταση ενός ηχητικού σήματος. Volume 2 [Όγκος] Μαθημ. Ο χώρος που καταλαμβάνει ένα τρισδιάστατο σχήμα. Στα γεωμετρικά και μη γεωμετρικά τρισδιάστατα σώματα, ο όγκος μετριέται με το πλήθος των μοναδιαίων κύβων που καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο με το μετρούμενο σώμα. Volume 3 [Ογκος] Μαθημ. 1. Ο όγκος είναι ένα μέτρο ενός συνόλου Α (στις ν διαστάσεις που για το R είναι μήκος και στο R2 επιφάνεια) ανεξάρτητο της θέσης του Α και αναλλοίωτο από την ομάδα των Ευκλείδειων μετασχηματισμών. Στη συνήθη εκδοχή αξιοποιείται το (εξωτερικό) μέτρο Lebcsquc (για μια μπάλα ν- διαστάσεων) αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέτρα πιθανότητας κτλ. 2. Για μη φραγμένα σύνολα ή σε χώρους κλασματικής διάστασης η κατάσταση περιπλέκεται και χρησιμοποιούνται μέτρα Hausdorff, κτλ. Volume Integral [Ολοκλήρωμα όγκου] Μαθημ. Συνήθως είναι ένα πεπερασμένο τριπλό ολοκλήρωμα που δίνει τον όγκο που περικλείει μια επιφάνεια ή που δημιουργεί μια περιστρεφόμενη καμπύλη, επιφάνεια ή άλλο σύνολο. Η ακριβής έκφραση εξαρτάται από το μέτρο που χρησιμοποιείται και το φραγμένο το ολοκληρώσιμου συνόλου. Volume Preserving Flows [Ροές που διατηρούν τον όγκο] Μαθημ. Σύστημα Χαμιλτονιανών εξισώσεων με μηδενική μεταβολή στην Ιακωβιανή (θεώρημα Liouville) που εξετάζει η συμπλεκτική γεωμετρία. Volumetric Analysis [Ογκομετρική ανάλυση] Αναλ. Χημ. Μέθοδος ποσοτικής ανάλυσης, που βασίζεται στη μέτρηση του όγκου, γνωστής συγκέντρωσης, διαλύματος μίας ουσίας, ο οποίος απαιτείται για την πλήρη αντίδραση με συγκεκριμένη ποσότητα, άγνωστης συγκέντρωσης, διαλύματος μίας δεύτερης ουσίας. Γνωρίζοντας την στοιχείο μετρία της αντίδρασης που λαμβάνει χώρα, μπορούμε να υπολογίσουμε την άγνωστη συγκέντρωση. Volumetric Cylinder [Ογκομετρικός κύλινδρος] Αναλ Χημ. Μακρόστενος γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας με ανοικτό στόμιο, που περιέχει πλήθος διαβαθμίσεων μέτρησης όγκου. Χρησιμοποιείται για την μέτρηση του όγκου υγρών, σε περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται πολύ μεγάλη ακρίβεια. Volumetric Flask [Ογκομετρική φιάλη] ΑναλΧιημ. Γυάλινη ή πλαστική φιάλη σφαιρικού σχήματος με μακρόστενο ανοιχτό στόμιο, η οποία συνήθως χρησιμοποιείται για την αποθήκευση υγρών χημικών παρασκευασμάτων. Λόγω του στενού στομίου η φιάλη μπορεί να έχει διαβάθμιση για την ένδειξη της ακριβούς τιμής του όγκου του περιεχόμενου υγρού. Volumetric Pipet [Ογκομετρική πιπέτα] Αναλ.Χημ.

Τριχοειδής γυάλινος σωλήνας με ανοικτά άκρα, ο οποίος έχει μία ή πολλές διαβαθμίσεις για τη μέτρηση του όγκου. Χρησιμοποιείται για την ογκομέτρηση μικρών ποσοτήτων υγρών, σε περιπτώσεις όπου απαιτείται μεγάλη ακρίβεια στη μέτρηση. Von Mises Yield Criterion [Κριτήριο διαρροής Von Mises] Μηχ. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, ένα υλικό που υποβάλλεται σε σύνθετη εντατική καταπόνηση, φθάνει στο όριο διαρροής του, δηλαδή εισέρχεται στην πλαστική περιοχή ως προς τις παραμορφώσεις, όταν το άθροισμα των τετραγώνων των συνιστωσών της τάσης στις κύριες διευθύνσεις του αγγίξει μία συγκεκριμένη τιμή. Von N e u m a n n Algebra [Αλγεβρα Von Neumann] Μαθημ. Αλγεβρα ομάδων μετασχηματισμών σε Banach χώρους τελεστών. Βρήκε την έκφραση της στη θεωρία κόμβων και την κβαντομηχανική. Von N e u m a n n Architecture [Αρχιτεκτονική Von Neumann] Πλημ. Η δομή και βασική λειτουργία του Η/ Υ όπως την οραματίστηκε ο καθηγητής Von Neumann και λίγο πολύ διατηρείται και σήμερα. Von N e u m a n n Bottleneck [Στένεμα Von Neumann] Πλημ. II σύγκρουση δεδομένων και προγράμματος στον ίδιο χώρο μνήμης, κάτι που έχει διορθωθεί πλήρως σήμερα αφού στην κάθε οντότητα διατίθεται ειδικός χώρος μνήμης. Von N e u m a n n Ergodic Theorem [Εργοδικό θεώρημα Von Neumann] Μαθημ. Θεώρημα που αξιοποιείται στη στατιστική μηχανική. Περιοδικές συναρτήσεις (τετραγωνικά ολοκληρώσιμες) με περίοδο Τ που τείνει στο άπειρο, τότε η τιμή της κίνησης της τείνει στη μέση τιμή της (χρονικά) και το όριο αυτό είναι σχεδόν αναλλοίωτο για την κίνηση αυτή. Von N e u m a n n M a c h i n e [Μηχανή Von Neumann] Πλημ. Ο καθηγητής Von Neumann από το Princeton κατασκεύασε τον ED VAC αφού εργάστηκε με τις αρχές της θεωρίας Turing και τους κατασκευαστές του ENIAC. Το λογισμικό και τα δεδομένα φυλάσσονται στον ίδιο χώρο (μνήμη) και έτσι οδηγηθήκαμε στις διάτρητες καρτέλες. Von N e u m a n n Method [Μέθοδος Von Neumann] Μαθημ. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Von Neumann για να δείξει τη φασματική ανάλυση ενός μη φραγμένου αυτοσυζυγούς μετασχηματισμού. Von N e u m a n n Ratio [Πηλίκο Von Neumann] Στατ. Πηλίκο μέσης τετραγωνικής διαφοράς προς τη διακύμανση μιας σειράς για την ανεξαρτησίας μίας διατεταγμένης σειράς από την κανονική κατανομή. Voronoi D i a g r a m s [Διαγράμματα Voronoi] Μαθημ. Αν έχουμε ν σημεία πάνω σε ένα επίπεδο τότε υπάρχει διαμέριση του επιπέδου σε ν κυρτά πολύγα^να (Voronoi Cells) ώστε κάθε κομμάτι της να περιέχει ένα σημείο και κοντά στο κέντρο του. Voskhod [Βοσχόντ] Αστρον. Σειρά από δύο πολυθέσια σοβιετικά διαστημόπλοια, τα οποία σχεδιάστηκαν για την εκτέλεση περιφοράς γύρω από τη Γη. Το τριθέσιο Βοσχόντ-1 εκτοξεύτηκε τον Οκτώβριο του 1964, ενώ το διθέσιο Βοσχόντ-2, τον Μάρτιο του 1965. Vostok 1 [Βοστόκ] Αστμον. Ονομασία μίας σειράς από σοβιετικά μονοθέσια διαστημόπλοια που πραγματοποίησαν πτήσεις γύρω από τη Γη. Με το Βοστόκ-1 έγινε ή πτήση του πρώτου ανθρώπου στο διάστημα (Γ. Γκαγκάριν -12 Απριλίου 1961). Τα επόμενα πέντε δια στημόπλοια της σειράς εκτοξεύτηκαν και τέθηκαν σε τροχιά, στο χρονικό διάστημα από 6 Αυγούστου 1961

1447έως και 16 Ιουνίου 1963. Vostok 2 [Βοστόκ] Τεχνολ. Ενδοηπειρωτικός επιστημονικός σταθμός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που εγκαταστάθηκε στην Ανταρκτική το 1957. Στο σταθμό, επί διάρκεια ετών, λάμβαναν χώρα αερομετεωρολογικές, γεωφυσικές, παγομορφολογικές και ιατρικές έρευνες. Volborthite [Βολμπορθίτης] Ορυκτ. Ένυδρο οξείδιο του χαλκού και του βαναδίου, το οποίο έχει χημικό τύπο Cu 3 V 5+ 207(0H)2-2(H 2 0). Ημιδιαφανείς κρύσταλλοι του μονικλινικού πρισματικού συστήματος, με καφέ, καφεκίτρινο ή πράσινο χρώμα. Το ορυκτό έχει πυκνότητα 3,5 gr/cm3 Volkovskite [Βολκοβσκίτης] Ορυκτ. Βορικό ορυκτό με χημικό τύπο K C a j B ^ i O H ^ C l ^ ^ O ) . Είναι διαφανείς, άχρωμοι, πορτοκαλί ή ροδόχρωμοι κρύσταλλοι του τρικλινού κρυσταλλικού συστήματος. Το ορυκτύ έχει υαλώδη μορφή και παρουσιάζει σκληρότητα 2,5 βαθμούς της κλίμακας Mohs, ενώ η πυκνότητά του κυμαίνεται από 2,27 έως 2,34 gr/cm3. Vulcanite [Βουλκανίτης] Ορυκτ. Από χημική άποψη, είναι το τελλουρίόιο του δισθενούς χαλκού με τύπο CuTe. Αποτελείται από αδιαφανείς κρυστάλλους στο χρώμα του μπρούτζου, οι οποίοι κρυσταλλώνονται στο ορθορομβικό διπυραμιδικό κρυσταλλικό σύστημα. Το ορυκτό έχει πυκνότητα 7,1 gr/cm 3 και σκληρότητα που κυμαίνεται μεταξύ 1 και 2 στην κλίμακα Mohs. Vulcanization* [Βουλκανισμός] Τεχνολ. Βιομηχανική διεργασία που αποσκοπεί στην αύξηση της αντοχής, της ελαστικότητας και γενικά στην βελτίωση των μηχανικών ιδιοτήτων ενός πολυμερούς υλικού. Με το βουλκνισμό τα γραμμικά μακρομόρια του πολυμερούς συνενώνονται σχηματίζοντας ένα δομικό πλέγμα με

ν/ν

συγκεκριμένες μηχανικές ιδιότητες. Vulcanization [Βουλκανισμός] Τεχνολ. Είδος βουλκανισμού, που αφορά στη θερμική κατεργασία πολυμερών υλών με στοιχειακό θείο, για την παρασκευή ελαστικών. Γέφυρες θείου παρεμβάλλονται ανάμεσα στις αλυσίδες του αρχικού πολυμερούς δίνοντας ένα υψηλών μηχανικών ιδιοτήτων τελικό υλικό. Vulnerability [Τρωτότητα] Ιίολ. Μηχ. Είναι ο βαθμός απωλειών ενός στοιχείου ή μίας ομάδας στοιχείων μίας κατασκευής, τα οποία είναι υπό διακινδύνευση από την επενέργεια ενός σεισμού συγκεκριμένου μεγέθους. Η τρωτότητα έχει συνήθως εύρος τιμών μεταξύ του μηδενός, για την περίπτωση απολύτως καμίας απώλειας, και της μονάδας, για την πλήρη απώλεια. Vulpecula [Αλώπηξ] Αστρον. Μικρός αστερισμός, που προστέθηκε μόλις το 1690 στον ήδη διαμορφωμένο, από τους αρχαίους Έλληνες αστρονόμους, κατάλογο αστερισμών. Αποτελείται από μικρά άστρα με φαινόμενο μέγεθος μικρότερο του 4 ου , ενώ έχει απόκλιση 25 και ορθή αναφορά 20 h. Ο αστερισμός περιλαμβάνει το αμυδρό πλανητικό νεφέλωμα Dumbbel, που βρίσκεται σε απόσταση 700 ετών φωτός από το Ηλιακό σύστημα. ν/ν ( % ) [Κατ'όγκον %] Αναλ.Χημ. Όρος που αναφέρεται στην επί τοις εκατό περιεκτικότητα υγρών ουσιών σε υγρά διαλύματα ή αερίων ουσιών σε αέρια μίγματα. Δείχνει τα μέρη του όγκου μίας υγρής ή αέριας ουσίας, που περιέχονται σε εκατό μέρη όγκου υγρού ή αέριου μίγματος αντίστοιχα. Ο συγκεκριμένος όρος βρίσκει εφαρμογή στη μέτρηση της περιεκτικότητας πολλών μιγμάτων ρευστών, όπως τα αλκοολούχα ποτά (αλκοολικοί βαθμοί), η βενζίνη (αριθμός οκτανίων) και ο αέρας.

w W [Σύμβολο W] Χημ. Σύμβολο του χημικού στοιχείου βολφραμίου. W [Σύμβολο W] Φυσ. Σύμβολο της βασικής μονάδας μέτρησης της ηλεκτρικής και μηχανικής ισχύος. Ανήκει στο διεθνές σύστημα μονάδων που μετράει την ισχύ. Ισούται με 1 Joule/sec. Δηλαδή ισχύς 1 wall είναι ο ρυθμός παραγωγής έργου 1 Joule ανά δευτερόλεπτο. -» Watt Wacker Process [Διεργασία Wacker] Χημ.Μηχ. Βιομηχανική διεργασία για την παραγωγή ακεαλδεΰδης μέσω οξείδωσης αιθυλενίου. Η διεργασία αφορά την αλληλεπίδραση αιθυλενίου και οξυγόνου μέσα σε όξινο διάλυμα χλωριδίων του παλλαδίου και του χαλκού, υπό θερμοκρασία 50 ως 130 °C και υψηλή πίεση 3-10 Atm. Με την ίδια μέθοδο μπορεί να παρασκευαστεί και ακετόνη με πρώτη ύλη αυτή τη φορά το προπυλένιο. Wagner's Reagent [Αντιδραστήριο Wagner] ΑναλΧημ. Αναλυτικό αντιδραστήριο αποτελούμενο από διάλυμα ιωδίου και ιωδίδιου του καλίου, το οποίο χρησιμοποιείται στο χρωματογραφικό προσδιορισμό των ναρκωτικών. Wagnerite [Βαγκνερίτης] Ομυκτ. Φθοροφωσφορικό ορυκτό με χημικό τύπο (Mg, Fe, Mn, Ca) 2 P0 4 F. Είναι πρισματικοί κρύσταλλοι του μονοκλινικού κρυσταλλικού συστήματος με πυκνότητα 3,15 gr/cm3 και σκληρότητα μεταξύ 5 και 5,5 βαθμών της κλίμακας Mohs. Το χρώμα του είναι κίτρινο, πράσινο ή κοκκινωπό και συναντάται σε πιγματιτικά πετρώματα μαζί με μαγνησίτη ή χλωρίτες, καθώς και σε φλέβες χαλαζία. Είναι διαλυτό σε ισχυρά οξέα. Wainscot [Ξύλινη επένδυση] Αμχ. Σε ορισμένες κατοικίες, συνηθίζεται η επικάλυψη με ξύλινες διακοσμητικές σανίδες του κατώτερου μισού περίπου τμήματος των εσωτερικών τοίχων και αρχιτεκτονικά κατονομάζεται με αυτόν τον όρο. Wait State [Κατάσταση αναμονής] Πληρ. Χαρακτηρίζει την προσωρινή ανικανότητα λειτουργίας της κεντρικής μονάδας ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται να ολοκληρωθούν κάποιες διαδικασίες ανάγνωσης ή καταγραφής δεδομένων και πληροφοριών στις αντίστοιχες μονάδες της μνήμης. Waiting Line [Γραμμή αναμονής] Βιομ.Μηχ. Σε μία αλυσιδωτή διαδικασία παραγωγής μίας βιομηχανικής μονάδας, η γραμμή αναμονής αποτελείται από ένα σύνολο προϊόντων τα οποία εν σειρά αναμένουν να υποστούν κάποια δεδομένη κατεργασία. Waiting Time [Χρόνος αναμονής] Μηχ. Καλείται το χρονικό διάστημα που πρέπει να καθυστερήσει, χωρίς

όμως να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που είναι αναγκαίος για την ίδια την διαδικασία, ένα προϊόν ή ένα όχημα για να διέλθει από το σημείο επεξεργασίας ή τον σταθμό διοδίων αντίστοιχα μίας τυποποιημένης διαδικασίας. W a l k [Περίπατος] Μαθημ. Περίπατος ή αλλιώς μονοπάτι σε γράφο G είναι το μη κενό σύνολο Ρ=( v 1 ,e 1 ,v 2 ,..., c k-i» vk} όπου Vi είναι κορυφές και ej είναι ακμές του γράφου G. Ο περίπατος ορίζεται για κάθε τυχαίο σύνολο κορυφα')ν υπό την προϋπόθεση κάθε ζεύγος διαδοχικών ακμών του Ρ να έχει συνδετική ακμή. Walkie Talkie [Φορητός ασύρματος] Εττικοιν. Είναι μία ηλεκτρική συσκευή, μικρών σχετικά διαστάσεων ώστε εύκολα να είναι δυνατή η μεταφορά της από ένα άτομο, η οποία τροφοδοτούμενη από ηλεκτρικό συσσωρευτή εκπέμπει και λαμβάνει ηλεκτρομαγνητικά κύματα ώστε να επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ μεγάλων αποστάσεων χωρίς την χρήση καλωδίων. Wall [Τοίχος] Οικοδ. Σε μία κατασκευή, ο τοίχος είναι ένα εξωτερικό ή εσωτερικό κατακόρυφο στοιχείο πληρώσεως, αποτελούμενο από τούβλα, πέτρες, σκυρόδεμα ή άλλα υλικά. Αποσκοπεί στο να διαχωρίζει λειτουργικά τον εσωτερικό χώρο, να τον προστατεύει από το εξωτερικό περιβάλλον και να εξυπηρετεί τις θερμομονωτικές, ηχομονωτικές και άλλες λειτουργίες της κατασκευής. Wall Column [Εντοιχισμένο υποστύλωμα]. —> Engaged Column Wall Friction [Τριβή τοιχώματος] Μηχ. Ρευστ. Η εμφανιζόμενη στα τοιχώματα σωλήνα αντίσταση στη ροή ρευστού εξαιτίας του ιξώδους των μορίων του. Wallach T r a n f o r m a t i o n [Μετασχηματισμός Wallach] ΟμγΧημ. Χημική μετατροπή που υφίστανται τα μόρια των αζοξυβενζολίων, όταν θερμανθούν παρουσία θειικού οξέος, σχηματίζοντας π-υδροξυαζοβενζύλια σε μίγμα με μικρή ποσότητα των ισομερών τους ουδροξυαζοβενζολίων. Αν η χημική αντίδραση λάβει χώρα υπό συνθήκες ακτινοβόλησης με υπεριώδες φως τότε τα κύρια προϊόντα είναι τα ο-ισομερή. Wallis F o r m u l a s [Wallis τύποι] Μαθημ. Για κάθε ορισμένο ολοκλήρωμα Jsin" (x) dx από το 0 στο π/2 ορίζεται ο τύπος Wallis 1ΐηι[[2χ4χ6χ...χ(2η)]/[1χ3χ5χ...χ (2n-1)]]2 *1/(2η+1)=π/2 που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ολοκληρώματος. Με ανάλογους τύπους υπολογίζονται και τα ορισμένα ολοκληροόματα |cosn (x) dx και /sin" (x) cos™ (χ) dx από το 0 στο π/2. Wallis P r o d u c t [Wallis γινόμενο] Μαθημ. Κάθε γινόμενο της μορφής (2/1)χ(2/3)χ(4/3)χ(4/5)χ(6/5)χ(6/7) χ... χ (2n/2n-i) x (2n/2n+l) μπορεί να γραφεί υπό τη

- 1449μορφή του άπειρου γινομένου Wallis (2/1)χ(2/3)χ(4/3) χ(4/5)χ(6/5)χ(6/7)χ... που είναι ίσο με τον αριθμό π/2, W a l l p a p e r [Ταπετσαρία] Οικοδ. Είναι ένα αυτοκόλλητο χαρτί, το οποίο διαστρώνεται και συγκολλάται πάνω στην επιφάνεια των εσωτερικών τοίχων μίας οικίας, για καθαρά διακοσμητικούς και αισθητικούς λόγους. Walpurgite [Βαλπουρζίτης] Ορυκτ. Ραδιενεργό ορυκτό με χημικό τύπο (Bi0) 4 U0 2 (As0 4 )2?3H 2 0. Είναι κρυσταλλικό στερεό με άχρωμους ή υποκίτρινους κρυστάλλους του τρικλινικού κρυσταλλικού συστήματος, που διασπώνται χημικά με επίδραση νιτρικού οξέος. Η πυκνότητά του κυμαίνεται από 5,95 έως 6,69 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του είναι 3,5. Συναντάται σε πετρώματα που περιέχουν δευτερογενή ορυκτά του ουρανίου και του κοβαλτίου. W a n n i e r Function [Συνάρτηση Wannicr] Φυσ. Στερ. Κατ. Συναρτήσεις Wannier μίας μπάντας είναι ο διακριτός μετασχηματισμός Fourier των συναρτήσεων Bloch της ίδιας μπάντας. Τείνουν να παρουσιάζουν μέγιστο γύρω από τις μεμονωμένες θέσεις του κρυσταλλικού πλέγματος. W a n n i e r - M o t t Exitons [Εξιτόνια Wannier - Mott] Φυσ. Στεμ. Κατ. Ένα εξιτόνιο αποτελείται από ένα ζεύγος ηλεκτρονίου οπής σε κρυσταλλικό ημιαγωγό ή μονωτή στον οποίο η κρυσταλλική σταθερά είναι μικρότερη από την απόσταση του ηλεκτρονίου και της αντίστοιχης οπής του. Wardite [Βαρδίτης] Ομυκτ. Φωσφορικό ορυκτό του χημικού τύπου NaAl 3 (FO 4 ) 2 (0H)4?2H 2 0, που απαντάται με τη μορφή πυραμιδικών, σφαιρικών ή ινοειδών σχήματισμών μαζί με άλλα φωσφορικά και αρσενικικό ορυκτά. Οι κρύσταλλοι του είναι του τετραγωνικού συστήματος, διαφανείς ή αδιαφανείς, πυκνότητας 2,76 gr/cm3 και σκληρότητας 5 βαθμών της κλίμακας Mohs. Οι χρωματισμοί του μπορεί να είναι πράσινος ή μπλε, αλλά συναντάται και με λευκούς ή άχρωμους κρυστάλλους. W a r m Air M a s s [Θερμή αέρια μάζα] Μετεωρ. Με την έκφραση αυτή στον χώρο της μετεωρολογίας χαρακτηρίζεται μία ποσότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, η οποία έχοντας μεγαλύτερη θερμοκρασία από τις γειτονικές της, κινείται και επηρεάζει προσωρινά τις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες μίας περιοχής. W a r m Boot [Θερμή εκκίνηση] Πληρ. Η διαδικασία εκκίνησης της εκτέλεσης μιας λειτουργίας του υπολογιστή, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του. W a r n i n g Device [Συσκευή προειδοποίησης] Πληρ. Η ειδική μονάδα, η οποία έχει την ικανότητα να προκαλεί ένα οπτικό ή ακουστικό σήμα που λειτουργεί ως συναγερμός ώστε να ενημερώσει τον χρήστη για μια εσφαλμένη κατάσταση του υπολογιστικού συστήματος. Warwickite [Βαρβικίτης] Ορυκτ. Βορικό υαλόμορφο ορυκτό του χημικού τύπου Mg(Ti,Fe 3+ ,Al)(B03)0. Είναι διαφανείς ή ημιδιαφανείς πρισματικοί κρύσταλλοι του ορθορομβικού διπυραμιδικού συστήματος με μαύρο ή καφέ χρώμα. Έχει πυκνότητα 3,36 gr/cm3 και σκληρότητα μεταξύ 3 και 4 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας. Washing 1 [Έκπλυση] ΑναλΧημ. Διαδικασία καθαρισμού ενός χρήσιμου ιζήματος από διάφορες προσμίξεις και ακαθαρσίες, με την συνεχή έκπλυση αυτού με κάποιον ειδικό διαλύτη ο οποίος δεν διαλύει το ίζημα. Η έκπλυση γίνεται μέσω ειδικών ηθμών και πολλές φορές υπό κενό. Washing 2 [Εκπλυση] Τεχνολ Διαδικασία απομάκρυνσης ανεπιθύμητων προσμίξεων από μεταλλεύματα ή άλλα

W a t e r Demineralizing

στερεά υλικά με την συνεχή παροχή διαλύτη στο οποίο το επιθυμητό συστατικό είναι αδιάλυτο. Waste [Απορρίμματα] Βιομ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των άχρηστων υλικών, τα οποία ως αναπόφευκτο γεγονός παράγονται από τις βιομηχανίες, τις βιοτεχνίες, τις αστικές περιοχές και μπορεί να είναι σε στερεά, υγρή ή και αέρια κατάσταση. Waste Pipe [Αγωγός λυμάτων] Οικοδ. Έτσι μπορεί να χαρακτηρισθεί σε μία οικοδομή κάθε σωλήνας ο οποίος μεταφέρει τα υγρά απόβλητα των χώρων υγιεινής από το κτίριο στο δίκτυο αποχέτευσης ή στον οχετό, W a s t e w a t e r [Υδάτινα λύματα] Βιομ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νερό που απορρέει ως άχρηστο παραπροϊόν από τις βιομηχανικές μονάδες και για το οποίο πρέπει να λαμβάνεται ειδική μέριμνα ώστε να μην μολύνει το περιβάλλον. W a t e r [Νερό] Χημ. Άχρωμο και άοσμο υγρό με χημικό τύπο Η 2 0. Έχει σημείο πήξεως 0 °C και σημείο ζέσεως 100°C υπό ατμοσφαιρική πίεση, ενώ η πυκνότητά του είναι περίπου 1 gr/cm . Είναι μία από τις πιο διαδεδομένες χημικές ουσίες στη Γη και βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη της ζωής, αφού αποτελεί τον κύριο φορέα τόσο των βασικών θρεπτικών συστατικών για τους ζωντανούς οργανισμούς, όσο και πολλών ουσιών απαραίτητων για τη διατήρηση των ισορροπιών της βιόσφαιρας. W a t e r Bath [Υδατόλουτρο] Φυσ.Χημ. Μεταλλικό δοχείο, που περιέχει απεσταγμένο συνήθως νερό και το οποίο μέσω κατάλληλου συστήματος αντιστάτη και θερμοστάτη διατηρεί τη θερμοκρασία του νερού περίπου σταθερή σε επιθυμητή θερμοκρασία. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου μία πειραματική διαδικασία που λαμβάνει χώρα μέσα στη συσκευή απαιτεί για την περάτωσή της σταθερή θερμοκρασία, W a t e r Boiler Reactor [Αντιδραστήρας ζέοντος ύδατος] Πυρην. Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας, του οποίου ο πυρήνας ψύχεται με υδρατμούς. Οι συνθήκες μεταφοράς θερμότητας με το βρασμό του νερού στον πυρήνα παρέχουν δυνατότητα επίτευξης υψηλών αποδόσεων στον αντιδραστήρα. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι αντιδραστήρων ζέοντος ύδατος, ο τύπος σκεύους, όπου το νερό είναι συγχρόνως και επιβραδυντής, και ο τύπος σωλήνα όπου ο βρασμός γίνεται σε σωλήνες που βρίσκονται μέσα στις ράβδους του επιβραδυντή. W a t e r Calorimeter [Θερμιδόμετρο ύδατος] Τεχνυλ. Τύπος δοσιμετρικής συσκευής που υπολογίζει το ποσό μίας προσπίπτουσας ακτινοβολίας (ακτίνες Χ, γ), από την ανύψωση της θερμοκρασίας μίας ποσότητας ύδατος η οποία βρίσκεται μέσα στη συσκευή. Η αρχή λειτουργίας της βασίζεται στη μετατροπή της φωτεινής ενέργειας σε θερμότητα. Στο συνήθη τύπο καλορίμετρου ύδατος το νερό θερμαίνεται με ένα μέσο ρυθμό 0,25mK/min. W a t e r Cement Ratio [Συντελεστής ύδατος τσιμέντου] ΠολΜηχ. Καλείται ο λόγος των ποσοτήτων σε βάρος νερού προς τσιμέντου που τηρούνται όταν αναμιγνύονται για την παρασκευή του σκυροδέματος. Σχετικά υψηλές τιμές αυτού του συντελεστή οδηγούν σε χαμηλότερες αντοχές σκυροδέματος αλλά καλύτερη εργασιμότητα αυτού, ενώ για χαμηλές τιμές συμβαίνει το αντίθετο. W a t e r Demineralizing [Αφαλάτωση του νερού] Χημ. Μηχ. Διεργασία με την οποία απομακρύνονται από το νερό διάφορα μεταλλικά στοιχεία όπως αλκάλια, ασβέστιο, μαγνήσιο και σίδηρος με τη μορφή θειικών, αν-

Water Hammer

- 1450 -

θρακικών και άλλων αλάτων. Η διαδικασία μπορεί να είναι φυσική, όπως κλασματική απόσταξη και εξάτμιση, ή χημική όπως ιοντανταλλαγή, καταβύθιση, συμπλοκοποίηση κ.τ.λ. W a t e r H a m m e r [Υδραυλικό πλήγμα] Ρευστομηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η σημαντική, και πολλές φορές επικίνδυνη, αύξηση της υδροστατικής πίεσης εντός ενός αγωγού, η οποία οφείλεται στην απότομη μεταβολή της ροής του νερού. W a t e r Level [Υδροφόρος ορίζοντας] Υδρολ. Είναι η στάθμη εκείνη, μέσα στην μάζα του εδάφους, βαθύτερα της οποίας υπάρχει τέτοια ποσότητα νερού ο')στε να γεμίζει τα κενά μεταξύ των κόκκων του εδαφικού υλικού με πίεση μεγαλύτερη της ατμοσφαιρικής. Ανάλογα με τις γενικότερες υδρολογικές συνθήκες της περιοχής η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα μπορεί να ανυψώνεται ή το αντίθετο. W a t e r M a i n [Κεντρικός αγωγός ύδρευσης] Πολ.Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ο βασικός σωλήνας που είναι τοποθετημένος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους μίας αστικής περιοχής και τροφοδοτεί με νερό το δίκτυο και στην συνέχεια τις κατοικίες αυτής. W a t e r Meter [Μετρητής ύδατος] Μηχ. Είναι μία συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για να μετράει την ποσότητα του νερού που διέρχεται μέσω ενός αγωγού σε ένα συγκεκριμένο σημείο αυτού, εκεί όπου είναι συνδεδεμένη. W a t e r M o d e r a t e d Reactor [Αντιδραστήρας, υδατικής επιβράδυνσης] Πυρην. Φυσ. Πυρηνικός αντιδραστήρας στον οποίο το νερό δρα τόσο σαν επιβραδυντής νετρονίων όσο και σαν ψυκτικό μέσο. Αόγω της πολύ καλής ψυκτικής και επιβραδυντικής ικανότητας του νερού, ο τύπος αυτός αντιδραστήρα έχει μικρές διαστάσεις και κόστος κατασκευής, ενώ συγχρόνως επιτυγχάνονται υψηλές αποδόσεις. W a t e r Of Constitution [Νερό σύνταξης] Χημ. Μόρια νερού που είναι χημικά ενωμένα στα μόρια ή τους δομικούς λίθους μίας ένωσης. Τέτοιου είδους νερό συναντάται στη σφαίρα συναρμογής των συμπλοκών ενώσεων, στο κρυσταλλικό πλέγμα υδροξειδίων των μετάλλων, στα μόρια οξυγονούχων οξέων αλλά και στα όξινα και βασικά άλατα. W a t e r Of Crystallization [Κρυσταλλικό νερό] Χημ. Νερό, το οποίο είναι εγκλωβισμένο μέσα στο κρυσταλλικό πλέγμα κάποιας στερεάς κρυσταλλικής ένωσης. Δεν απομακρύνεται με απλή εξάτμιση, παρά μόνο με την θέρμανση του στερεού σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες συνήθως των 100 °C, αφήνοντας ως υπόλειμμα το άνυδρο στερεό με κάποιες διαφοροποιήσεις στην αρχική κρυσταλλική του δομή. W a t e r Pollution [Υδάτινη μόλυνση] Οικολ. Είναι ένας περιβαλλοντικός όρος που χαρακτηρίζει την ρύπανση του νερού από οργανικές και ανόργανες ουσίες που προέρχονται από τις βιομηχανικές μονάδες και τα αστικά λύματα, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακατάλληλο προς κάθε χρήση από τους ανθρώπους και τα ζώα. W a t e r Power [Υδάτινη ενέργεια] Μηχ. Με την βοήθεια της τεχνολογίας, παράγεται έργο από το νερό των λιμνών και ποταμών, κυρίως χάρη της κινητικής και δυναμικής ενέργειας που περιέχεται σε αυτό. Αυτό το έργο ονομάζεται υδάτινη ενέργεια Kat είναι πολύτιμο για την οικονομία κάθε χώρας λόγω του οικολογικού του χαρακτήρα και του σχετικά χαμηλού κόστους παραγωγής του.

W a t e r Purification [Υδάτινος καθαρισμός] Μηχ. Το νερό που χρησιμοποιείται στο δίκτυο ύδρευσης κυρίως μίας αστικής περιοχής, συνήθως απαιτεί κάποιες χημικές διαδικασίες για να γίνει πόσιμο και γενικά κατάλληλο προς χρήση. W a t e r Saturation [Κορεσμός σε νερό] Χημ. Κατάσταση στην οποία αφενός ένα στερεό έχει προσρροφήσει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα νερού χωρίς την ανάπτυξη επιφανειακής υδάτινης στοιβάδας, και αφετέρου ένα αέριο που περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα υδρατμών τη στιγμή που οι τελευταίοι αρχίζουν να υγροποιούνται. W a t e r Softening [Αποσκλήρυνση νερού] Χημ. Διαδικασία απομάκρυνσης του ασβεστίου και του μαγνησίου από το φυσικό νερό μέσω φυσικών (κλασματική απόσταση), αλλά και χημικών (ιονανταλλαγή, καταβύθιση) μεθόδων, με σκοπό τη βελτίωση και διάθεσή του για καθημερινή χρήση. W a t e r Soluble [Υδατοδιαλυτός] Χημ. Χαρακτηρισμός που αφορά σε χημικές ουσίες που έχουν μεγάλη διαλυτότητα στο νερό. W a t e r Soluble Vitamins [Υδατοδιαλυτές βιταμίνες] Βιοχημ. Βιταμίνες οι οποίες είναι διαλυτές στο νερό, όπως οι C, Ρ, το σύμπλεγμα βιταμινών Β και το λιποϊκό οξύ. Οι καθημερινές απαιτήσεις του οργανισμού σε αυτές τις βιταμίνες είναι αρκετά μεγαλύτερες από των λιποδιαλυτών βιταμινών. W a t e r Supply Engineering [Υδραυλική μηχανική] Πολ Μηχ. Είναι μία από τις ειδικότητες του Πολιτικού Μηχανικού, η οποία ασχολείται με όλα εκείνα τα έργα υποδομής, τα οποία αφορούν στην εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων, τον καθαρισμό, την μεταφορά και την διανομή του νερού καθώς και των δικτύων ακαθάρτων. Παράδειγμα τέτοιων έργων αποτελούν τα φράγματα, τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης των πόλεων, οι βιολογικοί καθαρισμοί και πολλά άλλα. W a t e r Table [Υδροφόρος ορίζοντας]. Water Level W a t e r T o w e r [Υπερυψωμένη δεξαμενή ύδατος] Πολ. Μηχ. Η παροχή νερού στο δίκτυο μίας κατοικημένης περιοχής μπορεί να γίνεται ολικώς ή απλά συμπληρωματικά με την χρήση μόνον της δύναμης της βαρύτητας και από έναν αποθηκευτικό χώρο, κοινώς δεξαμενή μεταλλική ή από σκυρόδεμα, η οποία είναι τοποθετημένη στο απαραίτητο υψόμετρο πάνω σε κατάλληλο πυργίσκο. W a t e r Vapor 1 [Υδρατμός] Μετεωρ. Νερό με τη μορφή υδρατμών που κυκλοφορεί στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας και είναι απαραίτητο για τη διατήρηση των φυσικοχημικών ισορροπιών, τόσο σε αυτήν όσο και στη βιόσφαιρα. W a t e r Vapor 2 [Υδρατμός] Φυσ.Χημ. Νερό το οποίο βρίσκεται στην αέρια φάση σε ισορροπία ή όχι με την υγρή ή τη στερεά φάση. Όταν ο υδρατμός είναι σε ισορροπία με άλλη φάση το σύστημα βρίσκεται στη θερμοκρασία εξάχνωσης ή ζέσεως? σε άλλες θερμοκρασίες ο υδρατμός δεν ισορροπεί με άλλες φάσεις. W a t e r - V a p o r Laser [Λέιζερ ατμών νερού] Οτττικ. Με συχνότητα λειτουργίας στην περιοχή του υπέρυθρου είδος λέιζερ το οποίο χρησιμοποιεί ατμούς νερού. W a t e r Well [Υδάτινο πηγάδι] Μηχ. Είναι κάθε στενό, κατακόρυφο άνοιγμα μέσα στο έδαφος, από το οποίο μπορεί με διάφορους τρόπους να αντληθεί ποσότητα νερού. W a t e r Well Drill [Γεωτρύπανο άντλησης ύδατος] Μηχ. Για την άντληση ποσότητας υπογείου ύδατος,

- 1451 -

χρησιμοποιείται ενα μηχανημα, το οποίο ως ενα τεράστιο τρυπάνι, ανοίγει κατάλληλη γεώτρηση εντός του εδάφους σε βάθος τέτοιο ώστε να φθάσει στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. W a t e r Absorption T u b e [Σωλήνας προσρόφησης νερού] Αναλ.Χημ. Γυάλινος σωλήνας, που περιέχει ειδικό αφυδατικό μέσο όπως silica, CaCl2 ή Ρ2Ο5 και ο οποίος χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των πιθανών υδρατμών από αέρια μίγματα. Συνοδεύει συχνά συσκευές αέριας χρωματογραφίας, όπου η παρουσία υδρατμών είναι ανεπιθύμητη. Watercourse [Χείμαρρος] Υδμολ Ορίζει μία διαδρομή, επιλεγμένη από την ίδια την φύση, όπου ρέει το νερό που κυλάει επάνω στην επιφάνεια του εδάφους και συλλέγεται καταλήγοντας σε αυτόν. Ανάλογα με τις υδρολογικές και καιρικές συνθήκες κάθε περιοχής, στους χειμάρρους της ρέει το νερό σε περιοδικά χρονικά διαστήματα ή συχνότερα. Waterproof [Υδατοστεγανό] Μηχ. Έτσι χαρακτηρίζεται κάθε μεμονωμένο υλικό ή μία ολόκληρη κατασκευή, που έχουν την δυνατότητα να εμποδίσουν την διέλευση του νερού, υπό οποιαδήποτε φυσική κατάσταση, μέσα από αυτά. Waterwheel [Υδροτροχός] Μηχ. Είναι ένας τροχός ο οποίος εφοδιασμένος με τα κατάλληλα εξαρτήματα, όπως μπορεί να είναι μικρές κούπες ή καλάθια πάνω στην περίμετρο του, μπορεί να τεθεί σε κίνηση από το νερό καθώς αυτό ρέει, και έτσι να παραχθεί ενέργεια για διάφορες χρήσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στους υδρόμυλους. W a t e r w o r k s [Μηχανοστάσια ύδρευσης] Πολ.Μηχ. Είναι σταθμοί που διοχετεύουν με πόσιμο νερό το δίκτυο μίας αστικής περιοχής, έχοντας εγκατεστημένες κάποιες αντλίες και ότι είναι απαραίτητο για τον καθαρισμό του νερού. Ο ίδιος όρος επίσης χρησιμοποιείται για να ονομάσει τα σιντριβάνια. W a t s o n - Crick Model [Μοντέλο Watson-Crickl Βιοχημ. Μοντέλο για τη δομή του DNA, του βασικού συστατικού του γενετικού υλικού που πρότειναν οι Watson και Crick το 1953. Σύμφωνα με αυτό, το μόριο του DNA αποτελείται από δύο αλυσίδες πολυνουκλοτιδίων ελικοειδώς διατεταγμένες. Αυτές ενώνονται μεταξύ τους με γέφυρες οργανικών βάσεων, με τρόπο ώστε οι νουκλεοζίτες που τις συνιστούν να βρίσκονται από την εξωτερική μεριά της δομής που ονομάζεται και "διπλή έλικα". W a t t [Βαττ] Φυσ. Κύρια μονάδα μέτρησης στο Διεθνές Σύστημα, τόσο της μηχανικής όσο και της ηλεκτρικής ισχύος με σύμβολο W και κυριότερα πολλαπλάσια το KW (ΙΟ3 W) και το MW (ΙΟ6 W). Ισούται με το παραγόμενο ή καταναλισκόμενο έργο σε χρόνο ενός δευτερολέπτου. W a t t - Second [Βατ - δευτερόλεπτο] Φυσ. Φυσική μονάδα του διεθνούς συστήματος μονάδων η οποία εκφράζεται ως 1 Watt' sec και ισούται με 1 Joule. W a t t ' s C u r v e [Watt καμπύλη] Μαθημ. Έστω δύο ομοεπίπεδοι κύκλοι με την ίδια ακτίνα και ένα ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ τέτοιο ώστε το σημείο Α να ικανοποιεί την εξίσωση του πρώτου κύκλου και το σημείο Β να ικανοποιεί την εξίσωση του δεύτερου. Το μέσο σημείο Μ του τμήματος ΑΒ σχηματίζει την Watt καμπύλη καθώς το ΑΒ κινείται διατηρώντας τα άκρα του επάνω στις περιφέρειες. W a t t ' s Law [Νόμος του Watt] Φυο. Σύμφωνα με το νόμο του Watt το άθροισμα της θερμότητας η οποία

W a v e F r o n t Splitting

απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας του νερού από 0" C σε Τ βαθμούς και της λανθάνουσας θερμότητας εξάτμισης του νερού σε θερμοκρασία Τ είναι σταθερό. Wattevillite [Βαττεβιλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό θειικό άλας με σύσταση Na 2 Ca(S0 4 )2?4H 2 0. Συναντάται μαζί με άλλα θειικά ορυκτά α>ς λευκοί μικροσκοπικοί και βελονοειδείς κρύσταλλοι του ορθορομβικού κρυσταλλικού συστήματος, με πυκνότητα 1,81 gr/cm3. W a t t - h o u r [Βαττώρα] Ηλεκ. Μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ορίζεται ως η ενέργεια που παράγεται ή καταναλώνεται από μία ηλεκτρική συσκευή ισχύος lWatt σε χρονικό διάστημα μίας ώρας (1 h). Wattle [Καλαμωτή] Οικοδ. Είναι ένα πλέγμα από κλαδιά ορισμένων φυτών, τα οποία συνδεδεμένα παράλληλα μεταξύ τους σε μεγάλο αριθμό, χρησιμοποιούνται ως ελαφριές στέγες κυρίως για ηλιοπροστασία. W a t t m e t e r [Βαττόμετρο] Τεχνολ. Ηλεκτρονική συσκευή με την οποία μετράται η παραγόμενη ή καταναλισκόμενη ισχύς σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. W a v e [Κύμα] Μηχ. Είναι η περιοδική ή μη ταλαντούμενη κίνηση των σωματιδίων ενός υλικού το οποίο μπορεί να είναι ένα στερεό, υγρό ή και αέριο μέσο, οπότε στην ουσία με το κύμα μεταφέρεται ενέργεια. Το κύμα είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται και μελετάται σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους, και έτσι ορίζονται διάφορα κύματα όπως τα σεισμικά, τα θαλάσσια, τα ηχητικά, τα ηλεκτρομαγνητικά και πολλά άλλα. Wave Amplitude [Πλάτος κύματος] Φυσ. Η απόσταση από το μηδέν του ανώτατου (όρος) ή του κατώτατου (κοιλία) σημείου μιας κυματοειδούς συνάρτησης. Wave Angle [Γωνία εκπομπής κύματος] Ηλεκτμομαγν. Η ως προς συγκεκριμένη διεύθυνση γωνία λήψης ή εκπομπής κεραίας οποιουδήποτε είδους. Wave Crest [Κορυφή κύματος] Φυσ. Κορυφή κύματος είναι το σημείο στο οποίο η περιβάλλουσα του παρουσιάζει μέγιστο. Η περιβάλλουσα και συνεπώς και το μέγιστο διαδίδεται στο μέσο διάδοσης. Wave Equation [Κυματική συνάρτηση] Φυσ. Μαθηματική διαφορική εξίσωση της κβαντομηχανικής, η οποία περιγράφει την κινητική και δυναμική κατάσταση ενός μικροσκοπικού σωματιδίου όπως ένα ηλεκτρόνιο ή ένα πρωτόνιο και γενικότερα την κατάσταση ενός οποιουδήποτε κβαντικού συστήματος. Οι λύσεις της κυματικής συνάρτησης περιγράφονται από τις τιμές μίας μεταβλητής Ψ, της οποίας το τετράγωνο, Ψ2 ονομάζεται πυκνότητα πιθανότητας. Wave Filter [Φίλτρο κύματος] Ηλεκ. Συσκευή η οποία προκαλεί εξασθένηση σημάτων. Το μέγεθος της εξασθένησης εξαρτάται από την συχνότητα του σήματος μετά από δική μας επιλογή. Συνήθως η συσκευή αποτελείται από ένα ηλεκτρονικό μετατροπέα ή άλλου είδους ηλεκτρονική συσκευή. Wave F r o n t [Μέτωπο κύματος] Φυο. Κατά την κίνηση ενός κύματος μέτωπο κύματος είναι μια επιφάνεια σταθερής φάσης. Σύμφωνα με την αρχή του Huygens αν θεωρήσουμε κάποια χρονική στιγμή το μέτωπο του κύματος η διάδοση αυτού μπορεί να προκύψει αν θεωρήσουμε ότι κάθε σημείο του μετώπου δρα σαν μία πηγή σφαιρικού κύματος με τα ίδια χαρακτηριστικά του αρχικού και πάρουμε τη συμβολή όλων αυτών των κυμάτων. Wave F r o n t Splitting [Διαχωρισμός μετώπου κύματος] Οπτικ. Περίπτωση κατά την οποία με σκοπό τη

Wave Function

- 1452-

μετέπειτα συμβολή τους χωρίζουμε ένα αρχικό κύμα με κάποια τεχνική σε δύο ακτίνες οι οποίες στη συνέχεια καθώς συμβάλουν σχηματίζουν κροσσούς συμβολής. Wave Function [Κυματοσυνάρτηση] Φνσ. Συνάρτηση το τετράγωνο του μέτρου της οποίας δίνει την πιθανότητα να βρούμε ένα σωμάτιο σε κάποια θέση του χώρου κάποια χρονική στιγμή. Η εξέλιξη της προσδιορίζεται από την εξίσωση του Schripdinger. Wave G r o u p [Κυματομάδα] Φυσ. Μια κυματομάδα θεωρούμε ότι σχηματίζεται από την ταυτόχρονη παράλληλη διάδοση πολλών κυμάτων τα μήκη κύματος των οποίων διαφέρουν ελάχιστα. Wave Guide [Κυματοδηγός] Ηλεκτρομαγν. Κυματοδηγός είναι μία συσκευή η οποία αποτελείται από ένα μεταλλικό σωλήνα, με συνήθως τετραγωνικό εγκάρσιο σχήμα, κατά μήκος του οποίου διαδίδεται ακτινοβολία κυρίως στη περιοχή των μικροκυμάτων. Wave Guide Assembly [Συγκρότημα κυματοδηγών] Ηλεκτρομαγν. Με σκοπό ένα πείραμα ή τεχνικό αποτέλεσμα συνδυασμός κυματοδηγών. Wave Guide Attenuation [Εξασθένηση σε κυματοδηγούς] Ηλεκτρομαγν. Η λόγω απωλειών, π. χ. από τα τοιχώματα του κυματοδηγού, εξασθένηση της ισχύος ηλεκτρομαγνητικού κύματος, το οποίο συνήθως βρίσκεται στη περιοχή των μικροκυμάτων, κατά τη διάδοση του από το ένα άκρο του κυματοδηγού στο άλλο. Wave Guide Bend [Κάμψη κυματοδηγού] Ηλεκτρομαγν. Στη περίπτωση κυματοδηγού ονομάζουμε κάμψη αυτού κατά μήκος του επιμήκη άξονα του μια συνεχή και ομαλή αλλαγή της διεύθυνσης του. Wave Guide Cavity [Κοιλότητα κυματοδηγού] Ηλεκτρομαγν. Μονοδιάστατη κοιλότητα η οποία σχηματίζεται με την προσθήκη στα δύο άκρα ενός κυματοδηγού δυο εγκάρσιων αντανακλαστικών επιφανειών κατάλληλης επιδεκτικότητας η οποία εξαρτάται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας την οποία υποστηρίζει η κοιλότητα. Wave Guide Critical Dimension [Κρίσιμη διάσταση κυματοδηγού] Ηλεκτρομαγν. Η για το προσδιορισμό της συχνότητας αποκοπής εγκάρσια κρίσιμη διάσταση ενός κυματοδηγού. Wave Guide Cutoff F r e q u e n c y [Συχνότητα αποκοπής κυματοδηγού] Ηλεκτρομαγν. Το πάνω όριο των συχνοτήτων της ακτινοβολίας η οποία μπορεί να διαδοθεί σε ένα κυματοδηγό. W a v e Guide Filter [Φίλτρο κυματοδηγού] Ηλεκτρομαγν. Στη περίπτωση συστήματος κυματοδηγών ο όρος φίλτρο αναφέρεται σε συσκευή η οποία αποτελείται από συνιστώσες αυτού του συστήματος και η οποία έχει σκοπό να αλλάζει την απόκριση του συστήματος ως προς τη σχέση πλάτος - συχνότητα. Wave Guide Slot [Σχισμή κυματοδηγού] Ηλεκτρομαγν. Με σκοπό την εισαγωγή συσκευών μέτρησης, έρευνας ή σύζευξης λεπτή σχισμή στα τοιχώματα ενός κυματοδηγού. Wave I m p e d a n c e [Σύνθετη αντίσταση κύματος] Ηλεκτρομαγν. Ο λόγος των εγκάρσιων συνιστωσών του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου σε ένα κυματοδηγό. Wave Intensity [Ενταση κύματος] Φοσ. Ένταση κύματος είναι ο ρυθμός με τον οποίο η ενέργεια αυτού διασχίζει μοναδιαία επιφάνεια έχοντας το διάνυσμα Poynting κάθετο στην επιφάνεια. Wave Mechanics [Κυματική μηχανική] Φυσ. Θεωρία

που καθορίζει τον τρόπο περιγραφής και τους νόμους κίνησης των σωματιδίων του μικρόκοσμου και των συστημάτων τους όπως κρύσταλλοι, μόρια κ.τ.λ. Επίσης περιγράφει τη σχέση μεταξύ φυσικών ποσοτήτων που χαρακτηρίζουν συστήματα του μικρόκοσμου με φυσικές μακροσκοπικές ποσότητες που μετρούνται σε πειραματικές διαδικασίες. W a v e Normal [Κάθετος κύματος] Φνσ. Χαρακτηριστικό άνυσμα κύματος το οποίο είναι κάθετο στο μέτωπο του κύματος και συνεπούς παράλληλο στο διάνυσμα Poynting του κύματος. Wave N u m b e r [Κυματαριθμός] Φυσ. Μέγεθος που σχετίζεται με το μήκος κύματος, λ, μίας ταλάντωσης μέσω της εξίσωσης: k=2π/λ, όπου k είναι ο κυματαριθμός. Στη φασματοσκοπία ορίζεται ως το αντίστροφο μέγεθος του μήκους κύματος. W a v e Optics [Οπτική κύματος] Οπτικ. Αναφερόμενος στη μελέτη της ακτινοβολούμενης ενέργειας συναρτήσει των κυματικών χαρακτηριστικών της κλάδος της οπτικής. Wave Packet [Κυματοπακέτο] Φνσ. Μια κυματομάδα η οποία θεωρούμε ότι σχηματίζεται από την άθροιση ταυτόχρονα και παράλληλα πολλών κυμάτων ποικίλης φάσης και μήκους κύματος. Η κυματομορφή αυτού του είδους μπορεί να είναι εντοπισμένη στο χώρο ή να έχει τη μορφή παλμού. Wave Particle Duality [Κυματοσωματιδιακός δυϊσμός] Φιχ7. Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, σύμφωνα με την οποία στη συμπεριφορά των μικροσκοπικών σωματιδίων, αλλά και των φωτονίων εκδηλώνονται τόσο σωματιδιακές, όσο και κυματικές ιδιότητες. Η αρχή αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις θεωρήσεις της κλασσικής μηχανικής που υποστηρίζει ότι η διάδοση των κυμάτων και η κίνηση των σωματιδίων είναι δύο τελείως ανεξάρτητες διαδικασίες, που υπακούουν σε διαφορετικούς νόμους, Wave Period [Περίοδος κύματος] Φυσ. Η χρονική απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών σημείων της ίδιας φάσης στην γραφική απεικόνιση μίας κυματικής συνάρτησης. Η περίοδος συμβολίζεται με Τ και ισούται με το αντίστροφο της συχνότητας, ν του κύματος, W a v e Refraction [Διάθλαση κύματος] Φυσ. Η κατά την αλλαγή του μέσου διάδοσης αλλαγή της διεύθυνσης διάδοσης κύματος. Αυτή ικανοποιεί το νόμο του Snell σύμφωνα με τον οποίο sini/sinr=n7n όπου i η γωνία πρόσπτωσης και Γ η γωνία διάθλασης από το μέσο με δείκτη διάθλασης n σ' αυτό με η \ Wave T r a p [Κυματοπαγίδα] Πολ,Μηχ. Είναι ένα σύνολο από μικρούς σχετικά κυματοθραύστες, οι οποίοι έχουν μελετηθεί και κατασκευασθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε στην είσοδο ενός λιμανιού να απορροφούν ανώδυνα την ενέργεια των κυμάτων, ειδικά στις περιπτώσεις που τα λιμάνια βλέπουν σε ωκεανούς. Wave Vector [Κυματοδιάνυσμα] Φυσ. Διάνυσμα, η διεύθυνση του οποίου συμπίπτει με τη διεύθυνση διάδόσης του τρέχοντος κύματος και έχει αριθμητική τιμή την τιμή του κυματαριθμού του κύματος. Wave - Vector Space [Χώρος κυματανύσματος] Φυσ. Στερ. Κατ. Στη περίπτωση στερεού ο χώρος των συναρτήσεων κατάστασης ως προς μία συγκεκριμένη μπάντα. Ο χώρος κυματανυσμάτων όσον αφορά την περίπτωση των στερεών χρησιμοποιείται στις θερμικές ταλαντώσεις του κρυσταλλικού πλέγματος, στην έκφράση για την ενέργεια των ηλεκτρονίων κάθε μπάντας και στην περίθλαση ακτινών Χ.

- 1453 Wave Velocity [Ταχύτητα κύματος] Φυα. Ονομάζεται και ταχύτητα φάσης και ισούται με o>(k)/k ή c/n(k) όπου ω είναι η συχνότητα, k το κυματάνυσμα, c η ταχύτητα του φωτός και n(k) ο δείκτης διάθλασης του μέσου διάδοσης του κύματος. W a v e f o r m [Κυματομορφή] Φνσ. Αφορά για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μια συγκεκριμένη περιοχή του χώρου την αναπαράσταση σε σχέδιο του σχήματος ενός κυματοπακέτου. Waveform Analysis [Ανάλυση κυματομορφής] Φυσ. Η γραφική αναπαράσταση σε συνδυασμό απλών μορφών μίας πολύπλοκης κυματομορφής. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο θεωρητικά με τη χρήση μαθηματικών σχέσεων, π. χ. μέσω της ανάλυσης Fourier, όσο και πρακτικά με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Waveguide Propagation [Διάδοση μέσω κυματοδηγού] Επικοιν. Μετάδοση με τη βοήθεια κάποιου κυματοδηγού (αντί σε κενό χώρο) όπου η ταχύτητα φάσης είναι συνάρτηση της συχνότητας και συνήθως υπάρχουν και αναμενόμενες απώλειες. Wavelength [Μήκος κύματος] Μηχ. Είναι η απόσταση που διανύει ένα κύμα σε χρονικό διάστημα ίσο με την περίοδο του. Wavellite [Βαβελλίτης] Ομυκτ. Ενυδατωμένο αργιλλοφωσφορικό ορυκτό με χημικό τύπο Al3(0H)3(P04)2? 5Η 2 0. Απαντάται ως μαζικά και σφαιρικά μορφώματα,, τα οποία βρίσκονται σε ορυκτολογικές φλέβες και σπηλαιώσεις. Το ορυκτό έχει κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος με πράσινο, κίτρινο, μπλε ή καφέ χρωματισμό. Η πυκνότητά του είναι 2,32 έως 2,35 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του είναι μεταξύ 3,5 και 4 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας. Wavemeter [Κυματόμετρο] Τεχνολ. Ειδική συσκευή για τη μέτρηση του μήκους κύματος και της συχνότητας των ηλεκτρομαγνητικών ταλαντώσεων στην περιοχή των ραδιοκυμάτων. Η αρχή λειτουργίας της βασίζεTat στο φαινόμενο του συντονισμού ή στη σύγκριση της μετρούμενης συχνότητας με τη γνωστή συχνότητα πρότυπης γεννήτριας ή ακόμη και στη μέτρηση του αριθμού περιόδων της μετρούμενης ταλάντωσης. Wax [Κερί] Χημ. Χαρακτηρισμός για λιπαρές ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από εστέρες ανωτέρων λιπαρών οξέων και κορεσμένων, κυρίως, αλκοολών μεγάλης μοριακής μάζας. Διαιρούνται σε τρεις τύπους, τα ζωικά, τα φυτικά και τα ορυκτά. Τα ζωικά περιλαμβάνουν το κερί από μέλισσες και τη λανολίνη, στα φυτικά περιλαμβάνονται η καρνάουμβα και η καντέλιλλα, ενώ στα ορυκτά συγκαταλέγεται η κηροζίνη. Τα κεριά χρησιμοποιούνται στην παρασκευή βερνικιών, χαρτιού, σαν βάση χρωμάτων στη ζωγραφική κ.τ.λ. Wax P a p e r [Χαρτί κήρου] Τεχνολ. Ειδικός τύπος χαρτιού που είναι επιφανειακά επικαλυμμένο με λεπτό στρώμα κεριού αποτελούμενου κυρίως από κεροζίνη. Το ειδικό αυτό χαρτί χρησιμοποιείται για συσκευασίες υλικών, φαρμάκων και τροφίμων ευπαθών στην υγρασία. W Boson [Μποζόνιο W] Πυμην. Φυσ. Σε συνδυασμό με το Ζ μποζόνιο είναι ο φορέας των ασθενών αλληλεπιδράσεων. Γενικά υπάρχουν τέσσερα είδη θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων. Της βαρύτητας, η ήλεκτρο μαγνητική, η ισχυρή και η ασθενής αλληλεπίδραση. Weak Acid [Ασθενές οξύ] Χημ. Χημική ένωση, η οποία σύμφωνα με τη θεώρηση περί οξέων και βάσεων, αποβάλλει πολύ δύσκολα ένα πρωτόνιο. Στον έλεγχο

Weber

της ισχύος ενός οξέος σημαντικό ρόλο έχει και ο διαλύτης μέσα στον οποίο βρίσκεται το οξύ και που συνήθως είναι το νερό. Σε υδατικά συστήματα ασθενές είναι ένα οξύ όταν αποβάλλει δυσκολότερα πρωτόνιο από το ιόν του οξωνίου, Η 3 0 + . Πρακτικά σε ένα ασθενές οξύ δεν διίστανται όλα τα μόριά του, παρέχοντας πρωτόνια, αλλά μόνο ένα ποσοστό από αυτά. W e a k Convergence [Ασθενής σύγκλιση] Μαθημ. Έστω ένας τοπολογικός γραμμικός χώρος Χ στον οποίο έχει οριστεί ακολουθία {xn}. Θεωρώντας το γραμμικό συναρτησοειδές f του χώρου Χ, θα λέγεται πως η {xn} συγκλίνει ασθενώς αν ισχύει: limn_** (xn) = f(x n ). W e a k Coupling [Ασθενής σύζευξη] Πυμην. Φυο. Η κατά πολύ ασθενέστερη της ηλεκτρομαγνητικής ή της ισχυρής, αλληλεπίδραση μεταξύ πεδίων φερμιονίων. W e a k Electrolyte [Ασθενής ηλεκτρολύτης] Χημ. Ηλεκτρολυτική ουσία, η οποία μέσα σε ένα διαλύτη διίσταται δίνοντας ιόντα μόνο κατά ένα ποσοστό Kat όχι πλήρως. Το ρόλο του διαλύτη έχει συνήθως το νερό και για το λόγο αυτό γίνεται αναφορά για ασθενείς ηλεκτρολύτες σε υδατικά διαλύματα. Ασθενείς ηλεκτρολύτες είναι ορισμένες οξέα με τις συζυγείς τους βάσεις καθώς και οι αζωτούχες βάσεις με τα συζυγή αυτών οξέα. Weak Interaction [Ασθενής αλληλεπίδραση] Πυρην. Φυσ. Ένας από τους τέσσερις βασικούς τύπους θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων μεταξύ στοιχειωδών σωματιδίων, Είναι πολύ πιο ασθενής από τη ισχυρή και την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και πολύ ισχυρότερη της βαρυτικής. Οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις γίνονται με πολύ αργό ρυθμό? η διάρκειά τους είναι της τάξης των ΙΟ"10 sec. Το κυριότερο σωματίδιο που αλληλεπιδρά ασθενώς είναι το νετρίνο. Weak Topology [Ασθενής τοπολογία] Μαθημ. Έστω Χ γραμμικός χώρος στον οποίο έχει οριστεί νόρμα και Χ* ο συζυγής ή δυϊκός χώρος του Χ. Η οικογένεια ημινορμών Γ={ρΧ*: χ* e Χ*} όπου ρχ*(χ)=|χ*(χ)| όταν χ e Χ ορίζει την τοπολογία ΤΓ η οποία ονομάζεται ασθενής τοπολογία του χώρου Χ. Weakly Complete Space [Ασθενώς πλήρης χώρος] Μαθημ. Έστω Χ ένας γραμμικός χώρος με νόρμα και (xj)^ ένα δίκτυο στο Χ. το οποίο είναι w-Cauchy. Ο Χ λέγεται πως είναι ασθενώς πλήρης μετρικός χώρος αν κάθε τέτοιο w-Cauchy δίκτυο συγκλίνει ασθενώς σε ένα Χ που βρίσκεται μέσα στο Χ. W e a r [Φθορά] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η φυσιολογική, αλλά συγχρόνως και μεγάλη σε χρονική διάρκεια, καταστροφή ενός υλικού που επέρχεται από διάφορους παράγοντες, όπως η διάβρωση του περιβάλλοντος ή η τριβή με άλλα σώματα, W e a t h e r Satellite [Μετερεωλογικός δορυφόρος] Μετεωμ. Είναι μία άκρως πολύπλοκη συσκευή, καρπός της υψηλής τεχνολογίας, η οποία περιστρεφόμενη γύρω από την Γη σε αποστάσεις που είναι πολύ μεγαλύτερες από το πάχος της ατμόσφαιράς της, συλλέγει πληροφορίες τις οποίες μεταδίδει σε ειδικούς σταθμούς επάνω στην Γη, με σκοπό την πρόβλεψη των καιρικών συνθηκών, W e b [Κορμός] Πολ.Μηχ. Είναι όρος που αναφέρεται σε ορισμένες κατηγορίες μεταλλικών δοκών φερόντων οργανισμών και ορίζει το κατακόρυφο τμήμα, που όπως φαίνεται καθαρά σε μία εγκάρσια διατομή, συνδέει τις δύο οριζόντιες παρειές της. Weber [Βέμπερ] Ηλεκτμομαγν. Μονάδα του διεθνούς συστήματος μονάδων για τη μαγνητική ροή. Είναι ίση

W e b e r Differential E q u a t i o n

- 1454 -

με lNXlm/ΙΑ και ισοδύναμη με τη ροή η οποία παράγει ηλεκτροκινητική δύναμη ενός Volt εάν αυτή μειωθεί στο μηδέν σε χρόνο ενός δευτερολέπτου. W e b e r Differential E q u a t i o n [Διαφορική εξίσωση Weber] Μαθημ. Η διαφορική εξίσωση Weber δίνεται από τον τύπο u"+(n+l/2-z 2 /4)u=0. Είναι ομογενής εξίσωση και έχει απαραίτητα το 0 ως τετριμμένη λύση. Weberite [Βεμπερίτης] Ορυκτ. Λεπτόκοκκο φθοριούχο ορυκτό με χημικό τύπο Na3MgAlF7. Είναι λευκόφαιοι κρύσταλλοι πυκνότητας 2,96 gr/cm3 και σκληρότητας 3,5 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας, οι οποίοι ανήκουν στο ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα. Το ορυκτό διαλύεται πολύ λίγο στο νερό και πολύ εύκολα σε διάλυμα A1C13. Συναντάται ως προϊόν μεταμόρφωσης του κρυολίθου. Weddellite [Βεντελλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό οξαλικό ασβέστιο με τύπο CaC 7 0 4 -2H 2 0. Συναντάται ως προϊόν της βιολογικής διάβρωσης διαφόρων πετρωμάτων όπως μάρμαρο, ασβεστόλιθος κ.τ.λ. Αποτελείται από λευκούς ή υποκίτρινους αδιαφανείς κρυστάλλους του τετραγωνικού κρυσταλλικού συστήματος. Η πυκνότητά του είναι 2,02 gr/cm3 και η σκληρότητά του 4 βαθμοί της κλίμακας Mohs. Ανήκει στα οργανικά οξυάλατα. W e d d e r b u r n T h e o r e m [Θεώρημα Wedderburn] Μαθημ. Έστω ένας δακτύλιος R κάθε μη μηδενικό διάνυσμα του οποίου είναι μονάδα. Αν ο δακτύλιος R είναι πεπερασμένης διάστασης τότε αποδεικνύεται πως είναι αντιμεταθετικός δακτύλιος διαίρεσης, δηλαδή είναι σώμα. Weed [Ξεκαθαρίζω] Πληρ. Μετακινώ και διαγράφω από ένα αρχείο στοιχεία δεδομένων, τα οποία είτε είναι εσφαλμένα είτε δεν χρησιμοποιούνται πια. Week [Εβδομάδα] Αστρον. Χρονική περίοδος του ηλιακού έτους που ισοδυναμεί με επτά ημέρες ή 168 ώρες. Weep Hole [Αγωγός αποστράγγισης] Πολ.Μηχ. Για να αποφευχθεί η άσκηση υδροστατικής πίεσης σε έναν τοίχο αντιστήριξης, δημιουργείται ένα άνοιγμα, όπου τοποθετείται μέσα του ένας σωλήνας, ώστε μέσω αυτού να διαφεύγει το νερό. Weibullite [Βεϊμπουλίτης] Ορυκτ. Σουλφοσεληνιούχο ορυκτό με σύσταση Pb^isiS, Se)i8. Συναντάται ως μαζικοί ινόμορφοι και πρισματικοί σχηματισμοί, φαιού χρώματος και πυκνότητας 6,73 gr/cm3. Έχει μεταλλική λάμψη και κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα, ενώ η σκληρότητά του κυμαίνεται μεταξύ 2 και 2,5 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας. Weierstrass A p p r o x i m a t i o n T h e o r e m [Θεώρημα προσέγγισης Weierstrass] Μαθημ. Σημαντικό εργαλείο της προσέγγισης συναρτήσεων με πολυώνυμα. Δεδομένης μιας συνεχούς συνάρτησης f ορισμένης στο κλειστό διάστημα [α,β] εξασφαλίζεται η ύπαρξη ενός πολυωνύμου π έτσι ώστε να ισχύει για κάθε x που βρίσκεται μέσα σε αυτό το διάστημα: max|f(x)-rc(x)| <ε, όπου ε θετικός τυχαίος αριθμός. Weierstrass Elliptic Function [Weierstrass ελλειπτική συνάρτηση] Μαθημ. Η συνάρτηση που ορίζεται από την αντιστροφή του ολοκληρώματος |[l/(4t 3 -g2t-g3) 1/2 όπου g 2 Kai g 3 είναι παράμετροι που ονομάζονται αναλλοίωτοι. Η συνάρτηση Weierstrass είναι μερόμορφη και διπλά περιοδική όπως κάθε ελλειπτική συνάρτηση. Weierstrass Function [Συνάρτηση Weierstrass] Μαθημ. Συνάρτηση f της οποίας ο τύπος δίνεται από τη σειρά συναρτήσεων £[(l/2 n )xcos(3 n x)] όταν το χ είναι πραγματικός αριθμός. Η f είναι συνεχής συνάρτηση

για κάθε x πραγματικό ενώ δεν είναι παραγωγίσιμη για κανένα στοιχείο της. Weierstrass Μ Test [Μ-κριτήριο Weierstrass] Μαθημ. Έστω μια {fn} ακολουθία συναρτήσεων έτσι ώστε κάθε f να έχει πεδίο ορισμού το Α και {Μη} μια ακολουθία αριθμών η οποία ικανοποιεί τη συνθήκη |fn (x)| <Μ„ για κάθε χ e Α. Αν συγκλίνει η σειρά ΣΜ η ,τότε αποδεικνύεται πως η ΣίΠ συγκλίνει ομοιόμορφα στο σύνολο Α. Weight [Βάρος] Μηχ. Το βάρος ενός σώματος ορίζεται ως η ελκτική δύναμη η οποία ασκείται επάνω του από την μάζα της Γης. Το βάρος ενός σώματος είναι άμεσα συνδεδεμένο με την μάζα του, χωρίς να ταυτίζεται σαν έννοια με αυτήν και μεταβάλλεται ανάλογα με την απόστασή του από την επιφάνεια της Γης. Weight Function [Συνάρτηση βάρους] Μαθημ. Έστω δυο συνεχείς συναρτήσεις f και g, ορισμένες στο κλειστό διάστημα [α,β]. Το εσωτερικό γινόμενο τους στον χώρο 0[α,β] δίνεται από τη σχέση :=Jf(x)g(x)r(x) dx με διάστημα ολοκλήρωσης το [α,β]. Η συνάρτηση r (Χ) ονομάζεται συνάρτηση βάρους και είναι συνεχής, με πεδίο ορισμού το [α,β], είναι αυστηρά θετική και η αυθαίρετη εισαγωγή της γίνεται για να εξυπηρετήσει τον ορισμό του γινομένου. Weightlessness [Συνθήκες μηδενικής βαρύτητας]. —» Zero Gravity Weingarten S u r f a c e [Weingarten επιφάνεια] Μαθημ. Έστω μια επιφάνεια η οποία ορίζεται με τη χρήση ενός πεπερασμένου συνόλου Α ακτινών. Στην περίπτωση που κάθε στοιχείο του συνόλου Α είναι εξαρτημένο από τα υπόλοιπα και μονοσήμαντα ορισμένο σε σχέση με αυτά τότε η επιφάνεια θα καλείται Weingarten. Weir [Υδατόφραγμα] Πολ.Μηχ. Είναι ένα τεχνητό εμπόδιο κατασκευασμένο κάθετα στην διεύθυνση ροής ενός ποταμού, σχετικά χαμηλού ύψους, το οποίο επιτρέπει μεν την διέλευση του νερού πάνω από αυτό αλλά συμβάλλει συγχρόνως στον σχηματισμό μίας μικρής λίμνης και επιτρέπει την μέτρηση της ροής του νερού. Weiss Magneton [Μαγνητόνη Weiss] Ατομ. Φυσ. Ίση με 1.853 Χ erg/oersted μονάδα μαγνητικής ροπής η οποία προκύπτει από τις μαγνητικές ροπές ορισμένων μορίων οι οποίες είναι ακέραια πολλαπλάσια αυτής της ποσότητας. Ισούται περίπου με το ένα πέμπτο της μαγνητόνης του Bohr. Weiss Molecular Field [Μοριακό πεδίο Weiss] Φυσ. Στερ. Κατ. Στη περίπτωση σιδηρομαγνητικού υλικού θεωρία του Weiss σύμφωνα με την οποία οι ατομικές μαγνητικές ροπές τείνουν να ευθυγραμμιστούν σε μια περιοχή του υλικού με αποτέλεσμα να δημιουργούν στη συνέχεια μαγνητικό πεδίο. Weissenberg Method [Μέθοδος Wcisscnberg] Φυσ. Στερ. Κατ. Κατά την περίπτωση προετοιμασίας ενός κρυστάλλου για την μελέτη του με τη μέθοδο της περίθλασης, μέθοδος στερεώματος του έτσι ώστε η προσπίπτουσα δέσμη να κτυπά κάθετα το κρύσταλλο ως προς ένα άξονα του πραγματικού πλέγματος και όχι του αντιστρόφου. Weissite [Βεϊσσίτης] Ορυκτ. Ορυκτό τελλουρίδιο του χαλκού με χημικό τύπο Cui>9Te. Αποτελείται από αδιαφανείς μπλε και μαύρους κρυστάλλους του εξαγωνικού κρυσταλλικού συστήματος με μεταλλική λάμψη. Το ορυκτό έχει πυκνότητα 6 gr/cm3 και σκληρότητα 3 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Συναντάται μαζί με άλλα ορυκτά του τελλουρίου.

- 1455 Weizsacker Williams Method [Μέθοδος Weizsacker - Williams] Φυσ. Κατά την περίπτωση της μελέτης της σκέδασης δύο σωμάτων όπου θεωρούμε το ένα σώμα στο σύστημα ηρεμίας του η Weizsacker Williams είναι μία προσεγγιστική μέθοδος για τον υπολογισμό του μπρεστράλουν/κ όταν η κινητική ενέργεια των σωμάτων είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη μάζα αδράνειας τους. Θεωρούμε ότι τα φανταστικά φωτόνια του μη ακίνητου σώματος που αναπαριστούν το πεδίο Coulomb του άλλου υπόκεινται σε σκέδαση Compion. Weizsdcher's Theory [Πρωτοπλανητική υπόθεση Weizsdcher] Αστρον. Θεωρία που αφορά στον τρόπο δημιουργίας του πλανητικού μας συστήματος και η οποία διατυπώθηκε από τον αστρονόμο Carl von Weizsdcher το 1945. Σύμφωνα με αυτήν, ένα ταχέως περιστρεφόμενο αέριο νεφέλωμα αποτελούμενο κυρίως από υδρογόνο, ήλιο και σωματίδια σκόνης άρχισε να συμπυκνίόνεται δημιουργώντας πρωτοπλανητικές άμορφες οντότητες, που στη συνέχεια εξελίχθηκαν στους γνωστούς πλανήτες. Weld [Συγκόλληση] Μηχ. Είναι μία διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η ένωση μεταλλικών στοιχείων, τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση τήξεως, αφού έχουν θερμανθεί και που ενδέχεται να εφαρμόζεται ή όχι και η άσκηση πιέσεως. Well [Φρέαρ] Οικοδ. Είναι ένας χώρος επικοινωνίας των ορόφων μίας οικοδομής μέσα από τον οποίο διέρχονται κλίμακες και ανελκυστήρες, ώστε να υπάρχει η κατακόρυφη μετακίνηση από το ένα επίπεδο στο άλλο. Well Defined [Καλά ορισμένη] Μαθημ. Μια απεικόνιση ονομάζεται καλά ορισμένη όταν κάθε τιμή της είναι ανεξάρτητη από την επιλογή των ορισμάτων της. Well F o r m e d F o r m u l a [Καλώς σχηματισμένος τύπος] Μαθημ. Κάθε μαθηματική έκφραση που αποτελείται από σύμβολα τα οποία βρίσκονται στη σωστή θέση έτσι ώστε να αποκλείονται τα λάθη με βάση τους κανόνες που διέπουν τη σύνταξη των μαθηματικών προτάσεων. Well O r d e r i n g [Καλή διάταξη] Μαθημ. Έστω ένα σύνολο Χ για το οποίο έχει οριστεί μια διάταξη <. Αν κάθε υποσύνολο του Χ έχει ελάχιστο στοιχείο, τότε η < διάταξη ονομάζεται καλή διάταξη και το σύνολο Χ καλώς διατεταγμένο. Well O r d e r i n g Principle [Αρχή καλής διάταξης] Μαθημ. Έστω ένα τυχαίο σύνολο Χ. Στο σύνολο Χ μπορεί να οριστεί μια σχέση διάταξης < τέτοια ώστε το (Χ,<) να είναι καλώς ορισμένο σύνολο, δηλαδή να έχει ελάχιστο στοιχείο. Well Posed P r o b l e m [Καλώς τοποθετημένο πρόβλημα] Μαθημ. Έστω ένα πρόβλημα Π και Α το σύνολο των υποθέσεων και των περιορισμών του. Το πρόβλημα Π ονομάζεται καλά τοποθετημένο όταν, για το δεδομένο σύνολο Α, έχει λύση π της οποίας ο ορισμός είναι απαραίτητα μονοσήμαντος. Wentzel - K r a m e r s - Brillouin Approximation [Προσέγγιση Wentzel - Krcmcrs -Brillouin] Φυο. Εμφανιζόμενη περίπτωση στη κβαντική μηχανική κατά την οποία για την προσεγγιστική λύση της εξίσωσης του Schrodinger για αργά μεταβαλλόμενα δυναμικά, ο λογάριθμος της κυματοσυνάρτησης αναπτύσσεται σε σειρά ως προς τις δυνάμεις της σταθεράς του Planck. Westphal Balance [Ζυγός Westphal] Τεχνολ. Τύπος ζυγού που μετρά ειδικά βάρη στερεών ουσιών και βασίζεται στην αρχή του Αρχιμήδη περί άνωσης. Οταν το

Whirlpool Galaxy

στερεό βυθιστεί, μέσω του βραχίονα του ζυγού, σε υγρό γνωστής πυκνότητας, π.χ. νερό, του ασκείται άνωση μειώνοντας την ένδειξη του ζυγού. Τη μείωση αυτή μηδενίζουμε προσθέτοντας κατάλληλο αντισταθμιστικό βάρος, που ισούται με το βάρος του στερεού. Wet [Εφυγρος] Χημ. Ορος που αναφέρεται σε στερεές ενώσεις που έχουν προσρροφήσει αρκετή ποσότητα κάποιου υγρού, ώστε να δημιουργείται μία λεπτή στοιβάδα υγρού στην επιφάνεια του στερεού. Αν πρόκειται για αέριες ενώσεις χαρακτηρίζονται έτσι όταν έχουν κορεστεί με ατμούς ενός υγρού, συνήθους με υδρατμούς. Wet Ashing [Υγρή απανθράκωση] Ομγ.Χημ. Διαδικασία οξείδωσης πολλών ευπαθών οργανικών ενώσεων, όταν σε αυτές επιδράσει κάποιο πολύ ισχυρό οξειδωτικό όπως ατμίζον θειικό ή νιτρικό οξύ, με αποτέλεσμα τη μετατροπή των οργανικών ενώσεων σε τέφρα με κι)ριο συστατικό τον στοιχειακό άνθρακα. Wettability [Εφυγραντική ικανότητα] Χημ. Η ικανότητα ενός στερεού σώματος να προσροφά μεγάλες ποσότητες κάποιου υγρού μέχρις ανάπτυξης λεπτού στρώματος υγρού στην επιφάνεια του στερεού. Wetted [Εφυγρη ουσία] Χημ. Χημική ουσία που έχει προσρροφήσει μεγάλη ποσότητα κάποιου υγρού, το οποίο έχει σχηματίσει επιφανειακή στοιβάδα. Whale [Κήτος] Αστρον. Αστερισμός που βρίσκεται λίγο πιο νότια από τον αστερισμό των Ιχθύων, στην περιοχή της εκλειπτικής. Περιέχει ένα περίεργο μεταβλητό άστρο με το όνομα Θαυμάσιος του Κήτους, το οποίο είναι ένας κόκκινος υπεργίγαντας που συνεχώς αλλάζει αστρικό μέγεθος με περίοδο περίπου 11 μηνών. Ο αστερισμός περιέχει και άλλα σημαντικά άστρα όπως ο Μενκάρ (αΚήτους) και ο Διφδά (β-Κήτους) με φασματικούς τύπους Μ2 και ΚΙ αντίστοιχα. W h a r f [Αποβάθρα] Πολ,Μηχ. Είναι μία μόνιμη κατασκευή, κατά μήκος της θαλάσσιας ακτής, συνήθως από λίθους ή Kat από σκυρόδεμα, όπου επάνω της υπάρχουν ακλόνητα τα αγκυροβόλια όπου μπορούν να δέσουν τα πλοία. Wheel [Τροχός] Μηχ. Μία από τις σημαντικότερες εφευρέσεις της ανθρωπότητας, ο τροχός έχει βρει αναρίθμητες εφαρμογές στην τεχνολογία από αρχαιοτάτων χρόνων. Μπορεί να ορισθεί ως ένα κυκλικό πλαίσιο ή ένας δίσκος ο οποίος περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα που διέρχεται από το κέντρο του. Whewell E q u a t i o n [Whewell εξίσωση] Μαθημ. Έστω μια καμπύλη ορισμένη στο επίπεδο μήκους μ καθώς και η εφαπτομένη της με την οποία σχηματίζει γωνία φ. Η εξίσωση Whewell είναι η απεικόνιση που συνδέει τα δύο μεγέθη μ και φ. Whewellite [Βεβελλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό οξαλικό άλας του ασβεστίου με χημικό τύπο CaCvO^fyO. Αποτελείται από αδιαφανείς κρυστάλλους του μονοκλινικού συστήματος μ ε πυκνότητα μεταξύ 2,21 και 2,23 gr/cm3 και σκληρότητα μεταξύ 2,5 και 3 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας. Μπορεί να είναι άχρωμο, αλλά και με έγχρωμους κρυστάλλους με υποκίτρινο, καφετί, η γκρι χρώμα. Αποτελεί προϊόν της βιολογικής διάβρωσης ασβεστιούχων λίθων, όπως το μάρμαρο, ο ασβεστόλιθος κ.α. Whirlpool Galaxy [Γαλαξίας Whirlpool] Αστρον. Κλασσικός σπειροειδής γαλαξίας με απόσταση 15 εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη και επίσημη ονομασία Μ51, είναι ένας απύ τους πλέον φωτεινούς γαλαξίες της ουράνιας σφαίρας. Οι σπείρες του γαλαξίας έ-

Whiskey

- 1456 -

χουν χαρακτηριστική μορφή που οφείλεται κατά τους αστρονόμους στη βαρυτική έλξη που ασκείται σε αυτόν από ένα μικρό γαλαξία συνοδό. Whiskey [Ουίσκι] Χημ. Τροφ. Ισχυρό αλκοολικό ποτό που εξάγεται με απόσταξη ζυμωμένου γλεύκους σιτηρών. Αφού βράσει ανακατεύεται με απεσταγμένο νερό και ποσότητα καθαρής αλκοόλης, ενώ σε μερικές περιπτώσεις του προστίθεται κρασί και διάφορες αρωματικές ουσίες. Η τελική ποσότητα αλκοόλης του ποτού είναι 40 με 50 αλκοολικούς βαθμούς. White Arsenic [Λευκό αρσενικό] Ανοργ.Χημ. Κοινή ονομασία του τριοξειδίου του αρσενικού με χημικό τύπο AS2O3. Μπορεί να είναι υαλώδες και κρυσταλλικό μονοκλινές ή οκταεδρικό στερεό με πυκνότητα 3,7, 3,85 και 3,87 gr/cm3. Διαλύεται στο νερό δίνοντας όξινη αντίδραση, σχηματίζοντας αρσενικώδες οξύ. White Book [Ασπρο βιβλίο] Επικοιν. Σειρά συστάσεων της Philips (που καθιερώθηκε σαν διεθνές πρότυπο) για τα Video Cd (CDi) ενώ αυτά που έχουν αποκλειστικά φωτογραφίες παρουσιάζονται στο πράσινο βιβλίο. White Caustic [Αευκό καυστικό] Ανομγ.Χημ. Εμπειρική ονομασία του υδροξειδίου του νατρίου, NaOH, το οποίο είναι ένα εύτηκτο, λευκό στερεό με μεγάλη διαλυτότητα στο νερό. White Cement [Αευκό τσιμέντο] Τεχνολ. Τύπος τσιμέντου αποτελούμενου κυρίως από καολινίτη που έχει αναμιχθεί και αντιδράσει με μικρές ποσότητες υδροξειδίου του ασβεστίου. Το υλικό αυτό έχει εξαιρετική μηχανική αντοχή, χαμηλό πορώδες και μεγάλη αντίσταση στη χημική διάβρωση από αλκάλια. Τα κύρια συστατικά του είναι τα Si0 2 , ΑΙ2Ο3 και CaO με ελάχιστες προσμίξεις άλλων οξειδίων. Χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό, στις πισίνες κ.τ.λ. WTiite Compression [Συμπίεση λευκού] Επικοιν. Καθοριστικός παράγοντας στην κωδικοποίηση επειδή σε μια εικόνα ενός κειμένου ο περισσότερος (κενός) χώρος είναι λευκός άρα αρκεί να παρασταθεί με τον απλούστερο κωδικό. White Dwarf S t a r [Λευκός νάνος] Αστμον. Τύπος υπέρπυκνου άστρου με μάζα που κυμαίνεται από 0,1 έως 1,2 ηλιακές μάζες και ακτίνα 0,5 έως 4 φορές την ακτίνα της Γης. Η πυκνότητα τέτοιων αστέρων είναι τεράστια, 50.000 έως 1.000.000 φορές μεγαλύτερη από του νερού. Σε τέτοιες συνθήκες η ύλη δεν υπακούει στους συνήθεις νόμους της φυσικής. Οι λευκοί νάνοι αποτελούν ένα από τα τελικά στάδια της εξέλιξης ενός αστέρα της κύριας ακολουθίας. White Level [Επίπεδο άσπρου] Επικοιν. Συνηθίζεται σε φωτογραφίες ή άλλες καταστάσεις όπου απαιτείται εκτύπωση φωτογραφική να προσαρμόζεται το επίπεδο του άσπρου χρώματος ώστε να μην ενοχλεί η χρωματική αντίθεση σε ειδικούς τύπους χαρτιών. White Light [Λευκό φως] Οπτικ. Περίπτωση κατά την οποία το ορατό φως αποτελείται από μείγμα μονοχρωματικής ακτινοβολίας σε τέτοιο ποσοστό ώστε να θεωρείται άχρωμο και να γίνεται αντιληπτό από το μάτι ως λευκό. White Light Hologram [Ολόγραμμα λευκού φωτός] Οπτικ. Περίπτωση κατά την οποία φωτίζεται με κοινό φως είδος ολογραφήματος. White Noise 1 [Λευκός θόρυβος] Ακουστ. Κατανεμημένος σ' όλο το ακουστικό φάσμα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο από την κατανομή της ακτινοβολίας προκύπτει το θερμικό φως, ήχος ή θερμικός θόρυ-

βος. Έχει δηλαδή σταθερή κατανομή ενέργειας πάνω σ' όλο το εύρος της ζώνης συχνοτήτων. White Noise 2 [Λευκός θόρυβος] Επικοιν. Τυχαίος θόρυβος που εισάγεται στο σύστημα από τυχαίες κινήσεις και αποτελεί βασικά θεωρητικό εργαλείο. White P a r a f f i n Oil [Λευκό παραφινέλαιο ή ορυκτέλαιο] Μηχ.Ρευστ. Υγρό μίγμα μακρομοριακών υδρογονανθράκων που αποτελεί προϊόν του πετρελαίου και χρησιμοποιείται κυρίως ως λιπαντική ουσία, υδραυλικό υγρό, μέσο για ηλεκτρικές μονώσεις, καθώς και ως ιατρικό παρασκεύασμα. Κάθε τύπος ορυκτέλαιου πρέπει να έχει χαμηλό περιεχόμενο σε στερεά σώματα και μεγάλη αντιοξειδωτική ικανότητα, ώστε να γίνεται άρτια χρήση του στις διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές. White P h o s p h o r u s [Λευκός φωσφόρος] Χημ. Αλλοτροπική μορφή του στοιχείου φωσφόρου, Ρ. Είναι διαφανής μαλακή μάζα με σημείο τήξεως 44 UC και σημείο ζέσεως 280 °C. Διαλύεται ελάχιστα στο νερό και πολύ εύκολα στο διθειάνθρακα. Μέχρι τους 800 °C ο λευκός φωσφόρος είναι τετρατομικός, ενώ σε υψηλότερες θερμοκρασίες διασπάται σε δυατομικό και μονοατομικό. Έχει, σε στερεά κατάσταση, πυκνότητα 1,83 gr/cm3 και με ελαφρά θέρμανση καίγεται βίαια προς πεντοξείδιο, ενώ οι ατμοί του είναι τοξικοί. Επιβάλλεται η φύλαξή του μέσα σε δοχεία με νερό White Signal [Σήμα λευκού] Επικοιν. Το σήμα που ορίζει την απουσία χρώματος σε μια κλίμακα πχ όπου τα 3 βασικά χρώματα RGB έχουν κλίμακα 256 τιμών. White To Black Amplitude Range [Εύρος πλάτους από το άσπρο ως το μαύρο] Επικοιν. Κλίμακα από το απόλυτο άσπρο ως το απόλυτο μαύρο σε τόνους του γκρι ή και με την μίξη χρωμάτων. Wide Area Data Service [Υπηρεσία δεδομένων ευρείας περιοχής] Επικοιν. Τα δίκτυα WAN καλύπτουν συνήθως ευρείες γεωγραφικά περιοχές ή ταυτίζονται με τους εθνικούς οργανισμούς τηλεπικοινωνιών (PSDN). Έτσι εξυπηρετούν με μεταγωγή πακέτων (πχ Hellaspak ) και μισθωμένες γραμμές που συνήθως πια είναι (το ενοποιητικό) ISDN πχ Hellascom. Wide Area I n f o r m a t i o n Server [Εξυπηρετητής πληροφοριών ευρείας περιοχής] Επικοιν. Υπηρεσία υπερκειμένου του διαδικτύου που έπαιζε το ρόλο ανάκτησης πληροφοριών αλλά ξεπεράστηκε από αρκετά ταχύτερες μηχανές αναζήτησης. Wide Area Network [Δίκτυο ευρείας περιοχής] Επικοιν. Δίκτυο υπολογιστών που καλύπτει τα ευρύτερα όρια πχ ενός γεωγραφικού διαμερίσματος ή ενός κράτους κτλ. Οι εξυπηρετητές του συνήθως διασυνδέουν αρκετά ετερογενή δίκτυα. Wide Area Network 2 [Ευρείας περιοχής δίκτυο] Πλημ. Το δίκτυο υπολογιστών, στο οποίο είναι δυνατή η επικοινωνία μεταξύ απομακρυσμένων γεωγραφικά μεταξύ τους σταθμών μέσω γραμμών επικοινωνίας, σε αντίθεση με τα τοπικά δίκτυα επικοινωνίας (LANs). Wide Area Telephone Service [Υπηρεσία τηλεφώνου ευρείας περιοχής] Επικοιν. Αμερικάνικη υπηρεσία που στηρίζεται στο αμερικάνικο τηλεφο)νικό σύστημα (PSTN) μιας μεγάλης περιοχής (αν και συναντάμε και τον όρο Network Wide...) δηλαδή εξυπηρέτηση με κόμβους, βρόγχους και ακτινικές συνδέσεις για απομακρυσμένα σημεία. Wide Band Communications [Επικοινο)νίες ευρείας ζώνης] Επικοιν. Επικοινωνίες που στηρίζονται σε δίκτυα ευρείας περιοχής (WAN) ή χρησιμοποιούν δορυφόρους για δεδομένα και φωνή.

- 1457 Wideband [Ευρεία ζώνη] Επικοιν. To αντίθετο της στενής ζώνης Narrowband πχ για μια ΤΙ είναι 1.544 Mbps. Width [Πλάτος] Επικοιν. Ένα ημιτονοειδές σήμα συνήθως παριστάνεται από κ(ί) = Α ημ(ωΐ + φ). Το πλάτος Α δίνει τις ακρότατες τιμές που μπορεί να κινηθεί το σήμα. Width Coding [Κωδικοποίηση πλάτους] Επικοιν. Κωδικοποίηση που λαμβάνει υπόψη το πλάτος των χρησιμοποιούμενων συμβόλων, στη σταθερή περίπτωση όλα τα σύμβολα είναι ισομήκη ενώ στη μεταβλητή αυτό καθορίζεται από τη συχνότητα χρήσης κτλ. Wien Constant [Σταθερά του Wien] Φυα. Φυσική σταθερά στο νόμο μετατόπισης του Wien, που δείχνει την αναλογία μεταξύ συχνότητας μεγίστης εκπομπής και απόλυτης θερμοκρασίας ενός μελανού σώματος. Η τιμή της είναι 1,036· 1011 s^K"1. Wien Displacement Law [Νόμος μετατόπισης του Wien] Φυα. Μαθηματικός νόμος που αναφέρει ότι η συχνότητα μεγίστης εκπομπής ενός μέλανος σώματος είναι μετατοπίζεται ανάλογα με την απόλυτη θερμοκρασία αυτού: vmux=k-T, όπου k είναι η σταθερά της αναλογίας, η οποία δεν εξαρτάται από το υλικό των τοιχωμάτων και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της κοιλότητας του μέλανος σώματος.. Wien Distribution Law [Νόμος κατανομής του Wien] Φυσ. Μαθηματική σχέση που περιγράφει την πυκνότητα εκπομπής ή διαφορετικά την φασματική αφετική ικανότητα ενός μέλανος σώματος ως συνάρτηση του μήκους κύματος της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας και της απόλυτης θερμοκρασίας. Η σχέση έχει τη μορφή R>. = C|· λ'5·ε . Οι σταθερές CiKai c 2 προσδιορίζονται εμπειρικά με τη σύγκριση του θεωρητικού τύπου και των πείραματικών δεδομένων. Wien Effect [Φαινόμενο Wien] Φιχτ.Χημ. Φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται δραματική αύξηση στην αγωγιμότητα του διαλύματος ενός ηλεκτρολύτη με την εφαρμογή πολύ ισχυρών ηλεκτρικών πεδίων της τάξης των 105 volts/cm Σε τόσο μεγάλα πεδία οι ταχύτητες των ιόντων του ηλεκτρολύτη γίνονται τόσο μεγάλες που σταματούν αυτά να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, η ιοντική ατμόσφαιρα στο διάλυμα καταστρέφεται και τα ιόντα κινούνται πλέον ανεξάρτητα. Wien Radiation L a w [Νόμος ακτινοβολίας του Wien] Φυσ. Στη περίπτωση μαύρου σώματος ο νόμος του Wien αποτελείται από μία σχέση σύμφωνα με την οποία το διαφορικό dP της εκπεμπόμενης ισχύος και αυτό του μήκους κύματος άλ στη θέση οπού η ακτινοβολία παρουσιάζει μέγιστη ένταση ικανοποιούν τη σχέση d P = C T ^ όπου Τ η θερμοκρασία και C μία σταθερά. Wiener Khintchine T h e o r e m [Wiener Khintchine θεώρημα] Μαθημ. Έστω μια οικογένεια Χ; τυχαίων μεταβλητών ορισμένων σε ένα χώρο πιθανοτήτων. Αποδεικνύεται ότι η συνάρτηση διασποράς είναι ο συνημιτονικός μετασχηματισμός Fourier της φασματικής πυκνότητας δύναμης. Το συμπέρασμα ισχύει και κατά την αντίστροφη φορά. Wigner Coefficients [Συντελεστές Wigner] Φυα. Ονομάζονται και σύμβολα Wigner και είναι οι συντελεστές οι οποίοι εμφανίζονται κατά τη σύζευξη των ιδιοσυναρτήσεων της στροφορμής. Wigner - E c k a r t T h e o r e m [Θεώρημα Wigner Eckart] Φυα. Εμφανιζόμενο κατά την εξαγωγή στοιχείων πίνακα στην κβαντική θεωρία της στροφορμής θε-

Wind P r e s s u r e

ώρημα σύμφωνα με το οποίο τα στοιχεία πίνακα μπορούν να γραφούν ως το γινόμενο ενός συντελεστή διανυσματικής σύζευξης και ενός όρου ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τους μαγνητικούς κβαντικούς αριΟμούς. W i g n e r ' s T h e o r e m [Θεώρημα Wigner] Φνσ. 1. Αναφερόμενο στη σκέδαση δεύτερου είδους θεώρημα σύμφωνα με το οποίο σ' αυτή την περίπτωση η ολική στροφορμή του σπιν διατηρείται. 2. Αναφερόμενο στις ιδιοσυναρτήσεις της Χαμιλτονιανής θεώρημα σύμφωνα με το οποίο μια ιδιοσυνάρτησή της μπορεί να πολλαπλασιαστεί με ένα στοιχείο συμμετρίας της Χαμιλτονιανής για να δώσει μια άλλη ιδιοσυνάρτηση με την ίδια ιδιοτιμή. Wijs' Iodine Monochloride Solution [Διάλυμα χλωριδίου του ιωδίου κατά Wijs] Αναλ,Χημ. Διάλυμα χλωριδίου του ιωδίου, 1C1 σε καθαρό οξικό οξύ, το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ποσότητας ιωδίου που απαιτείται για πλήρη αντίδραση με 100 g λίπους ή ελαίου. Με αυτήν την μέθοδο εκτιμάται ο βαθμός ακορεστότητας του συστατικού καρβοξυλικού οξέος μίας λιπαρής ουσίας. Willemite [Βιλλεμίτης] Ορυκτ. Ορυκτός πυριτικός ψευδάργυρος, που υπακούει στο χημικό τύπο Zn2Si04. Αποτελείται από πρισματικούς κρυστάλλους του τριγωνικού κρυσταλλικού συστήματος, με πυκνότητα μεταξύ 3,89 και 4,19 gr/cm3 και σκληρότητα 5,5 βαθμών στην κλίμακα Mohs. Τα δείγματά του είναι άχρωμα, αλλά και λευκού, πράσινου, κίτρινου ή καφέ χρωματισμού. Το ορυκτό παρουσιάζει φθορίζουσες ιδιότητες και συναντάται σε κοιτάσματα ψευδαργύρου μαζί με ψευδαργυρίτη και φρανκλινίτη. Williamson Synthesis [Σύνθεση Williamson] Οργ.Χημ. Βασική συνθετική πορεία για τους αιθέρες κατά την οποία αλκοξείδιο του νατρίου ή του καλίου θερμαίνεται με ένα αλκυλαλογονίδιο κατά το σχήμα: R3/40"Na" + R'J/4X —» RVaOVa R' + NaX, όπου R και R' είναι αλκύλια και Χ άτομο αλογόνου. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την παρασκευή μιγμάτων αιθέρων και προτιμάται να χρησιμοποιούνται αλκοξείδια δευτεροταγών ή τριτοταγών αλκοολών καθώς και πρωτοταγή αλκυλαλογονίδια. Wilson's T h e o r e m [Θεώρημα Wilson] Μαθημ. Έστω ένας αριθμός κ=(ν-1)!+1. Αποδεικνύεται ότι ο ν είναι διαιρέτης του κ αν και μόνο αν ισχύει: veZ, ν>1 και ν πρώτος αριθμός. Wind Beam [Αντιανέμια δοκός] ΠολΜηχ. Στις κατασκευές όπου η πίεση του ανέμου αποτελεί μία βασική και υπολογίσιμη εξωτερική καταπόνηση, όπως για παράδειγμα είναι οι υψηλές μεταλλικές κατασκευές, στον φέροντα οργανισμό τους τοποθετούνται κάποιες ράβδοι, κατάλληλα διαστασιολογημένες ώστε να προσδώσουν την απαραίτητη ευστάθεια στον χώρο και να παραλάβουν την φόρτιση αυτή. Wind Load [Φορτίο ανέμου] Πολ.Μηχ. Είναι έννοια άμεσα συνδεδεμένη με την ανεμοπίεση, αφού είναι δύναμη που προκύπτει από αυτήν πολλαπλασιασμένη με την επιφάνεια της κατασκευής η οποία είναι εκτεθειμένη στον άνεμο, Wind Pressure [Ανεμοπίεση] Μηχ. Είναι όρος που χαρακτηρίζει μία από τις κινητές φορτίσεις που λαμβάνονται υπόψη κατά την μελέτη και τον σχεδιασμό μίας κατασκευής και οφείλεται στην ώθηση που ασκεί σε αυτήν ο άνεμος. Εξαρτάται από την γεωμετρία της κατασκευής και την ταχύτητα του ανέμου, και λαμβάνε-

Wind Roze

- 1458 -

ται υπόψη κυρίως για τις υψηλές μεταλλικές κατασκευές. Wind Roze [Τριαντάφυλλο ανέμου] Μετεωρ. Κυκλικό διάγραμμα στο οποίο είναι σχεδιασμένες 16 βασικές διευθύνσεις μεταξύ βορρά, νότου, δύσης, ανατολής και το οποίο παρουσιάζει αφενός τις επί τοις εκατό (%) συχνότητες του ανέμου σε κάθε διεύθυνση και αφετέρου τη μέση ταχύτητα του ανέμου ανά διεύθυνση. Το διάγραμμα αυτό μπορεί να έχει ημερήσια, εβδομαδιαία, μηνιαία, ή ετήσια χρονική βάση. Wind Tunnel [Σήραγγα ανεμοπίεσης] Μηχ. Είναι ένας κυλινδρικός συνήθως χώρος, εξοπλισμένος με όλα τα απαραίτητα μηχανήματα που χρειάζονται για να γίνουν πειράματα αεροδυναμικής σε διαφόρων ειδών δοκίμια και προσομοιώματα μηχανών και κατασκευών, οι οποίες στην πράξη υποβάλλονται σε ανάλογες εντατικές καταστάσεις ανεμοπίεσης. W i n d b r e a k [Ανεμοθώρακας] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε κατασκευή που μελετάται και σχεδιάζεται με σκοπό να προστατεύσει οτιδήποτε από την πίεση του ανέμου και τις πιθανές καταστροφικές συνέπειες της. W i n d e r [Σφηνοειδές σκαλοπάτι] Οικοδ. Στις σκάλες όπου γίνεται αλλαγή κατεύθυνσης καθ' ύψος χωρίς την ύπαρξη ενδιάμεσα ενός πλατύσκαλου, ορισμένα σκαλοπάτια αναγκαστικά δεν είναι ορθογοόνια παραλληλεπίπεδα όπως τα περισσότερα, αλλά σφηνοειδή, δηλαδή έχουν διαφορετικό πλάτος πατήματος στις δύο άκρες τους. Winding N u m b e r [Δείκτης στροφής] Μαθημ. Έστω μια κλειστή καμπύλη σχεδιασμένη στο επίπεδο και Ρ ένα σταθερό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η καμπύλη. Ο αριθμός των στροφών που εκτελεί η καμπύλη κατά τη θετική φορά ονομάζεται δείκτης στροφής. Windmill [Ανεμόμυλος] Μηχ. Πρόκειται συνήθως για έναν τροχό που κινείται γύρω από έναν άξονα ο οποίος με τους κατάλληλους μηχανισμούς περιστρέφεται με την βοήθεια της δύναμης του ανέμου, με σκοπό την εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας για διάφορους σκοπούς. Window 1 [Παράθυρο] 1. Οικοδ. Είναι ένα άνοιγμα το οποίο κατασκευασμένο στους εξωτερικούς τοίχους ενός κτιρίου, επιτρέπει την επικοινωνία του εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό περιβάλλον. Μέσω των παραθύρων, με ελεγχόμενο τρόπο εισέρχεται το φως και ο αέρας εντός του κτιρίου και συγχρόνως τα παράθυρα αποτελούν βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής και αισθητικής εικόνας του. 2. Πλημ. Τα περισσότερα πλέον λογισμικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών δημιουργούν διαχωρισμούς της οθόνης σε τμήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως παράθυρα. Window 2 [Παράθυρο] Πληρ. Ένα τμήμα της οθόνης του υπολογιστικού συστήματος, το οποίο έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου και σ' αυτό εμφανίζονται διάφορα στοιχεία δεδομένων μιας διεργασίας. Ταυτόχρονα, στην οθόνη μπορεί να υπάρχουν και άλλα παράθυρα με στοιχεία δεδομένων που να αφορούν στην ίδια ή σε διαφορετικές διεργασίες του υπολογιστή. Window B a r [Κάγκελο παραθύρου] Οικοδ. Πρόκειται για μεταλλικές ράβδους, συγκολλημένες μεταξύ τους και στερεωμένες ακλόνητα στον τοίχο γύρω από την περιοχή ενός παραθύρου, σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα, με σκοπό την προστασία και την ασφάλεια των

εσωτερικών χώρων του κτιρίου από την ανεπιθύμητη είσοδο οποιουδήποτε. Windows Scripting Host [Διαχειριστής scripts των windows] Επικοιν. Δυνατότητα που παρέχεται από το λειτουργικό σύστημα των Windows ώστε ένας ειδικός διερμηνευτής να χειρίζεται άλλα scripts σαν εξυπηρετητής (Server). Windows Sockets [Υποδοχείς Windows] Επικοιν. Λογισμικό που χειρίζεται την πρόσβαση του λειτουργικού συστήματος Microsoft Windows προς το διαδίκτυο. Wing [Πτέρυγα] Αρχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα αυτόνομο τμήμα ενός κτιριακού συγκροτήματος, το οποίο όμως είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να συνδέεται αρχιτεκτονικά και λειτουργικά με το κυρίως κτίριο. Wing Nut [Πεταλούδα] Μηχ. Είναι ένας τύπος παξιμαδιού για την σύσφιξη μίας βίδας, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί απλά η πίεση που ασκείται με τα δάκτυλα ενός χεριού, αφού έχει δύο μικρά φτερά, τα οποία δρουν στην ουσία ως μοχλοί για την περιστροφή του. Winkler Titration [Τιτλοδότηση Winkler] Ανα)~Χημ. Πρότυπη μέθοδος για τον προσδιορισμό του διαλυμένου οξυγόνου σε δείγματα φρέσκου και θαλάσσιου νερού. Απαιτεί πολύ μικρό όγκο δείγματος, μικρές ποσότητες αντιδραστηρίων και πολύ λιγότερο χρόνο διεκπεραίωσης. Αρχικά επιδρούμε το δείγμα νερού με υδατικό διάλυμα Μη2+, το οποίο δίνει κάποιο σύμπλοκο μαγγανίουοξυγόνου. Σε δεύτερο στάδιο το σύμπλοκο αντιδρά με διάλυμα ιόντων I", τα οποία οξειδώνονται σε μοριακό ιώδιο, Ι2. Τέλος το παραγόμενο Ι2 προσδιορίζεται με τιτλοδότηση διαλύματος θειοθειϊκού νατρίου, Na2S203. Winter [Χειμώνας] Αστρον. Εποχή του έτους, η οποία στο βόρειο ημισφαίριο διαρκεί από την ημέρα του χειμερινού ηλιοστάσιου (21 ή 22 Δεκεμβρίου) έως την ημέρα της εαρινής ισημερίας (20 ή 21 Μαρτίου). Τυπικά ο χειμώνας περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο. Τη ίδια χρονική περίοδο στο νότιο ημισφαίριο της Γης είναι καλοκαίρι. Winter Solstice [Χειμερινό ηλιοστάσιο] Αστρον. Η χρονική στιγμή του έτους, κατά την οποία το κέντρο του Ήλιου περνά από το νοτιότερο σημείο της εκλειπτικής με απόκλιση -23 ϋ 27\ Τα τελευταία 50 χρόνια ο Ήλιος περνά από το σημείο του χειμερινού ηλιοστασίου στις 21 ή 22 Δεκεμβρίου, όπου η διάρκεια της ημέρας στο βόρειο ημισφαίριο είναι η μικρότερη δυνατή. W i r e [Σύρμα] Επικοιν. Ο χάλκινος αγωγός που αποτελεί το σύνηθες μέσο τηλεφωνικής μετάδοσης. Wire Link Telemetry [Τηλεμετρία ενσύρματης σύνδεσης] Επικοιν. Τηλεμετρία χωρίς χρήση ραδιοκυμάτων (συνηθισμένα με κάμερες ή άλλους αισθητήρες πάνω σε τοπικά δίκτυα ή το διαδίκτυο κτλ). W i r e Rope [Συρματόσχοινο] Μηχ. Για την ανύψωση αρκετά βαριών φορτίων ή την πρόσδεση μεγάλων αντικειμένων, χρησιμοποιείται το συρματόσχοινο, δηλαδή ένα πλέγμα από μεταλλικά σύρματα τυλιγμένα μεταξύ τους και γύρω από έναν κεντρικό ευθύγραμμο πυρήνα. Wire Telegraphy [Ενσύρματη τηλεγραφία] Επικοιν. Μετάδοση τηλεγραφικού σήματος σε τηλεγραφικά σύρματα. Wireless Access Protocol [Πρωτόκολλο ασύρματης πρόσβασης] Επικοιν. Βιομηχανικό πρωτόκολλο για ασύρματα δίκτυα που βρήκε την κύρια εφαρμογή του στην κινητή τηλεφωνία. Wirephoto [Ενσύρματη φωτογραφία] Επικοιν. Μετά-

- 1459 δοση φωτογραφιών με τηλεπικοινωνιακά μέσα (πρωτότυπα δια τηλεφώνου). W i r e t a p Algorithm [Αλγόριθμος ενσύρματης σύνδεσης] Επικοιν. Αλγόριθμος εύρεσης συντομότερου δρόμου (πχ Shortest Path, Viterbi κτλ) σε γραφήματα με χρήση βαρών (από κυκλοφοριακή στατιστική) σε κόμβους και διαδρομές. Witch Of Agnesi [Μάγισσα της Agnesi] Μαθημ. Ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του επιπέδου που λαμβάνονται από την εξίσωση y 2 =a 3 /a 2 +x 2 σε ορθογώνιες συντεταγμένες, όπου α είναι η διάμετρος κύκλου. Χαρακτηριστικά της καμπύλης που προκύπτει είναι η συμμετρία της ως προς τον άξονα y'y και η μοναδική της ασύμπτωτη που είναι ο άξονας x'x. Witherite [Βιλλεμίτης] Ομυκτ. Ορυκτό ανθρακικό βάριο με χημική σύσταση BaC0 3 . Απαντά με τη μορφή συμπαγών νηματοειδών κρυσταλλικών μαζών με λευκό, γκρι ή κίτρινο χρώμα και σπανιότερα με τη μορφή ρομβικών κρυστάλλων. Η πυκνότητά του είναι 4,72 έως 4,35 gr/cm3 και η σκληρότητά του μεταξύ 3,5 και 4 βαθμών της κλίμακας Mohs. Σχηματίζεται ως ίζημα των θερμών νερών και αποτίθεται μαζί με βαρίτη, σφαλερίτη και γαληνίτη. Χρησιμεύει ως μετάλλευμα για την εξαγωγή βαρίου. Wittichenite [Βιττισενίτης] Ορυκτ. Θειούχο ορυκτό με χημικό τύπο Cu3BiS3, το οποίο συναντάται ως κοκκώδη και μαζικά μορφώματα, μέσα σε θειούχα κοιτάσματα μαζί με άλλα ορυκτά του βισμουθίου. Έχει μεταλλική λάμψη και αποτελείται από αδιάφανους κρυστάλλους του ορθορομβικού συστήματος με χρωματισμούς του γκρι, του λευκού και του μπρονζέ. Η πυκνότητά του είναι μεταξύ 6,3 και 6,7 gr/cm και η σκληρότητά του 2,5 βαθμοί της κλίμακας Mohs. Wittig Rearangement [Αντίδραση Wittig] Οργ.Χημ. Μέθοδος παρασκευής ολεφινών με την απευθείας επίδραση καρβονυλικών ενώσεων σε υλύδια του φωσφόρου, κατά το σχήμα: Ph3P=CH2 + 0=CRR' Ph 3 P=0 + CH2= CRR'. Είναι συνθετική μέθοδος με μεγάλες προοπτικές, γιατί παρέχει τη δυνατότητα για παρασκευή πολλών διαφορετικών τύπων τόσο ολεφινών όσο και πολυενίων. Αποτελεί τη βάση της σύνθεσης της βιταμίνης Α, του λυκοπένιου κ.τ.λ. Wittite [Βιττίτης] Ορυκτ. Μικτό σουλφίδιο, σεληνίδιο με χημική σύσταση Pb3Bi4(S,Se)9 και μεταλλική λάμψη. Απαντάται με τη μορφή μαζικών, αδιάφανων κρυστάλλων του μονοκλινικού κρυσταλλικού συστήματος. Η πυκνότητά του είναι 7,12 gr/cm3 και η σκληρότητά του μεταξύ 2,0 και 2,5 βαθμών της κλίμακας Mohs, ενώ το χρώμα του είναι φαιό. Wolf 359 [Αστέρας Wolf 359] Αστρον. Αστέρας νάνος της αστρικής μας γειτονιάς με απόσταση περίπου 8 έτη φωτός από τη Γη. Είναι ένα αμυδρό αστέρι, με λαμπρότητα πολύ μικρότερη αυτής του'Ηλιου και μέγεθος 16,6. Wolf - Kishner Reduction [Αναγωγή κατά Wolf Kishner] ΟργΧημ. Χημική διαδικασία κατά την οποία τόσο οι υδραζόνες, όσο και οι ημικαρβαζόνες θερμαίνονται παρουσία αιθοξείδιου του νατρίου στους 180 °C, αποδίδοντας αέριο άζωτο και έναν υδρογονάνθρακα. Έτσι το αζωτοκαρβονύλιο μετατρέπεται σε μεθυλενομάδα: RR'C=NNH 2 RR'CH 2 + Ν2. Η διαδικασία δεν είναι επιτυχής όταν οι ενώσεις περιέχουν ογκώδη αλκύλια που παρεμποδίζουν στερεοχημικά. Wolf N u m b e r [Αριθμός Wolf] Αστρον. Αριθμός, η τιμή του οποίου σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος της ηλιακής ενεργότητας. Προτάθηκε από τον R.Wolf, ο οποίος υπο-

Word Processing

λόγισε τον αριθμό των ομάδων ηλιακών κηλίδων στην επιφάνεια του Ήλιου και το δεκαπλάσιο αυτού το πρόσθεσε στον αριθμό των μεμονωμένων κηλίδων της ηλιακής επιφάνειας. Ο τελικά υπολογιζόμενος αριθμός, αποτελεί εδώ και 150 χρόνια τον καλύτερο τρόπο για την εκτίμηση της ηλιακής ενεργότητας. Wolf Rayet Stars [Αστέρες τύπου Wolf-Rayet] Αστρον. Αστέρες με κύριο χαρακτηριστικό την συνεχή και βίαιη εκτόξευση υλικών από την επιφάνειά τους, με αποτέλεσμα την παρουσία γύρω από αυτά ανιχνεύσιμου δακτυλίου από αέριες μάζες. Γνωστά είναι 200 άστρα του τύπου αυτού και όλα έχουν χαρακτηριστικό φάσμα εκπομπής με λεπτές κορυφώσεις που οφείλονται στα εκτοξευόμενα υλικά. Είναι πολύ θερμά άστρα φασματικού τύπου Ο και ενδιάμεση φωτεινότητα. Wolfeite [Βολφεϊτης] Ορυκτ. Σπάνιο φωσφορικό ορυκτό με χημικό τύπο (Fe,Mn) 2 P040H, το οποίο απαντάται σε μεταμορφωμένα πηγματιτικά, γρανιτικά κοιτάσματα μαζί με άλλα σπάνια φωσφορικά ορυκτά. Έχει υαλώδεις κρυστάλλους του μονοκλινικού κρυσταλλικού συστήματος με χρώμα ερυθρό, έως σκούρο καφέ και μικρή διαφάνεια. Η πυκνότητά του ορυκτού είναι περίπου 3,8 gr/ cm1 και η σκληρότητά του μεταξύ 4,5 και 5,0 βαθμών της κλίμακας Mohs. W o l f r a m [Βολφράμιο] Αστρον. Δεύτερη λατινική ονομασία του μεταλλικού στοιχείου βολφραμίου, με σύμβολο W και ατομικό αριθμό 74. Το μέταλλο έχει σημείο τήξεως 3410°C και σημείο ζέσεα>ς 5660°C, ενώ η πυκνότητά του είναι 19,3 gr/cm3. Επειδή είναι δύστηκτο μέταλλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή κραμάτων με υψηλή αντοχή στη θερμική καταπόνηση. Wolframite [Βολφραμίτης] Ορυκτ. Ορυκτό του χημικού τύπου (Fe, Mn)W0 4 με χαρακτηριστικές προσμίξεις MgO, Ta 2 0 5 , NtbOs και Th0 2 . Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινικό σύστημα με χρώμα καστανόμαυρο ή κοκκινωπό. Η πυκνότητά του είναι μεταξύ 7,12 και 7,60 gr/cm3 και η σκληρότητά του μεταξύ 5,0 και 5,5 βαθμών της κλίμακας Mohs. Είναι το κύριο ορυκτό από το οποίο εξάγεται το βολφράμιο, ενώ σαν παραπροϊόντα λαμβάνονται και τα μέταλλα Ta και Nb. Wollastonite [Βολλαστονίτης] Ορυκτ. Ορυκτό της τάξης των αλυσοειδών πυριτικών με χημικό τύπο Ca^Si^Oy. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινικό σύστημα, σχηματίζοντας επίπεδους πινακοειδείς κρυστάλλους καθώς και ακτινοειδή αναπτύγματα. Έχει χρώμα λευκό ή σπάνια ελαφρώς κόκκινο, ενώ η πυκνότητά του κυμαίνεται από 2,78 έως 2,92 gr/cm3 και η σκληρότητά του από 5 έως 5,5 βαθμούς της κλίμακας Mohs. Συναντάται σε ασβεστολιθικές αποθέσεις. Wood Alcohol [Ξυλό πνεύμα] Οργ.Χημ. Η αρχική ονομασία της μεθυλικής αλκοόλης, που προέρχεται από την εξαγωγή της μέσω ξηρής απόσταξης του ξύλου. W o r d [Αέξη] Πλημ. Η ακολουθία δυαδικών ψηφίων, η οποία λαμβάνεται ως μια ενιαία μονάδα και συμβάλλει στην μεταφορά δεδομένων και την επικοινωνία της κύριας μνήμης με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας. W o r d Length [Μήκος λέξης] Πληρ. Ο χώρος σε μια μνήμη που καταλαμβάνει μια λέξη του υπολογιστή, προσδιορίζεται από το συγκεκριμένο αριθμό δυαδικών ψηφίων από τα οποία αποτελείται η λέξη αυτή και καθορίζεται από την αρχιτεκτονική του υπολογιστή. W o r d Processing [Επεξεργασία κειμένου] Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των διαδικασιών, όπως η εγγραφή, η τροποποίηση, η εκτύπωση και άλλες, που αφορούν ένα

Words Per Minute

- 1460-

κείμενο σε ψηφιακή μορφή με την βοήθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Words Per Minute [Λέξεις ανά λεπτό] Επικοιν. Ρυθμός που συναντάμε σαν μέτρο απόδοσης χειριστών. Work [Εργο] Μηχ. Ορίζεται ως το γινόμενο μίας δύναμης επί την απόσταση που αυτή μετακινεί το σημείο εφαρμογής της. Πρέπει σαν έννοια να διαχωρίζεται από την ενέργεια, αν και είναι πολύ κοντά, αφού η ενέργεια εκφράζει τον ρυθμό παραγωγής έργου. Work Area [Περιοχή εργασίας] Πληρ. Κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας του υπολογιστή, ο χώρος της κύριας μνήμης, ο οποίος δεσμεύεται ώστε να καταχωρηθούν προσωρινά στοιχεία δεδομένων. Work File'[Αρχείο εργασίας] Πληρ. Κατά την εκτέλεση μιας λειτουργίας του υπολογιστή, το αρχείο στο οποίο καταχωρούνται προσωρινά στοιχεία δεδομένων. Work - Kinetic Energy Theorem [Θεώρημα έργου κινητικής ενέργειας] Μηχ. Βασικός νόμος της μηχανικής σύμφωνα με τον οποίο το έργο που παράγει η συνισταμένη δύναμη πάνω σε ένα σωμάτιο είναι ίσο με τη μεταβολή της κινητικής ενέργειας του σωματίου αυτού. Το θεώρημα έχει ισχύ όχι μόνο όταν η συνισταμένη δύναμη είναι σταθερή, αλλά και όταν είναι μεταβλητή. Workability [Εργασιμότητα] Πολ.Μηχ. Χαρακτηρίζει το σύνολο των ρεολογικών ιδιοτήτων τις οποίες έχει το νωπό σκυρόδεμα, ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί με ευκολία ή όχι στους ξυλότυπους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην δημιουργηθούν κενά. Working [Εργάζεται] Επικοιν. Σύνηθες μήνυμα που δίνει ένας εργαζόμενος υπολογιστής απαντώντας σε προσωρινές κλήσεις. Working Load [Φορτίο λειτουργίας] Μηχ. Κάθε κατασκευή σχεδιάζεται έτσι ώστε να μπορεί να φέρει με κάποιο συντελεστή ασφαλείας, χωρίς να απολέσει τις απαιτήσεις λειτουργικότητας που ορίζονται για αυτήν, ένα μέγιστο φορτίο το οποίο καλείται φορτίο λειτουργίας. Working Point [Σημείο αναφοράς] Αρχ. Για την συσχέτιση διαφορετικών σημείων ενός κατασκευαστικού σχεδίου, πολλές φορές χρησιμοποιείται ένα συγκεκριμένο σημείο, το οποίο καλείται σημείο αναφοράς, ως προς το οποίο όλα τα άλλα ορίζονται γεωμετρικά. Worksite [Εργοτάξιο] Μηχ. Ορίζεται ως ο χώρος μέσα στον οποίο κατασκευάζεται ένα έργο, όπως ένα κτίριο, ένας δρόμος, μία γέφυρα ή οποιοδήποτε άλλο, κατά το χρονικό διάστημα που διαρκούν οι εργασίες και μπορούν να περιέχονται σε αυτόν τα απαραίτητα μηχανήματα, εργαλεία, αποθηκευτικό υλικό και οτιδήποτε χρειάζεται για την ολοκλήρωση του έργου. Workstation [Σταθμός εργασίας] 1. Πληρ. Στον χώρο της πληροφορικής με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε μεμονωμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής, κατάλληλα εφοδιασμένος για να μπορεί να διεκπεραιώνεται σε αυτόν μία σειρά εργασιών. 2. Βιο μ. Μηχ. Κατά λέξη με το λήμμα αυτό δηλώνεται ο χώρος όπου ένας εργαζόμενος εκτελεί καθημερινά την εργασία του. World [Κόσμος] Αστρον. Οντότητα, που για τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε το σύμπαν, ως ένα αρμονικό και οργανωμένο σύστημα σε αντίθεση με το χάος και την αταξία. Στη σύγχρονη αντίληψη είναι έννοια συνώνυμη του χωροχρονικού σύμπαντος, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα κοσμικής φύσης αντικείμενα και το χώρο που τα περιβάλλει, καθώς και την εξέλιξη τους στο χρόνο. World Calendar [Παγκόσμιο ημερολόγιο] Αστρον.

Παγκόσμια αποδεκτό ημερολόγιο που εισήχθη τον 19° αιώνα για την αποφυγή των μειονεκτημάτων του παλαιότερου Γρηγοριανού. Σύμφωνα με αυτό, το ημερολογιακό έτος έχει 364 ημέρες και χωρίζεται σε τέσσερα ισοδύναμα τέταρτα των 91 ημερών ή 13 εβδομάδων το καθένα (εποχές). Για τον συντονισμό με το τροπικό έτος, προστίθεται μια επιπλέον ημέρα στο τέλος κάθε έτους και μία ακόμα κάθε 4 έτη. World Wide Web [Παγκόσμιος ιστός WWW] Επικοιν. Το σύνολο των συνδεδεμένων υπολογιστών (με τις ττηγές τους) ανά τον κόσμο, όπου βέβαια κάποιοι παίζουν το ρόλο συντονιστών. W0stite [Γουστίτης] Ορυκτ Το ορυκτό οξείδιο του δισθενούς σιδήρου με τύπο FcO. Είναι διάφανοι ή ημιδιάφανοι κρύσταλλοι του ισομετρικού εξαοκταεδρικού κρυσταλλικού συστήματος. Έχουν υαλώδη όψη και χρώμα σταχτί. Η πυκνότητά τους είναι 5,88 gr/cm3 και η σκληρότητά τους κυμαίνεται μεταξύ 5 και 5,5 βαθμών της κλίμακας Mohs. Είναι διαλυτός στα οξέα δίνοντας διαλύματα με πράσινο χρώμα. Write (Εγγραφή] Πληρ. 1. Στον χώρο της πληροφορικής με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται είτε η αποθήκευση κάποιων δεδομένων στον χώρο μνήμης ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, είτε η εντολή μίας γλώσσας προγραμματισμού με την οποία εκτυπώνονται ή εμφανίζονται στην οθόνη ορισμένες επιθυμητές πληροφορίες. 2. Καταχωρώ στοιχεία δεδομένων σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων ή σε μια θέση της κύριας ή μιας βοηθητικής μνήμης. Write E r r o r [Σφάλμα εγγραφής] Πληρ. Η διακοπή της εγγραφής σε ένα μαγνητικό μέσο, λόγω σφάλματος του υλικού ή λογισμικού του υπολογιστικού συστήματος. Write Head [Κεφαλή εγγραφής] Πληρ. Ο ειδικός ηλεκτρομαγνήτης, με τον οποίο είναι δυνατή η εγγραφή στο μαγνητικό υλικού ενός μαγνητικού μέσου. Write Protect [Προστατεύω από εγγραφή] Πληρ. Αποτρέπω την εγγραφή και διαγραφή στοιχείων δεδομένων σε ένα συγκεκριμένο μέσο με την χρήση ενός ή περισσοτέρων κωδικών ή ειδικής συσκευής ή ειδικού κυκλώματος. Write Protection [Προστασία εγγραφής] Πληρ. Για την αποφυγή απωλειών κάποιων δεδομένων σε ψηφιακή μορφή, η οποία μπορεί να γίνει από λάθος χειρισμό ή με δόλο, υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, σε επίπεδο λογισμικού προγράμματος ή υλικού, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν γενικά από τον όρο αυτό. Write Time [Χρόνος εγγραφής] Πληρ. Η χρονική διάρκεια μιας διαδικασίας καταχώρησης και εγγραφής στοιχείων δεδομένων σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων ή σε μια θέση μνήμης. Οι πληροφορίες και τα δεδομένα που είναι σε ψηφιακή μορφή, για να αποθηκευτούν στους χώρους μνήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών, απαιτούν ένα χρονικό διάστημα το οποίο χαρακτηρίζεται με αυτόν τον όρο. Wronskian [Ορίζουσα Wronski] Μαθημ. Έστω φι,..., φΠ ένα θεμελιώδες σύνολο λύσεων που ικανοποιεί τις αρχικές συνθήκες φ, (xo)=ei,i=l,...,n ενός ομογενούς γραμμικού συστήματος διαφορικών εξισώσεων. Για τις συναρτήσεις φι = (φ^), i=l,...,n και j=l n ορίζεται η ορίζουσα Wronski που είναι η συνάρτηση W(x): =|w u | της οποίας η k σειρά δίνεται από τις φ^(χ)όπου k=l,...,n και η 1 στήλη από τις
- 1461 -

W Virginis Stars

+ R%X + 2Na C6H5%R + 2NaX, και ποίες συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις, η οποία είναι: C^VaX κατασκευή στο σύνολο της έχει το γεωμετρικό σχήμα σαν παραπροϊόντα παράγονται διαρύλια και συμμετρικά αλκάνια. του λατινικού γράμματος W. VV Ursae M a j o r i s S t a r s [Αστέρες W Μεγάλης Αρ- W u r t z Reaction [Αντίδραση Wurtz] Οργ.Χημ. Μέθοκτου] Αστρον. Διπλός αστέρας με απόσταση 200 ετών δος παρασκευής συμμετρικών αλκανίων, με την επίφωτός από τη Γη, αποτελούμενος από δύο μέλη με πο- δραση αλκυλαλογονιδίων σε μεταλλικό νάτριο ή κάλιο λύ μικρή απόσταση μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο μέλος παρουσία άνυδρου αιθέρα, σύμφωνα με το σχήμα: του αστρικού συστήματος έχει μάζα 99% της ηλιακής, R3/4X + 2Na -> R%R + 2NaX. Με τη μέθοδο Wurtz διάμετρο 1,15 φορές και φωτεινή ισχύ 1,45 φορές με- είναι δυνατή και η παρασκευή μη συμμετρικών αλκαγαλύτερες από τα αντίστοιχα μεγέθη του Ήλιου. Ο μι- νίων σε μίγμα με άλλα συμμετρικά από τα οποία δεν κρός συνοδός αστέρας έχει το 62 % της ηλιακής μάζας, διαχωρίζονται εύκολα. Για το λόγο αυτό, η μέθοδος διάμετρο 83 % αυτής του Ήλιου και φωτεινή ισχύ ίδια δεν ενδείκνυται για την παραλαβή των πρώτων. με αυτόν. Wurtzite [Βουρτζίτης] Ορυκτ Πολυμορφικό ορυκτό, VVulfenite [Γουλφενίτης] Ορυκτ. Ορυκτό με χημικό τύπο που έχει χημικό τύπο ZnS και είναι σταθερό σε θερμοPbMo0 4> το οποίο συναντάται σε οξειδικές ζώνες μολύ- κρασίες μεγαλύτερες των 1020 °C. Αποτελείται από βδου μαζί με πυρομορφίτη, μιμετίτη και σερουσσίτη. πρισματικούς ή ινόμορφους κρυστάλλους του εξαγωνιΑποτελείται από μαζικούς πινακοειδείς κρυστάλλους κού κρυσταλλικού συστήματος με πορτοκαλοκαφέ ή του τετραγωνικού κρυσταλλικού συστήματος με κίτρινο, μαύρο χρωματισμό. Έχει πυκνότητα μεταξύ 3,98 και πορτοκαλί ή καφέ χρωματισμό. Έχει πυκνότητα μεταξύ 4,09 gr/cm , ενώ η σκληρότητά του βρίσκεται μεταξύ 6,5 και 7 gr/cm" και σκληρότητα από 2,5 έως 3 βαθ- 3,5 και 4 βαθμών της σκληρομετρικής κλίμακας. Είναι μούς της κλίμακας Mohs. Το ορυκτό διασπάται με επί- διαλυτό στο υδροχλωρικό οξύ. δραση διαλύματος HC1. W Virginis S t a r s [Αστέρες W Παρθένου] Αστρον. ΜεW u r t z - Fittig Reaction [Αντίδραση Wurtz-Fittig] ταβλητοί Κηφείδες αστέρες με κυμαινόμενη περίοδο Οργ.Χημ. Επέκταση της αντίδρασης Wurtz, κατά την από 10 έως 30 ημέρες και χαρακτηριστικό φάσμα στο οποία παρασκευάζονται ακλυλιωμένοι αρωματικοί υ- οποίο η κλίση από το μέγιστο στο ελάχιστο εκπομπής δρογονάνθρακες με την επίδραση αρυλαλογονιδίων είναι πολύ μικρή. Οι αστέρες αυτοί έχουν πιο έντονο και αλκυλαλογονιδίων σε μεταλλικό νάτριο ή κάλιο, μπλε χρώμα από τους υπόλοιπους Κηφείδες. παρουσία άνυδρου αιθέρα. Το σχήμα της αντίδρασης

χ I Χ [Σύμβολο μαθηματικό Χ] Μαθημ. Είναι το πιο συνηθισμένο γράμμα που χρησιμοποιείται για τον συμβολισμό μιας άγνωστης ποσότητας στην άλγεβρα ή και γενικότερα στις διάφορες επιστήμες. χ [Σύμβολο Χ] Χημ. Συμβολισμός του γραμμομοριακού κλάσματος μίας χημικής ουσίας σε ένα μίγμα της με άλλες χημικές ουσίες. Χ [Σύμβολο Χ] Χημ. Σύμβολο που χαρακτηρίζει ένα ηλεκτροαρνητικό άτομο, το οποίο περιέχεται σε μία χημική ένωση. Χ.25 Protocol [Πρωτόκολλο Χ.25] Επικοιν. Πρωτόκολλο του στρώματος δικτύου του μοντέλου OS1. Συναντιέται σε πολλές (τηλεφωνικές) εφαρμογές και αποτελεί το πρότυπο για όλα τα μοντέρνα δικτυακά πρωτόκολλα τύπου Cell Relay κτλ. Χ.400 Protocol [Πρωτόκολλο Χ.400) Επικοιν. Πρωτόκολλο ταχυδρομείου του στρώματος εφαρμογής του μοντέλου OSI. Χ.500 Protocol [Πρωτόκολλο Χ.500] Επικοιν. Πρωτόκολλο πρόσβασης καταλόγων του στρώματος εφαρμογής του μοντέλου OSI. Χ Axis [Αξονας χ] Μαθημ. Έτσι έχει επικρατήσει να ονομάζεται ο πρώτος από τους άξονες ενός καρτεσιανού συστήματος αναφοράς αξόνων. Xanthene [Ξανθένιο] Ομγ.Χημ. Οργανική χρωστική ουσία που έχει το χημικό τύπο C13H10O και ανήκει στα βενζοπαράγωγα του πυρανίου. Αποτελείται από κιτρινωπούς κρυστάλλους με σημείο τήξεως 101 έως 102 °C και σημείο ζέσεως 310 °C. Αποτελεί συστατικό των χρωστικών ουσιών που δίνουν το χαρακτηριστικό χρώμα σε διάφορα άνθη και φυτά. Xanthene Dye [Βαφή ξανθενίου] ΟργΧημ. Χαρακτηρισμός για μία οικογένεια χρωστικών ουσιών οργανική ς φύσης, οι οποίες έχουν δομή όμοια με αυτήν του ξανθενίου που είναι και το αντιπροσωπευτικότερο μέλος της οικογένειας. Συναντώνται σε διάφορα φυτά και άνθη, δίνοντάς τους χαρακτηριστικά χρώματα. Xanthine [Ηανθίνη] Ομγ.Χημ. Οργανική ένωση που υπακούει στο χημικό τύπο C5H4O2N4. Είναι το ενδιάμεσο προϊόν της ανταλλαγής των πουρινικών βάσεων. Έχει σημείο τήξεως στους 220 °C και μοριακή μάζα 152,12. Αποτελείται από κίτρινους κρυστάλλους δυσδιάλυτους στο νερό και με μικρή διαλυτότητα στην αλκοόλη. Σχηματίζεται στον οργανισμό κατά την διαδικασία της υδρολυτικής απαμίνωσης της γουανίνης. Xanthine Oxidase [Οξειδάση της ξανθίνης] Βιοχημ. Ένζυμο το οποίο καταλύει την υδρολυτική απαμίνωση της γουανίνης προς σχηματισμό ξανθίνης. Επίσης οξειδώνει την ξανθίνη στον οργανισμό με τελικό προϊόν το ουρικό

οξύ. Xanthochroite [Ξανθοχρωίτης] Ομυκτ. Ημιμορφικό ορυκτό σουλφίδιο του καδμίου με χημικό τύπο CdS, το οποίο συναντάται σε κοιτάσματα ορυκτών του ψευδαργύρου και ζεόλιθους. Είναι κίτρινοι ή πορτοκαλί κρύσταλλοι του εξαγωνικού συστήματος που παρουσιάζουν σκληρότητα κυμαινόμενη μεταξύ 3 και 3,5 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας, ενώ η πυκνότητά του είναι 4, 8 gr/cm . Xanthoconite [Ξανθοκονίτης] Ορυκτ. Θειούχο ορυκτό με χημικό τύπο Ag3AsS3> το οποίο συναντάται σε φλέβες ορυκτών του αργύρου με τη μορφή επίπεδων ψευδοεξαγωνικών κρυστάλλων του μονοκλινικού κρυσταλλακού συστήματος. Σε λεπτή τομή παρουσιάζει κίτρινη χροιά και σε δείγμα μεγαλύτερου πάχους έντονη πορτοκαλοκίτρινη ή καφεκόκκινη απόχρωση. Η πυκνότητά του είναι 5,53 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3. Xanthogenic Salt [Ξανθογονικό άλας] Ομγ.Χημ. Χαρακτηρισμός που αφορά στα παράγωγα άλατα των ξανθογονικών οξέων. Το χαρακτηριστικό τους ανιόν έχει τον γενικό τύπο RO-CSS". Τα άλατα αυτά παραλαμβάνονται συνήθως κατά την αντίδρασης διθειάνθρακα με αιθανόλη παρουσία άνυδρου καυστικού αλκαλίου. Το σημαντικότερο μέλος της οικογένειας είναι το ξανθογονικό άλας της κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή βισκόζης. Xanthophyll [Ξανθοφύλλες] Βιοχημ. Οικογένεια οξυγονούχων καροτενοειδών που απαντούν στον γενικό χημικό τύπο C40H56O2. Είναι τα κύρια συστατικά των κίτρινων χρωστικών ουσιών στα φύλλα, τα λουλούδια, τους καρπούς, αλλά και σε πολλά φύκια και μικροοργανισμούς. Ο βιολογικός ρόλος των μελών της οικογένειας είναι να απορροφούν την ηλιακή ενέργεια σε μία περιοχή του ορατού φάσματος (380 - 520 nm), βοηθώντας έτσι στην περάτωση της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης. Κυριότεροι εκπρόσωποι της οικογένειας είναι η ζεαξανθίνη και η λουτεινη. X a n t h o p h y l l i t e [Ξανθοφυλλίτης] Ομυκτ. Μαρμαρυγιακό πυριτικό ορυκτό με φυλλοειδή όψη και χημικό τύπο Ca (Mg,Al)2.3[Al2Si2Oio)(OH)2. Σχηματίζει εύθρυπτους άχρωμους, κίτρινους ή πράσινους κρυστάλλους ανάλογα με το ποσοστό σε FeO, που περιέχει. Έχει σκληρότητα που κυμαίνεται από 4 έως 6 και πυκνότητα 3,1 gr/cm3. Απαντάται σε δολομιτικούς σχηματισμούς ή μαγνησιούχους σχιστόλιθους μαζί με σπινέλιο, περοβσκίτη, τάλκη και άλλα ορυκτά. Xanthosiderite [Ξανθοσιδερίτης] Ορυκτ. Ινόμορφο ορυκτό του χημικού τύπου FeO(OH) που συναντάται ιυς

- 1463 -

προϊόν της επιφανειακής διάβρωσης πετρωμάτων πλούσιων σε σίδηρο όπως οξείδια και σουλφίδια. Αποτελείται από καφεπράσινους και κοκκινόχρωους ινοειδείς κρυστάλλους του ορθορομβικού κρυσταλλικού συστήματος με πυκνότητα 4,3 gr/cm3 και σκληρότητα από 5 έως 5,5 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Η παρατεταμένη αφυδάτωσή του οδηγεί στο σχηματισμό αιματίτη. Xanthoxenite [Ξανθοξενίτης] Ορυκτ. Φωσφορικό ορυκτό με ινώδη δομή και χημικό τύπο Ca4Fe 2 (P0 4 ) 4 (0H) 2 ? 3Η 2 0. Αποτελείται από κρυστάλλους του τρικλινούς συστήματος κίτρινου ή καφετί χρώματος. Η πυκνότητά του κυμαίνεται από 2,8 έως 2,97 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του είναι 2,5. Xanthurenic Acid [Ξανθουρενικό οξύ] Βιοχημ. Οργανική ετεροκυκλική ένωση που περιέχει δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C I O H 7 0 4 N . Είναι στερεό με σημείο τήξεως στους 298 °C και εξαιρετικά ερεθιστική για το δέρμα ουσία. Αποτελεί βασικό ενδιάμεσο της μεταβολικής διαδικασίας παραγωγής του τρυπτοφάνιου, το οποίο αποτελεί την πρόδρομο ένωση της βιταμίνης νικοτιναμίδιο. Xanthone [Ξανθόνη] Ομγ.Χημ. Οργανική χρωστική ουσία με χημικό τύπο Οι 3 Η 8 0 2 που συναντάται σε διάφορα άνθη και φυτά. Είναι στερεό αδιάλυτο στο νερό με σημείο τήξεως στους 175 °C και σημείο ζέσεως σοτυς 350 °C. Χ Band [Ζώνη Χ] Επικοιν. Ζώνη μικροκυματικών (δορυφορικών) μεταδόσεων που βρίσκεται από τις 5,2 GHz ως τα 11 GHz χωρισμένη σε 12 υποζώνες. Χ Coordinate [Συντεταγμένη χ] Μαθημ. Έτσι συμβολίζεται συνήθως ο πρώτος αριθμός ενός συνόλου τιμών οι οποίες ορίζουν την θέση ενός σημείου σε έναν χώρο και καλούνται συντεταγμένες. Xe [Ξένο] Χημ. Είναι το χημικό σύμβολο του στοιχείου ξένο που ανήκει στα ευγενή αέρια. Xenocryst [Ξενοκρύσταλλος] Κμυσταλλ. Κρύσταλλος που βρίσκεται ως έγκλεισμα μέσα σε άλλο κρυσταλλικό ή άμορφο στερεό. Το έγκλεισμα έχει συνήθως διαφορετική κρυσταλλική δομή από το μητρικό πλέγμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ξενοκρυστάλλου αποτελούν τα εγκλείσματα χαλαζία σε πετρώματα ηφαιστειακής προέλευσης όπως ο οψιανός. Xenol [Ξενόλη ή 2-φαινυλφαινόλη] Οργ.Χημ. Οργανική αρωματική αλκοόλη με χημικό τύπο C 6 HsC 6 H 4 OH. Είναι κρυσταλλικό στερεό με σημείο τήξεως 58 έως 60 °C και σημείο ζέσεως 282 °C, ενώ παρουσία αέρα αναφλέγεται με θέρμανση στους 123 °C. Αποτελεί τον βασικό παρεμποδιστή της δράσης του ενζύμου δεοξυριβονουκλεάση στον οργανισμό. Χρησιμοποιείται ως αναλυτικό αντιδραστήριο για τον προσδιορισμό των τριοζών. Xenolith [Ξενολιθος] Γεωδ. Χαρακτηρισμός που αφορά σε κάθε είδους στερεά πρόσμιξη που βρίσκεται εγκλεισμένη σε ένα πετρώδες υλικό. Xenon [Ξένον] Χημ. Το πέμπτο στη σειρά στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων με σύμβολο Xe, ατομικό αριθμό 54 και ατομική μάζα 131,29. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο υγροποίησης στους -107,1 °C και σημείο πήξεως στους -111,9°C. Δεν είναι χημικά αδρανές στοιχείο, όπως τα υπόλοιπα ευγενή αέρια, αφού δίνει περιορισμένο αριθμό χημικών αντιδράσεων. Βρίσκεται στην ατμόσφαιρα σε πολύ χαμηλή περιεκτικότητα από όπου και λαμβάνεται με απόσταξη. Χρησιμοποιείται ως αέριο πλήρωσης σε διάφορους τύπους λυχνιών όπου παράγει υπεριώδες φως.

X Ray B a c k g r o u n d

Xenon-135 [Ξένον-135] Πυρην. Φυσ. Ασταθές ισότοπο του ευγενούς αερίου ξένου, με χρόνο υποδιπλασιασμού περίπου 9h. Παράγεται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες κατά τη σχάση του ουρανίου και αποτελεί έναν από τους καλύτερους απορροφητές νετρονίων. Αόγω μάλιστα αυτής του της ιδιότητας παρεμποδίζει πυρηνικές αντιδράσεις που βασίζονται στη σύλληψη νετρονίων. Xenon Arc L a m p [Λυχνία τόξου ξένου] Ηλεκ. Τύπος λυχνίΟξ με υλικό πλήρωσης αέριο ξένο, η οποία παράγει σταθερή κατανομή ισχύος παρόμοια με αυτή του ηλιακού φωτός. Ο συγκεκριμένος τύπος λυχνίας προσφέρει θερμικό αποτέλεσμα παρόμοιο με αυτό του ηλιακού φωτός. Xenon Poisoning [Δηλητηρίαση του ξένου] Πυρην.Φυσ. Διαδικασία καθυστέρησης της λειτουργίας ενός πυρηνικού αντιδραστήρα, η οποία οφείλεται στην έντονη απορρόφηση θερμικών νετρονίων από το ισότοπο Xe-135, ένα από τα προϊόντα της σχάσης του πυρηνικού καυσίμου ουρανίου. Xeric [Ξηρό] Οικολ. Είναι όρος που χρησιμοποιείται στην οικολογία για να περιγραφεί ένα περιβάλλον όπου βιώνουν ζωντανοί οργανισμοί με σχετικά πολύ χαμηλά ποσοστά υγρασίας. Xerogel [Ξηρή γέλη] Χημ. Τύπος κολλοειδούς ή πολυμερούς διαλύματος, το οποίο έχει υποστεί ξήρανση για κάποιο χρονικό διάστημα, χάνοντας έτσι κάποιες από τις αρχικές του ιδιότητες. Xerothermic [Ξηροθερμικό] Μσταωμ. Είναι όρος που χαρακτηρίζει ένα είδος κλιματολογικών συνθηκίόν όπου επικρατούν σχετικά υψηλές θερμοκρασίες και συγχρόνως μικρά ποσοστά υγρασίας. Xonotlite [Ξονοτλίτης] Ομυκτ. Ορυκτό με ινώδη μορφή και χημικό τύπο Ca 3 Si 3 0 8 (0H) 8 , το οποίο συναντάται κυρίως σε ασβεστολιθικές ζώνες. Αποτελείται από λευκούς, άχρωμους ή γκρίζους κρυστάλλους του μονοκλινικού κρυσταλλικού συστήματος. Διαλύεται εύκολα σε αραιά ανόργανα οξέα όπως το HC1 και η πυκνότητά του είναι 2,71 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του κυμαίνεται από 6 έως 6,5 βαθμούς της σκληρομετρικής κλίμακας. Χ Ray Absorption [Απορρόφηση ακτινών Χ] Ηλεκτμομαγν. Ο όρος εκφράζει την ικανότητα ενός υλικού να κατακρατεί ποσότητα ενέργειας από την ακτινοβολία των ακτινών Χ όταν αυτές διέρχονται μέσα από αυτό. Χ Ray Analysis [Ανάλυση μέσω ακτίνων Χ] Φυσ. Κλάδος των φυσικών επιστημών που ασχολείται με την αλληλεπίδραση των ακτίνων Χ με την ύλη, με σκοπό την αποκωδικοποίηση και μελέτη της δομής της. Η ανάλυση με ακτίνες Χ εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως η μελέτη της δομής των κρυσταλλικών στερεών, η εύρεση της χημικής σύστασης σε στερεά μέσω φασμάτων απορρόφησης, η επιλεκτική ανεύρεση βαρέων στοιχείων παρουσία άλλων ελαφρύτερων κ.τ.λ. Χ Ray Astronomy [Αστρονομία ακτίνων Χ] Αστμον. Κλάδος της αστρονομίας που έχει σαν αντικείμενο τη μελέτη του φάσματος των ακτίνων Χ που εκπέμπονται από διάφορα ουράνια σώματα. Η ανάπτυξη του συγκεκριμένου πεδίου έχει φέρει σημαντική πρόοδο στην κατανόηση της δομής πολλών παράξενων κοσμικών αντικειμένων όπο>ς οι μελανές οπές. Χ Ray Background [Υπόβαθρο ακτίνων Χ] Αστμον. Όρος που αφορά στο λαμβανόμενο φάσμα ακτίνων Χ, που προέρχεται από όλη της περιοχή της ουράνιας σφαίρας, εκτός της πλανητικής γειτονιάς μας, χωρίς να γίνει εστίαση του τηλεσκοπίου σε κάποιο συγκεκριμέ-

X Ray Binary

- 1464-

vo ουράνιο αντικείμενο.

X Ray Binary [Διπλός αστέρας ακτίνων Χ] Αστρον. Ειδικός τύπος διπλών αστρικών συστημάτων, τα οποία παίρνουν την ονομασία τους λόγω της έντονης εκπομπής τους στην περιοχή των ακτίνων Χ του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Αποτελούνται συνήθως από ένα κεντρικό αστέρα της κύριας ακολουθίας και ένα αστέρα υπό κατάρρευση, όπως λευκούς νάνους, αστέρες νετρονίων ή μελανές οπές. Η εκπομπή ακτίνων Χ είναι αποτέλεσμα της καταιγιστικής μεταφοράς μάζας από τον κύριο αστέρα προς το καταρρέον άστρο. Χ Ray Burster [Καινοφανής ακτίνων Χ] Αστρο ν. Ουράνιο σώμα, που εκπέμπει ένα πολύ έντονο φάσμα ακτίνων Χ με χαρακτηριστικές έντονες κορυφώσεις. Είναι συνήθως ένα διπλό αστρικό σύστημα αποτελούμενο από ένα γιγάντιο κύριο αστέρα, ο οποίος συνοδεύεται από ένα μικρών διαστάσεων αστέρα νετρονίων. Η συνεχής μεταφορά μάζας από τον κύριο αστέρα στο μικρό συνοδό έχει ως αποτέλεσμα την χαρακτηριστική εκπομπή ακτίνων Χ. Χ Ray Cluster [Σμήνος ακτίνων Χ] Αστρον. Γαλαξιακό σμήνος, η δομή του οποίου μπορεί να μελετηθεί από το φάσμα ακτίνων Χ που αυτό εκπέμπει. Χ Ray Crystal Spectrometer [Κρυσταλλογραφικό φασματόμετρο ακτίνων Χ ή περιθλασίμετρο] Κρυσταλλ. Ηλεκτρονική συσκευή μέσω της οποίας λαμβάνεται το φάσμα της περίθλασης των ακτίνων Χ που δίνει ένας υπό ανάλυση κρύσταλλος. Η συσκευή συνοδεύεται πάντα από ηλεκτρονικό υπολογιστή, που μπορεί να συγκρίνει τα αποτελέσματα της ανάλυσης με τα δεδομένα γνωστών δομών που είναι καταχωρημένα στη μνήμη του. Χ Ray Crystallography [Κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ] Κρυσταλλ. Αναλυτική μέθοδος που ερμηνεύει τα φάσματα της περίθλασης ακτίνων Χ σε ένα κρυσταλλικό στερεό, με σκοπό την ακριβή και λεπτομερή απόδοση του τρισδιάστατου χάρτη των ατόμων που αποτελούν τον κρύσταλλο. Χ Ray Diffraction [Περίθλαση ακτίνων Χ] Κρυσταλλ. Το φαινόμενο της σκέδασης ακτίνων Χ από κρυστάλλους και σπανιότερα από μόρια ρευστών, κατά το οποίο δημιουργούνται από την αρχική δέσμη δευτερογενείς ανακλώμενες δέσμες με ίδιο μήκος κύματος, οι οποίες είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της προσπίπτουσας δέσμης με το ηλεκτρονικό περίβλημα των δομικών λίθων του υπό εξέταση υλικού. Χ Ray Diffraction Analysis [Ανάλυση μέσω περίθλασης ακτίνων Χ] Κρυσταλλ Αναλυτική τεχνική που αφορά τόσο στη λήψη όσο και στην ερμηνεία των φασμάτων περίθλασης ακτίνων Χ διαμέσου κρυσταλλικών στερεών. Η τεχνική αυτή αποσκοπεί στην αποκρυπτογράφηση της τρισδιάστατης δομής σε ατομικό επίπεδο του υπό εξέταση υλικού, αλλά και στην ταυτοποίηση της σύστασης ενός στερεού κατόπιν σύγκρισης με πρότυπα φάσματα περίθλασης. Χ Ray Fluorescence [Φθορισμός ακτινών Χ] Ατομ. Φυσ. Κατά την έκθεση των ατόμων ή των μορίων υλικού σε ακτίνες Χ φθορισμός ακτινών Χ είναι η εκπομπή ακτινοβολίας από το χαρακτηριστικό φάσμα των ατόμων ή των μορίων του υλικού στην περιοχή της ακτινοβολίας Χ. Χ Ray Fluorescence Analysis [Ανάλυση φθορισμού ακτινών Χ] Αναλ Χημ. Πρόκειται για το προσδιορισμό των χημικών στοιχείων που υπάρχουν σε ένα δείγμα υλικού κατά την έκθεση αυτού σε ακτίνες Χ. Αυτό γί-

νεται από τη μελέτη της ακτινοβολίας φθορισμού η οποία εκπέμπεται από το υλικό και η οποία είναι χαρακτηριστική για το κάθε χημικό στοιχείο το οποίο υπάρχει στο δείγμα. Το ποσοστό του κάθε στοιχείου προσδιορίζεται από την ένταση της χαρακτηριστικής ακτινοβολίας. Χ Ray Fluorescent Emission Spectrometer [Φασματόμετρο φθορισμού εκπομπής ακτινών Χ] Φυσ. Χρησιμοποιούμενη για την παρατήρηση και τη μέτρηση ακτινοβολίας φθορισμού στην περιοχή των ακτινών Χ συσκευή κρυσταλλικού φασματόμετρου στην οποία χρησιμοποιούνται κατάλληλοι κρύσταλλοι για τη μετάδοση και ανάκλαση της ακτινοβολίας με σκοπό το σχηματισμό δέσμης από την ακτινοβολία φθορισμού. Χ Ray G e n e r a t o r [Γεννήτρια ακτινών Χ] Ηλεκτρον. Συσκευή από την οποία παράγονται ακτίνες Χ. Αυτό επιτυγχάνεται με την πρόσπτωση ταχέων ηλεκτρονίων σε μέταλλο. Χ Ray H a r d n e s s [Σκληρότητα ακτινών Χ] Ηλεκτρομαγν. Ποσότητα η οποία χαρακτηρίζει την ικανότητα ακτινών Χ να διαπερνούν υλικά. Γενικά όσο πιο σκληρή χαρακτηρίζεται η ακτινοβολία τόσο μεγαλύτερη διεισδυτικότητα παρουσιάζει. Χ Ray Holography [Ολογραφία ακτινών Χ) Ηλεκτμομαγν. Τεχνική η οποία χρησιμοποιεί ακτινοβολία Χ για την απεικόνιση εικόνων με τη μέθοδο της ολογραφίας. Χ Ray Laser [Αέιζερ ακτινών Χ] Ηλεκτρομαγν. Συσκευή η οποία χρησιμοποιεί την τεχνική της ενίσχυσης της ακτινοβολίας μέσω της εξαναγκασμένης εκπομπής στην περιοχή των ακτινών Χ για την παραγωγή δέσμης ακτινοβολίας σ' αυτή την περιοχή. Χ Ray Optics [Οπτική ακτινών Χ] Ηλεκτρομαγν. Αντίστοιχη με αυτή του ορατού μελέτη της φυσικής των ακτινών Χ. Χ Ray S p e c t r u m [Φάσμα ακτινών Χ] Φυσ. Στην περίπτωση εκπομπής ακτινών Χ γραφική αναπαράσταση της έντασης τους συναρτήσει της συχνότητας τους. Π. χ. στο μπρεστράλουνγκ κατά το οποίο εμφανίζονται έντονες γραμμές σε ένα συνεχές υπόβαθρο. Χ Rays [Ακτίνες Χ] Φυσ. Είναι ένα από τα πολλά είδη ακτινοβολιών, δηλαδή τροχιών που ακολουθούν μία δέσμη ηλεκτρονίων ή άλλων στοιχειωδών σωματιδίων. Οι ακτίνες Χ είναι αόρατες αλλά γίνεται αντιληπτή η δράση τους και βρίσκουν πολλές χρήσιμες εφαρμογές στην βιομηχανία και κυρίως στην ιατρική. Xylan [Ξυλάνιο] Ομγ.Χημ. Χαρακτηρισμός για τους πολυσακχαρίτες, οι οποίοι περιέχουν στην αλυσίδα μονάδες του σακχάρου D-ξυλόζη αποτελούμενες από πέντε άτομα άνθρακα. Τις μονάδες D-ξυλόζης, αποδίδουν οι πολυσακχαρίτες με την υδρόλυσή τους. Τα ξυλάνια συναντώνται συνήθως σε διάφορους φυτικούς οργανισμούς όπως σπόρους, ξύλο κ.τ.λ. Xylanases [Ξυλανάσες] Βιοχημ. Οικογένεια ενζύμων, που καταλύουν την υδρόλυση των πολυσακχαριτικών μορίων των ξυλανίων καθώς και άλλων πολυσακχαριτών στους φυτικούς οργανισμούς. Χωρίζονται σε δύο ομάδες, τις F και G. Οι ξυλανάσες της κατηγορίας F είναι μεγαλύτερα μόρια σε μέγεθος, με περίπλοκη δομή και παράγουν μικρομοριακούς ολιγοσακχαρίτες, ενώ αυτές της ομάδας G δείχνουν μεγαλύτερη εξειδίκευση στην υδρόλυση ξυλανίων. Xylene [Ξυλόλιο] Ομγ.Χημ. Μίγμα των τριών ισομερών διμεθυλοβενζολίων ο-, m- και ρ-, με χημικό τύπο (CH3) 2C6H4. Είναι άχρωμο υγρό, αδιάλυτο στο νερό Kat πολύ ευδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Σε διάφορες αναλο-

- 1465 -

Xylose

γίες των τριών συστατικών του, το ξυλόλιο γίνεται ένα τά του είναι 0,8802 gr/cm3 στους 20°C. Είναι πολύ εύπολύ επικίνδυνο εκρηκτικό μίγμα, ενώ είναι και ιδιαίτε- φλεκτη και τοξική ένωση με μεγάλη διαλυτότητα στους ρα τοξικό τόσο για το δέρμα όσο και για το κυκλοφορι- περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται κό σύστημα. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης, ως πρόσθετο ως διαλύτης. για τη βελτίωση της βενζίνης κ.τ.λ. Xylidines [Ξυλιδίνες] Ομγ.Χημ. Ομάδα αποτελούμενη * m-Xylene [m-Ξυλόλιο] ΟργΧημ. Ένα από τα ισομερή από έξι ισομερή αμινοξέα με χημικό τύπο (CH3) του ξυλολίου με χημικό τύπο 1 ,3-(0Η3)2Ο,Η4. Είναι υ- 2QH3NH2. Και τα έξι ισομερή είναι άχρωμες ουσίες με γρό με σημείο τήξεως στους -47,87 "C και σημείο ζέσε- οσμή όμοια με της ανιλίνης, μικρή διαλυτότητα στο νεως στους 139,1 °C, ενώ η πυκνότητά του στους 20 °C ρό και μεγάλη σε οργανικούς διαλύτες. Σχηματίζουν μεείναι 0,8642 gr/cm3. Έχει πολύ μεγάλη διαλυτότητα σε ταξύ τους εκρηκτικά μίγματα ενώ μαυρίζουν με τη παόλους τους οργανικούς διαλύτες, είναι όμως αδιάλυτο ραμονή τους στον αέρα. Είναι πολύ τοξικές ενώσεις και στο νερό. Παρουσιάζει μεγάλη τοξικότητα, ενώ χρησι- χρησιμοποιούνται ως αντιοξειδωτικά, καθώς και στη μοποιείται ως διαλύτης, για την αύξηση των οκτανίων βιομηχανία των αζωχρωμάτων. στις βενζίνες των αεροπλάνων κ.τ.λ. Xyiitol [Ξυλιτόλη ή ξυλίτης] Ομγ.Χημ. Πεντασθενής αλo-Xylene [ο-Ξυλόλιο] Οργ.Χημ. Οργανική αρωματική κοόλη με ευθεία ανθρακική αλυσίδα και χημικό τύπο ένωση με χημικό τύπο 1 ^ - ( C H ^ Q R i . Είναι άχρωμο CH2OH(CHOH)3CH2OH. Αποτελείται από άχρωμους υγρό μεγάλης διαλυτότητα σε οργανικούς διαλύτες και υγροσκοπικούς κρυστάλλους με σημείο τήξεως 95-97 αδιάλυτο στο νερό. Αποτελεί μία εξαιρετικά εύφλεκτη °C και μεγάλη διαλυτότητα στο νερό, την αλκοόλη, το ένωση με μεγάλη τοξικότητα για τον οργανισμό. Ζέει οξικό οξύ και την πυριδίνη. Η θερμιδική του αξία είναι στους 138,35 °C και έχει σημείο τήξεως τους 13,26UC, ίδια με της ζάχαρης αλλά η γλυκαντική του αξία είναι ενώ η πυκνότητά της είναι 0,8611 gr/cm5 στους 20 gr/ διπλάσια αυτής, για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται στη cmJ. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης καθώς και στη βιομη- βιομηχανία τροφίμων. χανία του τερεφθαλικού οξέος. Xylose [Ξυλόζη] Βιοχημ. Οργανική ετεροκυκλική ένωση o-Xylene 2 [ο-Ξυλόλιο] Ομγ.Χημ. Υγρή οργανική ένωση? με χημικό τύπο C5H10O5 και πέντε ισομερή. Ανήκει στις ένα από τα τρία ισομερή ξυλόλια με χημικό τύπο 1,2αλδοπεντόζες, μονοσακχαρίτες με πέντε άτομα άνθρακα (ΟΗβ^Ο,Ηφ Διαχωρίζεται από τα άλλα δύο ισομερή του στο μόριο τους. Αποτελεί τη βασική μονάδα των πολυμε κλασματική κρυστάλλωση. Έχει σημείο ζέσεως σακχαριτών ξυλανίων, που είναι βασικά συστατικά του 144,41 °C και σημείο τήξεως -25,18 °C, ενώ η πυκνότηξύλου και πολλών άλλων φυτικοόν οργανισμών.

Υ Υ [Σύμβολο Υ] Μαθημ. Στην άλγεβρα συνήθως με το γράμμα αυτό ορίζεται μία άγνωστη προς εύρεση ποσότητα, η δεύτερη κατά σειρά τις περισσότερες φορές, ενός συνόλου δύο ή περισσοτέρων άγνωστων. Υ [Σύμβολο Υ] Χημ. Χαρακτηριστικό σύμβολο για το χημικό στοιχείο ύττριο, το οποίο είναι το πρώτο μέλος της δεύτερης σειράς στοιχείων μετάπτωσης του περιοδικού πίνακα. -> Yttrium. Υ Axis [Αξονας y] Μαθημ. Στα μαθηματικά και όχι μόνον, με αυτό το γράμμα συμβολίζεται συνήθως ένας από τους άξονες ενός συστήματος αναφοράς αξόνων. Yacht [Θαλαμηγός] Ναυπηγ. Είναι είδος πολυτελών σκαφών, κατασκευάζονται διαφορετικών τύπων και μεγεθών, είναι εξοπλισμένα με όλες τις ανέσεις και τις απαιτήσεις για ταξίδια αναψυχής, συνήθα>ς για μικρές ομάδες ατόμων. Yard 1 [Αυλή] Αμχ. Ορίζεται ως ο ακάλυπτος χώρος που βρίσκεται εντός των ορίων ενός οικοπέδου και πλησίον της οικοδομής. Επίσης με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται και το προαύλιο των σχολείων ή άλλων δημοσίων κτιρίων. Yard 2 [Γυάρδα] Μαθημ. Ο ίδιος όρος, μεταφρασμένος στα ελληνικά ως γυάρδα, ορίζει μία αγγλοσαξονική μονάδα μέτρησης του μήκους, περίπου ίση με ένα μέτρο. Yard L u m b e r [Χοντρή ξυλεία] Οικοδ. Είναι μία κατηγορία ξυλείας που χρησιμοποιείται στα οικοδομικά έργα, με αρκετά μεγάλες διαστάσεις εγκαρσία^ν διατομών. Yaw [Αξονική περιστροφή] Μηχ. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η στροφική κίνηση ενός σώματος γύρω από έναν άξονα που ανήκει στο ίδιο το σώμα. Παράδειγμα αποτελούν οι εναέριες περιστροφές ενός μαχητικού αεροσκάφους γύρω από τον άξονά του. Yaw Acceleration [Περιστροφική επιτάχυνση] Μηχ. Ορίζεται ως ο ρυθμός μεταβολής της γωνιακής ταχύτητας ως προς τον χρόνο ενός σώματος που περιστρέφεται γύρω από έναν άξονά του. Yaw Axis [Αξονας περιστροφής] Μηχ. Είναι μία νοητή ευθεία γραμμή, η οποία διέρχεται από ένα σώμα όπου γύρω από αυτήν το σώμα περιστρέφεται. Στην ουσία μόνον τα ιδεατά σημεία του σώματος που ανήκουν και σε αυτήν την νοητή γραμμή δεν κινούνται. Υ Coordinate [Συντεταγμένη y] Μαθημ. Είναι συνήθως ο συμβολισμός της δεύτερης τιμής ενός συνόλου που ορίζουν την ακριβή θέση ενός σημείου ως προς κάποιο σύστημα αναφοράς. Year [Ετος] Αστρον. Είναι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να ολοκληρώσει η Γη μία πλήρη περι-

στροφή γύρω από τον ήλιο. Yellow Book [Κίτρινο βιβλίο] Επικοιν. Σειρά συστάσεων της Philips (που καθιερώθηκε σαν διεθνές πρότυπο) για τα CD Rom. Yellow Cake [Κίτρινο κέικ] Ανοργ.Χημ. Εμπειρική ονομασία του οκταοξειδίου του ουρανίου με χημικό τύπο U 3 0 8 , το οποίο πήρε το όνομά του από το έντονο χρώμα του και τη χαρακτηριστική του υφή. Αποτελεί το κύριο προϊόν της πρωτογενούς διαδικασίας άλεσης των ορυκτών του ουρανίου στα διάφορα φυσικά κοιτάσματα αυτού. Χρησιμοποιείται στη τροφοδοσία και τον εμπλουτισμό των πυρηνικών καυσίμων στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Yellow Salt 1 [Κίτρινο άλας] Ανοργ.Χημ. Εμπειρική ονομασία των αλάτων του ουρανίου με μέταλλα τανν αλκαλίων και χημικούς τύπους K 2 U 2 07-3H 2 0 και Na 2 U 2 0 7 -6H 2 0, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη χρώση της πορσελάνης και την παρασκευή φθορίζοντος γυαλιού. Yellow Salt 2 [Κίτρινο άλας] Ανοργ.Χημ. Κοινή ονομασία του νιτρικού ουρανυλίου με χημικό τύπο U 0 2 (Ν03) 2 ·6Η 2 0, το οποίο αποτελείται από κίτρινους πρισματικούς κρυστάλλους, ευδιάλυτους στο νερό, οι οποίοι εμφανίζουν πράσινο φθορισμό και χρησιμοποιούνται στον ποιοτικό προσδιορισμό του ουρανίου. Υ Fitting [Τύπος αγωγού] Πολ.Μηχ. Έτσι ονομάζεται ένα τμήμα σωλήνα που έχει την μορφή του κεφαλαίου γράμματος Υ και αποτελεί κόμβο ενός δικτύου, καθώς διοχετεύει την ροή που δέχεται στο ένα άκρο του προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Yield [Διαρροή] Μηχ. -> Yielding Yield Point ['Οριο διαρροής] Μηχ. Στην σχέση μεταξύ της επιβαλλόμενης εντατικής κατάστασης σε ένα σώμα και της παραμόρφωσης που αναπτύσσεται, το όριο διαρροής είναι το σημείο εκείνο όπου παύει πλέον να υπάρχει αναλογία μεταξύ τάσείον και παραμορφώσεων και το υλικό του σώματος εισέρχεται στην πλαστική περιοχή. Yield Strength [Αντοχή διαρροής] Μηχ. Είναι η εντατική κατάσταση η οποία αντιστοιχεί στο όριο διαρροής του υλικού. Η παραμόρφωσή του εκείνη την στιγμή λαμβάνει μία δεδομένη και προκαθορισμένη τιμή για κάθε υλικό. Yield Stress [Τάση διαρροής] Μηχ. Είναι η εντατική κατάσταση, η οποία επιβάλλεται σε ένα υλικό την στιγμή που αυτό εγκαταλείπει την ελαστική περιοχή και εισέρχεται στην πλαστική, δηλαδή όταν βρεθεί στο σημείο διαρροής. Yield Surface [Επιφάνεια διαρροής] Μηχ. Είναι η επι-

- 1467 -

φάνεια μέσα στην μάζα του υλικού όπου αναπτύσσονται οι παραμένουσες παραμορφώσεις που σχηματίζονται όταν το υλικό ξεπερνά το ελαστικό του όριο και εισέλθει στην πλαστική περιοχή, δηλαδή όταν διαρρεύσει. Yielding [Διαρροή] Μηχ. Είναι η κατάσταση εκείνη όπου ένα σώμα αρχίζει να παραμορφώνεται δυσαναλόγως περισσότερο από την εντατική κατάσταση που του επιβάλλεται και μπαίνει στην πλαστική περιοχή με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μόνιμων πλέον παραμορφώσεων. Ylem [Αρχέγονη ύλη] Αστροφυσ. Χαρακτηρισμός που αφορά στην πρωταρχική, ακαθόριστης δομής, ύλη από την οποία θεωρείται ότι προέρχεται ο κόσμος. Η κοσμική αυτή "σούπα" ήταν προϊόν της σημειακής μεγάλης έκρηξης (big bang) και απέκτησε οντότητα κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων λεπτών της δημιουργίας. Young's Inequality [Ανισότητα του Young] Μαθ. Έστω μια συνάρτηση Γ τέτοια ώστε να είναι αύξουσα και να ισχύει f(0)=0. Αποδεικνύεται ότι η ανισότητα ab
Yttrocrasite-

ποία έχει χημικό τύπο YbF3. Είναι στερεό με λευκούς κρυστάλλους πυκνότητας 8,2 gr/cm3, οι οποίοι κρυσταλλώνονται στο τριγωνικό πρισματικό κρυσταλλικό σύστημα. Το σημείο τήξεως της ένωσης είναι 1157 °C, ενώ το σημείο ζέσεως αυτής 2230 °C. Χρησιμοποιείται στην τεχνολογία των υπεραγωγών. Ytterbium Oxide [Οξείδιο του υττέρβιου] Ανομγ,Χημ. Δυαδική ένωση του στοιχείου υττέρβιου με οξυγόνο, η οποία έχει τον χημικό τύπο Yb 2 0 3 , με το μέταλλο να βρίσκεται στην τρισθενή οξειδωτική του βαθμίδα. Είναι λευκή κρυσταλλική ένωση με υψηλό σημείο τήξεως στους 2435 °C και πυκνότητα 9,2 gr/cm3. Μπορεί να παραχθεί από την απευθείας καύση του μετάλλου στον αέρα, ενώ διαλύεται σε αραιά οξέα δίνοντας διαλ.ύματα του ιόντος Y b u . Yttrium [Υττριο] Χημ. Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Υ και ατομικό αριθμό 39? το πρώτο μέλος της δεύτερης σειράς στοιχείων μετάπτωσης του περιοδικού πίνακα. Έχει σημείο τήξεως τους 1522 °C, ενώ εξαερώνεται στους 3338 "C. Το ύττριο είναι ένα άοσμο γυαλιστερής υφής φαιόχρωμο μέταλλο, το οποίο διαλ.ύεται με μεγάλη ευκολία στο νερό καθώς και στα αραιά οξέα και καυστικά αλκάλια. Προκαλεί ερεθισμούς σε επαφή με το δέρμα και τα μάτια, ενώ χρησιμοποιείται για την παρασκευή ημιαγωγών και ειδικών τύπων χάλυβα. Yttrium Acetate [Οξικό ή αιθανικό ύττριο] Οργ.Χημ. Οργανικό άλας του τρισθενούς υττρίου με χημικό τύπο (CH 3 C0 2 ) 3 Y, το οποίο συναντάται συνήθως κρυσταλλωμένο με κάποιον αριθμό μορίων νερού. Λαμβάνεται με κλασματική κρυστάλλωση υδατικών διαλυμάτων του τρισθενούς υττρίου παρουσία του οξικού ανιόντος. Χρησιμοποιείται εκτενώς ως αναλυτικό αντιδραστήριο. Yttrium Chloride [Χλωρίδιο του υττρίου] Ανομγ.Χημ. Ανόργανη δυαδική ένωση του υττρίου με χλώριο, η οποία έχει τον χημικό τύπο YC13. Έχει σημείο τήξεως στους 721 l)C και σημείο ζέσεως στους 1507 °C. Αποτελείται από λευκούς κρυστάλλους με πυκνότητα 2,67 gr/ cm3, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγάλη διαλυτότητα στο νερό και την αλκοόλη. Χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο στην αναλυτική χημεία καθώς και στην παρασκευή του καθαρού μετάλλου. Yttrium Chloride Hexahydrate [Ένυδρο χλωρίδιο του υττρίου] Ανομγ.Χημ. Η συνήθης μορφή στην οποία βρίσκεται το υγροσκοπικό χλωρίδιο του υττρίου. Έχει χημικό τύπο YC13?6H20 και παρουσιάζει παρόμοιες χημικές ιδιότητες και χρήσεις με το άνυδρο άλας. Yttrium Oxide [Οξείδιο του υττρίου] Ανομγ.Χημ. Δυαδική ανόργανη ένωση του υττρίου με χημικό τύπο Υ 2 0 3 . Είναι άφλεκτο και άοσμο στερεό με άχρωμους έως κίτρινους κρυστάλλους πυκνότητας 5,01 gr/cm3. Είναι εξαιρετικά δύστηκτη ένωση με σημείο τους 2410 "C και σημείο ζέσεως στους 4300 °C. Έχει εξαιρετική διαλυτότητα στο νερό, την αλκοόλη και τα οξέα, ενώ είναι αδιάλυτη στα καυστικά αλκάλια. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, θερμοανθεκτικών κεραμικών, ειδικών τύπων iazcr καθώς και στην ττυρηνική τεχνολογία. Yttrium Sulfate Octahydrate [Ενυδρο θειικό ύττριο] Ανομγ,Χημ. Υγροσκοπική στερεή ένωση του υττρίου, με χημικό τύπο Y2(S04).V?8H20 και πυκνότητα 2,558 gr/ cnr\ Προκαλεί ερεθισμό σε επαφή με τα μάτια και το δέρμα και χρησιμοποιείται ευρέως στην αναλυτική χημεία ως αντιδραστήριο. Yttrocrasite- [Υττροκραΰτης] Ορυκτ. Ορυκτό υδροξείδιο με χημικό τύπο (Υ,ΤΗ,^υχΉΒη^Ο,ΟΗ^. Αποτελείται από

Yttrotantalite-

- 1468-

πρισματικούς, μεγάλης θολότητας, κρυστάλλους του ορ- 2,23 gr/cm3 και σκληρότητα κυμαινόμενη μεταξύ 4,50 θορομβικού κρυσταλλικού συστήματος. Το ορυκτό πα- και 5,00 βαθμών. Το ορυκτό είναι άχρωμο ή λευκό και ρουσιάζει υψηλή ραδιενεργή ενεργότητα, λόγω κυρίως παρουσιάζει πιεζοηλεκτρικά και πυροηλεκτρικά φαινότου ουρανίου και του θορίου. Η πυκνότητά του είναι μενα. 4,80 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά του κυμαίνεται μεταξύ Y u k a w a Force [Δύναμη Yukawa] Πυρην. Φυο. Μία 5,50 και 6,00 βαθμών. εκ' των τεσσάρων θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης η Yttrotantalite- [Υττροτανααλίτης] Ορυκτ. Ορυκτό οξεί- οποία κρατά τα νουκλεόνια ενωμένα στον πυρήνα. Είδιο του χημικού τύπου (Y,U,Fe 2+ )(Ta,Nb)0 4 , το οποίο ναι μικρής εμβέλειας και οι φορείς της οι οποίοι αανακαλύφθηκε το 1802 στη Σουηδία. Αποτελείται από νταλλάσσονται μεταξύ των σωμάτων που αλληλεπισυμπαγείς και υαλόμορφους πρισματικούς κρυστάλλους δρούν, έχουν μάζα. του ορθορομβικού κρυσταλλικού συστήματος. Το ορυ- Y u k a w a Meson [Μεσόνιο Yukawa] Πυρην. Φυο. Είναι κτό παρουσιάζει ποικιλία αποχρώσεων του καφέ χρώμα- ο φορέας των ισχυρών αλληλεπιδράσεων. Μια εκ' των τος και έχει πυκνότητα 5,70 gr/cm3, ενώ η σκληρότητά τεσσάρων θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης η οποία του κυμαίνεται από 5,00 έως 5,50 βαθμούς. κρατά τα νουκλεόνια ενωμένα στον πυρήνα και έχει Yugawaralite [Γιουγκαουαραλίτης] Ορυκτ. Τεκτοπυριτι- πεπερασμένη μάζα. κό ορυκτό που ανήκει στην οικογένεια των ζεολίθων, με Yukawa Potential [Δυναμικό Yukawa] Πυρην. Φυσ. χημικό τύπο CaAl 2 Si^0|6-4H 2 0. Αποτελείται απύ διαφα- Δυναμικό το οποίο δίνει το μέγεθος των ισχυρών αλνείς, υαλόμορφους κρυστάλλους του μονοκλινούς συ- ληλεπιδράσεων. Φθίνει εκθετικά με την απόσταση και στήματος με πυκνότητα που κυμαίνεται μεταξύ 2,20 και οι φορείς του είναι μεσόνια τα οποία έχουν μάζα και


Related Documents


More Documents from "pourtous"