Manos Hatzidakis - Mythologia

  • Uploaded by: Savas Germanis
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Manos Hatzidakis - Mythologia as PDF for free.

More details

  • Words: 4,841
  • Pages: 88
Loading documents preview...
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ

1966

Η σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης

ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ β' έκδοση

Μέ σχέδια του Μίνου Αργυράκη, του Γιάννη Μόραλη και του Γιώργου Σταθόπουλου καί αυτόγραφες σημειώσεις του Μ.Χ.

ύψιλον / βιβλία ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ

Επιμέλεια: Δημήτρης Καλοκύρης

ύψιλον / υψικάμινος - 1 Copyright

1980: Μάνος Χατζιδάκις

Φωτοστοιχειοθεσία: Φωτόγραμμα ΕΠΕ Εκτύπωση: Δ. Γαλαζούλας & Σία ΟΕ Α' Έκδοση: Κεραμεικός, 1966 Β' Έκδοση:, ύψιλον / βιβλία, Ιανουάριος 1980 Α' ανατύπωση: Νοέμβριος 1980 Εκδότης:

Θανάσης Χαρμάνης

Κεντρική διάθεση: Τζαβέλλα 15, 106 81 Αθήνα, Τηλ.: 210 3838257, Fax: 210 3840349 e-mail: [email protected], www.ypsilon.gr Printed in Athens, Greece ISBN: 960-17-0030-7

ΥΓΡΑΣΙΑ

ΥΓΡΑΣΙΑ

Έφυγε Σκίζοντας τ' όνειρο στά δυό Τραγουδιστά Μαζί του πήρε δυό παιδιά Νά του μαζεύουνε πουλιά Κι απόμειναν οι στεριανοί Στοιχειά του Χάροντα Αστροπελέκι καί λιγμός Στου κοριτσιού τά μάτια Κ' εγώ Πιστός στη μνήμη του Γιά νά θρηνήσω τ' άγουρα Κρυφομιλήματά του

11

2 Ένα κορίτσι λυγερό Φεγγαροχτυπημένο Μέ ζουρνά Ξετρελαμένο Μεθά χορεύει καί πηδά Τόν ερχομό του τραγουδά Μέσα σε δάση από ιτιές Τό κορίτσι θά τόν φέρει Σ' άγνωστα λημέρια Νά χτυπήσει θάλασσες Νά καρφώσει αστέρια

12

3 Ποια σκιά γροικαει τό χωρισμό Ποιος σε φωνάζει αφέντη μου; Σκούζουν ιτιές στό πέρασμα Κ' είναι ή φωνή δικιά μου Σκίζω μιά Σκίζω δυό Σκίζω τρεις τόν Άρχοντα Σκίζω πέντε, δέκα, οχτώ Τόν εσπερινό

13

4 Σιωπή πού σπάζει τή σιωπή Σκέλια σκισμένα μ' εν' αστερισμό Μέ μιά ρανίδα τής φωνής του Σιωπή πού σπάζει τή σιωπή Τά σκέλια καί τά χέρια Σκισμένα μ' εν' αστερισμό Μέ μιά ρανίδα τής φωνής του Τώρα ή φωνή του χάθηκε Μέ μιά σφεντόνα εν' αητό Θά βρει τόν δρόμο τόν σωστό Νά σιγοπερπατήσει

14

5 Παιδί τής γης Παιδί τραγουδισμένο Έτσι πού σε φαντάζομαι Σάν αστραπή Μπλέκω τά δάχτυλα Κλείνω τά μάτια μου Καί σ' ονομάζω Μουσική «Δέ σε πληγώνω αφέντη μου Φιλιά σου δίνω» Παιδί τής γής Παιδί τραγουδισμένο Έτσι όπως μέσ' στή θύμηση Θυμίζεις τ' όνειρό σου Βγαίνουν μορφές Πιό δυνατές Κι απ' τή μορφή του Χάρου «Δέ σέ πληγώνω αφέντη μου Φιλιά σού δίνω» Παιδί τής γής Παιδί τραγουδισμένο Έτσι πού σέ φαντάζομαι Μέ τή φλογέρα καί τον αητό Στον ώμο σου Χαράζεις μιά τό Θάνατο Καί τόν γυρνάς σέ ωραίο σκοπό 1946

15

Ο ΚΥΚΛΟΣ TOY C.N.S. Με σχέδια του Μίνου

Αργυράκη

1952

Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν με τή μουσική τους. Κλίμα τους είναι ή υγρασία ενός λι­ μανιού καί θέμα ό χωρισμός. Είναι τραγούδια κι έτσι μονάχα ο­ λοκληρώνουν αυ­ τό που θέλησα νά πουν. Μ.Χ.

Ο ΚΥΚΛΟΣ TOT C . N . S .

I Με πνίγει ετούτ' ή θάλασσα Πού τόσο αγάπησα Με πνίγει τό τραγούδι της Με πνίγει ή ερημιά της Κ' είναι στά δάχτυλα ρυθμός Ένας ατέλειωτος καημός Ή ανάμνησή Του Κ' είναι Θεός Κ' είναι Χριστός Κ' είναι καραβοκύρης Ό φίλος μου πού μ' άφησε Κληρονομιάν Εσένα

19

ΙΙ Ό αφέντης έφυγε πρωί Σκύλος τά μεσάνυχτα Κι ως τη χαραυγή Κάθε καράβι σμίγει τό βυθό Σφυρίζει τά μεσάνυχτα Φωνάζει τό Χριστό Έ γ ώ φοβάμαι τη σιωπή Πληγώνω τά μεσάνυχτα Κι ακούγεται ή κραυγή

21

ΙΙΙ Μιά θλιμμένη αρχόντισσα Είν' ή Παναγιά μου Που κεντάει τριαντάφυλλα Πάνω στην καρδιά μου Στά μαλλιά της μπλέκονται Δυο μικρά πουλιά Που τη νύχτα γίνονται Άστρα καί φιλιά Φίλησε με, αρχόντισσα Είσαι ή Παναγιά μου Κέντησε τριαντάφυλλα Πάνω στην καρδιά μου

23

IV Στην αποβάθρα Με περιμένει Ένας σταυρός Δεν είν' δικός μου Δεν είν δικός σου Μον' είν' του φίλου πούφυγε Γιά τόν απάνω κόσμο Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας Θέλω μέ τη σιωπή Πού σμίγω τη μορφή σου Στην αποβάθρα Μέ περιμένει Ένας καημός Δέν είν' δικός μου Δέν είν' δικός σου Μόν' είν' του φίλου πούφυγε Δίχως νά μας μιλήσει Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας Θέλω μέ τή σιωπή Πού σμίγουν τά ονειρά μας

25

V Θά περιμένω Σέ παραλία ερημική Τ' άγριο τό κύμα νά μου φέρει Τη ματιά σου Κι ό,τι μου φέρει θ' αγαπώ Γιατί θάναι δικό σου Είτε πετράδι είτε φιλί Ή τ' όνειρό σου Θά περιμένω Από τό βράδυ ώς τό πρωί Ώς νά γενώ

Έγώ Μιά παραλία ερημική Νά σέ καλωσορίσει

27

VI Έ γ ώ είμ' ένα σύννεφο Κ' εσύ ένας καημός Αχ τό παιδί μου χάθηκε στη θάλασσα Καβάλα στ' άλογο Σφυρίζοντας λυπητερό σκοπό Έ γ ώ είμ' ένα σύννεφο Κ' εσύ ένας καημός Ή μάνα του τόν στόλισε Μ' ανθό τής πικροδάφνης Κι ό Χάροντας τόν πότισε Κρασί τής λησμονιάς Έ γ ώ είμ' ένα σύννεφο Κ' εσύ ένας καημός Αχ τό παιδί μου χάθηκε στη θάλασσα Καβάλα στ' άλογο Σφυρίζοντας λυπητερό σκοπό Έ γ ώ είμ' ένα σύννεφο Κ ' εσύ ένας καημός

29

MONOPRIX Μέ δύο σχέδια του Γιάννη Μόραλη κι ενα του Γιώργου Σταθόπουλου

Ο ΝΕΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΕΡΙΑ Νάξερες τί χάνεις πού δε με γνωρίζεις γιά νά σου πώ Πόσο τίποτα είναι νάσαι ωραίος και νέος Νάχεις δικό σου ένα ακριβό δωμάτιο Ένα αυτοκίνητο πού νά σέ περιμένει Ένα σκύλο νά σέ κοιτά στά μάτια Ένα κορίτσι πού νά χορεύει μαζί σου μπόσα-νόβα Κ' ένα πατέρα πού πληρώνει, πληρώνει τη χάρη σου γενναιόδωρα Όλα αυτά ως αύριο Γιατί αύριο πού θά μέ γνωρίσεις Θά γίνουν όλα Χιόνι στά κεραμίδια του σπιτιού σου Χτύποι από την καμπάνα τής εκκλησιάς — Πού βρίσκεται στον παραπάνω δρόμο Βαθιά πληγή απ' τό μαχαίρι —Ενός χασάπη στη γωνιά του δρόμου σου ακριβώς Γιατί αύριο θα έχεις: Λίγο αίμα Καί Πολλή θερμότητα

33

MORALITE ZERO Τά κουτάλια στάθηκαν στον αέρα Τά μάτια μας καρφώθηκαν λίγο πιό πάνω άπ' τό βελούδινο γιακά του παλτού του Λίγο πιό πάνω από τόν κάτασπρο λαιμό του Στό λεπτό σχέδιο τών χειλιών του Στην απειλή τών ματιών του Ποιος είναι; Ρώτησα τόν ιδιοκτήτη Κι αυτός μ' απάντησε χορεύοντας τουίστ. —Moralite zero Έτσι καθώς σταμάτησε στην πόρτα Θανάτωσε τους εραστές Έπλήγωσε τους χορευτές Καί μάς επέβαλε τά ενδιαφέροντά του γιά τ' αυτοκίνητα γιά τό φίλο του γιά τά χρήματα γιά τήν αδερφή του φίλου του γιά τόν εραστή τής μητέρας του γιά τήν αδερφή του Ήταν Θεός Πρίν από τή γέννηση του κόσμου Πολύ νέος γιά νά μπορεί νά πλήττει μόνος του Ποιός είναι; Ρώτησα τόν ιδιοκτήτη 34

Κ' εκείνος μ' απάντησε χορεύοντας —Moralite zero Ένας μικρός Θεός Στό χέρι του Μιά χούφτα γιασεμιά Ένας σκληρός βασιλιάς Στό μέτωπό μου Ένα κομμάτι πάγου Σίγουρος Γιά την υπέροχη στιγμή του Ποιος είναι; —ρώτησα τόν ιδιοκτήτη Κ' εκείνος μου ψιθύρισε χορεύοντας —Moralite zero

35

Ο ΦΙΛΟΣ MOΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΥΒΛΙΝΟ Ό Κάρλος Πλανκέτ με κοιτάζει ήρεμα έντονα καί χαμογελαστά Τό σώμα του που όλη τή νύχτα στάθηκε διακριτικό Με τό ξεκίνημα τής σάμπας Εκδηλώθηκε επί τέλους μες στην απόλυτη υπεροχή του (Γιατί δεν πρέπει νά ξεχνάμε Πώς ή μητέρα του γεννήθηκε στή Βραζιλία Καί πώς μιαν επανάσταση, Μπορεί νά τήν τολμήσει Ιρλανδός εις τό Δουβλίνο. Εναντίον τής αυτοκρατορίας.) Γνωρίζει νά μιλά με ανησυχία γιά τό μέλλον τής ζωγραφικής — ύστερ' απ' τους «αφηρημένους» Κι όμως ξεχνά, ή κάνει πώς ξεχνά, ότι ό έρωτας υπήρξε πάντοτε φανατικά συγκεκριμένος Κάρλος Ή ανησυχία ή δική μου Δέν ρυθμίζεται Από τό ήσυχο χαμόγελό σου Ξέρεις αυτό πού είναι νά συμβεί; δέν υποψιάζεσαι Οτι... Σέ γνωρίζω πολύ καλά Κάρλος Πλανκέτ Ά π ' τό Λονδίνο. 36

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΑΛΑΙΝ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ό νεαρός Αλαίν θέλει νά τραγουδά Θέλει νά γίνει ονομαστός Χίλια πολύχρωμα αστεράκια νά γράφουν τ' όνομά του Επιθυμεί: Τη γυαλιστερή επιτυχία Τών συναδέλφων τήν ανησυχία Τών ισχυρών τη σημασία Επιζητεί: Τών ειδικών τή γνωριμία Τών ωφελίμων τή φιλία Τόν έρωτα τήν προστασία Γι' αυτό καί τίποτα δέν τόν φοβίζει Εκτός από ένα ασήμαντο τραγούδι Τό τραγούδι τών Δέκα Νέγρων Γιατί κάθε φορά πού τ' ακούει Φέρνει σ' αυτόν καί στό γηραιό του φίλο Μιά φοβερή κακοτυχία Είναι θαυμάσιος όταν μιλάει γιά ηθική Του αρέσει νά τά λέει όλα Ομως σέ μένα πού είμαι «ειδικός» Δέ μου διέφυγε Μέσ' στά ψυχρά γαλάζια μάτια του Μιά μαθηματική εξίσωση: 2 έπί 4 σύν 10,20 καί 1000 = 1220. Γιατί;

Νά πάλι Τό τραγούδι τών Δέκα Νέγρων 37

Με ύστερισμό ζητά νά σταματήσει Γιατί Αλαίν; Σε κατάλαβα Αλαίν Γειά σου Αλαίν

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ TOΥ ΖΕΡΑΡ ΛΟΡΣΥ Τό λίφτ - μπόυ λέγεται Ζεράρ Λορσύ Στό 2ο ανησυχεί Στό 3ο χαμογελά Στό 4ο επιθυμεί Στό 5ο καθυστερεί Στό 6ο Κανείς Καί σάν βολίδα Επιστροφή Ζεράρ τί ονειρεύεσαι; —Νά παίξω Σινεμά Μιά μέρα ό Διευθυντής Ύπήρξεν αυστηρός Καί διώχνει τόν Λορσύ Μά εκείνος δέν ανησυχεί Ούτε γιά μέλλον ούτε γιά ψωμί Καθώς περίμενα στην πόρτα ορθός Τόν βλέπω βιαστικό Νά φεύγει στή βροχή Που πάς Ζεράρ; —Στό Σινεμά, νά δώ τόν Μπριαλύ Μέ θές μαζί; Μά τή φωνή μου σκέπασε ή βροχή Κ' έτσι δέν έμαθα ποτέ

39

Αν έπαιξε στό Σινεμά Ό Ζεράρ Λορσύ

Η ΘΕΡΜΟΤΗΣ ΕΝΟΣ ΑΛΓΕΡΙΝΟΥ Έκανε κρύο καί μου ζήτησε φωτιά Κ' έτσι μου μίλησε γιά τό πόσο φοβάται τους αστυνο­ μικούς Του είπα νά μη φοβάται γιατί είμαι ένας ξένος Μου μίλησε μετά γιά τη συνήθεια που έχει νά πεινάει τέτοια ώρα Του είπα νά μήν πεινάει καί τόν έβαλα νά φάει Μετά μου μίλησε γιά τήν αβάσταχτη ανάγκη του ύπνου Του είπα νά μη νυστάζει καί τόν έβαλα νά κοιμηθεί Μου είπε νά πέσω πλάι του νά ζεσταθεί Ομως τά μάτια του μείναν μισάνοιχτα Καί τό στόμα του γέμισε σκόνη Τότες κατάλαβα πώς τά όνειρά του ήταν πλαστά Καθώς δέν ήτανε σέ θέση νά μ' ακούσει Κατέβηκα τίς σκάλες τρέχοντας Καί βγήκα έξω στό δρόμο Μέ πλησιάζει ένας καινούργιος νεαρός Αλγερινός Έκανε κρύο καί μου ζήτησε φωτιά Του έδωσα Όμως δέν είπε τίποτα Κ' έφυγε.

41

Χ Α Ν Σ ΓΚΡΟΥΝΤΕΡΙΑΝ

Χάνς Γκρουντέριαν, καθόσουν μόνος κι έπινες καφέ κι είχες στό χέρι μιαν ομπρέλα σέ μιά στιγμή σου πέφτει σκύβω, την πιάνω κι έτσι πού ανασηκώθηκα γιά νά στη δώσω είδα την άφθαστη ομορφιά σου. Σου είπα.. «έλα νά βγούμε έξω στό δρόμο, νά περπατήσουμε» Μού λές, «Δέν σέ καταλαβαίνω» κι ήρθες μαζί μου έβρεχε κι έτσι όπως περπατούσαμε σου μίλησα γιά τό ξενοδοχείο μου πάλι μού λες, «Δεν σε καταλαβαίνω» κι ήρθες μαζί μου Σάν μπήκαμε — δωμάτιο τρία δεκαοχτώ — ζήτησα νά σέ δώ γυμνό πάλι ξανά τό «δέ σέ καταλαβαίνω» καί βιαστικά ξεντύθηκες κι έπεσες στό κρεββάτι γυμνός. κι είσουν υπέροχος χωρίς νά καταλάβεις.

43

Χάνς Γκρουντέριαν σου είπα νά 'ρθείς μαζί μου στην πατρίδα μου μά τούτη τη φορά στ' αλήθεια δέν κατάλαβες καί χάθηκες... μικρέ μου Χάνς ανυποψίαστε Γκρουντέριαν

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Είναι σάν νά τόν γνώριζα από καιρό Σπουδάζει φιλοσοφία Γιά νά μπορεί νά ακούει τό MODERN JAZZ QUARTET Καί νά υπακούει τό σώμα του σε αδυναμίες με την απόλυτη επικύρωση τού ακριβού μυαλού του Είναι νέος κι όμορφος Καί στά γαλάζια μάτια του Δεν καθρεφτίζεται ό ουρανός Μά μιά περίεργη ιδέα τού Μαρκησίου Ντέ Σάντ Τού αρέσει ό Αλμπινιόνι Γιατί βοηθά ν' ανέχεται τόν φίλο του Πού εκδίδεται επί χρήμασι Καί χωρίς διαβατήριο Χτυπάει δύο Ύστερ' απ' τά μεσάνυχτα Όλο τό πνεύμα τών προγόνων του Έχει ακουμπήσει σκόνη Πάνω άπό τό φθαρμένο του καφέ πουλόβερ Απόψε τό μόνο πού θέλει Είναι νά κοιμηθεί Τίποτες άλλο

45

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΩΔΕΙΟΥ Ήταν γραμμένο με κιμωλία πάνω στίς σκονισμένες πλάκες τού δρόμου «Είμαι σπουδαστής τού Ωδείου Βοηθήστε με παρακαλώ νά σπουδάσω» Ήταν πολύ όμορφος Γιά νά τόν ευνοεί ή Μουσική Κ' είτανε φανερό πώς ήταν σχέδιο Τό βράδυ οί φίλοι τά κορίτσια τό κρασί Καί αύριο «Είμαι σπουδαστής του Ωδείου Βοηθήστε με παρακαλώ νά σπουδάσω» Καί τί μέ νοιάζει; Θά του μιλούσα γιά Μουσική Θά του μιλούσα γιά χρήματα Θά του μιλούσα γιά μάς τους δύο Όμως δέν τόλμησα Γιατί στά μάτια του Κείνη τήν ώρα ήταν τό σχέδιο Τό βράδυ θά ήταν ή ζωή Κ' έγώ δέν ήμουν Ούτε στό σχέδιο Ούτε στή ζωή του

46

Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΙΝΤ ΙΛΑΙΡ Ή νύχτα προχωρεί Κι ό Θεός θά κουραστεί Ποιός μπορεί νά φανταστεί Τ ί θα γίνει ως το πρωί; Τέσσερα Τέσσερα Τέσσερα Τέσσερα

τά πόδια σου ή καρδιά σου τά μάτια μας ή Σιωπή

Καί ή Νύχτα υποχωρεί Ό Θεός θά κουραστεί Ποιος μπορεί τάχα νά πει Αν βαστάξει ώς τό πρωί; Τέσσερα Τέσσεροι Τέσσερα Τέσσερα

τά θύματα Ασυνόμοι τά βήματα ή εκκλησιά

Καί ή νύχτα πάει νά βγεί Ποιός μπορούσε νά τό δεί Πώς στίς τέσσερις πρωί Ό Θεός μας πιά δέ ζεί

47

Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΉΣ ΤΩΝ ΦΛΑΜΕΓΚΟΣ Τό μά Τό μα νά

επάγγελμα ήθελε χαμόγελο εκείνος τό 'χε άπ' τό σπίτι του επάγγελμα ήθελε άσκηση εκείνος προσπαθούσε άπο μικρός ερμηνεύσει τήν εθνική του μελαγχολία

Τό στόμα του τό χέρι του ή κιθάρα του οί χορδές της τρύπησαν το κεφάλι μου κάρφωσαν τήν καρδιά μου κι έτσι σάν ζαλισμένη μέλισσα πλησίασα καί μύρισα τό σώμα του... Αλκοόλ και μάλλινη κουβέρτα παλιό ψωμί μαζί μέ τήν κραυγή του κανταντόρ Χερέζ... Ή μυρωδιά μου χτύπησε τή δικιά του το σώμα μου το σώμα του κι έτσι καθώς τόν κοίταξα, πληγώθηκε. Του ζήτησα νά έρθει νά μέ βρει. — Γιατί; μου λέει 49

— Γιά έρωτα, τολμώ — Εντάξει — μά δεν ήρθε. Είχε ξεχάσει τη διεύθυνση κι άλλα παρόμοια. Ξανά του λέω, — Αύριο;

— Εντάξει, μου απαντά Πάλι δέν ήρθε Όχι πού δέν μέ θέλει, Μά νά, πληγώθηκε καί απαιτεί Νά τόν προσμένω πάντα νά φανεί Νά 'ρθεί ασφαλώς σε ώρα ισπανική.

ΝΤΟΜΙΝΙΚ Έμείς οί μεγάλοι λέγαμε πολλά Κ' εκείνος χαμογελούσε Γέρνοντας πότε στό πλάι τό κεφάλι του Καί πότε σκύβοντας στό πιάτο Δέ μάς έκοίταζε Γιατί δεν ήξευρε νά μάς κοιτάζει Ούτε μάς άκουγε Γιατί δεν ήξευρε νά μάς ακούει Χαμογελούσε μόνο Μ' εκείνη την εξαίσια ομορφιά Πού δέν κοπίασε γιά νά την αποκτήσει Ή μητέρα του εξηγούσε: —Ό Ντομινίκ δουλεύει μέ τόν πατέρα του Γιά τά πετρέλαια— Ή τηλεόραση γεμίζει άπό τήν μαύρη έξαρση Τού Τελόνιους Μόνκ Κι ό Ντομινίκ κοιτάζει εντατικά Κι αφήνει αδιόρατα τό σώμα του Νά κινηθεί Μέ τό ρυθμό τού Κυρίου Μόνκ Ένώ μιά γλώσσα πύρινη ξεχύθηκε άπ' τό τζάκι Κ' ενώθηκε μέ τό σώμα του Καί μέ τά χέρια τού Τελόνιους Μόνκ Ή μητέρα του εξηγούσε: —Ό Ντομινίκ δέν ενδιαφέρεται γιά τά πετρέλαια Εμείς οί μεγάλοι λέγαμε πολλά Κι αυτός χαμογελούσε 51

Ή ευγένεια ήταν καλά βαλμένη πάνω στό αδιάφορο για όλους μας, πρόσωπό του Καί μας χαιρέτησε —Ντομινίκ μη φεύγεις Ό δρόμος είναι παγωμένος κ' έχει νυχτώσει Όμως εκείνος τό ρολόι του συμβουλεύτηκε Μας χαιρετάει βιαστικά Βάζει τη μηχανή μπροστά Καί χάθηκε, μέ τ' αυτοκίνητό του Καί τό χαμόγελό του Είπα από μέσα μου: Άς σκοτωθεί Έτσι θά τόν φυλάξουμε όσο γίνεται Στη μνήμη μας Αλλά έζησε Καί τόν ξεχάσαμε

ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

στον Οδυσσέα Ελύτη

Ό,τι χάραζε σε στίχους Τάπαιρνε ή θάλασσα πούχε στά χέρια του Ό , τ ι ζωγράφιζαν τά χείλια του Τάσβηνε ό ουρανός πούχε στά μάτια του Κ' έτσι δέν μπόρεσε νά δει Αν έπρεπε νά παραμείνει Αττικός Ή Αιγαιοπελαγίτης

55

ΙΙ στό Γιώργο Σεφέρη

Από τη Μικρασία μετά την καταστροφή, ένας αστός ξεκίνησε με μιά βαλίτσα αναμνήσεων στό χέρι, γύρισε χώρες μακρινές καί πολιτείες άγνωστες, μάζεψε ακριβό υλικό καί συνταγές, μέτρα, ρυθμούς καί χρώματα, καί τέλος γύρισε στή χώρα του, έχτισε μέ τά χέρια του σπίτι σημερινό κ' ελληνικό, εμπήκε μέσα, κλείδωσε καί άπο τότε πια κανείς δέν τον συνάντησε στην αγορά

56

ΙΙΙ στό Νίκο Γκάτσο

Ή γη καθώς τόν γέννησε Τόν στόλισε Πράσινα φύλλα τής ιτιάς Του έλατου καί τής ελιάς Μά ή σκέψη του τόν βύθισε Στης πολιτείας την άσφαλτο Κ' έγινε πέτρα αρχαϊκή Στη μνήμη των εφήβων

57

ΤΡΕΙΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ

ΚΡΙΣΗ Κρίση την είπαν τη στιγμή Σάν έκοιμήθης πλάι μου με χάρη Τήν ώρα πού ξεχύθηκαν μ' ορμή Χίλια πουλιά νά σκίσουν τό φεγγάρι Κρίση τήν είπαν τήν πηγή Πού πάνε τ' άστρα νά λουστούν τό βράδυ Νά πιουν νερό νά χτενιστούν στή γη Καί νά πλαγιάσουν στης αυλής μου τό πηγάδι Κρίση τήν είπαν τήν ορμή Που φτιάχνει ή αγάπη μέσα στό λιβάδι Κ' ή αναπνοή σου γίνεται στιγμή Πού μ' ακουμπά τ' αγέρι τού Θεού σάν χάδι

61

ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΝΗ Καθώς κοιτώ καί προσπερνώ άδειον ουρανό Τά σύννεφα προστάζουνε Τους φίλους μου κερνώ Κρασί αλμυρό δάκρυ πικρό Βροχή χαλάζι κεραυνό Κι εγώ πετώ κι έγώ μεθώ Καθώς αστράφτει ή ταραχή Καί γράφει τ' όνομά σου: Μαρία Ελένη Σιωπηλή Αίνιγμα γρίφος κι απειλή Πώς βρήκες τόν καιρό Νά μ' αρνηθείς νά σ' αρνηθώ Καί σ ένα βράδυ νά χαθείς μέσ' στο βυθό Πότε σέ πήραν οι καιροί Είτανε νύχτα ήταν αυγή; Κ' έγινες τάμα ένα κερί Κ' έγινες μιά κραυγή

Τόν

Μαρία Ελένη σιωπηλή Κόρη τής γης Άστρο τής χαραυγής Πότε σέ πότισαν κρασί Καί μεθυσμένη καί τρελή Ξεσκίζοντας τά σύννεφα Χάθηκες μεσ' στο βράδυ

62

Μαρία Ε λ έ ν η σιωπηλή Αίνιγμα γρίφος κι απειλή Τής παγωνιάς πετράδι Μαρία Ε λ έ ν η αγάπη μου Τής ερημιάς μου χάδι

63

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ Έκεί κάτω στό ποτάμι Ζούνε δυό μικρά παιδιά Τόνα βλέπει δέν ακούει Τ' άλλο ακούει μά δέ βλέπει Καί τά δυό ξέρουν πώς πρέπει Νάχουν μόνο μιά καρδιά Έκεί κάτω στό ποτάμι Τά παιδιά μένουν παιδιά Τό ποτάμι όλο γεμίζει Καί τη θάλασσα ποτίζει Έκεί κάτω στό ποτάμι Ζεί μιά δύστυχη τρελή Π' αγαπούσε ένα πουλί

Το

παιδι που δεν ακούει Τής σκοτώνει τό πουλί Κι από τότες δέ γνωρίζει Πώς τήν βλέπει τό ποτάμι Σάν γυναίκα ή σάν πουλί; Τό ποτάμι όλο γεμίζει Κι άπ' τή θλίψη ξεχειλίζει

Έκεί κάτω στό ποτάμι Ζούσ' ό κύριος Δικαστής Κυνηγούσε τά θηρία Κι αγαπούσε μιά Κυρία 64

Ώς την ώρα πού ή τρελή Πνίγει τήν μικρή Κυρία Πού τη νόμισε παιδί Κ' έτσι ό Δικαστής μονάχος Προτιμά νά σκοτωθεί Εκεί κάτω στό ποτάμι Θάψανε τό Δικαστή Τό ποτάμι όλο γεμίζει Καί τήν πίκρα μου ποτίζει Εκεί κάτω στό ποτάμι Ζει μιά νύφη ερημική Πού σάν τέλειωσεν ό γάμος Έφυγε ό γαμπρός τό βράδυ Καί δεν ήρθε τήν αυγή Έτσι ή νύφη στολισμένη Εκεί κάτω στό ποτάμι Έγινε κι αυτή κραυγή Τό ποτάμι όλο γεμίζει Καί τό στήθος μου ξεσκίζει Εκεί κάτω στό ποτάμι Ζουν τρεις γέροι μοναχοί Δέ μιλάν δέ τραγουδάνε Δέν πεινάν ούτε διψάνε Μόνο κλαιν καί προσκυνάνε 65

Τά χορτάρια καί ζητάνε Απ' τό χώμα μιαν ευχή Μά εκεί κάτω στό ποτάμι Δε φυτρώνει ή προσευχή Το ποτάμι όλο γεμίζει Καί τή θάλασσα ποτίζει

66

ΤΡΙΑ ΡΥΘΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΝΝΥ

ΤΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΝΝΥ Μιά μέρα περπατώντας στους 44 δρόμους τής Νέας Υόρκης σταμάτησα μπρος σέ μιά βιτρίνα πού είχε τή φωτογραφία ενός παιδιού. Δυό νέοι πλάι μου σταμάτησαν κι αυτοί καί βλέποντας τή φωτογραφία φώναξαν: «Ο Ρόννυ». Γύρισα και τους κοίταξα ρωτώντας τους: «Τόν γνωρίζετε;» Μου απάντησαν μέ απορία: «Λέτε νά μή γνωρίζουμε τό Ρόννυ;» Τότε τους παρακάλεσα: «Γνωρίστε τον καί σέ μένα. Σας παρακαλώ». Κ' οι δυό, ενώ ήσαν έτοιμοι νά φύγουν, σταματήσανε, μέ κοίταξαν μέ προσοχή, κατάλαβαν πώς είμαι ξέ­ νος καί μου λέν: «αδύνατον». Καί τότε οι δυό τους άρχισαν νά μου τραγουδούν μές στό δρόμο τρία ρυθμικά τραγούδια γιά τό Ρόννυ.

πρώτο τραγούδι Ό Ρόννυ είναι ένα παιδί Τής πολιτείας τό κλειδί Ό Ρόννυ ποτέ δεν πάει νά κοιμηθεί Εργάζεται άπ' τό πρωί Μεθάει τόν κόσμιο νά κινά Τόν τρέφει καί τόν προσπερνά Τόν αγκαλιάζει, τόν χτυπά Τόν χρωματίζει μέ μπογιά Καί τόν πληγώνει μέ σουγιά Ό Ρόννυ ποτέ του δέ μιλά Δέν έχει φίλους, ερωμένους ή εραστές Ό Ρόννυ ακούει καί σιωπά 'Ίσως δέν ξέρει ν' απαντά Ό Ρόνυ κάποτε όταν χαθεί Ή Πόλη μας θά βυθιστεί Τότες θά κλαίμε μά ή βροχή Θάχει του Ρόννυ την ψυχή

69

δεύτερο

τραγούδι

Όου Ρόννυ, Όου Ρόννυ Μιά κιθάρα Δυό κιθάρες Κ' ένα ντράμ χωρίς ρυθμό Ένα χέρι Δύο χέρια Κι ένα χέρι από χαλκό Μιά γυναίκα Δυό γυναίκες Καί μιά χάντρα άπό λυγμό Ένα μαύρος Δύο μαύροι Καί μιά σφαίρα άπό Λευκό Όου Ρόννυ

70

τρίτο

τραγούδι

Ρόννυ Λιθουανέ Τών Ηνωμένων Πολιτειών Παγίδα Τουριστική αφίσα Πρόγραμμα Σχέδιο Ζωγραφιά Ρόννυ Παιδί γυμνό Μέ προβολείς Μέ ούζο Καί γαλαξίες Μη λησμονείς Τόν επισκέπτη σου Πού Αργοπεθαίνει Μοναχός Κάτω από μιαν ελιά Τής πατρικής του Γής Σαν είπαν τά τραγούδια οί δυο νέοι φύγανε. Γυρίζω νά δω μι' άλλη φορά τη φωτογραφία του Ρόννυ, μά δέν ήταν πιά στη θέση της. Στην ίδια θέση υπήρχε τώρα ένα σήμα κινδύ­ νου κόκκινο. 21 Νοεμβρ. 1965

71

ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ Φοβήθηκα τη μνήμη Και τήν σκότωσα Όμως εκείνη έζησε Τραυματισμένη Δύσμορφη Τυραννική Καί μου θυμίζει επίμονα Κάθε φορά πού γράφω Πώς ειμ' έγώ Κι όχι ένας άλλος

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

1 Κοσμογονία Είπαν τη θλίψη Δυό μικρών παιδιών 2 Τριαντάφυλλο Πέτρα παληκαριάς Στά σκέλη σου

75

ΕΡΩΤΙΚΟ Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά LORCA

Κι άν γεννηθείς κάποια στιγμή Μιαν άλλη πού δέ θά υπάρχω Μή φοβηθείς Καί θά μέ βρεις είτε σάν άστρο Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα Είτε στό βλέμμα ενός παιδιού πού θά σέ προσπεράσει Είτε στή φλόγα ενός κεριού πού θά κρατάς Διαβαίνοντας τό σκοτεινό τό δάσος Γιατί ψηλά στον ουρανό πού κατοικούνε τ' άστρα Μαζεύοντ' όλοι οι ποιητές Καί οί εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τά ποτάμια Καί περιμένουν Νά λιγωθούν οί αστερισμοί καί νά λιγοθυμήσουν Νά πέσουν μέσ' στον ύπνο σου Νά γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου Νά σέ ξυπνήσουν καί νά δείς άπ' τό παράθυρο σου Τό πρόσωπό μου φωτεινό Νά σχηματίζει αστερισμό Νά σού χαμογελάει Καί νά σού ψιθυρίζει Καλή νύχτα

76

ΕΠΤΑ «ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΦΥΣΕΙΣ» TOΥ M.X. Ι Ένας πύργος ετοιμόρροπος Δέχεται νά στηριχτεί Από μιά βελανιδιά II Πέντε στάλες τής βροχής Στό χωράφι μιας φτωχής III Ιστορική ανακρίβεια: Καίσαρ ασπάζεται Αντώνιον IV Λιποθυμία αστερισμών Έκ τής αναπνοής καί τής οσμής Πέντε χιλιάδων λουλουδιών V Κυκλοφορία πελαργών Μέσω θυέλλης καί νεφών VI Λιτανεία εφήβων Μέσω ελαιώνων καί δρυμών VII Ένας κουρασμένος κεραυνός Ξαπλώνεται στη στέγη μιας έρημοκκλησιάς Κι αποκοιμιέται 77

ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ σελίδα 14 παραγρ. 5

Οί Τριακόσιοι κατηφείς γιορτάσανε τη γέννηση του Λεωνίδα

σελίδα 24 παραγρ. 7

Του Μίνωος οί κόρες ήσαν τρεις ή Θλίψη, ή Αδικία κι ή Μαρία

σελίδα 31 παραγρ. 9

Ό Αλκιβιάδης γνωρίστηκε με τόν Σωκράτη μπροστά σ' ένα περίπτερο που μέσα του Νέος πωλούσε γνώσεις, ενοχή κι επιθυμίες

σελίδα 52 παραγρ. 2 σελίδα 69 παραγρ. 8

78

Περικλή τόν είπανε κι ετάφη, Ό Αλκιβιάδης χρησιμοποιούσε γερανό γιά τις γνώσεις του κι ένα μικρό σφυρί γιά τις επιθυμίες του

σελίδα 70 Ποιοί κατέλαβαν την Τροία; παραγρ. 9 Οι Αχαιοί, οί Δωριείς γιά οί Αθηναίοι ποιητές; σελίδα 84 Του Κρίτωνος ή Κρίση παράγρ. 7 κρύβεται με τή δύση σελίδα 100 παραγρ. 8

79

Τό αίνιγμα ετέθη συνετέθη καί παρέμεινε παντοτινά. Ποια συνεζεύχθη τόν Οιδίποδα; Ή Σφίγγα γιά ή Ίοκάστη;

ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ιεροσυλία

Ένας παπάς Από τ' αντικρινό παράθυρο Κοιτάζει πού κοιμάμαι Θέλει νά διαπιστώσει Πού έχω τά χέρια μου Πάνω ή κάτω από τό προσκεφάλι παρανομία

Ένας αστυνόμος Από τ' αντικρινό παράθυρο Μ' επιμονή παρατηρεί τόν ύπνο μου θέλει νά διαπιστώσει Άν γέρνω αριστερά ή δεξιά μαθητεία

Ένα παιδί Από τ' αντικρινό παράθυρο Μέ βλέπει μ' απορία νά κοιμάμαι Θέλει νά διαπιστώσει Άν είμαι δράκος γιά Θεός ή ένα πουλί πού τραγουδά περίεργα τραγούδια αποτέλεσμα

Έ γ ώ μέσ' άπ' τόν ύπνο μου Τους βλέπω καί χαμογελώ Γιατί ό παπάς δέν μ' ανεγνώρισε πώς είμαι Ό Χριστός Κι έχω τά χέρια μου στό στήθος Σταυρωμένα Γιατί ό άσυντόμος δέ γνωρίζει Πώς ειδικά γι' αυτόν 80

Είμαι αξιωματικός Καί τό παιδί Ούτε κάν μπόρεσε νά φανταστεί πώς είμαι Ό ποιητής

81

ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ Κατέχω την Ιστορία μες άπο φίλους εραστές εχθρούς κι άγνωστους συγγενείς κοιτάσματα σιδήρου σταγόνες ύδατος και αμνησία συνθέτουν: Αγίους νήπια καί τήν απελπισία

Ώδείον μέ σαρανταεπτά διαλλέκτους πετεινών διδάσκει αναλγησία μία ηλεκτρικές ειδήσεις γιά δημόσιες π λ α τ ε ί ε ς Πετροχελίδονο εκωφάνθη από τις άναρθρες κραυγές φανατισμένων θεατών του ποδοσφαίρου

82

Δυό εραστές πληγώθηκαν μ' ένα μαχαίρι κι αντάλλαξε ό καθείς τό πληγωμένο με τό καλό του χέρι (μιά έκδοχή δεξιάς εφημερίδας)

Δυό εραστές αντήλλαξαν τά πέη τους κατόπιν ατυχούς συνομιλίας καί οί αστυνόμοι τους συνέλαβον διά χρέη τους εις έρημον πλευράν τής παραλίας Οί επαναστάτες εναντίον τής κυβερνήσεως σχημάτισαν κυβέρνησιν Οί επαναστάτες εναντίον των νόμων συντάξανε καινούριους νόμους γνωμικά Ό Θεός τρέμει τόν Νόμο κι ό Λαός τόν Αστυνόμο Τίς απορίες του παπά τίς λύνει τό Ευαγγέλιο καί του κοσμάκη, ό Θεός Στό καφενείο ή Μέλισσα φκιάχνει τό βουητό της

83

καί στό σταμνί τό μέλι της με τ' άναφυλλητό της Ό Θάνατος γεννιέται άπο τον φόβο σου κι ή δόξα άπ' την ορμή σου Πόρτα πού μισανοίγει δεν μετρά την αγάπη ιστορική

περίπτωση

Ό Οιδίπους τιθασσεύει ίππους στον Κολωνό καί ή Αντιγόνη έγινε παγώνι στον ουρανό Τά τέσσερα Π. Παρθενικότης Πανάρχαια Πλάνη Παρθένων Κ α ί μιά δ ι α φ ή μ ι σ η Πωλούνται αστέρες λαμπεροί διά την στιγμήν γεννήσεως Θείου Βρέφους 84

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΤΔΙ Ένα παιδί τριανταφυλλί Ήρθε μου πήρε τό φιλί Κ' έγινε δέντρο αμάραντο Μέσ' στην παρθένα πλάση Δέν την γνωρίζω την ιτιά από την πέρα όχθη Δέν την ανάβω τη φωτιά σ' απρόσιτη κορφή Λυθήκανε τά χέρια μου λύγισε τό κορμί μου Εκεί πού δέντρο ατίθασο σκύβει γιά νά λουστεί Εκεί πού ή νύχτα χάνεται μέσ' στ' ουρανού τά δάση Εκεί πού έσύ περίμενες τ' άστρο μου νά σβηστεί Ποιος θά μπορούσε νά τό πει Σάν ήμουν ήλιος τό πρωί Πώς θά γινόμουν μιά φωτιά Τη Δύση;

85

Λίνο μετά τόν πόλεμο, είδα σ'έφημερίδα - τή θυμάμαι κ ί τ ρ ι ν η , σάν ό­ λες τ ι ς εφημερίδες — μιά είδηση χαμέ­ νη σ τ ι ς πολλές, άπό τή νικημένη Γ ε ρ ­ μανία. Έγραφε γιά μιά νυναίκα πού εί­ χε χάσει όλους τους δικούς της στον πόλεμο κ ι , έρημη καθώς ήταν, γιά νά ε π ι ζ ή σ ε ι , πουλούσε έρωτα μές στό κατεστραμένο υγρό λιμάνι του Αμβούρ γου. Ένα βράδυ, καθώς τ ρ ι γ ύ ρ ι ζ ε μέσα στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού γνωρίζεται μ' ένα στρατιώτη, νέο παιδί κι άρρωστο σχεδόν, πού επέστρεφε άπ' τήν αιχμαλωσία. Πήγαν νά κάνουν έρωτα σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο. Κι ε κ ε ί , πάνω στό κρεβάτι, από 'να φυλαχτό πού κρέ­ μονταν στό λαιμό τ ο υ , τόν ανεγνώρισε. Ηταν ό γ ι ό ς τ η ς . Τρέχει έξαλλος αυ­ τός και π ν ί ζ ε τ α ι στά κρύα νερά του λι­ μανιού, κι ε κ ε ί ν η , μέ ταραγμένο τό μυαλό, απόμεινε τρελή ν'άποζητάει τό γιό τ η ς . Έδώ τελειώνει ή είδηση. Πώς μού 'ρθε τ' όνομα τής Μελισσάνθης ξαφνικά; Ένα μελόδραμα γυάλινο και παγωμένο όπως υπήρξαν οι κ α ι ρ ο ί , πού όμως μ' άναστάτωσε κι άφησε μέσα μου μιά ταραχή ανεξήγητη, γιά νά μ' ακο­ λουθήσει σ' όλη μου τήν κατοπινή ζωή.

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ Μέσα στήν αναρχία των πρώτων ημερών με την απελευθέρωση του '45 όλοι γυρέψαμε νά βρούμε τη Μ ελισσάνθη

Οί δρόμοι ακόμη σκοτεινοί Καί στό σκοτάδι ή ερημιά Χιλιάδες κόσμος πού κυκλοφορεί Καί σιγοψιθυρίζει τ' όνομα Τής Μελισσάνθης Πού είναι ή Μελισσάνθη; Μελισσάνθη -σάνθη -ηηη... Καμιά φωνή Κανείς δέν ξέρει τί ν' αποκριθεί Τώρα πιά φύγαν οί εχθροί Χιλιάδες έρημοι άνθρωποι Χυμένοι στό μεγάλο δρόμο από άσφαλτο Τραυματισμένο απ' τις μικρές χρωματιστές σημαίες Κι έγώ μαζί τους Έφηβος Μέ σπρώχνουν σπρώχνω καί ρωτώ Ψελλίζω τ' όνομά της... Μελισσάνθη —σάνθη -ηηη... Πού νάναι ή Μελισσάνθη; Φοβόμουν μ' έπνιγε ή σιωπή Απ' τά σπαρμένα ηλεκτρικά καλώδια 89

Από τίς σιδεριές των γκρεμισμένων μας σπιτιών Σάν χέρια παραμορφωμένα Σχήματα αιχμηρά Πού νά ζητάν ελεημοσύνη από τόν ουρανό Ηλεκτρικά συνθήματα, φωτιές μέσ' στό σκοτάδι Από τό πλήθος πού ζητά Τή Μελισσάνθη! Πού νάναι ή Μελισσάνθη; Μελισσάνθη —σάνθη -ηηη... Κι ό αγέρας ήταν βρώμικος καί τά παιδιά ορφανά Μιά πληγωμένη σκύλα λειτουργούσε τραγικά Έξω από ναούς καί ιερά Παρατηρούσε μάς ξεχώριζε καί μάς κερνούσε πυρετό Κι ό δρόμος παντοδύναμος Ρουφούσε τό αίμα γιά κρασί Κάπνιζε ομίχλη Μασούσε πέτρες σώματα Χιλιάδες στόματα πικρά Παίρναν τή λύπη γιά χαρά Κι άναβαν δάδες καί κεριά Καί φωτιζόταν ή φθορά — μαύρη μεγάλη συμφορά— Πού νάναι ή Μελισσάνθη; Σύνθημα καί κραυγή Λυγμός στά χείλια τών εφήβων Πού μέ τά σώματα ζεστά 'πό τό κρεβάτι Ερωτικά ξαπλώνουν μέ τήν άσφαλτο Μέ μιά σημαία τού έθνους καρφωμένη στην καρδιά 90

Φώναζαν ψάχναν νά την βρουν Την Μελισσάνθη! ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΟΙ ΕΤΟΙΜΑΣΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ: Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ ΑΣΤΥΝΌΜΟΥΣ

Τά πρώτα νέα κυκλοφορούν στίς έκτακτες εκδόσεις Κι ό τελικός συμβιβασμός: Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΌΜΟΥΣ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΑ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Αλαλαγμός Ό πληθυσμός είναι νεκρός Στην Πολιτεία κατοικούν οι Δολοφόνοι Κι ούτε ψωμί ούτε νερό — οι Νέοι τρέφονται μέ σκόνη Τά βρέφη πίνουνε χολή κ' οί Μάνες... Οι Μάνες τρέχουν έξαλλες στους δρόμους Ταΐζουν μέ τά ψίχουλα πουλιά Ή βγαίνουν πάνω στίς καμένες στέγες Και προσπαθούν νά πιούνε τή βροχή σταλιά σταλιά Νά πάρουν δύναμη καί νά χυμήξουνε κοράκια Κραυγάζοντας στης πολιτείας τά στενά Μά ή Μελισσάνθη πουθενά! Πολύχρωμη απελπισία τού καιρού μου Βοήθησέ με νά εξαφανιστώ Νά σκεπαστώ Απ' τή ψυχρή αλήθεια πού γεννάει ό Χρόνος Κατευναστικά Η Μελισσάνθη χάθηκε οριστικά

91

Νοέμβριος 1965

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΥΓΡΑΣΙΑ 9 Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ C.N.S. 17 MONOPRIX 31-52 Ο ΝΕΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΕΡΙΑ Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΥΒΛΙΝΟ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΖΕΡΑΡ ΛΟΡΣΥ' Η ΘΕΡΜΟΤΗΣ ΕΝΟΣ ΑΛΓΕΡΙΝΟΥ' ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΩΔΕΙΟΥ Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΙΝΤ ΙΛΑΙΡ

MORALITE ZERO Ο ΝΕΑΡΟΣ ΑΛΑΙΝ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΧΑΝΣ ΓΚΡΟΥΝΤΕΡΙΑΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ TΩN ΦΛΑΜΕΝΓΚΟΣ ΝΤΟΜΙΝΙΚ

ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ 53 ΤΡΕΙΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ 59-66 ΚΡΙΣΗ / ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ / ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΝΗ

ΤΡΙΑ ΡΥΘΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΝΝΥ 67 ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ 73-85 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΠΤΑ «ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΦΥΣΕΙΣ. TOΥ M.X. ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ

ΕΡΩΤΙΚΟ ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΗΧΑΝΗ ΣΧΕΔΙΟ ΠΑ ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ 87

ΜΙΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Related Documents


More Documents from "Edenilson Rivas"